ΣΤΗΡΙΞΤΕ ΤΟ ΣΥΣΣΙΤΙΟ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΜΑΣ! ΘΥΜΗΘΕΙΤΕ ΤΟΥΣ ΠΤΩΧΟΥΣ…
¨Ρίχνοντας¨ τ’ όποιο χρηματικό ποσό στο Κυτίο στην είσοδο του Ναού… ή/και…
¨Δίνοντάς¨ το, στους υπευθύνους(1) του ΕΦΤ(Ενορ.Φιλόπτ.Ταμείο)
Προσκομίζοντας ΤΡΟΦΙΜΑ στο Συσσίτιο(3) (ή στο Ναό) προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για την παρασκευή του (ή να διανεμηθούν [σε περίπτωση δυνατότητας] σε όσους τα χρειάζονται)… ή/και…
Αγοράζοντας από καταστήματα τροφίμων ΔΩΡΟΕΠΙΤΑΓΕΣ και προσφέροντας τες στο ΕΦΤ, προκειμένου να δοθούν σ’ όσους τις έχουν ανάγκη… ή/και…
Αναθέτοντας τήν αγορά των ΥΛΙΚΩΝ για το συσσίτιο, στους υπευθύνους(2) του … ή/και…
Αναλαμβάνοντας τα έξοδα (όλου ή μέρους) συγκεκριμένου γεύματος (Όσπρια >200 ευρώ, Μακαρόνια κιμά >230, Κοτόπουλο >330), «Υπέρ Αναπαύσεως» αγαπημένου σας προσώπου, σε συνεννόηση με τους υπευθύνους του (2)… ή/και…
Συμμετέχοντας στους κατά καιρούς περιφερόμενους Δίσκους του Ναού...ή/και
Καταθέτοντας στον Τραπεζικό Λογαριασμό του ΕΦΤ:
Τράπεζα Πειραιώς IBAN: GR 66 0172 0380 0050 3807 5349 683
και επικοινωνώντας έγκαιρα μαζί μας για την έκδοση της νόμιμης απόδειξης.
(1)Υπεύθυνος ΕΦΤ:π.Ιωάννης (τηλ. Ναού 210 9335 460)
(2)Συσσίτιο:κα Μαντώ (τηλ. Συσσιτίου 210 93 50 151,Τρίτη και Πέμπτη πρωί:8.00 με 12.00)
(3)Θέση Συσσιτίου: Θεόγνιδος 10, στο ημιυπόγειο της πολυκατοικίας, πίσω από το Ιερό τού Ναού).
αναδημοσίευση από τον ιστότοπο: www.romfea.gr.
Τοὺς τελευταίους μῆνες γινόμαστε μάρτυρες μιᾶς πολὺ ἐπικίνδυνης καὶ κατὰ τὰ φαινόμενα ἀδικαιολόγητης κρίσης ποὺ ξέσπασε στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀφορμὴ ἡ ἐπικείμενη ἐκχώρηση αὐτοκεφαλίας στὴν Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας ἢ μᾶλλον ἡ δημιουργία αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας στὴν Οὐκρανία.
Φαίνεται πὼς οἱ διορθόδοξες σχέσεις ἀποτελοῦν μείζων πρόβλημα στὶς μέρες μας καὶ ἐνῶ ἐπιδιώκεται ἡ ἑνότητα μὲ τοὺς ἑτεροδόξους, οἱ Ὀρθοδόξοι ὁμολογοῦν μὲν τὴν μεταξύ τους ἀγάπη, ἀλλὰ τὴν ἀποδομοῦν στὴ ζωή τους• διακηρύσσουν τὸν σύνδεσμο τῆς μεταξύ τους κοινωνίας, ἀλλὰ ἐπιβεβαιώνουν τὸ ἀντίθετο.
Καὶ ὁ πιστὸς λαὸς ἀντικρύζει τὶς κορυφές του νὰ διαπληκτίζονται μὲ νομικίστικες ἐπιχειρηματολογίες καὶ ἀντὶ νὰ ἑνώνουν τοὺς πιστοὺς νὰ δημιουργοῦν στρατόπεδα ὀπαδῶν καὶ ὁμάδες ἀντιμαχoμένων ὑποστηρικτῶν. Τί κρῖμα! Σὲ ὅλη αὐτὴ τὴ διαμάχη ὑπάρχει μία πρόφαση καὶ μία αἰτία.
Πρόφαση εἶναι ἡ ἀνάγκη γιὰ αὐτοκεφαλία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας. Καὶ αἰτία τὸ δικαίωμα τῆς ἐκχώρησής της. Σὲ ποιὸν ἀνήκει, ποιὸς τὸ ἔχει.
Οἱ λέξεις ποὺ ἀκοῦμε νὰ ἐπικαλοῦνται οἱ ἐμπλεκόμενες Ἐκκλησίες εἶναι ἱστορικὰ προνόμια, δικαιώματα καὶ κανόνες. Δυστυχῶς, αὐτὸ ποὺ δὲν ἀκοῦμε εἶναι τὸ Εὐαγγέλιο. Τὸ πρῶτο ἐρώτημα εἶναι• εἶναι ἆραγε τόσο ἀναγκαία πνευματικὰ ἡ αὐτοκεφαλία; Καὶ ἂν ναί, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ περιμένει λίγο ἀκόμη;
Ὑπάρχει καὶ ἕνα δεύτερο• εἶναι τόσο σημαντικὰ τὰ δικαιώματά μας ποὺ πρέπει νὰ τὰ ὑπερασπιζόμαστε ἀγνοῶντας ἢ καὶ πολεμῶντας τοὺς ἀδελφούς μας ἢ καὶ διακόπτοντας τὴν χιλιόχρονη κοινωνία μας μαζί τους;
Καὶ τρίτον• ἡ ἐπίκληση τῶν ἱστορικῶν δικαιωμάτων καὶ τῶν κανόνων εἶναι πιὸ σημαντικὴ ἀπὸ αὐτὴν τοῦ εὐαγγελικοῦ λόγου;
Ἡ Κωνσταντινούπολη πλέον ἀποκαλεῖ τοὺς ὡς τώρα ἀδελφοὺς τῆς Ρωσίας «φίλους», αὐτοὶ δὲ ἀρνοῦνται νὰ ὁμολογήσουν τὴν οἰκουμενικότητα τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.
Ἔτσι γκρεμίζονται τὰ πιὸ βασικὰ θεμέλια τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας• ἡ ἀδελφοσύνη, ἐκφραστὴς τῆς ὁποίας εἶναι ἡ πανορθόδοξη κοινωνία, καὶ ἡ οἰκουμενικότητα, ἐγγυητὴς τῆς ὁποίας εἶναι, κατὰ τοὺς κανόνες καὶ τὴν ἱστορικὴ παράδοση, ἡ Κωνσταντινούπολη.
Α. Στὴν πραγματικότητα, ἡ αὐτοκεφαλία τῆς Οὐκρανίας δὲν ἀποτελεῖ τόσο ἐπείγουσα ἀνάγκη ὅσο δικαίωμα καὶ πείσμονα πολιτικὴ ἀπαίτηση. Ἀντίθετα, ἡ ἑνότητα τῶν Ἐκκλησιῶν ἀποτελεῖ ἀδήριτη ἀνάγκη καὶ ἀδιαπραγμάτευτη εὐαγγελικὴ ἐπιταγή. Τί ἔχει ἆραγε μεγαλύτερη σημασία, τὸ αὐτοκέφαλο μιᾶς τοπικῆς ἐκκλησίας ἢ ἡ ἑνότητα ὅλων «εἰς Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν»;
Αὐτοὶ δὲ ποὺ ζητοῦν τὴν αὐτοκεφαλία ποιοί εἶναι; Εἶναι δυνατὸν ἕνας ἀμφιβόλου πνευματικοῦ ὑποβάθρου κοσμικὸς Πρόεδρος καὶ ἕνας προβληματικῆς ἐκκλησιολογικῆς εὐαισθησίας, μέχρι τώρα ἀπορριπτέος ὡς σχισματικός, αὐτοανακηρυχθεὶς «Πατριάρχης», νὰ εἶναι τὰ κατάλληλα πρόσωπα προκειμένου νὰ ἐκφράσουν τὴν ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ ἀνάγκη, τὴ βούληση τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν ἀναστεναγμὸ τῆς Ἐκκλησίας στὴν Οὐκρανία;
Καὶ ἂν δὲν θέλουμε νὰ ἀκούσουμε τὴ φωνὴ αὐτῶν ποὺ ἀντιστέκονται στὴν αὐτοκεφαλία, πῶς μποροῦμε νὰ στηρίζουμε τὶς ἐλπίδες μας γιὰ ἑνότητα σὲ αὐτοὺς ποὺ ἤδη ἔχουν προκαλέσει μακροχρόνιο σχίσμα καὶ γιὰ χρόνια φιλοξενοῦν ὅλους τοὺς ἀδέσποτους καθηρημένους παλαιοημερολογίτες τοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου καὶ ὄχι μόνον;
Ἂν ὁ Φιλάρετος εἶχε ἐκλεγεῖ Πατριάρχης Μόσχας τὸ 1990, ποὺ τόσο τὸ ἐπιδίωξε, ἀλλὰ δὲν τοῦ βγῆκε, θὰ ζητοῦσε σήμερα νὰ γίνει Μητροπολίτης τῆς αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας; Καὶ ἂν ναί, ἀπὸ ποιόν; Ἀπὸ τὴ Σύνοδο τῆς Μόσχας, τῆς ὁποίας ὁ ἴδιος θὰ προήδρευε ἢ ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη ποὺ σήμερα ψευτοσέβεται καὶ στὴν ὁποία δῆθεν ὑποκλίνεται;
Β. Στὴ χριστιανικὴ λογικὴ δὲν ἔχει δίκιο αὐτὸς ποὺ βλέπει μόνο τὰ δικά του δικαιώματα. Δίκιο ἔχει αὐτὸς ποὺ τὰ προστατεύει μὲν διατηρῶντας ὅμως καὶ τὴν ἰσορροπία τῆς ἀγάπης, τῆς εἰρήνης, τῆς ὑπομονῆς, τῆς συγχώρησης, τῆς συμφιλίωσης, διότι μόνον ἔτσι προστατεύονται τὰ «δικαιώματα» τοῦ Θεοῦ. Ἐξ ἄλλου ἡ σωτηρία μας βασίζεται στὴ μεγαλύτερη ἀδικία: «κατάρα λέλυται καταδίκης δικαίας ἀδίκῳ δίκῃ τοῦ δικαίου κατακριθέντος». Εὐτυχῶς ποὺ ὁ Κύριος δὲν ἐπικαλέσθηκε τὸ δίκαιο καὶ τὰ δικαιώματά Του!
Στὴν παροῦσα φάση, ἡ ἀντιμετώπιση τοῦ προβλήματος τῆς αὐτοκεφαλίας τῆς Οὐκρανίας γίνεται στὴ βάση τῶν δικαιωμάτων αὐτῶν ποὺ τὴν ἐκχωροῦν, δηλαδή τοῦ Φαναρίου καὶ τῆς Μόσχας, τῆς ἱστορικῆς ἢ πολιτικοοικονομικῆς δυνάμεως καὶ ὄχι τοῦ εὐαγγελικοῦ λόγου ἢ ἔστω τῆς ὑφισταμένης ἐκκλησιαστικῆς ἀνάγκης στὴν Οὐκρανία. Ἐκτὸς τούτου, στὸν ὁρίζοντα διακρίνεται τὸ περίγραμμα ἰσχυρῶν πολιτικῶν σκοπιμοτήτων, ὁδηγιῶν καὶ πιέσεων. Καὶ ἀπὸ τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο ἔχει μείνει μόνο τὸ… ἐξώφυλλο.
Γ. Ἀλήθεια, τί σχέση μπορεῖ νὰ ἔχουν ὅλα αὐτὰ μὲ τὴ λογική τοῦ Ἐσταυρωμένου Θεοῦ, μὲ τὸ ἦθος τῶν Μακαρισμῶν καὶ τῆς ἐπὶ τοῦ Ὄρους Ὁμιλίας, μὲ τὸ λέντιο τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου, μὲ τὶς ὑποθῆκες τοῦ Κυρίου περὶ τῆς διακονίας καὶ τῆς τιμημένης θέσης τοῦ ἐσχάτου, μὲ τὴν Ἀρχιερατικὴ Προσευχὴ τοῦ Κυρίου «ἵνα πάντες ἓν ὦσι», μὲ τὴ διδαχὴ καὶ τὸ πνεῦμα τοῦ θείου Παύλου, μὲ τὰ κηρύγματα ποὺ ἀκοῦμε κάθε Κυριακὴ καὶ τὶς ἐγκυκλίους ποὺ ἐξαπολύονται στὶς μεγάλες γιορτές; Εἶναι δυνατὸν ἡ ἐφαρμογὴ τῶν κανόνων νὰ καταργεῖ τὸ Εὐαγγέλιο;
Ποιός μπορεῖ νὰ καταλάβει πῶς εἶναι δυνατόν χιλιόχρονες ἀδελφὲς ἐκκλησίες τοῦ Χριστοῦ νὰ ἐπιχαίρονται ἀνακαλύπτοντας ἡ μία τὶς ἐκτροπὲς καὶ τὰ λάθη τῆς ἄλλης; Μήπως ἡ ἔνταση ποὺ ζοῦμε τώρα σημαίνει πὼς δὲν ἀγαπηθήκαμε σωστὰ στὸ παρελθόν; Πῶς δικαιολογεῖται τὰ στόματα τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἡγετῶν μας στεντορίᾳ τῇ φωνῇ νὰ ὑποστηρίζουν τὸν διαχριστιανικὸ καὶ διαθρησκειακὸ διάλογο καὶ νὰ ἀρνοῦνται τὴν μεταξύ τους ἐπικοινωνία; Γιατί ἀδυνατοῦν νὰ παραδεχθοῦν οἱ μὲν ὅτι μπορεῖ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ νὰ φωτίζει λίγο διαφορετικὰ καὶ τὴν ἄλλη πλευρά; Εἶναι δυνατὸν ὅλος ὁ φωτισμὸς νὰ εἶναι μαζί μας καὶ καμία ἀκτῖνα νὰ μὴν φωτίζει καὶ τοὺς ἄλλους μέχρι τώρα ἀδελφούς μας; Ποιά σὲ τελικὴ ἀνάλυση ἡ σημασία τῆς λέξης κοινωνία, ἂν δὲν συμπεριλαμβάνει καὶ τὴν ἀμοιβαία κατανόηση;
Ἢ πῶς συμβαίνει νὰ μὴν ὑπολογίζουν τὶς ὀλέθριες συνέπειες ἑνὸς ἐπαπειλούμενου σχίσματος; Τί φταῖνε ἆραγε οἱ ἁπλοὶ πιστοὶ καὶ ἀποκλείονται ἀπὸ τὴ χάρι τῶν προσκυνημάτων τῶν ἄλλων; Γιατί οἱ Ρῶσοι πιστοὶ νὰ στερηθοῦν τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ τὴν Πάτμο καὶ οἱ Ἑλληνόφωνες τὸν Ἅγιο Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ, τὰ Σπήλαια τοῦ Κιέβου, τὸ Βάλαμο καὶ τὴ χάρι τῶν Ρώσων νεομαρτύρων; Δὲν εἶναι ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ παγκόσμια γιὰ νὰ τὴν μοιράζονται ὅλοι; Ὅταν μᾶς ἑνώνει ἡ κοινὴ πίστη καὶ τὸ δόγμα, πῶς νὰ δικαιολογηθεῖ ἡ διαίρεση στὴ βάση μιᾶς διοικητικῆς ἀσυμφωνίας;
Τελικά, τὸ εὐαγγέλιο τῆς ἀγάπης, τῆς συγχώρησης, τῆς ἑνότητος γιὰ ποιούς γράφηκε καὶ γιατί; Ἐμᾶς ἆραγε καὶ τὶς προκλήσεις τῆς ἐποχῆς μας δὲν μᾶς ἀφορᾶ;
Δ. Ἐπιπλέον, ἡ Ὀρθόδοξη ὁμολογία μας στὴ Διασπορὰ ἢ στὶς χῶρες τῆς ἱεραποστολῆς ποιά θὰ εἶναι; Ποιόν Χριστὸ θὰ κηρύξουμε καὶ θὰ ὁμολογήσουμε; Αὐτὸν ποὺ «εἰς ἑνότητα πάντας ἐκάλεσε», ἀλλὰ καταργοῦμε τὸν λόγο Του μὲ τὴ ζωή μας, ἢ Αὐτὸν ποὺ δὲν κατάφερε νὰ ἑνώσει δυὸ χιλιάδες τώρα χρόνια οὔτε τοὺς πιστούς Του; Ἡ ἱκανοποίηση τοῦ κατορθώματος τῆς αὐτοκεφαλίας εἶναι σύντομη καὶ τῶν ὀλίγων. Ὁ σκανδαλισμὸς τῶν πιστῶν καὶ τοῦ κόσμου εἶναι ἀπροσμέτρητος καὶ γενικευμένος. Ἡ ἁμαρτία τοῦ σχίσματος ἀθεράπευτη καὶ ἀσυγχώρητη.
Ε. Ἀλλὰ καὶ ἡ Μόσχα εἶναι δυνατὸν νὰ ἐπιτιμᾶ τοὺς κληρικοὺς καὶ πιστούς της ποὺ κοινωνοῦν στὸ Ἅγιον Ὄρος ἢ στὴν Πάτμο ἢ ἐνδεχομένως ἀργότερα στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ στὴν Ἑλλάδα; Εἶναι δυνατὸν ἡ θεία κοινωνία νὰ γίνεται μοχλὸς πολιτικῆς πίεσης καὶ ἐκβιασμοῦ; Δηλαδὴ χίλια χρόνια μυστηρίου αὐτὸ καταλάβαμε; Θὰ μπορούσαμε νὰ κατανοήσουμε τὴν προσωρινὴ διακοπὴ τοῦ μνημοσύνου στὸ ἐπίπεδο τῶν Πατριαρχῶν, ἐνδεχομένως ὡς ἔνδειξη ἔντονης διαμαρτυρίας, ἀλλὰ ὄχι καὶ τὴ διακοπὴ τῆς κοινωνίας τῶν πιστῶν. Δὲν μπορεῖ ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία, ἀντὶ νὰ ὁδηγεῖ τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ στὰ ἁγιάσματα, νὰ τὸν ἀποξενώνει ἀπὸ τὴ χάρι. Ἀντὶ νὰ ἀποδυναμωθεῖ ἡ πίστη τοῦ λαοῦ, δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ ἐνισχυθεῖ μήπως καὶ συνετίσει τοὺς ἡγέτες του;
Ἐλπίζουμε ὁ Πατριάρχης μας νὰ ἀνοίξει τόσο τὴν οἰκουμενική του ἀγκαλιά, ὥστε νὰ χωρέσει καὶ τοὺς Ρώσους. Ἀλλὰ καὶ δὲν θὰ μπορέσουν νὰ ἑνωθοῦν ἐκκλησιαστικὰ μεταξύ τους οἱ Οὐκρανοί, ἂν δὲν μάθουν μέσα στὴν Ἐκκλησία νὰ συγχωρήσουνε τοὺς Ρώσους καὶ νὰ ἑνωθοῦν μαζί τους. Ἡ Ἐκκλησία τότε εἶναι Ἐκκλησία ὅταν καταργεῖ τοὺς ἐχθρούς. Ὁ λόγος τοῦ προσφάτως ἀνακηρυχθέντος ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἁγίου, τοῦ Ὁσίου Ἀμφιλοχίου τοῦ νέου τοῦ ἐν Πάτμῳ, εἶναι τόσο ἐπίκαιρος ὅσο ποτέ: «Θέλετε νὰ ἐκδικηθεῖτε αὐτοὺς ποὺ σᾶς πειράζουν; ἡ καλύτερη ἐκδίκηση εἶναι ἡ ἀγάπη. Μεταποιεῖ καὶ τὰ θηρία ἀκόμη ἡ ἀγάπη».
Περιμένουμε ὅμως νὰ καταλαβαίνουν καὶ οἱ ἅγιοι πατέρες μας στὴ Ρωσία, ποὺ ἐπικαλεῖται ὁ λαὸς τὶς εὐχές τους στὸ τέλος κάθε ἀκολουθίας, ὅτι ἂν ἐνεργήσουν ταπεινὰ καὶ ὄχι κατακτητικὰ θὰ ἑνώσουν τὴν Ἐκκλησία καὶ μαζὶ μὲ τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ θὰ κερδίσουν καὶ τὶς καρδιὲς ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων. Δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ γίνουν κοσμικὰ ἡ «Τρίτη Ρώμη», ἀλλὰ πνευματικὰ ἡ «Πρώτη καὶ Ἁγία Μόσχα». Νὰ γίνουν πρῶτοι στὶς καρδιές μας.
Μαζί μὲ τὸ ἄρωμα τῆς ἐμπειρίας τοῦ πρόσφατου σκληροῦ διωγμοῦ τους καὶ τὴ χάρι τοῦ νέφους τῶν νεομαρτύρων τους, περιμένουμε νὰ προσφέρουν στὴν Ἐκκλησία μας καὶ τὴν εὐώδη μαρτυρία τῆς ἑνότητος. Ὅσο κακὸ εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια τοῦ μικροῦ καὶ τοῦ ἀδύνατου, τόσο μεγάλο εἶναι ἡ ταπεινὴ σοφία τοῦ ἰσχυροῦ καὶ τοῦ μεγάλου. Αὐτὸ ἔχουμε ἀνάγκη ὅλοι μας, διότι σὲ τελικὴ ἀνάλυση, δὲν μᾶς ἐνδιαφέρει ποιὸς ἔχει τὴ δύναμη ἢ τὸ δίκιο μὲ τὸ μέρος του, ἀλλὰ ποιὸς ἐνεργεῖ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι καὶ μεταφέρει τὴ χάρι Του.
Ἡ θεόπνευστη προτροπὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «Εἰ δὲ ἀλλήλους δάκνετε καὶ κατεσθίετε, βλέπετε μὴ ὑπ᾿ ἀλλήλων ἀναλωθῆτε» (Γαλ. ε΄ 15) ἴσως δείχνει τὸν δρόμο ὅλων μας. Στὶς ἐκκλησιαστικὲς συγκρούσεις μεταξὺ ἀδελφῶν δὲν ὑπάρχουν κερδισμένοι. Ὅλοι εἶναι ἡττημένοι. Ἀντίθετα, ὅταν συμφιλιωνόμαστε, δὲν ὑπάρχουνε χαμένοι. Ὅλοι εἶναι εὐλογημένοι.
Ἐδῶ τὰ βρῆκε ἡ Βόρεια Κορέα μὲ τὴ Νότια καὶ δὲν μποροῦμε νὰ τὰ βροῦμε ἐμεῖς ποὺ καθημερινὰ προσευχόμαστε μὲ τὸ «Πάτερ ἡμῶν» στὴν καρδιὰ καὶ τὰ χείλη μας;
Διάπυρη προσευχή μας εἶναι νὰ δώσει ὁ Κύριος «σὺν τῷ πειρασμῷ καὶ τὴν ἔκβασιν» καὶ νὰ μᾶς «ἐξαγάγῃ» σύντομα εἰς μετάνοιαν καὶ «εἰς ἀναψυχήν». Ἀμήν.
(βιβλίο: Η ζωή ενός Μεγάλου, Παπαδόπουλου Στυλιανού, εκδ. Αποστολική Διακονία σελ. 355-358).
Δοκιμάζεται η φιλία. Απάντηση στη διαίρεση.
Δεν είχε τη δύναμη ο Βασίλειος να ματαιώσει τη διαίρεση. Είχε όμως τη σύνεση του ποιμένα και αντέδρασε στο αντικανονικό αυτό μέτρο έτσι που να προκύψει ωφέλεια στους πιστούς. Χειροτόνησε δηλαδή επισκόπους σε μερικές κωμοπόλεις που δεν ήταν επισκοπές και που τις διεκδικούσε ο μητροπολίτης της Β' Καππαδοκίας.
Η ωφέλεια ήταν άμεση. Οι πιστοί των πόλεων τούτων γνώρισαν εντονότερη την ποιμαντική φροντίδα, πρόκοψαν περισσότερο στην πνευματική ζωή και δεν παρασύρθηκαν από τους κακόδοξους. Αντί λοιπόν να διαιρεθεί η Εκκλησία, αυξήθηκε πνευματικά.
Στις καινούργιες επισκοπές τοποθέτησε φυσικά φίλους του, αυστηρά ορθόδοξους. Το περίεργο μόνο είναι ότι για το σχέδιό του αυτό χρησιμοποίησε και δυο μεγάλους θεολόγους που και οι δυο απέτυχαν στο έργο τούτο. Πρόκειται για το φίλο του Γρηγόριο Θεολόγο και τον αδελφό του Γρηγόριο. Τον πρώτο χειροτόνησε για την επισκοπή Σασίμων, μεταξύ Καισάρειας και Τυάνων. Τον δεύτερο για την επισκοπή της Νύσσας, κοντά στον Άλυ ποταμό.
Ο φίλος του δεν πήγε καθόλου στην επισκοπή του. Ο αδελφός του πήγε, άλλα δημιούργησε περισσότερα προβλήματα απ’ όσα έλυσε.
Η απόφαση του Βασιλείου να χρησιμοποιήσει το φίλο του Γρηγόριο στο παραπάνω σχέδιο έγινε αιτία να δοκιμασθεί για λίγο η φιλία των δυο ανδρών. Και θα είχε διαλυθεί οριστικά εάν δεν ήταν και οι δυο μεγάλοι.
Ο Βασίλειος χρησιμοποίησε βαριές κουβέντες για το φίλο του Γρηγόριο που δεν έμεινε στα Σάσιμα να επισκοπεύσει. Τον κατηγόρησε ότι αγνοεί την εκκλησιαστική κατάσταση, ότι είναι άφιλος, απαίδευτος. Ο Γρηγόριος επαναστάτησε, αντέδρασε βίαια. Πάντα το ίδιο έκανε στη ζωή του, όταν του ζητούσαν να εγκαταλείψει την ησυχία και να αναλάβει δράση, οποιαδήποτε δράση. Ήξερε καλά πως δεν ήταν άνθρωπος δράσεως. Την αποστρεφόταν όσο τις αμαρτίες του. Και τώρα έλεγε στο Βασίλειο:
- Να βρεις άλλους να προσέχουν τα φορτωμένα μουλάρια για να μη στα παίρνει ο Άνθιμος Τυάνων.
Το έλεγε αυτό γιατί τα Σάσιμα ήταν σταυροδρόμι, πέρασμα και στο σημείο αυτό έβρισκε την ευκαιρία ο Άνθιμος να παίρνει τα μουλάρια, ισχυριζόμενος ότι τα Σάσιμα είναι της Μητροπόλεώς του και ότι στους αιρετικούς δεν πρέπει να πληρώνει κανείς φόρους, καθώς είπαμε πιο πάνω. Αν όμως επισκόπευε στο χωριό τούτο άνθρωπος του Βασιλείου τα εκκλησιαστικά έσοδα της περιοχής θα έφθαναν ασφαλή στην Καισάρεια και τα φιλανθρωπικά έργα θα τέλειωναν μια ώρα γρηγορότερα.
Όλα τα έβλεπε και όλα τα εκτιμούσε ο Γρηγόριος. Αυτός παραπάνω μας είπε ότι με το σχέδιο του Βασιλείου πρόκοψε πνευματικά η περιοχή. Αυτός ήξερε απ’ όλους καλύτερα σε τι χρησίμευαν τα φορτωμένα μουλάρια. Όλα λοιπόν καλά, μα όχι ο ίδιος μέσα στην προσπάθεια, δεν ήταν στα μέτρα του, στο χαρακτήρα του.
- Κάνε ό,τι ωραίο μπορείς, Βασίλειε. Εμένα όμως άφησέ με στην ησυχία μου.
Στη δράση γινόταν μικρός. Στη σκέψη μεγάλος.
-Για μένα, Βασίλειε, η πιο μεγάλη πράξη (=δράση) είναι η απραξία.
Τον κεραυνοβολούσε ο Βασίλειος με αυστηρά γράμματα, τον προέτρεπε να βοηθήσει στο γενικότερο έργο της διασώσεως της ενότητας. Κι εκείνος έστελνε τους αλλόκοτους κεραυνούς, όπως ο παραπάνω: «πράξη είναι η απραξία».
Πώς να συμφωνήσουν με τέτοιες προϋποθέσεις οι δυο ιεροί άνδρες; Και όμως κατάλαβαν ο ένας τον άλλο, γιατί και τη δύναμη και τη διάθεση είχαν να σκύψει ο ένας στην καρδιά του άλλου. Ο Βασίλειος σεβάσθηκε την απραξία του Γρηγορίου. Ο Γρηγόριος αναγνώρισε ότι οι ενέργειες του Βασιλείου υπαγορεύονταν από το συμφέρον της Εκκλησίας, ήταν θέλημα Θεού.
Έρχονται στιγμές πικρές για το Γρηγόριο. Διαμαρτύρεται: «Μα δε σκέφθηκες τη φιλία μας, πώς μ’ έστειλες επίσκοπο στο άθλιο χωριό; Με κάνεις να μην πιστεύω πια στη φιλία». Κουβέντες φοβερές.
Ακόμα και οι φίλοι τους παραξενεύτηκαν. Το νέο έφθασε παντού και ο Βασίλειος απολογείται στον κοινό φίλο Ευσέβιο Σαμοσάτων, που φαίνεται του έκανε κάποια παρατήρηση:
- Όπως εσύ, έτσι και εγώ θα ήθελα να ποιμαίνει ο Γρηγόριος μιαν Εκκλησία ανάλογη προς τις ικανότητές του. Και τέτοια Εκκλησία είναι η γη ολόκληρη. Αυτό δε γίνεται όμως. Ας ποιμαίνει λοιπόν το μικρό τόπο των Σασίμων για να γίνει ο τόπος ένδοξος από το Γρηγόριο κι όχι ο Γρηγόριος από τον τόπο. Χαρακτηριστικό του μεγάλου άνδρα είναι να ικανοποιείται από τα μικρά και να κάνει τα μικρά μεγάλα.
Αυτά έγιναν μεταξύ Φεβρουάριου και Πάσχα του 372.
Τα χρόνια πέρασαν, ο Γρηγόριος ταλαιπωρήθηκε πολύ. Προπαντός αφότου πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου στήριξε την ορθόδοξη πίστη στα μαύρα χρόνια της αρειανοκρατίας και όπου το 381 έγινε αρχιεπίσκοπος.
Κάτι όμως έμεινε από την πικρία που του έδωσε ο Βασίλειος. Τη θυμήθηκε ακόμα και πάνω στον τάφο του Βασιλείου, την ώρα που του έλεγε τον καταπληκτικό επιτάφιο λόγο του. Και πάλι όμως θα δικαιολογήσει το Βασίλειο, λέγοντας πως η πράξη του υπαγορεύθηκε από το ίδιο το Άγιο Πνεύμα, κάτι που δεν αρνήθηκε ποτέ στο Βασίλειο.
Μία φορά βρέθηκα σε ένα σπίτι που ήταν όλο πολυτέλεια καί, καθώς συζητούσαμε, μου είπαν:
«Ζούμε στον Παράδεισο, ενώ άλλοι άνθρωποι στερούνται».
«Ζήτε στην κόλαση, τους λέω. «Άφρον, ταύτη τη νυκτί» , είπε ο Θεός στον πλούσιο. Αν ο Χριστός με ρωτούσε: «Που θέλεις να σε βάλουμε, σε μία φυλακή η σε ένα σπίτι σαν αυτό;», θα έλεγα: «Σε μία σκοτεινή φυλακή». Γιατί η φυλακή θα με βοηθούσε. Θα μου θύμιζε τον Χριστό, θα μου θύμιζε τους αγίους Μάρτυρες, θα μου θύμιζε τους ασκητές που ήταν στις οπές της γής, θα μου θύμιζε καλογερική. Η φυλακή θα εμοίαζε και λίγο με το κελλί μου και θα χαιρόμουν. Αυτό το δικό σας τί θα μου θύμιζε και σε τί θα με βοηθούσε; Γι αυτό οι φυλακές με αναπαύουν καλύτερα όχι μόνον από ένα σαλόνι κοσμικό αλλά και απ'ένα ωραίο κελλί μοναχού. Χίλιες φορές στην φυλακή παρά σε ένα τέτοιο σπίτι».
Κάποτε που είχα φιλοξενηθή στην Αθήνα σ' έναν φίλο μου, με παρακάλεσε να δεχθώ έναν οικογενειάρχη πριν φωτίση, γιατί άλλη ώρα δεν ευκαιρούσε. Ήρθε λοιπόν χαρούμενος και συνέχεια δοξολογούσε τον Θεό. Είχε και πολλή ταπείνωση και απλότητα και με παρακαλούσε να εύχωμαι για την οικογένειά του. Ο αδελφός αυτός ήταν περίπου τριάντα οκτώ ετών και είχε επτά παιδιά. Δυο το ανδρόγυνο και άλλοι δυο οι γονείς του, εν όλω έντεκα ψυχές, και έμεναν όλοι σε ένα δωμάτιο. Μου έλεγε με την απλότητα που είχε:
«Όρθιούς μας χωράει το δωμάτιο, αλλά, όταν ξαπλώνουμε, δεν μας παίρνει, είναι λίγο στενόχωρα. Δόξα τω Θεώ, τώρα κάναμε ένα υπόστεγο για κουζίνα και βολευτήκαμε. Εμείς έχουμε και στέγη. Πάτερ μου, ενώ είναι άλλοι που μένουν στην υπαιθρο».
Η εργασία του ήταν σιδερωτής. Έμενε στην Αθήνα και έφευγε πριν φωτίση, για να βρεθή εγκαίρως στον Πειραιά όπου εργαζόταν. Από την ορθοστασία και τις πολλές υπερωρίες τα πόδια του είχαν κιρσούς και τον ενοχλούσαν, αλλά η πολλή αγάπη του προς την οικογένειά του τον έκανε να ξεχνάη τους πόνους και τις ενοχλήσεις. Ελεεινολογούσε μάλιστα τον εαυτό του συνέχεια και έλεγε ότι δεν έχει αγάπη, γιατί δεν κάνει καλωσύνες σαν Χριστιανός, και επαινούσε την γυναίκα του ότι εκείνη κάνει καλωσύνες, γιατί εκτός από τα παιδιά και τα πεθερικά της που φρόντιζε, πήγαινε και έπαιρνε τα ρούχα από τους γέρους της γειτονιάς, τα επλένε, τους συγύριζε και τα σπίτια, τους εφτίαχνε και καμμιά σούπα.
Έβλεπε κανείς στο πρόσωπο του καλού αυτού οικογενειάρχη ζωγραφισμένη την θεία Χάρη. Είχε μέσα του τον Χριστό και ήταν γεμάτος χαρά και το δωμάτιό του γεμάτο από παραδεισένια χαρά. Ενώ αυτοί που δεν έχουν μέσα τους τον Χριστό, είναι γεμάτοι από άγχος, και δυο άνθρωποι να είναι, δεν χωράνε μέσα σε έντεκα δωμάτια. Ενώ οι έντεκα αυτοί άνθρωποι με τον Χριστό, χωρούσαν μέσα σ' ένα δωμάτιο.
(Γέροντος Παϊσίου Λόγοι Α, σελ. 172-173)
(Π.Ν. Τρεμπέλα, Υπόμνημα ερμηνευτικο στο κατά Ιωάννην, Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους)
Ιω. 6,64 ἀλλ᾿(1) εἰσὶν ἐξ ὑμῶν τινες(2) οἳ οὐ πιστεύουσιν(3). ᾔδει γὰρ(4) ἐξ ἀρχῆς(5) ὁ Ἰησοῦς τίνες εἰσὶν οἱ μὴ πιστεύοντες καὶ(6) τίς ἐστιν ὁ παραδώσων(7) αὐτόν.
Ιω. 6,64 Αλλά υπάρχουν μερικοί από σας, οι οποίοι δεν πιστεύουν”. Είπε δε αυτά ο Ιησούς, διότι εγνώριζε ευθύς εξ αρχής, ποίοι είναι αυτοί που δεν πιστεύουν και ποίος είναι εκείνος, ο οποίος έμελλε να τον παραδώση.
(1) Αντιθετικό.=Παρόλο που οι λόγοι μου είναι Πνεύμα και ζωή, όμως σκανδαλίζονται και δεν πιστεύουν κάποιοι σε αυτούς (β).
(2) Το «κάποιοι» εδώ σημαίνει ένα μέρος οποιοδήποτε, μικρό ή μεγάλο, όπως και στα Ρωμ. γ 3,ια 17,Εβρ. γ 16, όπου δηλώνει ολόκληρο το πλήθος του Ιουδαϊκού λαού που παρέμεινε στην απιστία (g). Μεταξύ των ονομαζομένων Χριστιανών υπάρχουν πολλοί, οι οποίοι είναι πραγματικοί άπιστοι.
(3) «Δεν είπε, Υπάρχουν κάποιοι οι οποίοι δεν καταλαβαίνουν, αλλά υπάρχουν κάποιοι που δεν πιστεύουν. Δεν καταλαβαίνουν λοιπόν, διότι δεν πιστεύουν» (Αυ). Η απιστία και όχι η σκληρότητα ή το ακατανόητο της χριστιανικής ορολογίας και διδασκαλίας είναι η αληθινή αιτία της αποστασίας που διαδίδεται (χ).
(4) Παρενθετική πρόταση, με την οποία ο ευαγγελιστής αιτιολογεί με ένα γεγονός την διακήρυξη του Κυρίου στο πρώτο τμήμα του σ., και προετοιμάζει και για την ακόλουθη πληροφορία για την αποχώρηση αυτών από τον κύκλο των μαθητών (ο).
(5) Από την αρχή της δημόσιας δράσης του ή πιο σωστά από τη στιγμή κατά την οποία ο καθένας είχε έλθει σε επαφή με τον Ιησού και από τη στιγμή που προσχώρησε στον κύκλο των μαθητών του. Δες β 24,25 (g). «Το «από την αρχή» δεν τοποθετήθηκε εδώ τυχαία, αλλά για να μάθεις την ουράνια πρόγνωσή του… το οποίο ήταν σημάδι θεότητας» (Χ). Ο σιναϊτικός κώδικας έχει την γραφή: απ’ αρχής ο Σωτήρ.
(6) Το «και» εδώ=και μάλιστα, και ιδιαιτέρως, ακόμη και (g).
(7) Από αυτό έπεται, ότι ο Ιησούς όταν διάλεγε τον Ιούδα ως απόστολό του, γνώριζε, ότι θα τον παρέδιδε. Όμως δεν διάλεξε αυτόν για αυτό, δηλαδή για να γίνει μία ημέρα προδότης. Τον έβαζε σε ένα αξίωμα προνομιακό, το οποίο μπορούσε να χρησιμεύσει στον Ιούδα ως μέσο σωτηρίας και συγκράτησής του από το βάραθρο, στο οποίο αυτός από μόνος του κατέβαινε. Η όλη επίσης συμπεριφορά του Κυρίου, έτεινε, όπως φαίνεται κυρίως από το ιδιαίτερο ενδιαφέρον που επέδειξε στον Ιούδα κατά την τελευταία νύχτα, στο να αποτρέψει τον μαθητή από τον όλεθρο. Μπαίνοντας λοιπόν ο Ιούδας κάτω από όρους εκτάκτως ευνοϊκούς, που μπορούσαν να συντελέσουν στη σωτηρία του, και απωθώντας αυτούς αυτοπροαίρετα, αντί να ωφεληθεί από αυτούς, ωρίμασε ακόμη περισσότερο στο κακό, οπότε ο Θεός βρίσκοντας αυτόν να έχει διαφθείρει ο ίδιος τον εαυτό του, χρησιμοποίησε αυτόν ως όργανο αριστερό για εκπλήρωση της βουλής του και του σχεδίου του (g).
Είναι προνόμιο του Χριστού να γνωρίζει τις καρδιές. Γνωρίζει ποιοι δεν πιστεύουν, αλλά υποκρίνονται. Και όμως εξακολουθούν αυτοί να έχουν θέση στην εκκλησία του και να κάνουν χρήση των μυστηρίων του και του ονόματός του. Και δεν αποκαλύπτει αυτούς στον κόσμο αυτόν, εκτός εάν η κακία τους αποκαλύψει αυτούς. Διότι τέτοια είναι η σημερινή σύνθεση της ορατής εκκλησίας του και η ημέρα της αποκάλυψης πρόκειται να έλθει στο μέλλον. Στο μεταξύ εάν εμείς έχουμε την αξίωση να κρίνουμε τις ανθρώπινες καρδιές, ανεβαίνουμε στο θρόνο του Χριστού και σφετεριζόμαστε την κρίση του.
Ιω. 6,65 καὶ ἔλεγε(1)· διὰ τοῦτο(2) εἴρηκα(3) ὑμῖν ὅτι οὐδεὶς δύναται ἐλθεῖν(4) πρός με, ἐὰν μὴ ᾖ δεδομένον(5) αὐτῷ ἐκ τοῦ πατρός μου.
Ιω. 6,65 Και έλεγεν ο Χριστός• “δια τούτο σας είπα ότι κανείς δεν ημπορεί να έλθη εις εμέ και να με ακολουθήση με πίστιν, εάν δεν του έχη δοθή αυτό το χάρισμα από τον Πατέρα μου”.
(1) Επανέρχεται ήδη στη σειρά των λόγων του Κυρίου, οι οποίοι διακόπηκαν από την παρενθετική πρόταση του ευαγγελιστή (ο).
(2) Επειδή υπάρχουν κάποιοι από εσάς που δεν πιστεύουν (g).
(3) Αναφέρεται στα λόγια του στους σ. 37 και 44.
(4) Δεν μιλά για γεγονός εξωτερικό, αλλά για εσωτερική αποδοχή, προσέλευση και προσκόλληση προς τον Κύριο (ο).
(5) Μέσω της χάρης που τον ελκύει (b). Με το «να έλθει» δήλωσε τον ανθρώπινο παράγοντα και την ανθρώπινη συνεργασία, ενώ με το «είναι δοσμένο» δήλωσε τον θείο παράγοντα (g). «Και το να πιστεύουμε λοιπόν δίνεται σε εμάς» (Αυ).
«Δεν μπορεί, λέει, να προσέλθει προς αυτόν εκείνος που δεν έχει ακόμα λάβει, σύνεση, εννοείται, εκ μέρους του Θεού και Πατέρα, και πολύ λογικά. Διότι, εάν κάθε αγαθή δόση και κάθε τέλειο δώρημα κατεβαίνει από ψηλά… πώς θα μπορούσε πολύ περισσότερο και το να γνωρίσουμε το Χριστό να μην είναι δώρο της δεξιάς του Πατέρα;» (Κ).
«Όταν όμως ακούσεις το «έδωσε», να μην νομίζεις ότι πρόκειται απλώς για κάποια κληρονομιά, αλλά εκείνο να πιστεύεις, ότι αυτός που κατέστησε τον εαυτό του άξιο να πάρει, αυτός πήρε» (Χ).
«Δεν δίνει βεβαίως ο Πατέρας την επίγνωση του Χριστού στους ακάθαρτους» (Κ), αλλά «σε εκείνους δίνει την δωρεά της πίστης, σε όσους η προαίρεση συνεργάζεται» (Θφ). Παράλληλο χωρίου αυτού είναι το Ματθ. ιστ 17: «δεν σου το αποκάλυψε αυτό σάρκα και αίμα (=κάποιος άνθρωπος) αλλά ο Πατέρας μου ο ουράνιος» (μ).
Ιω. 6,66 Ἐκ τούτου(1) πολλοὶ ἀπῆλθον ἐκ τῶν μαθητῶν(2) αὐτοῦ εἰς τὰ ὀπίσω(3) καὶ οὐκέτι μετ᾿ αὐτοῦ περιεπάτουν(4).
Ιω. 6,66 Από την ημέραν αυτήν πολλοί εκ των μαθητών του εγύρισαν εις τα σπίτια των και τας εργασίας των και δεν επήγαιναν πλέον μαζή του.
(1) Ή «αντί να πει: από τότε» (Ζ), ή, με έννοια αιτιολογική=λόγω αυτού, όπως συχνά συναντιέται στους παπύρους (β).
(2) Με αυτό εννοεί, ότι ο αριθμός τους καθαρίστηκε από τους ανάξιους και έγινε η καλύτερη επιλογή. Πλήθος χωρίς εκλογή δεν έχει τόσες συνέπειες, όσες η ειλικρίνεια (b). Και σύμφωνα με τους συνοπτικούς παρουσιάζεται ο Κύριος να απασχολείται από την φροντίδα της εκκαθάρισης των ακολούθων του (Λουκ. η 9 και εξής, θ 23 και εξής, ιδ 25 και εξής).
Ο Κύριος προτιμούσε αριθμό μικρότερο μαθητών αφοσιωμένων και έτοιμων για κάθε θυσία από πλήθος πολύ που δεν συνδεόταν εσωτερικά μαζί του. Όλοι οι μαθητές, που τον ακολουθούσαν από ελατήρια ιδιοτελή και υλικά και οι οποίοι ήταν ξένοι με την ζωντανή πίστη, όπως απέδειξε ο σκανδαλισμός τους με τη διδασκαλία για τον άρτο που κατέβηκε από τον ουρανό, αποτελούσαν κίνδυνο για το έργο του και έπρεπε να απομακρυνθούν. Εξηγείται λοιπόν πληρέστατα, γιατί ο Ιησούς ακολουθεί την μέθοδο αυτή στο επεισόδιο αυτό και δεν δείχνει καμία συγκατάβαση προς τους ακροατές του, αλλά και σε αυτόν τον κύκλο των 12 θέτει άκαμπτα το ερώτημα στον αμέσως επόμενο σ. (g).
«Διότι δεν θα είναι οπωσδήποτε τίμιο στα μάτια του Θεού το μεγάλο σε αριθμό πλήθος των προσκυνητών, αλλά το πλήθος που διαπρέπει με την ορθή πίστη, έστω και αν φαίνεται μικρό» (Κ).
(3) Η ίδια φράση και στο ιη 6. «Αποσχίστηκαν… Με το «στα οπίσω» να εννοήσεις, σε παρακαλώ, και την προηγούμενη ζωή τους, στην οποία πάλι επέστρεψαν» (Ζ). Εκφράζεται συγχρόνως η διακοπή κάθε σχέσης με τον Ιησού. Οι άνθρωποι αυτοί επιστρέφοντας στα συνηθισμένα τους επαγγέλματα λησμόνησαν ολοτελώς τον Ιησού (g). «Με το να αποσχιστούν, έχασαν την πίστη που είχαν προηγουμένως» (Χ). Το «στα οπίσω» εννοείται σε σχέση με τον Σωτήρα που ήταν μπροστά και τίποτα άλλο δε δείχνει παρά την επιθυμία τους να χωριστούν από τον Σωτήρα (δ). Δεν έφυγαν συγκρατώντας και κρατώντας τουλάχιστον ό,τι είχαν μάθει κοντά στο Χριστό, όσο χρόνο μαθήτευαν κοντά του, αλλά οπισθοδρόμησαν. Διότι όταν αναχωρούμε από το Χριστό, έστω και πρόσκαιρα, δεν παραμένουμε στο επίπεδο της πνευματικής ζωής, όπου είχαμε ανυψωθεί από αυτόν, αλλά αρχίζουμε να γλιστράμε προς τα κάτω (τ).
Σε σχέση με το επεισόδιο αυτό πολλά πρακτικά διδάγματα θα μπορούσε κάποιος να σημειώσει. Να μερικά: Διδασκόμαστε από αυτό το ευμετάβολο του ανθρώπινου χαρακτήρα. Διδασκόμαστε ακόμα, ότι ρίζα της αποστασίας από το Χριστό είναι η προσκόλληση της καρδιάς σε γήινα συμφέροντα. Ο Ιούδας έβαλε τα υλικά κέρδη πάνω από τις πνευματικές ωφέλειες, τις οποίες θα αποκόμιζε από την συναναστροφή του με τον Ιησού. Όλοι οι αποστάτες είναι δεμένοι στον κόσμο τον υλικό και συνυφασμένοι με την ματαιότητά του. Εκείνα λοιπόν τα οποία μας κάνουν σταθερούς στις σχέσεις μας με το Χριστό είναι το να βάζουμε τα πνευματικά υπεράνω των υλικών και επιπλέον με ζωντανή σχέση με το Χριστό να παίρνουμε πειραματική γνώση της σωτηρίας που χαρίζει, ώστε να μπορούμε μαζί με τον Πέτρο να λέμε: Κύριε, έχεις λόγια αιώνιας ζωής.
(4) Η φράση εκφραστικότατα υποδηλώνει τον περιπατητικό χαρακτήρα, τον οποίο είχε προσδώσει ο Κύριος στη δράση του με τις οδοιπορίες και τις επισκέψεις σε πόλεις και χωριά για διδασκαλία (β).
Ιω. 6,67 εἶπεν οὖν ὁ Ἰησοῦς τοῖς δώδεκα(1)· μὴ καὶ(2) ὑμεῖς θέλετε ὑπάγειν(3);
Ιω. 6,67 Λαβών αφορμήν ο Ιησούς από την αποχώρησιν εκείνων είπεν στους δώδεκα• “μήπως και σεις θέλετε να φύγετε;”
(1) Εδώ για πρώτη φορά αναφέρει ο ευαγγελιστής τους 12. Ο Ιωάννης παίρνει ως δεδομένα τα ονόματά τους και την κλήση τους ως αποστόλων, ως γνωστά από τους άλλους ευαγγελιστές (b). Επιβεβαιώνει λοιπόν έτσι την αφήγηση των συνοπτικών (Μάρκ. γ 13,Λουκ. στ 12). Με τον ίδιο τρόπο εισάγει ο Ιωάννης στην αφήγησή του και τα ονόματα του Πιλάτου (ιη 29) και Μαρίας της Μαγδαληνής (ιθ 25), χωρίς να εξηγεί ποιοι ήταν αυτοί (β).
(2) Η μορφή της ερώτησης είναι τέτοια, ώστε να υπονοείται αρνητική η απάντηση (β). Δεν εκφράζει ούτε το φόβο μήπως ο Ιησούς εγκαταλειφθεί από τους 12, ούτε παράπονο και μελαγχολία του Ιησού για την εγκατάλειψη των άλλων, αλλά εκδηλώνει σταθερή απόφαση εκ μέρους του Ιησού εκκαθάρισης του κύκλου των μαθητών του (g).
(3) «Και δες με πόση σύνεση είπε αυτό. Διότι δεν είπε· Φύγετε. Διότι αυτό θα σήμαινε ότι τους απωθεί. Αλλά ρωτά» (Χ), «δείχνοντας με ήρεμο τρόπο, ότι δεν χρειάζεται την υπηρεσία τους» (Ζ), και έτσι «διαφυλάσσει το αξίωμα που πρέπει στον διδάσκαλο» (Θφ).
«Δεν προτρέπει σε αποστασία τους αγίους αποστόλους… ούτε δείχνει σε αυτούς ελεύθερη και ακατηγόρητη την άδεια του πράγματος… αλλά μάλλον τους απειλεί με τρόπο ευφυή, ότι, εάν δεν φανούν ανώτεροι της απαιδευσίας των Ιουδαίων, θα σταλούν και αυτοί πίσω» (Κ).
Αλλά ούτε «τους επαίνεσε ούτε θαύμασε… τηρώντας ταυτόχρονα από τη μία το αξίωμα που πρέπει στο διδάσκαλο, και από την άλλη δείχνοντας, ότι με αυτόν τον τρόπο περισσότερο είναι δυνατόν κάποιος να ελκύσει. Διότι αν μεν τους επαινούσε, ίσως να πάθαιναν κάτι ανθρώπινο, ότι δηλαδή τους χαριζόταν» (Σχ). Πάντως η ερώτηση αποβλέπει στο να αφαιρέσει «κάθε βία και ανάγκη» (Χ). Και με αυτήν ο Κύριος κάνει τους μαθητές «κύριους τού να ακολουθήσουν ή όχι, δείχνοντας ότι δεν θέλει να τον ακολουθούν από σεβασμό προς αυτόν» (Θφ).
Ο Ιησούς δεν παίρνει μαζί του κανέναν αναγκαστικά και παρά τη θέλησή του. Οι στρατιώτες του είναι εθελοντές. Οι 12 είχαν ήδη μείνει κοντά στο Χριστό αρκετό καιρό για να λάβουν πείρα και να δοκιμάσουν αυτόν και τη διδασκαλία του, έτσι ώστε να μην μπορεί κανείς από αυτούς να παραπονεθεί ότι παρασύρθηκε και παραπλανήθηκε στο να γίνει μαθητής του Χριστού. Και ύστερα από την για τόσο χρόνο διαμονή τους κοντά του, τούς αφήνει ελεύθερους να εκλέξουν και να αποχωρήσουν εάν θα ήθελαν.
Ιω. 6,68 ἀπεκρίθη οὖν αὐτῷ Σίμων Πέτρος(1)· Κύριε, πρὸς τίνα ἀπελευσόμεθα(2); ῥήματα ζωῆς αἰωνίου ἔχεις(3)·
Ιω. 6,68 Απήντησε τότε εις αυτόν ο Σιμων Πετρος• “Κυριε, προς ποίον άλλον να πάμε; Μενομεν πάντοτε μαζή σου, διότι συ έχεις λόγια που δίδουν ζωήν αιωνίαν.
(1) Παρουσιάζεται και εδώ ο Πέτρος, όπως στις Πράξεις και στους συνοπτικούς, ορμητικός και τολμηρός ομολογητής (g). Μιλά και εδώ με την ετοιμότητα και το θάρρος που τον διέκριναν (ο). «Επειδή ήταν φιλόστοργος και φιλάδελφος απολογείται για όλη την ομάδα. Διότι δεν είπε: Κύριε, σε ποιον να πάω;… αλλά σε ποιον να πάμε» (Θφ).
(2) «Αντί να πει: Ποιος θα μας διδάξει τα παραπλήσια; Ή και, Σε ποιον θα πλησιάσουμε και θα βρούμε το καλύτερο;» (Κ).
«Ο λόγος αυτός φανερώνει μεγάλη φιλοστοργία. Διότι δείχνει ότι ο Διδάσκαλος είναι για αυτούς πολυτιμότερος από κάθε τι… και αν φύγουν από αυτόν, δεν έχουν λοιπόν που να καταφύγουν» (Χ).
Όταν ο εχθρός της σωτηρίας μας βάλει σε εμάς τον λογισμό του να αφήσουμε τον Ιησού, ας σκεφτόμαστε σοβαρά σε ποιον θα πάμε και που μπορούμε να ελπίζουμε, ότι θα βρούμε ανάπαυση και ειρήνη. Κύριε, σε ποιον να πάμε; Θα στραφούμε προς τον κόσμο; Σίγουρα θα βρεθούμε απατημένοι σε αυτόν. Θα επιστρέψουμε στην αμαρτία; Θα βρούμε σε αυτήν όλεθρο και καταστροφή. Θα πάμε στους εθνικούς φιλοσόφους για να γίνουμε μαθητές τους; Αλλά αυτοί ενώ λένε ότι είναι σοφοί έγιναν ανόητοι στα της θρησκείας και αποδείχτηκαν μάταιοι στους διαλογισμούς τους. Θα πάμε στους γραμματείς και Φαρισαίους, για να παρακαθίσουμε σαν μαθητές στα πόδια τους; Αλλά τι καλό μπορούμε να περιμένουμε από αυτούς, οι οποίοι με τις παραδόσεις τους νόθευσαν και στέρησαν από το ζωοποιό περιεχόμενό τους τις εντολές του Θεού; Θα πάμε στο Μωϋσή; Θα μας στείλει αυτός πάλι στον Ιησού. Αληθινά· η θρησκεία του Ιησού παρουσιάζεται εξόχως υπέροχη και ανώτερη, όταν συγκρίνεται με άλλους θεσμούς και με άλλες θρησκείες. Διότι τότε παρέχεται σε μας η ευκαιρία να διαπιστώσουμε, πόσο ασύγκριτη είναι η έναντι αυτών υπεροχή της.
(3) «Λόγια που προξενούν αιώνια ζωή» (Ζ). Το σημείο αυτό της ομολογίας του Πέτρου αποτελεί απήχηση των λόγων του Κυρίου στο σ. 63 και δείχνει, ότι ο Πέτρος είχε επηρεαστεί βαθιά από την παραπάνω διδασκαλία του Ιησού. Ο Πέτρος δεν επαναλαμβάνει μηχανικά αυτά που ειπώθηκαν από τον Κύριο, αλλά εκφράζει την προσωπική του πείρα (g).
Ίσως ο Πέτρος δεν είχε κατανοήσει ακόμη πλήρως την έννοια της διδασκαλίας αυτής του Κυρίου, το γενικό όμως πνεύμα της είχε γίνει αντιληπτό σε αυτόν και ήταν πεπεισμένος, ότι η διδασκαλία αυτή οδηγούσε σε σωτηρία (ο). Ο Πέτρος είχε μάθει αρκετά ώστε τουλάχιστον να γνωρίζει ότι η πείνα της ψυχής του μόνο κοντά στον Ιησού και πουθενά αλλού δεν θα μπορούσε να ικανοποιηθεί (τ). Με τις λέξεις «ρήματα ζωής αιωνίου έχεις» ομολογεί ο Πέτρος τον Κύριο ως προφήτη, στη συνέχεια με τα λόγια του στον επόμενο στίχο, παραδέχεται αυτόν και ως αρχιερέα και βασιλιά, ως τον Χριστό του Θεού (β). Μολονότι δεν μπορούμε να κατανοήσουμε όλα τα μυστήρια της διδασκαλίας του Χριστού, όμως γνωρίζουμε γενικά, ότι αυτή είναι ο λόγος της αιώνιας ζωής και συνεπώς με αυτόν ζούμε ή πεθαίνουμε. Διότι εάν εγκαταλείψουμε το Χριστό, εγκαταλείπουμε το έλεός μας και τη σωτηρία μας.
Ιω. 6,69 καὶ ἡμεῖς(1) πεπιστεύκαμεν καὶ ἐγνώκαμεν(2) ὅτι σὺ εἶ ὁ(3) Χριστὸς ὁ(3) υἱὸς τοῦ Θεοῦ(4) τοῦ ζῶντος(5).
Ιω. 6,69 Και ημείς έχομεν πιστεύσει εις σε και έχομεν από την προσωπικήν μας πείραν γνωρίσει, ότι συ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού του ζώντος”.
(1) «Απολογείται για όλη την ομάδα» (Χ). Μπαίνει μπροστά αυτό με έμφαση και αντιτίθεται σε αυτούς που εγκαταλείψαν τον Ιησού (g).
(2) Ο παρακείμενος δηλώνει γεγονότα συντελεσμένα ήδη και κατάσταση οριστική, πάνω στα οποία καμία αναθεώρηση και επάνοδος δεν χωράει. Στο Α΄ Ιω. δ 16 προηγείται το γνωρίσαμε και έπειτα το πιστέψαμε. Πάντοτε προηγείται από την πίστη και ένας βαθμός γνώσης, όπως δείχνει και το παράδειγμα του Ναθαναήλ, ο οποίος αφού υπάκουσε στην πρόσκληση «έλα και δες» γνώρισε τον Ιησού πρώτα και πίστεψε έπειτα. Αλλά και άλλος βαθμός γνώσης, περισσότερο βαθειάς και εσωτερικής ακολουθεί την πίστη, και για αυτήν μιλά εδώ ο Πέτρος (g). «Διότι έπρεπε και να πιστεύουν και να καταλαβαίνουν, και όχι, επειδή τα θεϊκότερα είναι παραδεκτά με την πίστη, να πρέπει οπωσδήποτε για αυτό να αποφεύγουν εξ’ ολοκλήρου την έρευνα για αυτά, αλλά μάλλον να επιχειρούν και να ανεβούν σε μέτρια γνώση, την αποκτώμενη, όπως λέει ο Παύλος, σαν μέσα από καθρέπτη και αινιγματικά» (Κ).
(3) «Πρόσεχε όμως πώς παντού για αυτόν μόνο και προτάσσοντας το άρθρο λέει («ο Χριστός»)… διότι κανένας από τους χριστούς (χρισμένους) δεν είναι όπως αυτός, πλην όμως κατά την ομοιότητα ως προς εμάς ονομάζεται Χριστός. Γιατί κύριο όνομα και πράγμα αυτού και ξεχωρισμένο ειδικά για αυτόν και αληθινά, είναι το «Υιός», ενώ κοινό ως προς εμάς είναι το όνομα «Χριστός». Επειδή δηλαδή χρίστηκε, για τον λόγο ότι έγινε άνθρωπος, για αυτό λέγεται Χριστός» (Κ).
(4) Υπάρχει και η γραφή: ο άγιος του Θεού. Η έννοια είναι σχετική με την στον σ. 27 φράση «ο πατέρας σφράγισε»· θα ερμηνεύσουμε: αυτός που χρίστηκε από το Θεό με την καθιέρωσή του (g)· τον οποίο ο Θεός καθιέρωσε ως Χριστό (β).
(5) Η ομολογία αυτή του Πέτρου ταυτίστηκε από πολλούς από τους νεώτερους (β,g) με αυτήν στα Ματθ. ιστ 13,Μάρκ. η 27 και Λουκ. θ 18. Και υπέρ αυτής της ταύτισης συνηγορεί, ότι και σύμφωνα με τους συνοπτικούς η ομολογία του Πέτρου έλαβε χώρα μετά το θαύμα της διατροφής των 5000. Υπάρχουν όμως τόσες διαφορές στις λεπτομέρειες, ώστε άλλοι (Westcott) διέκριναν τις δύο αυτές ομολογίες του Πέτρου και πολύ περισσότερο από τη στιγμή που σύμφωνα με τον Ματθαίο και το Μάρκο η ομολογία του Πέτρου έγινε στην Καισάρεια του Φιλίππου.
Ιω. 6,70 ἀπεκρίθη αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς(1)· οὐκ ἐγὼ ὑμᾶς τοὺς δώδεκα ἐξελεξάμην; καὶ ἐξ ὑμῶν(2) εἷς(3) διάβολός(4) ἐστιν.
Ιω. 6,70 Απεκρίθη εις αυτούς ο Ιησούς• “εγώ δεν εξέλεξα και εκάλεσα εσάς τους δώδεκα; Προσέξατε μήπως και σεις σκανδαλισθήτε. Διότι ένας από σας είναι διάβολος δια το φοβερόν έργον, το οποίον πρόκειται να κάμη”.
(1) «Επειδή δηλαδή είπε (ο Πέτρος) ότι και εμείς έχουμε πιστέψει, εξαιρεί από την ομάδα τον Ιούδα» (Χ). Ο Πέτρος είχε μιλήσει εκ μέρους όλων. Και ο Κύριος ανασύρει το πέπλο της φαινομενικής ομόφωνης ομολογίας και αποκαλύπτει, ότι κρυβόταν κάποιος άπιστος ανάμεσά τους (g).
Σε τι απέβλεπε πράττοντας αυτό ο Κύριος; Ειδοποιεί από τη μία τον Ιούδα «ώστε να μην διαπράξει άφοβα το τόλμημα νομίζοντας ότι διαφεύγει της προσοχής», από την άλλη πάλι «κάνει κοινό σε όλους τον φόβο θέλοντας να αποκρύψει εκείνον» (Χ). Και ως προς μεν τον Ιούδα η παρατήρηση αυτή του Κυρίου αποτελούσε σωτήρια παρόρμηση είτε για μετάνοια και εγρήγορση, ώστε έτσι να παραμείνει στον κύκλο των 12 ως αντάξιος μαθητής του διδασκάλου, είτε εάν δεν συμφωνούσε σε αυτό, για έγκαιρη αποχώρηση, όπως και οι υπόλοιποι από τους μαθητές αποχώρησαν, η οποία αποχώρηση θα προλάβαινε το γλίστρημά του στα χειρότερα.
Ως προς τους υπόλοιπους αποστόλους «σχεδόν κάτι τέτοιο φαίνεται να λέει· είναι καιρός εγρήγορσης, ω μαθητές, και περίσκεψης… διότι είναι πάρα πολύ ολισθηρή η οδός της απωλείας, η οποία παρασύρει κρυφά όχι μόνο τον αδύναμο νου, αλλά και αυτόν που νομίζει ήδη ότι στέκεται σταθερά» (Κ). Να είσαι προσεχτικός Πέτρο. Γρήγορα πρόκειται να κάνεις μεγαλύτερη ομολογία για το Χριστό. Λίγο όμως μετά από αυτήν θα ονομαστείς από τον Κύριο σατανάς. Πόσο κοντά στον αμαρτωλό είναι και αυτός ο άγιος! (τ).
(2) «Και όμως ένας από εσάς» (Ζ). Παρά την εκλογή μου αυτός είναι διάβολος. Παρόλο που υπήρξατε όλοι διαλεγμένοι και εκλεγμένοι από εμένα, όμως…
«Ο Ιησούς ως Θεός κάνει το αγαθό και δωρίζει τα αξιοθαύμαστα. Αλλά δεν ανατρέπει το αυτεξούσιό μας· διότι αυτός κάνει αυτό που εξαρτάται από αυτόν, αλλά σε εμάς απόκειται το να το φυλάξουμε» (αμ).
«Η μεν εκλογή γίνεται από το Θεό, ο οποίος μας προτρέπει στο καλό και απλώνει πάνω μας την αγαθότητά του· αλλά το να σωθούμε εξαρτάται από τη γνώμη μας και την προαίρεση» (Θφ).
Πάντως όμως «όπως οι κακοί κάνουν κακή χρήση των αγαθών έργων του Θεού, έτσι αντίθετα ο Θεός κάνει καλή χρήση των κακών έργων των κακών ανθρώπων… Τι χειρότερο υπάρχει από τον Ιούδα; Μεταξύ… των δώδεκα σε αυτόν εμπιστεύτηκε το κοινό ταμείο. Σε αυτόν κληρώθηκαν οι δαπάνες υπέρ των φτωχών. Αχάριστος για την μεγάλη αυτή εύνοια και τιμή, πήρε το χρήμα και έχασε τη δικαιοσύνη· όντας νεκρός, πρόδωσε τη ζωή. Εκείνον τον οποίο ακολούθησε ως μαθητής, τον καταδίωξε ως εχθρός. Όλο αυτό το πονηρό ήταν του Ιούδα. Αλλά ο Κύριος χρησιμοποίησε το πονηρό αυτού για το αγαθό. Υπέμεινε το να προδοθεί για να μας λυτρώσει. Να που το πονηρό του Ιούδα στράφηκε σε αγαθό» (Αυ).
(3) «Δεν λέει ακόμα με σαφήνεια ποιος θα τον παραδώσει» (Κ). Έτσι εξυπηρετείται διπλός σκοπός. Δεν «τον έκανε φανερό… για να μην γίνει αναιδέστερος και πιο εριστικός» ο Ιούδας (Χ). Από την άλλη όμως «βάζει όλους σε αγώνα και τους καλεί σε ακριβέστερη επαγρύπνηση, προξενώντας τρόμο στον καθένα για τη ζημία της ψυχής του» (Κ).
(4) «Διάβολο ονόμασε τον βοηθό των διαβολικών θελημάτων» (Κ). «Αυτόν που προσκολλάται στο διάβολο και εξομοιώνεται με αυτόν και κάνει τα αρεστά σε αυτόν» (αμ). Στον Ιωάννη η λέξη σημαίνει πάντοτε ή τον Σατανά ή τον εμπνεόμενο από τον Σατανά (η 44,ιγ 2,Α΄ Ιω. γ 8,10). Όπως λέγεται στο ιγ 2, ο Σατανάς ενέπνευσε στην καρδιά του Ιούδα την ιδέα της προδοσίας και ο Σατανάς μετά από λίγο (ιγ 27) μπήκε στην καρδιά του, και έτσι έγινε ο Ιούδας προσωποποίηση του σατανά (β).
Διότι αυτός που εμπνέεται έτσι από το Σατανά, μοιάζει εξ’ ολοκλήρου με αυτόν. Και έγινε αυτός ο Ιούδας «όχι απλώς πονηρός για τον εαυτό του αλλά και επικίνδυνος στους άλλους» (b).
Υποκριτές και προδότες του Χριστού δεν είναι καλύτεροι από το διάβολο. Ο Ιούδας δεν είχε απλώς το διάβολο μέσα του αλλά ήταν και αυτός διάβολος. Ήταν εκπεσών απόστολος, όπως και ο διάβολος ήταν και είναι εκπεσών άγγελος. Εκείνοι, των οποίων τα σώματα είχαν κυριευτεί από το διάβολο, ουδέποτε ονομάστηκαν διάβολοι. Ονομάζονται στη Γραφή δαιμονιζόμενοι, αλλά όχι διάβολοι. Αλλά ο Ιούδας, στην καρδιά του οποίου είχε μπει ο Σατανάς, ονομάζεται διάβολος. Πολλοί φαίνονται άγιοι, ενώ πράγματι είναι διάβολοι. Ο Ιούδας φαινόταν εξωτερικά ως ένας από τους 12 αποστόλους. Έδιωχνε δαιμόνια και φαινόταν εχθρός του κράτους του σατανά. Και όμως αυτός ήταν ολόκληρος διάβολος. Το δηλητήριό του ήταν καλυμμένο με λεπτό δέρμα. Αλλά ο Χριστός τον γνωρίζει. Οι υποκριτές οσοδήποτε και αν εξαπατούν τους ανθρώπους, δεν μπορούν να εξαπατήσουν και το Χριστό. Το διαπεραστικό του μάτι εισδύει στις καρδιές όλων. Μπορεί αλάνθαστα να ονομάζει διαβόλους εκείνους, οι οποίοι ονομάζουν τους εαυτούς τους χριστιανούς.
(Π.Ν. Τρεμπέλα, Υπόμνημα ερμηνευτικο στο κατά Ιωάννην, Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους)
Υπόμνημα στο κατά Ιωάννην, Π.Ν.Τρεμπέλα σελ. 245-252 εκδόσεις «ο Σωτήρ» μεταφρασμένο & μεταγλωττισμένο στη δημοτική γλώσσα!Τα αποσπάσματα μεταφράστηκαν και μεταγλωττίστηκαν στη δημοτική γλώσσα από τον π. Νικόλαο Πουλάδα. )
ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
(Πατέρες της Εκκλησίας & Εκκλησιαστικοί συγγραφείς)
Α = Αθανάσιος ο Μέγας, Θφ = Θεοφύλακτος
Αμ = Αμμώνιος, Ι = Ισιδωρος πρεσβύτερος
Αυ = Αυγουστίνος, Κ = Κύριλλος Αλεξανδρείας
Β = Βασίλειος ο Μέγας, Κλ = Κλήμης Αλεξανδρεύς
Γ = Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Σβ = Σευήρος Αντιοχείας
Γν = Γρηγοριος Νύσσης, Σχ. = Σχολιαστής ανώνυμος
Ε = Ευσέβιος Καισαρειας, Χ = Χρυσόστομος Ιωάννης
Ζ = Ζιγαβηνός, Ω = Ωριγένης
Θη = Θεόδωρος Ηρακλείας
Θμ = Θεόδωρος Μοψουεστίας
(Σύγχρονοι θεολόγοι ερμηνευτές)
b = Bengel κ = Κομνηνός Π.,
β = Bernard. J.H, Edinburg 1928 χ = Hoskyns Edwyn Gl. London 1947
C = Cremer μ. = Macgregor G.H. London 1928
DB = Dict. Of the Bible,Hastings τ = Temple William, London 1945
F = Fillion L. Cl. Paris 1928 σ. = στίχος
G = Crimm
g = Godet F. 1885
o = Owen John, New York 1861
δ = Δαμαλάς Ν, Αθήναι 1940
Από το πρωινό τούτο της 27ης του Νοέμβρη, ο Γρηγόριος είχε την επισκοπική ευθύνη για την Κωνσταντινούπολη. Στη διάθεσή του όλοι οι ναοί. Δεν είχε τυπικά ενθρονιστεί μα ήτανε κι αναγνωριζότανε απ’ όλους επίσκοπος κανονικός. Οι περισσότεροι αρειανοί και μάλιστα οι λαϊκοί ενώθηκαν στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Μείνανε όμως αρκετοί φανατικοί και ιδιαίτερα κληρικοί, που κάνανε ό,τι περνούσε από το χέρι τους, για να βλάψουνε το Γρηγόριο. Συγκεντρώνονταν, οργάνωναν τη δράση τους και τις επιθέσεις τους. Φτάσανε στο σημείο να οργανώσουνε ακόμα και τη δολοφονία του Γρηγορίου. Εκεί έφτασε το μίσος.
Τα μελετήσανε όλα σε όλες τις λεπτομέρειες. Πλησίασαν ένα δικό τους, ένα νεαρό και φανατικό. Του υποσχεθήκανε πολλά. Εκείνος δέχτηκε μ’ ευκολία. Και μ’ ένα θράσος φοβερό. Τη νύχτα, κλείνανε καλά τις πόρτες οι άνθρωποι του Γρηγορίου, γιατί πάντα φοβόντουσαν το κακό. Αποφασίστηκε, λοιπόν, να επιτεθεί ο δολοφόνος μια ώρα, που να μην έχει κόσμο στην αυλή του Αβλάβιου. Να μην υπάρχει άνθρωπος εκεί στην άκρη, στο χαμηλό σπιτάκι με το κελί του Γρηγορίου.
Ήταν χειμωνιάτικο απόγευμα, προς το τέλος του Δεκέμβρη. Πήρε να σκοτεινιάζει γρήγορα. Ο κόσμος μαζεύτηκε νωρίς. Το χιονόνερο έστελνε βιαστικά τους ανθρώπους στα σπίτια τους. Οι αρειανοί όπλισαν μ’ ένα μαχαίρι το νεαρό δολοφόνο και τον έστειλαν εκεί που ήξερε. Με προφυλάξεις, έφτασε στο αρχοντικό του Αβλάβιου. Η μεγάλη πόρτα του κήπου ήτανε ανοιχτή. Την περίμενε κλειστή και παραξενεύτηκε. Μπαίνανε από κει όσοι πήγαιναν για το ναό της Αναστασίας. Τέτοια ώρα όμως κανείς δεν ερχόταν· ακολουθίες τέτοια ώρα, τέτοια μέρα, δε γίνονταν. Ο νεαρός δεν πολυσκέφτηκε. Δρασκέλισε αθόρυβα. Προχώρησε για το σπιτάκι με την πλάτη στο φράχτη, να παρακολουθεί, μήπως φανεί κίνηση. Το μυαλό και τα μάτια καρφωμένα στο σπιτάκι. Κίνηση εκεί καμία. Επομένως, δεν είχε ’ρθει ακόμα ο Θεόφιλος· αυτός που έκανε τις πρόχειρες δουλειές του σπιτιού. Προχώρησε ακόμα λίγο. Κοντοστάθηκε. Τα μάτια στο σπιτάκι. Έβλεπε μόνο το φωτάκι στο κελί του επισκόπου. Θα προσευχότανε ή θα διάβαζε. Αυτές τις μέρες ήτανε πάλι άρρωστος. Αποκλειόταν να κυκλοφορεί όρθιος.
Περίμενε ακόμα λίγο και μ’ ένα σάλτο αθόρυβο βρέθηκε στην πόρτα. Την έσπρωξε μαλακά και μπήκε στο διάδρομο. Κόλλησε με την πλάτη στον τοίχο κι έβλεπε απέναντί του τη μικρή πόρτα, στο κελί του Γρηγορίου. Το μυαλό και οι αισθήσεις του στο κελί. Μηχανικά παραμέρισε το ρούχο του, έβαλε το χέρι στη ζώνη κι έπιασε τη λαβή του μαχαιριού. Μια κρυάδα του ήρθε, αλλά έσφιξε καλά τη λαβή και τράβηξε το μαχαίρι έξω. Ασυναίσθητα το ‘φερε κοντά στα μάτια να το δει καλά, γιατί το σκοτάδι τον εμπόδιζε. Τότε ξαφνικά, ένας ελαφρύς θόρυβος τον έβγαλε από την προσήλωση. Ένας νέος άντρας έμπαινε από την πόρτα μ’ ένα λυχνάρι στο χέρι. Ο δολοφόνος δεν είχε να φύγει από πουθενά. Χαμένος, έμεινε ακίνητος. Τα μέλη του παράλυτα, το στόμα του σφαλισμένο. Ο Θεόφιλος σήκωσε ψηλά το λυχνάρι να δει καλά και κατάλαβε. Μέσα του ένιωσε τρόμο. Άρχισε να τρέμει και να τραυλίζει. Όμως δεν ήτανε καιρός. Φτάσανε οι εκπρόσωποι ενός ναού, που θέλανε να δουν τον επίσκοπο —γι’ αυτό έμεινε η έξω πόρτα ανοιχτή. Οι εκπρόσωποι πατούσαν κιόλας το σκαλοπάτι του σπιτιού. Ο Θεόφιλος, χωρίς να σκεφτεί, οδηγημένος από κάποια δύναμη, σηκώνει το αριστερό του χέρι και παίρνει απλά το μαχαίρι από το νεαρό, που έστελε σαν κεραυνωμένος.
Μπήκανε οι επισκέπτες. Ο Θεόφιλος τους άνοιξε την πόρτα του κελιού, γύρισε, πολύ φυσικά τώρα, έπιασε από το χέρι το νεαρό και τον έβαλε κι αυτόν στο κελί.
Ο άρρωστος επίσκοπος ανασηκώθηκε λίγο στο μαξιλάρι, να τους βλέπει και να τον βλέπουνε. Οι εκπρόσωποι του λέγανε, αυτά που είχανε να πουν. Μα το διαπεραστικό μάτι του Γρηγορίου στάθηκε σ’ ένα πρόσωπο σκοτεινό και ωχρό σαν πανί. Ο νεαρός με το μαχαίρι στεκότανε θλιμμένος, με κατεβασμένα τα μάτια, το χρώμα είχε χαθεί από τα μάγουλά του.
Καμιά φορά φύγανε οι εκπρόσωποι. Τότε ο νεαρός έπεσε στα πόδια του Γρηγορίου. Γονατιστός τον αγκάλιασε πάνω στο ξύλινο κρεβάτι κι έκλαιγε με λυγμούς. Τον ρωτούσε απορημένος ο Γρηγόριος κι αυτός μόνο έκλαιγε και βογκούσε. Ρώτησε πάλι και πάλι, απάντηση καμία. Στενοχωρήθηκε ο επίσκοπος και, βλέποντας το νεαρό να κλαίει συνέχεια, δάκρυσε κι ο ίδιος από συμπόνια. Ο Θεόφιλος, που βγήκε να ξεπροβοδίσει τους επισκέπτες, γύρισε στο κελί. Ακούοντας πάλι το δακρυσμένο επίσκοπο να ρωτάει το νεαρό, ποιος είναι και τι έπαθε, έδωσε κείνος την απάντηση:
— Ο φονιάς σου είναι, γέροντα. Τώρα δα ήταν έτοιμος. Κι αν δεν προλάβαινα, τώρα δε θα ρωτούσες, ούτε και θα μας έβλεπες, σ’ έσωσε ο Θεός.
— Μα τούτος κλαίει, παιδί μου, πώς είναι δυνατό; έκανε ο Γρηγόριος.
— Κλαίει γιατί τον χτύπησε η συνείδηση. Του ‘γινε θηλιά και πάει να τον πνίξει, έγινε ο δήμιός του, πρόσθεσε ο Θεόφιλος.
Περάσανε ακόμα λίγα λεπτά κι ο νεαρός συνήλθε. Του ‘γνεψε και πλησίασε στην κορυφή του κρεβατιού. Εκείνος γονάτισε κι ο Γρηγόριος έβαλε το ιερό του χέρι στο κεφάλι του μετανοημένου. Τον συγχώρεσε και του ‘πε λίγα λόγια:
— Ο Θεός να σ' ελεήσει και να σε σώσει, παιδί μου. Για μένα, που τόσα χρόνια είμαι δικός του και σωσμένος, δεν είναι δύσκολο να φανώ και στο σφαγέα μου καλός. Μόνο πια τώρα, κοίτα να γίνεις καλός, καθώς πρέπει σε μένα και στο Θεό.
Η απόπειρα δολοφονίας μαθεύτηκε σ’ όλη την Πόλη, που μέρα με τη μέρα μαλάκωνε και αγαπούσε περισσότερο το Γρηγόριο. Μαλάκωνε η καρδιά και πολλών πρώην φανατικών αρειανών. Πολλοί, μάλιστα, τρυπώνανε αθέατοι στο κελί του, να ζητήσουνε συγχώρηση για όσα του είχανε κάνει. Και δεν του είχανε κάνει λίγα. Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς. Τους πολλούς λιθοβολισμούς, ότι παραλίγο να τον σκοτώσουνε τη νύχτα του Μεγάλου Σαββάτου, τις βρισιές, τα ομαδικά γιουχαΐσματα, τις κατάρες, την απόπειρα δολοφονίας.
Εκείνος πάραυτα δεν έστελνε τους κρατικούς υπαλλήλους να συλλάβουνε τους καταχραστές αρειανούς. Δεν ήθελε να δείξει ότι για χρήματα κινεί τέτοιες διαδικασίες. Ούτε κι ο ίδιος αναμίχτηκε στα οικονομικά, μέχρι το καλοκαίρι του 381, που έμεινε στην Πόλη ως επίσκοπος. Υπερβολή κι αυτό. Μα δεν άντεχε το πιο εκμαυλιστικό από τα κοσμικά πράγματα· τα χρήματα. Έφτασε στο σημείο να μην παρακολουθεί τι γίνεται με την κληρονομιά του πατέρα του και της μητέρας του. Κτήματα μεγάλα και υποστατικά. Πολλά τα ’χε δώσει με λόγο σ’ αυτούς που τα καλλιεργούσαν. Άλλα μπαίνανε και του τα παίρνανε γείτονες και συγγενείς. Τα υπόλοιπα τα επιβλέπανε άνθρωποί του. Εκείνος ούτε να ξέρει δεν ήθελε. Αγαπούσε τη φτώχεια και ζούσε σαν ασκητής. Άλλωστε σε λίγους μήνες, στις 31 Μαΐου του 381, θα κάνει διαθήκη, για να δώσει από δω κι από κει όλα τα υπάρχοντά του, να μην τον βαραίνει τίποτα στη γη. Ήτανε τότε πενήντα ενός χρόνων. Πολλά τ’ άφηνε στην Εκκλησία της Ναζιανζού· άλλα για πτωχοτροφείο κι άλλα πάλι αλλού.
(Στυλιανού Παπαδόπουλου, "Ο πληγωμένος αετός", εκδ. Αποστολική Διακονία, σελ. 232-236)
«Είναι δυνατόν να ανταποδώσει κανείς κακό αντί κακού όχι μόνο με έργο, αλλά και με λόγο και με χειρονομία… Διότι συμβαίνει μερικές φορές να κάνει κάποιος ένα σχήμα ή κίνηση ή βλέμμα, και να ταράσσει τον αδελφό του. Πραγματικά μπορεί κάποιος να χτυπήσει τον αδελφό του και με βλέμμα ή κίνηση και μπορεί αυτό να αποτελεί απόδοση κακού αντί κακού»
(αββάς Δωρόθεος ΕΠΕ σελ. 429)
«Γνώριζε ότι, αν βγει η φωτιά από μέσα σου και κάψεις άλλους, ο Θεός θα ζητήσει από τα χέρια σου τις ψυχές που καίγονται στη φωτιά σου… Αν αγαπάς την πραότητα, γίνε ειρηνικός, και αν αξιωθείς την ειρήνη, θα χαρείς διαπαντός»
(Ισαάκ ο Σύρος ΕΠΕ 8Β σελ.385)
Ο ποιητής Λα Μότ (+ 1731) είχε τη δυστυχία να χάσει το φως του, όταν ήταν ακόμη σαράντα ετών. Κάποτε περπατώντας πάτησε κάποιον στο πόδι. Ο άλλος έχασε την υπομονή του και, γυρνώντας απότομα, του έδωσε ένα δυνατό σκαμπίλι. Και ο καλός ποιητής απάντησε ήρεμα:
- Δυστυχισμένε! Πόσο θα στενοχωρηθείτε για αυτό που κάνατε, όταν θα αντιληφθείτε πως είμαι τυφλός!
«Ο θυμωμένος ανοίγει το στόμα και κλείνει τα μάτια του»
(Κένσορ)
«Ο θυμός δεν είναι τίποτα άλλο, παρά μια παράλογη ορμή. Και με τον παραλογισμό δεν μπορεί κανείς να επιτύχει τίποτα το λογικό… Γιατί ο θυμός εμποδίζει τον άνθρωπο να δει καθαρά, αλλά όπως ακριβώς σε νυχτερινή μάχη, αφού τα δέσει όλα και μάτια και αυτιά, έτσι μας οδηγεί όπου το πάθος του θυμού θέλει»
(Ιωάννης Χρυσόστομος ΕΠΕ 15,492)
«Αυτός που δεν προσπαθεί να συγκρατήσει το θυμό του, μοιάζει με το άγριο αχαλίνωτο άλογο»
(Κίμτερ)
«Όπως οι άνεμοι αναταράσσουν τον βυθό της θάλασσας, έτσι και ο θυμός ταράζει περισσότερο από όλα το νου»
(Κλίμαξ Ιωάννου Σιναϊτου ΕΠΕ σελ 471)
«Διηγήθηκε ο γέροντας Πορφύριος: «Ήμουν στη σκήτη μας στο Άγιο Όρος. Εκεί μια μέρ,α οι υποτακτικοί μου βρίσκονταν σε εκνευρισμό, διότι ένας μάνταλος σφηνώθηκε στην πόρτα και δεν μπορούσαν να τον απελευθερώσουν. Προσπαθούσαν, τον χτυπούσαν, τον τραβούσαν, θύμωναν, τίποτα, ο μάνταλος εκεί, σφηνωμένος. Τότε σηκώθηκα και τους είπα να τον αφήσουν σε μένα. Τον πρόσεξα καλά, έκανα μια απλή κίνηση και τον απελευθέρωσα. Οι μοναχοί με κοίταζαν με θαυμασμό. Τους λέω:
-Τι με κοιτάτε έτσι, βρε ευλογημένοι; Δεν έκαμα τίποτα σπουδαίο. Μια κίνηση έκανα αλλά την έκανα με προσευχή και ηρεμία. Εσείς, έτσι που είχατε νευριάσει, δεν θα ελευθερώνατε τον μάνταλο ούτε μέχρι αύριο.
Όταν η ψυχή είναι ταραγμένη, θολώνει το λογικό και δεν βλέπει καθαρά. Μόνον όταν η ψυχή είναι ήρεμη, φωτίζει το λογικό, για να βλέπει καθαρά την αιτία κάθε πράγματος»
(Ανθολόγιο Συμβουλών σελ. 213)
«Είναι βέβαια φοβερό πράγμα να ταραχθεί ο οφθαλμός της καρδιάς από τον θυμό, σύμφωνα με αυτόν που είπε, «ταράχθηκε από τον θυμό ο οφθαλμός μου (Ψαλμ. 6,8)», φοβερότερο όμως είναι το να δείξει κανείς με τα χείλη την ορμή του θυμού της ψυχής του. Ενώ το να φθάσει να δείξει το θυμό του και με τα χέρια, είναι τελείως εχθρικό και ξένο προς την μοναχική και αγγελική και θεία πολιτεία…
Αρχή της αοργησίας είναι η σιωπή των χειλέων τη στιγμή που η καρδιά βρίσκεται σε ταραχή. Μέση κατάσταση αυτής είναι η σιωπή των λογισμών σε στιγμές που η ψυχή βρίσκεται σε κάποια ταραχή, ενώ τέλος η σταθερή γαλήνη σε στιγμές που πνέουν ακάθαρτοι άνεμοι… Αν αυτό είναι το πέλαγος της οργής, το να γίνεται κανείς σαν θηρίο και ενώ δεν είναι κανένας παρών, τότε το πέλαγος της μακροθυμίας είναι, το να είναι κανείς γαλήνιος και όταν είναι παρών και όταν απουσιάζει εκείνος που τον κατηγορεί…
Η ανάμνηση των παθημάτων του Ιησού θεραπεύει την ψυχή που μνησικακεί, νοιώθοντας μεγάλη ντροπή σκεπτόμενη την ανεξικακία του»
(Κλίμαξ Ιωάννου Σιναϊτου ΕΠΕ σελ.223, 225,535,233)
«Σε καιρό ταραχής από αντίσταση αδελφού εναντίον σου, φύλαξε τη γλώσσα σου να μην προφέρει τίποτα οργισμένα, και μην αφήσεις την καρδιά σου να εξεθισθεί εναντίον του»
(αββάς Δωρόθεος ΕΠΕ 615)
«Άλλοτε, καθώς έγινε συνέδριο στη Σκήτη, θέλοντας οι πατέρες να δοκιμάσουν τον αββά Μωϋσή τον Αιθίοπα, του φέρθηκαν πολύ περιφρονητικά, λέγοντας:
«Τι θέση έχει ανάμεσά μας αυτός ο Αράπης;». Και εκείνος, ακούοντας, σιώπησε. Όταν δε διαλύθηκε η σύναξη, του λένε:
«Αββά, δεν ταράχτηκες;». Και τους λέει:
«Ταράχθηκα, αλλά δεν μίλησα».
(Γεροντικόν, αββας Μωυσής γ΄)
«Όποιος δεν κατορθώνει να συγκρατεί τη γλώσσα του, όταν θυμώνει, έλεγε ο αββάς Υπερέχιος, είναι ανίκανος να συγκρατήσει και όλα τα άλλα πάθη»
(Γεροντικόν, Θεοδώρας Χαμπάκη σελ. 424)
«Πώς θ’ αντέξεις την αδικία;… Μήπως απ’ τη φωτιά ανάψει φωτιά κι από το θυμό θυμός. Είναι ίδιο να αρχίσει κάποιος το κακό με το να συνεργήσει κακά με όποιον το ξεκίνησε. Πρώτα λοιπόν, καταφεύγοντας ευθύς στο Θεό και ζητώντας να διασκορπίσει κακήν κακώς το χαλάζι, να λυπηθεί όμως εμάς που δεν αδικήσαμε καθόλου. Και κάνοντας αμέσως το σημείο του σταυρού, που όλα τον ανατριχιάζουν και τον τρέμουν, και που ξέρω να τον έχω προστάτη μου έναντι όλων»
(Γρηγορίου Θεολόγου ΕΠΕ 9, 329)
Είπε ο αββάς Δωρόθεος: Εγώ, σε ό,τι μου συμβεί, ευχαρίστως δέχομαι να συμβεί κατά τη γνώμη του πλησίον, και να εξοκείλω μαζί με τη γνώμη του, αν χρειαστεί, παρά να ακολουθήσω τη δική μου γνώμη και να πετύχω… Εκείνος που δεν έχει δικό του θέλημα, πράττει πάντοτε το θέλημά του. Διότι από τη στιγμή που δεν έχει δικό του, ό,τι και να γίνει, τον αναπαύει, και βρίσκεται πάντοτε να κάνει το δικό του. Διότι δεν θέλει τα πράγματα να γίνονται όπως θέλει, αλλά τα θέλει όπως γίνονται»
(αββάς Δωρόθεος ΕΠΕ σελ. 647)
«Ο ταπεινός ανέχεται να νικάται»
(Γρηγόριος Θεολόγος ΕΠΕ 9,329)
«Υπάρχει καιρός και για την ήττα κάποτε, όπως υπάρχει καιρός και για κάθε πράγμα. Και καλύτερα είναι να ηττάται κανείς όταν πρέπει, παρά να νικά με τρόπο αθέμιτο και επικίνδυνο… Ας νικηθούμε για να νικήσουμε. Παρατηρήστε τους κανόνες των αγώνων και τα αγωνίσματα των παλαιστών, οι οποίοι πολλές φορές με το να πέσουν κάτω νικούν εκείνους που βρίσκονται από πάνω τους…»
(Γρηγόριος Θεολόγος ΕΠΕ 1,198 και 1, 356)
«Εάν λοιπόν συνηθίσεις να φρονείς ότι είσαι ο τελευταίος από όλους, πότε θα αγανακτήσεις γιατί βρίστηκες χωρίς να το αξίζεις; Όταν ένα μικρό παιδί σε βρίσει, θεωρείς τις βρισιές ως αφορμή για γέλια. Και όταν κάποιος που πάσχει από τρέλλα ξεστομίζει λόγια ατιμωτικά, τον θεωρείς περισσότερο αξιολύπητο παρά άξιο μίσους. Δεν είναι λοιπόν τα λόγια η φυσική αιτία που προκαλεί τη λύπη, αλλά η υπεροψία απέναντι σε αυτόν που μας έβρισε και η φανταστική ιδέα που έχει ο καθένας μας για τον εαυτό του»
(Μέγας Βασίλειος, ΕΠΕ 6,182-184)
«Ενώ καθόταν κάποτε μπροστά από την εκκλησία, τριγύρισαν οι αδελφοί τον αββά Ιωάννη τον Κολοβό και του εξέθεταν τους λογισμούς τους. Βλέποντάς το αυτό ένας από τους γέροντες και κινημένος σε φθόνο, του λέει: «Το κανάτι σου Ιωάννη, είναι γεμάτο από φαρμάκι». Του λέει ο αββάς Ιωάννης: «Έτσι είναι, αββά. Και αυτό το είπες, βλέποντας μόνο τα έξω. Αν έβλεπες και τα μέσα, τι θα έλεγες;».
(Γεροντικόν, Ιωάννης ο Κολοβός η΄)
«Είπαν στον Διογένη: «Διογένη, σε κοροϊδεύουν». Ο φιλόσοφος απάντησε: «Παράξενο! Εγώ δεν νιώθω καμία κοροϊδία!».
(Αρχαία Ελληνικά Ανέκδοτα, Σωκράτη Γκίκα σελ 27).
«Μη λες, ότι έπαθα αυτά κι αυτά, άκουσα αυτά και αυτά, γιατί όλων αυτών κύριος είσαι εσύ. Όπως ακριβώς δηλαδή, το να σβήσεις και να ανάψεις μία σπίθα, έτσι και το να ανάψεις και να συγκρατήσεις το θυμό εξαρτάται πάλι από σένα. Όταν δεις εχθρό, ή και έρθουν στη σκέψη σου όσα δυσάρεστα άκουσες και έπαθες από αυτόν, όλα αυτά ξέχασέ τα. Αν τα θυμάσαι, αυτά να τα καταλογίζεις στο Σατανά»
(Ιωάννης Χρυσόστομος ΕΠΕ 7, 682)
«…Είπε ο αββάς Ζωσιμάς: «Όταν ήμουν κάποια φορά μαζί με την μακαρία Διονυσία (πλούσια κυρία που διέθετε πολλά χρήματα σε αγαθοεργίες), της ζήτησε ένας αδελφός να του δώσει κάποια οικονομική βοήθεια κι εκείνη του έδωσε όσο έπρεπε για την περίπτωση. Επειδή όμως δεν του δόθηκε όση ζητούσε, άρχισε να την κακολογεί λέγοντας άπρεπα λόγια για αυτήν και για μένα. Όταν τ’ άκουσε εκείνη, λυπήθηκε για αυτό και γύρευε ευκαιρία να του κάνει κακό. Το έμαθα λοιπόν εγώ και της είπα: «Τί κάνεις; Μηχανεύεσαι κακό για τον εαυτό σου. Διώχνεις κάθε αρετή από την ψυχή σου. Τί αντάξιο υπομένεις, για όσα ο Χριστός υπέμεινε για σένα; Γνωρίζω καλά, κυρία, ότι σκόρπισες χρήματα άφθονα σαν να ταν κοπριά. Εάν όμως δεν αποκτήσεις την πραότητα, θα μοιάζεις με τον σιδηρουργό, που χτυπάει ένα κομμάτι σίδερο, αλλά σκεύος δεν φτιάχνει. Της είπα ακόμη ότι ο θεοφόρος άγιος Ιγνάτιος λέει: «Έχω ανάγκη από πραότητα που με αυτή διαλύεται όλη η δύναμη του άρχοντα του αιώνα αυτού». Σημάδι ότι έχεις καταφρονήσει τον κόσμο, είναι το να μην ταράζεσαι…»
(Το Μέγα Γεροντικόν τόμ. Α σελ. 181)
«Ο πολύφροντις άνθρωπος δεν μπορεί να γίνει πράος και ήρεμος, διότι οι αναγκαίες αιτίες των πραγμάτων, με τις οποίες ταλαιπωρείται, τον υποχρεώνουν να κινείται σε αυτές και να ασχολείται με αυτά, ακόμη και χωρίς να το θέλει καθόλου, και διασκορπίζουν την γαλήνη και ησυχία του»
(Ισαάκ ο Σύρος ΕΠΕ 8Α σελ. 239)
«Όπως όταν φανεί το φως υποχωρεί το σκοτάδι, έτσι και από τη μυρωδιά της ταπεινώσεως εξαφανίζεται κάθε πικρία και θυμός… Τίποτε άλλο δεν είναι τόσο ακατάλληλο σε εκείνους που μετανοούν, όσο το τάραγμα από το θυμό, καθόσον η επιστροφή έχει ανάγκη από πολλή ταπείνωση, ενώ ο θυμός είναι απόδειξη της κάθε είδους υπερηφάνειας… Οι αιτίες που με γεννούν (εμένα το Θυμό) είναι πολλές, και ο πατέρας μου δεν είναι ένας. Οι μητέρες μου είναι η κενοδοξία, η φιλαργυρία, η γαστριμαργία, και μερικές φορές και η πορνεία. Εκείνος που με έχει γεννήσει ονομάζεται έπαρση. Οι θυγατέρες μου πάλι είναι η μνησικακία, η έχθρα, η δικαιολογία και το μίσος. Οι αντίδικοί μου, από τους οποίους τώρα κρατιέμαι δεμένος, είναι οι αντίπαλοι των θυγατέρων μου, η αοργησία και η πραότητα. Τέλος εκείνη που με επιβουλεύεται ονομάζεται ταπεινοφροσύνη».
(Κλίμαξ Ιωάννου Σιναϊτου ΕΠΕ σελ. 217,219,229)