ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ Μ.ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ

ΙΕΡΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ Μ.ΕΒΔΟΜΑΔΑ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ 
ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΚΛΕΙΝΟΥΜΕ ΡΑΝΤΕΒΟΥ (!!!).

ΜΕΓΑΛΗ ΔΕΥΤΕΡΑ

Πρωί 12 - 2 μ.μ. 

Απόγευμα: 5.30 - 7

Βράδυ 8.30 - 10.30

ΜΕΓΑΛΗ ΤΡΙΤΗ

Πρωί 12 - 2 μ.μ.

Απόγευμα: 5.30 - 7

Βράδυ 8.45 - 10.30

ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΤΑΡΤΗ

Πρωί 10 - 1μ.μ.

ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ

Πρωί  10 - 1.30 μ.μ.

Βράδυ 10 - 12

ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

Πρωί  11.30 - 2 μ.μ.

Απόγευμα 5.30 - 7 μ.μ. Βράδυ 10 - 11

ΜΕΓΑΛΟ ΣΑΒΒΑΤΟ  Πρωί 10 - 1 μ.μ.




 

ΜΕΓΑΛΗ ΔΕΥΤΕΡΑ

Πρωί 12 - 2 μ.μ. 

Απόγευμα: 5.30 - 7

Βράδυ 8.30 - 10.30

ΜΕΓΑΛΗ ΤΡΙΤΗ

Πρωί 12 - 2 μ.μ.

Απόγευμα: 5.30 - 7

Βράδυ 8.45 - 10.30

ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΤΑΡΤΗ

Πρωί 10 - 1μ.μ.

ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ

Πρωί 10 - 1.30 μ.μ.

Βράδυ 10 - 12

ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

Πρωί 11.30 - 2 μ.μ.

Απόγευμα 5.30 - 7 μ.μ. Βράδυ 10 - 11

ΜΕΓΑΛΟ ΣΑΒΒΑΤΟ  Πρωί 10 - 1 μ.μ.

E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

"Να διαβάζεις σωστά"

"Όταν διαβάζεις, μου έλεγε μια μέρα ο π. Πορφύριος, να προσπαθείς να διαβάζεις καθαρά,
να ακούγεται και το τελευταίο νί ή σίγμα της λέξεως. Το ίδιο να κάνεις και στην προσευχή σου ή όταν ψάλλεις,
γιατί έτσι συνηθίζεις το σωστό, και να είσαι σε όλα ταπεινός, και στη σκέψη και στα λόγια, και στις κινήσεις σου".
"Μία μέρα στο Ησυχαστήριο μου λέει: -Πιάσε αυτό το βιβλίο και διάβασέ μου. Ήταν ένα απ' αυτά τα βιβλία που υπάρχουν
εκεί και αναφερόταν στην ημέρα των Χριστουγέννων. Το παίρνω εγώ και αρχίζω να διαβάζω.
Μόλις διάβασα τέσσερις πέντε προτάσεις, μου λέει. -Σταμάτα. Σταμάτησα εγώ. -Πώς το διαβάζεις έτσι; μου λέει.
-Πώς το διαβάζω, Παππούλη; του λέω. -Να! Κοίταξε να δείς, μου λέει. Πρέπει να βάζεις χρώμα στη φωνή σου.
Να ακούονται όλα τα φωνήεντα καθαρά. Να μην κόβεις σύμφωνα που έχουν στο τέλος οι λέξεις και να μη βιάζεσαι.
-Για ξεκίνα πάλι. Ξεκινώ. -Τίποτα, μου λέει. Άκου εμένα. Και άρχισε να μου διαβάζει μερικές προτάσεις.
Το είδες τώρα; -Το είδα, του είπα. -Ξεκίνα πάλι, μου λέει. Άρχισα και πάλι να διαβάζω,
περισσότερες προτάσεις αυτή τη φορά, κάπως καλύτερα. -Έ ! Τώρα κάτι κατάφερες, μου λέει.
Προσπάθησε να κάνεις πάντοτε την ανάγνωση έτσι, όπως σου την έμαθα, και το ίδιο να κάνεις όταν διαβάζεις τα αναγνώσματα και στην Εκκλησία.
Στο τέλος του μαθήματος μου λέει: "Για τον κόπο σου πάρ' το αυτό το βιβλίο, σου το χαρίζω".
Ευχαριστώ, Παππούλη μου, του λέω, για όλα, και έφυγα ευχαριστημένος.
[Τζ 138π.]

"Πώς έμαθα να διαβάζω"

"Διάβαζα πολύ, μου είπε μια μέρα ο Γέροντας. Ήμουν πολύ μελετηρός. Μυστικώς διάβαζα. Ξέκλεβα χρόνο, όπου μπορούσα.
Έμαθα απ' έξω το ευαγγέλιο του Ματθαίου, του Λουκά και το μισό του Ιωάννη. Επίσης τους Ψαλμούς. Μελετούσα τους Πατέρες. Πολύ διάβαζα.
Έκανα πνευματική εργασία. Και να ξέρεις ότι εγώ γράμματα δεν ήξερα. Μόλις την Β' δημοτικού ήμουνα.
Όταν πρωτοπήγα στο Μοναστήρι, μου δίνουν στον εσπερινό το Ψαλτήρι να διαβάσω.
Εγώ άρχισα να συλλαβίζω "Μα-κά-ρι-ος α-νήρ". -Καλά, μου λένε, φτάνει. Θα πάρεις το Ψαλτήρι, θα το διαβάσεις καλά να το μάθεις.
Θα διαβάζεις και τα συναξάρια των Αγίων. Τίποτε άλλο. Διάβαζα αλλά δεν καταλάβαινα. Λεξικά δεν είχα.
Π.χ. δεν ήξερα ότι οίκος θα πεί σπίτι. Έτσι έβρισκα την ίδια λέξη και αλλού, και από τα συμφραζόμενα εύρισκα το νόημα των λέξεων.
Απεστήθιζα κομμάτια ολόκληρα και όλη μέρα, καθώς έτρεχα στα βράχια, τα απήγγελα δυνατά, με νόημα.
Αργότερα έπιασα την Παρακλητική, το Τριώδιο, τα Μηναία. Διάβαζα με μανία".
Καθώς ο Γέροντας Πορφύριος έλεγε όλα αυτά από τη ζωή του, αισθανόμουν ότι τα λέει έμμεσα για να με παρακινήσει να κάνω το ίδιο,
πολύ περισσότερο που εγώ με τη βοήθεια του Θεού έμαθα και πέντε γράμματα, δεν ήμουνα αγράμματος.
Κάνοντας αυτή τη σκέψη βεβαιώθηκα και έμεινα πάλι έκπληκτος, για την ικανότητά του να διαβάζει την ψυχή μου
και να φωτίζει όλα τα σκοτεινά σημεία της, όταν σε λίγο πρόσθεσε: "Εκείνο που μου άρεσε απ' όλα περισσότερο,
ήταν ο Τριαδικός Κανόνας κάθε Κυριακή στο Μεσονυκτικό. Όταν τον διάβαζε ο αδελφός, εγώ συγκέντρωνα όλη την προσοχή μου.
Και αν καμιά φορά διάβαζε σιγανά ή γρήγορα και δεν καταλάβαινα ή δεν άκουγα, πολύ στεναχωριόμουνα.
Τότε αποτραβιόμουνα πίσω και βυθιζόμουνα στην ευχή". Εγώ, ακούγοντας αυτά, ελέγχθηκα πολύ.
Διότι κάθε φορά που διαβαζόταν ο Τριαδικός Κανών, εγώ έλεγα μέσα μου: -Ά! Αυτός είναι δύσκολος. Δεν τον καταλαβαίνω.
Και ώσπου να τελειώσει η ανάγνωσή του, δεν πρόσεχα, εσκεμμένα.
Εκείνη τη στιγμή ένιωσα σε τί χάος αγνωσίας βρισκόμουν ο ταλαίπωρος εγώ.
Πλήν δεν τον διέκοψα, τον άφησα να συμπληρώσει ό,τι ήθελε. Η καρδιά μου είχε αρχίσει να φωτίζεται σαν να της άνοιξε ένα παράθυρο
ο διορατικός αυτός Γέροντας. Ένιωθα κοντά του απέραντη απλότητα και εμπιστοσύνη.
Πίστεψα χωρίς καμία αμφιβολία, ότι από το Θεό έχει χάρη να διαβάζει τις καρδιές μας,
και ξέρει όλα τα μυστικά μας πάθη και αδυναμίες.
[Ά 43π.]

(Ανθολόγιο Συμβουλών, Άγιο Πορφύριος, σελ.136-139)

κδ'. Διαβαίνοντας κάποτε ο Αββάς Μακάριος μαζί με κάποιους αδελφούς μες από την Αίγυπτο, άκουσε ένα παιδί να λέγη στη μητέρα του : «Μανούλα, κάποιος πλούσιος με αγαπά και τον μισώ. Και κάποιος φτωχός με μισεί και τον αγαπώ ». Και ακούοντας ο Αββάς Μακάριος, θαύμασε. Και του λέγουν οι αδελφοί : « Γιατί θαύμασες, πάτερ, αυτά τα λόγια;». Και τους αποκρίνεται ο γέρων : « Πράγματι, ο Κύριός μας πλούσιος είναι και μας αγαπά, εμείς όμως δεν θέλουμε να τον ακούσουμε. Ο δε εχθρός μας ο διάβολος φτωχός είναι και μας μισεί, αλλά εμείς αγαπάμε τη ρυπαρότητά του ».
κε΄. Τον παρακάλεσε ο Αββάς Ποιμήν με πολλά δάκρυα, λέγοντας : « Πες μου κάτι, πώς να σωθώ ». Του αποκρίθηκε δε ο γέρων και είπε : « Αυτό όπου ζητάς, έφυγε τώρα από τους μοναχούς ».
κστ΄.  Πήγε κάποτε ο Αββάς Μακάριος στον Αββά Αντώνιο. Και αφού μίλησε μαζί του, γύρισε σε Σκήτη. Και ήλθαν οι πατέρες σε υποδοχή του. Και καθώς μιλούσαν, τους είπε ο γέρων : « Είπα στον Αββά Αντώνιο, ότι δεν έχουμε Θεία Ευχαριστία στον τόπο μας ». Και άρχισαν οι πατέρες να μιλούν για άλλα και παρέλειψαν να τον ρωτήσουν και να μάθουν τι αποκρίθηκε ο γέρων, ούτε δε ο γέρων τους το είπε. Και αυτό λοιπόν έλεγε κάποιος από τους πατέρες, ότι σαν δουν οι πατέρες ότι παραλείπουν οι αδελφοί να ρωτήσουν για κάτι το ωφέλιμο σ’ αύτούς, αναγκάζουν το εαυτό τους να μιλήσουν πρώτοι. Και αν δεν αναγκασθούν από τους αδελφούς, δεν εισέρχονται ακόμη στο θέμα. Για να μη φανούν ότι μιλούν χωρίς να ρωτηθούν και δοθή έτσι εντύπωση αργολογίας.
κζ΄ . Παρακάλεσε ο Αββάς Ησαΐας τον Αββά Μακάριο, λέγοντας : «Πες μου κάτι ». Και του λέγει ο γέρων « Φεύγε τους ανθρώπους ». Και τον ρωτά ο Αββάς Ησαΐας : « Τι σημαίνει το να φεύγη τινάς τους ανθρώπους ; ». Και ο γέρων του αποκρίθηκε : « Το να μείνης στο κελλί σου και να κλάψης τις αμαρτίες σου ».
κη΄. Έλεγε ο Αββάς Παφνούτιος, ο μαθητής του Αββά Μακαρίου : « Παρακάλεσα τον πατέρα μου, λέγοντας : Πες μου κάτι. Και εκείνος μου είπε : Μη κάμης κακό σε κανένα και μη κατακρίνης κανέναν. Αυτά να τηρής και σώζεσαι ».
κθ'. Είπε ο Αββάς Μακάριος : « Να μη κοιμηθής σε κελλί αδελφού οπού έχει κακή φήμη ».
λ'. Πήγαν κάποτε στον Αββά Μακάριο μερικοί αδελφοί σε Σκήτη και δεν βρήκαν στο κελλί του τίποτε παρά νερό σαπισμένο. Και του λέγουν : « Αββά, έλα επάνω σε κώμη και σε αναπαύουμε ». Τους λέγει ο γέρων : « Γνωρίζετε, αδελφοί, το αρτοποιείο του δείνα στην κώμη ; ». Και του απαντούν : « Ναι ». Τους λέγει κατόπιν ο γέρων : « Και εγώ το γνωρίζω. Γνωρίζετε και το χωράφι του δείνα όπου ο ποταμός περνά ; ». Του λέγουν : « Ναι ». Τους λέγει τότε ο γέρων : « Και εγώ το γνωρίζω. Όταν λοιπόν θέλω, δεν έχω την ανάγκη σας, αλλά μόνος μου πηγαίνω ».
λα'. Έλεγαν για τον Αββά Μακάριο, ότι, αν πήγαινε σ’ αυτόν κάποιος αδελφός σαν σε άγιο και μεγάλο γέροντα με φόβο, τίποτε δεν του έλεγε. Αν δε κάποιος από τους αδελφούς του έλεγε για να τον ταπεινώση : « Αββά, όταν ήσουν καμηλιέρης και έκλεβες νίτρο και το πουλούσες, δεν σε έδερναν οι φύλακες ; », του μιλούσε μετά χαράς για ότι τον ρωτούσε.
λβ΄. Έλεγαν για τον Αββά Μακάριο τον μεγάλο, ότι έγινε, καθώς είναι γραμμένο, Θεός επίγειος. Γιατί, καθώς ο Θεός σκεπάζει τον κόσμο, έτσι και ο Αββάς Μακάριος σκέπαζε τα ελαττώματα, οπού τα έβλεπε σαν να μη τα έβλεπε και τα άκουε σαν να μη τα άκουε.
λγ'. Διηγήθηκε ο Αββάς Βιτίμιος, ότι έλεγε ο Αββάς Μακάριος : « Ενώ έμενα κάποτε σε Σκήτη, κατέβηκαν εκεί δυο νέοι από ξένο τόπο. Και ο μεν ένας είχε γενειάδα, ενώ ο άλλος μόλις οπού του φύτρωνε γενειάδα. Και ήλθαν σ’ εμένα, λέγοντας : Που είναι το κελλί του Αββά Μακαρίου ; Και εγώ είπα : Τι τον θέλετε ; Και απαντούν : Ακούοντας τα σχετικά μ’ αυτόν και τη Σκήτη, ήλθαμε να τον δούμε. Τους λέγω : Εγώ είμαι. Και έβαλαν μετάνοια, λέγοντας : Εδώ θέλουμε να μείνουμε. Αλλά εγώ, βλέποντάς τους μαλθακούς και σαν καλομαθημένους σε πλούτη, τους λέγω : Δεν μπορείτε να μείνετε εδώ. Και λέγει ο μεγαλύτερος : Αν δεν γίνεται να μείνουμε εδώ, πηγαίνουμε άλλου. Λέγω εγώ στον λογισμό μου : Γιατί τους αποδιώχνω και σκανδαλίζομαι ; Ο κόπος θα τους κάμη να φύγουν μόνοι τους. Και τους λέγω τότε : Ελάτε, φτιάχτε για τον εαυτό σας κελλί, αν μπορήτε. Μου λέγουν: Δείξε μας τόπο και το φτιάχνουμε. Τους έδωσα δε πελέκι και σακκούλι γεμάτο ψωμιά, καθώς και αλάτι. Τους έδειξα και βράχο σκληρό, λέγοντας : Κόψετε εδώ πέτρα και φέρετε ξύλα από το έλος και αφού φτιάξετε στέγη, μείνετε. Και μέσα μου, πίστευα ότι εξ αίτιας του κόπου θα έφευγαν. Με ρώτησαν δε, τι εργασία κάνουν εδώ οι μοναχοί. Και τους λέγω : Πλεξούδες. Και παίρνω βάγια από το έλος και τους δείχνω την αρχή της πλεξούδας και πώς πρέπει να ράβουν. Και τους είπα : Κάνετε ζεμπίλια, δίνετέ τα στους φύλακες και θα σας φέρνουν ψωμιά. 'Ύστερα λοιπόν εγώ έφυγα. Αυτοί δε, με υπομονή, όλα τα έκαμαν όσα τους είπα. Και δεν ήλθαν σ’ εμένα, επί τρία χρόνια. Και έμεινα πολεμώντας τους λογισμούς και λέγοντας : Ποιά να είναι τάχα η εργασία τους και δεν ήλθαν να με ρωτήσουν για λογισμούς ; Οι από μακριά έρχονται σ’ εμένα και αυτοί οπού είναι κοντά μου δεν ήλθαν, αλλά ούτε και σε άλλους πήγαν. Μόνο στην εκκλησία πηγαίνουν, σιωπώντας, για να μεταλάβουν. Και προσευχήθηκα στον Θεό, νηστεύοντας μια εβδομάδα, να μου φανερώση τι εργασία έκαναν. Και αφού πέρασε η εβδομάδα, σηκώθηκα και πήγα σ’ αυτούς, για να δω πώς ζουν. Χτύπησα την πόρτα, μου άνοιξαν και με ασπάσθηκαν σιωπώντας. Και αφού έκαμα ευχή, κάθισα. Νεύοντας δε ο μεγαλύτερος στον μικρότερο να βγη έξω, κάθισε φτιάχνοντας πλεξούδα και δεν έλεγε τίποτε. Και την ώρα την ενάτη, χτύπησε και ήλθε ο μικρότερος και ετοίμασε λίγο φαγητό και παρέθεσε τραπέζι, αφού του ένευσε ο μεγαλύτερος. Και έβαλε τρία παξιμάδια και έμεινε σιωπώντας, εγώ δε είπα : Σηκωθήτε, να φάμε. Και σηκωθήκαμε και φάγαμε. Και έφερε το κανάτι και ήπιαμε. Μόλις δε έγινε βράδι, μου λέγουν : Πηγαίνεις ; Εγώ τους αποκρίθηκα : Όχι, αλλά εδώ θα κοιμηθώ. Και μου έστρωσαν ένα ψαθί παράμερα και για τον εαυτό τους άλλο, στην άλλη γωνία, παράμερα. Και ξεζώστηκαν και έβγαλαν τους αναλάβους τους. Και έπεσαν μαζί στο ψαθί, απέναντι μου. Μόλις δε πλάγιασαν, προσευχήθηκα στον Θεό να μου φανέρωση την εργασία τους. Και άνοιξε η στέγη και έγινε φως σαν να ήταν μέρα. Αυτοί όμως δεν έβλεπαν το φως. Και πιστεύοντας ότι κοιμόμουν, σκουντά ο μεγαλύτερος τον μικρότερο στο πλευρό, σηκώνονται, ζώνονται και απλώνουν τα χέρια στον ουρανό. Εγώ τους έβλεπα, αυτοί όμως δεν με έβλεπαν. Και είδα τους δαίμονες να έρχονται σαν μυίγες στον μικρότερο. Και άλλοι μεν έρχονταν να καθίσουν στο στόμα του, άλλοι δε στα μάτια του. Και είδα Άγγελο Κυρίου, κρατώντας πύρινη ρομφαία, να τον περιτειχίζη και να διώχνη τους δαίμονες απ’ αυτόν. Στον δε μεγαλύτερο, δεν μπορούσαν να πλησιάσουν. Και κατά το πρωί, ξανάπεσαν στο στρωσίδι τους. Και εγώ έκαμα πώς ξύπνησα και αυτοί το ίδιο. Μου λέγει τότε ο μεγαλύτερος μονάχα αυτά τα λόγια : θέλεις να πούμε τους δώδεκα ψαλμούς ; Λέγω : Ναι. Και ψάλλει ο μικρότερος πέντε ψαλμούς από έξη στίχους και ένα Αλληλούια. Και σε κάθε στίχο, έβγαινε λαμπάδα φωτιάς από το στόμα του και ανέβαινε στον ουρανό. Το ίδιο και με τον μεγαλύτερο, όταν άνοιγε το στόμα του ψάλλοντας, σαν σχοινί φωτιάς έβγαινε και έφθανε έως τον ουρανό. Και εγώ είπα λίγα, οπού τα θυμόμουν. Και βγαίνοντας, λέγω : Ευχηθήτε για μένα. Και αυτοί έβαλαν μετάνοια, σιωπώντας. Έμαθα λοιπόν ότι ο μεγαλύτερος ήταν τέλειος. Ενώ τον μικρότερο τον πολεμούσε ακόμη ο εχθρός. Ύστερα δε από λίγες μέρες, κοιμήθηκε ο μεγαλύτερος αδελφός και την τρίτη μέρα ο μικρότερος ». Και όταν πήγαιναν μερικοί από τους πατέρες στον Αββά Μακάριο, τους έπαιρνε στο κελλί τους, λέγοντας : « Ελάτε να δήτε τον τόπο μαρτυρίου των μικρών ξένων ».

(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)

50. Πώς καταλογίζεται η ενοχή του προπατορικού αμαρτήματος στους απογόνους του Αδάμ;

Είτε καταλογίζεται η προσωπική ένοχή του Αδάμ είτε η ένοχή της μολυσμένης φύσεως του προπάτορα.

Ο πρώτος καταλογισμός δημιουργεί δυσεπίλυτα προβλήματα. Καλά, ο Αδάμ αμάρτησε γιατί έτσι θέλησε. Δικαίωμά του ήταν, αμάρτησε ελεύθερα και τιμωρήθηκε δίκαια. Εγώ όμως, ως άτομο ξεχωριστό και ελεύθερο, που έζησα τόσες χιλιάδες χρόνια μετά τον προπάτορα, γιατί να κληρονομώ την προσωπική ένοχή εκείνου; Αυτό δεν αντιβαίνει προς την ιδέα της αμαρτίας και της ένοχης, η οποία εκεί μόνον καταλογίζεται όπου υπάρχει η ελεύθερη επιλογή και ενέργεια του λογικού δημιουργήματος; Και πώς ο δίκαιος Θεός καταλογίζει ξένη ένοχή και τιμωρεί το πλάσμα του για κάτι για το οποίο δεν φέρει καμιά προσωπική ευθύνη και συμμετοχή; Η ιδέα δε, ότι ο άμεσος καταλογισμός της προσωπικής ενοχής του αμαρτήματος του Αδάμ στηρίζεται στο γεγονός ότι όλοι οι άνθρωποι βρίσκονταν ενσωματωμένοι στη φύση του γενάρχη και αμάρταναν μαζί του στον παράδεισο, όχι μόνο δεν επιλύει το πρόβλημα αλλά και το επιτείνει. Εγώ δεν θυμάμαι να ήμουνα ποτέ στον παράδεισο μαζί με τον προπάτορα και να μετείχα στο προσωπικό του αμάρτημα. Αλλά και αν ήμουνα, αποκλειόταν, ως ελεύθερο και λογικό δημιούργημα, να διεχώριζα τη βούλησή μου από τη βούληση εκείνου και να μην έπεφτα μαζί του στην αμαρτία;

Ο δεύτερος καταλογισμός, ο έμμεσος, είναι συμφωνότερος προς τις ανθρωπολογικές αντιλήψεις της ορθόδοξης θεολογίας. Η αμαρτωλή κατάσταση δεν υπήρχε στην πρωτόκτιστη φύση στην Εδέμ. Ήταν σαφώς απόρροια της αμαρτίας του Αδάμ. ‘Ως τέτοια δεν ήταν αρεστή στο Θεό, ήταν κάτι έναντιο στο θέλημά του, έναντιο στη φυσική τάξη της δημιουργίας. Ήταν συνεπώς αμαρτία, την οποία κληρονομεί ο άνθρωπος δια της φυσικής του γεννήσεως.


(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 65)

48. Αφού ο Θεός προεγνώριζε την πτώση του Αδάμ, γιατί δεν τον εμπόδισε αλλά τον άφησε να πέσει στην καταστροφή;

Το ερώτημα μας βάζει δύσκολα. Βάζει σε μια άχαρη προσπάθεια εμάς, τα μικρά και ελάχιστα πλάσματα, να εισχωρήσουμε με το πενιχρό μυαλό που διαθέτουμε στο βάθος της άπειρης θείας βουλής και να εξερευνήσουμε τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η τριαδική θεία ενέργεια. Το τελευταίο δεν είναι για μας, αλλ΄ είναι προσωπική υπόθεση του Θεού. Ο Θεός λειτουργεί όπως θέλει —όχι φυσικά αυθαίρετα— και δεν δίνει λογαριασμό σε κανέναν. Μόνο ο ίδιος γνωρίζει πώς λειτουργεί η άπειρη φύση του και κανένας άλλος. Βεβαίως τις θείες ενέργειες τις γνωρίζουμε από τα εξωτερικά τους εκδηλώματα και από την αποκάλυψη του Θεού. Έως εδώ όμως και πάντα στο μέτρο των δυνατοτήτων της πεπερασμένης μας φύσεως. Κανένα πλάσμα σ’ οποιαδήποτε κατάσταση κι αν βρίσκεται (άγγελος ή άνθρωπος) δεν μπορεί να εισχωρήσει στο βάθος της θείας απειρίας και να νοήσει τα ακατανόητα και ακατάληπτα.

Το ερώτημα, αν γίνεται από αγαθή συνείδηση, έχει καλώς. Πραγματικά είναι κάτι που τον καθένα μας μπορεί ν' απασχολήσει. Αν όμως προέρχεται από άλλα ελατήρια και έχει άλλους σκοπούς, θέλει δηλαδή να πουλήσει πνεύμα ή να επιφέρει σύγχυση στην πίστη των ανθρώπων, είναι κατάκριτο και πονηρό. Αρκεί ο μόχθος που έχουμε στον αγώνα της πίστης μας· να φορτίζουμε το μυαλό μας και με τόσο σκληρά ερωτήματα;

 


49. Κάτω από ποιες μορφές νοείται το προπατορικό αμάρτημα;

Κάτω από δύο: Ή είναι η προσωπική αμαρτία του Αδάμ, ή η μολυσμένη ατμόσφαιρα που επηγασε απ’ αυτήν και περιβάλλει κάθε άνθρωπο.

Το πρώτο είναι νοητό. Ο Αδάμ αμάρτησε προσωπικά και αυτόβουλα, κατέστη ένοχος μπροστά στη θεία δικαιοσύνη και τιμωρήθηκε από το Θεό.

Το δεύτερο είναι επίσης νοητό. Όπως εμείς, όταν κάνουμε ένα θανάσιμο αμάρτημα -ένα φόνο λόγου χάρη- πιεζόμαστε εφ όρου ζωής από την πικρή ανάμνηση της αμαρτίας, η οποία δεν λέει να μας εγκαταλείψει έστω κι αν συγχωρεθήκαμε από το Θεό, έτσι και από την αμαρτία του προπάτορα, ο οποίος ήταν η ρίζα του γένους, δημιουργήθηκε μια βαριά μολυσμένη κατάσταση, στην οποία περιέρχονται όλοι οι άνθρωποι που κατάγονται απ’ αυτόν. Με τη διαφορά ότι, ενώ στα προσωπικά μας αμαρτήματα έχουμε επίγνωση της αμαρτωλότητάς μας, στο προπατορικό αμάρτημα δεν διασώζουμε στη φύση μας καμιά συνενοχή.

 

(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 63-64)

46. Έχει εξωτερική αφορμή για την πτώση του ο Αδάμ;

Ο Αδάμ αμάρτησε αυτόβουλα. Παρήκουσε ελεύθερα την εντολή του Θεού. Δεν έκανε καλή χρήση της λογικής του ελευθερίας, που ήταν στοιχείο καθοριστικό της πνευματικής του φύσεως. Φυσικά εμείς αυτό δεν μπορούμε εύκολα να το κατανοήσουμε. Πώς δηλαδή, μια ελευθερία που δεν είχε ροπή προς το κακό, τουναντίον μάλιστα φερόταν απρόσκοπτα προς το αγαθό, περιβαλλόμενη από τη χάρη του Θεού, ξαφνικά αθετεί την εντολή και απομακρύνεται από την πηγή της ζωής, της χαράς και της ευδαιμονίας της. Βέβαια, στοιχείο της ελευθερίας είναι η δυνατότητα της απόκλισης. Αλλιώτικα δεν θα είχε νόημα. Αυτό όμως λύει το αίνιγμα της πτώσεως;

Παραλλήλως ο Αδάμ είχε και εξωτερική αφορμή για την πτώση του. Στο περιβολή της Εδέμ κρυβόταν ο εχθρός, ο διάβολος. Ο δρακων ο αρχαίος, που πρώτος είχε εκπέσει από το αγαθό και έβαλε σκοπό του να αντιμάχεται το Θεό και τα έργα του και κύρια τον άνθρωπο, το λογικό δημιούργημα, το οποίο ζήλευε και μισούσε θανάσιμα. Κρύφτηκε σ’ ένα φίδι, ζώο του παραδείσου, γιατί δεν μπορούσε απροκάλυπτα να φανερωθεί στον άνθρωπο, θέλησε να εκμεταλλευθεί την αθωότητα και την πνευματική απειρία των πρωτοπλάστων, για να τους παραπλανήσει και τους καταστρέψει. Έτσι ο εφευρέτης της κακίας, ο πανούργος πειραστής, δημιουργώντας αμφιβολία για την αλήθεια της εντολής και διαβάλλοντας το νόημά της, ότι τάχα δια της βρώσεως θα γνώριζαν το καλό και θα γίνονταν θεοί όπως ο δημιουργός τους, κατόρθωσε να παραπλανήσει πρώτα την Εύα και δι’ αυτής κατόπιν τον Αδάμ να φάγουν από τον απαγορευμένο καρπό, αθετώντας το θέλημα και την εντολή του Θεού. Έτσι συντελέστηκε η αμαρτία στον Παράδεισο, στον όμορφο κήπο της Εδέμ!

 

47. Το ότι ο Αδάμ παρασύρθηκε στην πτώση από το διάβολο είχε κάποιο καλό για τον παραβάτη;

Αρνητικά, ναι. Είχε το ελαφρυντικό ότι παγιδεύτηκε από τον εφευρέτη της κακίας, τον μισόκαλο δαίμονα. Αν αποβλέψουμε και στο αισθητό μέρος της φύσεως, το οποίο καταλλήλως διεγειρόμενο μπορούσε να κινηθεί προς τη βρώση του καρπού (όπως και έγινε· πρώτη υπέκυψε η Εύα και αργότερα μαζί της και ο Αδάμ), κατανοούμε πώς ο Αδάμ υπέκυψε στον πειρασμό, αμάρτησε και κατόπιν μεταμελήθηκε, ώστε να γίνει δεκτικός αφέσεως και συγχωρήσεως.

Αντίθετα ο Εωσφόρος, που δεν είχε φύση αισθητή αλλ΄ ήταν πνεύμα αμιγές και άυλο, συνέλαβε απ’ ευθείας στη φύση του την ιδέα της αποστασίας από το Θεό, αμάρτησε ελεύθερα και η αμαρτία ταυτίστηκε με την άυλη φύση του, ώστε να μην είναι πλέον επιδεκτικός μετάνοιας και σωτηρίας.

 

(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 62-63)


43. Αλήθεια, πώς υπήρξε φιλαυτία στον προπάτορα;

Αγνοούμε. Αν η φιλαυτία είναι η νοσηρά στροφή του ανθρώπου προς το ίδιο εγώ, μια κατάσταση εσωτερικής φαυλότητας και φθοράς, τότε δεν κατανοούμε πώς το σπέρμα αυτό το ταπεινό μπορούσε να υπάρχει σε φύση που δεν είχε κλίση προς το κακό, ήταν καλή και αγνή και θετικά φερόταν προς το αγαθό και το Θεό.

 

44. Γιατί ο Θεός υπέβαλε σε δοκιμασία τον Αδάμ;

Όπως στα προηγούμενα είπαμε, ο πρωτόπλαστος στον παράδεισο ήταν αγαθός και καλός. Όμως δεν ήταν τέλειος πνευματικά. Δεν είχε πείρα πνευματική, αυτήν έπρεπε να την αποκτήσει βαθμηδόν με το ελεύθερο έργο της βουλήσεώς του και σε συνεργασία πάντοτε με τη χάρη ταυ Θεού. Έπρεπε να φθάσει σε σημείο, δια της υπακοής και της αφοσιώσεώς του στο Θεό, να διακρίνει τη δική του θέληση, από τη θέληση του Θεού, δηλαδή να γνωρίσει τα όρια της ηθικής του φύσεως. Με αλλά λόγια έπρεπε ενσυνείδητα να γνωρίσει το Θεό και ελεύθερα να εργάζεται την αρετή και το αγαθό. Γι' αυτό του δόθηκε, σαν δοκιμασία, η εντολή από το Θεό.

 

45. Ποια εντολή του Θεού παρέβη ο Αδάμ;

Κατά τη διήγηση της Γραφής η εντολή του Θεού πάρθηκε από το περιβάλλον της φυσικής του ανθρώπου ζωής. Στον παράδεισο ήταν φυτεμένα πολλά δένδρα που εξυπηρετούσαν τον άνθρωπο, μεταξύ των οποίων ήταν και το δένδρο γνώσεως του καλού και του κακού. Δηλαδή όποιος το έτρωγε μπορούσε να διακρίνει το καλό από το κακό. Η διάκριση αυτή καθ’ εαυτήν ήταν κακή για τον πρωτόπλαστο; Ασφαλώς, όχι. Ως φαίνεται, κακή ήταν η πρόωρη σπουδή για την απόκτησή της. Άλλωστε σ’ αυτό απέβλεπε η δόση της εντολής: Ο Αδάμ σιγά σιγά με τις δικές του ηθικές δυνάμεις και βοηθούμενος από τη χάρη του Θεού, να γευθεί ελεύθερα τον τέλειο καρπό της γνώσεως, που ήταν υπέρτατο αγαθό. Εν πάση περιπτώσει ποιά ήταν ουσιαστικά η φύση της θείας εντολής, αν ήταν κάτι φυσικό και πραγματικό ή κάτι πνευματικότερο και συμβολικό, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε.

Το βέβαιο είναι ότι, με την πραγματιστική έννοια της εντολής, η τήρησή της ήταν πολύ εύκολη. Πρώτον, γιατί στον παράδεισο ο Αδάμ είχε αφθονία καρπών, ώστε η στέρηση της βρώσεως των καρπών του δένδρου εκείνου να μη του ήταν αισθητή και πιεστική και δεύτερον, γιατί η φύση του σχετικώς τέλεια όπως ήταν, είχε όλες τις δυνάμεις να τηρήσει εύκολα την απαγόρευση του Θεού. Γι’ αυτό το παράπτωμα του γενάρχη ήταν πολύ μεγάλο.

 

(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 60-62)

41. Τί διδάσκουν περί αρχεγόνου δικαιοσύνης οι Διαμαρτυρόμενοι;

Οι Διαμαρτυρόμενοι δέχονται όλα τα δώρα της αρχέγονης δικαιοσύνης, τα οποία εκάλλυναν την πρωτόκτιστη φύση. Με επουσιώδεις αποχρώσεις και παραλλαγές δέχονται ό,τι και οι Ορθόδοξοι και οι Ρωμαιοκαθολικοί.

Διαφορά αναφύεται ως προς τον τρόπο σύνδεσης της αρχέγονης δικαιοσύνης με τη θεία εικόνα στον άνθρωπο. Αποφεύγοντας τη διάκριση μεταξύ καθαράς και ακεραίας φύσεως στον άνθρωπο και της ιδέας ότι τα δώρα της αρχέγονης δικαιοσύνης ήταν προσθήκη εξωτερική στην εικόνα του Θεού, που κάνει η ρωμαιοκαθολική ανθρωπολογία, και φρονώντας ορθώς με τους ’Ορθοδόξους ότι η αρχέγονη δικαιοσύνη βρισκόταν σε εσωτερική σχέση με το «κατ’ εικόνα», προχωρούν όμως ένα βήμα περισσότερο, φθάνοντας στην ακραία τοποθέτηση ότι η αρχέγονη δικαιοσύνη ταυτιζόταν κατ’ ουσίαν με τη θεία εικόνα. Κατά τη φυσιοκρατική αυτή αντίληψη ο πρώτος άνθρωπος ήταν στη φύση του πλήρης και τέλειος, μη έχοντας ανάγκη της θείας χάριτος για να πετύχει το σκοπό και το τέλος της δημιουργίας του.

Τα διδάγματα αυτά δημιουργούν αρκετά προβλήματα. Αν η θεία χάρη δεν έχει μέρος στην πρωτόκτιστη φύση, χάνει την αληθινή σημασία της σαν δύναμη, η οποία δεν συμπληρώνει μόνο τη φύση αλλά και την καθοδηγεί στο υπερφυές τέλος της. 

Κατόπιν η ταύτιση αρχέγονης δικαιοσύνης και εικόνος σαν αποτέλεσμα, με την πτώση του ανθρώπου, να αφανισθούν όχι μόνο τα δώρα της αρχέγονης δικαιοσύνης, αλλά μαζί με αυτά να καταστραφεί και το «κατ’ εικόνα» με το οποίο εκείνη (η αρχέγονη δικαιοσύνη) ταυτίζεται, σε σημείο ώστε ο μεταπτωτικός άνθρωπος να γίνει πνευματικά νεκρός, ακίνητος προς το αγαθό και την αγάπη του Θεού.

Έτσι καταλήγουμε στο παράδοξο, ο μεν προπτωτικός άνθρωπος να μην έχει ανάγκη της χάριτος του Θεού, ο μεταπτωτικός να εξαρτάται απόλυτα και να σώζεται μόνο με τη χάρη του Θεού (sola gratia).


42. Γιατί το αμάρτημα του Αδάμ καλείται προπατορικό; Τι ήταν στην ουσία του το αμάρτημα αυτό;

Καλείται προπατορικό, διότι ήταν το αμάρτημα του προπάτορα. Ως προς την ουσία του ήταν ανυπακοή στο θέλημα του Θεού, παράβαση της θείας εντολής, η οποία προερχόταν από φιλαυτία του Αδάμ. Ενώ δηλαδή ο γενάρχης στον παράδεισο όφειλε με τη βοήθεια της χάριτος του Θεού και ελεύθερα να προχωρήσει στην τελείωση της φύσεώς του (τη θέωσή του), αντίθετα αυτός επεδίωξε τη θέωσή του αυτοτελώς και με τις δικές του φυσικές δυνάμεις, χωρίς τη βοήθεια της χάριτος του Θεού.

 

(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 59-60)

39. Ποια είναι η περί αρχέγονης δικαιοσύνης διδασκαλία των Ρωμαιοκαθολικών;

'Αν και στο σημείο της αρχέγονης καταστάσεως του ανθρώπου στη ρωμαιοκαθολική θεολογία υπάρχουν πολλές ποικίλλουσες αποχρώσεις και διακυμάνσεις, εντούτοις θεμελιώδης ιδέα είναι ότι ο πρώτος άνθρωπος, όπως βγήκε από τα χέρια του Δημιουργού του και τοποθετήθηκε στον παράδεισο, αποτελούνταν από δύο συστατικά μέρη, ένα φυσικό και ένα υπερφυσικό.

Φυσικό ήταν η φύση καθ’ εαυτήν, η οποία αποτελείται από σώμα υλικό, που δεν είναι ούτε θνητό ούτε αθάνατο, και από τη νοερά ψυχή, η οποία συμπίπτει με το «κατ’ εικόνα». Στη φύση αυτή υπήρχαν αντίρροπες ορέξεις, οι σωματικές και οι ψυχικές, οι οποίες όφειλαν να υποτάσσονται και να καθοδηγούνται από τον ορθό λόγο.

Υπερφυσικό ήταν τα υπερφυσικά δώρα της χάριτος του Θεού, τα οποία συνιστούσαν το διάκοσμο της αρχέγονης δικαιοσύνης (Justitia originalis). Τα δώρα αυτά δόθηκαν στον άνθρωπο από το Θεό με σκοπό να εξισορροπούν τις ορμές της φύσεως (σαρκικές και ψυχικές) και να ενισχύουν τον άνθρωπο στην επιτυχία του σκοπού της ζωής του. Τα δώρα αυτά ήταν: η απάθεια (απαλλαγή από τα πάθη και τις ασθένειες) και η αθανασία του σώματος, η εναρμόνιση των ορμών και των ορέξεων της ψυχής υποτασσόμενων στο λόγο, η κυριαρχία επί των ζώων και της φύσεως και η υπέροχη διανοητική και ηθική τελειότητα του πρώτου ανθρώπου.

Αν τα δώρα αυτά της αρχέγονης δικαιοσύνης ήταν οργανικά συνδεδεμένα με τη φύση, ή αν προστέθηκαν κατόπιν στη φύση (αφού δηλ. πλάστηκε πρώτα αυτή), δεν υπάρχει συμφωνία μεταξύ των θεολόγων της Δύσεως. Στο μεσαίωνα ιδίως το θέμα συζητιόταν ζωηρά. Μάλλον επικρατέστερη θεωρείται η δευτέρα άποψη, ότι ο υπερφυσικός διάκοσμος της αρχέγονης δικαιοσύνης ήταν δώρο πρόσθετο (donum superadditum), εξωτερικά και χαλαρά συνδεδεμένο με τη φύση.

 

40. Υπάρχει διαφορά στη διδασκαλία περί αρχέγονης δικαιοσύνης μεταξύ της ορθόδοξης και της ρωμαιοκαθολικής θεολογίας;

Ναι, υπάρχει.

1. Ενώ εμείς πιστεύουμε, ότι στην πρωτόκτιστη φύση δεν υπήρχαν αντίρροπες σαρκικές και ψυχικές ορέξεις και ορμές, οι Ρωμαιοκαθολικοί πιστεύουν το αντίθετο, δεχόμενοι —όπως είδαμε — την ύπαρξη τέτοιων ορέξεων, οι οποίες έπρεπε να υποτάσσονται στον ορθό λόγο και να εξισορροπούνται στο πλέγμα της αρχέγονης δικαιοσύνης.

2. Υπάρχει διαφορά στον τρόπο συνδέσεως της αρχέγονης δικαιοσύνης με την πνευματική φύση του ανθρώπου (το «κατ’ εικόνα»). Ενώ η ορθόδοξη ανθρωπολογία φρονεί ότι τα πνευματικά δώρα της αρχέγονης δικαιοσύνης βρίσκονταν σε εσωτερική σχέση και οργανικό σύνδεσμό με τη θεία εικόνα στον άνθρωπο, η ρωμαιοκαθολική τα θεωρεί μάλλον ως πρόσθετα δώρα, ως προσθήκη στη φύση εξωτερική και χαλαρή.

Οι ιδέες αυτές των Ρωμαιοκαθολικών δημιουργούν όντως προβλήματα. Η αντίθεση μεταξύ της καθαρής φύσεως (Status purae naturae), της υποκείμενης στη διαπάλη των αντίρροπων ορέξεων και ορμών, και της ακεραίας φύσεως (Status purae integrae), δηλαδή της αρχέγονης δικαιοσύνης (Justitia originalis), εξισορροπούσης τις ορμές αυτές, μειώνει την αξία της πρωτόκτιστης φύσεως, εισάγουσα διαρχία σ’ αυτή μεταξύ ύλης και πνεύματος, που μπορεί να καταλήξει σε ιδέες μανιχαϊκές.

Κατόπιν ο χωρισμός της πρώτης φύσεως σε δύο ημίσυ χαλαρώς συνδεδεμένα μεταξύ τους και η έξαρση της αρχέγονης δικαιοσύνης, υπέρ τη φύση, της πρώτης συνέχουσης και εξισορροπούσης τις ορμές της δεύτερης, κάνει ακατανόητη την πτώση οδηγώντας στο ερώτημα: Πώς ο πρώτος άνθρωπος απώθησε τα συνέχοντα αυτόν αγαθά της χάριτος του Θεού, ή πώς τα υπερφυσικά δώρα εγκατέλειψαν τον άνθρωπο;

Τέλος και το λυτρωτικό έργο του Χριστού που σαν κύριο σκοπό είχε την ανάπλαση της φθαρείσας εικόνας του Θεού, θα έπρεπε στο πλαίσιο των δυτικών αντιλήψεων να εκληφθεί ομοίως ως κάτι εξωτερικό και μηχανικό, πράγμα φυσικά που δε δέχεται η δυτική Εκκλησία.


(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 57-59)

37. Ποιά είναι η έννοια της αρχέγονης δικαιοσύνης με την οποία ήταν προικισμένος ο πρώτος άνθρωπος;

Η αρχέγονη δικαιοσύνη (justitia originalis) ήταν μια σειρά δώρων με τα οποία η χάρη του Θεού διακόσμησε τη θεία εικόνα στον άνθρωπο, ώστε αυτή ευκολότερα να πετύχει τον τελικό προορισμό της, την ομοίωση του ανθρώπου με το Θεό. Τα δώρα αυτά ήταν —εκτός από την κυριαρχία του ανθρώπου επάνω στη ζωική και φυσική κτίση—, η απάθεια και η αθανασία του ανθρώπινου σώματος, η θεογνωσία και η ευθύτητα της θελήσεως των πρωτοπλάστων.

Και η μεν απάθεια και αθανασία του Αδάμ δεν πρέπει να νοηθούν ως κατάσταση τέλεια και απροϋπόθετη, αλλά σχετική και υπό όρους. Ο Αδάμ στον παράδεισο είχε τη δυνατότητα να μην αποθάνει (posse non mori) όχι και το αδύνατο να αποθάνει (non posse mori), και αυτό ανάλογα με τη στροφή της βουλήσεώς του στο αγαθό (αν δεν αμάρτανε) και τη στροφή της μακριά από το Θεό (που πραγματικά έγινε και απέφερε την πτώση του). Με αλλά λόγια η αθανασία του προπάτορα δεν ήταν απόλυτη, αλλά σχετική και υπό όρους.

Η δε θεογνωσία εκινείτο μεν σε έναν ευρύ κύκλο γνώσεων, χωρίς όμως να είναι και παγγνωσία, ιδίωμα αποκλειστικό της θείας φύσεως. Οτι ο Αδάμ γνώριζε πολλά, φαίνεται από τις διάφορες ονομασίες που έδωσε στα ζώα, τα οποία του παρουσίασε ο Θεός να ονομάσει. Επίσης και από την προφητεία την οποία είπε μόλις είδε τη γυναίκα του (Εύα), που του έδωσε ο Θεός σαν συμπλήρωμα και βοηθό του.

Τέλος, ως προς την ευθύτητα της βουλήσεως των πρωτοπλάστων, πρώτο στοιχείο της ήταν η αθωότητα, η αγνότητα και το απονήρευτο. Πριν από την πτώση οι πρωτόπλαστοι ήταν γυμνοί στον παράδεισο χωρίς να ντρέπονται. Την ντροπή την ένιωσαν ευθύς μετά την πτώση, όταν η χάρη του Θεού, που τους έντυνε σαν ιμάτιο, τους εγκατέλειψε. Ένοχοι τότε κατανόησαν τη γύμνια τους και έραψαν φύλλα συκής να τη σκεπάσουν.

Άλλο στοιχείο ήταν η ακακία των προπατόρων. Στη φύση τους δεν υπήρχε το κακό, ούτε η θέλησή τους έρεπε προς αυτό. Άλλο βέβαια το ζήτημα ότι οι πρωτόπλαστοι μπορούσαν να διακρίνουν στοιχειωδώς το καλό (την υπακοή στο Θεό), από το κακό (την παρακοή). Ο άνθρωπος το γνωρίζει το κακό, δε σημαίνει ότι είναι κατ’ ανάγκην κακός. Άλλωστε στη στερέωση της διακρίσεως αυτής απέβλεπε και η απαγόρευση της βρώσεως του ξύλου της γνώσεως του καλού και του κακού, που ήταν φυτευμένο στον παράδεισο. Ομοίως πρέπει να σημειωθεί ότι η αθωότητα και η νηπιακή προς τα πνευματικά κατάσταση των πρωτοπλάστων δεν πρέπει να εκληφθεί ως ηθική αδιαφορία, η οποία, θέτοντας σε ίση μοίρα τα κατώτερα και τα ανώτερα, τις απαιτήσεις της σάρκας και τα αιτήματα του πνεύματος, είναι εύκολο να οδηγήσει τη βούληση προς το κακό. Άλλωστε, στοιχείο της θείας εικόνος στον άνθρωπο -όπως είδαμε- ήταν η θετική φορά της προς το αγαθό. Στη βάση αυτή και στη βοήθεια της θείας χάριτος η εικόνα έμελλε, καλλιεργούμενη και προκόπτουσα, να φθάσει στην ομοίωση του Θεού.

Την αυτή, τέλος, έννοια έχουν η αρετή και η αγιότητα του πρώτου ανθρώπου. Οι καταστάσεις αυτές δεν ήταν τέλειες και ολοκληρωμένες στον προπάτορα, αλλά σχετικές. Αρετή απηρτισμένη είναι έννοια αντιφατική. Για να κατακτήσεις την αρετή και να γίνεις άγιος, πρέπει να δουλέψεις ελεύθερα, να παλαίψεις. Με αυτό τον τρόπο η εικόνα μπορούσε να γίνει ομοίωση.


38. Ποιά ήταν η σχέση της αρχέγονης δικαιοσύνης προς τη θεία εικόνα στον άνθρωπο;

Ο διάκοσμος της θείας δικαιοσύνης δεν ήταν δώρο πρόσθετο της χάριτος του Θεού, χαλαρά και εξωτερικά συνδεδεμένο με την εικόνα (Ρωμαιοκαθολικοί) ούτε ταυτιζόταν εσωτερικά με την πνευματική φύση του ανθρώπου (Προτεστάντες), αλλά κάτι το ενδιάμεσο, δωρεά σε εσωτερική σχέση και οργανικό σύνδεσμο με το «κατ’ εικόνα» (Ορθόδοξοι).

Το σημείο αυτό είναι πολύ σημαντικό για το ανθρωπολογικό δόγμα των διαφόρων Εκκλησιών, στο οποίο παρατηρούνται αρκετές δογματικές διαφορές, τις οποίες θα δούμε στη συνέχεια.


(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 54-56)

35. Τί είναι το «κατ’ εικόνα» και «καθ’ όμοίωσιν» με τα οποία πλάστηκε ο πρώτος άνθρωπος;

Κατά την Γραφή ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο «κατ’ εικόνα» και «ομοίωσιν» αυτού.

Το «κατ’ είκόνα» σημαίνει ότι ο άνθρωπος εικονίζει το Θεό στη φύση του. Ο Θεός είναι το πρότυπο και ο άνθρωπος η εικόνα του. Η εικόνα φυσικά δεν αναφέρεται στο σώμα του ανθρώπου, γιατί ο Θεός, ως άπειρη πνευματική ουσία, δεν έχει σώμα αισθητό για να τον εξεικονίζει το υλικό σώμα του ανθρώπου. Αν ορισμένοι Πατέρες βάζουν το ανθρώπινο σώμα στο θείο εξεικονισμό, αυτό σημαίνει ότι το σώμα με τη βασιλική του παράσταση και μεγαλοπρέπεια εκφράζει τον όλο άνθρωπο ως εικόνα του Θεού.

Είναι φανερό, οτι τη θεία εικόνα στον άνθρωπο εκφράζει το πνευματικό του στοιχείο, η λογική, νοερά και ελεύθερη ψυχή του, κάτι που σε απόλυτο βαθμό έχει ο Θεός. Ο άνθρωπος εικονίζει το Θεό ως άυλη πνευματική οντότητα, ως ψυχή δηλαδή λογική και ελεύθερη. Η θεία εικόνα νοείται βέβαια, στη θετική της φορά προς το Θεό και το αγαθό. Είναι ελεύθερη στροφή εν αγάπη προς το θείο αρχέτυπό της.

Μία άλλη όψη της θείας εικόνας στον άνθρωπο είναι η κυριαρχία του λογικού πλάσματος επί των άλλων ζώων και της φυσικής κτίσεως. Αυτό το προνόμιο το έδωσε ο ίδιος ο Θεός στο λογικό του πλαστούργημα: «Και ηυλόγησεν αυτούς (το πρωτόπλαστο ζεύγος) ο Θεός λέγων· αύξανεσθε και πληθύνεσθε και πληρώσατε την γην και κατακυριεύσατε αυτής και άρχετε των ιχθύων της θαλάσσης και των πετεινών του ουρανού και πάντων των κτηνών και πάσης της γης και πάντων των ερπετών των ερπόντων επί της γης».

Το «καθ’ ομοίωσιν» δε, ήταν μια δυνητική και εξελικτική κατάσταση. Η λογική εικόνα έπρεπε βαθμηδόν να γίνει ομοίωση Θεού. Αυτό θα γινόταν με τη σταθερή στροφή των λογικών και ηθικών δυνάμεων του ανθρώπου προς το Θεό, με τη βοήθεια πάντοτε της θείας χάριτος. Ο άνθρωπος δηλαδή έπρεπε με την επίμονη κατεργασία του αγαθού να πετύχει την ηθική του ατρεψία και να θεωθεί, μοιάζοντας με τον πανάγαθο πλαστουργό του.
Απο όσα ανωτέρω ειπώθηκαν, γίνεται σαφής η σχέση της εικόνος προς τη θεία ομοίωση. Η εικόνα είναι η ομοίωση δυνάμει. Σ’ αυτήν έπρεπε σιγά σιγά να καταλήξει διαπράττοντας το αγαθό. Ενώ η ομοίωση είναι η εικόνα εν ενεργεία, όταν δηλαδή η τελευταία θα έφθανε στα τέλεια ηθικά μέτρα της.


36. Πώς ζούσε στον παράδεισο ο πρωτόπλαστος;

Η ζωή του πρωτόπλαστου στον Παράδεισο ήταν ειρηνική και ευτυχής. Στον παράδεισο δεν υπήρχε το κακό που προκαλεί αναστατώσεις στη ζωή των ανθρώπων. Ο Αδάμ ειρήνευε με τον εαυτό του. Δεν υπήρχε στη φύση του ο πόλεμος της κατώτερης σφαίρας προς την ανώτερη, η διαπάλη σάρκας και πνεύματος, η οποία καθιστά δύσκολη την ανθρώπινη ζωή. Επίσης ειρήνευε με το φυσικό περιβάλλον του. Η γη τον υπηρετούσε στις ανάγκες του. Τα ζώα υποτάσσονταν πειθήνια στην κυριαρχία του. Η γη δεν είχε ταραχθεί ακόμα από την αμαρτία. Όλα ήταν ήρεμα στη ζωή του πρώτου ανθρώπου. Ο παράδεισος ήταν τόπος γαλήνης, χαράς και ευτυχίας. Τέλος ο άνθρωπος ειρήνευε με το Θεό, με τον οποίο είχε ελεύθερη επικοινωνία, σαν παιδί προς τον πατέρα του, και εντρυφούσε στις θείες δωρεές του.

Ο πρωτόπλαστος ζούσε στον παράδεισο της τρυφής αμέριμνος και άλυπος, χωρίς το μόχθο και το άγχος της μεταπτωτικής καθημερινότητας, χωρίς τη σωματική κάκωση και τις ασθένειες που κατέκλυσαν το βίο του ανθρώπου ευθύς μετά την πτώση του.

 

(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 52-54)

katafigioti

lifecoaching