ΣΤΗΡΙΞΤΕ ΤΟ ΣΥΣΣΙΤΙΟ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΜΑΣ! ΘΥΜΗΘΕΙΤΕ ΤΟΥΣ ΠΤΩΧΟΥΣ…
¨Ρίχνοντας¨ τ’ όποιο χρηματικό ποσό στο Κυτίο στην είσοδο του Ναού… ή/και…
¨Δίνοντάς¨ το, στους υπευθύνους(1) του ΕΦΤ(Ενορ.Φιλόπτ.Ταμείο)
Προσκομίζοντας ΤΡΟΦΙΜΑ στο Συσσίτιο(3) (ή στο Ναό) προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για την παρασκευή του (ή να διανεμηθούν [σε περίπτωση δυνατότητας] σε όσους τα χρειάζονται)… ή/και…
Αγοράζοντας από καταστήματα τροφίμων ΔΩΡΟΕΠΙΤΑΓΕΣ και προσφέροντας τες στο ΕΦΤ, προκειμένου να δοθούν σ’ όσους τις έχουν ανάγκη… ή/και…
Αναθέτοντας τήν αγορά των ΥΛΙΚΩΝ για το συσσίτιο, στους υπευθύνους(2) του … ή/και…
Αναλαμβάνοντας τα έξοδα (όλου ή μέρους) συγκεκριμένου γεύματος (Όσπρια >200 ευρώ, Μακαρόνια κιμά >230, Κοτόπουλο >330), «Υπέρ Αναπαύσεως» αγαπημένου σας προσώπου, σε συνεννόηση με τους υπευθύνους του (2)… ή/και…
Συμμετέχοντας στους κατά καιρούς περιφερόμενους Δίσκους του Ναού...ή/και
Καταθέτοντας στον Τραπεζικό Λογαριασμό του ΕΦΤ:
Τράπεζα Πειραιώς IBAN: GR 66 0172 0380 0050 3807 5349 683
και επικοινωνώντας έγκαιρα μαζί μας για την έκδοση της νόμιμης απόδειξης.
(1)Υπεύθυνος ΕΦΤ:π.Ιωάννης (τηλ. Ναού 210 9335 460)
(2)Συσσίτιο:κα Μαντώ (τηλ. Συσσιτίου 210 93 50 151,Τρίτη και Πέμπτη πρωί:8.00 με 12.00)
(3)Θέση Συσσιτίου: Θεόγνιδος 10, στο ημιυπόγειο της πολυκατοικίας, πίσω από το Ιερό τού Ναού).
"Ο δικαστής των εναγκαλισμών.
Μια μέρα η Νάνσι Τζόνστον, φίλη του Λη, εμφανίστηκε στην πόρτα του. Η Νάνσι είναι επαγγελματίας κλόουν και φορούσε ρούχα κλόουν, το επαγγελματικό μεϊκάπ και όλα τα σχετικά. «Λη, πάρε μερικά από τα Κουτιά της Αγκαλιάς κι έλα να πάμε στον οίκο αναπήρων», του είπε.
Όταν έφτασαν εκεί άρχισαν να μοιράζουν καπέλα, καρδιές και αγκαλιές στους ασθενείς. Ο Λη ένιωθε άβολα. Πότε πριν δεν αγκάλιασε άτομα με ανίατες ασθένειες, με βαριά διανοητική καθυστέρηση ή τετραπληγία. Ήταν σίγουρα μια δοκιμασία. Μετά από λίγο τα πράγματα έγιναν πιο εύκολα, καθώς η Νάνσι κι ο Λη βρέθηκαν περικυκλωμένοι από γιατρούς, νοσοκόμες και άλλα άτομα από το προσωπικό του νοσοκομείου που τους ακολουθούσαν από θάλαμο σε θάλαμο.
Λίγες ώρες μετά μπήκαν στον τελευταίο θάλαμο, όπου υπήρχαν μερικές από τις χειρότερες περιπτώσεις που είχε δει ποτέ στη ζωή του ο Λη. Το αίσθημα που του προκάλεσαν ήταν τόσο ζοφερό, ώστε για μια στιγμή λιποψύχησε. Κάτω, όμως από το βάρος της υποχρέωσης που είχαν αναλάβει, να προσφέρουν την αγάπη τους και να κάνουν τους άλλους να νιώσουν καλύτερα, η Νάνσι κι ο Λη άρχισαν να πηγαίνουν από κρεβάτι σε κρεβάτι, ακολουθούμενοι από πολλά άτομα του νοσηλευτικού προσωπικού που φορούσαν τώρα, όλοι, στο πέτο τις καρδιές και στο κεφάλι τα καπέλα που τους είχαν δώσει.
Ο Λη ήρθε τελικά στον τελευταίο τρόφιμο, τον Λέοναρντ. Ο Λέοναρντ φορούσε μια μεγάλη άσπρη σαλιάρα πάνω στην οποία έτρεχαν συνεχώς τα σάλια του. Ο Λη τον κοίταξε , είδε τα σάλιατου να στάζουν στη σαλιάρα και είπε: «Έλα, πάμε Νάνσι, δεν υπάρχει τρόπος να προκαλέσουμε οποιαδήποτε αισθήματα σ’ αυτό το πλάσμα». Η Νάνσι τότε του είπε: «Μα τι λες Λη, είναι κι αυτός ένας συνάνθρωπός μας, δε συμφωνείς;» Και του φόρεσε ένα αστείο καπέλο. Ο Λη πήρε κι αυτός μια από τις καρδιές που κρατούσε και του την καρφίτσωσε στη σαλιάρα του. Πήρε βαθιά ανάσα και σκύβοντας αγκάλιασε τον Λέοναρντ.
Αναπάντεχα ο Λέοναρντ άρχισε να βγάζει άναρθρες κραυγές: «Εεεεεχχ! Εεεεεχχ!» Μερικοί από τους άλλους ασθενείς άρχισαν να χτυπούν διάφορα πράγματα το ένα με το άλλο. Ο Λη γύρισε προς το προσωπικό, ελπίζοντας να μάθει τι συνέβαινε και τότε είδε ότι όλοι οι γιατροί, οι νοσοκόμες και τα άλλα μέλη του νοσηλευτικού προσωπικού έκλαιγαν. Ο Λη τότε ρώτησε την προϊσταμένη: «Μα, τι συμβαίνει;»
Ο Λη δε θα ξεχάσει ποτέ την απάντησή της; «Εδώ και 23 χρόνια είναι η πρώτη φορά που βλέπουμε τον Λέοναρντ να χαμογελά».
Πόσο απλό πράγμα είναι να κάνεις ένα άτομο να νιώσει καλύτερα στη ζωή του!
Jack Canfield και Mark V. Hansen"
(από το βιβλίο Βάλσαμο για την ψυχή, σελ. 32-34)
Ερώτημα τόσο συχνό, τόσο βαθύ, τόσο δυνατό στην εκφορά του, τόσο δύσκολο στην απάντησή του. Ερώτημα τόσο αληθινό, τόσο ανθρώπινο, τόσο απαιτητικό, πού όμως από τη φύση του δεν αντέχει στον λόγο, δεν εκφράζεται με το στόμα, δεν μπαίνει σε λέξεις, δεν δημοσιοποιείται σε ακροατήριο, πολύ δε περισσότερο, δεν επιδέχεται μονοσήμαντες απαντήσεις από κάποιους που δήθεν γνωρίζουν προς κάποιους άλλους που σίγουρα πονούν. Ίσως είναι το κατ’ εξοχήν θέμα για το οποίο δεν μπορεί και δεν πρέπει να γίνονται ομιλίες. Είναι πολύ βαθύ για να έλθει στην επιφάνεια της συνειδητοποίησης. Είναι πολύ επώδυνο για να χωρέσει στον ορίζοντα των αντοχών μας. Είναι πολύ προσωπικό για να εντοπισθεί στο στερέωμα του δημόσιου λόγου. Ίσως αυτό το ερώτημα να πονάει πιο πολύ και από την αιτία που το δημιουργεί. Γιατί όλοι ξέρουμε πως δεν έχει εύκολη απάντηση. Και όμως είναι τόσο επίμονο και αληθινό.
Γιατί σε μένα, Θεέ μου; Ηχεί στα αυτιά μου αυτό το ερώτημα και αντηχεί βαθιά στην καρδιά μου. Είναι το ερώτημα κάθε γονιού που το παιδί του πάσχει ή κάθε ανθρώπου που έχει χτυπηθεί από ανίατη ασθένεια. Πώς είναι δυνατόν αυτό το ερώτημα να μεταμορφωθεί σε ομιλία, συμβουλή, γνώμη ή απάντηση;
Το ερώτημα αυτό συνεχώς διατυπώνεται και απαντάται μόνο με δάκρυα, όχι με λέξεις, με αισθήματα, όχι με σκέψεις, με σιωπή, όχι με απόψεις, με συμπόνια, όχι με απαντήσεις. Πώς να το κάνουμε; Συχνά τα μάτια μιλούν πιο εύγλωττα από το στόμα, ο αναστεναγμός πιο δυνατά από τη σκέψη και η πονεμένη απορία εκφράζει περισσότερο την αλήθεια από την όποια απάντηση.
Στρέφω το βλέμμα μου τριγύρω και αντικρίζω συνανθρώπους μας που πάσχουν, αδελφούς μας που λυγίζουν, που θα ήθελαν κάπως να εκφραστούν, αλλά είτε αδυνατούν είτε διστάζουν είτε και φοβούνται. Όλοι αυτοί, τελικά, δεν είναι… άλλοι, ξένοι, αδιάφοροι για μας, αλλά είναι το αγνότερο και αναγκαιότερο κομμάτι του εαυτού μας, μια που η συνάντηση μαζί τους μέσα μας, καταργεί το εγώ μας. Θα ήθελα λοιπόν για λίγο να δανείσω τα χείλη της δικής μου ψυχής, στην ανάγκη της δικής τους να εκφράσει τον βουβό της πόνο και να διατυπώσει την επίμονη απορία της.
Προ καιρού μου δόθηκε η ευκαιρία να επισκεφθώ το Νοσοκομείο Παίδων. Πήγα στο γραφείο της διευθύντριας του Ογκολογικού που έτυχε να γνωρίζω. Μου πρότεινε να επισκεφθούμε τους θαλάμους των παιδιών. Απέφυγα να συναινέσω. Έριξα μια ματιά στους τοίχους του πρωτότυπου γραφείου της, που ήταν γεμάτοι από πρόσωπα πονεμένα και ελπιδοφόρα, πληγωμένα και αγωνιστικά. Άλλα ακόμη βρίσκονται κοντά μας για να πολλαπλασιάζουν τη χαρά και άλλα μας έχουν φύγει για να προκαλούν την ανάγκη της συνάντησης μαζί τους στην αγκαλιά του Θεού.
Τα βιβλία σ’ αυτό το γραφείο ήταν πιο λίγα από τις φωτογραφίες. Οι πολλές επιστημονικές γνώσεις πιο φτωχές από το περίσσευμα της αληθινότητας της ζωής. Οι απορίες και το άγνωστο πιο ξέθωρα από τη λάμψη της παράξενης αγάπης αυτού του χώρου.
Βγήκαμε από το γραφείο της και νόμιζα ότι έβγαινα από την αλήθεια για να μπω στο ψέμα αυτής της ζωής, αλλά με μια ανομολόγητη ανακούφιση. Σκόνταψα όμως στη μεγαλύτερη αλήθεια. Στο σαλόνι, σε ένα τραπεζάκι, έπαιζαν επιτραπέζια παιχνίδια τρία παιδάκια, δίχως μαλλιά, με πρόσωπα ωχρά, με ενδοφλέβιες χημειοθεραπευτικές παροχές στα χέρια. Δίπλα τους ισάριθμες νεαρές μητέρες και ένας παππούς. Τα μάτια των μεγάλων μονομιάς καρφώθηκαν επάνω μου. τα παιδάκια αμέριμνα συνέχισαν τη διασκέδασή τους. Εγώ αμήχανα δεν τολμούσα να δώσω το ψεύτικο χαμόγελο του… καλού παπά που ήλθε να κάνει την καλή του πράξη. Ποτέ το βλέμμα των γονέων και η αμεριμνία των παιδιών δεν με είχαν τόσο βαθιά τρυπήσει. Η εικόνα αυτή αυτόματα μεταμορφώθηκε σε ερώτημα που ηχεί στα αυτιά μου μέχρι αυτήν τη στιγμή. Τα μάτια αυτά διψούσαν για μια γουλιά απάντησης στην πιο λακωνική, αλλά πιο εσώτερη απορία που σχηματίζεται στην καρδιά κάθε φυσιολογικού ανθρώπου «Γιατί σε μένα, Θεέ μου»;
Τελικά, τα πονεμένα μάτια μπορούν να ξεδιψάσουν μόνο με το δάκρυ τους. Όχι με τον λόγο μου, σκέφτηκα. Τους αποχαιρέτησα και πήρα μαζί μου, μαζί με την ανάμνηση της έκφρασής τους, το ερώτημα.
Γιατί;
Γιατί ο πόνος; Γιατί η αδικία; Γιατί τα παιδάκια; Γιατί τόσο πρόωρα; Γιατί με αυτόν τον τρόπο; Γιατί την απερίγραπτη χαρά της αθώας παρουσίας τους, να τη διαδέχεται ο αβάσταχτος πόνος; Γιατί; Και αν είναι για το άγνωστο καλό μας, γιατί αυτό το καλό μας να είναι τόσο πικρό;
Γιατί σε μένα;
Τί κακό έκανα; Πού να ψάξω να βρω μέσα μου την άγνωστη σε μένα αιτία; Και αν φταίω εγώ, δεν μπορώ κάτι να κάνω για να ανατρέψω τα πράγματα; Και ποιός ο λόγος, εξ αιτίας μου, να υποφέρει αυτό το αθώο πλασματάκι; Αυτό μου φαίνεται πιο αδύνατο να το αντέξω. Κινδυνεύω να χάσω και τη λίγη και ασθενική πίστη μου. Τελικά, ποιό το όφελος αυτής της ιστορίας;
Γιατί σε μένα, Θεέ μου;
Δεν είμαι παιδί σου; Δεν είσαι Θεός αγάπης; Τί σχέση μπορεί να έχει η αγάπη Σου με το μαρτύριο μου; Πώς να με προσελκύουν τα μαστιγώματά Σου; Πώς συνδυάζεται η καλωσύνη Σου με την ανερμήνευτη λογική του πόνου, με τη θλίψη, με το ενδεχόμενο του σκανδαλισμού;
Νέο ζευγάρι! Μόλις έχουν γνωριστεί. Το όραμά τους να ζήσουν την αγάπη τους. Όσο πιο έντονα γίνεται! Όσο πιο πλούσια! Όσο πιο βαθιά! Αυτό είναι ζωή! Αυτό δεν έχει μόνο γλύκα και ομορφιά, έχει δύναμη. Δεν αντέχει μόνο του, δεν περιορίζεται από την αυτάρκειά του. Αυτό γεννά, πολλαπλασιάζεται, δίνει ζωή.
Μέσα στη ζάλη της αγάπης τους παντρεύονται. Περνάει τόσο όμορφα ο πρώτος καιρός! Κοιτιούνται στα μάτια και επιβεβαιώνουν την πεποίθησή τους ότι όλα θα πάνε καλά. Κανένα συννεφάκι δεν θα σκιάσει τη λιακάδα των ονείρων τους.
Τώρα περιμένουν ένα παιδί. Αυτό επικεντρώνει την καταξίωση της κοινής ζωής τους. Αυτό προσδιορίζει το όνειρό τους. Αυτό περιμαζεύει τις ελπίδες τους. Η κοπέλα είναι έγκυος. Το χαμόγελό τους ξεπερνά σε άνοιγμα την αγκαλιά τους. Είναι η πρώτη φορά που στην αγάπη τους μπαίνει κάποιος άλλος που, ενώ δεν φαίνεται, την πολλαπλασιάζει και την στερεώνει. Οι αλλοιώσεις του γυναικείου σώματος πιστοποιούν τα σημάδια μιας νέας ζωής που γεννιέται από αγάπη, αλλά και η ίδια γεννά αγάπη. Το μικρό, αόρατο έμβρυο, που το καταλαβαίνουν χωρίς να το βλέπουν, δίνει το ίδιο ζωή στους γονείς. Πράγματι ανακαλύπτουν ότι αγαπιούνται, όχι μόνο πιο πολύ αλλά και διαφορετικά. Η ποιότητα της σχέσης τους αναβαθμίζεται.
Η κοπέλα είναι ήδη μητέρα. Απλά, περιμένει να σφίξει στην αγκαλιά της το παιδάκι της. Η μέρα του τοκετού έρχεται. Τον φυσικό πόνο τον διαδέχεται η χαρά μιας καινούργιας ζωής, η ομορφιά μιας νέας παρουσίας στο σπίτι, η έκπληξη ενός ανεπανάληπτου προσώπου. Δυο γονείς μπορούν να δώσουν 1040 διαφορετικά παιδιά. Αυτό είναι ένα από αυτά. Μαζί του περνούν χαρές, ξενύχτια, αγωνίες, φροντίδα, αγκαλιές, φιλιά, παιχνίδια, όνειρα. Το παιδάκι μεγαλώνει. Αρχίζει να κουνιέται, να χαμογελάει, να μιλάει, να περπατάει, να κάνει τις πρώτες του ζημιές, ίσως να πηγαίνει στο σχολείο.
Ο σύνδεσμος αυξάνει. Οι φόβοι διαδέχονται ο ένας τον άλλον. Ακούμε ότι κάποιο άλλο παιδί προσβάλλεται από σοβαρή ασθένεια. Το χαμόγελό μας κόβεται. Αλλά για λίγο. Βαθείς φόβοι, ενδόμυχοι, περιγράφουν την ατμόσφαιρα της ψυχής και προσδιορίζουν την ταυτότητα της διαθέσεώς μας. Όχι, αποκλείεται! Αυτό δεν θα συμβεί σε μας. Κάποιος λόγος υπάρχει και η αρρώστια χτύπησε το άλλο σπίτι. Η πιθανότητα να επισκεφθεί και το δικό μας είναι από μικρή έως σχεδόν ανύπαρκτη. Με τα ψήγματα της πίστης που έχουμε, σταυροκοπιόμαστε μυστικά. Αν υπάρχει Θεός, θα μας δει, θα μας προστατεύσει τώρα που προλάβαμε, έστω ψυχολογικά, να Τον επικαλεστούμε. Εξ άλλου ο Θεός είναι αγάπη. Αν δεν λυπηθεί εμάς, θα λυπηθεί το καημένο το παιδάκι μας. Είναι τόσο αθώο.
Το παιδί μας όμως εκεί που παίζει ζαλίζεται ή κάποιο πρωινό εμφανίζει υψηλό πυρετό που διαρκεί για μέρες και δεν πέφτει ή πονάει επίμονα και ανεξήγητα. Φοβούμαστε. Είμαστε όμως βέβαιοι πως οι εξετάσεις θα δείξουν ίωση, ή , στη χειρότερη περίπτωση, κάποια παιδική ασθένεια, που στο παρελθόν μεν ταλαιπωρούσε τον κόσμο, στις μέρες μας όμως η ιατρική την αντιμετωπίζει με επιτυχία.
Έχουν περάσει αρκετές μέρες. Την αιθρία της χαράς μας τη διακόπτουν οι αλλεπάλληλοι κεραυνοί των ιατρικών γνωματεύσεων. Η διάγνωση θυμίζει το νόστιμο θαλασσινό, που όμως η μία δαγκάνα του σφίγγει το μυαλό μας και η άλλη κατατρυπάει την καρδιά μας. Είναι καρκίνος (κάβουρας). Αυτό που με λαιμαργία συνήθως καταβροχθίζουμε, τώρα κατατρώει την ύπαρξή μας. Ούτε που θέλουμε να το σκεφτούμε ούτε που μπορούμε να το συνειδητοποιήσουμε. Πριν από λίγες μέρες σφιχταγκαλιαζόμασταν που ο Θεός μας χάρισε ένα δικό Του αγγελούδι. Σήμερα η αγκαλιά μας σαν λεκάνη μαζεύει τα δάκρυά μας, μήπως πρόωρα περιμαζέψει και το δικό μας τώρα αγγελούδι.
Την καταιγίδα των ιατρικών εξετάσεων τη διαδέχεται το σφυροκόπημα των αναπάντητων γιατί. Γιατί, Θεέ μου τόσος πόνος; Τί φταίει αυτό το αθώο πλασματάκι; Γιατί το δικό μου το παιδί που μου φαντάζει το καλύτερο και όχι ένα άγνωστο και απόμακρο; Γιατί να πονάει, να ταλαιπωρείται, να βασανίζεται, αμίλητα και αδιαμαρτύρητα, ανυποψίαστο να υπομένει; Γιατί να κινδυνεύει πρόωρα να εγκαταλείψει τα παιχνιδάκια του, τα όνειρά μας, την προοπτική του, τα αδελφάκια του, εμάς, τους γονείς του, αυτόν τον κόσμο; Γιατί να συμβαίνουν όλα αυτά και καμιά λογική να μην μπορεί να μας συμπαρασταθεί, καμιά ερμηνεία να μας παρηγορήσει, κανένας λόγος να μας στηρίξει, κανένας θεός να μας αγγίξει;
Ξεφεύγουμε από αυτά και ζητούμε καταφύγιο στη λογική κάποιου θαύματος. Πού ξέρεις; Ο Χριστός ανέστησε την κόρη του Ιαείρου και τον γυιό της χήρας της Ναϊν. Θεράπευσε την κόρη της Χαναναίας και τον δούλο του εκατοντάρχου. Ο Θεός αγαπά ιδιαίτερα τα παιδάκια και στην αθωότητά τους διαρκώς μας προτρέπει να μαθητεύουμε. Η αγάπη Του είναι ανεξάντλητη. Τόσα θαύματα γίνονται μακρυά μας και έγιναν στο παρελθόν, γιατί να μην γίνει και ένα στις μέρες μας και στο παιδάκι μας; Τί Θεός είναι; Ένα θαύμα δεν μπορεί να κάνει;
Η προσπάθεια όμως να παρηγορηθούμε επιτείνει τη δοκιμασία μας. Τα θαύματα είναι θαύματα, γιατί δεν είναι και τόσο συχνά. Κι αν πάλι κάνει το θαύμα σε μας, αυτό δεν είναι αδικία; Γιατί μερικοί να ζουν την ευεργετική παρουσία Του και άλλοι να τη στερούνται; Γιατί κάποιοι να Τον δοξάζουν και οι πολλοί υπόλοιποι να ταπεινώνονται απίστευτα και να Τον εκλιπαρούν; Και αν πάλι μπορεί να κάνει το θαύμα, γιατί δεν θεραπεύει όλους ή πολύ περισσότερο δεν καταργεί τις ασθένειες, να ζήσουμε τα λίγα χρόνια μας ήσυχα και με χαρά; Μήπως τελικά ή υπάρχει Θεός για να βασανιζόμαστε ή δεν υπάρχει και βασανιζόμαστε;
Κάποιοι μας πλησιάζουν και μας λένε ότι μας αγαπάει ο Θεός και γι’ αυτό επιτρέπει τη δοκιμασία. Αυτούς που μας παρηγορούν και απαντούν στον πόνο μας με συμβουλές και λόγια, γιατί δεν τους αγαπάει και αγαπάει μόνον εμάς; Γιατί τα δικά τους τα παιδιά να παίζουν αμέριμνα και να γελούν και το δικό μας, χλωμό, να ζει μέσα στα φάρμακα και τις μπουκάλες; Γιατί τα παιδιά τους να διασκεδάζουν με αστεία και παιδικές αταξίες και το δικό μας να ξεγελιέται με τα ψεματάκια μας και τις χαζοελπίδες ότι δήθεν θα γίνει καλά και θα ξαναπάει στο σχολείο; Γιατί αυτοί να μπορούν να χτίσουν όραμα για τα παιδιά τους κι εμείς να τρέμουμε στη σκέψη του μέλλοντος και της προοπτικής τους;
Κι αν υποθέσουμε ότι ο Θεός αποφασίζει να μην αρρωσταίνουν τα παιδάκια, πώς αντέχεται και πώς συμβαδίζει με την αγάπη και θεότητά Του, να βασανίζονται οι μεγαλύτεροι;
Αλλά και η ζωή γιατί να είναι τόσο τραγική; Γιατί να φοβάσαι να αγαπήσεις; Να διστάζεις να δοθείς; Να το σκέφτεσαι να συνδεθείς; Όσο πιο δυνατή είναι η αγάπη, τόσο περισσότερο πονάει ο χωρισμός. Όσο πιο βαθιά είναι τα αισθήματα, τόσο πιο πολύ πληγώνει ο πόνος. Αλήθεια, γιατί;
Μοιάζει, ώρες – ώρες, αυτά τα «γιατί» να φταίνε που υποφέρουμε. Κάποιοι μας συμβουλεύουν να μην ρωτάμε: δεν επιτρέπονται τα «γιατί» στον Θεό. Ίσως αυτή η αμαρτία μας να είναι υπεύθυνη για την ταλαιπωρία του παιδιού μας.
Και όμως αυτά τα «γιατί», όταν διατυπώνονται ταπεινά και με ήσυχο πόνο, συνθέτουν όχι μόνο την εικόνα του πιο αληθινού εαυτού μας, αλλά και εκφράζουν την πιο αληθινή υπαρξιακή απορία αυτού του κόσμου.
Η «ευλογία» του πόνου. Ευλογημένα «γιατί»!
Τα καθαγίασε ο Ίδιος ο Χριστός στο σταυρό «Θεέ μου, Θεέ μου, ίνα τί με εγκατέλειπες;» Θεέ μου, γιατί μου το ‘κανες αυτό; Τί σου έκανα; Δεν είμαι ο Υιός σου; Το ίδιο ακριβώς ερώτημα με το δικό μου, το οποίο έμεινε και αυτό αναπάντητο. Έμεινε αναπάντητο στα φαινόμενα. Τα γεγονότα όμως φανέρωσαν την απάντηση.
Τέτοια πολλά «γιατί» βγήκαν και από το στόμα του πολύαθλου Ιώβ ή τη γραφίδα του τραυματισμένου Δαυϊδ, δυο ανθρώπων που οι τραγικοί θάνατοι των παιδιών τους σφράγισαν το πέρασμά τους από την ιστορία και που μας παρουσιάζονται συχνά ως μοναδικά πρότυπα πίστης, εγκαρτέρησης και υπομονής.
Το ερώτημα αυτό το απευθύνουμε στον Θεό, το λέμε στον εαυτό μας, το επαναλαμβάνουμε στους ανθρώπους που νοιώθουμε ότι ιδιαίτερα μας αγαπούν. Το λέμε κυρίως για να εκφράσουμε το μέσα μας, το λέμε όμως και προσδοκώντας το χάδι μιάς απάντησης. Ποιός όμως μπορεί να δώσει μια απάντηση; Ακόμη κι αν την ξέρει, ποιός μπορεί να μας την πει;
Λέγει ο Μέγας Βασίλειος προς πενθούντα πατέρα, ότι ο πόνος κάνει τον άνθρωπο τόσο ευαίσθητο, ώστε μοιάζει με το μάτι που δεν ανέχεται ούτε το πούπουλο. Και η πιο τρυφερή κίνηση αυξάνει τον πόνο του πονεμένου. Και η πιο διακριτική αναλογία δεν αντέχεται. Ο λόγος που εκφέρεται ως λογικό επιχείρημα, ενοχλεί αβάσταχτα. Μόνο το δάκρυ, η κοινωνία της απορίας, η σιωπή, η εσωτερική προσευχή θα μπορούσαν να ανακουφίσουν τον πόνο, να φωτίσουν το σκοτάδι ή να γεννήσουν μια μικρή ελπίδα.
Ο πόνος γεννά αλήθεια, συμπόνια, κοινωνία.
Ο πόνος δεν ξυπνάει μόνον εμάς, αλλά γεννάει και την αγάπη στους γύρω μας. Προσπαθούν να μπουν στη θέση μας. Αγωνίζονται στον καιρό της ασφάλειάς τους να μοιραστούν τα πιο ανεπιθύμητα γι’ αυτούς δικά μας αισθήματα. Και το κάνουν. Ο πόνος γεννά την υπομονή μας, ταυτόχρονα όμως γεννά και τον εξ’ αγάπης σύνδεσμο με τους αδελφούς μας. Ο πόνος γεννά την αλήθεια. Η συμπόνια των άλλων τη φυτεύει στη δική μας καρδιά. Εκεί διακριτικά κρύβεται και η απάντηση.
Έτσι γεννιέται στην καρδιά η παρηγοριά, η γλύκα και η ανακούφιση, της οποίας είναι πολύ εντονότερες ως εμπειρίες από το βάρος του πόνου.
Η απάντηση γεννιέται μέσα μας.
Δυο γονείς, μας λέγουν οι επιστήμονες, μπορούν να κάνουν άπειρα διαφορετικά παιδιά. Όσο διαφέρουν οι φυσιογνωμίες μας, άλλο τόσο και παραπάνω ποικίλουν οι εκφράσεις του εσωτερικού κόσμου μας. Το ίδιο και οι απαντήσεις στα μεγάλα αυτά ερωτήματα. Αν ένας τρίτος μας δώσει τη μία «σωστή» δήθεν απάντησή του, θα καταστρέψει την ποικιλότητα και την προσωπικότητα των δικών μας απαντήσεων, των ιερών απαντήσεων, που για τον καθένα μας επιφυλάσσει ο Θεός. Η υποτιθέμενη σοφία του όποιου σοφού θα συντρίψει την αλήθεια και την ελευθερία του Θεού μέσα μας.
Το μεγάλο λάθος είναι να περιμένουμε την απάντηση απ’ έξω μας, από τους άλλους. Ποιός σοφός; Ποιός φωτισμένος; Ποιός φιλόσοφος; Ποιός ασφαλισμένος στην ορθότητα των επιχειρημάτων του ιερέας, γνωρίζει την απάντηση των τόσο προσωπικών μας «γιατί»;
Η απάντηση μπορεί να ανιχνευθεί μόνο μέσα μας. Ούτε στις ανάλογες δήθεν περιπτώσεις. Ούτε σε βαρύγδουπα βιβλία. Ούτε σε συνταγές παρηγοριάς και σοφίας. Η απάντηση δεν υπάρχει κάπου, δεν την ξέρει κάποιος. Η απάντηση γεννιέται μέσα μας. Η δική μας απάντηση είναι το δώρο του Θεού.
Ο πόνος μας βγάζει από τα ανθρώπινα μέτρα.
Τελικά αυτά τα «γιατί» δεν έχουν τις απαντήσεις που η φτώχια και η αδυναμία μας περιμένει. Στη λογική αυτή συνήθως παραμένουν αναπάντητα. Γι’ αυτό και ο Χριστός για τον θάνατο δεν είπε παρά ελάχιστα. Απλά, ο Ίδιος επέλεξε και πόνεσε όσο κανένας άλλος. Και όταν αναστήθηκε, το στόμα Του έβγαλε περισσότερη πνοή και λιγότερα λόγια. Δεν είπε τίποτε για ζωή και θάνατο – μόνο προφήτευσε το μαρτύριο του Πέτρου. Ο πόνος δεν απαντιέται με επιχειρήματα. Ούτε η αδικία και ο θάνατος αντιμετωπίζονται με τη λογική. Τα προβλήματα αυτά λύνονται με το εμφύσημα και την πνοή που μόνον ο Θεός δίνει. Λύνονται με το Άγιο Πνεύμα. Ξεπερνιούνται με την ταπεινή αποδοχή του θελήματος του Θεού, που είναι τόσο αληθινό αλλά συνήθως και τόσο ακατανόητο.
Στο διάβα της η δοκιμασία συνοδεύεται από το σφυροκόπημα των αναπάντητων ερωτημάτων. Κι εμείς, γαντζωμένοι στα «μήπως», στα «γιατί», στα «αν» συντηρούμε τις ελπίδες και αντέχουμε την επιβίωση σε αυτόν τον κόσμο, προσδοκώντας κάτι σίγουρο ή κάτι σταθερό. Αυτό όμως συνήθως δεν εντοπίζεται στην προτεινόμενη από μας λύση, αλλά επικεντρώνεται στην απροσδόκητη υπέρλογη θεϊκή παρηγοριά. Κάθε προσπάθεια αντικατάστασής της με ανθρώπινα υποκατάστατα, αδικεί εμάς τους ίδιους. Κάθε περιορισμός στην ασφυκτική θηλιά των ορθολογιστικών απαντήσεων, μας παγιδεύει βαθύτερα στο δράμα μας. Στον διάλογο με τον πόνο, την αδικία και τον θάνατο είμαστε υποχρεωμένοι να βγούμε από τα ανθρώπινα μέτρα. Αυτή είναι όχι μόνον η έξοδος από τη δοκιμασία αλλά και η ευεργεσία της.
Η μοναδική ευκαιρία.
Τελικά, το μεν ερώτημα μπορούμε να το υποβάλλουμε, την δε απάντηση πρέπει να την περιμένουμε. Ή ο Θεός δεν υπάρχει ή παραχωρεί μια δοκιμασία για να μας δώσει μια μοναδική ευκαιρία. Αν δεν γινόταν η Σταύρωση, δεν θα υπήρχε η Ανάσταση. Ο Χριστός θα ήταν ένας καλός δάσκαλος, όχι ο Θεός. Ο Θεός δίνει την ευκαιρία. Σε μας μένει να τη δούμε και να την αξιοποιήσουμε. Η δε χαρά και το περιεχόμενο αυτής της ευκαιρίας είναι πολύ μεγαλύτερο από την ένταση και τον πόνο της δοκιμασίας.
Ο θάνατος, ο πόνος, η αδικία αποτελούν μυστήριο που η όποια απάντηση το διασαλεύει. Στις περιπτώσεις αυτές, η αλήθεια δεν εκφράζεται ως άποψη ή επιχείρημα, αλλά προσφέρεται ως ταπείνωση και κοινός πόνος. Η πορεία στο μεθόριο της ζωής και του θανάτου, του σκανδαλισμού και της δοξολογίας, του θαύματος και της αδικίας, παρουσιάζει στροφές και κρυμμένες γωνιές, όπου διασφαλίζεται η αλήθεια της ζωής. Αν ξεφύγει κανείς τον πειρασμό να λυγίσει, τότε αντικρίζει την αλήθεια με τέτοια όψη, που ποτέ του δεν είχε καν φαντασθεί. Ο πόνος, αν κάποιος καταφέρει να τον αγκαλιάσει, γεννά πρωτόγνωρες ευαισθησίες και ξεδιπλώνει πραγματικότητες που κανείς αλλιώς δεν βλέπει. Η πρόκληση δεν είναι να συμβούν γεγονότα και αποκαλύψεις: αυτά υπάρχουν. Η πρόκληση είναι να ανοίξει κανείς τα μάτια του για να μπορεί να τα αντικρίσει.
Είναι αναντίλεκτη αλήθεια δυστυχώς, συνήθως μόνο χάνοντας τα πολύ επιθυμητά, γνωρίζουμε και κερδίζουμε τα πολύ μεγάλα.
Σίγουρα ο πόνος και η αδικία δεν μπορούν να καταργήσουν την αγάπη του Θεού. Ο Θεός υπάρχει. Και είναι αγάπη και ζωή. Η τέλεια αγάπη και το πλήρωμα της ζωής. Και το μεγαλύτερο θαύμα της ύπαρξής Του είναι η συνύπαρξή Του με τον πόνο, την αδικία και το θάνατο.
Ίσως και η μεγαλύτερη πρόκληση για τον καθένα μας να είναι η συνύπαρξη με τον δικό του προσωπικό πόνο, το ελπιδοφόρο σφιχταγκάλιασμα, με τα βαθύτερα αυτά «γιατί», η ταπεινή εσωτερική περιχώρηση στην προσδοκία του Θεού μέσα από τις «αδικίες», που νομίζουμε πώς Αυτός μας κάνει.
Προ καιρού, με πλησίασε κάποια νεαρή κοπέλα που το καντηλάκι της ζωής της φαίνεται να τρεμοσβήνει. Μέσα στον αβάσταχτο πόνο της διέκρινα την ελπίδα. Μέσα από τα δακρυσμένα μάτια της αντίκρισα τη χαρά, τη δύναμη και τη σοφία.
-Θέλω να ζήσω, μου είπε. Αλλά δεν ήλθα για να μου το επιβεβαιώσετε. Ήλθα για να με βοηθήσετε να φύγω έτοιμη από αυτόν τον κόσμο.
-Εγώ είμαι παπάς της ζωής και όχι του θανάτου, της απαντώ. Γι’ αυτό και θέλω να ζήσεις. Επίτρεψέ μου, όμως, να σε ρωτήσω κάτι: μέσα στη δοκιμασία σου, ρωτάς ποτέ «γιατί σε μένα, Θεέ μου;»
-Δεν σας καταλαβαίνω, πάτερ, μου λέει. Εγώ ρωτώ «γιατί όχι σε μένα, Θεέ μου; Και περιμένω, όχι τον θάνατο μου: προσδοκώ τον φωτισμό μου»!
(Από το βιβλίο: «Εκεί που δεν φαίνεται ο Θεός». ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ ΚΑΙ ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ, Εκδόσεις: Σταμούλης. Αθήνα 2009.)
Η Μεμετριασμένη Εξελιξιαρχία & η Δημιουργία του ανθρώπου.
Ζητείται ήδη ποια θα μπορούσε να είναι η προς δημιουργία του ανθρώπου ειδική παρέμβαση του Θεού; Και ερωτάται: Εάν η άκρα εξελιξιαρχία δεν μπορεί να εξηγήσει την επί γης εμφάνιση του ανθρώπου, άραγε η μεμετριασμένη ή πνευματοκρατική τοιαύτη (evolutionisme modere ou spiritualiste) δεν θα μπορούσε να συμβιβαστεί με την περί δημιουργίας του ανθρώπου εκδοχή που επιβάλλεται από τα πράγματα και εκζητείται από την Αγία Γραφή;
Κάποιοι από τους ρωμαιοκαθολικούς συγγραφείς υιοθέτησαν εξηγήσεις που βασίζονται πάνω στις προϋποθέσεις της μεμετριασμένης εξελιξιαρχίας και όσον αφορά στη διαμόρφωση μόνο του ανθρωπίνου σώματος που απομακρύνου περισσότερο η λιγότερο την άμεση επέμβαση του δημιουργού.
Μεταξύ των πρώτων ο Γεώργιος Mivart, ευσεβής φιλόσοφος και βιολόγος στην Αγγλία, σε κάποιο μικρό τόμο τιτλοφορούμενο «η Γένεσις του είδους» που δημοσιεύτηκε το 1870 υποστήριξε, ότι «δεν είναι καθόλου αναγκαίο να παραδεχτεί κάποιος στην παραγωγή του ανθρωπίνου σώματος κάποια ενέργεια διαφορετική στη φύση από εκείνην, η οποία συνετέλεσε την παραγωγή του σώματος των άλλων ζώων και του υλικού σύμπαντος ολοκλήρου» (στη σελίδα 282 στο Zahm, L’ evolution et le dogme τόμ. ΙΙ σελ. 228). Σύμφωνα με την από τον
Mivart υποστηριχθείσα εκδοχή σε ζώο άλογο που βρισκόταν στην ύψιστη βαθμίδα της ζωικής εξέλιξης, και που προήλθε από μακραίωνη προοδευτική εξέλιξη με την ενέργεια των εξελικτικών δυνάμεων πάνω στις κατώτερες μορφές της ζωής, ενέπνευσε ο Θεός το πνεύμα της ζωής και προήλθε από αυτό ο άνθρωπος που έγινε εις ψυχήν ζώσαν. Συνεπώς κατά την υπόθεση αυτή ο Θεός δημιούργησε άμεσα μόνο την ψυχή του ανθρώπου, το σώμα του όμως, αν και έμμεσα και αυτό από το Θεό έχει την προέλευση, άμεσα όμως οφείλει την διαμόρφωση του στους υπό του Θεού τεθέντας νόμους, τους κατευθύνοντας την εξέλιξη (Στο Zahm στο ίδιο σελ. 232) .
Κατά της θεωρίας αυτής του Mivart εκδηλώθηκε ολόκληρος σχεδόν ο καθολικός τύπος, ο οποίος και στον παλαιό και στο νέο κόσμο επέκρινε δριμύτατα αυτήν, σε πλείστες δε περιπτώσεις ο Mivart χαρακτηρίστηκε απερίφραστα ως αιρετικός. Στην Αγγλία, Γαλλία και Γερμανία η θεωρία αυτή αποκηρύχτηκε σφοδρότατα, εξεφράσθη δε επανειλημμένως η ευχή, όπως το βιβλίο του Mivart καταριθμηθεί στον πίνακα των απαγορευμένων βιβλίων. Τοσούτω δε μάλλον, όσο η εν Κολωνία επαρχιακή σύνοδος, που συνήλθε το 1860 είχε αποκηρύξει την από εξέλιξη παραγωγή του σωματικού οργανισμού των πρωτοπλάστων, διακηρύξασα σαφώς και ρητώς, ότι «οι πρωτόπλαστοι δημιουργήθηκαν άμεσα από το Θεό» (Primi parentes a Deo immediate conditi sunt»)(Tit. IV C. XIV,Στο de Sinety,Transformisme D’ Ales οπου παραπάνω τόμ. 4 στήλη 1844) . Παραδόξως όμως όταν το βιβλίο απεστάλη στη Ρώμη, όχι μόνο δεν αποκηρύχτηκε, αλλά ούτε καν ζητήθηκε για αυτό κάποια εξήγηση, τελείως μάλιστα αντιθέτως ο Πάπας Πίος ο Θ΄ανεκήρυξε τον Mivart διδάκτορα της φιλοσοφίας και ο τίτλος του διδάκτορος επιδόθηκε σε αυτόν επίσημα από τον καρδινάλιο του Westminster (Zahm όπου πριν σελ. 229-230).
Την θεωρία αυτή του Mivart διατύπωσε επί το μετριότερον και ο καρδινάλιος Gonzalez (Στο εν έτει 1892 δημοσιευθέν σύγραμμά του La Biblia y la scientia). Κατά την διατύπωση αυτή αντί να υποστηρίξει κάποιος, ότι το ανθρώπινο σώμα εξελίχθηκε πλήρως από τον πίθηκο, ενδείκνυται να βεβαιώνει, ότι υπήρξε αυτό εν μέρει μόνο προϊόν εξέλιξης αυτόματης, συμπληρώθηκε όμως έπειτα η πλήρης διαμόρφωσή του με ά μ ε σ η του Θεού επέμβαση. Η εξέλιξη προήγαγε τον κτηνώδη οργανισμό μέχρι κάποιου σημείου, αλλά δεν ήταν δυνατόν να καταστήσει αυτόν κατάλληλο σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μπορεί να εισδεχτεί την ανθρώπινη ψυχή. Αυτό έγινε με τελειοποίηση, την οποία άμεση δημιουργική επέμβαση του Θεού προσέδωσε.
Με άλλα λόγια, ενώ ο Mivart παραδεχόταν, ότι το σώμα του Αδάμ πήρε μορφή έ μ μ ε σ α από το Θεό, που ενήργησε αποκλειστικά και μόνο με αιτίες δευτερεύουσες και τελείως φυσικές, σύμφωνα με τον Gonzalez η διαμόρφωση αυτή έγινε κατ’ αρχάς μεν ενεργήσαντος του Θεού ε μ μ έ σ ω ς με τη χρησιμοποίηση δευτερευόντων αιτίων, έπειτα όμως και με ά μ ε σ η επέμβαση κατά την τελική και οριστική διαμόρφωση του ανθρώπινου οργανισμού (στο Zahm όπου πριν σελ. 237-239) .
Κατά τον ίδιο περίπου χρόνο στο καθολικό συνέδριο των Παρισίων το 1891 ο Hulst, διευθυντής του καθολικού Ινστιτούτου των Παρισίων διακήρυττε, ότι «η αυστηρή ορθοδοξία δεν επιβάλλει άλλα όρια στις υποθέσεις για την μετάμειψη παρά μόνο το δόγμα της άμεσης δημιουργίας της ανθρώπινης ψυχής από το Θεό. Πέραν τούτου, εάν υπάρχουν παραλογισμοί στις υποθέσεις αυτές, πρέπει να καταπολεμιούνται με επιστημονικά επιχειρήματα» ( Στο Guibert et Chinchole όπου παραπάνω σελ. 391…).
Λίγο όμως πιο πριν η συμπεριφορά της Ρώμης υπήρξε τελείως διαφορετική απέναντι στον δομινικανό Leroy, ο οποίος σε σύγγραμμά του, με τον τίτλο «L’ evolution restreinte aux especes organiques» που δημοσιεύτηκε το 1887, με πολλή επιφύλαξη εξέφρασε τη γνώμη, ότι μπορεί να γίνει δεκτή ως υπόθεση, ότι το ανθρώπινο σώμα προήλθε από εξέλιξη. Είναι δηλαδή πιθανόν, ότι ο Θεός δημιουργώντας τον Αδάμ δεν χρησιμοποίησε άμεσα χώμα από τη γη, αλλά με μόνη την εμφύσηση λογικής ψυχής μεταμόρφωσε σε άνθρωπο κάποιο ζώο ανθρωπόμορφο, το οποίο διαμορφώθηκε με εξέλιξη που κατευθύνθηκε από τη θεια Πρόνοια σε σημείο, ώστε να πλησιάζει όσο το δυνατόν περισσότερο προς τον άνθρωπο. Παρά τις επιδοκιμασίες όμως, των οποίων παρ’ ορισμένων επιστημόνων έτυχε ο Leroy, δεν αποκηρύχτηκε μεν επισήμως το σύγγραμμά του, εκλήθη όμως αυτός να αποσύρει μεν αυτό από το εμπόριο, να αποκηρύξει δε δημόσια την σε αυτό διατυπωθείσα γνώμη του ταύτην (Guibert et Chinchole όπου πριν και…). Ομοίως και οι Zahm και Bonomelli, αποδεχθέντες την υπόθεση αυτή του Leroy, υποχρεώθηκαν να δώσουν επισήμως παρόμοιες εξηγήσεις (De Sinety στο ίδιο στηλη 1845).
Από την άλλη η Βιβλική επιτροπή του Βατικανού στην από 30 Ιουνίου 1909 απόκρισή της, που επικυρώθηκε από τον Πάπα, απαγόρευσε να απομακρύνεται κάποιος από την γραμματική ερμηνεία του κειμένου της Γένεσης, καθ’ όσον αφορά στην ειδική δημιουργία του ανθρώπου και τον από τον άνδρα σχηματισμό της πρώτης γυναίκας (Στο ίδιο και Guibert et Chinchole όπου παραπάνω σελ. 86).
Στην κατά το έτος 1950 όμως εκδοθείσα εγκύκλιο Humani corporis από τον Πίο ΙΒ΄ διακηρύττεται, ότι «το ζήτημα της αρχής του ανθρωπίνου σώματος είναι αντικείμενο ελεύθερης έρευνας για τις φυσικές επιστήμες και τη θεολογία», υπό την προϋπόθεση πάντοτε ότι «θα εξετάζονται επιμελώς οι λόγοι που προβάλλονται υπέρ και κατά της προέλευσης αυτού από ύλη ήδη ζωντανή».
Αυτά ως προς την στάση, την οποία έλαβε έναντι των σύμφωνα με την μεμετριασμένη εξελιξιαρχία διατυπωθεισών περί παραγωγής του πρώτου ανθρωπίνου οργανισμού γνωμών η Ρωμαιοκαθολική εκκλησία, η μόνη μεταξύ των εκκλησιών που αποφάνθηκε επίσημα εν προκειμένω.
Ρωμαιοκαθολικοί συγγραφείς μετέπειτα διατύπωσαν επί το συντηριτικότερον τις περί της καταγωγής του ανθρωπίνου σώματος εξελικτικές εκδοχές. Έτσι τονίστηκε ιδιαιτέρως, ότι η ψυχή, την οποία ο Θεός εμφύσησε στον Αδάμ μεταδίδοντας σε αυτόν συγχρόνως πνοή ζωής, δεν μπορεί κατ’ ουδένα λόγο να προέρχεται από εξέλιξη, αλλά οφείλεται σε άμεση δημιουργική ενέργεια του Θεού. Όσον δε αφορά στο σωματικό οργανισμό, η ιδέα, κατά την οποία πλάστηκε πρώτα ένα χοϊκό άγαλμα με όλα τα όργανα και αιμοφόρα αγγεία και μέρη, το οποίο έπειτα με την εμφύσηση σε αυτό ψυχής μεταβλήθηκε σε ζωντανό ανθρώπινο σώμα, δεν έχει σήμερα οπαδούς. Σύμφωνα με τον de Sinety μάλιστα ήδη αυτός ο Αυγουστίνος εξ αφορμής της παχυλής κατά γράμμα ερμηνείας του κειμένου της Γένεσης, όπου οι συμβολικές εκφράσεις πλεονάζουν, παρήγγελε στους συγχρόνους του χριστιανούς να προσέχουν, για να μην υιοθετούν εκδοχές που προκαλούν το γέλωτα των απίστων (όπου πριν στήλη 1846).
Από την άλλη το να παραδεχτούμε, ότι το χώμα αυτό, για το οποίο μιλά η Γραφή, υπήρξε κάποιος οργανισμός από ζωντανή και όχι νεκρή ύλη, καταλήγει στο ίδιο. Διότι όχι μόνο για το σώμα του ανθρώπου, αλλά και για κάθε εν γένει ζωντανό οργανισμό θα μπορούσε εξίσου να λεχθεί, ότι προέρχεται από τη γη και στη γη θα επανέλθει. Κάθε ζωντανός οργανισμός είναι ύλη ζωντανή, χώμα κατεργασμένο, και συνεπώς, και αν ακόμη πούμε, ότι ο Θεός κατά τη δημιουργία του Αδάμ χρησιμοποίησε όχι χώμα αναίσθητο και χωρίς ζωή, αλλά ύλη ζωντανή, η διαφορά δεν είναι ουσιώδης.
Στην τοιαύτη όμως από τη ζωντανή ύλη διαμόρφωση του πρώτου ανθρώπινου οργανισμού, για να είμαστε σε συμφωνία και με το γράμμα και με το πνεύμα της Γραφής, πρέπει να παραδεχτούμε άμεση την επιστασία της θείας Πρόνοιας, διότι μόνο με άμεση επέμβαση του Θεού θα μπορούσε κατά την τοιαύτη πορεία της εξέλιξης να προσλάβει τέλεια διαμόρφωση και να τελειοποιηθεί σε άνθρωπο αποκλειστικά και μόνο ένα ζευγάρι, από το οποίο προήλθαν ακολούθως όλοι οι άνθρωποι. Χωρίς την επέμβαση αυτή δεν εξηγείται, πώς με την εξέλιξη δεν προήλθαν περισσότερα ζεύγη και πώς από τα εξελιχθέντα μέχρι την ανθρώπινη βαθμίδα ανθρωποειδή κτήνη περισώθηκε μόνο ένα ζεύγος, ενώ τα υπόλοιπα πέθαναν. Είναι επίσης απαραίτητο κατά το χριστιανικό δόγμα να αποκλειστεί από την καταγωγή μας ο π ο λ υ γ ε ν ι σ μ ό ς, διότι χωρίς την από ένα πρωτόπλαστο ζεύγος κοινή όλων καταγωγή το περί προπατορικού αμαρτήματος δόγμα πλήττεται σε αυτήν τη βάση του (Δες de Sinety στο ίδιο στήλη 1845-1846).
Από την άλλη η άμεση του Θεού επέμβαση για δημιουργία του πρώτου ανθρώπινου οργανισμού εκζητείται και από όσα η Βίβλος λέει για τη δημιουργία της γυναίκας. Κατά την αφήγηση της Βίβλου το σώμα της γυναίκας προήλθε από άμεση δημιουργική ενέργεια του Θεού. Θα δεχόμασταν λοιπόν για τη γυναίκα καταγωγή ευγενέστερη από την καταγωγή του άνδρα, ο οποίος σε αυτήν την πρώτη σελίδα της Γένεσης κηρύττεται κεφαλή και υπεροχότερος αυτής; Και θα υποστηρίζαμε, ότι ο μεν οργανισμός της γυναίκας προήλθε από τα χέρια του Δημιουργού, ενώ του άνδρα προήλθε από κάποιο άλογο κτήνος;
Η όλη άλλωστε αφήγηση της Γένεσης επιβάλλει να δεχτούμε, ότι ναι μεν ο πρώτος ανθρώπινος οργανισμός δεν έγινε από το μηδέν, αλλά από προϋπάρχουσα ύλη, πλην όμως τονίζεται από την αφήγηση αυτή σαφώς, ότι η προς διαμόρφωση του οργανισμού αυτού ενέργεια του Θεού δεν υπήρξε μία απλή φυσική συνδρομή της θείας Πρόνοιας που κατεύθυνε τις δευτερεύουσες αιτίες στην κανονική λειτουργία τους, αλλά έ κ τ α κ τ η θ ε ί α ε ν έ ρ γ ε ι α που υπερβαίνει τη φυσική δύναμη όλων των δευτερευουσών αιτιών (A. Farges, La vie et l’ evolution σελ. 328).
Σύμφωνα με αυτά και ο Farges τονίζει ιδιαιτέρως, ότι η εξέλιξη από την οποία θα μπορούσε να προέλθει ο ανθρώπινος οργανισμός, πρέπει να χαρακτηριστεί όχι ως φυσική εξέλιξη, αλλά ως εξέλιξη υπερφυσική, που βρίσκεται πάνω από όλες τις δυνάμεις της φύσης και αποδίδεται σε μόνο το Θεό. Αυτού του είδους η εξέλιξη θα επεφύλασσε στο Θεό όχι μόνο την εμφύσηση της ανθρώπινης ψυχής στο ήδη διαμορφωμένο σε ανθρώπινο οργανισμό ανώτερο κτήνος, αλλά και αυτήν την ίδια τη διαμόρφωση και διάπλαση του οργανισμού αυτού, δεχόμενη αυτήν ως έργο θείο.
(Π.Ν. Τρεμπέλα, Απολογητικαί Μελέται τόμος Γ σελ. 401-406, γλώσσα ελαφρώς παραλλαγμένη προς την νεοελληνική, οι υπογραμμίσεις δικές μας)
Η ηλικία του ανθρώπινου γένους. Αδάμ & Παλαιοντολογια. Η χρονολογία της Βίβλου.
«Δεν πρέπει ποτέ να λησμονούμε, ότι η Βίβλος είναι κυρίως κώδικας θείων αληθειών. Δεν έχει συνεπώς χαρακτήρα επιστημονικού συγγράμματος, ούτε είναι καθ’ αυτό ιστορικό βιβλίο. Οι συγγράψαντες αυτό θεόπνευστοι άνδρες δεν κινούνταν ούτε από ιστορικό ενδιαφέρον, σαν αυτό που εκίνησε τον Ηρόδοτο, τον Θουκυδίδη, τον Τάκιτο κλπ. στη συγγραφή των ιστοριών τους, αλλά ούτε και από οποιοδήποτε επιστημονικό ενδιαφέρον, ώστε να αξιώνει κάποιος από τις σελίδες της Βίβλου πληροφορίες επιστημονικές, σαν αυτές που συναντιούνται στα συγγράμματα της Παλαιοντολογίας και Γεωλογίας και Προϊστορίας. Το ενδιαφέρον το κινήσαν τους συγγραφείς της Βίβλου ήταν αποκλειστικά και μόνο θρησκευτικό…
… Για αυτό και δεν αναφέρεται σαφώς στη Βίβλο ένας ορισμένος αριθμός, ο οποίος και να προβάλλεται ότι εκπροσωπεί ξεκάθαρα την ηλικία του ανθρώπινου γένους. Απλώς και μόνο στην Παλαιά Διαθήκη υπάρχουν εγκατεσπαρμένες κάποιες χρονολογίες και γενεαλογικοί πίνακες, και με άθροιση των χρονολογιών αυτών και με υπολογισμούς επί τη βάση των γενεαλογικών πινάκων συνήγαγον οι ερμηνευτές πάντοτε κατ’ εικασίαν κάποια χρονολογία γενικότερη. Αλλά οι υπολογισμοί αυτοί, καθώς παρατηρεί ο Guibert, διαφέρουν μεταξύ τους ουσιωδώς και παρουσιάζονται ποικίλλοι, αφού είναι άλλοι σε άλλους.
Εικασίες ανθρώπινες δεν μπορούν να διεκδικήσουν υπέρ εαυτών το ανεπισφαλές και αλάθητο, το οποίο αποδίδουμε μόνο στη Βίβλο, όχι όμως και στις εξηγήσεις του κειμένου της, τις οποίες φιλοπονούν άνθρωποι υποκείμενοι σε πλάνη. Έτσι αριθμήθηκαν πάνω από διακόσιοι τέτοιοι υπολογισμοί, που δεν συμφωνούν μεταξύ τους… (Υποσημείωση: Ιδού τι ο Mangenot, στο άρθρο του Chronologie Biblique, στο F. Vigouroux, Dictionaire de la Bible τόμ. 2Α σελ. 718-720 παρατηρεί σε σχέση και με τη θεοπνευστία της Βίβλου.
«Βεβαίως οι ιεροί συγγραφείς έγραψαν υπό τη θεία έμπνευση χρονολογίες και έδωσαν δεδομένα χρονολογικά, τα οποία είχαν εμπνευστεί από το Θεό και συνεπώς δεδομένα ακριβή. Οι πληροφορίες όμως αυτές, οι οποίες αποτελούσαν μέρος της θείας αποκάλυψης, θα αποτελούσαν μία χρονολογία αποκεκαλυμμένη, εάν ήταν βέβαιο, ότι οι υπό την θεία έμπνευση συγγραφείς ήθελαν να καταστήσουν γνωστή την ηλικία του κόσμου και την σειρά την τακτική των χρόνων στο Ισραήλ και αν αποσκοπούσαν να δείξουν όλες τις αναγκαίες χρονολογίες.
Κάποιοι αναμφίβολα είχαν το σχέδιο να καθορίσουν χρονολογικά την εποχή των συμβάντων, τα οποία αφηγούνταν, δεν είχαν όμως όλοι την φροντίδα αυτή, και οι χρονογράφοι διαπιστώνουν στα συγγράμματά τους πολλά κενά ή απλές προσεγγίσεις χρονολογικές. Η Βίβλος λοιπόν εμπεριέχει χρονολογικά δεδομένα ατελή ή ανεπαρκή για να σχηματίσει κάποιος χρονολογία αποκεκαλυμμένη και βέβαιη. Και θα μπορούσε μεν κάποιος να τις συναρμόζει συστηματικά. Ο υπολογισμός όμως, ο οποίος θα συνάγεται από αυτόν, θα είναι προβληματικός και ίσως πλανημένος»…
«Εξάλλου οι αριθμοί της Βίβλου δεν έφθασαν σε μας στην αρχική τους ακεραιότητα και οι χρονολογίες παρουσιάζονται σε μας με τέτοιες παραλλαγές ώστε η κριτική είναι ανίσχυρη να αποκαταστήσει με βεβαιότητα το αρχικό κείμενο. Αυτή η πρόδηλη αλλοίωση των χρονολογιών αυξάνει ακόμη την αβεβαιότητα των χρονολογικών υπολογισμών. Το ιερό κείμενο δεν καθορίζει χρονολογικά την αρχή του ανθρώπου κατά τρόπο κατηγορηματικό και ακριβή. Πουθενά δεν λέει: ο Αδάμ δημιουργήθηκε σε αυτήν την χρονολογία. Η χρονολογία αυτή είναι το αποτέλεσμα του υπολογισμού όλων των χρονολογικών ενδείξεων, οι οποίες βρίσκονται στην Π.Δ.. Υπολογίζοντας λοιπόν τα ίδια δεδομένα και χρησιμοποιώντας τις ίδιες μεθόδους οι διάφοροι χρονολόγοι κατέληξαν σε αριθμούς πολύ διαφορετκούς»….
Το συμπέρασμα στο οποίο οδηγούμαστε από τις παραπάνω παρατηρήσεις, είναι, ότι όχι μόνο καθίσταται αδύνατο κατά την παρατήρηση του Vigouroux «στην παρούσα κατάσταση του κειμένου της Γένεσης να γνωρίσουμε τους αληθινούς αριθμούς που γράφτηκαν από τον Μωϋσή» (Les livres saints et la critique rationaliste,Paris 1891, τόμ 3 σελ. 470), αλλά και γενικότερα, ότι η Αγία Γραφή αφήνει τελείως αβέβαιη την χρονολογία της δημιουργίας του ανθρώπου. Στο συμπέρασμα αυτό είχαν οδηγηθεί οι ερμηνευτές της Βίβλου πολύ πριν ακόμη από τους υπολογισμούς των νεώτερων επιστημόνων τεθεί ζήτημα για την ηλικία του ανθρώπινου γένους. Ήδη αυτός ο Ιερώνυμος γράφοντας προς τον Βιτάλιο (Epist. 72 ad Vitalem, Migne L. 22,676) παρατηρεί ότι τέτοια ασυμφωνία υπάρχει μεταξύ των αριθμών της Βιβλικής χρονολογίας, ώστε αυτός που σε τέτοια ζητήματα αναμιγνύεται θα παρουσιαζόταν όχι σπουδαίος, αλλά ματαιόσχολος άνδρας.
Κατά δε τον 17ο αιώνα ο P. Peteau σημείωνε τα εξής: «Δεν υπάρχει κάποιο μέσο, για να γνωρίσουμε, σε ποια χρονολογία έλαβε χώρα η δημιουργία και θα χρειαζόταν κάποια ειδική αποκάλυψη του Θεού, για να μάθουμε αυτήν. Βρίσκονται λοιπόν στην πλάνη όσοι όχι μόνο τολμούν με ακρίβεια να ορίζουν αυτήν, αλλά και με αγερωχία φέρονται προς εκείνους, οι οποίοι νομίζουν, ότι μπορούν να προσθέσουν ή αφαιρέσουν από τους υπολογισμούς τους».
Όσον δε αφορά στις αξιώσεις και τους υπολογισμούς των νεωτέρων, σωστά ο Vigoroux παρατηρεί σε αυτούς: «Στηρίξτε εσείς οι επιστήμονες πάνω σε στερεές αποδείξεις την αρχαιότητα του ανθρώπου και των αρχαίων λαών, και η Βίβλος τίποτα δεν θα σάς αντιλέξει. Οι γενεαλογίες της Γένεσης πιθανότατα δεν είναι πλήρεις. Δεν μπορούν λοιπόν να χρησιμεύσουν ως βάση βέβαιη στη χρονολογία. Η Γραφή δεν προτίθεται να μάς διδάξει με τρόπο άμεσο για την ακριβή χρονολογία του ουρανού και της γης, ούτε για αυτήν των πρώτων μας προγόνων»…
… Όπως διαπιστώνεται και από τη συμφωνία έγκυρων ερμηνευτών της Βίβλου, ιδιαίτερα από τους συγχρόνους, καμία χρονολογία για την ηλικία της ανθρωπότητας δεν προβάλλεται σε μας από αυτήν περιβεβλημένη το κύρος της θείας Αποκάλυψης. Η από αυτό προερχόμενη ελευθερία στις έρευνές μας είναι σπουδαιότατη. Διότι αφ’ ενός μεν η επιθυμία τού να βρεθεί η Βίβλος ότι σφάλλει δεν άφησε ανεπηρέαστο το πνεύμα εκείνων, οι οποίοι απέδιδαν στην ηλικία του ανθρώπου μία μυθώδη αρχαιότητα. Αφ’ ετέρου όμως η προκατάληψη τού να υποστηριχτεί μία παλαιά της Γραφής ερμηνεία ωθούσε αναμφίβολα τους Χριστιανούς επιστήμονες στο να δέχονται, παρά τα επιστημονικά δεδομένα, αριθμούς ηλικίας του ανθρωπίνου γένους πολύ μικρούς….
… Δεδομένου τέλος, ότι η αυθεντία και αλήθεια της Βίβλου δεν συνδέεται διόλου με το ζήτημα αυτό, δεν έχουμε κανένα λόγο να απορρίπτουμε εκ προτέρου αριθμούς, τους οποίους μία σοβαρή επιστημονική έρευνα θα μπορούσε βάσει όχι υποθέσεων και αορίστων εικασιών, αλλά πραγματικών τεκμηρίων να μας προτείνει για την αρχαιότητα του ανθρώπου. Εάν όμως η Παλαιοντολογία δεν μας προσαγάγει σοβαρές ενδείξεις, που πείθουν ότι ο άνθρωπος ανεφάνη επί της γης σε πολύ αρχαιότερους χρόνους, τίποτα πλέον δεν μάς αναγκάζει να παραδεχτούμε, ότι η ηλικία της ανθρωπότητας ανέρχεται στις μυριάδες των ετών, τις οποίες πολλοί των εξελικτικών κατ’ εικασίας ιδίας υπολογίζουν».
(Π.Ν. Τρεμπέλα Απολογητικαί Μελέται τόμος Γ σελ. 259-279 αποσπάσματα, με ελαφρή παραλλαγή στη γλώσσα, οι υπογραμμίσεις δικές μας)
Η ηλικία του ανθρώπινου γένους. Αδάμ & Παλαιοντολογία.Η χρονολογια της Βίβλου.
«Ως προς την ηλικία του ανθρωπίνου γένους, θα μπορούσαμε να πούμε, ότι ο υπολογισμός αυτής επαφίεται στην ελεύθερη έρευνα της επιστήμης και της θεολογίας.
Και αυτό διότι στη Βίβλο δεν αναφέρεται ξεκάθαρα και σαφώς ένας ορισμένος αριθμός για αυτήν, αλλά εικάζεται αυτός από τους ερμηνευτές σύμφωνα με τις εγκατεσπαρμένες σε αυτήν χρονολογίες και τους γενεαλογικούς πίνακες. Δεδομένου όμως, ότι και κατά την μεταβίβαση μέσω της ζωντανής παράδοσης, αλλά και κατά την αντιγραφή των χειρογράφων επόμενο ήταν είτε κακώς να διαβαστούν είτε και να εκπέσουν κάποιες χρονολογίες ή ονόματα γεναρχών, φυσικό ήταν να προκύψουν διαφορές όχι μόνο στους υπολογισμούς των ερμηνευτών, αλλά και στους ίδιους τους αριθμούς που γράφονται στα διάφορα αντίγραφα.
Και ως προς μεν τους υπολογισμούς των ερμηνευτών, είναι αρκετό να πειστεί κάποιος για το πόσο επισφαλείς είναι αυτοί, όταν λάβει υπ’ όψιν, ότι αριθμήθηκαν περισσότεροι από διακόσιους υπολογισμούς, που δεν συμφωνούν μεταξύ τους, αλλά από τους οποίους ο μεν μετριότερος ανεβάζει το από την δημιουργία μέχρι τη γέννηση του Χριστού διάστημα σε 3483, ο δε περισσότερο εξογκωμένος σε 6984 έτη. Διαφορά δηλαδή 35 ολόκληρων αιώνων. Όσον δε αφορά στις ενδείξεις από τα ίδια τα κείμενα και αντίγραφα, πόσο ασύμφωνες είναι και αυτές, αντιλαμβάνεται κάποιος, όταν πληροφορηθεί, ότι κατά μεν το Εβραϊκό πρωτότυπο και την Βουλγάτα το από Αδάμ μέχρι του Νώε χρονικό διάστημα ανέρχεται σε 1656 έτη, ενώ κατά το Σαμαρειτικό κείμενο φτάνει στα 1307 έτη, κατά δε τους Ο΄(=Εβδομήκοντα μεταφραστές) στα 2242-2262 έτη. Ομοίως και το από τον κατακλυσμό μέχρι τον Αβραάμ χρονικό διάστημα κατά μεν το Εβραϊκό συστέλλεται σε 290 έτη, ενώ κατά το Σαμαρειτικό ανεβαίνει στα 940 έτη και κατά τους Ο΄ αυξάνεται σε έτη 1170!
Έτσι μεταξύ των δύο επισήμων μεταφράσεων που χρησιμοποιούνται σε ολόκληρη την Εκκλησία, δηλαδή στην Βουλγάτα και σε αυτήν των Ο΄προκύπτει διαφορά η οποία σύμφωνα με τους Guibert και Chinchole κυμαίνεται μεταξύ 1200-1500 ετών (Les origines, σελ. 451).
Από την αντίθετη όμως πλευρά πρέπει να σημειωθεί, ότι και οι ογκώδεις αριθμοί, που ανεβαίνουν μέχρι 300.000 ετών από κάποιους, στους οποίους κάποιοι από τους νεώτερους υπολογίζουν την ηλικία του ανθρωπίνου γένους, δεν είναι απαλλαγμένοι αδικαιολόγητης υπερβολής, στην οποία παρασύρθηκαν από την πρόδηλη προσπάθεια να κατασκευάσουν την ιστορία της ανθρωπότητας με μορφή, από την οποία θα έχει εκβληθεί κάθε υπερφυσικό στοιχείο για να παραχωρηθεί η θέση του σε ασύστατες και ρομαντικές επινοήσεις της φαντασίας.
Πάντως το από τη Γραφή βεβαιούμενο, ότι ο άνθρωπος είναι ο νεώτερος της γης κάτοικος που εμφανίστηκε σε αυτήν, μετά την εμφάνιση ολόκληρου του φυτικού και του ζωικού βασιλείου, αποτελεί αλήθεια, που επιβεβαιώθηκε και από τις ίδιες τις φυσικές επιστήμες, και έγινε δεκτή και από αυτούς τους οπαδούς της άκρας φυσιοκρατίας και του μονισμού».
(Π.Ν. Τρεμπέλα Δογματική τόμος Α σελ. 466-467 με ελαφρώς παραλλαγμένη τη γλώσσα, πιο κοντά στην νεοελληνική, οι υπογραμμίσεις δικές μας)
Ακούγεται περίεργο εν πρώτοις, αλλά κάθε τόσο το νιώθω έτσι και το λέω.
Πέρσι έμαθα ότι είχα αυτήν την τρομακτική ασθένεια , εδώ και χρόνια. Οι γιατροί μπορούν (και προτείνουν) χορήγηση φαρμάκων που ίσως θα επιβραδύνουν την εξέλιξη της Σκλήρυνσης κατά Πλάκας (Σκλ κ Πλ) σε αναπηρία. Είναι καινούρια τα φάρμακα για την Σκλ κ Πλ , δεν υπάρχει εκτεταμένη εμπειρία από τη χρήση τους, ακόμα δεν είναι σαφές , πώς και γιατί έχουν θετική επίδραση στον έναν ασθενή και όχι στον άλλον.
Επίσης στην Ελλάδα πολλοί γιατροί παρακάμπτουν το θέμα των πιθανών παρενεργειών, των προτεινόμενων θεραπειών. Μέχρι τώρα, έχω περάσει πολλά χρόνια μαθαίνοντας για τα φάρμακα, όσο μπορώ καλύτερα και ακριβέστερα -είναι ο τομέας μου.
Όμως, πέρσι που μου συνέβησαν πολλά τρικυμιώδη ταυτόχρονα και έχασα πολλά από αυτά που νόμιζα ότι είχα κερδίσει με το σπαθί μου και τα άλλα που (άγνωστο γιατί) θεωρούσα δεδομένο ότι θα τα έχω , είδα την μικρότητα μου στα κύματα και πως αν ήθελα να είμαι τίμια ακόμα και για τα ταλέντα μου έπρεπε να ευχαριστήσω εκ βάθους το Θεο, που μου τα έδωσε…έτσι ήρθα σε επαφή με το « Δόξα τω Θεώ… τούτων πάντων ένεκεν»
Προχωρώντας η χρονιά διάβασα την εργασία μιας γυναίκας γιατρού, με επιδεινούμενη σκλήρυνση που είχε ήδη καθηλωθεί σε αναπηρικό καροτσάκι για 4 χρόνια και μελετώντας αυτά, που και εγώ μελέτησα στη μέχρι τώρα πορεία μου στο φάρμακο, αντέστρεψε την επιδείνωση της σκλήρυνσης της, προσέχοντας να παίρνει θρεπτικά συστατικά από τη διατροφή της. Δόξα τω Θεώ! Καταλάβαινα αυτά που έλεγε και ήξερα ότι λέει αλήθεια.
Η ασθένεια ταπεινώνει και τις προάλλες κατάλαβα, ταπεινωμένη, ότι πριν από πέντε χρόνια είχα φερθεί σκληρά σε έναν πολύ σημαντικό άνθρωπο για μένα, χωρίς να καταλάβω μέσα στα τόσα χρόνια ότι έκανα κάτι σκληρό. Αλήθεια δεν το είχα καταλάβει. Τώρα που το κατάλαβα , μετανιώνω, αλλά είναι πραγματικά τρομακτικό το ότι δεν το είχα καν αντιληφθεί. Συνδυάζεται, σκλήρυνση, σκληρότητα μυών (ένα από τα συμπτώματα)… και με αυτήν τη ματιά του μυαλού και της ψυχής… με την ευκαιρία, αντιλήφθηκα ότι πρωτύτερα είχα χάσει την αντίληψη του σωστού μέτρου, ενώ με τη σκλήρυνση, που με συμμαζεύει κατ’ ανάγκη, μπόρεσα να αποφύγω ένα αναίτιο σφάλμα που δεν αντιλήφθηκα καν. Τη θεωρώ θείο δώρο γιατί αυτό μου δόθηκε και είναι σίγουρα κομμάτι της ζωής που ζω και στα μέτρα μου, για να αντιληφθώ την πορεία μου. Γι αυτό λέω Δόξα τω Θεώ που έχω σκλήρυνση, παρότι είναι συθέμελη, σοβαρότατη ασθένεια που μπορεί να με καταστήσει κατάκοιτη και …χαζή, επειδή μου αποκαλύπτει ότι έχασα την ισορροπία σε πολλούς τομείς …
Δόξα τω Θεώ έχω έναν ακόμα τρόπο να καταλαβαίνω κάποια από τα λάθη μου, να τα εξομολογηθώ και να ελαφρύνω .
Είναι μεγάλο δώρο που καταλαβαίνω καλύτερα αυτήν την αρρώστια σε μένα και με μεγάλη χαρά, αν ήθελε κάποιος ομοιοπαθής, θα μπορούσα να τον βοηθήσω κι εγώ. Μακάρι! Δόξα τω θεώ που μπορώ να συμμετέχω σε κάτι τέτοιο!
(μία εν Χριστώ αδελφή μας…)
Τα Μνημόσυνα και η Θ. Λειτουργία ωφελούν τους νεκρούς
«Περιοριζόμαστε σ’ ένα τέτοιο γεγονός, που αναφέρει ο άγιος Γρηγόριος ο Διάλογος:Σ’ ένα μοναστήρι ήταν ένας μοναχός, ονόματι Ιούστος, που έπασχε από τη νόσο της φιλαργυρίας. Αρρώστησε και απέθανε αμετανόητος. Ο ηγούμενος έδωσε εντολή να κάνουν για την ψυχή του, τριάντα συνεχείς Θ. Λειτουργίες. Όταν τελείωσαν οι Θ. Λειτουργίες, ο νεκρός φανερώθηκε μια νύχτα στον κατά σάρκα αδερφό του, ονόματι Καπιόσο.
- Πως είσαι εκεί που βρίσκεσαι; (τον ρώτησε ο Καπιόσος)
- Μέχρι τώρα ήμουν πολύ άσχημα. Τώρα όμως είμαι καλά.
Ο Καπιόσος πήγε στο μοναστήρι. Ανήγγειλε στους μοναχούς το όραμα που είδε. Μέτρησαν μια μια τις ημέρες και βρήκαν, πως την ημέρα που εμφανίσθηκε ο νεκρός, συμπληρώθηκαν οι τριάντα Θ. Λειτουργίες». (Ευεργετινός. Τομ. Β’, σελ. 109).
Οι ψυχές & η συγχώρεση μεταξύ μας
«Ένας μοναχός έφτιαξε αντικλείδι και με αυτό άνοιγε το κελί ενός Γέροντα και του έπαιρνε τα λίγα χρήματα που είχε. Το είδε ο γέροντας και έγραψε ένα σημείωμα, που έλεγε: «κύριε, αδελφέ μου, όποιος και αν είσαι, σε παρακαλώ, δείξε αγάπη και άφησε τα μισά χρήματα για τις ανάγκες μου». Χώρισε λοιπόν τα χρήματα σε δύο ίσα μέρη, κι έβαλε και το σημείωμα. Όμως, και πάλι ο κλέφτης πήρε όλα τα χρήματα, σκίζοντας το σημείωμα.
Μετά δύο χρόνια έρχεται στα πρόθυρα του θανάτου ο κλέφτης μοναχός, μα παιδευότανε και η ψυχή του δεν έβγαινε. Τότε κάλεσε τον Γέροντα και τού λέει:
- Συγχώρεσέ με και προσευχήσου για μένα, Γέροντα. Εγώ ήμουν που σου έκλεβα τα χρήματα. Και του λέει ο Γέροντας.
- Μα, γιατί ευλογημένε δεν το ‘λεγες νωρίτερα; Ωστόσο, προσευχήθηκε ο Γέροντας, κι έτσι ο μοναχός παρέδωσε το πνεύμα του» (Έρως Ερήμου, Μικρό Γεροντικό Δ Π.Β. Πάσχου, εκδ. Ακρίτας σελ. 64)
«Σε περιοχή της Ναυπακτίας Αιτωλ/νίας, ένα ανδρόγυνο, ο Κωνσταντίνος και η Παρασκευή, δεν ζούσε ειρηνικά. Η σύζυγος Παρασκευή απέθανε, χωρίς να συγχωρηθεί με το σύζυγο της. Οπότε φανερώνεται στο σύζυγο της και του λέει: « Δεν συγχωρηθήκαμε. Πήγαινε στον τάφο μου, και πες τρεις φορές: «Παρασκευή, σε συγχωρώ!» (αρχ. Βασιλείου Μπακογιάννη, ο.π. σελ 136)
«Η κ. Χ. διηγήθηκε κάτι που συνέβη σε συγγενικό της περιβάλλον. Μια γυναίκα-θεία κατηγορούσε συνεχώς και με πάθος τις ανιψιές τις. Έτσι, μια απ’ αυτές, πάνω στην αγανάχτηση της, ξεστόμισε εις βάρος της θείας της κατάρα. «Να μην ξεψυχήσει (είπε), αν δεν την ποτίσω η ίδια νερό με τη χούφτα μου». Η θεία της έφτασε στη δύση του επίγειου βίου τη. Επί δεκαπέντε (!) ημέρες «χαροπάλευε», αλλά δεν ξεψυχούσε. Η ανιψιά (που είπε την κατάρα) κατάλαβε τι έφταιγε. Συγχώρεσε εκ βάθους την ετοιμοθάνατη, της έδωσε νερό με τη χούφτα της, και ευθύς ξεψύχησε εν ειρήνη!» (αρχ. Βασιλείου Μπακογιάννη, Μετά θάνατον σελ. 51)
Πρόγνωση θανάτου προειδοποιήσεις & σημάδια
«Στην Καλαμάτα ένα ανδρόγυνο είχε ένα μικρό παιδί. Μαζί τους ζούσε και ο πατέρας τους. Πέθανε ο πατέρας τους. Οι γονείς έκρυψαν το παιδί τους, για να μην δει τον παππού νεκρό. Εγινε η κηδεία. Και ετάφη ο νεκρός. Το παιδί όμως αναζήτησε τον παππού. Και οι γονείς του για να το καθησυχάσουν, τού είπαν: «Πάει ταξίδι μακριά στην Αθήνα. Θα γυρίσει μετά από ένα εξάμηνο». Ο μικρός ησύχασε προς το παρόν. Αλλά ξαναρωτά: «Πού είναι ο παππούς;» Και έλαβε πάλι την ίδια απάντηση.
Το παιδί αρρώστησε. Και μάλιστα σοβαρά. Μεταφέρθηκε επειγόντως στο νοσοκομείο. Η κατάστασή του κρίσιμη. Και θυμάται τον… παππού! Ξαναρωτά για αυτόν. Και οι γονείς του απαντάνε: «Θα του γράψουμε να έρθει επειγόντως!» Αλλά έλαβαν την απάντηση έκπληξη: «Μην του γράφετε! Θα πάω εγώ να τον βρω!» Τάχασαν οι γονείς! Σαστισμένοι, τον ρωτάνε: «Πότε θα πας;». Και απάντησε ο μικρός: «Σήμερα έχουμε Δευτέρα. Και συνεχίζει: Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σαββάτο, Κυριακή ώρα 1.10 μ.μ. θα πάω να βρω τον παππού!» Πράγματι. Κυριακή ώρα 1.10 μ.μ. ξεψύχησε!... (αρχ. Βασιλείου Μπακογιάννη, Το μεγάλο Σόκ! Σελ. 36-37))
«Στην κυρία Ο. από του Γκούτσε.
Προειδοποιήσεις για τον θάνατο κάποιου προσώπου αναμφισβήτητα υπάρχουν. Και μάλιστα είναι τόσο συχνές και πολυάριθμες που θα μπορούσαμε να τις εκλάβουμε ως κανόνα. Οπωσδήποτε θα έχετε ακούσει για το ότι ραγίζουν τα ποτήρια ή τα τζάμια του παράθυρου ή ότι η φωτογραφία κάποιου νεκρού συγγενή πέφτει σε άλλο σημείο. Και το δικό σας όνειρο για το θάνατο κάποιου πολύ σημαντικού προσώπου είναι ξεκάθαρη προειδοποίηση. Ανάψτε κερί και μοιράστε ελεημοσύνη για την ψυχή του». (αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς,Δεν φτάνει μόνο η πίστη, σελ. 304)
Οι νεκροί νοιάζονται για τις ανάγκες μας…
«Έλεγε ο αββάς Σισώης: «όταν ήμουν σε σκήτη με το Μακάριο, ανεβήκαμε να θερίσουμε μαζί εφτά ονόματα, και να μια χήρα σταχομαζώχτρα πίσω μας έκλαιε ασταμάτητα. Φώναξε , ο γέρων τον κάτοχο του χωραφιού και του είπε: Τι έχει αυτή η ηλικιωμένη γυναίκα και όλο κλαίει; Του απαντά: Στον άνδρα της είχε εμπιστευτεί κάποιος ένα ποσό, αλλά πέθανε ξαφνικά και δεν είπε πού το είχε κρύψει. Θέλει, λοιπόν, τώρα ο κύριος του ποσού να πάρει αυτήν και τα παιδιά της και να τους κάμη δούλους του».
Του λέγει ο Γέρων: «Πες της να έλθει σε εμάς, εκεί όπου αναπαυόμαστε από το λιοπύρι. Και σαν ήλθε η γυναίκα, τής είπε ο γέρων: Γιατί κλαίς έτσι ασταμάτητα! Και απαντά: Στον άνδρα μου εμπιστεύτηκε κάποιος ένα ποσό. Αλλά πέθανε και δεν πρόλαβε να μου πει πού το είχε βάλει. Και τής λέγει ο γέρων: Πάμε να μου δείξεις πού τον έθαψες. Και παίρνοντας τους αδελφούς κοντά του, βγήκε μαζί με εκείνην. Σαν ήλθαν δε στον τάφο, τής είπε ο γέρων: Πήγαινε στο σπίτι σου.
Και αφού προσευχήθηκαν φώναξε ο γέρων το νεκρό και τού λέει: Πού έβαλες το ποσό που σού εμπιστεύθηκαν; «Και εκείνος αποκρίνεται και του λέει: Στο σπίτι μου είναι κρυμμένο, κάτω από το πόδι του κρεββατιού. Και του λέει ο γέρων: Κοιμήσου πάλι έως την ημέρα της αναστάσεως»
(Είπε Γέρων, Το Γεροντικόν, σελ. 150-151)
«Έλεγαν πάλι ότι μια ανύπανδρη κόρη, ευλαβική και αυτή όπως ο πατέρας της, ονόματι Ειρήνη. Σ’ αυτήν, κάποιος γνωστός εμπιστεύτηκε ένα πολύτιμο κόσμημα. Και εκείνη, για να το ασφαλίσει καλύτερα, το έκρυψε στη γη. Ύστερα δε από λίγο, έφυγε από αυτήν εδώ τη ζωή. Ήλθε δε μετά από καιρό εκείνος που της είχε εμπιστευθεί το κόσμημα. Και μη βρίσκοντας τη κόρη, απευθύνθηκε στον πατέρα της, τον Αββά Σπυρίδωνα. Του μιλούσε δε πότε με το κακό και πότε με το καλό.
Λυπημένος λοιπόν ο γέρων για τη ζημία του ανθρώπου εκείνου, πήγε στο μνήμα της θυγατέρας του και παρακαλούσε το Θεό να του δείξει πριν της ώρας της την υποσχεμένη ανάσταση. Και πραγματικά, η ελπίδα του δε διαψεύσθηκε. Γιατί, πάλι ζωντανή η κόρη παρουσιάζεται στον πατέρα της. Και αφού φανέρωσε τον τόπο, όπου ήταν κρυμμένο το κόσμημα, πάλι χάθηκε. Και παίρνοντας ο γέρων το κόσμημα, το έδωσε στον κάτοχο του».
(Είπε Γέρων, Γεροντικό, σελ. 262)
«Η κ. Κων. Κ., κάτοικος Πατρών, τον Ιούνιο του 1997 μού διηγήθηκε: Όταν ήταν μικρή, έμεινε ορφανή από πατέρα. Μεγάλωσε, παντρεύτηκε. Δημιούργησε μια φτωχή οικογένεια. Μια Παρασκευή ημέρα τής εμφανίζεται ο νεκρός πατέρας της και τής λέει: «Την Δευτέρα γίνεται κλήρωση του λαχείου. Πάρε ένα λαχείο με τον αριθμό αυτό:…».
Ξύπνησε. Δεν έδωσε σημασία. Όνειρο ήταν, είπε. Την Δευτέρα διαπίστωσε μετ’ εκπλήξεως πως ο τυχερός αριθμός (που κέρδισε τα εκατομμύρια…) ήταν ο αριθμός που υπέδειξε ο νεκρός πατέρας της» (αρχ. Βασιλείου Μπακογιάννη, Μετά θάνατον σελ. 108-109)
«Ο Αλέξιος Χομιάκοβ, ξαφνικά έχασε τη σύζυγο του, με την οποία ζούσε σε ευτυχέστατο γάμο. Παρόλο που ήταν δυνατός στην πίστη ο Χομιάκοβ έπεσε σε απελπισία εξαιτίας τούτου του χωρισμού. Όμως κάποια νύχτα εμφανίστηκε στον ύπνο του η συγχωρεμένη και του είπε :
«Μην απελπίζεσαι!».
Αυτό ενθάρρυνε πλήρως τον Χομιάκοβ, ώστε συνέχισε και άλλο να μάχεται για την πίστη του Χριστού με την ίδια σφοδρότητα όπως και πριν. Άραγε, δεν είναι κι αυτή επιρροή εκείνου του κόσμου σ’ αυτόν εδώ, από τον Χριστό και μέσω του Χριστού; Και που βρίσκεται το τέλος στον ανεξάντλητο πλούτο τέτοιων παραδειγμάτων, από τα οποία δεν γίνεται να μην βρείτε κι εσείς τουλάχιστον ένα στην δική σας ζωή;»
(αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς,Δεν φτάνει μόνο η πίστη σελ. 53)
Γράφει ο Γρηγόριος για τον φίλο του Βασίλειο…
«…Και τώρα εκείνος (ο Μέγας Βασίλειος) είναι εις τον ουρανόν και εκεί προσφέρει τας θυσίας του δι ημάς, καθώς νομίζω, και προσεύχεται δια τον λαόν· εγκαταλείποντας μας δεν μας έχει εγκαταλείψει ολότελα. Και ο Γρηγόριος μισοπεθαμένος και εις τα μισά κομμένος, απεσπασμένος από την μεγάλη συζυγία και σέρνων βίον πονεμένον και όχι καλοτάξιδον, αυτός είναι ο φυσικός δρόμος μακράν από εκείνον, δεν γνωρίζω που θα καταλήξω, έπειτα από την παιδαγωγία εκείνου.
Και τώρα ακόμα με νουθετεί και με σωφρονίζει με εμφανίσεις του κατά την νύκτα, εάν κάποτε πέσω έξω από το πρέπον».
(Γρηγορίου Θεολόγου,Εις Μέγαν Βασίλειον, εκδ. ΕΠΕ τομ. 6 σελ. 267)
«Η Παναγία θαυματουργεί σε προσκυνητές…
Τον φετινό Δεκαπενταύγουστο επισκέφθηκα για προσκύνημα την ιερά Μονή των Ιβήρων. Εκεί ο ευλαβής προσκυνητής κ. Στέργιος Κισκίνης, κάτοικος Σταγείρων Χαλκιδικής, μας διηγήθηκε το ακόλουθο περιστατικό:
«Πριν από εφτά ολόκληρα χρόνια βρισκόμουνα σε ολονύκτια αγρυπνία της μονής και προσευχόμενος μπροστά στην εικόνα της Παναγίας, που λένε «Πορταΐτισσα» , κάθισα για λίγο στο στασίδι απέναντι από την εικόνα. Εκεί από την κούραση μου ήρθε ένας πολύ ελαφρός ύπνος, τόσο που δεν καταλάβαινα αν κοιμόμουν ή αν ήμουν ξύπνιος. Στην κατάσταση αυτή βρισκόμενος, βλέπω μπροστά μου τη γυναίκα μου Χρυσάνθη, η οποία είχε πεθάνει πριν από 15 και πλέον χρόνια, και μου λέει: « Στέργιο, σήκω και φύγε αμέσως, γιατί το παιδί μας ο Άγγελος χτύπησε σε δυστύχημα».
Εγώ τότε είπα στη γυναίκα μου: «Πώς να φύγω Χρυσάνθη από δω»; Εκείνη μου είπε: «Έλα να πάμε. Έχω το άλογο μπροστά στην εκκλησία της Παναγίας». Την ακολούθησα και καβαλήσαμε στο άλογο. Κάθισε εκείνη στη σέλα, πήρε τα γκέμια και οδηγούσε, και εγώ κάθισα στα καπούλια του αλόγου. Έτσι φτάσαμε στο σπίτι της πεθεράς μου, στη Θεσσαλονίκη.
Μέσα στη κουζίνα βρήκαμε τη μάνα της και η γυναίκα μου τη ρώτησε που έχουν τον Άγγελο. Εκείνη απάντησε πως δεν γνώριζε. Φύγαμε από εκεί και πήγαμε στο σπίτι του πατέρα μου Δημήτριου Κισκίνη. Η γυναίκα μου ρώτησε την πεθερά της: «Μητέρα ο Άγγελος είναι στο σπίτι;» Εκείνη απάντησε αρνητικά. Τότε γυρίσαμε πάλι στο μοναστήρι, όπου ξύπνησα πολύ ταραγμένος από την ολοζώντανη οπτασία αυτή.
Αμέσως έτρεξα στον Πνευματικό παπά-Μάξιμο και, αφού του είπα όσα είδα στο όραμα μου, τον ρώτησα τι να κάνω στην προκειμένη περίπτωση. Εκείνος μου είπε να κάνω όπως με φωτίσει ο Θεός.
Η μέρα είχε φέξει, η Θεία Λειτουργία, μόλις άρχιζε. Βγήκα αναστατωμένος έξω από το μοναστήρι, δεν με χωρούσε ο τόπος. Βλέπω κάτω στην παραλία ένα καΐκι, τρέχω στη θάλασσα. Ήταν ναυλωμένο για την Ιερισσό· εκεί βρήκα ταξί και το μεσημέρι σχεδόν είχα φτάσει στην Θεσσαλονίκη. Πήγα στο σπίτι της πεθεράς μου (Πλάτωνος 27) και τη ρώτησα που βρίσκεται ο Άγγελος και πως χτύπησε.
Η πεθερά μου ξαφνιάστηκε, επειδή ήξερε πως ήμουν στο Άγιο Όρος και με ρώτησε: «Πως το ξέρεις εσύ; Πότε ήρθες; Ποιος σε ειδοποίησε; Ο Άγγελος τώρα το πρωί χτύπησε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα». Της απάντησα ότι ήρθε η κόρη της η Χρυσάνθη και μου το είπε και τη ρώτησα που ήταν το παιδί. Εκείνη δεν ήξερε λεπτομέρειες. Μόνο μου είπε πως είναι στο Δημοτικό Νοσοκομείο βαριά τραυματισμένος.
Φεύγω αμέσως, πηγαίνω στο Νοσοκομείο και βρίσκω εκεί το παιδί μου να το έχουνε βάλει στο γύψο, όπου έμεινε έξι μήνες και στη συνέχεια για ένα χρόνο φορούσε σιδερένιο νάρθηκα, γιατί είχε θλάση του σπονδυλικού αυχένος.
Ότι γλύτωσε το τρίτο αυτό παιδί μου από βέβαιο θάνατο, το θεώρησα θαύμα της Παναγίας της «Πορταΐτισσας» στην οποία προσευχόμουν κείνη την ολονυκτία. Γι’ αυτό γύρισα αμέσως στο Μοναστήρι των Ιβήρων, παρακάλεσα τους πατέρες και κάναμε σαρανταλείτουργο και ευχαρίστησα έτσι την κυρία Θεοτόκο, με την πρεσβεία και την επέμβαση της οποίας σώθηκε το παιδί μου.
(το Γεροντικό από το περιβόλι της Παναγιάς, π. Ανδρέου Θεοφιλόπουλου σελ. 347-350)
Α. Μεταφορά ζωντανών στην άλλη ζωή…
Ενας νέος πόθησε να αφιερώσει τη ζωή του στο Θεό, ακολουθώντας τον ερημικό βίο. Η μητέρα του όμως δεν τον άφηνε κι έκανε ό,τι μπορούσε να τον εμποδίσει.
- Αμαρτάνεις στο Θεό, τής έλεγε συχνά εκείνος, βάζοντας στο δρόμο μου τόσα προσκόμματα. Θέλω να φύγω, να σώσω την ψυχή μου.
Τέλος, με τα πολλά κατάφερε να την πείσει. Εφυγε ευθύς στην έρημο, βρήκε μια καλύβα και έμεινε εκεί να ασκητεύει μόνος. Υστερα από λίγο καιρό πέθανε και η μητέρα του που δεν ήταν καθόλου καλή χριστιανή. Στην αρχή ο νέος ερημίτης πήγαινε καλά, αγωνιζόταν. Με τον καιρό όμως άρχισε να χάνει τον πρώτο ζήλο του. Βαρέθηκε τη μοναξιά, παραμέλησε τα καθήκοντά του που είχε σαν μοναχός και στο τέλος κατάντησε να μη δίνει σημασία για τη σωτηρία του.
Κάποτε αρρώστησε βαριά και λίγο έλειψε να πεθάνει. Ενας αδελφός που από αγάπη τον φρόντιζε, τον είδε να πέφτει εξαντλημένος σε βαθειά λιποθυμία. Ο ίδιος, όπως διηγείτο αργότερα, ένιωσε να χωρίζεται βίαια η ψυχή από το σώμα του και να βυθίζεται στη σκοτεινή άβυσσο της κολάσεως. Εκεί, ανάμεσα στους άλλους κολασμένους, βρήκε τη μητέρα του. Τον είδε και αυτή η δυστυχισμένη και σάστισε.
- Κι εσύ, γιε μου, τού είπε θρηνώντας, σε τούτο τον καταραμένο τόπο της απελπισίας καταδικάστηκες; Πού είναι λοιπόν τα λόγια που μου έλεγες, πως θέλεις να σώσεις την ψυχή σου; Εγινες καλόγηρος, μα δεν την έσωσες.
Τόσο ντροπιάστηκε ο μοναχός από την δίκαιη εκείνη παρατήρηση, που δεν έβρισκε λόγια να δικαιολογηθεί. Ευχόταν τη στιγμή εκείνη να άνοιγε πιο βαθειά ο Αδης να τον κρύψει, παρά να ακούει τον έλεγχο της μάνας του. Στην δύσκολη θέση που βρισκόταν, του φάνηκε πως άκουσε την προσταγή:
- Πάρτε τον πίσω. Τού χαρίζεται λίγη προθεσμία να διορθωθεί.
Υστερα από αυτό ήρθε στις αισθήσεις του. Τρομαγμένος διηγήθηκε στον Αδελφό του όσα είχε δει και ακούσει. Σε λίγες μέρες έγινε καλά από την αρρώστια του, αλλά και ψυχικά αναγεννήθηκε. Κλείστηκε στην καλύβα του και φρόντιζε με φόβο και τρόμο για τη σωτηρία της ψυχής του. Κάθε μέρα έκλαιγε με δάκρυα πικρά, βαθειά μετανοημένος για την περασμένη του αμέλεια.
- Μην κάνεις έτσι, αδελφέ, τού έλεγαν οι γέροντες, θα αρρωστήσεις πάλι από την υπερβολική σου θλίψη.
- Αν δεν υπέφερα, πατέρες μου, τους έλεγε εκείνος, το ντρόπιασμα της μητέρας μου, πώς θα υπομείνω τάχα την καταισχύνη που θα μου κάνει ο Κριτής μπροστά στους αγγέλους, στους δικαίους και σε όλους τους συνανθρώπους μου τη φοβερή στιγμή που θα με κρίνει; Με την μελέτη αυτή ο πρώην αμελής ερημίτης έφτασε σε αγιότητα.
(Γεροντικόν, Θεοδώρας Χαμπάκη, σελ. 163-164)
- «Ενας Ρώσος άθεος (που ήθελε να μείνει στην ανωνυμία), δεν πίστευε κι αυτός σε τίποτε, ούτε σε Παράδεισο, ούτε σε Κόλαση. Και απέθανε. Όμως, ο Πανάγαθος Θεός, που επιποθεί την σωτηρία όλων των ανθρώπων (προπαντός των άθεων!..) ενήργησε ως εξής: πήρε την ψυχή του, και την «ξενάγησε» στον άλλο κόσμο. Και είδε, ότι δεν πίστευε. Τον ωραιότατο Παράδεισο και την αγριότατη Κόλαση. Κατόπιν ο Παντοκράτωρ Κύριος «ξαναφύτεψε» την ψυχή στο σώμα, και ο άθεος ζωντάνεψε, κάνοντας στροφή 180˚. Από άπιστος έγινε πιστός Χριστιανός! Και όχι μόνο. Έγινε και μοναχός!!!».
(αρχ. Βασιλείου Μπακογιάννη, Μετά θάνατον σελ. 17-8)
Μηνύματα από τις ψυχές…
- «Ενας πολύ μορφωμένος άνθρωπος εδώ στην Αθήνα, πνευματικό τέκνο του Γέροντος Πορφυρίου, που για χρόνια, όποιο πρόβλημα και αν είχε, πήγαινε στο Γέροντα ή τού τηλεφωνούσε για να τον συμβουλευτεί, τις ημέρες που εκοιμήθη ο Γέρων Πορφύριος, έλειπε στο εξωτερικό και έτσι δεν πληροφορήθηκε την κοίμησή του.
Όταν λοιπόν επέστρεψε στην Αθήνα, αντιμετώπισε ένα οικογενειακό πρόβλημα και θέλησε να συμβουλευτεί, όπως πάντα, το Γέροντα. Σήκωσε λοιπόν το τηλέφωνο, σχημάτισε τον αριθμό του τηλεφώνου, που ήταν στο δωμάτιο του Γέροντος και ακούει να του απαντά ο ίδιος ο Γέρων Πορφύριος. Αφού τον χαιρέτησε και ζήτησε την ευχή του, τού μίλησε για το πρόβλημά του και τού ζήτησε τη συμβουλή του.
Ο Γέρων Πορφύριος τού είπε τι έπρεπε να κάνει και τι να αποφύγει. Το πνευματικό αυτό τέκνο του, τον ευχαρίστησε και του είπε:
«Θα έρθω, Γέροντα, να σας δω μόλις μπορέσω».
Του λέει τότε ο Γέρων Πορφύριος:
«Να μη με ξαναπάρεις στο τηλέφωνο, διότι έχω αποθάνει».
(Κλείτου Ιωαννίδη, ο Γέρων Πορφύριος σελ. 137-138)
Ιδιότητες της ψυχής…
- «Ερώτηση: Είναι δυνατό κανείς να βλέπει με τις αποκαλύψεις και το θεϊκό φως στην ψυχή;
Απάντηση: Όπως αυτά τα μάτια βλέπουν τον ήλιο, έτσι και αυτοί που έχουν φωτισθεί βλέπουν την εικόνα της ψυχής, αυτά όμως τα βλέπουν λίγοι Χριστιανοί.
Ερώτηση: Έχει μορφή η ψυχή;
Απάντηση: Έχει εικόνα και μορφή που μοιάζει με άγγελο. Όπως οι άγγελοι έχουν εικόνα και μορφή, και όπως ο σωματικός άνθρωπος έχει εικόνα, έτσι και ο εσωτερικός άνθρωπος έχει εικόνα όμοια με άγγελο, και μορφή όμοια με το σωματικό άνθρωπο».
(Οσίου Μακαρίου Αιγυπτίου, εκδ. ΕΠΕ Φιλοκαλία τόμ. 7 σελ. 151)
- […] Την ίδια νύχτα αρκετοί μοναχοί που δεν ήξεραν πως ο Γέροντας Ιωσήφ της Οπτινα είχε ήδη αναπαυτεί, τον είδαν στον ύπνο τους φωτεινό, λαμπρό και χαρούμενο. Με τον ίδιο τρόπο εμφανίστηκε τις επόμενες μέρες σε πολλούς. Κάποιοι τον ρώτησαν:
- Τι έγινε Γέροντα; Αλήθεια πέθανες;
- Όχι, απάντησε εκείνος, δεν πέθανα. Αντίθετα τώρα είμαι τελείως καλά».
(στάρετς Ιωσήφ της Οπτινα, Πέτρου Μπότση σελ. 215)
Επικοινωνούν οι ψυχές και των ζωντανών…
- «Ο δόκιμος Γαβριήλ Χατζηγιώργης στην Καλύβη του «Αγίου Γεωργίου» στα Καυσοκαλύβια έκανε την κατά μόνας προσευχή του, τον λεγόμενο «Κανόνα» και κατά παράδοση, όταν ο Γέροντας βρίσκεται σε ταξίδι, όλοι οι υποτακτικοί του προσεύχονται και γι αυτόν. Πάνω λοιπόν στην προσευχή του αυτή άκουσε και την φωνή του Γέροντα του να του λέγει: «Καλογέρια μου σώστε με! Πεθαίνω».
Το χιόνι έξω είχε περάσει το ένα μέτρο σε ύψος. Ο δόκιμος Γαβριήλ έτρεξε αμέσως στον παράδελφο του και του είπε για ην φωνή που άκουσε. Αυτός αμέσως τον επίπληξε: « Πήγαινε, πλανεμένε να κάνεις τον Κανόνα σου, που άκουσες την φωνή του Γέροντα!» ο Γαβριήλ έκανε υπακοή στον μεγαλύτερο του και γύρισε στο κελί του να συνεχίσει την προσευχή του, αλλά η φωνή του Γέροντα του ακούστηκε πάλι, εντονότερη και επιτακτικότερη αυτή τη φορά:
« Παιδιά μου, βρίσκομαι κοντά στον Σταυρό που είναι στο ζυγό πριν από την Κερασιά και κινδυνεύω. Βοηθήστε με».
Τότε πήγε και πάλι ο Γαβριήλ στο μεγαλύτερο του παραδελφό και του είπε πως άκουσε και πάλι τον Γέροντα να του λέγει που βρίσκεται και πως κινδυνεύει. Ο παράδελφος του επέπληξε για άλλη μια φορά τον Γαβριήλ: «Μα επιτέλους, είσαι τόσο πλανεμένος! Είναι δυνατόν να ακουστεί η φωνή του Γέροντα από τόσο μακριά;».
Τότε ο γαβριήλ εξαναγκάστηκε να του πει: «Πάτερ μου, κάμε το σταυρό σου, δώσε προσοχή και θα ακούσεις και συ τη φωνή». Πράγματι, όταν έδωσε βάση και πίστη στα λόγια του αρχάριου Γαβριήλ, άκουσε κι αυτός την φωνή του Γέροντα τους που ζητούσε βοήθεια. Αμέσως κατασκεύασαν πλεκτά πέδιλα από κλαδιά, για να μην βουλιάζουν στο χιόνι, που είχε περάσει στο ύψος το ένα μέτρο και ξεκίνησαν.
Πέρασαν από ην Κερασιά, πήραν κι από κει ανθρώπους και κατευθύνθηκαν στο μέρος που προσδιόριζε η φωνή του Γέροντα τους, που τους καλούσε απεγνωσμένα να τον βοηθήσουν. Όταν φτάσανε στο Σταυρό μετά από την Κερασιά, εκεί που αρχίζει να κατηφορίζει για τη Σκήτη της Αγίας Άννης, λίγο μετά τον Σταυρό, βρήκαν τον Γέροντα τους λιπόθυμο και πεσμένο στο χιόνι. Είχε εξαντληθεί στην προσπάθεια του να βγάλει τον ανήφορο μέσα στο χιόνι.
Όλοι μαζί, τον παρέλαβαν, τον μετέφεραν στην Κερασιά, όπου του παρασχέθηκαν οι πρώτες βοήθειες, και έτσι με την προσευχή του Γαβριήλ, που ήταν ακόμα αρχάριος, σώθηκε ο Γέροντας του παπά Νεόφυτος από βέβαιο θάνατο».
(Το Γεροντικόν από το περιβόλι της Παναγιάς, π. Ανδρέου Θεοφιλόπουλου, σελ. 269-270)
Από το Θεό αλλά και από το Διάβολο…
«Μερικές ψυχές φαίνεται ότι έχουν μια φυσική ευαισθησία σε παρόμοιες εμπειρίες, ακόμα και όταν εξακολουθούν να βρίσκονται μέσα στο σώμα.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Μέγας αναφέρει ότι «άλλοτε η ίδια δύναμη των ψυχών με την λεπτότητα της προορά σε κάτι» σε αντίθεση με αυτούς που προβλέπουν το μέλλον μέσω θεϊκής αποκάλυψης. Όμως τα άτομα με τέτοιες ικανότητες πέφτουν πάντοτε σε πλάνη όταν αρχίζουν να ερμηνεύουν ή να καλλιεργούν αυτό το ταλέντο, το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί με τον κατάλληλο τρόπο μόνο από άτομα μεγάλης αγιότητας και φυσικά, Ορθόδοξης πίστης.
Ο Αμερικανός «ψυχικός» Έντγκαρ Κέυση είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα των παγίδων που ενέχει η «υπέρ-αισθητική αντίληψη»: από τη στιγμή που ανακάλυψε ότι διέθετε το χάρισμα να κάνει ακριβείς ιατρικές διαγνώσεις σε κατάσταση ύπνωσης, άρχισε να εμπιστεύεται όλα τα μηνύματα που λάμβανε ευρισκόμενος σε αυτή την κατάσταση και κατέληξε να αυτοχρισθεί προφήτης του μέλλοντος, μερικές φορές με θεαματική αποτυχία, όπως στην πρόβλεψη του κατακλυσμού που θα συνέβαινε –και δε συνέβη – στη Δυτική Ακτή των ΗΠΑ το 1969, παρέχοντας αστρολογικές ερμηνείες, και εντοπίζοντας τις «περασμένες ζωές» ανθρώπων στην «Ατλαντίδα» στην αρχαία Αίγυπτο και αλλού. Συνεπώς, οι «φυσικές» εμπειρίες της ψυχής στην περίπτωση που έχει κάποια σχετική ειδική ευαισθησία, ή που έχει απομακρυνθεί από το σώμα – είτε πρόκειται για εμπειρίες «γαλήνης» και τέρψης, φωτός, είτε «υπέρ-αισθητικής αντίληψης» - αποτελούν μόνο την «πρώτη ύλη» της διευρυμένης συνείδησης, παρέχοντας ωστόσο, όπως και πάλι τονίζουμε, ελάχιστες συγκεκριμένες πληροφορίες σχετικά με τη μεταθανάτια κατάσταση της ψυχής, και πάρα πολύ συχνά οδηγούν τον άνθρωπο στη διαμόρφωση αναξιόπιστων ερμηνειών για τον «άλλο κόσμο», καθώς επίσης και στην άμεση επαφή με τα πεπτωκότα πνεύματα που κυριαρχούν εκεί.
Τέτοιες εμπειρίες ανήκουν όλες στον αστρικό κόσμο και δεν ενυπάρχει σε αυτές τίποτα το πνευματικό ή το ουράνιο ακόμα και όταν η ίδια η εμπειρία είναι πραγματική, οι ερμηνείες που της αποδίδονται είναι αναξιόπιστες».
(π. Σεραφείμ Ρόουζ, Η ψυχή μετά το θάνατο, σελ. 190-191)
- «Εφαρμόζοντας κάποιες από αυτές τις τεχνικές στην πράξη, ανακαλύψαμε ότι μπορούμε να αποκτήσουμε κάποια ιδιαίτερη σχέση με κάποια, ακατανόητα για μας, αλλά οπωσδήποτε πραγματικά όντα. Αυτές οι καινούργιες, μυστήριες γνωριμίες, με τις οποίες κάναμε ολονύχτιες συζητήσεις, εμφανίζονταν με ποικίλους τρόπους. Είτε ως Ναπολέων, είτε ως Σωκράτης ή ως η πρόσφατα αποβιώσασα γιαγιά ενός από τους φίλους μας.
Αυτά τα πρόσωπα μας διηγούνταν πότε- πότε ασυνήθιστα ενδιαφέροντα πράγματα. Και προς απέραντη έκπληξη μας, ήξεραν τα μυστικά καθενός από τους παρόντες.
Αλλά μας τύχαιναν και «αποκαλύψεις» ακόμα και πιο εκπληκτικές. […] ένας από τους φίλους μου, ιδιαίτερα συνεπαρμένος από αυτές τις εμπειρίες, μας έπιασε έναν-έναν και με κόκκινα από την αϋπνία μάτια, μας ρώταγε ψιθυριστά και γεμάτος περιέργεια αν ξέρουμε κάτι για κάποιον Μιχαήλ Γκορμπατσώφ. Βλέποντας πως δεν είχαμε ακούσει ποτέ κανέναν με αυτό το επώνυμο, ο φίλος μας εξήγησε: « Χθες το βράδυ ρωτήσαμε τον «Στάλιν» ποιος θα κυβερνήσει τη χώρα και μας απάντησε: «κάποιος Γκορμπατσώφ. Θέλω να μάθω τι τύπος είναι!». Μετά από τρείς μήνες ξαφνιαστήκαμε όταν ακούσαμε στις ειδήσεις κάτι που θα μας άφηνε νωρίτερα αδιάφορους: υποψήφιος ανάμεσα στα μέλη του πολίτ μπιρό είχε εκλεγεί ο Μιχαήλ Σεργκέεβιτς Γκορμπατσώφ, πρώην Γραμματέας της τοπικής Επιτροπής του Κ.Κ.Σ.Ε. στη Σταυρούπολη…
Αλλά όσο περισσότερο παθιαζόμασταν με αυτά τα συναρπαστικά πειράματα, τόσο πιο ξεκάθαρα νιώθαμε ότι μας συνέβαινε κάτι ανησυχητικό και φοβερό: μας κυρίευε άνευ λόγου και αιτίας μια ολοένα και πιο ανεξήγητη θλίψη και ένα σκοτεινό αδιέξοδο. Νιώθαμε να χάνονται όλα μέσα από τα χέρια μας. Μας κυρίευε σκληρή απόγνωση.
[…] Εκείνη τη φορά οι φίλοι μου επανέλαβαν τη συνεδρία που είχε διακοπεί την προηγούμενη νύχτα «με την ψυχή του Γκόγκολ». Αυτή η προσωπικότητα προφήτευε πάντα με εξαιρετική παραστατικότητα στο γλωσσικό ιδίωμα των αρχών του 19ου αιώνα. Αλλά σήμερα, για κάποιο λόγο δεν απαντούσε στις ερωτήσεις μας. Παραπονιόταν. Τον ακούγαμε να αναστενάζει, να βασανίζεται, και μας σπάραζε την καρδιά. Διηγούταν πόσο αφόρητα άσχημα ένιωθε. Και το βασικότερο, ζητούσε βοήθεια.
«Μα τι σας συμβαίνει;» απορούσαν οι φίλοι μου.
«Βοηθήστε με! Φοβάμαι, φοβάμαι!..» ικέτευε το μυστήριο ον. «Πόσο ανυπόφορα δύσκολα είναι! Σας εκλιπαρώ. βοηθήστε με!»
[….] «Βοηθήστε, σας παρακαλώ. Μη με εγκαταλείπετε! Φοβερές φλόγες, θειάφι και μαρτύρια …Αχ, είναι ανυπόφορο, βοηθήστε με..»
«Μα, πως; Πως μπορούμε να σας βοηθήσουμε;»
«Στ’ αλήθεια θέλετε να με σώσετε; Είστε έτοιμοι;»
«Ναι, ναι έτοιμοι!» αποκρινόμασταν ένθερμα εμείς.
«Αλλά τι πρέπει να κάνουμε; Αφού είστε σε άλλο κόσμο;».
Η ψυχή σώπασε και απάντησε προσεκτικά:
«Καλοί μου νεαροί! Αν είστε στ’ αλήθεια έτοιμοι να με λυπηθείτε τον καημένο…»
«Φυσικά! Πείτε μας μόνο πως».
«Αχ, αφού είναι έτσι…τότε…τότε θα σας έδινα δηλητήριο…»
Στο άκουσμα αυτών των λόγων πετρώσαμε. Σηκώσαμε το βλέμμα και κοιτάξαμε ο ένας τον άλλον. Ακόμα και στο φως των κεριών, είδαμε μα πρόσωπα μας άσπρα σαν το πανί. Αναποδογυρίζοντας τις καρέκλες, βγήκαμε από το δωμάτιο τρέχοντας.
Αφού συνήλθα, είπα:
«Τώρα βγαίνει νόημα: Για να τον βοηθήσουμε, χρειάζεται να γίνουμε ίδιοι μ’ αυτόν. Δηλαδή….νεκροί!».
«Ναι», συμφώνησε ο Σάσα Ολκόφ, χτυπώντας τα δόντια του από φόβο. «Θέλει να αυτοκτονήσουμε».
«Εγώ ακόμα και τώρα πιστεύω ότι θα γυρίσω στο δωμάτιο και θα δω στο τραπέζι κάποιο χάπι», πρόσθεσε κίτρινος απ’ τον φόβο του ο Ιβάν Λόσιλιν. «Και φοβάμαι ότι θα με κυριεύσει η παράδοξη παρόρμηση να το καταπιώ. Ή θα θελήσω να πέσω από το παράθυρο… Αυτοί θα μας αναγκάσουν να το κάνουμε».
Δεν μπορέσαμε να κλείσουμε μάτι όλο το βράδυ και το πρωί τρέξαμε στην γειτονική εκκλησία της ιερής εικόνας της Παναγίας του Τιβχίν. Δεν ξέραμε που αλλού να αναζητήσουμε συμβουλή και βοήθεια».
(από το βιβλιο Σχεδόν άγιοι, π. Τύχων Σεβκούνωφ σελ 17-19 (αποσπάσματα))
Απάντηση σε σύγχρονα ξένα ντοκιμαντέρ (BBC, National Geographic κ.α.) και σε σύγχρονα βιβλία και άρθρα διαφόρων «ερευνητών» και «μελετητών», αλλά ποτέ δυστυχώς εγνωσμένου κύρους επιστημόνων θεολόγων και ιστορικών, τα οποία διακρίνονται για την προχειρότητα, την αμάθεια και ημιμάθεια, την πρόκληση εντυπώσεων που μένουν αδιευκρίνιστες και χωρίς κανένα αντίλογο, τις ανακρίβειες, την απουσία παράθεσης σοβαρών επιστημονικών πηγών ή και πηγών γενικώς, την παντελή έλλειψη των επιστημονικών δεδομένων της Θεολογικής και Βιβλικής Αρχαιολογικής επιστήμης, αλλά και της ιστορικής και φιλολογικής κριτικής των κειμένων, και την σκόπιμη και υστερόβουλη απόκρυψη της ιστορικής αλήθειας και τοποθέτηση της συγγραφής των Ευαγγελίων και των βιβλίων της Καινής Διαθήκης δεκαετίες ή και αιώνες ακόμη!!! (έτσι λένε και δείχνουν) αργότερα από τον πραγματικό χρόνο συγγραφής τους.
Σκοπός απώτερος είναι να τα παρουσιάσουν ως ιστορικά αναξιόπιστα και μη αυθεντικά, αφού απέχουν τόσο πολύ χρονικά από τα γεγονότα που περιγράφουν (όσο πιο αργότερα γράφτηκαν, τόσο το καλύτερο για αυτούς) και άρα δεν γράφτηκαν, προφανώς, ούτε από αυτόπτες και αυτήκοους μάρτυρες και βεβαίως, εννοείται, ούτε από τους ευαγγελιστές και Αποστόλους, που φέρονται ως συγγραφείς, οι οποίοι όλοι τους είχαν ήδη πεθάνει τις χρονολογίες τις οποίες οι ερευνητές αυτοί αναφέρουν.
Για αποκατάσταση λοιπόν της αλήθειας, παραθέτουμε τις χρονολογίες συγγραφής όλων των βιβλίων της Καινής Διαθήκης στις οποίες συμφωνούν, με μικρές διαφοροποιήσεις ελάχιστων χρόνων, οι περισσότεροι επιστήμονες που ασχολούνται σοβαρά (και όχι ερασιτεχνικά!) με τη βιβλική αρχαιολογία και την κριτική των κειμένων.
Το συμπέρασμα που βγαίνει είναι ότι ΟΛΑ τα ευαγγέλια γράφτηκαν ελάχιστα χρόνια μετά την Ανάσταση του Χριστού, με το κατά Μάρκον να γράφεται, σύμφωνα με ισχυρά επιχειρήματα, μόλις 15-19 χρόνια αργότερα!!! Επίσης, ΟΛΑ τα βιβλία της Κ.Δ., κατά τον κ. Βούλγαρη, είναι γραμμένα πριν το 70 μ.Χ (άλωση Ιεροσολύμων)!
Όσο για το κατά Ιωάννην, που σκόπιμα τοποθετείται από αυτούς πολύ αργά και δεν θέλουν με τίποτα να γράφτηκε από τον απόστολο Ιωάννη, για να αμβλυνθεί έτσι και να πολεμηθεί η διδασκαλία του Ιωάννη για τη θεότητα του Ιησού Χριστού, που σε αυτό το ευαγγέλιο προβάλλεται εντόνως και ξεκάθαρα, πάλι κάποιοι επιστήμονες το τοποθετούν ακόμη και πριν το 70 μ.Χ., ο κ. Χρήστος Βούλγαρης προτείνει το 65-66 μ.Χ.! άρα βρισκόμαστε χρονολογικά στη γενιά του Ιησού Χριστού! Και οι συγγραφείς και οι αναγνώστες, είναι αυτόπτες και αυτήκοοι του Ιησού Χριστού!
Οταν δηλαδή κυκλοφορούν τα κείμενα αυτά, ζουν οι περισσότεροι από τους σύγχρονους του Χριστού, άρα και οι εχθροί του Φαρισαίοι κ.α., οι οποίοι κάλλιστα θα μπορούσαν να ελέγξουν και να αρνηθούν την αξιοπιστία των γραφομένων, αν ήταν ψευδή ή ανακριβή, κάτι όμως που ουδέποτε έγινε, αν και θα είχαν συμφέρον από αυτό!
(από την Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, Χρήστου Βούλγαρη, Καθηγητού Θεολογικής Σχολής Αθηνών, τόμοι Α΄& Β΄ Εν Αθήναις 2003, όπου και εκτίθενται τα επιχειρήματα γιατί προτείνονται αυτές οι χρονολογίες)
Χρόνος Συγγραφής:
1) Κατά Ματθαίον 55-60 μ.Χ.
2) Κατά Μάρκον 48-52 μ.Χ.
3) Κατά Λουκάν 57-61 μ.Χ.
4) Κατά Ιωάννην 65-66 μ.Χ.
Πράξεις Αποστόλων 62 μ.Χ.
Επιστολές Αποστόλου Παύλου
(κατά χρονολογική σειρά συγγραφής)
1) Α΄προς Θεσσαλονικείς 50 μ.Χ.
2) Β΄προς Θεσσαλονικείς 50-51 μ.Χ.
3) Προς Γαλάτας 53 μ.Χ.
4) Α΄ προς Κορινθίους 56 μ.Χ.
5) Β΄προς Κορινθίους 56 μ.Χ.
6) Προς Ρωμαίους 57 μ.Χ.
7) Προς Εφεσίους 60-62 μ.Χ.
8) Προς Κολοσσαείς 60-62 μ.Χ
9) Προς Φιλιππησίους 60-62 μ.Χ.
10) Προς Φιλήμονα 60-62 μ.Χ.
11) Προς Εβραίους 60-62 μ.Χ.
12) Προς Τίτον 63 μ.Χ.
13) Α΄προς Τιμόθεον 63/64 μ.Χ.
14) Β΄προς Τιμόθεον 65 μ.Χ.
1) Καθολική Επιστολή Ιακώβου 43 - 44 μ.Χ.
2) Καθολική Επιστολή Α΄Πέτρου 63-64 μ.Χ.
3) Καθολική Επιστολή Β΄Πέτρου 64 μ.Χ.
4) Καθολική Επιστολη Α΄Ιωάννου 60-63 μ.Χ.
5) Καθολική Επιστολη Β΄Ιωάννου 60-63 μ.Χ.
6) Καθολική Επιστολη Γ΄Ιωάννου 60-63 μ.Χ.
7) Καθολική Επιστολή Ιούδα 60 μ.Χ.
Αποκάλυψη Ιωάννου 68 μ.Χ.
Ο ευγενικός ζαχαροπλάστης είπε στο κοριτσάκι
Που κοιτούσε επίμονα στη βιτρίνα ένα κουτί με καραμέλες.
-Πάρε όσες χωράει η χούφτα σου.
Η μικρή δίστασε για λίγο κι έπειτα απάντησε:
-Μου τις δίνετε εσείς, σας παρακαλώ;
Το δικό σας χέρι είναι μεγαλύτερο από το δικό μου!
Διαβάζουμε και μελετούμε μέσα στο Λόγο του Θεού
Τις άφθονες υποσχέσεις Του για μας.
Θαυμάζουμε και απορούμε αν στ΄αλήθεια
Μπορούν αυτά να γίνουν πραγματικότητα στη ζωή μας.
Στρέφουμε τα μάτια πάνω μας:
Αδυναμία, πίστη που κάθε τόσο κλονίζεται
Πληγές από τον αγώνα μας με την αμαρτία μέχρι τώρα.
Μετά στρέφουμε τα μάτια γύρω μας:
Ποιος τα ζει όλα αυτά;
Ποιος τα κατάφερε ως τώρα;
Υπάρχει κανείς;
Κι έπειτα έρχεται και ο εχθρός της ψυχής μας και γελάει ξοπίσω μας τρίβοντας τα χέρια του με τις αμφιβολίες μας:
Μην είσαι κουτός, αυτά δεν γίνονται, είναι το τέλειο, το ιδανικό, εσύ δεν το μπορείς.
Τότε είναι ώρα να υψώσουμε τη ματιά προς τον Πατέρα.
Να ζητήσουμε τη δύναμη του Χριστού μέσα μας.
Να δείξουμε τις χούφτες μας, μικρές και αδύναμες, και να του πούμε:
Με το δικό Σου το χέρι να μου τα δώσεις , Κύριε μου, γιατί είναι μεγάλο και δυνατό.
Όπως το κοριτσάκι με τις καραμέλες.
Ο Απόστολος Παύλος έφτανε να καυχιέται με άφθαστη ευχαρίστηση για τις αδυναμίες του
Γιατί ακριβώς τότε φαίνεται η δύναμη του Θεού ολοκάθαρη στη ζωή μας.
Εμπιστέψου Τον απόλυτα.
Όσα έχει γράψει στο Λόγο Του, για μας τά΄γραψε.
Είναι αλήθεια, όχι ανεκπλήρωτα όνειρα.
Είναι βλάσφημο να λέμε πως δεν γίνονται.
Όλα δικά μας με την πίστη.
Κύριε μου, πάρε Εσύ με το χέρι Σου και δώσε μου
Σκέψου Εσύ με το μυαλό Σου και πες μου
Φώτησε Εσύ με το φως Σου και οδήγησέ με.
Εσύ μπορείς, όσα εγώ ούτε να φανταστώ ποτέ δεν μπόρεσα.