Τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρός ἡμῶν
Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου
1. Εἶναι κατάλληλη στιγμή σήμερα ν᾿ ἀναφωνήσουμε ὅλοι ἐμεῖς ἐκεῖνο πού εἶπε ὁ μακάριος Δαυΐδ.«Ποιός μπορεῖ νά διηγηθεῖ τή δύναμη τοῦ Κυρίου, νά ἐξυμνήσει ὅλες τίς δόξες του;» (Ψαλμ. 105, 2). Νά λοιπόν ἔφθασε ἡ ποθητή γιά μᾶς καί σωτήρια ἑορτή, ἡ ἀναστάσιμη ἡμέρα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἡ προϋπόθεση τῆς εἰρήνης, ἡ ἀφορμή τῆς συμφιλίωσης, ἡ ἐξαφάνιση τῶν πολέμων, ἡ κατάργηση τοῦ θανάτου, ἡ ἥττα τοῦ διαβόλου. Σήμερα οἱ ἄνθρωποι ἀναμείχθηκαν μέ τούς ἀγγέλους καί αὐτοί πού ἔχουν σῶμα προσφέρουν τή δοξολογία τους μαζί μέ τίς ἀσώματες δυνάμεις. Σήμερα καταργεῖται ἡ ἐξουσία τοῦ διαβόλου, σήμερα λύθηκαν τά δεσμά τοῦ θανάτου, ἐξαφανίσθηκε ἡ νίκη τοῦ ἅδη. Σήμερα εἶναι εὐκαιρία νά ποῦμε τά προφητικά ἐκεῖνα λόγια. «Ποῦ εἶναι, θάνατε, τό κεντρί σου; ποῦ εἶναι, ἅδη, ἡ νίκη σου;» (Α´ Κορ. 15, 55). Σήμερα ὁ Κύριός μας ὁ Χριστός συνέτριψε τίς χάλκινες πύλες καί ἐξαφάνισε τόν ἴδιο τό θάνατο.
Καί γιατί λέγω τόν ἴδιο τό θάνατο; Ἄλλαξε τό ὄνομά του, γιατί δέ λέγεται πιά θάνατος, ἀλλά κοίμηση καί ὕπνος. Γιατί πρίν ἀπό τόν ἐρχομό τοῦ Χριστοῦ καί τή φροντίδα του γιά τόν ἄνθρωπο μέ τή σταύρωσή Του, ἦταν φοβερό καί τό ἴδιο τό ὄνομα τοῦ θανάτου. Γιατί ὁ πρῶτος ἄνθρωπος, ἀφοῦ δημιουργήθηκε, καταδικαζόταν ν᾿ ἀκούει αὐτό, σάν μιά κάποια μεγάλη τιμωρία.«Τήν ἡμέρα πού θά φάγεις, θά πεθάνεις ὁπωσδήποτε» (Γέν. 2, 17). Καί ὁ μακάριος Ἰώβ μ᾿ αὐτό τό ὄνομα τόν ὀνόμασε, λέγοντας.«Ὁ θάνατος εἶναι ἀνάπαυση στόν ἄνθρωπο» (Ἰώβ 3, 23). Καί ὁ προφήτης Δαυΐδ ἔλεγε.«Ὁ θάνατος τῶν ἁμαρτωλῶν εἶναι κακός» (Ψαλμ. 33, 22). Καί ὀνομαζόταν ὄχι μόνο θάνατος ὁ χωρισμός τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα, ἀλλά καί ἅδης. Ἄκουσε λοιπόν τόν πατριάρχη Ἰακώβ πού λέγει.«Θά κατεβάσετε τά γηρατειά μου μέ λύπη στόν ἅδη» (Γεν. 42, 38). Ἄκουσε πάλι τόν προφήτη.«Ἄνοιξε πολύ τό στόμα του ὁ ἅδης» (Ἠσ. 5, 14). Καί ἄκουσε πάλι ἄλλον προφήτη πού λέγει.«Θά μέ σώσει ἀπό τόν κατώτατο ἅδη» (Ψαλμ. 85 13). Καί σέ πολλά σημεῖα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης θά βρεῖς νά ὀνομάζεται θάνατος καί ἅδης ἡ ἀναχώρηση ἀπό τήν παρούσα ζωή. Ἀφ᾿ ὅτου ὅμως ὁ Χριστός, ὁ Θεός μας, προσφέρθηκε θυσία καί ἀναστήθηκε, ἔβγαλε ἀπό τή μέση καί αὐτές τίς ὀνομασίες ὁ φιλάνθρωπος Κύριος καί ἔφερε καινούρια καί παράξενη συμπεριφορά στή ζωή μας. Γιατί ἀντί γιά θάνατος λέγεται στό ἑξῆς κοίμηση καί ὕπνος ἡ ἀναχώρηση ἀπό τήν παρούσα ζωή.
Καί ἀπό ποῦ εἶναι φανερό αὐτό; Ἄκουσε τόν ἴδιο τό Χριστό πού λέγει.«Ὁ φίλος μας Λάζαρος ἔχει κοιμηθεῖ, ὅμως πηγαίνω νά τόν ξυπνήσω» (Ἰω. 11, 11). Ὅπως λοιπόν εἶναι εὔκολο σ᾿ ἐμᾶς νά ξυπνήσουμε καί νά σηκώσουμε ἐπάνω ἐκεῖνον πού κοιμᾶται, ἔτσι καί στόν Κύριο ὅλων μας εἶναι εὔκολο τό νά ἀναστήσει νεκρό. Καί ἐπειδή ἦταν καινούρια καί παράξενα τά λόγια του, οὔτε οἱ μαθητές τά κατάλαβαν, ὥσπου συγκαταβαίνοντας στήν ἀδυναμία τους τά εἶπε πιό καθαρά. Καί ὁ διδάσκαλος τῆς οἰκουμένης, ὁ μακάριος Παῦλος, γράφοντας στούς Θεσσαλονικεῖς, λέγει.«Δέ θέλω νά ἔχετε ἄγνοια γιά ἐκείνους πού ἔχουν κοιμηθεῖ, γιά νά μή λυπᾶστε, ὅπως καί οἱ ἄλλοι πού δέν ἔχουν ἐλπίδα» (Α´ Θεσ. 4, 13). Καί ἀλλοῦ πάλι.«Συνεπῶς καί ἐκεῖνοι πού κοιμήθηκαν μέ τήν πίστη στό Χριστό, χάθηκαν» (Α´ Κορ. 15, 18). Καί πάλι.«Ἐμεῖς οἱ ζωντανοί, πού ἀπομείναμε στή ζωή, δέ θά προφθάσουμε ἐκείνους πού κοιμήθηκαν» (Α´ Θεσ. 4, 15). Καί ἀλλοῦ πάλι λέγει.«Γιατί ἄν πιστεύουμε καί ὅτι ὁ Ἰησοῦς πέθανε καί ἀναστήθηκε, ἔτσι πρέπει νά πιστεύουμε ὅτι ὁ Θεός θά φέρει μαζί του ἐκείνους πού κοιμήθηκαν» (Α´ Θεσ. 4, 14).
2. Εἶδες ὅτι παντοῦ ἀπό τότε ὁ θάνατος ὀνομάζεται κοίμηση καί ὕπνος; καί ὅτι ἐκεῖνος πού πρίν εἶχε φοβερό ὄνομα, τώρα γίνεται εὐκαταφρόνητος μετά τήν ἀνάσταση; Εἶδες ὅτι εἶναι λαμπρό τό τρόπαιο τῆς ἀνάστασης; Μέ αὐτήν ἔχουν ἔρθει σ᾿ ἐμᾶς τά ἄπειρα ἀγαθά, μέ αὐτήν διαλύθηκε ἡ ἀπάτη τῶν δαιμόνων, μέ αὐτήν περιγελοῦμε τό θάνατο. Μέ τήν ἀνάσταση περιφρονοῦμε τήν παρούσα ζωή, μέ αὐτήν ἐπιθυμοῦμε σφοδρά τά μέλλοντα ἀγαθά. Μέ αὐτήν, ἐνῶ ἔχουμε σῶμα, δέν ἔχουμε τίποτε λιγότερο ἀπό τίς ἀσώματες δυνάμεις, ἐάν θέλουμε. Σήμερα ἔγινε ἡ λαμπρή μας νίκη. Σήμερα ὁ Κύριός μας, ἀφοῦ ἔστησε τό τρόπαιο τῆς νίκης του ἐναντίον τοῦ θανάτου καί διέλυσε τήν ἐξουσία τοῦ διαβόλου, μᾶς χάρισε μέ τήν ἀνάστασή του τό δρόμο γιά τή σωτηρία μας. Ἄς χαιρόμαστε λοιπόν ὅλοι, ἄς χορεύουμε, ἄς εὐφραινόμαστε. Γιατί, ἄν καί ὁ Κύριός μας νίκησε καί ἔστησε τό τρόπαιο, εἶναι δική μας ὅμως ἡ εὐφροσύνη καί ἡ χαρά. Γιατί ὅλα τά ἔκαμε γιά τήν δική μας σωτηρία, καί μέ ἐκεῖνα τά μέσα πού μᾶς πολέμησε ὁ διάβολος, μέ τά ἴδια τόν νίκησε ὁ Χριστός.
Τά ἴδια τά ὅπλα πῆρε ὁ Χριστός, καί μέ αὐτά τόν νίκησε. Καί ἄκουσε μέ ποιό τρόπο. Ἡ παρθένος καί τό ξύλο καί ὁ θάνατος ἦταν τά σύμβολα τῆς ἥττας μας. Καί πράγματι ἡ Εὔα ἦταν παρθένος, ἀφοῦ δέ γνώριζε ἀκόμη ἄνδρα, ὅταν ἐξαπατήθηκε. Ξύλο ἦταν τό δένδρο, θάνατος ἡ τιμωρία στόν Ἀδάμ. Εἶδες πῶς τά σύμβολα τῆς ἥττας μας ἦταν παρθένος καί ξύλο καί θάνατος; Πρόσεχε λοιπόν πῶς αὐτά ἔγιναν πάλι τά σύνεργα τῆς νίκης μας. Στή θέση τῆς Εὔας εἶναι ἡ Μαρία. Στή θέση τοῦ ξύλου γιά τή γνώση τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ, εἶναι τό ξύλο τοῦ σταυροῦ. Στή θέση τοῦ θανάτου τοῦ Ἀδάμ, εἶναι ὁ θάνατος τοῦ Κυρίου. Εἶδες ὅτι μ᾿ αὐτά πού μας νίκησε, μέ τά ἴδια νικήθηκε; Κοντά στό δένδρο νίκησε τόν Ἀδάμ ὁ διάβολος. Κοντά στό σταυρό νίκησε τό διάβολο ὁ Χριστός. Καί τό ξύλο ἐκεῖνο ἔστελνε στόν ἅδη, τό ξύλο ὅμως αὐτό, δηλαδή τό ξύλο τοῦ σταυροῦ, ξανάφερε πάλι ἀπό τόν ἅδη καί αὐτούς πού πέθαναν. Καί ἐκεῖνο ἔκρυβε τόν νικημένο σάν αἰχμάλωτο καί γυμνό, αὐτό ὅμως ἔδειχνε σ᾿ ὅλους τόν νικητή γυμνό, καρφωμένο στά ψηλά. Καί ὁ θάνατος τοῦ Ἀδάμ καταδίκαζε καί αὐτούς πού ἔζησαν ὕστερα ἀπό αὐτόν, ὁ θάνατος ὅμως τοῦ Χριστοῦ ἀνάστησε πραγματικά καί αὐτούς πού ἔζησαν πρίν ἀπό αὐτόν. «Ποιός μπορεῖ νά διηγηθεῖ τή δύναμη τοῦ Κυρίου, νά ἐξυμνήσει ὅλες τίς δόξες του;». Ἀπό θνητοί ἔχουμε γίνει ἀθάνατοι, ἀπό νεκροί ἀναστηθήκαμε, ἀπό νικημένοι γίναμε νικητές.
3. Αὐτά εἶναι τά κατορθώματα τοῦ σταυροῦ, αὐτά ἀποτελοῦν τήν πιό μεγάλη ἀπόδειξη τῆς ἀνάστασης. Σήμερα χορεύουν οἱ ἄγγελοι καί ἀγάλλονται ὅλες οἱ οὐράνιες δυνάμεις, ἐπειδή χαίρονται γιά τή σωτηρία ὅλου τοῦ ἀνθρώπινου γένους. Γιατί, ἄν γίνεται χαρά στόν οὐρανό καί τή γῆ, ὅταν μετανοεῖ ἕνας ἁμαρτωλός, πολύ περισσότερο θά γίνεται γιά τή σωτηρία ὅλης τῆς οἰκουμένης. Σήμερα ἀφοῦ ἐλευθέρωσε τό ἀνθρώπινο γένος ἀπό τήν ἐξουσία τοῦ διαβόλου, τό ξανάφερε στήν προηγούμενη τιμητική του θέση. Ὅταν λοιπόν δῶ ὅτι ἡ ἐκλεκτή προσφορά μας νίκησε τόσο πολύ τό θάνατο, δέ φοβοῦμαι πιά, δέν τρέμω πιά τόν πόλεμο. Οὔτε βλέπω στήν ἀδυναμία μου, ἀλλά προσέχω στήν ἀνέκφραστη δύναμη ἐκείνου πού πρόκειται νά γίνει σύμμαχός μου. Γιατί ἐκεῖνος πού νίκησε τήν ἐξουσία τοῦ θανάτου καί τοῦ ἀφαίρεσε ὅλη του τή δύναμη, τί δέ θά κάμνει στό ἑξῆς γιά τό γένος πού εἶναι ὅμοιό του, τή μορφή τοῦ ὁποίου ἀπό τή μεγάλη του φιλανθρωπία θεώρησε ἄξιο νά πάρει, καί μ᾿ αὐτήν νά παλέψει μέ τό διάβολο; Σήμερα παντοῦ στήν οἰκουμένη ἐπικρατεῖ χαρά καί πνευματική εὐφροσύνη. Σήμερα ὅλοι οἱ ἄγγελοι καί ὅλες οἱ οὐράνιες δυνάμεις ἀγάλλονται γιά τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.
Σκέψου λοιπόν, ἀγαπητέ μου, πόσο μεγάλη εἶναι ἡ χαρά, ἀφοῦ καί οἱ οὐράνιες δυνάμεις ἑορτάζουν μαζί μας, γιατί χαίρονται μαζί μας γιά τά δικά μας ἀγαθά. Γιατί ἄν καί εἶναι δική μας ἡ χάρη πού ἔδωσε ὁ Κύριος, εἶναι ὅμως καί δική τους ἡ εὐχαρίστηση. Γι᾿ αὐτό δέν ντρέπονται νά ἑορτάσουν μαζί μας. Καί γιατί λέγω, ὅτι οἱ σύνδουλοί μας δέν ντρέπονται νά ἑορτάσουν μαζί μας; Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, πού εἶναι δικός τους καί δικός μας, δέν ντρέπεται νά ἑορτάσει μαζί μας. Καί γιατί εἶπα, δέν ντρέπεται; Αὐτός μάλιστα ἐπιθυμεῖ νά ἑορτάσει μαζί μας. Ἀπό ποῦ εἶναι φανερό αὐτό; Ἄκουσε τόν ἴδιο πού λέγει.«Ἐπιθύμησα πολύ νά φάγω αὐτό τό Πάσχα μαζί σας» (Λουκ. 22, 15). Ἐάν ὅμως ἐπιθύμησε νά φάγει τό Πάσχα, εἶναι φανερό ὅτι ἐπιθυμεῖ καί νά ἑορτάσει μαζί μας. Ὅταν λοιπόν βλέπεις ὅτι ὄχι μόνο οἱ ἄγγελοι καί ὅλες οἱ οὐράνιες δυνάμεις, ἀλλά καί ὁ Κύριος τῶν ἀγγέλων ἑορτάζει μαζί μας, τί σοῦ λείπει πιά γιά νά χαίρεσαι πολύ; Κανένας λοιπόν ἄς μήν εἶναι θλιμμένος σήμερα ἐξ αἰτίας τῆς φτώχειας του, γιατί σήμερα εἶναι ἑορτή πνευματική.
Ἄς μήν ὑπερηφανεύεται κανένας πλούσιος γιά τόν πλοῦτο του, γιατί δέν μπορεῖ νά προσφέρει τίποτε στήν ἑορτή αὐτή ἀπό τά χρήματά του. Στίς ἑορτές βέβαια ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἐννοῶ τίς κοσμικές, ὅπου γίνεται μεγάλη ἐπίδειξη καί τῆς ἐξωτερικῆς περιβολῆς καί τῆς πολυτέλειας στά τραπέζια, δικαιολογημένα ἐκεῖ θά εἶναι ὁ φτωχός στενοχωρημένος καί θλιμμένος, καί ὁ πλούσιος χαρούμενος καί εὐχαριστημένος. Γιατί ὅμως; Γιατί ὁ πλούσιος φορᾶ λαμπρά ροῦχα καί προσφέρει πλουσιότερο τραπέζι, ὁ φτωχός ὅμως ἐμποδίζεται ἀπό τή φτώχεια του νά δείξει τήν ἴδια γενναιοδωρία. Ἐδῶ ὅμως δέ συμβαίνει τίποτε τέτοιο, ἀλλά λείπει κάθε τέτοια διάκριση καί ὑπάρχει ἕνα τραπέζι καί γιά τόν πλούσιο καί γιά τό φτωχό, καί γιά τό δοῦλο καί γιά τόν ἐλεύθερο. Καί ἄν εἶσαι πλούσιος, δέν ἔχεις τίποτε περισσότερο ἀπό τό φτωχό. Καί ἄν εἶσαι φτωχός, δέν ἔχεις τίποτε λιγότερο ἀπό τόν πλούσιο, οὔτε θά ἐλαττωθεῖ ἡ πνευματική σου εὐωχία ἐξ αἰτίας τῆς φτώχειας σου. Γιατί ἡ χάρη εἶναι τοῦ Θεοῦ καί δέν ξεχωρίζει τά πρόσωπα. Καί γιατί λέγω, ὅτι τό ἴδιο τραπέζι βρίσκεται μπροστά στόν πλούσιο καί στό φτωχό; Καί σ᾿ αὐτόν πού ἔχει τό βασιλικό στέμμα καί φορᾶ τή βασιλική πορφύρα, πού ἔχει ἀναλάβει τήν ἐξουσία τῆς οἰκουμένης, καί στό φτωχό πού κάθεται γιά ἐλεημοσύνη, ὑπάρχει τό ἴδιο τραπέζι.
Τέτοια λοιπόν εἶναι τά πνευματικά δῶρα. Δέ διαιροῦν τήν κοινωνία ἀνάλογα μέ τή διάθεση καί τίς σκέψεις τοῦ καθενός. Μέ τό ἴδιο θάρρος καί τήν ἴδια τιμή ὁρμοῦν καί ὁ βασιλιάς καί ὁ φτωχός γιά ν᾿ ἀπολαύσουν καί νά κοινωνήσουν τά θεῖα αὐτά μυστήρια. Καί γιατί λέγω, μέ τήν ἴδια τιμή; Πολλές φορές ὁ φτωχός ἔρχεται μέ περισσότερο θάρρος. Γιατί λοιπόν γίνεται αὐτό; Γιατί τό βασιλιά, πού εἶναι κυκλωμένος ἀπό φροντίδες καί περιστοιχισμένος ἀπό πολλά ζητήματα, σάν νά εἶναι μέσα σέ πέλαγος, ἔτσι ἀπό παντοῦ τόν κτυποῦν τά κύματα συνεχῶς καί τόν καταστρέφουν τά πολλά ἁμαρτήματα. Ὁ φτωχός ὅμως, ἀπαλλαγμένος ἀπ᾿ ὅλα αὐτά, καί φροντίζοντας μόνο γιά τήν ἀπαραίτητη τροφή του, καί κάμνοντας μιά ἀμέριμνη καί ἥσυχη ζωή, σάν νά κάθεται σέ λιμάνι καί γαλήνη, πλησιάζει μέ πολλή εὐλάβεια τό τραπέζι.
4. Καί ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλά καί ἀπό πολλά ἄλλα προέρχονται διάφορες στενοχώριες σ᾿ ἐκείνους πού ἀσχολοῦνται μέ τίς κοσμικές ἑορτές. Γιατί ἐκεῖ πάλι ὁ φτωχός εἶναι στενοχωρημένος καί ὁ πλούσιος χαρούμενος, ὄχι μόνο γιά τό τραπέζι καί τήν πολυτέλεια, ἀλλά καί γιά τά πολυτελή ροῦχα καί τή φανταστική ἐμφάνισή τους. Ἐκεῖνο λοιπόν πού παθαίνουν στό τραπέζι, αὐτό παθαίνουν καί στά ροῦχα. Ὅταν λοιπόν δεῖ τόν πλούσιο ὁ φτωχός νά φορᾶ πολυτελέστερη στολή, τόν κυριεύει μεγάλη λύπη, θεωρεῖ τόν ἑαυτό του δυστυχισμένο, ξεστομίζει πολλές κατάρες. Ἐδῶ ὅμως καί αὐτή ἡ στενοχώρια ἐξαφανίζεται, γιατί ἕνα εἶναι τό ἔνδυμα τῆς σωτηρίας γιά ὅλους. Καί φωνάζει ὁ Παῦλος λέγοντας: «Ὅσοι βαπτισθήκατε στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ντυθήκατε τό Χριστό» (Γαλ. 3, 27).
Ἄς μήν προσβάλλουμε λοιπόν αὐτήν τήν ἑορτή, σᾶς παρακαλῶ, ἀλλά ἄς ἀποκτήσουμε φρόνημα ἄξιο ἐκείνων πού μᾶς δώρησε ἡ χάρη τοῦ Χριστοῦ. Ἄς μήν παραδοθοῦμε στή μέθη καί στήν πολυφαγία, ἀλλ᾿, ἀφοῦ κατανοήσουμε τή γενναιοδωρία τοῦ Κυρίου μας, καί ὅτι τίμησε τό ἴδιο καί τούς πλούσιους καί τούς φτωχούς καί τούς δούλους καί τούς ἐλεύθερους, καί ἔστειλε σ᾿ ὅλους τήν ἴδια χάρη, ἄς ἀμείψουμε τόν εὐεργέτη γιά τήν ἀγάπη του πού δείχνει σ᾿ ἐμᾶς. Καί ἀμοιβή ἱκανοποιητική εἶναι συμπεριφορά πού ἀρέσει σ᾿ Αὐτόν καί ψυχή νηφάλια καί ἄγρυπνη. Αὐτή ἡ ἑορτή καί πανήγυρη δέ χρειάζεται χρήματα, οὔτε ἔξοδα, ἀλλά διάθεση μόνο καί καθαρή σκέψη. Τίποτε τό ὑλικό δέν μποροῦμε νά ὠφεληθοῦμε ἐδῶ, ἀλλ᾿ ὅλα τά πνευματικά, τήν ἀκρόαση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, τίς εὐχές τῶν πατέρων, τίς εὐλογίες τῶν ἱερέων, τήν κοινωνία τῶν θείων καί ἀπόρρητων μυστηρίων, τήν εἰρήνη καί τήν ὁμόνοια, καί δῶρα πνευματικά καί ἄξια τῆς γενναιοδωρίας ἐκείνου πού τά δωρίζει.
Ἄς ἑορτάσουμε λοιπόν τήν ἑορτή αὐτή κατά τήν ὁποία ἀναστήθηκε ὁ Κύριος. Γιατί ἀναστήθηκε καί ἀνέστησε μαζί του τήν οἰκουμένη. Καί αὐτός βέβαια ἀναστήθηκε, ἀφοῦ ἔσπασε τά δεσμά τοῦ θανάτου, ἐμᾶς ὅμως μᾶς ἀνέστησε ἀφοῦ διέλυσε τούς σωρούς τῶν ἁμαρτιῶν μας. Ἁμάρτησε ὁ Ἀδάμ καί πέθανε, δέν ἁμάρτησε ὁ Χριστός καί πέθανε. Καινούριο καί παράδοξο πράγμα. Ἐκεῖνος ἁμάρτησε καί πέθανε, αὐτός δέν ἁμάρτησε καί πέθανε. Γιά ποιό λόγο καί γιά ποιό σκοπό; Γιά νά μπορέσει ἐκεῖνος πού ἁμάρτησε καί πέθανε νά ἐλευθερωθεῖ ἀπό τά δεσμά τοῦ θανάτου μέ τή βοήθεια ἐκείνου πού δέν ἁμάρτησε καί πέθανε. Ἔτσι γίνεται πολλές φορές καί σ᾿ ἐκείνους πού ὀφείλουν χρήματα. Ὀφείλει κάποιος χρήματα σέ κάποιον καί δέν μπορεῖ νά τά ἐπιστρέψει, καί γι᾿ αὐτό φυλακίζεται. Κάποιος ἄλλος πού δέν ὀφείλει, ἀλλά πού μπορεῖ νά τά ἐπιστρέψει, ἀφοῦ τά δώσει ἐλευθερώνει τόν ὑπεύθυνο. Ἔτσι ἔγινε καί στόν Ἀδάμ καί στό Χριστό. Χρεωστοῦσε ὁ Ἀδάμ τό θάνατο, καί τόν κρατοῦσε φυλακισμένο ὁ διάβολος. Δέ χρεωστοῦσε ὁ Χριστός, οὔτε τόν κρατοῦσε ὁ διάβολος. Ἦρθε καί κατέθεσε τό θάνατό του γιά χάρη τοῦ φυλακισμένου, μέ σκοπό νά τόν ἐλευθερώσει ἀπό τά δεσμά τοῦ θανάτου. Εἶδες τά κατορθώματα τῆς ἀνάστασης; εἶδες τή φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου; εἶδες τό μέγεθος τῆς φροντίδας του;
Ἄς μή γινόμαστε λοιπόν ἀχάριστοι πρός αὐτόν τόν τόσο μεγάλο εὐεργέτη, οὔτε ἐπειδή πέρασε ἡ νηστεία νά γίνουμε πιό ἀδιάφοροι. Ἀλλά τώρα ἄς φροντίζουμε τήν ψυχή μας περισσότερο ἀπό προηγουμένως, γιά νά μή γίνει πιό ἀδύνατη, ἐπειδή παχαίνει τό σῶμα μας, γιά νά μή παραμελοῦμε τήν οἰκοδέσποινα φροντίζοντας τή δούλη. Γιατί ποιό εἶναι τό ὄφειλος, πές μου, νά σκάνουμε ἀπό τήν πολυφαγία καί νά ξεπερνᾶμε τό μέτρο; Αὐτό καί τό σῶμα καταστρέφει καί τήν εὐγένεια τῆς ψυχῆς ζημιώνουμε. Ἀλλά ἄς μᾶς ἱκανοποιοῦν τά λίγα καί τά ἀπαραίτητα, γιά νά ξεπληρώσουμε ἐκεῖνο πού πρέπει καί στήν ψυχή καί στό σῶμα, γιά νά μή σκορπίσουμε ἀμέσως ἐκεῖνα πού συγκεντρώσαμε ἀπό τή νηστεία. Μήπως λοιπόν σᾶς ἐμποδίζω νά ἀπολαμβάνετε τά φαγητά καί νά διασκεδάζετε; Δέν ἐμποδίζω αὐτά, ἀλλά συμβουλεύω νά γίνονται τά ἀπαραίτητα, καί νά σταματήσουμε τήν πολλή διασκέδαση καί νά μή καταστρέφουμε τήν ὑγεία τῆς ψυχῆς μας ξεπερνώντας τό μέτρο. Γιατί ἐκεῖνος πού ξεπερνᾶ τά ὅρια τῆς ἀνάγκης δέ θά ἀπολαύσει καμιά εὐχαρίστηση, καί τό γνωρίζουν αὐτό πολύ καλά ἐκεῖνοι πού τό δοκίμασαν, ἀφοῦ προξενοῦν ἀπό αὐτό πολλές ἀρρώστιες στόν ἑαυτό τους καί ὑποφέρουν πολλές στενοχώριες. Ἀλλά τό ὅτι θά ὑπακούσετε στίς παραινέσεις μου, δέν ἀμφιβάλλω, γιατί γνωρίζω πόσο ὑπάκουοι εἶστε.
5. Καί γι᾿ αὐτό ἀφοῦ σταματήσω ἐδῶ τίς παραινέσεις γιά τό ζήτημα αὐτό, θέλω νά μεταφέρω τό λόγο πρός αὐτούς πού ἀξιώθηκαν τή λαμπρή αὐτή νύχτα νά πάρουν τή χάρη τοῦ θείου βαπτίσματος, τά καλά αὐτά φυτά τῆς Ἐκκλησίας, τά πνευματικά ἄνθη, τούς νέους στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ. Προχθές ὁ Κύριος βρισκόταν στό σταυρό, ἀλλά ἀναστήθηκε τώρα. Ἔτσι καί αὐτοί, προχθές τούς κρατοῦσε δούλους ἡ ἁμαρτία, ἀλλά τώρα ἀναστήθηκαν μαζί μέ τό Χριστό. Ἐκεῖνος μέ τό σῶμα του πέθανε καί ἀναστήθηκε, αὐτοί ἦταν μέ τίς ἁμαρτίες τους νεκροί, καί ἀπό τήν ἁμαρτία ἀναστήθηκαν. Ἡ γῆ λοιπόν τήν ἐποχή αὐτή τῆς ἄνοιξης μᾶς προσφέρει τριαντάφυλλα καί μηνεξέδες καί ἄλλα λουλούδια. Τά νερά ὅμως μᾶς παρουσίασαν σήμερα λιβάδι πιό ὄμορφο ἀπό τό τῆς γῆς.
Καί μήν ἀπορήσεις, ἀγαπητέ μου, ἄν βγῆκαν ἀπό τά νερά λιβάδια μέ λουλούδια. Γιατί οὔτε ἡ γῆ ἀπό τήν ἀρχή ἔβγαλε τά εἴδη τῶν φυτῶν γιατί τό ἀπαιτοῦσε ἡ φύση της, ἀλλά γιατί ὑπάκουσε στό πρόσταγμα τοῦ Κυρίου. Καί τά νερά ὅμως τότε ἔβγαλαν ζῶα μέ ζωή, ἐπειδή ἄκουσαν.«Ἄς βγάλουν τά νερά ἑρπετά ζωντανά» (Γεν. 1, 20). Καί ἡ προσταγή πραγματοποιήθηκε, ἡ ἄψυχη οὐσία ἔβγαλε ζωντανά ζῶα. Ἔτσι καί τώρα ἡ ἴδια προσταγή ἔκαμε τά πάντα. Τότε εἶπε.«Ἄς βγάλουν τά νερά ἑρπετά ζωντανά», τώρα ὅμως δέ ἔβγαλαν ἑρπετά, ἀλλά πνευματικά χαρίσματα. Τότε τά νερά ἔβγαλαν ψάρια χωρίς λογικό, τώρα ὅμως μᾶς γέννησαν ψάρια λογικά καί πνευματικά πού τά ψάρεψαν οἱ ἀπόστολοι. Γιατί λέγει. «Ἀκολουθῆστε με καί θά σᾶς κάνω ἱκανούς νά ψαρεύετε ἀνθρώπους» (Ματθ. 4, 19). Εἶναι ἀλήθεια καινούριος αὐτός ὁ τρόπος ψαρέματος. Γιατί αὐτοί πού ψαρεύουν βγάζουν ἀπό τά νερά τά ψάρια, καί ὅσα ψαρέψουν τά νεκρώνουν. Ἐμεῖς ἀντίθετα τούς ρίχνουμε μέσα στά νερά καί παίρνουν ζωή ἐκεῖνοι πού ψαρεύονται.
Ὑπῆρχε κάποτε καί στούς Ἰουδαίους κολυμβήθρα μέ νερό. Ἀλλά μάθε ποιά δύναμη εἶχε, γιά νά γνωρίσεις καλά τή φτώχεια τῶν Ἰουδαίων καί νά μπορέσεις νά ἀντιληφθεῖς τό δικό μας πλοῦτο. «Κατέβαινε ἐκεῖ», λέγει, «ἕνας ἄγγελος καί τάραζε τό νερό, καί ἐκεῖνος πού θά ἔμπαινε πρῶτος ὕστερα ἀπό τό κούνημα τοῦ νεροῦ, θεραπευόταν» (Ἰω. 5, 4). Κατέβηκε ὁ Κύριος τῶν ἀγγέλων στά νερά τοῦ Ἰορδάνη, καί ἀφοῦ ἁγίασε τά νερά θεράπευσε ὅλη τήν οἰκουμένη. Γι᾿ αὐτό ἐκεῖ ἐκεῖνος πού κατέβαινε ὕστερα ἀπό τόν πρῶτο δέ θεραπευόταν πιά, γιατί στούς Ἰουδαίους ἡ χάρη δινόταν στούς ἄρρωστους, σ᾿ ἐκείνους πού σύρονταν στό ἔδαφος. Ἐδῶ ὅμως ὕστερα ἀπό τόν πρῶτο μπαίνει ὁ δεύτερος, ὕστερα ἀπό τό δεύτερο ὁ τρίτος καί ὁ τέταρτος. Καί ἄν ἀκόμη πεῖς πάρα πολλούς, καί ἄν ἀκόμη ὅλη τήν οἰκουμένη βάλεις μέσα σ᾿ αὐτά τά πνευματικά νερά, δέν ξοδεύεται ἡ χάρη, δέν τελειώνει ἡ δωρεά, δέ μολύνονται τά νερά, δέν ἐλαττώνεται ἡ γενναιοδωρία του.
Εἶδες πόσο μεγάλη εἶναι ἡ δωρεά; Ἀκοῦτε αὐτά ἐσεῖς πού σήμερα καί αὐτή τή νύχτα γίνατε πολίτες στήν ἄνω Ἰερουσαλήμ, καί φυλάξτε τα ὅπως ἀξίζει στίς πολλές δωρεές, γιά ν᾿ ἀποσπάσετε πιό ἄφθονη τή χάρη. Γιατί ἡ εὐγνωμοσύνη γι᾿ αὐτά πού μᾶς ἔδωσε ἤδη προσκαλεῖ τή γενναιοδωρία τοῦ Κυρίου. Δέν ἐπιτρέπεται, ἀγαπητέ, νά ζεῖς ἀδιάφορα στό ἑξῆς, ἀλλά ὅρισε στόν ἑαυτό σου νόμους καί κανόνες, ὥστε νά κάνεις τά πάντα στήν ἐντέλεια καί νά φυλάγεσαι πολύ καί ἀπό ἐκεῖνα πού θεωροῦνται ὅτι εἶναι κακά. Γιατί ὅλη ἡ παρούσα ζωή εἶναι ἀγώνας καί πάλη, καί πρέπει ἐκεῖνοι πού μπαίνουν μιά γιά πάντα στό στάδιο αὐτό τῆς ἀρετῆς νά εἶναι ἐγκρατεῖς σ᾿ ὅλα. «Γιατί καθένας πού ἀγωνίζεται, εἶναι ἐγκρατής σ᾿ ὅλα» (Α´ Κορ. 9, 25). Δέ βλέπεις στούς γυμνικούς ἀγῶνες πῶς φροντίζουν πολύ γιά τόν ἑαυτό τους ἐκεῖνοι πού δέχονται νά παλέψουν μέ ἀνθρώπους, καί μέ πόση ἐγκράτεια κάνουν τήν ἄσκηση τοῦ σώματός τους; Ἔτσι βέβαια καί ἐδῶ πρέπει νά γίνεται. Ἐπειδή ἡ πάλη μας δέν εἶναι μέ ἀνθρώπους, ἀλλά μέ τά πονηρά πνεύματα, καί ἡ ἄσκηση καί ἡ ἐγκράτειά μας ἄς εἶναι πνευματική, ἀφοῦ καί τά ὅπλα μας, πού μᾶς ἔδωσε ὁ Κύριος, εἶναι πνευματικά.
Ἄς ἔχουν λοιπόν καί τά μάτια περιορισμούς καί κανόνες, ὥστε νά μήν πέφτουν χωρίς σκέψη σ᾿ ὅλα πού συναντοῦν. Καί ἡ γλώσσα ἄς ἔχει φράχτη, ὥστε νά μή τρέχει πρίν ἀπό τό νοῦ. Γι᾿ αὐτό λοιπόν καί τά δόντια καί τά χείλη δημιουργήθηκαν γιά τήν προφύλαξη τῆς γλώσσας, γιά νά μή βγεῖ ποτέ χωρίς σκέψη ἀφοῦ ἀνοίξει τίς πόρτες, ἀλλ᾿ ὅταν τακτοποιήσει καλά τά δικά της, τότε μέ κάθε σεμνότητα νά προχωρήσει καί νά προφέρει τέτοια λόγια, γιά νά ὠφελεῖ ἐκείνους πού ἀκούουν καί νά λέγει ἐκεῖνα πού συντελοῦν στήν οἰκοδομή τῶν ἀκροατῶν. Καί πρέπει νά ἀποφεύγει ἐντελῶς τά ἄπρεπα γέλια, νά ἔχει ἤρεμο καί ἥσυχο βάδισμα νά ἔχει σεμνό ντύσιμο, καί γενικά πρέπει νά ρυθμίζει τά πάντα ἐκεῖνος πού διάλεξε τό στάδιο τῆς ἀρετῆς. Γιατί ἡ καλή διαγωγή τῶν ἐξωτερικῶν μας μελῶν εἶναι εἰκόνα τῆς κατάστασης πού ἐπικρατεῖ στήν ψυχή μας.
6. Ἑάν φέρουμε ἀπό τήν ἀρχή τούς ἑαυτούς μας σέ τέτοια συνήθεια, βαδίζοντας στό ἑξῆς μέ εὐκολία τό δρόμο μας, θά κατορθώσουμε ὅλη τήν ἀρετή, καί δέ θά χρειασθοῦμε πολύ κόπο καί θά προσελκύσουμε μεγάλη βοήθεια ἀπό τό Θεό. Ἔτσι λοιπόν θά μπορέσουμε καί τά κύματα τῆς παρούσας ζωῆς νά περάσουμε μέ ἀσφάλεια καί, ἀφοῦ ἐξουδετερώσουμε τίς παγίδες τοῦ διαβόλου, νά ἐπιτύχουμε τά αἰώνια ἀγαθά, μέ τή χάρη καί τή φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ, μαζί μέ τόν ὁποῖο στόν Πατέρα καί συγχρόνως στό ἅγιο Πνεῦμα ἀνήκει ἡ δόξα, ἡ δύναμη, ἡ τιμή, τώρα καί πάντοτε καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Αναδημοσίευση από: http://www.imkby.gr
Ο ΑΝΑΣΤΑΣΙΜΟΣ - Ποίημα Γ. Βερίτη
Καμπάνας ήχοι αρμονικοί,
γλυκοί, γοργοί, αναπαιστικοί,
ξυπνούν το μοναστήρι.
Και στης νυχτιάς τη σιγαλιά
σα μάτια ανοίγουν τα κελιά
ή πόρτα ή παραθύρι.
Το πνεύμα της αρχαίας μονής,
πνεύμα αγρυπνίας και προσμονής,
ξυπνά τους μοναχούς της.
Είναι φρουρός, και το φυλά
σα να βιγλίζει εκεί ψηλά
ο νέος καμπανοκρούστης.
Τώρα, απ’ την κάθε μια γωνιά
γλιστράνε μεσ’ στη σκοτεινιά
ψυχές που παν να προσκυνήσουν.
Για τη ματοβρεχτή μας γη
που σπαρταρά μεσ’ στη σφαγή
τον έλεο να ζητήσουν.
Στην εκκλησιά τη θολωτή
που στ’ όνειρό της ζει και αυτή,
θρόνοι και παραθρόνια
μας φέρνουν πάλι στα παλιά
(μαρμαρωμένε βασιλιά!)
στης προσευχής τα χρόνια.
Μεσ’ στους αιώνες που κυλούν,
τούτες οι πλάκες μας μιλούν
για κάποιο μεγαλείο,
κι είναι πανάρχαιο και ιερό,
κι είν’ αγιασμένο απ’ τον καιρό
προγονικό βιβλίο.
Μεσ’ στα στασίδια τους σκυφτές,
σεμνά θυμήματα του χτές,
̶ έπηξε η φλόγα στο καντήλι!
Μαυροντυμένες οι ψυχές
κάνουν τον πόνο τους ευχές
που ξεψυχούν στα χείλη.
Τρισένδοξη κληρονομιά
φέρνουν απάνω τους, μια – μια,
που τους λυγάει τον ώμο.
είναι βαρύ να περπατάς
και κάθε τόσο να κοιτάς
κάθετο μπρός το δρόμο.
Η νύχτα μάκρυνε πολύ,
̶ χειμώνας, και ξαναλαλεί
το γελασμένο ορνίθι.
και ξαναζούν στη σιγαλιά
ιδέες και πράγματα παλιά
θαμμένα μεσ’ στη λήθη.
Τα καντηλάκια στο Ιερό,
σα ναν’ από παλιό καιρό
κι απ’ άλλο μοναστήρι,
σταθήκαν στους αγίους μπροστά
̶ κόκκιν’ αστράκια γελαστά
πεσμένα στο ποτήρι.
Όλα σ’ αγγίζουν απαλά,
σεμνά κι αθώα και σιγαλά,
κι οι θόλοι στάζουνε γαλήνη.
Τέτοια γαλήνη ας απλωθεί,
κι όλου του κόσμου που πενθεί
τον πόνο ας απαλύνει!
Άγρυπνη μέσα μου, η ψυχή
ρουφά της χάρης τη βροχή
σα διψασμένο ελάφι,
και ζωντανεύουν ξαφνικά
κάποια θαμμένα μυστικά
κι ανοίγουν κάποιοι τάφοι.
Μέσα μου κάτι ξαναζεί
που μεγαλώσαμε μαζί
και το ‘χα λησμονήσει.
Σ’ ευχαριστώ, Χριστέ, πολύ
που βάζεις μιαν ανατολή
μετά από κάθε δύση.
Να κι οι ψυχές μας π’ αγρυπνούν
και στ’ άγιο Δείπνο σου δειπνούν
απόψε, λατρευτέ μας.
Ακόμα δεν ξημέρωσε
κι είμαστε πάρωρα με Σε,
και θα ‘μαστε, Χριστέ μας!
Όρθρος δε χάραξε, κι εγώ
βάλθηκα να σε κυνηγώ
στους κάμπους και στα όρη.
Το σώμα στέκει˙ μα η ψυχή
βγήκε στο δρόμο ανήσυχη
σα μυροφόρα κόρη.
Βγήκε απ’ τη νύχτα, σκοτεινά,
γύρισε λόγγους και βουνά
για να σε συναντήσει,
ξυπόλητη να περπατά
και της Περσίας αρώματα
στον τάφο σου να χύσει.
Και να, βρεθήκαμε ξανά
σ’ αυτή τη σκοτεινή γωνιά
αντίκρυ απ’ τ’ άγιο Βήμα.
Ώ, τι χαρά σου να θωρείς
πως εκυλίστηκε νωρίς
ο λίθος απ’ το Μνήμα!
Ευλογητή ναν’ η στιγμή
που παίρνουν τέλος οι λυγμοί
και κάτι ορθρίζει εντός μου,
κάτι απ’ την άρρητην αυγή
π’ άστραψ’ ο τάφος σου στη γη,
Ήλιε και Φως του κόσμου.
Νεκρό θαρρούσα να τον βρω,
καθώς απάνω στο σταυρό
στερνή φορά τον είδα.
Κι ω των αγγέλων η χαρά,
πώς ήρθε μεσ’ στη συμφορά
η αναστημένη ελπίδα!
Στης εκκλησιάς τα τζαμωτά
σαν κάποιο φως λαφροπετά
Και κάποι’ αβέβαιη λάμψη.
μέρας προμήνυμα γλυκό,
και ψάλλουν το χερουβικό
με την πανάρχαια τάξη.
Κάποι’ αφροκαμώματα φτερά
σκορπούν του θόλου τα όνειρα
και στ’ Άγια φτερουγίζουν.
Στα παραμύθια του Ιερού
και στις δυό κόχες του χορού
τριανταφυλλιές ανθίζουν.
Τα μάρμαρα γυαλοκοπούν
και κάτι θέλουν να μου πουν
γι’ αυτό που τώρα νιώθουν,
ώς ν’ αποσώσουν οι ψυχές
τις απονύχτερες ευχές
του πιο κρυφού των πόθου.
Οι όψεις των αγίων γελούν
καθώς απάνω τους κυλούν
χαρούμενες οι αχτίνες.
Ως και οι μορφές οι ασκητικές
που δε γελάσανε ποτές
τώρα γελούν κι εκείνες!
Στην αγία Τράπεζα, το φως
τον ήλιο ξεπερνά καθώς
χτυπά στ’ άγιο Ποτήρι.
Κι ω θαύμα! Μέσα του κλειστός
ο αναστημένος μου Χριστός
καλεί σε πανηγύρι.
Ω Νικητή των νικητών
στο ρημαγμένο σπίτι αυτό
θα ΄ρθείς να κατοικήσεις;
Ωραίο, γλυκόλαλο πουλί,
στ’ αραχνιασμένο μου κελί
και πως θα κελαδήσεις;
«Ιδού θυσία μυστική…»
Κι είν’ η καρδιά μου νηστική
για φως, χαρά κι αλήθεια.
εσύ το ξέρεις πως πεινώ,
Συ μόνο βλέπεις το κενό
που κλείνω μεσ’ στα στήθια.
«Ιδού θυσία μυστική…»
Και ξημερώνει Κυριακή
κι όλα γιορτάζουν τώρα.
Ο μόσχος δίνεται πολύς,
κι Εσύ, Χριστέ, με προσκαλείς
στ’ ατίμητά σου δώρα.
Στην ανθισμένη μυγδαλιά
δε λένε τόσα τα πουλιά
όσα η καρδιά μου νιώθει.
Κι ουδέ μπορούν να σου τα πουν
τριγύρω σου ως φτεροκοπούν
οι ακοίμητοι μου πόθοι.
Γιατ’ είσαι απέραντα καλός,
πατέρας μου και δάσκαλος
και φίλος και αδερφός μου.
Μόνο το χέρι σου ας κρατώ,
και ρίχνομαι να περπατώ
στα πέρατα του κόσμου!
Ποιος θα μπορούσε να το πει
πώς τόσο γρήγορα οι καρποί
θα πρόβαιναν στους κλώνους;
Χαράς ανάβλυσαν πηγές
απ’ τις δικές σου τις πληγές
κι απ’ τους δικούς σου πόνους.
Με τη δική σου τη θανή
διάπλατ’ ανοίξαν οι ουρανοί,
κι απ’ το δικό σου μνήμα
ζωή καινούργια ξεχειλά
όπως ροχθίζει και κυλά
το ποντοπόρο κύμα.
Δεύτε πιστοί! Με την καρδιά
απλή κι αθώα σαν τα παιδιά,
την πανδαισία γευθείτε.
κι ως αναστήθηκε ο Χριστός,
όμοια κι ο λόγος του πιστός
κι εσείς θ’ αναστηθείτε.
Στην αναστάσιμη χαρά
φυτρώνουν μέσα μας φτερά,
κι αντάμα ξεκινάμε
για κάποιες χώρες μακρινές,
που τόσες γνώριμες φωνές
μας προσκαλούν να πάμε.
Όλοι μαζί! Κι είν’ η φωτιά
στην τρισευδαίμονη ματιά,
και λάμπει γύρω η πλάση.
Δόξα, ωσαννά στον πλαστουργό
πού ‘ρθε με λόγο και σταυρό
τον κόσμο ν’ αναπλάσει.
Τουτ’ η χαρούμενη πομπή
στα φωτοπάλατα θα μπει
με τα χρυσά στεφάνια,
κι η νικητήρια της κραυγή
θα συγκλονίσει όλη τη γη,
θα σείσει τα επουράνια.
Χριστός ανέστη! Τι ζητούν
τούτες οι κάργες που πετούν
και παν κατά τη Δύση;
Ποιος θα βρεθεί να τους το πει
πως η φυγή φέρνει ντροπή,
και ποιος θα τις γυρίσει;
Ανάσταση ‘ναι. Κι η ψυχή
δε νιώθει τώρα μοναχή
καθώς εχτές και πρώτα.
Κάποιος βαδίζει στο πλευρό,
της απαλαίνει το σταυρό,
σπογγίζει τον ιδρώτα.
Το βάρος έχει μοιραστεί,
και τον ξεκάμαν το ληστή
που σπερνέ ολούθε τρόμο.
Κάποιος πονόψυχος φτωχός
διαβάτης της Ιεριχώς
λευτέρωσε το δρόμο.
Χριστός ανέστη! Το χαρτί
σκίστηκε πάνω στη γιορτή
κι ο άνεμος το πήρε.
Πάτε παλιοί λογαριασμοί,
μαύρης βλαστήμιας πειρασμοί
και λογισμοί συ, στείρε.
Άνοιξη μπήκε για καλά,
κι η αγράμπελη μοσκοβολά
κι η πασχαλιά ευωδιάζει.
Πήδα και χόρευε ψυχή
που σ’ έλιωσ’ η απαντοχή
και το πικρό μαράζι.
Άνοιξη μπήκε για καλά,
κι η θάλασσα παιζογελά
κι ανθίζουν οι κήποι εντός μου.
Πλάκες, που στέκατε βαριές
στα μνήματα και στις καρδιές,
σας έσπασε ο Χριστός μου!
Βερίτης Γεώργιος
Oμιλία τοῦ ἁγίου ᾿Επιφανίου Κύπρου μέ θέμα
«Τῷ ἁγίῳ καὶ μεγάλῳ Σαββάτῳ» ἤτοι
Εἰς τήν Θεόσωμον Ταφήν τοῦ Κυρίου
καί Σωτῆρος ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ
καί εἰς τόν ᾿Ιωσήφ τόν ἀπό ᾿Αριμαθαίας,
καί εἰς τήν ἐν τῷ ͺ῞Αδη τοῦ Κυρίου κατάβασιν,
μετά τό σωτήριον πάθος παραδόξως
γεγενημένην.(ΒΕΠΕΣ 77, σελ. 139-157)
῾Ο ἅγιος Πατέρας μας ᾿Επιφάνιος, ᾿Επίσκοπος Κωνσταντίας (παλαιᾶς Σαλαμῖνος) τῆς Κύπρου, ἔχει γράψει ἕνα ὑπέροχο λόγο γι’ αὐτή τήν κατάβασι τοῦ Κυρίου στόν ῞ᾼδη καί τό κήρυγμά Του.
Α. Τί εἶναι αὐτό πού συμβαίνει σήμερα; Μεγάλη σιωπή εἶναι ἁπλωμένη στή γῆ. Μεγάλη σιωπή καί ἠρεμία. Μεγάλη σιωπή γιατί κοιμᾶται ὁ Βασιλιάς. ῾Η γῆ φοβήθηκε καί ἡσύχασε, ἐπειδή ὁ Θεός μέ τό σῶμα κοιμήθηκε καί ἀνέστησε αὐτούς πού κοιμόνταν ἀπ’ τήν ἀρχή τῶν αἰώνων. ῾Ο Θεός μέ τό σῶμα πέθανε, καί τρόμαξε ὁ ῞ᾼδης. ῾Ο Θεός γιά λίγο κοιμήθηκε, καί ἀνέστησε αὐτούς πού βρίσκονταν στόν ῞ᾼδη.
Β. Πού είναι τώρα, οι πριν από λίγο ταραχές και οι φωνές και οι θόρυβοι, που ξεσηκώνατε, παράνομοι, εναντίον του Χριστού; Πού είναι οι συγκεντρώσεις σας και οι αντιρρήσεις σας, και οι φρουρές, και τα όπλα και τα δόρατα; Πού είναι οι βασιλείς και οι ιερείς και οι καταδικασμένοι δικαστές; Πού είναι οι λαμπάδες και τα μαχαίρια και οι άτακτες κραυγές; Πού είναι οι όχλοι και η λύσσα και η αδιάντροπη φρουρά; Στ’αλήθεια χάθηκαν γιατί στ’αλήθεια αυτοί οι όχλοι έκαναν σχέδια ανόητα και μάταια. Έπεσαν με ορμή επάνω στον ακρογωνιαίο λίθο τον Χριστό, αλλά συντρίφθηκαν αυτοί οι ίδιοι. Χτύπησαν με δύναμη στη στερεά πέτρα, αλλά αυτοί τσακίστηκαν, και τα κύματά τους διαλύθηκαν στον αφρό. Χτύπησαν επάνω στο σκληρό αμόνι, και οι ίδιοι κομματιάστηκαν. Ύψωσαν επάνω στο ξύλο – του Σταυρού- την πέτρα της ζωής, κι αυτή κατρακυλώντας τους θανάτωσε. Έδεσαν τον πανίσχυρο Σαμψών, δηλαδή τον Ήλιο Θεό, αλλά Αυτός αφού έλυσε τα παμπάλαια δεσμά εξόντωσε τους εχθρούς και τους παρανόμους. Έδυσε ο Θεός, ο Ήλιος Χριστός κάτω από τη γη, και βαθύ σκοτάδι έπεσε πάνω στους Ιουδαίους.
Γ. Σήμερα ἦλθε ἡ σωτηρία σ’ αὐτούς πού βρίσκονται στή γῆ καί σ’ αὐτούς πού ἀπ’ τήν ἀρχή τῶν αἰώνων βρίσκονται κάτω ἀπ’ τή γῆ. Σήμερα ἦλθε ἡ σωτηρία στόν ὁρατό καί ἀόρατο κόσμο. Εἶναι διπλή σήμερα ἡ παρουσία τοῦ Δεσπότη, διπλή ἡ σωτηρία, διπλή ἡ φιλανθρωπία, διπλή ἡ κατάβαση μαζί καί συγκατάβαση, διπλή ἡ ἐπίσκεψη πρός τούς ἀνθρώπους. Κατεβαίνει ὁ Θεός ἀπό τόν οὐρανό στή γῆ κι ἀπό τή γῆ στά καταχθόνια. ᾿Ανοίγονται οἱ πύλες τοῦ ῞ᾼδη. Γεμίστε μέ ἀγαλλίασι ἐσεῖς πού κοιμᾶσθε ἀπ’ τήν ἀρχή τῶν αἰώνων, ὑποδεχτεῖτε τό μέγα φῶς ὅσοι κάθεστε στό σκοτάδι καί τή σκιά τοῦ θανάτου. ῎Ερχεται ὁ Δεσπότης ἀνάμεσα στούς δούλους. ῎Ερχεται ὁ Θεός ἀνάμεσα στούς νεκρούς. ῎Ερχεται ἡ ζωή ἀνάμεσα στούς θνητούς. ῎Ερχεται ὁ ἀθῶος ἀνάμεσα στούς ἐνόχους. ῎Ερχεται τό φῶς πού δέν σβήνει ἀνάμεσα σ’ αὐτούς πού βρίσκονται στό σκοτάδι. ῎Ερχεται ὁ ἐλευθερωτής ἀνάμεσα στούς αἰχμαλώτους. ῎Ερχεται Αὐτός πού βρίσκεται πιό πάνω ἀπό τούς οὐρανούς, μεταξύ αὐτῶν πού βρίσκονται κάτω ἀπ’ τή γῆ. ῏Ηλθε ὁ Χριστός στή γῆ καί πιστέψαμε. Κατέβηκε ὁ Χριστός στούς νεκρούς, ἄς κατεβοῦμε μαζί Του κι ἄς δοῦμε τά μυστήρια πού ἔγιναν ἐκεῖ. ῎Ας γνωρίσουμε Αὐτοῦ πού κρύφτηκε -στόν ῞ᾼδη- τά κρυμμένα κάτω ἀπ’ τή γῆ θαυμάσια ἔργα Του. ῎Ας μάθουμε πῶς ἔλαμψε τό κήρυγμα καί στούς κατοίκους τοῦ ῞ᾼδη.
Δ. Τί συνέβη λοιπόν; Κατεβαίνοντας ὁ Θεός στόν ῞ᾼδη σώζει ὅλους χωρίς ἐξαίρεση; ῎Οχι βέβαια, ἀλλά κι ἐκεῖ σώζει ὅσους πίστεψαν. Χθές εἴδαμε τό ἔργο τῆς σωτηρίας, σήμερα τήν ἐκδήλωση τῆς ἐξουσίας. Χθές εἴδαμε τήν ἀδυναμία, σήμερα τήν κυριαρχία Του. Χθές φάνηκαν τά σημάδια τῆς ἀνθρώπινης φύσης Του, σήμερα τῆς θεϊκῆς φύσης. Χθές Τόν ράπιζαν, σήμερα ραπίζει μέ τήν ἀστραπή τῆς θεότητος τόν χῶρο τοῦ ῞ᾼδη. Χθές Τοῦ ἔβαζαν δεσμά, σήμερα Αὐτός δένει τόν τύραννο - διάβολο μέ ἄλυτα δεσμά. Χθές καταδικαζόταν, σήμερα χαρίζει ἐλευθερία στούς καταδίκους. Χθές Τόν περιγελοῦσαν οἱ ὑπηρέτες τοῦ Πιλάτου, σήμερα οἱ θυρωροί τοῦ ῞ᾼδη ὅταν Τόν εἶδαν γέμισαν φρίκη.
Το νόημα του σταυρού…
Όταν ενθρονίστηκε αυτοκράτορας του Βυζαντίου ο Αλέξιος Κομνηνός, ζήτησε να του φέρουν τον κατάλογο των αυλικών, που είχαν υπηρετήσει επί του προκατόχου του. Πλάι δε στα ονόματα εκείνων που είχαν σταθεί εχθροί του σημείωσε κι από ένα σταυρό.
Αυτοί το έμαθαν και φανταζόμενοι ότι εκείνος ο σταυρός σήμαινε την προσεχή καταστροφή τους, άρχισαν να ετοιμάζονται για να φύγουν σε άλλες χώρες. Άλλα ο αυτοκράτορας τους κάλεσε και τους είπε:
- Κάνετε λάθος. Ο σταυρός, που έβαλα δίπλα στο όνομα του καθενός σας, έχει το ίδιο νόημα που έχει κι ο σταυρός του Χριστού. Σημαίνει ότι σας συγχωρώ...
Τι κάνει η αγάπη
Όταν ανέβηκε στο θρόνο ένας νεαρός βασιλιάς, του παρουσίασαν μια αίτηση χάριτος κάποιου καταδικασμένου σε ισόβια δεσμά. Ο δύστυχος είχε κάνει πολλά χρόνια στη φυλακή και ζητούσε τώρα χάρη. Ο υπουργός όμως, είχε γράψει στο περιθώριο:
«Χάρις αποκλείεται, να μείνει στη φυλακή».
Ο βασιλιάς τότε μετέφερε το κόμμα πλάι στη λέξη «χάρις». Έτσι η υπόδειξη του υπουργού έγινε:
«Χάρις, αποκλείεται να μείνει στη φυλακή».
Κι ο βασιλιάς υπέγραψε την απόλυση.
Και ο Θεός μετέφερε το βάρος της αμαρτίας, από την ανθρωπότητα στον Σταυρό, και τώρα προσφέρει χάρη στον κάθε αμαρτωλό.
Το παράδειγμα της θυσίας
Στη μάχη του Λούτσεν, ο βασιλιάς της Σουηδίας Γουσταύος (1595-1632), βλέποντας τους στρατιώτες του να φεύγουν πανικόβλητοι, κατέβηκε από το άλογό του και τους φώναζε:
Σταθείτε, τουλάχιστον για να δείτε πως πεθαίνει ο βασιλιάς σας!
Τα λόγια αυτά τους φιλοτίμησαν και ο Γουσταύος έπεφτε εναντίον των εχθρών επικεφαλής τους και σε λίγη ώρα σκοτωνόταν.
Το παράδειγμα της θυσίας μας το έδωσε ο Θείος Βασιλεύς μας, που πέθανε στο σταυρό για μας. Μονάχα οι δειλοί κι αναίσθητοι δε συγκινούνται απ’ αυτό το θέαμα.
Ο ιδεώδης άνθρωπος
Ανέκαθεν το ανθρώπινο πνεύμα ζήτησε εναγώνια τον ιδεώδη τύπο του ανθρώπου, το κλασσικό πρότυπο, που θα έπρεπε ν’ αντιγράψει στη ζωή.
Κι έτσι η Αρχαιότητα δόξασε τον Ήρωα.
Ο Μεσαίων τραγούδησε τον Ιππότη.
Η Χθες θεοποίησε την Υπεράνθρωπο.
Η Σήμερον αναζητεί μέσα στους καπνούς και τα χαλάσματα τον ιδεώδη τύπο του ανθρώπου.
Τον ιδεώδη όμως τύπο του ανθρώπου δεν θα τον βρούμε ούτε στη δάφνη της Ολυμπίας, μήτε στους ρεμβασμούς υποθετικών μυθιστορημάτων, ούτε στις παρακρούσεις του Νίτσε. Θα τον βρούμε στο πραιτόριο του υποδίκου, που τον έφερε η άρνηση μας.
Εκεί θα δούμε τον πράο και ανεξίκακο Ιησού να προπηλακίζεται και θα ακούσουμε τη φωνή της Ιστορίας να κραυγάζει:
«Ίδε ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ».
Από το βιβλίο «Κογχύλια από την Τιβεριάδα»
Πέθανε για σένα
Στην Ελβετία, πωλούνται καθρεφτάκια που στο πίσω μέρος τους γράφουν τα εξής λόγια: «Ξέρεις για ποιόν πέθανε ο Χριστός; Γύρισε με από το άλλο μέρος και θα δεις για ποιόν».
Γυρίζει, λοιπόν, κανείς το καθρεφτάκι και βλέπει τον… εαυτό του: Μ’ αυτόν τον ωραίο τρόπο, χιλιάδες άνθρωποι θυμούνται τη μεγάλη αλήθεια, ότι ο Κύριος σταυρώθηκε πάνω στο Γολγοθά κι έχυσε το πανάγιο αίμα του για να σωθεί ο καθένας μας προσωπικά.
Ο Δικαστής
Ένας δικαστής έπρεπε να δικάσει ένα παιδικό του φίλο. Ως ευσυνείδητος δικαστής καταδίκασε το φίλο του σε καταβολή μεγάλου χρηματικού ποσού προς κατάπληξη του κοινού. Αλλά η κατάπληξη μετετράπη σε θαυμασμό, όταν μετά το τέλος της δίκης ο δικαστής σηκώθηκε και κατέθεσε από το δικό του ταμείο το ποσόν.
Μήπως το ίδιο δεν κάνει ο Μεγάλος Δικαστής, ο Θεός; Πληρώνει Εκείνος το χρέος του αμαρτωλού. (Α’ Ιωάν. β’ 2).
(Από το βιβλίο: Ψιχία από της τραπέζης, Κωνσταντίνου Κούρκουλα)
Στη μοναχή Βαρβάρα στα Ιεροσόλυμα για τους τρεις χιτώνες του Χριστού.
Με ρωτάς, σεβαστή αδερφή, για τους τρεις χιτώνες με τους οποίους ήταν ντυμένος και σκεπασμένος ο Κύριος κατά το διάστημα αρκετών ωρών τη Μεγάλη Παρασκευή. Γιατί ο Πιλάτος Τον έντυσε με πορφυρό χιτώνα; Γιατί ο Ηρώδης Τον έντυσε με λευκό χιτώνα; Και γιατί οι εκτελεστές λίγο πριν Τον θανατώσουν Τον έντυσαν πάλι με τον δικό Του χιτώνα;
Όλα όσα συνέβησαν κατά τη διάρκεια της επίγειας ζωής του Χριστού έχουν μεγάλη σημασία, όλα αποκαλύπτουν κάποια αλήθεια και χρησιμεύουν ως δίδαγμα στους ανθρώπους. Κάποια από αυτά τα διδάγματα είναι άμεσα και εμφανώς αντιληπτά, ενώ κάποια άλλα είναι έμμεσα και με παραστάσεις που χρίζουν ερμηνείας. Το σκέπασμα του Χρίστου με τρεις χιτώνες ανήκει σ’ αυτήν τη δεύτερη κατηγορία διδαγμάτων.
Ο πορφυρός χιτώνας είναι ο χιτώνας του Ρωμαίου αυτοκράτορα. Όταν ο Κύριος είπε στον Πιλάτο ότι το βασίλειό Του «ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου»(Ιωάν. 18,36) αυτό φάνηκε στο υλιστικό πνεύμα του Ρωμαίου αξιωματούχου ως ανοησία και ως εμπαιγμός της αυτοκρατορικής αξιοπρέπειας. Γι’ αυτό οι στρατιώτες του Πιλάτου έντυσαν τον Χριστό με πορφυρό χιτώνα –εξυπακούεται με τον πιο ευτελή που μπορούσαν να βρουν- για να Τον χλευάσουν αποκαλώντας Τον βασιλιά. Αλλά και μόνον αυτός ο χιτώνας αυτοκρατορικού χρώματος μαρτυρεί για τον Κύριο, ότι ο Χριστός είναι πράγματι Βασιλιάς. Οι παλικαράδες του Πιλάτου, λοιπόν, κοροϊδεύοντας στην πραγματικότητα ανακήρυξαν τον Κύριο σ’ αυτό που πράγματι ήταν! Κανείς απ’ όλους αυτούς δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι το βασίλειο του Χριστού θα κυριαρχήσει πάνω στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία και σε κάθε άλλη αυτοκρατορία του κόσμου.
Ο βρώμικος βασιλιάς Ηρώδης, περίμενε πως ο Χριστός θα κάνει κάποιο θαύμα μπροστά του. Δεν επιθυμούσε βέβαια κάποιο χρήσιμο και φιλάνθρωπο θαύμα, αλλά ένα βάρβαρο θαύμα το οποίο θα χρησίμευε μόνο για την ικανοποίηση των οφθαλμών του. Εν τω μεταξύ, μπροστά του στεκόταν το μεγαλύτερο θαύμα του κόσμου: άνθρωπος καθαρός και αναμάρτητος. Η ακριβής αντίθεση του βασιλιά της γενοκτονίας και του δολοφόνου του Ιωάννου του Προδρόμου. Εγώ κρατώ ότι αυτός ο νέος ακάθαρτος απόγονος του Ησαύ μπορούσε να πιστέψει σ’ όλα τα θαύματα του κόσμου, αλλά με τίποτα και ποτέ στο θαύμα της αγνότητας και του αναμάρτητου ενός ανθρώπου. Και ακριβώς αυτό το μέγιστο και σπάνιο θαύμα στάθηκε μπροστά του. Αλλά αυτός βρώμικος στην ψυχή δεν μπορούσε να το δει. Όπως όταν ο Πιλάτος βυθιζόταν στο ψεύδος των ειδωλολατρών κοιτώντας την Αλήθεια κατά πρόσωπο δεν μπορούσε να την δει. Έτσι και ο Ηρώδης τυφλός από τα κατάμαυρα άρρωστα αμαρτήματά του, κοιτά την Αθωότητα και την Αγνότητα κατά πρόσωπο και δεν μπορεί να την δει. Απογοητευμένος από τις προσδοκίες του ο Ηρώδης έντυσε με λευκό χιτώνα τον Χριστό. Το λευκό είναι η εικόνα της καθαρότητας και της αθωότητας. Θα διάβασες βέβαια ότι οι άγγελοι του Θεού εμφανίζονται με λευκούς χιτώνες. Κι έτσι λοιπόν, ο ακάθαρτος Ηρώδης που σκέφθηκε ότι ο Χριστός δεν είναι καθαρός όπως και αυτός και οι άλλοι, Του φόρεσε λευκό χιτώνα, σύμβολο της καθαρότητας και της αγνότητας. Και όπως οι στρατιώτες του Πιλάτου για να χλευάσουν, αναγνώρισαν τον Κύριο ως βασιλιά, έτσι και ο Ηρώδης τον αναγνώρισε ως άνθρωπο της αγνότητας. Αυτό αποτελεί και στις δύο περιπτώσεις αναγνώριση του Χριστού από τους εχθρούς Του, έστω κι αν αυτό έγινε άθελά τους και ασυνείδητα.
Τέλος, μόνο πριν τη σταύρωση ο Κύριος ντύθηκε με τον δικό Του χιτώνα. Ήταν ο χιτώνας που του είχε υφάνει η δική Του Αγία Μητέρα, η Θεοτόκος. Είναι ο ίδιος χιτώνας με τον οποίο περπάτησε στη γη και πάνω στον οποίο οι στρατιώτες στον Γολγοθά ρίχνουν τα ζάρια.
Αλλά δεν βλέπεις σ’ όλα αυτά ένα μεγάλο δίδαγμα για μας; Οι άνθρωποι συχνά αποφαίνονται για το αν είμαστε καλοί ή κακοί. Ανάλογα με την απόφαση τους μας εκτιμούν, μας θαυμάζουν ή μας κατακρίνουν. Οι διάφορες κρίσεις των ανθρώπων δεν μοιάζουν για μας με χιτώνες; Τη μια μας ντύνουν με τον χιτώνα του σοφού, την άλλη με τον μανδύα του τρελού. Τη μια μας περιβάλλουν με τον μανδύα της ανδρείας, την άλλη μας σκεπάζουν με τα κουρέλια της απαξίωσης. Αλλά όλοι οι χιτώνες γρήγορα βγαίνουν και αλλάζουν ανάλογα με τις ασταθείς και συχνά εναλλασσόμενες κρίσεις των ανθρώπων. Όμως εν τέλει την ώρα του θανάτου ο καθένας από μας θα φανεί με το δικό του χρώμα, με τον δικό του χιτώνα.
Ειρήνη σε σένα σεβαστή αδερφή και ευλογία Θεού.
Σε μια μορφωμένη κοπέλα για τις πέντε πληγές του Ιησού Χρηστού.
....... Και οι πέντε πληγές του Ιησού δεν είναι λόγια αλλά φοβερή πραγματικότητα. Γι’ αυτό είναι καλύτερα να τις γνωρίζουμε και από τα λόγια. Δυο πληγές στα χέρια, δυο πληγές στα πόδια, και μία στα πλευρά. Όλες από μαύρο σίδερο, και ακόμα περισσότερο από την κατάμαυρη ανθρώπινη αμαρτία. Τρυπημένα τα χέρια που ευλόγησαν. Τρυπημένα τα πόδια που περπάτησαν και οδήγησαν στην μόνη ορθή οδό. Τρυπημένο το στήθος, από το οποίο ξεχυνόταν πύρινη ουράνια αγάπη στα παγωμένα ανθρώπινα στήθη.
Επέτρεψε ο Υιός του Θεού, να Του τρυπήσουν τα χέρια εξ αιτίας των αμαρτιών πολλών χεριών –δάση χεριών- τα οποία φόνευσαν, έκλεψαν, άρπαξαν, παγίδευσαν, βιαιοπράγησαν. Και να Του τρυπήσουν τα πόδια για τις αμαρτίες πολλών ποδιών –δάση ποδιών- που περπάτησαν στο κακό, σύλησαν την αθωότητα, καταπάτησαν το δίκαιο, μόλυναν τα ιερά, και πάτησαν την καλοσύνη. Και Του τρύπησαν το στήθος εξ αιτίας πολλών πετρωμένων καρδιών –νταμάρια καρδιών- στις οποίες γεννήθηκε κάθε μοχθηρία και κάθε ασέβεια και οι ιερόσυλοι λογισμοί και οι κτηνώδεις επιθυμίες και στις οποίες μέσα από όλους τους αιώνες σφυρηλατήθηκαν κολασμένα σχέδια αδελφού εναντίον αδελφού, γείτονα εναντίον γείτονα, ανθρώπου εναντίον του Θεού.
Τα χέρια του Θεού τρυπήθηκαν για να θεραπευθούν του καθενός τα χέρια από τα αμαρτωλά έργα. Τα πόδια του Ιησού τρυπήθηκαν για να επιστρέψουν καθενός τα πόδια από τους αμαρτωλούς δρόμους. Το στήθος του Ιησού τρυπήθηκε για να πλυθεί κάθε καρδιά από τις αμαρτωλές επιθυμίες και σκέψεις.
Όταν ο απαίσιος Κρόμπελ, δικτάτορας της Αγγλίας, άρχισε να αρπάζει την περιουσία των μονών και έκλεινε τα μοναστήρια, έγινε σε ολόκληρη την αγγλική χώρα μια θορυβώδης λιτανεία από μερικές χιλιάδες ανθρώπινες ψυχές σε ένδειξη της λαϊκής αποδοκιμασίας. Μπροστά πήγαιναν σημαιοφόροι με την επιγραφή στις σημαίες: «οι πέντε πληγές του Ιησού» και έψελναν ύμνους εκκλησιαστικούς και τελούσαν λειτουργίες προς το Θεό στους αγρούς. Φοβήθηκε ο απαίσιος δικτάτορας πολύ, και περισσότερο φοβήθηκε εκείνες τις σημαίες παρά οτιδήποτε άλλο και μείωσε την βιαιοπραγία του.
Οι πέντε πληγές του Ιησού ας σου μάθουν, κόρη, να φροντίζεις τις πέντε αισθήσεις σου για τον ζώντα Θεό.
Οι πέντε πληγές του Ιησού είναι πέντε πληγές πεντακάθαρου αίματος, με το οποίο πλύθηκε το ανθρώπινο γένος, και αγιάσθηκε η γη. Απ’ αυτές τις πέντε πληγές χύθηκε όλο το αίμα του Δίκαιου, όλο μέχρι την τελευταία σταγόνα. Ο Θαυματουργός Κύριος, που ήξερε να πολλαπλασιάσει τους άρτους, και με πέντε άρτους να χορτάσει πέντε χιλιάδες πεινασμένους, πολλαπλασιάζει εκείνο το πεντακάθαρο αίμα Του, και μ’ αυτό τρέφει και ενώνει σε χιλιάδες ναούς πολλά εκατομμύρια πιστών. Αυτό είναι η Θεία Κοινωνία, κόρη του Ιησού.
Τη Μεγάλη Παρασκευή πλησίασε ψυχικά μαζί με την Παναγία Θεομήτορα κάτω από τον σταυρό, για να σε πλύνει εκείνο το ζωοποιό αίμα από τις πέντε πληγές του Ιησού. Για να μπορείς με την καθαρισμένη και αναζωογονημένη ψυχή να φωνάξεις χαρούμενη την Κυριακή μαζί με τις μυροφόρες: Χριστός Ανέστη!
[ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ, Δρόμος δίχως Θεό δεν αντέχεται…, σελ.75-78]
Ήταν ένας φτωχός βεδουίνος, που έδειχνε στα καραβάνια το δρόμο μέσα στην έρημο. Κάποτε όμως, παρασυρμένοι από το φαινόμενο του αντικατοπτρισμού έβλεπαν οάσεις στον αντίθετο δρόμο. Άρχισαν να τον υποψιάζονται ότι τους παραπλανά. Και σε κάποια στιγμή του επιτέθηκαν και τον αιματοκύλισαν. Πρόλαβε όμως εκείνος, ύψωσε το χέρι κατά τον ορίζοντα και τους έδειξε:
«Αυτός είναι ο δρόμος! Ακολουθήστε τον, γιατί αλλιώς χαθήκατε», είπε και ξεψύχησε…
Κατάπληκτοι εκείνοι από την ύστατη αυτή χειρονομία αναρωτήθηκαν. Ένας, που επιμένει μέχρι θανάτου, μπορεί να λέει ψέματα; Ας ακολουθήσουμε, λοιπόν, το δρόμο του… Έπειτα από κάμποσα μίλια έφτασαν στην όαση.
Μετανιωμένοι ξαναγύρισαν στον τόπο του εγκλήματος και έστησαν εκεί μνημείο ευγνωμοσύνης:
Ένα χέρι που τρεμοσβήνοντας δείχνει το δρόμο!
Και η Εκκλησία υψώνει ένα άλλο μνημείο. Δύο χέρια απλωμένα στο Σταυρό, αιμόφυρτα να δείχνουν στον πλανεμένο άνθρωπο το σωστό δρόμο.
- Μέσα στα σκοτάδια της εποχής μας, πολλοί εμφανίζονται σαν σωτήρες και μας απλώνουν το χέρι. Το χέρι όμως, που μπορεί να μας σώσει είναι ένα. Πώς όμως θα μπορέσουμε, Γέροντα, να το ξεχωρίσουμε μέσα στο σκοτάδι από τα άλλα τα ψεύτικα; ρώτησε τον ασκητή.
Κι εκείνος, του απάντησε:
- Αφού το ψηλαφίσεις, παιδί μου, θα δεις ότι είναι τρυπημένο. Το μόνο τρυπημένο χέρι από τους ήλους του Σταυρού…
Αυτό το χέρι μπορείς να το σφίξεις με εμπιστοσύνη στην παλάμη σου και να το ακολουθήσεις χωρίς δισταγμούς
Κύριε! Όσο κακό μπορούσαν να Σου κάνουν οι άνθρωποι, Σου το έκαμαν ήδη. Εκατομμύρια Ιούδες Σε φίλησαν. Λεγεώνες Φαρισαίων Σε βλασφημούν με την υποκρισία τους. Ένας αφρισμένος όχλος μέσα στους αιώνες, ζητά διαρκώς κάτω από το Πραιτώριο της ζωής το θάνατό Σου. Και Πιλάτοι αναρίθμητοι, ντυμένοι μαύρα και κόκκινα, Σε παραδίνουν στο θάνατο, αφού αναγνωρίσουν την αθωότητά Σου.
Σε απωθήσαμε, γιατί ήσουν πολύ αγνός για εμάς.
Σε καταδικάσαμε να πεθάνεις, γιατί ήσουν η καταδίκη της ζωής μας.
Όλες οι γενιές είναι απαράλλαχτες, οι ίδιες με τη γενιά που Σε σταύρωσε.
Αλλά εμείς, θέλουμε να έλθεις μέσα στη δόξα Σου το γρηγορότερο. Θα Σε περιμένουμε κάθε μέρα, Θείε Εσταυρωμένε, που υπέφερες αγαπώντας μας και τώρα μας κάνεις να υποφέρουμε αγαπώντας Σε.
Τζοβάνι Παπίνι
Είμαι πράγματι βασιλιάς!
Μα, όπως βλέπεις, στεφανωμένος με αγκάθια.
Γιατί είμαι βασιλιάς του πόνου. Με καλάμι εμπαιχτικό στο χέρι.
Γιατί θα είμαι ο βασιλιάς των ονειδιζομένων.
Με χλαμύδα κόκκινη.
Γιατί είμαι βασιλιάς που θέλω να απορροφήσω και να στεγνώσω σε αυτήν την χλαμύδα όλα τα αίματα των αθώων της γης.
Με τα χέρια απλωμένα στο Σταυρό.
Γιατί είμαι βασιλιάς, που θέλω να αγκαλιάσω όλους τους ανθρώπους, μαζεμένους κάτω από τη σκιά του Σταυρού μου.
Με την πλευρά κεντημένη.
Γιατί είμαι βασιλιάς, που πρόσφερα τη δική μου καρδιά στη λόγχη του στρατιώτη, για να μπορώ να ζητήσω σαν θρόνο μου τις καρδιές όλων των ανθρώπων.
("Στάχυα", Κωνσταντίνου Κούρκουλα, τόμος Β΄)
ΣΤ' Διδασκαλία
ΓΙΑ ΤΟ ΟΤΙ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΡΙΝΟΥΜΕ
ΤΟΝ ΠΛΗΣΙΟΝ ΜΑΣ
69.-. Άν θυμόμασταν, αδελφοί μου, τα λόγια των αγίων Γερόντων, αν τα μελετούσαμε, δύσκολα θα πέφταμε στην αμαρτία, δύσκολα θα παραμελούσαμε τους εαυτούς μας. Γιατί, αν, όπως ακριβώς μας συμβούλευσαν εκείνοι, δεν καταφρονούσαμε τα μικρά και όσα θεωρούμε ασήμαντα, δεν θα φθάναμε να πέσουμε στα μεγάλα και βαριά. Πάντοτε σας λέω, ότι από αυτά τα μικρά, δηλαδή από το να λέμε «τι σημασία έχει αυτό, τι σημασία έχει εκείνο;» κακοσυνηθίζει η ψυχή και αρχίζει να μην δίνει σημασία και στα μεγάλα. Ξέρεις πόσο μεγάλη αμαρτία είναι να κρίνεις τον πλησίον; Πραγματικά, τι μπορεί να είναι βαρύτερο απ’ αυτό; Τι άλλο μισεί τόσο πολύ και αποστρέφεται ο Θεός σαν την κατάκριση; Όπως ακριβώς είπαν και οι Πατέρες, δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα απ’ αυτή.
Και όμως λένε ότι απ’ αυτά τα μικροπράγματα φθάνει κανείς σ’ αυτό το τόσο μεγάλο κακό. Από το να δεχθεί μιά μικρή υποψία για τον πλησίον, από το να λέει «τι σημασία έχει αν ακούσω τι λέει αυτός ο αδελφός ή τι πάει να κάνει αυτός ο ξένος;», αρχίζει ο νούς να αφήνει τις δικές του αμαρτίες και να απασχολείται με τη ζωή του πλησίον. Από εκεί φθάνει κανείς στην κατάκριση, στην καταλαλιά, στην εξουδένωση. Από εκεί πέφτει σε όσα κατακρίνει. Επειδή δεν φροντίζει για τις δικές του κακίες, επειδή δεν κλαίει, όπως είπαν οι Πατέρες, τον πεθαμένο εαυτό του, δεν μπορεί σε τίποτε απολύτως να διορθώσει τον εαυτό του, αλλά πάντοτε απασχολείται με τον πλησίον. Και τίποτα δεν παροργίζει τόσο τον Θεό, τίποτα δεν ξεγυμνώνει τόσο τον άνθρωπο και δεν τον οδηγεί στην εγκατάλειψη, όσο η καταλαλιά, η κατάκριση και η εξουδένωση του πλησίον.
70. Γιατί άλλο πράγμα είναι η καταλαλιά και άλλο η κατάκριση και άλλο η εξουδένωση. Καταλαλιά είναι το να διαδίδεις με λόγια τις αμαρτίες και τα σφάλματα του πλησίον. Π.χ. ο τάδε είπε ψέματα ή οργίστηκε ή πόρνευσε ή κάτι τέτοιο έκαμε. Λέγοντας όλα αυτά, ήδη κανείς «καταλαλεί», δηλαδή μιλάει με εμπάθεια εναντίον κάποιου, συζητάει με εμπάθεια για το αμάρτημα κάποιου.
Κατάκριση είναι το να κατηγορήσει κανείς τον ίδιο τον άνθρωπο λέγοντας ότι αυτός είναι ψεύτης, είναι οργίλος, είναι πόρνος. Γιατί έτσι κατέκρινε την ίδια την διάθεση της ψυχής του και έβγαλε συμπέρασμα για όλη τη ζωή του, λέγοντας ότι είναι τέτοια η ζωή του, τέτοιος είναι αυτός και σαν τέτοιο τον κατέκρινε. Και αυτό είναι πολύ μεγάλη αμαρτία. Γιατί άλλο είναι να πεί κανείς ότι κάποιος οργίστηκε και άλλο να πεί ότι κάποιος είναι οργίλος και να βγάλει συμπέρασμα, όπως είπα, για όλη του τη ζωή. Και τόσο πιό βαριά από κάθε άλλη αμαρτία είναι η κατάκριση, ώστε και ο ίδιος ο Χριστός να φθάσει να πεί: «Υποκριτή, βγάλε πρώτα από το μάτι σου το δοκάρι και τότε κοίταξε να βγάλεις και την αγκίδα από το μάτι του αδελφού σου.» (Λουκ. 6,42). Και παρομοίωσε την μεν αμαρτία του πλησίον με αγκίδα, την δέ κατάκριση με το δοκάρι. Τόσο πολύ βαριά είναι η κατάκριση, που ξεπερνά σχεδόν κάθε άλλη αμαρτία. Και εκείνος ο Φαρισαίος της παραβολής, όταν προσευχόταν και ευχαριστούσε τον Θεό για τα κατορθώματά του, δεν έλεγε ψέματα, αλλά αλήθεια. Δεν κατακρίθηκε βέβαια γιατί ευχαρίστησε τον Θεό. Γιατί έχουμε χρέος να ευχαριστούμε τον Θεό, αν ποτέ αξιωθούμε να κάνουμε κάτι καλό, επειδή αυτός συνεργάστηκε μαζί μας και μας βοήθησε. Γι’αυτό, όπως είπα, δεν κατακρίθηκε επειδή είπε: «δεν είμαι σαν τους άλλους ανθρώπους» - δηλαδή δεν κάνω αυτά που κάνουν οι άλλοι άνθρωποι ή κάνω μερικά πράγματα που οι άλλοι δεν τα κάνουν – (Λουκ. 18,11), αλλά κατακρίθηκε όταν γύρισε το βλέμμα του στον Τελώνη και είπε: «Ούτε σαν αυτόν εδώ τον Τελώνη». Τότε αμάρτησε, γιατί μ’αυτό τον τρόπο τον κατέκρινε ως πρόσωπο, κατέκρινε τη διάθεση της ψυχής του. Και μ’ένα λόγο, κατέκρινε ολόκληρη την ζωή του. Και γι’ αυτό ο τελώνης έφυγε από το Ναό περισσότερο δικαιωμένος απ’ αυτόν.
71.-. Πραγματικά, τίποτα δεν είναι πιό βαρύ, τίποτα πιό επιζήμιο, όπως πολλές φορές λέω, από το να κατακρίνει κανείς ή να εξουδενώνει τον πλησίον. Γιατί να μην κατακρίνουμε τους εαυτούς μας και τα ελαττώματα μας, που τα ξέρουμε πολύ καλά και που γι’ αυτά θα δώσουμε λόγο στον Θεό; Γιατί αρπάζουμε την κρίση από τον Θεό; Τι ζητάμε από το πλάσμα Του; Αλήθεια! Δεν πρέπει να τρέμουμε όταν ακούμε τι συνέβη στον μεγάλο εκείνον Γέροντα, που, όταν άκουσε ότι κάποιος αδελφός έπεσε σε πορνεία, είπε: «Άχ! Έκανε άσχημα»! Δεν ξέρετε τι φρικτό πράγμα αναφέρει γι’αυτόν το Γεροντικό; Δεν λέει ότι πήγε ο άγιος Άγγελος την ψυχή του αδελφού που αμάρτησε σ’αυτόν και του είπε: «Νά, αυτός που κατέκρινες, “κοιμήθηκε”. Που λοιπόν προστάζεις να τον βάλω, στη Βασιλεία του Θεού ή στην κόλαση»; Υπάρχει τίποτα φοβερότερο απ’ αυτό το βάρος; Τι άλλο σημαίνει ο λόγος του Αγγέλου στον Γέροντα, παρά σαν να του έλεγε: «Επειδή εσύ είσαι ο κριτής των δικαίων και των αμαρτωλών, πες μου τι προστάζεις γι’ αυτή την ταπεινή ψυχή; Της δίνεις χάρη; Την καταδικάζεις»; Ωστέ να μείνει έκπληκτος ο άγιος εκείνος Γέροντας και να περάσει όλη την υπόλοιπη ζωή του με στεναγμούς, με δάκρυα, με αμέτρητους κόπους, παρακαλώντας τον Θεό να τον συγχωρέσει γι’ αυτήν του την αμαρτία. Και αυτά συνέβησαν αφού πρόσπεσε στα πόδια του Αγγέλου και πήρε συγχώρεση. Γιατί, λέγοντας ο Άγγελος «νά, ο Θεός σου έδειξε πόσο μεγάλο είναι το βάρος της κατακρίσεως, μην το ξανακάνεις», σημαίνει ότι ο Θεός τον συγχώρεσε. Και όμως δεν επέτρεψε στην ψυχή του να χάσει ποτέ τη συντριβή γι’ αυτό το αμάρτημα, μέχρι που πέθανε.
72.-. Λοιπόν, τι ζητάμε και εμείς από τον πλησίον; Γιατί θέλουμε να πάρουμε επάνω μας τα βάρη των άλλων; Εμείς έχουμε τι να φροντίσουμε, αδελφοί μου. Καθένας ας έχει τον νού του στον εαυτό του και στις αμαρτίες του. Μόνο ο Θεός μπορεί είτε να δικαιώσει είτε να κατακρίνει τον καθένα, γιατί Αυτός μόνο ξέρει του καθενός την κατάσταση και τη δύναμη και το περιβάλλον και τα χαρίσματα και την ιδιοσυγκρασία και τις ιδιαίτερες ικανότητές του και κρίνει σύμφωνο μ’όλα αυτά, όπως αυτός μόνο γνωρίζει. Διαφορετικά βέβαια κρίνει ο Θεός τα έργα του επισκόπου και διαφορετικά του άρχοντα, αλλιώς του ηγουμένου και αλλιώς του υποτακτικού, αλλιώς του νέου και αλλιώς του γέρου, αλλιώς του αρρώστου και αλλιώς του γερού. Και ποιός μπορεί να κρίνει σύμφωνα μ’ αυτές τις προϋποθέσεις, παρά μόνο Αυτός που δημιούργησε τα πάντα, Αυτός που έπλασε τα πάντα και γνωρίζει τα πάντα;
73.-. Θυμάμαι ότι άκουσα πως κάποτε συνέβη κάτι σχετικό με το θέμα αυτό. Ένα πλοίο γεμάτο σκλάβους αγκυροβόλησε κοντά σε μία πόλη. Ζούσε δέ σ’ εκείνη την πόλη μία μοναχή με πολύ άγια ζωή και πολλή προσοχή στον εαυτό της. Όταν έμαθε ότι άραξε το πλοίο εκείνο, χάρηκε, γιατί ήθελε να αγοράσει ένα πολύ-πολύ μικρό κοριτσάκι. Επειδή σκέφτηκε: «Θα την πάρω και θα την αναθρέψω όπως θέλω, για να μη μάθει ποτέ από την κακία του κόσμου». Έστειλε λοιπόν και κάλεσε τον καραβοκύρη του πλοίου εκείνου και έμαθε ότι είχε δύο πολύ μικρά κοριτσάκια, όπως ακριβώς τα ήθελε η μοναχή. Και αμέσως με χαρά δίνει το αντίτιμο και παίρνει το ένα κοριτσάκι μαζί της. Μόλις λοιπόν κατέβηκε ο καραβοκύρης από το μέρος που κατοικούσε εκείνη η αγία, μόλις λίγο απομακρύνθηκε, τον συναντά μια κακόφημη και μολυσμένη γυναίκα και βλέπει το άλλο κοριτσάκι που ήταν μαζί του. Της ήρθε τότε η επιθυμία να το αγοράσει και το αγόρασε. Συμφώνησε, έδωσε το αντίτιμο και έφυγε παίρνοντάς το μαζί της.
Βλέπετε το μυστήριο του Θεού, βλέπετε «ανεξιχνίαστη βουλή»; Ποιός μπορεί να το εξηγήσει; Πήρε λοιπόν η αγία εκείνη μοναχή το κοριτσάκι εκείνο και το ανέθρεψε με φόβο Θεού, συνηθίζοντάς το σε κάθε καλή πράξη, διδάσκοντάς το κάθε λεπτομέρεια της μοναχικής πολιτείας και κάνοντάς το να γνωρίσει το άρωμα που πηγάζει από την τήρηση των αγίων εντολών του Θεού. Πήρε και η κακόφημη τη δύστυχη εκείνη μικρή και την έκανε όργανο του διαβόλου. Γιατί, τι άλλο μπορούσε να τη διδάξει η ακόλαστη εκείνη, παρά το πως να καταστρέψει την ψυχή της; Τι μπορούμε λοιπόν να πούμε για τη φοβερή αυτή βουλή του Θεού; Και οι δύο ήταν μικρές και οι δύο πουλήθηκαν, χωρίς να ξέρουν που πάνε. Και βρέθηκαν η μία στα χέρια του Θεού και η άλλη έπεσε στα χέρια του διαβόλου. Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι, αν κάτι απαιτεί από τη μία ο Θεός, το περιμένει και από την άλλη; Πως είναι δυνατόν; Αν λοιπόν πέσουν και οι δύο στην πορνεία ή σε κάποιο άλλο παράπτωμα, είναι ποτέ δυνατόν να πούμε ότι θα κριθούν με το ίδιο μέτρο, έστω και αν ακόμα πέσουν στο ίδιο σφάλμα; Πως είναι δυνατόν; Η μιά έμαθε όλα τα σχετικά με την Κρίση, έμαθε τα πάντα για τη Βασιλεία του Θεού, ζώντας μέρα-νύχτα με το λόγο του Θεού. Η άλλη, η ταλαίπωρη, ποτέ δεν έμαθε ή δεν άκουσε τίποτα καλό, αλλά, αντίθετα, όλα τα αισχρά, όλα τα διαβολικά. Πως λοιπόν μπορεί να απαιτήσει κανείς και από τις δύο την ίδια ακρίβεια;
74.-. Λοιπόν, τίποτε απολύτως δεν μπορεί να ξέρει ο άνθρωπος από τις βουλές του Θεού. Μόνο αυτός είναι εκείνος που καταλαβαίνει τα πάντα και είναι σε θέση να κρίνει τον καθένα, όπως μόνο Αυτός γνωρίζει. Πραγματικά, συμβαίνει να κάνει κάποιος αδελφός μερικά πράγματα με απλότητα. *(Η «απλότητα», όπως διδάσκει η δογματική, είναι ιδιότητα του Θεού. Ο άνθρωπος που έχει κατακτήσει την απλότητα, έχει γίνει ήδη θεοειδής. Έχει εδραιωμένη την απάθεια, την αγαθότητα και την αγάπη. Άνθρωπος εγωκεντρικός, δίβουλος και ανειρήνευτος δεν είναι δυνατόν να είναι απλός, αν και, σε ορισμένες περιστάσεις, μπορεί να μιμείται τις εξωτερικές εκδηλώσεις των απλών. Τότε βέβαια υποκρίνεται και είναι πολύ επικίνδυνος). Αυτή όμως η απλότητα ευαρεστεί τον Θεό περισσότερο από ολόκληρη τη δική σου ζωή. Και συ κάθεσαι και τον κατακρίνεις και κολάζεις την ψυχή σου; Και, αν κάποτε υποκύψει στην αμαρτία, πως μπορείς να ξέρεις πόσο αγωνίστηκε και πόσο αίμα έσταξε, πριν κάνει το κακό, ώστε να φθάνει να μοιάζει η αμαρτία του σχεδόν σαν αρετή στα μάτια του Θεού; *(Όσο είναι δύσκολο να είναι κανείς δίκαιος, άλλο τόσο δύσκολο είναι να απονέμει δικαιοσύνη. Για τον λόγο αυτό ο μοναχός (και κάθε πνευματικός άνθρωπος) που αγωνίζεται, οφείλει να αποθέτει την απονομή της δικαιοσύνης είτε στους ανθρώπους που έχουν επιφορτιστεί με αυτό το καθήκον, είτε στον Θεό. Έτσι προσπαθεί στις διαπροσωπικές σχέσεις του να έχει τη βάση της φιλαδελφίας και του ελέους. Άλλωστε και ο ίδιος ο Κύριος διακήρυξε «δεν ήλθα για να κρίνω, αλλά για να σώσω τον κόσμο» (Ιωάν. 12,47). ) Γιατί ο Θεός βλέπει τον κόπο του και τη θλίψη που δοκίμασε, όπως είπα, πριν να κάνει το κακό, και τον ελεεί και τον συγχωρεί. Και ο μέν Θεός τον ελεεί, ενώ εσύ τον κατακρίνεις και χάνεις την ψυχή σου; Που ξέρεις ακόμα και πόσα δάκρυα έχυσε γι’ αυτό ενώπιον του Θεού; Και συ μέν έμαθες την αμαρτία, δεν ξέρεις όμως και την μετάνοια.
Μερικές φορές μάλιστα δεν κατακρίνουμε μόνο, αλλά και εξουδενώνουμε. Γιατί άλλο είναι, όπως είπα, η κατάκριση και άλλο η εξουδένωση. Εξουδένωση είναι όταν, όχι μόνο κατακρίνει κανείς κάποιον, αλλά και τον εκμηδενίζει, σαν να τον αποστρέφεται και να τον σιχαίνεται σαν κάτι αηδιαστικό. Αυτό είναι ακόμα χειρότερο και πολύ πιο καταστρεπτικό από την κατάκριση.
75.-. Όσοι όμως θέλουν να σωθούν, δεν προσέχουν καθόλου τα ελαττώματα του πλησίον, αλλά προσέχουν τις δικές τους αδυναμίες και έτσι προκόβουν. Σαν εκείνον που είδε τον αδελφό του να αμαρτάνει και στενάζοντας βαθιά είπε: «Αλλοίμονό μου, γιατί σήμερα πέφτει αυτό, οπωσδήποτε αύριο θα πέσω εγώ». Βλέπεις με ποιό τρόπο επιδιώκει τη σωτηρία του, πως προετοιμάζει τη ψυχή του; Πως κατάφερε να ξεφύγει αμέσως από την κατάκριση του αδελφού του; Γιατί, λέγοντας ότι «οπωσδήποτε θα αμαρτήσω και εγώ αύριο», έδωσε την ευκαιρία στον εαυτό του να ανησυχήσει και να φροντίσει για τις αμαρτίες που επρόκειτο δήθεν να κάνει. Και μ’ αυτό τον τρόπο ξέφυγε την κατάκριση του πλησίον. Και δεν αρκέσθηκε μέχρις εδώ, αλλά κατέβασε τον εαυτό του χαμηλότερα απ’ αυτόν που αμάρτησε λέγοντας: «Και αυτός μέν μετανοεί για την αμαρτία του, εγώ όμως δεν είναι σίγουρο ότι θα μετανοήσω, δεν είναι σίγουρο ότι θα τα καταφέρω, δεν είναι σίγουρο ότι θα έχω τη δύναμη να αλλάξω ζωή».
Βλέπεις το φωτισμό της θείας αυτής ψυχής; Γιατί, όχι μόνο κατάφερε να ξεφύγει από την κατάκριση του πλησίον, αλλά έβαλε τον εαυτό της πιό κάτω απ’ αυτόν. Και εμείς οι άθλιοι, εντελώς αδιάκριτα, κατακρίνουμε, αποστρεφόμαστε, εξευτελίζουμε, αν δούμε ή αν ακούσουμε ή αν υποψιαστούμε κάτι. Και το χειρότερο είναι ότι δεν σταματάμε μέχρι τη ζημιά που κάνουμε στον εαυτό μας, αλλά συναντάμε και άλλον αδελφό και αμέσως του λέμε: «Αυτό και αυτό έγινε». Και του κάνουμε κακό, βάζοντας στην καρδιά του αμαρτίες. Και δεν φοβόμαστε τον προφήτη Αββακούμ που είπε: «Αλλοίμονο σ’ εκείνον που ποτίζει τον αδελφό του με κρασί που θολώνει το μυαλό» (Αβ. 2,15). *(Ανατροπή θολερά (Αββακούμ Β,15). Η αναφορά του χωρίου τούτου στο θέμα της καταλαλιάς από τον αββά Δωρόθεο, φανερώνει την επίδραση της αλληγορικής ερμηνευτικής σχολής. Στην Π. Δ. Ο Προφήτης αποκαλύπτει την εχθρική δραστηριότητα των Ασσυρίων που είχαν ως μέθοδο να μεθούν τους αντιπάλους τους, ώστε να μπορούν ανενόχλητα να τους κατασκοπεύουν. Στην περίπτωση του Πατερικού λόγου, τη θέση των Ασσυρίων την παίρνει ο διάβολος και ο αδελφός που καταλαλεί. Τη θέση του οίνου την παίρνει η καταλαλιά (το περιεχόμενό της) και τη θέση των θυμάτων την έχουν οι αδελφοί της Μονής, που με τον τρόπο αυτό ενεργούν με εμπάθεια και υπονομεύουν την πνευματικότητα και την ασφάλεια της Αδελφότητάς τους.) Αλλά, ενώ κάνουμε διαβολικό έργο, δεν ανησυχούμε κιόλας. Γιατί, τι άλλο έχει να κάνει ο διάβολος από το να ταράζει και να βλάπτει; Και γινόμαστε συνεργάτες των δαιμόνων και για τη δική μας καταστροφή και για του πλησίον. Γιατί αυτός που βλάπτει μιά ψυχή, βοηθά στο έργο των δαιμόνων. Όπως ακριβώς και αυτός που ωφελεί μιά ψυχή, συνεργάζεται με τους αγίους Αγγέλους.
76.-. Από ποιόν άλλο λόγο τα παθαίνουμε αυτά, παρά από το ότι δεν έχουμε αγάπη; Γιατί, αν είχαμε αγάπη και συμπαθούσαμε και πονούσαμε τον πλησίον μας, δεν θα είχαμε τον νού μας στα ελαττώματα του πλησίον, όπως ακριβώς λέει ο απόστολος Πέτρος: «Η αγάπη σκεπάζει πλήθος αμαρτιών» (Α’ Πέτρ. 4,8). Και όπως λέει επίσης ο απόστολος Παύλος: «Η αγάπη δεν βάζει στο νού της το κακό, όλα τα σκεπάζει» κ.τ.λ. (Α’ Κορ. 13,5-6). Και εμείς λοιπόν, όπως είπα, αν είχαμε αγάπη, η ίδια η αγάπη θα σκέπαζε κάθε σφάλμα, όπως ακριβώς κάνουν οι άγιοι όταν βλέπουν τα ελαττώματα των ανθρώπων. Γιατί μήπως είναι τυφλοί οι άγιοι και δεν βλέπουν τα αμαρτήματα; Και ποιός μισεί τόσο πολύ την αμαρτία όσο οι άγιοι; Και όμως δεν μισούν εκείνον που αμαρτάνει, ούτε τον κατακρίνουν, ούτε τον αποστρέφονται, αλλά υποφέρουν μαζί του, τον συμβουλεύουν τον παρηγορούν, τον γιατρεύουν ως άρρωστο μέλος του σώματός τους. Κάνουν τα πάντα για να τον σώσουν. Όπως ακριβώς κάνουν οι ψαράδες. Όταν ρίχνουν το αγκίστρι στη θάλασσα και πιάνουν μεγάλο ψάρι και καταλαβαίνουν ότι χτυπιέται δυνατά και κουνιέται πέρα-δώθε, δεν το τραβάνε αμέσως και απότομα – γιατί κόβεται η πετονιά και χάνεται τελείως το ψάρι – αλλά με εξυπνάδα χαλαρώνουν την πετονιά και το αφήνουν να πάει όπου θέλει. Και όταν καταλάβουν ότι εξαντλήθηκαν οι δυνάμεις του και ησύχασε η ορμή του, τότε αρχίζουν πάλι σιγά-σιγά να το τραβούν. Έτσι και οι άγιοι. Με τη μακροθυμία και την αγάπη τραβούν τον αδελφό και δεν τον απωθούν, ούτε τον σιχαίνονται. Και όπως η μητέρα που έχει άσχημο παιδί, δεν το σιχαίνεται, ούτε το αποφεύγει, αλλά με ευχαρίστηση το στολίζει και κάνει ό,τι μπορεί για να το ομορφύνει, έτσι κάνουν πάντα και οι άγιοι: Σκεπάζουν, στολίζουν, φροντίζουν, ώστε και αυτόν που αμαρτάνει να διορθώσουν, την κατάλληλη στιγμή, και να μην αφήσουν να πάθει και κανένας άλλος κακό εξαιτίας του, αλλά και οι ίδιο να προκόψουν περισσότερο στην αγάπη του Χριστού.
Τι έκανε ο αββάς Αμμωνάς όταν ήλθαν εκείνοι οι αδελφοί ταραγμένοι και του είπαν «έλα να δείς, Γέροντα, ότι βρίσκεται γυναίκα στο κελλί αυτού εδώ του αδελφού»; Πόσο μεγάλη ευσπλαχνία έδειξε! Πόση αγάπη είχε η αγία εκείνη ψυχή! Επειδή βέβαια κατάλαβε ότι έκρυψε ο αδελφός τη γυναίκα μέσα στο πιθάρι, πήγε και κάθισε πάνω απ’ αυτό και τους είπε να ψάξουν σ’ όλο το κελλί. Και αφού δεν την βρήκαν, τους λέει: «Ο Θεός να σας συγχωρέσει». Και τους ντρόπιασε και τους βοήθησε να μην πιστεύουν εύκολα κατηγορίες για τον πλησίον. Και επιπλέον συνέτισε και εκείνον, επειδή όχι μόνο κάλυψε, μετά τον Θεό, την αμαρτία του, αλλά και επειδή τον διόρθωσε, μόλις βρήκε την κατάλληλη ευκαιρία. Γιατί μόνο που του κράτησε το χέρι, αφού έβγαλε όλους τους άλλους έξω, και του είπε «φρόντισε για την ψυχή σου, αδελφέ μου», αμέσως ντράπηκε, ήρθε σε συναίσθηση και κατανύχθηκε ο αδελφός. Αμέσως επέδρασε στην ψυχή του η φιλανθρωπία και η συμπάθεια του Γέροντα.
77.-. Ας αποκτήσουμε λοιπόν και εμείς αγάπη, ας αποκτήσουμε ευσπλαχνία για τον πλησίον. Και έτσι θα αποφεύγουμε να καταλαλούμε, να κατακρίνουμε, να εξουδενώνουμε τους άλλους. Ας βοηθήσουμε ο ένας τον άλλον σαν να είμαστε μέλη του ίδιου σώματος. Ποιός είναι εκείνος που, επειδή έχει μιά πληγή στο χέρι του ή στο πόδι του ή σε κάποιο άλλο μέλος του σώματός του, σιχαίνεται τον εαυτό του ή κόβει το μέλος του, έστω και αν ακόμα σαπίσει, και δεν προσπαθεί μάλλον να το καθαρίσει, να το πλύνει, να βάλει έμπλαστρα, να το σταυρώσει, να το ραντίσει με αγιασμό, να προσευχηθεί, να παρακαλέσει τους Αγίους να μεσιτεύσουν γι’ αυτόν, όπως ακριβώς έλεγε ο αββάς Ζωσιμάς; Και με λίγα λόγια, δεν εγκαταλείπει, δεν σιχαίνεται το μέλος του, ούτε τη βρωμιά του, αλλά κάνει όλα όσα μπορεί για να το γιατρεύσει; Έτσι έχουμε και εμείς χρέος να υποφέρουμε με όσους υποφέρουν, να τους συμπαραστεκόμαστε, όσο μπορούμε – και εμείς οι ίδιοι και με τη βοήθεια άλλων πιο δυνατών στην πνευματική ζωή – να επινοούμε και να μεταχειριζόμαστε όλα τα μέσα, για να βοηθήσουμε και τους εαυτούς μας και τους αδελφούς μας. Γιατί είμαστε ο ένας μέλος του άλλου, όπως λέει ο Απόστολος (Ρωμ. 12,5). Και αφού «είμαστε όλοι ένα σώμα, και καθένας μέλος του άλλου, τότε αν υποφέρει ένα μέλος, υποφέρουν ταυτόχρονα όλοι» (Α’ Κορ. 12,26). Τι νομίζετε ότι είναι τα Κοινόβια; Δεν καταλαβαίνετε ότι είναι ένα σώμα όλοι και ο καθένας μέλος του άλλου; Εκείνοι μέν που ασχολούνται με τη διοίκηση της Μονής, είναι το κεφάλι. Εκείνοι που προσέχουν και διορθώνουν, είναι τα μάτια. Όσοι ωφελούν τους άλλους με το λόγο, είναι το στόμα. Τα αυτιά είναι εκείνοι που κάνουν υπακοή. Τα χέρια είναι αυτοί που εργάζονται. Πόδια είναι οι αποκρισάριοι και όσοι έχουν διακονήματα. Είσαι κεφάλι; Διοίκησε. Είσαι μάτι; Πρόσεχε, κατάλαβε καλά. Είσαι στόμα; Μίλησε, ωφέλησε. Είσαι αυτί; Κάνε υπακοή. Είσαι χέρι; Δούλεψε. Είσαι πόδι; Κάνε το διακόνημά σου. Καθένας ας υπηρετήσει το σώμα ανάλογα με τη δύναμή του. Και φροντίστε πάντοτε να βοηθά ο ένας τον άλλον, είτε διδάσκοντας και βάζοντας το λόγο του Θεού στην καρδιά του αδελφού, είτε παρηγορώντας, όταν ο άλλος είναι λυπημένος, είτε δίνοντας ένα χέρι και βοηθώντας τον αδελφό. Και με λίγα λόγια, όλοι μαζί και καθένας χωριστά, όπως είπα, ανάλογα με τη δύναμή του, φροντίστε να ενωθείτε μεταξύ σας. Γιατί, όσο ενώνεται κανείς με τον πλησίον, τόσο περισσότερο ενώνεται με τον Θεό.
78.-. Θα σας πώ ένα παράδειγμα από τους Πατέρες, για να καταλάβετε καλά τη δύναμη που έχει αυτός ο λόγος. Ας υποθέσουμε ότι είναι ένας κύκλος πάνω στη γή, σαν ένα στρογγυλό χάραγμα, γινωμένο με διαβήτη και έχοντας ένα κέντρο. Κέντρο ονομάζεται το μέσον του κύκλου. Προσέξτε τι εννοώ: Ας υποθέσουμε ότι αυτός ο κύκλος είναι όλος ο κόσμος. Το κεντρικό σημείο του κύκλου είναι ο Θεός, οι δέ ευθείες γραμμές που ξεκινούν από την περιφέρεια του κύκλου πρός το κέντρο είναι οι δρόμοι, δηλαδή οι τρόποι ζωής των ανθρώπων. Εφόσον λοιπόν προχωρούν οι άγιοι πρός το κέντρο, θέλοντας να πλησιάσουν τον Θεό, ανάλογα με το πόσο προχωρούν, πλησιάζουν και τον Θεό και μεταξύ τους. Και όσο πλησιάζουν τον Θεό, πλησιάζονται μεταξύ τους και όσο πλησιάζονται, πλησιάζουν τον Θεό. Κατά τον ίδιο τρόπο εννοήστε και τον χωρισμό. Γιατί, όταν απομακρύνονται οι άνθρωποι από τον Θεό και γυρίζουν πίσω, πρός τα έξω, είναι ολοφάνερο ότι, όσο βγαίνουν πρός τα έξω και απομακρύνονται από τον Θεό, τόσο απομακρύνονται και μεταξύ τους. και όσο απομακρύνονται μεταξύ τους, τόσο απομακρύνονται και από τον Θεό.
Αυτή λοιπόν είναι η φύση της αγάπης. Όσο μέν βρισκόμαστε έξω και δεν αγαπάμε τον Θεό, τόσο απομακρυνόμαστε ο ένας από τον άλλον. Αν όμως αγαπήσουμε τον Θεό, όσο πλησιάζουμε τον Θεό με την αγάπη μας σ’ Αυτόν, σε ανάλογο βαθμό, ενωνόμαστε με την αγάπη του πλησίον. και όσο ενωνόμαστε με τον πλησίον, τόσο ενωνόμαστε με τον Θεό.
Ο Θεός ας μας αξιώσει να προσέχουμε όσα μας συμφέρουν πνευματικά και να τα εφαρμόζουμε. Γιατί, όσο φροντίζουμε και ενδιαφερόμαστε να εφαρμόσουμε όσα ακούμε, τόσο περισσότερο μας φωτίζει ο Θεός πάντοτε και μας διδάσκει το θέλημά Του.
(Από τό βιβλίο ΑΒΒΑ ΔΩΡΟΘΕΟΥ Ἔργα Ἀσκητικά, Εκδ. ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ Ἱ.Μ. Τιμίου Προδρόμου, Καρέας, 2000)
Προς μία γυναίκα για την τρέλα
Γράφεις, πως υπέφερες πολλά από τον άνδρα σου. Σε μάλωνε, σ’ έδιωχνε από το σπίτι, σε έδερνε ακόμα. Όμως με την προσευχή και την ελπίδα στο Θεό είχες την δύναμη να τα αντέξεις όλα. Ποτέ σε κανέναν δεν παραπονιόσουν και δεν έλεγες εκτός σπιτιού το τι συνέβαινε στο σπίτι. Τα πάθη σου μαλάκωσαν την ψυχή, ξερίζωσαν κάθε περηφάνια και ακόμα ισχυρότερα σε έδεσαν με τον ζώντα Θεό. Μια εποχή νόμιζες ότι θα τρελαθείς. Όμως δεν τρελάθηκες εσύ – τρελάθηκε ο άνδρας σου. Τώρα είσαι ανήσυχη για την ψυχή του, και ρωτάς: υπάρχει καθόλου σωτηρία για τους τρελούς;
Εφόσον πιστεύεις στον Θεό και στην πρόνοια του Θεού, πίστευε έως το τέλος και εξ ολοκλήρου. Αφού κατά τον λόγο του Χριστού, «ουχί δυο στρουθία ασσαρίου πωλείται; Και εν εξ αυτών ου πεσείται επί την γην άνευ του πατρός υμών» (Ματθ. 10,29), τότε θα μπορούσε ο άνθρωπος να πέσει στα βάσανα και την αρρώστια και τον θάνατο χωρίς την θέληση Του; Αλλά η κύρια θέληση του Θεού σε σχέση με τους ανθρώπους εκφράζεται στο «πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι». (Α΄Τιμ. 2,4). Σημαίνει, ότι και η τρέλα επιτράπηκε επάνω στον βασανιστή άνδρα σου για την σωτηρία του. Εάν ο ελεήμων Δημιουργός δεν θα ήθελε τη σωτηρία του, δεν θα τον χτυπούσε μ’ αυτή τη φοβερή αρρώστια, αλλά θα τον χτυπούσε με τον θάνατο στη μέση της αμαρτίας του. Με κάθε αρρώστια και βάσανο ο ουράνιος Γιατρός θεραπεύει τις ανθρώπινες ψυχές. Γι’ αυτό δεν πρέπει να λυπούμαστε τόσο εκείνους που αρρωσταίνουν βαριά και πεθαίνουν, όσο εκείνους, τους σωματικά υγιείς, που τους αρπάζει ο θάνατος μέσα στην αμαρτία τους. Έχει λεχθεί ότι σε ό,τι σε βρεί, σ’ εκείνο θα σε κρίνει: «…εις παραληφθήσεται και ο έτερος αφεθήσεται» (Λουκ. 17,34), όποιος βρεθεί μέσα στην αμαρτία θα υποστεί δίκη, όποιος βρεθεί μέσα στη μετάνοια θα πάρει συγχώρεση και βραβείο. Βέβαια θα μου πεις ότι αυτός τώρα δεν μπορεί ούτε να μετανοήσει ούτε να προσευχηθεί στον Θεό! Γι’ αυτό εσύ θα προσεύχεσαι για εκείνον, και θα προσφέρεις τις θυσίες. Αυτός στην τωρινή κατάσταση μπορεί μόνο να ταλαιπωρείται, προς σωτηρία του εαυτού του, και για τον φόβο των άλλων. Κάθε νοσοκομείο δείχνει με το δάχτυλο στον Θεό. Κανένα τόσο πολύ όσο το νοσοκομείο για τους ψυχασθενείς. Τοποθέτησε την ελπίδα σου στον Κύριο και να είσαι ήρεμη.
Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς,
«Δεν φτάνει μόνο η πίστη… Ιεραποστολικές Επιστολές Β’» σελ 89.
Αναδημοσίευση από anakalypsi στις 18.4.13
Κατ’ αρχάς θα ήθελα να ξεκαθαρίσω ότι είμαι ευγνώμων στο Θεό για την από νηπιακή ηλικία πορεία μου μέσα στην διαμαρτυρόμενη ευαγγελική εκκλησία καθώς πήρα πολλά μαθήματα και ευλογίες και είδα πολλές φορές το χέρι του Θεού στη ζωή μου.
Ως μεταστραφής διαμαρτυρόμενος θα ήθελα να σας πω ότι όταν με τη χάρη του Θεοί έγινα ορθόδοξος- μπαίνω με τη χάρη του Θεού στον έβδομο χρόνο - το έκανα επειδή κατάλαβα ότι η Εκκλησία του Χριστού θα μπορούσε να διασφαλίσει τη σωτηρία μου κάτι που ο προηγούμενος χώρος αποδείχθηκε εκ των πραγμάτων ότι δεν είχε ούτε τον τρόπο ούτε τα εφόδια για να με βοηθήσει να αντιμετωπίσω ριζικά τα προσωπικά μου πνευματικά αδιέξοδα. Και αυτό δεν το λέω για να καταφρονήσω το χώρο τον οποίο για τόσα χρόνια κινιόμουνα αλλά για να τονίσω ότι μια τέτοια ανάγκη με ώθησε να ψάξω ακόμα και εκεί που δεν πίστευα ότι υπήρχε περίπτωση να βρω βοήθεια.
Παρακαταθήκη για να γίνω ορθόδοξος ήταν η επαφή που είχα με ορθόδοξους που μπορεί να απέρριπτα τα πιστεύω τους - ακόμα και τη σωτηρία τους- αλλά δεν μπορούσα να παραγνωρίσω το χριστιανικό τους χαρακτήρα και το παράδειγμα που μου έδιναν. Η αποδοχή τους ήταν δεδομένη από την αρχή αρκεί να μην αρχίζαμε να δογματίζουμε.
Η αποδοχή λοιπόν αυτών των ανθρώπων και το δικαίωμα που μας έδωσαν να μιλάμε για αυτά που συμφωνούμε και να αφήσουμε στην άκρη τα υπόλοιπα, μας οδήγησε στην ορθοδοξία μετά από χρόνια σοβαρού ψαξίματος της πατερικής θεραπευτικής κατ' αρχάς, και τη σοφίας των πατέρων κατ' επέκταση. Να σημειώσω ότι πολλές φορές αγανακτούσα μέσα μου με τις πρακτικές τους (κεριά, άγιοι, προσκύνηση λειψάνων, θεία κοινωνία κτλ) αλλά και για την άκαμπτη στάση τους σε πολλά δογματικά θέματα. Η αγάπη όμως που έδειχναν στο πρόσωπό μας κάλυπτε τα ανωτέρω "ελαττώματα" τους.
Ως διαμαρτυρόμενος δεν μπορούσα να προσεγγιστώ με λογικά επιχειρήματα διότι αυτό είναι κάτι με το οποίο ασχολούμουν συνεχώς αφού έπρεπε να τεκμηριώσω το κάθε τι που πίστευα και στον εαυτό μου αλλά και στις άλλες ομολογίες που ερχόμουν σε επαφή. Έτρωγα συνέχεια από το δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού. Ο τρόπος που χρειαζόμουν να προσεγγιστώ είναι δια του αγαθού δηλαδή χωρίς πολλά επιχειρήματα αλλά με την προσέγγιση στο βίωμα και τη χάρη της εκκλησίας, πράγματα βέβαια τα οποία βιώνονται μόνο αν σε φωτίσει η χάρις του θεού.
Όποιοι λοιπόν κατηγορούν τους διαμαρτυρόμενους ως αιρετικούς ουσιαστικά τους κατηγορούν για κάτι που ο Θεός δεν έκανε στη ζωή τους ακόμα. Αν και μόνο αν φωτιστούν, καταλάβουν , και απορρίψουν τότε βέβαια θα είναι αιρετικοί γιατί απέρριψαν κάτι που ο θεός τους το έδειξε καθαρά. Οι υπόλοιποι είναι απλά πλανεμένοι οι οποίοι βρήκαν κάπου κάποιον να τους μιλήσει για το Θεό και να τους δώσει μία ελπίδα και ένα νόημα στη ζωή τους. Το γεγονός ότι ζουν χωρίς ολόκληρη την αλήθεια τους κάνει θέσει αιρετικούς αλλά όχι φύσει αιρετικούς αφού δεν έχουν επίγνωση του τι απορρίπτουν. Και αυτά τα λέω όχι θεωρητικά αλλά πρακτικά έχοντας βιώσει τι σημαίνει να μπαίνεις στην ορθοδοξία και να προσπαθείς να τη ζήσεις εν μετανοία, μετά από δεκαετίες στη διαμαρτύρηση.
Όταν η καρδιά μας γεμίσει αγάπη θα δείτε πόσο διαφορετικά θα σας δεχθούν και θα σας ακούσουν. Και αυτό το λέω γιατί είμαι μάρτυρας ενός ολοένα αυξανόμενου ρεύματος προβληματισμού στους κόλπους των διαμαρτυρόμενων οι οποίοι φαίνεται να οδηγούνται στην ορθοδοξία από μια αόρατη δύναμη.
ΤΟ ΕΜΠΟΔΙΟ ΤΟΥ SOLA SCRIPTURA
(μόνο η αγία γραφή)
Θα προσπαθήσω να εξηγήσω γιατί είχα τέτοια προσκόλληση στην αποκλειστικότητα της Αγίας Γραφής ως μόνη πηγή θείας αποκάλυψης και το πως κατάλαβα τη σωστή διάσταση της.
Το sola scriptura είναι ένα από τα πιστεύω που όλοι οι προτεστάντες συμφωνούν απόλυτα μεταξύ τους. Λόγω της χαμηλής εκτίμησης που είχα στην Εκκλησία του Χριστού και στην λειτουργία της ως υποστηρικτή της πνευματικής πορείας του πιστού αναγκαστικά περιορίστηκα στο προϊόν της Εκκλησίας που είναι η Αγία Γραφή.
Έτσι αφού ήρθα σε επαφή με το Λόγο του Θεού και ελλείψει αναλόγων εκκλησιαστικών παραστάσεων κατέληξα να θαυμάσω το"δημιούργημα" μάλλον παρά τον Δημιουργό. Και αυτό γιατί δεν έβλεπα ότι ο Χριστός δεν χωρίζεται από την Εκκλησία Του όπως το κεφάλι δεν χωρίζεται από το σώμα.
Γιατί δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι όπως μέσα στη Μητέρα του Κυρίου ενσαρκώθηκε διΑγίου πνεύματος ο αιώνιος Λόγος και Υιός του Θεού έτσι και μεσώ της εκκλησίας ενσαρκώθηκε ο γραπτός Λόγος που δεν είναι άλλος από την Αγία Γραφή.
Γιατί έλεγα ότι το εδραίωμα της εκκλησίας είναι η αλήθεια -όπως είχα το "δικαίωμα" να αντιλαμβάνομαι- και δεν καταλάβαινα τι σημαίνει ότι η εκκλησία είναι ο στύλος και το εδραίωμα της αληθείας.
Έτσι χωρίς να χάσει μέσα μου την αξία του ο Λόγος του Θεού κατάφερα να παραιτηθώ από το "δικαίωμα" του ατομικού αλάθητου στην ερμηνεία της Γραφής, η οποία είχε αλλάξει αρκετές φορές με την πάροδο των ετών, και συν Θεώ να γνωρίσω τον παράγοντα Εκκλησία να υποταχθώ σ' αυτήν με ταπείνωση και να γνωρίσω τον απίστευτο πλούτο σοφίας και πνευματικότητας που κρύβει μέσα της.
Κοιτάζοντας πίσω αναρωτιέμαι πως μπορούσα να ζω την πνευματική μου ζωή χωρίς το σύστημα υποστήριξης που άφησε πίσω ο Χριστός μέσα στην απίστευτη σοφία του και αγάπη για το ποίμνιο Του που είναι η Εκκλησία Του και τα μυστήρια αυτής. Ένιωθα σαν τον αθλητή που ήθελε να αθληθεί και που αγαπούσε το άθλημά του αλλά προσπαθούσε να τα καταφέρει χωρίς προπονητή δηλαδή υποβίβαζα την προσπάθειά μου στο επίπεδο του ερασιτέχνη.
Γιατί μόνο εδώ υπάρχει ένα θεραπευτικό σύστημα που έχει παραδοθεί από τον Χριστό στους μαθητές του και απο αυτούς στους δικούς τους μαθητές κ.ο.κ. Ιδού λοιπόν τι σημαίνει Ιερά Παράδοση. Να γιατί ο άνευ διδασκάλου χριστιανισμός οδηγεί σε ατομική και περιορισμένη κατανόηση της Βίβλου που με τη σειρά της οδηγεί σε πλάνες και ατερμονους κατακερματισμούς των προτεσταντικών συναθροίσεων. Ο Απόστολος Παύλος άραγε στους Κορίνθιους με τους οποίους έμεινε τρία χρόνια τους έγραφε επιστολές ή τους παρέδινε αυτά που είχε παραλάβει από τον Κύριο; Γιατί η θεραπεία των παθών, θέμα για το οποίο δεν είχα λάβει καμιά μαθητεία και όσους, είναι κάτι που πίσω από την οποία πνευματική μου βιτρίνα κατάλαβα και καταλαβαίνω ότι έχω απόλυτη ανάγκη μέσω της συνεχούς μετάνοιας δηλ. ανακαίνισης του νου, και της ταπείνωσης για την οποία ελάχιστα κηρύγματα είχα ακούσει κατά τη διάρκεια της περιήγησης μου σε ουκ ολίγες προτεσταντικές συναθροίσεις. Πώς λοιπόν θα μπορούσα πρακτικά να βιώσω τη σωτηρία δια της χάριτος αφού τη χάρη ο θεός τη δίνει στους ταπεινούς; Και τι αξία έχει μια πίστη η οποία πηγάζει από μια υπερήφανη καρδιά; Γιατί η ταπείνωση είναι η συχνότητα στην οποία εκπέμπει ο Θεός και μόνο οι καθαροί στην καρδιά μπορούν να καταλάβουν τα σήματά Του.
Έτσι αντί να εστιάζω στις προϋποθέσεις για να λάβει κάποιος το δώρο της σωτηριας που είναι η αναγέννηση μέσω του αίματος του Ιησού Χριστού κατάλαβα ότι πιο σπουδαίο είναι η διατήρηση αυτού του δώρου που συναισθάνομαι ότι ο μόνος χώρος που μου το διασφαλίζει είναι η θεραπευτική των πάτερων της εκκλησίας μας.
Κλείνοντας θα ήθελα να καλέσω όλους τους καλοπροαίρετους χριστιανούς να πάνε στο Θεό με ταπείνωση και να ζητήσουν να τους δείξει αν υπάρχει κάτι σε σχέση με την Εκκλησία Του που δεν το έχουν καταλάβει, να τους το αποκαλύψει και να τους βοηθήσει τα όποια προσκόμματα θεωρούν ότι υπάρχουν να τους εξηγηθούν.
Επίσης να τονίσω ότι βασική ανάγκη κάθε ανθρώπου είναι να μετατραπεί όχι σε εργαλείο του Θεού -κάτι που είχα εκπαιδευτεί αρκετά- αλλά σε κατοικητήριο του Θεού -κάτι που θα χρειαστώ μια ζωή για να το μάθω, και με τη χάρη Του μία αιωνιότητα να το ζήσω.
Αναρτήθηκε από anakalypsi στις 18.4.13