ΣΤΗΡΙΞΤΕ ΤΟ ΣΥΣΣΙΤΙΟ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΜΑΣ! ΘΥΜΗΘΕΙΤΕ ΤΟΥΣ ΠΤΩΧΟΥΣ…
¨Ρίχνοντας¨ τ’ όποιο χρηματικό ποσό στο Κυτίο στην είσοδο του Ναού… ή/και…
¨Δίνοντάς¨ το, στους υπευθύνους(1) του ΕΦΤ(Ενορ.Φιλόπτ.Ταμείο)
Προσκομίζοντας ΤΡΟΦΙΜΑ στο Συσσίτιο(3) (ή στο Ναό) προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για την παρασκευή του (ή να διανεμηθούν [σε περίπτωση δυνατότητας] σε όσους τα χρειάζονται)… ή/και…
Αγοράζοντας από καταστήματα τροφίμων ΔΩΡΟΕΠΙΤΑΓΕΣ και προσφέροντας τες στο ΕΦΤ, προκειμένου να δοθούν σ’ όσους τις έχουν ανάγκη… ή/και…
Αναθέτοντας τήν αγορά των ΥΛΙΚΩΝ για το συσσίτιο, στους υπευθύνους(2) του … ή/και…
Αναλαμβάνοντας τα έξοδα (όλου ή μέρους) συγκεκριμένου γεύματος (Όσπρια >200 ευρώ, Μακαρόνια κιμά >230, Κοτόπουλο >330), «Υπέρ Αναπαύσεως» αγαπημένου σας προσώπου, σε συνεννόηση με τους υπευθύνους του (2)… ή/και…
Συμμετέχοντας στους κατά καιρούς περιφερόμενους Δίσκους του Ναού...ή/και
Καταθέτοντας στον Τραπεζικό Λογαριασμό του ΕΦΤ:
Τράπεζα Πειραιώς IBAN: GR 66 0172 0380 0050 3807 5349 683
και επικοινωνώντας έγκαιρα μαζί μας για την έκδοση της νόμιμης απόδειξης.
(1)Υπεύθυνος ΕΦΤ:π.Ιωάννης (τηλ. Ναού 210 9335 460)
(2)Συσσίτιο:κα Μαντώ (τηλ. Συσσιτίου 210 93 50 151,Τρίτη και Πέμπτη πρωί:8.00 με 12.00)
(3)Θέση Συσσιτίου: Θεόγνιδος 10, στο ημιυπόγειο της πολυκατοικίας, πίσω από το Ιερό τού Ναού).
Λέγεται, ότι κάποτε η Παναγία περνούσε από ένα ωραιότατο περιβόλι, με πολύ ωραία άνθη. Μάλιστα ένα από τα άνθη αυτά, την εντυπωσίασαν τόσο, που μπήκε στον πειρασμό και το έκοψε, αλλά όταν το έφερε στην μύτη της, για να απολαύσει το άρωμά του, διαπίστωσε έκπληκτη, ότι δεν είχε καμμία ευωδία. Δεν μύριζε καθόλου! Ένα κρύο πράγμα... Μόνο εξωτερική αίγλη και ομορφιά είχε.
Η Παναγία μας τόσο λυπήθηκε, για το ωραίο αλλά άοσμο εκείνο άνθος, που το χαϊδεψε και είπε:
- Καημένο άνθος! Γιατί εσύ να μην ευωδιάζεις;
Και όταν άγγιξαν τα χέρια της Παναγίας το άνθος, τότε εκείνο αμέσως ανέδωσε τόσο άρωμα, που πλέον όσοι περνούσαν από εκείνο το περιβόλι αναρωτιόντουσαν: Τί γίνεται εδώ, τί ευωδία είναι αυτή!!!
Ξέρετε πόσος κόσμος, ομοιάζει με αυτό το άνθος; Άνθρωποι που έχουν μεν εξωτερική εμφάνιση, αλλά μέσα τους, δεν ευωδιάζουν, είναι ένα κρύο πράγμα. Μάλιστα μερικοί αναδύουν και δυσοσμία βαριά.
Όταν όμως οι άνθρωποι έχουν σχέση με την Παναγία, αμέσως όλα αλλάζουν, αλλοιώνονται και γίνονται σαν εκείνο το ευωδιαστό άνθος...
+ Δημήτριος Παναγόπουλος Ιεροκήρυκας
Ένας Γέροντας Ασκητής που δεν κατέβαινε ποτέ στον κόσμο, είχε διακονητή ένα καλό χριστιανό. Αυτός πουλούσε τα πανέρια του Γέροντος και του έφερνε το ψωμί του.
Στην πόλη που κατοικούσε ο διακονητής έμενε και κάποιος πολύ πλούσιος, που ήταν όμως κακότροπος και ασεβής άνθρωπος. Ξαφνικά μια μέρα πέθανε ο πλούσιος. Οι συγγενείς του για επίδειξι του έκαναν μεγαλοπρεπέστατη κηδεία. Όλη η πόλις και πρώτος ο Επίσκοπος μ’ ολόκληρο τον κλήρο, συνώδευσαν το νεκρό στο κοιμητήριο. Τον έθαψαν σε καλλιμάρμαρο μνημείο, για το οποίο σπαταλήθηκε ασυλλόγιστα πολύ χρήμα.
Ύστερα από την κηδεία του πλουσίου, ξεκίνησε ο καλός χριστιανός να πάει στον Ασκητή στην έρημο. Λίγο πιο έξω από τη σπηλιά του όμως τον βρήκε νεκρό, φαγωμένον από κάποιο άγριο θηρίο.
Ο χριστιανός ταράχτηκε. Θεέ μου, συλλογίστηκε, τι μυστηριώδη γεγονότα συμβαίνουν σ’ αυτόν τον κόσμο; Ο ασεβής πλούσιος πέθανε ανώδυνα, ειρηνικά, και κηδεύτηκε με τιμές και δόξες, ενώ ο άγιος τούτος άνθρωπος που Σου ήταν τόσο αφωσιωμένος, βρήκε τον πιο τραγικό θάνατο που μπορεί να φαντασθή κανείς. Γιατί να γίνωνται αυτά, Θεέ μου;
Ενώ συλλογιζόταν έτσι, άκουσε φωνή να του λέγη:
- Η δικαιοσύνη του Θεού είναι ακατανόητη από τον περιωρισμένο ανθρώπινο νου. Εκείνος ο ασεβής είχε και κάποια καλά έργα πράξει στο διάστημα της ζωής του. Έλαβε την αμοιβή τους στον επίγειο κόσμο. Στον άλλο, μόνο τιμωρία τον περιμένει. Ο Ασκητής, σαν άνθρωπος, είχε μικρές ατέλειες. τις πλήρωσε εδώ, για να παρουσιαστή τέλειος εμπρός στο Δημιουργό του.
(Γεροντικόν Θεοδώρας Χαμπάκη, εκδ. Λυδία, 2002 σελ. 172-173)
Κατά την εποχή του Σωκράτους, υπήρχαν στην Αθήνα δυο ονομαστοί γλύπτες, ο Πράξις κι ο Νικίας.
Ο πρώτος είχε μεγάλο ταλέντο, αλλά ήταν νωθρός κι άσωτος. Έτσι, αφού είχε φτιάξει μερικά έργα, παράτησε τέλος την τέχνη του και γύριζε διαρκώς στα καπηλειά.
Ο άλλος είχε μικρότερο ταλέντο, αλλά ήταν πολύ εργατικός κι επιμελής. Ρώτησαν, λοιπόν, κάποτε τον φιλόσοφο, ποιόν από τους δύο θεωρούσε μεγαλύτερο καλλιτέχνη. Κι εκείνος αποκρίθηκε:
— Τον Νικία. Γιατί η αξία ενός ανθρώπου δεν κρίνεται από τα προσόντα του, αλλά από τη χρήσι των προσόντων του.
(Ψιχία από της τραπέζης, Συλλογή Κ. Κούρκουλα, Αθήνα 1973, Νο925
Τα δυο σκυλάκια
Ο μεγάλος νομοθέτης της Σπάρτης Λυκούργος, πήρε κάποτε δυο κουταβάκια που είχε γεννήσει μια σκύλα και τα ανέθρεψε διαφορετικά. Στο ένα έδωσε την αγωγή μαλθακότητος και το άλλο το εξήσκησε στο κυνήγι. Κατόπιν, όταν μεγάλωσαν, τα έφερε και τα δυο στην αγορά, έβαλε στη μέση ένα πιάτο με λιχουδιές κι άφησε ελεύθερο ένα λαγό.
Το μαλθακό σκυλάκι έτρεξε ευθύς στο πιάτο. Το άλλο ώρμησε πίσω από τον λαγό. Οι Σπαρτιάται τα είδαν όλα αυτά, αλλά δεν κατάλαβαν το νόημά τους. Τότε ο Λυκούργος τους είπε:
- Θέλησα να σας δείξω μ’ αυτό το παράδειγμα τη δύναμι της αγωγής. Και τα δυο αυτά σκυλάκια γεννήθηκαν από την ίδια μητέρα. Αλλά το καθένα έκανε όπως το είχα συνηθίσει. Το ίδιο συμβαίνει και με τους ανθρώπους.
(Ψιχία από της τραπέζης, Συλλογή Κ. Κούρκουλα, Αθήνα 1973, Νο507)
Ένας άνδρας βρήκε το κουκούλι μιας πεταλούδας.
Μια μέρα εμφανίστηκε ένα μικρό άνοιγμα.Κάθισε και παρακολουθούσε την πεταλούδα για αρκετές ώρες, καθώς εκείνη προσπαθούσε να περάσει το σώμα της μέσα από το μικρό άνοιγμα.Ύστερα σταμάτησε. Δεν μπορούσε να προχωρήσει άλλο.
Έτσι ο άνδρας απόφάσισε να βοηθήσει την πεταλούδα. Πήρε ένα ψαλίδι και έκοψε τα κομμάτια από το κουκούλι.Η πεταλούδα βγήκε εύκολα, αλλά είχε πρησμένο σώμα και...καχεκτικά φτερά.
Ο άνδρας συνέχισε να την παρακολουθεί, περιμένοντας ότι όπου να 'ναι τα φτερά της θα μεγαλώσουν και θα απλωθούν αρκετά για να στηρίξουν το σώμα.Τίποτα δεν έγινε.
Στην πραγματικότητα η πεταλούδα πέρασε την υπολοιπη ζωή της μπουσουλώντας εδώ κι εκεί δίχως να μπορέσει να πετάξει.
Εκείνο που δεν κατάλαβε ο άνδρας μέσα στην καλοσύνη και τη βιασύνη του ήταν αυτό: Το κουκούλι που αντιστεκόταν και η προσπάθεια που χρειαζόταν από την πεταλούδα να περάσει μέσα από το μικρό άνοιγμα ήταν ο τρόπος που θα την μεταμόφωνε. (Θα πίεζε το υγρό από το σώμα της να πάει μέσα στα φτερά της ώστε αυτά να δυναμώσουν).
Όταν λοιπόν θα ήταν έτοιμη για να πετάξει θα έσχιζε το κουκούλι και θα χανόταν στον καθάριο αέρα.
Μερικές φορές η προσπάθεια που θα καταβάλουμε στις δυσκολίες είναι ακριβώς αυτό που χρειαζόμαστε στη ζωή μας.
Περνώντας μια ζωή δίχως δοκιμασίες και πειρασμούς τα πνευματικά μας φτερά θα έμεναν ατροφικά με αποτέλεσμα ποτέ μας να μην μπορούσαμε να πετάξουμε.
Οι δοκιμασίες μας μεταμορφώνουν από κάμπιες σε πεταλούδες αρκεί να τις αντιμετωπίζουμε με θάρρος, με πίστη και ελπίδα στον Πανάγαθο Θεό.
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας βασιλιάς που βασίλευε σε έναν πλούσιο τόπο.
Κάποτε, έκανε ένα ταξίδι μέχρι τις πιο μακρινές περιοχές της χώρας του.
Όταν γύρισε στο παλάτι του, παραπονέθηκε ότι τον πονούσαν τα πόδια του.
Ήταν η πρώτη φορά που έκανε ένα τόσο μεγάλο ταξίδι, και οι δρόμοι που πέρασε ήταν πολύ άγριοι, γεμάτοι πέτρες.
Διέταξε λοιπόν το λαό του, να καλύψει κάθε δρόμο ολόκληρης της χώρας με μια στρώση δέρματα. Σίγουρα αυτό θα στοίχιζε χιλιάδες δέρματα αγελάδων και θα κόστιζε ένα υπέρογκο χρηματικό ποσό.
Τότε ένας από τους σοφούς υπηρέτες του, τόλμησε και του είπε,
«Γιατί θα πρέπει να ξοδέψεις τόσα πολλά χρήματα, αντί να κόψεις ένα μικρό κομμάτι δέρμα και να καλύψεις τα πόδια σου;».
Ο βασιλιάς παραξενεύτηκε, αλλά σε λίγο συμφώνησε με την πρόταση αυτή να φτιάξει «παπούτσια» για τον εαυτό του».
Μία λάθος τοποθέτηση στη ζωή, είναι να προσπαθούμε να αλλάξουμε τους άλλους ανθρώπους και να πιστεύουμε ότι αν αυτοί αλλάξουν, εμείς θα γίνουμε ευτυχέστεροι.
Στην ιστορία αυτή υπάρχει πράγματι ένα πολύτιμο μάθημα ζωής: Αν θέλεις να κάνεις τον κόσμο αυτόν ένα ευτυχισμένο τόπο για να ζεις, είναι καλύτερα να αλλάξεις τον εαυτό σου, την καρδιά σου, και όχι τον κόσμο.
(Άκης Αγγελάκης, Ιστορίες που θα θυμάσαι για πάντα, σελ. 81)
Για να ξαναχτιστεί ο κόσμος πάνω σε νέες βάσεις πρέπει μονάχοι τους οι άνθρωποι να πάρουν έναν αλλιώτικο δρόμο.
Προτού να γίνεις πραγματικός αδελφός για όλους τους άλλους, δε θα φτιαχτεί καμιά αδελφοσύνη.
Ποτέ και με καμιά επιστήμη, με κανένα συμφέρον δεν θα καταφέρουν οι άνθρωποι να μοιράσουν την ιδιοκτησία και τα δικαιώματά τους, έτσι που να μείνουν όλοι ευχαριστημένοι.
Ο καθένας θα νομίζει πως έχει λίγα και θα διαμαρτύρεται, θα φθονεί και θα εξολοθρεύει ο ένας τον άλλον.
Ρωτάτε πότε θα πραγματοποιηθεί. Θα γίνει, μα πρέπει πρώτα να τελειώσει η περίοδος της ανθρώπινης απομόνωσης.
- Για ποια απομόνωση μιλάτε; τον ρωτάω εγώ.
- Για την απομόνωση που βασιλεύει τώρα παντού και ιδιαίτερα στον αιώνα μας, μα που ακόμη δεν ολοκληρώθηκε και δεν πέρασε η εποχή της.
Γιατί τώρα ο καθένας προσπαθεί να ξεχωρίσει όσο μπορεί τον εαυτό του από τους άλλους, θέλει να δοκιμάσει όλη την πληρότητα της ζωής εν εαυτώ, όμως αυτές του οι προσπάθειες δεν καταλήγουν σε πληρότητα ζωής μα σε ολοκληρωτική αυτοκτονία, γιατί αντί να εκπληρώσει τον προορισμό του, πέφτει στην απομόνωση.
Όλοι στον αιώνα μας χώρισαν και γίνανε μονάδες,
ο καθένας αποτραβιέται στη μονιά του,
ο καθένας απομακρύνεται από τον άλλον,
κρύβεται και κρύβει το έχει του
και καταλήγει να απωθεί τους ομοίους του και να απωθείται από αυτούς.
(Ντοστογιέβσκη, Αδελφοί Καραμαζόβ τομ.Β σελ. 228-229)
Ας μην παραπονιώμαστε και ας μη εγκαλούμε(καταγγέλουμε) τον Θεό για όλες τις δυσκολίες μας, που συναντούμε στην καθημερινότητά μας. Έχομε το βίωμα ότι ο Θεός μας ξεχνά, δεν μας ακούει, δεν απαντά στις προσευχές μας, μας τα φέρνει όλα στραβά και ανάποδα.
Δεν είναι όμως έτσι. Ο Θεός είναι ένας καλός τιμονιέρης, ο οποίος μας παρακολουθεί μυστικά και παράλληλα μας αφήνει να χειριζόμαστε το τιμόνι της ζωής μας μόνοι μας, διότι ποτέ δεν δέχεται να αναιρέσει την δική μας βούληση και να αντικαταστήσει τον δικό μας ρόλο. Και όταν ιδεί το τιμόνι να στραβώνει, το αρπάζει εκείνος, για να πηδαλιουχήσει την δική μας ψυχή προς εαυτόν.
Βεβαίως δεν έχομε δυνατότητες πνευματικές, έχομε όμως τις αμαρτίες μας, οι οποίες μας ταπεινώνουν ενώπιον του Θεού, και, όπως είμαστε σκυμμένοι, ταλαιπωρημένοι, έρχεται ο Κύριος από την πολλή του μακροθυμία...., εγγίζει τους οφθαλμούς του στους δικούς μας, γι' αυτό δεν μπορούμε να τον δούμε, την πνοή του πάνω στην πνοή μας, το τίμιο σώμα του στο αχρείο σώμα μας.
Όπως ο προφήτης Ελισαίος εξάπλωσε επάνω στο νεκρό σώμα και έθεσε μέλος επάνω σε μέλος, όμοια κάνει και σε μας ο Θεός. Η πράξη του προφήτη ήταν συμβολική της αδιαλείπτως συνεχιζόμενης προς εμάς εγγίσεως και αφής του Θεού. Πονούμε. Και αυτό μας κάνει εντύπωση. Ο πόνος όμως είναι ο σταυρός, είναι ο ίδιος ο Θεός.
Γέροντας Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης
Το ξεκίνημα Την ημέρα της βαπτίσεως του Ιησού στον Ιορδάνη, έγιναν και τα αποκαλυπτήριά του. Μέχρι τότε ο Ιησούς ήταν “ο υιός του τεκτονος” ( Ματθ. ιγ’ 55).
Τώρα η “ φωνή εκ των ουρανών” δηλώνει, ότι είναι ο Υιός του Θεού, “ο αγαπητός”. Ο Ιησούς έλεγε συνήθως τον εαυτό του “υιόν του ανθρώπου”. Ο ουρανός όμως ωμολόγησε και τα έργα του απεκάλυψαν ότι ήταν ο Υιός του Θεού. Στον Ιορδάνη ο Ιησούς καθιερώθηκε από τον ουρανό και απεκαλύφθη στον κόσμο από τον Θεό πατέρα ότι είναι ο Υιός του Θεού ο αγαπητός.
Έτσι εγκαταλείπει στη Ναζαρέτ τον τίτλο του “υιού του τεκτονος” και προσλαμβάνει του “υιού του αγαπητού”. Ο Ιησούς περίμενε την ημέρα αυτή. Προσευχόταν για αυτή. Δεν άρχισε το έργο του χωρίς να έλθη η ημέρα και η ώρα αυτή της καθιερώσεώς από τον ουρανό. Τριάντα ολόκληρα χρόνια αναμονή! Ο Ιησούς δεν βιάζεται. Δεν αδημονεί. Περιμένει και αυτός “δύναμιν εξ ύψους”. Και δεν θα έφευγε από τη Γαλιλαία, δεν θα εγκατέλειπε τα εργαλεία του μαραγκού αν δεν σήμαινε η ώρα του. Ο Ιησούς αρχίζει το δημόσιο έργο του, έχοντας για συστατικό του την ομολογία του Θεού, ότι είναι ο υιός του ο αγαπητός. Αυτό τώρα το γνωρίζει ο Ιωάννης ο βαπτιστής. Το άκουσαν και όσοι βρίσκονταν στον Ιορδάνη. Ο ουρανός έδωσε το σύνθημα. Έκανε τα αποκαλυπτήρια του Ιησού και εκείνος πήρε τη σκυτάλη από τον Πατέρα και ξεκίνησε για την μεγάλη σκυταλοδρομία τη Σωτηρίας. “Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου, Κύριε, η της Τριάδος εφανερώθη προσκύνησις. Του γαρ γεννήτορος η φωνή προσεμαρτύρει σοι αγάπητον σε Υιόν ονομάζουσα και το Πνεύμα εν είδει περιστεράς εβεβαίου του λόγου του ασφαλές. Ο επιφανείς, Χριστέ, ο Θεός και τον κόσμον φωτίσας, δόξα σοι” ( Απολυτίκιον Θεοφανείων)
(επισκοπου Ευθυμιου Στυλιου, Εκεινος)
Ατέλειωτα είναι τα βάσανα του κόσμου. Μία γενική αποσύνθεση, οικογένειες, μικροί-μεγάλοι. Κάθε μέρα η καρδιά μου γίνεται κιμάς. Τα περισσότερα σπίτια είναι γεμάτα από στενοχώριες, από αγωνία, από άγχος. Μόνο στα σπίτια που ζουν κατά Θεόν είναι καλά οι άνθρωποι. Στα άλλα, διαζύγια, άλλοι χρεωκοπημένοι, άλλοι άρρωστοι, άλλοι τρακαρισμένοι, άλλοι με ψυχοφάρμακα, με ναρκωτικά!... Λίγο-πολύ όλοι, οι καημένοι, έχουν έναν πόνο. Ιδίως τώρα, δουλειές δεν έχουν, χρέη από 'δω, βάσανα από 'κει, τους τραβούν οι Τράπεζες, τους βγάζουν από τα σπίτια, ένα σωρό! Και δεν είναι μία και δύο μέρες! Και αν ένα-δύο παιδιά σε μία τέτοια οικογένεια είναι γερά, αρρωσταίνουν από αυτήν την κατάσταση. Πολλές οικογένειες από αυτές μία μέρα να είχαν το αμέριμνο, την ξενοιασιά των μοναχών, θα είχαν το καλύτερο Πάσχα.
Τί δυστυχία υπάρχει στον κόσμο! Όταν κανείς πονάη και ενδιαφέρεται για τους άλλους και όχι για τον εαυτό του, τότε όλο τον κόσμο τον βλέπει σαν σε ακτινογραφία με τις ακτίνες τις πνευματικές... Πολλές φορές, εκεί που λέω την ευχή, βλέπω μικρούτσικα παιδάκια, τα καημένα, να περνούν μπροστά μου θλιμμένα και να παρακαλούν τον Θεό. Τα βάζουν οι μανάδες τους να κάνουν προσευχή, γιατί έχουν προβλήματα, δυσκολίες στην οικογένεια και ζητούν βοήθεια από τον Θεό. Γυρίζουν το κουμπί στην ίδια συχνότητα, και έτσι επικοινωνούμε!
Ασφάλειες καί... ανασφάλεια
Σήμερα ο κόσμος γέμισε ασφάλειες-ανασφάλειες, αλλά, για να είναι απομακρυσμένος από τον Χριστό, νιώθει την μεγαλύτερη ανασφάλεια. Σε καμμιά εποχή δεν υπήρχε η ανασφάλεια που έχουν οι σημερινοί άνθρωποι. Και επειδή δεν τους βοηθούν οι ανθρώπινες ασφάλειες, τρέχουν τώρα να μπούν στο καράβι της Εκκλησίας, για να νιώσουν πνευματική ασφάλεια, γιατί βλέπουν ότι το κοσμικό καράβι βούλιαξε. Αν όμως δούν ότι και στο καράβι της Εκκλησίας μπαίνει λίγο νερό, ότι και εκεί έχουν πιασθή από το κοσμικό πνεύμα και δεν υπάρχει το Αγιο Πνεύμα, τότε θα απογοητευθούν οι άνθρωποι, γιατί δεν θα έχουν μετά από που να πιασθούν.
Ο κόσμος υποφέρει, χάνεται και δυστυχώς είναι αναγκασμένοι όλοι οι άνθρωποι να ζουν μέσα σ' αυτήν την κόλαση του κόσμου. Νιώθουν οι περισσότεροι μία μεγάλη εγκατάλειψη, μία αδιαφορία - ιδίως τώρα - από παντού. Δεν έχουν από που να κρατηθούν. Είναι αυτό που λένε: «Ο πνιγμένος απ' τα μαλλιά του πιάνεται». Αυτό δείχνει ότι ο πνιγμένος ζητάει από κάπου να πιασθή, να σωθή. Βλέπεις, το καράβι βουλιάζει και ο άλλος πάει να πιασθή από το κατάρτι. Μά, αφού το καράβι κινδυνεύει να βουλιάξη, δεν σκέφτεται ότι και το κατάρτι θα βουλιάξη. Πιάνεται από το κατάρτι και βουλιάζει πιο γρήγορα! Θέλω να πω ότι οι άνθρωποι ζητούν κάπου να ακουμπήσουν, από κάπου να πιασθούν. Και αν δεν έχουν πίστη να ακουμπήσουν σ' αυτήν, αν δεν εμπιστευθούν στον Θεό, ώστε να εγκαταλείψουν τελείως τον εαυτό τους σ' Αυτόν, θα βασανίζωνται. Μεγάλη υπόθεση η εμπιστοσύνη στον Θεό!
Τα χρόνια που περνούμε είναι πολύ δύσκολα και πολύ επικίνδυνα, αλλά τελικά θα νικήσει ο Χριστός. Θα δήτε πώς θα εκτιμήσουν την Εκκλησία. Αρκεί εμείς να είμαστε σωστοί. Θα καταλάβουν ότι αλλιώς δεν γίνεται χωριό. Και οι πολιτικοί έχουν πλέον καταλάβει ότι, αν κάποιοι μπορούν να βοηθήσουν τώρα σ' αυτό το τρελλοκομείο που έχει γίνει ο κόσμος, αυτοί είναι οι άνθρωποι της Εκκλησίας. Μη σάς φαίνεται παράξενο! Οι πολιτικοί μας σήκωσαν τα χέρια. Ήρθαν στο Καλύβι μερικοί και μου είπαν: «Οι καλόγεροι πρέπει να κάνουν ιεραποστολή, αλλιώς δεν γίνεται». Δύσκολα χρόνια! Αν γνωρίζατε σε τί κατάσταση βρισκόμαστε και τί μας περιμένει!...
(Παϊσίου Λόγοι Α σελ. 28-30)
(απόσπασμα ομιλίας Μητροπολίτου Μόρφου Νεόφυτου)
Αν με ρωτάτε, εγώ αυτόν τον μοναχισμό έζησα. Του Οσίου Δαυίδ και ενός άλλου ανθρώπου, του πατρός Ευμενίου του Λεπρού, μαθητού και υποταχτικού του Αγίου Νικηφόρου του Λεπρού, εδώ στο Λεπροκομείο στο Αιγάλεο.
Ο γέρο-Ευμένιος ήταν ο αγαπημένος του Αγίου Πορφυρίου.
Μια φορά μου λέει, τυχερέ, βρήκες και τον Ιάκωβο, βρήκες και τον Ευμένιο, εγώ έναν άνθρωπο βρε δεν έχω.
Του λέω, Γέροντα είσαι παραπονιάρης. Όλο παράπονα κάνεις.
Είμαι βρε, είμαι παραπονιάρης. Του άρεσε έτσι να μηδενίζεται. Καλά με κατάλαβες, καλά με κατάλαβες, αλλά ξέρεις βρε τι σημαίνει να περνά τόσος κόσμος και να μην έχω και ‘γω έναν, έναν, να εξομολογηθώ και ‘συ να ‘χεις δυό; Πώς να μην έχω παράπονο;
Και τι θέλετε του λέω, πως μπορώ να βοηθήσω;
Να μου φέρεις τον Ευμένιο να εξομολογηθώ.
Λέω και ‘γω, πως θα το πω τώρα του Ευμένιου; Θα δεχτεί ο Ευμένιος να εξομολογήσει τον Πορφύριο;
Ο Ευμένιος, βαθιά απλότητα χιλιόμετρα μακριά από την δική μου την πολυπλοκότητα.
Μου λέει, πότε θέλει;
Του λέω, καμιά Κυριακή που δεν πάει πολύς κόσμος μετά τη Λειτουργία να πάμε;
Ντάξει, ντάξει, θα πάρω το πετραχήλι, βρες ένα αυτοκίνητο εσύ και θα πάμε.
Μα τι ήταν η συνάντησή τους !!
Αν έχετε διαβάσει που λέει στην Παλαιά Διαθήκη, κατέβηκε ο Μωησής από το Όρος Σινά και ήταν τόση η λάμψις από την επαφή του με τις ενέργειες του Θεού που ήταν τόσο το φως, που οι Εβραίοι για να μπορούν να συνομιλούν μαζί του έβαλαν μπροστά του ένα μαντήλι γιατί από την λάμψη δεν μπορούσαν να τον δουν.
Όταν βγήκε ο γερω-Ευμένιος από τον Άγιο Πορφύριο, από το κελί του μετά τη εξομολόγηση, έτσι ήταν το πρόσωπό του, τόσο φως είχε επάνω του.
Σκεφτείτε ότι αυτοί οι δύο γνωρίσθηκαν από την εποχή της Πολυκλινικής, που ήταν στην Πολυκλινική εφημέριος ο Άγιος Πορφύριος. Ο π. Ευμένιος τότε ήταν μοναχός, πατήρ Σωφρόνιος Σαριδάκης από την Κρήτη, και τον έστελνε ο Άγιος Νικηφόρος κάθε Σάββατο να πάει στην ψαραγορά, που ήταν κάτω εκεί δεν ξέρω αν είναι μέχρι σήμερα, κοντά στην Ομόνοια. Να πας να ψωνίσεις του έλεγε για όλους τους λεπρούς, επειδή είχε υγεία και δύναμη και ευρωστία ο πατήρ Ευμένιος, τότε Σωφρόνιος.
Οπότε μια ημέρα λέει πηγαίνοντας, είδα κόσμο να μπαίνει σε ένα παρεκκλήσι. Ήταν του Αγίου Γερασίμου στην Πολυκλινική. Και δεν μπαίνω και ‘γω να προσκυνήσω; Είχαν Λειτουργία και στην Λειουργία βλέπω έναν παπά να λειτουργά αλλά με φως, πολύ φως παιδί μου. Έμεινα πίσω-πίσω. Μα τι χάρη του έδωσε αυτού ο Θεός!! Απ ‘το Χερουβικό και μετά μου λέει, έβλεπα να τον διακονούν άγγελοι !! Τέλειωσε η Λειουργία, μερικοί έμπαιναν μέσα στο Ιερό να χαιρετίσουν τον παπά, παπάς ήταν ο Άγιος Πορφύριος. Και μπαίνει ο γερω-Ευμένιος, απλούστατος, σαν παιδάκι ήταν.
Του λέει, πως σε λένε;
– Πατέρα Πορφύριο. Ο Πορφύριος είχε ύφος, βασιλικό, αυτοκρατορικό, ο άλλος, ο Ευμένιος ήταν χωριάτης, Κρητικός.
– Πάτερ Πορφύριε, μα τι μεγάλη χάρη σου έδωσε ο Θεός !! Να έχεις τόσο Φως όταν λειτουργάς και μετά το Χερουβικό τόσους αγγέλους !! Πω πω δεν ξανάδα αυτό το πράγμα !!
Και του απάντησε ο πανέξυπνος και αγιότατος πατήρ Πορφύριος, ναι πάτερ μου είναι αλήθεια, η χάρις της ιερωσύνης είναι μεγάλη, ιδαιτέρως όταν λειτουργούμε και τι ωραία, εσύ είδες τους αγγέλους μου που εγώ δεν βλέπω.
Έτσι μου είπε, μου λέει, ότι δεν έβλεπε τους αγγέλους. Είναι δυνατόν να είναι δίπλα σου και να μην βλέπεις;
Τέτοιος άνθρωπος ήταν ο πατήρ Ευμένιος. Θύμωνε με Κρητικό ύφος, με Κρητικό θυμό. Απότομα, στα μικρά παιδιά. Να κρατά τα Άγια, να ‘μαστε εμείς [εκεί] και να σκανδαλιζόμαστε. Να κρατά τα Άγια και να θυμώνει που εδώ όταν κρατούμε τα Άγια δεν μιλούμε.
Και έλεγε, τώρα κρατάω τα Άγια, μεγάλη είσοδος. Να φύγουν τα παιδιά, γιατί βάλατε τα παιδιά πάλι μπροστά από το Ιερό; .. στο πεζούλι ξέρετε στο σκαλοπάτι.
Έτρεχα εγώ από το ψαλτήρι, άντε άντε φύγετε από εδώ τους έλεγα. Τα παιδιά, παιδάκια τα καημένα τριών χρονών, πέντε χρονών, μα γιατί να φύγουμε, μουτρωμένα, μερικά έκλαιγαν.
Ο Γέροντας εκεί, πες τους να φύγουν.
Άντε-άντε τους έλεγα, φύγετε.
Μερικές κυρίες, ευγενέστατες, ευσεβέστατες. Μα εμείς ήρθαμε να δούμε άνθρωπο ενάρετο, μας έστειλε ο πατήρ Πορφύριος. Τους έλεγε όλους, τώρα που ασθενώ και φεύγω για το Άγιον Όρος, όλοι στον Ευμένιο και όλοι πήγαν εκεί, οι του Πορφυρίου.
Του λέω μετά, Γέροντα, κρατάς τα Άγια, φωνάζεις και θυμώνεις στα παιδιά.
Μα δεν ακούς, μου λέει, τι λένε;
Του λέω, τι λένε;
Λένε ο παππούλης δεν πατά πάνω στο έδαφος. Γίνεται να λένε αυτά τα πράγματα;
Τα παιδιά έβλεπαν την κατάστασή του και αυτός το αντιλαμβανόταν και ήθελε να κρύβεται, να μην τον αποκαλύψουν τα παιδιά. Προτιμούσε να θυμώνει, να εκτίθεται, να φαίνεται ότι δεν είναι ευλαβής -όπως εμείς που θέλουμε να φαινόμαστε ευλαβείς- παρά να φανερώσει την αγιότητά του.