ΣΤΗΡΙΞΤΕ ΤΟ ΣΥΣΣΙΤΙΟ ΤΟΥ ΝΑΟΥ!

ΣΤΗΡΙΞΤΕ ΤΟ ΣΥΣΣΙΤΙΟ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΜΑΣ!  ΘΥΜΗΘΕΙΤΕ ΤΟΥΣ ΠΤΩΧΟΥΣ…

¨Ρίχνοντας¨ τ’ όποιο χρηματικό ποσό στο Κυτίο στην είσοδο του Ναού… ή/και…
¨Δίνοντάς¨ το, στους υπευθύνους(1) του ΕΦΤ(Ενορ.Φιλόπτ.Ταμείο)
Προσκομίζοντας ΤΡΟΦΙΜΑ στο Συσσίτιο(3) (ή στο Ναό) προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για την παρασκευή του (ή να διανεμηθούν [σε περίπτωση δυνατότητας] σε όσους τα χρειάζονται)… ή/και…
Αγοράζοντας από καταστήματα τροφίμων ΔΩΡΟΕΠΙΤΑΓΕΣ και προσφέροντας τες στο ΕΦΤ, προκειμένου να δοθούν σ’ όσους τις έχουν ανάγκη… ή/και…
Αναθέτοντας τήν αγορά των ΥΛΙΚΩΝ για το συσσίτιο, στους υπευθύνους(2) του … ή/και…
Αναλαμβάνοντας τα έξοδα (όλου ή μέρους) συγκεκριμένου γεύματος (Όσπρια >200 ευρώ, Μακαρόνια κιμά >230, Κοτόπουλο >330), «Υπέρ Αναπαύσεως» αγαπημένου σας προσώπου, σε συνεννόηση με τους υπευθύνους του (2)… ή/και…
Συμμετέχοντας στους κατά καιρούς περιφερόμενους Δίσκους του Ναού...ή/και
Καταθέτοντας στον Τραπεζικό Λογαριασμό του ΕΦΤ:
Τράπεζα Πειραιώς IBANGR 66 0172 0380 0050 3807 5349 683
και επικοινωνώντας έγκαιρα μαζί μας για την έκδοση της νόμιμης απόδειξης.
(1)Υπεύθυνος ΕΦΤ:π.Ιωάννης (τηλ. Ναού 210 9335 460)
(2)Συσσίτιο:κα Μαντώ (τηλ. Συσσιτίου 210 93 50 151,Τρίτη και Πέμπτη πρωί:8.00 με 12.00)
(3)Θέση Συσσιτίου: Θεόγνιδος 10, στο ημιυπόγειο της πολυκατοικίας, πίσω από το Ιερό τού Ναού).

Κείμενα (blog) - Ιερός Ναός Αγίου Σώστη Νέας Σμύρνης

387. Τι είναι ψευδής ευγνωμοσύνη στον Θεό; Το να ευχαριστή κανείς τον Θεό μονάχα με τα χείλη για τα αγαθά που έλαβε και να χρησιμοποιή αυτά τα αγαθά μονάχα για τον εαυτό του, χωρίς να γνοιάζεται για τον πλησίον του. Το να τα λαμβάνη και να τα φυλάη για δική του απκλειστικά χρήσι, στερώντας έτσι τους αδελφούς τους απ’ αυτά. Αυτή η ευχαριστία είναι ψευδής και απαρέσκει στον Θεό. Τι να τις κάνη ο Θεός τις ευχαριστίες μας, όταν δείχνουμε εσχάτη αχαριστία στην πράξι; Όταν δεν δίνουμε στους άλλους από εκείνα που μας δίνει;

388. Η κατά Θεόν σοφία είναι να νικάμε την εντός μας αμαρτία. Λόγου χάριν, θεία σοφία είναι να μην κακιώνουμε με κανένα συνάνθρωπό μας και με καμμία αφορμή. Να μη σκεπτώμαστε κακό για κανέναν, ακόμη και αν ο πλησίον μας σε κάτι μας έχη βλάψει, αλλά να τον συγχωρούμε πάντοτε. Θεία σοφία είναι, ακόμη, να περιφρονούμε τα υλικά οφέλη και τη χλιδή, αγαπώντας την ανιδιοτέλεια, την ολιγάρκεια στο φαγητό και στο πιοτό, το να έχουμε μέτρο σε όλα. Θεία σοφία είναι να αποφεύγουμε την κολακεία και να λέμε την αλήθεια χωρίς πάθος στον καθένα. Θεία σοφία είναι να μη μας παρασύρουν οι σαρκικές ροπές στη θέα της ανθρώπινης ωραιότητος, αλλά να βλέπουμε και να θαυμάζουμε, σ’ αυτή την ωραιότητα, την εικόνα του θεού. Θεία σοφία είναι να αγαπάμε τους εχθρούς μας και να μη μας παρασύρη η εκδίκησις, είτε με λόγια είτε με έργα. Θεία σοφία, τέλος, είναι να μη σωρεύουμε πλούτη για τον εαυτό μας, αλλά να δίνουμε στον φτωχό, ώστε να θησαυρίζουμε θησαυρούς ασυλήτους και αφθάρτους στον ουρανό, όπως λέγει το Ευαγγέλιο (Λουκ. ιβ’ 33).

(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 166-167)

129. «σου δε αυτής την ψυχήν διελεύσεται ρομφαία» ( Λουκ. β’ 35).

Το τρίτο στοιχείο του προφητικού μηνύματος του Συμεών προς τη Θεοτόκο είναι το στοιχείο του προσωπικού της πάθους χάριν του Ιησού. «Ρομφαίαν ωνόμασε την τμητικωτάτην και οξείαν οδύνην, ήτις διήλθε την καρδίαν της Θεομήτορος, ότε ο υιός αυτής προσηλώθη τω σταυρώ. Περί ταύτης γαρ της αλγηδόνος νυν προεφήτευσε» (ΥΛ, 110). Η Θεοτόκος πληροφορείται από την πρώτη στιγμή, ό,τι θα πάθη για τον Ιησού. Η μητρική της καρδιά θα τρυπηθή από κοφτερό μαχαίρι... Ένα από τα στιλέττα που θα εκτοξευθούν για να χτυπήσουν τον Ιησού θα πετύχη την Μητέρα Του κατάστηθα... Κάποιο μαχαίρι που προορίζεται για τον Ιησού θα χτυπήση αναπόφευκτα και εκείνον που βρίσκεται πολύ κοντά του. Πρώτη που πληγώθηκε από ένα τέτοιο μαχαίρι ήταν η Μητέρα Του!
Όσοι αγαπούν τον Κύριο θα πάθουν και θα πονέσουν μαζί του. Ο Ιησούς δεν παρέλειψε να βεβαιώση γι’ αυτό τους μαθητάς του: «Ει εμέ εδίωξαν και υμάς διώξωσι» (Ίω. ιε' 20) και «το ποτήριον ο εγώ πίνω πίεσθε και το βάπτισμα (= το μαρτύριο) ο εγώ βαπτίζομαι βαπτισθήσεσθε» (Μαρκ. ι' 39).
Όσοι ακολουθούν πιστά τον Ιησού είναι βέβαιο ότι θα υποφέρουν κι’ αυτοί μαζί του. Παράδειγμα η Θεοτόκος. Ήταν η πρώτη που πίστευσε και αγάπησε τον Υιό και Θεό της, αλλά και η πρώτη στα παθήματα, τον πόνο και τις δοκιμασίες για τον Ιησού. Το πάθος της Θεοτόκου ταυτίζεται με το πάθος του Ιησού, από τη Φάτνη ως το Σταυρό. Μεγάλο, μακροχρόνιο και βαθύ πάθος. Αν η Παναγία μιλούσε για το πάθος της αυτό, θα μπορούσε κάλλιστα ν’ αναφερθή στον προφητικό θρήνο που έγραψε ο Ιερεμίας για τον Ιησού: «Ίδετε ει έστιν άλγος κατά το άλγος μου» (Θρήνοι, α' 12).

(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη, σελ. 159)

    «Όπως συμβαίνει στην περίπτωσι συνοικεσίου, κατά το οποίο ο γαμβρός βραδύνει σε ταξίδι ή είναι απασχολημένος σε άλλες υποθέσεις και αναβάλλει τον γάμο, εάν η νύμφη οργισμένη καταφρονήσει την αγάπη εκείνου και διαγράψει ή σχίσει το χαρτί του αρραβώνος, αμέσως χάνει τις ελπίδες της για τον γαμβρό, έτσι φυσικώς συμβαίνει να γίνεται και στην περίπτωση της ψυχής. Εάν πει κάποιος από τους αγωνιζομένους «έως πότε πρέπει να κακοπαθώ», και παραμελήσει τους ασκητικούς κόπους, με την αμέλεια δε των εντολών και την εγκατάλειψη της διηνεκούς μετανοίας κατά κάποιον τρόπο διαγράψει και σχίσει τα συμφωνητικά, αμέσως εκπίπτει και του αρραβώνος και της ελπίδος προς τον Θεό» (19Α,505)

    «Και σεις οι ίδιοι, αν θέλετε, πάσχοντας και τιμωρούμενοι υπέρ του Χριστού, μπορείτε να μαρτυρήσετε σαν εκείνους καθημερινώς, όχι μόνο ημέρα αλλά και νύκτα και κάθε ώρα. Και πώς θα γίνει αυτό; αν και σεις παραταχθείτε εναντίον των ολεθρίων δαιμόνων, αν αντιστέκεστε πάντοτε κατά της αμαρτίας και του θελήματός σας. Πράγματι εκείνοι αγωνίζονταν προς τυράννους, ενώ εμείς έχομε αγώνα προς τους δαίμονες και τα ολέθρια πάθη της σάρκας, τα οποία επιτίθενται τυραννικώς στις ψυχές μας κάθε ημέρα και νύκτα και ώρα και μας εκβιάζουν να πράξομε πράγματα που δεν αρμόζουν στην θεοσέβεια και παροργίζουν τον Θεό. Αν λοιπόν σταθούμε απέναντι σ’ αυτά και δεν γονατίσομε στη Βάαλ και δεν πεισθούμε στις συστάσεις των πονηρών δαιμόνων ούτε υπηρετήσομε τη σάρκα φροντίζοντας για τις επιθυμίες της, τότε εύλογα κι’ εμείς θα είμαστε μάρτυρες, αγωνιζόμενοι προς την αμαρτία, έχοντας δηλαδή στη μνήμη μας τους μάρτυρες και τα αφόρητα κτυπήματα που υπέστησαν και πολεμώντας γι’ αυτό κατά του διαβόλου αλλ’ επίσης αποβλέποντας, και προς τους πόνους εκείνων και σκεπτόμενοι πόσο υστερούμε εμείς από την άθληση εκείνων και στενάζοντας από ψυχή, θ’ αξιωθούμε τα ίδια στεφάνια μ’ εκείνους, αν όχι κατά την ποσότητα, τουλάχιστο κατά την ποιότητα, σύμφωνα με την άνωθεν αγαθότητα του Θεού προς εμάς, και θα είμαστε αν όχι ίσοι κατά την παρρησία προς εκείνους, αλλά πάντως ίσοι στην υπομονή και την ευχαριστία για τα δεινά των πόνων. Εκείνοι σώθηκαν από τα έργα και τους πόνους της αθλήσεως, εμείς ελπίζομε να σωθούμε από έργα και πόνους ασκήσεως και γενικά από τη φιλανθρωπία και χάρη του Δεσπότη· εκείνοι από ίδρωτες και αγώνες μαρτυρικούς, εμείς από δάκρυα και αγώνες ασκητικούς· εκείνοι από τη χύση του αίματός των, εμείς από την εκκοπή του θελήματός μας, με το να επιμένομε πάντοτε και να έχομε μέσα μας την θανατική καταδίκη και να δεχόμαστε κάθε ώρα το θάνατο, εκτείνοντας το λαιμό μας πρόθυμα για να πεθάνομε για κάθε εντολή του Δεσπότη μας Θεού αντί να δεχθούμε να την παραβούμε έστω και μ’ ένα απλό λόγο» (τ.19Γ, σελ.151-153).

(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)

(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)

Μπερδεμένοι με θρησκείες και αιρέσεις
Και άλλοι, νέοι περισσότερο, " μπερδεμένοι " με ανατολικές θρησκείες και διάφορες αιρέσεις, κατέφυγαν στο Γέροντα Πορφύριο και ζητούσαν τη βοήθειά του. Καθώς ομολογούσαν, με τις συμβουλές του και την ευλογία του (τους " εσταυρώνε "), γίνονταν καλά, ακόμα και από σωματικές ασθένειές τους, εκτός από τις ψυχικές. Πολλοί είχαν καταφύγει πριν και σε ψυχιάτρους, χωρίς όμως να ιδούν καμία ωφέλεια και θεραπεία, πράγμα που βρήκαν κοντά στο Γέροντα Πορφύριο.
[Ί 124π.]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σελ.325)

«Καθώς δε προσευχόταν κάποτε την νύκτα μέσα στο παρεκκλήσι, όπου ήταν και σορός σωμάτων, ενώ κατά την συνήθεια είχε τις θύρες κλεισμένες, πλήθη απειλητικών δαιμόνων συρρέοντας όρμησαν κατά του παρεκκλησίου, και ωθώντας απότομα τις θύρες, τις άνοιξαν για να τον αρπάσουν, δημιουργώντας τόσον κρότον, ώστε να νομίση αυτός ότι οι θύρες συνετρίβηκαν από πρόσκρουσι προς τους τοίχους από την καθεμία πλευρά. Αυτός δε, κατειλημμένος από μεγάλο φόβο, σήκωσε τα χέρια προς τον ουρανό, για να επικαλεσθή την από εκεί βοήθεια. Καθώς λοιπόν το πνεύματα της πονηριάς τον είδαν να στέκεται πολλές ώρες έτσι αμετακίνητος, υπαναχώρησαν νικημένα. Αλλά από το πολύ τάνυσμα (άπλωμα) το χέρια του είχαν ξηραθή και δεν εκάμπτονταν, μόλις δε τα συνέστειλε με πολύν πόνο και είδε τις θύρες κλειστές, θαύμασε. Από τότε λοιπόν αποκτώντας περισσότερη ανδρεία κατά των δαιμόνων δεν λογάριαζε καθόλου την έφοδό τους, αφού βεβαιώθηκε ότι δεν έχουν καμμία ισχύ εναντίον μας, αν δεν εγκαταλειφθούμε από τον Θεό» (τ. 19Α, σ.49).

«κεφ.67. Όποιος απέκτησε την καθαρότητα της καρδιάς του, αυτός νίκησε την δειλία· όποιος όμως είναι ακόμη στο στάδιο του καθαρμού, άλλοτε μεν την κτυπά, άλλοτε δε κτυπάται από αυτήν. Όποιος δε, δεν αγωνίζεται καθόλου, ή αναισθητεί τελείως και με το να είναι φίλος παθών και δαιμόνων πλην της κενοδοξίας, πάσχει και από οίηση, νομίζοντας ότι κάτι είναι, ενώ δεν είναι, ή είναι δούλος και υποχείριος της δειλίας, που τρέμει ως νήπιος κατά το φρόνημα και φοβείται εκεί όπου δεν υπάρχει φόβος ούτε δειλία για όσους φοβούνται τον Κύριο.

68. Ο φοβούμενος τον Θεό δεν φοβείται επιθέσεις των δαιμόνων ούτε τις ασθενείς εφόδους των, αλλ’ ούτε πονηρών ανθρώπων απειλές. Όντας δε όλος σαν φλόγα ή φλογισμένη φωτιά, περιερχόμενος ημέρα και νύκτα σε απροσίτους και αφεγγείς τόπους, φυγαδεύει τους δαίμονες, οι οποίοι τον αποφεύγουν περισσότερο από όσο εκείνος αυτούς, για να μην εμπρησθούν από την φλογοειδή ακτίνα του θείου πυρός που εκπέμπεται από αυτόν.

69. Όποιος βαδίζει με τον φόβο του Θεού, αυτός δεν φοβείται όταν κινήται ανάμεσα σε πονηρούς άνδρες, διότι έχει μέσα του τον φόβο και φορεί το ακαταμάχητο όπλο της πίστεως, από την οποία λαμβάνει ισχύ για να ενεργή τα πάντα, ακόμη και όσα φαίνονται δύσκολα και αδύνατα στους πολλούς· αλλά ζώντας σαν γίγαντας ανάμεσα σε πιθήκους ή λιοντάρι βρυχόμενο ανάμεσα σε σκύλους και αλεπούδες, έχει πεποίθησι στον Κύριο και τους καταπλήσσει με το σταθερό του φρόνημα και τους τρομοκρατεί κινώντας τον σοφό λόγο σαν σιδερένια ράβδο.

70. Μην απορήσεις, αν, κυριευμένος από την δειλία, φοβάσαι τα πάντα και τρέμεις· διότι είσαι ακόμη ατελής και ανίσχυρος και φοβείσαι όπως το νήπιο τα σκιάχτρα· πραγματικά η δειλία είναι πάθος κενόδοξης ψυχής νηπιώδες και καταγέλαστο. Προς τούτον τον δαίμονα λοιπόν να μη θέλης να εκφέρης λόγους ή να προβάλης αντιρρήσεις διότι όταν η ψυχή τρέμη και κλονίζεται, οι λόγοι δεν ωφελούν· αφήνοντας λοιπόν αυτούς, ταπείνωσε με όλη σου την δύναμι τον λογισμό και γρήγορα θ’ αντιληφθής να εξαφανίζεται η δειλία» (τ.19Α, σελ.431-433).

«Ο φόβος της κολάσεως και ο πόνος που γεννάται από αυτόν είναι επωφελής στον καθένα που αρχίζει να ζει κατά τον Θεό. Ο φανταζόμενος όμως ότι μπορεί ν’ αρχίση χωρίς τέτοιον πόνο και δεσμό και δήμιο, όχι μόνο καταθέτει τα θεμέλια των πράξεών του επάνω στην άμμο, αλλά νομίζει ότι μπορεί να κατασκευάση οικία στον αέρα χωρίς θεμέλια, πράγμα εντελώς αδύνατο. Πραγματικά ο πόνος αυτός γεννά σε λίγο κάθε χαρά και ο δεσμός αυτός σπάει τα δεσμά όλων των αμαρτημάτων και παθών και ο δήμιος αυτός προξενεί όχι θάνατο αλλά αιώνια ζωή. Όποιος δεν θελήση ν’ αποσκιρτήση και διαφύγη τον γεννώμενο από τον φόβο της αιώνιας κολάσεως πόνο, αλλά τον ακολουθήση με διάθεσι της καρδιάς του και σφίξη περισσότερο τα δεσμά του επάνω του, αναλόγως θα βαδίση ταχύτερα και θα παρουσιάσει εαυτόν ενώπιον του βασιλέως των βασιλευόντων. Όταν γίνη αυτό, μόλις αντικρύση αυτός κάπως αμυδρώς την δόξα του, αμέσως θα λυθούν τα δεσμά, ο δε δήμιος φόβος θα φύγη μακριά του κι ο πόνος της καρδιάς του θα μετατραπεί σε χαρά και θα γίνη πηγή που χύνει αισθητώς μεν ποταμούς δακρύων ασταμάτητα, νοητώς δε γαλήνη, πραότητα και άφραστο γλυκασμό, προσέτι δε ανδρεία και την τάσι να τρέχη ελεύθερα και ανεμπόδιστα προς κάθε υπακοή των εντολών του Θεού» (τ.19Α, σ.485).

«Έτσι πια σαν ξαναφάνη (η ουράνια λάμψη) και την ένιωσα σ’ έμενα, διώχνει των δαιμόνων πέρα τις ορδές, διώχνει τη δείλια και μου φέρνει την ανδρεία» (τ.19Ε, 193 στιχ., σελ.388-392).

«Αυτοί πρόσωπο ανθρώπου δε φοβούνται, γιατί το πρόσωπο ατενίζουν του Κυρίου» (τ.19Ε, 273 στιχ., σελ.96-97).

(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)

(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)

ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΓΟΓΓΥΣΜΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ, Αγ. Λουκά Αρχιεπισκόπου Κριμαίας

Την προηγούμενη Κυριακή προσπάθησα να αποκαλύψω το μεγαλείο και το βάθος του λόγου του αποστόλου Παύλου που τον εαυτό του ονομάζει σπονδή στη Θυσία. Σας έλεγα για τις αμέτρητες συμφορές και τα βάσανα που υπόφερε σ' όλη τη ζωή του για τον Κύριο Ιησού Χριστό, ο οποίος προσφέρθηκε Θυσία για τις αμαρτίες όλου του κόσμου. Συμπληρώνοντας αυτά που σας έλεγα τότε, για τα παθήματα του μεγάλου αυτού αποστόλου, θα σας πω τώρα και τι υπέφερε σε μία πόλη της Μακεδονίας, στους Φιλίππους, για το κήρυγμά του. Με την καταγγελία κάποιων, που δεν τους άρεσε το κήρυγμά του, οι άρχοντες της πόλης έδωσαν διαταγή να τον ραβδίσουν και μετά τον έριξαν στη φυλακή και έσφιξαν τα πόδια του στο τιμωρητικό ξύλο. Έχασε τότε το θάρρος του ο απόστολος; Άρχισε να κλαίει; Ασφαλώς όχι. Κατά τα μεσάνυχτα ο Παύλος μαζί με το συνεργάτη του, το Σίλα, έψαλαν ψαλμούς, δοξολογώντας το Θεό. Θα μπορούσε ο Παύλος με μία μόνο λέξη να αποφύγει τους ραβδισμούς, να βγει από τη φυλακή και ακόμα και να τρομάξει τους άρχοντες, αρκεί να τους έλεγε ότι είναι Ρωμαίος πολίτης. Όμως δεν το έκανε. Προτίμησε τον εξευτελισμό για το όνομα του Χριστού και χαιρόταν με όλη την καρδιά του για τις μαστιγώσεις και τις πληγές, διότι αυτά συνέβαλαν στην επιστροφή του δεσμοφύλακα και της οικογένειάς του στην πίστη στο Χριστό. Να θυμόμαστε πάντα πόσο εμείς φοβόμαστε τις μαστιγώσεις και τις πληγές ενώ, αντίθετα, πόσο ο μεγάλος αυτός διάκονος του Θεού χαιρόταν γι' αυτά. Χαιρόταν κάθε φορά που μπορούσε να γίνει σπονδή στη Θυσία.

Και στη σημερινή αποστολική περικοπή διαβάζουμε ακόμα πιο παράξενο λόγο του αποστόλου Παύλου από την επιστολή του Προς Κολοσσαείς; «Νυν χαίρω εν τοις παθήμασί μου υπέρ υμών και ανταναπληρώ τα υστερήματα των θλίψεων του Χριστού εν τη σαρκί μου υπέρ του σώματος αυτού, ο έστιν η εκκλησία» (Κολ. 1, 24).

Ακούτε πώς χτυπά η καρδιά του μεγάλου αποστόλου; Ακούτε πώς αυτός θεωρεί ότι υστερεί σε παθήματα που υπομένει για την Εκκλησία του Χριστού, που είναι το Σώμα του. Όχι μόνο χωρίς καθόλου να γογγύζει, υπομένει όλα τα αμέτρητα παθήματα αλλά διψά και για περισσότερα. Ω, Κύριε! Και εμείς, οι αδύνατοι χριστιανοί, πόσο φοβόμαστε τους ονειδισμούς, τις θλίψεις και τα παθήματα! Είναι δυνατόν να βρεθεί έστω και ένας μεταξύ μας που θα ζητούσε να πληθυνθούν αυτά; Εκείνος, όμως, διψούσε γι' αυτά τα παθήματα, για να μορφωθεί ο Χριστός στις καρδιές των εθνικών, στους οποίους κήρυττε ακούραστα το Ευαγγέλιο.

Ας θυμηθούμε και έναν άλλο λόγο του μεγάλου Παύλου: «Μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς καγώ Χριστού» (Α' Κορ. 11, 1). Να μιμηθούν τον απόστολο Παύλο στη δίψα του για τα παθήματα του Χριστού μπορούν, βέβαια, πολύ λίγοι άνθρωποι, αυτοί που έλαβαν τα πλούσια χαρίσματα του αγίου Πνεύματος. Οι απλοί όμως χριστιανοί μπορούν να ευαρεστήσουν και αυτοί το Θεό και να έχουν μισθό απ' Αυτόν, αλλά μόνο με την αγόγγυστη υπομονή των θλίψεων που τους στέλνονται από το Θεό. Να θυμόμαστε όλοι μας τα λόγια του μεγάλου αποστόλου Παύλου από την επιστολή του προς Εβραίους: «Υιέ μου, μη ολιγώρει παιδείας Κυρίου, μηδέ εκλύου υπ’ αυτού ελεγχόμενος, ον γαρ αγαπά Κύριος παιδεύει, μαστιγοί δε πάντα υιόν ον παραδέχεται, ει παιδείαν υπομένετε, ως υιοίς υμίν προσφέρεται ο Θεός· τις γαρ εστίν υιός ον ου παιδεύει πατήρ; ει δε χωρίς εστε παιδείας, ης μέτοχοι γεγόνασι πάντες, άρα νόθοι εστέ και ουχ υιοί» (Έβρ. 12, 5-8).

Συχνά ρωτούν οι άνθρωποι γιατί, για ποιο λόγο, Κύριος ο Θεός τους στέλνει θλίψεις και πολλές φορές και πολύ σοβαρές δοκιμασίες; Είναι πολύ σημαντικό για τον κάθε χριστιανό να καταλάβει ότι οι θλίψεις μας αποστέλλονται κατά το θέλημα του Θεού, το πάντοτε αγαθό και σωτήριο. Τις περισσότερες φορές μάλιστα στέλνονται όχι σαν τιμωρίες, για τις αμαρτίες μας, αλλά για να επαναπροσδιορίσουμε τους δρόμους μας και τις καρδιές μας ή σαν απάντηση στα αιτήματα που απευθύνουμε στο Θεό. Οι άνθρωποι πολλές φορές περιμένουν από το Θεό να πραγματοποιήσει αυτά που ζητούν στις προσευχές τους με ένα τρόπο που οι ίδιοι θεωρούν ότι είναι ο καλύτερος. Ο Θεός, όμως, συχνά άπαντα στις δεήσεις τους με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο και όχι μ' αυτόν που θα ήθελαν ή θα φαντάζονταν.

Αν ζητάνε, για παράδειγμα, να τους χαρίσει ο Θεός ταπείνωση, φαντάζονται ότι σιγά-σιγά μέρα με τη μέρα η ταπείνωση υπό την ευεργετική επίδραση του Θεού θα μεγαλώνει στις καρδιές τους. Ο Κύριος όμως συχνά το κάνει με έναν διαφορετικό τρόπο· τους στέλνει ένα απροσδόκητο σκληρό χτύπημα το οποίο πληγώνει την υπερηφάνεια και τον εγωισμό τους και τους ταπεινώνει. Συχνά ο Θεός μας στέλνει κάποια ασθένεια και εμείς παραπονιόμαστε και καθόλου δεν σκεφτόμαστε ότι τις περισσότερες φορές αυτή είναι μια μεγάλη ευεργεσία του Θεού, είναι ίσως η απάντηση του Θεού στις προσευχές μας, με τις οποίες τον παρακαλούμε να δυναμώσει την πίστη μας.

Δεν γνωρίζετε ότι πολλές φορές ο Κύριος μας στέλνει φοβερές σωματικές ασθένειες και πληγώνει το σώμα μας για να μας δυναμώσει πνευματικά; Αυτό έγινε και με τον όσιο Ποιμένα τον Πολύαθλο, ο οποίος ασκήτευε στη μονή των Σπηλαίων και όλη τη ζωή του βρισκόταν στο κρεββάτι του πόνου υποφέροντας από μία αθεράπευτη ασθένεια και μ' αυτό τον τρόπο έφτασε στην αγιότητα. Άλλοι άνθρωποι, οι οποίοι δίνουν μεγάλη σημασία στα γήινα αγαθά, ζητάνε από τον Κύριο να αυξηθούν τα πλούτη τους. Και ο Κύριος τους απαντά με την καταστροφή των κτημάτων τους ή με πυρκαγιές και μ' αυτόν τον τρόπο τους αποστρέφει από την προσκόλληση στα γήινα και από τη φιλαργυρία και έτσι διορθώνει τις αποκλίσεις τους από τη σωστή οδό, την οποία μας διδάσκουν οι μακαρισμοί.

Ο Θεός φέρεται σε μας σαν σε πραγματικούς υιούς του, τους οποίους τιμωρεί για το καλό τους. Τις θλίψεις που μας στέλνει ο Κύριος εμείς πρέπει να τις υποδεχόμαστε έτσι όπως μας το λέει ο άγιος απόστολος Πέτρος: «Ταπεινώθητε ουν υπό την κραταιάν χείρα του Θεού, ίνα υμάς υψώση εν καιρώ» (Α' Πετρ. 5, 6). Αν δεν μπορούμε, παρ' όλες τις προσπάθειές μας, να κατανοήσουμε για ποιο λόγο μας στέλνονται από το Θεό οι θλίψεις, τότε ας ταπεινωθούμε κάτω από το δυνατό χέρι του Θεού και θα μας ανυψώσει στον κατάλληλο καιρό, για να καταλάβουμε τους δρόμους του με τους οποίους μας οδηγεί σ' αυτόν το σκοπό. Πρέπει με πολλή ταπείνωση και χωρίς τον παραμικρό γογγυσμό να δεχόμαστε όλες τις δοκιμασίες και τις θλίψεις, που μας στέλνονται από το Θεό, έχοντας την ταπεινή πεποίθηση ότι μ' αυτά ο Θεός μας κατευθύνει και όχι ότι ξεσπά επάνω μας την οργή του. Διότι ο ίδιος δια του στόματος του προφήτη Ησαΐα είπε: «Δεν είμαι πια μ' αυτό οργισμένος» (Ήσ. 27, 4). Ενώ εμείς, συνήθως, νομίζουμε ότι ο Κύριος είναι οργισμένος μαζί μας και γι' αυτό μας στέλνει τις θλίψεις. Όχι. Πάντοτε να θυμάστε ότι στο Θεό δεν υπάρχει οργή. «Ο Θεός αγάπη εστίν» (Α' Ιω. 4, 8). Και η τέλεια αγάπη είναι ξένη προς την οποιαδήποτε αδικία.

Αλλά πολλές φορές, όταν ο Θεός μας δίνει ένα σοβαρό χτύπημα, δια του οποίου μας ταπεινώνει για να μας υψώσει αργότερα, εμείς γογγύζουμε κατά του Θεού. Καταλαβαίνετε, όμως, πόσο βαριά αμαρτία είναι ο γογγυσμός κατά του Θεού; Όταν γογγύζουμε κατά του Θεού, αυτό σημαίνει ότι Τον θεωρούμε άδικο, θεωρούμε ότι Αυτός δεν μας φέρεται σωστά και θα έπρεπε να μας φερθεί κατά έναν διαφορετικό τρόπο. Όμως δεν είναι βαριά αμαρτία να κατηγορούμε το Θεό για αδικία και να Τον συκοφαντούμε; Βλέπετε, λοιπόν, πόσο βαριά αμαρτία είναι ο γογγυσμός κατά του Θεού. Γι' αυτό «εν φόβω τον της παροικίας υμών χρόνον αναστράφητε» (Α' Πέτρ. 1, 17). Πρέπει να προσέχουμε πολύ τα λάθη και τα εμπόδια στην πορεία μας προς τη Βασιλεία των Ουρανών. Αλλά περισσότερο απ' όλα τα αλλά πρέπει να φοβόμαστε να μην παραβαίνουμε τη μεγάλη εντολή του Χριστού: «Μη κρίνετε, ίνα μη κριθήτε» (Μτ. 7, 1). Και γογγυσμός κατά του Θεού δεν είναι μόνο κρίση του Θεού αλλά και κατάκρισή του.

Ας αφήσουμε την κρίση αυτή σ' εκείνους τους δυστυχείς ανθρώπους που εκούσια καταστρέφουν τον εαυτό τους. Τους οποίους ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός δεν τους διορθώνει ούτε τους τιμωρεί, επειδή είναι αδιόρθωτοι και αθεράπευτοι. Εμείς μόνο να ζητάμε την βοήθειά του για το δρόμο της σωτηρίας μας, να Τον δοξολογούμε και να Τον τιμούμε πάντοτε μαζί με τον άναρχο Πατέρα του και το Άγιο Πνεύμα. Αμήν.

("ΛΟΓΟΙ ΚΑΙ ΟΜΙΛΙΕΣ", Αγίου Λουκά Αρχιεπισκόπου Κριμμιας, τ. Α', εκδ. "Ορθόδοξος Κυψέλη", Θεσσαλονίκη)

κανείς απ’ τους ανθρώπους
Η αγάπη του Θεού κάνει τον αμαρτωλό όμοιο
μ’ εκείνον που δεν αμαρτάνει,
μη ζητάς τον τρόπο να έρευνας το πώς γίνεται,
αλλά να πιστεύεις στο θαύμα.
Λες στο Θεό, αμάρτησα, έχω πολλά και μεγάλα αμαρτήματα.
Σε ερωτώ: Ποιος είναι αναμάρτητος; Κανείς;
Αλλ’ εγώ, λέει ο ταπεινός, έχω φοβερά και μεγάλα αμαρτήματα.
Έχω αμαρτήσει πιο πολύ από κάθε άνθρωπο.
Ε.Π.Ε. 33,446

Ανάμνησις
ευεργεσιών και αχαριστία
Επειδή λοιπόν οι Ιουδαίοι φάνηκαν αχάριστοι,
κι ενώ ο Θεός τους ευεργετούσε, αυτοί λησμονούσαν τις ευεργεσίες,
γι’ αυτό με προσταγή του νομοθέτη τοποθέτησαν αυτά
μέσα στη χρυσή στάμνα, για να θυμούνται οι απόγονοι.
Ε.Π.Ε. 24,564

Αναμονή
για το τέλος
Περίμενε το τέλος και θα δεις αξιοκρατικά τη ζωή καθενός.
Μη ταράζεσαι πριν απ’ τον καιρό των βραβείων και των στεφάνων.
Ε.Π.Ε. 34,586

Ανάξιοι
των δωρεών του Θεού
Από παντού φαίνονται ανάξιοι για συγχώρηση διότι ακούνε,
κατανοούν τα λεγόμενα, αλλά δεν θέλουν να προσέλθουν στο Θεό.
Ε.Π.Ε. 17,366

στη θεία Κοινωνία
Όπως ακριβώς τότε οι στρατιώτες δεν κέντησαν την πλευρά,
για να πιουν από το λυτρωτικό αίμα, αλλά για να το εκχύσουν,
έτσι και όσοι ανάξια προσέρχονται,
τίποτε δεν ωφελούνται από το άγιο Ποτήριο.
Ε.Π.Ε. 18α,202

αλλά προσευχόμαστε
Ο μεν Παύλος φυσικό ήταν να προσεύχεται,
διότι είχε πολλή παρρησία προς το Θεό.
Εμείς όμως είμαστε γεμάτοι αισχύνη και δεν έχουν έχουμε παρρησία.
Όμως, αφού ταχτήκαμε ως ιερείς σ’ αυτό το έργο,
τελούμε τις προσευχές, καίτοι είμαστε ανάξιοι
και να στεκόμαστε εδώ (στο ναό).
Κανονικά ούτε η θέσις των τελευταίων μαθητών δεν μας αρμόζει.
Αλλ’ επειδή η χάρις ενεργεί και δι’ αναξίων, όχι για τους ίδιους,
αλλά για όσους πρόκειται να ωφελούνται, κάνουμε το καθήκον μας.
Ε.Π.Ε. 22,572-574

της τιμής
Εκπέσαμε απ’ την ελπίδα μας. Κατεβήκαμε απ’ το ύψος μας.
Φανήκαμε ανάξιοι της τιμής του Θεού, αγνώμονες.
Και μετά τις ευεργεσίες φανήκαμε αχάριστοι.
Ε.Π.Ε. 25,146

και δι’ αυτών ενεργεί η χάρις
Η χάρις του Θεού ενεργεί και δια μέσου αναξίων.
Αν στην Παλαιά ενήργησε και δια του Βαλαάμ,
πολύ περισσότερο στην Καινή και δι’ αναξίων (ιερέων).
Και φυσικά αυτό για όσους πρόκειται να ωφεληθούν απ’ τα μυστήρια.
Ε.Π.Ε. 25,168

ανεβήκαμε οι ανάξιοι
Εμείς οι ανάξιοι και για τη γη, ανεβήκαμε σήμερα στους ουρανούς.
Δεν ήμασταν άξιοι να εξουσιάζουμε στη γη,
κι όμως ανεβήκαμε στη βασιλεία των ουρανών. Ξ
επεράσαμε τους ουρανούς. Αγγίξαμε το θρόνο του Θεού.
Ε.Π.Ε. 36,208

(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, Τόμος Α΄, σελ. 181-182)

"Ψυχαί δικαίων εν χειρί Θεού, και ου μή άψηται αυτών θάνατος"
Μια μέρα ο Γέροντας μου είπε:-Να ξέρεις παιδί μου, ήθελα να σου μιλήσω
για την υγεία του πατέρα σου. Γνωρίζεις σε ποιά κατάσταση ευρίσκεται;
Η κατάστασή του είναι περισσότερο από επικίνδυνη! Θέλει ο Θεός και ζεί!
Αυτός τον κρατά στη ζωή. Η ζωή του κρέμεται από μιά λεπτή κλωστούλα
που είναι έτοιμη να κοπεί. Αυτό μπορεί να γίνει ανά πάσα στιγμή.
Ακόμη και σήμερα. Και εαν δεν γίνει σήμερα μπορεί να γίνει σε λίγες μέρες.
Όταν θελήσει ο Κύριος να τον καλέσει κοντά Του. Γιατί τον αγαπάει πολύ.
Είναι άγιος άνθρωπος και δε θέλει να τον βλέπει να υποφέρει τόσο πολύ.
Και ο πατέρας σου υποφέρει τρομερά!
Μην κοιτάς που δεν σας το λέει. Δε θέλει να σας στεναχωρήσει. Αυτός είναι ο λόγος.
Στεναχωρήθηκες πολύ. Το βλέπω. Όμως, εμείς οι Χριστιανοί δεν πρέπει
να στεναχωρούμεθα, ούτε πρέπει να μας τρομάζει ο θάνατος.
Γιατί τί νομίζεις ότι είναι ο θάνατος; Θάνατος είναι το μέσον,
είναι η πόρτα που περνάμε στην αιωνιότητα! Αυτός είναι ο θάνατος.
Και από την πόρτα αυτή θα περάσουμε όλοι. Αυτο είναι το μόνο βέβαιο.
Αρκεί να είμαστε προετοιμασμένοι. Οπότε κατά την ημέρα της Κρίσεως θα βρεθούμε
στα δεξιά του Χριστού μας. Εκεί θα ανταμώσουμε όλοι και θα απολαύσουμε
τα αγαθά του Παραδείσου. Εδώ δεν ήρθαμε για να μείνουμε αιώνια.
Ήρθαμε να δοκιμαστούμε και να φύγουμε για την αιώνια ζωή.
Μη θλίβεσαι, λοιπόν, για κάτι που είναι προδιαγεγραμμένο. Αυτό το γνωρίζουμε όλοι.
Και το περιμένουμε. Ανεξάρτητα εάν μερικοί δεν θέλουν να το συνειδητοποιήσουν
και λένε εδώ είναι η Κόλαση, εδώ και ο Παράδεισος. Αμ, δεν είναι έτσι.
Και το ξέρουν και οι ίδιοι που το λένε. Και κατά βάθος δεν το πιστεύουν ούτε οι ίδιοι.
Όταν, όμως, δεν θα έλθουν αντιμέτωποι με το θάνατο, τότε ποιός θα τους σώσει;
Δεν έχεις ακούσει στον πρώτο κίνδυνο που συναντούν, ακόμη και εκείνοι πού είναι,
ή ισχυρίζονται ότι είναι, άπιστοι, ποιόν καλούν σε βοήθεια; Δε φωνάζουν, Θεέ μου!
Παναγία μου! ή κάποιον Άγιο που θεωρούν προστάτης τους;
Τώρα, θα μου πείς, γιατί σου το είπα. Ε, να ευλογημένε, σε ξέρω πόσο ευαίσθητος
είσαι και θέλησα να σε προετοιμάσω...
Πήγαινε τώρα στο καλό και εγώ θα κάνω προσευχή για να σε ενισχύσει ο Κύριος.
Και κοίταξε. Μην πεις τίποτα στον πατέρα σου, ούτε σε κανέναν άλλον από τους δικούς σου.
Γιατί είσθε όλοι, που να σας πάρει η ευχή, υπερευαίσθητοι... [Κ 65π.]


(Ανθολόγιο Συμβουλών, Άγιος Πορφύριος, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σελ.196-197)

Η θυσία για το καλό του αρρώστου
Αν ζητούμε κάτι από τον Θεό, χωρίς να θυσιάζουμε και κάτι, δεν έχει αξία.
Αν κάθωμαι και λέω: «Θεέ μου, Σε παρακαλώ, κάνε καλά τον τάδε άρρωστο»,
χωρίς να κάνω κάποια θυσία, είναι σαν να λέω απλώς καλά λόγια.
Ο Χριστός θα δει την αγάπη μου, την θυσία μου, και τότε θα εκπληρώση το αίτημά μου,
αν βέβαια αυτό είναι για το πνευματικό καλό του άλλου.
Γι’ αυτό, όταν οι άνθρωποι σάς ζητούν να προσευχηθήτε για κάποιον άρρωστο,
να τους λέτε να προσευχηθούν και αυτοί ή τουλάχιστον να αγωνισθούν να κόψουν τα κουσούρια τους.
Μερικοί άνθρωποι έρχονται και μου λένε: «Κάνε με καλά, έμαθα ότι μπορείς να με βοηθήσεις».
Θέλουν όμως να βοηθηθούν, χωρίς οι ίδιοι να καταβάλουν καθόλου προσπάθεια.
Λές λ.χ. στον άλλον: «μήν τρως γλυκά, κάνε αυτήν την θυσία, για να σε βοηθήση ο Θεός»,
και σού λένε: «Γιατί; δεν μπορεί να με κάνη καλά ο Θεός;».
Δεν κάνουν μια θυσία για τον εαυτό τους, πόσο μάλλον να θυσιασθούν για τον άλλον.
Αλλος δεν τρωει γλυκά, για να βοηθήσει ο Χριστός όσους πάσχουν από ζάχαρο,
ή δεν κοιμάται, για να δωσει λίγο ύπνο ο Χριστός σ’ αυτούς που πάσχουν από αϋπνίες.
Έτσι συγγενεύει ο άνθρωπος με τον Θεό. Τότε ο Θεός δίνει την Χάρη Του.
Εγω, όταν μου λέει κάποιος πως δεν μπορεί να προσευχηθεί για κάποιον δικό του
που είναι άρρωστος, του λέω να κάνη και αυτός μια θυσία για τον άρρωστο.
Συνήθως του λέω να κάνη κάτι που θα είναι καλό και για την δική του υγεία.
Ήρθε κάποτε από την Γερμανία στο Καλύβι ένας πατέρας, που το κοριτσάκι του
είχε αρχίσει να παραλύη. Οι γιατροί το είχαν ξεγράψει. Ήταν ο καημένος τελείως απελπισμένος.
«Κάνε κι εσύ μια θυσία, του είπα, για την υγεία του παιδιού σου.
Να κάνης μετάνοιες, δεν μπορείς• να προσευχηθής, δεν μπορείς, εντάξει.
Πόσα τσιγάρα καπνίζεις την ημέρα;». «Τεσσεράμισι κουτιά», μου λέει.
«Να καπνίζης ένα κουτί, του λέω, και τα χρήματα που θα έδινες για τα υπόλοιπα
να τα δίνης σε κανέναν φτωχό». «Να γίνη, Πάτερ, καλά το παιδί, μου λέει, και εγω θα το κόψω
το τσιγάρο». «Έ, τότε δεν θα έχη αξία• τωρα πρέπει να το κόψης• πέταξε το τσιγάρο, του λέω.
Δεν αγαπάς το παιδί σου;». «Εγω δεν αγαπω το παιδί μου;
Από τον πέμπτο όροφο πετιέμαι κάτω για την αγάπη του παιδιού μου», μου λέει.
«Εγω δεν σού λέω να πεταχτής από τον πέμπτο όροφο κάτω, αλλά να πετάξης το τσιγάρο.
Αν κάνης μια παλαβωμάρα και πεταχτής από τον πέμπτο όροφο κάτω, θα αφήσης το παιδί σου
στον δρόμο κι εσύ θα χάσης την ψυχή σου. Εγω σού λέω να κάνης κάτι εύκολο.
Νά, πέταξε τωρα τα τσιγάρα!». Με κανέναν τρόπο δεν ήθελε να τα πετάξη.
Και τελικά έφυγε έτσι και έκλαιγε! Πως να βοηθηθή αυτός ο άνθρωπος; Ενω όσοι ακούν βοηθιούνται.
Μια άλλη μέρα ήρθε ένας που αγκομαχούσε από την πεζοπορία. Κατάλαβα ότι κάπνιζε πολύ
και του είπα: «Βρέ ευλογημένε, γιατί καπνίζεις τόσο; Θα πάθης κακό».
Μόλις ξελαχάνιασε και μπόρεσε να μιλήση, μου είπε: «Η γυναίκα μου είναι πολύ άρρωστη
και κινδυνεύει να πεθάνη. Σε παρακαλω, κάνε μια προσευχή να γίνη κανένα θαύμα.
Οι γιατροί σήκωσαν τα χέρια». «Την αγαπάς την γυναίκα σου;», τον ρωτάω. «Την αγαπω», μου λέει.
«Τότε γιατί δεν κάνεις κι εσύ κάτι, για να την βοηθήσης; Αυτή έκανε ό,τι μπορούσε,
οι γιατροί έκαναν ό,τι μπορούσαν, και τωρα έρχεσαι εδω, για να μου πής να κάνω κάτι και εγω,
να προσευχηθω, για να βοηθήση ο Θεός. Εσύ όμως τί έκανες, για να βοηθηθή η γυναίκα σου;».
«Τί μπορω να κάνω εγω, Γέροντα;», με ρωτάει. «Αν σταματήσης το κάπνισμα, του λέω,
η γυναίκα σου θα γίνη καλά». Σκέφθηκα ότι, αν ο Θεός δη ότι δεν συμφέρει πνευματικά
στην γυναίκα του να γίνη καλά, τουλάχιστον θα γλιτωση αυτός από το κακό που κάνει το τσιγάρο.
Ύστερα από έναν μήνα ήρθε χαρούμενος να με ευχαριστήση.
«Γέροντα, σταμάτησα το κάπνισμα, μου είπε, και η γυναίκα μου έγινε καλά».
Μετά από ένα διάστημα ξαναήρθε αναστατωμένος να μου πη ότι ξανάρχισε κρυφά να καπνίζη
και η γυναίκα του έπεσε πάλι βαριά άρρωστη. «Το φάρμακο τώρα το ξέρεις, του είπα. Κόψε το τσιγάρο».

(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ. 227-230)

Από το Βίο του…

«επάλαισε με πολλούς πειρασμούς για την δικαιοσύνη και διεφύλαξε έως το τέλος αήττητο το μαρτύριο της συνειδήσεώς του» (εκδ. ΕΠΕ, τ. 19Α, σ. 105).

«Σε μία έρημη τοποθεσία, όπου υψώνεται και η στήλη του καταδικασμένου δελφινιού, άφησαν τον άγιο μόνον του χωρίς να φροντίσουν ούτε για την τροφή της ημέρας. Ο μακαριότατος Συμεών, όταν είδε ότι νίκησε η μανία του συγκέλλου (Επισκόπου, εχθρού του) και πραγματοποίησε το φθονερό του βούλευμα, ευχαριστεί χωρίς μεμψιμοιρίες τον Θεό που έτσι επέτρεψε να ρυθμιστεί η τύχη του. Γι’ αυτό τριγυρίζοντας επάνω στο τραχύτατο εκείνο βουνό, έψαλλε με ευθυμία λέγοντας· "με την φωνή μου έκραξα προς τον Κύριο, με την φωνή μου εδεήθηκα προς τον Κύριο" (Ψαλμ. 141)» (τ. 19Α, σ. 199).

«Έστειλε πάλι επιστολή και περισσότερο δεχόταν εκείνος από αυτόν τις πληγές στην καρδιά και λέγει στην επιστολή. "Καλούς στεφάνους προσέθεσε πάλι στους στεφάνους μου ο καλός Στέφανος (ο εχθρός του Επίσκοπος που τον έστειλε εξορία) και δεσπότης μου. Αλλά τι να σου ανταποδώσουμε για όσα κινούμενος από αγαθή διάθεση έκανες σ’ εμάς τους ταπεινούς και κάνεις, και γνωρίζω ότι πάλι θα κάνης, ευεργετώντας μας καθημερινώς επί επτά ήδη έτη; Τι να απολογηθούμε λοιπόν σε σένα που σε τέτοια πράγματα είσαι σπουδαίος και γνωρίζεις να προσφέρης γενναιωδώρως στους φίλους τα γλυκά σου φάρμακα; Αλλά σε παρακαλούμε μη σταματήσης την επιχείρησί σου, μη καταπαύσης τα έργα σου, πρόσθεσε, αν σου αρέση, σ’ αυτά όσα με την επίτασι καθιστούν ακόμη γλυκυτέρους τους πόνους μου. Μου αύξησες το φως, την χαρά, την γλυκύτητα, τα οποία αναβλύζουν μέσα μου δια της ειρήνης των λογισμών την άρρητη ευφροσύνη του πνεύματος· είθε να μου τα αυξήσης ακόμη περισσότερο, πράττοντας τα δικά σου, και να μας ενώσης με τον Θεό, χάριν του οποίου υποφέρω τα πάντα προθύμως και για τον οποίο, όπως βλέπεις, μου έχει επιβληθή από σε, αυτή η αλυσίδα της εξορίας. Χαίρε. Προς τον πανίερο και άγιο δεσπότη μου ο εξ αιτίας σου εξόριστος και γενόμενος γυμνός από τα υπάρχοντά μου Συμεών ο δικός σου".» (τ. 19Α, σ. 207).

Από τη διδασκαλία του….

«σε κάθε στενοχώρια και θλίψη και νομιζόμενη κακοπάθεια έβλεπα τη χαρά και ευφροσύνη να υπερεκβλύζει μέσα μου δια της αποκαλύψεως και παρουσίας του προσώπου του (Χριστού), ώστε να εκπληρώνεται καθαρά μέσα μου το ρητό του Παύλου που λέγει, "η πρόσκαιρη ελαφριά θλίψη γίνεται πρόξενη σε μας βάρους δόξας", και του Δαβίδ που λέγει "με τη θλίψη με επλάτυνες", ώστε από τώρα να μη θεωρώ τίποτε τις επερχόμενες θλίψεις και τους πειρασμούς σε σύγκριση με την όχι μέλλουσα, αλλά αμέσως αποκαλυπτόμενη δια του αγίου Πνεύματος δόξα του Ιησού Χριστού. Με τη μετοχή και θέα αυτής της δόξας δεν θεωρούσα τίποτε και τις θανάσιμες ακόμα ασθένειες και κάθε άλλη περισσότερο ανυπόφορη οδύνη που προκαλείται στους ανθρώπους δια των πόνων, λησμονώντας κάθε οδύνη και λύπη του σώματος, τόσο ελαφρό θεωρούσα απ’ αυτό το φορτίο των εντολών του Κυρίου και τόσο χρηστόν τον ζυγό του Κυρίου· και όταν από κάποια αιτία δεν εύρισκα ν’ αποθάνω υπέρ αυτού συντόμως, εγέμιζα, πιστεύσατέ με, αφόρητη λύπη» (τ. 19Γ, σ. 133).

«και σεις οι ίδιοι, αν θέλετε, πάσχοντας και τιμωρούμενοι υπέρ του Χριστού, μπορείτε να μαρτυρήσετε σαν εκείνους καθημερινώς, όχι μόνο ημέρα αλλά και νύκτα και κάθε ώρα. Και πώς θα γίνει αυτό; αν και σεις παραταχθείτε εναντίον των ολεθρίων δαιμόνων, αν αντιστέκεστε πάντοτε κατά της αμαρτίας και του θελήματός σας. Πράγματι εκείνοι αγωνίζονταν προς τυράννους, ενώ εμείς έχομε αγώνα προς τους δαίμονες και τα ολέθρια πάθη της σάρκας, τα οποία επιτίθενται τυραννικώς στις ψυχές μας κάθε ημέρα και νύκτα και ώρα και μας εκβιάζουν να πράξομε πράγματα που δεν αρμόζουν στην θεοσέβεια και παροργίζουν τον Θεό. Αν λοιπόν σταθούμε απέναντι σ’ αυτά και δεν γονατίσομε στη Βάαλ και δεν πεισθούμε στις συστάσεις των πονηρών δαιμόνων ούτε υπηρετήσομε τη σάρκα φροντίζοντας για τις επιθυμίες της , τότε εύλογα κι’ εμείς θα είμαστε μάρτυρες, αγωνιζόμενοι προς την αμαρτία, έχοντας δηλαδή στη μνήμη μας τους μάρτυρες και τα αφόρητα κτυπήματα που υπέστησαν και πολεμώντας γι’ αυτό κατά του διαβόλου, αλλ’ επίσης αποβλέποντας, και προς τους πόνους εκείνων και σκεπτόμενοι πόσο υστερούμε εμείς από την άθληση εκείνων και στενάζοντας από ψυχή, θ’ αξιωθούμε τα ίδια στεφάνια μ’ εκείνους, αν όχι κατά την ποσότητα, τουλάχιστο κατά την ποιότητα, σύμφωνα με την άνωθεν αγαθότητα του Θεού προς εμάς, και θα είμαστε αν όχι ίσοι κατά την παρρησία προς εκείνους, αλλά πάντως ίσοι στην υπομονή και την ευχαριστία για τα δεινά των πόνων. Εκείνοι σώθηκαν από τα έργα και τους πόνους της αθλήσεως, εμείς ελπίζομε να σωθούμε από έργα και πόνους ασκήσεως και γενικά από τη φιλανθρωπία και χάρη του Δεσπότη· εκείνοι από ίδρωτες και αγώνες μαρτυρικούς, εμείς από δάκρυα και αγώνες ασκητικούς· εκείνοι από τη χύση του αίματός των, εμείς από την εκκοπή του θελήματός μας, με το να επιμένομε πάντοτε και να έχομε μέσα μας την θανατική καταδίκη και να δεχόμαστε κάθε ώρα το θάνατο, εκτείνοντας το λαιμό μας πρόθυμα για να πεθάνομε για κάθε εντολή του Δεσπότη μας Θεού αντί να δεχθούμε να την παραβούμε έστω και μ’ ένα απλό λόγο» (τ.19Γ, σελ. 151-153).

«Διότι, όπως ακριβώς ο χρυσός που έχει σκουριάσει σε βάθος δεν είναι δυνατό αλλιώς να καθαρισθεί καλά και να επανέλθει στην λαμπρότητά του, παρά μόνο εάν ριχτεί στη φωτιά και χτυπηθεί πολλές φορές με τα σφυριά, έτσι και η ψυχή που διαβρώθηκε με τον ιό της αμαρτίας και αχρηστεύθηκε σε βάθος, δεν μπορεί με άλλον τρόπο και να καθαριστεί και να ξαναπάρει το αρχαίο κάλλος της, παρά μόνο εάν παλέψει με πολλούς πειρασμούς και εισέλθει στο χωνευτήρι των θλίψεων» (τ. 19Δ, σελ. 51-53).

«Αυτός όμως, που μετά το δόσιμο των πάντων στους φτωχούς, υπομένει τις θλίψεις με ευχαρίστηση της ψυχής και δείχνει καρτερία στα δεινά, αισθάνεται κάθε πικρία και τους οδυνηρούς πόνους και έχει ασφαλή τον λογισμό τώρα, και στο μέλλον θα έχει μεγάλη την ανταπόδοση, επειδή μιμήθηκε τα πάθη του Χριστού και τον ανέμενε με υπομονή κατά τις ημέρες που έρχονταν οι πειρασμοί και οι θλίψεις» (τ. 19Δ, σ. 55).

«(μιλά σε νέο μοναχό κατά την κουρά του) Πρέπει όμως ν’ αποβάλεις και το ίδιο το φρόνημα της σάρκας, όπως πριν από λίγο τους χιτώνες, και σύμφωνα με τη στολή, που ντύθηκες για τον Χριστό, ν’ αποκτήσεις τους τρόπους της ψυχής και κυρίως το πνευματικό σου φρόνημα. Και ακόμα να ντυθείς τον φωτεινό χιτώνα με τη μετάνοια, ο οποίος είναι το ίδιο το Πνεύμα το άγιο. Και αυτό δεν γίνεται αλλιώς, παρά με την επίμονη εργασία των αρετών και την υπομονή των θλίψεων. Διότι, όταν θλίβεται η ψυχή από τους πειρασμούς κινείται σε δάκρυα, και τα δάκρυα τότε, καθαρίζοντας την καρδιά, την κάμνουν ναό και οικητήριο του αγίου Πνεύματος. Διότι για τη σωτηρία και την τελειότητα δεν αρκεί μόνο η περιβολή του σχήματος και ο εξωτερικός στολισμός του σώματος, αλλ’ είναι ανάγκη να στολίσομε, όπως τον εξωτερικό, έτσι και τον εσωτερικό μας άνθρωπο με την περιβολή του αγίου Πνεύματος και να θυσιάσομε τελείως τους εαυτούς μας κατά την ψυχή και το σώμα στον Θεό» (τ. 19Δ, σελ. 55-57).

«(η ψυχή) να πενθεί κάθε ημέρα και να προσελκύει προς τον εαυτό της με την προσευχή το φως του Πνεύματος, τα οποία συνήθως κατορθώνονται με θερμότατη μετάνοια, αφού καθαρισθεί η ψυχή με πολλά δάκρυα, χωρίς τα οποία ούτε ο χιτώνας της μπορεί ποτέ να καθαρισθεί, ούτε είναι δυνατό σε ύψος θεωρίας ν’ ανεβασθεί. Όπως δηλαδή ένα ιμάτιο που μολύνθηκε σε βάθος από λάσπη και κοπριά δεν υπάρχει άλλος τρόπος να καθαρισθεί, παρά μόνο με πολύ ύδωρ και πολλές πιέσεις με τα πόδια, έτσι και ο χιτώνας της ψυχής που μολύνθηκε από τον βούρκο και την κοπριά των αμαρτωλών παθών, δεν μπορεί αλλιώς να καθαρισθεί, παρά με πολλά δάκρυα και υπομονή στους πειρασμούς και τις θλίψεις» (τ. 19Δ, σελ. 57-59).

«Δε νιώθω εγώ χτυπήματα, κι ούτε φωνές ακούω, δε με φοβίζει ο θάνατος, τον έχω ξεπεράσει. Τι είναι η θλίψη τ’ αγνοώ, κι ας με λυπούν οι πάντες, πίκρα μου γίνονται οι ηδονές, όλα τα πάθη φεύγουν, και βλέπω φως παντοτινά τη νύχτα και τη μέρα» (τ. 19Ε, 229 στιχ., σελ. 105-109).

«Είναι για με σημαντικό, πάνω από κάθε ελπίδα, που μέτοχο της δόξας σου της άρρητης με κάνει, τα πάθη σου ότι κοινωνώ, τα έργα σου πως μιμούμαι κι έρχεται κι η ταπείνωση τη θέωση για να δώσει σ’ όλους αυτούς που ξέροντας θερμά την κυνηγούνε. Ω Κύριέ μου, σ’ ευχαριστώ που άδικα μάλλον πάσχω, κι αν πάσχω δίκαια ας είναι για εξόφληση πταισμάτων, για κάθαρση αμέτρητων σφαλμάτων μου, Χριστέ μου. Και μην αφήσεις κάποτε να με πλακώσουν πόνοι, Κύριε, που δεν τους μπορώ, ή πειρασμοί είτε θλίψεις, αλλά δίνε μου πάντοτε τη λύτρωση από τούτα και δώσε μου τη δύναμη τις λύπες να υποφέρω» (τ. 19 ΣΤ, 155 στιχ., σελ. 58-69).

«"Που ‘ναι ο Χριστός σου; ας μην πει (ο Διάβολος στο Συμεών), που ’ναι ο βοηθός σου; Ο ίδιος δεν σε παρέδωσε στα χέρια τα δικά μου;". Κι αν μ’ απατήσει, ακόμα κι αν αιχμάλωτο με λάβει, στην προαίρεσή μου βέβαια κι ούτε στη ραθυμία δε θα το αποδώσει αυτό, αλλά θα το αναθέσει στο ότι μ’ εγκατέλειψες και τέτοια θα μου ψάλει· "Κοίταξε αυτόν όπου έλπισες, κοίτα σε ποιον επήγες, κοίτα ποιος σ’ αγαπά έλεγες και ποιος πώς σ’ αγκαλιάζει, και φίλο εσένα κι αδελφό και γιό και κληρονόμο καυχιόσουν πως σε πρόβαλλε, πως σ’ έχει αφήσει τώρα και πως στα χέρια εμέ του εχθρού σου σ’ έχει παραδώσει κι άξαφνα σ’ αποστράφηκε κι αίφνης σ’ έχει μισήσει". Ν’ ακούσω τέτοια λόγια μη, Σωτήρα μου, επιτρέψεις, και μην αφήσεις να γινώ, Θεέ μου, τ’ όνειδός σου» (τ. 19ΣΤ, σ. 209).

ΠΡΟΣΘΗΚΗ (τα παρακάτω, υπάρχουν και στο θέμα «Αγάπη». Παρατίθενται και εδώ διότι σχετίζονται άμεσα και με το θέμα «Θλίψεις»):

«Όταν κάποτε τελείωσε η πρωινή δοξολογία καθώς άρχισε κατά την συνήθειά του ο μακάριος να κατηχή τους μαθητάς και σύμφωνα με την παραίνεσι του αποστόλου να νουθετή, να ελέγχη, να παρηγορή, ξαφνικά κάπου τριάντα από τους μοναχούς διαρρηγνύοντας τα ιμάτιά τους, όπως παλαιά οι γύρω από τον Άννα και Καϊάφα, κινήθησαν με άναρθρες κραυγές και φονικές διαθέσεις, διετάραξαν όλη την εκκλησία, και εσήκωσαν αυθαδώς τα άνομα χέρια τους κατά του πατρός των, για να τον συλλάβουν και τον διασπαράξουν σαν θηρία. Αυτός δε, μόλις είδε την αλλαγή των και την αποξένωσί τους από τον διδάσκαλο και πατέρα τους, έδεσε τα χέρια του και εσήκωσε την σκέψι τoυ προς τον ουρανό· με αυτόν τον τρόπο έμεινε επί τόπου ακίνητος χαμογελώντας και ατενίζοντας χαρούμενα προς τους μιαρούς. Καθώς δε ώρμησαν εναντίον του και με τις άναρθρες κραυγές και βλασφημίες επέδειξαν μανία και αναίδεια σκύλων που υλακτούσαν, εμποδίσθηκαν άνωθεν να επιβάλουν επάνω του τα άνομα χέρια διότι η χάρις που ενοικούσε στον Συμεών τους εκρατούσε μακριά και τους απέπεμπε. Απορώντας δε τι να πράξουν, εξέρχονται τρέχοντος από την εκκλησία και, αφού έσπασαν τα κλείθρα της πύλης του μοναστηριού, εγκαταλείποντας μόνον τον μακάριο μαζί μ’ εκείνους που εζούσαν μ’ ευλαβική διαγωγή. Καθώς δε επέρασαν άοπλοι την πρώτη πύλη της μεγάλης του Θεού Εκκλησίας και άρχισαν να ενοχλούν με τις κραυγές τον αρχιερέα —που ήταν ο Σισίννιος— από κάτω, τους εκάλεσε ο πατριάρχης και, αφού έμαθε την αιτία της ταραχής και την εκ μέρους των ραδιουργία κατά του αγίου, τους απέδωσε δεινή μανία, και εκάλεσε την επομένη ημέρα τον άγιο. Όταν λοιπόν ο μακάριος εισήλθε με σεμνό ήθος και ιλαρό παρουσιαστικό προς αυτόν, ο πατριάρχης ερωτά για την αιτία της εναντίον του μανίας των μοναχών. Όταν δε εκείνος διηγήθηκε με τον νόστιμο χαριτωμένο λόγο όλα τα σχετικά προς την συνηθισμένη ομιλία και κατήχησι και έπειτα, τα της αναιδείας και της φονικής εξορμήσεώς των, και πώς έφυγαν συντρίβοντας τα κλείθρα και τους μοχλούς των πυλών, ο πατριάρχης εξεπλάγη και αντιλαμβανόμενος τον φθόνο και την μανία των ασυνέτων, καταλήφθηκε από δίκαιο θυμό και τους κατεδίκασε όλους σε εξορία. Εάν βέβαια ήταν κάποιος άλλος αυτός που έπαθε αυτά από εκείνους, δεν θα ικανοποιώταν από την απόφασι; Δεν θα ευφραινόταν κατά τον βιβλικό λόγο, όταν είδε τέτοια καταδίκη; Δεν συνέβηκε όμως αυτό στον καλό ποιμένα και ακριβέστατο μιμητή του πρώτου ποιμένος. Όταν δηλαδή είδε τους φύλακες έτοιμους να συλλάβουν τους αποστάτες, πίπτει πρηνής και εγγίζει τα πατριαρχικά εκείνα πόδια ο ηγούμενος με την ευαίσθητη ψυχή, την οποία προσφέρει υπέρ των προβάτων του, και με θρήνους ζητεί συγγνώμην. Ο πατριάρχης κάμπτεται με δυσκολία και λόγω των παρακλήσεων ανακαλεί την απόφασι περί εξορίας, δεν τους επιτρέπει όμως να εισέλθουν πάλι στην μονή. Αμέσως λοιπόν απελαύνονται όλοι από την εκκλησία και γεμάτοι μανία σκορπίζονται ακολουθώντας ο καθένας το θέλημά του. Άλλοι κατατάχθηκαν ανάμεσα στα κατηχουμενεία των εκκλησιών, άλλοι ερρίφθηκαν σε άλλες μονές, όσοι δε ανήκαν στην κατώτερη και ευτελέστερη μοίρα διασκορπίσθηκαν όπου έτυχε ο καθένας, εδώ κι εκεί. Τι έπραξε λοιπόν ο ποιμήν ο καλός; Eπιστρέφει μόνος του στο μοναστήρι, σπαρασσόμενος εσωτερικά για την στέρησι των προβάτων του Χριστού και χύνοντας άφθονα δάκρυα. Και, παρακαλώ, παρατηρήσατε ακεραιότητα άγιας ψυχής και ανεξικακία δικαίου ανδρός. Eπειδή δεν υπέφερε να βλέπη αδειανή την αυλή των προβάτων, τι κάμνει ο καθ’ όλα σοφός και γενναίος, για να συμφιλιώση το ποίμνιο προς τον εαυτό του και τον Θεό και να το συναθροίση κοντά του; Ερευνά για τους τόπους της πόλεως όπου εζούσε ο καθένας τους κατά την θέλησί του. Όταν τους έμαθε, στέλλει στον καθένα τα απαιτούμενα για την συντήρησί του, συνοδεύοντας την προσφορά με παρηγορητικούς λόγους που εμάλασσαν την καρδιά τους. Καθώς αυτό εγινόταν επί πολλές ημέρες και ο πραγματικά καλός ποιμήν ερχόμενος με ταπεινή εμφάνισι, εκαθόταν μαζί με τον καθένα τους, τους απηύθυνε λόγια αγάπης και εζητούσε την επιστροφή τους μαζί με την συγγνώμη, σαν να τους είχε αδικήσει μάλλον παρά να είχε αδικηθή από αυτούς· με διδακτικούς λόγους εμαλάκωσε την στυγνότητα και σκληρότητα της καρδιάς τους. Έτσι σε σύντομο χρόνο τους συνάθροισε όλους ο καλός ποιμήν, που εισήλθε στην αυλή των προβάτων δια της θύρας του Ιησού και δεν ανέβηκε σ’ αυτήν από άλλο σημείο, και εγέμισε πάλι την αυλή του με τα ήμερα πρόβατα που προ ολίγου είχαν αγριεύσει» (τ.19Α, σελ.97-101).

«άλλοτε μεν τον έπλυναν με ύβρεις και λοιδορίες και τον ονείδιζαν πικρά, μερικές φορές εσήκωναν και χέρια επάνω του, αν και ήταν γέρων και αδύνατος ήδη, και τον έρριπταν κατά γης (ώ, πόση ανοχή και πόση άφατη μακροθυμία έχεις, Χριστέ) με φονικό χέρι, άλλοτε δε ελιθοβολούσαν τον δίκαιο. Ένας από αυτούς μάλιστα κάποια φορά έλαβε λίθο, όσον μεγάλο μπορούσε να χωρέσει το χέρι του, και τον πετά δυνατά προς τον τόπο, όπου συνήθιζε να κάθεται ο άγιος και να γράφη τα λόγια της θείας χάριτος. Ο λίθος, αφού συνέτριψε το υαλωτό, διέρχεται κατά του μήνιγγος του αγίου, και πέφτει αντίκρυ από την όψι του και με μόνο το ορμητικό κτύπημα εγέμισε ζάλη το σεβαστό κεφάλι του· αν είχε κτυπήσει σ’ αυτό κατά την φορά του, τίποτε δεν θα εμπόδιζε να στείλη τον άγιο την ίδια στιγμή στον θάνατο. Τι πράττει λοιπόν τότε ο μιμητής του ειπόντος, «να μη ανταποδώσης κακό για κακό»; Αντάμειψε με αγαθά τόσο αυτόν όσο και όλους τους άλλους που τον κακοποιούσαν· γι’ αυτό φωνάζει με γαλήνια λαλιά τον μαθητή του Συμεών και λέγει· «βλέπεις την εναντίον μας απειλή, αδελφέ;» και του υπέδειξε τον λίθο. «Αλλά πήγαινε και σβήσε τον εναντίον μας θυμό του ανθρώπου με το έλεος της φιλανθρωπίας, χορηγώντας σ’ αυτόν αφθόνως τα αναγκαία για την θεραπεία από το υστέρημά μας» (τ.19Α, σ.231).

(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)

(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)

katafigioti

lifecoaching