Αυξομείωση μεγέθους γραμμάτων.
Κείμενα (blog) - Ιερός Ναός Αγίου Σώστη Νέας Σμύρνης
E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Η πίστη του χριστιανού δοκιμάζεται με την Ανάβαση του Χριστού σαν το χρυσάφι στο χωνευτήρι. Απ’ όλο το Ευαγγέλιο η Ανάσταση του Χριστού είναι το πλέον απίστευτο πράγμα, ολότελα απαράδεκτο από το λογικό μας, αληθινό μαρτύριο για δαύτο. Μα ίσια-ίσια, επειδή είναι ένα πράγμα ολότελα απίστευτο, για τούτο χρειάζεται ολόκληρη η πίστη μας για να το πιστέψουμε. Εμείς οι άνθρωποι λέμε συχνά πως έχουμε πίστη, αλλά την έχουμε μονάχα για όσα είναι πιστευτά απ’ το μυαλό μας. Αλλά τότε, δεν χρειάζεται η πίστη, αφού φτάνει η λογική. Η πίστη χρειάζεται για τα απίστευτα.

Οι πολλοί άνθρωποι είναι άπιστοι. Οι ίδιοι οι μαθητάδες του Χριστού δεν δίνανε πίστη στα λόγια του δασκάλου τους όποτε τους έλεγε πως θ’ αναστηθή, μ’ όλο το σεβασμό και την αφοσίωση που είχαν σ' Αυτόν και την εμπιστοσύνη στα λόγια Του. Και σαν πήγανε οι Μυροφόρες την αυγή στο μνήμα του Χριστού, κ’ είδανε τους δυο αγγέλους που τις μιλήσανε, λέγοντας σ’ αυτές πως αναστήθηκε, τρέξανε να πούνε τη χαροποιά την είδηση στους μαθητές, εκείνοι δεν πιστέψανε τα λόγια τους, έχοντας την ιδέα πως ήτανε φαντασίες: «Και εφάνησαν ενώπιον αυτών ωσεί λήρος (τρέλα) τα ρήματα αυτών, και ηπίστουν αυταίς»...

Βλέπεις καταπάνω σε πόση απιστία αγωνίσθηκε ο ίδιος ο Χριστός; Και στους ίδιους τους μαθητάδες του. Είδες με πόση μακροθυμία τα υπόμεινε όλα; Και μ’ όλα αυτά, ίσαμε σήμερα οι περισσότεροι από μας είμαστε χωρισμένοι από τον Χριστό μ’ ένα τοίχο παγωμένον, τον τοίχο της απιστίας. Εκείνος ανοίγει την αγκάλη Του και μας καλεί κ’ εμείς τον αρνιόμαστε. Μας δείχνει τα τρυπημένα χέρια του και τα πόδια του, κ’ εμείς λέμε πως δεν τα βλέπουμε.
Εμείς ψάχνουμε να βρούμε στηρίγματα στην απιστία μας για να ικανοποιήσουμε τον εγωισμό μας, που τον λέμε Φιλοσοφία και Eπιστήμη.

Η λέξη Ανάσταση δεν χωρά μέσα στα βιβλία της γνώσης μας. Γιατί «η γνώση τούτου του κόσμου, δε μπορεί να γνωρίσει άλλο τίποτα, παρεκτός από ένα πλήθος λογισμούς, όχι όμως εκείνο που γνωρίζεται με την απλότητα της διάνοιας».

Ναι, εκείνους που έχουνε αυτή την ευλογημένη απλότητα της διάνοιας, τους μακάρισε ο Κύριος, λέγοντας: «Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, ότι αυτών εστί η βασιλεία των ουρανών. Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται». Και στον Θωμά, που γύρευε να τον ψηλαφήση για να πιστέψη, είπε: «Γιατί με είδες Θωμά, για τούτο πίστεψες; Μακάριοι είναι εκείνοι που δεν είδανε και πιστέψανε».

Ας παρακαλέσουμε τον Κύριο να μας δώσει αυτή την πλούσια φτώχεια, και την καθαρή καρδιά, ώστε να Τον δούμε ν’ αναστήνεται για να αναστηθούμε κ’ εμείς μαζί Του. Αυτή η ανηξεριά (η άγνοια) είναι ανώτερη από τη γνώση: «Αύτη εστίν η άγνοια η υπερτέρα της γνώσεως». Καλότυχοι και τρισκαλότυχοι εκείνοι που την έχουνε.

Χριστός ανέστη!

(Φ. Κόντογλου)

Μία εκπληκτική απάντηση! Το φίδι,το κεφάλι & η ουρά...

(Αγίου Γρηγορίου Νύσσης Λόγος εις την Γέννησιν του Χριστού, εκδ. ΕΠΕ τόμ. 10 σελ 335)

"...Ὅταν εἶχαν ξεκλίνει ὅλοι καί εἶχαν ἐξαχρειωθεῖ (Ψαλμ. 13, 2), ὅταν ἡ ἁμαρτία εἶχε ἁπλωθεῖ παντοῦ (Ρωμ. 3, 3), ὅταν περίσσευε ἡ ἀνομία, ὅταν ὁ ζόφος τῆς κακίας ἔφτασε στό ἀκρότατο ὅριο, τότε φάνηκε ἡ χάρη, τότε ἀνέτειλε ἡ ἀκτίνα τοῦ ἀληθινοῦ φωτός ἐπάνω μας. Τότε φάνηκε ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης σ᾿ ἐκείνους πού κάθονταν στό σκότος καί στή σκιά τοῦ θανάτου (Ἠσ. 9, 2), τότε τσάκισε τίς πολλές κεφαλές τοῦ δράκοντα πατώντας τον μέ τό πόδι του καί συντρίβοντάς τον καί καταπατώντας τον στή γῆ.
Καί κανένας, βλέποντας τά τωρινά κακά, νά μή νομίζει ὅτι ὁ λόγος ψεύδεται πού λέει ὅτι ὁ Κύριος ἔλαμψε σάν ἥλιος στή ζωή μας κατά τούς τελευταίους καιρούς.
Θά πεῖ ἴσως ὁ ἀντιρρησίας, ὅτι αὐτός πού περίμενε τούς καιρούς γιά νά φανερωθεῖ ἡ κακία, νά αὐξηθεῖ καί νά τήν ἀποσπάσει ἀπό τή ρίζα, εἶναι φυσικό ὅτι θά τήν ἔχει καταλύσει ὁλόκληρη, ὥστε νά μήν ἔχει μείνει κανένα ἀπομεινάρι της στή ζωή μας. Ὅμως τώρα γίνονται μέ τόλμη καί φόνοι καί κλοπές καί μοιχεῖες καί τά χειρότερα κακουργήματα.
Ἀλλά αὐτός πού διαπιστώνει αὐτό τό πράγμα ἄς λύσει τήν ἀμφιβολία του μέ ἕνα παράδειγμα ἀπό τά γνωστά.
Ὅπως δηλαδή ὅταν σκοτώνομε κάποιο ἑρπετό, βλέπομε ὅτι δέν πεθαίνει ὅλο τό φίδι μαζί μέ τό κεφάλι, ἀλλά, ἐνῶ τό κεφάλι ἔχει πεθάνει, τό ὑπόλοιπο σῶμα εἶναι ζωντανό καί δείχνει τό θυμό του, χωρίς νά ἔχει στερηθεῖ τή ζωτική δύναμη, ἔτσι κι αὐτός πού σκότωσε τό δράκοντα.
Ὅταν τό θηρίο μεγάλωσε αὐξημένο σέ κάθε μιά ἀπό τίς γενιές τῶν ἀνθρώπων συντρίβοντάς του τήν κεφαλή, δηλαδή τή δύναμη πού ἀναιρεῖ τά καλά καί ἔχει τά πολλά κεφάλια, δέν ἔκανε πιά κανένα λόγο γιά τό ὑπόλοιπο σῶμα, ἐπιτρέποντας νά ἀπομείνει ἡ κίνηση μέσα στό νεκρό θηρίο ὡς ἀφορμή ἄσκησης γιά τούς μεταγενέστερους.
Ποιό εἶναι λοιπόν τό κεφάλι πού συντρίφτηκε; Ἐκεῖνο πού ἔφερε στή ζωή τό θάνατο μέ τή ἁμαρτωλή συμβουλή, πού μέ τό δάγκωμά του στάλαξε στόν ἄνθρωπο τό θανατηφόρο δηλητήριο.
Αὐτός λοιπόν πού κατάλυσε τήν ἐξουσία τοῦ θανάτου, σύντριψε τή δύναμη τῆς κεφαλῆς τοῦ φιδιοῦ, ὅπως λέει ὁ προφήτης. Τό ὑπόλοιπο ὅμως σῶμα τοῦ θηρίου σκορπισμένο μέσα στή ζωή τοῦ ἀνθρώπου, ὅσο ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται μέσα στίς κινήσεις τῆς κακίας, σκληραίνει ἀδιάκοπα τή ζωή μας μέ τά λέπια τῆς ἁμαρτίας.
Ἡ δύναμή του βέβαια εἶναι πιά νεκρή, ἀφοῦ ἀχρηστεύθηκε τό κεφάλι. Ὅταν περάσει ὅμως ὁ καιρός καί ἀκινητοποιηθοῦν τά κινούμενα κομμάτια κατά τή συντέλεια τῆς ζωῆς αὐτῆς πού προσδοκοῦμε, τότε καταργεῖται ἡ οὐρά καί τό τελευταῖο τμῆμα τοῦ ἐχθροῦ, κι αὐτό εἶναι ὁ θάνατος.
Κι ἔτσι θά πραγματοποιηθεῖ ὁ πλήρης ἀφανισμός τῆς κακίας, ἀφοῦ θ᾿ ἀνακληθοῦν ὅλοι μέ τήν ἀνάσταση στή ζωή. Οἱ δίκαιοι θά μετοικήσουν ἀμέσως στήν οὐράνια μακαριότητα, ἐνῶ οἱ ἔνοχοι ἁμαρτημάτων θά παραδοθοῦν στή γέεννα"....

(οι υπογραμμίσεις δικές μας)

(Από το βιβλίο:Στα ίχνη του Ι.Χ.Θ.Υ.Σ. Στράτου Θεοδοσίου-Μάνου Δανέζη, εκδ. Δίαυλος σελ. 606-618)

II ιστορικότητα της Ανάστασης

Ο ΕΘΝΙΚΟΣ ΚΕΛΣΟΣ, Ο ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ, Ο ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ, παλαιότερα, ο Ραϊμάρους, ο Στράους, ο Ρενάν και διάφοροι άλλοι ορθολογιστές μελετητές και οπαδοί της αντιρρητικής θεολογίας, πιο πρόσφατα, δεν αναγνωρίζουν καμία αντικειμενική αξία στην Ανάσταση του Ιησού. Τη θεωρούν σαν ένα φαινόμενο καθαρής παραίσθησης!

Πέρα απ' αυτούς, την τελευταία δεκαετία αναφαίνονται εκ μέρους μη ορθοδόξων θεολόγων καινοφανείς διακηρύξεις που αμφισβητούν αυτήν καθ' εαυτή την ιστορικότητα της Ανάστασης του Κυρίου.

Ο Ορθόδοξος Χριστιανισμός βιώνει μυστηριακά –μέσω της λειτουργικής ζωής– την Ανάσταση του Κυρίου, η οποία αποτελεί το ανεπανάληπτο γεγονός της υπέρβασης του θανάτου εκ μέρους του θεανθρώπου. Από τη Σταύρωση του Σωτήρα Χριστού ανέτειλε η Ανάστασή του και απ' αυτήν η σωτηρία των ανθρώπων. Εξάλλου η πίστη στην Ανάσταση του Κυρίου είναι το θεμέλιο του Χριστιανισμού και το κεντρικό σημείο της όλης χριστιανικής διδασκαλίας, αφού η Εκκλησία μας περιλαμβάνοντάς την στο Σύμβολο της Πίστεως, την ανεκήρυξε βασικό δόγμα της θρησκείας μας. Χωρίς τα Πάθη του Ιησού και την Ανάστασή του, που επικυρώνει τη διδασκαλία του, δεν θα υπήρχε η χριστιανική θρησκεία και το έργο του Ιησού θα παρέμενε ανεκπλήρωτο. Η Ανάσταση του Κυρίου υπερκέρασε το επίγειο βασίλειο του Ισραήλ και έδειξε σε όλους την αίγλη της Βασιλείας των Ουρανών.

Αντιθέτως, κύκλοι της αντιρρητικής Δυτικής Θεολογίας αμφισβητούν την ιστορικότητα της Ανάστασης και αποστασιοποιούνται από βασικές θέσεις της Χριστιανοσύνης. Οι ορθολογιστές και υπερκριτικοί, που δεν δέχονται τη δυνατότητα του υπερφυσικού, έστω όπως το οριοθετήσαμε στις αρχές της έρευνάς μας, αντιμάχονται εξ αρχής την Ανάσταση του Χριστού, κλονίζοντας ταυτόχρονα τα θεμέλια της του Χριστού Εκκλησίας.

Για τους περισσότερους χριστιανούς η Ανάσταση του Κυρίου παραμένει το μεγαλύτερο θαύμα στην ιστορία της ανθρωπότητας, η απόδειξη της θεότητας του Κυρίου, η κατάργηση του θανάτου και ο θρίαμβος της ζωής. Αυτό σημαίνει ότι δεν νοείται χριστιανός, ο οποίος να μην δέχεται την Ανάσταση του Κυρίου.

Παρ' όλα αυτά, όμως, οι σκεπτικιστές, οι αντιρρησίες και οι αμφισβητίες του θαύματος της Ανάστασης, τη θεωρούν ως τη «μεγαλύτερη παραίσθηση» των αιώνων. Υποστηρίζουν, χωρίς καμιά απόδειξη και ιστορική τεκμηρίωση, ότι ο Ιησούς μπορεί να λιποθύμησε ή να έπεσε σε βαθύ κώμα ή να έπαθε νεκροφάνεια πάνω στον Σταυρό. Συνήλθε, όμως, στον τάφο Του, δραπέτευσε απ' αυτόν με τη βοήθεια κάποιων μαθητών του και, φυσικά, εμφανίστηκε ολοζώντανος στους υπόλοιπους. Ο λόγος, όμως, φέρνει τον αντίλογο. Επομένως, χωρίς να ξεχνούν την υπερβατικότητα της Ανάστασης του Κυρίου, άλλοι ερευνητές, πιστοί χριστιανοί, διατυπώνουν την άποψη ότι ήταν αδύνατον μετά τη φοβερή μαστίγωση και την, έστω σύντομη, σταύρωση Του να επέζησε ο ταλαιπωρημένος σωματικά Ιησούς. Πώς άλλωστε ο Ρωμαίος κεντηρίων βεβαίωσε τον θάνατο του Ιησού; Και ακόμη πώς θα μπορούσε να δραπευτεύσει ο ημιθανής Ιησούς από τον τάφο του έστω και με τη βοήθεια φίλων του, όταν φύλαγαν τον τάφο του οι στρατιώτες;

Επίσης θεωρούνται αβάσιμες και οι θεωρίες που ανέπτυξαν οι Paulus, Herdez, Hase, ότι ο Ιησούς απλώς έπαθε νεκροφάνεια*, και αφού συνήλθε μέσα στον τάφο του, εφ' όσον δεν είχε πεθάνει, προσποιήθηκε τον αναστάντα.

Συνεπώς ο δόλος στρέφεται στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού, που –όπως τονίζουν οι εγκυρότεροι μελετητές του– δεν ήταν ίδιον του χαρακτήρα Του. Άλλωστε ένας αδύναμος από το μαρτύριο Ιησούς, πώς ήταν δυνατόν –αφού επέζησε από το λόγχισμα του κεντυρίωνα– να ξετυλιχθεί από τα σάβανα, να βρει ρούχα να ντυθεί και τελικά να κυλίσει τον μεγάλο λίθο που έφραζε την είσοδο του μνήματος; Βέβαια όλες αυτές οι απόψεις βασίζονται σε διάφορα απόκρυφα –αμφισβητούμενης αξιοπιστίας και εγκυρότητας– κείμενα που παρουσιάζουν αποσπασματικά στιγμές του βίου του Κυρίου. Για παράδειγμα, το απόκρυφο κείμενο «Βίβλος Αναστάσεως του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού» γράφε χαρακτηριστικά: «Ἐγώ, ὁ Φιλογενής, τότε τούς εἶπα: –Ὑπάρχει ἓνα μνημεῖο στό λαχανόκηπό μου, φέρτε τον ἐκεῖ καί βάλτε τον μέσα, ἐγώ ὁ ἲδιος θά τόν προσέχω. Εἶχα στή σκέψη μου καί στήν καρδιά μου, ὃταν φύγουν οἱ Ἰουδαῖοι καί πᾶνε ὃλοι στά σπίτια τους, νά μπῶ μέσα στόν τάφο τοῦ Κυρίου μου, καί ἀφοῦ τόν μεταφέρω μακριά, νά τόν συνεφέρω μέ διάφορα καρυκεύματα, φάρμακα και μυρωδάτες ἀλοιφές» (Κοπτικό χειρόγραφο No 6804, Ι Βρετανικό Μουσείο).

Σε τέτοια κείμενα αναφέρονται οι αρνητές-σκεπτικιστές Δυτικοί θεολόγοι δημιουργώντας τις όποιες αντιρρητικές υποθέσεις τους για την Ανάσταση του Κυρίου.

Οι αρνητές της Ανάστασης του Ιησού υποστηρίζουν ακόμη, χωρίς τεκμηρίωση, ότι το σώμα του Χριστού μπορεί να έγινε βορά των άγριων σκυλιών ή κάποιοι να το παράχωσαν σε άγνωστη τοποθεσία ή τέλος να το έκλεψαν οι μαθητές του, που μ' αυτόν τον τρόπο θέλησαν να παραπλανήσουν τους υπόλοιπους ανθρώπους, ώστε να πιστέψουν ότι ο Κύριος αναστήθηκε. Ο Reimarus κυρίως, όπως ήδη έχουμε αναφέρει, θεωρεί ότι οι μαθητές του Χριστού έκλεψαν το σώμα του από τον τάφο λέγοντας ότι αναστήθηκε για να δώσουν ένα θεϊκό υπερφυσικό τόνο στις δοξασίες τους. Ο αντίλογος επικεντρώνεται, όμως, στο γεγονός ότι ο Χριστιανισμός, η θρησκεία που διαδόθηκε και εδραιώθηκε στις καρδιές των πιστών –παρά τους σκληρούς διωγμούς– είναι απίθανο να βασίστηκε σε μια τέτοια απάτη. Εξάλλου όλοι οι Απόστολοι –οι δήθεν υπεύθυνοι της απάτης– βάδισαν ηρωικά προς τον θάνατο χωρίς ποτέ κανείς τους να αποκαλύψει το παραμικρό για κάποιου είδους πλεκτάνη.

Πώς ήταν δυνατόν οι πανικόβλητοι μαθητές του Ιησού μετά τον χαμό τού διδασκάλου τους να βρήκαν τη δύναμη να κλέψουν το σώμα του από τον τάφο;

Πώς ήταν δυνατόν να αψηφήσουν και να αποφύγουν τη ρωμαϊκή φρουρά;

Πώς κατόρθωσαν να κυλίσουν τον μεγάλο λίθο της εισόδου του μνήματος χωρίς να γίνουν αντιληπτοί; Και αν πράγματι το σώμα του Χριστού κλάπηκε γιατί δεν τιμωρήθηκε η φρουρά;

Αυτά είναι βασικά ερωτήματα που δεν έχουν εύκολες απαντήσεις, γι' αυτόν τον λόγο την εικασία της κλοπής του σώματος του Χριστού από τους μαθητές του απέρριψαν εξ αρχής ως αβάσιμη ακόμη και ορθολογιστές ερευνητές, όπως οι Strauss, Meyer, Schmiedel, Devivier κ.ά.

Άλλοι πάλι υποστηρίζουν ότι το σώμα του Κυρίου μπορεί να κλάπηκε, ακόμη και από τους Εβραίους για να σταματήσουν τον Χριστιανισμό πάνω στην άνθισή του. Αυτή η άποψη είναι τελείως απίθανη γιατί οι Εβραίοι αυτό ακριβώς φοβόντουσαν, όπως άλλωστε αναφέρουν οι Ευαγγελιστές, αφού κάλλιστα μπορούσαν να εμφανίσουν τον νεκρό Ιησού αργότερα, όταν άρχισε το κήρυγμα των Αποστόλων για την Ανάσταση του διδασκάλου τους. Οι αρνητές της Ανάστασης του Ιησού Χριστού ισχυρίζονται επιπλέον ότι το σώμα του Κυρίου τοποθετήθηκε επίτηδες σε άλλον τάφο, απ' όπου εύκολα το πήραν οι μαθητές του. Αλλά κι αυτή η εκδοχή δεν στέκει, γιατί ποτέ δεν ακούστηκε τίποτα γι' αυτήν τη δήθεν απάτη.

Ο Γ. Κορδάτος στο βιβλίο του «Ιησούς Χριστός και Χριστιανισμός» (Τόμος Α', 1975), υποστηρίζει ότι ο Ιησούς ημιθανής μεταφέρθηκε σε κάποιο κρυφό μέρος από τους ανθρώπους του Ιωσήφ της Αριμαθαίας και του Νικόδημου. Εκεί με διάφορες εντριβές που έκαναν στο σώμα του και με διάφορα διεγερτικά ποτά που του έδωσαν να πιεί, τελικά τον συνέφεραν. Παρέμεινε στο κρησφύγετο του κάμποσες ημέρες για να αναρρώσει και μετά πήγε να δει τους συντρόφους του. Οι Απόστολοι όταν τον είδαν πίστεψαν ότι έγινε θαύμα. Δεν ήταν όμως ασφαλής και έτσι οι συνοδοί του με πολλές προφυλάξεις τον μετέφεραν από την Ιουδαία στη Γαλιλαία. Φαίνεται όμως ότι η υγεία του είχε κλονιστεί σοβαρά. Έτσι, λοιπόν, σύμφωνα με τον Κορδάτο, ο Ιησούς σαράντα ημέρες μετά τη σταύρωσή του, πέθανε, ίσως από κάποια αθεράπευτη μόλυνση, που του δημιούργησαν οι πληγές των χεριών του.

Ίδιες περίπου απόψεις εκφράζει ο Rodney Hoare στο βιβλίο του «The Testimony of the Shroud» (1978). Κατ' αυτόν, ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας και ο Νικόδημος μετέφεραν τον ημιθανή Ιησού από το μνήμα του στο σπίτι του Νικόδημου. Τον περιποιήθηκαν πολύ και τη Δευτέρα το πρωί ο Ιησούς άρχισε να αναπνέει, αφού επανήλθε στη ζωή μετά από το κώμα στο οποίο είχε περιπέσει κατά τη σταύρωσή του. Ο κεντυρίων, ίσως να είχε δωροδοκηθεί και να κέντησε ελαφρά με τη λόγχη του τον Ιησού, ενώ ταυτόχρονα πιστοποίησε τον θάνατό του, χωρίς αυτός να έχει επέλθει. Όταν ανέλαβε τις δυνάμεις του, του είπαν ότι ξαναγύρισε στη ζωή από τον Άδη, και αυτό πίστευε ο Ιησούς για το υπόλοιπο της ζωής του. Εμφανίστηκε στους μαθητές του, στην οικογένειά του και τέλος «χάθηκε» πάνω στο βουνό ίσως μέσα στην ομίχλη, ή μέσα σ' ένα σύννεφο, για να δώσει κάποιον μυστηριώδη τόνο στην εξαφάνισή του. Κατά τον R. Hoare αυτή ήταν η πιο σωστή πράξη εκείνη ακριβώς τη στιγμή. Οι αρχές έψαχναν να τον βρουν μετά μάλιστα τις φήμες ότι είχε αναστηθεί. Εάν ήθελε να ζήσει έπρεπε να απομακρυνθεί από την ευρύτερη περιοχή της Ιερουσαλήμ. Ίσως πήγε στην κοινότητα των Εσσαίων στη Νεκρή Θάλασσα, συνδυάζοντας την παρουσία του με την επιστροφή τού «Διδάσκαλου της Δικαιοσύνης» που τόσο πολύ ανέμενε η αδελφότητα. Ίσως πάλι ταξίδεψε στο εξωτερικό, αφού υπάρχει η ακραία θέση ότι επισκέφτηκε μακρινά μέρη, όπως το Πακιστάν ή τη Βόρεια Αμερική! Πιο βολικό βέβαια θα ήταν να είχε πεθάνει λίγο μετά τη σχετική ανάρρωσή του, μη δυνάμενος να ξεπεράσει τα τραύματά του ή απογοητευμένος, όπως λέγει ο R. Hoare, από τον Θεό που υπηρετούσε, ο οποίος τον εγκατέλειψε στον σταυρό του μαρτυρίου του. Ίσως πάλι παντρεύτηκε και έζησε τα υπόλοιπα χρόνια του βίου του στην αφάνεια. Πάντως, κατά τον R. Hoare (1978), Ανάσταση δεν υπήρξε.

Όλα αυτά βέβαια εμπίπτουν στη σφαίρα της φαντασίας του συγγραφέα και στο γενικό πλαίσιο σκέψης των ορθολογιστών υπερκριτικών ερευνητών και συγγραφέων, οι οποίοι με κανένα τρόπο δεν μπορούν να αποδεχτούν το μυστήριο της εκ νεκρών Ανάστασης του Κυρίου και την εκ μέρους του πάταξη του θανάτου.

Επιπλέον, οι αρνητές του θείου λόγου σημειώνουν τις ασάφειες και τις αντιφάσεις των Ευαγγελίων, ως ενδεικτικό στοιχείο της αρνητικής τους θέσης ως προς την Ανάσταση του Χριστού. Ισχυρίζονται ότι τα ελλιπή και σχεδόν αινιγματικά στοιχεία που υπάρχουν για την Ανάσταση του Χριστού δημιουργούν τεράστια προβλήματα στους μελετητές-ιστορικούς, Ο αντίλογος όμως υποστηρίζει ότι αυτές ακριβώς οι ασάφειες είναι το δυνατότερο στοιχείο της αλήθειας. Οι Ευαγγελιστές δεν συνεννοήθηκαν για να παρουσιάσουν μια πλαστή ιστορία, ούτε υπήρχε συνεργασία μεταξύ τους για να παρουσιάσουν κάτι το ομοιόμορφο. Οι αναφορές τους δείχνουν ακόμα την πίστη τους στο μέγα γεγονός της Ανάστασης του Κυρίου, με το να παρουσιάζουν και να παραδέχονται ουσιαστικές λεπτομέρειες, ότι αρχικά δηλαδή δεν επίστευσαν σ' αυτήν ούτε οι μαθητές του και προς στιγμήν παραγνώρισαν τον αναστάντα διδάσκαλο τους. Οι αντιρρησίες επιμένουν ότι όσον αφορά την Ανάσταση του Κυρίου αυτόπτες μάρτυρες δεν υπήρξαν, ούτε κανείς Ευαγγελιστής περιγράφει λεπτομερώς το μέγα γεγονός της Ανάστασης του Ιησού. Επίσης, όλες οι αφηγήσεις και οι αναφορές για τα πρόσωπα που είδαν τον αναστημένο Χριστό, για το μήνυμα που μετέφεραν στους μαθητές του και για τον τόπο, όπου έγιναν οι συναντήσεις διαφέρουν ουσιαστικά μεταξύ τους. Τι κι αν η Εκκλησία υποστηρίζει ότι τα τέσσερα Ευαγγέλια και οι Επιστολές του Αποστόλου Παύλου είναι οι ιστορικές πηγές της Ανάστασης του Κυρίου; Οι αρνητές υποστηρίζουν ότι ο κενός τάφος ήταν επινόηση του Μάρκου, που –όπως αναφέραμε έγραψε το πρώτο Ευαγγέλιο– και την άποψη αυτή υιοθέτησαν και οι άλλοι Ευαγγελιστές. Όσον αφορά την άποψη του Αποστόλου Παύλου (Α' προς Κορινθίους Επιστολή) όπου σαφώς αναφέρεται ότι ο Ιησούς εμφανίστηκε σε πολλά άτομα, οι αντιρρητικοί θεολόγοι, χωρίς να βγάζουν ψεύτη τον Απόστολο των Εθνών, αναρωτιούνται μεταξύ τους τι ακριβώς είδαν αυτοί οι «αυτόπτες» μάρτυρες. Τι είδους εμπειρία ένιωσαν και πώς αισθάνθηκαν την «υλοποίηση» της Ανάστασης του Ιησού Χριστού;

Πάντως, όσο κι αν η επιστήμη έχει κάνει τεράστιες προόδους και άλματα, δεν μπορούν τα πάντα να εξηγηθούν ορθολογιστικά. Δεν είναι δυνατόν οι υπερφυσικές αλήθειες της πίστεως να ερμηνεύονται με καθαρά λογικές και ενδεικτικά σωστές επιστημονικές προτάσεις. Αυτό είναι αδύνατον και απ' αυτόν τούτον τον ορισμό της Επιστήμης. Πιθανώς πολλά θαύματα των θρησκειών να εξηγούνται σήμερα από τη σύγχρονη Φυσική, παράλληλα, όμως, είναι πιθανόν πολλά θαύματα της σύγχρονης Επιστήμης να βασίζονται στην πανάρχαια λησμονημένη γνώση, τη θαμμένη στα βάθη της μακροχρόνιας υλιστικής περιόδου που διανύει η ανθρωπότητα.

Οι ορθολογιστές πρεσβεύουν ότι πραγματικά μετά την Ανάσταση του Χριστού, οι Απόστολοι σκορπίστηκαν φοβισμένοι και κρύφτηκαν στα σπίτια τους στη Γαλιλαία. Ο καιρός πέρασε, ο φόβος τους καταλάγιασε και εκεί στην ησυχία σκέπτονταν και ξανασκέπτονταν τον αγαπημένο τους διδάσκαλο. Δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι δεν υπήρχε πια ανάμεσά τους! Οι συνεχείς σκέψεις τους προς Εκείνον, τους δημιούργησαν την ιδέα της Ανάστασής του και στις ιδιαίτερες συνομιλίες τους ανέφεραν τον ξαναζωντανεμένο διδάσκαλο τους. Ο αββάς Loisy αναφέρει ότι εκεί στη Γαλιλαία «το ξύπνημα ή μάλλον το ξεπήδημα της πίστης τους, που προξένησε τα οράματα τους, δημιούργησε την πίστη στην ανάσταση του διδασκάλου τους». Μετά απ' όλα αυτά, όπως αναφέρουν οι ορθολογιστές, οι μαθητές του Ιησού ενίσχυσαν το μυστήριο της Ανάστασης του Κυρίου με τις δήθεν εμφανίσεις του γύρω από τον τάφο του, κατόπιν στην Ιουδαία και τέλος στη Γαλιλαία. Πάνω στο ίδιο πλαίσιο ο H.G. Wells στην Παγκόσμια Ιστορία του αναφέρει: «Ἡ ψυχή τῶν μαθητῶν τον εἶχε βυθισθῇ ἐπί ὀλίγον χρόνον εἰς βαθύτατον σκότος. Κατόπιν ἢρχισε να ψιθυρίζεται μεταξύ των καί νά διαδίδωνται ἱστορίαι μᾶλλον ἀντιφατικαί, ὃτι τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ δέν ὑπῆρχε μέσα εἰς τόν τάφον, εἰς τόν ὁποῖον εἶχε τοποθετηθῇ καί ὃτι πρῶτον ἓνας καί ἒπειτα ἂλλος εἶχον ἲδει τόν Ἰησοῦν ζωντανόν. Εἰς τό τέλος οἱ μαθηταί ἐπαρηγοροῦντο μέ τήν πεποίθησιν, ὃτι εἶχεν ἀναστηθῆ ἐκ νεκρῶν, ὃτι εἶχεν ἐμφανισθή εἰς πολλούς καί ὃτι τόν εἶδαν ν' ἀνεβαίνῃ εἰς τούς οὐρανούς».

Ο Ε. Συρέ (1926) κατ' ουδένα τρόπο δεν αμφισβητεί την Ανάσταση του Ιησού, προσπαθεί όμως να ανακαλύψει το εσωτερικό νόημά της. Αυτός, όπως και πολλοί άλλοι θεοσοφιστές, θεωρεί εξωπραγματική την ιδέα της ανάστασης του υλικού σώματος. Πιστεύει και πρεσβεύει ότι ανάσταση δεν είναι η επάνοδος στη γήινη ζωή του υλικού φθαρτού σώματος, αλλά η αναγέννηση της θεϊκής ψυχής. Και σ' αυτό ακριβώς το σημείο έγκειται το πνευματικό μεγαλείο της.

Ωστόσο την τελευταία πενταετία του 20ού αιώνα, έχει αναπτυχθεί εκ νέου μια πλούσια και έντονη αντιρρητική θεολογία, που στρέφεται κυρίως εναντίον του μεγάλου γεγονότος της Ανάστασης του Ιησού Χριστού. Φλογερά άρθρα παρουσιάζονται σε εφημερίδες και περιοδικά –γενικά μόνο από καθολικούς και προτεστάντες θεολόγους– και Συνέδρια διοργανώνονται στα πλαίσια της σχετικής με την Ανάσταση του Ιησού Χριστού θεωρητικής διαμάχης. Όλα αυτά μοιάζουν σαν να θέλουν να αποδείξουν ότι τώρα με την είσοδο του 21ου αιώνα, πρέπει να αμφισβητηθεί και –εάν είναι δυνατόν– να αποκλειστεί ο υπερβατικός χαρακτήρας της χριστιανικής θρησκείας, αμφισβητώντας την Ανάσταση, που είναι το κυρίαρχο δόγμα του Χριστιανισμού.

Όπως αναφέρει ο μακαριότατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδας κ. Χριστόδουλος: «Είναι η γνωστή προσπάθεια, εκλογίκευσης της πίστεως, που αφαιρεί από τις ιερές διηγήσεις κάθε στοιχείο θαυματουργό και θείο. Στην περίπτωση της Αναστάσεως η προσπάθεια προχώρησε πιο βαθιά. Έφθασε στο σημείο να αμφισβητήσει την ιστορικότητά της, πλάθοντας εν ονόματι της επιστήμης, μύθους που αντιστρατεύονταν την ίδια τη λογική» (1996).

Η διδασκαλία του Ιησού, το κήρυγμά του, η αγάπη προς τους ανθρώπους και τον ουράνιο πατέρα του και εν τέλει ο σταυρικός του θάνατος, λίγο πολύ είναι στοιχεία που μπορεί κάποιος να συναντήσει και σε άλλες θρησκείες. Η υπερβατικότητα της Ανάστασής του όμως, με σημασία οντολογική και σωτήρια για τον άνθρωπο, είναι μοναδική και ανυπέρβλητη. Γι' αυτόν τον λόγο εξάλλου αμφισβητήθηκε έντονα από τους αντιπάλους του, αφού με δυσκολία έγινε πιστευτή και απ' αυτούς ακόμη τους μαθητές του. Όταν οι γυναίκες τούς μετέδωσαν την είδηση της Ανάστασης του Κυρίου αμφέβαλαν και έσπευσαν να δουν με τα μάτια τους τον κενό τάφο. Ο δε Απόστολος Θωμάς δεν πίστεψε ούτε τους άλλους Αποστόλους που τον διαβεβαίωσαν για τον αναστάντα Κύριον. Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, οι πλανημένοι, αλλά βαθιά φιλοσοφημένοι Γνωστικοί προτιμούσαν να δέχονται τον Ιησού σαν το ανώτερο εκείνο αθάνατο πνεύμα, που με τον γήινο θάνατό του απλώς απαλλάχτηκε από το φθαρτό κέλυφος του.

Βεβαίως η απάντηση της Ορθοδοξίας στους Δυτικούς επιστήμονες που αναπτύσσουν αντιρρητική Θεολογία έχει δοθεί από το θαυμάσιο άρθρο του μακαριότατου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδας κ. Χριστόδουλου, όπου με 29 ερωτήσεις-απαντήσεις για το Θείο Δράμα, δίνει συντριπτικές απαντήσεις στους αμφισβητίες. Επιπλέον υπενθυμίζει ότι τα θέματα αυτά, που ξεπηδούν από την αλλοτριωμένη Δυτική αντιρρητική ετεροδοξία, είναι ανιαρή αναμάσηση ξεπερασμένων θεωριών από την εποχή του Στράους, που προ πολλού έχουν λάβει τις σωστές απαντήσεις και εκ των πραγμάτων έχουν αναιρεθεί (Το Βήμα, 14η Απριλίου 1996).

Μήπως είναι ψέμα, ότι η Ανάσταση του Ιησού ήταν η φλόγα που φώλιασε στη ψυχή των Αποστόλων και τους όπλισε με εκείνη την ανυπέρβλητη δύναμη μέσω της οποίας υπερπήδησαν όλες τις δυσκολίες και μετέφεραν το μήνυμα της διδασκαλίας Του στα πέρατα του κόσμου; Πάνω σ' αυτό το γεγονός ο Γερμανός μαρξιστής φιλόσοφος Ερνστ Μπλοχ έγραφε: «Ο Χριστιανισμός κατάφερε να κυριαρχήσει σβήνοντας το ρωμαϊκό παγανισμό με όπλο του όχι την ηθική του κηρύγματος του Όρους των Ελαιών, αλλά την πεποίθηση ότι ο Ιησούς είχε αναστηθεί εκ νεκρών. Την εποχή όπου οι Συγκλητικοί της Ρώμης παράβγαιναν ποιος θα βάψει με περισσότερο αίμα ταύρου το χιτώνα του –πιστεύοντας ότι αυτό τους προστάτευε από το θάνατο–, ο Χριστιανισμός ως αντίπαλο δόγμα αντιπαράθετε την αιώνια ζωή και όχι την ηθική».

Διάφοροι υλιστές ψυχοερευνητές –η μόδα της εποχής– υποστηρίζουν για τη φύση της Ανάστασης του σώματος του Χριστού ότι φάνηκε να υλοποιείται ή να εξαϋλώνεται κατά βούληση.

Και τι δεν υποστηρίζουν! «Ύλη διαμέσου της ύλης», «τηλεμεταφορά», ένα φαινόμενο που θεωρούν ότι είναι βεβαιωμένο στην εποχή μας, και «αμφιθεσία», δηλαδή εμφανίσεις ενός ανθρώπου σε δύο ή περισσότερους χώρους ταυτοχρόνως, που ισχυρίζονται ότι αναφέρεται ακόμα και στους Βίους των Αγίων της Εκκλησίας μας. Οι οπαδοί της αντιρρητικής Θεολογίας στο γενικότερο πλαίσιο της αναζήτησης του «ιστορικού Ιησού», επικεντρώνονται στην Ανάσταση του Ιησού υποστηρίζοντας ότι ο κενός τάφος, και μετέπειτα αυτή η πίστη των οπαδών του Ιησού στην Ανάστασή του ήταν τα έξυπνα ευρήματα για να εδραιωθεί η διδασκαλία της νέας θρησκείας. Κατά τον K.L. Woodward (1996): «Σύμφωνα με την άποψη των οπαδών της αντιρρητικής θεολογίας, η Ανάσταση απάδει προς το σύγχρονο πνεύμα καθώς δεν συμβιβάζεται με το αρχέγονο ιουδαϊκό κήρυγμα που εκπορεύτηκε από την Ιουδαία». Οι αρνητές θεολόγοι, και όχι μόνον, διοργανώνουν σχετικά Συνέδρια, όπως τον Φεβρουάριο του 1995 στο Όρεγκον (Η.Π.Α.) με τίτλο «Ο Ιησούς το 2000», ενώ και η Καθολική Αρχιεπισκοπή της Νέας Υόρκης διοργάνωσε τον Απρίλιο του 1996 ένα Σεμινάριο με θέμα την «Ανάσταση του Ιησού», αναμένοντας ίσως κάποιες νέες φιλοσοφικές απαντήσεις στο προαιώνιο υπερβατικό γεγονός. Δεκάδες μελέτες έχουν γραφεί που αρνούνται την υλική Ανάσταση του Ιησού –αυτό ακριβώς είναι το γεγονός που αντίκειται στις ορθολογικές δοξασίες τους– και οι αντιρρησίες επιμένουν ότι τώρα ενώπιον του 21ου αιώνα έφτασε ο καιρός να αντικατασταθεί ο δογματικός Ιησούς της πίστης, από τον πραγματικό Ιησού που αποκάλυψε η στυγνή ακαδημαϊκή έρευνα.

Κάτω απ' αυτό το πρίσμα, ο θεολόγος και ψυχαναλυτής Οϊγκέν Ντρέβερμαν (Eugen Drewermann), βοηθός καθηγητής της Θεολογικής Σχολής στο Πανεπιστήμιο Paderbom (Ρηνανία-Βεστφαλία) στη Γερμανία, βασιζόμενος στα δεδομένα της Ψυχολογίας, προσπάθησε να αμφισβητήσει και να απομυθοποιήσει την Ανάσταση του Κυρίου, καταρρίπτοντας ένα προς ένα τα άρθρα του Συμβόλου της Πίστεως. Επιπλέον έδωσε σειρά «πρωτότυπων» διαλέξεων –που τελικά τού στέρησαν τη θέση του στο Πανεπιστήμιο στις οποίες αναφερόταν με τρόπο ορθολογιστικό στα σημαντικότερα συμβάντα του βίου του Ιησού Χριστού. Παραλληλίζοντας δε τους δαίμονες του Ευαγγελίου με τις νευρώσεις, τους φόβους και τις αγωνίες της σύγχρονης κοινωνίας μας, ο Ντρέβερμαν ανέλυσε τα θαύματα του Χριστού, όπως περιγράφονται στην Καινή Διαθήκη, δίνοντάς τους μια «καινοφανή» διάσταση κάτω από το πρίσμα των δικών του πρωτότυπων απόψεων.

Ο 58χρονος σήμερα, το 2000 μ.Χ., Οϊγκέν Ντρέβερμαν –εκτός από θεολόγος και ψυχαναλυτής– είχε χειροτονηθεί ιερέας της Καθολικής Εκκλησίας. Εξαιτίας, όμως των «προχωρημένων» θέσεών του και των διαφορετικών ερμηνειών που έδινε σε θρησκευτικά θέματα, του απαγορεύτηκε το 1992 από την Αγία Έδρα να ασκεί τα ιερατικά του καθήκοντα. Ο ίδιος έχει αναλάβει σταυροφορία εναντίον του δογματισμού της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας υποστηρίζοντας ότι η Καθολική Εκκλησία δεν μπορεί πλέον να δώσει απαντήσεις στα σύγχρονα ερωτήματα και ουσιαστικά αποτελεί τροχοπέδη στην εξελικτική πορεία του ανθρώπου. Ισχυρίζεται ότι η Αγία Γραφή πρέπει να ερμηνεύεται με γνώμονα την εξέλιξη των ιδεών και την Ψυχολογία, ενώ θεωρεί αδιανόητο η νέα κατήχηση να υποστηρίζει ότι η Μαρία –η μητέρα του Ιησού– ήταν βιολογικά παρθένος. Αυτό μαζί με πλήθος άλλα παραδείγματα θεωρεί ότι αποπροσανατολίζουν τους μαθητές, αφού δεν μπορούν πια να συσχετίσουν αυτά που μαθαίνουν στα Θρησκευτικά με το περιεχόμενο άλλων μαθημάτων, όπως η Ιστορία, η Βιολογία, η Φυσική και η Χημεία.

Ο Οϊγκέν Ντρέβερμαν, βρίσκεται σε συνεχείς προστριβές με την Αγία Έδρα, αφού διατυπώνει την άποψη ότι οι θρησκευτικές αρχές της Ρώμης πρέπει αφ' ενός μεν να αποκτήσουν δημοκρατική διάρθρωση, αφ' ετέρου δε να προχωρήσουν σε μεταρρυθμίσεις τις οποίες πεισματικά αρνούνται. Επίσης κατηγορεί τη Ρώμη για την «άχρωμη» στάση της στο θέμα της ομοφυλοφυλίας, των αμβλώσεων και του διαζυγίου. Τέλος, θεωρεί ότι αυτήν την περίοδο οι άνθρωποι προετοιμάζονται για μια διαφορετική αντίληψη της θρησκείας· μιας θρησκείας που θα είναι έτοιμη να δώσει απαντήσεις μ' έναν διαφορετικό πλέον τρόπο σε ερωτήματα που έχουν σχέση με τις επιστήμες και τη φύση, με την τεχνολογία και τον ψυχισμό (Συνέντευξη στη «Suddeutsche Zeitung, 1995). Την ίδια περίοδο ο Ντρέβερμαν δήλωσε στην εφημερίδα Φιγκαρό: «έχουμε να κάνουμε με μια Εκκλησία που ζητεί εξουσία και χρήματα εκεί όπου ο Ιησούς ήθελε τη φτώχεια, που δικαιολογεί τη θανατική ποινή όταν ο Ιησούς απαγόρευε στους ανθρώπους να κρίνουν τους ομοίους τους».

Άλλωστε σ' ένα από τα πρόσφατα βιβλία του με τίτλο «Φονική Πρόοδος», συνδυάζει την Οικολογία με την Ψυχολογία του βάθους και επιτίθεται με το γνωστό καυστικό ύφος του εναντίον του ανθρωποκεντρισμού της Δυτικής φιλοσοφίας που, βασισμένη στην Παλαιά Διαθήκη, έκανε τον άνθρωπο το κέντρο του Σύμπαντος σε βάρος όλων των άλλων εμβίων όντων.

Οι σύγχρονοι μαρξιστές μελετητές του Χριστιανισμού, αντίπαλοι γενικά της Ανάστασης του σώματος του Ιησού, πιστεύουν ότι αυτή καθ' εαυτή η Ανάσταση αποτελεί ένα άχρηστο και περιττό φορτίο της χριστιανικής πίστης, που παρασύρει τους πιστούς πέρα από το πραγματικό νόημα του κινήματος του Ιησού, που ουσιαστικά ήταν ένας μεγάλος κοινωνικός μεταρρυθμιστής.

Παρόμοιες είναι και οι θέσεις του γνωστού Γερμανού Καινοδιαθηκολόγου Gerd Ludemann, καθηγητή στο Tübingen (1994). Ο G. Ludemann ορθολογιστικά παρουσιάζει χειροπιαστά «λογικά» –κατά την κρίση του– συμπεράσματα με τα οποία αμφισβητεί την ιστορικότητα της Ανάστασης του Χριστού. Κατά την άποψή του, η Ανάσταση του Κυρίου είναι «κενός λόγος» τον οποίο οφείλει να απορρίψει ο ερευνητής που θέλει να μελετήσει ψυχρά και επιστημονικά τα γεγονότα.

Κανένα δέος μπροστά στο θεϊκό μεγαλείο της Ανάστασης του Θεανθρώπου! Ούτε καν η αυτονόητη διάθεση για χριστιανό και μάλιστα θεολόγο να δεχτεί την εισδοχή του θείου παράγοντα στη φθαρτή ζωή μας. Απλώς ορθολογιστικές σκέψεις και επιστημονικοφανή επιχειρήματα, που πηγάζουν από έναν πεπερασμένο ανθρώπινο νου. Τα πάντα αρχίζουν και τελειώνουν με την Ψυχολογία. Γι' αυτόν τον λόγο σημειώνουμε το γεγονός πως οι νεότεροι ορθολογιστές και υπερκριτικοί θεολόγοι θέλοντας να υποτάξουν στα λογικοφανή επιχειρήματά τους και στις γενικότερες φιλοσοφικές θέσεις τους την πραγματικότητα των ιερών κειμένων, καταλήγουν τελικά να αρνούνται τα πάντα.

Κατά τον Ludemann (1995), ο Ιησούς παρέμεινε στον τάφο του, όπου και έλιωσε το φθαρτό του σώμα. Ο αναστημένος Ιησούς που εμφανίστηκε στον Απόστολο Πέτρο, δεν ήταν παρά ένα όραμα του Αποστόλου, που ήταν επόμενο να «αντικρύσει», εφ' όσον βασανιζόταν από τις τύψεις του, επειδή είχε αρνηθεί τρεις φορές τον διδάσκαλο του. Οι δύο μαθητές τού Κυρίου που τον συνάντησαν στον δρόμο προς τους Εμμαούς και οι συναντήσεις των Αποστόλων με τον διδάσκαλο τους μετά την Ανάσταση του, δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ. Ισχυρίζεται ότι οι μαθητές του δεν είδαν τον Μεσσία– απλώς τον φαντάστηκαν. Αυτό συνέβη, λέει ο Ludemann, λόγω ισχυρής συναισθηματικής φόρτισης, και υποστηρίζει ότι κατά την Ψυχολογία αυτό συμβαίνει σε όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους που είναι έντονα λυπημένοι, όταν χάσουν κάποιο πολύ αγαπημένο τους πρόσωπο. Συνεπώς, ακόμα και η εμφάνιση του Κυρίου σε πεντακόσιους πιστούς οπαδούς του αποδίδεται από τον Ludemann σε ομαδική παράκρουση. Με την ίδια λογική, όμως, σημειώνουμε εμείς, πρέπει συμπερασματικά να απορρίψει και τα Ευαγγέλια, αφού αυτά ακριβώς εμφανίζουν τον Ιησού να συνομιλεί με τους μαθητές του, να τρώει, να πίνει μαζί τους και να γίνεται ως και αντικείμενο ψηλάφησης ακόμα!

Οι ετερόδοξοι Δυτικοί ορθολογιστές θεολόγοι δεν έχουν συνειδητά αποδεχτεί την Ανάσταση του Ιησού και τους ενοχλεί ιδιαίτερα το υπερβατικό αυτό γεγονός. Ο καθολικός ιερέας Τζέραλντ Ο' Κόλλινς, του Γρηγοριανού Πανεπιστημίου των Ιησουϊτών της Ρώμης, ισχυρίζεται ότι ανάσταση δεν σημαίνει αναβίωση του φθαρτού σώματος: «Πρόκειται για ένα σώμα δοξασμένο που μεταμορφώθηκε με δύναμη θεϊκή, κάτι που κανείς από μας δεν έχει δει». Τα πράγματα όμως δεν είναι ακριβώς έτσι, τα Ευαγγέλια, όπως αναφέραμε παραπάνω, άλλοτε παρουσιάζουν τον αναστημένο Ιησού να γευματίζει με τους μαθητές του, άλλοτε να τον αγγίζουν για να δουν τις πληγές του και άλλες φορές αφήνουν αδιόρατα να εννοηθεί ότι το σώμα του Κυρίου δεν είναι πια από ανθρώπινη σάρκα. Όπως αναφέρει ο K.L. Woodward σε σχετικό άρθρο του (1996), ο Στίβεν Ντέιβις από το Κολέγιο Κλάρεμοντ Μακένα της Καλιφόρνια (Η.Π.Α.) πάνω στην άποψη του Ο' Κόλλινς λέει ότι «ένα δοξασμένο σώμα, είναι πάντα σώμα, αφού δεν παύει να αποτελεί υλικό αντικείμενο που το βλέπεις». Άλλοι πάλι θεολόγοι υποστηρίζουν ότι μόνον εκείνοι που είχαν βαθιά πίστη μπόρεσαν να αντικρύσουν τον Ιησού μετά την Ανάστασή του και μέσω θεόπεμπτης ενόρασης.

Κατά τον μακαριότατο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδας κ. Χριστόδουλο (1996): «Ο Χριστός σταυρωθείς επί του Ξύλου δι' άκραν υπακοήν προς το θέλημα του Πατρός, ωδήγησε την ανθρώπινη φύση του σε έναν άκτιστο τρόπο ύπαρξης, που δεν γνωρίζει φθαρτότητα ή φθορά. Το αναστημένο σώμα του Χριστού είναι σώμα πνευματικό (Α' Κορ. ΙΕ', 44), ελευθερωμένο από κάθε φυσική αναγκαιότητα. Είναι αισθητό σώμα, έχει «σάρκα και οστέα», μεταλαμβάνει τροφής, ψηλαφάται, αλλά ταυτοχρόνως μπαίνει στο δωμάτιο «των θυρών κεκλεισμένων», αναλαμβάνεται στον ουρανό, και καθίζει εκ δεξιών του Πατρός. Αυτή η διπλή ιδιότητα σημαίνεται στα Ευαγγέλια με τη χαρακτηριστική φράση: «ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ» (Μάρκ. ΙΣΤ’ 13). Το σώμα αυτό δεν έχει φθαρτότητα και έχει αθανασία. Έτσι θα είναι και τα δικά μας σώματα κατά την κοινή ανάσταση. «Δεῖ γάρ τό φθαρτόν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀφθαρσίαν και τό θνητόν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀθανασίαν» (Α' Κορ. ΙΕ', 53)».

Ο Άλαν Σήγκαλ, καθηγητής Θεολογίας στο Κολέγιο Μπάρναρντ της Νέας Υόρκης, και Εβραίος ο ίδιος, υποστηρίζει ότι ενώ η εβραϊκή Βίβλος αποφεύγει εν γένει τις αναφορές για μεταθανάτια ζωή, εντούτοις πολλοί νεαροί Εβραίοι που θυσίασαν τη ζωή τους κατά την εθνική εξέγερση των Μακκαβαίων (167 π.Χ.) πίστευαν ότι ο δίκαιος Θεός τους ήταν δυνατόν να τους επαναφέρει στη ζωή. Επομένως ο Σήγκαλ υποστηρίζει ότι ο Ιησούς παρουσιάστηκε στην Παλαιστίνη, μία περίοδο που πολλοί Εβραίοι πίστευαν ότι οι δίκαιοι ήταν δυνατόν να αναστηθούν, χωρίς όμως να εξηγούν πώς ακριβώς θα γινόταν αυτό το υπερκόσμιο και υπερβατικό γεγονός.

Για μας όλη αυτή η τάση αναζήτησης για τον ιστορικό Ιησού και ειδικά για την Ανάστασή του, για την οποία πολλά ειπώθηκαν στο Σεμινάριο της Νέας Υόρκης, έχουν να κάνουν με την ελλιπή και αλλοτριωμένη Δυτική ετεροδοξία. Ερευνάτε τας Γραφάς, θα τους λέγαμε, και ειδικότερα τα ανυπέρβλητα κείμενα των Μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας. Ο Μέγας Βασίλειος, ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο Γρηγόριος Νύσσης κ.ά. δίνουν όλες εκείνες τις απαντήσεις που ζητούν οι σημερινοί οπαδοί της λεγόμενης αντιρρητικής θεολογίας.

Εξάλλου, πέρα από τις «ρηχές» τοποθετήσεις των αμφισβητιών θεολόγων είναι πάντα επίκαιρη η προειδοποίηση του Ομότιμου Καθηγητή της Θεολογίας κ. Σάββα Αγουρίδη ότι: «ἡ κατ' ἰδίαν μελέτη τῆς Γραφῆς, πνευματικῶς ἒξω ἀπό τό πλαίσιο τό λειτουργικό, συνεπάγεται κινδύνους» (Ερμηνευτική, 1979).

Σύμφωνα δε με τον καθηγητή Γρηγόρη Καλοκαιρινό (1995), η αποδοχή της Ανάστασης του Κυρίου είναι θέμα πίστης: «Σ' αυτό το σημείο, δεν χωράνε φιλοσοφικές αναλύσεις, ιδεολογικές αντιπαραθέσεις και φυσικά δεν υπάρχουν... παραστατικά στοιχεία».

Δεν είναι δυνατόν να προσπαθεί κάποιος και μάλιστα ειδικός θεολόγος να πλησιάσει τα κείμενα της Καινής Διαθήκης απομονώνοντάς τα από το γενικότερο αποκαλυπτικό θείο μήνυμα. Δεν ερμηνεύονται ιερά κείμενα ρηχά και επιφανειακά, εφαρμόζοντας μόνο μια ιστορικο-κριτική ερμηνευτική μέθοδο, που έχει ως πιθανή βάση της τα νεότερα δεδομένα της Ψυχολογίας. Συνεπώς πάνω σ' αυτό το πλαίσιο, τοποθετήσεις όπως του καθηγητή της Θεολογίας G. Ludemann είναι τελείως έξω από τις θέσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αφού δεν μπορούν να συμβιβάσουν το λογικό-φυσικό με το υπέρλογο-υπερφυσικό στοιχείο της θείας αποκάλυψης.

Όσο κι αν υποβοηθούν οι ιστορικές και κριτικές ερμηνείες της Καινής Διαθήκης, αυτή η προσέγγιση των ιερών κειμένων –που αποτελούν αιώνιες μαρτυρίες πίστεως– γίνονται από τους καθηγητές Ε. Drewermann και G. Ludemann με τελείως ακατάλληλο τρόπο. Αν τεθεί υπό αμφισβήτηση το χαρμόσυνο γεγονός της Ανάστασης του Ιησού Χριστού, τότε δυναμιτίζονται τα θεμέλια του Χριστιανισμού. Άλλωστε η ουσία της Ανάστασης του Κυρίου συνάγεται από τη φράση του Απόστολου Παύλου στην Πρώτη προς Κορινθίους Επιστολή του:

«εἰ δέ Χριστός οὐκ ἐγήγερται, κενόν ἂρα τό κήρυγμα ἡμῶν, κενή δέ καί ή πίστις ὑμῶν... εἰ δέ Χριστός οὐκ ἐγήγερται, ματαία ἡ πίστις ὑμῶν• ἒτι ἐστέ ἐν ταῖς ἁμαρ–τίαις ὑμῶν. ἂρα καί οἱ κοιμηθέντες ἐν Χριστῷ ἀπώλοντο»
(Α 'Κορινθίους ΙΕ', 17–18). 
«ἐάν ὁ Χριστός δέν ἀναστήθηκε, τότε εἶναι χωρίς νόημα τό κήρυγμα μας, εἶναι καί ἡ πίστις σας χωρίς νόημα.... Ἐάν δέ  ὁ Χριστός δέν ἒχει ἀναστηθεῖ, δέν ἒχει καμία ἀξια ἡ πίστις σας– βρίσκεστε ἀκόμη μέσα στις αμαρτίες σας. Ἂρα καί ἐκεῖνοι πού πέθαναν μέ πίστη στόν Χριστό ἒχουν χαθῆ».

Η Ανάσταση του Χριστού, σύμφωνα με τον σεβασμιότατο μητροπολίτη Κορίνθου κ. Παντελεήμονα (1995), είναι: «το κέντρο τον βιώματος των πιστών στη Βασιλεία τον Χριστού, είναι το κέντρο της παρούσας ζωής και ο στόχος μας της μέλλουσας, στον μελλοντικό αιώνα με το Χριστό, διαβίωσής μας. Για τον ίδιο λόγο και η γιορτή τον Πάσχα για τους Ορθόδοξους Χριστιανούς είναι το αποκορύφωμα όλων των εορτών και το κέντρο όλον τον εορταστικού ορθόδοξου χριστιανικού έτους, με τις 52 Κυριακές του χρόνου, όπου κάθε Κυριακή είναι ένας πνευματικός εορτασμός και ανάμνησης της Ανάστασης τον Κυρίου».

Ομοίως, ο καθηγητής Χ. Γιανναράς αναφέρει: «Η ορθόδοξη λατρεία δεν ασχολείται με «αποδείξεις» της ανάστασης τον Χριστού. Δεν ζητάει να πείσει κανέναν, να υποβάλει ιδεολογήματα, να ξεκλέψει ψυχολογική συναρπαγή. Είναι μόνο γιορτή. Όποιος θέλει και μπορεί συνεορτάζει, αγγίζει μέσα από τη βεβαιότητα της χαράς την πραγματική της αιτία. Είναι μια άλλη οδός γνώσης, μόνο εμπειρική, καθόλου ιδεολογική.....»(1996).

Είναι αδιαμφισβήτητο, λοιπόν, γεγονός ότι ο Χριστιανισμός και η Ορθοδοξία γενικότερα δεν έχουν ανάγκη από επιστημονικές αναλύσεις και ψυχολογικές διερευνήσεις. Εξάλλου υπάρχουν έντονες αντιδράσεις πάνω στις «καταστρεπτικές» για τον Χριστιανισμό ως πίστη, τοποθετήσεις του καθηγητή Gerd Ludemann. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο πραγματοποιήθηκε μια συνάντηση στην Ευαγγελική Ακαδημία της γερμανικής πόλης Pfalz (18–19 Μαρτίου του 1995) μεταξύ Ευαγγελιστών θεολόγων με θέμα την Ανάσταση του Κυρίου ως κεντρικό σημείο της χριστιανικής πίστης.

Δυστυχώς, στη σύγχρονη εποχή μας η αποκοπή πολλών σημερινών «χριστιανών», από τις εκκλησιαστικές ρίζες τους, η αλλοίωση του φρονήματός τους και η εκκοσμίκευση του τρόπου ζωής τους, τους κάνουν να αρνούνται τη θεότητα του Ιησού Χριστού, να υποτιμούν ή ακόμα και να αμφισβητούν την υπερβατικότητα των θαυμάτων του, καθώς και το μέγα γεγονός της Ανάστασής του.

Πέρα από τους χριστιανούς Προτεστάντες καθηγητές, και Εβραίοι μελετητές αμφισβητούν την ιστορικότητα της Ανάστασης. Ο Γκέζα Βερμές (Geza Vermes), καθηγητής Εβραϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, προσπάθησε να αφαιρέσει όλα εκείνα τα στοιχεία που αναδεικνύουν τον μεσσιανικό χαρακτήρα του Ιησού και μιλούν για την Ανάστασή Του από το απόσπασμα του Φλάβιου Ιώσηπου, όπου αναφέρεται: «Την τρίτη ημέρα τους παρουσιάστηκε ξαναζωντανεμένος γιατί οι ιεροί προφήτες είχαν προβλέψει το γεγονός και μυριάδες άλλα θαύματα σχετικά με το άτομό του.....».

Ας δούμε όμως τι λέει ένας επιφανής Ταλμουδιστής, ο ραββίνος Γιάκομπ Νόισνερ, του Πανεπιστημίου Ν. Φλόριντας στην Τάμπα (Η.Π.Α.): «Η θρησκεία αναφέρεται σε παρεμβάσεις τον Θεού επί της Γης και αυτή η πίστη δεν επιδέχεται αμφισβήτηση ούτε υπόκειται σε επαληθεύσεις των ιστορικών γεγονότων. Αν δικαιούμαστε να απορρίψουμε ως μη ανταποκρινόμενα στην ιστορική αλήθεια τα περισσότερα τμήματα των Ευαγγελίων, τότε τι πρέπει να κάνουμε με το δικό μας πατέρα του Ιουδαϊσμού, το Μωυσή;» (K.L. Woodward, 1996).

Τέλος, στο βιβλίο του «Ο Αληθινός Ιησούς» (The Real Jesus), ο Τίμοθυ Τζόνσον αντιμάχεται όλους εκείνους τους μελετητές που ο καθένας τους δημιουργεί τον δικό του «ανακατεσκευασμένο», όπως λέγει, Ιησού, από τον γλυκύτατο Ναζωραίο της Καινής Διαθήκης. Υποστηρίζει ότι για τον Ιησού Χριστό η ιστορική έρευνα δεν μπορεί να δώσει, μετά τόσες και τόσες έρευνες, τίποτα το ουσιαστικό. Άλλωστε ακόμα και γεγονότα βασισμένα σε ακλόνητα ιστορικά δεδομένα, μπορεί καμιά φορά να μην είναι κι αυτά αληθινά. Θεωρεί ότι ο Ιησούς «με την Ανάστασή του πήρε μια εντελώς καινούργια υπόσταση, μια νέα μορφή παρουσίας, με την οποία απέκτησε κι αυτός τη δύναμη του Θεού για να τη μοιραστεί στη συνέχεια με άλλους» και συνεχίζει λέγοντας ότι «σημαντική διάσταση της Ανάστασης είναι το να γίνει ο πιστός κοινωνός της νέας ζωής του Ιησού μέσω της δύναμης του Αγίου Πνεύματος» (K.L. Woodward, 1996).

Ας δούμε, όμως, πόσο ωραία περιγράφει ο Σπύρος Μελάς τα Πάθη του Κυρίου και την Ανάσταση του, ενώ ταυτόχρονα δίνει και το στίγμα της επιστήμης για το υπερφυσικό αυτό γεγονός, στο πασχαλιάτικο «Ελεύθερο Βήμα» της 19ης Απριλίου του 1925: «Ὁ ἀκάνθινος στέφανος γίνεται ὁλόχρυσο ἀκτινωτό στεφάνι εἰς τό μέτωπόν του, ἡ λόγχη τοῦ μαρτυρίου σημαία ζωῆς, ὁ στεναγμός τοῦ πάθους παιάν θριάμβου, τό αἶμα του ζωογόνος δροσιά. Φῶς νίκης ἀπιστεύτου διαλύει τά σκοτάδια του Ἂδου. Ἐπατήθη ὁ θάνατος. Εἰς μάτην ὁ ορθός λόγος ζητεῖ νά φυλακίσῃ τό ὑπερφυσικόν εἰς τ' ἀσφυκτικά τετραγωνάκια τά ὁποῖα ἡ ἐπιστημονική πειθαρχία χαράσσει ἐπάνω εἰς τό ἀχανές πεδίον της ἐρεύνης. Εἰς μάτην ζητεῖ νά ἐξοστρακίσει τό θαῦμα. Δέν πιστεύω ἐγώ εἰς τά θαύματα, φωνάζει κάπου ἡ Ἡρωδιάς του Ουάιλδ. Εἶδα τόσα πολλά.... Ἡ ἐπιστήμη μοιάζει μέ αὐτήν τήν Ἡρωδιάδα. Βλέπει τόσα πολλά γύρω της. Αὐτός ὁ ἀέναος βιολογικός κύκλος, ὁ διαρκῶς ἐπαναλαμβανόμενος, ἀπό τ' ἂπειρα ὂντα εἰς τήν ἐνόργανον καί ἀνόργανον φῦσιν, από τοῦ μεγαλυτέρου τῶν ἂστρων μέχρι τοῦ ἐλαχίστου τῶν κυττάρων, εἰς ὃλας τάς δυνατάς διαιρέσεις τοῦ χρόνου, ἐντός ἐνός λεπτοῦ ἡ ἐνός αἰῶνος, ἒχει καμμίαν ἐξήγησιν; Ὑπάρχει θαῦμα περισσότερον συγκλονιστικόν, ὑπάρχει θέαμα πλέον ὑπερφυσικόν ἀπό τήν βλάστησιν τῆς νέας χλόης, ἀπό τό χαρμόσυνον κέντημα τῶν μαργαριτῶν, ἀπό τά ἂλικα ποτάμια της παπαρούνας, ἀπό τά τριανταφυλλάκια τῆς βραγιᾶς πού λυγίζουν τούς κλώνους;..... Καί ὑπάρχει θαῦμα μεγαλύτερον ἀπό τήν γλυκυτάτην διάθεσιν πού γεννᾶ εἰς τήν ψυχήν τό θέαμα τῆς ἐρατεινῆς αὐτῆς ἀνανεώσεως, ἀπό τήν ἐκστασιν εἰς τήν ὁποίαν ρίχνει καί τήν πλέον κουρασμένην καρδίαν τό λουλούδισμα τῶν πάντων;»

Το μήνυμα της Ανάστασης μάς προσκαλεί να αποδεχτούμε τη λογική της εκούσιας θυσίας, ως μορφή ζωής, που νικά κάθε είδους θάνατο. Για την Ορθοδοξία δεν υπάρχει η μελαγχολία των Παθών ή της Ταφής, αλλά η χαρά της πίστης για την Ανάσταση.

Εξάλλου οι κατευθυντήριες γραμμές της Ορθοδοξίας, όπως δόθηκαν στην Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη το 1986 στο Σαμπεζύ της Γενεύης, είναι οι ακόλουθες: «Οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί ἐπειδή ζούμεν κάθε ἡμέραν τήν θείαν συγκατάβασιν, μαχόμεθα ἐναντίον κάθε φανατισμού καί μισαλλοδοξίας μεταξύ τῶν ἀνθρώπων καί τῶν λαῶν. Ἐπειδή, διακηρύσσομεν συνεχῶς τήν ἐνανθρώπιση τοῦ Θεοῦ καί τήν θέωσιν τοῦ ἀνθρώπου, ὑπερασπιζόμεθα τά ἀνθρώπινα δικαιώματα γιά ὃλους τούς ἀνθρώπους καί ὃλους τούς λαούς. Ἐπειδή βιοῦμεν τήν θείαν δωρεάν τῆς ἐλευθερίας, μέ τό ἀπολυτρωτικό ἒργο τοῦ Χριστοῦ, δυνάμεθα να προβάλωμεν πληρέστερον τήν καθολικήν ἀξίαν της διά κάθε ἂνθρωπον και λαόν».

Για την Ορθοδοξία δεν υπάρχουν συμβιβασμοί. Όπως κατά την ενσάρκωσή Του ο Θεάνθρωπος προσέλαβε την ανθρώπινη φύση ως πραγματική εγγύηση για τη δυνατότητα της κατά χάριν θεώσεώς της, έτσι και κατά την ιστορική Του έγερση αναστήθηκε ακέραιη η ανθρώπινη φύση ως χειροπιαστή πραγματικότητα θριάμβου κατά του θανάτου (Κ. Νικολακόπουλος, 1995).

Μ' αυτήν την έννοια πολύ ωραία αναφέρει ο θεολόγος-θεατρολόγος Ιωσήφ Βιβιλάκης τις δικές του σκέψεις για την Ανάσταση του Κυρίου: «Ο Χριστός θανατώνει το θάνατο και αναδεικνύεται ως νέος Αδάμ, ως νέος άνθρωπος που ζει σε άμεση σχέση με το Θεό. Έτσι, όπως ο προπάτορας Αδάμ συμπεριλαμβάνει την εκπεσμένη θνητή ανθρώπινη φύση, ο Χριστός γίνεται όντως η ανάσταση και η ζωή, αφθαρτοποιώντας τη θνητή σάρκα..... έτσι η Ανάσταση καθίσταται κλειδί για την κατανόηση του μυστηρίου της θείας οικονομίας» (1995).

Τελικά, το γεγονός της Ανάστασης του Ιησού Χριστού, αποτελεί τη βάση της χριστιανικής πίστης και το περιεχόμενο του ευαγγελικού κηρύγματος. Χωρίς την Ανάσταση η πίστη μας θα ήταν μια δυνατή ιδεολογία, όχι όμως «καινή κτίση». Με την Ανάσταση ο Χριστός σφραγίζει το έργο της απολυτρώσεως που εγκαινιάστηκε με την ενσάρκωση και εκπληρώθηκε με τον Σταυρό. Ο «Πρωτότοκος ἐκ τῶν νεκρῶν» (Κολ. 1,18) εισήλθε πρώτος στον νέον κόσμο, ο οποίος θεμελιώνει την προσδοκία όλων μας για την ανάσταση της έσχατης ημέρας (Σεβασμιότατος Μητροπολίτης Φθιώτιδος κ. Νικόλαος Πρωτοπαππάς, 1995).

* Είναι φανερό ότι όλα τα προηγούμενα αποτελούν εμπαθή σενάρια, τα οποία αναπτύσσονται αυθαίρετα χωρίς να στηρίζονται σε ιστορικά ή επιστημονικά στοιχεία, ή έστω ενδείξεις. Τέτοιου είδους πρακτικές είναι ανάξιες ανθρώπων που υποτίθεται ότι ερευνούν τον βίο του Ιησού στο όνομα της επιστημονικής δεοντολογίας και αλήθειας.

(Από το βιβλίο:Στα ίχνη του Ι.Χ.Θ.Υ.Σ. Στράτου Θεοδοσίου-Μάνου Δανέζη, εκδ. Δίαυλος σελ. 606-618)

(Από το βιβλίο:Στα ίχνη του Ι.Χ.Θ.Υ.Σ.,Στράτου Θεοδοσίου-Μάνου Δανέζη,εκδ. Δίαυλος. σελ. 582-601)

Η Ανάσταση στη μυθολογία των ανατολικών λαών

ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΑΝΑΣΗΚΩΜΑ, έγερση ή αφύπνιση. Κατά τον Λουκιανό (Περί Ορχήσ. 45)* είναι η επαναφορά (έγερση) του νεκρού, και κατά τον Χριστιανισμό η επάνοδος στη ζωή από τον κόσμο των νεκρών μιας θείας ή ανθρώπινης ύπαρξης.

Μεταφορικά σημαίνει –εκτός από το ξαναζωντάνεμα– και την απελευθέρωση (ανάσταση του έθνους).

Αρχίζοντας από τα πανάρχαια χρόνια μπορούμε να πούμε –σύμφωνα βέβαια με τις σημερινές γνώσεις μας– ότι ο πρωτόγονος άνθρωπος από τη στιγμή που άρχισε να παρατηρεί τη ζωή πάνω στη Γη κατάλαβε ότι όπως ο ίδιος, έτσι και η υπόλοιπη ζωική και φυτική ζωή εξαρτιόταν από το τρίπτυχο, ζωή–ανάπτυξη–θάνατος. Η επιβίωση του ανθρώπου ήταν συνυφασμένη με τη βλάστηση της γης, αφού τόσο αυτός όσο και πολλά από τα υπόλοιπα ζώα τρέφονταν από τα δώρα της φύσης.

Συνεπώς η ζωή τού πρωτόγονου ανθρώπου εκείνη τη μακρινή εποχή εξαρτιόταν αφ' ενός μεν από τη διαδοχική εναλλαγή των εποχών του έτους, αφ' ετέρου δε από τις αντίξοες καιρικές συνθήκες. Οι κλιματολογικές εποχές και η εναλλαγή των καιρικών συνθηκών αντιπροσώπευαν τον ίδιο τον κύκλο της ζωής. Ο δριμύς και παγερός χειμώνας αντιπροσώπευε τον θάνατο, ενώ η γλυκιά άνοιξη ήταν η αναγέννηση και η ανάσταση της φύσης. Τον χειμώνα η φύση νέκρωνε, ενώ την άνοιξη ανασταινόταν, σαν μια «ζωντανή» ύπαρξη, που για τον τότε άνθρωπο αντιπροσώπευε το θείον. Εξάλλου είναι πλέον γνωστό, από τις μελέτες των ειδικών επιστημόνων, ότι η θεοποίηση της φύσης ήταν το πρώτο στάδιο ερμηνείας του κόσμου από τους ανθρώπους οποιασδήποτε φυλής σε όλα τα πλάτη του κόσμου. Δηλαδή ο πρωτόγονος άνθρωπος πίστευε ότι έπρεπε να επηρεάζει –με μαγικές επικλήσεις και πράξεις– τη φύση, ώστε ο μυστηριακός κύκλος της ζωής να επαναληφθεί. Άρα, θεός και φύση ταυτίζονταν ή μάλλον θεός και κλιματολογικές εποχές. Συνεπώς, η κυριότερη επιδίωξη του ανθρώπου εστιαζόταν στο γεγονός της ανάστασης του θεού. Γι' αυτόν τον λόγο ο άνθρωπος εκείνης της περιόδου ασκούσε σε ειδική ιεροτελεστία όλες τις πράξεις που απέβλεπαν στον επηρεασμό της φύσης για την αναγέννησή της. Το μυστηριακό τελετουργικό στοιχείο συνυφαινόταν απόλυτα με το υπερβατικό, την ανάσταση του θεού. Ο πρωτόγονος άνθρωπος έχοντας στοιχειωδώς συνειδητοποιήσει τη συνεχή και αναγκαστική διαδοχή των κλιματολογικών εποχών του έτους –απαραίτητη γνώση για την επιβίωσή του– απέδωσε στη διαδοχή του χειμώνα και της άνοιξης σχέση αιτίου και αιτιατού. Πιστεύοντας ότι μέσω της μυστικιστικής ιεροτελεστίας πραγματοποιούσε την ανάσταση του θεού, δεν μπορούσε παρά να συμπεριλάβει ταυτόχρονα και τον θάνατό του ως απαραίτητη προϋπόθεση αυτής καθ' εαυτής της ανάστασής του. Μ' αυτόν τον τρόπο η μαγική ιεροτελεστία εμιμείτο τη γέννηση, τα πάθη, τον θάνατο και την ανάσταση του θεού που τον ταύτιζε, όπως είπαμε, με τη φύση. Δεν ήταν δυνατόν εκείνη τη μακρινή εποχή να συλλάβει ο πρωτόγονος νους του ανθρώπου ιδέες αφηρημένες ενός αιώνιου, πανάγαθου και αόρατου θεού. Γι' αυτόν τον λόγο δημιούργησε την ανάγκη των απτών, ορατών θεών, απαραίτητων για την τέλεση των κατάλληλων ιεροτελεστιών. Άλλωστε η γεωργία και αργότερα το εμπόριο γέννησαν την ιδέα όχι μόνον του ενός θεού, αλλά ουσιαστικά την ιδέα της πολυθεΐας με τη λατρεία των θεών της φύσης, της γεωργίας και του εμπορίου. Έτσι, εμφανίστηκαν τα πρώτα πέτρινα ή ξύλινα είδωλα των θεών και η μαγεία κατέληξε σε θρησκεία, μια πανάρχαια εσωτερική εκδήλωση της ανθρώπινης ψυχής, η οποία σχετίζεται με την επενέργεια ανώτερων δυνάμεων που κατευθύνουν και προστατεύουν τη ζωή στη Γη.

Πιστεύοντας ακράδαντα στη δύναμη και στην αποτελεσματικότητα των μαγικοθρησκευτικών ιεροτελεστιών τους και αναπαραστάσεων, οι πρωτόγονοι άνθρωποι εκλιπαρούσαν τους θεούς μιμούμενοι διάφορες πράξεις, που κάλυπταν τις βασικές ασχολίες της καθημερινής ζωής τους. Έτσι ο τρόπος της σποράς, ο θερισμός, σκηνές του κυνηγιού έγιναν δρώμενα, με αποκορύφωμα τον θάνατο του θεού και την επακόλουθη ανάστασή του. Πολλές φορές κατά τη ρυθμική ιεροτελεστία κάποιος «υπεδύετο» τον ίδιο τον Θεό και απ' αυτό το τελετουργικό δημιουργήθηκε ο λειτουργός ιερέας του.

Ο πρωτόγονος άνθρωπος παρατηρώντας προσεκτικά τον κύκλο ζωής των φυτών, με τον σπόρο, το φύτεμά του στη μητέρα Γη και τη βλάστησή του, ανακάλυψε, με το πέρασμα των αιώνων, τον αντίστοιχο αρχέγονο κύκλο της ζωικής σεξουαλικής αναπαραγωγής. Το σπέρμα –ο σπόρος της ζωής– ριχνόταν από το αρσενικό στη μήτρα του θηλυκού, όπως ο σπόρος που φυτεύεται στη Γη, και από τη μητέρα εδημιουργείτο μια νέα ζωή. Από τον άψυχο σπόρο η γη γεννούσε, όπως ακριβώς οι ζωντανοί οργανισμοί. Συνεπώς η γη ήταν ζωντανή και για να γεννά, έπρεπε να έρχεται σε επαφή με το αρσενικό. Απ' αυτό το γεγονός ο άνθρωπος προσωποποίησε τη Γη με τη θηλυκή μορφή, ενώ ο γονιμοποιός αρσενικός ήταν ο Ουρανός με τη βροχή ή κάποιος ποταμός –όπως ο θεϊκός Νείλος στην Αίγυπτο. Μ' αυτόν τον τρόπο το πρόβλημα της «ανάστασης» της ζωής βασίστηκε και συνδυάστηκε με τη σεξουαλική αναπαραγωγή. Αφού η μητέρα Γη γεννούσε και το σπέρμα του Ουρανού ήταν η βροχή, τότε οι άνθρωποι –που η ζωή τους εξαρτιόταν από τη βλάστηση– έπρεπε είτε να εξευμενίζουν, είτε να προκαλούν τον θεό Ουρανό να συνευρίσκεται περισσότερες φορές με τη μητέρα Γη για πλουσιότερη παραγωγή.

Στη Θεογονία του Ησίοδου η ευρύστερνη Γαία και ο Ουρανός αποτελούν το πρώτο θεϊκό ζευγάρι, που το ενώνει ο Έρως και στον ερωτικό-κοσμογονικό συμβολισμό ο Ουρανός αγκαλιάζει και γονιμοποιεί τη Γη μέσω της βροχής. Παρουσιάζεται σαν μια δύναμη πανίσχυρη και αναπαραγωγική, που ένωνε και πλήθυνε τους Θεούς και υμνήθηκε από τον μυθικό Ορφέα ως γέννημα του Χάους ή του Ερέβους και του φωτεινού τμήματος της ημέρας. Εξάλλου, αυτό ακριβώς το γεγονός συμβολίζει και η ένωση της Σεμέλης, που προσωποποιεί τη Γη, με τον Δία, τον ουράνιο θεό, ο οποίος γονιμοποιεί την ερωμένη του με τους κεραυνούς, προάγγελους της πολύτιμης βροχής. Με τον ίδιο τρόπο γονιμοποιείται η γήινη Δανάη, αφού ο ουράνιος Δίας μεταμορφώνεται σε χρυσή βροχή. Συμβολικά, ο ουράνιος θεός μέσω των ευεργετικών υδάτων απαλύνει τον ξεραμένο από την ανομβρία κόλπο της γης για την ανάπτυξη της ζωής.

Σημειώνουμε ότι όλες σχεδόν οι λατρείες της Ανατολής είχαν ως υπόβαθρό τους έναν ιδιαίτερο μυστικισμό, που άφηνε ελεύθερο το κτηνώδες στον άνθρωπο. Απ’ αυτό το γεγονός ξεκίνησαν τα ομαδικά όργια στην ύπαιθρο, για να τους βλέπει ο Ουρανός, να ερεθίζεται και να αναζητά τη συντροφιά της Γης. Επίσης διαδομένη είναι η πρακτική –ακόμα και σήμερα στις πρωτόγονες φυλές– να κατασκευάζουν γυναικεία ομοιώματα με υπερτονισμένα τα γεννητικά όργανα και τα στήθη τους, Όταν η ανομβρία συνεχιζόταν, οι φυλές, με επικεφαλής τον μάγο-ιερέα, έβγαζαν τα είδωλα αυτά στην ύπαιθρο για να τα αντικρύσει ο Ουρανός, να ερεθιστεί και να ενωθεί –μέσω της βροχής– με τη Γη. Ακριβώς έτσι, γεννήθηκε, όπως ήδη αναφέραμε, η μιμητική μαγεία, που αποτέλεσε τη βάση του λατρευτικού μέρους σχεδόν όλων των αρχαϊκών πρωτόγονων θρησκειών. Επομένως, οι χονδροειδείς και ακαλαίσθητες –κατά τη σύγχρονη αισθητική μας– γυναικείες παραστάσεις, έργα συνήθως πρωτόγονων πολιτισμών, σήμερα ξέρουμε ότι κατασκευάστηκαν ακριβώς έτσι, για να αποτελέσουν τα «σύνεργα» ερεθισμού του θεού Ουρανού. Η γυναικεία αυτή παράσταση με τα τεράστια στήθη και γλουτούς είναι η φυσική απεικόνιση της Μεγάλης Μητέρας-Γης, οι έρωτες της οποίας συνδέονται με την ετήσια αναγέννηση της φύσης που συμβαίνει την ωραιότερη εποχή του έτους, τη λουλουδιασμένη άνοιξη.

Το κοσμογονικό θέμα του αρχέγονου ζεύγους Ουρανός και Γη, εντοπίζεται σχεδόν σε όλους τους αρχέγονους πολιτισμούς.

Σύμφωνα με τον Ρουμάνο καθηγητή Mircea Eliade, τα απερίγραπτα όργια θα τα συναντήσουμε σε πολλές γιορτές που σχετίζονται με την καλλιέργεια της γης και την εν γένει γονιμότητα της φύσης. Ίσως, μ' αυτά να σχετίζονται οι θυσίες, αφού οι θυσίες, σε όλους τους λαούς, ήταν μια τελετουργική επανάληψη της Δημιουργίας, Ο κοσμογονικός μύθος προϋποθέτει τον τελετουργικό θάνατο ενός ανθρώπινου όντος για την αναγέννηση της εκδηλωμένης στη συγκομιδή δύναμης, που συνεχίζει την επανάληψη της πράξης της Δημιουργίας που έδωσε ζωή στους σπόρους, Η ενεργοποιημένη δύναμη των φυτών αναγεννάται χάρη σε μια αναστολή τον χρόνου και την επιστροφή στην αρχική στιγμή της κοσμογονικής πληρότητας (Μ. Eliade, 1992, σελ. 323).

Πέρα απ' όσα αναφέραμε παραπάνω, οι παραστάσεις αυτών ακριβώς των θεοτήτων συμβολίζουν πανάρχαιες θεότητες της φύσης. Στην Έφεσο, για παράδειγμα, στο Αρτεμίσιο –το περίφημο ιερό της Αρτέμιδος– υπήρχε το άγαλμα της θεάς σαν μια παραλλαγή της φιλήδονης φοινικικής θεάς Αστάρτης. Το ακαλαίσθητο άγαλμα της θεάς με τους αναρίθμητους μαστούς (σύμβολο γονιμότητας) υπενθύμιζε αφ' ενός μεν μια μητρική θεότητα, από περιοχή μητριαρχικού πολιτισμού, αφ' ετέρου δε συμβόλιζε την πανάρχαια θεότητα της μητέρας φύσης και τους δεσμούς της με το ζωικό βασίλειο.

Βέβαια ο Ed. Schure στο βιβλίο του «Οι Μεγάλοι Μύσται» (1926) αναφέρει χαρακτηριστικά: «Οι περιπτύξεις του Ουρανού και της Μητέρας Γης, στη γλώσσα των Μυστηρίων εκφράζουν και τις βροχές των ψυχών ή των πνευματικών μονάδων που έρχονται να γονιμοποιήσουν τους γήινους γόνους, τις οργανωμένες αρχές που δίχως αυτές η ύλη θα έμενε μια αδρανής και διάχυτη μάζα».

Όλες γενικώς οι «φυσικές» θρησκείες της Ανατολής δημιουργήθηκαν από τη ροπή του πρωτόγονου ανθρώπου προς τη δεισιδαιμονία και τη μαγεία και δεν έχουν καμία σχέση με τη θρησκεία της αλήθειας και του φωτός που δίδαξε ο Ιησούς Χριστός. Οι Αρχαίοι Έλληνες, πάλι, μπορεί να πίστευαν με θέρμη στο απολλώνειο φωτεινό στοιχείο, συνδύαζαν όμως ταυτόχρονα και το μυστηριακό-υποχθόνιο διονυσιακό, αφού οι λαμπρές ελληνικές θεότητες δανείστηκαν στοιχεία από τις αντίστοιχες δαιμονικές ασιατικές. Συνεπώς το βακχικό μεθύσι, ουσιαστικό γνώρισμα της διονυσιακής λατρείας καθώς και τα δρώμενα στα Μυστήρια της Δήμητρας οδηγούσαν στην υπέρλογη ορμή προς την αυτοθέωση και στην άρση των ορίων μεταξύ του ανθρώπινου και του θεϊκού. Για τα απόκρυφα διονυσιακά Μυστήρια ο Γιαν Κοττ στην ανάλυσή του για τις «Βάκχες», από το έργο του «Θεοφαγία», αναφέρει: «Ο μύθος σύμφωνα με τον οποίο η αρχομένη γονιμοποίηση της φύσης και η ετήσια ανανέωσή της σχετίζονται με την επίσκεψη στη γη του γιου τον Θεού, με τον φόνο και την ανάστασή του, είναι ένας από τους πιο διαδεδομένους και σταθερούς μύθους, που συναντάμε σε πολύ απομακρυσμένους και διαφορετικούς πολιτισμούς, όπως στον μεσογειακό και τον πολυνησιακό, των Μάγια και των κανιβάλων Ουιτότο». Η λατρεία του θεού Διόνυσου που εισέδυσε στην κυρίως Ελλάδα πιθανώς από τη Θράκη τον 8ο π.Χ. αιώνα, σχεδόν αυτόματα συνδυάστηκε και συγχώνευσε προγενέστερες παγανιστικές αγροτικές τελετές γύρω από τον θάνατο και την ανάσταση των γονιμοποιών θεών της φύσης. Πάνω σ' αυτό ακριβώς το θέμα ο Γιαν Κοττ συνεχίζει: «Ο αναστημένος Διόνυσος κατέβηκε στην κόλαση για να απελευθερώσει τη νεκρή του μητέρα Σεμέλη. Ύστερα ανέβηκε στον Όλυμπο κι έγινε δεκτός στον κύκλο των αθανάτων. Η Σεμέλη μεταμορφώθηκε στην Περσεφόνη, που μόλις αρχίζει ο χειμώνας πηγαίνει στον Κάτω Κόσμο και ξαναγυρίζει στον Επάνω, με το τέλος τον χειμώνα για να σμίξει με τον ανοιξιάτικο Διόνυσο».

Ουσιαστικά ο ανθρωπομορφισμός ήταν αδύνατο να ικανοποιήσει τις βαθύτερες ανάγκες της ανθρώπινης ψυχής. Συνεπώς, εκ των πραγμάτων γεννήθηκε η ανάγκη για μύηση. Τα Ορφικά Μυστήρια –με την ιερή γραμματεία τους σε ποιητική μορφή-έφεραν νέα θρησκευτικά στοιχεία για την αθανασία της ψυχής, την ανάταση του ανθρώπου, τη μετενσάρκωση και για την ανταπόδοση των πράξεων. Ύψιστο αίτημα, η απαλλαγή του ανθρώπου από το γήινο-κτηνώδες και η ενίσχυση του ουράνιου-θείου στοιχείου του. Με την επίδραση του Ορφισμού οι θρησκευτικές αντιλήψεις της εποχής ξεκαθαρίζουν για τους μυημένους (καθαρούς). Ο άνθρωπος έχει προσωπική ευθύνη απέναντι στους θεούς, το αγαθό διακρίνεται από το κακό και είναι απαραίτητος ο σεβασμός προς το θείον. Στα Ελευσίνια Μυστήρια οι πιστοί εξαγνίζονταν από τις αμαρτίες τους και έπαιρναν μια γεύση της μετά θάνατον ζωής, ενώ στα Διονυσιακά Μυστήρια οι πιστοί μέσω του θρησκευτικού ενθουσιασμού γνώριζαν την έκσταση και το στοιχείο της απαλλαγής από τα δεσμά της ανθρώπινης φύσης. Σύμφωνα με τον νεοπλατωνικό φιλόσοφο Πρόκλο, νόημα και σκοπός των μυστηρίων είναι η γονιμοποίηση της ψυχής από τον Θεό, ο οποίος γεννά εντός αυτής τον Λόγον, την ελευθερώνει από τη δύναμη της ύλης και έτσι καθιστά δυνατή τη γέννηση του πνεύματος στον μυημένον άνθρωπο.

Παρόμοια προς τα Μυστήρια του Διονύσου ήταν τα Μυστήρια της Ίσιδας και του Όσιρη στην Αίγυπτο, όπως της Κυβέλης και του Άττη στη Μικρά Ασία. Τα θεϊκά αυτά ζευγάρια είναι θεοί της βλάστησης και κύριοι του Κάτω Κόσμου. Επιδίωξη των μυστηρίων τους ήταν η εξασφάλιση αθανασίας και μακαριότητας σε κάποια μελλοντική ζωή. Μεγάλη δύναμη είχαν και τα Μυστήρια του Μίθρα, λόγω της ισχυρής μονοθεϊστικής ροπής τους και του διαρχικού χαρακτήρα των δοξασιών τους. Γι' αυτόν τον λόγο πολλοί Ρωμαίοι αυτοκράτορες μυήθηκαν σ' αυτά και προσπάθησαν να κάνουν τον Μιθραϊσμό επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας. Απ' αυτούς ξεχωρίζουν οι φιλόσοφοι Μάρκος Αυρήλιος και Ιουλιανός. Ο Μάρκος Αυρήλιος ήταν ανιψιός του αυτοκράτορα Αδριανού, υιοθετήθηκε από τον διάδοχό του Αντωνίνο τον Ευσεβή, τον οποίον και διαδέχτηκε στον θρόνο το 161 μ.Χ. σε ηλικία 40 ετών. Ελληνομαθής, ελληνολάτρης και στωικός φιλόσοφος, ο Μάρκος Αυρήλιος (161–180 μ.Χ.) έγραψε στα ελληνικά. Το ίδιο και ο Ιουλιανός, ανιψιός του Μεγάλου Κωνσταντίνου, που όμως αν και ανέβηκε στο θρόνο σε ηλικία 30 ετών βασίλεψε μόνον για 19 μήνες (361–363 μ.Χ.), αφού έπεσε μαχόμενος στη Μαράγκα της Αρμενίας, Ο Ιουλιανός δεν αρκέστηκε μόνον στη συγγραφή στα ελληνικά, αλλά παράλληλα οραματίστηκε την αναβίωση του Ελληνισμού, που θαύμαζε απεριόριστα. Και οι δύο τους, όπως και άλλοι Ρωμαίοι αυτοκράτορες, θέλησαν να αναβιώσουν τα αρχαία ελληνικά και μιθραϊκά Μυστήρια.

Ο Ρωμαίος σοφιστής, συγγραφέας και ρήτορας Λεύκιος Απουλήιος (Lucius Apuleius, 2ος μ.Χ. αιώνας) περιγράφει την έκσταση στη μύηση των μυστηρίων του Μίθρα, ως εξής:

«Διέβην τάς πύλας τοῦ Ἅδου, διῆλθον τό κατώφλιον τῆς Περσεφόνης, ὠχήθην ἐφ' ὃλων τῶν στοιχείων καί ἐπέστρεψα ἐπί τῆς γῆς. Ἐν μέσῃ νυκτί εἶδον λάμποντα τόν ἣλιον. Προσήγγισα εἰς τούς κάτω καί τούς ἂνω θεούς καί προσηυχήθην εἰς αἀτούς πρόσωπον πρός πρόσωπον».

«Διάβηκα τίς πύλες τοῦ Ἂδη, κατέβηκα τό κατώφλι τῆς Περσεφόνης, πέρασα ἀπ' ὃλες τίς σκιές καί ἐπέστρεψα στην γῆ. Στό μέσον τῆς νύκτας εἶδα τόν ἣλιο νά λάμπη. Πλησίασα τούς θεούς τοῦ Κάτω καί τοῦ Ἐπάνω Κόσμου, ἦλθα κοντά τους πρόσωπο με πρόσωπο καί προσευχήθηκα σ' αὐτούς»


Απ' όσα αναφέραμε παραπάνω, η ιδέα της ταφής και της ανάστασης φαίνεται ότι υπήρχε στη σκέψη του ανθρώπου από τα πανάρχαια χρόνια. Πρόκειται για τον θάνατο και την αναγέννηση του θεού της βλάστησης, μια ιδέα που υπάρχει σε όλες τις μυστηριακές λατρείες της Ανατολής. Μετά τον θάνατο του θεού, ακολουθούσε η γιορτή της ζωής, κατά τη διάρκεια της οποίας εξυμνούσαν την ανάστασή του με οργιαστικές τελετές. Οι αρχαιότεροι μύθοι της ταφής και της ανάστασης βρίσκονται στους θρύλους της Μεσοποταμίας, με έντονα συμβολικά και αλληγορικά στοιχεία. Το μυστήριο του θανάτου και της ανάστασης, βαθιά ριζωμένο στα κατάβαθα της ανθρώπινης φύσης, δημιουργούσε στις αρχαίες λατρείες το υπόβαθρο των κατάλληλων εκφραστικών μέσων, για τα ζεύγη των θεών που το εκπροσωπούσαν. Οι ανατολικές θρησκείες της εποχής, θεοποιούσαν τα φυσικά ένστικτα και τη δημιουργική δύναμη της αναπαραγωγής με τον μυθικό κύκλο, που διαμόρφωνε τον πανάρχαιο κοσμικό μύθο της αιώνιας επιστροφής, του θανάτου και της ανάστασης, συνδεόμενα άμεσα με την αναγέννηση της φύσης. Αυτοί οι θεοί ήταν θεότητες της βλάστησης ή της καρποφορίας και οι Μεσοποτάμιοι τούς θεωρούσαν θεϊκά ζευγάρια. Στον σουμεριακό μύθο το αντίστοιχο ζευγάρι Γης και Ουρανού αποτελούσαν η θεά Ιναννά και ο θεός Ντουμμουζί (Ο γιος της ζωής). Οι Βαβυλώνιοι τούς αντικατέστησαν με τη θεά Ιστάρ και τον Ταμμούξ, οι Φοίνικες με την Αστάρτη και τον Βάαλ, και τέλος οι κάτοικοι της Ουγκαρίτ με τον Βάαλ και την Ανάτ ή τον Βάαλ –που ταυτίζεται με τον Ενλίλ ή Μπελ (Bel)– και τη Μπέλιτ, θεά της γεωργικής γονιμότητας. Αντίστοιχα στη Βίβλο, η σύζυγος του θεού αναφέρεται ως Ασεράχ. Η θηλυκή θεότητα Ασεράχ ή Αστάρτη στις παραστάσεις της με τα γυμνά στήθη συμβολίζει τη θεά της γονιμότητας, τη θηλάζουσα θεά (dea nutrix) σ' έναν συμβολισμό, που ταιριάζει με την πανάρχαια λατρεία της γονιμότητας.

Οι Αιγύπτιοι αντιπαρέθεσαν την Ίσιδα και τον Όσιρη. Οι Χιττίτες αναφέρονταν στον μύθο του Τελεπινού και της Χατέπινους, ενώ στην Ελλάδα ο αντίστοιχος μύθος διασώθηκε μέσα από τον έρωτα της Αφροδίτης με τον Άδωνη και με τα Μυστήρια της Δήμητρας και της Περσεφόνης, όπου η Κόρη κατεβαίνει στον Άδη για να «αναστηθεί» έπειτα. Άλλωστε ο ομηρικός ύμνος στη θεά Δήμητρα εξιστορεί την αρπαγή της Περσεφόνης από τον θεό του Κάτω Κόσμου, Πλούτωνα και τη λύση που έδωσε ο Δίας για να ηρεμήσει τη θεά της γεωργίας, Δήμητρα και να επανέλθει η βλάστηση στη γη. Σ' αυτόν τον μυθολογικό πυρήνα βασίστηκε η λατρεία της θεάς μητέρας Γης (Γη-μήτηρ=Δη-μήτηρ) και της Κόρης στα Μεγάλα Ελευσίνια Μυστήρια, όπου οι μυημένοι, από τη 15η Βοηδρομιώνα και για εννιά ημέρες, τιμούσαν την επιστροφή της Περσεφόνης από τον Άδη στον Επάνω Κόσμο. Η μετάβαση από τον παγερό χειμώνα στην ανθοστόλιστη άνοιξη συνδέεται από τα πανάρχαια χρόνια με τη Μητέρα θεά, τη θεά της γονιμότητας. Ειδικά στις ελληνικές εκφάνσεις του μύθου, αυτήν ακριβώς την εποχή του έτους η Μεγάλη Μητέρα θεά θρηνεί την κόρη της (Περσεφόνη) ως θεά Δήμητρα, ή τον αδικοχαμένο αγαπημένο της (Άδωνη) ως θεά Αφροδίτη, προσδοκώντας την ανάστασή του, που ουσιαστικά ισοδυναμεί με την ανάσταση της φύσης.

Στον πρωταρχικό σουμεριακό μύθο, η θεά Ιναννά, που ενσαρκώνει τη μητέρα Γη, κατεβαίνει στον Κάτω Κόσμο. Εκεί ο φύλακας Νέτι την απειλεί. Παρεμβαίνει όμως η αδελφή της θεάς η Ερεσκιγκάλ, η θεά του Κάτω Κόσμου, και οι πύλες του ανοίγουν. Η Ιναννά αντικρύζει τους Ανουννάκι –τα πνεύματα του Κάτω Κόσμου– που «στρέφουν τα μάτια του θανάτου» επάνω της και τη νεκρώνουν. Ο καλός θεός Ενκί, ειδοποιημένος από τον τοποτηρητή της Ιναννά, τον Νινσουμπούρ, τρεις ημέρες μετά την εξαφάνισή της, παρεμβαίνει και δημιουργώντας τα παράξενα πλάσματα Κουργκαρρού και Καλατουρρού τα στέλνει στον Κάτω Κόσμο με την τροφή και το νερό της ζωής. Αυτά ραντίζουν το νεκρωμένο σώμα της θεάς εξήντα φορές κατά διαταγή του Ενκί και μ' αυτόν τον τρόπο η θεά αναστήθηκε. Επειδή όμως είναι απαράβατος νόμος του Κάτω Κόσμου να μη φεύγει κανείς από εκεί χωρίς αντικαταστάτη, τη θέση της θεάς στον Κάτω Κόσμο πήρε ο σύντροφός της ο Ντουμμουζί, τον οποίον τελικά ελευθέρωσε ο θεός Ήλιος Ουτού. Ο Ντουμμουζί είναι ο θεός που πεθαίνει και ξαναγεννιέται. Ο μύθος αυτός, στον οποίον το ζευγάρι Ιναννά-Ντουμμουζί αποτελούν την αρχαιότερη μορφή του, φαίνεται πως επέζησε διαμέσου των αιώνων και εμφανίζεται σε όλες τις μυστηριακές θρησκείες της Ανατολής, καθώς και στα Μυστήρια της αρχαίας Ελλάδας.

Στο βαβυλωνιακό πάνθεον το αντίστοιχο ζευγάρι αποτελούσαν n θεά Ιστάρ –η θεότητα σύμβολο της μητέρας Γης– και ο θνητός σύζυγός της, ο Ταμμούζ. Ο θάνατος και η ταφή του είναι ο σπόρος που πέφτει στη γη για να βλαστήσει. Μετά τον θάνατο του Ταμμούζ, η Ιστάρ έκανε απελπισμένες προσπάθειες να τον αναστήσει, επειδή από τη στιγμή του θανάτου του έπεσε ξηρασία και ακαρπία στη Γη. Η Ιστάρ κατεβαίνει τελικά μόνη της στον Κάτω Κόσμο και απειλεί θεούς και δαίμονες ότι αν δεν αναστηθεί ο Ταμμούζ, θα σπάσει τις πύλες του Κάτω Κόσμου και θα ελευθερώσει τους νεκρούς:

Φύλακα των πυλών άνοιξε την πύλη
άνοιξε την πύλη για να περάσω.
Αν δεν ανοίξεις, αν δεν μ' αφήσεις να περάσω
την πύλη θα σπάσω και θα ρίξω κάτω τις αμπάρες·
θα συντρίψω τις κολόνες, θα παραμερίσω τις πόρτες,
και θ' αναστήσω τους νεκρούς που έχουν φύγει απ' τη ζωή
τους ζωντανούς να φάνε,
αφού οι νεκροί είναι πιο πολλοί από τους ζωντανούς.

Τα πνεύματα του Κάτω Κόσμου την κράτησαν όμως εκεί. Λόγω αυτής της τροπής των πραγμάτων, ο Παπσουκκάλ –ο σύμβουλος των θεών– ζήτησε τη βοήθειά τους για να ελευθερωθεί η Ιστάρ. Οι θεοί κινήθηκαν αστραπιαία, ο θεός Έα έδωσε ζωή στον Ασουσουναμίρ, τον ευνούχο, και τον έστειλε να ζητήσει από την Ερεσκιγκάλ το νερό της ζωής. Η Ερεσκιγκάλ πρόσταξε τον ευνοούμενό της, τον Ναμτάρ, να ραντίσει μ' αυτό την Ιστάρ· μ' αυτόν τον τρόπο η θεά ελευθερώνεται. Ο μεγάλος θεός Ήλιος Ουτού ελευθέρωσε και τον Ταμμούζ μετά από παρέλευση τριών ημερών. Και αυτό ακριβώς το χρονικό διάστημα της παραμονής τού Ταμμούζ στον Κάτω Κόσμο, από τους μελετητές της Συγκριτικής Ιστορίας των Θρησκειών, συσχετίζεται με την τριήμερη ταφή και ανάσταση του Κυρίου, χωρίς κατ' ουδένα τρόπο να συσχετίζεται ο Ιησούς Χριστός με τον Ταμμούζ. Άλλωστε, ο Ταμμούζ περιοδικά ξαναγυρίζει στον Κάτω Κόσμο. Συνεπώς, η κάθοδος του Ταμμούζ στον Άδη σχετίστηκε με τον θάνατο και την ακαρπία της γης, ενώ η ανάστασή του με την άνθιση της φύσης. Όταν λοιπόν ο μύθος πέρασε στις γειτονικές χώρες, ιδιαίτερη σημασία δόθηκε από τις γυναίκες στον θάνατο του Ταμμούζ και έτσι θρηνούσαν γοερά τον χαμό του.

Κατά τη Βαβυλώνια αιχμαλωσία οι Ισραηλίτες γνώρισαν τις γιορτές που τελούσαν οι Βαβυλώνιες στις όχθες του Ευφράτη για την ταφή και την ανάσταση του Ταμμούζ (Θαμμούζ). Ο προφήτης Ιεζεκιήλ (Η', 14) αναφέρει ότι στις γιορτές έπαιρναν μέρος και Ισραηλίτισσες, που θρηνούσαν τον αδικοχαμένο Ταμμούζ.

«Καί εἰσήγαγέ με ἐπί τά πρόθυρα τῆς
πύλης οἲκον Κυρίου τῆς βλεπούσης
πρός βορρᾶν, και ἰδού ἐκεῖ γυναῖκες καθήμεναι θρηνοῦσαι τόν Θαμμούζ».
    
«Μέ ὁδήγησε στά πρόθυρα
τῆς πύλης τοῦ οἲκου τοῦ Κυρίου
πού βλέπει στόν βορρᾶ καί vά,
ἐκεῖ, γυναῖκες κάθονται καί
θρηνοῦν τόν Θαμμούζ».

Φαίνεται πως στα χρόνια της Βαβυλώνιας αιχμαλωσίας οι Ιουδαίοι γνώρισαν και δανείστηκαν πολλά στοιχεία από τη βαβυλωνιακή παράδοση, καθώς και από τη θρησκεία των Μάγων –των ιερέων του Ζωροαστρισμού–, όπως την πίστη για μια μελλοντική ανάσταση των νεκρών, που την είχε επακριβώς καθορίσει ο Ζαρατούστρα στην Αβέστα. Σύμφωνα μ' αυτήν την παράδοση, η ψυχή εγκατέλειπε το σώμα τρεις ημέρες μετά τον θάνατο του φθαρτού υλικού σώματος.

Η μόνη διαφορά ανάμεσα στον σουμεριακό και τον βαβυλωνιακό μύθο είναι ότι στον πρώτο η θεά Ιναννά κατεβαίνει στον Κάτω Κόσμο με τη βοήθεια της θεάς Ερεσκιγκάλ, ενώ στον αντίστοιχο βαβυλωνιακό μύθο η θεά Ιστάρ απειλεί ότι θα γκρεμίσει τις πύλες και θα ελευθερώσει τους νεκρούς αν δεν της ανοίξουν. Το τελευταίο γεγονός έκανε πάλι πολλούς μελετητές της Συγκριτικής Ιστορίας των Θρησκειών να συσχετίσουν τον βαβυλωνιακό μύθο με την κάθοδο του Χριστού στον Κάτω Κόσμο όταν φωνάζει:

Αρατε πύλας οἱ ἂρχοντες ὑμῶν

καί εἰσελεύσεται ὁ βασιλεύς τῆς δόξης.

Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με τον Ρουμάνο ανθρωπολόγο και καθηγητή της Ιστορίας των Θρησκειών στο Πανεπιστήμιο του Βουκουρεστίου Mircea Eliade: «Ο μύθος τον Ταμμούζ όπως οι μύθοι των αντίστοιχων θεών, αποκαλύπτει μια κοσμική ιδιότητα που ξεπερνάει σημαντικά τη ζώνη της φυτικής ζωής· αποκαλύπτει, από τη μια, την ουσιαστική ενότητα ζωή-θάνατος και από την άλλη, τις ελπίδες που ο άνθρωπος δικαιούται να αντλήσει απ' αυτή τη βασική ενότητα όσον αφορά τη μετά θάνατον ζωή του. Από αυτή την άποψη μπορούμε να δούμε το μύθο των δεινών, του θανάτου και της ανάστασης των «θεών» της βλάστησης σαν πρότυπο της ανθρώπινης φύσης· αποκαλύπτει τη «Φύση» πιο αποτελεσματικά και πιο οικεία από ό,τι θα το είχαν κατορθώσει η εμπειριο-ρασιοναλιστική παρατήρηση και εμπειρία. Για να διατηρείται και ν' ανανεώνεται η αποκάλυψη, πρέπει να γιορτάζεται και να επαναλαμβάνεται ο μύθος: η εμφάνιση και εξαφάνιση της βλάστησης εξετασμένες σαν κοσμικά φαινόμενα...» (Πραγματεία πάνω στην Ιστορία των Θρησκειών, 1992, σελ. 396).

Θρήνοι και μοιρολόγια αντίστοιχα προς τη λατρεία του Ταμμούζ απαντώνταν στην Ελλάδα για τον αδικοχαμένο Άδωνη, τον μεγάλο έρωτα της θεάς Αφροδίτης. Το ίδιο συμβαίνει με τον θάνατο του Βάαλ στη μυθολογία της Ουγκαρίτ και με τον Νεργκάλ των Ασσυρίων. Στη Φοινίκη, η ταφή και η ανάσταση περιστρεφόταν γύρω από τον θεό της γονιμότητας Βάαλ. Όταν ο θεός του Κάτω Κόσμου, ο Μοτ αιχμαλώτισε τον Βάαλ, επικράτησε ανομβρία και ξηρασία στη Γη. Τότε οι άλλοι θεοί με επικεφαλής τον Ελ, τον θεό Ήλιο και πατέρα τού Βάαλ αναζήτησαν τον χαμένο θεό και μετά επτά χρόνια τον βρήκαν και τον έφεραν στον Επάνω Κόσμο. Μ' αυτόν τον τρόπο ο κύκλος ζωής-βλάστησης επανήλθε στη Γη. Στο μεταξύ η Άναθ, η αδελφή του Βάαλ σκότωσε τον Μοτ με το σπαθί της, τον έκαψε και σκόρπισε την τέφρα του στους τέσσερις ανέμους. Ο μύθος όμως αναφέρει ότι ο Μοτ επανήλθε στη ζωή και η πάλη ανάμεσα στους δύο θεούς ξανάρχισε, σ' ένα ατέλειωτο αιώνιο παιχνίδι ζωής και θανάτου, ταφής και ανάστασης.

Στη Φρυγία και τη Λυδία το ζευγάρι αποτελούσαν η μητέρα των θεών Κυβέλη και ο πανέμορφος άγριος Άττις. Τον Αττη –που στη Φρυγία και τη Θράκη τον ταύτιζαν με τον Σαβάζιο, ο οποίος με τη σειρά του από τον 4ο αιώνα ταυτίζεται με τον Διόνυσο– κατά την παράδοση τον ξέσκισε ένας αγριόχοιρος, αλλά μετά ακολούθησε η ανάσταση του. Η λατρεία του ήταν οργιαστική και ετελείτο σε δύο φάσεις. Κατά την πρώτη οι πιστοί με θορυβώδεις εκδηλώσεις εξέφραζαν το πένθος τους για τον θάνατο του πανέμορφου θεού, ενώ κατά τη δεύτερη γιόρταζαν με όργια την ανάστασή του. Στο τελετουργικό της λατρείας τού Άττη, μίμοι-ιερουργοί τοποθετούσαν σε φορείο το ξύλινο είδωλο του θεού ύπτιο, ενώ με ρυθμικές κινήσεις και θρήνους εκδήλωναν το πένθος τους για τον θεϊκό νεκρό. Οι ιερείς έπλεναν το άγαλμα του θεού στο ποτάμι και το περιέφεραν πάνω σε μια άμαξα. Ακολουθούσε η μίμηση της ανάστασης και ο ιερέας έχριε με ιερό μύρο τους θρηνώντες. Μ' αυτόν τον τρόπο τις εκδηλώσεις της απελπισίας διαδέχονταν οι γιορτές της χαράς. Ο Άττις ανασταινόταν και έτσι η χαρά και το φως ξαναγύριζαν μαζί με την άνοιξη στη Γη. Η λατρεία της Κυβέλης και του Άττη ήταν οργιαστική και πολλές φορές οι πιστοί τους αυτοευνουχίζονταν. Ο αυτοευνουχισμός προερχόταν από την άγρια έξαψη που μεθούσε εκείνους που συμμετείχαν στους οργιαστικούς εορτασμούς των θεών της βλάστησης. Οι τελετές αυτές, όπως βλέπουμε, αποτελούν επανάληψη μιμοδραματικής αναπαράστασης των πανάρχαιων ταφικών εθίμων. Παράλληλα πολλοί μελετητές της Συγκριτικής Ιστορίας των Θρησκειών τονίζουν ότι τη μιμοδραματική αυτή τελετουργία τού πάσχοντος, θνήσκοντος και στη συνέχεια αναστάντος θεού την υιοθέτησε –τουλάχιστον ως προς το τελετουργικό της– και ο Χριστιανισμός. Ο εθνομουσικολόγος Λάμπρος Λιάβας αναφέρει ότι: «Ανέκαθεν η Μητέρα Θεά θρηνεί αυτήν την εποχή τον νεκρό γιο της ή την κόρη της ή τον αγαπημένο της...., περιμένοντας την ανάστασή τους, δηλαδή την ανάσταση της φύσης. Το στοιχείο αυτό το συναντάμε σε διάφορους πολιτισμούς έτσι όπως επιβίωσε μέσα στη χριστιανική θρησκεία και ιδιαίτερα στον θρήνο της Παναγίας: Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα...» (Αγγελικοπούλου, Β., 1998).

Αυτό ήταν επόμενο, αφού οι πιστοί από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα διατηρούν και διαιωνίζουν το τελετουργικό της θρησκείας τους, που πέρασε και στη λατρεία του αληθινού Θεού. Μόνο κάτω απ' αυτήν την έννοια η χριστιανική ταφή και ανάσταση έχει ως πρότυπό της την αντίστοιχη ταφή και ανάσταση του Ταμμούζ και των άλλων «θνησκόντων» θεών της Ανατολής, αν και στην ουσία αυτοί ως θεοί της Βλάστησης αναφέρονταν κυρίως στην αναγεννάμενη φύση.

Εξάλλου, όπως αναφέρεται στον Άτλαντα της Παγκόσμιας Ιστορίας (Καθημερινή 1997, σελ. 73): «Οι περισσότερες από τις αρχαίες θρησκείες έσβησαν, αν και ενίοτε επηρέασαν τις θρησκείες που επιβίωσαν, και λατρευτικές πρακτικές διασώζονται σήμερα σε άλλες θρησκείες».

Στην Αίγυπτο, ο αντίστοιχος μύθος συνδέεται με την Ίσιδα και τον Όσιρη. ενώ η γονιμοποιός δύναμη της Γης είναι ο ποταμός Νείλος, αφού η Αίγυπτος ήταν η μοναδική αρχαία χώρα στην οποία τη θέση του αρσενικού Ουρανού κατείχε η θηλυκή θεότητα Νουτ.

Η Ίσιδα ήταν η προσωποποίηση της Γης, ενώ ο αδελφός και σύζυγός της, Όσιρις ήταν η προσωποποίηση του Νείλου, που γονιμοποιούσε τη γη της Αιγύπτου. Ο Ώρος, ο γιος τους, ήταν η προσωποποίηση της βλάστησης. Ο Όσιρις πεθαίνει –δολοφονημένος από τον αδελφό του, τον κακό θεό Σετ. Ο Ώρος, όμως, μεγαλώνει και γίνεται Όσιρις συντηρώντας έτσι τον ατέλειωτο κύκλο ζωής και θανάτου. Στη θεϊκή λατρεία των αρχαίων Αιγυπτίων όλα βρίσκονται σε μια αδιάρρηκτη σχέση και αλληλεξάρτηση και κάτω από την τριπλή θεότητα Ίσις-Όσιρις-Ώρος δεν βρίσκονταν τρεις χωριστές οντότητες, αλλά τρεις όψεις ενός και του αυτού θεού. Οι μελετητές της Συγκριτικής Ιστορίας των Θρησκειών βλέπουν μιαν αντιστοιχία του Ώρου με τον Ιησού Χριστό και μια αντίστοιχη ταύτιση της Παρθένου Μαρίας με την Ίσιδα, αφού κατά τον H.G. Wells «πλεῖστα ὃσα συνεισέφερε ἡ ἀλεξανδρινή λατρεία εἰς τήν χριστιανικήν σκέψιν καί τό τυπικόν τῆς χριστιανικῆς θρησκείας».

Ομοίως και ο Παναγής Λεκατσάς στο βιβλίο του «Το Θείον Βρέφος» (1996) αναιρεί: «Ἡ εὐνοούμενη παράσταση τῆς Ἲσιδας και Ἰστάρ εἶναι ἡ πιό γνώριμη παράσταση τῆς Βρεφοκρατούσας Θεϊκῆς Μητέρας. Τό ἂμεσο ἀντίστοιχο τῆς Ἲσιδας τῶν Αἰγυπτίων, της Δήμητρας τῶν Ἑλλήνων καί τῆς ἰνδικής Ganga ἢ Θεάς τοῦ Ποταμού, εἶναι ἡ πιό γνώριμη στην Κίνα γυναικεία θεότητα, ἡ Shing Moo ἢ Ἁγία Μητέρα: ἡ φεγγαρική βασίλισσα τῶν Οὐρανών, ἡ γεννήτρια των 33333 πλασμάτων. Τίποτα δέ σάστισε τόσο τούς ἱεραπόστολους σάν πρωτοφτάσανε στήν Κίνα, ὃσο ἡ εἰκόνα τῆς δέσποινας αὐτῆς, ὃπου ἀνακαλύψανε (ἢ νομίσαν πώς ἀνακαλύψανε) τήν πιό ἐκπληκτική ὁμοιότητα μέ τήν Παρθένο Μαρία».

Στους Χετταίους (Χιττίτες) ο θεός που πεθαίνει και ανασταίνεται είναι ο Τελεπινός (Τελίπινους), που αποτελεί ζευγάρι με τη θεά Χατέπινους. Στον λαό αυτόν, όμως, το μυστήριο παρουσιάζει μια σημαντική διαφορά από τους μύθους των γειτονικών λαών. Στο ξύπνημα, στην ανάσταση δηλαδή του θεού, σημαντικό ρόλο παίζει η μέλισσα. Το γεγονός αυτό οδήγησε πολλούς ερευνητές στη σκέψη ότι ίσως το ιερατείο των Χετταίων είχε συλλάβει τον σπουδαίο ρόλο που παίζουν τα έντομο στον κύκλο της ανανέωσης της φύσης.

Ο αντίστοιχος βαβυλωνιακός μύθος στην Ελλάδα, όπως ήδη αναφέραμε, σχετίζεται με τον μεγάλο έρωτα της θεάς Αφροδίτης, τον αδικοχαμένο Άδωνη –φοινικικής καταγωγής. Άλλωστε στην ίδια τη Φοινίκη με την είσοδο του Ήλιου στο θερινό ηλιοστάσιο τιμούσαν τον Άδωνη, αφού ταυτόχρονα άνθιζε το «ρόδο της Δαμασκού», μια ιδιαίτερη ανεμώνη που ήταν αφιερωμένη στη λατρεία του. Αυτή ακριβώς η λατρεία του Άδωνη και της Αφροδίτης αντιστοιχούσε στον ετήσιο κύκλο του θανάτου και της ανάστασης της φύσης με τη βλάστηση και την καρποφορία και φυσικά ανάγεται στους τελετουργικούς τύπους που αναφέρονται στη γονιμότητα.

Ο Άδωνις ήταν ένας νέος με θεϊκή ομορφιά, που όταν τον πρωτοαντίκρυσε η Αφροδίτη θέλησε να τον κρατήσει για πάντα κοντά της. Δυστυχώς όμως ο πανέμορφος νέος βρήκε τραγικό θάνατο κατά το κυνήγι ενός κάπρου. Η παράδοση αναφέρει ότι από το αίμα του Άδωνη φύτρωσαν τα κατακόκκινα τριαντάφυλλα, ενώ από τα δάκρυα της Αφροδίτης, για τον χαμό του αγαπημένου της, οι ανεμώνες ή αντίστοιχα ότι από το αίμα του Άδωνη φύτρωσαν ανεμώνες, όπως είχαν φυτρώσει βιολέτες και ρόδα από το αίμα του Άττη, όταν οι δύο αυτοί νεαροί θεοί ψυχορραγούσαν.

Τα Αδώνια –οι διήμερες γιορτές προς τιμήν του Άδωνη– γιορτάζονταν συνήθως την άνοιξη, όταν η φύση βρισκόταν στο μεγαλείο της, η βλάστηση οργίαζε και τα άνθη –μετά τον άγονο χειμώνα– είχαν καλύψει τη γη.

Την πρώτη ημέρα της γιορτής μαυροφορεμένες γυναίκες στόλιζαν το ξύλινο ομοίωμα του θεού με λουλούδια κλαίγοντας και μοιρολογώντας. Η γιορτή είχε λαϊκό χαρακτήρα και στην περιφορά του ξύλινου ομοιώματος του θεού νεαρές κοπέλες το έραιναν με άνθη, ενώ κατά διαστήματα έψελναν τραγούδια και θρήνους αφιερωμένους στον αδικοχαμένο Άδωνη και στον άτυχο έρωτά του με την Αφροδίτη.

Τότε ακριβώς παρουσιάζονταν και «οι κήποι τον Αδώνιδος». Οι γυναίκες κατά την περιφορά τού πρόωρα χαμένου θεού, μαζί με το κέρινο ομοίωμά του, παρουσίαζαν και φυτά σε μικρές γλάστρες, που είχαν παρασκευαστεί από προηγούμενες ημέρες –μάραθο, στάρι ή κριθάρι– έτσι ώστε να ανθίσουν την ημέρα της περιφοράς του ομοιώματος του θεού. Η πένθιμη αυτή τελετή κατά το Ν.Γ. Πολίτη (1920) αποτελούσε τη συμβολική πράξη της καταστροφής της βλάστησης κατά τον παγερό χειμώνα και της αναγέννησής της κατά την άνοιξη.

Ο Άδωνις έχει την προσωνυμία του «ποιμένα του ουρανού», του «ουράνιου ποιμένα» και ακόμα του «αληθινού Υιού». Όταν κατεβαίνει στον Άδη, ανακηρύσσεται άρχοντας των νεκρών και έτσι παίρνει και την προσωνυμία «ποιμένας της γης». Κατά την ανάστασή του, όταν τερματίζεται η παραμονή του στο βασίλειο των νεκρών και κατευθύνεται στον Επάνω Κόσμο, ανασταίνεται και παίρνει μαζί του και τους νεκρούς.

Τη δεύτερη ημέρα της γιορτής, μετά τον συμβολικό του θάνατο, οι γυναίκες έπλεναν το άγαλμά του, το άλειφαν με αρώματα και το τύλιγαν σ' ένα σκουροπράσινο σάβανο. Στη συνέχεια το έφερναν πίσω με τραγούδια χαράς λέγοντας ότι ο θεός αναστήθηκε.

Σύμφωνα με τους μελετητές της Συγκριτικής Ιστορίας των Θρησκειών, οι αντίστοιχες αναλογίες με τη χριστιανική θρησκεία είναι εντυπωσιακές, αφού, όπως σημειώσαμε, το τελετουργικό των αρχαίων θρησκειών πέρασε στη λατρεία του Θεανθρώπου και όλο αυτό το τελετουργικό θυμίζει τη Μεγάλη Παρασκευή σ' έναν χριστιανικό ναό. Το ξύλινο ομοίωμα του Χριστού έχει αποτεθεί πάνω στον ανθοστολισμένο Επιτάφιο, ενώ ολόγυρα μαυροφορεμένες γυναίκες μοιρολογούν. Κατά την περιφορά του Επιταφίου, οι μυροφόρες ραίνουν τον νεκρό Ιησού με λουλούδια και οι πιστοί ακολουθούν μέσα σε πένθιμη και κατανυκτική ατμόσφαιρα. Όπως βλέπουμε, το αρχαϊκό αυτό τελετουργικό ριζωμένο στη συνείδηση των πιστών από αρχαιοτάτων χρόνων ήταν επόμενο να διατηρηθεί και να παγιωθεί και στη λατρεία του Σωτήρος Χριστού. Οι μελετητές των αρχαίων θρησκειών υποστηρίζουν ότι το έθιμο της προσφοράς λουλουδιών στους νεκρούς οφείλεται στους Χαναναίους. Τα δε λουλούδια συνδέονται με τη μυστικιστική αντίληψη του θανάτου και της ανάστασης.

Οι ειδικοί μελετητές των Θρησκειών υποστηρίζουν ότι όπως ο Άττις, ο Άδωνις, ο Όσιρις και οι άλλοι θεοί της Ανατολής, έτσι και ο Ιησούς πέθανε και ύστερα αναστήθηκε. Οι ομοιότητες αυτές ισχυρίζονται ότι συνετέλεσαν στο να εξαπλωθεί ο Χριστιανισμός στον μικρασιατικό ελληνικό κόσμο, αφού ο νέος Σωτήρας είχε την ίδια αποστολή, τα ίδια καθήκοντα και τις ίδιες ιδιότητες που είχαν οι θεότητες των μυστηριακών θρησκειών της Ανατολής. Ο H.G. Wells στην Παγκόσμια Ιστορία του γράφει σχετικά ότι: «Δέν πρέπει νά ἐκπληττώμεθα, ἐάν ὁ διστακτικός προσήλυτος καί μαθητής ἐντός ὀλίγου ἐπανῆλθεν εἰς τάς παλαιάς γνωστάς του ἰδέας τοῦ ναοῦ καί τοῦ βωμοῦ, τῆς ἀγρίας θεότητος καί τῶν ἐξιλαστήριων ἱεροτελεστιῶν, τοῦ ἁγιασμένου ἱερέως καί τῆς μαγικῆς εὐλογίας..... Φυσικόν ἦτο, ἐπίσης διά τόν Χριστιανισμόν νά ἐγκολπωθῇ τάς μεθόδους τῶν λαϊκῶν θρησκειῶν τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Οἱ ἱερείς του ἀπεδέχθησαν τά χαρακτηριστικά ἐνδύματα τῶν Αἰγυπτίων ἱερέων... καί ἡ μία ἀπομίμησις ἠκολούθησεν τήν ἂλλην. Ὀλίγον κατ' ὀλίγον ἡ ἀρχική ἐπαναστατική διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ ἐτάφη ὑπό τόν ὂγκον τῶν ἐξωτερικών δανείων τύπων λατρείας, οἱ ὁποίοι ὁλονέν συνεσσωρεύοντο».

Στο ίδιο κεφάλαιο της Παγκόσμιας Ιστορίας του ο H.G. Wells θεωρεί ότι για ένα απροσδιόριστο χρονικά διάστημα έλαβε χώρα μια σημαντική θεοκρασία μεταξύ των αρχαίων ανατολικών θρησκειών και του Χριστιανισμού. Πιστεύει ότι για να αποφύγει ο Χριστιανισμός το ιουδαϊκό Σάββατο υιοθέτησε τη μιθραϊκή ημέρα του Ήλιου, την οποία ονόμασε Κυριακή, την άφθονη χρήση κεριών στις θρησκευτικές ιερουργίες, την παράδοση της προσκύνησης των ποιμένων και ένα πλήθος άλλων δευτερευουσών τελετουργικών ιεροτελεστιών.

Ομοίως και ο Γ. Κορδάτος, στο βιβλίο του «Ιησούς Χριστός και Χριστιανισμός» (Β' τόμος, 1975), αναφέρει: «Ὁ χριστιανισμός ὂχι μόνον πήρε πολλά δάνεια ἀπό τήν ἀρχαία ἐλληνική φιλοσοφία γιά νά μπορέσει νά τά βγάλει πέρα στήν ἰδεολογική του πάλη, μά καί πῆρε καί πολλά λατρευτικά στοιχεία ἀπό τόν ἀρχαῖο κόσμο καί πολλές ἀπό τίς ἑορταστικές του συνήθειες».

Και συνεχίζει γράφοντας: «Οἱ χριστιανοί μιά πού οἱ πιό πολλοί προέρχονταν ἀπό τόν ἑλληνορωμαϊκό κόσμο, ἒφεραν μαζί τους καί τήν τελετουργική διακόσμηση τῶν ναῶν τους καί κυρίως τῶν μυστηριακῶν τελεστηρίων. Ἒτσι οἱ χριστιανικοί ναοί στό ἐσωτερικό τους κράτησαν τό βωμό καί πολλά σύμβολα τοῦ Ὀρφισμοῦ καί τῆς μυστηριακής λατρείας τοῦ Διονύσου. Ἓνα μεγάλο μέρος ἀπό τό τυπικό τῆς παράστασης τῆς ἀρχαίας τραγωδίας –δηλ. τό διονυσιακό τελετουργικό στοιχεῖο της– μεταφέρθηκε καί στους χριστιανικούς ναούς» (σελ. 297).

Ο Παναγής Λεκατσάς στο «Θείον Βρέφος» (1996) υποστηρίζει ότι ουσιαστικά ο θνήσκων θεός, που πεθαίνει στο τέλος της μιας χρονιάς και ξαναγυρίζει στην αρχή της άλλης, είναι ένα είδος αποδιοπομπαίου τράγου. Αυτός παίρνει μαζί του όλα τα κακά, και εξαγοράζει με τον θάνατό του τη σωτηρία του κόσμου από τη συντέλεια, ανανεώνοντάς τον αντίστοιχα με τη γέννησή του, ενώ ταυτόχρονα εγκαινιάζει μια νέα –πιθανώς– ευτυχέστερη περίοδο. Αυτό σημειώνει και ο συγγραφέας Γ. Β. Σιέττος. που γράφει χαρακτηριστικά ότι: «Η ύπαρξη αυτών των αρχαίων μύθων περί βασανισμών, θανάτου και ανάστασης ενός θεού μαρτυρά μια βαθιά ριζωμένη αντίληψη στο θρησκευτικό αίσθημα των ανθρώπων, ότι δηλ, κάτι δεν πάει καλά στην ηθική τάξη του κόσμου και ότι μόνο η εξαγνιστική θυσία ενός θεϊκού όντoς μπορεί να διορθώσει την κατάσταση· τέλος με τα πάθη και την ανάσταση του Γιου του Θεού ο μύθος βρίσκει την πραγμάτωση και δικαίωσή του» (Χριστιανικά Μυστήρια, 1995, σελ. 91).

Τέλος, ο Δ.Γ. Χιώνης στο βιβλίο του «Η αποκάθαρση του Χριστιανισμού από τα εβραϊκά στοιχεία» (1996) γράφει σχετικά: «Πρέπει να τονιστεί εδώ πως πολλά απ' τα στοιχεία της τελετουργικής λατρείας του Άδωνι, αν όχι βέβαια όλο το πλαίσιο των τελετών, κληρονόμησαν, οι Χριστιανοί, και με τα οποία στοιχεία έντυσαν μάλιστα τα πάθη του Χριστού, όπως μας λέει ο Frajer. Τέλος, αν κρίνουμε, από το έντονο πάθος των νεκρώσιμων για τον Άδωνι θρήνων και κοπετών, θα δούμε, ότι επρόκειτο για συγκλονιστικό θρησκευτικό δράμα, με γλυκειά και χαρμόσυνη απολυτρωτική μέσω της Ανάστασης απόληξη, που την εσωτερική, θεολογική και δογματική πλοκή του μας την κρύψανε, όπως μας αποκρύψανε όλα τα αντίστοιχα θρησκευτικά απόρρητα των Ελευσίνιων Μυστηρίων».

Σχεδόν παρόμοια είναι η αντιμετώπιση του ίδιου θέματος από το Μ.Σ. Μεγαλομμάτη (1996), ο οποίος σχετικά αναφέρει: «Το φανατισμένο άρρωστο πάθος των οπαδών του Άδωνη για τα "Πάθη" του Άδωνη (είδος μεσίτη-σωτήρα-μεσσία), οι νεκρολατρικές και χθόνιες τελετουργίες και περιφορές του Επιτάφιου του Άδωνη, η ετήσια "ανάστασή" του (και οι σχετικές τελετουργίες) ως συμβατή με την άνοιξη και τον κύκλον του έτους, η πίστη στη νίκη του Άδωνη επί του Κάτω Κόσμου, όλα αυτά που κατάγονται από τον βαβυλωνιακό Ντουμουζί και τον Νεργκαλισμό της Κούτχα, ανευρίσκονται αυτούσια μέσα στον Χριστιανισμό».

Για μας το σημαντικό δεν είναι να απορρίψουμε τα πάντα με μια μονοκονδυλιά. Το κυριότερο είναι να δεχτούμε αφ' ενός μεν την ύπαρξη του ενός και μοναδικού Θεού, αφ' ετέρου δε ότι θέματα όπως η «άμωμη σύλληψη», η «ανάσταση», η «ανάληψη» κ.ά. ήταν ήδη γνωστά στις μυστηριακές λατρείες της Ανατολής και της Ελλάδας. Και βέβαια να θεωρήσουμε όλα αυτά ως τα απαραίτητα γεγονότα προπαρασκευής του κόσμου για την έλευση επί της Γης του «Υιού και Λόγου» του Θεού, του μοναδικού Ιησού Χριστού.

Μέσα απ' αυτή τη θέση, μπορούμε να πούμε ότι η χριστιανική θρησκεία, που νίκησε και εξαφάνισε τους μεγάλους θεούς του Ολύμπου και της Ανατολής, σε αρκετές περιπτώσεις αναγκάστηκε να συμβιβαστεί προς τα λαϊκά πατροπαράδοτα έθιμα και τις μεταφυσικές αντιλήψεις του λαού. Αρχικά έδειξε την ανοχή της σε κάποια λαϊκά λατρευτικά έθιμα, ενώ στη συνέχεια ενέταξε κάποια άλλα στο εκκλησιαστικό τυπικό, ειδικότερα από τη στιγμή που πύκνωσαν τις τάξεις της οι Εθνικοί και έκοψε τούς ισχυρούς δεσμούς που την ένωναν με τον Ιουδαϊσμό. Ίσως ορμώμενοι απ' αυτά τα μυστηριακά κατάλοιπα, οι Έλληνες ορθόδοξοι χριστιανοί, αλλά και οι καθολικοί της Νότιας Ευρώπης, βιώνουν δραματικά τον σταυρικό θάνατο του Ιησού Χριστού και το μυστήριο της Αναστάσεώς του, λαμπρύνοντας το Πάσχα, ενώ αντίθετα οι Βόρειο-Ευρωπαίοι χριστιανοί κλίνουν προς το μυστήριο της Γέννησης του Κυρίου, τιμώντας με μεγαλοπρέπεια τα Χριστούγεννα.

Τα κατάλοιπα της πανάρχαιας λατρείας του Άδωνη φαίνονται και στους παρακάτω στίχους του αρχαιολάτρη ποιητή μας Άγγελου Σικελιανού, που αναφέρει ότι μέσα στα λουλούδια του Επιτάφιου:

«Τό ὁλόαχνο σμάλτο
τοῦ πεθαμένου του Ἄδωνη ἦταν σάρκα
 πού πόνεσε βαθιά».
Παρόμοια συλλαμβάνει το ίδιο θέμα και ο Κωστής Παλαμάς:
«Στά ἐντάφια λευκά σάβανα
γυρτός ὁ ἐσταυρωμένος
εἶν' ὁλόμορφος Ἄδωνις
ροδοπεριχυμένος».

Αυτά τα πανάρχαια έθιμα επηρέασαν και τον Σεφέρη, που έγραφε στο ημερολόγιο το: «Συχνά, ὃταν πηγαίνω στην Ἀκολουθία της Μεγάλης Παρασκευής, μοῦ είναι, δύσκολο νά προσδιορίσω ἂν ὁ θεός που κηδεύεται εἶναι ὁ Χριστός ἤ ὁ Ἄδωνις».

Όπως εξάλλου αναφέρει ο καθηγητής ΓΚ. Σπυριδάκης (1966): «Εἰς τόν βίον τοῦ λαοῦ τοῦ τε ἑλληνικοῦ καί ἂλλων τῆς Εὐρώπης, παρατηρεῖται ἡ ὓπαρξις θρησκευτικῶν καί λατρευτικῶν ἐκδηλώσεων, αἱ ὁποῖαι προέρχονται ἐκ της Ἀρχαιότητος, εἰδικώτερον δέ ἀπό τούς ἑλληνορωμαϊκούς καί τούς κατόπιν πρώτους χριστιανικούς χρόνους. Τότε πολλά στοιχεῖα τῆς λαϊκῆς σήμερον θρησκείας και λατρείας παρελήφθησαν ἀκόμη καί ἀπό τούς Ἀνατολικούς λαούς, τούς Ρωμαίους κ.ἂ., καί τά ὁποῖα ἀργότερον περιεκαλύφθησαν πολλαχοῦ ὑπό χριστιανικῶν. Ταῦτα δέ εἶναι καί τά περισσότερον χαρακτηριστικά εἰς τήν λαϊκήν σήμερον θρησκευτικήν πίστιν, τήν εὑρισκομένην εἰς στενωτέραν συνάφειαν πρός τήν ἐπίσημον θρησκείαν, τήν χριστιανικήν· π.χ. ἑορταστικά ἒθιμα κατά τήν πρώτην τοῦ ἒτους, τά Χριστούγεννα, τά Θεοφάνεια, τό Πάσχα· εἶτα ἡ λαϊκή λατρεία της Θεοτόκου καί τῶν Ἁγίων, ὡς τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, τοῦ προφήτου Ἠλία, τοῦ Ἁγ. Γεωργίου κ.ἂ., προσέτι και ἐπῳδαί, εὐχαί κλπ.».

Τα ίδια υποστηρίζει ο R. Jolivet (1955): «Ὁ Χριστιανισμός ἐδανείσθη ἀπό τήν Ἑλληνική παράδοσι τυπικά λατρευτικά στοιχεῖα, τά ὁποῖα ἀφομοίωσε ὡς βοηθητικό ὑλικό ἐξωτερικεύσεως, ἀλλά δέν τά προήγαγε σέ πρότυπη μορφή. Ὃπου δέ ἐνεσωμάτωσε στοιχεῖα τῆς Ἑλληνικῆς σκέψεως, τά διεμόρφωσε σέ ἐσωτερική εὐθυγράμμισι πρός τήν πορεία του κι' ἒτσι περιέσωσε τήν ἱστορική ὑπόληψι καί τήν πνευματική διατήρησι τοῦ Ἑλληνισμοῦ» (Π .Δ. Ηλιάδης, 1960).

Στα Μυστήρια του Διονύσου, στα Ελευσίνια Μυστήρια και στους θρήνους για το χαμό του Άδωνη ή των άλλων «θνησκόντων θεών», κυριαρχούσαν οι άγριες κραυγές πόνου του όχλου και η πομπή του ξύλινου ξόανου του νεκρού θεού με τα ομοιώματα γεννητικών οργάνων περιφέρονταν γύρω από το ιερό των Ελευσίνιων Μυστηρίων. Όλοι περίμεναν να πέσει η νύχτα για ν' αρχίσουν οι μυστηριακές τελετές, όπου οι μέχρι τότε κλεισμένες στο γυναικωνίτη γυναίκες επιδίδονται σε όργια, αφού ο πανάρχαιος μύθος του θανάτου και της γέννησης με την αναζωογόνηση της βλάστησης, ουσιαστικά ήθελε να εξυψώσει το μυστηριακό και το κτηνώδες της γενετήσιας ορμής.

Οποία διαφορά λοιπόν μεταξύ του Εσταυρωμένου Ιησού και των «θνησκόντων» θεών της Ανατολής! Πόσο ψηλά βρίσκεται ο Θεάνθρωπος και πόσο μεγάλο φαίνεται το μήνυμα και η ιδέα της Ανάστασής του και της τελικής λύτρωσης που τον κάνει να στέκεται στο βάθρο του ως νικητής του χρόνου!

Ο Ιησούς Χριστός υβρίστηκε, ταπεινώθηκε, ραπίστηκε, υπέφερε μόνος χωρίς βοήθεια ή συμπόνια και τέλος σταυρώθηκε για να σώσει τους ανθρώπους από τις αμαρτίες τους.

Τι υπέρτατο μεγαλείο!

Ακόμα και στον σταυρό του μαρτυρίου του, ο Εσταυρωμένος θεός της αγάπης προσευχόταν στον επουράνιο Πατέρα του υπέρ των δημίων του, λέγοντας: «πάτερ, ἂφες αὐτοῖς· οὐ γάρ οἲδασι τί ποιοῦσι».

Στη Σταύρωση του Θεανθρώπου, η ανθρώπινη φύση του έφτασε στις πιο απρόσιτες και ανυπέρβλητες κορυφές του θεϊκού μεγαλείου. Ο σταυρικός του θάνατος αποτελεί άλλωστε το αποκορύφωμα της διδασκαλίας του και την υπέρτατη θυσία του για τη σωτηρία των ανθρώπων. Ουσιαστικά αυτή ακριβώς η σταυρική θυσία ξεχωρίζει τον Ιησού Χριστό από τους θεούς της Ανατολής και τον Χριστιανισμό από τις αντίστοιχες ηλιολατρικές θρησκείες.

Επομένως μ' αυτό το δραματικό στη φύση του γεγονός συντελέστηκε η μεγαλειώδης διαφορά του Εσταυρωμένου Ιησού ως προς τους αρχαίους «θνήσκοντες» θεούς και η πιο σπουδαία στιγμή στις σχέσεις του επουράνιου Πατέρα με τον άνθρωπο. Εξάλλου ο Απόστολος Παύλος παρουσίασε την Ανάσταση του Κυρίου σαν σωτήρια πραγματικότητα, σαν την κορωνίδα του λυτρωτικού του θανάτου.

Αντίθετα με τα παραπάνω, η θλίψη της Αφροδίτης για τον χαμό του αγαπημένου της, όπως και τα κλάματα της Δήμητρας για την αρπαγή της Περσεφόνης, δείχνουν το πένθος για τη νέκρωση της φύσης. Τα δάκρυά τους κατά τους πιστούς αντιστοιχούσαν στη βροχή που ποτίζει τη γη για να δώσει τη νέα βλάστηση. Στον Κάτω Κόσμο, σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, πέρασαν η Περσεφόνη, ο Διόνυσος, ο Ορφέας και ο Άδωνις που όλοι συνέδεσαν το όνομά τους με απόκρυφες εσχατολογικές λατρείες. Οι πιστοί τους ανέμεναν την ανάσταση του θεού, που μέσω αυτής θα περνούσε τον κόσμο από το σκοτάδι στο φως, από τον άγριο χειμώνα στην ήπια άνοιξη, αφού ουσιαστικά μέσα από τα πάθη όλων αυτών των θεοτήτων έπασχε στην πραγματικότητα η θεοποιημένη φύση. Η φύση, η μητέρα Γη, που έτρεφε τα παιδιά της και συνεπώς –κατά τους αρχαίους– έκρυβε όλο εκείνο το μυστήριο της δημιουργικής δύναμης και της συνεχούς αναγέννησής της.

Εδώ ακριβώς εντοπίζεται και εστιάζεται ο μεγαλειώδης εορτασμός του Πάσχα από τους Έλληνες και τους άλλους Ορθοδόξους της Ανατολής. Το Πάσχα για την Ελλάδα και την Ανατολή σημαίνει αναγέννηση, πανδαισία χρωμάτων και μεθυστικών αρωμάτων από την ολάνθιστη φύση. Ολόγυρα υπάρχει ένα πανέμορφο σκηνικό που προκαλεί μια έντονη διάθεση εορτασμού. Γι αυτόν τον λόγο όλη η χαρμόσυνη διαδικασία του ελληνικού Πάσχα έρχεται ως φυσικό συμπλήρωμα μιας ψυχικής ανατάσεως. Η άνοιξη, τα έντονα χρώματα, η ανάσταση της φύσης και μαζί τού Σωτήρος Χριστού αναζωογονεί τους πιστούς και τους οδηγεί σ' έναν ανεπανάληπτο εορτασμό.

Σύμφωνα με τον Δ.Γ. Χιώνη: «Ακόμα, κατά τον Ορφέα, η Ανάσταση του νεκρού Θεού σήμαινε την αρχή της ηθικής ζωής που τρεφότανε από τον καρπό του νεκραναστηθέντα σωτήρα. Έτσι, με την αναγεννημένη καρδιά του αναστηθέντος Θεού στον κόσμο, σκορπούσε η αγάπη, η ειρήνη και η καλοκαρδία, μέσα από τα οποία θα ερχότανε επιταχυνόμενη σωτηρία των μυημένων πιστών, γιατί μόνον έτσι η ψυχή του αποθανόντος Μύστη θα ανερχόταν προς το υψηλό ουράνιο στερέωμα και θα παρέμενε πλησίον του Θεού Σωτήρα» (Από τον Ορφέα ως το Χριστό. Εκδ. Άμιλλα, Αθήνα, σελ.79).

Σε όλους αυτούς τους μύθους που αναφέραμε, το αρσενικό, αφού γονιμοποιήσει το θηλυκό –που προσωποποιείται σε θεά υποκαθιστώντας τη μητέρα Γη– προσφέρεται θυσία στο πνεύμα της γονιμότητας. Τελικά, όλο το τελετουργικό της λατρείας των θεών ανήκει στον κύκλο των μαγικών πράξεων και επικλήσεων για την, πρόκληση βροχής, με άμεση συνέπεια την γονιμοποίηση της γης.

Όπως για όλα τα αρχαία Μυστήρια, έτσι και για τα Αδώνια ελάχιστα πράγματα είναι γνωστά. Κάποια μαρτυρία υπάρχει από τον Λατίνο πολιτικό και συγγραφέα του 4ου μ.Χ. αιώνα τον Ιούλιο Φίρμικο Ματερνό (Julius Firmicus Maternus), ο οποίος, όταν το 347 μ.Χ. ασπάστηκε τον Χριστιανισμό, αφιέρωσε το έργο του «Περί των θρησκευτικών πλανών» (De errore profanarum religionum) στους αυτοκράτορες της Δύσης Κώνστα Α' (323–350 μ.Χ.) και της Ανατολής Κωνστάντιο Β' (317–361 μ.Χ.) με σκοπό να τους παροτρύνει να καταργήσουν την ειδωλολατρεία. Στο έργο του αυτό αναφέρει ότι η αναπαράσταση της ταφής και της ανάστασης του Άδωνη κρατούσε μια εβδομάδα και περιελάμβανε τον θάνατο του θεού, τον επιτάφιο θρήνο και την τελετή της ανάστασης. Κατά τη διάρκεια της τελετής μαυροφορεμένες γυναίκες θρηνούσαν γύρω από το ξύλινο ομοίωμα του Άδωνη. Σε μια καθορισμένη στιγμή σταματούσαν οι θρήνοι και τα μοιρολόγια. Ο ιερέας μύρωνε τα χείλη των παρόντων πιστών, ταυτόχρονα ο χώρος του ναού φωτιζόταν και τότε ο ιερέας αναφωνούσε: «Θαρσεῖτε, μύσται τοῦ θεοῦ σεσωσμένοι· ἒσται γάρ ἡμῖν ἐκ πόνων σωτηρία» (Ἒχετε θᾶρρος εὐσεβεῖς πιστοί πού ἒχετε μυηθεῖ στά μυστήρια τοῦ θεοῦ· διότι θά ὑπάρξει γιά ἐσᾶς σωτηρία ἀπό τούς πόνους»).

Τέλος, ακολουθούσαν χαρμόσυνες εκδηλώσεις των πιστών.

Αν παρατηρήσουμε προσεκτικά όλους αυτούς τους μύθους των αρχαίων λαών της λεκάνης της Μεσογείου, βλέπουμε ότι στο μυστήριο της ταφής και της ανάστασης, το κοινό σημείο είναι ότι εκείνο που πεθαίνει και ανασταίνεται είναι το αρσενικό. Βέβαια ο αρχέγονος σουμεριακός μύθος ομιλεί για τη θεά Ιναννά, που πρώτη κατέβηκε στον Κάτω Κόσμο, αλλά και σ' αυτόν τον μύθο πάλι ο σπόρος που γονιμοποιεί τη γη είναι αρσενικός, αφού τελικά τη θέση της πήρε ο θεός Ντουμμουζί. Όλοι, λοιπόν, οι μύθοι των λαών της Ανατολής αναφέρονται στους θεούς της γονιμότητας. Συνεπώς η ανάσταση, στην οποία οι λαοί αυτοί πίστευαν συνδεόταν με τη διαρκή ανανέωση της Φύσης, η οποία αλληλοδιαδόχως –με το πέρασμα των εποχών του έτους– αρχικά απονεκρώνεται και στη συνέχεια αναζωογονείται. Η κάθοδος της μητέρας Γης στον Κάτω Κόσμο γίνεται πάντα τον χειμώνα. Για να επανέλθει στον Επάνω Κόσμο, πρέπει να, «ταφεί» ο σπόρος για να δώσει καινούργιο βλαστό. Και ο σπόρος πάντοτε προέρχεται από το αρσενικό. Η κάθοδος του Ντουμμουζί ή του Ταμμούζ και των άλλων θεών στον Κάτω Κόσμο αντιστοιχεί στην περίοδο της σποράς. Τα δάκρυα των πολύπαθων θεών και οι θρήνοι των πιστών γυναικών αντιστοιχούν στη βροχή που ποτίζει τη γη και δίνει τη νέα ζωή, με τα καινούργια βλαστάρια, που «ανασταίνονται» από τον φαινομενικά άψυχο σπόρο. Συνεπώς, γύρω από το φαινόμενο του θανάτου, της «ταφής» του σπόρου, και της βλάστησης, δηλαδή της ανάστασης μιας καινούργιας ζωής, δημιουργήθηκαν τα λεγόμενα «Μυστήρια» κατά τα οποία ενώπιον των μυστών αναπαριστάνονταν οι διάφορες φάσεις της φυσικής λειτουργίας της αναπαραγωγής, ενώ ο λαός συμμεριζόταν τις περιπέτειες του θνήσκοντος θεού και τη χαρά της αναζωογόνησής του. Όταν αργότερα το ιερατείο αποτέλεσε μια πανίσχυρη κλειστή κάστα ανθρώπων, το γεγονός της ταφής και της ανάστασης του γονιμοποιού θεού έγινε μια πολύπλοκη μυσταγωγία, με μυστηριακές λατρείες και ιδιαίτερο τελετουργικό, κτήμα μόνο των ιερέων και των μυημένων, που δημιούργησαν τα λεγόμενα Μυστήρια, στις γιορτές των οποίων ο λαός συμμετείχε χωρίς όμως να πολυκαταλαβαίνει πια το ουσιαστικό περιεχόμενο τους. Ειδικά στα Ελευσίνια Μυστήρια, η Περσεφόνη είναι εκείνη που κατεβαίνει στον Κάτω Κόσμο, δηλαδή το θηλυκό. Ο μύθος αυτός συμβολίζει τη μοναδική περίπτωση κατά την οποίαν ο σπόρος συμβολίζεται με τη θηλυκή θεά. Βέβαια ο ελληνικός κόσμος πίστευε στην ταφή και την ανάσταση ταυ Διόνυσου–Ζαγρέα, που ο μύθος του αποτελούσε κεντρική μυστηριακή λατρεία των Ορφικών. Ο Ζαγρεύς Διόνυσος, τέκνο του Δία και της Περσεφόνης, έλαβε από τον πατέρα του –ήδη από την παιδική του ηλικία– την εντολή να κυριαρχήσει στον κόσμο· γι' αυτόν τον λόγο μισήθηκε από την Ήρα, η οποία με κάθε τρόπο αποζητούσε τον αφανισμό του. Τελικά έβαλε τους Τιτάνες –αντιπάλους του Δία– να τον κυνηγούν. Το θεϊκό παιδί μεταμορφωνόταν σε διάφορα ζώα και κατόρθωνε να διαφεύγει. Κάποτε, όμως, τη στιγμή που είχε μεταμορφωθεί σε ταύρο, οι Τιτάνες τον συνέλαβαν, και αφού τον τεμάχισαν, άρχισαν να βράζουν και να τρώνε τα μέλη του. Ο Δίας παίρνοντας την καρδιά τού γιου του, που του την έφερε η θεά Αθηνά, την κονιορτοποίησε και ράντισε μ' αυτήν τη Σεμέλη, που έτσι έμεινε έγκυος και γέννησε τον Νέο Διόνυσο, σ' αυτόν τον ατέλειωτο κύκλο θανάτου, ανάστασης, γέννησης και ζωής. Ο Δίας, στη συνέχεια, από την τέφρα των κατακεραυνωμένων Τιτάνων δημιούργησε το ανθρώπινο γένος, στο οποίο είναι αναμεμειγμένο το μοχθηρό τιτανικό στοιχείο με το θείο αίμα του Ζαγρέα. Μ' αυτόν τον τρόπο ερμηνεύεται η διάσταση της ανθρώπινης φύσεως και η διαρκής αντιπαράθεση του ανθρώπου προς το καλό και το κακό.

Ο Ζαγρεύς* είναι ο θεός Σωτήρας των Ορφικών και το πάθος του αποτελεί τον πυρήνα των μυστηριακών τελετών τους. Σύμφωνα με τον Δ.Γ. Χιώνη η λατρεία του είναι: η κατ' εξοχήν σωτηριακή θρησκεία, που στηρίζεται στον θνήσκοντα θεό που μέσα από την πολυδύναμη μορφή του Διόνυσου Ζαγρέα θα ταυτιστεί με τον Χριστό. Πάνω σ' αυτό, λέει ο Ιουστίνος: «Ἰησοῦν Χριστόν–Σταυρωθέντα καί ἀποθανόντα καί ἀναστάντα– οὐ παρά τούς παρ' ὑμῖν λεγομένους υἱούς τοῦ Δία καινόν τι φέρομεν».

Αλλά και ο ίδιος είναι υποχρεωμένος να ξαναγυρίσει στη σύγκριση του Ιησού με τον Διόνυσο Ζαγρέα: «υἱόν τοῦ υπέρτατου θεοῦ τόν διασπαραχθέντα καί ἀποθανόντα ἀναστήναι, εἰς οὐρανόν τε ἀνεληλυθέντα ἱστορῶσι καί οἲνον ἐν τοῖς μυστηρίοις αὐτοῦ παραφέρωσιν» («Τόν υἱόν τοῦ ὑπέρτατου θεοῦ πού κατακρεουργήθηκε, ἀπέθανε, ἀναστήθηκε καί ἀναλήφθηκε στόν οὐρανό ἐξιστορούν καί οἶνον προσφέρουν στίς τελετές του», Από τον Ορφέα ως τον Χριστό, Εκδ. Άμιλλα, Αθήνα, σελ. 71).

Σημειώνουμε ότι ένας θεός, που πάσχει, πεθαίνει, ενώ στη συνέχεια ξαναγεννιέται ανάμεσα στους ανθρώπους και συμμερίζεται τη μοίρα τους, είναι πολύ κοντά τους, με άμεση συνέπεια να κατέχει κυρίαρχο ρόλο στα μυστήριά τους.

Ο αντίστοιχος σουμεριακό-βαβυλωνιακός μύθος συμβολίζεται και στην Ελλάδα από την ταφή και την ανάσταση του Άδωνη, του πανέμορφου θνητού αγαπημένου της θεάς Αφροδίτης.

Εκτός όμως από τον Άδωνη αναλογίες αντίστοιχες υπάρχουν και με τον Μίθρα τον θεό Ήλιο των αρχαίων Περσών, που η λατρεία του ήταν πολύ διαδεδομένη μεταξύ των Ρωμαίων λεγεωνάριων. Ο Μιθραϊσμός, σύμφωνα με τον Πλούταρχο (Πομπήιος 24), εισήχθη στη Ρώμη, το 67 π.Χ., από πειρατές της Κιλικίας, και ως πολεμικός θεός απέκτησε πλήθος πιστών μεταξύ των στρατιωτών, καθώς και την εύνοια πολλών Ρωμαίων αυτοκρατόρων. Ο Κόμμοδος, ο Διοκλητιανός, ο Γαλέριος, ο Λικίνιος, ο Μάρκος Αυρήλιος, ο Ιουλιανός κ.ά ήταν οπαδοί του θεού Μίθρα. Ο Μίθρα ήταν ο Sol Invictus, ο Αήττητος Ήλιος, επομένως αήττητος θα ήταν και ο προστάτης του αυτοκράτορας, γι' αυτόν τον λόγο υποστηρίχτηκε από τους εκάστοτε Ρωμαίους αυτοκράτορες και έτσι ο Μιθραϊσμός απέκτησε πολλούς πιστούς.

Η πρώτη ιστορικά επιβεβαιωμένη ένδειξη της λατρείας του στην Ανατολή ανάγεται στον 14ο π.Χ. αιώνα και άντεξε στην πίεση του Χριστιανισμού μέχρι τον 5ο μ.Χ. αιώνα. Συνεπώς ο θεός αυτός βασίλευσε στις καρδιές των ανθρώπων για 19 ολόκληρους αιώνες. Ο Μίθρα, σύμφωνα με τα ιερά κείμενα, γεννήθηκε σε μια σπηλιά, βοσκοί παραβρέθηκαν στη γέννησή του και Μάγοι –οι ιερείς του Ζωροαστρι–σμού– τον προσκύνησαν, αφού τον θεωρούσαν ενσάρκωση του μεγάλου θεού Αχού–ρα Μάζντα. Κατά την τελετουργία του αντίστοιχου Μυστικού Δείπνου, όπως ανέφερε πρώτος ο R. Ambelain, στο βιβλίο του «Ιησούς ή το θανάσιμο μυστικό των Ναϊτών», (σελ. 220), και αναπαράγεται από τότε στην ελληνική βιβλιογραφία, ο Μίθρα λέγει: «Αυτός που δεν θα φάει από το σώμα μου και δεν θα πιεί από το αίμα μου έτσι ώστε να ταυτιστεί μαζί μου και εγώ μαζί του δεν θα λάβει τη σωτηρία» (Martin Vermaseren, «Μίθρα»). Που, όπως λέει, δεν είναι βέβαια διαφορετικό από την αντίστοιχη τελετουργία του Ορφέα, του Διόνυσου ή του Άδωνη, αφού στους Ορφικούς Ύμνους αναφέρεται:

«Αυτός που δεν θα φάει από το σώμα μου και δεν θα πιεί από το αίμα μου, δεν θα ταυτιστεί ποτέ μαζί μου κι εγώ μαζί του και δεν θα λάβει τη σωτηρία της ψυχής του» (Ορφ. Ε', 242–248)*.

Αν, λοιπόν, τα παραπάνω αληθεύουν, η αντιστοιχία είναι καταπληκτική, αφού στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο διαβάζουμε: «ὁ τρώγων μου τήν σάρκα καί πίνων μου τό αἶμα ἒχει ζωήν αἰώνιον, καί ἐγώ ἀναστήσω αὐτόν ἐν τῇ ἐσχάτῇ ἡμέρα (Ιωάν. ΣΤ', 54).

Τελικά, όταν ο Μίθρα ανεβαίνει στον ουρανό κάθεται δίπλα στον ουράνιο πατέρα του τον Αχούρα Μάζντα και λέει: «όποιος προσεύχεται σε μένα προσεύχεται στον Αχούρα Μάζντα τον Πατέρα μου». Χωρίς αμφιβολία μπορούμε να πούμε ότι μεγάλο μέρος από τα πιστεύω τού Ζωροαστρισμού και του Μιθραϊσμού, όπως οι ιδέες που συνδέονται με την έννοια του θανάτου, του Παραδείσου, της κόλασης ή της τελικής κρίσης βρίσκονται αποτυπωμένες στο τυπικό και των άλλων μεγάλων μονοθεϊστικών θρησκειών. Πολλοί ερευνητές υποστηρίζουν ότι ο Χριστιανισμός για να επικρατήσει, έκανε τελικά κάποιες υποχωρήσεις και υιοθέτησε πολλά από τα σύμβολα του Μιθραϊσμού. Άλλοι πάλι υποστηρίζουν μία πιο ακραία θέση, θεωρώντας ότι οι δύο θρησκείες μάλλον συγχωνεύτηκαν και δεν δανείστηκαν καθόλου στοιχεία η μία από την άλλη, εφ' όσον και οι δυο είχαν κοινή ανατολική προέλευση. Ο Μιθραϊσμός πάντως δεν έσβησε εύκολα, αφού θεμελιώδεις αρχές του υιοθετήθηκαν αρχικά από τους Μανιχαίους και στη συνέχεια από τους Βαλεντιανούς, τους Ουγενότους κ.ά. Πιθανόν η βασική ιδέα του που διασώθηκε μέχρι σήμερα να είναι «το δόγμα της δυαρχίας: ότι το κακό είναι υπαρκτό, όπως και το καλό και ότι η ζωή του ανθρώπου είναι ένας αγώνας ανάμεσα στο καλό και στο κακό» (Γ.Β. Σιέττος, 1985, σελ. 76, Α. Mackey, 1953, τ. 3, σελ. 1312).

Σε κάθε περίπτωση με τον θάνατο, την ταφή και την ανάστασή τους, οι «βλαστικοί» αρχαίοι θεοί συμβολίζουν γενικά τη χειμερία νάρκη του φυτικού βασιλείου και τη θριαμβευτική επάνοδό του στη ζωή μέσα σ' ένα ανοιξιάτικο περιβάλλον.

Ξέχωρα από τους λαούς της Μέσης Ανατολής και τους Έλληνες με τις θρησκευτικές δοξασίες περί ταφής και ανάστασης, άλλες μεγάλες θρησκείες της Εγγύς και Άπω Ανατολής ομιλούν για «μετεμψύχωση» και «μετενσάρκωση». Οι Ουπανισάδες –τα ιερά ινδικά κείμενα– ομιλούν για τη μετενσάρκωση, ενώ ο Βουδισμός αναφέρεται στο «κάρμα», που είναι η κατάσταση στην οποία φτάνουν ολοκληρωμένες οι ψυχές μετά από έναν κύκλο συνεχών μετενσαρκώσεων. Το τελευταίο στάδιο αυτών των μετενσαρκώσεων είναι το Νιρβάνα, η απόλυτη τελειότητα. Ας μην ξεχνάμε, όμως, ότι και οι Αιγύπτιοι αναφέρονταν στη μετεμψύχωση, την οποία αντιμετώπιζαν σαν μια κυκλική «κάθαρση» της ψυχής μέχρι την τελείωση του ατόμου.

Όσον αφορά την Παλαιά Διαθήκη, η πίστη στην ανάσταση των νεκρών είναι διάχυτη σε πολλά χωρία της που έμμεσα ή άμεσα αναφέρονται σ' αυτήν. Πάντως στην Παλαιά Διαθήκη, προτυπωτικές της Ανάστασης του Κυρίου, αναφέρονται τρεις μόνον χαρακτηριστικές περιπτώσεις νεκρανάστασης:

α. Του γιου της χήρας της Σαρεπτά στη Σιδώνα, που τον ανάστησε, ύστερα από  θερμή προσευχή, ο προφήτης Ηλίας (Γ' Βασιλειών ΙΖ', 20–24).

β. Του γιου μιας γυναίκας από την πόλη Σουνάμ, της Σουναμίτιδας χήρας, που τον ανάστησε πάλι μετά από θερμή προσευχή ο προφήτης Ελισσαίος (Δ' Βασιλειών Δ', 32–37).

γ. Υπάρχει επίσης η αφήγηση για τη νεκρανάσταση κάποιου άγνωστου άντρα που τον έρριξαν οι συγγενείς του στον τάφο τού προφήτη Ελισσαίου, για να πάρει δύναμη απ' αυτόν και τελικά να αναστηθεί (Δ' Βασιλειών ΙΓ', 21).

Χαρακτηριστικό βέβαια είναι και το χωρίο που αναφέρει ο προφήτης Ησαΐας, μάλλον ποιητικής μορφής, που προαναγγέλλει την ανάσταση των δικαίων κατά την έλευση του Μεσσία: «ἀναστήσονται οἱ νεκροί, καί ἐγερθήσονται οἱ ἐν τοῖς μνημείοις...» (Ησαΐας ΚΣΤ', 19).

Επίσης υπάρχει το συμβολικό όραμα του προφήτη Ιεζεκιήλ (ΛΖ', 1–14), που δεν αναφέρεται σε πραγματικό γεγονός του παρελθόντος, αλλά σε εσχατολογική προσδοκία, όπου τα γυμνά οστά ξαναζωντάνεψαν, αφού γέμισαν με σάρκες και νεύρα, και τελικά θα επέλθη η λύτρωση των συμπατριωτών του, καθώς προσπαθεί να τους ανακουφίσει κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας τους. Παράλληλα προφητεύει τη γενική ανάσταση των νεκρών, στην οποία ήδη πίστευαν οι Ιουδαίοι –εκτός από τους Σαδδουκαίους. Ο Ιώβ, όπως φαίνεται από το σχετικό χωρίο (Ιώβ ΙΘ', 26) πιστεύει στην ανάσταση των νεκρών, η οποία επιβεβαιώνεται κατηγορηματικά –μετά τους Μακκαβαίους (167 π.Χ.)– από τον προφήτη Δανιήλ (IB', 2): «Πολλοί τῶν καθευδό–ντων ἐν γῆς χώματι ἐξεγερθήσονται, οὗτοι εἰς ζωήν αἰώνιον, καί οὗτοι εἰς ὀνειδισμόν καί εἰς αἰσχύνην αἰώνιον» («Πολλοί ἀπ' αὐτούς πού ἐτάφησαν στήν γῆ θά ἐγερθοῦν, ἂλλοι εἰς τήν αἰώνιον ζωήν καί ἂλλοι στην αἰώνια καταφρόνηση καί χλεύη»). Η πίστη αυτή υπάρχει και σε άλλα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, όπως στο Β' Μακκαβαίων (Ζ', 9 και IB', 43–45) και στη Σοφία Σολομώντα (Α', 13. Γ', 7. Δ', 20. Ε', 14 και ΙΣΤ', 13), όπου βέβαια η πίστη αυτή χρησιμοποιείται ως μέσο και κίνητρο για τη μετά θάνατο δικαίωση του κάθε πολεμιστή.

Στο Ταλμούδ της Ιερουσαλήμ* αναφέρεται ότι η ψυχή παραμένει για τρεις ημέρες γύρω από το σώμα μετά τον θάνατο, προσπαθώντας να ξαναμπεί μέσα σ' αυτό. Απομακρύνεται οριστικά απ' αυτό μόνο μετά από τις τρεις ημέρες, όταν το φθαρτό σώμα αρχίζει να αλλοιώνεται. Αρχικά, στον πρώιμο Ιουδαϊσμό δεν αναγνωριζόταν ούτε αθανασία της ψυχής, ούτε ανάσταση του σώματος. Μετά τον θάνατο, ο νεκρός πήγαινε στον Σεώλ, αντίστοιχο με τον ελληνικό Άδη.

* Καί τήν Τυνδάρεω ἀνάσιασιν καί τήν Διός ἐπί τούτῳ κατ' Ἀσκληπιού ὀργήν.

* Ντουμμουζί, Ταμμούζ, Δαγών, Όσιρις, Άδωνις, Άττις, Σαβάζιος, Τελεπινός, Διόνυσος-Ζαγρεύς κ.ά. είναι τα διάφορα ονόματα που αντιπροσωπεύουν τον αρσενικό θεό, ο οποίος θυσιάζεται για να ακολουθήσει μετέπειτα η ανάσταση του.

* Δεν μπορέσαμε να διασταυρώσουμε αυτήν την πληροφορία και παραπομπή, μολονότι ελέγξαμε τα Ορφικά και τους Ορφικούς Ύμνους (βλέπε βιβλιογραφία). Φαίνεται, όμως, ότι αυτή η αναφορά πρέπει να είναι ψευδεπίγραφη, γιατί στα Σχόλια των Ορφικών (Orphicorum Fragmenta, 243) ανακαλύψαμε την εξής καταγραφή: «Ἁνεγνώσθη βιβλίον πολύστιχον,..., ἅς ὁ συγγραφεύς συμφερομένας πειρᾶται δεικνύειν τῇ τῶν Χριστιανῶν ἀχράντῳ καί ὑπερφυεῖ καί θειοτάτῃ θρησκείᾳ...» (Ἀνεγνώσθη βιβλίον πολύστιχον ... ὃπου ὁ συγγραφεύς προσπαθεῖ νά ἀποδείξει ὃτι ὑπάρχουν θρησκεῖες πού συμφωνοῦν μέ τήν ἀμόλυντο, ὑπερφυεῖ καί θεϊκότατη θρησκεία τῶν χριστιανῶν...), Lob. 1346. Πιθανώς, λοιπόν, να αναφέρθηκε αρχικά από τον Ambelain αυτή η πληροφορία και από τότε αβίαστα αναπαράγεται στην Ελληνική βιβλιογραφία από εκείνους τους συγγραφείς (αντιγραφείς!) που ποτέ δεν ανατρέχουν στην πρωτογενή βιβλιογραφία.

* Το Ταλμούδ της Ιερουσαλήμ έχει γραφεί στα αραμαϊκά. Είναι μικρότερο σε έκταση από το αντίστοιχο βαβυλωνιακό Ταλμούδ και θεωρείται υποδεέστερό του. Γι' αυτόν τον λόγο δεν άσκησε μεγάλη επίδραση στους Εβραίους. Γενικά, όμως, είναι αξιόλογο έργο γιατί δίνει πολλές πληροφορίες για τη ζωή των Ισραηλιτών στην Παλαιστίνη τους πρώτους πέντε μετά Χριστόν αιώνες.

(Από το βιβλίο:Στα ίχνη του Ι.Χ.Θ.Υ.Σ.,Στράτου Θεοδοσίου-Μάνου Δανέζη,εκδ. Δίαυλος. σελ. 582-601)

(Από το βιβλίο:Απολογητικαί Μελέται τόμος Ε, Παναγιώτη Τρεμπέλα, εκδ. ο Σωτήρ, σελ. 548-617)

ΙΙΙ. Αι εμφανίσεις του Χριστού δεν υπήρξαν φαινόμενα πνευματιστικά.

Πολύ μετριωτέρα της υποθέσεως των Strauss και Rcnan υπήρξεν άλλη τις υπόθεσις, η οποία δεν αποδίδει μεν την περί αναστάσεως πίστιν των Αποστόλων εις την φαντασιοπληξίαν αυτών, δεν αποδέχεται όμως και την εκ νεκρών ανάστασιν του Χριστού. Οι υποστηρίξαντες την υπόθεσιν ταύτην Keini, Schenkel, Schweitzer και Lotze αποδέχονται μεν, ότι όντως και αληθώς έλαβον χώραν εμφανίσεις του Ιησού εις τους μαθητάς, αλλ' ήσαν αύται καθ' ολοκληρίαν πνευματικαί. Δια να ανυψώση το καταπεπτωκός θάρρος των Αποστόλων ο θεός επέτρεψεν, ίνα ο νεκρός μεν τω σώματι, ζων δε τω πνεύματι Ιησούς, εμφανίσθη εις αυτούς δια να πληροφορήση τούτους περί της εν ουρανοίς ενδόξου του ζωής και περί του ευρυτάτου μέλλοντος της Εκκλησίας αυτού. Βεβαίως δε αι τοιαύται εμφανίσεις δεν προϋποθέτουσι το θαύμα της εκ νεκρών αναστάσεως του Ιησού. Αι πνευματικαί αύται εμφανίσεις, κατά τον Keim, υπήρξαν οιονεί τα ουράνια τηλεγραφήματα, τα οποία ο Θεός απηύθυνεν εις  τους Αποστόλους ([1])

Aλλά και η υπόθεσις αύτη ελέγχεται αβάσιμος και ασύστατος:

1) Από το άσκοπον αυτής.

Και εάν αποδεχθώμεν, ότι ο Ιησούς, καίπερ μη αναστάς, έδωκεν ουρανόθεν σημεία ζωής και απέστειλεν ουράνια τινα τηλεγραφήματα προς τους Αποστόλους, πάλιν το θαύμα της υπερφυσικής επικοινωνίας του Ιησού προς τους μαθητάς μετά τον θάνατον και την ταφήν αυτού μένει. Προς τίνα λοιπόν σκοπόν να αρνηθώμεν την ανάστασιν; Εάν την αρνηθώμεν επί τω λόγω, ότι η ανάστασις ενός νεκρού είναι αδύνατος, με ποίον δικαίωμα θα διετεινόμεθα, ότι τα εξ ουρανού τηλεγραφήματα του νεκρού μεν τω σώματι, ζώντος δε τω πνεύματι Ιησού είναι δυνατά;

2) Από την ασυμφωνίαν αυτής προς τα Ευαγγελικά κείμενα.

Διά της νέας ταύτης υποθέσεως ενώ δεν κερδίζομεν τίποτε κατά των αρνουμένων το υπερφυσικόν, εξ άλλου προσκρούομεν εξ ολοκλήρου εις την αφήγησιν των Ευαγγελίων. Και αληθώς· δια της υποθέσεως ταύτης δεν εξηγείται, ούτε πώς αι εμφανίσεις παρουσιάζουσι τον Ιησούν αναστρεφόμενον και συντρώγοντα μετά των Αποστόλων του και ψηλαφώμενον υπ' αυτών, ούτε πώς ευρέθη ο τάφος κενός. Εάν επρόκειτο περί πνευματικής όλως εμφανίσεως του Ιησού, τι λοιπόν απέγινε το σώμα του;

3) Από το περιεχόμενον των ουρανίων τούτων τηλεγραφημάτων.

Εάν παραδεχθώμεν, ότι πρόκειται περί ουρανίων τηλεγραφημάτων, τότε γεννάται το ερώτημα: πώς από το περιεχόμενον των τηλεγραφημάτων τούτων επείσθησαν οι Απόστολοι, ότι ο Διδάσκαλος ανέστη; τα τηλεγραφήματα αυτά θα έπρεπε να μεταδώσωσι πραγματικάς πληροφορίας εις τους Αποστόλους και να μη έχωσι τοιούτο περιεχόμενον, ώστε αυτοί πάντοτε να ειδοποιώνται δι' αυτών, ότι ο διδάσκαλος πράγματι ανέστη. Εφ' όσον δε ο εξ ουρανού επιστέλλων αυτά έβλεπεν, ότι οι Απόστολοι παρενόουν ταύτα, θα έπρεπε να διασαφηνίση το περιεχόμενόν των, να επικοινωνήση προς αυτούς και δια φωνής ακόμη δια να εξαγάγη τούτους της πλάνης. προς τι οι Απόστολοι και δι' αυτών η Εκκλησία, του ουρανού ανεχομένου και υποθάλποντος, να πιστεύσωσιν εις εν ψεύδος; ([2])

Τοσαύτα και περί της υποθέσεως ταύτης, ήτις καταντά να μεταβιβάση την ευθύνην της αποπλανήσεως των Αποστόλων εις αυτόν τον αψευδή Θεόν, τον δια τοιούτων τηλεγραφημάτων προς αυτούς επικοινωνήσαντα.

Γ) Η υπόθεσις των εθνικών επιδράσεων.

Οι οπαδοί του συγκρητισμού εξέλαβον τας περί αναστάσεως του Ιησού Χριστού αφηγήσεις, ως μύθον προελθόντα εξ επιδράσεως και δανείων εκ των ειδωλολατρικών μυστηριακών θρησκειών. Είναι εν τούτοις αξιοσημείωτον, ότι σήμερον η υπόθεσις των αμέσων δανείων εκ των εθνικών θρησκειών θεωρείται γενικώς απαράδεκτος και τούτο διότι είναι πρόδηλος η οξεία αντίθεσις, εις την οποίαν από των πρώτων βημάτων της εμφανίσεως αυτού περιήλθεν ο Χριστιανισμός προς τον ειδωλολατρικόν κόσμον. Δέχονται δια τούτο ότι υπάρχουν έμμεσα, ούτως ειπείν, δάνεια, τα οποία δια του Ιουδαϊκού περιβάλλοντος, ως ενδιαμέσου τινός αγωγού μετεδόθησαν εις τον γεννώμενον Χριστιανισμόν. Και η περί αναστάσεως του Χριστού ιδέα είναι λοιπόν, λέγουν, δυνατόν να εδέχθη – ουδείς κατά τον L. de Grandmaison ([3]) λέγει ότι ωρισμένως και βεβαίως εδέχθη – την επίδρασιν εκ των τότε ευρύτατα διαδεδομένων ανά τον εθνικόν κόσμον ιδεών περί θεών σωτήρων αποθνησκόντων και ανισταμένων. Ο Η. Gunkel ([4]) εκθέτει την υπόθεσιν ταύτην ως εξής: ο Ιησούς δεν είναι ο μόνος ή ο πρώτος των θείων όντων, εις την ανάστασιν του οποίου επίστευσαν οι άνθρωποι. Η πίστις εις τον θάνατον θεών επακολουθούμενον υπό επανόδου τούτων εις την ζωήν, υφίστατο κυρίως μεν εν Αιγύπτω, έπειτα δε και εν Βαβυλώνι, Συρία, και Φοινίκη. Αρχεγόνως επρόκειτο περί φαινομένων φυσικών λαμβανομένων ως στιγμών θείας ζωής. Οι θεοί του ήλιου ή της βλαστήσεως αναγεννώνται την πρωΐαν ή το έαρ. Αναμφιβόλως είναι δύσκολον να υποθέσωμεν, ότι τα σύμβολα και αι ιδέαι αύται έσχον άμεσον επίδρασιν επί των μαθητών του Χριστού. Αλλ' εν τω Ιουδαϊσμώ αυτώ δεν υπήρχεν ίχνος τι ιδεών συγγενών; Βεβαίως ο επίσημος Ιουδαϊσμός της εποχής του Ιησού ηγνόει πάντα ταύτα. Αλλά ποίος θα είπη, ότι η ιδέα αύτη δεν κατέστη δυνατόν να σχηματισθή εις ιδιαιτέρους τινάς κύκλους απομεμακρυσμένους; Τοσούτω δε μάλλον, όσω ο χρόνος, καθ' ον τοποθετείται η ανάστασις του Χριστού, καθιστά την υπόθεσιν πιθανωτέραν. Η ανάστασις του Χριστού λέγεται, ότι έλαβε χώραν την πρωΐαν της Κυριακής του Πάσχα κατά την ανατολήν του ήλιου. Τυχαία είναι η σύμπτωσις αυτή; ο νεκρός θεός εις τας ανατολικάς θρησκείας ανεγεννάτο την πρωΐαν μετά του ηλίου, του οποίου ήτο η προσωποποίησις, και κατά το έαρ.  Ας προχωρήσωμεν έτι πλέον. Ο Χριστός ανέστη την τρίτην ημέραν ή κατά την τρίτην ημέραν. Διατί; οι πρώτοι Χριστιανοί έλεγον: Διότι τούτο είχε προφητευθή. Αλλ' εάν θέλη τις να εξηγήση πόθεν προέρχεται η ιδέα αύτη της τρίτης ημέρας και η σπουδαιότης, η αποδιδομένη εις αυτήν, πρέπει να ανατρέξωμεν εις τας ξένας θρησκείας. Ο αριθμός τρία είναι πράγματι ιερός αριθμός εις πολλάς ανατολικάς θρησκείας. Και εν τη Ιουδαϊκή παραδόσει παίζει εξ ίσου ρόλον τινά... Εν δε τη Ελληνική μυθολογία ο Απόλλων την τετάρτην ημέραν μετά την γέννησίν του μεταβαίνει εις τον Παρνασσόν· και φονεύει τον όφιν Πύθωνα. Εν συνόλω και κατά την Γραφήν τρείς ή τρείς και ήμισυς είναι ο χρόνος του κακού θριαμβεύοντος, του χάους, της κακοποιού δυνάμεως, τον οποίον διαδέχεται η νίκη του αγαθού, του φωτός, της αγαθοποιού δυνάμεως. Ο χειμών, τον οποίον διαδέχεται το έαρ, και η αναγέννησις του ηλίου διαρκεί τρεις μήνας ή τι πλέον. Εκ τούτου συνάγεται λοιπόν εξήγησίς τις του θαυμασίου αριθμού τρία εφαρμοζομένου εις την ανάστασιν του Ιησού και η εξήγησις αύτη είναι, ότι πριν ή ο Ιησούς υπάρξη, υφίστατο εις τα περιβάλλοντα τα Ιουδαϊκοσυγκρητιστικά πίστις εις τον θάνατον και την ανάστασιν του Χριστού ([5]). Και με ολίγας λέξεις ο θάνατος και η ανάστασις του Ιησού Χριστού αποτελούσιν είτε κατά το σύνολον είτε κατά μέγα μέρος μύθον αντιγραφέντα εκ των νεκραναστάσεων των μυστηριακών θεών, αι οποίαι απαντούν εις τας ειδωλολατρικάς μυστηριακάς θρησκείας.

Αλλά και η υπόθεσις αύτη ελέγχεται ασύστατος δια τους κάτωθι λόγους:

1) Εκ της ανεπαρκείας των πηγών της επιδράσεως.

Ομολογείται, ως είπομεν ήδη, ότι η άμεσος εκ των εθνικών θρησκειών επίδρασις είναι απίθανος και τουτ' αυτό αδύνατος. Ομολογείται ωσαύτως ότι και η έμμεσος επίδρασις δεν εγένετο δια του επισήμου Ιουδαϊσμού, αλλ' εξ ιδιαιτέρων τινών κύκλων μεμακρυσμένων. Ο επίσημος Ιουδαϊσμός δηλαδή έμεινεν ανεπηρέαστος και θα επηρεάζετο ο Χριστιανισμός, ο οποίος ευθύς εξ αρχής προς τα ειδωλολατρικά στοιχεία έλαβε θέσιν εχθρικωτέραν και αυτού του Ιουδαϊσμού;

2) Εκ της βεβιασμένης συμφωνίας των αριθμών.

Η Γραφή ομιλεί περί τριών και ημίσεος καιρών. Και υποστηρίζεται, ότι τρεις και ήμισυς καιροί εκπροσωπούσι την χρονικήν περίοδον της κυριαρχίας του κακού. Ποία συμφωνία δύναται πράγματι να υπάρξη μεταξύ τριών και ημίσεος καιρών αφ' ενός και τριών ημερών ουχί πλήρων αφ' ετέρου; Ή, πώς δύναται να ταυτισθή ο αριθμός των τεσσάρων ημερών του Απόλλωνος προς τας τρεις μη πλήρεις ημέρας της ταφής και αναστάσεως του Κυρίου;

3) Εκ της αοριστίας και αισχρότητος των ειδωλολατρικών μύθων.

Περί των σωτήρων των αρχαίων εθνικών μυστηριακών θρησκειών, εάν περιορισθώμεν να συμβουλευθώμεν ένα μόνον συγγραφέα της αρχαιότητος, ενδέχεται να πλανηθώμεν και να νομίσωμεν, ότι αι περί αυτών πληροφορίαι είναι ωρισμέναι και συγκεκριμέναι. Όταν όμως ερωτήσωμεν πλείονας του ενός εκ των αρχαίων συγγραφέων, τότε, καθώς παρατηρεί ο Η. Pinard de la Boullay ([6]), διαπιστούμεν μεταξύ των πληροφοριών των διαφοράς σχεδόν απελπιστικάς. Εάν δε συγκρίνωμεν και εγγράφους μαρτυρίας διαφόρων εποχών, η ασυμφωνία οξύνεται. Όπως εις τα νέφη η πραγματική πνοή του ανέμου προσδίδει διαφόρους μορφάς, Ούτω και εις τας περί των θεών τούτων μυθολογικάς παραδόσεις κρατεί η αυτή αστάθεια και ρευστότης.

Η ιστορία ενός εκάστου των μυθικών τούτων θεών χάνεται εις την αοριστίαν των μύθων. Ο θάνατος δε και η αναβίωσίς του έχουν την πλαστικότητα των συμβόλων και την αισχρότητα των φυσικών μύθων. Υπό τα διάφορα ονόματα των θεών τούτων συμβολίζονται αι αφανείς και ανώνυμοι της φύσεως δυνάμεις, αι στερούμεναι ηθικής τινος αξίας, αι οποίαι καθορίζουσι τας κυρίας φάσεις του δράματος κατά το οποίον εκτυλίσσονται τα παθήματα και ο θρίαμβος του μυστηριακού θεού. Εις τα δράματα ταύτα περιγράφονται περιπέτειαι φανταστικαί, και, εκλαμβανόμενα ταύτα αλληγορικώς, εκφράζουσιν ή την αρχήν του κόσμου ή τα ατμοσφαιρικά φαινόμενα ή τας μεταβολάς της βλαστήσεως και καρποφορίας της γης.

Πρέπει, όμως, να ληφθή επί πλέον υπ' όψει και τούτο: εις την αρχήν όλων τούτων των μύθων δεν είναι εν μόνον πρόσωπον,  αλλά ζεύγος τι θεού και θεάς, η πρώτη δε θέσις ανήκει εις την γυναίκα και η περί αυτήν υφανθείσα εν τη αρχή απεχθής και μυσαρά ιστορία δεν κατέστη δυνατόν να εξαλειφθή δια των στοιχείων της αλληγορίας, τα οποία μεταγενεστέρως συνυφάνθησαν. Όλως τουναντίον εν τη ιστορία των παθημάτων και της αναστάσεως του Ιησού Χριστού έχομεν το συγκεκριμένον και σαφώς καθωρισμένον, το οποίον παρουσιάζουν μόνον τα αυθεντικά ιστορικά γεγονότα. Έχομεν· ενταύθα αληθή άνθρωπον, πρόσωπον ιστορικόν, εις επακριβώς ωρισμένην εποχήν γεννώμενον και θνήσκον, διωκόμενον υπό των εχθρών του, ιστορικών και τούτων προσώπων, και σταυρούμενον υπό τα όμματα των μαθητών του και υπό την έγκρισιν της Ρωμαϊκής εξουσίας. Τίποτε το αόριστον, το αλληγορικόν, το αναφερόμενον εις συμβολισμόν τινα. Ο Ιησούς Χριστός, πρόσωπον ιστορικόν, είναι Θεός ενανθρωπήσας, ο οποίος αποθνήσκει και ανίσταται δια να οδηγήση τους πιστούς του εις νέαν εσωτερικήν ηθικήν ζωήν και μετά θάνατον εξασφαλίση εις αυτούς την αιώνιον βασιλείαν. Τοιαύτην ιδέαν και τοιούτον απολυτρωτικόν θάνατον και ανάστασιν του Σωτήρος Θεού εις ουδεμίαν των μυστηριακών θρησκειών ανευρίσκομεν. Και αυτό ακόμη το επίθετον Σωτήρ δεν αποτελεί τον χαρακτηρισμόν των μυστηριακών τούτων θεοτήτων και δεν αποδίδεται εις αυτάς προ της εποχής του Χριστιανισμού ([7]). Εις ουδεμίαν δε των μυστηριακών τούτων θρησκειών δυνάμεθα ν’ ανακαλύψωμεν θεόν ενδιαφερόμενον να εξιλεώση την αμαρτωλόν ανθρωπότητα. Η σωτηρία, την οποίαν υπόσχονται αι μυστηριακαί θρησκείαι του ειδωλολατρικού κόσμου, είναι όλως εξωτερική και πρόσκαιρος, αναφερομένη εις τας καταδρομάς της ειμαρμένης, και δεν είναι συνδεδεμένη προς πνευματικήν αναγέννησιν του μύστου, ουδέ προς εσωτερικήν επιστροφήν αυτού.

4) Στηρίζεται επί αναχρονισμού.

Αι μεγάλαι επιστολαί του Παύλου, αι οποίαι αποτελούν τα πρώτα γραπτά μνημεία, εις τα οποία επιβεβαιούται ρητώς το πάθος και η ανάστασις του Ιησού Χριστού και αναπτύσσεται η απολυτρωτική και κοσμοσωτήριος σημασία τούτων, εδημοσιεύθησαν κατ' αυτό το πρώτον ήμισυ του πρώτου χριστιανικού αιώνος.  Αλλά κατά την εποχήν ταύτην όχι μόνον αι λατρείαι των Ινδιών και της Βαβυλώνος ήσαν ελάχιστα γνωσταί εις τον Ελληνορρωμαικόν κόσμον,  αλλά και αυταί αι ανατολικαί λατρείαι του Διονύσου, του Μίθρα, της Ίσιδος και της Κυβέλης, ήσαν ελάχιστα διαδεδομέναι. Η ανά τον εθνικόν κόσμον διάδοσις των θρησκειών τούτων συνετελέσθη μεταγενέστερον. Πώς είναι λοιπόν δυνατόν να δεχθώμεν την επίδρασιν τούτων επί του Χριστιανισμού κατά χρόνον, καθ' ον ουδ' αυτός ακόμη ο εθνικός κόσμος είχεν υποκύψει υπό την επίδρασιν ταύτην; ([8])

5) Εκ της επί μέρους συγκρίσεως του αναστάντος Ιησού, προς τους πάτρωνας των εθνικών θρησκειών.

Απλή αντιπαραβολή μεταξύ των λεπτομερειών του θανάτου και της αναστάσεως του Κυρίου αφ' ενός, και του δράματος των παθημάτων και του θριάμβου ενός εκάστου εκ των πατρώνων των μυστηριακών θρησκειών αφ' ετέρου, πείθει ότι ουδέ σύγκρισις δύναται να χωρήση μεταξύ τούτων και ουδεμία ουδέ πόρρωθεν δύναται να σημειωθή πραγματική αναλογία μεταξύ αυτών.

Ούτως, εξ όλων των θεών των θανόντων, ο Όσιρις είναι ο περισσότερον μαρτυρούμενος, είτε δια την αφθονίαν των εγγράφων πηγών των αφορωσών εις την Αιγυπτιακήν θρησκείαν είτε διότι ο Πλούταρχος αφιέρωσεν ιδίαν πραγματείαν περί αυτού. Ο Όσιρις είναι η προσωποποίησις της βλαστήσεως, της εύφορου φύσεως της Αιγύπτου και του ζωοπαρόχου ύδατος του Νείλου. Αυτός τακτοποιεί το χάος βοηθούμενος υπό της αδελφής άμα και συζύγου αυτού Ίσιδος, αλλ' ο αδελφός αυτού Σήθ ή Τυφών, όστις είναι η προσωποποίησις της καυστικής ερήμου, τον επιβουλεύεται και δι' απάτης κατορθώνει να εγκλείση αυτόν εις κιβώτιον, όπερ ερρίφθη εις τον Νείλον, και να σφετερισθή τον θρόνον αυτού. Ολίγον έπειτα ο Σήθ κατακόπτει εις τεμάχια το πτώμα του Οσίριδος και διασκορπίζει αυτά. Τούτο δε αποτελεί το πάθος του Οσίριδος. Ποίαν σχέσιν δύναται να έχη τούτο προς το πάθος του Κυρίου;

Αλλά και τα επακολουθήσαντα το πάθος του Οσίριδος ουδεμίαν σχέσιν η ομοιότητα παρουσιάζουσι προς τα μετά το πάθος του Κυρίου. Διότι κατά την αιγυπτιακήν μυθολογίαν, η Ίσις, ανευρούσα εις το Δέλτα του Νείλου πάντα τα τεμάχια του πτώματος του Οσίριδος, χάρις εις την μαγικήν αυτής δεξιότητα, δεν επιτυγχάνει μεν παρά τας αποπείρας αυτής όπως ζωοποιήση το ανασυσταθέν πτώμα, ανασυνθέτει όμως αυτό και επιτυγχάνει να γονιμοποιηθή υπ’ αυτού και να γεννήση υιόν αυτού τον Ώρον, όστις έμελλε να εκδικήση τον πατέρα αυτού. Πράγματι ο Ώρος ως πρώτην φροντίδα αυτού εκδηλοί ν' αποδώση τας οφειλομένας επικηδείους τιμάς εις τον νεκρόν του πατρός του, χάρις δε εις την ταρίχευσιν και τας τιμάς ταύτας, ο Όσιρις δύναται να θεοποιηθή και να ζήση νέαν τινα ζωήν εις άλλον κόσμον. Τα μυστήρια ούτω του Οσίριδος εξετυλίσσοντο εις τρία δράματα ή τρεις κυρίας αναπαραστάσεις· τας αναπαραστάσεις του θανάτου, της ταφής και του θριάμβου του Οσίριδος. Περί αναστάσεως όμως του Οσίριδος δεν γίνεται λόγος,  αλλά μόνον περί θεοποιήσεως αυτού. Ο Όσιρις ανίστατο εις το πρόσωπον του υιού αυτού Ώρου ([9]).

Δ ι ό ν υ σ ο ς     ο     Ζ α γ ρ ε ύ ς    είναι ο πάτρων των Ορφικών μυστηρίων. Εγεννήθη εκ του Διός βιάσαντος την θυγατέρα αυτού Περσεφόνην και παρίσταται κερασφόρος. Ο Ζεύς, φοβούμενος τας παγίδας της ζηλοτύπου Ήρας, ενεπιστεύθη την ασφάλειαν του μικρού Διονύσου εις τους εν Κρήτη Κουρήτας. Παρά ταύτα όμως ο μικρός Διόνυσος κατεσπαράχθη υπό των Τιτάνων και κατετεμαχίσθη υπ' αυτών. Και άλλα μεν εκ των τεμαχίων τούτων κατεβροχθίσθησαν υπό των Τιτάνων, άλλα δε ετάφησαν κατά διαταγήν του Διός υπό του Απόλλωνος. Μόνη δε η καρδία του μικρού Διονύσου παρέμεινε πάλλουσα και μετεφέρθη υπό της Αθηνάς εις τον Δία. Και κατά μίαν μεν έκδοσιν κατεβροχθίσθη αύτη υπ' αυτού του Διός, κατ' άλλην δε υπό της Σεμέλης και εδόθη ούτω γέννησις εις δεύτερον Διόνυσον. Ιδού, τί θέλουν να παρουσιάσωσιν ως πάθος και ανάστασιν του Διονύσου, παρατηρεί ο de la Boullaye ([10]). Καταδιωχθείς υπό της δικαίας οργής μιας θεάς ο μικρός ούτος θεός, ο Διόνυσος, αποθνήσκει χωρίς να σκέπτεται τι περί των ανθρώπων, οι οποίοι ακόμη δεν έχουν δημιουργηθή, αναγεννάται δε ως άλλος Διόνυσος εις άλλην προσωπικότητα ([11]).

Ο    Ά δ ω ν ι ς,   θεός Σύρος, προερχόμενος εκ Μεσοποταμίας, όπου υπό το όνομα Θαμμούζ κατείχε σπουδαίαν θέσιν εις το πάνθεον του Σουμερίων, υπήρξε νέος ωραίος αγαπώμενος συγχρόνως υπό τε της Αφροδίτης και της Περσεφόνης. Φονευθείς δε υπό αγριοχοίρου τινός διεκδικείται υπ' αμφοτέρων των θεών, έως ου ο Ζεύς αποφασίζει να διέρχεται ο Άδωνις τέσσαρας μήνας μετά της μιας θεάς και τέσσαρας μετά της ετέρας, τους δε λοιπούς τέσσαρας να διαθέτη κατά την αρέσκειάν του. Κατά τας τελετάς του Θαμμούζ – Αδώνιδος επειδή ούτος καθ' έκαστον έτος έπρεπε ν' αποθάνη καταβαίνων εις τον Άδην και τιθέμενος εις την διάθεσιν της Περσεφόνης, εγίνετο κλαυθμός και κοπετός επί του ερωμένου της Αφροδίτης (της άλλως γνωστής εν Συρία υπό το όνομα Αστάρτη και εν Βαβυλώνι υπό το όνομα Ιστάρ), ήτις ήτο η προσωποποίησις της γενετηρίου δυνάμεως και η οποία καθ' έκαστον έτος μετέβαινεν εις τον Άδην προς αναζήτησιν του ερωμένου αυτής. Κατά την διάρκειαν της απουσίας της Αφροδίτης εγίνοντο θρήνοι επικήδειοι μετά πενθίμων ωδών περί το άγαλμα του θεού. Η όλη τελετή μετά των ηρώων αυτής εξεικόνιζε την φύσιν μετά της βλαστήσεως και γονιμοποιήσεως της γης, η οποία υπό τον καύσωνα του θέρους κάμπτεται και θερίζεται, ίνα ταφή κατά τον χειμώνα ουχί όμως και άνευ ελπίδος τινός επανόδου ([12]).

Ο   Ά τ τ ι ς   και η   Κ υ β έ λ η   είναι θεότητες Φρυγικαί, εκ των οποίων κυρίως η Κυβέλη λατρεύεται, γνωστή από των μέσων του πρώτου μ. Χ. αιώνος μέχρι του τετάρτου ως θεά υπό το όνομα «μεγάλη μήτηρ θεά», ή «η μήτηρ των θεών και των ανθρώπων». Ο Άττις παραμένει και ζη εν τη σκιά της Κυβέλης, αντικείμενον και θύμα άμα της αγάπης της. Υπάρχουσι διάφοροι εκδόσεις του περί Άττεως και Κυβέλης μύθου. Κατά την παρ' Οβιδίου, Ιουλιανού του παραβάτου και Σαλλουστίου προτιμωμένην, ο Άττις, εκτεθείς άμα τη γεννήσει του εις τους καλαμώνας του ποταμού Γάλλου, εσώθη υπό της Κυβέλης, η οποία εράται τούτου και αποσπά απ' αυτού την υπόσχεσιν, ότι δεν θα ηγάπα ποτέ άλλην γυναίκα. Αλλ' ο νεαρός ποιμήν, συναρπαγείς υπό του κάλλους της νύμφης Σαγγαρίας, δείκνυται άπιστος προς την θεάν. Η Κυβέλη όμως ειδοποιηθείσα υπό λέοντος, εν εκρήξει ζηλοτυπίας, συντελεί τον όλεθρον της αντιζήλου και οδηγεί εις παραφροσύνην τον Άττιν, όστις εις τας πρώτας στιγμάς της απελπισίας αυτού ακρωτηριάζει εαυτόν. Η Κυβέλη τότε αναλαμβάνει αυτόν αχώριστον σύντροφόν της. Κατ' άλλους όμως ο Άττις υπέκυψεν υπό το τραύμα αυτού, αλλ' η Κυβέλη επέτυχε να παραμείνη το σώμα του αδιάφθορον παραχωρήσαντος επί πλέον του Διός, ίνα η κόμη του Άττεως εξακολουθή αυξάνουσα, ο δε μικρός δάκτυλός του κιήται πάντοτε.

Πάντως αι παλαιότεραι εκδόσεις του περί Άττεως μύθου δεν ομιλούσι περί θανάτου και αναστάσεως αυτού. Τα χαρακτηριστικά τα παρουσιάζοντα τον Άττιν θνήσκοντα και ανιστάμενον είναι πολύ μεταγενέστεραι προσθήκαι. Τα περί αναστάσεως μάλιστα του Άττεως δεν απαντώσιν εις ουδεμίαν των ειδωλολατρικών εκδόσεων του μύθου,  αλλά μνημονεύονται το πρώτον υπό του Firmicus Maternus εις το μεταξύ του 346 και 350 συγγραφέν έργον αυτού De errore profanarum religionum. Μεταξύ των κυρίων τελετών των μυστηρίων της Κυβέλης, κατά τα οποία εξετυλίσσοντο θεάματα αιματηρά και αυτοακρωτηριασμοί εις τιμήν της θεάς, ήτο και το κριοβόλιον ή το ταυροβόλιον, ούτινος όμως «ουδέν ίχνος απαντάται προ του β' αιώνος μετά Χριστόν» ([13]).

Τέλος ως προς τον Μίθραν θα έπρεπε να σημειωθή, ότι κατά τους περί αυτόν μύθους ο θεός ούτος, όστις είναι η προσωποποίησις του ήλιου, φονεύει τον ταύρον, του οποίου το αίμα γονιμοποιεί την γην και προκαλεί την γέννησιν των φυτών, των ζώων και των ανθρώπων. Δεν γίνεται όμως ουδείς λόγος περί πάθους η αναστάσεως του Μίθρα. Και μόνον κατά την ερμηνείαν την υπό του Loisy διδομένην ο Μίθρας είναι συγχρόνως ο θύτης και το θύμα, ο θεός ο θύων και ο ταύρος ο θυόμενος ([14]).

Εκ της ανωτέρω συντόμου επισκοπήσεως γίνεται φανερόν ότι ουδεμία αναλογία ή ομοιότης πραγματική υφίσταται μεταξύ του πάθους και της αναστάσεως του Ιησού Χριστού και των εις τας μυστηριακάς θρησκείας του εθνισμού μυθολογουμένων περί των πατρώνων ή των σωτήρων θεών. Τοιαύτη δε είναι η απόστασις η χωρίζουσα τους μύθους τούτους από των περιστατικών της ταφής και αναστάσεως του Κυρίου, ώστε, ως ορθώς παρατηρεί ο de la Boullaye ([15]), ουδ’ αυτός ο Κέλσος εις την κατά του Χριστιανισμού εμπαθή συγγραφήν αυτού δεν έσχε την σκέψιν να παρομοιάση την αναστάσιν του Κυρίου προς τους μύθους τούτους των μυστηριακών θρησκειών, εις τους οποίους συγγραφείς σύγχρονοι προς ημάς διατείνονται, ότι οφείλει την αρχήν αυτής. Ευρίσκει ο Κέλσος ανάλογα προς την ανάστασιν του Κυρίου τους μύθους του Ορφέως, του Ηρακλέους, του Θησέως ([16]), ουχί όμως και τους μύθους, εις τους oποίους ανατρέχουσι σήμερον οι ορθολογισταί.

Συμπέρασμα. Πάσαι λοιπόν αι αντιρρήσεις και υποθέσεις αι διατυπωθείσαι κατά του γεγονότος της αναστάσεως απεδείχθησαν αβάσιμοι και αστήρικτοι. Οι μάρτυρες αυτού κατ' ουδένα λόγον δύνανται να κατηγορηθώσιν επί ανειλικρινεία και δολιότητι, όπως δεν δύναται να υποστηριχθή δι' αυτούς ότι υπήρξαν θύματα αθώας τινός πλάνης ή παρανοήσεως. Τοιουτοτρόπως το γεγονός της αναστάσεως παραμένει απρόσβλητον και αδιάσειστον. Μαρτυρούμενον από ολόκληρον λεγεώνα μαρτύρων, επιβεβαιούμενον από την συμμαρτυρίαν ολοκλήρου της πρώτης χριστιανικής γενεάς, ήτις ήκουσε τους αυτόπτας και αυτηκόους του γεγονότος τούτου και έκρινεν αυτούς, επισφραγισθέν δι’ αυτού του αίματος των μαρτύρων αυτού, αποτελεί γεγονός, όμοιον του οποίου, υπό την έποψιν των ιστορικών μαρτυριών των κατοχυρουσών το κύρος αυτού, δεν έχει να παρουσίαση άλλο η ιστορία. Ποία ήδη τυγχάνει η σημασία του γεγονότος τούτου εννοεί τις, όταν ενθυμηθή, ότι, όταν εκ των Γραμματέων και Φαρισαίων τινές εζήτησαν από τον Ιησούν Χριστόν να δείξη εις αυτούς σημείον, ικανόν να βεβαιώση την θείαν προέλευσιν και αποστολήν Αυτού, ο Κύριος αποκριθείς είπε· «Γενεά πονηρά και μοιχαλίς σημείον επιζητεί· και σημείον ου δοθήσεται αυτή, ει μη το σημείον Ιωνά του προφήτου» (Ματθ. ιβ' 39). Δεν ανεφέρθη ο Χριστός εις τόσα άλλα σημεία, τα οποία καθημερινώς ενήργει μεταξύ των Ιουδαίων. Σημείον έκτακτον, μοναδικόν, υπεροχώτατον μεταξύ των πολυαρίθμων θαυμάτων του, όσον ουδέν άλλο μαρτυρούν την θείαν προέλευσιν και καταγωγήν αυτού, προεκήρυξε την ανάστασίν Του, την οποίαν εξεικόνισεν η επί τριήμερον παραμονή του Ιωνά εν τη κοιλία του κήτους.

Και αληθώς. Εάν η Γραφή ιστορή και περί άλλων τινών, ότι εγκατέλιπον τον τάφον και επανήλθον εις την ζωήν, νεκρός όμως αναστάς εκ του τάφου δια μόνης της εν εαυτώ εγκρυπτομένης δυνάμεως, νεκρός κατ’ ευθείαν υπό του Θεού αυτού ανακληθείς εις την ζωήν, εις και μόνος υπήρξεν, ο Ιησούς Χριστός. Δεν ανέστη δια προσταγής προφήτου ή άλλου τινός απεσταλμένου του Θεού. Δεν ανέστη δια δεήσεως, την οποίαν προ του τάφου αυτού ανέπεμψε θεοφιλής τις και υπό του Θεού κεχαριτωμένος άνθρωπος. Ανέστη δια της ιδίας δυνάμεως. Ανέστη υπό της αοράτου και πανσθενούς δεξιάς του Πατρός Του. Ακριβώς δε δια τούτο η ανάστασίς Του αύτη αποτελεί την επισημοτέραν μαρτυρίαν περί της θείας προελεύσεως και αποστολής αυτού. Είναι η θεία σφραγίς, την οποίαν αυτή η δεξιά του Υψίστου επέθεσεν, επικυρούσα επισημότατα και των άλλων θαυμάτων του Ιησού τον υπερφυσικόν χαρακτήρα. Αυτός ο Πατήρ μαρτυρεί δι' αυτής περί της θείας φύσεως και της απείρου μεγαλειότητος του Υιού Του. Δι' αυτό δε και ο Απόστολος Παύλος δεν διστάζει να διακηρύξη περί εαυτού και των άλλων Αποστόλων, ότι «ευρισκόμεθα και ψευδομάρτυρες του Θεού, ότι εμαρτυρήσαμεν κατά του Θεού, ότι ήγειρε τον Χριστόν, ον ουκ ήγειρεν, είπερ άρα νεκροί ουκ εγείρονται» (Α' Κορ. ιε' 15).

Και δεν μαρτυρείται μόνον η θεότης του Ιησού κατά τρόπον έξοχον, υπ' αυτού του Πατρός μαρτυρουμένη, δια της αναστάσεως. Επιβεβαιούται και η δια του Χριστού απολύτρωσις και σωτηρία των ανθρώπων. Ο Ιησούς αποδεικνύεται δια της αναστάσεώς Του και Σωτήρ και Λυτρωτής του κόσμου. Εάν όσοι προ αυτού ανέστησαν, προς καιρόν μόνον απεσπάσθησαν της κυριαρχίας του θανάτου, μετ' ολίγα δε έτη ο τάφος ανήρπασεν εκ νέου τα θύματά του εκείνα, περί του Ιησού Χριστού όμως δεν δύναται να λεχθή το αυτό. Το πλήγμα, όπερ δια της αναστάσεως αυτού κατήνεγκε κατά του θανάτου, υπήρξε θανάσιμον και η νίκη οριστική. Η δύναμις του Άδου παρέλυσεν ολοσχερώς και απεδείχθη ακαταγώνιστος και ανυπέρβλητος η δύναμις, η ενοίκουσα εν τω ταπεινώ και αδυνάτω σχήματι του Εσταυρωμένου μας, όστις ούτως ανεδείχθη εν ταυτώ καταπαλαιστής του θανάτου ένδοξος και της ανθρωπότητος ο αναμενόμενος Σωτήρ.

Εντεύθεν εξηγείται, διατί η πληροφορία περί του ότι ο Ιησούς ανέστη, μετατρέπει ένα διώκτην αδιάλλακτον της Εκκλησίας του εις κήρυκα ενθουσιώδη της θεότητός του, αποσπά δε από το στόμα ενός δυσπιστούντος μαθητού την αιωνίαν και ακατάλυτον ομολογίαν της πίστεως: «ο Κύριός μου και ο Θεός μου». Ό,τι δε εσημειώθη εις τα βάθη της καρδίας των δύο εκείνων Αποστόλων, τούτο ακριβώς επανελήφθη και εξακολουθητικώς επαναλαμβάνεται εις τα βάθη της καρδίας πάντων των πιστών. Το γεγονός της αναστάσεως υπήρξεν η θεμελιώδης αλήθεια της πίστεως, εφ' ης ως επί βράχου αρραγούς και αδιασείστου εθεμελιώθη η την θεότητα του Ιησού λατρεύουσα Εκκλησία, και η πίστις εις την αλήθειαν ταύτην καταλαμβάνουσα μέχρι σήμερον την καρδίαν παντός ανθρώπου, φέρει εις τα χείλη αυτού και την σωτήριον ομολογίαν: ο Κύριός μου και ο Σωτήρ μου.

([1]) Keim, Geschichte Jesu von Nazara III, 605.
([2]) Αι αυταί παρουσιάζονται δυσκολίαι και  εάν παραδεχθώμεν, ότι αι εμφανίσεις του Ιησού αποτελούσιν υλοποίησιν τινα πνευματικήν, καθώς λέγουν οι πνευματισταί, ήτις παρηρμηνεύθη υπό των μαθητών ως σωματική ανάστασις. Εν τοιαύτη περιπτώσει πρέπει να παραδεχθή τις 1) ότι    ψ ε ύ δ ε τ α ι     ο εμφανιζόμενος εις τους μαθητάς διδάσκαλος και ότι το πνεύμα του Ιησού δολιεύεται τους αποστόλους, όταν ζητή να πείση τούτους δια της αφής, ότι φέρει το αυτό σώμα, όπερ και επί του Σταυρού·  2) ότι ψεύδεται και το παρά τον τάφον του Ιησού εμφανισθέν πνεύμα, το διαβεβαιούν τας μυροφόρους, ότι ο Ιησούς «ηγέρθη, ουκ εστίν ώδε·  ίδε ο τόπος όπου έθηκαν αυτόν»· και 3) πάλιν γεννάται το πρόβλημα του κενού τάφου. Τι έγινε λοιπόν το σώμα του Ιησού, αφού ο Ιησούς πράγματι δεν ανέστη;

Νεωτέρα τις υπόθεσις, την οποίαν υπηνίξατο μεν ο Weizsacker (εν τω συγγράμματι αυτού Das Apostolische Zeitaller σελ. 5), υιοθέτησε δε και υπεστήριξεν ο Martineau (The Seat of Authority in Religion σελ. 363-377), παρουσιάζει τας περι εμφανίσεων αφηγήσεις των Ευαγγελίων ως θρύλον μεταγενέστερον βασισθέντα επί παρεξηγήσεως του κηρύγματος των αποστόλων. Οι Απόστολοι επίστευον απλώς, ότι ο Εσταυρωμένος Ιησούς «ζη ακόμη και αναμένει τον υπό του Πατρός ωρισμένον χρόνον δια να πληρώση τας επαγγελίας»· ζη, ουχί όπως πάντες οι κοινοί θνητοί, οίτινες μετά τον θάνατον αυτών κατέχονται εν τω Άδη,  αλλά ζη μετά των εξαιρετικών εκείνων πνευμάτων, οποία υπήρξαν ο Ενώχ, ο Μωϋσής, ο Ηλίας, εν τω κόσμω των αγγέλων. Η πίστις αύτη ανεπτύχθη παρ' αυτοίς ευθύς ως συνήλθον από την βαθείαν θλίψιν και απόγνωσιν, ήτις κατέλαβεν αυτούς μετά την σταύρωσιν του Ιησού. Ανεπτύχθη δε τοσούτω μάλλον ενωρίτερον, όσω περισσότερον επιβλητική υπήρξεν η προσωπικότης του Ιησού. Ποτέ δεν θα επίστευον, ότι ο θάνατος θα εξήλειφε μίαν τοιαύτην υπέροχον φυσιογνωμίαν. Η πίστις αύτη, ότι ο Ιησούς εξηκολούθει να ζη, εδημιούργησε την πίστιν εις την ανάστασιν του Χριστού. Πράγματι οι πρώτοι μαθηταί είπον, ότι είχον ίδει τον Ιησούν. Διότι μόνον ούτω θα ηδύναντο να μεταδώσουν και εις τους άλλους την πίστιν, ότι ο Ιησούς εξηκολούθει να ζη εν τω ουρανώ. Λέγοντες όμως οι πρώτοι μαθηταί, ότι είδον τον Ιησούν ενόουν ό,τι και ο Παύλος, όστις μετά 25 έτη γράφων διετείνετο, ότι είδε τον Κύριον κατά τον χρόνον της επιστροφής και της αποστολικής κλήσεώς του. Η οπτασία αύτη του Παύλου υπήρξε καθ' ολοκληρίαν πνευματική. Επειδή δε ο Παύλος θεωρεί και τας λοιπάς εις τους Αποστόλους εμφανίσεις του Ιησού ως συγγενείς και όμοιας προς την ιδικήν του, έπεται λοιπόν ότι και αι υπό των λοιπών αποστόλων οπτασίαι του Ιησού υπήρξαν πνευματικαί και όλως υποκειμενικαί. Πώς όμως από τας τοιαύτας πνευματικάς οπτασίας προήλθεν ο θρύλος της πραγματικής εμφανίσεως του Ιησού εις τους αποστόλους; Προήλθεν από την αξίωσιν των εις την πίστιν ελκυομένων Εθνικών ή Ιουδαίων δια κάτι ισχυρότερον των υποκειμενικών οπτασιών εις απόδειξιν, ότι ο Ιησούς έζη ακόμη. Υπό την επίδρασιν της αξιώσεως ταύτης ουχί αυτοί οι απόστολοι, αλλ' οι ακροαταί αυτών μετέβαλον τας πνευμοπικάς οπτασίας εις πραγματικάς, οι απόστολοι δε κατόπιν δεν εφρόντισαν να επανορθώσωσι την παρανόησιν ταύτην (πρβλ. Bruce μν. εργ. σελ. 314).

Αλλ' η νεωτάτη αύτη θεωρία διαστρέφει προφανώς την αφήγησιν του Παύλου. Ότι ο Παύλος λέγων εμφανίσεις του Ιησού μετά την ανάστασιν εννοεί πραγματικάς τοιαύτας, απεδείξαμεν ήδη. Προσθέτομεν δε μόνον ενταύθα, ότι εν εκ των κυριωτέρων επιχειρημάτων, τα οποία οι ψευδάδελφοι προέβαλλον δια να καταρρίψωσι το κύρος του απαστολικού αξιώματος του Παύλου, ήτο, ότι ο Παύλος δεν είχεν ίδει τον Κύριον. Όταν λοιπόν ο Παύλος αναιρών ως ασύστατον τον ισχυρισμόν τούτον των ψευδαδέλφων ηρώτα προκλητικώς «ουχί Ιησούν τον Κύριον εώρακα της δόξης;», δεν ηδύνατο ποτέ να εννοή οπτασίας πνευματικάς, εσωτερικάς, υποκειμενικάς. Εάν δεν είχεν ίδει πραγματικώς τον Ιησούν, το επιχείρημα των ψευδαδέλφων παραμένει αδιάσειστον και απρόσβλητον. – Έπειτα η αφήγησις του Παύλου καθορίζει σαφώς, ότι ο Κύριος ηγέρθη    τ η     τ ρ ί τ η     η μ έ ρ α.   Πολύ ορθώς δε παρατηρεί ο Menegoz, ότι «η μνεία της τρίτης ημέρας δεν θα είχεν ουδεμίαν σημασίαν, εάν ο Παύλος δεν είχεν αποδεχθή την πίστιν της κοινότητος των Ιεροσολύμων, ότι ο Ιησούς τη τρίτη ημέρα εξήλθε ζων εκ του τάφου» (Le peche et la redemption d’ apres Saint Paul σελ. 261).

Δοθέντος, ότι ο Παύλος εννοεί πραγματικάς εμφανίσεις, ανατρέπεται λοιπόν εξ ολοκλήρου η νεωτάτη αύτη θεωρία του Martineau, διότι, καθώς ήδη ανεπτύξαμεν, ο Παύλος αναφέρων ότι ο Ιησούς ώφθη Κηφά και Ιακώβω, ασφαλώς εξ αυτών των ιδίων αυτοπτών επληροφορήθη τούτο. Άλλως τε διαβεβαιών ο Παύλος, ότι το Ευαγγέλιον αυτού ήτο κατά πάντα όμοιον προς το των λοιπών αποστόλων, εννοεί προφανώς, ότι και η ανάστασις του Χριστού, ήτις απετέλει ουσιώδες στοιχείον του Ευαγγελίου του Παύλου, αναμφιβόλως απετέλει την βάσιν του κηρύγματος και των λοιπών αποστόλων. Ούτω δεν καταλείπεται η παραμικρά αμφιβολία, ότι τόσον ο Παύλος, όσον και οι λοιποί απόστολοι, αυτοί και ουχί οι μαθηταί αυτών, εκήρυξαν εξ αρχής και ενωρίτατα την πίστιν εις την πραγματικήν του Ιησού ανάστασιν.

Επι πλέον μόλις είναι ανάγκη και να είπωμεν, ότι η θεωρία αύτη του Martineau επαναφέρει ημάς κατ' ευθείαν εις την περί δόλου θεωρίαν του Reimarus, περί ης εγένετο ήδη λόγος και ήτις σήμερον ουδεμιάς αξιούται προσοχής. Διότι ου μόνον οι πρώτοι μαθηταί, οι εν γνώσει μετατρέψαντες τας υποκειμενικάς οπτασίας εις αντικειμενικάς, και πραγματικάς,  αλλά και οι απόστολοι, οι μη λαβόντες φροντίδα να επανορθώσωσι την παρανόησιν, αποδεικνύονται ένοχοι δόλου. Οσονδήποτε ευσεβή και αν υπήρξαν τα ελατήρια, άτινα ώθησαν τους πρώτους των αποστόλων μαθητάς εις το να τολμήσωσι την παραχάραξιν του αποστολικού κηρύγματος, η απάτη δεν παύει ποτέ να μένη τοιαύτη.

Τοσαύτα και περί της θεωρίας ταύτης, την οποίαν εθεωρήσαμεν αξίαν λόγου τινός, μόνον και μόνον διότι πρόσφατος και νεωτάτη ούσα αποδεικνύει την απορίαν επιχειρημάτων, εις ην καταντώσιν οι την αλήθειαν της αναστάσεως αρνούμενοι.
([3]) Άρθρον εν Α. D' Ales, Dictionnaire apologetique de la foi catholique, τόμ. ΙΙ στήλ. 1504.
([4]) Zum religionsgeschirhtlichen Verstaendnis des Ν. Τ. σελ.76-82.
([5]) Πρβλ. και L. de Grandmaison ένθ' ανωτ.
([6]) Jesus Messie, Paris 1930 σελ. 46.
([7]) L. de Grandmaison, Jesus-Christ τόμ. Σελ. 531.
([8]) Προβλ. Pinard de la Boullaye ένθ’ ανωτ. Σελ. 17.
([9]) Προβλ. Léon. De Drandmaison, Jesus-Christ II σελ. 511 και εξής˙ Pinard de la Boullaye ένθ’ ανωτ. Σελ. 53-54.
([10]) ένθ’ ανωτ. σελ. 53.
([11]) Πλείονα περί των Ορφικών μυστηρίων και του Διονύσου ίδε Π. Τρεμπέλα, Μυστηριακαί Θρησκείαι και Χριστιανισμός, Αθήναι 1932 σελ. 104 και εξής.
([12]) L. de Grandmaison ένθ' ανωτ. σελ. 520 και εξής· Pnard de la Boullaye ένθ' ανωτ. σελ. 53.
([13]) L. Tourtain, Les cultes paiens dans l’ Empire romain τόμ. Ι2 σελ. 88. Περί ταυροβολίου ίδε και Π. Τρεμπέλα ένθ’ ανωτ. σελ. 51 και εξής. Περί των μυστηρίων της Κυβέλη πρβλ. και L. de Grandmaison ένθ’ ανωτ. σελ. 524 και εξής και La Boullaye ένθ’ ανωτ. σελ. 53-54.
([14]) De la Boullaye μν. εργ. σελ. 54, 11, 884.
([15]) ένθ’ ανωτ. σελ. 55.
([16]) Ωριγένους κατά Κέλσου βιβλ. ΙΙ 55 Migne.

(Από το βιβλίο:Απολογητικαί Μελέται τόμος Ε, Παναγιώτη Τρεμπέλα, εκδ. ο Σωτήρ, σελ. 548-617)

(Από το βιβλίο: Απολογητικαί Μελέται τόμος Ε, Παναγιώτη Τρεμπέλα,εκδ. ο Σωτήρ σελ. 548-617)


Β) Η αξιοπιστία των μαρτύρων της Αναστάσεως.

Μολονότι δι’ όσων είπομεν αι περί της αναστάσεως μαρτυρίαι παρουσιάζονται ανώτεραι πάσης υπονοίας και αδιάσειστοι εις κύρος ιστορικόν και εις αυθεντίαν γνησιότητος, δεν θεωρούμεν περιττόν να εξετάσωμεν και τας αντιρρήσεις, τας οποίας εκάστοτε προέβαλον οι πολέμιοι του ιστορικού γεγονότος της αναστάσεως, παρέχοντες ούτω την ευκαιρίαν εις τον φίλον· αναγνώστην, ίνα κρίνη μόνος περί του ποία πλάστιγξ κρατεί της αληθείας το άσταθμον βάρος.

Δύο τίνα  ενδέχεται να συμβαίνουν, καθ’ ην περίπτωσιν η μαρτυρία περί της αναστάσεως δεν είναι κατά πάντα αληθής. Οι μάρτυρες της αναστάσεως ή από σκοπού και εκ προ μελέτης λαλούσι το ψεύδος, οπότε δεν είναι παρά ελεεινοί ψεύσται, ανάξιοι όχι μόνον της εμπιστοσύνης μας, αλλά και οιασδήποτε δικαιολογίας ή επιεικείας· ή απεπλανήθησαν και αυτοί, εν χρηστώ δε συνειδότι πλέον λαλούσι περί εκείνου, το οποίον υποκειμενικώς μεν, όσον αφορά εις αυτούς, είναι αληθές, αντικειμενικώς όμως δεν είναι πραγματικόν. Εις την τελευταίαν ταύτην περίπτωσιν είναι μεν ανάξιοι της εμπιστοσύνης μας, συγχρόνως όμως δεν παύουσι να είναι άξιοι των συμπαθειών μας, αυτού ακόμη του θαυμασμού μας. Εάν επλανήθησαν, η πολιτεία των όμως υπήρξε πολιτεία ανθρώπων ευσυνειδήτων.

Ας εξετάσωμεν τας υποθέσεις ταύτας και ας ίδωμεν κατά πόσον εκάστη εξ αυτών δύναται να στηριχθή επί βάσεως βεβαίας η έστω και πιθανής.

α) Οι μάρτυρες της Αναστάσεως δεν είναι ψεύσται.

Την πρώτην εκ των ανωτέρω υποθέσεων υιοθέτησαν πρώτοι οι Ιουδαίοι, οίτινες κατά τον Ματθαίον έπεισαν τους εις τον τάφον του Ιησού φρουρήσαντας στρατιώτας να είπωσιν, ότι «οι μαθηταί αυτού νυκτός ελθόντες έκλεψαν αυτόν ημών κοιμωμένων» (Ματθ. κη' 13). Εκ των νεωτέρων ο Reimarus (εις τα Wolfenbuetteler Fragmente eines ungenanntenn), μολονότι αναγνωρίζει, ότι η υπό των μαθητών κλοπή του σώματος του Ιησού είναι όλως απίθανος ([1]), εν τούτοις διατείνεται, ότι οι μαθηταί επενόησαν τον μύθον της αναστάσεως δια να αναστηλώσωσι το οικοδόμημα των ελπίδων αυτών, τας οποίας έβλεπον κατερειπουμένας δια του θανάτου του Διδασκάλου των. Κατά τους μετέπειτα χρόνους η υπόθεσις αυτή παρουσιάσθη υπό διαφόρους μορφάς. Ούτω η υπεξαίρεσις του σώματος του Ιησού υπό μεν του Renan απεδόθη εις Μαρίαν την Μαγδαληνήν, υπό δε των Oskar Holtzmann ([2]), Η. Holtzmann ([3]) και W. Heitmuller ([4]) εις τον Ιωσήφ τον από Aριμαθαίας, συγκατατεθέντα μεν όπως προσωρινώς τοποθετηθή εν τω οικογενειακώ του τάφω το σώμα του Ιησού, αλλά μη θελήσαντα εν τέλει να τηρηθή εκεί διαπαντός το πτώμα ενός κατάδικου ή και επιζητήσαντα να ασφαλίση αυτό κατά πάσης βεδηλώσεως, δι’ ο και εφρόντισεν όπως μεταφερθή τούτο εις Αριμαθαίαν· και υπό του Α. Reville ([5]) εις τούς Ιουδαίους ή εις τους ανθρώπους του συνεδρίου επί τω σκοπώ όπως προληφθή να καταστή ο τάφος τόπος προσκυνήματος υπό των μαθητών και άλλων θιασωτών του Ιησού.

Αλλ’ η περί κλοπής ή υπεξαιρέσεως του σώματος θεωρία ουδ' ως αξία συζητήσεως υπόθεσις δύναται να θεωρηθή, ως άλλως τε εμφαίνεται εκ του ότι και αυτοί οι ριζοσπαστικώτεροι των νεωτέρων ορθολογιστών απεκήρυξαν ταύτην ([6]). Θα ηδύνατο εν τούτοις να παρατηρηθή κατά της υποθέσεως ταύτης, ότι:

1) Εμπεριέχει αντίφασιν.

Αφού οι στρατιώται εκοιμώντο, πώς θα ήτο δυνατόν να χρηματίσωσι μάρτυρες αξιόπιστοι, αφού ούτε είδον, ούτε ήκουσαν, ούτε άλλως πως δια των αδρανουσών υπό το κράτος του ύπνου αισθήσεων αυτών αντελήφθησαν, τι συνέβη δια να κενωθή ο τάφος; ([7]).

2) Aπoκηρύττεται από την στάσιν των αρχόντων.

Αληθώς, ούτε η φρουρά του τάφου εισήχθη εις δίκην, μολονότι οι Ρωμαϊκοί νόμοι ετιμώρουν αυστηρώς τους παραμελούντας το καθήκον αυτών φύλακας (Πράξ. ιβ' 19), ούτε κατά των μαθητών εστήθη ποτέ επισήμως κατηγορία τις, ότι διαρρήξαντες τας επί του τάφου σφραγίδας έκλεψαν το σώμα του φρουρούμενου νεκρού.

Το επιχείρημα τούτο προσλαμβάνει ιδιάζουσαν σοβαρότητα κατά της υποθέσεως, ότι η κλοπή διενηργήθη υπό ανθρώπων του συνεδρίου, ως υπεστήριξεν ο Reville. Πράγματι, καθώς παρατηρεί ο V. Rose ([8]), όταν οι Απόστολοι εκήρυττον δημοσία την ανάστασιν, ήτο όλως απίθανον, ότι τα μέλη του συνεδρίου θα εσίγων και δεν θα έσπευδον να διαψεύσωσι τους Απόστολους επιδεικνύοντες το υπό την κατοχήν των πτώμα του Ιησού. «Είναι κατανοητόν, ερωτά ο Rose, ότι έναντι του κηρύγματος τούτου του μοναδικού περί της αναστάσεως ανθρώπου, τον οποίον ηθέλησαν να εξοντώσωσι σταυρούντες αυτόν, οι άρχοντες αυτοί οι μοχθηροί και γεμάτοι από περιφρόνησιν δια τον Ιησούν θα έμενον σιωπηλοί και αδρανείς; Το πειστήριον ήτο εις τας χείρας των· ηδύναντο να καταρρίψωσι δια μιάς μόνης χειρονομίας, δι' ενός λόγου, την νέαν πίστιν, της οποίας αι ραγδαίαι πρόοδοι ανησύχουν αυτούς και αφού εφόνευσαν τον προφήτην να καταρρίψωσιν εις ερείπια το έργον του διαπαντός. Εάν τα μέλη του συνεδρίου εσιώπησαν, εάν δεν αντέταξαν την παταγώδη ταύτην διάψευσιν, έπραξαν τούτο, διότι δεν ήσαν εις θέσιν να παράσχωσιν αυτην» ([9]).

3) Καθίσταται απίθανος ένεκα του δυσκόλου της κλοπής.

Αυτός ο Reimarus ερωτά ([10]), πού θα εύρισκον το θάρρος οι μαθηταί του Ιησού δια να ενεργήσωσι τοιαύτην κλοπήν, μάλιστα κατά τας ημέρας του Πάσχα, καθ’ ας η πόλις και τα πέριξ αυτής κατεπλημμυρούντο από προσκυνητάς ([11]), των οποίων ο αριθμός υπερέβαινε κατά πολύ τα δύο εκατομμύρια; Εν μέσω τοιαύτης ανθρωποπλημμύρας πώς θα καθίστατο δυνατόν να τηρηθή μυστική η μεταφορά ενός νεκρού;

4) Εκρίθη υπό των συγχρόνων ανάξιος προσοχής.

Ο Ματθαίος αναγράφων την συκοφαντικήν μαρτυρίαν των φυλάκων του τάφου προσθέτει, ότι «διεφημίσθη ο λόγος ούτος παρ' Ιουδαίοις μ έ χ ρ ι   τ η ς   σ ή μ ε ρ ο ν» (Ματθ. κη' 15). Τοσούτον διεοπάρη η φήμη αυτή, ώστε μετά τριάκοντα ολόκληρα έτη από του θανάτου του Ιησού, οπότε συνεγράφη το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, ο λόγος ούτος εξακολουθεί να διαφημίζεται. Και όμως κατέστη αδύνατον να κατισχύση και να γίνη πιστευτός. Εις αυτά τα Ιεροσόλυμα ολίγας μόλις μετά την σταύρωσιν εβδομάδας θεμελιούται η πρώτη εκκλησία αριθμούσα ολοκλήρους χιλιάδας μελών. Είκοσι δε μόλις έτη ύστερον ο Παύλος γράφει επιστολάς προς εκκλησίας εγκαθιδρυμένας εις αυτά τα επισημότερα κέντρα του τότε γνωστού κόσμου, εις την Κόρινθον και εις την Ρώμην. Εις τας πόλεις αυτάς ήνθει τότε ο αρχαίος πολιτισμός και το περί αναστάσεως κήρυγμα δεν ήτο δυνατόν να γίνη δεκτόν ανεξετάστως. Πάντως θα ευρίσκοντο πλείστοι, οίτινες θα εξήταζον μετ' επιμελείας την μαρτυρίαν του αποστολικού κηρύγματος, ήτις άλλως τε αφεώρα εις γεγονός υπερφυσικόν, ανθρωπίνως αδύνατον, άρα δε και ήκιστα πιθανόν. Και δεν ήτο λοιπόν δυνατόν οι απατεώνες να διαφύγωσι την έρευναν και εξέτασιν ταύτην, και να μη αποκαλυφθώσι δι’ αυτής. Παρά ταύτα εις τα κέντρα αυτά του τότε πεπολιτισμένου κόσμου, οι αποδεχθέντες το περί αναστάσεως κήρυγμα δεν παρουσιάζονται απλώς πολυάριθμοι, αλλά και πεπαιδευμένοι πολλοί εξ αυτών. Προ παντός η προς Ρωμαίους επιστολή δια του βαθέος περιεχομένου αυτής μαρτυρεί περί του ότι οι εν Ρώμη Χριστιανοί υπήρχον ουκ ολίγον ανεπτυγμένοι.

5) Καταρρίπτεται από το άσκοπον του μύθου της Αναστάσεως.

Αληθώς από τον μύθον της Αναστάσεως δεν θα περιέμενον τίποτε να κερδήσουν οι μαθηταί του Ιησού. Ήσαν μια δράξ ανθρώπων τόσον λιποψύχων, ώστε δεν είχον το σθένος να προλάβωσι τον σταυρικόν θάνατον του Διδασκάλου. Πώς λοιπόν τώρα θα επερίμεναν να πείσωσιν ολόκληρον τον κόσμον οι ολίγοι αυτοί περί του ότι ο Διδάσκαλος ανέστη; Προς τί να επιβιβασθώσιν επί μιας τοιαύτης εύθραυστου και απέλπιδος σχεδίας; ([12]).

6) Δεν εξηγεί την ψυχολογικήν μεταβολήν των Αποστολών.

Και ομολογουμένως· πώς οι τέως έμφοβοι  Απόστολοι, οι διασκορπισθέντες επί τη εμφανίσει της σπείρας, οι συγκεκλεισμένοι εν τω οίκω αυτών   δ ι α      τ ο ν

φ ό β ο ν      τ ω ν      Ι ο υ δ α ί ω ν,   πώς δια μιας γίνονται γενναίοι και ατρόμητοι ενώπιον του λυσσώδους εκείνου όχλου των Ιουδαίων; Πώς αψηφούσι πάντα κίνδυνον και είναι έτοιμοι τα πάντα να υπομείνωσι δι' εκείνον, τον οποίον ζώντα ακόμη είχον αρνηθή; Πώς ο Ιάκωβος και ο Ιούδας, οι λεγόμενοι αδελφοί του Κυρίου, καθ’ ον χρόνον έζη ο Ιησούς, αρνούνται να πιστεύσωσιν εις αυτόν (Ιωαν. ζ' 6), τώρα δε, οπότε απέθανε, μεταβάλλονται εις ενθουσιώδεις κήρυκας της πίστεώς του; Αναμφιβόλως εσημειώθη εξαίσιον τι και θαυμάσιον γεγονός, ικανόν να συντελέση την αιφνιδίαν ταύτην και όλως απροσδόκητον μεταβολήν και αλλοίωσιν εις τα αισθήματα και τας ψυχικάς διαθέσεις των μαθητών, και το γεγονός τούτο είναι η ανάστασις του Ιησού.

7) Δεν συμβιβάζεται προς την αυταπάρνησιν τών Αποστόλων.

Ότι οι κήρυκες της αναστάσεως ήσαν εκτεθειμένοι εις πλείστους κινδύνους και εις δεινά και εις διωγμούς, είναι εκτός πάσης αμφισβητήσεως. Ο Παύλος απαριθμεί τα δεινά  ταύτα επανειλημμένως εν ταις επιστολαίς του (Β' Κορινθ. ια' 23-27. Ρωμ. η' 35. Α' Κορινθ. δ' 9-13. Γαλάτ. α' 13 και στ' 17) και διακηρύττει περί εαυτού και των λοιπών συναδέλφων του, ότι θέατρον εγεγόνεισαν τω κόσμω, πάντων περίψημα εως άρτι. Αλλά και αι Πράξεις των Αποστόλων ουχί άπαξ παρουσιάζουσι τους Αποστόλους απειλούμενους και φυλακιζομένους και διωκομένους και κινδυνεύοντας. Πώς θα εξηγείτο η αυταπάρνησις και η αυτοθυσία των Αποστόλων, εάν το κήρυγμα της αναστάσεως ήτο μύθος επινοηθείς υπ’ αυτών; Αυτοθυσίαν και αυταπάρνησιν μόνον δια τας πεποιθήσεις αυτού είναι δυνατόν να επιδείξη τις. Οι μαθηταί έχουσιν απόλυτον πεποίθησιν, ότι ο διδάσκαλος ανέστη. Δεν αμφιβάλλουσι περί αυτού. Είναι ειλικρινείς και ευσυνείδητοι. Διότι άλλως θα ήτο αδύνατον να επιδείξωσι τόσον ηρωισμόν και τόσην αυταπάρνησιν. Ο Baur και ο Strauss, οι διαβόητοι ούτοι αρνηταί της Αναστάσεως, αναγνωρίζουσι τούτο. «Η ιστορία οφείλει να σημειώση, λέγει ο πρώτος, ότι δια την πίστιν των μαθητών η Ανάστασις του Ιησού Χριστού ήτο αλήθεια βέβαια και αδιάσειστος, Εις την πίστιν αυτήν ο Χριστιανισμός εύρε βάσιν στερεάν δι' όλην αυτού την Ιστορικήν εξέλιξιν» ([13]), «Ο ιστορικός οφείλει να αναγνωρίση, λέγει ο δεύτερος, ότι οι μαθηταί επίστευον αδιστάκτως ότι ο Ιησούς ανέστη και τούτο αρκεί τελείως να εξηγήση ό,τι έκαμαν και ειργάσθησαν ως Απόστολοι... Ότι ο απόστολος Παύλος ήκουσεν εκ του στόματος του Πέτρου, του Ιακώβου και άλλων ακόμη, ότι ενεφανίσθη εις αυτούς και ότι όλοι εκείνοι, καθώς και οι πεντακόσιοι αδελφοί υπήρξαν πλήρως πεπεισμένοι, ότι είχον ιδεί ζώντα τον Ιησούν, όστις είχεν αποθάνει, δεν προτιθέμεθα να το αρνηθώμεν» ([14]).

8) Δεν συμβιβάζεται προς την προφανή ειλικρίνειαν και αγιότητα των Αποστόλων.

Τον ευθύν και τίμιον μάρτυρα δεν είναι δύσκολον να διακρίνωμεν από του ανειλικρινούς και δολίου. Η ανθρώπινη ψυχή, ήτις επλάσθη δια την αλήθειαν, κατέχει και ιδιαιτέραν τινά  αίσθησιν, δι' ης ουχί δυσκόλως διακρίνει τον μάρτυρα του ψεύδους από της αληθείας τον κήρυκα. Οι μάρτυρες λοιπόν της αναστάσεως, καθώς και οι κήρυκες του χυδαίου ψεύδους, το οποίον εχάλκευσαν οι γραμματείς και οι Αρχιερείς, εκρίθησαν από τους συγχρόνους. Συνέπεια δε της κρίσεως ταύτης υπήρξε να αναγνωρισθώσιν οι Απόστολοι ως ευθείς, ως ειλικρινείς, ως άγιοι άνδρες.

Φίλε αναγνώστα, δεν είναι δύσκολον και συ να σχηματίσης πεποίθησιν εξ ιδίας αντιλήψεως περί του χαρακτήρος των ανδρών τούτων, οίτινες εχρημάτισαν μάρτυρες της Αναστάσεως. Δεν είναι ανάγκη να ίδης αυτούς. Αρκεί να ανοίξης τα συγγράμματά των· αρκεί να αναγνώσης ολίγας γραμμάς από τας επιστολάς, τας οποίας έγραψαν ο Ιάκωβος, ο Πέτρος, ο Ιωάννης. Την θείαν πνοήν της αρετής των θα αντιληφθής παρευθύς και θα αισθανθής σεαυτόν εισαγόμενον δια της αναγνώσεως ταύτης εις σφαίραν τίνα  ειλικρινείας και αγιότητος, από την οποίαν είναι αποκεκλεισμένη πάσα πανουργία και πας δόλος.

9) Αποκλείεται τελείως υπό της μαρτυρίας του Παύλου.

Η υπόνοια περί δολιότητος των Αποστόλων συντρίβεται κυριολεκτικώς, ευθύς ως ήθελεν αντικρύσει την μεγάλην φυσιογνωμίαν του Παύλου. Ποίος δεν αισθάνεται την υποχρέωσιν να αναγνωρίση την απόλυτον ειλικρίνειαν του μάρτυρος τούτου; Ουδείς απολύτως προηγούμενος δεσμός συνέδεεν αυτόν προς τον Εσταυρωμένον. Τουναντίον δε εν τω ου κατ' επίγνωσιν ζήλω του κατεδίωκε σφοδρώς τους οπαδούς αυτού. Προς τι λοιπόν να μας δολιευθή και ο μάρτυς ούτος; Το να κηρύττη ο Παύλος την ανάστασιν του Χριστού ισοδυναμεί προς το να καταδικάζη όλην την προγενεστέραν διαγωγήν του και προς το να απαρνηθή όλας τας τιμάς και την εν τω Ιουδαισμώ επιρροήν του, τα οποία η παίδευσίς του, η καταγωγή του, η ανατροφή του υπισχνούντο εις αυτόν. Και μόνον λοιπόν η εις Χριστόν επιστροφή ενός τοιούτου μάρτυρος, μόνη η μεταστροφή του Σαύλου εις Παύλον είναι αρκετή απόδειξις της αναστάσεως του Ιησού Χριστού ([15]). Μία τοιαύτη μεταστροφή δεν είναι δυνατόν να εξηγηθή φυσικώς. Αυτός ο πρώτος εισηγητής της φυσικής εξηγήσεως της επιστροφής του Παύλου, όστις δια να στηρίξη την εξήγησίν του ταύτην εζήτησε να παρουσιάση τον Παύλον ως φύσιν επιληπτικήν, ο Baur, εις τα τέλη της ζωής του ανεγνώρισε την πλάνην του και δεν εδυσκολεύθη να προβή εις την εξής ομολογίαν: «Δεν δυνάμεθα να ίδωμεν άλλο τι εν τη επιστροφή του Παύλου παρά εν θαύμα· ουδεμία ανάλυσις διαλεκτική η ψυχολογική δεν δύναται να διαλευκάνη το εσωτερικόν μυστήριον της πράξεως ταύτης» ([16]). Και εάν λοιπόν η επιστροφή του Παύλου αποτελή θαύμα, το θαύμα τούτο δεν δύναται άλλως να εξηγηθή παρά μόνον δια του θαύματος της αναστάσεως.

Τοιουτοτρόπως η πρώτη εκ των δύο υποθέσεων, δια των οποίων θα ηδύνατο να προσβληθή το κύρος της αναστάσεως, απεδείχθη όλως αβάσιμος. Απομένει ήδη η δευτέρα, καθ' ην οι μαθηταί απεπλανήθησαν και εδίδαξαν ως αληθές, εν χρηστώ συνειδότι πάντοτε, εκείνο, το οποίον αντικειμενικώς υπήρξε ψευδές. Η υπόθεσις αυτή διετυπώθη υπό διαφόρους μορφάς, τας οποίας ο φίλος ανογνώστης θα ίδη ευθύς κατωτέρω εκτιθεμένας και κρινομένας.

β) Οι μάρτυρες της αναστάσεως δεν απεπλανήθησαν.

Ι. Ο πραγματικός θάνατος του Ιησου.

Την υπόθεσιν, ότι οι κήρυκες της αναστάσεως υπήρξαν θύματα αθώας τινός πλάνης, υπεστήριξαν εκ των νεωτέρων πρώτοι οι Paulus, Herder, Schleiermacher, Hase ([17]) και άλλοι τινές, oλιγώτερον γνωστοί και διάσημοι. Ισχυρίσθησαν δε ούτοι, ότι ο Χριστός δεν είχεν αποθάνει επί του σταυρού,  αλλά λιποθυμήσας περιήλθεν εις, βαθύν λήθαργον. Και όταν λοιπόν ετέθη εις τον τάφον, η δροσερότης του βράχου και των αρωμάτων η αναληπτική ευωδία επανέφερον αυτόν εις την ζωήν.

Τον ανεκάλεσαν εκ της λιποθυμίας. Και ο Χριστός ενεφανίσθη εις τους μαθητάς την τρίτην από της σταυρώσεως ημέραν, εσχημάτισαν δ' εκείνοι την πεποίθησιν, ότι ο Διδάσκαλος, τον οποίον ενόμιζον νεκρόν, ανέζησε και ανέστη. Και η υπόθεσις αύτη απεκηρύχθη ου μόνον υπό του Keim αποδείξαντος το σαθρόν ταύτης ([18]),  αλλά και υπό πλείστον εκ των ριζοσπαστικωτέρων ορθολογιστών εν οίς και οι Schmiedel ([19]), Α. Meyer ([20]) και Strauss ([21]), του Αλβέρτου Reville χαρακτηρίσαντος ταύτην «πλοκήν φυσικών και ηθικών απιθανοτήτων» ([22]) (un tissu d' invraisemblances materielles et morales). Αποδεικνύεται δ' αύτη αβάσιμος όλως και αστήρικτος δια τους κάτωθι αδιασειςτους αληθώς λόγους:

1) Διότι αναιρείται από την αντίληψιν των πιστοποιησάντων τον θάνατον του Ιησού.

Είναι όλως απίθανον, ότι τόσα πρόσωπα, εχθροί και φίλοι του Ιησού, θα παρεπλανώντο εκλαμβάνοντες την λιποθυμίαν του ως θάνατον. Οι στρατιώται πρωτίστως, οι εντεταλμένοι επί της εκτελέσεως, ασφαλώς ήσαν έμπειροι περί τα τοιαύτα, διότι είχον λάβει μέρος επανειλημμένως εις τοιαύτας θανατικάς εκτελέσεις. Άλλως τε το δια της λόγχης πλήγμα το μετά δεξιότητος αναμφιβόλως διευθυνθέν επί της πλευράς του Ιησού υπό έμπειρου στρατιώτου, ήτο και μόνον ικανόν να επιφέρη τον θάνατον εις τον Ιησούν. Απετέλει τούτο το τελειωτικόν πλήγμα, την ευεργετικήν βολήν όπως θα ελέγομεν σήμερον, το οποίον εδίδετο κατ' επιταγήν του νόμου δια να επιταχύνη τον θάνατον η δια να επιβεβαιώση αυτόν, ακριβώς όπως εδίδετο τούτο και εις τους κατά τας μονομαχίας πίπτοντας ξιφομάχους ([23]).

Αλλ' εκτός των στρατιωτών και ο κεντυρίων, παρ' ου εζήτησε πληροφορίας ο Πιλάτος, και οι παραλαβόντες το σώμα του Ιησού, ίνα θάψωσιν αυτό, και οι αρχιερείς οι ζητήσαντες κουστωδίαν προς φρουράν του τάφου, πάντες ούτοι είναι πεπεισμένοι, ότι ο Ιησούς, μολονότι τόσον συντόμως παρά πάσαν προσδοκίαν, απέθανε πραγματικώς. Η Ιουδαϊκή δε παράδοσις, η διασωθείσα εις το Ταλμούδ, περί ης ωμιλήσαμεν εν τω πρώτω μέρει, δεν εκφράζει την παραμικράν αμφιβολίαν, περί του ότι ο Ιησούς εθανατώθη.

2) Διότι αντιτίθεται εις τα περιστατικά της ταφής.

Το σώμα του Χριστού πριν ή αποτεθή εις τον τάφον ηλείφθη δια μίγματος σμύρνης και αλόης εις μεγάλην μάλιστα ποσότητα («ως λίτρας εκατόν»), ακολούθως δ' ενετυλίχθη δι' οθονίων από κεφαλής μέχρι ποδών. Εάν ο Ιησούς έζη ακόμη, παρατηρεί ορθώς ο Hettinger ([24]) , ο θάνατος θα επήρχετο ωρισμένως εξ ασφυξίας.

3) Διότι προσκρούει εις φυσικάς δυσκολίας.

Ο καθηλούμενος επί του σταυρού, και εάν ακολούθως κατεβιβάζετο εκείθεν ζων, δεν ήτο εύκολον να διαφύγη τον θάνατον. Ο Ιώσηπος ([25]) αναφέρει εν σχέσει προς το ζήτημα τούτο γεγονός λίαν αξιοσημείωτον. Κατά την πολιορκίαν της Ιερουσαλήμ, επανελθών ποτε ο Ιώσηπος εκ περιπολίας, την οποίαν διηύθυνε προς αναγνώρισιν τινά, εζήτησεν από τον Τίτον να επιτρέψη εις αυτόν, όπως περιθάλψη τρεις εκ των συμπολιτών αυτού, οίτινες είχον σταυρωθή, αλλ' έζων ακόμη, καταβιβάζων αυτούς από τους σταυρούς των. Του Τίτου συγκατανεύσαντος, ο  Iώσηπος έσπευσε να παράσχη εις τους από του σταυρού αποσπασθέντας πάσαν ιατρικήν περίθαλψιν, δια της οποίας όμως μετά μακράν και παρατεταμένην θεραπείαν, μόνον ένα κατώρθωσε να σώση, των άλλων δύο υποκυψάντων εις τα τραύματα αυτών. Πώς λοιπόν ο Ιησούς, όστις είχε δοκιμάσει κατά την προηγηθείσαν της σταυρώσεως αυτού νύκτα αγωνίαν φοβερωτάτην, συγκλονίσασαν ολόκληρον τον οργανισμόν του μέχρι σημείου, ώστε ο ιδρώς να ρέη απ' αυτού ωσεί θρόμβοι αίματος· όστις μετά την φραγγέλωσιν, την επί του σταυρού καθήλωσιν εδέχθη τέλος και το πλήγμα της Ρωμαϊκής λόγχης, πώς εστάθη δυνατόν, χωρίς να τύχη ουδεμιάς περιθάλψεως, εις το βάθος κατάκλειστου τάφου εγκαταλελειμμένος, νήστις επί τρεις ημέρας, να συνέλθη μόνος εκ της λιποθυμίας του και να διαφύγη τον θάνατον; Πώς δε θα είχε την δύναμιν ν' αποκυλίση μόνος τον ογκώδη λίθον του τάφου και να συρθή ακολούθως εκείθεν μέχρι του οίκου, όπου ευρίσκοντο οι μαθηταί; ο Reville αναγνωρίζει τούτο παρατηρών τα εξής: «Φυσικώς δύναται τις να κατατάξη μεταξύ των αδυνάτων πραγμάτων, το ότι άνθρωπος συντετριμμένος ήδη εκ του κόπου, εξηντλημένος από τας κακομεταχειρίσεις, καθηλωμένος επί σταυρού επί πλείστας ώρας, αποσπασθείς εκείθεν, ταφείς και εγκαταλειφθείς εις τάφον κεκλεισμένον, ήτο εις κατάστασιν να εξέλθη εξ αυτού μόνος μετά τριάκοντα εξ ώρας και να κάμη αμέσως τα μικρά και μεγάλα ταξείδια, τα οποία προϋποθέτουσιν αι αφηγήσεις των Ευαγγελίων». Δια τούτο «η εξήγησις η συναγομένη εκ φυσικής επανόδου εις την ζωήν του Ιησού, καταβιβασθέντος από τον σταυρόν πριν ή ο θάνατος επιτελέση το έργον του, είναι ακριβώς η μόνη την οποίαν αντίπαλοι και φίλοι δεν εσκέφθησαν» ([26]).

4) Διότι αντιτίθεται προς το περιστατικό των εμφανίσεων.

Τας εμφανίσεις του αναστάντος Χριστού χαρακτηρίζει κυρίως η ταχύτης, μεθ' ης ο αναστάς παρουσιάζεται εις τους μαθητάς του και γίνεται κατόπιν αφανής από των οφθαλμών αυτών. Η ταχύτης αύτη είναι ομολογουμένως καταπληκτική, υπερβάλλουσα και την μεγαλυτέραν ευκινησίαν παντός υγιούς και καλώς έχοντος οργανισμού. Και δια να ομιλήσωμεν συγκεκριμένως, ο αναστάς Ιησούς συνοδοιπορεί ανεμποδίστως εις Εμμαούς και διατρέχει δίωρον διάστημα μετά πάσης ελευθερίας. Εν μια στιγμή γίνεται αφανής από τους οφθαλμούς των δύο εκείνων μαθητών, οίτινες ήδη τον ανεγνώρισαν, και ενώ ούτοι σπεύδοντες και τρέχοντες επανέρχονται εις Ιεροσόλυμα δια να αναγγείλωσιν εις τους μαθητάς το χαρμόσυνον συμβάν, πληροφορούνται εκεί, ότι ο διδάσκαλος είχε παρουσιασθή εν τω μεταξύ εις τον Σίμωνα Πέτρον. Ας μας εξηγήσουν ταύτα κατά λόγους φυσικούς. Ας μας είπουν, που εύρε την αντοχήν, ο μόλις προ μικρού από βαθείας ανακύψας λιποθυμίας, ο έχων καθηλκωμένους τους πόδας, να διατρέξη το από Ιερουσαλήμ μέχρις Εμμαούς διάστημα ανεμποδίστως, να επανέλθη δ' ακολούθως εις Ιεροσόλυμα, προς συνάντησιν των μαθητών, ταχύτερον των δύο εκείνων μαθητών;

5) Διότι δεν εξηγεί την εντύπωσιν των Αποστόλων.

Η εντύπωσις, την οποίαν αποκομίζουσιν οι Απόστολοι, όταν είδον τον αναστάντα διδάσκαλον, είναι ότι ο Ιησούς απεδείχθη ο νικητής του θανάτου και του Άδου ο καθαιρέτης. Και διασαλπίζουσι λοιπόν εις τα πέρατα του κόσμου, ότι ο Χριστός, ο αρχηγός της ζωής, ανέστη. Και εγείρεται το ερώτημα· εάν ο Χριστός επανήρχετο φυσικώς εις την ζωήν, θα ήτο δυνατόν άραγε τοιαύτη να είναι η εντύπωσις των μαθητών; οι μαθηταί θα έβλεπον καθηλκωμένον τινά, παλαίοντα μεταξύ ζωής και θανάτου, μη δυνάμενον να περιπατήση, υποφέροντα πολύ από τας προσφάτους ακόμη πληγάς της φραγγελώσεως και της καθηλώσεως, έχοντα ανάγκην περιποιήσεων συντόνων, όπως διατηρηθή εις την ζωήν. Το θέαμα τούτο, το υπό πάσαν έποψιν οικτρόν, μόνον δάκρυα θα προεκάλει, ουδέποτε δε ενθουσιασμόν. Ο Strauss το ομολογεί. «Τι να σκεφθή τις περί του Μεσσίου αυτού του ημιθανοίς, όστις σύρεται έξω του τάφου του άτονος και εξηντλημένος; Τοιούτος τις άνθρωπος θα ήτο δυνατόν να προξενήση εις τους μαθητάς αυτού την εντύπωσιν του νικητού του θανάτου και του τάφου, του αρχηγού της ζωής, εντύπωσιν, ήτις είναι η βάσις όλης της δραστηριότητος, την οποίαν έπειτα ανέπτυξαν εκείνοι; Τοιαύτη φυσική επάνοδος εις την ζωήν δεν θα εχρησίμευεν ή να εξασθενίση την εντύπωσιν, την οποίαν ο Ιησούς είχε προξενήσει εις τους μαθητάς προηγουμένως δια του βίου του και δια του θανάτου του, και δεν θα ηδύνατο ποτέ, να μεταβάλη την λύπην αυτών εις ενθουσιασμόν και τον θαυμασμόν αυτών εις λατρείαν» ([27]).

6) Διότι αντιτίθεται προς την λεπτομέρειαν της εν τω τάφω καταλείψεως των οθονίων.

Περί του ότι καθίστατο αδύνατον εις τον ανακύψαντα εκ της λιποθυμίας και έχοντα καθηλκωμένας τας χείρας να αποσπάση τα εφ' ολοκλήρου του σώματος σφιγκτώς προσκεκολλημένα οθόνια δια του μίγματος της σμύρνης και της αλόης, δεν είναι ανάγκη να είπωμεν τι.  Αλλά και εάν υποθέσωμεν, ότι τούτο κατέστη δυνατόν εις τον συνελθόντα εκ του ληθάργου του Ιησούν, προβάλλεται ετέρα δυσκολία, ήτις δεν αίρεται και εάν ακόμη υποθέσωμεν, ότι τα νεκρικά οθόνια δεν εγκατελείφθησαν εις τον τάφον. Διότι γεννάται αμέσως το ερώτημα: ο Ιησούς πού εύρεν ενδύματα να περιβληθή, όταν εξήλθεν από του τάφου; Ούτως η άλλως τα νεκρικά ενδύματα, και εάν δεν κατελείποντο εις τον τάφον, ήσαν ου μόνον ακατάλληλα,  αλλά και ανεπαρκή δια τον Ιησούν. Παρίσταται λοιπόν ανάγκη αμεσωτάτης προμηθείας ενδυμάτων. Ποίος θα έκαμνε ταύτην; Οι εχθροί του; Αδύνατον. Οι φίλοι του;  Αλλά πώς τότε αυτοί θα εσχημάτισαν εν χρηστώ συνειδότι την πεποίθησιν, ότι ο διδάσκαλος ανέστη; ([28])

7) Διότι δεν συμβιβάζεται προς το ευάριθμον των εμφανίσεων.

Εάν όντως ο Ιησούς επανήλθε φυσικώς εις την ζωήν, γεννάται αμέσως και το ερώτημα: τι εγίνετο και πού διέτριβε κατά τα διαστήματα, τα παρεμπίπτοντα μεταξύ των διαφόρων εμφανίσεων του; Πώς κατώρθωνε να μη τον βλέπη ουδείς, ούτε αυτοί οι μαθηταί Του; Τι δε απέγινε μετά την τεσσαρακοστήν ημέραν, αφ' ης πλέον δεν επαναβλέπουσιν αυτόν οι μαθηταί; Κατά τίνα τρόπον εξηφανίσθη όλως αιφνιδίως, αφήσας τους μαθητάς να πιστεύωσιν, ότι ο Διδάσκαλος ανελήφθη εις τους ουρανούς; Είμεθα ούτω ηναγκασμένοι να παραδεχθώμεν, ότι ο Ιησούς υπέθαλψε την αθώαν πλάνην των μαθητών του και μετήλθε παν μέσον δια να στηρίξη το ψεύδος της αναστάσεως εις τους αποστόλους αυτού. Με άλλας λέξεις ευρισκόμεθα ηναγκασμένοι να καταστήσωμεν τον Ιησούν υπεύθυνον δόλου και απάτης και ανειλικρινούς προς τους μαθητάς συμπεριφοράς.

«Όταν μελετήση τις εκ του σύνεγγυς πως, παρατηρεί και ο Reville, τον χαρακτήρα του Ιησού, όταν δυνηθή να εκτιμήση την ευθύτητά του, την ειλικρίνειάν του, το θάρρος του, θα θεωρήση, έστω και προς στιγμήν επιτετραμμένον να σκεφθή περί του Ιησού, ότι αφήκε τους μαθητάς του να πιστεύωσιν, ότι ανέστη, όταν αυτός εγνώριζεν, ότι δεν συνέβη τοιούτον τι;» ([29]).

ΙΙ. Οι μαθηταί δεν απεπλανήθισαν υπό της φαντασίας.

Την υπόθεσιν περί αποπλανήσεως των μαθητών εζήτησαν, υπό άλλην βεβαίως μορφήν, να υποστηρίξωσιν εκ των αρχαιοτέρων μεν ο Κέλσος (κατά τον Β' αιωνα), εκ των νεωτέρων δε ο Strauss, ο Ewald, ο Hausrath, ο Holsten, ο Pfleiderer, ο Renan και άλλοι τινές. Η θεωρία, την οποίαν υπεστήριξαν ούτοι εν σχέσει προς την ανάστασιν, δύναται να περιληφθή εις τα εξής:

Μετά την σταύρωσιν και την ταφήν του Ιησού Χριστού οι απόστολοι, οίτινες κατ' αρχάς κατεπτοήθησαν και κατήντησαν εις απόγνωσιν, δεν ήργησαν να αναλάβωσι το θάρρος των. Ενεθυμήθησαν τας υποσχέσεις, τας οποίας ο Χριστός έδωκεν εις αυτούς έτι ων εν τη ζωή, περί του ότι θα επανήρχετο να εγκαθιδρύση επί της γης την βασιλείαν αυτού, αναγινώσκοντες δε τας προφητείας εύρον πολλάς εξ αυτών, αίτινες επεβεβαίουν τας υποσχέσεις ταύτας και αίτινες δια τούτο εστήριξαν αυτούς εν τη ελπίδι επικειμένου και προσεγγίζοντος θριάμβου. Τοιουτοτρόπως η πίστις αυτών ανεζωπυρήθη. Ευρίσκοντο τότε εις Ιεροσόλυμα· αλλ’ ο φόβος των Ιουδαίων εξηνάγκασεν αυτούς να φύγωσιν από την πόλιν εκείνην, ήτις ήτο πλήρης κινδύνων τρομερών δι’ αυτούς, και να υπάγωσιν εις την προσφιλή των Γαλιλαίαν, όπου η δια- βίωσις θα ήτο ησυχωτέρα. Εκεί όμως ευρέθησαν εν μέσω τόπων, εκάστη σπιθαμή των οποίων συνεδέετο και προς ανάμνησιν τινα πράξεως ή λόγου του προσφιλούς διδασκάλου. Από της στιγμής αυτής πιστεύουσιν, ότι βλέπουν τον Χριστόν επί της θαλασσίας ακτής, επί των κορυφών των ορέων· φαντάζονται αυτόν παραγγέλλοντα εις τούτους και πάλιν,  όπως κατά τας πρώτας ημέρας της γνωριμίας των, να ρίψωσι το αμφίβληστρον εις την θάλασσαν! Είναι τόσον ζωηρά η αναπαράστασις της εικόνος του Διδασκάλου, ώστε επίστευσαν, ότι έβλεπον τον ίδιον δεδοξασμένον, τοιούτον, οποίον ανέμενον να επανίδωσιν αυτόν, όταν θα επανήρχετο. Κατ' αρχάς αι εμφανίσεις αύται παρεστάθησαν εις αυτούς ως εντελώς εσωτερικαί, ως οπτασίαι τινές όμοιαι προς εκείνας, τας οποίας αναφέρει η Π. Διαθήκη. Συνάγεται δε τούτο εκ του ότι ο Παύλος κατατάσσει τας εις αυτόν εμφανίσεις του Ιησού, τας εις μεταγενεστέρους χρόνους σημειωθείσας, προς τας εμφανίσεις, αίτινες ευθύς μετά την σταύρωσιν και την ταφήν του Ιησού εσημειώθησαν εις τους αποστόλους. Αλλ' αι εμφανίσεις αύται αι προς τον Παύλον, παρατηρεί ο Strauss, υπήρξαν υποκειμενικαί και ο Παύλος ήτο άνθρωπος προδιατεθειμένος εις οπτασίας! τα εσωτερικά εν τούτοις φαινόμενα ταύτα αφηγούμενοι οι μαθηταί κατήντησαν βαθμιαίως να προσδώσωσιν εις αυτά έννοιαν τινά σωματικήν. Μετέβαλον, χωρίς να το εννοήσωσι, τας εσωτερικάς οπτασίας εις εξωτερικάς εμφανίσεις.

Ούτω πως εζήτησαν οι εν Γερμανία ορθολογισταί να εξηγήσωσι το γεγονός της αναστάσεως. Κατά την υπόθεσιν αυτήν ο Πέτρος υπήρξεν ο πρώτος δους ώθησιν εις τας παραισθήσεις ταύτας των μαθητών. Ο Renan όμως επιζητών να είναι περισσότερον σύμφωνος προς τα Ευαγγέλια, τα οποία παρουσιάζουσι τας εμφανίσεις του Ιησού γενομένας σχεδόν όλας εις τα Ιεροσόλυμα, κατ’ άλλον τρόπον εξέθηκε την υπόθεσιν ταύτην. Κατ' αυτόν ουχί ο Πέτρος αλλ' η Μαγδαληνή Μαρία είδε πρώτη τον Διδάσκαλον και παρέσυρεν εις την οδόν των παραισθήσεων την φαντασίαν των μαθητών. Απ' αυτής ο Ιησούς είχεν εκβάλει επτά δαιμόνια. Τις οίδε, μήπως ίχνη της προτέρας νευρικής ασθενείας της εναπελείφθησαν εις αυτήν! Και εν τη νευρική της εξάψει η Μαρία η Μαγδαληνή βλέπει όλως φαντασιωδώς το ίνδαλμα του διδασκάλου και νομίζει παραπλανωμένη, ότι όντως ανέστη ο προσφιλής ραββουνί ([30]).

Αυτή είναι η υπόθεσις, την οποίαν ενεκολπώθησαν μεταγενεστέρως οι σοβαρότεροι του γεγονότος της αναστάσεως πολέμιοι. Αλλά και η υπόθεσις αύτη δεν είναι περισσότερον βάσιμος των προηγουμένως κριθεισών. Ανεξαρτήτως δε των άλλων λόγων, οίτινες θα ηδύναντο να προβληθώσι κατ' αυτής, και τους οποίους θα απαριθμήσωμεν ευθύς κατωτέρω, αύτη υπέρ πάσας τας λοιπάς υποθέσεις συντρίβεται κυριολεκτικώς επί του κενού τάφου. Διότι εάν όντως η φαντασία παρέσυρε τους μαθητάς μέχρι του να νομίζωσιν, ότι έβλεπον και ήκουον ζώντα τον Διδάσκαλον, μία επίσκεψις εις τον περιέχοντα το νεκρόν του σώμα τάφον ήτο ικανή να κατάστηση εις αυτούς αμέσως αισθητήν την αδυσώπητον πραγματικότητα και να διασκεδάση οριστικώς τας πλάνας της φαντασίας των. Οι αρνούμενοι την ανάστασιν ορθολογισταί αντελήφθησαν επαρκώς την σοβαρότητα της παρατηρήσεως ταύτης. Ακριβώς δε δι' αυτό προέκριναν μεν να τοποθετήσωσι τας πρώτας εμφανίσεις του Ιησού μακράν των Ιεροσολύμων, εύρον δ' έπειτα αναγκαίον να αρνηθώσι την ταφήν του Κυρίου. Κατά τον Loisy «Η ταφή του Κυρίου υπό του Ιωσήφ και η ανακάλυψις του κενού τάφου την μεθεπομένην του παθήματος δεν παρέχουσιν ουδεμίαν εγγύησιν αυθεντίας. Έχει δια τούτο το δικαίωμα να εικάση τις, ότι την εσπέραν του πάθους το σώμα του Ιησού απεσπάσθη από τον σταυρόν υπό των στρατιωτών και ερρίφθη εις κοινή  τινα τάφρον, όπου ουδείς θα ηδύνατο να σκεφθή να αναζητήση αυτό» ([31]). Ο Kirsopp Lake εξ άλλου υπεστήριξε την υπόθεσιν, ότι αι μυροφόροι γυναίκες ηπατήθησαν ως προς τον τάφον του Ιησού. «Τα περίχωρα της Ιουδαίας, παρατηρεί ούτος, είναι πλήρη τάφων διηνοιγμένων εις βράχους και δεν θα ήτο εύκολον να διακρίνη τις το εν μνημείον από το άλλο, εάν δεν υπήρχον διακριτικά σημεία επί εκάστου τούτων» ([32]). Ο δε Schmiedel προς βεβαίωσιν του ότι ο τάφος δεν ανευρέθη πράγματι κενός την τρίτην ημέραν επικαλείται την σιγήν μεν του Παύλου περί της ταφής του Ιησού ως απόδειξιν του ότι η ταφή δεν εγένετο, την σιωπήν δε των μυροφόρων («ουδενί ουδέν είπον» Μαρκ. ιστ' 8) εις απόδειξιν του ότι αύται δεν ηδυνήθησαν ν' ανεύρωσι τον πραγματικόν τάφον του Ιησού, και τέλος το ότι αι πρώται εμφανίσεις του αναστάντος εσημειώθησαν εις την Γαλιλαίαν και συνεπώς ήτο αδύνατον να διαπιστωθή η ταυτότης του σώματος λόγω της εν τω μεταξύ επελθούσης σήψεως ([33]). Και περί μεν του ότι αι πρώται εμφανίσεις του αναστάντος Κυρίου δεν εσημειώθησαν εις την Γαλιλαίαν, αλλ’ αι περί εμφανίσεων δύο παραδόσεις (η Ιεροσολυμιτική και η Γαλιλαική) συμπληρούσιν αλλήλας, είπομεν ήδη.

Η ταφή του Κυρίου και ο κενός τάφος.

Περί του ότι δε η ταφή του Ιησού είναι γεγονός μεμαρτυρημένον, όσον ελάχιστα γεγονότα, πείθεται τις, όταν λάβη υπ' όψει ότι και οι τέσσαρες ευαγγελισταί αναφέρουσι τούτο ([34]), ο δε Πέτρος ομιλεί περί αυτού κατ' αυτήν την ημέραν της Πεντηκοστής, κατά τοιούτον δε τρόπον, ώστε οι λόγοι αυτού να δύνανται να χαρακτηρισθώσιν ως πρόκλησις προς τους απιστούντας Ιουδαίους, ίνα ερευνήσωσι τα κατά τον κενόν τάφον. Ο Παύλος δε όχι μόνον αναφέρει τούτο (Α' Κορινθ. ιε' 4)  αλλά και στηρίζει ολόκληρον θεολογικήν θεωρίαν επί της προϋποθέσεως της ταφής του Ιησού (Ρωμ. στ' 4, Κολος. β' 12). Είπομεν δ' ήδη, ότι η περί της ταφής του Κυρίου μαρτυρία εισήχθη ενωρίτατα εις το πρωταρχικόν σύμβολον της πίστεως, ως υπαινίττεται τούτο και η μαρτυρία του Παύλου. Δικαίως δια τούτο ο Ε. von Dobschütz παρετήρησεν, ότι «το ετάφη είναι εν των αρχαιοτέρων σημείων του αποστολικού κηρύγματος, ο Παύλος δε εύρεν ήδη τούτο καθωρισμενον» ([35]). Η υπόθεσις εξ άλλου του Lake, ότι αι μυροφόροι υπέστησαν σύγχυσιν περί τον πραγματικόν τάφον του Ιησού, δεν δύναται να θεωρηθή σοβαρά, και δι’ άλλους μεν λόγους, αλλά και διότι και επί τη υποθέσει, ότι αύται επλανώντο και δεν ανεύρισκον τον πραγματικόν τάφον, ήτο αδύνατον ίνα πλανηθώσιν οι διενεργήσαντες την ταφήν Ιωσήφ και Νικόδημος.  αλλά και ο περί σιγής των μυροφόρων ισχυρισμός του Schmiedel στερείται σοβαρότητας, διότι το χωρίον του Μάρκου «ουδενί ουδέν είπον» αναφέρεται εις τας πρώτας στιγμάς της επισκέψεως του τάφου, ουδαμώς δ' αποκλείει την λύσιν της σιγής, όταν αι μυροφόροι ευρεθείσαι εις oικείον περιβάλλον ανέκτησαν την ψυχραιμίαν αυτών. Τέλος η περί κοινού τάφου υπόθεσις του Loisy ορθώς εχαρακτηρίσθη υπό του Hugueny([36]) ως επινόησις καθαρώς Παρισινή, μη στηριζόμενη επί ουδεμιάς πραγματικής αποδείξεως, αλλ’ αντιλεγομένη υπό πολλών ενδείξεων σοβαρών Ιστορικώς μεμαρτυρημένων. Αληθώς· το όλως απίθανον της υποθέσεως ταύτης αποδεικνύεται εκ του ότι οι σύγχρονοι τότε Ιουδαίοι δεν αντέταξαν αυτήν η άλλην τινά παρομοίαν υπόθεσιν προς διάψευσιν του περί αναστάσεως κηρύγματος,  αλλά διεφήμισαν, ότι οι μαθηταί έκλεψαν το σώμα του Ιησού (Ματθ. κη' 15). Οι μεταγενέστεροι δε Ιουδαίοι κατά τον δωδεκατον αιώνα ([37]) ομιλούσι περί κλοπής του σώματος του Ιησού και περί ταφής αυτού εν τω κήπω υπό ρυάκιόν τι, ούτινος έστρεψαν προηγουμένως το ρεύμα, ίνα επαναφέρωσιν αυτό πάλιν μετά την ταφήν, ώστε να μη δύναται ν’ ανευρεθή ο νέος τάφος, αγνοούσι δ' ολοτελώς την υπόθεσιν του κοινού τάφου. Τούτο δε διότι ο κοινός τάφος δεν ήτο εν χρήσει παρ' Ιουδαίοις. Καθώς εξακολουθεί σημειών ο Hugueny ([38]), το Δευτερονόμιον (κα' 23) παραγγέλλει ρητώς, ίνα το πτώμα του επί ξύλου κρεμασθέντος ταφή προ της νυκτός, χωρίς όμως να λέγη τι και περί του τρόπου της ταφής. Η Μίσχνα όμως καθορίζει ότι «ο τιμωρηθείς δεν θάπτεται εις τον τάφον της οικογενείας του. Το δικαστήριον είχε δύο κοιμητήρια δημόσια, εν δια τους καταδίκους τους αποκεφαλιζομένους ή σταυρουμένους και έτερον δια τους λιθοβολουμένους ή κατακαιομένους. Όταν η σαρξ διελύετο, ελαμβάνοντο τότε τα οστά ίνα ταφώσιν εις το οικογενειακόν μνημείον» ([39]). Υπήρχε λοιπόν ίδιον κοιμητήριον δια τους καταδίκους,  αλλά και τάφοι ιδιαίτεροι δι' ένα έκαστον των καταδίκων, διότι άλλως θα καθίστατο αδύνατος η ανεύρεσις των οστών μετά την διάλυσιν του σώματος. Ο κοινός τάφος, ένθα φύρδην μίγδην ερρίπτοντο πολλά πτώματα, είναι άγνωστος.  αλλά και προς τον Ρωμαικόν νόμον δεν συμφωνεί η περί κοινού τάφου υπόθεσις. Διότι ο Ρωμαικός νόμος ώριζε να δίδεται το πτώμα του εκτελεσθέντος εις οποιονδήποτε θα εζήτει αυτό. Και εάν δε παραθεωρήσωμεν την ευαγγελικήν μαρτυρίαν περί του Ιωσήφ και του Νικοδήμου ως αναλαβόντων να κηδεύσωσι τον Ιησούν, πάντως θα ευρίσκετο άλλος τις να ζητήση από την Ρωμαικήν αρχήν το σώμα του Ιησού. Είναι εντελώς απίθανον, ότι εις την τόσην επί του Πάσχα συρροήν κόσμου, υποδεχθέντος τον Ιησούν κατά την προ πέντε ημερών από του θανάτου του είσοδόν του εις Ιεροσόλυμα μετά τόσου ενθουσιασμού, μεταξύ του οποίου θα υπήρχον και πλείστοι ευεργετηθέντες υπό του Ιησού, δεν θα ευρίσκετο ουδέ εις φίλος, συμπαθών προς τον νεκρόν του και αναλαμβάνων την φροντίδα της ταφής αυτού. Η ταφή λοιπόν του Ιησού είναι γεγονός αδιάσειστον και η ανεύρεσις του τάφου κενού κατά την τρίτην ημέραν μαρτυρείται αυθεντικώς. Η φήμη δε της κλοπής του σώματος του Ιησού αποτελεί μίαν επί πλέον ένδειξιν, ότι ο τάφος ανευρέθη κενός.

Και ταύτα μεν περί της κενότητος του τάφου. Αλλ' η υπόθεσις της υπό της φαντασίας παραπλανήσεως των μαθητών ελέγχεται αβάσιμος και δια τους κάτωθι λόγους:

1) Αντιτίθεται εις την παράδοσιν, ότι ο Ιησούς ανέστη τη τρίτη ημέρα.

Η παράδοσις αύτη είναι αυθεντικώς μεμαρτυρημένη. Αλλ' εάν δεχθώμεν, ότι η πίστις εις την ανάστασιν υπήρξεν αποτέλεσμα παρατεταμένης τινός προσδοκίας και προόδου, η οποία απήτησεν εβδομάδας ολοκλήρους ή και μήνας να απαρτισθή, πρέπει συγχρόνως ν' απορρίψωμεν, ότι ήδη από την πρωίαν της τρίτης ημέρας εσημειώθησαν αι πρώται εμφανίσεις του αναστάντος και μέχρι της εσπέρας της αυτής ημέρας είχεν εδραιωθή ου μόνον παρά ταις μυροφόροις,  αλλά και τοις μαθηταίς η πεποίθησις, ότι ο διδάσκαλος ανέστη.

2) Διαστρέφει την αφήγησιν του Παύλου.

Ο Παύλος ποιείται σαφή διάκρισιν μεταξύ των αποκαλύψεων και οπτασιών, αίτινες κατά το χωρίον Β' Κορινθ. ιβ' 1-5 (πρβλ. και Πραξ. κβ’ 17) εγένοντο εις αυτόν, και της εμφανίσεως του Ιησού Χριστού, της γενομένης προς αυτόν εν τη αρχή της αποστολικής του διακονίας παρά την Δαμασκόν (Α' Κορινθ. θ' 1), και την οποίαν εμφάνισιν ο Απόστολος προφανώς θεωρεί ως εμφάνισιν του αναστάντος εκ νεκρών Χριστού, και ουχί ως πνευματικήν τινα οπτασίαν. Ουδέ πρέπει να λησμονήται, ότι ο Παύλος εν τω χωρίω Α' Κορινθ. ιε' 12-19 παρουσιάζει την εις αυτόν εμφάνισιν του Κυρίου επί της εις Δαμασκόν αγούσης οδού ως της αυτής φύσεως προς τας ευθύς μετά την ανάστασιν εμφανίσεις εις τον Πέτρον και τους αποστόλους, δι' ο και χρησιμοποιεί τον αυτόν όρον    ώ φ θ η    τόσον δι’ αυτήν, όσον και δι' εκείνας. Άλλως τε την εμφάνισιν ταύτην χρησιμοποιεί και ως επιχείρημα, όπως αποδείξη, ότι είναι και αυτός απόστολος ως οι άλλοι, διότι και αυτός είδε τον Κύριον (Α' Κορινθ. θ' 1).  Αλλά το επιχείρημα τούτο θα παρέμενεν άνευ βάσεως, εάν ο Παύλος κατά την εμφάνισιν ταύτην εν τη εις Δαμασκόν οδώ δεν είχεν ίδει πράγματι τον Κύριον. Διότι κατά μόνην την περίπτωσιν ταύτην είδεν ο Παύλος τον Κύριον, πρότερον δε, ότε ο Κύριος έζη επί της γης, πιθανώτατα δεν είχεν ίδει αυτόν,  αλλά και εάν είχεν ίδει αυτόν ως οι πλείστοι των Ιουδαίων, τούτο δεν θ' απετέλει σοβαράν βάσιν επιχειρήματος. Εξ ετέρου προσεκτική ανάγνωσις του χωρίου, ένθα ο απόστολος αφηγείται τας εμφανίσεις του αναστάντος Χριστού, πείθει, ότι τας εμφανίσεις ταύτας εξεδέχετο οωματικάς, εμφανίσεις του Ιησού μετά του αναστάντος σώματος αυτού. Διότι όταν λέγη, ότι ο Χριστός    α π έ θ α ν ε    και    ε τ ά φ η   και    ε γ ή γ ε ρ τ α ι     και    ώ φ θ η,   προφανώς θέλει να δηλώση, ότι το σώμα του Χριστού ετάφη και ανέστη, και ότι αυτός ο ταφείς Ιησούς ηγέρθη και ενεφανίσθη εις τον Κηφάν κλπ. Εξ άλλου δια να προσάγη ο Παύλος την ανάστασιν του Χριστού ως απόδειξιν της καθολικής των νεκρών αναστάσεως, προφανέστατα αποδεικνύει, ότι τας εμφανίσεις ταύτας του Χριστού δεν εξεδέχετο ως εμφανίσεις πνευματικάς, ως εμφανίσεις του πνεύματος του Ιησού, αλλ' ως εμφανίσεις του αναστάντος σώματος αυτού ([40]). Και είναι μεν αληθές, ότι ο Παύλος χαρακτηρίζει το σώμα του Ιησού Χριστού ως δεδοξασμένον (Φιλιπ. γ' 21), αλλ' όμως είναι προφανές, ως ήδη είπομεν, ότι το δεδοξασμένον σώμα του Κυρίου ήτο κατά τον Παύλον αυτό το σώμα το σταυρωθέν και ταφέν. Καίτοι δε μετεμορφώθη, δεν ήτο άϋλον. Διότι ναι μεν ομιλεί ο Παύλος περί σώματος πνευματικού, το οποίον θα προσλάβωμεν μετά την αναστασίν μας καθ' ομοίωσιν προς το σώμα του αναστάντος Κυρίου (Α' Κορινθ. ιε' 44-49),  αλλά το σώμα τούτο ονομάζει πνευματικόν ουχί διότι τούτο θα είναι άϋλόν τι η αιθέριον,  αλλά διότι θα είναι σώμα ζωοποιούμενον υπό του Πνεύματος. Όπως ακριβώς όταν λέγη ο Παύλος, ότι το σώμα, όπερ φέρομεν ήδη, είναι ψυχικόν, δεν εννοεί προφανώς δι’ αυτού ότι σύγκειται εκ ψυχής, αλλ' ότι ζωοποιείται και εξουσιάζεται υπό της ψυχής, ούτω και δια του όρου πνευματικόν δεν ηθέλησε να σημάνη, ότι το σώμα εκείνο θα είναι αερώδες τι και άϋλον, αλλ’ ότι δεν θα δεσπόζηται υπό φυσικών ενστίκτων και θα είναι τέλειον όργανον του Πνεύματος διατελούν υπό την πλήρη κυριαρχίαν αυτού και χωρούν πάσαν αυτού την ενέργειαν. Εάν δε αλλαχού τονίζη, ότι σαρξ και αίμα βασιλείαν Θεού κληρονομήσαι ου δύνανται, και εάν εκλάβωμεν τους όρους τούτους ως μη χρησιμοποιηθέντας υπό την έννοιαν των παραγόντων και οργάνων της αμαρτίας, πάντως δι’ αυτών δηλούται, ότι σώμα διατελούν υπό τους σημερινούς φυσικούς όρους και δεσποζόμενον υπό ενστίκτων φυσικών και υποκείμενον εις την φθοράν και τον θάνατον δεν δύναται να εισέλθη εις την μέλλουσαν βασιλείαν, εάν μη προηγουμενως αφθαρτισθή.

3) Δεν συμβιβάζεται προς την δυσπιστίαν των μαθητών.

Εάν επρόκειτο περί παραπλανήσεως υπό της φαντασίας, πώς θα εξηγείτο τότε η παροιμιώδης δυσπιστία, μετά της οποίας οι μαθηταί αντικρύζουσι το γεγονός της Αναστάσεως; Οι φαντασιοκόποι είναι εύπιστοι και αφίνουν εαυτούς άνευ αντιστάσεως τινός να σύρωνται υπό της νοσηράς των φαντασίας. Οι μάρτυρες όμως της αναστάσεως είναι δύσπιστοι, σκεπτικισταί, ζητούντες μετ' επίμονον έρευναν να πεισθώσι και να πληροφορηθώσιν. Ούτως όταν αι μυροφόροι αναγγέλλωσιν εις αυτούς τα κατά την οπτασίαν του τάφου, «εφάνησαν ωσεί λήρος τα ρήματα αυτών και ηπίστουν αυταίς» (Λουκ. κδ' 11). Όταν δε μετ' όλίγον ενεφανίσθη και εις αυτούς ο διδάσκαλος, «εδόκουν πνεύμα θεωρείν». Και μόλις όταν εψηλάφησαν αυτόν και όταν τον είδον να συντρώγει εν τη τραπέζη των, επίστευσαν ότι όντως ο διδάσκαλος ανέστη. Την αυτήν δυσπιστίαν δεικνύει έπειτα και ο Θωμάς, μηδαμώς παρασυρόμενος από την ομόφωνον μαρτυρίαν των συμμαθητών του και την σύμφωνον βεβαίωσιν του κύκλου των μυροφόρων.

4) Δεν συμβιβάζεται προς των χαρακτήρα των εμφανίσεων.

Εάν οι Απόστολοι έβλεπον μόνον την εικόνα του Διδασκάλου, θα ηδύνατο τις να υποθέση, ότι υπήρξαν θύματα φαντασιοπληξίας τινός. Εάν διέκρινον μόνον φωτεινήν τινα και αιθερίαν μορφήν αιωρουμένην εις τον αέρα μεταξύ γης και ουρανού, η υπόθεσις του Renan και του Strauss θα είχε βάσιν τινα. Αυτοί όμως ψηλαφώσι το σώμα του Ιησού, βλέπουσιν αυτόν να παρακάθηται εις την τράπεζάν των και να συντρώγη μετ' αυτών, ακούουσιν αυτόν να δίδη διαφόρους παραγγελίας και εντολάς, τω απευθύνουσιν ερωτήσεις και ακούουσι τας απαντήσεις του. Αναπτύσσει εις αυτούς ο Χριστός την έννοιαν των Γραφών· ο Πέτρος εννοεί πολύ καλά την σημασίαν της τριπλής ερωτήσεως «φιλείς με, Πέτρε;», εννοούσιν όλοι την έννοιαν των λόγων του Ιησού περί βαπτίσματος και περί της επελεύσεως του Αγίου Πνεύματος. Τοιαύτα γεγονότα και περιστατικά δεν δύνανται να ανήκωσιν εις τους κόσμους της φαντασίας.

5) Δεν ανταποκρίνεται προς τας ψυχικάς διαθέσεις των Αποστολων.

Αι ψυχικαί διαθέσεις, υπό τας οποίας διετέλουν οι Απόστολοι, δεν καθίστων αυτούς κατ' ουδένα λόγον επιδεκτικούς των φαντασιοπληξιών, τας οποίας τοις αποδίδουν. Το έδαφος βέβαια, επί του οποίου η φαντασία παντός φαντασιοκόπου κινείται και πλάττει, είναι οι πόθοι αυτού, αι ελπίδες του, τα σχέδιά του, οι φόβοι του· πάσαι δε αι παραισθήσεις και παρακρούσεις του δεν είναι παρά ενσάρκωσίς τις των φόβων ή των ελπίδων τούτων. Αλλ' οι Απόστολοι προφανώς παν άλλο σκέπτονται και ελπίζουσιν ή να ίδωσι τον Ιησούν ανιστάμενον εκ του τάφου. Δι’ αυτούς ο Ιησούς ήτο πλέον ο Ναζωραίος, εις τον οποίον ματαίως τόσας ελπίδας είχον στηρίξει και δια τον οποίον τόσας θυσίας είχον υποστή άνευ κέρδους τινός. Η εικών εμπόρου τινός ατυχήσαντος εις επιχείρησιν, εν τη οποία κατέθεσε και τον τελευταίον οβολόν επί τη ελπίδι αποκομίσεως κέρδους τεραστίου, το αίσθημα της πικρίας και της απογνώσεως, το οποίον εις την καρδίαν αυτού κυριαρχεί, μόλις θα ήσαν αρκετά να παραστήσωσι την ψυχολοχικήν κατάστασιν, εις ην μετά την σταύρωσιν περιήλθον οι Απόστολοι. Εάν επί τέλους τα Ευαγγέλια μας έλεγον, ότι οι μαθηταί επανείδον τον Διδάσκαλον περιβεβλημένον κοσμικήν δόξαν και καθήμενον επί θρόνου βασιλικού, θα ηδύνατό τις να ισχυρισθή, ότι αι παλαιαί περί Μεσσίου ελπίδες των μαθητών ανέζησαν και έδωκαν τροφήν εις την φαντασίαν των.  Αλλά να τον βλέπωσι αναζώντα ουχί δια να συμβασιλεύση μετ' αυτών,  αλλά δια να καλέση αυτούς εις νέας θυσίας και εις νέους αγώνας αιματηρούς, τούτο εξέρχεται όλως του κύκλου των προσδοκιών και των ελπίδων των μαθητών.

Επί πλέον ορθούται αδυσώπητος η μαρτυρία του Παύλου. Ο νεαρός ούτος Ταρσεύς, όστις έρχεται εις την Δαμασκόν ωθούμενος από το άσπονδον μίσος, όπερ έτρεφε κατά της χριστιανικής εκκλησίας, ηδύνατο να φαντάζηται τας διαφόρους εκκλησίας πλέουσας εις το αίμα· ήτο δυνατόν να ίδη δια της φαντασίας του τον Ιησούν ανασταυρούμενον,  αλλά να φαντασθή αυτόν ομιλούντα εξ ουρανού και καλούντα αυτόν εις το αποστολικόν αξίωμα, τούτο ήτο όλως αδύνατον.

6) Δεν συμβιβάζεται προς την δράσιν των Αποστόλων.

Η φαντασιοπληξία, την οποίαν αποδίδουσιν εις τους Αποστόλους, είναι όλως ασυμβίβαστος προς την μετέπειτα δράσιν των και προς την επιτυχίαν, μεθ' ης έφερον εις πέρας το αποστολικόν αυτών έργον. Η φαντασιοπληξία είναι φαινόμενον παθολογικόν, παραισθήσεις δε και παρακρούσεις πάσχουσιν οι παράφρονες η οι ανισόρροποι.

Θα ήτο άραγε δυνατόν να κατηγορήσωμεν του Παύλου ανισορροπίαν; και θα ήτο δυνατόν εις φαντασιόπληκτος να αναπτύξη την αξιοθαύμαστον δραστηριότητα και φρόνησιν και σύνεσιν, την οποίαν προϋποθέτει η μεγαλεπήβολος δράσις του μεγάλου τούτου των εθνών Αποστόλου; Αλλά και πας όστις ήθελε ρίψει εν βλέμμα εις τας δύο καθολικάς επιστολάς του Πέτρου ή εις τα πρώτα κεφάλαια των Πράξεων, όπου ιστορείται η δράσις του κορυφαίου, δεν θα επείθετο ευθύς, ότι ο υιός του Ιωνά είναι αδύνατον να υπήρξε διάνοια ανισόρροπος και παραπαίουσα; Ή μήπως και οιαδήποτε ανάγνωσις του τετάρτου Ευαγγελίου δεν μας παρουσιάζει τον Ιωάννην διάνοιαν υψήγορον, διαυγή, φωτεινήν, ξένην όλως προς πάσαν φαντασιοπληξίαν;

7) Δεν εξηγεί την εις πολλούς συγχρόνως εμφάνισιν του Ιησού.

Το να υπόκειται πρόσωπον τι εις την φαντασιοπληξίαν, είναι και δυνατόν και εύκολον. Το να ευρίσκεται όμως και δεύτερον πρόσωπον, το οποίον να συμμερίζεται καθ' όλην την γραμμήν, μέχρι και αυτών των ασημάντων λεπτομερειών, τας φαντασιοπληξίας του πρώτου προσώπου, τούτο αποτελεί ψυχολογικόν φαινόμενον εντελώς ανεξήγητον. Θα ήτο τούτο αληθώς μυστηριώδες τι και καταπληκτικόν, όπως μυστηριώδες θα ήτο το να ίδωσι καθ' ύπνους δύο ή και περισσότερα πρόσωπα εν και το αυτό όνειρον, κατά τον αυτόν δε χρόνον και εν τη αυτή στιγμή.

Αλλ' ιδού, ότι αι εμφανίσεις του Ιησού σημειούνται συγχρόνως ενώπιον πολλών, και βλέπει ο εις ό,τι συγχρόνως έβλεπε και ο άλλος, ακούει δε ο έτερος ό,τι κατά τον αυτόν χρόνον ήκουον και πάντες οι λοιποί. Ποίαν λοιπόν σχέσιν δύνανται να έχωσιν αι εμφανίσεις αυταί προς τα φαινόμενα της φαντασιοπληξίας;

8) Δεν συμβιβάζεται προς την δράσιν της πρώτης Εκκλησίας.

Δια να παραδεχθώμεν, ότι ολόκληρος ο χορός των Αποστόλων και των πρώτων μαθητών, πάντες οι υπερπεντακόσιοι εκείνοι πιστοί παρεπλανήθησαν υπό της φαντασίας των, πρέπει συγχρόνως να ομολογήσωμεν, ότι η χριστιανική κοινότης των Ιεροσολύμων υπήρξεν άθροισμα φαντασιοπλήκτων και φαντασιοκόπων! Η ζωή εν τούτοις της πρώτης εκείνης εκκλησίας περιλαμβάνει παν ό,τι υψηλόν και αξιοθαύμαστον. Ουδεμία ανόητος υπερβολή, ουδέν άσκεπτον και παράτολμον διάβημα, ουδεμία εκδήλωσις νευρικής υπερδιεγέρσεως, ούτε κραυγαί ή φωναί υστερικαί ή στεναγμοί και οιμωγαί και λιποθυμίαι, ούτε ενθουσιασμός ακράτητος και άλογος παρατηρείται εις την κοινωνίαν των αγίων εκείνων ανθρώπων. Η αξιοθαύμαστος διαύγεια της κρίσεως, η κινούσα τους Αποστόλους, η αυτή κυριαρχεί και μεταξύ πάντων των μελών της Σιωνίτιδος Εκκλησίας. Η αυτή δραστηριότης, η αυτή γαλήνη και ειρήνη και πνευματική ηρεμία. Και με ποίον δικαίωμα έπειτα την ουρανίαν πολιτείαν των αξιοθαυμάστων εκείνων ανθρώπων θα εχαρακτηρίζομεν ως κοινωνίαν φαντασιοπλήκτων;

9) Δεν εξηγεί το ευάριθμον των εμφανίσεων.

Την δήθεν έξαψιν της φαντασίας των μαθητών, εξ ης προέκυψαν αι οπτασίαι του αναστάντος διδασκάλου, ο Renan χαρακτηρίζει ως παροξυσμόν ισχυρόν. Περί δε των αυτοπτών της αναστάσεως δεν διστάζει να ισχυρισθή, ότι εμεθύσκοντο οι μεν υπό των δε και εξηπάτων αλλήλους δια των φαντασιοπληξιών αυτών. Και δεν δυσκολεύεται να προσθέση, ότι «αι οπτασίαι επολλαπλασιάζοντο αδιακόπως».

Αλλά από τον ισχυρότατον τούτον ψυχικόν παροξυσμόν υπερπεντακοσίων προσώπων, πώς προήλθον τόσον ολίγαι εμφανίσεις του Ιησού; Και το πράγμα καθίσταται επί πλέον ανεξήγητον, εάν λάβωμεν υπ' όψει, ότι την τεσσαρακοστήν ημέραν από της αναστάσεως παύουσιν αποτόμως αι προς τους Αποστόλους εμφανίσεις του Χριστού.  Αλλά πώς; Άπαξ η φαντασία των πρώτων Χριστιανών εισήλθεν εις την οδόν της αποπλανήσεως, κατά τίνα τρόπον θα ήτο δυνατόν αποτόμως και αμέσως να τεθή εκ νέου επί της οδού της ευθυκρισίας; δεν θα ευρίσκετο ουδείς από τους υπερπεντακοσίους εκείνους, του οποίου η φαντασία να εξακολουθή πάσχουσα και μετά την τεσσαρακοστήν ημέραν;

Τοσαύτα και περί της υποθέσεως τον δια της φαντασίας οπτασιών του Ιησού.

([1]) Fragmente σελ. 427 και εξής.
([2]) Eν τω υπ' αυτού κατά το 1901 δημοσιευθέντι βίω του Ιησού.
([3]) Eν τω Hand – Commentar αυτού εις τους συνοπτικούς τω εκδοθέντι τω 1889 και 1901.
([4]) Jesus 1913 σελ. 104.
([5]) Jesus de Nazarclh, Paris 1907  I σελ. 461 και εξής.
([6]) Ούτω το ανόητον αυτής ανεγνώρισαν oι  P. W. Schiniedel (ενθ' ανωτ. Encycl. Biblica τόμ. IV στηλ. 4066-4067), Α. Meyer (Die Auferstehung Christi σελ. 117) και αυτός ο Strauss (Das Leben Jesu für das deutsche Volk bearbeitel, Leipzig 1864). ο Devivier (μν. εργ. σελ. 193) περιλαμβάνει ως έπεται τους λόγους, δι’ ους η υπόθεσις της κλοπής παρουσιάζεται ασύστατος: 1 ) Δεν είχον λόγον οι απόστολοι να προδώσιν εις την κλοπήν. Διότι ή επίστευον εις επικειμένην ανάστασιν του Διδασκάλου, οπότε έδει ν' αναμείνωσι και ουδεμία ανάγκη ήτο να προδώσιν εις κλοπήν· ή δεν επίστευον, οπότε φυσικώτερον ήτο να εγκαταλίπωσιν ολοτελώς την υπόθεσιν και την μνήμην ανθρώπου, προς τον οποίον πλέον δεν είχον την παραμικράν πίστιν· η αμφεταλαντεύοντο, οπότε η κοινή λογική θα τους ωδήγει να περιμείνωσι την έκβασιν και τας συνεπείας αυτής. 2) Τουναντίον οι απόστολοι είχον λόγους ισχυρούς, υποχρεούντας αυτούς να μη προβώσιν εις το εγχείρημα της κλοπής. Ήσαν δ' ούτοι. α) Το ότι εκυκλούντο υπό άσπονδων εχθρών του Ιησού, παρ' ων εν περιπτώσει, ανακαλύψεως θ’ ανέμενον σκληράς τιμωρίας και τον θάνατον αυτόν. Β) Το ότι θα παρημποδίζοντο υπό του φόβου του κρίματος της θείας δικαιοσύνης εφ' όσον θα απετόλμων απάτην ούτω βλάσφημον και ασεβή. γ) Το ότι δεν είχον σοβαράς ελπίδας άνθρωποι αγράμματοι, και άνευ επιρροής να επιτύχωσιν εις σχέδιον ούτω ριψοκίνδυνον και άνοπτον,  κατά το οποίον απατεών τις, σταυρωθείς υπό των συμπατριωτών του, θα επεβάλλετο υπ’ αυτών εις την λατρείας των ανθρώπων ως αληθής Θεός· και δ) Το ότι, εάν ο Ιησούς δεν ανίστατο, φυσικόν ήτο να κινήση μάλλον την αγανάκτησιν των μαθητών, διότι εξηπατήθησαν ούτοι και καταισχυνθέντες εβυθίσθησαν εις την αθλιότητα. 3) Αλλά και εάν οι απόστολοι απεφάσιζαν την κλοπήν, ήτο αδύνατον να αχθή αυτή εις πέρας. Διότι εφ' όσον εφρουρείτο ο τάφος, έπρεπε να χρησιμοποιήσωσιν ή  β ί α ν  κατά των φυλάκων, πράγμα αδύνατον δι’ ανθρώπους δειλούς, εγκαταλείποντας τον διδάσκαλον εν Γεσθημανή, ή   δ ω ρ ο δ ο κ ί α ν,  πράγμα το οποίον ου μόνον απήτει χρήματα, ων εστερούντο οι απόστολοι, αλλά και δεν ήτο και ευχερής, διότι εις  και μόνον εκ των φυλάκων εάν ηρνείτο, η δωροδοκία θα προεδίδετο, ή  α π ά τ η ν,  ήτις καθίστατο αδύνατος, διότι πώς θα επλησίαζον τον τάφον, πώς θα απεκύλιον τον τεράστιον λίθον και πώς θα υπεξήτουν το σώμα αποσπώντες μάλισπα απ’ αυτού τα οθόνια και καταλείποντες ταύτα, χωρίς να γίνωσιν αντιληπτοί;
([7]) «Α! εκοιμώντο, λέγεται, οι φύλακες! Παρατηρεί ο ιερός Αυγουστίνος. Αλλ’ όταν ομιλήτε ούτω, μήπως κοιμάται, το λογικόν σας περισσότερον παρ’ όσον οι φύλακες; Εάν εκοιμώντο, τι είδον; Και εάν δεν είδον τίποτε, τίνος είναι μάρτυρες; Τι είδους μάρτυρες είναι οι μάρτυρες οι κοιμώμενοι! Εις τι περιλαμβάνεται η μαρτυρία των; Ιδού. Είναι ως να έλεγον: Μαρτυρούμεν, ότι οι μαθηταί του Ιησού υπεξήρεσαν το σώμα του˙ και η μαρτυρία μας είναι απολύτως αδιαμφισβήτητος, διότι, όταν το σώμα υπεξηρέθη, εκοιμώμεθα ύπνον τοσούντον βαθύ, ώστε ούτε ηκούσαμε, ούτε είδομεν τίποτε!» (Tract.  In Psalmos παρά Duplessy μν. εργ. σελ. 316).
([8]) Eludes sur les Εvangiles έκδ. 4, Paris 1905 σελ. 311-316.
([9]) Αυτόθ. σελ. 315.
([10]) Ένθ’ ανωτ.
([11]) Ιωσήπου περί Ιουδ. Πολ. II 19.
([12]) Turton, μνημ. εργ. σελ. 388.
([13]) Drei ersteti Jahrhunderlc έκδ. β' σελ. 39.
([14]) Vie nouvelle I σελ. 382-383.
([15]) Hettinger, Apologetique σελ. 508.
([16]) Das Christentum und die Christlievhe Kirche der drei ersten Jahrhunderte έκδ. γ’ σελ. 45.
([17]) Την υπόθεσιν ταύτην ο Paulus ανέπτυξεν εν Das Leben Jesu als Grundlage einer reinen Geschichte des Urchristentums, Heidelberg 1828. Ο Hase δε υπεστήριξε ταύτην εν τω Leben Jesu (εκδοθέντι το πρώτον το 1819 και εις πέμπτην έκδοσιν τω 1865) και εν τη Gesehichte Jesu (Leipzig 1876). Κατά τον παρόντα αιώνα υποστηρίχθη η υπόθεσις αύτη υπό των W. Sand (Le vérite sur la mort de Jesus—Christ, Paris 1902), R. Calluaud (Le  probleme  de la resurrection de Christ, Paris 1909) και των θεοσόφον εν γένει.
([18]) Jesus von Nazara τόμ. IΙΙ σελ. 573-576.
([19]) ένθ΄ανωτ.
([20]) ένθ΄ανωτ.
([21]) Eν Streitsehriften zur Verteidung meiner Schrift über das Leben  Jesu, Tubingen 1837.
([22]) Jésus de Nazareth τόμ. ΙΙ σελ. 455.
([23]) Hettinger, Apologétique σελ. 505.
([24]) ένθ’ ανωτ.
([25]) Ιωσήπου βίος 75.
([26]) ένθ’ ανωτ. τόμ. ΙΙΙ σελ. 455-456.
([27]) Vie nouvelle I σελ. 394-395.
([28]) Turton μν. εργ. σελ. 408.
([29]) A. Reville ένθ’ ανωτ. σελ. 456.
([30]) Renan, Les apotres σελ. 2-5.
([31]) Quelgues lettres sur les questions actuelles, Paris 1908 σελ. 93. Και αλλαχού ο αυτός σημειοί τα εξής: «Δύναται τις να υποθέση, ότι οι στρατιώται κατεβίβασαν το σώμα από του σταυρού προ της εσπέρας και έρριψαν αυτό εν κοινώ τινι λάκκω όπου φύρδην μίγδην ερρίπτοντο τα λείψανα των εκτελουμένων. Ο,τιδήποτε και αν είναι περί τού τελευταίου τούτου σημείου, οι όροι της ενταφιάσεως υπήρξαν τοιούτοι, ώστε μετά τινας ημέρας θά ήτο αδύνατον να αναγνωρισθή το σώμα του Σωτήρος και αν έτι ανεζητείτο» (Les Évangiles Synoptiques, Introduction κεφ. VII σελ. 223).
([32]) The historical evidence for the Resurrection of Jesus Christ, London 1907 σελ. 250.
([33]) ένθ’ ανωτ. (Encyclopaedia Biblica) IV στήλη 4066.
([34]) Ματθ. κζ' 57-61, Μαρκ. ιε' 42-47, Λουκ. κγ' 50-55, Ιωαν. ιθ' 38-42.
([35]) Osten und Plingsten, Leipzig 1903 σελ. 11.
([36]) ένθ’ ανωτ. σελ. 50.
([37]) Εν συλλογή των αντιχριστιανικών Ιουδαϊκών μυθευμάτων των προ του ιγ' αιώνος γνωστών υπό τον τίτλον Toledoth – Jeshu.
([38]) ένθ’ ανωτ. σελ. 51.
([39]) Sanhedrin VI, 4, 9, 10.
([40]) Πρβλ. Turton ένθ' άνωτ. σελ. 395.

(Από το βιβλίο: Απολογητικαί Μελέται τόμος Ε, Παναγιώτη Τρεμπέλα,εκδ. ο Σωτήρ σελ. 548-617)

Ανέστη ο Κύριος όντως!Απάντηση στους αρνητές της Ανάστασης (μέρος Α)

(Από το βιβλίο: Απολογητικαί Μελέται τόμος Ε, Παναγιώτη Τρεμπέλα σελ. 548-617)

 

Α) Αι περί της Αναστάσεως ιστορικαί μαρτυρίαι.
α) Η μαρτυρία του Παύλου.

Η αρχαιοτέρα γραπτή μαρτυρία περί της αναστάσεως του Ιησού Χριστού ευρίσκεται εις τας επιστολάς του Παύλου, αίτινες, ως γνωστόν, εγράφησαν προ των Συνοπτικών ευαγγελίων. Ποιαν σπουδαιότητα ενέχει η μαρτυρία του Παύλου, ανεπτύξαμεν ήδη εν τω Γ' κεφάλαιω. Περιοριζόμεθα δια τούτο να παρατηρήσωμεν ενταύθα ειδικώτερον, ότι η περί αναστάσεως του Χριστού μαρτυρία του Παύλου καθίσταται επί μάλλον αξιόλογος και σοβαρά δια τους κάτωθι λόγους:
1) Διότι παρουσιάζει την αλήθειαν ταύτην της αναστάσεως ως βάσιν του απόστολικού του κηρύγματος και ως στοιχείον αυτού εκ των ων ουκ άνευ. Αρκεί να ρίψωμεν εν βλέμμα επί των πρώτων στίχων του ιε' κεφαλαίου της Α' προς Κορινθίους επιστολής και θα πεισθώμεν ευθύς περί τούτου. Ομιλεί εκεί ο Απόστολος περί του Ευαγγελίου, ο ευηγγελίσατο τοις Κορινθίοις και εν τω οποίω παρέδωκεν αυτοίς εν πρώτοις, «ότι Χριστός απέθανεν υπέρ των αμαρτιών ημών κατά τας γραφάς και ότι ετάφη και ότι εγήγερται τη τρίτη ημέρα κατά τας γραφάς, και ότι ώφθη Κηφά, είτα τοις δώδεκα· έπειτα ώφθη επάνω πεντακοσίοις αδελφοίς εφάπαξ, εξ ων οι πλείους μένουσιν έως άρτι, τινές δε και εκοιμήθησαν, έπειτα ώφθη Ιακώβω, είτα τοις απόστόλοις πάσιν· έσχατον δε πάντων ωσπερεί τω εκτρώματι ώφθη καμοί». Ποιαν σπουδαιότητα απέδιδεν εις το σημείον τούτο του απόστολικού κηρύγματος ο θείος Παύλος, απόδεικνύεται ακόμη και εξ’ οόων ευθύς κατωτέρω διατείνεται, εν στίχοις 12-19, όπου, ως ήδη είπομεν, δεν δυσκολεύεται να διακηρύξη, ότι «ει Χριστός ουκ εγήγερται, κενόν άρα το κήρυγμα ημών, κενή δε και η πίστις υμών».
2) Διότι εκ της μαρτυρίας του Παύλου απόδεικνύεται σαφέστατα, ότι το γεγονός της αναστάσεως του Χριστού απετέλει την βάσιν του κηρύγματος και των άλλων Απόστόλων. Καθ' όσον, όταν ο Παύλος διακηρύττη, ότι «είτε ούν εγώ, είτε εκείνοι, ούτω κηρύσσομεν και ούτως επιστεύσατε», επάγων μάλιστα τους λόγους αυτούς ως συμπέρασμα των όσων περί του περιεχομένου του Ευαγγελίου του έγραψε προς τους Κορινθίους (ένθα ανωτ. στίχ. 11), δεν καταλείπει την ελαχίστην αμφιβολίαν περί του ότι τόσον το Ευαγγέλιον το κηρυττόμενον υπό του Παύλου, όσον και το Ευαγγέλιον το υπό των λοιπών Απόστόλων κηρυττόμενον, ήτο εν και το αυτό. Τούτο άλλως τε εμφαίνεται και εκ της προς Γαλάτας επιστολής (κεφ. β' 2 και 9), όπου ρητώς αναφέρεται ότι ο Παύλος μετά δεκατέσσαρα έτη από της επιστροφής αυτού εις Χριστόν ανελθών εις Ιεροσόλυμα εξέθεσε το υπ' αυτού κηρυττόμενον Ευαγγέλιον εις τους δοκούντας, τουτέστιν εις τον Ιάκωβον, εις τον Κηφάν και εις τον Ιωάννην, οίτινες δεξιάς έδωκαν αυτώ κοινωνίας, εύροντες κατά παάτα σύμφωνον προς το υπ’ αυτών κηρυττόμενον Ευαγγέλιον και το του Παύλου Ευαγγέλιον.
Αυτός άλλως τε ο Harnack ([1]) ομολογεί «ότι ανήκει εις τα πλέον βέβαια χριστιανικά γεγονότα, ότι ο απόστολος Παύλος δεν υπήρξεν ο πρώτος θέσας επί της πρώτης γραμμής την σπουδαιότητα του θανάτου του Χριστού και την σπουδαιότητα της αναστάσεώς του, αλλά συνηντήθη εν τη ομολογία ταύτη μετά της αρχεγόνου κοινότητος». «Τα γεγονότα αυτά του θανάτου και της αναστάσεως του Χριστού ο κύκλος των προσωπικών μαθητών του Ιησού και η πρώτη Χριστιανική κοινότης εκράτουν ως θεμελιώδη». «Επί του διπλού δε θεμελίου των λίθων τούτων εστηρίχθη ολόκληρος η Χριστολογία». «Ότι αι δύο αύται βεβαιώσεις («απέθανε δια τας αμαρτίας ημών και ανέστη δια την δικαίωσιν ημών») υπήρξαν δια την αρχέγονον κοινότητα τα ουσιώδη σημεία της πίστεώς της, ουδεις ακόμη εξεδήλωσεν αμφιβολίαν τινά . Αυτός ο Strauss δεν το αμφισβητεί και ο F. C. Baur αναγνωρίζει ότι η αρχαιοτάτη Χριστιανωσύνη ωκοδομήθη επί της ομολογίας τούτων».
3) Διότι η μαρτυρία του Παύλου βασισθειςα επί της συμμαρτυρίας των αυτοπτών της αναστάσεως παρουσιάζεται π α λ α ι ο τ ά τ η, δυναμένη να αναχθή και εις αυτήν την πρώτην πενταετίαν μετά την ανάστασιν του Ιησού. Και Ιδού πώς. Η Α' προς Κορινθίους εγράφη κατά μεν τους ενωρίτερον χρονολογούντας αυτήν τω 53 μ.Χ., κατά δε τους βραδύτερον τω 57, η εν αυτή δε μαρτυρία αναφέρεται εις προηγούμενον κήρυγμα του Παύλου γενόμενον κατά την πρώτην και επίσκεψιν αυτού εις Κόρινθον, σημειωθειςαν περί το 50 μ.Χ. Ούτω φθάνομεν εις είκοσι περίπου έτη μετά το πάθος του Κυρίου. Αλλ' ως δύναται να συναχθή εκ της μαρτυρίας ταύτης, ο Παύλος είχεν επικοινωνήσει προς τους αυτόπτας της αναστάσεως και από του στόματος αυτών έμαθε τα των εμφανίσεων του αναστάντος Ιησού. Η φράσις «ώφθη επάνω πεντακοσίοις αδελφοίς εφάπαξ, εξ ών οι πλείους μένουσιν έως άρτι, τινές δε και εκοιμήθησαν», αποδεικνύει σαφώς και αδιαμφισβητήτως ότι ο Παύλος εγνώρισε καλώς τους πεντακοσίους τούτους αυτόπτας, άρα δε και επεκοινώνησε προς αυτούς. Έχομεν λοιπόν πάντα λόγον να πειθώμεθα, ότι μάρτυς, μάλιστα τόσης περιωπής, οποίος υπήρξεν ο Παύλος, βεβαιών, ότι ο αναστάς Κύριος ενεφανίσθη τω Κηφά και τω Ιακώβω, εφρόντισε να εξακριβώση τούτο εξ’ αυτού του στόματος του Κηφά και του Ιακώβου, τους οποίους άλλως τε συνήντησεν, ως βέβαιοι ο ίδιος, τρία μόλις έτη μετά την επιστροφήν αυτού εις Χριστόν, και επέμεινε προς αυτούς η μέρας δεκαπέντε (Γαλατ. α' 18) ([2]). Λαμβανομένου δε υπ' όψει, ότι η επιστροφή του Παύλου, εάν δεν εγένετο εν έτος μετά την σταύρωσιν του Χριστού, ως διατείνεται ο Harnack ([3]), πάντως όμως εγένετο περί το 36 μ. Χ., η πρώτη συνάντησις του Παύλου προς τους κορυφαίους Αποστόλους συνέπεσε το πέμπτον ή το πολύ το όγδοον από της αναστάσεως του Ιησού έτος ([4]). Ούτω η μαρτυρία την οποίαν δίδει ο Παύλος εις την Α' προς Κορινθίους επιστολήν ανάγεται εις χρόνους παλαιοτάτους και μικρόν της αναστάσεως του Κυρίου απέχοντας.
4) Η εις παλαιοτάτους χρόνους αναγωγή της μαρτυρίας του Παύλου επιμαρτυρείται και εκ της φράσεως «τη τρίτη ημέρα», καθώς και εκ της φράσεως «κ α τ ά τ α ς
γ ρ α φ ά ς», ήτις επαναλαμβάνεται εν αυτή δις. Και είναι μεν αληθές, ότι ισχυρίσθησαν τινές των ορθολογιστών, ότι εκ της φράσεως ταύτης εμφαίνεται, ότι η περί αναστάσεως του Χριστού πίστις του Παύλου προεκλήθη δια των Γραφών, αλλ' ο ισχυρισμός ούτος ελέγχεται ασύστατος, όταν ληφθή υπ' όψει, ότι η αυτή φράσις χρησιμοποιείται υπό του Παύλου προκειμένου και περί του θανάτου του Χριστού («απέθανε... κατά τας γραφάς»). Η φράσις αυτή έχει την αρχήν της εις αυτά τα πρώτα κηρύγματα, τα οποία ο Πέτρος απηύθυνε προς τους Ιουδαίους. Καθώς εμφαίνεται και εξ αυτής της κατά την ημέραν της Πεντηκοστής δημηγορίας του κορυφαίου (Πράξ. β' 24-28), ο Πέτρος αντιληφθεις, ποίαν σημασίαν είχον δια τους Ιουδαίους αι από των Γραφών αποδείξεις, ήδη από της πρώτης αυτού δημηγορίας ταύτης εχρησιμοποίησε το είδος τούτο της επιχειρηματολογίας και απέδειξεν, ότι η ανάστασις του Ιησού Χριστού ήτο σύμφωνος προς τας προρρήσεις των Γραφών. Λόγω δε της συχνής χρήσεως της επιχειρηματολογίας ταύτης και εξ’ αιτίας της ιδιαιτέρας ισχύος αυτής δια τους Ιουδαίους κατά την κρατούσαν μεταξύ των κριτικών γνώμην εν αυτώ τω πρώτω συμβόλω της πίστεως, τω ενωρίτατα ([5]) εν τη εκκλησιαστική χρήσει εισαχθέντι, εβεβαιούτο, ότι ο Χριστός ανέστη κατά τας Γραφάς. Και εκ του αρχεγόνου τούτου συμβόλου λαμβάνει τους πρώτους τούτους στίχους της μαρτυρίας αυτού ο Παύλος, ως εμφαίνεται εκ του ότι ουδαμού αλλαχού χρησιμοποιείται υπ' αυτού η φράσις «κατά τας γραφάς». Είναι εξ’ άλλου αξιοσημείωτον, ότι η φράσις «κατά την γραφήν» απαντά παρά τη επιστολή του Ιακώβου (β' 8), εξ ού εμφαίνεται η Ιεροσολυμιτική προέλευσις αυτής. Αλλά και ο όρος «οι δώδεκα» ουδέποτε χρησιμοποιείται υπό του Παύλου, ο οποίος προτιμά μάλλον τον όρον «οι απόστολοι». Ο όρος «οι δώδεκα» είναι ευαγγελικός και ανάγει ημάς εις την Ιεροσολυμιτικήν παράδοσιν. Αλλ' εάν ο Παύλος εις την Α' προς Κορινθίους μαρτυρίαν αυτού παρεισάγη παράθεσιν εξ αποστολικού συμβόλου, διακηρύττοντος, ότι ο Κύριος απέθανε δια τας αμαρτίας ημών κατά τας γραφάς, ότι έταφη, ότι ανέστη τη τρίτη ημέρα κατά τας γραφάς, και ότι ενεφανίσθη εις τον Πέτρον και εις τους δώδεκα, αποδεικνύεται εκ τούτου, ότι η μαρτυρία αυτού στηρίζεται και επί εγγράφου πηγής, απ' αυτών των πρώτων αυτοπτών του Κυρίου και της αναστάσεως αυτού ελκούσης την καταγωγήν της και εισαχθειςης από των πρώτων ετών της θεμελιώσεως της εκκλησίας εις επίσημον χρήσιν καθ' άπασαν την εκκλησίαν.
5) Αλλά και ο τρόπος, καθ' ον παρέχεται υπό των επιστολών του Παύλου η περί της αναστάσεως του Χριστού μαρτυρία, καθιστά αυτήν οξιολογωτάτην. Διότι ο απόστολος θίγει όλως εν παρόδω, και μόνον διότι άγεται εις τούτο υπ’ αυτής της σειράς του λόγου, το μέγα τούτο της αναστάσεως γεγονός. Δεν πειράται ν' αποδείξη τούτο. Ουδέ καν προσπαθεί να επιβεβαιώση αυτό. Από όλας τας επιστολάς αυτού μόνον εις μίαν, εις την Α' προς Κορινθίους, κρίνει άξιον να ομιλήση ιδιαιτέρως περί του γεγονότος αυτού. Πράττει δε τούτο ουχί διότι υπήρχεν ανάγκη να βεβαιωθώσι περισσότερον οι προς ούς έγραφε Χριστιανοί περί της αληθείας ταύτης, αλλά διότι εσκόπει ν' απόδείξη, ότι τόσον αυτός, όσον και οι λοιποί Απόστολοι, εκήρυττον το αυτό Ευαγγέλιον, να επιβεβαιώση δ' εξ άλλου άλλην τινά αλήθειαν, περί ης αμφέβαλλον πως οι Κορίνθιοι, την αλήθειαν της καθολικής αναστάσεως των νεκρών. Εκ τούτων αποδεικνύεται σαφώς, ότι τόσον ο Παύλος, όσον και εκείνοι προς τους οποίους έγραφεν, ήσαν πλήρως πεπεισμένοι περί του ότι όντως ανέστη ο Κύριος ([6]). Και το συμπέρασμα τούτο εδραιούται περισσότερον, εαν ληφθή υπ' όψει, ότι μίαν εκ των επιστολών αυτού, την προς Ρωμαίους, γράφει προς εκκλησίαν, προς την οποίαν δεν είχεν ο ίδιος κηρύξει, άλλην δε, την προς Γαλάτας, απευθύνει προς εκκλησίας, εις ας κατά σμήνη είχον επιδράμει οι ψευδάδελφοι αναστατούντες τους Χριστιανούς και κλονίζοντες αυτούς από της αληθούς πίστεως. Ενώ λοιπόν εις την προς Ρωμαίους επιστολήν, δια πρώτην φοράν επικοινωνών προς τους εν Ρώμη, ευρίσκεται εις την ανάγκην να εκθέση εν πλάτει το Ευαγγέλιον αυτού, και όχι απλώς να διατυπώση, αλλά και να αποδείξη τας θεμελιώδεις αυτού αληθείας, περί της αληθείας της αναστάσεως του Χριστού δεν θεωρεί επάναγκες να ομιλήση ιδιαιτέρως, προφανώς διότι ουδεμία υπήρχε περί αυτής αμφιβολία καθ' όλον τον χριστιανικόν κόσμον. Εις δε την προς Γαλάτας επιστολήν ομιλεί περί τόσων άλλων ζητημάτων και τόσας άλλας αληθείας δια συλλογισμών πυκνών και συμπαγών αποδεικνύει, μόνον δε δια μίαν αλήθειαν δεν ευρίσκεται εις την ανάγκην να αγωνισθή, δια την αλήθειαν της αναστάσεως του Κυρίου. Τουθ' όπερ αποδεικνύει εμφανώς, ότι ουδέ παρ' αυτοίς τοις Ιουδαΐζουσι Χριστιανοίς ημφεσβητείτο το μέγα τούτο γεγονός! Αλλ' εάν τοιαυτή είναι η πεποίθησις των πρώτων Χριστιανών και εάν, όπως ομολογείται υπό πάντων, επί του θανάτου και της αναστάσεως του Ιησού Χριστού εθεμελιώθη η πρώτη εκκλησία και ωκοδομήθη ολόκληρος ο Χριστιανισμός, τα δύο αυτά γεγονότα πρέπει να είναι ιστορικά και βέβαια. Δεν δυνάμεθα σοβαρώς να υποστηρίξωμεν μετά του Sehmiedel ([7]) ότι «είναι αδιαμφισβήτητον, ότι η εκκλησία εθεμελιώθη ουχί αμέσως επί του γεγονότος της αναστάσεως του Ιησού, αλλ' επί της πίστεως εις την ανάστασίν του και αυτή η πίστις, ειργάζετο μετ' ίσης ενεργείας, αδιάφορον αν η ανάστασις ήτο γεγονός πραγματικόν ή ου». Διότι ως ορθώς παρετήρησεν ο εκ των νεωτεριζόντων (modernistes) καθολικών Εδουάρδος Le Roy ([8]) «παν ό,τι είναι καθαρώς απατηλή χίμαιρα, καθαρώς νοσηρά φαντασιοπληξία, άνευ αξίας τινός αληθείας, δύναται αναμφιβόλως να διεγείρη προς στιγμήν την πίστιν. Αλλά τοιαυτή πίστις δεν είναι οικοδομητική ούτε καρποφόρος εξ επόψεως ηθικής· δεν παράγει ουδέν στερεόν· δεν μεταδίδεται πολύ μακράν· δεν επισυνάγει πολλάς ψυχάς εν μια κοινωνία, ζωοποιούση αυτάς· δεν ανθίσταται εις την φθοροποιόν και διαλυτικήν επίδρασιν του χρόνου, εις την δοκιμασίαν της, κυκλοφορίας της εν τη πρακτική χρήσει. Εξοφλείται πάντοτε εις το τέλος του λογαριασμού δι' αποτυχίας, όπου αποκαλύπτεται ο ψευδής χαρακτήρ της». Μόνον περί της αληθείας δύναται να λεχθή, ότι «ουδέν διαρκέστερον αυτής». Και μόνον περί αυτής ισχύει, ότι «παν όπερ εξυπηρετεί αυτήν, διασώζεται ως κεφάλαιον ασθενές, αλλ' ασφαλές. Ουδέν εν τω μικρώ θησαυρώ της απόλλυται. Τουναντίον παν ό,τι ψευδές καταρρέει. Το ψεύδος δεν θεμελιούται, ενώ το μικρόν οικοδόμημα της αληθείας είναι χαλύβδινον και ανυψούται συνεχώς» ([9]).
6) Τέλος κατά τας λεπτομερείας του περιεχομένου της εξεταζομένη η μαρτυρία αυτή παρουσιάζεται επιβεβαιουμένη πλήρως και υπό της αφηγήσεως των ευαγγελιστών. Διότι μαρτυρεί 1) την εμφάνισιν την γενομένην εις τον Πέτρον, την υπό του Λουκά μαρτυρουμένην, τοποθετών μάλιστα αυτήν εν τη αυτή θέσει, εν τη οποία τοποθετεί αυτήν και ο Λουκάς εν τη σειρά των εμφανίσεων. 2) Την εμφάνισιν προς τους δώδεκα, ήτις και κατά τους τρεις εκ των ευαγγελιστών εγένετο κατά την αυτήν της αναστάσεως ημέραν. Πράγματι η εμφάνισις αυτή μαρτυρείται πρώτον μεν υπό του Λουκά (κδ' 36), επιβεβαιούται δε και υπό της αφηγήσεως της εν τω τέλει του κατά Μάρκον Ευαγγελίου και παρουσιάζεται εξ ολοκλήρου η αυτή προς την υπό του Ιωάννου (κ' 19) αναφερομένην. 3) Άλλην τινά εμφάνισιν συντελεσθειςαν εν μέσω ευρυτάτου κύκλου πιστών, των οποίων ο αριθμός υπερέβαινε τους πεντακοσίους και η οποία πιθανώτατα είναι η υπό του Ματθαίου ιστορουμένη ως λαβούσα χώραν εν Γαλιλαία ([10]). 4) Την εις τον Ιάκωβον, περί της οποίας δεν μαρτυρούσιν οι ευαγγελισταί και 5) Άλλην μίαν ακόμη εμφάνισιν έμπροσθεν όλων των Αποστόλων λαβούσαν χώραν, ιστορουμένην και ταύτην υπό των ευαγγελιστών.
Ούτω πάσαι αι υπό του Παύλου αναφερόμεναι εμφανίσεις, πλην μόνης της προς τον Ιάκωβον γενομένης, αναφέρονται και υπό των ευαγγελιστών. Δεν μνημονεύονται δε υπό του Παύλου μόνον αι εις τας μυροφόρους και εις τους προς Εμμαούς πορευομένους εμφανίσεις· τούτο δε διότι ο απόστολος δεν προτίθεται να παραθέση πλήρη κατάλογον των εμφανίσεων ([11]). Τουναντίον πιθανώτατον παρουσιάζεται ότι ποιείται εκλογήν των εγκυροτέρων εκ των εμφανίσεων, και τοιαύται ήσαν η εμφάνισις εις τον Πέτρον, του οποίου το κύρος εν Κορίνθω ήτο ηδραιωμένον (Α' Κορινθ. α' 12), η εις τους δώδεκα, η εις το σύνολον των πρώτων πιστών ήτοι η εις τους πεντακοσίους, των οποίων οι πλειςτοι επέζων, η εις τον Ιάκωβον, του οποίου το κύρος ήτο μέγα παρά τοις εξ’ Ιουδαίων Χριστιανοίς, η εις τους Αποστόλους πάντας, και τέλος η εις αυτόν τον Παύλον. Τας τρεις άλλας, ως φέρουσας ιδιωτικόν χαρακτήρα και μη γενομένας εις αποστόλους, παραλείπει.
Συμπεραίνοντες παρατηρούμεν και πάλιν δι' ολίγων, ότι είναι εξόχως σπουδαία η υπό των επιστολών του Παύλου παρεχομένη περί της αναστάσεως μαρτυρία, μάλιστα δια τους εξής λόγους:
1) Διότι παρουσιάζει το γεγονός της αναστάσεως στοιχείον του αποστολικού κηρύγματος ουσιωδέστατον και θεμελιωδέστατον, αυτήν την βάσιν του κηρύγματος ουχί ενός αλλά πάντων των Αποστόλων·
2) διότι παρουσιάζει το γεγονός της αναστάσεως μαρτυρούμενον υπό των αυτοπτών (Κηφά, Ιακώβου, πεντακοσίων αδελφών) εις εποχήν παλαιοτάτην και μόλις πέντε ή εξ έτη της σταυρώσεως και της αναστάσεως απέχουσαν·
3) διότι είκοσι μόλις έτη μετά τον θάνατον του Χριστού (οπότε συμπίπτει ο χρόνος της συγγραφής των τεσσάρων επιστολών του Παύλου) παρουσιάζει ολόκληρον την εκκλησίαν από της Ρώμης μέχρι των Ιεροσολύμων και από της Αγκύρας μέχρι της Κορίνθου ομολογούσαν εν ένι στόματι και μια καρδία την μεγάλην αλήθειαν της Αναστάσεως.


β) Αι μαρτυρίαι των Ευαγγελίων.

Είναι βεβαίως περιττόν να είπωμεν, ότι δεν θα επανέλθωμεν ενταύθα επί των επιχειρημάτων, άτινα εν τω Γ' κεφαλαίω παρεθέσαμεν και εκ των οποίων απεδείχθη εμφανέστατα η σπουδαιότης και σοβαρότης των Ευαγγελίων ως συγγραφών και πηγών ιστορικών. Ενταύθα θα εξετασθή ειδικώς η περί της αναστάσεως του Χριστού ευαγγελική μαρτυρία δια να αποδ&