ΣΤΗΡΙΞΤΕ ΤΟ ΣΥΣΣΙΤΙΟ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΜΑΣ! ΘΥΜΗΘΕΙΤΕ ΤΟΥΣ ΠΤΩΧΟΥΣ…
¨Ρίχνοντας¨ τ’ όποιο χρηματικό ποσό στο Κυτίο στην είσοδο του Ναού… ή/και…
¨Δίνοντάς¨ το, στους υπευθύνους(1) του ΕΦΤ(Ενορ.Φιλόπτ.Ταμείο)
Προσκομίζοντας ΤΡΟΦΙΜΑ στο Συσσίτιο(3) (ή στο Ναό) προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για την παρασκευή του (ή να διανεμηθούν [σε περίπτωση δυνατότητας] σε όσους τα χρειάζονται)… ή/και…
Αγοράζοντας από καταστήματα τροφίμων ΔΩΡΟΕΠΙΤΑΓΕΣ και προσφέροντας τες στο ΕΦΤ, προκειμένου να δοθούν σ’ όσους τις έχουν ανάγκη… ή/και…
Αναθέτοντας τήν αγορά των ΥΛΙΚΩΝ για το συσσίτιο, στους υπευθύνους(2) του … ή/και…
Αναλαμβάνοντας τα έξοδα (όλου ή μέρους) συγκεκριμένου γεύματος (Όσπρια >200 ευρώ, Μακαρόνια κιμά >230, Κοτόπουλο >330), «Υπέρ Αναπαύσεως» αγαπημένου σας προσώπου, σε συνεννόηση με τους υπευθύνους του (2)… ή/και…
Συμμετέχοντας στους κατά καιρούς περιφερόμενους Δίσκους του Ναού...ή/και
Καταθέτοντας στον Τραπεζικό Λογαριασμό του ΕΦΤ:
Τράπεζα Πειραιώς IBAN: GR 66 0172 0380 0050 3807 5349 683
και επικοινωνώντας έγκαιρα μαζί μας για την έκδοση της νόμιμης απόδειξης.
(1)Υπεύθυνος ΕΦΤ:π.Ιωάννης (τηλ. Ναού 210 9335 460)
(2)Συσσίτιο:κα Μαντώ (τηλ. Συσσιτίου 210 93 50 151,Τρίτη και Πέμπτη πρωί:8.00 με 12.00)
(3)Θέση Συσσιτίου: Θεόγνιδος 10, στο ημιυπόγειο της πολυκατοικίας, πίσω από το Ιερό τού Ναού).
Durant (Παγκόσμιος Ιστορία του Πολιτισμού, τόμος ΣΤ, σελ.461-469)
ΙΙI. OI ΑΝΑΒΑΠΤΙΣΤΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΟΥΝ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΝ:1534 - 1536
Μόνον όταν παρατηρήσωμεν με ποίον ευλαβή ενθουσιασμόν μερικοί από τους συγχρόνους μας υιοθετούν οικονομικάς αιρέσεις, δυνάμεθα να κατανοήσωμεν την ζέσιν με την οποίαν ευλαβείς επαναστατικαί μειονότητες ηκολούθησαν, ακόμη και μέχρι της πυράς, την μίαν ή την άλλην τροπήν της θρησκευτικής επαναστάσεως κατα τον δέκατον έκτον αιώνα.
Οι πλέον ριζοσπαστικοί από τους νέους αιρετικούς έλαβον το όνομα Αναβαπτισταί (Wiedertaufer) από την επιμονήν των ότι το βάπτισμα, εαν δίδεται εις βρεφικήν ηλικίαν, πρέπει να επαναλαμβάνεται όταν θα ωριμάση ο άνθρωπος και ότι ακόμη καλύτερον θα ήτο να αναβάλλεται, όπως υπό του Ιωάννου του Βαπτιστού, μέχρις ότου ο ώριμος λαμβάνων αυτό, δυνηθή με επίγνωσιν και οικειοθελώς να ομολογήση την χριστιανικήν πίστιν.Υπήρχον και άλλαι αιρέσεις προκύψασαι από αυτήν την αίρεσιν. Εκείνοι οι όποιοι ηκολούθησαν τον Χάνς Ντένκ και τον Λουδοβίκον Χαϊτσερ, ηρνούντο την θεότητα του Χριστού: ήτο μόνον ο θειότερος των ανθρώπων, ο όποιος μας ελύτρωσεν όχι με την αγωνίαν του επί του σταυρού αλλά με το παράδειγμα της ζωής του. Ο Ντένκ ύψωνε την ατομικήν συνείδησιν υπεράνω της Εκκλησίας, του κράτους και αυτής της Βίβλου.
Οι πλείστοι των Αναβαπτιστών υιοθέτησαν μιαν πουριτανικήν αυστηρότητα ηθών και άπλοτητα τροπών και ενδυμασίας. Αναπτύσσοντες με τολμηράν λογικήν την ιδέαν του Λουθήρου περί χριστιανικής ελευθερίας, κατεδίκαζον πάσαν κυβέρνησιν δια της βίας και πάσαν αντίστασιν προς αυτήν δια της βίας. Απέρριπτον την στρατιωτικήν υπηρεσίαν με την δικαιολογίαν ότι είναι οπωσδήποτε αμαρτία η αφαίρεσις της ανθρωπίνης ζωής. Όπως οι πρώτοι χριστιανοί, ηρνούντο να δώσουν όρκους, χωρίς να εξαιρούν τους όρκους πίστεως προς ηγεμόνα ή αυτοκράτορα. Ο συνήθης χαιρετισμός των ήτο «Η ειρήνη του Κυρίου να είναι μετα σου»: απήχησις του Ιουδαϊκού και του μουσουλμανικού χαιρετισμού και πρόδρομος του χαιρετισμού των Κουακέρων. Ενώ ο Λούθηρος, ο Ζβίγγλιος, ο Καλβίνος και ο Κνόξ συνεφώνουν με τους πάπας ότι η Θρησκευτική ανοχή ήτο παραλογισμός, οι Αναβαπτισταί την εκήρυττον και την εφήρμοζον· ένας εξ αυτών, ο Βαλτάσαρ Χούμπμαϊερ, έγραψε την πρώτην σαφή υπεράσπισίν της (1524). Απέφευγον τα δημόσια αξιώματα και πάσης φύσεως έριδας. Ήσαν τολστοϊκοί αναρχικοί τρεις αιώνας προ του Τολστόι και ενα αιώνα μετά τον Πέτρον Τσελτίσκυ, από τον οποίον πιθανόν να παρέλαβον την πίστιν των. Εν γνώσει των ή ασυναισθήτως κληρονομήσαντες την θεωρίαν των Βοημών Θαβωριτών ή των Μοραβών Αδελφών, μερικοί Αναβαπτισταί διεκήρυξαν την κοινοκτημοσύνην των αγαθών. Μερικοί, αν θα πρέπει να πιστεύσωμεν χρονογράφους, διακειμένους εχθρικώς προς αυτούς, επρότειναν κοινοκτημοσύνην των συζύγων. Κατά γενικόν κανόνα, εν τούτοις, η αίρεσις απέρριπτεν οιανδήποτε υποχρεωτικήν διανομήν των αγαθών, υπεστήριξεν εθελοντικήν αμοιβαίαν βοήθειαν και επίστευεν ότι εις την βασιλείαν των ουρανών ο κομμουνισμός θα ήτο οικουμενικός.
Όλαι αι ομάδες των Αναβαπτιστών ενεπνέοντο από την Αποκάλυψιν και την μετ’ εμπιστοσύνης αναμονήν της ταχείας επανόδου του Χριστού επί της γης. Πολλοί πιστοί ισχυρίζοντο ότι εγνώριζον την ημέραν και την ώραν της αφίξεως Του. Κατόπιν, όλοι οι ασεβείς — εις την περίπτωσιν αυτήν όλοι οι μη Αναβαπτισταί — θα εξωλοθρεύοντο από το ξίφος του Κυρίου και οι εκλεκτοί θα έζων με δόξαν εις ένα επίγειον παράδεισον χωρίς νόμους και γάμον και με αφθονίαν όλων των καλών πραγμάτων. Κατ’ αυτόν τον τρόπον άνθρωποι πλήρεις ελπίδος εστρέφοντο σταθερώς εναντίον του μόχθου και της μονογαμίας.
Οι Αναβαπτισταί ενεφανίσθησαν κατ’ αρχάς εις την Ελβετίαν. ΄Ισως ένας ειρηνικός χριστιανισμός είχεν εισδύσει εκεί από τους Βαλδίους της Νοτίου Γαλλίας και τους Βεγκάρδους των Κάτω Χωρών. Εδώ και εκεί, όπως εις την Βασιλείαν, μερικοί διανοούμενοι υπέθαλψαν την ιδέαν μιας κομμουνιστικής κοινωνίας. Μερικά κομμουνιστικά χωρία εις την «Ουτοπίαν» του Μώρ πιθανόν να παρεκίνησαν τους λογίους, οι οποίοι συνηθροίζοντο περί τον Έρασμον. Τρία μέλη του κύκλου αυτού έγιναν ηγέται των Αναβαπτιστών: ο Κόνδαρ Γκρέμπελ και ο Φέλιξ Μάντζ από την Ζυρίχην και ο Βαλτάσαρ Χούμπμαϊερ από το Βάλντσχουτ, ακριβώς πέραν των αυστριακών συνόρων. Το 1524, ο Μύντζερ επεσκέφθη το Βάλντσχουτ, ο Κάρλστατ ήλθεν εις την Ζυρίχην και μια αναβαπτιστική αίρεσις εσχηματίσθη εις την Ζυρίχην υπό το όνομα «Πνευματικοί» ή «Αδελφοί». Εκήρυττε το βάπτισμα των ενηλίκων και την έλευσιν του Χριστού, απέρριπτε την Εκκλησίαν και το κράτος και επρότεινε να τεθή τέρμα εις τους τόκους, τους φόρους, την στρατιωτικήν υπηρεσίαν, τας δεκάτας και τους όρκους.
Κατά την εποχήν εκείνην, ο Ούλριχ Ζβίγγλιος εκέρδιζε το Μέγα Συμβούλιον της Ζυρίχης εις τας προτεσταντικάς του απόψεις, αι οποίαι περιελάμβανον και τον έλεγχον της θρησκείας υπό των κοσμικών εξουσιών. Συνηγόρησεν εις τους «Αδελφούς» να μετριάσουν την αντιπάθειαν των δια το κράτος και να εφαρμόζουν το βάπτισμα των βρεφών· αυτοί ηρνήθησαν. Το συμβούλιον τους εκάλεσεν εις μιαν δημοσίαν συζήτησιν (17 Ιανουαρίου 1525)· αποτυχόν να τους προσηλυτίση, εθέσπισεν ότι οι γονείς μη βαπτισμένων παιδιών πρέπει να εγκαταλείψουν την πόλιν.
Οι Aναβαπτισταί κατήγγειλαν το συμβούλιον, απεκάλεσαν τον Ζβίγγλιον γέρο - δράκοντα και παρήλασαν εις τας οδούς κραυγάζοντες, «Αίσχος εις την Ζυρίχην!». Οι αρχηγοί των συνελήφθησαν και εξωρίσθησαν, πράγμα το οποίον τους επέτρεψε να διαδώσουν τα δογματά των. Η Σαίν - Γκάλ και η Άππεντσελ εδέχθησαν το κίνημα· η Βέρνη και η Βασιλεία ανεταράχθησαν υπ’ αυτού. Ο Χούμπμαϊερ εκέρδισε σχεδόν ολόκληρον το Βάλντσχουτ εις τας απόψεις του. Εις το Άππεντσελ 1200 άνδρες και γυναίκες, δεχόμενοι κατά γράμμα τους λόγους του Χριστού — «Μη μεριμνάτε τι φάγητε» — εκάθησαν κάτω και ανέμενον τον Θεόν να έλθη και να τους θρέψη.
Η φαινομενική επιτυχία του πολέμου των χωρικών κατά την άνοιξιν του 1525 προήγαγεν αυτούς τους προσηλυτισμούς αλλά η αποτυχία του ενεθάρρυνε τας τάξεις των ιδιοκτητών εις τας ελβετικάς πόλεις να προβούν εις κατασταλτικά μέτρα. Το Συμβούλιον της Ζυρίχης συνέλαβε τον Μάντς (Ιούλιος), κατόπιν τον Γκρέμπελ, έπειτα τον Χούμπμαϊερ και διέταξεν, όλοι οι φανατικοί Αναβαπτισταί «να φυλακισθούν εις τον πύργον», να διατρέφωνται μόνον με άρτον και ύδωρ και «να αφεθούν να αποθάνουν και να σαπίσουν». Ο Γκρέμπελ το έκαμεν, ο Μάντς επνίγη· ο Χούμπμαϊερ απηρνήθη, απηλευθερώθη, απηρνήθη την απάρνησίν του και ανέλαβε να προσηλυτίση το Άουγκσμπουργκ και την Μοραβίαν. Ο Χαϊτσερ απεκεφαλίσθη εις την Κωνσταντίαν δι’ αναβαπτισμόν και μοιχείαν. Προτεσταντικά και ρωμαιοαθολικά καντόνια επέδειξαν την αυτήν ενεργητικότητα δια να υποτάξουν την αίρεσιν και περί το 1530 δεν είχεν απομείνη τίποτε εξ αυτής εις την Ελβετίαν εκτός μερικών μυστικών και αμελητέων ομάδων.
Έν τω μεταξύ το κίνημα εξηπλώθη, όπως εξαπλώνεται η φήμη, εις την Νότιον Γερμανίαν. Οι προσήλυτοι κατελήφθησαν από ένα ζήλον δι’ ευαγγελικήν προπαγάνδαν, ο οποίος τους μετέβαλεν εις ένθερμους ιεραποστόλους της νέας πίστεως. Εις το Άουγκσμπουργκ, ο Ντένκ και ο Χούμπμαϊερ έκαμαν ταχείας προόδους μεταξύ των εργατών των υφαντουργιών και της κατωτέρας μέσης τάξεως. Εις το Τυρόλον πολλοί μεταλλωρύχοι, αντιπαραβάλλοντες την πενίαν των προς τον πλούτον των Φούγκερ και των Χοχσταΐτερ οι οποίοι ήσαν ιδιοκτήται των μεταλλείων, ησπάσθησαν τον Αναβαπτισμόν όταν κατέρρευσεν η επανάστασις των χωρικών. Εις το Στρασβούργον, η πάλη μεταξύ καθολικών και προτεσταντών επέτρεψεν εις την αίρεσιν να πολλαπλασιασθή χωρίς να γίνη αντιληπτή επί τινα χρόνον. Αλλά ένα φυλλάδιον του 1528 συνέστησεν εις τας αρχάς ότι «εκείνος ο οποίος διδάσκει ότι όλα τα πράγματα πρόκειται να γίνουν κοινά, δεν έχει τίποτε άλλο κατα νούν παρα να εξεγείρη· τους πτωχούς εναντίον των πλουσίων, τους υπηκόους εναντίον των κυβερνητών, οι οποίοι έχουν καθορισθή από τον Θεόν».
Κατά το ίδιον έτος ο Κάρολος Ε' εξέδωσε διάταγμα, δια του οποίου καθίστα τον αναβαπτισμόν μέγα έγκλημα. Η δίαιτα της Σπέγιερ (1529) επεκύρωσε το διάταγμα του αυτοκράτορος και διέταξεν όπως οι Αναβαπτισταί φονεύωνται παντού ως άγρια θηρία, μόλις συλλαμβάνονται χωρίς δίκην ή δικαστήν. Ένας Αναβαπτιστής χρονικογράφος, ίσως υπερβάλλων, αναφέρει το αποτέλεσμα εις το ύφος των πρώτων χριστιανών συγγραφέων των βίων των άγιων:
«Μερικοί εβασανίσθησαν εις τον τροχόν και ετεμαχίσθησαν· άλλοι εκάησαν μέχρι ότου έγιναν στάκτη· μερικοί εψήθησαν επί στύλων η απεσπάσθησαν οι σάρκες των με πυρακτωμένος τσιμπίδας... ΄Αλλοι εκρεμάσθησαν επί δέντρων, απεκεφαλίσθησαν δια του ξίφους ή ερρίφθησαν εις το ύδωρ... Μερικοί απέθανον εκ πείνης ή εσάπισαν εις υπογείους φυλακάς... μερικοί οι οποίοι εθεωρήθησαν πολύ νέοι δια να εκτελεσθούν, εδάρησαν με ράβδους και πολλοί παρέμειναν επί έτη εις ανήλια πηγάδια... Πολλοί υπέστησαν διάτρησιν των παρειών των με πυρακτωμένα σιδηρά.... Οι υπόλοιποι κατεδιώκοντο από την μιαν χώραν εις την άλλην ή από το ένα μέρος εις το άλλο. Όπως οι κόρακες και οι κουκουβάγιες δεν πετούν την ημέραν, ήσαν συχνά υποχρεωμένοι να κρύπτωνται και να ζούν εις τους βράχους και τα σπήλαια, εις άγρια δάση η εις υπόγεια και πηγάδια».
Περί το 1530, λέγει ο σύγχρονος Σεβαστιανός Φράνκ, 2.000 Αναβαπτισταί εθανατώθησαν. Εις μίαν αλσατικήν πόλιν, την Ενσισχαίμ, εξετελέσθησαν 600. Εις το Σάλτσμπουργκ, εκείνοι οι όποιοι απηρνήθησαν την πίστιν των, έτυχον της χάριτος να αποκεφαλισθούν πριν τοποθετηθούν επί της πυράς. Οι αμετανόητοι εψήθησαν εις χαμηλόν πυρ μέχρις ότου απέθανον (1528). Οι Αναβαπτισταί συνέθεσαν συγκινητικούς ύμνους δια να αποθανατίσουν τα μαρτύρια αυτά. Πολλοί από τους συνθέτας των ύμνων έγιναν και αυτοί μάρτυρες με την σειράν των.
Παρ’ όλας αυτάς τας θανατώσεις, η αιρέσις ηύξανε και μετεκινήθη εις την Βόρειον Γερμανίαν. Εις την Πρωσσίαν και την Βυρτεμβέργην, μερικοί ευγενείς υπεδέχθησαν καλώς τους Αναβαπτιστάς ως φιλειρηνικούς και εργατικούς γεωργούς. Εις την Σαξονίαν, λέγει ένας εκ των παλαιοτέρων λουθηρανών ιστορικών, η κοιλάς της Βέρρα εγέμισεν από αυτούς και εις την Ερφούρτην ισχυρίσθησαν ότι απέστειλαν 300 ιεραποστόλους δια να προσηλυτίσουν τον αποθνήσκοντα κόσμον. Εις την Λυμπέκ, ο Γύργκεν Βούλλενβεφερ, ο οποίος κατηγορήθη δι’ αναβαπτισμόν, εντος συντόμου χρονικού διαστήματος επέτυχε τον έλεγχον επί της πόλεως (1533—34). Εις την Μοραβίαν, ο Χούμπμαϊερ εσημείωσε πρόοδον με την μετριοπαθή θεωρίαν του, η οποία ηρμήνευσε τον κομμουνισμόν όχι ως «κοινήν ιδιοκτησίαν» αλλ’ ως υποστηρίζοντα ότι «πρέπει κανείς να τρέφη τον πεινώντα, να δίδη ποτόν εις τον διψώντα, να ενδύη τον γυμνόν διότι εις την πραγματικότητα δεν είμεθα κύριοι των υπαρχόντων μας αλλά μόνον διαχειρισταί και διανομείς των». Ο Χάνς Χούτ, εμπνεόμενος από τας διδασκαλίας του Μύντζερ, απέσπασε τους Αναβαπτιστάς της Μοραβίας από τον Χούμπμαϊερ, κηρύττων πλήρη κοινοκτημοσύνην των αγαθών. Ο Χούμπμαϊερ απεσύρθη εις την Βιέννην όπου εκάη εις την πυράν η δε σύζυγός του ερρίφθη δέσμια εις τον Δούναβιν (1528).
Ο Χούτ και οι οπαδοί του εγκατέστησαν ένα κουμμουνιστικόν κέντρον εις το Αούστερλιτς, όπου, ως εάν προέβλεπον τον Ναπολέοντα, ηρνήθησαν πάσαν στρατιωτικήν υπηρεσίαν και κατήγγειλαν παν είδος πολέμου. Περιοριζόμενοι εις την καλλιέργειαν και εις την μικράν βιομηχανίαν, οι Αναβαπτισταί αυτοί διετήρησαν τον κομμουνισμόν των επί ένα σχεδόν αιώνα. Οι ευγενείς οι οποίοι κατείχον την γην τους επροστάτευον ως πλουτίζοντας τα κτήματα με την ευσυνείδητον εργασίαν των. Η καλλιέργεια της γης ήτο κοινή· τα υλικά δια την γεωργίαν και την χειροτεχνίαν ηγοράζοντο και διετίθεντο από τους κοινοτικούς άρχοντας μέρος έκ των προϊόντων κατεβάλλετο εις τον ιδιοκτήτην ως ενοίκιον και το υπόλοιπον διενέμετο αναλόγως των αναγκών. Κοινωνική μονάς δεν ήτο η οικογένεια αλλά ο οίκος (Hausbabe) περιλαμβάνων περί τα 400 έως 2000 πρόσωπα με κοινόν μαγειρείον, κοινόν πλυντήριον, σχολείον, νοσοκομείον και ζυθοποιείον. Τα παιδία, μετα τον απογαλακτισμόν, ανετρέφοντο από κοινού αλλά η μονογαμία παρέμεινε. Κατά τον Τριακονταετή Πόλεμον, δι’ ενός αυτοκρατορικού διατάγματος του 1622, κατηργήθη η κομμουνιστική αυτή κοινωνία. Τα μέλη της ησπάσθησαν τον καθολικισμόν ή εξωρίσθησαν. Μερικοί εκ των εξορίστων μετέβησαν εις την Ρωσίαν, άλλοι εις την Ουγγαρίαν. Θα είπωμεν και πάλιν περί αυτών.
Εις τας Κάτω Χώρας, ο Μελχιόρ Χόφμαν, ένας Σουηβός βυρσοδέψης, εκήρυξε το Ευαγγέλιον των Αναβαπτιστών με πολλήν επιτυχίαν. Εις το Λέυδεν, ο μαθητής του Γιάν Ματθύς κατέληξεν εις το συμπέρασμα ότι δεν ήτο πλέον δυνατόν να αναμένεται υπομονητικώς η Νέα Ιερουσαλήμ, αλλά θα έπρεπε να επιτευχθή αμέσως και εν ανάγκη, δια της βίας. Απέστειλεν ανα την Ολλανδίαν δώδεκα Αποστόλους δια να αναγγείλουν τα ευχάριστα νέα. Ο ικανώτερος εξ αυτών ήτο ένας νεαρός ράπτης, ο Γιάν Μπόυκελστσοον, γνωστός εις την ιστορίαν ως Ιωάννης εκ Λέυδεν και εις την όπεραν του Μάγιερμπεερ ως ο «Προφήτης». Χωρίς τυπικήν παιδείαν, είχεν οξύ πνεύμα, ζωηράν φαντασίαν, ωραίαν έμφανισιν, φυσικήν ευφράδειαν και αποφασιστικήν θέλησιν. Έγραψε και ανεβίβασεν επί σκηνής δράματα και συνέθεσε ποιήματα. ΄Οταν ανέγνωσε τα συγγράμματα του Θωμά Μύντζερ, ησθάνθη ότι όλαι αι άλλαι μορφαί του χριστιανισμού εκτός εκείνης η οποία είχε κερδίσει και χάσει την Μυλχάουζεν, ήσαν μικρόψυχοι και ανειλικρινείς. Ήκουσε τον Γιάν Ματθύς και προσεχώρησεν εις τον Αναβαπτισμόν (1533). Ήτο τότε 24 ετών. Κατά το αυτό έτος απεδέχθη μίαν μοιραίαν πρόσκλησιν να μεταβή και να κηρύξη εις το Μύνστερ, την πλουσίαν και πολυάνθρωπον πρωτεύουσαν της Βεστφαλίας.
Ονομασθέν από το μοναστήριον, πέριξ του οποίου ανεπτύχθη, το Μύνστερ ήτο φεουδαρχικώς υποτελές εις τον επίσκοπόν του και εις το μητροπολιτικόν συμβούλιον. Εν τούτοις η αύξησις της βιομηχανίας και του εμπορίου, είχε γεννήσει ενα βαθμόν δημοκρατίας. Οι συνερχόμενοι πολίται, αντιπροσωπεύοντες δέκα επτά συντεχνίας, εξέλεγον κατ’ έτος δέκα εκλέκτορας, οι όποιοι εξέλεγον το δημοτικόν συμβούλιον. Αλλ’ η μειονότης των εύπορων διέθετε την περισσοτέραν πολιτικήν ικανότητα και κατά φυσικόν λόγον εκυριαρχεί εις το συμβούλιον. Το 1525, ενθουσιασθείσαι από τας εξεγέρσεις των χωρικών, αι κατώτεροι τάξεις παρουσίασαν εις το συμβούλιον τριάντα εξ «αιτήματα». Ολίγα εξ αυτών έγιναν δεκτά, τα υπόλοιπα παρεπέμφθησαν εις τας καλένδας. Ένας λουθηρανός ιεροκήρυξ, ο Βερνάρδος Ρόττμαν, έγινεν ο συνήγορος των δυσηρεστημένων και εζήτησεν από τον Γιάν Ματθύς να αποστείλη μερικούς Ολλανδούς Αναβαπτιστάς εις βοηθειάν του. Ο Ιωάννης εκ Λέυδεν εφθασε την 13ην Ιανουαρίου 1534 και μετ’ολίγον και ο ίδιος ο Γιάν Ματθύς. Το «κόμμα της τάξεως», φοβούμενον ταραχάς, εκανόνισεν όπως ο επίσκοπος Φράντς φόν Βαλδέκ εισέλθη εις την πόλιν με τους 2.000 στρατιώτας του. Ο όχλος, υπό την ηγεσίαν του Γιάν Ματθύς και του Ιωάννου εκ Λέυδεν, τους επολέμησεν εις τας οδούς, τους εξέβαλεν εκ της πόλεως και κατέλαβε στρατιωτικώς το Μύνστερ (10 Φεβρουάριου 1534). ΄Εγιναν νέαι εκλογαί οι Αναβαπτισταί εκέρδισαν το συμβούλιον· δυο εξ αυτών, ο Κνίππερντολλινγκ και ο Κίππενμπροϊκ, εξελέγησαν δήμαρχοι. Το συναρπαστικόν πείραμα ήρχισε.
Το Μύνστερ ευρέθη αμέσως εις κατάστασιν πολέμου, πολιορκούμενον από τον επίσκοπον και τον ενισχυθέντα στρατόν του και φοβούμενον ότι εντός ολίγου όλαι αι δυνάμεις της ισχυούσης τάξεως εις την Γερμανίαν θα συνηνούντο εναντίον του. Δια να προστατευθή εναντίον εσωτερικής αντιδράσεως, το νέον συμβούλιον εθέσπισεν, ότι όλοι οι μη Αναβαπτισταί πρέπει να δεχθούν να βαπτισθούν εκ νέου ή να εγκαταλείψουν την πόλιν. Το μέτρον ήτο σκληρόν διότι εσήμαινεν ότι γέροντες, γυναίκες φέρουσαι βρέφη και γυμνόποδα παιδία θα έπρεπε να αναχωρήσουν από την πόλιν εις την καρδίαν του γερμανικού χειμώνος. Κατά την διάρκειαν της πολιορκίας και τα δύο μέρη εξετέλουν αμειλίκτως όσους ανεκάλυπτον ότι ειργάζοντο υπερ του εχθρού. Υπό την πίεσιν του πολέμου, υπεράνω του συμβουλίου ετέθη μια λαϊκή συνέλευσις και μία επιτροπή δημοσίας ασφαλείας, εις τας οποίας εκυριάρχουν οι θρησκευτικοί ηγέται. Ο Ματθύς έπεσε μαχόμενος εις μίαν ανεπιτυχή έξοδον (5 Απριλίου 1534) και μετά τούτα ο Ιωάννης εκ Λέυδεν εκυβέρνα την πόλιν ως βασιλεύς αυτής.
Ο «κομμουνισμός» ο οποίος καθιερώθη τώρα, ήτο μία πολεμική οικονομία, όπως πρέπει ίσως να είναι κάθε αυστηρός κομμουνισμός· διότι οι άνθρωποι είναι εκ «φύσεως άνισοι και δύνανται να πεισθούν να μοιράσουν τα αγαθά και τας τύχας των μόνον από ένα κοινόν και ζωτικόν κίνδυνον. Η εσωτερική ελευθερία ποικίλλει αναλόγως της εξωτερικής ασφαλείας και ο κομμουνισμός εκπηδά από τας πιέσεις της ειρήνης. Βλέποντες την ζωήν των εις κίνδυνον εαν θα έχανον την ενότητά των, εμπνεόμενοι από θρησκευτικήν πίστιν και γοητεύουσαν ευγλωττίαν, οι πολιορκούμενοι εδέχθησαν μίαν «σοσιαλιστικήν θεοκρατίαν» με την απεγνωσμένην ελπίδα ότι επραγματοποίουν την Νέαν Ιερουσαλήμ, την οποίαν είχεν οραματισθή η Αποκάλυψις. Τα μέλη της επιτροπής της δημοσίας ασφαλείας ωνομάσθησαν «οι πρεσβύτεροι των δώδεκα φυλών του Ισραήλ» και ο Ιωάννης εκ Λέυδεν έγινε «βασιλεύς του Ισραήλ». ΄Ισως δια να δώσουν εις τα μάτια των απλοϊκών κάποιαν αξιοπρέπειαν εις το αβέβαιον αξιωμά των, ο Ιωάννης και οι υπασπισταί του περιεβλήθησαν τας λαμπράς ενδυμασίας, τας οποίας είχον εγκαταλείψει οι πλούσιοι εξόριστοι. Διάφοροι εχθροί των κατηγόρουν τους ριζοσπάστας αρχηγούς ότι έτρωγον αφθόνως καθ’ ον χρόνον ο πολιορκούμενος πληθυσμός εκινδύνευε να αποθάνη εκ πείνης. Η μαρτυρία δεν είναι πειστική οι δε ηγέται αισθάνονται πάντοτε μίαν επιτακτικήν υποχρέωσιν να διατηρούνται καλώς. Τα πλείστα των κατασχεθέντων ειδών πολυτελείας είχον διανεμηθή εις τον λαόν· «οι πτωχότεροι εξ ημών», έγραφεν ένας εξ αυτών, «περιφέρονται πλουσίως ενδεδυμένοι»· επείνων με μεγαλοπρέπειαν.
Κατά τα άλλα, ο κομμουνισμός του Μύνστερ ήτο περιωρισμένος και προσωρινός. Οι κυβερνώντες, συμφώνως προς ένα εχθρικώς διακείμενον μάρτυρα, εθέσπισαν ότι «όλα τα υπάρχοντα πρέπει να είναι κοινά», αλλά εις την πραγματικότητα η ατομική ιδιοκτησία εξηκολούθει να υφίσταται εις όλα· πλήν των κοσμημάτων, των πολυτίμων μετάλλων και της πολεμικής λείας. Τα γεύματα ελαμβάνοντο από κοινού αλλά μόνον από εκείνους οι όποιοι μετείχον εις την άμυναν της πόλεως. Κατά τα γεύματα αυτά ανεγιγνώσκετο ένα κεφάλαιον από την Αγίαν Γραφήν και εψάλλοντο θρησκευτικοί ύμνοι. Τρεις «διάκονοι» είχον διορισθή δια να φροντίζουν δια τας ανάγκας των πτωχών και δια να εξασφαλίζωνται τα υλικά δια τας ελεημοσύνας αυτάς, οι υπολειπόμενοι εύποροι επείθοντο ή εξηναγκάζοντο να διαθέσουν τα περισσεύματά των. Καλλιεργήσιμον έδαφος εντός της πόλεως διετέθει εις εκάστην οικογένειαν αναλόγως του αριθμού των μελών της. Ένα διάταγμα επεκύρωσε την πατροπαράδοτον κυριαρχίαν του ανδρός επί της συζύγου του.
Η δημοσία ηθική εκανονίζετο με αυστηρούς νόμους. Χοροί, παιγνίδια και θρησκευτικά δράματα ενεθαρρύνοντο, υπό επίβλεψιν, αλλά η μέθη και η χαρτοπαιξία ετιμωρούντο αυστηρώς, η πορνεία απηγορεύετο, αι εξώγαμοι σεξουαλικαί σχέσεις και η μοιχεία ήσαν μεγάλα εγκλήματα. Η ύπαρξις υπεραρίθμων γυναικών, οφειλομένη εις την φυγήν πολλών ανδρών, ηνάγκασε τους ηγέτας να θεσπίσουν, βάσει βιβλικών προηγουμένων, ότι γυναίκες μη έχουσαι δεσμόν, θα εγίνοντο «σύντροφοι των συζύγων», εις την πραγματικότητα παλλακίδες. Αι προστιθέμεναι αυταί γυναίκες φαίνεται ότι επροτίμων την κατάστασιν αυτήν από την μονήρη στειρότητα. Μερικοί συντηρητικοί εις την πόλιν διεμαρτυρήθησαν, ωργάνωσαν μίαν εξέγερσιν και εφυλάκισαν τον βασιλέα· αλλά οι στρατιώται των, μεθυσθέντες μετ’ ολίγον με οίνον, κατεσφάγησαν από τους Αναβαπτιστάς στρατιώτας· εις την νίκην αυτήν της Νέας Ιερουσαλήμ, αι γυναίκες έπαιξαν ανδρικόν ρόλον. Ο Ιωάννης, απελευθερωθείς και επανενθρονισθείς, έλαβε πολλάς συζύγους και (όπως λέγει ο εχθρικός χρονογράφος) εκυβέρνησε με βίαν και τυραννίαν. Πρέπει να είχε θελκτικάς ιδιότητας διότι πολλοί ηνείχοντο ευχαρίστως την κυριαρχίαν του και προσέφερον την ζωήν των εις την υπηρεσίαν του. ΄Οταν εζήτησεν εθελοντάς να τον ακολουθήσουν εις μίαν έξοδον εναντίον του στρατοπέδου του επισκόπου, παρουσιάσθησαν περισσότεραι γυναίκες από όσας εθεώρει φρόνιμον να χρησιμοποιήση. ΄Οταν εζήτησεν «αποστόλους» να διακινδυνεύσουν διερχόμενοι δια μέσου των πολιορκητών δια να ζητήσουν βοήθειαν από άλλας ομάδας Αναβαπτιστών, δώδεκα άνδρες επεχείρησαν να διέλθουν δια των εχθρικών γραμμών, συνελήφθησαν όλοι και εφονεύθησαν. Μια ενθουσιώδης γυνή, εμπνεομένη από την ιστορίαν της Ιουδείθ, εξήλθε δια να δολοφονήση τον επίσκοπον αλλ’ ανεκαλύφθη και εθανατώθη.
Αν και πολλοί Αναβαπτισταί εις την Γερμανίαν και την Ολλανδίαν απέκλειον την καταφυγήν εις την βίαν, την όποιαν μετεχειρίζοντο οι αδελφοί των του Μύνστερ, πολύ περισσότεροι επεκρότησαν την επανάστασιν. Η Κολωνία, η Τρίερ, το ΄Αμστερνταμ και το Λέυδεν εψιθύριζον αναβαπτιστικάς προσευχάς δια την επιτυχίαν της. Από το Άμστερνταμ απέπλευσαν πενήντα πλοία (22 και 25 Μαρτίου 1535) δια να μεταφέρουν ενισχύσεις εις την πολιορκουμένην πόλιν αλλά όλα διεσκορπίσθησαν υπό των ολλανδικών αρχών. Την 28 Μαρτίου, απηχούσα την εξέγερσιν του Μύνστερ, μία συμμορία Αναβαπτιστών κατέλαβε και ωχύρωσεν ένα μοναστήριον εις την Δυτικήν Φρισλανδίαν· τούτο κατεβλήθη με απώλειαν 800 ψυχών.
Αντιμετωπίζουσαι την επεκτεινομένην αυτήν ανταρσίαν, όλαι αι συντηρητικαί δυνάμεις της αυτοκρατορίας, προτεστάνται και καθολικοί, επεστρατεύθησαν δια να καταβάλουν τους Αναβαπτιστάς οπουδήποτε ευρίσκοντο. Ο Λούθηρος, ο όποιος το 1528 είχε συστήσει επείκειαν προς τους νέους αιρετικούς, συνέστησε το 1530 «την χρήσιν του ξίφους» εναντίον των ως «όχι μόνον βλάσφημων αλλά εξαιρετικώς στασιαστικών» και ο Μελάγχθων συνήργησε με αυτόν. Η μία πόλις μετά την άλλην απέστελλεν άνδρας ή χρήματα εις τον επίσκοπον· μία δίαιτα εις την Βόρμς (4 Απριλίου 1535) ώρισεν ένα φόρον εις ολόκληρον την Γερμανίαν δια να χρηματοδοτηθή η πολιορκία. Ο επίσκοπος κατώρθωσε τώρα να περικλείση την πόλιν και να αποκόψη αποτελεσματικώς τους ανεφοδιασμούς της.
Αντιμετωπίζων την πείναν και την πτώσιν του ηθικού, ο βασιλεύς Ιωάννης εξήγγειλεν ότι όλοι όσοι επεθύμουν, ηδύναντο να εγκαταλείψουν την πόλιν. Πολλαί γυναίκες και παιδία και μερικοί άνδρες επωφελήθησαν της ευκαιρίας. Οι άνδρες εφυλακίσθησαν ή εφονεύθησαν από τους στρατιώτας του επισκόπου, οι οποίοι ελυπήθησαν τάς γυναίκας και τας εχρησιμοποίησαν εις διαφόρους υπηρεσίας. Ένας από τους «πρόσφυγας» έσωσε την ζωήν του προσφερθείς να δείξη εις τους πολιορκητάς ενα μη υπερασπιζόμενον μέρος των τειχών. Υπό την οδηγίαν του, μία δύναμις από Λάντσκνεχτς ανήλθεν επ’ αυτών και ήνοιξε μίαν πύλην (24 Ιουνίου)· εντός ολίγου, πολλαί χιλιάδες στρατιωτών εισέδυσαν εις την πόλιν. Η πείνα είχε κάμει το έργον της και μόνον 800 από τους πολιορκουμένους ηδύναντο να φέρουν ακόμη όπλα. Ωχυρώθησαν προχείρως εις την αγοράν· κατόπιν παρεδόθησαν με την υπόσχεσιν ότι θα τους εδίδετο η άδεια να αναχωρήσουν από το Μύνστερ. ΄Οταν παρέδωσαν τα όπλα των, κατεσφάγησαν ομαδικώς. Αι οικίαι ηρευνήθησαν και 400 κρυμμένοι επιζώντες εσφάγησαν. Ο Ιωάννης εκ Λέυδεν και δύο από τους υπασπιστάς του εδέθησαν επί πασσάλων ·όλα τα μέρη του σώματός των εκάησαν με πυρακτωμένας τσιμπίδας μέχρις ότου «όλοι σχεδόν όσοι ίσταντο εις την αγοράν ησθάνθησαν αηδίαν από την κακοσμίαν». Αι γλώσσαι των απεσπάσθησαν από τα στόματά των και τέλος τους εκάρφωσαν μίαν μάχαιραν εις την καρδίαν.
Ο επίσκοπος ανέκτησε την πόλιν του και ηύξησε την προηγουμένην ισχύν του. Εις το εξής όλαι αι πράξεις των πολιτικών αρχών υπέκειντο εις το επισκοπικόν βέτο. Ο ρωμαιοκαθολικισμός αποκατεστάθη θριαμβευτικώς. Εις ολόκληρον την αυτοκρατορίαν, οι Αναβαπτισταί, φοβούμενοι δια την ζωήν των, απηρνούντο παν μέλος της αιρέσεως των το οποίον ήτο ένοχον διαπράξεως βίας. Εν τούτοις πολλοί από τους φιλησύχους αυτούς αιρετικούς εξετελέσθησαν. Ο Μελάγχθων και ο Λούθηρος συνέστησαν εις τον Φίλιππον της Έσσης να θανατώση όλους όσοι ανήκον εις την αίρεσιν. Οι συντηρητικοί ηγέται ησθάνοντο οτι μια τόσον σοβαρά απειλή κατά της υφισταμένης οικονομικής και πολιτικής τάξεως έπρεπε να τιμωρηθή με αυστηρότητα η οποία θα παρέμενεν αλησμόνητος.
Οι Αναβαπτισταί εδέχθησαν το μάθημα, ανέβαλον τον κομμουνισμόν δια το τέλος της χιλιετηρίδος και περιωρίσθησαν εις την άσκησιν εκείνων εκ των αρχών των -εγκρατούς, απλής, ευλαβούς και ειρηνικής ζωής- αι οποίαι δεν προσέβαλλον το κράτος. Ο Μέννον Σίμονς, ένας καθολικός ιερεύς προσηλυτισθείς εις τον Αναβαπτισμόν (1531), έδωσεν εις τους Γερμανούς και Ολλανδούς οπαδούς του τοιαύτην σοφήν καθοδήγησιν ώστε οι Μεννονίται επέζησαν από όλας τας περιπετείας και συνεκρότησαν επιτυχείς αγροτικάς κοινότητας εις την Ολλανδίαν, την Ρωσίαν και την Αμερικήν. Δεν υπάρχει σαφής συγγένεια μεταξύ των Ευρωπαίων Αναβαπτιστών και των Άγγλων Κουακέρων και των Αμερικανών Βαπτιστών, αλλά η υπό των Κουακέρων καταδίκη του πολέμου και των όρκων και επιμονή των Βαπτιστών εις το βάπτισμα των ενηλίκων, προφανώς κατάγονται από τας ιδίας παραδόσεις πίστεως και συμπεριφοράς, αι οποίαι εις την Ελβετίαν, την Γερμανίαν και την Ολλανδίαν έλαβον αναβαπτιστικάς μορφάς. Όλαι σχεδόν αυταί αι ομάδες είχον κοινήν μιαν αρετήν, την διάθεσιν των να ανέχωνται ειρηνικώς πίστεις διαφορετικάς από την ιδικήν των. Η θεολογία, η οποία τους εστήριξε δια μέσου ταλαιπωριών, πτωχείας και μαρτυρίων, δέν συνταυτίζεται με την πρόσκαιρον φιλοσοφίαν μας αλλα και αυτοί επίσης, με την ειλικρίνειαν, την ευσέβειάν των και ευπροσηγορίαν των, επλούτισαν την κληρονομίαν μας και ελύτρωσαν την κηλιδωμένην μας ανθρωπότητα.
ΑΝΑΤΟΜΙΑ ΤΟΥ ΘΥΜΟΥ
Ο θυμός είναι μια σύντομη τρέλα. Αυτοί που θυμώνουν βάζουν πολλές φορές μόνοι τους τον εαυτό τους σε ολοφάνερο κίνδυνο, γιατί η μανία τους για εκδίκηση τους κάνει να ξεχνούν το συμφέρον τους. Όταν σκέφτονται αυτούς που τους στενοχώρησαν, είναι σαν να τους τσιμπάει μύγα και, από μέσα τους, τους κάνει ο θυμός να χτυπιούνται και να τινάζονται. Και δεν ησυχάζουν, αν δεν κάνουν κάτι κακό σε αυτόν που τους θύμωσε ή αν δεν πάθουν οι ίδιοι κάτι κακό. Κι αυτό το τελευταίο είναι πιθανό, όπως ακριβώς συμβαίνει με κάτι που σκάει κι εκρήγνυται: μπορεί να σπάσει σε κομμάτια και να πάθει συχνά μεγαλύτερο κακό από το κακό που προκάλεσε. (Μ. Βασίλειος)
«...[από τότε] ούτε μια φορά δεν οργίστηκα εναντίον κάποιου, γιατί η ψυχή μου θυμάται την αγάπη του Κυρίου και τη γλυκύτητα του Αγίου Πνεύματος και ξεχνάει την προσβολή».
(όσιος Σιλουανός ο Αθωνίτης)
ΘΥΜΟΣ ΚΑΙ ΝΤΡΟΠΗ
Ποιος, πες μου, είναι άξιος αποδοχής; Εκείνος που ταράζεται, που συγχύζεται, που γίνεται θηρίο και σαν θηρίο φέρεται στους συνανθρώπους του ή εκείνος που έχει γαλήνη, αταραξία και πνευματική αντιμετώπιση; Δεν μοιάζουν ο ένας με άγγελο και ο άλλος ούτε καν με άνθρωπο; Ο ένας δεν μπορεί ούτε τα δικά του προβλήματα να αντέξει ενώ ο άλλος καταφέρνει να σηκώνει και τα ξένα. Αυτός που θυμώνει δεν μπορεί ούτε τον εαυτό του να υποφέρει ενώ ο πράος ανέχεται και τον άλλον. Ο πρώτος είναι ναυαγός ενώ ο δεύτερος πλέει με ασφάλεια μέσα σε πλοίο που το οδηγεί ούριος άνεμος. Γιατί δεν άφησε τον αέρα του θυμού να πέσει στα πανιά και να ανατρέψει το σκάφος της ψυχής του. Αντίθετα, για χάρη του, φύσηξε λεπτή και γλυκιά αύρα, το αεράκι της ανεξικακίας, και τον οδήγησε πολύ ήσυχα στο λιμάνι της φιλοσοφημένης στάσης.
Όσοι θυμώνουν κάνουν σαν τους ναύτες σε πλοίο που βουλιάζει: ρίχνουν στη θάλασσα ό, τι βρουν μπροστά τους, χωρίς να ξέρουν αν είναι πράγματα δικά τους ή είναι ξένα, που τους τα έδωσαν να τα φυλάξουν, ούτε αν είναι πολύτιμα ή δεν είναι. Όταν όμως σταματήσει η κακοκαιρία, τότε αναλογίζονται όσα πέταξαν και κλαίνε, και η ζημιά που πάθανε δεν τους αφήνει να χαρούν το γαλήνεμα της θάλασσας. Έτσι και αυτοί που θυμώνουν. Όταν τους πιάσει ο θυμός και ξεσπάσει η καταιγίδα, πετάνε ό,τι δεν πρέπει, κι όταν τους περάσει ο θυμός, τότε αναλογίζονται τι έβγαλαν προς τα έξω και καταλαβαίνουν τη ζημιά και δεν έχουν ανάπαυση, γιατί θυμούνται τα λόγια που είπαν και ντρόπιασαν τον ίδιο τους τον εαυτό. Με τα λόγια αυτά έπαθαν τη χειρότερη ζημιά, όχι σε χρήμα αλλά στην εκτίμηση που τους είχαν οι άλλοι, ότι είναι καλοί και πράοι άνθρωποι. (Ιωάννης Χρυσόστομος)
«Το σύμπαν είναι κατοικήσιμο εφόσον έχουμε τον Θεό πατέρα και τον συνάνθρωπο αδελφό μας». (Αρχιμ. Βασίλειος Γοντικάκης)
(Ελένη Κονδύλη, Μικρή Φιλοκαλία της καρδιάς, εκδ. Ατέρμονον, σελ. 77-79)
Εάν μέσα του βεβαιωθεί ότι μπροστά του είναι ο Θεός. Διότι εάν κάποιος που βλέπει έναν άρχοντα ή προϊστάμενο και συζητεί μαζί του έχει το βλέμμα προσηλωμένο σ’ αυτόν, πόσο μάλλον αυτός που προσεύχεται στο Θεό θα έχει το νου προσηλωμένο σ’ Αυτόν που ελέγχει καρδίες και νεφρούς -«ετάζων καρδίας και νεφρούς ό Θεός» (Ψαλμ. 10)- εφαρμόζοντας αυτό που λέγει η Γραφή: «…και τα χέρια που υψώνουν στον ουρανό να είναι καθαρά, χωρίς οργή και εριστικότητα» (Α’ Τιμόθ. 2, 8),
Όταν ο Κύριος είπε στην προσευχή του: «Πάτερα μου, αν είναι δυνατόν, ας μην πιω αυτό το ποτήρι» (Ματθ. 26′, 39), ύστερα συμπλήρωσε: «αλλά ας μη γίνει το δικό μου θέλημα αλλά το δικό σου». Συνεπώς πρέπει να γνωρίζουμε ότι δεν μας έχει επιτραπεί να ζητούμε ό,τι θέλουμε, αφού δεν γνωρίζουμε ούτε καν το συμφέρον μας: «…εμείς δεν ξέρουμε ούτε τι ούτε πως να προσευχηθούμε…» (Ρωμ. 8′ 26). Ώστε τα αιτήματα πρέπει να τα υποβάλλουμε στο Θεό με πολλή περίσκεψη, σύμφωνα με το θέλημά του· κι εάν δεν εισακουσθούμε πρέπει να γνωρίζουμε ότι χρειάζεται επίμονη και καρτερία, σύμφωνα με την παραβολή του Κυρίου για το ότι «πρέπει πάντοτε να προσευχόμαστε και να μην αποκάμουμε» (Λουκ. 18, 1) και με τον άλλο λόγο του Κυρίου που είπε σε άλλη περίσταση ότι: «… για την αναίδειά του θα σηκωθεί και θα του δώσει ό,τι χρειάζεται» (Λουκ. 11′ 8)· ή χρειάζεσαι διόρθωση και επιμέλεια, σύμφωνα με αυτό που είπε ο Θεός σε κάποιους ανθρώπους διά μέσου του Προφήτη: «όταν εκτείνετε τα χέρια σας, θα αποστρέψω τα μάτια μου από σας. Και εάν αυξήσετε τις δεήσεις σας, δεν θα εισακουστείτε, γιατί τα χέρια σας είναι γεμάτα αίματα. Λουσθείτε, και γίνετε καθαροί…» κ.λπ. (Ησ. Α’ 15-16). Ότι δε και τώρα γίνονται και είναι τα χέρια των πολλών γεμάτα αίματα, δεν πρέπει καθόλου ν’ αμφιβάλλουν αυτοί που πιστεύουν σ’ εκείνη την κρίση του Θεού…
– Ποιο είναι το «ταμιείον», στο οποίο προστάζει ο Κύριος να εισέλθει ο προσευχόμενος;
Ταμείο συνήθως ονομάζουμε ένα χώρο κενό και απόμερο, που βάζουμε ό,τι θέλουμε να αποθηκεύσουμε, ή που είναι δυνατόν να κρυφτούμε, όπως αναφέρεται από τον Προφήτη: «Βάδιζε, λαέ μου, μπες μέσα στο ταμείο σου, κλείσε τη πόρτα σου, κρύψου…» (Ησ. 26′ 20). Η δύναμη της εντολής γίνεται σαφής από τα συμφραζόμενα, διότι ο λόγος απευθύνεται σ’ αυτούς που πάσχουν από ανθρωπαρέσκεια. Ώστε αν κάποιος ενοχλείται από αυτό το πάθος, καλά κάνει που αποσύρεται στην προσευχή και απομονώνεται, μέχρι να μπορέσει ν’ αποκτήσει τη διάθεση να μην προσέχει τους επαίνους των ανθρώπων, αλλά να αποβλέπει μόνο στο Θεό, όπως λέγει ο Ψαλμωδός: «όπως τα μάτια των δούλων είναι προσηλωμένα στα χέρια του Κυρίου τους, και τα μάτια της δούλης στα χέρια της Κυρίας της, έτσι και τα δικά μας μάτια να είναι στραμμένα προς τον Κύριο και Θεό μας…» (Ψαλμ. 122′ 2). Εάν όμως κάποιος με τη χάρη του Θεού είναι καθαρός από εκείνο το πάθος, δεν έχει ανάγκη να κρύβει το καλό.
Όταν ο διάβολος επιχειρεί να μας επιβουλευθεί και προσπαθεί να εκτοξεύσει τους λογισμούς του σαν πυρακτωμένα βέλη με πολλή σφοδρότητα μέσα στην αμέριμνη και ήσυχη ψυχή και ξαφνικά να την πυρπολήσει και να υπενθυμίζει μακροχρόνια και επίμονα εκείνα που έσπειρε μία φορά, τότε πρέπει αυτές τις επιβουλές να τις αντιμετωπίσουμε με εγρήγορση και εντατική προσοχή, όπως ο αθλητής που αποτρέπει τις λαβές των αντιπάλων με την ακριβέστατη επιφυλακή και την ταχύτητα του σώματος, και να αναθέσουμε στην προσευχή και την πρόσκληση της συμμαχίας του Θεού τη διεξαγωγή του πολέμου και την αποφυγή των βελών. Διότι αυτό μας δίδαξε ο Παύλος, λέγοντας: «… εκτός από όλα αυτά, κρατάτε πάντα την πίστη σαν ασπίδα, πάνω στην οποία θα μπορέσετε να σβήσετε τα φλογισμένα βέλη του πονηρού…» (Εφ. 6, 16). Και αν λοιπόν υποβάλλει τις πονηρές φαντασίες του κατά την ώρα της προσευχής, να μη σταματήσει η ψυχή να προσεύχεται, ούτε να νομίζει ότι αυτή είναι υπεύθυνη για την σπορά του εχθρού στον αγρό της και για τις ποικίλες φαντασίες του πονηρού, αλλά σκεπτόμενη ότι η φαντασία των άτοπων σκέψεων οφείλεται στην αναίδεια του εφευρέτη της πονηρίας, ας εντείνει τη γονυκλισία και ας ικετεύει το Θεό να διαλυθεί το πονηρό τείχος της μνήμης των άτοπων λογισμών, ώστε ανεμπόδιστα, με τη δύναμη του νου να διαβεί στη στιγμή ακάθεκτη προς το Θεό, χωρίς να διακόπτεται σε κανένα σημείο από τις εφόδους των πονηρών ενθυμήσεων.
Εάν στέκεσαι ενώπιον του Θεού όπως πρέπει και προσφέρεις όλες σου τις δυνάμεις, μην απομακρυνθείς μέχρι να λάβεις το αίτημά σου· εάν όμως σε κατακρίνει η συνείδησή σου ότι καταφρονείς και εάν, ενώ μπορείς, δεν προσεύχεσαι συγκεντρωμένος, μην τολμήσεις να σταθείς ενώπιον του Θεού, για να μη γίνει η προσευχή σου αφορμή αμαρτίας. Εάν όμως, επειδή εξαντλήθηκες από την αμαρτία, δεν μπορείς να προσεύχεσαι απερίσπαστα, να βιάζεις όσο μπορείς τον εαυτό σου και να στέκεσαι επίμονα ενώπιον του Θεού, έχοντας το νου σου σ’ Αυτόν και συμμαζεύοντάς τον στον εαυτό του· και ο Θεός συγχωρεί, επειδή αδυνατείς να σταθείς όπως πρέπει ενώπιόν Του, όχι από καταφρόνηση, αλλά από αδυναμία. Εάν βιάζεις τον εαυτό σου μ’ αυτό τον τρόπο σε κάθε καλό έργο, μην αποκάμεις μέχρι να λάβεις το αίτημά σου, αλλά κτύπα την πόρτα Του ζητώντας το αίτημά σου. Διότι λέγει: «όποιος ζητάει παίρνει, όποιος ψάχνει βρίσκει και όποιος χτυπάει του ανοίγεται» (Λουκ. 11′, 10). Διότι τι άλλο θέλεις να επιτύχεις παρά μόνο την κατά Θεό σωτηρία;
(Από το βιβλίο «Ο κόσμος της Προσευχής», εκδ. Κάλαμος)
Ά ρχιζε πάντα απ’ το Θεό και πάντα τελείωνε μαζί του
Β ίου το κέρδος είν’ αυτό: τη μέρα σου καλά να τελειώνεις
Γ νώριζε όλα τα καλά έργα των δικαίων
Δ εινόν το να πεινάει κανείς, μα φοβερότερος ο πλούτος ο παράνομος
Ε υεργετείς; Μάθε λοιπόν πως το Θεό μιμείσαι.
Ζ ήτα απ’ το Θεό να σου είναι σπλαχνικός, σαν όμως εύσπλαχνος είσαι και εσύ
Η σάρκα η ανθρώπινη να συγκρατείται πρέπει και να δαμάζεται γερά
Θ υμό χαλίνωνε, μη πέσεις έξω από τη λογική
Ί σια ψηλά το βλέμμα σου, στη γλώσσα να ‘χεις μέτρο
Κ λειδί στ’ αυτιά να βρίσκεται, το γέλιο σου να ‘ναι σεμνό
Λ υχνάρι να πορεύεται η λογική μπροστά από κάθε σου έργο
Μ η σου γλυστράει κάτω απ’ ότι φαίνεται, εκείνο που υπάρχει
Ν α ερευνάς τα πάντα με το νου, όμως να πράττεις όσα επιτρέπονται
Ξ ένος πως είσαι, μάθε το καλά. Γι’ αυτό τίμα τους ξένους
Ό ταν στη γαλήνη ταξιδεύεις, τότε να θυμάσαι τη φουρτούνα
Π άντα να δέχεσαι ευχάριστα, όσα από το Θεό προέρχονται
Ρ αβδί να σε χτυπά του δίκαιου καλύτερα, παρά ο κακός να σε τιμά
Σ τις θύρες των σοφών να πηγαινοέρχεσαι, μακρυά απ’ τις θύρες των πλουσίων
Τ ο μικρό, μικρό δεν είναι όταν σε κάτι μέγα οδηγεί
Ύ βριν χαλίνωνε, μακρυά απ’ την έπαρση μέγας σοφός να γίνεις
Φ υλάξου συ απ’ το πέσιμο, σαν όμως άλλος πέσει, μη γελάς
Χ άρισμα το να σε φθονούν, αίσχος και μέγα, να φθονείς εσύ
Ψ υχή που στο Θεό προσφέρεται, είναι η καλύτερη θυσία
Ω, ποιος θα τα φυλάξει όλα αυτά; Αυτός και θα σωθεί!
Θα συμφωνήσω μαζί σου ότι το να αμύνεται κανείς δεν είναι άδικο, αλλά πρέπει και συ να συμφωνήσεις ότι δεν είναι και φιλοσοφημένο.
Αυτό που λες θα ήταν λογικό, αν ήταν εύκολο και χωρίς πολλές περιπλοκές. Αν όμως, πριν να δικαιωθεί κανείς, αδικείται χίλιες φορές, τότε είναι καλύτερα να μην προσθέτει στην αδικία που του έγινε κι άλλο κακό. Σου φαίνεται ότι μιλάω με αινίγματα; Θα προσπαθήσω λοιπόν να σου εξηγήσω.
Σκέψου, αν θελήσει κανείς να αμυνθεί, τι χρειάζεται να πάθει.
Πρώτα τον πλημμυρίζει ο θυμός και μετά τον διαλύει η οργή. Γιατί πρώτα φέρνει στο μυαλό του αυτό που έπαθε και μετά οργίζεται και επιθυμεί την ανταπόδοση.
Τρίτο, προκαλεί ταραχή γύρω του.
Τέταρτο, κάνει χίλιους δυο λογισμούς. Πέμπτο, τον πιάνει δέος και τρόμος και αγωνία, γιατί τον τρώει ο θυμός και τον συγκλονίζει ο φόβος για το πώς θα πετύχει την αντεπίθεσή του. Δεν σου φαίνεται λοιπόν πως τιμωρείται αυτός ο ίδιος, πριν τιμωρήσει τον άλλον;
Αντίθετα, αυτός που φιλοσοφεί απαλλάσσεται από όλα αυτά. Φυσικά. Είναι κύριος της κατάστασης και εκεί τελειώνει το πράγμα. Με τον άλλο δεν είναι έτσι, χρειάζεται να βρει κατάλληλο χρόνο, τόπο, πονηριά και κακία, όπλα και μεθόδους, κολακεία και δουλικότητα και υποκρισία. Βλέπεις πόσο δύσκολη είναι η κακία ενώ η αρετή είναι εύκολη; Πόσο η μια είναι γεμάτη φασαρίες ενώ η άλλη ατάραχη; Κι όσο ο πονηρός άνθρωπος τα παθαίνει αυτά, άλλο τόσο απολαμβάνει γαλήνη αυτός που επιλέγει την αρετή.
Επιπλέον, αυτός που αντεπιτίθεται ανοίγει έναν φαύλο κύκλο έχθρας, ενώ αυτός που φιλοσοφεί βάζει γρήγορα στην έχθρα ένα τέλος. Γι' αυτόν τον λόγο ημερεύει και τον άλλο, που είναι ανόητος, και τον προκαλεί να γίνουν φίλοι.
Ισίδωρος Πηλουσιώτης
«Επειδή η αμαρτία στο βάθος της δεν είναι παρά κακία και υπερηφάνεια, πρέπει να θεραπεύουμε κάθε αμαρτωλό με την αγαθότητα και την αγάπη. Είναι αυτό μια μεγάλη αλήθεια που συχνά τη λησμονούμε. Πράγματι συχνά, πολύ συχνά, ενεργούμε αντίθετα προς αυτή την αλήθεια. Προσθέτουμε κακία στην κακία, αντιθέτουμε υπερηφάνεια στην υπερηφάνεια. Έτσι η αρρώστια μεγαλώνει εξαιτίας μας και δεν υποχωρεί. Αντί να τη θεραπεύουμε την επιδεινώνουμε. Κύριε, ελέησε μας, απάλυνε την καρδιά μας».
Ιωάννης της Κρονστάνδης
(Ελένη Κονδύλη, Μικρή Φιλοκαλία της καρδιάς, εκδ. Ατέρμονον, σελ. 74-75)
...Σήμερα με την παρούσα επιστολή μου σας γράφω περιληπτικώς την ομιλία που έκανα στον ιερό ναό της μητροπόλεως την εορτή του Αγίου Νικολάου. Έλαβα αφορμή από την περικοπή της ανάγνωσης του Αποστόλου: «...πεποίθαμεν γαρ, ότι καλήν συνείδησιν έχωμεν, εν πάσι καλώς θέλοντες αναστρέφεσθαι» και μίλησα «περί αγαθής συνειδήσεως».
Είπα, λοιπόν, ότι η αγαθή συνείδηση είναι το μεγαλύτερο από όλα τα αγαθά, γιατί της δίνεται ως βραβείο η ειρήνη της ψυχής, η γαλήνη της καρδιάς, η αταραξία της συνειδήσεως, η ηρεμία του πνεύματος. Αυτή πλημμυρίζει την καρδιά μας με χαρά, αυτή μας κάνει να στεκόμαστε με θάρρος μπροστά στον θεό, αυτή καθιστά ευπρόσδεκτες τις αιτήσεις μας, αυτή μας ανοίγει τις πύλες του ουρανού όταν της κτυπούμε, γίνεται φορέας των θείων δωρεών, προσφέρει άφθονους τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος, αυτή δωρίζει τα Χαρίσματα Του, αυτή εκπληρώνει τους πόθους μας για τα υψηλά αγαθά, αυτή οδηγεί στην ευδαιμονία και την μακαριότητα. Αυτή, λοιπόν, η αγαθή συνείδηση – στις ψυχές που την φέρουν μέσα τους – προαναγγέλλει την βασιλεία των ουρανών. Αυτά τα διδασκόμαστε από τις ίδιες τις άγιες γραφές, από τον ίδιο το στόμα του σωτήρα και των ίδιων των Αγίων Αποστόλων του. Ο σωτήρας δίνει εντολή: «αιτείται και δοθήσεται, ζητείτε και ευρήσητε, κρούεται και ανοιγήσεται υμίν, πας γαρ ο αιτών λαμβάνει, ο ζητώντας ευρίσκει και τω κρούοντι ανοιγήσεται!» (Ματθ. 7,7).
Πράγματι, χριστιανοί αδελφοί μου, μας την ανοίγει γιατί ο Θεός μας έχει υιοθετήσει, έχουμε γίνει παιδιά του και σαν καλός πατέρας είναι έτοιμος να μας δώσει οτιδήποτε του ζητήσουμε για την σωτηρία μας, δηλαδή ζωή αιώνια· γιατί ο γιος του ο μονογενής «εξαγόρασεν ημάς εκ της κατάρας του Νόμου, ίνα την υιοθεσίαν απολάβωμεν». Γι’ αυτό και ο Παύλος, γράφοντας την επιστολή προς Γαλατάς λέει: «ότι είστε υιοί, φανερώνεται από το ότι έστειλε ο Θεός το πνεύμα του Υιού Του στις καρδιές σας κράζοντας Αββά, δηλαδή πατέρα· ώστε δεν είστε πλέον δούλοι, αλλά υιοί του Θεού επομένως και κληρονόμοι Του, δια μέσου του Ιησού Χριστού» (κεφ. δ’, 4). Τα ίδια γράφει και ο επιστήθιος φίλος Του, ο τόσο αγνός και αγαπημένος Ευαγγελιστής Ιωάννης, στην Α’ καθολική επιστολή του λέγοντας: "Εάν η συνείδησή μας δεν μας κατηγορεί, τότε έχουμε θάρρος προς τον Θεό και αυτό το οποίο ζητούμε το λαμβάνουμε από Αυτόν, διότι ακολουθούμε τις εντολές Του και ενώπιον Του πράττουμε τα σωστά" (γ’, 21-22). Ώστε από τα λόγια του αγαπημένου Ευαγγελιστού, μαθαίνουμε ότι αυτοί που έχουν αγαθή συνείδηση, έχουν θάρρος προς τον Θεό, γιατί τηρούν τις εντολές Του και πράττουν τα σωστά. Αυτοί που έχουν αγαθή συνείδηση δεν αισθάνονται μέσα τους οτιδήποτε να τους κατηγορεί για αμαρτία και παράβαση των θείων εντολών, γιατί έχουμε καθαρή καρδιά και πνεύμα ευθές και γι’ αυτό μιλάει εδώ ο Ευαγγελιστής.
Από αυτά διδασκόμαστε, ότι αυτός που έχει καθαρή καρδιά, αυτός που η καρδιά του δεν τον κατηγορεί, αυτός που πράττει ενώπιον του Θεού το αγαθό, το ευάρεστο και το τέλειο, ο ακριβής τηρητής των εντολών του Κυρίου, αυτός έχει παρρησία στον Θεό, και ότι ζητήσει το λαμβάνει από Εκείνον. Έτσι, λοιπόν, αυτός που έχει αγαθή καρδιά θεωρείται αγαπητός υιός του Θεού, καθώς το Πνεύμα του Υιού Του κατοικεί στην καρδιά του, και γι’ αυτό έχει παρρησία προς τον Θεό. Ό,τι αιτήσει θα το λάβει, ό,τι ζητήσει θα το βρει, όταν κρούσει την πόρτα ο Θεός θα τον δεχθεί. Ποιος μπορεί να θεωρηθεί ευτυχέστερος από έναν τέτοιο άνθρωπο; Όλα τα αγαθά, όλα τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, δεν έρχονται να προσφερθούν σε αυτήν την μακάρια ψυχή; Από τι λοιπόν μπορεί να έχει ανάγκη; Από τίποτα.
Ναι, αδελφοί μου Χριστιανοί, από τίποτα. Και αυτό επειδή έχει αγαθή συνείδηση, επειδή κατοικεί μέσα του το άκρον αγαθό. Πράγματι, η αγαθή συνείδηση είναι το ισχυρότερο από όλα τα αγαθά, γιατί σε αυτήν υπάρχει η μακαριότητα. Μακάριος και τρισευτυχισμένος ο άνθρωπος που απέκτησε αγαθή συνείδηση.
Πόσο απατώνται οι άνθρωποι που αναζητούν την ευτυχία, την ευδαιμονία, την μακαριότητα τους, έξω από τον εαυτό τους. Τα αναζητούν στην δόξα, στα πολλά πλούτη, στις απολαύσεις, στις διασκεδάσεις, στις ηδονές, στις πολυτέλειες και σε καθετί μάταιο, των οποίων το μόνο αποτέλεσμα είναι η πίκρα! Πόσο πλανώνται όσοι οικοδομούν την ευτυχία τους πάνω σε φθαρτά και αλλοιούμενα πράγματα, που δεν έχουν μέσα τους καμμία ηθική αξία ή ηθική ευχαρίστηση, γιατί η αληθινή ευτυχία, η αληθινή ευδαιμονία, η αληθινή μακαριότητα εστιάζεται πάνω στην ηθική απόλαυση. Κάθε άλλη απόλαυση μόνο τα χείλη γλυκαίνει· αντίθετα, την καρδιά την γεμίζει πίκρα. Η ύλη που οικοδομείται έξω από την καρδιά για την ανέγερση πύργου ευτυχίας, οικοδομείται σε έδαφος που το ταρακουνούν συνεχώς σεισμοί, στο οποίο είναι αδύνατο να παραμείνει πέτρα πάνω στην πέτρα για μακρύ χρονικό διάστημα· ώστε οι οικοδομούντες αποδεικνύονται κατά αυτόν τον τρόπο ματαιόφρονες και άθλιοι.
Χριστιανοί! Η ευτυχία βρίσκεται σε εμάς τους ίδιους· ευτυχής δε και τρισμακάριος είναι ο άνθρωπος που το κατανόησε. Εξετάστε την καρδιά σας και μάθετε την ηθική της κατάσταση. Προσέξτε, μήπως έχασε το θάρρος της απέναντι στον Θεό, μήπως σας κατηγορεί για παράβαση ηθικών νόμων, μήπως σας ελέγχει ότι αθετήσατε θείες εντολές· μήπως διαμαρτύρεται η συνείδηση σας ότι την καταπιέζετε, μήπως σας καταγγέλλει για αδικία, για ψεύδος, για παραμέληση των θείων καθηκόντων, για αμέλεια των καθηκόντων σας προς τον συνάνθρωπο. Ερευνήστε μήπως γέμισαν την καρδιά σας κακίες και πάθη, μήπως αγαπήσατε την αμαρτία, μήπως συναινείτε εργαζόμενοι τα πονηρά. Ας προσέξουμε να μην ξεμακρύνει η καρδιά μας από το αγαθό και ακολουθήσουμε δρόμους μπερδεμένους και μονοπάτια δύσβατα, στα οποία παραμονεύουν οι φίλοι της απωλείας.
Δυστυχισμένοι είναι αυτοί που αμελούν αυτό που θέλει η καρδιά τους και ονειρεύονται τα πλούτη του Κροίσου για να κατακτήσουν την μακαριότητα, την ευδαιμονία ή την ευτυχία, την στιγμή που όλος ο πλούτος, είτε αυτός που κρύβεται κάτω από τη γη είτε αυτός που βρίσκεται πάνω στην γη, δεν είναι ικανός να προσφέρει κάποια ευτυχία. Τι λέω ευτυχία, ούτε από την κακοδαιμονία δεν έχουν την δύναμη να τους απαλλάξουν, ούτε καν να μετριάσουν την ταραχή της ψυχής τους, που την προκαλούν πλήθη παθών, όπως ταράζουν την θάλασσα όταν πνέουν πολύ σφοδροί άνεμοι.
Δυστυχώς, χριστιανοί αδελφοί μου, αυτός που αμέλησε την καρδιά του και δεν φρόντισε γρήγορα να την θεραπεύσει, όχι μόνο στερήθηκε από όλα τα αγαθά, αλλά ενέπεσε σε παντός είδους συμφορές κακών, από τις οποίες δεν υπάρχει σωτηρία. Απομάκρυνε την χαρά και την θέση της κατέλαβε η λύπη, η πικρία, η θλίψη και η στενοχώρια. Έδιωξε την ειρήνη και εφόρμησε στην καρδιά η ταραχή και ο πόλεμος, ο φόβος και ο τρόμος. Απέβαλε την αγάπη και μέσα της πέρασε το μίσος, καθιστώντας αυτήν έρημη από κάθε αρετή που θα μπορούσε να παρηγορήσει την άρρωστη ψυχή του. Τελικά αποτίναξε όλα τα χαρίσματα και τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος τα οποία έλαβε στο βάπτισμα, αυτά που καθιστούν τον άνθρωπο μακάριο και εγκατέστησε όλα τα πάθη που τον κάνουν δυστυχή, άθλιο και ελεεινό. Η κόλαση και ο Άδης ήδη καταλαμβάνουν την ψυχή του.
Χριστιανοί αδελφοί μου! Ο Θεός που είναι πλούσιος κατα το μέγα Του έλεος, αφού μας έπλασε κατ´εικόνα Του για να μας καταστήσει κοινωνούς της δικής Του αγαθότητας, θέλει όλοι να αξιωθούμε την συμμετοχή στην μακάρια ζωή, ήδη από τώρα αλλά και στην μελλοντική βασιλεία. Η ίδρυση της αγίας Εκκλησίας, η οποία εγκαταστάθηκε στην γη ανάμεσα μας από τον Τριαδικό Θεό, έγινε με σκοπό να μας ξεπλένει, να μας καθαρίζει από τις αμαρτίες μας, να μας αγιάζει και να μας συμφιλιώνει με τον Θεό, χαρίζοντάς μας την παρρησία απέναντι Του. Μας ανοίγει τις πύλες του Ουρανού για να μας εισάγει σε Αυτόν χαρίζοντας μας τις ευλογίες του παραδείσου και κατεβάζοντας σε εμάς τα θεία Του Δώρα. Η εκκλησία ιδρύθηκε για να αγιάζει τους αμαρτωλούς. Έχει την αγκαλιά της ανοικτή με σκοπό να μας υποδέχεται. Ελάτε λοιπόν, ας βιαστούμε όσοι έχουμε βαριά την συνείδησή μας. Ας βιαστούμε! Είναι έτοιμη να σηκώσει το βαρύ φορτίο που βαραίνει την συνείδησή μας και να μας χαρίσει το θάρρος προς τον Θεό ώστε να πλημμυρίζει η καρδιά μας ευτυχία, αλλά και να αξιωθούμε να απολαύσουμε την θεία μακαριότητα. Αμήν....
(«Γράμματα από έναν άγιο», Πνευματικές νουθεσίες και συμβουλές Αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως, σελ. 27-33)
ΥΠΗΡΧΕ ΚΑΠΟΙΟΣ ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΣΤΗ ΣΚΗΤΗ...
Υπήρχε κάποιος γέροντας στη Σκήτη, δυνατός στα χέρια αλλά αδύναμος στους λογισμούς. Πήγε λοιπόν στον αββά Ιωάννη να τον ρωτήσει για την απώλεια της μνήμης. Άκουσε τα λόγια του, γύρισε στο κελί του και ξέχασε τι του είχε πει ο αββάς. Και πάλι πήγε να τον ρωτήσει. Και πάλι άκουσε τι του είπε, και γύρισε. Μόλις όμως έφτασε στο κελί του, πάλι το ξέχασε. Έτσι πήγαινε πολλές φορές και, γυρίζοντας, ξεχνούσε. Όταν αργότερα συνάντησε τον γέροντα, του είπε: Ξέρεις, αββά, ότι πάλι ξέχασα αυτό που μου είπες; Αλλά δεν ήρθα, για να μη σε ενοχλήσω. Του λέει ο αββάς Ιωάννης: Πήγαινε και άναψε ένα λυχνάρι. Κι εκείνος το άναψε. Και του ξαναλέει: Φέρε κι άλλα λυχνάρια και άναψέ τα από αυτό. Κι εκείνος έκανε ό,τι του είπε. Και είπε ο αββάς Ιωάννης στον γέροντα: Έπαθε τίποτα το λυχνάρι σου, που άναψες τα άλλα λυχνάρια από αυτό; Όχι, του απαντάει ο άλλος. Λέει τότε και ο αββάς Ιωάννης: Ούτε κι ο Ιωάννης παθαίνει τίποτα. Κι αν ολόκληρη η Σκήτη έρθει να με βρει, δεν θα με εμποδίσει από τη Χάρη του Χριστού. Να έρχεσαι λοιπόν όποτε θέλεις, χωρίς να το σκέφτεσαι. Έτσι, με την υπομονή και των δυο τους, πήρε ο Θεός τη λήθη από τον γέροντα. Στη Σκήτη αυτό το έργο είχαν, να δίνουν βοήθεια σε όσους αντιμετώπιζαν πειρασμούς. Και να ξεπερνάνε τον εαυτό τους για να κάνουν καλό ο ένας στον άλλο. (Αββάς Ιωάννης ο Κολοβός)
«Ελεήμων αληθινά είναι όποιος δίνει από την καρδιά του, από μία καρδιά γεμάτη αγάπη. Αληθινά ελεήμων είναι όποιος μιλά με τους άλλους εγκάρδια και όχι απλώς με τον νου και τα χείλη. Όποιος σέβεται την αξία Άνθρωπος στον καθένα. Όποιος σπέρνει τον λόγο του Θεού απλόχερα και διακονεί τον Θεό με αληθινή καρδιά, όχι υποκριτικά. Με άλλα λόγια, αληθινά ελεήμων είναι όποιος όλα τα εναγκαλίζεται και δεν αφήνει κανέναν άνθρωπο έξω από την καρδιά του».
Ιωάννης της Κρονστάνδης
ΠΟΣΟ ΚΟΣΤΙΖΕΙ ΜΙΑ ΚΑΛΟΣΥΝΗ;
Φτηνά πουλάει τις καλοσύνες ο Θεός για όποιον νοιάζεται να αγοράσει: για ένα μικρό κομμάτι ψωμί που έδωσες, για ένα ρουχαλάκι, για ένα ποτήρι κρύο νερό, για μια δραχμή.
Επιφάνιος Επίσκοπος Κύπρου
ΠΟΣΟ ΠΟΥΛΙΕΤΑΙ Ο ΟΥΡΑΝΟΣ
Όσο έχεις, τόσο κάνει. Έχεις ένα οβολό [μόνο να δώσεις στο φτωχό]; αγοράζεις τον ουρανό τον ίδιο. Όχι γιατί είναι φτηνός ο ουρανός αλλά γιατί ο Θεός είναι φιλάνθρωπος. Δεν έχεις χρήματα; Δώσε ένα ποτήρι κρύο νερό.« Όποιος δώσει ένα ποτήρι κρύο νερό για χάρη μου σ’ αυτούς τους καταφρονεμένους θα λάβει την αμοιβή του», μας λέει ο Κύριος. Ο ουρανός πουλιέται κι αγοράζεται κι εμείς αδιαφορούμε. Δώσε ψωμί και πάρε παράδεισο. Δώσε μικρά και πάρε μεγάλα. Δώσε θνητά και πάρε αθάνατα. Δώσε φθαρτά και πάρε άφθαρτα.
Ιωάννης Χρυσόστομος
(Ελένη Κονδύλη, Μικρή Φιλοκαλία της καρδιάς, εκδ. Ατέρμονον, σελ. 55-57)
Οι απομακρυσμένοι άνθρωποι από τον Θεό πάντα απαρηγόρητοι βρίσκονται και διπλά βασανίζονται. Όποιος δεν πιστεύει στον Θεό και στην μέλλουσα ζωη, εκτός που μένει απαρηγόρητος, καταδικάζει και την ψυχη του αιώνια. Σε όποιο αφεντικό δουλεύεις, από ατό θα πληρωθης. Αν δουλεύης στο μαύρο αφεντικό, σού κάνει την ζωη μαύρη από εδώ. Αν δουλεύης στην αμαρτία, θα πληρωθης από τον διάβολο. Αν εργάζεσαι την αρετη, θα πληρωθείς από τον Χριστό. Και όσο εργάζεσαι στον Χριστό, τόσο θα λαμπικάρεσαι, θα αγάλλεσαι. Αλλά εμείς λέμε: «Χαμένο τό' χούμε να εργασθούμε στον Χριστό;». Μά είναι φοβερό! Να μην αναγνωρίζουμε την θυσία του Χριστού για τον άνθρωπο! Σταυρώθηκε ο Χριστός, για να μας λυτρώση από την αμαρτία, για να εξαγνισθη όλο το ανθρώπινο γένος. Τί έκανε ο Χριστός για μας; τί κάνουμε εμείς για τον Χριστό;
Ο κόσμος θέλει να αμαρτάνη και θέλει τον Θεό καλό. Αυτός να μας συγχωράη και εμείς να αμαρτάνουμε. Εμείς δηλαδή να κάνουμε ό,τι θέλουμε και Εκείνος να μας συγχωράη. Να μας συγχωράη συνέχεια και εμείς το βιολί μας. Οι άνθρωποι δεν πιστεύουν, γι' αυτό ορμούν στην αμαρτία. Όλο το κακό από 'κει ξεκινάει, από την απιστία. Δεν πιστεύουν στην άλλη ζωη, όποτε δεν υπολογίζουν τίποτε. Αδικούν, εγκαταλείπουν τα παιδιά τους... Γίνονται πράγματα..., σοβαρές αμαρτίες. Ούτε οι Αγιοι Πατέρες έχουν προβλέψει τέτοιες αμαρτίες στους Ιερούς Κανόνες - όπως για τα Σόδομα και Γόμορρα είχε πει ο Θεός: «Δεν πιτεύω να γίνωνται τέτοιες αμαρτίες, να πάω να δώ!» .
Αν δεν μετανοησουν οι άνθρωποι, αν δεν επιστρέψουν στον Θεό, χάνουν την αιώνια ζωη. Πρέπει να βοηθηθη ο άνθρωπος να νιώση το βαθύτερο νόημα της ζωης, να συνέλθη, για να νιώση την θεία παρηγοριά. Σκοπός είναι να ανεβη πνευματικά ο άνθρωπος, όχι απλώς να μην αμαρτάνη.
Στις μέρες μας ο διάβολος αλωνίζει
Με την αμαρτία δίνουμε δικαιώματα στον πειρασμό
Πολύς δαιμονισμός υπάρχει σήμερα στον κόσμο. Ο διάβολος αλωνίζει, γιατί οι σημερινοί άνθρωποι του έχουν δώσει πολλά δικαιώματα και δέχονται δαιμονικές επιδράσεις φοβερές. Έλεγε ένας πολύ σωστά: «Ο διάβολος παλιά ασχολείτο με τους ανθρώπους, τώρα δεν ασχολείται! Τους έβαλε στον δρόμο και τους λέει: «Ώρα καλή!». και τραβάνε οι άνθρωποι!». Είναι φοβερό! Βλέπετε, τα δαιμόνια στην χώρα των Γαδαρηνών , για να πάνε στα γουρούνια, ζήτησαν άδεια από τον Χριστό, γιατί τα γουρούνια δεν είχαν δώσει δικαίωμα στον διάβολο και αυτός δεν είχε δικαίωμα να μπή σ' αυτά. Ο Χριστός επέτρεψε να μπή, για να τιμωρηθούν οι Ισραηλίτες, επειδή απαγορευόταν να τρώνε χοιρινό κρέας.
- Γέροντα, είναι μερικοί που λένε ότι δεν υπάρχει διάβολος.
- Ναί, κι εμένα μου είπε κάποιος: «Να βγάλης από την γαλλική μετάφραση του βιβλίου «Ο Αγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης» αυτά που αναφέρονται στους δαιμονισμένους, γιατί οι Ευρωπαίοι δεν θα τα καταλάβουν. Δεν πιστεύουν ότι υπάρχει διαβολος»! Τα εξηγούν, βλέπεις, όλα με την ψυχολογία. Αν πήγαιναν εκείνους τους δαιμονισμένους του Ευαγγελίου στους ψυχιάτρους, θα τους τάραζαν στα ηλεκτροσόκ! Ο Χριστός έχει αφαιρέσει από τον διάβολο το δικαίωμα να κάνη κακό. Μόνον αν του δώση ο άνθρωπος δικαιώματα, μπορεί να κάνη κακό. Όταν δεν συμμετέχη κανείς στα Μυστήρια της Εκκλησίας, δίνει δικαιώματα στον πειρασμό και δέχεται μία επίδραση δαιμονική.
- Γέροντα, πώς αλλιώς δίνει κανείς δικαιώματα;
- Η λογική , η αντιλογία, το πείσμα, το θέλημα, η ανυπακοή, η αναίδεια είναι ιδιότητες του διαβόλου. Ανάλογα με τον βαθμό που τα έχει ο άνθρωπος, δέχεται μία εξοτερική επίδραση. Όταν όμως η ψυχή εξαγνισθή, κατοικεί στον άνθρωπο το Αγιο Πνεύμα και χαριτώνεται ο άνθρωπος. Ενώ, όταν μολυνθή με θανάσιμα αμαρτήματα, κατοικεί το ακάθαρτο πνεύμα. Όταν πάλι δεν είναι θανάσιμα μολυσμένη, τότε βρίσκεται υπό την επίδραση του πονηρού πνεύματος.
Στην εποχή μας, δυστυχώς, δεν θέλουν οι άνθρωποι να κόψουν τα πάθη τους, το θέλημά τους, δεν δέχονται συμβουλές. Από εκεί και πέρα, μιλούν με αναίδεια και διώχνουν την Χάρη του Θεού. Όπου να σταθή μετά ο άνθρωπος, δεν μπορεί να κάνη προκοπή, γιατί δέχεται επιδράσεις δαιμονικές. Είναι εκτός εαυτού πιά, γιατί τον κάνει κουμάντο απ' έξω ο διάβολος. Δεν είναι μέσα -Θεός φυλάξοι! - αλλά και απ' έξω ακόμη μπορεί και τον κάνει κουμάντο.
Ο άνθρωπος, όταν εγκαταλείπεται από την Χάρη, γίνεται χειρότερος από τον διάβολο. Γιατί μερικά πράγματα ο διάβολος δεν τα κάνει, αλλά βάζει ανθρώπους να τα κάνουν. Δεν κάνει λ.χ. Εγκλήματα, αλλά βάζει τον άνθρωπο να κάνη εγκλήματα. Έτσι δαιμονίζονται μετά οι άνθρωποι.
(Λόγοι Α σελ. 49-53)
Δόκιμος ακόμα, μια καλοκαιριάτικη νύχτα περπατούσα ανάμεσα στους κήπους της Σκήτης. Μόνος με μόνο τον Θεό. Πλησιάζοντας την μεγάλη λίμνη βλέπω τον μεγαλόσχημο π. Γεννάδιο.
Από τότε πού πέρασε τον κατώφλι της Σκήτης είχαν περάσει 62 ολόκληρα χρόνια. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του δεν έβγαινε καθόλου από την Σκήτη. Είχε λησμονήσει εντελώς τον κόσμο.
Στεκόταν ακίνητος με τα μάτια καρφωμένα στο νερό. Με τρόπο διακριτικό, για να μην τον τρομάξω, έκαμα αισθητή την παρουσία μου. Τον πλησίασα, και τον ερώτησα:
- Τί κάνεις εδώ, πάτερ;
- Κοιτάζω τον νερό.
- Και τί βλέπεις;
- Εσύ, δεν βλέπεις τίποτα;
- Απολύτως, τίποτα.
- Μέσα από τον νερό βλέπω την σοφία του Θεού. Γνωρίζεις πολύ καλά, πώς είμαι άνθρωπος ολιγογράμματος. Το μόνο πού κατάφερα και έμαθα στην ζωή μου είναι να διαβάζω τον Ψαλτήρι. O Κύριος όμως, δεν με αφήνει στο σκοτάδι, αλλά μου φανερώνει το άγιο θέλημά Του· σε μένα, τον ταπεινό δούλο Του. Πολλές φορές εκπλήσσομαι πού άνθρωποι μορφωμένοι δεν κατανοούν μερικά άπλα θέματα της πίστεως. Βλέπεις; Όπως όλος αυτός o ουρανός με τα άστρα αντικαθρεφτίζεται μέσα στο νερό, έτσι και o Κύριος, όχι μόνο αντικαθρεφτίζεται μέσα στην καθαρή καρδιά, αλλά την κάνει και κατοικία Του. Ένα πράγμα σου λέω. H χαρά και η μακαριότητα πού αισθάνεται η ψυχή του ανθρώπου πού φρόντισε να καθαρίσει την καρδιά του, δεν περιγράφεται. Τα λόγια τού Χριστού «μακάριοι οι καθαροί τη καρδία» δεν είναι τυχαία! Ανάμεσα και γνωρίζω πόσο απαραίτητο είναι στον άνθρωπο να έχει καρδιά καθαρή, όμως, τόσα χρόνια αγωνίζομαι και ακόμη δεν τον έχω κατορθώσει. Μήπως, μπορείς εσύ να μού εξηγήσεις, τί σημαίνει καρδιά καθαρή;
- Πάτερ, τί υψηλά πράγματα ζητάς από εμένα; Τέτοιες εμπειρίες δεν έχω! Το μόνο πού έχω καταλάβει, και αυτός μόνο από διάβασμα, είναι, πώς η καθαρότητα της καρδιάς ταυτίζεται με την πλήρη απάθεια. Όποιος την έχει κάνει κτήμα του είναι ξένος σε κάθε πάθος.
- Όχι! Αυτός πού λες δεν επαρκεί. Δεν φτάνει να πλύνεις τον ποτήρι. Πρέπει και να τον γεμίσεις με νερό, διαφορετικά δεν έχει καμία άξια. Όταν ο άνθρωπος αγωνιστεί να ξεριζώσει από μέσα του τα πάθη, οφείλει να γεμίσει τον χώρο της καρδιάς του με τις αντίστοιχες αρετές. Μόνο τότε μπορεί να λέει ότι απέκτησε καθαρή καρδιά.
- Πάτερ Γεννάδιε, πιστεύεις ότι θα πας στον παράδεισο;
- Σε ένα μόνο πιστεύω και ελπίζω: στο έλεος του Θεού -είπε με βεβαιότητα ό π. Γεννάδιος.
- Μα σύ λες, πώς μόνο οι καθαροί στην καρδιά θα δουν τον Θεό· και σύ ο ίδιος τον ομολογείς, ότι καθαρή καρδιά δεν έχεις. Τί μου λες τώρα;
- Εγώ καλά σου τα λέω. Σύ δεν κατάλαβες σωστά. Ξεχνάς το έλεος του Θεού. Το έλεος του Θεού τα αναπληρώνει όλα. Είναι απέραντο και ανεξάντλητο. Πιστεύω ακράδαντα, ότι ο πολυεύσπλαχνος Κύριος δεν θα με απορρίψει και εμένα, πού είμαι και καλόγηρος. Πίστη. Πίστη μας χρειάζεται. Πίστη και ελπίδα σε Εκείνον πού σταυρώθηκε για μας· αντί για μας· στην θέση μας. Ο Θεός Πατέρας πού από απέραντη αγάπη μας έδωσε τον Υιό Του, δεν θα μας δώσει και τον παράδεισο;
Ω, πόσοι αδελφοί, με τέτοια βαθειά πίστη, ζουν ανάμεσα μας, κρυμμένοι από τα μάτια των πολλών χωρίς ποτέ να δίνουν την παραμικρή εντύπωση «χαρισματούχου» γέροντα. Και όμως έχουν τόσο βαθειά πνευματική ζωή. Και μόνο με την συνομιλία μαζί τους, ανακαλύπτεις την ομορφιά της καλλιεργημένης ψυχής τους.
Πηγή: ΟΣΙΟΣ ΣΤΑΡΕΤΣ ΒΑΡΣΑΝΟΥΦΙΟΣ ΤΕΥΧΟΣ Γ – ΕΚΔΟΣΗ Ι.Μ. ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ ΠΡΕΒΕΖΗΣ
Ο Θεός είναι διατεθειμένος να μείνη τελείως έξω από την ζωήμας, είναι έτοιμος να το σηκώση αυτό σαν ένα σταυρό, αλλά δεν είναι καθόλου διατεθειμένος να γίνη απλώς ένα μέρος της ζωής μας.
Έτσι όταν σκεπτόμαστε την απουσία του Θεού, δεν αξίζει να ερωτήσουμε τον εαυτό μας: ποιος φταίει γι’ αυτό;
Πάντοτε αποδίδουμε την ενοχή στον Θεό, πάντοτε κατηγορούμε Εκείνον, είτε κατ’ ευθείαν, είτε μπροστά στους ανθρώπους, ότι είναι απών, ότι ποτέ δεν είναι παρών όταν Τον χρειαζόμαστε, ποτέ δεν ανταποκρίνεται οσάκις καταφεύγουμε σ’ Αυτόν.
Είναι στιγμές που είμαστε περισσότερο «ευσεβείς» και λέμε ευλαβικά: «ο Θεός δοκιμάζει την υπομονή μου, την πίστη μου, την ταπείνωσί μου». Βρίσκομε ένα σωρό τρόπους για να μεταβάλουμε την εναντίον μας κρίσι του Θεού σε έπαινό μας. Είμαστε τόσο υπομονετικοί ώστε μπορούμε να υποφέρουμε ακόμα και τον Θεό!
Όταν πάμε να προσευχηθούμε όλες τις φορές θέλουμε ΚΑΤΙ από Εκείνον και καθόλου ΕΚΕΙΝΟΝ. Μπορεί αυτό να λεχθεί σχέση; Συμπεριφερόμαστε με τον τρόπο αυτόν στους φίλους μας; Αποβλέπουμε κυρίως σ’ αυτό που η φιλία μπορεί να μας δώση ή αγαπάμε τον φίλο; Συμβαίνει το ίδιο στις σχέσεις μας με τον Θεό;
Ας σκεφθούμε τις προσευχές μας, τις δικές σας και τις δικές μου. Σκεφθήτε την θέρμη, το βάθος και την έντασι που έχει η προσευχή σας, όταν αφορά κάποιον που αγαπάτε, ή κάτι που έχει σημασία για την ζωή σας. Τότε η καρδιά σας είναι ανοιχτή, όλος ο εσωτερικός σας εαυτός είναι προσηλωμένος στην προσευχή. Μήπως αυτό σημαίνει ότι ο Θεός έχει κάποια σημασία για σας; ΌΧΙ, καθόλου! Απλώς σημαίνει ότι το θέμα της προσευχής σας απασχολεί.
Όταν κάνετε την γεμάτη πάθος, βαθειά και έντονη προσευχή, την σχετική με το αγαπώμενο πρόσωπο, ή την κατάστασι που σας στεναχωρεί και μετά στραφήτε στο επόμενο αίτημα, που δεν σας απασχολεί και πολύ και ξαφνικά παγώση η διάθεσί σας, τι άλλξε; «Ψυχράθηκε» μήπως ο Θεός; Ή έχει «απομακρυνθεί»; Όχι ασφαλώς. Αυτό σημαίνει ότι όλη η έξαρσι, όλη η έντασι της προσευχής σας δεν γεννήθηκε από την παρουσία του Θεού, ούτε από την προς Αυτόν πίστι σας, την σφοδρή γι’ Αυτόν αγάπη, από την αίσθησι της παρουσίας Του. Αλλά γεννήθηκε, μόνο και μόνο, από την ανησυχία σας για κείνο το πρόσωπο ή για κείνη την υπόθεσι, και όχι για τον Θεό.
Γιατί λοιπόν μας εκπλήττει το γεγονός ότι αυτή η απουσία του Θεού μας πλήττει; Εμείς είμαστε εκείνοι που απουσιάζουμε, εμείς γινόμαστε ψυχροί, αφού δεν μας ενδιαφέρει πλέον ο Θεός. Γιατί; Διότι ο Θεός δεν έχει τόσο σημασία για εμάς.
Υπάρχουν επίσης και άλλες περιπτώσεις που ο Θεός είναι «απών». Εφόσον εμείς είμαστε πραγματικοί, δηλαδή είμαστε, αληθινά, ο εαυτός μας, ο Θεός μπορεί να είναι παρών και να κάνη κάτι για εμάς. Αλλά από την στιγμή που προσπαθούμε να γίνουμε ότι στην ουσία δεν είμαστε, τότε δεν μένει τίποτε να πούμε ή να έχουμε. Γινόμαστε μία φανταστική προσωπικότης, μία ανειλικρινής παρουσία, και την παρουσία αυτήν δεν μπορεί να την πλησιάσει ο Θεός.
Για να μπορέσουμε ναν προσευχηθούμε πρέπει να ζήσουμε στην κατάστασι η οποία καθορίζεται σαν Βασιλεία του Θεού. Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι Αυτός είναι ο Θεός, ο Βασιλεύς, οφείλουμε να παραδοθούμε σ’ Αυτόν. Τουλάχιστον πρέπει ναν ενδιαφερόμαστε για το θέλημά Του, ακόμη και αν δεν είμαστε ικανοί να το εκπληρώσουμε. Αλλά αν δεν είμαστε ικανοί γι’ αυτό, αν φερόμαστε στον Θεό όπως ο πλούσιος νεανίας που δεν μπορούσε να ακολουθήση τον Χριστό γιατί ήταν πάρα πολύ πλούσιος, τότε πώς θα Τον συναντήσουμε;
Πολύ συχνά, ότι θα θέλαμε να είχαμε αποκτήσει δια της προσευχής, δια της βαθείας σχέσεως με τον Θεό, την οποίαν τόσο επιθυμούμε, είναι απλώς μια επιθυμία ευτυχίας και τίποτα παραπάνω. Δεν είμαστε προετοιμασμένοι να πουλήσουμε όλα όσα έχουμε για ναν αγοράσουμε τον πολύτιμο μαργαρίτη. Έτσι πως είναι δυνατόν να κερδίσουμε αυτόν τον πολύτιμο μαργαρίτη; Είναι Αυτός η προσδοκία μας;
Τελικά θέλουμε κάτι από τον Χριστό ή θέλουμε τον ίδιο τον Χριστό;
από το βιβλίο: "Μάθε να προσεύχεσαι" εκδ. "Η ΕΛΑΦΟΣ"