ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.
Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ
«Πόσα θα μπορούσε να πει κανείς υπερασπίζοντας τους μακάριους εκείνους άνδρες [τους Πατέρες που έκαναν θεολογικές αστοχίες]; Πόσες πραγματικά δύσκολες περιστάσεις εκβίαζαν πολλούς, άλλα να τα πουν πρόχειρα, άλλα να τα πουν προς οικονομία, άλλα πάλι εξαιτίας της απόδρασης των ανυπάκουων, και άλλα στα οποία από άγνοια ολίσθησαν, όπως γίνεται με τα ανθρώπινα. Γιατί άλλος φιλονικώντας με τους αιρετικούς, άλλος συγκαταβαίνοντας στην ασθένεια των ακροατών, άλλος πράττοντας κάτι άλλο, και ενώ ο καιρός τον καλούσε να παραμελήσει πολύ την ακρίβεια για κάποιο ανώτερο σκοπό, και είπε και έκανε αυτά που σ’ εμάς δεν επιτρέπεται ούτε να πούμε ούτε να πράξουμε… Αν όμως μίλησαν πρόχειρα βέβαια και για κάποια αιτία που εμείς αγνοούμε εξέκλιναν από την ευθεία και δεν τους έγινε καμιά ανάκριση, ούτε τους κάλεσε κανείς να μάθει την αλήθεια, δεν πρέπει καθόλου λιγότερο, αν και βέβαια δεν είπαν αυτό, να τους θεωρούμε και αυτούς Πατέρες, και για την λαμπρότητα του βίου τους και την άξια σεβασμού αρετή τους και την άμεμπτη άλλη πίστη τους, τους λόγους όμως αυτών, στους οποίους παρεξέκλιναν, δεν θα τους ακολουθήσουμε. … Εμείς όμως, επειδή και κάποιους άλλους από τους μακάριους Πατέρες και διδασκάλους μας βρίσκουμε σε πολλά σημεία να έχουν παρεκκλίνει από την ακρίβεια των ορθών δογμάτων, την παρέκκλιση βέβαια δεν την δεχόμαστε ως προσθήκη, τους άνδρες αυτούς όμως τους αποδεχόμαστε… Και πράγματι και τον Διονύσιο Αλεξανδρείας, συμπεριλαμβάνοντάς τον στον χορό των αγίων Πατέρων, δεν αποδεχόμαστε τους Αρειανικούς λόγους που απηύθυνε προς τον Λίβυο Σαβέλλιο, αλλά και τους απορρίπτουμε τελείως. Επίσης και τον μεγαλομάρτυρα Μεθόδιο, ο οποίος υπήρξε πηδαλιούχος των αρχιερατικών πηδαλίων του θρόνου των Πατάρων, κι ακόμα και τον Ειρηναίο, τον επίσκοπο Λουγδούνων και τον Ιεραπόλεως Παπία, από τους οποίους ο πρώτος φόρεσε το στεφάνι του μαρτυρίου, ενώ οι άλλοι υπήρξαν άνδρες αποστολικοί και ακτινοβολούσαν με τους θαυμαστούς τρόπους της ζωής των. Αλλ’ όμως, αν σε κάτι έδειξαν ολιγωρία ως προς την αλήθεια και παρασύρθηκαν να πουν πράγματα αντίθετα προς το κοινό εκκλησιαστικό δόγμα, σ’ αυτά βέβαια δεν τους ακολουθούμε, από την πατρική όμως τιμή και δόξα αυτών δεν περικόπτουμε τίποτε. Δεν θα μου φτάσει η ημέρα απαριθμώντας τους άνδρες που τους τιμούμε με το όνομα των Πατέρων, σε όσα όμως παρέκλιναν από την αλήθεια δεν τους ακολουθούμε» (Αγίου Φωτίου, ΕΠΕ τ. 3, σσ. 259, 261, 263).
«Προφασίζονται [οι Ρωμαιοκαθολικοί] ότι αυτό [το filioque] είπε ο Αμβρόσιος στους λόγους του για το Πνεύμα, ακόμα και ο Αυγουστίνος και ο Ιερώνυμος. Υπέρ αυτών πρέπει να απαντήσουμε, ότι ή έχουν οι πνευματομάχοι νοθεύσει τα συγγράμματά τους, ή μίλησαν ίσως κατ’ οικονομίαν, που χρησιμοποίησε και ο μέγας Βασίλειος, που φύλαγε μέσα του απόρρητη ως ένα διάστημα τη θεολογία για το πανάγιο Πνεύμα. Ίσως και σαν άνθρωποι παρασύρθηκαν από την ακρίβεια, πράγμα που έπαθαν πολλοί μεγάλοι σε κάποια θέματα, λόγου χάρη ο Αλεξανδρείας Διονύσιος… Μερικές γνώμες τους δεν τις αποδεχόμαστε, μολονότι βέβαια στα άλλα, τους θαυμάζουμε υπερβολικά» (Αγίου Φωτίου, ΕΠΕ τ. 4, σ. 441).
3,7 «Εν οἷς καὶ ὑμεῖς περιεπατήσατέ ποτε, ὅτε ἐζῆτε ἐν αὐτοῖς»
Σ’ αυτά τα πάθη και αμαρτήματα είχαν περπατήσει άλλοτε και οι Κολασσαείς και είχαν γίνει «υιοί απειθείας».
«Υιοί απειθείας» είναι «εν πρώτοις» οι άθεοι, οι άνθρωποι χωρίς Θεό. Αυτοί «μονίμως και διαρκώς» εναντιώνονται, απειθούν και παρακούουν στον Θεό της Αλήθειας, υπηρετώντας ψεύτικες θεότητες και ζώντας στα «ψεύδη» τους, στα πάθη και στις επιθυμίες τους.
Μη έχοντες στην «επίγνωσή τους» τον Αληθινό Θεό, αυτοί με την φιλαμαρτία τους τόσο πολύ «εθίστηκαν», συνήθισαν στην αμαρτία και το κακό ώστε όλα αυτά τα βλέπουν σαν κάτι το απόλυτα φυσικό.
Αυτή η «αμαρτοποιημένη επίγνωση», στο κακό και στην αμαρτία, βλέπει το απόλυτα νορμάλ, το απόλυτα φυσιολογικό και λογικό.
Μόνο η πίστη στον Χριστό, διεγείρει, αφυπνίζει τους ανθρώπους να «διαβλέψουν», να δουν προσεκτικά τι φοβερή φρίκη, για την ανθρώπινη ύπαρξη, κρύβει η αμαρτία και το κακό.
Μόνο η πίστη στον Χριστό, είναι «καινή ζωή», ζωή καινούργια, στον Ένα και Μοναδικό Αληθινό Θεό.
Αυτή η «εν Χριστώ» ζωή, η νέα, η καινούργια ζωή, δημιουργεί και μια νέα επίγνωση, μια επίγνωση «κεκαθαρμένη» από την χωρίς Θεό και άθεη λογική, επίγνωση «κεκαθαρμένη» από τα άθεα κριτήρια των πραγμάτων.
Γι’ αυτό ο άγιος Απόστολος, δίνει την ευαγγελική εντολή στους πρώην ειδωλολάτρες: 3,8. «νυνὶ δε ἀπόθεσθε καὶ ὑμεῖς τὰ πάντα, ὀργήν, θυμόν, κακίαν, βλασφημίαν, αἰσχρολογίαν ἐκ τοῦ στόματος ὑμῶν».
("Προς Κολασσαείς Επιστολή Αποστόλου Παύλου", Αγ. Ιουστίνου Πόποβιτς, σ. 124)
Ματθαίου δ΄4
Ο πρώτος πειρασμός καλούσε τον Ιησού σε μια ολοφάνερη
δαιμονοποίησι της ζωής του ανθρώπου. Τον προκαλούσε να δώση
το πρωτείο στον υλικό παράγοντα και όχι στο Θεό.
Το δαιμονικό δηλαδή σχέδιο για την ανθρώπινη ζωή. Το δαιμονικό
στοιχείο στην περίπτωσι αυτή είναι τούτο: ότι αφαιρεί τα πρωτεία
από τον Θεό και επιδιώκει να μετατρέψη τη δημιουργία
και τα χτίσματα σε μέσα αμαρτωλής απολαύσεως, ματαιώνοντας
έτσι το θεϊκό σχέδιο να γίνουν όργανα δοξολογίας του Θεού.
Τον ίδιο πειρασμό είχε χρησιμοποιήσει και στον Αδάμ. Τον καλούσε,
παραθεωρώντας την εντολή του Θεού, να γ ε υ θ ή τον καρπό:
«Αν φάγητε... έσεσθε ως θεοί». Αυτό είναι το δαιμονικό σχέδιο
για τη ζωή: Τα πάντα για την απόλαυσι, όχι για τον Θεό. Ο Ιησούς,
ο δεύτερος Αδάμ, απέρριψε ασυζητητί το δαιμονικό σχέδιο
και έμεινε σταθερά προσηλωμένος στην ιεραρχία των αξιών,
που καθιέρωσεν ο Θεός: «Ουκ επ΄ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος,
αλλ΄ επί παντί ρήματι εκπορευομένω δια στόματος Θεού».
Έτσι ενίκησε και ανεστήλωσε την ιεραρχία της ζωής που είχε ανατραπή,
δίνοντας ξανά το πρωτείο στο Θεό και το θεϊκό σχέδιο για την ανθρώπινη ζωή.
Υπάρχει σήμερα ένα δαιμονικό στοιχείο στην εποχή μας.
Η αδιαφορία για τον πνευματικό παράγοντα και η προσπάθεια
να μεταβάλλωνται «οι λίθοι», τα πάντα σε μέσα απολαύσεως και ηδονής.
Οι σύγχρονοι άνθρωποι, γνήσιοι απόγονοι του Αδάμ και της Εύας
και όχι του Ιησού, βυθίζονται στις ηδονές του κόσμου τούτου,
αδιαφορώντας για το πνεύμα και τον λόγο του Θεού.
Απ’ τη δαιμονοποίησι αυτή της ζωής μόνο ο Ιησούς μπορεί να μας σώση.
Άλλη μια φορά.
«Η τροφή δεν θα διατηρήση τον άνθρωπον ζώντα, εάν μη και ο Θεός
είπη να ζήση ο άνθρωπος ούτος. Εάν δε ο Θεός είπη να ζήση ο άνθρωπος,
θα ζήση είτε έχει είτε δεν έχει τροφήν» (ΥΜ. 72).
Σκέψεις για το πρόσωπο του Ιησού Χριστού Μέρος 1ο
(Επισκόπου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, "Εκείνος" Ο Ιησούς Χριστός,
εκ. Γρηγόρη)
ΥΠΟΜΝΗΜΑ -Στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο-
Ερμηνεία πατερική & θεολογική του Ευαγγελίου του Λουκά
Το ερμηνευτικό Υπόμνημα του Π.Ν. Τρεμπέλα
μεταφρασμένο στη νεοελληνική γλώσσα
Μετάφραση αρχιμ. Νικόλαος Πουλάδας
Κεφάλαιο 17
Στίχ. 1-10. Διάφορες διδασκαλίες.
17.9 μὴ(1) χάριν ἔχει(2) τῷ δούλῳ εκείνω
ὅτι ἐποίησεν τὰ διαταχθέντα; ου δοκώ(3).
9 Πρέπει μήπως να χρωστάει χάρη στο δούλο,
επειδή έκανε αυτό που τον διέταξε; Δεν νομίζω.
(1) Προϋποθέτει αρνητική απάντηση (L).
(2) Μήπως οφείλει ευγνωμοσύνη στον δούλο; (δ).
(3) Παραλείπεται από τα αλεξανδρινά χειρόγραφα=Δεν νομίζω
ότι οφείλει ευγνωμοσύνη. «Διότι ο δούλος είναι αναγκασμένος
να εκπληρώνει τις εντολές του κυρίου και δεν οφείλει να το θεωρεί
αυτό για τον εαυτό του ως κατόρθωμα. Διότι αν δεν εργαστεί,
πρέπει να είναι άξιος τιμωριών. Επειδή όμως εργάστηκε,
ας αρκείται στο ότι ξέφυγε τις τιμωρίες, αλλά όχι ότι οφείλει
αναγκαστικά και να ζητά τιμή για αυτό» (Θφ). Οποιοδήποτε αγαθό έργο
και αν πράξουμε δεν καθιστούμε το Θεό οφειλέτη σε μας για αυτό.
Αυτός με τις υποσχέσεις του τις οποίες μας έδωσε, καθιστά
τον εαυτό του οφειλέτη προς εμάς από άκρα αγαθότητα και για τη δόξα του.
Εάν όμως οι άγιοι απόστολοι, οι οποίοι άφησαν τα πάντα
για να ακολουθήσουν το Χριστό, όφειλαν να φρονούν ότι δεν είχαν
αυτόν οφειλέτη και χρεώστη τους, πόσο ταπεινά πρέπει εμείς
να φρονούμε για τους εαυτούς μας; Είμαστε όλοι δούλοι του
και μας εξαγόρασε με το αίμα του. Ως δούλοι του όμως είμαστε
υποχρεωμένοι να πράττουμε τα πάντα για τη δόξα του και σύμφωνα
με τις διαταγές του. Όλες οι δυνάμεις μας και όλος ο χρόνος
της ζωής μας πρέπει να χρησιμοποιούνται για αυτόν,
διότι «δεν ανήκουμε στον εαυτό μας», αλλά σε αυτόν.
Ο Άγιος Ζώσιμος καταγόταν από την Κιλικία. Σε νεαρή ηλικία κατέφυγε στην έρημο, όπου έζησε συντροφιά με τα θηρία, πολλά από τα οποία έκαναν υπακοή στον Άγιο.
Η βαθειά και ακλόνητη πίστη του στον Χριστό έγινε αιτία να συλληφθή από τον άρχοντα Δομετιανό και να υποβληθεί σε φρικτά βασανιστήρια, από τα οποία, ως εκ θαύματος, εξερχόταν αβλαβής. Βλέποντας ο Δομετιανός, ότι καμιά από τις μεθόδους που χρησιμοποιούσε δεν έφερνε το επιθυμητό για εκείνον αποτέλεσμα, αποφάσισε να προσφέρη τον Άγιο τροφή στα λιοντάρια. Διέταξε λοιπόν τον δήμιο Αθανάσιο να ρίξη τον Άγιο στην αρένα και να εξαπόλυση τα θηρία εναντίον του.
Τα λιοντάρια όμως, μόλις είδαν τον Άγιο Ζώσιμο, κάθησαν κάτω, χαμηλώνοντας το κεφάλι τους σε ένδειξη σεβασμού. Ένα μάλιστα απ’ αυτά, το πιο άγριο, σηκώθηκε και άρχισε να μιλά με ανθρώπινη φωνή, για την θεότητα του Χριστού.
Ο Αθανάσιος, βλέποντας αυτό το θαύμα, πίστεψε κι αυτός στον Χριστό. Όταν δε ο Δομετιανός αποφάσισε να ελευθερώση τον Άγιο Ζώσιμο, ο Αθανάσιος βαπτίσθηκε Χριστιανός και τον ακολούθησε στην έρημο. Εκεί κοιμήθηκαν και οι δύο μαζί κατά παράδοξο τρόπο. Μια τεράστια πέτρα σχίσθηκε στα δύο, μπήκαν και οι δύο μέσα και παρέδωσαν τις ψυχές τους στον Θεό. Την μνήμη τους την εορτάζουμε στις 4 Ιανουαρίου.
ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΖΩΑ
("Η Ζωοφιλία των Αγίων και η Αγιοφιλία των Ζώων", Σίμωνος Μοναχού, σ. 382-383)
Ο θαυμαστός άγιος Ιάκωβος Τσαλίκης
Μία άλλη φορά που είχα πάει να μείνω στο Μοναστήρι του Οσίου Δαυΐδ, αφού τελείωσε η θεία Λειτουργία και εκείνη τη μέρα ήταν Λειτουργός ο ίδιος ο γέροντας Ιάκωβος, περίμενα ως το απόγευμα για να τον δω κατ’ ιδίαν, διότι όταν μιλούσες μαζί του ένοιωθες άλλος άνθρωπος, πετούσες, σου μετέδιδε την Χάρη του Θεού, αλλά και την ουράνια ευωδία που έβγαινε απ’ το σώμα του· τουλάχιστον εγώ ο αμαρτωλός, με την βοήθεια του Θεού και τις πρεσβείες του οσίου Δαυΐδ, ένοιωθα την άρρητη ευωδία όταν ήμουν δίπλα του, αλλά δεν του το έλεγα, γιατί κατάλαβα ότι τον στενοχωρούσα. Μάλιστα ήθελα πάντα να τον καθυστερώ στις πνευματικές συζητήσεις που έκανα μαζί του, για να αισθάνωμαι περισσότερη ώρα αυτές τις ουράνιες ευωδίες.
Κάποια μέρα συζητούσαμε πνευματικά θέματα με τον γέροντα Ιάκωβο πίσω απ’ το Ιερό Βήμα στο ξύλινο μπαλκόνι της Μονής. Εγώ τον άκουγα και χαιρόμουν σαν μικρό παιδί που ακούει τον παππού του να του λέη ιστορίες. Όμως εκεί που μιλούσαμε, απ’ το σώμα του και απ’ το κεφάλι του έβγαινε άρρητη ευωδία που σε πλημμύριζε και δεν ήθελες να φύγης από δίπλα του. Για μια στιγμή του λέω:
– Γέροντα, το κεφάλι σου ευωδιάζει πολύ. Και εκείνος:
– Όχι, όχι, πάτερ μου, έρχεται απ’ τον Όσιο η ευωδία!
– Μα, Γέροντα, του λέω εγώ, να, απ’ το κεφάλι σας έρχεται! Και ο Γέροντας:
– Όχι, όχι, πάτερ μου, απ’ τον άγιο Δαυΐδ έρχεται· μη λες τέτοια, πάτερ Παύλο, νάχωμε και λίγο ταπείνωση!
Σε μία εξομολόγηση στο εκκλησάκι του Αγίου Χαραλάμπους, ο γέροντας Ιάκωβος με συμβούλευε συγχρόνως για πολλά πνευματικά και για την διάκριση και τον χειρισμό των πιστών εκ μέρους μου διότι ήμουν νέος ιερέας, όμως αργήσαμε περίπου μία ώρα. Σε μια στιγμή μου λέει: «Ο πάτερ … σε περιμένει έξω τώρα που θα βγης να σε μαλώση με την δικαιολογία ότι με κουράζεις. Εσύ, πάτερ Παύλο, θα πης ότι ο Γέροντας με κρατάει τόση ώρα και πως δεν φταις εσύ».
Πράγματι, όταν βγήκα απ’ την εξομολόγηση και κατέβηκα την ξύλινη σκάλα, ο πάτερ … με περίμενε και με μάλωσε πολύ, γιατί κουράζω τον Γέροντα. Εγώ του είπα ό,τι μου είπε ο Γέροντας, και μετά από λίγο μου ζήτησε συγνώμη για τη συμπεριφορά του. Ο Γέροντας όλα τα γνώριζε με τα πνευματικά του μάτια, δεν του ξέφευγε τίποτα!
Πολλές φορές πήγαινα στο Μοναστήρι με τον πατέρα μου, για να εξομολογηθούμε και να μείνωμε και το βράδυ. Το πρωί μετά την θεία Λειτουργία εξομολογηθήκαμε στον Γέροντα και οι δύο, πρώτα εγώ και μετά ο πατέρας μου.
Όταν τελείωσε και ο πατέρας μου και βγήκε έξω, μου λέει: «Ξέρεις, παιδί μου, τι μου είπε ο Γέροντας; Μου είπε ότι θα περάσης μεγάλους πειρασμούς στην ιερατική σου σταδιοδρομία και με παρεκάλεσε να σταθώ δίπλα σου σε όλους τους πειρασμούς και δοκιμασίες που θα σου επιτρέψη ο Κύριος, γιατί μου τόνισε ότι είσαι και ευαίσθητος».
Πράγματι είμαι ευαίσθητος, πέρασα δια πυρός και σιδήρου και ο πατέρας μου με την προσευχή του, επειδή προσεύχεται πολύ, μαζί με την πρεσβυτέρα μου και τα παιδιά μου, με στήριξαν πάρα πολύ και μέχρι σήμερα είναι δίπλα μου και τους ευχαριστώ. Ευχαριστώ ιδιαιτέρως τον μακαριστό γέροντα Ιάκωβο, που γνώριζε από πριν αυτά που θα περνούσα στο μέλλον. Την ευχή του να έχωμε!
μαρτυρία π. Παύλου Τσουκνίδα
(βιβλίο "Ο Γέρων Ιάκωβος (Διηγήσεις – Νουθεσίες – Μαρτυρίες)", Γ’. Μαρτυρίες, σ. 139, εκδ. "Ενωμένη Ρωμηοσύνη" 2016)
Συλλογή κειμένων π. Νικόλαος Πουλάδας.
«Φίλος γνήσιος είναι εκείνος που στον καιρό του πειρασμού υποφέρει αθόρυβα και ατάραχα μαζί με τον πλησίον του σαν δικές του τις θλίψεις, τις ανάγκες και τις συμφορές που προξενούν οι περιστάσεις σ’ αυτόν» (14,299)
«Πολλοί βέβαια είναι οι φίλοι, αλλ’ όμως μόνο κατά τον καιρό της ευτυχίας, ενώ κατά τον καιρό των πειρασμών μόλις και μετά δυσκολίας θα βρεις έναν» (14,307)
« «Φίλου πιστού δεν υπάρχει αντάλλαγμα». Επειδή θεωρεί δικές του τις συμφορές του φίλου και υποφέρει μαζί μ’ αυτόν κακοπαθώντας μέχρι θανάτου.
Υπάρχουν πολλοί φίλοι, αλλά κατά τον καιρό της ευτυχίας, κατά τον καιρό όμως των δοκιμασιών μόλις και μετά δυσκολίας θα μπορέσεις να βρεις ένα» (14,347)
«Μόνο εκείνοι, που φυλάσσουν με ακρίβεια τις εντολές και είναι γνήσιοι μύστες των θείων εντολών, δεν εγκαταλείπουν τους φίλους τους που δοκιμάζονται κατά παραχώρηση του Θεού, ενώ εκείνοι, που περιφρονούν τις εντολές και είναι αμύητοι στα κρίματα του Θεού, όταν ο φίλος ευτυχεί, απολαμβάνουν και αυτοί μαζί μ’ αυτόν την ευτυχία του, όταν όμως δοκιμαζόμενος κακοπάθει, εγκαταλείπουν αυτόν, και συμβαίνει μάλιστα πολλές φορές και να συμμαχούν με τους εχθρούς του.
Οι φίλοι του Χριστού αγαπούν γνήσια όλους τους ανθρώπους, αλλά δεν αγαπώνται από όλους, ενώ οι φίλοι του κόσμου ούτε αγαπούν όλους, ούτε αγαπώνται από όλους. Και οι φίλοι βέβαια του Χριστού διατηρούν μέχρι τέλους της ζωής τους αδιάκοπη την αγάπη τους, ενώ οι φίλοι του κόσμου διατηρούν αυτήν μέχρι που να ’ρθουν σε σύγκρουση εξ αίτιας των κοσμικών πραγμάτων.
« «Ο πιστός φίλος είναι σκέπη πανίσχυρη», επειδή και όταν ευτυχεί ο φίλος είναι σύμβουλος αγαθός και σύμφωνος συνεργάτης, και όταν κακοπάθει είναι πάρα πολύ γνήσιος βοηθός και πάρα πολύ συμπαθής υπέρμαχος» (14,349)
«Μη θεωρείς σαν φίλους εκείνους που μεταφέρουν λόγια, τα οποία προξενούν λύπη σε εσένα και μίσος εναντίον του αδελφού σου, και αν ακόμη φαίνονται ότι λέγουν την αλήθεια, αλλά ν’ αποστρέφεσαι αυτούς σαν φίδια που θανατώνουν, ώστε και εκείνους να τους σταματήσεις να κακολογούν, και την ψυχή σου ν’ απαλλάξεις από την κακία» (14,323)
Συλλογή κειμένων π. Νικόλαος Πουλάδας.
«Επειδή πρόκειται να γιορτάσομε την ταφή του Χριστού, που πέθανε και τάφηκε κατά σάρκα για χάρη μας, και την ανάστασή του, ας εξετάσουμε μήπως κι εμείς γίναμε νεκροί και ταφήκαμε ως προς το παλαιόν άνθρωπο, που φθείρεται με τις επιθυμίες της απάτης, και αναστηθήκαμε ως προς τον νέον άνθρωπο που ανακαινίζεται σύμφωνα με την εικόνα του Δημιουργού (Εφεσ.4,22-24). Σημείο της νέκρωσης του πρώτου είναι η πλήρης ελευθερία των παθών, ενώ της ανάστασης του δευτέρου η ακηλίδωτη και αληθινή παρρησία της συνείδησης κι ο από τη γνώση φωτισμός του νου. Κι αν αυτά εκπληρώθηκαν μέσα μας, ας εορτάσομε μαζί με τον Χριστό τον Θεό· αν όμως όχι, ας αγωνιούμε να μην προδώσουμε καν τον Λόγο στα πάθη όπως ο Ιούδας, ή ας μην τον αρνηθούμε όπως ο Πέτρος»(Φιλοκαλία ΕΠΕ,15Β,413)
«Μνήμα του Κυρίου μας είναι ίσως ή αυτός ο κόσμος ή η καρδιά του κάθε πιστού, και εντάφια είναι οι λόγοι των αισθητών μαζί με τους τρόπους της αρετής…. Όποιοι ενταφιάζουν με τιμές τον Κύριο, θα τον δουν και ν’ ανασταίνεται όλος δόξα, ενώ θα είναι αθέατος για όσους δεν είναι σαν αυτούς… Όποιος μυήθηκε την απόρρητη δύναμη της ανάστασης, εννόησε το σκοπό για τον οποίο ο Θεός έδωσε κατά την αρχή της δημιουργίας υπόσταση στα πάντα» (14.475,477,479)
«Και βάζοντας στο νου μας το ύψος της θείας απειρίας ας μην απελπιστούμε για τη φιλανθρωπία του Θεού, πως εξαιτίας του ύψους δε φτάνει ως εμάς. Μήτε πάλι αναλογιζόμενοι το βάθος της πτώσης μας από τις αμαρτίες μας ν’ αμφισβητήσουμε ότι μπορεί να γίνει ανάσταση της αρετής που νεκρώθηκε μέσα μας. Και τα δύο είναι στην εξουσία του Θεού· τόσο το να κατεβεί και με τη γνώση να φωτίσει το νου μας, όσο και το ν’ αναστήσει πάλι την αρετή μέσα μας και να μας συνανυψώσει μαζί του με τα έργα της δικαιοσύνης» (14,523)
Συλλογή κειμένων π. Νικόλαος Πουλάδας.
«[για τον ίδιο τον όσιο Μάξιμο] Για αυτό έδινε σ’ αυτούς τις καλύτερες συμβουλές, και χρησιμοποιούσε άλλοτε λόγο ηπιότερο κι άλλοτε σκληρότερο· και άλλοτε παρέδιδε τη διδασκαλία του ομαλή και χωρίς να πληγώνει, και άλλοτε την παρουσίαζε αυστηρή κι αγέλαστη, ανάλογα με το πώς έβλεπε τον καθένα ως προς την παιδεία και τη φύση του. Και αυτός βέβαια αυτή τη στάση κρατούσε προς τους υποτακτικούς του και με τέτοια διάθεση ασκούσε την επιστασία» (Φιλοκαλία εκδ.ΕΠΕ τόμ.15 Γ,σ. 285)
«Ο Θεός πρόβαλλε πάνω στη γη αντί του εαυτού του την ιερωσύνη χειροτονώντας τους ιερείς, με σκοπό και να τον βλέπουμε σωματικά, και τα μυστήριά του να μην παύσουν να γίνονται φανερά σε εκείνους που έχουν τη δύναμη να τα βλέπουν»(15Β,375)
«Η αληθινή ιερωσύνη, που είναι η σφραγίδα σε όλα της μακάριας θεότητας πάνω στη γη… Τέλος της αληθινής ιερωσύνης είναι να θεοποιείται με αυτά και να θεοποιεί»(15Β,409)
«Όποιος μόνο με τον τρόπο συμπεριφοράς υποκρίνεται τον φόβο του Θεού, σε τίποτε απολύτως δεν διαφέρει από τον πίθηκο που αντιγράφει τα ήθη και τα σχήματα των ανθρώπων. … Κι αυτός που μιμείται τα ήθη εκείνων που φοβούνται αληθινά τον Κύριο για να εξαπατά όσους τον βλέπουν, χωρίς όμως να έχει και την ίση εσωτερική ψυχική διάθεση μ’ εκείνους εμποτισμένη από τον θείο φόβο, είναι ένας άλλος Σαδουκαίος ή Γραμματεύς, και όντας τέτοιος και ονομαζόμενος, ο όποιος σώζει το σχήμα της ευλάβειας με εξωτερική κοσμιότητα, υστερεί όμως εντελώς από το πράγμα εξαιτίας της ακάθαρτης φιλίας προς τα πάθη της κρυμμένης κάπου στο βάθος της ψυχής»(15Β,367)
«Όποιος ορίζει ότι η σύνεση εκδηλώνεται μόνο με την απλή προφορά των θείων λόγων, μοιάζει με παπαγάλο που μιμείται τ’ ανθρώπινα λόγια. Γιατί αυτό και μόνο από όλα τα φτερωτά διδάσκεται και υποκρίνεται τ’ ανθρώπινα λόγια, ενώ δεν έχει στη φύση του τίποτε το ανθρώπινο, όπως ακριβώς κι όποιος μιμείται τους λόγους των αληθινά συνετών ως το βαθμό μόνο της απλής εκφώνησης για να καταπλήξει εκείνους που τον ακούν, ενώ δεν έχει την έξη της γνώσης εμποτισμένη με την εκτέλεση των αρετών, είναι και ονομάζεται αληθινά ένας άλλος Φαρισαίος ή αξιόμεμπτος ιερέας, αφού υποκρίνεται τη σύνεση μόνο με την προφορά των λόγων, ενώ στερείται τελείως την ίδια τη σοφία που υπάρχει μέσα στα έργα, και γι’ αυτό με μεγάλη ιδέα και με την αλαζονεία της οίησης που τροφοδοτεί την υπερηφάνεια του νου του, ορθώνεται εναντίον του λόγου της αλήθειας, μη γνωρίζοντας, όπως φαίνεται, ότι είναι ολοφάνερα θεολογία δαιμόνων η χωρίς την πράξη γνώση εκείνων που από φιλοδοξία έχουν μεγάλη έπαρση γι’ αυτή, που έχει τον Ιησού να την κατηγορεί απερίφραστα, τον Ιησού που τάχα αυτός θεολογεί, κι αν ακόμα δεν το αισθάνεται κυριαρχημένος από το πάθος.
Γι’ αυτό ας νιώσομε κι εμείς μεγάλο φόβο για το Θεό κι ας απαλλάξουμε τον εαυτό μας από κάθε ρύπο της σάρκας και του πνεύματος»(15Β,369)
«Πολλοί είμαστε εκείνοι που διδάσκουμε, αλλά λίγοι είμαστε εκείνοι που κάνουμε αυτό που διδάσκουμε. Όμως το λόγο του Θεού δεν πρέπει κανένας να τον νοθεύει εξ αιτίας της αμέλειάς του, αλλά να ομολογεί την αδυναμία και να μη κρύβει την αλήθεια του Θεού, ώστε να μην είμαστε άξιοι κατηγορίας μαζί με την παράβαση των εντολών, και για την παρερμηνεία και νοθεία του λόγου του Θεού»(14,343-5)
«Μην ανέχεσαι ν’ ακούς κακόλογα εναντίον του πνευματικού πατέρα σου, ούτε να κάνεις πιο πρόθυμο εκείνον που ομιλεί προσβλητικά γι’ αυτόν, για να μην οργισθεί ο Κύριος για τα έργα σου και σε εξαφανίσει από τη γη των ζώντων.
Αποστόμωνε εκείνον που γεμίζει τ’ αυτιά σου με κακόλογα, για να μη προξενήσεις στον εαυτό σου μαζί μ’ αυτόν διπλή αμαρτία· και συνηθίζοντας τον εαυτό σου στο ολέθριο αυτό πάθος, και μη σταματώντας εκείνον να φλυαρεί εναντίον του πλησίον σου»(14,191)
«Μην πληγώσεις ποτέ κάποιον από τους αδελφούς σου και μάλιστα παράλογα, για να μη συμβεί κάποτε, μη υποφέροντας τη θλίψη, να εγκαταλείψει την προσπάθεια, αλλά και συ δεν θ’ αποφύγεις ποτέ τον έλεγχο της συνειδήσεως, που θα σου προξενεί πάντοτε λύπη κατά την ώρα της προσευχής και θ’ απομακρύνει το νου σου από την παρρησία απέναντι στο Θεό» (14,195)
«Να μη ανέχεσαι τις υπόνοιές σου ή και άλλων ανθρώπων για σκάνδαλα σε βάρος ορισμένων άλλων. Διότι εκείνοι που παραδέχονται σκάνδαλα που συμβαίνουν με οποιονδήποτε τρόπο ή με τη διάθεση της ψυχής ή χωρίς αυτήν, δεν γνωρίζουν την οδό της ειρήνης που οδηγεί με την αγάπη τους εραστές αυτής στη γνώση του Θεού» (14,195)
«Δεν είναι μία η αιτία εκείνων που διαπράττουν έμπρακτα την ίδια αμαρτία, αλλά διάφορες. Για παράδειγμα άλλο το ν’ αμαρτάνει κανείς από συνήθεια, και άλλο παρασυρόμενος προς στιγμή· διότι αυτός ούτε πριν από την αμαρτία είχε αυτήν στη σκέψη του, ούτε την έχει μετά την αμαρτία, αλλά και λυπάται υπερβολικά για τη διάπραξη αυτής. Το αντίθετο όμως συμβαίνει με εκείνον που διαπράττει αυτήν από συνήθεια· διότι και πριν διαπράξει αυτήν δεν έπαυε ν’ αμαρτάνει με τη σκέψη του, και μετά τη διάπραξη εξακολουθεί να έχει την ίδια διάθεση»(14,297)
Συλλογή κειμένων π. Νικόλαος Πουλάδας.
«Ο νους του Χριστού που παίρνουν οι άγιοι σύμφωνα μ’ αυτόν που είπε, «εμείς έχομε το νου του Χριστού»(Α΄Κορ.2,16), δεν έρχεται με στέρηση της δικής μας νοερής δύναμης. Ούτε έρχεται να συμπληρώσει το δικό μας νου, ούτε μεταβαίνει με την ουσία του στην υπόσταση του δικού μας νου. Έρχεται με το περιεχόμενό του να ενισχύσει τη δύναμη του δικού μας νου και να τον οδηγήσει στην ίδια τη δική του δύναμη. Εγώ λέω ότι το νου του Χριστού τον έχει εκείνος που νοεί όπως ο Χριστός και που βλέπει το Χριστό μέσα σε όλα» (Φιλοκαλία εκδ. ΕΠΕ τόμ.14,σ.553)
«Νους καθαρός είναι εκείνος που αποχωρίσθηκε την άγνοια και καταφωτίζεται από το θείο φως» (14,183)
«Όταν κακολογηθείς από κάποιον, ή περιφρονηθείς από κάποιον, τότε πρόσεχε από τους λογισμούς της οργής, μήπως εξ’ αιτίας της λύπης σε απομακρύνουν από την αγάπη και σε μεταφέρουν στο χώρο του μίσους» (14,181)
«Είναι πάρα πολύ σπουδαίο πράγμα το να παραμένει ο νους απαθής από τα πράγματα του κόσμου, πολύ περισσότερο όμως το να παραμένει απαθής από τις φαντασίες αυτών. Διότι ο πόλεμος των δαιμόνων προς εμάς με τους λογισμούς είναι πολύ πιο φοβερός από τον πόλεμο μέσω των πραγμάτων» (14,205)
«Εκείνοι που πάντοτε ζητούν να κερδίσουν την ψυχή μας [δαίμονες], προσπαθούν να το επιτύχουν αυτό με τους εμπαθείς λογισμούς, ώστε να οδηγήσουν αυτήν στη διάπραξη της αμαρτίας ή με τη σκέψη ή με την πράξη. Όταν λοιπόν βρουν το νου να μην αποδέχεται τους εμπαθείς αυτούς λογισμούς, τότε θα καταισχυνθούν και θα υποχωρήσουν, όταν πάλι τον βρουν ν’ ασχολείται με την πνευματική θεωρία, τότε την ίδια στιγμή καταντροπιασμένοι θα τραπούν σε φυγή»(14,221)
«Από τα πάθη που υπάρχουν μέσα στην ψυχή παίρνουν οι δαίμονες τις αφορμές για να υποκινούν μέσα μας τους εμπαθείς λογισμούς. Στη συνέχεια με αυτούς τους λογισμούς, πολεμώντας το νου, τον εκβιάζουν να δώσει τη συγκατάθεσή του για τη διάπραξη της αμαρτίας. Αφού λοιπόν νικηθεί αυτός, τον οδηγούν στη διάπραξη της αμαρτίας με τη σκέψη, και, όταν αυτή πραγματοποιηθεί, οδηγούν αυτόν πλέον αιχμάλωτο στην πράξη της αμαρτίας. Μετά από την πράξη πλέον της αμαρτίας, οι δαίμονες, που με τους λογισμούς ερήμωσαν την ψυχή, υποχωρούν μαζί με τους λογισμούς. Παραμένει μέσα στο νου μόνο το είδωλο της αμαρτίας» (14,227)
«Όσο πιο εύκολο είναι το ν’ αμαρτάνει κανείς με τη σκέψη του παρά στην πράξη, τόσο πιο βαρύτερος είναι ο πόλεμος που προέρχεται από τους εμπαθείς λογισμούς, από τον πόλεμο που προέρχεται από τα αισθητά πράγματα. Τα αισθητά πράγματα βρίσκονται έξω από το νου, ενώ οι λογισμοί αυτών βρίσκονται μέσα στο νου. Απ’ αυτόν λοιπόν εξαρτάται η ορθή ή η κακή χρήση αυτών. Διότι την εσφαλμένη χρήση των λογισμών ακολουθεί η κακή χρησιμοποίηση των πραγμάτων»(14,247)
«Τρεις είναι οι γενικότερες ηθικές καταστάσεις για τους μοναχούς. Πρώτη είναι το να μην αμαρτάνουν καθόλου στην πράξη· δεύτερη είναι το να μη χρονίζουν οι εμπαθείς λογισμοί μέσα στην ψυχή· και τρίτη είναι το να βλέπουν με τη σκέψη τους τις μορφές των γυναικών και εκείνων που τους λύπησαν με απάθεια [χωρίς πάθος]»(14,255)
«Είναι σπουδαίο πράγμα το να παραμένει κανείς ασυγκίνητος από τα κοσμικά πράγματα, πολύ πιο σπουδαίο όμως απ’ αυτό είναι το να παραμείνει απαθής από τα νοήματα αυτών»(14,281)
«Όταν βλέπεις το νου σου ν’ ασχολείται με ευσέβεια και δικαιοσύνη με τα νοήματα του κόσμου, έχε υπ’ υπόψη σου ότι και το σώμα σου παραμένει καθαρό και αναμάρτητο, όταν όμως βλέπεις το νου σου ν’ ασχολείται στις σκέψεις του με αμαρτίες και δεν τον εμποδίζεις, γνώριζε ότι και το σώμα σου δεν θ’ αργήσει και πολύ να πέσει στα ίδια αμαρτήματα»(14,287)
«Μη φέρνεις στη σκέψη σου κατά τον καιρό της ειρήνης τα όσα λέχθηκαν από τον αδελφό σου εναντίον σου κατά τον καιρό της λύπης που σου προξένησε, είτε λέχθηκαν τα λυπηρά σε σένα τον ίδιο, είτε σε άλλον για σένα και τα άκουσες μετά, ώστε να μη συμβεί, δείχνοντας ανοχή στους λογισμούς της μνησικακίας, να επιστρέψεις στο ολέθριο μίσος εναντίον του αδελφού σου»(14,323)
«Εκείνος που απαρνήθηκε τα κοσμικά πράγματα, όπως τη γυναίκα, τα χρήματα, και τα παρόμοια, έκανε μοναχό μόνο τον εξωτερικό άνθρωπο, ενώ τον εσωτερικό δεν τον έκανε ακόμη. Εκείνος όμως που απαρνήθηκε τα εμπαθή νοήματα αυτών, αυτός έκανε μοναχό και τον εσωτερικό άνθρωπο, που είναι ο νους. Τον εξωτερικό άνθρωπο εύκολα τον κάμνει κανείς μοναχό, αρκεί μόνο να θελήσει, δεν χρειάζεται όμως λίγος αγώνας για να κάνει μοναχό και τον εσωτερικό άνθρωπο»(14,329)