ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ Μ.ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ

ΙΕΡΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ Μ.ΕΒΔΟΜΑΔΑ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ 
ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΚΛΕΙΝΟΥΜΕ ΡΑΝΤΕΒΟΥ (!!!).

ΜΕΓΑΛΗ ΔΕΥΤΕΡΑ

Πρωί 12 - 2 μ.μ. 

Απόγευμα: 5.30 - 7

Βράδυ 8.30 - 10.30

ΜΕΓΑΛΗ ΤΡΙΤΗ

Πρωί 12 - 2 μ.μ.

Απόγευμα: 5.30 - 7

Βράδυ 8.45 - 10.30

ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΤΑΡΤΗ

Πρωί 10 - 1μ.μ.

ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ

Πρωί  10 - 1.30 μ.μ.

Βράδυ 10 - 12

ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

Πρωί  11.30 - 2 μ.μ.

Απόγευμα 5.30 - 7 μ.μ. Βράδυ 10 - 11

ΜΕΓΑΛΟ ΣΑΒΒΑΤΟ  Πρωί 10 - 1 μ.μ.




 

ΜΕΓΑΛΗ ΔΕΥΤΕΡΑ

Πρωί 12 - 2 μ.μ. 

Απόγευμα: 5.30 - 7

Βράδυ 8.30 - 10.30

ΜΕΓΑΛΗ ΤΡΙΤΗ

Πρωί 12 - 2 μ.μ.

Απόγευμα: 5.30 - 7

Βράδυ 8.45 - 10.30

ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΤΑΡΤΗ

Πρωί 10 - 1μ.μ.

ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ

Πρωί 10 - 1.30 μ.μ.

Βράδυ 10 - 12

ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

Πρωί 11.30 - 2 μ.μ.

Απόγευμα 5.30 - 7 μ.μ. Βράδυ 10 - 11

ΜΕΓΑΛΟ ΣΑΒΒΑΤΟ  Πρωί 10 - 1 μ.μ.

E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΈΝΑΣ Επίσκοπος κάποτε, περιοδεύοντας τα χωριά της επαρχίας του, έφτασε σ’ ένα πολύ μακρινό μικρό χωριουδακι. Ζήτησε να δει τον Ιερέα. Ύστερα από αρκετή ώρα παρουσιάστηκε μπροστά του ένας απλοϊκός χωρικός, που μόλις είχε γυρίσει από το χωράφι και φορούσε τα ρούχα της δουλειάς. Ήταν ο ιερέας του χωριού. Ο Επίσκοπος δεν έμεινε ικανοποιημένος. Ήθελε πιο ευπαρουσίαστο τον Λειτουργό του Υψίστου.
Η επομένη ήταν Κυριακή. Ο Ιερέας ετοιμάστηκε να λειτουργήσει κι ο Επίσκοπος δεν τον άφηνε από τα μάτια του. Ήθελε να τα παρακολουθήσει όλα. Θα έβρισκε ίσως πολλά σφάλματα στον αγροίκο εκείνο χωρικό.
Παράδοξο όμως! Από την στιγμή που άρχισε η Θεία Λειτουργία, ο Ιερέας κυκλώθηκε από ένα ουράνιο φώς, που τον θέρμαινε και τον λάμπρυνε χωρίς να τον καίει. Κι αυτό κράτησε ως το τέλος της Λειτουργίας.
Αφού μοίρασε ο Ιερέας το αντίδωρο στους χωρικούς, τον φώναξε στο Άγιο Βήμα ο Επίσκοπος και πέφτοντας στα γόνατα του ζήτησε να τον ευλογήσει. Ο απλοϊκός Ιερέας σάστισε.
- Πώς είναι δυνατόν ο ανώτερος να ευλογηθεί από τον κατώτερό του; Εσύ ευλόγησέ με, άγιε Δέσποτα.
- Αδύνατον να ευλογήσω εκείνον που στεκεται μέσα σε θεϊκή φλόγα και προσφέρει την αναίμακτη Θυσία. «Το έλαττον υπό του κρείττονος ευλογείται» (Εβρ. ζ' 7).
- Υπάρχει τάχα, άγιε Δέσποτα, Επίσκοπος ή Πρεσβύτερος και Διακονος ακόμη που να πλησιάζει το άγιο Θυσιαστήριο και να μην περικυκλώνεται από ουράνιο φως; είπε με απορία ο απλοϊκός Ιερέας.
Τί να απαντήσει ο Επίσκοπος σ’ εκείνον που έβλεπε το υπερφυσικό σαν το φυσικώτερο πράγμα του κόσμου; Θαύμασε την καθαρότητα της καρδιάς του κι έφυγε από το μικρό χωριό ωφελημένος.



(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ.145-146)

"Επιστήμη και Θρησκεία", Αγίου Λουκά Αρχιεπισκόπου Κριμαίας

«Όταν εξετάζουμε τη σύγχρονη επιστήμη όπως αυτή δημιουργήθηκε από επιστήμονες σαν τον Λαμάρκ και τον Δαρβίνο, βλέπουμε την αντίθεση και θα έλεγα την απόλυτη ασυμφωνία που υπάρχει μεταξύ επιστήμης και θρησκείας σε θέματα που αφορούν τα βασικότερα προβλήματα της ύπαρξης και της γνώσης. Γι' αυτό, νους φωτισμένος και λογικός δεν μπορεί να δέχεται ταυτόχρονα και το ένα και το άλλο και πρέπει να επιλέξει μεταξύ θρησκείας και επιστήμης».

Τα λόγια αυτά τα έγραψε 65 χρόνια πριν ένας γνωστός Γερμανός ζωολόγος, θερμός οπαδός του Δαρβίνου, ο Γέκκελ στο βιβλίο του «Τα μυστικά του κόσμου» που γνώρισε μεγάλη επιτυχία και όπως φαινόταν απέδειξε ότι η πίστη είναι ένας παραλογισμός. Λέει, λοιπόν, ο Γέκκελ ότι κάθε άνθρωπος με φωτισμένη διάνοια πρέπει να διαλέξει μεταξύ επιστήμης και θρησκείας και να ακολουθήσει είτε το ένα είτε το άλλο. Και θεωρεί απαραίτητο να αρνηθούν αυτοί οι άνθρωποι την θρησκεία διότι ένας άνθρωπος λογικός δεν μπορεί να αρνηθεί την επιστήμη.

Πραγματικά αυτό είναι απαραίτητο; Όχι, καθόλου, διότι γνωρίζουμε ότι πολλοί και μεγάλοι επιστήμονες ήταν ταυτόχρονα και πολύ πιστοί άνθρωποι. Τέτοιος ήταν για παράδειγμα ο Πολωνός αστρονόμος Κοπέρνικος που έθεσε το θεμέλιο όλης της σύγχρονης αστρονομίας. Ο Κοπέρνικος δεν ήταν μόνο πιστός αλλά ήταν και κληρικός. Ένας άλλος μεγάλος επιστήμονας, ο Νεύτων, πάντα όταν έλεγε τη λέξη Θεός έβγαζε το καπέλο του. Ήταν πολύ πιστός άνθρωπος. Ένας μεγάλος βακτηριολόγος της εποχής μας και σχεδόν σύγχρονός μας, ο Παστέρ, που έθεσε τις βάσεις της σύγχρονης βακτηριολογίας, όλα τα επιστημονικά του έργα άρχιζε με τη θερμή προσευχή στον Θεό. Πριν 10 χρόνια άφησε αυτή τη ζωή ένας μεγάλος επιστήμονας και συμπατριώτης μας, ο φυσιολόγος Παύλοβ, που ήταν δημιουργός της καινούριας φυσιολογίας του εγκεφάλου. Ήταν και αυτός πολύ πιστός άνθρωπος. Θα τολμούσε, λοιπόν, ο Γέκκελ να πει ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν φωτισμένη διάνοια επειδή πιστεύουν στον Θεό;

Τι συμβαίνει λοιπόν; Γιατί και σήμερα υπάρχουν, και τους γνωρίζω προσωπικά, μερικοί επιστήμονες καθηγητές πανεπιστημίου που είναι πολύ πιστοί άνθρωποι; Γιατί την θρησκεία δεν την αρνούνται όλοι οι επιστήμονες αλλά μόνο ένα μέρος τους που έχουν τρόπο σκέψεως όμοιο μ' αυτόν που έχει ο Γέκκελ;

Γιατί αυτοί οι άνθρωποι πιστεύουν μόνο στην ύλη και αρνούνται τον πνευματικό κόσμο, δεν πιστεύουν στη μετά θάνατον ζωή, δεν δέχονται την αθανασία της ψυχής και βεβαίως δεν δέχονται την ανάσταση των νεκρών. Λένε ότι η επιστήμη τα καταφέρνει όλα, ότι δεν υπάρχει στην φύση μυστικό που η επιστήμη δεν μπορεί να ανακαλύψει. Εμείς τι μπορούμε να απαντήσουμε σ' αυτά;

Θα τους απαντήσουμε το εξής: Έχετε απόλυτο δίκαιο. Δεν μπορούμε να περιορίσουμε την ανθρώπινη διάνοια που ερευνά την φύση. Ξέρουμε ότι σήμερα η επιστήμη γνωρίζει μόνον ένα μέρος απ' αυτά που θα έπρεπε εμείς να ξέρουμε για την φύση. Γνωρίζουμε επίσης ότι οι δυνατότητες της επιστήμης είναι μεγάλες. Σ' αυτό έχουν δίκαιο και δεν το αμφισβητούμε. Τι λοιπόν αμφισβητούμε εμείς; Γιατί δεν αρνούμαστε την θρησκεία όπως το κάνουν αυτοί και δεν την θεωρούμε αντίθετη προς την επιστημονική γνώση;

Μόνο γιατί με όλη την καρδιά μας πιστεύουμε πως υπάρχει ο πνευματικός κόσμος. Είμαστε σίγουροι πως εκτός από τον υλικό κόσμο υπάρχει άπειρος και ασύγκριτα υψηλότερος πνευματικός κόσμος. Πιστεύουμε στην ύπαρξη των πνευματικών όντων που έχουν διάνοια πολύ πιο υψηλή από ότι έχουμε εμείς οι άνθρωποι. Πιστεύουμε, με όλη την καρδιά μας, ότι πάνω απ' αυτό τον πνευματικό και τον υλικό κόσμο υπάρχει Μέγας και Παντοδύναμος Θεός.

Αυτό που εμείς αμφισβητούμε είναι το δικαίωμα της επιστήμης να ερευνά με τις μεθόδους της τον πνευματικό κόσμο. Διότι ο πνευματικός κόσμος δεν ερευνάται με τις μεθόδους που ερευνούμε τον υλικό κόσμο. Οι μέθοδοι αυτές είναι εντελώς ακατάλληλες για να ερευνούμε μ' αυτές τον πνευματικό κόσμο.

Από που γνωρίζουμε ότι υπάρχει ο πνευματικός κόσμος; Ποιος μας είπε ότι υπάρχει; αν μας το ρωτήσουν οι άνθρωποι που δεν πιστεύουν στη θεία αποκάλυψη θα τους απαντήσουμε το εξής, «μας το είπε η καρδιά μας». Διότι υπάρχουν δύο τρόποι το να γνωρίσει κανείς κάτι, ο πρώτος είναι αυτός για τον οποίο μιλάει ο Γέκκελ και τον οποίο χρησιμοποιεί η επιστήμη για να γνωρίσει τον υλικό κόσμο. Υπάρχει όμως και ένας άλλος τρόπος που η επιστήμη δεν τον ξέρει και δεν θέλει να τον ξέρει. Είναι η γνώση μέσω καρδιάς. Η καρδιά μας δεν είναι μόνο το κεντρικό όργανο του κυκλοφοριακού συστήματος, είναι και όργανο με το οποίο γνωρίζουμε τον άλλο κόσμο και αποκτάμε την ανώτατη γνώση. Είναι το όργανο που μας δίνει την δυνατότητα να επικοινωνούμε με τον Θεό και τον άνω κόσμο. Σ' αυτό μόνο εμείς διαφωνούμε με την επιστήμη.

Εκτιμώντας τις μεγάλες επιτυχίες και τα κατορθώματα της επιστήμης, καθόλου δεν αμφισβητούμε την μεγάλη της σημασία και δεν περιορίζουμε την επιστημονική γνώση. Εμείς λέμε μόνο στους επιστήμονες, «δεν έχετε εσείς την δυνατότητα με τις μεθόδους σας να ερευνάτε τον πνευματικό κόσμο, εμείς όμως μπορούμε να το κάνουμε με την καρδιά μας».

Υπάρχουν πολλά ανεξήγητα φαινόμενα τα οποία όμως είναι αληθινά (όπως είναι αληθινό κάποιο φυσικό φαινόμενο) και που αφορούν τον πνευματικό κόσμο. Υπάρχουν λοιπόν φαινόμενα, τα οποία η επιστήμη ποτέ δεν θα μπορέσει να τα εξηγήσει γιατί δεν χρησιμοποιεί τις κατάλληλες μεθόδους.

Ας μας εξηγήσει η επιστήμη πως εμφανίστηκαν οι προφητείες για την έλευση του Μεσσία, οι οποίες όλες πραγματοποιήθηκαν. Μπορεί να μας πει πως ο μεγάλος προφήτης Ησαΐας, 700 χρόνια πριν την γέννηση του Χριστού προείπε τα πιο σημαντικά γεγονότα της ζωής του, και γι' αυτό ονομάστηκε ευαγγελιστής της Παλαιάς Διαθήκης; Να μας εξηγήσει την διορατική χάρη που έχουν οι άγιοι και να μας πει με ποιες φυσικές μεθόδους απέκτησαν οι άγιοι αυτή την χάρη και πως μπορούσαν μόλις έβλεπαν έναν άνθρωπο άγνωστο, αμέσως να καταλαβαίνουν την καρδιά του και να διαβάζουν τις σκέψεις του; Έβλεπαν τον άνθρωπο πρώτη φορά και τον καλούσαν με το όνομά του. Χωρίς να περιμένουν από τον επισκέπτη ερώτηση έδιναν απάντηση σ' αυτά που τον προβλημάτιζαν.

Αν μπορούν ας μας το εξηγήσουν αυτό. Ας εξηγήσουν με ποιον τρόπο προέλεγαν οι άγιοι τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα τα οποία με τον καιρό πραγματοποιούνταν ακριβώς όπως τα είχαν προφητέψει. Να μας εξηγήσουν τις επισκέψεις από τον άλλο κόσμο και τις εμφανίσεις των νεκρών στους ζωντανούς.

Δεν θα μας το εξηγήσουν ποτέ γιατί βρίσκονται μακριά απ' αυτό που είναι η βάση της θρησκείας - από την πίστη. Αν διαβάσετε τα βιβλία εκείνων από τους επιστήμονες που επιχειρούν να ανασκευάσουν τη θρησκεία θα δείτε πόσο επιφανειακά αυτοί βλέπουν τα πράγματα. Δεν καταλαβαίνουν την ουσία της θρησκείας και όμως την κρίνουν. Η κριτική τους δεν αγγίζει την ουσία της πίστεως, την οποία αδυνατούν να καταλάβουν αλλά τους τύπους, τις εκδηλώσεις δηλαδή του θρησκευτικού συναισθήματος. Την ουσία της θρησκείας και της πίστεως δεν την καταλαβαίνουν. Γιατί όμως; Γιατί ο Κύριος Ιησούς Χριστός λέει, «Ουδείς δύναται ελθείν προς με, εάν μη ο πατήρ ο πέμψας με ελκύση αυτόν» (Ιω. 6, 44).

Πρέπει λοιπόν να μας ελκύσει ο επουράνιος Πατέρας, πρέπει η χάρη του Αγίου Πνεύματος να φωτίσει την καρδιά και το νου μας. Να κατοικήσει στην καρδιά και το νου μας, μέσω αυτής της φώτισης, το Άγιο Πνεύμα και πρέπει αυτός που αξιώθηκε να λάβει αυτό το δώρο να αποκτήσει την αγάπη του Χριστού τηρώντας τις εντολές του. Μόνο αυτοί που απέκτησαν το Άγιο Πνεύμα, αυτοί που στην καρδιά τους κατοικεί ο Χριστός μαζί με τον Πατέρα του, γνωρίζουν την ουσία της πίστεως. Οι άλλοι, οι έξω άνθρωποι, δεν την καταλαβαίνουν καθόλου.

Ας ακούσουμε την κριτική κατά του Γέκκελ ενός Γάλλου φιλοσόφου του Μπούτρου. Λέει λοιπόν το εξής ο Μπούτρου, «Η κριτική του Γέκκελ πιο πολύ αφορά τους τύπους παρά την ουσία και τους τύπους τους βλέπει από μια ματιά τόσο υλιστική και τόσο στενή που δεν μπορούν να τους παραδεχτούν ούτε οι άνθρωποι που θρησκεύουν. Έτσι η κριτική της θρησκείας από τον Γέκκελ δεν αναφέρεται ούτε σε μία από τις αρχές που πρεσβεύει η θρησκεία».

Αυτή λοιπόν είναι η γνώμη μας σχετικά με το βιβλίο του Γέκκελ «Τα μυστικά του κόσμου», το οποίο και μέχρι σήμερα θεωρείται «ευαγγέλιο» για όλους αυτούς που ασκούν κριτική κατά της θρησκείας, που την αρνούνται και την βρίσκουν αντίθετη προς την επιστήμη. Βλέπετε πόσο φτωχά και ανούσια είναι τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούν; Μην σκανδαλίζεστε όταν ακούτε αυτά που λένε κατά της θρησκείας, αφού αυτοί που τα λένε δεν καταλαβαίνουν την ουσία της. Εσείς οι απλοί άνθρωποι που δεν έχετε πολλή σχέση με την επιστήμη και δεν γνωρίζετε πολλά από την φιλοσοφία να θυμάστε πάντα την βασικότερη αρχή, την οποία πολύ καλά την γνώριζαν οι πρώτοι χριστιανοί. Αυτοί θεωρούσαν δυστυχισμένο τον άνθρωπο που γνωρίζει όλες τις επιστήμες, δεν γνωρίζει όμως τον Θεό. Και αντίθετα θεωρούσαν μακάριο αυτόν που γνωρίζει τον Θεό, έστω και να μην γνώριζε απολύτως τίποτα από τα ανθρώπινα.

Να φυλάγετε αυτή την αλήθεια σαν το μεγαλύτερο θησαυρό της καρδιάς σας, προχωράτε ευθεία και μην κοιτάζετε δεξιά και αριστερά. Ας μην μας κάνουν, αυτά που ακούμε κατά της θρησκείας, να χάνουμε τον προσανατολισμό μας. Να κρατάμε την πίστη μας που είναι αλήθεια αιώνια και αναμφισβήτητη. Αμήν.

(Αγίου Λουκά Αρχιεπισκόπου Κριμαίας, "Λόγοι και Ομιλίες", Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη", Θεσσαλονίκη)

1,29. «εις ο και κοπιώ αγωνιζόμενος κατά την ενέργειαν αυτού την ενεργουμένην εν εμοί εν δυνάμει». 

…Αυτός είναι ο Θεανθρώπινος κανόνας, της Θεανθρώπινης συνεργίας, στο Θεανθρώπινο σώμα της Eκκλησίας.

Ο άγιος Απόστολος, με όλο του το «είναι», αγωνίζεται, αλλά και η ισχύς του Χριστού, από την άλλη πλευρά, ενεργεί κατά τρόπο κραταιό και εντυπωσιακά δυνατό. Έτσι μόνο επιτελείται ο αγώνας της ευαγγελικής Θεανθρώπινης τελειοποιήσεως του ανθρώπου.

Στον άνθρωπο «εναπόκειται» να αγωνίζεται (για την σωτηρία), και στον Χριστό να δίνει, για τον σκοπό αυτό, την απαραίτητη δύναμη.

Αυτό πάντα γίνεται σε δίκαιη αναλογία, έτσι ώστε: ούτε ο άνθρωπος να γίνεται αυτόματο, ούτε όμως και ο Θεός να θεωρείται μη αναγκαίος.

O άνθρωπος θα γινόταν αυτόματο, όταν οι κεχαριτωμένες δυνάμεις του Χριστού, χωρίς την συμμετοχή της θέλησής του και του αγώνα του, θα πραγματοποιούσαν την τελειοποίησή του, την σωτηρία του, την ενχριστοποίησή του, την Θεάνθρωποποίησή του!

Αλλά και ο Θεός θα «εθεωρείτο» μη αναγκαίος, όταν ο άνθρωπος θα ήθελε, χωρίς την συμμετοχή των κεχαριτωμένων δυνάμεων του Χριστού, μόνο με τον αγώνα του, να φθάσει στην τελειότητα και στην σωτηρία!

Αλλά επειδή η τελειοποίηση, η σωτηρία του ανθρώπου, είναι Θεανθρώπινος αγώνας και προσπάθεια, απαραίτητο είναι και το ένα και το άλλο. Αυτή είναι η Θεανθρώπινη ισορροπία στην Θεανθρώπινη συνεργασία.

Αυτός ο Θεανθρώπινος αγώνας της τελειοποίησης του ανθρώπου, είναι μία αδιάκοπη μάχη· μάχη με τις αμαρτίες, μάχη με τα πάθη, μάχη με τα ακάθαρτα πνεύματα.

Στην μάχη αυτή ο χριστιανός, πάντα καταφέρνει να νικά, αν μάχεται με την βοήθεια των δυνάμεων που του δίνει ο Κύριος Ιησούς Χριστός. Και μάχεται μόνο, αν προσφέρει, σ’ αυτή την μάχη, όλη την ψυχή του και όλο του το θέλημα.

Έτσι λοιπόν ο άνθρωπος δίνει τον «μαχητή», τα όπλα όμως τα παίρνει από τον Κύριο Ιησού Χριστό. Σε αυτή την μάχη αγωνίζεται και βασανίζεται η ψυχή του, η συνείδησή του, το σώμα του, το θέλημά του και διαμέσου του αγώνα του λαμβάνει την δύναμη και την δραστηριότητα «την ενεργουμένην εν δυνάμει», που ενεργείται στον «έσω άνθρωπο» με την δύναμη του Χριστού.

(Προς Κολασσαείς Επιστολή Αποστόλου Παύλου, Αγ. Ιουστίνου Πόποβιτς, σ. 65-66)

"Δανείζετε μηδέν απελπίζοντες" (Λκ. 6,35)

Ένας φίλος, για να βοηθήσει κάποιον, του έδωσε ένα σεβαστό ποσόν ως άτοκο δάνειο.
Όταν συζήτησε το θέμα αυτό με τον Γέροντα, εκείνος του είπε: "Πάνε τα χρήματα αυτά, μην τα περιμένεις.
Είναι προτιμότερο να χαρίζεις παρά να όταν δανείζεις. Όταν δανείζεις, το πρώτο που πρέπει να σκεφθείς είναι,
ότι δεν θα σου τα επιστρέψουν. Έτσι ησυχάζεις και δεν έχεις αγωνία μήπως τα χάσεις.
Αν σου τα δώσει πίσω, να τα πάρεις • αν δεν σου τα δώσει, να πείς στον εαυτό σου: αυτά τα 'χω χαρισμένα,
λογαριάζονται στις ελεημοσύνες μου". Εκείνος του είπε: "Σωστά αυτά που μου λέτε, Γέροντα •
μπορεί όμως ο άνθρωπος να μην έχει να μου τα επιστρέψει τώρα και να έχει μετά από μερικά χρόνια".
Κι ο Γέροντας:"Το ίδιο είναι. Πάλι τα χαρίζεις. Αν περάσουν τριάμισι χρόνια, του τα χαρίζεις,
με τον τόκο που δεν παίρνεις". Ο φίλος σου έκανε ένα πρόχειρο υπολογισμό και διαπίστωσε,
ότι απαιτείται περισσότερος χρόνος. Ο Γέροντας διέκοψε: "Τέτοιο λογαριασμό κάνεις;
Βγάζεις τους τόκους έξω από τα ποσά, πού τοκίζονται κάθε χρόνο;"
Ο Γέροντας είχε δίκαιο. Ο φίλος είχε ξεχάσει τον ανατοκισμό. Πάλι τον ρώτησε: "Και πώς είσθε βέβαιος,
ότι απαιτούνται τριάμισι χρόνια;" Κι ο Γέροντας: "Νά, έτσι λέω. Δεν έκανα κανένα λογαριασμό,
αλλά μου φαίνεται ότι έτσι είναι". Όταν ο φίλος βρέθηκε στο γραφείο του έκανε με το κομπιούτερ ακριβή υπολογισμό.
Το αποτέλεσμα ήταν τρία χρόνια και επτά μήνες.
Όταν τον ξανασυνάντησε, του είπε: "Γέροντα κάνατε λάθος στον υπολογισμό του χρόνου".
Ο Γέροντας ξαφνιάσθηκε και ρώτησε: "Πόσο λάθος έκανα"; Και του απάντησε: "Μόνο ένα μήνα".
Ο Γέροντας γέλασε ικανοποιημένος και είπε: "Είδες, μωρέ, πόσο κοντά έπεσα; Νά, έτσι μου ήρθε και είπα τριάμισι χρόνια".
Το περιστατικό έδειξε, για μιa ακόμη φορά, πόση θεία φώτιση είχε ο Γέροντας, ακόμη και σε μαθηματικούς υπολογισμούς
και πόσο οι συμβουλές του βρίσκονταν στο λόγο του Χριστού: "δανείζετε μηδέν απελπίζοντες".
[Γ 346π.]

(Ανθολόγιο Συμβουλών, Άγιος Πορφύριος, σελ.142-143)

Τα γεράματα ταπεινώνουν τον άνθρωπο


Πόσο ταπεινώνεται ο άνθρωπος στα γεράματα!
Οι γέροι σιγά-σιγά χάνουν τις δυνάμεις τους και μοιάζουν σαν το γερασμένο γεράκι.
Όταν γεράση το γεράκι, πέφτουν τα φτερά του και οι φτερούγες του μετά είναι σαν σπασμένες τσατσάρες.
Θυμάμαι, στην Μονή Φιλοθέου ήταν ένας Προϊστάμενος που είχε πάει το 1914 εθελοντής από την Σμύρνη στην Αλβανία,
για να εκδικηθή τους Τούρκους, που είχαν σφάξει τον πατέρα του.
Μια φορά έπιασε έναν Τούρκο και πήγε να τον σφάξη.
Εκείνος του είπε: «Η δική μας θρησκεία είναι άχαρη.Μας λέει και να σφάζουμε και να σκοτώνουμε.
Η δική σας όμως δεν είναι τέτοια. Ο Χριστός σας λέει να μη σκοτώνετε».
Μόλις το άκουσε αυτό, τόσο συγκινήθηκε, που πέταξε το ντουφέκι και σηκώθηκε και πήγε στο Αγιον Όρος, για να γίνη καλόγερος.
Έγινε καλόγερος, έγινε και Προϊστάμενος, αλλά το αντάρτικο δεν του έφυγε.
Είχε όλα τα διακονήματα και όλα τα κλειδιά από τις αποθήκες τα είχε κρεμασμένα στην ζώνη του.
Κανείς δεν τολμούσε να του μιλήση. Αν ξεχνούσε κανένας Πατέρας να τον φωνάξη με τον τίτλο του, «Γέροντα Σπυρίδων»,
γινόταν θηρίο. Μια Μεγάλη Σαρακοστή πήγαν στο μοναστήρι συμμορίτες και τους ζήτησαν τυριά.
«Βρέ γουρούνια, τους λέει αυτός, την Σαρακοστή ζητάτε τυριά;». Τους πέταξε έξω.
Μια άλλη φορά οι Πατέρες είχαν λύσει τους πολυελαίους, για να τους καθαρίσουν.
Είδαν οι συμμορίτες τα διάφορα εξαρτήματα που γυάλιζαν και νόμιζαν ότι είναι χρυσά.
Πήγαν, τα έβαλαν σε τσουβάλια και μάζεψαν τα ζώα της περιοχής, για να τα μεταφέρουν.
Μόλις τους είδε αυτός, τους πιάνει και παίρνει και τα αδειάζει από τα τσουβάλια.
«Βρέ σαβούρες, τους λέει, μπρούντζα είναι αυτά, μπρούντζα σαν εσάς!». Καθόλου δεν δείλιαζε.
Στα γεράματά του όμως είχε αρρωστήσει και είχε ταπεινωθή. Με είχαν βάλει να τον βοηθώ λιγάκι.
Μια φορά μου είπε: «Κάνε προσευχή, Αβέρκιε, δεν νιώθω καλά».
Σηκώθηκα και άρχισα να κάνω κομποσχοίνι: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον τον δούλον Σου, τον Γέροντα Σπυρίδωνα».
«Μωρέ, "τον Σπύρο", πές!», μου λέει. Πόσο τον είχαν ταπεινώσει η αρρώστια και τα γεράματα!
Πρώτα που να τολμούσες να μην τον πής «Γέροντα Σπυρίδωνα»!
Νά, και ο πατέρας μου στα γεράματά του από μια μύγα ταπεινώθηκε. Μια μέρα τον βρήκε η αδελφή μου να κλαίη.
«Τί έπαθες, πατέρα; τον ρωτάει. Μήπως κανένα εγγονάκι σε πείραξε;». «Όχι, όχι, της λέει. Τί είναι ο άνθρωπος!
Προσπαθούσα να σκοτώσω μια μύγα με την μυγοσκοτώστρα και δεν μπορούσα. Έκανα έτσι να την χτυπήσω, έφευγε από εδώ•
έκανα έτσι, έφευγε από εκεί. Εγώ, όταν ήμουν νέος, είχα τέτοιο σημάδι που τους Τσέτες δεν τους σκότωνα•
τους σημάδευα γύρω-γύρω και τους ανάγκαζα να παραδοθούν. Δεκαέξι χρονών σημάδεψα ένα λιοντάρι,
το πλήγωσα και πάλεψα με το λαβωμένο λιοντάρι, και τώρα μια μύγα να μην μπορώ να σκοτώσω!
Ά, τίποτε δεν είναι ο άνθρωπος». Ένιωθε ο καημένος ένα τίποτε, σαν να μην είχε κάνει τίποτε στην ζωή του.
Και στο Άγιον Όρος, στα γηροκομεία των Μονών, πόσο ταπεινώνονται τα γεροντάκια! Περνούν και δεύτερη... κουρά!
Τους κόβουν τα μαλλιά, για να μην έχουν πολλά και δυσκολεύονται να τα λούζουν.
Τους κόβουν και τα γένια, γιατί τρέχουν τα σάλια, τα φαγητά, και πώς να τα καθαρίσουν;
Αυτή είναι η τελευταία κουρά. Η ταπεινή κουρά!

(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ. 137-139)

Του Αββά Μάρκου,
μαθητή του Αββά Σιλουανού
α'. Έλεγαν για τον Αββά Σιλουανό, ότι είχε μαθητή σε Σκήτη, ονόματι Μάρκο, οπού είχε υπακοή μεγάλη και ήταν καλλιγράφος. Τον αγαπούσε δε ο γέρων για την υπακοή του. Είχε δε άλλους ένδεκα μαθητές, όπου θλίβονταν, γιατί τον αγαπούσε περισσότερο απ’ αυτούς. Και ακούοντας οι γέροντες, λυπήθηκαν. Ήρθαν λοιπόν κάποτε οι γέροντες και τον κατηγορούσαν. Τους πήρε τότε, βγήκε και χτυπώντας την πόρτα κάθε κελλιού, έλεγε: «Αδελφέ δείνα, έλα γιατί σε χρειάζομαι».  Αλλά ούτε ένας τους δεν τον ακολούθησε ευθύς. Και φτάνοντας στο κελλί του Μάρκου, χτύπησε, λέγοντας: «Μάρκε». Και εκείνος, ακούοντας τη φωνή του γέροντος, ευθύς πετάχθηκε έξω. Και τον έστειλε σε διακονία. Τότε, λέγει στους γέροντες: «Πατέρες, που είναι οι άλλοι αδελφοί;». Μπαίνοντας δε στο κελλί του, εξέτασε το χαρτί οπού έγραφε. Και βρήκε ότι είχε αρχίσει να φτιάχνη το γράμμα ω. Και ακούοντας τον γέροντα, δεν ολοκλήρωσε το ψηφίο. Λέγουν λοιπόν οι γέροντες: «Αληθινά, αυτόν οπού συ αγαπάς, Αββά, τον αγαπάμε και εμείς, γιατί και ο Θεός τον αγαπά».
 β’  Έλεγαν για τον Αββά Σιλουανό, ότι, περνώντας κάποτε στη Σκήτη με τους γέροντες και θέλοντας να τους δείξη την υπακοή του μαθητή του Μάρκου και γιατί τον αγαπούσε, μόλις είδε ένα μικρό αγριόχοιρο, του λέγει: «Βλέπεις, τέκνο μου, εκείνο το μικρό βουβάλι;». Του λέγει: «Ναι, Αββά». «Και τα κέρατά του τι μεγάλα είναι;». Λέγει: «Ναι, Αββά». Και θαύμασαν οι γέροντες την απόκρισή του και οικοδομήθηκαν με την υπακοή του.
γ’ Κατέβηκε κάποτε η μητέρα του Αββά Μάρκου για να τον δη. Και είχε πολύ φανταχτερή εμφάνιση. Και βγήκε ο γέρων να τη συναντήση. Και του λέγει: «Αββά, πες στον γυιο μου να βγή, για να τον δω». Μπαίνοντας δε ο γέρων, Του λέγει: «Βγες, να σε δη η μητέρα σου». Φορούσε δε παλιό μανδύα και ήταν γανωμένος από το μαγείρεμα. Και βγαίνοντας για χάρη της υπακοής, μισόκλεισε τα μάτια. Και τους είπε τρεις φορές: «Είθε να σωθήτε». Και δεν τους είδε.  Αλλά και η μητέρα του δεν τον ανεγνώρισε. Πάλι λοιπόν μηνά στον γέροντα, λέγοντας: «Αββά, στείλε μου τον γυιο μου, για να τον δω». Και είπε στον Μάρκο: «Δεν σου είπα να βγης, για να σε δη η μητέρα σου;». Και του απαντά ο Μάρκος: «Βγήκα όπως με πρόσταξες, Αββά. Πλην σε παρακαλώ, μη μου ξαναπής να βγω, για να μη σε παρακούσω». Βγαίνει τότε ο γέρων και της λέγει: Εκείνος ήταν όπου σας συνάντησε, λέγοντας: Είθε να σωθήτε». Και αφού την παρηγόρησε, την έστειλε στο καλό.
δ'. ’Άλλοτε του συνέβη να βγη από Σκήτη και να παη στο όρος Σινά και να μείνη εκεί. Και του εμήνυσε η μητέρα του Μάρκου, εξορκίζοντάς τον με δάκρια να βγη ο γυιος της και να τον δη. Ο δε γέρων του έδωσε την άδεια. Και καθώς ετοίμαζε τον μανδύα του για να βγη και πήγε στον γέροντα να τον χαιρετήση, ευθύς έβαλε τα κλάμματα και δεν έβγαινε.
ε . Έλεγαν για τον Αββά Σιλουανό, ότι, καθώς ήθελε να βγη στη Συρία, του είπε ο μαθητής του Μάρκος: «Πάτερ, δεν θέλω να φύγω από εδώ.  Αλλά ούτε και σένα, Αββά, σε αφήνω να φυγής. Μείνε εδώ άλλες τρεις μέρες». Και την τρίτη μέρα, κοιμήθηκε.

(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)

" Να ενεργείς με την ευλογία της εκκλησίας και του πνευματικού "
Έλεγε ο π. Πορφύριος στον Σέρβο μετέπειτα
Επίσκοπο Ειρηναίο Μπούλοβιτς :
" Άκουσε, παιδί μου. Όταν όλα αυτά σου τα ζητά η Εκκλησία και τα επευλογεί ο πνευματικός σου κι εσύ κάνεις αυτή την υπακοή ειλικρινώς, τότε, με την αγάπη του Χριστού μας, αυτή σου η υπακοή θα μπορέσει να μετατρέψει όλη αυτή την εξωτερική σε προσευχές, χωρίς να το καταλαβαίνεις εσύ ο ίδιος. Αν πάλι διαλέξεις και το πιο ήσυχο μέρος του Αγίου Όρους ή μία οποιαδήποτε Μονή, αλλά αυτό το κάνεις με το δικό σου θέλημα, για να βολευτείς εσύ ο ίδιος, έστω πνευματικώς, για ένα βόλεμα πνευματικό ας το πούμε, και χωρίς την ευλογία της Εκκλησίας ή του πνευματικού σου, τότε, ό,τι και να κάνεις, όλα θα παραμείνουν χαμερπή, δεν θα φθάσουν πουθενά ".
Και, μας λέγει ο ίδιος, μπορώ να σας ομολογήσω ότι έκτοτε, οσάκις δυσκολευόμουν, θυμόμουν αυτά τα λόγια του κι αμέσως ανακουφιζόμουν. Και αυτό ισχύει μέχρι σήμερα.
[Γερ. 59]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σελ. 345)

" Να ενεργείς με την ευλογία της εκκλησίας και του πνευματικού "
Έλεγε ο π. Πορφύριος στον Σέρβο μετέπειτα
Επίσκοπο Ειρηναίο Μπούλοβιτς :
" Άκουσε, παιδί μου. Όταν όλα αυτά σου τα ζητά η Εκκλησία και τα επευλογεί ο πνευματικός σου κι εσύ κάνεις αυτή την υπακοή ειλικρινώς, τότε, με την αγάπη του Χριστού μας, αυτή σου η υπακοή θα μπορέσει να μετατρέψει όλη αυτή την εξωτερική σε προσευχές, χωρίς να το καταλαβαίνεις εσύ ο ίδιος. Αν πάλι διαλέξεις και το πιο ήσυχο μέρος του Αγίου Όρους ή μία οποιαδήποτε Μονή, αλλά αυτό το κάνεις με το δικό σου θέλημα, για να βολευτείς εσύ ο ίδιος, έστω πνευματικώς, για ένα βόλεμα πνευματικό ας το πούμε, και χωρίς την ευλογία της Εκκλησίας ή του πνευματικού σου, τότε, ό,τι και να κάνεις, όλα θα παραμείνουν χαμερπή, δεν θα φθάσουν πουθενά ".
Και, μας λέγει ο ίδιος, μπορώ να σας ομολογήσω ότι έκτοτε, οσάκις δυσκολευόμουν, θυμόμουν αυτά τα λόγια του κι αμέσως ανακουφιζόμουν. Και αυτό ισχύει μέχρι σήμερα.
[Γερ. 59]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σελ. 345)

" Η μελαγχολία, η ταπεινοφροσύνη και ο εξομολόγος "
Κάποια βράδια είχαμε συγκεντρωθεί μιά ομάδα μαζί με έναν Αγιορείτη. Νύχτωσε. Ο καιρός ήταν ανταριασμένος και απειλητικός. Όμως, κοντά στο Γέροντα και για όσους ακόμη δεν ήταν μαθημένοι στη σκοτεινή νύχτα της φύσης, δεν ταραζότανε η γαλήνη. Ο Γέροντας μιλούσε για τη διαφορά της ταπεινοφροσύνης από το πλέγμα της κατωτερότητας. Ο ταπεινός, έλεγε, δεν είναι μία προσωπικότητα διαλυμένη. Έχει συνείδηση της κατάστασής του, αλλά δεν έχει χάσει το κέντρο της προσωπικότητάς του. Ξέρει την αμαρτωλότητά του, τη μικρότητά του και δέχεται τις παρατηρήσεις του πνευματικού του, των αδελφών του. Θλίβεται, αλλά δεν εξουθενώνεται και δεν οργίζεται. Ο κυριευμένος από το πλέγμα κατωτερότητας, εξωτερικά και στην αρχή, μοιάζει με τον ταπεινό. Αν, όμως, λίγο τον θίξεις ή και τον συμβουλεύσεις, τότε το αρρωστημένο εγώ εξανίσταται, ταράζεται, χάνει κι αυτή τη λίγη ειρήνη που έχει. Το ίδιο, έλεγε, συμβαίνει και με τον παθολογικά μελαγχολικό σε σχέση με τον εαυτό του και μόνο. Ο αμαρτωλός, που μετανοεί και εξομολογείται, βγαίνει από τον εαυτόν του και μόνο. Ο αμαρτωλός, που μετανοεί κι εξομολογείται, βγαίνει από τον εαυτό του. Αυτό το μεγάλο έχει η πίστη μας : τον εξομολόγο, τον πνευματικό. Έτσι και το πεις στο Γέροντα κι έλαβε τη συγχώρηση, μη γυρνάς πίσω ". Αυτό το τόνιζε πολύ. Να μην ξαναγυρνά κανείς στα προηγούμενα, αλλά να προχωρά. Πόσους αιχμαλωτισμένους στη μαύρη χώρα της απελπισίας δεν είχε σώσει την έσχατη ώρα τραβώντας τους με τη δύναμη της παρρησίας του στο Θεό !
[Ί 237]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, 346-347)

Μια δυναμική προσευχή
Ο μαθητής του Μ. Αντωνίου όσιος Παύλος ο Απλούς αξιώθηκε να λάβη το κατά δαιμόνων χάρισμα. Έφεραν κάποτε στον Μ. Αντώνιο ένα δαιμονισμένο, με δαιμόνιο φοβερό, που έβριζε και τον ίδιο τον ουρανό. Το πρόσεξε αυτό ο όσιος και λέει:
-Δεν είναι έργο δικό μου να βγάζω τέτοια δαιμόνια. Τέτοιο χάρισμα έχει ο Παύλος.
Τους πήγε λοιπόν στον όσιο Παύλο και του είπε:
-Αββά Παύλε, βγάλε το δαιμόνιο από τον άνθρωπο αυτόν, για να γυρίση υγιής στο σπίτι του.
-Γιατί δεν το βγάζης εσύ;
-Δεν ευκαιρώ εγώ. Έχω άλλο έργο.
Τους άφησε ο Μ. Αντώνιος και έφυγε. Ο όσιος Παύλος προσευχήθηκε θερμά και λέει στο δαιμόνιο.
-Είπε ο αββάς Αντώνιος να βγης από τον άνθρωπο αυτόν.
-Δεν βγαίνω, παλιόγερε, απαντά εκείνο.
-Βγες, το είπε ο αββάς Αντώνιος.
Το δαιμόνιο τότε άρχισε να βρίζη και τον Μ. Αντώνιο. Τότε ο όσιος βγήκε από το κελλί του μέσα στο καταμεσήμερο, ανέβηκε σε μια πέτρα πυρωμένη από τον ήλιο και φώναξε:
-Κύριε Ιησού Χριστέ, δεν θα κατεβώ απ’ αυτήν την πέτρα, δεν θα φάω και δεν θα πιω τίποτε μέχρι να πεθάνω, αν δεν βγάλης το πονηρό πνεύμα και δεν ελευθερώσης αυτόν τον δούλο Σου.
Πριν τελειώση η προσευχή του οσίου, το δαιμόνιο είχε εξαφανισθή.
(Λαυσαϊκή Ιστορία)
( Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Α΄, σελ. 194-195)

katafigioti

lifecoaching