Αυξομείωση μεγέθους γραμμάτων.
Κείμενα (blog) - Ιερός Ναός Αγίου Σώστη Νέας Σμύρνης
E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΣΤΟ ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

(Αποσπάσματα από τα ερμηνευτικά Υπομνήματα στα Ευαγγέλια του Π.Ν. Τρεμπέλα.
Τα αποσπάσματα μεταφράστηκαν και μεταγλωττίστηκαν στη δημοτική γλώσσα από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)

Α.  Η ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΟΥ ΜΑΤΘΑΙΟΥ  κη 1-20
(Υπόμνημα στο κατά Ματθαίον, Π.Ν.Τρεμπέλα σελ. 501-510 εκδόσεις «ο Σωτήρ», μεταφρασμένο & μεταγλωττισμένο στη δημοτική γλώσσα!
Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους)
 
ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
(Πατέρες Εκκλησίας & Εκκλησιαστικοί συγγραφείς)
Α = Αθανάσιος ο Μέγας           Ζ = Ζιγαβηνός Ευθύμιος
Απ = Απολλινάριος                 Θφ = Θεοφύλακτος Βουλγαρίας
Αυ = Αυγουστίνος                  Ιε = Ιερώνυμος
Β = Βασίλειος ο Μέγας            Κ = Κύριλλος Αλεξανδρείας
Γ = Γρηγόριος Ναζιανζηνός      Χ = Χρυσόστομος Ιωάννης
Γν = Γρηγόριος Νύσσης           Ω = Ωριγένης
Δ = Δαμασκηνός Ιωάννης        DB=Dict. Of the Bible,Hastings
Ε = Ευσέβιος Καισαρείας
(Σύγχρονοι Θεολόγοι ερμηνευτές)
The New-Century Bible, St Matthew Edited by G.H. Box on the basis of the earlier edition by Prof  W.F. Slater, Edirburgh 1922 (σημειώνεται με το S)
M.J. Lagrange.   Evangile selon s. Matthieu, Deuxieme edition      Paris 1923 (σημειώνεται με το L.)
Alf. Plummer.   An exegetical commentary on the Gospel according to S. Matthew, London 1911 (σημειώνεται με το p.)
W. Allen    A critical and exegetical Commentary on the Gospel according to S. Matthew Third edition 1922 (σημειώνεται με το a).
A. Commentary critical, expository and practical κ.λ.π by I. Owen, New York 1864 (σημειώνεται με το ο).
L. Cl. Fillion    La sainte Bible commentee VII (σημειώνεται με το F).
J.A. Bengel      Gnomon of the N.T. Testament translated by I. Bryce. Τόμ. Α (σημειώνεται με το b).
C.L. W. Grimm  Lexicon Graeco-Latinum in libros N. Lipsiae 1903. (σημειώνεται με το g).
Ν. Δαμαλά  Ερμηνεία εις την Κ.Δ. τόμ. Β και Γ. Αθηναι 1892. (σημειώνεται με το δ)
 
                                                         
                                                      ΚΕΙΜΕΝΟ & ΕΡΜΗΝΕΙΑ.       
Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους

Ματθ. 28,1    Ὀψὲ δὲ σαββάτων(1), τῇ ἐπιφωσκούσῃ(2) εἰς μίαν σαββάτων(3), ἦλθε Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ ἄλλη Μαρία θεωρῆσαι(4) τὸν τάφον.
Ματθ. 28,1    Πολύ αργά δε κατά την νύκτα του Σαββάτου, όταν βαθειά εγλυκοχάραζε η πρώτη ημέρα της εβδομάδος, ήλθε η Μαρία η Μαγδαληνή και η άλλη Μαρία, δια να ιδούν τον τάφον.
(1)  Ή«με τη φράση «αργά τη νύχτα του σαββάτου» σήμανε το τέλος όλων των σαββάτων, δηλαδή των επτά ημερών της εβδομάδας. Διότι και εμείς όταν λέμε «αργά την ημέρα» ή «αργά τη νύχτα» δηλώνουμε τα τελευταία μέρη τους. Τέλος όμως των επτά ημερών της εβδομάδας δεν είναι μόνο το ίδιο, το κυρίως Σάββατο, αλλά και το τέλος αυτού» (Ζ)· μ ε τ ά το Σάββατο (g). Ο E. Schmid συγκρίνει με αυτήν την έκφραση εκείνη του Πλούταρχου «οψέ των βασιλέως χρόνων»· μετά τους χρόνους των βασιλέων. Καθώς και τη φράση του Φιλοστράτου «οψέ των Τρωϊκών»= μετά τον Τρωϊκό πόλεμο (b). Η΄= αργά κατά τη νύκτα του σαββάτου. Τα σάββατα = σάββατο (δ). «Διότι εσπέρα (=απόγευμα) μεν είναι η ώρα μετά τη δύση του ηλίου· ενώ «οψέ» (=αργά) είναι η ώρα πολύ μετά τη δύση» (Αμμώνιος). «Η φράση «οψέ σαββάτων», να μην νομίσει κάποιος ότι σημαίνει την απογευματινή ώρα, την μετά την δύση του ηλίου, αλλά το βράδυ και αργά τη νύχτα» (Ευσέβιος Παμφίλου).
(2) «Δηλαδή την ώρα που φαινόταν η ημέρα, που αύγαζε, που ανέτειλε» (Ζ). «Είχε περάσει η νύχτα τόσο πολύ, ώστε να είναι η ώρα του λαλήματος των πετεινών, η οποία προαναγγέλει το φως της ημέρας που έρχεται» (Γν). Μετά το γενικό προσδιορισμό έρχεται ο ειδικός της ώρας (δ). «Για να μη θεωρήσεις ότι στο τέλος αυτού του σαββάτου ήλθαν στον τάφο οι γυναίκες που αναφέρθηκαν, αλλά στην αρχή του όρθρου της Κυριακής, πρόσθεσε ότι, την ώρα που ξημέρωνε» (Ζ). Εξυπακούεται η φράση «την ώρα».
(3) «Αποσαφηνίζοντας περισσότερο τον λόγο πρόσθεσε στη συνέχεια τη φράση «εις μίαν σαββάτων»· και μία σαββάτων είναι η πρώτη από τις επτά ημέρες, η κυριακή» (Ζ).
(4) Ο Ματθαίος γράφει προσαρμόζοντας την αφήγησή του σε αυτά που είπε προηγουμένως. Ο τάφος είχε σφραγιστεί και η φρουρά ήταν μπροστά από αυτόν (L). Άλλωστε η άλειψη του Κυρίου με αρώματα ματαιώθηκε ούτως ή άλλως, και το μόνο που επιτεύχθηκε από την επίσκεψη εκείνη ήταν το ότι είδαν τον τάφο.


Ματθ. 28,2    καὶ ἰδοὺ σεισμὸς ἐγένετο μέγας(1)· ἄγγελος γὰρ(2) Κυρίου καταβὰς ἐξ οὐρανοῦ προσελθὼν ἀπεκύλισε τὸν λίθον(3) ἀπὸ τῆς θύρας καὶ ἐκάθητο ἐπάνω αὐτοῦ(4).
Ματθ. 28,2    Και ιδού, σεισμός μέγας έγινε, διότι άγγελος Κυρίου κατέβηκε από τον ουρανόν, προσήλθεν στο μνημείον, εκύλισεν από την θύραν τον λίθον και εκάθητο επάνω εις αυτόν.
(1) «Ο μεν Χριστός αναστήθηκε προτού να κατεβεί ο άγγελος… ο δε σεισμός έγινε για τους φύλακες που κάθονταν δίπλα στον τάφο, έτσι ώστε, αφού σηκωθούν από το φόβο του σεισμού και αφού εκπλαγούν από την τρομερή μορφή αυτού που κύλισε την πέτρα, να φύγουν» (Ζ). Ο σεισμός έγινε πριν την άφιξη των γυναικών στο μνημείο (ο).
(2) Και στους δύο σεισμούς επακολούθησε κάτι υπερφυσικό· στον ένα (στο Γολγοθά) η ανάσταση των σωμάτων των αγίων, στον άλλο η κάθοδος αγγέλου, ο οποίος παρουσιάζεται ως αιτία του σεισμού (p). Ο εργάτης και αίτιος του σεισμού ήταν άγγελος Κυρίου (δ).
(3) «Αποκύλισε την πέτρα ο άγγελος για τις γυναίκες, για να δουν τον τάφο κενό και να πιστέψουν ότι αναστήθηκε» (Ζ). Ο λίθος λοιπόν δεν αποκυλίστηκε από τον σεισμό αλλά από τον άγγελο. Ο σεισμός έγινε για να προσδώσει μεγαλείο και επισημότητα στο υπερφυσικό γεγονός της ανάστασης και χρησίμευσε για να διεγερθεί η προσοχή των φυλάκων του τάφου (ο).
(4) Επάνω στην πέτρα, έτσι ώστε δεν θα μπορούσε κάποιος να κυλίσει αυτόν πάλι στο μνημείο (b). Καθόταν πάνω στην πέτρα αναμένοντας τις γυναίκες, οι οποιες δεν ήταν, όπως φαίνεται, μακριά, αλλά απέναντι από τον τάφο (L).


Ματθ. 28,3    ἦν δὲ ἡ ἰδέα(1) αὐτοῦ ὡς ἀστραπὴ(2) καὶ τὸ ἔνδυμα αὐτοῦ λευκὸν ὡσεὶ χιών(3).
Ματθ. 28,3    Ητο δε η εξωτερική του εμφάνισις σαν αστραπή και το ένδυμά του ολόλευκον σαν το χιόνι.
(1) Υπάρχει και η γραφή ειδέα. Ιδέα = το είδος, το εξωτερικό σχήμα και ιδίως το πρόσωπο (δ). Δες Δανιήλ ι 6 «και το πρόσωπό του ήταν σαν όραση αστραπής». Δες και Δανιήλ α 15.
(2) Φωτεινότατο και αστραφτερό (δ).
(3) Δες Ησαΐου α 18 και Δανιήλ ζ 9 (a). Ο Γρότιος σημειώνει ότι η λευκότητα υπήρξε πάντοτε σύμβολο της καθαρότητας και αγιότητας (ο). Η εξωτερική εμφάνιση του αγγέλου ανακαλεί στη μνήμη την εμφάνιση του Κυρίου κατά τη Μεταμόρφωση (F). «Η μεν μορφή (του αγγέλου) ήταν σαν αστραπή, και η στολή του ήταν παραπλήσια με το χιόνι· έτσι ώστε με το φοβερό από τη μία να καταπλήξει τους φύλακες, ενώ με το χαρωπό να προσκαλέσει τις γυναίκες και να βάλει θάρρος μέσα σε αυτές που από τη φύση τους φοβούνται εύκολα και είναι δειλές και να αναγγείλει την ανάσταση με μεγάλη χαρά με αυτήν την εξωτερική εμφάνιση» (Γν).


Ματθ. 28,4    ἀπὸ δὲ τοῦ φόβου αὐτοῦ(1) ἐσείσθησαν(2) οἱ τηροῦντες καὶ ἐγένοντο ὡσεὶ νεκροί(3).
Ματθ. 28,4    Από τον φόβον δε του αγγέλου συνεκλονίσθησαν οι φρουροί, παρέλυσαν και έγιναν σαν πεθαμένοι.
(1) Το φόβο μάλλον από τον άγγελο. «Διότι προξενούσε κατάπληξη» (Ζ).
(2) Συγκλονίστηκαν. «Αντί να πει τρόμαξαν» (Ζ).
(3) Αφού λιποθύμησαν έγιναν σαν νεκροί (δ). Ούτε οι τολμηρότεροι στρατιωτικοί δεν μπορούν να υπομείνουν τη δύναμη των κατοίκων του ουρανού (b). Ο άγγελος δεν ασχολείται με αυτούς (L), οι οποίοι στο μεταξύ «αφού συνήλθαν έφυγαν, πράγμα που προκάλεσε ασφάλεια στις γυναίκες» (Ζ).

Ματθ. 28,5    ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ἄγγελος(1) εἶπε ταῖς γυναιξί· μὴ φοβεῖσθε ὑμεῖς(2)· οἶδα(3) γὰρ ὅτι Ἰησοῦν τὸν ἐσταυρωμένον(4) ζητεῖτε(5)·
Ματθ. 28,5    Ωμίλησε δε τότε ο άγγελος προς τας γυναίκας και είπε· “σεις μη φοβείσθε· διότι ξέρω ότι ζητείτε να ιδήτε Ιησούν τον εσταυρωμένον.
(1) Ο Λουκάς μιλά για δύο αγγέλους. Αλλά ο Ματθαίος και ο Μάρκος μιλούν για τον άγγελο που μίλησε στις γυναίκες, χωρίς να αρνούνται την παρουσία και άλλου αγγέλου. Ενώ ο Λουκάς, χωρίς να κάνει διάκριση ανάμεσα στον άγγελο που μίλησε και σε αυτόν που δίπλα του σιωπούσε, μιλά για δύο (ο).
(2) «Και το να πει «εσείς» φανερώνει ότι τους δείχνει πολλή τιμή» (Χ). «Μη φοβάστε εσείς, αλλά αυτοί, δηλαδή οι φύλακες και όλοι οι εχθροί του Κυρίου» (Ζ). Το μη φοβάστε είναι έκφραση που χρησιμοποιείται στην αρχή των οπτασιών, που κατασιγάζει τον φόβο που προκαλείται από την υπερβολική δόξα που υπερβαίνει τη δύναμη των θνητών καρδιών. Με αυτήν παρέχεται υπόσχεση ασφάλειας και προκαλείται η προσοχή (b).
(3) « Πρώτα τις απαλλάσσει από το φόβο και τότε μιλά για την ανάσταση» (Χ).
(4) «Δεν ντρέπεται να τον αποκαλεί εσταυρωμένο· διότι αυτό είναι το σπουδαιότερο από τα αγαθά» (Χ) «διότι για αυτούς μεν που σταυρώθηκαν πριν από αυτόν, ο σταυρός ήταν ντροπή… ενώ σε αυτόν ήταν μάλλον δόξα, διότι ήταν απόδειξη της ευεργεσίας των ανθρώπων, για την οποία καταδικάστηκε σε αυτόν» (Ζ).
(5) Δεν έρχεστε να βεβηλώσετε τον τάφο, αλλά σας παρακίνησε προς αυτόν η αγάπη προς τον Ιησού. Δεν υπάρχει λόγος λοιπόν να φοβάστε (ο).

Ματθ. 28,6    οὐκ ἔστιν ὧδε· ἠγέρθη γὰρ καθὼς εἶπε. δεῦτε(1) ἴδετε τὸν τόπον(2) ὅπου ἔκειτο ὁ Κύριος.
Ματθ. 28,6    Δεν είναι πλέον εδώ· διότι ανεστήθη, όπως σας είχε πη. Ελάτε να ιδήτε τον τόπον, όπου είχε τεθή ο Κυριος.
(1) Δηλαδή πλησιάστε. Στέκονταν σε κάποια απόσταση από τον τάφο (S).
(2) «Με το να πει, ελάτε να δείτε τον τόπο… δήλωσε ότι για αυτές κύλισε την πέτρα, για να δουν» (Ζ). «Για αυτό σήκωσε την πέτρα, ώστε και από αυτό να πάρουν αυτές την απόδειξη» (Χ)


Ματθ. 28,7    καὶ ταχὺ πορευθεῖσαι εἴπατε τοῖς μαθηταῖς(1) αὐτοῦ ὅτι ἠγέρθη ἀπὸ τῶν νεκρῶν(2), καὶ ἰδοὺ προάγει(3) ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν(4)· ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε(5)· ἰδοὺ εἶπον ὑμῖν(6).
Ματθ. 28,7    Και τώρα γρήγορα πηγαίνετε και ειπέτε στους μαθητάς του ότι ανεστήθη εκ των νεκρών και ιδού προπορεύεται από σας και σας περιμένει εις την Γαλιλαίαν. Εκεί θα τον ιδήτε. Ιδού, σας είπα όσα έπρεπε να σας πω”.
(1) Η παραγγελία του αγγέλου στις γυναίκες υποδηλώνει ότι οι μαθητές ήταν ακόμη στα Ιεροσόλυμα (S).
(2) Οι μαθητές ήταν υποχρεωμένοι να πιστέψουν σε ανάσταση πριν ακόμη δουν τον αναστημένο. Για αυτό το γεγονός αναγγέλθηκε σε αυτούς μέσω των γυναικών και δοκιμάστηκε έτσι η πίστη τους (b).
(3) «Λέει «προάγει» αντί να πει, σας προλαβαίνει» (Ζ).
(4) «Καλά είπε στη Γαλιλαία, για να τους απαλλάξει από ενοχλήσεις και κινδύνους, ώστε να μην παρεμποδίσει ο φόβος την πίστη τους» (Χ). «Στην Γαλιλαία επρόκειτο να τον συναντήσουν, χωρίς το φόβο των Ιουδαίων» (Ζ).
(5) Και όμως ο αγαθός Σωτήρας φανέρωσε τον εαυτό του σε αυτούς και πιο πριν. Η εμφάνιση στη Γαλιλαία ήταν πολύ επίσημη και δημόσια (δες στίχους 10,16) και ήταν υποσχημένη πριν το θάνατο του Κυρίου (b). Δες για την υπόσχεση αυτή Ματθαίου κστ 32.
(6) «Ορίστε, σας έδωσα παραγγελία για τους μαθητές. Επομένως λοιπόν, μην αμελήσετε την παραγγελία» (Ζ). Ορίστε, σάς είπα αυτό που διατάχτηκα από το Θεό να πω. Εσείς όμως τάχιστα εκπληρώστε αυτό. Είναι ξεχωριστή αυτή η φράση στο Ματθαίο ως επίλογος σύντομος και επιτακτικός του αγγέλου (δ).


Ματθ. 28,8    καὶ ἐξελθοῦσαι(1) ταχὺ ἀπὸ τοῦ μνημείου μετὰ φόβου καὶ χαρᾶς(2) μεγάλης ἔδραμον(3) ἀπαγγεῖλαι τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ.
Ματθ. 28,8    Και αι γυναίκες εβγήκαν ταχέως από το μνημείον με φόβον και χαράν μεγάλην και έτρεξαν να αναγγείλουν στους μαθητάς του το χαρμόσυνον γεγονός.
(1) Υπάρχει και η γραφή απελθούσαι. Αφού βγήκαν από το μνημείο. «Αν και δεν ανέφερε ο Ματθαίος ότι μπήκαν στο μνημείο· αλλά λέγοντας τώρα ότι βγήκαν, φανέρωσε ότι πρώτα μπήκαν» (Ζ).
(2) Τα δύο αυτά συναισθήματα μπορούν να συνυπάρχουν για πνευματικά πράγματα (b). «Βγήκαν λοιπόν με φόβο μεν, για όσα είδαν παράδοξα· με χαρά από την άλλη, για τα ευαγγέλια (χαρμόσυνες αγγελίες) που άκουσαν» (Ζ).
(3) Το έδραμον δείχνει την προθυμία της εκτέλεσης (δ).


Ματθ. 28,9    ὡς δὲ ἐπορεύοντο(1) ἀπαγγεῖλαι τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ, καὶ ἰδοὺ(2) Ἰησοῦς ἀπήντησεν αὐταῖς(3) λέγων· χαίρετε(4). αἱ δὲ προσελθοῦσαι ἐκράτησαν αὐτοῦ τοὺς πόδας(5) καὶ προσεκύνησαν(6) αὐτῷ.
Ματθ. 28,9    Ενώ δε επήγαιναν να αναγγείλουν αυτά στους μαθητάς του, και ιδού ο Ιησούς τας συνήντησε λέγων· “χαίρετε”. Αυταί δε αφού τον επλησίασαν, επιασαν με βαθείαν ευλάβειαν τους πόδας του και τον επροσκύνησαν.
(1) Οι λέξεις από το «ὡς δὲ ἐπορεύοντο» μέχρι «τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ» παραλείπονται από τους κώδικες βατικανό, σιναϊτικό και κάποιους άλλους. Περιέχονται όμως στην πεσιτώ (μετάφραση).
(2) Δηλώνει κάτι το αιφνίδιο και απρόβλεπτο (b).
(3) «Επειδή πριν από όλους σηκώθηκαν νωρίς το πρωί, πριν από όλους βλέπουν τον Κύριο και αυτό παίρνουν ως μισθό αυτής τους της προθυμίας» (Ζ).
(4) «όταν βγήκαν με φόβο και χαρά, και να! ο Ιησούς τις συνάντησε λέγοντας χαίρετε» (Χ). Συνηθισμένος χαιρετισμός, χρησιμοποιείται όμως από τον Κύριο με υψηλή και ειδική έννοια (b). «Κέρδισε το θηλυκό γένος και απαλλαγή από την κατηγορία και ανατροπή της κατάρας. Διότι αυτός που παλαιότερα (στον Παράδεισο στην Εύα) είπε προς αυτές, με λύπες θα γεννάς τέκνα, έδωσε το τέλος αυτών σε αυτές συναντώντας τες στον κήπο και λέγοντας χαίρετε» (Κ). Αρκετοί από τους νεώτερους ερμηνευτές ταυτίζουν αυτήν την εμφάνιση με αυτήν στην Μαγδαληνή που αναφέρεται από τον Ιωάννη.
(5) «Αυτές μεν από πόθο και τιμή τον κράτησαν· αυτός όμως δεν τις εμπόδισε, παρέχοντας πληροφορία με την αφή (=άγγιγμα), ότι δεν είναι φάντασμα» (Ζ).
(6) Πρέπει να κυριεύτηκαν από φόβο και σεβασμό κατά την πράξη αυτή της γονατιστής προσκύνησης, από συναισθήματα τα οποία σε τέτοιο βαθμό δεν είχαν αισθανθεί ουδέποτε άλλοτε, όταν εκδήλωναν το σεβασμό τους στον Ιησού ως Διδάσκαλό τους (ο).


Ματθ. 28,10    τότε λέγει αὐταῖς ὁ Ἰησοῦς· μὴ φοβεῖσθε(1)· ὑπάγετε(2) ἀπαγγείλατε(3) τοῖς ἀδελφοῖς(4) μου ἵνα ἀπέλθωσιν εἰς τὴν Γαλιλαίαν, κἀκεῖ με ὄψονται.
Ματθ. 28,10    Τότε είπε προς αυτάς ο Ιησούς· “μη φοβείσθε· πηγαίνετε και αναγγείλατε στους αδελφούς μου (δηλαδή στους μαθητάς μου, που είναι αδελφοί μου) ότι με είδατε, δια να αναχωρήσουν εις την Γαλιλαίαν. Εκεί θα με ιδούν”.
(1) «Πάλι και αυτός διώχνει το φόβο, προετοιμάζοντας το δρόμο για την πίστη» (Χ). Ηταν φυσικό να αισθανθούν φόβο με την αιφνίδια αυτή εμφάνιση του Κυρίου, για τον οποίο γνώριζαν, ότι έχει πεθάνει (ο).
(2) «Επειτα δίνει παραγγελία στις γυναίκες για τους μαθητές, επειδή αυτές ήταν αγγελιοφόροι του, οι οποίες φάνηκαν πρώτες και έδωσαν πρώτες την παραγγελία » (Ζ).
(3) «Τις γυναίκες χρησιμοποίησε ως αποστόλους προς τους Αποστόλους, τιμώντας το γένος που ατιμώθηκε από την απάτη του φιδιού. Και επειδή παλαιότερα γυναίκα (η Εύα) έγινε στον άνδρα αγγελειοφόρος λύπης, τώρα γυναίκες γίνονται στους άνδρες αγγελειοφόροι χαράς» (Ζ).
(4) «Ονόμασε τους Αποστόλους αδελφούς, συγχρόνως μεν λόγω της ενανθρώπησης· διότι όλοι οι άνθρωποι είμαστε αδέλφια μεταξύ μας· συγχρόνως δε και για να τους τιμήσει» (Ζ). Δείχνει με την ονομασία αυτή τη σχέση, στην οποία με το αίμα του έφερε τους πιστούς με τον Πατέρα και με τον εαυτό του. Δες Ιωάννη κ 17 («ανεβαίνω προς τον Πατέρα μου και Πατέρα σας») (δ).


Ματθ. 28,11    Πορευομένων δὲ αὐτῶν(1) ἰδού τινες(2) τῆς κουστωδίας ἐλθόντες εἰς τὴν πόλιν ἀπήγγειλαν τοῖς ἀρχιερεῦσιν(3) ἅπαντα(4) τὰ γενόμενα.
Ματθ. 28,11    Ενώ δε αυταί σύμφωνα με την εντολήν του Κυρίου επήγαιναν, ιδού μερικοί στρατιώται της φρουράς ήλθαν εις την πόλιν και εγνωστοποίησαν στους αρχιερείς όλα όσα είχαν γίνει.
(1) Τίποτα δεν αναφέρει ο Ματθαίος για τον τρόπο, με τον οποίο οι μυροφόρες έφεραν το χαρμόσυνο μήνυμα στους μαθητές, ούτε για το πώς υποδέχτηκαν οι Απόστολοι αυτό. Ο Ιωάννης λέει σε εμάς ότι η Μαρία η Μαγδαληνή ήλθε και είπε σε αυτούς, ότι είχε δει τον Κύριο, αλλά δεν λέει τίποτα για το πώς οι μαθητές δέχτηκαν την είδηση αυτή. Ο Μάρκος (ιστ 11) αναφέρει ότι «και εκείνοι όταν άκουσαν ότι ζει και θεάθηκε από αυτήν, απίστησαν». Και ο Λουκάς αναφέροντας για την οπτασία των αγγέλων, την οποία είδαν οι μυροφόρες στο άδειο πλέον μνημείο, βεβαιώνει ότι στους μαθητές «φάνηκαν σαν φλυαρίες και επινόηση της φαντασίας τα λόγια» αυτών των γυναικών. Οι μαρτυρίες λοιπόν αυτές δείχνουν πόσο εσφαλμένο είναι το να λέει κάποιος μαζί με τον O. Holtzmann ότι και πριν ακόμη βρουν τον τάφο κενό «με βεβαιότητα οι μαθητές ανέμεναν την ανάσταση του Ιησού» (p).
(2) Οι από την κουστωδία «απομείναντες στον τάφο φύλακες ή οι πιο επίσημοι από αυτούς» (Ζ).
(3) Εφόσον οι φύλακες είχαν τεθεί από τον Πιλάτο στη διάθεση του συνεδρίου αναφέρουν στους αρχιερείς τα συμβάντα (S).
(4) Από όλα αυτά έβγαινε το συμπέρασμα, ότι ο Ιησούς αναστήθηκε (b).


Ματθ. 28,12    καὶ συναχθέντες μετὰ τῶν πρεσβυτέρων συμβούλιόν τε λαβόντες(1) ἀργύρια ἱκανὰ(2) ἔδωκαν τοῖς στρατιώταις λέγοντες·
Ματθ. 28,12    Και εκείνοι, αφού συνεκεντρώθησαν μαζή με τους πρεσβυτέρους εις συμβούλιον και συνεσκέφθησαν, έδωκαν μεγάλο χρηματικόν ποσόν στους στρατιώτας λέγοντες·
(1) Δεν πρόκειται για σύγκληση ολόκληρου του συνεδρίου, ούτε για επίσημη συνεδρίασή του, όπως ούτε στα χωρία ιβ 14 και κβ 15, όπου γίνεται λόγος για συμβούλιο που έγινε. Ήταν τόσο επείγον το πράγμα, ώστε δεν δινόταν καιρός να συγκληθεί το συνέδριο. Οι στρατιώτες έπρεπε αμέσως να δελεαστούν, διότι διαφορετικά η αληθινή ιστορία θα κυκλοφορούσε αστραπιαία (p).
(2) Με την έννοια του σοβαρού ποσού, με την οποία συναντιέται συχνά στο Λουκά και στις Πράξεις. Αλλά πουθενά αλλού στον Ματθαίο δε βρίσκεται με αυτήν την έννοια, ενώ και στον Μάρκο μία φορά (ι 46) (p).
«Εξακολουθούν να αγωνίζονται πιο πολύ από πριν, και όσο μεν ζούσε πουλώντας το αίμα του, ενώ μετά τη σταύρωση και την ανάστασή του υπονομεύοντας πάλι με χρήματα το κήρυγμα για την ανάσταση» (Χ). «Διότι προηγουμένως μεν πούλησαν το φόνο του, ενώ τώρα πουλούν και την αλήθεια της ανάστασής του και καταπατούν την ίδια τους τη συνείδηση και ούτε τους φύλακες δεν ντρέπονται, κακουργώντας και συγκαλύπτοντας μεν την αλήθεια, και πλάθοντας το ψεύδος, και χρησιμοποιούν ως υπηρέτες αυτού (του ψεύδους) τους υπηρέτες εκείνης (της αλήθειας)» (Ζ).


Ματθ. 28,13    εἴπατε ὅτι οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ νυκτὸς ἐλθόντες ἔκλεψαν(1) αὐτὸν(2) ἡμῶν κοιμωμένων(3).
Ματθ. 28,13    ειπέτε, ότι κατά το διάστημα της νυκτός, ενώ ημείς εκοιμώμεθα, ήλθαν οι μαθηταί του την νύκτα και έκλεψαν αυτόν.
(1) «Πώς τον έκλεψαν, ω εσείς που είστε πιο ανόητοι από όλους; Πώς δηλαδή θα έκλεβαν οι μαθητές, πες μου, άνθρωποι φτωχοί και απλοϊκοί, οι οποίοι δεν τολμούσαν ούτε να εμφανιστούν; Διότι μήπως δεν ήταν τοποθετημένη σφραγίδα; Μήπως δεν παραφύλαγαν τόσοι φύλακες; Μήπως δεν υποπτεύονταν αυτό ακριβώς, και μεριμνούσαν και αγρυπνούσαν και φρόντιζαν εκείνοι; Αλλά και για ποιό λόγο θα τον έκλεβαν; Για να πλάσουν το δόγμα της ανάστασης. Και πώς θα μπορούσε να έλθει σε αυτούς το να πλάσουν κάτι τέτοιο εις βάρος ανθρώπων οι οποίοι τους αγαπούσαν, αφού ζούσαν κρυπτόμενοι; Αλλά και πώς θα μπορούσαν να σηκώσουν την πέτρα την ασφαλισμένη; Πώς θα μπορούσαν να διαφύγουν την προσοχή τόσων πολλών; Παρόλο που, και αν ακόμη περιφρονούσαν το θάνατο, δεν θα επιχειρούσαν απερίσκεπτα και μάταια να τολμήσουν κάτι τέτοιο τη στιγμή που υπήρχαν τόσοι φύλακες. Οτι όμως ήταν και δειλοί, το φανέρωσαν αυτά που έγιναν προηγουμένως. Αν λοιπόν ούτε να σταθούν δεν τόλμησαν όταν τον έβλεπαν ζωντανό, πώς όταν πέθανε δεν θα φοβόντουσαν το πλήθος τόσων στρατιωτών; Μήπως ήταν εύκολο να ανατρέψουν την πόρτα; Η μήπως να ξεφύγουν την προσοχή ενός; Πέτρα μεγάλη ήταν τοποθετημένη, που χρειαζόταν πολλά χέρια» (Χ). «Πώς τόλμησαν τόσο μεγάλο κίνδυνο άνδρες που εύκολα φοβούνταν, από τους οποίους, ο μεν κορυφαίος, δειλιάζοντας μπροστά σε μία γυναικούλα, αρνήθηκε τον διδάσκαλο, ενώ οι άλλοι βλέποντάς τον δεμένο έφυγαν;» (Ζ). «Αλλά και γιατί δεν τον έκλεψαν πριν από αυτό, αλλά όταν ήλθατε εσείς; Διοτι αν ήθελαν να κάνουν αυτό, θα το έκαναν την πρώτη νύχτα, που δεν φυλασσόταν ακόμη ο τάφος, τότε που ήταν και ακίνδυνο και ασφαλές. Διότι αφού ήλθαν το Σάββατο ζήτησαν από τον Πιλάτο την κουστωδία, ενώ την πρώτη νύχτα δεν ήταν κανείς από αυτούς παρών στον τάφο. Τι θέλουν επίσης και τα σουδάρια, τα οποία ήταν κολλημένα με τα αρώματα; Διότι αυτά τα είδε ο Πέτρος να βρίσκονται στον τάφο. Διότι αν ήθελαν να τον κλέψουν, δεν θα έκλεβαν γυμνό το σώμα. Όχι μόνο για να μην το ατιμάσουν, αλλά και για να μην καθυστερήσουν καθώς θα τον ξέντυναν και δώσουν καιρό σε εκείνους που ήθελαν να σηκωθούν και να τους συλλάβουν. Και μάλιστα τη στιγμή που επρόκειτο για σμύρνα, ουσία η οποία κολλά δυνατά στο σώμα και δένεται με τα ενδύματα, επομένως δεν ήταν εύκολο να αποσπάσουν τα ενδύματα από το σώμα, αλλά χρειάζονταν πολύ χρόνο εκείνοι που θα έκαναν αυτό. Επομένως και από την άποψη αυτή είναι απίθανα τα περί κλοπής» (Χ).
(2) «Με αυτά με τα οποία επιχειρούσαν να επισκιάσουν την αλήθεια, με αυτά άθελά τους την έκαναν να λάμπει. Διότι και αυτό επιβεβαιώνει την ανάσταση, το ότι εκείνοι είπαν ότι οι μαθητές έκλεψαν. Διότι με αυτό ομολογούν ότι το σώμα δεν ήταν εκεί. Όταν λοιπόν αυτοί μεν ομολογούν ότι δεν ήταν το σώμα εκεί, ενώ η παρουσία αυτών και οι σφραγίδες και η δειλία των μαθητών, δείχνουν ότι η κλοπή είναι ψευδής και απίθανη, γίνεται αναμφισβήτητη με αυτά η απόδειξη της ανάστασης» (Χ).
(3) «Εάν κοιμούνταν, τι είδαν; Και αν δεν είδαν τίποτα, ποιού πράγματος μάρτυρες είναι; Τι είδους μάρτυρες είναι αυτοί που κοιμούνται; Είναι σαν να λένε: Μαρτυρούμε, ότι οι μαθητές του Ιησού έκλεψαν το σώμα του, και η μαρτυρία μας είναι απολύτως αδιαμφισβήτητη, διότι, όταν το σώμα κλάπηκε, κοιμόμασταν ύπνο τόσο βαθύ, ώστε ούτε ακούσαμε ούτε είδαμε τίποτα» (Αυγουστίνος Tract. in Psalmos).


Ματθ. 28,14    καὶ ἐὰν ἀκουσθῇ τοῦτο ἐπὶ τοῦ ἡγεμόνος(1), ἡμεῖς πείσομεν(2) αὐτὸν καὶ ὑμᾶς ἀμερίμνους(3) ποιήσομεν.
Ματθ. 28,14    Και εάν τούτο φθάση έως τα αυτιά του ηγεμόνος, ημείς θα τον πείσωμεν να μη σας τιμωρήση και θα σας απαλλάξωμεν από κάθε ανησυχίαν”.
(1) Το «ἐπὶ τοῦ ἡγεμόνος» σημαίνει μπροστά στον ηγεμόνα ως δικαστή. Το «ἀκουσθῇ» λοιπόν πρέπει να έχει δικαστική έννοια (p). Επίσημα μπροστά στον ηγεμόνα (b). Η παραμέληση σε φρουρά ήταν βαρύ παράπτωμα, που συνεπαγόταν αυστηρή τιμωρια (L). Ήταν δυνατόν και με θάνατο να τιμωρηθούν οι φρουροί διότι κοιμόντουσαν αντί να αγρυπνούν φρουρώντας (p).
(2) Με την πειθώ καταπραΰνω, εξευμενίζω κάποιον (g). Οι στρατιώτες είχαν τεθεί στην υπηρεσία των Ιουδαίων. Εάν οι Ιουδαίοι δεν παραπονιόντουσαν, σε τι θα ενδιαφερόταν ο Πιλάτος. Μπορεί όμως να έχει και την έννοια του κερδίζω με δωροδοκία (L).
(3) Από κάθε αγωνία, την οποία θα σας προκαλούσε η κατηγορία, ότι παραμελήσατε το καθήκον σας.


Ματθ. 28,15    οἱ δὲ λαβόντες τὰ ἀργύρια(1) ἐποίησαν ὡς ἐδιδάχθησαν(2). καὶ διεφημίσθη(3) ὁ λόγος οὗτος(4) παρὰ Ἰουδαίοις(5) μέχρι τῆς σήμερον(6).
Ματθ. 28,15    Εκείνοι δε αφού επήραν τα χρήματα, έκαμαν όπως τους καθωδήγησαν οι αρχιερείς, και διεδόθη ο λόγος αυτός μεταξύ των Ιουδαίων μέχρι σήμερον.
(1) «Βλέπεις που όλοι είναι διεφθαρμένοι; Ο Πιλάτος; Διότι αυτός πείστηκε. Τους στρατιώτες; Το λαό τον ιουδαϊκό; Αλλά μη θαυμάσεις αν χρήματα υπερίσχυσαν των στρατιωτών. Διότι αν στον μαθητή (Ιούδα) έδειξαν τόση δύναμη, πολύ περισσότερο σε αυτούς» (Χ).
(2) Σύμφωνα με το μάθημα, το οποίο πήραν.
(3) Με την έννοια του διαδίδω (g) = Παντού διαδόθηκε (δ).
(4) «Λόγο που διαφημίστηκε εννοεί αυτόν σχετικά με το ότι τον έκλεψαν» (Ζ). «Είδες πάλι την φιλαλήθεια των μαθητών; Πώς ούτε αυτό δεν ντρέπονται να λένε, ότι δηλαδή επεκράτησε τέτοια φήμη εις βάρος τους;» (Χ).
(5) Χωρίς άρθρο. Όχι στους απανταχού Ιουδαίους, αλλά στους Ιουδαίους που βρίσκονταν σε κάποια μέρη (p)· όχι σε όλους, αλλά στους Ιουδαίους μόνο που απίστησαν (L). Ο Ιουστίνος (προς Τρύφωνα 108 δες και 17) λέει ότι οι Ιουδαίοι εξαπέστειλαν ειδικούς πράκτορες για να διαδώσουν αυτό το ψεύδος (p). Δεν φαίνεται ο Ιουστίνος να είχε ως μόνη πηγή τον Ματθαίο, όταν λέει αυτά (L). Αλλά και ο Τερτυλλιανός τον λόγο αυτόν υπαινίσσεται, όταν λέει σαρκαστικά: «Αυτός είναι εκείνος, τον οποίο κρυφά έκλεψαν οι μαθητές, ή ο κηπουρός απομάκρυνε, έτσι ώστε να μην βλαφτούν τα μαρούλια του από τα πλήθη των επισκεπτών του τάφου» (De spec. 30) (p).
(6) Εξυπακούεται η λέξη: ημέρας. Μετά δηλαδή από μία γενεά ολόκληρη, όταν ο ευαγγελιστής έγραφε (δ).


Ματθ. 28,16    Οἱ δὲ ἕνδεκα μαθηταὶ ἐπορεύθησαν εἰς τὴν Γαλιλαίαν(1), εἰς τὸ ὄρος(2) οὗ ἐτάξατο(3) αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς.
Ματθ. 28,16    Οι δε ένδεκα μαθηταί μετέβησαν εις την Γαλλαίαν, στο όρος το οποίον τους είχε ορίσει δια συνάντησιν ο Ιησούς.
(1) «Δεν πορεύτηκαν αμέσως· διότι και την ίδια την ημέρα, κατά την οποία αναστήθηκε από τους νεκρούς, εμφανίστηκε σε αυτούς, όταν ήταν στην Ιερουσαλήμ. Ο μεν Ματθαίος λοιπόν παρέλειψε τα γεγονότα μέχρι του να πορευτούν οι μαθητές στη Γαλιλαία, ενώ οι άλλοι ευαγγελιστές συνέγραψαν και αυτά· ο μεν Μάρκος πιο σύντομα, ενώ ο Λουκάς πλατύτερα· και ο Ιωάννης πιο αναλυτικά» (Ζ).
(2) «Για το βουνό τίποτα δεν έχει γραφτεί. Είναι όμως φυσικό ή να είπε για αυτό σε αυτούς, ή και να πληροφόρησε και για αυτό μέσω των γυναικών, έστω και αν δεν γράφτηκε. Αλλωστε ήταν και συνηθισμένο σε αυτούς εκείνο το όρος· διότι εκεί κατεξοχήν λόγω της ησυχίας περνούσαν το χρόνο τους» (Ζ). Μπορούμε να εικάσουμε, ότι ήταν τόπος πάνω από τη λίμνη. Από τα Ματθ. ιδ 23, ιε 29 ίσως μπορεί να βγει ως συμπέρασμα, ότι κοντά στη λίμνη ήταν κάποια περιφέρεια γνωστή στους κύκλους των μαθητών του Χριστού ως το όρος (p).
(3) Το ρήμα τάσσομαι εδώ = σύμφωνα με τη δική μου γνώμη ή εξουσία ορίζω (g). «Αντί να πει, όπου τους διέταξε, μέσω των γυναικών, να πορευτούν· ή, όπου τους υποσχέθηκε» (Ζ)


Ματθ. 28,17    καὶ ἰδόντες αὐτὸν(1) προσεκύνησαν αὐτῷ, οἱ δὲ(2) ἐδίστασαν(3).
Ματθ. 28,17    Και ιδόντες αυτόν τον επροσκύνησαν, μερικοί δε είχαν κάποιαν αμφιβολίαν να πιστεύσουν ότι αυτός πράγματι ήτο ο Ιησούς.
(1) Η εμφάνιση αυτή ταυτίζεται με αυτήν που αναφέρει ο Παύλος ότι έγινε «σε περισσότερους από πεντακόσιους αδελφούς» (Α΄ Κορ. ιε 6). Είναι προφανές, ότι εμφάνιση του Κυρίου σε εκατοντάδες ολόκληρες προσώπων, δεν ήταν δυνατόν παρά στο ύπαιθρο να λάβει χώρα και το όρος που ήταν πάνω από τη λίμνη ήταν ο κατάλληλος για αυτό τόπος (p).
(2) «Αντί να πει, κάποιοι όμως» (Θφ). Μάλλον μερικοί από τους μαθητές γενικώς, όχι κάποιοι από τους έντεκα (S). Αν και κανείς άλλος εκτός από τους έντεκα δεν αναφέρεται, είναι πιθανόν ότι και άλλοι ήταν παρόντες και μεταξύ αυτών υπήρξαν αυτοί που αμφέβαλλαν. Η αμφιβολία μπορεί να είναι ως προς το εάν ο Ιησούς αναστήθηκε από τους νεκρούς ή ως προς το εάν αυτός, τον οποίο έβλεπαν, ήταν ο Ιησούς. Το δεύτερο φαίνεται πιθανότερο (p).
(3) Ακόμη μία φορά σε αυτό το ευαγγέλιο (ιδ 31, 33) γίνεται λόγος για προσκύνηση και δισταγμό σε σχέση με τον Μεσσία και χρησιμοποιούνται τα ίδια και εδώ ρήματα. Όταν ο Πέτρος άρχισε να βυθίζεται, ο Ιησούς μαλώνει αυτόν με το «ολιγόπιστε, γιατί δίστασες (δείλιασες);». Και όταν είχαν μπει στο πλοίο, αυτοί που ήταν μέσα τον προσκύνησαν. Και στις δύο περιπτώσεις οι εκδηλώσεις ήταν τελείως φυσικές. Εκεί τον προσκύνησαν διότι δέσποζε των ανέμων και των κυμάτων· εδώ λόγω του φόβου, τον οποίο προκάλεσε σε αυτούς η επάνοδός του από τον τάφο (p).


Ματθ. 28,18    καὶ προσελθὼν(1) ὁ Ἰησοῦς ἐλάλησεν αὐτοῖς λέγων· ἐδόθη μοι(2) πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς(3).
Ματθ. 28,18    Και αφού επλησίασεν όλους ο Ιησούς, ωμίλησε προς αυτούς και είπε· “μου εδόθη και ως προς άνθρωπον, κάθε εξουσία στον ουρανόν και εις την γην.
(1) Και με το πλησίασμα αυτό γεννούσε πίστη μέσα σε αυτούς που αμφέβαλλαν (b), οι οποίοι βλέποντάς τον από κοντά έπαιρναν πληροφορία.
(2) Ειδικά σε μένα, που αναστήθηκα και αναλαμβάνομαι (b). «Μου δόθηκε ως προς άνθρωπο, η εξουσία, την οποία είχα ως Θεός» (Ζ). «Αυτά πρέπει να τα εννοήσουμε ότι λέγονται για την ενανθρώπηση και όχι για τη θεότητα» (Β). «Και βεβαίως δεν θα μπορούσε εύλογα να κατηγορηθεί από κάποιον ο Υιός ως κατώτερος (από τον Πατέρα), επειδή πήρε δόξα. Και γιατί; Διότι παίρνει αυτή τη δόξα, όταν έγινε άνθρωπος, όταν ταπείνωσε τον εαυτό του για μας, όταν έγινε δούλος ο δεσπότης, όταν συγκαταλέχθηκε στους υπηρέτες ο ελεύθερος Υιός… Διότι δεν είναι κατά κυριολεξία δόσιμο, η εξουσία που δόθηκε από τον Πατέρα στον Υιό της κυριότητας στα πάντα· αλλά είναι μάλλον επιστροφή και επανάληψη και με τη σάρκα πλέον, στην εξουσία που είχε πριν πάρει σάρκα. Διότι δεν αρχίζει να εξουσιάζει την κτίση τότε, όταν δηλαδή έγινε άνθρωπος» (Κ)
(3) Ποιός θα τολμούσε να διατυπώσει τέτοια καταπληκτική αξίωση; Όχι απλώς δόθηκε σε αυτόν δύναμη, τέτοια που ένας μέγας κατακτητής θα διεκδικούσε, αλλά εξουσία, σαν κάτι το οποίο είναι δικό του δικαιωματικά, σαν κάτι που δόθηκε σε αυτόν από τον Ένα ο οποίος δικαιούται να χορηγεί (Αποκ. β 27). Και π ᾶ σ α (κάθε) εξουσία που περιλαμβάνει τα πάντα, πάνω στα οποία θα μπορούσε να επεκταθεί κυβέρνηση και κυριαρχία. Και όχι μόνο στη γη αλλά και στον ουρανό. Η διάνοια του ανθρώπου νιώθει ίλιγγο, όταν επιχειρήσει να  καταλάβει μία τέτοια εξουσία, τι λογής είναι αυτή. Τίποτα λιγότερο από τη θεία κυβέρνηση του όλου σύμπαντος και της βασιλείας των ουρανών δεν δόθηκε στον αναστημένο Κύριο. Περισσότερες από μία φορές ο Παύλος συσσωρεύει λέξεις επί λέξεων, επιχειρώντας να εκφράσει την τιμή και τη δόξα και τη δύναμη, τα οποία ο Πατέρας χορήγησε στον Υιό, που αναστήθηκε από τους νεκρούς (Εφεσ. α 21, Κολοσ. α 16-21, Φιλιπ. β 9-11). Παρά την πληρότητα των εκφράσεών του ο Απόστολος δεν προχωρεί πιο μακριά από αυτά που σημαίνονται με τη φράση αυτή του Κυρίου, διότι είναι αδύνατον να προχωρήσει κάποιος πιο πέρα από τη μεγαλειώδη και απλή περιγραφή, την οποία ο Χριστός με τέτοια ηρεμία κάνει εδώ (p).


Ματθ. 28,19    πορευθέντες οὖν(1) μαθητεύσατε(2) πάντα τὰ ἔθνη(3), βαπτίζοντες(4) αὐτοὺς(5) εἰς τὸ ὄνομα(6) τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος(7),
Ματθ. 28,19    Λοιπόν, πηγαίνετε τώρα και διδάξατε εις όλα τα έθνη την αλήθειαν. Και αυτούς που θα πιστεύσουν και θα γίνουν μαθηταί σας, βαπτίσατέ τους στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.
(1) Οι έντεκα στέλνονται σε οικουμενική ιεραποστολή και πρέπει να γνωρίζουν, ότι πίσω τους έχουν εξουσία οικουμενική. Οικουμενική εξουσία ανατέθηκε ήδη στον Ιησού Χριστό και από αυτήν προέρχεται η οικουμενική αποστολή της εκκλησίας του (Swete). Αυθεντική γραφή πορευθέντες οὖν (λοιπόν) = «Παίρνοντας θάρρος από την εξουσία που μου δόθηκε» (Ζ). Με την εξουσία μου λοιπόν αυτήν τη βασιλική σας στέλνω σε όλα τα έθνη (δ).
(2) Κάντε μαθητές (δ). «Δεν διέταξε απλώς να βαπτίζουν, αλλά πρώτον, λέει, κάντε μαθητές… έτσι ώστε από τη μαθητεία να γίνει ορθή η πίστη και μαζί με την πίστη να προστεθεί η τελείωση του βαπτίσματος» (Α).
(3) «Λέγοντας όλα τα έθνη, δήλωσε και το γένος των Εβραίων. Διότι είναι Δεσπότης που δεν είναι μνησίκακος (κρατά κακία) σε αυτούς που μετανοούν. Επειδή και όταν αναστήθηκε από τους νεκρούς και συνάντησε τους μαθητές, όχι μόνο δεν θυμήθηκε αυτά που έπαθε από τους Ιουδαίους, αλλά ούτε στον Πέτρο κατηγόρησε την άρνηση, ούτε στους άλλους μαθητές τη φυγή» (Ζ).
(4) Επισφράγιση της μαθητείας είναι το μυστήριο του βαπτίσματος (δ). Το μαθητεύω λοιπόν σημαίνει την διδασκαλία που προηγείται του βαπτίσματος. Σε συνδυασμό μάλιστα με το «να διδάσκετε» που επακολουθεί, είναι εύστοχη η παρατήρηση του Χ. «το μεν (να μαθητεύουν) το παραγγέλλει για τα δόγματα, ενώ το άλλο (το να διδάσκουν) για τις εντολές». «Διαιρώντας δηλαδή σε δύο μέρη τη ζωή των χριστιανών, στο ηθικό μέρος και στην ακρίβεια των δογμάτων, το μεν σωτήριο δόγμα το εξασφάλισε με την παράδοση του βαπτίσματος, ενώ το βίο μας διατάζει να τον κατορθώσουμε με την τήρηση των εντολών του» (Γν).
(5) Ο Conybeare και ο Lake υποστήριξαν ότι η φράση «βαπτίζοντες αὐτοὺς… καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», είναι παλαιότατη παρεμβολή για λόγους δογματικούς σε κάποια αντίγραφα του Ματθαίου και ότι δεν επικράτησε οριστικά να θεωρείται μέρος αυτού του ευαγγελίου παρά μετά την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο. Το κύριο επιχείρημά τους είναι, ότι ο Καισαρείας Ευσέβιος συχνά παραθέτει το χωρίο αυτό και συνήθως αποσιωπά τις λέξεις για το βάπτισμα. Αλλά ο Ευσέβιος παραθέτει το στίχο ολόκληρο αναφέροντας και την εντολή να βαπτίζουν στο όνομα της Αγίας Τριάδας, όταν ο σκοπός της συγγραφής του απαιτεί αυτό. Όταν όμως τού χρειάζεται το υπόλοιπο μόνο του στίχου και όχι η εντολή, τότε αποσιωπά αυτήν (p). Ο ίδιος ο Ευσέβιος αναφέρει το στίχο ολόκληρο, ενώ αυτή είναι η γραφή όλων ανεξαιρέτως των χειρογράφων και των μεταφράσεων (L).
(6) Η φράση εἰς τὸ ὄνομα σημαίνει μάλλον την καθιέρωση στο όνομα (L). Το θείο όνομα είναι συχνά ευλαβές συνώνυμο της θείας φύσης, του ίδιου του Θεού. Και το να βαπτίζουν λοιπόν στο όνομα της Τριάδας μπορεί να σημαίνει να βυθίζουν στον άπειρο ωκεανό της θείας τελειότητας. Στο χριστιανικό βάπτισμα η θεία ουσία είναι το στοιχείο μέσα στο οποίο ο βαπτιζόμενος βυθίζεται ή μέσα στο οποίο λούζεται (p). Η τελετή του βαπτίσματος θέτει τους βαπτιζομένους σε κοινωνία με τον Πατέρα και τον Υιό και το Αγιο Πνεύμα, των οποίων έγιναν μαθητές και δούλοι. Το άριστο υπόμνημα των λόγων αυτών θα ήταν το Α΄ Ιωάννου α 3 σε συνδυασμό με το Α΄ Ιωάννου γ 23, 24 (a). Ή, η φράση «στο όνομα» είναι συχνή στις ελληνιστικές επιγραφές και παπύρους, με έννοια οικονομική. Κάποιο ποσό πληρώθηκε στο όνομα κάποιου. Έτσι εδώ, η έννοια είναι να τους βαπτίζετε αυτούς, έτσι ώστε να περιέρχονται στην κατοχή του Πατέρα κλπ. (S). «Ένα όμως είναι το όνομα των τριών, υποδηλώνοντας τη μία φύση της Αγίας Τριάδας» (Ζ). Του Πατέρα, ο οποίος έστειλε τον Υιό του, για να πεθάνει για τον άνθρωπο· του Υιού, ο οποίος παρέδωσε τον εαυτό του σε θάνατο, προσφορά για την αμαρτία· και του Αγίου Πνεύματος που αναγεννά και αγιάζει τις ψυχές των πιστών (ο). «Το βάπτισμά μας είναι… στο όνομα του Πατέρα και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Δεν τίθεται μαζί με τον Πατέρα και τον Υιό κανένα κτίσμα ούτε δούλος, διότι η θεότητα συμπληρώνεται με την Τριάδα» (Β).
(7) Ο ισχυρισμός, ότι ο τύπος του βαπτίσματος, όπως αναφέρεται εδώ, σημειώνει αναπτυγμένο και μεταγενέστερο στάδιο δογματικής πίστης και εκκλησιαστικής πράξης, είναι αβάσιμος. Η πίστη για τη θεότητα ως Πατέρα, Υιό και Άγιο Πνεύμα είναι τόσο παλαιά, όσο και η ίδια η χριστιανική κοινωνία. Για το ότι ο θείος Παύλος εισηγείται αυτήν, δες Α΄ Κορ. ιβ 4-6, Β΄ Κορ. ιγ 13. Ως προς τον Πέτρο δες Α΄ Πέτρ. α 2 και ως προς τον Ιωάννη Α΄ Ιωάννου γ 23, 24 και σε πολλά σημεία στο ευαγγέλιό του (a). Αλλά υπάρχουν και άλλα χωρία, τα οποία μπορούν να προστεθούν: Β΄ Θεσ. β 13-15, Εφεσ. β 18, γ 14-17, Εβρ. στ 4-6, Α΄ Ιω. δ 2, Ιούδα 20, 21 (p)


Ματθ. 28,2    διδάσκοντες(1) αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην(2) ὑμῖν· καὶ(3) ἰδοὺ ἐγὼ(4) μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι(5) πάσας(6) τὰς ἡμέρας ἕως(7) τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος(8). Ἀμήν(9).
Ματθ. 28,20    Διδάσκοντες αυτούς να τηρούν όλας τας εντολάς, που εγώ σας έχω δώσει. Και ιδού, εγώ θα είμαι μαζή σας όλας τας ημέρας, μέχρις ότου λάβη τέλος ο αιών αυτός. Αμήν.
(1) Η διαίρεση τω στίχων (19,20) δεν είναι πολύ επιτυχής. Το διδάσκοντες… ἐνετειλάμην ὑμῖν, ανήκει προφανώς στο στίχο 19. Είναι μέρος της μεγάλης εντολής που δόθηκε στους Αποστόλους. Οι Απόστολοι οφείλουν να κάνουν μαθητές όλους τους ανθρώπους, να βαπτίσουν αυτούς και να τους διδάξουν. Και ακολουθεί στο τρίτο τμήμα της εντολής αυτής η μεγάλη υπόσχεση ότι ο Ιησούς θα είναι μαζί τους αιώνια (p). Το «να διδάσκετε» «είναι παραγγελία για τον τρόπο της ζωής. Διότι δεν αρκεί το βάπτισμα και τα δόγματα, εάν δεν συμβαδίζει και ο τρόπος της ζωής» (Ζ). Το διδάσκοντες αναφέρεται στο κήρυγμα το θρησκευτικό και ηθικό των εντολών, τις οποίες ο Κύριος έδωσε συμπληρώνοντας τον ηθικό νόμο και εμφανίζοντάς τον ακόμη τελειότερο (L). Μετά το βάπτισμα απαιτείται πολλή πρόσθετη διδασκαλία, μάλιστα για τους εθνικούς, που αγνοούν τη διδασκαλία της Π.Δ. (p).
(2) Ο Κύριος δεν δίνει την Π.Δ. στους Αποστόλους του ως πηγή της διδασκαλίας, την οποία πρέπει να παρέχουν στους νέους μαθητές. Βάση της διδασκαλίας τους πρέπει να είναι: «όλα όσα σας διέταξα». Και εναντίον του κινδύνου της λησμοσύνης τους υποσχέθηκε ήδη σε αυτούς, ότι «εκείνος (το Πνεύμα το Αγιο) θα σας διδάξει τα πάντα και θα σας υπενθυμίσει όλα όσα σας είπα» Ιω. ιδ 26 (p). «Να τους διδάσκετε όχι άλλα μεν να τα τηρούν, ενώ άλλα να τα αμελούν, αλλά να τηρούν ό λ α όσα σας διέταξα» (Β).
(3) «Επειδή τους διέταξε μεγάλα πράγματα, για να τονώσει το φρόνημά τους» (Χ), και «και για να βάλει μέσα τους περισσότερο θάρρος, είπε: Να, εγώ θα είμαι μαζί σας και θα συμπράττω και θα εξομαλύνω κάθε εμπόδιο και θα σας φυλάω» (Ζ).
(4) Εγώ ο βασιλιάς και κύριος όλων (δ). Με έμφαση η αντωνυμία μπαίνει μπροστά δηλώνοντας ότι όχι κάποιος άλλος αλλά ο ίδιος ο αναστημένος Κύριος και βασιλιάς θα είναι ο συμπαραστάτης τους και σύμμαχος (p).
(5) Υπόσχεται παρουσία και βοήθεια καθαρά πνευματική (L). «Διότι αν και αναχωρεί σωματικά για να σταθεί δίπλα στον Πατέρα μεσιτεύοντας για εμάς… αλλά κατοικεί μέσα στους αξίους μέσω του Πνεύματος και είναι μαζί με τους αγίους για πάντα» (Κ). Η επίπονη και υπερβολικά βαριά αποστολή του να μαθητεύσουν όλα τα έθνη, μπορούσε να γεννήσει στους Αποστόλους το ερώτημα: Και για αυτά ποιός είναι ικανός; (Β΄ Κορ. β 16). Η απάντηση είναι: «Όλα τα μπορώ, με το Χριστό που με ενδυναμώνει» (Φιλιπ. δ 13). Όπως λοιπόν η μεγάλη αποστολή απαιτεί μεγάλες θυσίες και κόπους, έτσι και μεγάλες είναι οι υποσχέσεις  που την συνοδεύουν: «Να, εγώ θα είμαι μαζί σας όλες τις ημέρες» (p). «Μη μου αναφέρετε δηλαδή, λέει, τη δυσκολία των πραγμάτων· διότι εγώ είμαι μαζί σας, ο οποίος τα κάνω τα πάντα εύκολα. Αυτό και στους προφήτες το έλεγε στην Παλαιά Διαθήκη συνεχώς, και στον Ιερεμία που πρόβαλλε (ως δικαιολογία) τη νεότητα και στο Μωϋσή και στον Ιεζεκιήλ οι οποίοι αρνούνταν, εγώ, τους λέει, είμαι μαζί σας. Αυτό λέει και εδώ σε αυτούς» (Χ).
(6) Ούτε μία καν ημέρα θα μείνει χωρίς τη βοήθεια και συμπαράστασή μου.
(7) «Το είπε αυτό όχι επειδή μετά από αυτό δεν θα είναι μαζί τους, αλλά επειδή δεν θα είναι με αυτόν τον τρόπο, αλλά θα είναι με τρόπο υψηλότερο και πιο θεοπρεπή από ό,τι τώρα» (Ζ). Τότε δεν θα έχουν πλέον ανάγκη την βεβαίωση, ότι είναι μαζί τους, για να τους βοηθάει στο έργο τους, διότι αυτό θα έχει πλέον συντελεστεί και «θα τον δουν όπως ακριβώς είναι» (Α΄ Ιω. γ 2) (p)
(8) «Δεν είπε όμως ότι θα είναι μόνο με εκείνους, αλλά και μαζί με όλους οι οποίοι θα πιστέψουν μετά από εκείνους. Διότι δεν επρόκειτο βεβαίως να παραμείνουν μέχρι τη συντέλεια του αιώνος οι Απόστολοι· αλλά σαν σε ένα σώμα μιλά στους πιστούς» (Χ), «και μέσω αυτών που ζούσαν τότε, υποσχέθηκε αυτή τη χάρη και στους μετέπειτα» (Ζ). «Τους υπενθυμίζει όμως και τη συντέλεια, για να τους ελκύσει (ενθαρρύνει) περισσότερο, και να μην βλέπουν μόνο τα παρόντα δεινά, αλλά και τα μελλοντικά αγαθά, τα απέραντα. Διότι τα μεν λυπηρά, λέει, τα οποία θα υποστείτε, θα καταργηθούν μαζί με την παρούσα ζωή, όταν θα φτάσει στο τέλος και αυτός ο αιώνας· ενώ τα αγαθά, τα οποία θα απολαύσετε, μένουν αθάνατα» (Χ).
(9) Η λέξη παραλείπεται στους αλεξανδρινούς μεγαλογράμματους κώδικες, και φαίνεται να είναι λειτουργική προσθήκη. «Δεν αναλήφθηκε αμέσως στον ουρανό, αλλά μετά από κάποιο καιρό, όπως μπορούμε να καταλάβουμε από τους άλλους ευαγγελιστές. Διότι από την ανάστασή του μέχρι την ανάληψη παρουσιαζόταν στους μαθητές για σαράντα μέρες· έπειτα από το βουνό στην Ιουδαία, που ονομαζόταν βουνό του ελαιώνα αναλήφθηκε, όπως αναλύει το βιβλίο των αποστολικών Πράξεων» (Ζ).

 

Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΣΤΟ ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

(Αποσπάσματα από τα ερμηνευτικά Υπομνήματα στα Ευαγγέλια του Π.Ν. Τρεμπέλα.
Τα αποσπάσματα μεταφράστηκαν και μεταγλωττίστηκαν στη δημοτική γλώσσα από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)

Β.  Η ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΟΥ ΜΑΡΚΟΥ  ΙΣΤ 1-20
(Υπόμνημα στο κατά Μάρκον, Π.Ν.Τρεμπέλα σελ. 312-324 εκδόσεις «ο Σωτήρ» μεταφρασμένο & μεταγλωττισμένο στη δημοτική γλώσσα!
Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους)
 
ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
(Πατέρες της Εκκλησίας & Εκκλησιαστικοί συγγραφείς)
Α = Αθανάσιος ο Μέγας                 Θφ =ΘεοφυλακτοςΒουλγαρίας
Β = Βασίλειος ο Μέγας                   β = Βίκτωρ Αντιοχείας
Γν = Γρηγόριος Νύσσης                 Κ = Κύριλλος Αλεξανδρείας
Ε = Ευσέβιος Καισαρείας                Σγ = Σεβηριανός Γαβάλων
Ζ = Ζιγαβηνός εις τον Μάρκον       Χ = Χρυσόστομος Ιωάννης
Ζμ = Ζιγαβηνός εις τον Ματθαιον   Ω = Ωριγένης
(Σύγχρονοι θεολόγοι ερμηνευτές)
The New-Century Bible   St. Mark by S.D.F. Salmond, Edinburgh 1922 (σημειώνεται με το σ).
The International Critical Commentary, Ezra P. Gould, A critical and exegetical Commentary on the Gospel according to S. Mark, Edinburgh 1921 (σημειώνεται με το γ).
J.A. Bengel      Gnomon of the N.T. Testament translated by I. Bryce. Τόμ. Α (σημειώνεται με το b).
C.L. W. Grimm  Lexicon Graeco-Latinum in libros N. Lipsiae 1903. (σημειώνεται με το g).
Ν. Δαμαλά  Ερμηνεία εις την Κ.Δ. τόμ. Β και Γ. Αθηναι 1892. (σημειώνεται με το δ)
                                                          
 
                                                      ΚΕΙΜΕΝΟ & ΕΡΜΗΝΕΙΑ.        
Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους
 
Μαρκ. 16,1    Καὶ διαγενομένου(1) τοῦ σαββάτου(2) Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου καὶ Σαλώμη ἠγόρασαν ἀρώματα(3) ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν αὐτόν.
Μαρκ. 16,1    Κατά την επομένην, όταν έδυσε το ήλιος και επερασε το Σαββατον, η Μαρία Μαγδαληνή και Μαρία η μητέρα του Ιακώβου, και η Σαλώμη ηγόρασαν αρώματα, δια να έλθουν στον τάφον και αλείψουν τον Ιησούν.
(1) = Αφού πέρασε τελείως, όπου η πρόθεση «δια» δηλώνει το τελείως (δ).
(2) Μέχρι μεν τη δύση του ηλίου της ημέρας του Σαββάτου έμειναν αργές. Υστερα όμως μετά τη δύση, όταν πέρασε το Σάββατο και άρχισε η Κυριακή, πορεύτηκαν να συμπληρώσουν τις προμήθειες, τις οποίες άρχισαν να κάνουν το απόγευμα της Παρασκευής (Λουκ. κγ 56) (δ). Δεν υπήρξε ποτέ τέτοιο σάββατο, αφότου ο θεσμός του σαββάτου καθιερώθηκε, σαν το σάββατο αυτό. Σε όλο αυτό το σάββατο ο Κύριός μας κείτονταν στον τάφο και υπήρχε για αυτόν σάββατο ανάπαυσης, αλλά και σάββατο σιγής. Για τους μαθητές του υπήρξε σάββατο θλιβερό, το οποίο πέρασαν με δάκρυα και φόβους. Αλλά και στο ναό οι τελετές και θυσίες του σαββάτου αυτού και του Πάσχα ουδέποτε άλλοτε υπήρξαν τόσο πολύ βδέλυγμα στο Θεό, διότι πρωτοστάτησαν σε αυτές οι αρχιερείς έχοντας τα χέρια βαμμένα σε αίμα, στο αίμα του Χριστού. Αλλά το σάββατο αυτό πέρασε και η πρώτη ημέρα της εβδομάδας έγινε και πρώτη ημέρα νέου κόσμου. Ο Χριστός κατά την έκτη ημέρα της εβδομάδας τελείωσε το έργο της καινούργιας του κτίσης. Τετέλεσται είπε και παρέδωσε το πνεύμα. Και κατά την έβδομη ημέρα αναπαύτηκε, για να αναστηθεί την πρώτη ημέρα της νέας εβδομάδας, κατά την οποία θα άρχιζε νέος κόσμος και σε νέο έργο ως μέγας αρχιερέας μας θα έμπαινε ο Ιησούς. Μη λησμονούμε, ότι και ο χρόνος της παραμονής των αγίων και πιστών στον τάφο είναι σάββατο ανάπαυσης και για αυτούς, «για να αναπαυτούν ακόμη λίγο χρόνο» (Αποκ. στ 11), και έγινε τέτοιο μέσω του Χριστού και εξαιτίας του Χριστού.
(3)«Οι γυναίκες δεν φρονούν τίποτα μεγάλο ούτε άξιο της θεότητας του Ιησού… μύρα αγοράζουν, ώστε, κατά τη συνήθεια των Ιουδαίων, να αλείψουν το σώμα ώστε να μένει ευωδιαστό και να μην πάθει την δυσωδία από τη διάλυση· ταυτόχρονα όμως και τα μύρα επειδή έχουν κάποια αποξηραντική δύναμη, αφού απορροφούν την υγρότητα του σώματος, το διαφυλάσσουν να μην σαπίσει» (Θφ). Παρατηρώντας οι ευσεβείς γυναίκες, «πού τοποθετείται» το σώμα του Ιησού, αντιλήφθηκαν αναμφίβολα, ότι ο Νικόδημος είχε φέρει για την ταφή «μίγμα σμύρνας και αλόης εκατό λίτρα περίπου» (Ιω. ιθ 39). Αλλά αυτές δεν θεωρούν αυτό αρκετό. Αγόρασαν αρώματα, ίσως διαφορετικά, έλαια ευώδη, «για να τον αλείψουν». Ο,τι και αν κάνουμε για τον Ιησού, δεν θα είναι ποτέ αρκετό και αντάξιο της αγάπης, που έδειξε σε εμάς. Και ο σεβασμός, τον οποίο άλλοι έδειξαν προς αυτόν, πρέπει περισσότερο να μας παρακινεί, να αποτίσουμε και εμείς τον προς αυτόν φόρο του σεβασμού μας.

 
Μαρκ. 16,2    καὶ λίαν πρωΐ τῆς μιᾶς σαββάτων(1) ἔρχονται ἐπὶ τὸ μνημεῖον, ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου(2).
Μαρκ. 16,2    Και πολύ πρωϊ την πρώτην ημέρα της εβδομάδος, την ώρα που εγλυκοχάραζε το φως του ήλιου, ήλθαν στο μνημείον.
(1) «Δηλαδή την πρώτη από τις ημέρες της εβδομάδας· διότι Σάββατα ονόμαζαν τις ημέρες της εβδομάδας, ενώ «μίαν», την πρώτη» (Θφ). Την πρώτη ημέρα της δημιουργίας είπε ο Θεός και έγινε φως. Κατά την πρώτη ημέρα και αυτός, ο οποίος θα ήταν το Φως του κόσμου, ανέτειλε από το σκοτάδι του τάφου. Και αφού τάφηκε μαζί με το Χριστό η έβδομη ημέρα του ιουδαϊκού σαββάτου μαζί με όλες τις σκιώδεις τελετές και εορτές του νόμου, ανέτειλε πάλι την πρώτη ημέρα της εβδομάδας καινούργιο σάββατο που ονομάστηκε Κυριακή (Αποκ. α 10) και αναφέρεται στο εξής η ημέρα αυτή ως ημέρα, την οποία οι Χριστιανοί γιόρταζαν με κοινή σύναξη και λατρεία εις τιμήν του αναστημένου Χριστού (Πραξ. κ 7, Α΄ Κορ. ιστ 2). Το σάββατο του νόμου είχε καθιερωθεί εις ανάμνησιν της τελείωσης των έργων της δημιουργίας (Γεν. β 1). Αλλά ο άνθρωπος με την παράβασή του διέφθειρε το έργο αυτό, και δεν επανορθώθηκε αυτό παρά όταν ο Χριστός αναστήθηκε από τον τάφο και «ανακεφαλαιώθηκαν τα πάντα μέσω του Χριστού, τα ουράνια και τα επίγεια» (Εφεσ. α 10). Και η ημέρα, κατά την οποία αυτό έγινε και συντελέστηκε δίκαια είναι ευλογημένη και αγιασμένη ως νέα έβδομη ημέρα. Εκείνος ο οποίος κατά την ημέρα αυτή αναστήθηκε από τον τάφο, είναι ο ίδιος, από τον οποίο και για τον οποίο δημιουργήθηκαν στην αρχή τα πάντα και τώρα αναδημιουργήθηκαν.
(2) «Πολύ πρωί είναι η αρχή του όρθρου. Και εάν ήταν πολύ πρωί, πώς είπε, ότι «αφού ανέτειλε ο ήλιος»; Διότι τότε κυρίως ανατέλλει ο ήλιος, αν και δεν φαίνεται ακόμη σε εμάς, αφού βρίσκεται ακόμη στα βαθύτατα και ακρότατα μέρη της ανατολής, και σιγά σιγά ανεβαίνει· και απόδειξη αυτού είναι το λάλημα των πετεινών. Διότι πρώτοι από όλα τα ζώα, αφού αισθανθούν τη θέρμη του, κράζουν αμέσως, και προμηνύουν την παρουσία του στους ανθρώπους» (Ζμ). Είναι πιθανό, ότι ο Μάρκος εννοεί εδώ όχι πλήρη ανατολή του ηλίου, αλλά το λυκαυγές που μαρτυρεί την εμφάνισή του, δηλαδή ανάμεσα στο λάλημα του πετεινού και τον όρθρο. Ο Andrews σημειώνει, ότι κατά την εποχή αυτή του έτους ο ήλιος ανατέλλει γύρω στις πέντε και μισή, αλλά αρχίζει να φωτίζει αρκετά ώστε τα αντικείμενα να είναι ευδιάκριτα τουλάχιστον μισή ώρα νωρίτερα (σ). Υπάρχει και άλλη εκδοχή. Σύμφωνα με αυτήν οι μυροφόρες δεν ήλθαν όλες μαζί συγχρόνως. Ετσι λοιπόν το μεν «λίαν (=πολύ) πρωί» εφαρμόζεται στη Μαγδαληνή που ήλθε πάρα πολύ νωρίς, ενώ το «αφού ανέτειλε ο ήλιος» στις άλλες μυροφόρες που ήλθαν αργότερα» (b). «Αυτοί που προσπαθούν να εξηγήσουν την φαινομενική διαφωνία των ευαγγελιστών, λένε ότι είναι διαφορετικός ο καιρός της άφιξης στο μνημείο, και λένε ότι είναι άλλες εδώ και άλλες εκεί γυναίκες, και διαφορετικοί οι καιροί και οι οπτασίες… Διότι ήταν πολλές αυτές που ανέβηκαν μαζί του από την Γαλιλαία. Αυτές λοιπόν που σύμφωνα με τον Μάρκο ήλθαν αφού ανέτειλε ο ήλιος, ήταν κάπως πιο ατελείς. Για αυτό και δεν πάνε νύχτα αλλά πρωί… Επειδή δηλαδή πήγαν μόνες και αφού πείστηκαν από αληθινή όψη εφόσον έφτασαν μετά την ανατολή του ηλίου, δεν καταξιώνονται να δουν το Σωτήρα, ή τον άγγελο που άστραπτε, ούτε τους δύο αγγέλους που ήταν μέσα στο μνημείο, ούτε τους δύο άνδρες που αναφέρει ο Λουκάς. Αλλά είδαν έναν απλό νέο ντυμένο με στολή λευκή, βλέποντας την οπτασία ανάλογα με τη μικρότητα της διάνοιάς τους» (β). Σύμφωνα με τον Γρηγόριο Νύσσης «επειδή είναι τέσσερεις οι καιροί και τόσες αντίστοιχα και οι αφίξεις, κατά τις οποίες οι γυναίκες ήλθαν στο μνήμα, το Πνεύμα το Αγιο φρόντισε ο κάθε ευαγγελιστής να γράψει έναν καιρό. Και ο μεν Ματθαίος  εξιστόρησε αυτές που ήλθαν αργά το Σάββατο και έναν άγγελο που κατέβηκε από τον ουρανό και αποκύλησε την πέτρα· ο Ιωάννης από την άλλη έγραψε για τη Μαρία τη Μαγδαληνή ότι ήλθε μόνη στο σκοτάδι πριν την αυγή και ότι είδε δύο αγγέλους μέσα στον τάφο· ο Λουκάς πάλι αναφέρει άλλες που ήλθαν την ίδια την ώρα του όρθρου· και ο Μάρκος άλλη άφιξη αφού είχε ανατείλει ο ήλιος, όπου εκεί ήταν αναμεμιγμένες μαζί και κάποιες από αυτές που είχαν ήδη έλθει στον τάφο. Και στις μεν εμφανίστηκαν δύο άνδρες· ενώ οι άλλες είδαν νέο που καθόταν στα δεξιά· όλοι όμως ήταν ντυμένοι με στολές λευκές. Επομένως μπορεί κάποιος αφού συνθέσει την σειρά των καιρών που ο καθένας έγραψε, να δημιουργήσει μία αρμονία και ένα σώμα όλης της ιστορίας, σαν ακριβώς να γράφει τον όλη ιστορία ένας και όχι πολλοί» (Γν). Και οι δύο εκδοχές είναι σοβαρές. Μία τρίτη εκδοχή, εξεζητημένη όμως, είναι η επόμενη: το «αφού ανέτειλε ο ήλιος» λέγεται για τον Σωτήρα μας σύμφωνα με πολύ ποιητική εικόνα και όχι ξένη στη θεία Γραφή, όπου παριστάνεται ως ήλιος δικαιοσύνης που ανέτειλε από τον τάφο στον κόσμο για φωτισμό και σωτηρία. Δες Αποκ. α 16 (δ). Το πάθος του άρχισε τη νύχτα. Όταν κρεμιόταν στο σταυρό, ο ήλιος σκοτείνιασε. Οδηγήθηκε στον τάφο «αργά το απόγευμα», όταν ο ήλιος έβαινε προς τη δύση του. Αλλά αναστήθηκε από τον τάφο, όταν ο ήλιος πλησίαζε να ανατείλει, διότι αυτός είναι «ο αστέρας ο λαμπρός ο πρωινός» (Αποκ. κβ 16), «το φως το αληθινό».
 


Μαρκ. 16,3    καὶ ἔλεγον πρὸς ἑαυτάς(1)· τίς ἀποκυλίσει(2) ἡμῖν τὸν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου(3);
Μαρκ. 16,3    Και έλεγαν μεταξύ των• ποιός θα μας αποκυλίση τον βαρύν λίθον από την θύραν του μνημείου;
(1) «Ενώ δηλαδή ερχόντουσαν έλεγαν μεταξύ τους αυτά· όση ώρα όμως σκεφτόντουσαν αυτά, έγινε μεν ο σεισμός, και αφού ήλθε ο άγγελος αποκύλισε τον λίθο… Ο Μάρκος όμως φροντίζοντας για τη συντομία, ούτε το σεισμό έγραψε, ούτε ποιός αποκύλισε το λίθο δίδαξε» (Ζμ)
(2) Ο τάφος φρουρούνταν με ασφάλεια, αλλά οι γυναίκες δεν είχαν πληροφορηθεί ότι ήταν ακόμη και σφραγισμένος (b). Ο λίθος ήταν μεγάλος, ώστε όλες μαζί οι γυναίκες δεν μπορούσαν με τις δικές τους δυνάμεις να τον αποκυλίσουν. Και αν από την αρχή αναλογίζονταν αυτό οι μυροφόρες, θα εμποδίζονταν να έλθουν μόνες στον τάφο χωρίς και άλλο βοηθό. Πολύ περισσότερο θα εμποδίζονταν, εάν μάθαιναν, ότι και φρουρούνταν ο τάφος. Αλλά η αγάπη τους προς τον Ιησού τις έκανε να μην σκεφτούν εκ προτέρου καμμία δυσκολία. Και να που, όταν ήλθαν στον τάφο, κάθε εμπόδιο είχε απομακρυνθεί. Όσοι οδηγούνται από άγιο ζήλο, ώστε να ζητούν με πόθο τον Ιησού, θα βρουν τις δυσκολίες, οι οποίες παρεμβάλλονται στην οδό τους με θαυμάσιο τρόπο να εκμηδενίζονται και τους εαυτούς τους να βοηθούνται πέρα από κάθε προσδοκία.
(3) Για να μπούμε σε αυτό και να αλείψουμε με μύρα το σώμα του διδασκάλου; (δ).
 


Μαρκ. 16,4    καὶ ἀναβλέψασαι(1) θεωροῦσιν ὅτι ἀποκεκύλισται(2) ὁ λίθος· ἦν γὰρ(3) μέγας σφόδρα.
Μαρκ. 16,4    Και μόλις εσήκωσαν τα βλέματά των είδαν ότι είχε αποκυλισθή ο λίθος ο οποίος άλωστε ήτο πολύ μεγάλος.
(1) Μόλις σήκωσαν τα μάτια προς τον τάφο (δ). Παρατήρησαν κατ’ ευθείαν. Χαρακτηριστικό γεμάτο ζωντάνια. Πλησίαζαν ήδη προς τον τοπο, όπου ήταν ο τάφος, και τα μάτια τους έπεσαν εκεί, όπου οι σκέψεις τους βρίσκονταν ήδη (σ).
(2) Αυθεντική γραφή ανακεκύλισται = κυλίστηκε προς τα πίσω (δ), ώστε να αφήνει το άνοιγμα του τάφου ελεύθερο (σ). Το αποκεκύλισται = μακριά από την είσοδο (δ).
(3) Το μέγεθος του λίθου ήταν πράγματι λόγος, για τον οποίο απορούσαν για την αποκύλισή του (γ) και αναζητούσαν τρόπο βοήθειας. Μπαίνει παρόλα αυτά εδώ το «διότι ήταν πολύ μεγάλος» για να εξηγήσει συγχρόνως πως μπόρεσαν οι μυροφόρες από απόσταση να δουν το λίθο και να διακρίνουν ότι δεν ήταν στην αναμενόμενη από αυτές θέση (σ).
 


Μαρκ. 16,5    καὶ εἰσελθοῦσαι εἰς τὸ μνημεῖον(1) εἶδον νεανίσκον(2) καθήμενον ἐν τοῖς δεξιοῖς, περιβεβλημένον στολὴν λευκήν(3), καὶ ἐξεθαμβήθησαν(4).
Μαρκ. 16,5    Και αφού εμπήκαν στο μνημείον, είδαν να κάθεται εις τα δεξιά ένας νέος, ντυμένος λευκήν στολήν και κατελήφθησαν από φόβον και κατάπληξιν.
(1) «Ο μεν Ματθαίος λέει ότι ο άγγελος καθόταν πάνω στην πέτρα, ενώ ο Μάρκος λέει ότι μετά την είσοδό τους στο μνημείο είδαν αυτόν οι γυναίκες να κάθεται μέσα» (Θφ). Επιπλέον ο Λουκάς αναφέρει δύο αγγέλους, που εμφανίστηκαν στις μυροφόρες μετά τη διαπίστωσή τους ότι το σώμα έλειπε και την ώρα που αυτές απορούσαν για αυτό. Εξηγήσεις που προβλήθηκαν: «Κάποιοι λένε, ότι άλλες μεν ήταν οι γυναίκες στο Ματθαίο, και άλλες στο Μάρκο» (Θφ). Δες πιο πάνω αυτά που αναφέρθηκαν από τον (β) και (Γν). Οι ευαγγελιστές δηλαδή αφηγούνται διαφορετικές ο καθένας εμφανίσεις αγγέλων προς τις διαφορετικές ομάδες των γυναικών, οι οποίες ξεχωριστά μεταξύ τους επισκέφτηκαν τον τάφο. Άλλη εκδοχή είναι ότι ο σύμφωνα με το Ματθαίο «έξω καθισμένος άγγελος, τις διέταξε να μπουν μέσα, και όταν μπήκαν στο μνημείο είδαν άλλον άγγελο που καθόταν στο δεξιό μέρος του τάφου» (Ζμ). Άλλη εκδοχή: «Είναι ενδεχόμενο αυτόν τον άγγελο που είδαν να κάθεται έξω πάνω στην πέτρα, όπως λέει ο Ματθαίος, αυτόν τον ίδιο να είδαν πάλι μέσα στον τάφο, ο οποίος πρόλαβε τις γυναίκες και μπήκε μέσα» (Θφ). Ως προς τον Λουκά: «Ο μεν άγγελος που καθόταν στα δεξιά, αφού είπε προς αυτές όσα ανέφερε ο Μάρκος, βγήκε κρυφά· το οποίο και αυτό επειδή αποσιωπήθηκε από τον Μάρκο… προκάλεσε ομοίως απορία. Επειδή λοιπόν δεν βρήκαν αυτές το σώμα του Κυρίου Ιησού απορούσαν για αυτό τι έγινε… και την ώρα που απορούσαν έτσι εμφανίστηκαν σε αυτές οι προαναφερθέντες δύο άγγελοι, αυτός που είδαν έξω από τον τάφο, και αυτός που είδαν μέσα σε αυτόν, οι οποίοι μετασχηματίστηκαν με στολές αστραφτερές, ώστε και ακόμη περισσότερο να φανούν ότι είναι άγγελοι Θεού με την ευκολία του μετασχηματισμού» (Ζμ). Η πρώτη εκδοχή είναι πιο πιθανή. Διαφορετικές επισκέψεις στον τάφο από διαφορετικούς ομίλους μυροφόρων που είδαν και διαφορετικές οπτασίες εξηγούν τις διαφορές αυτές των ευαγγελιστών, οι οποίοι δεν αφηγούνται όλοι την ίδια ακριβώς επίσκεψη.
(2) Είδος εμφάνισης που αρμόζει σε αγγέλους (b). Διότι οι άγγελοι, μολονότι δημιουργήθηκαν πριν τον ορατό κόσμο, δεν γερνούν, αλλά παραμένουν πάντοτε στην ίδια κατάσταση της ωραιότητας και δύναμης. Έτσι και οι άγιοι θα δοξαστούν στην ανάσταση, αφού θα είναι σαν άγγελοι Θεού.
(3) Στον ουράνιο και αόρατο κόσμο δεν υπάρχει διαφορά χρωμάτων, αλλά ο άγγελος παρουσιάζεται ντυμένος στολή λευκή, που συμβολίζει την λαμπρότητα και μεγαλοπρέπεια της ουράνιας δόξας, αλλά και την αγνότητα, ακόμη επίσης και την ευθυμία και χαρά του ουράνιου κόσμου.
(4) Η έντονη λέξη που χρησιμοποιήθηκε από τον ευαγγελιστή και στα θ 15 και ιδ 33 για να δηλώσει φοβισμένη έκπληξη (σ). Η θέα του αγγέλου θα μπορούσε μάλλον να τις ενθαρρύνει. Αντί για αυτό όμως τρόμαξαν. Πολλές φορές ό,τι θα έπρεπε να είναι ενίσχυση και παρηγοριά μας, λόγω της πλάνης μας και των παρανοήσεών μας γίνεται φόβος και τρόμος σε εμάς.

Μαρκ. 16,6    ὁ δὲ λέγει αὐταῖς· μὴ ἐκθαμβεῖσθε(1)· Ἰησοῦν ζητεῖτε(2) τὸν Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρωμένον(3)· ἠγέρθη(4), οὐκ ἔστιν ὧδε· ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν(5).
Μαρκ. 16,6    Αυτός δε τους είπε• “μη απορείτε και μη φοβείσθε. Γνωρίζω ότι ζητείτε Ιησούν τον Ναζαρηνόν, τον εσταυρωμένον. Ανεστήθη, δεν είναι εδώ. Ιδού ο τόπος που τον είχαν θέσει.
(1) «Πρώτα τις απαλλάσσει από το φόβο, και έπειτα ευαγγελίζεται σε αυτές και την ανάσταση» (Θφ). Ενθαρρύνει αυτές και διασκορπίζει τους φόβους τους. Μη φοβάστε, διότι γνωρίζω ότι εσείς είστε φίλοι του Ιησού και για αυτόν ήλθατε εδώ. Αυτοί που ζητούν με πόθο τον Ιησού, δεν υπάρχει λόγος να φοβούνται. Όπως οι άγγελοι χαίρονται για την επιστροφή των αμαρτωλών, έτσι αγάλλονται για την παρηγοριά των δικαίων.
(2) Ο άγγελος γνωρίζει ήδη και τι ζητούν και με ποια συναισθήματα το ζητούν οι ευλαβείς γυναίκες. Όλες οι με πίστη και πόθο αναζητήσεις μας για τον Κύριό μας Ιησού παρακολουθούνται και σημειώνονται από τον ουράνιο κόσμο.
(3) Οι αναζητήσεις του Ιησού από τις πιστές ψυχές κατευθύνονται ιδιαιτέρως προς αυτόν ως εσταυρωμένο πρώτα και ως αναστημένο έπειτα. Πρέπει να γνωρίσουμε πρώτα το πάθημά του και να συμμετάσχουμε σε αυτό συμπάσχοντας και συσταυρωνόμενοι μαζί του, για να γνωρίσουμε έπειτα και τη δόξα της ανάστασής του, συμβασιλεύοντας όταν έλθει ο καιρός μαζί του. Ο άγγελος ονομάζει τον Ιησού εσταυρωμένο. Και ο ίδιος ο Ιησούς στη δόξα του ετσι αποκαλεί τον εαυτό του: «Εγώ είμαι αυτός που ζει και έγινα νεκρός» (Αποκ. α 18). Και εμφανίζεται ανάμεσα στους ύμνους του ουρανίου κόσμου ως «αρνίο εσφαγμένο» (Αποκ. ε 6).
(4) Το πάθημα του σταυρού πέρασε. Ο Ιησούς είχε σταυρωθεί με αδυναμία, αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να αναστηθεί με δύναμη. Ήταν σταυρωμένος, αλλά τώρα είναι δοξασμένος. Και η ντροπή των παθημάτων του, όχι μόνο δεν μείωσε τη δόξα του, αλλά αντίθετα για αυτήν το όνομά του υπερυψώθηκε πάνω από κάθε άλλο όνομα. Δεν πρέπει να εμμένουμε χωρίς μέτρο στις θλιβερές λεπτομέρειες του πάθους του Κυρίου μέχρι σημείου ώστε να γινόμαστε ανίκανοι να εκτιμήσουμε το χαρμόσυνο άγγελμα της ανάστασής του.
(5) «Αναστήθηκε. Από πού φαίνεται αυτό; Διότι δεν είναι εδώ. Και θέλετε να βεβαιωθείτε; Να ο τόπος που τον τοποθέτησαν» (Θφ). Δείχνει τον τόπο και τον τάφο τον κενό μόνο. Ο Κύριος αναστήθηκε. Πρέπει πλέον να τον ζητούμε με μεγάλη ευλάβεια και ταπείνωση και με βλέμμα σεβασμού και λατρείας, διότι αναστήθηκε και ο Θεός τον υπερύψωσε, ώστε κάθε γόνατο να γονατίσει μπροστά του. Δεν μπορούν πλέον οι άγιες γυναίκες και οι μαθητές να συναναστρέφονται με τον Κύριο, όπως και προηγουμένως, όταν ήταν στην κατάσταση της ταπείνωσής του. «Αν και γνώρισαν σωματικά το Χριστό, αλλά τώρα δεν θα τον γνωρίσουν πλέον σωματικα» (Β΄ Κορ. ε 16). Πρέπει να τον αναζητούμε με τις καρδιές και το νου ψηλά, με τις διαθέσεις ουράνιες, «τα άνω ζητώντας, όπου ο Χριστός είναι καθισμένος στα δεξιά του Θεού· τα άνω φρονώντας, όχι τα γήινα» (Κολ. γ 1, 2). Παρόλ’ αυτά ο Κύριος θα πραγματοποιήσει τις προς τους μαθητές υποσχέσεις για εμφάνισή του σε αυτούς και μετά την ανάστασή του. Και στην πραγματοποίηση αυτή αναφέρεται η συνέχεια των λόγων του αγγέλου.
 


Μαρκ. 16,7    ἀλλ᾿ ὑπάγετε(1) εἴπατε τοῖς μαθηταῖς(2) αὐτοῦ καὶ τῷ Πέτρῳ(3) ὅτι προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν(4)· ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε, καθὼς εἶπεν ὑμῖν.
Μαρκ. 16,7    Αλλά πηγαίνετε, πέστε στους μαθητάς του, και ιδιαιτέρως στον Πετρον, ότι πηγαίνει ενωρίτερα από σας εις την Γαλιλαίαν. Εκεί θα τον ίδετε, όπως άλωστε σας είχε πη.
(1) Αντιτίθεται στο στίχο 6. Δεν είναι εδώ· εκεί θα τον δείτε (b). Παραγγέλλει σε αυτές να γνωστοποιήσουν την ανάσταση και στους μαθητές. Έγιναν έτσι Απόστολοι για τους Αποστόλους, και αυτό αποτελεί ανταμοιβή της αγάπης και της αφοσίωσής τους. Παρέμειναν πιστές στο Χριστό δίπλα στο σταυρό, δίπλα στον τάφο και μέσα στον τάφο. Ήλθαν στον τάφο και μπήκαν σε αυτόν πρώτες, και πρώτες χρησιμοποιήθηκαν. Κανείς από τους μαθητές δεν τόλμησε να έλθει εκεί πριν το μήνυμα των μυροφόρων. Ήταν κατατρομαγμένοι. Τόσο λίγος ήταν ο κίνδυνος τού να έλθει κάποιος από αυτούς νύχτα και να κλέψει το σώμα του Ιησού, ώστε κανείς δεν πλησίασε τον τάφο παρά μόνο λίγες γυναίκες, ανίσχυρες και να κυλίσουν ακόμη την πέτρα από τη θύρα του μνημείου.
(2) Πείτε όχι στους αρχιερείς και στους γραμματείς και στους Φαρισαίους για να ντροπιαστούν, αλλά στους μαθητές για να ενισχυθούν και παρηγορηθούν. Ο Θεός ενδιαφέρεται περισσότερο για τη χαρά των φίλων του παρά για την ντροπή των εχθρών του, μολονότι και η τελευταία αυτή επιφυλάσσεται να επακολουθήσει πλήρης. Πείτε στους μαθητές, οι οποίοι περνούν κρίσιμες στιγμές, διότι νομίζουν ότι ο διδάσκαλός τους είναι νεκρός και οι ελπίδες τους και οι χαρές τους τάφηκαν στο μνημείο του μέχρι σημείου, ώστε να είναι και αυτοί λεία εύκολη στα χέρια των εχθρών του. Επίκαιρες παρηγοριές θα στέλνονται πάντα σε εκείνους, που θρηνούν για τον Ιησού Χριστό και θα βρει καιρό ο διδάσκαλος να πραγματοποιήσει πνευματικές εμφανίσεις αισθητές στις ψυχές που μέσω της πίστης επικοινωνούν με αυτόν.
(3) «Πρόσθεσε ονομαστικά τον Πέτρο, για να μάθει, ότι συγχωρέθηκε το σφάλμα της τριπλής άρνησης λόγω της θερμής του μετάνοιας, και να αναπνεύσει (ανακουφιστεί). Διότι πράγματι είχε βυθιστεί στην υπερβολική λύπη» (Ζμ). Η λεπτομέρεια αυτή («και στον Πέτρο») σημειώνεται από τον ευαγγελιστή αυτόν ο οποίος κατέγραψε το ευαγγέλιο του Πέτρου. Πείτε στον Πέτρο, τον θλιμμένο, αλλά και μετανοημένο για την άρνησή του, διότι κανένα άλλο μήνυμα δεν είναι πιο ευπρόσδεκτο σε αληθινά μετανιωμένους από το μήνυμα της ανάστασης του Χριστού, ο οποίος πέθανε για τις αμαρτίες μας και αναστήθηκε για τη δικαίωσή μας. Πείτε και στον Πέτρο, διότι αν πείτε μόνο στους μαθητές, ο ταλαίπωρος αυτός είναι έτοιμος να ξεσπάσει πάλι σε κλάματα και να πει: Περιλαμβάνομαι άραγε και εγώ στους μαθητές; Φοβάμαι, όχι, διότι αρνήθηκα τον διδάσκαλο. Έξυπνη αλλά εξεζητημένη η εκδοχή: Αναγγέλλεται στον Πέτρο ονομαστικά η ανάσταση του Κυρίου, έτσι ώστε η κλονισμένη πίστη του από την άρνηση να στηριχτεί με την αναγγελία αυτή (γ).
(4) Αυτό συμφωνεί με την προαναγγελία του Κυρίου που έγινε στο Μάρκου ιδ 28. «Τους στέλνει στη Γαλιλαία απομακρύνοντάς τους από τους θορύβους και τον πολύ φόβο των Ιουδαίων» (Θφ), «ώστε να μην ενοχλεί υπερβολικά την πίστη ο φόβος» (β). Εμφανίστηκε στους μαθητές και προηγουμένως στα Ιεροσόλυμα, και μάλιστα την ίδια την ημέρα της ανάστασής του. Αλλά η πιο δημόσια και επίσημη εμφάνισή του έγινε στη Γαλιλαία. Ήταν πολλοί μαθητές, που έμεναν στη Γαλιλαία, οι οποίοι δεν είχαν έλθει, και ίσως και δεν μπορούσαν να έλθουν στα Ιεροσόλυμα. Για αυτούς θα πάει ο Κύριος εκεί. Η ένδοξη εξύψωσή του δεν συντελεί στο να λησμονηθούν αυτοί. Γνωρίζει ο Κύριος τους δικούς του και τους επισκέπτεται όπου διαμένουν και σε όποιες περιστάσεις βρίσκονται.
 


Μαρκ. 16,8    καὶ ἐξελθοῦσαι ἔφυγον ἀπὸ τοῦ μνημείου· εἶχε δὲ αὐτὰς τρόμος καὶ ἔκστασις(1), καὶ οὐδενὶ(2) οὐδὲν εἶπον· ἐφοβοῦντο(3) γάρ(4).
Μαρκ. 16,8    Και αυταί αφού εβγήκαν, έφυγαν από το μνημείον. Τας είχε δε καταλάβει τρόμος και κατάπληξις και δεν είπαν εις κανένα τίποτε, διότι εφοβούντο.
(1) «Αν ο μεν Ματθαίος είπε, ότι φοβούνταν και χαίρονταν, ενώ ο Μάρκος ότι έτρεμαν και ήταν εκστατικές, δεν είναι αυτό αντίθεση· διότι ο τρόμος έγινε σε αυτές από φόβο· τη χαρά όμως την αποσιώπησε ο Μάρκος· ή και αυτήν την φανέρωσε με την έκσταση· διότι και η χαρά φέρνει έκσταση» (Ζμ). Έκσταση είναι υπερβολή θαυμασμού και κατάπληξη που φέρνει τους ανθρώπους έξω από τον εαυτό τους (γ). «Κυρίευσε τις γυναίκες φόβος και έκσταση, δηλαδή έκπληξη και για τη θέα του αγγέλου και για την φρίκη που προκαλεί η ανάσταση» (Θφ). Η λέξη τρόμος στα ευαγγέλια μόνο εδώ συναντιέται (σ). Από τις δύο λέξεις, η λέξη τρόμος αναφέρεται στο σώμα, ενώ η έκσταση στη διάνοια (b).
(2) «Σε κανέναν από τους άλλους ανθρώπους, που τις συναντούσαν στο δρόμο· διότι στους Αποστόλους τα είπαν όλα, όταν επέστρεψαν σε αυτούς, όπως εξιστορεί ο Λουκάς» (Ζμ).
(3) «Η αιτία που δεν είπαν σε κανέναν τίποτα ήταν ο φόβος» (Ζμ). «ή φοβόντουσαν τους Ιουδαίους ή (πιο σωστά) επειδή ήταν κυριευμένες από το φόβο που προκάλεσε η οπτασία» (Θφ). «Φοβόντουσαν από τη μία εξαιτίας της φοβερής όψης του νέου, και από την άλλη επειδή η ημέρα είχε ήδη προχωρήσει, και οι Ιουδαίοι, όπως ήταν φυσικό θα πηγαινοέρχονταν πάνω κάτω με φονικές διαθέσεις» (Γν). Φοβόντουσαν αυτές που έγιναν Απόστολοι των Αποστόλων. Ο Θεός τα ασθενή του κόσμου εκλέγει για να ντροπιάσει τους δυνατούς. Και εναποθέτει τον θησαυρό του όχι μόνο σε οστράκινα σκεύη, αλλά στα πιο εύθραυστα και πιο ασθενή από αυτά, όπως εδώ, έτσι ώστε και η συγκατάβαση και η δύναμή του με την ασθένειά μας να αποδεικνύονται τέλειες και ακατανίκητες.
(4) «Στα μεν ακριβέστερα αντίγραφα το κατά Μάρκον ευαγγέλιο τελειώνει στο «ἐφοβοῦντο γάρ». Σε κάποια όμως προστίθενται και αυτά: Ἀναστὰς δὲ πρωΐ» (Γν). «Λένε λοιπόν κάποιοι από τους εξηγητές ότι το κατά Μάρκον ευαγγέλιο συμπληρώνεται εδώ· και ότι τα επόμενα είναι προσθήκη μεταγενέστερη» (Ζ). Ως προς τις εξωτερικές μαρτυρίες για το τμήμα του ευαγγελίου από το στίχο 9-20 είπαμε ήδη στην εισαγωγή ότι αυτές είναι ισχυρά ευνοϊκές υπέρ της αυθεντικότητας και του τμήματος αυτού. Οι εσωτερικές όμως ενδείξεις, οι σχετικές με την ανομοιότητα του ύφους κλπ. παρουσιάζονται κάπως δυσμενείς και άξιες κάποιας προσοχής. Πράγματι. Υπάρχουν στο τμήμα αυτό πολλές λέξεις που λέγονται μία μόνο φορά στο ευαγγέλιο και φράσεις ιδιωματικές που δεν συναντιούνται αλλού στο ευαγγέλιο. Έτσι το πορεύομαι τρεις φορές χρησιμοποιείται σε αυτό το τμήμα, πουθενά όμως αλλού στο ευαγγέλιο. Ομοίως και τα θεῶμαι, ἀπιστῶν, θανάσιμον, βλάπτω, βεβαιῶ, ἐπακολουθῶ κλπ. (γ). Αλλά και αν δεχτούμε ως αδιάσειστες τις αντιρρήσεις αυτές, εφόσον η παράγραφος ήταν ήδη γνωστή ως τμήμα του κατά Μάρκον ευαγγελίου στον Ειρηναίο και πιθανώς και στον Τατιανό, ανεβαίνει η σύνθεσή της παλαιότερα από το 150 μ.Χ. Υπάρχουν όμως και άλλες ενδείξεις που τοποθετούν ακόμη παλαιότερα το χρόνο της συγγραφής της περικοπής αυτής. Για αυτό κανένας λόγος δεν υπάρχει να απορρίψουμε την μαρτυρία, την οποία βρίσκουμε στο περιθώριο παλαιού αρμενικού χειρογράφου, και κατά την οποία συγγραφέας της περικοπής κατονομάζεται ο Αρίστων δηλαδή ο σύμφωνα με τον Παπία Αριστίων, ο μαθητής του Κυρίου (σ). Οπωσδήποτε λοιπόν η προέλευσή του είναι αποστολική. «Και αν όμως το Ἀναστὰς δὲ πρωΐ… σε πολλά αντίγραφα δεν υπάρχουν αυτοί οι στίχοι στο παρόν ευαγγέλιο, κάποιοι νόμισαν ότι αυτά είναι νόθα, αλλά εμείς επειδή βρήκαμε αυτά σε πολλά από τα ακριβή αντίγραφα και στο κατά Παλαιστιναίο ευαγγέλιο, έχουμε συμφωνήσει ότι είναι αληθινά του Μάρκου» (β).


 
Μαρκ. 16,9    Ἀναστὰς δὲ πρωΐ(1) πρώτῃ σαββάτου ἐφάνη(2) πρῶτον Μαρίᾳ τῇ Μαγδαληνῇ, ἀφ᾿ ἧς ἐκβεβλήκει ἑπτὰ(3) δαιμόνια.
Μαρκ. 16,9    Αφού δε ανεστήθη ο Ιησούς το πρωϊ της πρώτης ημέρας της εβδομάδος, παρουσιάσθηκε πρώτον εις την Μαρίαν την Μαγδαληνήν, από την οποίαν είχε διώξει επτά δαιμόνια.
(1) Μπορεί να συνδεθεί και με το «όταν αναστήθηκε», αλλά καλύτερα να συνδεθεί με το «φάνηκε». «Πότε μεν δηλαδή αναστήθηκε είναι άγνωστο· πότε όμως φάνηκε είναι φανερό» (Ζ). «Διότι πράγματι πρέπει να βάλουμε το κόμμα με σύνεση, (δηλαδή να πούμε) Ἀναστὰς δὲ, και έπειτα να προσθέσουμε πρωΐ Σαββάτου ἐφάνη πρῶτον Μαρίᾳ τῇ Μαγδαληνῇ, έτσι ώστε το μεν «όταν αναστήθηκε» να έχει την αναφορά κατά τρόπο σύμφωνο με τον Ματθαίο για τον προηγούμενο καιρό· ενώ το πρωΐ να αποδοθεί στην εμφάνιση που έγινε στη Μαρία… Διότι πρωί είναι όλο το διάστημα, το οποίο αρχίζει μετά το λάλημα των πετεινών» (Γν). «Φάνηκε πρωί, την ημέρα της Κυριακής, διότι αυτή είναι η πρώτη του Σαββάτου» (Θφ).
(2) Με την έννοια των εμφανίσεων του αναστημένου Κυρίου μόνο εδώ συναντιέται. Ο Λουκάς (κδ 34) και ο Παύλος (Α΄ Κορ. ιε 5) χρησιμοποιούν το ρήμα ώφθη (σ).
(3) Μπορεί να έχει και την έννοια του πολλά. «Διότι γνωρίζει η Γραφή τον αριθμό επτά να τον αναφέρει αντί για το πλήθος, όπως π.χ. το Στείρα γέννησε επτά» (Θφ). Πολύ δόθηκε σε αυτήν και έγινε για αυτήν, για αυτό και αυτή πολύ αγάπησε το Χριστό. Αλλά και ο Χριστός ανταμοίβοντας την αγάπη της σε πρώτη αυτήν μετά την ανάστασή του εμφανίστηκε, όπως εξιστορεί λεπτομερέστερα ο Ιωάννης. Όσο στενότερα συνδεόμαστε με το Χριστό, τόσο γρηγορότερα και πλουσιότερα θα αισθανθούμε στις καρδιές μας την παρουσία του και τόσο περισσότερο θα γίνουμε γνωστοί από αυτόν.
 


Μαρκ. 16,10    ἐκείνη πορευθεῖσα(1) ἀπήγγειλε τοῖς μετ᾿ αὐτοῦ γενομένοις(2), πενθοῦσι(3) καὶ κλαίουσι.
Μαρκ. 16,10    Αυτή επήγε και ανήγγειλε το ευχάριστον γεγονός στους μαθητάς του, οι οποίοι επενθούσαν και έκλαιον.
(1) Μολονότι είναι τόσο συνηθισμένη η λέξη, δεν συναντιέται στο κατά Μάρκον αλλού παρά μόνο στο τμήμα αυτό και μάλιστα τρεις φορές (γ).
(2) «Σε αυτούς που συναναστράφηκαν με αυτόν, στους μαθητές που τον ακολούθησαν» (Ζ). Πρωτότυπη και αυτή φράση για δήλωση των μαθητών που δεν συνατιέται στο υπόλοιπο ευαγγέλιο του Μάρκου ούτε στους άλλους ευαγγελιστές (γ).
(3) Και το ρήμα αυτό μόνο εδώ στο ευαγγέλιο του Μάρκου συναντιέται. Ο Κύριος είχε ήδη πει σε αυτούς «θα κλάψετε και θα θρηνήσετε εσείς» (Ιω. ιστ 20). Και ήταν αυτό απόδειξη της μεγάλης τους αγάπης προς τον Ιησού και της βαθειάς θλίψης τους, διότι τον έχασαν. Αλλά ενώ το κλάμα και οι θρήνοι τους διήρκησαν δύο ή τρεις νύχτες «η λύπη τους μεταβλήθηκε σε χαρά», διότι ο Κύριος τους υποσχέθηκε, ότι «πάλι θα σας δω και θα χαρεί η καρδιά σας» (Ιω. ιστ 22).
 


Μαρκ. 16,11    κἀκεῖνοι ἀκούσαντες ὅτι ζῇ καὶ ἐθεάθη(1) ὑπ᾿ αὐτῆς, ἠπίστησαν(2).
Μαρκ. 16,11    Εκείνοι δε όταν ήκουσαν ότι ο Διδάσκαλος ζη και ότι παρουσιάσθηκε εις αυτήν, δεν επίστευσαν.
(1) Χρησιμοποιείται δύο φορές στην παράγραφο αυτή, αλλά πουθενά αλλού στο κατά Μάρκον (γ). Εκφραστικότατο ρήμα που χρησιμοποιείται συχνά από τον Ιωάννη για να δηλώσει βαθειά, πειστική και θαυμαστή αντίληψη με τα μάτια.
(2) Και το ρήμα αυτό συναντιέται δύο φορές στο τμήμα αυτό, αλλά πουθενά αλλού στον Μάρκο (γ). Εάν είχαν πιστέψει στις επανειλημμένες προφητείες του Διδασκάλου, δεν θα δείχνονταν τώρα τόσο άπιστοι. Τίποτα βεβαιότερο δεν υπάρχει από τον προφητικό λόγο και καλά κάνουν αυτοί που «προσέχουν σε αυτόν σαν σε λυχνάρι που φέγγει σε σκοτεινό τόπο, έως ότου η ημέρα της δευτέρας παρουσίας λάμψει, και το άστρο της αυγής που φέρνει το φως ανατείλει στις καρδιές τους» (Β΄ Πέτρ. α 19).

 
Μαρκ. 16,12    Μετὰ δὲ ταῦτα δυσὶν ἐξ αὐτῶν περιπατοῦσιν(1) ἐφανερώθη ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ(2), πορευομένοις εἰς ἀγρόν(3).
Μαρκ. 16,12    Επειτα από αυτά εφανερώθηκε με άλλην μορφήν, από εκείνην που είχε πριν σταυρωθή, εις δύο από αυτούς που επεριπατούσαν και επήγαιναν εις κάποιον χωράφι.
(1) Προφανώς πρόκειται για την εμφάνιση σε αυτούς που πορεύονταν προς Εμμαούς.
(2) Με άλλη δηλαδή από εκείνη, την οποία είχε όταν ήταν μαζί τους πριν σταυρωθεί (δ). Φαίνεται μεν εκ πρώτης όψης μία ελαφρά διαφωνία με το Λουκά, που καθορίζει την αιτία της μη αναγνώρισης του Κυρίου από τους δύο μαθητές, στο ότι κρατιούνταν τα μάτια τους ώστε να μην τον αναγνωρίσουν, ενώ εδώ ως αιτία καθορίζεται ότι ο Κύριος εμφανίστηκε σε αυτούς με άλλη μορφή, προσεκτικότερη όμως παρατήρηση του πράγματος παρουσιάζει τους δύο ευαγγελιστές να συμπληρώνουν και να επεξηγούν ο ένας τον άλλον. Κρατιόντουσαν τα μάτια τους και από τη μεταβολή που έγινε στη μορφή του Κυρίου αλλά ίσως και από το διαφορετικό ένδυμα το οποίο είχε, ασυνήθιστο τελείως στο Διδάσκαλο, ο οποίος ήδη εμφανιζόταν ως ταξιδιώτης και αγρότης.
(3) Σε χωράφι, το οποίο είχαν στην εξοχή στους Εμμαούς (δ)
 


Μαρκ. 16,13    κἀκεῖνοι ἀπελθόντες ἀπήγγειλαν τοῖς λοιποῖς· οὐδὲ ἐκείνοις ἐπίστευσαν(1).
Μαρκ. 16,13    Και εκείνοι επήγαν και ανήγγειλαν τούτο στους άλλους Αποστόλους, αλλ' ούτε εις εκείνους επίστευσαν.
(1) «Και πώς ο Λουκάς λέει, ότι επιστρέφοντας βρήκαν μαζεμένους τους έντεκα που έλεγαν ότι αναστήθηκε ο Κύριος, ενώ ο Μάρκος λέει εδώ, ότι ούτε σε αυτούς που ήλθαν από τον αγρό δεν πίστεψαν;» (Θφ). Ή , λιγότερο πιθανώς «είναι άλλοι αυτοί και άλλοι εκείνοι», που πορεύτηκαν στους Εμμαούς (Ζ)· οι δύο δηλαδή που αναφέρονται εδώ είναι διαφορετικοί από αυτούς που πήγαιναν στους Εμμαούς. Απίθανη εκδοχή Ή, «ανήγγειλαν στους υπόλοιπους, δεν λέει για τους έντεκα Αποστόλους αλλά  για κάποιους άλλους· διότι αυτούς ονόμασαν υπόλοιπους» (Θφ). Άλλωστε και η φράση του Λουκά «που έλεγαν ότι όντως αναστήθηκε ο Κύριος και  εμφανίστηκε στο Σίμωνα» δεν αποκλείει απολύτως την ύπαρξη δισταγμών και αμφιβολιών μεταξύ των μαθητών που δεν είχαν δει ακόμη τον Κύριο. Και το τελευταίο αυτό είναι και το πιθανότερο. Υποπτεύθηκαν και για αυτούς, ότι τα μάτια τους τούς εξαπάτησαν. Σύμφωνα με σοφή επέμβαση της θείας Πρόνοιας οι αποδείξεις και μαρτυρίες για την ανάσταση δόθηκαν βαθμιαία και έγιναν δεκτές με πολλές επιφυλάξεις, ώστε η βεβαιότητα, με την οποία οι Απόστολοι κήρυξαν αυτήν μετά από αυτά, όταν διακινδύνευαν το παν για το κήρυγμα αυτό, να αποβεί βαθύτερη και ακόμη περισσότερο αδιάσειστη. Και εμείς έχουμε ήδη περισσότερους λόγους, για να πιστέψουμε εκείνους, οι οποίοι τόσο αργά και τόσο δύσκολα πίστεψαν. Εάν πείθονταν αμέσως, ίσως θα χαρακτηρίζονταν ως εύπιστοι και η μαρτυρία τους λιγότερο σοβαρή. Αλλά η δυσπιστία που επέδειξαν αποδεικνύει, ότι εκείνο, στο οποίο ύστερα πίστεψαν, είχε υπέρ του πλήρεις και τελείως πειστικές αποδείξεις.
 

Μαρκ. 16,14    Ὕστερον(1) ἀνακειμένοις(2) αὐτοῖς τοῖς ἕνδεκα ἐφανερώθη, καὶ ὠνείδισε τὴν ἀπιστίαν αὐτῶν(3) καὶ σκληροκαρδίαν(4), ὅτι τοῖς θεασαμένοις αὐτὸν ἐγηγερμένον οὐκ ἐπίστευσαν.
Μαρκ. 16,14    Ύστερον δε εφανερώθηκε και στους ένδεκα, όταν αυτοί είχαν καθίση να φάγουν, και τους ήλεγξε δια την απιστίαν των και την σκληροκαρδίαν των, διότι δεν επίστευσαν εις εκείνους, που τον είχαν ίδει αναστημένον.
(1) «Αφού πληροφορήθηκαν αυτοί από τον Πέτρο και αφού ήλθαν ο Κλεόπας και αυτός που ήταν μαζί του και  εξήγησαν όσα έγιναν στο δρόμο» (Ζ).
(2) Καθισμένους σε δείπνο. Αυτό συμφωνεί με την αφήγηση του Λουκά, που αναφέρει, ότι ο Ιησούς έφαγε τεμάχιο από ψάρι ψημένο και λίγη κηρύθρα.
(3) «έλεγξε την απιστία και σκληροκαρδία τους δηλαδή το ότι δεν πείθονταν, ότι δεν πίστεψαν σε αυτούς που τον είδαν αναστημένο, δηλαδή στη Μαγδαληνή και στην άλλη και στους δύο αυτούς, για τους οποίους εξιστόρησε ο Μάρκος. Ο μεν Μάρκος λοιπόν κατέγραψε την κατηγορία που ανέφερε ο Κύριος· ενώ ο Λουκάς και ο Ιωάννης προσπερνώντας αυτήν, ανέφεραν άλλα πράγματα που έγιναν τότε» (Ζ). Οι αποδείξεις υπέρ της αλήθειας του ευαγγελίου είναι τόσο πλήρεις, ώστε εκείνοι, οι οποίοι δεν δέχονται αυτές, δίκαια ελέγχονται για την απιστία τους. Η απιστία αυτή δεν οφείλεται σε έλλειψη ή ασθένεια αποδείξεων, αλλά στη σκληροκαρδία αυτών που απιστούν.
(4) Η πίστη και η αγαθή και τρυφερή καρδιά συνδέονται πάντα (b). Η απιστία των μαθητών οφειλόταν και σε σκληρότητα ή υπερηφάνεια της καρδιάς. Ίσως θα σκέφτηκαν: Εάν πράγματι ο διδάσκαλος αναστήθηκε, σε ποιους άλλους θα έπρεπε πρώτα να κάνει την τιμή της εμφάνισής του παρά σε εμάς; Γιατί τάχα εμφανίστηκε σε μία γυναίκα και όχι σε μας; Γιατί δεν εμφανίστηκε στους Αποστόλους του, αλλά σε δύο δευτερεύοντες μαθητές;… Και σήμερα ακόμη πολλοί δυσπιστούν στη διδασκαλία του Χριστού, διότι θεωρούν ως υποδεέστερούς τους σε μόρφωση και διανόηση εκείνους, οι οποίοι κηρύττουν αυτήν και μαρτυρούν για αυτήν. Πρόσεξε· δεν θα είναι δεκτή η δικαιολογία σου κατά την ημέρα της κρίσης, εάν θα πεις: Δεν είδα αυτόν μετά την ανάστασή του. Διότι θα σου δοθεί η απάντηση: Και γιατί δεν πίστεψες στη μαρτυρία εκείνων, που τον είδαν;
 
 
Μαρκ. 16,15    καὶ εἶπεν αὐτοῖς(1). πορευθέντες εἰς τὸν κόσμον ἅπαντα κηρύξατε τὸ εὐαγγέλιον(2) πάσῃ τῇ κτίσει(3).
Μαρκ. 16,15    Και τους είπεν• “πηγαίνετε εις όλον τον κόσμον και κηρύξατε το ευαγγέλιον, το χαρμόσυνον μήνυμα της σωτηρίας, εις όλην την ανθρωπότητα.
(1) «Είπε σε αυτούς αυτόν το λόγο όχι τότε οπωσδήποτε, αλλά ύστερα όταν πορεύτηκαν στη Γαλιλαία, στο όρος, που τους έδωσε εντολή ο Χριστός, όπως γράφεται στο τέλος του κατά Ματθαίον ευαγγελίου» (Ζ). Προηγουμένως είχε στείλει αυτούς μόνο στα χαμένα πρόβατα του οίκου Ισραήλ, και τους απαγόρευσε τότε να μπουν σε δρόμο εθνών. Τώρα στέλνει αυτούς στον κόσμο όλο για να κηρύξουν το ευαγγέλιο σε όλη την κτίση, τόσο στους Ιουδαίους όσο και στους εθνικούς.
(2) Το ευαγγέλιο, το χαρμόσυνο κήρυγμα της μέσω του Χριστού σωτηρίας. Πληροφορήστε τους για το Χριστό, για την ιστορία της ζωής του και του θανάτου του και της αναστάσεώς του. Διδάξτε τους τη σημασία και τον σκοπό αυτών και τις ωφέλειες, τις οποίες οι γιοι των ανθρώπων έχουν ή μπορούν να αποκομίσουν από αυτά. Και προσκαλέστε τους να μετάσχουν στις ωφέλειες αυτές. Αυτό είναι το ευαγγέλιο, το οποίο παίρνουν εντολή να κηρύξουν.
(3) Στην κτίση = στην ανθρωπότητα σύμφωνα με την ιουδαϊκή χρήση του όρου κτίση. Δες και Διδαχή XVI,5. «Τότε θα οδηγηθεί η κτίση των ανθρώπων (ολόκληρο το ανθρώπινο γένος)» (σ). «Δες την εντολή του Κυρίου, κηρύξτε σε όλη την κτίση. Δεν είπε κηρύξτε σε αυτούς που πείθονται, αλλά σε όλη την κτίση είτε πείθονται είτε όχι» (Θφ). Για την κήρυξη του ευαγγελίου σε όλο τον κόσμο δες και Μάρκ. ιδ 9, Ματθ. κη 19 (σ). Οι έντεκα δεν θα μπορούσαν μόνοι να συντελέσουν αυτό. Αλλά ήταν και οι εβδομήντα, οι οποίοι έπρεπε μαζί με αυτούς να διασκορπιστούν σε όλο τον κόσμο. Αλλά και ο καθένας από όσους προσελκύονταν στην πίστη θα έπρεπε και αυτός να αποβεί με την ομολογία του και με τη ζωή του ευαγγελιστής μέσα στον κύκλο της δράσης του. Η ιστορία της διάδοσης του ευαγγελίου μάς παρουσιάζει πολυάριθμες περιπτώσεις ιδιωτών και απλών χριστιανών, οι οποίοι συνέβαλαν στο αποστολικό έργο. Και όπως τότε και στις μετέπειτα γενεές, έτσι και σήμερα ο κάθε πιστός καλείται στο έργο αυτό. Δεν είπε μόνο ο Κύριος τους Αποστόλους, αλλά και όλους τους οποιουσδήποτε μαθητές του φως του κόσμου. Και καθένας που βρίσκεται σε κοινωνία με τον ήλιο της δικαιοσύνης πρέπει να μεταλαμπαδεύει το φως του σε όλο το περιβάλλον του.

Μαρκ. 16,16    ὁ πιστεύσας καὶ βαπτισθεὶς(1) σωθήσεται(2), ὁ δὲ ἀπιστήσας(3) κατακριθήσεται.
Μαρκ. 16,16    Εκείνος που θα πιστεύση και βαπτισθή, θα σωθή, εκείνος που θα απιστήση στο κήρυγμά σας θα καταδικαστή.
(1) «Αυτός που πίστεψε και δεν αρκεί αυτό, αλλά και βαπτίστηκε» (Θφ). «Και τα δύο συνένωσε. Διότι το ένα από τα δύο χωρίς το άλλο, δεν σώζει τον άνθρωπο» (Ζ). Γνωρίστε στον κόσμο όλο τη ζωή και το θάνατο, το αγαθό και το κακό. Πληροφορήστε τους γιους των ανθρώπων για την άθλια και επικίνδυνη κατάστασή τους. Διαφωτίστε τους για το ότι βρίσκονται κάτω από την κατάκτηση του άρχοντα του σκότους αυτού του αιώνα, και ότι είναι αιχμάλωτοι και δούλοι των εχθρών τους. Παρουσιάστε τους ότι είναι χαμένοι και μπορούν να σωθούν, έχουν όλα τα μέσα να σωθούν. Εάν πιστέψουν στο ευαγγέλιο και παραδώσουν τους εαυτούς τους στο Χριστό για να γίνουν μαθητές του· εάν αποκηρύξουν το σατανά, τον κόσμο και τη σάρκα και αφοσιωθούν στο Χριστό ως Προφήτη, Αρχιερέα και Βασιλιά τους, και στο Θεό που με το Χριστό σύναψε τη νέα διαθήκη με τους ανθρώπους και ομολογώντας την πίστη αυτή βαπτιστούν, για να σταυρωθούν, συνταφιαστούν και συναναστηθούν μαζί με το Χριστό, σίγουρα και βέβαια θα σωθούν.
(2) «Θα σωθεί, εφόσον βεβαίως συντηρήσει την πίστη και το βάπτισμα καθαρά και αμόλυντα ή και αν τα μολύνει, μετά τα καθαρίσει» (Ζ).
(3) Αυτός που θα απιστήσει στο ευαγγέλιο και κατά συνέπεια δεν θα δεχτεί και το βάπτισμα, το οποίο δεν αναφέρεται, σαν το από μόνο του εννοούμενο αποτέλεσμα της πίστης (δ). Αλλά και αν πάρουν το βάπτισμα σε μικρή ηλικία με την πίστη των γονέων τους, και δεν εκδηλώσουν έπειτα την πίστη τους, όταν θα είναι σε ώριμη ηλικία, θα κατακριθούν ως άπιστοι. Τι ευθύνη αναλαμβάνουν οι κηδεμόνες και οι γονείς αναδεχόμενοι αυτοί να ομολογήσουν πίστη μπροστά στην κολυμβήθρα για τα νήπια τέκνα τους.

 
Μαρκ. 16,17    σημεῖα(1) δὲ τοῖς πιστεύσασι(2) ταῦτα παρακολουθήσει(3)· ἐν τῷ ὀνόματί μου(4) δαιμόνια ἐκβαλοῦσι· γλώσσαις λαλήσουσι καιναῖς(5)·
Μαρκ. 16,17    Υπερφυσικά δε σημεία στους πιστεύοντας που θα μαρτυρούν την αλήθειαν της πίστεώς των, θα ακολουθήσουν τα εξής• Με την πίστιν και την επίκλησιν του ονόματός μου θα διώξουν δαιμόνια• θα ομιλήσουν ξένας γλώσσας, νέας και αγνώστους εις αυτούς.
(1) Θαύματα που φανερώνουν τη θεία χάρη που ενεργεί στους πιστούς και επιβεβαιώνουν συνεπώς την αλήθεια της πίστης.
(2) Όχι μόνο στους Αποστόλους, αλλά γενικώς και σε όλους τους πιστούς. Η κατάσταση που δημιουργήθηκε στον Παύλο από την πίστη, χάρη στην οποία αυτός σώθηκε, δεν ήταν διαφορετική από εκείνην, χάρη στην οποία ενεργούσε θαύματα. Και στις ημέρες μας η πίστη έχει στον κάθε έναν πιστό κρυμμένη δύναμη θαυματουργική. Κάθε αποτέλεσμα που απορρέει από τις προσευχές μας έχει πράγματι σχέση με το θαύμα, και όταν ακόμη ο χαρακτήρας του θαύματος δεν είναι εμφανής» (b). Αποτελεί δόξα και απόδειξη του ευαγγελίου, ότι όχι μόνο οι πρώτοι κήρυκες του ευαγγελίου έκαναν θαύματα, αλλά και αυτοί που πίστεψαν σε αυτούς πήραν δύναμη από αυτούς να επιτελούν θαύματα, και κάθε πιστός έχει τη θαυματουργική αυτή δύναμη στο πνευματικό πεδίο. Η κατανίκηση των παθών, η επιστροφή του αμαρτωλού, ο ανακαινισμός της καρδιάς, η ανάβλεψη των πνευματικά τυφλών, η απαλλαγή από τη λέπρα της αμαρτίας, η ανάσταση από τα νεκρά έργα είναι θαύματα ηθικά, σημεία που επακολουθούν παντοτινά τους πιστούς.
(3) Το ρήμα μόνο εδώ στο κατά Μάρκον ευαγγέλιο χρησιμοποιείται (γ). Ο λόγος και η πίστη προηγούνται και τα θαύματα ακολουθούν (b), ως αποτέλεσμα και επιβεβαίωση της πίστης.
(4) Το οποίο οι πιστοί θα επικαλούνται (b). Και όχι δηλωμένοι φανερά μαθητές του Κυρίου με την επίκληση του ονόματός του έβγαλαν δαιμόνια όπως αναφέρει ο Μάρκος (θ 38). Δες Πράξ. η 7 και ιστ 18 (σ). Η δύναμη αυτή της εκβολής δαιμονίων κατά τους πρώτους αιώνες ήταν συνηθισμένη σε πολλούς χριστιανούς και διήρκησε για πολύ, όπως φαίνεται από τις μαρτυρίες του Ιουστίνου, του Ωριγένη, του Ειρηναίου, του Τερτυλλιανού, του Μινουκίου Φήλικος και άλλων.
(5) «Γλώσσες ξένες, διαλέκτους αλλοεθνείς» (Ζ). Τέτοιες, τις οποίες προηγουμένως αυτοί δεν γνώριζαν (b). Και αυτό θα αποτελούσε τόσο θαύμα που επιβεβαιώνει την πίστη, όσο και μέσο διαδόσεως του ευαγγελίου ανάμεσα στους αλλόγλωσσους. Διότι απάλλαττε τους κήρυκες του ευαγγελίου από τον κόπο και το χάσιμο χρόνου για εκμάθηση των ξένων γλωσσών, των απαραίτητων ώστε στους ξενόγλωσσους να κηρυχθεί το ευαγγέλιο στη δική τους γλώσσα, αλλά και άνοιγε και πιο εύκολη την είσοδο των κηρύκων σε αυτούς, διότι εμφανιζόμενοι οι κήρυκες κατά τρόπο θαυμαστό γνώστες των γλωσσών αποδεικνύονταν προκαταβολικά σε αυτούς ως άξιοι εμπιστοσύνης διδάσκαλοι και στη νέα διδασκαλία, την οποία τους κήρυτταν.
 
Μαρκ. 16,18    ὄφεις ἀροῦσι(1)· κἂν θανάσιμόν(2) τι πίωσιν, οὐ μὴ αὐτοὺς βλάψει(3)· ἐπὶ ἀῤῥώστους χεῖρας ἐπιθήσουσι, καὶ καλῶς ἕξουσιν(4).
Μαρκ. 16,18    Θα σηκώσουν με τα χέρια τους φίδια φαρμακερά, χωρίς να πάθουν τίποτε από το δάγκωμά των• και εάν ακόμη πιουν κανένα θανατηφόρον δηλητήριον, δεν θα τους βλάψη• θα βάζουν τα χέρια των επάνω στους αρρώστους και εκείνοι, θα γίνωνται καλά”.
(1) «Θα σηκώσουν με το χέρι χωρίς κίνδυνο» (Ζ), «όπως ακριβώς ο Παύλος σήκωσε στο χέρι του την οχιά, (Πραξ. κη 5) χωρίς να βλαφτεί καθόλου από αυτήν» (Θφ).
(2) Λέγεται μία φορά.
(3) «Και έγιναν οπωσδήποτε πολλά τέτοια, όπως βρίσκουμε στις ιστορίες» (Θφ). Κάποια τέτοια περίπτωση δεν αναφέρεται στην Κ.Δ., υπάρχει όμως μία περίφημη που διασώθηκε στην παράδοση της γενιάς που συνδέεται  άμεσα με τους Αποστόλους, την οποία οι θυγατέρες του Φιλίππου αφηγήθηκαν στον Παπία (Δες Φίλιππο Σιδίτη που αφηγείται το γεγονός πληρέστερα από τον Ευσέβιο εκκλησιαστ. Ιστορία ΙΙΙ,39). Σύμφωνα με αυτήν ο Βαρσαβάς ο επονομαζόμενος Ιούστος (Πράξ. α 23) εξεταζόμενος και δοκιμαζόμενος από τους απίστους ήπιε με επίκληση του ονόματος του Κυρίου δηλητήριο φιδιού και δεν έπαθε τίποτα (σ).
(4) Αντί να πει και θα τους κάνουν υγιείς, μετέβαλε το υποκείμενο (δ).
 


Μαρκ. 16,19    Ὁ μὲν οὖν Κύριος μετὰ τὸ λαλῆσαι αὐτοῖς(1) ἀνελήφθη(2) εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐκάθισεν ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ(3).
Μαρκ. 16,19    Ο μεν λοιπόν Κυριος έπειτα από τας ομιλίας αυτάς και πολλάς άλλας που έκαμε προς αυτούς, ανελήφθη στον ουρανόν και εκάθισεν εις τα δεξιά του Θεού.
(1) «Αφού τους είπε όχι μόνο τα λόγια αυτά, αλλά όλα, όσα είπε σε αυτούς, από την ημέρα της ανάστασής του μέχρι τη συμπλήρωση των σαράντα ημερών κατά τις οποίες εμφανιζόταν στους μαθητές και έτρωγε μαζί τους» (Ζ). Αν και η διδασκαλία την οποία κήρυτταν, ήταν πνευματική και ουράνια και τελείως αντίθετη με το πνεύμα και τη ζωή του κόσμου· αν και συνάντησε μεγάλη αντίσταση και ήταν στερημένη από κάθε κοσμική υποστήριξη, όμως οι κήρυκές της δεν φοβήθηκαν, ούτε ντράπηκαν το κήρυγμα του εσταυρωμένου, αλλά επιδόθηκαν στη διάδοσή του μέχρι σημείου ώστε ο Παύλος γράφοντας την προς Ρωμαίους γύρω στα τριάντα χρόνια μετά την ανάσταση να διαβεβαιώνει για αυτούς ότι σε όλη τη γη βγήκε η φωνή τους και στα πέρατα της οικουμένης τα λόγια τους (Ρωμ. ι 18)
(2) Μόνο εδώ στα ευαγγέλια χρησιμοποιείται η λέξη που καθιερώθηκε από τις Πράξεις για να δηλώσει την επάνοδο του Κυρίου στους ουρανούς και κατά την ανθρώπινη φύση του. Δες Πράξ. α 2, 11, 22, Α΄Τιμ. γ 16 (σ).
(3) «Αλλά βεβαίως ο Θεός και πατέρας του, επειδή είναι ασώματος, δεν θα μπορούσε να έχει δεξιά ή αριστερά. Διότι αυτά είναι σχήματα των σωμάτων. Επομένως λοιπόν το μεν «κάθισε» δηλώνει ανάπαυση και απόλαυση της θείας βασιλείας· ενώ το «στα δεξιά του Θεού» δηλώνει συγγένεια και ίδια τιμή με τον Πατέρα» (Ζ). Το «κάθισε στα δεξιά του Θεού» είναι ψαλμική έκφραση που δείχνει την ανύψωση της θεωμένης ανθρώπινης φύσης του σε θεία δόξα και τιμή (τα δεξιά του Θεού). Ξαναπήρε δηλαδή την βασιλική του εξουσία, με την οποία κυβερνά τον κόσμο (Ματθ. κη 18) και την αρχιερατική, με την οποία προσεύχεται στον Πατέρα για μας (Εβρ. ζ 25, η 1) (δ). Οτιδήποτε και αν πράττει τώρα ο Θεός σε σχέση με μας, χορηγεί αυτό σε εμάς ή δέχεται αυτό από εμάς δια μέσου του Υιού του. Ο Χριστός είναι ήδη και ως άνθρωπος δοξασμένος με τη δόξα, την οποία είχε ως Θεός δίπλα στον Πατέρα προτού δημιουργηθεί ο κόσμος.
 


Μαρκ. 16,20    ἐκεῖνοι δὲ ἐξελθόντες ἐκήρυξαν πανταχοῦ(1), τοῦ Κυρίου συνεργοῦντος(2) καὶ τὸν λόγον(3) βεβαιοῦντος(4) διὰ τῶν ἐπακολουθούντων σημείων(5). ἀμήν(6).         
Μαρκ. 16,20    Εκείνοι δε αφού εβγήκαν προς όλην την οικουμένην, εκήρυξαν παντού το Ευαγγέλιον. Ο δε Κυριος συνέπραττε και συνεργούσε μαζή των και επιβεβαίωνε το κήρυγμά των με τα θαύματα, που επακολουθούσαν ύστερα από το κήρυγμα. Αμήν.
(1) Στη φράση αυτή περιλαμβάνεται η όλη δράση των Αποστόλων, τμήμα της οποίας αφηγούνται οι Πράξεις των Αποστόλων (σ). Όταν ο Μάρκος έγραφε το ευαγγέλιό του, ακόμη και τότε οι Απόστολοι είχαν μεταβεί σε όλο τον κόσμο. Δες Ρωμ. ι 18 (b). Διότι «αυτό που γράφει ο στίχος πρέπει να το εννοήσουμε ότι έγινε την τεσσαρακοστή ημέρα, σύμφωνα με αυτό που εξιστορούν οι Πράξεις» (Γν). Η λέξη πανταχοῦ δεν συναντιέται αλλού στο κατά Μάρκον (γ).
(2) «Βλέπεις ότι σε κάθε περίπτωση προηγούνται τα δικά μας, και έπειτα έρχεται η συνεργία του Θεού. Διότι αφού εμείς ενεργήσουμε και δώσουμε την αρχή, ο Κύριος συνεργεί· ώστε εάν βεβαίως εμείς δεν δώσουμε την αφορμή, δεν συνεργεί» (Θφ).
(3) «Το λόγο του κηρύγματος» (Ζ).
(4) Συνεργοῦντος, βεβαιοῦντος, ἐπακολουθούντων είναι λέξεις που δεν συναντιούνται αλλού στα ευαγγέλια. Ανήκουν στο λεξιλόγιο των επιστολών του Παύλου (γ).
(5) Εν μέρει μεν με τα θαύματα, τα οποία γίνονταν στα σώματα των ανθρώπων, και ήταν οι θείες σφραγίδες που επιβάλλονταν στη χριστιανική διδασκαλία, εν μέρει δε και κατεξοχήν με την επίδραση την οποία η διδασκαλία αυτή είχε στις διάνοιες των ανθρώπων με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος «έδινε την μαρτυρία μαζί με τους αποστόλους και ο Θεός με θαύματα και  καταπληκτικά έργα και ποικίλες υπερφυσικές δυνάμεις και θεία χαρίσματα, τα οποία το άγιο Πνεύμα διαμοίραζε σύμφωνα με τη θέλησή του» (Εβρ. β 4). Τέτοια υπήρξαν ιδιαίτερα τα θαύματα που ακολούθησαν ακόμη, η αναμόρφωση του κόσμου, η καταστροφή της ειδωλολατρείας, η επιστροφή των αμαρτωλών, η πύκνωση της τάξης των αγίων. Και τα θαύματα αυτά επακολουθούν ακόμη, και για να αυξηθούν όλο και πιο πολύ για τιμή και δόξα του Κυρίου μας και για καλό της ανθρωπότητας ο ευαγγελιστής δέεται και μας διδάσκει να λέμε Αμήν. Πατέρα ουράνιε, ας αγιαστεί το όνομά σου, ας έλθει η βασιλεία σου.
(6) Από τέσσερεις μεγαλογράμματους κώδικες που χρονολογούνται από τον Ζ-Θ αιώνα και από κάποια χειρόγραφα της Αιγυπτιακής και Αιθιοπικής μετάφρασης και από κάποια άλλα, διασώθηκε αντί για το από τον στίχο 9-20 τέλος του κατά Μάρκον, άλλο τέλος με λίγους στίχους που είναι το ακόλουθο: «Όλα αυτά που διατάχτηκαν (οι μυροφόρες) τα ανήγγειλαν σύντομα στον Πέτρο και αυτούς που ήταν μαζί του. Και μετά από αυτά και ο ίδιος ο Ιησούς από την ανατολή και μέχρι την δύση εξαπέστειλε μέσω αυτών το ιερό και άφθαρτο κήρυγμα της αιώνιας σωτηρίας». Η γλώσσα της προσθήκης αυτής παρουσιάζει μεγάλες συγγένειες και ομοιότητες με το γνωστό ανάμεσα στα συγγράμματα των αποστολικών πατέρων ως η Β΄ επιστολή του Κλήμεντος, της οποίας η συγγραφή χρονολογείται στο πρώτο μισό του β΄αιώνα μεταξύ του 120-130. Από αυτό προήλθε η εικασία, ότι και η νέα αυτή προσθήκη κατά τον ίδιο περίπου χρόνο  γράφτηκε, ίσως στις αρχές του Β΄αιώνα. Τόσο από την προέλευση των χειρογράφων όσο και από το ύφος της ως τόπος συγγραφής της ολιγόστιχης αυτής προσθήκης, πιθανολογήθηκε η Αλεξάνδρεια.

 

Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΣΤΟ ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

(Αποσπάσματα από τα ερμηνευτικά Υπομνήματα στα Ευαγγέλια του Π.Ν. Τρεμπέλα.
Τα αποσπάσματα μεταφράστηκαν και μεταγλωττίστηκαν στη δημοτική γλώσσα από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)

Γ.  Η ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΟΥ ΛΟΥΚΑ  ΚΔ 1-53
Υπόμνημα στο κατά Λουκάν, Π.Ν.Τρεμπέλα σελ. 654-682 εκδόσεις «ο Σωτήρ» μεταφρασμένο & μεταγλωττισμένο στη δημοτική γλώσσα!
Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους)
 
ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
(Πατέρες της Εκκλησίας & Εκκλησιαστικοί συγγραφείς)
Α = Αθανάσιος ο Μέγας             Θφ = Θεοφύλακτος
Β = Βασίλειος ο Μέγας               Κ = Κύριλλος Αλεξανδρείας
Ε = Ευσέβιος Καισαρείας            Σγ = Σεβηριανός
Ζ = Ζιγαβηνός                          Χ = Χρυσόστομος Ιωάννης
Η = Ησύχιος                             Ω = Ωριγένης
(Σύγχρονοι θεολόγοι ερμηνευτές)
F. Godet, Commentaire sur l’ Evangile de S. Luc 1888 (σημειώνεται με το g)
M.J. Lagrange.   Evangile selon s. Luc, Deuxieme edition      Paris 1921 (σημειώνεται με το L)
Alf. Plummer.   A critical and exegetical commentary on the Gospel according to S. Luc, Fifth edition (1928) (σημειωνεται με το p)
J.A. Bengel      Gnomon of the N.T. Testament translated by A. Fausset. Τόμ. II (σημειώνεται με το b)
J. Owen, A Commentary on the Gospel of Luc, New York 1864 (σημειώνεται με το ο).
Ν. Δαμαλά  Ερμηνεία εις την Κ.Δ. τόμ. Β και Γ. Αθηναι 1892. (σημειώνεται με το δ)
 
 
                                                      ΚΕΙΜΕΝΟ & ΕΡΜΗΝΕΙΑ.        
Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους
 
Λουκ. 24,1    Τῇ δὲ(1) μιᾷ τῶν σαββάτων ὄρθρου βαθέος(2) ἦλθον ἐπὶ τὸ μνῆμα(3) φέρουσαι ἃ ἡτοίμασαν(4) ἀρώματα, καί τινες(5) σὺν αὐταῖς.
Λουκ. 24,1    Κατά την πρώτην δε ημέραν της εβδομάδος, ενώ ήσαν ακόμη βαθειά χαράματα, ήλθον στο μνήμα οι γυναίκες με τα αρώματα, που είχαν ετοιμάσει, και μερικαί άλλαι μαζή των.
(1) Το δε ανταποκρίνεται στο μεν του προηγούμενου ημιστιχίου= Ησύχασαν μεν κατά το σάββατο, την πρώτη όμως ημέρα… (p). Το κεφάλαιο έχει διαιρεθεί κακώς, διότι ο παρών στίχος είναι συνέχεια του προηγούμενου (L).
(2) Υπάρχει και η γραφή βαθέως, που μαρτυρείται από όλα τα αλεξανδρινά χειρόγραφα. Αυτό δεν είναι επίρρημα, αλλά γενική του επιθέτου σύμφωνα με την ασυνήθιστη στους μεταγενέστερους και σπάνια και στην Κ.Δ. άγνωστη γραφή (δ). «Όρθρος βαθύς είναι αυτό που λέει ο Ματθαίος «πολύ αργά το σάββατο»· διότι ο βαθύς όρθρος καταλήγει να σημαίνει το ίδιο με το πολύ αργά (της προηγούμενης νύχτας)» (Θφ). Αμέσως μόλις η αργία του σαββάτου τούς επέτρεψε, το ταχύτερο, πριν ακόμη ξημερώσει, έρχονται στο μνημείο. Η αγάπη και ο σεβασμός, τον οποίο έτρεφαν προς τον Ιησού τις αφυπνίζει και τις θέτει σε κίνηση. Ο ζήλος τους παραμένει άσβεστος και για τα αρώματα, τα οποία από το απόγευμα της Παρασκευής, πριν ακόμη αρχίσει το Σάββατο, είχαν αγοράσει με μεγάλη δαπάνη, μολονότι πέρασαν δύο νύχτες, δεν άλλαξαν σκέψεις. Κοιμήθηκαν στο μεταξύ και ξύπνησαν επανειλημμένα, και δεν μετέβαλλαν απόφαση, ώστε να πουν: «Γιατί να γίνει η απώλεια αυτή του μύρου;». Ό,τι πρετοιμάστηκε για τον Ιησού, για αυτόν πρέπει και να χρησιμοποιείται. Και οι ευσεβείς γυναίκες αυτό ακριβώς σκοπεύουν να πράξουν ερχόμενες στο μνημείο.
(3) Αν εξαιρέσουμε τα Μάρκ. ε 3, 5, ιε 46 και Αποκ. ια 9 η λέξη είναι χαρακτηριστική στο Λουκά, αφού συνηθισμένη στην Κ.Δ. είναι η λέξη μνημείο (p).
(4) Είναι κάπως παράδοξο, ότι ο Λουκάς δεν αναφέρει ευθύς εξ αρχής τα ονόματα των γυναικών. Προτιμά να αναφέρει αυτά πιο κάτω πιθανώς διότι τα ονόματά τους βαρύνουν περισσότερο, όταν μαρτυρούν για τα γεγονότα του τάφου (L).
(5) Τα αλεξανδρινά χειρόγραφα παραλείπουν τη φράση «καί τινες σὺν αὐταῖς» = και κάποιες άλλες, οι υπόλοιπες δηλαδή που ήταν μαζί με τις τρεις (δ).
 


Λουκ. 24,2    εὗρον δὲ τὸν λίθον(1) ἀποκεκυλισμένον(2) ἀπὸ τοῦ μνημείου,
Λουκ. 24,2    Ευρήκαν δε τον λίθον, που έκλειε το μνημείον, κυλισμένον πέρα από αυτό.
(1) Ο Λουκάς δεν ανέφερε τίποτα προηγουμένως για το λίθο, αλλά θεωρεί ως δεδομένο και γνωστό, ότι λίθος κυλίστηκε στο στόμιο του μνήματος. Δες Ιω. ια 38 (b).
(2) Και οι τρεις συνοπτικοί χρησιμοποιούν το αποκυλίω για τον λίθο, ενώ ο Ιωάννης γράφει «ηρμένον εκ (=σηκωμένο από)». Το ρήμα δεν συναντιέται πουθενά αλλού στην Κ.Δ. (p). Το ρήμα υποδηλώνει, ότι ο λίθος ήταν μέγας έτσι ώστε μόνο κυλιόμενος μπορούσε να μετακινηθεί από τόπο σε τόπο (ο).

 
Λουκ. 24,3    καὶ εἰσελθοῦσαι(1) οὐχ εὗρον τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ(2).
Λουκ. 24,3    Και όταν εμπήκαν, δεν ευρήκαν το σώμα του Κυρίου Ιησού.
(1) Υπάρχει και η γραφή: εἰσελθοῦσαι δε.
(2) Είναι αξιοσημείωτο, ότι ο συνδυασμός της λέξης Κύριος με το       όνομα Ιησούς, όπως γράφεται παραπάνω, πουθενά αλλού στα ευαγγέλια δεν συναντιέται, ίσως δε και στο Μάρκ. ιστ 19, όπου πάλι πρόκειται για γεγονός που έγινε μετά την Ανάσταση. Είναι όμως συχνός στις Πράξεις και στις επιστολές. Μετά το πάθημα και την Ανάσταση το όνομα Ιησούς υπερυψώθηκε. Δες Φιλιπ. β 9-11

 
Λουκ. 24,    καὶ ἐγένετο ἐν τῷ διαπορεῖσθαι(1) αὐτὰς περὶ τούτου καὶ ἰδοὺ ἄνδρες(2) δύο(3) ἐπέστησαν αὐταῖς ἐν ἐσθήσεσιν(4) ἀστραπτούσαις(5).
Λουκ. 24,4    Ενώ δε ευρίσκοντο εις απορίαν δια το γεγονός αυτό και ιδού παρουσιάσθησαν έξαφνα εις αυτάς δύο άνδρες με στολάς, που άστραφταν από λαμπρότητα.
(1) Υπάρχει και η γραφή: απορεῖσθαι. Η πρόθεση «δια» επιτείνει την έννοια του ρήματος.= Ενώ οι γυναίκες βρίσκονταν σε μεγάλη απορία μη μπορώντας να εξηγήσουν το πράγμα αυτό (δ), δηλαδή την αποκύλιση του λίθου και μάλιστα την εξαφάνιση του σώματος του Ιησού (ο). Η σύνταξη είναι εξόχως εβραϊκή (p). Αγαθοί και ευσεβείς Χριστιανοί συχνά απορούν για εκείνο, από το οποίο θα έπρεπε να ενισχύονται και να ενθαρρύνονται.
(2) Για τη λέξη ανήρ (=άνδρας) που χρησιμοποιείται για άγγελο που εμφανίζεται με μορφή άνδρα δες και Πράξ. α 10 και ι 30 (p).
(3) Οι άλλοι δύο συνοπτικοί μιλούν για ένα άγγελο, δεν αποκλείουν όμως και την παρουσία και άλλου αγγέλου. Άλλωστε είναι «διάφορες οι οπτασίες», διότι και διάφοροι όμιλοι γυναικών επισκέφτηκαν σε διαφορετικές ώρες του όρθρου τον τάφο. Δες για αυτό Μάρκ. ιστ 2.
(4) Υπάρχει και η γραφή ἐν ἐσθῆτι ἀστραπτούσῃ.
(5) Μόνο εδώ και στο Λουκά ιζ 24 συναντιέται στην Κ.Δ. το ρήμα αστράπτω (p). = Με στολές αστραφτερές από τη λάμψη του ουρανίου φωτός (δ). Όχι μόνο λευκές, αλλά και λαμπρές που εξέπεμπαν λάμψη γύρω τους. «Εξαιτίας της αγάπης τους στο Χριστό και επειδή έδειξαν ζήλο για αυτό, αξιώθηκαν να δουν αγίους αγγέλους» (Κ), «και με τη λευκή ενδυμασία (των αγγέλων) παρέχονται στα μάτια των γυναικών σημάδια χαράς και γέλιου που αποτελούν και γνωρίσματα της σωτήριας ανάστασης ώστε και από την εμφάνιση να βοηθηθούν να καταλάβουν οι γυναίκες τη χαρά της ανάστασης και να ξεκινήσουν τη γιορτή του Πάσχα μαζί με τους λευκοφορεμένους αγγέλους» (Ε)

Λουκ. 24,5    ἐμφόβων(1) δὲ γενομένων αὐτῶν καὶ κλινουσῶν τὸ πρόσωπον εἰς τὴν γῆν(2) εἶπον πρὸς αὐτάς· τί ζητεῖτε τὸν ζῶντα(3) μετὰ τῶν νεκρῶν(4);
Λουκ. 24,5    Ενώ δε αυτάς τας κατέλαβε μεγάλος φόβος και έγερναν το πρόσωπον των με ευλάβειαν εις την γην, είπον εκείνοι προς αυτάς• “διατί ζητείτε μεταξύ των νεκρών αυτόν που είναι ολοζώντανος;
(1) Και η λέξη έμφοβος σχεδόν από μόνο το Λουκά χρησιμοποιείται και πάντοτε μαζί με το γίνεσθαι. Δες Λουκ. κδ 37, Πράξ. ι 4, κδ 25, Αποκ. ια 13 (p).
(2) Από το φόβο και τη λαμπρότητα έσκυψαν το πρόσωπο στη γη (δ). Το πρόσωπο σκυμμένο προς τη γη αποτελεί τη στάση του ευλαβικού φόβου (g).
(3) Τι ζητάτε τον ήδη ζωντανό, αφού αναστήθηκε (δ). Πολύ αξιοσημείωτη και η επόμενη ερμηνεία: Αυτόν, ο οποίος όχι μόνο επέστρεψε στη ζωή αφού αναστήθηκε, αλλά είναι και ο μόνος και απολύτως ζωντανός (b). «Διότι ζει μεν πάντοτε και είναι ζωή από τη φύση του ο Λόγος του Θεού· αλλά αφού κατέβασε τον εαυτό του σε σημείο που να αδειάσει από τη δόξα του και αφού υπέστη την ομοίωση με εμάς, γεύτηκε το θάνατο. Αλλά ήταν αυτό ο θάνατος του θανάτου. Αναστήθηκε λοιπόν από τους νεκρούς και έγινε ο δρόμος της επιστροφής στην αφθαρσία για εμάς μάλλον παρά για τον εαυτό του» (Κ).
(4) = στην κατάσταση και στις συνθήκες, στις οποίες βρίσκονται οι νεκροί (b)· ανάμεσα στους νεκρούς (g). Παρέχεται εδώ επίσημη και από τον ουρανό μαρτυρία, ότι ο Κύριος ζει. Αυτό αποτελεί ενίσχυση και παρηγοριά των αγίων, ο καθένας από τους οποίους διακηρύττει: Γνωρίζω, ότι ο Λυτρωτής μου ζει. Και εφόσον αυτός ζει και εμείς θα ζήσουμε. «Επειδή εγώ ζω, και εσείς θα ζήσετε» (Ιω. ιδ 19), βεβαίωσε και Εκείνος. Όπως ο Αδάμ έγινε αίτιος θανάτου σε ολόκληρο το ανθρώπινο γένος, έτσι και ο Χριστός έγινε πηγή ζωής και αθανασίας για όλες τις γενιές των ανθρώπων. Ο Αδάμ μετέδωσε δηλητήριο, αλλά ο Χριστός σκόρπισε ζωή αιώνια. Και μεταδίδει ζωή σε μας, σε καθέναν από εμάς, διαμέσου της αγίας και άφθαρτης φύσης, την οποία πήρε μέσα στο χρόνο για την απολύτρωσή μας. Κάνοντάς μας μέλη του με τρόπο ανείπωτο και μυστηριώδη, μας αφθαρτίζει και μας χαρίζει ζωή αιώνια. Τι θαυμαστό έργο της χάρης! Παράδοξο υπήρξε το ότι ο Αδάμ απέβη σε θάνατό μας. Παραδοξότερο όμως ασύγκριτα και πολύ περισσότερο γεμάτο από χάρη είναι το ότι ο Θεός έγινε πηγή ζωής για εμάς διαμέσου του ανθρωπίνου εκείνου σώματος, το οποίο πήρε μέσα στο χρόνο αφού εξομοιώθηκε με μας.
 


Λουκ. 24,6    οὐκ ἔστιν ὧδε, ἀλλ᾿ ἠγέρθη(1)· μνήσθητε ὡς(2) ἐλάλησεν ὑμῖν ἔτι ὢν ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ(3),
Λουκ. 24,6    Δεν ευρίσκεται εδώ, αλλά αναστήθηκε• ενθυμηθήτε, τι σας είπε, όταν ακόμη ήτο εις την Γαλιλαίαν.
(1) Η φράση «οὐκ ἔστιν… ἠγέρθη» αποσιωπάται από τον κώδικα του Βέζα και από κάποια άλλα σοβαρά λατινικά χειρόγραφα. Λόγο για την αποσιώπηση αυτή δύσκολα θα ήταν δυνατόν να βρούμε και ίσως πρόκειται για παλαιότατη παρεμβολή από τα Μάρκ. ιστ 6 και Ματθ. κη 6 (p). Παρόλα’ αυτά το «ἠγέρθη» παρουσιάζεται αναγκαίο ως αφετηρία αυτών που επακολουθούν μέχρι και το «ἀναστῆναι» που είναι στο τέλος του στίχου 7 (L).
(2) Το «ως» δεν είναι ταυτόσημο εξολοκλήρου με το ότι, αλλά υπονοεί την ακριβή επανάληψη των λόγων του Κυρίου (p.L.)= με ποιόν τρόπο, πώς μίλησε σε σας (δ). Οι στίχοι από το σημείο αυτό μέχρι το τέλος του στίχου 8 είναι χαρακτηριστικοί στο Λουκά (p).
(3) Ο Λουκάς επειδή περιορίζεται σε μόνες τις εμφανίσεις του αναστημένου Κυρίου που έγιναν στην Ιερουσαλήμ και χωρίς να αναφέρει καμία από τις εμφανίσεις στη Γαλίλαία, αποσιωπά την φράση του αγγέλου «θα σας προλάβει στη Γαλιλαία» που είναι στα Μάρκ. ιστ 7 και Ματθ. κη 7, η οποία παραπέμπει στα λόγια του Κυρίου στα Μάρκ. ιδ 28 και Ματθ. κστ 32 (p).
 
     

Λουκ. 24,7    λέγων ὅτι(1) δεῖ(2) τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου παραδοθῆναι εἰς χεῖρας ἀνθρώπων ἁμαρτωλῶν(3) καὶ σταυρωθῆναι, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστῆναι.
Λουκ. 24,7    Σας είπε ότι σύμφωνα με την βουλήν του Θεού πρέπει ο υιός του ανθρώπου να παραδοθή εις χείρας αμαρτωλών ανθρώπων και να σταυρωθή και την τρίτη ημέρα θα αναστηθή”.
(1) Θυμίζει την προφητεία του Κυρίου στο Λουκ. θ 21 για τα παθήματά του, που έγινε στους μαθητές στη Γαλιλαία. Όσον αφορά στην προφητεία στο Λουκ. ιη 32, αυτή έγινε, όταν πλέον είχαν φύγει από τη Γαλιλαία (L). Οι άγγελοι από τον ουρανό δεν φέρνουν κάποιο νέο ευαγγέλιο, αλλά επαναφέρουν στη μνήμη τα λόγια του Κυρίου και υπενθυμίζουν το ευαγγέλιο που κηρύχτηκε από τον Κύριο.
(2) Σύμφωνα με την θεία θέληση (δ).
(3) Με τη φράση ανθρώπων αμαρτωλών δηλώνονται στην ιουδαϊκή γλώσσα οι εθνικοί, ενώ το ρήμα «παραδοθῆναι» που είναι πριν από αυτήν δηλώνει την αμαρτία των Ιουδαίων (g). Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Κύριος στις προφητείες του για το θάνατό του δεν χρησιμοποιεί την λέξη αμαρτωλών για τους σταυρωτές του (ο).
 


Λουκ. 24,8    καὶ ἐμνήσθησαν τῶν ῥημάτων αὐτοῦ(1),
Λουκ. 24,8    Και θυμήθηκαν τότε τα λόγια του Κυρίου.
(1) Τότε θυμήθηκαν τα λόγια του Σωτήρα οι γυναίκες και κατάλαβαν την έννοιά τους σε συνδυασμό και με το κενό μνημείο (δ). Η κύρια αιτία αυτής της λησμοσύνης τους πρέπει να αναζητηθεί και στην πλήρη διάψευση των παχυλών ακόμη ελπίδων τους σχετικά με το Μεσσία, αλλά και στην εξάντληση των διανοητικών τους δυνάμεων, τα οποία είχε δημιουργήσει σε αυτές η θέα του δράματος στο Γολγοθά. Ήλπιζαν να δουν το Μεσσία σε θρόνο ένδοξο, να κατανικά όλους τους εχθρούς του και να βασιλεύει στη γη, και αντί για αυτό τον έβλεπαν σταυρωμένο και καλυπτόμενο από ανέλπιστο χλευασμό και καταφρόνηση. Αυτό δεν επέδρασε λίγο στο να συσκοτίσει στις διάνοιές τους τις προφητείες του για την ανάσταση (ο)  
 

Λουκ. 24,9    καὶ ὑποστρέψασαι ἀπὸ τοῦ μνημείου ἀπήγγειλαν(1) ταῦτα πάντα τοῖς ἕνδεκα καὶ πᾶσι τοῖς λοιποῖς(2).
Λουκ. 24,9    Και αφού επέστρεψαν από το μνημείον ανήγγειλαν αυτά, που είδαν και άκουσαν, στους ένδεκα και εις όλους τους άλλους μαθητάς του Κυρίου, που ευρίσκοντο εκεί.
(1) Ο Μάρκος λέει, ότι «σε κανέναν δεν είπαν τίποτα, διότι φοβόντουσαν». Προφανώς δεν έμειναν διαρκώς σιωπηλές για αυτά που δόθηκαν ως ευαγγέλια σε αυτές στο μνημείο. Όταν ο φόβος τους πέρασε, είπαν αυτά στους μαθητές σύμφωνα και με την εντολή, την οποία σύμφωνα με το Ματθ. κη 7 πήραν από τον άγγελο. Αλλά είναι ίσως απλούστερο να υποθέσουμε, ότι ο Λουκάς και ο Ματθαίος αναφέρουν εδώ την παράδοση, η οποία ήταν γενικώς γνωστή και τρέχουσα και η οποία απέδιδε σε όλες τις γυναίκες ό,τι έγινε κατά τις πρώτες εκείνες στιγμές της έκπληξης από μόνη τη Μαρία τη Μαγδαληνή. Αυτή αμέσως με την επιστροφή της από τον τάφο ανήγγειλε στους αποστόλους τις εξελίξεις, ενώ οι υπόλοιπες από φόβο σιγούσαν. Λίγο αργότερα όμως και αυτές έλυσαν τη σιγή και αφηγήθηκαν σε όλους όλα όσα είχαν δει και ακούσει (p).
(2) Όχι μόνο στους αποστόλους, αλλά και σε όλους τους υπόλοιπους, όσοι ήταν μαζί τους. «Αφού μυήθηκαν (στο μυστήριο της ανάστασης) οι γυναίκες από φωνή αγγέλων απαγγέλλουν αυτά γρήγορα στους μαθητές. Διότι έπρεπε σε γυναίκες να δοθεί η τόσο λαμπρή χάρη. Διότι αυτή (η Εύα) που παλαιότερα έγινε υπηρέτης του θανάτου απαλλάσσεται από την κατηγορία υπηρετώντας φωνές αγίων αγγέλων και το σεπτό μυστήριο της ανάστασης και πρώτη το έμαθε και το ανήγγειλε» (Κ).
 


Λουκ. 24,10    ἦσαν δὲ ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία(1) καὶ Ἰωάννα(2) καὶ Μαρία Ἰακώβου(3) καὶ οἱ λοιπαὶ σὺν αὐταῖς, αἳ(4) ἔλεγον πρὸς τοὺς ἀποστόλους ταῦτα.
Λουκ. 24,1    Αι μυροφόροι δε γυναίκες, ήσαν η Μαρία η Μαγδαληνή και η Ιωάννα και η Μαρία η μητέρα του Ιακώβου και αι άλλαι, που ήσαν μαζή των, και όλαι έλεγαν αυτά στους Αποστόλους.
(1) Και οι τέσσερεις ευαγγελιστές βάζουν πρώτη τη Μαγδαληνή, ενώ ο Ιωάννης αναφέρει μόνη αυτήν, με το «δεν ξέρουμε» όμως το οποίο αυτή λέει στους αποστόλους (Ιω. κ 2) υπονοεί, ότι ήταν και άλλες μαζί της (p).
(2) Η Ιωάννα αναφέρεται από μόνο τον Λουκά. Για αυτήν δες Λουκ. η 3. Και από αυτήν φαίνεται άντλησε ο Λουκάς τις λεπτομέρειες αυτές, όπως και όσα βρίσκονται στο Λουκ. κγ 8-12 που μόνο από αυτόν αναφέρονται (p).
(3) Η Μαρία η μητέρα του Ιακώβου ή η άλλη Μαρία αναφέρεται και από τους τρεις συνοπτικούς. Δες για αυτήν και Μάρκ. ιε 40,47. Πιθανώς είναι η ίδια με τη Μαρία τη σύζυγο του Κλωπά (Ιω. ιθ 25) (p).
(4) Όλοι οι αλεξανδρινοί κώδικες και πολλοί μεγαλογράμματοι παραλείπουν την αντωνυμία αυτή. Σύμφωνα με την γραφή αυτή (όπου παραλείπεται η αντωνυμία) πρέπει να βάλουμε τελεία ή άνω τελεία μετά το Ιακώβου, οπότε θα διαβάσουμε «καὶ οἱ λοιπαὶ σὺν αὐταῖς ἔλεγον πρὸς τοὺς ἀποστόλους ταῦτα».
 
Λουκ. 24,11    καὶ ἐφάνησαν ἐνώπιον αὐτῶν(1) ὡσεὶ λῆρος(2) τὰ ῥήματα αὐτῶν(3), καὶ ἠπίστουν(4) αὐταῖς.
Λουκ. 24,11    Και εφάνησαν στους Αποστόλους σαν παραληρήματα φαντασίας τα λόγια των γυναικών και δεν επίστευσαν εις αυτάς.
(1) = Σύμφωνα με την κρίση των αποστόλων και των άλλων (p).
(2) Τεχνικός όρος στην ιατρική για δήλωση του παραληρήματος από τον πυρετό (Hobart). Εδώ όμως εκφράζει έννοια μετριότερη συγγενική με τη λέξη μωρολογία ή ανοησία (L)· φλυαρία, γεννήματα της φαντασίας και του φόβου (δ). Θεώρησαν, ότι ήταν φαντασίας γέννημα, διότι και αυτοί είχαν λησμονήσει τα λόγια του Χριστού και ήταν ανάγκη να υπενθυμίσει κάποιος σε αυτούς όχι μόνο όσα ο Κύριος είχε προείπει σε αυτούς στη Γαλιλαία, αλλά και όσα μόλις πριν δύο ημέρες τους βεβαίωσε λέγοντας: λίγο χρόνο ακόμη και πάλι θα με δείτε.
(3) Υπάρχει και η γραφή «τὰ ρήματα ταῦτα».
(4) Όπως φαίνεται, κανείς από τους αποστόλους δεν είχε καταλάβει την ακριβή έννοια των προφητειών του Χριστού για την ανάστασή του. Θεώρησαν αυτήν ότι προαναγγέλλει ότι θα επέστρεφε ένδοξα είτε με νέο σώμα είτε ως ασώματη ύπαρξη. Κανείς απόστολος δεν κατανόησε πλήρως, ότι ο Ιησούς επρόκειτο να φονευτεί, να ταφεί και να αναστηθεί από τον τάφο ζωντανός. Για αυτό τώρα απιστούν (p).

Λουκ. 24,12    ὁ(1) δὲ(2) Πέτρος ἀναστὰς ἔδραμεν ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ παρακύψας(3) βλέπει τὰ ὀθόνια(4) κείμενα μόνα(5), καὶ ἀπῆλθε πρὸς ἑαυτὸν(6) θαυμάζων τὸ γεγονός.
Λουκ. 24,12    Ο δε Πετρος εσηκώθηκε και έτρεξεν στο μνημείον. Και αφού έσκυψεν από την είσοδον, βλέπει τις λωρίδες από σινδόνι, με τις οποίες είχε τυλιχθή το σώμα του Κυρίου να είναι κάτω στο μνημείον μόνες, χωρίς το σώμα και επέστρεψεν στο σπίτι θαυμάζων το γεγονός.
(1) Κατά τρόπο άτοπο και πέρα από κάθε υγιή κριτική ο Tischendorf μαζί με μόνο τον κώδικα του Βέζα παραλείπει αυτόν τον στίχο, τον οποίο έχουν όλοι οι άλλοι κώδικες και οι μεταφράσεις και ο Ε. και ο Κ. και άλλοι πατέρες. Διότι ούτε αυτά που λέγονται μοναδική φορά από το Λουκά (παρακύψας, ὀθόνια, ἀπῆλθε) είναι τέτοια, ώστε να αποδείξουν νόθο τον στίχο αυτό, αλλά ούτε μπορούσε να παρθεί από το Ιω. κ 3, οπότε ώφειλε να αναφέρει και τον Ιωάννη που συνόδευε τον Πέτρο (δ). Επιπλέον υπάρχουν στο στίχο και λέξεις που δεν συναντιούνται στο παράλληλο χωρίο του Ιωάννου, όπως οι ἀναστὰς, μόνα, θαυμάζων τὸ γεγονός. Ενώ οι δύο λέξεις αναστάς και γεγονός είναι πολύ συχνές στο Λουκά. Και παρόλο που αυτός συχνότερα χρησιμοποιεί τη σύνταξη «θαυμάζειν ἐπί τῳ», όμως συντάσσει το ρήμα θαυμάζω και με αιτιατική πτώση (Λουκ. ζ 9, Πράξ. ζ 31) (p).
(2) Μάλλον αντιθετικός σύνδεσμος = μολονότι απιστούσαν, όμως ο Πέτρος αφού σηκώθηκε έτρεξε.
(3) Αφού έσκυψε κοντά σε αυτό, στο μνημείο (δ). Σκύβει κάποιος ώστε με το βλέμμα να ερευνήσει αυτό που βρίσκεται στο βάθος.
(4) Τα τεμάχια του σεντονιού, με τα οποία σαβάνωσαν τον Κύριο. Από το οθόνη, λευκό λινό σεντόνι (δ).
(5) Χωρίς το σώμα. Λόγος, για τον οποίο ο Πέτρος θαυμάζει. «Διότι πώς αφέθηκαν μόνοι οι επίδεσμοι και αυτοί ενώ το σώμα ήταν αλειμμένο με σμύρνα. Και πόση άνεση χρόνου είχε ο κλέπτης, ώστε να αφήσει αυτούς ξεχωριστά τυλιγμένους και να βγάλει έξω το σώμα;» (Θφ).
(6) Μπορεί να συνδεθεί άμεσα είτε με το ἀπῆλθε = «έφυγε προς το σπίτι του» (Ζ), προς την οικία του (δ), είτε με το θαυμάζων = θαυμάζοντας ο ίδιος μέσα του (p). Σημαίνει την προσωπική έκπληξη του Πέτρου (δ). Πιο πιθανή η πρώτη εκδοχή. Εάν είχε θυμηθεί και ο Πέτρος τα λόγια του Χριστού, δεν θα ένιωθε έκπληξη, αλλά θα ικανοποιούνταν πλήρως βεβαιούμενος, ότι ο Κύριος είχε αναστηθεί. Αλλά είχε λησμονήσει αυτά και για αυτό θαυμάζει το γεγονός του κενού τάφου, μη βρίσκοντας εξήγησή του. Συχνά και εμείς κυριευόμαστε από απορία και σύγχυση μπροστά σε γεγονότα και περιστατικά, τα οποία θα μας παρουσιάζονταν σαφή και ωφέλιμα, εάν κατανοούσαμε τα λόγια του Χριστού στη Γραφή και είχαμε αυτά πάντοτε στη διάνοιά μας.

 
Λουκ. 24,13    Καὶ ἰδοὺ(1) δύο ἐξ αὐτῶν(2) ἦσαν πορευόμενοι(3) ἐν αὐτῇ τῇ ἡμέρᾳ εἰς κώμην ἀπέχουσαν σταδίους ἑξήκοντα(4) ἀπὸ Ἱερουσαλήμ, ᾗ ὄνομα Ἐμμαούς(5).          
Λουκ. 24,13    Και ιδού, δύο από τους μαθητάς επήγαιναν αυτήν την ημέραν εις κάποιο χωριό, που απείχε από την Ιερουσαλήμ ένδεκα περίπου χιλιόμετρα και το οποίον ελέγετο Εμμαούς.
(1) Όπως σε πολλά σημεία στο ευαγγέλιο του Λουκά (α 20,31,36, β 25, ε 12, 18, ζ 12 κλπ.) εισάγεται με το «Καὶ ἰδοὺ» κάτι νέο και απροσδόκητο. Η αφήγηση που ακολουθεί είναι αποκλειστική σε μόνο το Λουκά και συγκαταλέγεται μεταξύ των ωραιοτέρων θησαυρών τους οποίους μόνος αυτός μάς διέσωσε. Είναι σχεδόν βέβαιο, ότι έλαβε τις για το γεγονός αυτό πληροφορίες του από έναν από τους δύο αυτούς μαθητές που πορεύονταν εις Εμμαούς και πιθανώς αυτές του δόθηκαν εγγράφως, διότι η αφήγηση αυτή φέρει όλα τα γνωρίσματα της προσωπικής πείρας και αντίληψης. Εάν αυτό γίνει δεκτό, τότε ο Κλεόπας μπορεί να θεωρηθεί ως ο πληροφοριοδότης του Λουκά (p). Το αυθεντικό της αφήγησης φαίνεται και από το ότι και αυτός ο Strauss, μολονότι ζήτησε να τοποθετήσει το γεγονός αυτό σε αναλογίες εξ ολοκλήρου φυσικές, αναγκάστηκε να αναγνωρίσει, ότι υπάρχει μέσα σε αυτό πυρήνας και βάθος ιστορικός (g).
(2) «Δηλαδή από όλους τους μαθητές» (Ζ). Ο ένας από αυτούς ονομαζόταν Κλεόπας (σ. 18). Ο άλλος; «Κάποιοι… λένε ότι είναι ο Λουκάς· για αυτό και απέκρυψε το δικό του όνομα ο ευαγγελιστής» (Θφ). Το γεγονός όμως, ότι ο Λουκάς ήταν σχεδόν κατά πάσα βεβαιότητα εθνικός (Κολοσ. δ 10-14) και ότι στο προοίμιο του ευαγγελίου παρουσιάζει τον εαυτό του ως μη αυτόπτη, κάνει πολύ απίθανη την εικασία αυτή (p). Σύμφωνα με άλλη εικασία «αυτός που ήταν μαζί με τον Κλεόπα ήταν ο Σίμων, όχι ο Πέτρος, ούτε ο από την Κανά, αλλά κάποιος άλλος από τους εβδομήντα» (Κ). Και ο Ωριγένης δύο φορές αναφέρει τον Σίμωνα ως τον μαθητή που δεν κατονομάζεται εδώ (Κατά Κέλσου ΙΙ 62,68). Αλλά και η εκδοχή αυτή προήλθε ίσως από πλανημένη (λανθασμένη) ερμηνεία της φράσης στο στίχο 34 «και εμφανίστηκε στο Σίμωνα» (p). Ο Αμβρόσιος αναφέρει σε πολλά σημεία ως όνομα αυτού το Ammaon, το οποίο φαίνεται να προήλθε από τον αρχαίο τύπο του ονόματος της κώμης (Εμμαούς-Ammaon) και σημαίνει τον κάτοικο της κώμης Ammaous ή Ammaon (L).
(3) = Οδοιπορούσαν μαζί (δ). Πιθανώς μετά την εορτή του Πάσχα επέστρεφαν στα σπίτια τους (L).
(4) Το στάδιο=μέτρα 185 (L). Δηλαδή γύρω στα έντεκα σημερινά χιλιόμετρα. Υπάρχει και η γραφή εκατόν εξήκοντα, που προήλθε από διόρθωση που βασίστηκε σε γεωγραφική πλάνη, δηλαδή από την ταύτιση της κώμης Εμμαούς με την μετέπειτα γνωστή οχυρωμένη πόλη με το όνομα Νικόπολη κοντά στην Ιόππη, την σημερινή Αμβάς, που βρίσκεται 180 στάδια δυτικά της Ιερουσαλήμ. (Δες για αυτήν Α΄ Μακ. γ 40, 57, δ 3). Αλλά το αναφερομένο εδώ χωριό δεν μπορεί να είναι η Νικόπολη διότι θα ήταν παράλογο να δεχτεί κάποιος, ότι κατέστη δυνατόν οι δύο αυτοί άνδρες να βαδίσουν κατά την ίδια ημέρα δύο φορές τόσο μεγάλο διάστημα και να προφθάσουν κατά την επιστροφή τους τους μαθητές να συζητούν σε ώρα ακόμη απογευματινή (p,g,L).
(5) Για το χωριό αυτό έγινε υπόθεση από άλλους (Caspari) ότι είναι η Κολόνιεχ, που βρίσκεται στην οδό της Ιόππης, σε απόσταση 45 στάδια από την Ιερουσαλήμ, την οποία παρεχώρησε ο Τίτος σαν αποικία σε οκτακόσιους από τους παλαιούς στρατιώτες του, και από εκεί προήλθε και το νέο αυτό όνομά της, το οποίο αντικατέστησε το παλαιό Εμμαούς. Εφόσον όμως καθορίζεται η απόσταση της Εμμαούς σε 60 στάδια πρέπει να αναζητηθεί η κωμόπολη αυτή στην Χαμόζαν ή Μπείτ-Μιζζά που βρίσκεται Β.Δ. της Κολόνιεχ σε μικρή απόσταση (g). Παρόλ’ αυτά και η Χαμόζα (ή Khamasa) δεν είναι αρκετά κοντά στην Ιερουσαλήμ, αφού απέχει από αυτήν 72 στάδια. Η Ελ Κουβειβέχ (El Kubeibeh) που βρίσκεται σε απόσταση 63 στάδια από την Ιερουσαλήμ, και είναι στο δρόμο προς Λύδδα, είναι η πιθανή τοποθεσία της κωμόπολης Εμμαούς (p).
 

Λουκ. 24,14    καὶ αὐτοὶ ὡμίλουν πρὸς ἀλλήλους περὶ πάντων τῶν συμβεβηκότων τούτων(1).
Λουκ. 24,14    Και αυτοί συνωμιλούσαν μεταξύ των δι' όλα αυτά τα γεγονότα.
(1) «Για το σταυρό και για τα φοβερά θαύματα που έγινα τότε, και για την ταφή και για όσα απαγγέλθηκαν από τις γυναίκες για την ανάσταση του Κυρίου» (Ζ). Αρμόζει οι μαθητές του Χριστού, όταν βρεθούν μαζί, να μιλάνε για το θάνατο και την ανάστασή του. Έτσι θα μπορέσουν να προαγάγουν τις γνώσεις τους μεταξύ τους, να ανανεώσουν τις αναμνήσεις τους και να θερμάνουν τις ευσεβείς διαθέσεις τους.

 
Λουκ. 24,15    καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ὁμιλεῖν αὐτοὺς καὶ συζητεῖν(1) καὶ αὐτὸς(2) ὁ Ἰησοῦς ἐγγίσας συνεπορεύετο αὐτοῖς(3)·
Λουκ. 24,15    Και ενώ αυτοί συνωμιλούσαν και συζητούσαν περί του Ιησού, ο ίδιος ο Ιησούς τους επλησίασε και επήγαινε μαζή των.
(1) Οι δύο μαθητές δεν συμφωνούν για την σημασία των συμβάντων, και ειδικά για το πώς άδειασε ο τάφος και ανταλλάσσουν τις απόψεις τους (L). «Μιλούσαν μεταξύ τους… όχι έχοντας πιστέψει, αλλά απορώντας και εκπλησσόμενοι για πράγματα εξαίσια, και μη μπορώντας εύκολα να συμφωνήσουν εξαιτίας του παραδόξου» (Θφ). «Συζήτηση λέει ο ευαγγελιστής την εξέταση, δηλαδή το πώς ενώ ήταν τέτοιος (ο Ιησούς), έπαθε τέτοια πράγματα» (Ζ). Το μέγα θέμα της συζήτησής τους ήταν ο θάνατος του Ιησού και οι περιστάσεις, κάτω από τις οποίες έγινε και οι οποίες επακολούθησαν σε αυτόν. Και με τη συζήτηση επιχειρούσαν να συμβιβάσουν αυτά που έγιναν με τις προφητείες της Π.Δ. για τον Μεσσία, σύμφωνα με τις οποίες αυτοί ανέμεναν τον Μεσσία ως Βασιλιά και Σωτήρα του λαού (ο).
(2) Είναι Εβραϊκός αυτός ο τρόπος σύνταξης (g). Και αυτός ο ίδιος ο Ιησούς για τον οποίο μιλούσαν (p).
(3) Πλησίασε ξαφνικά από πίσω ανεπαίσθητα και συμπορευόταν μαζί τους (δ). «Επειδή είχε το σώμα του πνευματικό και πιο θείο δεν εμποδιζόταν πλέον από απόσταση τόπων ώστε να μην μπορεί να είναι με αυτούς που ήθελε» (Θφ). Μπορούμε και εμείς ενθυμούμενοι τον λόγο του Κυρίου: Όπου είναι δύο ή τρεις μαζεμένοι στο δικό μου όνομα, εκεί είμαι ανάμεσά τους, να είμαστε βέβαιοι, ότι όταν δύο (ή και περισσότεροι μαζί) συζητάμε για ζητήματα τέτοια, όπως αυτά που απασχολούσαν τότε τους δύο μαθητές που πορεύονταν εις Εμμαούς, ο Χριστός θα έλθει σε εμάς ως τρίτος. Εκείνοι οι οποίοι ζητούν το Χριστό, θα τον βρουν. Θα φανερώσει τον εαυτό του σε αυτούς που τον αναζητούν.
 
Λουκ. 24,16    οἱ δὲ ὀφθαλμοὶ αὐτῶν ἐκρατοῦντο(1) τοῦ μὴ ἐπιγνῶναι αὐτόν(2).
Λουκ. 24,16    Τα δε μάτια των εμποδίζοντο από κάποια υπερφυσικήν δύναμιν, δια να μη τον αναγνωρίσουν.
(1) Το κρατώ συχνά χρησιμοποιείται για να δηλώσει εμπόδιο που παρεμβάλλεται στην ενέργεια οργάνων σωματικών (g). «Κρατιόντουσαν σε αυτό μόνο, στο να μην τον αναγνωρίσουν» (Ζ). Αυτό όμως ήταν υπερφυσική ενέργεια είτε με μεταβολή της αίσθησης (από την πλευρά του υποκειμένου που έβλεπε) είτε με μεταβολή αυτού που εμφανίστηκε (του προσώπου δηλαδή που ήταν το αντικείμεονο της θέας) (δ). Εκτός του ότι ήταν προκατειλημμένοι και δεν έμπαινε διόλου ούτε ως υπόνοια στο νου τους η ιδέα, ότι ήταν δυνατόν να δουν τον Ιησού, τον οποίο νόμιζαν νεκρό, «ούτε από τα χαρακτηριστικά του σώματος, με τα οποία φαινόταν τότε ο Σωτήρας, τους επιτρεπόταν να τον γνωρίσουν. Διότι όπως λέει ο Μάρκος, φαινόταν με άλλη μορφή και με άλλα χαρακτηριστικά. Διότι δεν κυβερνιόταν πλέον το σώμα από τους φυσικούς νόμους, αλλά ήταν υπερφυσικό και πνευματικό· για αυτό τα μάτια εκείνα κρατιούνταν ώστε να μην τον αναγνωρίσουν» (Θφ). Απόδειξη του ότι με υπερφυσική ενέργεια κρατιόντουσαν τα μάτια τους ώστε να μην τον αναγνωρίσουν, είναι το «άνοιξαν τα μάτια» που ακολουθεί στο στίχο 31. Πώς ήταν δυνατόν κατά τρόπο φυσικό οι δύο αυτοί μαθητές να διανύσουν τόσο δρόμο με τον Ιησού, να συνομιλήσουν μαζί του και να διδαχτούν από αυτόν για ώρες ολόκληρες, και να μην αναγνωρίσουν αυτόν παρά μόνο στο κόψιμο του ψωμιού; Η απόπειρα να εξηγήσουμε την μη αναγνώριση με τρόπο φυσικό και όχι με θαύμα παρουσιάζεται πολύ περισσότερο πιο θαυμαστή από το απλό θαύμα (ο).
(2) Ίσως οι μαθητές θα αναγνώριζαν τον Ιησού, εάν η πίστη τους στην ανάσταση τούς είχε ανοίξει τα μάτια (L). Κρατιόντουσαν να μην τον αναγνωρίσουν «έως ότου δηλαδή ο λόγος μπει μέσα τους κινώντας την καρδιά στην πίστη, έπειτα να παρουσιάσει τόσο καίρια την όψη στην ακοή, κάνοντας ολοφάνερο αυτό που ακούστηκε από πριν και βεβαιώθηκε» (Κ).
 
Λουκ. 24,17    εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς· τίνες(1) οἱ λόγοι οὗτοι οὓς ἀντιβάλλετε(2) πρὸς ἀλλήλους περιπατοῦντες καί ἐστε σκυθρωποί(3);
Λουκ. 24,17    Είπε δε προς αυτούς• “ποίοι είναι αυτοί οι λόγοι και ποιά είναι τα θέματα, τα οποία καθώς περιπατείτε, συζητείτε ματαξύ σας και είσθε σκυθρωποί;”
(1) Ο Ιησούς ως καλός παιδαγωγός ρωτά προτού να διδάξει. Για να γίνει κάποιος με προσοχή ακουστός, πρέπει προηγουμένως να προκαλέσει ή να αφήσει, να μιλήσουν και αυτοί προς τους οποίους απευθύνεται (g).
(2) Λέγεται μία φορά. «Αντιβάλλετε, δηλαδή αντιλέγετε ή εξετάζετε» (Ζ)· εναλλάξ μιλάτε, συζητάτε (δ). Ο Κύριος, παρόλο που εισήλθε ήδη στην κατάσταση της δόξας και εξύψωσής του, εξακολουθούσε να αισθάνεται στοργή προς τους μαθητές του και να φροντίζει για την παρηγοριά και ενίσχυσή τους. Ο Κύριος παρακολουθεί τις θλίψεις των μαθητών του και συμπαθεί αυτούς.
(3) = Και λόγω των ζητημάτων αυτών, τα οποία συζητάτε, είστε σκυθρωποί; Υπάρχει όμως και η γραφή των κωδίκων σιναϊτικού και βατικανού «και εστάθησαν σκυθρωποί».=Οι μαθητές αντάλλασαν μεταξύ τους τις ιδέες τους· αλλά να ένας άγνωστος τούς ρωτά για το θέμα της συζήτησής τους, το τόσο λεπτό για αυτούς. Κατά φυσικό λόγο σταμάτησαν προς στιγμή την πορεία τους με κάποιον δισταγμό, εάν έπρεπε να μοιραστούν το θέμα με τον ξένο. Στάθηκαν και η κατήφεια, την οποία προκαλούσε σε αυτούς η συζήτηση, αλλά και η οποία ήταν συνέπεια της θλίψης τους για τα συμβάντα, τους παρουσίασε σκυθρωπούς (L). Ήταν σκυθρωποί. Είχαν χάσει τον Διδάσκαλό τους και είχαν διαψευστεί στις ελπίδες τους. Είχε παρόλ’ αυτά αναστηθεί ο Διδάσκαλος. Αλλά αυτοί δεν το πίστεψαν και ήταν για αυτό λυπημένοι. Του Χριστού οι μαθητές είναι λοιπόν συχνά σκυθρωποί και όταν έχουν λόγους να χαίρονται. Η ασθένεια της πίστης τους τούς εμποδίζει να απολαύσουν την ενίσχυση, η οποία δίνεται σε αυτούς. Το ότι παρόλ’ αυτά με συντροφιά βαδίζουν προς Εμμαούς και ανακοινώνουν μεταξύ τους την θλίψη τους και τις απορίες τους, τούς δίνει αρκετή ανακούφιση. Αυτοί που λυπούνται μαζί, ενισχύουν και παρηγορούν ο ένας τον άλλον. Παρηγοριές και ενισχύσεις μάς έρχονται συχνά από αυτό το ξεχύσιμο των καρδιών μας και των συναισθημάτων μας σε αδελφούς που συμπάσχουν και συνδοκιμάζονται. Πολλοί και από τους σύγχρονους μαθητές του Κυρίου είναι σκυθρωποί και πλησιάζει και αυτούς ο Ιησούς, την ώρα που τα μάτια τους κρατιούνται ώστε να μην τον γνωρίσουν. Έρχεται σε αυτούς με την εκκλησία του, η οποία τούς φαίνεται μόνο ως ένα ανθρώπινο καθίδρυμα. Ή, έρχεται σε αυτούς με τις άγιές του Γραφές, οι οποίες τους φαίνονται ότι λίγο διαφέρουν από τις άλλες συγγραφές της ανθρώπινης γραμματείας. Ή, έρχεται σε αυτούς με τα μυστήριά του, τα οποία κάτω από συνηθισμένα και εντελώς κοινά εξωτερικά είδη υποκρύπτουν την αόρατη χάρη. Και έχει να απευθύνει ερωτήματα προς αυτούς και να τους μιλήσει, όπως άλλοτε στους δύο αυτούς μαθητές του, για να διασκορπίσει την μελαγχολία τους και να μεταδώσει σε αυτούς τη χαρά, όπως έκανε και σε αυτούς που πορεύονταν εις Εμμαούς. Θα διασκορπίσει την σκυθρωπότητα που τούς προκαλεί η σύγχυση της διάνοιάς τους και η ταραγμένη συνείδησή τους, διότι θα διαφωτίσει αυτούς πάνω σε όλα τα προβλήματα και απορίες τους και θα τους χαρίσει την άφεση των αμαρτιών τους.
 


Λουκ. 24,18    ἀποκριθεὶς δὲ ὁ εἷς, ᾧ ὄνομα Κλεόπας(1), εἶπε πρὸς αὐτόν· σὺ(2) μόνος(3) παροικεῖς(4) ἐν Ἱερουσαλὴμ καὶ οὐκ ἔγνως τὰ γενόμενα ἐν αὐτῇ ἐν ταῖς ἡμέραις ταύταις(5);
Λουκ. 24,18    Απεκρίθη δε ο ένας, που ελέγετο Κλεόπας και είπε προς αυτόν• “συ μόνος σαν προσκυνητής κατοικείς τον καιρόν αυτόν εις την Ιερουσαλήμ και δεν έμαθες όσα έγιναν εις αυτήν κατά τας ημέρας αυτάς;”
(1) Υπάρχει και η γραφή Κλεοπάς. Το όνομα δεν πρέπει να ταυτιστεί με το Κλωπάς (Ιω. ιθ 25), το οποίο είναι αραμαϊκό, αλλά προέρχεται από συγκοπή από το Κλεόπατρος (p).
(2) Η αντωνυμία μπαίνει μπροστά με έμφαση (p). Παρόλ’ αυτά ο Κλεόπας μάλλον ευγενικά απαντά προς τον ξένο. Δεν λέει σε αυτόν: Τι σε ενδιαφέρει αυτό, για το οποίο εμείς συζητάμε; Τι δουλειά έχεις εσύ με τις δικές μας υποθέσεις; Οφείλουμε να είμαστε ευγενικοί προς όλους και πολύ περισσότερο σε εκείνους, οι οποίοι ευγενικά φέρονται σε εμάς. Βεβαίως οι ημέρες εκείνες ήταν πονηρές για τους μαθητές του Χριστού και μπορούσε να έλθει στο νου του Κλεόπα η υπόνοια ότι ο ξένος αυτός αναμιγνυόμενος αυτοβούλως και αυθόρμητα στη συζήτησή τους δεν είχε καλούς σκοπούς. Παρόλ’ αυτά δεν αποφεύγει να κάνει αυτόν κοινωνό του ζητήματος που τον απασχολεί, το οποίο αναφερόταν στον Χριστό τον Εσταυρωμένο. Όσοι έχουν την γνώση για τον εσταυρωμένο Χριστό, οφείλουν να κάνουν ό,τι μπορούν για να την διαδώσουν. Αυτό έπραξε ήδη και ο Κλεόπας. Είναι επίσης αξιοπαρατήρητο, ότι ενώ οι δύο μαθητές προθυμοποιούνταν να διδάξουν τον ξένο, στο τέλος διδάχτηκαν από αυτόν. Διότι σε καθέναν που έχει και χρησιμοποιεί αυτό για ωφέλεια και των άλλων θα του δοθεί και θα του περισσέψει.
(3) Το μόνος συνδέεται στενά και με τα δύο ρήματα «παροικεῖς καὶ οὐκ ἔγνως».=Εσύ είσαι ο μόνος ο οποίος, μολονότι μένεις στην Ιερουσαλήμ δεν έμαθες τα όσα συνέβησαν (g). «Ο Κλεόπας ελέγχει τον φαινομενικό συνοδοιπόρο… εσύ μόνος από τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ δεν έμαθες αυτά που έγιναν;» (Θφ). «Επειδή κατάλαβαν και από τη γλώσσα και από την ενδυμασία, ότι είναι Ιουδαίος και αυτός τον ελέγχουν όχι σαν τον μόνο που διαμένει στην Ιερουσαλήμ, αλλά σαν τον μόνο που αγνοεί αυτά που είναι γνωστά σε όλους τους κατοίκους, και λένε μαλώνοντάς τον· Εσύ μόνος από όλους τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ, μένεις στην Ιερουσαλήμ και δεν ξέρεις όσα έγιναν αυτές τις ημέρες;» (Ζ).
(4) =Κατοικείς ως ξένος, προσωρινά. Θεωρούν αυτόν ως προσκυνητή που ήλθε στα Ιεροσόλυμα για την γιορτή (g).
(5) Η άγνοιά του αυτή εμφανίζει αυτόν ως καθόλου ενδιαφερόμενο για τα θρησκευτικά πράγματα του έθνους (δ).
 


Λουκ. 24,19    καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ποῖα(1); οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· τὰ περὶ Ἰησοῦ τοῦ Ναζωραίου(2), ὃς ἐγένετο(3) ἀνὴρ προφήτης(4) δυνατὸς ἐν ἔργῳ καὶ λόγῳ(5) ἐναντίον τοῦ Θεοῦ(6) καὶ παντὸς τοῦ λαοῦ(7),
Λουκ. 24,19    Και είπεν εις αυτούς• “ποία;” Εκείνοι δε του είπαν• “τα περί του Ιησού του Ναζωραίου, ο όποιος ανεδείχθη προφήτης ενώπιον του Θεού και όλου του λαού, δυνατός εις έργα θαυμαστά και εις διδασκαλίαν πρωτάκουστον.
(1) Ρωτά «ώστε και από το στόμα τους να ακούσει αυτά, τα οποία από τις καρδιές τους γνώριζε, και έτσι να τους ελέγξει και να τους μαλώσει» (Ζ). Το ερώτημα αποβλέπει στο να ανοίξουν αυτοί τις καρδιές τους και να μπορέσει ο Κύριος να τους διδάξει (p). Με το ερώτημά του αυτό ο Κύριος ούτε δέχεται ότι είναι πάροικος στην Ιερουσαλήμ, ούτε αρνείται ότι έχει γνώση αυτών που διαδραματίστηκαν στην Ιερουσαλήμ (ο).
(2) Υπάρχει και η γραφή Ναζαρηνού.
(3) Απέδειξε, ότι είναι· έδειξε τον εαυτό του (p).
(4) Το άνδρας είναι ίσως σημάδι σεβασμού ή διεύρυνση της έννοιας, οπότε η λέξη προφήτης που ακολουθεί έχει έννοια επιθέτου (p). «Τον θεωρούσαν ότι είναι άνδρας προφήτης, επειδή είχαν ακόμη ατελή πίστη» (Ζ). Αξιόλογη και η παρατήρηση: Ο Κλεόπας εκφράστηκε με κάποια επιφύλαξη και λέει στον ξένο για τον Ιησού ό,τι δεν θα μπορούσε εύκολα να αμφισβητηθεί (L).
(5) «Έργο μεν να εννοήσεις τα θαύματα, ενώ λόγο τις διδασκαλίες» (Ζ).
(6) Μπροστά στο Θεό, ώστε και ο Θεός μπορούσε να μαρτυρήσει για αυτόν (ο).
(7) Τα έργα του και η διδασκαλία του έγιναν δημόσια και κάτω από τα μάτια όλων (ο). Έχουμε στο στίχο αυτό περίληψη του βίου του Χριστού. Ο Ιησούς ο Ναζωραίος υπήρξε ο κατεξοχήν προφήτης, ο Διδάσκαλος που ήλθε από το Θεό. Δίδαξε αληθινή και εξαίρετη διδασκαλία, η οποία αποδείχτηκε, ότι προερχόταν από ψηλά και ήταν θεία, διότι επιβεβαιώθηκε και επικυρώθηκε με πολλά ένδοξα θαύματα, τα οποία τον παρουσίασαν πολύ μεν αγαπητό και ευνοούμενο του Θεού, εξόχως δε ευεργετικό και στους ανθρώπους· «δυνατό σε έργα και λόγια μπροστά στο Θεό και σε όλο το λαό»
 


Λουκ. 24,20    ὅπως(1) τε παρέδωκαν(2) αὐτὸν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ ἄρχοντες ἡμῶν(3) εἰς κρῖμα θανάτου(4) καὶ ἐσταύρωσαν αὐτόν.
Λουκ. 24,20    Δεν έμαθες και πως τον παρέδωκαν οι αρχιερείς και οι άρχοντες μας εις θανατικήν καταδίκην και τον εσταύρωσαν;
(1) Η λέξη εξαρτάται από το οὐκ ἔγνως ὅπως τε.=Δεν έμαθες και με ποιο τρόπο, με προδοσία δηλαδή και συκοφαντία (δ).
(2) Υπαινίσσεται ότι άλλοι εκτέλεσαν την σταύρωση (L).
(3) Η αντωνυμία υποδηλώνει ότι οι δύο μαθητές ήταν Ιουδαίοι και όχι ελληνιστές οι οποίοι (ελληνιστές) δεν διέμεναν μόνιμα στην Παλαιστίνη (ο).
(4) = «Σε καταδίκη θανάτου» (Ζ). Αξιοσημείωτη η επιφυλακτικότητα του Κλεόπα, που αποφεύγει να επικρίνει την ενέργεια των αρχιερέων και των αρχόντων του Ισραήλ. Ίσως διότι μιλούσε με ξένο, προς τον οποίο έπρεπε με κάθε φρόνηση και σύνεση να συμπεριφερθεί.

 
Λουκ. 24,21    ἡμεῖς δὲ ἠλπίζομεν(1) ὅτι αὐτός ἐστιν ὁ μέλλων λυτροῦσθαι(2) τὸν Ἰσραήλ· ἀλλά γε(3) σὺν πᾶσι τούτοις(4) τρίτην ταύτην ἡμέραν(5) ἄγει(6) σήμερον ἀφ᾿ οὗ ταῦτα ἐγένετο.
Λουκ. 24,21    Και όμως ημείς ηλπίζαμεν, ότι αυτός είναι ο Μεσσίας, που θα ελευθέρωνε τον Ισραήλ. Αλλά μαζή με όλα αυτά, που σου είπαμε, ιδού ότι είναι η τρίτη ημέρα σήμερα από τότε που έγιναν αυτά, και δεν είδαμε ακόμη τίποτε, που να δικαιολογή τας ελπίδας μας.
(1) «Σαν ακριβώς να διαψεύστηκαν οι ελπίδες τους, λένε τα εξής· Εμείς ελπίζαμε ότι αυτός και άλλους θα σώσει, και να ούτε τον εαυτό του δεν έσωσε· διότι τόσο ταπεινό φρόνημα είχαν για αυτόν και τόση απιστία είχαν. Διότι σχεδόν έλεγαν εκείνα, τα οποία έλεγαν και όσοι ήταν στο σταυρό. Άλλους έσωσε, τον εαυτό του δεν μπορεί να τον σώσει» (Θφ). «Συζητούσαν λυπημένοι μεταξύ τους για αυτόν, χωρίς να προσδοκούν ότι ζει πλέον ο Χριστός. Διότι αυτό δηλώνει, αυτό που είπαν, ότι εμείς ελπίζαμε» (Σχ).
(2) Λυτροῦσθαι = ελευθερώνω κάποιον δούλο με πληρωμή λύτρου και εξαγορά. Η απολύτρωση μπορούσε να θεωρηθεί και με ηθική έννοια (Τίτ. β 14, Α΄ Πέτρ. α 18). Και όταν ακόμη αναφέρονταν σε απελευθέρωση από τους εχθρούς με την αποτίναξη του ζυγού τους, θεωρούσαν αυτήν οι Ιουδαίοι ότι θα επιτευχθεί με παρέμβαση του Θεού ή του οργάνου του (L). Το λυτροῦσθαι τὸν Ἰσραήλ αποτελεί φράση που αναφέρεται στο Μεσσία και το έργο του. Το ρήμα δεν έχει εδώ την υψηλή πνευματική έννοια, η οποία τώρα αποδίδεται σε αυτό (ο). Αξιοσημείωτα και τα επόμενα: «Με διαφορετικό τρόπο… προσδοκούσαν το Χριστό όσοι από το λαό δεν γνώριζαν με ακρίβεια τα πράγματα, δηλαδή σαν σωτήρα και λυτρωτή από τα κακά που επρόκειτο να πάθουν και από το ζυγό της ρωμαϊκής δουλείας· και έλπιζαν ότι θα βασιλεύσει αυτός σε επίγεια βασιλεία· για αυτό και λένε, ότι εμείς ελπίζαμε ότι αυτός θα λυτρώσει και τον Ισραήλ από τους εθνικούς Ρωμαίους, και αυτός δεν ξέφυγε ούτε την άδικη για αυτόν απόφαση» (Θφ).
(3) Η αντίθεση με την ελπίδα αυτή σημειώνεται έντονα με το «ἀλλά γε» (L) = αλλά μάλιστα· δηλαδή όχι μόνο μέχρι τώρα δεν εκπληρώθηκε η ελπίδα μας αυτή στον λυτρωτή, αλλά αντιθέτως… (δ).
(4) Δηλαδή παρά τις (στο στίχο 19) έκτακτες αυτές ιδιότητες του ανθρώπου αυτού και τις ελπίδες, τις οποίες γέννησε σε εμάς (g). Ή, «αντί για όλα αυτά που έγιναν» (Ζ)· πάνω σε όλα αυτά, για τα οποία διαψεύστηκαν οι ελπίδες μας (L). Ίσως η δεύτερη ερμηνεία πιο πιθανή.
(5) Θα μπορούσε κάποιος να ελπίζει στην επέμβαση του Θεού. Αλλά αυτή θα έπρεπε ήδη να έχει σημειωθεί. Αλλά να που βρισκόμαστε στην τρίτη ημέρα και δεν έγινε τίποτα. Το «τρίτη ημέρα» δεν υπαινίσσεται την προφητευμένη ανάσταση (L). Ή, το «τρίτη ημέρα… και γυναίκες μας εξέπληξαν και τα εξής… τα λένε σαν να έχουν απορία και μου φαίνονται οι άνδρες ότι βρίσκονται σε πολλή αμφιταλάντευση, και ούτε πολύ απιστούν, ούτε πολύ πιστεύουν. Διότι το να πουν μεν, ότι ελπίζαμε ότι αυτός είναι που θα λυτρώσει τον Ισραήλ δείχνει απιστία· ενώ το να πουν ότι, αυτή είναι η Τρίτη ημέρα που διανύει, φανερώνει ανθρώπους που είναι κοντά στο να θυμηθούν, ότι είπε σε αυτούς· την Τρίτη ημέρα θα αναστηθώ» (Θφ). Η πρώτη εκδοχή πιο σοβαρή.
(6) Μπορούμε να το πάρουμε και απρόσωπα= τρίτη ημέρα περνά (ο χρόνος)· είναι τρίτη ημέρα (δ). Μπορεί όμως να έχει ως υποκείμενο το Ιησούς, με την έννοια, με την οποία λέγεται: άγει το δέκατο έτος (g). Πιο πιθανή η πρώτη εκδοχή.
 


Λουκ. 24,22    ἀλλὰ(1) καὶ γυναῖκές τινες ἐξ ἡμῶν(2) ἐξέστησαν(3) ἡμᾶς γενόμεναι ὄρθριαι(4) ἐπὶ τὸ μνημεῖον,
Λουκ. 24,22    Αλλά και κάτι άλλο συνέβη• μερικαί δηλαδή γυναίκες από τον κύκλον μας μας εξέπληξαν, διότι επήγαν κατά τα χαράματα στο μνημείον
(1) Αλλά και κάτι άλλο απορίας άξιο και που μας ταράσσει συμβαίνει (δ). Ή, «και το μας εξέπληξαν» φανερώνει… ότι η απιστία τους άρχισε να κλονίζεται κάπως» (Θφ). Συνεπώς το «αλλά και» = Αλλά παρά την διάψευση αυτή υπάρχει αυτό το ευνοϊκό σημείο (p)· υπάρχει ένα στοιχείο, το οποίο πρέπει  να υπολογίζει κάποιος (L). Η δεύτερη εκδοχή πιο πιθανή.
(2) «Δηλαδή δικές μας» (Ζ), στις οποίες θα είχαμε εμπιστοσύνη και δεν θα νομίζαμε, ότι μας εξαπατούν (p).
(3) Μόνο εδώ στην Κ.Δ. χρησιμοποιείται ως μεταβατικό = μας εξέπληξαν (p).
(4) Υπάρχει και η γραφή ορθριναί.
 


Λουκ. 24,23    καὶ μὴ εὑροῦσαι τὸ σῶμα αὐτοῦ ἦλθον λέγουσαι(2) καὶ ὀπτασίαν ἀγγέλων(1) ἑωρακέναι, οἳ λέγουσιν(2) αὐτὸν ζῆν.
Λουκ. 24,23    και επειδή δεν εύρον εκεί το σώμα του, ήρθαν και είπαν ότι είδαν και οπτασία αγγέλων, οι οποίοι λέγουν ότι ο Ιησούς ζη.
(1) Είχαν βεβαίως σημειωθεί εν τω μεταξύ και οι εμφανίσεις του αναστημένου Κυρίου στις μυροφόρες. Δεν αναφέρουν όμως αυτές οι δύο μαθητές, διότι υπο το κράτος της γενικής δυσπιστίας, η οποία κατέτρωγε ολόκληρο τον κύκλο των αποστόλων, είτε αμφέβαλλαν για την πραγματικότητα των εμφανίσεων, είτε θεώρησαν αυτές ως αγγελικές εμφανίσεις (ο).
(2) Λέγουσαι… λέγουσιν. Υποδηλώνουν οι εκφράσεις αυτές, ότι οι δύο μαθητές λίγη πίστη παρείχαν στους θρύλους αυτούς (g). «Αν εξετάσουμε τελείως τα λόγια τους, θα δούμε ότι είναι όντως ανθρώπινα και έχουν πολύ δισταγμό και κατά κάποιο τρόπο απορούν και βρίσκονται σε αμηχανία λόγω του εξαίσιου της ανάστασης» (Θφ). Εάν πράγματι εμφανίστηκαν οι άγγελοι, θα αξίωνε ίσως ο Κλεόπας, πώς δεν στάλθηκαν στους αποστόλους, αλλά στις γυναίκες που εύκολα εξαπατούνται και παρασύρονται από τη φαντασία τους;
 


Λουκ. 24,24    καὶ ἀπῆλθόν τινες(1) τῶν σὺν ἡμῖν ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ εὗρον οὕτω καθὼς καὶ αἱ γυναῖκες εἶπον, αὐτὸν δὲ οὐκ εἶδον(2).
Λουκ. 24,24    Επήγαν επίσης στο μνημείον και μερικοί από αυτούς, που είναι μαζή μας, και ευρήκαν τα πράγματα, όπως τα είχαν είπει αι γυναίκες• είδαν ανοικτόν μεν το μνημείον, όχι όμως και τον Ιησούν”.
(1) Το «κάποιοι» δείχνει, ότι στη σκέψη τους ο Πέτρος δεν ήταν ο μόνος που επισκέφτηκε το μνημείο, παρόλο που στο στίχο 12 μόνος αυτός κατονομάζεται (g). «Τον Πέτρο και τον Ιωάννη εννοεί. Και από εδώ είναι φανερό ότι αυτά που με πλάτος τα λένε άλλοι (ευαγγελιστές), άλλοι τα διηγούνται σύντομα και επιτροχάδην. Όπως ακριβώς λοιπόν και την άφιξη του Πέτρου και του Ιωάννη στο μνημείο, ο μεν Ιωάννης πλατύτερα την εξιστόρησε, ενώ αυτός αφού ανέφερε λίγα, ανώνυμα την προσπέρασε» (Θφ).
(2) Αυτό ήταν εξολοκλήρου αληθινό όσον αφορά τον Πέτρο και τον Ιωάννη. Δεν είναι αδύνατον ο Κλεόπας μαζί με τον συνοδοιπόρο του να έφυγε από την Ιερουσαλήμ χωρίς να έχει ακούσει, ότι η Μαρία η Μαγδαληνή είχε βεβαιώσει, ότι είδε αυτόν. Εάν όμως είχαν ακούσει αυτό, δεν πίστεψαν σε αυτό και δεν το θεώρησαν άξιο αναφοράς (p). Η φράση παρόλ’ αυτά «αυτόν όμως δεν τον είδαν» παρουσιάζεται ως προστιθέμενη από τους δύο μαθητές κατά τρόπο πιο φυσικό, εάν δεχτούμε, ότι αυτοί είχαν στο νου, ότι οι μυροφόρες έλεγαν, ότι είδαν και τον Ιησού (ο).

 
Λουκ. 24,25    καὶ αὐτὸς(1) εἶπε πρὸς αὐτούς· ὦ ἀνόητοι καὶ βραδεῖς(2) τῇ καρδίᾳ τοῦ πιστεύειν ἐπὶ πᾶσιν(3) οἷς ἐλάλησαν οἱ προφῆται!
Λουκ. 24,25    Και τότε ο Ιησούς είπε προς αυτούς• “ω ανόητοι, που έχετε βραδυκίνητη την καρδιά στο να πιστεύετε όλα όσα ελάλησαν οι προφήται.
(1) Και αυτός= ήλθε ήδη και η δική του σειρά να μιλήσει (g).
(2) Το ανόητοι αναφέρεται στη διάνοια, το βραδείς στην καρδιά (g). Ο νους καταλαβαίνει, ενώ η καρδιά πιστεύει. Αυτοί λοιπόν επειδή ήταν ασύνετοι στο νου, είναι και βραδυκίνητοι στην καρδιά. Αντίθετο του γρήγοροι, πρόθυμοι (δ). «Επειδή το φρόνημά τους ήταν πολύ ανθρώπινο και νοσούσαν από πολύ δισταγμό, τους αποκαλεί ανόητους και βραδυκίνητους» (Θφ). «Τους ονόμασε ανόητους μεν, προκαλώντας τους σιγά σιγά ώστε να τον αναγνωρίσουν· αλλά και βραδυκίνητους στην καρδιά επειδή ήταν νωθροί στο να πιστέψουν» (Ζ). Ονομάζοντάς τους ανόητους δεν θέλει να τους χαρακτηρίσει ως κακούς και πονηρούς, με την έννοια δηλαδή που μάς απαγόρευσε ο Κύριος να αποκαλούμε τους αδελφούς μας μωρούς ή ρακά (ανόητος). Με αυτό τους χαρακτηρίζει πρώτον μεν ως ασθενείς, έπειτα δε και ως ανόητους, διότι σκέπτονταν και ενεργούσαν παρά το πραγματικό τους συμφέρον. Επειδή, αφού είχαν ενδείξεις, για το ότι ο διδάσκαλός τους ζούσε, δεν δέχονταν την ενίσχυση και παρηγοριά που τους δόθηκε από τους αγγέλους μέσω των γυναικών και εξακολουθούσαν να στενοχωριούνται και να αγωνιούν.
(3) Δεν μπορούμε να χωρίσουμε το «ἐπὶ πᾶσιν» από το «πιστεύειν» (p). Οι προφητείες είναι το θεμέλιο της πίστης (L), και η πρόθεση «επί» δηλώνει το: στηριζόμενοι πάνω σε αυτές=να πιστεύετε όλα όσα είπαν οι προφήτες (δ). Τονίζεται ιδιαιτέρως το «σε όλα» (p). «Διότι είναι δυνατόν να πιστεύετε και μερικώς και πλήρως… Πρέπει όμως να πιστεύετε σε όλα στους προφήτες, και στα σχετικά με την ατιμία και στα σχετικά μ τη δόξα του… Εσείς όμως είστε τόσο ανόητοι, ώστε ενώ ακούτε τον Ησαΐα να λέει και τα δύο, ότι και στη σφαγή οδηγήθηκε και ότι ο Κύριος θέλει να δείξει σε αυτόν φως, εκείνο μεν το δέχεστε, ενώ αυτό δεν το σκέφτεστε» (Θφ). Όπως όλοι οι Ιουδαίοι, έτσι και οι δύο αυτοί μαθητές, θυμούνταν μόνο τις σχετικές με τη δόξα του Μεσσία προφητείες και αγνοούσαν τις σχετικές με το πάθημά του προαναγγελίες (p).

 
Λουκ. 24 ,26    οὐχὶ ταῦτα(1) ἔδει(2) παθεῖν τὸν Χριστὸν καὶ εἰσελθεῖν εἰς τὴν δόξαν(3) αὐτοῦ;
Λουκ. 24,26    Αυτά δεν έπρεπε, σύμφωνα με την βουλήν του Θεού, να πάθη ο Χριστός και να εισέλθη κατόπιν εις την δόξαν του, η οποία και ήρχισε με την ανάστασίν του;”
(1) Εμπαιγμούς και σταύρωση κλπ. (δ).
(2) Σύμφωνα με τη θεια βουλή και το θείο σχέδιο, όπως εκφράζονται αυτά στις προφητείες (p). Έπρεπε, για εκπλήρωση των προφητειών και για σωτηρία των ανθρώπων (ο). Ακριβώς εκείνα, τα οποία στην ασθένειά μας θεωρούμε ως αίτια της αμφιβολίας μας, είναι σημάδια χαρακτηριστικά του Χριστού (b) και αυτά που θεωρούνται ότι διαψεύδουν τις περί Χριστού ελπίδες μας, αυτά πρέπει να στηρίζουν αυτές. Το «έπρεπε» γραμματικά αναφέρεται και στα δύο ρήματα «παθεῖν… καὶ εἰσελθεῖν». Κυρίως όμως ο τόνος του πέφτει στο παθεῖν. Το πάθημα έρχεται πρώτο και αυτό είναι η οδός προς την δόξα (p).
(3) Στην κατάσταση της δόξας, η οποία άρχισε με την ανάσταση και τελείωσε με την ανάληψη (δ). Δείχνει σε αυτούς, ότι τα παθήματα του Χριστού, τα οποία ήταν τέτοια πέτρα σκανδάλου σε αυτούς και τους σύγχυζαν, ώστε να μην διακρίνουν τη δόξα του, ήταν στην πραγματικότητα η προορισμένη και προκαθορισμένη οδός προς την δόξα και δεν ήταν δυνατόν από άλλη οδό ο Μεσσίας να καταλήξει σε αυτήν. Το πάθημα του Μεσσία, έπρεπε κατά το θείο σχέδιο να συμβεί. Δεν θα ήταν δυνατόν ο Ιησούς να γίνει Σωτήρας, αν δεν γινόταν και πάσχον θύμα. Δεν αποτελεί λοιπόν το πάθημα ένσταση κατά του ότι ο Ιησούς είναι ο Μεσσίας, αλλά αντίθετα είναι απόδειξη που πείθει για το ότι πράγματι είναι, όπως ακριβώς και οι θλίψεις των αγίων είναι απόδειξη, ότι δεν είναι νόθοι αλλά υιοί. Ούτε ο σταυρός του αποτελεί ντροπή και όνειδός του, διότι μέσω αυτού εισήλθε στη δόξα του, στη δόξα, την οποία είχε προτού φτιαχτεί ο κόσμος. Και διδασκόμαστε έτσι, ότι πρέπει να περιμένουμε πρώτα το αγκάθινο στεφάνι, για να λάβουμε έπειτα και το στεφάνι της δόξας.

 
Λουκ. 24,27    καὶ ἀρξάμενος ἀπὸ Μωϋσέως(1) καὶ ἀπὸ(2) πάντων τῶν προφητῶν(3) διηρμήνευεν(4) αὐτοῖς ἐν πάσαις ταῖς γραφαῖς τὰ περὶ ἑαυτοῦ(5).
Λουκ. 24,27    Και αφού ήρχισε από τον Μωϋσέα και εν συνεχεία από όλους τους προφήτας, εξηγούσε λεπτομερώς εις αυτούς όλας τας προφητείας των Γραφών, που ανεφέρεντο εις αυτόν.
(1) «Δηλαδή από τα βιβλία του Μωϋσή» (Ζ)· από την Πεντάτευχο. Τέτοιες προφητείες, όπως αυτές που είναι στα Γεν. γ 15, κβ 18, Αριθμ. κδ 17, Δευτ. ιη 15 και τύπους όπως ο αποδιοπομπαίος τράγος, το μάννα, το χάλκινο φίδι και οι θυσίες, αυτούς κυρίως υποδηλώνει (p).
(2) Υποδηλώνει η επανάληψη της πρόθεσης «από», ότι οι προφήτες θεωρούνται ως τμήμα ξεχωριστό της Πεντατεύχου (p). Και σε σχέση με το «ἀρξάμενος… καὶ ἀπὸ πάντων» το δεύτερο αυτό «από» υπονοεί, ότι η απόδειξη άρχιζε ξανά από κάθε έναν προφήτη (g).
(3) «Και στις υπόλοιπες λοιπόν προφητείες βρίσκονται σποραδικά τα σχετικά με το σταυρό και την ανάσταση και μάλιστα στους πιο διάσημους προφήτες, και είναι δυνατον να τα συλλέξει κάποιος αυτά από εκεί» (Θφ). Ο Ιησούς είχε μπροστά του ευρύτατο πεδίο από το πρωτευαγγέλιο, που δόθηκε στους πρωτοπλάστους, μέχρι τον Μαλαχία κεφάλαιο δ. Ο Ιησούς παντού στις Γραφές εύρισκε τον εαυτό του να προεικονίζεται ή να προαναγγέλλεται (Ιω. ε 39,40). Πόσοι από τους ορθολογιστές σύγχρονους ερμηνευτές της Π.Δ. με τις ερμηνείες τους ζητούν να διαψεύσουν την εξήγηση, την οποία ο Ιησούς έδωσε για τις προφητείες στους δύο μαθητές!! (g). Υπάρχουν πολλά εγκατεσπαρμένα σε όλη την Αγία Γραφή που αναφέρονται στο Χριστό, τα οποία ενδείκνυται καθένας να περισυλλέγει σε ένα σύνολο και να μελετά. Είναι ο θησαυρός ο κρυμμένος στην Π.Δ.. Ένα χρυσό νήμα ευαγγελικής χάρης διαπερνά διαμέσου όλης της υφής της Βίβλου. Στη σπουδή όμως και στη μελέτη της Γραφής ωφέλιμο είναι να προχωρούμε μεθοδικά και με τάξη. Διότι το φως στην Π.Δ. ανέτειλε σιγά σιγά προχωρώντας από το λυκαυγές στην τέλεια ημέρα. Ο Θεός μίλησε στους πατέρες για τον Υιό του, ενώ μέσω αυτού τώρα μίλησε σε εμάς. Μερικοί αρχίζουν να σπουδάζουν τη Βίβλο αρχίζοντας από την Αποκάλυψη. Ο Χριστός μας δίδαξε τώρα να αρχίζουμε από το Μωϋσή και από τις προφητείες για το Χριστό.
(4) Υπάρχει και η γραφή διηρμήνευσεν. Ο παρατατικός χρόνος δηλώνει το διαρκές = εξακολουθούσε να εξηγεί σε αυτούς στο δρόμο (δ).
(5) = τα χωρία που μιλούσαν για αυτόν, τα χριστολογικά (δ).

 
Λουκ. 24,28    Καὶ ἤγγισαν εἰς τὴν κώμην οὗ ἐπορεύοντο(1), καὶ αὐτὸς προσεποιεῖτο(2) ποῤῥωτέρω πορεύεσθαι·
Λουκ. 24,28    Και επλησίασαν στο χωρίον, όπου οι δύο μαθηταί επήγαιναν και αυτός εφαίνετο ότι προχωρούσε μακρύτερα.
(1) Προφανώς οι μαθητές έφτασαν στο τέρμα του ταξιδιού τους και όχι σε κάποιο ενδιάμεσο πανδοχείο (L). Πλησίασαν εις Εμμαούς και ήλθαν στο σημείο της οδού, κατά το οποίο χωριζόταν η οδός που οδηγούσε προς το χωριό από την οδό που προχωρούσε μπροστά (δ).
(2) Ο Ιησούς τότε φάνηκε, ότι ήθελε να προχωρήσει σε μακρότερη κατεύθυνση. Δεν ήταν αυτό πραγματική προσποίηση. Ήταν μία δοκιμασία, στην οποία υπέβαλλε τους συνοδοιπόρους του. Θα συνέχιζε πραγματικά την προς τα μπροστά πορεία του και θα τους άφηνε χωρίς να αποκαλυφθεί σε αυτούς, εάν αυτοί δεν επέμεναν να τον κρατήσουν (g). Ούτε το ελάχιστο ψεύδος δεν κρύβεται εδώ. Για πλήρη κατανόηση αυτού, αρκεί να λάβει κάποιος υπόψη, ότι ο Ιησούς βρέθηκε στην οδό που οδηγούσε προς Εμμαούς, όχι διότι ήθελε να μεταβεί στο χωριό αυτό, αλλά διότι είχε σκοπό να παράσχει πολύτιμη ευκαιρία διδασκαλίας στους μαθητές. Και συνεπώς δεν θα μετέβαινε εις Εμμαούς, εάν δεν τον παρακαλούσαν οι μαθητές. Με το να φανεί όμως, ότι είχε σκοπό να προχωρήσει, ήθελε να δώσει στους συνοδοιπόρους του την ευκαιρία να τον προσκαλέσουν (L). Δες την συμπεριφορά του Κυρίου προς τους μαθητές στη λίμνη (Μάρκ. στ 48) και προς την Χαναναία (Μάρκ. ζ 27) (p). Είναι φυσικό άλλωστε ο ξένος, ο οποίος πρόκειται να φιλοξενηθεί, να δείχνει δειλία και ντροπή. Ο καθένας καταλαβαίνει την σημασία αυτής της δειλίας. Δεν θέλει να εισβάλλει αγενώς και με τραχύτητα στο ξένο σπίτι και αναμένει να ακούσει την πρόσκληση αυτού που έχει την διάθεση να τον φιλοξενήσει. Αυτό ακριβώς έκανε ο Χριστός, όταν προσποιήθηκε ότι θα πάει πιο πέρα. Υπάρχει και η γραφή: προσεποιήσατο.

 
Λουκ. 24,29    καὶ παρεβιάσαντο(1) αὐτὸν λέγοντες· μεῖνον μεθ᾿ ἡμῶν(2), ὅτι πρὸς ἑσπέραν(3) ἐστὶ καὶ κέκλικεν ἡ ἡμέρα(4). καὶ εἰσῆλθε τοῦ μεῖναι σὺν αὐτοῖς.
Λουκ. 24,29    Αυτοί όμως με τις επίμονες παρακλήσεις των τον ηνάγκασαν να μείνη, λέγοντες• “μείνε μαζή μας, διότι πλησιάζει η εσπέρα και η ημέρα έχει προχωρήσει προς την δύσιν”. Και εμπήκε στο σπίτι να μείνη μαζή τους.
(1) Με παρακλήσεις. Δες και Πράξ. ιστ 15 όπου βρίσκεται το ρήμα με την ίδια έννοια και σε περίπτωση φιλοξενίας. Δες και το «ανάγκασέ τους να μπουν» (Λουκ. ιδ 23). Το ρήμα χρησιμοποιείται και από τους Ο΄ (μετάφραση των εβδομήντα) στα Γεν. ιθ 9, Α΄ Βασ. κη 23, Δ΄ Βασ. β 17, ε 16 (p). Εκείνοι οι οποίοι θα ήθελαν να έχουν το Χριστό για να μένει μαζί τους, πρέπει να τον προσκαλούν και να φτάνουν μέχρι ενοχλήσεως. Και αν αυτός φαίνεται να απομακρύνεται από αυτούς να επιμένουν παρακαλώντας τον, μιμούμενοι τους δύο μαθητές, οι οποίοι τον ανάγκασαν. Και όσοι έχουν λάβει πείρα των θελγήτρων και της ωφέλειας, τα οποία ακολουθούν την μαζί με το Χριστό κοινωνία, δεν είναι δυνατόν παρά να επιθυμούν ακόμη περισσότερο να απολαύσουν αυτήν και να ζητούν από αυτόν να μην χωριστούν από αυτόν όχι για μια νύχτα μόνο αλλά για πάντα.
(2) Σε συνδυασμό με τα ακόλουθα η φράση αυτή υπονοεί παραμονή σε σπίτι το οποίο ανήκε σε έναν από τους δύο μαθητές. Το ότι έδωσαν στον άγνωστο ξένο την πρώτη θέση και παραχώρησαν σε αυτόν την ευλογία και το κόψιμο του ψωμιού προδίδει απλώς τον ενθουσιασμό, που γέμιζε τις καρδιές τους για τον ξένο (p). Τον παρακαλούν από αγάπη και από διάθεση φιλοξενίας, να μην διακινδυνεύσει συνεχίζοντας το ταξίδι του και κατά την μετά από λίγο ερχόμενη νύχτα (b).
(3) Η λέξη στην Κ.Δ. είναι χαρακτηριστική του Λουκά (Πράξ. δ 3, κη 23) (p). Πρὸς ἑσπέραν ἐστὶ (η ώρα) = πλησιάζει απόγευμα (δ).
(4) «Προχώρησε ώστε να δύσει» (Ζ). Το ρήμα αναφέρεται στην δύση του ηλίου κάτω από τον ορίζοντα (ο). Ισως οι μαθητές υπερβάλλουν ως προς τον καθορισμό της ώρας, για να πείσουν τον ξένο να δεχτεί την φιλοξενία τους (L). Υπάρχει και η γραφή: Και κέκλικεν ήδη η ημέρα.
 

Λουκ. 24,30    καὶ ἐγένετο ἐν τῷ κατακλιθῆναι(1) αὐτὸν μετ᾿ αὐτῶν λαβὼν τὸν ἄρτον(2) εὐλόγησε(3), καὶ κλάσας(4) ἐπεδίδου(5) αὐτοῖς.
Λουκ. 24,30    Και ενώ εξηπλώθη κοντά στο τραπέζι του φαγητού μαζή με αυτούς, επήρε τον άρτον, τον ευλόγησε ευχαριστών τον Θεόν, όπως συνήθιζε να κάνη προ του φαγητού, και αφού τον έκοψε εις κομμάτια, έδιδε εις αυτούς.
(1) Δηλαδή κατά τη συνήθεια ξάπλωσε στο κρεβάτι για να φάει, από όπου φαίνεται καθαρά, ότι αυτό το κόψιμο του ψωμιού ήταν συνηθισμένο δείπνο (δ). Δεν θα εξηγήσουμε απλώς αφού κάθισε, αλλά αφού κάθισε κάτω· ξάπλωσε, σύμφωνα με τη συνήθεια που είχαν, όταν έτρωγαν.
(2) Ενεργώντας ως πατέρας και οικοδεσπότης παίρνει τον άρτο ο Ιησούς και ευχαριστεί. Η θέση της υπεροχής, την οποία του έδωσε η ανάπτυξη των προφητειών και η διδασκαλία που προηγήθηκε, τον επέβαλε και κατά την παρούσα στιγμή ως πατέρα (g).
(3) Πρόκειται για τη συνηθισμένη ευχαριστία πριν το φαγητό (p).
(4) Τί είδους είναι αυτή η κλάση του άρτου; Λιγότερο πιθανώς: ο άρτος αυτός είναι το μυστήριο, το οποίο μας συγκεντρώνει ώστε να τον γνωρίσουμε (Αυγουστίνου Λατινική Πατρολογία Migne 33,644)· «σε αυτούς που μεταλαμβάνουν τον ευλογημένο άρτο (της Θ. Ευχαριστίας), ανοίγουν τα μάτια ώστε να τον αναγνωρίσουν. Διότι η σάρκα του Κυρίου έχει μεγάλη και ανείπωτη δύναμη» (Θφ). Πιο σωστά: Πρόκειται για συνηθισμένο δείπνο. Κανείς από τους έλληνες Πατέρες πριν τον Θεοφύλακτο δεν μιλά για τον άρτο αυτόν ως άρτο της θείας Ευχαριστίας (L). Ότι πάλι η κλάση αυτή ήταν η θεία Ευχαριστία και μάλιστα με έ ν α  ε ί δ ο ς αποτελεί υπόθεση απίθανη. Αλλά και ο Παρατατικός που ακολουθεί «επεδίδου» είναι εναντίον της υπόθεσης αυτής. Στο Μυστικό Δείπνο δεν γίνεται αλλαγή χρόνου από τον αόριστο (έκλασε=έκοψε) στον παρατατικό, όπως γίνεται εδώ και στο θαύμα των πέντε χιλιάδων (Λουκ. θ 16) και των τεσσάρων χιλιάδων (Μάρκ. η 6 «ἔκλασε καὶ ἐδίδου» ή «κατέκλασε καὶ ἐδίδου»). Αλλά έχουμε για τον άρτο της θείας ευχαριστίας «ἔκλασε καὶ ἔδωκε» (Λουκ. κβ 19). Και δεν χρησιμοποιείται συνήθως ο παρατατικός για την ευχαριστία. Δες και Μάρκ. ιδ 22 και Α΄ Κορ. ια 23 (p). Δεν επρόκειτο για υπερφυσικό δείπνο, όπως στη διατροφή των πέντε χιλιάδων και των τεσσάρων χιλιάδων· ούτε για μυστηριακό δείπνο όπως στην παράδοση της Ευχαριστίας, αλλά για συνηθισμένο δείπνο. Παρόλ’ αυτά ο Χριστός έκανε και σε αυτό κάποια παρόμοια, όπως και σε εκείνα, διδάσκοντάς μας να διατηρούμε την επικοινωνία μας με το Θεό και στις συνηθισμένες μας προμήθειες, ευχαριστώντας το Θεό σε κάθε δείπνο και τρώγωντας τον άρτο μας τον καθημερινό σαν να διανέμεται σε μας από τον Χριστό. Οπουδήποτε καθόμαστε να φάμε ας δίνουμε θέση στο τραπέζι μας και στο Χριστό και ας παίρνουμε την τροφή και τον άρτο μας σαν να ευλογούνται και να δίνονται σε μας από αυτόν, και ας τρώμε και ας πίνουμε προς δόξαν του. Οτιδήποτε και αν παρατίθεται στο τραπέζι μας, έστω και αν αυτό είναι απλό και πενιχρό, θα το παίρνουμε με ευγνωμοσύνη και θα το τρώμε ευχάριστα, εάν μέσω της πίστης βλέπουμε αυτό να δίνεται σε μας από τα χέρια του Χριστού.
(5) Έδινε σε αυτούς, όχι ένα τεμάχιο, όπως στη θεία ευχαριστία, αλλά αφού έκοψε τον άρτο σε τεμάχια τον μοίραζε.
 


Λουκ. 24,31    αὐτῶν δὲ διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοί(1), καὶ ἐπέγνωσαν(2) αὐτόν· καὶ αὐτὸς ἄφαντος(3) ἐγένετο ἀπ᾿ αὐτῶν(4).
Λουκ. 24,31    Την στιγμήν αυτήν, όταν είδαν τον τρόπον της ευλογίας και του τεμαχισμού του άρτου, ήνοιξαν με θείον φωτισμόν τα μάτια των και ανεγνώρισαν αμέσως τον διδάσκαλον των. Αλλά αυτός έγινε αμέσως άφαντος από αυτούς.
(1) Αυτό πρέπει να ερμηνευτεί σε συμφωνία με το στίχο 16. Εφόσον λοιπόν ο στίχος εκείνος συνυπονοεί θεία παρέμβαση στο να κρατιούνται τα μάτια των δύο μαθητών ώστε να μην τον αναγνωρίζουν, με θεία παρέμβαση και εδώ ανοίγουν τα μάτια τους (p). Με υπερφυσική του Θεού ενέργεια τα μάτια τους τελείως άνοιξαν και γνώρισαν αυτόν καλά, αφού είδαν (δ) και «την συνηθισμένη και γνώριμη ευλογία του άρτου» (Ζ). Οι δύο αυτοί μαθητές δεν ήταν παρόντες στο Μυστικό Δείπνο, αλλά συχνά θα είχαν δει τον Ιησού να προεξάρχει σε τραπέζι και φαγητό. Και ο τρόπος που έπαιρνε και έκοβε το ψωμί, που συνηθιζόταν από τον Ιησού, καθώς και ο τρόπος της ευλογίας και τα λόγια της ευχαριστίας και η γενικότερη έκφραση της προσευχής και του προσώπου, επανήλθαν ήδη στη μνήμη τους και αναγνώρισαν ότι και αυτός που τώρα κόβει και ευλογεί τον άρτο είναι ο διδάσκαλός τους (p). Η επίδραση αφ’ ενός που ασκήθηκε στην καρδιά τους με την προηγούμενη συνομιλία και διδασκαλία, καθώς και με την ενέργεια της χάρης του Ιησού, και ο τρόπος αφ ετέρου, με τον οποίο έκοψε και μοίρασε τον άρτο, προετοίμασαν σε αυτούς την αφύπνιση της εσωτερικής τους αίσθησης (g). Δες πώς ο Χριστός κάνει τον εαυτό του γνωστό στις ψυχες του λαού του. Πρωτίστως διανοίγει σε αυτούς τις Γραφές, διότι αυτές μαρτυρούν για αυτόν σε αυτούς που τις ερευνούν. Έπειτα συναντά αυτούς στο τραπέζι του. Όχι πλέον σε ένα συνηθισμένο τραπέζι, αλλά σε τράπεζα μυστική, όπου μεταδίδει σε αυτούς το ίδιο το σώμα και το αίμα του και αναγνωρίζεται από αυτούς στην κλάση του άρτου. Και τελειώνεται το έργο αυτό της γνωστοποίησης με το άνοιγμα των ματιών της διάνοιάς τους με άμεση επενέργεια της χάρης του.
(2) Η αναγνώριση ήλθε ως συνέπεια της διάνοιξης των ματιών τους (ο).
(3) Λέγεται μία φορά. Λέξη ποιητική στους κλασσικούς (p). Ο ευαγγελιστής προφανώς αποδίδει στην αιφνίδια αυτή εξαφάνιση χαρακτήρα υπερφυσικό (g). «Γίνεται αφανής από αυτούς· διότι δεν είχε πλέον τέτοιο σώμα, ώστε για πολλή ώρα να συναναστρέφεται μαζί τους σωματικά» (Θφ). Το σώμα του αναστημένου Κυρίου δεν υπέκειτο πλέον στους ίδιους όρους της ύπαρξης, στους οποίους και κατά την προηγούμενη επίγεια ζωή του. Υπάκουε με περισσότερη ελευθερία στη θέληση του πνεύματος (g). Εξαφανίστηκε, όπως οι άγγελοι (Λουκ. α 38).
(4) Εξαφανίστηκε, «ώστε από αυτό να αυξήσει περισσότερο τον πόθο σε αυτούς» (Θφ) και «για να μην αργοπορήσουν περισσότερο, αλλά να επιστρέψουν γρήγορα στους μαθητές. Διότι ήθελε την ίδια ημέρα να εμφανιστεί σε όλους αυτούς» (Ζ). Ο σκοπός του άλλωστε είχε συντελεστεί. Και ήταν αυτός να πείσει αυτούς, ότι αυτός ήταν ο Μεσσίας και ότι ήταν ζωντανός και οι ελπίδες, που αυτοί στήριξαν πάνω του, δεν ήταν μάταιες (p). «Επειδή λοιπόν μέχρι εκείνη την ώρα τα μάτια τους κρατιόντουσαν να μην τον αναγνωρίσουν… έως ότου ο λόγος της διδασκαλίας του Σωτήρα αφού μπήκε στις καρδιές τους, έκανε εύκολα παραδεκτή την πίστη. Όταν λοιπόν πίστεψαν στα λόγια του, τότε κάνει εμφανή σε αυτούς και την όψη· δεν παραμένει όμως μαζί τους» (Σχ.).

 
Λουκ. 24,32    καὶ εἶπον πρὸς ἀλλήλους· οὐχὶ ἡ καρδία ἡμῶν καιομένη ἦν(1) ἐν ἡμῖν(2), ὡς(3) ἐλάλει ἡμῖν(4) ἐν τῇ ὁδῷ καὶ(5) ὡς διήνοιγεν(6) ἡμῖν τὰς γραφάς;
Λουκ. 24,32    Και είπαν μεταξύ των• “η καρδία μας δεν εφλογίζετο έντος ημών από θείον ενθουσιασμόν, καθώς μας ωμιλούσε στον δρόμον και μας εφανέρωνε τα δυσκολονόητα για μας νοήματα των Γραφών;”
(1) Η περίφραση «καιομένη ἦν» προσδίδει έμφαση στη συγκίνηση, την οποία αισθάνθηκαν οι δύο μαθητές (p). «Να καίγεται, δηλαδή να ταρακουνιέται, να δονείται» (Ζ), «ή με τη φωτιά των λόγων του Κυρίου· όταν δηλαδή ερμήνευε σε αυτούς τις Γραφές θερμαινόντουσαν εσωτερικά και αποδέχονταν τα λεγόμενα ως αληθινά. Ή, όταν τους ερμήνευε τις Γραφές, παλλόταν εσωτερικά η καρδιά τους, ότι Αυτός που ερμηνεύει σε εμάς είναι ο Κύριος» (Θφ). Αυτή η καύση εδώ είναι η εσωτερική μεγάλη κατάνυξη και συγκίνηση, η πνευματική θέρμανση, την οποία το Αγιο Πνεύμα ενεργεί σε αυτούς που ακούνε τις μεγάλες πνευματικές αλήθειες του Χριστιανισμού (δ). Και ιδιαίτερα εδώ «τα λόγια που απάγγειλε ο σωτήρας από αγάπη προς αυτούς που άκουγαν, αγάπη που είχε φλόγα πυρός, έκαιγαν, ανάβοντας την καρδιά αυτών που άκουγαν στην αγάπη του Θεού» (Ω). Βρήκαν το κήρυγμα ισχυρό, αν και δεν είχαν ακόμη αναγνωρίσει τον κήρυκα. Κάνει αυτό σε αυτούς σαφή και καθαρά τα πράγματα. Και το σπουδαιότερο άναβε στις καρδιές τους μία θεία θερμότητα μαζί με θείο φως, που διήγειρε σε αυτές την φλόγα ευσεβών και αφοσιωμένων συναισθημάτων. Εκείνο λοιπόν το κήρυγμα παράγει αγαθά αποτελέσματα στις ψυχές των ακροατών, το οποίο είναι, όπως το του Χριστού, σαφές, ανάλογο με τις διανοητικές δεκτικότητες του ακροατηρίου, και περιστρεφόμενο γύρω από τις Γραφές, την ανάπτυξη των οποίων έχει ως πρωτεύοντα σκοπό. Οι διάκονοι του κηρύγματος τις Γραφές πρέπει να προβάλλουν στους πιστούς ως την κύρια πηγή της γνώσης τους και ως θεμέλιο της πίστης τους. Και η ανάπτυξη των τμημάτων εκείνων της Γραφής, τα οποία αναφέρονται στο Χριστό, επόμενο είναι να θερμάνει τις καρδιές των ακροατών, φωτίζοντας συγχρόνως και ενισχύοντας, αλλά και παρηγορώντας αυτές. Και όσο αυτές θα τρέφονται από το λόγο του Κυρίου και θα απομακρύνονται από την αμαρτία, δοκιμάζοντας ολοένα και εντονότερα το εναντίον της άγιο μίσος, τόσο και θα αισθάνονται να καίγονται και να φλέγονται από την έλξη και την αγάπη του Κυρίου.
(2) Παρατήρησαν το γεγονός αυτό της εσωτερικής θέρμανσης πολύ περισσότερο έπειτα («ήταν καιόμενη»), παρά την ώρα που διαρκούσε και συνεχιζόταν η συγκίνηση που τους έκαιγε (b).
(3) Την ώρα που μιλούσε και την ώρα που άνοιγε (p).
(4) Η ομιλία, η γλυκιά εκείνη και που μιλούσε στη καρδιά, προκαλούσε την πνευματική αυτή θέρμανση, ιδιαίτερα δε η διάνοιξη και σαφήνιση των γραφών (δ).
(5) Τα αλεξανδρινά χειρόγραφα παραλείπουν το «και» και έτσι γίνεται ασύνδετο σχήμα σύνταξης, το οποίο προδίδει την συγκίνηση που κυρίευσε τους δύο μαθητές.
(6) Αξιοσημείωτη η χρήση του ίδιου ρήματος και για την διάνοιξη των ματιών και για την διάνοιξη των Γραφών (p). Διάνοιξη κάποιου πράγματος που μοιάζει κλειστό και αγνοούμενο, λέγεται η εξήγηση, με την οποία βλέπουμε, το περιεχόμενο, το νόημα και τη σημασία του (δ). Ο Ιησούς άνοιξε τα μάτια τους, ο Ιησούς άνοιξε σε αυτούς και τη Γραφή.
 


Λουκ. 24,33    Καὶ ἀναστάντες(1) αὐτῇ τῇ ὥρᾳ(2) ὑπέστρεψαν εἰς Ἱερουσαλήμ(3), καὶ εὗρον συνηθροισμένους(4) τοὺς ἕνδεκα(5) καὶ τοὺς σὺν αὐτοῖς(6),
Λουκ. 24,33    Και αφού εσηκώθησαν αμέσως αυτήν την ώρα, εγύρισαν εις την Ιερουσαλήμ και ευρήκαν συγκεντρωμένους τους ένδεκα Αποστόλους και τους άλλους, που ήσαν μαζή των.
(1) «Τόσο πολύ δηλαδή χάρηκαν, ώστε την ίδια ώρα να σηκωθούν και να επιστρέψουν στην Ιερουσαλήμ» (Θφ). Αρνούμενοι την ανάπαυση, την οποία, κατεξοχήν μετά την πορεία, παρείχε η επιστροφή στο σπίτι τους (L) χωρίς να τελειώσουν και το δείπνο (δ), σπεύδουν να καταστήσουν συμμέτοχους της μεγάλης τους χαράς και αυτούς που ήταν στα Ιεροσόλυμα (p).
(2) Το προχωρημένο της ώρας, το οποίο πρόβαλλαν προηγουμένως στον ξένο τους για να τον πείσουν να μείνει μαζί τους, δεν εμποδίζει τώρα αυτούς (p). Δεν φοβούνται πλέον να οδοιπορήσουν και τη νύχτα (b).
(3) «Σηκώθηκαν μεν αυτήν την ώρα, επέστρεψαν όμως μετά από περισσότερες ώρες, όσες ήταν φυσικό να κάνουν βαδίζοντας το διάστημα των εξήντα σταδίων» (Θφ).
(4) Υπάρχει και η γραφή ηθροισμένους, το οποίο λέγεται μία φορά, αν και δεν είναι σπάνιο στους Ο΄(70 μεταφραστές της Π.Δ.).
(5) Ελειπε βέβαια ο Θωμάς. Αλλά «οι ένδεκα» είναι όρος που δηλώνει τον κύκλο των αποστόλων, ως διακεκριμένο από τους υπόλοιπους μαθητές (L).
(6) Αυτοί οι «σὺν αὐτοῖς» είναι αυτοί που στο στίχο 9 καθορίζονται ως «όλοι οι υπόλοιποι». Δες και Πράξ. α 14.
 


Λουκ. 24,34    λέγοντας ὅτι ἠγέρθη ὁ Κύριος ὄντως(1) καὶ ὤφθη Σίμωνι(2).
Λουκ. 24,34    Όλοι δε έλεγαν, ότι πραγματικά αναστήθηκε ο Κυριος και παρουσιάσθηκε στον Σίμωνα.
(1) Οι μαθητές άρχισαν να πείθονται για την ανάσταση (δ) και αποβάλλουν τις προηγούμενες αμφιβολίες τους, αλλά όχι πλήρως και τελείως. Απόδειξη αυτού, ότι στον στίχο 37 φοβήθηκαν με την εμφάνιση του Ιησού και νόμιζαν ότι έβλεπαν πνεύμα (b). Για αυτό και στο Μάρκου ιστ 13 γράφεται, ότι ούτε σε αυτούς που επέστρεψαν από Εμμαούς πίστεψαν οι μαθητές.
(2) Κατά τις ώρες που επέστρεφαν στα Ιεροσόλυμα οι δύο μαθητές «ο δεσπότης φανερώθηκε στον Σίμωνα στο ενδιάμεσο, την ώρα που οδοιπορούσαν αυτοί στην επιστροφή» (Θφ). Πουθενά αλλού στα ευαγγέλια δεν γίνεται αναφορά της εμφάνισης του Κυρίου στο Σίμωνα. Αναφέρει όμως αυτήν ως πρώτη ανάμεσα σε όλες τις εμφανίσεις του Αναστημένου ο απόστολος Παύλος (Α΄ Κορ. ιε 5) και η σύμπτωση αυτή μεταξύ του ευαγγελιστού και του αποστόλου δεν μπορεί να είναι τυχαία. Επιβεβαιώνει την αλήθεια, ότι αυτός που συνέγραψε το ευαγγέλιο αυτό ήταν από τους στενά συνδεδεμένους με τον απόστολο Παύλο (p). Ο Παύλος τοποθετεί πρώτη την εμφάνιση στον Πέτρο, προσπερνώντας τις εμφανίσεις στις Μυροφόρες και σε αυτούς που πορεύονταν εις Εμμαούς, διότι παραθέτει κυρίως τις αποστολικές μαρτυρίες, πάνω στις οποίες βασιζόταν η πίστη της εκκλησίας (Α΄ Κορ. ιε 11). Πιθανότατα ο Παύλος έλαβε γνώση της εμφάνισης αυτής στον Πέτρο από το ίδιο το στόμα του Πέτρου κατά την διάρκεια της δεκαπενθήμερης μαζί με αυτόν και τον Ιάκωβο συνδιαμονής του στην Ιερουσαλήμ τρία χρόνια μετά την επιστροφή του (Γαλ. α 18,19). Κατά την συνδιαμονή του αυτή με τον Πέτρο και τον Ιάκωβο πληροφορήθηκε και για την εμφάνιση του Χριστού στον Ιάκωβο (Α΄ Κορ. ιε 7), την οποία πάλι μόνος ο Παύλος αναφέρει. Το γεγονός όμως, ότι στην παράδοση δεν αναφέρεται και κάποια ιδιαίτερη εμφάνιση του Ιησού στον αγαπημένο Ιωάννη, αποτελεί απόδειξη ότι η παράδοση για εμφάνιση στον Πέτρο και Ιάκωβο είναι αυθεντική. Διότι, εάν επρόκειτο για επινόηση, γιατί να μην επινοηθεί εμφάνιση και για τον Ιωάννη; (g).
 

Λουκ. 24,35    καὶ αὐτοὶ ἐξηγοῦντο τὰ ἐν τῇ ὁδῷ(1) καὶ ὡς ἐγνώσθη αὐτοῖς(2) ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου(3).
Λουκ. 24,35    Και οι δύο αυτοί διηγούντο λεπτεμερώς όσα συνέβησαν στον δρόμον και πως ανεγνωρίσθη από αυτούς ο Κυριος την ώραν που έκοπτε τον άρτον.
(1) Σε όσα άκουσαν για την εμφάνιση στο Σίμωνα πρόσθεταν και αυτοί τα δικά τους. Διηγούνταν δηλαδή αυτά που έγιναν στο δρόμο, δηλαδή την συνομιλία με τον Σωτήρα (δ). Είναι εξόχως ωφέλιμο και συντελεί τα μέγιστα για εύρεση και επιβεβαίωση της αλήθειας το να κοινολογούν οι μαθητές του Χριστού και να συγκρίνουν τις παρατηρήσεις τους και την πείρα τους και να γνωστοποιούν μεταξύ τους ό,τι γνώρισαν και αισθάνθηκαν μέσα τους από την πνευματική κοινωνία με τον Διδάσκαλο.
(2) Και πώς αναγνωρίστηκε από αυτούς.
(3) Είναι αξιοσημείωτο ότι το κόψιμο του ψωμιού και όχι η γεύση ή κοινωνία του καθορίζεται ως η περίσταση, κατά την οποία αναγνωρίστηκε ο Κύριος από τους δύο μαθητές (p). Αυτό συνηγορεί για το ότι πρόκειται για κόψιμο ψωμιού συνηθισμένου δείπνου (δ).
 

Λουκ. 24,36    Ταῦτα δὲ αὐτῶν λαλούντων αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς ἔστη(1) ἐν μέσῳ αὐτῶν καὶ λέγει(2) αὐτοῖς· εἰρήνη ὑμῖν(3).
Λουκ. 24,36    Ενώ δε αυτοί ωμιλούσαν περί αυτών, αίφνης ο ίδιος ο Ιησούς εστάθηκε στο μέσον αυτών και τους λέγει• “ειρήνη ας είναι μαζή σας”.
(1) Αιφνίδια εμφάνιση ανάλογη με την αιφνίδια εξαφάνιση του στίχου 31 (p). Στάθηκε πριν ακόμη τον αντιληφθούν να έρχεται (b). Η εμφάνιση αυτή, είναι η ίδια με αυτήν που εξιστορεί ο Ιωάννης (κ 19-23). Τους είχε υποσχεθεί, ότι μετά την ανάστασή του θα τους έβλεπε στη Γαλιλαία. Αλλά τόσο πολύ επιθυμούσε να δει αυτούς και να ειρηνεύσει αυτούς, ώστε προλαβαίνει την προκαθορισμένη συνάντηση και βλέπει αυτούς και στην Ιερουσαλήμ.
(2) Με βάση κυρίως τον κώδικα του Βέζα οι νεώτεροι εξοβελίζουν τη φράση «καὶ λέγει αὐτοῖς· εἰρήνη ὑμῖν» θεωρώντας ότι παρεμβλήθηκε νωρίς στο κείμενο του Λουκά από το Ιωάννου κ 19. Μαρτυρείται παρόλ’ αυτά αυτή και από τους σιναϊτικό βατικανό αλεξανδρινό και 15 άλλους μεγαλογράμματους κώδικες, καθώς και από τις συριακή κοπτική σαϊδική μεταφράσεις και από όλους σχεδόν τους μικρογράμματους κώδικες.
(3) «Και όταν έφευγε από αυτούς ειρήνη τους άφησε και πάλι ερχόμενος σε αυτούς ειρήνη τους δίνει· ειρήνη, το γλυκό και πράγμα και όνομα» (Ζ), και «με το συνηθισμένο χαιρετισμό της ειρήνης καταπραΰνει την ταραχή τους» (Θφ). Δίνει τον συνηθισμένο στους Ιουδαίους χαιρετισμό με πνευματική και χριστιανική έννοια (=Ειρήνη σε σας με το Θεό) (δ) και ανεβάζοντας σε υψηλότερη έννοια το περιεχόμενό του. Δες Εφεσ. β 17 (b). Ο χαιρετισμός αυτός δηλώνει, ότι η επίσκεψή του ήταν φιλική και ευμενής· επίσκεψη αγάπης. Χρησιμοποιεί το χαιρετισμό αυτό της οικειότητας, τον συνηθισμένο στους Ιουδαίους, μολονότι βρίσκεται τώρα στην κατάσταση της εξύψωσης και δόξας του. Πολλοί, όταν παίρνουν κάποιο ανώτερο αξίωμα, λησμονούν τους παλαιούς τους φίλους και κρατούν αυτούς σε απόσταση. Αλλά ο Κύριος φέρεται προς τους μαθητές με την ίδια οικειότητα, με την οποία και προηγουμένως. Και με τον χαιρετισμό του αυτόν τους πληροφορεί, ότι δεν έρχεται να επιτιμήσει τον Πέτρο για την άρνησή του, ούτε τους άλλους μαθητές για την από αυτούς εγκατάλειψή του. Έρχεται ειρηνικά για να τους βεβαιώσει, ότι τους είχε συγχωρέσει και ότι συμφιλιώθηκε πλήρως με αυτούς.

 
Λουκ. 24,37    πτοηθέντες(1) δὲ καὶ ἔμφοβοι γενόμενοι ἐδόκουν πνεῦμα(2) θεωρεῖν.
Λουκ. 24,37    Εκείνοι εξαφνιάστηκαν, εταράχθησαν και κατελήφθησαν από φόβον, διότι ενόμιζαν ότι έβλεπαν κάποιον πνεύμα.
(1) «Δηλαδή ταράχτηκαν» (Ζ). Η αιφνίδια εμφάνιση με κλειστές τις πόρτες κάνει έντρομους τους μαθητές που νομίζουν ότι η εμφάνιση αυτή δεν είναι ζωντανού ανθρώπου με σάρκα και αίμα, αλλά πνεύματος του πεθαμένου (δ). Καμία αντίφαση δεν υπάρχει ανάμεσα στο στίχο 34, όπου διακηρύττουν οι μαθητές, ότι αναστήθηκε ο Κύριος όντως, και στην πτόηση και τον φόβο αυτόν, ο οποίος υπήρξε η πρώτη εντύπωση των μαθητών. Είχαν βεβαιώσει αυτούς ότι ο Κύριος αναστήθηκε. Αλλά τί είδους ανάσταση ήταν αυτή; Στους Εμμαούς ευλόγησε τον άρτο, αλλά δεν έφαγε και έγινε αιφνίδια άφαντος. Και τώρα αναγνωρίζουν τον Ιησού, αλλά η πρώτη τους εντύπωση είναι ότι πρόκειται για πνεύμα· νομίζουν ότι βλέπουν την ψυχή του πεθαμένου διδασκάλου (L).
(2) «Δηλαδή φάντασμα» (Ζ). Η λέξη σημαίνει εδώ την ψυχή του πεθαμένου που επιστρέφει από τον άδη και εμφανίζεται στους ζωντανούς με ορατή μορφή, αλλά χωρίς σώμα πραγματικό· ό,τι ονόμαζαν οι αρχαίοι σκιά ή φάντασμα (Ματθ. ιδ 26). Για την έννοια αυτή της λέξης πνεύμα δες και Α΄ Πέτρ. γ 19 (g).
 


Λουκ. 24,38    καὶ εἶπεν αὐτοῖς(1)· τί τεταραγμένοι ἐστέ(2), καὶ διατί διαλογισμοὶ(3) ἀναβαίνουσιν ἐν ταῖς καρδίαις(4) ὑμῶν;
Λουκ. 24,38    Και είπεν ο Κυριος εις αυτούς• “διατί είσθε ταραγμένοι, και διατί ανεβαίνουν εις τας καρδίας σας διαλογισμοί απιστίας;
(1) «Επειδή με τον λόγο αυτόν (της ειρήνης) δεν καταπραΰνθηκε η ταραχή της ψυχής τους, δείχνει σε αυτούς από αλλού ότι είναι ο Υιός του Θεού, που γνωρίζει τις καρδιές. Γιατί, δηλαδή, λέει, ανεβαίνουν διαλογισμοί στις καρδιές σας; Οπωσδήποτε όμως το να γνωρίζει τις καρδιές είναι ομολογουμένως γνώρισμα του Θεού» (Θφ).
(2) Επιτιμά ήπια και καθησυχάζει ταυτόχρονα (δ). Πολλές από τις ταραχώδεις σκέψεις μας, οι οποίες ανησυχούν το εσωτερικό μας, προέρχονται από τις πλάνες και παρανοήσεις μας για τον Χριστό. Λησμονούμε, ότι ο Χριστός είναι ο μεγαλύτερος αδελφός μας και προσβλέπουμε σε αυτόν, σαν να βρίσκεται μακριά μας. Δεν τον βλέπουμε με τα μάτια της πίστης κοντά μας, να μας παρακολουθεί με στοργή, και με ηπιότητα να μας διορθωνει και να μας υποστηρίζει, ακόμη και όταν εμείς ταλαντευόμαστε κλονιζόμενοι από την ολιγοπιστία μας.
(3) Το διαλογισμοί σημαίνει συλλογισμούς και σκέψεις εσωτερικές υπέρ και κατά· αμφιβολίες συνεπώς (g). Γιατί διαλογισμοί αμφιβολίας γεννιούνται στο νου σας; (δ). Όλες οι ανήσυχες σκέψεις, που σε οποιοδήποτε χρόνο ανεβαίνουν στην καρδιά μας, είναι γνωστές στον Κύριό μας Ιησού και μάλιστα από αυτήν την πρώτη στιγμή της γέννησής τους. Και προκαλούν την απαρέσκειά του. Και με την επιτίμηση, την οποία στην προκειμένη περίπτωση έκανε στους μαθητές του, μάς διδάσκει να επιτιμούμε τους εαυτούς μας: Γιατί είσαι περίλυπη ψυχή μου, και γιατί με συνταράσσεις; Γιατί ανεβαίνουν σε σένα διαλογισμοί, οι οποίοι ούτε αληθινοί ούτε αγαθοί είναι, αλλά εμποδίζουν την εν Θεώ χαρά μας, μάς καθιστούν απρόθυμους στο καθήκον, παρέχουν πλεονεκτήματα στο Σατανά, για τον εναντίον μας αγώνα του και μας στερούν από τις ενισχύσεις και παρηγοριές που προέρχονται από την ισχυρή πίστη;
(4) Ανεβαίνει στις καρδιές. Για την αντίστοιχη εβραϊκή φράση δες Ησαΐου ξε 17 (δ). Οι σκέψεις μας είναι κρυμμένες από εμάς πριν ανεβούν στην καρδιά μας (b). Οι σκέψεις ανεβαίνουν στην καρδιά. Δες Πράξ. ζ 23, Α΄ Κορ. β 9 και Ησ. ξε 17, Ιερεμ. γ 16, λθ 35. Έκφραση εβραϊκή. Σαν οι σκέψεις μπερδεμένες και αβέβαιες να έβγαιναν από άγνωστα βάθη για να εμφανιστούν στο λογικό (L). Μερικές φορές η ταραχή της καρδιάς μας γεννιέται από τους διαλογισμούς που ανεβαίνουν σε αυτήν και οι λύπες μας και οι φόβοι μας προέρχονται από τα δημιουργήματα της φαντασίας μας. Μερικές φορές πάλι οι διαλογισμοί γεννιούνται από το φόβο της ολιγοπιστίας μας, τον οποίο δεν πολεμούμε, αλλά αφήνουμε να μας κυριεύσει. Ο Θεός μάς απομάκρυνε και μας ξέχασε, είναι η ολιγόπιστη σκέψη, η οποία πολλές φορές μας τάραξε.

 
Λουκ. 24,39    ἴδετε τὰς χεῖράς μου καὶ τοὺς πόδας μου(1), ὅτι αὐτὸς(2) ἐγώ εἰμι· ψηλαφήσατέ με(3) καὶ ἴδετε, ὅτι(4) πνεῦμα σάρκα καὶ ὀστέα οὐκ ἔχει καθὼς ἐμὲ θεωρεῖτε ἔχοντα(5).
Λουκ. 24,39    Ιδετε τας χείρας μου και τους πόδας μου, που φέρουν τα σημάδια από τα καρφιά, δια να πεισθήτε ότι είμαι εγώ ο ίδιος. Ψηλαφήσατέ με με τα χέρια σας και ιδέτε, ότι δεν είμαι πνεύμα, όπως νομίζετε, διότι το πνεύμα δεν έχει σάρκα και οστά, όπως βλέπετε εμέ να έχω”.
(1) «Και πώς επρόκειτο από αυτά να τον γνωρίσουν; Διότι είχαν ακόμη τα τρυπήματα από τα καρφιά» (Ζ). Υποδηλώνει λοιπόν αυτό, ότι τόσο τα πόδια του, όσο και τα χέρια του είχαν καρφωθεί στο ξύλο. Παρέχει σε αυτούς απόδειξη που κατασιγάζει τους φόβους τους, που προήλθαν από την ιδέα τους, ότι μπροστά τους είχαν πνεύμα. Τους πείθει λοιπόν, ότι έχει αληθινό σώμα· και απόδειξη ακόμη που ενισχύει την πίστη τους στη μεγάλη αλήθεια, την οποία θα κήρυτταν ακολούθως σε ολόκληρο τον κόσμο. Τους παρέχει βεβαιότητα για το ότι το σώμα, το οποίο έχει, είναι το ίδιο το δικό του σώμα, που καρφώθηκε και νεκρωθηκε πάνω στο σταυρό, το οποίο αφού αναστήθηκε το πήρε πάλι από τον τάφο. Δείτε τα χέρια και τα πόδια μου, λέει στους μαθητές του δείχνοντας σε αυτούς τις ουλές από τα καρφιά. Και όπως για ενίσχυση της πίστης των μαθητών του δείχνει σε αυτούς τις πληγές από τα καρφιά, έτσι για ενδυνάμωση των για χάρη μας προσευχών του παρουσιάζει αυτές και στον Πατέρα του. Εμφανίζεται στον ουρανό σαν αρνί σφαγμένο (Αποκ. ε 6) και το αίμα του μιλά (Εβρ. ιβ 24).
(2) Το πρώτο αυτό ό τ ι είναι ειδικό και η όλη φράση είναι αντικείμενο του δείτε (g). Με αυτό ο Κύριος πείθει πρώτον τους μαθητές για την ταυτότητά του· ότι δηλαδή αυτός είναι ο διδάσκαλός τους, για τον οποίο νόμιζαν ότι τον έχασαν για πάντα (p).
(3) Με αυτά πείθει αυτούς για την π ρ α γ μ α τ ι κ ό τ η τ α της εμφάνισής του και του σώματός του· ότι δηλαδή ο διδάσκαλος, τον οποίο βλέπουν, δεν είναι απλώς πνεύμα πεθαμένου (p). Το χωρίο Α΄ Ιω. α 1 φαίνεται να είναι άμεση παραπομπή στο παρόν χωρίο. Το ίδιο ρήμα και εκεί χρησιμοποιείται. Η αξιοσημείωτη παράθεση του Ιγνατίου (Προς Σμυρναίους γ 1) θα μπορούσε να συγκριθεί: «όταν ήλθε σε αυτούς που ήταν γύρω από τον Πέτρο, είπε σε αυτούς: Πάρτε με, ψηλαφήστε με, και δείτε ότι δεν είμαι δαιμόνιο ασώματο». Ο Ευσέβιος (ΙΙΙ, 36,11) αγνοεί, από πού έλαβε αυτήν την παράθεση ο Ιγνάτιος. Ο Ιερώνυμος επανειλημμένως λέει, ότι πάρθηκε αυτή από το καθ’ Εβραίους ευαγγέλιο. Ο Ωριγένης όμως (Περί αρχών. Προοίμιο 8) πιο σωστά ίσως, αναφέρει ότι πάρθηκε από το απόκρυφο «Κήρυγμα του Πέτρου» (p).
(4) Είναι αμφίβολο εάν είναι ειδικό ή αιτιολογικό. Σύμφωνα με τους g, p είναι αιτιολογικό.
(5) «Μία σκιά, ένα πνεύμα, κάτι που είναι απλώς φαινομενικό, δεν θα μπορούσε να υπομείνει άγγιγμα του χεριού» (Κ), «ούτε σάρκα ούτε οστά έχει· ενώ εγώ και σάρκα και οστά έχω, αν και πιο θεία και πνευματικά. Διότι το σώμα του Κυρίου δεν ήταν μεν πνεύμα, ήταν όμως πνευματικό, δηλαδή ήταν ξένο από κάθε παχύτητα, και κυβερνιόταν από το πνεύμα. Διότι το μεν σώμα, το οποίο έχουμε τώρα, είναι σώμα ζωϊκό (που διευθύνεται από τις κατώτερες ζωϊκές δυνάμεις της ψυχής), δηλαδή διοικείται και ζωογονείται από την ψυχή με τις φυσικές και ζωϊκές ποιότητες και δυνάμεις. Ενώ το σώμα μετά την ανάσταση το ονόμασε πνευματικό ο Παύλος, το οποίο δηλαδή θα ζωογονείται και θα διοικείται από θείο πνεύμα και όχι από τις κατώτερες δυνάμεις της ψυχής, το οποίο αφού μεταστοιχειωθεί ώστε να γίνει άφθαρτο με τρόπο απόρρητο και πνευματικό θα συντηρείται σε αυτήν την κατάσταση. Τέτοιο λοιπόν πρέπει να εννοήσουμε το σώμα του Κυρίου μετά την ανάσταση, ότι είναι δηλαδή πνευματικό και λεπτό και έξω από κάθε παχύτητα, και δεν χρειάζεται ούτε τροφή ούτε κάτι άλλο, αν και έφαγε για να βεβαιώσει την ανάσταση» (Θφ)

 
Λουκ. 24,40    καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐπέδειξεν αὐτοῖς τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας(1).
Λουκ. 24,40    Και αφού είπε τούτο, έδειξε εις αυτούς τας χείρας και τους πόδας.
(1) Αποσιωπάται ο στίχος από τον κώδικα του Βέζα, από πολλά χειρόγραφα της Ιτάλας και από την παλαιά συριακή μετάφραση. Είναι λοιπόν και αυτός γλώσσα (=παρέμβλητο κείμενο) που παρεμβλήθηκε στο κείμενο του Λουκά από το Ιωάννη κ 20; (g). Το κείμενο όμως του Ιωάννη έχει ως εξής: καὶ τοῦτο εἰπὼν ἔδειξεν αὐτοῖς τὰς χεῖρας καὶ τὴν πλευρὰν αὐτοῦ. Δεν ταυτίζεται λοιπόν πλήρως με τον παρόντα στίχο. Και αν πάρθηκε αυτός από τον Ιωάννη, πώς αντικαταστάθηκε από όλους η φράση «την πλευράν» με το «τους πόδας»; Διατηρούμε λοιπόν τον στίχο, που είναι πολύ άλλωστε φυσικός και στο Λουκά. Ο Harnack αποδίδει εύλογα στον Μαρκίωνα την αποσιώπηση του στίχου (L).
 


Λουκ. 24,41    ἔτι δὲ ἀπιστούντων αὐτῶν ἀπὸ τῆς χαρᾶς(1) καὶ θαυμαζόντων(2) εἶπεν αὐτοῖς· ἔχετέ τι βρώσιμον(3) ἐνθάδε;
Λουκ. 24,41    Επειδή δε εκείνοι, ένεκα της χαράς, απιστούσαν ακόμη και εθαύμαζαν δια το καταπληκτικόν και ανέλπιστον αυτό γεγονός, είπεν εις αυτούς ο Κυριος• “μήπως έχετε τίποτε φαγώσιμον εδώ;”
(1) Η χαρά τους ήταν τόσο μεγάλη, ώστε απιστούσαν ακόμη, θεωρώντας ως όνειρο το πράγμα και θαύμαζαν για ό,τι είδαν (δ). Αναμφίβολα είχαν πιστέψει, διότι διαφορετικά δεν θα χαίρονταν. Αλλά η πάνω στις ψυχές τους πλήρης επίδραση της πίστης παρεμποδιζόταν από τη χαρά τους (b). Η απιστία τους αυτή αποτελεί βέβαιη εγγύηση για την αυθεντικότητα της ανάστασης. Αντί να κλέψουν το σώμα του Διδασκάλου και να διακηρύξουν έπειτα ότι αναστήθηκε, όπως τους συκοφάντησαν οι αρχιερείς, είναι έτοιμοι να πουν και πάλι: Όχι, δεν αναστήθηκε. Το ότι στην αρχή υπήρξαν άπιστοι και επέμειναν στο να τους παρασχεθούν ισχυρές για το γεγονός αποδείξεις, δείχνει ότι όταν τελικά πίστεψαν στην ανάσταση, στηρίχτηκαν σε τεκμήρια αδιάσειστα και εξολοκλήρου πειστικά.
(2) Θεωρούσαν το γεγονός ως πολύ μεγάλο, που ξεπερνούσε κάθε προσδοκία και ελπίδα. Τώρα η απιστία τους δεν προέρχεται από κάποια περιφρόνηση των προσφερομένων σε αυτούς ενδείξεων ή μαρτυριών. Απιστούν από χαρά, όπως άλλοτε ο Ιακώβ δεν πίστευε, ότι ο Ιωσήφ ήταν ακόμη ζωντανός. Και απιστούν από θαυμασμό για το πρωτοφανές και πρωτάκουστο γεγονός. Είναι για αυτό άξια συγχώρεσης η απιστία τους αυτή και για αυτό ο διδάσκαλος, χωρίς να τους μαλώσει, συγκαταβαίνει στο να τους δώσει πληροφορία και μεγαλύτερο στηριγμό στην πίστη.
(3) Κοινώς φαγώσιμο πράγμα (δ). Λέγεται μία φορά. «Όχι επειδή είχε ακόμη ανάγκη τροφής, αλλά (τρώει) για περισσότερη αξιοπιστία και βεβαιότερη απόδειξη για να μην νομίζουν ότι είναι φάντασμα» (Ζ). «Επειδή δηλαδή οι μαθητές απιστούσαν ακόμη και επειδή δεν πείστηκαν ούτε από την ψηλάφηση, προσθέτει και άλλο (τεκμήριο), αυτό του φαγητού» (Θφ).
 


Λουκ. 24,42    οἱ δὲ ἐπέδωκαν αὐτῷ ἰχθύος ὀπτοῦ μέρος καὶ ἀπὸ μελισσίου κηρίου(1),
Λουκ. 24,42    Εκείνοι δε του έδωσαν ένα κομάτι ψητό ψάρι και κηρήθρα.
Λουκ. 24,43    καὶ λαβὼν ἐνώπιον αὐτῶν(2) ἔφαγεν(3).
Λουκ. 24,43    Και αφού τα επήρε, έφαγε ενώπιον των.
(1) Η φράση «καὶ ἀπὸ μελισσίου κηρίου» παραλείπεται από αρκετούς μεγαλογράμματους κώδικες. Περιλαμβάνεται όμως σε κάποιους μεγαλογράμματους από τον Η΄αιώνα, σε πολλά χειρόγραφα της Ιτάλας και στη Συριακή μετάφραση του Cureton (g). Ο Ιουστίνος ο φιλόσοφος και μάρτυρας στο περί αναστάσεως έργο του ξεκάθαρα μαρτυρεί ότι και έφαγε κηρίον (μέλι) και ιχθύν· ομοίως επίσης και ο Α. (δ). Και οι δύο λέξεις λέγονται μία φορά. Μελίσσιον κηρίον είναι η μελικηρίς, αυτή που έχει μέσα της μέλι· κοινώς η κηρύθρα.
(2) Ενώ έβλεπαν αυτοί,για να πειστούν τελείως ότι δεν είναι φανταστική η εμφάνιση (δ). «Όπως ακριβώς υπερφυσικά έφαγε, έτσι και υπερφυσικά κατανάλωσε αυτά που έφαγε» (Ζ), «με κάποια θεία δύναμη καταναλώθηκαν αυτά που φαγώθηκαν. Διότι κάθετί που τρώγεται με τρόπο φυσικό από το στόμα προχωρά στο αποχωρητήριο· αυτά όμως εδώ, δεν φαγώθηκαν όπως είπαμε κατά τρόπο φυσικό, αλλά κατά συγκατάβαση» (Θφ).
(3) «Πρέπει όμως να ξέρουμε, ότι αυτά που από κάποια συγκατάβαση γίνονται από τον Σωτήρα, δεν είναι κανόνας και όρος της φύσης. Διότι κανείς άλλος μετά την αφθαρσία του σώματος δεν θα έχει πληγές ή θα δεχτεί τροφή» (Ζ). Η ένσταση ότι, εάν ο Ιησούς για να πείσει τους μαθητές, ότι δεν ήταν πνεύμα ή ψυχή πεθαμένου, έλαβε τροφή, την ώρα που αυτή δεν ήταν αναγκαία για το αναστημένο σώμα, ενεργούσε απατηλά, είναι ασύστατη και αβάσιμη. Δεν αληθεύει το δίλημμα: Ή πνεύμα ή συνηθισμένο σώμα που έχει ανάγκη τροφής. Υπάρχει και ένα τρίτο ενδεχόμενο και το οποίο μπορεί να αληθεύει. Δηλαδή υπάρχει και δοξασμένο σώμα που μπορεί κατά βούληση να λαμβάνει τροφή (p). Δες και Πράξ. ι 41 «οι οποίοι φάγαμε μαζί και ήπιαμε μαζί με αυτόν μετά την ανάστασή του από τους νεκρούς».
 


Λουκ. 24,44    εἶπε(1) δὲ αὐτοῖς(2)· οὗτοι οἱ λόγοι(3) οὓς ἐλάλησα πρὸς ὑμᾶς ἔτι ὢν σὺν ὑμῖν(4), ὅτι δεῖ(5) πληρωθῆναι πάντα(6) τὰ γεγραμμένα ἐν τῷ νόμῳ Μωϋσέως καὶ προφήταις καὶ ψαλμοῖς(7) περὶ ἐμοῦ.
Λουκ. 24,44    Είπε δε προς αυτούς• “αυτά που βλέπετε τώρα και θαυμάζετε, είναι ακριβώς όσα σας έλεγα, όταν ήμουν μαζή σας, ότι πρέπει δηλαδή να εκπληρωθούν και να πραγματοποιηθούν όλα όσα έχουν γραφή για μένα στον νόμον του Μωϋσέως, στους προφήτας και στους ψαλμούς”.
(1) Η περικοπή αυτή φαίνεται να είναι μία πυκνή περίληψη αυτών που ειπώθηκαν από το Χριστό στους αποστόλους μεταξύ της Ανάστασης και της Ανάληψης εν μέρει μεν την ίδια την ημέρα της ανάστασης, εν μέρει δε σε άλλες περιστάσεις. Δεν έχουμε όμως βέβαια δεδομένα, πάνω στα οποία βασιζόμενοι να καθορίσουμε, τι ειπώθηκε το ίδιο εκείνο απόγευμα και τι ειπώθηκε αργότερα (p).
(2) Το «εἶπε δὲ αὐτοῖς» αποτελεί νέα εισαγωγή, η οποία υποδηλώνει κάποια διακοπή που παρεμβλήθηκε ανάμεσα στους στίχους 43 και 44 (p).
(3) Υπάρχει άλλη γραφή: οὗτοι οἱ λόγοι μου. Το λόγοι πρέπει να εννοηθεί για αυτά που ειπώθηκαν μεν προηγουμένως από τον Κύριο, και ήδη πραγματοποιήθηκαν, σαν να έλεγε: Αυτά που συνέβησαν πρόσφατα, ήταν εκείνα, που σας προανήγγειλαν οι λόγοι μου (L). Το «αυτοί οι λόγοι μου» λοιπόν αναφέρεται στα έργα που τώρα συντελέστηκαν με την ανάσταση του Μεσσία, την κατάσταση της ταπείνωσης, η οποία τελείωσε, και σε αυτήν της δόξας, η οποία με την ανάσταση άρχισε (δ).
(4) Το «όταν ακόμη ήμουν μαζί σας» αποδεικνύει, ότι από τώρα ο Ιησούς θεωρεί τον χωρισμό του από τους μαθητές ως συντελεσμένο ήδη. Η κατοικία του είναι αλλού (g). Δεν θα είναι πλέον ο σύντροφος της περασμένης τριετίας. Είναι ήδη δοξασμένος (L).
(5) Το «ότι πρέπει» είναι η περίληψη αυτών των γεγονότων, όπως περιέχονται στη θεία πρόγνωση και θέληση και προκαταγγέλθηκαν από τους προφήτες (δ).
(6) Όλα και αυτά τα βαριά και σκληρά. Ακόμη και το ξύδι. Και δεν θα πέθαινε στο σταυρό προτού, αφού εκπληρωθούν όλα, να μπορέσει να πει: Τετέλεσται.
(7) Μόνο εδώ στην Κ.Δ. αναφέρεται με σαφήνεια η τριπλή διαίρεση του εβραϊκού κανόνα της Γραφής (p). Ο νόμος του Μωϋσή και οι προφήτες αποτελούν τα δύο κύρια μέρη του κανόνα (g). Με  τη λέξη όμως «ψαλμοί» δεν υποχρεωνόμαστε να εννοήσουμε όλα τα αγιόγραφα. Από τα αγιόγραφα ο ψαλτήρας ήταν το γνωστότερο βιβλίο και επιπλέον περιείχε πάρα πολλές προφητείες για τον Μεσσία (p). Το ψαλμούς λοιπόν=όχι απλώς όλα τα αγιόγραφα, αλλά τους ψαλμούς του Δαβίδ, οι οποίοι πολλά για αυτόν προφητεύουν (δ). Αναφέρεται ο Κύριος όχι μόνο στις ξεκάθαρες προφητείες για τον Μεσσία, αλλά σε όλη την θυτήρια (οι τελετουργικές θυσίες) και τελετουργική οικονομία της Π.Δ., η οποία στην προς Εβραίους επιστολή εξηγείται ότι προτυπώνει την μόνη και αιώνια θυσία, την οποία θα προσέφερε ο μέγας αρχιερέας και υιός του Θεού (ο).
 


Λουκ. 24,45    τότε(1) διήνοιξεν(2) αὐτῶν τὸν νοῦν(3) τοῦ συνιέναι τὰς γραφάς(4),
Λουκ. 24,45    Τότε εφώτισε και ήνοιξε αυτών τον νουν, ώστε να εννοούν τας Γραφάς.
(1) «Όταν ειρήνευσε το λογισμό τους με αυτά που είπε, με το ότι ψηλαφήθηκε, με το ότι έφαγε, τότε άνοιξε το νου τους» (Κ). «Διότι αν δεν αναπαυόταν η ψυχή τους, πώς θα γνώριζε με το να είναι ταραγμένη και να μην ησυχάζει;» (Θφ).
(2) Πολλά εμπόδια, που υπάρχουν στη διάνοιά μας, πρέπει να απομακρυνθούν, για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε. Δες Πράξ. ιστ 14 (b). Το άνοιγμα της διάνοιάς τους είναι ανάλογο με αυτό που αναφέρεται στο στίχο 31 (p). Ο φωτισμός αυτός, ο οποίος επιχύνεται για αυτούς πάνω σε όλη την Π.Δ., προέρχεται από επενέργεια του Αγίου Πνεύματος, για την οποία προετοιμάστηκαν οι ψυχές τους με τις διδασκαλίες του προηγούμενου στίχου οι οποίες τις στήριξαν στην πίστη. Η στιγμή αυτή, νομίζω, ανταποκρίνεται σε εκείνην, την οποία ο Ιωάννης (κ 22) περιγράφει με τα λόγια αυτά: Φύσηξε σε αυτούς και τούς λέει· Πάρτε Πνεύμα Άγιο. Το Πνεύμα διάνοιξε σε αυτούς την εσωτερική αίσθηση, με την οποία ο άνθρωπος διακρίνει την αλήθεια (g). Άνοιξε το νου τους τόσο με τη δύναμή του, όσο και με τα λόγια του (b). Κατά τη συνομιλία του με τους πορευόμενους εις Εμμαούς απομάκρυνε το κάλυμμα από το κείμενο των Γραφών διανοίγοντας σε αυτούς τις Γραφές. Εδώ σηκώνει το κάλυμμα από τις καρδιές των μαθητών, διανοίγοντας το νου τους.
(3) Είναι αξιοπαρατήρητα τα μετά την ανάστασή του παρεχόμενα από αυτόν δύο δείγματα των μεγάλων ενεργειών του Αγίου Πνεύματος πάνω στα πνεύματα των ανθρώπων. Η μία ενέργεια είναι ο φωτισμός των διανοητικών δυνάμεων με θείο φως, και με αυτήν άνοιξε ο νους των αποστόλων. Και αυτοί λοιπόν οι ενάρετοι και πιστοί έχουν ανάγκη αυτού του φωτός. Διότι αν και δεν βρίσκονται στο σκοτάδι, όπως βρίσκονται αυτοί που ζουν με τη φυσική ζωή, έχουν όμως μέσα τους πολλά σημεία ασαφή ή σκοτεινά. Αυτός ο Δαβίδ έλεγε: Φώτισε τα μάτια μου. Ο Παύλος πάλι, που ήξερε τόσα πολλά από αποκάλυψη Χριστού, ζητά ακόμη περισσότερο φωτισμένους τους οφθαλμούς της διάνοιας. Άλλη ενέργεια είναι η ενίσχυση της θείας χάρης, που εκδηλώθηκε στις καρδιές αυτών που πορεύονταν εις Εμμαούς, οι οποίες ήταν φλεγόμενες από την θερμότητα, την οποία η χάρη μεταδίδει στο εσωτερικό των ανθρώπων.
(4) Για αυτό ο Πέτρος όχι μετά πολύ χρόνο ανέπτυξε με δύναμη τις Γραφές στο Πράξ. β και εξής, όσο και με σοφία στο Πράξ. α 16, 20 (b). Διάνοιξε το νου τους με τη χάρη του, για να κατανοούν τις προφητείες της Π.Δ. με την αληθινή, τη μεσσιακή τους έννοια, η οποία μένει κλεισμένη στους απίστους (δ)
 


Λουκ. 24,46    καὶ εἶπεν αὐτοῖς(1) ὅτι οὕτω γέγραπται(2) καὶ οὕτως ἔδει(3) παθεῖν τὸν Χριστὸν καὶ ἀναστῆναι ἐκ νεκρῶν τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ,
Λουκ. 24,46    Και είπεν εις αυτούς• “ότι έτσι, όπως ακριβώς έγιναν, είναι γραμμένα εις την Αγίαν Γραφήν, και έτσι σύμφωνα με το πάνσοφον σχέδιον του Θεού, έπρεπε να πάθη ο Χριστός και να αναστηθή εκ νεκρών την τρίτην ημέραν,
(1) Ο g θα έβαζε τελεία στο «γραφάς», διότι θεωρεί το «και είπε σε αυτούς» ότι εισάγει νέα περίληψη λόγων που λέχθηκαν πιθανώς σε άλλη περίπτωση (p). Ο Ιησούς με την ανάπτυξη των προφητειών αποκαλύπτει τι διδάσκουν οι Γραφές σε σχέση με τον Μεσσία Χριστό και σε σχέση με το έργο το οποίο πρόκειται να συντελεστεί στο όνομά του από άλλους. Ο Χριστός έπρεπε να πάθει. Αλλά ως Χριστός επρόκειτο να αναστηθεί, και αυτό έγινε την τρίτη από το πάθος του ημέρα (L).
(2) Το «γέγραπται» έχει την έννοια αυτού που με θεία θέληση προδιατάχτηκε και κατά συνέπεια αυτού γράφτηκε, όπως άλλωστε δέχτηκαν αυτό από παλιά τα χειρόγραφα ή οι μεταφράσεις, στα οποία προστέθηκε το «οὕτως ἔδει (=έτσι έπρεπε)» ή και αντικαταστάθηκε τελείως το γέγραπται με το ἔδει (έπρεπε) (L).
(3) Η φράση «καὶ οὕτως ἔδει» αποσιωπάται από τα παλαιότερα χειρόγραφα. Αξιοσημείωτη η παρατήρηση: «ήταν αναγκαίο έτσι να πάθει ο Χριστός. Έτσι· πώς; Με ξύλο σταυρού. Επειδή μέσω του ξύλου (του δέντρου του Παραδείσου) έγινε η καταστροφή, ήταν ανάγκη και με ξύλο να σταματήσει η φθορά και αφού περάσει αήττητος ο Κύριος μέσα από τις οδύνες του ξύλου, να καταργήσει την ηδονή που συνέβη στο ξύλο (την γεύση του καρπού στον παράδεισο)» (Θφ).
 


Λουκ. 24,47    καὶ(1) κηρυχθῆναι ἐπὶ τῷ ὀνόματι(2) αὐτοῦ μετάνοιαν καὶ(3) ἄφεσιν ἁμαρτιῶν(4) εἰς πάντα τὰ ἔθνη, ἀρξάμενον(5) ἀπὸ Ἱερουσαλήμ(6).
Λουκ. 24,47    και να κηρυχθή εν τω ονόματι αυτού εις όλα τα έθνη μετάνοια και άφεσις αμαρτιών. Να αρχίση δε το κήρυγμα από την Ιερουσαλήμ.
(1) Και έτσι έχει γραφτεί να κηρυχτεί= Τι πρόκειται ήδη να συντελεστεί από άλλους στο όνομα του Χριστού. Η δεύτερη αυτή αποκάλυψη δεν είναι λιγότερο εκπληκτική. Ο θριαμβευτής Χριστός, στην οποίο ο Θεός υποσχέθηκε κληρονομιά τα έθνη, σχεδόν εξαφανίζεται από την ορατή αυτή σκηνή του κόσμου· τα έθνη όμως πρόκειται να κληθούν σε μετάνοια στο όνομά του και θα επιτύχουν την άφεση βάσει των παθημάτων του. Τα δύο αυτά σημεία αναπτύσσονται στη δημηγορία του Παύλου στην Αντιόχεια της Πισιδίας (Πράξ. ιγ 26-41)(L).
(2) Το ἐπὶ τῷ ὀνόματι σημαίνει: Με βάση κάθετί που σας είναι γνωστό για το πρόσωπό μου και το έργο μου (g). Η ιδιότητά του ως Μεσσία κάνει αποτελεσματική τη μετάνοια. Για τη χρήση της φράσης «ἐπὶ τῷ ὀνόματι» δες Λουκ. θ 48, κα 8, Πράξ. δ 17, 18, ε 28, 40 κλπ. (p) = με την πίστη του ονόματος ή στο όνομά του (δ).
(3) Ο σιναϊτικός και ο βατικανός κώδικας γράφουν: μετάνοιαν εις άφεσιν. Και ο μεν p φρονεί ότι το «εις» διορθώθηκε με το «και», λόγω του δεύτερου «εις» που ακολουθεί (εἰς πάντα τὰ ἔθνη), ο g όμως βρίσκει πιθανότερη τη γραφή: μετάνοιαν και άφεσιν.
(4) Αξιοσημείωτα τα επόμενα: «Εδώ μιλά για το βάπτισμα. Διότι σε αυτό γίνεται μετάνοια με την εξομολόγηση και απόθεση των προηγούμενων κακιών και ασεβειών, και επακολουθεί η άφεση των αμαρτιών… Όταν όμως λέμε ότι το βάπτισμα γίνεται στο όνομα του Χριστού, δεν λέμε αυτό, ότι πρέπει δηλαδή να τελούμε αυτό μόνο στο όνομα του Χριστού, αλλά ότι το βάπτισμα του Χριστού… το πνευματικό, δεν είναι ιουδαϊκό, ούτε όπως του Ιωάννου για μετάνοια μόνο, αλλά παρέχει κοινωνία Αγίου Πνεύματος και άφεση αμαρτιών… Έπειτα το βάπτισμα στο όνομα του Χριστού να εννοήσεις ότι λέγεται αντί για το: στο θάνατο του Χριστού» (Θφ). Οι απόστολοι καλούνται να κηρύξουν μετάνοια στο όνομα του Ιησού Χριστού σε όλους. Ο Θεός μέσω του Χριστού «παραγγέλλει στους ανθρώπους όλους παντού να μετανοούν» (Πράξ. ιζ 30). Πηγαίνετε, λέει ο Κύριος, και πείτε στους λαούς, ότι ο Θεός ο οποίος τους δημιούργησε και ο Κύριος ο οποίος τους εξαγόρασε, περιμένει και ζητά, ώστε αμέσως να επιστρέψουν από τη λατρεία των θεών, τους οποίους αυτοί έφτιαξαν, στη λατρεία του Θεού, ο οποίος έφτιαξε αυτούς. Και όχι μόνο αυτό. Πρέπει να επιστρέψουν από τη δουλεία της σάρκας και τα ενδιαφέροντα του κόσμου στη δουλεία του Θεού μέσω του Χριστού. Πρέπει να νεκρώσουν όλες τις αμαρτωλές συνήθειές τους και να λησμονήσουν ολοτελώς τις αμαρτωλές πράξεις τους. Οι καρδιές τους και οι ζωές τους πρέπει να μεταβληθούν και εξ’ ολοκλήρου να ανακαινιστούν. Αυτό είναι το μέγα καθήκον της μετάνοιας που επιβάλλεται από το ευαγγέλιο. Αλλά με τη μετάνοια αυτή συνδέεται και το μέγα προνόμιο, η μεγάλη δωρεά, που προτείνεται και παρέχεται από το ευαγγέλιο. Και αυτή είναι η άφεση των αμαρτιών. Πηγαίνετε, λέει ο Κύριος, και πείτε στον ένοχο κόσμο, ο οποίος στέκεται υπόδικος και κατάδικος μπροστά στο βήμα του Θεού, ότι βασιλικό διάταγμα χάριτος εκδόθηκε από τον βασιλιά των όλων, το οποίο είναι ευεργετικό για όλους όσοι μετανοούν.
(5) Η γραφή αρξάμενον είναι αιτιατική απόλυτη όπως στο Πράξ. ι 37 (b) = «να αρχίσει να κηρύττεται» (Ζ), δηλαδή να αρχίσει το κήρυγμα (δ). Υπάρχει και η γραφή αρξάμενοι = Ανακόλουθο σχήμα. Για αυτό συνέδεσαν κάποιοι αυτό με τον επόμενο στίχο, χωρίζοντας αυτό με τελεία από τα προηγούμενα. Δεν είναι αναγκαία η στίξη και ο χωρισμός αυτός (L). Το αρξάμενοι συμφωνεί με το να κηρύσσετε που υπονοείται από το κηρυχθῆναι που προηγήθηκε (g).
(6) Η προτεραιότητα του ιουδαϊκού έθνους στην πρόσκληση στο ευαγγέλιο αναγνωρίζεται και εδώ, παρά την από αυτό απόρριψη του Μεσσία (p). Στην Ιερουσαλήμ πρέπει να ακουστούν τα πρώτα τους κηρύγματα. Στην Ιερουσαλήμ πρέπει να ιδρυθεί η πρώτη εκκλησία. Εκεί πρέπει να ανατείλει η αυγή της ευαγγελικής ημέρας και από εκεί το φως της πρέπει να διαχυθεί σε όλο τον κόσμο μέχρι τα έσχατα της γης. Και πρέπει από την Ιερουσαλήμ να αρχίσει το κήρυγμα, διότι έτσι έχει γραφτεί: «Από τη Σιών θα βγει νόμος και λόγος Κυρίου από την Ιερουσαλήμ» Ησαΐου β 3. Δες και Ζαχαρ. ιδ 8, Οβδιού 21, Ιωήλ γ 1-5. Στην Ιερουσαλήμ άλλωστε έλαβαν χώρα τα κύρια γεγονότα του κηρύγματος και συνεπώς εκεί πρέπει αυτά να διαπιστωθούν και αν υπάρχει κάποια αντίρρηση ή ένσταση για την αλήθειά τους να ελεγχθεί και να εξεταστεί. Τόσο ισχυρές, τόσο λαμπρές υπήρξαν οι πρώτες ακτίνες της δόξας του αναστημένου Λυτρωτή, ώστε δεν συσκιάζονται από τα νέφη, που συσσωρεύουν με τα ψεύδη τους οι εχθροί του.
 


Λουκ. 24,48    ὑμεῖς δέ ἐστε(1) μάρτυρες τούτων(2).
Λουκ. 24,48    Σεις δε είσθε οι φιλαλήθεις και αξιόπιστοι μάρτυρες, οι οποίοι θα κηρύξετε και θα βεβαιώσετε όλα όσα έχετε ακούσει και όσα έχετε ιδεί από εμέ.
(1) Παραλείπεται από κάποιους παλαιούς κώδικες το «δέ ἐστε», ώστε ο στίχος είναι: ὑμεῖς μάρτυρες τούτων. Έτσι και η πρόταση γίνεται πιο έντονη και το ὑμεῖς (εσείς) περισσότερο εμφατικό (p).
(2) «Μάρτυρες του πάθους και της ανάστασης και του όλου θείου έργου μου» (Ζ). Το έργο αυτό το απεριόριστο, που αναφέρεται στη σωτηρία όλων των εθνών, πρόκειται να συντελεστεί από σας. Με ποιό τρόπο; Απλούστατα με τη μαρτυρία του ό,τι είδατε και ακούσατε τα χρόνια που συζήσατε μαζί μου (g). Για το ότι η μαρτυρία για το Πάθος και την Ανάσταση ήταν ένα από τα κύρια έργα των Αποστόλων γίνεται φανερό από τα Πράξ. α 8, 22, β 32, γ 15, ε 32, ι 39, 41 κλπ. (p).
 

Λουκ. 24,49    καὶ ἰδοὺ(1) ἐγὼ(2) ἀποστέλλω(3) τὴν ἐπαγγελίαν τοῦ πατρός μου(4) ἐφ᾿ ὑμᾶς· ὑμεῖς δὲ(5) καθίσατε(6) ἐν τῇ πόλει Ἱερουσαλὴμ(7) ἕως οὗ ἐνδύσησθε(8) δύναμιν ἐξ ὕψους(9).
Λουκ. 24,49    Σας αναγγέλω δε, ότι εγώ σας στέλνω τώρα αυτό που υπεσχέθη ο Πατήρ, δηλαδή το Πνεύμα το Αγιον, δια νας σας φωτίζη και σας ενισχύη και σας περιφρουρή στο αποστολικόν σας έργον. Σεις λοιπόν καθίσατε εις την πόλιν Ιερουσαλήμ έως ότου φορέσετε, σαν άλλο ένδυμα, και κάμετε ιδικήν σας πλέον την σοφίαν και την δύναμιν, που θα σας έλθη από τον ουρανόν με την επιφοίτησιν του Αγίου Πνεύματος”.
(1) «Έπειτα για να μην ταραχτούν μέσα τους και σκεφτούν· Πώς θα δώσουμε μαρτυρία άνθρωποι άσημοι που στέλνονται στα έθνη, και θα παρουσιαστούμε στους Ιεροσολυμίτες που και σένα σε σκότωσαν. Να έχετε θάρρος, λέει, εξ΄αιτίας αυτού. Διότι θα σας στείλω εντός ολίγου την υπόσχεση του Πατέρα μου» (Θφ). Το «ἰδοὺ ἐγὼ» τονίζει το μεγαλείο της επαγγελίας, για την οποία θα μιλήσει αμέσως (g).
(2) Αντιτίθεται με το προηγούμενο ὑμεῖς (εσείς) = Να ο ρόλος σας, να και ο δικός μου (g). Η ενέργειά μου αυτή θα σας κάνει ικανούς για εκτέλεση της αποστολής σας (L).
(3) Υπάρχει και η γραφή εξαποστέλλω. Ο ενεστώτας δηλώνει αυτό που θα γίνει στο μέλλον αμέσως και με βεβαιότητα.
(4) «Την υπόσχεση του Πατέρα μου, την οποία είπε μέσω του Ιωήλ ότι: Θα ξεχύσω από το πνεύμα μου σε κάθε σάρκα» (Θφ). Εδώ για πρώτη φορά στα ευαγγέλια έχουμε τη λέξη επαγγελία με την τεχνική έννοια της υπόσχεσης του Θεού στο λαό του. Δες Ρωμ. α 2. Σημαίνεται εδώ κατά τρόπο ειδικό η δωρεά του Πνεύματος. Δες Ιεζεκ. λστ 27, Ιωήλ γ 1, Ζαχ. ιβ 10. Επαγγελία λοιπόν σημαίνει αυτό που έχει αναγγελθεί και υποσχεθεί (p). Η αποστολή του Αγίου Πνεύματος ήταν στην Π.Δ. ο σκοπός προς τον οποίο κατέληγαν όλες οι άλλες θείες επαγγελίες. Για αυτό και η απόλυτη έκφραση «τ η ν επαγγελία του Πατέρα», διότι αυτή ήταν η κατ’ εξοχήν επαγγελία. Τι θα ήταν το έργο του Μεσσία χωρίς την έλευση του Πνεύματος, το οποίο αναγεννά και εξαγιάζει; (g).
(5) Ακόμη μία φορά αντιτίθεται με έμφαση το εγώ και το εσείς (p). Με το εσείς, επανέρχεται ο Ιησούς από το δικό του έργο στο έργο των μαθητών (g). Εσείς όμως, οι οποίοι τώρα δεν τύχατε ακόμη αυτής της υπόσχεσης (δ).
(6) = Να παραμείνετε. Για το κάθομαι με την έννοια του μένω για κάποιο χρόνο σε κάποιο τόπο δες Πράξ. ιη 11,Εξοδ. ιστ 29, Κριτ. ιθ 4, Ρουθ γ 1, Α΄ Βασ. α 23 κλπ. (p). «Να μένετε στην Ιερουσαλήμ αχώριστοι, λόγω της ασθένειας και δειλίας που ακόμη έχετε» (Θφ). Η υπόσχεση είναι τόσο απαραίτητη για αυτούς, ώστε πρέπει να αποφύγουν να επιχειρήσουν την στον κόσμο αποστολή τους πριν ακόμη ντυθούν την υποσχημένη σε αυτούς θεία δύναμη (g).
(7) Αποσιωπάται το Ιερουσαλήμ από τους παλαιότερους κώδικες. Με αφορμή την παραγγελία αυτή ο Weiss και πολλοί άλλοι λένε: Εάν οι απόστολοι οφείλουν να παραμείνουν στην Ιερουσαλήμ μέχρι την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος, οι εμφανίσεις του Ιησού που ακολούθησαν στη Γαλιλαία (Ματθ. κη 7, Μάρκ. ιστ 7, Ιω κα 1) αποκλείονται. Αλλά εάν τα λόγια στους στίχους 46 και 49 λέχθηκαν όχι την ίδια την ημέρα της Ανάστασης, αλλά σε κάποια άλλη ημέρα που προσέγγιζε προς την ημέρα της Ανάληψης, τότε η παραπάνω ένσταση παρουσιάζεται αστήρικτη (g).
(8) «Θα ντυθείτε σαν πανοπλία» (Ζ). Είμαστε γυμνοί, όταν στερούμαστε την ουράνια δύναμη (b). Οι εικόνες από την ενδυμασία χρησιμοποιούνται συχνά στο βιβλικό και κλασσικό ύφος για δήλωση γεγονότων ηθικών. Δες και Ρωμ. ιγ 14, Γαλ. γ 27, Κολ. γ 12 κλπ. (g). Και Ιώβ η 22, κθ 14, λθ 19,Ψαλμ. λδ 26, 92,1. «Δεν είπε, θα δεχτείτε, αλλά θα ντυθείτε, υποδηλώνοντας ότι η πνευματική όπλιση φρουρεί από παντού» (Θφ).
(9) Από ψηλά όπου ο Ιησούς αναλαμβανόταν. Το από ψηλά αντί για το από τον ουρανό, είναι έκφραση παρμένη από την ιερή ποίηση (b). Αυτοί που πήραν το Αγιο Πνεύμα ντύνονται δύναμη από ψηλά. Δύναμη λοιπόν που υπερβαίνει την δική τους δύναμη, αλλά και κάθε επίγεια δύναμη. Και σαν δύναμη από ψηλά τραβά την ψυχή προς τα άνω και κάνει αυτήν τέτοια ώστε να βλέπει πάντοτε ψηλά και να κατευθύνεται προς τα υψηλά.
 


Λουκ. 24,50    Ἐξήγαγε(1) δὲ(2) αὐτοὺς ἔξω ἕως εἰς Βηθανίαν(3), καὶ ἐπάρας(4) τὰς χεῖρας αὐτοῦ εὐλόγησεν(5) αὐτούς(6)
Λουκ. 24,50    Έπειτα δε από αυτάς και άλλας διδασκαλίας, τους έβγαλε έξω από την πόλιν κάπου εκεί κοντά εις την Βηθανίαν, και αφού εσήκωσε τα χέρια του, τους ευλόγησε.
(1) Εβγαλε έξω από την πόλη που αναφέρεται στο στίχο 49. Δεν είναι δυνατόν να πιστέψουμε, ότι ο Λουκάς εννοεί, ότι το ακόλουθο γεγονός έλαβε χώρα κατά την ίδια νύχτα της πρώτης εμφάνισης και ότι η ανάληψη του Χριστού έγινε σε σκοτάδι. Τέτοιο χαρακτηριστικό ήταν αδύνατον να μην αναφερθεί από το Λουκά (p). «Αυτό θα το εννοήσουμε ότι έγινε την τεσσαρακοστή ημέρα. Διότι αυτά που αυτοί (οι ευαγγελιστές) λένε περιληπτικά, να τα εννοήσεις εσύ, σε παρακαλώ, ότι έγιναν σε πολλές ημέρες, όπως ο ίδιος ο Λουκάς λέει στις Πράξεις, ότι για σαράντα ημέρες εμφανιζόταν σε αυτούς. Συχνά δηλαδή ερχόταν σε αυτούς και έφευγε» (Θφ). «Τα ενδιάμεσα τα προσπέρασε ο ευαγγελιστής» (Ζ). Τους έβγαλε για να γίνουν αυτόπτες μάρτυρες της ανάληψής του. Οι μαθητές δεν τον είδαν να ανασταίνεται από τον τάφο, διότι η ανάστασή του θα αποδεικνυόταν με τις εμφανίσεις του αναστημένου που ακολούθησαν. Τον είδαν όμως να αναλαμβάνεται, διότι δεν θα μπορούσαν με άλλο τρόπο να έχουν με αυτοψία απόδειξη για την ανάληψή του.
(2) Το «δε» σημαίνει: Και αφού ολοκληρώθηκαν αυτές οι διδασκαλίες, τους έβγαλε έξω (g).
(3) Υπάρχει και η γραφή: έως προς Βηθανίαν. Δεν μπήκαν στη Βηθανία (L).
(4) Υψωσε τα χέρια του, σε σχήμα κάποιου που προσεύχεται ή ευλογεί (d).
(5) «Ευλόγησε τους μαθητές, ίσως από τη μία και βάζοντας μέσα τους δύναμη φρουρητική μέχρι την παρουσία του Πνεύματος, ίσως από την άλλη, διδάσκοντας και εμάς, όταν φεύγουμε (πεθαίνουμε), να δίνουμε σαν παρακαταθήκη στους δικούς μας τις ευλογίες» (Θφ). Τους ευλόγησε, διότι δεν χωριζόταν από αυτούς δυσαρεστημένος, αλλά με αγάπη. Υψωσε τα χέρια του, όπως ο αρχιερέας της Π.Δ. ύψωνε αυτά, όταν ευλογούσε το λαό (Λευϊτ. θ 22). Ευλόγησε σαν κάποιος που έχει εξουσία, όπως ο Ιακώβ ευλόγησε τους γιους του και όπως ο Μωϋσής τις δώδεκα φυλές.
(6) Η ευλογία αυτή ανήκει σε όλους τους πιστούς. Διότι οι έντεκα και αυτοί που ήταν μαζί τους εκπροσωπούσαν τη στιγμή εκείνη όλους αυτούς (b). Οι δώδεκα απόστολοι αντιπροσώπευαν ήδη τις δώδεκα φυλές έτσι ώστε ευλογώντας αυτούς ευλογούσε ολόκληρο τον Ισραήλ της χάριτος.
 
   

Λουκ. 24,5    καὶ ἐγένετο ἐν τῷ εὐλογεῖν(1) αὐτὸν αὐτοὺς διέστη(2) ἀπ᾿ αὐτῶν καὶ ἀνεφέρετο εἰς τὸν οὐρανόν(3).
Λουκ. 24,51    Και συνέβη τούτο το θαυμαστόν• ενώ αυτός τους ευλογούσε, εχωρίσθη από αυτούς και εφέρετο προς τα επάνω στον ουρανόν.
(1) Δεν έπαυσε να τους ευλογεί, αλλά εξακολουθούσε να τους ευλογεί, έως ότου δεν μπορούσαν πλέον να τον βλέπουν. Η ευλογία του δεν διακόπηκε ποτέ. Διότι η μεσιτεία του, την οποία από τότε εξακολουθεί να αναφέρει προς τον Πατέρα του για χάρη μας, είναι συνέχεια της ευλογίας αυτής.
(2) Το διέστη δηλώνει απόσταση που ολοένα αυξάνει και καταλήγει σε εξαφάνιση (g), αλλά και απομάκρυνση όχι με φυγή, αλλά με ανύψωση από τον τόπο, στον οποίο στεκόταν, από τον οποίο δεν απομακρύνθηκε περπατώντας (δ). Σηκώθηκε πάνω από τα κεφάλια τους, όπως ο Ηλίας πάνω από τον Ελισαίο. Τα αγαπημένα μας πρόσωπα επόμενο είναι να μάς φύγουν. Εκείνοι οι οποίοι μάς αγαπούν και προσεύχονται για μας και μάς διδάσκουν ενδέχεται να φύγουν πριν από εμάς. Η σωματική παρουσία του ίδιου του Χριστού δεν αναμενόταν να παραταθεί αιωνίως στον κόσμο αυτόν. Έπρεπε να φύγει από εμάς στους ουρανούς, διότι αλλιώς ούτε ο άλλος Παράκλητος θα μας στελνόταν ούτε θα είχαμε τον ίδιο τον Ιησού Παράκλητο προς τον Πατέρα και αρχιερέα μέγα που παντοτινά θα προσεύχεται για μας. Έτσι και αυτοί από τους αγαπημένους μας οι οποίοι φεύγουν εν Κυρίω πριν από εμάς πορεύονται εκεί ως πρόδρομοί μας και προσεύχονται για μας.
(3) Ο κώδικας του Βέζα και ο σιναϊτικός παραλείπουν τη φράση «καὶ ἀνεφέρετο εἰς τὸν οὐρανόν» (δ). Ο Αυγουστίνος επίσης αποσιωπά αυτήν μία φορά (de unit. Eccl. X), αναφέρει όμως αυτήν αλλού (de cons. Ev. III 83) (L). Η παράλειψη μπορεί να εξηγηθεί και από τη βιασύνη των αντιγραφέων που φθάνουν στο τέλος της εργασίας τους (g). «Ανέβαινε αφού σύννεφο τον βάστηξε, όπως ο παρών ευαγγελιστής έγραψε στο βιβλίο των αποστολικών Πράξεων» (Ζ). «Ανέβαινε στον ουρανό για να καθίσει μαζί με τον Πατέρα και μαζί με την ενωμένη με αυτόν σάρκα» (Κ). «Διότι ο μεν Ηλίας (ανέβηκε) σαν στον ουρανό· δηλαδή έδινε την εντύπωση ότι ανέβαινε στον ουρανό. Ο Σωτήρας όμως ανέβηκε σε αυτόν τον ίδιο τον ουρανό πρόδρομος όλων με την αγία σάρκα του (=την ανθρώπινη φύση μας) για να εμφανιστεί στο πρόσωπο του Θεού και να την παρουσιάσει συγκαθήμενη με τον Πατέρα» (Θφ). Ανέβαινε στον ουρανό από μόνος του και με τη δική του δύναμη και ενέργεια. Δεν χρειάστηκε άρμα πυρός ή πύρινα άλογα. Γνώριζε τον δρόμο προς τον ουρανό, διότι ήταν «ο Κύριος από τον ουρανό», «ο υιός του ανθρώπου, που κατέβηκε από τον ουρανό. Και μπορούσε να επιστρέψει πάλι. Ανέβηκε πάνω σε σύννεφο, όπως «ο άγγελος Κυρίου στη φλόγα του θυσιαστηρίου», όπου ο Μανωέ πρόσφερε τη θυσία του (Κριτές ιγ 20).

 
Λουκ. 24,52    καὶ αὐτοὶ προσκυνήσαντες αὐτὸν(1) ὑπέστρεψαν εἰς Ἱερουσαλὴμ(2) μετὰ χαρᾶς μεγάλης(3),
Λουκ. 24,52    Και αυτοί, αφού τον επροσκύνησαν, επέστρεψαν εις την Ιερουσαλήμ με μεγάλην χαράν.
(1) Το προσκυνήσαντες αὐτὸν, μολονότι μαρτυρείται από όλους τους κώδικες, επειδή αποσιωπάται από μόνο τον κώδικα Βέζα και την Ιτάλα, θεωρείται ότι πρέπει να βγει από τους νεώτερους κριτικούς, με εικασίες που κατά τη γνώμη μας δεν είναι πιθανές και επαρκώς αιτιολογημένες.
(2) Υπακούοντας στην στο στίχο 49 παραγγελία του Κυρίου «καθίστε στην πόλη» (p).
(3) Χαίρονταν «για την ελπίδα της υπόσχεσης που τους είπε» (Ζ). Χαίρονταν βλέποντας το θρίαμβο του Χριστού και αναμένοντας τη βοήθειά του (L). Χαίρονταν διότι η ευλογία, την οποία προ ολίγου πήραν από αυτόν κυρίευσε τις καρδιές τους (g). Αξιοθαύμαστη μεταβολή! Όταν πριν το πάθος ο Χριστός έλεγε στους μαθητές: «Σας συμφέρει να φύγω», «η λύπη γέμισε την καρδιά τους». Τώρα όμως που βλέπουν το Χριστό να φεύγει οριστικά, γέμισαν με χαρά, πεπεισμένοι τελείως, ότι ήταν ωφέλιμο και για αυτούς και για την εκκλησία το να φύγει, διότι θα έστελνε σε αυτούς τον Παράκλητο. Η δόξα του Χριστού είναι η χαρά, η υπερβολική χαρά, όλων των αληθινά πιστών, ακόμη και όταν αυτοί βρίσκονται στον κόσμο αυτόν. Πολύ περισσότερο θα γεμίσουν αυτοί από χαρά, όταν θα απέλθουν στη νέα Ιερουσαλήμ για να συναντήσουν αυτόν με όλη τη δόξα του και να συζήσουν μαζί του παντοτινά.
 


Λουκ. 24,53    καὶ ἦσαν διὰ παντὸς(1) ἐν τῷ ἱερῷ αἰνοῦντες καὶ εὐλογοῦντες(2) τὸν Θεόν. Ἀμήν(3).
Λουκ. 24,53    Και ήσαν συνεχώς κατά τας ώρας της λατρείας στο ιερόν υμνούντες και δοξολογούντες τον Θεόν. Αμήν.
(1) «Ήταν πάντοτε στο ιερό, κατά τις ώρες των συνάξεων εννοείται, όταν δηλαδή επιτρεπόταν να είναι σε αυτό» (Ζ). Το «διὰ παντὸς» πρέπει να το πάρουμε με έννοια σχετική= όσες φορές οι ώρες της προσευχής και οι πράξεις της λατρείας τούς καλούσαν στο ναό (Πράξ. γ 1). Η προσκαρτέρηση αυτή στο ιερό δεν εμπόδιζε αυτούς να συναθροίζονται και να προσκαρτερούν και αλλού (Πράξ. α 13, 15 και εξής) (g).
(2) Ο κώδικας του Βέζα και η Ιτάλα έχουν μόνο το αἰνοῦντες. Τα αλεξανδρινά χειρόγραφα έχουν μόνο το εὐλογοῦντες. Τα βυζαντινά χειρόγραφα έχουν «αἰνοῦντες καὶ εὐλογοῦντες». Η πράξη του να ευλογεί κάποιος προέρχεται μάλλον από ευγνωμοσύνη για κάποια ευεργεσία του Θεού· η πράξη του να αινεί (υμνεί) από θαυμασμό ανιδιοτελή των απείρων τελειοτήτων του Θεού (g). «Αυτοί που πριν ήταν κλεισμένοι, τώρα περνούν τον καιρό τους ανάμεσα στους αρχιερείς και δεν υπάρχει τίποτα το βιοτικό σε αυτούς· αλλά αφού όλα τα περιφρόνησαν, στο ιερό υμνούν παντοτινά το Θεό και τον ευλογούν» (Θφ). Οι ζωοθυσίες έχουν πλέον καταργηθεί με τη θυσία του Χριστού. Αίνοι όμως και ύμνοι πάντοτε θα αναπέμπονται στο Θεό και ουδέποτε παύουν να είναι επίκαιροι. Τίποτα άλλο δεν προετοιμάζει την ψυχή για υποδοχή του Αγίου Πνεύματος από την αγία χαρά, που εκδηλώνεται σε αίνους και δοξολογίες. Οι φόβοι κατασιγάζουν, οι λύπες καταπραΰνονται και διαλύονται, και οι ελπίδες αναπτερώνονται.
(3) Αποσιωπάται από τον σιναϊτικό κώδικα και κάποιους μεγαλογράμματους και μικρογράμματους, βρίσκεται όμως στους περισσότερους από τους μεγαλογράμματους και τους υπόλοιπους. Θεωρείται από τους νεώτερους ερμηνευτές ως προσθήκη λειτουργική εν όψει της ανάγνωσης στις εκκλησιαστικές συνάξεις.

 

Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΣΤΟ ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

(Αποσπάσματα από τα ερμηνευτικά Υπομνήματα στα Ευαγγέλια του Π.Ν. Τρεμπέλα.
Τα αποσπάσματα μεταφράστηκαν και μεταγλωττίστηκαν στη δημοτική γλώσσα από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)

Δ.  Η ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ  Κ 1- ΚΑ 25
(Υπόμνημα στο κατά Ιωάννην, Π.Ν.Τρεμπέλα σελ. 688-739 εκδόσεις «ο Σωτήρ» μεταφρασμένο & μεταγλωττισμένο στη δημοτική γλώσσα!
Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους)
 
ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
(Πατέρες της Εκκλησίας & Εκκλησιαστικοί συγγραφείς)
Α = Αθανάσιος ο Μέγας            Θφ = Θεοφύλακτος
Αμ = Αμμώνιος                        Ι = Ισιδωρος πρεσβύτερος
Αυ = Αυγουστίνος                    Κ = Κύριλλος Αλεξανδρείας
Β = Βασίλειος ο Μέγας              Κλ = Κλήμης Αλεξανδρεύς
Γ = Γρηγόριος Ναζιανζηνός        Σβ = Σευήρος Αντιοχείας
Γν = Γρηγοριος Νύσσης             Σχ. = Σχολιαστής ανώνυμος
Ε = Ευσέβιος Καισαρειας            Χ = Χρυσόστομος Ιωάννης
Ζ = Ζιγαβηνός                          Ω = Ωριγένης
Θη = Θεόδωρος Ηρακλείας
Θμ = Θεόδωρος Μοψουεστίας
(Σύγχρονοι θεολόγοι ερμηνευτές)
b = Bengel                                          κ = Κομνηνός Π.,
β = Bernard. J.H, Edinburg 1928            χ = Hoskyns Edwyn Gl. London 1947
C = Cremer                                         μ. = Macgregor G.H. London 1928                                        
DB = Dict. Of the Bible,Hastings             τ = Temple William, London 1945
F = Fillion L. Cl. Paris 1928                    σ. = στίχος
G = Crimm
g = Godet F. 1885
o = Owen John,  New York 1861
δ = Δαμαλάς Ν, Αθήναι 1940
 
                                                      ΚΕΙΜΕΝΟ & ΕΡΜΗΝΕΙΑ.        
Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους
 

Ιω. 20,1    Τῇ δὲ μιᾷ τῶν σαββάτων(1) Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ(2) ἔρχεται(3) πρωΐ σκοτίας ἔτι οὔσης(4) εἰς τὸ μνημεῖον, καὶ βλέπει τὸν λίθον ἠρμένον ἐκ τοῦ μνημείου.
Ιω. 20,1    Κατά την πρώτην ημέραν του Σαββάτου, δηλαδή την Κυριακήν, η Μαρία η Μαγδαληνή έρχεται πρωί στο μνημείον, ενώ ακόμη ήτο σκοτάδι, και βλέπει ότι ο λίθος, που έκλειε την θύραν του μνημείου, ήτο σηκωμένος από εκεί.
(1) Η φράση «μιᾷ τῶν σαββάτων» μπορεί να εμηνευτεί η πρώτη ημέρα μετά από το σάββατο (σαββάτων= η ημέρα του Σαββάτου). Αλλά το Λουκά ιη 12 αποδεικνύει, ότι σάββατο ή σάββατα σημαίνει επίσης και ολόκληρη την εβδομάδα, επειδή αποτελεί το μεταξύ δύο σαββάτων διάστημα. Προτιμότερο λοιπόν να ερμηνεύσουμε μία=η πρώτη της εβδομάδας (g). «Είναι η ημέρα, την οποία η χριστιανική πράξη ονομάζει τώρα ημέρα του Κυρίου (Κυριακή) λόγω της ανάστασης του Κυρίου» (Αυ). «Αυτήν που εμείς τώρα λέμε Κυριακή ονομάζει… Μία λοιπόν είναι η πρώτη ημέρα… Την πρώτη των Σαββάτων το οποίο σημαίνει την πρώτη από τις ημέρες του Σαββάτου και της εβδομάδας» (Θφ).
(2) Μαγδαληνή από την κωμόπολη Μάγδαλα δηλαδή πιθανώς την σημερινή Ελ Μεγντζίλ, η οποία απέχει δύο λεύγες βορείως της Τιβεριάδας, και βρίσκεται στις όχθες της λίμνης. Όσο μεγαλύτερη υπήρξε η θεραπεία, την οποία η Μαρία ώφειλε στον Ιησού (Λουκ. η 2, Μάρκ. ιστ 9), τόσο θερμότερη ήταν και η ευγνωμοσύνη της, τόσο ζωηρότερη ήταν και η προς το πρόσωπό του αφοσίωσή της. Ο Ιωάννης δεν μιλά για τον σκοπό, για τον οποίο η Μαρία ήλθε στον τάφο, δηλώνεται όμως αυτός από τους συνοπτικούς. Και ήταν αυτός να αλειφθεί με αρώματα το σώμα του Ιησού (g).
(3) Ο Ιωάννης δεν αποκλείει τις άλλες μυροφόρες. Περιορίζεται να αναφέρει εδώ εκείνην, η οποία πρόκειται να παίξει τον πρωτεύοντα ρόλο (F). Ο πληθυντικός οἴδαμεν (ξέρουμε) του στίχου 2 υπαινίσσεται, ότι δεν ήταν μόνη η Μαρία και ότι την απορία της για το τι έγινε το σώμα του Ιησού συμμερίζονταν και άλλοι. Είναι άλλωστε απίθανο, ότι διακινδύνευσε μία γυναίκα να βγει μόνη από τα τείχη της πόλης ενώ ήταν ακόμη σκοτάδι (β).
(4) «Επειδή αγαπούσε με πολύ μεγάλη στοργή τον διδάσκαλο, αφού πέρασε το σάββατο έτρεξε επειδή ήθελε να βρει κάποια παρηγοριά από τον τόπο» (Σχ). Όσοι αγαπούν τον Ιησού, αρπάζουν την πρώτη ευκαιρία, για να εκδηλώσουν τον προς αυτόν σεβασμό τους. Ήλθε ενώ ήταν ακόμη σκοτάδι. Όσοι θα ήθελαν να βρουν τον Ιησού, πρέπει από τη νύχτα ορθρίζοντας να ζητούν αυτόν. Να τον ζητούν με πόθο, ικανό και τον ύπνο τους ακόμη να διακόψει. Υπάρχει μία ελαφρά χρονολογική διαφορά ανάμεσα στον Ιωάννη, Ματθαίο και Λουκά που λένε «όρθρου βαθέος», «Ὀψὲ δὲ σαββάτων, τῇ ἐπιφωσκούσῃ εἰς μίαν σαββάτων», και στον Μάρκο που λέει «λίαν πρωΐ… ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου». Πρέπει να έχουμε υπ’ όψη ότι «ο μεν Μάρκος διηγείται από το τέλος (της νύχτας), ενώ ο Ματθαίος από την αρχή και φτάνει σε αυτό το μέσο της νύχτας» (αμ). «Διότι είναι διάφορες οι ελεύσεις προς το μνημείο, και άλλοτε μεν έρχεται η Μαρία μαζί με τις υπόλοιπες γυναίκες, άλλοτε πάλι μόνη αυτή. Για αυτό οι ευαγγελιστές επειδή λένε άλλος άλλη από τις διάφορες ελεύσεις, δίνουν την εντύπωση ότι διαφωνούν» (Θφ)

 
Ιω. 20,2    τρέχει(1) οὖν(2) καὶ ἔρχεται πρὸς(3) Σίμωνα Πέτρον(4) καὶ πρὸς(3) τὸν ἄλλον μαθητὴν(4) ὃν ἐφίλει(5) ὁ Ἰησοῦς, καὶ λέγει αὐτοῖς(6)· ἦραν(7) τὸν Κύριον(8) ἐκ τοῦ μνημείου, καὶ οὐκ οἴδαμεν ποῦ ἔθηκαν(7) αὐτόν(9).
Ιω. 20,2    Τρέχει, λοιπόν, και έρχεται στον Σιμωνα Πετρον και στον άλλον μαθητήν, τον οποίον ιδιαιτέρως αγαπούσε ο Ιησούς, και λέγει εις αυτούς• “επήραν τον Κυριον από το μνημείον και δεν ξέρομεν που τον έχουν βάλει”.
(1) «Όταν είδε… την πέτρα σηκωμένη δεν μπήκε ούτε έσκυψε να δει, αλλά έτρεξε στους μαθητές από πολύ πόθο· διότι αυτό την ενδιέφερε, να μάθει δηλαδή πολύ γρήγορα τι έγινε το σώμα» (Χ).
(2) «Είδε την πέτρα αποκυλισμένη από το στόμιο του μνημείου» (Κ).
(3) Από την επανάληψη της πρόθεσης μπροστά από κάθε όνομα μπορούμε να συμπεράνουμε, ότι οι δύο μαθητές δεν έμεναν μαζί. Βγήκαν όμως μαζί. Μετά την έξοδο ο ένας αναζήτησε τον άλλον. Δεν λέγεται ότι η Μαγδαληνή ανήγγειλε την είδηση και στη μητέρα του Ιησού. Η τελευταία ήταν περιορισμένη στο σπίτι (b), και αποφεύχθηκε άλλωστε να γνωστοποιηθεί γεγονός, το οποίο εφόσον εξηγήθηκε αρχικά ως κλοπή του σώματος, θα συγκινούσε την Θεοτόκο βαθύτατα.
(4) «Με τον Πέτρο και τον Ιωάννη συζητά η Μαγδαληνή· με τον μεν Πέτρο ως κορυφαίο, ενώ με τον Ιωάννη ως αγαπημένο και επειδή οι δυο τους αγαπούσαν τον Κύριο περισσότερο από τους άλλους· διότι μόνοι αυτοί τον ακολούθησαν, όταν οδηγούνταν δέσμιος στον Αννα και τον Καϊάφα» (Ζ).
(5) Το ρήμα έχει μέσα του κάτι το πιο οικείο από το αγαπούσε (g).
(6) «Παρασύρεται σε εύλογες υποψίες και επειδή κατάλαβε τον ασταμάτητο φθόνο των Ιουδαίων, νομίζει ότι μεταφέρθηκε ο Ιησούς, αποδίδοντας μαζί με τα άλλα και αυτή τη δυσσέβεια στην εξαχρείωση εκείνων» (Κ).
(7) Το υποκείμενο είναι αόριστο. Η Μαρία και οι σύντροφοί της αγνοούσαν ποιοί έπραξαν αυτό. Το άγγελμα της Μαρίας είναι όχι ό,τι είχε δει, αλλά ό,τι είχε συμπεράνει μόνη από όσα είδε (τ).
(8) «Επειδή είχε στερεωμένη και κατά κάποιο τρόπο απόρθητη την πίστη δεν οδηγήθηκε σε καταφρόνηση εξαιτίας των παθών πάνω στο σταυρό, αλλά συνήθως τον αποκαλεί Κύριο αν και είναι πεθαμένος ο Χριστός· διότι τέτοια είναι όντως η φιλόθεη συνήθεια» (Κ). Με την αγάπη της ταυτίζει τον Κύριο και το σώμα του (τ).
(9) «Βλέπεις πώς δεν γνώριζε ακόμη τίποτα σαφές για ανάσταση, αλλά νόμιζε ότι έγινε μεταφορά του σώματος και με ειλικρίνεια τα αναγγέλλει όλα στους μαθητές;» (Χ). Δεν έρχεται καν στο νου της ότι ο Κύριος αναστήθηκε. Παρόλ’ αυτά ο Κύριος είχε προείπει ότι θα θανατωνόταν και η προφητεία του επαληθεύτηκε. Αλλά στην προφητεία του αυτή πρόσθεσε και την προφητεία ότι θα ανασταινόταν την τρίτη ημέρα. Όταν λοιπόν η Μαρία βρήκε τον τάφο κενό, θα ανέμενε κάποιος, ότι θα θυμούνταν αυτή την προφητεία του Διδασκάλου. Αυτή όμως ταράσσεται από την ιδέα, ότι «πήραν τον Κύριο από το μνημείο». Όσοι έχουν ασθενή την πίστη, συχνά λαμβάνουν αφορμή να θλίβονται και να παραπονούνται από εκείνο ακριβώς το οποίο είναι θεμέλιο ελπίδας και υπόθεση χαράς.

 
Ιω. 20,3    ἐξῆλθεν(1) οὖν(2) ὁ Πέτρος καὶ ὁ ἄλλος μαθητὴς καὶ ἤρχοντο(3) εἰς τὸ μνημεῖον.
Ιω. 20,3    Εβγήκε τότε ο Πετρος και ο άλλος μαθητής από το σπίτι και ήρχοντο στο μνημείον.
(1) Το βγήκε (αντίθετα με το έρχονταν που ακολουθεί) είναι σε ενικό και αναφέρεται στον Πέτρο μόνο, επειδή ήταν μεγαλύτερος και επειδή ανέλαβε την αρχηγία. Το ίδιο ρήμα πρέπει να υπονοηθεί και ως προς το υποκείμενο που ακολουθεί. Η σύνταξη δηλώνει τη βιασύνη, με την οποία ο Πέτρος σηκώθηκε και βγήκε, ακολουθούμενος μετά την έξοδο και από τον Ιωάννη (ο). «Δεν είπαν τίποτα σε κανέναν μεν από τους άλλους, και περιφρόνησαν και τους Ιουδαίους και τους φύλακες εξ αιτίας της θερμότητάς τους» (Ζ).
(2) Ως συνέπεια του παράδοξου αυτού μηνύματος. Ο Πέτρος παρά την άρνησή του σπεύδει. Αυτό δηλώνει, πόσο ειλικρινής υπήρξε η μετάνοιά του.
(3) Ο παρατατικός αυτός της διαρκείας απηχεί το αίσθημα της ανείπωτης προσδοκίας, από την οποία έπαλλαν οι καρδιές των μαθητών κατά τη διάρκεια της πορείας αυτής (g).
 


Ιω. 20,4    ἔτρεχον δὲ οἱ δύο ὁμοῦ(1)· καὶ ὁ ἄλλος μαθητὴς προέδραμε τάχιον τοῦ Πέτρου(2) καὶ ἦλθε πρῶτος εἰς τὸ μνημεῖον,
Ιω. 20,4    Έτρεχαν δε και οι δύο μαζή. Ο άλλος μαθητής, σαν νεώτερος, έτρεξε ταχύτερα εμπρός από τον Πετρον και ήλθε πρώτος στο μνημείον.
(1) «Συναγωνίζονταν μεταξύ τους με την ίδια θερμότητα» (Ζ).
(2) «Επειδή ήταν πιο ακμαίος στη δύναμη του σώματος» (Ζ). Εδώ μπορούν με πολύ ευχάριστο τρόπο να παρατηρηθούν τα χαρακτηριστικά που ξεχωρίζουν τους δύο· η πίστη στον Πέτρο, η αγάπη στον Ιωάννη. Μεγαλύτερη ταχύτητα ταιριάζει στον Ιωάννη ως νεώτερο· μεγαλύτερη αταραξία ταιριάζει στον Πέτρο ως μεγαλύτερο (b). Δες την επαινετή άμιλλα μεταξύ των δύο μαθητών σε εκείνο, το οποίο ήταν καλό. Δεν παραβίαζε τους τρόπους της καλής συμπεριφοράς ο Ιωάννης προτρέχοντας του Πέτρου και προλαβαίνοντάς τον στην άφιξη στο μνημείο. Οφείλουμε να πράττουμε το καλύτερο που μπορούμε, χωρίς να φθονούμε εκείνους, οι οποίοι στη διάπραξη του καλού υπερτερούν από μας και χωρίς να περιφρονούμε εκείνους, οι οποίοι υπολείπονται από εμάς, αν και έρχονται μαζί μας. Ο Ιωάννης, ως αγαπημένος από τον Ιησού, αγαπά και αυτός αυτόν θερμά. Και από την αγάπη ωθούμενος επιταχύνει ανυπόμονα τα βήματά του. Η αίσθηση ότι ο Χριστός μάς αγαπά, πρέπει να ανάβει αγάπη προς αυτόν και στα δικά μας στήθη και να μας ωθεί ώστε να εξέχουμε στην αρετή. Η αγάπη του Χριστού μάς κυριεύει και πάνω από κάθετί άλλο μάς αναγκάζει να πλεονάζουμε στην επιτέλεση των προς αυτόν καθηκόντων μας.

 
Ιω. 20,5    καὶ παρακύψας(1) βλέπει κείμενα(2) τὰ ὀθόνια, οὐ μέντοι εἰσῆλθεν(3).
Ιω. 20,5    Και αφού έσκυψε απ' έξω, είδε τις λωρίδες από τα σινδόνια, με τα οποία είχαν σαβανώσει το σώμα, να είναι κατά γης. Από σεβασμόν όμως προς τον τάφον δεν εισήλθεν στο μνημείον.
(1) Παρακύπτω= σκύβω προς κάτι, το οποίο εξετάζω· παρατηρώ με γυρμένο μπροστά το κεφάλι· βλέπω μέσα με σκυμμένο σώμα· Λουκ. κδ 12, Ιω. κ 5, 11 (G).
(2) Μπαίνει μπροστά με έμφαση. Εξέπληξε τον μαθητή ότι είδε τους επιδέσμους να είναι στο έδαφος. «Διότι, αν κάποιος τον μετέφερε, δεν θα τον γύμνωνε… αλλά έτσι θα μετέφερε το σώμα, όπως ακριβώς ήταν» (Ζ). «Διότι για αυτό προλαβαίνοντας ο Ιωάννης λέει ότι ενταφιάστηκε με σμύρνα πολλή, η οποία κολλάει τους επιδέσμους στο σώμα όχι λιγότερο από μόλυβδο, έτσι ώστε, όταν ακούσεις ότι τα σουδάρια ήταν τοποθετημένα σε ιδιαίτερο τόπο, να μην ανεχτείς αυτούς που λένε ότι κλάπηκε. Διότι δεν θα ήταν ανόητος ο κλέφτης, ώστε να καταναλώσει τόση φροντίδα σε πράγμα περιττό. Διότι για ποιό λόγο θα άφηνε τα σουδάρια; Και πώς θα διεύφευγε την προσοχή κάνοντας αυτό; Διότι εύλογα θα κατανάλωνε πολύ χρόνο, και θα συλλαμβανόταν επ’ αυτοφώρω, αφού θα καθυστερούσε και θα αργούσε» (Χ). «Διότι πώς δεν θα ήταν δύσκολο στους κλέφτες το να λύσουν τους επιδέσμους και να απογυμνώσουν το σώμα από τα οθόνια, αφού ήταν κολλημένα και δύσκολο να αποσπαστούν και σχισμένα πριν το ξεντύσουν; Διότι κόλλησαν με το μίγμα της αλόης και της σμύρνας, το οποίο έφερε ο Νικόδημος» (Γν).
(3) «Επειδή ένιωσε φρίκη, ή επειδή τού ήταν αρκετά αυτά που είδε» (Ζ). Η συγκίνησή του είναι τόσο ισχυρή, ώστε σταματά δειλά στην είσοδο του τάφου (g). Ή, και από σεβασμό και από λεπτότητα αισθημάτων, και λιγότερο πιθανώς και από φόβο μήπως τελετουργικά μολυνθεί από την άμεση επαφή με τον τάφο (μ). Ιερός φόβος προς τον τόπο της ταφής του Κυρίου κρατά αυτόν έξω από το μνήμα (τ). Η λεπτομέρεια αυτή υποδηλώνει τον αυτόπτη. Και γενικώς και για όλο το κεφάλαιο και ριζοσπαστικοί κριτικοί βρήκαν σε αυτό πολλά, τα οποία προϋποθέτουν αναμνήσεις αυτόπτου. Η αφήγηση εκτίθεται τόσο απλά και τόσο λεπτομερώς, ώστε να μην μπορεί κάποιος να αμφισβητήσει ότι προέρχεται από την αυθεντία ενός από τους αποστόλους (μ).

 
Ιω. 20,6    ἔρχεται οὖν Σίμων Πέτρος ἀκολουθῶν αὐτῷ, καὶ εἰσῆλθεν(1) εἰς τὸ μνημεῖον καὶ θεωρεῖ(2) τὰ ὀθόνια(3) κείμενα(4),
Ιω. 20,6    Έρχεται, λοιπόν, ύστερα από αυτόν ο Σιμων Πετρος και εμπήκεν στο μνημείον και είδε ότι αι λωρίδες του σαβάνου ήσαν καταγής.
(1) «Χωρίς να δειλιάσει… Και οι δύο λοιπόν νίκησαν ο ένας τον άλλον, ο Ιωάννης μεν με το να τρέξει πιο γρήγορα, ενώ ο Πέτρος με το να μπει στο μνημείο» (Ζ). «Πρόσεξε, σε παρακαλώ, την έλλειψη υπερηφάνειας του Ευαγγελιστού, πώς την ακρίβεια της έρευνας την απονέμει στον Πέτρο» (Θφ). Όσοι με πόθο ζητούν τον Κύριο, δεν πρέπει να αφήνουν την καρδιά τους να ταράζεται από φαντάσματα της διάνοιάς τους. Οι καλοί χριστιανοί δεν πρέπει να τρομάζουν μπροστά στον τάφο, αφού και ο Χριστός μπήκε σε τάφο και έκανε αυτόν πηγή ζωής. Ο τάφος έπαυσε πλέον να είναι τόπος καταστροφής και τα σκουλήκια του δεν είναι πλέον αθάνατα και δεν τρώνε για πάντα. Ας μην κυριευόμαστε λοιπόν από φόβο μπροστά στη θέα νεκρού σώματος, αλλά ας νικούμε αυτόν, με απάθεια περπατώντας ανάμεσα στους τάφους, αφού για λίγο, σαν σε κοιμητήριο, πρόκειται να μείνουμε σε αυτούς.
(2) Σε χρόνο ενεστώτα αντίθετα με το εἰσῆλθεν (αόριστος) που προηγήθηκε. Η διαφορά αυτή προέρχεται από την αντίθεση ανάμεσα στην είσοδο που απαίτησε κάποιες λίγες στιγμές και την διαρκέστερη εξέταση η οποία επακολουθεί. Το ίδιο ισχύει και για τα «ήλθε» του στίχου 4 και «βλέπει» του στίχου 5 (g). Ο Πέτρος «που ήταν θερμός, μπαίνοντας στο εσωτερικό του μνημείου  τα εξέτασε όλα με ακρίβεια» (Χ). Όχι απλώς είδε, αλλά με επιμέλεια παρατήρησε αυτά (τ).
(3) Η λέξη μπαίνει μπροστά στο χωρίο αυτό σε αντίθεση με το σουδάριο (b).
(4) Η ίδια μετοχή χρησιμοποιούμενη τρεις φορές δηλώνει, ότι αυτά δεν ήταν αποσπασμένα με τρόπο άτακτο και εσπευσμένο. Οι άγγελοι αναμφίβολα διακόνησαν Αυτόν κατά την ανάστασή του· και ένας από αυτούς τακτοποίησε τους επιδέσμους, ενώ άλλος το σουδάριο. Δες τον στίχο 12 «ένα στο μέρος του κεφαλιού και ένα στο μέρος των ποδιών». Διότι είναι απίθανο, ότι οι άγγελοι ήταν ήδη εκεί, παρόλο που ο Πέτρος και ο Ιωάννης δεν είδαν αυτούς (b). Ο σιναϊτικός κώδικας αποσιωπά το τέλος του στίχου 5 (οὐ μέντοι εἰσῆλθεν) και ολόκληρο το στίχο 6 από σύγχυση των δύο «τὰ ὀθόνια κείμενα».
 


Ιω. 20,7    καὶ τὸ σουδάριον(1), ὃ ἦν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ, οὐ μετὰ τῶν ὀθονίων κείμενον(2), ἀλλὰ χωρὶς ἐντετυλιγμένον(3) εἰς ἕνα τόπον.
Ιω. 20,7    Και η πετσέτα, με την οποίαν είχαν σκεπάσει την κεφαλήν του Ιησού, δεν ήτο μαζή με τας λωρίδας, αλλά χωριστά, κάπου εκεί τυλιγμένη με προσοχήν.
(1) «Ήταν ένα μικρό φακιόλιο (κεφαλόδεσμος), τέτοιο σαν αυτό με το οποίο ήταν δεμένο το πρόσωπο και του πεθαμένου Λαζάρου» (Ζ).
(2) Τα οθόνια ήταν εμποτισμένα με τα αρώματα και για αυτό το σουδάριο δεμένο γύρω από το κεφάλι και σχετικά καθαρό, είχε τοποθετηθεί με επιμέλεια χωριστά, ώστε να διατηρήσει την καθαρότητά του (ο). Αξιόλογη και η παρατήρηση. Ο Κύριος αφού αναστήθηκε φαίνεται, ότι διαπέρασε μέσα από τα οθόνια, τα οποία τον περιέβαλλαν, ώστε αυτά έμειναν επί τόπου, ενώ το σουδάριο που κάλυπτε το κεφάλι έπεσε όπου βρισκόταν το κεφάλι του και έμεινε και αυτό εκεί χωριστά διότι και κατά την ταφή χωριζόταν με τον τράχηλο από τα οθόνια, τα οποία κάλυπταν το σώμα (τ).
(3) «Για ποιό λόγο τέλος πάντων είναι τοποθετημένα χωριστά τα οθόνια και χωριστά το σουδάριο τυλιγμένο; Για να μάθεις ότι αυτό το πράγμα δεν έγινε από κάποιους που βιάζονταν ούτε που ήταν ταραγμένοι, το ότι δηλαδή τοποθέτησαν και τύλιξαν χωριστά μεν εκείνα και χωριστά αυτά» (Χ). Προ παντός το σουδάριο με φροντίδα τυλιγμένο και τοποθετημένο κατά μέρος μαρτυρούσε όχι βιαστικό σήκωμα του σώματος, αλλά ήρεμο ξύπνημα (g). «Διότι από πού θα είχαν άνεση χρόνου οι κλέφτες και τέτοια αφοβία, ώστε και το κάλυμμα του κεφαλιού να το τυλίξουν με τάξη και να το τοποθετήσουν χωριστά; Επομένως και αυτό δείχνει σαφώς την αλήθεια της ανάστασης» (Γν). Το αναστημένο σώμα χωρίς να τοποθετήσει σε αταξία τα εντάφια σπάργανα άφησε αυτά κάτω στη γη στην αρχική τους θέση. Ο Ιωάννης επιμένει στις λεπτομέρειες αυτές, επειδή αποδεικνύουν το αβίαστο και αυτόματο της ανάστασης. Η όλη γλώσσα της αφήγησης φαίνεται ότι με φροντίδα διαλέχτηκε, για να υποδηλώσει ότι το φυσικό σώμα του Ιησού άλλαξε σε πνευματικό και δοξασμένο σώμα (μ).
 


Ιω. 20,8    τότε οὖν εἰσῆλθε καὶ ὁ ἄλλος μαθητὴς(1) ὁ ἐλθὼν πρῶτος εἰς τὸ μνημεῖον, καὶ εἶδε καὶ ἐπίστευσεν(2)·
Ιω. 20,8    Τότε λοιπόν, εμπήκε και ο άλλος μαθητής, ο οποίος είχεν έλθει πρώτος στο μνημείον και είδε από κοντά αυτά τα παράδοξα και επίστευσεν, ότι δεν είχε κλαπή το σώμα, αλλ' ότι είχεν αναστηθή ο Ιησούς.
(1) «Ίσως θα πουν κάποιοι, πώς ενώ η κουστωδία φύλασσε τον τάφο έρχονται τρέχοντας ο Πέτρος και ο Ιωάννης και μπήκαν στο μνημείο; Θα πούμε ότι όταν έγινε ο σεισμός της ανάστασης, αναχώρησαν οι στρατιώτες να αναγγείλουν στους αρχιερείς όλα όσα έγιναν» (Ε). Ενθαρρύνθηκε ο Ιωάννης από το παράδειγμα του Πέτρου. Ο δισταγμός της δυσκολίας και του κινδύνου αποβάλλεται όταν  βλέπουμε την απόφαση και το θάρρος των άλλων. Ίσως του Ιωάννη η βιασύνη έκανε τον Πέτρο να επιταχύνει τα βήματά του, όπως και η ορμή του Πέτρου ώθησε τον Ιωάννη να μπει και αυτός στο μνημείο. «Αδελφός που βοηθιέται από αδελφό είναι σαν πόλη οχυρή».
(2) «Αφού είδε σημάδια της ανάστασης αναμφίβολα» (Ζ). Ο ενικός είδε και πίστεψε είναι αξιοσημείωτοι. Μέχρι τώρα μιλούσε σε πληθυντικό για τους δύο μαθητές. Ομοίως και στον επόμενο στίχο («δεν γνώριζαν ακόμη»). Ο ενικός λοιπόν εδώ δεν μπορεί να μπήκε άσκοπα. Ο συγγραφέας θέλει προφανώς να μιλήσει για προσωπική του πείρα. Δεν μπορεί να μαρτυρήσει για τον άλλο μαθητή, μαρτυρεί όμως για τον εαυτό του. Πράγματι η στιγμή αυτή υπήρξε μία από τις πλέον ανεξάλειπτες της ζωής του. Μας μυεί σε ασύγκριτη προσωπική ανάμνηση, που αναφέρεται στον τρόπο, με τον οποίο οδηγήθηκε να πιστέψει στο γεγονός της ανάστασης (g). Ίσως ο μαθητής ο οποίος με την καρδιά του βρισκόταν πολύ κοντά στον Κύριο, είχε κάποιο ένστικτο κατανόησης, το οποίο τον έκανε ικανό να εξηγήσει σωστά ό,τι είδε και να συλλάβει την αλήθεια. Οπωσδήποτε ο μαθητής, τον οποίο αγαπούσε ο Ιησούς, πρώτος πίστεψε στην ανάστασή του (τ). Διάνοια κατάλληλη για ενόραση και πνευματική θεωρία (όπως αυτή του Ιωάννη) μπορεί ίσως ταχύτερα να προσλαμβάνει την αντίληψη της αλήθειας παρά διάνοια κατάλληλη για ενέργεια και πράξη (όπως αυτή του Πέτρου). Κάποιοι μικρογράμματοι κώδικες και η Συριακή του Σινά έχουν την γραφή: επίστευσαν. = «Οι σοφότατοι μαθητές αφού μάζεψαν επαρκέστατη πλέον την πληροφορία για την ανάσταση του Σωτήρα μας, αφού γεννήθηκε μεσα τους στερεωμένη λοιπόν και ασάλευτη πίστη… γύρισαν πάλι σπίτι και βιάζονταν να αναγγείλουν το θαύμα στους δικούς τους συλλειτουργούς (συμμαθητές)» (Κ). Η γραφή αυτή αποτελεί λανθασμένη διόρθωση που οφείλεται σε επιθυμία, να περιληφθεί και ο Πέτρος στο «επίστευσε». Αλλά ο Πέτρος φαίνεται μάλλον, ότι πίστεψε μετά την εμφάνιση του Ιησού σε αυτόν (Λουκ. κδ 34, Α΄ Κορ. ιε 5) και όχι μετά την επίσκεψη του τάφου, μετά την οποία σύμφωνα με το Λουκά κδ 12 «έφυγε θαυμάζοντας μέσα του το γεγονός» (β). Ή, λιγότερο πιθανώς «Τι ακριβώς δηλαδή είδε; Τι πίστεψε; Τι άλλο παρά είδε τον τάφο κενό και πίστεψε ό,τι η γυναίκα είχε πει, ότι δηλαδή πήραν τον Κύριο από το μνημείο» (Αυ). Αλλά το γεγονός αυτό ήταν αντικείμενο θέας και όχι πίστης (g).
 

Ιω. 20,9    οὐδέπω γὰρ(1) ᾔδεισαν(2) τὴν γραφὴν(3) ὅτι δεῖ(4) αὐτὸν ἐκ νεκρῶν ἀναστῆναι.
Ιω. 20,9    Διότι έως τότε δεν είχαν ακόμη γνωρίσει και καλά εννοήσει την Αγίαν Γραφήν, η οποία είχε προφητεύσει ότι πρέπει ο Χριστός να αναστηθή εκ νεκρών.
(1) Η πρόταση αυτή εξηγεί το γιατί δεν πίστεψαν στην ανάσταση μέχρις ότου έλαβαν απόδειξη του γεγονότος με αυτοψία (ο). «Απολογείται πώς δεν πίστεψαν πιο πριν» (Ζ). Τόσο ο Ιωάννης (ιστ 16) όσο και οι Συνοπτικοί (Μάρκ. η 31,θ 9, 31, ι 34 και τα παράλληλα χωρία) συμφωνούν στο ότι ο Ιησούς σε διάφορες περιστάσεις είχε βεβαιώσει  τους μαθητές του, ότι θα ανασταινόταν από τον τάφο και θα τον ξανάβλεπαν. Αλλά αυτοί δεν είχαν καταλάβει τα λόγια αυτά (β). Η πίστη του αγαπημένου μαθητή δεν προήλθε από τα παλαιά προφητικά κείμενα. Ο κενός τάφος διαφώτισε αυτόν για την αληθινή έννοια της Γραφής (Ψαλμ. ιε 10, δες και Λουκά κδ 25-27, και Πράξεις β 24-27,ιγ 35) και των προφητειών του Κυρίου (χ). Δεν ήξεραν έως τότε να εφαρμόσουν στον Κύριό τους την μεγάλη διακήρυξη του ψαλμωδού «δεν θα εγκαταλείψεις την ψυχή μου στον Άδη ούτε ο όσιός σου θα δει διαφθορά» (Ψαλμός ιε 10, Πράξεις β 27) (τ). Αναγνωρίζει ως σφάλμα του ο ευαγγελιστής, ότι δεν γνώριζε ακόμη την έννοια της Γραφής, με βάση τις προφητείες της οποίας έπρεπε να είχε ήδη πιστέψει πριν ακόμη δει τον τάφο κενό. Δεν λέει: Δεν φανέρωσε ακόμη ο Ιησούς τον εαυτό του για να δείξει σε αυτούς τα χέρια και την πλευρά του. Αλλά δεν διάνοιξε ακόμη το νου τους να καταλάβουν τις Γραφές ( Λουκά κδ 44, 45). Ο λόγος των προφητειών είναι ο κατεξοχήν βέβαιος και πειστικός.
(2) «Δεν καταλάβαιναν ακόμη» (Ζ), όπως στο Μάρκ. ιβ 24. Ή, «Και όμως γνώριζαν, αφού πολλές φορές ο Σωτήρας τους είχε προείπει ότι θα αναστηθεί. Αλλά δεν είχαν πειστεί από την Γραφή και από τις εκεί λεγόμενες προφητείες (οι οποίες ήταν αδύνατον να μην εκπληρωθούν), αλλά ακόμη κάμπτονται οσον αφορά την πίστη» (Γν).
(3) «Την Γραφή που δίδασκε για την ανάστασή του· και είναι σε διάφορα σημεία αυτή, κατασπαρμένη σε διάφορους ψαλμούς του Δαβίδ και σε λόγια προφητικά» (Ζ). Τέτοια χωρία ίναι τα Ψαλμός ιε 10, Ησαΐου νγ 10 κλπ. Δες και Λουκά κδ 25-27 και 45 (g).
(4) Πρέπει, είναι αναγκαίο. Η ανάγκη βασιζόταν στον αμετάθετο λόγο και την υπόσχεση του Θεού, τα οποία καθόριζαν την πορεία της δημόσιας δράσης του Χριστού, το πάθος και την ανάσταση. Και ότι η γραφή πρέπει να εκπληρωθεί είναι θεμελιώδες στη σκέψη του Ιωάννη (β). Από τις λεπτομέρειες αυτές εμφανίζεται πόσο λίγο ήταν διατεθειμένοι οι μαθητές στο να πιστέψουν στην ανάσταση. Δεν ήταν εύπιστοι, ώστε ανεξέταστα να δεχτούν κάθε είδηση. Δεν ήταν μόνο τίμιοι και ειλικρινείς άνδρες, υποκείμενοι όμως σε πλάνη, αλλά και επιφυλακτικοί και σοβαροί μέχρις ότου βεβαιωθούν πλήρως για αυτά που τους μήνυαν.

 
Ιω. 20,10    ἀπῆλθον οὖν(1) πάλιν πρὸς ἑαυτοὺς(2) οἱ μαθηταί.
Ιω. 20,10    Έφυγαν, λοιπόν, πάλιν οι μαθηταί και εγύρισαν στο κατάλυμά των.
(1) Εφ όσον ολοκλήρωσαν την εξέταση του τάφου (χ) και πείστηκαν, ότι περίττευε πλέον κάθε έρευνα για το σώμα (μ).
(2) «Στο σπίτι τους» (Ζ). Στο κατάλυμά του ο καθένας, «όπου έμεναν και από όπου έτρεξαν προς το μνημείο» (Αυ). Ο Ιωάννης είχε οδηγήσει την Παρθένο Μητέρα στο σπίτι του και τίποτα πιο πιθανό από το ότι θα έσπευσε να μεταφέρει σε αυτήν χωρίς καθυστέρηση την χαρμόσυνη είδηση (β).
 


Ιω. 20,11    Μαρία δὲ(1) εἱστήκει(2) πρὸς τῷ μνημείῳ κλαίουσα(3) ἔξω. ὡς οὖν ἔκλαιε, παρέκυψεν εἰς τὸ μνημεῖον(4),
Ιω. 20,11    Η Μαρία όμως εστέκετο κοντά στο μνημείον και έκλαιεν έξω, διότι επίστευσεν ότι είχαν κλέψει το σώμα του Ιησού.
(1) Το «δε» είναι ελαφρώς αντιθετικό. = «Αυτοί μεν έφυγαν, εκείνη όμως στεκόταν στο μέρος αυτό» (Χ).
(2) «Παραμένει κοντά στον τάφο πιο τολμηρά» (Κ), στεκόταν με μεγαλύτερη επιμονή (b). «Την ώρα που οι άνδρες επέστρεφαν, το ασθενέστερο φύλο προσηλωνόταν στον τόπο από ισχυρότερη αγάπη» (Αυ). Παρουσιάζεται σαν σε ορισμένη και ακίνητη στάση όπως αυτός που τον βαραίνει πάρα πολύ η θλίψη (ο).
(3) «Διότι το γυναικείο γένος είναι πολύ συναισθηματικό και αγαπά τα δάκρυα» (Θφ), «και είναι πιο επιρρεπές στον οίκτο» (Χ). «Τα μάτια, τα οποία ζήτησαν τον Κύριο και δεν τον βρήκαν, τίποτα άλλο δεν είχαν να πράξουν παρά να κλαίνε» (Αυ). «Αχόρταγα βγάζει το δάκρυ από τα μάτια της, θρηνώντας όχι μόνο επειδή πέθανε, αλλά επειδή νόμισε ότι μεταφέρθηκε ο Κύριος από το μνήμα» (Κ). Έκλαιγε ενθυμούμενη το πάθημά του· έκλαιγε για το θάνατό του και για την μεγάλη απώλεια, την οποία υπέστησαν αυτή και οι μαθητές από τον θάνατο αυτόν· έκλαιγε και γιατί τώρα δεν βρήκε το σώμα του Διδασκάλου.
(4) Και αυτή φοβόταν να μπει σε αυτό. «Ήταν μεγάλη παρηγοριά το να φαίνεται το μνήμα. Βλέπεις λοιπόν αυτήν, που σκύβει και θέλει να δει τον τόπο, στον οποίο βρισκόταν το σώμα, προκειμένου να παρηγορηθεί πιο πολύ;» (Χ). Όπως πράττουν αυτοί που αναζητούν ανώφελα κάποιο πολύτιμο αντικείμενο, παρατηρεί πάντοτε ξανά εκεί, όπου νομίζει, ότι πρέπει να είναι το σώμα του Ιησού (g).
 


Ιω. 20,12    καὶ θεωρεῖ(1) δύο ἀγγέλους(2) ἐν λευκοῖς(3) καθεζομένους, ἕνα πρὸς τῇ κεφαλῇ καὶ ἕνα πρὸς τοῖς ποσίν(4), ὅπου ἔκειτο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ.
Ιω. 20,12    Καθώς, λοιπόν, έκλαιε, έσκυψε στο μνημείον και βλέπει αίφνης δύο αγγέλους με ολόλευκη στολή να κάθωνται ο ένας προς το μέρος της κεφαλής και ο άλλος προς το μέρος των ποδών, όπου πρωτύτερα έκειτο το σώμα του Ιησού.
(1) Ή , λιγότερο πιθανώς «επειδή δεν ήταν υψηλή η διάνοια της γυναίκας, ώστε από τα σουδάρια να συμπεράνει την ανάσταση, γίνεται κάτι περισσότερο, ώστε κατ’ αρχήν να ανακουφιστεί από τη λύπη της με αυτό και να παρηγορηθεί» (Χ). «Δεν φάνηκαν όμως αυτοί οι άγγελοι στον Πέτρο και τον Ιωάννη, επειδή σε εκείνους επρόκειτο να αρκούν για πίστη, αυτά που είδαν, επειδή ήταν πιο συνετοί» (Ζ).  Ή, πιο σωστά «να, επειδή παραμένει κοντά στο μνήμα η Μαρία και με πόθο μεν φιλόθεο λιώνει τα σπλάχνα της, και διατηρεί γνήσιο το φρόνημά της για το Δεσπότη, ο Σωτήρας της χαρίζει την γνώση του μυστηρίου σχετικά με το πρόσωπό του, με φωνή αγίων αγγέλων» (Κ).
(2) Ο σιναϊτικός κώδικας αποσιωπά το «δύο». Η εμφάνιση των δύο αγγέλων δεν αντιλέγει προς την προηγούμενη εμφάνιση ενός αγγέλου στις γυναίκες, οι οποίες είχαν επισκεφτεί προηγουμένως τον τάφο. Οι άγγελοι δεν είναι ακίνητοι και ορατοί σαν λίθινα αγάλματα (g). Η εμφάνιση αυτή δεν είναι η ίδια με αυτήν στα Ματθ. κη 2-4, Μάρκ. ιστ 5-7. Λουκ. κδ 4, αλλά μία που έγινε πιο μετά από αυτήν και είναι ξεχωριστή από εκείνην (ο). «Ο Ματθαίος μεν και ο Μάρκος εξιστορούν έναν άγγελο, ο Λουκάς όμως και ο Ιωάννης δύο, τα οποία δεν ήταν αντίθετα. Διότι οι μεν που έγραψαν τον ένα, εννοούν αυτόν που αποκύλισε το λίθο από το μνημείο, ενώ οι άλλοι που έγραψαν τους δύο, εννοούν αυτούς που εμφανίστηκαν με στολή αστραφτερή στις γυναίκες που πήγαν στον τάφο ή αυτούς που είδαν μέσα στον τάφο να κάθονται με λευκά» (Ω). Άγγελοι από τον ουρανό στάλθηκαν στη μεγάλη αυτή περίπτωση μηνύοντας το μεγάλο γεγονός, για να τιμήσουν τον Υιό και να προσδώσουν ιδιαίτερη επισημότητα στην ανάστασή του, ακόμη επίσης και να παρηγορήσουν τους αγίους, λέγοντας προς αυτούς λόγους παρηγοριάς στη θλίψη τους. Ήταν δύο και όχι στρατιά ολόκληρη που υμνούσε το γεγονός, διότι στάλθηκαν, για να μαρτυρήσουν για το υπερφυσικό συμβάν. «Στο στόμα δύο μαρτύρων θα σταθεί κάθε λόγος».
(3) Υπονοείται η λέξη ρούχα, «η στολή των ρούχων φανέρωνε την ατόφια ομορφιά της αγγελικής καθαρότητας» (Κ). Ή, λιγότερο πιθανώς, περιβάλλονταν από το λευκό χρώμα του θριάμβου και της χαράς (F). Οι άριστοι των ανθρώπων, στεκόμενοι μπροστά στους αγγέλους και συγκρινόμενοι με αυτούς, παρουσιάζονται ντυμένοι με ρούχα βρώμικα (Ζαχαριου γ 3). Αλλά οι άγγελοι είναι ακηλίδωτοι. Και οι δοξασμένοι άγιοι, όταν θα γίνουν όπως οι άγγελοι, θα περπατάνε μαζί με το Χριστό στα λευκά. Αυτός θα κάνει λευκή τη στολή τους. Επιπλέον η λευκότητα των ρούχων των αγγέλων, που δήλωνε και τη δόξα τους, παρίστανε τη λαμπρότητα της κατάστασης, στην οποία είχε ήδη μπει ο Χριστός.
(4) «Σχεδόν και με αυτό φανερώνουν στη γυναίκα, που νόμιζε ότι μεταφέρθηκε ο Κύριος, ότι δεν θα ήταν δυνατόν να βλάψει κάποιος το άγιο σώμα, τη στιγμή που παράστεκαν άγγελοι» (Κ). Ή, «ο τρόπος που κάθονταν την οδηγούσε στο να ρωτήσει· διότι έδειχναν ότι γνώριζαν το γεγονός» (Χ). Κάθονταν ο ένας απέναντι στον άλλον. Αυτή η στάση τους μπορούσε να υπενθυμίσει και τα δύο χερουβίμ δόξης που ήταν τοποθετημένα πάνω στο ιλαστήριο αντικριστά το ένα με το άλλο σύμφωνα με το Εξόδ. κε 18. Ο Χριστός αφού σταυρώθηκε έγινε το μέγα εξιλαστήριο, και στο κεφάλι και στα πόδια του ήταν τα δύο αυτά χερουβείμ όχι με σπαθιά φλογερά, για να απομακρύνουν εμάς από αυτόν, αλλά σαν καλωσυνάτοι αγγελειοφόροι, που μας οδηγούν στην οδό της ζωής.
 


Ιω. 20,13    καὶ λέγουσιν αὐτῇ ἐκεῖνοι· γύναι, τί κλαίεις(1); λέγει αὐτοῖς(2)· ὅτι ἦραν τὸν Κύριόν μου(3), καὶ οὐκ οἶδα ποῦ ἔθηκαν αὐτόν(4).
Ιω. 20,13    Και λέγουν εκείνοι εις αυτήν• “γύναι, διατί κλαίεις;” Λεγει εις αυτούς• “κλαίω, διότι επήραν τον Κυριον μου από τον τάφον και δεν ξέρω που τον έβαλαν”.
(1) Ή, λιγότερο πιθανώς «Σταματώντας την από το θρήνο, λένε: Γυναίκα, γιατί κλαις; Διότι δεν έχουν την αξίωση βεβαίως να μάθουν την αιτία του χυσίματος των δακρύων· διότι ήξεραν και αν ακόμη δεν τους έλεγε τυχόν η γυναίκα… αλλά μάλλον την συμβουλεύουν να περιορίσει τα δάκρυα» (Κ). «Σαν να της έλεγαν· Αυτά τα δάκρυα είναι γυναικεία και δεν δείχνουν συνετό νου» (Γν). «Σαν να της έλεγαν· Μην κλαις» (Αυ). Ή, πιο σωστά «Με όλα αυτά, σαν ακριβώς να άνοιγε μια πόρτα, οδηγούνταν σιγα σιγά στο λόγο για την ανάσταση… Και με την ερώτηση και με τον τρόπο που κάθονταν οδηγούν αυτήν στη συζήτηση» (Χ). «Και το να πουν όμως, Γιατί κλαις, είναι γεμάτο με πολλή συμπάθεια» (Θφ). Δείχνεται με αυτό και πόσο οι άγγελοι ενδιαφέρονται για τις λύπες των αγίων, έχοντας ως διακονία να ενισχύουν αυτούς στις θλίψεις τους και να τους παρηγορούν. Και οι χριστιανοί λοιπόν οφείλουν να συμπαθούν ο ένας τον άλλον. Με την ερώτησή τους αυτή οι άγγελοι παίρνουν αφορμή να την πληροφορήσουν, ότι θα έπρεπε να αλλάξει τον θρήνο της σε χαρά.
(2) Η Μαρία απαντά στο ερώτημα των ουράνιων απεσταλμένων τόσο απλά, σαν να μιλούσε με ανθρώπους. Τόσο είναι προκατειλημμένη από μία και μόνη ιδέα, του να ξαναβρεί τον διδάσκαλό της (g). Αλλά η Μαρία πάσχει τώρα εξαιτίας της ολιγοπιστίας της. Εάν είχε πίστη σαν κόκκο σιναπιού το βουνό, το οποίο τώρα πιέζει την καρδιά της, θα έφευγε αμέσως. Και εμείς συχνά μπλεκόμαστε σε φανταστικές δυσκολίες, τις οποίες η πίστη θα φανέρωνε σε εμάς σαν πραγματικά πλεονεκτήματα. Παραπονιόμαστε για τα νέφη και το σκοτάδι, τα οποία μας καλύπτουν και τα οποία δεν είναι τίποτα άλλο παρά οι απαραίτητες μέθοδοι της χάριτος, με τις οποίες ταπεινώνονται οι ψυχές μας, νεκρώνονται οι αμαρτίες τους και γίνονται αγαπητές στο Χριστό.
(3) Απαντά «με θέρμη και συγχρόνως με φιλοστοργία» (Χ). Οι λέξεις τον Κύριόν μου είναι γεμάτες άγια τρυφερότητα (F).
(4) Αυτό ισοδυναμεί με το: Εάν ξέρετε εσείς, πείτε μου (F). Δεν «ξέρω» όχι δεν ξέρουμε όπως στο στίχο 2, διότι τώρα η Μαρία είναι μόνη.
 


Ιω. 20,14    καὶ ταῦτα εἰποῦσα ἐστράφη εἰς τὰ ὀπίσω(1), καὶ θεωρεῖ τὸν Ἰησοῦν ἑστῶτα(2), καὶ οὐκ ᾔδει ὅτι Ἰησοῦς ἐστι(3).
Ιω. 20,14    Και αφού είπαν αυτά εγύρισε πίσω και βλέπει τον Ιησούν να στέκεται όρθιος και, διότι ίσως τα μάτια της ήσαν βουρκωμένα από τα δάκρυα, δεν αντελήφθη ότι αυτός είναι ο Ιησούς.
(1) Η Μαρία σκυμμένη όντας προς τον τάφο, σηκώνεται και γυρνά, σαν να προσπαθούσε να βρει εκείνον, τον οποίο ζητούσε. Ίσως άκουσε κάποιο θόρυβο πίσω της (g). Αξιολογότατη η ερμηνεία: «Και πώς συνέβη αυτό που ακολούθησε, ενώ συνομιλούσε δηλαδή με τους αγγέλους και ακόμη δεν άκουσε τίποτα από αυτούς, να στρέψει το βλέμμα της προς τα πίσω; Εγώ νομίζω, ενώ έλεγε αυτή αυτά, ξαφνικά αφού εμφανίστηκε ο Χριστός πίσω της, εξέπληξε τους αγγέλους, και εκείνοι μόλις είδαν τον Δεσπότη, και με τη μορφή τους και με το βλέμμα τους και με τις κινήσεις τους έδειξαν αμέσως ότι είδαν τον Κύριο· και αυτό το πρόσεξε η γυναίκα και την έκανε να στρέψει προς τα πίσω το βλέμμα της» (Χ).
(2) Είχε πλησιάσει ο Ιησούς και στεκόταν ήδη έτοιμος να μιλήσει σε αυτήν, όταν αυτή θα τον πρόσεχε (ο). Ο Κύριος είναι «κοντά σε αυτούς που έχει συντριβεί η καρδιά τους» (Ψαλμ. λγ 18), πιο κοντά από ό,τι αυτοί θα φαντάζονταν. Εκείνοι οι οποίοι ζητούν τον Κύριο, αν και δεν βλέπουν αυτόν, μπορούν όμως να είναι βέβαιοι, ότι δεν είναι μακριά τους.
(3) Διάφορες προτάθηκαν εξηγήσεις της μη αναγνώρισης του Ιησού από τη Μαρία. Ή, «επειδή ήταν ακόμη σκοτάδι και δεν είχε περάσει τελείως η νύχτα, βλέπει τον Ιησού που μόλις ήλθε, και ποιος μεν είναι το αγνοεί, μη μπορώντας να διακρίνει την εικόνα του σώματος και τον χαρακτήρα του προσώπου» (Κ). Εναντίον της εκδοχής αυτής θα μπορούσε να προβληθεί, ότι η από τον τάφο αναχώρηση της Μαρίας, η από αυτήν συνάντηση των αποστόλων για μετάδοση της είδησης και η επιστροφή της σε αυτό, απαίτησαν χρόνο, ώστε ήδη να είχε λάμψει το φως της ημέρας. Ή, «στη γυναίκα… για να μην την εκπλήξει με την πρώτη εμφάνιση (φάνηκε)… με πιο ταπεινή και κοινή ενδυμασία» (Χ). Ή, η δυσκολία της αναγνώρισης προερχόταν από δύο αιτίες· παρά το ότι το σώμα του Ιησού ήταν και τώρα το ίδιο, είχε όμως συντελεστεί κάποια μεταβολή σε όλο το πρόσωπό του με την είσοδό του σε ζωή νέα. Εμφανιζόταν με άλλη μορφή (Μάρκ. ιστ 12). Οι δικοί του ξαναβλέποντάς τον δοκίμαζαν κάτι παρόμοιο με ό,τι μάς συμβαίνει, όταν μετά μακρό χωρισμό συναντούμε κάποιο φίλο. Μας χρειάζεται κάποιος χρόνος, περισσότερο ή λιγότερο μακρός, για να αναγνωρίσουμε αυτόν· έπειτα ξαφνικά αρκεί η απλούστερη φανέρωση, για να ρίξει το κάλυμμα των ματιών μας. Υπήρχε όμως και μια εσωτερική αιτία εδώ. Η ανεπαρκής πίστη της Μαρίας στις υποσχέσεις του Ιησού καθιστούσε την ιδέα της επιστροφής του στη ζωή τελείως ξένη στη σκέψη της Μαρίας (g). Κατά τη στιγμή αυτή η Μαρία δεν ανέμενε να δει τον Ιησού (ο).
 


Ιω. 20,15    λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· γύναι, τί κλαίεις; τίνα ζητεῖς; ἐκείνη δοκοῦσα ὅτι ὁ κηπουρός ἐστι(1), λέγει αὐτῷ· κύριε(2), εἰ σὺ ἐβάστασας(3) αὐτόν, εἰπέ μοι ποῦ ἔθηκας αὐτόν, κἀγὼ(4) αὐτὸν(5) ἀρῶ(6).
Ιω. 20,15    Λέγει εις αυτήν ο Ιησούς• “γύναι, διατί κλαίεις; Ποιόν ζητείς;” Εκείνη, νομίζουσα ότι αυτός που της ομιλεί είναι ο κηπουρός, του λέγει• “κύριε, εάν συ επήρες αυτόν, πες μου που τον έβαλες και εγώ θα τον πάρω και θα τον ξαναφέρω στον τάφον”.
(1) Βλέποντας τόσο νωρίς κάποιον άνθρωπο στον κήπο υπέθεσε, πάντοτε ταραγμένη και ανήσυχη, ότι ήταν ο κηπουρός (F). Με άρθρο. Το άρθρο, ότι ο κήπος ήταν μεγάλος, τέτοιος ώστε δεν μπορούσε να φυλαχτεί χωρίς κηπουρό (b). Η λέξη κηπουρός δεν συναντιέται πάλι στην Ελληνική Βίβλο, είναι όμως λέξη συνηθισμένη στους παπύρους (β). Αυτό δείχνει ότι η ενδυμασία του Ιησού υπήρξε αυτή των προσώπων της κοινής τάξης. Θα ήταν ανόητη και ανωφελής η έρευνα πού ή πώς προμηθεύτηκε τα ρούχα αυτά. Το καταπληκτικό θαύμα της ανάστασής του περιέλαβε και όλες τις μικρότερες λεπτομέρειες και επεισόδια, τα συνδεδεμένα με αυτό (ο). Αξιοσημείωτη και η αλληγορία: «Και ίσως όχι έξω του πρέποντος θεώρησε ότι ο Ιησους είναι κηπουρός. Διότι πράγματι, αυτός ήταν ο γεωργός του παραδείσου, ο αληθινός και αθάνατος, ο οποίος στον κήπο του τάφου, όπως ακριβώς στον παράδεισο, διόρθωσε την γυναίκα και αυτήν (την Εύα) που απάτησε τον πρώτο κηπουρό, τον Αδάμ, εξαιτίας της απληστίας του» (Γν). Ο άνθρωπος άρχισε την επίγεια ζωή του στον κήπο της Εδέμ και ο Ιησούς, ο Λόγος από τον οποίο έγιναν τα πάντα, ήταν και ο δημιουργός του πρόσκαιρου και επίγειου αυτού παραδείσου. Και από την άποψη αυτή μπορεί να θεωρηθεί κηπουρός. Αλλά και κατά την ένδοξή του ανάσταση από τους νεκρούς θα μπορούσε να αποκληθεί κηπουρός, διότι με τη δύναμη της ανάστασής του αυτής θα αναστήσει και τα νεκρά μας σώματα. Θα μεταβάλλει όλους τους τάφους μας σε πεδίο κήπου. Ο Ιησούς τέλος ως κηπουρός ποτίζει και καλλιεργεί την άμπελο την οποία φύτεψε το δεξί του χέρι παρέχοντας τις ουράνιες χάρες σε απάντηση των προσευχών των κλημάτων του (Norton).
(2) Τον ρωτά με πολλή ευγένεια (F). «Αλλά τού μιλά, σαν να ξέρει αυτός το πρόσωπο για το οποίο ρωτά» (Σχ). Η διάνοιά της έχει γεμίσει τόσο από εκείνο, το οποίο ζητά, ώστε δεν απαντά στην ερώτηση Ποιόν ζητάς; Νομίζει, ότι ο καθένας πρέπει να γνωρίζει, ποιός είναι ο από αυτήν ζητούμενος (β).
(3) «Δηλαδή, Εάν εσύ έκλεψες. Και  δεν λέει τον Ιησού, αλλά αυτόν, σαν να μιλά σε κάποιον που ξέρει» (Θφ). Ο σιναϊτικός κώδικας γράφει: Ει συ ει ο βαστάσας.
(4) Δεν σκέφτεται, εάν θα είχε τη δύναμη μόνη της να μεταφέρει το σώμα σε κατάλληλο τόπο (β). Η αγάπη της πείθει αυτήν, ότι θα είναι ικανή για όλα, αρκεί μόνο να ξαναβρισκόταν το σώμα του Κυρίου της (F). Ούτε θα περίμενε να συμβουλευτεί τους αποστόλους ή τις φίλες της για το τι έπρεπε να γίνει για το σώμα. Αναλαμβάνει όλη την ευθύνη πάνω της (ο).
(5) Η τριπλή επανάληψη της αντωνυμίας στην απάντηση της Μαρίας, χωρίς να αναφερθεί το όνομα του Ιησού από αυτήν, προσδίδει μεγάλη τρυφερότητα στη συγκινητική επίκλησή της (ο).
(6) Από τον κήπο. Ήταν έτοιμη να αναζητήσει νέο τάφο (b). «Θα τον μεταφέρω σε άλλο τόπο… Διότι ίσως φοβόταν μήπως οι Ιουδαίοι και το νεκρό σώμα το εξυβρίσουν και για αυτό ήθελε να μεταφέρει αυτό σε άλλο τόπο άγνωστο» (Θφ).

 
Ιω. 20,16    λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· Μαρία(1). στραφεῖσα ἐκείνη(2) λέγει αὐτῷ· ῥαββουνί(3), ὃ λέγεται, διδάσκαλε.
Ιω. 20,16    Λέγει τότε εις αυτήν ο Ιησούς• “Μαρία”. Εκείνη ανεγνώρισε αμέσως την φωνήν, εστράφη προς αυτόν και του είπε• “ραββουνί”, που σημαίνει εις την ελληνικήν, διδάσκαλε.
(1) «Με τη φωνή έκανε τον εαυτό του φανερό· διότι όταν την ονόμασε Μαρία, τότε τον αναγνώρισε. Έτσι η αναγνώριση δεν έγινε από την όψη του, αλλά από τη φωνή του» (Χ). Ο ήχος της φωνής είναι μία από τις προσωπικότερες εκδηλώσεις του ανθρώπου. Και με το μέσο αυτό ο Ιησούς φανερώνει τον εαυτό του στη Μαρία. Ο τόνος τον οποίο παίρνει το όνομα Μαρία στο στόμα του εκφράζει κάθετί που αυτή είναι για αυτόν, κάθετί που αυτός είναι για εκείνην (g).
(2) «Εμένα μου φαίνεται ότι αφού είπε αυτή» τα όσα είπε στον νομιζόμενο κηπουρό «στράφηκε προς τους αγγέλους… έπειτα όταν ο Χριστός την κάλεσε ξαναγύρισε σε αυτόν από εκείνους» (Χ). Την ώρα που έδινε την απάντηση στον προηγούμενο στίχο στράφηκε προς το μέρος του τάφου. Για αυτό τώρα είναι αναγκασμένη να στραφεί πάλι. Εφ’ όσον τον νόμιζε κηπουρό, στράφηκε προς τους αγγέλους. Αλλά όταν τον αναγνώρισε, στρέφεται πάλι αμέσως προς αυτόν. Είναι πρέπον να αποσύρουμε τα βλέμματά μας από τα δημιουργήματα, οσοδήποτε υπέροχα και ένδοξα και αν είναι αυτά, για να στηρίξουμε αυτά προσηλωμένα προς τον Χριστό, από τον οποίο τίποτα δεν πρέπει να μας ελκύει ούτε πρέπει κάτι άλλο οτιδήποτε να προτιμούμε από αυτόν. Τον αναγνωρίζει από τη φωνή. Το μέσο με το οποίο ο Χριστός γίνεται γνωστός στο λαό του, είναι ο λόγος του, που εισχωρεί στις καρδιές τους και μιλά στα βάθη τους. Τα πρόβατα του Χριστού «ακούνε τη φωνή του». Ο ένας και μόνος αυτός λόγος του Κυρίου έμοιαζε με το λόγο, τον οποίο απηύθυνε κατά την τρικυμία προς τους φοβισμένους μαθητές, προς τους οποίους είπε: Εγώ είμαι.
(3) Δες και Μάρκ. ι 51. Είναι αραμαϊκό μάλλον παρά εβραϊκό. Εκφράζει μεγαλύτερο σεβασμό από το απλό Ραββί (μ). Είναι επαυξημένη μορφή της λέξης ραββί (rabban) και σημαίνει διδάσκαλέ μου (F). Κατά τη Γαλιλαϊκή όπως φαίνεται προφορά (G). «Είναι φανερό από το ότι είπε ο Ιησούς, Μη με αγγίζεις» ότι η Μαρία ταυτόχρονα με την προσφώνηση Ραββουνί «τον άγγιξε και έπεσε μπροστά του» (Χ). Για αυτό σαν ερμηνευτική γλώσσα παρεμβλήθηκε σε κάποια κείμενα και η φράση «και προσέδραμε άψασθαι αυτου (και έτρεξε να τον αγγίξει). Η γραφή αυτή δεν μαρτυρείται επαρκώς.
 


Ιω. 20,17    λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· μή μου ἅπτου(1)· οὔπω γὰρ ἀναβέβηκα πρὸς τὸν πατέρα μου· πορεύου δὲ πρὸς τοὺς ἀδελφούς μου(2) καὶ εἰπὲ αὐτοῖς· ἀναβαίνω(3) πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ πατέρα ὑμῶν, καὶ Θεόν μου καὶ Θεὸν ὑμῶν(4).
Ιω. 20,17    Και επειδή η Μαρία έσπευσε να αγκαλιάση με σεβασμόν τα πόδια του, ο Ιησούς της είπε• “μη με εγγίζεις, διότι δεν ανέβηκα ακόμη στον Πατέρα μου και δεν ήρχισεν ακόμη η νέα περίοδος της λατρείας και της τιμής, που θα μου προσφέρουν απ' εδώ και πέρα οι άνθρωποι. Αλλά πήγαινε στους αδελφούς μου και πες τους• ανεβαίνω προς τον Πατέρα μου, ο οποίος χάρις εις την λυτρωτικήν μου θυσίαν έγινε και ιδικός σας Πατέρας, και έγινε δι' εμέ από την ημέραν που πήρα την ανθρωπίνην σάρκα Θεός μου, όπως επίσης είναι και Θεός ιδικός σας”.
(1) Προξένησε δυσκολίες στους ερμηνευτές το χωρίο αυτό. Η δυσκολία συνίσταται στην αιτιολογία της απαγόρευσης: «διότι δεν ανέβηκα ακόμη…». «Διότι βεβαίως, πριν ακόμη αναληφθεί, παρουσίασε τον εαυτό του για ψηλάφηση των μαθητών, όταν είπε σύμφωνα με τη μαρτυρία του ευαγγελιστή Λουκά: «ψηλαφήστε με και δείτε, ότι ένα πνεύμα δεν έχει σάρκα και οστά, όπως βλέπετε εμένα να έχω» (Λουκά κδ 39) ή όταν είπε στο Θωμά «φέρε το δάχτυλό σου εδώ…». Διαβάζουμε επίσης ότι και οι γυναίκες, μετά την ανάστασή του και πριν την ανάληψή του… όπως αναφέρει ο Ματθαίος… «κράτησαν τα πόδια του»» (Αυ). Διάφορες ερμηνείες προτάθηκαν. Οι σοβαρότερες: Ή, αρκετά επιτυχημένα, το άπτομαι (=αγγίζω) ερμηνεύεται με την έννοια του κρατώ. Ο Ιησούς απαντά εδώ στα ενδόμυχα αισθήματα της καρδιάς, η οποία φαινόταν να θέλει, να κρατήσει τον Ιησού για πάντα πάνω στη γη, για να κατέχει αυτόν. Αλλά τον Χριστό μπορούμε να τον κατέχουμε και να τον καταστήσουμε κτήμα μας, μόνο όταν θα ανέβαινε στον ουρανό. Τής λέει λοιπόν· Μη με κρατάς, διότι ακόμη δεν ανέβηκα προς τον Πατέρα μου (F). Ή, λιγότερο πιθανώς, το άπτομαι με την έννοια του λατρεύω, ικετεύω («ακουμπώ τα γόνατα»). Δεν δοξάστηκα ακόμη με την ανάληψη· δεν είναι λοιπόν ακόμη καιρός να με λατρεύσεις (Lucke). Ή, πιο σωστά, μην αγκαλιάζεις τα πόδια μου· δεν ήλθα για να ανανεώσω τις παλιές επίγειες σχέσεις. Η αληθινή καινούργια συνάντηση, την οποία σας υποσχέθηκα, δεν είναι αυτή. Για να επανέλθω κατά τρόπο μόνιμο και πραγματικό πρέπει πρώτα να ανέβω στον Πατέρα μου. Η στιγμή αυτή δεν ήλθε ακόμη (g). Σχετική με αυτήν ερμηνεία και η: «Νομίζω ότι αυτή ακόμη θέλει την συναναστροφή με αυτόν, όπως ακριβώς τότε, και από τη χαρά της δεν σκέφτηκε τίποτα το ανώτερο πνευματικά, αν και ο Κύριος έγινε ως προς τη σάρκα πολύ πιο ανώτερος. Απομακρύνοντας λοιπόν από αυτήν αυτή τη σκέψη και το να συνομιλεί μαζί του με πολύ αφοβία (διότι ούτε με τους μαθητές του φαίνεται πλέον να έχει τέτοια συναναστροφή), υψώνει τη σκέψη της, ώστε να τον προσέχει με μεγαλύτερη ευλάβεια. Το να πει μεν δηλαδή, «Μη με πλησιάζεις, όπως ακριβώς και προηγουμένως, διότι τα πράγματα δεν είναι όπως πρώτα, ούτε πρόκειται να σας συναναστρέφομαι πλέον με όμοιο τρόπο», θα δημιουργούσε κάποια δυσαρέσκεια και θα περιείχε κομπασμό, ενώ το να πει, «Δεν ανέβηκα ακόμη στον Πατέρα μου», αν και δεν ήταν δυσάρεστο, δήλωνε όμως το ίδιο. Διότι με τα λόγια του «δεν ανέβηκα ακόμη», δείχνει ότι εκεί σπεύδει και βιάζεται να φθάσει. Εκείνον όμως που πρόκειται να πάει εκεί… δεν έπρεπε να τον βλέπουν με την ίδια σκέψη, με την οποία τον έβλεπαν και πρώτα» (Χ). «Δεν θα είναι πλέον τέτοιο το σώμα μου, σαν να είναι δηλαδή οικείο με το γήινο τρόπο ζωής, αλλά θα είναι οικείο με τον ουρανό και τα υψηλά» (Θφ). Επιτυχέστερα το «δεν ανέβηκα ακόμη…» το ερμηνεύει ο Λέων ο μέγας: «Σε ανεβάζω σε κάτι υψηλότερο· σου ετοιμάζω κάτι μεγαλύτερο. Όταν θα έχω ανεβεί στον Πατέρα μου, εκεί θα ακουμπάς εμένα με αληθέστερο και τελειότερο τρόπο, όταν θα κρατήσεις ό,τι δεν αγγίζεις και θα πιστεύεις ό,τι δεν βλέπεις» (Serm. 72,4). Στα κεφάλαια ιγ-ιζ ο Κύριος κατέστησε γνωστό στους μαθητές του, ότι η νέα τάξη του Πνεύματος, η οποία θα εγκαινίαζε ανανεωμένη και στενότερη σχέση με αυτόν, θα επακολουθούσε στην επάνοδο προς τον Πατέρα του (Ιω. ιδ 12-18, ιστ 5 και εξής). Διακηρύττει τώρα στη Μαρία και μέσω αυτής στους μαθητές, ότι έφτασε ο καιρός για αυτόν να ανεβεί προς τον Πατέρα του και συνεπώς να εγκαινιαστεί η νέα τάξη. Η παραγγελία να μην τον αγγίξει η Μαρία αναφέρεται στην περίοδο μεταξύ της ανάστασης και της ανάληψης. Τόσο στενή και ενδοξότερη θα είναι η νέα σχέση με τον Ιησού, ώστε και αυτή και οι μαθητές θα ενωθούν σε ένα σώμα με αυτόν (χ). Η Μαρία υποθέτοντας ότι ο Ιησούς αναστήθηκε όπως ο Λάζαρος, για να ζει μαζί τους σωματικά και να συναναστρέφεται με αυτούς όπως πριν, σπεύδει να αγκαλιάσει ευλαβικά τα πόδια του. Την πλάνη της αυτή επανορθώνει ο Διδάσκαλος λέγοντας: Μη με αγγίζεις. Δηλαδή· παύσε να νομίζεις, ότι μπορείς να με πιάσεις και να με κρατήσεις σε αυτόν τον κόσμο. Μην περιμένεις να εξακολουθήσει η μεταξύ σας σωματική μου παρουσία. Νέα πνευματική σχέση και κοινωνία θα μας συνδέει στο εξής, η οποία θα αρχίσει, όταν με την ανάληψή μου ανέβω προς τον Πατέρα μου. Είναι άξιο να σημειωθεί εδώ, ότι αν και ο Κύριος δεν επέτρεψε στη Μαγδαληνή να τον αγγίξει, παρόλ’ αυτά κάποιες μέρες ύστερα προσκάλεσε το Θωμά να ψηλαφήσει αυτόν. Η διαφορετική αυτή ενέργεια του Κυρίου εξηγείται από τις διαφορετικές προθέσεις και διαθέσεις, από τις οποίες κυριαρχούνταν η Μαγδαληνή από τη μία και ο Θωμάς από την άλλη. Η Μαρία δεν αμφέβαλλε για το ότι αυτός που της μιλούσε είναι ο Κύριος που από τον τάφο επανήλθε στη ζωή. Αλλά πλανιόταν νομίζοντας, ότι ο Κύριος θα εξακολουθούσε να συζεί μαζί με τους μαθητές κάτω από τους ίδιους όρους της ταπείνωσης και της εξομοίωσης με εμάς, με τους οποίους ζούσε και πριν το θάνατό του και την ανάστασή του. Ο Θωμάς από την άλλη απιστούσε στο ότι ο Κύριος αναστήθηκε και ζητούσε να πειστεί για το ότι η εμφάνιση του Κυρίου ήταν απτή πραγματικότητα και όχι πλάνη της φαντασίας. Το σφάλμα του Θωμά τελείωνε εκεί όπου άρχιζε το σφάλμα της Μαρίας. Για αυτό ο Κύριος ως προς μεν τη Μαρία ζητά να ανυψώσει αυτήν από ταπεινότερη σε υψηλότερη αγάπη· από σωματική σε πνευματική επαφή και κοινωνία· της παραγγέλλει να μην απλώσει τα χέρια της, αλλά να ανυψωσει την καρδιά της ψηλά· να μην ζητά να κρατήσει τον Διδάσκαλο στη γη, αλλά να ανυψώσει τον εαυτό της στον ουρανό. Ως προς το Θωμά όμως που δεν πειθόταν, ότι ο Κύριος αναστήθηκε και αξίωνε να ψηλαφήσει αυτόν, συγκαταβαίνει στην ασθένειά του, για να ανορθώσει τον μαθητή από την απιστία στην πίστη.
(2) Η παραγγελία, την οποία ο Ιησούς αναθέτει στη Μαρία, για τους δικούς του σημαίνει: Δεν μπήκα ακόμη στην κατάσταση της δόξας· αλλά όταν μπω, τότε θα με συντροφεύουν σε αυτήν και δεν θα παρεμβάλλεται τίποτα ανάμεσα σε μένα και σε σας. Για αυτό και οι φράσεις «αδελφούς μου», «Πατέρα μου και Πατέρα σας». Υπάρχει σε αυτές κατά κάποιο τρόπο μία πρόγευση της μελλοντικής κοινωνίας. Οι φράσεις αυτές υποδηλώνουν την αδιάλυτη αλληλεγγύη, η οποία θα ενώσει τους μαθητές με αυτόν στην ένδοξη κατάσταση, στην οποία μπαίνει ήδη. Δεν τους είχε ονομάσει ακόμη αδελφούς του. Τους ονομάζει τώρα επειδή μετέχουν στη θεία υιοθεσία την οποία τους πρόσφερε (g). Με την ονομασία αδελφούς μου υπαινίσσεται τα προς αυτούς ευνοϊκά του συναισθήματα, παρόλο που με τη φυγή και άρνησή τους είχαν γίνει ανάξιοι όλης της προηγούμενής τους θέσης, και προσφέρει σε αυτούς όλους τους καρπούς της ανάστασής του (b). Αν και ήδη εισήλθε στην κατάσταση της δόξας, αναγνωρίζει τους μαθητές του ως αδελφούς του και εκδηλώνει μεγαλύτερη αγάπη και οικειότητα με αυτούς παρά προηγουμένως. Τους είχε ονομάσει φίλους, αλλά ουδέποτε έως τώρα αδελφούς. Αν και ο Χριστός έχει ήδη ανυψωθεί, δεν έγινε αλαζόνας και υπερήφανος. Παρά την ένδοξη ανύψωσή του δεν λησμονεί τους άσημους φίλους του, τους οποίους «δεν ντρέπεται να τους ονομάζει αδελφούς».
(3) «Το ανεβαίνω δηλώνει και το Θέλω να ανέβω, και μπορούμε να το επεκτείνουμε σε περισσότερο καιρό» (Ζ). «Διότι δεν επρόκειτο να το κάνει αυτό αμέσως, αλλά μετά σαράντα ημέρες. Πώς λοιπόν λέει αυτό; Επειδή ήθελε να εξυψώσει τη διάνοιά της και να την πείσει ότι πηγαίνει στους ουρανούς» (Χ). Με άλλα λόγια. Είμαι ζωντανός. Αλλά δεν θα μένω πάντοτε μαζί σας όπως κατά το παρελθόν, αλλά προσεχώς αναλαμβάνομαι (F). Ανεβαίνω ως Παράκλητος και μεσίτης σας προς τον Πατέρα. Ανεβαίνω, για να λάβω τις τιμές και εξουσίες εκείνες, οι οποίες θα είναι η ανταμοιβή της ταπείνωσής μου. Και πρέπει να χαρούν οι μαθητές μου για αυτό. Διότι αυτό θα είναι και δικός τους θρίαμβος. Ανεβαίνω ως νικητής και κατακτητής, ο οποίος, «αιχμαλώτισε αιχμαλωσία» για να δώσει «δωρήματα στους ανθρώπους». Ανεβαίνω ως πρόδρομος αυτών, για να «ετοιμάσω τόπο» στους ουρανούς και για αυτούς. Ο Πατέρας μου θα γίνει Πατέρας και αυτών που πιστεύουν σε μένα. Και θα γίνουν και αυτοί «κοινωνοί θείας φύσεως», όπως και ο Κύριος έγινε κοινωνός ανθρώπινης φύσης, για αυτό και ο Πατέρας του έγινε και Θεός του. Μη με περιμένουν λοιπόν να συνεχίσω πάνω στη γη τη σωματική μου παρουσία, ούτε να ιδρύσω πάνω στη γη την πρόσκαιρη και εγκόσμια βασιλεία σύμφωνα με τις παχυλές ελπίδες των Ιουδαίων για τον Μεσσία. Θα αναστηθούν και αυτοί σε νέα πνευματική ζωή, ζωοποιούμενοι μαζί με εμένα, για να καθίσουν μαζί μου στα επουράνια (Εφεσίους β 5, 6). Ας μη θεωρούν πλέον τη γη ως πατρίδα τους και ως τόπο της δόξας και ανάπαυσής τους. Θα αναγεννηθούν από ψηλά από τον ουρανό, και θα συνδεθούν με τον ουρανό. Ο Πατέρας μου θα γίνει και Πατέρας τους. Τα βλέμματά τους λοιπόν πρέπει να είναι στραμμένα ατενώς προς τον ουρανό και οι καρδιές τους πρέπει να πάλλουν προς τα εκεί, όπου μετά από λίγο θα ανέβω. «Τα άνω να φρονείτε· τα άνω να ζητάτε· όχι τα γήινα».
(4) «Δεν λέει προς τον πατέρα μας. Με άλλη έννοια λοιπόν είναι Πατέρας μου και με άλλη πατέρας σας· πατέρας δικός μου εκ φύσεως, πατέρας δικός σας εκ χάριτος. Ούτε λέει Θεό μας. Είναι λοιπόν με άλλη έννοια Θεός μου και με άλλη Θεός σας. Είναι Θεός μου, κάτω από τον οποίο είμαι και εγώ ως άνθρωπος· είναι Θεός σας ανάμεσα στον οποίο και σε σας είμαι μεσίτης» (Αυ). «Επειδή δηλαδή είπε: Πες στους αδελφούς, για να μην φανταστούν από αυτό κάποια ισότητα, δείχνει την διαφορά που έχουν» (Χ). «Με άλλο τρόπο είπε τον πατέρα πατέρα δικό του και με άλλο των μαθητών· δικός του μεν είναι από τη φύση του μιας και είναι ομοούσιος» (Ζ), «δικός μας όμως Πατέρας δεν είναι από τη φύση του, αλλά (από τη φύση του) είναι μάλλον Θεός μας ως δημιουργός και Κύριος. Αλλά επειδή ανέμιξε κατά κάποιο τρόπο τον εαυτό του με εμάς ο Υιός, το μεν αξίωμα που υπάρχει κατά τρόπο κύριο και προσωπικό σε αυτόν, το χαρίζει στη δική μας φύση, ονομάζοντας Πατέρα κοινό αυτόν που τον γέννησε» (Κ). «Ονομάζει και Θεό και του εαυτού του και των μαθητών μιας και είναι άνθρωποι» (Ζ), «κάνοντας δικά του τα ανθρώπινα λόγω της ομοίωσής του με εμάς… Διότι, όπως ακριβώς εμείς ανεβαίνουμε στο πάνω από τη φύση μας αξίωμα με την ομοίωσή μας με αυτόν… έτσι και αυτός επειδή ακριβώς δέχτηκε τη δική μας μορφή… έχει το Θεό Θεό του, παρόλο που αυτός είναι Θεός από Θεό κατά φύση και αληθινός» (Κ). «Και πώς δεν είπε απλώς Και Θεό μας, αλλά και εδώ διαχώρισε τον εαυτό του; Διότι, αν και έγινε άνθρωπος και αδελφός τους όσον αφορά τη φύση την ανθρώπινη, αλλά διέφερε πολύ από αυτούς ως προς την τιμή, και επειδή ήταν ενωμένος με τη θεότητα και επειδή ήταν αναμάρτητος» (Ζ). «Με αυτά που είπε, ανακεφαλαιώνει όλο το σκοπό του θείου σχεδίου για τον άνθρωπο… Θα πορευτώ να κάνω μέσω του εαυτού μου Πατέρα σας τον αληθινό Πατέρα από τον οποίο χωριστήκατε· και να κάνω μέσω του εαυτού μου Θεό σας τον αληθινό Θεό από τον οποίο απομακρυνθήκατε· διότι με την ανθρώπινη φύση την οποία σαν πρώτο καρπό και αρχή δική σας πήρα θα προσφέρω στο Θεό και Πατέρα μέσω του εαυτού μου, όλο το ανθρώπινο γένος» (Γν). Ο σύνδεσμος, ο οποίος θα υφίσταται για πάντα ανάμεσα σε μένα, τον αναστημένο σωτήρα και σε σας, τους πιστούς μου, θα είναι ότι ο Πατέρας στον οποίο ανεβαίνω είναι Πατέρας σας, διότι είναι Πατέρας μου, και Θεός μου διότι είναι Θεός σας (ο).
 

Ιω. 20,18    ἔρχεται Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἀπαγγέλλουσα(1) τοῖς μαθηταῖς ὅτι ἑώρακε τὸν Κύριον(2), καὶ ταῦτα εἶπεν αὐτῇ.
Ιω. 20,18    Έρχεται η Μαρία η Μαγδαληνή και αναγγέλει στους μαθητάς, ότι είδε τον Κυριον, και ότι ο Κυριος της είπε να αναγγείλη εις αυτούς την ανάστασίν του.
(1) Υπάρχει και η γραφή αγγέλλουσα.
(2) Υπάρχει και η γραφή Εώρακα τον Κύριον. Αυτές υπήρξαν οι πρώτες λέξεις τις οποίες γεμάτη χαρά ανήγγειλε η Μαρία. «Ανήγγειλε και την εμφάνιση και τα λόγια του, τα οποία ήταν ικανά να τους παρηγορήσουν» (Χ). Όταν ο Θεός μας παρηγορεί, κάνει αυτό με σκοπό και εμείς να παρηγορούμε και τους άλλους.
 


Ιω. 20,19    Οὔσης οὖν(1) ὀψίας(2) τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων(3), καὶ τῶν θυρῶν(4) κεκλεισμένων ὅπου ἦσαν οἱ μαθηταὶ(5) συνηγμένοι διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων(6), ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς(7) καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον(8), καὶ λέγει αὐτοῖς· εἰρήνη ὑμῖν(9).
Ιω. 20,19    Κατά την ημέραν εκείνην, την πρώτην της εβδομάδος, ενώ πλέον είχε βραδυάσει και αι θύραι του σπιτιού, όπου ευρίσκοντο συγκεντωμένοι οι μαθηταί, ήσαν κλεισμέναι δια τον φόβον των Ιουδαίων, ήλθεν έξαφνα ο Ιησούς, εστάθη στο μέσον και τους λέγει• “ειρήνη ας είναι εις σας”.
(1) = σε συμφωνία με το γεγονός που εξιστορήθηκε της ανάστασης και εμφάνισης στη Μαγδαληνή (ο). «Επειδή ήταν λογικό οι μαθητές, ακούγοντας αυτά, ή να μην πιστέψουν στη γυναίκα, ή εάν πίστευαν να λυπούνται που δεν καταξίωσε αυτούς της εμφάνισής του… δεν άφησε ούτε μία ημέρα να περάσει, αλλά αφού έβαλε σε αυτούς την επιθυμία και με το ότι γνώριζαν πλέον ότι αναστήθηκε και με το ότι άκουσαν αυτό από τη γυναίκα να διψούν να τον δουν» (Χ), «εμφανίζεται την ίδια ημέρα και σε αυτούς. Διότι πρώτα μεν γύμνασε τον πόθο τους και έπειτα παρέδωσε πιο ποθητό τον εαυτό του σε αυτούς» (Ζ). «Θα μπορούσε όμως κάποιος εύλογα να έχει την εξής απορία, πώς δηλαδή ο Σωτήρας ενώ υποσχέθηκε στους μαθητές, από τη μία μέσω των αγγέλων, από την άλλη και με τη δική του φωνή, ότι φθάνοντας στη Γαλιλαία θα φανερωθεί, προλαβαίνει την υπόσχεση και στην Ιερουσαλήμ… την ίδια την ημέρα της ανάστασης… Αλλά αυτό φανερώνει τον πλούτο της φιλάνθρωπης διάθεσής του, και δεν μπορεί να κατηγορηθεί για ψεύδος. Διότι δεν είπε ότι μόνο στη Γαλιλαία θα τον δουν, ούτε πάλι βεβαίως εμφανιζόμενος στην Ιερουσαλήμ δεν εμφανίστηκε και στη Γαλιλαία όπως υποσχέθηκε» (Σβ). Άλλη απορία: «Πώς ενώ, σύμφωνα με το Λουκά και τον Ιωάννη, τόσες φορές φανερώθηκε ο Ιησούς στους μαθητές στην ίδια την Ιερουσαλήμ, σύμφωνα με το Μάρκο και το Ματθαίο διατάζονται οι ίδιοι μέσω των γυναικών να πάνε στη Γαλιλαία, διότι εκεί θα τον δουν, αλλά δεν επρόκειτο να τον δουν στην Ιερουσαλήμ; Και λέμε, ότι οι μεν άλλοι δύο ευαγγελιστές συμπλήρωναν την ομάδα των δώδεκα και είπαν ότι φανερώθηκε σε αυτούς στην Ιερουσαλήμ ενώ ήταν κρυμμένοι, ενώ οι άλλοι δύο, ο Ματθαίος και ο Μάρκος λένε ότι φάνηκε στη Γαλιλαία όχι στους δώδεκα μόνο, αλλά στους εβδομήντα… Ηταν λοιπόν πολλές και διαφορετικές οι οπτασίες που έγιναν στους μαθητές μετά την ανάσταση, και οι μεν γράφουν αυτές, οι άλλοι τις άλλες» (Ε). «Εμένα όμως μου φαίνεται ότι έχει πολλή έμφαση αυτό που ειπώθηκε από τον Ματθαίο για τους μαθητές, το «να πάνε στη Γαλιλαία και εκεί θα με δουν». Διότι αν και επρόκειτο να συμβούν σε αυτούς πολλές εμφανίσεις, αποβλέπει όμως σε μία πιο εξαιρετική από τις άλλες, αυτήν της υπόσχεσης, κατά την οποία επρόκειτο να φανεί σε αυτούς στο βουνό. Διότι τότε αφού τον πλησίασαν και τον προσκύνησαν αυτοί που αμφέβαλλαν, με εξουσία είπε με τρόπο που αρμόζει σε Θεό: Μου δόθηκε όλη η εξουσία και τα υπόλοιπα» (Σβ).
(2) Η εμφάνιση αυτή εξιστορείται και στο Λουκά κδ 36 ότι έγινε μετά από την από Εμμαούς επιστροφή των δύο μαθητών, στους οποίους φανερώθηκε ο Ιησούς κατά το δείπνο, το οποίο έγινε όταν «πέρασε η ημέρα». Οψία  λοιπόν εδώ πρέπει να ορίσουμε ώρα προχωρημένη του απογεύματος, ίσως στις 8 μ.μ. (β,ο). «Δεν παρουσιάστηκε κατά τη διάρκεια της ημέρας, ώστε να συγκεντρωθούν όλοι μαζί» (Χ).
(3) Τονίζεται με έμφαση η χρονολογία, διότι η ημέρα αυτή είναι η πρώτη χριστιανική Κυριακή (μ). Είναι αυτή το χριστιανικό Σάββατο, που θα τηρείται από δω και στο εξής από τους μαθητές. Αν και αναφέρθηκε ξεκάθαρα εδώ (στο στίχο 1) ότι ο Κύριος αναστήθηκε τη μία των σαββάτων δηλαδή την πρώτη ημέρα της εβδομάδας, και μπορούσε εδώ ο ευαγγελιστής να πει: «την ίδια ημέρα όταν βράδυασε» παρόλ’ αυτά, για να τιμηθεί ιδιαιτέρως η ημέρα, επαναλαμβάνει και πάλι «τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων». Η επανάληψη αυτή γίνεται, όχι διότι οι απόστολοι αποσκοπούσαν να τιμήσουν την ημέρα, (διότι αυτοί αμφέβαλλαν ακόμη για την ανάσταση), αλλά διότι ο Θεός ήθελε να τιμήσει την ημέρα οικονομώντας τα πράγματα έτσι, ώστε να είναι οι μαθητές μαζεμένοι, για να δεχτούν την πρώτη επίσκεψη του αναστημένου Κυρίου. Έτσι ο Θεός ευλόγησε και αγίασε την ημέρα αυτή, διότι σε αυτήν ο Λυτρωτής αναστήθηκε.
(4) Ο πληθυντικός δηλώνει πόρτα που αποτελείται από δύο φύλλα (g).
(5) Αν και στο Ιω.  β 2 ο όρος μαθητές έχει και γενικότερη έννοια, στα τελευταία όμως κεφάλαια του ευαγγελίου χρησιμοποιείται για να δηλώσει τους ένδεκα και η εμφάνιση σε αυτούς ως ιδιαιτέρως σοβαρή αναφέρεται και στο Α΄ Κορ. ιε 5. Αυτό όμως δεν αποκλείει να ήταν και άλλοι παρόντες, πιθανώς μάλιστα ήταν όπως φαίνεται από το Λουκά κδ 33 (β). Αρκετοί μεγαλογράμματοι αποσιωπούν το συνηγμένοι.
(6) Η φήμη, ότι ο τάφος βρέθηκε κενός είχε διασπαρεί, όπως φαίνεται από το Ματθ. κη 11 και οι άρχοντες των Ιουδαίων υποπτεύονταν αναμφίβολα κάθε συνάθροιση των μαθητών του Ιησού (β). Από την άλλη οι απόστολοι φοβισμένοι εξ’ αιτίας των συμβάντων των τελευταίων ημερών φοβόντουσαν, μήπως αναζητηθούν και διωχθούν ως μαθητές του Ιησού (F). Μολονότι φοβόντουσαν, ήταν μαζεμένοι. Οι μαθητές του Χριστού και σε δύσκολους καιρούς δεν πρέπει να «εγκαταλείπουν τη σύναξή τους» (Εβρ. ι 25). Τα πρόβατα της ποίμνης του Χριστού διασκορπίστηκαν, όταν χτυπήθηκε ο ποιμένας. Συγκεντρώνονται όμως πάλι στο ίδιο μέρος για να ενισχυθούν μεταξύ τους.
(7) «Μπήκε μέσα ανεμπόδιστα, παρόλο που οι πόρτες ήταν κλεισμένες» (Κ). Ως προς την εξήγηση αυτής της εισόδου· ή, λιγότερο πιθανώς «στάθηκε στο μέσο ο Χριστός απροσδόκητα, ενώ ήταν κλειστές οι πόρτες, χάρις σε κάποια ανείπωτη και θεϊκή δύναμη… Διότι έπρεπε, έπρεπε αφού ήταν Θεός από τη φύση του και αληθινός να μην είναι υποταγμένος στις φυσικές συνέπειες των πραγμάτων» (Κ). «Αλλά το κλείσιμο των πορτών κανένα εμπόδιο δεν προξένησε στην ύλη του σώματός Του, στο οποίο κατοικούσε η θεότητα. Μπορούσε πράγματι να μπει χωρίς να ανοίξουν οι πόρτες, όπως και από τη γέννησή του παρέμεινε απαραβίαστη η παρθενία της μητέρας του» (Αυ). Ή, πιο σωστά, η αιφνίδια εμφάνιση του Ιησού ανάμεσα στους μαθητές δεν μπορεί να εξηγηθεί παρά μόνο από το γεγονός, ότι το σώμα του Ιησού υποτασσόταν ήδη στη δύναμη του πνεύματος. Αληθινά το σώμα αυτό ήταν ακόμη εκείνο, το οποίο είχε χρησιμεύσει σε αυτόν ως όργανο κατά τη ζωή του. Αλλά εφόσον ήδη πριν το θάνατό του το σώμα αυτό υποτασσόταν στη δύναμη της θέλησης (Ιω. στ 16-21), τώρα με τη μεταμόρφωση της ανάστασης είχε προσεγγίσει ακόμη περισσότερο προς την κατάσταση του δοξασμένου και πνευματικού σώματος, δες Α΄ Κορ. ιε 44 (g), του αναστημένου σώματος, του λεπτού και ανάλαφρου και αμόλυντου, όπως ο Ζ ονομάζει αυτό, του όχι πλέον σαρκικού, αλλά πνευματικού και μέσω του σαρκικού και αυτού που κατά την ημέρα της ανάληψης έγινε ορατό (δ).
(8) «Για να είναι ορατός σε όλους» (Ζ). Ο Ιουστίνος (Διάλογος προς Τρύφωνα 106) βρίσκει στη στάση αυτή του Ιησού ανάμεσα στους αδελφούς του εκπλήρωση του Ψαλμού κα 23 (β).
(9) Ο ίδιος χαιρετισμός και στο Λουκά κδ 36. «ήταν πολλή η έκπληξη. Διότι ούτε την πόρτα χτύπησε, αλλά στάθηκε στο μέσο τελείως αθόρυβα… Συγχρόνως όμως και με τη φωνή του καθησύχασε την ταλαντευόμενη σκέψη τους, λέγοντας: Ειρήνη σε σας, δηλαδή μη θορυβείστε. Και τους υπενθύμισε τον λόγο εκείνο που τους είπε πριν το σταυρό, «σας αφήνω τη δική μου ειρήνη»» (Χ). «Στις μεν μαθήτριες έδωσε τη χαρά πριν από κάθε λόγο. Διότι το γένος εκείνο είχε καταδικαστεί στη λύπη» (Ζ). «Διότι καταράστηκαν να γεννούν με λύπες. Στους άνδρες όμως έδωσε το να ειρηνεύουν λόγω των πολέμων που θα είχαν εξ’ αιτίας του κηρύγματος. Ταυτόχρονα όμως φανερώνει και τα κατορθώματα του σταυρού· και αυτά ήταν η ειρήνη» (Θφ). Το Ειρήνη σε σας είναι συνηθισμένος ανατολικός χαιρετισμός κατά την είσοδο στο σπίτι και ως τέτοιος χρησιμοποιείται εδώ. Αλλά στο στίχο 21 επαναλαμβάνεται επίσημα πριν ακόμη οι απόστολοι λάβουν την εντολή τους, και μπορεί να αποτελεί υπαινιγμό στην αποχαιρετιστήρια δωρεά της ειρήνης στο Ιω. ιδ 27 (β). Ο χαιρετισμός, μολονότι συνηθισμένος, κρύβει πάντως εδώ και ιδιαίτερη έννοια. Προσφέρονται με αυτόν οι ευλογημένοι καρποί και τα σωτήρια αποτελέσματα του θανάτου και της ανάστασής του. Ειρήνη σε σας. Ειρήνη με το Θεό, ειρήνη στις δικές σας συνειδήσεις, ειρήνη μεταξύ σας. Όλη η ειρήνη αυτή ας είναι μαζί σας. Όχι ειρήνη με τον κόσμο, αλλά ειρήνη εν Χριστώ. Η αιφνίδια εμφάνισή του ανάμεσά τους, όταν αυτοί αμφέβαλλαν ακόμη για την ανάστασή του, αλλά και ήταν φοβισμένοι για τους εαυτούς τους, δεν ήταν δυνατόν παρά να προκαλέσει κάποιο θόρυβο και ταραχή  σε αυτούς. Και κατασιγάζει αυτόν με τις λέξεις Ειρήνη σε σας. Σε οποιοδήποτε σπίτι μπαίνει ο Κύριος, οι πρώτοι λόγοι, τους οποίους απευθύνει σε αυτούς που είναι σε αυτό είναι Ειρήνη σε σας. Σε οποιαδήποτε καρδιά εμφανίζει τον εαυτό του, με αυτόν τον σωτήριο χαιρετισμό ζητά να κερδίσει αυτήν, για να μένει μέσα σε αυτήν σκορπίζοντας στα βάθη της την ανάπαυση και τη χαρά. Ο Κύριος έρχεται τώρα ανάμεσα στο λαό του, για να ευλογήσει αυτούς και για να τους μεταδώσει ειρήνη. Δεν έρχεται για να ελέγξει τα σφάλματά τους και για να καλέσει αυτούς σε κρίση. Έρχεται να τους χαροποιήσει. Ειρήνη σε σας, είπε στους μαθητές, χωρίς ούτε καν να υπενθυμίσει σε αυτούς τον διασκορπισμό τους στο πάθος του, τον φόβο, τον οποίο τώρα δοκίμαζαν για την ολιγοπιστία τους, ούτε ακόμη στον Πέτρο την τριπλή άρνησή του.
 

Ιω. 20,20    καὶ τοῦτο εἰπὼν ἔδειξεν αὐτοῖς τὰς χεῖρας καὶ τὴν πλευρὰν αὐτοῦ(1). ἐχάρησαν(2) οὖν οἱ μαθηταὶ ἰδόντες τὸν Κύριον(3).
Ιω. 20,20    Και αφού είπε τούτο, έδειξεν εις αυτούς τα χέρια και την πλευράν του, δια να ίδουν τα σημάδια των πληγών και πιστεύσουν ότι αυτός είναι ο διδάσκαλός των. Και τότε οι μαθηταί, όταν είδαν τον Κυριον αναστημένον, εχάρησαν.
(1) Το γεγονός ότι δεν έδειξε σε αυτούς και τα πόδια του δεν μπορεί να αποδείξει κάτι υπέρ της υπόθεσης, ότι πάνω στο σταυρό τα πόδια δεν είχαν καρφωθεί. Τα χέρια και η πλευρά αρκούσαν, για να αποδείξουν την ταυτότητά του. Άλλωστε στο Λουκά κδ 40 αναφέρονται και τα πόδια (g). «Με το να γυμνώσει τελείως και την ίδια την πλευρά του σώματος και με το να δείξει τα σημάδια από τα καρφιά, τους πληροφόρησε ολοφάνερα, ότι ανέστησε το ναό (σώμα του) που πάνω στο σταυρό κρεμάστηκε και αυτό ακριβώς το σώμα που φόρεσε, αυτό πάλι ανέστησε… Τώρα όμως σε τέτοιο βαθμό γίνεται ορατό… ώστε, αν και ο καιρός τον καλεί τώρα να μεταμορφώνει το σώμα του σε κάποια δόξα ανείπωτη και υπερφυσική, επέτρεψε από συγκατάβαση να φαίνεται πάλι όπως ακριβώς ήταν (πριν την ανάσταση), για να μην νομίζεται ότι έχει άλλο σώμα από εκείνο με το οποίο και έπαθε το σταυρικό θάνατο. Διότι το ότι δεν θα μπορούσε να γίνει ανεχτή στα δικά μας μάτια η δόξα του αγίου σώματος, εάν βεβαίως ήθελε ο Χριστός να την αφήσει να απλωθεί και πριν ανέβει προς τον Πατέρα, θα το καταλάβεις εύκολα, αν θυμηθείς τον μετασχηματισμό του σώματος που δείχτηκε κάποτε στους αγίους μαθητές στο όρος της Μεταμόρφωσης… Με πολλή συγκατάβαση λοιπόν ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, χωρίς να μεταμορφώσει ακόμη τον ναό του στη δόξα που χρωστούνταν σε αυτόν και του έπρεπε, φαινόταν με τα πρώτα ακόμη χαρακτηριστικά» (Κ). «Διότι για να βεβαιωθούν δείχνονται αυτά, και όχι από ανάγκη και νόμο του σώματος» και «αυτά που φαγώθηκαν» μετά την ανάσταση από τον Κύριο «επειδή τα πήρε μόνο για βεβαίωση της ανάστασης, καταναλώνονταν με κάποια θεία και αόρατη δύναμη» (Θφ).
(2) «Βλέπεις που τα λόγια γίνονται έργα; Διότι αυτό που έλεγε πριν το Σταυρό, ότι «πάλι θα σας δω και θα χαρεί η καρδιά σας, και τη χαρά σας κανείς δεν θα την πάρει από εσάς (Ιω. ιστ 22)», αυτό τώρα το πραγματοποίησε» (Χ).
(3) Είναι η πρώτη φορά, κατά την οποία ο Ιωάννης στην άμεση εξιστόρηση χρησιμοποιεί την ονομασία ο Κύριος, αντί για τη συνηθισμένη ο Ιησούς. Ο ευαγγελιστής σκέφτεται ήδη για το Διδάσκαλό του όχι όπως κινούνταν κατά τη διάρκεια της επίγειας δημόσιας δράσης του, αλλά σαν για κάποιον που αναστήθηκε και θα αναληφθεί μετά από λίγο στη δόξα του (β).
 


Ιω. 20,21    εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς πάλιν· εἰρήνη ὑμῖν(1). καθὼς ἀπέσταλκέ με ὁ πατήρ, κἀγὼ πέμπω ὑμᾶς(2).
Ιω. 20,21    Είπε, λοιπόν, τότε εις αυτούς ο Ιησούς• “ειρήνη εις σας. Οπως έστειλεν εμέ ο Πατήρ, δια να τελειώσω το έργον της σωτηρίας των ανθρώπων, έτσι και εγώ στέλνω σας, να μεταφέρετε στους ανθρώπους την σωτηρίαν”.
(1) «Και χαιρετά πάλι λέγοντας εκείνο το συνηθισμένο, δηλαδή Ειρήνη σε σας, θεσπίζοντας και με αυτό κάποιο νόμο κατά κάποιο τρόπο στα παιδιά της εκκλησίας… Διότι το να ειρηνεύουμε και μεταξύ μας και με το Θεό, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι είναι πηγή κατά κάποιο τρόπο και αρχή κάθε καλού» (Κ). Παρόλ’ αυτά τη φορά αυτή το Ειρήνη σε σας, χρησιμεύει ως εισαγωγή στην αποστολή, την οποία ο Ιησούς ήθελε να εμπιστευτεί στους αποστόλους του (F). Θέλει να δώσει σε αυτούς την ειρήνη του όχι πλέον σαν σε πιστούς απλώς, αλλά εν όψει της μελλοντικής κλήσης τους. Η ειρήνη είναι το θεμέλιο του αποστολικού έργου. Το μήνυμα αυτό της συμφιλίωσης, το οποίο ο Ιησούς φέρνει σε αυτούς, θα έχουν ως έργο να κηρύττουν αυτό στον κόσμο. Δες Β΄ Κορ. ε 20 (g). Ο πρώτος χαιρετισμός της ειρήνης απέβλεπε στο να κατασιγάσει την ταραχή τους, ώστε ήρεμοι να προσέξουν στις αποδείξεις της ανάστασης. Ο δεύτερος χαιρετισμός απέβλεπε στο να ενθαρρύνει αυτούς να αναλάβουν την ανατιθέμενη αποστολή, της οποίας τα βάρη και οι ευθύνες και οι άλλες δυσκολίες της διεξαγωγής επόμενο ήταν ξανά να θορυβήσουν αυτούς. Ο Γεδεών έλαβε την εντολή της αποστολής με το Ειρήνη… (Κριτών στ 22,23). Ο Χριστός είναι η ειρήνη μας. Και αν ο Χριστός είναι μαζί μας, είναι η ειρήνη μαζί μας. Ο Χριστός τώρα στέλνει τους αποστόλους να μεταφέρουν την ειρήνη στον κόσμο (Ησαΐου νβ 7). Και ο Χριστός τώρα παρέχει σε αυτούς την ειρήνη, όχι μόνο για δική τους ικανοποίηση, αλλά και για να μπορούν να μεταδίδουν αυτήν σε όλους «τους υιούς της ειρήνης» (Λουκά ι 5,6).
(2) «Ο Χριστός είναι ο απόστολος του Πατέρα (Εβρ. γ 1), ο Πέτρος και οι άλλοι είναι οι απόστολοι του Χριστού (b). Είχε σταλεί και ο ίδιος, για να δοξάσει το Θεό και να σώσει τους ανθρώπους. Για τον ίδιο σκοπό στέλνει τώρα και τους αποστόλους του στον κόσμο (F). «Εξύψωσε λοιπόν τις ψυχές τους αναθέτοντας σε αυτούς το δικό του έργο και κάνοντάς τους διαδόχους του» (Ζ). «Τους οποίους λοιπόν λέει, ότι θα τους στείλει, όπως ακριβώς έστειλε αυτόν ο Πατέρας, δείχνοντας ταυτόχρονα μεν το αξίωμα της αποστολής και την ασύγκριτη δόξα της εξουσίας που τους δόθηκε· την ίδια ώρα όμως, όπως είναι λογικό, υποδηλώνει και τον δρόμο για τον τρόπο με τον οποίο θα εκτελούσαν το έργο τους οι απόστολοι. Διότι εάν θεωρούσε αυτός ότι έτσι έπρεπε να στέλνει τους μαθητές του, όπως ακριβώς τον έστειλε ο Πατέρας, πώς δεν θα ήταν αναγκαίο να δουν αυτοί, οι οποίοι βεβαίως επρόκειτο να γίνουν μιμητές των ίσων, τι λοιπόν έστειλε ο Πατέρας τον Υιό να πράξει;» (Κ). «Διότι, λέει, το δικό μου έργο αναλαμβάνετε» (Θφ). Ο Ιησούς μιλώντας για τον εαυτό του χρησιμοποιεί το πιο εμφαντικό ρήμα «ἀπέσταλκεν» = είναι πρέσβυς· ενώ για τους μαθητές χρησιμοποιεί το απλό «πέμπω» = είναι απεσταλμένοι (g). «Και δες την αυθεντία· δεν είπε θα Παρακαλέσω τον Πατέρα μου και θα σας στείλει, αλλά Εγώ στέλνω εσάς» (Θφ). Ως προς την αποστολή αυτή κανείς δεν μπορεί να εξισωθεί με το Χριστό. Διότι η αποστολή του Χριστού είναι από τον Πατέρα άμεσα χωρίς άλλον ενδιάμεσο· η αποστολή των αποστόλων και των υπόλοιπων λειτουργών της εκκλησίας είναι από τον Πατέρα, διαμέσου του Χριστού όμως (τ). Με την εξουσία με την οποία ο Πατέρας με έστειλε, σας στέλνω και εγώ. Και την ίδια εξουσία δίνω και εγώ σε εσάς. Αυτό αποδεικνύει τη θεότητα του Χριστού. Τα δικαιώματα, τα οποία δίνει στους μαθητές του είναι της ίδιας εξουσίας με εκείνα, τα οποία ο Πατέρας έδωσε σε αυτόν και αποβλέπουν στον ίδιο σκοπό και εξυπηρετούν το ίδιο έργο. Με τη δύναμη της εξουσίας που του δόθηκε ως Μεσίτη και Λυτρωτή, έδωσε εξουσία σε αυτούς ως λειτουργούς του να ενεργούν για αυτόν και εξ’ ονόματός του, έτσι ώστε αυτοί που δέχονται ή δεν δέχονται αυτούς, δέχονται ή διώχνουν αυτόν τον ίδιο και εκείνον, ο οποίος τον έστειλε (Ιω. ιγ 20). Κατά δεύτερο λόγο τα λόγια αυτά απευθύνθηκαν και σε όλους του πιστούς, οι οποίοι αισθάνονται χαρά για την σε αυτούς πνευματική παρουσία και εμφάνιση του Κυρίου. Όλοι οι πιστοί αυτοί στέλνονται να εργαστούν το έργο του στη γη. Όπως αυτός ήλθε να εργαστεί το έργο του Πατέρα του έτσι και όλοι, οι οποίοι έγιναν μέτοχοι της σωτηρίας του και της κατά χάριν υιοθεσίας, στέλνονται από αυτόν να εργαστούν το ίδιο έργο, ο καθένας αναλόγως της κλήσης του, του επαγγέλματός του, της θέσης του και των χαρισμάτων τα οποία έχει λάβει. Σε όλους αυτούς ο Χριστός δίνει την ίδια παραγγελία και εντολή. Στέλνει αυτούς να εργαστούν το έργο του Θεού, ως τέκνα του Θεού, με το ειρηνικό συναίσθημα ότι έχουν ήδη συμφιλιωθεί με το Θεό και έχουν συμπεριληφθεί στην οικογένειά του. Στέλνει αυτούς να δρέψουν την μεγάλη και υπέροχη ευχαρίστηση, την οποία παρέχει η εργασία σε αυτό το έργο, στην οποία κανείς άλλος καταναγκασμός δεν παρακινεί αυτούς εκτός από τον καταναγκασμό της αγάπης.
 
Ιω. 20,22    καὶ τοῦτο εἰπὼν(1) ἐνεφύσησε(2) καὶ λέγει αὐτοῖς· λάβετε(3) Πνεῦμα Ἅγιον(4)·
Ιω. 20,22    Και αφού είπε τούτο, εφύσησε εις τα πρόσωπα των την ζωογόνον πνοήν της νέας ζωής και τους είπε• λάβετε Πνεύμα Αγιον.
(1) Οι λέξεις αυτές χρησιμεύουν για να συνδέσουν αμέσως την ακόλουθη πράξη της εμφυσήσεως με τα προηγούμενα λόγια για την αποστολή (g). «Αφού τους κατέστησε λαμπρούς με το μεγάλο αξίωμα της αποστολής… και αφού τους ανέδειξε οικονόμους και ιερουργούς, τούς αγιάζει αμέσως δίνοντας σε αυτούς με φανερό εμφύσημα το δικό του Πνεύμα… Έδειξε λοιπόν ότι σε αυτούς που αυτός εκλέγει για θεια αποστολή, αναγκαστικά ακολουθεί το δόσιμο του Πνεύματος» (Κ). Εκείνους, τους οποίους ο Χριστός στέλνει, τους ντύνει με το Πνεύμα του και χορηγεί σε αυτούς όλες τις αναγκαίες δυνάμεις.
(2) Χύνοντας μέσα σε αυτούς νέα δύναμη ζωής (b). «Ανακαινίζοντας τον άνθρωπο ο Κύριος και την χάρη που έχασε από το φύσημα του Θεού (κατά τη δημιουργία του Αδάμ), αυτήν πάλι την δίνει πίσω, φυσώντας στο πρόσωπο των μαθητών» (Β). Το εμφυσώ λέγεται μία φορά· αλλά είναι το ρήμα που χρησιμοποιείται στο Γένεση β 7 (δες Σοφία Σολομ. ιε 11) για το Θεό που φύσηξε στο πρόσωπο του Αδάμ πνοή ζωής (β). «Φύσηξε μεν λοιπόν επειδή αυτός είναι η πηγή των χαρισμάτων, και για να μάθουμε και από εδώ, ότι αυτός είναι ο οποίος φύσηξε και το πρώτο και ζωτικό φύσημα στον Αδάμ» (Ζ)· «ώστε και εμείς όπως αρμόζει να πιστεύουμε, ότι το Αγιο Πνεύμα δεν είναι ξένο με τον Υιό, αλλά είναι ομοούσιο με αυτόν και μέσω αυτού (δι’ αὐτοῦ) του Υιού έρχεται προς τον κόσμο αυτό που προέρχεται (ἐκ) από τον Πατέρα» (Κ)· «για να μάθεις ότι του Πατέρα και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος είναι μία η δωρεά και η εξουσία· διότι αυτά που φαίνονται ότι είναι ιδιαίτερα γνωρίσματα του Πατέρα, αυτά φαίνονται ότι είναι και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος» (Χ). Ο Θεός φύσηξε στο πρόσωπο του Αδάμ «πνοή ζωής» και μετέδωσε σε αυτόν όχι  μόνο την κοινή με τα άλλα ζώα ζωή, αλλά και τα θεία χαρίσματα, με τα οποία ο άνθρωπος διακρίνεται από τα κτήνη. Έτσι και ο Χριστός τώρα μεταδίδει ως δημιουργός της καινούργιας κτίσης το δικό του θείο ζωοποιό πνεύμα (μ).
(3) Η δωρεά προσφέρεται πλουσιοπάροχα, αλλά πρέπει να ληφθεί και αυτό απαιτεί να ανταποκριθεί με προσπάθεια αυτός στον οποίο αυτή προσφέρεται (β). Και λέει· όπως παίρνετε το φύσημα από το στόμα μου, έτσι πάρτε και το Αγιο Πνεύμα από το πλήρωμά μου (b). Το πάρτε υπονοεί, ότι αυτοί που παίρνουν δεν είναι απλά παθητικά όργανα, αλλά πρέπει να γίνουν μέτοχοι της νέας ζωής και με προσωπική τους ενέργεια πίστης (μ).
(4) Η απουσία του άρθρου δείχνει ότι δεν πρόκειται ακόμη για την αποστολή του Παρακλήτου, την οποία υποσχέθηκε στα κεφ. ιδ-ιστ (g). Αυτό υπήρξε αρραβώνας της Πεντηκοστής (b). Υπήρξε πρόδρομος και εγγύηση εκείνου, το οποίο γρήγορα επρόκειτο να πραγματοποιηθεί με όλη την άφθονη πληρότητα και τον πλούτο του (ο). «Σαν ακριβώς κάποιους αρραβώνες του γενικού πράγματος που προσδοκιόταν να γίνει σε όλους, έπραττε τα μερικά και πριν τον καιρό που έπρεπε, ώστε να πιστεύεται χωρίς ενδοιασμούς… Επομένως, δέχονται μεν την μέθεξη (=μετέχουν, κοινωνούν) του Αγίου Πνεύματος όταν φύσηξε σε αυτούς λέγοντας: Πάρτε Πνεύμα Άγιο· διότι ούτε ήταν δυνατόν να διαψευστεί ο Χριστός σε ό,τι έλεγε, ούτε θα έλεγε Πάρτε, χωρίς να δώσει· στις μέρες όμως της αγίας Πεντηκοστής, όταν έκανε ο Θεός εμφανέστερη την ανακήρυξη της χάρης και την φανέρωση του αγίου Πνεύματος που κατοίκησε μέσα τους, φάνηκαν οι γλώσσες με φωτιά, χωρίς να φανερώνουν ότι τότε άρχισε η δωρεά σε αυτούς» (Κ). «Είναι λοιπόν αυτή όχι αρραβώνας μόνο ούτε κάποια ενδιάμεση δωρεά Αγίου Πνεύματος μεταξύ της πλήρης χάρης της Πεντηκοστής και της προηγούμενης απλής υπόσχεσης… αλλά χάρη και δύναμη για εκπλήρωση των τακτικών ποιμαντικών έργων της αποστολικής διακονίας και μάλιστα της εξουσίας του να δένουν και να λύνουν, η οποία είναι ο πυρήνας και το κέντρο της ποιμαντικής εξουσίας (δ). Ή, λιγότερο πιθανώς «κάποιοι όμως λένε, ότι δεν έδωσε το Πνεύμα, αλλά με το φύσημα τους έκανε κατάλληλους στο να το υποδεχτούν» (Χ). «Λέει λοιπον Πάρτε Πνεύμα Άγιο όχι τότε, αλλά όταν θα κατέβει» (Ζ). «Δεν θα έσφαλλε κάποιος αν έλεγε ότι και τότε πήραν αυτοί κάποια εξουσία και χάρη πνευματική… ώστε να συγχωρούν αμαρτήματα. Διότι είναι διάφορα τα χαρίσματα του Πνεύματος» (Χ). Ως προς το ζήτημα: «θα βρούμε λοιπόν στα επόμενα να γράφεται ότι ο Θωμάς… δεν ήταν με τους μαθητές όταν ήλθε ο Ιησούς. Πώς λοιπόν… αναδείχτηκε αληθινά μέτοχος του Αγίου Πνεύματος…; Λέμε λοιπόν ότι η δύναμη του Πνεύματος ερχόταν στον καθένα που πήρε τη χάρη και εκπλήρωνε το σκοπό αυτού που έδινε. Και έδωσε ο Χριστός όχι σε κάποιους σε κάποιο μέρος, αλλά σε όλους τους μαθητές… Επομένως, αν και απουσίασε ο Θωμάς δεν εξέπεσε από το να λάβει, αφού το Πνεύμα έτρεχε στον καθένα που όφειλε να το λάβει και ήταν ενταγμένος στον αριθμό των τιμημένων μαθητών» (Κ). Δες και το Αρ. ια 17,26 προηγούμενο, όπου ο Ελδάδ και ο Μωδάδ, αν και όχι παρόντες, έλαβαν το ίδιο χάρισμα. «Κάποιοι πάλι λένε, ότι ύστερα αφού είδε τα χέρια και την πλευρά του Σωτήρα και πίστεψε για την ανάσταση, πήρε και αυτός αυτήν τη χάρη» (Ζ).
 

Ιω. 20,23    ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας(1), ἀφίενται(2) αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται(2).
Ιω. 20,23    Εις όποιους συγχωρείτε τις αμαρτίες, θα είναι συγχωρημένες και από τον Θεόν. Εις όποιους όμως τις κρατείτε άλυτες και ασυγχώρητες, θα μείνουν αιωνίως ασυγχώρητες”.
(1) «Τα πρόσθεσε αυτά δείχνοντας ποιό είδος ενέργειας δίνει» (Χ). «Αυτοί που έχουν το Πνεύμα συγχωρούν ή κρατούν αμαρτίες με δύο τρόπους, κατά τη δική μου τουλάχιστον σκέψη. Ή δηλαδή καλούν στο βάπτισμα αυτούς που τυχόν ήδη τους οφείλεται να τύχουν αυτού λόγω της σεμνότητας της ζωής τους και το δοκιμασμένο της πίστης τους, ή εμποδίζουν κάποιους και τους αποκλείουν από τη θεία χάρη, επειδή δεν έγιναν ακόμη άξιοι. Ή, και με άλλο τρόπο συγχωρούν και κρατούν αμαρτίες, όταν επιτιμούν μεν όταν αμαρτάνουν τα τέκνα της εκκλησίας, και όταν συγχωρούν από την άλλη όταν μετανοούν, όπως έκανε όντως και ο Παύλος με αυτόν που πόρνευσε στην Κόρινθο» (Κ). Η εξουσία αυτή, την οποία άσκησε πρωτίστως ο Υιός του ανθρώπου συγχωρώντας τις αμαρτίες (Ματθ. θ 6) ή κρατώντας αυτές (Ιω. θ 41, ιε 22,24), από δω και στο εξής, χάρις στο Πνεύμα που τους συνοδεύει, μεταβιβάζεται στους μαθητές. Οι εκφράσεις τις οποίες μεταχειρίζεται ο Ιησούς, δείχνουν κάτι περισσότερο από την απλή προσφορά συγγνώμης ή την απειλή καταδίκης· ακόμη και κάτι περισσότερο από την διακήρυξη της σωτηρίας ή της απώλειας δια μέσου του ευαγγελικού κηρύγματος. Ο Ιησούς μιλά για λόγο που συνοδεύεται από αποτελεσματικότητα είτε για άρση της ενοχής από τον ένοχο είτε για δέσμευση αυτής αιώνια. Εκείνος, ο οποίος είναι αληθινά το όργανο του Πνεύματος δεν λέει μόνο Σώθηκες, αλλά σώζει με το λόγο του· ούτε λέει απλώς χάθηκες, αλλά καταδικάζει πράγματι. Και αυτό διότι, τη στιγμή που απαγγέλει τον λόγο αυτόν μέσω του Πνεύματος, ο Θεός επικυρώνει αυτόν (g). Σύμφωνα με αυτά η εξουσία αυτή του να δένουν και να λύνουν δεν αναφέρεται ειδικώς και μόνο στη συγχώρηση ή μη των αμαρτιών στο μυστήριο της εξομολόγησης, την οποία μπορεί να εξαγγείλει ο ιερέας που εξομολογεί, χωρίς να επικυρωθεί από το Θεό, εφ’ όσον ο ένοχος δεν μετάνιωσε ειλικρινά. Αυτοί που θεώρησαν το χωρίο ότι αναφέρεται αποκλειστικά στην άφεση ή μη άφεση που παρέχεται στο μυστήριο της εξομολόγησης, αναγκάστηκαν να αναφερθούν στο ότι «μεταξύ των χαρισμάτων του Πνεύματος υπήρξε και το χάρισμα της διάκρισης πνευμάτων (Α΄ Κορ. ιβ 10 και Ιω. ιστ 8)» (β) «και στην ιδιότητα αυτή του να διακρίνουν τις καρδιές των ανθρώπων, την οποία κατέχουν όλοι οι ευλαβείς λειτουργοί της εκκλησίας… κατά το μέτρο, με το οποίο θα είναι ο καθένας γεμάτος από το Πνεύμα της σοφίας αναφέρονται τα λόγια αυτά» (Alford). «Επομένως και οι απόστολοι και αυτοί που είναι όμοιοι στους αποστόλους, επειδή είναι ιερείς σύμφωνα με τον μέγα αρχιερέα, επειδή πήραν την επιστήμη της θεραπείας του Θεού, γνωρίζουν διδασκόμενοι από το πνεύμα, για ποιους πρέπει να προσφέρουν θυσίες αμαρτημάτων, και πότε και με ποιο τρόπο και ξέρουν για ποιους πρέπει να κάνουν αυτό» (Ω). Ως προς το ζήτημα, εάν οι λόγοι αυτοί αναφέρονται σε ειδική εξουσία, που χορηγήθηκε σε μόνους τους αποστόλους προσωποπαγώς και όχι στην όλη εκκλησία, πρέπει να έχουμε υπ όψη, ότι όπως φαίνεται από το Ματθ. κη 19,20 η εντολή που δίνεται ήδη από τον Ιησού θα ίσχυε «μέχρι τη συντέλεια του αιώνος». Σύμφωνα με τον Κλήμεντα Ρώμης οι απόστολοι «όταν κήρυτταν κατά πόλεις και χώρες εγκαθιστούσαν τις απαρχές τους… σε επισκόπους και διακόνους αυτών που επρόκειτο να πιστεύουν» (κεφ. 42). Ήδη μάλιστα και επί των ημερών του Ωριγένη, (Υπόμνημα στο Ματθ. ΧΙΙ 14) οι επίσκοποι θεωρούνταν ότι διαδέχτηκαν τους αποστόλους στην εξουσία του να δένουν και να λύνουν (β). Τίποτα άλλωστε δεν παρέχει εδώ το δικαίωμα, να νομιστεί, ότι πρόκειται για ειδική εξουσία που δόθηκε σε μόνους τους αποστόλους, ως τέτοιους. Δεν πρόκειται για δικαίωμα, αλλά για δύναμη, της οποίας η αρχή είναι το Πνεύμα. Οι μαθητές των στίχων 18 και 19 είναι βεβαίως όλοι οι μαζεμένοι πιστοί. Οι δύο μαθητές των Εμμαούς ήταν παρόντες και πολλοί άλλοι εκτός των αποστόλων σύμφωνα με το Λουκά κδ 33. Βεβαίως οι απόστολοι είχαν και ειδική εξουσία. Αλλά οι δυνάμεις του Πνεύματος δόθηκαν σε όλους τους τότε παρόντες (g), σε όλη την εκκλησία. Τη στιγμή άλλωστε που ο Κύριος παρείχε την εξουσία αυτή η χριστιανική κοινότητα ήταν κοινότητα αποστόλων (χ). Η όλη εκκλησία ως κοινωνία οργανωμένη για διδασκαλία, αδελφική επικοινωνία και διοίκηση, έλαβε εξουσία, που ξεπήγασε άμεσα από τον Ιδρυτή της, να εξαγγείλει την υπόσχεση και τους όρους της συγχώρεσης (μ), και ως ταμιούχος της χάρης να παρέχει ή να παίρνει αυτήν.
(2) Το πρώτο είναι ενεστώτας, το δεύτερο παρακείμενος. Ο κόσμος είναι στην αμαρτία (b). Η μετάβαση από την αμαρτία στην κατάσταση της χάρης γίνεται σε μία στιγμή και είναι γεγονός παρόν. Για αυτό ο ενεστώτας. Ενώ το κεκράτηνται αναφέρεται σε κατάσταση, η οποία μένει πάγια για πάντα (g). Κάποιοι μεγαλογράμματοι κώδικες γράφουν αφέωνται. Ο σιναϊτικός γράφει αφεθήσεται.
 

Ιω. 20,24    Θωμᾶς δὲ(1) εἷς ἐκ τῶν δώδεκα(2), ὁ λεγόμενος Δίδυμος(3), οὐκ ἦν μετ᾿ αὐτῶν(4) ὅτε ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς.
Ιω. 20,24    Ο Θωμάς όμως, ένας από τους δώδεκα, ο οποίος ελέγετο εις την ελληνικήν Διδυμος, δεν ήτο μαζή τους, όταν ήλθε ο Ιησούς.
(1) Μεταβατικός σύνδεσμος αλλά και με κάποια αντιθετική έννοια, όπου η αντίθεση είναι ανάμεσα στην απαλλαγμένη από κάθε αμφιβολία πεποίθηση των συμμαθητών και στην από το Θωμά εκδηλούμενη απιστία (ο).
(2) Ο αποστολικός κύκλος σημαίνεται με το «οι δώδεκα», παρόλο που ο Ιούδας ήδη εξέπεσε και χωρίστηκε από αυτούς. Οι δώδεκα παρέμεινε πρόσφορος τίτλος για να δηλώσει το στενότερο κύκλο των μαθητών. Δες Α΄ Κορ. ιε 5 (β).
(3) Δες για αυτό ια 16. Μεταξύ των Ελλήνων ο Θωμάς ήταν γνωστότερος με το Ελληνικό του όνομα Δίδυμος (b).
(4) Ή, λιγότερο πιθανώς, διότι ίσως η κατοικία του βρισκόταν σε μεγαλύτερη απόσταση και άκουσε αργά το μήνυμα της ανάστασης (b). Ή, πιο πιθανό, «είναι εύλογο ότι αυτός, αφού διασκορπίστηκαν οι μαθητές και άφησαν τον διδάσκαλο και έφυγαν, δεν ήλθε πλέον μαζί τους» (Ζ). Για το χαρακτήρα του Θωμά πληροφορηθήκαμε ήδη από τα Ιω. ια 16 και ιδ 5. Η εντύπωση που παράχθηκε σε αυτόν από το θάνατο του διδασκάλου του πρέπει να ήταν αυτή της βαθύτατης αποθάρρυνσης: «Του το είχα πει», θα επαναλάμβανε αναμφίβολα μέσα του. Η απουσία του κατά την πρώτη αυτή ημέρα μπορούσε να μην είναι άσχετη με το πικρό αυτό συναίσθημα (g).
 


Ιω. 20,25    ἔλεγον οὖν αὐτῷ οἱ ἄλλοι μαθηταί· ἑωράκαμεν τὸν Κύριον(1). ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· ἐὰν μὴ(2) ἴδω(3) ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων(4), καὶ βάλω(3) τὸν δάκτυλόν μου εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὴν χεῖρά μου εἰς τὴν πλευρὰν αὐτοῦ(5), οὐ μὴ πιστεύσω.
Ιω. 20,25    Έλεγαν, λοιπόν, εις αυτόν οι άλλοι μαθηταί• “είδαμε τον Κυριον”. Εκείνος όμως τους είπε• “εάν δεν ίδω εις τα χέρια του το σημάδι των καρφιών και δεν βάλω το δάκτυλό μου στο σημάδι των καρφιών, και αν δεν βάλω το χέρι μου εις την πλευράν, που την ετρύπησε η λόγχη, δεν θα πιστεύσω”.
(1) Αναμφίβολα μίλησαν σε αυτόν και για τα σημάδια στα χέρια και την πλευρά του Κυρίου (b). Δες εδώ, ότι οι μαθητές του Χριστού προνοούσαν να οικοδομούν ο ένας τον άλλον στην πίστη, τόσο επαναλαμβάνοντας στον απόντα συμμαθητή όσα είχαν ακούσει, όσο και καθιστώντας αυτόν κοινωνό της πείρας τους. Όλοι όσοι έχουν δει τον Κύριο μέσω της πίστης και γεύτηκαν, ότι «είναι αγαθός ο Κύριος» οφείλουν να αφηγούνται και στους άλλους ό,τι ο Θεός έκανε για αυτούς. Μόνο κάθε καύχηση αλαζονική πρέπει να αποφεύγεται.
(2) Κηρυγμένη και ομολογημένη απιστία (b). Κρύβεται ισχυρογνωμοσύνη και σε αυτή τη μορφή των λόγων του και προπαντός στην επανάληψη των ίδιων λέξεων (g). «Για αυτό ο Θωμάς κατηγορείται. Διότι στους συμμαθητές που είναι αξιόπιστοι και δίνουν διαβεβαιώσεις, δεν πίστεψε» (Ζ). Είχαν και οι υπόλοιποι απόστολοι απιστήσει στις μυροφόρες, αλλά η απιστία του Θωμά ήταν λιγότερο δικαιολογημένη, εφόσον είχε και την πρόσθετη μαρτυρία των δέκα αποστόλων (ο). «Νομίζω όμως… ότι η ολιγοπιστία για λίγο καιρό του μαθητή έγινε πάρα πολύ κατάλληλα κατά το θείο σχέδιο, έτσι ώστε μέσω της δικής του πληροφορίας και εμείς οι μετά από αυτόν, να πιστεύουμε χωρίς ενδοιασμούς, ότι την σάρκα που κρεμάστηκε στο ξύλο και έπαθε τον θάνατο, την ζωοποίησε ο Πατέρας μέσω του Υιού» (Κ). «Και πρόσεξε, σε παρακαλώ, την φιλαλήθεια των αποστόλων, πώς δεν κρύβουν τα ελαττώματα, ούτε τα δικά τους, ούτε των άλλων, αλλά τα γράφουν με πολλή την αλήθεια» (Χ).
(3) «Ζητά ο ίδιος να τον δει· και όχι μόνο αυτό, αλλά και το σημάδι των καρφιών· και δεν σταματά την περιέργεια μέχρι αυτά, αλλά και να βάλει το δάχτυλο στο σημάδι των καρφιών και το χέρι στην πλευρά του» (Ζ). «Ζητούσε να πιστέψει με την πιο χονδροειδή αίσθηση, και ούτε με τα μάτια δεν πίστευε. Διότι δεν είπε Αν δεν δω, αλλά εάν δεν ψηλαφήσω… μήπως ήταν φαντασία αυτό που έβλεπε» (Χ). Ο Θωμάς ζητά να πληροφορηθεί με τις δικές του αισθήσεις. Δεν θυμάται τις προφητείες του Χριστού, που αναφέρονταν στο πάθος του, αλλά και στην ανάστασή του. Ούτε προσέχει στις βεβαιώσεις των συμμαθητών του. Λησμονεί ακόμη ο Θωμάς, ότι ο Κύριος είχε αναστήσει μπροστά του τον μονογενή γιο της χήρας στη Ναΐν και τον τετραήμερο Λάζαρο. Όταν λοιπόν οι συμμαθητές του μαρτυρούσαν, ότι είδαν αναστημένο τον Κύριο, έπρεπε με βάση και τα προηγούμενα αυτά να πειστεί. Αλλά αυτός ζητά να δει με τα ίδια του τα μάτια και με το χέρι να ψηλαφήσει τις ουλές των πληγών του πανάχραντου σώματος. Αυτού του είδους όμως η αξίωσή του, δεν το καταλαβαίνει ο Θωμάς, υπονομεύει τα ίδια τα θεμέλια του Χριστιανισμού. Εάν ο καθένας είχε την αξίωση με τις δικές του αισθήσεις πρώτα να πληροφορηθεί και έπειτα να πιστέψει, τότε η από τα θαύματα απόδειξη έπρεπε συνεχώς δια μέσου των αιτίων, αλλά και ατομικά μπροστά στα μάτια του καθενός να επαναλαμβάνεται. Αλλά το θαύμα τότε θα έχανε την αξία και την ισχύ του, διότι θα καταντούσε συνηθισμένο και κοινό γεγονός, εντασσόμενο στην τάξη αυτών των φυσικών φαινομένων. Αλλά και η πίστη θα έπαυε πλέον να είναι αξιόμισθη. Εάν ήταν δυνατόν με τα μάτια μου να δω και με τα χέρια μου να ψηλαφήσω, ότι ο Υιός του Θεού πέθανε και αναστήθηκε και αναλήφθηκε στους ουρανούς ως αιώνιος αρχιερέας, και δεν απέμενε τίποτα ώστε να δείξω την ταπεινή υποταγή του λογικού μου στην μέσω τω Γραφών μαρτυρία του Θεού, πού θα συνίστατο πλέον η ηθική αξία της πίστης και πώς μετά τη γνώση αυτή και πληροφορία των αισθήσεων η πίστη θα παρέμενε πίστη;
(4) «Δηλαδή τα τραύματα που έγιναν στη σάρκα» (Κ). «Έμαθε ο Θωμάς, όπως φαίνεται, από τους συμμαθητές, ότι έδειξε σε αυτούς τα χέρια και την πλευρά του» (Ζ).
(5) «Από πού όμως γνώριζε ότι και η πλευρά άνοιξε; Το άκουσε από τους μαθητές. Πώς λοιπόν το μεν το πίστεψε, ενώ το άλλο όχι; Επειδή ήταν πολύ παράδοξο και θαυμαστό» (Χ)
 


Ιω. 20,26    Καὶ μεθ᾿ ἡμέρας ὀκτὼ(1) πάλιν ἦσαν ἔσω(2) οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ καὶ Θωμᾶς μετ᾿ αὐτῶν. ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς(3) τῶν θυρῶν κεκλεισμένων(4), καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον καὶ εἶπεν(5)· εἰρήνη ὑμῖν(6).
Ιω. 20,26    Και έπειτα από οκτώ ημέρας ήσαν πάλιν οι μαθηταί μέσα στο σπίτι και ο Θωμάς μαζή με αυτούς. Ερχεται, λοιπόν, ο Ιησούς έξαφνα, ενώ οι πόρτες ήσαν κλεισμένες, εστάθηκε στο μέσον και είπε• “ειρήνη υμίν”.
(1) Δεν έγινε λοιπόν άλλη εμφάνιση κατά τις ενδιάμεσες ημέρες (b). «Εμφανίζεται… την όγδοη ημέρα… δηλαδή την Κυριακή… Διότι δεν τα είπε αυτά για να θεωρήσουμε ότι επειδή είπε μετά από οχτώ ημέρες ότι εννοούσε αυτός την ένατη, αλλά συμπεριέλαβε στον αριθμό και τη ίδια την όγδοη, κατά την οποία εμφανίστηκε» (Κ). Ο Κύριός μας τίμησε και πάλι κατά την ίδια ημέρα της εβδομάδας με την προσωπική του παρουσία την συνάθροιση αυτή και έτσι έθεσε το θεμέλιο για την τιμή και τον αγιασμό της πρώτης ημέρας της εβδομάδας (ο). «Και για ποιό λόγο δεν του εμφανίζεται αμέσως, αλλά μετά από οχτώ ημέρες; Για να κυριευτεί από μεγαλύτερο πόθο και να γίνει μελλοντικά πιστότερος κατηχούμενος από τους μαθητές στο μεταξύ και ακούγοντας τα ίδια λόγια από αυτούς» (Χ). Αξιόλογη και η επόμενη: Ανέβαλε τη νέα εμφάνισή του για κάποιες ημέρες, για να δείξει στους μαθητές του, ότι δεν αναστήθηκε για να ζει τέτοια ζωή, όπως είχε ζήσει μέχρι τώρα, αλλά ανήκε ήδη σε άλλο κόσμο και επισκεπτόταν αυτούς, όπως οι άγγελοι όταν τύχει ευκαιρία επισκέπτονται τους ανθρώπους.
(2) «Μέσα στο σπίτι τους, όπου μαζεύονταν» (Ζ). Ο Ιησούς είχε παραγγείλει στους μαθητές, να πάνε στη Γαλιλαία (Ματθ. κη 7. Μάρκ. ιστ 7). Πώς παραμένουν στην Ιουδαία ακόμη και κατά την όγδοη από την ανάσταση ημέρα; Λιγότερο πιθανώς: Μπορούμε να υποθέσουμε ότι τους συγκράτησε ο φόβος μήπως αφήνοντας μόνο το Θωμά στην ψυχική κατάσταση στην οποία βρισκόταν, τον χάσουν (g). Ή, πιο σωστά, οι μαθητές φαίνεται να περίμεναν να περάσει ολόκληρο το οκταήμερο του Πάσχα είτε διότι έτσι είχαν αποφασίσει πριν την έναρξη της γιορτής είτε διότι είχαν κάποιο λόγο να πιστέψουν, ότι ο Ιησούς θα εμφανιζόταν και πάλι σε αυτούς (β). Αφού συμπληρώθηκε το οκταήμερο το Σάββατο απέφυγαν να ταξιδέψουν για την Γαλιλαία την πρώτη μέρα της εβδομάδας η οποία ήταν το χριστιανικό Σάββατο.
(3) Το ασύνδετο σχήμα προσδίδει ζωηρότητα στην αφήγηση (ο). «Εσύ όμως, όταν δεις τον μαθητή να απιστεί, κατάλαβε τη φιλανθρωπία του Δεσπότου, πώς και για μία ψυχή δείχνει τον εαυτό του να έχει τραύματα, και έρχεται για να διασώσει και τον ένα» (Χ). Ερχεται ο Ιησούς παρόντων ήδη όλων των μαθητών, ώστε όλοι οι μαθητές να είναι μάρτυρες των προς τον Θωμά επιτιμήσεων του Κυρίου και της στοργικής φροντίδας την οποία έλαβε για αυτόν.
(4) «Μπήκε μέσα από τις πόρτες και εμφανίζεται απροσδόκητα στη μέση του σπιτιού, δίνοντας, όπως φαίνεται, τον ίδιο τρόπο του θαύματος και στον μακάριο Θωμά. Διότι χρειαζόταν, χρειαζόταν φάρμακο για αυτόν που κατεξοχήν έπασχε και είχε πιο μικρή την πίστη» (Κ).
(5) «Όπως ακριβώς και πριν. Διότι κάνει όλα, όσα έκανε και όταν ήταν απών» (Ζ). Δες την συγκατάβαση του Κυρίου. Οι πύλες του ουρανού ήταν ανοιχτές σε αυτόν και μπορούσε να στέκεται ανάμεσα στους αγγέλους λατρευόμενος από το πλήθος αυτών. Για ευεργεσία όμως της εκκλησίας του χρονοτριβεί πάνω στη γη και αναβάλλει την ένδοξη ανάληψή του στους ουρανούς, και επισκέπτεται την μικρή ιδιωτική συνάθροιση των φτωχών μαθητών του και βρίσκεται ήδη και πάλι ανάμεσά τους.
(6) Στο χαιρετισμό του περιλαμβάνει και το Θωμά· ειδικά μάλιστα σε αυτόν απευθύνεται· διότι είναι ο μόνος, ο οποίος δεν απολαμβάνει ακόμη την ειρήνη, την οποία δίνει η πίστη (g).
 

Ιω. 20,27    εἶτα λέγει τῷ Θωμᾷ(1)· φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε(2) καὶ ἴδε(3) τὰς χεῖράς μου, καὶ φέρε τὴν χεῖρά σου καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου(4), καὶ μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός(5).
Ιω. 20,27    Έπειτα λέγει στον Θωμάν• “φέρε το δάκτυλό σου εδώ, ιδέ και με τα μάτια σου τα χέρια μου και φέρε το χέρι σου και βάλε το εις την πλευράν μου, ψηλάφησε και ιδέ τα σημάδια των καρφιών και της λόγχης, και μη γίνεσαι άπιστος, αλλά πιστός”.
(1) «Εμφανίζεται πάλι ο Ιησούς και δεν περιμένει να του θέσει εκείνος την αξίωση, ούτε να ακούσει κάτι τέτοιο, αλλά χωρίς να πει τίποτα ο Θωμάς, προλαβαίνοντας αυτός, εκπληρώνει όσα ακριβώς επιθυμούσε» (Χ). Ο Κύριος συγκαταβαίνοντας εκπληρώνει τους όρους που υπαγορεύτηκαν από την απιστία του Θωμά, για να μην παραμείνει αυτός σε αυτήν. Σαν καλός ποιμένας ζητά το χαμένο και το επαναφέρει στην ποίμνη, από την οποία κινδυνεύει να αποπλανηθεί. Η συγκατάβαση και ανοχή του Κυρίου, αλλά και η τρυφερότητα αυτού προς τον μαθητή που απίστησε είναι μοναδική και ασύγκριτη. Ο θριαμβευτής κατά του θανάτου Κύριος απευθύνεται σε αυτόν που υπαγόρευσε αλαζονικά τους όρους, με τους οποίους θα παραχωρούσε την πίστη του, με συμπάθεια και αγάπη. Έλα λοιπόν να δεις· έλα και να ψηλαφήσεις. Τι παράδειγμα και για μας, που μας πείθει, ώστε με πραότητα και συμπάθεια να ελέγχουμε αυτούς που αντιτίθενται σε εμάς. Χωρίς φανατισμό, χωρίς οργή και χωρίς ξεσπάσματα, με ανοχή και μακροθυμία, με υπομονή απέναντι στις ειρωνείες τους και τους χλευασμούς τους, ακόμη δε και στις αδικίες και στους διωγμούς τους. Γνωρίζεις εάν την πεισματική τώρα απιστία τους, μαλάξει με το φωτισμό του ο Θεός, ο οποίος θέλει όλοι να σωθούν και να έλθουν σε επίγνωση της αλήθειας, και σημειωθεί και ως προς αυτούς το θαύμα της επιστροφής;
(2) Δείχνει «ότι και όταν έλεγε αυτά ο Θωμάς προς τους μαθητές, ήταν παρών» (Χ), «και άκουγε ως Θεός. Διότι χρησιμοποίησε και τα ίδια λόγια» (Ζ). Δείχνει στο Θωμά, ότι γνωρίζει αυτά που είναι στη διάνοιά του και πώς εξέφρασε αυτά. Και με τα λόγια του αποκαλύπτοντας, ότι αυτός είναι που εξετάζει καρδιές (Ιω. β 25) παρείχε αποδείξεις ικανές να εξαλείψουν κάθε αμφιβολία από τη διάνοια του άπιστου μαθητή του (β). Επιπλέον η σχεδόν κατά λέξη επανάληψη και από τον Κύριο των αγέρωχων λόγων του Θωμά αποσκοπούν στο να προκαλέσουν σε αυτόν το κοκκίνισμα της ντροπής για το χονδροειδές αυτής της αξίωσης (g). Δεν υπάρχει λόγος απιστίας στις γλώσσες μας ούτε σκέψη δισταγμού στις διάνοιές μας, τα οποία να παραμένουν καλυμμένα και άγνωστα στον Κύριό μας Ιησού.
(3) Με άλλα λόγια: Εξέτασε τα χέρια μου τόσο με την αφή όσο και με την όραση (ο).
(4) Σαν η πρόσκληση να ήταν να βάλει το χέρι του κάτω από τα ρούχα του Ιησού και να βεβαιωθεί εξετάζοντας με την αφή την ουλή στην πλευρά (β, g). «Είναι όμως άξιο απορίας, πώς σώμα άφθαρτο έδειχνε τα αποτυπώματα των καρφιών και μπορούσε να το αγγίξει θνητό χέρι; Αλλά μη θορυβηθείς· διότι αυτό συνέβη κατά συγκατάβαση. Διότι το τόσο λεπτό και ελαφρό σώμα, που μπήκε ενώ οι πόρτες ήταν κλειστές, ήταν απαλλαγμένο από κάθε παχύτητα. Αλλά δείχνεται αυτό για να πιστευτεί η ανάσταση και για να μάθουν ότι αυτός ήταν που σταυρώθηκε, και δεν αναστήθηκε άλλος αντί για αυτόν… Όπως ακριβώς λοιπόν βλέποντάς τον πριν το σταυρό να περπατά πάνω στα κύματα, δεν λέμε ότι το σώμα εκείνο ήταν άλλης φύσης, αλλά της δικής μας, έτσι, βλέποντας αυτόν μετά την ανάσταση να έχει τα αποτυπώματα του σταυρού, δεν θα πούμε πλέον ότι αυτός είναι φθαρτός· διότι αυτά τα έδειχνε για το μαθητή» (Χ). «Επειδή και αυτό που έφαγε, δεν το έφαγε από ανάγκη σωματική, αλλά για να βεβαιώσει την ανάσταση… και με κάποια δύναμη αόρατη και θεία καταναλώνονταν αυτά που φαγώθηκαν διότι τα πήρε μόνο για απόδειξη της ανάστασης» (Θφ).
(5) «Χρησιμοποίησε τα ίδια λόγια και κατά τρόπο πάρα πολύ επιτιμητικό και στη συνέχεια με τρόπο διδακτικό. Διότι αφού είπε φέρε το δάχτυλό σου… πρόσθεσε. Και μη γίνεσαι άπιστος αλλά πιστός» (Χ). «Από όπου είναι φανερό, ότι από απιστία ήταν η αμφιβολία. Διότι να, ο Κύριος τον αποκαλεί άπιστο» (Θφ). Μη γίνεσαι. Ο Θωμάς δεν ήταν άπιστος αλλά βρισκόταν σε κατάσταση διάνοιας τέτοια, η οποία τον οδηγούσε στην απιστία (β). Δεν ήταν άπιστος με την έννοια, ότι δυσπιστούσε στο Διδάσκαλό του, αλλά βρισκόταν στην οδό της απιστίας, όταν αρνούνταν να δεχτεί τη νέα αποκάλυψη, την οποία έκανε στους μαθητές του ο Κύριος (τ). Με το ρήμα «μη γίνου» ζητά ο Ιησούς να αισθανθεί ο Θωμάς σε ποια κρίσιμη θέση βρίσκεται ήδη. Βρίσκεται στο σημείο όπου χωρίζονται οι δύο δρόμοι: αυτός της τέλειας πίστης και αυτός της τέλειας απιστίας. Ένα μόνο σημείο της αλήθειας, ένα μόνο γεγονός της ιστορίας το οποίο θα αρνούνταν κάποιος πεισματικά να δεχτεί, μπορεί να αποβεί για αυτόν σημείο αφετηρίας για πλήρη απιστία (g).
 
Ιω. 20,28    καὶ ἀπεκρίθη Θωμᾶς(1) καὶ εἶπεν αὐτῷ(2)· ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου(3).
Ιω. 20,28    Απήντησε τότε ο Θωμάς και είπε εις αυτόν• “Πιστεύω, Κυριε, ότι συ είσαι ο Κυριος μου και ο Θεός μου”.
(1) Η γλώσσα (την οποία χρησιμοποιεί ο Θωμάς) είναι απότομη λόγω του αιφνιδίου του αισθήματος, το οποίο διεγέρθηκε σε αυτόν (b). Βαθειά εντύπωση προκλήθηκε σε αυτόν όχι μόνο από την πραγματικότητα της ανάστασης, για την οποία τον πληροφορούν οι αισθήσεις του, αλλά και από την παντογνωσία του Κυρίου, η οποία αποδεικνυόταν από την επανάληψη των λόγων, τους οποίους είχε πει ο Θωμάς. Η σκηνή αυτή υπενθυμίζει αυτήν του Ναθαναήλ (g). Είναι πιθανότατο, ότι ο Θωμάς δεν άπλωσε το χέρι του να αγγίξει με το δάχτυλό του το σώμα του Κυρίου. Η θέα του Κυρίου και τα λόγια του παρήγαγαν σε αυτόν στιγμιαία ακράδαντη πεποίθηση, ότι ο Κύριος αναστήθηκε (ο). «Αφού είδε… αμέσως πίστεψε, χωρίς να περιμένει να ψηλαφήσει» (Ζ).
(2) Οι Σωκινιανοί και κάποιοι άλλοι επεχείρησαν να εφαρμόσουν τα ακόλουθα λόγια στο Θεό και όχι στον Ιησού, θεωρώντας αυτά ως κραυγή λατρείας του Θωμά και δεχόμενοι αυτά είτε σαν λόγο δοξολογίας είτε σαν αναφώνηση τιμής προς τον Θεό (g). Αλλά εάν τέτοια ήταν η πρόθεση του Θωμά ο ευαγγελιστής δεν θα προσέθετε «Είπε σε αυτόν». Τον Ιησού λοιπόν ονόμασε Κύριο και Θεό· το οποίο είναι σύμφωνο και με αυτά που αναφέρονται στο στίχο 17· ούτε αποτελούν τα λόγια αυτά («ο Κύριός μου και ο Θεός μου») μορφή απλής αναφώνησης. Οι μαθητές ήδη είχαν δει τον Κύριο (στίχος 25). Τώρα ο Θωμάς επιστρέφοντας στην πίστη δεν αναγνωρίζει απλώς τον Ιησού ως Κύριο… αλλά ομολογεί και την θεότητά του με υψηλότερη έννοια, όπως κανείς μέχρι τώρα δεν είχε ομολογήσει αυτήν (b).
(3) Πιστεύω και αναγνωρίζω, ότι είσαι ο Κύριός μου και ο Θεός μου (b). «Ο μακάριος Θωμάς έκανε σωστότατη την ομολογία για αυτόν λέγοντας: ο Κύριός μου και ο Θεός μου. Διότι σε αυτόν που είναι από τη φύση του Κύριος και εξουσιάζει τα πάντα, αληθινά θα συνεπαγόταν και το ότι είναι Θεός, όπως ακριβώς βεβαίως και σε αυτόν που είναι από τη φύση του Θεός, θα φαινόταν να συνυπάρχει πλήρως και το να μπορεί να εξουσιάζει τα πάντα και το να κατέχει την δόξα της κυριότητας. Πρέπει όμως να προσέξουμε ότι κατά τρόπο μοναδικό και με άρθρο λέει Ο Κύριός μου και ο Θεός μου. Διότι δεν είπε απλώς Κύριός μου και Θεός μου, για να μην νομίσει κάποιος ότι τον είπε κύριο και Θεό με τρόπο που μοιάζει με τον δικό μας ή των αγίων αγγέλων… αλλά έναν Κύριο κατά τρόπο ειδικό και Θεό επειδή γεννήθηκε από τον κατά φύση Κύριο και Θεό Πατέρα» (Κ). Η ομολογία του Θωμά υπερβαίνει την ομολογία του Ναθαναήλ (α 49) και εκφράζει την πιο βαθειά από τις χριστιανικές αλήθειες, την οποία ο Ιωάννης έβαλε ως προμετωπίδα του ευαγγελίου του «και ήταν Θεός ο Λόγος» (β). Η απιστία του Θωμά που νικήθηκε τελείως με τη νέα αυτή εμφάνιση του Κυρίου, μας υποβοηθεί στο να στηριχτούμε στην προς αυτόν πίστη μας. Διότι δείχνει, ότι η μαρτυρία για την ανάστασή του δεν προέρχεται από χείλη ευπίστων ανθρώπων, αλλά από μάρτυρες, οι οποίοι παρέμεναν δύσπιστοι μέχρι τη στιγμή, κατά την οποία παρασχέθηκαν σε αυτούς όλες οι αποδείξεις, τις οποίες αξίωναν. Ο Θωμάς πίστεψε στο Χριστό ως τον Κύριο και Θεό του. Και εμείς λοιπόν οφείλουμε να πιστεύουμε στο Χριστό όχι σαν σε άνθρωπο που έγινε Θεός, αλλά σαν σε Θεό που έγινε άνθρωπος, όπως και ο ευαγγελιστής λέει: «Και ο Λόγος έγινε σάρκα».
 

Ιω. 20,29    λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς(1)· ὅτι ἑώρακάς με(2), πεπίστευκας(3)· μακάριοι(4) οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες(5).
Ιω. 20,29    Λέγει εις αυτόν ο Ιησούς• “επίστευσες, διότι με είδες• μακάριοι θα είναι απ' εδώ και πέρα στους αιώνας των αιώνων, εκείνοι οι οποίοι καίτοι δεν με είδαν, επίστευσαν”.
(1) «Άκουσε ο Σωτήρας αυτό που είπε ο μαθητής του, ο οποίος είναι διατεθειμένος και πίστεψε ότι αληθινά είναι αυτός ο Κύριος και ο Θεός, αλλά δεν θεωρούσε ότι πρέπει να τον μαλώσει. Για αυτό λοιπόν τον επαινούσε που πίστεψε και πολύ σωστά» (Κ). Ο Κύριος δεν απαντά όπως ο άγγελος της Αποκάλυψης «το Θεό προσκύνησε» (Αποκ. κβ 9), αλλά απαντά αντίθετα «πίστεψες» και δέχεται έτσι την ομολογία του Θωμά (g).
(2) Με τη θέα και όχι με το άγγιγμα πίστεψε ο Θωμάς. Για αυτό και ο Ιησούς δεν λέει σε αυτόν Πίστεψες διότι με ψηλάφησες (β).
(3) Ο παρακείμενος σημαίνει ότι στο εξής θα κατέχεις την πίστη (g). Δεν είναι άστοχη και η στίξη με ερωτηματικό. Διότι κρύβεται κάποια σκιά μομφής στη όλη φράση. Όχι διότι ο Θωμάς υποχώρησε τόσο γρήγορα στην απόδειξη της ανάστασης του διδασκάλου του -για αυτό ήταν αξιέπαινος μάλλον- αλλά διότι με επιμονή αρνήθηκε να δεχτεί την μαρτυρία των συμμαθητών του (ο).
(4) «Διακηρύττει ότι είναι μακάριοι αυτοί που πιστεύουν και χωρίς να δουν· διότι είναι όντως θαυμάσιοι. Και για ποιά αιτία; Διότι σε αυτά μεν που βρίσκονται μπροστά στα μάτια μας δεν οφείλεται καθόλου αμφιλεγόμενη πίστη. Διότι τίποτα δεν πείθει καθόλου στο να έχει κάποιος ενδοιασμούς. Αυτό όμως που δεν το έχει δει κάποιος, αν το παραδεχτεί, τίμησε με αξιολογότατη πίστη αυτόν που το κήρυξε. Θα ακολουθήσει λοιπόν ο μακαρισμός καθέναν που πιστεύει μέσω της φωνής των αγίων αποστόλων» (Κ). «Δεν είπε αυτό, αποστερώντας το Θωμά από τον μακαρισμό, αλλά για να παρηγορήσει αυτούς που δεν είδαν» (Θφ). Ο Κύριος σημειώνει και αντιθέτει δύο βαθμούς πίστης· τον ένα κατώτερο, που βασίζεται στην πείρα των αισθήσεων και των υλικών αποδείξεων («επειδή με είδες»)· τον άλλον ανώτερο, που στηρίζεται στη μαρτυρία («αυτοί που δεν είδαν») (F). To «μακάριος» λοιπόν με την αντίθεση παίρνει την έννοια του μακαριότεροι (ο). Η μακαριότητα και του Θωμά δεν αποκλείεται, αλλά ο πλούσια ευνοημένος κλήρος αυτών που πιστεύουν χωρίς να δουν τονίζεται ειδικά (b). «Αυτό είναι περισσότερο μακάριο, το να πιστέψει κάποιος χωρίς να δει» (Θφ).
(5) «Διότι αυτό είναι γνώρισμα πίστης, το να δεχτεί δηλαδή κανείς αυτά που δεν βλέπει. Διότι είναι η πίστη… έλεγχος πραγμάτων που δεν βλέπονται» (Χ). «Και συμπεριλαμβάνει ο μακαρισμός αυτούς που πιστεύουν μέσω του κηρύγματος» (Ζ). Ο αόριστος «ἰδόντες» αναφέρεται σε πράξη προηγούμενη σε σχέση με την πίστη (g). Θα αποδιδόταν με επιτυχία ως εξής: παρόλο που δεν είδαν (ο). Ο αόριστος «πιστεύσαντες» λέγεται από τη άποψη της ανάπτυξης της Εκκλησίας που θεωρείται ως ολοκληρωμένη (g). Πρόκειται για γεγονός που προληπτικά λέγεται για όλους τους πιστούς σε όλες τις γενεές που θα ακολουθήσουν (ο).
 


Ιω. 20,30    Πολλὰ(1) μὲν(2) οὖν καὶ ἄλλα σημεῖα(3) ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς ἐνώπιον τῶν μαθητῶν αὐτοῦ(4), ἃ οὐκ ἔστι γεγραμμένα ἐν τῷ βιβλίῳ τούτῳ(5)·
Ιω. 20,30    Εκτός από το θαύμα αυτό της αναστάσεως και από όσα άλλα θαύματα είχε κάμει προηγουμένως ο Ιησούς, έκαμε και πολλά άλλα, εμπρός στους μαθητάς του, τα οποία απεδείκνυαν την θεότητά του και το έργον του, και τα οποία δεν είναι γραμμένα στο ιερόν τούτο βιβλίον.
(1) «Ανακεφαλαιώνει κατά κάποιο τρόπο την συγγραφή του, και κάνει φανερό στους ακροατές τον σκοπό των ευαγγελικών κηρυγμάτων» (Κ). Οι στίχοι αυτοί σχηματίζουν το συμπέρασμα (clausula σύμφωνα με τον Τερτυλλιανό adv. Prax. 25) του ευαγγελίου, όπως αρχικώς σχεδιαζόταν, αφού το ακόλουθο κεφάλαιο κα είναι συμπλήρωμα που προστέθηκε πριν ακόμη το Ευαγγέλιο μπει σε κυκλοφορία (β). Εάν ο συγγραφέας αποσκοπούσε στο ευαγγέλιό του να αφηγηθεί την ανάπτυξη της πίστης των μαθητών, τότε η γέννηση της πίστης αυτής έπρεπε να είναι η αφετηρία της αφήγησης -και πράγματι είναι όπως φαίνεται από το Ιω. α 19 και εξής- το τελείωμά της έπρεπε να είναι το τέρμα. Και πράγματι το τελείωμα αυτό το βρίσκουμε στην ομολογία του Θωμά (g).
(2) Προετοιμάζει την ακόλουθη αντίθεση. Ο απόστολος ζητά να κάνει σαφές, ότι η σκέψη του δεν υπήρξε να διαγράψει πλήρη την εικόνα για κάθετί που είδε και άκουσε, αλλά ότι από το πλήθος των γεγονότων της ιστορίας του Ιησού έκανε εκλογή κατάλληλη για τον σκοπό τον οποίο είχε σαν πρόθεση (g).
(3) Ή, λιγότερο πιθανώς, «εγώ νομίζω εδώ ότι εννοεί τα θαύματα που έκανε μετά την ανάσταση. Για αυτό λέει Μπροστά στους μαθητές του. Διότι όπως ακριβώς πριν την ανάσταση έπρεπε να γίνουν πολλά για να πιστέψουν ότι είναι Υιός του Θεού, έτσι και μετά την ανάσταση, για να δεχτούν ότι αναστήθηκε. Για αυτό και πρόσθεσε Μπροστά στους μαθητές του, επειδή μόνο με αυτούς συναναστρεφόταν μετά την ανάσταση» (Χ). Ή, πιο σωστά «είναι κοινός ο λόγος και για τα πριν και για τα μετά την ανάσταση» (Ζ). Έκανε πριν το Πάθος του και μετά την ανάστασή του. Διότι προστίθεται Μπροστά στους μαθητές του. Οι μαθητές είδαν τα θαύματά του περισσότερο από ό,τι οι άλλοι πριν το Πάθος του, αλλά μόνοι αυτοί είδαν αυτά μετά την ανάστασή του (b).
(4) Με τις λέξεις αυτές δηλώνει ο Ιωάννης τον ρόλο των μαθητών στην ίδρυση της εκκλησίας. Ήταν οι αυτόπτες μάρτυρες των έργων του Ιησού, αυτοί που εκλέχτηκαν για να τον συνοδεύσουν με σκοπό όχι μόνο αυτοί να στηριχτούν στην πίστη, αλλά να εγκαθιδρυθεί μέσω αυτών και σε όλο τον κόσμο η πίστη (g). To «αὐτοῦ» αποσιωπάται από πολλούς μεγαλογράμματους και 13 άλλα χειρόγραφα.
(5) Κρύβεται  στην αντωνυμία «τούτῳ» μία σιωπηρή αντίθεση με άλλα βιβλία, που αφηγούνται γεγονότα που αποσιωπούνται στο βιβλίο αυτό (g). Δεν έχουν γραφτεί τα άλλα θαύματα, όπως οι θεραπείες λεπρών και δαιμονισμένων, στο βιβλίο αυτό, αν και κάποια από αυτά έχουν γραφτεί σε άλλα βιβλία (β). Ο Ιωάννης προλαβαίνει την εντύπωση, την οποία θα προκαλούσε στον αναγνώστη του ευαγγελίου του η σύγκρισή του με τους Συνοπτικούς ευαγγελιστές (μ).
 


Ιω. 20,31    ταῦτα δὲ(1) γέγραπται ἵνα(2) πιστεύσητε(3) ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ(4), καὶ ἵνα(2) πιστεύοντες ζωὴν ἔχητε(5) ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ(6).
Ιω. 20,31    Αυτά δε, που εξιστορήσαμεν, εγράφησαν, δια να πιστεύσετε ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού και ίνα πιστεύοντες αυτόν με φωτισμένην και ενεργόν πίστιν, έχετε, ως παντοτεινόν κτήμα σας, εν τω ονόματι αυτού, την αιωνίαν ζωήν”.
(1) Το «δε» ανταποκρίνεται στο «μεν» του προηγούμενου στίχου.
(2) Ο σκοπός του ευαγγελίου (b). Δεν αποβλέπει ο ευαγγελιστής στη γνώση, αλλά στην πίστη και μέσω της πίστης στη ζωή. Δεν είναι φιλόσοφος, αλλά μάρτυρας. Και το έργο του ως ιστορικού αποτελεί μέρος της αποστολικής του διακονίας (g). Ο σκοπός αυτός είναι θεωρητικός συγχρόνως (πιστέψετε) και πρακτικός (ζωήν έχετε) (F). «Δεν τα είπαν από φιλοδοξία, αυτά που έγραψαν, αλλά μόνο εξαιτίας της χρησιμότητάς τους. Διότι εκείνοι που παρέλειψαν τα περισσότερα, πώς θα ήταν δυνατόν να τα έγραψαν αυτά από φιλοδοξία; Για ποιο λόγο λοιπόν δεν τα ανέφεραν όλα; Κυρίως μεν εξαιτίας του πλήθους τους, έπειτα πάλι σκέφτονταν και εκείνο, ότι δηλαδή εκείνος που δεν θα πιστέψει στα όσα λέχθηκαν, ούτε τα περισσότερα θα προσέξει, ενώ αυτός που θα δεχτεί αυτά, τίποτα άλλο δεν θα χρειαστεί για να πιστέψει» (Χ).
(3) Ο σιναϊτικός και βατικανός κώδικας γράφουν πιστεύητε. Ο Ιωάννης διάλεξε στο βίο του διδασκάλου του τα γεγονότα και τις μαρτυρίες, τα οποία συντέλεσαν και σε αυτόν στο να σχηματιστεί και να ενισχυθεί η πίστη του. Από την εκλογή αυτή προήλθε το κατά Ιωάννην. Λέγοντας λοιπόν «πιστεύσητε» απευθύνεται ο απόστολος σε ορισμένους χριστιανούς, αλλά οι οποίοι αντιπροσωπεύουν για αυτόν την εκκλησία ολόκληρη. Αυτοί αναμφίβολα και ήδη πιστεύουν. Αλλά η πίστη πρέπει πάντοτε να προοδεύει, και σε κάθε πρόοδο η προηγούμενη πίστη φαίνεται τόσο ανεπαρκής, ώστε να μην αξίζει το όνομα της πίστης (g). Δες και Α΄ Ιω. ε 13, όπου καθορίζεται σχετικός και ο σκοπός της συγγραφής της Α΄ Καθολικής επιστολής. Άλλοι γράφουν βιβλία για να διασκεδάσουν τους εαυτούς τους και τους άλλους και δημοσιεύουν αυτά είτε για να εξασφαλίσουν κέρδη υλικά είτε για να πετύχουν τον έπαινο και την επιδοκιμασία. Άλλοι συγγράφουν για να διδάξουν τους άλλους τέχνες και επιστήμες για πρόσκαιρα οφέλη και πλεονεκτήματα. Αλλά ο ευαγγελιστής δεν απέβλεψε σε επίγεια οφέλη αλλά στο να φέρει τους ανθρώπους στο Χριστό και στον ουρανό πείθοντας αυτούς να πιστέψουν. Και για αυτό χρησιμοποίησε τις πιο κατάλληλες μεθόδους δηλαδή παρέχοντας στον κόσμο θεία αποκάλυψη που υποστηρίζεται από τις αρμόζουσες σε αυτήν αποδείξεις.
(4) Ο Ιωάννης χαρακτηρίζει τον Ιησού με τρόπο που υποδηλώνει τις δύο φάσεις, από τις οποίες πέρασε η προς αυτόν πίστη του ιδίου (του Ιωάννη) κατά την ανάπτυξή της. Κατ’ αρχάς πίστεψε στον Ιησού τον Χριστό, στον οποίο εκπληρώνονταν οι προφητείες και η θεοκρατική ελπίδα, και ακολούθως τον Υιό του Θεού. Ο όρος Χριστός αναφέρεται στο έργο του Ιησού, η ονομασία ο Υιός του Θεού αναφέρεται στο ίδιο το πρόσωπό του. Η ονομασία Χριστός αναφέρεται στη σχέση του Ιησού με τον Ισραήλ και τους ανθρώπους γενικά, η δεύτερη ονομασία στην προσωπική σχέση του με το Θεό (g). «Είναι όχι απλώς υιός, αλλά ο Υιός του Θεού, κατά τρόπο μοναδικό και προσωπικό» (Κ). Πρώτον ο Ιησούς είναι ο Χριστός, δηλαδή το πρόσωπο, το οποίο με τον τίτλο του Μεσσία ήταν υποσχημένο στην Παλαιά Διαθήκη και αναμενόταν σύμφωνα με τις προφητείες, και το οποίο σύμφωνα και με τη σημασία του ονόματός του είχε χρισθεί από το Θεό ως ο βασιλιάς, ο προφήτης και ο μεσίτης και ο σωτήρας. Δεύτερον ο Ιησούς είναι ο Υιός του Θεού. Όχι μόνο ο μεσίτης, διότι αλλιώς δεν θα ήταν μεγαλύτερος από τον Μωϋσή, ο οποίος υπήρξε προφήτης, μεσίτης και νομοθέτης. Προϋπήρξε της ιδιότητάς του ως μεσίτη και λυτρωτή. Διότι υπήρξε αιωνίως θείο πρόσωπο, έχοντας τη δύναμη και τη δόξα του Θεού, διότι αλλιώς δεν θα ήταν δυνατόν να φέρει σε αίσιο πέρας το έργο του ως Λυτρωτής και Σωτήρας. Και από εδώ φαίνεται καθαρά ότι ο Χριστός ο Υιός του Θεού είναι το κέντρο της Γραφής. Και το Βιβλίο αυτό το αιώνιο ανεξαρτήτως του σε ποιά εποχή και από ποιόν συγγραφέα γράφτηκαν τα διάφορα τμήματα ή βιβλία από τα οποία αποτελείται, είναι ενιαίο. Χρειάστηκαν αιώνες ολόκληροι για να συντελεστεί. Από την εποχή, κατά την οποία γράφτηκε η Πεντάτευχος μέχρι την εποχή της Αποκάλυψης πέρασαν χιλιετηρίδες. Και όχι ένας αλλά πολλοί κινήθηκαν από το Πνεύμα συγγραφείς στο να απαρτιστεί ο αιώνιος και ουράνιος κώδικας της Βίβλου. Σε όλα όμως τα βιβλία αυτά, που αποτελούν τη Βίβλο, συνυφαίνεται συνεχώς σαν κάποιο χρυσό νήμα που συγκρατεί την όλη υφή είτε με τη μορφή προφητειών είτε με την αφήγηση γεγονότων ιστορικών το όνομα το πάνω από κάθε όνομα, το όνομα του Χριστού του Υιού του Θεού. Και μολονότι διάφοροι και σε διάφορες εποχές μιλούν σε αυτήν απηχούν όλοι μία και την ίδια αρμονική μαρτυρία, όπως το Πνεύμα έδινε στον καθένα να μιλά.
(5) «Ζωή αιώνια» (Ζ), ζωή υπερφυσική και ουράνια (F). Υπάρχει και γραφή ζωήν αιώνιον. Εάν ο Ιωάννης έχει σαν πρόθεση να προσελκύσει τους αναγνώστες του στην πίστη του, αυτό οφείλεται στο ότι από προσωπική του πείρα γνώριζε, ότι η πίστη αυτή παράγει τη ζωή (g). Το κεντρικό λοιπόν μήνυμα του τέταρτου ευαγγελίου είναι ότι η πίστη στον Ιησού Χριστό αποτελεί την οδό προς ζωή. Δες γ 15,16,36, Α΄ Ιω. ε 13. «Σε αυτόν υπήρχε ζωή» διακηρύσσεται στον Πρόλογο του ευαγγελίου και ο σκοπός της έλευσής του στον κόσμο υπήρξε, οι άνθρωποι να έχουν ζωή. Δες ε 40, στ 53, ι 10 (β).
(6) «Δηλαδή μέσω αυτού· διότι αυτός είναι η ζωή» (Χ). Η φράση εξαρτάται από το ἔχητε και όχι από το πιστεύοντες. Με το όνομα του Χριστού επιτυγχάνεται η ζωή· δηλαδή τόσο η πνευματική και καινούργια ζωή, που παρέχεται με την κοινωνία με το Χριστό όσο και η αιώνια ζωή. Η μία είναι συνέχεια της άλλης και οι δύο επιτυγχάνονται με την αξιομισθία και δύναμη του Χριστού και οι δύο εξασφαλίζονται αναπαλλοτρίωτα σε όλους του πιστούς.
 
(*) Μετά το συμπέρασμα κ 30-31 το τεμάχιο αυτό προκαλεί την έκπληξη του αναγνώστη. Η συγγραφή του τεμαχίου αυτού πρέπει να είναι μεταγενέστερη από αυτήν του όλου ευαγγελίου, πρέπει όμως να έγινε και αυτή νωρίτατα και να προστέθηκε στο υπόλοιπο ευαγγέλιο πριν ακόμη δημοσιευτεί και κυκλοφορήσει αυτό, διότι διαφορετικά θα είχαμε δύο οικογένειες χειρογράφων, τη μία χωρίς το Παράρτημα και την άλλη με αυτό. Πρέπει λοιπόν να τοποθετήσουμε το χρόνο της συγγραφής του Παραρτήματος ανάμεσα στο χρόνο της συγγραφής των είκοσι πρώτων κεφαλαίων του κατά Ιωάννην και στο χρόνο της δημοσίευσής του (g). Για τη γνησιότητά του θα μπορούσε κάποιος να παρατηρήσει μαζί με τον Stier, ότι ουδέποτε καμία δεν διατυπώθηκε αμφισβήτηση σε όλη την εκκλησία μέχρι τα χρόνια του Grotius, που πρώτος διατύπωσε μία τέτοια αμφιβολία όχι από κάποια άλλη αιτία, αλλά για το συμπέρασμα στο κ 30-31, με το οποίο φαίνεται να τελειώνει το όλο ευαγγέλιο. Ως προς τα εσωτερικά τεκμήρια θα σημείωνε κάποιος, ότι «σε κάθε μέρος του εμφανίζεται σαφώς και απαραγνώριστα το χέρι του Ιωάννου καθώς και ο χαρακτήρας του και το πνεύμα με τρόπο, ώστε και αυτοί οι περισσότερο προκατειλημμένοι να αναγνωρίζουν αυτά» (Alford). Ο Luthardt (Λούθηρος) θεωρεί μόνο τους δύο τελευταίους στίχους ότι προστέθηκαν από την εκκλησία της Εφέσου. Αλλά το επιχείρημα υπέρ αυτής της εκδοχής που αντλείται από το «οίδαμεν (γνωρίζουμε)» του στίχου 24, εξασθενεί από το ακόλουθο «οἶμαι (νομίζω)» του στίχου 25 (ο). Ο λόγος, για τον οποίο σαν κάποιο υστερόγραφο προστέθηκε το κεφάλαιο αυτό, υπήρξε ώστε να ξεπεραστούν κάποιες παρεξηγήσεις των λόγων του Κυρίου. Μαράν αθά ήταν το σύνθημα της πρώτης χριστιανικής γενεάς (Α΄ Κορ. ιστ 22) και κατ’ αρχάς πάρα πολλοί χριστιανοί πίστευαν, ότι η Παρουσία ήταν κοντά (Ιω. ιδ 8 και Α΄ Ιω. β 28). Κατά το χρόνο όμως της συγγραφής του τετάρτου ευαγγελίου η ελπίδα της γρήγορης έλευσης του Χριστού σβηνόταν, αλλά υπήρχαν ακόμη αυτοί που πίστευαν, ότι ο Κύριος υποσχέθηκε είτε με τα λόγια στο Ιω. κα 22 είτε με λόγια όμοια με αυτά στο Μάρκ. θ 1, ότι θα επέστρεφε πριν ακόμη πεθάνουν όλοι οι απόστολοι. Συνεπώς, όταν ο τελευταίος επιζών απόστολος προσέγγιζε προφανώς στο τέλος της ζωής του, πρέπει να υπήρξαν κάποιοι, οι οποίοι βρίσκονταν σε κάποιο σκανδαλισμό και απορία (β). Ο Ιωάννης λοιπόν ήθελε να βάλει τέρμα στις πλανημένες φήμες, σύμφωνα με τις οποίες ο Κύριος είχε υποσχεθεί σε αυτόν, ότι δεν θα πέθαινε (F).
 


Ιω. 21,1    Μετὰ ταῦτα(1) ἐφανέρωσεν ἑαυτὸν(2) πάλιν ὁ Ἰησοῦς τοῖς μαθηταῖς ἐπὶ τῆς θαλάσσης τῆς Τιβεριάδος(3)· ἐφανέρωσε δὲ οὕτως(4).
Ιω. 21,1    Έπειτα από αυτά, εφανέρωσε τον ευατόν του πάλιν ο Ιησούς κοντά εις την λίμνην της Τιβεριάδος• εφανερώθηκε δε ως εξής•
(1) Μετάβαση οικεία στον Ιωάννη (ε 1,στ 1, ζ 1 κλπ.). Χρησιμεύει, για να συνδέσει το παράρτημα με το ευαγγέλιο και ειδικά με την αφήγηση της δεύτερης εμφάνισης στους έντεκα (g).
(2) «Διότι δεν συναναστρεφόταν συνεχώς με αυτούς όπως πριν, αλλά με διαλείμματα. Τα ρήματα εφανέρωσε και εφάνη και ώφθη και τα σχετικά υποδηλώνουν, ότι σύμφωνα με τη φύση της αφθαρσίας του σώματος ήταν αόρατος σε φθαρτά μάτια, αλλά από συγκατάβαση και για να εκπληρώσει το θείο σχέδιο φανερωνόταν» (Ζ). Προτίμησε το ἐφανέρωσεν ἑαυτὸν αντί για το φανερώθηκε, για να δείξει την εκούσια αποκάλυψη αυτού που έχει πνευματικό μεν και άφθαρτο και αμόλυντο σώμα, όχι όμως ακόμη θεωμένο και δοξασμένο, όπως όταν αποκαλύφθηκε στον Παύλο (δ), για να δηλωθεί η ελεύθερη και ενσυνείδητη θέληση, («ότι αν δεν ήθελε… δεν γινόταν ορατός» Θφ), με την οποία ο Ιησούς έβγαινε από τη σφαίρα της αορασίας, για να φανερώνει τον εαυτό του. Και η φράση αυτή συνηθισμένη στον Ιωάννη. Δες ζ 4 καθώς και η παράλληλη φράση ετάραξεν εαυτόν στο ια 33 (g).
(3) Στην Κ.Δ. είναι ονομασία καθαρά Ιωάννεια (στ 1). Οι συνοπτικοί λένε θάλασσα της Γαλιλαίας (Ματθ. δ 18) ή λίμνη της Γεννησαρέτ (Λουκ. ε 1). Η Π.Δ. καμμία από τις δύο ονομασίες δεν γνωρίζει, ενώ ο Ιώσηπος χρησιμοποιεί και τις δύο. Η εμφάνιση λοιπόν έγινε στη Γαλιλαία. Έτσι η αφήγηση του Ιωάννη συνδέει την αφήγηση του Ματθαίου, ο οποίος εκτός από την εμφάνιση στις Μυροφόρες στην Ιερουσαλήμ και στον τάφο, δεν αφηγείται παρά μία στη Γαλιλαία εμφάνιση του Ιησού, με αυτήν του Λουκά, η οποία αναφέρει μόνο τις εμφανίσεις στην Ιερουσαλήμ και Ιουδαία. Η αφήγηση του Ιωάννη αποδεικνύει, ότι εμφανίσεις του Ιησού έγιναν και στη Γαλιλαία και στην Ιουδαία. Οι απόστολοι μετά την εορτή του Πάσχα επέστρεψαν στη Γαλιλαία και ξαναέπιασαν εκεί προσωρινά το βιοτικό επάγγελμά τους. Γύρω στο τέλος όμως των σαράντα ημερών, αναμφίβολα με εντολή του Ιησού, γύρισαν στην Ιερουσαλήμ (g).
(4) «Όπως θα πει» (Ζ). Ο Λούθηρος σημειώνει ότι η φράση αυτή τονίζει τη σημασία της διήγησης που ακολουθεί (ο). Το σώμα του Κυρίου, αν και ήταν αληθινό και πραγματικό σώμα ήταν συγχρόνως και πνευματικό σώμα, όπως θα είναι μετά την καθολική ανάσταση και το δικό μας σώμα. Και ως πνευματικό σώμα ήταν ορατό μόνο όταν ο Κύριος ήθελε να εμφανίσει τον εαυτό του, ή και ερχόταν και απομακρυνόταν τόσο γρήγορα ώστε μπορούσε να είναι σε μια στιγμή, εν ριπή οφθαλμού, και εδώ και εκεί.
 

Ιω. 21,2    ἦσαν ὁμοῦ Σίμων Πέτρος, καὶ Θωμᾶς ὁ λεγόμενος Δίδυμος(1), καὶ Ναθαναὴλ ὁ ἀπὸ Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας(2), καὶ οἱ τοῦ Ζεβεδαίου(3), καὶ ἄλλοι ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ δύο(4_.
Ιω. 21,2    Ήσαν μαζή ο Σιμων Πετρος και ο Θωμάς, που ελέγετο Διδυμος, και ο Ναθαναήλ, που κατήγετο από την Κανά της Γαλιλαίας, και οι υιοί του Ζεβεδαίου και άλλοι δύο από τους μαθητάς του.
(1) Ο Θωμάς ήταν ένας από τους επτά αυτούς μαθητές και ονομάζεται αμέσως μετά τον Πέτρο, σαν να ήταν παρών τώρα στις συναντήσεις των αποστόλων πυκνότερα από ό,τι άλλοτε. Είναι καλό και αξιέπαινο, εάν οι ζημιές, τις οποίες υποστήκαμε λόγω της αμέλειάς μας, μάς κάνουν προσεκτικούς και επιμελείς, ώστε στο εξής να μην χάνουμε τις ευκαιρίες, όπως συμβαίνει τώρα και με το Θωμά. Απουσίαζε κατά την πρώτη εμφάνιση του Κυρίου στους δώδεκα, αλλά τώρα είναι παρών.
(2) Η εξήγηση αυτή για τον Ναθαναήλ δεν δόθηκε στο κεφάλαιο α. Ο συγγραφέας λοιπόν επανορθώνει την αποσιώπηση (g).
(3) Για πρώτη φορά στο ευαγγέλιο αναφέρονται οι υιοί Ζεβεδαίου (μ). Αναφέρονται όμως τελευταίοι ανάμεσα σε αυτούς που ονομάζονται. Είναι χαρακτηριστικό αυτό, διότι σε όλους τους αποστολικούς καταλόγους συνδέονται με τον Πέτρο στην πρώτη γραμμή. Η μόνη εξήγηση είναι, ότι ο συγγραφέας είναι ένας από τους γιους Ζεβεδαίου. Και όπως παντού αποφεύγει να ονομάσει τον εαυτό του, έτσι και εδώ υποδηλώνει απλώς, ότι ήταν παρών, χωρίς και να σημειώνει ξεκάθαρα το όνομα του εαυτού του ή του αδελφού του (g).
(4) Η φράση υποδηλώνει, ότι και οι επτά ήταν από τους δώδεκα, διότι με τη φράση «οι μαθητές του» γενικώς δηλώνονται οι Δώδεκα (β). Εάν τώρα ο ευαγγελιστής δεν κατονομάζει τους δύο τελευταίους, οφείλεται αυτό στο ότι δεν δόθηκε σε αυτόν αφορμή να μιλήσει για αυτούς στα προηγούμενα είκοσι κεφάλαια του ευαγγελίου (F). Σοβαρή όμως και η γνώμη του g, σύμφωνα με την οποία οι δύο τελευταίοι ανήκαν στον αριθμό των μαθητών με την ευρεία έννοια της λέξης, με την οποία συναντιέται και στο τέταρτο ευαγγέλιο (στ 60,66,ζ 3,η 31 κλπ.), διότι διαφορετικά γιατί δεν κατονομάζονται ξεκάθαρα; Έτσι λοιπόν οι υιοί Ζεβεδαίου τοποθετούνται εδώ τελευταίοι ανάμεσα στους κυρίως αποστόλους. Είναι λοιπόν συνολικά μαζί επτά. Είναι καλό για τους μαθητές του Χριστού να είναι πολλοί μαζί. Όχι μόνο στις επίσημες και για λατρεία συνάξεις, αλλά και κατά τις άλλες ώρες και ευκαιρίες, καθώς και κατά τη διεξαγωγή κοινών έργων. Οι καλοί χριστιανοί με το μέσο αυτό εκδηλώνουν και επαυξάνουν την μεταξύ τους αγάπη, απολαμβάνουν την αγαλλίαση από τη μεταξύ τους επικοινωνία και οικοδομούν ο ένας τον άλλον και με τα λόγια τους και με το παράδειγμά τους. Ο Χριστός διάλεξε να εμφανίσει τον εαυτό του σε αυτούς, όταν ήταν και οι επτά μαζί, όχι μόνο επιδοκιμάζοντας και ευλογώντας την μεταξύ τους επικοινωνία των μαθητών και γενικά των Χριστιανών, αλλά και διότι εδώ ήθελε να συνυπάρχουν πολλές και σύμφωνες μαρτυρίες για τα σχετικά με την εμφάνιση αυτή.
 

Ιω. 21,3    λέγει αὐτοῖς Σίμων Πέτρος(1)· ὑπάγω ἁλιεύειν(2). λέγουσιν αὐτῷ· ἐρχόμεθα καὶ ἡμεῖς σὺν σοί(3). ἐξῆλθον(4) καὶ ἐνέβησαν εἰς τὸ πλοῖον(5) εὐθύς, καὶ ἐν ἐκείνῃ τῇ νυκτὶ(6) ἐπίασαν(7) οὐδέν.
Ιω. 21,3    Λέγει εις αυτούς ο Σιμων Πετρος• “πηγαίνω να ψαρέψω”. Λεγουν εις αυτόν και εκείνοι• “ερχόμαστε και ημείς μαζή σου”. Εβγήκαν, λοιπόν, προς την θάλασσαν, εμπήκαν αμέσως στο πλοίον και ήρχισαν να ρίπτουν τα δίκτυα. Εκείνη όμως την νύκτα δεν έπιασαν τίποτε.
(1) Χαρακτηριστικά αναλαμβάνει την αρχηγία και πρωτοβουλία λέγοντας Πάω να ψαρέψω (β).
(2) «Επειδή ούτε ο Σωτήρας ήταν συνεχώς μαζί τους, ούτε ο άλλος παράκλητος είχε έλθει, ούτε το κήρυγμα τους ανατέθηκε εντελώς, αφού δεν είχαν τίποτα να πράττουν, ψάρευαν λοιπόν, ασχολούμενοι με την προηγούμενη τέχνη τους, αν και όχι για το κέρδος όπως πριν» (Ζ). Αξιοσημείωτο παράδειγμα αυτενέργειας, εργασίας με τα ίδια τα χέρια χωρίς θυσία του αποστολικού αξιώματος (b). «Δεν απαγορευόταν να ζητούν τα αναγκαία για συντήρηση με το ιδιόχειρο επάγγελμά τους, εφ’ όσον αυτό ήταν νόμιμο και ασκούνταν σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην παρεμποδίζεται το αποστολικό τους έργο, και εφ’ όσον για κάποιο χρόνο δεν είχαν άλλο μέσο να κερδίσουν τα προς το ζην» (Αυ). Οι μαθητές πιθανώς βρέθηκαν στην ανάγκη να μεριμνήσουν μερικώς ή πλήρως για την συντήρησή τους· ή πιθανότερο δεν ήθελαν να επιβαρύνουν εκείνους στους οποίους έμεναν ήδη. Το ίδιο έκανε και ο Παύλος εργαζόμενος με τα δικά του χέρια, για να μην επιβαρύνει κάποιον με την συντήρησή του (ο). Ο Πέτρος και αυτοί που τον ακολούθησαν στο ψάρεμα χρησιμοποιούσαν το χρόνο τους, αποφεύγοντας την τεμπελιά. Δεν είχαν λάβει ακόμη εντολή, να βγουν στο κήρυγμα. Εν τω μεταξύ λοιπόν αντί να είναι σε αργία, μη εργαζόμενοι τίποτα, απασχολούνται με το ψάρεμα. Για όσο χρόνο αναμένουν την εντολή για εκπλήρωση της αποστολής τους, δεν θα ήθελαν ποτέ να παραμείνουν αργοί. Επί πλέον δεν ήθελαν να γίνουν βάρος σε κανέναν και πιθανώς επιζητούν με το έργο τους να προμηθευτούν τα προς συντήρησή τους. Και όπως έπειτα ο Παύλος έχει τα χέρια του να τον υπηρετούν στις ανάγκες του και σε αυτούς που ήταν μαζί του, έτσι και αυτοί τώρα ζητούν με τον προσωπικό τους κόπο να κερδίσουν το ψωμί τους.
(3) «Οι άλλοι μαθητές ακολουθούσαν επειδή είχαν πλέον συνδεθεί μεταξύ τους και συγχρόνως για να παρακολουθήσουν την αλιεία και να διαθέσουν καλά τον ελεύθερο χρόνο τους» (Χ). Όσο περνούσε ο χρόνος δεν φοβόντουσαν πλέον τόσο πολύ (b). «Τρέχουν μαζί με τον Πέτρο, και ίσως και με αυτά σχεδιάζει κάτι χρήσιμο ο Σωτήρας μας Χριστός. Διότι είπε μεν κάπου σε αυτούς… Ελάτε πίσω μου και θα σας κάνω ψαράδες ανθρώπων. Για να τους πληροφορήσει λοιπόν πάλι σαν με τύπο παχυλό, ότι οπωσδήποτε θα γίνει αυτό που ειπώθηκε και ότι η υπόσχεση θα καταλήξει στη δύναμη της αλήθειας, τους πείθει με σαφήνεια από αυτό το ίδιο τους το χειρονακτικό επάγγελμα» (Κ).
(4) Τα ασύνδετα Λέγει αὐτοῖς… λέγουσιν αὐτῷ… ἐξῆλθον καὶ… είναι σύμφωνα με το ύφος του Ιωάννη (g).
(5) Υπάρχει και η γραφή ενέβησαν. Για την φράση δες στ 17. Στο πλοίο «του Πέτρου ή σε αυτό των γιων Ζεβεδαίου ή σε κάποιου από τους γνωστούς» (Ζ). Πιθανώς το πλοίο, το οποίο συνήθιζαν να χρησιμοποιούν, όταν έρχονταν με τον Ιησού στη λίμνη. Δες στ 1 (β). Ο σιναϊτικός, βατικανός και κάποιοι άλλοι μεγαλογράμματοι κώδικες αποσιωπούν το ευθύς.
(6) «Κατά θεία συγκατάβαση» (Ζ). Η Πρόνοια επέτρεψε αυτό, ώστε το θαύμα του επόμενου πρωινού να εμφανιστεί λαμπρότερο και τόσο πιο πολύ όσο κατά τη νύχτα η αλιεία σημειώνει τις μεγαλύτερες επιτυχίες (F). Ο άκαρπος για όλη τη νύχτα μόχθος επανέφερε αναμφίβολα στη μνήμη των αποστόλων τον άλλον εκείνον, αυτόν που προηγήθηκε της ημέρας, κατά την οποία κλήθηκαν από τον Ιησού στο αποστολικό αξίωμα (g). Δες και εδώ την ματαιότητα αυτού του κόσμου. Τα χέρια αυτών που αγαπούν την εργασία επιστρέφουν συχνά κενά. Και αγαθοί άνδρες είναι δυνατόν να μην έχουν τις επιθυμητές επιτυχίες στις έντιμες επιχειρήσεις τους. Είναι δυνατόν να βρισκόμαστε στην οδό του καθήκοντος, και όμως να μην ευτυχούμε και ευδαιμονούμε. Ο Θεός εδώ οικονόμησε έτσι τα πράγματα, ώστε οι προς αλιεία κόποι της νύχτας να αποβούν άκαρποι, ώστε το θαύμα της επιτυχίας που ακολούθησε το πρωί να παρουσιαστεί θαυμαστότερο και πιο ευπρόσδεκτο. Σε εκείνες τις αποτυχίες, οι οποίες είναι πολύ θλιβερές σε εμάς, ο Θεός συχνά υποκρύπτει ανέλπιστες και πλούσιες χάριτες. Ο άνθρωπος πλάστηκε αναμφίβολα για να έχει κυριαρχία και πάνω στα ψάρια της θάλασσας. Αλλά τα ψάρια δεν υπακούουν πάντοτε στα νεύματά του. Ο Θεός μόνος γνωρίζει «τους δρόμους της θάλασσας» και διατάζει ό,τι περνά από αυτούς.
(7) Το πιάζω συναντιέται έξι φορές ακόμη στο τέταρτο ευαγγέλιο, χωρίς να συναντιέται πουθενά στους συνοπτικούς (Hengstenberg).
 


Ιω. 21,4    πρωΐας(1) δὲ ἤδη γενομένης ἔστη ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸν αἰγιαλόν(2)· οὐ μέντοι(3) ᾔδεισαν οἱ μαθηταὶ ὅτι Ἰησοῦς ἐστι(4).
Ιω. 21,4    Όταν δε πλέον έγινε πρωϊ, εστάθηκεν ο Ιησούς εις την παραλίαν. Οι μαθηταί όμως δεν αντελήφθησαν ότι αυτός είναι ο Ιησούς.
(1) Ο Ιωάννης ουδέποτε στο ευαγγέλιο χρησιμοποιεί τον τύπο πρωΐα (Ματθ. κζ 1), αλλά πρωΐ, δες ιη 28, κ 1 (β). Δηλώνεται ο χρόνος του λυκαυγούς ανάμεσα στην αυγή και την ανατολή του ήλιου (ο). «Άρχισε ήδη να απλώνεται το φως και οι ακτίνες του ήλιου» (Κ). Και η γραφή· Πρωΐας… γινομένης. Όταν έγινε πρωί, μετά από άκαρπο κόπο ολόκληρης νύχτας, ο Ιησούς στεκόταν στην ακτή. Ο χρόνος κατά τον οποίο ο Χριστός κάνει τον εαυτό του γνωστό στο λαό του, είναι όταν αυτός βρίσκεται σε αμηχανία. Όταν νομίζουν ότι χάθηκαν κοπιάζοντας, τότε θα γνωρίσει σε αυτούς, ότι δεν έχασαν αυτόν. Τα κλάματα είναι δυνατόν να διαρκέσουν για ολόκληρη νύχτα, αλλά επακολουθεί χαρά, εάν ο Χριστός έλθει το πρωί.
(2) Η θαλάσσια ακτή (Ματθ. ιγ 2, 48, Πράξ. κα 5, κζ 39,40). Παράγουν τη λέξη οι περισσότεροι από το άγνυμι και το αλς δηλαδή η ακτή, όπου τα κύματα σπάνε, άλλοι από το αιγες και αλς, και άλλοι από το αΐσκω και αλς (G). Και η γραφή: επί τον αιγιαλόν.
(3) Ιωάννεια λέξη· δες ιβ 42 (β). Και η γραφή: Ου μέντοι έγνωσαν.
(4) «Ίσως επειδή η μορφή του φαινόταν λαμπρότερη λόγω της αφθαρσίας ή κατά θεία συγκατάβαση αγνοούνταν από αυτούς» (Ζ). Δεν τον αναγνώρισαν ακόμη και όταν απηύθυνε σε αυτούς τα λόγια στους στίχους 5-6. Αυτό ίσως οφειλόταν στην απόσταση από τη μία η οποία χώριζε τους μαθητές από την ακτή και στο αμυδρό του φωτός του πρωινού από την άλλη. Αλλά  το ότι και οι προς Εμμαούς οδοιπορήσαντες μαθητές δεν αναγνώρισαν αυτόν αμέσως (Λουκ. κδ 31), αλλά και η Μαρία η Μαγδαληνή δεν αντιλήφθηκε αυτόν (Ιω. κ 14) μπορεί να θεωρηθεί ως απόδειξη, ότι ο αναστημένος Κύριος δεν ήταν δυνατόν να αναγνωριστεί, εφ’ όσον ο ίδιος δεν φανέρωνε τον εαυτό του (β). Ο Χριστός είναι πολλές φορές πιο κοντά σε εμάς από όσο φανταζόμαστε και έτσι θα βρούμε αυτόν μετά από λίγο για παρηγοριά και ανακούφισή μας.

 
Ιω. 21,5    λέγει οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· παιδία(1), μή τι(2) προσφάγιον(3) ἔχετε; ἀπεκρίθησαν αὐτῷ· οὔ.
Ιω. 21,5    Λέγει, λοιπόν, εις αυτούς ο Ιησούς σαν άγνωστος διαβάτης και με την συνηθισμένην τότε οικειότητα μεταξύ των ανθρώπων, “παιδιά, μήπως έχετε κανένα ψάρι για προσφάγι;” Του απήντησαν• “όχι• δεν έχομεν τίποτε”.
(1) «Επειδή ήθελε να πιάσουν κουβέντα» (Σχ). «Τους αποκάλεσε παιδιά χρησιμοποιώντας τη συνήθεια. Διότι συνηθίζεται σε αυτούς που εργάζονται έτσι να τους ονομάζουν επειδή είναι ακμαίοι και νεανικοί στους κόπους» (Ζ). Ονομασία οικειότητας, την οποία κάποιος ξένος μπορούσε να χρησιμοποιήσει απευθυνόμενος προς ταπεινούς ψαράδες (F). Η λέξη δεν είναι τελείως ξένη με τη γλώσσα του Ιωάννη (δες Α΄ Ιω. β 13,18). Εάν τώρα ο Ιησούς δεν χρησιμοποιεί εδώ τον τρυφερότερο όρο τεκνία (όπως στο ιγ 33), αυτό οφείλεται διότι θέλει να αποφύγει κάθετί που θα συντελούσε στο να αναγνωριστεί από τους μαθητές (g).
(2) Η αρνητική έννοια της ερωτηματικής μορφής «μή τι» μπορεί όπως στο στ 67 να αποδοθεί έτσι: Δεν έχετε λοιπόν τίποτα…; (g). Αναμένεται απάντηση αρνητική.
(3) Λέγεται μία φορά =  Ό,τι μαζί με το ψωμί παίρνεται για φαγητό. Και στην περίπτωση αυτή ψάρι (G). Ή, ο Ιησούς δεν αποβλέπει σε αλιεία όπως στο Λουκά ε, αλλά σε κάποιο πρωινό γεύμα (g).=Παιδιά, μήπως έχετε τίποτα να φάμε; Ή, «κατ’ αρχήν συνομιλεί μαζί τους με πιο ανθρώπινο τρόπο, σαν να επρόκειτο να αγοράσει κάτι από αυτούς» (Χ). Εμφανίζεται σαν να θέλει να αγοράσει κάποιο ψάρι (F).
 


Ιω. 21,6    ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· βάλετε(1) εἰς τὰ δεξιὰ μέρη τοῦ πλοίου(2) τὸ δίκτυον, καὶ εὑρήσετε(3). ἔβαλον οὖν(4), καὶ οὐκέτι αὐτὸ ἑλκύσαι(5) ἴσχυσαν(6) ἀπὸ τοῦ πλήθους τῶν ἰχθύων(7).
Ιω. 21,6    Εκείνος τότε τους είπε• “ρίξτε το δίκτυ εις τα δεξιά μέρη του πλοίου και θα βρήτε ψάρια”. Ερριξαν τότε το δίκτυ και επιασαν τόσον πολλά, ώστε δεν ημπόρεσαν πλέον να σηκώσουν το δίκτυον και να το τραβήξουν επάνω στο πλοίον από το πλήθος των ψαριών.
(1) Μιλά προς αυτούς σαν φίλος δίνοντας σε αυτούς συμβουλή (F).
(2) «Τους διέταξε ξεκάθαρα να ρίξουν στα δεξιά για να μην νομιστεί η αλιεία ότι έγινε κατά τύχη» (Ζ). Εκείνος, από τον οποίο τίποτα δεν είναι κρυμμένο, ούτε αυτά που κατοικούν κάτω από τα νερά (Ιώβ κστ 5), γνώριζε σε ποια πλευρά του πλοίου υπήρχε το πλήθος των ψαριών και προς την πλευρά αυτή κατευθύνει τους μαθητές. Η Θεία Πρόνοια εκτείνεται και στα ελάχιστα. Και είναι ευτυχείς εκείνοι, οι οποίοι μπορούν να διακρίνουν τις νύξεις της, για να οδηγούνται από αυτές στη διεξαγωγή των υποθέσεών τους, και οι οποίοι αναγνωρίζουν αυτήν σε όλους τους δρόμους τους.
(3) Ο πειστικός τόνος, με τον οποίο υπόσχεται σε αυτούς την επιτυχία, δεν ήταν δυνατόν παρά να προκαλέσει σε αυτούς εντύπωση (F). Οι απόστολοι υποθέτουν κατ’ αρχάς, ότι ο ξένος αυτός έχει κάποια πείρα της αλιείας και ότι διέκρινε κάποιο σημάδι στα δεξιά του πλοίου που δικαιολογούσε τη συμβουλή που έδωσε (g).
(4) «Απλώς τον υπάκουσαν ή και υποπτεύθηκαν ότι από κάποιο τεκμήριο ήξερε ότι εκεί κολυμπούσαν κάποια ψάρια ή ότι και τα είδε που πήδηξαν από το νερό» (Ζ). Οι μαθητές δεν θεώρησαν τον νομιζόμενο ξένο ότι ακαίρως αναμιγνύεται στο έργο τους και δεν παραθεώρησαν τη συμβουλή του ως ασύστατη και μάταιη, αφού για νύχτα ολόκληρη κοπιάζοντας «δεν έπιασαν τίποτα». Υπακούοντας σε αυτήν πέτυχαν. Όσοι είναι ταπεινοί, επιμελείς και καρτερικοί, στο τέλος θα επιστεφθούν με επιτυχία. Μετά πολλούς αγώνες και άκαρπες απόπειρες επιζούν κάποιες φορές, για να δουν τις υποθέσεις τους να λαμβάνουν αίσιο πέρας. Όταν μάλιστα υπακούει κάποιος με υπομονή στο Χριστό, δεν χάνει ποτέ.
(5) Στο πλοίο (ο). Ο,τι γίνεται με υπακοή στο παράγγελμα του Κυρίου, ακόμη και όταν αυτός που δίνει το παράγγελμα δεν έχει αναγνωριστεί, καταλήγει σε καταπληκτική επιτυχία (τ).
(6) Υπάρχει και η γραφή ίσχυον, που μαρτυρείται αρκετά.
(7) «Όταν απουσίαζε μεν ο Σωτήρας δεν έπιασαν τίποτα· όταν όμως ήταν παρών μάζεψαν πλήθος, για να μάθουμε, ότι χωρίς μεν αυτόν, τίποτα ωφέλιμο δεν κατορθώνουμε· μαζί με αυτόν όμως, πολλά» (Ζ). Η θαυμάσια αυτή αλιεία συμβόλιζε, όπως και η πρώτη (στο Λουκ ε) τους άφθονους καρπούς της μελλοντικής διακονίας των αποστόλων (F). «Οι μαθητές ψαρεύουν όχι με άλλο τρόπο, αλλά με τα λόγια του Σωτήρα μας και τα ευαγγελικά προστάγματα… Και είναι αναρίθμητοι αυτοί που ψαρεύτηκαν και πίστεψαν και το θαύμα σχετικά με αυτό, φαίνεται ότι είναι μεγαλύτερο και ανώτερο όντως από την δύναμη των αγίων αποστόλων. Διότι είναι του Χριστού η ενέργεια, ο οποίος συγκεντρώνει με τη δική του δύναμη το πλήθος αυτών που σώζονται σαν ακριβώς σε κάποιο δίχτυ αποστολικό την επι γης Εκκλησία» (Κ). Ας μην αποθαρρύνονται οι λειτουργοί και διάκονοι του Χριστού. Είναι δυνατόν για πολύ να κοπιάζουν και να μην βλέπουν κανένα καρπό ως ανταμοιβή των κόπων τους. Ας εξακολουθούν με επιμέλεια το έργο τους. Μία τελικά επιτυχής ψαριά είναι αρκετή να αποδώσει στο ευαγγελικό δίχτυ πολλών ετών κόπους.
 


Ιω. 21,7    λέγει οὖν ὁ μαθητὴς ἐκεῖνος, ὃν ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς(1), τῷ Πέτρῳ· ὁ Κύριός ἐστι(2). Σίμων οὖν Πέτρος ἀκούσας ὅτι ὁ Κύριός ἐστι, τὸν ἐπενδύτην(3) διεζώσατο(4)· ἦν γὰρ γυμνός(5)· καὶ ἔβαλεν ἑαυτὸν εἰς τὴν θάλασσαν(6)·
Ιω. 21,7    Ο μαθητής εκείνος, τον οποίον αγαπούσε ιδιαιτέρως ο Ιησούς, εθυμήθηκε τότε και άλλην, προ τριών ετών, θαυμαστήν αλιείαν πλήθους ψαριών και λέγει στον Πετρον• “αυτός είναι ο Κυριος”. Οταν, λοιπόν, ο Σιμων Πετρος ήκουσε ότι αυτός που στέκεται εκεί είναι ο Κυριος, έρριξε επάνω του και εζώστηκε τον επενδύτην. Διότι ήτο σχεδόν γυμνός κατά τας ώρας του ψαρέματος. Ερρίφθη εις την θάλασσαν, δια να έλθη όσον ημπορούσε συντομώτερα προς τον Κυριον.
(1) Έχουμε εδώ οπωσδήποτε σαφή ένδειξη, ότι ο μαθητής τον οποίο αγαπούσε ο Ιησούς είναι ο Ιωάννης, εφ’ όσον μεταξύ των παρόντων στην αλιεία αυτή σύμφωνα με το στίχο 2 ήταν και οι γιοι Ζεβεδαίου.
(2) «Μόλις τον αναγνώρισαν πάλι οι μαθητές Πέτρος και Ιωάννης δείχνουν τα ιδιαίτερα γνωρίσματα του χαρακτήρα τους» (Χ). «Είναι πιο διορατικός μεν ο Ιωάννης λόγω της πολλής του καθαρότητας· ενώ πιο θερμός ο Πέτρος, από τη σφοδρότητα της αγάπης του» (Ζ). «Για αυτό ο μεν Ιωάννης πρώτος αναγνώρισε τον Ιησού» (Χ), «επειδή είχε όπως φαίνεται μεγαλύτερη ετοιμότητα πνεύματος και καθαρότητα νου και οξύτητα των ματιών της καρδιάς» (Κ). Η θερμή αγάπη έχει το πρώτο και βεβαιότατο ένστικτο του αντικειμένου που αγαπιέται (Stier). «Ο Πέτρος όμως πρώτος ήλθε σε αυτόν» (Χ), «και τρέχει πριν από τους άλλους… επειδή κατάλαβε ότι θα αργήσει κάπως η άφιξη με το σκάφος· διότι ήταν πάντα θερμός σε προθυμία και δραστήριος στην ευτολμία» (Κ).
(3) Λέγεται μία φορά. «Λένε ότι είναι ένας μικρός χιτώνας χωρίς χέρια, που καλύπτει το σώμα μέχρι τα γόνατα. Είναι συνηθισμένο αυτό σε αυτούς που είναι στη θάλασσα, αφού τους εξασφαλίζει ταυτόχρονα ευκινησία και σεμνότητα στο νερό» (Ζ). Ο επενδύτης ήταν ένα ένδυμα ανάμεσα στο χιτώνα, το εσωτερικό ένδυμα, και το ιμάτιο, το εξωτερικό αντίστοιχο ή μανδύα (g).
(4) «Μόλις λοιπόν τον αναγνώρισε, όλα τα έριξε, και τα ψάρια και τα δίχτυα και ζώστηκε ο Πέτρος. Βλέπεις και την ντροπή και τον πόθο του;»(Χ). «Με το ότι ζώστηκε μεν, απέδειξε την ντροπή· ενώ με το ότι έριξε τον εαυτό του στη θάλασσα, φανέρωσε τον πόθο» (Θφ). Το διεζώσατο σημαίνει ή «ήταν γυμνός μεν από την άλλη στολή του· αλλά φορούσε στο σώμα του μόνο αυτόν [τον επενδύτη] άζωστο… Ζώστηκε όμως αυτόν, από ντροπή προς τον Κύριο» (Ζ), ή, πιο σωστά, σημαίνοντας κατά γράμμα ζώστηκε, εμπερικλείει και τις δύο ιδέες και αυτήν του φόρεσε τον επενδύτη και αυτήν του έζωσε τον εαυτό του (g). Έσφιξε το ένδυμα γύρω του και το έδεσε με ζώνη, για να μην τον εμποδίζει την ώρα που θα διέσχιζε το νερό της θάλασσας (ο).
(5) Πρέπει να εκλάβουμε αυτό με σχετική έννοια. «Διότι είναι ανάρμοστο να είναι αυτός τελείως γυμνός, λόγω της ασχημοσύνης» (Ζ). Χωρίς τον επενδύτη ο Πέτρος ήταν πράγματι γυμνός, εκτός από κάποια ποδιά ή εσώρουχο που επιβάλλει η ευσχημοσύνη. Μπορούμε όμως να δεχτούμε, ότι ο Πέτρος φορούσε πριν από αυτό και τον χιτώνα, διότι η χρήση της ελληνικής λέξης γυμνός επιτρέπει την έννοια αυτή (g). Και στην καθομιλουμένη η λέξη χρησιμοποιείται και με ευρύτερη έννοια. Ο Πέτρος αισθάνθηκε ντροπή στην παρουσία του Διδασκάλου, ενώ πριν ασχολούνταν με τους συμμαθητές με οικειότερο τρόπο (b).
(6) «Αν και βρίσκονταν μακριά από την όχθη διακόσιους πήχεις, αλλά ούτε έτσι περίμενε να έλθει προς αυτόν με το πλοίο, αλλά έφθασε κολυμπώντας» (Χ). Η αγάπη του Ιησού τραβά μέσα από φωτιά και κύματα (b). Η Συριακή μετάφραση του Σινά προσθέτει «καί ἦλθε νηχόμενος (=κολυμπώντας)». Πρόκειται για γλώσσα (παρέμβλητο κείμενο). Και η παράφραση του Νόννου μιλά για τον Πέτρο να κολυμπά. Πιθανότερο όμως φαίνεται, ότι τα νερά ήταν μάλλον αβαθή και ο Πέτρος θα μπορούσε να βαδίζει πάνω στο βυθό. Αυτό συμβιβάζεται και με το «τὸν ἐπενδύτην διεζώσατο». Αλλιώς θα εμποδιζόταν από τον επενδύτη, εάν επρόκειτο να κολυμπά.
 


Ιω. 21,8    οἱ δὲ ἄλλοι μαθηταὶ τῷ πλοιαρίῳ(1) ἦλθον· οὐ γὰρ ἦσαν μακρὰν(2) ἀπὸ τῆς γῆς, ἀλλ᾿ ὡς ἀπὸ(3) πηχῶν διακοσίων(4)· σύροντες τὸ δίκτυον τῶν ἰχθύων.
Ιω. 21,8    Οι άλλοι όμως μαθηταί ήλθαν με το πλοιάριον, διότι δεν απείχαν πολύ από την ξηράν, αλλά περίπου διακόσιες πήχες, δηλαδή εκατό περίπου μέτρα. Και ήλθαν σύροντες το δίκτυ, που ήτο γεμάτο ψάρια.
(1) Δοτική του οργάνου. Πιθανώς δεν είναι αυτό το ίδιο με το πλοίο στο στίχο 3. Πρόκειται ίσως για βάρκα βοηθητικής που ακολουθούσε το πλοίο. Εφ’ όσον το πλοίο δεν μπορούσε να προχωρήσει στα αβαθή νερά, οι μαθητές χρησιμοποίησαν το πλοιάριο (β). Μεγάλη διαφορά μπορεί να σημειωθεί ανάμεσα σε αυτούς και εκείνους τους ευσεβείς στις εκδηλώσεις της τιμής τους και του σεβασμού τους προς τον Κύριο, οι οποίες όμως όλες είναι ευπρόσδεκτες σε αυτόν. Μερικοί υπηρετούν τον Κύριο με πράξεις αφοσίωσης και με έκτακτες εκφράσεις θρησκευτικού ζήλου. Ο Πέτρος δεν πρέπει να επικριθεί, διότι έριξε τον εαυτό του στη θάλασσα, αλλά αντίθετα πρέπει να επαινεθεί για τον ζήλο του και την δύναμη της αγάπης του. Αξιέπαινοι λοιπόν είναι και εκείνοι, οι οποίοι για την αγάπη του Χριστού εγκαταλείπουν τον κόσμο μαζί με τη Μαρία, για να κάτσουν δίπλα στα πόδια του. Άλλοι πάλι υπηρετούν τον Κύριο ανάμεσα στις εγκόσμιες υποθέσεις. Εξακολουθούν να παραμένουν στο πλοίο, να σύρουν το δίχτυ και να το φέρνουν στην ακτή, όπως εδώ οι άλλοι μαθητές. Αλλά και αυτοί δεν πρέπει να επικριθούν ως κοσμικοί, διότι υπηρετούν και αυτοί τον Κύριο «διακονώντας σε τραπέζια». Εάν και οι άλλοι μαθητές έκαναν ό,τι και ο Πέτρος, τι θα γίνονταν τα ψάρια που πιάστηκαν και το δίχτυ τους; Πολλοί δρόμοι οδηγούν τους μαθητές από τη θάλασσα του κόσμου αυτού κοντά στον Κύριο, που στέκεται στην ακτή. Άλλοι οδηγούνται προς αυτόν με βίαιο θάνατο, όπως οι μάρτυρες, οι οποίοι ρίχνονται στη θάλασσα από ζήλο προς τον Χριστό. Άλλοι οδηγούνται προς τον Ιησού με φυσικό θάνατο σέρνοντας το δίχτυ. Και αυτοί όμως και εκείνοι καταφθάνουν στην ήσυχη και ασφαλή ακτή, όπου αναμένει αυτούς ο Χριστός.
(2) Αιτιολογεί ή το γιατί χρησιμοποίησαν πλοιάριο (=τα νερά ήταν αβαθή, διότι η ακτή ήταν κοντά) (β). Ή (εάν το πλοιάριο το πάρουμε ως ταυτόσημο με το πλοίο) δικαιολογεί γιατί έσυραν το δίχτυ προς την ακτή και όχι πάνω στο πλοίο (ο).
(3) Σύμφωνα με μεταγενέστερη στους Ελληνες χρήση μπαίνει μπροστά από τα ονόματα που δηλώνουν τοπική απόσταση. Έτσι και στο ια 18 «ἦν ἐγγὺς ὡς ἀπὸ σταδίων δεκαπέντε» = απείχε δεκαπέντε στάδια (G).
(4) Δηλαδή 105 μέτρα, αφού ο πήχυς ισοδυναμεί με 0,525 του μέτρου (F).
 
    

Ιω. 21,9    ὡς οὖν ἀπέβησαν(1) εἰς τὴν γῆν, βλέπουσιν(2) ἀνθρακιὰν(3) κειμένην καὶ ὀψάριον(4) ἐπικείμενον καὶ ἄρτον(5).
Ιω. 21,9    Αμέσως δε μόλις εβγήκαν εις την ξηράν, βρεγμένοι και πεινασμένοι, βλέπουν αναμμένα κάρβουνα σωρόν και επάνω εις αυτά ψάρι και κοντά εις την φωτιά ψωμί.
(1) Εδώ μόνο συναντιέται στον Ιωάννη· με την ίδια έννοια όμως και στο Λουκ. ε 2, κατά την αφήγηση του ομοίου θαύματος που έγινε κατά το χρόνο της κλήσης των τεσσάρων μαθητών.
(2) Ανέλπιστα (b). Ο ενεστώτας εκφράζει την έκπληξη των μαθητών (F). Όταν αποβιβάστηκαν στην ξηρά μουσκεμένοι και παγωμένοι, κατάκοποι και πεινασμένοι βρήκαν εκεί ανθρακιά, η οποία θα τους θέρμαινε και θα στέγνωνε τα ρούχα τους, και ψάρι και ψωμί, τα οποία ήταν αρκετή προμήθεια για ένα καλό πρωινό φαγητό. Από την περίπτωση αυτή, στην οποία καταφαίνεται η ιδιαίτερη φροντίδα, την οποία ο Χριστός λαμβάνει για τους μαθητές του ενισχυόμαστε και γεμίζουμε από ελπίδα και εμείς. Θα προνοήσει και για μας ο Κύριος στις ανάγκες μας, διότι γνωρίζει ποιά πράγματα έχουμε ανάγκη.
(3) Δεν υπάρχει πουθενά αλλού στην Κ.Δ. και μόνο στον Ιωάννη εδώ και στο ιη 18. Ο Μάρκος και ο Λουκάς χρησιμοποιούν τις λέξεις πυρ και φως (g).
(4) Στο στίχο 10 τα ψάρια που μόλις πιάστηκαν τα αποκαλεί οψάριον. Η λέξη δηλώνει τα νωπά ή και αποξηραμένα ψάρια όπως πιθανότατα στο Ιω. στ 9 (β).
(5) «Που ήταν παραδίπλα σε ιδιαίτερο μέρος» (Ζ). Από πού βρέθηκαν αυτά; Η μόνη λογική εξήγηση «Κατά τρόπο παράδοξο ο Χριστός και φωτιά άναψε και ψάρι έβαλε το οποίο έπιασε εννοείται με δύναμη που δεν μπορεί να εκφραστεί, «διότι δεν τα έκανε αυτά πλέον από ύλη που προϋπήρχε, όπως ακριβώς πριν στην έρημο από τα πέντε ψωμιά και τα δύο ψάρια» (Θφ), αλλά κατά τρόπο θαυμαστό και αυτό» (Κ)· «τα έφτιαξε οπωσδήποτε όλα όχι από προϋπάρχοντα στοιχεία, ώστε και από εδώ να δείξει την δύναμή του, και επειδή ήταν κουρασμένοι να τους δυναμώσει με πολλή στοργή με τροφή» (Ζ). Τι συμβόλιζε αυτό το πρωινό; Εάν αυτή εδώ η αλιεία είναι για τους μαθητές το σύμβολο και η εγγύηση της επιτυχίας του κηρύγματός τους, το πρωινό είναι αναμφίβολα το έμβλημα της πνευματικής επιστασίας και βοήθειας, πάνω στην οποία μπορούν αυτοί να υπολογίζουν εκ μέρους του δοξασμένου Κυρίου τους σε όλη τη διάρκεια αυτού του έργου τους (g). Η φωτιά και το ψάρι και ο άρτος δηλώνουν την από την Πρόνοια προμήθεια σε κάθετί που θα τους χρειαζόταν. Και η μεγάλη αλήθεια, που συμβολίζεται εδώ, επαναλήφθηκε και στην περιληπτική ευλογία: «Να, εγώ είμαι μαζί σας όλες τις ημέρες έως τη συντέλεια του αιώνος» (Ματθ. κη 20) (ο).
Ή, λιγότερο πιθανώς. «Τους διδάσκει δηλαδή, ότι μετά από τους κόπους και τους ιδρώτες χάριν αυτών που καλέστηκαν και σώθηκαν, θα καθίσουν πάλι μαζί με αυτόν… και θα είναι για πάντα μαζί του, και θα είναι δίπλα τους η ανέκφραστη απόλαυση, η οποία είναι εννοείται πνευματική και θεία και πάνω από το νου μας» (Κ).
 


Ιω. 21,10    λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· ἐνέγκατε ἀπὸ τῶν ὀψαρίων ὧν ἐπιάσατε νῦν(1).
Ιω. 21,10    Λέγει εις αυτούς ο Ιησούς• “φέρτε και από τα ψάρια, που επιάσατε τώρα”.
(1) «Σαν να ξέρει ότι έπιασαν, λέει… και για να μην φανεί το πράγμα ότι είναι φαντασία, και ώστε, αφού δουν και το πλήθος και το μέγεθος των ψαριών, και το πώς δεν σχίστηκε το δίχτυ, να θαυμάσουν περισσότερο» (Ζ). Έτσι οι μαθητές θα μπορούσαν να καταλάβουν και ότι το ψάρι εκείνο ήταν πραγματικό όπως και τα άλλα ψάρια που έπιασαν (b). Επιπλέον τα από τον Ιησού προσφερόμενα τρόφιμα έπρεπε να συμπληρωθούν και από τα προϊόντα της αλιείας τους. Η λεπτομέρεια αυτή θα ήταν απολύτως ακατανόητη, εάν όλη αυτή η σκηνή δεν είχε συμβολικό χαρακτήρα. Ο Ιησούς θέλει να διδάξει αυτούς, ότι θα ασχολείται με τις ανάγκες τους, αλλά μαζί με την ευλογία και επιστασία του πρέπει να συντρέχει και η δική τους πιστή εργασία (g). «Σχεδόν θέλει να σημάνει ο Χριστός αυτό που λέγεται στους Ψαλμούς (ρκζ 2), ότι· Τους καρπούς των κόπων σου θα φας» (Κ). Το πρωινό λοιπόν, το οποίο τώρα προσφέρεται στους επτά μαθητές, αποτελείται μέρος μεν από εκείνο, το οποίο ο ίδιος ο Κύριος με θαυμαστό τρόπο παρουσίασε έτοιμο, και μέρος από τον καρπό του προσωπικού τους κόπου. Αυτό συμβολίζει, ότι ο Κύριος παρέχει σε μας αναψυχή για την διακονία, την οποία του προσφέρουμε, με δωρεές, οι οποίες προέρχονται μέρος μεν άμεσα από αυτόν, μέρος δε από τον δικό μας κόπο, που καταβάλλεται κάτω από την καθοδήγησή του. Όλα όμως είναι δικά του. Διότι και όλος ο καρπός του κόπου μας δεν είναι δικός μας, αλλά προέρχεται από την ευλογία του. Τότε λοιπόν θα απολαμβάνουμε αυτά δίκαια και σωστά, όταν δεχόμαστε αυτά με ευγνωμοσύνη σαν να παρέχονται από το χέρι του (τ).
 


Ιω. 21,11    ἀνέβη Σίμων Πέτρος(1) καὶ εἵλκυσε τὸ δίκτυον ἐπὶ τῆς γῆς(2), μεστὸν ἰχθύων μεγάλων ἑκατὸν πεντήκοντα τριῶν(3)· καὶ τοσούτων ὄντων οὐκ ἐσχίσθη τὸ δίκτυον(4).
Ιω. 21,11    Ανέβηκε ο Σιμων Πετρος στο πλοιάριον και ετράβηξε εις την ξηράν το δίκτυ, γεμάτο από εκατόν πενήντα τρία μεγάλα ψάρια. Και ενώ τόσον πολλά και μεγάλα ήσαν τα ψάρια, δεν εσχίσθηκε το δίκτυον.
(1) «Ανέβηκε στο πλοίο ως εμπειρότερος και τον ακολούθησαν εννοείται και οι άλλοι» (Ζ). Με τη βοήθεια μεν των συμμαθητών τράβηξε το δίχτυ, αυτός όμως διηύθυνε το έργο (g). Ο σιναϊτικός και ένας άλλος από τους μεγαλογράμματους κώδικες γράφουν Ενέβη.
(2) Αρκετά μαρτυρημένη γραφή: Εἰς τήν γῆν.
(3) Ερμηνεύτηκε αλληγορικά με διάφορους τρόπους: «Το μεν εκατό… σημαίνει το σύνολο των εθνών· διότι ο αριθμός εκατό είναι πληρέστατος αφού αποτελείται από δέκα δεκάδες· διότι και ο ίδιος ο Κύριος… άλλοτε μεν λέει ότι είναι εκατό τα πρόβατα που έχει, δηλώνοντας με αυτό ότι τα λογικά κτίσματα είναι τέλεια στον αριθμό, άλλοτε πάλι λέει ότι η άριστη γη θα καρποφορήσει εκατό φορές… Τον αριθμό πενήντα πάλι τον βάζει για να εννοήσουμε κατά κάποιο τρόπο το εκλεγμένο υπόλειμμα της χάριτος από τους Ισραηλίτες, διότι είναι το μισό του εκατό τα πενήντα, και υπολείπεται του τέλειου στον αριθμό. Τα τρία επίσης μπορούν να δηλώνουν την αγία… Τριάδα, στη δόξα της οποίας αφιερώνεται και θεωρείται συνδεδεμένη η ζωή αυτών που με την πίστη ψαρεύτηκαν» (Κ). Ή, το ίδιο απίθανη: «Εάν ζητήσουμε αριθμό που δείχνει το νόμο, ποιόν άλλον θα καθορίζαμε παρά τον δέκα; Διότι έχουμε απόλυτη βεβαιότητα, ότι ο Δεκάλογος δηλαδή οι γνωστές σε όλους δέκα εντολές, γράφτηκαν πρώτα με το δάχτυλο του Θεού στις δύο πλάκες… Αλλά όταν η χάρη προστέθηκε στο νόμο, δηλαδή το πνεύμα στο γράμμα, κατά κάποιο τρόπο προστέθηκε στον αριθμό δέκα ο επτά. Διότι ο επτά διαπιστώνεται από τεκμήρια… σημαίνει το άγιο Πνεύμα… Ο Θεός αγίασε την έβδομη ημέρα, στην οποία κατέπαυσε από τα έργα του… Και ο προφήτης Ησαΐας… εφιστά την προσοχή μας στο επταδικό έργο ή τα επτά χαρίσματα του Πνεύματος [Ησ. Ια 2,3]… Και τι λέει η Αποκάλυψη; Δεν ονομάζονται και εκεί αυτά επτά Πνεύματα του Θεού [Αποκ. γ 1], ενώ είναι ένα μόνο και το αυτό Πνεύμα που διαιρεί στον καθένα διάφορα χαρίσματα, όπως θέλει… Συνεπώς, όταν στον αριθμό δέκα, που παριστάνει το νόμο, προσθέσουμε το άγιο Πνεύμα, που παριστάνεται από το επτά, έχουμε δέκα επτά. Και όταν χρησιμοποιήσουμε τον αριθμό αυτόν για να προσθέσουμε κάθε έναν από τους διάφορους αριθμούς, τους οποίους περιλαμβάνει, από τι 1 μέχρι το 17 [δηλαδή 1+2+3+4+5+6… +16=136] το άθροισμα θα είναι 136. Αν προσθέσουμε στο άθροισμα αυτό και τον 17 θα έχουμε τον αριθμό των ψαριών… Έτσι με το ζωοποιό Πνεύμα το γράμμα δεν σκοτώνει πλέον, αλλά ό,τι παραγγέλεται από το νόμο, εκπληρώνεται με τη βοήθεια του Πνεύματος και αν υπάρξει κάποια έλλειψη συγχωρείται. Όλοι λοιπόν όσοι συμμετέχουν σε τέτοια χάρη συμβολίζονται από τον αριθμό αυτόν. Ο αριθμός αυτός επιπλέον έχει 3 φορές τον αριθμό 50 και επιπροσθέτως τον αριθμό 3 σε αναφορά με το μυστήριο της Τριάδας· την ώρα που ο αριθμός 50 γίνεται με πολλαπλασιασμό του 7 επί 7 με προσθήκη του ένα… Και το ένα προστίθεται για να δηλώσει, ότι ένα είναι αυτό που εκφράζεται με την επταπλή ενέργειά του» δηλαδή το Πνεύμα (Αυ). Ή και κάπως πιθανώς ο Ιερώνυμος σημειώνει: Εκείνοι οι οποίοι έγραψαν για τη φύση και ιδιότητα των ζώων, αυτοί που έμαθαν αλιευτικά… από τους οποίους ο Οππιανός… είναι ποιητής πολυμαθέστατος, βεβαιώνουν, ότι υπάρχουν συνολικά 153 είδη ψαριών, τα οποία όλα συνελήφθησαν από τους αποστόλους και κανένα δεν παρέμεινε ασύλληπτο. Έτσι όλοι τόσο οι ευγενείς και οι ταπεινοί στην καταγωγή, οι πλούσιοι και οι φτωχοί και κάθε τάξης άνθρωποι ανελκύονται από τη θάλασσα του κόσμου στη σωτηρία (b). Ή, πιο σωστά, η απλούστερη εξήγηση του αριθμού 153 είναι ότι, όπως οι ψαράδες αναγκάζονται να κάνουν, επειδή τα πιασμένα ψάρια πρέπει να διαιρεθούν σε μερίδια, τα ψάρια μετρήθηκαν και ο αριθμός τους αναφέρθηκε ως αξιοσημείωτος (β). Έτσι σημειώνεται η αφθονία αυτής της αλιείας και το ζωηρό ενδιαφέρον, με το οποίο οι απόστολοι λογάριασαν τη λεία που έπιασαν (g). Η αρίθμηση έγινε από την επιθυμία τους να διατηρήσουν ακριβή ανάμνηση του μεγάλου θαύματος (ο).
(4) «Όχι επειδή ήταν ισχυρό, αλλά επειδή ο Κύριος δυνάμωσε αυτό» (Ζ). Η διατήρηση του διχτύου αναφέρθηκε ίσως σαν σύμβολο της ειδικής προστασίας του Κυρίου στη εκκλησία και σε όλους εκείνους, οι οποίοι είναι κλεισμένοι μέσα της (g).
 


Ιω. 21,12    λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· δεῦτε ἀριστήσατε(1). οὐδεὶς δὲ ἐτόλμα τῶν μαθητῶν ἐξετάσαι(2) αὐτὸν σὺ τίς εἶ(3), εἰδότες ὅτι ὁ Κύριός ἐστιν(4).
Ιω. 21,12    Λέγει εις αυτούς ο Ιησούς• “ελάτε τώρα να φάτε το πρωϊνό σας φαγητό”. Κανείς δε από τους μαθητάς δεν ετολμούσε να τον εξετάση και να τον ερωτήση, ποιός είσαι συ, διότι όλοι εγνώριζαν πολύ καλά ότι αυτός είναι ο Κυριος.
(1) Αριστάω= παίρνω πρωινό, στους Αττικούς, έτσι και εδώ (G). Αν και κάποιος χρόνος πρέπει να καταναλώθηκε στο έργο της ανέλκυσης των ψαριών, όμως η πρωινή ώρα δεν είχε ακόμη περάσει (ο). «Ήδη είχε φτάσει η ώρα του πρωινού. Διότι επρόκειτο τους κόπους τους να τους διαδεχτεί η ανάπαυση» (Ζ).
(2) «Διότι δεν είχαν πλέον την ίδια παρρησία, ούτε το ίδιο θάρρος, ούτε τον πλησίαζαν πλέον μιλώντας προς αυτόν, αλλά με σιωπή και πολύ φόβο καθόντουσαν και τον πρόσεχαν» (Χ). Δεν υπάρχουν πλέον οι προηγούμενες οικείες σχέσεις (g). Ο Θεάνθρωπος στεκόταν πλήρως αποκαλυμμένος μπροστά τους· και ενώ οι καρδιές τους υπερπληρούνταν από αγάπη και χαρά, προσέβλεπαν όμως προς αυτόν με φόβο και σεβασμό (ο). Το τολμώ και εξετάζω δεν συναντιούνται αλλού στο τέταρτο ευαγγέλιο (β). Εξετάζω= πληροφορούμαι από κάποιον με άμεση ερώτηση (G).
(3) «Επειδή έβλεπαν τη μορφή του αλλοιωμένη και να προξενεί μεγάλη έκπληξη, είχαν εκπλαγεί πάρα πολύ, και ήθελαν να τον ρωτήσουν για αυτήν, αλλά ο φόβος και το ότι γνώριζαν ότι δεν είναι κάποιος άλλος, αλλά ο ίδιος, τους έκανε να αποφεύγουν την ερώτηση» (Χ).
(4) Δεν συνέβη εδώ όπως στην Εμμαούς, όπου δεν αναγνωρίστηκε έως ότου ευλόγησε και έκοψε τον άρτο (Λουκ. κδ 30). Εδώ αναγνωρίστηκε πριν ακόμη αρχίσει το φαγητό (β).
 


Ιω. 21,13    ἔρχεται(1) οὖν(2) ὁ Ἰησοῦς καὶ λαμβάνει(3) τὸν ἄρτον(4) καὶ δίδωσιν αὐτοῖς(5) καὶ τὸ ὀψάριον(4) ὁμοίως.
Ιω. 21,13    Έρχεται λοιπόν ο Ιησούς και παίρνει το ψωμί εις τα χέρια του και τους το εμοίρασε, επίσης δε και το ψάρι.
(1) Από τη θέση που στεκόταν, όταν κάλεσε τους μαθητές (ο).
(2) Κατόπιν της πρόσκλησης, την οποία απηύθυνε στους μαθητές και της προσέλευσής τους.
(3) Αφού πλησίασε τον τόπο, όπου βρισκόταν η τροφή ετοιμασμένη, ως διδάσκαλος και οικοδεσπότης διανέμει αυτήν στους μαθητές. Κανείς υπαινιγμός δεν υπάρχει εδώ ότι έλαβε χώρα κλάση του άρτου με ευχαριστία. «Εδώ δεν στρέφει πλέον το βλέμμα του στον ουρανό, ούτε κάνει εκείνα τα ανθρώπινα, δείχνοντας ότι και εκείνα έγιναν από συγκατάβαση» (Χ). Ο Θεάνθρωπος εμφανίζεται μάλλον με τη θεία του εξουσία.
(4) Φαίνεται πιθανόν ότι «λογικά έψησαν και κάποια από τα ψάρια που έπιασαν για να φάνε όλοι οι μαθητές» (Ζ). Αξιόλογη η αλληγορία: «Ο Κύριος ετοίμασε το πρωινό για τους επτά αυτούς μαθητές του από το ψάρι, το οποίο είδαν πάνω στην ανθρακιά, αφού προστέθηκαν και κάποια από τα ψάρια που αυτοί έπιασαν, και από τον άρτο…, τον οποίο είδαν. Το ψάρι το ψημένο είναι ο Χριστός που πάσχει· και ο ίδιος επίσης είναι ο άρτος που κατέβηκε από τον ουρανό. Μαζί με αυτόν ενσωματώθηκε η εκκλησία, για να μετάσχει και της αιώνιας μακαριότητας» (Αυ).
(5) «Εδώ μεν δεν λέει ότι έφαγε μαζί τους, ενώ ο Λουκάς αλλού λέει ότι συναναστρεφόταν και συνέτρωγε μαζί τους (Πράξ. α 4). Το πώς γινόταν αυτό όμως εμείς δεν μπορούμε να το πούμε. Διότι αυτά γινόντουσαν με κάποιο παραδοξότερο τρόπο, όχι επειδή είχε η φύση του πλέον ανάγκη από τροφή, αλλά το έκανε από συγκατάβαση για απόδειξη της ανάστασης» (Χ). Το ότι ο Ιησούς πήρε και έδωσε σε αυτούς τον άρτο και το ψάρι όπως παλιά (δες Μάρκ. στ 41, η 6, Ματθ. ιδ 19, ιε 36, Λουκ. θ 16) σημαίνει μόνο, ότι προεξήρχε του φαγητού κατά την ανέκαθεν συνήθειά του.
 


Ιω. 21,14    Τοῦτο ἤδη τρίτον(1) ἐφανερώθη ὁ Ἰησοῦς τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν.
Ιω. 21,14    Αυτή ήτο η τρίτη φορά, που εφανερώθηκε ο Ιησούς εις συγκεντρωμένους μαθητάς του, από την ημέραν που ανεστήθη εκ νεκρών.
(1) Δες τις σχετικές φράσεις «ταύτην τὴν ἀρχὴν» (β 11)· «τοῦτο πάλιν δεύτερον σημεῖον ἐποίησεν» (δ 54). Όπως και εκείνες, έτσι και η παρούσα αποβλέπει στο να συμπληρώσει σιωπηλά την διήγηση των συνοπτικών. Κατά τον Ματθαίο η πρώτη εμφάνιση του Ιησού στους μαθητές θα φαινόταν, ότι έγινε στη Γαλιλαία και όχι στην Ιουδαία. Καθόλου, λέει ο ευαγγελιστής. Όταν για πρώτη φορά εμφανίστηκε στη Γαλιλαία ήταν η τρίτη ήδη φορά, κατά την οποία φανερωνόταν στους μαθητές του (g). «Πρώτη μεν φορά λοιπόν το απόγευμα της ημέρας εκείνης, κατά την οποία αναστήθηκε· δεύτερη μετά από οχτώ ημέρες· και τρίτη τώρα. Φαίνεται λοιπόν, ότι μετά από αυτό ανέβηκαν οι μαθητές στο όρος που τους παρήγγειλε... Φανερώθηκε μεν λοιπόν και στις μαθήτριες και… στον Πέτρο και στον Κλεόπα και σε αυτόν που ήταν μαζί του. Αλλά στους μαθητές μαζί, αυτή ήταν η τρίτη φορά που φανερώθηκε» (Ζ). Μιλά για τις επισημότερες εμφανίσεις, δηλαδή για εκείνες οι οποίες έγιναν στους μαθητές συναθροισμένους (b). Και δεν ήταν μεν εδώ όλοι οι μαθητές παρόντες, ήταν όμως επτά κάτω από την ηγεσία του Πέτρου, άλλωστε και στο Ιω. κ 19 και εξής, δεν ήταν πάλι όλοι παρόντες (g). Ή, λιγότερο πιθανώς «αριθμούνται οι εμφανίσεις σύμφωνα με τις ημέρες· διότι ως πρώτη πρέπει να αριθμηθούν όλες όσες έγιναν σε μία ημέρα, επειδή περικλείονται σε μία ημέρα οσοδήποτε πολλές φορές και αν εμφανίστηκε κατά την ημέρα της ανάστασής του· ως δεύτερη αυτή που έγινε μετά από οκτώ ημέρες, και αυτή εδώ ως τρίτη» (Αυ).

Ιω. 21,15    Ὅτε οὖν ἠρίστησαν(1), λέγει τῷ Σίμωνι Πέτρῳ ὁ Ἰησοῦς(2)· Σίμων Ἰωνᾶ(3), ἀγαπᾷς με(4) πλεῖον τούτων(5); λέγει αὐτῷ· ναί, Κύριε, σὺ οἶδας ὅτι φιλῶ σε(6). λέγει αὐτῷ· βόσκε(7) τὰ ἀρνία μου(8).
Ιω. 21,15    Αφού, λοιπόν, επήραν το πρωϊνό τους φαγητό, λέγει στον Σιμωνα Πετρον ο Ιησούς• “Σιμων, παιδί του Ιωνά, με αγαπάς περισσότερο από αυτούς, όπως είχες ισχυρισθή κατά την νύκτα της συλλήψεώς μου;” Ο Πετρος, χωρίς τώρα να υποτιμήση την αγάπην των άλλων μαθητών, με ταπεινοφροσύνην πολλήν λέγει• “ναι, Κυριε, συ γνωρίζεις ότι σε αγαπώ”. Του λέγει ο Ιησούς• “βόσκε τα λογικά αρνιά μου της πνευματικής μου ποίμνης.
(1) Όταν το πρωινό φαγητό τελείωσε. Είναι χαρακτηριστικά του Ιωάννη οι σημειώσεις και οι καθορισμοί αυτοί του χρόνου (β). Κατά τη διάρκεια του φαγητού τους επικρατούσε μεγαλύτερη από τη συνηθισμένη σιωπή. Η σιγή στην αρχή κάποιου γεύματος δεν είναι μόνο σημάδι ευγένειας, αλλά και κοσμιότητας και αυτοκυριαρχίας (b). Η αποστολική ευθύνη δεν εξαντλείται με την αποστολή σε αυτούς που δεν επέστρεψαν ακόμη. Καθήκον του αποστόλου είναι να λάβει και πρόνοια για αυτούς που επέστρεψαν. Η σκηνή για αυτό, στην οποία εξιστορείται η σύλληψη των ψαριών, συμπληρώνεται με περιγραφή της αποστολικής διακονίας με την εικόνα του ποιμένα και της ποίμνης των αρνιών και των προβάτων. Το αρνί παίρνει τη θέση του ψαριού, διότι, από τη στιγμή που το ψάρι πιαστεί, πεθαίνει και δεν παρέχει συνεπώς ανάλογο και επαρκές παράδειγμα της ζωής του χριστιανού μετά την επιστροφή του. Ο Πέτρος λοιπόν είναι συγχρόνως ψαράς και ποιμένας. Αλλά έχει ήδη αρνηθεί τρεις φορές τον Κύριο (χ). Ο ακόλουθος διάλογος λοιπόν συμπληρώνει την προηγούμενη σκηνή (g). Αφού έφαγαν, τότε ο Κύριος απευθύνεται στον Πέτρο. Αποφεύγει να μιλήσει προηγουμένως στον Πέτρο, για να μην ταράξει τον όμιλο των επτά μαθητών κατά τη διάρκεια του φαγητού. Αλλά και στον Πέτρο τον ίδιο θα προκαλούσε δυσαρέσκεια και λύπη ό,τι ο Κύριος θα έλεγε προς αυτόν. Δεν θέλει λοιπόν να αναγκάσει αυτόν να διακόψει το φαγητό του.
(2) Δεν μέμφεται ο Ιησούς τον Πέτρο για την άρνηση, για την οποία είχε ήδη ο Πέτρος συγχωρεθεί· αλλά η ερώτησή του για την αγάπη του ήταν ευγενέστατος και στοργικότατος έλεγχος (Stier). «Επομένως με την τριπλή μεν ομολογία του μακάριου Πέτρου καταργήθηκε το αμάρτημα που έγινε με την τριπλή άρνηση. Και με το να πει ο Κύριος Βόσκε τα αρνία μου, εννοείται ότι έγινε μία ανανέωση κατά κάποιο τρόπο της αποστολής που ήδη δόθηκε σε αυτόν, η οποία σταματούσε την ντροπή για τα αμαρτήματα που συνέβη στο μεταξύ και η οποία εξαφάνιζε την μικροψυχία λόγω της ανθρώπινης ασθένειας» (Κ). Όπως υπάρχει σχέση όχι τυχαία ανάμεσα στην εξωτερική τοποθεσία, στην οποία ο Πέτρος είχε κληθεί την πρώτη φορά στο να γίνει απόστολος και σε αυτήν, στην οποία σημειώθηκε η εμφάνιση του Ιησού, έτσι υπάρχει σχέση ανάμεσα στον τόπο στον οποίο ο Πέτρος εξέπεσε (δίπλα στην ανθρακιά της αυλής του αρχιερέα) με την άρνησή του, και στην ανθρακιά αυτή δίπλα στην οποία ξαναπαίρνει το αξίωμά του (g). Στην τριπλή ερώτηση του Κυρίου προς τον Πέτρο κρύβεται γλυκός και στοργικός έλεγχος, ικανός όχι να πληγώσει και να πικράνει, αλλά να μαλάξει την καρδιά. Επιπλέον με αυτήν ο Πέτρος υποβάλλεται σε δοκιμή και εξέταση. Οι ερωτήσεις υποβάλλονται με τέτοιο τρόπο, ώστε να φανεί καθαρά, εάν ο Πέτρος κατέχεται ακόμη από το πνεύμα εκείνο της καυχησιολογίας και αλαζονείας, το οποίο εκδήλωσε, όταν στο δείπνο διακήρυττε ότι «αν όλοι σκανδαλιστούν με σένα, εγώ ουδέποτε θα σκανδαλιστώ». Και πράγματι, στις απαντήσεις του Πέτρου βλέπουμε, πόσο από την άρνησή του διδάχτηκε αυτός και πόσο άλλαξε και μεταβλήθηκε.
(3) Υπάρχει και η γραφή Σίμων Ιωάννου. Η ονομασία αυτή, με την οποία υπενθυμίζεται στον Πέτρο η φυσική του καταγωγή δεν αντιτίθεται άσκοπα με αυτήν που χρησιμοποιεί ο ευαγγελιστής («λέει στον Σίμωνα Πέτρο») (g). Υπενθυμίζει σε αυτόν ολόκληρο το παρελθόν του, από τη φυσική γέννησή του, και ειδικότερα την αξιοθρήνητη πτώση, η οποία γεννήθηκε στον Σίμωνα και όχι στον Πέτρο (Stier). Υπενθυμίζεται η ασθένεια η οποία μεταδίδεται σε όλους μας με τη φυσική καταγωγή ή την επίγεια συγγένεια (ο).
(4) Σύμφωνα με κάποιους μεν υπάρχει διάκριση ανάμεσα στο αγαπώ και το φιλώ. Το αγαπώ λέγεται εδώ με την ανώτερη και πνευματική έννοια της λέξης –αγαπώ από σεβασμό· ενώ το φιλώ με την έννοια της προσωπικής αφοσίωσης (g). Για αυτό για τους ανθρώπους λέγεται ότι αγαπούν και όχι φιλούν το Θεό. Το αγαπώ επίσης ουδέποτε χρησιμοποιείται για την αγάπη από σαρκικό έρωτα. Το φιλώ χρησιμοποιείται για τους λάτρεις του Χριστού στο Ιω. ιστ 27 (G). Το φιλώ λέγεται για φυσική τρυφερότητα, το αγαπώ για αγάπη περισσότερο εξυψωμένη (F). Σύμφωνα με τη διάκριση αυτή ο Πέτρος ερωτώμενος από τον Ιησού εάν αγαπά αυτόν, δεν απαντά με μεγαλύτερη έμφαση (b), αλλά χρησιμοποιεί, αποφεύγοντας την προηγούμενη αλαζονεία, το ρήμα φιλώ με πιο μέτρια διάθεση (g). Ο Ιησούς ρωτά: Με αγαπάς με την υψηλή και άγια αγάπη, η οποία οφείλεται σε μένα ως Υιό του Θεού και Σωτήρα των ανθρώπων; Και ο Πέτρος συναισθανόμενος ήδη την ασθένειά του απαντά· Ξέρεις, ότι σε αγαπώ όπως ένας φτωχός ασθενής θνητός μπορεί να αγαπά τους αρίστους του φίλους, αν και η αγάπη αυτή είναι πολύ πιο κάτω από την αγία αγάπη, που οφείλεται σε Σένα (ο). Σύμφωνα με άλλους όμως (β, Αυ), καμμία διάκριση δεν πρέπει να γίνεται ανάμεσα στα δύο ρήματα και από την τρίτη ερώτηση του Χριστού «έχουμε αποδεδειγμένο ότι αγαπώ και φιλώ είναι ένα και το αυτό. Διότι ο Κύριος στην τελευταία ερώτησή του δεν είπε με αγαπάς, αλλά φιλεις με» (Αυ). Και οι δύο εκδοχές σοβαρές.
(5) Δεν μπορεί να υπάρξει αμφιβολία ότι το «τούτων» αναφέρεται στους μαθητές, διότι το να αναφέρουμε αυτό στα ψάρια ή στα σκεύη και όργανα της αλιείας (δες β) είναι πολύ ταπεινό και χονδροειδές σε σχέση με τα συμφραζόμενα (ο). «Με αγαπάς περισσότερο από όσο αυτοί;» (Ζ), δηλαδή οι συμμαθητές σου. Πριν ο Πέτρος είχε πει ότι θα δειχνόταν περισσότερο πιστός από αυτούς (Ματθ. κστ 33) (b). Και ο Ιησούς υπενθυμίζει σε αυτόν την υπεροχή την οποία αλαζονικά ο Πέτρος διεκδίκησε όταν είπε τα λόγια στο Ματθ. κστ 33 (g). «Και ζητά να πει, εάν και περισσότερο από τους άλλους αγαπά… επειδή θα πάρει και περισσότερη από τους άλλους την άφεση… Διότι σύμφωνα με το λόγο του Σωτήρα, αυτός στον οποίο πολύ συγχωρείται, πολύ και θα αγαπήσει» (Κ).
(6) «Συμφωνεί ο Πέτρος, και ομολογεί ότι αγαπά, λέγοντας ότι αυτός ο ίδιος (ο Ιησούς) είναι μάρτυρας της διάθεσης που υπάρχει μέσα του» (Κ), «αυτός που ξέρει τα απόρρητα της καρδιάς» (Χ). Ο Πέτρος είχε δώσει απόδειξη του αντίθετου με την τελευταία άρνησή του· τώρα αντί για απόδειξη κάνει επίκληση της παντογνωσίας του Ιησού. Τώρα όμως λέει απλώς: σε αγαπώ. Δεν προσθέτει: περισσότερο από αυτούς (b). Από ταπεινοφροσύνη που υπαγορεύεται σε αυτόν από την πτώση του παραλείπει τις λέξεις αυτές στην απάντησή του (g). Ο Πέτρος παρέλειψε το «περισσότερο από αυτούς», αποφεύγοντας να συγκρίνει τον εαυτό του με τους αδελφούς του, και πολύ περισσότερο να υπερτιμήσει τον εαυτό του από αυτούς. Μπορούμε και εμείς να πούμε, ότι Αγαπάμε το Χριστό, δεν επιτρέπεται όμως σε μας να λέμε, ότι αγαπάμε αυτόν περισσότερο από κάθε άλλον. Οφείλουμε μεν να προσπαθούμε να γίνουμε καλύτεροι από τους άλλους, συγχρόνως όμως έχουμε καθήκον, ώστε «με την ταπεινοφροσύνη να θεωρούμε τους άλλους ότι υπερέχουν από εμάς». Διότι γνωρίζουμε όλες τις δικές μας ελλείψεις και παραβάσεις, ενώ των αδελφών μας μόνο από τις εξωτερικές εκείνες, οι οποίες πέφτουν στην αντίληψή μας.
(7) Το ρήμα βόσκω σημαίνει την φροντίδα για ένα ποίμνιο από την άποψη της διατροφής. «Ζητά απόδειξη της αγάπης σε αυτόν, την φροντίδα αυτών» (Ζ). Εμπιστεύεται αυτούς που αγαπά σε αυτόν που τον αγαπά (Λούθηρος). «Χειροτονήθηκε μεν ήδη για τη θεία αποστολή μαζί με τους άλλους μαθητές ο θεσπέσιος Πέτρος· διότι ο ίδιος ο Κύριος τους ονόμασε αποστόλους σύμφωνα με αυτό που έχει γραφτεί. Επειδή όμως… κυριευμένος από ασυγκράτητο φόβο ο θεσπέσιος Πέτρος αρνήθηκε τρεις φορές τον Κύριο, θεραπεύει αυτό που έπαθε και απαιτεί και αυτός με τη σειρά του την τριπλή ομολογία, θέτοντας αυτό σαν αντιστάθμισμα για εκείνο και ετοιμάζοντας την επανόρθωση ισοδύναμη με τα αμαρτήματα» (Κ). Ξεχώρισε κάτι στον Πέτρο ιδιαίτερα σε σύγκριση με τους άλλους μαθητές, αλλά τίποτα από το οποίο οι άλλοι επρόκειτο να αποκλειστούν· διότι αληθινά και εκείνοι αγαπούσαν τον Ιησού. Δες ιστ 27. Ας παύσει ο Πάπας, στο όνομα της αλήθειας, με την πρόφαση της διαδοχής του Πέτρου να διεκδικεί αυτό το προνόμιο για τον εαυτό του… Η Ρώμη δεν μπορεί να αξιώνει τον Πέτρο ως δικό της περισσότερο από όσο η Ιερουσαλήμ ή η Αντιόχεια ή οποιοσδήποτε άλλος τόπος, όπου ο Πέτρος ενήργησε ως απόστολος. Τι λέω; Η Ρώμη ως πρωτεύουσα των Εθνών, μπορεί λιγότερο από όλους να αξιώσει αυτόν. Διότι ο Πέτρος υπήρξε ένας από τους αποστόλους της περιτομής (b). Ο Χριστός τόσο στοργικά αγαπά την ποίμνη του, ώστε δεν εμπιστεύεται αυτήν παρά μόνο σε εκείνους, οι οποίοι τον αγαπούν και για αυτό θα αγαπούν για αυτόν και κάθετί που είναι δικό του. Εκείνοι οι οποίοι δεν αγαπούν το Χριστό, ούτε τις ψυχές των ανθρώπων αγαπούν, και κατά φυσικό λόγο ούτε για την κατάσταση των ψυχών αυτών θα ενδιαφερθούν. Τίποτα άλλο παρά η αγάπη προς τον Χριστό δεν ενισχύει τους λειτουργούς και διακόνους του να βαδίζουν ακούραστοι δια μέσου των δυσκολιών και αποθαρρύνσεων, τις οποίες συναντούν συχνά στο έργο τους. Η αγάπη αυτή κάνει το έργο τους εύκολο και γεμίζει αυτούς με προθυμία σε αυτό. Πράγματι· η αγάπη αυτή κάνει υπομονετικό και μακρόθυμο τον διδάσκαλο του ευαγγελίου απέναντι στη δυστροπία, την απροσεξία, την αχαριστία, την βραδύνοια και τις ιδιοτροπίες αυτών τους οποίους διδάσκει. Και η αγάπη αυτή κατέστησε τον Παύλο τόσο προνοητικό, για να μην σκανδαλιστούν τα ασθενή πρόβατα του Χριστού, ώστε να υφίσταται για χάρη τους τόσες θυσίες, αναλαμβάνοντας τόσους σωματικούς κόπους και αγρυπνίες, ώστε να μην επιβαρύνει κάποιον από αυτούς με τη διατροφή του. Πόσα υπέμεινε από τους ψευδαδέλφους! Και πόσο στοργική δειχνόταν η καρδιά του, όταν έγραφε: Παιδάκια μου, τους οποίους πάλι κοιλοπονώ!
(8) Σημαίνουν σύμφωνα με τους περισσότερους από τους ερμηνευτές ειδική τάξη μελών της εκκλησίας δηλαδή τους αρχάριους. «Με το να πει Βόσκε τα αρνία μου, ονόμασε έτσι τους νεογέννητους στην πίστη» (Β). Στη δεύτερη ερώτηση σύμφωνα με τους κώδικες βατικανού και του Εφραίμ χρησιμοποιήθηκε η λέξη προβάτια και στην τρίτη πρόβατα. Οι διαφορές αυτές δείχνουν, όπως φαίνεται, ότι δύο ή τρεις Αραμαϊκές λέξεις υπάρχουν πίσω από τις αντίστοιχες λέξεις του ελληνικού πρωτοτύπου (β). Στις τρεις αυτές παραγγελίες, το ποίμνιο που εμπιστεύεται στον Πέτρο κατανέμεται σε τρεις ηλικίες· και το ποίμνιο της πρώτης ηλικίας δηλώνεται με την ονομασία αρνία, ενώ αυτό της τρίτης ηλικίας με την ονομασία πρόβατα· αυτό της δεύτερης λοιπόν περιλαμβάνεται στα πιο τρυφερά από τα πρόβατα (b). «Αρνία μεν είναι οι πιο ατελείς, ενώ πρόβατα οι τελειότεροι» (Ζ). «Εκείνοι οι οποίοι με το να βόσκουν το ποίμνιο του Χριστού αποβλέπουν στο να έχουν αυτό ως δικό τους και όχι ως ποίμνιο του Χριστού, ας είναι πεπεισμένοι ότι αγαπούν όχι το Χριστό, αλλά τους εαυτούς τους, από επιθυμία είτε να καυχηθούν, είτε να αποκτήσουν δύναμη ή κέρδη υλικά και όχι από αγάπη να υπακούσουν, να υπηρετήσουν και να αρέσουν στο Θεό. Διότι τι άλλο σημαίνουν τα λόγια Με αγαπάς; Βόσκε τα αρνία μου, παρά ότι και αν έλεγε Εάν με αγαπάς, μη σκέφτεσαι να βοσκήσεις τον εαυτό σου αλλά τα αρνία μου σαν δικά μου και όχι σαν δικά σου· να ζητάς τη δόξα μου σε αυτά και όχι τη δική σου· την κυριότητά μου και όχι τη δική σου» (Αυ). Βόσκε τα αρνία μου δηλαδή τρέφε αυτά, δίδασκε αυτά, διότι η διδασκαλία του ευαγγελίου είναι πνευματική τροφή. Βόσκε τα αρνία μου δηλαδή να οδηγείς αυτά σε παχειά βοσκοτόπια, πρωτοστατώντας στις θρησκευτικές τους συναθροίσεις και διακονώντας αυτά σύμφωνα με όλα τα διατεταγμένα. Βόσκε αυτά με προσωπική προσαρμογή της διδασκαλίας στην κατάσταση και τις ανάγκες καθενός από αυτά. Όχι απλώς παράθετε σε αυτά την τροφή, αλλά βόσκε εσύ με αυτήν φροντίζοντας για τα ασθενή και αυτά που δεν έχουν όρεξη να δίνεις τροφή προσαρμοσμένη στην κατάστασή τους.
 

Ιω. 21,16    λέγει αὐτῷ πάλιν δεύτερον(1)· Σίμων Ἰωνᾶ, ἀγαπᾷς με(2); λέγει αὐτῷ· ναί, Κύριε, σὺ οἶδας ὅτι φιλῶ σε. λέγει αὐτῷ· ποίμαινε(3) τὰ πρόβατά μου(4).
Ιω. 21,16    Λέγει εις αυτόν πάλιν δευτέραν φοράν ο Κυριος• “Σιμων, παιδί του Ιωνά, με αγαπάς;” Λεγει εις αυτόν ο Πετρος• “ναι, Κυριε, συ γνωρίζεις ότι σε αγαπώ”. Του λέγει• “ποίμαινε τα λογικά μου πρόβατα”.
(1) Η επανάληψη αποσκοπεί να προσδώσει έμφαση στην εξέταση και να προκαλέσει βαθειά εντύπωση στον Πέτρο (ο). Ο Ιησούς ζητά να ωθήσει τον Πέτρο σε αυστηρότερη έρευνα του εαυτού του (Weiss).
(2) Εφ’ όσον με τη φράση «περισσότερο από αυτούς» επιτεύχθηκε ο σκοπός, για τον οποίο χρησιμοποίησε αυτήν ο Κύριος, δεν επαναλαμβάνεται τώρα αυτή. Αλλά επιμένει στη χρήση του ρήματος αγαπώ. Ο Πέτρος όμως δεν παίρνει θάρρος να εφαρμόσει στον εαυτό του ένα τέτοιο ρήμα και εξακολουθεί να διαβεβαιώνει με τη μετριότερη έννοια του ρήματος φιλώ την προς τον διδάσκαλο αγάπη του (g).
(3) Το ρήμα ποιμαίνω έχει ευρύτερη έννοια από το ρήμα βόσκω, διότι δεν εκφράζει μόνο την έννοια της φροντίδας για διατροφή του ποιμνίου, την οποία εκφράζει το βόσκω, αλλά και γενικώς όλα τα έργα του ποιμένα (F). Αντικαθιστά λοιπόν το βόσκω, το οποίο αναφερόταν προ παντός στην διδασκαλία με το λόγο, με το ποιμαίνω, το οποίο σημαίνει μάλλον την διοίκηση της εκκλησίας στο σύνολό της (g). «Διότι τον μεν ποιμαίνω που λέει τώρα φανερώνει πιο σκληρή φροντίδα, ενώ το βόσκω την ηπιότερη» (Θφ). Η προμήθεια της κατάλληλης και πρόσφορης τροφής στα πρόβατα δεν καλύπτει ολόκληρο το ποιμαντικό έργο. Μέρος του ποιμαντικού έργου είναι ο ποιμένας να βγάζει το ποίμνιό του και να προπορεύεται από αυτό. Όχι μόνο με το λόγο να διδάσκει και να τρέφει αυτό πνευματικά, αλλά να δίνει αυτός πρώτος το παράδειγμα της εφαρμογής και καρποφορίας των διδασκομένων αληθειών. Εκείνος είναι καλός ποιμένας στη διδασκαλία, ο οποίος δεν δείχνει μόνο στα πρόβατα την ευθεία οδό, αλλά βαδίζει πρώτος σε αυτήν, για να ακολουθεί η ποίμνη στα ίχνη του. Αυτό είναι το βόσκε τα αρνία μου. Αλλά ο καλός ποιμένας είναι και γεμάτος συμπάθεια και στοργή για το καθένα από τα πρόβατά του. Υποστηρίζει το συντετριμμένο, δένει τις πληγές του, ενισχύει το ασθενές και αισθάνεται ως ίδιο προσωπικό του πόνο την αστάθεια και παραπλάνηση οποιουδήποτε πιστού φωνάζοντας με καρδιά που πονά μαζί με τον Παύλο: Ποιός ασθενεί και δεν ασθενώ, ποιος σκανδαλίζεται και δεν καίγομαι εγώ; Ο καλός ποιμένας, όταν αντιληφθεί, ότι κάποιο πρόβατο απομακρύνθηκε από την ποίμνη, αφήνει τα πρόβατα που τρέφονται με ασφάλεια στη βοσκή, και αναζητά το χαμένο, το οποίο στοργικά αγκαλιάζει, όταν το ξαναβρεί, και χωρίς να κακομεταχειριστεί αυτό, το παίρνει πάνω στους ώμους του. Αυτό είναι το Ποίμαινε τα πρόβατά μου.
(4) Ο βατικανός κώδικας και ο του Βέζα γράφουν προβάτιά μου=προβατάκια μου. Η γραφή αυτή ίσως είναι η πιο σωστή. Διότι το υποκοριστικό αυτής εκφράζει κάποιο υπαινιγμό ασθένειας, όπως και η λέξη αρνία και συνεπώς δηλώνει κατάσταση προχωρημένη μεν από αυτήν των αρνίων, που υπολείπεται όμως από αυτήν των προβάτων και τάξη ενδιάμεση μεταξύ αυτών και εκείνων (g).
 


Ιω. 21,17    λέγει αὐτῷ τὸ τρίτον(1)· Σίμων Ἰωνᾶ, φιλεῖς με(2); ἐλυπήθη ὁ Πέτρος ὅτι εἶπεν αὐτῷ τὸ τρίτον(3), φιλεῖς με, καὶ εἶπεν αὐτῷ· Κύριε, σὺ πάντα οἶδας(4), σὺ γινώσκεις(5) ὅτι φιλῶ σε. λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· βόσκε(6) τὰ πρόβατά μου(7).
Ιω. 21,17    Λέγει εις αυτόν τρίτην φοράν ο Κυριος• “Σιμων, υιέ του Ιωνά, με αγαπάς;” Ο Πετρος ελυπήθηκε, διότι τρεις φορές του είπε ο Ιησούς, “αγαπάς με;” επειδή ενόμισε ότι αμφέβαλλεν ο Κυριος δια την αγάπην του, και του είπε• “Κυριε, συ γνωρίζεις τα πάντα, συ γνωρίζεις ότι σε αγαπώ”. Και έπειτα από την τριπλήν αυτήν ομολογίαν, ο Κυριος του λέγει• “βόσκε τα πρόβατά μου”.
(1) «Η τριπλή ερώτηση του Κυρίου προς τον Πέτρο για την αγάπη δεν υπονοεί άγνοια του Δεσπότου… αλλά ο αγαθός ιατρός απομάκρυνε το τριπλό της άρνησης με το τριπλό της συμφωνίας» (Ι).
(2) Χρησιμοποιεί τώρα το ρήμα, το οποίο και ο Πέτρος, εκφράζοντας έτσι αμφιβολία και για το αν όντως εφίλει αυτόν ο μαθητής. Είναι σαν να έλεγε σε αυτόν: Είσαι βέβαιος ότι με αγαπάς έστω και με την προσωπική, με την ανθρώπινη εκείνη αγάπη, την οποία υποδηλώνεις με την λέξη, με την οποία απαντάς; Δεν ρωτώ πλέον τώρα, εάν έχεις τον υψηλότερο βαθμό της αγάπης, στον οποίο αναφέρονταν οι προηγούμενες δύο ερωτήσεις μου. Είσαι όμως βέβαιος για το αν όντως με φιλείς; (ο).
(3) «Ο Πέτρος επειδή φοβήθηκε με την τριπλή ερώτηση και υποπτεύτηκε μήπως νομίζει μεν ότι αγαπά, αλλά δεν αγαπά· διότι και προηγουμένως, νόμιζε μεν ότι ουδέποτε θα τον απαρνηθεί, αλλά τον απαρνήθηκε· και το πάθημα εκείνο τον έκανε πιο σώφρονα και καλύτερο· για αυτό λυπήθηκε, ταράχτηκε, θορυβήθηκε» (Ζ). Το τριπλό της ερώτησης του Ιησού φαινόταν όντως να εκφράζει δυσπιστία (F).
(4) «Επειδή πάλι φοβάται τα προηγούμενα (διότι και τότε επιμένοντας στη γνώμη του, αποδεικνυόταν στη συνέχεια ανίκανος να την πραγματοποιήσει) για αυτό πάλι καταφύγει σε αυτόν· διότι το να πει Εσύ τα ξέρεις όλα, σημαίνει τα παρόντα και τα μέλλοντα. Βλέπεις πώς έγινε καλύτερος και σωφρονέστερος, χωρίς πλέον να αυθαδιάζει και να αντιλέγει;» (Χ). Βάζει τον εαυτό του κάτω από το μάτι της υπερφυσικής γνώσης του Ιησού λέγοντας κατά κάποιο τρόπο: Δες λοιπόν μόνος σου, εάν σε αγαπώ. Η επίκληση αυτή της ανώτερης γνώσης του Ιησού προέρχεται από το θλιβερό συναίσθημα των μεγάλων πλανών για τον εαυτό του, στις οποίες ο Πέτρος είχε παρασυρθεί (Weiss).
(5) Το γινώσκεις είναι πιο έντονο εδώ από το οἶδας, σημαίνοντας γνώση άμεση για κάποιο πράγμα ή πρόσωπο. Δείχνει με την απάντησή του ο Πέτρος σε κάποιο μέτρο την φυσική του ορμητικότητα. Διότι η χρήση των δύο ρημάτων Σὺ… οἶδας, Σὺ γινώσκεις… προσδίδουν ιδιαίτερο τόνο στη διαμαρτυρία της αγάπης του (ο).
(6) «Τρίτη φορά ρωτά και τρίτη φορά διατάζει τα ίδια, δείχνοντας  πόση σημασια δίνει στην προστασία των προβάτων του και ότι αυτό είναι κατ’ εξοχήν δείγμα της αγάπης προς αυτόν» (Χ). «Αφού πρώτα μεν λοιπόν ξέπλυνε ο Πέτρος με τα πικρά εκείνα δάκρυα την κηλίδα της άρνησης, και αφού τώρα πάλι πρόσφερε αντί για την τριπλή άρνηση τριπλή ομολογία, και τότε μεν με έργο, ενώ τώρα με λόγο θεραπεύει το σφάλμα που έγινε με λόγο, τού αναθέτει την ποιμαντική φροντίδα της οικουμένης» (Ζ).
(7) Οι δύο προαναφερθέντες κώδικες μαζί με τον Αλεξανδρινό γράφουν πάλι προβάτια. Ίσως πρόκειται για λάθος των αντιγραφέων που δεν κατάλαβαν τη λεπτή διαφορά ανάμεσα στις λέξεις προβάτια και πρόβατα. Με το πρόβατα ο Κύριος δηλώνει πάλι το ποίμνιο πλήρες, θεωρούμενο όμως στην κανονική του κατάσταση. Ο Ιησούς ξαναπαίρνει το ρήμα βόσκω, με το οποίο δίνει στον Πέτρο να καταλάβει, ότι η γενική κυβέρνηση της εκκλησίας δεν πρέπει να εμποδίζει τον ποιμένα από το να ασχολείται και με τη διδασκαλία των προβάτων, και την κατ’ ιδίαν στο καθένα από αυτά και την ομαδική. Δες Πράξ. κ 31, όπου δείχνεται ότι οι απόστολοι είχαν κατανοήσει την έννοια του παραγγέλματος. Το χωρίο επίσης Α΄ Πέτρ. ε 1-4 φαίνεται ως ηχώ των λόγων αυτών του Κυρίου (g). Αξιόλογη και η ερμηνεία: Στο τέλος ζητείται από τον Πέτρο να βόσκει όχι τα αρνία, όπως στην πρώτη περίπτωση, ούτε τα προβάτια όπως στη δεύτερη, αλλά τα πρόβατα· δηλαδη να γίνει αυτός τελειότερος από τον εαυτό του, ώστε να μπορεί να κυβερνά τους τελειότερους (b). Εάν ρωτήσεις τους υπερασπιστές του πρωτείου του Πάπα, θα σού πουν, ότι με την τριπλή αυτή ερώτηση ο Κύριος αποσκοπούσε να δώσει στον Πέτρο και μέσω αυτού στους διαδόχους του στη Ρώμη απόλυτη κυριαρχία και αρχηγία πάνω στην όλη χριστιανική εκκλησία. Λες και το καθήκον του να υπηρετεί τα πρόβατα, έδωσε δικαίωμα τού να κυριαρχεί πάνω σε όλους τους άλλους ποιμένες, ενώ είναι σαφές, ότι ούτε ο Πέτρος ο ίδιος αξίωσε ποτέ τέτοιο δικαίωμα, ούτε οι υπόλοιποι απόστολοι τού αναγνώρισαν αυτό. Η τριπλή αυτή ερώτηση του Κυρίου έγινε ολοφάνερα, για να αποκατασταθεί ο Πέτρος στο αποστολικό αξίωμα, το οποίο απαρνήθηκε με την τριπλή άρνηση και για να ανανεώσει σε αυτόν την αποστολή παρόντων και των υπόλοιπων συμμαθητών του. Εμείς για εκείνους, οι οποίοι μάς εξαπάτησαν και διέψευσαν τις ελπίδες μας που στηρίξαμε πάνω τους, λέμε: «Παρόλο που τους συγχωρούμε, δεν τους εμπιστευόμαστε πλέον». Ο Χριστός όμως, όταν συγχώρησε τον Πέτρο, εμπιστεύτηκε σε αυτόν τον πολυτιμότερο θησαυρό, τον οποίο είχε πάνω στη γη. Και με τον έλεγχό του αυτόν, με τον οποίο αποκαθιστούσε τον μαθητή στο αποστολικό αξίωμα, δείχνεται ο Κύριος, όπως ήδη είπαμε, γεμάτος συμπάθεια. Από αυτό διδασκόμαστε, ότι και σε εμάς ο Ιησούς δεν υπάρχει φόβος να συμπεριφερθεί με λιγότερη συμπάθεια, εάν αμαρτάνοντας με οποιοδήποτε τρόπο προς αυτόν επιστρέψουμε με μετάνοια και ζητήσουμε το έλεός του. Ο όμοιός μας άνθρωπος είναι δυνατόν να μας μεμφθεί, να μας επικρίνει με λόγους πικρούς και να ευχαριστηθεί από την αγωνία μας. Αλλά ο Ιησούς ουδέποτε μέμφεται· και αν κάποτε τα λόγια του εμφανίζουν κάποια μομφή, είναι όμως πάντοτε γεμάτα αγάπη, όπως και οι τιμωρίες του είναι τιμωρίες στοργικής παιδαγωγίας. Ο όμοιός μας είναι δυνατόν να μας χτυπήσει άγρια και όταν μάλιστα πέσουμε κάτω από τα χτυπήματά του είναι δυνατόν να εξακολουθήσει να μάς χτυπά. Ο Κύριος Ιησούς όμως χτυπά ως ιατρός πάνσοφος αποβλέποντας στο να μάς θεραπεύσει.

Ιω. 21,18    ἀμὴν ἀμὴν λέγω σοι(1), ὅτε ἦς νεώτερος(2), ἐζώννυες σεαυτὸν(3) καὶ περιεπάτεις ὅπου ἤθελες· ὅταν δὲ γηράσῃς(2), ἐκτενεῖς τὰς χεῖράς σου, καὶ ἄλλος σε ζώσει(4), καὶ οἴσει(5) ὅπου οὐ θέλεις(6).
Ιω. 21,18    Και πληροφορών αυτόν ο Κυριος, ότι θα μείνη πλέον πιστός μέχρι θανάτου, του λέγει• “σε διαβεβαιώνω και σε πληροφορώ, ότι όταν ήσουν νεώτερος έζωνες τον εαυτόν σου και επήγαινες, όπου ήθελες. Οταν όμως γηράσης θα απλώσης τα χέρια σου και άλλος θα σε ζώση και θα σε φέρη εκεί, όπου δεν θέλεις• (θα σε οδηγήση δηλαδή εις σκληρόν μαρτύριον, το οποίον θα δεχθής, παρά την φυσικήν αποστροφήν προς τον θάνατον)”.
(1) Ιωάννεια φράση που συναντιέται 25 φορές στο δ΄ευαγγέλιο (F). Με αυτήν τραβά με έμφαση την προσοχή του Πέτρου σε αυτά που θα ειπωθούν (ο). Όταν ο Ιησούς προανήγγειλε στον Πέτρο τα σχετικά με την άρνησή του με την ίδια φράση άρχισε να τού μιλά (β). Προλέγεται τώρα το μαρτύριο του Πέτρου. Η σχέση με τα προηγούμενα: «Πολύ χρήσιμα… προανήγγειλε το τέλος του Πέτρου, έτσι ώστε με αυτά τα οποία επρόκειτο να πάθει να επισφραγίσει κατά κάποιο τρόπο και να αποδείξει αληθινό αυτό που του είπε: Ναι, Κύριε, εσύ γνωρίζεις ότι σε αγαπώ» (Κ). «Η αγάπη στο να βόσκουμε τα πρόβατα του Κυρίου πρέπει να αυξάνει σε τόσο μεγάλη πνευματική θερμότητα ώστε να υπερνικά και το φυσικό φόβο του θανάτου, ο οποίος μάς κάνει να μην θέλουμε να πεθάνουμε και όταν ακόμη επιθυμούμε να ζήσουμε μαζί με το Χριστό» (Αυ).
(2) Σε αυτό ανταποκρίνεται το «όταν όμως γεράσεις» που ακολουθεί· όπως και στο «έζωνες τον εαυτό σου» ανταποκρίνεται το «και άλλος θα σε ζώσει»· όπως και στο «όπου ήθελες» το «θα σε φέρει όπου δεν θέλεις» (g). Νεώτερος… γηράσῃς. «Αυτό δείχνει ότι δεν ήταν τότε νέος, (διότι πράγματι δεν ήταν) αλλά ούτε και γέρος, αλλά άνδρας τέλειος» (Χ). Ο Πέτρος έπρεπε να διάγει την μέση ηλικία. Αυτό συμφωνεί με το μαρτυρούμενο από τους συνοπτικούς γεγονός ότι ήταν ήδη έγγαμος (Λουκ. δ 38).
(3) Υπαινίσσεται την ζώνη, με την οποία οι κάτοικοι της Ανατολής περισφίγγουν και ανασηκώνουν τον μακρύ τους χιτώνα, όταν βαδίζουν ή εργάζονται (F). Αυτόματη, ελεύθερη, ανεμπόδιστη κίνηση δηλώνεται εδώ σε αντίθεση με τη στέρηση της προσωπικής ελευθερίας που σημαίνεται με την ακόλουθη φράση «και άλλος θα σε ζώσει» (ο). «Για ποιό λόγο λοιπόν υπενθύμισε σε αυτόν την προηγούμενη ζωή του; Για να δείξει ότι έτσι έχουν τα πράγματα σε αυτόν (το Χριστό). Διότι στα μεν βιοτικά πράγματα ο μεν νέος είναι χρήσιμος, ενώ ο γέρος άχρηστος· ενώ στα πράγματα που έχουν σχέση με μένα, λέει, δεν είναι έτσι, αλλά όταν έλθουν τα γηρατειά, τότε η ανδρεία είναι λαμπρότερη, τότε η ανδραγαθία πιο περιφανής, χωρίς να εμποδίζεται σε τίποτα από την ηλικία» (Χ). Σύμφωνα με την επικρατούσα ερμηνεία η έννοια είναι: «θα απλώσεις τα χέρια σου στο σταυρό, και άλλος θα σε σφίξει με τα καρφιά [ή θα σε έχει δέσμιο με τις αλυσίδες] και θα σε οδηγήσει σε θάνατο τον οποίο… δεν θέλεις από τη φύση σου» (Ζ). Θα απλώσεις τα χέρια σου όπως αυτοί που σταυρώνονται, ώστε να στερεωθούν αυτά στο οριζόντιο ξύλο του σταυρού (b). Το ἐκτενεῖς δηλώνει θεληματική ενέργεια, κατά διαταγή όμως των εκτελεστών. Εκφράζεται η ιδέα, ότι ο Πέτρος δεν θα έδειχνε κάποιο δισταγμό να πεθάνει για τον Κύριο. Θα άπλωνε θεληματικά τα χέρια του, κατανικώντας την φυσική του αποστροφή προς το θάνατο (ο). Το άπλωμα των χεριών του Μωϋσή (Εξοδ. ιζ 12) θεωρήθηκε από παλιά τύπος του σταυρού (Επιστολή Βαρνάβα 12, Ιουστίνου Διάλογος προς Τρύφωνα 90,91, Ειρηναίου κατά Αιρέσεων V,17,4)· ομοίως και η φράση στο Ησαΐου ξε «άπλωσα τα χέρια μου όλη την ημέρα σε λαό ανυπάκουο» (Βαρνάβα 12, Ιουστίνου Α΄ Απολογία 35). Αξιολογότατη και η ερμηνεία: Το άπλωμα των χεριών δεν αναφέρεται στη σταύρωση. Διότι πώς το χαρακτηριστικό αυτό θα έμπαινε μπροστά από τα ακόλουθα («και άλλος θα σε ζώσει και θα σε οδηγήσει όπου δεν θέλεις»), τα οποία παρουσιάζουν τον απόστολο να οδηγείται στον τόπο της ποινής; Το άπλωμα των χεριών είναι μάλλον η χειρονομία της παθητικότητας απέναντι στη βία. Η ζώνη αυτή (δες Πράξ. κα 11) θα είναι η αλυσίδα του κακοποιού. Ο λόγος αυτός δηλώνει την εξουδετέρωση της προσωπικής θέλησης, η οποία αποτελούσε το κυρίαρχο χαρακτηριστικό του φυσικού χαρακτήρα του Πέτρου (g). Υπάρχει και η γραφή: ἄλλοι ζώσουσι.
(5) Από το ρήμα φέρω, το οποίο είναι εδώ πιο έντονο και ενεργητικό από το άγω. Ο σιναϊτικός αντί για το «οἴσει ὅπου» γράφει «Ποιήσουσί σοι όσα»
(6) «Σε θάνατο τον οποίο, αν και θέλεις με την προαίρεσή σου, δεν τον θέλεις με τη φύση σου» (Ζ). «Διότι κανείς από τους αγίους δεν πάσχει επειδή το θέλει. Αλλά αν και είναι πικρός ο θάνατος, και τους έρχεται παρόλο που καθόλου δεν τον θέλουν αυτοί, αλλά βεβαίως επειδή ποθούν πάρα πολύ τη δόξα που δίνει ο Θεός, καταφρονούν την επίγεια ζωή» (Κ). «Διότι κανείς δεν εγκαταλείπει το σώμα με απάθεια, διότι ο Θεός το ρύθμισε αυτό σύμφωνα με το συμφέρον μας, ώστε να μην συμβαίνουν πολλοί βίαιοι θάνατοι. Διότι αν ο διάβολος κατόρθωσε να το πετύχει αυτό, αν και τα πράγματα έχουν έτσι, και οδήγησε άπειρους σε γκρεμούς και βάραθρα, εάν δεν ήταν τόσο μεγάλη η επιθυμία του σώματος για την ψυχή, τότε από την τυχαία λύπη οι περισσότεροι θα ορμούσαν στο να πράξουν αυτό (=την αυτοκτονία). Το «όπου δεν θέλεις» λοιπόν φανερώνει τη φυσική συμπάθεια» (Χ). Και ο Πέτρος «ακούσια μεν ήλθε στο θάνατο, αλλά εθελούσια κατέκτησε αυτόν και άφησε πίσω το αίσθημα αυτό της ασθένειας, το οποίο κάνει τον καθένα να μην θέλει να πεθάνει· αίσθημα τόσο επίμονα φυσικό, ώστε και αυτή η προχωρημένη ηλικία δεν μπόρεσε να ελευθερώσει από την επίδρασή της τον μακάριο Πέτρο… Αλλά οσοδήποτε μεγάλη και αν είναι η θλίψη του θανάτου, υπερνικάται από τη δύναμη της αγάπης εκείνης, την οποία αισθάνεται κάποιος προς αυτόν, ο οποίος ενώ είναι η ζωή μας, θέλησε να υποστεί τον θάνατο για χάρη μας» (Αυ).
 


Ιω. 21,19    τοῦτο δὲ εἶπε(1) σημαίνων ποίῳ θανάτῳ(2) δοξάσει τὸν Θεόν(3). καὶ τοῦτο εἰπὼν λέγει αὐτῷ· ἀκολούθει μοι(4).
Ιω. 21,19    Είπε δε αυτά τα λόγια ο Κυριος δηλώνων, με ποίον θάνατον έμελλε να δοξάση ο Πετρος τον Θεόν. Και αφού είπε τούτο ο Κυριος του λέγει• “ακολούθησε με”.
(1) Ιωάννεια φράση που εισάγει επεξήγηση. Δες ζ 39, ια 51, ιβ 6, 33, κλπ. (F).
(2) Με ποιο είδος θανάτου (ο). Αναφέρεται γενικώς στο μαρτύριο και όχι στο είδος του μαρτυρίου (g).
(3) «Δεν είπε θα πεθάνει, αλλά θα δοξάσει το Θεό, για να μάθεις ότι  το να πάθει κάποιος για τον Χριστό είναι δόξα» (Χ), «όχι μόνο του μαθητή που πεθαίνει, αλλά και του Θεού… αυτού που πεθαίνει μεν, διότι πεθαίνει για το Θεό, ενώ του Θεού, διότι έχει τέτοιο μαθητή» (Ζ). Και επιπλέον «αν δεν είχε πληροφορία η ψυχή, ότι είναι Θεός αληθινός, δεν θα πέθαινε για αυτόν. Επομένως ο θάνατος των αγίων είναι βεβαίωση της δόξας του Θεού» (Θφ). Η φράση που συναντιέται και στο Α΄ Πέτρου δ 16 έγινε συνηθισμένη στα μαρτυρολόγια (β). Από την όλη φράση έπεται, ότι ο Πέτρος είχε υποστεί ήδη το μαρτύριο (F), αλλά ο συγγραφέας δεν σταματά να πει ξεκάθαρα ότι ο Πέτρος πέθανε, διότι ο θάνατός του ήταν γνωστός σε όλη την εκκλησία (β).
(4) Ή, λιγότερο πιθανώς «ακολούθησέ με, με το να σταυρωθείς και συ ο ίδιος δηλαδή και να υποστείς τον ίσο θάνατο» (Ζ). «Ελα στα χνάρια των δικών μου κινδύνων και βαδίζοντας τον ίδιο κατά κάποιο τρόπο δρόμο, αφού ωφελήσεις με έργα και λόγια τις ψυχές των καλεσμένων, μην διστάσεις καθόλου να προχωρήσεις και σε αυτόν τον θάνατο πάνω στο ξύλο» (Κ). Ή, πιο σωστά, όπως φαίνεται από το στίχο 20 («αφού γύρισε πίσω ο Πέτρος βλέπει τον μαθητή… να ακολουθεί») το ακολούθησέ με πρέπει να το πάρουμε κατά γράμμα. Ο Ιησούς απομακρύνθηκε από τον όμιλο των μαθητών, και ο Πέτρος και μετά από αυτόν και ο Ιωάννης τον ακολουθούν. Αλλά οι λέξεις θα θύμισαν στον Πέτρο την πρόσκληση, που απηύθυνε την πρώτη φορά προς αυτόν ο Ιησούς («ελάτε πίσω μου…» (Ματθ. δ 19, Μάρκ. α 17), καθώς και την πρόσφατα εκδηλωμένη ένθερμα από τον ίδιο τον Πέτρο προσφορά να ακολουθήσει αυτόν όπου πάει (Ιω. ιγ 36), την οποία ο διδάσκαλος ανέβαλε να δεχτεί (β). Το ακολούθησέ με λοιπόν πρώτα μεν πρέπει να εννοηθεί κυριολεκτικά, και έπειτα και συμβολικά (F). Στην ίδια λίμνη άκουσε ο Πέτρος τον ίδιο λόγο «Ακολούθησέ με», όταν την πρώτη φορά τον καλούσε ο Ιησούς να γίνει μαθητής του. Τα δίχτυα σύρονταν και τώρα γεμάτα ψάρια πάνω στην άμμο, όπως και τότε παρόμοια θαυμάσια αλιεία μετά από άκαρπο κόπο ολόκληρης της νύχτας, όπως και τώρα, γέμισε τα πλοιάρια με ψάρια, ώστε να βυθίζονται αυτά. Οι ίδιοι συνέταιροι, ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης είναι και τώρα, όπως και τότε στο πλευρό του Πέτρου. Κατά την πρώτη εκείνη συνάντηση μετά από εξομολόγηση που έγινε στον Κύριο («βγες από μένα, διότι είμαι αμαρτωλός άνδρας») δείχνει την προς αυτόν αγάπη του ο Πέτρος αφήνοντας τα πάντα και ακολουθώντας τον. Παρόμοια λύπη συντριβής δοκιμάζει και τώρα ο Πέτρος («λυπήθηκε ο Πέτρος…») εκδηλώνει και τώρα στερεωμένη για πάντα την προς τον Κύριο αγάπη του, την οποία θα επισφράγιζε όχι με άρνηση πλέον, αλλά με αυτόν τον μαρτυρικό θάνατό του.
 
Ιω. 21,20    ἐπιστραφεὶς(1) δὲ ὁ Πέτρος βλέπει τὸν μαθητὴν ὃν ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς(2) ἀκολουθοῦντα, ὃς καὶ ἀνέπεσεν(2) ἐν τῷ δείπνῳ ἐπὶ τὸ στῆθος αὐτοῦ καὶ εἶπε· Κύριε, τίς ἐστιν ὁ παραδιδούς σε(3);
Ιω. 21,20    Καθώς δε επροχωρούσαν, εγύρισε ο Πετρος πίσω την κεφαλήν και βλέπει τον μαθητήν, που αγαπούσε ο Ιησούς, να τους ακολουθή. Ο μαθητής αυτός ήτο εκείνος, που είχε πέσει κατά τον μυστικόν δείπνον στο στήθος του Ιησού και είπε• “Κυριε, ποιός είναι αυτός που θα σε παραδώση;”
(1) Υπενθυμίζει το κ 14 και 16. Μορφή λόγου Ιωάννεια (g).
(2) «Ο θεσπέσιος ευαγγελιστής, φανερώνει πάλι τον εαυτό του, αφανέστερα μεν, αλλά τον φανερώνει πάντως» (Κ). Με αυτά δηλώνεται η οικειότητα του Ιωάννη και με τον Ιησού και με τον Πέτρο, με προτροπή του οποίου έπεσε ο Ιωάννης στο δείπνο στο στήθος του Ιησού. Αυτά δικαιολογούν το θάρρος του Ιωάννη να ακολουθεί τώρα τον Ιησού και τον Πέτρο αν και δεν προσκλήθηκε. Η στενή σχέση που υφίσταται ανάμεσα στο Διδάσκαλο και σε αυτόν, κάνει ηθικά αδύνατον, ώστε ο ένας να αναχωρήσει και ο άλλος να μην τον ακολουθήσει (ο). Ή, λιγότερο πιθανώς «Για ποιό λόγο μας υπενθύμισε τότε που έπεσε στο στήθος του; Όχι απλώς και ως έτυχε, αλλά για να δείξει πόση παρρησία είχε ο Πέτρος μετά την άρνηση. Διότι αυτός που τότε δεν τολμούσε να ρωτήσει αλλά ανέθετε αυτό σε άλλον, αυτός αναλάμβανε και την προστασία των αδελφών» (Χ), «αλλά και για τον αγαπημένο μαθητή θαρραλέα ρωτά» (Ζ).
(3) Η υπενθύμιση του ότι αυτός που ακολουθεί τώρα απρόσκλητος τον Ιησού είναι ο αγαπημένος μαθητής, που έπεσε στο στήθος του Διδασκάλου στο δείπνο, δικαιολογεί την πράξη αυτή του αγαπημένου. Δεν μπορεί κάποιος να μεμφθεί αυτόν, διότι δείχνει απληστία στο να ακούει τα γεμάτα χάρη λόγια του αγαπημένου Διδασκάλου κατά τις λίγες εκείνες και πολύτιμες στιγμές, κατά τις οποίες φανέρωσε τον εαυτό του στους μαθητές. Και στο δείπνο μεν ο Ιωάννης είχε την εξέχουσα και τιμητική θέση δίπλα στο Διδάσκαλο και άρπαξε την ευκαιρία να υποχρεώσει με την αγάπη του τον Πέτρο. Τώρα ο Πέτρος κατέχει την θέση αυτή και από αγάπη και αυτός θέτει στον Κύριο το ακόλουθο ερώτημα για τον Ιωάννη. Εφόσον έχουμε παρρησία στο θρόνο της χάριτος, ας χρησιμοποιούμε αυτήν για ωφέλεια μεταξύ μας. Εκείνοι οι οποίοι μάς βοηθούν με τις προσευχές τους αυτή την ώρα, πρέπει να βοηθιούνται και από τις δικές μας προσευχές την άλλη ώρα. Αυτή είναι η κοινωνία των αγίων.
 


Ιω. 21,21    τοῦτον ἰδὼν ὁ Πέτρος λέγει τῷ Ἰησοῦ· Κύριε, οὗτος δὲ τι(1);
Ιω. 21,21    Αυτόν όταν τον είδε ο Πετρος, λέγει στον Ιησούν• “Κυριε, αυτός τι θα γίνη; Τι θα του συμβή στο μέλλον;”
(1) Τι θα τού συμβεί; (ο). Ποιά τύχη επιφυλάσσεται σε αυτόν; (F). Τι θα συμβεί μετά σε αυτόν; (g). Τι θα πάθει (δ). «Δεν θα σε ακολουθήσει; Δεν θα βαδίσει τον ίδιο με μας δρόμο του θανάτου; Δεν θα πεθάνει ομοίως;» (Ζ). Γεννήθηκε ζήτημα για το ελατήριο που ώθησε τον Πέτρο στην ερώτηση αυτή. Κάποιοι (Olshausen, Meyer κλπ.) απέδωσαν αυτήν σε ένα είδος ζήλειας του Πέτρου προς τον Ιωάννη. Είναι όμως δυνατόν να αποδώσουμε χαρακτήρα τόσο ελάχιστα ευγενικό σε άνθρωπο, στον οποίο ο Ιησούς εμπιστεύθηκε τα πρόβατά του; Ο Πέτρος μαζί με την ανδρική του φύση δοκίμαζε για τον Ιωάννη δειλότερα και πιο ευαίσθητα ό,τι και ένας μεγαλύτερος αδελφός αισθάνεται για τον τρυφερότερο και λεπτότερο νεώτερό του αδελφό. Η συμπάθεια λοιπόν εμπνέει στον Πέτρο το ερώτημα αυτό (g). Ο Πέτρος «δείχνει και εδώ την αγάπη που είχε προς αυτόν· διότι πράγματι αγαπούσε πάρα πολύ τον Ιωάννη ο Πέτρος· και αυτό είναι φανερό και από αυτά που έγιναν μετά. Αλλά και σε όλο το ευαγγέλιο δείχνεται ο στενός δεσμός αυτών, και στις Πράξεις» (Χ). Παρόλ’ αυτά δύσκολα θα δίσταζε κάποιος να αποδώσει τουλάχιστον εν μέρει την ερώτηση αυτή και σε περιέργεια (ο), της οποίας κάποιο ιδιαίτερο είδος βρίσκουμε σε ανθρώπους πολύ δραστήριας διάνοιας (Latham). Για αυτό και «η ερώτηση φαινόταν ότι ήταν έξω από τον πρέποντα λόγο, και ήταν έργο περιέργειας μάλλον παρά διάθεσης να μάθει κάτι ωφέλιμο, ενώ έμαθε αυτά που τον αφορούσαν, να ζητά αυτά που θα γίνουν στους άλλους. Για αυτήν λοιπόν την αιτία, νομίζω, ο Κύριος απάντησε μεν κάτι σε αυτό που ερωτήθηκε όχι όμως με ευθεία απάντηση» (Κ), «διδάσκοντας να μην πολυεξετάζει τίποτα παραπάνω» (Ζ).
 


Ιω. 21,22    λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς(1)· ἐὰν αὐτὸν θέλω(2) μένειν(3) ἕως ἔρχομαι(4), τί πρὸς σε(5); σὺ ἀκολούθει μοι(6).
Ιω. 21,22    Λέγει ο Ιησούς στον Πετρον• “εάν εγώ θέλω να μένη αυτός εις την ζωήν, έως ότου θα έλθω πάλιν κατά την δευτέραν παρουσίαν, τι σε ενδιαφέρει αυτό; Τι έχεις να ωφεληθής από απόψεως πνευματικής, εάν μάθης τι θα γίνη με τον μαθητήν αυτόν; Συ ακολούθησέ με και φρόντισε δια τον εαυτόν σου, δι' αυτά που σου λέγω εγώ και που αφορούν εσέ”.
(1) «Επειδή πάντα ο Πέτρος ήταν θερμός σε τέτοιου είδους ερωτήσεις και βιαζόταν να τις κάνει, κόβοντάς του πάλι την θερμότητα και διδάσκοντας αυτόν να μην ασχολείται με τίποτα παραπάνω… λέει» (Χ).
(2) Το θέλω εδώ είναι το θέλω της κυρίαρχης εξουσίας. Δες ιζ 24. Η έμφαση είναι στο ε ά ν  θ έ λ ω. Ο Ιησούς δεν παρουσιάζεται να λέει, ότι η θέλησή του είναι να μένει ο αγαπημένος του μαθητής «έως ότου έρχομαι», αλλά ότι εάν αυτή ήταν η θέλησή του, αυτό δεν ήταν μέλημα του Πέτρου (β).
(3) «Ζωντανό» (Ζ)· «και αν θέλω αυτόν να μένει εδώ» (Χ)· «αν θα ήθελα να ζήσει μέχρις ότου έλθω» (Κ).
(4) Όσον αφορά στην έλευση αυτή του Χριστού, υπάρχουν τρεις τρόποι ερμηνείας ο καθένας από τους οποίους παρουσιάζεται να υποστηρίζεται από σοβαρούς ερμηνευτές. Οι τρόποι αυτοί της ερμηνείας στηρίζονται στις τρεις ελεύσεις του Κυρίου, δηλαδή στην έλευση του Κυρίου για τον καθένα κατά την ώρα του θανάτου του· στην έλευσή του κατά την καταστροφή της Ιερουσαλήμ και στην τρίτη κατά την έσχατη ημέρα, όταν θα έλθει να κρίνει τον κόσμο. Ο Αυγουστίνος, Βέδας, Γρότιος και άλλοι αναφέρουν το «έρχομαι» αυτό στην έλευση του Κυρίου κατά την ώρα του θανάτου. Αλλά με την έννοια αυτή δεν θα ερχόταν ο Χριστός και για τον Πέτρο και για τους υπόλοιπους αποστόλους; (ο). Ή, ο Κύριος θα ήθελε να πει, ότι δεν έρχεται παρά μόνο για εκείνους από τους δικούς του, οι οποίοι πεθαίνουν θάνατο φυσικό, και όχι και για εκείνους οι οποίοι πεθαίνουν μαρτυρικά; Αυτό θα ήταν ιδέα παράδοξη και παράλογη, με την οποία αντιτίθεται η αφήγηση για το θάνατο του Στεφάνου (g), η οποία παρουσιάζει τον Κύριο ότι εμφανίστηκε στον Στέφανο. Δεύτερη ερμηνεία: «Κάποιοι έτσι εννόησαν το στίχο, έως ότου, λέει, έρχομαι εναντίον των Ιουδαίων που με σταύρωσαν, όταν πρόκειται να χτυπήσω αυτούς με την ράβδο των Ρωμαίων και να καταστρέψω την πόλη τους» (Θφ). Ο Ιησούς με τα λόγια αυτά προανήγγειλε ότι ο Ιωάννης θα ζούσε μέχρι τη μεγάλη κρίση της καταστροφής των Ιεροσολύμων, η οποία μπορεί να ονομαστεί σαν η πρώτη πράξη της έλευσης του Χριστού. Δες Ματθ. ι 23, κστ 64. Ο Πέτρος δεν είδε την μεγάλη αυτή φανέρωση του δοξασμένου Χριστού. Ο Ιωάννης όμως επέζησε αυτής. Εάν όμως επέζησε μακρό χρόνο, δεν έχει κάποια σημασία το πόσο χρόνο έζησε μετά το γεγονός αυτό (g). Εφ’ όσον παρόλ’ αυτά πολλοί πιστοί, που ήλθαν σε προσωπική γνωριμία με τον Ιησού, επέζησαν να δουν το γεγονός αυτό, και εφ’ όσον φαίνεται εδώ ότι ο Ιησούς υπονοούσε, ότι κάποια ιδιαίτερη εύνοια δόθηκε στον Ιωάννη, μπορεί κάποιος να δεχτεί μαζί με τον Stier, ότι οι αποκαλύψεις στην Πάτμο, το «ναι, έρχομαι γρήγορα» (Αποκ. κβ 20), οι οποίες βρίσκουν την πρώτη εκπλήρωσή τους στην έλευση του Χριστού για να πάρει εκδίκηση κατά των Ιουδαίων εχθρών του, περιλαμβάνονται στη φράση αυτή («έως έρχομαι» ) (ο). Την έλευση αυτή, [για την καταστροφή της Ιερουσαλήμ] ο Ιωάννης έλαβε το προνόμιο να περιγράψει στην Αποκάλυψη… Και ο μεν Πέτρος ακολουθεί τον Ιησού κατά την αναχώρησή του από τον κόσμο αυτόν, ο Ιωάννης όμως μένει στον κόσμο έως ότου ο Ιησούς έρχεται. Αληθινά η διακονία του Ιωάννη που έγραψε και έστειλε την Αποκάλυψη είναι ίση [από άποψη παθημάτων με υπομονή] με τον σταυρό, τον οποίο υπέμεινε ο Πέτρος, λόγω των σκληρών βασανιστικών δοκιμασιών, τις οποίες ο Ιωάννης επρόκειτο να υποστεί στο μεταξύ (b). Τρίτη ερμηνεία: «έως ότου έρχομαι, κατά την δευτέρα μου παρουσία» (Ζ). «Να ζει μέχρι τη συντέλεια του κόσμου» (Θφ). Ο λόγος υποθετικός, όπου η έμφαση, όπως είπαμε, είναι στο «εάν θέλω» = «Διότι και αν ακόμη δεν πέθαινε καθόλου, άραγε αυτό σε τι θα παρηγορήσει την δική σου φροντίδα;» (Κ). Οι δύο τελευταίες εκδοχές σοβαρές.
(5) «Τι σχέση έχει με σένα;» (Ζ). «Δηλαδή άκουσες, Πέτρε, τα σχετικά με τον εαυτό σου, για ποιό λόγο αρέσκεσαι στο να ρωτάς τα των άλλων και ξεσκάβεις την γνώση των θείων κριμάτων όχι στον κατάλληλο καιρό;» (Κ).
(6) Εσύ συμμορφώσου σε ό,τι σου παρήγγειλα και άφησε στο Θεό τις μυστικές βουλές του (g). «Εσύ δες προσεχτικά και φρόντισε τα δικά σου» (Χ), «χωρίς να περιεργάζεσαι καθόλου το θάνατο εκείνου» (Ζ)
 


Ιω. 21,23    ἐξῆλθεν οὖν ὁ λόγος οὗτος(1) εἰς τοὺς ἀδελφοὺς(2) ὅτι ὁ μαθητὴς ἐκεῖνος οὐκ ἀποθνήσκει(3)· καὶ οὐκ εἶπεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς ὅτι οὐκ ἀποθνήσκει(4), ἀλλ᾿ ἐὰν αὐτὸν θέλω μένειν ἕως ἔρχομαι, τί πρὸς σε(5);
Ιω. 21,23    Διαδόθηκε λοιπόν η φήμη αυτή μεταξύ των αδελφών, ότι ο μαθητής εκείνος δεν πεθαίνει. Και δεν είπεν στον Πετρον ο Ιησούς ότι ο μαθητής αυτός δεν πεθαίνει, αλλά εάν υποθέσωμεν, ότι θέλω να μένη αυτός εις την ζωήν, μέχρις ότου έλθω, αυτό τι ενδιαφέρει εσένα;
(1) «Διαφημίστηκε ο λόγος αυτός» (Ζ).
(2) Οι αδελφοί είναι οι Χριστιανοί, που αποτελούν τη χριστιανική κοινότητα οι οποίοι υπήρξαν μεταξύ τους αδελφοί. Η λέξη πρώτη και μόνη φορά χρησιμοποιείται με την έννοια αυτή στα ευαγγέλια, διότι η έννοια της χριστιανικής αδελφότητας πραγματοποιήθηκε μετά την ανάσταση. Χρησιμοποιείται όμως συχνά στις Πράξεις (α 16, θ 30, ι 23 κλπ.) και στις επιστολές (Εφεσ. στ 23, Α΄ Ιω. γ 14, 16, Γ΄ Ιω. 3,5) (β).
(3) Λείψανα της εσφαλμένης αυτής αντίληψης από την παρερμηνεία των λόγων του Κυρίου, υπήρξαν οι παραδόσεις που κυκλοφόρησαν και κατά τους μετέπειτα αιώνες ότι «ο Ιωάννης ζει ακόμη και κοιμάται μάλλον παρά είναι νεκρός στον τάφο του στην Εφεσο… Έχουμε επίσης την παράδοση, η οποία βρίσκεται σε κάποιες απόκρυφες γραφές, ότι ήταν παρών σε καλή υγεία όταν διέταξε να κατασκευαστεί για αυτόν ένας τάφος. Και όταν αυτός σκάφτηκε και ετοιμάστηκε με κάθε δυνατή φροντίδα, έριξε τον εαυτό του κάτω ο Ιωάννης σαν σε κρεβάτι και πέθανε αμέσως. Παρόλ’ αυτά, όπως νομίζουν αυτοί που παρανόησαν τα λόγια του Κυρίου, δεν πέθανε πράγματι, αλλά μοιάζει με πεθαμένο. Και ενώ νομίζεται νεκρός, μπήκε στον τάφο κοιμώμενος και θα μείνει έτσι εκεί μέχρι την έλευση του Χριστού. Στο μεταξύ γνωστοποιεί το γεγονός της ζωής του με παλμικές κινήσεις του χώματος του τάφου, που προκαλούνται από την αναπνοή αυτού που κοιμάται, η οποία ανεβαίνει από το βάθος στην επιφάνεια του τάφου. Νομίζω, ότι είναι τελείως περιττό να ασχοληθεί κανείς με μία τέτοια γνώμη» (Αυ).
(4) «Εσύ όμως, να σκεφτείς, σε παρακαλώ, και εδώ την έλλειψη υπερηφάνειας του ευαγγελιστή. Διότι αφού είπε την γνώμη των μαθητών, διορθώνει αυτήν» (Χ), «ότι πλανήθηκαν και δεν κατάλαβαν τον σκοπό του λόγου» (Ζ).
(5) Εδώ τελειώνουν και τα σχετικά με τον διάλογο του Κυρίου με τον Πέτρο, του οποίου η απόδοση γίνεται με τρόπο αξιοσημείωτα λεπτό, το οποίο συνηγορεί για το ότι αυτός που αφηγείται είναι αυτόπτης και αυτήκοος.
 


Ιω. 21,24    Οὗτός(1) ἐστιν ὁ μαθητὴς(2) ὁ μαρτυρῶν(3) περὶ τούτων(4) καὶ γράψας ταῦτα, καὶ οἴδαμεν(5) ὅτι ἀληθής ἐστιν ἡ μαρτυρία αὐτοῦ.
Ιω. 21,24    Αυτός είναι ο μαθητής εκείνος, που δίδει την μαρτυρίαν δι' όλα αυτά και που τα έγραψεν στο Ευγγέλιόν του. Και γνωρίζομεν καλά ότι είναι αληθινή η μαρτυρία του.
(1) Για την προέλευση των δύο αυτών στίχων διατυπώθηκαν διάφορες γνώμες. Άλλοι (Hengstenberg, Weitzel, Hoelemann κλπ.) απέδωσαν αυτούς στον ίδιο συγγραφέα του όλου ευαγγελίου. Άλλοι (Lange, Scaff) αποδίδουν μόνο την φράση «ξέρουμε ότι είναι αληθινή η μαρτυρία του» ότι προέρχεται από άλλο χέρι. Άλλοι (Meyer, Tischendorf κλπ.) αποδίδουν τον στίχο 24 στον συγγραφέα του όλου ευαγγελίου, ενώ θεωρούν τον στίχο 25 ως παρεμβολή μεταγενέστερη. Άλλοι (Tholuck, Luthardt, Keil) θεωρούν και τους δύο στίχους ότι προέρχονται από άλλο χέρι. Και άλλοι (De Wette,Lucke, Weiss) αποδίδουν αυτούς στον συγγραφέα του κεφαλαίου κα, τον οποίον δεν θεωρούν τον Ιωάννη (g). Κατά τον Δαμαλά αποτελούν αυτοί επίσημη μαρτυρία των μαθητών της Εφέσου και της εκκλησίας της Εφέσου για τη γνησιότητα του ευαγγελίου εδώ και στον επόμενο στίχο.
(2) Ο στίχος 24 αποτελεί επεξηγηματικό σχόλιο αυτών που προηγήθηκαν, και είναι ταιριαστό εξ’ ολοκλήρου στο Ιωάννειο ύφος. Ο Ιωάννης δηλαδή εξηγεί, ότι οι αναφερόμενες στο βιβλίο αυτό αφηγήσεις προέρχονται από τη μαρτυρία του αγαπημένου μαθητή (β).
(3) Ως επιζών ακόμη (b). Δεν αναφέρεται αυτό στην μαρτυρία που μένει στο σύγγραμμα αυτό, διότι σε αυτή την περίπτωση θα έπρεπε το γράψας να προηγηθεί: «αυτός που έγραψε αυτά και μαρτυρεί για αυτά». Το ότι μπαίνει πρώτα το μαρτυρῶν και μάλιστα σε ενεστώτα, ενώ η ακόλουθη μετοχή είναι σε αόριστο (γράψας) δεν επιτρέπουν άλλη έννοια από την: ο οποίος μαρτυρεί ήδη, ακόμη και κατά την ώρα αυτή. Η υποσημείωση λοιπόν αυτή (δηλαδή οι στίχοι 24-25) προστέθηκαν στο ευαγγέλιο ενώ ζούσε ο Ιωάννης (g). Αυτοί που συνέγραψαν τον βίο του Κυρίου έγραψαν από άμεση γνώση και αντίληψη αυτού, όχι από ακρόαση από άλλους και από μαρτυρία τρίτων, αλλά ό,τι αυτοί με τα δικά τους μάτια είδαν και ό,τι με τα ίδια τους τα αυτιά άκουσαν. Ο συγγραφέας του τετάρτου ευαγγελίου υπήρξε αγαπημένος μαθητής του Κυρίου, που έπεσε στο στήθος του, ο οποίος άκουσε από το στόμα του όσα δίδαξε και παρέστη μάρτυρας αυτόπτης των θαυμάτων του και των αποδείξεων της αναστάσεώς του. Αυτός είναι που μαρτυρεί για αυτά, ο οποίος και σχημάτισε απόλυτη βεβαιότητα για αυτά, για τα οποία παρέχει τη μαρτυρία του.
(4) Αναφέρεται στο όλο περιεχόμενο του ευαγγελίου.
(5) Ανήκει και αυτό στο ύφος του Ιωάννη. Δες Α΄ Ιω ε 18,19,20 και δ 14,16. Εφ’ όσον ακολουθείται από το «οἶμαι (νομίζω)» του στίχου 25 καμμία απόδειξη δεν παρέχει, ότι το υποκείμενο στο οποίο αναφέρεται είναι πολλά πρόσωπα και όχι ένα (ο). Ο Ιωάννης μπορούσε να χρησιμοποιήσει πληθυντικό. Μπορούσε ο ίδιος ο Ιωάννης να παραγγείλει την πρόταση αυτή στην εκκλησία, η οποία θα διαβαζόταν, όχι χωρίς τη θέλησή του, δημόσια και θα αναγνωριζόταν ότι υποχρεωτικά θα έπρεπε να πιστευθεί (b). Αξιόλογη και η γνώμη: «Γνωρίζουμε, αυτοί που γνωρίζουμε αυτά, ότι αληθινά μαρτυρεί. Φαίνεται δηλαδή ότι και άλλοι γνώριζαν αυτά» (Ζ). Δεδομένου, ότι σύμφωνα με το απόσπασμα του Muratori ο Ιωάννης προτράπηκε σε συγγραφή του ευαγγελίου του από τους συναποστόλους του, και μάλιστα από τον Ανδρέα, που ήταν παρόντες τότε στην Ασία, και από τους επισκόπους του δηλαδή τους επισκόπους που εγκαταστάθηκαν από αυτόν κατά την Ασία, το «γνωρίζουμε» μπορεί να λέγεται και εξ’ ονόματος αυτών και να σημαίνει, εφ’ όσον μεν πρόκειται για τους συναποστόλους του Ιωάννη = γνωρίζουμε και εμείς οι ίδιοι τα γεγονότα που εξιστορήθηκαν και μαρτυρούμε για την ακρίβειά τους· εφ’ όσον πάλι πρόκειται για τους χριστιανούς της Εφέσου = ζήσαμε προσωπικά μαζί με τον Ιωάννη και γνωρίζουμε την ειλικρίνεια και φιλαλήθειά του (g). Και αν λοιπόν υποθέσουμε, ότι «η εκκλησία πρόσθεσε αυτό» ζώντος ακόμη του Ιωάννου, «δεν αφαιρεί κάτι από το κύρος του έργου, όπως ούτε ο στίχος (Ρωμαίους ιστ 22) τον οποίο ο Τέρτιος συνύφανε στην προς Ρωμαίους επιστολή (b). Η αλήθεια του ευαγγελίου επιβεβαιώνεται από όλα τα τεκμήρια, τα οποία θα ζητούσε καθένας που κρίνει λογικά και απροκατάληπτα. Το ότι ο Ιησούς κήρυξε τέτοιες διδασκαλίες και έκανε τέτοια θαύματα και αναστήθηκε τελικά από τους νεκρούς αποδεικνύεται αναντίλεκτα από τέτοιες αποδείξεις, οι οποίες ικανοποιούν κάθε ειλικρινή και αμερόληπτο αναζητητή της αλήθειας. Ο ευαγγελιστής που έγραψε για αυτά ήταν πλήρως πεπεισμένος για την αλήθειά τους και ήταν εξ’ ολοκλήρου ικανοποιημένος από την αλήθεια αυτή, την οποία με τη συγγραφή του μεταβίβαζε σε εμάς. Δεν ζητά να πιστέψουμε κάτι, το οποίο αυτός δεν πίστευε. Γνώριζε ότι η μαρτυρία του είναι αληθινή, διότι διακινδύνευε κάθε ημέρα την ίδια τη ζωή του για τη μαρτυρία αυτή.
 


Ιω. 21,25    ἔστι δὲ(1) καὶ ἄλλα πολλὰ ὅσα ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς(2), ἅτινα ἐὰν γράφηται καθ᾿ ἕν(3), οὐδὲ αὐτὸν(4) οἶμαι(5) τὸν κόσμον χωρῆσαι τὰ γραφόμενα βιβλία(6). ἀμήν(7).
Ιω. 21,25    Υπάρχουν δε και πολλά άλλα, όσα έκαμεν ο Ιησούς, τα οποία εάν ήθελαν γραφή ένα προς ένα, νομίζω ότι ολόκληρος ο κόσμος με τας βιβλιοθήκας του δε θα εχωρούσε τα βιβλία, που θα εγράφοντο. Πράγματι”.
(1) Ο στίχος αυτός επειδή δεν υπάρχει στο αρχικό κείμενο του Σιναϊτικού κώδικα, θεωρήθηκε από τον Tischendorf  ως μη αυθεντικός, αλλά ό Tregelles και ο Gwynn απέδειξαν τη γνησιότητά του. Όλοι οι κώδικες περιλαμβάνουν τον στίχο αυτόν και μόνο στον 63 μικρογράμματο δεν συναντιέται, διότι του κώδικα αυτού έχει χαθεί το τελευταίο φύλλο (β). Ο g θεωρεί αυτόν ότι γράφτηκε από εκείνον, ο οποίος αποτελώντας μέλος του ομίλου, στον οποίο αναφέρεται το «γνωρίζουμε» του προηγούμενου στίχου, έγραψε σε συμφωνία με αυτόν τον στίχο εκείνο. Ακολούθως αυτός πρόσθεσε από μόνος του και τον στίχο αυτόν, οπότε και η μεταβολή του πρώτου πληθυντικού προσώπου (γνωρίζουμε) σε πρώτο ενικό (νομίζω), το οποίο ακριβώς αποδεικνύει την καλή του πίστη. Για υποστήριξη της γνώμης του αυτής επικαλείται ο g και το ότι η γραμματική και συντακτική μορφή του στίχου πιο πολύπλοκη από αυτήν του στίχου 24 και ότι η μη απαλλαγμένη έμφασης υπερβολή, που χαρακτηρίζει τον στίχο αυτόν, αντιτίθεται με την απλή σοβαρότητα του στίχου 24. Πάντως δέχεται ο g ότι και ο στίχος προστέθηκε κατά τη στιγμή της δημοσίευσης του ευαγγελίου. Σύμφωνα με την παρατήρηση όμως του β δεν είναι αναγκαίο για εξήγηση του ενικού οἶμαι (νομίζω) να προσφύγουμε στην υπόθεση αυτή. Ο συγγραφέας του δ΄ ευαγγελίου στη μαρτυρία του στίχου 24 βάζει μαζί με τον εαυτό του και άλλους, αλλά στη συγγραφική σκέψη του στίχου 25 μιλά μόνο από τον εαυτό του. Ο ενικός λοιπόν δείχνει ότι και τον στίχο αυτόν συνέγραψε ο Ιωάννης (b). Στον όλο στίχο εκφράζεται η έννοια, ότι το ευαγγέλιο του Ιωάννη, το οποίο ολόκληρο είναι αλήθεια (σ. 24), δεν περιέχει «όλη» την αλήθεια. Διότι πλήρης ευαγγελική εξιστόρηση αποτελεί έργο μη πραγματοποιήσιμο, λόγω του ότι το υλικό είναι εκτάκτως ευρύ (g).
(2) «Είναι πάρα πολύ μεγάλο μεν το πλήθος των θεϊκών θαυμάτων και θα φανεί εντελώς αναρίθμητος ο κατάλογος των κατορθωμάτων… Έγραψαν τουλάχιστον όμως οι κήρυκες των ευαγγελίων τα λαμπρότερα από τα γεγονότα… και αυτά με τα οποία κατεξοχήν θα μπορούσαν οι ακροατές να βεβαιωθούν στην αδιάφθορη πίστη και να έχουν διδασκαλία και ηθική και δογματική» (Κ). Κάθετί που ο Κύριος είπε και έπραξε, ήταν άξιο να καταγραφεί. Ουδέποτε είπε κάποιο αργό λόγο, ούτε έπραξε κάτι μη σοβαρό και περιττό. Ουδέποτε είπε κάτι μικρό, το οποίο να μην είναι ανώτερο από ό,τι κάθε σοφός της γης θα μπορούσε να πει. Τα θαύματά του υπήρξαν αναρίθμητα, ποικίλα και επαναλήφθηκαν πολλές φορές τα ίδια, όπως οι περιστάσεις των διαφόρων ασθενών και αναπήρων ζητούσαν αυτά. Παρόλο που και ένα μόνο θαύμα θα επαρκούσε να αποδείξει την θεία του αποστολή, η επανάληψη των θαυμάτων σε διάφορα πρόσωπα, σε διάφορες περιστάσεις και μπροστά στα μάτια διάφορων μαρτύρων αποδείκνυαν την αλήθειά τους. Κάθε νέο θαύμα του έκανε περισσότερο αξιόπιστο κάθε προηγούμενο θαύμα του και το πλήθος αυτών έκανε την όλη για αυτά αφήγηση αδιαμφισβήτητη. Οι ευαγγελιστές σε πολλές περιπτώσεις παρέχουν γενική μαρτυρία για τη διδασκαλία και τις υπερφυσικές θεραπείες του Κυρίου, χωρίς να αφηγούνται αυτά λεπτομερώς, όπως π.χ. ο Ματθαίος στα δ 23, 24, θ 35, ια 1, ιδ 36, ιε 30, ιθ 2. Κάποια ελάχιστα από εκείνα, τα οποία είπε και ενήργησε, περισώθηκαν σε εμάς. Ο θείος Παύλος παραθέτει στο Πράξ. κ 35 κάποιο λόγο του Κυρίου, που δεν αναφέρεται από τους ευαγγελιστές. Και αναμφίβολα υπήρξαν και πολλοί άλλοι, οι οποίοι δεν γράφτηκαν. Παρόλ’ αυτά όσα γράφτηκαν είναι αρκετά να μας αποκαλύψουν τη διδασκαλία του Χριστού και περισώθηκε σε μας ό,τι απαραίτητο για τη σωτηρία μας είπε και ενήργησε ο Κύριος.
(3) Όσον αφορά στα γεγονότα και τα διάφορα περιστατικά τους (b).
(4) «Είναι υπερβολικός ο λόγος και φανερώνει την υπερβολή του πλήθους αυτών που έπραξε ο Κύριος. Και χρησιμοποιούν το λόγο της υπερβολής και αυτοί που γράφουν και αυτοί που μιλούν, όταν θελήσουν να παραστήσουν την υπερβολή κάποιου πράγματος» (Ζ). «Διότι συνηθίζει η Γραφή να χρησιμοποιεί υπερβολές· όπως ακριβώς το Είδαμε πόλεις που έφθαναν μέχρι τον ουρανό (Δανιήλ δ 17)· και το Είδαμε άνδρες και ήμασταν μπροστά τους σαν ακρίδες (Ησαΐου μ 22), και όσα τέτοια παρόμοια» (Θφ).
(5) «Προσθέτοντας το «νομίζω» μετρίασε την υπερβολή και περιόρισε αυτό που φαινόταν απίθανο, υποδηλώνοντας, ότι λόγω του μεγάλου πλήθους τους μίλησε έτσι» (Ζ).
(6) «Διότι πράγματι, αν γραφόταν το κάθε ένα από αυτά που έγιναν χωρίς να παραληφθεί τίποτα, θα γέμιζε την οικουμένη το αχώρητο πλήθος των βιβλίων… Διότι μύρια όντως θα μπορούσε κάποιος να σκεφτεί θαύματα που συντελέστηκαν με τη δύναμη του Σωτήρα μας» (Κ). «Διότι είναι πιο εύκολο σε αυτόν [τον Κύριο] το να πράττει από ότι σε μας το να λέμε» (Ζ). Εάν γράφονταν όλα λεπτομερώς, θα απαρτιζόταν αφήγηση τόσο μεγάλη και εκτεταμένη, που ουδέποτε υπήρξε ούτε θα υπάρξει. Πόσοι τόμοι θα συγγράφονταν από τις προσευχές του Χριστού, ο οποίος νύχτες ολόκληρες αφιέρωνε επικοινωνώντας με τον Πατέρα του και προσευχόμενος χωρίς κάποια βαττολογία (πολυλογία) ή άκαιρες επαναλήψεις. Πάλι πόσο πολυπληθέστεροι τόμοι θα μαζεύονταν από τους λόγους του, τους οποίους είτε σε συνέχεια κήρυξε μπροστά στο πλήθος, είτε κατ’ ιδίαν είπε σε διάφορα πρόσωπα είτε στο δρόμο είτε σε πλοίο είτε σε σπίτια είτε κατά την ώρα του φαγητού. Ή, «δεν χωρά αυτά… ο κόσμος… όχι λόγω του πλήθους των συγγραμμάτων, αλλά λόγω του μεγέθους των πραγμάτων· ούτε τοπικά, αλλά τροπικά» (Ζ). Ο κόσμος θα περιερχόταν σε σύγχυση (b), διότι τα βιβλία αυτά «δεν θα ήταν δυνατόν να κατανοηθούν από την ικανότητα των αναγνωστών» (Αυ). Ο Χριστός, όπως είπε στους μαθητές, είχε πολλά να πει σε αυτούς «αλλά δεν μπορούσαν να τα βαστάξουν τώρα». Για τον ίδιο λόγο και οι ευαγγελιστές έγραψαν μόνο μέρος από εκείνα, τα οποία ο Χριστός είπε και ενήργησε. Πόσα από αυτά τα λίγα, τα οποία έγραψαν οι ευαγγελιστές, λησμονούνται από εμάς! Πόσα παραβλέπονται και αγνοούνται! Πόσα γίνονται αντικείμενο αμφισβητήσεων και άκαιρων συζητήσεων! Αλλά και πόσα διαστρέφονται και συσκοτίζονται από το κοσμικό πνεύμα και τις παχυλές διάνοιες!
(7) Δεν είναι αυθεντικό. Το Αμήν πρόσθεσε κάποιος από τους μαθητές (ότι είναι αρχαίο και αυτό φαίνεται από το ότι υπάρχει ήδη στη συριακή Πεσιττώ) για βεβαίωση του περιεχομένου του στίχου, ότι εδώ = βεβαίως (δ) 
 
Σημείωση: Επιτρέπεται η αναδημοσίευση με την προϋπόθεση της ρητής αναφοράς στην ιστοσελίδα προέλευσης www.sostis.gr και στα ονόματα του συγγραφέα των υπομνημάτων και του μεταφραστή τους.

(Αποσπάσματα από τα ερμηνευτικά Υπομνήματα στα Ευαγγέλια του Π.Ν. Τρεμπέλα.
Τα αποσπάσματα μεταφράστηκαν και μεταγλωττίστηκαν στη δημοτική γλώσσα από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)

Δ.  Η ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ  Κ 1- ΚΑ 25
(Υπόμνημα στο κατά Ιωάννην, Π.Ν.Τρεμπέλα σελ. 688-739 εκδόσεις «ο Σωτήρ» μεταφρασμένο & μεταγλωττισμένο στη δημοτική γλώσσα!
Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους)
 
ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
(Πατέρες της Εκκλησίας & Εκκλησιαστικοί συγγραφείς)
Α = Αθανάσιος ο Μέγας            Θφ = Θεοφύλακτος
Αμ = Αμμώνιος                        Ι = Ισιδωρος πρεσβύτερος
Αυ = Αυγουστίνος                    Κ = Κύριλλος Αλεξανδρείας
Β = Βασίλειος ο Μέγας              Κλ = Κλήμης Αλεξανδρεύς
Γ = Γρηγόριος Ναζιανζηνός        Σβ = Σευήρος Αντιοχείας
Γν = Γρηγοριος Νύσσης             Σχ. = Σχολιαστής ανώνυμος
Ε = Ευσέβιος Καισαρειας            Χ = Χρυσόστομος Ιωάννης
Ζ = Ζιγαβηνός                          Ω = Ωριγένης
Θη = Θεόδωρος Ηρακλείας
Θμ = Θεόδωρος Μοψουεστίας
(Σύγχρονοι θεολόγοι ερμηνευτές)
b = Bengel                                          κ = Κομνηνός Π.,
β = Bernard. J.H, Edinburg 1928            χ = Hoskyns Edwyn Gl. London 1947
C = Cremer                                         μ. = Macgregor G.H. London 1928                                        
DB = Dict. Of the Bible,Hastings             τ = Temple William, London 1945
F = Fillion L. Cl. Paris 1928                    σ. = στίχος
G = Crimm
g = Godet F. 1885
o = Owen John,  New York 1861
δ = Δαμαλάς Ν, Αθήναι 1940
 
                                                      ΚΕΙΜΕΝΟ & ΕΡΜΗΝΕΙΑ.        
Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους
 
Ιω. 20,1    Τῇ δὲ μιᾷ τῶν σαββάτων(1) Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ(2) ἔρχεται(3) πρωΐ σκοτίας ἔτι οὔσης(4) εἰς τὸ μνημεῖον, καὶ βλέπει τὸν λίθον ἠρμένον ἐκ τοῦ μνημείου.
Ιω. 20,1    Κατά την πρώτην ημέραν του Σαββάτου, δηλαδή την Κυριακήν, η Μαρία η Μαγδαληνή έρχεται πρωί στο μνημείον, ενώ ακόμη ήτο σκοτάδι, και βλέπει ότι ο λίθος, που έκλειε την θύραν του μνημείου, ήτο σηκωμένος από εκεί.
(1) Η φράση «μιᾷ τῶν σαββάτων» μπορεί να εμηνευτεί η πρώτη ημέρα μετά από το σάββατο (σαββάτων= η ημέρα του Σαββάτου). Αλλά το Λουκά ιη 12 αποδεικνύει, ότι σάββατο ή σάββατα σημαίνει επίσης και ολόκληρη την εβδομάδα, επειδή αποτελεί το μεταξύ δύο σαββάτων διάστημα. Προτιμότερο λοιπόν να ερμηνεύσουμε μία=η πρώτη της εβδομάδας (g). «Είναι η ημέρα, την οποία η χριστιανική πράξη ονομάζει τώρα ημέρα του Κυρίου (Κυριακή) λόγω της ανάστασης του Κυρίου» (Αυ). «Αυτήν που εμείς τώρα λέμε Κυριακή ονομάζει… Μία λοιπόν είναι η πρώτη ημέρα… Την πρώτη των Σαββάτων το οποίο σημαίνει την πρώτη από τις ημέρες του Σαββάτου και της εβδομάδας» (Θφ).
(2) Μαγδαληνή από την κωμόπολη Μάγδαλα δηλαδή πιθανώς την σημερινή Ελ Μεγντζίλ, η οποία απέχει δύο λεύγες βορείως της Τιβεριάδας, και βρίσκεται στις όχθες της λίμνης. Όσο μεγαλύτερη υπήρξε η θεραπεία, την οποία η Μαρία ώφειλε στον Ιησού (Λουκ. η 2, Μάρκ. ιστ 9), τόσο θερμότερη ήταν και η ευγνωμοσύνη της, τόσο ζωηρότερη ήταν και η προς το πρόσωπό του αφοσίωσή της. Ο Ιωάννης δεν μιλά για τον σκοπό, για τον οποίο η Μαρία ήλθε στον τάφο, δηλώνεται όμως αυτός από τους συνοπτικούς. Και ήταν αυτός να αλειφθεί με αρώματα το σώμα του Ιησού (g).
(3) Ο Ιωάννης δεν αποκλείει τις άλλες μυροφόρες. Περιορίζεται να αναφέρει εδώ εκείνην, η οποία πρόκειται να παίξει τον πρωτεύοντα ρόλο (F). Ο πληθυντικός οἴδαμεν (ξέρουμε) του στίχου 2 υπαινίσσεται, ότι δεν ήταν μόνη η Μαρία και ότι την απορία της για το τι έγινε το σώμα του Ιησού συμμερίζονταν και άλλοι. Είναι άλλωστε απίθανο, ότι διακινδύνευσε μία γυναίκα να βγει μόνη από τα τείχη της πόλης ενώ ήταν ακόμη σκοτάδι (β).
(4) «Επειδή αγαπούσε με πολύ μεγάλη στοργή τον διδάσκαλο, αφού πέρασε το σάββατο έτρεξε επειδή ήθελε να βρει κάποια παρηγοριά από τον τόπο» (Σχ). Όσοι αγαπούν τον Ιησού, αρπάζουν την πρώτη ευκαιρία, για να εκδηλώσουν τον προς αυτόν σεβασμό τους. Ήλθε ενώ ήταν ακόμη σκοτάδι. Όσοι θα ήθελαν να βρουν τον Ιησού, πρέπει από τη νύχτα ορθρίζοντας να ζητούν αυτόν. Να τον ζητούν με πόθο, ικανό και τον ύπνο τους ακόμη να διακόψει. Υπάρχει μία ελαφρά χρονολογική διαφορά ανάμεσα στον Ιωάννη, Ματθαίο και Λουκά που λένε «όρθρου βαθέος», «Ὀψὲ δὲ σαββάτων, τῇ ἐπιφωσκούσῃ εἰς μίαν σαββάτων», και στον Μάρκο που λέει «λίαν πρωΐ… ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου». Πρέπει να έχουμε υπ’ όψη ότι «ο μεν Μάρκος διηγείται από το τέλος (της νύχτας), ενώ ο Ματθαίος από την αρχή και φτάνει σε αυτό το μέσο της νύχτας» (αμ). «Διότι είναι διάφορες οι ελεύσεις προς το μνημείο, και άλλοτε μεν έρχεται η Μαρία μαζί με τις υπόλοιπες γυναίκες, άλλοτε πάλι μόνη αυτή. Για αυτό οι ευαγγελιστές επειδή λένε άλλος άλλη από τις διάφορες ελεύσεις, δίνουν την εντύπωση ότι διαφωνούν» (Θφ)

 
Ιω. 20,2    τρέχει(1) οὖν(2) καὶ ἔρχεται πρὸς(3) Σίμωνα Πέτρον(4) καὶ πρὸς(3) τὸν ἄλλον μαθητὴν(4) ὃν ἐφίλει(5) ὁ Ἰησοῦς, καὶ λέγει αὐτοῖς(6)· ἦραν(7) τὸν Κύριον(8) ἐκ τοῦ μνημείου, καὶ οὐκ οἴδαμεν ποῦ ἔθηκαν(7) αὐτόν(9).
Ιω. 20,2    Τρέχει, λοιπόν, και έρχεται στον Σιμωνα Πετρον και στον άλλον μαθητήν, τον οποίον ιδιαιτέρως αγαπούσε ο Ιησούς, και λέγει εις αυτούς• “επήραν τον Κυριον από το μνημείον και δεν ξέρομεν που τον έχουν βάλει”.
(1) «Όταν είδε… την πέτρα σηκωμένη δεν μπήκε ούτε έσκυψε να δει, αλλά έτρεξε στους μαθητές από πολύ πόθο· διότι αυτό την ενδιέφερε, να μάθει δηλαδή πολύ γρήγορα τι έγινε το σώμα» (Χ).
(2) «Είδε την πέτρα αποκυλισμένη από το στόμιο του μνημείου» (Κ).
(3) Από την επανάληψη της πρόθεσης μπροστά από κάθε όνομα μπορούμε να συμπεράνουμε, ότι οι δύο μαθητές δεν έμεναν μαζί. Βγήκαν όμως μαζί. Μετά την έξοδο ο ένας αναζήτησε τον άλλον. Δεν λέγεται ότι η Μαγδαληνή ανήγγειλε την είδηση και στη μητέρα του Ιησού. Η τελευταία ήταν περιορισμένη στο σπίτι (b), και αποφεύχθηκε άλλωστε να γνωστοποιηθεί γεγονός, το οποίο εφόσον εξηγήθηκε αρχικά ως κλοπή του σώματος, θα συγκινούσε την Θεοτόκο βαθύτατα.
(4) «Με τον Πέτρο και τον Ιωάννη συζητά η Μαγδαληνή· με τον μεν Πέτρο ως κορυφαίο, ενώ με τον Ιωάννη ως αγαπημένο και επειδή οι δυο τους αγαπούσαν τον Κύριο περισσότερο από τους άλλους· διότι μόνοι αυτοί τον ακολούθησαν, όταν οδηγούνταν δέσμιος στον Αννα και τον Καϊάφα» (Ζ).
(5) Το ρήμα έχει μέσα του κάτι το πιο οικείο από το αγαπούσε (g).
(6) «Παρασύρεται σε εύλογες υποψίες και επειδή κατάλαβε τον ασταμάτητο φθόνο των Ιουδαίων, νομίζει ότι μεταφέρθηκε ο Ιησούς, αποδίδοντας μαζί με τα άλλα και αυτή τη δυσσέβεια στην εξαχρείωση εκείνων» (Κ).
(7) Το υποκείμενο είναι αόριστο. Η Μαρία και οι σύντροφοί της αγνοούσαν ποιοί έπραξαν αυτό. Το άγγελμα της Μαρίας είναι όχι ό,τι είχε δει, αλλά ό,τι είχε συμπεράνει μόνη από όσα είδε (τ).
(8) «Επειδή είχε στερεωμένη και κατά κάποιο τρόπο απόρθητη την πίστη δεν οδηγήθηκε σε καταφρόνηση εξαιτίας των παθών πάνω στο σταυρό, αλλά συνήθως τον αποκαλεί Κύριο αν και είναι πεθαμένος ο Χριστός· διότι τέτοια είναι όντως η φιλόθεη συνήθεια» (Κ). Με την αγάπη της ταυτίζει τον Κύριο και το σώμα του (τ).
(9) «Βλέπεις πώς δεν γνώριζε ακόμη τίποτα σαφές για ανάσταση, αλλά νόμιζε ότι έγινε μεταφορά του σώματος και με ειλικρίνεια τα αναγγέλλει όλα στους μαθητές;» (Χ). Δεν έρχεται καν στο νου της ότι ο Κύριος αναστήθηκε. Παρόλ’ αυτά ο Κύριος είχε προείπει ότι θα θανατωνόταν και η προφητεία του επαληθεύτηκε. Αλλά στην προφητεία του αυτή πρόσθεσε και την προφητεία ότι θα ανασταινόταν την τρίτη ημέρα. Όταν λοιπόν η Μαρία βρήκε τον τάφο κενό, θα ανέμενε κάποιος, ότι θα θυμούνταν αυτή την προφητεία του Διδασκάλου. Αυτή όμως ταράσσεται από την ιδέα, ότι «πήραν τον Κύριο από το μνημείο». Όσοι έχουν ασθενή την πίστη, συχνά λαμβάνουν αφορμή να θλίβονται και να παραπονούνται από εκείνο ακριβώς το οποίο είναι θεμέλιο ελπίδας και υπόθεση χαράς.

 
Ιω. 20,3    ἐξῆλθεν(1) οὖν(2) ὁ Πέτρος καὶ ὁ ἄλλος μαθητὴς καὶ ἤρχοντο(3) εἰς τὸ μνημεῖον.
Ιω. 20,3    Εβγήκε τότε ο Πετρος και ο άλλος μαθητής από το σπίτι και ήρχοντο στο μνημείον.
(1) Το βγήκε (αντίθετα με το έρχονταν που ακολουθεί) είναι σε ενικό και αναφέρεται στον Πέτρο μόνο, επειδή ήταν μεγαλύτερος και επειδή ανέλαβε την αρχηγία. Το ίδιο ρήμα πρέπει να υπονοηθεί και ως προς το υποκείμενο που ακολουθεί. Η σύνταξη δηλώνει τη βιασύνη, με την οποία ο Πέτρος σηκώθηκε και βγήκε, ακολουθούμενος μετά την έξοδο και από τον Ιωάννη (ο). «Δεν είπαν τίποτα σε κανέναν μεν από τους άλλους, και περιφρόνησαν και τους Ιουδαίους και τους φύλακες εξ αιτίας της θερμότητάς τους» (Ζ).
(2) Ως συνέπεια του παράδοξου αυτού μηνύματος. Ο Πέτρος παρά την άρνησή του σπεύδει. Αυτό δηλώνει, πόσο ειλικρινής υπήρξε η μετάνοιά του.
(3) Ο παρατατικός αυτός της διαρκείας απηχεί το αίσθημα της ανείπωτης προσδοκίας, από την οποία έπαλλαν οι καρδιές των μαθητών κατά τη διάρκεια της πορείας αυτής (g).
 


Ιω. 20,4    ἔτρεχον δὲ οἱ δύο ὁμοῦ(1)· καὶ ὁ ἄλλος μαθητὴς προέδραμε τάχιον τοῦ Πέτρου(2) καὶ ἦλθε πρῶτος εἰς τὸ μνημεῖον,
Ιω. 20,4    Έτρεχαν δε και οι δύο μαζή. Ο άλλος μαθητής, σαν νεώτερος, έτρεξε ταχύτερα εμπρός από τον Πετρον και ήλθε πρώτος στο μνημείον.
(1) «Συναγωνίζονταν μεταξύ τους με την ίδια θερμότητα» (Ζ).
(2) «Επειδή ήταν πιο ακμαίος στη δύναμη του σώματος» (Ζ). Εδώ μπορούν με πολύ ευχάριστο τρόπο να παρατηρηθούν τα χαρακτηριστικά που ξεχωρίζουν τους δύο· η πίστη στον Πέτρο, η αγάπη στον Ιωάννη. Μεγαλύτερη ταχύτητα ταιριάζει στον Ιωάννη ως νεώτερο· μεγαλύτερη αταραξία ταιριάζει στον Πέτρο ως μεγαλύτερο (b). Δες την επαινετή άμιλλα μεταξύ των δύο μαθητών σε εκείνο, το οποίο ήταν καλό. Δεν παραβίαζε τους τρόπους της καλής συμπεριφοράς ο Ιωάννης προτρέχοντας του Πέτρου και προλαβαίνοντάς τον στην άφιξη στο μνημείο. Οφείλουμε να πράττουμε το καλύτερο που μπορούμε, χωρίς να φθονούμε εκείνους, οι οποίοι στη διάπραξη του καλού υπερτερούν από μας και χωρίς να περιφρονούμε εκείνους, οι οποίοι υπολείπονται από εμάς, αν και έρχονται μαζί μας. Ο Ιωάννης, ως αγαπημένος από τον Ιησού, αγαπά και αυτός αυτόν θερμά. Και από την αγάπη ωθούμενος επιταχύνει ανυπόμονα τα βήματά του. Η αίσθηση ότι ο Χριστός μάς αγαπά, πρέπει να ανάβει αγάπη προς αυτόν και στα δικά μας στήθη και να μας ωθεί ώστε να εξέχουμε στην αρετή. Η αγάπη του Χριστού μάς κυριεύει και πάνω από κάθετί άλλο μάς αναγκάζει να πλεονάζουμε στην επιτέλεση των προς αυτόν καθηκόντων μας.

 
Ιω. 20,5    καὶ παρακύψας(1) βλέπει κείμενα(2) τὰ ὀθόνια, οὐ μέντοι εἰσῆλθεν(3).
Ιω. 20,5    Και αφού έσκυψε απ' έξω, είδε τις λωρίδες από τα σινδόνια, με τα οποία είχαν σαβανώσει το σώμα, να είναι κατά γης. Από σεβασμόν όμως προς τον τάφον δεν εισήλθεν στο μνημείον.
(1) Παρακύπτω= σκύβω προς κάτι, το οποίο εξετάζω· παρατηρώ με γυρμένο μπροστά το κεφάλι· βλέπω μέσα με σκυμμένο σώμα· Λουκ. κδ 12, Ιω. κ 5, 11 (G).
(2) Μπαίνει μπροστά με έμφαση. Εξέπληξε τον μαθητή ότι είδε τους επιδέσμους να είναι στο έδαφος. «Διότι, αν κάποιος τον μετέφερε, δεν θα τον γύμνωνε… αλλά έτσι θα μετέφερε το σώμα, όπως ακριβώς ήταν» (Ζ). «Διότι για αυτό προλαβαίνοντας ο Ιωάννης λέει ότι ενταφιάστηκε με σμύρνα πολλή, η οποία κολλάει τους επιδέσμους στο σώμα όχι λιγότερο από μόλυβδο, έτσι ώστε, όταν ακούσεις ότι τα σουδάρια ήταν τοποθετημένα σε ιδιαίτερο τόπο, να μην ανεχτείς αυτούς που λένε ότι κλάπηκε. Διότι δεν θα ήταν ανόητος ο κλέφτης, ώστε να καταναλώσει τόση φροντίδα σε πράγμα περιττό. Διότι για ποιό λόγο θα άφηνε τα σουδάρια; Και πώς θα διεύφευγε την προσοχή κάνοντας αυτό; Διότι εύλογα θα κατανάλωνε πολύ χρόνο, και θα συλλαμβανόταν επ’ αυτοφώρω, αφού θα καθυστερούσε και θα αργούσε» (Χ). «Διότι πώς δεν θα ήταν δύσκολο στους κλέφτες το να λύσουν τους επιδέσμους και να απογυμνώσουν το σώμα από τα οθόνια, αφού ήταν κολλημένα και δύσκολο να αποσπαστούν και σχισμένα πριν το ξεντύσουν; Διότι κόλλησαν με το μίγμα της αλόης και της σμύρνας, το οποίο έφερε ο Νικόδημος» (Γν).
(3) «Επειδή ένιωσε φρίκη, ή επειδή τού ήταν αρκετά αυτά που είδε» (Ζ). Η συγκίνησή του είναι τόσο ισχυρή, ώστε σταματά δειλά στην είσοδο του τάφου (g). Ή, και από σεβασμό και από λεπτότητα αισθημάτων, και λιγότερο πιθανώς και από φόβο μήπως τελετουργικά μολυνθεί από την άμεση επαφή με τον τάφο (μ). Ιερός φόβος προς τον τόπο της ταφής του Κυρίου κρατά αυτόν έξω από το μνήμα (τ). Η λεπτομέρεια αυτή υποδηλώνει τον αυτόπτη. Και γενικώς και για όλο το κεφάλαιο και ριζοσπαστικοί κριτικοί βρήκαν σε αυτό πολλά, τα οποία προϋποθέτουν αναμνήσεις αυτόπτου. Η αφήγηση εκτίθεται τόσο απλά και τόσο λεπτομερώς, ώστε να μην μπορεί κάποιος να αμφισβητήσει ότι προέρχεται από την αυθεντία ενός από τους αποστόλους (μ).

 
Ιω. 20,6    ἔρχεται οὖν Σίμων Πέτρος ἀκολουθῶν αὐτῷ, καὶ εἰσῆλθεν(1) εἰς τὸ μνημεῖον καὶ θεωρεῖ(2) τὰ ὀθόνια(3) κείμενα(4),
Ιω. 20,6    Έρχεται, λοιπόν, ύστερα από αυτόν ο Σιμων Πετρος και εμπήκεν στο μνημείον και είδε ότι αι λωρίδες του σαβάνου ήσαν καταγής.
(1) «Χωρίς να δειλιάσει… Και οι δύο λοιπόν νίκησαν ο ένας τον άλλον, ο Ιωάννης μεν με το να τρέξει πιο γρήγορα, ενώ ο Πέτρος με το να μπει στο μνημείο» (Ζ). «Πρόσεξε, σε παρακαλώ, την έλλειψη υπερηφάνειας του Ευαγγελιστού, πώς την ακρίβεια της έρευνας την απονέμει στον Πέτρο» (Θφ). Όσοι με πόθο ζητούν τον Κύριο, δεν πρέπει να αφήνουν την καρδιά τους να ταράζεται από φαντάσματα της διάνοιάς τους. Οι καλοί χριστιανοί δεν πρέπει να τρομάζουν μπροστά στον τάφο, αφού και ο Χριστός μπήκε σε τάφο και έκανε αυτόν πηγή ζωής. Ο τάφος έπαυσε πλέον να είναι τόπος καταστροφής και τα σκουλήκια του δεν είναι πλέον αθάνατα και δεν τρώνε για πάντα. Ας μην κυριευόμαστε λοιπόν από φόβο μπροστά στη θέα νεκρού σώματος, αλλά ας νικούμε αυτόν, με απάθεια περπατώντας ανάμεσα στους τάφους, αφού για λίγο, σαν σε κοιμητήριο, πρόκειται να μείνουμε σε αυτούς.
(2) Σε χρόνο ενεστώτα αντίθετα με το εἰσῆλθεν (αόριστος) που προηγήθηκε. Η διαφορά αυτή προέρχεται από την αντίθεση ανάμεσα στην είσοδο που απαίτησε κάποιες λίγες στιγμές και την διαρκέστερη εξέταση η οποία επακολουθεί. Το ίδιο ισχύει και για τα «ήλθε» του στίχου 4 και «βλέπει» του στίχου 5 (g). Ο Πέτρος «που ήταν θερμός, μπαίνοντας στο εσωτερικό του μνημείου  τα εξέτασε όλα με ακρίβεια» (Χ). Όχι απλώς είδε, αλλά με επιμέλεια παρατήρησε αυτά (τ).
(3) Η λέξη μπαίνει μπροστά στο χωρίο αυτό σε αντίθεση με το σουδάριο (b).
(4) Η ίδια μετοχή χρησιμοποιούμενη τρεις φορές δηλώνει, ότι αυτά δεν ήταν αποσπασμένα με τρόπο άτακτο και εσπευσμένο. Οι άγγελοι αναμφίβολα διακόνησαν Αυτόν κατά την ανάστασή του· και ένας από αυτούς τακτοποίησε τους επιδέσμους, ενώ άλλος το σουδάριο. Δες τον στίχο 12 «ένα στο μέρος του κεφαλιού και ένα στο μέρος των ποδιών». Διότι είναι απίθανο, ότι οι άγγελοι ήταν ήδη εκεί, παρόλο που ο Πέτρος και ο Ιωάννης δεν είδαν αυτούς (b). Ο σιναϊτικός κώδικας αποσιωπά το τέλος του στίχου 5 (οὐ μέντοι εἰσῆλθεν) και ολόκληρο το στίχο 6 από σύγχυση των δύο «τὰ ὀθόνια κείμενα».
 


Ιω. 20,7    καὶ τὸ σουδάριον(1), ὃ ἦν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ, οὐ μετὰ τῶν ὀθονίων κείμενον(2), ἀλλὰ χωρὶς ἐντετυλιγμένον(3) εἰς ἕνα τόπον.
Ιω. 20,7    Και η πετσέτα, με την οποίαν είχαν σκεπάσει την κεφαλήν του Ιησού, δεν ήτο μαζή με τας λωρίδας, αλλά χωριστά, κάπου εκεί τυλιγμένη με προσοχήν.
(1) «Ήταν ένα μικρό φακιόλιο (κεφαλόδεσμος), τέτοιο σαν αυτό με το οποίο ήταν δεμένο το πρόσωπο και του πεθαμένου Λαζάρου» (Ζ).
(2) Τα οθόνια ήταν εμποτισμένα με τα αρώματα και για αυτό το σουδάριο δεμένο γύρω από το κεφάλι και σχετικά καθαρό, είχε τοποθετηθεί με επιμέλεια χωριστά, ώστε να διατηρήσει την καθαρότητά του (ο). Αξιόλογη και η παρατήρηση. Ο Κύριος αφού αναστήθηκε φαίνεται, ότι διαπέρασε μέσα από τα οθόνια, τα οποία τον περιέβαλλαν, ώστε αυτά έμειναν επί τόπου, ενώ το σουδάριο που κάλυπτε το κεφάλι έπεσε όπου βρισκόταν το κεφάλι του και έμεινε και αυτό εκεί χωριστά διότι και κατά την ταφή χωριζόταν με τον τράχηλο από τα οθόνια, τα οποία κάλυπταν το σώμα (τ).
(3) «Για ποιό λόγο τέλος πάντων είναι τοποθετημένα χωριστά τα οθόνια και χωριστά το σουδάριο τυλιγμένο; Για να μάθεις ότι αυτό το πράγμα δεν έγινε από κάποιους που βιάζονταν ούτε που ήταν ταραγμένοι, το ότι δηλαδή τοποθέτησαν και τύλιξαν χωριστά μεν εκείνα και χωριστά αυτά» (Χ). Προ παντός το σουδάριο με φροντίδα τυλιγμένο και τοποθετημένο κατά μέρος μαρτυρούσε όχι βιαστικό σήκωμα του σώματος, αλλά ήρεμο ξύπνημα (g). «Διότι από πού θα είχαν άνεση χρόνου οι κλέφτες και τέτοια αφοβία, ώστε και το κάλυμμα του κεφαλιού να το τυλίξουν με τάξη και να το τοποθετήσουν χωριστά; Επομένως και αυτό δείχνει σαφώς την αλήθεια της ανάστασης» (Γν). Το αναστημένο σώμα χωρίς να τοποθετήσει σε αταξία τα εντάφια σπάργανα άφησε αυτά κάτω στη γη στην αρχική τους θέση. Ο Ιωάννης επιμένει στις λεπτομέρειες αυτές, επειδή αποδεικνύουν το αβίαστο και αυτόματο της ανάστασης. Η όλη γλώσσα της αφήγησης φαίνεται ότι με φροντίδα διαλέχτηκε, για να υποδηλώσει ότι το φυσικό σώμα του Ιησού άλλαξε σε πνευματικό και δοξασμένο σώμα (μ).
 


Ιω. 20,8    τότε οὖν εἰσῆλθε καὶ ὁ ἄλλος μαθητὴς(1) ὁ ἐλθὼν πρῶτος εἰς τὸ μνημεῖον, καὶ εἶδε καὶ ἐπίστευσεν(2)·
Ιω. 20,8    Τότε λοιπόν, εμπήκε και ο άλλος μαθητής, ο οποίος είχεν έλθει πρώτος στο μνημείον και είδε από κοντά αυτά τα παράδοξα και επίστευσεν, ότι δεν είχε κλαπή το σώμα, αλλ' ότι είχεν αναστηθή ο Ιησούς.
(1) «Ίσως θα πουν κάποιοι, πώς ενώ η κουστωδία φύλασσε τον τάφο έρχονται τρέχοντας ο Πέτρος και ο Ιωάννης και μπήκαν στο μνημείο; Θα πούμε ότι όταν έγινε ο σεισμός της ανάστασης, αναχώρησαν οι στρατιώτες να αναγγείλουν στους αρχιερείς όλα όσα έγιναν» (Ε). Ενθαρρύνθηκε ο Ιωάννης από το παράδειγμα του Πέτρου. Ο δισταγμός της δυσκολίας και του κινδύνου αποβάλλεται όταν  βλέπουμε την απόφαση και το θάρρος των άλλων. Ίσως του Ιωάννη η βιασύνη έκανε τον Πέτρο να επιταχύνει τα βήματά του, όπως και η ορμή του Πέτρου ώθησε τον Ιωάννη να μπει και αυτός στο μνημείο. «Αδελφός που βοηθιέται από αδελφό είναι σαν πόλη οχυρή».
(2) «Αφού είδε σημάδια της ανάστασης αναμφίβολα» (Ζ). Ο ενικός είδε και πίστεψε είναι αξιοσημείωτοι. Μέχρι τώρα μιλούσε σε πληθυντικό για τους δύο μαθητές. Ομοίως και στον επόμενο στίχο («δεν γνώριζαν ακόμη»). Ο ενικός λοιπόν εδώ δεν μπορεί να μπήκε άσκοπα. Ο συγγραφέας θέλει προφανώς να μιλήσει για προσωπική του πείρα. Δεν μπορεί να μαρτυρήσει για τον άλλο μαθητή, μαρτυρεί όμως για τον εαυτό του. Πράγματι η στιγμή αυτή υπήρξε μία από τις πλέον ανεξάλειπτες της ζωής του. Μας μυεί σε ασύγκριτη προσωπική ανάμνηση, που αναφέρεται στον τρόπο, με τον οποίο οδηγήθηκε να πιστέψει στο γεγονός της ανάστασης (g). Ίσως ο μαθητής ο οποίος με την καρδιά του βρισκόταν πολύ κοντά στον Κύριο, είχε κάποιο ένστικτο κατανόησης, το οποίο τον έκανε ικανό να εξηγήσει σωστά ό,τι είδε και να συλλάβει την αλήθεια. Οπωσδήποτε ο μαθητής, τον οποίο αγαπούσε ο Ιησούς, πρώτος πίστεψε στην ανάστασή του (τ). Διάνοια κατάλληλη για ενόραση και πνευματική θεωρία (όπως αυτή του Ιωάννη) μπορεί ίσως ταχύτερα να προσλαμβάνει την αντίληψη της αλήθειας παρά διάνοια κατάλληλη για ενέργεια και πράξη (όπως αυτή του Πέτρου). Κάποιοι μικρογράμματοι κώδικες και η Συριακή του Σινά έχουν την γραφή: επίστευσαν. = «Οι σοφότατοι μαθητές αφού μάζεψαν επαρκέστατη πλέον την πληροφορία για την ανάσταση του Σωτήρα μας, αφού γεννήθηκε μεσα τους στερεωμένη λοιπόν και ασάλευτη πίστη… γύρισαν πάλι σπίτι και βιάζονταν να αναγγείλουν το θαύμα στους δικούς τους συλλειτουργούς (συμμαθητές)» (Κ). Η γραφή αυτή αποτελεί λανθασμένη διόρθωση που οφείλεται σε επιθυμία, να περιληφθεί και ο Πέτρος στο «επίστευσε». Αλλά ο Πέτρος φαίνεται μάλλον, ότι πίστεψε μετά την εμφάνιση του Ιησού σε αυτόν (Λουκ. κδ 34, Α΄ Κορ. ιε 5) και όχι μετά την επίσκεψη του τάφου, μετά την οποία σύμφωνα με το Λουκά κδ 12 «έφυγε θαυμάζοντας μέσα του το γεγονός» (β). Ή, λιγότερο πιθανώς «Τι ακριβώς δηλαδή είδε; Τι πίστεψε; Τι άλλο παρά είδε τον τάφο κενό και πίστεψε ό,τι η γυναίκα είχε πει, ότι δηλαδή πήραν τον Κύριο από το μνημείο» (Αυ). Αλλά το γεγονός αυτό ήταν αντικείμενο θέας και όχι πίστης (g).
 

Ιω. 20,9    οὐδέπω γὰρ(1) ᾔδεισαν(2) τὴν γραφὴν(3) ὅτι δεῖ(4) αὐτὸν ἐκ νεκρῶν ἀναστῆναι.
Ιω. 20,9    Διότι έως τότε δεν είχαν ακόμη γνωρίσει και καλά εννοήσει την Αγίαν Γραφήν, η οποία είχε προφητεύσει ότι πρέπει ο Χριστός να αναστηθή εκ νεκρών.
(1) Η πρόταση αυτή εξηγεί το γιατί δεν πίστεψαν στην ανάσταση μέχρις ότου έλαβαν απόδειξη του γεγονότος με αυτοψία (ο). «Απολογείται πώς δεν πίστεψαν πιο πριν» (Ζ). Τόσο ο Ιωάννης (ιστ 16) όσο και οι Συνοπτικοί (Μάρκ. η 31,θ 9, 31, ι 34 και τα παράλληλα χωρία) συμφωνούν στο ότι ο Ιησούς σε διάφορες περιστάσεις είχε βεβαιώσει  τους μαθητές του, ότι θα ανασταινόταν από τον τάφο και θα τον ξανάβλεπαν. Αλλά αυτοί δεν είχαν καταλάβει τα λόγια αυτά (β). Η πίστη του αγαπημένου μαθητή δεν προήλθε από τα παλαιά προφητικά κείμενα. Ο κενός τάφος διαφώτισε αυτόν για την αληθινή έννοια της Γραφής (Ψαλμ. ιε 10, δες και Λουκά κδ 25-27, και Πράξεις β 24-27,ιγ 35) και των προφητειών του Κυρίου (χ). Δεν ήξεραν έως τότε να εφαρμόσουν στον Κύριό τους την μεγάλη διακήρυξη του ψαλμωδού «δεν θα εγκαταλείψεις την ψυχή μου στον Άδη ούτε ο όσιός σου θα δει διαφθορά» (Ψαλμός ιε 10, Πράξεις β 27) (τ). Αναγνωρίζει ως σφάλμα του ο ευαγγελιστής, ότι δεν γνώριζε ακόμη την έννοια της Γραφής, με βάση τις προφητείες της οποίας έπρεπε να είχε ήδη πιστέψει πριν ακόμη δει τον τάφο κενό. Δεν λέει: Δεν φανέρωσε ακόμη ο Ιησούς τον εαυτό του για να δείξει σε αυτούς τα χέρια και την πλευρά του. Αλλά δεν διάνοιξε ακόμη το νου τους να καταλάβουν τις Γραφές ( Λουκά κδ 44, 45). Ο λόγος των προφητειών είναι ο κατεξοχήν βέβαιος και πειστικός.
(2) «Δεν καταλάβαιναν ακόμη» (Ζ), όπως στο Μάρκ. ιβ 24. Ή, «Και όμως γνώριζαν, αφού πολλές φορές ο Σωτήρας τους είχε προείπει ότι θα αναστηθεί. Αλλά δεν είχαν πειστεί από την Γραφή και από τις εκεί λεγόμενες προφητείες (οι οποίες ήταν αδύνατον να μην εκπληρωθούν), αλλά ακόμη κάμπτονται οσον αφορά την πίστη» (Γν).
(3) «Την Γραφή που δίδασκε για την ανάστασή του· και είναι σε διάφορα σημεία αυτή, κατασπαρμένη σε διάφορους ψαλμούς του Δαβίδ και σε λόγια προφητικά» (Ζ). Τέτοια χωρία ίναι τα Ψαλμός ιε 10, Ησαΐου νγ 10 κλπ. Δες και Λουκά κδ 25-27 και 45 (g).
(4) Πρέπει, είναι αναγκαίο. Η ανάγκη βασιζόταν στον αμετάθετο λόγο και την υπόσχεση του Θεού, τα οποία καθόριζαν την πορεία της δημόσιας δράσης του Χριστού, το πάθος και την ανάσταση. Και ότι η γραφή πρέπει να εκπληρωθεί είναι θεμελιώδες στη σκέψη του Ιωάννη (β). Από τις λεπτομέρειες αυτές εμφανίζεται πόσο λίγο ήταν διατεθειμένοι οι μαθητές στο να πιστέψουν στην ανάσταση. Δεν ήταν εύπιστοι, ώστε ανεξέταστα να δεχτούν κάθε είδηση. Δεν ήταν μόνο τίμιοι και ειλικρινείς άνδρες, υποκείμενοι όμως σε πλάνη, αλλά και επιφυλακτικοί και σοβαροί μέχρις ότου βεβαιωθούν πλήρως για αυτά που τους μήνυαν.

 
Ιω. 20,10    ἀπῆλθον οὖν(1) πάλιν πρὸς ἑαυτοὺς(2) οἱ μαθηταί.
Ιω. 20,10    Έφυγαν, λοιπόν, πάλιν οι μαθηταί και εγύρισαν στο κατάλυμά των.
(1) Εφ όσον ολοκλήρωσαν την εξέταση του τάφου (χ) και πείστηκαν, ότι περίττευε πλέον κάθε έρευνα για το σώμα (μ).
(2) «Στο σπίτι τους» (Ζ). Στο κατάλυμά του ο καθένας, «όπου έμεναν και από όπου έτρεξαν προς το μνημείο» (Αυ). Ο Ιωάννης είχε οδηγήσει την Παρθένο Μητέρα στο σπίτι του και τίποτα πιο πιθανό από το ότι θα έσπευσε να μεταφέρει σε αυτήν χωρίς καθυστέρηση την χαρμόσυνη είδηση (β).
 


Ιω. 20,11    Μαρία δὲ(1) εἱστήκει(2) πρὸς τῷ μνημείῳ κλαίουσα(3) ἔξω. ὡς οὖν ἔκλαιε, παρέκυψεν εἰς τὸ μνημεῖον(4),
Ιω. 20,11    Η Μαρία όμως εστέκετο κοντά στο μνημείον και έκλαιεν έξω, διότι επίστευσεν ότι είχαν κλέψει το σώμα του Ιησού.
(1) Το «δε» είναι ελαφρώς αντιθετικό. = «Αυτοί μεν έφυγαν, εκείνη όμως στεκόταν στο μέρος αυτό» (Χ).
(2) «Παραμένει κοντά στον τάφο πιο τολμηρά» (Κ), στεκόταν με μεγαλύτερη επιμονή (b). «Την ώρα που οι άνδρες επέστρεφαν, το ασθενέστερο φύλο προσηλωνόταν στον τόπο από ισχυρότερη αγάπη» (Αυ). Παρουσιάζεται σαν σε ορισμένη και ακίνητη στάση όπως αυτός που τον βαραίνει πάρα πολύ η θλίψη (ο).
(3) «Διότι το γυναικείο γένος είναι πολύ συναισθηματικό και αγαπά τα δάκρυα» (Θφ), «και είναι πιο επιρρεπές στον οίκτο» (Χ). «Τα μάτια, τα οποία ζήτησαν τον Κύριο και δεν τον βρήκαν, τίποτα άλλο δεν είχαν να πράξουν παρά να κλαίνε» (Αυ). «Αχόρταγα βγάζει το δάκρυ από τα μάτια της, θρηνώντας όχι μόνο επειδή πέθανε, αλλά επειδή νόμισε ότι μεταφέρθηκε ο Κύριος από το μνήμα» (Κ). Έκλαιγε ενθυμούμενη το πάθημά του· έκλαιγε για το θάνατό του και για την μεγάλη απώλεια, την οποία υπέστησαν αυτή και οι μαθητές από τον θάνατο αυτόν· έκλαιγε και γιατί τώρα δεν βρήκε το σώμα του Διδασκάλου.
(4) Και αυτή φοβόταν να μπει σε αυτό. «Ήταν μεγάλη παρηγοριά το να φαίνεται το μνήμα. Βλέπεις λοιπόν αυτήν, που σκύβει και θέλει να δει τον τόπο, στον οποίο βρισκόταν το σώμα, προκειμένου να παρηγορηθεί πιο πολύ;» (Χ). Όπως πράττουν αυτοί που αναζητούν ανώφελα κάποιο πολύτιμο αντικείμενο, παρατηρεί πάντοτε ξανά εκεί, όπου νομίζει, ότι πρέπει να είναι το σώμα του Ιησού (g).
 


Ιω. 20,12    καὶ θεωρεῖ(1) δύο ἀγγέλους(2) ἐν λευκοῖς(3) καθεζομένους, ἕνα πρὸς τῇ κεφαλῇ καὶ ἕνα πρὸς τοῖς ποσίν(4), ὅπου ἔκειτο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ.
Ιω. 20,12    Καθώς, λοιπόν, έκλαιε, έσκυψε στο μνημείον και βλέπει αίφνης δύο αγγέλους με ολόλευκη στολή να κάθωνται ο ένας προς το μέρος της κεφαλής και ο άλλος προς το μέρος των ποδών, όπου πρωτύτερα έκειτο το σώμα του Ιησού.
(1) Ή , λιγότερο πιθανώς «επειδή δεν ήταν υψηλή η διάνοια της γυναίκας, ώστε από τα σουδάρια να συμπεράνει την ανάσταση, γίνεται κάτι περισσότερο, ώστε κατ’ αρχήν να ανακουφιστεί από τη λύπη της με αυτό και να παρηγορηθεί» (Χ). «Δεν φάνηκαν όμως αυτοί οι άγγελοι στον Πέτρο και τον Ιωάννη, επειδή σε εκείνους επρόκειτο να αρκούν για πίστη, αυτά που είδαν, επειδή ήταν πιο συνετοί» (Ζ).  Ή, πιο σωστά «να, επειδή παραμένει κοντά στο μνήμα η Μαρία και με πόθο μεν φιλόθεο λιώνει τα σπλάχνα της, και διατηρεί γνήσιο το φρόνημά της για το Δεσπότη, ο Σωτήρας της χαρίζει την γνώση του μυστηρίου σχετικά με το πρόσωπό του, με φωνή αγίων αγγέλων» (Κ).
(2) Ο σιναϊτικός κώδικας αποσιωπά το «δύο». Η εμφάνιση των δύο αγγέλων δεν αντιλέγει προς την προηγούμενη εμφάνιση ενός αγγέλου στις γυναίκες, οι οποίες είχαν επισκεφτεί προηγουμένως τον τάφο. Οι άγγελοι δεν είναι ακίνητοι και ορατοί σαν λίθινα αγάλματα (g). Η εμφάνιση αυτή δεν είναι η ίδια με αυτήν στα Ματθ. κη 2-4, Μάρκ. ιστ 5-7. Λουκ. κδ 4, αλλά μία που έγινε πιο μετά από αυτήν και είναι ξεχωριστή από εκείνην (ο). «Ο Ματθαίος μεν και ο Μάρκος εξιστορούν έναν άγγελο, ο Λουκάς όμως και ο Ιωάννης δύο, τα οποία δεν ήταν αντίθετα. Διότι οι μεν που έγραψαν τον ένα, εννοούν αυτόν που αποκύλισε το λίθο από το μνημείο, ενώ οι άλλοι που έγραψαν τους δύο, εννοούν αυτούς που εμφανίστηκαν με στολή αστραφτερή στις γυναίκες που πήγαν στον τάφο ή αυτούς που είδαν μέσα στον τάφο να κάθονται με λευκά» (Ω). Άγγελοι από τον ουρανό στάλθηκαν στη μεγάλη αυτή περίπτωση μηνύοντας το μεγάλο γεγονός, για να τιμήσουν τον Υιό και να προσδώσουν ιδιαίτερη επισημότητα στην ανάστασή του, ακόμη επίσης και να παρηγορήσουν τους αγίους, λέγοντας προς αυτούς λόγους παρηγοριάς στη θλίψη τους. Ήταν δύο και όχι στρατιά ολόκληρη που υμνούσε το γεγονός, διότι στάλθηκαν, για να μαρτυρήσουν για το υπερφυσικό συμβάν. «Στο στόμα δύο μαρτύρων θα σταθεί κάθε λόγος».
(3) Υπονοείται η λέξη ρούχα, «η στολή των ρούχων φανέρωνε την ατόφια ομορφιά της αγγελικής καθαρότητας» (Κ). Ή, λιγότερο πιθανώς, περιβάλλονταν από το λευκό χρώμα του θριάμβου και της χαράς (F). Οι άριστοι των ανθρώπων, στεκόμενοι μπροστά στους αγγέλους και συγκρινόμενοι με αυτούς, παρουσιάζονται ντυμένοι με ρούχα βρώμικα (Ζαχαριου γ 3). Αλλά οι άγγελοι είναι ακηλίδωτοι. Και οι δοξασμένοι άγιοι, όταν θα γίνουν όπως οι άγγελοι, θα περπατάνε μαζί με το Χριστό στα λευκά. Αυτός θα κάνει λευκή τη στολή τους. Επιπλέον η λευκότητα των ρούχων των αγγέλων, που δήλωνε και τη δόξα τους, παρίστανε τη λαμπρότητα της κατάστασης, στην οποία είχε ήδη μπει ο Χριστός.
(4) «Σχεδόν και με αυτό φανερώνουν στη γυναίκα, που νόμιζε ότι μεταφέρθηκε ο Κύριος, ότι δεν θα ήταν δυνατόν να βλάψει κάποιος το άγιο σώμα, τη στιγμή που παράστεκαν άγγελοι» (Κ). Ή, «ο τρόπος που κάθονταν την οδηγούσε στο να ρωτήσει· διότι έδειχναν ότι γνώριζαν το γεγονός» (Χ). Κάθονταν ο ένας απέναντι στον άλλον. Αυτή η στάση τους μπορούσε να υπενθυμίσει και τα δύο χερουβίμ δόξης που ήταν τοποθετημένα πάνω στο ιλαστήριο αντικριστά το ένα με το άλλο σύμφωνα με το Εξόδ. κε 18. Ο Χριστός αφού σταυρώθηκε έγινε το μέγα εξιλαστήριο, και στο κεφάλι και στα πόδια του ήταν τα δύο αυτά χερουβείμ όχι με σπαθιά φλογερά, για να απομακρύνουν εμάς από αυτόν, αλλά σαν καλωσυνάτοι αγγελειοφόροι, που μας οδηγούν στην οδό της ζωής.
 


Ιω. 20,13    καὶ λέγουσιν αὐτῇ ἐκεῖνοι· γύναι, τί κλαίεις(1); λέγει αὐτοῖς(2)· ὅτι ἦραν τὸν Κύριόν μου(3), καὶ οὐκ οἶδα ποῦ ἔθηκαν αὐτόν(4).
Ιω. 20,13    Και λέγουν εκείνοι εις αυτήν• “γύναι, διατί κλαίεις;” Λεγει εις αυτούς• “κλαίω, διότι επήραν τον Κυριον μου από τον τάφον και δεν ξέρω που τον έβαλαν”.
(1) Ή, λιγότερο πιθανώς «Σταματώντας την από το θρήνο, λένε: Γυναίκα, γιατί κλαις; Διότι δεν έχουν την αξίωση βεβαίως να μάθουν την αιτία του χυσίματος των δακρύων· διότι ήξεραν και αν ακόμη δεν τους έλεγε τυχόν η γυναίκα… αλλά μάλλον την συμβουλεύουν να περιορίσει τα δάκρυα» (Κ). «Σαν να της έλεγαν· Αυτά τα δάκρυα είναι γυναικεία και δεν δείχνουν συνετό νου» (Γν). «Σαν να της έλεγαν· Μην κλαις» (Αυ). Ή, πιο σωστά «Με όλα αυτά, σαν ακριβώς να άνοιγε μια πόρτα, οδηγούνταν σιγα σιγά στο λόγο για την ανάσταση… Και με την ερώτηση και με τον τρόπο που κάθονταν οδηγούν αυτήν στη συζήτηση» (Χ). «Και το να πουν όμως, Γιατί κλαις, είναι γεμάτο με πολλή συμπάθεια» (Θφ). Δείχνεται με αυτό και πόσο οι άγγελοι ενδιαφέρονται για τις λύπες των αγίων, έχοντας ως διακονία να ενισχύουν αυτούς στις θλίψεις τους και να τους παρηγορούν. Και οι χριστιανοί λοιπόν οφείλουν να συμπαθούν ο ένας τον άλλον. Με την ερώτησή τους αυτή οι άγγελοι παίρνουν αφορμή να την πληροφορήσουν, ότι θα έπρεπε να αλλάξει τον θρήνο της σε χαρά.
(2) Η Μαρία απαντά στο ερώτημα των ουράνιων απεσταλμένων τόσο απλά, σαν να μιλούσε με ανθρώπους. Τόσο είναι προκατειλημμένη από μία και μόνη ιδέα, του να ξαναβρεί τον διδάσκαλό της (g). Αλλά η Μαρία πάσχει τώρα εξαιτίας της ολιγοπιστίας της. Εάν είχε πίστη σαν κόκκο σιναπιού το βουνό, το οποίο τώρα πιέζει την καρδιά της, θα έφευγε αμέσως. Και εμείς συχνά μπλεκόμαστε σε φανταστικές δυσκολίες, τις οποίες η πίστη θα φανέρωνε σε εμάς σαν πραγματικά πλεονεκτήματα. Παραπονιόμαστε για τα νέφη και το σκοτάδι, τα οποία μας καλύπτουν και τα οποία δεν είναι τίποτα άλλο παρά οι απαραίτητες μέθοδοι της χάριτος, με τις οποίες ταπεινώνονται οι ψυχές μας, νεκρώνονται οι αμαρτίες τους και γίνονται αγαπητές στο Χριστό.
(3) Απαντά «με θέρμη και συγχρόνως με φιλοστοργία» (Χ). Οι λέξεις τον Κύριόν μου είναι γεμάτες άγια τρυφερότητα (F).
(4) Αυτό ισοδυναμεί με το: Εάν ξέρετε εσείς, πείτε μου (F). Δεν «ξέρω» όχι δεν ξέρουμε όπως στο στίχο 2, διότι τώρα η Μαρία είναι μόνη.
 


Ιω. 20,14    καὶ ταῦτα εἰποῦσα ἐστράφη εἰς τὰ ὀπίσω(1), καὶ θεωρεῖ τὸν Ἰησοῦν ἑστῶτα(2), καὶ οὐκ ᾔδει ὅτι Ἰησοῦς ἐστι(3).
Ιω. 20,14    Και αφού είπαν αυτά εγύρισε πίσω και βλέπει τον Ιησούν να στέκεται όρθιος και, διότι ίσως τα μάτια της ήσαν βουρκωμένα από τα δάκρυα, δεν αντελήφθη ότι αυτός είναι ο Ιησούς.
(1) Η Μαρία σκυμμένη όντας προς τον τάφο, σηκώνεται και γυρνά, σαν να προσπαθούσε να βρει εκείνον, τον οποίο ζητούσε. Ίσως άκουσε κάποιο θόρυβο πίσω της (g). Αξιολογότατη η ερμηνεία: «Και πώς συνέβη αυτό που ακολούθησε, ενώ συνομιλούσε δηλαδή με τους αγγέλους και ακόμη δεν άκουσε τίποτα από αυτούς, να στρέψει το βλέμμα της προς τα πίσω; Εγώ νομίζω, ενώ έλεγε αυτή αυτά, ξαφνικά αφού εμφανίστηκε ο Χριστός πίσω της, εξέπληξε τους αγγέλους, και εκείνοι μόλις είδαν τον Δεσπότη, και με τη μορφή τους και με το βλέμμα τους και με τις κινήσεις τους έδειξαν αμέσως ότι είδαν τον Κύριο· και αυτό το πρόσεξε η γυναίκα και την έκανε να στρέψει προς τα πίσω το βλέμμα της» (Χ).
(2) Είχε πλησιάσει ο Ιησούς και στεκόταν ήδη έτοιμος να μιλήσει σε αυτήν, όταν αυτή θα τον πρόσεχε (ο). Ο Κύριος είναι «κοντά σε αυτούς που έχει συντριβεί η καρδιά τους» (Ψαλμ. λγ 18), πιο κοντά από ό,τι αυτοί θα φαντάζονταν. Εκείνοι οι οποίοι ζητούν τον Κύριο, αν και δεν βλέπουν αυτόν, μπορούν όμως να είναι βέβαιοι, ότι δεν είναι μακριά τους.
(3) Διάφορες προτάθηκαν εξηγήσεις της μη αναγνώρισης του Ιησού από τη Μαρία. Ή, «επειδή ήταν ακόμη σκοτάδι και δεν είχε περάσει τελείως η νύχτα, βλέπει τον Ιησού που μόλις ήλθε, και ποιος μεν είναι το αγνοεί, μη μπορώντας να διακρίνει την εικόνα του σώματος και τον χαρακτήρα του προσώπου» (Κ). Εναντίον της εκδοχής αυτής θα μπορούσε να προβληθεί, ότι η από τον τάφο αναχώρηση της Μαρίας, η από αυτήν συνάντηση των αποστόλων για μετάδοση της είδησης και η επιστροφή της σε αυτό, απαίτησαν χρόνο, ώστε ήδη να είχε λάμψει το φως της ημέρας. Ή, «στη γυναίκα… για να μην την εκπλήξει με την πρώτη εμφάνιση (φάνηκε)… με πιο ταπεινή και κοινή ενδυμασία» (Χ). Ή, η δυσκολία της αναγνώρισης προερχόταν από δύο αιτίες· παρά το ότι το σώμα του Ιησού ήταν και τώρα το ίδιο, είχε όμως συντελεστεί κάποια μεταβολή σε όλο το πρόσωπό του με την είσοδό του σε ζωή νέα. Εμφανιζόταν με άλλη μορφή (Μάρκ. ιστ 12). Οι δικοί του ξαναβλέποντάς τον δοκίμαζαν κάτι παρόμοιο με ό,τι μάς συμβαίνει, όταν μετά μακρό χωρισμό συναντούμε κάποιο φίλο. Μας χρειάζεται κάποιος χρόνος, περισσότερο ή λιγότερο μακρός, για να αναγνωρίσουμε αυτόν· έπειτα ξαφνικά αρκεί η απλούστερη φανέρωση, για να ρίξει το κάλυμμα των ματιών μας. Υπήρχε όμως και μια εσωτερική αιτία εδώ. Η ανεπαρκής πίστη της Μαρίας στις υποσχέσεις του Ιησού καθιστούσε την ιδέα της επιστροφής του στη ζωή τελείως ξένη στη σκέψη της Μαρίας (g). Κατά τη στιγμή αυτή η Μαρία δεν ανέμενε να δει τον Ιησού (ο).
 


Ιω. 20,15    λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· γύναι, τί κλαίεις; τίνα ζητεῖς; ἐκείνη δοκοῦσα ὅτι ὁ κηπουρός ἐστι(1), λέγει αὐτῷ· κύριε(2), εἰ σὺ ἐβάστασας(3) αὐτόν, εἰπέ μοι ποῦ ἔθηκας αὐτόν, κἀγὼ(4) αὐτὸν(5) ἀρῶ(6).
Ιω. 20,15    Λέγει εις αυτήν ο Ιησούς• “γύναι, διατί κλαίεις; Ποιόν ζητείς;” Εκείνη, νομίζουσα ότι αυτός που της ομιλεί είναι ο κηπουρός, του λέγει• “κύριε, εάν συ επήρες αυτόν, πες μου που τον έβαλες και εγώ θα τον πάρω και θα τον ξαναφέρω στον τάφον”.
(1) Βλέποντας τόσο νωρίς κάποιον άνθρωπο στον κήπο υπέθεσε, πάντοτε ταραγμένη και ανήσυχη, ότι ήταν ο κηπουρός (F). Με άρθρο. Το άρθρο, ότι ο κήπος ήταν μεγάλος, τέτοιος ώστε δεν μπορούσε να φυλαχτεί χωρίς κηπουρό (b). Η λέξη κηπουρός δεν συναντιέται πάλι στην Ελληνική Βίβλο, είναι όμως λέξη συνηθισμένη στους παπύρους (β). Αυτό δείχνει ότι η ενδυμασία του Ιησού υπήρξε αυτή των προσώπων της κοινής τάξης. Θα ήταν ανόητη και ανωφελής η έρευνα πού ή πώς προμηθεύτηκε τα ρούχα αυτά. Το καταπληκτικό θαύμα της ανάστασής του περιέλαβε και όλες τις μικρότερες λεπτομέρειες και επεισόδια, τα συνδεδεμένα με αυτό (ο). Αξιοσημείωτη και η αλληγορία: «Και ίσως όχι έξω του πρέποντος θεώρησε ότι ο Ιησους είναι κηπουρός. Διότι πράγματι, αυτός ήταν ο γεωργός του παραδείσου, ο αληθινός και αθάνατος, ο οποίος στον κήπο του τάφου, όπως ακριβώς στον παράδεισο, διόρθωσε την γυναίκα και αυτήν (την Εύα) που απάτησε τον πρώτο κηπουρό, τον Αδάμ, εξαιτίας της απληστίας του» (Γν). Ο άνθρωπος άρχισε την επίγεια ζωή του στον κήπο της Εδέμ και ο Ιησούς, ο Λόγος από τον οποίο έγιναν τα πάντα, ήταν και ο δημιουργός του πρόσκαιρου και επίγειου αυτού παραδείσου. Και από την άποψη αυτή μπορεί να θεωρηθεί κηπουρός. Αλλά και κατά την ένδοξή του ανάσταση από τους νεκρούς θα μπορούσε να αποκληθεί κηπουρός, διότι με τη δύναμη της ανάστασής του αυτής θα αναστήσει και τα νεκρά μας σώματα. Θα μεταβάλλει όλους τους τάφους μας σε πεδίο κήπου. Ο Ιησούς τέλος ως κηπουρός ποτίζει και καλλιεργεί την άμπελο την οποία φύτεψε το δεξί του χέρι παρέχοντας τις ουράνιες χάρες σε απάντηση των προσευχών των κλημάτων του (Norton).
(2) Τον ρωτά με πολλή ευγένεια (F). «Αλλά τού μιλά, σαν να ξέρει αυτός το πρόσωπο για το οποίο ρωτά» (Σχ). Η διάνοιά της έχει γεμίσει τόσο από εκείνο, το οποίο ζητά, ώστε δεν απαντά στην ερώτηση Ποιόν ζητάς; Νομίζει, ότι ο καθένας πρέπει να γνωρίζει, ποιός είναι ο από αυτήν ζητούμενος (β).
(3) «Δηλαδή, Εάν εσύ έκλεψες. Και  δεν λέει τον Ιησού, αλλά αυτόν, σαν να μιλά σε κάποιον που ξέρει» (Θφ). Ο σιναϊτικός κώδικας γράφει: Ει συ ει ο βαστάσας.
(4) Δεν σκέφτεται, εάν θα είχε τη δύναμη μόνη της να μεταφέρει το σώμα σε κατάλληλο τόπο (β). Η αγάπη της πείθει αυτήν, ότι θα είναι ικανή για όλα, αρκεί μόνο να ξαναβρισκόταν το σώμα του Κυρίου της (F). Ούτε θα περίμενε να συμβουλευτεί τους αποστόλους ή τις φίλες της για το τι έπρεπε να γίνει για το σώμα. Αναλαμβάνει όλη την ευθύνη πάνω της (ο).
(5) Η τριπλή επανάληψη της αντωνυμίας στην απάντηση της Μαρίας, χωρίς να αναφερθεί το όνομα του Ιησού από αυτήν, προσδίδει μεγάλη τρυφερότητα στη συγκινητική επίκλησή της (ο).
(6) Από τον κήπο. Ήταν έτοιμη να αναζητήσει νέο τάφο (b). «Θα τον μεταφέρω σε άλλο τόπο… Διότι ίσως φοβόταν μήπως οι Ιουδαίοι και το νεκρό σώμα το εξυβρίσουν και για αυτό ήθελε να μεταφέρει αυτό σε άλλο τόπο άγνωστο» (Θφ).

 
Ιω. 20,16    λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· Μαρία(1). στραφεῖσα ἐκείνη(2) λέγει αὐτῷ· ῥαββουνί(3), ὃ λέγεται, διδάσκαλε.
Ιω. 20,16    Λέγει τότε εις αυτήν ο Ιησούς• “Μαρία”. Εκείνη ανεγνώρισε αμέσως την φωνήν, εστράφη προς αυτόν και του είπε• “ραββουνί”, που σημαίνει εις την ελληνικήν, διδάσκαλε.
(1) «Με τη φωνή έκανε τον εαυτό του φανερό· διότι όταν την ονόμασε Μαρία, τότε τον αναγνώρισε. Έτσι η αναγνώριση δεν έγινε από την όψη του, αλλά από τη φωνή του» (Χ). Ο ήχος της φωνής είναι μία από τις προσωπικότερες εκδηλώσεις του ανθρώπου. Και με το μέσο αυτό ο Ιησούς φανερώνει τον εαυτό του στη Μαρία. Ο τόνος τον οποίο παίρνει το όνομα Μαρία στο στόμα του εκφράζει κάθετί που αυτή είναι για αυτόν, κάθετί που αυτός είναι για εκείνην (g).
(2) «Εμένα μου φαίνεται ότι αφού είπε αυτή» τα όσα είπε στον νομιζόμενο κηπουρό «στράφηκε προς τους αγγέλους… έπειτα όταν ο Χριστός την κάλεσε ξαναγύρισε σε αυτόν από εκείνους» (Χ). Την ώρα που έδινε την απάντηση στον προηγούμενο στίχο στράφηκε προς το μέρος του τάφου. Για αυτό τώρα είναι αναγκασμένη να στραφεί πάλι. Εφ’ όσον τον νόμιζε κηπουρό, στράφηκε προς τους αγγέλους. Αλλά όταν τον αναγνώρισε, στρέφεται πάλι αμέσως προς αυτόν. Είναι πρέπον να αποσύρουμε τα βλέμματά μας από τα δημιουργήματα, οσοδήποτε υπέροχα και ένδοξα και αν είναι αυτά, για να στηρίξουμε αυτά προσηλωμένα προς τον Χριστό, από τον οποίο τίποτα δεν πρέπει να μας ελκύει ούτε πρέπει κάτι άλλο οτιδήποτε να προτιμούμε από αυτόν. Τον αναγνωρίζει από τη φωνή. Το μέσο με το οποίο ο Χριστός γίνεται γνωστός στο λαό του, είναι ο λόγος του, που εισχωρεί στις καρδιές τους και μιλά στα βάθη τους. Τα πρόβατα του Χριστού «ακούνε τη φωνή του». Ο ένας και μόνος αυτός λόγος του Κυρίου έμοιαζε με το λόγο, τον οποίο απηύθυνε κατά την τρικυμία προς τους φοβισμένους μαθητές, προς τους οποίους είπε: Εγώ είμαι.
(3) Δες και Μάρκ. ι 51. Είναι αραμαϊκό μάλλον παρά εβραϊκό. Εκφράζει μεγαλύτερο σεβασμό από το απλό Ραββί (μ). Είναι επαυξημένη μορφή της λέξης ραββί (rabban) και σημαίνει διδάσκαλέ μου (F). Κατά τη Γαλιλαϊκή όπως φαίνεται προφορά (G). «Είναι φανερό από το ότι είπε ο Ιησούς, Μη με αγγίζεις» ότι η Μαρία ταυτόχρονα με την προσφώνηση Ραββουνί «τον άγγιξε και έπεσε μπροστά του» (Χ). Για αυτό σαν ερμηνευτική γλώσσα παρεμβλήθηκε σε κάποια κείμενα και η φράση «και προσέδραμε άψασθαι αυτου (και έτρεξε να τον αγγίξει). Η γραφή αυτή δεν μαρτυρείται επαρκώς.
 


Ιω. 20,17    λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· μή μου ἅπτου(1)· οὔπω γὰρ ἀναβέβηκα πρὸς τὸν πατέρα μου· πορεύου δὲ πρὸς τοὺς ἀδελφούς μου(2) καὶ εἰπὲ αὐτοῖς· ἀναβαίνω(3) πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ πατέρα ὑμῶν, καὶ Θεόν μου καὶ Θεὸν ὑμῶν(4).
Ιω. 20,17    Και επειδή η Μαρία έσπευσε να αγκαλιάση με σεβασμόν τα πόδια του, ο Ιησούς της είπε• “μη με εγγίζεις, διότι δεν ανέβηκα ακόμη στον Πατέρα μου και δεν ήρχισεν ακόμη η νέα περίοδος της λατρείας και της τιμής, που θα μου προσφέρουν απ' εδώ και πέρα οι άνθρωποι. Αλλά πήγαινε στους αδελφούς μου και πες τους• ανεβαίνω προς τον Πατέρα μου, ο οποίος χάρις εις την λυτρωτικήν μου θυσίαν έγινε και ιδικός σας Πατέρας, και έγινε δι' εμέ από την ημέραν που πήρα την ανθρωπίνην σάρκα Θεός μου, όπως επίσης είναι και Θεός ιδικός σας”.
(1) Προξένησε δυσκολίες στους ερμηνευτές το χωρίο αυτό. Η δυσκολία συνίσταται στην αιτιολογία της απαγόρευσης: «διότι δεν ανέβηκα ακόμη…». «Διότι βεβαίως, πριν ακόμη αναληφθεί, παρουσίασε τον εαυτό του για ψηλάφηση των μαθητών, όταν είπε σύμφωνα με τη μαρτυρία του ευαγγελιστή Λουκά: «ψηλαφήστε με και δείτε, ότι ένα πνεύμα δεν έχει σάρκα και οστά, όπως βλέπετε εμένα να έχω» (Λουκά κδ 39) ή όταν είπε στο Θωμά «φέρε το δάχτυλό σου εδώ…». Διαβάζουμε επίσης ότι και οι γυναίκες, μετά την ανάστασή του και πριν την ανάληψή του… όπως αναφέρει ο Ματθαίος… «κράτησαν τα πόδια του»» (Αυ). Διάφορες ερμηνείες προτάθηκαν. Οι σοβαρότερες: Ή, αρκετά επιτυχημένα, το άπτομαι (=αγγίζω) ερμηνεύεται με την έννοια του κρατώ. Ο Ιησούς απαντά εδώ στα ενδόμυχα αισθήματα της καρδιάς, η οποία φαινόταν να θέλει, να κρατήσει τον Ιησού για πάντα πάνω στη γη, για να κατέχει αυτόν. Αλλά τον Χριστό μπορούμε να τον κατέχουμε και να τον καταστήσουμε κτήμα μας, μόνο όταν θα ανέβαινε στον ουρανό. Τής λέει λοιπόν· Μη με κρατάς, διότι ακόμη δεν ανέβηκα προς τον Πατέρα μου (F). Ή, λιγότερο πιθανώς, το άπτομαι με την έννοια του λατρεύω, ικετεύω («ακουμπώ τα γόνατα»). Δεν δοξάστηκα ακόμη με την ανάληψη· δεν είναι λοιπόν ακόμη καιρός να με λατρεύσεις (Lucke). Ή, πιο σωστά, μην αγκαλιάζεις τα πόδια μου· δεν ήλθα για να ανανεώσω τις παλιές επίγειες σχέσεις. Η αληθινή καινούργια συνάντηση, την οποία σας υποσχέθηκα, δεν είναι αυτή. Για να επανέλθω κατά τρόπο μόνιμο και πραγματικό πρέπει πρώτα να ανέβω στον Πατέρα μου. Η στιγμή αυτή δεν ήλθε ακόμη (g). Σχετική με αυτήν ερμηνεία και η: «Νομίζω ότι αυτή ακόμη θέλει την συναναστροφή με αυτόν, όπως ακριβώς τότε, και από τη χαρά της δεν σκέφτηκε τίποτα το ανώτερο πνευματικά, αν και ο Κύριος έγινε ως προς τη σάρκα πολύ πιο ανώτερος. Απομακρύνοντας λοιπόν από αυτήν αυτή τη σκέψη και το να συνομιλεί μαζί του με πολύ αφοβία (διότι ούτε με τους μαθητές του φαίνεται πλέον να έχει τέτοια συναναστροφή), υψώνει τη σκέψη της, ώστε να τον προσέχει με μεγαλύτερη ευλάβεια. Το να πει μεν δηλαδή, «Μη με πλησιάζεις, όπως ακριβώς και προηγουμένως, διότι τα πράγματα δεν είναι όπως πρώτα, ούτε πρόκειται να σας συναναστρέφομαι πλέον με όμοιο τρόπο», θα δημιουργούσε κάποια δυσαρέσκεια και θα περιείχε κομπασμό, ενώ το να πει, «Δεν ανέβηκα ακόμη στον Πατέρα μου», αν και δεν ήταν δυσάρεστο, δήλωνε όμως το ίδιο. Διότι με τα λόγια του «δεν ανέβηκα ακόμη», δείχνει ότι εκεί σπεύδει και βιάζεται να φθάσει. Εκείνον όμως που πρόκειται να πάει εκεί… δεν έπρεπε να τον βλέπουν με την ίδια σκέψη, με την οποία τον έβλεπαν και πρώτα» (Χ). «Δεν θα είναι πλέον τέτοιο το σώμα μου, σαν να είναι δηλαδή οικείο με το γήινο τρόπο ζωής, αλλά θα είναι οικείο με τον ουρανό και τα υψηλά» (Θφ). Επιτυχέστερα το «δεν ανέβηκα ακόμη…» το ερμηνεύει ο Λέων ο μέγας: «Σε ανεβάζω σε κάτι υψηλότερο· σου ετοιμάζω κάτι μεγαλύτερο. Όταν θα έχω ανεβεί στον Πατέρα μου, εκεί θα ακουμπάς εμένα με αληθέστερο και τελειότερο τρόπο, όταν θα κρατήσεις ό,τι δεν αγγίζεις και θα πιστεύεις ό,τι δεν βλέπεις» (Serm. 72,4). Στα κεφάλαια ιγ-ιζ ο Κύριος κατέστησε γνωστό στους μαθητές του, ότι η νέα τάξη του Πνεύματος, η οποία θα εγκαινίαζε ανανεωμένη και στενότερη σχέση με αυτόν, θα επακολουθούσε στην επάνοδο προς τον Πατέρα του (Ιω. ιδ 12-18, ιστ 5 και εξής). Διακηρύττει τώρα στη Μαρία και μέσω αυτής στους μαθητές, ότι έφτασε ο καιρός για αυτόν να ανεβεί προς τον Πατέρα του και συνεπώς να εγκαινιαστεί η νέα τάξη. Η παραγγελία να μην τον αγγίξει η Μαρία αναφέρεται στην περίοδο μεταξύ της ανάστασης και της ανάληψης. Τόσο στενή και ενδοξότερη θα είναι η νέα σχέση με τον Ιησού, ώστε και αυτή και οι μαθητές θα ενωθούν σε ένα σώμα με αυτόν (χ). Η Μαρία υποθέτοντας ότι ο Ιησούς αναστήθηκε όπως ο Λάζαρος, για να ζει μαζί τους σωματικά και να συναναστρέφεται με αυτούς όπως πριν, σπεύδει να αγκαλιάσει ευλαβικά τα πόδια του. Την πλάνη της αυτή επανορθώνει ο Διδάσκαλος λέγοντας: Μη με αγγίζεις. Δηλαδή· παύσε να νομίζεις, ότι μπορείς να με πιάσεις και να με κρατήσεις σε αυτόν τον κόσμο. Μην περιμένεις να εξακολουθήσει η μεταξύ σας σωματική μου παρουσία. Νέα πνευματική σχέση και κοινωνία θα μας συνδέει στο εξής, η οποία θα αρχίσει, όταν με την ανάληψή μου ανέβω προς τον Πατέρα μου. Είναι άξιο να σημειωθεί εδώ, ότι αν και ο Κύριος δεν επέτρεψε στη Μαγδαληνή να τον αγγίξει, παρόλ’ αυτά κάποιες μέρες ύστερα προσκάλεσε το Θωμά να ψηλαφήσει αυτόν. Η διαφορετική αυτή ενέργεια του Κυρίου εξηγείται από τις διαφορετικές προθέσεις και διαθέσεις, από τις οποίες κυριαρχούνταν η Μαγδαληνή από τη μία και ο Θωμάς από την άλλη. Η Μαρία δεν αμφέβαλλε για το ότι αυτός που της μιλούσε είναι ο Κύριος που από τον τάφο επανήλθε στη ζωή. Αλλά πλανιόταν νομίζοντας, ότι ο Κύριος θα εξακολουθούσε να συζεί μαζί με τους μαθητές κάτω από τους ίδιους όρους της ταπείνωσης και της εξομοίωσης με εμάς, με τους οποίους ζούσε και πριν το θάνατό του και την ανάστασή του. Ο Θωμάς από την άλλη απιστούσε στο ότι ο Κύριος αναστήθηκε και ζητούσε να πειστεί για το ότι η εμφάνιση του Κυρίου ήταν απτή πραγματικότητα και όχι πλάνη της φαντασίας. Το σφάλμα του Θωμά τελείωνε εκεί όπου άρχιζε το σφάλμα της Μαρίας. Για αυτό ο Κύριος ως προς μεν τη Μαρία ζητά να ανυψώσει αυτήν από ταπεινότερη σε υψηλότερη αγάπη· από σωματική σε πνευματική επαφή και κοινωνία· της παραγγέλλει να μην απλώσει τα χέρια της, αλλά να ανυψωσει την καρδιά της ψηλά· να μην ζητά να κρατήσει τον Διδάσκαλο στη γη, αλλά να ανυψώσει τον εαυτό της στον ουρανό. Ως προς το Θωμά όμως που δεν πειθόταν, ότι ο Κύριος αναστήθηκε και αξίωνε να ψηλαφήσει αυτόν, συγκαταβαίνει στην ασθένειά του, για να ανορθώσει τον μαθητή από την απιστία στην πίστη.
(2) Η παραγγελία, την οποία ο Ιησούς αναθέτει στη Μαρία, για τους δικούς του σημαίνει: Δεν μπήκα ακόμη στην κατάσταση της δόξας· αλλά όταν μπω, τότε θα με συντροφεύουν σε αυτήν και δεν θα παρεμβάλλεται τίποτα ανάμεσα σε μένα και σε σας. Για αυτό και οι φράσεις «αδελφούς μου», «Πατέρα μου και Πατέρα σας». Υπάρχει σε αυτές κατά κάποιο τρόπο μία πρόγευση της μελλοντικής κοινωνίας. Οι φράσεις αυτές υποδηλώνουν την αδιάλυτη αλληλεγγύη, η οποία θα ενώσει τους μαθητές με αυτόν στην ένδοξη κατάσταση, στην οποία μπαίνει ήδη. Δεν τους είχε ονομάσει ακόμη αδελφούς του. Τους ονομάζει τώρα επειδή μετέχουν στη θεία υιοθεσία την οποία τους πρόσφερε (g). Με την ονομασία αδελφούς μου υπαινίσσεται τα προς αυτούς ευνοϊκά του συναισθήματα, παρόλο που με τη φυγή και άρνησή τους είχαν γίνει ανάξιοι όλης της προηγούμενής τους θέσης, και προσφέρει σε αυτούς όλους τους καρπούς της ανάστασής του (b). Αν και ήδη εισήλθε στην κατάσταση της δόξας, αναγνωρίζει τους μαθητές του ως αδελφούς του και εκδηλώνει μεγαλύτερη αγάπη και οικειότητα με αυτούς παρά προηγουμένως. Τους είχε ονομάσει φίλους, αλλά ουδέποτε έως τώρα αδελφούς. Αν και ο Χριστός έχει ήδη ανυψωθεί, δεν έγινε αλαζόνας και υπερήφανος. Παρά την ένδοξη ανύψωσή του δεν λησμονεί τους άσημους φίλους του, τους οποίους «δεν ντρέπεται να τους ονομάζει αδελφούς».
(3) «Το ανεβαίνω δηλώνει και το Θέλω να ανέβω, και μπορούμε να το επεκτείνουμε σε περισσότερο καιρό» (Ζ). «Διότι δεν επρόκειτο να το κάνει αυτό αμέσως, αλλά μετά σαράντα ημέρες. Πώς λοιπόν λέει αυτό; Επειδή ήθελε να εξυψώσει τη διάνοιά της και να την πείσει ότι πηγαίνει στους ουρανούς» (Χ). Με άλλα λόγια. Είμαι ζωντανός. Αλλά δεν θα μένω πάντοτε μαζί σας όπως κατά το παρελθόν, αλλά προσεχώς αναλαμβάνομαι (F). Ανεβαίνω ως Παράκλητος και μεσίτης σας προς τον Πατέρα. Ανεβαίνω, για να λάβω τις τιμές και εξουσίες εκείνες, οι οποίες θα είναι η ανταμοιβή της ταπείνωσής μου. Και πρέπει να χαρούν οι μαθητές μου για αυτό. Διότι αυτό θα είναι και δικός τους θρίαμβος. Ανεβαίνω ως νικητής και κατακτητής, ο οποίος, «αιχμαλώτισε αιχμαλωσία» για να δώσει «δωρήματα στους ανθρώπους». Ανεβαίνω ως πρόδρομος αυτών, για να «ετοιμάσω τόπο» στους ουρανούς και για αυτούς. Ο Πατέρας μου θα γίνει Πατέρας και αυτών που πιστεύουν σε μένα. Και θα γίνουν και αυτοί «κοινωνοί θείας φύσεως», όπως και ο Κύριος έγινε κοινωνός ανθρώπινης φύσης, για αυτό και ο Πατέρας του έγινε και Θεός του. Μη με περιμένουν λοιπόν να συνεχίσω πάνω στη γη τη σωματική μου παρουσία, ούτε να ιδρύσω πάνω στη γη την πρόσκαιρη και εγκόσμια βασιλεία σύμφωνα με τις παχυλές ελπίδες των Ιουδαίων για τον Μεσσία. Θα αναστηθούν και αυτοί σε νέα πνευματική ζωή, ζωοποιούμενοι μαζί με εμένα, για να καθίσουν μαζί μου στα επουράνια (Εφεσίους β 5, 6). Ας μη θεωρούν πλέον τη γη ως πατρίδα τους και ως τόπο της δόξας και ανάπαυσής τους. Θα αναγεννηθούν από ψηλά από τον ουρανό, και θα συνδεθούν με τον ουρανό. Ο Πατέρας μου θα γίνει και Πατέρας τους. Τα βλέμματά τους λοιπόν πρέπει να είναι στραμμένα ατενώς προς τον ουρανό και οι καρδιές τους πρέπει να πάλλουν προς τα εκεί, όπου μετά από λίγο θα ανέβω. «Τα άνω να φρονείτε· τα άνω να ζητάτε· όχι τα γήινα».
(4) «Δεν λέει προς τον πατέρα μας. Με άλλη έννοια λοιπόν είναι Πατέρας μου και με άλλη πατέρας σας· πατέρας δικός μου εκ φύσεως, πατέρας δικός σας εκ χάριτος. Ούτε λέει Θεό μας. Είναι λοιπόν με άλλη έννοια Θεός μου και με άλλη Θεός σας. Είναι Θεός μου, κάτω από τον οποίο είμαι και εγώ ως άνθρωπος· είναι Θεός σας ανάμεσα στον οποίο και σε σας είμαι μεσίτης» (Αυ). «Επειδή δηλαδή είπε: Πες στους αδελφούς, για να μην φανταστούν από αυτό κάποια ισότητα, δείχνει την διαφορά που έχουν» (Χ). «Με άλλο τρόπο είπε τον πατέρα πατέρα δικό του και με άλλο των μαθητών· δικός του μεν είναι από τη φύση του μιας και είναι ομοούσιος» (Ζ), «δικός μας όμως Πατέρας δεν είναι από τη φύση του, αλλά (από τη φύση του) είναι μάλλον Θεός μας ως δημιουργός και Κύριος. Αλλά επειδή ανέμιξε κατά κάποιο τρόπο τον εαυτό του με εμάς ο Υιός, το μεν αξίωμα που υπάρχει κατά τρόπο κύριο και προσωπικό σε αυτόν, το χαρίζει στη δική μας φύση, ονομάζοντας Πατέρα κοινό αυτόν που τον γέννησε» (Κ). «Ονομάζει και Θεό και του εαυτού του και των μαθητών μιας και είναι άνθρωποι» (Ζ), «κάνοντας δικά του τα ανθρώπινα λόγω της ομοίωσής του με εμάς… Διότι, όπως ακριβώς εμείς ανεβαίνουμε στο πάνω από τη φύση μας αξίωμα με την ομοίωσή μας με αυτόν… έτσι και αυτός επειδή ακριβώς δέχτηκε τη δική μας μορφή… έχει το Θεό Θεό του, παρόλο που αυτός είναι Θεός από Θεό κατά φύση και αληθινός» (Κ). «Και πώς δεν είπε απλώς Και Θεό μας, αλλά και εδώ διαχώρισε τον εαυτό του; Διότι, αν και έγινε άνθρωπος και αδελφός τους όσον αφορά τη φύση την ανθρώπινη, αλλά διέφερε πολύ από αυτούς ως προς την τιμή, και επειδή ήταν ενωμένος με τη θεότητα και επειδή ήταν αναμάρτητος» (Ζ). «Με αυτά που είπε, ανακεφαλαιώνει όλο το σκοπό του θείου σχεδίου για τον άνθρωπο… Θα πορευτώ να κάνω μέσω του εαυτού μου Πατέρα σας τον αληθινό Πατέρα από τον οποίο χωριστήκατε· και να κάνω μέσω του εαυτού μου Θεό σας τον αληθινό Θεό από τον οποίο απομακρυνθήκατε· διότι με την ανθρώπινη φύση την οποία σαν πρώτο καρπό και αρχή δική σας πήρα θα προσφέρω στο Θεό και Πατέρα μέσω του εαυτού μου, όλο το ανθρώπινο γένος» (Γν). Ο σύνδεσμος, ο οποίος θα υφίσταται για πάντα ανάμεσα σε μένα, τον αναστημένο σωτήρα και σε σας, τους πιστούς μου, θα είναι ότι ο Πατέρας στον οποίο ανεβαίνω είναι Πατέρας σας, διότι είναι Πατέρας μου, και Θεός μου διότι είναι Θεός σας (ο).
 

Ιω. 20,18    ἔρχεται Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἀπαγγέλλουσα(1) τοῖς μαθηταῖς ὅτι ἑώρακε τὸν Κύριον(2), καὶ ταῦτα εἶπεν αὐτῇ.
Ιω. 20,18    Έρχεται η Μαρία η Μαγδαληνή και αναγγέλει στους μαθητάς, ότι είδε τον Κυριον, και ότι ο Κυριος της είπε να αναγγείλη εις αυτούς την ανάστασίν του.
(1) Υπάρχει και η γραφή αγγέλλουσα.
(2) Υπάρχει και η γραφή Εώρακα τον Κύριον. Αυτές υπήρξαν οι πρώτες λέξεις τις οποίες γεμάτη χαρά ανήγγειλε η Μαρία. «Ανήγγειλε και την εμφάνιση και τα λόγια του, τα οποία ήταν ικανά να τους παρηγορήσουν» (Χ). Όταν ο Θεός μας παρηγορεί, κάνει αυτό με σκοπό και εμείς να παρηγορούμε και τους άλλους.
 


Ιω. 20,19    Οὔσης οὖν(1) ὀψίας(2) τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων(3), καὶ τῶν θυρῶν(4) κεκλεισμένων ὅπου ἦσαν οἱ μαθηταὶ(5) συνηγμένοι διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων(6), ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς(7) καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον(8), καὶ λέγει αὐτοῖς· εἰρήνη ὑμῖν(9).
Ιω. 20,19    Κατά την ημέραν εκείνην, την πρώτην της εβδομάδος, ενώ πλέον είχε βραδυάσει και αι θύραι του σπιτιού, όπου ευρίσκοντο συγκεντωμένοι οι μαθηταί, ήσαν κλεισμέναι δια τον φόβον των Ιουδαίων, ήλθεν έξαφνα ο Ιησούς, εστάθη στο μέσον και τους λέγει• “ειρήνη ας είναι εις σας”.
(1) = σε συμφωνία με το γεγονός που εξιστορήθηκε της ανάστασης και εμφάνισης στη Μαγδαληνή (ο). «Επειδή ήταν λογικό οι μαθητές, ακούγοντας αυτά, ή να μην πιστέψουν στη γυναίκα, ή εάν πίστευαν να λυπούνται που δεν καταξίωσε αυτούς της εμφάνισής του… δεν άφησε ούτε μία ημέρα να περάσει, αλλά αφού έβαλε σε αυτούς την επιθυμία και με το ότι γνώριζαν πλέον ότι αναστήθηκε και με το ότι άκουσαν αυτό από τη γυναίκα να διψούν να τον δουν» (Χ), «εμφανίζεται την ίδια ημέρα και σε αυτούς. Διότι πρώτα μεν γύμνασε τον πόθο τους και έπειτα παρέδωσε πιο ποθητό τον εαυτό του σε αυτούς» (Ζ). «Θα μπορούσε όμως κάποιος εύλογα να έχει την εξής απορία, πώς δηλαδή ο Σωτήρας ενώ υποσχέθηκε στους μαθητές, από τη μία μέσω των αγγέλων, από την άλλη και με τη δική του φωνή, ότι φθάνοντας στη Γαλιλαία θα φανερωθεί, προλαβαίνει την υπόσχεση και στην Ιερουσαλήμ… την ίδια την ημέρα της ανάστασης… Αλλά αυτό φανερώνει τον πλούτο της φιλάνθρωπης διάθεσής του, και δεν μπορεί να κατηγορηθεί για ψεύδος. Διότι δεν είπε ότι μόνο στη Γαλιλαία θα τον δουν, ούτε πάλι βεβαίως εμφανιζόμενος στην Ιερουσαλήμ δεν εμφανίστηκε και στη Γαλιλαία όπως υποσχέθηκε» (Σβ). Άλλη απορία: «Πώς ενώ, σύμφωνα με το Λουκά και τον Ιωάννη, τόσες φορές φανερώθηκε ο Ιησούς στους μαθητές στην ίδια την Ιερουσαλήμ, σύμφωνα με το Μάρκο και το Ματθαίο διατάζονται οι ίδιοι μέσω των γυναικών να πάνε στη Γαλιλαία, διότι εκεί θα τον δουν, αλλά δεν επρόκειτο να τον δουν στην Ιερουσαλήμ; Και λέμε, ότι οι μεν άλλοι δύο ευαγγελιστές συμπλήρωναν την ομάδα των δώδεκα και είπαν ότι φανερώθηκε σε αυτούς στην Ιερουσαλήμ ενώ ήταν κρυμμένοι, ενώ οι άλλοι δύο, ο Ματθαίος και ο Μάρκος λένε ότι φάνηκε στη Γαλιλαία όχι στους δώδεκα μόνο, αλλά στους εβδομήντα… Ηταν λοιπόν πολλές και διαφορετικές οι οπτασίες που έγιναν στους μαθητές μετά την ανάσταση, και οι μεν γράφουν αυτές, οι άλλοι τις άλλες» (Ε). «Εμένα όμως μου φαίνεται ότι έχει πολλή έμφαση αυτό που ειπώθηκε από τον Ματθαίο για τους μαθητές, το «να πάνε στη Γαλιλαία και εκεί θα με δουν». Διότι αν και επρόκειτο να συμβούν σε αυτούς πολλές εμφανίσεις, αποβλέπει όμως σε μία πιο εξαιρετική από τις άλλες, αυτήν της υπόσχεσης, κατά την οποία επρόκειτο να φανεί σε αυτούς στο βουνό. Διότι τότε αφού τον πλησίασαν και τον προσκύνησαν αυτοί που αμφέβαλλαν, με εξουσία είπε με τρόπο που αρμόζει σε Θεό: Μου δόθηκε όλη η εξουσία και τα υπόλοιπα» (Σβ).
(2) Η εμφάνιση αυτή εξιστορείται και στο Λουκά κδ 36 ότι έγινε μετά από την από Εμμαούς επιστροφή των δύο μαθητών, στους οποίους φανερώθηκε ο Ιησούς κατά το δείπνο, το οποίο έγινε όταν «πέρασε η ημέρα». Οψία  λοιπόν εδώ πρέπει να ορίσουμε ώρα προχωρημένη του απογεύματος, ίσως στις 8 μ.μ. (β,ο). «Δεν παρουσιάστηκε κατά τη διάρκεια της ημέρας, ώστε να συγκεντρωθούν όλοι μαζί» (Χ).
(3) Τονίζεται με έμφαση η χρονολογία, διότι η ημέρα αυτή είναι η πρώτη χριστιανική Κυριακή (μ). Είναι αυτή το χριστιανικό Σάββατο, που θα τηρείται από δω και στο εξής από τους μαθητές. Αν και αναφέρθηκε ξεκάθαρα εδώ (στο στίχο 1) ότι ο Κύριος αναστήθηκε τη μία των σαββάτων δηλαδή την πρώτη ημέρα της εβδομάδας, και μπορούσε εδώ ο ευαγγελιστής να πει: «την ίδια ημέρα όταν βράδυασε» παρόλ’ αυτά, για να τιμηθεί ιδιαιτέρως η ημέρα, επαναλαμβάνει και πάλι «τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων». Η επανάληψη αυτή γίνεται, όχι διότι οι απόστολοι αποσκοπούσαν να τιμήσουν την ημέρα, (διότι αυτοί αμφέβαλλαν ακόμη για την ανάσταση), αλλά διότι ο Θεός ήθελε να τιμήσει την ημέρα οικονομώντας τα πράγματα έτσι, ώστε να είναι οι μαθητές μαζεμένοι, για να δεχτούν την πρώτη επίσκεψη του αναστημένου Κυρίου. Έτσι ο Θεός ευλόγησε και αγίασε την ημέρα αυτή, διότι σε αυτήν ο Λυτρωτής αναστήθηκε.
(4) Ο πληθυντικός δηλώνει πόρτα που αποτελείται από δύο φύλλα (g).
(5) Αν και στο Ιω.  β 2 ο όρος μαθητές έχει και γενικότερη έννοια, στα τελευταία όμως κεφάλαια του ευαγγελίου χρησιμοποιείται για να δηλώσει τους ένδεκα και η εμφάνιση σε αυτούς ως ιδιαιτέρως σοβαρή αναφέρεται και στο Α΄ Κορ. ιε 5. Αυτό όμως δεν αποκλείει να ήταν και άλλοι παρόντες, πιθανώς μάλιστα ήταν όπως φαίνεται από το Λουκά κδ 33 (β). Αρκετοί μεγαλογράμματοι αποσιωπούν το συνηγμένοι.
(6) Η φήμη, ότι ο τάφος βρέθηκε κενός είχε διασπαρεί, όπως φαίνεται από το Ματθ. κη 11 και οι άρχοντες των Ιουδαίων υποπτεύονταν αναμφίβολα κάθε συνάθροιση των μαθητών του Ιησού (β). Από την άλλη οι απόστολοι φοβισμένοι εξ’ αιτίας των συμβάντων των τελευταίων ημερών φοβόντουσαν, μήπως αναζητηθούν και διωχθούν ως μαθητές του Ιησού (F). Μολονότι φοβόντουσαν, ήταν μαζεμένοι. Οι μαθητές του Χριστού και σε δύσκολους καιρούς δεν πρέπει να «εγκαταλείπουν τη σύναξή τους» (Εβρ. ι 25). Τα πρόβατα της ποίμνης του Χριστού διασκορπίστηκαν, όταν χτυπήθηκε ο ποιμένας. Συγκεντρώνονται όμως πάλι στο ίδιο μέρος για να ενισχυθούν μεταξύ τους.
(7) «Μπήκε μέσα ανεμπόδιστα, παρόλο που οι πόρτες ήταν κλεισμένες» (Κ). Ως προς την εξήγηση αυτής της εισόδου· ή, λιγότερο πιθανώς «στάθηκε στο μέσο ο Χριστός απροσδόκητα, ενώ ήταν κλειστές οι πόρτες, χάρις σε κάποια ανείπωτη και θεϊκή δύναμη… Διότι έπρεπε, έπρεπε αφού ήταν Θεός από τη φύση του και αληθινός να μην είναι υποταγμένος στις φυσικές συνέπειες των πραγμάτων» (Κ). «Αλλά το κλείσιμο των πορτών κανένα εμπόδιο δεν προξένησε στην ύλη του σώματός Του, στο οποίο κατοικούσε η θεότητα. Μπορούσε πράγματι να μπει χωρίς να ανοίξουν οι πόρτες, όπως και από τη γέννησή του παρέμεινε απαραβίαστη η παρθενία της μητέρας του» (Αυ). Ή, πιο σωστά, η αιφνίδια εμφάνιση του Ιησού ανάμεσα στους μαθητές δεν μπορεί να εξηγηθεί παρά μόνο από το γεγονός, ότι το σώμα του Ιησού υποτασσόταν ήδη στη δύναμη του πνεύματος. Αληθινά το σώμα αυτό ήταν ακόμη εκείνο, το οποίο είχε χρησιμεύσει σε αυτόν ως όργανο κατά τη ζωή του. Αλλά εφόσον ήδη πριν το θάνατό του το σώμα αυτό υποτασσόταν στη δύναμη της θέλησης (Ιω. στ 16-21), τώρα με τη μεταμόρφωση της ανάστασης είχε προσεγγίσει ακόμη περισσότερο προς την κατάσταση του δοξασμένου και πνευματικού σώματος, δες Α΄ Κορ. ιε 44 (g), του αναστημένου σώματος, του λεπτού και ανάλαφρου και αμόλυντου, όπως ο Ζ ονομάζει αυτό, του όχι πλέον σαρκικού, αλλά πνευματικού και μέσω του σαρκικού και αυτού που κατά την ημέρα της ανάληψης έγινε ορατό (δ).
(8) «Για να είναι ορατός σε όλους» (Ζ). Ο Ιουστίνος (Διάλογος προς Τρύφωνα 106) βρίσκει στη στάση αυτή του Ιησού ανάμεσα στους αδελφούς του εκπλήρωση του Ψαλμού κα 23 (β).
(9) Ο ίδιος χαιρετισμός και στο Λουκά κδ 36. «ήταν πολλή η έκπληξη. Διότι ούτε την πόρτα χτύπησε, αλλά στάθηκε στο μέσο τελείως αθόρυβα… Συγχρόνως όμως και με τη φωνή του καθησύχασε την ταλαντευόμενη σκέψη τους, λέγοντας: Ειρήνη σε σας, δηλαδή μη θορυβείστε. Και τους υπενθύμισε τον λόγο εκείνο που τους είπε πριν το σταυρό, «σας αφήνω τη δική μου ειρήνη»» (Χ). «Στις μεν μαθήτριες έδωσε τη χαρά πριν από κάθε λόγο. Διότι το γένος εκείνο είχε καταδικαστεί στη λύπη» (Ζ). «Διότι καταράστηκαν να γεννούν με λύπες. Στους άνδρες όμως έδωσε το να ειρηνεύουν λόγω των πολέμων που θα είχαν εξ’ αιτίας του κηρύγματος. Ταυτόχρονα όμως φανερώνει και τα κατορθώματα του σταυρού· και αυτά ήταν η ειρήνη» (Θφ). Το Ειρήνη σε σας είναι συνηθισμένος ανατολικός χαιρετισμός κατά την είσοδο στο σπίτι και ως τέτοιος χρησιμοποιείται εδώ. Αλλά στο στίχο 21 επαναλαμβάνεται επίσημα πριν ακόμη οι απόστολοι λάβουν την εντολή τους, και μπορεί να αποτελεί υπαινιγμό στην αποχαιρετιστήρια δωρεά της ειρήνης στο Ιω. ιδ 27 (β). Ο χαιρετισμός, μολονότι συνηθισμένος, κρύβει πάντως εδώ και ιδιαίτερη έννοια. Προσφέρονται με αυτόν οι ευλογημένοι καρποί και τα σωτήρια αποτελέσματα του θανάτου και της ανάστασής του. Ειρήνη σε σας. Ειρήνη με το Θεό, ειρήνη στις δικές σας συνειδήσεις, ειρήνη μεταξύ σας. Όλη η ειρήνη αυτή ας είναι μαζί σας. Όχι ειρήνη με τον κόσμο, αλλά ειρήνη εν Χριστώ. Η αιφνίδια εμφάνισή του ανάμεσά τους, όταν αυτοί αμφέβαλλαν ακόμη για την ανάστασή του, αλλά και ήταν φοβισμένοι για τους εαυτούς τους, δεν ήταν δυνατόν παρά να προκαλέσει κάποιο θόρυβο και ταραχή  σε αυτούς. Και κατασιγάζει αυτόν με τις λέξεις Ειρήνη σε σας. Σε οποιοδήποτε σπίτι μπαίνει ο Κύριος, οι πρώτοι λόγοι, τους οποίους απευθύνει σε αυτούς που είναι σε αυτό είναι Ειρήνη σε σας. Σε οποιαδήποτε καρδιά εμφανίζει τον εαυτό του, με αυτόν τον σωτήριο χαιρετισμό ζητά να κερδίσει αυτήν, για να μένει μέσα σε αυτήν σκορπίζοντας στα βάθη της την ανάπαυση και τη χαρά. Ο Κύριος έρχεται τώρα ανάμεσα στο λαό του, για να ευλογήσει αυτούς και για να τους μεταδώσει ειρήνη. Δεν έρχεται για να ελέγξει τα σφάλματά τους και για να καλέσει αυτούς σε κρίση. Έρχεται να τους χαροποιήσει. Ειρήνη σε σας, είπε στους μαθητές, χωρίς ούτε καν να υπενθυμίσει σε αυτούς τον διασκορπισμό τους στο πάθος του, τον φόβο, τον οποίο τώρα δοκίμαζαν για την ολιγοπιστία τους, ούτε ακόμη στον Πέτρο την τριπλή άρνησή του.
 

Ιω. 20,20    καὶ τοῦτο εἰπὼν ἔδειξεν αὐτοῖς τὰς χεῖρας καὶ τὴν πλευρὰν αὐτοῦ(1). ἐχάρησαν(2) οὖν οἱ μαθηταὶ ἰδόντες τὸν Κύριον(3).
Ιω. 20,20    Και αφού είπε τούτο, έδειξεν εις αυτούς τα χέρια και την πλευράν του, δια να ίδουν τα σημάδια των πληγών και πιστεύσουν ότι αυτός είναι ο διδάσκαλός των. Και τότε οι μαθηταί, όταν είδαν τον Κυριον αναστημένον, εχάρησαν.
(1) Το γεγονός ότι δεν έδειξε σε αυτούς και τα πόδια του δεν μπορεί να αποδείξει κάτι υπέρ της υπόθεσης, ότι πάνω στο σταυρό τα πόδια δεν είχαν καρφωθεί. Τα χέρια και η πλευρά αρκούσαν, για να αποδείξουν την ταυτότητά του. Άλλωστε στο Λουκά κδ 40 αναφέρονται και τα πόδια (g). «Με το να γυμνώσει τελείως και την ίδια την πλευρά του σώματος και με το να δείξει τα σημάδια από τα καρφιά, τους πληροφόρησε ολοφάνερα, ότι ανέστησε το ναό (σώμα του) που πάνω στο σταυρό κρεμάστηκε και αυτό ακριβώς το σώμα που φόρεσε, αυτό πάλι ανέστησε… Τώρα όμως σε τέτοιο βαθμό γίνεται ορατό… ώστε, αν και ο καιρός τον καλεί τώρα να μεταμορφώνει το σώμα του σε κάποια δόξα ανείπωτη και υπερφυσική, επέτρεψε από συγκατάβαση να φαίνεται πάλι όπως ακριβώς ήταν (πριν την ανάσταση), για να μην νομίζεται ότι έχει άλλο σώμα από εκείνο με το οποίο και έπαθε το σταυρικό θάνατο. Διότι το ότι δεν θα μπορούσε να γίνει ανεχτή στα δικά μας μάτια η δόξα του αγίου σώματος, εάν βεβαίως ήθελε ο Χριστός να την αφήσει να απλωθεί και πριν ανέβει προς τον Πατέρα, θα το καταλάβεις εύκολα, αν θυμηθείς τον μετασχηματισμό του σώματος που δείχτηκε κάποτε στους αγίους μαθητές στο όρος της Μεταμόρφωσης… Με πολλή συγκατάβαση λοιπόν ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, χωρίς να μεταμορφώσει ακόμη τον ναό του στη δόξα που χρωστούνταν σε αυτόν και του έπρεπε, φαινόταν με τα πρώτα ακόμη χαρακτηριστικά» (Κ). «Διότι για να βεβαιωθούν δείχνονται αυτά, και όχι από ανάγκη και νόμο του σώματος» και «αυτά που φαγώθηκαν» μετά την ανάσταση από τον Κύριο «επειδή τα πήρε μόνο για βεβαίωση της ανάστασης, καταναλώνονταν με κάποια θεία και αόρατη δύναμη» (Θφ).
(2) «Βλέπεις που τα λόγια γίνονται έργα; Διότι αυτό που έλεγε πριν το Σταυρό, ότι «πάλι θα σας δω και θα χαρεί η καρδιά σας, και τη χαρά σας κανείς δεν θα την πάρει από εσάς (Ιω. ιστ 22)», αυτό τώρα το πραγματοποίησε» (Χ).
(3) Είναι η πρώτη φορά, κατά την οποία ο Ιωάννης στην άμεση εξιστόρηση χρησιμοποιεί την ονομασία ο Κύριος, αντί για τη συνηθισμένη ο Ιησούς. Ο ευαγγελιστής σκέφτεται ήδη για το Διδάσκαλό του όχι όπως κινούνταν κατά τη διάρκεια της επίγειας δημόσιας δράσης του, αλλά σαν για κάποιον που αναστήθηκε και θα αναληφθεί μετά από λίγο στη δόξα του (β).
 


Ιω. 20,21    εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς πάλιν· εἰρήνη ὑμῖν(1). καθὼς ἀπέσταλκέ με ὁ πατήρ, κἀγὼ πέμπω ὑμᾶς(2).
Ιω. 20,21    Είπε, λοιπόν, τότε εις αυτούς ο Ιησούς• “ειρήνη εις σας. Οπως έστειλεν εμέ ο Πατήρ, δια να τελειώσω το έργον της σωτηρίας των ανθρώπων, έτσι και εγώ στέλνω σας, να μεταφέρετε στους ανθρώπους την σωτηρίαν”.
(1) «Και χαιρετά πάλι λέγοντας εκείνο το συνηθισμένο, δηλαδή Ειρήνη σε σας, θεσπίζοντας και με αυτό κάποιο νόμο κατά κάποιο τρόπο στα παιδιά της εκκλησίας… Διότι το να ειρηνεύουμε και μεταξύ μας και με το Θεό, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι είναι πηγή κατά κάποιο τρόπο και αρχή κάθε καλού» (Κ). Παρόλ’ αυτά τη φορά αυτή το Ειρήνη σε σας, χρησιμεύει ως εισαγωγή στην αποστολή, την οποία ο Ιησούς ήθελε να εμπιστευτεί στους αποστόλους του (F). Θέλει να δώσει σε αυτούς την ειρήνη του όχι πλέον σαν σε πιστούς απλώς, αλλά εν όψει της μελλοντικής κλήσης τους. Η ειρήνη είναι το θεμέλιο του αποστολικού έργου. Το μήνυμα αυτό της συμφιλίωσης, το οποίο ο Ιησούς φέρνει σε αυτούς, θα έχουν ως έργο να κηρύττουν αυτό στον κόσμο. Δες Β΄ Κορ. ε 20 (g). Ο πρώτος χαιρετισμός της ειρήνης απέβλεπε στο να κατασιγάσει την ταραχή τους, ώστε ήρεμοι να προσέξουν στις αποδείξεις της ανάστασης. Ο δεύτερος χαιρετισμός απέβλεπε στο να ενθαρρύνει αυτούς να αναλάβουν την ανατιθέμενη αποστολή, της οποίας τα βάρη και οι ευθύνες και οι άλλες δυσκολίες της διεξαγωγής επόμενο ήταν ξανά να θορυβήσουν αυτούς. Ο Γεδεών έλαβε την εντολή της αποστολής με το Ειρήνη… (Κριτών στ 22,23). Ο Χριστός είναι η ειρήνη μας. Και αν ο Χριστός είναι μαζί μας, είναι η ειρήνη μαζί μας. Ο Χριστός τώρα στέλνει τους αποστόλους να μεταφέρουν την ειρήνη στον κόσμο (Ησαΐου νβ 7). Και ο Χριστός τώρα παρέχει σε αυτούς την ειρήνη, όχι μόνο για δική τους ικανοποίηση, αλλά και για να μπορούν να μεταδίδουν αυτήν σε όλους «τους υιούς της ειρήνης» (Λουκά ι 5,6).
(2) «Ο Χριστός είναι ο απόστολος του Πατέρα (Εβρ. γ 1), ο Πέτρος και οι άλλοι είναι οι απόστολοι του Χριστού (b). Είχε σταλεί και ο ίδιος, για να δοξάσει το Θεό και να σώσει τους ανθρώπους. Για τον ίδιο σκοπό στέλνει τώρα και τους αποστόλους του στον κόσμο (F). «Εξύψωσε λοιπόν τις ψυχές τους αναθέτοντας σε αυτούς το δικό του έργο και κάνοντάς τους διαδόχους του» (Ζ). «Τους οποίους λοιπόν λέει, ότι θα τους στείλει, όπως ακριβώς έστειλε αυτόν ο Πατέρας, δείχνοντας ταυτόχρονα μεν το αξίωμα της αποστολής και την ασύγκριτη δόξα της εξουσίας που τους δόθηκε· την ίδια ώρα όμως, όπως είναι λογικό, υποδηλώνει και τον δρόμο για τον τρόπο με τον οποίο θα εκτελούσαν το έργο τους οι απόστολοι. Διότι εάν θεωρούσε αυτός ότι έτσι έπρεπε να στέλνει τους μαθητές του, όπως ακριβώς τον έστειλε ο Πατέρας, πώς δεν θα ήταν αναγκαίο να δουν αυτοί, οι οποίοι βεβαίως επρόκειτο να γίνουν μιμητές των ίσων, τι λοιπόν έστειλε ο Πατέρας τον Υιό να πράξει;» (Κ). «Διότι, λέει, το δικό μου έργο αναλαμβάνετε» (Θφ). Ο Ιησούς μιλώντας για τον εαυτό του χρησιμοποιεί το πιο εμφαντικό ρήμα «ἀπέσταλκεν» = είναι πρέσβυς· ενώ για τους μαθητές χρησιμοποιεί το απλό «πέμπω» = είναι απεσταλμένοι (g). «Και δες την αυθεντία· δεν είπε θα Παρακαλέσω τον Πατέρα μου και θα σας στείλει, αλλά Εγώ στέλνω εσάς» (Θφ). Ως προς την αποστολή αυτή κανείς δεν μπορεί να εξισωθεί με το Χριστό. Διότι η αποστολή του Χριστού είναι από τον Πατέρα άμεσα χωρίς άλλον ενδιάμεσο· η αποστολή των αποστόλων και των υπόλοιπων λειτουργών της εκκλησίας είναι από τον Πατέρα, διαμέσου του Χριστού όμως (τ). Με την εξουσία με την οποία ο Πατέρας με έστειλε, σας στέλνω και εγώ. Και την ίδια εξουσία δίνω και εγώ σε εσάς. Αυτό αποδεικνύει τη θεότητα του Χριστού. Τα δικαιώματα, τα οποία δίνει στους μαθητές του είναι της ίδιας εξουσίας με εκείνα, τα οποία ο Πατέρας έδωσε σε αυτόν και αποβλέπουν στον ίδιο σκοπό και εξυπηρετούν το ίδιο έργο. Με τη δύναμη της εξουσίας που του δόθηκε ως Μεσίτη και Λυτρωτή, έδωσε εξουσία σε αυτούς ως λειτουργούς του να ενεργούν για αυτόν και εξ’ ονόματός του, έτσι ώστε αυτοί που δέχονται ή δεν δέχονται αυτούς, δέχονται ή διώχνουν αυτόν τον ίδιο και εκείνον, ο οποίος τον έστειλε (Ιω. ιγ 20). Κατά δεύτερο λόγο τα λόγια αυτά απευθύνθηκαν και σε όλους του πιστούς, οι οποίοι αισθάνονται χαρά για την σε αυτούς πνευματική παρουσία και εμφάνιση του Κυρίου. Όλοι οι πιστοί αυτοί στέλνονται να εργαστούν το έργο του στη γη. Όπως αυτός ήλθε να εργαστεί το έργο του Πατέρα του έτσι και όλοι, οι οποίοι έγιναν μέτοχοι της σωτηρίας του και της κατά χάριν υιοθεσίας, στέλνονται από αυτόν να εργαστούν το ίδιο έργο, ο καθένας αναλόγως της κλήσης του, του επαγγέλματός του, της θέσης του και των χαρισμάτων τα οποία έχει λάβει. Σε όλους αυτούς ο Χριστός δίνει την ίδια παραγγελία και εντολή. Στέλνει αυτούς να εργαστούν το έργο του Θεού, ως τέκνα του Θεού, με το ειρηνικό συναίσθημα ότι έχουν ήδη συμφιλιωθεί με το Θεό και έχουν συμπεριληφθεί στην οικογένειά του. Στέλνει αυτούς να δρέψουν την μεγάλη και υπέροχη ευχαρίστηση, την οποία παρέχει η εργασία σε αυτό το έργο, στην οποία κανείς άλλος καταναγκασμός δεν παρακινεί αυτούς εκτός από τον καταναγκασμό της αγάπης.
 
Ιω. 20,22    καὶ τοῦτο εἰπὼν(1) ἐνεφύσησε(2) καὶ λέγει αὐτοῖς· λάβετε(3) Πνεῦμα Ἅγιον(4)·
Ιω. 20,22    Και αφού είπε τούτο, εφύσησε εις τα πρόσωπα των την ζωογόνον πνοήν της νέας ζωής και τους είπε• λάβετε Πνεύμα Αγιον.
(1) Οι λέξεις αυτές χρησιμεύουν για να συνδέσουν αμέσως την ακόλουθη πράξη της εμφυσήσεως με τα προηγούμενα λόγια για την αποστολή (g). «Αφού τους κατέστησε λαμπρούς με το μεγάλο αξίωμα της αποστολής… και αφού τους ανέδειξε οικονόμους και ιερουργούς, τούς αγιάζει αμέσως δίνοντας σε αυτούς με φανερό εμφύσημα το δικό του Πνεύμα… Έδειξε λοιπόν ότι σε αυτούς που αυτός εκλέγει για θεια αποστολή, αναγκαστικά ακολουθεί το δόσιμο του Πνεύματος» (Κ). Εκείνους, τους οποίους ο Χριστός στέλνει, τους ντύνει με το Πνεύμα του και χορηγεί σε αυτούς όλες τις αναγκαίες δυνάμεις.
(2) Χύνοντας μέσα σε αυτούς νέα δύναμη ζωής (b). «Ανακαινίζοντας τον άνθρωπο ο Κύριος και την χάρη που έχασε από το φύσημα του Θεού (κατά τη δημιουργία του Αδάμ), αυτήν πάλι την δίνει πίσω, φυσώντας στο πρόσωπο των μαθητών» (Β). Το εμφυσώ λέγεται μία φορά· αλλά είναι το ρήμα που χρησιμοποιείται στο Γένεση β 7 (δες Σοφία Σολομ. ιε 11) για το Θεό που φύσηξε στο πρόσωπο του Αδάμ πνοή ζωής (β). «Φύσηξε μεν λοιπόν επειδή αυτός είναι η πηγή των χαρισμάτων, και για να μάθουμε και από εδώ, ότι αυτός είναι ο οποίος φύσηξε και το πρώτο και ζωτικό φύσημα στον Αδάμ» (Ζ)· «ώστε και εμείς όπως αρμόζει να πιστεύουμε, ότι το Αγιο Πνεύμα δεν είναι ξένο με τον Υιό, αλλά είναι ομοούσιο με αυτόν και μέσω αυτού (δι’ αὐτοῦ) του Υιού έρχεται προς τον κόσμο αυτό που προέρχεται (ἐκ) από τον Πατέρα» (Κ)· «για να μάθεις ότι του Πατέρα και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος είναι μία η δωρεά και η εξουσία· διότι αυτά που φαίνονται ότι είναι ιδιαίτερα γνωρίσματα του Πατέρα, αυτά φαίνονται ότι είναι και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος» (Χ). Ο Θεός φύσηξε στο πρόσωπο του Αδάμ «πνοή ζωής» και μετέδωσε σε αυτόν όχι  μόνο την κοινή με τα άλλα ζώα ζωή, αλλά και τα θεία χαρίσματα, με τα οποία ο άνθρωπος διακρίνεται από τα κτήνη. Έτσι και ο Χριστός τώρα μεταδίδει ως δημιουργός της καινούργιας κτίσης το δικό του θείο ζωοποιό πνεύμα (μ).
(3) Η δωρεά προσφέρεται πλουσιοπάροχα, αλλά πρέπει να ληφθεί και αυτό απαιτεί να ανταποκριθεί με προσπάθεια αυτός στον οποίο αυτή προσφέρεται (β). Και λέει· όπως παίρνετε το φύσημα από το στόμα μου, έτσι πάρτε και το Αγιο Πνεύμα από το πλήρωμά μου (b). Το πάρτε υπονοεί, ότι αυτοί που παίρνουν δεν είναι απλά παθητικά όργανα, αλλά πρέπει να γίνουν μέτοχοι της νέας ζωής και με προσωπική τους ενέργεια πίστης (μ).
(4) Η απουσία του άρθρου δείχνει ότι δεν πρόκειται ακόμη για την αποστολή του Παρακλήτου, την οποία υποσχέθηκε στα κεφ. ιδ-ιστ (g). Αυτό υπήρξε αρραβώνας της Πεντηκοστής (b). Υπήρξε πρόδρομος και εγγύηση εκείνου, το οποίο γρήγορα επρόκειτο να πραγματοποιηθεί με όλη την άφθονη πληρότητα και τον πλούτο του (ο). «Σαν ακριβώς κάποιους αρραβώνες του γενικού πράγματος που προσδοκιόταν να γίνει σε όλους, έπραττε τα μερικά και πριν τον καιρό που έπρεπε, ώστε να πιστεύεται χωρίς ενδοιασμούς… Επομένως, δέχονται μεν την μέθεξη (=μετέχουν, κοινωνούν) του Αγίου Πνεύματος όταν φύσηξε σε αυτούς λέγοντας: Πάρτε Πνεύμα Άγιο· διότι ούτε ήταν δυνατόν να διαψευστεί ο Χριστός σε ό,τι έλεγε, ούτε θα έλεγε Πάρτε, χωρίς να δώσει· στις μέρες όμως της αγίας Πεντηκοστής, όταν έκανε ο Θεός εμφανέστερη την ανακήρυξη της χάρης και την φανέρωση του αγίου Πνεύματος που κατοίκησε μέσα τους, φάνηκαν οι γλώσσες με φωτιά, χωρίς να φανερώνουν ότι τότε άρχισε η δωρεά σε αυτούς» (Κ). «Είναι λοιπόν αυτή όχι αρραβώνας μόνο ούτε κάποια ενδιάμεση δωρεά Αγίου Πνεύματος μεταξύ της πλήρης χάρης της Πεντηκοστής και της προηγούμενης απλής υπόσχεσης… αλλά χάρη και δύναμη για εκπλήρωση των τακτικών ποιμαντικών έργων της αποστολικής διακονίας και μάλιστα της εξουσίας του να δένουν και να λύνουν, η οποία είναι ο πυρήνας και το κέντρο της ποιμαντικής εξουσίας (δ). Ή, λιγότερο πιθανώς «κάποιοι όμως λένε, ότι δεν έδωσε το Πνεύμα, αλλά με το φύσημα τους έκανε κατάλληλους στο να το υποδεχτούν» (Χ). «Λέει λοιπον Πάρτε Πνεύμα Άγιο όχι τότε, αλλά όταν θα κατέβει» (Ζ). «Δεν θα έσφαλλε κάποιος αν έλεγε ότι και τότε πήραν αυτοί κάποια εξουσία και χάρη πνευματική… ώστε να συγχωρούν αμαρτήματα. Διότι είναι διάφορα τα χαρίσματα του Πνεύματος» (Χ). Ως προς το ζήτημα: «θα βρούμε λοιπόν στα επόμενα να γράφεται ότι ο Θωμάς… δεν ήταν με τους μαθητές όταν ήλθε ο Ιησούς. Πώς λοιπόν… αναδείχτηκε αληθινά μέτοχος του Αγίου Πνεύματος…; Λέμε λοιπόν ότι η δύναμη του Πνεύματος ερχόταν στον καθένα που πήρε τη χάρη και εκπλήρωνε το σκοπό αυτού που έδινε. Και έδωσε ο Χριστός όχι σε κάποιους σε κάποιο μέρος, αλλά σε όλους τους μαθητές… Επομένως, αν και απουσίασε ο Θωμάς δεν εξέπεσε από το να λάβει, αφού το Πνεύμα έτρεχε στον καθένα που όφειλε να το λάβει και ήταν ενταγμένος στον αριθμό των τιμημένων μαθητών» (Κ). Δες και το Αρ. ια 17,26 προηγούμενο, όπου ο Ελδάδ και ο Μωδάδ, αν και όχι παρόντες, έλαβαν το ίδιο χάρισμα. «Κάποιοι πάλι λένε, ότι ύστερα αφού είδε τα χέρια και την πλευρά του Σωτήρα και πίστεψε για την ανάσταση, πήρε και αυτός αυτήν τη χάρη» (Ζ).
 

Ιω. 20,23    ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας(1), ἀφίενται(2) αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται(2).
Ιω. 20,23    Εις όποιους συγχωρείτε τις αμαρτίες, θα είναι συγχωρημένες και από τον Θεόν. Εις όποιους όμως τις κρατείτε άλυτες και ασυγχώρητες, θα μείνουν αιωνίως ασυγχώρητες”.
(1) «Τα πρόσθεσε αυτά δείχνοντας ποιό είδος ενέργειας δίνει» (Χ). «Αυτοί που έχουν το Πνεύμα συγχωρούν ή κρατούν αμαρτίες με δύο τρόπους, κατά τη δική μου τουλάχιστον σκέψη. Ή δηλαδή καλούν στο βάπτισμα αυτούς που τυχόν ήδη τους οφείλεται να τύχουν αυτού λόγω της σεμνότητας της ζωής τους και το δοκιμασμένο της πίστης τους, ή εμποδίζουν κάποιους και τους αποκλείουν από τη θεία χάρη, επειδή δεν έγιναν ακόμη άξιοι. Ή, και με άλλο τρόπο συγχωρούν και κρατούν αμαρτίες, όταν επιτιμούν μεν όταν αμαρτάνουν τα τέκνα της εκκλησίας, και όταν συγχωρούν από την άλλη όταν μετανοούν, όπως έκανε όντως και ο Παύλος με αυτόν που πόρνευσε στην Κόρινθο» (Κ). Η εξουσία αυτή, την οποία άσκησε πρωτίστως ο Υιός του ανθρώπου συγχωρώντας τις αμαρτίες (Ματθ. θ 6) ή κρατώντας αυτές (Ιω. θ 41, ιε 22,24), από δω και στο εξής, χάρις στο Πνεύμα που τους συνοδεύει, μεταβιβάζεται στους μαθητές. Οι εκφράσεις τις οποίες μεταχειρίζεται ο Ιησούς, δείχνουν κάτι περισσότερο από την απλή προσφορά συγγνώμης ή την απειλή καταδίκης· ακόμη και κάτι περισσότερο από την διακήρυξη της σωτηρίας ή της απώλειας δια μέσου του ευαγγελικού κηρύγματος. Ο Ιησούς μιλά για λόγο που συνοδεύεται από αποτελεσματικότητα είτε για άρση της ενοχής από τον ένοχο είτε για δέσμευση αυτής αιώνια. Εκείνος, ο οποίος είναι αληθινά το όργανο του Πνεύματος δεν λέει μόνο Σώθηκες, αλλά σώζει με το λόγο του· ούτε λέει απλώς χάθηκες, αλλά καταδικάζει πράγματι. Και αυτό διότι, τη στιγμή που απαγγέλει τον λόγο αυτόν μέσω του Πνεύματος, ο Θεός επικυρώνει αυτόν (g). Σύμφωνα με αυτά η εξουσία αυτή του να δένουν και να λύνουν δεν αναφέρεται ειδικώς και μόνο στη συγχώρηση ή μη των αμαρτιών στο μυστήριο της εξομολόγησης, την οποία μπορεί να εξαγγείλει ο ιερέας που εξομολογεί, χωρίς να επικυρωθεί από το Θεό, εφ’ όσον ο ένοχος δεν μετάνιωσε ειλικρινά. Αυτοί που θεώρησαν το χωρίο ότι αναφέρεται αποκλειστικά στην άφεση ή μη άφεση που παρέχεται στο μυστήριο της εξομολόγησης, αναγκάστηκαν να αναφερθούν στο ότι «μεταξύ των χαρισμάτων του Πνεύματος υπήρξε και το χάρισμα της διάκρισης πνευμάτων (Α΄ Κορ. ιβ 10 και Ιω. ιστ 8)» (β) «και στην ιδιότητα αυτή του να διακρίνουν τις καρδιές των ανθρώπων, την οποία κατέχουν όλοι οι ευλαβείς λειτουργοί της εκκλησίας… κατά το μέτρο, με το οποίο θα είναι ο καθένας γεμάτος από το Πνεύμα της σοφίας αναφέρονται τα λόγια αυτά» (Alford). «Επομένως και οι απόστολοι και αυτοί που είναι όμοιοι στους αποστόλους, επειδή είναι ιερείς σύμφωνα με τον μέγα αρχιερέα, επειδή πήραν την επιστήμη της θεραπείας του Θεού, γνωρίζουν διδασκόμενοι από το πνεύμα, για ποιους πρέπει να προσφέρουν θυσίες αμαρτημάτων, και πότε και με ποιο τρόπο και ξέρουν για ποιους πρέπει να κάνουν αυτό» (Ω). Ως προς το ζήτημα, εάν οι λόγοι αυτοί αναφέρονται σε ειδική εξουσία, που χορηγήθηκε σε μόνους τους αποστόλους προσωποπαγώς και όχι στην όλη εκκλησία, πρέπει να έχουμε υπ όψη, ότι όπως φαίνεται από το Ματθ. κη 19,20 η εντολή που δίνεται ήδη από τον Ιησού θα ίσχυε «μέχρι τη συντέλεια του αιώνος». Σύμφωνα με τον Κλήμεντα Ρώμης οι απόστολοι «όταν κήρυτταν κατά πόλεις και χώρες εγκαθιστούσαν τις απαρχές τους… σε επισκόπους και διακόνους αυτών που επρόκειτο να πιστεύουν» (κεφ. 42). Ήδη μάλιστα και επί των ημερών του Ωριγένη, (Υπόμνημα στο Ματθ. ΧΙΙ 14) οι επίσκοποι θεωρούνταν ότι διαδέχτηκαν τους αποστόλους στην εξουσία του να δένουν και να λύνουν (β). Τίποτα άλλωστε δεν παρέχει εδώ το δικαίωμα, να νομιστεί, ότι πρόκειται για ειδική εξουσία που δόθηκε σε μόνους τους αποστόλους, ως τέτοιους. Δεν πρόκειται για δικαίωμα, αλλά για δύναμη, της οποίας η αρχή είναι το Πνεύμα. Οι μαθητές των στίχων 18 και 19 είναι βεβαίως όλοι οι μαζεμένοι πιστοί. Οι δύο μαθητές των Εμμαούς ήταν παρόντες και πολλοί άλλοι εκτός των αποστόλων σύμφωνα με το Λουκά κδ 33. Βεβαίως οι απόστολοι είχαν και ειδική εξουσία. Αλλά οι δυνάμεις του Πνεύματος δόθηκαν σε όλους τους τότε παρόντες (g), σε όλη την εκκλησία. Τη στιγμή άλλωστε που ο Κύριος παρείχε την εξουσία αυτή η χριστιανική κοινότητα ήταν κοινότητα αποστόλων (χ). Η όλη εκκλησία ως κοινωνία οργανωμένη για διδασκαλία, αδελφική επικοινωνία και διοίκηση, έλαβε εξουσία, που ξεπήγασε άμεσα από τον Ιδρυτή της, να εξαγγείλει την υπόσχεση και τους όρους της συγχώρεσης (μ), και ως ταμιούχος της χάρης να παρέχει ή να παίρνει αυτήν.
(2) Το πρώτο είναι ενεστώτας, το δεύτερο παρακείμενος. Ο κόσμος είναι στην αμαρτία (b). Η μετάβαση από την αμαρτία στην κατάσταση της χάρης γίνεται σε μία στιγμή και είναι γεγονός παρόν. Για αυτό ο ενεστώτας. Ενώ το κεκράτηνται αναφέρεται σε κατάσταση, η οποία μένει πάγια για πάντα (g). Κάποιοι μεγαλογράμματοι κώδικες γράφουν αφέωνται. Ο σιναϊτικός γράφει αφεθήσεται.
 

Ιω. 20,24    Θωμᾶς δὲ(1) εἷς ἐκ τῶν δώδεκα(2), ὁ λεγόμενος Δίδυμος(3), οὐκ ἦν μετ᾿ αὐτῶν(4) ὅτε ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς.
Ιω. 20,24    Ο Θωμάς όμως, ένας από τους δώδεκα, ο οποίος ελέγετο εις την ελληνικήν Διδυμος, δεν ήτο μαζή τους, όταν ήλθε ο Ιησούς.
(1) Μεταβατικός σύνδεσμος αλλά και με κάποια αντιθετική έννοια, όπου η αντίθεση είναι ανάμεσα στην απαλλαγμένη από κάθε αμφιβολία πεποίθηση των συμμαθητών και στην από το Θωμά εκδηλούμενη απιστία (ο).
(2) Ο αποστολικός κύκλος σημαίνεται με το «οι δώδεκα», παρόλο που ο Ιούδας ήδη εξέπεσε και χωρίστηκε από αυτούς. Οι δώδεκα παρέμεινε πρόσφορος τίτλος για να δηλώσει το στενότερο κύκλο των μαθητών. Δες Α΄ Κορ. ιε 5 (β).
(3) Δες για αυτό ια 16. Μεταξύ των Ελλήνων ο Θωμάς ήταν γνωστότερος με το Ελληνικό του όνομα Δίδυμος (b).
(4) Ή, λιγότερο πιθανώς, διότι ίσως η κατοικία του βρισκόταν σε μεγαλύτερη απόσταση και άκουσε αργά το μήνυμα της ανάστασης (b). Ή, πιο πιθανό, «είναι εύλογο ότι αυτός, αφού διασκορπίστηκαν οι μαθητές και άφησαν τον διδάσκαλο και έφυγαν, δεν ήλθε πλέον μαζί τους» (Ζ). Για το χαρακτήρα του Θωμά πληροφορηθήκαμε ήδη από τα Ιω. ια 16 και ιδ 5. Η εντύπωση που παράχθηκε σε αυτόν από το θάνατο του διδασκάλου του πρέπει να ήταν αυτή της βαθύτατης αποθάρρυνσης: «Του το είχα πει», θα επαναλάμβανε αναμφίβολα μέσα του. Η απουσία του κατά την πρώτη αυτή ημέρα μπορούσε να μην είναι άσχετη με το πικρό αυτό συναίσθημα (g).
 


Ιω. 20,25    ἔλεγον οὖν αὐτῷ οἱ ἄλλοι μαθηταί· ἑωράκαμεν τὸν Κύριον(1). ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· ἐὰν μὴ(2) ἴδω(3) ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων(4), καὶ βάλω(3) τὸν δάκτυλόν μου εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὴν χεῖρά μου εἰς τὴν πλευρὰν αὐτοῦ(5), οὐ μὴ πιστεύσω.
Ιω. 20,25    Έλεγαν, λοιπόν, εις αυτόν οι άλλοι μαθηταί• “είδαμε τον Κυριον”. Εκείνος όμως τους είπε• “εάν δεν ίδω εις τα χέρια του το σημάδι των καρφιών και δεν βάλω το δάκτυλό μου στο σημάδι των καρφιών, και αν δεν βάλω το χέρι μου εις την πλευράν, που την ετρύπησε η λόγχη, δεν θα πιστεύσω”.
(1) Αναμφίβολα μίλησαν σε αυτόν και για τα σημάδια στα χέρια και την πλευρά του Κυρίου (b). Δες εδώ, ότι οι μαθητές του Χριστού προνοούσαν να οικοδομούν ο ένας τον άλλον στην πίστη, τόσο επαναλαμβάνοντας στον απόντα συμμαθητή όσα είχαν ακούσει, όσο και καθιστώντας αυτόν κοινωνό της πείρας τους. Όλοι όσοι έχουν δει τον Κύριο μέσω της πίστης και γεύτηκαν, ότι «είναι αγαθός ο Κύριος» οφείλουν να αφηγούνται και στους άλλους ό,τι ο Θεός έκανε για αυτούς. Μόνο κάθε καύχηση αλαζονική πρέπει να αποφεύγεται.
(2) Κηρυγμένη και ομολογημένη απιστία (b). Κρύβεται ισχυρογνωμοσύνη και σε αυτή τη μορφή των λόγων του και προπαντός στην επανάληψη των ίδιων λέξεων (g). «Για αυτό ο Θωμάς κατηγορείται. Διότι στους συμμαθητές που είναι αξιόπιστοι και δίνουν διαβεβαιώσεις, δεν πίστεψε» (Ζ). Είχαν και οι υπόλοιποι απόστολοι απιστήσει στις μυροφόρες, αλλά η απιστία του Θωμά ήταν λιγότερο δικαιολογημένη, εφόσον είχε και την πρόσθετη μαρτυρία των δέκα αποστόλων (ο). «Νομίζω όμως… ότι η ολιγοπιστία για λίγο καιρό του μαθητή έγινε πάρα πολύ κατάλληλα κατά το θείο σχέδιο, έτσι ώστε μέσω της δικής του πληροφορίας και εμείς οι μετά από αυτόν, να πιστεύουμε χωρίς ενδοιασμούς, ότι την σάρκα που κρεμάστηκε στο ξύλο και έπαθε τον θάνατο, την ζωοποίησε ο Πατέρας μέσω του Υιού» (Κ). «Και πρόσεξε, σε παρακαλώ, την φιλαλήθεια των αποστόλων, πώς δεν κρύβουν τα ελαττώματα, ούτε τα δικά τους, ούτε των άλλων, αλλά τα γράφουν με πολλή την αλήθεια» (Χ).
(3) «Ζητά ο ίδιος να τον δει· και όχι μόνο αυτό, αλλά και το σημάδι των καρφιών· και δεν σταματά την περιέργεια μέχρι αυτά, αλλά και να βάλει το δάχτυλο στο σημάδι των καρφιών και το χέρι στην πλευρά του» (Ζ). «Ζητούσε να πιστέψει με την πιο χονδροειδή αίσθηση, και ούτε με τα μάτια δεν πίστευε. Διότι δεν είπε Αν δεν δω, αλλά εάν δεν ψηλαφήσω… μήπως ήταν φαντασία αυτό που έβλεπε» (Χ). Ο Θωμάς ζητά να πληροφορηθεί με τις δικές του αισθήσεις. Δεν θυμάται τις προφητείες του Χριστού, που αναφέρονταν στο πάθος του, αλλά και στην ανάστασή του. Ούτε προσέχει στις βεβαιώσεις των συμμαθητών του. Λησμονεί ακόμη ο Θωμάς, ότι ο Κύριος είχε αναστήσει μπροστά του τον μονογενή γιο της χήρας στη Ναΐν και τον τετραήμερο Λάζαρο. Όταν λοιπόν οι συμμαθητές του μαρτυρούσαν, ότι είδαν αναστημένο τον Κύριο, έπρεπε με βάση και τα προηγούμενα αυτά να πειστεί. Αλλά αυτός ζητά να δει με τα ίδια του τα μάτια και με το χέρι να ψηλαφήσει τις ουλές των πληγών του πανάχραντου σώματος. Αυτού του είδους όμως η αξίωσή του, δεν το καταλαβαίνει ο Θωμάς, υπονομεύει τα ίδια τα θεμέλια του Χριστιανισμού. Εάν ο καθένας είχε την αξίωση με τις δικές του αισθήσεις πρώτα να πληροφορηθεί και έπειτα να πιστέψει, τότε η από τα θαύματα απόδειξη έπρεπε συνεχώς δια μέσου των αιτίων, αλλά και ατομικά μπροστά στα μάτια του καθενός να επαναλαμβάνεται. Αλλά το θαύμα τότε θα έχανε την αξία και την ισχύ του, διότι θα καταντούσε συνηθισμένο και κοινό γεγονός, εντασσόμενο στην τάξη αυτών των φυσικών φαινομένων. Αλλά και η πίστη θα έπαυε πλέον να είναι αξιόμισθη. Εάν ήταν δυνατόν με τα μάτια μου να δω και με τα χέρια μου να ψηλαφήσω, ότι ο Υιός του Θεού πέθανε και αναστήθηκε και αναλήφθηκε στους ουρανούς ως αιώνιος αρχιερέας, και δεν απέμενε τίποτα ώστε να δείξω την ταπεινή υποταγή του λογικού μου στην μέσω τω Γραφών μαρτυρία του Θεού, πού θα συνίστατο πλέον η ηθική αξία της πίστης και πώς μετά τη γνώση αυτή και πληροφορία των αισθήσεων η πίστη θα παρέμενε πίστη;
(4) «Δηλαδή τα τραύματα που έγιναν στη σάρκα» (Κ). «Έμαθε ο Θωμάς, όπως φαίνεται, από τους συμμαθητές, ότι έδειξε σε αυτούς τα χέρια και την πλευρά του» (Ζ).
(5) «Από πού όμως γνώριζε ότι και η πλευρά άνοιξε; Το άκουσε από τους μαθητές. Πώς λοιπόν το μεν το πίστεψε, ενώ το άλλο όχι; Επειδή ήταν πολύ παράδοξο και θαυμαστό» (Χ)
 


Ιω. 20,26    Καὶ μεθ᾿ ἡμέρας ὀκτὼ(1) πάλιν ἦσαν ἔσω(2) οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ καὶ Θωμᾶς μετ᾿ αὐτῶν. ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς(3) τῶν θυρῶν κεκλεισμένων(4), καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον καὶ εἶπεν(5)· εἰρήνη ὑμῖν(6).
Ιω. 20,26    Και έπειτα από οκτώ ημέρας ήσαν πάλιν οι μαθηταί μέσα στο σπίτι και ο Θωμάς μαζή με αυτούς. Ερχεται, λοιπόν, ο Ιησούς έξαφνα, ενώ οι πόρτες ήσαν κλεισμένες, εστάθηκε στο μέσον και είπε• “ειρήνη υμίν”.
(1) Δεν έγινε λοιπόν άλλη εμφάνιση κατά τις ενδιάμεσες ημέρες (b). «Εμφανίζεται… την όγδοη ημέρα… δηλαδή την Κυριακή… Διότι δεν τα είπε αυτά για να θεωρήσουμε ότι επειδή είπε μετά από οχτώ ημέρες ότι εννοούσε αυτός την ένατη, αλλά συμπεριέλαβε στον αριθμό και τη ίδια την όγδοη, κατά την οποία εμφανίστηκε» (Κ). Ο Κύριός μας τίμησε και πάλι κατά την ίδια ημέρα της εβδομάδας με την προσωπική του παρουσία την συνάθροιση αυτή και έτσι έθεσε το θεμέλιο για την τιμή και τον αγιασμό της πρώτης ημέρας της εβδομάδας (ο). «Και για ποιό λόγο δεν του εμφανίζεται αμέσως, αλλά μετά από οχτώ ημέρες; Για να κυριευτεί από μεγαλύτερο πόθο και να γίνει μελλοντικά πιστότερος κατηχούμενος από τους μαθητές στο μεταξύ και ακούγοντας τα ίδια λόγια από αυτούς» (Χ). Αξιόλογη και η επόμενη: Ανέβαλε τη νέα εμφάνισή του για κάποιες ημέρες, για να δείξει στους μαθητές του, ότι δεν αναστήθηκε για να ζει τέτοια ζωή, όπως είχε ζήσει μέχρι τώρα, αλλά ανήκε ήδη σε άλλο κόσμο και επισκεπτόταν αυτούς, όπως οι άγγελοι όταν τύχει ευκαιρία επισκέπτονται τους ανθρώπους.
(2) «Μέσα στο σπίτι τους, όπου μαζεύονταν» (Ζ). Ο Ιησούς είχε παραγγείλει στους μαθητές, να πάνε στη Γαλιλαία (Ματθ. κη 7. Μάρκ. ιστ 7). Πώς παραμένουν στην Ιουδαία ακόμη και κατά την όγδοη από την ανάσταση ημέρα; Λιγότερο πιθανώς: Μπορούμε να υποθέσουμε ότι τους συγκράτησε ο φόβος μήπως αφήνοντας μόνο το Θωμά στην ψυχική κατάσταση στην οποία βρισκόταν, τον χάσουν (g). Ή, πιο σωστά, οι μαθητές φαίνεται να περίμεναν να περάσει ολόκληρο το οκταήμερο του Πάσχα είτε διότι έτσι είχαν αποφασίσει πριν την έναρξη της γιορτής είτε διότι είχαν κάποιο λόγο να πιστέψουν, ότι ο Ιησούς θα εμφανιζόταν και πάλι σε αυτούς (β). Αφού συμπληρώθηκε το οκταήμερο το Σάββατο απέφυγαν να ταξιδέψουν για την Γαλιλαία την πρώτη μέρα της εβδομάδας η οποία ήταν το χριστιανικό Σάββατο.
(3) Το ασύνδετο σχήμα προσδίδει ζωηρότητα στην αφήγηση (ο). «Εσύ όμως, όταν δεις τον μαθητή να απιστεί, κατάλαβε τη φιλανθρωπία του Δεσπότου, πώς και για μία ψυχή δείχνει τον εαυτό του να έχει τραύματα, και έρχεται για να διασώσει και τον ένα» (Χ). Ερχεται ο Ιησούς παρόντων ήδη όλων των μαθητών, ώστε όλοι οι μαθητές να είναι μάρτυρες των προς τον Θωμά επιτιμήσεων του Κυρίου και της στοργικής φροντίδας την οποία έλαβε για αυτόν.
(4) «Μπήκε μέσα από τις πόρτες και εμφανίζεται απροσδόκητα στη μέση του σπιτιού, δίνοντας, όπως φαίνεται, τον ίδιο τρόπο του θαύματος και στον μακάριο Θωμά. Διότι χρειαζόταν, χρειαζόταν φάρμακο για αυτόν που κατεξοχήν έπασχε και είχε πιο μικρή την πίστη» (Κ).
(5) «Όπως ακριβώς και πριν. Διότι κάνει όλα, όσα έκανε και όταν ήταν απών» (Ζ). Δες την συγκατάβαση του Κυρίου. Οι πύλες του ουρανού ήταν ανοιχτές σε αυτόν και μπορούσε να στέκεται ανάμεσα στους αγγέλους λατρευόμενος από το πλήθος αυτών. Για ευεργεσία όμως της εκκλησίας του χρονοτριβεί πάνω στη γη και αναβάλλει την ένδοξη ανάληψή του στους ουρανούς, και επισκέπτεται την μικρή ιδιωτική συνάθροιση των φτωχών μαθητών του και βρίσκεται ήδη και πάλι ανάμεσά τους.
(6) Στο χαιρετισμό του περιλαμβάνει και το Θωμά· ειδικά μάλιστα σε αυτόν απευθύνεται· διότι είναι ο μόνος, ο οποίος δεν απολαμβάνει ακόμη την ειρήνη, την οποία δίνει η πίστη (g).
 

Ιω. 20,27    εἶτα λέγει τῷ Θωμᾷ(1)· φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε(2) καὶ ἴδε(3) τὰς χεῖράς μου, καὶ φέρε τὴν χεῖρά σου καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου(4), καὶ μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός(5).
Ιω. 20,27    Έπειτα λέγει στον Θωμάν• “φέρε το δάκτυλό σου εδώ, ιδέ και με τα μάτια σου τα χέρια μου και φέρε το χέρι σου και βάλε το εις την πλευράν μου, ψηλάφησε και ιδέ τα σημάδια των καρφιών και της λόγχης, και μη γίνεσαι άπιστος, αλλά πιστός”.
(1) «Εμφανίζεται πάλι ο Ιησούς και δεν περιμένει να του θέσει εκείνος την αξίωση, ούτε να ακούσει κάτι τέτοιο, αλλά χωρίς να πει τίποτα ο Θωμάς, προλαβαίνοντας αυτός, εκπληρώνει όσα ακριβώς επιθυμούσε» (Χ). Ο Κύριος συγκαταβαίνοντας εκπληρώνει τους όρους που υπαγορεύτηκαν από την απιστία του Θωμά, για να μην παραμείνει αυτός σε αυτήν. Σαν καλός ποιμένας ζητά το χαμένο και το επαναφέρει στην ποίμνη, από την οποία κινδυνεύει να αποπλανηθεί. Η συγκατάβαση και ανοχή του Κυρίου, αλλά και η τρυφερότητα αυτού προς τον μαθητή που απίστησε είναι μοναδική και ασύγκριτη. Ο θριαμβευτής κατά του θανάτου Κύριος απευθύνεται σε αυτόν που υπαγόρευσε αλαζονικά τους όρους, με τους οποίους θα παραχωρούσε την πίστη του, με συμπάθεια και αγάπη. Έλα λοιπόν να δεις· έλα και να ψηλαφήσεις. Τι παράδειγμα και για μας, που μας πείθει, ώστε με πραότητα και συμπάθεια να ελέγχουμε αυτούς που αντιτίθενται σε εμάς. Χωρίς φανατισμό, χωρίς οργή και χωρίς ξεσπάσματα, με ανοχή και μακροθυμία, με υπομονή απέναντι στις ειρωνείες τους και τους χλευασμούς τους, ακόμη δε και στις αδικίες και στους διωγμούς τους. Γνωρίζεις εάν την πεισματική τώρα απιστία τους, μαλάξει με το φωτισμό του ο Θεός, ο οποίος θέλει όλοι να σωθούν και να έλθουν σε επίγνωση της αλήθειας, και σημειωθεί και ως προς αυτούς το θαύμα της επιστροφής;
(2) Δείχνει «ότι και όταν έλεγε αυτά ο Θωμάς προς τους μαθητές, ήταν παρών» (Χ), «και άκουγε ως Θεός. Διότι χρησιμοποίησε και τα ίδια λόγια» (Ζ). Δείχνει στο Θωμά, ότι γνωρίζει αυτά που είναι στη διάνοιά του και πώς εξέφρασε αυτά. Και με τα λόγια του αποκαλύπτοντας, ότι αυτός είναι που εξετάζει καρδιές (Ιω. β 25) παρείχε αποδείξεις ικανές να εξαλείψουν κάθε αμφιβολία από τη διάνοια του άπιστου μαθητή του (β). Επιπλέον η σχεδόν κατά λέξη επανάληψη και από τον Κύριο των αγέρωχων λόγων του Θωμά αποσκοπούν στο να προκαλέσουν σε αυτόν το κοκκίνισμα της ντροπής για το χονδροειδές αυτής της αξίωσης (g). Δεν υπάρχει λόγος απιστίας στις γλώσσες μας ούτε σκέψη δισταγμού στις διάνοιές μας, τα οποία να παραμένουν καλυμμένα και άγνωστα στον Κύριό μας Ιησού.
(3) Με άλλα λόγια: Εξέτασε τα χέρια μου τόσο με την αφή όσο και με την όραση (ο).
(4) Σαν η πρόσκληση να ήταν να βάλει το χέρι του κάτω από τα ρούχα του Ιησού και να βεβαιωθεί εξετάζοντας με την αφή την ουλή στην πλευρά (β, g). «Είναι όμως άξιο απορίας, πώς σώμα άφθαρτο έδειχνε τα αποτυπώματα των καρφιών και μπορούσε να το αγγίξει θνητό χέρι; Αλλά μη θορυβηθείς· διότι αυτό συνέβη κατά συγκατάβαση. Διότι το τόσο λεπτό και ελαφρό σώμα, που μπήκε ενώ οι πόρτες ήταν κλειστές, ήταν απαλλαγμένο από κάθε παχύτητα. Αλλά δείχνεται αυτό για να πιστευτεί η ανάσταση και για να μάθουν ότι αυτός ήταν που σταυρώθηκε, και δεν αναστήθηκε άλλος αντί για αυτόν… Όπως ακριβώς λοιπόν βλέποντάς τον πριν το σταυρό να περπατά πάνω στα κύματα, δεν λέμε ότι το σώμα εκείνο ήταν άλλης φύσης, αλλά της δικής μας, έτσι, βλέποντας αυτόν μετά την ανάσταση να έχει τα αποτυπώματα του σταυρού, δεν θα πούμε πλέον ότι αυτός είναι φθαρτός· διότι αυτά τα έδειχνε για το μαθητή» (Χ). «Επειδή και αυτό που έφαγε, δεν το έφαγε από ανάγκη σωματική, αλλά για να βεβαιώσει την ανάσταση… και με κάποια δύναμη αόρατη και θεία καταναλώνονταν αυτά που φαγώθηκαν διότι τα πήρε μόνο για απόδειξη της ανάστασης» (Θφ).
(5) «Χρησιμοποίησε τα ίδια λόγια και κατά τρόπο πάρα πολύ επιτιμητικό και στη συνέχεια με τρόπο διδακτικό. Διότι αφού είπε φέρε το δάχτυλό σου… πρόσθεσε. Και μη γίνεσαι άπιστος αλλά πιστός» (Χ). «Από όπου είναι φανερό, ότι από απιστία ήταν η αμφιβολία. Διότι να, ο Κύριος τον αποκαλεί άπιστο» (Θφ). Μη γίνεσαι. Ο Θωμάς δεν ήταν άπιστος αλλά βρισκόταν σε κατάσταση διάνοιας τέτοια, η οποία τον οδηγούσε στην απιστία (β). Δεν ήταν άπιστος με την έννοια, ότι δυσπιστούσε στο Διδάσκαλό του, αλλά βρισκόταν στην οδό της απιστίας, όταν αρνούνταν να δεχτεί τη νέα αποκάλυψη, την οποία έκανε στους μαθητές του ο Κύριος (τ). Με το ρήμα «μη γίνου» ζητά ο Ιησούς να αισθανθεί ο Θωμάς σε ποια κρίσιμη θέση βρίσκεται ήδη. Βρίσκεται στο σημείο όπου χωρίζονται οι δύο δρόμοι: αυτός της τέλειας πίστης και αυτός της τέλειας απιστίας. Ένα μόνο σημείο της αλήθειας, ένα μόνο γεγονός της ιστορίας το οποίο θα αρνούνταν κάποιος πεισματικά να δεχτεί, μπορεί να αποβεί για αυτόν σημείο αφετηρίας για πλήρη απιστία (g).
 
Ιω. 20,28    καὶ ἀπεκρίθη Θωμᾶς(1) καὶ εἶπεν αὐτῷ(2)· ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου(3).
Ιω. 20,28    Απήντησε τότε ο Θωμάς και είπε εις αυτόν• “Πιστεύω, Κυριε, ότι συ είσαι ο Κυριος μου και ο Θεός μου”.
(1) Η γλώσσα (την οποία χρησιμοποιεί ο Θωμάς) είναι απότομη λόγω του αιφνιδίου του αισθήματος, το οποίο διεγέρθηκε σε αυτόν (b). Βαθειά εντύπωση προκλήθηκε σε αυτόν όχι μόνο από την πραγματικότητα της ανάστασης, για την οποία τον πληροφορούν οι αισθήσεις του, αλλά και από την παντογνωσία του Κυρίου, η οποία αποδεικνυόταν από την επανάληψη των λόγων, τους οποίους είχε πει ο Θωμάς. Η σκηνή αυτή υπενθυμίζει αυτήν του Ναθαναήλ (g). Είναι πιθανότατο, ότι ο Θωμάς δεν άπλωσε το χέρι του να αγγίξει με το δάχτυλό του το σώμα του Κυρίου. Η θέα του Κυρίου και τα λόγια του παρήγαγαν σε αυτόν στιγμιαία ακράδαντη πεποίθηση, ότι ο Κύριος αναστήθηκε (ο). «Αφού είδε… αμέσως πίστεψε, χωρίς να περιμένει να ψηλαφήσει» (Ζ).
(2) Οι Σωκινιανοί και κάποιοι άλλοι επεχείρησαν να εφαρμόσουν τα ακόλουθα λόγια στο Θεό και όχι στον Ιησού, θεωρώντας αυτά ως κραυγή λατρείας του Θωμά και δεχόμενοι αυτά είτε σαν λόγο δοξολογίας είτε σαν αναφώνηση τιμής προς τον Θεό (g). Αλλά εάν τέτοια ήταν η πρόθεση του Θωμά ο ευαγγελιστής δεν θα προσέθετε «Είπε σε αυτόν». Τον Ιησού λοιπόν ονόμασε Κύριο και Θεό· το οποίο είναι σύμφωνο και με αυτά που αναφέρονται στο στίχο 17· ούτε αποτελούν τα λόγια αυτά («ο Κύριός μου και ο Θεός μου») μορφή απλής αναφώνησης. Οι μαθητές ήδη είχαν δει τον Κύριο (στίχος 25). Τώρα ο Θωμάς επιστρέφοντας στην πίστη δεν αναγνωρίζει απλώς τον Ιησού ως Κύριο… αλλά ομολογεί και την θεότητά του με υψηλότερη έννοια, όπως κανείς μέχρι τώρα δεν είχε ομολογήσει αυτήν (b).
(3) Πιστεύω και αναγνωρίζω, ότι είσαι ο Κύριός μου και ο Θεός μου (b). «Ο μακάριος Θωμάς έκανε σωστότατη την ομολογία για αυτόν λέγοντας: ο Κύριός μου και ο Θεός μου. Διότι σε αυτόν που είναι από τη φύση του Κύριος και εξουσιάζει τα πάντα, αληθινά θα συνεπαγόταν και το ότι είναι Θεός, όπως ακριβώς βεβαίως και σε αυτόν που είναι από τη φύση του Θεός, θα φαινόταν να συνυπάρχει πλήρως και το να μπορεί να εξουσιάζει τα πάντα και το να κατέχει την δόξα της κυριότητας. Πρέπει όμως να προσέξουμε ότι κατά τρόπο μοναδικό και με άρθρο λέει Ο Κύριός μου και ο Θεός μου. Διότι δεν είπε απλώς Κύριός μου και Θεός μου, για να μην νομίσει κάποιος ότι τον είπε κύριο και Θεό με τρόπο που μοιάζει με τον δικό μας ή των αγίων αγγέλων… αλλά έναν Κύριο κατά τρόπο ειδικό και Θεό επειδή γεννήθηκε από τον κατά φύση Κύριο και Θεό Πατέρα» (Κ). Η ομολογία του Θωμά υπερβαίνει την ομολογία του Ναθαναήλ (α 49) και εκφράζει την πιο βαθειά από τις χριστιανικές αλήθειες, την οποία ο Ιωάννης έβαλε ως προμετωπίδα του ευαγγελίου του «και ήταν Θεός ο Λόγος» (β). Η απιστία του Θωμά που νικήθηκε τελείως με τη νέα αυτή εμφάνιση του Κυρίου, μας υποβοηθεί στο να στηριχτούμε στην προς αυτόν πίστη μας. Διότι δείχνει, ότι η μαρτυρία για την ανάστασή του δεν προέρχεται από χείλη ευπίστων ανθρώπων, αλλά από μάρτυρες, οι οποίοι παρέμεναν δύσπιστοι μέχρι τη στιγμή, κατά την οποία παρασχέθηκαν σε αυτούς όλες οι αποδείξεις, τις οποίες αξίωναν. Ο Θωμάς πίστεψε στο Χριστό ως τον Κύριο και Θεό του. Και εμείς λοιπόν οφείλουμε να πιστεύουμε στο Χριστό όχι σαν σε άνθρωπο που έγινε Θεός, αλλά σαν σε Θεό που έγινε άνθρωπος, όπως και ο ευαγγελιστής λέει: «Και ο Λόγος έγινε σάρκα».
 

Ιω. 20,29    λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς(1)· ὅτι ἑώρακάς με(2), πεπίστευκας(3)· μακάριοι(4) οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες(5).
Ιω. 20,29    Λέγει εις αυτόν ο Ιησούς• “επίστευσες, διότι με είδες• μακάριοι θα είναι απ' εδώ και πέρα στους αιώνας των αιώνων, εκείνοι οι οποίοι καίτοι δεν με είδαν, επίστευσαν”.
(1) «Άκουσε ο Σωτήρας αυτό που είπε ο μαθητής του, ο οποίος είναι διατεθειμένος και πίστεψε ότι αληθινά είναι αυτός ο Κύριος και ο Θεός, αλλά δεν θεωρούσε ότι πρέπει να τον μαλώσει. Για αυτό λοιπόν τον επαινούσε που πίστεψε και πολύ σωστά» (Κ). Ο Κύριος δεν απαντά όπως ο άγγελος της Αποκάλυψης «το Θεό προσκύνησε» (Αποκ. κβ 9), αλλά απαντά αντίθετα «πίστεψες» και δέχεται έτσι την ομολογία του Θωμά (g).
(2) Με τη θέα και όχι με το άγγιγμα πίστεψε ο Θωμάς. Για αυτό και ο Ιησούς δεν λέει σε αυτόν Πίστεψες διότι με ψηλάφησες (β).
(3) Ο παρακείμενος σημαίνει ότι στο εξής θα κατέχεις την πίστη (g). Δεν είναι άστοχη και η στίξη με ερωτηματικό. Διότι κρύβεται κάποια σκιά μομφής στη όλη φράση. Όχι διότι ο Θωμάς υποχώρησε τόσο γρήγορα στην απόδειξη της ανάστασης του διδασκάλου του -για αυτό ήταν αξιέπαινος μάλλον- αλλά διότι με επιμονή αρνήθηκε να δεχτεί την μαρτυρία των συμμαθητών του (ο).
(4) «Διακηρύττει ότι είναι μακάριοι αυτοί που πιστεύουν και χωρίς να δουν· διότι είναι όντως θαυμάσιοι. Και για ποιά αιτία; Διότι σε αυτά μεν που βρίσκονται μπροστά στα μάτια μας δεν οφείλεται καθόλου αμφιλεγόμενη πίστη. Διότι τίποτα δεν πείθει καθόλου στο να έχει κάποιος ενδοιασμούς. Αυτό όμως που δεν το έχει δει κάποιος, αν το παραδεχτεί, τίμησε με αξιολογότατη πίστη αυτόν που το κήρυξε. Θα ακολουθήσει λοιπόν ο μακαρισμός καθέναν που πιστεύει μέσω της φωνής των αγίων αποστόλων» (Κ). «Δεν είπε αυτό, αποστερώντας το Θωμά από τον μακαρισμό, αλλά για να παρηγορήσει αυτούς που δεν είδαν» (Θφ). Ο Κύριος σημειώνει και αντιθέτει δύο βαθμούς πίστης· τον ένα κατώτερο, που βασίζεται στην πείρα των αισθήσεων και των υλικών αποδείξεων («επειδή με είδες»)· τον άλλον ανώτερο, που στηρίζεται στη μαρτυρία («αυτοί που δεν είδαν») (F). To «μακάριος» λοιπόν με την αντίθεση παίρνει την έννοια του μακαριότεροι (ο). Η μακαριότητα και του Θωμά δεν αποκλείεται, αλλά ο πλούσια ευνοημένος κλήρος αυτών που πιστεύουν χωρίς να δουν τονίζεται ειδικά (b). «Αυτό είναι περισσότερο μακάριο, το να πιστέψει κάποιος χωρίς να δει» (Θφ).
(5) «Διότι αυτό είναι γνώρισμα πίστης, το να δεχτεί δηλαδή κανείς αυτά που δεν βλέπει. Διότι είναι η πίστη… έλεγχος πραγμάτων που δεν βλέπονται» (Χ). «Και συμπεριλαμβάνει ο μακαρισμός αυτούς που πιστεύουν μέσω του κηρύγματος» (Ζ). Ο αόριστος «ἰδόντες» αναφέρεται σε πράξη προηγούμενη σε σχέση με την πίστη (g). Θα αποδιδόταν με επιτυχία ως εξής: παρόλο που δεν είδαν (ο). Ο αόριστος «πιστεύσαντες» λέγεται από τη άποψη της ανάπτυξης της Εκκλησίας που θεωρείται ως ολοκληρωμένη (g). Πρόκειται για γεγονός που προληπτικά λέγεται για όλους τους πιστούς σε όλες τις γενεές που θα ακολουθήσουν (ο).
 


Ιω. 20,30    Πολλὰ(1) μὲν(2) οὖν καὶ ἄλλα σημεῖα(3) ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς ἐνώπιον τῶν μαθητῶν αὐτοῦ(4), ἃ οὐκ ἔστι γεγραμμένα ἐν τῷ βιβλίῳ τούτῳ(5)·
Ιω. 20,30    Εκτός από το θαύμα αυτό της αναστάσεως και από όσα άλλα θαύματα είχε κάμει προηγουμένως ο Ιησούς, έκαμε και πολλά άλλα, εμπρός στους μαθητάς του, τα οποία απεδείκνυαν την θεότητά του και το έργον του, και τα οποία δεν είναι γραμμένα στο ιερόν τούτο βιβλίον.
(1) «Ανακεφαλαιώνει κατά κάποιο τρόπο την συγγραφή του, και κάνει φανερό στους ακροατές τον σκοπό των ευαγγελικών κηρυγμάτων» (Κ). Οι στίχοι αυτοί σχηματίζουν το συμπέρασμα (clausula σύμφωνα με τον Τερτυλλιανό adv. Prax. 25) του ευαγγελίου, όπως αρχικώς σχεδιαζόταν, αφού το ακόλουθο κεφάλαιο κα είναι συμπλήρωμα που προστέθηκε πριν ακόμη το Ευαγγέλιο μπει σε κυκλοφορία (β). Εάν ο συγγραφέας αποσκοπούσε στο ευαγγέλιό του να αφηγηθεί την ανάπτυξη της πίστης των μαθητών, τότε η γέννηση της πίστης αυτής έπρεπε να είναι η αφετηρία της αφήγησης -και πράγματι είναι όπως φαίνεται από το Ιω. α 19 και εξής- το τελείωμά της έπρεπε να είναι το τέρμα. Και πράγματι το τελείωμα αυτό το βρίσκουμε στην ομολογία του Θωμά (g).
(2) Προετοιμάζει την ακόλουθη αντίθεση. Ο απόστολος ζητά να κάνει σαφές, ότι η σκέψη του δεν υπήρξε να διαγράψει πλήρη την εικόνα για κάθετί που είδε και άκουσε, αλλά ότι από το πλήθος των γεγονότων της ιστορίας του Ιησού έκανε εκλογή κατάλληλη για τον σκοπό τον οποίο είχε σαν πρόθεση (g).
(3) Ή, λιγότερο πιθανώς, «εγώ νομίζω εδώ ότι εννοεί τα θαύματα που έκανε μετά την ανάσταση. Για αυτό λέει Μπροστά στους μαθητές του. Διότι όπως ακριβώς πριν την ανάσταση έπρεπε να γίνουν πολλά για να πιστέψουν ότι είναι Υιός του Θεού, έτσι και μετά την ανάσταση, για να δεχτούν ότι αναστήθηκε. Για αυτό και πρόσθεσε Μπροστά στους μαθητές του, επειδή μόνο με αυτούς συναναστρεφόταν μετά την ανάσταση» (Χ). Ή, πιο σωστά «είναι κοινός ο λόγος και για τα πριν και για τα μετά την ανάσταση» (Ζ). Έκανε πριν το Πάθος του και μετά την ανάστασή του. Διότι προστίθεται Μπροστά στους μαθητές του. Οι μαθητές είδαν τα θαύματά του περισσότερο από ό,τι οι άλλοι πριν το Πάθος του, αλλά μόνοι αυτοί είδαν αυτά μετά την ανάστασή του (b).
(4) Με τις λέξεις αυτές δηλώνει ο Ιωάννης τον ρόλο των μαθητών στην ίδρυση της εκκλησίας. Ήταν οι αυτόπτες μάρτυρες των έργων του Ιησού, αυτοί που εκλέχτηκαν για να τον συνοδεύσουν με σκοπό όχι μόνο αυτοί να στηριχτούν στην πίστη, αλλά να εγκαθιδρυθεί μέσω αυτών και σε όλο τον κόσμο η πίστη (g). To «αὐτοῦ» αποσιωπάται από πολλούς μεγαλογράμματους και 13 άλλα χειρόγραφα.
(5) Κρύβεται  στην αντωνυμία «τούτῳ» μία σιωπηρή αντίθεση με άλλα βιβλία, που αφηγούνται γεγονότα που αποσιωπούνται στο βιβλίο αυτό (g). Δεν έχουν γραφτεί τα άλλα θαύματα, όπως οι θεραπείες λεπρών και δαιμονισμένων, στο βιβλίο αυτό, αν και κάποια από αυτά έχουν γραφτεί σε άλλα βιβλία (β). Ο Ιωάννης προλαβαίνει την εντύπωση, την οποία θα προκαλούσε στον αναγνώστη του ευαγγελίου του η σύγκρισή του με τους Συνοπτικούς ευαγγελιστές (μ).
 


Ιω. 20,31    ταῦτα δὲ(1) γέγραπται ἵνα(2) πιστεύσητε(3) ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ(4), καὶ ἵνα(2) πιστεύοντες ζωὴν ἔχητε(5) ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ(6).
Ιω. 20,31    Αυτά δε, που εξιστορήσαμεν, εγράφησαν, δια να πιστεύσετε ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού και ίνα πιστεύοντες αυτόν με φωτισμένην και ενεργόν πίστιν, έχετε, ως παντοτεινόν κτήμα σας, εν τω ονόματι αυτού, την αιωνίαν ζωήν”.
(1) Το «δε» ανταποκρίνεται στο «μεν» του προηγούμενου στίχου.
(2) Ο σκοπός του ευαγγελίου (b). Δεν αποβλέπει ο ευαγγελιστής στη γνώση, αλλά στην πίστη και μέσω της πίστης στη ζωή. Δεν είναι φιλόσοφος, αλλά μάρτυρας. Και το έργο του ως ιστορικού αποτελεί μέρος της αποστολικής του διακονίας (g). Ο σκοπός αυτός είναι θεωρητικός συγχρόνως (πιστέψετε) και πρακτικός (ζωήν έχετε) (F). «Δεν τα είπαν από φιλοδοξία, αυτά που έγραψαν, αλλά μόνο εξαιτίας της χρησιμότητάς τους. Διότι εκείνοι που παρέλειψαν τα περισσότερα, πώς θα ήταν δυνατόν να τα έγραψαν αυτά από φιλοδοξία; Για ποιο λόγο λοιπόν δεν τα ανέφεραν όλα; Κυρίως μεν εξαιτίας του πλήθους τους, έπειτα πάλι σκέφτονταν και εκείνο, ότι δηλαδή εκείνος που δεν θα πιστέψει στα όσα λέχθηκαν, ούτε τα περισσότερα θα προσέξει, ενώ αυτός που θα δεχτεί αυτά, τίποτα άλλο δεν θα χρειαστεί για να πιστέψει» (Χ).
(3) Ο σιναϊτικός και βατικανός κώδικας γράφουν πιστεύητε. Ο Ιωάννης διάλεξε στο βίο του διδασκάλου του τα γεγονότα και τις μαρτυρίες, τα οποία συντέλεσαν και σε αυτόν στο να σχηματιστεί και να ενισχυθεί η πίστη του. Από την εκλογή αυτή προήλθε το κατά Ιωάννην. Λέγοντας λοιπόν «πιστεύσητε» απευθύνεται ο απόστολος σε ορισμένους χριστιανούς, αλλά οι οποίοι αντιπροσωπεύουν για αυτόν την εκκλησία ολόκληρη. Αυτοί αναμφίβολα και ήδη πιστεύουν. Αλλά η πίστη πρέπει πάντοτε να προοδεύει, και σε κάθε πρόοδο η προηγούμενη πίστη φαίνεται τόσο ανεπαρκής, ώστε να μην αξίζει το όνομα της πίστης (g). Δες και Α΄ Ιω. ε 13, όπου καθορίζεται σχετικός και ο σκοπός της συγγραφής της Α΄ Καθολικής επιστολής. Άλλοι γράφουν βιβλία για να διασκεδάσουν τους εαυτούς τους και τους άλλους και δημοσιεύουν αυτά είτε για να εξασφαλίσουν κέρδη υλικά είτε για να πετύχουν τον έπαινο και την επιδοκιμασία. Άλλοι συγγράφουν για να διδάξουν τους άλλους τέχνες και επιστήμες για πρόσκαιρα οφέλη και πλεονεκτήματα. Αλλά ο ευαγγελιστής δεν απέβλεψε σε επίγεια οφέλη αλλά στο να φέρει τους ανθρώπους στο Χριστό και στον ουρανό πείθοντας αυτούς να πιστέψουν. Και για αυτό χρησιμοποίησε τις πιο κατάλληλες μεθόδους δηλαδή παρέχοντας στον κόσμο θεία αποκάλυψη που υποστηρίζεται από τις αρμόζουσες σε αυτήν αποδείξεις.
(4) Ο Ιωάννης χαρακτηρίζει τον Ιησού με τρόπο που υποδηλώνει τις δύο φάσεις, από τις οποίες πέρασε η προς αυτόν πίστη του ιδίου (του Ιωάννη) κατά την ανάπτυξή της. Κατ’ αρχάς πίστεψε στον Ιησού τον Χριστό, στον οποίο εκπληρώνονταν οι προφητείες και η θεοκρατική ελπίδα, και ακολούθως τον Υιό του Θεού. Ο όρος Χριστός αναφέρεται στο έργο του Ιησού, η ονομασία ο Υιός του Θεού αναφέρεται στο ίδιο το πρόσωπό του. Η ονομασία Χριστός αναφέρεται στη σχέση του Ιησού με τον Ισραήλ και τους ανθρώπους γενικά, η δεύτερη ονομασία στην προσωπική σχέση του με το Θεό (g). «Είναι όχι απλώς υιός, αλλά ο Υιός του Θεού, κατά τρόπο μοναδικό και προσωπικό» (Κ). Πρώτον ο Ιησούς είναι ο Χριστός, δηλαδή το πρόσωπο, το οποίο με τον τίτλο του Μεσσία ήταν υποσχημένο στην Παλαιά Διαθήκη και αναμενόταν σύμφωνα με τις προφητείες, και το οποίο σύμφωνα και με τη σημασία του ονόματός του είχε χρισθεί από το Θεό ως ο βασιλιάς, ο προφήτης και ο μεσίτης και ο σωτήρας. Δεύτερον ο Ιησούς είναι ο Υιός του Θεού. Όχι μόνο ο μεσίτης, διότι αλλιώς δεν θα ήταν μεγαλύτερος από τον Μωϋσή, ο οποίος υπήρξε προφήτης, μεσίτης και νομοθέτης. Προϋπήρξε της ιδιότητάς του ως μεσίτη και λυτρωτή. Διότι υπήρξε αιωνίως θείο πρόσωπο, έχοντας τη δύναμη και τη δόξα του Θεού, διότι αλλιώς δεν θα ήταν δυνατόν να φέρει σε αίσιο πέρας το έργο του ως Λυτρωτής και Σωτήρας. Και από εδώ φαίνεται καθαρά ότι ο Χριστός ο Υιός του Θεού είναι το κέντρο της Γραφής. Και το Βιβλίο αυτό το αιώνιο ανεξαρτήτως του σε ποιά εποχή και από ποιόν συγγραφέα γράφτηκαν τα διάφορα τμήματα ή βιβλία από τα οποία αποτελείται, είναι ενιαίο. Χρειάστηκαν αιώνες ολόκληροι για να συντελεστεί. Από την εποχή, κατά την οποία γράφτηκε η Πεντάτευχος μέχρι την εποχή της Αποκάλυψης πέρασαν χιλιετηρίδες. Και όχι ένας αλλά πολλοί κινήθηκαν από το Πνεύμα συγγραφείς στο να απαρτιστεί ο αιώνιος και ουράνιος κώδικας της Βίβλου. Σε όλα όμως τα βιβλία αυτά, που αποτελούν τη Βίβλο, συνυφαίνεται συνεχώς σαν κάποιο χρυσό νήμα που συγκρατεί την όλη υφή είτε με τη μορφή προφητειών είτε με την αφήγηση γεγονότων ιστορικών το όνομα το πάνω από κάθε όνομα, το όνομα του Χριστού του Υιού του Θεού. Και μολονότι διάφοροι και σε διάφορες εποχές μιλούν σε αυτήν απηχούν όλοι μία και την ίδια αρμονική μαρτυρία, όπως το Πνεύμα έδινε στον καθένα να μιλά.
(5) «Ζωή αιώνια» (Ζ), ζωή υπερφυσική και ουράνια (F). Υπάρχει και γραφή ζωήν αιώνιον. Εάν ο Ιωάννης έχει σαν πρόθεση να προσελκύσει τους αναγνώστες του στην πίστη του, αυτό οφείλεται στο ότι από προσωπική του πείρα γνώριζε, ότι η πίστη αυτή παράγει τη ζωή (g). Το κεντρικό λοιπόν μήνυμα του τέταρτου ευαγγελίου είναι ότι η πίστη στον Ιησού Χριστό αποτελεί την οδό προς ζωή. Δες γ 15,16,36, Α΄ Ιω. ε 13. «Σε αυτόν υπήρχε ζωή» διακηρύσσεται στον Πρόλογο του ευαγγελίου και ο σκοπός της έλευσής του στον κόσμο υπήρξε, οι άνθρωποι να έχουν ζωή. Δες ε 40, στ 53, ι 10 (β).
(6) «Δηλαδή μέσω αυτού· διότι αυτός είναι η ζωή» (Χ). Η φράση εξαρτάται από το ἔχητε και όχι από το πιστεύοντες. Με το όνομα του Χριστού επιτυγχάνεται η ζωή· δηλαδή τόσο η πνευματική και καινούργια ζωή, που παρέχεται με την κοινωνία με το Χριστό όσο και η αιώνια ζωή. Η μία είναι συνέχεια της άλλης και οι δύο επιτυγχάνονται με την αξιομισθία και δύναμη του Χριστού και οι δύο εξασφαλίζονται αναπαλλοτρίωτα σε όλους του πιστούς.
 
(*) Μετά το συμπέρασμα κ 30-31 το τεμάχιο αυτό προκαλεί την έκπληξη του αναγνώστη. Η συγγραφή του τεμαχίου αυτού πρέπει να είναι μεταγενέστερη από αυτήν του όλου ευαγγελίου, πρέπει όμως να έγινε και αυτή νωρίτατα και να προστέθηκε στο υπόλοιπο ευαγγέλιο πριν ακόμη δημοσιευτεί και κυκλοφορήσει αυτό, διότι διαφορετικά θα είχαμε δύο οικογένειες χειρογράφων, τη μία χωρίς το Παράρτημα και την άλλη με αυτό. Πρέπει λοιπόν να τοποθετήσουμε το χρόνο της συγγραφής του Παραρτήματος ανάμεσα στο χρόνο της συγγραφής των είκοσι πρώτων κεφαλαίων του κατά Ιωάννην και στο χρόνο της δημοσίευσής του (g). Για τη γνησιότητά του θα μπορούσε κάποιος να παρατηρήσει μαζί με τον Stier, ότι ουδέποτε καμία δεν διατυπώθηκε αμφισβήτηση σε όλη την εκκλησία μέχρι τα χρόνια του Grotius, που πρώτος διατύπωσε μία τέτοια αμφιβολία όχι από κάποια άλλη αιτία, αλλά για το συμπέρασμα στο κ 30-31, με το οποίο φαίνεται να τελειώνει το όλο ευαγγέλιο. Ως προς τα εσωτερικά τεκμήρια θα σημείωνε κάποιος, ότι «σε κάθε μέρος του εμφανίζεται σαφώς και απαραγνώριστα το χέρι του Ιωάννου καθώς και ο χαρακτήρας του και το πνεύμα με τρόπο, ώστε και αυτοί οι περισσότερο προκατειλημμένοι να αναγνωρίζουν αυτά» (Alford). Ο Luthardt (Λούθηρος) θεωρεί μόνο τους δύο τελευταίους στίχους ότι προστέθηκαν από την εκκλησία της Εφέσου. Αλλά το επιχείρημα υπέρ αυτής της εκδοχής που αντλείται από το «οίδαμεν (γνωρίζουμε)» του στίχου 24, εξασθενεί από το ακόλουθο «οἶμαι (νομίζω)» του στίχου 25 (ο). Ο λόγος, για τον οποίο σαν κάποιο υστερόγραφο προστέθηκε το κεφάλαιο αυτό, υπήρξε ώστε να ξεπεραστούν κάποιες παρεξηγήσεις των λόγων του Κυρίου. Μαράν αθά ήταν το σύνθημα της πρώτης χριστιανικής γενεάς (Α΄ Κορ. ιστ 22) και κατ’ αρχάς πάρα πολλοί χριστιανοί πίστευαν, ότι η Παρουσία ήταν κοντά (Ιω. ιδ 8 και Α΄ Ιω. β 28). Κατά το χρόνο όμως της συγγραφής του τετάρτου ευαγγελίου η ελπίδα της γρήγορης έλευσης του Χριστού σβηνόταν, αλλά υπήρχαν ακόμη αυτοί που πίστευαν, ότι ο Κύριος υποσχέθηκε είτε με τα λόγια στο Ιω. κα 22 είτε με λόγια όμοια με αυτά στο Μάρκ. θ 1, ότι θα επέστρεφε πριν ακόμη πεθάνουν όλοι οι απόστολοι. Συνεπώς, όταν ο τελευταίος επιζών απόστολος προσέγγιζε προφανώς στο τέλος της ζωής του, πρέπει να υπήρξαν κάποιοι, οι οποίοι βρίσκονταν σε κάποιο σκανδαλισμό και απορία (β). Ο Ιωάννης λοιπόν ήθελε να βάλει τέρμα στις πλανημένες φήμες, σύμφωνα με τις οποίες ο Κύριος είχε υποσχεθεί σε αυτόν, ότι δεν θα πέθαινε (F).
 


Ιω. 21,1    Μετὰ ταῦτα(1) ἐφανέρωσεν ἑαυτὸν(2) πάλιν ὁ Ἰησοῦς τοῖς μαθηταῖς ἐπὶ τῆς θαλάσσης τῆς Τιβεριάδος(3)· ἐφανέρωσε δὲ οὕτως(4).
Ιω. 21,1    Έπειτα από αυτά, εφανέρωσε τον ευατόν του πάλιν ο Ιησούς κοντά εις την λίμνην της Τιβεριάδος• εφανερώθηκε δε ως εξής•
(1) Μετάβαση οικεία στον Ιωάννη (ε 1,στ 1, ζ 1 κλπ.). Χρησιμεύει, για να συνδέσει το παράρτημα με το ευαγγέλιο και ειδικά με την αφήγηση της δεύτερης εμφάνισης στους έντεκα (g).
(2) «Διότι δεν συναναστρεφόταν συνεχώς με αυτούς όπως πριν, αλλά με διαλείμματα. Τα ρήματα εφανέρωσε και εφάνη και ώφθη και τα σχετικά υποδηλώνουν, ότι σύμφωνα με τη φύση της αφθαρσίας του σώματος ήταν αόρατος σε φθαρτά μάτια, αλλά από συγκατάβαση και για να εκπληρώσει το θείο σχέδιο φανερωνόταν» (Ζ). Προτίμησε το ἐφανέρωσεν ἑαυτὸν αντί για το φανερώθηκε, για να δείξει την εκούσια αποκάλυψη αυτού που έχει πνευματικό μεν και άφθαρτο και αμόλυντο σώμα, όχι όμως ακόμη θεωμένο και δοξασμένο, όπως όταν αποκαλύφθηκε στον Παύλο (δ), για να δηλωθεί η ελεύθερη και ενσυνείδητη θέληση, («ότι αν δεν ήθελε… δεν γινόταν ορατός» Θφ), με την οποία ο Ιησούς έβγαινε από τη σφαίρα της αορασίας, για να φανερώνει τον εαυτό του. Και η φράση αυτή συνηθισμένη στον Ιωάννη. Δες ζ 4 καθώς και η παράλληλη φράση ετάραξεν εαυτόν στο ια 33 (g).
(3) Στην Κ.Δ. είναι ονομασία καθαρά Ιωάννεια (στ 1). Οι συνοπτικοί λένε θάλασσα της Γαλιλαίας (Ματθ. δ 18) ή λίμνη της Γεννησαρέτ (Λουκ. ε 1). Η Π.Δ. καμμία από τις δύο ονομασίες δεν γνωρίζει, ενώ ο Ιώσηπος χρησιμοποιεί και τις δύο. Η εμφάνιση λοιπόν έγινε στη Γαλιλαία. Έτσι η αφήγηση του Ιωάννη συνδέει την αφήγηση του Ματθαίου, ο οποίος εκτός από την εμφάνιση στις Μυροφόρες στην Ιερουσαλήμ και στον τάφο, δεν αφηγείται παρά μία στη Γαλιλαία εμφάνιση του Ιησού, με αυτήν του Λουκά, η οποία αναφέρει μόνο τις εμφανίσεις στην Ιερουσαλήμ και Ιουδαία. Η αφήγηση του Ιωάννη αποδεικνύει, ότι εμφανίσεις του Ιησού έγιναν και στη Γαλιλαία και στην Ιουδαία. Οι απόστολοι μετά την εορτή του Πάσχα επέστρεψαν στη Γαλιλαία και ξαναέπιασαν εκεί προσωρινά το βιοτικό επάγγελμά τους. Γύρω στο τέλος όμως των σαράντα ημερών, αναμφίβολα με εντολή του Ιησού, γύρισαν στην Ιερουσαλήμ (g).
(4) «Όπως θα πει» (Ζ). Ο Λούθηρος σημειώνει ότι η φράση αυτή τονίζει τη σημασία της διήγησης που ακολουθεί (ο). Το σώμα του Κυρίου, αν και ήταν αληθινό και πραγματικό σώμα ήταν συγχρόνως και πνευματικό σώμα, όπως θα είναι μετά την καθολική ανάσταση και το δικό μας σώμα. Και ως πνευματικό σώμα ήταν ορατό μόνο όταν ο Κύριος ήθελε να εμφανίσει τον εαυτό του, ή και ερχόταν και απομακρυνόταν τόσο γρήγορα ώστε μπορούσε να είναι σε μια στιγμή, εν ριπή οφθαλμού, και εδώ και εκεί.
 

Ιω. 21,2    ἦσαν ὁμοῦ Σίμων Πέτρος, καὶ Θωμᾶς ὁ λεγόμενος Δίδυμος(1), καὶ Ναθαναὴλ ὁ ἀπὸ Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας(2), καὶ οἱ τοῦ Ζεβεδαίου(3), καὶ ἄλλοι ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ δύο(4_.
Ιω. 21,2    Ήσαν μαζή ο Σιμων Πετρος και ο Θωμάς, που ελέγετο Διδυμος, και ο Ναθαναήλ, που κατήγετο από την Κανά της Γαλιλαίας, και οι υιοί του Ζεβεδαίου και άλλοι δύο από τους μαθητάς του.
(1) Ο Θωμάς ήταν ένας από τους επτά αυτούς μαθητές και ονομάζεται αμέσως μετά τον Πέτρο, σαν να ήταν παρών τώρα στις συναντήσεις των αποστόλων πυκνότερα από ό,τι άλλοτε. Είναι καλό και αξιέπαινο, εάν οι ζημιές, τις οποίες υποστήκαμε λόγω της αμέλειάς μας, μάς κάνουν προσεκτικούς και επιμελείς, ώστε στο εξής να μην χάνουμε τις ευκαιρίες, όπως συμβαίνει τώρα και με το Θωμά. Απουσίαζε κατά την πρώτη εμφάνιση του Κυρίου στους δώδεκα, αλλά τώρα είναι παρών.
(2) Η εξήγηση αυτή για τον Ναθαναήλ δεν δόθηκε στο κεφάλαιο α. Ο συγγραφέας λοιπόν επανορθώνει την αποσιώπηση (g).
(3) Για πρώτη φορά στο ευαγγέλιο αναφέρονται οι υιοί Ζεβεδαίου (μ). Αναφέρονται όμως τελευταίοι ανάμεσα σε αυτούς που ονομάζονται. Είναι χαρακτηριστικό αυτό, διότι σε όλους τους αποστολικούς καταλόγους συνδέονται με τον Πέτρο στην πρώτη γραμμή. Η μόνη εξήγηση είναι, ότι ο συγγραφέας είναι ένας από τους γιους Ζεβεδαίου. Και όπως παντού αποφεύγει να ονομάσει τον εαυτό του, έτσι και εδώ υποδηλώνει απλώς, ότι ήταν παρών, χωρίς και να σημειώνει ξεκάθαρα το όνομα του εαυτού του ή του αδελφού του (g).
(4) Η φράση υποδηλώνει, ότι και οι επτά ήταν από τους δώδεκα, διότι με τη φράση «οι μαθητές του» γενικώς δηλώνονται οι Δώδεκα (β). Εάν τώρα ο ευαγγελιστής δεν κατονομάζει τους δύο τελευταίους, οφείλεται αυτό στο ότι δεν δόθηκε σε αυτόν αφορμή να μιλήσει για αυτούς στα προηγούμενα είκοσι κεφάλαια του ευαγγελίου (F). Σοβαρή όμως και η γνώμη του g, σύμφωνα με την οποία οι δύο τελευταίοι ανήκαν στον αριθμό των μαθητών με την ευρεία έννοια της λέξης, με την οποία συναντιέται και στο τέταρτο ευαγγέλιο (στ 60,66,ζ 3,η 31 κλπ.), διότι διαφορετικά γιατί δεν κατονομάζονται ξεκάθαρα; Έτσι λοιπόν οι υιοί Ζεβεδαίου τοποθετούνται εδώ τελευταίοι ανάμεσα στους κυρίως αποστόλους. Είναι λοιπόν συνολικά μαζί επτά. Είναι καλό για τους μαθητές του Χριστού να είναι πολλοί μαζί. Όχι μόνο στις επίσημες και για λατρεία συνάξεις, αλλά και κατά τις άλλες ώρες και ευκαιρίες, καθώς και κατά τη διεξαγωγή κοινών έργων. Οι καλοί χριστιανοί με το μέσο αυτό εκδηλώνουν και επαυξάνουν την μεταξύ τους αγάπη, απολαμβάνουν την αγαλλίαση από τη μεταξύ τους επικοινωνία και οικοδομούν ο ένας τον άλλον και με τα λόγια τους και με το παράδειγμά τους. Ο Χριστός διάλεξε να εμφανίσει τον εαυτό του σε αυτούς, όταν ήταν και οι επτά μαζί, όχι μόνο επιδοκιμάζοντας και ευλογώντας την μεταξύ τους επικοινωνία των μαθητών και γενικά των Χριστιανών, αλλά και διότι εδώ ήθελε να συνυπάρχουν πολλές και σύμφωνες μαρτυρίες για τα σχετικά με την εμφάνιση αυτή.
 

Ιω. 21,3    λέγει αὐτοῖς Σίμων Πέτρος(1)· ὑπάγω ἁλιεύειν(2). λέγουσιν αὐτῷ· ἐρχόμεθα καὶ ἡμεῖς σὺν σοί(3). ἐξῆλθον(4) καὶ ἐνέβησαν εἰς τὸ πλοῖον(5) εὐθύς, καὶ ἐν ἐκείνῃ τῇ νυκτὶ(6) ἐπίασαν(7) οὐδέν.
Ιω. 21,3    Λέγει εις αυτούς ο Σιμων Πετρος• “πηγαίνω να ψαρέψω”. Λεγουν εις αυτόν και εκείνοι• “ερχόμαστε και ημείς μαζή σου”. Εβγήκαν, λοιπόν, προς την θάλασσαν, εμπήκαν αμέσως στο πλοίον και ήρχισαν να ρίπτουν τα δίκτυα. Εκείνη όμως την νύκτα δεν έπιασαν τίποτε.
(1) Χαρακτηριστικά αναλαμβάνει την αρχηγία και πρωτοβουλία λέγοντας Πάω να ψαρέψω (β).
(2) «Επειδή ούτε ο Σωτήρας ήταν συνεχώς μαζί τους, ούτε ο άλλος παράκλητος είχε έλθει, ούτε το κήρυγμα τους ανατέθηκε εντελώς, αφού δεν είχαν τίποτα να πράττουν, ψάρευαν λοιπόν, ασχολούμενοι με την προηγούμενη τέχνη τους, αν και όχι για το κέρδος όπως πριν» (Ζ). Αξιοσημείωτο παράδειγμα αυτενέργειας, εργασίας με τα ίδια τα χέρια χωρίς θυσία του αποστολικού αξιώματος (b). «Δεν απαγορευόταν να ζητούν τα αναγκαία για συντήρηση με το ιδιόχειρο επάγγελμά τους, εφ’ όσον αυτό ήταν νόμιμο και ασκούνταν σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην παρεμποδίζεται το αποστολικό τους έργο, και εφ’ όσον για κάποιο χρόνο δεν είχαν άλλο μέσο να κερδίσουν τα προς το ζην» (Αυ). Οι μαθητές πιθανώς βρέθηκαν στην ανάγκη να μεριμνήσουν μερικώς ή πλήρως για την συντήρησή τους· ή πιθανότερο δεν ήθελαν να επιβαρύνουν εκείνους στους οποίους έμεναν ήδη. Το ίδιο έκανε και ο Παύλος εργαζόμενος με τα δικά του χέρια, για να μην επιβαρύνει κάποιον με την συντήρησή του (ο). Ο Πέτρος και αυτοί που τον ακολούθησαν στο ψάρεμα χρησιμοποιούσαν το χρόνο τους, αποφεύγοντας την τεμπελιά. Δεν είχαν λάβει ακόμη εντολή, να βγουν στο κήρυγμα. Εν τω μεταξύ λοιπόν αντί να είναι σε αργία, μη εργαζόμενοι τίποτα, απασχολούνται με το ψάρεμα. Για όσο χρόνο αναμένουν την εντολή για εκπλήρωση της αποστολής τους, δεν θα ήθελαν ποτέ να παραμείνουν αργοί. Επί πλέον δεν ήθελαν να γίνουν βάρος σε κανέναν και πιθανώς επιζητούν με το έργο τους να προμηθευτούν τα προς συντήρησή τους. Και όπως έπειτα ο Παύλος έχει τα χέρια του να τον υπηρετούν στις ανάγκες του και σε αυτούς που ήταν μαζί του, έτσι και αυτοί τώρα ζητούν με τον προσωπικό τους κόπο να κερδίσουν το ψωμί τους.
(3) «Οι άλλοι μαθητές ακολουθούσαν επειδή είχαν πλέον συνδεθεί μεταξύ τους και συγχρόνως για να παρακολουθήσουν την αλιεία και να διαθέσουν καλά τον ελεύθερο χρόνο τους» (Χ). Όσο περνούσε ο χρόνος δεν φοβόντουσαν πλέον τόσο πολύ (b). «Τρέχουν μαζί με τον Πέτρο, και ίσως και με αυτά σχεδιάζει κάτι χρήσιμο ο Σωτήρας μας Χριστός. Διότι είπε μεν κάπου σε αυτούς… Ελάτε πίσω μου και θα σας κάνω ψαράδες ανθρώπων. Για να τους πληροφορήσει λοιπόν πάλι σαν με τύπο παχυλό, ότι οπωσδήποτε θα γίνει αυτό που ειπώθηκε και ότι η υπόσχεση θα καταλήξει στη δύναμη της αλήθειας, τους πείθει με σαφήνεια από αυτό το ίδιο τους το χειρονακτικό επάγγελμα» (Κ).
(4) Τα ασύνδετα Λέγει αὐτοῖς… λέγουσιν αὐτῷ… ἐξῆλθον καὶ… είναι σύμφωνα με το ύφος του Ιωάννη (g).
(5) Υπάρχει και η γραφή ενέβησαν. Για την φράση δες στ 17. Στο πλοίο «του Πέτρου ή σε αυτό των γιων Ζεβεδαίου ή σε κάποιου από τους γνωστούς» (Ζ). Πιθανώς το πλοίο, το οποίο συνήθιζαν να χρησιμοποιούν, όταν έρχονταν με τον Ιησού στη λίμνη. Δες στ 1 (β). Ο σιναϊτικός, βατικανός και κάποιοι άλλοι μεγαλογράμματοι κώδικες αποσιωπούν το ευθύς.
(6) «Κατά θεία συγκατάβαση» (Ζ). Η Πρόνοια επέτρεψε αυτό, ώστε το θαύμα του επόμενου πρωινού να εμφανιστεί λαμπρότερο και τόσο πιο πολύ όσο κατά τη νύχτα η αλιεία σημειώνει τις μεγαλύτερες επιτυχίες (F). Ο άκαρπος για όλη τη νύχτα μόχθος επανέφερε αναμφίβολα στη μνήμη των αποστόλων τον άλλον εκείνον, αυτόν που προηγήθηκε της ημέρας, κατά την οποία κλήθηκαν από τον Ιησού στο αποστολικό αξίωμα (g). Δες και εδώ την ματαιότητα αυτού του κόσμου. Τα χέρια αυτών που αγαπούν την εργασία επιστρέφουν συχνά κενά. Και αγαθοί άνδρες είναι δυνατόν να μην έχουν τις επιθυμητές επιτυχίες στις έντιμες επιχειρήσεις τους. Είναι δυνατόν να βρισκόμαστε στην οδό του καθήκοντος, και όμως να μην ευτυχούμε και ευδαιμονούμε. Ο Θεός εδώ οικονόμησε έτσι τα πράγματα, ώστε οι προς αλιεία κόποι της νύχτας να αποβούν άκαρποι, ώστε το θαύμα της επιτυχίας που ακολούθησε το πρωί να παρουσιαστεί θαυμαστότερο και πιο ευπρόσδεκτο. Σε εκείνες τις αποτυχίες, οι οποίες είναι πολύ θλιβερές σε εμάς, ο Θεός συχνά υποκρύπτει ανέλπιστες και πλούσιες χάριτες. Ο άνθρωπος πλάστηκε αναμφίβολα για να έχει κυριαρχία και πάνω στα ψάρια της θάλασσας. Αλλά τα ψάρια δεν υπακούουν πάντοτε στα νεύματά του. Ο Θεός μόνος γνωρίζει «τους δρόμους της θάλασσας» και διατάζει ό,τι περνά από αυτούς.
(7) Το πιάζω συναντιέται έξι φορές ακόμη στο τέταρτο ευαγγέλιο, χωρίς να συναντιέται πουθενά στους συνοπτικούς (Hengstenberg).
 


Ιω. 21,4    πρωΐας(1) δὲ ἤδη γενομένης ἔστη ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸν αἰγιαλόν(2)· οὐ μέντοι(3) ᾔδεισαν οἱ μαθηταὶ ὅτι Ἰησοῦς ἐστι(4).
Ιω. 21,4    Όταν δε πλέον έγινε πρωϊ, εστάθηκεν ο Ιησούς εις την παραλίαν. Οι μαθηταί όμως δεν αντελήφθησαν ότι αυτός είναι ο Ιησούς.
(1) Ο Ιωάννης ουδέποτε στο ευαγγέλιο χρησιμοποιεί τον τύπο πρωΐα (Ματθ. κζ 1), αλλά πρωΐ, δες ιη 28, κ 1 (β). Δηλώνεται ο χρόνος του λυκαυγούς ανάμεσα στην αυγή και την ανατολή του ήλιου (ο). «Άρχισε ήδη να απλώνεται το φως και οι ακτίνες του ήλιου» (Κ). Και η γραφή· Πρωΐας… γινομένης. Όταν έγινε πρωί, μετά από άκαρπο κόπο ολόκληρης νύχτας, ο Ιησούς στεκόταν στην ακτή. Ο χρόνος κατά τον οποίο ο Χριστός κάνει τον εαυτό του γνωστό στο λαό του, είναι όταν αυτός βρίσκεται σε αμηχανία. Όταν νομίζουν ότι χάθηκαν κοπιάζοντας, τότε θα γνωρίσει σε αυτούς, ότι δεν έχασαν αυτόν. Τα κλάματα είναι δυνατόν να διαρκέσουν για ολόκληρη νύχτα, αλλά επακολουθεί χαρά, εάν ο Χριστός έλθει το πρωί.
(2) Η θαλάσσια ακτή (Ματθ. ιγ 2, 48, Πράξ. κα 5, κζ 39,40). Παράγουν τη λέξη οι περισσότεροι από το άγνυμι και το αλς δηλαδή η ακτή, όπου τα κύματα σπάνε, άλλοι από το αιγες και αλς, και άλλοι από το αΐσκω και αλς (G). Και η γραφή: επί τον αιγιαλόν.
(3) Ιωάννεια λέξη· δες ιβ 42 (β). Και η γραφή: Ου μέντοι έγνωσαν.
(4) «Ίσως επειδή η μορφή του φαινόταν λαμπρότερη λόγω της αφθαρσίας ή κατά θεία συγκατάβαση αγνοούνταν από αυτούς» (Ζ). Δεν τον αναγνώρισαν ακόμη και όταν απηύθυνε σε αυτούς τα λόγια στους στίχους 5-6. Αυτό ίσως οφειλόταν στην απόσταση από τη μία η οποία χώριζε τους μαθητές από την ακτή και στο αμυδρό του φωτός του πρωινού από την άλλη. Αλλά  το ότι και οι προς Εμμαούς οδοιπορήσαντες μαθητές δεν αναγνώρισαν αυτόν αμέσως (Λουκ. κδ 31), αλλά και η Μαρία η Μαγδαληνή δεν αντιλήφθηκε αυτόν (Ιω. κ 14) μπορεί να θεωρηθεί ως απόδειξη, ότι ο αναστημένος Κύριος δεν ήταν δυνατόν να αναγνωριστεί, εφ’ όσον ο ίδιος δεν φανέρωνε τον εαυτό του (β). Ο Χριστός είναι πολλές φορές πιο κοντά σε εμάς από όσο φανταζόμαστε και έτσι θα βρούμε αυτόν μετά από λίγο για παρηγοριά και ανακούφισή μας.

 
Ιω. 21,5    λέγει οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· παιδία(1), μή τι(2) προσφάγιον(3) ἔχετε; ἀπεκρίθησαν αὐτῷ· οὔ.
Ιω. 21,5    Λέγει, λοιπόν, εις αυτούς ο Ιησούς σαν άγνωστος διαβάτης και με την συνηθισμένην τότε οικειότητα μεταξύ των ανθρώπων, “παιδιά, μήπως έχετε κανένα ψάρι για προσφάγι;” Του απήντησαν• “όχι• δεν έχομεν τίποτε”.
(1) «Επειδή ήθελε να πιάσουν κουβέντα» (Σχ). «Τους αποκάλεσε παιδιά χρησιμοποιώντας τη συνήθεια. Διότι συνηθίζεται σε αυτούς που εργάζονται έτσι να τους ονομάζουν επειδή είναι ακμαίοι και νεανικοί στους κόπους» (Ζ). Ονομασία οικειότητας, την οποία κάποιος ξένος μπορούσε να χρησιμοποιήσει απευθυνόμενος προς ταπεινούς ψαράδες (F). Η λέξη δεν είναι τελείως ξένη με τη γλώσσα του Ιωάννη (δες Α΄ Ιω. β 13,18). Εάν τώρα ο Ιησούς δεν χρησιμοποιεί εδώ τον τρυφερότερο όρο τεκνία (όπως στο ιγ 33), αυτό οφείλεται διότι θέλει να αποφύγει κάθετί που θα συντελούσε στο να αναγνωριστεί από τους μαθητές (g).
(2) Η αρνητική έννοια της ερωτηματικής μορφής «μή τι» μπορεί όπως στο στ 67 να αποδοθεί έτσι: Δεν έχετε λοιπόν τίποτα…; (g). Αναμένεται απάντηση αρνητική.
(3) Λέγεται μία φορά =  Ό,τι μαζί με το ψωμί παίρνεται για φαγητό. Και στην περίπτωση αυτή ψάρι (G). Ή, ο Ιησούς δεν αποβλέπει σε αλιεία όπως στο Λουκά ε, αλλά σε κάποιο πρωινό γεύμα (g).=Παιδιά, μήπως έχετε τίποτα να φάμε; Ή, «κατ’ αρχήν συνομιλεί μαζί τους με πιο ανθρώπινο τρόπο, σαν να επρόκειτο να αγοράσει κάτι από αυτούς» (Χ). Εμφανίζεται σαν να θέλει να αγοράσει κάποιο ψάρι (F).
 


Ιω. 21,6    ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· βάλετε(1) εἰς τὰ δεξιὰ μέρη τοῦ πλοίου(2) τὸ δίκτυον, καὶ εὑρήσετε(3). ἔβαλον οὖν(4), καὶ οὐκέτι αὐτὸ ἑλκύσαι(5) ἴσχυσαν(6) ἀπὸ τοῦ πλήθους τῶν ἰχθύων(7).
Ιω. 21,6    Εκείνος τότε τους είπε• “ρίξτε το δίκτυ εις τα δεξιά μέρη του πλοίου και θα βρήτε ψάρια”. Ερριξαν τότε το δίκτυ και επιασαν τόσον πολλά, ώστε δεν ημπόρεσαν πλέον να σηκώσουν το δίκτυον και να το τραβήξουν επάνω στο πλοίον από το πλήθος των ψαριών.
(1) Μιλά προς αυτούς σαν φίλος δίνοντας σε αυτούς συμβουλή (F).
(2) «Τους διέταξε ξεκάθαρα να ρίξουν στα δεξιά για να μην νομιστεί η αλιεία ότι έγινε κατά τύχη» (Ζ). Εκείνος, από τον οποίο τίποτα δεν είναι κρυμμένο, ούτε αυτά που κατοικούν κάτω από τα νερά (Ιώβ κστ 5), γνώριζε σε ποια πλευρά του πλοίου υπήρχε το πλήθος των ψαριών και προς την πλευρά αυτή κατευθύνει τους μαθητές. Η Θεία Πρόνοια εκτείνεται και στα ελάχιστα. Και είναι ευτυχείς εκείνοι, οι οποίοι μπορούν να διακρίνουν τις νύξεις της, για να οδηγούνται από αυτές στη διεξαγωγή των υποθέσεών τους, και οι οποίοι αναγνωρίζουν αυτήν σε όλους τους δρόμους τους.
(3) Ο πειστικός τόνος, με τον οποίο υπόσχεται σε αυτούς την επιτυχία, δεν ήταν δυνατόν παρά να προκαλέσει σε αυτούς εντύπωση (F). Οι απόστολοι υποθέτουν κατ’ αρχάς, ότι ο ξένος αυτός έχει κάποια πείρα της αλιείας και ότι διέκρινε κάποιο σημάδι στα δεξιά του πλοίου που δικαιολογούσε τη συμβουλή που έδωσε (g).
(4) «Απλώς τον υπάκουσαν ή και υποπτεύθηκαν ότι από κάποιο τεκμήριο ήξερε ότι εκεί κολυμπούσαν κάποια ψάρια ή ότι και τα είδε που πήδηξαν από το νερό» (Ζ). Οι μαθητές δεν θεώρησαν τον νομιζόμενο ξένο ότι ακαίρως αναμιγνύεται στο έργο τους και δεν παραθεώρησαν τη συμβουλή του ως ασύστατη και μάταιη, αφού για νύχτα ολόκληρη κοπιάζοντας «δεν έπιασαν τίποτα». Υπακούοντας σε αυτήν πέτυχαν. Όσοι είναι ταπεινοί, επιμελείς και καρτερικοί, στο τέλος θα επιστεφθούν με επιτυχία. Μετά πολλούς αγώνες και άκαρπες απόπειρες επιζούν κάποιες φορές, για να δουν τις υποθέσεις τους να λαμβάνουν αίσιο πέρας. Όταν μάλιστα υπακούει κάποιος με υπομονή στο Χριστό, δεν χάνει ποτέ.
(5) Στο πλοίο (ο). Ο,τι γίνεται με υπακοή στο παράγγελμα του Κυρίου, ακόμη και όταν αυτός που δίνει το παράγγελμα δεν έχει αναγνωριστεί, καταλήγει σε καταπληκτική επιτυχία (τ).
(6) Υπάρχει και η γραφή ίσχυον, που μαρτυρείται αρκετά.
(7) «Όταν απουσίαζε μεν ο Σωτήρας δεν έπιασαν τίποτα· όταν όμως ήταν παρών μάζεψαν πλήθος, για να μάθουμε, ότι χωρίς μεν αυτόν, τίποτα ωφέλιμο δεν κατορθώνουμε· μαζί με αυτόν όμως, πολλά» (Ζ). Η θαυμάσια αυτή αλιεία συμβόλιζε, όπως και η πρώτη (στο Λουκ ε) τους άφθονους καρπούς της μελλοντικής διακονίας των αποστόλων (F). «Οι μαθητές ψαρεύουν όχι με άλλο τρόπο, αλλά με τα λόγια του Σωτήρα μας και τα ευαγγελικά προστάγματα… Και είναι αναρίθμητοι αυτοί που ψαρεύτηκαν και πίστεψαν και το θαύμα σχετικά με αυτό, φαίνεται ότι είναι μεγαλύτερο και ανώτερο όντως από την δύναμη των αγίων αποστόλων. Διότι είναι του Χριστού η ενέργεια, ο οποίος συγκεντρώνει με τη δική του δύναμη το πλήθος αυτών που σώζονται σαν ακριβώς σε κάποιο δίχτυ αποστολικό την επι γης Εκκλησία» (Κ). Ας μην αποθαρρύνονται οι λειτουργοί και διάκονοι του Χριστού. Είναι δυνατόν για πολύ να κοπιάζουν και να μην βλέπουν κανένα καρπό ως ανταμοιβή των κόπων τους. Ας εξακολουθούν με επιμέλεια το έργο τους. Μία τελικά επιτυχής ψαριά είναι αρκετή να αποδώσει στο ευαγγελικό δίχτυ πολλών ετών κόπους.
 


Ιω. 21,7    λέγει οὖν ὁ μαθητὴς ἐκεῖνος, ὃν ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς(1), τῷ Πέτρῳ· ὁ Κύριός ἐστι(2). Σίμων οὖν Πέτρος ἀκούσας ὅτι ὁ Κύριός ἐστι, τὸν ἐπενδύτην(3) διεζώσατο(4)· ἦν γὰρ γυμνός(5)· καὶ ἔβαλεν ἑαυτὸν εἰς τὴν θάλασσαν(6)·
Ιω. 21,7    Ο μαθητής εκείνος, τον οποίον αγαπούσε ιδιαιτέρως ο Ιησούς, εθυμήθηκε τότε και άλλην, προ τριών ετών, θαυμαστήν αλιείαν πλήθους ψαριών και λέγει στον Πετρον• “αυτός είναι ο Κυριος”. Οταν, λοιπόν, ο Σιμων Πετρος ήκουσε ότι αυτός που στέκεται εκεί είναι ο Κυριος, έρριξε επάνω του και εζώστηκε τον επενδύτην. Διότι ήτο σχεδόν γυμνός κατά τας ώρας του ψαρέματος. Ερρίφθη εις την θάλασσαν, δια να έλθη όσον ημπορούσε συντομώτερα προς τον Κυριον.
(1) Έχουμε εδώ οπωσδήποτε σαφή ένδειξη, ότι ο μαθητής τον οποίο αγαπούσε ο Ιησούς είναι ο Ιωάννης, εφ’ όσον μεταξύ των παρόντων στην αλιεία αυτή σύμφωνα με το στίχο 2 ήταν και οι γιοι Ζεβεδαίου.
(2) «Μόλις τον αναγνώρισαν πάλι οι μαθητές Πέτρος και Ιωάννης δείχνουν τα ιδιαίτερα γνωρίσματα του χαρακτήρα τους» (Χ). «Είναι πιο διορατικός μεν ο Ιωάννης λόγω της πολλής του καθαρότητας· ενώ πιο θερμός ο Πέτρος, από τη σφοδρότητα της αγάπης του» (Ζ). «Για αυτό ο μεν Ιωάννης πρώτος αναγνώρισε τον Ιησού» (Χ), «επειδή είχε όπως φαίνεται μεγαλύτερη ετοιμότητα πνεύματος και καθαρότητα νου και οξύτητα των ματιών της καρδιάς» (Κ). Η θερμή αγάπη έχει το πρώτο και βεβαιότατο ένστικτο του αντικειμένου που αγαπιέται (Stier). «Ο Πέτρος όμως πρώτος ήλθε σε αυτόν» (Χ), «και τρέχει πριν από τους άλλους… επειδή κατάλαβε ότι θα αργήσει κάπως η άφιξη με το σκάφος· διότι ήταν πάντα θερμός σε προθυμία και δραστήριος στην ευτολμία» (Κ).
(3) Λέγεται μία φορά. «Λένε ότι είναι ένας μικρός χιτώνας χωρίς χέρια, που καλύπτει το σώμα μέχρι τα γόνατα. Είναι συνηθισμένο αυτό σε αυτούς που είναι στη θάλασσα, αφού τους εξασφαλίζει ταυτόχρονα ευκινησία και σεμνότητα στο νερό» (Ζ). Ο επενδύτης ήταν ένα ένδυμα ανάμεσα στο χιτώνα, το εσωτερικό ένδυμα, και το ιμάτιο, το εξωτερικό αντίστοιχο ή μανδύα (g).
(4) «Μόλις λοιπόν τον αναγνώρισε, όλα τα έριξε, και τα ψάρια και τα δίχτυα και ζώστηκε ο Πέτρος. Βλέπεις και την ντροπή και τον πόθο του;»(Χ). «Με το ότι ζώστηκε μεν, απέδειξε την ντροπή· ενώ με το ότι έριξε τον εαυτό του στη θάλασσα, φανέρωσε τον πόθο» (Θφ). Το διεζώσατο σημαίνει ή «ήταν γυμνός μεν από την άλλη στολή του· αλλά φορούσε στο σώμα του μόνο αυτόν [τον επενδύτη] άζωστο… Ζώστηκε όμως αυτόν, από ντροπή προς τον Κύριο» (Ζ), ή, πιο σωστά, σημαίνοντας κατά γράμμα ζώστηκε, εμπερικλείει και τις δύο ιδέες και αυτήν του φόρεσε τον επενδύτη και αυτήν του έζωσε τον εαυτό του (g). Έσφιξε το ένδυμα γύρω του και το έδεσε με ζώνη, για να μην τον εμποδίζει την ώρα που θα διέσχιζε το νερό της θάλασσας (ο).
(5) Πρέπει να εκλάβουμε αυτό με σχετική έννοια. «Διότι είναι ανάρμοστο να είναι αυτός τελείως γυμνός, λόγω της ασχημοσύνης» (Ζ). Χωρίς τον επενδύτη ο Πέτρος ήταν πράγματι γυμνός, εκτός από κάποια ποδιά ή εσώρουχο που επιβάλλει η ευσχημοσύνη. Μπορούμε όμως να δεχτούμε, ότι ο Πέτρος φορούσε πριν από αυτό και τον χιτώνα, διότι η χρήση της ελληνικής λέξης γυμνός επιτρέπει την έννοια αυτή (g). Και στην καθομιλουμένη η λέξη χρησιμοποιείται και με ευρύτερη έννοια. Ο Πέτρος αισθάνθηκε ντροπή στην παρουσία του Διδασκάλου, ενώ πριν ασχολούνταν με τους συμμαθητές με οικειότερο τρόπο (b).
(6) «Αν και βρίσκονταν μακριά από την όχθη διακόσιους πήχεις, αλλά ούτε έτσι περίμενε να έλθει προς αυτόν με το πλοίο, αλλά έφθασε κολυμπώντας» (Χ). Η αγάπη του Ιησού τραβά μέσα από φωτιά και κύματα (b). Η Συριακή μετάφραση του Σινά προσθέτει «καί ἦλθε νηχόμενος (=κολυμπώντας)». Πρόκειται για γλώσσα (παρέμβλητο κείμενο). Και η παράφραση του Νόννου μιλά για τον Πέτρο να κολυμπά. Πιθανότερο όμως φαίνεται, ότι τα νερά ήταν μάλλον αβαθή και ο Πέτρος θα μπορούσε να βαδίζει πάνω στο βυθό. Αυτό συμβιβάζεται και με το «τὸν ἐπενδύτην διεζώσατο». Αλλιώς θα εμποδιζόταν από τον επενδύτη, εάν επρόκειτο να κολυμπά.
 


Ιω. 21,8    οἱ δὲ ἄλλοι μαθηταὶ τῷ πλοιαρίῳ(1) ἦλθον· οὐ γὰρ ἦσαν μακρὰν(2) ἀπὸ τῆς γῆς, ἀλλ᾿ ὡς ἀπὸ(3) πηχῶν διακοσίων(4)· σύροντες τὸ δίκτυον τῶν ἰχθύων.
Ιω. 21,8    Οι άλλοι όμως μαθηταί ήλθαν με το πλοιάριον, διότι δεν απείχαν πολύ από την ξηράν, αλλά περίπου διακόσιες πήχες, δηλαδή εκατό περίπου μέτρα. Και ήλθαν σύροντες το δίκτυ, που ήτο γεμάτο ψάρια.
(1) Δοτική του οργάνου. Πιθανώς δεν είναι αυτό το ίδιο με το πλοίο στο στίχο 3. Πρόκειται ίσως για βάρκα βοηθητικής που ακολουθούσε το πλοίο. Εφ’ όσον το πλοίο δεν μπορούσε να προχωρήσει στα αβαθή νερά, οι μαθητές χρησιμοποίησαν το πλοιάριο (β). Μεγάλη διαφορά μπορεί να σημειωθεί ανάμεσα σε αυτούς και εκείνους τους ευσεβείς στις εκδηλώσεις της τιμής τους και του σεβασμού τους προς τον Κύριο, οι οποίες όμως όλες είναι ευπρόσδεκτες σε αυτόν. Μερικοί υπηρετούν τον Κύριο με πράξεις αφοσίωσης και με έκτακτες εκφράσεις θρησκευτικού ζήλου. Ο Πέτρος δεν πρέπει να επικριθεί, διότι έριξε τον εαυτό του στη θάλασσα, αλλά αντίθετα πρέπει να επαινεθεί για τον ζήλο του και την δύναμη της αγάπης του. Αξιέπαινοι λοιπόν είναι και εκείνοι, οι οποίοι για την αγάπη του Χριστού εγκαταλείπουν τον κόσμο μαζί με τη Μαρία, για να κάτσουν δίπλα στα πόδια του. Άλλοι πάλι υπηρετούν τον Κύριο ανάμεσα στις εγκόσμιες υποθέσεις. Εξακολουθούν να παραμένουν στο πλοίο, να σύρουν το δίχτυ και να το φέρνουν στην ακτή, όπως εδώ οι άλλοι μαθητές. Αλλά και αυτοί δεν πρέπει να επικριθούν ως κοσμικοί, διότι υπηρετούν και αυτοί τον Κύριο «διακονώντας σε τραπέζια». Εάν και οι άλλοι μαθητές έκαναν ό,τι και ο Πέτρος, τι θα γίνονταν τα ψάρια που πιάστηκαν και το δίχτυ τους; Πολλοί δρόμοι οδηγούν τους μαθητές από τη θάλασσα του κόσμου αυτού κοντά στον Κύριο, που στέκεται στην ακτή. Άλλοι οδηγούνται προς αυτόν με βίαιο θάνατο, όπως οι μάρτυρες, οι οποίοι ρίχνονται στη θάλασσα από ζήλο προς τον Χριστό. Άλλοι οδηγούνται προς τον Ιησού με φυσικό θάνατο σέρνοντας το δίχτυ. Και αυτοί όμως και εκείνοι καταφθάνουν στην ήσυχη και ασφαλή ακτή, όπου αναμένει αυτούς ο Χριστός.
(2) Αιτιολογεί ή το γιατί χρησιμοποίησαν πλοιάριο (=τα νερά ήταν αβαθή, διότι η ακτή ήταν κοντά) (β). Ή (εάν το πλοιάριο το πάρουμε ως ταυτόσημο με το πλοίο) δικαιολογεί γιατί έσυραν το δίχτυ προς την ακτή και όχι πάνω στο πλοίο (ο).
(3) Σύμφωνα με μεταγενέστερη στους Ελληνες χρήση μπαίνει μπροστά από τα ονόματα που δηλώνουν τοπική απόσταση. Έτσι και στο ια 18 «ἦν ἐγγὺς ὡς ἀπὸ σταδίων δεκαπέντε» = απείχε δεκαπέντε στάδια (G).
(4) Δηλαδή 105 μέτρα, αφού ο πήχυς ισοδυναμεί με 0,525 του μέτρου (F).
 
    

Ιω. 21,9    ὡς οὖν ἀπέβησαν(1) εἰς τὴν γῆν, βλέπουσιν(2) ἀνθρακιὰν(3) κειμένην καὶ ὀψάριον(4) ἐπικείμενον καὶ ἄρτον(5).
Ιω. 21,9    Αμέσως δε μόλις εβγήκαν εις την ξηράν, βρεγμένοι και πεινασμένοι, βλέπουν αναμμένα κάρβουνα σωρόν και επάνω εις αυτά ψάρι και κοντά εις την φωτιά ψωμί.
(1) Εδώ μόνο συναντιέται στον Ιωάννη· με την ίδια έννοια όμως και στο Λουκ. ε 2, κατά την αφήγηση του ομοίου θαύματος που έγινε κατά το χρόνο της κλήσης των τεσσάρων μαθητών.
(2) Ανέλπιστα (b). Ο ενεστώτας εκφράζει την έκπληξη των μαθητών (F). Όταν αποβιβάστηκαν στην ξηρά μουσκεμένοι και παγωμένοι, κατάκοποι και πεινασμένοι βρήκαν εκεί ανθρακιά, η οποία θα τους θέρμαινε και θα στέγνωνε τα ρούχα τους, και ψάρι και ψωμί, τα οποία ήταν αρκετή προμήθεια για ένα καλό πρωινό φαγητό. Από την περίπτωση αυτή, στην οποία καταφαίνεται η ιδιαίτερη φροντίδα, την οποία ο Χριστός λαμβάνει για τους μαθητές του ενισχυόμαστε και γεμίζουμε από ελπίδα και εμείς. Θα προνοήσει και για μας ο Κύριος στις ανάγκες μας, διότι γνωρίζει ποιά πράγματα έχουμε ανάγκη.
(3) Δεν υπάρχει πουθενά αλλού στην Κ.Δ. και μόνο στον Ιωάννη εδώ και στο ιη 18. Ο Μάρκος και ο Λουκάς χρησιμοποιούν τις λέξεις πυρ και φως (g).
(4) Στο στίχο 10 τα ψάρια που μόλις πιάστηκαν τα αποκαλεί οψάριον. Η λέξη δηλώνει τα νωπά ή και αποξηραμένα ψάρια όπως πιθανότατα στο Ιω. στ 9 (β).
(5) «Που ήταν παραδίπλα σε ιδιαίτερο μέρος» (Ζ). Από πού βρέθηκαν αυτά; Η μόνη λογική εξήγηση «Κατά τρόπο παράδοξο ο Χριστός και φωτιά άναψε και ψάρι έβαλε το οποίο έπιασε εννοείται με δύναμη που δεν μπορεί να εκφραστεί, «διότι δεν τα έκανε αυτά πλέον από ύλη που προϋπήρχε, όπως ακριβώς πριν στην έρημο από τα πέντε ψωμιά και τα δύο ψάρια» (Θφ), αλλά κατά τρόπο θαυμαστό και αυτό» (Κ)· «τα έφτιαξε οπωσδήποτε όλα όχι από προϋπάρχοντα στοιχεία, ώστε και από εδώ να δείξει την δύναμή του, και επειδή ήταν κουρασμένοι να τους δυναμώσει με πολλή στοργή με τροφή» (Ζ). Τι συμβόλιζε αυτό το πρωινό; Εάν αυτή εδώ η αλιεία είναι για τους μαθητές το σύμβολο και η εγγύηση της επιτυχίας του κηρύγματός τους, το πρωινό είναι αναμφίβολα το έμβλημα της πνευματικής επιστασίας και βοήθειας, πάνω στην οποία μπορούν αυτοί να υπολογίζουν εκ μέρους του δοξασμένου Κυρίου τους σε όλη τη διάρκεια αυτού του έργου τους (g). Η φωτιά και το ψάρι και ο άρτος δηλώνουν την από την Πρόνοια προμήθεια σε κάθετί που θα τους χρειαζόταν. Και η μεγάλη αλήθεια, που συμβολίζεται εδώ, επαναλήφθηκε και στην περιληπτική ευλογία: «Να, εγώ είμαι μαζί σας όλες τις ημέρες έως τη συντέλεια του αιώνος» (Ματθ. κη 20) (ο).
Ή, λιγότερο πιθανώς. «Τους διδάσκει δηλαδή, ότι μετά από τους κόπους και τους ιδρώτες χάριν αυτών που καλέστηκαν και σώθηκαν, θα καθίσουν πάλι μαζί με αυτόν… και θα είναι για πάντα μαζί του, και θα είναι δίπλα τους η ανέκφραστη απόλαυση, η οποία είναι εννοείται πνευματική και θεία και πάνω από το νου μας» (Κ).
 


Ιω. 21,10    λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· ἐνέγκατε ἀπὸ τῶν ὀψαρίων ὧν ἐπιάσατε νῦν(1).
Ιω. 21,10    Λέγει εις αυτούς ο Ιησούς• “φέρτε και από τα ψάρια, που επιάσατε τώρα”.
(1) «Σαν να ξέρει ότι έπιασαν, λέει… και για να μην φανεί το πράγμα ότι είναι φαντασία, και ώστε, αφού δουν και το πλήθος και το μέγεθος των ψαριών, και το πώς δεν σχίστηκε το δίχτυ, να θαυμάσουν περισσότερο» (Ζ). Έτσι οι μαθητές θα μπορούσαν να καταλάβουν και ότι το ψάρι εκείνο ήταν πραγματικό όπως και τα άλλα ψάρια που έπιασαν (b). Επιπλέον τα από τον Ιησού προσφερόμενα τρόφιμα έπρεπε να συμπληρωθούν και από τα προϊόντα της αλιείας τους. Η λεπτομέρεια αυτή θα ήταν απολύτως ακατανόητη, εάν όλη αυτή η σκηνή δεν είχε συμβολικό χαρακτήρα. Ο Ιησούς θέλει να διδάξει αυτούς, ότι θα ασχολείται με τις ανάγκες τους, αλλά μαζί με την ευλογία και επιστασία του πρέπει να συντρέχει και η δική τους πιστή εργασία (g). «Σχεδόν θέλει να σημάνει ο Χριστός αυτό που λέγεται στους Ψαλμούς (ρκζ 2), ότι· Τους καρπούς των κόπων σου θα φας» (Κ). Το πρωινό λοιπόν, το οποίο τώρα προσφέρεται στους επτά μαθητές, αποτελείται μέρος μεν από εκείνο, το οποίο ο ίδιος ο Κύριος με θαυμαστό τρόπο παρουσίασε έτοιμο, και μέρος από τον καρπό του προσωπικού τους κόπου. Αυτό συμβολίζει, ότι ο Κύριος παρέχει σε μας αναψυχή για την διακονία, την οποία του προσφέρουμε, με δωρεές, οι οποίες προέρχονται μέρος μεν άμεσα από αυτόν, μέρος δε από τον δικό μας κόπο, που καταβάλλεται κάτω από την καθοδήγησή του. Όλα όμως είναι δικά του. Διότι και όλος ο καρπός του κόπου μας δεν είναι δικός μας, αλλά προέρχεται από την ευλογία του. Τότε λοιπόν θα απολαμβάνουμε αυτά δίκαια και σωστά, όταν δεχόμαστε αυτά με ευγνωμοσύνη σαν να παρέχονται από το χέρι του (τ).
 


Ιω. 21,11    ἀνέβη Σίμων Πέτρος(1) καὶ εἵλκυσε τὸ δίκτυον ἐπὶ τῆς γῆς(2), μεστὸν ἰχθύων μεγάλων ἑκατὸν πεντήκοντα τριῶν(3)· καὶ τοσούτων ὄντων οὐκ ἐσχίσθη τὸ δίκτυον(4).
Ιω. 21,11    Ανέβηκε ο Σιμων Πετρος στο πλοιάριον και ετράβηξε εις την ξηράν το δίκτυ, γεμάτο από εκατόν πενήντα τρία μεγάλα ψάρια. Και ενώ τόσον πολλά και μεγάλα ήσαν τα ψάρια, δεν εσχίσθηκε το δίκτυον.
(1) «Ανέβηκε στο πλοίο ως εμπειρότερος και τον ακολούθησαν εννοείται και οι άλλοι» (Ζ). Με τη βοήθεια μεν των συμμαθητών τράβηξε το δίχτυ, αυτός όμως διηύθυνε το έργο (g). Ο σιναϊτικός και ένας άλλος από τους μεγαλογράμματους κώδικες γράφουν Ενέβη.
(2) Αρκετά μαρτυρημένη γραφή: Εἰς τήν γῆν.
(3) Ερμηνεύτηκε αλληγορικά με διάφορους τρόπους: «Το μεν εκατό… σημαίνει το σύνολο των εθνών· διότι ο αριθμός εκατό είναι πληρέστατος αφού αποτελείται από δέκα δεκάδες· διότι και ο ίδιος ο Κύριος… άλλοτε μεν λέει ότι είναι εκατό τα πρόβατα που έχει, δηλώνοντας με αυτό ότι τα λογικά κτίσματα είναι τέλεια στον αριθμό, άλλοτε πάλι λέει ότι η άριστη γη θα καρποφορήσει εκατό φορές… Τον αριθμό πενήντα πάλι τον βάζει για να εννοήσουμε κατά κάποιο τρόπο το εκλεγμένο υπόλειμμα της χάριτος από τους Ισραηλίτες, διότι είναι το μισό του εκατό τα πενήντα, και υπολείπεται του τέλειου στον αριθμό. Τα τρία επίσης μπορούν να δηλώνουν την αγία… Τριάδα, στη δόξα της οποίας αφιερώνεται και θεωρείται συνδεδεμένη η ζωή αυτών που με την πίστη ψαρεύτηκαν» (Κ). Ή, το ίδιο απίθανη: «Εάν ζητήσουμε αριθμό που δείχνει το νόμο, ποιόν άλλον θα καθορίζαμε παρά τον δέκα; Διότι έχουμε απόλυτη βεβαιότητα, ότι ο Δεκάλογος δηλαδή οι γνωστές σε όλους δέκα εντολές, γράφτηκαν πρώτα με το δάχτυλο του Θεού στις δύο πλάκες… Αλλά όταν η χάρη προστέθηκε στο νόμο, δηλαδή το πνεύμα στο γράμμα, κατά κάποιο τρόπο προστέθηκε στον αριθμό δέκα ο επτά. Διότι ο επτά διαπιστώνεται από τεκμήρια… σημαίνει το άγιο Πνεύμα… Ο Θεός αγίασε την έβδομη ημέρα, στην οποία κατέπαυσε από τα έργα του… Και ο προφήτης Ησαΐας… εφιστά την προσοχή μας στο επταδικό έργο ή τα επτά χαρίσματα του Πνεύματος [Ησ. Ια 2,3]… Και τι λέει η Αποκάλυψη; Δεν ονομάζονται και εκεί αυτά επτά Πνεύματα του Θεού [Αποκ. γ 1], ενώ είναι ένα μόνο και το αυτό Πνεύμα που διαιρεί στον καθένα διάφορα χαρίσματα, όπως θέλει… Συνεπώς, όταν στον αριθμό δέκα, που παριστάνει το νόμο, προσθέσουμε το άγιο Πνεύμα, που παριστάνεται από το επτά, έχουμε δέκα επτά. Και όταν χρησιμοποιήσουμε τον αριθμό αυτόν για να προσθέσουμε κάθε έναν από τους διάφορους αριθμούς, τους οποίους περιλαμβάνει, από τι 1 μέχρι το 17 [δηλαδή 1+2+3+4+5+6… +16=136] το άθροισμα θα είναι 136. Αν προσθέσουμε στο άθροισμα αυτό και τον 17 θα έχουμε τον αριθμό των ψαριών… Έτσι με το ζωοποιό Πνεύμα το γράμμα δεν σκοτώνει πλέον, αλλά ό,τι παραγγέλεται από το νόμο, εκπληρώνεται με τη βοήθεια του Πνεύματος και αν υπάρξει κάποια έλλειψη συγχωρείται. Όλοι λοιπόν όσοι συμμετέχουν σε τέτοια χάρη συμβολίζονται από τον αριθμό αυτόν. Ο αριθμός αυτός επιπλέον έχει 3 φορές τον αριθμό 50 και επιπροσθέτως τον αριθμό 3 σε αναφορά με το μυστήριο της Τριάδας· την ώρα που ο αριθμός 50 γίνεται με πολλαπλασιασμό του 7 επί 7 με προσθήκη του ένα… Και το ένα προστίθεται για να δηλώσει, ότι ένα είναι αυτό που εκφράζεται με την επταπλή ενέργειά του» δηλαδή το Πνεύμα (Αυ). Ή και κάπως πιθανώς ο Ιερώνυμος σημειώνει: Εκείνοι οι οποίοι έγραψαν για τη φύση