ΣΤΗΡΙΞΤΕ ΤΟ ΣΥΣΣΙΤΙΟ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΜΑΣ! ΘΥΜΗΘΕΙΤΕ ΤΟΥΣ ΠΤΩΧΟΥΣ…
¨Ρίχνοντας¨ τ’ όποιο χρηματικό ποσό στο Κυτίο στην είσοδο του Ναού… ή/και…
¨Δίνοντάς¨ το, στους υπευθύνους(1) του ΕΦΤ(Ενορ.Φιλόπτ.Ταμείο)
Προσκομίζοντας ΤΡΟΦΙΜΑ στο Συσσίτιο(3) (ή στο Ναό) προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για την παρασκευή του (ή να διανεμηθούν [σε περίπτωση δυνατότητας] σε όσους τα χρειάζονται)… ή/και…
Αγοράζοντας από καταστήματα τροφίμων ΔΩΡΟΕΠΙΤΑΓΕΣ και προσφέροντας τες στο ΕΦΤ, προκειμένου να δοθούν σ’ όσους τις έχουν ανάγκη… ή/και…
Αναθέτοντας τήν αγορά των ΥΛΙΚΩΝ για το συσσίτιο, στους υπευθύνους(2) του … ή/και…
Αναλαμβάνοντας τα έξοδα (όλου ή μέρους) συγκεκριμένου γεύματος (Όσπρια >200 ευρώ, Μακαρόνια κιμά >230, Κοτόπουλο >330), «Υπέρ Αναπαύσεως» αγαπημένου σας προσώπου, σε συνεννόηση με τους υπευθύνους του (2)… ή/και…
Συμμετέχοντας στους κατά καιρούς περιφερόμενους Δίσκους του Ναού...ή/και
Καταθέτοντας στον Τραπεζικό Λογαριασμό του ΕΦΤ:
Τράπεζα Πειραιώς IBAN: GR 66 0172 0380 0050 3807 5349 683
και επικοινωνώντας έγκαιρα μαζί μας για την έκδοση της νόμιμης απόδειξης.
(1)Υπεύθυνος ΕΦΤ:π.Ιωάννης (τηλ. Ναού 210 9335 460)
(2)Συσσίτιο:κα Μαντώ (τηλ. Συσσιτίου 210 93 50 151,Τρίτη και Πέμπτη πρωί:8.00 με 12.00)
(3)Θέση Συσσιτίου: Θεόγνιδος 10, στο ημιυπόγειο της πολυκατοικίας, πίσω από το Ιερό τού Ναού).
«Διότι ξέρω πια ότι δεν κατοικεί μέσα μου, δηλαδή στη φύση μου, κάτι καλό» (Ρωμ. 7:18)
Ένας πλανόδιος πωλητής πουλούσε κάποτε κορδόνια παπουτσιών. Ένας περαστικός τον λυπήθηκε, θέλησε να τον βοηθήσει, κι έριξε στο κύπελό του 20 δρχ. χωρίς να πάρει τα κορδόνια. Από εκείνη τη μέρα κι έπειτα, κάθε μέρα, περνώντας ο κύριος αυτός από το στέκι του πωλητή έριχνε 20 δρχ στο κύπελό του χωρίς να παίρνει κορδόνια. Κάποια μέρα, που πάλι είχε ρίξει 20 δρχ στο κύπελο κι έφευγε, αντιλήφθηκε το γέρο πωλητή να τρέχει από πίσω του. Τον σταμάτησε και του είπε: «Κύριε, δε μου αρέσει να παραπονιέμαι, αλλά ξέρετε ότι η τιμή των κορδονιών αυξήθηκε στις 25 δραχμές;»!!.
Είναι πολύ άσχημο πράγμα η ελεημοσύνη να παρανοηθεί και να μετατραπεί σε απαίτηση. Αλλά ακόμα χειρότερο, τρομερό θα πρέπει να πούμε, είναι να νομίζουμε ότι ο Θεός μας χρωστά κάτι.
«Είμαι ένα τίποτε» φωνάζει ο απόστολος Παύλος, κι αυτό πρέπει να το καταλάβουμε κι εμείς. Όλα όσα μας δίνει ο Θεός είναι χάρισμα σε ανάξια όντα. Είναι έλεος και ευσπλαχνία. Μελέτησε την Καινή Διαθήκη και θα δεις ότι έτσι είναι.
Αποστάγματα σοφίας
- Μην περιμένεις την τελευταία στιγμή πριν από το θάνατό σου για να καταλάβεις τη ματαιότητα του πρόσκαιρου αυτού κόσμου. Σκέψου την τώρα, ώστε να προσκολληθείς στα αιώνια πράγματα που πραγματικά αξίζουν.
- Συχνά η εξουσία, η κάθε είδους εξουσία, αποδεικνύεται πολύ βαριά για την ηθική αντοχή πολλών ανθρώπων.
- Όταν παίρνεις γεμίζει το χέρι σου. Όταν δίνεις γεμίζει η καρδιά σου. Όπως είπε ο Χριστός: «Μεγαλύτερη ικανοποίηση προξενεί το να δίνει κανείς, παρά το να παίρνει» (Πράξεις 20:35).
- Αν φοβάσαι το Θεό δε φοβάσαι τίποτ’ άλλο. Κι αντίστροφα, αν δε φοβάσαι το Θεό, τότε φοβάσαι τα πάντα.
- «Ζητήστε τον Κύριο, τώρα που μπορεί να βρεθεί. Τώρα που βρίσκεται κοντά, φωνάξτε τον να σας βοηθήσει» (Ησαΐας 55:6).
- Ζητάτε και θα σας δοθεί. Γυρεύετε και θα βρείτε. Χτυπάτε και θα σας ανοιχτεί (Ματθαίος 7:7).
(Εκδόσεις «Ο Λόγος»)
434. Ποτέ ας μην ξεχνάμε, ότι όλοι είμαστε ένα σώμα και ότι πρέπει ο ένας να κεντρίζη τον άλλο προς την αγάπη και τα καλά έργα. Ιδιαίτερα εμείς οι ποιμένες οφείλουμε να έχουμε υπ’όψι μας αυτό και να το εφαρμόζουμε. Ναι, πρέπει να έχουμε υπ’ όψι μας, ότι, αν η δική μας ψυχή είναι ειρηνική, αν εμείς πρώτοι είμαστε στερεοί στην πίστι και την ευσέβεια, τότε και το ποίμνιό μας θα είναι πιο στερεωμένο, πιο ειρηνικό, θα έχη πιο αγνή ζωή. Αν η κεφαλή είναι φωτεινή, θα είναι και τα μέλη φωτεινά. Αν όμως οι ψυχές μας είναι σκοτεινιασμένες από τα πάθη, η σκιά θα πέση και στο σώμα της Εκκλησίας, στο ποίμνιό μας. Γιατί υπάρχει στενή συνάφεια ανάμεσα στην κεφαλή και στα μέλη, ανάμεσα στον ποιμένα και στους πιστούς του. Γι’ αυτό ο Κύριος λέγει: «Λαμψάτω τό φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τά καλά ἔργα καί δοξάσωσι τόν πατέρα ὑμῶν τόν ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (Ματθ. ε’ 16). «ἐὰν δὲ ὁ ὀφθαλμός σου πονηρὸς ᾖ, ὅλον τὸ σῶμά σου σκοτεινὸν ἔσται. Εἰ οὖν τὸ φῶς τὸ ἐν σοὶ σκότος ἐστί, τὸ σκότος πόσον;;» (Ματθ. στ’ 23).
435. Αν δεν ήσαν ο Κύριός μας και η Παναγία Μητέρα του, αν δεν ήσαν οι Φύλακες Άγγελοι και οι Άγιοι, ο Διάβολος και οι δαίμονες θα έκλειναν τα χείλη όλων μας και δεν θα μας άφηναν να υμνούμε το όνομα του Κυρίου. Και αυτό θα συνέβαινε, γιατί έτσι ενεργούν πάντοτε τα πονηρά πνεύματα και, κάποτε, το επιτυγχάνουν, για ωρισμένους από μας. Ο Διάβολος ενδιαφέρεται να στομώνη τη θεία λατρεία.
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 186-187)
«Όταν ο άγιος μετέβαινε κάποτε στην πατρίδα του, στο πατρικό του σπίτι, και έφθασε στον μεγάλο ποταμό της Βιθυνίας, τον Γάλλο, βλέπει στην όχθη να στέκεται ένας αλιεύς που ψάρευε ψάρια με το καλάμι και το δίχτυ. Μόλις τον είδε λοιπόν ο άγιος, τον ερώτησε αν έχει ψάρια να του πωλήση. Αυτός απήντησε «ενώ κοπίασα πολύ από βαθιά χαράγματα, τίμιε πάτερ, έως τώρα που, όπως βλέπεις, είναι ενάτη ώρα της ημέρας, δεν έπιασα κανένα απολύτως είτε να φάγω εγώ ο ίδιος είτε να πωλήσω σε άλλον. Και ο άγιος «ρίξε το αγκίστρι στο όνομά μου και ό,τι πιάσεις με την βοήθεια του Θεού θα το πάρω εγώ και συ θα λάβης από εμέ αργυρό νόμισμα για την τιμή του ψαριού». Ο αλιεύς λοιπόν πετά το αγκίστρι όσο γρηγορότερα μπορούσε προς το μέσο του ποταμού, και — ω Χριστέ, τι θαύματα και τι δύναμη έχουν οι άγιοί σου! — χωρίς να περιμένη καθόλου, το σήκωσε με το χέρι και ανέσυρε από εκεί μεγάλο ψάρι. Μόλις δε ο αλιεύς ανελπίστως είδε το μεγάλο ψάρι που ψάρεψε, το λαμβάνει και το φυλάγει κάτω από το ένδυμά του. Λέγει ο άγιος «πάρε τα χρήματα που συμφωνήσαμε και δώσε μου το ψάρι που αλίευσες στ’ όνομά μου». Αυτός όμως απαντά «το χρεωστώ στον τάδε πατρίκιο και δεν το πωλώ». Ο δε άγιος αντιλαμβανόμενος από αυτό την κακία και την αδικία της ψυχής του, τον εγκατέλειψε και πηγαίνοντας λίγο μακρύτερα καταράσθηκε την αδικία και αμέσως το ψάρι ξέφυγε από το ένδυμα και πηδώντας ψηλά εξακοντίσθηκε στη μέση του ποταμού και αφήνει τον αγνώμονα όπως πρώτα αδειανό» (τ. 19Α, σελ. 253-255).
(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)
(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)
137. «Το παιδίον ηύξανε και εκραταιούτο πνεύματι» (Λουκ. β' 40).
Η Θεοτόκος όχι μόνο εγέννησε, αλλά και παρακολούθησε διαδοχικώς όλα τα στάδια της ζωής του Ιησού, την βρεφική, νηπιακή, παιδική, νεανική και ανδρική του ηλικία. Τριάντα ολόκληρα χρόνια κοντά στον Ιησού! Τί μεγάλο και μοναδικό προνόμιο! Γι’ αυτά τα χρόνια όμως ούτε ο Ιησούς ούτε και η Θεοτόκος μίλησε. Ο Ευαγγελιστής Λουκάς αναφέρει μόνο το περιστατικό της επισκέψεως του δωδεκάχρονου Ιησού στα Ιεροσόλυμα (βλ. επόμενο σημείωμα) . Τα τριάντα επομένως αυτά χρόνια τόσο για τον Ιησού όσο και για την Θεοτόκο ήσαν χρόνια προσωπικών εμπειριών. Πόσες εμπειρίες θα είχε η Θεομήτωρ κάθε μέρα και κάθε στιγμή από τη συμβίωσι της με τον Ιησού! Από το περιστατικό της επισκέψεως στην Ιερουσαλήμ καταλαβαίνομε ότι όλα τα περιστατικά και τα γεγονότα της ζωής του Ιησού ήσαν γεμάτα νόημα. Τα λόγια του, οι κινήσεις του, τα ερωτήματα του, οι απαντήσεις του, οι σιωπές του, τα σκιρτήματα του πρέπει να δημιουργούσαν συγκλονιστικές εμπειρίες στην Παναγία μητέρα του.
Τί προνόμιο να συμβιώσης με τον Ιησού τριάντα ολόκληρα χρόνια! Να σπουδάσης τον Ιησού από την σύλληψι του μέχρι τη γέννησι του και μέχρι την ηλικία των τριάντα χρόνων. Αυτό το προνόμιο χαρίσθηκε μόνο στη Θεοτόκο. Κανείς επομένως άνθρωπος δεν μπορεί να είναι σαν τη Θεοτόκο. Κανένας χριστιανός δεν βρέθηκε ούτε θα βρεθή στην πλεονεκτική αυτή θέσι. Γι’ αυτό και η Θεοτόκος είναι η πρώτη της Εκκλησίας. «Η πρώτη μετά τον Ένα» και μοναδικό, τον Αρχηγό της Εκκλησίας, τον Κύριο.
Μια αμυδρή απεικόνισις και μίμησις του θεομητορικού αυτού προνομίου είναι «η εν Χριστώ ζωή». Η χριστιανική ζωή είναι και πρέπει να είναι ζωή μαζί με τον Ιησού και ζωή κοντά στον Ιησού. Η χριστιανική ζωή είναι η επαναπραγματοποίησις και συνέχισις της ζωής της Θεομήτορος κοντά στον Ιησού. Η Θεοτόκος άρχισε την πνευματική ζωή κοντά στον Ιησού και η ζωή αυτή συνεχίζεται από την Εκκλησία και μέσα στην Εκκλησία. Ο κάθε πιστός μετέχει του θεομητορικού χαρίσματος της «εν Χριστώ» συμβιώσεως. Ο κάθε πιστός μπορεί να επαναβιώση μυστικά τις μοναδικές και ανεπανάληπτες εμπειρίες της Θεοτόκου κοντά στον Ιησού. Γι’ αυτό μπορούμε να πούμε ότι για μας τους Ορθοδόξους πνευματική ζωή είναι η μίμησις της Θεοτόκου. Η συμμετοχή στο θεομητορικό προνόμιο της πνευματικής συμβιώσεως με τον Ιησού.
(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη)
«Όπως συμβαίνει στην περίπτωση συνοικεσίου, κατά το οποίο ο γαμβρός βραδύνει σε ταξίδι ή είναι απασχολημένος σε άλλες υποθέσεις και αναβάλλει τον γάμο, εάν η νύμφη οργισμένη καταφρονήσει την αγάπη εκείνου και διαγράψει ή σχίσει το χαρτί του αρραβώνος, αμέσως χάνει τις ελπίδες της για τον γαμβρό, έτσι φυσικώς συμβαίνει να γίνεται και στην περίπτωση της ψυχής. Εάν πει κάποιος από τους αγωνιζομένους «έως πότε πρέπει να κακοπαθώ», και παραμελήσει τους ασκητικούς κόπους, με την αμέλεια δε των εντολών και την εγκατάλειψη της διηνεκούς μετανοίας κατά κάποιον τρόπο διαγράψει και σχίσει τα συμφωνητικά, αμέσως εκπίπτει και του αρραβώνος και της ελπίδος προς τον Θεό» (τ. 19Α, σ. 505).
«Σκοπός όλων των αγωνιζομένων κατά Θεόν είναι το να ευαρεστήσουν Χριστόν τον Θεό και να λάβουν την συνδιαλλαγή προς τον Πατέρα δια της μετουσίας του Πνεύματος και να πορισθούν δια τούτου την σωτηρία τους. Διότι πραγματικά σε αυτό συνίσταται η σωτηρία κάθε ψυχής και κάθε ανθρώπου. Αν δεν συμβεί αυτό, είναι αδειανός ο κόπος και μάταιη η προσπάθειά μας, ανωφελής όλη η οδός της ζωής, η οποία δεν φέρει προς αυτό τον τρέχοντα σ’ αυτήν» (τ. 19Α, σελ. 515-7).
«Μη δεχθείς τον λογισμό που σου υποβάλλει· ‘Τι σου χρειάζεται ο πολύς κόπος, λέγει, και η άκαιρη ταλαιπωρία; Έχεις συμπληρώσει ήδη ένα χρόνο, και δύο και τρεις, και δεν ωφελήθηκες καθόλου’. Μη, αδελφέ μου, μη πέσεις σ’ αυτήν την παγίδα, μη προδώσεις την σωτηρία σου, αλλά επιδώσου με εντονότερο ζήλο και ανδρεία στην άσκηση των αρετών, μη απιστώντας στους λόγους και τις διδασκαλίες των πατέρων σου κατά Θεόν. Βάλε λοιπόν στην ψυχή σου να πεθάνεις πρώτα παρά να απομακρυνθείς από αυτό το ζωτικό ζήτημα. Διότι, αν είχες πράξει αυτό αδίστακτα από την αρχή, δεν θα σε παρέβλεπε ο αγαθός Θεός, αλλά θα σου είχε δώσει σαφώς την απόλαυση του ποθουμένου» (τ. 19Γ, σελ. 313-315).
«Αλλά και μετά τον τραυματισμό μας, αν θέλουμε, γινόμαστε με τη θερμή μετάνοια πιο ανδρείοι και πιο έμπειροι. Διότι μετά τον τραυματισμό και τον θάνατο, το να σηκώνεται πάλι και να πολεμάει κανείς είναι γνώρισμα των πάρα πολύ γενναίων και υπερβολικά ανδρείων, πράγμα βέβαια που αξίζει πολύ και είναι άξιο μεγάλου θαυμασμού. Διότι το να διατηρούμαστε ατραυμάτιστοι δεν είναι κάτι από αυτά που τα μπορούμε, το να είμαστε όμως αθάνατοι ή θνητοί είναι απ’ αυτά που τα μπορούμε. Διότι, αν δεν απελπισθούμε, δεν θα πεθάνουμε, ο θάνατος δεν θα μας κυριεύσει, αλλά θα είμαστε πάντοτε δυνατοί, προσφεύγοντας με την μετάνοια στον παντοδύναμο και φιλάνθρωπο Θεό» (τ. 19Β, σ. 363).
«Ο Αδάμ έλαβε εντολή να εργάζεται στον παράδεισο και να τον φυλάει, και μέσα μας υπάρχει κάποια φυσική κίνηση της εργασίας προς τα καλά. Όσοι παρέδωσαν τους εαυτούς τους στην αργία και ραθυμία, έστω και αν ακόμη είναι πνευματικοί και άγιοι, επιρρίπτουν τους εαυτούς τους στην παρά φύση εμπάθεια. Διότι, όπως ακριβώς η πηγή που αναβλύζει συνεχώς το νερό, εάν για λίγο παύσει ν’ αναβλύζει, αφανίζεται και δεν είναι πηγή, αλλά μετατρέπεται σε λάκκο, έτσι και εκείνος που πάντοτε καθαρίζει τον εαυτό του με την εργασία των εντολών και καθαρίζεται από τον Θεό και αγιάζεται, εάν για λίγο εκπέσει από την εργασία, κατά αναλογία εκπίπτει από την αγιότητα» (τ. 19Δ, σ. 69).
«Όποιος άρχισε να πράττει τα καλά με αδίστακτη πίστη και ολόψυχη πρόθεση και να αισθάνεται την ωφέλεια που απορρέει από αυτά, αυτός θα γνωρίσει από μόνος του, ότι μέγα εμπόδιο, σε όσους προτιμούν να ζουν κατά Θεόν, είναι η μέριμνα του κόσμου και η διαβίωση μέσα σ’ αυτόν» (τ. 19Δ, σ. 265).
«Δόξα σ’ εσένα, βασιλιά, δόξα σ’ εσένα, οικτίρμων, που δίχως τυράννους στη γη, μάρτυρες έχεις δείξει, που μαρτυρούν κάθε στιγμή απ’ τον πόθο σου μονάχα. Πάλι ο Πατέρας μέσω Υιού ‘ναι’ είπε και το Πνεύμα πρόσθεσε· Αλήθεια, όσοι το Θεό με την καρδιά αγαπούνε κι υπομονεύουν μοναχοί με τη δική του αγάπη και με δικό τους θέλημα πεθαίνουνε κάθε ώρα, αυτοί και φίλοι γνήσιοι, αυτοί συγκληρονόμοι, αυτοί είναι και μάρτυρες με την προαίρεση μόνο, χωρίς ξεσμούς και σταυρωμούς και λέβητες κι εσχάρες, χωρίς φωτιά που κατατρώει, ξίφη που κομματιάζουν!» (τ. 19ΣΤ, σελ. 201-203, στιχ. 263-273).
ΠΡΟΣΘΗΚΗ (από άλλα θέματα που σχετίζονται με το παρόν)
«Να καταπολεμήσει μεν τα πάθη του μπορεί ο άνθρωπος, να τα εκριζώσει όμως δεν μπορεί καθόλου· και να μη διαπράξη μεν το πονηρό έχει εξουσία, να μη το σκεφθή όμως δεν έχει ακόμη. Ευσέβεια όμως είναι όχι μόνο να πράττη το αγαθό, αλλά και να μη συλλογίζεται τα πονηρά· όποιος συλλογίζεται λοιπόν πονηρά δεν μπορεί ν’ αποκτήση καθαρή καρδιά· πώς θα μπορούσε άλλωστε, αφού από αυτό μολύνεται σαν καθρέπτης από πηλό; Ως καθαρή καρδιά εκλαμβάνω τούτο, όχι μόνο το να μη ενοχλήται κανείς από κάποιο πάθος, αλλά και το να μη σκέπτεται κάτι πονηρό ή βιοτικό, οποτεδήποτε θέλη, να έχη δε μέσα του μόνο την μνήμη του Θεού σε ακράτητο έρωτα· διότι στο καθαρό φως ο οφθαλμός βλέπει καθαρά τον Θεό, αφού δεν μεσολαβεί τίποτε άλλο στην θέα» (τ. 19Α, σ. 493).
«Με πείραζαν στον ύπνο οι πονηροί δαίμονες και μ’ έσυραν με επινοήσεις προς το πάθος της ρεύσεως, εγώ δε αντιστεκόμουν ενεργώς κι επικαλούμουν σε βοήθεια εσέ τον Κύριο του φωτός, εξύπνησα, φεύγοντας σώος από τα χέρια των πειραστών μου. Καθώς δε εθαύμαζα μέσα μου την αντίσταση και την ανδρεία μου, μάλλον δε την ακινησία μου προς το πάθος, και σκεπτόμουν «από που μου συνέβηκε αυτή η ασυνήθιστη νίκη, ώστε και κοιμώμενος να αντιμάχομαι και ισχυρότερος των αντιπάλων και εχθρών μου να γίνομαι και παραδόξως να κερδίζω εναντίον τους νίκη κατά κράτος δια Χριστού;», ώ του θαύματος, αυτόν που νόμιζα ότι είναι στον ουρανό τον είδα μέσα μου, εσέ δηλαδή τον Δημιουργό μου και βασιλέα Χριστό, και τότε αντιλήφθηκα ότι δική σου είναι η νίκη που μ’ έκανες να κερδίσω κατά του Διαβόλου» (τ. 19Α, σ. 559).
«Και σεις οι ίδιοι, αν θέλετε, πάσχοντας και τιμωρούμενοι υπέρ του Χριστού, μπορείτε να μαρτυρήσετε σαν εκείνους καθημερινώς, όχι μόνο ημέρα αλλά και νύκτα και κάθε ώρα. Και πώς θα γίνει αυτό; αν και σεις παραταχθείτε εναντίον των ολεθρίων δαιμόνων, αν αντιστέκεστε πάντοτε κατά της αμαρτίας και του θελήματός σας. Πράγματι εκείνοι αγωνίζονταν προς τυράννους, ενώ εμείς έχουμε αγώνα προς τους δαίμονες και τα ολέθρια πάθη της σάρκας, τα οποία επιτίθενται τυραννικώς στις ψυχές μας κάθε ημέρα και νύκτα και ώρα και μας εκβιάζουν να πράξομε πράγματα που δεν αρμόζουν στην θεοσέβεια και παροργίζουν τον Θεό. Αν λοιπόν σταθούμε απέναντι σ’ αυτά και δεν γονατίσουμε στη Βάαλ και δεν πεισθούμε στις συστάσεις των πονηρών δαιμόνων ούτε υπηρετήσουμε τη σάρκα φροντίζοντας για τις επιθυμίες της, τότε εύλογα κι’ εμείς θα είμαστε μάρτυρες, αγωνιζόμενοι προς την αμαρτία, έχοντας δηλαδή στη μνήμη μας τους μάρτυρες και τα αφόρητα κτυπήματα που υπέστησαν και πολεμώντας γι’ αυτό κατά του διαβόλου αλλ’ επίσης αποβλέποντας, και προς τους πόνους εκείνων και σκεπτόμενοι πόσο υστερούμε εμείς από την άθληση εκείνων και στενάζοντας από ψυχή, θ’ αξιωθούμε τα ίδια στεφάνια μ’ εκείνους, αν όχι κατά την ποσότητα, τουλάχιστον κατά την ποιότητα, σύμφωνα με την άνωθεν αγαθότητα του Θεού προς εμάς, και θα είμαστε αν όχι ίσοι κατά την παρρησία προς εκείνους, αλλά πάντως ίσοι στην υπομονή και την ευχαριστία για τα δεινά των πόνων. Εκείνοι σώθηκαν από τα έργα και τους πόνους της αθλήσεως, εμείς ελπίζομε να σωθούμε από έργα και πόνους ασκήσεως και γενικά από τη φιλανθρωπία και χάρη του Δεσπότη· εκείνοι από ίδρωτες και αγώνες μαρτυρικούς, εμείς από δάκρυα και αγώνες ασκητικούς· εκείνοι από τη χύση του αίματός των, εμείς από την εκκοπή του θελήματός μας, με το να επιμένομε πάντοτε και να έχομε μέσα μας την θανατική καταδίκη και να δεχόμαστε κάθε ώρα το θάνατο, εκτείνοντας το λαιμό μας πρόθυμα για να πεθάνομε για κάθε εντολή του Δεσπότη μας Θεού αντί να δεχθούμε να την παραβούμε έστω και μ’ ένα απλό λόγο» (τ. 19Γ, σελ. 151-153).
«εκείνο που δίδεται για να αγορασθούν αυτά δεν είναι χρυσός, ούτε αργύριο, αλλά αίμα. Διότι ο καθένας μας που θέλει τα αγοράζει ένα προς ένα με αίμα. Πράγματι, εάν δεν σφαγιασθεί κάποιος αληθινά σαν πρόβατο για μία οποιαδήποτε αρετή και δεν χύσει το αίμα του γι’ αυτήν, δεν θα την αποκτήσει ποτέ διότι ο Θεός οικονόμησε να λαμβάνουμε την αιώνια ζωή με τον κατά πρόθεση θάνατο. Πέθανε και θα ζήσεις. Δεν θέλεις; Τότε είσαι νεκρός. Αλλά ας δούμε ποιες είναι οι μονές και οικίες των αρετών, για τις οποίες οφείλει κανείς να χύσει το αίμα του για να τις αποκτήσει. Πρώτη λοιπόν οικία είναι η μακάρια ταπείνωση. Διότι λέγει, «μακάριοι είναι οι πτωχοί στο πνεύμα, διότι δική τους είναι η βασιλεία των ουρανών». Αυτός λοιπόν που θέλει να εισέλθει σ’ αυτήν την οικία και ν’ αποκτήσει μαζί μ’ αυτήν την βασιλεία των ουρανών, εάν πρώτα δεν παραδώσει τον εαυτό του για σφαγή δεμένον στα χέρια και στα πόδια του, σαν κριό, προ των πυλών της, για όλους εκείνους που θέλουν και δεν θυσιαστεί και δεν πεθάνει τελείως, θανατώνοντας το δικό του θέλημα, δεν θα εισέλθει ποτέ μέσα σ’ αυτήν, αλλ’ ούτε και θα την αποκτήσει· κι αν όχι αυτήν, τότε ούτε καμμιά από τις άλλες. Διότι δεν είναι δυνατό εκείνος που υπερβαίνει αυτήν να ευρεθεί ποτέ σε άλλη· ο Θεός τις έθεσε με τάξη και βαθμό» (τ. 19Γ, σ. 181).
«Αλλά Κύριε, εσύ ο οδηγός των πλανωμένων, η απλανής οδός εκείνων που έρχονται προς εσένα, επίστρεψε όλους εμάς και τοποθέτησέ μας μπροστά σ’ αυτήν την κλίμακά σου και, προκειμένου να κρατήσουμε αυτήν, κατεύθυνε με το χέρι σου τα χέρια μας και ενίσχυσέ μας να σηκωθούμε από την γη και ν’ ανεβούμε στην πρώτη βαθμίδα, ώστε να μπορέσουμε να συνειδητοποιήσουμε ότι πιασθήκαμε κάποτε από κάπου και σηκωθήκαμε για λίγο από την γη. Διότι πρέπει πρώτα εμείς ν’ ανέλθουμε λίγο προς εσένα, για να κατέλθεις εσύ ο καλός Δεσπότης πολύ και να ενωθείς μαζί μας» (τ. 19Γ, σ. 185).
«Αρκεί για την απώλειά μας και ένα μόνο πάθος… Έτσι λοιπόν, αγαπητοί μου αδελφοί, τίποτα δεν θα μας ωφελήσει το να νικήσουμε τα μεγάλα πάθη, εάν κυριευτούμε από τα μικρότερα» (τ. 19Γ, σελ. 483,485).
«Να μην υστερήσουμε από τους πατέρες μας τους αγίους, αλλά με τη φροντίδα για τα καλά και την εργασία των εντολών του Χριστού να φθάσουμε σε τέλειον άνδρα από άποψη πνευματική, στα μέτρα της πνευματικής ωριμότητας κατά την οποία αποκτά κανείς την τελειότητα του Χριστού. Διότι τίποτε δεν υπάρχει που να μας εμποδίζει, αρκεί μόνο να θελήσουμε» (τ. 19Δ, σ. 61).
«Το κακό και φιλήδονο ήθος, το οποίο εξαφανίζεται με την επίμονη εργασία της προσευχής, με τη μελέτη των θείων λογίων και με την τακτική εκτέλεση των αγαθών. Διότι, όπως όταν ανατέλλει σιγά σιγά ο ήλιος υποχωρεί και εξαφανίζεται το σκοτάδι, έτσι και όταν ανατέλλει η αρετή διώκεται η κακία σαν σκοτάδι και αποδεικνύεται ανυπόστατη, και από τότε μένουμε διαπαντός αγαθοί, όπως μέχρι τότε ήμασταν πονηροί. Με λίγη λοιπόν υπομονή και ελάχιστη προαίρεση ή, για να πούμε καλύτερα, με τη βοήθεια του ζώντος Θεού αναπλασσόμαστε και ανανεωνόμαστε, καθαριζόμενοι στην ψυχή και στο σώμα και στη διάνοια» (τ. 19Δ, σελ. 159-161).
«Όπως ο γεωργός κοπιάζει οργώνοντας και σκάβοντας και καταβάλλοντας στη γη τα σπέρματα μόνο, το να φυτρώσουν όμως αυτά και να δώσουν καρπό όψιμο και πρώιμο είναι δώρο του Θεού, αυτό ακριβώς θα βρεις να συμβαίνει και στα πνευματικά. Διότι δικό μας έργο είναι να μετέλθουμε κάθε πράξη και να καταβάλουμε τα σπέρματα των αρετών με πόνο και σφοδρό κόπο, μόνου του Θεού όμως δώρο και έλεος είναι το να ρίξει τη βροχή της φιλανθρωπίας και της χάριτός του και να καταστήσει καρποφόρα την άκαρπη γη των καρδιών μας, ώστε ο κόκκος του λόγου που έπεσε στις ψυχές μας να λάβει τη δροσιά της θείας χρηστότητας και, αφού φυτρώσει, ν’ αυξηθεί και να γίνει μεγάλο δένδρο, να φθάσει δηλαδή σε ανδρική τελειότητα του μέτρου της ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» (τ. 19Δ, σ. 193).
«Συναρμολογούνται (οι αρετές) όλες μεταξύ τους σε ένα, και έτσι κατασκευάζουν, όπως ειπώθηκε, τον άνθρωπο σαν ένα εύχρηστο σκεύος, όπου εισέρχεται η χάρη του Θεού σαν νέος οίνος. Πες μου λοιπόν, εάν παραλείψεις μία απ’ όλες τις παραπάνω αρετές, από τις οποίες και με τις οποίες κατασκευάσθηκε και συναρμολογήθηκε το σκεύος, άραγε θα ανεχθεί ο Θεός να βάλει σ’ αυτό κάτι γενικά από τα χαρίσματα του Πνεύματός του, αν και φαίνεται πολύ μικρή η τρύπα του πετάλου που δήθεν παραλείφθηκε, δηλαδή του τόπου της αρετής; Καθόλου! Διότι οπωσδήποτε από τη μικρή εκείνη τρύπα θα τρέξει το περιεχόμενο λίγο λίγο και ανεπαίσθητα θα χυθεί» (τ. 19Δ, σ. 341).
«Πώς όσα αφάνισες παλιά, ζουν πάλι σ’ εμένα και με γεμίζουν, Θεέ μου, από σκοτάδι και θλίψη; Πάθη έξαψης και οργής που μου ανεβάζουν ένα θόλωμα μέσα μου κι αχλύ στην κεφαλή μου και ανάπηρα μου αφήνουν της ψυχής τα μάτια» (τ. 19Ε, σ. 121, στιχ. 1-5).
(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)
(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)
Βεβαίως πρέπει, γιατί και αυτά είναι κανονικά μέλη της Εκκλησίας και έχουν ανάγκη, όπως και οι ενήλικες, της θείας ευχαριστίας για να έχουν μέσα τους ζωή, σύμφωνα με τους λόγους του Κυρίου: «Εάν μη φάγητε την σάρκα του υιού του ανθρώπου, και πίητε αυτού το αίμα, ουκ έχετε ζωήν εν εαυτοίς».
Την πράξη αυτή της αρχαίας Εκκλησίας την αναγόμενη στους αποστολικούς χρόνους, όπως και ο νηπιοβαπτισμός, αθέτησαν η Ρωμαϊκή Εκκλησία και μαζί μ αυτήν και οι Προτεστάντες, απαγορεύοντες τη θεία μετάληψη στα βαπτισθέντα νήπια, με το αιτιολογικό ότι αυτά επειδή δεν έχουν, λόγω της ηλικίας τους, ανεπτυγμένη τη συνείδησή τους δεν μπορούν, κατά τους λόγους του Παύλου, να διακρίνουν το σώμα του Κυρίου από τον κοινό άρτο. Οι λόγοι όμως αυτοί του Παύλου, αναφερόμενοι προφανώς στους ενήλικες, δεν έχουν σχέση με τα άωρα νήπια, τα οποία ακριβώς επειδή στερούνται κρίσεως και λόγου, δεν μπορούν να κοινωνήσουν αναξίως, πράγμα που αποτελεί το κέντρο της σκέψεως του Αποστόλου.
Δεν βλέπουμε άλλωστε το λόγο γιατί η έλλειψη κρίσεως και λόγου να εμποδίζει τα νήπια να δέχονται τη θεία ευχαριστία (όπως και το χρίσμα) και να μην τα εμποδίζει να δέχονται τη χάρη του ιερού βαπτίσματος.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 261-262)
«Ούτε θα μείνει ποτέ αργός (ο πιστός), ή θα καταφρονήσει κάτι, έστω ευτελέστατο και ελάχιστο· αντιθέτως, κάνοντας και πράττοντας τα πάντα θεαρέστως, θα μείνει αμέριμνος για όλα και σ’ όλον τον βίο. Υπάρχει μέριμνα άπρακτη και πράξη αμέριμνη, όπως και αντιστρόφως υπάρχει αμεριμνησία έμπρακτη και αργία περίφροντις. Αυτές τις καταστάσεις δήλωσε και ο Κύριος με τους λόγους του· την μεν μία στο χωρίο, «ο πατήρ μου εργάζεται έως τώρα και εγώ επίσης εργάζομαι», και πάλι, «να εργάζεσθε όχι για την φθειρομένη βρώση, αλλά για την διατηρουμένη στην αιώνια ζωή», θέλοντας με αυτά όχι να απαγορεύσει την εργασία αλλά να μας διδάξει την εργασία χωρίς μέριμνα. Την άλλη δε δήλωσε με το ότι είπε πάλι, «ποιος με την φροντίδα του μπορεί να προσθέσει ένα πήχυ στο ανάστημά του;» αναιρώντας την άπρακτη, την χωρίς αποτέλεσμα μέριμνα. Για την έμπρακτη δε αμεριμνησία είπε, «και για ένδυμα και τροφή τι μεριμνάτε; Δεν βλέπετε τα κρίνα του αγρού και τα πετεινά του ουρανού, πώς τα πρώτα αυξάνονται και τα δεύτερα διατρέφονται;». Έτσι, αναιρώντας την μία και επικυρώνοντας την άλλη, ο Κύριος μας διδάσκει πώς πρέπει να εργαζόμαστε αμερίμνως χωρίς να μεριμνούμε και πώς όντας αμέριμνοι να απέχουμε της αταίριαστης εργασίας» (τ. 19Α, σελ. 443-5).
«Διότι ο Αδάμ έλαβε εντολή να εργάζεται στον παράδεισο και να τον φυλάγει, και μέσα μας υπάρχει κάποια φυσική κίνηση της εργασίας προς τα καλά. Όσοι παρέδωσαν τους εαυτούς τους στην αργία και ραθυμία, έστω και αν ακόμη είναι πνευματικοί και άγιοι, επιρρίπτουν τους εαυτούς τους στην παρά φύση εμπάθεια. Διότι, όπως ακριβώς η πηγή που αναβλύζει συνεχώς το νερό, εάν για λίγο παύσει ν’ αναβλύζει, αφανίζεται και δεν είναι πηγή, αλλά μετατρέπεται σε λάκκο, έτσι και εκείνος που πάντοτε καθαρίζει τον εαυτό του με την εργασία των εντολών και καθαρίζεται από τον Θεό και αγιάζεται, εάν για λίγο εκπέσει από την εργασία, κατά αναλογία εκπίπτει από την αγιότητα» (τ. 19Δ, σ. 69).
«[συμβουλή σε μοναχό]. Εάν διατάχτηκες να διακονείς, παραστάσου σαν στο Χριστό και όχι σε ανθρώπους, διακονώντας τους όλους με ειλικρινή διάθεση και αγάπη, σαν να διακονείς αγίους, ή καλύτερα όπως είπαμε, τον ίδιο τον Χριστό, αγκαλιάζοντας τον καθένα τους με την ψυχή και παρέχοντάς τους με την αγάπη όλο σου τον εαυτό εκ προθέσεως, έχοντας τη βεβαιότητα ότι με τη διακονία σου προς αυτούς θα καρπωθείς αγιασμό» (τ. 19Δ, σελ. 321-323).
(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)
(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)
Ο όρος σημαίνει συνακολουθία. Προέρχεται από τη σχολαστική θεολογία (από το θωμά τον Ακινάτη) και σκοπό Έχει να θεμελιώσει θεολογικά την πράξη της Λατινικής Εκκλησίας ν’ αρνείται να μεταδώσει το αίμα του Κυρίου στους λαϊκούς.
Κατά τη θεωρία αυτή όπου υπάρχει σώμα, εκεί πρέπει να υπάρχει και το αίμα το εμπεριεχόμενο θ΄ αυτό. Το οποίο σώμα χωρίς το αίμα του είναι αδιανόητο. Συνεπώς στον άρτο της θείας ευχαριστίας είναι παρών ολόκληρος ο Χριστός με το σώμα και το αίμα του. Άρα κοινωνώντας κανείς του άρτου, κοινωνεί και του συνημμένου αίματος, άσχετα αν εσθίοντας την όστια δεν έχει την αίσθηση ότι κοινωνεί και του αίματος του Κυρίου!
Σ’ αυτό το συμπέρασμα καταλήγει κανείς, όταν προσπαθεί να συλλάβει και να εξηγήσει τις αλήθειες της πίστεως με βάση λογικά τεχνάσματα και ανθρώπινα φιλοσοφικά κατασκευάσματα. Άσχετα όμως με αυτό, να γνώριζε ο Θωμάς ο Ακινάτης περισσότερα από τον Κύριο, ο οποίος ιδρύοντας το θείο μυστήριο, καμιά δεν άφησε αμφιβολία περί της υπ΄ άμφότερα τα είδη (του άρτου και του οίνου) κοινωνίας αυτού υπό των πιστών; («Λάβετε φάγετε... πίετε εξ αυτού πάντες»).
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 260-261)
«Ο Θεόδουλος, μου διηγήθηκε κάτι τέτοιο. Κάποτε, λέγει, ο άγιος μου δώρησε έναν από τους χιτωνίσκους του, εγώ δε, αφού τον δέχθηκα με πίστι, αμέσως εκδυόμενος τα ενδύματά μου και αποθέτοντας τον δικό μου χιτώνα, τον ενδύθηκα κατάσαρκα. Όταν λοιπόν ήλθα να πέσω στην κλίνη μου και να δοθώ στον ύπνο, τόσην ευωδία αισθανόμουν σαν από πολύτιμο μύρο, ώστε από το άνοιγμά του να φέρω μέσα σ’ αυτό την κεφαλή μου, για ν’ απολαύω της ευωδίας και να μη χορταίνω από την ευφροσύνη που αναδιδόταν από εκεί. Ενώ δε τον έπλυνα και τον εκαθάρισα πολλές φορές, διατήρησε την ίδια ευωδία, έως ότου με την παλαίωσή του κατακόπηκε και σχίσθηκε σε λεπτά κομμάτια» (τ. 19Α, σελ. 275-7).
«Όταν όμως η ψυχή βγει και χωριστεί από το σώμα, αμέσως κι αυτά (τα σώματα) παραδίδονται στην φθορά και διαλύονται με το παραμικρό. Μερικά όμως διαμένουν για πολλούς χρόνους ούτε εντελώς άφθαρτα, ούτε πάλι τελείως φθειρόμενα, αλλά διασώζουν μέσα τους τα γνωρίσματα της αφθαρσίας και της φθοράς, με σκοπό ν’ αφθαρτωθούν τελείως και ν’ ανακαινισθούν στην τελευταία ανάσταση» (τ. 19Β, σ. 131).
«Και τα σώματα όπως είπαμε επίσης, φθείρονται και σαπίζουνε και των αγίων αλλά τέτοια σηκώνονται που έχουν σπαρεί, σιτάρι καθαρό, σιτάρι αγιασμένο, του Πνεύματος του αγίου άγια σκεύη. Επειδή ολοκάθαρα είχαν ζήσει ξανά τώρα σηκώνονται γεμάτα δόξα και λάμπουνε κι αστράφτουν σαν το φως το θείο. Σ’ αυτά μέσα οι ψυχές των αγίων κατοικώντας θα λάμψουν τότε πέρα από ό,τι ο ήλιος κι όμοιοι θα γίνουνε με το Δεσπότη, εκείνου που φυλάξανε τους θείους τους νόμους. Σηκώνονται και των αμαρτωλών τα σώματα τέτοια κι αυτά που είχαν σπαρεί στη γη γεμάτα βόρβορο και δυσοσμία και σήψη, βέβηλα σκεύη ακάθαρτα, κακίας ζιζάνια, ζόφο γεμάτα, της κακίας καθώς τα έργα έχουνε πράξει κι όργανα όλων των κακών του πονηρού σπορέα έχουν χρηματίσει, και σηκώνονται αθάνατα και τούτα κι ενώ από πνεύμα είναι μοιάζουν με το σκότος. Με τούτα οι άθλιες ψυχές σαν ενωθούν, ζοφερές κι αυτές κι ακάθαρτες ως είναι θα γίνουν με το διάβολο όμοιες, αφού έχουν μιμηθεί τα έργα εκείνου» (τ. 19ΣΤ, σ. 321).
(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)
(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)
"Ο Γερμανός άφησε την κοπέλα μπροστά στον ιερέα με τα υψωμένα χέρια"
Κάποια μέρα, στον καιρό της Κατοχής, ο Γέρων Πορφύριος περπατούσε
προς την περιοχή του Λυκαβηττού. Εκεί που βάδιζε, αντικρίζει ένα δυσάρεστο θέαμα.
Ένας Γερμανός στρατιώτης σκοπός είχε στριμώξει κοντά στο υπόστεγο ενός σπιτιού
μία κοπέλα και ήθελε να την ατιμάσει. Εκείνη έμοιαζε με όρνιθα,
που είχε πέσει στα χέρια γερακιού. Στο πρόσωπό της και στις κινήσεις της
ήταν ζωγραφισμένη η οδύνη. Άφηνε να βγαίνουν από το στόμα της κάποιες αδύναμες
φωνές αγωνίας και πόνου. Ο Γερμανός προσπαθούσε με διάφορα γλυκόλογα
να την ηρεμήσει. Στο μεταξύ η γειτονιά πήρε είδηση το γεγονός και όλοι
από τα παράθυρα και από τις πόρτες κοιτούσαν τι θα απογίνει.
Έβλεπαν στο μεταξύ και έναν ιερέα να βαδίζει προς τα εκεί.
Ο πατήρ Πορφύριος μόλις βρέθηκε απέναντι στη συγκλονιστική αυτή σκηνή,
δοκίμασε μεγάλο ψυχικό πόνο. Έπρεπε να βρεθεί τρόπος να σώσει την κόρη.
Αψηφώντας τον κίνδυνο που διέτρεχε από το σκληρό Γερμανό,
κατευθύνει τα βήματά του κοντά του. Μέσα του προσευχόταν έντονα να εκδηλωθεί
η θεϊκή δύναμη. Μόλις πλησίασε αρκετά κοντά, σήκωσε τα χέρια ψηλά
και έμοιαζε ή σαν να εκλιπαρούσε το Γερμανό ή σαν να αναζητούσε το Θεό
να δείξει το έλεος του. Και το θέαμα ενός ιερέα με τα χέρια υψωμένα,
η φωτεινή μορφή του προσώπου του και πιο πολύ η θεϊκή δύναμη,
που έκρυβε μέσα του αυτός ο ιερέας, έκαναν το θαύμα τους.
Ο Γερμανός μαλάκωσε. Παραιτήθηκε από το σκοπό του και άφησε ελεύθερη την κοπέλα.
Καθώς ο πατήρ Πορφύριος συνέχισε το δρόμο του, οι άνθρωποι,
που από τα σπίτια τους παρακολουθούσαν τα συμβάντα, έδειχναν πως ήθελαν
να επευφημήσουν. Και το έκαναν όσο μπορούσαν και όσο επέτρεπε η δύσκολη εκείνη εποχή.
[Ί 84π.]
("Ανθολόγιο Συμβουλών", Άγιος Πορφύριος, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σελ. 224-225)