E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

67. Ποιά είναι η έννοια της θεώσεως της ανθρώπινης φύσεως του Χριστού;

Είναι προϊόν της υποστατικής ενώσεως των φύσεων, συγκεκριμένα της αντιδόσεως των ιδιωμάτων στο πρόσωπο του Λόγου του Θεού. Η ανθρώπινη φύση του Χριστού δέχεται όλα τα αυχήματα της θεότητας, γίνεται θείας φύσεως κοινωνός, θεοποιείται. Στη βάση της θεώσεως αυτής θεοποιούνται εν δυνάμει και όλοι οι άνθρωποι που πιστεύουν στο Χριστό και είναι μυστικά ενσωματωμένοι στην ανθρώπινη φύση του δια του βαπτίσματος. Σαν παράδειγμα της θεώσεως αυτής φέρεται ο πυρακτωμένος σίδηρος. Φωτιά και σίδηρος δεν χάνουν μεν τη φυσική τους ποιότητα, όμως είναι δεμένα τόσο βαθιά μεταξύ τους, ώστε να μη ξεχωρίζονται το ένα από το άλλο. Έτσι και η φύση του ανθρώπου διαπεράται από τη φωτιά της θείας ενέργειας, χωρίς να μπορεί να αποχωρισθεί απ’ αυτήν. Η φύση του ανθρώπου βέβαια δεν χάνεται, ούτε απορροφάται ούτε και αναλύεται πανθεϊστικά στη θεότητα, όπως θα διδάξουν ορισμένοι αιρετικοί (Μονοφυσίτες).

(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 97)

ΧΡΙΣΤΟΛΟΓΙΑ

66. Ποιά είναι στον πυρήνα της η ορθόδοξη χριστολογία;

Το δόγμα περί Χρίστου είναι εξ ίσου σημαντικό, όσο και το δόγμα περί 'Αγίας Τριάδος. Είναι δόγμα πίστεως κορυφαίο, στο οποίο ανακλάται η οικονομική Τριάδα. Λέγοντας αυτό εννοούμε τον Τριαδικό Θεό στις εξωτερικές του ενέργειες, στη δημιουργία του κόσμου και την απολύτρωση. Ο Λόγος του Θεού που στη μεταφυσική Τριάδα (στο Θεό καθ' εαυτόν) σχετίζεται με την ουσία και τις άλλες δύο Τριαδικές υποστάσεις της θεότητας, αφήνει τους ουρανούς —χωρίς να χάσει το θεοπρεπες του αξίωμα— και κατεβαίνει στη γη, γίνεται άνθρωπος ιστορικός για να σώσει τον πεσμένο άνθρωπο από την αμαρτία. Η είσοδος αυτή στο πεδίο της ζωής και η ανάληψη της κακοπάθειας της ιστορικής στιγμής είναι γνωστή ως «κένωσις» του Λόγου. Ο Λόγος γίνεται άνθρωπος για να λυτρώσει τον άνθρωπο από το ζυγό της αμαρτίας και την οδύνη του πνευματικού θανάτου.

Στο Χριστό υπάρχουν δύο φύσεις, η θεία και η ανθρώπινη, και ένα πρόσωπο, του αιδίου Λόγου. Η ανθρώπινη φύση του δεν είχε δικό της πρόσωπο, ήταν ανυπόστατη.
Η θεία φύση του Χριστού ήταν η τέλεια φύση της θεότητας. Επίσης τέλεια ήταν και η ανθρώπινη φύση του, στην οποία υπήρχε ψυχή νοερά και λογική, ενωμένη με σώμα υλικό και αληθινό. Η ένωση των φύσεων έγινε στη μήτρα της Παρθένου «εξ άκρας συλλήψεως». Μόλις δηλαδή η Μαρία δέχτηκε τον ασπασμό του αγγέλου, το Πνεύμα του Θεού εμόρφωσε στην παρθενική μήτρα της το έμβρυο Χριστό, με το οποίο ενώθηκε αμέσως ο Λόγος του Θεού, χωρίς το ενωθέν (η ανθρώπινη φύση) να προφθάσει να ζήσει έστω και μία χρονική στιγμή έξω από την ένωση, ως πρόσωπο ξεχωριστό και ίδιο. Συνεπώς ως άνθρωπος ο Χριστός δεν είχε δικό του ξεχωριστό πρόσωπο, αλλά φερόταν στο αΐδιο πρόσωπο του Λόγου.

Η σύλληψη και η γέννηση του Χριστού ήταν υπερφυσικές. Σ’ αυτές δεν λειτούργησαν οι συνήθεις νόμοι της φύσεως. Η Μαρία δεν συνέλαβε με τη γνωστή σύμπραξη ανδρός και γυναικός, αλλά με τη δημιουργική ενέργεια του παναγίου Πνεύματος. Ο Χριστός ήταν «απάτωρ εκ μητρός», δεν είχε δηλαδή πατέρα σύζυγο της μητέρας του. Αφού δε δεν συνέπραξε άνδρας, η Μαρία συνέλαβε το Χριστό χωρίς να χάσει την παρθενία της. Στο αυτό μέτρο παρθενική και υπερφυσική ήταν και η γέννηση του Κυρίου, γέννηση ανώδυνη και αλόχευτη (χωρίς τα φυσικά λόχια). Η γέννηση του Σωτήρος δεν ακολούθησε τους ρυθμούς της φυσικής ανθρώπινης γεννήσεως. Γι’ αυτό και γεννήθηκε χωρίς το προπατορικό αμάρτημα, με το οποίο έρχονται στον κόσμο όλοι οι άλλοι άνθρωποι. Στο Χριστό έσπασε η συνέχεια της αμαρτωλής φύσεως του Αδάμ, η οποία κληροδοτεί το προπατορικό αμάρτημα σε όσους εκφύονται απ’ αυτήν. Ο Χριστός είναι ο καινός Αδάμ της χάριτος, η νέα πνευματική ρίζα της ανθρωπότητος, η οποία κληροδοτεί την πνευματική αναγέννηση και τη σωτηρία στους πιστεύοντες.

Η ένωση των φύσεων στο Χριστό είναι υποστατική, ασύγχυτη και αδιαίρετη. Λέγοντας υποστατική ένωση εννοούμε ότι αυτή έγινε στην υπόσταση (εξ ου και το όνομα) ή το πρόσωπο του Λόγου. Επαναλαμβάνουμε και πάλι ότι η ανθρώπινη φύση του Χριστού ήταν ανυπόστατη, δηλαδή δεν έζησε ποτέ από μόνη της έξω Ααπό το πρόσωπο του Χριστού. Αυτό έχει μεγάλη σημασία. Στην ένωση οι φύσεις δεν επηρέασαν η μία την άλλη, δεν μετατράπηκες η μία στη φυσική ποιότητα της άλλης, αλλά παρέμειναν κάθε μια στη φυσική της ποιότητα και πληρότητα, χωρίς στο εξής ν’ αποχωρίζονται η μία από την άλλη. 'Ενώθηκαν «ατρέπτως, ασυγχύτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως».

Ο Χριστός είχε δύο φυσικά θελήματα και δύο ενέργειες. Ήθελε και ενεργούσε ενιαία και ως άνθρωπος και ως Θεός. Το ανθρώπινό του θέλημα, αν και ελεύθερο, υποτασσόταν στο θείο του θέλημα, χωρίς να αντιπαλαίει και ν’ αντιπίπτει προς αυτό. Δεν είχε θέλημα γνωμικό. Δεν ήθελε ξεχωριστά ως άνθρωπος, πράγμα που προϋποθέτει την ύπαρξη ανθρώπινου προσώπου και άφηνε ανοικτή τη δυνατότητα να υποπέσει ο Κύριος στην αμαρτία. Το ίδιο συμβαίνει και με τις ενέργειες του Χριστού. Ο Χριστός ενεργούσε ενιαία και τα θεία και τα ανθρώπινα, χωρίς η μία του ενέργεια να αντιφέρεται προς την άλλη.
Από τη σύνθεση του θεανδρικού προσώπου του Χριστού έχουμε τις εξής ακολουθίες:

1) Την αντίδοση των ιδιωμάτων των δύο φύσεων στο ένα πρόσωπο του Χριστού. Η μία φύση αντιδίδει τα ιδιώματά της στην άλλη. Τα ιδιώματα δεν αντιδίδονται απ’ ευθείας στις φύσεις, δηλαδή καθ’ εαυτές, γιατί κάτι τέτοιο θα τις συνέχεε και θα οδηγούσε στο Μονοφυσιτισμό, αλλά αυστηρώς στο ένα του θεανδρικό πρόσωπο. Έτσι δεν λέμε ότι η θεότητα έπαθε ή ότι η ανθρωπότητα ήταν στους ουρανούς πριν δημιουργηθεί ο κόσμος, αλλ΄ ότι ο Χριστός, ως πρόσωπο ενιαίο και αδιαχώριστο, έπαθε ως Θεός (στη σάρκα του φυσικά: «σαρκί») και βρισκόταν ως άνθρωπος στους ουρανούς. Στην αντίδοση των ιδιωμάτων η θεία (ρύση αντιδίδει κυρίως τα δικά της στην ανθρώπινη και όχι το αντίθετο. Η πτυχή αυτή του δόγματος είναι πολύ σημαντική, γιατί αποτελεί τη λυδία λίθο αναγνωρίσεως και σταθμίσεως των χριστολογικών κακοδοξιών και αιρέσεων.

2) Τον όρο «Θεοτόκος» που αποδίδεται στη Μητέρα τον Χριστού. Η Μαρία γέννησε το Χριστό. Όχι βέβαια τη θεία φύση του καθ' εαυτήν, γιατί ο Θεός, ως το απειροτέλειο όν, δεν μπορεί να υπαχθεί στους φυσικούς νόμους, να γεννηθεί δηλαδή με τον ίδιο τρόπο που γεννιούνται οι άνθρωποι. Η Μαρία γέννησε το Θεό «σαρκί». Αυτό που γεννήθηκε, ήταν ο Χριστός, στον οποίο ο τέλειος Θεός ήταν ενωμένος «εξ άκρας συλλήψεως» με τον υιό του ανθρώπου στη θεοχώρητη μήτρα της πάναγνης Κόρης. Ο όρος «Θεοτόκος» αποτελεί συνοπτική εκφορά του χριστολογικού δόγματος, πάνω στον οποίο σαν σε κυματοθραύστη, προσέκρουσε και διαλύθηκε η νεστοριανή λαίλαπα.

3) Τη μια υιότητα και λατρεία τον Χριστού. Ο Χριστός είχε διπλή γέννηση, μία ως Υιός του Θεού και μία ως Υιός της Παρθένου. Η πρώτη ήταν η αΐδια γέννηση εκ του Πατρός (το υποστατικό ιδίωμα του Λόγου), η δεύτερη ήταν η έγχρονη εκ της Παρθένου δια της δυνάμεως του παναγίου Πνεύματος. Οι δύο αυτές γεννήσεις ήταν σαφείς και ξεχωριστές η μία από την άλλη. Δεν είχε όμως και δύο υίότητες. Δεν ήταν Υιός Θεού και Υιός της Παρθένου ξεχωριστά. Αυτό θα σήμαινε ότι είχε δύο πρόσωπα, ένα ως Θεός και ένα ως άνθρωπος. Αυτό δεν συνέβαινε. Ο Χριστός, όπως είπαμε, είχε ένα πρόσωπο, ήταν ένας και όχι πολλοί. Ως ένας είχε μία υίότητα, ως Θεός και ως άνθρωπος ο αυτός. Δεν υπήρχαν σ’ αυτόν δύο υιοί ξεχωριστοί, όπως έλεγε ο Νεστόριος. Στη μία υιότητα του Χριστού αναλογεί και μία λατρεία και προσκύνηση.

4) Την απόλυτη αναμαρτησία του Χριστού. Ο Χριστός όχι απλά δεν αμάρτησε κατά τη διάρκεια της επίγειας ζωής του, αλλά δεν μπορούσε καν να αμαρτήσει (non potuit peccare). Αυτό απαιτεί η σύνθεση του προσώπου του. Δεν μπορούσε ν’ άμαρτήσει, γιατί δεν ήταν απλός άνθρωπος, αλλά Θεάνθρωπος. Η ιδέα ότι μπορούσε ν’ άμαρτήσει ο Κύριος, διχάζει το ένα του πρόσωπο σε δύο φυσικά πρόσωπα, κάτι που καταλύει το χριστολογικό μυστήριο. Η ιδέα είναι αλλόκοτη. Αν υποτεθεί ότι ο Χριστός μπορούσε ν’ αμαρτήσει σαν άνθρωπος, μπορούσε ν’ αμαρτήσει μαζί του κι ο Θεός, ιδέα ασεβής και βλάσφημη.

 

(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 91-96)

65. Η άρνηση των θείων ενεργειών στο Θεό παραβλάπτει το δόγμα περί της Αγίας Τριάδος;

Ναι, το παραβλάπτει. Φθείρει την έννοια του αληθινού Θεού. Όπως σημειώσαμε στο προηγούμενο, στον Τριαδικό Θεό υπάρχουν: η ουσία, οι υποστάσεις και οι θείες ενέργειες. Αν λείψει ένα από τα τρία αυτά, φθείρεται η έννοια του αληθινού Θεού. Αίρεση δεν είναι μόνο η άρνηση ή η παρεκδοχή της θείας ουσίας ή των τριαδικών υποστάσεων, αλλά και η άρνηση ή παρεκδοχή των άκτιστων θείων ενεργειών.

Τις θείες ενέργειες αρνείται από το Θεό η Ρωμαίική Εκκλησία. Τις απορρίπτει γιατί κατ’ αυτήν η ύπαρξη των θείων ενεργειών συνθέτει τη φύση του Θεού, της οποίας καταλύει την άπειρη απλότητα. Βεβαίως υπάρχουν δυνάμεις στο Θεό· όμως αυτές δεν είναι άκτιστες, όπως άκτιστη δεν είναι και η θεία χάρη και το φως του Χριστού. Όλα αυτά κατά τη λατινική θεολογία είναι μεγέθη κτιστά, τα οποία δημιουργεί ο υπερβατικός Θεός για να σώσει τον άνθρωπο. Γύρω από το ζήτημα των άκτιστων θείων ενεργειών διεξήχθησαν σκληροί αγώνες μεταξύ της ορθόδοξης Ανατολής και της λατινικής Δύσεως. Ο μοναχός Βαρλαάμ, εκπρόσωπος του λατινικού πνεύματος, καταπολέμησε σφοδρώς την ορθόδοξη διδασκαλία· αυτόν δε αντιμετώπισε σθεναρά ο μεγάλος πρόμαχος της Ορθοδοξίας Γρηγόριος ο Παλαμάς, επίσκοπος Θεσσαλονίκης. Σύνοδοι της Εκκλησίας δικαίωσαν τους αγώνες και τη διδασκαλία του Αγίου, και καταδίκασαν τον λατινόφρονα Βαρλαάμ.

Το ζήτημα των θείων ενεργειών είναι κεφαλαιώδους σημασίας για την Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία, όχι μονάχα για την ολοκληρία της περί Αγίας Τριάδος διδασκαλίας της, αλλά και για όλη την υπόστασή της και το λυτρωτικό έργο της. Η άκτιστη θεία ενέργεια (η χάρη) αποτελεί τον ζωτικό και αγιαστικό της ’Ορθοδοξίας δεσμό. Με τη βαθιά ένωση μαζί της θεοποιείται ο άνθρωπος. Θα μπορούσε να επιτευχθεί η θέωση, αν η θεία ενέργεια (η χάρη) δεν ήταν μέγεθος άκτιστο αλλά κτιστό; Αλήθεια, πώς θα μπορούσαν να συνοικήσουν Ορθοδοξία και Ρωμαιοπαπισμός με τόσο έντονες σωτηριολογικές και εσχατολογικές αποκλίσεις και διαφορές; Οι μεν Ορθόδοξοι να οραματίζονται και να σπεύδουν προς τη θέωση, οι δε Ρωμαιοκαθολικοί να είναι ανίδεοι του σημαντικού αυτού πράγματος;

 

(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 88-89)

     Αφού ο αυτοκράτορας Αναστάσιος Α το 511 μ.Χ. επανήλθε στην αρχική του (αιρετική) στάση, όλοι βρίσκονταν σε αμηχανία και απορία τι να πράξουν. Έτσι άλλοι υποστήριζαν τη βλασφημία, ενώ άλλοι, από το άλλο μέρος, φοβούνταν και δεν προέβαλλαν ούτε τον παραμικρό αντίλογο· και τούτο, διότι ίσως και στην υπόθεση αυτή παραχωρούσαν την πρωτοβουλία και παρρησία στον κοινό Πατέρα (τον Θεοδόσιο) και περίμεναν από αυτόν, σαν από στρατηγό, το σύνθημα. Τότε λοιπόν, τότε έγινε φανερό πόσο πολύ και τα γηρατειά όταν ενισχύονται και ενδυναμώνονται από τον ζήλο, ενεργούν νεανικά και γενναία εναντίον εκείνων που αποτελούν κίνδυνο για το καλό και την αλήθεια. Δηλαδή ο όσιος δεν λογάριασε εκείνα τα αυτοκρατορικά γράμματα και θεσπίσματα, ούτε τις μύριες απειλές, ούτε τους όχλους που ευλαβούνταν τα θεσπίσματα του βασιλιά εξίσου προς τα θεία, ούτε τους στρατιώτες που περιφρουρούσαν εκείνους που είχαν μεταφέρει τα βασιλικά παραγγέλματα· όλα αυτά τα καταφρόνησε σαν να επρόκειτο για κακόγουστος ήχους, και είπε ότι τέτοιες βροντές τρομάζουν τα παιδιά και όχι τον ίδιο.
      Έτσι λοιπόν όρμησε σαν λέοντας, μπήκε στον Ιερό Ναό, ανέβηκε στο βήμα, πάνω στο οποίο οι ιερείς διαβάζουν συνήθως τα αναγνώσματα, και, αφού έκανε νόημα με το χέρι του στο πλήθος να σταματήσει να μιλάει, ύψωσε τη φωνή του και είπε: «Αν κάποιος απορρίπτει τις τέσσερις άγιες Συνόδους και δεν τις θεωρεί σαν τα τέσσερα Ευαγγέλια, να είναι ανάθεμα, δηλαδή καταραμένος και αφορισμένος». Αυτά μόνο είπε, και κατέπληξε το πλήθος σαν άγγελος και με το μέγεθος της θαυμαστής του ενέργειας, τους άφησε όλους άφωνους. Ακολούθως εξήλθε από τον Ιερό Ναό προχωρώντας ανάμεσά τους αμίλητος. Αλλά και εκείνοι σιωπούσαν και κατά κάποιο τρόπο κοιμούνταν και νόμιζαν πως έβλεπαν όνειρο, σαν να μην ήταν πραγματικό εκείνο που έγινε. Και βέβαια υπήρξε τέτοιο το στρατήγημα εκείνο του ανδρός, που νόμισαν πως από αυτό κατέταξαν στα ιερά δίπτυχα τις άγιες Συνόδους.
      Μετά από αυτά ο Όσιος Θεοδόσιος χωρίς καμία χρονοτριβή και χωρίς τον παραμικρό δισταγμό, περιερχόταν τις πόλεις που ήταν ολόγυρα, τους μαθητές και άλλους ζηλωτές από την ερημιά και τους καθοδηγούσε, επιβάλλοντας τη γνώμη του σαν άλλος στρατηγός· Ο πρώτος στην πολιά (στις άσπρες τρίχες, στη γεροντική ηλικία) δείχνοντας και πρώτος στην προθυμία. Τριγύρισε σε όλους και έγινε στους πάντες τα πάντα· πληροφορούσε και ενημέρωνε εκείνους που είχαν αμφιβολίες· στήριζε ακόμη περισσότερο τους ευσταθείς, ξεσήκωνε τους νωθρούς και ράθυμους, επέτεινε την επιμέλεια των προθύμων, ενθάρρυνε και ενίσχυε εκείνους που δείλιαζαν, παραινούσε τους αγωνιζόμενους, κατατρόμαζε τους αντιπάλους με την εξαιρετική του γενναιότητα, προλάμβανε κάθε αιρετική νόσο με την ταχύτητα της ιατρείας» (Βίος και πολιτεία Οσίου Θεοδοσίου, εκδ. Αποστ. Διακονία, σελ. 94-95)

Επιστολή Οσίου Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχου προς τον αυτοκράτορα Αναστάσιο Α το 511 μ.Χ.
    Βασιλιά μου, μπροστά μας υπάρχουν δύο περιπτώσεις και πρέπει να επιλέξουμε τη μία από τις δύο: δηλαδή ή να ζούμε αισχρά και ανελεύθερα συμφωνώντας και ενωνόμένοι με τους Ακέφαλους (Μονοφυσίτες), ή να πεθάνουμε έντιμα ακολουθώντας τα ορθά δόγματα των Αγίων Πατέρων. Ε, μάθε, εμείς προτιμάμε να πεθάνουμε. Διότι τόσο πολύ απέχουμε από το να ακολουθούμε τα καινοφανή και κακόδοξα δόγματα, ώστε όχι μόνο θα μένουμε αμετακίνητοι στη θέση μας, ακολουθώντας με απόλυτη ακρίβεια τους προηγούμενους νόμους (δόγματα) που θέσπισαν οι άγιοι πατέρες, αλλά και εκείνους που τυχόν θα παρασυρθούν και θα παρεκκλίνουν από την ορθή πίστη, ευσεβώς θα τους αποκηρύξουμε και θα τους υποβάλλουμε σε ανάθεμα. Και όχι μόνο τούτο· αλλά και αν χειροτονήσετε κάποιον από τους Ακέφαλους, εμείς δεν πρόκειται να τον δεχτούμε με καμία βία. Μακάρι όμως, βασιλεύ Ιησού Χριστέ, να μη γίνει ποτέ τέτοιο πράγμα.
    Αν βέβαια συμβεί κάτι τέτοιο, αφού επικαλεστούμε ως μάρτυρα της αλήθειας τον Θεό, ή, να πούμε καλύτερα, Εκείνον, τον Ιησού, που τώρα βλασφημείται από αυτούς, τους Ακέφαλους, θα προβάλλουμε αντίσταση μέχρις αίματος. Και όπως για την πατρίδα, έτσι και περισσότερο για την ορθή πίστη θα προσφέρουμε ευχάριστα τις ψυχές μας, έστω και αν δούμε και αυτούς τους Αγίους Τόπους παραδομένος στο πυρ. Γιατί άλλωστε, και ποιο είναι το όφελος μόνο του ονόματος, όταν επιτέλους αυτά τα ιερά πράγματα καθυβρίζονται και προπηλακίζονται;
    Λοιπόν, βασιλιά μου, εμείς δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση να φρονήσουμε, ούτε να πούμε καθόλου, ούτε να παραδεχτούμε κάτι που δεν συμφωνεί με τα θεσπισθέντα από τις τέσσερις άγιες και οικουμενικές Συνοδούς …
    Σχετικώς λοιπόν με αυτά, και πυρ να ανάβει εναντίον μας, και ξίφος να ακονίζεται, και ο πικρός θάνατος να επιφέρεται καταπάνω μας, μάλλον δε αντί ενός, αν είναι δυνατόν, και μύριοι θάνατοι, εμείς δεν θα προδώσουμε ποτέ την ορθή πίστη και ούτε θα αθετήσουμε και θα ατιμάσουμε εκείνα που ορθώς δογμάτισαν οι θεοφόροι Πατέρες. Ας είναι δε μάρτυρες τούτου οι ιδρώτες τους για την ορθόδοξη Πίστη και τα πολλά τους αγωνίσματα. Και τα δόγματά τους θα μένουν οπωσδήποτε στερεά και αμετάβλητα…»(Βίος και πολιτεία Οσίου Θεοδοσίου, εκδ. Αποστ. Διακονία, σελ. 90-92)

     Κάποτε ο όσιος Θεοδόσιος ο Κοινοβιάρχης αφόρισε έναν αδελφό, και βέβαια δίκαια· ή, όχι μόνο δίκαια, αλλά και φιλάνθρωπα. Και τον αφόρισε, επειδή η νόσος του, πράγματι, ένα τέτοιο φάρμακο χρειαζόταν. Εκείνος όμως το καλό που του έκανε ο όσιος με την παιδαγωγία αυτή, ώστε να θεραπευτεί, το ανταπέδωσε με το κακό. Δηλαδή, παραβαίνοντας συγχρόνως και την τάξη, επέβαλε το ίδιο επιτίμιο στον Όσιο, χωρίς αυτός να έχει υποπέσει σε κάποιο παράπτωμα… Επομένως ο αδελφός εκείνος περιέπεσε και σε άλλη χαλεπότατη νόσο, την αναισχυντία.
     Τι έπραξε λοιπόν ο μέγας κατά τη μετριοφροσύνη και δια της ταπεινοφροσύνης του υψηλότατος και ουράνιος; Δέχτηκε το επιτίμιο, σαν να του είχε επιβληθεί καλώς και σαν να είχε θέση σε αυτόν, και δεν κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων, μέχρις ότου ο αδελφός που τον έδεσε με το επιτίμιο, αυτός ο ίδιος και τον έλυσε. Ήταν δηλαδή ο όσιος Θεοδόσιος καταφανώς μιμητής του Μωυσή: φοβερός μεν και αμείλικτος στους αμαρτάνοντες προς τον Θεόν, επιεικέστατος δε και ανεκτικότατος προς εκείνους που έφταιγαν σε αυτόν. Έτσι δεν ήταν ούτε ευκαταφρόνητος, για την πραότητα του, ούτε φορτικός, για την υπερβάλλουσα αυστηρότητά του…»(Βίος και πολιτεία Οσίου Θεοδοσίου, εκδ. Αποστ. Διακονία, σελ. 120)

 

    «Πρέπει και αυτό να προστεθεί για να γίνει γνωστό σε ποιο ύψος ταπεινώσεως έφτασε ο όσιος Θεοδόσιος ο Κοινοβιάρχης. Λοιπόν, κάποτε διαπληκτίζονταν και αλληλοδέρνονταν δύο αδελφοί. Εκείνος τους συμβούλευε να σταματήσουν την έχθρα και να συμφιλιωθούν όπως είναι πρέπον σε κάθε χριστιανό, πολύ δε περισσότερο στους μοναχούς. Όμως, παρά τις παραινέσεις του, εκείνοι δεν πείθονταν και το μεταξύ τους μίσος αποδεικνυόταν ισχυρότερο από τις συμβουλές του.
    Τότε ο όσιος έγινε ικέτης και, ο ποιμένας των προβάτων, ο διδάσκαλος των μαθητών, ο πατέρας των τέκνων, τους ζητούσε το καλό τους, σαν να επρόκειτο για ευεργεσία δική του· και, ο ιατρός, τους παρακαλούσε να τους θεραπεύσει πληγή και την ασθένειά.
    Τους παρακαλούσε δε όχι απλώς και αμελώς, αλλά μέσα από τα βάθη της ψυχής του και με ταπείνωση που ξεπερνούσε κάθε όριο και μέτρο. Πράγματι, έπεσε κάτω και κειτόταν στο έδαφος, πιστεύοντας ότι με τον τρόπο αυτό, τρόπο άκρας ταπείνωσης, θα μαλάξει τη σκληρότητα της έχθρας. Και δεν σταμάτησε να τους παρακαλεί, μέχρις ότου και με μαλαξε και διέλυσε το μίσος που υπήρχε ανάμεσα τους. Έτσι λοιπόν ο όσιος τους δύο εκείνους αδελφούς, που τους χώριζε ένα άσπονδο μίσος, τους συνέδεσε με τα δεσμά της φιλίας». (Βίος και πολιτεία Οσίου Θεοδοσίου, εκδ. Αποστ. Διακονία, σελ. 119)

     «Έλεγε ο Όσιος Θεοδόσιος ο Κοινοβιάρχης προς τον εαυτό του: «Αν ουδείς από τους στρατιώτες του κόσμου δεν έχει το θάρρος και δεν είναι τόσο ανόητος, ώστε από τη γραμμή του να εισορμήσει αμέσως στο μέσο των εχθρών, στην περίπτωση που είναι παντελώς ανεκπαίδευτος στην τεχνική του πολέμου, πώς θα μπορέσω εγώ που δεν είμαι ακόμη ασκημένος για αντιπαράθεση ούτε περιζωσμένος με την άνωθεν δύναμη να αντιπαραταχθώ και να πολεμήσω με τον εχθρό σε μία συμπλοκή που θα είναι άκρως δύσκολη και επικίνδυνη, αφού ή πάλη «δεν θα είναι προς αίμα και σάρκα, αλλά προς τις αρχές, προς τις εξουσίες, προς τους κοσμοκράτορες του κόσμου του αιώνα τούτου, προς τα πονηρά πνεύματα;»
     Λοιπόν, πρέπει πρώτα να μαθητεύσω σε πνευματικούς πατέρες οι οποίοι έχουν προασκηθεί στους καλούς αγώνες, κατά των πνευμάτων της πονηρίας, και να γυμναστώ καλά από αυτούς στους τρόπους καταπολέμησης των νοητών εχθρών. Μετά ταύτα, ας πάω και εγώ να εγκαταβιώσω μόνος στην έρημο ώστε να δρέπω τους καρπούς που κατά καιρόν φύονται από την ησυχία και τη σιωπή» (Βίος και πολιτεία Οσίου Θεοδοσίου, εκδ. Αποστ. Διακονία, σελ. 41-42)

     Ο γκουρού Σάι Μπάμπα τονίζει: « Όλοι οι δρόμοι οδηγούν στον Ένα Θεό. Τι νόημα έχει να λογομαχούν και να μάχονται οι άνθρωποι μεταξύ τους για αυτό που είναι Αιώνιο και Απόλυτο;». «Η οικουμενική, η αιώνια Πίστη είναι σαν τον ωκεανό. Οι διάφορες θρησκείες είναι τα ποτάμια που εκβάλλουν μέσα του».
     Ο Γκάντι: «Η ψυχή των θρησκειών είναι μία, αλλά περιβάλλεται από πάρα πολλές μορφές… Η αλήθεια δεν είναι αποκλειστική ιδιοκτησία κανενός ιερού κειμένου… Δεν μπορώ να αποδώσω αποκλειστική θεότητα στον Ιησού. Είναι τόσο θεϊκός όσο και ο Κρίσνα ή ο Ραμα ή ο Μωάμεθ ή ο Ζωροάστρης». «Οι θρησκείες είναι διαφορετικοί δρόμοι που συγκλίνουν στο ίδιο σημείο. Τι σημασία έχει που ακολουθούμε διαφορετικούς δρόμους αν καταλήγουμε στον ίδιο στόχο;». «Ο Θεός δεν έχει θρησκεία». «Πιστεύω στη θεμελιώδη αλήθεια όλων των μεγάλων θρησκειών του κόσμου». «Και γι’ αυτό όλοι εμείς με μια φωνή ονομάζουμε το Θεό διαφορετικά ως Παραμάτμα, Ισβάρα, Σίβα, Βισνού, Ράμα, Αλλάχ, Κούντα, Νταντα Ορμούζντα, Ιεχωβά, Θεό και μια άπειρη ποικιλία ονομάτων. Είναι ένας, ωστόσο πολλοί». «Και δεν υπάρχει άλλη θρησκεία από την αλήθεια. Η αλήθεια είναι ο Ράμα, ο Ναραγιάνα, Ο Ισβάρα, Ο Κούντα, ο Αλλάχ, ο Θεός. [Όπως λέει ο Ναρασίνχα, «τα διαφορετικά σχήματα με τα οποία σφυρηλατείται ο χρυσός προκαλούν διαφορετικά ονόματα και μορφές; Τελικά όμως όλα είναι χρυσός.»]»
     Ο γκουρού Paramalansa Yogananda: «ο φιλελεύθερος είναι μία θρησκευόμενη πεταλούδα που πετά από εδώ και από εκεί», «ψάξτε μέχρι να βρείτε το μονοπάτι που είναι το πιο κατάλληλο για την πνευματική κλίση της καρδιάς και του νου σας και στη συνέχεια μείνετε σταθεροί εκεί. Οτιδήποτε επιλέξετε, δοκιμάστε το σε βάθος». «Κάθε εκκλησία επιτελεί καλό έργο, και για το λόγο αυτό τις αγαπώ όλες».
     Ο γκουρού Sri Ramakrishna : «Ένιωσα την ανάγκη να ασκήσω κάθε θρησκεία για κάποιο διάστημα -τον ινδουισμό, το Ισλάμ, τον Χριστιανισμό. Επίσης ακολούθησα τα μονοπάτια των Σάκτας, των Βαϊσνάβας και των Βεδαντιστών. Ανακάλυψα ότι υπάρχει μονάχα ένας Θεός προς τον οποίο όλοι κατευθύνονται, αλλά τα μονοπάτια είναι διαφορετικά». «Τα διαφορετικά δόγματα δεν είναι τίποτε άλλο από διαφορετικά μονοπάτια για να φτάσουμε τον ίδιο Θεό». «Ο Θεός μπορεί να γνωσθεί μέσα από όλα τα μονοπάτια. Όλες οι θρησκείες είναι αληθινές. Αυτό που έχει σημασία είναι να φτάσεις στην ταράτσα. Μπορείς να φτάσεις εκεί ανεβαίνοντας πέτρινα σκαλιά, ξύλινα σκαλιά, σκαλιά από μπαμπού, ή με ένα σχοινί. Μπορείς ακόμη να ανέβεις σκαρφαλώνοντας σε ένα κοντάρι από μπαμπού». «Οι διαφορετικές πίστεις δεν είναι παρά μονοπάτια διάφορα για να φτάσει κάνεις τον Υπέρτατο. Πολυάριθμα είναι τα μέσα με τα οποία μπορούμε να φτάσουμε σε αυτό το ναό της Κάλι. Άλλοι έρχονται εδώ με πλοίο, άλλοι με αμάξι, άλλη ακόμη με τα πόδια. Όμοια, διαφορετικοί άνθρωποι φτάνουν στο Θεό από οδούς διαφορετικών πίστεων»
     Ο γκουρού Osho τονίζει: «το ίδιο ακριβώς ισχύει για το Μαχαβίρα, τον Χριστό, τον Λάο Τσε ή τον Μωάμεθ. Για μένα, το μόνο που διαφοροποιεί όλους αυτούς είναι η διαφορά στο όνομα. Είναι διαφορετικές λάμπες, αλλά το φως που λάμπει μέσα τους είναι το ίδιο. Αν αυτό το φως καίει στη λάμπα του Μωάμεθ ή του Μαχαβίρα ή του Βούδα, για μένα δεν έχει καμία διαφορά. … για μένα δεν υπάρχει διαφορά όταν μιλώ για το Χριστό ή τον Κρίσνα ή τον Βούδα. Μιλώ για το ίδιο φως. Ένα φως που φώτισε πολλά λυχνάρια. Όμως δεν είμαι επηρεασμένος από τα λυχνάρια».
     Ο Δαλάι Λάμα: «Πιστεύω πως είναι πολύ καλύτερο να έχουμε μία πολυμορφία θρησκειών και φιλοσοφιών στη θέση μίας και μόνης. Αυτό είναι βασικό εξαιτίας των πολλών πνευματικών χαρακτηριστικών του ανθρώπου. Κάθε θρησκεία έχει ορισμένες μοναδικές ιδέες και τεχνικές και η πίστη μας μπορεί να εμπλουτιστεί με το να διδαχθεί από αυτές». «Όταν αναφερόμαστε στις διάφορες θρησκευτικές παραδόσεις, μπορούμε να πούμε ότι κάποια συγκεκριμένη από αυτές είναι πιο αποτελεσματική για κάποιο συγκεκριμένο άτομο. Δεν ωφελεί όμως καθόλου το να προσπαθούμε να επιχειρηματολογήσουμε λέγοντας ότι με βάση τη φιλοσοφία ή τη μεταφυσική, η μία θρησκεία είναι καλύτερη από την άλλη. Το πιο σημαντικό πράγμα είναι ασφαλώς η αποτελεσματικότητά της σε κάθε ατομική περίπτωση. Ο δικός μου, λοιπόν, τρόπος για να επιλύσω τη φαινομενική αντίφαση ανάμεσα στους ισχυρισμούς της κάθε θρησκείας ότι κατέχει τη «μία και μόνη αλήθεια» και ότι αποτελεί τη «μοναδική θρησκεία» και στην πραγματικότητα της πολλαπλότητας των θρησκειών, είναι να κατανοήσω ότι στην περίπτωση ενός συγκεκριμένου ατόμου θα υπάρχει πράγματι μόνο μία αλήθεια, μία θρησκεία. Όμως από την προοπτική της ευρύτερης ανθρώπινης κοινωνίας, είμαστε υποχρεωμένοι να δεχτούμε την ιδέα «πολλών αληθειών, πολλών θρησκειών». Συνεχίζοντας με το ιατρικό παράδειγμα που δώσαμε πιο πάνω, στην περίπτωση ενός συγκεκριμένου ασθενούς, το κατάλληλο φάρμακο ασφαλώς θα είναι πράγματι το μόνο φάρμακο. Όμως είναι σαφές ότι κάτι τέτοιο δεν σημαίνει ότι δεν θα υπάρχουν άλλα φάρμακα κατάλληλα για άλλους ασθενείς». «Αν είχαμε ένα εστιατόριο, για παράδειγμα, και αυτό πρόσφερε μόνο ένα πιάτο -το ίδιο κάθε μέρα και για κάθε γεύμα- αυτό το εστιατόριο μετά από λίγο διάστημα δεν θα είχε και πολλούς πελάτες. Οι άνθρωποι χρειάζονται και εκτιμούν τις παραλλαγές στην τροφή τους γιατί υπάρχουν τόσες πολλές διαφορετικές γεύσεις. Κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο οι θρησκείες οφείλουν να τρέφουν το ανθρώπινο πνεύμα»
     Τονίζει ο γκουρού Vivekananda: «Ο άνθρωπος δεν ταξιδεύει από το λάθος στην αλήθεια, αλλά ανεβαίνει από αλήθεια σε αλήθεια, από αλήθεια που είναι χαμηλότερη σε αλήθεια που είναι ψηλότερη…Αν μία θρησκεία είναι αληθινή, τότε και όλες οι άλλες είναι αληθινές. Η ινδουιστική πίστη είναι δική σας όσο και δική μου. Εμείς οι ινδουιστές όχι απλώς ανεχόμαστε, αλλά ενωνόμαστε με κάθε θρησκεία, προσευχόμενοι στο τζάμι του Μωαμεθανού, λατρεύοντας μπροστά στη φωτιά του Ζωροάστρη και γονατίζοντας στο σταυρό του Χριστιανού. Ξέρουμε ότι όλες οι θρησκείες εξίσου, από το χαμηλότερο φετιχισμό μέχρι την υψηλότερη απολυτότητα, δεν είναι άλλο πάρα πολλές προσπάθειες της ανθρώπινης ψυχής να αρπάξει και να συνειδητοποιήσει το Άπειρο. Έτσι μαζεύουμε όλα αυτά τα λουλούδια και, δένοντάς τα μαζί με το σχοινί της αγάπης, τα κάνουμε ένα θαυμάσιο μπουκέτο λατρείας» (π. Σεραφείμ Ρόουζ, Η ορθοδοξία και η θρησκεία του μέλλοντος, σελ. 57 εξ.). «Η πίστη σας ας είναι περιεκτική, όχι αποκλειστική!... Μη σχηματίσετε νέα αίρεση. Δεχθείτε όμως όλες τις αιρέσεις. Εναρμονείσθε όλες τις πίστεις…»
     Ο ρωμαιοκαθολικός καθηγητής Huns Kung λέει: «Για το μέλλον ένα μόνο είναι βέβαιο· στο τέρμα τόσο της ανθρώπινης ζωής όσο και της πορείας του κόσμου δεν θα στέκονται ο Βουδισμός ή ο Ινδουισμός αλλά ούτε και το Ισλάμ και ο Ιουδαϊσμός. Ναι, ούτε και ο Χριστιανισμός. Καμία θρησκεία. Αλλά μόνον ο ίδιος ο Άρρητος… Και στο τέρμα δεν θα στέκεται πια μεταξύ θρησκειών διαχωριστικά κάποιος προφήτης ή φωτιστής· δεν θα στέκεται ούτε ο Μωάμεθ ούτε ο Βούδας. Μάλιστα δεν θα στέκεται πια διαχωριστικά ούτε και ο Ιησούς Χριστός…»
     «Δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτε πιο αλαζονικό από το να πιστεύεις ότι ο δικός σου θεός είναι αληθινός, ενώ οι χιλιάδες θεοί που έχει επινοήσει η ανθρωπότητα στο ρου της ιστορίας είναι γελοίες φαντασιοπληξίες.»(Thor Benson)
«Ο καθένας συνθέτει τη δική του θρησκεία a la carte. Κάνουμε ζάπιγκ από τη μία θρησκευτική παράδοση στην άλλη» (Henri Tincg, Το Βήμα 5-12-1999)
Η αποκλειστικότητα του Χριστού! «Ο Χριστιανισμός δεν έχει να κάνει με το πόση πίστη έχεις. Έχει να κάνει με το σε Ποιον πιστεύεις.»(Mike Donahey) «Δεν είναι καν αρκετό να πιστεύεις ότι υπάρχει Θεός. Πρέπει να πιστέψεις στο Θεό που είναι εκεί»(Swindoll Charles R)

Ψαλμοί 95,5 ὅτι πάντες οἱ θεοὶ τῶν ἐθνῶν δαιμόνια, ὁ δὲ Κύριος τοὺς οὐρανοὺς ἐποίησεν.
Ιωάννου 14,6 λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή· οὐδεὶς ἔρχεται πρὸς τὸν πατέρα εἰ μὴ δι᾿ ἐμοῦ.
Ιωάννου 8,12 ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν ἐμοὶ οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ᾿ ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς.
Ιωάννου 10,9 ἐγώ εἰμι ἡ θύρα· δι᾿ ἐμοῦ ἐάν τις εἰσέλθῃ, σωθήσεται
Πράξεις 4,12 καὶ οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενὶ ἡ σωτηρία· οὐδὲ γὰρ ὄνομά ἐστιν ἕτερον ὑπὸ τὸν οὐρανὸν τὸ δεδομένον ἐν ἀνθρώποις ἐν ᾧ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς.
Εφεσίους 4,5 εἷς Κύριος, μία πίστις, ἓν βάπτισμα·
Παροιμίες 14,12 ἔστιν ὁδός, ἣ δοκεῖ παρὰ ἀνθρώποις ὀρθὴ εἶναι, τὰ δὲ τελευταῖα αὐτῆς ἔρχεται εἰς πυθμένα ᾄδου.
Αποκάλυψη 12,9 ὁ Σατανᾶς, ὁ πλανῶν τὴν οἰκουμένην ὅλην

     Λέει ο αγ. πατήρ Παΐσιος: «όσο σκαλίζουμε τις αιρέσεις και τις άλλες θρησκείες τόσο πιο πολύ βρωμάνε. Όσο σκαλίζουμε την Ορθοδοξία τόσο ευωδιάζει!»
     «Η ιστορία γνώρισε στο παρελθόν πολλές απόπειρες να τεθεί ο Χριστός στο ίδιο επίπεδο με τους άλλους διδασκάλους, προφήτες και ιδρυτές θρησκειών. Παρόμοιες απόπειρες πλήθυναν στις ημέρες μας, και πρέπει να αναμένουμε ότι θα αυξάνονται και στο μέλλον. Όλες αυτές συγκλίνουν σε ένα: στην άρνηση της αποδοχής της ανάρχου Θεότητας του Χριστού, δηλαδή στην άρνηση της παραδοχής της απολύτου Του αυθεντίας την οποία διακήρυξε η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος (325 μ.Χ.)» (Αρχ. αγίου Σωφρονίου Σαχάρωφ. Οψόμεθα τον Θεόν… σελλ. 135)
     Ο Michael Green τονίζει πολύ όμορφα: «Θέλω να δείξω πόσο παράλογο είναι να λέμε ότι όλες οι θρησκείες δείχνουν προς την ίδια κατεύθυνση. Είναι τόσο ανόητο όσο αν λέγαμε ότι όλοι οι δρόμοι της Θεσσαλονίκης οδηγούν στην Αθήνα»
     « «Η αλήθεια της Χριστιανικής θρησκείας» είναι ο τίτλος μικρού βιβλίου που χάρισαν σε κάποιο έμπορο πριν από λίγο καιρό.
- Ευχαριστώ πολύ, είπε ο έμπορος, μα νομίζω πως όλες οι θρησκείες είναι καλές.
Ο δωρητής του βιβλίου, αντί να απαντήσει, έβγαλε μία κάλπικη λίρα από την τσέπη του και του είπε:
- Μπορείς σε παρακαλώ να μου τη χαλάσεις;
- Όχι, απάντησε ο έμπορος· δεν μπορώ να τη χαλάσω γιατί είναι κάλπικη.
- Ώστε υπάρχουν και ψεύτικες λίρες; ρώτησε ο δωρητής του βιβλίου. Τότε γιατί δεν παραδέχεσαι ότι υπάρχουν και ψευδείς θρησκείες; Ας αφήσουμε όμως το «κάλπικες» και το «ψεύτικες» και ας δούμε αν όλες οι θρησκείες είναι γνήσιες και καλές.
- Μα κάτι καλό υπάρχει σε όλες τις θρησκείες, είπε πάλι ο έμπορος.
- Μα και στις ψεύτικες λίρες υπάρχει κάτι καλό. Υπάρχει κάποιο στοιχείο χρυσού, υπάρχει η καλλιτεχνική κατασκευή. Αυτό όμως δεν σε κάνει να δέχεσαι αυτές τις λίρες. Ζητάς να είναι γνήσιες, ανόθευτες. Αν για τις λίρες ζητάς απόλυτη γνησιότητα, δεν πρέπει το ίδιο να κάνεις και για τη θρησκεία που είναι βασικό γνώρισμα του ανθρώπου; Ε! λοιπόν, η μόνη αληθινή θρησκεία είναι η χριστιανική». (Ο δρόμος της ζωής, Κατηχητικά βοηθήματα για την σειρά του κατηχητικού σχολείου εργαζομένων εκδόσεις Αποστολική Διακονία Αθήνα 1960,19)
     Γράφει ο επίσκοπος Αχρίδος αγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς: «Όλοι θέλουμε να δώσει ο Θεός ενότητα πίστεως στον κόσμο. Μα εσείς τα μπερδεύετε τα πράγματα. Άλλο η συμφιλίωση των ανθρώπων και άλλο η συμφιλίωση των θρησκειών. Ο χριστιανισμός επιβάλλει να αγαπάμε με όλη μας την καρδιά τους πάντες όποια πιστή και αν έχουν! Συγχρόνως όμως μας διατάζει να κρατάμε αλώβητη την πίστη μας και τα δόγματά της. Σαν χριστιανοί πρέπει να ελεείτε όλο τον κόσμο, όλους τους ανθρώπους! Ακόμα και τη ζωή σας να δώσετε για αυτούς. Αλλά τις αλήθειες του Χριστού δεν έχετε το δικαίωμα να τις θίξετε. Γιατί δεν είναι δικές σας. Η πίστη του Χριστού δεν είναι ιδιοκτησία μας να την κάνουμε ό,τι θέλουμε» (Ορθόδοξος Φιλόθεος μαρτυρία…)
     «Ακόμη και οι αιρετικοί φαίνεται ότι έχουν τον Χριστό. Κανένας από αυτούς δεν αρνείται το όνομα του Χριστού. Και όμως κάθε ένας που δεν ομολογεί όλα όσα ανήκουν στο Χριστό, στην πραγματικότητα αρνείται τον Χριστό» (άγιος Αμβρόσιος PL 15,1695C)
     «Θεώρησε ότι κάποιος τρώει φαγητό το οποίο περιέχει μία ποικιλία από θρεπτικά συστατικά αναμεμειγμένα με κάποια άλλα τα οποία είναι δηλητηριώδη. Δεν είναι απαραίτητο να του πούμε ποια είναι τα καλά συστατικά. Αυτό που χρειάζεται είναι προειδοποίηση για αυτά που είναι βλαβερά. Έτσι και εδώ, δεν είναι αναγκαίο να τονίσουμε τις αλήθειες της Μπαγκαβάντ Γκίτα [και όλων των άλλων Θρησκευτικών βιβλίων] αλλά τα θανατηφόρα λάθη τα οποία περιλαμβάνει»
     «Όπως στα κάλπικα νομίσματα, οι ειδικοί στην παραχάραξη δεν ψάχνουν για ομοιότητες –κάνεις, εξάλλου, παραχαράκτης δεν αντιγράφει τα ανύπαρκτα επτάευρα (αυτά αμέσως θα απορρίπτονταν). Ψάχνουν επισταμένως για τις διαφορές για να τα απορρίψουν. Αυτό κάνουμε και εμείς με τις θρησκείες». «Στα μάτια του Θεού, ο άνθρωπος που διδάσκει μία αλήθεια και τίποτε άλλο είναι πιο ενάρετος από τον άνθρωπο που διδάσκει ένα εκατομμύριο αλήθειες και ένα ψέμα»(Criss Jami)

(Πηγή των περισσοτέρων κειμένων: Η αποκλειστικότητα του Χριστού και ο ανατολικοθρησκευτικός συγκρητισμός, Αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ, όπου και οι πηγές)

Υπάρχει στον κόσμο πολλή θλίψη, άγχη, αδιέξοδα, αγώνες! Πάντα υπήρχαν και πάντα θα υπάρχουν… ως την ώρα που ο Χριστός μας θα τα σταματήσει οριστικά όλα αυτά, θα έρθει ξανά και θα πάρει μαζί Του όσους έχει επιλέξει Αυτός! Είναι φορές που έχω στο μυαλό μου και στην καρδιά μου την Ανάσταση του Κυρίου και δε με πτοεί τίποτα, ζω με την Ειρήνη Του και τη Χαρά Του. Είναι όμως και κάποιες φορές που με παίρνει από κάτω… γυρίζω και βλέπω γύρω μου ανθρώπους βλοσυρούς, φοβισμένους, άστεγους, ορφανούς, άνεργους… ανθρώπους αιχμαλώτους στην αμαρτία και την πονηρία του διαβόλου! Τότε στενοχωριέμαι πολύ.
Κυρίως όμως στενοχωριέμαι όταν βλέπω τον Εσταυρωμένο που σταυρώθηκε για να έχουμε εμείς αληθινή ζωή αλλά ,παρότι σταυρώθηκε και αναστήθηκε, πολλοί από μας ζούμε σαν να μην έχουμε ζωή. Επειδή δεν έχουμε Αυτόν που είναι τα πάντα! Θέλω να Του ζητήσω να μακροθυμήσει κι άλλο με μας και να μας δώσει δύναμη αλλά κοιτάζοντας και τον εαυτό μου, τα χάλια μου, ‘πέφτω’ ακόμα πιο πολύ. Έτσι και πριν λίγες μέρες ένιωθα μέσα στο ναό την ψυχή μου έτοιμη να λυγίσει. Όμως σήκωσα λίγο τα μάτια μου, πάνω από τον Σταυρό, στην κόγχη του Ιερού Βήματος, και αυτή η αγκαλιά της Παναγίας με συνεπήρε. Η αγκαλιά της Πλατυτέρας των Ουρανών! Λέγεται Πλατυτέρα των Ουρανών γιατί, όπως λέει και ο Μέγας Βασίλειος στη Θεία Λειτουργία, χώρεσε Αυτόν που δε χωράει στους Ουρανούς, τον αχώρητο Θεό!
Πώς είναι λοιπόν δυνατόν αυτή η αγκαλιά της να μη χωρέσει τον πόνο μου; Την κοίταζα και μου φάνηκε πως είχε σταματήσει ο χρόνος και η καρδιά μου. Όλες μου οι λύπες έγιναν χαρά και ευφροσύνη. Εδώ και 2000 χρόνια περίπου αυτή η αγκαλιά έχει χωρέσει μέσα της τα βάσανα όλων των χριστιανών και όχι μόνο. Πόσο μεγάλη παρηγοριά μάς έχει δώσει ο Θεός! Θέλω να το φωνάξω σε όλους τους πονεμένους ανθρώπους, τους ορφανούς, τους φτωχούς, τους αδικημένους, τους απελπισμένους…. ‘ Ελάτε! Ελάτε όλοι εδώ στην αγκαλιά της Παναγίας μας! Κοιτάξτε την πόσο όμορφη και γλυκιά είναι! Πόσο ευλογημένη απ’ το Χριστό μας! Μέσα από την αγκαλιά της μας ευλογεί ο Θεός! Μην τα παρατάτε!’
Όσο υπάρχει αυτή η αγκαλιά, όσο μας έχει κάτω από τη Σκέπη της, μη μας τρομάζει τίποτα. Μπορεί τα πράγματα να γίνουν πιο δύσκολα κι αν γίνουν ας μη φοβόμαστε. Η Πλατυτέρα των Ουρανών είναι το καταφύγιο μας, η μητέρα μας, η ελπίδα μας, η δύναμη μας. Πώς να σταματήσουμε να δοξολογούμε αυτό το δώρο του Θεού; Η αγκαλιά της μας ενώνει όλους, γεφυρώνει τις διαφορές μας – μικρές ή μεγάλες- και μας στέλνει ετοιμοπόλεμους να νικήσουμε κάθε δυσκολία. Παναγία μου, πολύ σ’ ευχαριστώ, που καταδέχεσαι να έρθω κι εγώ στην αγκαλιά σου. Μεγάλη μου χαρά και τιμή! Σε ευχαριστώ για όλα. Αυτή η αγάπη σου με κάνει να σηκώνομαι ξανά και ξανά. Σ’ ευχαριστώ!(Κ.Δ.Κ)

katafigioti

lifecoaching