Με τον γερο-Προκόπιο
Ήταν φαίνεται πολύ χαριτωμένες εκείνες οι προσευχές, γιατί μερικές φορές ο π. Προκόπιος αισθανόταν ευωδία. Παρατούσε το εργόχειρό του και πήγαινε στο διπλανό δωμάτιο.
─Παπά, τι ευωδιάζει; ρωτούσε με απλότητα.
─Ο βασιλικός, απαντούσε ο παπα-Εφραίμ, δείχνοντας τη γλάστρα έξω από το παράθυρο.
─Μα, το παράθυρο είναι κλειστό, παρατηρούσε το γεροντάκι με καθυστερημένη πονηριά και απορία.
Με την υπακοή στον παπα-Νικηφόρο ο π. Προκόπιος δυσκολευόταν. Κάποτε τον έπιασαν αντικρουόμενοι λογισμοί:
─Θέλω να φύγω, του έλεγε ο ένας λογισμός.
─Πού θα πας; τον ρωτούσε αποδοκιμαστικά ο άλλος.
─Δεν μπορώ να κάνω υπομονή στον παπα-Νικηφόρο παραπονιόταν εκ μέρους του ένας τρίτος.
─Τι καλόγερος είσαι, αν δεν μπορείς να κάνεις υπομονή; τον μάλωνε άλλος.
Τελικά αποφάσισε να αποχωρήσει από τον Άγιο Εφραίμ και να εγκατασταθεί σ’ ένα καλυβάκι της Μικρής Αγίας Άννας. Ο παπα-Νικηφόρος μετά από καιρό πήγε, τον βρήκε και με καλό τρόπο τον έπεισε να επιστρέψει στη μετάνοιά του. Έλεγε εκ των υστέρων: «Από τη στιγμή που βγήκα από το σπίτι ήταν σαν να τα ‘χα χαμένα. Έτσι αισθανόμουν». Όμως ο λογισμός αυτός μετά από καιρό τον πείραξε πάλι και ήθελε να ξαναφύγει. Τότε ο παπα-Εφραίμ τον συμβούλευσε να κάνει τον κόπο να πάει ως τη νέα Σκήτη, να βάλει μετάνοια στον τάφο του γερο-Ιωσήφ, και ύστερα ό,τι φωτισθεί να κάνει. Πράγματι, ξεκίνησε και πήγε. Μόλις βγήκε από την πόρτα, αισθάνθηκε ευωδία εωσότου γύρισε. Ο λογισμός έφυγε.
Άλλοτε πάλι ο παπα-Εφραίμ εξομολογήθηκε τον λογισμό του στον π. Προκόπιο. Έλειπε ο γέροντας παπα-Νικηφόρος και κάλεσαν τον παπα-Εφραίμ στα Καρούλια για ευχέλαιο. Τελείωσε το ευχέλαιο και ανηφόρισε για το σπίτι. Κάποια στιγμή αναπολώντας νοερά την τελετή άρχισε να μη θυμάται αν ευλόγησε με το χέρι του το έλαιο του ευχελαίου. Άρχισαν οι λογισμοί: Το ευλόγησα, δε το ευλόγησα; Η λεπτή μοναχική συνείδησή του ταρασσόταν. Οι λογισμοί συνέχισαν και τη νύχτα στην αγρυπνία. Κάποια στιγμή, ταλαιπωρημένος ήδη, θυμήθηκε τον π. Προκόπιο. Καθόταν σε μία άκρη της αυλής, σ’ ένα σκαμνάκι, και με το κομποσχοίνι στο χέρι έκανε τη μικρή αγρυπνία του. «Αββά, με χτυπούν λογισμοί ότι χθες δεν ευλόγησα το ευχέλαιο στα Καρούλια», του είπε εξομολογητικά. «Ευλογημένε, τόσο συχνά που κάνουμε ευχέλαια, συνήθισες και το ευλόγησες χωρίς να το σκέφτεσαι», απάντησε το γεροντάκι απλοϊκά. Οι λογισμοί εξαφανίστηκαν, η ψυχή ειρήνευσε. «Βλέπετε τη δύναμη της εξομολογήσεως;» παρατηρούσε ο Γέροντας.
Από τους πολλούς κόπους ο π. Προκόπιος απέκτησε σπάσιμο (κήλη). Προσπαθούσε να βολεύεται με διάφορους επιδέσμους και άλλα μέσα, για να περνάει ο καιρός, γιατί δεν ήθελε να πάει στον κόσμο. Ποτέ δεν είχε βγει εκτός Όρους, όπως και πολλά άλλα γεροντάκια που πρόσεχαν ως κόρην οφθαλμού αυτό το θέμα. Μάλιστα έλεγαν μεταξύ τους: «Θα έρθει καιρός, που δεν θα επαινούνται όσοι κάνουν αρετή, αλλά όσοι δεν βγαίνουν από το Όρος».
Επιπλέον, οι παλαιοί καιροί ήταν δύσκολοι, τα μέσα συγκοινωνίας ελάχιστα. Η κατάσταση όμως της κήλης (διπλή ήταν) χειροτέρευε. Πολλά βράδια βογγούσε από τους πόνους και αναγκαζόταν ο παπα-Εφραίμ να ζεσταίνει τούβλα και να του βάζει ζεστά επιθέματα για να ανακουφίζεται. Δυσκολευόταν σε όλες τις κινήσεις του.
Πέρασε όμως κάποιος μοναχός που είχε το ίδιο πρόβλημα, και τον βεβαίωσε ότι τώρα μετά την εγχείρηση χοροπηδάει σαν κατσίκι. Ο π. Προκόπιος πήρε φωτιά. Ζήτησε ευλογία και σε λίγες μέρες πήρε από τη Δάφνη την άγονη γραμμή για Πειραιά όπου είχε συγγενείς.
Ο παπα-Εφραίμ προσευχόταν, γιατί το γεροντάκι είχε περισσότερο από σαράντα χρόνια να βγει στον κόσμο. Σίγουρα θα δυσκολευόταν. Κάποτε τον είδε με το πνεύμα του να απομακρύνεται δια θαλάσσης από τη Δάφνη. «Γέροντα, είπε στον παπα-Νικηφόρο, γράψε την ημερομηνία. Σήμερα φεύγει από Δάφνη». Μετά δύο μέρες πάει πάλι στον γέροντα: «Γράψε ημέρα και ώρα∙ τώρα αποβιβάζεται στον Πειραιά». Πέρασαν πάλι μερικές μέρες και ο παπα-Εφραίμ αισθάνθηκε έναν μεγάλο πόνο στην ψυχή του. Τρέχει στον γέροντα και του λέει: «Γέροντα, αυτήν την ώρα ή η εγχείρηση δεν πέτυχε ή άλλο πολύ δυσάρεστο του συμβαίνει. Δεν ξέρω ακριβώς τι, πάντως εγώ πονάω. Σε παρακαλώ, πάμε τώρα να του κάνουμε ένα ευχέλαιο, να τον βοηθήσει ο Θεός». Μετά από κανέναν μήνα ο γερο-Προκόπιος επέστρεψε επιτέλους εγχειρημένος, υγιής και χαρούμενος. Ανάμεσα στα άλλα τους διηγήθηκε ότι, όταν αποβιβάσθηκε στον Πειραιά και κοιτούσε σαν χαμένος εδώ κι εκεί μην ξέροντας πώς να πάει στους δικούς του, τον πλησίασαν δύο νέοι, του πήραν τα μπογαλάκια και τον οδήγησαν ως το σπίτι με τη διεύθυνση που είχε. Μιλώντας καθ’ οδόν του είπαν ότι Θόδωρο λεν τον έναν, Θόδωρο και τον άλλον. Μόλις έφτασαν, άφησαν τα πράγματα, του έδειξαν το σπίτι, και όταν γύρισε να τους ευχαριστήσει, έκπληκτος διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε κανείς πίσω του. Θαυμάζοντας μονολόγησε: «Άγιοι Θεόδωροι, σας ευχαριστώ».
Ήρθε η ώρα και έκαναν διαπίστωση στις ώρες και ημερομηνίες που κράτησαν. Και οι τρεις ήταν σωστές. Μόνο που στην τρίτη δεν κινδύνευσε η ζωή του, αλλά η υπόληψή του ως μοναχού, γιατί ο διευθυντής- χειρουργός, εμπρός σε όλο το ιατρικό προσωπικό και άλλους ασθενείς, θέλοντας να τον εξετάσει τον θεάτρισε με ανάρμοστο και αψυχολόγητο τρόπο. «Αυτός ο γιατρός δεν ήταν ευλαβής. Ήταν μασώνος», μας έλεγε δηκτικά ο Γέροντας. «Δεν πρόσβαλε τον μοναχό, αλλά τον Θεό∙ γι’ αυτό εγώ πόνεσα».
Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης, εκδ. "Το Περιβόλι της Παναγίας", Θεσσαλονίκη 2000