ΣΤΗΡΙΞΤΕ ΤΟ ΣΥΣΣΙΤΙΟ ΤΟΥ ΝΑΟΥ!

ΣΤΗΡΙΞΤΕ ΤΟ ΣΥΣΣΙΤΙΟ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΜΑΣ!  ΘΥΜΗΘΕΙΤΕ ΤΟΥΣ ΠΤΩΧΟΥΣ…

¨Ρίχνοντας¨ τ’ όποιο χρηματικό ποσό στο Κυτίο στην είσοδο του Ναού… ή/και…
¨Δίνοντάς¨ το, στους υπευθύνους(1) του ΕΦΤ(Ενορ.Φιλόπτ.Ταμείο)
Προσκομίζοντας ΤΡΟΦΙΜΑ στο Συσσίτιο(3) (ή στο Ναό) προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για την παρασκευή του (ή να διανεμηθούν [σε περίπτωση δυνατότητας] σε όσους τα χρειάζονται)… ή/και…
Αγοράζοντας από καταστήματα τροφίμων ΔΩΡΟΕΠΙΤΑΓΕΣ και προσφέροντας τες στο ΕΦΤ, προκειμένου να δοθούν σ’ όσους τις έχουν ανάγκη… ή/και…
Αναθέτοντας τήν αγορά των ΥΛΙΚΩΝ για το συσσίτιο, στους υπευθύνους(2) του … ή/και…
Αναλαμβάνοντας τα έξοδα (όλου ή μέρους) συγκεκριμένου γεύματος (Όσπρια >200 ευρώ, Μακαρόνια κιμά >230, Κοτόπουλο >330), «Υπέρ Αναπαύσεως» αγαπημένου σας προσώπου, σε συνεννόηση με τους υπευθύνους του (2)… ή/και…
Συμμετέχοντας στους κατά καιρούς περιφερόμενους Δίσκους του Ναού...ή/και
Καταθέτοντας στον Τραπεζικό Λογαριασμό του ΕΦΤ:
Τράπεζα Πειραιώς IBANGR 66 0172 0380 0050 3807 5349 683
και επικοινωνώντας έγκαιρα μαζί μας για την έκδοση της νόμιμης απόδειξης.
(1)Υπεύθυνος ΕΦΤ:π.Ιωάννης (τηλ. Ναού 210 9335 460)
(2)Συσσίτιο:κα Μαντώ (τηλ. Συσσιτίου 210 93 50 151,Τρίτη και Πέμπτη πρωί:8.00 με 12.00)
(3)Θέση Συσσιτίου: Θεόγνιδος 10, στο ημιυπόγειο της πολυκατοικίας, πίσω από το Ιερό τού Ναού).

Κείμενα (blog) - Ιερός Ναός Αγίου Σώστη Νέας Σμύρνης

(Durant Will, Παγκόσμιος Ιστορία του Πολιτισμού, τόμος Η, σελ. 223-227).

VI. ΟΙ ΚΟΥΑΚΕΡΟΙ.

     Όλαι αι αρεταί των Πουριτανών έλαμψαν εις την παραφυάδα των, τους Κουάκερους, όσον και αν ημαυρώθησαν επί εν διάστημα από την φαντασίωσιν και τον φανατισμόν. Ο φόβος τόσον του Θεού όσον και του Σατανά ήτο τόσον ισχυρός εις αυτούς, ώστε ενίοτε τους έκαμνε να τρέμουν και από αυτό επήραν και την ονομασίαν των (αγγλ. quake=τρέμω). Εις από αυτούς, ο Ρόμπερτ Μπάργκλεϋ, έλεγε το 1679:

     Η δύναμις του Θεού θα εκσπάση εις μίαν ολοκληρωτικήν αναμέτρησιν και θα σημειωθή μία τόσον ισχυρά εσωτερική μετατόπισις, καθώς ο καθείς θα επιζητή να υπερνικήση το πονηρόν εντός του, ώστε, λόγω της συγκρούσεως των δύο αυτών αντιθέτων δυνάμεων, όπως κατά την σύγκρουσιν δύο αντιθέτων παλιρροϊκών ρευμάτων, κάθε άτομον θα δοκιμασθή δεινώς όπως κατά την διάρκειαν μιας ολοημέρου μάχης και, ως εκ τούτου, τρόμος και φρικίασις του σώματος θα καταλάβη τους περισσοτέρους, αν όχι και όλους όσοι, καθώς η Δύναμις και η Αλήθεια υπερτερούν, θα καταλήξουν, από την οδύνην και τον στεναγμόν, εις μίαν γλυκύφωνον ευχαριστίαν και δοξολογίαν. Εξ αυτού δε και η ονομασία «Κουάκεροι» («Κουέϊκερς»), δηλαδή «Τρέμοντες», μας απεδόθη με περιφρόνησιν αρχικώς.

     Η εξήγησις που δίδει ο ιδρυτής της αιρέσεως των, ο Τζώρτζ Φόξ, διαφέρει ελάχιστα. «Ο δικαστής Μπέννετ του Ντέρμπυ ήτο ο πρώτος που μας απεκάλεσε Κουάκερους, επειδή τους είπαμε ότι έπρεπε να τρέμουν την φωνήν του Κυρίου. Τούτο συνέβη το 1650.» Η ονομασία που έδιδον οι ίδιοι εις την αίρεσίν των ήτο «Φίλοι της Αλήθειας» και, αργότερα, επί το μετριπαθέστερον, «Εταιρεία των Φίλων».
     Αρχικώς ήσαν ως φαίνεται Πουριτανοί, με την ισχυράν ειδικώς πεποίθησιν ότι οι δισταγμοί των μεταξύ αρετής και αμαρτίας ήσαν η πάλη, εις την ψυχήν και το σώμα των, μεταξύ δύο πνευματικών δυνάμεων, του καλού και του κακού, διά την κατοχήν των επί της γης και εις την αιωνιότητα. Εδέχοντο τας βασικάς ιδέας των Πουριτανών— την θείαν προέλευση της Αγίας Γραφής, την έκπτωσιν του Αδάμ και της Εύας, το αμαρτωλόν της ανθρωπίνης φύσεως, το λυτρωτικόν νόημα της θυσίας του Χριστού ως Υιού του Θεού και την δυνατότητα του Αγίου Πνεύματος, του εκπορευομένου εξ ουρανών, να φωτίση και εξευγενίση την ψυχήν του ατόμου. Το ν’ άντιληφθή και να αισθανθή κανείς το Εσώτερον Φως, να δεχθή την καθοδήγησίν του, ήτο δια τους Κουάκερους η ουσία της θρησκείας. Αν ο άνθρωπος ακολουθήση αυτό το φως, δεν έχει ανάγκην ιεροκηρύκων ή ιερέων ούτε εκκλησίας. Αυτό το φως ήτο ανώτερον της ανθρωπίνης λογικής, ακόμη και από αυτήν την Αγίαν Γραφήν, διότι ήτο η άμεσος επικοινωνία της φωνής του Θεού με την ψυχήν.
     Ο Τζώρτζ Φόξ ήτο άνθρωπος μικράς μορφώσεως, αλλά το « Ημερολόγιόν» του είναι εν κλασσικόν αγγλικόν κείμενον, διότι αποκαλύπτει την λογοτεχνικήν δύναμιν του μη εντέχνου λόγου, αν είναι απλούς, ειλικρινής, σοβαρός. Υιός πτωχού υφαντού, εμαθήτευσε εις υποδηματοποιείον, αλλά το εγκατέλειψε «κατ’ εντολήν του Θεού» και ήρχισε, εις ηλικίαν 23 ετών (1647), να περιοδεύη κηρύττων, μέχρι του θανάτου του (1691). Κατά τα πρώτα εκείνα έτη εβασανίζετο από πειρασμούς και μετέβαινε να συμβουλευθή κληρικούς. Εις από αυτούς του συνέστησε φάρμακα και αφαίμαξιν, άλλος καπνόν και ψαλμούς. Ο Τζώρτζ έπαυσε να εμπιστεύεται τους ιερείς, όταν όμως ήνοιγε την Γραφήν εύρισκε παρηγορίαν.

     Έπαιρνα συχνά την Βίβλον μου και επήγαινα να καθήσω εντός κοιλοτήτων δένδρων ή εις μοναχικούς τόπους έως την νύκτα. Συχνά επίσης, την νύκτα, εβάδιζα μόνος και θλιμμένος, διότι ήμουν γεμάτος οδύνην τότε που έγινε η πρώτη επενέργεια του Κυρίου εντός μου... Κατόπιν ο Κύριος μου έδειξε την οδόν και με έκαμε να ίδω την αγάπην Του, ατελεύτητον και αιωνίαν, που υπερέχει κάθε γνώσεως την οποίαν κατέχουν οι άνθρωποι εκ φύσεως ή λαμβάνουν από την ιστορίαν και τα βιβλία.

     Ολίγον αργότερα ησθάνθη ότι η αγάπη του Θεού τον είχεν εκλέξει να κηρύξη εις όλους περί του « Εσωτέρου Φωτός». Εις μίαν συγκέντρωσιν Βαπτιστών, εις το Λέϊτσεστερσαϊρ, «ο Κύριος ήνοιξε το στόμα μου και η αιωνία αλήθεια εκηρύχθη εις αυτούς και η δύναμις του Κυρίου ήλθεν επ' αυτών.» Εδημιουργήθη η φήμη ότι ήτο «ισχυρά διάνοια», δι’ αυτό και πολλοί έσπευδον να τον ακούσουν. «Η δύναμις του Κυρίου, εξεδηλώθη και με παρέσυρε και είχον πολλάς αποκαλύψεις και προφητείας.» «Ενώ εβάδιζον εις τους αγρούς, ο Κύριος μου είπε: «Το όνομα σου αναγράφεται εις το βιβλίον του Αμνού που είναι πηγή ζωής και υπήρχε προ της δημιουργίας του κόσμου.» Ο Τζώρτζ δηλαδή είχε παρηγορηθή τώρα με την σκέψιν ότι συγκατελέγετο εις τους ολίγους εκείνους που εξέλεξεν ο Θεός, προ της Δημιουργίας, δια να λάβουν την χάριν Του και την αιωνίαν ευλογίαν. Τώρα ησθάνετο τον εαυτόν του ίσον προς κάθε άνθρωπον και η υπερηφάνεια δια την θείαν αυτήν εκλογήν του απηγόρευε «να βγάλη το καπέλλο του εις οποιονδήποτε, μέγαν ή μικρόν». Και «έγινα χρήσιμος εις Σε και εις όλους Σου τους ανθρώπους, άνδρας ή γυναίκας, πλουσίους ή πτωχούς, μεγάλους και μικρούς».
     Πεισθείς ότι η αληθής θρησκεία είχε ως θεμέλιον όχι την εκκλησίαν αλλά την φωτισμένην ψυχήν, εισήλθε εις μίαν εκκλησίαν πλησίον του Νόττιγχαμ και διέκοψε την λειτουργίαν κραυγάζων ότι η αλήθεια ευρίσκετο όχι εις την Αγίαν Γραφήν αλλά εις το Εσώτερον Φως. Συνελήφθη (1649), άλλα ο αστυνόμος τον ηλευθέρωσε, η δε σύζυγος του αστυνόμου έγινε από τους πρώτους οπαδούς του. Επανήρχισε την αποστολικήν του περιπλάνησιν, εισήλθε εις άλλην εκκλησίαν και: «Με συγκίνησιν εκήρυξα την αλήθειαν εις τον ιερέα και το εκκλησίασμα, αλλά ο λαός μου επετέθη με οργήν, με έρριψε κάτω..., και με εκτύπησαν όλοι σκληρά με τα χέρια, τας Βίβλους των και τα μπαστούνια των.» Συνελήφθη και πάλιν. Ο δήμαρχος τον άφησε ελεύθερον, αλλά ο λαός τον εξεδίωξε από την πόλιν με λιθοβολισμούς. Εις το Ντέρμπυ εκήρυξε και πάλιν ότι αι εκκλησίαι και η μετάληψις ήσαν προσβολή κατά του Θεού. Ενεκλείσθη εις επανορθωτικόν άσυλον επί εξάμηνον (1650). Του επροτάθη απόλυσις, αν εδέχετο να ενταχθή εις τον στρατόν. Απήντησε με εν σφοδρόν κήρυγμα κατά του πολέμου. Τον ενέκλεισαν τώρα «εις ένα φθειριώντα, βρωμερόν τόπον, χαμηλά υπό την επιφάνειαν του εδάφους, χωρίς κλίνην, μαζί με τριάκοντα κακούργους, όπου εκρατήθην επί ήμισυ σχεδόν έτος.» Από την φυλακήν του έστειλε επιστολήν προς τους δικαστάς και άρχοντας της πόλεως, υποστηρίζων την κατάργησιν της θανατικής ποινής• αυτή δε η επέμβασις πιθανόν να έσωσε από την αγχόνην μίαν νεαράν γυναίκα που είχε καταδικασθή εις θάνατον διά κλοπήν.
     Μετά ενός έτους φυλάκισιν επανήρχισε την «περιπατητικήν» του διδασκαλίαν. Εις το Γουέϊφελντ προσηλύτισε τον Τζαίημς Νέϋλερ. Εις το Μπήβερλυ εισήλθε εις μίαν εκκλησίαν, επερίμενε το τέλος της λειτουργίας και τότε ηρώτησε τον ιεροκήρυκα αν δεν εντρέπετο που «εισπράττει τριακοσίας λίρας το έτος διά να κηρύττη την Γραφήν.» Εις άλλην πόλιν ο ιερεύς τον εκάλεσε να κηρύξη εις την εκκλησίαν του• ο Φόξ ηρνήθη, αλλά ωμίλησε προς εν πλήθος εις το προαύλιον της εκκλησίας.

     Εδήλωσα εις τον λαόν ότι ήλθα όχι διά να στηρίξω τους ειδωλολατρικούς των ναούς ούτε τους ιερείς των ούτε τους μισθούς που εισπράττουν αυτοί ούτε... τας εβραϊκάς και ειδωλολατρικάς λειτουργίας των και παραδόσεις (διότι τα κατεδίκασα όλα αυτά) και τους είπα ότι το γήινον εκείνο κτίσμα δεν ήτο περισσότερον ιερόν από οποιοδήποτε άλλο... Εξώρκισα επομένως τον λαόν να τα εγκατάλειψη όλα αυτά και τους συνεβούλευσα ν’ αναζητήσουν το πνεύμα και την χάριν του Θεού εντός των και το φως του Ιησού εις αυτήν την καρδίαν των.»

     Στο Σουόρθμορ του Γιόρκσαϊρ προσηλύτισε την Μάργκαρετ Φέλλ και κατόπιν τον σύζυγόν της δικαστήν Τόμας Φέλλ. Η οικία των, το Σουάρθμορ Χώλ, έγινε ο πρώτος πραγματικός τόπος συγκεντρώσεως των Κουάκερων και είναι μέχρι σήμερον τόπος προσκυνήματος των οπαδών της Εταιρείας των Φίλων.
Πρέπει να παρακολουθήσωμεν τώρα την συνέχειαν της ιστορίας του Φόξ. Η μέθοδός του ήτο πρωτόγονος, τούτο όμως ισοφαρίζετο από την καρτερίαν με την όποιαν υπέμεινε την ατελείωτον σειράν των συλλήψεων και προπηλακισμών. Πουριτανοί, Πρεσβυτεριανοί και Αγγλικανοί του επετίθεντο από κοινού, διότι απέρριπτε την μετάληψιν, την εκκλησίαν και τους ιερείς. Οι δημοτικοί άρχοντες εφυλάκιζον τους Κουάκερους όχι μόνον επειδή διετάρασσον την δημοσίαν λατρείαν και διέφθειρον τους στρατιώτας με το φιλειρηνικόν των κήρυγμα (πασιφισμόν), αλλά και επειδή ηρνούντο να ορκισθούν υπακοήν εις την κυβέρνησιν. Οι Κουάκεροι διεμαρτύροντο υποστηρίζοντες ότι οι οιουδήποτε είδους όρκοι είναι ανήθικοι. Ένα «ναι» ή ένα «ου» είναι αρκετόν. Ο Κρόμβελ έβλεπε με συμπάθειαν τους Κουάκερους, έδωσε εις τον Φόξ φιλικήν συνέντευξιν (1654) και, αποχωρών, του είπε: «Ελάτε πάλι, εις το σπίτι μου. Αν εσείς κι εγώ εβλεπόμεθα μίαν ώραν την ημέραν θα ήμεθα πλησιέστερα ο ένας εις τον άλλον.» Το 1657 ο προτέκτωρ διέταξε την απόλυσιν των κρατουμένων Κουάκερων και παρήγγειλε εις όλους τους δικαστάς να μεταχειρίζωνται αυτούς τους άνευ εκκλησίας Ιεροκήρυκας «ως θύματα αυταπάτης».
     Τον μεγαλύτερον διωγμόν υπέστη ο Τζαίημς Ναίϋλερ, ο οποίος επεξέτεινε το δόγμα του Εσωτέρου Φωτός μέχρι του σημείου να πιστεύη, ή να υποκρίνεται ότι πιστεύει, ότι ήτο ενσαρκωθείς Χριστός. Ο Φόξ τον επετίμησε, αλλά μερικοί φανατικοί οπαδοί του τον ελάτρευσαν ως Χριστόν, μία δε γυναίκα εβεβαίωνε ότι την είχε αναστήσει δύο ημέρας μετά τον θάνατόν της. Όταν ο Ναίϋλερ έφθασε έφιππος εις το Μπρίττολ, αι γυναίκες έρριπτον τας ζώνας των προ του ίππου του και έψαλλον «Άγιος, άγιος, άγιος είναι ο Κύριος και Θεός των Πνευμάτων.» Συνελήφθη με την κατηγορίαν της βλασφημίας.

   Ερωτώμενος διά τους ισχυρισμούς του ιδίου ή άλλων διά τον εαυτόν του, έδιδε την απάντησιν του Χριστού: «Συ είπας.» Το Κοινοβούλιον, πουριτανικόν τότε εις την πλειοψηφίαν του, επελήφθη της υποθέσεως (1656) και επί ένδεκα ημέρας συνεχίζετο η συζήτησις αν έπρεπε να θανατωθή ή όχι. Η καταδίκη του επεκυρώθη με ψήφους 96 κατά 82, αλλά, από μίαν «ανθρωπιστικήν» παραχώρησιν, η ποινή περιωρίσθη εις δίωρον ορθοστασίαν με τον αυχένα υπό τον κύφωνα, 310 μαστιγώσεις, εγχάραξιν του γράμματος Β (Βλάσφημος) διά πυράς επί του μετώπου του και την έγκαυσιν της γλώσσης του διά πυρακτωμένης ράβδου. Υπέμεινε ηρωϊκώς όλας αυτάς τας αγριότητας. Οι οπαδοί του τον ετίμησαν ως μάρτυρα. Εφίλων και ερρόφων το αίμα από τας πληγάς του. Εφυλακίσθη εις αυστηράν απομόνωσιν, χωρίς πένναν, χαρτί, θέρμανσιν και φως. Βαθμιαίως, το ηθικόν του κατέρρευσε. Παρεδέχθη ότι είχε πλανηθή. Απελύθη το 1659 και απέθανε πένης το 1660.
     Οι Κουάκεροι διεκρίνοντο μεταξύ όλων των άλλων αιρέσεων από ωρισμένας αλλοκότους ιδιορρυθμίας, όπως τας εχαρακτήριζον μερικοί από τους συγχρόνους των. Δεν επέτρεπον εις τον εαυτόν των κανενός είδους στολισμόν της ενδυμασίας των. Δεν έβγαζαν το καπέλλο προ ουδενός, οιασδήποτε κοινωνικής τάξεως ή αξιώματος ούτε και εντός της εκκλησίας ή της Αυλής. Απηυθύνοντο προς όλους εις τον ενικόν. Απέφευγον τας ειδωλολατρικάς ονομασίας των ημερών της εβδομάδος και των μηνών, λέγοντες επί παραδείγματι, «την πρώτην ημέραν του έκτου μηνός.» Ετέλουν την λατρείαν των τόσον εις κλειστόν όσον και εις ανοικτόν χώρον. Ο κάθε πιστός εκαλείτο να είπη τι του είχεν εμπνεύσει να είπη το Άγιον Πνεύμα. Κατόπιν ετήρουν όλοι κατανυκτικήν σιγήν, πιθανόν ως αντίδρασιν εις τον ενθουσιασμόν των — που αρχικώς εσήμαινε «αίσθησιν του Θεού εν εαυτώ.»

    Αι γυναίκες εγίνοντο δεκταί εις την άσκησιν της λατρείας και εις την προσευχήν ως ισότιμοι προς τους άνδρας. Όπως ήτο φυσικόν, οι Βρεταννοί εμίσουν τους πρώτους Κουάκερους διά την φανατικήν αδιαλλαξίαν των απέναντι των άλλων αιρέσεων και διά την κάποιαν οίησιν των διά την υπεροχήν της αρετής των. Κατά τα άλλα, οι οπαδοί της Εταιρείας των Φίλων ήσαν υποδειγματικοί Χριστιανοί. Δεν ανθίσταντο εις τους πειρασμούς, εδέχοντο με διαμαρτυρίας εις τους λόγους μόνον τας χειρίστας συνθήκας της φυλακής, δεν ανταπέδιδον το κτύπημα εις όσους τους εκτύπων. Έδιδον ότι ηδύναντο περισσότερον εις όσους τους εζήτουν βοήθειαν. Ο έγγαμος βίος των ήτο ανεπίληπτος. Λόγω του αυστηρού όρου που έθετε εις τον εαυτόν του ο καθείς από αυτούς να μη συνάπτη γάμον παρά μόνον με άλλον κουάκερον, η αριθμητική των αύξησις ήτο περιωρισμένη. Μέχρι του 1660 πάντως υπήρχον εις την Αγγλίαν περί τους 60.000 κουάκεροι. Η φήμη των δι’ εντιμότητα, ευγένειαν, φιλοπονίαν και οικονομίαν τους εξύψωσε από τα κατώτερα στρώματα, όπου αρχικώς ενεφανίσθησαν, εις τας μεσαίας τάξεις όπου ανήκουν σήμερα οι περισσότεροι εξ αυτών.


Αληθινή ταπεινοφροσύνη είναι η οικείωση του φρονήματος του Χριστού, “ο οποίος, αν και ήταν Θεός, …τα απαρνήθηκε όλα και πήρε μορφή δούλου, έγινε άνθρωπος, και όντας πραγματικός άνθρωπος, ταπεινώθηκε θεληματικά, υπακούοντας μέχρι θανάτου, και μάλιστα θανάτου σταυρικού“.
Η αληθινή ταπεινοφροσύνη είναι η διάκριση, που αποτελεί δώρο Θεού, ενέργεια της θείας χάριτος στον νου και την καρδιά του ανθρώπου.
Η αληθινή ταπείνωση κρύβει την αληθινή αρετή, όπως μια σεμνή κόρη κρύβει την ομορφιά της μ’ ένα κάλυμμα, όπως τα “άγια των αγίων” κρύβονταν από τα μάτια των ανθρώπων με το καταπέτασμα.
Η αληθινή ταπεινοφροσύνη είναι ο χαρακτήρας του Ευαγγελίου, το ήθος του Ευαγγελίου, η λογική του Ευαγγελίου.
Η αληθινή ταπεινοφροσύνη είναι θεϊκό μυστήριο, μυστήριο ασύλληπτο από τον ανθρώπινο νου. Όντας ύψιστη σοφία, φαίνεται παράλογη στη σαρκική διάνοια.
Το θεϊκό μυστήριο της ταπεινώσεως το αποκαλύπτει ο Κύριος Ιησούς στους πιστούς μαθητές Του, σ’ εκείνους που κάθονται κοντά στα πόδια Του και ακούνε με προσοχή τα σωτήρια λόγια Του. Μα κι όταν αυτό αποκαλυφθεί, παραμένει κρυφό. Η ταπείνωση είναι ανεξήγητη με τα λόγια και τη γλώσσα της γης. Η ταπείνωση είναι απρόσιτη στον σαρκικό λογισμό.
Η ταπείνωση είναι ζωή ουράνια πάνω στη γη.
Η μετάνοια και το πένθος για τις αμαρτίες σου αποτελούν προϋποθέσεις της αιώνιας μακαριότητάς σου – είναι γνωστό, είναι αναμφισβήτητο, είναι βεβαιωμένο από τον Κύριο. Βυθίσου σ’ αυτές τις άγιες καταστάσεις σταθερά και μόνιμα.
Η πείνα και η δίψα της δικαιοσύνης του Θεού είναι οι μάρτυρες της συναισθήσεως της πνευματικής φτώχειας…
Αρχή της ταπεινώσεως είναι η συναίσθηση της πνευματικής φτώχειας, Μέσα της είναι η ειρήνη του Χριστού. Τέλος και τελείωσή της είναι η αγάπη προς τον Χριστό.
Η ταπείνωση ποτέ δεν οργίζεται, ποτέ δεν ζητάει την επιδοκιμασία των ανθρώπων, ποτέ δεν παραδίνεται στην θλίψη, ποτέ και τίποτα δεν φοβάται.
Το ποτήρι της παρηγοριάς προσφέρεται με τα χέρια της ταπεινώσεως και σ’ εκείνον που είναι καρφωμένος σε σταυρό. Ο κόσμος μπορεί να του προσφέρει μόνο “ξύδι ανακατεμένο με χολή”.
Ο ταπεινός είναι ανίκανος να αισθανθεί κακία και μίσος. Εχθρούς δεν έχει. Αν αδικηθεί από κάποιον άνθρωπο, αυτόν τον βλέπει σαν όργανο της δικαιοκρισίας ή της πρόνοιας του Θεού.
Αποσπάσματα από το βιβλίο: Αγίου Ιγνατίου Μπριαντσανίνωφ, ΑΣΚΗΤΙΚΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ Β΄, σελ. 382-4

(Durant Wiil, Παγκόμιος Ιστορία του πολιτισμού, τόμος Θ΄σελ. 161-171 οι παραπομπές δεν παρατίθενται)).
ΤΖΩΝ ΟΥΕΣΛΕΫ: 1703-91.
    Για να κατανοήσουμε τη θέση του μέσα στην Ιστορία, πρέπει να υπενθυμίσουμε πάλι ότι όταν αυτός και ο αδελφός του Τσαρλς ίδρυσαν τον Μεθοδισμό στην Οξφόρδη (1729), η θρησκεία στην Αγγλία βρισκόταν σε τόσο χαμηλό επίπεδο, όσο δεν παρατηρήθηκε ποτέ κατά τη νεότερη Ιστορία. Μόνο πέντε ή έξι μέλη της Βουλής των Κοινοτήτων παρακολουθούσαν τις Κυριακές τη θεία λειτουργία. (42) Οι Αγγλικανοί κληρικοί είχαν παραδεχθεί σε τέτοιο βαθμό τον ρασιοναλισμό, ώστε όλα σχεδόν τα κείμενά τους βασίζονταν στους λογικούς συλλογισμούς. Οι κληρικοί σπάνια ανέφεραν τον παράδεισο ή την κόλαση και πραγματεύονταν τις κοινωνικές αρετές περισσότερο από την πέρα του τάφου ζωή. Το αγγλικό κήρυγμα, έλεγε ο Βολταίρος, είναι μία «καλώς αρχιτεκτονημένη αλλά ξηρά πραγματεία, την οποία ο ιερέας αναγινώσκει χωρίς καμμία σχεδόν χειρονομία και χωρίς να χρωματίζει καν τη φωνή του». (43)
    Η θρησκεία ήταν ενεργή μόνο στις αιρέσεις των αλλοδόξων της μεσαίας τάξης. Ο αγγλικανικός κλήρος έδειχνε πλήρη σχεδόν αδιαφορία για τους εργάτες των πόλεων. «Οι κατώτερες τάξεις παρέμεναν μακριά από τη θρησκεία. Δεν είχαν καμμία θρησκεία και ουδείς τούς δίδαξε ποτέ μία θρησκεία». 44 Είχαν εγκαταλειφθεί στην ανέχεια, την οποία φώτιζε αμυδρά η θρησκευτική ελπίδα. Εν μέσω αυτής της κατάστασης, ο Τζων Ουέσλεϋ και ο Τζωτζ Χουάιτφιλντ πέτυχαν την αναβίωση της Πουριτανικής πίστης και ηθικής, ιδρύοντας την Εκκλησία των Μεθοδιστών.
    Οι πρόγονοι του Ουέσλεϋ ήταν θεολόγοι και αποστάτες. Ο προπάππος του, Βαρθολομαίος Ουέσλεϋ, είχε εκδιωχθεί από τις εφημερίες του στο Ντόρσετ διότι συνέχιζε την αλλόδοξη λατρεία, ακόμη και όταν η Αγγλικανική Εκκλησία απέκτησε το θρησκευτικό μονοπώλιο στην Αγγλία.
    Ο παππούς του Τζων, ο Τζων Ουέσλεϋ, έγινε εφημέριος στο Ντόρσετ, φυλακίστηκε όμως διότι αρνήθηκε να χρησιμοποιήσει το Βιβλίο της Λειτουργίας. Εξεδιώχθηκε από την εφημερία του και έγινε αλλόδοξος πάστορας στο Πουλ. Ο πατέρας του Τζων, Σάμουελ Ουέσλεϋ, σπούδασε στην Οξφόρδη, εγκατέλειψε την αλλοδοξία, χειροτονήθηκε αγγλικανικός ιερέας, παντρεύτηκε τη Σουζάνα Άννεσλεϋ (κόρη ιεροκήρυκα) και έγινε εφημέριος του Έπγουωρθ στο Λινκοσάιρ. Από τα δεκαεννέα παιδιά του, τα οκτώ πέθαναν σε νηπιακή ηλικία – η περίπτωση είναι χαρακτηριστική της γονιμότητας των γυναικών, της σεξουαλικής πληθωρικότητας των κληρικών και του επιπέδου της ιατρικής στην Αγγλία κατά το δέκατο όγδοο αιώνα. Ο πατέρας ήταν αυστηρός τόσο στην οικία του, όσο και από άμβωνος. Έμαθε τα παιδιά του να φοβούνται την εκδίκηση του Θεού και όταν διαπίστωσε ότι μία γυναίκα του ποιμνίου της ενορίας του ήταν ένοχος μοιχείας, την ανάγκασε να διέλθει από τους δρόμους της συνοικίας, φορώντας το ένδυμα της μεταμέλειας. (45) Η σύζυγός του τον συναγωνίζοταν στην αυστηρότητα και τη θεοσέβεια. Όταν ο πλέον διάσημος από τους γιους της ήταν εικοσιεννέα ετών, του εξήγησε την ηθική της φιλοσοφία:
    «Επιμένω στην έγκαιρη καθυπόταξη της θέλησης των παιδιών, διότι μόνο έτσι μπορεί να τεθεί μία σταθερή και λογική βάση της θρησκευτικής εκπαίδευσης, χωρίς την οποία ούτε οι νουθεσίες, ούτε το καλό παράδειγμα πρόκειται να φέρουν αποτελέσματα. Όταν όμως συντελεσθεί πλήρης η καθυπόταξη, τότε το παιδί μπορεί να οδηγηθεί στο σωστό δρόμο από τη λογική και τη θεοσέβεια των γονέων του, μέχρις ότου ωριμάσει η δική του σκέψη και κρίση... Σε ηλικία ενός έτους, τα παιδιά μου διδάχτηκαν να φοβούνται τη βέργα και να μην ξεφωνίζουν κλαίγοντας, διότι αλλιώς θα υφίσταντο βαρύτερες τιμωρίες». 46
    Ο πρεσβύτερος γιος της, ο Σάμουελ Ουέσλεϋ ο 2ος έγινε ποιητής, φιλόλογος και Αγγλικανικός ιερέας. Ο Σάμουελ αποδοκίμασε το Μεθοδισμό των αδελφών του. Το δέκατο όγδοο τέκνο ήταν ο Τσαρλς Ουέσλεϋ, ο οποίος ενισχυσε σημαντικά το κήρυγμα του Τζων με 6.500 ύμνους. Ο Τζων ήταν το δέκατο πέμπτο παιδί και γεννήθηκε στο Έπγουωρθ το 1703. Όταν ήταν έξι ετών, μια πυρκαγιά αποτέφρωσε την εφημερία. Όλοι θεώρησαν το Τζων πεθαμένο μέσα στις φλόγες, αλλά αυτός εμφανίστηκε σε ένα παράθυρο του δεύτερου πατώματος και σώθηκε από ένα γείτονα, ο οποίος πάτησε στους ώμους ενός άλλου άντρα. Αργότερα ο Τζων αποκάλεσε τον εαυτό του «δαυλό αποσπασθέντα εκ του πυρός» και ουδέποτε κατανίκησε τον έντονο φόβο τον οποίο του προκαλεί η κόλαση. Στην οικία του πατέρα του, κάθε απρόβλεπτος θόρυβος ερμηνεύονταν ως μια υπερφυσική παρουσία, διαβολική ή θεία.

    Σε ηλικία έντεκα ετών, ο Τζων έγινε μαθητής του «δημοσίου» σχολείου του Τσαρτερχάουζ και δεκαεπτά ετών έγινε δεκτός στο Κριστ Τσερτς της Οξφόρδης. Ήταν φιλάσθενος, αλλά είχε ισχυρή θέληση και βελτίωσε τη σωματική του υγεία με την πεζοπορία, την ιππασία και την κολύμβηση. Πέθανε ογδοντα οκτώ ετών. Διάβαζε όλα τα βιβλία τα οποία έπεφταν στα χέρια του και κρατούσε προσεκτικές σημειώσεις και περιλήψεις. Περισσότερο από όλα τα βιβλία του άρεσε το Αγία ζωή και άγιος θάνατος του Ιερεμία Τέυλορ και η Μύηση του Χριστού του Θωμά εκ Κέμπης. Σπουδαστής ακόμη της Οξφόρδης, άρχισε να κρατά το Ημερολόγιο – γραμμένο εν μέρει κρυπτογραφικά ή στενογραφικά – το οποίο θωρείται και σήμερα ένα από τα κλασσικά έργα της αγγλικής λογοτεχνίας και της Προτεσταντικής θεοσεβείας. Το 1726 έγινε εταίρος του Κολλεγίου Λίνκολν και το 1728 χειροτονήθηκε Αγγλικανός ιερέας.
    Πρώτος ο αδελφός του συνέπηξε στην Οξφόρδη μία μικρή ομάδα δεκαπέντε περίπου σπουδαστών και καθηγητών, αποφασισμένων να εφαρμόσουν το χριστιανισμό με μεθοδική πληρότητα. Οι εχθροί τους τούς ονόμασαν χλευαστικά «Αγία Λέσχη» ή «Μεθοδιστές». Τα μέλη της ομάδας διάβαζαν ομού την Ελληνική Διαθήκη και τους κλασσικούς. Νήστευαν κάθε Τετάρτη και Παρασκευή. Λάμβαναν τη Θεία Κοινωνία κάθε εβδομάδα. Επισκέπτονταν φυλακισμένους και ανάπηρους, για να τους προσφέρουν υλική ανακούφιση και θρησκευτική ελπίδα. Συνόδευαν κατάδικους μέχρι το ικρίωμα. 

    Ο Τζων Ουέσλεϋ κατέκτησε την ηγεσία της ομάδας λόγω του ότι ήταν ο πλέον ενθουσιώδης και θεοσεβής. Σηκωνόταν από την κλίνη του κάθε μέρα στις 4 το πρωί – μία συνήθεια που διατήρησε μέχρι βαθύτατου γήρατος. Κατέστρωνε μεθοδικά, κάθε πρωί, το σχέδιο της ημέρας, γνωρίζοντας έτσι εκ των προτέρων με τι θα ασχολούνταν την κάθε ώρα. Ζούσε με 28 λίρες το έτος και μοίραζε τα υπόλοιπα χρήματά του στους φτωχούς. Νήστευε τόσο συχνά, ώστε σε μία περίπτωση φάνηκε να έχει υπονομεύσει ανεπανόρθωτα την υγεία του. Μετάβαινε πεζή, ως προσκυνητής, στο Ουίλλιαμ Λόου, για να ζητήσει τη συμβουλή του. Το βιβλίο του Λόου «Σοβαρή πρόσκληση για μία θεοσεβή και αγία ζωή» έγινε ο πνευματικός του οδηγός.
Όπως αναφέρει στο Ημερολόγιό του το βιβλίο εκείνο «εξέπεμπε τόσο δυνατό φως και φώτιζε τόσο έντονα την ψυχή μου, ώστε όλα τα πράγματα γύρω μου απέκτησαν μία νέα όψη.
    Το 1735 ο στρατηγός Όγκλεθορπ κάλεσε το Τζων και τον Τσαρλς να τον συνοδεύσουν ως ιεροκήρυκες στη Γεωργία. Ο πατέρας τους είχε πεθάνει και για αυτό οι δύο αδελφοί συμβουλεύτηκαν τη μητέρα τους. «Και είκοσι γιους αν είχα, τους απάντησε, θα χαιρόμουν βαθύτατα εάν έφευγαν όλοι για μία τόσο θεάρεστη αποστολή, έστω και αν δεν επρόκειτο να τους δω ποτέ;» (48). Πώς να κατανοήσουμε εμείς οι εγωπαθείς μία τέτοια αυτοθυσία; Η Αγία Λέσχη ανέβαλε τις συνεδριάσεις της sine die (επ’ αόριστον) και τη 14η Οκτωβρίου ο Τζων και ο Τσαρλς, μαζί με άλλους δύο «Μεθοδιστές» επιβιβάστηκαν στο Σίμμοντς για τη Σαβάννα. Στο πλοίο, τους έκανε εντύπωση η εύθυμη ευλάβεια ορισμένων Μοραβών Αδελφών, οι οποίοι είχαν εγκαταλείψει τη Γερμανία και μετέβαιναν να εγκατασταθούν στην Αμερική. Όταν μία σφοδρή τρικυμία απείλησε το μικρό σκάφος, οι Μοραβοί δεν έδειξαν φόβο. Συναγωνίζονταν τα σφυρίγματα του ανέμου με τους δυνατούς ύμνους τους. Οι Ουέσλεϋ αισθάνθηκαν ότι η πίστη των Μοραβών ήταν ισχυρότερη της δικής τους.
     Φτάνοντας στη Γεωργία (5 Φεβρουαρίου 1736), οι αδελφοί κατέλαβαν διάφορες θέσεις: ο Τσαρλς έγινε γραμματέας του Κυβερνήτη Όγκλεθορπ, ο Τζων έγινε ιερέας της νέας κοινότητας. Μετέβαινε επίσης στη γύρω περιοχή και κήρυττε το Λόγο του Θεού στους εκεί Ιουδαίους. Η πρώτη του εντύπωση ήταν ότι οι Ινδιάνοι ήταν έτοιμοι να δεχθούν το Ευαγγέλιο, δύο χρόνια αργότερα όμως τους περιέγραψε ως «λαίμαργους, κλέφτες, ψεύτες, πατροκτόνους, μητροκτόνους και φονιάδες των παιδιών τους». Πληροφορούμαστε από άλλες πηγές, ότι ο Τζων «δε σημείωσε επιτυχία με τους Ινδιάνους». (49) Ο λευκός πληθυσμός, στον οποίο συμπεριλαμβάνονταν και εκατοντάδες εξοργισμένοι εγκληματίες, διέκειτο εχθρικώς προς τον Τζων Ουέσλεϋ, διότι τον άκουγε να ομιλεί με οξφορδιανή προφορά και διότι έβλεπε ότι είναι αυταρχικός και επέμενε στην ακριβή τήρηση των θρησκευτικών κανόνων. Κατά τη βάπτιση, βύθισε τρεις φορές το μωρό ολοσχερώς εντός του ύδατος και όταν ένας πατέρας διαμαρτυρήθηκε, ο Τζων αρνήθηκε να βαπτίσει το παιδί του.
    Εξακολουθώντας ακόμη να έχει «πολύ στενές αντιλήψεις» (50), αρνήθηκε να μεταλάβει ένα καθόλα ευϋπόληπτο άνθρωπο, επειδή αυτός ο τελευταίος είχε ομολογήσει στην εξομολόγησή του ότι ήταν αλλόδοξος. Αρνήθηκε να ψάλλει τη νεκρώσιμη ακολουθία κατά την κηδεία ενός αποίκου ο οποίος δεν είχε αποκηρύξει την αλλόδοξη αίρεσή του. Απαγόρευσε στις κυρίες της ενορίας του να φορούν πλούσια ενδύματα ή χρυσά κοσμήματα και έπεισε τον κυβερνήτη να κηρύξει παράνομη την αλιεία και το κυνήγι την Κυριακή – τη μόνη μέρα κατά την οποία οι ενορίτες του είχαν καιρό να ψαρέψουν ή να κυνηγήσουν. 

    Ερωτεύθηκε τη Σοφία Χόπκεϋ, την ηλικίας δεκαεννέα ετών ανηψιά του ειρηνοδίκου της Σαβάννα, αλλά οι Μοραβοί φίλοι του δεν τη θεώρησαν άξια να γίνει σύζυγός του. Η διστακτικότητά του κούρασε τόσο τη Σοφία, ώστε παντρεύτηκε κάποιον κ. Ουίλκινσον. Όταν η Σοφία προσήλθε να μεταλάβει, ο Τζων αρνήθηκε να της παράσχει τη Θεία Κοινωνία, με το αιτιολογικό ότι είχε κοινωνήσει μόνο τρεις φορές κατά τους τελευταίους τρεις μήνες και είχε αμελήσει να ζητήσει από τον πάστορά της να θυροκολλήσει στην είσοδο της εκκλησίας την αγγελία του γάμου της. Ο σύζυγός της τον μήνυσε για δυσφήμηση της συζύγου του. Το δικαστήριο καταδίκασε τη συμπεριφορά του Ουέσλεϋ ως υποψηφίου γαμπρού και την υπερβολική αυστηρότητα ως κληρικού. Ο Τζων δήλωσε ότι θεωρεί το δικαστήριο αναρμόδιο να τον κρίνει. Η λαϊκή δυσαρέσκεια εναντίον του ωγκούτο συνεχώς. Έφυγε κρυφά στο Τσάρλστον και επιβιβάστηκε σε πλοίο για την Αγγλία. (22 Δεκεμβρίου 1737)
     Στο Λονδίνο εξακολούθησε να ζει με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη λιτότητα, ελπίζοντας ότι έτσι θα επανακτήσει την εμπιστοσύνη στον εαυτό του. Αλλά ο Πέτρος Μπέλερ, ένας Μοραβός ιεροκήρυκας, ο οποίος βρισκόταν καθ’ οδόν προς Αμερική, τον βεβαίωσε ότι η πίστη του ήταν ακόμη ατελής. Ότι όσο ηθικό βίο και αν διάγει ή όσος και αν είναι ο ζήλος της ευλάβειάς του, θα παραμένει σε κατάσταση θείας καταδίκης, μέχρις ότου δεχθεί τη φώτιση και πεισθεί χωρίς κανένα απολύτως λογικό επιχείρημα ότι ο Χριστός είχε πεθάνει γι’ αυτόν και είχε εξαγοράσει τις δικές του αμαρτίες. Μόνο μετά από ένα τέτοιο προσηλυτισμό μπορούσε κανείς να είναι βέβαιος ότι δε θα υποπέσει σε αμάρτημα και να είναι σίγουρος για τη σωτηρία του. Ο Ουέσλεϋ σημείωσε στο Ημερολόγιό του την Magna Dies (Μεγάλη Ημέρα), κατά την οποία δέχθηκε επιτέλους τη φώτιση. Αυτό συνέβει την 24η Μαΐου του 1738:
     "Το βράδυ παρ’ όλο που δεν είχα καθόλου διάθεση, πήγα σε μία συνάθροιση στην οδό Αλντερσγκέιτ, όπου κάποιος ανάγνωσε τον πρόλογο του Λούθηρου στην Επιστολή προς Ρωμαίους. Κατά τις εννέα παρά τέταρτο, τη στιγμή που εξηγούσε την αλλαγή την οποία επεξεργάζεται ο Θεός στην καρδιά του ανθρώπου μέσω της πίστης του στον Χριστό, αισθάνθηκα την καρδιά μου να θερμαίνεται κατά περίεργον τρόπο. Αισθάνθηκα ότι είχα πράγματι εμπιστοσύνη στον Χριστό, μόνο στον Χριστό, για τη σωτηρία. Και μία βεβαιότητα μου είχε δοθεί ως δώρο, η βεβαιότητα ότι Αυτός είχε σβήσει τις δικές μου αμαρτίες, ακόμη και τις πλέον προσωπικές μου και με είχε σώσει από το νόμο της αμαρτίας και του θανάτου. Άρχισα να προσεύχομαι με όλη μου τη δύναμη υπέρ αυτών οι οποίοι μου συμπεριφέρθηκαν κακώς και με κατεδίωξαν. Κατόπιν, δήλωσα στους εκεί παρισταμένους τι ακριβώς αισθάνθηκα για πρώτη φορά στην καρδιά μου." (51)
    Με δυο λόγια, είχε ανακεφαλαιώσει τα διαδοχικά στάδια του χριστιανισμού – της σωτηρίας μέσω της πίστης και των έργων, της σωτηρίας μέσω μόνο της πίστης (Λούθηρος) και της σωτηρίας μέσω της προσωπικής θείας φώτισης (Κουάκεροι). Ευγνωμονώντας τον Μπέλερ ο Ουέσλεϋ μετέβει στη Γερμανία το καλοκαίρι του 1738 και έμεινε πολλές εβδομάδες στο Χέρνχοντ, το Σαξωνικό χωριό όπου μία αποικία Μοραβών Αδελφών είχε εγκατασταθεί στα κτήματα του κόμη φον Τσίντσεντορφ.
    Εν τω μεταξύ ο Τσαρλ Ουέσλεϋ, επιστρέφοντας στην Αγγλία, δέχθηκε μία παρόμοια φώτιση. Αυτός, με τον ηπιότερο τρόπο του, είχε αρχίσει να κηρύσσει το Λόγο του Θεού στους φυλακισμένους του Νιουγκέιτ και από κάθε άλλο άμβωνα από τον οποίο του επέτρεπαν να ομιλήσει. Κάτι ακόμη σημαντικότερο, άρχισε να διακρίνεται στο κίνημα των Μεθοδιστών μια ισχυρή προσωπικότητα, η οποία μόνο με τον Τζων Ουέσλεϋ θα μπορούσε να συγκριθεί. Ο Τζωρτζ Χουάιτφιλντ ήταν γιος ενός πανδοχέα του Γκλώτσεστερ. Ο Τζωρτζ, γεννήθηκε το 1714, διατέλεσε για ένα χρόνο και πλέον σερβιτόρος στο πανδοχείο του πατέρα του. Κατώρθωσε να σπουδάσει στο Κολλέγιο Πέμπροκ της Οξφόρδης και υπήρξε ένα από τα πρώτα μέλη της Αγίας Λέσχης. Μετέβη προς συνάντηση των Ουέσλεϋ στη Γεωργία το 1738, αλλά επέστρεψε στην Αγγλία το φθινόπωρο του ίδιου έτους για να χειροτονηθεί Αγγλικανός ιερέας. Τα από άμβωνος κηρύγματα δεν τον ικανοποιούν. Φλέγεται από την επιθυμία να ενσταλάξει την πίστη του στις μεγάλες λαϊκές μάζες.

    Το Φεβρουάριο του 1739 άρχισε να κηρύττει στην ύπαιθρο, κοντά στο Μπρίστολ, απευθυνόμενος στους ανθρακωρύχους οι οποίοι δεν τολμούσαν ή δε σκέφτηκαν να εισέλθουν στην εκκλησία. Η φωνή του ήταν τόσο καθαρή και δυνατή, ώστε μπορούσαν να τον ακούσουν είκοσι χιλιάδες ακροατές και η φλογερή του ρητορία συγκίνησε τόσο πολύ εκείνους τους βασανισμένους και κουρασμένους άντρες, ώστε (όπως μας λέει ο ίδιος) έβλεπε «τα άσπρα αυλάκια των δακρύων στα μαύρα μάγουλά τους». 52 Η φήμη την οποία απέκτησε σύντομα ο νέος ιεροκήρυκας και η αποτελεσματικότητα των υπαίθριων κηρυγμάτων του, συνετάραξαν την κοινή γνώμη της Αγγλίας. Οπουδήποτε μετέβαινε ο Χουάιτφιλντ, τεράστια πλήθη συνέρρεαν να τον ακούσουν.
    Το κήρυγμά του παρέμενε αλησμόνητο. Δεν έκανε επίδειξη πολυμάθειας, ισχυριζόταν όμως ότι είχε συνομιλήσει ιδιαίτερα με το Θεό. Η γλώσσα του, είπε ο Ουέσλεϋ ήταν αρκετά «πομπώδης και περιπαθής». Χρησιμοποιεί εντυπωσιακές συγκρίσεις και παρομοιώσεις. Μιλώντας λ.χ. για τον Χριστό είπε ότι «ψήθηκε, σα να λέμε, τόσο πολύ μέσα στην οργή του Πατέρα του, ώστε δίκαια τον είπαν Αμνό του Θεού.» (54) Ο Χουάιτφιλντ, κηρύττωντας στην ύπαιθρο, προσέφυγε στην τέχνη του ηθοποιού, όπως και ο Πιτ, όταν έκανε τους λόγους τους στο Κοινοβούλιο. Μπορούσε ανά πάσα στιγμή να χύσει πύρινα δάκρυα και με όλες τις ενδείξεις η συγκίνησή του ήταν ειλικρινής. Και μπορούσε να κάνει τους απλοϊκούς ακροατές του να αισθανθούν κατά τρόπο άμεσο και έντονο το συναίσθημα της αμαρτίας, τον τρόμο της κόλασης και την αγάπη του Χριστού. Ρήτορες όπως ο Μπόλινγκμπροκ και ο Τσέστερφιλντ, σκεπτικιστές όπως ο Φραγκλίνος και ο Χιουμ, ηθοποιοί όπως ο Γκάρρικ, παραδέχθηκαν τη δύναμή του. Αφού έγινε παντού δεκτός με ενθουσιασμό, μετέβαλε την Αγγλία, την Ουαλία, τη Σκωτία, την Ιρλανδία και την Αμερική σε ενορία του. Δεκατρείς φορές διέσχισε τον Ατλαντικό, δώδεκα φορές διέσχισε τη Σκωτία. Δεν ήταν ασύνηθες γι’ αυτόν να κηρύττει 40 ώρες την εβδομάδα. Σε ηλικία 50 ετών είχε εξαντληθεί. Μείωσε τις παραστάσεις του στις «απολύτως εφικτές» δηλαδή κήρυττε μία φορά μόνο τις καθημερινές και τρεις τις Κυριακές, αλλά ήταν ήδη πολύ αργά. Το 1769 επισκέφτηκε για 7η φορά τις αποικίες και πέθανε στο Νιούμπωρυ Πορτ, στη Μασσαχουσέτη, το επόμενο έτος.
    Ο Τζων Ουέσλεϋ, επιστρέφοντας από το Χέρνχουτ, δεν ενέκρινε απόλυτα το ρητορικό στυλ του Χουάιτφιλντ και δίσταζε νε μιμηθεί το παράδειγμά του, δηλαδή το κήρυγμα στην ύπαιθρο. «Υπήρξα σε όλη μου τη ζωή (και μέχρι τελευταία ακόμη) τόσο αυστηρός σε ό,τι αφορά στην ευπρέπεια και την τάξη... ώστε είχα την εντύπωση ότι καταντούσε σχεδόν αμαρτία να προσπαθεί κανείς να σώσει τις ψυχές των ανθρώπων εκτός των Οίκων του Θεού.» (55) Υπερνίκησε πάντως την απέχθειά του και άρχισε και αυτός να διαλαλεί το μήνυμά του στους αγρούς και στους δρόμους των πόλεων. «Στην ύπαιθρο άρχισα να χρησιμοποιώ απλούστερη γλώσσα» (Απρίλιος 1739). Η ρητορεία του δεν είχε το πάθος του Χουάιτφιλντ, η γλώσσα του ήταν γλώσσα φιλολόγου και τζέντλεμαν, αλλά και αυτός επίσης γνώριζε να συγκινεί το ακροατήριό του.

    Είχε την ικανότητα να πείθει τους ακροατές του, ότι η καθημερινή ζωή των απλών ανθρώπων ήταν ένα μέρος ενός εκτεταμένου και ευγενούς δράματος όπου οι ψυχές τους ήταν το πεδίο της μάχης μεταξύ Σατανά και Χριστού. Οι ακροατές του μεταφέρονταν μαζί του σε έναν κόσμο οιωνών και θαυμάτων. Και τον πίστευαν όταν τους έλεγε ότι ακούνε από το στόμα του τη φωνή του Θεού.
Ο Ουέσλεϋ οργάνωσε τους οπαδούς του σε «μικρές κοινωνίες». Κάθε πόλη απ’ την οποία περνούσε αποκτούσε τη «μικρή κοινωνία» της. Οι συναθροίσεις των πιστών θύμιζαν τις αγάπες των πρώτων χριστιανών – ήταν γιορτές θρησκευτικής χαράς και συλλογικής αγάπης. Εξομολογούνταν τις αμαρτίες τους ο ένας στον άλλο, υφίσταντο τον προσεκτικό έλεγχο της ηθικής τους ζωής και προσεύχονταν ομαδικά ή τραγουδούσαν θρησκευτικούς ύμνους. Ο Τζων είχε ήδη συνθέσει ή μεταφράσει αρκετούς συγκινητικούς ύμνους και ο Τσαρλς συνέγραψε τον πλέον φημισμένο από τους πολλούς και ωραίους ύμνους του – το «Ιησού, Εραστή της Ψυχής μου.»
     Από αυτές τις ομάδες των ζηλωτών, ο Τζων Ουέσλεϋ διάλεγε και εκπαίδευε τους μη ιερωμένους ιεροκήρυκες, οι οποίοι συνέχιζαν τη διδασκαλία του νέου ευαγγελίου όταν οι ηγέτες μετέβαιναν σε άλλη πόλη. Χωρίς χειροτονία, χωρίς καθορισμένες ενορίες, από άμβωνος ή όχι, αυτοί οι «βοηθοί» ταξίδευαν στην Αγγλία, Σκωτία και Ουαλία, μετέφεραν εκεί τους φόβους και τις ελπίδες της Προτεσταντικής θεολογίας στις εργατικές τάξεις και προετοίμαζαν τις επισκέψεις του Ουέσλεϋ και του Χουάιτφιλντ. Ο Ουέσλεϋ ταξίδευε – έφιππος με ταχυδρομική άμαξα ή πεζή – διανύοντας συχνά 60 μίλια ημερησίως. Διάνυσε έτσι, για 40 χρόνια, 4.000 μίλια κατά μέσο όρο κάθε χρόνο και έφτασε στα πλέον απομακρυσμένα σημεία της Αγγλίας. Κήρυττε σε κάθε ευκαιρία: στις φυλακές, στους κρατούμενους, στις ταχυδρομικές άμαξες, στους συνταξιδιώτες του, στα πανδοχεία, μέχρι και τα πλοία τα οποία μετέβαιναν στην Ιρλανδία ή από λιμάνι σε λιμάνι. Στο Έπγουωρθ, όπου δεν του επέτρεψαν να κηρύξει από άμβωνος κήρυξε στην αυλή της εκκλησίας, μπροστά στον τάφο του πατέρα του.
     Τι κήρυττε; Κατ’ ουσία την Πουριτανική πίστη, η οποία φαινόταν ότι είχε δεχθεί θανατηφόρο πλήγμα από την ηθική παραλυσία της Παλινορθώσεως των Στιούαρτ. Ο Ουέσλεϋ απέρριπτε το δόγμα περί απολύτου προορισμού (ο Χουάιτφιλντ το δεχόταν). Ακολουθώντας την αρμινική πτέρυγα της Αγγλικανικής Εκκλησίας, επέμενε ότι ο άνθρωπος έχει αρκετή ελευθερία βούλησης για να εκλέξει αν θα δεχθεί ή όχι τη θεία χάρη. Θεωρούσε απαράδεκτη κάθε προσφυγή στη λογική. Αισθανόταν ότι η θρησκεία προχωρούσε πέρα της ανθρώπινης λογικής και εξαρτώταν από τη θεία έμπνευση και την εκ των ένδον πηγάζουσα βεβαιότητα. Αλλά αποστρεφόταν τον μυστικισμό, με το επιχείρημα ότι άφηνε τα πάντα στο Θεό και δεν παρότρυνε τον άνθρωπο στην άσκηση της έμπρακτης καλωσύνης. Συνεμερίζοταν τις περισσότερες προλήψεις της τάξης του και της εποχής του: πίστευε στα φαντάσματα, στη διαβολική καταγωγή των παράξενων θορύβων, στην πραγματικότητα και την εγκληματικότητα της μαγείας. Όποιος παύει να πιστεύει στην ύπαρξη της μαγείας, έλεγε, παύει να πιστεύει στη Βίβλο. Δεν αμφέβαλλε για τα θαύματα. Νόμιζε ότι εξακολουθούν να συμβαίνουν κάθε μέρα μεταξύ των οπαδών του. Οι πονοκέφαλοι, τα οιδήματα, οι θλάσεις οστών, τα κατάγματα, θεραπεύονταν με τις δικές του προσευχές της κοινωνίας των Μεθοδιστών και ανέφερε ιδιαίτερα την περίπτωση μιας καθολικής νεανίδος, η οποία έχανε την όρασή της κάθε φορά που διάβαζε το Καθολικό Λειτουργικό και την ξανάβρισκε μόλις άνοιγε να διαβάσει την Καινή Διαθήκη. Δεχόταν ως αληθινές τις αφηγήσεις των γυναικών οι οποίες ισχυρίζονταν ότι είχαν δει αγγέλους, τον Χριστό, τον Παράδεισο ή την Κόλαση. Και κατέγραψε στο ημερολόγιό του αρκετές περιπτώσεις κατά τις οποίες αντίπαλοι του Μεθοδισμού τιμωρήθηκαν σκληρά, κατά τρόπο ο οποίος μόνο ως θαύμα μπορεί να χαρακτηριστεί. (56)
    Το κήρυγμά του ήταν τόσο ζωντανό, ώστε πολλά άτομα από το ακροατήριο καταλαμβάνονταν από υστερία. Το ημερολόγιο μιλάει περί αμαρτωλών οι οποίοι, ακούγοντας το κήρυγμά του, αισθάνονταν αφόρητους σωματικούς πόνους και έπεφταν στο πάτωμα και συνεστρέφονταν με αγωνία, ενώ οι άλλοι πιστοί γονάτιζαν κοντά τους και προσεύχονταν υπέρ της απαλλαγής τους από την κατοχή του Σατανά. (57) Ο Ουέσλεϋ περιγράφει ως εξής μία συγκέντρωση στην οδό Μπάλντουϊν στο Λονδίνο, το 1739:
     «Η φωνή μου μόλις ακούγεται μέσα στους στεναγμούς των μεν και των κραυγών δε... Ένας Κουάκερος ο οποίος στεκόταν κοντά μου, με άκουγε με φανερή δυσαρέσκεια... αλλά σε μία στιγμή έπεσε και αυτός ως κεραυνόπληκτος. Σου προκαλούσε φρίκη να βλέπεις την αγωνία στην οποία βρισκόταν. Ικετεύσαμε τον Θεό να τον ευσπλαγχνισθεί και μετά από λίγο ο Κουάκερος σήκωσε το κεφάλι του και φώναξε δυνατά: «Τώρα το ξέρω πως είσαι προφήτης του Κυρίου.» (58)

Ένας αυτόπτης μάρτυρας, αναφερόμενος από τον Ουέσλεϋ, περιγράφει ως εξής μία συγκέντρωση Μεθοδιστών στο Έβερτον, το 1759:

    «Άλλοι ούρλιαζαν και άλλοι κραύγαζαν δυνατά... Οι περισσότεροι ανάσαιναν με δυσκολία, σαν άνθρωποι μισοπνιγμένοι, που προσπαθούν να κρατηθούν στη ζωή. Γιατί πραγματικά, όλες σχεδόν οι κραυγές θύμιζαν ανθρώπινα πλάσματα που πεθαίνουν μέσα σε φρικτή αγωνία. Πολλοί έκλαιγαν αθόρυβα. Άλλοι είχαν πέσει κάτω και έμεναν ακίνητοι, σαν νεκροί... Απέναντί μου στεκόταν ένας χωρικός, γεροδεμένος και ροδομάγουλος, αλλά σε μια στιγμή, τον είδα να σωριάζεται στο πάτωμα... Σπαρταρούσε σαν ψάρι έξω απ’ το νερό και τα πόδια του χτυπούσαν δυνατά το πάτωμα, εκεί που ήταν πεσμένος, ανάμεσα στις δύο σειρές των καθισμάτων... Σχεδόν όλοι όσους άγγιξε ο Θεός με το χέρι του, γινόντουσαν κατακόκκινοι ή σχεδόν μαύροι... Ένας ξένος, καλοντυμένος, που στεκόταν απέναντί μου έπεσε προς τα πίσω και η πλάτη του χτυπούσε στον τοίχο, ύστερα έπεσε μπροστά, στα γόνατά του, συστρέφοντας τα χέρια του και μουκανίζοντας σαν ταύρος... Σηκώθηκε και έτρεξε προς τον τοίχο μέχρι που ο κ. Κήλινγκ και άλλοι τον σταμάτησαν. Αυτός φώναζε με όλη του τη δύναμη: «Ω, τι πρέπει να κάνω; Τι πρέπει να κάνω; Ω, για μια σταγόνα του αίματος του Χριστού!» Καθώς μιλούσε ο Θεός του πήρε την ψυχή. Είχε δει τις αμαρτίες του και δεν άντεξε το βάρος τους». (59)
    Πιθανώς οι ως άνω υστερικές εκδηλώσεις είχαν την αιτία τους σε καταστάσεις οι οποίες βασάνιζαν τα θύματα πριν παραστούν στη συγκέντρωση των Μεθοδιστών και η υπενθύμιση της πυράς της κολάσεως ενέτεινε απλά την ψυχική τους έξαψη πέρα παντός ελέγχου. Ο Ουέσλεϋ ερμήνευσε τις υστερικές αυτές εκδηλώσεις ως δαιμονοπληξίες θεραπευόμενες από την επέμβαση του Θεού. Είχε τη γνώμη ότι σε ορισμένες περιπτώσεις η θεραπεία δεν συνεπάγοταν μόνιμη αλλαγή της συμπεριφοράς και του χαρακτήρα προς το καλύτερο. Είχε όμως την αίσθηση ότι συχνά συνετελείτο μία κάθαρση της ψυχής από την αμαρτία και ο πιστός άρχιζε μία νέα ζωή.
    Ο Μεθοδισμός σημείωνε τις μεγαλύτερες επιτυχίες του μεταξύ των φτωχών. Οι ιεροκήρυκες ήταν άνθρωποι μέτριας μόρφωσης και τα αισθήματά τους, καθώς και ο τρόπος της ομιλίας τους ήταν απλός, αν όχι απλοϊκός. Δεν υπήρχαν ταξικές ή πολιτιστικές διαφορές μεταξύ αυτών και του ακροατηρίου των. Έφεραν το μήνυμα της αμαρτίας και της μετάνοιας στους χωρικούς, τους ανθρακωρύχους και τους εγκληματίες. Και μολονότι κήρυτταν μία πίστη η οποία βασίζοταν περισσότερο στο φόβο παρά στην αγάπη παρείχαν στους αγράμματους ακροατές τους ένα κώδικα ηθικής, ο οποίος συνετέλεσε στην ηθικοποίηση της Αγγλίας κατά το 2ο μισό του 18ου αιώνα. Ήταν η Πουριτανική ηθική, η εναντίον της οποίας αντίδρασης έχει φτάσει κατά την εποχή μας στα άκρα. Ο Ουέσλεϋ αντιμετώπιζε με εχθρική διάθεση όλες σχεδόν τις διασκεδάσεις. Επέτρεπε την χαρτοπαιξία, θεωρούσε όμως αμαρτία τη μετάβαση στα πανηγύρια, την παρακολούθηση θεατρικών παραστάσεων ή τη συμμετοχή στους χορούς.
    Είχε επίσης τη γνώμη ότι αμαρτάνουν όσοι φορούν κοσμήματα με πολύτιμους λίθους ή ακριβά ενδύματα. Στο σχολείο το οποίο ίδρυσε στο Κίνγκσγουντ, απαγορεύονταν στους μαθητές τα παιχνίδια, διότι «όποιος παίζει όταν είναι παιδί, θα παίζει και όταν γίνει άντρας.» 60 Αλλά αυτή η Πουριτανική ηθική βρισκόταν σε αρμονία με τον αγγλικό χαρακτήρα. Ο ηθικός της κώδικας μπορούσε να εφαρμοστεί από ισχυρούς άντρες και υπομονετικές γυναίκες. Και βοήθησε τις εργατικές τάξεις να αντιμετωπίσουν την ανέχειά τους, ενσταλάζουσα στους φτωχούς την υπερήφανη αίσθηση ότι είναι οι εκλεκτοί του Θεού ή την πεποίθηση ότι αυτή ήταν η μοίρα τους, με αποτέλεσμα να προσβλέπουν με εχθρότητα κάθε επανάσταση η οποία θα έθετε σε αμφιβολία τον χριστιανισμό. Οι συντηριτικοί αισθάνθηκαν αργότερα ότι χρωστούν ευγνωμοσύνη στον Ουέσλεϋ, διότι έσωσε τους φτωχούς από τον ντεϊσμό και την ελεύθερη σκέψη και τους δίδαξε να μην ονειρεύονται την κοινωνική εξέγερση αλλά την προσωπική τους σωτηρία. Να μην προσβλέπουν σε μία επίγεια ουτοπία, αλλά σε έναν μετά θάνατον Παράδεισο. (61)
    Ο Ουέσλεϋ, στον τομέα της πολιτικής, έκλινε προς τον συντηρητισμό. Προηγείτο της τάξης του, συνηγορώντας υπέρ ορισμένων μακρόπνοων μεταρρυθμίσεων: κατήγγειλε την άνιση αντιπροσώπευση στο Κοινοβούλιο, τη διαφθορά των Άγγλων πολιτικών, την απανθρωπιά της δουλείας, το φρικιαστικό καθεστώς των Βρεττανικών φυλακών. Παραδεχόταν όμως την ταξική διάρθρωση της κοινωνίας ως φυσική και δίκαια. Ήταν αντίθετος προς κάθε επιείκεια έναντι των καθολικών και κατά την επανάσταση των αποικιών της Αμερικής τάχθηκε με το μέρος του Γεωργίου του 3ου.
Παρέμεινε Αγγλικανός στο δόγμα, δε συνεμεριζόταν όμως την Αγγλικανική άποψη ότι μόνο ένας επίσκοπος της Αποστολικής Διαδοχής, μπορούσε να χειροτονήσει έγκυρα έναν ιερέα. Αυτός ο ίδιος χειροτονούσε εφημέριους για τη Σκωτία και την Αμερική. Όταν έλεγε ότι «ενορία μου είναι όλος ο κόσμος», (62) εννοούσε ότι είχε το δικαίωμα να κηρύττει όπου ήθελε, χωρίς επισκοπική άδεια ή εντολή. Στο σημείο αυτό ήταν ένας σχισματικός για την Αγγλικανική Εκκλησία. Εξόρκιζε όμως τους οπαδούς του να παρακολουθούν τις Αγγλικανικές λειτουργίες, να απέχουν από τις συγκεντρώσεις των αλλοδόξων, να μην πιστεύουν στα κηρύγματά τους και να μην κρατούν ανταγωνιστική στάση έναντι του Αγγλικανικού κλήρου. Κατά το πρώτο στάδιο του κινήματος, ορισμένες Αγγλικανικές εκκλησίες επέτρεψαν στους Μεθοδιστές να κηρύξουν από τους άμβωνές τους. Αλλά όταν οι μη ιερωμένοι ιεροκήρυκες του Ουέσλεϋ έλαβαν αυθαίρετα το δικαίωμα να παρέχουν στους πιστούς τη Θεία Μετάληψη και το Μεθοδιστικό δόγμα στράφηκε προς τη μεσαιωνική έμφαση της κόλασης και προς την Πουριτανική ενασχόληση με το πρόβλημα της αμαρτίας, οι Αγγλικανοί ιεράρχες απέσυραν την υποστήριξή τους, όπως είχε αποσύρει ο Έρασμος τη δική του από τον Λούθηρο.
    Οι διωγμοί της νέας αίρεσης προήλθαν λιγότερο από την Αγγλικανική Εκκλησία και περισσότερο από τους κοινούς θνητούς, οι οποίοι δε μπορούσαν να ανεχτούν νέους τρόπους στο κήρυγμα παλαιών ιδεών. Στη μία πόλη και ύστερα στην άλλη, οι υπαίθριοι ιεροκήρυκες – όπως αργότερα οι κηρύττοντες το νέο κοινωνικό ευαγγέλιο – άρχισαν να δέχονται τις επιθέσεις του όχλου, ο οποίος άρπαζε την ευκαιρία να βιαιοπραγήσει χωρίς το φόβο να τιμωρηθεί. Στον Μονμάουθ, κάποιος έριξε στο κεφάλι του ιεροκήρυκα μια μεγάλη πέτρα. Ο ιεροκήρυκας πέθανε από το χτύπημα. Στο Γουέντεσμπουρν, ο όχλος εισέβαλε στις οικίες των Μεθοδιστών, βίασε τις γυναίκες, και ξυλοκόπησε τους άντρες. Όταν εμφανίστηκε ο Ουέσλεϋ, το εξαγριωμένο πλήθος κραύγασε «Σκοτώστε τον!» και χειροκρότησε εκείνους οι οποίοι τον χτύπησαν με ρόπαλα. Ο Ουέσλεϋ προσευχήθηκε μεγαλόφωνα και ο όχλος τον άφησε να φύγει. Στο Μπόλτον, αρκετοί οργισμένοι αντίπαλοι όρμησαν στο σπίτι όπου κήρυττε ο Ουέσλεϋ. Οι πέτρες, τα κεραμίδια και τα αυγά έπεφταν βροχή γύρω του, αλλά αυτός συνέχισε απτόητος τη λειτουργία μέχρι τέλους. Στο Νταβάιζες οι αντιμεθοδιστές κατέβρεξαν με μία πυροσβεστική αντλία το σπίτι όπου έμενε ο Τσαρλς Ουέσλεϋ και εξαπέλυσαν πολλά μπουλντόγκ εναντίον των οπαδών του. Στο Έξετερ, ο Χουάιτφιλντ λιθοβολήθηκε και μετά δυσκολίας διέφυγε τον θάνατο. Στο Χόξτον, οι αντίπαλοι έσπρωξαν μία αγελάδα στην αίθουσα συγκέντρωσης των Μεθοδιστών. Στο Πένσφορντ, ένας ταύρος, αφού προηγουμένως είχε ερεθισθεί κατάλληλα, εξαπολύθηκε εναντίον του κηρύττοντος Τζων Ουέσλεϋ. Το θάρρος το οποίο επέδειξαν οι ιεροκήρυκες έκανε καλή εντύπωση στους Βρεττανούς οι οποίοι άρχισαν σιγά-σιγά να γίνονται ανεκτικότεροι και ορισμένοι μάλιστα να υποστηρίζουν τους Μεθοδιστές.
      Ο Ουέσλεϋ ήταν ένας μικρόσωμος άντρας, ύψους 5 ποδιών και 3 ιντσών και βάρους 128 λίτρων. Στα γεράματά του είχε όψη επιβλητική λόγω της λευκής του κόμης, αλλά και νεότερος προσέλκυε την προσοχή με τα ασκητικά χαρακτηριστικά του προσώπου του και το διαπεραστικό του βλέμμα. Δεν είχε καμία αμφιβολία ότι γεννήθηκε για να κυβερνά. Η ενεργητικότητά του και η πνευματική του δύναμη ήταν φυσικό να τον προωθήσουν στην ηγεσία. Η υπερβολική του αυτοπεποίθηση καταντούσε ενίοτε αλαζονεία, την οποία ένας Μεθοδιστής επίσκοπος χαρακτήρισε «ανυπόφορη». (63) Παντρεύτηκε το 1751, ερωτευμένος – όπως συμβαίνει σε όλους μας – τη νοσοκόμα η οποία τον περιποιήθηκε κατά τη διάρκεια μιας ασθένειάς του. Για 2 χρόνια, η σύζυγός του τον συνόδευσε στα γεμάτα επεισόδια ταξίδια του. Αλλά έχασε την υγεία της και τελικά και την υπομονή της και τον εγκατέλειψε. Ο Ουέσλεϋ απέδιδε την καλή του υγεία και τη ζωτικότητά του στα ακατάπαυστα ταξίδια του, τα οποία έκανε έφιππος ή πεζή. Μπορούμε ίσως να προσθέσουμε ότι και η ρητορεία είναι μια υγιεινή άσκηση του αναπνευστικού μας συστήματος. Το 1735 έγινε χορτοφάγος. Ένα έτος αργότερα, αυτός και ένας φίλος του αποφάσισαν να ζήσουν με ψωμί, για «να δοκιμάσουν αν μπορεί κανείς στη ζωή να διατηρηθεί με ένα μόνο είδος τροφής. Ουδέποτε... υπήρξαμε περισσότερο υγιείς και ρωμαλέοι, απ’ ότι κατά την περίοδο κατά την οποία δεν τρώγαμε τίποτα άλλο». (64) Η αλήθεια είναι ότι επανήλθαν πολύ σύντομα στο ποικίλο διαιτολόγιο.
      Ποια υπήρξαν τα αποτελέσματα του κηρύγματος των Μεθοδιστών; Εντός χρονικού διαστήματος μιας γενιάς η θρησκεία, η οποία φαινόταν ότι πεθαίνει εν μέσω της Αγγλικανικής αξιοπρέπειας και εν μέσω των ντεϊστικών αμφιβολιών, κατέστη ένα αξιολογώτατο στοιχείο της αγγλικής ζωής υπολειπόμενο σε σημασία μόνο της πολιτικής και του πολέμου. Όταν πέθανε ο Ουέσλεϋ (1791) οι οπαδοί του ανέρχονταν σε 70.000 στην Αγγλία, 40.000 στην Αμερική. Το 1957 υπήρχαν 2.250.000 Μεθοδιστές στη Μεγάλη Βρετανία, 12.000.000 στις Ηνωμένες Πολιτείες, 40.000.000 σε ολόκληρο τον κόσμο. (65) Η επιρροή του Μεθοδισμού δεν περιορίστηκε μόνο στα μέλη του. Έτσι, εντός της Αγγλικανικής Εκκλησίας, η οποία απέρριπτε τον Μεθοδισμό, τα ιδανικά του βρήκαν την έκφρασή τους στο κίνημα των Ευαγγελιστών κατά το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα και έπαιξαν ενδεχομένως σημαντικό ρόλο στο κίνημα της Οξφόρδης κατά το 19ο. Πολιτικά, το αποτέλεσμα ήταν οι εργαζόμενες τάξεις να υποταχθούν αγόγγυστα στο συντηρητισμό, μέχρι το 1848. Ηθικά, ο Μεθοδισμός βελτίωσε την ατομική συμπεριφορά και την οικογενειακή ζωή των φτωχών, συνέβαλε στην ελάττωση της εκλογικής και επίσημης διαφθοράς, ανάγκασε πολλά άτομα των ανωτέρων τάξεων να αισθανθούν ντροπή για την επιπολαιότητα και την κακία τους και προετοίμασε την αγγλική αντίδραση εναντίον του δουλεμπορίου.
     Πολιτιστικά, το κίνημα υπήρξε αρνητικό. Έδωσε στο λαό θρησκευτικά άσματα, συνέχισε όμως την Πουριτανική παράδοση και κράτησε εχθρική στάση απέναντι στις τέχνες. Από πνευματικής άποψης, ήταν ένα βήμα προς τα πίσω. Βάσιζε την πίστη του πάνω στο φόβο, τις ιερουργίες του πάνω στο αίσθημα και καταδίκαζε τη λογική ως παγίδα. Στη μεγάλη διαμάχη μεταξύ πίστης και λογικής, είχε εναποθέσει όλες τις ελπίδες του στην πίστη. Δεν είχε καμία εμπιστοσύνη στην πρόοδο της γνώσης και της επιστήμης. Αγνοούσε ή χλεύαζε τον Διαφωτισμό, ο οποίος απλωνόταν σαν πυρκαγιά στη Γαλλία. Αισθανόταν ότι ο μοναδικός σκοπός και το μόνο νόημα της ζωής ήταν να αποφύγει κάποιος την αιώνια καταδίκη και ότι το μόνο που χρειαζόταν για να το πετύχει ήταν να πιστέψει στο λυτρωτικό θάνατο του Χριστό.
Τον Ιανουάριο του 1790, σε ηλικία 86 ετών, ο Ουέσλεϋ έγραφε στο ημερολόγιό του:
    «Είμαι τώρα ένας γέρος, φθαρμένος από την κορυφή ως τα νύχια. Τα μάτια μου είναι θολά, το δεξί μου χέρι τρέμει, το στόμα μου είναι ζεστό και στεγνό κάθε πρωί, έχω έναν ενοχλητικό πυρετό σχεδόν κάθε μέρα. Ωστόσο, ευλογημένος να ’ναι ο Θεός, εξακολουθώ να εργάζομαι. Μπορώ ακόμα να κηρύττω και να γράφω.» (66). Δύο μήνες αργότερα άρχισε μια περιοδεία η οποία διήρκησε 5 μήνες, στην Αγγλία και τη Σκωτία. Ένα έτος αργότερα πέθανε (2 Μαρτίου 1791). Αν λάβουμε ως μέτρο του μεγαλείου την επιρροή, υπήρξε – αν εξαιρέσουμε τον Πιτ – ο μεγαλύτερος Άγγλος της εποχής του.

Ευσπλαχνία για την κτίση, τα ζώα, τα φυτά…
«Μια αρκούδα, ιδιαίτερα, συνήθιζε να έρχεται τακτικά προς τον όσιο Σέργιο του Ραντονέζ (1314-1392) . Βλέποντας ο όσιος ότι το ζώο ερχόταν μόνο για να βρει λίγη τροφή, τοποθετούσε ένα μικρό κομμάτι ψωμί πάνω σε ένα κούτσουρο κι έτσι η αρκούδα έμαθε να έρχεται για το γεύμα που τής είχε προετοιμαστεί.
Τον πρώτο καιρό ο όσιος δεν είχε ποικιλία τροφών, παρά μόνο ψωμί και νερό από την πηγή κι αυτά σε πολύ μικρή ποσότητα. Πολύ συχνά δεν υπήρχε ούτε ψωμί και τόσο ο όσιος όσο και η αρκούδα έμεναν νηστικοί. Μερικές φορές ο όσιος, για να μην απογοητεύσει την αρκούδα, τής έδινε ακόμη και το μοναδικό του μερίδιο.
Ας μη δυσπιστήσει κανένας με τη συμφιλίωση αυτή, γιατί όταν το άγιο Πνεύμα κατοικήσει σε έναν άνθρωπο όλα τα δημιουργήματα του υποτάσσονται, όπως συνέβαινε πριν την παρακοή και στον Αδάμ…» (Η Βηβαϊδα του Βορρά, Πέτρου Μπότση σελ. 41)
«Αγαπάτε τη δημιουργία του Θεού και στην ολότητά της μα και στο κάθε της κομματάκι. Αγαπάτε το κάθε φυλλαράκι, στην κάθε αχτίδα του Θεού. Αγαπάτε τα ζώα, αγαπάτε τα φυτά, αγαπάτε το κάθε τι. Όταν θα αγαπήσεις το κάθε τι, θ’ ανακαλύψεις μέσα σ’ αυτά τα πράγματα το μυστικό του Θεού. Και μια και θα το ανακαλύψεις, θα το κατανοείς όλο και πιο πολύ με την κάθε μέρα που θα περνάει. Και στο τέλος θ’ αγαπήσεις όλο τον κόσμο με μια ακέραια, παγκόσμια αγάπη.
Ν’ αγαπάτε τα ζώα. Ο Θεός τους έδωσε λίγη νοημοσύνη και ασυννέφιαστη χαρά. Μην την καταστρέφετε λοιπόν, μην τα βασανίζετε, μην αφαιρείτε τη χαρά τους, μην πάτε ενάντια στη σκέψη του Θεού. Άνθρωπε, μην επαίρεσαι αντίκρυ στα ζώα: αυτά είναι αναμάρτητα μα εσύ μ’ όλο σου το μεγαλείο ρυπαίνεις τη γη με την εμφάνισή σου και αφήνεις πίσω τα σαπρά σου ίχνη». (Ντοστογιέβσκη, Αδελφοί Καραμαζώφ, τόμ. Β σελ. 253)
«Όταν βρισκόμασταν στην Αλεξάνδρεια, στο Ένατο σημείο, επισκεφθήκαμε το μοναστήρι του αββά Ιωάννη, του Ευνούχου, για ψυχική ωφέλεια. Βρήκαμε κάποιον άνδρα που είχε γεράσει μένοντας στο μοναστήρι περίπου ογδόντα χρόνια, και που ήταν ελεήμονας, τέτοιος που άλλο δεν είχαμε δει όχι μόνο προς τους ανθρώπους αλλά και προς τα άλογα ζώα.
Τι έκαμνε λοιπόν ο γέροντας; άλλο έργο δεν είχε παρά μόνον αυτό. Κάθε πρωί που σηκωνόταν πήγαινε και έδινε τροφή σ’ όλα τα σκυλιά που υπήρχαν μέσα στη λαύρα, παρόμοια έβαζε σεμιγδάλι στα μικρά μυρμήγκια, σιτάρι στα μεγάλα, έβρεχε και παξιμάδια και τα έριχνε στις αυλές, για να φάνε τα πετεινά.
Ζώντας έτσι δεν άφησε στο μοναστήρι του ούτε πόρτα, ούτε παράθυρο, ούτε παραθυράκι, ούτε κανδήλι, ούτε πιάτο, και για να μη μακρυγορώ αναφέροντας τα όλα, δεν άφηνε τίποτα από τα επίγεια και ούτε κράτησε πότε και έστω και μια ώρα, ούτε αντικείμενα αξίας, ούτε χρήματα, ούτε ρούχα, αλλ’ όλα τα έδινε σ’ εκείνους που τα είχαν ανάγκη, καταβάλλοντας κάθε φροντίδα μόνο για τα μελλοντικά αγαθά». (Λειμωνάριο, εκδ. ΕΠΕ σελ. 184)
«Αν ο νους του δεν είναι στον Χριστό, δεν δουλεύει η καρδιά του, γι’ αυτό δεν αγαπάει ούτε τον Χριστό ούτε τον συνάνθρωπό του, πόσο μάλλον τη φύση, τα ζώα, τα δένδρα, τα φυτά. Έτσι όπως κινείσθε που να φθάσετε να έχετε επικοινωνία με τα ζώα, με τα πουλιά! Αν πέση κανένα πουλί από την σκέπη, θα το ταϊσετε. Αν δεν πέση από την σκέπη, δεν σκέφτεσεθε να το ταϊσετε.
Εγώ βλέπω τα πουλιά, λέω «θέλουν τάισμα, τα καημένα», ρίχνω ψίχουλα κ.λ.π., βάζω νεράκι να πιούν. Βλέπω άρρωστα κλαδιά στα δένδρα, αμέσως σκέφτομαι να τα κόψω, για να μην κολλήσουν και τα άλλα. Ή χτυπάει μια πόρτα, ένα παράθυρο, πάει εκεί ο νους μου. Θα ξεχάσω τον εαυτό μου, αν μου χρειάζεται κάτι, αλλά θα κοιτάξω την πόρτα, το παράθυρο, να μη σπάση, να μη γίνει καμμιά ζημιά. Παρεμπιπτόντως σκέφτομαι για μένα.
Και αν κανείς σκέφτεται και πονάει για τα δημιουργήματα, πόσο μάλλον θα σκέφτεται τον Δημιουργό τους! Αν δεν κινήται έτσι ο άνθρωπος, πώς θα συντονισθή με τον Θεό;» (Γέροντος Παϊσίου Λόγοι Β σελ. 33)
«Αναφέρει ο Γέρων Σωφρόνιος για τον αγιο Σιλουανό τον Αθωνίτη:
Ιδού, εν πράσινον φύλλον επί του δένδρου, και σύ απέσπασες αυτό άνευ ανάγκης. Αν και δεν είναι αμαρτία, όμως, πώς να ειπώ, προκαλεί τον οίκτον, η καρδία, ήτις έμαθε να αγαπά, λυπείται και το φύλλον και πάσαν την κτίσιν… Όντως ήτο καταπληκτική αφ’ ενός μεν η προς πάσαν κτίσμα ευσπαλχνία αυτού (του οσίου Σιλουανού), περί ης δυνατόν να συμπεράνωμεν εκ της διηγήσεως αυτού, πόσον πολύ έκλαυσε δια την «τραχύτητα αυτού προς την κτίσιν», ότε «άνευ ανάγκης» εφόνευσε μυϊάν τινα, ή ότε έρριψε ζεστόν ύδωρ εις νυκτερίδα κατοικήσαν εις τον εξώστην του καταστήματος αυτού, ή πως «ελυπήθη την κτίσιν και παν πάσχον δημιούργημα», ότε καθ’ οδόν είδεν άντικρυς όφιν κατακεκομμένον… Περί των ζώων και των θηρίων εσκέπτετο ότι είναι «γη», εις την οποίαν δεν πρέπει να προσκολλάται ο νους του ανθρώπου… Ο άνθρωπος δεν πρέπει να έχη πάθος προς τα ζώα, αλλά μόνον καρδίαν οικτίρουσαν παν δημιούργημα». (Αγκαλιά με τον εαυτό μας, Ντέμη Σταυροπούλου σελ. 55)
«Θλιβότανε για τον πόνο των άλλων (ο γέροντας Ιάκωβος) και δε λυπότανε για τον δικό του. Είναι χαρακτηριστικό, ότι τον άκουσαν, στο βαρύ χειμώνα, που ιδιαίτερα υπέφερε πολύ, να μιλάει σε ένα πουλάκι:
-Πόσο σε λυπάμαι που κρυώνεις. Εγώ φοράω κάλτσες, έχω σκεπάσματα και θέρμανση. Αχ, να μπορούσα να σας μάζευα όλα τα πουλάκια σ’ ένα δωμάτιο, να σας έριχνα και τροφή και να σας είχα και θέρμανση… Αλλά βλέπετε με φοβόσαστε…
Κατόπιν είδε το πουλάκι που έχωνε το κεφαλάκι του στα φτερά του και συνέχισε:
-Έχει φροντίσει και για σας ο Θεός… Σας έχει δώσει τα φτερά…» (Ιάκωβος Τσαλίκης, Στυλιανού Παπαδοπούλου, σελ. 163)
Προσευχή με εύσπλαχνη καρδιά
«Από το βιβλίο: Περιπέτειες ενός προσκυνητή
Ρώσος χωρικός: «Όταν… προσευχόμουν με όλη μου την καρδιά», γράφει, «το κάθε τι γύρω μου φαινόταν τόσο όμορφο και θαυμαστό. Τα δένδρα, το γρασίδι, τα πουλιά, η γη, ο αέρας, το φως φαίνονταν να μου λένε πως υπάρχουν για χάρη του ανθρώπου, πως μαρτυρούν την αγάπη του Θεού για τον άνθρωπο, πως το καθετί αποδεικνύει την αγάπη του Θεού για τον άνθρωπο, πως όλα τα πράγματα προσεύχονται στο Θεό και Τον εξυμνούν. Κι έτσι έφτασα στο σημείο να καταλάβω αυτό που Η Φιλοκαλία αποκαλεί, «γνώση της ομιλίας κάθε κτίσματος»… Αισθάνθηκα μια πυρωμένη αγάπη για τον Ιησού Χριστό και για όλα τα κτίσματα του Θεού» (Η εντός ημων βασιλεία, Καλλίστου Ware 39).
«Ο ίδιος Γέροντας Ιερώνυμος έλεγε: «Εγώ θυσιάζω τον εαυτό μου για όποιον προσεύχομαι. δεν μπορώ να προσεύχομαι και να μη θυσιάζω από τον εαυτό μου. Θεωρώ πως η προσευχή εκείνη που γίνεται χωρίς να ματώνει η καρδιά από αγάπη και πόνο, δεν φτάνει στο Θεό. Γι’ αυτό λιώνω στην προσευχή και δεν έχω αντοχή μετά να μιλήσω σε άνθρωπο». (Διδαχές Γερόντων, πρεσβ. Διονυσίου Τάτση σελ. 32)
«Ο Άγιος Σιλουάνος προσηύχετο συχνά ως εξής: -Ω Κύριε, δώσε μου δάκρυα, για να κλαίει η ψυχή μου ημέρα και νύκτα από αγάπη για τον αδελφό!» (Αθωνικό Γεροντικό, Ιωαννικίου Κοτσώνη σελ. 298)

 


Ευσπλαχνία για τα πάντα
«Και τι είναι καρδία ελεήμων; Και είπε:
Καρδία ελεήμων είναι να καίγεται η καρδιά υπέρ όλης της κτίσεως, δηλαδή υπέρ των ανθρώπων και των όρνεων και των ζώων και των δαιμόνων και υπέρ παντός κτίσματος, από τη θύμηση και τη θεωρία των οποίων τρέχουν από τα μάτια δάκρυα και από την πολλή συμπάθεια και την ελεημοσύνη μικραίνει η καρδιά του ελεήμονος και δε μπορεί να υποφέρει να δει ή να ακούσει κάποια βλάβη ή κάτι λυπητερό να γίνεται στην κτίση.
Γι΄ αυτό και υπέρ των αλόγων ζώων και υπέρ των εχθρών της αληθείας και υπέρ εκείνων, που τον βλάπτουν, εύχεται την κάθε ώρα με δάκρυα, όπως τους φυλάξει ο Θεός και τους ελεήσει. Επίσης εύχεται και υπέρ των ερπετών από την πολλή του ελεημοσύνη, η οποία κινείται στην καρδιά του χωρίς μέτρο, κατά ομοίωση του Θεού» (άγιος Ισαάκ ο Σύρος).
«Οι πόνοι της αγάπης είναι γλυκύτεροι από όλες τις άλλες απολαύσεις» (Ντρυντέν)
«Η υπηρέτρια είδε τον κύριό της μία ημέρα να δίνει σε έναν ζητιάνο τη μάλλινη φανέλα του που είχε αγοράσει την παραμονή.
- Μα τέλος πάντων, κύριε, ήταν ανάγκη να δώσεις στο ζητιάνο τη φανέλα που αγόρασες μόλις χθες; Μπορούσες να είχες δώσει την παλιά.
Και ο πονετικός και φιλεύσπλαχνος κύριος τής έδωσε μια υπέροχη απάντηση:
- Ο δυστυχής αυτός είναι αρκετά πλούσιος σε κουρέλια. Ήταν περιττό να τού προσθέσουμε και ένα άλλο» (Θησαυρός Γνώσεων και ευσεβείας)
«Η ανάγκη για στενή ανθρώπινη επαφή μπροστά στο θάνατο περιγράφεται με σπαρακτικό τρόπο σε μια πρόσφατη παρουσίαση ενός νέου έργου της Anna Deavere Smith, που λέγεται Let Me Down Easy (Άφησέ με απαλά). Στο έργο αυτό ένα από τα πρόσωπα είναι μια αξιοθαύμαστη γυναίκα η οποία φροντίζει παιδάκια της Αφρικής που έχουν προσβληθεί από το Έιτζ.
Στο καταφύγιό της δε μπορεί να προσφέρει και πολλή βοήθεια. Τα παιδιά πεθαίνουν κάθε μέρα. Όταν τη ρωτάνε τι κάνει για να ανακουφίσει τον τρόμο των ετοιμοθάνατων παιδιών, απαντάει με δύο φράσεις: «Δεν τα αφήνω ποτέ να πεθάνουν μόνα τους στα σκοτεινά και τους λέω, ‘Θα είσαι πάντα εδώ μαζί μου μέσα στην καρδιά μου’» (Ιρβιν Γιάλομ, Στον κήπο του Επίκουρου, σελ. 142)
«έλεγε ο αββάς Αγάθων: «Αν ήταν δυνατόν να βρω κάποιον λεπρό και να τού δώσω το σώμα μου και να πάρω το δικό του, θα μου ήταν ευχάριστο. Γιατί αυτή είναι η τελεία αγάπη» (Είπε Γέρων, σελ. 37)
Να πονάς και να πενθείς για τους κακούς & το κακό
«Αναφέρει ο π. Αυγουστίνος Καντιώτης: «ήταν φοβερή η εποχή. Συνέλαβαν από τα βουνά κάποιον αντάρτη -τον ξέρουν οι παλαιοί Κοζανίτες- και δεμένο τον έσερναν μέσα στην πόλη. Κάποιοι άνανδροι Κοζανίτες, που όταν εκείνος ήταν στα πράγματα κάθονταν κλαρίνο μπροστά του, τώρα βλέποντάς τον σαν χτυπημένο σκυλί να τον μεταφέρουν στην πόλη, τον έφτυναν. Αυτός ήταν εχθρός μου, επανειλημμένως επιχείρισε να με σκοτώσει. Τον πιάσανε , λοιπόν, και σε άθλια κατάσταση τον έριξαν στη φυλακή. Όταν το έμαθα στενοχωρήθηκα. Πήγα στις φυλακές για να τον δω. Οι υπεύθυνοι των φυλακών δεν με άφηναν να μπω.
- Σε αυτόν έρχεσαι και του φέρνεις φαγητό; Όχι φαγητό, αλλά δηλητήριο να τού δώσεις, μου είπαν.
- Όπως ερχόμουν σε εσάς και έφερνα φαγητό στη φυλακή και όχι δηλητήριο, το ίδιο θα κάνω και σε αυτόν τον φυλακισμένο, τούς απάντησα.
Με άφησαν και μπήκα. Όταν άνοιξε η πόρτα και με είδε, έκλαψε. Ήταν σε άθλια κατάσταση. Και είπε: Πάτερ Αυγουστίνε, εσύ ήλθες να με δεις! Ούτε η γυναίκα μου ούτε τα παιδιά μου δεν με επισκέφτηκαν. Τώρα πιστεύω ότι υπάρχει Χριστός!» (Ο ήχος των θεϊκών βημάτων, αρχ. Ιωάννου Κωστώφ, σελ.25-26)
«Μου έλεγε κάποια μέρα ο Γέρων Πορφύριος: έρχονται σε μένα καμιά φορά και αγόρια και κορίτσια. Τα καημένα τα παιδιά και τι δεν έχουν κάνει, όλες τις αμαρτίες τις σαρκικές τις έχουν κάνει, μα εγώ τα αγαπώ» (Ανθολόγιο Συμβουλών, Γέροντος Πορφυρίου σελ. 321)
«έχουμε ένα άλλο παράδειγμα κάποιου που επέστρεψε από το Buchenwald (στρατόπεδο συγκέντρωσης Γερμανών). Αυτός όταν τον ρώτησαν, για τα όσα τράβηξε εκεί, είπε ότι τα παθήματά του δεν μπορούσαν καθόλου να συγκριθούν με τη θλίψη που ένιωθε μέσα του για εκείνους τους αξιολύπητους νεαρούς Γερμανούς, οι οποίοι ήταν τόσο σκληροί. Και ότι αυτή η σκέψη, για την κατάντια των ψυχών τους, δεν τον άφηνε καθόλου να ησυχάσει.
Δεν ανησυχούσε για τον εαυτό του, αν και είχε μείνει εκεί τέσσερα ολόκληρα χρόνια, ούτε για τους αμέτρητους ανθρώπους οι οποίοι υπέφεραν και πέθαιναν γύρω του. Αλλά ήταν ανήσυχος για την ψυχική κατάσταση των βασανιστών. Εκείνοι που υπέφεραν ήταν κοντά στο Χριστό, οι εγκληματίες όμως ήταν μακριά του! (αρχιεπ. Antony Bloom, Ζωντανή Προσευχή, σελ. 28)
ΤΑ ΔΥΟ ΔΑΚΡΥΑ
Από τη γη δυο δάκρυα: θερμά μαργαριτάρια,
Ανέβηκαν και στάλαξαν στου Πλάστου τα ποδάρια.
Κι είπε το πρώτο τρέμοντας εμπρός στο θείο θρόνο
«-Εμένα μ’ έβγαλε η καρδιά για το δικό της πόνο»
Κι ο Πλάστης αποκρίθηκε: «-Ούτε στιγμή μη χάνης!
Σύρε να γίνης βάλσαμο, τον πόνο της να γιάνης».
Κι είπε και τ΄ άλλο τρέμοντας εμπρός στο θείο θρόνο:
«-Εμένα μ΄ έβγαλε η καρδιά για κάποιο ξένο πόνο»!
Κι ο πλάστης αποκρίθηκε: «Εσύ μαζί μου μείνε!
Της ευσπλαχνίας τα δάκρυα, δικά μου δάκρυα είναι». (Ι. Πολέμης)

Από άνθρωπος, απάνθρωπος, θηρίο, διάβολος…
«Όλα είναι υπέροχα, όταν βγαίνουν από τα χέρια του Θεού, και όλα εκφυλίζονται στα χέρια του ανθρώπου» (Ζαν Ζακ Ρουσώ)
«Ο κόσμος είναι κτηνωδία, για αυτούς που σκέφτονται, και τραγωδία, για αυτούς που αισθάνονται» (Οράτιος Γουώλπολ)
«Από το «homo homini res sacra» (ο άνθρωπος είναι για τον άνθρωπο πράγμα ιερό) του Σενέκα στο «homo homini lupus» (ο άνθρωπος είναι για τον άνθρωπο λύκος)».
«Ο άνθρωπος είναι κατά βάση άγριο, απαίσιο θηρίο. Εμείς τον ξέρουμε μόνο στην κατάσταση του δαμασμού και της εξημέρωσης που ονομάζεται πολιτισμός. Για τούτο μας τρομάζουν τα ξεσπάσματα της φύσης του όταν τύχει να εκδηλωθούν. Οποτε όμως και όπου οι φραγμοί και οι αλυσίδες της έννομης τάξης πέφτουν και επικρατεί αναρχία, γίνεται αμέσως φανερό τι είναι ο άνθρωπος…» (Σοπενάουερ, εκδόσεις Στιγμή σελ. 30)
«Ο Φον Σίραχ, που καταδικάστηκε στη Νυρεμβέργη σε είκοσι χρόνια κάθειρξη, είπε για το Χίτλερ, που όπως είναι γνωστό, εφάρμοσε στην πράξη το Νιτσεϊσμό:
«Ως το 1933 ήταν άνθρωπος,
από το 1933-39 ήταν υπεράνθρωπος
κι από το 1940 ήταν απάνθρωπος». (Με Θεό ή δίχως Θεό, Μιχαήλ Μιχαηλιδη σελ. 100)
«Έλα και γίνε σωστός άνθρωπος, για να μη διαψευσθεί με σένα η ονομασία της φύσεως. Άραγε καταλάβατε καλά αυτό που σας είπα; Είναι, λέγει, άνθρωπος, πολλές φορές όμως άνθρωπος στο όνομα και όχι άνθρωπος στο εσωτερικό φρόνημα.
Γιατί, όταν σε δω να ζεις παράλογα, πώς θα σε ονομάσω άνθρωπο και όχι βόδι; Όταν σε δω να αρπάζεις, πώς θα σε ονομάσω άνθρωπο και όχι λύκο; Όταν σε δω να πορνεύεις, πώς θα σε ονομάσω άνθρωπο και όχι γουρούνι; Όταν σε δω δόλιο, πώς θα σε ονομάσω άνθρωπο και όχι φίδι; Όταν σε δω να βγάζεις δηλητήριο από το στόμα σου, πώς θα σε ονομάσω άνθρωπο και όχι κόμπρα; Όταν σε δω ανόητο, πώς θα σε ονομάσω άνθρωπο και όχι όνο; Όταν σε δω να μοιχεύεις, πώς θα σε ονομάσω άνθρωπο και όχι άλογο παθιασμένο από επιθυμία για το θηλυκό; Όταν σε δω απείθαρχο και ασύνετο, πώς θα σε ονομάσω άνθρωπο και όχι πέτρα;
Ο Θεός σου χάρισε ευγένεια, γιατί προδίδεις την αρετή της φύσεώς σου; Η Αγ. Γραφή λέγει: «Ας δημιουργήσουμε τον άνθρωπο σύμφωνα με τη δική μας εικόνα και με τη δυνατότητα να μας μοιάσει». Κατανόησε άνθρωπε, σύμφωνα με την εικόνα ποιού δημιουργήθηκες και μην καταντήσεις στην αθλιότητα των αλόγων ζώων». (Παιδαγωγική Ανθρωπολογία Ιωάννου Χρυσοστόμου, Χαρώνη Β, κειμενο Νο. 844)
«Δεν ονόμασε ματαίως ο Χριστός τον βασιλέα Ηρώδη αλώπεκα (αλεπού). Γενικά ο χαρακτήρας του Ηρώδη ήταν χαρακτήρας αλεπούς. Εκείνος ήταν ύπουλος όπως η αλεπού, περίφοβος όπως η αλεπού και σκληρός επί των αδυνάτων όπως η αλεπού.
Ο χαρακτήρας πολλών κακών ανθρώπων, τους οποίους αποθανάτισε η ιστορία, εκφράζεται σαφώς δια του χαρακτήρα είτε ενός άγριου ζώου είτε δι’ ενός φοβερού φυσικού φαινομένου – της θύελλας, του χαλαζιού, του λοιμού. Ο χαρακτήρας, αντιθέτως, πολλών αγαθών ανθρώπων τους οποίους αποθανάτισε η ιστορία, εκφράζεται σαφώς δια του χαρακτήρα είτε ενός ηπίου ζώου, είτε δι’ ενός καρποφόρου φυτού, είτε δι’ ενός ευχάριστου και ευεργετικού φαινομένου. «Ιδού εγώ αποστέλλω υμάς ως πρόβατα εν μέσω λύκων, γίνεσθε ουν φρόνιμοι ως οι όφεις και ακέραιοι ως αι περιστεραί» (Ματθ. 10, 16)
Η ιστορία σημειώνει μόνον τους επώνυμους εκπροσώπους του καλού και του κακού. Αλλά και όλοι οι άνθρωποι, οι ακολουθήσαντες αυτούς τους επώνυμους εκπροσώπους του καλού και του κακού και οι οποίοι από τους ιστορικούς ωνομάσθησαν αγέλη ή μάζα του λαού – όλοι αυτοί έχουν έκαστος τον χαρακτήρα του». (Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς, Στοχασμοί περί του καλού και του κακού, εκδ. Μεταμορφώσεως Μήλεσι, σελ. 235)
«Ο άνθρωπος είναι μια ύπαρξη με τις πλέον μεγάλες διαστάσεις: εκτείνεται από το διάβολο μέχρι το Θεό, και δύναται να γίνει και Θεός κατά χάρη, και διάβολος κατά την ελεύθερη βούληση του. Μέσα σε κάθε αμαρτία υπάρχει και ολίγον τι του διαβόλου. Δια της φιλαμαρτίας και της εκούσιας και επιμόνου παραμονής εις την αμαρτία, ο άνθρωπος βαθμιαίως διαβολοποιείται, μεταβάλλεται βαθμιαίως εις διαβολάνθρωπο και δημιουργεί θεληματικώς την κόλαση δια τον εαυτό του. Διότι κάθε αμαρτία είναι μια μικρή κόλαση.
Αντιθέτως, μέσα εις την εκκλησία του Χριστού, γίνεται βαθμηδόν θεάνθρωπος κατά χάριν, και κατ’ αυτόν τον τρόπο αποκτά μέσα εις την ψυχή του τον παράδεισο. Διότι κάθε μια αγία ευαγγελική αρετή είναι μικρός παράδεισος δια την ψυχή». (άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς, Ανθρωπος και Θεάνθρωπος σελ. 96)
Τα σπλάχνα του άσπλαχνου Ιούδα! Πράξεις Αποστόλων
Πραξ. 1,15 Καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις ταύταις ἀναστὰς Πέτρος ἐν μέσῳ τῶν μαθητῶν εἶπεν· ἦν τε ὄχλος ὀνομάτων ἐπὶ τὸ αὐτὸ ὡς ἑκατὸν εἴκοσιν· (=Και κατά τας ημέρας αυτάς εσηκώθηκε ο Πετρος στο μέσον των μαθητών και είπε· ήσαν δε εκεί συνηθροισμένοι εκατόν είκοσι περίπου πρόσωπα·)
Πραξ. 1,16 ἄνδρες ἀδελφοί, ἔδει πληρωθῆναι τὴν γραφὴν ταύτην ἣν προεῖπε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον διὰ στόματος Δαυΐδ περὶ Ἰούδα τοῦ γενομένου ὁδηγοῦ τοῖς συλλαβοῦσι τὸν Ἰησοῦν, (=“άνδρες αδελφοί, έπρεπε να εκπληρωθή ακριβώς η προφητεία της Γραφής, την οποίαν προείπε το Πνεύμα το Αγιον με το στόμα του Δαυίδ δια τον Ιούδαν, ο οποίος έγινε οδηγός εκείνων, που συνέλαβαν τον Ιησούν).
Πραξ. 1,17 ὅτι κατηριθμημένος ἦν σὺν ἡμῖν καὶ ἔλαχε τὸν κλῆρον τῆς διακονίας ταύτης. (Η προφητεία λέγει, ότι είχε και αυτός συμπεριληφθή στον αριθμόν μας και έλαβεν εκ μέρους του Θεού ως τιμητικήν δωρεάν, ωσάν θείον λαχνόν, μέρος εις την αποστολικήν αυτήν διακονίαν).
Πραξ. 1,18 οὗτος μὲν οὖν ἐκτήσατο χωρίον ἐκ μισθοῦ τῆς ἀδικίας, καὶ πρηνὴς γενόμενος ἐλάκησε μέσος, καὶ ἐξεχύθη πάντα τὰ σπλάγχνα αὐτοῦ· (Αυτός μεν, λοιπόν, απέκτησε με τα χρήματα της προδοσίας του κάποιο χωράφι. Και όταν εκρεμάσθη, έπεσε πρηνής κάτω στο χώμα, διερράγη στο μέσον του σώματός του και εχύθηκαν έξω όλα τα σπλάγχνα του»).
Καθολική Επιστολή Ιακώβου:
«Ιακ. 2,13 ἡ γὰρ κρίσις ἀνέλεος τῷ μὴ ποιήσαντι ἔλεος· κατακαυχᾶται ἔλεος κρίσεως. (Μη παρασύρεσθε από από την προσωποληψίαν και φαίνεσθε σκληροί και άσπλαγχνοι απέναντι των πτωχών και ασήμων, διότι η κρίσις του Θεού θα είναι χωρίς έλεος, δι' εκείνον, που δεν έδειξε έλεος προς τους αδελφούς του. Το έλεος και η ευσπλαγχνία κατανικά και εξουδετερώνει την καταδίκην»).
«Ρώτησαν τον φιλόσοφο Στίλπωνα, αν υπάρχει κάτι πιο ψυχρό από ένα άγαλμα.
«Ναι», είπε, «ένας αναίσθητος άνθρωπος». (Αρχαία Ελληνικά ανέκδοτα, Σωκράτη Γκίκα σελ. 30)

 

«Έλεγαν για τον αββά Σεραπίωνα ότι στην Αλεξάνδρεια συνάντησε έναν φτωχό που έτρεμε από το κρύο, στάθηκε την ώρα εκείνη και συλλογίσθηκε: «Πώς εγώ που έχω την ιδέα ότι είμαι ασκητής φορώ χιτώνα, και αυτός ο φτωχός –καλύτερα ο  Χριστός- πεθαίνει από το κρύο; Σίγουρα αν τον αφήσω και πεθάνει, θα κριθώ την ημέρα της κρίσεως ως φονιάς».

Και ξεντύθηκε ως καλός αθλητής και έδωσε το ρούχο που φορούσε στον φτωχό και καθόταν έχοντας στη μασχάλη του το μικρό ευαγγέλιο,που το κρατούσε πάντοτε. Περνώντας από κει αυτός που αποκαλείται ο επί της τάξεως, σαν τον είδε γυμνό, του λέει:

«Αββά Σεραπίων, ποιος σε ξέντυσε;» Βγάζει ο αββάς το μικρό ευαγγέλιο και του λέει: «Αυτός με ξέντυσε».

Σηκώνεται κατόπιν από κει και ανταμώνει κάποιον που κρατούνταν για χρέος από άλλον, γιατί δεν είχε να του το εξοφλήσει. Πουλάει λοιπόν ο αθάνατος Σεραπίων το μικρό ευαγγέλιο και δίνει το χρέος του ανθρώπου που βρισκόταν σε δύσκολη θέση. Και επέστρεψε στο κελί του γυμνός. Σαν τον είδε ο μαθητής του γυμνό, του λέει: «Αββά, που είναι το κοντό σου κολόβιο;»

Και απάντα ο Γέροντας: «Το έστειλα παιδί μου, εκεί που θα το χρειασθούμε». «Και το μικρό σου ευαγγέλιο –ρωτά ο αδελφός- που είναι;»  Κι ο γέροντας αποκρίνεται: «Να παιδί μου, αυτόν που μου έλεγε καθημερινά, πούλησε ό,τι έχεις και δώσε τα στους φτωχούς, αυτόν πούλησα και έδωσα σε φτωχούς, ώστε την ημέρα της Κρίσεως να βρούμε μεγαλύτερη παρρησία ενώπιον του». (Μέγα Γεροντικό τόμος Γ σελ. 417)

Η ευσπλαχνία του Χριστού και των αγίων…

«Καὶ ἐξελθὼν ὁ Ἰησοῦς εἶδε πολὺν ὄχλον, καὶ ἐσπλαγχνίσθη ἐπ᾿ αὐτοῖς καὶ ἐθεράπευσε τοὺς ἀῤῥώστους αὐτῶν.

(=Και όταν εβγήκεν ο Ιησούς από εκεί που έμενεν, είδε πολύν λαόν, επλαγχνίσθη αυτούς και εθεράπευσεν όλους όσοι ήσαν άρωστοι) (Κατά Ματθαίον 14,14)

«Ὁ δὲ Ἰησοῦς προσκαλεσάμενος τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ εἶπε· σπλαγχνίζομαι ἐπὶ τὸν ὄχλον, ὅτι ἤδη ἡμέραι τρεῖς προσμένουσί μοι καὶ οὐκ ἔχουσι τί φάγωσι· καὶ ἀπολῦσαι αὐτοὺς νήστεις οὐ θέλω, μήποτε ἐκλυθῶσιν ἐν τῇ ὁδῷ.      (=Ο δε Ιησούς επροσκάλεσε τους μαθητάς του και είπε• “σπλαγχνίζομαι τον λαόν αυτόν, ότι τρεις τώρα ημέρας μένουν κοντά μου και δεν έχουν τι να φάγουν. Δεν θέλω δε να τους αφήσω να γυρίσουν εις τα σπίτια των νηστικοί, μήπως και παραλύσουν στον δρόμον και πέσουν από την πείναν”. (Κατά Ματθαίον 15,32)

«ὡς δὲ ἤγγισε τῇ πύλῃ τῆς πόλεως, καὶ ἰδοὺ ἐξεκομίζετο τεθνηκὼς υἱὸς μονογενὴς τῇ μητρὶ αὐτοῦ, καὶ αὕτη ἦν χήρα, καὶ ὄχλος τῆς πόλεως ἱκανὸς ἦν σὺν αὐτῇ. καὶ ἰδὼν αὐτὴν ὁ Κύριος ἐσπλαγχνίσθη ἐπ᾿ αὐτῇ καὶ εἶπεν αὐτῇ· μὴ κλαῖε·      (=Μολις δε επλησίασε εις την πύλην της πόλεως και ιδού εγίνετο η εκφορά ενός νεκρού, ο οποίος ήτο μονογενής υιός εις μητέρα χήραν και αποστράτευτον και πολύς λαός με πολλήν συμπάθειαν προς αυτήν παρακολουθούσε μαζή της την κηδείαν. Και όταν την είδε ο Κυριος, την ευσπλαγχνίσθη και της είπε• “μη κλαίεις”) (Κατά Λουκάν ζ 12,13).

«καὶ ὡς ἤγγισεν, ἰδὼν τὴν πόλιν ἔκλαυσεν ἐπ᾿ αὐτῇ,… (Και καθώς επλησίασε προς την Ιερουσαλήμ και είδε την πόλιν, ανελύθη εις δάκρυα και λυγμούς δι' αυτήν) (Κατά Λουκάν 19,41)

«Προς Φιλιππησίους Επιστολη Απ. Παύλου 1,8:      μάρτυς γάρ μού ἐστιν ὁ Θεός, ὡς ἐπιποθῶ πάντας ὑμᾶς ἐν σπλάγχνοις Ἰησοῦ Χριστοῦ. ( =Διότι είναι μάρτυς μου ο Θεός, πόσον πολύ σας ποθώ και σας αγαπώ με την καρδίαν μου, η οποία ανήκει εξ ολοκλήρου στον Χριστό).

Ἐνδύσασθε οὖν, ὡς ἐκλεκτοὶ τοῦ Θεοῦ ἅγιοι καὶ ἠγαπημένοι, σπλάγχνα οἰκτιρμοῦ (Προς Κολασσαείς επιστολή Παύλου. γ 12)

Ευσπλαχνία και με ένα βλέμμα

«Ελληνας δημοσιογράφος, που βρέθηκε στην Αμερική, διηγείται τα εξης: Στο υπόγειο του μετρό της Ν. Υόρκης, καθόταν μια κοπέλα σε άθλια κατάσταση, ζητώντας ελεημοσύνη. Ο δημοσιογράφος της πλησίασε. Την κοίταξε με συμπόνοια. Και έδωσε τον οβολό του. «Σ' ευχαριστώ που γύρισες να με κοιτάξεις», του είπε. Προσέξτε: Δεν είπε: «σε ευχαριστώ που μου έδωσες κάτι», αλλά «που γύρισες να με κοιτάξεις». (αρχ. Βασιλείου Μπακογιάννη, Τεστ προσωπικότητας σελ. 17)

Η ευσπλαχνία είναι φυσική αρετή

«Ω του θαύματος, αύτη η κυριωτέρα πασών των αρετών φυσική εστίν» (οσίου Πέτρου Δαμασκηνού)

«Κάποιος αδελφός ρώτησε τον αββά Παμβώ: «Γιατί με εμποδίζουν οι δαίμονες να κάνω καλό στον πλησίον μου;» Και ο Γέροντας του λέει: «Μη μιλάς έτσι, γιατί πας να βγάλεις ψεύτη τον Θεό.

Καλύτερα πες: Δεν έχω καθόλου την επιθυμία να σπλαχνίζομαι. Γιατί μας πρόλαβε ο Θεός και είπε: Σας  έχω δώσει εξουσία να πατάτε πάνω σε φίδια και σκορπιούς και να κυριαρχείτε πάνω σε όλη τη δύναμη του εχθρού». (Μέγα Γεροντικό τόμος Γ σελ. 139)

«Δεν υπάρχει αγάπη εκεί όπου δεν υπάρχει θέληση» (Γκάντι)

«Τι να πει κανείς; Είναι και μια αγωγή που είχε δοθεί παλιότερα από μερικούς πνευματικούς κύκλους. Χρόνια τώρα θυμάμαι ένα περιστατικό και δεν μπορώ να το ξεχάσω.

Σε ένα βρεφοκομείο υπηρετούσαν αφιερωμένες νοσοκόμες. Σε κάποιο άρρωστο παιδάκι έπρεπε να κάνει ο γιατρός μια εξέταση με ραδιενέργεια και ζήτησε να πάει μια νοσοκόμα να τον βοηθήσει, αλλά δεν πήγε καμία από αυτές, γιατί φοβόνταν μήπως πάθουν τίποτε από την ραδιενέργεια.

Κατ’ αρχάς , αφού ήταν αφιερωμένες, δεν υπήρχε θέμα. Αν σκέφτονταν να παντρευτούν, τότε θα πείραζε. Αλλά και να σκέφτονταν  να δημιουργήσουν οικογένεια, πάλι έπρεπε να κάνουν μια θυσία σαν πνευματικοί άνθρωποι που ήταν. Κανονικά, έπρεπε να μαλώνουν ποια να πάει. Και τελικά, έτρεξε να βοηθήσει τον γιατρό μια άλλη, που ούτε πνευματικά ζούσε, άλλα και σκεφτόταν να παντρευτεί, γιατί λυπήθηκε το παιδάκι». (Γέροντος Παϊσίου Λόγοι, τόμος Γ σελ. 108)

Είναι το πιο σπουδαίο από όλα

«Αυτό είναι εκείνο, στο οποίο μπορούμε να μοιάσουμε στο Θεό, η ελεημοσύνη και η ευσπλαχνία, όταν λοιπόν δεν έχουμε αυτή την ομοιότητα, είμαστε στερημένοι από κάθε αρετή.

Δεν είπε ο Κύριος, «αν νηστεύετε, θα είσθε όμοιοι με τον ουράνιο Πατέρα σας», δεν είπε, «αν παρθενέψετε», ούτε είπε» αν προσεύχεσθε, θα είσθε όμοιοι με τον ουράνιο Πατέρα σας», γιατί κανένα από αυτά δεν αναφέρεται στο Θεό, ούτε ο Θεός ασχολείται με κάποιο από αυτά.

Αλλά τι λέγει; «Να είσθε σπλαχνικοί προς τους ανθρώπους, όπως είναι σπλαχνικός προς όλους ο ουράνιος Πατέρας σας». Αυτό είναι το έργο του Θεού».

«Αυτή η τέχνη (της ευσπλαχνίας) είναι ανώτερη από όλες εκείνες.

Το εργαστήριό της έχει κτιστεί στους ουρανούς. Τα εργαλεία της δεν είναι κατασκευασμένα από σίδερο και χαλκό, αλλά από αγαθότητα και καλή διάθεση. Αυτής της τέχνης δάσκαλος είναι ο Χριστός και ο Πατέρας Του.

Γιατί λέγει ο Χριστός: «Γίνεσθε ευσπλαχνικοί, όπως και ο ουράνιος Πατέρας σας». Και το θαυμαστό βέβαια είναι, ότι παρόλο που είναι τόσο πολύ ανώτερη από τις άλλες τέχνες, δεν χρειάζεται ούτε κόπο, ούτε χρόνο, για να την κατορθώσει κανείς, αρκεί να θελήσει, και το παν κατορθώθηκε». (Παιδαγωγική Ανθρωπολογία Ιωάννου Χρυσοστόμου, Χαρώνη Β. κείμενα Νο 3256, 3257)

Το όνομα αυτού Εμμανουήλ. Ματθαίου α' 23. 
Ο Ιησούς έχει και το ωραίο όνομα «Εμμανουήλ, ο έστι μεθερμηνευόμενον μεθ’ ημών ο Θεός»!
Τα ονόματα του Ιησού δεν είναι τόσο γι’ Αυτόν όσο για μάς. Ο Θεός είναι ανώνυμος, απερίγραπτος, άρρητος, ανέκφραστος.

Όταν ο άνθρωπος Μωυσής τον ρώτησε για το όνομά του, Εκείνος απήντησε: «Εγώ ειμί ο ών... τούτο μου εστίν όνομα αιώνιον» (Γεν. γ' 14, 15).

Ο Θεός δεν έχει όνομα για τον εαυτό του. Γι’ αυτό και το όνομα Εμμανουήλ δεν αναφέρεται τόσο σ’ Εκείνον όσο σε μάς. Αποκαλύπτει ότι οι άνθρωποι έχουν πια κοντά τους τον Θεό.
Ο Εμμανουήλ είναι όνομα για δική μας χρήσι. Είναι το όνομα, που περιμέναμε ν' ακουσθή στον αέρα της «ολεθρίας γης» της εξορίας μας.

Είναι το όνομα του ελευθερωτού μας. Του Θεού μας. Ο Ιησούς είναι ο Εμμανουήλ γιατί εμείς ήμαστε εξόριστοι. Ο Ιησούς είναι ο Εμμανουήλ γιατί εμείς είχαμε φύγει μακρυά.

Ο Ιησούς παίρνει το όνομα Εμμανουήλ γιατί ήθελε να μας βρη στον τόπο της καταδίκης μας. Το όνομα Εμμανουήλ είναι ο χιτώνας, που ντύθηκε η θεία φύσις του Ιησού για να έλθη κοντά μας. Να ζήση μαζί μας.

Είναι το μύρο, με το οποίο τον έχρισεν ο Θεός για να ευωδιάση τις μολυσμένες καρδιές μας. «Μύρον εκκενωθέν όνομά σου» (Άσμα α' 3).
«Ουδέν άλλο δηλοί το “καλέσουσιν Εμμανουήλ" ή ότι όψονται Θεόν μετά ανθρώπων. Αεί μεν γαρ γέγονε μετά ανθρώπων, ουδέποτε δε ούτω σαφώς» (Ιωάννης Χρυσόστομος, ΥΜ. 41).
“ΕΚΕΙΝΟΣ”, ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΧΕΛΩΟΥ, εκδόσεις Γρηγόρη, σελ. 28

Φωτεινό αστέρι. 
«Αναμιμνήσκω σε αναζωπυρείν το χάρισμα του Θεού...» (Β' Τιμ. α' β)
Ο Blondin, ο ονομαστός ακροβάτης, περπατώντας επάνω σ’ ένα τεντωμένο σχοινί, κατώρθωσε να διαβή στο επικίνδυνο σημείο του τον ορμητικό καταρράκτη του Νιαγάρα. Το επέτυχε δε χάρις στην εξής επινόησι: Στο απέναντι ακριβώς μέρος και σε ανάλογο ύψος είχε τοποθετήσει ένα φωτεινό αστέρι. Σ’ όλη τη διαδρομή είχε καρφώσει την προσοχή του εκεί και με αυτό τον τρόπον απέφυγε τη ζάλη του χάους και του θορύβου.
Κάτι ανάλογο θα μπορούσε να πή κανείς για τον κάθε πιστό. Καρφώνοντας και εκείνος το βλέμμα του διαρκώς στο άστρο της θείας αγάπης, κατορθώνει να διαβή τον καταρράκτη της αμαρτίας και να φθάση στην απέναντι όχθη της μακαριστής ειρήνης και των χαρισμάτων του Θεού, με τα οποία εστολίσθη.
(Ψιχία από της τραπέζης, Συλλογή Κ. Κούρκουλα, Αθήνα 1973, Νο43)

Επιμονή
Κάποιος που εδραπέτευσε, για να σωθή από τους εχθρούς του, ηναγκάσθη να καταφύγη και να κρυφτή μέσα σ’ ένα ερειπωμένο σπίτι για πολλές ώρες. Για να περάση την ώρα του, άρχισε να παρακολουθή ένα μυρμήγκι, που σήκωνε ένα σπόρο σιταριού πολύ μεγαλύτερο από το μπόι του, και τ ανέβαζε πάνω σ έναν ψηλό τοίχο. Εξήντα εννέα φορές εμέτρησε ότι του έφυγε εκείνο το σπειρί, αλλά την εβδομηκοστή κατώρθωσε τέλος να το μεταφέρη εκεί που ήθελε, στην κορυφή του τοίχου.
Η θέα του μυρμηγκιού αυτού και της υπομονητικής επιμονής του, του ξανάδωσε θάρρος, και δεν ελησμόνησε ποτέ, λέγει, το μάθημα αυτό.
Κι εμείς ποτέ δεν πρέπει ν’ αποκάμνωμε (Λουκά ιη’ 1). Με την υπομονή και επιμονή νικώνται oι δυσκολίες!...
(Ψιχία από της τραπέζης, Συλλογή Κ. Κούρκουλα, Αθήνα 1973, Νο545)

(Π.Ν. Τρεμπέλα, Υπόμνημα ερμηνευτικο στο κατά Ιωάννην στα νέα Ελληνικά!, Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους)

Ιω. 1,19 Καὶ(1) αὕτη ἐστὶν ἡ μαρτυρία τοῦ Ἰωάννου, ὅτε(2) ἀπέστειλαν οἱ Ἰουδαῖοι(3) ἐξ Ἱεροσολύμων(4) ἱερεῖς(5) καὶ Λευΐτας(6) ἵνα ἐρωτήσωσιν αὐτόν· σὺ τίς εἶ(7);
Ιω. 1,19 Και αυτή είναι η μαρτυρία του Ιωάννου, όταν έστειλαν οι Ιουδαίοι από τα Ιεροσόλυμα ιερείς και Λευΐτας να τον ερωτήσουν• “συ ποιός είσαι;”
(1)   Εισάγει πλήρη τη μαρτυρία του Ιωάννη για την οποία έγινε λόγος στους στίχους 7 και 15 (ο). «Φροντίζει να μας εξηγήσει πλατύτερα… εκείνα που ήδη ανήγγειλε συνενωμένα σαν σε περίληψη. Διότι αφού είπε «Παρουσιάστηκε κάποιος άνθρωπος… να μαρτυρήσει για το φως», κατ’ ανάγκη παρουσιάζει και τον τρόπο της μαρτυρίας που δόθηκε από αυτόν» (Κ). Έτσι μετά τον Πρόλογο η αρχή του ευαγγελίου και στον Ιωάννη γίνεται όπως και στο Μάρκο, με μόνη τη διαφορά ότι ο μεν Μάρκος παραθέτει την προς τα πλήθη μαρτυρία του Βαπτιστή, ενώ ο Ιωάννης την επίσημη μαρτυρία προς τους απεσταλμένους του συνεδρίου, η οποία έγινε μετά το βάπτισμα του Ιησού (β).
(2)   Το «όταν» αποδίδεται στη μετοχή «η γενομένη(=η οποία έγινε)» που υπονοείται (δ).
(3)   Πρόκειται για το συνέδριο, το οποίο μαζί με τον πρόεδρό του αποτελούνταν από 71 μέλη. Τα πρώτα ίχνη για την ύπαρξη αυτού του σώματος τα συναντούμε στα χρόνια του Αντιπάτρου και του Ηρώδη (Ιωσήπ. Αρχ. ιδ 9,4). Πάντως όμως πρόκειται για ανανέωση θεσμού πολύ αρχαίου (Δες Αρ. ια 16,Β΄Παρ. ιθ 8), και στα χρόνια των Μακκαβαίων (Α΄ Μακ. ιβ 5,Β΄Μακ. α 10,δ 44 κλπ.) το σώμα που ονομαζόταν γερουσία ήταν ανάλογο με τα αρχαία πολυμελή δικαστήρια. Μέλη του συνεδρίου αποτελούσαν οι αρχιερείς, δηλαδή αυτοί που διατέλεσαν αρχιερείς και αντικαταστάθηκαν από άλλους, οι πρεσβύτεροι και άρχοντες του λαού και τέλος οι γραμματείς (g).
Η ονομασία Ιουδαίοι μετά τα χρόνια της αιχμαλωσίας αποδίδεται σε ολόκληρο το λαό του Ισραήλ, διότι η πλειοψηφία από αυτούς που γύρισαν από την αιχμαλωσία ανήκαν στη φυλή του Ιούδα. Στον Ιωάννη ως επί το πλείστον αναφέρεται με θρησκευτική εκδοχή. Σημαίνει το έθνος ως κοινότητα άπιστη, η οποία στην πλειοψηφία της και με τους άρχοντές της είχε απορρίψει τον Μεσσία (F,g). Καθένας θα νόμιζε, ότι οι άρχοντες στα Ιεροσόλυμα, μεταξύ των οποίων ήταν πολλοί αρχιερείς και γραμματείς, ως πηγές μάθησης και ως οδηγοί στη συναγωγή θα είχαν αντιληφθεί από την ανάγνωση των βιβλίων του νόμου τα σημεία των καιρών της επικείμενης έλευσης του Μεσσία και συνεπώς θα έσπευδαν τώρα να εγκολπωθούν τον Πρόδρομό του. Αλλά αντί για αυτό έστειλαν απεσταλμένους να ζητήσουν λόγο από αυτόν. Κοσμική σοφία, τιμές και αξιώματα σπάνια προδιαθέτουν τις διάνοιες των ανθρώπων για υποδοχή του θείου φωτός.
(4)   Εξαρτάται όχι από το Ιουδαίοι (=οι Ιουδαίοι από τα Ιεροσόλυμα), αλλά από το απέστειλαν=έστειλαν από τα Ιεροσόλυμα (g).
(5)   «Έστειλαν οι Ιουδαίοι αυτούς που είχαν καλύτερους· ιερείς δηλαδή και λευΐτες, και αυτούς Ιεροσολυμίτες» (Θφ). Εξηγείται επίσης αυτό και από το ότι ο Ιωάννης ως γιος ιερέα, κίνησε με τη δράση του το ενδιαφέρον της τάξης, στην οποία ανήκε άλλοτε και ο πατέρας του, (β), αλλά κυρίως από το ότι η κίνηση γύρω από τον Ιωάννη γινόταν ολοένα σοβαρότερη και ο λαός άρχιζε να διερωτάται, μήπως ο Ιωάννης ήταν ο Μεσσίας (g).
(6)   Αυτοί που δεν κατάγονταν από το γένος Ααρών, στο οποίο είχε επιφυλαχτεί η ιερωσύνη, οι οποίοι διακονούσαν τους ιερείς και των οποίων έργο ήταν να καθαρίζουν τα ιερά σκεύη και το ναό, να φροντίζουν τους ιερούς άρτους, να ανοίγουν και να κλείνουν τις πύλες, να ψάλλουν ύμνους στο ναό και άλλα (G). Δεν ήταν απλοί θυρωροί στο ναό, αλλά ήταν και εντεταλμένοι να διδάσκουν το λαό στο νόμο (Β΄ Παρ. ιζ 7-9,λε 3). Πιθανώς λοιπόν ανήκαν από αυτούς πολλοί στους γραμματείς που αναφέρονται στα ευαγγέλια, και ως τέτοιοι ήταν κάποιοι και μέλη του συνεδρίου (g).
(7)   Το ερώτημα σχετίζεται με τη γενική τότε στον Ισραήλ προσδοκία του Μεσσία=Είσαι ο Μεσσίας ο ίδιος ή κάποιος άλλος από εκείνους, οι οποίοι θα προηγηθούν από αυτόν; (g).

Ιω. 1,20 καὶ(1) ὡμολόγησε(2), καὶ(1) οὐκ ἠρνήσατο(2)· καὶ(1) ὡμολόγησεν(2) ὅτι οὐκ εἰμὶ ἐγὼ ὁ Χριστός(3).
Ιω. 1,20 Και ωμολόγησε, και δεν ηρνήθη. Και ωμολόγησεν ότι “δεν είμαι εγώ ο Χριστός”.
(1)   Λαμπρό παράδειγμα σύνταξης κατά παράταξη (β).
(2)   Το δεύτερο «και ωμολόγησεν» αποσιωπάται από τον σιναϊτ., τη συριακή μετάφραση του Cureton και τον Ω. Η διπλή επανάληψη του ομολόγησε και η αρνητική μορφή της ίδιας ιδέας προσδίδουν ύψιστη έμφαση στην άρνηση του Ιωάννη (ο).
(3)   Παλαιότερη γραφή: Εγώ ουκ ειμί ο Χριστός. Σύμφωνα με αυτήν δίνεται έμφαση στο Εγώ.
«Δεν είπε ποιος είναι, το οποίο έκανε ύστερα, αλλά αποβλέποντας στο λογισμό τους και γνωρίζοντας τι θέλουν, αμέσως από την αρχή απέκλεισε αυτό που ήλπιζαν να πει» (Ζ).
«Αυτό θα πει δούλος ευγνώμων, όχι μόνο να μην αρπάζει τη δόξα που ανήκει στο δεσπότη του, αλλά και όταν του την αποδίδουν οι πολλοί, να την αποποιείται» (Χ).
Σημείωσε την εδώ μεγάλη αντίθεση μεταξύ του Ιωάννη και του Κυρίου. Ο Ιωάννης λέει: Δεν είμαι εγώ. Ο Ιησούς λέει: Εγώ είμαι η οδός και η αλήθεια και η ζωή. Ο Ιωάννης είναι εδώ ο τύπος κάθε χριστιανικής μαρτυρίας. «Διότι δεν κηρύσσουμε τους εαυτούς μας, αλλά τον Ιησού Χριστό ως Κύριο, και τους εαυτούς μας δούλους σας για χάρη του Ιησού» (Β΄ Κορ. δ 5)(τ).
Οι διάκονοι του Χριστού πρέπει να θυμούνται πάντοτε, ότι δεν είναι αυτοί ο Χριστός και συνεπώς δεν πρέπει για κανένα λόγο να σφετερίζονται τις δυνάμεις του και τα προνόμιά του, ούτε να αποδέχονται τις τιμές, οι οποίες ανήκουν σε αυτόν. Δεν είναι αυτοί ο Χριστός και για αυτό δεν πρέπει να κατακυριεύουν την κληρονομία του Θεού, ούτε να είναι κύριοι της πίστης των Χριστιανών. Δεν έχουν αυτοί τη δύναμη να δημιουργούν χάρη και ειρήνη, αλλά μόνο καλούνται να καταστήσουν τους εαυτούς τους κατάλληλα όργανα του Χριστού, ο οποίος είναι η μόνη πηγή της χάρης και της ειρήνης. Στους πειρασμούς της υπερηφάνειας και της αποδοχής τιμών, οι οποίες δεν ανήκουν σε εμάς αλλά στο Χριστό, πρέπει να αντιστεκόμαστε με κάθε δύναμη.

Ιω. 1,21 καὶ ἠρώτησαν αὐτόν· τί οὖν(1); Ἠλίας εἶ σύ(2); καὶ λέγει· οὐκ εἰμί(3). ὁ προφήτης εἶ σύ(4); καὶ ἀπεκρίθη, οὔ.
Ιω. 1,21 Και τον ηρώτησαν πάλιν• “λοιπόν ποίος είσαι; Μηπως είσαι ο Ηλίας;” Και είπεν ο Ιωάννης• “δεν είμαι”.“Είσαι συ ο προφήτης,” και απήντησεν• “όχι”.
(1)   Υπονοείται όχι «εἶ σύ»(=Τι είσαι λοιπόν;) αλλά μάλλον το «εστί»=Τι είναι λοιπόν; Τι συμβαίνει λοιπόν; (g). Τι συμπέρασμα βγαίνει από την άρνησή σου; (ο). Ο βατικανός κώδικας παρ’ όλα αυτά έχει τη γραφή «σύ οὖν τί;»(=εσύ λοιπόν τι είσαι;).
(2)   «Διότι περίμεναν ότι θα έλθει και ο Ηλίας. Διότι έχει γραφτεί στον προφήτη Μαλαχία (δ 4), Θα σας στείλω τον Ηλία τον Θεσβίτη» (Ζ). Στο λαό επικρατούσε η άποψη, ότι ο Μεσσίας θα έμενε κρυμμένος έως ότου θα δειχνόταν και θα χριόταν από τον Ηλία (Διάλογος προς Τρύφωνα 8). Ο σιναϊτ., βατικανός και ο L αποσιωπούν το σύ.
(3)   Ο Πρόδρομος υπήρξε με πνευματική έννοια ο Ηλίας των Ιουδαϊκών προσδοκιών (Ματθ. ια 14,Λουκ. α 17), δεν ήταν όμως και ο Ηλίας, με την έννοια που τον θεωρούσαν αυτοί που έθεταν σε αυτόν το ερώτημα αυτό (β). Ο Κύριος με έννοια πνευματική δεχόταν τον Ιωάννη ως Ηλία (δες Λουκ. α 17), ενώ οι Ιουδαίοι ανέμεναν προσωπική επάνοδο του Ηλία με σώμα (μ).
(4)   «Δεν αρνήθηκε ο Ιωάννης ότι είναι προφήτης, αλλά το «ο προφήτης», εκείνος ο προσδοκώμενος» (Θφ).
«Επειδή αν και πολλοί προφήτες εμφανίστηκαν στο Ισραήλ, ένας όμως αναμενόταν κατά εξαιρετικό τρόπο, ο οποίος προφητεύτηκε από τον Μωϋσή σύμφωνα με το ρητό που έλεγε, Προφήτη θα σας αναστήσει ο Κύριος… όπως εμένα… (Δευτ. ιη 15), για αυτό για τρίτη φορά ρωτούν όχι αν ήταν προφήτης, αλλά «ο» προφήτης. Και αυτή την ονομασία εκείνοι δεν την απέδιδαν στο Χριστό, αλλά θεωρούσαν ότι αυτός είναι διαφορετικό πρόσωπο από το Χριστό» (Ω).
Φαίνεται ότι οι Ιουδαίοι διαχώριζαν τον προφήτη από τον Μεσσία (Ιω. ζ 40,41). Οι απόστολοι όμως ταύτισαν αυτούς (Πράξ. γ 22,ζ 37) και διακήρυξαν το Χριστό ως δεύτερο Μωϋσή ασύγκριτα υπεροχότερο, του οποίου το ευαγγέλιο αντικατέστησε το μωσαϊκό νόμο (μ).

Ιω. 1,22 εἶπον οὖν(1) αὐτῷ· τίς εἶ(2); ἵνα ἀπόκρισιν(3) δῶμεν τοῖς πέμψασιν ἡμᾶς· τί λέγεις περὶ σεαυτοῦ;
Ιω. 1,22 Είπαν εν τέλει εις αυτόν• “ποίος είσαι; Πες μας, δια να δώσωμεν απάντησιν εις εκείνους που μας έστειλαν. Τι λέγεις δια τον ευατόν του;”
(1)   Αφού επανειλημμένα αρνήθηκε, είπαν λοιπόν σε αυτόν. Σύνδεσμος που συνηθέστατα χρησιμοποιείται από τον Ιωάννη (συναντιέται στο Ευαγγέλιο 195 φορές) σπανιότερα με έννοια συλλογιστική ή συμπερασματική, ενώ συνηθέστατα με έννοια αφηγηματικής μετάβασης (β).
(2)   Φανερώνει κάποιο είδος ανυπομονησίας η ερώτηση.
«Βλέπεις ότι αυτοί μεν επιμένουν περισσότερο και πιέζουν και ξαναρωτούν και δεν απομακρύνονται, ενώ εκείνος στην αρχή αναιρεί με επιείκεια τις ανύπαρκτες υπόνοιες και έπειτα αναφέρει αυτήν που ισχύει;» (Χ).
(3)   Ελλειπτική πρόταση που εξαρτάται από κύρια πρόταση που εξυπακούεται, δηλαδή, πες μας, για να… απάντησέ μας για να… (ο).

Ιω. 1,23 ἔφη· ἐγὼ(1) φωνὴ(2) βοῶντος(3) ἐν τῇ ἐρήμῳ(4), εὐθύνατε(5) τὴν ὁδὸν Κυρίου, καθὼς εἶπεν Ἡσαΐας ὁ προφήτης.
Ιω. 1,23 Είπεν ο Ιωάννης• “εγώ είμαι η φωνή του ανθρώπου, που φωνάζει δυνατά εις την έρημον τα λόγια του προφήτου Ησαΐου• κάμετε ευθύν τον δρόμον του Κυρίου• 
(1)   Τα λόγια του Ησαΐα (μ 3), τα οποία οι συνοπτικοί (Ματθ. γ 3,Μάρκ. α 2-3,Λουκ. γ 4) εφαρμόζουν στον Ιωάννη και στην αποστολή του, εφαρμόζει και ο ίδιος ο Ιωάννης στον εαυτό του (β). Απαντώντας έτσι ο Ιωάννης, κατά κάποιο τρόπο εξαλείφει το πρόσωπό του και αφήνει να φανεί μόνο η αποστολή του (ο). «Αμέσως κατέφυγε στον προφήτη, κάνοντας και από αυτό αξιόπιστο το λόγο» (Χ). Απαντά με λόγια της Γραφής, δείχνοντας ότι σε αυτόν εκπληρώνεται η Γραφή και ότι το έργο και αξίωμά του βασιζόταν σε θείο κύρος. Απαντά συγχρόνως με πολύ ταπεινές και μετριόφρονες φράσεις εκλέγοντας εκείνο το χωρίο της Γραφής, το οποίο μιλά όχι για το αξίωμά του, αλλά για το καθήκον του και την εξάρτησή του από τον ερχόμενο Μεσσία.=Είμαι φωνή και τίποτα άλλο παρά μόνο μία απλή φωνή. Οι συνοπτικοί παραθέτουν σύμφωνα με τους Ο΄, ενώ ο Ιωάννης από μνήμης μάλλον από το Εβραϊκό κείμενο (β). Η έλλειψη του ρήματος (ειμί) προσδίδει μεγάλη ζωηρότητα στην απάντηση (ο)
(2)   «Ο Ιωάννης ήταν φωνή σε συγκεκριμένο χρόνο, ο Χριστός ήταν ο αιώνιος Λόγος στην αρχή» (Αυ). Ο Ιωάννης «υπήρξε η φωνή, αλλά όχι ο Λόγος» (Εφραίμ).
(3)   Η έννοια του προφητικού χωρίου είναι αυτή: Ο Ιεχωβά πρόκειται να εμφανιστεί για να δείξει τη δόξα του. Κατά τις στιγμές, οι οποίες προηγούνται αυτής της εμφάνισης, ακούγεται κάποια φωνή, η οποία προσκαλεί τον Ισραήλ να ετοιμάσει την οδό, από την οποία πρόκειται ο Ιεχωβά να έλθει, όπως συνηθιζόταν γενικώς στην Ανατολή πριν την άφιξη του μονάρχη ή του ηγεμόνα να καθαρίζουν και να κάνουν ευθεία την οδό, από την οποία θα ερχόταν (g).
(4)   Πρέπει να συνδεθεί μάλλον με το βοώντος παρά με το ευθύνατε. Η έρημος, όπου κήρυττε ο Ιωάννης, ήταν έμβλημα της ηθικής κατάστασης του Ισραήλ (g).
(5)   Η οδός η βασιλική, από την οποία έπρεπε να περάσει ο Ιεχωβά, δεν ήταν ετοιμασμένη στις καρδιές του Ισραήλ (g).

Ιω. 1,24 καὶ οἱ ἀπεσταλμένοι(1) ἦσαν ἐκ τῶν Φαρισαίων(2)·
Ιω. 1,24 Και οι απεσταλμένοι ήσαν από την τάξιν των Φαρισαίων.
(1)   Η ιερατική τάξη, από την οποία η αποστολή αυτή είχε καταρτιστεί σύμφωνα με τον σ. 19, ανήκε ως επί το πλείστον στη μερίδα των Σαδδουκαίων, υπήρχαν όμως στην αποστολή και κάποιοι Φαρισαίοι. Υπάρχει και γραφή χωρίς το άρθρο.=Υπήρχαν εκεί και κάποιοι άλλοι σταλμένοι από τους Φαρισαίους.
(2)   Σημειώνει αυτό, για να εξηγηθεί ο λόγος για τον οποίο προβάλλεται το ακόλουθο ερώτημα. Για τους υπερσυντηρητικούς Φαρισαίους το βάπτισμα του Ιωάννη ήταν καινοτομία (β).

Ιω. 1,25 καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν καὶ εἶπον αὐτῷ· τί οὖν βαπτίζεις(1), εἰ σὺ οὐκ εἶ ὁ Χριστὸς οὔτε Ἠλίας οὔτε ὁ προφήτης;
Ιω. 1,25 Και με τόνον επιτιμητικόν τον ηρώτησαν και του είπαν• “διατί λοιπόν βαπτίζεις, αφού συ δεν είσαι ο Χριστός ούτε ο Ηλίας ούτε ο προφήτης;”
(1)   Ο σιναϊτικός κώδικας παραλείπει το «και ηρώτησαν». Μέχρι τώρα κανείς υπαινιγμός δεν δόθηκε ότι το έργο του Ιωάννη ήταν και να βαπτίζει. Προϋποτίθεται, ότι όλοι οι αναγνώστες του Ευαγγελίου γνωρίζουν αυτό. Αλλά γιατί να βαπτίζονται οι Ιουδαίοι; Το βάπτισμα είχε προαναγγελθεί ως δείγμα προσέγγισης της Μεσσιακής βασιλείας (Ιεζ. λστ 25). Εφόσον λοιπόν ο Ιωάννης δέχτηκε ότι ούτε ο Μεσσίας ούτε ο Ηλίας, ούτε ο προφήτης ήταν, τίθεται σε αυτόν το νέο αυτό ερώτημα (β).
«Οι απεσταλμένοι των Φαρισαίων… απευθύνουν στον βαπτιστή κατά κάποιο τρόπο υβριστικά και ανόητα λόγια, με το να λένε, Γιατί λοιπόν βαπτίζεις… επειδή ήθελαν… να τον εμποδίσουν να βαπτίζει, ίσως θεωρώντας ότι το βάπτισμα δεν είναι έργο κανενός άλλου παρά μόνο του Χριστού και του Ηλία και του προφήτη» (Ω).

Ιω. 1,26 ἀπεκρίθη αὐτοῖς ὁ Ἰωάννης λέγων· ἐγὼ βαπτίζω ἐν ὕδατι(1)· μέσος δὲ ὑμῶν(2) ἕστηκεν(3) ὃν ὑμεῖς(4) οὐκ οἴδατε(5).
Ιω. 1,26 Απήντησεν εις αυτούς ο Ιωάννης και είπε• “εγώ μεν σας βαπτίζω με νερό• ανάμεσα σας δε στέκει και θα εμφανισθή έντος ολίγου εκείνος, τον οποίον σεις δεν γνωρίζετε.
(1)   Η αντίθεση εδώ δεν είναι κυρίως μεταξύ του βαπτίσματος του Ιωάννη και του βαπτίσματος του Ιησού, αλλά μεταξύ του Ιωάννη και μεταξύ του Μεσσία. Είναι σαν να έλεγε σε αυτούς: Έφθασαν οι μεσσιακοί χρόνοι· ο Μεσσίας ήδη ήλθε και είναι μεταξύ σας. Και εγώ ως πρόδρομός του έχω το δικαίωμα να βαπτίζω (g,β). Ναι· βαπτίζω και από αυτό σωστά συμπεραίνεται, ότι έχω κάποια σχέση με το Μεσσία. Αλλά το βάπτισμά μου δεν δίνει την πραγματική μεσσιακή κάθαρση. Είναι απλό σύμβολο, γρήγορα όμως το σύμβολο αυτό θα αντικατασταθεί από την πραγματικότητα (μ). «Βαπτίζω με νερό μόνο που δεν έχει άφεση αμαρτιών, αλλά προετοιμάζει στο να δεχτεί κάποιος το πνευματικό βάπτισμα, το οποίο δίνει την άφεση των αμαρτιών» (Θφ).
(2)   «Αυτό το είπε διότι ήταν φυσικό, να έχει αναμιχτεί ο Κύριος με το λαό, σαν ένας από τους πολλούς» (Χ).
(3)   Υπάρχει και η γραφή στήκει (=τώρα δα στέκεται), που προσδίδει δραματική ζωηρότητα στο λόγο.
(4)   Αντιθέτει τους ακροατές με τον εαυτό του, ο οποίος γνώριζε αυτόν καλά. Είχε λοιπόν συντελεστεί ήδη η βάπτιση του Ιησού σύμφωνα με το α 33.
(5)   Το «ξέρω» «εδώ εννοεί την ακριβή γνώση, δηλαδή ποιος είναι και από πού» (Χ). Μολονότι δεν είναι εύκολο να διακρίνει κάποιος μεταξύ της έννοιας του ειδέναι και του γινώσκειν, παρ’ όλα αυτά συνήθως το μεν «οίδα» θεωρείται ότι σημαίνει πλήρη και τέλεια γνώση του αντικειμένου, ενώ το γινώσκω ότι σημαίνει σχετική και βαθμιαία αποκτούμενη και τελειοποιούμενη γνώση. Πλην όμως και τα δύο ρήματα χρησιμοποιούνται στο τέταρτο ευαγγέλιο από το Χριστό για τη γνώση, την οποία έχει για τον Πατέρα (ι 15,ιζ 25,ζ 29,η 55), όπως το γινώσκω χρησιμοποιείται και για τον Πατέρα ότι γνωρίζει τον Υιό (ι 15) κλπ. (β).
Πολλοί από τους αληθινά μεγάλους είναι κρυμμένοι από τον κόσμο. Η αφάνεια είναι συχνά κλήρος πραγματικής υπεροχής και εξοχότητας. Οι άγιοι είναι κρυμμένοι και γνωστοί σε μόνο το Θεό. Σημείωσε επίσης, ότι ο ίδιος ο Θεός είναι συχνά πιο κοντά σε εμάς από ότι τον φανταζόμαστε. «Ανάμεσά τους» στεκόταν ο Μεσσίας και δεν το φαντάζονταν.

Ιω. 1,27 αὐτός ἐστιν(1) ὁ ὀπίσω μου ἐρχόμενος(2), ὃς ἔμπροσθέν μου γέγονεν(3), οὗ(4) ἐγὼ οὐκ εἰμὶ ἄξιος(5) ἵνα λύσω αὐτοῦ(4) τὸν ἱμάντα τοῦ ὑποδήματος(6).
Ιω. 1,27 Αυτός είναι που έρχεται ύστερα από εμέ, ο οποίος όμως υπήρξε προ εμού ως προαιώνιος Λογος του Θεού, και του οποίου εγώ δεν είμαι άξιος να λύσω ούτε το λωρί του υποδήματός του”.
(1)   Αλεξανδρινή γραφή χωρίς αυτό (δηλ. το αὐτός ἐστιν) (=Ουκ οίδατε, ο οπίσω μου…).
(2)   «Δηλαδή αυτός που θα φανερωθεί μετά από εμένα» (Ω).
(3)   Δες σ. 15. παραλείπεται από τα Αλεξανδρ. χειρόγραφα.
(4)   Το οὗ και το αὐτοῦ αποτελούν πλεονασμό σε απομίμηση της σύνταξης που χρησιμοποιούν οι Εβραίοι (g).
(5)   «Ο Ιωάννης αναφέρει ότι δεν είναι το ίδιο το να μην είναι κάποιος ικανός με το να μην είναι άξιος. Διότι είναι δυνατόν, ενώ δεν είναι κάποιος άξιος, να γίνει ικανός και είναι επίσης δυνατόν ενώ είναι άξιος να μην είναι ακόμη ικανός. Διότι αν τα χαρίσματα δίνονται για το συμφέρον, θα ήταν έργο φιλάνθρωπου Θεού, το να μην δώσει την ικανότητα μερικές φορές σε κάποιον που είναι άξιος αν προβλέψει ο Θεός ότι θα ακολουθήσει κάποια βλάβη από αλαζονεία ή υπερηφάνεια. Είναι λοιπόν χαρακτηριστικό της αγαθότητας του Θεού το να νικά όταν ευεργετεί τον ευργετούμενο και να προλαβαίνει αυτόν που θα γίνει άξιος, και πριν γίνει άξιος, να τον στολίζει με την ικανότητα, έτσι ώστε μετά την ικανότητα να έλθει στο να γίνει άξιος. Ο Ιωάννης λοιπόν στους μεν τρεις ευαγγελιστές λέει ότι δεν είναι ικανός, ενώ στον Ιωάννη ότι δεν είναι άξιος. Δεν αποκλείεται όμως αυτός ακριβώς που έλεγε ότι δεν ήταν ακόμα ικανός, να έγινε ικανός, έστω και να δεν ήταν ακόμα άξιος, και πάλι αυτός ακριβώς που έλεγε ότι δεν είναι άξιος, ενώ δεν ήταν άξιος να έφτασε στο να γίνει άξιος» (Ω).
(6)   «Δηλαδή, όχι μόνο είναι ανώτερός μου, αλλά τόσο πολύ, ώστε εγώ να μην μπορώ να συγκαταλεχτώ ούτε μεταξύ των τελευταίων υπηρετών του· διότι το να λύσει το υπόδημα ήταν έργο του τελευταίου υπηρέτη» (Χ). Το καθήκον αυτό ήταν καθήκον των δούλων.

Ιω. 1,28 Ταῦτα ἐν Βηθανίᾳ(1) ἐγένετο πέραν τοῦ Ἰορδάνου(2), ὅπου ἦν(3) Ἰωάννης βαπτίζων(3).
Ιω. 1,28 Αυτά συνέβησαν εις την Βηθανίαν, πέραν από τον Ιορδάνην όπου εβάπτιζεν ο Ιωάννης.
(1)   Λιγότερο αυθεντική γραφή: Βηθαβαρά, που προήλθε από διόρθωση του Ω. «Ότι μεν σχεδόν σε όλα τα αντίγραφα λέγεται· «Αυτά έγιναν στη Βηθανία», δεν το αγνοούμε… Πειστήκαμε όμως ότι δεν πρέπει να διαβάζουμε Βηθανία, αλλά Βηθαβαρά, όταν πήγαμε στους τόπους για να εξιστορήσουμε τα ίχνη του Ιησού και των μαθητών του. Διότι η Βηθανία, όπως ο ίδιος ευαγγελιστής λέει, η πατρίδα του Λαζάρου και της Μάρθας και της Μαρίας, απέχει από τα Ιεροσόλυμα δεκαπέντε στάδια· από την οποία είναι μακριά ο Ιορδάνης ποταμός χοντρικά περίπου εκατόν ογδόντα στάδια· αλλά ούτε υπάρχει κάποιος τόπος γύρω από τον Ιορδάνη που να έχει το ίδιο όνομα με τη Βηθανία, λένε όμως ότι δείχνουν στην όχθη του Ιορδάνη τα Βηθαβαρά, όπου διηγούνται ότι βάπτιζε ο Ιωάννης» (Ω).
Αν λάβουμε όμως υπ’ όψη, ότι λόγω των καταστροφών από το Ρωμαϊκό πόλεμο πλήθος αρχαίων τοποθεσιών εξαφανίστηκε, δεν αποκλείεται να υπήρχε εκτός από τη γνωστή Βηθανία κοντά στα Ιεροσόλυμα και άλλη τέτοια πέρα από τον Ιορδάνη, όπως υπήρχαν δύο Βηθλεέμ, δύο Βηθσαϊδά, δύο Αντιόχειες, δύο Ραμά, δύο Κανά. Υπέρ αυτού επίσης ίσως παρέχεται και κάποια ένδειξη από τις διάφορες ετυμολογίες και σημασίες, τις οποίες μπορεί να έχει η ονομασία Βηθανία. Μπορεί κατά μία ετυμολογία να σημαίνει τόπος φοινίκων ή τόπος φτώχιας, το οποίο κάνει την ονομασία να ταιριάζει στη Βηθανία κοντά στα Ιεροσόλυμα. Μπορεί σύμφωνα με άλλη ετυμολογία να σημαίνει τόπο διαπόρθμευσης, το οποίο ταιριάζει στην αντίστοιχη κοντά στον Ιορδάνη.
Ως προς τη Βηθαβαρά ταυτίστηκε αυτή με την Βαιθηρά του χωρίου Κριτών ζ 24. Τελευταία ο Conder ταύτισε αυτήν με τη διάβαση (πέραμα) στον Ιορδάνη που ονομάζεται Αβαρά και η οποία μόνη ανάμεσα σε 40 διαβάσεις του Ιορδάνη έχει αυτό το όνομα. Η διάβαση αυτή που απέχει μία περίπου ημέρα από την Κανά, βρίσκεται σε τοποθεσία, η οποία δεν αποκλείεται από τις ενδείξεις της αφήγησης του δ΄ ευαγγελίου (α 28,44 και β 1). Κάποιοι νεώτεροι ταύτισαν το εδώ καθοριζόμενο μέρος με την Βαιθαναβρά, η οποία βρισκόταν στην ανατολική πλευρά του Ιορδάνη και βορειοανατολικά της Ιεριχούς και της οποίας η ονομασία εύκολα θα μπορούσε να παραφθαρεί είτε στο όνομα Βηθανία, είτε στο όνομα Βηθαβαρά (g).
(2)   «Παρέχει απόδειξη και από τους τόπους» (Χ). «Γιατί από τη φύση μας κατά κάποιο τρόπο συνηθίζουμε όλοι… κατά τη διήγηση των σπουδαίων γεγονότων να μνημονεύουμε και τους τόπους στους οποίους έχουν συμβεί αυτά» (Κ).
(3)   Η περίφραση ἦν βαπτίζων φανερώνει αυτό που γινόταν κατ’ εξακολούθηση.

Ιω. 1,29 Τῇ ἐπαύριον(1) βλέπει ὁ Ἰωάννης τὸν Ἰησοῦν ἐρχόμενον πρὸς αὐτὸν(2) καὶ λέγει· ἴδε(3) ὁ(4) ἀμνὸς(5) τοῦ Θεοῦ(6) ὁ αἴρων(7) τὴν ἁμαρτίαν(8) τοῦ κόσμου(9).
Ιω. 1,29 Την επομένην ημέραν βλέπει ο Ιωάννης τον Ιησούν να έρχεται εις αυτόν και λέγει• “ίδε ο αμνός του Θεού ο οποίος θα θυσιασθή δια να πάρη επάνω του την αμαρτίαν του κόσμου.
(1)   Ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία: την άλλη ημέρα «μετά την κάθοδο από την έρημο» (Ζ). Ή, την επόμενη από την ημέρα, κατά την οποία μαρτύρησε ο Ιωάννης μπροστά στους απεσταλμένους του συνεδρίου (g).
(2)   Σύμφωνα με την αφήγηση του ευαγγελιστή Ιωάννη ο Ιησούς είχε ήδη βαπτιστεί και συνεπώς είναι πιθανότατο, ότι η νέα αυτή συνάντηση Ιησού και Προδρόμου έγινε μετά τους πειρασμούς του Χριστού στην έρημο (β).
(3)   Αγαπητή λέξη στον Ιωάννη (δες α 36,47,γ 26,ε 14,ζ 26,52,ια 3,36,ιβ 19,ιστ 29,ιη 21,ιθ 4,6,14,κ 27) (β). «Λέει «ιδού» δηλώνοντας ότι αυτός είναι που αναζητούνταν από πολύ παλαιά» (Χ). «Φαίνεται όμως… ότι τον παρουσιάζει τώρα παρόντα στα μάτια των θεατών» (Θμ). «Μέσα σε λίγο χρόνο ο βαπτιστής αναδεικνύεται συγχρόνως προφήτης και απόστολος» (Κ).
(4)   «Το άρθρο αναφέρεται στην προφητεία του Ησαΐου νγ 7 και στον τύπο του Πασχάλιου αμνού. Ο Ιωάννης από το Θεό διδαγμένος ονομάζει αυτόν τον αμνό του Θεού, παρόλο που εκείνη τη στιγμή η ακριβής κατανόηση της ονομασίας αυτής διέφευγε, αν όχι και από τον ίδιο τον Ιωάννη, τουλάχιστον όμως από τους ακροατές του» (b). O ιδιαίτερος και γνωστός αμνός.
«Δηλαδή ο ίδιος εκείνος, για τον οποίο προφήτευσε ο Ησαΐας» (Θμ). «Διότι πολλοί μεν αμνοί υπάρχουν, όπως ακριβώς και πολλοί Χριστοί (=χρισμένοι)· αλλά ο αληθινός αμνός που προτυπώνεται από τον Μωϋσή και κηρύττεται από τον Ησαΐα, είναι αυτός» (Θφ).
(5)   Δεν θέλει απλώς να τονίσει το άκακο και πράο του Ιησού σύμφωνα με τα Ιερεμ. ια 19 και Ησ. νγ 7 αλλά αναφέρεται σε ολόκληρο το 53ο κεφ. του Ησαΐου. Κρύβεται λοιπόν στο βάθος των λόγων αυτών του Προδρόμου η ιδέα της θυσίας. Εμπερικλείει την τριπλή έννοια της υποταγής με υπομονή, του αντιπροσωπευτικού παθήματος και της απολύτρωσης από την αμαρτία (μ).
«Τον ονόμασε αμνό του Θεού, το οποίο ήταν ονομασία που φανέρωνε το πάθος· επειδή ακριβώς στο πάθος κατάργησε την αμαρτία» (Θμ).
«Ο μονογενής Υιός… όταν προσφέρει θυσία και προσφορά τον εαυτό του στο Θεό για τις αμαρτίες μας ονομάζεται και αμνός του Θεού και πρόβατο. Διότι ιδού, λέει, ο αμνός του Θεού» (Β).
Εφόσον όμως συνδέει το πρόσωπο του Μεσσία με τη θυσία, την οποία για χάρη μας θα προσέφερε, φυσικό ήταν ο γιος του ιερέα Ιωάννης να έχει στο νου και το ρόλο του αμνού στις καθημερινές θυσίες του Ισραήλ, προ παντός μάλιστα κατά τη γιορτή του Πάσχα. Ο Μεσσίας είναι ο αληθινός πασχαλινός αμνός που προανήγγειλε ο Ησαΐας, που θυσιάζεται για σωτηρία του κόσμου (g).
«Τον ονομάζει αμνό, θυμίζοντας στους Ιουδαίους την προφητεία του Ησαΐα και την προτύπωση του Μωϋσή, για να τους οδηγήσει από τον τύπο περισσότερο στην αλήθεια» (Χ). «Ιδού ο αμνός, που σκιαγραφείται από το νόμο και αναγγέλλεται από τον Ησαΐα» (Ζ).
Για το Χριστό ως αρνί σφαγμένο και θυσιασμένο δες Αποκάλυψη ε 6,9,ζ 14 καθώς και Α΄ Πέτρ. α 19. Ειδικότερα για τη σύγκριση του Χριστού με τον Πασχάλιο αμνό δες Α΄Κορ. ε 7 και Ιω. ιθ 36, όπου τα λόγια που ειπώθηκαν για τον πασχάλιο αμνό εφαρμόζονται στο Χριστό («κόκκαλο δεν θα συντριφτεί σε αυτόν»). Για το Ησ. νγ σε σχέση με τον Ιησού Χριστό ως αυτόν που επαλήθευσε την προφητεία αυτή δες Ματθ. η 17,Εβρ. θ 28,Α΄Πέτρ. β 22,24 (β).
(6)   Γενική κτητική και της προέλευσης. «Επειδή ο Θεός και Πατέρας, λόγω της αγάπης του σε εμάς, τον παρέδωσε σε σφαγή για χάρη μας» (Θφ). Ο αμνός «τον οποίο ο Θεός έδωσε» (β), και ο οποίος είναι ο ίδιος του Θεού Υιός (Ρωμ. η 32). Στην έλευση του Χριστού ενεργεί ο ίδιος ο Θεός. Όχι μόνο δέχεται τη θυσία, την οποία ο άνθρωπος προσφέρει σε αυτόν στο πρόσωπο του Χριστού, αλλά αυτός προμηθεύει και την προσφορά ή το θύμα, διότι θύμα ουσιαστικά είναι αυτός ο ίδιος στο πρόσωπο του γιου του που ενανθρώπησε· ακόμα επίσης ο ίδιος επιτελεί αυτή τη θυσία. Ό,τι ο άνθρωπος απομένει τώρα να πράξει, είναι να συμμετάσχει στη θεία αυτή ενέργεια (τ). Ο αμνός του Θεού, τον οποίο ο Θεός όρισε (Ρωμ. γ 25), ο οποίος αγίασε τον εαυτό του και αφιερώθηκε στο Θεό (Ιω. ιζ 19), στον οποίο ο Θεός ευαρεστήθηκε.
(7)   Το αίρω σημαίνει ή απλώς σηκώνω (Ιω. η 59,Ματθ. ια 29,ιστ 24) ή αφαιρώ, απομακρύνω (Ιω. ια 39,48,ιε 2,ιζ 15 κλπ και προ παντός στο Α΄ Ιω. γ 5). Με τη δεύτερη έννοια το αίρω εκφράζει την ολοκληρωτική καταστροφή της αμαρτίας. Με την πρώτη εκφράζει την έννοια του βαστάζω τις αμαρτίες για εξιλέωση. Πιο σωστή είναι η εκδοχή με την δεύτερη έννοια, διότι αυτή περιλαμβάνει και την πρώτη (g). Μπορούν όμως να συνδυαστούν και οι δύο σημασίες του αίρω=Απομάκρυνε την αμαρτία του κόσμου αφού την σήκωσε πάνω του και την βάστηξε (τ). Ο συσχετισμός του παρόντος χωρίου με το Α΄ Ιω. γ 5 κάνει αδιαμφισβήτητο, ότι το αίρω την αμαρτία=συγχωρώ, καταστρέφω την αμαρτία (C).
«Είναι πολύ σωστό όμως και το ότι είπε «αυτός που σηκώνει την αμαρτία», όχι αυτός που σήκωσε ή πρόκειται να σηκώσει. Διότι πάντοτε ενεργεί το να σηκώνει την αμαρτία αυτών που καταφεύγουν σε αυτόν. Δηλώνεται λοιπόν με αυτό, ότι και σήκωσε και σηκώνει και θα σηκώσει, αφού το «σηκώνει» εφαρμόζεται σε κάθε καιρό» (Ω), «διότι δεν σήκωσε μόνο τότε, όταν δηλαδή έπαθε, αλλά από τότε μέχρι τώρα σηκώνει τις αμαρτίες, χωρίς να σταυρώνεται πάντοτε… αλλά με το να καθαρίζει πάντοτε με τη μία εκείνη θυσία» (Χ).
Δες τον αμνό του Θεού να σηκώνει την αμαρτία του κόσμου και αύξησε ολοένα και περισσότερο το μίσος σου κατά της αμαρτίας και ανανέωνε συνεχώς τις αποφάσεις σου για απόκρουση και καταπολέμησή της. Αλλά συγχρόνως ας αυξήσει και η αγάπη μας στο Χριστό, ο οποίος μας αγάπησε και μας έλουσε «από τις αμαρτίες μας με το αίμα του» (Αποκ. α 5).
(8)   Ο ενικός αριθμός μαζί με το άρθρο προσδίδει μέγιστο τόνο… Σήκωσε το όλο· όχι μόνο ένα μέρος, ώστε να μη σηκώσει το άλλο (b). «Λέγοντας την αμαρτία, δήλωσε όλες τις αμαρτίες» (Θφ).
(9)   «Όλης της οικουμένης» (Χ). Όχι των Ιουδαίων μόνο. Ότι την πεποίθηση αυτή ενστερνιζόταν και ο βαπτιστής είναι φανερό και από τα λόγια του στο Ματθ. γ 9 (κ). Έτσι με τη φράση «την αμαρτία του κόσμου», παίρνει και την αμαρτία στο σύνολό της και την ανθρωπότητα στην ενότητά της, η οποία ολόκληρη αποπλανήθηκε και ήταν στην αμαρτία (g).

Ιω. 1,30 οὗτός ἐστι(1) περὶ(2) οὗ ἐγὼ εἶπον(3)· ὀπίσω μου(4) ἔρχεται ἀνὴρ(5) ὃς ἔμπροσθέν μου γέγονεν(6), ὅτι πρῶτός μου ἦν.
Ιω. 1,30 Αυτός είναι, δια τον οποίον σας είπα• ύστερα από εμέ έρχεται άνθρωπος, ο οποίος σαν αιώνιος Θεός υπάρχει πολύ πρωτύτερα από εμέ, ασύγκριτα λαμπρότερος και ενδοξότερος.
(1)   «Τον δείχνει με το δάχτυλο και τον εμφανίζει σε αυτούς που αγνοούσαν» (Θφ).
(2)   Υπάρχει και η γραφή υπέρ οὗ=ή, με έννοια εύνοιας ή, αντί για την πρόθεση «περί» όπως στο Β΄Κορ. η 23.
(3)   Αναφέρεται όχι μόνο στη μαρτυρία των σ. 26,27 αλλά και στο όλο κήρυγμά του.
(4)   Επαναλαμβάνονται εδώ σχεδόν κατά λέξη τα του σ. 15.
(5)   Ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία, άνδρας μέγας, απαράμιλλος (b) ή, άνθρωπος στην ακμή της ηλικίας (g).
(6)   «Δηλαδή αποδείχτηκε λαμπρότερος από εμένα» (Χ).

Ιω. 1,31 κἀγὼ(1) οὐκ ᾔδειν αὐτόν(2), ἀλλ᾿ ἵνα φανερωθῇ(3) τῷ Ἰσραήλ, διὰ τοῦτο ἦλθον ἐγὼ ἐν τῷ ὕδατι(4) βαπτίζων.
Ιω. 1,31 Και εγώ δεν τον εγνώριζα προηγουμένως, αλλά δια να φανερωθή αυτός στους Ισραηλίτας, δια τούτο ήλθα εγώ και βαπτίζω εις τα ύδατα του Ιορδάνου”.
(1)   Μπαίνει μπροστά με έμφαση=Όπως εσείς δεν τον ξέρατε (σ. 26), έτσι και εγώ δεν τον ήξερα.
(2)   Ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία, «δεν τον γνώριζα πριν να έλθει στον Ιορδάνη, διότι όλο το χρόνο έμενα στην έρημο» (Ζ)· και επειδή από την παιδική του ηλικία «ήταν έξω από το πατρικό σπίτι» σύμφωνα με το Λουκ. α 80, δεν γνώριζε προσωπικά τον Ιησού παρόλο που συνδεόταν συγγενικά με αυτόν. Η εκδοχή αυτή έχει το πλεονέκτημα, ότι παρουσιάζει «υπεράνω υποψίας τη μαρτυρία του Ιωάννη αφού δεν οφειλόταν σε ανθρώπινη φιλία, αλλά έγινε από θεία αποκάλυψη… Διότι πώς θα μπορούσε να χαριστεί σε αυτόν που αγνοούσε;» (Χ).
Ή, δεν γνώριζα αυτόν ως Μεσσία, γνώριζα όμως αυτόν προσωπικά, χωρίς να υποπτεύομαι ότι αυτός ήταν ο Μεσσίας (β,ο). Ο βαπτιστής θα είχε γνωρίσει τον Κύριο κατά την παιδική ηλικία και αναμφίβολα σε κάποιο βαθμό βρήκε αφορμές και να εκτιμήσει αυτόν. Δεν γνώριζε όμως για ποια αποστολή ήταν προορισμένος. Η χρησιμοποιούμενη λέξη «ειδέναι» είναι πιο ακριβής μάλλον όταν πρόκειται για γνώση αλήθειας, ενώ το ρήμα γιγνώσκω λέγεται μάλλον για τη γνώση προσώπου (τ).
«Εγώ δεν τα είπα αυτά για το Χριστό με φυσικό τρόπο ούτε με την κοινή ανθρώπινη λογική, αλλά τα είπα διότι το πνεύμα το Άγιο και ο Πατέρας, μού φανέρωσε τις μαρτυρίες για αυτόν. Διότι στάλθηκα να μαρτυρήσω για το φως και τότε άρχισε να γεννιέται μέσα μου αυτό που θα μαρτυρούσα, όταν στάλθηκα» (Ω). «Και πολύ χρήσιμα λέει βέβαια ότι δεν γνωρίζει ο ίδιος το Χριστό… για να μην παρουσιάζεται ότι από μόνος του προβαίνει στη μαρτυρία, ούτε να θεωρείται από κάποιους ότι υπηρετεί δικά του θελήματα, αλλά ότι είναι εργάτης θείας οικονομίας και υπηρέτης ουράνιας απόφασης, η οποία του αποκάλυψε τον αμνό» (Κ).
«Αλλά θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος· Αν δεν τον γνώριζε ο Ιωάννης, πώς ο Ματθαίος λέει, ότι τον εμπόδιζε λέγοντας, Εγώ έχω ανάγκη να βαπτιστώ από εσένα; Μπορούμε λοιπόν να πούμε αυτό· το «δεν τον γνώριζα» έτσι να το εννοήσεις, ότι πριν από πολύ χρόνο και πριν από το βάπτισμα δεν τον γνώριζε· στον καιρό μεν του βαπτίσματος, τότε τον γνώρισε… Όταν λοιπόν το Πνεύμα κατέβηκε, τότε γνωρίζοντάς τον σαφέστερα, κήρυξε αυτόν και στους άλλους» (Θφ).
(3)   Φανερώνω σημαίνει κάνω ορατό, δείχνω (Ιω. β 11, κα 1), καθιστώ γνωστό (ιζ 6). Το ρήμα στην παθητική φωνή σημαίνει καθίσταμαι ή γίνομαι ορατός (Ιω. γ 21,θ 3), καθίσταμαι ή γίνομαι γνωστός (Ιω. α 31) και το ρήμα στη μέση φωνή σημαίνει εμφανίζομαι (Ιω. κα 14)(C). Το ρήμα πάντοτε σημαίνει ανάδυση από τη μυστηριώδη αφάνεια στο λαμπρό φως. Δες β 11, όπου χρησιμοποιείται για δήλωση της φανέρωσης της δόξας του Χριστού· και γ 21 για δήλωση της φανέρωσης μέσω αυτού των έργων του Θεού (β).
«Στάλθηκε ο Ιωάννης από το Θεό… κηρύσσοντας βάπτισμα μετάνοιας, έτσι ώστε λόγω του βαπτίσματος να τρέξουν πολλοί, και όταν έλθει ο Χριστός για να βαπτιστεί να μαρτυρηθεί ανάμεσα σε πολλούς, κάτω μεν στη γη από τον Ιωάννη, ενώ από τον ουρανό από τον Πατέρα και το Πνεύμα» (Ζ). «Διότι δεν θα έτρεχαν όλοι έτσι, εάν γινόταν το κήρυγμα χωρίς βάπτισμα» (Χ).
(4)   Αλεξανδρινή γραφή χωρίς το άρθρο, εν ύδατι=Υπαινίσσεται αντίθεση μεταξύ του βαπτίσματος με νερό και του βαπτίσματος με Πνεύμα. Με άρθρο=Στο νερό το οποίο ο Ιωάννης έδειχνε.

Ιω. 1,32 καὶ ἐμαρτύρησεν(1) Ἰωάννης λέγων ὅτι τεθέαμαι(2) τὸ Πνεῦμα καταβαῖνον ὡς(3) περιστερὰν(4) ἐξ οὐρανοῦ(5), καὶ ἔμεινεν(6) ἐπ᾿ αὐτόν(7).
Ιω. 1,32 Και εβεβαίωσεν ο Ιωάννης λέγων ότι “είδα το Αγιον Πνεύμα να κατεβαίνη ωσάν περιστερά από τον ουρανόν και έμεινεν εις αυτόν μονίμως.
(1)   Με έμφαση ιδιαίτερη εισάγει τη νέα αυτή μαρτυρία του Ιωάννη.
(2)   Ή, η μαρτυρία αφορά σε γεγονός που έγινε ορατό από αυτόν και όχι από το λαό (b). Και «είναι φανερό από εδώ ότι όταν έγινε η κάθοδος του Πνεύματος με τη μορφή περιστεριού, δεν φανερώθηκε πάλι στους παρόντες, αλλά φανερώθηκε μόνο στον Ιωάννη με κάποιο πνευματικό όραμα, όπως ήταν συνήθεια στους προφήτες ανάμεσα στους πολλούς να βλέπουν αυτά που ήταν αόρατα σε όλους» (Θμ).
Ή, όχι «μόνος ο Ιωάννης είδε το Πνεύμα με μορφή περιστεριού», αλλά και όλοι οι παριστάμενοι· μολονότι «κάποιοι λένε ότι δεν το είδαν όλοι, αλλά μόνο ο Ιωάννης και όσοι είχαν πιο ευγνώμονα διάθεση. Διότι, μολονότι ήταν δυνατόν να το δουν με τα αισθητά μάτια, αφού το Πνεύμα κατέβαινε με μορφή περιστεριού, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι ήταν αναγκαίο οπωσδήποτε να γίνει το συμβάν ολοφάνερο σε όλους». Αλλά «έβλεπαν μεν με τα αισθητά μάτια, δεν κατανοούσαν όμως όλοι αυτό που γινόταν» (Χ). Η πρώτη εκδοχή πιο σωστή.
(3)   Υπάρχει και η γραφή ωσεί, η οποία τονίζει ζωηρότερα τον συμβολικό χαρακτήρα της εμφάνισης (g).
(4)   Πουθενά στην Π.Δ. δεν συμβολίζεται το Πνεύμα με το περιστέρι. Μόνο Ιουδαίοι ραββίνοι συγκρίνουν το Πνεύμα του Θεού που σύμφωνα με το Γεν. α 2 πετούσε πάνω από τα νερά με περιστέρι που πετά πάνω από τους νεοσσούς του και δεν αγγίζει αυτούς (g). Η εμφάνιση του Αγίου Πνεύματος γίνεται με τη μορφή περιστεριού. Ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία, διότι τώρα επρόκειτο για νέα δημιουργία, η οποία θα συμπλήρωνε την πρώτη. Η ανθρωπότητα στο πρόσωπο του Χριστού μεταπηδούσε από τη σφαίρα της φυσικής ζωής σε αυτήν της πνευματικής (g).
Ή, «είναι ήμερο το ζώο και καθαρό· επειδή λοιπόν και το Πνεύμα είναι πνεύμα πραότητας, για αυτό φαίνεται με αυτή τη μορφή» (Χ), «ώστε να φαίνεται πάλι και με αυτό, ότι διασώζει τη φυσική ομοιότητα με τον Υιό, ο οποίος λέει… είμαι πράος και ταπεινός στην καρδιά» (Κ). «Επίσης όμως μας θυμίζει και παλαιά ιστορία· διότι πράγματι όταν έγινε κάποτε κοινό ναυάγιο (κατακλυσμός)… φάνηκε το ζώο… και κουβαλώντας κλαδί ελιάς ευαγγελίστηκε την κοινή γαλήνη της οικουμένης· τα οποία όλα ήταν προτύπωση των μελλοντικών. Διότι τότε όταν τα πράγματα ήταν απελπιστικά έγινε κάποια απαλλαγή και διόρθωση· αλλά τότε με τιμωρία, ενώ τώρα με χάρη και δωρεά ανείπωτη» (Χ).
(5)   Ο ουρανός, όπως βλέπουμε αυτόν με τα σωματικά μάτια, είναι το έμβλημα της τέλειας κατάστασης στην αγιότητα, τη δύναμη και την μακαριότητα και για αυτό στη Γραφή συμβολίζει τον τόπο όπου ο Θεός εκδηλώνει τις τελειότητές του με κάθε λαμπρότητα και από όπου προέρχονται οι θείες αποκαλύψεις και οι υπερφυσικές δυνάμεις. Για αυτό ο Ιωάννης βλέπει τον γαλάζιο θόλο να σχίζεται και να κατεβαίνει μία μορφή φωτεινή που έμοιαζε με περιστέρι (g).
(6)   Υπάρχει και η γραφή «και μένον». Με τη συνηθισμένη όμως (έμεινε) τονίζεται η ιδέα της κατοίκησης που ξεχωρίζεται από την ιδέα της κατάβασης.
(7)   Υπαινίσσεται το Ησ. ια 2. Οι προφήτες δέχονταν στιγμιαίες εμπνεύσεις. Ομοίως και ο Βαπτιστής. Στον Ιησού όμως κατοίκησε μόνιμα το Πνεύμα και κάποια ημέρα θα ξεχυθεί από αυτόν, σαν από την πηγή του, στους πιστούς (g). «Επομένως για μας παίρνει μέσω του εαυτού του το Πνεύμα, και ανανεώνει στη φύση το αρχαίο αγαθό» (Κ).

Ιω. 1,33 κἀγὼ οὐκ ᾔδειν αὐτόν(1), ἀλλ᾿ ὁ πέμψας με(2) βαπτίζειν ἐν ὕδατι(3), ἐκεῖνός(4) μοι εἶπεν· ἐφ᾿ ὃν ἂν ἴδῃς(5) τὸ Πνεῦμα καταβαῖνον καὶ μένον ἐπ᾿ αὐτόν, οὗτός ἐστιν ὁ βαπτίζων ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ(6).
Ιω. 1,33 Και εγώ, όπως και σεις, δεν τον εγνώριζα, αλλά εκείνος που με έστειλε να βαπτίζω με νερό, εκείνος μου είπε• Εις όποιον ίδης να κατεβαίνη το Πνεύμα το Αγιον και να μένη εις αυτόν, αυτός είναι, που βαπτίζει με Πνεύμα Αγιον.
(1)   Επαναλαμβάνεται από το σ. 31. «Για να μη φανεί ότι του χαρίζεται λόγω της συγγένειας, συνεχώς λέει το «δεν γνώριζα αυτόν»» (Χ).
(2)   Η φράση κρύβει κάτι το μυστηριώδες. Ο Ιωάννης προφανώς θέλει να σημάνει με αυτήν το Θεό (g).
(3)   Στα ευαγγέλια τονίζεται η αντίθεση ανάμεσα στο βάπτισμα του Ιωάννη ως βάπτισμα με νερό και στο βάπτισμα του Ιησού ως βάπτισμα με Πνεύμα. Το βάπτισμα του Ιωάννη ήταν μόνο το σύμβολο του βαπτίσματος με Πνεύμα. Στους προφήτες συχνά χρησιμοποιήθηκε το νερό ως σύμβολο και εικόνα του Πνεύματος (δες Ησ. μδ 3,Ιεζ. λστ 25, όπως και τη φράση «θα ξεχύσω από το Πνεύμα μου» στο Ιωήλ β 28). Και στον ίδιο τον ευαγγελιστή Ιωάννη ο Ιησούς παρουσιάζεται να εικονίζει το Πνεύμα με το νερό (δ 14,ζ 38). Το βάπτισμα του νερού σύμφωνα με αυτά χρησιμοποιήθηκε από τον Ιωάννη ως βάπτισμα που προεικόνιζε και συμβόλιζε το βάπτισμα με Πνεύμα που παρέχει ο Ιησούς και προετοίμαζε για αυτό (β).
(4)   Με έμφαση=Εκείνος και όχι κάποιος άλλος.
(5)   =οποιοσδήποτε και αν είναι αυτός, έστω και ο φτωχότερος ανάμεσα στο Ισραήλ.
(6)   Πουθενά στα Ευαγγέλια δεν παρουσιάζεται ο Κύριος να βαπτίζει. Το «βαπτίζει» λοιπόν εδώ δεν πρέπει να το πάρουμε με στενή έννοια, αλλά πρέπει να εννοηθεί ότι αναφέρεται στην έκχυση των δωρεών του Αγίου Πνεύματος, την οποία πετυχαίνουμε στο βάπτισμα μέσω του Ιησού Χριστού (ο).

Ιω. 1,34 κἀγὼ ἑώρακα(1) καὶ μεμαρτύρηκα(2) ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ(3).
Ιω. 1,34 Και εγώ πράγματι είδα και έχω δώσει μαρτυρίαν ότι αυτός είναι ο Υιός του Θεού.
(1)   «(Είδα) Το Πνεύμα δηλαδή να κατεβαίνει και να μένει σε αυτόν» (Ζ). Η ακόλουθη ειδική πρόταση (ὅτι οὗτός ἐστιν…) εξαρτάται από μόνο το μεμαρτύρηκα (g). Το εώρακα δηλώνει ότι η μαρτυρία του Ιωάννη ήταν μαρτυρία αυτόπτη (β). Ο παρακείμενος εώρακα αναφέρεται σε κάποιο γεγονός παρελθοντικό, που συντελέστηκε σε ορισμένο χρόνο. Ο χρόνος λοιπόν αυτός, στον οποίο ο Ιωάννης είδε, είναι ο χρόνος της βάπτισης του Ιησού. «Ο ευαγγελιστής προσπέρασε τα σχετικά με το βάπτισμα του Σωτήρα, διότι εξιστορήθηκαν ήδη από τους άλλους» (Ζ).
(2)   Ο παρακείμενος εδώ σημαίνει πράξη που συντελέστηκε μεν πλήρως στο παρελθόν, αλλά και μένει σε πλήρη ισχύ και στο παρόν (ο). «Και πού μαρτύρησε ο Ιωάννης ότι αυτός είναι ο Υιός του Θεού; Διότι πουθενά δεν είναι γραμμένο αυτό. Διότι αμνό μεν τον λέει, αλλά Υιό του Θεού πουθενά. Από αυτό είναι εύλογο να σκεφτούμε, ότι και άλλα περισσότερα έχουν παραληφθεί. Διότι δεν γράφτηκαν όλα» (Θφ). «Και αυτό, αυτός ο ίδιος ο ευαγγελιστής το δήλωσε στο τέλος της συγγραφής του» (Χ).
(3)   «Δηλαδή ο ένας και μόνος από τη φύση του» (Κ). Στον Ιωάννη ο τίτλος αυτός αποδίδεται στο Μεσσία τόσο από τον βαπτιστή εδώ, όσο και έπειτα από τον Ναθαναήλ και τη Μάρθα (α 50,ια 27). Σε αυτό συμφωνούν και οι συνοπτικοί (Ματθ. ιδ 33,κστ 63,κζ 40,Μάρκ. γ 11,Λουκ. κβ 70). Ο Ιωάννης όμως παρουσιάζει και τον ίδιο τον Κύριο να αποδίδει στον εαυτό του τον τίτλο αυτό (ε 25,ι 36,ια 4). Αν πάρουμε αυτόν τον τίτλο από μόνο του, έχει έννοια γενικότερη, με την οποία στην Π.Δ. αποδίδεται και στους αγγέλους και στους βασιλιάδες και στους κριτές και τέλος και στο Μεσσία (Ψαλμ. β 7,12). Στους συνοπτικούς όμως, ιδιαιτέρως μάλιστα στον Ιωάννη, λαμβανόμενος σε σχέση και με τις ειδικές αξιώσεις του Ιησού για τον εαυτό του έχει βαθύτερη έννοια, με την οποία μόνος ο Ιησούς Χριστός ονομάζεται. Δες Ιω. γ 18,ε 25,ιθ 7,κ 31 (β). Εδώ ο τίτλος υπενθυμίζει και τη φωνή του Πατέρα που ακούστηκε σύμφωνα με τους συνοπτικούς (Ματθ. γ 17,Μάρκ. α 11,Λουκ. γ 22) (ο). Αντί για το «ο υιός του Θεού» ο σιναϊτικός και η συριακή μετάφρ. του Cureton γράφουν: ο εκλεκτός του Θεού=ο εκλεκτός υιός του Θεού.

Η συνέχεια στην ανάρτηση "Η γνωριμία του Ιησού με τους πρώτους μαθητές (ερμηνεία-ανάλυση περικοπής Ιωάννου α 35-52)"

(Υπόμνημα στο κατά Ιωάννην, Π.Ν.Τρεμπέλα σελ. 63-73 εκδόσεις «ο Σωτήρ» μεταφρασμένο & μεταγλωττισμένο στη δημοτική γλώσσα!Τα αποσπάσματα μεταφράστηκαν και μεταγλωττίστηκαν στη δημοτική γλώσσα από τον π. Νικόλαο Πουλάδα. )

ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ

(Πατέρες της Εκκλησίας & Εκκλησιαστικοί συγγραφείς)

Α = Αθανάσιος ο Μέγας, Θφ = Θεοφύλακτος

Αμ = Αμμώνιος, Ι = Ισιδωρος πρεσβύτερος 

Αυ = Αυγουστίνος, Κ = Κύριλλος Αλεξανδρείας 

Β = Βασίλειος ο Μέγας, Κλ = Κλήμης Αλεξανδρεύς

Γ = Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Σβ = Σευήρος Αντιοχείας

Γν = Γρηγοριος Νύσσης, Σχ. = Σχολιαστής ανώνυμος

Ε = Ευσέβιος Καισαρειας, Χ = Χρυσόστομος Ιωάννης

Ζ = Ζιγαβηνός, Ω = Ωριγένης

Θη = Θεόδωρος Ηρακλείας

Θμ = Θεόδωρος Μοψουεστίας

(Σύγχρονοι θεολόγοι ερμηνευτές)

b = Bengel κ = Κομνηνός Π., 

β = Bernard. J.H, Edinburg 1928 χ = Hoskyns Edwyn Gl. London 1947

C = Cremer μ. = Macgregor G.H. London 1928 

DB = Dict. Of the Bible,Hastings τ = Temple William, London 1945

F = Fillion L. Cl. Paris 1928 σ. = στίχος

G = Crimm

g = Godet F. 1885

o = Owen John, New York 1861

δ = Δαμαλάς Ν, Αθήναι 1940

 

 

(Υπόμνημα στο κατά Ιωάννην, Π.Ν.Τρεμπέλα σελ. 216-233 εκδόσεις «ο Σωτήρ» μεταφρασμένο & μεταγλωττισμένο στη δημοτική γλώσσα!Τα αποσπάσματα μεταφράστηκαν και μεταγλωττίστηκαν στη δημοτική γλώσσα από τον π. Νικόλαο Πουλάδα. )

ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
(Πατέρες της Εκκλησίας & Εκκλησιαστικοί συγγραφείς)
Α = Αθανάσιος ο Μέγας, Θφ = Θεοφύλακτος
Αμ = Αμμώνιος, Ι = Ισιδωρος πρεσβύτερος 
Αυ = Αυγουστίνος, Κ = Κύριλλος Αλεξανδρείας 
Β = Βασίλειος ο Μέγας, Κλ = Κλήμης Αλεξανδρεύς
Γ = Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Σβ = Σευήρος Αντιοχείας
Γν = Γρηγοριος Νύσσης, Σχ. = Σχολιαστής ανώνυμος
Ε = Ευσέβιος Καισαρειας, Χ = Χρυσόστομος Ιωάννης
Ζ = Ζιγαβηνός, Ω = Ωριγένης
Θη = Θεόδωρος Ηρακλείας
Θμ = Θεόδωρος Μοψουεστίας
(Σύγχρονοι θεολόγοι ερμηνευτές)
b = Bengel κ = Κομνηνός Π., 
β = Bernard. J.H, Edinburg 1928 χ = Hoskyns Edwyn Gl. London 1947
C = Cremer μ. = Macgregor G.H. London 1928 
DB = Dict. Of the Bible,Hastings τ = Temple William, London 1945
F = Fillion L. Cl. Paris 1928 σ. = στίχος
G = Crimm
g = Godet F. 1885
o = Owen John, New York 1861
δ = Δαμαλάς Ν, Αθήναι 1940

 
 

katafigioti

lifecoaching