Ματθαίου δ' 9
Ο τρίτος πειρασμός του Ιησού ήταν η κοσμική εξουσία.
Η κυριαρχία δια της υλικής δυνάμεως, του χρήματος
και όχι δια της δυνάμεως του Πνεύματος. Η εγκαθίδρυσις πολιτικής
και όχι πνευματικής Βασιλείας.
Ο Ιησούς απέρριψε και αυτόν τον πειρασμόν. Θα ακολουθούσε
την καθοδήγησι του Θεού μέρα με την ημέρα, χωρίς κανένα ίδιο θέλημα.
Για την ίδρυσι της Βασιλείας του θα στηριζόταν στη δύναμι
της ρομφαίας του Πνεύματος (Ψαλμ. 44, 3) και όχι στη δύναμι των όπλων.
Θα προτιμούσε την εξωτερική αδυναμία, την αποδοκιμασία, το πάθος.
Του αρκούσε ότι θα διέθετε το πλήρωμα του Πνεύματος.
Ο Ιησούς απέρριψε τον εύκολο δρόμο για την κατάκτησι του κόσμου
και διάλεξε τον δύσκολο. Αρνήθηκε το ξίφος και διάλεξε το σταυρό.
Και γι’ αυτό η Βασιλεία του δεν καταλύθηκε.
Γιατί στηρίζεται στη δύναμι του Πνεύματος. Αν ήταν κοσμική βασιλεία
θα είχε ίσως καταλυθή, θα την είχαν διαλύσει οι αντίπαλοί της,
αν όχι οι ίδιοι οι Χριστιανοί με την αδυναμία τους,
την ματαιοδοξία τους. Ο Χριστιανισμός άνθεξε στο πέρασμα των καιρών
για τον λόγο, ότι η εξουσία του είναι πνευματική.
Ο ανατολικός Χριστιανισμός, η Ορθοδοξία δεν έκανε ποτέ το μεγάλο
αμάρτημα της Δύσεως. Των Παπών που συμμορφώθηκαν στο τρίτο πειρασμό
και ίδρυσαν κοσμικό κράτος. Ο Μέγας Ιεροξεταστής του Δοστογιέφσκυ
(αδελφοί Καραμάζωφ) είναι η παραμορφωμένη μορφή του Ιησού,
που νικήθηκε απ’ τον τρίτο πειρασμό...
«Η βασιλεία η εμή ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου.
Eι εκ του κόσμου τούτου ήν η βασιλεία η εμή,
οι υπηρέται αν οι εμοί ηγονίζοντο...
νυν δε η βασιλεία η εμή ουκ έστιν εντεύθεν» (Ιωάν. ιη' 36).
Σκέψεις για το πρόσωπο του Ιησού Χριστού Μέρος 1ο
(Επισκόπου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, "Εκείνος" Ο Ιησούς Χριστός,
εκ. Γρηγόρη, σελ.103-104)
Ματθαίου δ' 6
Ο δεύτερος πειρασμός του Ιησού ήταν η αποθέωσις του ανθρώπου.
Ο διάβολος υποβάλλει και στον Ιησού τον δικό του τρόπο θεώσεως,
όπως και στον Αδάμ. Ο τρόπος αυτός στην ουσία του συνίσταται
στην αποθέωσι του ανθρώπου δι’ ιδίων μέσων και πρωτοβουλίας
και όχι δια της υπακοής στον Θεό. Στην προκειμένη περίπτωσι
ο διάβολος υπεδείκνυε στο Ιησού να πέση κάτω από το ύψος
του Ναού στο κενό. Για να τον δουν οι άνθρωποι, ότι δεν θα πάθη
τίποτε κι έτσι να τον αποθεώσουν, πιστεύοντας ότι είναι Θεός.
Ο Ιησούς δεν αποδέχεται την μέθοδο του διαβόλου. Διότι ούτε
οι θεαταί θεαματικών επιδείξεων θα επίστευαν στην αποστολή
του ως Μεσσίου (παρβλ. και Λουκ. ιστ' 31) ούτε η αποστολή του
—η θέωσις του ανθρώπου— θα επιτυγχάνετο δι΄ ιδίων μέσων,
αλλά δια της υπακοής στον Θεό. Η αλαζονεία και η έπαρσις του ανθρώπου
υπήρξε το αμάρτημα, «ο πειρασμός» (Δευτ. στ' 16),
ο οποίος κατέστρεψε τον αρχαίο Ισραήλ στην έρημο. Ο Ιησούς
δεν επρόκειτο να διαλέξη την ίδια μέθοδο. Έζησε και εξεπλήρωσε
την αποστολή του, δείχνωντας ολόκληρη την εμπιστοσύνη του στον Θεό Πατέρα.
Η θέωσις του ανθρώπου θα γινόταν δια του Θεού και όχι δια του ανθρώπου.
Η αποθέωσις του ανθρώπου δι΄ ιδίων μέσων και όχι δια του Θεού
είναι το δεύτερο δαιμονικό στοιχείο της εποχής μας. Είναι η υποταγή
των ανθρώπων στο δεύτερο αυτό πειρασμό του διαβόλου.
Μόνον ο Ιησούς μπορεί να μας γλυτώση απ΄ την καταστροφή, όπως ο μέγας
Μωϋσής έσωσε τον αλαζονικό Ισραήλ...
«Τοιούτον θαυμαστόν σημείον, ως το να πέση τις εκ του πτερυγίου
και να μείνη αβλαβής, θα έπειθε τους αρχιερείς και τον λαόν,
ότι ο ούτω διασωθείς είναι ο Μεσσίας» (ΥΜ. 72).
Σκέψεις για το πρόσωπο του Ιησού Χριστού Μέρος 1ο
(Επισκόπου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, "Εκείνος" Ο Ιησούς Χριστός,
εκ. Γρηγόρη)
ΥΠΟΜΝΗΜΑ -Στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο-
Ερμηνεία πατερική & θεολογική του Ευαγγελίου του Λουκά
Το ερμηνευτικό Υπόμνημα του Π.Ν. Τρεμπέλα
μεταφρασμένο στη νεοελληνική γλώσσα
Μετάφραση αρχιμ. Νικόλαος Πουλάδας
Κεφάλαιο 17
Στίχ. 1-10. Διάφορες διδασκαλίες.
17.10 οὕτω καὶ ὑμεῖς(1), ὅταν ποιήσητε πάντα(2)
τὰ διαταχθέντα ὑμῖν, λέγετε ὅτι Δοῦλοι ἀχρεῖοί(3) ἐσμεν(4),
ότι ὃ ὠφείλομεν ποιῆσαι πεποιήκαμεν(5).
10 Δεν το νομίζω. Έτσι κι εσείς, όταν κάνετε όλα όσα σας προστάζει ο Θεός,
να λέτε: “είμαστε ανάξιοι δούλοι· κάναμε αυτό που οφείλαμε να κάνουμε”».
(1) «Όπως ακριβώς κανείς τον δούλο του που οργώνει και βόσκει και μπήκε
στο σπίτι από τον αγρό, δεν τον αξιώνει τιμής για αυτού του είδους τον κόπο,
αλλά πάλι τον διατάζει και απαιτεί την δουλεία που και επιπλέον
του οφείλει αυτός και ούτε έτσι δεν του χρωστά ευγνωμοσύνη·
με τον ίδιο άρα τρόπο» (Ζ) και εσείς απέναντι στο Θεό· «δεν απονέμετε
χαριστικά σε αυτόν την δουλεία, αλλά καταθέτετε την υποταγή
σαν χρέος που πρέπει στους δούλους» (Κ).
(2) Καθαρά υποθετική περίπτωση (p). Διότι, αλίμονο, σε πολλά βρισκόμαστε
ελλιπείς και ασυνεπείς και ουδέποτε επιτελούμε έργα αξιομισθίας
που περισσεύει. Ίσως κάποιοι δείχνονται θερμότεροι από άλλους
στην υπηρεσία και υπακοή του Κυρίου. Εν τούτοις και αυτοί δεν πράττουν
κάτι περισσότερο από εκείνο, το οποίο είχαν καθήκον και υποχρέωση να πράξουν.
(3) «Αν λοιπόν πέτυχες και έχεις τηρήσει τις θείες εντολές και υπάκουσες
τον Δεσπότη, μην απαιτείς από το Θεό σαν χρέος τις τιμές» (Κ).
«Διότι σύμφωνα με την λογική της δικαιοσύνης, σε όσους, από τη μία,
δεν εκπληρώνουν αυτά που προστάχτηκαν, τους περιμένει κίνδυνος·
σε όσους, από την άλλη, εκπληρώνουν αυτά, δεν τους οφείλεται καμία ευγνωμοσύνη» (Ζ).
Από τα συμφραζόμενα συμπεραίνουμε ότι η έννοια του αχρείοι είναι
ότι εμείς ως δούλοι του Θεού τίποτα άξιο εξαιρετικής αμοιβής δεν πράξαμε (g).
Εδώ δεν τονίζεται κυρίως η αλήθεια, ότι ο Θεός δεν έχει ανάγκη
τις υπηρεσίες του ανθρώπου. Αλλά ούτε και γίνεται λόγος για τις αμοιβές,
τις οποίες ο Θεός παρέχει σε ανταπόδοση για την υποταγή του ανθρώπου σε αυτόν.
Το τονιζόμενο σημείο είναι ότι ο άνθρωπος δεν δικαιούται να διατυπώσει
κάποια αξίωση σαν να επιτέλεσε περισσότερο από εκείνο, το οποίο όφειλε να πράξει (p).
Τίποτα το έκτακτο δεν κατόρθωσε, αλλά τα κοινά και συνηθισμένα στους δούλους (δ).
Άθλιος είναι εκείνος, τον οποίο ο Κύριος αποκαλεί δούλο αχρείο (Ματθ. κε 30)·
μακάριος όμως εκείνος, ο οποίος ομολογεί τον εαυτό του αχρείο (b).
«Και δεν είπε, όταν όλα τα κάνετε, είστε αχρείοι, αλλά εσείς να λέτε
ότι είμαστε αχρείοι. Πες το, μη φοβηθείς, δεν θα αποφασίσω εγώ από τη
δική σου κρίση. Διότι αν εσύ πεις τον εαυτό σου αχρείο, εγώ θα σε στεφανώσω
ως χρήσιμο» (Χ). Παρόλο που αυτοί δεν είναι δούλοι αχρείοι,
όπως αυτός που έκρυψε και έχωσε βαθιά το τάλαντο, όμως ο Χριστός και ο Θεός
τίποτα δεν κερδίζει από τις υπηρεσίες τους και συνεπώς δεν μπορούν αυτοί
με αξιώσεις να επικαλεστούν το Θεό ως οφειλέτη τους. Ο Θεός είναι αυτάρκης
και μακάριος και δεν έχει ανάγκη εμάς, ούτε είναι δυνατόν οι υπηρεσίες μας
να προσθέσουν κάτι στις τελειότητές του. Μας αρμόζει λοιπόν να αποκαλούμε
τους εαυτούς μας αχρείους δούλους, πρέπει όμως τις προς τον Θεόν υπηρεσίες
να αποκαλούμε ωφέλιμες και χρήσιμες υπηρεσίες, διότι αυτές είναι ωφέλιμες
σε εμάς τους ίδιους. Εάν όμως ο Θεός δεν έχει την ανάγκη μας
και είναι μακάριος και χωρίς εμάς, εμείς όμως για κανέναν λόγο δεν μπορούμε
να κάνουμε χωρίς το Θεό.
(4) «Αν όμως και όταν όλες τις εντολές εφαρμόσουμε, ούτε τότε δεν οφείλουμε
να φανταστούμε κάτι μεγάλο για μας, τι θα γίνουμε, όταν ενώ δεν κατορθώνουμε
ούτε το πολλοστό μέρος των εντολών του Θεού, ακόμη υπερηφανευόμαστε» (Θφ).
(5) «Ο Θεός απαιτεί μεν από εμάς την δουλεία, χρησιμοποιώντας την δεσποτεία του.
Επειδή όμως είναι αγαθός και φιλότιμος, υπόσχεται και έπαθλα σε αυτούς
που κοπιάζουν» (Κ), «και προσφέρει στους δούλους σαν να είναι μισθωτοί
και την δουλεία τους την αμείβει με μισθό και την οφειλόμενη λατρεία
την δέχεται ως κατόρθωμα… Διότι νικά η αγαθότητά του την δικαιοσύνη» (Ζ).
Αγιότης - Αρετή - Αγώνας
Άνθρωπος ο οποίος επαινεί τον πλησίον του και κατακρίνει τον εαυτό του, φτάνει σε μέτρα αγιότητος. Αν ζητάς εσύ από τον άλλον, επειδή σε λύπησε να σου βάλει μετάνοια, δεν είσαι καλά, δεν είσαι εντάξει, δεν βαδίζεις στο δρόμο της καλογερικής.
Φτάσαμε πατέρες σε ένα τέτοιο σημείο που μπορώ να πω ότι όταν ήμασταν κοσμικοί ήμασταν καλύτεροι. Τώρα δεν σηκώνουμε λόγο, δεν σηκώνουμει λόγο.
Τα πατερικά βιβλία λένε ότι ο αββάς Νισθερώ απέκτησε φήμη αγίου ανδρός. Και πήγε άλλος και του λέει: « Τι αρετή έκανες πάτερ και έφτασες σε αυτά τα μέτρα;». Λέει: «Αφ’ ότου μπήκα στο μοναστήρι είπα εγώ και το γαϊδούρι ένα είμαστε. Όσο μιλάει το γαϊδούρι, όταν το δέρνεις τόσο θα μιλήσω και εγώ». Αυτό ήταν το θεμέλιο, ότι και να τον δείρουν «ευλόγησον». Τώρα εμείς φτάσαμε στο σημείο δεν σηκώνουμε λόγο.
Ο άνθρωπος, εφόσον ζει, πρέπει πάντοτε να αγωνίζεται και ο πρώτος αγώνας είναι να νικήσει τον εαυτό του. Ο πρώτος και ο κυριότερος εχθρός του ανθρώπου δεν είναι ο διάβολος, όχι. Είναι ο ίδιος ο άνθρωπος εις τον εαυτό του επίβουλος. Και τούτο διότι δεν ακούει τον άλλον, ακούει τι τον λέει ο λογισμός του. Ενώ έχουμε τόσους άγιους πατέρες να τους μιμηθούμε διαβάζοντας τα συγγράμματα τους, εντούτοις όμως το εγώ μας μάς κυριεύει πολλές φορές, όταν ο άνθρωπος νικήσει τον εαυτό του είναι ο μεγαλύτερος μεγαλομάρτυρας και τροπαιοφόρος και νικηφόρος ενώπιον του Θεού.
Γι’ αυτό πολλές φορές, να σας πω, πατέρες, φοβήθηκα την κρίση του Θεού. Είναι σύμφωνος ο Θεός με μένανε ή μήπως αλλάζει ο Θεός; «Ἐμνήσθην τῶν κριμάτων Σου και ἐφοβήθην ἐμνήσθην τῶν κριμάτων Σου και παρεκλήθην» (ψαλμ. 118,12. 52). Έτσι είναι.
Ο Σταυρός δεν λείπει. Γιατί; Γιατί εφόσον ο αρχηγός μας ανέβηκε στον Σταυρό και εμείς θα ανέβουμε, να πούμε. Αλλά από την άλλη πλευρά είναι γλυκύς και ελαφρός, από την άλλη μεριά είναι πικρός και βαρύς. Κατά την προαίρεσή μας. Αν πάρεις με αγάπη τον Σταυρό του Χριστού, είναι πολύ ελαφρός, είναι σφουγγάρι, φελλός, αν το πάρεις, δηλαδή, από την άλλη πλευρά τότε είναι βαρύς και ασήκωτος.
Γι’ αυτό και εμένα η πείρα αυτό με δίδαξε. Το θέλημα του Θεού να γίνει. Ήταν από τον Θεό έτσι. Και ειρηνεύεις, να πούμε. Αν πεις μα γιατί ετούτο, εκείνο δεν ειρηνεύεις, δεν ειρηνεύεις. Δεν ήταν το θέλημα του Θεού να φύγω την Κυριακή, ήταν τη Δευτέρα. Δεν ήθελε ο Θεός την Τρίτη, ήθελα να φύγω την Τετάρτη. Ε, ο Θεός έτσι τα φέρε. Αν τα πάρεις από την άλλη πλευρά, με την κρίση τη δική σου θα σφάλεις και μισθό δεν έχεις. Μισθό δεν έχεις!
Μέσα σου να βράζει η χαρά, να μη φαίνεται. Μέσα σου να βράζει λύπη, η κόλαση, αλλά να μην το εξωτερικεύεις. Αυτός είναι ο καλόγηρος. Ειδάλλως εσύ εκεί και εγώ εδώ και να προσευχώμεθα, να μην ακούει ο ένας τον άλλον. Μπορείς να κατανύσσεσαι εσύ και εγώ εδώ και ο ένας να μην παίρνει μυρωδιά τον άλλον. Αυτό είναι κατά Θεόν. Άμα το εξωτερικεύεις είτε υπερηφάνεια θα σε πιάσει ή θα το χάσεις.
Για αυτό λέω ότι όπου κι αν βρεθεί ο άνθρωπος να μην απελπίζεται. Να μην τα χάνει να μην τα σαστίζει. Για τον άλφα και τον βήτα λόγο ο Θεός γνωρίζει, σε δοκιμάζει. Σε δοκιμάζει: Μπορείς να κρατήσεις αυτήν τη θλίψη; Μπορώ. Θα σου δώσω χάρισμα. Δεν μπορείς; Και αυτό που σου δωσα θα το αφαιρέσω. Εγώ δεν θέλω δειλούς ανθρώπους. Όχι όπως έστειλε ο Μωυσής τους κατασκόπους λέει: «Ἑωράκαμεν υἱούς γιγάντων και ἦμεν ενώπιον αὐτῶν ωσεί ακρίδες» ( Αριθμ. 13, 34). Έτσι; Ναι, αλλά ποιος το λέει αυτό; Ποιος το λέει; «Δειλός αποσταλείς εις υπακοήν, λέγει, λέων κατά τήν ὁδόν καί φονεῖς κατά τάς πλατείας» ( παροιμ. 26, 13). Δειλός άνθρωπος δεν αξίζει τίποτες. Ενώ ο τολμηρός πάντα βγαίνει νικητής. Βλέπεις;
Η δικαιολογία δεν είναι γραμμένη στη Γραφή. Οι άγιοι όχι μόνο δεν δικαιολογούνται, αλλά υποφέρουν εκουσίως για τους άλλους.
- Πάτερ, όχι έτσι. Εσύ να διορθώσεις τον εαυτό σου, όχι να περιμένεις τους άλλους. Εσύ να σταθείς από κάτω να σε πατάν όλοι. Τότε εσύ είσαι εντάξει. Ειδάλλως...
Εσύ να αρματωθείς την υπομονή. Ο δρόμος ο του Σταυρού αυτός είναι.
Ο άνθρωπος, όσο και σοφός να είναι, να συμβουλεύεται και λιγάκι. Δεν είμαστε εμείς θεοδίδαχτοι. Ούτε ο Θεός και εσύ. Μπορείς να πάρεις πληροφορία από τον Θεό; δεν είμαστε σε αυτή την κατάσταση. Να ρωτήσουμε και κανέναν άλλον. Να ρωτήσουμε, να συμβουλευτούμε. Ε, δεν έχεις κανέναν άνθρωπο καλύτερο σου;
Θα κάνεις υπομονή στα δικά σου τα πάθη, θα κάνεις και στα δικά μου. Έτσι θα γίνεις Άγιος.
Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης, εκδ. "Το Περιβόλι της Παναγίας", Θεσσαλονίκη 2000
"Ο λαντγκράβος της Έσσης Φίλιππος ανέλαβε την πρωτοβουλίαν προσκαλέσας τον Λούθηρον, τον Μελάγχθονα και άλλους Γερμανούς προτεστάντας να συναντηθούν με τον Ζβίγγλιον, τον Οικολαμπάδιον καϊ άλλους Ελβετούς προτεστάντας εις τον πύργον του εις το Μάρμπουργκ, βορείως της Φραγκφούρτης.
Την 29ην Σεπτεμβρίου 1529 συνηντήθησαν αι αντίπαλοι μερίδες. Ο Ζβίγγλιος προέβη εις γενναίας παραχωρήσεις˙ διέλυσε την υποψίαν του Λουθήρου ότι αμφέβαλλε δια την θεότητα του Χριστού˙ παρεδέχθη την πίστιν της Νικαίας και το δόγμα του προπατορικού αμαρτήματος. Αλλά δεν ήθελε να αποσύει τας απόψεις του περί της Ευχαριστίας ως συμβόλου και αναμνήσεως μάλλον παρά ως θαύματος.
Ο Λούθηρος έγραψε με κιμωλίαν επί της τραπέζης της συσκέψεως τας λέξεις αι οποίαι αποδίδονται εις τον Χριστόν - «Τοῦτο ἐστί τό σῶμα μου» - και δεν εδέχετο άλλην ερμηνεία, από την κατά γράμμα.
Τα μερη υπέγραψαν μίαν συμφωνίαν εκ 14 άρθρων επί της ευχαριστίας εχωρίσθησαν και όχι φιλικως (3 Οκτώβριου). Ο Λούθηρος ηρνήθη να λάβη την τεινομένην χείρα του Ζβιγγλίου, ειπών: «το πνεύμα σας δεν είναι το πνεύμα μας»˙ συνέταξε μίαν θεολογικήν ομολογίαν από δέκα επτά άρθρα, εις τα οποία περιελαμβάνετο και η «μετουσίωσις» (consubstantiation), έπεισε δε τους λουθηρανούς ηγεμόνας να απορρίψουν πάσαν συμμαχίαν με οιανδήποτε ομάδα η οποία δεν θα υπέγραφε και τα δέκα επτά. Ο Μελάγχθων συνεφώνησε με τον κύριόν του.
«Είπομεν εις τους ζβιγγλιανούς», έγραψεν, «ότι διερωτώμεθα πώς αι συνειδήσεις των θα τους επέτρεπον να μας αποκαλούν αδελφούς εφ' όσον θα επίστευον ότι η θεωρία μας ήτο πεπλανημένη». Εδώ, εις μίαν φράσιν, ευρίσκετο το πνεύμα της εποχής.(Will Durant,Παγκόσμιος Ιστορία Πολιτισμού,τόμ ΣΤ,480)
«Πόσα θα μπορούσε να πει κανείς υπερασπίζοντας τους μακάριους εκείνους άνδρες [τους Πατέρες που έκαναν θεολογικές αστοχίες]; Πόσες πραγματικά δύσκολες περιστάσεις εκβίαζαν πολλούς, άλλα να τα πουν πρόχειρα, άλλα να τα πουν προς οικονομία, άλλα πάλι εξαιτίας της απόδρασης των ανυπάκουων, και άλλα στα οποία από άγνοια ολίσθησαν, όπως γίνεται με τα ανθρώπινα. Γιατί άλλος φιλονικώντας με τους αιρετικούς, άλλος συγκαταβαίνοντας στην ασθένεια των ακροατών, άλλος πράττοντας κάτι άλλο, και ενώ ο καιρός τον καλούσε να παραμελήσει πολύ την ακρίβεια για κάποιο ανώτερο σκοπό, και είπε και έκανε αυτά που σ’ εμάς δεν επιτρέπεται ούτε να πούμε ούτε να πράξουμε… Αν όμως μίλησαν πρόχειρα βέβαια και για κάποια αιτία που εμείς αγνοούμε εξέκλιναν από την ευθεία και δεν τους έγινε καμιά ανάκριση, ούτε τους κάλεσε κανείς να μάθει την αλήθεια, δεν πρέπει καθόλου λιγότερο, αν και βέβαια δεν είπαν αυτό, να τους θεωρούμε και αυτούς Πατέρες, και για την λαμπρότητα του βίου τους και την άξια σεβασμού αρετή τους και την άμεμπτη άλλη πίστη τους, τους λόγους όμως αυτών, στους οποίους παρεξέκλιναν, δεν θα τους ακολουθήσουμε. … Εμείς όμως, επειδή και κάποιους άλλους από τους μακάριους Πατέρες και διδασκάλους μας βρίσκουμε σε πολλά σημεία να έχουν παρεκκλίνει από την ακρίβεια των ορθών δογμάτων, την παρέκκλιση βέβαια δεν την δεχόμαστε ως προσθήκη, τους άνδρες αυτούς όμως τους αποδεχόμαστε… Και πράγματι και τον Διονύσιο Αλεξανδρείας, συμπεριλαμβάνοντάς τον στον χορό των αγίων Πατέρων, δεν αποδεχόμαστε τους Αρειανικούς λόγους που απηύθυνε προς τον Λίβυο Σαβέλλιο, αλλά και τους απορρίπτουμε τελείως. Επίσης και τον μεγαλομάρτυρα Μεθόδιο, ο οποίος υπήρξε πηδαλιούχος των αρχιερατικών πηδαλίων του θρόνου των Πατάρων, κι ακόμα και τον Ειρηναίο, τον επίσκοπο Λουγδούνων και τον Ιεραπόλεως Παπία, από τους οποίους ο πρώτος φόρεσε το στεφάνι του μαρτυρίου, ενώ οι άλλοι υπήρξαν άνδρες αποστολικοί και ακτινοβολούσαν με τους θαυμαστούς τρόπους της ζωής των. Αλλ’ όμως, αν σε κάτι έδειξαν ολιγωρία ως προς την αλήθεια και παρασύρθηκαν να πουν πράγματα αντίθετα προς το κοινό εκκλησιαστικό δόγμα, σ’ αυτά βέβαια δεν τους ακολουθούμε, από την πατρική όμως τιμή και δόξα αυτών δεν περικόπτουμε τίποτε. Δεν θα μου φτάσει η ημέρα απαριθμώντας τους άνδρες που τους τιμούμε με το όνομα των Πατέρων, σε όσα όμως παρέκλιναν από την αλήθεια δεν τους ακολουθούμε» (Αγίου Φωτίου, ΕΠΕ τ. 3, σσ. 259, 261, 263).
«Προφασίζονται [οι Ρωμαιοκαθολικοί] ότι αυτό [το filioque] είπε ο Αμβρόσιος στους λόγους του για το Πνεύμα, ακόμα και ο Αυγουστίνος και ο Ιερώνυμος. Υπέρ αυτών πρέπει να απαντήσουμε, ότι ή έχουν οι πνευματομάχοι νοθεύσει τα συγγράμματά τους, ή μίλησαν ίσως κατ’ οικονομίαν, που χρησιμοποίησε και ο μέγας Βασίλειος, που φύλαγε μέσα του απόρρητη ως ένα διάστημα τη θεολογία για το πανάγιο Πνεύμα. Ίσως και σαν άνθρωποι παρασύρθηκαν από την ακρίβεια, πράγμα που έπαθαν πολλοί μεγάλοι σε κάποια θέματα, λόγου χάρη ο Αλεξανδρείας Διονύσιος… Μερικές γνώμες τους δεν τις αποδεχόμαστε, μολονότι βέβαια στα άλλα, τους θαυμάζουμε υπερβολικά» (Αγίου Φωτίου, ΕΠΕ τ. 4, σ. 441).
3,7 «Εν οἷς καὶ ὑμεῖς περιεπατήσατέ ποτε, ὅτε ἐζῆτε ἐν αὐτοῖς»
Σ’ αυτά τα πάθη και αμαρτήματα είχαν περπατήσει άλλοτε και οι Κολασσαείς και είχαν γίνει «υιοί απειθείας».
«Υιοί απειθείας» είναι «εν πρώτοις» οι άθεοι, οι άνθρωποι χωρίς Θεό. Αυτοί «μονίμως και διαρκώς» εναντιώνονται, απειθούν και παρακούουν στον Θεό της Αλήθειας, υπηρετώντας ψεύτικες θεότητες και ζώντας στα «ψεύδη» τους, στα πάθη και στις επιθυμίες τους.
Μη έχοντες στην «επίγνωσή τους» τον Αληθινό Θεό, αυτοί με την φιλαμαρτία τους τόσο πολύ «εθίστηκαν», συνήθισαν στην αμαρτία και το κακό ώστε όλα αυτά τα βλέπουν σαν κάτι το απόλυτα φυσικό.
Αυτή η «αμαρτοποιημένη επίγνωση», στο κακό και στην αμαρτία, βλέπει το απόλυτα νορμάλ, το απόλυτα φυσιολογικό και λογικό.
Μόνο η πίστη στον Χριστό, διεγείρει, αφυπνίζει τους ανθρώπους να «διαβλέψουν», να δουν προσεκτικά τι φοβερή φρίκη, για την ανθρώπινη ύπαρξη, κρύβει η αμαρτία και το κακό.
Μόνο η πίστη στον Χριστό, είναι «καινή ζωή», ζωή καινούργια, στον Ένα και Μοναδικό Αληθινό Θεό.
Αυτή η «εν Χριστώ» ζωή, η νέα, η καινούργια ζωή, δημιουργεί και μια νέα επίγνωση, μια επίγνωση «κεκαθαρμένη» από την χωρίς Θεό και άθεη λογική, επίγνωση «κεκαθαρμένη» από τα άθεα κριτήρια των πραγμάτων.
Γι’ αυτό ο άγιος Απόστολος, δίνει την ευαγγελική εντολή στους πρώην ειδωλολάτρες: 3,8. «νυνὶ δε ἀπόθεσθε καὶ ὑμεῖς τὰ πάντα, ὀργήν, θυμόν, κακίαν, βλασφημίαν, αἰσχρολογίαν ἐκ τοῦ στόματος ὑμῶν».
("Προς Κολασσαείς Επιστολή Αποστόλου Παύλου", Αγ. Ιουστίνου Πόποβιτς, σ. 124)
Ματθαίου δ΄4
Ο πρώτος πειρασμός καλούσε τον Ιησού σε μια ολοφάνερη
δαιμονοποίησι της ζωής του ανθρώπου. Τον προκαλούσε να δώση
το πρωτείο στον υλικό παράγοντα και όχι στο Θεό.
Το δαιμονικό δηλαδή σχέδιο για την ανθρώπινη ζωή. Το δαιμονικό
στοιχείο στην περίπτωσι αυτή είναι τούτο: ότι αφαιρεί τα πρωτεία
από τον Θεό και επιδιώκει να μετατρέψη τη δημιουργία
και τα χτίσματα σε μέσα αμαρτωλής απολαύσεως, ματαιώνοντας
έτσι το θεϊκό σχέδιο να γίνουν όργανα δοξολογίας του Θεού.
Τον ίδιο πειρασμό είχε χρησιμοποιήσει και στον Αδάμ. Τον καλούσε,
παραθεωρώντας την εντολή του Θεού, να γ ε υ θ ή τον καρπό:
«Αν φάγητε... έσεσθε ως θεοί». Αυτό είναι το δαιμονικό σχέδιο
για τη ζωή: Τα πάντα για την απόλαυσι, όχι για τον Θεό. Ο Ιησούς,
ο δεύτερος Αδάμ, απέρριψε ασυζητητί το δαιμονικό σχέδιο
και έμεινε σταθερά προσηλωμένος στην ιεραρχία των αξιών,
που καθιέρωσεν ο Θεός: «Ουκ επ΄ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος,
αλλ΄ επί παντί ρήματι εκπορευομένω δια στόματος Θεού».
Έτσι ενίκησε και ανεστήλωσε την ιεραρχία της ζωής που είχε ανατραπή,
δίνοντας ξανά το πρωτείο στο Θεό και το θεϊκό σχέδιο για την ανθρώπινη ζωή.
Υπάρχει σήμερα ένα δαιμονικό στοιχείο στην εποχή μας.
Η αδιαφορία για τον πνευματικό παράγοντα και η προσπάθεια
να μεταβάλλωνται «οι λίθοι», τα πάντα σε μέσα απολαύσεως και ηδονής.
Οι σύγχρονοι άνθρωποι, γνήσιοι απόγονοι του Αδάμ και της Εύας
και όχι του Ιησού, βυθίζονται στις ηδονές του κόσμου τούτου,
αδιαφορώντας για το πνεύμα και τον λόγο του Θεού.
Απ’ τη δαιμονοποίησι αυτή της ζωής μόνο ο Ιησούς μπορεί να μας σώση.
Άλλη μια φορά.
«Η τροφή δεν θα διατηρήση τον άνθρωπον ζώντα, εάν μη και ο Θεός
είπη να ζήση ο άνθρωπος ούτος. Εάν δε ο Θεός είπη να ζήση ο άνθρωπος,
θα ζήση είτε έχει είτε δεν έχει τροφήν» (ΥΜ. 72).
Σκέψεις για το πρόσωπο του Ιησού Χριστού Μέρος 1ο
(Επισκόπου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, "Εκείνος" Ο Ιησούς Χριστός,
εκ. Γρηγόρη)
ΥΠΟΜΝΗΜΑ -Στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο-
Ερμηνεία πατερική & θεολογική του Ευαγγελίου του Λουκά
Το ερμηνευτικό Υπόμνημα του Π.Ν. Τρεμπέλα
μεταφρασμένο στη νεοελληνική γλώσσα
Μετάφραση αρχιμ. Νικόλαος Πουλάδας
Κεφάλαιο 17
Στίχ. 1-10. Διάφορες διδασκαλίες.
17.9 μὴ(1) χάριν ἔχει(2) τῷ δούλῳ εκείνω
ὅτι ἐποίησεν τὰ διαταχθέντα; ου δοκώ(3).
9 Πρέπει μήπως να χρωστάει χάρη στο δούλο,
επειδή έκανε αυτό που τον διέταξε; Δεν νομίζω.
(1) Προϋποθέτει αρνητική απάντηση (L).
(2) Μήπως οφείλει ευγνωμοσύνη στον δούλο; (δ).
(3) Παραλείπεται από τα αλεξανδρινά χειρόγραφα=Δεν νομίζω
ότι οφείλει ευγνωμοσύνη. «Διότι ο δούλος είναι αναγκασμένος
να εκπληρώνει τις εντολές του κυρίου και δεν οφείλει να το θεωρεί
αυτό για τον εαυτό του ως κατόρθωμα. Διότι αν δεν εργαστεί,
πρέπει να είναι άξιος τιμωριών. Επειδή όμως εργάστηκε,
ας αρκείται στο ότι ξέφυγε τις τιμωρίες, αλλά όχι ότι οφείλει
αναγκαστικά και να ζητά τιμή για αυτό» (Θφ). Οποιοδήποτε αγαθό έργο
και αν πράξουμε δεν καθιστούμε το Θεό οφειλέτη σε μας για αυτό.
Αυτός με τις υποσχέσεις του τις οποίες μας έδωσε, καθιστά
τον εαυτό του οφειλέτη προς εμάς από άκρα αγαθότητα και για τη δόξα του.
Εάν όμως οι άγιοι απόστολοι, οι οποίοι άφησαν τα πάντα
για να ακολουθήσουν το Χριστό, όφειλαν να φρονούν ότι δεν είχαν
αυτόν οφειλέτη και χρεώστη τους, πόσο ταπεινά πρέπει εμείς
να φρονούμε για τους εαυτούς μας; Είμαστε όλοι δούλοι του
και μας εξαγόρασε με το αίμα του. Ως δούλοι του όμως είμαστε
υποχρεωμένοι να πράττουμε τα πάντα για τη δόξα του και σύμφωνα
με τις διαταγές του. Όλες οι δυνάμεις μας και όλος ο χρόνος
της ζωής μας πρέπει να χρησιμοποιούνται για αυτόν,
διότι «δεν ανήκουμε στον εαυτό μας», αλλά σε αυτόν.
Ο Άγιος Ζώσιμος καταγόταν από την Κιλικία. Σε νεαρή ηλικία κατέφυγε στην έρημο, όπου έζησε συντροφιά με τα θηρία, πολλά από τα οποία έκαναν υπακοή στον Άγιο.
Η βαθειά και ακλόνητη πίστη του στον Χριστό έγινε αιτία να συλληφθή από τον άρχοντα Δομετιανό και να υποβληθεί σε φρικτά βασανιστήρια, από τα οποία, ως εκ θαύματος, εξερχόταν αβλαβής. Βλέποντας ο Δομετιανός, ότι καμιά από τις μεθόδους που χρησιμοποιούσε δεν έφερνε το επιθυμητό για εκείνον αποτέλεσμα, αποφάσισε να προσφέρη τον Άγιο τροφή στα λιοντάρια. Διέταξε λοιπόν τον δήμιο Αθανάσιο να ρίξη τον Άγιο στην αρένα και να εξαπόλυση τα θηρία εναντίον του.
Τα λιοντάρια όμως, μόλις είδαν τον Άγιο Ζώσιμο, κάθησαν κάτω, χαμηλώνοντας το κεφάλι τους σε ένδειξη σεβασμού. Ένα μάλιστα απ’ αυτά, το πιο άγριο, σηκώθηκε και άρχισε να μιλά με ανθρώπινη φωνή, για την θεότητα του Χριστού.
Ο Αθανάσιος, βλέποντας αυτό το θαύμα, πίστεψε κι αυτός στον Χριστό. Όταν δε ο Δομετιανός αποφάσισε να ελευθερώση τον Άγιο Ζώσιμο, ο Αθανάσιος βαπτίσθηκε Χριστιανός και τον ακολούθησε στην έρημο. Εκεί κοιμήθηκαν και οι δύο μαζί κατά παράδοξο τρόπο. Μια τεράστια πέτρα σχίσθηκε στα δύο, μπήκαν και οι δύο μέσα και παρέδωσαν τις ψυχές τους στον Θεό. Την μνήμη τους την εορτάζουμε στις 4 Ιανουαρίου.
ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΖΩΑ
("Η Ζωοφιλία των Αγίων και η Αγιοφιλία των Ζώων", Σίμωνος Μοναχού, σ. 382-383)