ΣΤΗΡΙΞΤΕ ΤΟ ΣΥΣΣΙΤΙΟ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΜΑΣ! ΘΥΜΗΘΕΙΤΕ ΤΟΥΣ ΠΤΩΧΟΥΣ…
¨Ρίχνοντας¨ τ’ όποιο χρηματικό ποσό στο Κυτίο στην είσοδο του Ναού… ή/και…
¨Δίνοντάς¨ το, στους υπευθύνους(1) του ΕΦΤ(Ενορ.Φιλόπτ.Ταμείο)
Προσκομίζοντας ΤΡΟΦΙΜΑ στο Συσσίτιο(3) (ή στο Ναό) προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για την παρασκευή του (ή να διανεμηθούν [σε περίπτωση δυνατότητας] σε όσους τα χρειάζονται)… ή/και…
Αγοράζοντας από καταστήματα τροφίμων ΔΩΡΟΕΠΙΤΑΓΕΣ και προσφέροντας τες στο ΕΦΤ, προκειμένου να δοθούν σ’ όσους τις έχουν ανάγκη… ή/και…
Αναθέτοντας τήν αγορά των ΥΛΙΚΩΝ για το συσσίτιο, στους υπευθύνους(2) του … ή/και…
Αναλαμβάνοντας τα έξοδα (όλου ή μέρους) συγκεκριμένου γεύματος (Όσπρια >200 ευρώ, Μακαρόνια κιμά >230, Κοτόπουλο >330), «Υπέρ Αναπαύσεως» αγαπημένου σας προσώπου, σε συνεννόηση με τους υπευθύνους του (2)… ή/και…
Συμμετέχοντας στους κατά καιρούς περιφερόμενους Δίσκους του Ναού...ή/και
Καταθέτοντας στον Τραπεζικό Λογαριασμό του ΕΦΤ:
Τράπεζα Πειραιώς IBAN: GR 66 0172 0380 0050 3807 5349 683
και επικοινωνώντας έγκαιρα μαζί μας για την έκδοση της νόμιμης απόδειξης.
(1)Υπεύθυνος ΕΦΤ:π.Ιωάννης (τηλ. Ναού 210 9335 460)
(2)Συσσίτιο:κα Μαντώ (τηλ. Συσσιτίου 210 93 50 151,Τρίτη και Πέμπτη πρωί:8.00 με 12.00)
(3)Θέση Συσσιτίου: Θεόγνιδος 10, στο ημιυπόγειο της πολυκατοικίας, πίσω από το Ιερό τού Ναού).
Θυμάμαι, τη δεκαετία του ’70 οι πλατείες ήταν γεμάτες από παιδιά, απ’ τις χαρές τους και τα γέλια τους! Παίζαμε χωρίς σταματημό εκτός κι αν περνούσε ιερέας. Τότε ο πρώτος που τον έβλεπε φώναζε ‘ περνάει ο παππούλης!’ Και καθόμαστε στη σειρά όλοι μας για να ασπαστούμε το χέρι του. Κι αυτός καθόταν υπομονετικά και με χαμόγελο και μας έδινε την ευλογία του. Τώρα, περίπου 50 χρόνια μετά, αυτό δε γίνεται φυσικά! Τα παιδιά είναι κλεισμένα στο σπίτι μπροστά από μια οθόνη. Σε μια οθόνη που δείχνει σίριαλ που παρουσιάζουν τους ιερείς, μέθυσους, να ευλογούν την καύση των νεκρών, να ερωτεύονται και να φιλιούνται με τις πρωταγωνίστριες, ιερείς που η μόνη διαφορά με τους άλλους ανθρώπους είναι η ενδυμασία τους! Γιατί άραγε; Είναι αλήθεια αυτό; Είναι τυχαίο; Δε νομίζω! Η τηλεόραση πάντα ασκούσε πολιτική. Μέσα από αυτήν οι ηγέτες των εθνών διαμορφώνουν συνειδήσεις. Μια λειτουργία που ο Χριστός ανέθεσε στην Εκκλησία Του, τώρα ασκείται από την τηλεόραση. Όχι για όλους, για όσους την επιλέγουν.
Και είναι φανερό πως οι άνθρωποι στην εποχή μας δε θέλουν κανένα έλεγχο. Δε θέλουν να αλλάξουν. Γι’ αυτό αποφεύγουν την Εκκλησία και την Εξομολόγηση. Και πώς θα κοιμίσουν τη συνείδηση τους, την ψυχή τους που τους φωνάζει ότι κάνουν λάθος; Θα τα φέρουν όλα στο ύψος τους! Όταν η μέριμνα μου είναι πώς θα βγάλω περισσότερα λεφτά, κλέβοντας και εξαπατώντας, όταν μοιχεύω και το μυαλό μου και τα μάτια μου είναι μονίμως στη σάρκα, όταν έχω βουλιάξει μέσα στην αμαρτία, μακριά από το Χριστό, τότε ένας άνθρωπος που έχει αφιερώσει τη ζωή του στο Χριστό, απέχοντας από τις ηδονές του κόσμου, είναι για μένα έλεγχος ακόμα κι αν δεν μου πει τίποτα. Όπως φυσικά είναι έλεγχος και ο ίδιος ο Χριστός! Μπροστά Του είμαστε όλοι αμαρτωλοί. Όσοι είμαστε μέσα στην Εκκλησία το έχουμε συνειδητοποιήσει και πασχίζουμε με τη βοήθεια του Θεού να σώσουμε την ψυχή μας. Οι άλλοι που Τον αρνούνται προβάλλουν στο Χριστό και τους λειτουργούς Του τις αδυναμίες τους. Έτσι ‘ ο Χριστός είχε σχέση με τη Μαρία Μαγδαληνή και είχε και παιδιά, η Παναγία μετά το Χριστό έκανε κι άλλα παιδιά και οι ιερείς κλέβουν τα παγκάρια, είναι μπεκρήδες και ερωτεύονται’ και άλλα πολλά τέτοια και ακόμη χειρότερα! Προσθέτοντας έτσι στις αμαρτίες τους την αμαρτία της ιεροκατάκρισης.
Πριν μπω στην Εκκλησία τα πίστευα κι εγώ αυτά. Όλοι οι φίλοι μου από την εφηβεία και μετά αυτά έλεγαν. Όμως μέσα στην Εκκλησία γνώρισα κάτι που ο κόσμος αγνοεί. Τη Θεία Χάρη, το μεγαλείο του Θεού που δίνει δύναμη τεράστια στους αδύνατους, χαριτώνει και ενισχύει καθημερινά όλους μας και ειδικά τους ιερείς μας! Αυτοί που ζουν μακριά από την Εκκλησία δε ζουν τους ιερείς από κοντά. Είναι μεν άνθρωποι αλλά είναι Χριστοκίνητοι. Δε βασιλεύει μέσα τους το κοσμικό φρόνημα αλλά ο Χριστός. Ζουν το Χριστό, τον απόλυτο έρωτα που ο κόσμος δυστυχώς δε γνωρίζει, και όλοι οι έρωτες του κόσμου τους αφήνουν παντελώς αδιάφορους. Ναι, άνθρωποι είναι κι αυτοί, αλλά άνθρωποι που δίνουν καθημερινά λόγο στο Θεό. Το ότι ένα εξαιρετικά ελάχιστο ποσοστό νικιέται από το διάβολο, αυτό είναι η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα. Ο Απόστολος Παύλος λέει ‘οι άγιοι κρινούσιν τον κόσμο’( Α΄ Κορ. στ΄,2). Αλίμονο αν οι χριστιανοί και ειδικά οι ιερείς ευλογούσαν την αμαρτία και τη διέπρατταν συστηματικά κιόλας! Η Εκκλησία αγκαλιάζει τους αμαρτωλούς αλλά καυτηριάζει την αμαρτία. Όπως είπε και ο Χριστός στην πόρνη ‘Μηκέτι αμάρτανε’(Ιω. η΄,11). Ο κόσμος όμως θέλει τους ιερείς στα μέτρα του όπως έκαναν και οι αρχαίοι Έλληνες με τους Θεούς τους. Και τί θα κερδίσει μ’ αυτό; Θα κουκουλώνει τα αίσχη του όπως κάνει χρόνια τώρα, νομίζοντας ότι θα μείνουν για πάντα κρυφά. Έλα όμως που βγαίνουν στην επιφάνεια! Γιατί όπως και στο σώμα έτσι και στην ψυχή η σαπίλα μυρίζει πολύ έντονα.
Αντί λοιπόν να είμαστε πονηροί και να πετροβολούμε τους ανθρώπους του Θεού, όπως έκαναν και οι Ιουδαίοι με τους Προφήτες, ας προσευχόμαστε ένθερμα γι’ αυτούς και ας ευχαριστούμε το Θεό που υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που Του αφιερώνουν τη ζωή τους! Ας προσευχόμαστε να μην πηγαίνουν με τα νερά μας αλλά μαζί με την αγάπη τους να έχουν και την αλήθεια, τον έλεγχο, τη διάκριση και την αυστηρότητα όπου χρειάζεται. Και αν η κατάντια μας δεν μας επιτρέπει να τους φιλήσουμε το χέρι, τουλάχιστον ας έχουμε λίγο φόβο Θεού κι ας μην τους το δαγκώνουμε! Γιατί οι ιερείς μας είναι τα κατεξοχήν χέρια του Θεού στη γη! Και δεν είναι καθόλου συνετό να δαγκώνουμε τα χέρια του Θεού!(Κ.Δ.Κ)
Συνέντευξη του Αναστασίου Κεφαλά, ανιψιού του αγίου Νεκταρίου στον Μανώλη Μελινό
[…] Αναστάσιος Κεφαλάς: Διότι, κύριε Μελινέ, όταν ήρθε η εποχή να πάω στην Αλβανία, μου συνέβη γεγονός θαυμαστό. Παρ’ ότι ήμουν του ναυτικού επειδή είχα γεννηθεί στη Χίο, μας ‘ριξαν στο πεζικό γιατί είχε ανάγκη το κράτος. Όντως πήγα.
Έλαβα μέρος σε μια μάχη στην περιοχή Πωπότιστα, μέσα στην Αλβανία, κοντά στην Κορυτσά. Ήταν χωριό. Πολεμήσαμε με τους Ιταλούς εκεί. Αλλά κι οι Αλβανοί δεν μας άφηναν ήσυχους.
Θα σας διηγηθώ τώρα ένα από τα ζωντανά θαύματα του Αγίου [του αγίου Νεκταρίου] μας. Ήταν Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1940. Αμέσως μετά την κήρυξη του πολέμου. Στην αρχή μας είχαν στείλει στα σύνορα της Αλεξανδρουπόλεως. Κατόπιν μας μετακίνησαν.
Μανώλης Μελινός: Μήπως θυμάστε σε ποιο τάγμα υπηρετούσατε;
Αν. Κεφαλάς: Ναι. Εικοστό τρίτο σύνταγμα πεζικού. Ήταν των νήσων Λέσβου, Χίου και Σάμου. Μας είχαν ρίξει όλους εκεί. Λοιπόν, όπως βαδίζαμε για να πάμε στο προκαθορισμένο σημείο ν’ αναλάβουμε τις θέσεις μάχης, παραπάτησα σ’ ένα φράχτη με ξύλα και αγκαθωτά σύρματα που ήταν καλυμμένος από το χιόνι και δεν φαινόταν τίποτε.
Το μέρος για μας, καθώς ήταν χιονισμένο, φαινόταν ίδιο. Μέρα μεσημέρι αυτά! Εκεί καθώς βαδίζαμε, χώθηκε το πόδι μου κι έπεσα στο βαθύ χαντάκι. Καθώς έπεφτα, ακούω μια φωνή, τη φωνή του λοχαγού μας:
– Πάει ο Κεφαλάς, τον χάσαμε.
Εγώ είχα κυριολεκτικά χαθεί μέσα στα χιόνια. Ήταν κατηφορικό το βουνό εκεί. Φράχτης εδώ, φράχτης παραπέρα. Πέφτοντας έκανα δυο-τρεις βόλτες. Ευτυχώς πού είχα στην πλάτη μου το γυλιό (σ.σ. ο σάκος με τα είδη εκστρατείας που μεταφέρει ο κάθε στρατιώτης στην πλάτη του). Είχα και το όπλο μου.
Ο λοχαγός δίνει αμέσως εντολή:
– Ψάξτε να τον βρούμε τον Κεφαλά! Γρήγορα.
Εγώ – για να καταλήξω γιατί σας λέω όλη αυτή τη λεπτομέρεια – αισθάνθηκα ένα «χέρι»! Μια δύναμη στον αυχένα να με τραβάει προς τα πάνω! Κάτι σα να με σήκωνε από τους ώμους. Βγήκα έτσι από τα χιόνια κι έπεσα ανάσκελα στο χιονισμένο έδαφος.
Έτσι καθώς ήμουν, κοίταγα τον ουρανό και είπα: «Άγιέ μου και θείε μου, σ’ ευχαριστώ! Σ’ ευχαριστώ που με βοήθησες. Το ‘ξερα πως θα ‘ρθεις».
Το ‘λεγα κι έκλαιγα. Σημειώστε ότι είχα μαζί μου την εικόνα του Αγίου.
Μόλις με είδε ο λοχαγός, μου λέει:
– Τι έγινες, βρε Κεφαλά; Ξαναζωντάνεψες; Εσύ πήγες στο θάνατο και γύρισες…
– Ε, όχι και στο θάνατο, κύριε λοχαγέ.
Αισθανόμουν σαν να με τραβούσε ένας γερανός. Ελαφρότατος βγήκα κι έπεσα ανάσκελα. Το χιόνι έπεφτε στο πρόσωπό μου. Το αισθάνθηκα σαν αγίασμα. Δεν ξέρετε πόσο πολύ ευχαριστήθηκα.
(Απόσπασμα από το βιβλίο του Μανώλη Μελινού, «Μίλησα με τον άγιο Νεκτάριο, Συνεντεύξεις με 30+1 ανθρώπους που τον γνώρισαν», α’ τόμος. Η φωτογραφία του Αναστασίου Κεφαλά ελήφθη από το ίδιο βιβλίο· πηγή: "Πεμπτουσία")
“Ελέησε με, Κύριε”
(Ματθ. ιε΄22)
“Αυτός που προσεύχεται αδιάλειπτα,και αν
ακόμα αξιωθεί και κατορθώσει κάτι, ξέρει με
Ποιου τη δύναμη το κατόρθωσε.
Γι’ αυτό και δεν μπορεί να υπερηφανευτεί, ούτε
να το αποδώσει στη δύναμή του, αλλά αποδίδει
στο Θεό κάθε κατόρθωμα και Αυτόν πάντα ευχαριστεί
και παρακαλεί, φοβούμενος μήπως χάσει αυτή τη βοήθεια
και τότε φανερωθεί η ασθενική και αδύναμη φύση του.
Και έτσι με τη βοήθεια της ταπεινώσεως προσεύχεται,
και όσο κατορθώνει κάτι, τόσο ταπεινώνεται, βοηθιέται
και προκόβει”.
Του Αββά Σωπάτρου
Παρακάλεσε κάποιος τον Αββά Σώπατρο, λέγοντας: «Δός μου εντολή, Αββά, και θα την τηρήσω». Και εκείνος του είπε: «Να μη εισέλθη γυναίκα στο κελλί σου και να μη διαβάσης απόκρυφα και να μη θελήσης να εμβαθύνης στα σχετικά με τη θεία εικόνα. Γιατί αυτό δεν είναι αίρεση, αλλά ανοησία και φιλονεικία και των δυο μερών. Επειδή είναι αδύνατο να γίνη κατανοητό αυτό το μυστήριο από όλη τη δημιουργία».
Του Αββά Σαρματά
α’ . Είπε ο Αββάς Σαρματάς: «Προτιμώ άνθρωπο αμαρτωλό αν ξέρη ότι αμάρτησε και μετανοή, από άνθρωπο αναμάρτητο οπού έχει την ιδέα ότι κάνει το θέλημα του Θεού».
β’ . Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Σαρματά, λέγοντας: «Οι λογισμοί μου λέγουν: Μη εργασθής, αλλά φάγε, πιες, κοιμήσου». Του λέγει ο γέρων: «Όταν πεινάς, φάγε. Όταν διψάς, πιες. Όταν νυστάξης, κοιμήσου». Άλλος δε γέρων συνέβη να έλθη στον αδελφό. Και του ανέφερε ο αδελφός τί του είχε πη ο Αββάς Σαρματάς. Του λέγει λοιπόν ο γέρων: «Αυτό εννοούσε ο Αββάς Σαρματάς: Όταν πεινάς πολύ και διψάς ανυπόφορα, φάγε τότε και πιες. Και όταν αγρυπνήσης υπερβολικά και νυστάξης, κοιμήσου. Αυτό είναι οπού σου έλεγε ο γέρων».
γ’ . Ρώτησε ο ίδιος αδελφός πάλι τον Αββά Σαρματά, λέγοντας: «Ο λογισμός μου λέγει: Πήγαινε έξω και σίμωσε τους αδελφούς». Και του απαντά ο γέρων: «Μη τον ξανακούσης. Αλλά πες του: Σε άκουσα μια φορά. Δεν πρόκειται να σε υπακούσω».
Του Αββά Σεραπίωνος
α’ . Περνούσε κάποτε ο Αββάς Σεραπίων από μια κώμη της Αιγύπτου. Και είδε μια κοινή γυναίκα, οπού στεκόταν στο κελλί της. Και της είπε ο γέρων: «Περίμενέ με το βράδι. Θέλω να μείνω μαζί σου αυτή τη νύχτα». Και ο κείνη του αποκρίθηκε: «Καλά, Αββά». Και ετοιμάσθηκε και έστρωσε το κρεββάτι. Μόλις δε έπεσε το βράδι, ήλθε ο γέρων σ’ αυτήν. Και, μπαίνοντας στο κελλί, της λέγει: «Ετοίμασες το κρεββάτι;». Και του αποκρίνεται: «Ναι, Αββά». Και έκλεισε τη θύρα. Και της λέγει: «Περίμενε λίγο, γιατί κανόνα έχουμε, ώσπου να τον κάμω». Και άρχισε ο γέρων τον κανόνα του. Και αρχίζοντας το ψαλτήρι, μετά από κάθε ψαλμό, έκανε προσευχή, παρακαλώντας τον Θεό γι’ αυτή, να μετανοήση και να σωθή. Και τον άκουσε ο Θεός. Και στεκόταν η γυναίκα τρέμοντας και προσευχόταν κοντά στον γέροντα. Και μόλις ο γέρων τελείωσε όλο το ψαλτήρι, έπεσε η γυναίκα χάμω. Ο δε γέρων, αρχίζοντας τον Απόστολο, είπε αρκετά απ’ αυτόν. Και έτσι τελείωσε τον κανόνα. Νοιώθοντας λοιπόν κατάνυξη η γυναίκα και καταλαβαίνοντας ότι δεν ήλθε σ’ αυτήν για αμαρτία, αλλά για να της σώση την ψυχή, έπεσε στα πόδια του, λέγοντας: «Κάμε μου τη χάρη, Αββά, και όπου μπορώ να φανώ ευάρεστη στον Θεό, οδήγησέ με»! Τότε ο γέρων την ωδήγησε σε γυναικείο Μοναστήρι και την παρέδωσε στην ηγουμένη. Και είπε: «Παράλαβε αυτή την αδελφή και μη της βάλης ζυγό ή εντολή σαν στις άλλες αδελφές. Αλλ’ ό,τι θέλει, δός της, και άφησέ τη να ζη όπως θέλει». Και αφού πέρασαν μερικές μέρες, είπε: «Εγώ αμαρτωλή είμαι, θέλω να νηστεύω επί δυο μέρες κάθε φορά». Και μετά από λίγες μέρες είπε: «Εγώ πολλές αμαρτίες έχω, θέλω να νηστεύω επί τέσσερις μέρες κάθε φορά». Και ύστερα από λίγες μέρες, παρακάλεσε την ηγουμένη, λέγοντας: «Επειδή πολύ λύπησα τον Θεό με τις ανομίες μου, κάμε μου τη χάρη και βάλε με σε κελλί και φράξε το και από μια τρύπα ας μου δίνεις λίγο ψωμί και το εργόχειρο». Και η ηγουμένη της έκαμε αυτό οπού ήθελε. Και ευαρέστησε στον Θεό τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής της.
β’ . Ένας αδελφός παρακάλεσε τον Αββά Σεραπίωνα, λέγοντας: «Πες μου κάτι ωφέλιμο». Του λέγει ο γέρων: «Τί να σου πω, αφού πήρες όσα ανήκαν στις χήρες και στα ορφανά και τα έβαλες σ’ αυτή την κόχη;». Γιατί την είδε γεμάτη από βιβλία.
γ’ . Είπε ο Αββάς Σεραπίων: «Όπως οι στρατιώτες του βασιλέως, όταν στέκωνται ενώπιον του, δεν τολμούν να κοιτάνε δεξιά ή αριστερά, έτσι και ο άνθρωπος, όταν στέκεται ενώπιον του Θεού και έχη συγκεντρωμένη την προσοχή μπροστά του με φόβο όλη την ώρα, τίποτε του εχθρού δεν μπορεί να τον τρομάξη».
δ’ . Πήγε ένας αδελφός στον Αββά Σεραπίωνα. Και τον προέτρεπε ο γέρων να κάμη προσευχή, κατά τη συνήθεια. Αλλά εκείνος, αμαρτωλό τον εαυτό του λέγοντας και ανάξιο του μοναχικού σχήματος, δεν συμμορφωνόταν. Θέλησε δε και τα πόδια να του πλύνη. Αλλά και πάλι τα ίδια χρησιμοποιώντας λόγια, δεν το δέχθηκε. Και του έβαλε ύστερα να φάγη. Και άρχισε και ο γέρων να τρώγη. Και τον νουθετούσε, λέγοντας: «Τέκνο μου, αν θέλης να ωφεληθής, μείνε καρτερικά στο κελλί σου και έχε προσοχή στον εαυτό σου και στο εργόχειρό σου. Γιατί, το να βγαίνης, δεν σε ωφελεί όσο το να μένης στο κελλί». Εκείνος όμως, ακούοντάς τα αυτά, πικράθηκε και άλλαξε έτσι η έκφραση του προσώπου του, ώστε να το αντιληφθή και ο γέρων. Του είπε λοιπόν ο Αββάς Σεραπίων: « Έως τώρα, έλεγες ότι είσαι αμαρτωλός και κατηγορούσες τον εαυτό σου, ότι ακόμη και να ζής είσαι ανάξιος. Και όταν με αγάπη σε νουθέτησα, τόσο εξαγριώθηκες; Αν λοιπόν θέλης να είσαι ταπεινός, μάθε να βαστάς γενναία ό,τι σου λέγουν οι άλλοι και μη έχεις λόγια μάταια ». Αυτά ακούοντας ο αδελφός, έβαλε μετάνοια στον γέροντα. Και πολύ ωφελημένος, έφυγε.
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)
120. Τί φρονούν περί ενέργειας της χάριτος οι Διαμαρτυρόμενοι;
Η περί ενέργειας της χάριτος διδασκαλία των Διαμαρτυρομένων δεν είναι πάντα συνεπής. Η ασυνέπεια οφείλεται στην προσπάθειά τους να εξηγήσουν ασάφειες, δυσκολίες και διλήμματα και να τα προσαρμόσουν στη θεμελιώδη περί χάριτος αντίληψη αυτών.
Η βασική περί χάριτος διδασκαλία του Προτεσταντισμού είναι ομόλογη προς τα περί πτώσεως του ανθρώπου διδάγματα του συστήματός τους, από τα οποία και απορρέει. Κατά τη βασική προτεσταντική αρχή —περί της οποίας μιλήσαμε στα προηγούμενα— ο άνθρωπος με την πτώση του στην αμαρτία νεκρώθηκε πνευματικά. Έχασε τα δώρα της αρχέγονης δικαιοσύνης, η δε θεία εικόνα που υπάρχει στη φύση του καταστράφηκε ολοσχερώς. Έτσι μένει νεκρός και ακίνητος προς τα πνευματικά. Δεν μπορεί να συνεργήσει με τη χάρη του Θεού για τη σωτηρία του. Όλα εξαρτώνται από τη σωστική ενέργεια της θείας χάριτος.
Το ωμό αυτό δόγμα τους προσπαθούν να το στηρίξουν σε χωρία της Γραφής· Ρωμ. 9,16: «Άρα ούν ου του θέλοντος ουδέ του τρέχοντος, αλλά του έλεούντος Θεού». Πράξ. 13,48: «Και επίστευσαν όσοι ήσαν τεταγμένοι εις ζωήν αιώνιον». Έφεσ. 2,8.9: «Τη γαρ χάριτί εστε σεσωσμένοι δια της πίστεως· και τούτο ουκ εξ υμών, Θεού το δώρον». Τα χωρία όμως αυτά δεν είναι σαφή. Λέγουν μεν ότι η σωτηρία προέρχεται από το Θεό, χωρίς όμως να αποσαφηνίζουν αν η σωτήρια ενέργεια του Θεού είναι απόλυτη, η αν σ’ αυτήν μπορεί να συνεργήσει και ο ελεύθερος άνθρωπος. Το ζήτημα πρέπει να μελετηθεί με την εξέταση άλλων σαφέστερων χωρίων της Γραφής, σε ορισμένα από τα οποία γίνεται σαφής λόγος περί αντιστάσεως του ανθρώπου στην ενέργεια του Θεού: Ματθ. 23,37. Πράξ. 7,51. Αποκ. 3,20, ο δε Παύλος τονίζει τη συνέργεια του ανθρώπου στο έργο της σωτηρίας: «Συνεργούντες δε και παρακαλούμεν μη εις κενόν την χάριν του Θεού δέξασθαι ημάς». Από την άλλη, σε περίπτωση που ο άνθρωπος είναι αναίσθητος προς τα πνευματικά, δεν θα είχαν κανένα νόημα οι πολυειδείς παραινέσεις της Γραφής να επιδιώκει (ο άνθρωπος) το αγαθό και την αρετή και η απειλή τιμωρίας και αιώνιων βασάνων για τους αμαρτωλούς.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 169-171)
μέλλοντος αιώνος Όταν δης κάποιον να τον χειροκροτούν, ο λογισμός σου ας στραφή προς τη μέλλουσα δόξα. Και όπως ακριβώς όταν δης να έρχεται κατά πάνω σου ένα θηρίο, τρέχεις να ξεφύγης, μπαίνεις σε κάποιο σπιτάκι και κλείνεις καλά την πόρτα, έτσι τώρα. Να καταφύγης στη μέλλουσα ζωή και στην απερίγραπτη δόξα της. Ε.Π.Ε. 19,632 και δόξα Και συ, αν θέλης αληθινή δόξα, να αποφύγης την εδώ δόξα. Αν όμως επιδιώκης την εδώ δόξα, θα χάσης την αιώνια εκεί δόξα. Ε.Π.Ε. 20,130 σκιά Ένδοξος δεν είναι όποιος καίγεται για την ανθρώπινη δόξα, αλλ’ είναι εκείνος που την περιφρονεί. Διότι αυτή η δόξα είναι σκιά δόξας. Ε.Π.Ε. 20,130 του Πατρός και του Υιού Η δόξα δεν ανήκει μόνο στον Υιό, αλλά αναφέρεται και στον Πατέρα. Διότι όταν δοξάζεται ο Υιός, δοξάζεται και ο Πατέρας. Ε.Π.Ε. 22,62 κοσμική, κουφή Επιζητούν τιμές, φουσκώνουν από εγωισμό και αρέσκονται να τους περιβάλλουν αυλοκόλακες. Ε.Π.Ε. 22,384 των αγίων Οι άγιοι βρίσκονται κοντά στο Χριστό, και βεβαιώνονται και για τη δόξα Του. Θα έλεγα καλύτερα, ότι αυτό είναι δόξα, και εκείνων (των πιστών), και δική Του. Δική Του δόξα, διότι δεν τους εγκατέλειψε, αλλά τους κατέστησε ένδοξους. Δόξα των αγίων, γιατί αξιώθηκαν μιας τόσο μεγάλης τιμής. Ε.Π.Ε. 23,48 Θεού και αγίων Αφού δοξάζεται ο Κύριος, δοξάζονται και οι δούλοι. Διότι όσοι δοξάζουν τον Κύριο, πολύ περισσότερο οι ίδιοι δοξάζονται. Άλλωστε δόξα είναι η θλίψις για το Χριστό. Παντού ο Παύλος την ονομάζει δόξα. Όσο δε μεγαλύτερη ατιμία υφιστάμεθα, τόσο λαμπρότεροι γινόμαστε. Ε.Π.Ε. 23,5 του κόσμου μηδέν Τίποτε πιο μηδαμινό δεν υπάρχει από τη δόξα των ανθρώπων. Για πες μου: Αν δης πολλά μικρά βρέφη, από αυτά που ακόμα θηλάζουν, άραγε επιθυμείς τη δόξα τους; Έτσι να βλέπης και τη δόξα όλων των ανθρώπων. Γι’ αυτό μια τέτοια δόξα λέγεται κενοδοξία. Ε.Π.Ε. 24,50
(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, τόμος Β, σελ. 79-81)
Του Αββά Σιλουανού
α’ . Πήγαν κάποτε ο Αββάς Σιλουανός και ο μαθητής του Ζαχαρίας σε Μοναστήρι. Και τους έβαλαν να φάνε λιγάκι πριν ξεκινήσουν. Και όταν βγήκαν, βρήκε ο μαθητής του νερό στον δρόμο και ήθελε να πιή. Και του λέγει ο γέρων: «Ζαχαρία, νηστεία σήμερα». Και εκείνος λέγει: «Δεν φάγαμε πάτερ;». Αποκρίνεται ο γέρων: «Το ότι φάγαμε, ήταν της αγάπης. Εμείς όμως, ας κρατήσουμε τη νηστεία, τέκνο μου».
β’ . Ο ίδιος, ενώ βρισκόταν κάποτε με αδελφούς, ήλθε σε έκσταση κα πέφτει κατά πρόσωπο. Και όταν, υστέρα από αρκετή ώρα, σηκώθηκε, έκλαιε. Και τον ρώτησαν οι αδελφοί, λέγοντας: «Τι έχεις, πάτερ;». Αυτός όμως σιωπούσε και έκλαιε. Όταν δε εκείνοι τον βίασαν να μιλήση, είπε: «Εγώ στην κρίση αρπάχτηκα. Και είδα πολλούς από το γένος μας να πηγαίνουν σε κόλαση και πολλούς από τους λαϊκούς να πηγαίνουν στον παράδεισο». Και πενθούσε ο γέρων. Και δεν ήθελε να βγή από το κελλί του. Και αν ήταν υποχρεωμένος να βγή, σκέπαζε με το κουκούλι το πρόσωπό του, λέγοντας: «Γιατί να δω αυτό το φως το πρόσκαιρο, οπού δεν έχει κανένα όφελος;».
γ’ . Άλλοτε, εισήλθε ο μαθητής του Ζαχαρίας και τον βρήκε έκσταση και τα χέρια του ήταν στον ουρανό απλωμένα. Έκλεισε λοιπόν τη θύρα και βγήκε. Ήλθε κατόπιν κατά τις έξη και τις εννέα και τον βρήκε έτσι. Και κατά τις δέκα, χτύπησε και μπαίνοντας, τον βρήκε να ησυχάζη. Και του λέγει «Τί έχεις σήμερα, πάτερ;». Και εκείνος αποκρίνεται: «Αρρώστησα σήμερα, τέκνο μου». Αυτός δε, αγκαλιάζοντας τα πόδια του, έλεγε: «Δεν θα σ’ αφήσω, αν δεν μου πης τί είδες». Του λέγει ο γέρων: «Εγώ στον ουρανό αρπάχθηκα και είδα τη δόξα του Θεού. Εκεί στεκόμουν έως πριν λίγο και τώρα γύρισα».
δ’ . Κάποτε, οπού έμενε ο Αββάς Σιλουανός στο όρος του Σινά, ξεκίνησε ο μαθητής του Ζαχαρίας για να πάη σ’ ένα διακόνημα και λέγει στον γέροντα: «Άφησε να τρέξη το νερό και πότισε τον κήπο». Αυτός δε, βγαίνοντας, είχε σκεπασμένη την όψη του με το κουκούλι και μόνο τα πόδια του έβλεπε. Ερχόταν δε ένας αδελφός σ’ αυτόν εκείνη την ώρα. Και βλέποντας τον από μακριά, κατάλαβε τί έκανε. Μπαίνοντας δε ο αδελφός στο κελλί, λέγει: «Πες μου, Αββά, γιατί το πρόσωπό σου το κατασκέπασες με το κουκούλι και έτσι τον κήπο πότιζες; Του λέγει ο γέρων: «Τέκνο μου, για να μη δουν τα μάτια μου τα δένδρα και απασχόληθη μ’ αυτά ο νους μου απ’ αυτή την εργασία».
ε’ . Πήγε ένας αδελφός στον Αββά Σιλουανό, στο όρος Σινά. Και βλέποντας τους αδελφούς να εργάζωνται, είπε στον γέροντα: «Μη εργάζεσθε την βρώσιν την απολλυμένην˙ Μαρία γαρ την αγαθήν μερίδα εξελέξατο». Λέγει ο γέρων στον μαθητή του: «Ζαχαρία, δώσε στον αδελφό ένα βιβλίο και βάλε τον σε κελλί οπού τίποτε να μη έχη». Όταν λοιπόν ήλθε η ενάτη ώρα, είχε τα μάτια του στη θύρα, αν θα έστελναν να τον καλέσουν σε φαγητό. Και επειδή κανείς δεν τον κάλεσε, σηκώθηκε και πήγε στον γέροντα. Και του λέγει: «Δεν έφαγαν οι αδελφοί σήμερα, Αββά;». Του λέγει ο γέρων: «Ναι». Είπε τότε: «Γιατί δεν με καλέσατε;». Του λέγει ο γέρων: Επειδή άνθρωπος πνευματικός είσαι και δεν έχεις ανάγκη από τέτοια τροφή. Ενώ εμείς, όντας σαρκικοί, θέλουμε να φάμε και γι’ αυτό εργαζόμαστε. Συ δε, την καλήν μερίδα εξελέξω, διαβάζοντας όλη τη μέρα και δεν θέλεις να φάγης υλική τροφή». Και σαν το άκουσε αυτό, έβαλε μετάνοια, λέγοντας: «Συγχώρησέ με, Αββά». Του λέγει ο γέρων: «Πάντως χρειάζεται και η Μαρία τη Μάρθα. Γιατί μέσω της Μάρθας και η Μαρία εγκωμιάζεται».
στ’ . Ρώτησαν κάποτε τον Αββά Σιλουανό, λέγοντας: «Τί άσκηση έκαμες, πάτερ, για να λάβης αυτή τη φρόνηση;». Και αποκρίθηκε: «Ποτέ δεν άφησα στην καρδιά μου λογισμό, οπού να παροργίζη τον Θεό».
ζ’ . Έλεγαν για τον Αββά Σιλουανό, ότι βγήκε ο μαθητής του Ζαχαρίας χωρίς αυτόν. Και παίρνοντας τους αδελφούς, μετατόπισε τον φράχτη του κήπου και τον έκαμε μεγαλύτερο. Σαν το έμαθε λοιπόν ο γέρων, πήρε τον μανδύα του και βγήκε. Και λέγει στους αδελφούς: «Ευχηθήτε για μένα». Και εκείνοι, βλέποντάς τον, έπεσαν στα πόδια του, λέγοντας: «Πες μας, τι σου συμβαίνει, πάτερ;». Και εκείνος τους είπε: «Δεν μπαίνω μέσα ούτε κατεβαίνει ο μανδύας από μένα, ωσότου φέρετε τον φράχτη στον πρώτο του τόπο». Και εκείνοι έφεραν τότε τον φράχτη στην προτινή του θέση. Και έτσι ο γέρων γύρισε στο κελλί του.
η’ . Είπε ο Αββάς Σιλουανός: «Εγώ δούλος είμαι και ο Κύριός μου μου είπε: Δούλευε το έργο μου και εγώ σε τρέφω. Και από που, μη ρωτάς. Είτε έχω, είτε κλέβω, είτε δανείζομαι, συ μη ρωτάς. Μονάχα να εργάζεσαι και εγώ θα σε τρέφω. Εγώ λοιπόν, αν εργάζωμαι, από τον μισθό μου τρώγω. Και αν δεν εργάζωμαι, αγάπη τρώγω».
θ'. Είπε πάλι: «Αλλοίμονο στον άνθρωπο εκείνον, οπού το όνομά του είναι μεγαλύτερο από το έργο του».
ι'. Ρώτησε ο Αββάς Μωϋσής τον Αββά Σιλουανό, λέγοντας: «Μπορεί ο άνθρωπος κάθε μέρα να βάζη αρχή στην αρετή;» Και είπε ο γέρων: Αν είναι αγωνιστής, μπορεί και κάθε ώρα να βάζη αρχή».
ια'. Είπε κάποιος από τους πατέρες, ότι ένας συνάντησε κάποτε τον Αββά Σιλουανό. Και βλέποντας το πρόσωπό του και το σώμα του να έχουν λάμψει σαν Αγγέλου, έπεσε κατά πρόσωπο. Έλεγε δε ότι και μερικοί άλλοι αξιώθηκαν αυτό το χάρισμα.
Του Αββά Σίμωνος
α’ . Ήλθε κάποτε ένας άρχων για να δη τον Αββά Σίμωνα. Αυτός δε, μαθαίνοντάς το, πήρε τη ζώνη και πήγε σε μια φοινικιά για να την καθαρίση. Και εκείνοι, φτάνοντας, φώναξαν: «Γέροντα, που είναι ο αναχωρητής;». Αυτός δε τους αποκρίθηκε: «Δεν υπάρχει εδώ αναχωρητής». Και ακούοντάς το, έφυγαν.
β’ . Άλλοτε πάλι, ήλθε άλλος άρχων για να τον δη. Και προλαβαίνοντας οι κληρικοί, του είπαν: «Αββά, ετοιμάσου, γιατί ο άρχων οπού σε έχει ακουστά, έρχεται για να πάρη την ευλογία σου». Και εκείνος είπε: «Ναι, θα ετοιμασθώ». Φόρεσε λοιπόν ένα παλιόρασό του, πήρε ψωμί και τυρί στα χέρια του και πήγε και κάθισε στον πυλώνα, τρώγοντας. Ήλθε λοιπόν ο αρχών με τη συνοδία του, τον είδαν, τον περιφρόνησαν και είπαν: «Αυτός είναι ο αναχωρητής, οπού είχαμε ακουστά;». Και ευθύς πήραν τον δρόμο της επιστροφής.
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)
305. Ευχαριστώ την αγία, τη σπλαχνική, την ολοφώτεινο Μητέρα μου, την Εκκλησία. Αυτή με οδηγεί στις σωτήριες νομές της χάριτος μες από την πρόσκαιρο ζωή μου εδώ στη γη και με αξιώνει να μαθητεύω στη βασιλεία των ουρανών. Την ευχαριστώ για την υψοποιό θεία λατρεία της. Την ευχαριστώ για τις νηστείες, που μου κάνουν τόσο καλό στην ψυχή και στο σώμα. Ευχαριστώ την ακηλίδωτο Μητέρα μου, την Εκκλησία, που μου φωτίζει τη διάνοια με ουράνιο φως και μου ανοίγει τον δρόμο για τον Παράδεισο. Την ευχαριστώ, που με λυτρώνει από την τυραννία των παθών και κάνει τη ζωή μου ευλογημένη.
306. Ολόκληρος ο κόσμος –ουρανός και γη και όλα όσα είναι εκεί– είναι η έκφρασις του απείρου ελέους του Θεού, της πανσοφίας του, της δυνάμεώς του, της καλωσύνης του απέναντι στο ανθρώπινο γένος. Ο κόσμος είναι το κάτοπτρο της θείας μεγαλωσύνης και αγάπης. Και όμως, δεν πρέπει να έχουμε στραμμένη την καρδιά μας προς τον κόσμο, αλλά μονάχα προς τον Θεό. «τί γάρ μοι ὑπάρχει ἐν τῷ οὐρανῷ, καὶ παρὰ σοῦ τί ἠθέλησα ἐπὶ τῆς γῆς;» (Ψαλμ. οβ’ 25).
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 131-132)
119. Δύναται ο άνθρωπος ν’ απορρίψει τη χάρη του Θεού;
Βεβαίως μπορεί στη βάση που είναι όν ελεύθερο και αυτεξούσιο. Έτσι και ο Αδάμ στον παράδεισο, παρόλο που η φύση του ήταν αγαθή και καθαρή από το σπέρμα της αμαρτίας, εντούτοις, επειδή ως εικόνα του Θεού είχε το αυθαίρετο και αυτεξούσιο, απομακρύνθηκε από το Θεό, καταπατήσας τη χρηστότητα και το θέλημά του. Επίσης ο αναγεννημένος από τη χάρη του Θεού στο βάπτισμα, παρόλο που έχει καταστραφεί μέσα του το σώμα της αμαρτίας, ακριβώς επειδή διασώζει την ελευθερία του μπορεί να απομακρυνθεί από τη θεία ευλογία και να περιέλθει υπό το κράτος της κατάρας και του θανάτου. Έτσι έπλασε ο Θεός τον άνθρωπο να θέλει ελεύθερα και ενσυνείδητα το αγαθό, να κινείται ελεύθερα στο χώρο του, να λέγει ναι ή όχι στο άγιο θέλημά του, να εκλέγει μεταξύ ζωής και θανάτου και ν’ αυτοδιορίζεται στην εξέλιξη και τον προορισμό του.
Η χάρη του Θεού είναι δώρο καθολικό. Χορηγείται σε όλους ανεξαίρετα τους ανθρώπους αποσκοπώντας στη σωτηρία τους. Δεν αποστέλλεται επιλεκτικά σε λίγους, σ’ εκείνους που είναι προορισμένοι να σωθούν από το Θεό. Ο Θεός «θέλει πάντας ανθρώπους σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας έλθείν». Κι όμως όλοι δεν σώζονται. Για να γίνει αυτό πρέπει να θέλει και ο άνθρωπος να δουλέψει ελεύθερα και να συμβάλει στη σωτηρία του. Αλλιώτικα η κλήση της χάριτος μένει ανενέργητη. Μόνο εκεί που υπάρχει η ελεύθερη συγκατάθεση, μπορεί να σώσει η χάρη τον αμαρτωλό άνθρωπο. «Εννοούμεν δε την χρήσιν του αυτεξουσίου ούτως, ώστε της θείας και φωτιστικής χάριτος, ήν προκαταρκτικήν προσαγορεύομεν, οίον φως τοις εν σκότει, παρά της θείας αγαθότητος πάσι χορηγούμένης τοις βουλομένοις υπείξαι ταύτη —και γαρ ου τους μη θέλοντας, αλλά τους θέλοντας ωφελεί— και συγκατατεθήναι εν οίς εκείνη έντέλλεται προς σωτηρίαν ούσιν αναγκαιοτάτοις, δωρείσθαι επομένως και ειδικήν χάριν».
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 168-169)
«Καρδιά χαρούμενη είναι φάρμακο καλό, αλλά θλιμμένο πνεύμα ξεραίνει τα κόκαλα» - Παροιμίες 17:22
Έρευνες έχουν δείξει ότι το γέλιο έχει θεραπευτικές ιδιότητες. Τα παιδιά γελούν 400 φορές την ημέρα, ενώ οι μεγαλύτεροι 15! Αλλά και πώς να γελούν, όταν οι ειδήσεις είναι τόσο καταθλιπτικές κάθε μέρα; Γι’ αυτό φρόντισε να ζεις σαν τα παιδιά! Ο Χριστός είπε ότι για να μπούμε στη Βασιλεία των Ουρανών πρέπει να γίνουμε σαν τα μικρά παιδιά. Ο Σολομών διαπιστώνει ότι η έλλειψη χαράς «ξεραίνει τα κόκαλα». Οι μέρες μας είναι κακές και χάνουμε την υγεία μας. Οι στατιστικές δείχνουν ότι οι χαρούμενοι άνθρωποι έχουν καλύτερη υγεία. Το γέλιο είναι «εσωτερική γυμναστική». Κινεί όλα τα όργανα του σώματος. Δυστυχώς, οι χριστιανοί άφησαν το γέλιο στους επαγγελματίες κωμωδούς της τηλεόρασης, που με βρισιές, αισχρά υπονοούμενα κι άλλα σαχλά προσπαθούν να πουλήσουν γέλιο. Αλλά η ακριβοπληρωμένη χαρά δε διαρκεί παρά μόνο για λίγο. Μετά η καρδιά βυθίζεται ξανά στη θλίψη, γιατί αυτή η χαρά αγγίζει μόνο την επιφάνεια του ανθρώπου, δεν εισχωρεί στην καρδιά του. Τη μόνιμη χαρά τη δίνει μόνο ο Χριστός στις καρδιές των δικών Του χαρίζοντάς τους παντοτινή ειρήνη. Ο απ. Παύλος και μέσα από τη φυλακή έγραφε: «Πάντοτε να χαίρεστε». Έχεις βρει εσύ και ζεις αυτή τη χαρά;
(Γ.Σ.Κ.)
«Για όλα να ευχαριστείτε το Θεό…» (Α’ Θεσσ. 5:18)
Σ’ ευχαριστώ, Κύριε:
Για το θαύμα του ήχου και για το αφτί που τον συλλαμβάνει.
Για το φως ολόγυρά μου και το μάτι που το βλέπει.
Για το άρωμα των λουλουδιών και για τη χαρά να τα μυρίζω.
Σ’ ευχαριστώ, Κύριε:
Για το τραγούδι των πουλιών και για την αυγή που την ομορφαίνουν.
Για τη ζεστασιά ενός χαμόγελου και γι’ αυτούς που το χαρίζουν.
Για τον πλούτο της χαράς και για το συμμερισμό της με άλλους.
Σ’ ευχαριστώ, Κύριε:
Γι’ αυτή την ίδια τη ζωή και για τη σοφία της καλής της χρήσης.
Για την ομορφιά της αγάπης και για την καρδιά που τη νιώθει.
Για το θαύμα της αιωνιότητας και για την ψυχή που θα την απολαύσει.
Σ’ ευχαριστώ, Κύριε,
Σ’ ευχαριστώ.
Σ’ ευχαριστώ για όλα.
(Εκδόσεις «Ο Λόγος»)