ΣΤΗΡΙΞΤΕ ΤΟ ΣΥΣΣΙΤΙΟ ΤΟΥ ΝΑΟΥ!

ΣΤΗΡΙΞΤΕ ΤΟ ΣΥΣΣΙΤΙΟ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΜΑΣ!  ΘΥΜΗΘΕΙΤΕ ΤΟΥΣ ΠΤΩΧΟΥΣ…

¨Ρίχνοντας¨ τ’ όποιο χρηματικό ποσό στο Κυτίο στην είσοδο του Ναού… ή/και…
¨Δίνοντάς¨ το, στους υπευθύνους(1) του ΕΦΤ(Ενορ.Φιλόπτ.Ταμείο)
Προσκομίζοντας ΤΡΟΦΙΜΑ στο Συσσίτιο(3) (ή στο Ναό) προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για την παρασκευή του (ή να διανεμηθούν [σε περίπτωση δυνατότητας] σε όσους τα χρειάζονται)… ή/και…
Αγοράζοντας από καταστήματα τροφίμων ΔΩΡΟΕΠΙΤΑΓΕΣ και προσφέροντας τες στο ΕΦΤ, προκειμένου να δοθούν σ’ όσους τις έχουν ανάγκη… ή/και…
Αναθέτοντας τήν αγορά των ΥΛΙΚΩΝ για το συσσίτιο, στους υπευθύνους(2) του … ή/και…
Αναλαμβάνοντας τα έξοδα (όλου ή μέρους) συγκεκριμένου γεύματος (Όσπρια >200 ευρώ, Μακαρόνια κιμά >230, Κοτόπουλο >330), «Υπέρ Αναπαύσεως» αγαπημένου σας προσώπου, σε συνεννόηση με τους υπευθύνους του (2)… ή/και…
Συμμετέχοντας στους κατά καιρούς περιφερόμενους Δίσκους του Ναού...ή/και
Καταθέτοντας στον Τραπεζικό Λογαριασμό του ΕΦΤ:
Τράπεζα Πειραιώς IBANGR 66 0172 0380 0050 3807 5349 683
και επικοινωνώντας έγκαιρα μαζί μας για την έκδοση της νόμιμης απόδειξης.
(1)Υπεύθυνος ΕΦΤ:π.Ιωάννης (τηλ. Ναού 210 9335 460)
(2)Συσσίτιο:κα Μαντώ (τηλ. Συσσιτίου 210 93 50 151,Τρίτη και Πέμπτη πρωί:8.00 με 12.00)
(3)Θέση Συσσιτίου: Θεόγνιδος 10, στο ημιυπόγειο της πολυκατοικίας, πίσω από το Ιερό τού Ναού).

Κείμενα (blog) - Ιερός Ναός Αγίου Σώστη Νέας Σμύρνης

Ο Όσιος Γέροντας Παΐσιος ο Αγιορείτης στο Βίο του Αγίου Αρσενίου του Καππαδόκου (Χατζεφεντή) διασώζει μια θαυμαστή εμφάνιση του Αγίου Χαραλάμπους στον Άγιο Αρσένιο και τον ψάλτη του Πρόδρομο Κορτσινόγλου

«Μια φορά στην μνήμη του Αγίου Χαραλάμπους», έλεγε ο Πρόδρομος, «πήγαμε στην Παναγιά (στο Κάντσι) να κάνουμε ολονυκτία. Όταν φτάσαμε στους Αίνους, βγήκε και ο Χατζεφεντής από το Ιερό, για να ψάλλουμε μαζί.

Ενώ ψάλαμε στο ίδιο αναλόγιο, βλέπω ξαφνικά έναν Ασπρομάλλη Γέρο στο απέναντι αναλόγι, ο οποίος ήταν σκυφτός και ακουμπούσε στην πατερίτσα του, κι άρχισα να τρέμω από ευλάβεια.

Ο Χατζεφεντής όταν με είδε, με ρώτησε.

- Μήπως κρυώνεις;

Και εγώ του είπα «όχι» και του έδειξα τον Ασπρομάλλη Γέρο που ήταν απέναντί μας. Ο Χατζεφεντής δεν ταράχτηκε καθόλου και του μίλησε Τουρκικά.

- Ελάτε να ψάλλουμε μαζί.

Ο Ασπρομάλλης όμως δεν απάντησε, παρά μας έκανε νόημα να συνεχίσουμε μόνοι μας.

Επειδή εγώ δεν πρόσεχα πια στο βιβλίο αλλά κρυφοκοιτούσα τον Γέρο εκείνο και ο νους μου ήταν σ’ αυτόν, αυτό είχε δημιουργήσει χασμωδία και ο Ασπρομάλλης αναγκάστηκε να φύγει.

Φεύγοντας δε, τον είδαμε να εξαφανίζεται στην μικρή λίμνη του Αγιασμού, και τα νερά του Αγιασμού να πετιούνται μέσα στο Ναό.

Ο Χατζεφεντής είπε ότι ο Ασπρομάλλης εκείνος Γέρος ήταν ο Άγιος Χαράλαμπος.

Τελειώσαμε και την Θεία Λειτουργία και μετά πήγαμε στο χωριό και εκεί διηγήθηκα το γεγονός. Τότε πολλοί Φαρασιώτες έτρεξαν στο Εξωκκλήσι της Παναγίας και πήραν με ευλάβεια από το Αγίασμα, που είχε πεταχθεί μέσα στο Ναό από το θαύμα του Αγίου».

Μετά το γεγονός αυτό ο Χατζεφεντής έμεινε έγκλειστος στο κελλί του σαράντα ημέρες και έλεγε ότι δεν είχε διάθεση, και οι χωριανοί νόμιζαν ότι ήταν αδιάθετος. Άλλοι δε έλεγαν ότι θα φοβήθηκε από το γεγονός αυτό.

(Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου, Ο Άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης, εκδ. Ι. Ησυχαστηρίου «Ευαγγ. Ιωάννης ο Θεολόγος», Σουρωτή Θεσσαλονίκης 1999, σελ. 62-63)

Η επέμβαση του Προδρόμου

Στο κοινόβιο του Πενθουκλά, κοντά στον Ιορδάνη, ασκήτευε ο όσιος Κόνων. Για τη μεγάλη του αρετή, του ανέθεσαν να βαπτίζη στον ποταμό όσους ήθελαν να γίνουν χριστιανοί. Έχριε λοιπόν με το άγιο λάδι και μετά βάπτιζε στον ποταμό όσους έρχονταν. Κάθε φορά όμως που έχριε γυναίκα, σκανδαλιζόταν και ήθελε γι’ αυτό να εγκαταλείψη το διακόνημά του και να φύγη από το κοινόβιο. Αλλά και κάθε φορά που ξεκινούσε να φύγη, του παρουσιαζόταν ο Τίμιος Πρόδρομος και του έλεγε:

-Κάνε υπομονή και θα σου ελαφρύνω τον σαρκικό πόλεμο.

Δεν έβρισκε όμως καμμιά ανακούφιση.

Κάποτε ήρθε μια εξαιρετικά όμορφη περσίδα. Ο όσιος απέφυγε να τη βαπτίση. Επειδή καθυστέρησε έτσι δύο ημέρες, τον κατήγγειλαν στον αρχιεπίσκοπο Ιεροσολύμων Πέτρο. Ο αρχιεπίσκοπος, αφού σκέφτηκε αρκετά, έδωσε την εξής λύση: Θα διόριζε μια διακόνισσα που θα έχριε τις γυναίκες και θα βοηθούσε τον όσιο στη βάπτισή τους.
Στη λύση όμως αυτή αντέδρασαν οι μοναχοί του κοινοβίου. Δεν ήθελαν να κατοική κοντά τους μια γυναίκα, έστω και διακόνισσα. Βλέποντάς το αυτό ο όσιος Κόνων, φόρεσε το πανωφόρι του και ξεκίνησε να φύγη.

Μόλις λοιπόν πήρε τα βουνά, του εμφανίζεται ο Τίμιος Πρόδρομος και του λέει:

-Γύρισε στο μοναστήρι σου και θα σου ελαφρύνω τον πόλεμο.

Ο όσιος τότε του απαντά με κάποια αγανάκτηση:

-Δεν σ’ ακούω πλέον! Πολλές φορές στο παρελθόν μου υποσχέθηκες ότι θα με βοηθήσης και τίποτε δεν έκανες.

Ο Βαπτιστής του Χριστού τον πλησίασε, τον σφράγισε τρεις φορές με το σημείο του Σταυρού και του είπε:

-Δεν σε βοήθησα μέχρι τώρα, γιατί ήθελα να έχης μισθό με τον αγώνα σου εναντίον των σαρκικών πειρασμών. Αφού όμως εσύ δεν θέλεις, ιδού, δεν θα έχης πλέον πόλεμο, αλλά ούτε και μισθό. Γύρισε λοιπόν στο μοναστήρι σου.

Επέστρεψε στο κοινόβιό του ο όσιος Κόνων και την άλλη μέρα έχρισε και βάπτισε την περσίδα, χωρίς καν να σκεφτή ότι ήταν γυναίκα! Συνέχισε από τότε επί δώδεκα χρόνια, δηλαδή μέχρι την κοίμησή του, να βαπτίζη χωρίς να κάνη καμμιά διάκριση μεταξύ των δύο φύλων. Είχε αποκτήσει τελεία απάθεια! (Λειμωνάριον)

(Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Γ΄, σελ. 98-99)

122. Τί εννοούμε λέγοντας δικαίωση;

Την απελευθέρωση του ανθρώπου από την αμαρτία και την οφειλόμενη σ’ αυτήν ενοχή, την αναγέννηση, ανακαίνιση και θέωση της φύσεώς του που είναι όλα καρποί του λυτρωτικού έργου του Χριστού. Όπως η αμαρτία με την εισήγηση του πλάνου επέφερε αχρείωση της πνευματικής φύσεως του ανθρώπου και εξασθένηση των πνευματικών του δυνάμεων σταθερώς αποκλινουσών από το Θεό και φερομένων προς το κακό, έτσι και η χάρη του Θεού που πλούσια απέρρευσε από το πάθος και την ίλαστική θυσία του Χριστού, αποκατέστησε το «κατ’ εικόνα» στην αρχέγονή του εύκλεια, ενισχύοντας τις ηθικές και πνευματικές δυνάμεις του ανθρώπου στο αγαθό και την αρετή. Παρόλο ότι η δικαίωση είναι έργο καθαρό της αγάπης και της χρηστότητας του Θεού, όμως για την πραγμάτωσή της απαιτείται από μέρους του ανθρώπου η ελεύθερη σύμπραξη και συνέργειά του με τη χάρη του Χριστού. Τη δυνατότητα αυτή την έχει ο άνθρωπος, του οποίου η φύση δεν καταστράφηκε ολοσχερώς δια της αμαρτίας, αλλά διασώζει, έστω και τραυματισμένη, την ελευθερία της και τον πόθο προς τα πνευματικά και τα επουράνια. Η δικαίωση με αλλά λόγια δεν είναι έργο παθητικό. Και προέρχεται μεν από το Θεό, όμως για την ενεργό αξιοποίησή της απαιτείται από τον άνθρωπο, ως απαραίτητη υποκειμενική συνθήκη, η ελεύθερη συνέργειά του.

(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 177)

Ο επίσκοπος Αθανάσιος και τα βατράχια
Ο άγιος επίσκοπος Χριστιανουπόλεως Αθανάσιος (+1735) σε μια περιοδεία του έφθασε στην Μεγαλόπολι της Πελοποννήσου. Υπήρχε εκεί ένας ναός της θείας Μεταμορφώσεως και κοντά του μια λίμνη μεγάλη, γεμάτη βατράχια.
Ο αρχιερεύς, μετά τον εσπερινό, θέλησε να διανυκτερεύση εκεί χάριν της ησυχίας. Μόλις όμως σκοτείνιασε άρχισαν να κοάζουν τα βατράχια, όπως κάθε καλοκαιρινή νύχτα. Έκαναν τόσο θόρυβο, εφ’ όσον ήσαν χιλιάδες, που ο άγιος δεν έκλεισε μάτι! Την επομένη, μετά τη θεία λειτουργία, οι ιερείς τον ρώτησαν, πώς πέρασε την νύχτα στην εξοχή. Κι εκείνος αποκρίθηκε:
-Τί να σας πω, τέκνα μου… Αυτά τα βατράχια έκαναν τόσο θόρυβο απόψε που δεν μπόρεσα να κοιμηθώ.
Στα λόγια αυτά του δεσπότη, τα βατράχια αυτομάτως έπαψαν να κράζουν. Αλλά τότε κανείς δεν το πρόσεξε αυτό, γιατί την ημέρα δεν θορυβούν τόσο πολύ, όσο την νύχτα.
Το περίεργο και εκπληκτικό ήταν ότι έκτοτε τα βατράχια δεν ξαναλάλησαν ούτε την ημέρα ούτε την νύχτα και μια νεκρική σιγή απλώθηκε στην μεγάλη εκείνη λίμνη! Οι περίοικοι θαύμαζαν το γεγονός.
Έπειτα από δύο χρόνια ο άγιος ήρθε πάλι ένα δειλινό και δεν άκουσε κανένα θόρυβο από τα βατράχια. Έχοντας πολύ κακές αναμνήσεις από την προηγούμενη επίσκεψι, απόρησε για την ησυχία και ρώτησε το επόμενο πρωί έναν ιερέα:
-Τί έγινε εκείνο το θορυβοποιό πλήθος των βατράχων, που άλλοτε δεν μας άφηναν σε ησυχία;
-Δέσποτα μου, απήντησε ο ιερεύς, από την ημέρα που είπατε ότι δεν σας άφησαν να κοιμηθήτε, ουδέποτε πλέον ακούσθηκαν.
Τότε ο άγιος είπε χαμογελώντας:
-Και με άκουσαν αυτά τα ευλογημένα;
Μόλις τελείωσε την φράσι αυτή, όλα τα βατράχια άρχισαν πάλι να κοάζουν, όπως και πριν!
( Συναξαριστής Ε΄)
( Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Α΄, σελ.261-263)

Δεν αρκεί μόνο η δική μου προσευχή
Ο Γέροντας Πορφύριος είχε πολλά χαρίσματα. Είχε το χάρισμα της επιείκειας, το χάρισμα της αγρυπνίας. Δεν κοιμόταν τις νύχτες, γιατί της διέθετε για προσευχή και για όλους τους ανθρώπους και κατ' εξοχήν για όσους υπέφεραν από σοβαρές ασθένειες.
Ο ίδιος πάντα έλεγε : " Εγώ θα προσευχηθώ. Αλλά αυτό δεν αρκεί. Πρέπει η προσευχή μου να βρίσκει κι από εσάς μιάν ανταπόκριση. Γιατί ο Θεός, πού θέλει να στείλει τη Χάρη Του σ' εμάς, πρέπει να βρεί την αγκαλιά μας ανοικτή, ώστε να δεχτεί τη Χάρη Του. Και είτε μας θεραπεύσει από την αρρώστια μας, είτε επιτρέψει να συνεχιστεί η δοκιμασία της ασθένειάς μας, η ενέργειά Του θα είναι για το ψυχικό μας όφελος ".
[Ί 243]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σελ.370)

121. Τι είναι ο απόλυτος προορισμός;

Είναι δόγμα φοβερό (horribile decretum), στο οποίο καταλήγει κανείς διαπτύσσοντας λογικά τα περί αρχέγονης δικαιοσύνης και πτώσεως ανθρωπολογικά διδάγματα του Προτεσταντισμού. Φυσικά το δόγμα αυτό δεν γίνεται αποδεκτό από όλους τους Διαμαρτυρομένους θεολόγους, αλλά μόνον από τον Καλβίνο και τους οπαδούς του. Αυτοί με βάση χωρία της Γραφής (Ρωμ. 9. Πράξ. 13,48 κ.α.) είπαν, ότι ο Θεός σύμφωνα με την αιώνια βουλή του (προαιωνίως) άλλους μεν από ευσπλαχνία προόρισε να κληρονομήσουν την αιώνια ζωή, γιαυτό και η χάρη που τους χορηγείται δεν μπορεί να τους εγκαταλείψει (είναι αναντίρρητη και αναπόβλητη: irresistibilis και inamissibilis), άλλους δε, στους οποίους δεν προσφέρεται η χάρη, προόρισε σε αιώνια κατάκριση. Η καταδίκη αυτή δεν είναι άδικη —λένε— γιατί ο φυσικός άνθρωπος δεν μπορεί να περιμένει από το Θεό τίποτε άλλο παρά αιώνιες ποινές. Όσο τα βώδια και οι κύνες (τα σκυλιά) δεν μπορούν να αιτιώνται το Θεό γιατί τους έκανε ζώα και όχι ανθρώπους, άλλο τόσο και οι αμαρτωλοί δεν μπορούν να τον αιτιώνται γιατί δεν τους δέχεται στη θεία βασιλεία του. Η πτώση του Αδάμ διατάχθηκε προαιωνίως από το Θεό για το καλό των εκλεκτών, οι οποίοι κληρονομούν την αιώνια ζωή. Η βουλή αυτή εξαίρει το μεγαλείο του Θεού, ο οποίος άλλους μεν προσλαμβάνει στη βασιλεία του, άλλους δε απορρίπτει, χωρίς κανείς να μπορεί να αντείπει στην αιώνια βούλησή του.

Οι λόγοι που ώθησαν τον Καλβίνο στη διατύπωση των διδαγμάτων αυτών είναι από τη μια μεριά η διασφάλιση της απολυτότητας των ενεργειών του Θεού, οι οποίες δεν εξαρτώνται από ανθρώπινους παράγοντες· από την άλλη δε, η ασφαλής βεβαιότητα περί σωτηρίας στις ψυχές των εκλεκτών. Αυτοί, έχοντας στις ψυχές τους τη μαρτυρία του Αγίου Πνεύματος ότι είναι οι εκλεκτοί του Θεού, είναι βέβαιοι για τη σωτηρία τους, πεποίθηση που τους χαρίζει εσωτερική χαρά και ηρεμία και γεμίζει τις καρδιές τους από ευγνωμοσύνη και ταπείνωση, νιώθοντας ότι ο Θεός όρισε αυτούς ως εκλεκτούς ανάμεσα στο πλήθος των άλλων ανθρώπων.

Οι αντιλήψεις όμως αυτές του Καλβίνου δεν είναι σωστές. Και αληθεύει μεν ότι «Θεός γαρ εστιν ο ένεργών εν υμίν και το θέλειν και το ένεργείν υπέρ της ευδοκίας» (Φιλιππ. 2,13)· όμως αυτό σε καμία περίπτωση δεν αποκλείει τον ανθρώπινο παράγοντα στο έργο της σωτηρίας (σχετικός προορισμός). Ο Θεός είναι βέβαιο ότι θέλει τη σωτηρία όλων των ανθρώπων· για να γίνει όμως αυτό πρέπει να θέλουν ελεύθερα και οι άνθρωποι. Άσχετα με το ότι δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τον τρόπο με τον οποίο η θεία βούληση άπτεται της ανθρώπινης και η τελευταία καθιστά ανενεργό την πρώτη (όλοι οι άνθρωποι δεν σώζονται), όμως ο παράγοντας της ανθρώπινης συνέργειας στο έργο της σωτηρίας είναι κάτι που πρακτικά ικανοποιεί το θρησκευτικό συναίσθημα του ανθρώπου. Αν όλα εξηρτώντο από την απόλυτη βουλή του Θεού, ο δε άνθρωπος ήταν απόλυτα βέβαιος περί της σωτηρίας του, η Γραφή δεν θα παραινούσε τους πιστούς να κατεργάζονται με φόβο και τρόμο τη σωτηρία τους και ο Παύλος δεν θα πολεμούσε την βεβαιότητα περί σωτηρίας, τονίζοντας «ο δοκών εστάναι βλεπέτω μη πέση».

Ο απόλυτος όμως προορισμός οδηγεί και σε αλλά τερατώδη ατοπήματα. Αν η σωτηρία και η κατάκριση των ανθρώπων είναι απόρροια της αιώνιας βουλής του Θεού, η δε πτώση του ανθρώπου στην αμαρτία προδιατάχθηκε από το Θεό, ο Θεός στο πλέγμα των αντιλήψεων αυτών παρουσιάζεται ως η πηγή του κακού, μεταποιούμενος σε τυφλό και αυθαίρετο δυνάστη, το δε κακό ανάγεται σε στοιχείο του αγαθού στην προαιώνια βουλή του Θεού. Ο άνθρωπος χάνει την όποια ηθική και πνευματική αυτοτέλειά του και ουσιαστικά είναι ανεύθυνος για τις πράξεις του. Πώς όμως θα τον κρίνει ο Θεός για τις ηθικές ενέργειές του; Είναι αγαθός και δίκαιος ο Θεός όταν τυφλά και αυθαίρετα καταδικάζει τους πολλούς σε κόλαση αιώνια;


(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 171-173)

Αμήν
πώς να το πει ο λαός;
Ιδιώτη (απλοϊκό) ονομάζει ο Παύλος το λαϊκό,
δείχνοντας, ότι και αυτός δέχεται όχι μικρή ζημιά,
όταν δεν μπορεί να πη το Αμήν...
Διότι, αφού δεν θ’ ακούσει το «εις τους αιώνας των αιώνων»,
που είναι το τέλος της εκφωνήσεως,
δεν μπορεί να λέει το Αμήν.
Ε.Π.Ε. 18α,466

όλοι μαζί στη λατρεία
Παραγγέλλουμε να σκύβουμε τα κεφάλια μας,
ως δείγμα το ότι ακούστηκαν οι προσευχές μας
έχοντας την ευλογία του Θεού.
Διότι δεν ευλογεί άνθρωπος, αλλά με το χέρι του Ιερέως
και τη γλώσσα του οδηγούμε τους παρευρισκόμενους
στον ίδιο το Βασιλιά Θεό. Και αναφωνούν όλοι μαζί το Αμήν.
Ε.Π.Ε. 19,78

Αμήν Αμήν λέγω υμίν
Όπως, λοιπόν, ορκίστηκε ο Πατέρας,
έτσι ορκίζεται και ο Υιός στον εαυτό του, λέγοντας:
Αλήθεια, αλήθεια σας λέω!
Εδώ τους υπενθυμίζει τους όρκους εκείνους του Χριστού,
τους οποίους έλεγε συνέχεια: Αλήθεια σας λέω όποιος πιστεύει σε μένα,
δεν θα πεθάνει ποτέ (Ιωάν. ια' 26).
Ε.Π.Ε. 24,472


(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, Τόμος Α΄, σελ. 166)

Η ευχαρίστηση του ελαφρού στομαχιού
Όταν δεν κάνει κανείς εγκράτεια, έχει επάνω του αποθήκες ολόκληρες.
Ενώ, όταν κάνει εγκράτεια και τρώει αυτό που του χρειάζεται,
το καίει ο οργανισμός του και δεν αποθηκεύει.
Η ποικιλία των φαγητών τεντώνει το στομάχι και φέρνει όρεξη,
αλλά και δημιουργεί χαύνωση και πυρώσεις. Αν στο τραπέζι υπάρχη
μόνον ένα φαγητό και δεν είναι πολύ νόστιμο, ίσως να μην το φάη κανείς
όλο ή, αν είναι νόστιμο και λαιμαργήσει, ίσως φάει λίγο παραπάνω.
Όταν όμως υπάρχει ψάρι, σούπα, πατάτες, τυρί, αυγό, σαλάτα, φρούτο,
γλυκό, θέλει όλα να τα φάει και ζητάει και άλλα. Όλα τα τραβάει η όρεξη,
γιατί το ένα παρακινεί στο άλλο. Και βλέπεις, ο άνθρωπος έναν λόγο δεν σηκώνει,
τον έναν δεν τον χωνεύει, τον άλλον δεν τον χωνεύει, ενώ το καημένο το στομάχι,
ό,τι του ρίχνουμε, το υπομένει. Το ρωτήσαμε αν τα χωνεύει;
Το στομάχι δηλαδή που δεν έχει λογική, μας περνάει στην αρετή και αγωνίζεται όλα να τα χωνέψει.
Και αν δεν ταιριάζει το ένα είδος με το άλλο, όταν μπούν μέσα, μαλώνουν,
και τί να κάνη τότε και εκείνο; Αρχίζει μετά η βαρυστομαχιά.
-Και πώς μπορείς, Γέροντα, να κόψεις την συνήθεια να τρώς πολύ;
-Χρειάζεται λίγο φρένο. Ας μη φάς κάτι που σου αρέσει, για να μην ανοίγεις δουλειά,
γιατί σιγά-σιγά μεγαλώνει η αχυρώνα. Το στομάχι, ο κακός «τελώνης» που λέει ο Αββάς Μακάριος,
μετά συνέχεια ζητάει. Την ώρα του φαγητού ευχαριστιέσαι, ύστερα όμως θέλεις να κοιμηθής,
ούτε να δουλέψης μπορείς. Αν τρώς ένα είδος φαγητού, αυτό βοηθάει να κόψης την όρεξη.
-Αν, Γέροντα, υπάρχει ποικιλία φαγητών, αλλά σε μικρές ποσότητες, υπάρχει πάλι η ίδια δυσκολία;
-Έ, πάλι η ίδια δυσκολία είναι, αλλά είναι μικρά τα ...κόμματα και δεν μπορούν να κάνουν κυβέρνηση!...
Όταν υπάρχει μεγάλη ποικιλία, είναι σαν να μαζεύωνται πολλά ...κόμματα στο στομάχι
και το ένα κόμμα ερεθίζει το άλλο, πιάνονται μεταξύ τους, χτυπιούνται και αρχίζει βαρυστομαχιά...
Η ευχαρίστηση από το λιτό φαγητό είναι μεγαλύτερη από την ευχαρίστηση που δίνουν τα καλύτερα φαγητά.
Όταν μικρός έφευγα στο δάσος και έτρωγα μόνον ένα κομμάτι κουλούρα, ώ, δεν ήθελα τίποτε άλλο!
Τα καλύτερα φαγητά δεν μπορούσαν να αντικαταστήσουν εκείνη την πνευματική ευχαρίστηση που ένιωθα.
Αλλά το έκανα με χαρά. Πολλοί άνθρωποι όμως δεν έχουν αισθανθει την ευχαρίστηση του ελαφρού στομαχιού.
Στην αρχή, όταν τρώνε κάτι νόστιμο, αισθάνονται μια ευχαρίστηση και μετά μπαίνει η λαιμαργία,
η γαστριμαργία, τρώνε πολύ καί, ιδίως όταν είναι ηλικιωμένοι, νιώθουν βάρος,
και έτσι στερούνται την ευχαρίστηση του ελαφρού στομαχιού.


(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ. 181)

Ήρθαν στο Γέροντα με άσεμνη εμφάνιση μία ημέρα,
που πήγα στο Γέροντα, συνάντησα εκεί κάποιες κοπέλες,
που είχαν πάει κι αυτές να τον δούν. Ήταν, όμως, άσεμνα ντυμένες.
Κουβέντιαζε, λοιπόν, μαζί τους ο Γέρων Πορφύριος για διάφορα πνευματικά θέματα,
αλλά δεν τους έκανε καμιά παρατήρηση για την εμφάνισή τους.
Εγώ, ομολογουμένως, αγανάκτησα εσωτερικά μ' αυτές τις κοπέλες,
που πήγαν σ' ένα τέτοιο άγιο Γέροντα ντυμένες κατ' αυτόν τον τρόπο,
αλλά σκανδαλίσθηκα και από τογεγονός ότι ο Γέρων Πορφύριος δεν τους έκανε παρατήρηση.
Όταν έφυγαν οι κοπέλες, χαμογελώντας μου είπε:"Κύριε τάδε, εγώ δεν είμαι αυστηρός,
όπως είσαι εσύ". Βέβαια, αμέσως κατάλαβα ότι είχε συλλάβει τη σκέψη μου
και τον σκανδαλισμό μου. Όμως, τον ρώτησα: "Γιατί το λέτε αυτό, Γέροντα";
Μου είπε τότε: "Ήρθαν αυτές οι κοπέλες εδώ μ' αυτή την άσεμνη εμφάνιση
και δεν τους έκανα παρατήρηση. Εγώ έχω μια άλλη τακτική, διότι, ακόμη κι αν
τους μιλούσα για την εμφάνισή τους, αφού δεν έχουν πίστη στο Χριστό,
δε θα συμμορφώνονταν. Προσπαθώ πρώτα να τις φέρω στην πίστη του Χριστού
και, τότε, μόνες τους θα καταλάβουν το λάθος τους και θα διορθωθούν".
[Ί 129]

(Ανθολόγιο Συμβουλών, Άγιος Πορφύριος, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σελ.168)

Δέκα αγιορείτες

Μεταξύ της Ι. Μονής Ιβήρων και του Μυλοποτάμου, λίγο ψηλότερα από το δάσος, βρισκόταν σε μεγάλη ακμή ένα κελλί με εκκλησία της Αγίας Τριάδος.

Ο γέροντας και εννέα μοναχοί αποτελούσαν τη συνοδεία του κελλιού αυτού, που ήταν σαν ένα μικρό κοινόβιο μοναστηράκι, με ελαιόδενδρα, αμπέλι, οπωροφόρα δένδρα και λαχανικά.

Οι αδελφοί ζούσαν πολύ ειρηνικά και αγαπημένα, σαν μια ψυχή σε πολλά σώματα, και από το αποτέλεσμα φαίνεται πως παρακαλούσαν τον Θεό να πεθάνουν όλοι μαζί.

Κάποτε οι γείτονές τους, επειδή δεν έβλεπαν καμμιά κίνησι, τους αναζήτησαν. Πλησίασαν στο κελλί, χτύπησαν την πόρτα, είπαν κατά την τάξι το « Δι’ ευχών των αγίων πατέρων ημών…» και περίμεναν ν’ ακούσουν από μέσα το «Αμήν» και να τους ανοίξουν την πόρτα. Αλλά τίποτε! «Ουκ ην φωνή, ουκ ην ακρόασις…» Τότε τρεις απ’ αυτούς, έκαναν τον σταυρό τους, προχώρησαν και μπήκαν στο σπίτι. Η πόρτα ήταν ανοιχτή. Μίλησαν, φώναξαν. Κανείς δεν αποκρίθηκε.

Περίμεναν λίγο και ύστερα αισθάνθηκαν να έρχεται ευωδία από την εκκλησία! Κατευθύνθηκαν προς αυτήν και τι να δουν: Στη μέση της εκκλησίας, γύρω-γύρω από τον γέροντα του κελλιού βρίσκονταν τα σώματά τους στη στάσι που μετά το απόδειπνο, έβαζαν μετάνοια και ζητούσαν συγχώρησι! Θα τους είχε πη ο γέροντας: «Πατέρες και αδελφοί, ευλογείτε, συγχωρέστε με και ο Θεός συγχωρέση σας».

Στη στάσι αυτή που παρέδωκαν οι μακάριοι εκείνοι μοναχοί την ψυχή τους στα χέρια του Θεού, θα είχαν περισσότερες από δεκαπέντε μέρες. Και όμως δεν είχαν κοκκαλώσει, όπως συνήθως γίνεται με όλους τους νεκρούς! Δεν είχαν ακόμη αλλοιωθή. Απεναντίας εξέπεμπαν άρρητη ευωδία.

Τους ενταφίασαν κατά την τάξι της Εκκλησίας όπως τους βρήκαν, γιατί φορούσαν τα σχήματά τους, τα κουκούλια τους και είχαν τα κομποσχοίνια στα χέρια. Έτσι πάνοπλοι και πανέτοιμοι αναχώρησαν για την άλλη, την αιώνια ζωή.

(Γεροντικόν Αγίου Όρους)

("Χαρίσματα και Χαρισματούχοι", Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Β΄, σ. 231-232)

katafigioti

lifecoaching