E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

141. «ήν υποτασσόμενος αυτοίς» (Λουκ. β' 51).

Η Θεοτόκος και ο Ιωσήφ αξιώθηκαν να γνωρίσουν την εκούσια, συνεχή και απόλυτη υποταγή του Ιησού. «Δεν ηξιώθησαν ούτε οι άγγελοι τοιαύτης τιμής, οποίας ηξιώθησαν οι γονείς του Ιησού» (ΥΛ, 121).
Από την πρώτη άνοδο του Ιησού στα Ιεροσόλυμα (δωδεκάχρονος) και μέχρι την έξοδο του στη δημόσια δράσι (τριάντα χρόνων) μεσολάβησαν δέκα οχτώ χρόνια. Το βασικό χαρακτηριστικό της ζωής του Χριστού στα χρόνια αυτά ήταν η υποταγή στους γονείς του. Η υποταγή αυτή σαν βασική της εκδήλωσι φαίνεται ότι είχε την προσωπική, καθημερινή εργασία του νέου Ιησού μέσα στο ξυλουργικό εργαστήριο του Ιωσήφ «του τέκτονος» (Ματθ. ιγ' 55). Εκεί πιο πολύ έδειχνε την υποταγή στις οδηγίες του Ιωσήφ πάνω στις συγκεκριμένες περιπτώσεις της εργασίας. Και όταν μέσα στα χρόνια αυτά ο Ιωσήφ πέθανε (ΥΛ, 122), ο Ιησούς εξακολούθησε να υποτάσσεται στην Παναγία μητέρα του.
Ο Ιησούς υποτασσόταν στη Θεοτόκο και η Θεοτόκος υποτασσόταν στον Υιό και Θεό της. Το μάθημα της απόλυτης υποταγής στο θέλημα του Θεού η Θεοτόκος αξιώθηκε να το σπουδάση κοντά στον Ιησού. Η Θεοτόκος παρέδωσε έπειτα το μάθημα αυτό στην Εκκλησία. Έτσι η Εκκλησία έμαθε να «υποτάσσεται στο Χριστό», όπως διδάσκει ο απόστολος ΙΙαύλος (Έφεσ. ε' 24). Η υποταγή του Χριστού στον Θεό Πατέρα δια της Θεοτόκου κληροδοτήθηκε στο σώμα της Εκκλησίας, ώστε ν’ αποτελή το βασικό της χαρακτηριστικό.
Ό,τι μαθαίνομε από τον Ιησού πρέπει να το καταθέτωμε και το παραδίδωμε στην Εκκλησία Του. Πρώτον, διότι η Εκκλησία του Χριστού είναι η πνευματική Τράπεζα, στην οποία κατέθεσαν τα πνευματικά πλούτη και τους θησαυρούς τους, όλοι όσοι συμβίωσαν με τον Ιησούν! Στην ίδια Τράπεζα πρέπει να καταθέτωμε και τα πιο ελάχιστα ψήγματα χρυσού που συλλέγομε καθώς πέφτουν από «την τράπεζαν του Κυρίου ημών» (Ματθ. ιε' 27): εμπειρίες, βιώματα, σκιρτήματα...
Και δεύτερον διότι η Εκκλησία είναι κυρίως Παράδοσις. Παραδίδομε στην Εκκλησία ό,τι ο καθένας μας και όλοι μαζί παραλαμβάνομε από τον Κύριο. Οι Απόστολοι παρέλαβον από τον Κύριο το Ευαγγέλιο και το παρέδωσαν στην Εκκλησία. Οι Άγιοι εβίωσαν τις αρετές του Χριστού και τις μετέδωσαν στην Εκκλησία. Ό,τι είναι του Χριστού και ό,τι προέρχεται απ’ Αυτόν πρέπει να επιστρέφη πάλι στον Ίδιο, όπως Εκείνος μας είπε: «Απόδοτε... τα του Θεού τω Θεώ» (Ματθ. κβ' 21). Και καθώς ο απόστολος Παύλος προσθέτει: «Εγώ παρέλαβον από του Κυρίου ό και παρέδωκα υμίν» (Α' Κορ. ια 23).

(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη)

140. «ου συνήκαν το ρήμα ο ελάλησεν αυτοίς» (Λουκ. β' 50).

Η Θεοτόκος και ο Ιωσήφ δεν κατάλαβαν την απάντησι του Ιησού περί του «πατρός του» (στ. 49). «Εις το μυστήριον της θείας υιότητος του Ιησού οι γονείς του εισέδυον βαθμηδόν, εξ όσων δε μεταγενεστέρως εμάνθανον περί του Ιησού, απεκόμιζον την πληροφορίαν ότι η προτέρα αυτών γνώσις περί της μεσσιακής ιδιότητος του Ιησού ήτο ανεπαρκής» (ΥΛ, 121).
Η Θεοτόκος και ο Ιωσήφ είχαν τον Ιησού κοντά τους. Όμως δεν τον γνώριζαν απόλυτα. Ο Ιησούς ήταν γι’ αυτούς μια καθημερινή πηγή νέων αποκαλύψεων. Τον Ιησού τον γνώριζαν συνεχώς από ώρα σε ώρα, από μέρα σε μέρα, από λόγο σε λόγο. Χωρίς να το καταλάβουν είχαν γίνει οι πρώτοι μαθηταί του που μάθαιναν καθημερινά όλο και κάτι καινούργιο για την μορφή του και την αποστολή του. Η Θεοτόκος θα γνωρίση τον Ιησού ύστερα από πολλά χρόνια και κυρίως μετά την Ανάστασι και την Πεντηκοστή μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας.
Για να γνωρίσωμε και κατανοήσωμε τον Κύριο Ιησού χρειάζεται μακροχρόνια μαθητεία κοντά του, συνεχής αναστροφή μαζί του, καθημερινή μελέτη των λόγων του, διαρκής ανάμνησις των πράξεών του. Χωρίς την μαθητεία αυτή, ο Ιησούς θα παραμένη άγνωστος και ακατανόητος. Ο άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος, Επίσκοπος Αντιόχειας, λίγο πριν μαρτυρήση στο Αμφιθέατρο της Ρώμης δήλωνε κατηγορηματικά: «νύν άρχομαι μαθητής είναι» (ΒΕΠ, 2,275). Αυτό σημαίνει ότι η προσπάθεια γνωριμίας του Ιησού είναι ισόβιος. Η γνώσις του Ιησού υπερβαίνει τον χρόνο, θα συνεχίζεται και σ’ αυτή ακόμη την άχρονη αιωνιότητα, όπως μας βεβαίωσε ο Ίδιος: «Αύτη εστίν η αιώνιος ζωή, ίνα γινώσκωσι σε τον μόνον αληθινόν Θεόν και όν απέστειλας Ιησού Χριστόν» (Ιωαν. ιζ' 3).

(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη)

Στην παραβολή του σπορέως ο Κύριος Ιησούς εξηγεί: «το χωράφι είναι ο κόσμος, ο καλός σπόρος είναι όσοι ανήκουν στη βασιλεία του Θεού. Τα ζιζάνια είναι όσοι ανήκουν στον πονηρό, ο εχθρός που τα έσπειρε είναι ο διάβολος, ο θερισμός είναι το τέλος του κόσμου και οι θεριστές είναι οι άγγελοι. Όπως λοιπόν μαζεύονται τα ζιζάνια και καίγονται στη φωτιά, έτσι θα γίνει στο τέλος του κόσμου. Θα στείλει ο Υιός του Ανθρώπου τους αγγέλους του και θα μαζέψουν από το χώρο της βασιλείας του όσους προκαλούν την πτώση των άλλων και κάνουν πράγματα αντίθετα με τον νόμο του Θεού, και θα τους ρίξουν στο καμίνι της φωτιάς· εκεί θα κλαίνε και θα τρίζουν τα δόντια τους. Τότε οι ευσεβείς θα λάμψουν σαν τον ήλιο στη βασιλεία του πατερά τους. Όποιος έχει αυτιά για ν’ ακούει ας ακούει». (Ματθ. ιγ΄ 38-43).

Προτού όμως έρθει το τέλος του κόσμου, θα έχει έρθει το τέλος πολλών από μας. Τώρα, όταν πέθανε ο φτωχός Λάζαρος, την ψυχή του την μετέφεραν οι άγγελοι στους κόλπους του Αβραάμ· όταν όμως πέθανε ο άσπλαχνος πλούσιος, πήγε στην κόλαση (βλ. Λουκ. ιστ’ 19-23). Γι’ αυτό, άνθρωπε, να θυμάσαι πως για σένα το τέλος του κόσμου θα είναι το τέλος το δικό σου. Στο θάνατό σου θα σε θερίσουν είτε οι άγγελοι, είτε οι πονηροί δαίμονες. Είναι καλό να εμπιστευτείς τον εαυτό σου στο έλεος του Θεού. Το να εμπιστεύεσαι όμως το Θεό και να εξακολουθείς ν’ αμαρτάνεις χωρίς να μετανοείς, είναι σα να εμπαίζεις το Θεό. Άκου τι λέει ο Σωτήρας μας: «ούτω λέγω υμίν, χαρά γίνεται ενώπιον των αγγέλων του Θεού επί ενί αμαρτωλώ μετανοούντι» (Λουκ. ιε’ 10).

Αλίμονο σ’ εκείνους που πεθαίνουν στην αμαρτία, χωρίς να μετανοήσουν. Ο μεγάλος απόστολος κάνει μια αυστηρή προειδοποίηση: «ο Θεός ούτε τους αγγέλους δε λυπήθηκε όταν αμάρτησαν, αλλά τους έριξε στα τάρταρα όπου φυλάγονται δέσμιοι στο σκοτάδι περιμένοντας την τελική κρίση. Ούτε τον αρχαίο κόσμο δεν λυπήθηκε, έναν κόσμο που ήταν γεμάτος από ασεβείς, αλλά έφερε τον κατακλυσμό· μονό τον Νώε τον κήρυκα της δικαιοσύνης, τον άφησε να σωθεί με άλλους εφτά. Και καταδίκασε σε καταστροφή τις πόλεις Σόδομα και Γόμορρα και τις έκανε στάχτη· κι αυτό, για να παραδειγματίζονται όσοι στο μέλλον δεν σέβονται το Θεό…» (Β΄ Πέτρ. β΄ 4-6). Πολύ περισσότερο δε θα λυπηθεί εκείνους που είναι χριστιανοί κατ’ όνομα, αλλά στην πραγματικότητα είναι με λόγια και με έργα υπηρέτες του πονηρού. Μπορεί κάποτε να μεταμεληθούν όπως ο Ιούδας, αλλά θα είναι πολύ αργά. «Μέλλει γαρ ο υιός του ανθρώπου έρχεσθαι εν τη δόξη του πατρός αυτού μετά των αγγέλων αυτού, και τότε αποδώσει εκάστω κατά την πράξιν αυτού» (Ματθ. ιστ’26).

Η Δευτέρα Παρουσία του Χριστού

Η Δευτέρα Παρουσία του Χριστού θα είναι πολύ ένδοξος αλλά και πολύ δραματική. Στην πρώτη έλευσή Του εμφανίστηκε ένα πλήθος αγγέλων στους ποιμένες της Βηθλεέμ. Στη δεύτερη έλευσή Του θα Τον συνοδεύουν όλοι οι άγιοι άγγελοί Του. «Και θα στείλει τους αγγέλους του να σαλπίσουν δυνατά και να συνάξουν τους εκλεκτούς του από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, από το ένα άκρο του κόσμου ως το άλλο». (Ματθ. κδ΄ 31). «Τότε οι ευσεβείς θα λάμψουν σαν τον ήλιο στη βασιλεία του πατέρα τους». (Ματθ. ιγ΄ 43). Οι άγγελοι λοιπόν θα είναι οι θεριστές στο θερισμό του Θεού.

Η μεγαλύτερη ανταμοιβή που υποσχέθηκε ο Χριστός στους εκλεκτούς και τους δίκαιους, εκείνους που έζησαν στη γη σύμφωνα με το ευαγγέλιό Του και υπόφεραν γι’ αυτό, είναι ότι θα γίνουν ισοστάσιοι με τους αγγέλους. Είπε ο ίδιος, απαντώντας στο σοφιστικό λόγο των Σαδδουκαίων: «για όσους όμως αξιωθούν να αναστηθούν από τους νεκρούς και να ζήσουν στον καινούριο κόσμο ούτε θα παντρεύονται ούτε θα παντρεύουν. Κι αυτό, γιατί δεν θα υπάρχει γι’ αυτούς θάνατος· σαν αναστημένοι άνθρωποι που θα είναι, θα είναι ίσοι με τους αγγέλους και παιδιά του Θεού». (Λουκ. κ΄ 35-36).

Όταν διαβάζουμε τα λόγια αυτά νιώθουμε να μας καταλαμβάνει ολόκληρους δέος, φόβος. Πώς μπορούμε να γίνουμε ίσοι με τους αγγέλους; Έχει γραφεί γι’ αυτούς: «Ο Θεός έστη εν συναγωγή Θεών, εν μέσω δε θεούς διακρινεί». Και λίγο παρακάτω: «θεοί έστε και υιοί Υψίστου πάντες». (Ψαλμ. πα’ 1,6).

Εδώ οι άγγελοι καλούνται θεοί όχι επειδή έχουν θεϊκή φύση, αλλά επειδή βρίσκονται σε στενή επαφή με το Θεό. Πώς μπορούν οι άνθρωποι να γίνουν ίσοι μ’ αυτούς; Να, τι λέει ο ιερός ποιητής για τους αγγέλους:

«Ωραιότητι φαιδρύνεσθε πανάγιοι, άγγελοι του Παντοκράτορος, πλησιάζοντες τη αφράστω, δόξη ακραιφνώς, και πόθω κραυγάζοντες αυτώ· Ευλογητός ει ο Θεός, ο των πατέρων ημών» (Όρθρος, ωδή ζ’ πλ. β’ ήχου).

Πώς λοιπόν εμείς, που βλασφημούμε το Χριστό καθημερινά με τις αμαρτίες μας, θα γίνουμε ισάγγελοι, ίσοι με τους αγγέλους που δοξολογούν συνέχεια το Θεό;

Πρώτ’ απ’ όλα ο Χριστός μίλησε για τους «καταξιωθέντες»· και δεύτερο ότι αυτό θα γίνει με «την υπερβάλλουσαν της γνώσεως αγάπην» (Λουκ. κ’ 35 και Εφ. γ΄ Ί9).

Ας ταπεινωθούμε κι ας ακούσουμε τι μας λέει ο θεατής των ουρανίων μυστηρίων απόστολος: «οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη, α ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν αυτόν» (Β’ Κορ. β’ 9).

Εδώ είναι το κλειδί του μυστηρίου: εκείνοι που αγαπούν το Θεό, είτε άγγελοι είναι είτε άνθρωποι, για το Θεό είναι ίσοι.

Απ’ αυτήν την άποψη ονομάζουμε τους αγγέλους πρεσβύτερους αδελφούς μας, για να τους τιμήσουμε και να προσευχηθούμε σ’ αυτούς από την κοιλάδα αυτή του κλαύθμωνος:

Άγιοι Αρχάγγελοι και Άγγελοι,
πρεσβεύσατε στο Θεό για μας τους αμαρτωλούς!


(Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς, «Πάτερ ημών», Αθήνα 2003, σελ. 117-121)

454. Προσευχή είναι η διαρκής συναίσθησις της πνευματικής μας ανέχειας και αδυναμίας, η ενατένισις, -μέσα μας, στους άλλους και στην κτίσι-, των έργων της σοφίας, του ελέους και της παντοδυναμίας του Θεού. Προσευχή είναι μία συνεχής ευγνωμοσύνη προς τον Κύριο.

455. Μερικές φορές ονομάζουμε προσευχή ό,τι δεν είναι καθόλου προσευχή. Παράδειγμα: Μπαίνει κάποιος στην εκκλησία, στέκεται εκεί λίγη ώρα, βλέπει τις εικόνες ή τους άλλους χριστιανούς, παρατηρώντας τα πρόσωπά τους και το ντύσιμό τους, και λέγει ότι προσευχήθηκε στον Θεό. Ή στέκεται μπροστά σε μία εικόνα, στο σπίτι του, σκύβει το κεφάλι, λέγει μερικά λόγια αποστηθισμένα, χωρίς να τα καταλαβαίνη και να τα αισθάνεται, έχει δε την εντύπωσι ότι προσευχήθηκε, ενώ οι λογισμοί του και η καρδιά του δεν προσευχήθηκαν καθόλου, αλλά είχαν στραφή παντού αλλού εκτός από τον Θεό.

456. Πρέπει να έχουμε πάντοτε στη μνήμη μας ότι ο Θεός, όπως και η ψυχή μας, είναι πνευματικό Όν. Όταν λοιπόν, με τον νου και την καρδιά μας, πλησιάσουμε τον Θεό, γινόμαστε ένα πνεύμα μαζί του. Ενώ, όταν απομακρυνθούμε απ’ Αυτόν, γινόμαστε ένα πνεύμα με τον Εωσφόρο.

(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 194)

452. «Ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος», λέγει ο Κύριος, «ὑμεῖς τὰ κλήματα» (Ιω. ιε’ 5), δηλαδή η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία. Έτσι, όπως ο Κύριος είναι άγιος, είναι άγια και η Εκκλησία του. Όπως ο Κύριος είναι «η οδός, η αλήθεια και η ζωή» (Ιω. ιδ’ 6), είναι και η Εκκλησία του. Γιατί η Εκκλησία είναι ένα και το αυτό με τον Κύριο, «μέλη τοῦ σώματος αὐτοῦ, ἐκ τῆς σαρκὸς αὐτοῦ καὶ ἐκ τῶν ὀστέων αὐτοῦ» (Εφες. ε’ 30) η τα «κλήματα» του, που φυτεύθηκαν πάνω του, -στη νοητή Άμπελο- και τρέφονται απ’ Αυτόν και αναπτύσσονται χάρις σ’ Αυτόν. Ποτέ ας μη φανταζόμαστε την Εκκλησία χωριστά από τον Κύριο Ιησού Χριστό, από τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα.

453. Όταν ο εχθρός σε πειράζη εσωτερικά με σκέψεις αμφιβολίας γύρω από τα λόγια του Σωτήρος, συλλογίσου: «Κάθε λέξις του Θεού μου Ιησού Χριστού είναι ζωή για μένα». Τότε, το δηλητήριο της αμφιβολίας θα βγη από την καρδιά σου και θα ειρηνεύσεις και θα ξανανοιώσης ευεξία στην ψυχή. Και όταν, πάλι, σε πειράζη η αμφιβολία γύρω από κάθε λόγο ή θεσμό της Εκκλησίας, λέγε ξανά ό,τι είπε ο Κύριος απευθυνόμενος στην Εκκλησία: «Όταν δε έλθη εκείνος, το Πνεύμα της αληθείας, οδηγήσει υμάς εις πάσαν την αλήθειαν» (Ιω. ιστ’ 13. Πρβλ. ιδ’ 16). Αυτό σημαίνει, ότι όλα στην Εκκλησία είναι αληθινά και σωτήρια. Και, άρα, η Εκκλησία μας σώζει, είναι «στύλος και εδραίωμα της αληθείας» (Α’ Τιμ. γ’ 15). Στα λειτουργικά βιβλία, στα κείμενα των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας, παντού πνέει ο Παράκλητος, το Πνεύμα της αληθείας, της αγάπης και της σωτηρίας.

(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 193-194)

Είναι η εξωτερική πιστοποίηση της αυθεντικότητας του ιερατείου της Εκκλησίας, ότι δηλαδή αυτό έχει την αρχή του στους Αποστόλους (εξ ου και αποστολική), τους πρώτους χειροτονήσαντες. Η διαδοχή δε αυτή αναφέρεται στον ιερό βαθμό του επισκόπου, από τον οποίο πηγάζει η αρχή και του υπόλοιπου ιερατείου. Η αναγωγή του επισκοπικού βαθμού στους αποστόλους γίνεται δια της επισκοπικής χειροτονίας. Οι Απόστολοι κατά διάταξη του Κυρίου, χειροτόνησαν σας κατά τόπους Εκκλησίες τους διαδόχους των επισκόπους, αυτοί δε με τη σειρά τους χειροτόνησαν τους δικούς τους διαδόχους και αυτοί άλλους κ.ο.κ., ώστε καμία περίοδος της ζωής της Εκκλησίας της διεσπαρμένης στα πέρατα του κόσμου να μένει άμοιρη επισκόπων, του συνεκτικού αυτού κέντρου της εκκλησιαστικής ζωής. Η αλυσίδα αυτή των χειροτονιών είναι αδιάσπαστη, ανελισσόμενη από τους αποστολικούς χρόνους μέχρι σήμερα. Η συνέχεια αυτή διαπιστώνεται ιστορικά στους επισκοπικούς καταλόγους που φυλάσσονται στις κατά τόπους Εκκλησίες. Η αποστολική διαδοχή είναι απόδειξη της αυθεντικότητας όχι μόνο της αρχιερωσύνης αλλά και γενικότερα της Εκκλησίας, η οποία δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τους επισκόπους της. Σ’ αυτό οφείλεται η σπουδή των εκκλησιαστικών κοινοτήτων, να αποδείξουν ότι η σχέση του ιερατείου τους προς τους αποστόλους είναι συνεχής και αδιάκοπη.

(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 274-275)

Το μυστήριο της ιεροσύνης τελούμενο δι’ επιθέσεως των χειρών (εξ ου και χειροτονία) μαρτυρείται επαρκώς στην Αγία Γραφή. Έτσι όσοι καθίσταντο σ’ έναν από τους τρεις ιερατικούς βαθμούς το πετύχαιναν δια της επιθέσεως των χειρών των Αποστόλων και κατόπιν προσευχής. Για τον ιερατικό βαθμό των διακόνων λέγεται, ότι οι Απόστολοι «προσευξάμενοι επέθηκαν αυτοίς τας χείρας». Πρεσβυτέρους δε διώριζαν δια χειροτονίας στις κατά τόπους Εκκλησίες ο Παύλος και ο Βαρνάβας. Ομοίως και οι Απόστολοι κατέλιπον δια χειροθεσίας διαδόχους αυτών στο επισκοπικό αξίωμα, όπως ο Παύλος τον Τιμόθεο στην Έφεσο και τον Τίτο στην Κρήτη. Τέλος και οι επτά άγγελοι των Εκκλησιών οι μνημονευόμενοι στην 'Αποκάλυψη, είναι και αυτοί επίσκοποι διαφέροντες των Αποστόλων μόνο κατά το όνομα και όχι κατά το αξίωμα. Βεβαίως σ’ όλες τις περιπτώσεις αυτές δεν λέγεται ότι η χειροθεσία, που αποτελεί το ορατό μέρος του μυστηρίου, διατάχθηκε από τον Κύριο. Εντούτοις δυνάμεθα να συναγάγουμε, ότι ένα τέτοιο έργο που είναι τόσο σημαντικό για τη ζωή της Εκκλησίας δεν μπορούσε να γίνει απλά και αυθαίρετα από τους Αποστόλους, αν δεν είχαν λάβει ειδική εξουσιοδότηση από τον Κύριο. Αυτό εξυπακούεται και από όσα η Γραφή λέγει για το έργο των πρεσβυτέρων στην Έφεσο, ότι το «Άγιον Πνεύμα έθετο αυτούς επισκόπους ποιμαίνειν την Εκκλησίαν του Θεού».

Η χάρη που χορηγείται δια του μυστηρίου είναι η πνευματική εξουσία προς επιτέλεση των ιερατικών καθηκόντων, μαζί με ειδική αντίληψη από το Θεό για θεάρεστη επιτέλεση των ιερών λειτουργιών και για βίο θεοφιλή και ενάρετο. Όπως είπαμε πιο πάνω, η ιερατική χάρη χορηγείται διαφόρως στους τρεις ιερατικούς βαθμούς.

(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 273-274)

Η ίδρυση του μυστηρίου της ιερωσύνης από τον Κύριο απέβλεπε να καλύψει μια βαθιά ανάγκη της ζωής και της υπόστασης της Εκκλησίας. Ώς γνωρίζουμε, η Εκκλησία δεν είναι μόνο θείος οργανισμός αλλά και ανθρώπινος, δηλαδή θεανθρώπινος. Τη θεία της πλευρά απαρτίζει ο Χριστός, ο Θεάνθρωπος ιδρυτής της, και το Πνεύμα το Άγιο αποτελεί τη ζωογόνο πνοή και την αγιαστική της αρχή. Από τη θεία της πλευρά εξεταζόμενη η Εκκλησία αποτελεί καθίδρυμα πνευματικό και αόρατο, προσιτό στον άνθρωπο μόνο δια της πίστεως, ενώ από την ανθρώπινή της πλευρά παρουσιάζεται ως καθίδρυμα ιστορικό και καταστηματικό, του οποίου μέλη είναι άνθρωποι συγκεκριμένοι και ιστορικοί. Στην τελευταία της διάσταση, ως εξωτερικής κοινωνίας ανθρώπων, έχει ανάγκη, όπως και κάθε άλλη ιεραρχημένη κοινωνία ανθρώπων, μιας ειδικής τάξεως μελών της, του ιερατείου, το οποίο με τη δύναμη και την εξουσία που έχει από τον ιδρυτή της να κηρύσσει το λόγο του Θεού, να τελεί τα ιερά μυστήρια, να ποιμαίνει πνευματικά τα μέλη της και να διοικεί το σώμα της. Όλα αυτά επιτυγχάνονται δια του ιερού μυστηρίου της ιεροσύνης. Θα λέγαμε, λοιπόν, ότι το μυστήριο της ιεροσύνης είναι η θεοσύσταση εκείνη τελετή κατά την οποία δι’ ορισμένης ευχής και της επιθέσεως των χειρών του επισκόπου στις κεφαλές των προχειριζομένων κατέρχεται η χάρη του Αγίου Πνεύματος, η οποία αναδεικνύει τον υποψήφιο σε ένα από τους τρεις ιερατικούς βαθμούς, το διάκονο, τον πρεσβύτερο και τον επίσκοπο. Η χάρη του Κυρίου, αν και ενιαία, όμως κατά διαφορετικό τρόπο καθιερώνει τους υποψήφιους στον αντίστοιχο ιερατικό τους βαθμό. Άλλη είναι η χάρη του διακόνου, άλλη του πρεσβυτέρου και άλλη του επισκόπου.

(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 272-273)

Σύμφωνα με τις βασικές αντιλήψεις τους περί δικαιώσεως και εκκλησιαστικού ιερατείου, οι Διαμαρτυρόμενοι δεν δέχονται την μετάνοια ως μυστήριο, της οποίας απορρίπτουν τα βασικά στοιχεία, την εσωτερική από αγάπη και πίστη συντριβή της ψυχής για τα αμαρτήματά της και την εξώτερη εξομολόγηση στο λειτουργό της Εκκλησίας. Κατ’ αυτούς στο μυστήριο του ιερού βαπτίσματος σφυρηλατείται ακατάλυτος δεσμός μεταξύ Θεού και ανθρώπων, ώστε οποιαδήποτε αμαρτία μετά το βάπτισμα, μικρή ή μεγάλη, να μην μπορεί να διαλύσει το δεσμό αυτό και να τον αφανίσει. Βεβαίως οι μετά το βάπτισμα αμαρτάνοντες έχουν ανάγκη μετάνοιας· όμως η μετάνοιά τους αυτή, ως επάνοδος στη δια του βαπτίσματος χορηγηθείσα άφεση, δεν αποτελεί ιδιαίτερο μυστήριο, αλλά ζωογόνηση του μυστηρίου του βαπτίσματος.

Την εξομολόγηση απορρίπτουν οι Προτεστάντες σύμφωνα με τη βασική τους αντίληψη να λαμβάνουν άφεση αμαρτιών όχι μέσω της Εκκλησίας της οποίας αρνούνται τον ορατό χαρακτήρα, αλλ΄ απ’ ευθείας από το Θεό. Η εξομολόγηση, που δεν έχει διαταχθεί κατ’ αυτούς από τον Κύριο, είναι το πολύ ανεκτή περισσότερο για λόγους ψυχολογικούς. Ο ποιμένας αναγγέλλει στον εξομολογούμενο την υπόσχεση απλώς του Θεού περί αφέσεως των αμαρτιών, για να μην αποκάμει και απελπισθεί αμφιβάλλοντας αν οι αμαρτίες του είναι συγχωρημένες στον ουρανό. Ότι στο πνεύμα αυτό της εξομολογήσεως της στερούμενης του ιερατικού στοιχείου και κριτηρίου είναι δυνατό να χορηγήσει εν ανάγκη άφεση αμαρτιών και ένας λαϊκός, δεν είναι δύσκολο να κατανοηθεί.

(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 272)

Η προσευχή και τα μνημόσυνα για τους κεκοιμημένους

-Γέροντα, οι υπόδικοι νεκροί μπορούν να προσεύχωνται;
-Έρχονται σε συναίσθηση και ζητούν βοήθεια, αλλά δεν μπορούν να βοηθήσουν τον εαυτό τους.
Όσοι βρίσκονται στον Αδη μόνον ένα πράγμα θα ήθελαν από τον Χριστό: να ζήσουν πέντε λεπτά,
για να μετανοήσουν. Εμείς που ζούμε, έχουμε περιθώρια μετανοίας, ενώ οι καημένοι οι κεκοιμημένοι
δεν μπορούν πια μόνοι τους να καλυτερεύσουν την θέση τους, αλλά περιμένουν από μας βοήθεια.
Γι’ αυτό έχουμε χρέος να τους βοηθούμε με την προσευχή μας.
Μου λέει ο λογισμός ότι μόνον το δέκα τοις εκατό από τους υπόδικους νεκρούς βρίσκονται
σε δαιμονική κατάσταση καί, εκεί που είναι, βρίζουν τον Θεό, όπως οι δαίμονες. Δεν ζητούν βοήθεια,
αλλά και δεν δέχονται βοήθεια. Γιατί, τί να τους κάνη ο Θεός; Σαν ένα παιδί που απομακρύνεται
από τον πατέρα του, σπαταλάει όλη την περιουσία του και από πάνω βρίζει τον πατέρα του.
Έ, τί να το κάνη αυτό ο πατέρας του; Οι άλλοι όμως υπόδικοι, που έχουν λίγο φιλότιμο,
αισθάνονται την ενοχή τους, μετανοούν και υποφέρουν για τις αμαρτίες τους. Ζητούν να βοηθηθούν
και βοηθιούνται θετικά με τις προσευχές των πιστών. Τους δίνει δηλαδή ο Θεός μια ευκαιρία,
τώρα που είναι υπόδικοι, να βοηθηθούν μέχρι να γίνη η Δευτέρα Παρουσία. Και όπως σ’ αυτήν την ζωή,
αν κάποιος είναι φίλος με τον βασιλιά, μπορεί να μεσολαβήση και να βοηθήση έναν υπόδικο,
έτσι και αν είναι κανείς «φίλος» με τον Θεό, μπορεί να μεσολαβήση στον Θεό με την προσευχή του
και να μεταφέρη τους υπόδικους νεκρούς από την μια «φυλακή» σε άλλη καλύτερη, από το ένα «κρατητήριο»
σε ένα άλλο καλύτερο. Ή ακόμη μπορεί να τους μεταφέρη και σε «δωμάτιο» ή σε «διαμέρισμα».
Όπως ανακουφίζουμε τους φυλακισμένους με αναψυκτικά κ.λπ. που τους πηγαίνουμε,
έτσι και τους νεκρούς τους ανακουφίζουμε με τις προσευχές και τις ελεημοσύνες που κάνουμε για την ψυχή τους.
Οι προσευχές των ζώντων για τους κεκοιμημένους και τα μνημόσυνα είναι η τελευταία ευκαιρία
που δίνει ο Θεός στους κεκοιμημένους να βοηθηθούν, μέχρι να γίνη η τελική Κρίση.
Μετά την δίκη δεν θα υπάρχη πλέον δυνατότητα να βοηθηθούν.
Ο Θεός θέλει να βοηθήση τους κεκοιμημένους, γιατί πονάει για την σωτηρία τους, αλλά δεν το κάνει,
γιατί έχει αρχοντιά. Δεν θέλει να δώση δικαίωμα στον διάβολο να πή: «Πώς τον σώζεις αυτόν,
ενώ δεν κοπίασε;». Όταν όμως εμείς προσευχώμαστε για τους κεκοιμημένους, Του δίνουμε το δικαίωμα να επεμβαίνη.
Περισσότερο μάλιστα συγκινείται ο Θεός, όταν κάνουμε προσευχή για τους κεκοιμημένους παρά για τους ζώντες.
Γι’ αυτό και η Εκκλησία μας έχει τα κόλλυβα, τα μνημόσυνα. Τα μνημόσυνα είναι ο καλύτερος δικηγόρος
για τις ψυχές των κεκοιμημένων. Έχουν την δυνατότητα και από την κόλαση να βγάλουν την ψυχή.
Κι εσείς σε κάθε Θεία Λειτουργία να διαβάζετε κόλλυβο για τους κεκοιμημένους. Έχει νόημα το σιτάρι.
«Σπείρεται εν φθορά, εγείρεται εν αφθαρσία», λέει η Γραφή. Στον κόσμο μερικοί βαριούνται
να βράσουν λίγο σιτάρι και πηγαίνουν στην εκκλησία σταφίδες, κουραμπιέδες, κουλουράκια,
για να τα διαβάσουν οι ιερείς.
Και βλέπεις, εκεί στο Αγιον Όρος κάτι γεροντάκια τα καημένα σε κάθε Θεία Λειτουργία κάνουν κόλλυβο
και για τους κεκοιμημένους και για τον Αγιο που γιορτάζει, για να έχουν την ευλογία του.
-Γέροντα, αυτοί που έχουν πεθάνει πρόσφατα έχουν μεγαλύτερη ανάγκη από προσευχή;
-Έμ, όταν μπαίνη κάποιος στην φυλακή, στην αρχή δεν δυσκολεύεται πιο πολύ; Να κάνουμε προσευχή
για τους κεκοιμημένους που δεν ευαρέστησαν στον Θεό, για να κάνη κάτι και γι’ αυτούς ο Θεός.
Ιδίως, όταν ξέρουμε ότι κάποιος ήταν σκληρός - θέλω να πώ, ότι φαινόταν σκληρός, γιατί μπορεί να νομίζουμε
ότι ήταν σκληρός, αλλά στην πραγματικότητα να μην ήταν - και είχε και αμαρτωλή ζωή, τότε να κάνουμε πολλή προσευχή,
Θείες Λειτουργίες, Σαρανταλείτουργα για την ψυχή του και να δίνουμε ελεημοσύνη σε φτωχούς
για την σωτηρία της ψυχής του, για να ευχηθούν οι φτωχοί «ν’ αγιάσουν τα κόκκαλά του», ώστε να καμφθή ο Θεός
και να τον ελεήση. Έτσι, ό,τι δεν έκανε εκείνος, το κάνουμε εμείς γι’ αυτόν. Ενώ ένας άνθρωπος που είχε καλωσύνη,
ακόμη και αν η ζωή του δεν ήταν καλή, επειδή είχε καλή διάθεση, με λίγη προσευχή πολύ βοηθιέται.
Έχω υπ όψιν μου γεγονότα που μαρτυρούν πόσο οι κεκοιμημένοι βοηθιούνται με την προσευχή πνευματικών ανθρώπων.
[...] -Όταν, Γέροντα, πεθάνη κάποιος και μας ζητήσουν να προσευχηθούμε γι’ αυτόν, είναι καλό να κάνουμε
κάθε μέρα ένα κομποσχοίνι μέχρι τα σαράντα;
-Αμα κάνης κομποσχοίνι γι’ αυτόν, βάλε και άλλους κεκοιμημένους. Γιατί να πάη μια αμαξοστοιχία στον προορισμό της
με έναν μόνον επιβάτη, ενώ χωράει και άλλους; Πόσοι κεκοιμημένοι έχουν ανάγκη οι καημένοι και ζητούν βοήθεια
και δεν έχουν κανέναν να προσευχηθή γι’ αυτούς! Μερικοί κάθε τόσο κάνουν μνημόσυνο μόνο για κάποιον δικό τους.
Με αυτόν τον τρόπο δεν βοηθιέται ούτε ο δικός τους, γιατί η προσευχή τους δεν είναι τόσο ευάρεστη στον Θεό.
Αφού τόσα μνημόσυνα έκαναν γι’ αυτόν, ας κάνουν συγχρόνως και για τους ξένους.
-Γέροντα, με απασχολεί μερικές φορές η σωτηρία του πατέρα μου, γιατί δεν είχε καμμιά σχέση με την Εκκλησία.
-Δεν ξέρεις την κρίση του Θεού την τελευταία στιγμή. Πότε σε απασχολεί; κάθε Σάββατο;
-Δεν έχω παρακολουθήσει, αλλά γιατί το Σάββατο;
-Γιατί αυτήν την ημέρα την δικαιούνται οι κεκοιμημένοι.
-Γέροντα, οι νεκροί που δεν έχουν ανθρώπους να προσεύχωνται γι’ αυτούς βοηθιούνται από τις προσευχές εκείνων
που προσεύχονται γενικά για τους κεκοιμημένους;
-Και βέβαια βοηθιούνται. Εγώ, όταν προσεύχωμαι για όλους τους κεκοιμημένους, βλέπω στον ύπνο μου τους γονείς μου,
γιατί αναπαύονται από την προσευχή που κάνω. Κάθε φορά που έχω Θεία Λειτουργία, κάνω και γενικό μνημόσυνο
για όλους τους κεκοιμημένους και εύχομαι για τους βασιλείς, για τους αρχιερείς κ.λπ.
και στο τέλος λέω «καί υπέρ ών τα ονόματα ουκ εμνημονευθησαν». Αν καμμιά φορά δεν κάνω ευχή για τους κεκοιμημένους,
παρουσιάζονται γνωστοί κεκοιμημένοι μπροστά μου.[...] Κι εσείς στην Αγία Πρόθεση να μη δίνετε να
μνημονευθούν μόνον ονόματα ασθενών, αλλά και ονόματα κεκοιμημένων, γιατί μεγαλύτερη ανάγκη έχουν οι κεκοιμημένοι.


(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ. 274-279)

custom image (2)

img025

Ο Ιερός Ναός

Σας καλωσορίζουμε στην ιστοσελίδα του ιερού μας Ναού. Η Ενορία μας, με τις πρεσβείες του αγίου Μάρτυρος Σώζωντος αλλά και με την ευλογία και την καθοδήγηση του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου μας κ.κ. Συμεών, επί σειρά ετών προσπαθεί να επιτελέσει το ποιμαντικό της έργο προς δόξαν Θεού και οικοδομή των πιστών. Να ενώσει τους πιστούς με το Χριστό αλλά και μεταξύ τους, αφού κατά τον Απόστολο Παύλο:

«Οἱ πολλοὶ ἕν σῶμά ἐσμεν ἐν Χριστῷ, ὁ δὲ καθ' εἷς ἀλλήλων μέλη» (Οι πολλοί πιστοί είμαστε ένα σώμα λόγω της ένωσής μας με το Χριστό και ο καθένας μέλη ο ένας του άλλου» (Ρωμ. ιβ΄ 5). «Ὑμεῖς δέ ἐστε σῶμα Χριστοῦ καὶ μέλη ἐκ μέρους» (Εσείς είστε Χριστού και μέλη που ο καθένας αποτελεί ένα μέρος του συνόλου) (Α' Κορ. ιβ' 27). Είμαστε όλοι μας ένα σώμα, το σώμα του Χριστού. μέλη του Χριστού, είμαστε και μέλη ο ένας του άλλου.

Αυτό είναι η Εκκλησία και ειδικότερα η Ενορία μας. Είναι η οικογένειά μας, το σπίτι μας, το σώμα μας. Δυστυχώς, όμως, στην εποχή μας χάσαμε αυτήν την ενότητα και με το Χριστό και μεταξύ μας. Απομονωθήκαμε. «Χαθήκαμε», όπως λέμε συχνά. Η Ενορία κατάντησε να είναι για πολλούς κάτι στο οποίο απευθύνομαι, όταν θέλω να βαπτίσω το παιδί μου ή να παντρευτώ. Δε νιώθουμε την Ενορία μας και το Ναό μας σπίτι μας, λιμάνι μας. Κάτι ΔΙΚΟ ΜΑΣ. Η Ενορία, όμως, ο Χριστός, το Σώμα Του, μας καλεί όλους. Μας καλούν και οι άλλοι αδελφοί μας, τα μέλη μας, να ενωθούμε και πάλι, να γίνουμε ένα σώμα με κεφαλή το Χριστό. Ενορία δεν είναι μόνο ο Ναός, αλλά και τα πρόσωπα. Είναι οι ιερείς, οι πνευματικοί μας πατέρες, οι αδελφοί μας. Η Ενορία δεν εξαντλείται μόνο σε ένα σκέτο εκκλησιασμό που, δυστυχώς, και αυτός χάθηκε για τους περισσότερους ενορίτες. Η Εκκλησίας μας, έχει και άλλες εκδηλώσεις και συνάξεις και δραστηριότητες που δεν είναι για λίγους, αλλά για όλους μας. Αυτή η ιστοσελίδα, σκοπό έχει την πνευματική τροφοδοσία των Χριστιανών αλλά και την πολύπλευρη ενημέρωση των πιστών μας για όλες τις εκδηλώσεις της Ενορίας του Αγίου Σώστη.

Τελευταίες αναρτήσεις κειμένων (blog)