ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ Μ.ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ

ΙΕΡΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ Μ.ΕΒΔΟΜΑΔΑ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ 
ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΚΛΕΙΝΟΥΜΕ ΡΑΝΤΕΒΟΥ (!!!).

ΜΕΓΑΛΗ ΔΕΥΤΕΡΑ

Πρωί 12 - 2 μ.μ. 

Απόγευμα: 5.30 - 7

Βράδυ 8.30 - 10.30

ΜΕΓΑΛΗ ΤΡΙΤΗ

Πρωί 12 - 2 μ.μ.

Απόγευμα: 5.30 - 7

Βράδυ 8.45 - 10.30

ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΤΑΡΤΗ

Πρωί 10 - 1μ.μ.

ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ

Πρωί  10 - 1.30 μ.μ.

Βράδυ 10 - 12

ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

Πρωί  11.30 - 2 μ.μ.

Απόγευμα 5.30 - 7 μ.μ. Βράδυ 10 - 11

ΜΕΓΑΛΟ ΣΑΒΒΑΤΟ  Πρωί 10 - 1 μ.μ.




 

ΜΕΓΑΛΗ ΔΕΥΤΕΡΑ

Πρωί 12 - 2 μ.μ. 

Απόγευμα: 5.30 - 7

Βράδυ 8.30 - 10.30

ΜΕΓΑΛΗ ΤΡΙΤΗ

Πρωί 12 - 2 μ.μ.

Απόγευμα: 5.30 - 7

Βράδυ 8.45 - 10.30

ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΤΑΡΤΗ

Πρωί 10 - 1μ.μ.

ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ

Πρωί 10 - 1.30 μ.μ.

Βράδυ 10 - 12

ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

Πρωί 11.30 - 2 μ.μ.

Απόγευμα 5.30 - 7 μ.μ. Βράδυ 10 - 11

ΜΕΓΑΛΟ ΣΑΒΒΑΤΟ  Πρωί 10 - 1 μ.μ.

E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Ακολουθία ιερή
με κατάνυξη
Όταν στην εκκλησιαστική σύναξη, που βρίσκομαι μαζί με σας μπροστά στον Θεό,
στρέψω και δω πιστούς να στέκουν και ν’ αναπέμπουν προς τον Θεό ύμνους
και προσευχές με προσοχή και κατάνυξη, ή όταν δω κάποιον
μέσα σε σιγή και περισυλλογή να στέκη ν’ ακροάται,
και μόνο απ’ τη θέα αυτή γεμίζω ιερό ενθουσιασμό και χαρά
και δοξάζω τον Πατέρα τον ουράνιο και τον Χριστό,
που χωρίς αυτόν τίποτε καλό δεν μπορούμε να κάνουμε και διά του οποίου
γίνεται κάθε καλό απ’ τους ανθρώπους.
Ε.Π.Ε. 9,274

Ακόνη
της ψυχής οι δοκιμασίες
Οι θλίψεις και οι δυσκολίες της ζωής είναι σαν την ακόνη.
Μας τροχίζουν. Γι’ αυτό οι φτωχοί, ως επί το πλείστον,
είναι πιο συνετοί απ’ τους πλουσίους,
επειδή ακριβώς δέχονται πλήγματα και κραδασμούς απ’ τα κύματα της ζωής...
Το σίδερο, όταν παραμένει πεταμένο κάτω, φθείρεται, όταν όμως δουλεύεται, λάμπει.
Έτσι κι η ψυχή όταν κινείται. Και κίνησης της ψυχής είναι οι περιπέτειές της.
Και η λύπη, όταν δεν είναι υπέρμετρος, είναι καλό.
Το ίδιο και η μέριμνα, το ίδιο και η φτώχεια.
Διότι δυνατούς μας κάνουν και τα καλά και τα αντίθετα.
Ε.Π.Ε. 16β,270-272

Ακόρεστη
η αγάπη
Είναι ακόρεστο αγαθό η αγάπη.
Αυτοί που αληθινά αγαπώνται, δεν θέλουν πουθενά να σταματήσει η αγάπη τους.
Διότι δεν υπάρχει μέτρο αυτού του καλού. Ε.Π.Ε. 21,390

η φιλαργυρία και η φιλοδοξία
Τίποτε δεν μπορεί να κορέσει το πάθος της υπερηφάνειας.
Κι αν ακόμα το βασιλιά δει μπροστά του να τον προσκυνά,
δεν ικανοποιείται, αλλά μάλλον φουντώνει το πάθος.
Όπως ακριβώς και οι φιλάργυροι,
όσα κι αν πάρουν, τόσο περισσότερα ζητάνε.
Ε.Π.Ε. 23,16

Άκρα
ούτε απελπισία ούτε ανάπαυσις
Κανένας απ’ αυτούς, που βρίσκονται στην κακία, ας μην απογοητεύεται,
αλλά και κανένας από τους ενάρετους να μην επαναπαύεται.
Ο δεύτερος ας έχει φόβο, μήπως πέσει.
Ο πρώτος ας είναι πρόθυμος να σηκωθεί.
Ε.Π.Ε. 18α,576

ως προς την αμαρτία
Να μην απελπιζόμαστε, αλλ’ ούτε καθόλου ν’ αδιαφορήσουμε.
Και τα δύο είναι καταστρεπτικά. Η μεν απόγνωση δεν αφήνει τον πεσμένο να σηκωθεί,
ενώ η ραθυμία (η πνευματική τεμπελιά και αδιαφορία)
κάνει να πέφτει κι εκείνος που στέκει όρθιος.
Ε.Π.Ε. 30,94

ας φοβηθούμε
Ούτε ν’ απελπιζόμαστε, όταν βρισκόμαστε στην αμαρτία,
ούτε να επαναπαυόμαστε, όταν πηγαίνουμε καλά.
Κι όταν ασκούμε την αρετή, ας φοβούμαστε μήπως πέσουμε με τη ραθυμία μας.
Κι όταν αμαρτάνουμε, ας σπεύδουμε να μετανοούμε.
Ε.Π.Ε. 30,110

Ακρίβεια
στα δόγματα
Για τα δόγματα της Εκκλησίας θέλουμε να δείχνετε πολύ μεγάλη ακρίβεια
και να είναι εδραιωμένα στη διάνοια σας. Ε.Π.Ε. 30,340

(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, Τόμος Α΄, σελ. 130-132)

ΚΑΤΙ παρόμοιο συνέβη με τον Επίσκοπο Νόνο και την Οσία Πελάγια, όπως μας διηγείται ο βιογράφος της. Κάποτε ο Πατριάρχης Αντιοχείας καθόταν με τους Επισκόπους του στην αυλή της εκκλησίας του Αγίου Ιουλιανού. Ενώ συζητούσαν, άκουσαν ασυνήθιστο θόρυβο στον δρόμο. Την στιγμή εκείνη περνούσε έξω από την εκκλησία ένα πολυτελέστατο αμάξι. Μέσα καθόταν με πολλή φαντασία η εταίρα Πελαγία. Ο δρόμος άστραψε από την λάμψη των κοσμημάτων που φορούσε. Ο αέρας γέμισε από την ευωδιά των ακριβών αρωμάτων της. Το πλήθος ξέφρενο την ζητωκραύγαζε. Οι Αρχιερείς έστρεψαν με αηδία αλλού το πρόσωπο, για ν’ αποφύγουν το αντίκρισμα της σατανικής εκείνης γυναίκας, που είχε παρασύρει στον βούρκο της ανηθικότητας τους περισσότερους νέους της αριστοκρατίας της μεγάλης πόλεως. Μόνον ένας, ο Επίσκοπος Νόνος, την παρακολούθησε επίμονα με το βλέμμα του, ώσπου χάθηκε στην στροφή του δρόμου. Ύστερα γύρισε στους άλλους Επισκόπους και με φωνή θλιμμένη τους είπε: - Αλίμονό μας, εν Χριστώ αδελφοί, αυτή η γυναίκα πολύ μας κατακρίνει. Είδατε με πόση επιμέλεια έχει στολίσει το κορμί της, για να ελκύσει εραστές; Ενώ εμείς οι αμελείς τί κάνουμε για να στολίσουμε την ψυχή μας και να προσελκύσουμε την αγάπη του Ουρανίου μας Νυμφίου; Λέγοντας αυτά, προσευχήθηκε με θέρμη για την σωτηρία της αμαρτωλής εκείνης ψυχής. Κι η προσευχή του ακούστηκε. Η θεία Χάρη την επισκέφθηκε, πίστεψε στον Χριστό η Πελαγία, μετανόησε για τον αμαρτωλό βίο της, βαφτίστηκε από τον Άγιο Νόνο και είχε τέλος οσιακό.

ΚΑΤΕΒΗΚΕ κάποτε στην πόλη ο Αββάς Μακάριος με τον υποτακτικό του. Στον δρόμο που περπατούσαν, άκουσε ένα μικρό παιδί να λέει στην μητέρα του: - Μητέρα, ένας πλούσιος μ’ αγαπά, αλλά εγώ ούτε να τον ακούσω θέλω, κι ένας φτωχός με κατατρέχει κι εγώ τον αγαπώ. Ο Γέροντας σταμάτησε και παρακολούθησε την παιδική κουβέντα με εξαιρετικό ενδιαφέρον. - Άκουσες τί είπε ο μικρός; ρώτησε τον μαθητή του. - Ναι, αλλά είναι λόγια ανόητα, αποκρίθηκε εκείνος. - Καθόλου μάλιστα, είπε τότε ο Όσιος. Σκέψου πως ο Κύριός μας, πλούσιος σε έλεος, μας αγαπά κι εμείς Τον παροικούμε. Κι ο διάβολος, άμοιρος από κάθε καλό και εχθρός μας άσπονδος, μας μισεί και θέλει με κάθε τρόπο να μας βλάψει, κι εμείς τον ακολουθούμε και κάνουμε όλα του τα θελήματα.

(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ")

92. «Μεγαλύνει η ψυχή μου τον Κύριον» (Λουκ. α΄ 46).
Ολόκληρη η υπαρξίς μου υμνεί και δοξολογεί τον Κύριο! Ο πρώτος αυτός στίχος της Ωδής της Θεοτόκου αποκαλύπτει την κατάστασι στην οποία βρισκόταν η Παρθένος Μαρία: Κατάστασι εξάρσεως και εμπνεύσεως που βρίσκει διέξοδο στον ύμνο. Ο Κύριος με όσα της απεκάλυψε και όσα ενήργησε στο πρόσωπό της έθεσε την ύπαρξι της σε κίνησι, σε έξαρσι και η εξαρσίς της ωδήγησε στον ύμνο. Ο Κύριος ανάβει τη φωτιά, η χύτρα της ψυχής βράζει και από το στόμα βγαίνει ο ατμός της δοξολογίας. Χωρίς τη φωτιά του Θεού δεν υπάρχει ύμνος. Για να τραγουδήσεις τα τραγούδια του Θεού χρειάζεται «ενθουσιασμός» με την αρχαία έννοια της λέξεως «ενθουσιάζω», που σημαίνει έχω μέσα μου τον Θεό.
Ο ύμνος και η δοξολογία, του Θεού φυτρώνει στα χείλη των πιστών μέσα στους ναούς. Η πίστι και η αγάπη στον Θεό θερμαίνουν την ψυχή των χριστιανών και από το στόμα τους ανεβαίνει ο ύμνος. Αν λιγοστεύουν οι εκκλησιαζόμενοι, είναι γιατί έχει λιγοστέψει η πίστη και η αγάπη στον Θεό. Και αν η σύγχρονη γενεά είναι «γενεά χωρίς τραγούδι» και από το στόμα των παιδιών δεν ακούγονται πια τραγούδια του Θεού είναι γιατί η φωτιά της αγάπης και της παρουσίας του Θεού έχει σβήσει μέσα στις καρδιές.
Με πόση νοσταλγία θυμάται κανείς το χρόνια του ’40 και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Την εποχή του πολέμου και τα ελαφρά ακόμα τραγούδια είχαν μεταποιηθή σε τραγούδια του Θεού και της Παναγίας, σε τραγούδια της Νίκης! Με πόσο ενθουσιασμό τραγουδήσαμε έπειτα τους ύμνους και τα χριστιανικά τραγούδια! Κάτω απ’ τους φωτεινούς θολούς των Ναών, στις εξοχές, στους δρόμους, στις βουνοκορφές και τις ακρογιαλιές. Ατελείωτα δοξαστικά, από νεανικές υπάρξεις, γεμάτες ιερό ενθουσιασμό... Τα πιο πολλά δοξαστικά, τα ωραιότερα τραγούδια της ζωής μας τα τραγουδήσαμε τον καιρό που η παρουσία και η κλήσις του Θεού πυρπολούσαν την ψυχή μας...

(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη, σελ.119 )

ΤΟ ΔΗΛΗΤΉΡΙΟ ΤΗΣ ΖΉΛΕΙΑΣ


Η καλή ζήλεια

-     Γέροντα, ζηλεύω μια αδελφή, γιατί βλέπω πώς έχει ταπείνωση, απλότητα, ευλάβεια.
-    Εγώ θα κάνω κομποσχοίνι να πεθάνη. Θέλεις να πεθάνη;
-    Όχι, Γέροντα! Μπορεί να ζηλεύω το καλό του άλλου, αλλά ούτε κατά διάνοια δεν θέλω να πάθη κακό. Δεν θέλω να μην έχη ο άλλος αρετή· θα ήθελα όμως να έχω κι εγώ κάτι καλό.
-     Έ, τότε να το μοιράσουμε, για να το έχετε από μισό! Μη στενοχωριέσαι. Καλή είναι η ζήλεια που έχεις· ζηλεύεις «τά κρείττονα»11...
-    Δηλαδή, Γέροντα, υπάρχει και καλή ζήλεια;
-    Ναί, όταν κάποιος ζηλεύη το καλό του άλλου και συγχρόνως χαίρεται για την πρόοδό του, αυτή η ζήλεια είναι καλή. Αν όμως νιώθη άσχημα και στενοχωριέται, όταν βλέπη τον άλλον να προοδεύη, ή χαίρεται ύπουλα με την δυσκολία του, αυτή η ζήλεια είναι κακή. Ας υποθέσουμε ότι ζηλεύεις μια αδελφή, επειδή έχει καλή φωνή και ψάλλει ωραία. Αν ακούσης ότι βράχνιασε και δεν μπορεί να ψάλη και χαρής, αυτό σημαίνει ότι η ζήλεια σου έχει κακία, έχει δηλητήριο. Αν στενοχωρηθής, αυτό δείχνει ότι η ζήλεια σου δεν έχει κακία· απλώς θα ήθελες να ψάλλης κι εσύ καλά.
-    Γέροντα, πώς θα αποκτήσω την καλή ζήλεια;
-    Να σε πούμε Ωραιοζήλη!... Προσπάθησε να εξαγνίσης την ζήλεια που έχεις, για να γίνη καλή ζήλεια. Δηλαδή να χαίρεσαι την αδελφή που προοδεύει και να αγωνίζεσαι να την μιμηθής. Έτσι θα αλΛοιωθής πνευματικά και θα παραμένη μέσα σου η Χάρις του Θεού, που χαρίζει την ουράνια αγαλλίαση από αυτήν την ζωή.
-    Μπορεί, Γέροντα, από την καλή ζήλεια να φθάση κάποιος στην κακή;
-     Αν δεν κάνη δουλειά στον εαυτό του, και βέβαια μπορεί. Θέλει πολλή προσοχή.
-    Γέροντα, εγώ δεν μπορώ πάντοτε να καταλάβω αν αυτό που νιώθω για την πρόοδο μιας αδελφής είναι ζήλεια καλή ή κακή.
-    Ρώτησε τον εαυτό σου: «Εάν η αδελφή έκανε ένα θαύμα, τί θα ένιωθα;» ή «εάν έπεφτε σε πειρασμό και ξέπεφτε στα μάτια των ανθρώπων, θα χαιρόμουν ή θα στενοχωριόμουν;». Από την απάντηση που θα δώσης θα καταλάβης αν η ζήλεια που έχεις είναι καλή ή κακή. Αλλά για πές μου: Αν ακούσης ότι η αδελφή που ζηλεύεις το έρριξε στο ρεμπελιό και δεν κάνει καθόλου πνευματικά, αλλά βάζει το μαγνητόφωνο να λέη το «Κύριε Ιησού Χριστέ», θα στενοχωρηθής;
-    Ναί, θα στενοχωρηθώ, αλλά κι αν ακούσω ότι συνέχεια προοδεύει, νομίζω πώς δεν θα χαρώ.
-    Κοίταξε, αν εσύ με δυσκολία περπατάς, να χαίρεσαι αυτόν που τρέχει, όχι να στενοχωριέσαι. Αν θέλης να κάνης πνευματική προκοπή, να χαίρεσαι, όταν οι αδελφές προοδεύουν, και να παρακαλάς τον Θεό αυτές να προοδεύουν συνέχεια κι εσύ να φθάσης στην δική τους πρόοδο. Στο Κοινόβιο, όταν ήμουν δόκιμος, ήταν και ένας άλλος δόκιμος στην ίδια ηλικία περίπου μ’ εμένα, που είχε φθάσει σε πολύ μεγάλη πνευματική κατάσταση· έλαμπε το πρόσωπό του. Σε όλα ήταν πρότυπο, υπόδειγμα· πολύ αγωνιστής και βιαστής. Είχε και πολλή ευλάβεια· ακόμη και οι γεροντότεροι σηκώνονταν όρθιοι από σεβασμό, όταν περνούσε από μπροστά τους. Περισσότερο ωφελήθηκα από αυτόν τον δόκιμο παρά από τα βιβλία που είχα διαβάσει μέχρι τότε, γιατί ήταν ζωντανό παράδειγμα. Μια φορά πονούσε η καρδιά μου. Έτυχε τότε να περάση από το κελλί μου αυτός ο αδελφός και του είπα να κάνη ευχή. Δεν πρόλαβε να απομακρυνθή και μου πέρασε ο πόνος. Άλλη φορά είχε έρθει ένας δαιμονισμένος και ζητούσε να τον κάνουν οι Πατέρες καλά. Τότε ο Γέροντας είπε σ’ αυτόν τον δόκιμο: «Άντε, πήγαινε να κάνης καμμιά ευχή, να φύγη το δαιμόνιο από αυτόν τον ταλαίπωρο». «Με τις ευχές σας, είπε εκείνος, να διώξη ο Χριστός το δαιμόνιο». Μόλις απομακρύνθηκε, έφυγε το δαιμόνιο. Τέτοια παρρησία είχε στον Θεό! Σε τέτοια πνευματική κατάσταση είχε φθάσει! Παρακαλούσα λοιπόν τον Θεό αυτός ο αδελφός να φθάση στα μέτρα του Αγίου που είχε το όνομά του κι εγώ να φθάσω στα μέτρα τα δικά του. Έτσι να κάνης κι εσύ, και θα δής φανερά την ενέργεια του Θεού.
Όταν ο άνθρωπος φθάση να χαίρεται για την πρόοδο των άλλων, τότε ο Χριστός θα του δώση όλη την πρόοδο των άλλων και θα χαίρεται όσο χαίρονται όλοι οι άλλοι, και τότε φυσικά θα είναι πολλή και η πρόοδός του και η χαρά του.

(Αγἰου Παϊσἰου του Αγιορεἰτου Λὀγοι Ε῾. ΠΑΘΗ ΚΑΙ ΑΡΕΤΕΣ, σελ. 126-128)

ΈΝΑΣ Ερημίτης κάποτε νήστεψε συνέχεια εβδομήντα εβδομάδες και παρακαλούσε τον Θεό να του φανερώσει την έννοια κάποιου γραφικού ρητού, που δεν μπορούσε να καταλάβει. Επειδή όμως δεν του την φανέρωσε ο Θεός, είπε μια μέρα στον εαυτό του:

- Γιατί να κοπιάζω και να περιμένω άσκοπα; Δεν πάω να ρωτήσω τον γείτονά μου Γέροντα; Ίσως εκείνος να γνωρίζει.

Μόλις όμως ξεκίνησε να πάει, του έστειλε ο Θεός Άγγελο και του φανέρωσε εκείνο που ζητούσε.

- Γιατί τόσον καιρό δεν ερχόσουν; τον ρώτησε ο Γέροντας.

- Για να ταπεινωθείς και να ζητήσεις την συμβουλή άλλου, αποκρίθηκε ο Άγγελος.

ΠΗΓΕ ένα βράδυ βιαστικός στην καλύβα του Αββά Ιωάννου του Κολοβού κάποιος γείτονάς του Ερημίτης να του ζητήσει κάτι.
Όρθιοι στην πόρτα οι δυο συνασκητές, άρχισαν κάποια πνευματική συζήτηση και ξημέρωσε χωρίς να το καταλάβουν.

ΈΝΑΣ νέος μοναχός ρώτησε κάποιο Γέροντα τι ήταν προτιμότερο να κάνει: να επισκέπτεται τους Πατέρες για να διδάσκεται ή να ησυχάζει στο κελλί του;

- Η επίσκεψη στους Πατέρες, αποκρίθηκε ο Γέροντας, ήταν παλαιά συνήθεια των μοναχών.

(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ.148)

Ένας μοναχός ρώτησε κάποιο μεγάλο γέροντα:
-Πώς ο διάβολος καταφέρνει και κινεί πόλεμο στους αγίους;
Κι εκείνος του διηγήθηκε το ακόλουθο επεισόδιο:
Στο όρος Σινά ασκήτευε ο μοναχός Νίκων. Έτυχε κάποτε ένας άνδρας να μπη στη σκηνή ενός φαρανίτη, όπου βρήκε την κόρη του μονάχη. Κι αφού αμάρτησε μαζί της, της παρήγγειλε:
-Να πης στους δικούς σου, πως ο αναχωρητής Νίκων ήρθε και σε διέφθειρε.
Όταν γύρισε στη σκηνή ο πατέρας και του είπε η κόρη αυτό το πράγμα, άρπαξε γρήγορα ένα σπαθί κι έτρεξε στο κελλί του γέροντα. Χτύπησε την πόρτα, και μόλις εκείνος βγήκε, όρμησε με το σπαθί να τον σκοτώση. Μα ξαφνικά το χέρι του ξεράθηκε! Φεύγει τότε και πάει στην εκκλησία, για να πη τα καθέκαστα στους πρεσβυτέρους. Εκείνοι κάλεσαν αμέσως τον ερημίτη. Μόλις ήρθε τον έδειραν τόσο πολύ, που το σώμα του γέμισε πληγές! Μετά ήθελαν να τον διώξουν. Εκείνος τους παρακάλεσε:
-Αφήστε με, πατέρες εδώ, να μετανοήσω.
Με τα πολλά, τον έβαλαν χωριστά απ’ όλους, κι έδωσαν εντολή, για τρία χρόνια να μην τον επισκεφθή κανείς!
Έκανε ο αββάς Νίκων τρία ολόκληρα χρόνια, ζώντας απομονωμένος. Μόνο τις Κυριακές ερχόταν στη σκήτη κι έδειχνε τη μετάνοιά του, παρακαλώντας όλους τους αδελφούς:
-Σας παρακαλώ, προσευχηθήτε για μένα!
Κάποτε όμως, εκείνος που είχε αμαρτήσει με την κόρη του φαρανίτη κι έριξε το κρίμα πάνω στον αναχωρητή, δαιμονίστηκε! Παρουσιάστηκε λοιπόν και ομολόγησε μπροστά σε όλους:
-Εγώ έκανα την αμαρτία, μα είπα στην κοπέλα να συκοφαντήση τον δούλο του Θεού.
Ξεκίνησαν όλοι τότε, πήγαν στον γέροντα Νίκωνα και του είπαν:
-Συγχώρεσε μας, σε παρακαλούμε, αββά Νίκων!
Κι εκείνος πρόθυμα τους συγχώρησε.

Τελειώνοντας την αφήγηση του επεισοδίου, λέει ο γέροντας στο μοναχό:
-Βλέπεις τώρα πώς καταφέρνει ο διάβολος και κινεί τον πόλεμο των πειρασμών στους αγίους;

(Έαρ της ερήμου)

( Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Γ΄, σελ. 278-279)

ΤΟ ΔΗΛΗΤΉΡΙΟ ΤΗΣ ΖΉΛΕΙΑΣ


Όποιος θάβει τα δικά του χαρίσματα, ζηλεύει τα χαρίσματα των άλλων


-    Γέροντα, πώς θα βοηθηθή κάποιος που ζηλεύει να ξεπεράση την ζήλεια;
-    Αν γνωρίση τα χαρίσματα με τα οποία τον έχει προικίσει ο Θεός και τα αξιοποιήση, τότε δεν θα ζηλεύη και η ζωή του θα είναι Παράδεισος. Πολλοί δεν βλέπουν τα δικά τους χαρίσματα· βλέπουν μόνον τα χαρίσματα των άλλων και τους πιάνει η ζήλεια. Θεωρούν τον εαυτό τους αδικημένο, μειωμένο, κι έτσι βασανίζονται και κάνουν την ζωή τους μαύρη. «Γιατί αυτός να έχη αυτά τα χαρίσματα κι εγώ να μην τα έχω;», λένε. Μά εσύ έχεις άλλα χαρίσματα, εκείνος άλλα. Θυμάστε τον Κάιν και τον Άβελ; Δεν έψαξε ο Κάιν να βρη τα δικά του χαρίσματα, αλλά κοιτούσε τα χαρίσματα του Άβελ· οπότε καλλιέργησε τον φθόνο προς τον αδελφό του, μετά τα έβαλε και με τον Θεό και τελικά από τον φθόνο έφθασε στον φόνο. Και μπορεί αυτός να είχε περισσότερα και μεγαλύτερα χαρίσματα από τον Άβελ.
-    Γέροντα, πώς μπορεί κανείς, όταν βλέπη τα χαρίσματα των άλλων, να μη ζηλεύη, αλλά να χαίρεται;
-    Αν αξιοποιή τα δικά του χαρίσματα και δεν τα θάβη, τότε θα χαίρεται με τα χαρίσματα των άλλων. Χρόνια τώρα βλέπω εδώ μια αδελφή τί φωνή έχει, τί ευλάβεια, και όμως δεν πάει να ψάλη. Και επειδή το δικό της χάρισμα το θάβει και δεν ψάλλει, μαραζώνει, όταν ακούη την άλλη που δεν έχει και τόσο καλή φωνή να ψάλλη. Δεν σκέφτεται ότι σ’ αυτήν έδωσε ο Θεός καλύτερη φωνή, αλλά δεν την καλλιεργεί.
Γι’ αυτό, λέω, ο καθένας να ψάξη να δη μήπως το χάρισμα που βλέπει στον άλλον και το ζηλεύει το έχει και αυτός, αλλά δεν το καλλιεργεί, ή μήπως ο Θεός του έδωσε άλλο χάρισμα. Γιατί ο Θεός δεν αδικεί κανέναν· στον καθέναν έχει δώσει ένα διαφορετικό χάρισμα που θα τον βοηθήση στην πνευματική του πρόοδο.
Όπως ο ένας άνθρωπος δεν μοιάζει με τον άλλο, έτσι και το χάρισμα του ενός δεν μοιάζει με του άλλου. Προσέξατε καμμιά φορά τα αγριομπίζελα που έχετε εκεί κάτω στον φράχτη; Όλα είναι από μία ρίζα, αλλά έχουν διαφορετικά χρώματα και το ένα είναι πιο όμορφο από το άλλο. Και όμως το ένα δεν ζηλεύει το άλλο... Το καθένα χαίρεται με το χρώμα που έχει. Βλέπετε και τα πουλιά; Το καθένα έχει την χάρη του, το δικό του κελάηδημα.
Ας βρη λοιπόν ο καθένας τα χαρίσματα που του έδωσε ο Θεός, ας δοξάζη τον Καλό Θεό, όχι εγωιστικά, φαρισαϊκά, αλλά ταπεινά, αναγνωρίζοντας ότι δεν έχει ανταποκριθή στις δωρεές του Θεού, και ας τα αξιοποιήση στο εξής.
-    Γέροντα, ζηλεύω μερικές αδελφές, γιατί έχουν ορισμένα χαρίσματα που εγώ δεν τα έχω.
-    Σ’ εσένα ο Θεός έδωσε τόσα χαρίσματα κι εσύ ζηλεύεις τα χαρίσματα των άλλων; Μου θυμίζεις την κόρη ενός ζαχαροπλάστη που είχαμε στην Κόνιτσα. Ο πατέρας της της έδινε κάθε μέρα ένα μικρό κομμάτι ραβανί, για να μην την πειράξη το μεγάλο, και αυτή έβλεπε τα παιδιά στο σχολείο που έτρωγαν μεγάλο κομμάτι μπομπότα και τα ζήλευε. «Τί μεγάλο κομμάτι τρώνε αυτά! έλεγε. Εμένα ο πατέρας μου μικρό μου δίνει». Ζήλευε την μπομπότα που έτρωγαν τα άλλα παιδιά, ενώ αυτή είχε ολόκληρο ζαχαροπλαστείο και έτρωγε ραβανί! Θέλω να πώ, κι εσύ δεν εκτιμάς τα μεγάλα χαρίσματα που σού έδωσε ο Θεός, αλλά βλέπεις τα χαρίσματα των άλλων και ζηλεύεις.
Ας μην είμαστε αχάριστοι προς τον Καλό Πατέρα μας Θεό, ο Οποίος έχει προικίσει όλα τα πλάσματά Του με χαρίσματα διάφορα, γιατί Αυτός γνωρίζει τί χρειάζεται ο καθένας μας, ώστε να μη βλαφθούμε. Εμείς όμως πολλές φορές κάνουμε σαν τα μικρά παιδιά και παραπονιόμαστε, γιατί δεν έδωσε και σ’ εμάς ο Πατέρας ένα φράγκο ή ένα δίφραγκο, όπως έδωσε στα αδέλφια μας, ενώ σ’ εμάς έχει δώσει ολόκληρο εκατοστάρικο. Νομίζουμε ότι αυτό που έδωσε σ’ εμάς δεν είναι τίποτε, γιατί περνάμε το εκατοστάρικο για χαρτί, και μας συγκινεί το φράγκο ή το δίφραγκο που έδωσε στα αδέλφια μας και κλαίμε και αγανακτούμε με τον Καλό Πατέρα μας .

(Αγἰου Παϊσἰου του Αγιορεἰτου Λὀγοι Ε῾. ΠΑΘΗ ΚΑΙ ΑΡΕΤΕΣ, σελ. 123-125)

ΌΠΟΙΟΣ μπαίνει σε μυροπωλείο, έλεγε κάποιος Γέροντας, κι αν ακόμη δεν αγοράσει κανένα άρωμα, βγαίνει έξω γεμάτος ευωδία.
Το ίδιο συμβαίνει σ’ εκείνον που συναναστρέφεται αγίους ανθρώπους. Παίρνει επάνω του το πνευματικό άρωμα της αρετής τους.

ΤΡΕΙΣ ΓΕΡΟΝΤΕΣ είχαν συνήθεια να πηγαίνουν μια φορά τον χρόνο στον Αββά Αντώνιο, για να διδάσκονται από τον Μέγα Όσιο.
Οι δύο του έκαναν διάφορες ερωτήσεις. Έτσι, έδιναν αφορμή στον Άγιο να ξεχύνει τον ποταμό της θείας σοφίας που τον κατεκλυζε.
Ο τρίτος άκουγε πάντοτε σιωπηλός χωρίς να ρωτά.
Κάποτε τον ρώτησε ο Όσιος:

- Τόσα χρόνια μ’ επισκεπτέσαι, αδελφέ, και ποτέ δεν μου έκανες την παραμικρή ερώτηση. Δεν θέλεις να μάθεις τίποτε;

- Μου αρκεί που σε βλέπω, Αββά. Κι αυτό ακόμη μ’ έχει πολλά διδάξει, αποκρίθηκε με σεβασμό ο Γέροντας.


Ο ΑΒΒΑΣ Παφνούτιος ασκήτευε σ’ ένα απόμερο σπήλαιο, δώδεκα μίλια μακριά από την σκήτη των Πατέρων. Είχε όμως την συνήθεια να επισκέπτεται την σκήτη δυο φορές τον μήνα για να ωφελείται από την διδασκαλία εκείνων. Τύπωσε μάλιστα βαθιά στην μνήμη του και έλεγε ύστερα στους μαθητές του τον λόγο που του έλεγαν συχνότερα οι Γέροντες:

- Όπου κι αν βρεθείς, παιδί μου, μην συγκρίνεις τον εαυτό σου με άλλο πρόσωπο, για να έχεις ανάπαυση στην ψυχή. Διαφορετικά, σε ξεγελά ο διάβολος να νομίζεις πως είσαι καλύτερος από τους άλλους.


(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ.147)

Κάποιος γέροντας έμενε στη Θηβαΐδα, σ’ ένα σπήλαιο, κι είχε μαζί του έναν υποτακτικό, δόκιμο. Ο γέροντας είχε συνήθεια κάθε βράδυ να λέη διάφορες συμβουλές στον μαθητή του. Μετά του έδινε ευχή και τον έστελνε να κοιμηθή. Μια μέρα έτυχε να έρθουν μερικοί ευλαβείς κοσμικοί, που είχαν ακούσει για τη μεγάλη αρετή του γέροντα. Ήθελαν να τον επισκεφθούν και να του προσφέρουν και κάτι.
Όταν αναχώρησαν οι επισκέπτες, κάθησε πάλι μετά το απόδειπνο ο γέροντας και άρχισε, κατά τη συνήθεια του, να συμβουλεύη τον μαθητή του. Μα καθώς του μιλούσε, κουρασμένος όπως ήταν, τον πήρε ο ύπνος. Ο μαθητής του όμως δεν έφυγε αλλά καθόταν εκεί και τον περίμενε να ξυπνήση, για να του δώση την ευχή του. Η ώρα περνούσε, κι ο γέροντας δεν ξυπνούσε. Οι λογισμοί άρχισαν να ενοχλούν τον υποτακτικό, προτείνοντάς του να φύγη για ύπνο, έστω δίχως την ευχή. Αυτός όμως βίασε τον εαυτό του, αντιστάθηκε στο λογισμό κι έμεινε. Ήρθε πάλι ο ενοχλητικός λογισμός μα πάλι εκείνος δεν έφυγε. Με τον ίδιο τρόπο τον πολέμησε ο λογισμός επτά φορές, μα και τις επτά εκείνος αντιστάθηκε.
Ύστερα, όταν προχώρησε πολύ η νύχτα, ξύπνησε ο γέροντας, βλέπει τον μαθητή του στον ίδιο πάντα τόπο, και του λέει:
-Ακόμη δεν έφυγες για ύπνο;
-Όχι, αποκρίθηκε εκείνος, γιατί δεν μου έδωσες την ευχή σου και δεν με απέλυσες.
-Και γιατί δεν με ξύπνησες;
-Δεν τόλμησα να σε ξυπνήσω, για να μη σ’ ενοχλήσω.
Τότε σηκώθηκαν και άρχισαν την ακολουθία του όρθρου. Μετά ο γέροντας έδωσε την ευχή και έστειλε το μαθητή του ν’ αναπαυθή. Και καθώς καθόταν μόνος του, είδε σε όραμα κάποιον να του δείχνει ένα λαμπρό θρόνο που είχε πάνω του επτά στεφάνια. Τότε τον ρώτησε: « Τίνος είναι ο θρόνος αυτός και τα στεφάνια;». Εκείνος του απάντησε: « Του μαθητού σου. Τον θρόνο, του τον χάρισε ο Θεός από την ώρα που άφησε τον κόσμο και ήρθε στην έρημο. Τα επτά στεφάνια, όμως, πρέπει να ξέρης, τα κέρδισε αυτή τη νύχτα». Απόρησε ο γέροντας ακούγοντας τον και τον έπιασε φόβος. Φωνάζει λοιπόν τον μαθητή και του λέει:
-Πες μου, τί έκανες αυτή τη νύχτα;
-Συγχώρεσε με , γέροντα. Δεν έκανα τίποτε.
Κι ο γέροντας, νομίζοντας πως από ταπεινοφροσύνη δεν ομολογεί, του λέει:
-Δεν θα σ’ αφήσω, αν δεν μου πης τί έκανες.
Κι ο μαθητής, χωρίς να έχη συνείδηση ότι κάτι έκανε, δεν είχε τί να πη. Λέει λοιπόν:
-Συγχώρεσε με, αββά μου. Τίποτε άλλο δεν έκανα παρά τούτο μονάχα: Ήρθε ο λογισμός και μ’ ενόχλησε επτά φορές, να φύγω δίχως την ευχή σου και να πάω για ύπνο. Μα εγώ δεν έφυγα.
Μόλις το άκουσε αυτό ο γέροντας εξήγησε μέσα του όσα είχε δει στο όραμα του : Κάθε φορά που πολεμούσε ο υποτακτικός και νικούσε το λογισμό, ο Θεός τού χάριζε κι ένα στεφάνι. Βέβαια, δεν είπε τίποτε στον ίδιο, μα τα διηγήθηκε για ψυχική ωφέλεια στους άλλους πατέρες, για να μάθουνε πως ακόμη και για μικρές μάχες και νίκες ο Θεός μας χαρίζει στεφάνια!

( Έαρ της ερήμου)

( Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Γ΄,σελ.275-277)

ΤΟ ΔΗΛΗΤΉΡΙΟ ΤΗΣ ΖΉΛΕΙΑΣ


Η ζήλεια μας αποδυναμώνει


-    Γέροντα, δεν έχω καθόλου κουράγιο.
-    Ζηλεύεις, γι’ αυτό δεν έχεις κουράγιο. Όταν ζηλεύη κανείς, στενοχωριέται, δεν μπορεί να φάη, οπότε αδυνατίζει και χάνει το κουράγιο του· και οι άλλοι μπορεί να νομίζουν πώς είναι μεγάλος ασκητής!
-    Γέροντα, αισθάνομαι πολύ φτωχή πνευματικά και αδύναμη.
-    Εσύ έχεις πολλές δυνάμεις, αλλά τις χαραμίζεις με την χαζή ζήλεια καί, ενώ είσαι ένα αρχοντόπουλο, βασανίζεσαι σαν κακόμοιρο γυφτάκι. Θα είχες προχωρήσει πολύ στην πνευματική ζωή, αν δεν σκάλωνες στην ζήλεια. Πρόσεξε, γιατί η ζήλεια σού ρουφάει όλες τις ψυχικές και σωματικές σου δυνάμεις, που θα μπορούσες να τις προσφέρης θυσία στον Θεό. Εάν έδιωχνες την ζήλεια, και η προσευχή σου θα είχε δύναμη.
Με την ζήλεια αποδυναμώνεται κανείς πνευματικά. Γιατί, νομίζετε, οι Απόστολοι δεν μπόρεσαν να βγάλουν το δαιμόνιο από το δαιμονισμένο παιδί, ενώ είχαν λάβει αυτήν την εξουσία από τον Χριστό και είχαν βγάλει άλλα δαιμόνια; Επειδή ζήλεψαν, που ο Χριστός πήρε στην Μεταμόρφωση μόνον τους τρεις Μαθητές, τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη. Μπορούσε ο Χριστός να πάρη όλους τους Μαθητές, αλλά δεν ήταν όλοι σε κατάσταση να χωρέσουν αυτό το μυστήριο, γι’ αυτό πήρε αυτούς που μπορούσαν να το χωρέσουν. Λέτε να μην αγαπούσε τους άλλους Μαθητές; Ή μήπως αγαπούσε τον Ιωάννη περισσότερο από τους άλλους; Όχι, αλλά ο Ιωάννης αγαπούσε περισσότερο από τους άλλους Μαθητές τον Χριστό και γι’ αυτό καταλάβαινε την αγάπη του Χριστού καλύτερα. Είχε πολλή χωρητικότητα· η μπαταρία του ήταν μεγάλη. Βλέπετε πώς η ζήλεια απομάκρυνε την Χάρη του Θεού από τους άλλους Αποστόλους και δεν μπόρεσαν να γιατρέψουν το δαιμονισμένο παιδάκι; Γι’ αυτό ο Χριστός είπε: «Ω γενεά άπιστος και διεστραμμένη! έως πότε έσομαι μεθ υμών; έως πότε ανέξομαι υμών;»!

(Αγἰου Παϊσἰου του Αγιορεἰτου Λὀγοι Ε῾. ΠΑΘΗ ΚΑΙ ΑΡΕΤΕΣ, σελ. 122-123)

katafigioti

lifecoaching