ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ Μ.ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ

ΙΕΡΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ Μ.ΕΒΔΟΜΑΔΑ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ 
ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΚΛΕΙΝΟΥΜΕ ΡΑΝΤΕΒΟΥ (!!!).

ΜΕΓΑΛΗ ΔΕΥΤΕΡΑ

Πρωί 12 - 2 μ.μ. 

Απόγευμα: 5.30 - 7

Βράδυ 8.30 - 10.30

ΜΕΓΑΛΗ ΤΡΙΤΗ

Πρωί 12 - 2 μ.μ.

Απόγευμα: 5.30 - 7

Βράδυ 8.45 - 10.30

ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΤΑΡΤΗ

Πρωί 10 - 1μ.μ.

ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ

Πρωί  10 - 1.30 μ.μ.

Βράδυ 10 - 12

ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

Πρωί  11.30 - 2 μ.μ.

Απόγευμα 5.30 - 7 μ.μ. Βράδυ 10 - 11

ΜΕΓΑΛΟ ΣΑΒΒΑΤΟ  Πρωί 10 - 1 μ.μ.




 

ΜΕΓΑΛΗ ΔΕΥΤΕΡΑ

Πρωί 12 - 2 μ.μ. 

Απόγευμα: 5.30 - 7

Βράδυ 8.30 - 10.30

ΜΕΓΑΛΗ ΤΡΙΤΗ

Πρωί 12 - 2 μ.μ.

Απόγευμα: 5.30 - 7

Βράδυ 8.45 - 10.30

ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΤΑΡΤΗ

Πρωί 10 - 1μ.μ.

ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ

Πρωί 10 - 1.30 μ.μ.

Βράδυ 10 - 12

ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

Πρωί 11.30 - 2 μ.μ.

Απόγευμα 5.30 - 7 μ.μ. Βράδυ 10 - 11

ΜΕΓΑΛΟ ΣΑΒΒΑΤΟ  Πρωί 10 - 1 μ.μ.

E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Επιστολή του Πατρός Επιφανίου Θεοδωροπούλου σχετικά με τον παλαιοημερολογίτικο Ζηλωτισμό Αθήνα, 22 Ιουλίου 1971
Προσφιλέστατε π. Νικόδημε χαίρε εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών.
Πέρασε πάνω από ένας μήνας από τότε που έλαβα την επιστολή σου. Άργησα να απαντήσω, λόγω φόρτου απασχολήσεων. Παρακαλώ να με συγχωρέσεις. Απαντώ κάπως περιληπτικά, με την επιφύλαξη να επανέλθω, αν η Οσιότητά σου θελήσει νέες διευκρινήσεις.
Αρχικά, φίλτατε π. Νικόδημε, οφείλω να σου πω μια πικρή αλήθεια, που θα σου φανεί πολύ παράδοξη και θα σε εκπλήξει. Μέχρι σήμερα απέφευγα - κατ' οικονομία - να διατυπώσω αυτή τη θέση ή την διατύπωνα με έμμεσο τρόπο, αλλά από τη στιγμή που τα πράγματα έφτασαν στο μη περαιτέρω και εκλεκτά πρόσωπα- που έχουν όμως συνείδηση γεμάτη φόβο - προσχωρούν στους Παλαιοημερολογίτες, πέφτοντας θύματα μιας αδίστακτης προπαγάνδας κατά της Εκκλησίας, είναι καιρός να λεχθεί η αλήθεια δίχως περιστροφές κι επιφυλάξεις.
Λοιπόν, π. Νικόδημε, όσοι φοβούνται τον Οικουμενισμό και προσχωρούν στους Παλαιοημερολογίτες δεν κερδίζουν τίποτα άλλο, παρά μόνο αποφεύγοντας μια αίρεση, προσχωρούν σε μία άλλη. Βέβαια, δεν έχουν συνείδηση ότι προσχωρούν σε αίρεση, αλλά αυτό δεν αλλάζει καθόλου τα πράγματα. Μη νομίζεις ότι είμαι άδικος ή υπερβολικός. Θα σου αποδείξω αμέσως πόσο απολύτως αληθής είναι ο ισχυρισμός μου.
Τι είναι αίρεση, αγαπητέ π. Νικόδημε; Η νοθεία της Πίστεως! Τι είναι όμως νοθεία της Πίστης; Η αθέτηση των δογμάτων; Βεβαίως και αυτό είναι νοθεία της Πίστης, αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Νοθεία της Πίστης είναι και η προσπάθεια να θεωρούνται Δόγματα Πίστεως πράγματα που δεν είναι Δόγματα Πίστεως. Αν δηλαδή, θελήσει κάποιος να θεωρήσει Δόγμα Πίστεως, προϋπόθεση σωτηρίας, κάτι το δευτερεύον, έστω και καλό, τότε καθίσταται αυτομάτως αι-ρε-τι-κός!
Θέλεις ένα παράδειγμα; Ας δούμε τους περίφημους Ευσταθιανούς! Τι έκαναν αυτοί; Αθέτησαν Δόγματα Πίστεως; Ποιο; Μήπως το περί Αγίας Τριάδος; Μήπως το περί των δύο φύσεων του Κυρίου; Μήπως το περί Αγγέλων; Μήπως το περί Διαβόλου, κλπ, κλπ; όχι! Κανένα Δόγμα δεν αθέτησαν. Αλλά τότε τι έκαναν; Θεώρησαν Δόγματα Πίστεως, προϋποθέσεις σωτηρίας, πράγματα δευτερεύοντα. Την αγαμία και την αποχή από το κρέας. Η Εκκλησία έλεγε: καλά και άγια και θεάρεστα και άξια μίμησης είναι αυτά τα πράγματα, αλλά δεν είναι όροι σωτηρίας, δεν είναι Δόγματα πίστεως.
Όχι! Διαλαλούσαν οι Ευσταθιανοί! Αυτός που δεν απέχει από το γάμο και το κρέας δε μπορεί να σωθεί!
Τι συνέβη τότε; Η Εκκλησία με την εν Γάγγρα Σύνοδο τους αποκήρυξε σαν αιρετικούς και εκφώνησε εναντίον τους σειρά αναθεμάτων. Καλή και άγια π. Νικόδημε είναι η εορτολογική ομοιομορφία (η οποία όμως ουδέποτε υπήρξε συνολικά στην Εκκλησία), αλλά δεν είναι Δόγμα πίστεως, δεν είναι όρος σωτηρίας.
Όχι! Κραυγάζουν οι Παλαιοημερολογίτες! Η διάσπαση της εορτολογικής ομοιομορφίας (πότε όμως η Εκκλησία γνώρισε απόλυτη εορτολογική ομοιομορφία;) στέρησε από την Εκκλησία την Χάρη, κατέστησε (άκου και φρίξε!) άκυρα τα Μυστήριά της και επομένως οι Νεοημερολογίτες είναι εκτός Χάριτος, δηλαδή εκτός σωτηρίας!!
Αυτός ο φρικαλέος ισχυρισμός, αδελφέ Νικόδημε, αποτελεί φοβερή αίρεση και βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος. Προβίβασαν οι ταλαίπωροι σε Δόγματα πίστεως, σε όρους σωτηρίας, στοιχεία...ημερολογιακά και εορτολογικά!... κανείς βεβαίως δεν θεωρεί καλό πράγμα την ύπαρξη δύο ημερολογίων στο χώρο της ανά την Οικουμένη Ορθοδόξου καθολικής Εκκλησίας. Κακώς, κάκιστα έγινε η αλλαγή του Ημερολογίου. Αλλά από το σημείο αυτό μέχρι το σημείο να δούμε τα ημερολόγια ως...Δόγματα πίστεως και να εξαρτήσουμε από αυτά το κύρος των Μυστηρίων και την επίτευξη της σωτηρίας, η απόσταση είναι αβυσσαλέα.
Ας κρατούσαν οι Παλαιοημερολογίτες το παλιό ημερολόγιο, αλλά ας διατηρούσαν την κοινωνία προς την Εκκλησία. Τότε δεν θα υπήρχε κανένας κίνδυνος. Αυτοί όμως έφτασαν στο σημείο να αποκοπούν από την Εκκλησία, για να μη...χάσουν την Χάρη και τη σωτηρία!... δεν αγνοώ ότι υπάρχουν Παλαιοημερολογίτες, που δεν δέχονται αυτές τις βλασφημίες, αλλά ποιο το όφελος, εφόσον υπάρχουν άλλοι - και μάλιστα η ηγεσία τους - που υποστηρίζουν αυτές τις αιρετικές θέσεις;
Άκου έναν διάλογο που είχα πριν από καιρό με κάποιον εκλεκτό νέο, ο οποίος προσχώρησε στους Παλαιοημερολογίτες:
- Γιατί έφυγες από την Ελλαδική Εκκλησία;
- Για να μην κοινωνώ με τους αιρετικούς οικουμενιστές.
- Όλοι οι Επίσκοποι της Ελλάδας είναι οικουμενιστές;
- Όχι, όχι! Αλλά κοινωνούν με τον οικουμενιστή Πατριάρχη. Δεν θέλω λοιπόν να έχω κοινωνία με πρόσωπα που κοινωνούν με τους αιρετικούς οικουμενιστές.
- Πιστεύεις ότι το ημερολόγιο είναι Δόγμα πίστεως και ότι οι Νεοημερολογίτες βρίσκονται εκτός Χάριτος και χρειάζεται, σαν αυτούς που επιστρέφουν από τις αιρέσεις, να τους ξαναχρίσουμε με μύρο;
-Θεός φυλάξοι! Εγώ καθόλου δεν πιστεύω τις ανοησίες των Παλαιοημερολογιτών. Εγώ προσχώρησα σ' αυτούς μόνο και μόνο για να αποφύγω την - έμμεση έστω - κοινωνία με τους αιρετικούς οικουμενιστές.
-Καθόλου όμως δεν απέφυγες την κοινωνία με άλλη αίρεση. Ο ισχυρισμός των Παλαιοημερολογιτών ότι η αλλαγή του ημερολογίου στέρησε την Εκκλησία από την Χάρη, δεν είναι απλή ανοησία, όπως την χαρακτήρισες πιο πριν. Είναι βαρύτατη βλασφημία και αίρεση.
- Αλλά εγώ δεν πιστεύω αυτά τα πράγματα.
- Κοινωνείς όμως με εκείνους, οι οποίοι τα πιστεύουν.
- Τι να κάνω; Αναγκάζομαι να τους ανέχομαι κατ' οικονομίαν.
- Και τότε γιατί δεν ανεχόσουν, κατ' οικονομίαν έστω, τους Επισκόπους της Ελλάδας, οι οποίοι κοινωνούσαν με τον Πατριάρχη;
- Εκείνος:..................
- Εγώ: βλέπεις λοιπόν σε ποια αντινομία οδηγήθηκες; Αναγνωρίζεις ότι οι περισσότεροι Επίσκοποι της Ελλάδας είναι Ορθόδοξοι. Αρνείσαι όμως την κοινωνία μαζί τους, επειδή αυτοί κοινωνούν με τον Πατριάρχη. Έτσι δεν δέχεσαι ούτε έμμεση καν κοινωνία με οικουμενιστές. Δέχεσαι όμως άμεση, αμεσότατη κοινωνία με πρόσωπα που κηρύττουν άλλου είδους αίρεση. Ότι η σωτηρία εξαρτάται από το ημερολόγιο!! Ποιο το κέρδος σου;; αλλά και πάλι μη νομίζεις ότι απέφυγες την έμμεση κοινωνία με τους οικουμενιστές.
- Εκείνος: πώς συμβαίνει αυτό;
-Εγώ: άκουσε, ταλαιπωρημένο θύμα επιτήδειων προπαγανδιστών: οι Παλαιοημερολογίτες κραυγάζουν μέχρι να σπάσουν τα πνευμόνια τους ότι και μόνη η συμπροσευχή μας με τον Πατριάρχη και τους άλλους ομόφρονες μ' αυτόν μας καθιστά όμοιους με αυτούς, έστω κι αν δεν πιστεύουμε όσα κηρύσσουν αυτοί. Να ήταν τουλάχιστον συνεπείς μ' αυτή τους τη θέση! Αλλά πού συνέπεια!... πήγαινε, φίλε μου, σε μερικά Ησυχαστήρια των Παλαιοημερολογιτών, ιδιαίτερα στη Λυκόβρυση Αττικής και θα δεις ολόκληρα αυτοκίνητα να αποβιβάζουν Νεοημερολογίτες, για να εκκλησιαστούν εκεί εν ώρα Λειτουργίας! (έχω ακούσει ότι οι Νεοημερολογίτες που εκκλησιάζονται εκεί την Κυριακή είναι πολύ περισσότεροι από τους Παλαιοημερολογίτες!). το Περιοδικό μάλιστα του εν λόγω Ησυχαστηρίου κάνει κατά καιρούς εκκλήσεις προς τους «προσκυνητές» που θέλουν να εκκλησιαστούν σε αυτό να προσέρχονται σεμνά ντυμένοι, τόσο οι άντρες, όσο και οι γυναίκες και τα παιδιά. Δεν λέει να μην προσέρχονται καθόλου οι Νεοημερολογίτες. Όχι! Το μόνο το οποίο τονίζει και στο οποίο αρκείται, είναι η αποφυγή της απρεπούς ενδυμασίας. Αν υπάρχει αυτή, τίποτα άλλο δεν εξετάζεται. Αν υπάρχει αυτή, οι Νεοημερολογίτες είναι λίαν ευπρόσδεκτοι για συνεκκλησιασμό και συμπροσευχή. Και γνωρίζω αρκετές περιπτώσεις Παλαιοημερολογιτών Ιερέων που δέχονται άνευ όρων Νεοημερολογίτες στα Μυστήρια της εξομολόγησης, ακόμη και της Θ. Κοινωνίας. Έχουμε δηλαδή προσφορά Μυστηρίων σε πρόσωπα, τα οποία σε άλλες στιγμές χαρακτηρίζονται από τους ίδιους τους ηγέτες των Παλαιοημερολογιτών ότι βρίσκονται μακριά από την αλήθεια και τη σωτηρία, επειδή βρίσκονται στην Εκκλησία της Ελλάδας, η οποία κοινωνεί με τον Πατριάρχη. Δηλαδή, κυκεώνας και τραγέλαφος! Λοιπόν, αφού οι ομόφρονές σου συμπροσεύχονται και κοινωνούν με μας που συμπροσευχόμαστε και κοινωνούμε με τον Πατριάρχη, εσύ έχεις πάλι έμμεση κοινωνία με τον Πατριάρχη! Τι κέρδισες λοιπόν; Και την έμμεση κοινωνία με τους οικουμενιστές δεν απέφυγες, και σε άμεση κοινωνία με πρόσωπα που κηρύσσουν άλλου είδους αίρεση οδηγήθηκες!...
Αυτά ειπώθηκαν τότε με εκείνον τον νέο. Τα αντιγράφω αυτά για να βγάλεις, αγαπητέ π. Νικόδημε, ορισμένα συμπεράσματα.
Και ορίστε κάποιες σύντομες απαντήσεις στα ερωτήματά σου:
1. Υπήρξε μεγάλη «γκάφα» του Φιλάρετου η αναγνώριση των Παλαιοημερολογιτών στην Ελλάδα. Μάλλον έπεσε θύμα κακών εισηγήσεων. Έφτασε στα αυτιά μου κάποια πληροφορία ότι εκ των υστέρων, αφού γνώρισε τους Παλαιοημερολογίτες της Ελλάδας, έχει μεταμελήσει για ό,τι έκανε. Ο καιρός όμως θα δείξει. Πιστεύω ότι θα σημειωθούν εξελίξεις... Για μένα πάντως που πιστεύω ότι η Εκκλησία της Ελλάδας είναι κάθε άλλο παρά αιρετική, η απόφαση της Συνόδου του Φιλάρετου όχι μόνο δεν έχει κανένα κύρος, αλλά και, καθώς αποτελεί επέμβαση στα εσωτερικά άλλης ομόδοξης Εκκλησίας αντίθετη με τους Κανόνες, δημιουργεί ευθύνες σχετικά με τους Κανόνες για την εν λόγω Σύνοδο.
2. Αν ο Φιλάρετος πίστευε ότι η Εκκλησία της Ελλάδας έχει πέσει σε αίρεση, τότε θα μπορούσε να παρέμβει σ' αυτή. Όφειλε όμως, όχι να αναγνωρίσει τους Παλαιοημερολογίτες, οι οποίοι δεν είναι μεν οικουμενιστές, αλλά και αυτοί κηρύσσουν άλλου είδους αίρεση, όπως είπα πιο πάνω (ότι η σωτηρία εξαρτάται από τα...ημερολόγια και τα εορτολόγια), αλλά να χειροτονήσει απ' την αρχή Ιερείς (ή και Επισκόπους) για το πλήρωμα της Ελλαδικής Εκκλησίας. Οι εν λόγω Ιερείς θα μπορούσαν να ακολουθούν το παλιό ημερολόγιο, δε θα κήρυσσαν όμως το παραπάνω αιρετικό φρόνημα και θα δέχονταν σε κοινωνία και πιστούς που θα ακολουθούσαν το νέο ημερολόγιο, όπως ακριβώς κάνει και ο Φιλάρετος.
3. Η παρούσα κατάσταση (συμπροσευχές, νεωτερισμοί κ.τ.τ.) δεν δικαιολογεί το «υπερόριον». Μόνο η πτώση κάποιας Εκκλησίας σε αίρεση δίνει το δικαίωμα σε υπερόριους Επισκόπους να παρέμβουν.
4. Αν μια Ορθόδοξη Σύνοδος καταδικάσει κάποιον, δεν μπορεί Σύνοδος άλλης τοπικής Εκκλησίας να τον αθωώσει. Κι αν συμβεί αυτό, η δεύτερη απόφαση είναι άκυρη. Δηλαδή: αν Κληρικός της Εκκλησίας της Ελλάδας καταδικαστεί από αυτήν και προσφύγει σε άλλη Εκκλησία, π.χ. στην Εκκλησία της Σερβίας, και ζητήσει να κριθεί από αυτήν, η Εκκλησία της Σερβίας θα απορρίψει αυτήν την αξίωσή του, δηλώνοντας ότι αυτή είναι τελείως αναρμόδια, ενώ την αρμοδιότητα έχει μόνο η Εκκλησία της Ελλάδας. Αν τυχόν όμως, δεχτεί το αίτημα η Εκκλησία της Σερβίας και κρίνει αυτή τον εν λόγω Κληρικό, η απόφασή της, καθώς θα έχει εκδοθεί σε αντίθεση με τους Κανόνες , είναι εντελώς άκυρη, και δημιουργεί ευθύνες σχετικά με τους Κανόνες. Αν τα παραπτώματα αυτού του Κληρικού δεν είναι κωλυτικά της Ιεροσύνης και αργότερα μετανοήσει για αυτά, τότε η μόνη που μπορεί να τον αποκαταστήσει είναι πάλι η Εκκλησία της Ελλάδας. Ουδέποτε επιτρέπεται επέμβαση μιας Ορθόδοξης Εκκλησίας στα εσωτερικά μιας άλλης. Αλλιώς, εννοείται, έχει το πράγμα, αν μια Τοπική Ορθόδοξη Εκκλησία ζητήσει από άλλη ή από άλλες τη βοήθειά τους για τη λύση ενός εσωτερικού της ζητήματος. Τότε δεν πρόκειται για αυθαίρετη επέμβαση, αλλά για αδελφική συμπαράσταση. Μόνο Οικουμενική Σύνοδος, σαν υπέρτατη Αρχή, μπορεί να παρέμβει στα εσωτερικά Τοπικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και να τα ρυθμίσει κατά την κρίση της. Μπορεί π.χ. Κληρικός μιας Τοπικής Εκκλησίας (και μάλιστα Προκαθήμενος αυτής), θεωρώντας ότι καταδικάστηκε από την Εκκλησία του εντελώς άδικα και σε αντίθεση με τους Κανόνες, να καταφύγει με έκκληση σε άλλες Τοπικές Εκκλησίες και διεκτραγωδώντας την άδικη περιπέτειά του, να ζητήσει απόδοση δικαιοσύνης. Αν οι άλλες Εκκλησίες βρουν βάσιμα τα παράπονά του, μπορούν να φτάσουν μέχρι τη σύγκληση Μεγάλης Συνόδου, της οποίας η απόφαση θα είναι υποχρεωτική για όλους. Μονομερής παρέμβαση μιας Τοπικής Εκκλησίας στα εσωτερικά άλλης είναι απαράδεκτη. Όλα αυτά, εννοείται, προκειμένου για Τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες και όχι αιρετικές.
5. Η λέξη «άκυρο», όταν πρόκειται για Μυστήρια, άλλοτε χαρακτηρίζει τα τελείως ανυπόστατα (δηλαδή ανύπαρκτα) Μυστήρια και άλλοτε τα υποστατά μεν, αλλά που τελέστηκαν αντικανονικά. Εξαρτάται από την έννοια, την οποία κάθε φορά δίνουμε στη λέξη «άκυρο».
6. «Ζηλωτής» που επιστρέφει μπορεί επιεικώς να γίνει δεκτός και με απλή Εξομολόγηση ενώπιον του Πνευματικού. Αν είναι Κληρικός, θα ζητήσει από τον Επίσκοπο την αποκατάστασή του μέσα από την κανονική διαδικασία. Η αλλαγή Παρατάξεων κάθε τόσο δείχνει προφανώς αστάθεια. Δυστυχώς αυτό είναι συνηθισμένο στους Παλαιοημερολογίτες.
7. αναμφίβολα δεν μπορεί κάποιος να είναι «και με τους μεν και με τους δε». Άλλο ζήτημα, αν, κατ' οικονομία, ανέχεται τους δε, ελπίζοντας να τους φέρει τελικά στον ίσιο δρόμο.
8. Αν κάποιος είναι τόσο απλοϊκός, ώστε να μην αντιλαμβάνεται κάποια πράγματα και δεν επιμένει στις εσφαλμένες θέσεις του από οίηση, πείσμα κ.τ.τ., αλλά από απλοϊκότητα, είναι δυνατό να έχει πλούσια τη Χάρη του Κυρίου. Τα κρίματα του Θεού είναι ανεξερεύνητα. Υπήρξαν και περιπτώσεις κατά τις οποίες σοφοί άνθρωποι της Εκκλησίας περιέπεσαν σε πλάνες. Ο Θεός όμως που βλέπει στην καρδιά και όχι στο πρόσωπο, δεν τους έκρινε ανάξιους για την εύνοιά Του. Ο Μέγας Γρηγόριος, ο Επίσκοπος Νύσσης, δεν ήταν απαλλαγμένος από δογματικές πλάνες. Και όμως είναι άγιος και Πατέρας της Εκκλησίας. Επίσης και ο θείος Διονύσιος Αλεξανδρείας, θεολογώντας περί Υιού, δεν εκφράστηκε με δογματική ακριβολογία, γι' αυτό και έδωσε άθελά του πολλά επιχειρήματα στους Αρειανούς, οι οποίοι και τον επικαλούνταν. Γι' αυτό και αναγκάστηκε ο Μ. Αθανάσιος να γράψει ολόκληρη πραγματεία για τον άγιο Διονύσιο, για να δικαιολογήσει τις άστοχες δογματικά εκφράσεις του.
9. Καλές σχέσεις με «ζηλωτές» μπορούμε να έχουμε. Μυστήρια όμως από αυτούς δεν επιτρέπεται να λαμβάνουμε. Αν έχουν αυτοί, όπως γράφεις, κοινωνία με την Εκκλησία μας, τότε αλλάζει η κατάσταση. Υπάρχουν όμως «ζηλωτές» που κοινωνούν με την Εκκλησία μας;
10. Δυστυχώς δεν είναι εύκολη η επαναφορά του παλιού ημερολογίου στην Εκκλησία της Ελλάδας. Ίσως δεν είναι καν δυνατή. Αλλά και αν ήταν, μη φανταστείς ποτέ ότι οι Παλαιοημερολογίτες θα υποτάσσονταν όλοι στην Εκκλησία. Οι περισσότεροι Παλαιοημερολογίτες Κληρικοί επιθυμούν ασυδοσία και ποτέ δε θα δέχονταν να τεθούν κάτω από ζυγό και έλεγχο. Θα έβρισκαν χίλια επτά «επιχειρήματα» για να δικαιολογήσουν την εμμονή τους στην ανταρσία (θα έλεγαν π.χ. ότι είναι Μασόνοι οι Επίσκοποι και τα τοιαύτα). Γνωρίζω καλά πολλούς Παλαιοημερολογίτες Κληρικούς...Κάποιος ηγέτης των Παλαιοημερολογιτών μου έλεγε προ ετών: «Δεν τολμώ να βάλω ούτε δέκα μέρες αργία σε κληρικό μου. Θα πάνε στους άλλους, μου λένε» (δηλαδή στην άλλη Παράταξη). Από αυτό καταλαβαίνεις ποια διάθεση πειθαρχίας στους Κανόνες υπάρχει στους Κληρικούς των Παλιοημερολογιτών, εκτός από κάποιες εξαιρέσεις...
11. Οι θέσεις της «Επιστολιμαίας Διατριβής» ισχύουν εφόσον η Εκκλησία μας είναι Ορθόδοξη και όχι αιρετική. Το να «υγιαίνει» έχει πολλή ευρύτητα. Απόλυτη υγεία (για τους Κανόνες, τη διοίκηση, την ηθική κλπ) δε μπορούμε να ζητάμε από την Εκκλησία, αφού αυτή συγκροτείται από ατελείς και αμαρτωλούς ανθρώπους. Ευχή θα ήταν να υγιαίνει σε όλα. Αλλά είναι αυτό δυνατόν; Αρκεί λοιπόν να είναι Εκκλησία Ορθόδοξη και όχι αιρετική. Κι εγώ απέχω πολύ από το να χαρακτηρίσω την Εκκλησία της Ελλάδας...αιρετική!!! Αν άλλοι αναλαμβάνουν εύκολα τέτοιες τρομακτικές ευθύνες (να χαρακτηρίζουν δηλαδή αιρετική μια Ορθόδοξη Τοπική Εκκλησία), ας προχωρήσουν...
12-13. Οι Ορθόδοξοι αναμφίβολα δεν πρέπει να συμπροσεύχονται ή με άλλον τρόπο να έχουν θρησκευτική κοινωνία με τους αιρετικούς (Παπικούς, Διαμαρτυρόμενους κλπ). (Το ίδιο ισχύει και για τους σχισματικούς). Αν όμως κάποιος συμπροσεύχεται (ή κοινωνεί κάπως αλλιώς) με αιρετικούς, είναι μεν παραβάτης των ιερών κανόνων και άξιος εκκλησιαστικών ποινών, δεν είναι όμως και αυτομάτως αιρετικός. Ενδέχεται να πιστεύει με τον ορθόδοξο τρόπο, να αποδοκιμάζει κάθε άλλη διδασκαλία, αλλά να μη θεωρεί κακό τις θρησκευτικές επαφές με ετερόδοξους. Αυτός είναι, επαναλαμβάνω, δεινός παραβάτης των ιερών Κανόνων, αλλά δεν είναι αιρετικός.
Αν όμως δεν αρκείται σε αυτό, αλλά και κηρύσσει αιρετικά φρονήματα, τότε έχει αλλιώς το πράγμα. Τότε είναι αιρετικός. Αιρετικός είναι, εφόσον κηρύσσει αιρετικά φρονήματα, έστω κι αν δεν έχει καμία κοινωνία με άλλους αιρετικούς.
Αλλά οι αιρετικοί είναι δύο ειδών: εκείνοι τους οποίους η Εκκλησία δίκασε και καταδίκασε και τους απέκοψε από το Σώμα της, και εκείνοι οι οποίοι ούτε καταδικάστηκαν ακόμα από την Εκκλησία. Ούτε αυτοβούλως έφυγαν από αυτήν, αλλά βρίσκονται ακόμα εντός της Εκκλησίας. Μια τέτοια περίπτωση είναι η περίπτωση του Πατριάρχη. Ο Πατριάρχης Αθηναγόρας έχει κηρύξει αιρετικά φρονήματα. Ούτε καταδικάστηκε όμως ως τώρα από την Εκκλησία, ούτε αυτός αποκήρυξε την Εκκλησία και έφυγε απ' αυτήν. Παραμένει και ενεργεί εντός της Εκκλησίας. Συνεπώς είναι ακόμα αγωγός Χάριτος. Τελεί Μυστήρια. Εμείς τι μπορούμε να κάνουμε;
α) Να προσευχόμαστε για την ανάνηψη και τη μετάνοιά του.
β) Να διαμαρτυρόμαστε εναντίον του και να αγωνιζόμαστε. Και αν η συνείδηση κάποιου δεν ανέχεται να μνημονεύει το όνομά του, έχει το δικαίωμα, προχωρώντας ακόμα παραπέρα, να παύσει το μνημόσυνό του, σύμφωνα με τον ΙΕ' Κανόνα της Πρωτοδεύτερης Συνόδου. Αυτό όμως είναι το έσχατο βήμα, στο οποίο μπορεί να προχωρήσει, αν θέλει να μη βρεθεί σε σχίσματα και ανταρσίες. Παύοντας δηλαδή το μνημόσυνο, δε θα μνημονεύει άλλον Επίσκοπο (εκτός αν πιστεύει ότι όλη η Εκκλησία μας έπεσε σε αίρεση!), αλλά θα περιμένει, όπως έγραψα πιο πριν, στην «Επιστολιμαία Διατριβή» μου, με ήρεμη συνείδηση την απόφαση Συνόδου.
Άλλο πρόβλημα: αυτοί που παύουν το μνημόσυνο, πώς θα φέρονται προς αυτούς που κοινωνούν με τον Πατριάρχη; Αυτοί που κοινωνούν με τον Πατριάρχη είναι δύο κατηγοριών: α) Οι ομόφρονές του (όπως ο Αμερικής Ιάκωβος, ο Χαλκηδόνος Μελίτων κλπ) και β) αυτοί που δεν συμφωνούν μαζί του (όπως όλοι σχεδόν οι Αρχιερείς της Εκκλησίας της Ελλάδας). Απέναντι στους πρώτους θα φέρονται όπως και απέναντι στον Πατριάρχη. Απέναντι όμως στους δεύτερους, έστω κι αν αυτοί κοινωνούν με τον Πατριάρχη ή τους άλλους, δε μπορούν να φέρονται το ίδιο. Δεν μπορούν δηλαδή να φτάσουν μέχρι την παύση του μνημοσύνου τους. Δεν επιτρέπεται, κατά τους ιερούς Κανόνες, αποφυγή της κοινωνίας με αυτούς. Οι ιεροί Κανόνες παρέχουν δικαίωμα παύσεως μνημοσύνου του Επισκόπου ή Πατριάρχη που κηρύσσει αιρετικές διδασκαλίες. Δεν παρέχουν όμως δικαίωμα παύσεως μνημοσύνου και εκείνων, οι οποίοι, αν και είναι Ορθόδοξοι, τον ανέχονται.
Μεγάλη προσοχή σε αυτό το σημείο! Οφείλουμε να διακρίνουμε μεταξύ των δύο καταστάσεων: άλλο αυτός που κηρύσσει αιρετικά φρονήματα, και άλλο αυτός που φρονεί και διδάσκει με ορθόδοξο τρόπο, αλλά, κατ' οικονομία, ανέχεται τον πρώτο και κοινωνεί με αυτόν.
Επίσης: άλλο αυτός που κηρύσσει μεν αιρετικά φρονήματα, αλλά χωρίς να φύγει από την Εκκλησία, ούτε να αποκοπεί από αυτήν, και άλλο αυτός που αυτόβουλα έφυγε από την Εκκλησία (και ίδρυσε δικιά του «Εκκλησία» ή προσχώρησε σε άλλη παρόμοια, αιρετική ή σχισματική), ή αποκόπηκε από την Εκκλησία κατόπιν δίκης και καταδίκης. Με τον δεύτερο κάθε Ορθόδοξος οφείλει να μην έχει καμία κοινωνία. Η κοινωνία όμως με τον πρώτο (μέχρι την καταδίκη του) αφήνεται από τους ιερούς Κανόνες στην ελεύθερη κρίση κάθε Ορθόδοξου πιστού.
Έχουμε δηλαδή δικαίωμα, που μας το παρέχουν οι ιεροί Κανόνες, να παύσουμε το μνημόσυνό του, δεν είμαστε όμως υποχρεωμένοι να το κάνουμε. Κατά συνέπεια, αν κάποιος, χρησιμοποιώντας το δικαίωμα αυτό, παύσει το μνημόσυνο, καλά κάνει και δεν πρέπει να ελέγχεται από τους άλλους. Αν κάποιος άλλος, σταθμίζοντας διάφορους παράγοντες, κρίνει ότι δεν πρέπει να χρησιμοποιήσει το δικαίωμα που του δίνουν οι Κανόνες, αλλά να περιμένει τη «Συνοδική διάγνωση», δεν είναι αξιόμεμπτος, ούτε - πολύ περισσότερο - άξιος ακοινωνησίας! Στο σημείο αυτό μπορεί κανείς να εφαρμόσει, κάπως παραλλαγμένους, τους λόγους του Παύλου: «Ο μνημονεύων τον μη μνημονεύοντα μη εξουθενείτω και ο μη μνημονεύων τον μνημονεύοντα μη κρινέτω» (βλ. Ρωμ. ιδ' 3).
Τότε, θα πεις, ποιο το κέρδος μας, αν αποφύγουμε το μνημόσυνο του Πατριάρχη, αφού θα έχουμε κοινωνία με τον Επίσκοπο Δρυϊνουπόλεως π.χ., ο οποίος μνημονεύει τον Πατριάρχη; Δε μολυνόμαστε έτσι, κοινωνώντας έμμεσα με αυτόν που κηρύσσει αιρετικά φρονήματα;
Αλλά η διακοπή του μνημοσύνου, «πριν από Συνοδική διάγνωση» και καταδίκη, δεν έχει την έννοια της αποφυγής μολυσμού από την κηρυσσόμενη αίρεση! Όχι, αδελφέ μου! Αν είχε αυτή την έννοια, τότε οι Κανόνες δεν θα παρείχαν απλά το δικαίωμα παύσης του μνημοσύνου για αίρεση «πριν από Συνοδική διάγνωση», αλλά θα θέσπιζαν ρητή και σαφή υποχρέωση με απειλή βαρύτατων ποινών σε αντίθετη περίπτωση.
Η διακοπή μνημοσύνου για αίρεση «πριν από Συνοδική διάγνωση» έχει άλλη έννοια. Αποτελεί έντονη, αλλά κι έσχατη διαμαρτυρία της Ορθόδοξης συνείδησης, παρέχει μια διέξοδο σε αυτούς που σκανδαλίζονται, και ταυτόχρονα αποσκοπεί και στη δημιουργία αναταραχής, ώστε η Εκκλησία να βιαστεί να ξεκαθαρίσει την κατάσταση.
Δεν υπάρχει κίνδυνος να...μολυνθούμε, ούτε μνημονεύντας τον Πατριάρχη (εφόσον ακόμα δεν καταδικάστηκε), ούτε, πολύ περισσότερο, αν δεχόμαστε σε κοινωνία αυτούς που τον μνημονεύουν. Όσα αντόθετα λέγονται, είναι ανόητοι «ζηλωτισμοί». Ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων δε μολύνθηκε, αν και έλαβε Επισκοπική χειροτονία από τον Μητροπολίτη Καισαρείας Ακάκιο, ο οποίος ήταν μεν δηλωμένος αρειανός (και μάλιστα αρχηγός μιας μερίδας αρειανών), αλλά ακόμη βρισκόταν και ενεργούσε εντός της Εκκλησίας. Ο άγιος Ανατόλιος χειροτονήθηκε κι αυτός Επίσκοπος (και μάλιστα Πατριάρχης Κων/πόλεως) από τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Διόσκορο, ο οποίος ήταν μεν μονοφυσίτης και μεγάλος προστάτης του αιρεσιάρχη Ευτυχή, αλλά δεν είχε ακόμη καταδικαστεί από την Δ' Οικουμενική Σύνοδο. Αν λοιπόν δεν μολύνει ούτε αυτή η χειροτονία από Επισκόπους που κηρύσσουν μεν αιρετικά φρονήματα, αλλά ακόμα δεν καταδικάστηκαν από Σύνοδο και παραμένουν εντός της Εκκλησίας, πολύ περισσότερο δε μολύνει το μνημόσυνό τους και ακόμα περισσότερο δε μολύνει η κοινωνία με πρόσωπα που ανέχονται κατ' οικονομία αυτούς και διατηρούν το μνημόσυνό τους.
Οι Παλαιοημερολογίτες, «μη νοούντες μήτε α λέγουσι μήτε περί τίνων διαβεβαιούνται», ισχυρίζονται τα εντελώς αντίθετα (βλέπε και το βιβλίο του Θεοδωρήτου Μαύρου). Αλλά τότε και αυτοί οι ταλαίπωροι είναι μολυσμένοι. Γιατί; Διότι, όπως προείπα, και αυτοί, παρά τις θεωρητικές διακηρύξεις τους, ή μάλλον, σε κραυγαλέα και τραγική αντίθεση με αυτές, δέχονται στην πράξη σε κοινωνία (συμπροσευχή και παροχή Μυστηρίων) πρόσωπα που ανήκουν στην Εκκλησία της Ελλάδας, η οποία έχει κοινωνία με τον Πατριάρχη! Οπότε;;;
Αν ήθελαν να είναι συνεπείς, έπρεπε να μη δέχονται ούτε ένα (αριθμός 1) μέλος της Ελλαδικής Εκκλησίας να εκκλησιαστεί (ή, πολύ περισσότερο, να εξομολογηθεί ή να κοινωνήσει) μαζί τους, αν προηγουμένως δεν δήλωνε ότι αποχωρεί από την Εκκλησία της Ελλάδας και προσχωρεί εν μετανοία σε αυτούς. Αυτοί όμως, χωρίς φόβο και δισταγμό, συνεκκλησιάζονται, συμπροσεύχονται και συμμετέχουν στα Μυστήρια με πλήθος Νεοημερολογίτες στους Ναούς των Παλαιοημερολογιτών και μάλιστα σε μερικά Ησυχαστήρια.
Είναι αυτά πράγματα ηθικής συνέπειας; Είναι πράγματα που επιτρέπονται ηθικά; Είναι πράγματα αποδεκτά από τους Κανόνες; Είναι, τέλος πάντων, πράγματα τίμια; Θα πουν ίσως ότι το κάνουν κατ' οικονομία. Αλλά τότε γιατί να δημιουργούμε σχίσματα και διαιρέσεις και κατατμήσεις και πληγές στο Σώμα της Εκκλησίας; Αν πρόκειται μεταβαίνοντας κάποιος στους Παλαιοημερολογίτες, να συμπροσεύχεται και πάλι με αυτούς που κοινωνούν με τον Πατριάρχη, γιατί να μη μείνει στην Εκκλησία της Ελλάδας και να ανέχεται κατ' οικονομία τον Πατριάρχη και τους ομόφρονές του; Έτσι μάλιστα θα ανέχεται κατ' οικονομία μία αίρεση: τον Οικουμενισμό. Ενώ, μεταβαίνοντας στους Παλαιοημερολογίτες, θα ανέχεται δύο: τον οικουμενισμό (εφόσον οι Παλαιοημερολογίτες συμπροσεύχονται με Νεοημερολογίτες, που κοινωνούν με τον οικουμενιστή Πατριάρχη) και τον Ελληνικό Παλαιοημερολογιτισμό, που κηρύσσει την αίρεση ότι τα ημερολόγια και τα εορτολόγια είναι όροι σωτηρίας!...
Λέω «Ελληνικό Παλαιοημερολογιτισμό», διότι δεν προτίθεμαι να καταδικάσω το παλιό ημερολόγιο, το οποίο ακολουθούν τόσες Ορθόδοξες Εκκλησίες, αλλά τις αιρετικές υπερβολές στις οποίες απερίσκεπτα κατάντησαν οι Έλληνες Παλαιοημερολογίτες. Και γι' αυτό, εκτός από άλλους λόγους, φοβάμαι και τρέμω για τις ανταρσίες και τα σχίσματα. Ο κλήρος των περισσοτέρων είναι:
Τελικά καταντούν στην υποστήριξη θέσεων πραγματικά αιρετικών! Αυτά, πολυφίλητε π. Νικόδημε, τα είχα γράψει σε σένα και στην ιερή και θεοφιλή Συνοδεία σου. Και έγραψα «εκ πολλής θλίψεως και συνοχής καρδίας» (Β' Κορ. β' 4). Η όλη κατάσταση της Ορθόδοξης Εκκλησίας είναι σήμερα πολύ θλιβερή. Ίσως τελικά δεν θα αποτραπούν μεγάλες περιπέτειες.
Πρόσχωμεν! Εν ταπεινώσει, εν προσευχή, εν νηστεία, εν κατανύξει, ας ζητήσουμε από τον Κύριο να μας φωτίσει για το πώς πρέπει να πορευτούμε σε αυτά που έρχονται. Διπλός ο κίνδυνος της Εκκλησίας: από τη μία ο σατανοκίνητος Οικουμενισμός και από την άλλη ο Φανατισμός που φθείρει τις ψυχές και οδηγεί τελικά σε φρικαλέες βλασφημίες και αιρέσεις και κρύβει την αλήθεια. Και τα δύο να τα φοβηθούμε και να τα αποφύγουμε. Δεν θα παρεκκλίνουμε ούτε δεξιά ούτε αριστερά. Θα πορευτούμε τη μέση και βασιλική οδό. Αυτή είναι η οδός της αμόλυντης Ορθοδοξίας, η οποία γνωρίζει και να προστατεύει την ακρίβεια και δεν αγνοεί την επίδειξη οικονομίας.
Χαίρε, αδελφέ. Και πάλι θα πω, χαίρε! Χαίρε, εν μέσω πά­σης θλίψεως και πάσης οδύνης. Ιησούς γάρ «παρεδόθη δια τας αμαρτίας ημών και ηγέρθη δια την δικαίωσιν ημών» (Ρωμ. δ' 25).
Δεήθητε δε πάντες εκτενώς και υπέρ της εμής αθλιότητος, ότι εν ποικίλω αγώνί ειμί. Εν παντί θλίβομαι. «Έξωθεν μάχαι, έσωθεν φόβοι» (Β' Κορ. ζ 5. Ιδέ ερμηνείαν Π. Τρεμπέλα).
Πρόθυμος πάντα για κάθε εξυπηρέτηση και επικαλούμενος τις ευχές όλων σας, διατελώ μετά βαθείας εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών αγάπης και τιμής.

Εκ του Βιβλίου: ΤΑ ΔΥΟ ΑΚΡΑ - ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΖΗΛΩΤΙΣΜΟΣ Επιφανίου Ι. Θεοδωροπούλου
Έκδοσις Ιερού Ησυχαστηρίου Κεχαριτωμένης Θεοτόκου Τροιζήνος
Απόδοση στα Νέα Ελληνικά Τέζας Γεώργιος Φιλόλογος  Πηγή: https://www.impantokratoros.gr/F41F9552.el.aspx

Μια φορά τον ρώτησε ο ψάλτης των αγρυπνιών Παναγ. Τομής:

"Τι φρονείς, πάτερ μου, περί του ημερολογίου;".

Και αυτός του απάντησε:

"Από πεποίθηση το Παλαιόν και από υποχρέωση το Νέο!!"

Δεν έμεινε ικανοποιημένος ο ψάλτης και έφυγε. 

(Ο άγιος παπα Νικόλας Πλανάς, εκδ. Αστήρ σελ. 32)

Ἕνα ἄλλο θέμα ποὺ ἀπασχόλησε τὸν Γέροντα, ἦταν τὸ θέμα τοῦ ἡμερολογίου. Πονοῦσε γιὰ τὸ χωρισμὸ καὶ προσευχόταν. Λυπόταν γιὰ τὶς παρατάξεις τῶν παλαιοημερολογιτῶν ποὺ εἶναι ξεκομμένες σὰν τὰ κλήματα ἀπὸ τὴν Ἄμπελο, καὶ δὲν ἔχουν κοινωνία μὲ τὰ Ὀρθόδοξα Πατριαρχεῖα καὶ τὶς κατὰ τόπους αὐτοκέφαλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Μερικὲς τέτοιες ἐνορίες στὴν Ἀθήνα καὶ στὴ Θεσσαλονίκη ἑνώθηκαν καθ’ ὑπόδειξή του μὲ τὴν Ἐκκλησία κρατώντας τὸ παλαιὸ ἡμερολόγιο.
Ἔλεγε, λοιπὸν ὁ Γέροντας: «Καλὸ ἦταν νὰ μὴν ὑπῆρχε αὐτὴ ἡ ἐορτολογικὴ διαφορά, ἀλλὰ δὲν εἶναι θέμα πίστεως». Στὶς ἐνστάσεις ὅτι τὸ νέο ἡμερολόγιο τὸ ἔκανε Πάπας, ἀπαντοῦσε: «Τὸ νέο ἡμερολόγιο τὸ ἔκανε Πάπας καὶ τὸ παλιὸ εἰδωλολάτρης», ἐννοώντας τὸν Ἰούλιο Καίσαρα.
Γιὰ νὰ φανεῖ καλύτερα ἡ τοποθέτηση τοῦ Γέροντα στὸ θέμα τοῦ ἡμερολογίου, παρατίθεται στὴ συνέχεια μία σχετικὴ μαρτυρία:
Ὀρθόδοξος Ἕλληνας μὲ τὴν οἰκογένειά του ζοῦσε χρόνια στὴν Ἀμερική. Εἶχε ὅμως σοβαρὸ πρόβλημα. Ὁ ἴδιος ἦταν ζηλωτὴς (παλαιοημερολογίτης), ἐνῶ ἡ γυναίκα καὶ τὰ παιδιὰ του ἦταν μὲ τὸ νέο ἡμερολόγιο. «Δὲν μπορούσαμε νὰ γιορτάσουμε μιά γιορτὴ σὰν οἰκογένεια μαζί», ἔλεγε. «Αὐτοὶ εἶχαν Χριστούγεννα, ἐγὼ τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος. Ἐγὼ Χριστούγεννα, αὐτοὶ τοῦ Ἀϊ-Γιαννιοῦ. Καὶ αὐτὸ ἦταν τὸ λιγότερο. Τὸ χειρότερο ἦταν τὸ νὰ ξέρεις, ὅπως μᾶς δίδασκαν, ὅτι οἱ νεοημερολογίτες εἶναι αἱρετικοὶ καὶ θὰ κολασθοῦν. Μικρὸ πράγμα εἶναι νὰ ἀκοῦς συνέχεια ὅτι ἡ γυναίκα σου καὶ τὰ παιδιά σου πρόδωσαν τὴν πίστη τους, πῆγαν μὲ τὸν Πάπα, τὰ μυστήριά τους δὲν ἔχουν χάρη, κ.α.π. Ὧρες συζητούσαμε μὲ τὴ γυναίκα μου, ἀλλὰ ἄκρη δὲ βρίσκαμε.
Γιὰ νὰ πῶ τὴν ἀλήθεια, κάτι δὲ μοῦ ἄρεσε καὶ στοὺς παλαιοημερολογίτες. Ἰδίως ὅταν ἔρχονταν κάποιοι δεσποτάδες καὶ μᾶς μιλοῦσαν. Δὲ μιλοῦσαν μὲ ἀγάπη καὶ μὲ πόνο γιὰ τοὺς πλανεμένους (ὅπως τοὺς θεωροῦσαν) νεοημερολογίτες. Ἀλλὰ θαρρεῖς πὼς εἶχαν ἕνα μίσος καὶ χαίρονταν, ὅταν ἔλεγαν ὅτι θὰ κολασθοῦν. Ἦταν πολὺ φανατικοί. Ὅταν τελείωνε ἡ ὁμιλία τους, ἔνιωθα μέσα μου μία ταραχή. Ἔχανα τὴν εἰρήνη μου. Ὅμως, οὔτε σκέψη νὰ φύγω ἀπὸ τὴν παράδοσή μας. Πήγαινα νὰ σκάσω. Σίγουρα θὰ πάθαινα κάτι ἀπὸ τὴ στενοχώρια.
Σ’ ἕνα ταξίδι μου στὴν Ἑλλάδα, εἶπα τὸν προβληματισμό μου στὸν ξάδερφό μου Γιάννη. Ἐκεῖνος μοῦ μίλησε γιὰ κάποιον γέροντα Παΐσιο. Ἀποφασίσαμε νὰ πᾶμε στὸ Ἅγιον Ὅρος, γιὰ νὰ τὸν συναντήσω. Φθάσαμε στὴν «Παναγούδα». Ὁ Γέροντας μᾶς κέρασε μὲ γελαστὸ πρόσωπο καὶ μὲ ἔβαλε νὰ καθήσω δίπλα του. Τὰ εἶχα χαμένα. Ἐνίωθα, ὅπως μοῦ συμπεριφερόταν, σὰ νὰ μὲ γνώριζε ἀπὸ καιρό, σὰ νὰ ἤξερε τὰ πάντα γιὰ μένα.
«Πῶς τὰ πᾶς μὲ τ’ αὐτοκίνητα ἐκεῖ στὴν Ἀμερική;» Ἦταν ἡ πρώτη κουβέντα του. Σάστισα. Ξέχασα νὰ ἀναφέρω πὼς ἡ δουλειά μου ἦταν στοὺς χώρους σταθμεύσεως αὐτοκινήτων, καὶ φυσικὰ ὅλο μὲ αὐτοκίνητα ἀσχολούμουν.
«Καλὰ τὰ πάω», ἦταν τὸ μόνο ποὺ μπόρεσα νὰ ψελλίσω, κοιτώντας σὰ χαμένος τὸ Γέροντα.
«Πόσες Ἐκκλησίες ἔχετε ἐκεῖ ποὺ μένεις»;
«Τέσσερις», ἀπάντησα καὶ δεύτερο κύμα ἔκπληξης μὲ κατέλαβε.
«Μὲ τὸ παλιὸ ἢ μὲ τὸ νέο»; Ἦρθε ὁ τρίτος κεραυνός, ποὺ ὅμως, ἀντὶ νὰ μεγαλώσει τὴ σαστιμάρα μου, κάπως μὲ ἐξοικείωσε, μὲ ...προσγείωσε, θὰ ἔλεγα, μὲ τὸ χάρισμα τοῦ Γέροντα.
«Δύο μὲ τὸ παλιὸ καὶ δύο μὲ τὸ νέο», τοῦ ἀποκρίθηκα.
«Ἐσὺ ποῦ πᾶς»;
«Ἐγὼ μὲ τὸ παλιὸ καὶ ἡ γυναίκα μου μὲ τὸ νέο», ἀπάντησα.
«Κοίτα. Νὰ πᾶς κι ἐσὺ ἐκεῖ ποὺ πηγαίνει καὶ ἡ γυναίκα σου», μοῦ εἶπε μὲ μία αὐθεντικότητα, καὶ ἑτοιμαζόταν νὰ μοῦ δώσει ἐξηγήσεις. Ἀλλὰ γιὰ μένα τὸ θέμα εἶχε τελειώσει. Δὲ χρειαζόμουν ἐξηγήσεις καὶ ἐπιχειρήματα. Κάτι τὸ ἀνεξήγητο συνέβη μέσα μου, κάτι τὸ θεϊκό. Ἕνα βάρος ἔφυγε καὶ τινάχτηκε μακριά μου. Ὅλα τὰ ἐπιχειρήματα καὶ ὅλες οἱ ἀπειλὲς καὶ οἱ ἀφορισμοὶ γιὰ τοὺς νεοημερολογίτες, ποὺ χρόνια ἄκουγα, ἐξανεμίστηκαν. Ἐνίωθα τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ ποὺ μέσω τοῦ Ἁγίου του δροῦσε ἐπάνω μου καὶ μὲ πλημμύριζε μὲ μία εἰρήνη ποὺ χρόνια ἀναζητοῦσα. Ἡ κατάσταση ποὺ ζοῦσα θὰ ἐκδηλώθηκε στὸ πρόσωπό του...
Ἐκεῖνο ποὺ θυμᾶμαι εἶναι ὅτι αὐτὸ μᾶλλον ἔκανε τὸν Γέροντα νὰ σταματήσει γιὰ λίγο. Ἀλλὰ ἔπειτα συνέχισε μὲ μερικὲς ἐξηγήσεις. Ἴσως γιὰ νὰ τὶς λέω σὲ ἄλλους. Ἴσως καὶ γιὰ νὰ τὶς χρησιμοποιήσω γιὰ τὸν ἑαυτό μου σὲ καιρὸ πειρασμοῦ, ὅταν θὰ περνοῦσε ἐκείνη ἡ οὐράνια κατάσταση.
«Καὶ ἐμεῖς βέβαια ἐδῶ στὸ Ἅγιον Ὅρος μὲ τὸ παλιὸ πᾶμε. Ἀλλὰ εἶναι ἄλλη περίπτωση. Εἴμαστε ἑνωμένοι μὲ τὴν Ἐκκλησία, μὲ ὅλα τὰ Πατριαρχεῖα, καὶ μ’ αὐτὰ ποὺ ἔχουν τὸ νέο ἡμερολόγιο καὶ μ’ αὐτὰ ποὺ ἔχουν τὸ παλιὸ ἡμερολόγιο. Ἀναγνωρίζομε τὰ μυστήριά τους καὶ αὐτοὶ τὰ δικά μας. Οἱ ἱερεῖς τους συλλειτουργοῦν μὲ τοὺς ἱερεῖς μας.
Ἐνῶ αὐτοὶ οἱ καημένοι ξεκόπηκαν. Οἱ περισσότεροι καὶ εὐλάβεια ἔχουν καὶ ἀκρίβεια καὶ ἀγωνιστικότητα καὶ ζῆλο Θεοῦ. Μόνο ποὺ εἶναι ἀδιάκριτος, «οὐ κατ’ ἐπίγνωσιν». Ἄλλοι ἀπὸ ἁπλότητα, ἄλλοι ἀπὸ ἀμάθεια, ἄλλοι ἀπὸ ἐγωισμό, παρασύρθηκαν.
Θεώρησαν τὶς 13 μέρες θέμα δογματικὸ καὶ ὅλους ἐμᾶς πλανεμένους, καὶ ἔφυγαν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Δὲν ἔχουν κοινωνία οὔτε μὲ τὰ Πατριαρχεῖα καὶ τὶς Ἐκκλησίες ποὺ πᾶνε μὲ τὸ νέο, ἀλλὰ οὔτε καὶ μὲ τὰ Πατριαρχεῖα καὶ τὶς Ἐκκλησίες ποὺ πᾶνε μὲ τὸ παλιό, γιατί δῆθεν μολύνθηκαν ἀπὸ τὴν ἐπικοινωνία μὲ τοὺς νεοημερολογίτες. Καὶ ὄχι μόνον αὐτό. Καὶ αὐτοὶ οἱ λίγοι ποὺ ἔμειναν, ἔγιναν, δὲν ξέρω καὶ ἐγώ, πόσα κομμάτια. Καὶ ὅλο καὶ κομματιάζονται καὶ ἀλληλοαναθεματίζονται καὶ ἀλληλοαφορίζονται καὶ ἀλληλοκαθαιροῦνται.
Δὲν ξέρεις πόσο ἔχω πονέσει καὶ πόσο ἔχω προσευχηθεῖ γι’ αὐτὸ τὸ θέμα. Χρειάζεται νὰ τοὺς ἀγαπᾶμε καὶ νὰ τοὺς πονᾶμε καὶ ὄχι νὰ τοὺς κατακρίνουμε, καὶ πιὸ πολὺ νὰ προσευχόμαστε γι’ αὐτοὺς νὰ τοὺς φωτίσει ὁ Θεός, καὶ ἂν τύχει καμιὰ φορὰ καὶ μᾶς ζητήσει κανεὶς μὲ καλὴ διάθεση βοήθεια, νὰ λέμε καμιὰ κουβέντα».
Πέρασαν πάνω ἀπὸ πέντε χρόνια ἀπὸ τὴν κοίμηση τοῦ Γέροντα. Ὁ κ. Χ. ἦλθε στὴν «Παναγούδα» νὰ εὐχαριστήσει τὸν Γέροντα, γιατί ἔκτοτε βρῆκε τὴν πνευματική, ἀλλὰ καὶ τὴν οἰκογενειακή του σωτηρία καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια διηγήθηκε τὰ ἀνωτέρω.
Μὲ τὴν ἀγάπη, τὴν προσευχὴ καὶ τὴν διάκρισή του, γνώριζε πότε νὰ μιλᾶ, πῶς νὰ ἐνεργεῖ καὶ νὰ βοηθᾶ ἀθόρυβα τὴ μητέρα Ἐκκλησία, ἀποφεύγοντας τὰ ἄκρα καὶ θεραπεύοντας πληγὲς ποὺ ταλαιπωροῦν τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ σκανδαλίζουν τοὺς πιστούς. (Βίος  Γέροντος Παϊσίου, ιερομονάχου Ισαάκ, σελ. 691-696)

Αναγκαίος ο περιορισμός των παιδιών ως την ενηλικίωση τους

Τα παιδιά πρέπει πάντα να αισθάνωνται ως ανάγκη μεγάλη τις συμβουλές,
ειδικά στην κρίσιμη ηλικία της εφηβείας, για να μη γλιστρήσουν στον γλυκό κατήφορο της κοσμικής κατηφόρας,
που γεμίζει την ψυχή από άγχος και την απομακρύνει αιώνια από τον Θεό.
Πρέπει να μπούν στο νόημα της υπακοής. Να καταλάβουν ότι στην υπακοή προς τους γονείς
κρύβεται το δικό τους συμφέρον, ώστε να υπακούουν με χαρά και να κινούνται ελεύθερα στον πνευματικό χώρο.
Βλέπετε, πώς περιορίζουμε την ελευθερία του μικρού παιδιού;
Το έμβρυο είναι περιορισμένο εννιά μήνες στην κοιλιά της μάνας του. Το νεογέννητο το βάζουν σε κούνια.
Έπειτα από πέντε-έξι μήνες του βάζουν και κάγκελα.
Αργότερα δεν το αφήνουν μόνο του έξω, για να μη χτυπήση, να μην γκρεμισθεί από καμμιά σκάλα.
Αν το αφήσουν ελεύθερο, θα πέσει και θα σκοτωθεί.
Όλα αυτά είναι απαραίτητα, για να μεγαλώσει το παιδί με ασφάλεια.
Φαίνεται ότι του στερούν την ελευθερία, αλλά δίχως αυτά τα μέτρα θα κινδύνευε να σκοτωθεί από την πρώτη στιγμή.
Τα παιδιά όμως δεν καταλαβαίνουν, ούτε όταν είναι μικρά, ότι χρειάζονται περιορισμό, αλλά ούτε όταν μεγαλώσουν,
ότι χρειάζονται άλλου είδους περιορισμό, γι’ αυτό ζητούν ελευθερία. Τί ελευθερία είναι αυτή;
Ελευθερία, για να κουτσουρευτούν; Με την ελευθερία αυτή φθάνουν στην καταστροφή.
Πρέπει να καταλάβουν ότι, μέχρι να τελειώσουν τις σπουδές τους, να πάρουν το πτυχίο τους, να ωριμάσουν,
για να γίνουν σωστοί άνθρωποι, χρειάζεται κάποιος περιορισμός. Γιατί, άμα κουτσουρευτούν μια φορά, θα καταστραφούν.
Πρέπει να αισθανθούν τον περιορισμό ως ανάγκη, ως ευλογία Θεού.
Να ευγνωμονούν τους γονείς τους που τους περιορίζουν. Να ξέρουν πώς, ό,τι κάνουν οι γονείς, το κάνουν από αγάπη.
Κανένας πατέρας, καμμιά μητέρα, δεν περιόρισαν το παιδί τους από κακότητα, έστω και αν του φέρθηκαν βάρβαρα.
Και αν οι γονείς σφίξουν λίγο παραπάνω τα παιδιά, και σ’ αυτό μέσα κρύβεται η πολλή τους αγάπη.
Από καλή διάθεση το κάνουν, για να είναι πιο συμμαζεμένα και να μην εκτίθενται σε κινδύνους.
Μπορεί και ένας κηπουρός να σφίξη το δενδράκι που φυτεύει με σύρμα για περισσότερη σιγουριά και να το πληγώση λίγο,
αλλά ο καλός Θεός, όταν πληγώνεται ο φλοιός του δένδρου, κλείνει σε λίγο την πληγή.
Και αν την πληγή του δένδρου κλείνει ο Θεός, πόσο μάλλον θα φροντίσει για το πλάσμα Του!
Αν δηλαδή οι γονείς έσφιξαν το παιδί λιγάκι παραπάνω και λίγο πληγώθηκε, δεν θα το θεραπεύσει ο Θεός;
Και τα παιδιά πρέπει να συζητούν με τους γονείς τους, να τους λένε τους λογισμούς τους.
Όπως ο μοναχός στο μοναστήρι έχει τον Γέροντά του, στον οποίο λέει τους λογισμούς του και βοηθιέται,
έτσι και το παιδί πρέπει να έχει μια αναφορά στους γονείς.
Κανονικά το παιδί πρέπει να εξομολογείται πρώτα στην μητέρα και μετά στον Πνευματικό.
Γιατί, όπως όταν χτυπήσει το παιδί το πόδι του, οι γονείς πηγαίνουν μαζί του στον γιατρό και ρωτούν τί πρέπει να κάνουν,
για να θεραπευθή το πόδι, έτσι πρέπει να ξέρουν και τί προβλήματα έχει το παιδί, για να το βοηθήσουν.
Αν το παιδί λέει τα προβλήματά του μόνο στον Πνευματικό, πώς μπορούν οι γονείς να το βοηθήσουν,
αφού δεν ξέρουν τί το απασχολεί;

(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ. 128-130)

"Να διαβάζεις πολύ την Αγία Γραφή"
"Όταν διαβάζεις στην Αγία Γραφή, μου έλεγε ο Γέροντας, γιατί πρέπει να τη διαβάζεις συνέχεια για να φωτισθείς,
ή τους βίους Αγίων, ή τα άλλα εκκλησιαστικά βιβλία, και βρίσκεις κάποια πρόταση ή λέξη που σου έκανε εντύπωση,
να σταματάς εκεί αρκετά, να την ψάχνεις καλά και θα δείς πόσο θα ωφελείσαι απ' αυτό".
"Να διαβάζεις, μου έλεγε μιά άλλη φορά, πάρα πολύ για να σου φωτίσει ο Θεός το νού.
Ξέρεις, εγώ διάβαζα πάρα πολύ και μάλιστα, για να μη με ενοχλούν,
ανέβαινα πάνω σε ένα δέντρο με μια σκάλα που είχα φτιάξει και που την τραβούσα επάνω όταν ανέβαινα,
ώστε να μη με βλέπουν και με ενοχλούν, και εκεί ασχολούμουν με τις ώρες με τη μελέτη".
[Τζ 137]

"Δε θυμάμαι όσα διαβάζω"
Στην ερώτηση μου ότι δεν τα θυμάμαι όλα όσα διαβάζω, μου απάντησε ο Παππούλης ως εξής:"Να ξέρεις, παιδί μου,
ότι τα πάντα εναποθηκεύονται μέσα στη μνήμη μας και, όταν ο Χριστός κρίνει κατάλληλη την ώρα,
μας τα αποκαλύπτει". Σε μία αποκάλυψη για ένα γεγονός που είχε γίνει προ 50 ετών, μου είπε:"Ο Θεός,
να έχεις πάντα υπόψη σου, ότι τα βλέπει όλα και τα παρακολουθεί όλα.
Καμία πλάκα της φωτογραφικής του μηχανής δεν καταστρέφεται".
[Τζ 138]


(Ανθολόγιο Συμβουλών, Άγιος Πορφύριος, σελ.135-136)

Αιωνιότητα
ήρθε απ’ τον Ουρανό και βεβαιώνει
Ποιος ήρθε από κει και βεβαίωσε για τα εκεί;
Πες σ’ αυτόν που ρωτάει: «Από τους ανθρώπους μεν κανένας.
Όμως ο Κύριος των αγγέλων όλα με ακρίβεια μας τα φανέρωσε.
Ε.Π.Ε. 9,434

το ίδιο τέλος για όλους;
Μα είναι δίκαιο να βρεθούν στην ίδια μοίρα οι ενάρετοι και ευσεβείς,
που εργάστηκαν κάθε αρετή, με τους μοιχούς, τους πατροκτόνους, τους δολοφόνους, τους τυμβωρύχους;
Ποιά λογική το λέει αυτό;
Ε.Π.Ε. 9,434

την ζητάει η δικαιοσύνη του Θεού
Λες: Είναι φιλάνθρωπος ο Θεός, και γι’ αυτό δεν τιμωρεί.
Δηλαδή, αν κολάσει τους ασεβείς, δεν θα ‘ναι φιλάνθρωπος;
Βλέπεις σε τί βλάστημα λόγια οδηγεί ο διάβολος;
Λοιπόν, ρωτάω: οι μοναχοί, που πήγαν στα βουνά και επέδειξαν πάρα πολύ μεγάλη άσκηση,
θα φύγουν απ’ αυτό τον κόσμο αστεφάνωτοι;
Αν δεν τιμωρούνται οι κακοί και δεν υπάρχει για κανέναν ανταπόδοση,
τότε θα πει κάποιος, ότι ούτε οι αγαθοί βραβεύονται.
Ναι, λέει (απερίσκεπτα), διότι αυτό αρμόζει στον Θεό,
να υπάρχει μόνο βασιλεία, να μην υπάρχει κόλασις!
Δηλαδή, ο πόρνος κι ο μοιχός και όποιος έκανε άπειρα κακά,
θα απόλαυσει τα ίδια με εκείνον που αγωνίστηκε κι επέδειξε σωφροσύνη και αγιότητα;
Το ίδιο τέλος περιμένει έναν Παύλο κι ένα Νέρωνα;
Ή μάλλον, τον Παύλο και το διάβολο;
Ε.Π.Ε. 17,454

διαφορά σε παράδεισο και σε κόλαση
Θα είναι μεγάλη η διαφορά στην λαμπρότητα τότε, αν και η ανάσταση είναι μία...
Δείχνει, ότι ούτε δίκαιοι και αμαρτωλοί θ’ αξιωθούν των ιδίων,
ούτε δίκαιοι το ίδιο με άλλους δικαίους θα δοξαστούν,
ούτε αμαρτωλοί και αμαρτωλοί θα έχουν όλοι την ίδια τύχη.
Ε.Π.Ε. 18α,680

καιρός στεφάνων, ανάπαυσις!
Η παρούσα ζωή είναι για μετάνοια, η άλλη για την κρίση του Θεού.
Η παρούσα για αγώνες, η άλλη για στεφάνια.
Η παρούσα για κόπο, η άλλη για ανάπαυση.
Η παρούσα για κούραση, η άλλη για πληρωμή.
Ε.Π.Ε. 30,318

μας περιμένει
Δεν περιορίζεται στα όρια τούτου του κόσμου η ζωή μας.
Το δείχνουν οι δοκιμασίες. Ποτέ δεν μπορεί ν’ ανεχτεί ο Θεός να μην ανταμειφτούν
όσοι μύρια υποφέρουν κακά και περνούν τη ζωή τους με αναρίθμητους κινδύνους.
Δεν μπορεί, θα ανταμειφθούν οπωσδήποτε με μεγαλύτερες δωρεές.
Κι αφού θα τους ανταμείψει, είναι ολοφάνερο πως ετοίμασε άλλη ζωή,
αυτό λάμπει σαν πραγματικότητα πιο πολύ από τον ήλιο.
Στην αιώνια ζωή, λοιπόν, θα στεφανώσει τους ενάρετους. Θα τους βραβεύσει νικητές τους αθλητές της ευσεβείας μπροστά σε όλη την οικουμένη. Ε.Π.Ε. 31,604


το ίδιο τέλος για όλους;
Αν δεν υπάρχει καιρός μετά την εδώ ζωή, οι άγιοι θα φύγουν αδικημένοι και οι άδικοι ευεργετημένοι. Αν δεν υπάρχει η άλλη ζωή, πώς θ’ απονεμηθεί το δίκαιο; Είναι, λοιπόν, επιτακτική ανάγκη να υπάρχει η άλλη ζωή, όπου η δικαιοσύνη θα δοθεί στον καθένα κατ’ αξίαν.
Γιατί, αν δεν υπάρχει, πώς θα λειτουργήσει η δικαιοσύνη; Και αν, όπως λες, δεν υπάρχει άλλη ζωή, τότε ο Θεός δεν είναι δίκαιος. Αλλ’ ένας Θεός, που δεν είναι δίκαιος, είναι ανύπαρκτος. Ε.Π.Ε. 34,592


(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, Τόμος Α΄, σελ. 124-126)

δ'. Πήγε ο Αββάς Μακάριος ο μέγας στον Αββά Αντώνιο, στο όρος. Και σαν χτύπησε στη θύρα, βγήκε, τον είδε και του είπε : «Συ ποιος είσαι;». Και εκείνος αποκρίθηκε : « Είμαι ο Μακάριος ». Έκλεισε τότε τη θύρα, εισήλθε και τον άφησε απ’ έξω. Βλέποντας δε την υπομονή του, του άνοιξε και χαριτολογώντας έλεγε : « Από πολύ καιρό επιθυμούσα να σε δω, ακούοντας τα σχετικά με σένα ». Και τον φιλοξένησε και τον περιποιήθηκε. Γιατί ήταν πολύ κουρασμένος. Σαν έγινε δε βράδι, έβρεξε για τον εαυτό του ο Αββάς Αντώνιος φοινικοβλαστούς και του λέγει ο Αββάς Μακάριος : « Πρόσταξε, να βρέξω και εγώ για τον εαυτό μου ». Και του είπε : « Βρέξε ». Κάνοντας δε μεγάλο δεμάτι, το έβρεξε. Και καθισμένοι αποβραδίς, μιλώντας δε για ψυχική σωτηρία, έπλεκαν. Και η πλεξούδα, περνώντας από τη θυρίδα, στο σπήλαιο κατέβαινε. Και μπαίνοντας πρωί ο μακάριος Αντώνιος, είδε το μάκρος της πλεξούδας του Αββά Μακαρίου και έλεγε: « Πολλή δύναμη από τα χέρια τούτα βγαίνει ».
ε'. Έλεγε ο Αββάς Μακάριος στους αδελφούς για την ερήμωση της Σκήτης : « Όταν δήτε κελλί να χτίζεται κοντά στο έλος, μάθετε ότι σιμά είναι η ερήμωση της. Όταν δήτε δένδρα, όπου να ναι έρχεται. Και όταν δήτε πολύ νέους, πάρτε τους μανδύες σας και φύγετε ».
στ'.Έλεγε πάλι, θέλοντας να στηρίξη τους αδελφούς : « Ήλθε εδώ παιδί δαιμονισμένο με τη μητέρα του και της έλεγε : Σήκω, γριά, να πάμε από εδώ. Και εκείνη είπε : Δεν μπορώ να πάω με τα πόδια. Και της λέγει το παιδί : Εγώ θα σε υποβαστάζω. Και θαύμασα την πονηριά του δαίμονος, πώς θέλησε να τους απομακρύνη ».
ζ'.Έλεγε ο Αββάς Σισώης : « Όταν ήμουν σε Σκήτη με τον Μακάριο, ανεβήκαμε να θερίσουμε μαζί εφτά ονόματα. Και να, μια χήρα σταχομαζώχτρα πίσω μας έκλαιε ασταμάτητα. Φώναξε λοιπόν ο γέρων τον κάτοχο του χωραφιού και του είπε : Τι έχει αυτή η ηλικιωμένη γυναίκα και όλο κλαίει ; Του απαντά : Στον άνδρα της είχε εμπιστευθή κάποιος ένα ποσό, αλλά πέθανε ξαφνικά και δεν είπε που το είχε κρύψει. Θέλει λοιπόν τώρα ο κύριος του ποσού να πάρη αυτήν και τα παιδιά της και να τους κάμη δούλους του. Του λέγει ο γέρων : Πες της να έλθη σ’ εμάς, εκεί οπού αναπαυόμαστε από το λιοπύρι. Και σαν ήλθε η γυναίκα, της είπε ο γέρων : Γιατί κλαις έτσι ασταμάτητα ; Και απαντά : Στον άνδρα μου εμπιστεύτηκε κάποιος ένα ποσό. Αλλά πέθανε και δεν πρόλαβε να πη που το είχε βάλει. Και της λέγει ο γέρων : Πάμε, να μου δείξης που τον έθαψες. Και παίρνοντας τους αδελφούς κοντά του, βγήκε μαζί μ’ εκείνη. Σαν ήλθαν δε στον τάφο, της είπε ο γέρων : Πήγαινε στο σπίτι σου. Και αφού προσευχήθηκαν, φώναξε ο γέρων τον νεκρό και του λέγει : Που έβαλες το ποσό οπού σου εμπιστεύτηκαν ; Και εκείνος αποκρίνεται και λέγει : Στο σπίτι μου είναι κρυμμένο, κάτω από το πόδι του κρεββατιού. Και του λέγει ο γέρων : Κοιμήσου πάλι έως τη μέρα της αναστάσεως. Βλέποντας δε οι αδελφοί, από τον φόβο τους, έπεσαν στα πόδια του. Και τους είπε ο γέρων : Δεν έγινε για μένα αυτό. Γιατί δεν είμαι τίποτε. Αλλά για τη χήρα και τα ορφανά ο Θεός έκαμε το θαύμα. Και αυτό είναι το σπουδαίο, ότι αναμάρτητη θέλει ο Θεός την ψυχή. Και ότι  ζητήση, το παίρνει. Πηγαίνοντας δε, φανέρωσε στη χήρα που βρισκόταν το ποσό. Και εκείνη, παίρνοντάς το, το έδωσε στον κύριό της και ελευθέρωσε τα παιδιά της. Και όλοι όσοι το άκουσαν, δόξασαν τον Θεό ».
η΄.Έλεγε ο Αββάς Πέτρος για τον άγιο Μακάριο :
« Κάποτε πήγε σε έναν αναχωρητή και βλέποντάς τον να υποφέρη, του ζήτησε να του πη τι ήθελε να βάλη στο στόμα του γιατί κανείς δεν ήταν στο κελλί του. Και εκείνος του είπε παστέλλι. Δεν δίστασε τότε ο γενναιόκαρδος να πάη στην Αλεξάνδρεια για να το φέρη στον ταλαίπωρο. Και το θαυμαστό γεγονός δεν έγινε φανερό σε κανέναν ».
θ'.Είπε πάλι : « Βλέποντάς τον να συμπεριφέρεται με ακακία σε όλους τους αδελφούς, είπαν κάποιοι στον Αββά Μακάριο : Γιατί κάνεις έτσι τον εαυτό σου ; Και τους αποκρίθηκε : Δώδεκα χρόνια υπηρέτησα τον Κύριό μου, για να μου δώση αυτό το χάρισμα. Και όλοι με συμβουλεύετε να το αποβάλω;».
ι'.Έλεγαν για τον Αββά Μακάριο, ότι, αν τύχαινε με αδελφούς, έθετε στον εαυτό του όρο, λέγοντας μέσα του : « Αν βρεθή κρασί, για χάρη των αδελφών πίνε. Και αντί για ένα ποτήρι κρασί, μια μέρα μη πιής νερό ». Οι αδελφοί  λοιπόν, για να τον περιποιηθούν, του έδιναν. Ο δε γέρων μετά χαράς το έπαιρνε, για να δοκιμάση τον εαυτό του. Ο μαθητής του όμως, ξέροντας το μυστικό, έλεγε στους αδελφούς : «Για χάρη του Κυρίου, μη του δίνετε. Γιατί αλλοιώς, στο κελλί πρόκειται να δαμάζη τον εαυτό του». Και μαθαίνοντάς το οι αδελφοί, δεν του έδιναν πλέον.
ια΄.Ενώ ο Αββάς Μακάριος πήγαινε κάποτε από το έλος στο κελλί του, φορτωμένος φοινικοβλαστούς, τον συνάντησε ο διάβολος στον δρόμο, με δρεπάνι. Και καθώς θέλησε να τον χτυπήση, δεν μπόρεσε. Και του λέγει : « Πολλή αντίσταση βρίσκω σε σένα, Μακάριε, μη μπορώντας να σου κάμω κακό. Και όμως, ότι κάνεις το κάνω και εγώ. Συ νηστεύεις ; Και εγώ δεν τρώγω καθόλου. Αγρυπνείς ; Και εγώ δεν κοιμάμαι καθόλου. Ένα μονάχα έχεις και με νικάς ». Τον ρωτά ο Αββάς Μακάριος : « Ποιό είναι αυτό ; ». Και εκείνος αποκρίνεται : « Η ταπείνωσή σου. Αυτή με εξουδετερώνει ».
ιβ΄.Ρώτησαν μερικοί πατέρες τον Αββά Μακάριο τον Αιγύπτιο, λέγοντας : « Πώς όταν τρως και όταν νηστεύης, το σώμα σου είναι μαραμένο ; ». Και τους λέγει ο γέρων : « Το ξύλο οπού στρέφει τα καιόμενα φρύγανα, κατατρώγεται από τη φωτιά. Έτσι και όταν ο άνθρωπος κρατά τον νου του καθαρό με τον φόβο του Θεού, ο ίδιος ο φόβος του Θεού κατατρώγει το σώμα του ».

(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)

H αγάπη του Αγίου Σιλουανού στην Παναγία 

Όταν η ψυχή κατέχεται από την αγάπη του Θεού, τότε, ω, πώς είναι όλα ευχάριστα, αγαπημένα και χαρούμενα. Αυτή η αγάπη όμως συνεπάγεται θλίψη· κι όσο βαθύτερη είναι η αγάπη, τόσο μεγαλύτερη είναι και η θλίψη.

Η Θεοτόκος δεν αμάρτησε ποτέ, ούτε καν με το λογισμό, και δεν έχασε ποτέ τη Χάρη, αλλά κι Αυτή είχε μεγάλες θλίψεις. Όταν στεκόταν δίπλα στο Σταυρό, τότε ήταν η θλίψη Της απέραντη σαν τον ωκεανό κι οι πόνοι της ψυχής Της ήταν ασύγκριτα μεγαλύτεροι από τον πόνο του Αδάμ μετά την έξωση από τον Παράδεισο, γιατί κι η αγάπη Της ήταν ασύγκριτα μεγαλύτερη από την αγάπη του Αδάμ στον Παράδεισο. Κι αν επέζησε, επέζησε μόνο με τη Θεία δύναμη, με την ενίσχυση του Κυρίου, γιατί ήταν θέλημά Του να δη την Ανάσταση κι ύστερα, μετά την Ανάληψή Του, να παραμείνη παρηγοριά και χαρά των Αποστόλων και του νέου χριστιανικού λαού.

Εμείς δεν φτάνουμε στην πληρότητα της αγάπης της Θεοτόκου, και γι’ αυτό δεν μπορούμε να εννοήσωμε πλήρως το βάθος της θλίψεώς Της. Η αγάπη Της ήταν τέλεια. Αγαπούσε άπειρα το Θεό και Υιό Της, αλλ’ αγαπούσε και το λαό με μεγάλη αγάπη. Και τι αισθανόταν τάχα, όταν εκείνοι, που τόσο πολύ αγαπούσε η Ίδια και που τόσο πολύ ποθούσε τη σωτηρία τους, σταύρωναν τον αγαπημένο Υιό Της;

Αυτό δεν μπορούμε να το συλλάβωμε, γιατί η αγάπη μας για το Θεό και τους ανθρώπους είναι λίγη. Κι όμως η αγάπη της Παναγίας υπήρξε απέραντη και ακατάληπτη, έτσι απέραντος ήταν κι ο πόνος Της που παραμένει ακατάληπτος για μας.

Άσπιλε Παρθένε Θεοτόκε, πες σ’ εμάς τα παιδιά Σου, πώς αγαπούσες τον Υιό Σου και Θεό, όταν ζούσες στη γη; Πώς χαιρόταν το πνεύμα Σου για το Θεό και Σωτήρα Σου; Πώς αντίκριζες την ομορφιά του προσώπου Του; Πώς σκεφτόσουν ότι Αυτός είναι Εκείνος, που Τον διακονούν με φόβο και αγάπη όλες οι Δυνάμεις των ουρανών;

Πες μας, τι ένοιωθε η ψυχή Σου, όταν κρατούσες στα χέρια Σου το Θαυμαστό Νήπιο; Πώς το ανέτρεφες; Πώς πονούσε η ψυχή Σου, όταν μαζί με τον Ιωσήφ
Τον αναζητούσες τρεις μέρες στην Ιερουσαλήμ; Ποιαν αγωνία έζησες, όταν ο Κύριος παραδόθηκε στην σταύρωση και πέθανε στο Σταυρό;

Πες μας, ποια χαρά αισθάνθηκες για την Ανάσταση ή πώς σπαρταρούσε η ψυχή Σου από τον πόθο του Κυρίου μετά την Ανάληψη;

Οι ψυχές μας λαχταρούν να γνωρίσουν τη ζωή Σου με τον Κύριο στη γη· αλλά Συ δεν ευδόκησες να τα παραδώσης ολ’ αυτά στη Γραφή, αλλά σκέπασες το μυστήριό Σου με σιγή.

Πολλά θαύματα και ελέη είδα από τον Κύριο και τη Θεοτόκο, αλλά μου είναι τελείως αδύνατο ν’ ανταποδώσω κάπως αυτή την αγάπη.

Τι ν’ ανταποδώσω εγώ στην Υπεραγία Θεοτόκο, που δεν με περιφρόνησε ενώ ήμουν βυθισμένος στην αμαρτία, αλλά μ’ επισκέφθηκε σπλαγχνικά και με συνέτισε; Δεν Την είδα, αλλά το Άγιο Πνεύμα μου έδωσε να Την αναγνωρίσω από τα γεμάτα χάρη λόγια Της και το πνεύμα μου χαίρεται κι η ψυχή μου παρασύρεται τόσο από την αγάπη προς Αυτήν, ώστε και μόνη η επίκληση του ονόματος Της γλυκαίνει την καρδιά μου.

Όταν ήμουν νεαρός υποτακτικός, προσευχόμουν μια φορά μπροστά στην εικόνα της Θεομήτορος και μπήκε τότε στην καρδιά μου η προσευχή του Ιησού κι άρχισε από μόνη της να προφέρεται εκεί.

Μια άλλη φορά άκουγα στην εκκλησία την ανάγνωση των προφητειών του Ησαΐα, και στις λέξεις «Λούσασθε και καθαροί γίνεσθε» (Ήσ. α 16) σκέφτηκα: Μήπως η Παναγία αμάρτησε ποτέ, έστω και με το λογισμό;. Και, ώ του θαύματος! Μέσα στην καρδιά μου μια φωνή ενωμένη με την προσευχή πρόφερε ρητώς: «Η Θεοτόκος ποτέ δεν αμάρτησε, ούτε καν με την σκέψη». Έτσι το Άγιο Πνεύμα μαρτυρούσε στην καρδιά μου για την αγνότητά Της.

Εν τούτοις κατά τον επίγειο βίο Της δεν είχε ακόμα την πληρότητα της γνώσεως και υπέπεσε σ’ ορισμένα αναμάρτητα λάθη ατέλειας. Αυτό φαίνεται από το Ευαγγέλιο• όταν επέστρεφε από την Ιερουσαλήμ, δεν ήξερε που είναι ο Υιός Της και Τον αναζητούσε τρεις μέρες με τον Ιωσήφ (Λουκ. β' 44-46).

Η ψυχή μου γεμίζει από φόβο και τρόμο, όταν αναλογίζομαι τη δόξα της Θεομήτορος.

Είναι ενδεής ο νους μου και φτωχή κι αδύναμη η καρδιά μου, αλλά η ψυχή μου χαίρεται και παρασύρομαι στο να γράψω έστω και λίγα λόγια γι’ Αυτήν.

Η ψυχή μου φοβάται να το αποτολμήση, αλλά η αγάπη με πιέζει να μην κρύψω τις ευεργεσίες της ευσπλαχνίας Της.

Η Θεοτόκος δεν παρέδωσε στη Γραφή ούτε τις σκέψεις Της ούτε την αγάπη Της για τον Υιό και Θεό Της ούτε τις θλίψεις της ψυχής Της, κατά την ώρα της σταυρώσεως, γιατί ούτε και τότε θα μπορούσαμε να τα συλλάβωμε. Η αγάπη Της για το Θεό ήταν ισχυρότερη και φλογερότερη από την αγάπη των Χερουβείμ και των Σεραφείμ κι όλες οι Δυνάμεις των Αγγέλων και Αρχαγγέλων εκπλήσσονται μ’ Αυτήν.

Παρ’ όλο όμως που η ζωή της Θεοτόκου σκεπαζόταν, θα λέγαμε, από την άγια σιγή, ο Κύριος όμως φανέρωσε στην Ορθόδοξη Εκκλησία μας πώς η Παναγία μας αγκαλιάζει με την αγάπη Της όλο τον κόσμο και βλέπει με το Άγιο Πνεύμα όλους τους λαούς της γης και, όπως και ο Υιός Της, έτσι κι Εκείνη σπλαγχνίζεται και ελεεί τους πάντες.

Ώ, και να γνωρίζαμε πόσο αγαπά η Παναγία όλους, όσους τηρούν τις εντολές του Χριστού, και πόσο λυπάται και στενοχωριέται για κείνους που δεν μετανοούν! Αυτό το δοκίμασα με την πείρα μου.

Δεν ψεύδομαι, λέγω την αλήθεια ενώπιον του Θεού, πώς γνωρίζω πνευματικά την Άχραντη Παρθένο. Δεν Την είδα, αλλά το Άγιο Πνεύμα μου έδωσε να γνωρίσω Αυτήν και την αγάπη Της για μας. Χωρίς την ευσπλαχνία Της η ψυχή θα είχε χαθή από πολύν καιρό. Εκείνη όμως ευδόκησε να μ’ επισκεφθή και να με νουθετήση, για να μην αμαρτάνω. Μου είπε: Δεν μ’ αρέσει να βλέπω τα έργα σου». Τα λόγια Της ήταν ευχάριστα, ήρεμα, με πραότητα και συγκίνησαν την ψυχή. Πέρασαν πάνω από σαράντα χρόνια, μα η ψυχή μου δεν μπορεί να λησμονήση εκείνη τη γλυκειά φωνή και δεν ξέρω πώς να ευχαριστήσω την αγαθή και σπλαγχνική Μητέρα του Θεού.

Αληθινά, Αυτή είναι η βοήθειά μας ενώπιον του Θεού και μόνο τ’ Ονομά Της χαροποιεί την ψυχή. Αλλά κι όλος ο ουρανός κι όλη η γη χαίρονται με την αγάπη Της.

Αξιοθαύμαστο κι ακατανόητο πράγμα. Ζη στους ουρανούς και βλέπει αδιάκοπα την δόξα του Θεού, αλλά δεν λησμονεί κι εμάς τους φτωχούς κι αγκαλιάζει με την ευσπλαχνία Της όλη τη γη κι όλους τους λαούς.

Κι Αυτή την Άχραντη Μητέρα του ο Κύριος την έδωσε σ’ εμάς.

Αυτή είναι η χαρά και η ελπίδα μας.

Αυτή είναι η πνευματική μας Μητέρα και βρίσκεται κοντά μας κατά τη φύση σαν άνθρωπος και κάθε χριστιανική ψυχή ελκύεται από την αγάπη προς Αυτήν.

(Πηγή: αρχιμ. Σοφρωνίου (Σαχάρωφ), Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, εκδ. Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας, 1995)

Του Α β β ά Μακαρίου του Αιγυπτίου

α΄. Διηγήθηκε για τον εαυτό του ο Αββάς Μακάριος, λέγοντας: « Όταν ήμουν νεώτερος και έμενα σε κελλί, στην Αίγυπτο, με έκαμαν διά της βίας κληρικό στην κώμη. Και μη θέλοντας να αναλάβω, έφυγα σε άλλο τόπο. Και ήλθε σ’ έμενα ένας ευλαβής λαϊκός και έπαιρνε το εργόχειρό μου και με διακονούσε. Συνέβη δε, από πειρασμό, μια παρθένος, στην κώμη, να πέση σε αμαρτία. Και έχοντας μείνει έγκυος, τη ρωτούσαν ποιος της το έκαμε αυτό. Και εκείνη έλεγε : Ο αναχωρητής. Βγήκαν λοιπόν οι χωρικοί, με έπιασαν, μου κρέμασαν στον τράχηλο γανωμένες χύτρες και χερούλια από κοφίνια, με πόμπευσαν στα σταυροδρόμια της κώμης και με χτυπούσαν, λέγοντας : Αυτός ο καλόγερος μας διέφθειρε το κοράσι, πάρτε τον, πάρτε τον. Και με χτύπησαν τόσο, όπου παρά λίγο να πεθάνω. Ήλθε δε κάποιος από τους γέροντες και είπε : Ως πότε θα χτυπάτε τον ξένο μοναχό ; Αυτός δε όπου με διακονούσε, ακλουθούσε πίσω μου ντροπιασμένος. Γιατί και αυτόν τον έβριζαν πολύ και του έλεγαν : Να, βλέπεις τι έκαμε ο αναχωρητής, οπού συ καμάρωνες ; Και λέγουν οι γονείς της : Δεν τον αφήνουμε ώσπου να μας δώση εγγυητή ότι θα τη διατρέφη. Και είπα στον διακονητή μου και αυτός εγγυήθηκε. Και πήγα στο κελλί μου και του έδωσα όσα ζεμπίλια είχα, λέγοντάς του : Πούλησέ τα και δος στη γυναίκα μου να φάη. Και έλεγα στον λογισμό μου : Μακάριε, να, σου έλαχε γυναίκα. Πρέπει να εργάζεσαι κάπως πιο πολύ, για να την τρέφης. Και εργαζόμουν νύχτα και μέρα και της έστελνα. Και όταν ήλθε η ώρα της αθλίας να γέννηση, περνούσαν μέρες πολλές όπου βασανιζόταν χωρίς να γέννηση. Και της λέγουν : Τι σημαίνει αυτό ; Και τους αποκρίθηκε : Εγώ ξέρω. Γιατί συκοφάντησα τον αναχωρητή και τον κατηγόρησα λέγοντας ψέμματα. Δεν φταίει αυτός, αλλά ο δείνα νέος. Ήλθε λοιπόν αυτός οπού με διακονούσε, όλος χαρά. Και μου είπε ότι δεν μπόρεσε να γέννηση εκείνη η πρώην παρθένος, ωσότου ωμολόγησε : Δεν είναι ένοχος ο αναχωρητής, αλλά είπα ψέμματα εναντίον του. Και να, όλη η κώμη θέλει να έλθη εδώ με πομπή και παράταξη, για να σου υποβάλη τη μετάνοιά της. Εγώ όμως, ακούοντας τα αυτά, για να μη με θλίψουν οι άνθρωποι, σηκώθηκα και ήλθα εδώ σε Σκήτη. Αυτή ήταν η αφορμή όπου κατέφυγα εδώ ».

β΄. Ήλθε κάποτε ο Μακάριος ο Αιγύπτιος από Σκήτη στο όρος της Νιτρίας, στη σύναξη του Αββά Παμβώ. Και του λέγουν οι γέροντες : «Πες κάτι στους αδελφούς, πάτερ». Και εκείνος αποκρίθηκε : « Εγώ δεν έγινα ακόμη μοναχός, αλλά είδα μοναχούς. Ενώ έμενα κάποτε στο κελλί, σε Σκήτη, με πείραξαν οι λογισμοί, λέγοντας : Βγες στην έρημο και πες τι βλέπεις εκεί. Έμεινα δε, πολεμώντας τον λογισμό πέντε έτη, με την ιδέα μήπως προερχόταν από δαίμονες. Και επειδή επέμενε ο λογισμός, βγήκα στην έρημο. Και βρήκα εκεί μια λίμνη και νησί στη μέση της. Και ήλθαν τα ζωντανά της ερήμου να πιουν απ’ αυτή. Και είδα ανάμεσα τους δυο ανθρώπους γυμνούς. Και δείλιασε το σώμα μου. Γιατί νόμισα ότι είναι πνεύματα. Αυτοί όμως, σαν με είδαν δειλιασμένο, μου είπαν : Μη φοβάσαι. Και εμείς άνθρωποι είμαστε. Και τους λέγω : Από που είστε και πώς ήλθατε σ’ αυτή την έρημο ; Και μου απαντούν : Από Κοινόβιο είμαστε. Και συμφωνήσαμε και βγήκαμε εδώ. Να, σαράντα χρόνια έχουμε. Και ο μεν ένας είναι Αιγύπτιος, ο δε άλλος από τη Λιβύη. Και με ρώτησαν και αυτοί, λέγοντας : Τι γίνεται ο κόσμος ; Και αν έρχωνται τα νερά στον καιρό τους και αν πορεύη καλά ο κόσμος. Και τους αποκρίνομαι : Ναι. Αλλά και εγώ τους ρώτησα: Πώς μπορώ να γίνω μοναχός ; Και μου λέγουν : Αν τινάς δεν απαρνηθή όλα τα του κόσμου, δεν μπορεί να γίνη μοναχός. Και τους λέγω : Εγώ αδύνατος είμαι και δεν μπορώ να κάνω ότι σεις. Και αυτοί τότε μου λέγουν : Αν δεν μπορής σαν εμάς, ας κάθεσαι στο κελλί σου και κλάψε τις αμαρτίες σου. Και τους ρωτώ : Όταν γίνεται κακοκαιρία, δεν τρέμετε; Και όταν γίνεται καύσων, δεν καίεται το σώμα σας; Και μου αποκρίθηκαν : Ο Θεός τα οικονόμησε έτσι για μας. Και ούτε με τα κρύα τρέμουμε ούτε το καλοκαίρι η πολλή ζέστη μας βλάπτει. Γι’ αυτό σας είπα, ότι δεν έγινα ακόμη μοναχός, αλλά είδα μοναχούς. Συγχωρήστε με, αδελφοί ».

γ'. Ο Αββάς Μακάριος, όταν κατοικούσε στην πανέρημο, ήταν μόνος εκεί σαν αναχωρητής, παρά κάτω δε άλλη έρημος ήταν με περισσοτέρους αδελφούς. Παρατηρούσε δε ο γέρων την οδό. Και βλέπει τον σατανά να ανεβαίνη, με σχήμα ανθρώπου, για να περάση απ’ αυτόν. Φαινόταν δε σαν να φορούσε στιχάρι λινό, χιλιοτρυπημένο. Και από κάθε τρύπα, κρεμόταν μικρό δοχείο. Και του λέγει ο μεγάλος γέρων : «Που πας; ». Και του απαντά : «Πηγαίνω να πειράξω τους αδελφούς ». Ο δε γέρων είπε : « Και γιατί έχεις επάνω σου αυτά τα δοχεία; ». « Φαγητά κουβαλώ στους αδελφούς ». Και ο γέρων είπε : « Μα όλα αυτά ; ». Αποκρίθηκε : « Ναι. Αν το ένα δεν αρέση σε κάποιον, του φέρνω άλλο. Και αν ούτε αυτό, του δίνω άλλο. Οπωσδήποτε, ένα τουλάχιστο θα του αρέση ». Και λέγοντας αυτά, απομακρύνθηκε. Ο δε γέρων έμεινε φυλάγοντας με τα μάτια τους δρόμους, έως ότου εκείνος ξαναγύρισε. Και σαν τον είδε ο γέρων, του λέγει : « Είθε να σωθής ». Και εκείνος αποκρίθηκε : « Πώς μπορώ να σωθώ; ». Τον ρωτά ο γέρων : « Γιατί; ». Και του απαντά: «Αφού όλοι μου φέρθηκαν άσχημα και κανείς τους δεν με ανέχεται». Του λέγει ο γέρων: «Κανένα λοιπόν φίλο δεν έχεις εκεί;». Και εκείνος αποκρίθηκε : «Ναι, ένα μόνο έχω φίλο εκεί, αλλά παρ’ όλο ότι μου είναι ευνοϊκά διατεθειμένος, όταν με βλέπη, στρέφεται σαν ανέμη». Του λέγει ο γέρων : « Και ποιο είναι το όνομα του αδελφού αυτού; ». Απαντά : «Θεόπεμπτος ». Και λέγοντας, έφυγε. Σηκώνεται ο Αββάς Μακάριος και πηγαίνει στην παρά κάτω έρημο. Και σαν το άκουσαν οι αδελφοί, πήραν βάγια και βγήκαν να τον υποδεχθούν. Και, έτσι, ο καθένας τους ευτρεπιζόταν, νομίζοντας ότι στον ίδιο θα κατέλυε ο γέρων. Αλλά εκείνος ρωτούσε ποιος είχε το όνομα Θεόπεμπτος στο όρος. Και σαν τον βρήκε, εισήλθε στο κελλί του. Ο δε Θεόπεμπτος τον υποδέχθηκε με χαρά. Μόλις δε βρέθηκαν μόνοι, λέγει ο γέρων : «Πώς είσαι, αδελφέ;». Και αυτός αποκρίθηκε : « Καλά, με τις ευχές σου ». Του λέγει ο γέρων : «Μήπως έχεις πόλεμο από τους λογισμούς ; ». Και απαντά : « Καλά είμαι ». Γιατί ντρεπόταν να πη την αλήθεια. Του λέγει ο γέρων: «Να, τόσα έτη είμαι ασκητής και όλοι με τιμούν και όμως και εμένα τον γέροντα δεν με αφήνει ήσυχο το πνεύμα της σαρκικής αμαρτίας». Αποκρίθηκε λέγοντας και ο Θεόπεμπτος : «Πίστεψε, Αββά, και σ’ εμένα ». Ο δε γέρων προφασιζόταν ότι και άλλοι λογισμοί τον πολεμούσαν, έως ότου τον κάμη να ομολογήση. Ύστερα του λέγει : « Πώς νηστεύεις;». Και του απαντά : « Έως την ενάτη ώρα ». Του λέγει ο γέρων : « Να μένης στη νηστεία και στην άσκηση έως το βράδι. Και να αποστηθίζης το Ευαγγέλιο και τις άλλες Γραφές. Και αν σου ανεβή λογισμός, ποτέ μη προσέχεις κάτω, αλλά πάντοτε άνω. Και ευθύς ο Κύριος σε βοηθά ». Και αφού ευλόγησε ο γέρων τον αδελφό, βγήκε στη δική του έρημο. Και περιμένοντας με προσοχή, πάλι βλέπει εκείνο τον δαίμονα και του λέγει : « Που πηγαίνεις πάλι;». Και εκείνος απαντά : « Να πειράξω τους αδελφούς». Και έφυγε. Και σαν ξαναγύρισε, του λέγει ο άγιος :«Πώς τα πέρασες με τους αδελφούς; ». Του απαντά : « Άσχημα ». Και ο γέρων του λέγει : « Γιατί; ». Και εκείνος αποκρίνεται : « Επιθετικοί είναι όλοι. Και το μεγαλύτερο κακό είναι ότι και εκείνος όπου είχα φίλο και με υπάκουε, και αυτός δεν ξέρω πώς χάλασε και δεν με ακούει, αλλά έγινε πιο επιθετικός από όλους. Έτσι, ωρκίσθηκα να μη ξαναπατήσω εκεί, παρά ύστερα από καιρό ». Και λέγοντας έτσι, έφυγε, αφήνοντας τον γέροντα. Και ο άγιος εισήλθε στο κελλί του.

(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)

Εις την Θεομήτορα Κόρην

Δέσποινά μου Θεοτόκε,

η ελπίς μου, η ισχύς μου,

η το αγαλλίαμά μου, η του κόσμου σωτηρία,

η των εναθλούντων μόνη έτοιμος επικουρία,

Σε, Παρθένε, ικετεύω και θερμώς επικαλούμαι,

την συν χάριν μοι παράσχου ολοψύχως εξαιτούμαι.


Ίλεων μοι τον Θεόν μου προσπαθώ να αποκτήσω

και ασκήσεσι και πόνοις τούτω να ευαρεστήσω.

Αλλά όσον κοπιάζω, αγωνίζομαι, στενάζω τόσον

εν τη αμαρτία, τη φρικτή αλαζονεία, εν τω φθόνω,

εν τω μίσει,τη οργή και τη κακία ανευρίσκω ότι κείμαι

και ως δέσμιος κρατούμαι.

Πάντα πόνον καταβάλλω, πάσαν την προσπάθειάν μου όπως,

Κόρη, κατορθώσω επί τέλους ν' αποκτήσω εκ των αρετών καμμίαν,

την αγάπην, την φιλίαν, της ψυχής μου την γαλήνην,

της καρδίας την ειρήνην, την προς τον Θεόν λατρείαν ένθερμον,

αγνήν, αγίαν, αφοσίωσιν τελείαν και αγάπην επαξίαν,

την ελπίδα την βεβαίαν και την πίστην την εδραίαν

πλήν αι δυνάμεις ατονούσι και ουδόλως συνεργούσι..

Δία τούτο σοι προσπίπτω και θερμώς παρακαλώ Σε,

Δέσποινά μου Παναγία, τον Δεσπότην, τον Θεόν μου

ίλεων απέργασαί μοι, ευμενή δε ποίησον μοι,

όπως κοινωνόν με δείξη της αγίας χάριτός Του...

δαψιλεύση δε ειρήνην και χαράν και ευφροσύνην,

και παράσχη μοι γαλήνη, την Θεόδοτον εκείνην.

Ταύτα πάντες σαις πρεσβείαις δύναμαι, ω Παναγία,

ο Σος δούλος ν' αποκτήσω,

εις Θεόν δε να πλουτίσω και αυτώ ευαρεστήσω.

(Άγιος Νεκτάριος)

katafigioti

lifecoaching