Μητροπολίτου Νέας Σμύρνης κ. Συμεών
«Ο Πνευματικός Πατήρ, Η πνευματική πατρότης υπό το φως της ορθοδόξου παραδόσεως»
Εκδ. Ι. Μητροπόλεως Καλαβρύτων & Αιγιαλείας, Αίγιον 1995
Α. Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΘΕΣΜΟΥ
1. Η σημασία τού θεσμού
Κάθε άνθρωπος έxει τον κατά σάρκα πατέρα του. εκείνον στον οποίο οφείλει την έλευσή του στη ζωή. Ο χριστιανός όμως εκτός από το φυσικό πατέρα του έχει και πνευματικό πατέρα. Αυτόν που τον αναγέννησε πνευματικά, που τον εισήγαγε στην εν Χριστώ ζωή και που τον κατευθύνει στο δρόμο της σωτηρίας. Η φυσική γέννηση μας φέρνει στη ζωή. Μας εντάσσει στην ανθρώπινη κοινότητα. Και η εν Χριστώ αναγέννησή μας - μια αλλιώτικη γέννα - μας εισάγει στην κοινωνία της Εκκλησίας και μας χαρίζει τη δυνατότητα νά ζήσουμε τη ζωή του Χριστού.
Στήν πρώτη Εκκλησία, όπου οι πιστοί -στην πλειονότητά τους σχεδόν- λάμβαναν το βάπτισμα σέ ώριμη ηλικία, πνευματικός πατέρας γιά κάποιον χριστιανό ήταν ο εκκλησιαστικός ποιμήν εκείνος που τον κατηχούσε, του παρείχε το βάπτισμα και στη συνέχεια τον χειραγωγούσε στ ηv εν Χριστώ ζωή. Σήμερα, πού όλοι σχεδόν λαμβάνουμε το βάπτισμα σε νηπιακή ηλικία, πνευματικός πατέρας ενός xριστιανού συxνά δεν είναι ο ιερεύς που τον βάπτισε, αλλά εκείνος που σε κάποια στιγμή της ζωής του τον οδήγησε στην ενσυνείδητη πίστη και τον κατευθύνει στη συνεπή χριστιανική ζωή.
Το παράδειγμα του αποστόλου Παύλου μας επιτρέπει να δούμε το μυστήριο της πνευματικής πατρότητας σε όλη του την πνευματική ομορφιά. Ο Παύλος είναι ο πνευματικός πατέρας τών χριστιανών τής Κορίνθου, όπως καί πολλών άλλων πόλεων.
Απευθυνόμενος προς τους χριστιανούς της Κορίνθου, γράφει: «Ουκ εντρέπων υμάς γράφω ταύτα, αλλ' ως τέκνα μου αγαπητά νουθετώ. Εάν γαρ μυρίους παιδαγωγούς έxητε εν Xριστώ, αλλ' ου πολλούς πατέρας. εν γαρ Xριστώ Ιησού διά του ευαγγελίου εγώ υμάς εγέννησα» (Α' Κορ. 4, 14).
Ο Παύλος, λοιπόν, για τους χριστιανούς της Κορίνθου δεν ήταν απλώς ο παιδαγωγός και ο δάσκαλος εν Xριστώ, αλλά ο πατέρας. Αυτός που τους είxε αναγεννήσει πνευματικά. Αυτός που τους είxε εισαγάγει στην oικογένεια των λυτρωμένων. Η αποστολική του καρδιά φλεγόταν από την αγάπη για τα πνευματικά του παιδιά. Και αυτή η εν Xριστώ πατρική αγάπη αποτελούσε τήν κινητήρια δύναμη των αποστολικών φροντίδων του. ΄Ηθελε να τους μεταδώσει όxι μόνο το Ευαγγέλιο αλλά και την ψυxή του (Α' Θεσσ. 2, 8). Αγωνιζόταν με πόνο να μορφώσει μέσα τους το Xριστό (Γαλ. 4, 19). Δεν σταματούσε να νουθετεί «ένα έκαστον» και «μετά δακρύων», επιδιώκοντας την πνευματική τους οικοδομή και τη σταθεροποίησή τους στην εν Xριστώ ζωή (Πράξ. 20, 31. Εφ. 4,12-16).
Η παύλεια αυτή αντίληψη για το περιεxόμενο και τη σημασία της πνευματικής πατρότητας διαπερνά ολόκληρη την ορθόδοξη πνευματική παράδοση. Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, ένας από τους πλέον γνησίους φορείς της, στον οποίο θα αναφερθούμε συxνά, γράφει σε ένα πνευματικό του τέκνο:
Συνελάβομεν σε διά διδασκαλίας, ωδινήσαμεν διά μετανοίας, απετέκομεν δέ σε δι' υπομονής πολλής και οδυνών και πόνων σφοδρών και καθημερινών δακρύων» (Επιστ. 3, 1-3). Καθώς παρατηρούμε, η πνευματική γέννηση παραλληλίζεται προς τη φυσική γέννηση και όπως η δεύτερη έτσι και η πρώτη περιλαμβάνει τρία στάδια: τη σύλληψη, την κυοφορία και τον τοκετό.
Στήν καλύτερη κατανόηση του ρόλου του πνευματικού πατέρα μας βοηθούν και δύο άλλες εικόνες που συναντούμε συxνά στα κείμενα των αγίων Πατέρων μας. H πρώτη είναι αυτή της αναβάσεως σ' ένα δύσβατο ψηλό βουνό. Αυτός που για πρώτη φορά επιxειρεί να αναρριxηθεί, xρειάζεται να ακολουθήσει ένα συγκεκριμένο μονοπάτι. πρέπει να έχει μαζί του ως συνοδίτη καί οδηγό κάποιον που να έχει ξανανεβεί και να γνωρίζει το δρόμο. Αυτός ακριβώς είναι ο ρόλος του πνευματικού πατέρα. συνοδίτης και οδηγός στην πνευματική μας πορεία, στην εν Χριστώ ζωή μας. Η δεύτερη εικόνα είναι από τον χώρο της φυσικής ασκήσεως του σώματος, από τον χώρο του αθλητισμού. ΄Ολοι όσοι αθλούνται σε οποιοδήποτε άθλημα έχουν ανάγκη από έναν έμπειρο οδηγό, τον προπονητή, που τους εισάγει στα μυστικά του αθλήματος και τους κατευθύνει με πολλή φροντίδα κατά τη διάρκεια των προπονήσεων. Ανάλογη είναι και η αποστολή του πνευματικού πατέρα: Γνώστης ο ίδιος εκ πείρας της εν Χριστώ ζωής αναλαμβάνει να μυήσει σ' αυτήν τα πνευματικά του παιδιά.
2. Πώς διαμορφώθηκε μέσα στην ιστορική πορεία της Εκκλησίας
Καθώς ο χρόνος κυλούσε και οι θεσμοί της Εκκλησίας αναπτύσσονταν, έτσι ρίζωσε και αναπτύχθηκε και ο θεσμός της πνευματικής πατρότητας. Ο χώρος στον οποίο καλλιεργήθηκε περισσότερο υπήρξε βεβαίως η έρημος. Ο χώρος του μοναχισμού. Και όπως και άλλα στοιχεία, έτσι και ο θεσμός αυτός στη συνέχεια επεκτάθηκε και διαπότισε την πνευματική ζωή ολόκληρης της Εκκλησίας.
Σε όλους μας είναι γνωστοί οι όροι που συναντούμε στην ασκητική γραμματεία: «αββάς» και «γέρων» στην ελληνόφωνη παράδοση, «στάρετς» στη γλώσσα των ομοδόξων Ρώσων αδελφών μας.
«Τί είναι αυτό που παρακινεί κάποιον να ενεργεί ως γέροντας; Πώς και απο ποιόν τοποθετείται;». Το ερώτημα αυτό θέτει ένας από τους αξιολογωτέρους θεολόγους της ορθοδόξου Διασποράς, ο επίσκοπος Κάλλιστος Ware, προκειμένου να τονίσει στην απάντηση που δίνει τον χαρισματικό χαρακτήρα της πνευματικής πατρότητας (Η εντός ημών Βασιλεία, «Ακρίτας», Αθήναι 1994, σ. 117). Απο την απάντησή του σας μεταφέρω τις (βασικότερες θέσεις του:
«Ο πνευματικός πατέρας. ή γέροντας είναι ουσιαστικά μια «χαρισματική» και προφητική μορφή, που έχει αναλάβει αυτό το λειτούργημα με την άμεση ενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Δεν τον χειροθετεί χέρι ανθρώπου, αλλά το χέρι του Θεοϋ. Είναι έκφραση της Εκκλησίας ως «γεγονότος», και όχι της Εκκλησίας ως καθιδρύματος.
Ωστόσο δεν υφίσταται καμία διαχωριστική γραμμή μεταξύ του προφητικού και του καθιδρυματικού στοιχείου στη ζωή της Εκκλησίας. το καθένα αναπτύσσεται μέσα από το άλλο και συμπλέκεται μαζί του. ΄Ετσι το λειτούργημα των γερόντων, χαρισματικό καθαυτό, σχετίζεται με μια σαφώς καθορισμένη λειτουργία μέσα στο ιδρυματικό πλαίσιο της Εκκλησίας, με αυτή του ιερέα-εξομολόγου...
Αν και το μυστήριο της εξομολόγησης είναι σίγουρα μια κατάλληλη ευκαιρία για πνευματική καθοδήγηση, όμως το λειτούργημα του γέροντα δεν ταυτίζεται με αυτό του εξομολόγου. Ο γέροντας συμβουλεύει όχι μόνο κατά την εξομολόγηση, αλλά σε πολλές άλλες περιπτώσεις. είναι αλήθεια πως ενώ ο εξομολόγος πρέπει πάντοτε να είναι ιερέας, γέροντας μπορεί να είναι ένας απλός μοναχός...
Αν όμως ο γέροντας δεν χειροτονείται, ούτε τοποθετείται με την ενέργεια της επίσημης ιεραρχίας, πώς φθάνει στο σημείο να αναλαμβάνει ένα τέτοιο λειτούργημα;... Μέσα στη συνεχή ζωή της χριστιανικής κοινότητας, γίνεται σαφές στον πιστό λαό του Θεού-στον αληθινό φύλακα της Ιεράς Παραδόσεως- πως αυτό ή εκείνο το πρόσωπο έχει τη δωρεά της πνευματικής πατρότητας ή μητρότητας. Κατόπιν μ'έναν ελεύθερο και ανεπίσημο τρόπο οι άνθρωποι αρχίζουν να τον ή την πλησιάζουν για συμβουλές ή καθοδήγηση» (ο.π.,σσ.117-119).
3. Η αποστολή του πνευματικού Πατέρα
Ποιο ακριβώς είναι το έργο του πνευματικού πατέρα; «Η επιμέλεια ψυχών αίματι Χριστού εξηγορασμένων» μας λέει ο Μ. Βασίλειος (΄Οροι κατ' επιτομήν ΡΠΔ', ΒΕΠΕΣ 53, 305). Ο πνευματικός πατέρας είναι οδηγός στην εν Χριστώ ζωή. Ο ιατρός της ψυχής, που «εν πολλή ευσπλαγχνία κατ' επιστήμην της του Κυρίου διδασκαλίας» (Μ. Βασιλείου, 'Ηθικά Π', ΒΕΠΕΣ 53, 129) θεραπεύει τα πάθη και βοηθά το πνευματικό του παιδί να αποκτήσει την εν Χριστώ υγεία: ζωντανή πίστη και σταθερή πνευματική ζωή. ΄Αν όρος και σκοπός του Χριστιανισμοϋ -διδάσκει ο Μ. Βασίλειος- είναι η μίμηση του Χριστοϋ, «οι την οδηγίαν των πολλών πεπιστευμένοι τους έτι ασθενεστέρους διά της εαυτών μεσιτείας προβιβάζει οφείλουσι τη του Χριστού εξομοιώσει» (΄Οροι κατά πλάτος ΜΓ', ΒΕΠΕΣ 53, 204). Στο δρόμο που οδηγεί στην κοινωνία με το Χριστό και τη θέωση, οι πνευματικοί πατέρες μας είναι οι έμπειροι χειραγωγοί και οι ακούραστοι συμπαραστάτες. Για να υπηρετήσει όμως ένας ποιμένας το τόσο υψηλό και υπεύθυνο έργο οφείλει να είναι πράγματι πνευματικός. όργανο «τω Πνεύματι αρμοζόμενον και κρουόμενον», όπως γράφει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος. Μόνο αυτός που γνωρίζει κάτι εκ πείρας μπορεί και να το μεταδώσει. Και ο πνευματικός πατέρας για να χειραγωγήσει άλλους στη χριστιανική ζωή, θα πρέπει να την ζεί πρώτα o ίδιος. Να αποτελεί «τύπον των πιστών» (Α' Τιμ. 4, 12) και «ζων Ευαγγέλιον». Να παρέχει κατά τον Μ. Βασίλειο «τον εαυτού βίον εναργές υπόδειγμα πάσης εντολής του Κυρίου» (ο.π., ΒΕΠΕΣ 53, 204). Περισσότερο από το λόγο να ομιλεί το παράδειγμά του. Να εμπνέει με την ενάρετη ζωή του. Να οικοδομεί με την αγάπη και την πατρική στοργή του, αφού κατά τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος «ποιμένα αληθινόν αποδείξει αγάπη. Δι' αγάπην γαρ ο Ποιμήν ο Μέγας εσταύρωται» (Προς τον Ποιμένα 24, PG 88, 1177Β).
4. Δύο θεμελιώδη γνωρίσματα: η διορατικότητα και η αγάπη
Θα χρειαζόμασταν πολλές ώρες αν θα θέλαμε να περιγράψουμε το πρόσωπο του πνευματικού πατέρα, όπως αυτό αναδύεται μέσα από την μακραίωνη εκκλησιαστική μας παράδοση, και να απαριθμήσουμε τα επιμέρους χαρίσματα, τα οποία χαρακτηρίζουν τον γνήσιο γέροντα. Πολύ επιγραμματικά, λοιπόν, θα αναφερθούμε σε δύο από τα πιο βασικά χαρίσματά του.
Το πρώτο είναι η διορατικότητα και η διάκριση, «η ικανότης δηλαδή να διεισδύει διαισθητικά στα μυστικά της καρδιάς του άλλου, να καταλαβαίνει τα κρυφά βάθη που δεν γνωρίζει ο άλλος. Ο πνευματικός πατέρας προχωρεί πέρα από τις συμβατικές χειρονομίες και συνήθειες με τις οποίες κρύβουμε την αληθινή μας προσωπικότητα από τους άλλους και από τον ίδιο τον εαυτό μας. πέρα δε από όλες αυτές τις κοινοτυπίες, συλλαμβάνει το μοναδικό πρόσωπο, το δημιουργημένο κατ' εικόνα και ομοίωση Θεού. Η δύναμη αυτή είναι πνευματική και όχι φυσική. δεν είναι ένα κάποιο είδος υπεραισθητής αντίληψης, ούτε μια αγιασμένη μαντεία, αλλά καρπός της χάριτος, που προϋποθέτει συνεχή προσευχή και αδιάλειπτον ασκητικό αγώνα» (Ware, ο.π. σσ. 126-127).
Το διορατικό χάρισμα του πνευματικού πατέρα, αποκαλύπτεται κατ' εξοχήν ως διάκριση των λογισμών. Η διάκριση κατά τον άγιο Συμεών είναι «λυχνία» καί «οφθαλμός» πνευματικός, με τον οποίο ο πνευματικός πατέρας βλέπει τόσο μέσα στη δική του καρδιά, όσο και των πνευματικών του παιδιών. ΄Ετσι μπορεί να προβαίνει κάθε φορά σε σωστή διάγνωση και να επιβάλει την πρέπουσα θεραπεία (Κατήχ. 18, SC 104, 292). Η διάκριση που προϋποθέτει την καθαρότητα της καρδιάς είναι χάρισμα, δωρεά του Αγίου Πνεύματος. Πνευματικός πατέρας, λοιπόν, «μή έχων το φως εν εαυτώ του Αγίου Πνεύματος, ουδέ τας αυτού πράξεις καλώς ιδείν, ουδέ ει προς αρέσκειαν Θεού εισι, τελείως πεπληροφόρηται. Αλλ' ουδέ άλλους οδηγήσαι ή το θέλημα του Θεού διδάξαι δύναται, ουδέ λογισμούς αλλοτρίους εστίν αναδέξασθαι άξιος... » (Κατήχ. 33, SC 113, 250).
Το δεύτερο χάρισμα του πνευματικού πατέρα είναι η αγάπη. η ικανότητα να αγαπά τους άλλους και να αναδέχεται σαν δικά του τα βάσανα και τους πειρασμούς των άλλων. Χωρίς την αγάπη δεν μπορεί να υπάρξει πνευματική πατρότητα.Η αγάπη κατά τους πνευματικούς διδασκάλους μας δεν είναι απλώς το κυριώτερο προσόν του πνευματικού πατέρα, αλλά το θεμέλιο και η ουσία της πνευματικής πατρότητας. Η αγάπη για τους άλλους προϋποθέτει το «συμπάσχειν» με αυτούς. αυτή είναι η κυριολεκτική σημασία της λέξεως συμπάθεια. «αλλήλων τα βάρη βαστάζετε, και ούτως αναπληρώσατε τον νόμον του Χριστού» (Γαλ. 6, 2). Ο πνευματικός πατέρας είναι αυτός που κατ' εξοχήν φέρει τα βάρη των άλλων, των πνευματικών του τέκνων. Αναλαμβάνει τις λύπες, τις ενοχές, τους πειρασμούς, τις αμαρτίες τους. Και αγωνιά και φροντίζει ανύστακτα για την κατά Χριστόν προκοπή τους. «Αδελφέ Ανδρέα, της ψυχής μου ηγαπημένε», γράφει σ' ένα πνευματικό του παιδί ο αββάς Βαρσανούφιος, «... ουκ έστι ριπή οφθαλμού η ώρα, εν η ουκ έχω σε εν τω νω και εν τη προσευχή. και ει εγώ ούτω σε αγαπώ, ο Θεός ο πλάσας σε περισσότερον σε αγαπά. και δέομαι αυτού οδηγήσαί σε ; και κυβερνήσαι κατά το θέλημα αυτού» (Νικοδήμου Αγιορείτου, Βίβλος Βαρσανουφίου και Ιωάννου, εκδ. Σωτ. Σχοινά, Βόλος 19602, απόκρισις ση', σ.132).
Στο ίδιο βιβλίο των αποκρίσεων Βαρσανουφίου και Ιωάννου συναντούμε μια συγκλονιστική προσευχή που δηλοποιεί την μεγάλη αγάπη του πνευματικού πατέρα προς τα πνευματικά του παιδιά:
« Ιδού εγώ και τα παιδιά α μοι έδωκας, φύλαξον αυτά εν τω ονόματί σου. σκέπασον αυτούς τη δεξιά σου. Οδήγησον ημάς επί λιμένα θελήματός σου και γράψον τα ονόματα αυτών εν τη ση βίβλω... Δέσποτα, ή συνεισένεγκέ μοι τα τέκνα μου, εις την βασιλείαν σου, ή καμέ εξάλειψον εκ της βίβλου σου... » (ο.π., αποκρισις ρι', σ. 82-83).
5. Η Αναγκαιότητα αναζητήσεως εμπείρου πνευματικού Πατέρα
Η σημασία που έχει ο πνευματικός πατέρας στο δρόμο της εν Χριστώ τελειώσεώς μας αποδεικνύει ταυτόχρονα και την αναγκαιότητα να έχουμε, να ανεύρουμε όλοι έμπειρο και ασφαλή πνευματικό οδηγό. Αυτό αποτελεί και καθήκον και δικαίωμά μας. Και σε μας ανήκει η ευθύνη της εκλογής. μια εκλογή που πρέπει να κάνουμε με πολλή προσοχή αφού, καθώς παρατηρεί ο άγιος Συμεών, «σπάνιοι ως αληθώς και μάλιστα άρτι οι καλώς ποιμαίνειν και ιατρεύειν ψυχάς λογικάς επιστάμενοι» (Κατηχ. 20, SC 104, 346).
Χρειάζεται, λοιπόν, προσοχή. Ούτε μόνοι να μείνουμε, διότι κινδυνεύουμε είτε να γίνουμε θηριάλωτοι υπό του ψυχοφθόρου, λύκου -του διαβόλου δηλαδή- είτε πέφτοντας να μην έχουμε κάποιον που θα μας βοηθήσει να σηκωθούμε κατά τον λόγο του Εκκλησιαστού. «Ουαί αυτώ τω ενί, όταν πέση και μη η δεύτερος εγείραι αυτόν» (Εκκλ. 4; 10). Αλλ' ούτε πάλι αντί για ποιμένα να ακολουθήσουμε από ακρισία λύκο ή «άπειρον ιατρόν» οπότε είναι βέβαιο ότι θά υποστούμε πνευματική βλάβη ή θα παραμείνουμε αθεράπευτοι [Πρβλ. Κατηχ. 20, SC 104, 348 και Επισ.1, (Λόγος περί εξομολογήσεως) , εκδ. Κ. Ηοll (Enthusiasmus und Bussgewalt bein griechischen Moenchtum, Leipzig 1898) σ. 117].
Αν και η επιλογή, όπως είπαμε, του πνευματικού πατέρα αποτελεί δικαίωμά μας και εναπόκειται στην κρίση μας, η ανεύρεση εμπείρου πνευματικού οδηγού αποτελεί τελικά ένα μεγάλο δώρο τοϋ Θεοϋ. Γι' αυτό και ο άγιος Συμεών συμβουλεύει:
«Αδελφέ, εκτενώς τον Θεον παρακάλεσον, όπως δείξη σοι άνθρωπον, τον καλώς ποιμάναί σε δυνάμενον, ω και οφείλεις ως αυτω τω Θεώ υπακούσαι και τα παρ' αυτού σοι λεγόμενα αδιστάκτως επιτελέσαι, ει και εναντία σοι και επιβλαβή κατά το δοκούν σοι τα προσταττόμενα φαίνονται» (Κατήχ. 20, SC 104, 334). Ο ίδιος διδάσκαλος στον 7ο ηθικό λόγο του μας παραδίδει έναν τύπο προσευχής, με την οποία μπορούμε να παρακαλούμε τον Θεό να μας στείλει έναν έμπειρο πνευματικό πατέρα:
«Κύριε, ο μη θέλων τον θάνατον του αμαρτωλού ως το επιστρέψαι και ζην αυτόν, ο κατελθών διά τούτο επί της γης, ίνα τους κειμένους και τεθανατωμένους υπό της αμαρτίας εξαναστήσης και σε κατιδείν αυτούς, το φως το αληθινόν, ως ιδείν ανθρώπω δυνατόν, καταξιώσης, πέμψον μοι άνθρωπον γινώσκοντά σε, ίνα, ως σοι δουλεύσας αυτώ και πάση δυνάμει μου υποταγείς και το σον εν τω εκείνου θελήματι ποιήσας θέλημα, ευαρεστήσω σοι τω μόνω Θεώ και καταξιωθώ σου καγώ της Βασιλείας ο αμαρτωλός» ('Ηθ.7, SC 129, 186-188).
6. Η ανταπόκριση του πνευματικού τέκνου προς τον πνευματικό του Πατέρα
Η εν Χριστώ οικοδομή του πιστού από το δεσμό που συνήψε με έναν πνευματικό πατέρα δεν είναι αυτονόητη. Προϋποθέτει και τη δική του ανταπόκριση στην αγάπη που θα του δείχνει και στις φροντίδες που θα καταβάλλει γι' αυτόν ο πνευματικός του πατέρας.
Μια πρώτη και θεμελιώδης προϋπόθεση ειναι η αγάπη. Ο δεσμός που σφυρηλατείται ανάμεσα στον πνευματικο πατέρα και το πνευματικό του παιδί είναι η αμοιβαία αγάπη. Στήν αγάπη του πνευματικού πατέρα ο πιστός ανταποκρίνεται με τη δική του αγάπη. «Ουδέν ούτω προς διδασκαλίαν επαγωγόν ως το φιλείν και φιλείσθαι» παρατηρεί ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος (ομιλ. 6, 1 είς Α' Τιμ., PG 62, 529). Οι πνευματικοί δεσμοί είναι ισχυρότεροι από τους φυσικούς. Και η αγάπη που πηγάζει από το Χριστό είναι πιο δυνατή από αυτήν που εμπνέει η συγγένεια του αίματος. «Τί γαρ πατρός αληθινού ποθεινότερον; » αναρωτιέται ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης (Προς Πλάτωνα 2, PG 99, 909Β), εκφράζοντας έτσι την προσωπική του εμπειρία για τον πνευματικό του πατέρα.
Η αγάπη προς τον πνευματικό μας πατέρα είναι γνήσια, όταν εκφράζεται ως «πίστις», δηλαδή ως εμπιστοσύνη προς το πρόσωπό του. Στον πνευματικό πατέρα μας αναθέτουμε τον εαυτό μας ολόκληρο. Τον αναγνωρίζουμε οδηγό μας στο δρόμο της σωτηρίας. Επομένως θα πρέπει να του έχουμε εμπιστοσύνη. Να ακολουθούμε χωρίς δισταγμούς και εσωτερική αμφισβήτηση τα όσα μας υποδεικνύει. Στο σημείο αυτό οι άγιοι Πατέρες μας επιμένουν με πολλή έμφαση. «Πιστευτέον αμερίμνως τοις εν Κυρίω την ημών αναδεξαμένοις επιμέλειαν» συμβουλεύει o άγιος Ιωάννης τής Κλίμακος (Κλιμαξ 4, PG 88, 717Β). Χωρίς την ολόθυμη εμπιστοσύνη στον πνευματικό μας πατέρα δεν μπορούμε να προοδεύσουμε στη χριστιανική ζωή.
Γράφει ο άγιος Συμεών στά Κεφάλαιά του:
«Ο πίστην -εμπιστοσύνη δηλαδή-κτησάμενος εναργή προς τον κατά Θεόν πατέρα αυτού, βλέπων αυτόν, αυτόν βλέπειν λογίζεται τον Χριστόν και συνών ή ακολουθών αυτώ, Χριστώ συνείναι και ακολουθείν βεβαίως πιστεύει. Ο τοιούτος ουκ επιθυμήσει ετέρω τινί ομιλήσαί ποτε, ου προτιμήσει τι των του κόσμου πραγμάτων υπέρ την εκείνου μνήμην ομού και αγάπην» (Κεφάλ. 1, 28, SC 51, 47).
Αν χρέος του πνευματικού πατέρα είναι να αγρυπνεί για την ψυχή του πνευματικού τέκνου, κι αυτό οφείλει να υπακούει και να ακολουθεί πιστά τις οδηγίες του ('Εβρ.13,17). Διά του πνευματικού πατέρα μας ομιλεί ο ίδιος ο Θεός. Με την υπακοή, λοιπόν, που του δείχνουμε ουσιαστικά υπακούομε στο θέλημα του Θεού. Ασφαλιζόμαστε από λάθη στα οποία είναι βέβαιο ότι θα πέσουμε, αν ακολουθούμε το δικό μας θέλημα. Αποκτούμε, τέλος, την εσωτερική ελευθερία και ελκύουμε τη χάρη του Θεοϋ.
Η εξομολόγηση συνιστά μίαν ακόμη σημαντική υποχρέωση του πιστού. Στον πνευματικό μας πατέρα εξομολογούμαστε με εμπιστοσύνη τα πάντα. ΄Οχι μόνο τα όσα πράττουμε αλλά και τους λογισμούς μας. «Μηδέν της ψυχής κίνημα απόκρυφον φυλάσσειν», προτρέπει ο Μ. Βασίλειος, «αλλά απογυμνούν τα κρυπτά της καρδίας» (΄Οροι κατά πλάτος ΚΣΤ', ΒΕΠΕΣ 53, 184). Τίποτε κρυφό από τον πνευματικό μας. Με ταπείνωση και υιική εμπιστοσύνη αποθέτουμε στα πόδια του τα πάντα. ΄Ετσι μόνο συγχωρούνται τα αμαρτήματά μας από το Θεό. Ελευθερωνόμαστε από το βάρος της ενοχής. Ξεριζώνουμε τα πάθη μας. Και ο πνευματικός μπορεί να μας καθοδηγεί με ασφάλεια στην πνευματική μας ζωή.
Β. Η ΠΑΘΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΠΑΤΡΟΤΗΤΑΣ ΣΤΙΣ ΜΕΡΕΣ ΜΑΣ
Όλα όσα εκθέσαμε με πολλή συντομία μέχρι τώρα συνιστούν την πίστη και την εμπειρία της Εκκλησίας για τον θεσμό της πνευματικής πατρότητας, όπως αυτός διαμορφώθηχε καί εξελίχθηκε στο παρελθόν και μάλιστα στον χώρο κυρίως της μοναστικής πνευματικότητας.
Το ερώτημα, λοιπόν, που πολύ φυσικά ανακύπτει εδώ είναι: Λειτουργεί -μπορεί να λειτουργήσει- άραγε η πνευματική πατρότητα με τον ίδιο τρόπο καί σήμερα, στην εποχή μας; Το ερώτημα είναι καίριας σημασίας και θα μπορούσε να αποτελέσει το αντικείμενο μιας άλλης, ξεχωριστής ομιλίας. Γι'αυτό απόψε επιτρέψτε μου να θέσω απλώς ορισμένα ζητήματα σχετικά με το θέμα μας, τα οποία απασχολούν σοβαρά πολλούς χριστιανούς και εντάσσονται σ' αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε παθολογία τής πνευματικής πατρότητας.
1. O γεροντισμός πολλών συγχρόνων κληρικών
Δυστυχώς δεν πρόκειται για σπάνιο φαινόμενο. Πολλοί κληρικοί μας, από τους οποίους αρκετοί μάλιστα με χαρίσματα και ικανότητες, ζηλώνουν πολύ ενωρίς δόξαν γέροντος. Νεώτατοι στην ηλικία, ανώριμοι ακόμη ως προσωπικότητες, άπειροι ως ποιμένες, χωρίς ποτέ οι ίδιοι να έχουν ουσιαστικά μαθητεύσει ή να έχουν υποταγεί σε άλλον έμπειρο πνευματικό πατέρα, αυτοδιαφημίζονται -ή μεθοδεύουν εντέχνως την προβολή τους μέσω του περιβάλλοντός των -ως νέοι Βαρσανούφιοι, ως χαρισματούχοι παιδαριογέροντες. Περιάγουν, κατά τον λόγο του Κυρίου μας, «την θάλασσαν και την ξηράν ποιήσαι ένα προσήλυτον» (Ματθ. 23, 15), να αγρεύσουν δηλαδή οπαδούς. Ασκούν μια συνθλιπτική καταπίεση, στις συνειδήσεις των άνθρώπων εν ονόματι τάχα της οφειλομένης «τυφλής» υπακοής στον γέροντα. Καλλιεργούν μιαν αρρωστημένη προσκόλληση στο πρόσωπό τους.
Δυστυχώς -και ας μας επιτρέψει o Σεβασμιώτατος να το επισημάνουμε - ευθύνη για το φαινόμενο αυτό έχουν και οι επίσκοποί μας. οι επίσκοποι εκείνοι που χειροτονούν ταχύτατα καί αναθέτουν την πνευματική πατρότητα αβασάνιστα στους ανωρίμους αυτούς κληρικούς.
Είναι πολύ σοφές οι επισημάνσεις που κάνει ο προσφάτως κοιμηθείς πνευματέμφορος πράγματι γέροντας Παΐσιος σε μία από τις επιστολές του που είδαν το φως της δημοσιότητας προσφάτως, μετά την κοίμησή του. Αναφέρεται στο πρόσωπο του γέροντος που καλείται να επιλέξει ένας υποψήφιος μοναχός. Ωστόσο, βοηθάει κι εμάς τους εν τω κόσμω σε ό,τι αφορά την επιλογή πνευματικοϋ πατέρα.
«Επεδίωξε όσο μπορείς: α) Ο Γέροντάς σου να είναι πνευματικός άνθρωπος, με αρετές, και περισσότερο πρακτικός παρά δάσκαλος μόνον: Καλό είναι, αν έχει γίνει από μούτσος καπετάνιος, για να μην εφαρμόζη σε ξένες πλάτες όλη την καλογερική που έμαθε διαβάζοντας, ή να έχει εκ φύσεως μεγάλη αγάπη με διάκριση, για να πονάη τα παιδιά του και να μη θέλη να τα στείλη στον Παράδεισο αμέσως, με τον τρόπο του Διοκλητιανοϋ...
Πολύ βοηθάει ακόμη τον υποτακτικό, εάν στην ηλικία ο Γέροντάς του είναι τουλάχιστον δεχαοχτώ με είκοσι χρόνια μεγαλύτερός του, διότι αυτό φέρνει και ένα φυσιολογικό σεβασμό στον υποτακτικό.
β) Ο Γέροντας να ζη απλοποιημένη ζωή, χωρίς φροντίδες και κοσμικές μέριμνες περιττές, και να μην αποβλέπη καθόλου σε δικά του συμφέροντα, αλλά να αποβλέπη στο συμφέρον της ψυχής του υποτακτικού και γενικά στο συμφέρον της Μητέρας μας Εκκλησίας» (Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου, Επιστολές, Εκδ. Ι.Ησυχαστηρίου «Ευαγγ. Ιωάννης o Θεολόγος», Σουρωτή Θεσσαλονίκης 1994, σ. 43).
2. O κίνδυνος της προσωπολατρίας
Χρέος ενός γνησίου και εμπείρου πνευματικού πατέρα είναι να προσανατολίζει τα βλέμματα και τις καρδιές των πνευματικών του παιδιών στο πρόσωπο του Κυρίου και όχι στο δικό του. 'Η προσωπολατρία είτε επιδιώκεται απο τον ιερωμένο είτε εκδηλώνεται από το πνευματικο του παιδί - και φυσικά δεν καταπολεμείται από τον πρώτο - συνιστά αρρώστια και αποτελεί έναν σοβαρό πνευματικό κίνδυνο και για τους δύο.
Οι πνευματικοί πατέρες δεν προβάλλουμε τα πρόσωπά μας, αλλά το υπερούσιο πρόσωπο του Κυρίου μας. Δεν ορθώνουμε το ανάστημά μας μεταξύ του Χριστού και του πνευματικού μας παιδιού με συνέπεια να εμποδίζουμε το βλέμμα του να θεωρεί το πρόσωπο του Κυρίου, αλλά στεκόμαστε στην άκρη, διακριτικά και υποδεικνύουμε Εκείνον που είναι ο Λυτρωτής όλων μας.
Γράφει ο επίσκοπος Κάλλιστος Ware: «Στην πραγματικότητα η σχέση δεν είναι δίπλευρη αλλά τριγωνική, επειδή πέρα από τον γέροντα και τον μαθητή του υπάρχει κι ένα τρίτο μέλος, ο Θεός. Ο Κύριος μας λέει πως δεν πρέπει να καλούμε κάποιον «πατέρα», επειδή έχουμε μόνο έναν πατέρα, τον εν ουρανοίς (Ματθ. 23, 9). Ο γέροντας δεν είναι κάποιος αλάθητος κριτής ή ένα εφετείο, αλλά ένας συνυπηρέτης του ζώντος Θεού δεν είναι δικτάτορας, αλλά οδηγός και σύντροφος στο ταξίδι. Ο μόνος αληθής «πνευματικός οδηγός», με όλη τη σημασία της λέξης, είναι το ΄Αγιο Πνεύμα» (Η εντός ημών Βασιλεία, σ. 139).
3. Η έκταση της οφειλομένης υπακοής στον πνευματικό μας πατέρα
Σκοπός της πνευματικής πατρότητας δεν είναι η διαρκής εξάρτηση των πνευματικών τέκνων από τον πατέρα τους, αλλά η υποβοήθησή τους να φθάσουν βαθμιαία στην πνευματική τους ελευθερία. Ο γνήσιος πνευματικός πατέρας δέν καταδικάζει τα παιδιά του σε ισόβια πνευματική νηπιότητα, αλλά αγωνίζεται διαρκώς για να ανδρωθούν πνευματικά να φθάσουν, όπως διδάσκει ο απόστολος Παύλος, «εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» (Εφ.4,13) (Βεν. Χριστοφορίδου, Η πνευματική πατρότης κατά Συμεών τον Νέον Θεολόγον, Θεσσαλονίκη 1977, σ. 31 ). Ο καταναγκασμός και η πνευματική βία δεν έχουν θέση στη σχέση πνευματικού πατέρα και πνευματικών παιδιών. Η οφειλόμενη υπακοή προς τον πνευματικο μας πατέρα δεν είναι «τυφλή» αλλά ενσυνείδητη. Ούτε και καταργεί την προσωπική μας ευθύνη, η οποία πηγάζει από την εν Χριστώ ελευθερία μας. «Καθήκον του πνευματικού πατέρα δεν είναι να καταστρέψει την ελευθερία του ανθρώπου, αλλά να τον βοηθήσει να δει ο ίδιος την αλήθεια. δεν είναι να καταπιέσει την προσωπικότητα του ανθρώπου, αλλά να του δώσει τη δυνατότητα να ανακαλύψει τον εαυτό του, να αναπτυχθεί, να ωριμάσει και να γίνει αυτό που στην πραγματικότητα είναι... Ο πνευματικός πατέρας δεν επιβάλλει τις προσωπικές του ιδέες και αρετές, αλλά βοηθά τον μαθητή να βρει τη δική του αποκλειστικά κλήση... Μ' ένα λόγο, είναι μόνο ένας προπομπός του Θεού, και πρέπει να οδηγήσει τις ψυχές στο δρόμο του Θεού, και όχι στο δικό του» (Η εντός ημών Βασιλεία, σ. 141 ).
Γράφει ο άγιος Βαρσανούφιος:
«Οίδας ότι ουδέποτε εβάλλομεν δεσμόν επάνω τινός, ουδέ εαυτοίς». «Μη αναγκάσης τήν προαίρεσιν, αλλ' επ' ελπίδι σπείρον. και γάρ, ο Κύριος ημών ουκ ηνάγκασε τινά, αλλ' ευηγγελίσατο. και ει τις ήθελεν ήκουσεν» (Απόκρισις 51 καί 35, ο.π., σσ. 56 και 49).
Ακόμη δεν θα πρέπει να συγχέουμε τα όρια της μοναχικής υπακοής με αυτήν των χριστιανών προς τους πνευματικούς πατέρες μας. Η μοναχική υπακοή ως προς το μέγεθος και τη διάρκειά της διαφέρει εκείνης των εν τω κόσμω χριστιανών. Για το λόγο αυτό ο πνευματικός πατέρας δεν νομιμοποιείται να αξιώνει, και το πνευματικό παιδί δεν οφείλει την υπακοή που δικαιούται να απαιτεί o γέροντας από έναν μοναχό, ο οποίος και υποχρεούται να υπακούει «μέχρι θανάτου» - υποχρέωση που πηγάζει από τις μοναχικές υποσχέσεις που έδωσε κατά την ώρα της μοναχικής του κουράς.
4. O κίνδυνος του υπέρμετρου συναισθηματισμού
Ο δεσμός που συνδέει τον πνευματικό πατέρα με τα πνευματικά του παιδιά ομοιάζει προς την σχέση που υφίσταται μέσα σε μία φυσική οικογένεια. Καθώς, λοιπόν, πατέρας και παιδιά σε μια κανονική οικογένεια πρέπει να συνδέονται με αμοιβαία αγάπη, το ίδιο πρέπει να συμβαίνει και στη «χαρισματική οικογένεια» ενός πνευματικού πατέρα, ενός γέροντα. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει ότι ο δεσμός αυτός είναι μία κατ εξoχήν αγιοπνευματική σχέση, που χρειάζεται να εξαγνιστεί από συναισθηματικές εξάρσεις και να διαφυλαχθεί από ο,τιδήποτε το οποίο είναι ενδεχόμενο να υποκρύπτει εμπάθεια ή έναν επικίνδυνο γλυκερό συναισθηματισμό.
Η αγάπη βεβαίως συχνά εκφράζεται και με εξωτερικά σημάδια. Και αυτό ασφαλώς ισχύει και για τους πνευματικούς δεσμούς. Παρά ταύτα χρειάζεται πολλή προσοχή και διάκριση. Οι εν Χριστώ δεσμοί θα πρέπει να διακρίνονται για τη σεμνότητα και τη δωρικότητά τους. Και για να διαφυλάξουν αυτά τα χαρακτηριστικά τους είναι αναγκαία η πνευματική αποστασιοποίηση.
5. Η καύχηση για τον πνευματικό μας πατέρα
Συχνό και το φαινόμενο τούτο. Πολλοί επαίρονται για τον γέροντά τους. Και ευκαίρως-ακαίρως αναφέρονται σ' αυτόν όμως κατά τρόπο, ο οποίος εκφράζει τη δική τους πνευματική γυμνότητα και τον επικίνδυνο γλυκερό συναισθηματισμό τους. Το φαινόμενο δεν είναι υγιές. Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος μας εφιστά την προσοχή: «Μη επαρθής διά τον σον διδάσκαλον παρά μειζόνων τιμώμενος, μηδέ διά το εκείνου όνομα πολλούς έχων υπακούοντάς σου, χαίρε δε μάλλον εάν το όνομα σου γραφή εν τω ουρανώ της ταπεινώσεως» (Κατήχ. 20, SC 104, 338).
Και ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος ομιλεί με μεγαλύτερη αυστηρότητα:
«Είδον αδόκιμον μαθητήν επί τοις του διδασκάλου κατορθώμασιν επί τινων ανθρώπων καυχώμενον. και μέντοι δοκών δόξαν εαυτώ εκ του αλλοτρίου σίτου περιποιήσασθαι, ατιμίαν μάλλον εαυτώ προεξένησε, πάντων προς αυτόν ειρηκότων. και πως δένδρον καλόν κλάδον άκαρπον ήνεγκεν;» (Κλίμαξ 4, PG 88, 713Α).
Προσοχή χρειάζεται και σε ένα άλλο παρεμφερές φαινόμενο. Πρόκειται για την παρρησία που μπορεί να έχει ο πνευματικός μας πατέρας ενώπιον του Θεοϋ. Οι Πατέρες μας, λοιπόν, μας συνιστούν ότι δεν θα πρέπει να επαναπαυόμαστε σ' αυτήν. Ούτε να περιοριζόμαστε στο να ζητούμε να προσεύχονται για μας. Οφείλουμε ν' αγωνιζόμαστε κι εμείς με ζήλο χάριν της σωτηρίας μας.
Κάποτε, αναφέρει το Γεροντικό, ένας αδελφός επισκέφθηκε τον Μέγα Αντώνιο και τον παρακάλεσε: «Εύξαι υπέρ εμού». Και ο γέροντας του απάντησε: « Ουδέ εγώ σε ελεώ, ουδέ ο Θεός, εάν μη συ αυτός σπουδάσης, και αιτήση τον Θεόν» (Γεροντικόν, ήτοι Αποφθέγματα αγίων γερόντων, έκδ. Π.Β. Πάσχου, Αθήναι 1961, σ. 2β). Δηλαδή: Ούτε εγώ, ούτε ο Θεός θα σε ελεήσει, αν συ ο ίδιος δεν προσπαθήσεις και δεν παρακαλέσεις τον Θεό.
6. Και ένα τελευταίο: ή αλλαγή, πνευματικού πατέρα
΄Οπως αναφέραμε ήδη, η επιλογή πνευματικού πατέρα εναπόκειται στην ελεύθερη κρίση και προτίμησή μας. Ωστόσο οι θεοφόροι Πατέρες μας επισημαίνουν ότι η αλλαγή πατέρων εγκυμονεί κινδύνους για την πνευματική μας προκοπή και για την ίδια τη σωτηρία μας ακόμη. Γράφει ο άγιος Συμεών: «Μη γυρνάς εδώ κι εκεί αναζητώντας ονομαστούς μοναχούς, και μην περιεργάζεσαι τη ζωή τους. Εάν με τη χάρη του Θεού γνώρισες έναν πνευματικό πατέρα, λέγε τα θέματά σου σ' αυτόν και μόνο» (Ηθ.7, SC 129, 184).
Είναι, λοιπόν, απαράδεκτο και επικίνδυνο πνευματικά να γυρνάμε απ' εδώ κι απ' εκεί, αλλάζοντας κάθε τρεις και μία πνευματικό πατέρα χωρίς λόγο. «Μη ζητώμεν προγνώστας, μηδέ προβλέπτας. αλλά προ πάντων ταπεινόφρονας πάντως, και ταις εν ημίν νόσοις αρμοδίους» (Κλίμαξ 4, PG 88, 725D). Η σύσταση αυτή του αγίου Ιωάννου της Κλίμακος απαντά ακριβώς στη νοοτροπία πολλών σημερινών χριστιανών και στις επιπόλαιες αναζητήσεις τους, οι οποίες τους εξωθούν σε συχνές αλλαγές πνευματικού πατέρα (Πρβλ. Συμεών του Νέου Θεολόγου, Κατήχ. 20, SC 104, 334).
Επικαλούμαι και πάλι τη μαρτυρία του επισκόπου Καλλίστου: «Πολλοί άνθρωποι νομίζουν πως δεν μπορούν να βρουν κάποιον πνευματικό πατέρα, επειδή τον φαντάζονται ως ένα ιδιαίτερο τύπο ανθρώπου: θέλουν έναν άγιο Σεραφείμ του Σάρωφ, κι έτσι κλείνουν τα μάτια τους σ' αυτούς που ο Θεός στην πραγματικότητα τους στέλνει. Συχνά τα υποτιθέμενα προβλήματά τους δεν είναι τόσο περίπλοκα, και γνωρίζουν ήδη μέσα στην καρδιά ποια είναι η απάντηση. Δεν τους αρέσει όμως η απάντηση, επειδή απαιτεί συνεχή και επίμονη προσπάθεια εκ μέρους τους: κι έτσι αναζητούν έναν από μηχανής Θεό, ο οποίος με έναν και μόνο θαυματουργικό του λόγο θα κάνει ξαφνικά τα πάντα εύκολα. Αυτοί οι άνθρωποι θα πρέπει να βοηθηθούν να κατανοήσουν τον αληθινό χαρακτήρα της πνευματικής πατρότητας» (Η εντός ήμών Βασιλεία, σ. 145).
Σεβασμιώτατε, αγαπητοί μου αδελφοί,
Η ορθόδοξη εκκλησιαστική παράδοση δεν είναι κάτι που ανάγεται στο παρελθόν και μόνο. είναι ταυτόχρονα και παρόν και μέλλον. Είναι η διαιώνια πίστη και η αδιάκοπη εν χάριτι εμπειρία της Εκκλησίας.
Αυτό ισχύει και για την πνευματική πατρότητα, έναν εκκλησιαστικό θεσμό που προσπαθήσαμε να φωτίσουμε απόψε -έστω και πολύ αχνά- με το φως της ορθοδόξου παραδόσεώς μας. Και το συμπέρασμα που βγαίνει από τη σύντομη αυτή περιδιάβαση στον λειμώνα της εκκλησιαστικής παραδόσεως είναι:
Αποτελεί χρέος μας να έχουμε πνευματικό πατέρα μόνιμο και σταθερό. Ταυτόχρονα αποτελεί δικαίωμά μας να επιλέξουμε αυτόν που θα κρίνουμε σαν πιο κατάλληλο. ΄Οχι τον πιο βολικό, αλλά τον εμπειρότερο, άνθρωπο αληθινά του Θεού, κοντά στον οποίο θα αναπαυόμαστε πνευματικά και θα αισθανόμαστε ασφάλεια. Ο άγιος Συμεών παρατηρεί κάτι που ισχύει και σήμερα: Αυτοί που ξέρουν «καλώς ποιμαίνειν και ιατρεύειν ψυχάς λογικάς» είναι σπάνιοι σε κάθε εποχή (Κατήχ. 20, SC 104, 346).
Γι' αυτό οφείλουμε να επιδείξουμε προσοχή κατά την επιλογή. Και να προσευχόμαστε θερμά να μας αξιώσει ο Θεός αυτού του μεγάλου δώρου. «Ευχαίς και δάκρυσι», γράφει ο ίδιος διδάσκαλος, «τον Θεόν καθικέτευσον πέμψαι σοι οδηγόν απαθή και άγιον» (Κεφ. 1, 49, SC 51, 53). οδηγό στην πορεία μας για την ουράνια Βασιλεία.
Η σύνοδος του Τολέδο [589] εισήγαγε στο σύμβολο της Κ.πόλεως την προσθήκη του Filioque [=και εκ του Υιού], η οποία κατά τον Η΄ αιώνα υιοθετήθηκε στο Φραγκικό κράτος με τη σύνοδο της Φραγκφούρτης [Francofort, 794] και κατά τον ΙΑ΄ από τον παπικό θρόνο [1014, Σχίσμα των δύο Σεργίων].
Η ομολογία του συμβόλου της πίστεως γινόταν στην μεν Ανατολή ως εμμελής ανάγνωση σε τονικό ρυθμό, ενώ στη Δύση συνήθως ψαλλόταν. Άλλωστε, η εμμελής ανάγνωση σε ρυθμοτονικό μέτρο κάλυπτε τις εκφωνήσεις, τους διαλόγους, τις ευχές, τα αναγνώσματα και τους ύμνους.
Ο I.Αυγουστίνος [Confessiones, X, 33] αναφέρει τη διαδεδομένη στη Δύση παράδοση, κατά την οποία ο Μ.Αθανάσιος με μικρή μόνο αλλαγή στον τρόπο απαγγελίας του ψαλμού από τον αναγνώστη μελοποιούσε το ανάγνωσμα, το οποίο όμως «έμοιαζε περισσότερο με απαγγελία παρά με άσμα» [ut pronuntianti vicinior esset quam cantenti].
Πράγματι, υπό την επίδραση των γνωστικών Βαρδησάνη, Αρμονίου κ.α καθιερώθηκε προοδευτικά η μελοποίηση εκκλησιαστικών ύμνων με έντεχνη μουσική επένδυση. Ο αιρετικός επίσκοπος Αντιοχείας Παύλος ο Σαμοσατεύς [260-268] ευνόησε την τάση αυτή, η οποία προφανώς είχε διαδοθεί στην Α. Συρία και στη Μεσοποταμία.
Έντεχνα εκκλησιαστικά άσματα με θεολογικό περιεχόμενο και για ποικίλες περιστάσεις είχε καθιερώσει κατά τις αρχές του Δ΄ αιώνα και ο αιρεσιάρχης Άρειος, η δε πιστή στον Άρειο τάξη των παρθενευουσών της Αλεξανδρείας έψαλλε τα άσματα αυτά όχι μόνο στις οδούς της Αλεξανδρείας, αλλά και στις λατρευτικές συνάξεις των αρειανοφρόνων.
Η κίνηση από την εμμελή ανάγνωση προς το έντεχνο εκκλησιαστικό άσμα δεν ήταν βεβαίως ομοιόμορφη σε όλες τις τοπικές εκκλησίες, αλλά κατά τον Ε΄ αιώνα είχε ήδη γίνει ευρύτερα αποδεκτή για την εξουδετέρωση κυρίως της επιρροής των αιρετικών.
Ο Θεοδώρητος Κύρου αναφέρει ως εισηγητή του έντεχνου εκκλησιαστικού άσματος στη Συρία Εφραίμ τον Σύρο [Εκκλ. Ιστορία, IV,3], αλλά δεν ήταν ο μόνος [Ιωάννου Μαιουμά, Patrologia Orientalis, VIII, 180].
Είναι ευνόητο ότι με την εισαγωγή του έντεχνου εκκλησιαστικού άσματος ενισχύθηκε ο ρόλος του ψάλτη και του αναγνώστη στη θ. λατρεία, ενώ περιορίσθηκε σταδιακά η έκταση της συμμετοχής του λαού στα τελούμενα.
Ο Μ. Αθανάσιος αξίωνε να ψάλλονται οι ψαλμοί «μετά μέλους και ωδής», η δε αξίωση αυτή δεν ήταν μόνο «ευφωνίας σπουδή, αλλά τεκμήριον της αρμονίας των εν τη ψυχή λογισμών» [Επιστολή εις Μαρκελλίνον. ΒΕΠ, 32, 25 κεξ.].
Ο Μ. Βασίλειος αναφέρεται στον συντονιστικό ρόλο του ψάλτη. Οι υμνωδίες των εκκλησιαστικών ακολουθιών εξετελούντο «ψάλτου κατάρχοντος του μέλους», ενώ οι λοιποί πιστοί «υπηχούσιν» [Επιστ., 267].
Ο ιερός Χρυσόστομος αναφέρεται στην καθ’ υπακοήν ψαλμωδία, κατά την οποία «οι μεμυημένοι συνεχώς υποψάλλουσιν» [Ομιλ. εις ψαλμ. μα΄, ριζ΄, ρμε΄]. Πολλοί αιρετικοί χρησιμοποίησαν και χορούς γυναικών [Βαρδησάνης, Αρμόνιος, Παύλος ο Σαμοσατεύς, Άρειος κ.α], το παράδειγμα δε αυτό ακολούθησε σε ορισμένες περιπτώσεις και η Εκκλησία [Ευσεβίου, Εκκλ.Ιστορία, VII, 30, Assemani, Bibl. Orientalis, I, 47 κεξ.]. Αντιθέτως, χοροί παίδων προϋπήρχαν στην Εκκλησία και διατηρήθηκαν. Στο Οδοιπορικόν της Αιθερίας περιγράφεται η ακολουθία του Λυχνικού στο ναό της Αναστάσεως των Ιεροσολύμων, κατά την οποία χορός πολλών μικρών παιδιών αποκρινόταν με το «Κύριε, ελέησον» σε κάθε εκφώνηση ονόματος από τον διάκονο [«et diakono dicente singulorum nomina sember pisinni plurimi stant respondentes sember – Kyrie eleison»].
Ο Εφραίμ ο Σύρος θεωρούσε επίσης αυτονόητη την ύπαρξη χορών παίδων στη θ. λατρεία.
Η χρησιμοποίηση μουσικού οργάνου στη θ. λατρεία είναι άγνωστη στις πατερικές πηγές, η δε μαρτυρία του Ιουλιανού του Παραβάτη [361-363] περί υπάρξεως οργάνων στο ναό των Αγίων Αποστόλων της Κ.πόλεως [Επιστολαί, εκδ. J. Bidez, 1924, 215] είναι μεμονωμένη και ασαφής. Η αποστολή μουσικών οργάνων από τον φιλόμουσο αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ε΄ [741- 775] στον ηγεμόνα των Φράγκων Πιπίνο τον Βραχύ και από τον Μιχαήλ Ραγκαβέ [811-813] στον Καρλομάγνο, ο οποίος μάλιστα τα χρησιμοποίησε στο ναό του Ακυισγράνου [Aix – la-Chapelle], δεν αρκούν να θεμελιώσουν την υπόθεση ότι οι εικονομάχοι αυτοκράτορες εισήγαγαν μουσικά όργανα στη θ. λατρεία. Μια τέτοια καινοτομία δε θα έμενε απαρατήρητη τουλάχιστον από τους εικονόφιλους μοναχούς.
Τα αναγνώσματα από την Αγία Γραφή, ο αριθμός και η έκταση των οποίων ποίκιλλε σε κάθε τοπική εκκλησία ή τουλάχιστον σε κάθε ευρύτερη εκκλησιαστική περιφέρεια, ακολουθούσε συνήθως την εμμελή ανάγνωση. Ωστόσο, ο αριθμός των αναγνωσμάτων σταδιακά περιορίστηκε, ενώ και συστηματοποιήθηκε η επιλογή τους με κριτήρια τους εξελισσόμενους εορταστικούς κύκλους του έτους.
Η επιλογή των αναγνωσμάτων είχε ήδη καθιερωθεί για τη Μ. Εβδομάδα και για τις παλαιότερες [Πάσχα, Πεντηκοστή] ή και τις νεότερες εορτές [Χριστουγέννων, Θεοφανείων, Βαΐων κ.α]. Η πράξη αυτή επεκτάθηκε κατ’ αρχήν στα αναγνώσματα όλων των Κυριακών του έτους, στα δε μοναστήρια όλων των ημερών του έτους με ανακύκληση της αναγνώσεως της Αγίας Γραφής. Ήδη κατά τον Δ΄ αιώνα αναφέρεται ότι ο συριακής προφανώς καταγωγής Ευθάλιος κατάρτισε πίνακα 57 περικοπών, εκφράζοντας αναμφιβόλως και τις γενικότερες σχετικές τάσεις, τις οποίες μετέφερε και στη Δύση ο Ιερώνυμος.
Οι συλλογές των περικοπών αυτών [ευαγγελιάρια, lectionatia] εξυπηρετούσαν και πρακτικές ανάγκες της θ. λατρείας αφού οι μικρές ενορίες δεν ήταν δυνατόν να αποκτήσουν όλα τα βιβλία της Αγίας Γραφής.
(Εκκλησιαστική Ιστορία, τόμος Α΄ Βλασίου Φειδά σελ. 906-907, υπογραμμίσεις δικές μας)
Τα καλύτερα αγαθά της ζωής είναι πολύ κοντά σου. Αυτά είναι:
- Η αναπνοή στα ρουθούνια σου
- Το φως στα μάτια σου
- Τα άνθη στο δρόμο σου
- Οι αγαθοεργίες στα χέρια σου.
Μη ψάχνεις, λοιπόν, και μην στεναχωριέσαι για τα αστέρια που βρίσκονται τόσο μακριά σου.
***
Την ευτυχία δεν την φέρνουν εκείνα που θα επιθυμούσες να έχεις, αλλά η ικανοποίηση για εκείνα που ήδη έχεις.
***
Ένα από τα κατορθώματα του διαβόλου είναι να αποσπά τη σκέψη μας με το παρελθόν και το μέλλον τόσο, ώστε να μη μένει χώρος να ζούμε το παρόν.
***
Η χαρά είναι κάτι, που όσο προσπαθείς να το δίνεις στους άλλους, τόσο περισσότερο το απολαμβάνεις ο ίδιος.
***
Η ευτυχία! Πόθος πανανθρώπινος. Κι η ελπίδα κρυφή. Που υπάρχει όμως η ευτυχία;
- Ο Λεϊβνίτιος (Λάϊπνιτς) έλεγε: «Ευτυχισμένη ζωή δεν υπάρχει. Υπάρχουν μόνο ευτυχισμένες στιγμές».
- Ο Ντοστογιέφσκι έγραφε: « Η ευτυχία δεν βρίσκεται στην ευτυχία αλλά στο κυνήγι της. Η ευτυχία δεν είναι ένας σταθμός στον οποίο φθάνεις. Είναι ο τρόπος με τον οποίο ταξιδεύεις».
- Η χριστιανική πίστη διακηρύσσει: « Εκείνο, που συντελεί στην ευτυχία του ανθρώπου δεν είναι κάτι, αλλά ΚΑΠΟΙΟΣ».
***
Ρώτησε έναν ασκητή που βρίσκεται η ευτυχία. Εκείνος τον πήρε και τον οδήγησε στο ποτάμι, μπήκαν στο νερό, του πήρε το κεφάλι, το βύθισε μέσα στο νερό κρατώντας το έτσι για αρκετές στιγμές. Όταν τον άφησε τον ρώτησε:
- Τι επιθύμησες περισσότερο, όταν ήσουν βυθισμένος μέσα στο νερό;
- Τον αέρα, απάντησε εκείνος.
Απόλαυσε τον, λοιπόν, τώρα που τον έχεις, μαζί με τόσα άλλα αγαθά που έχεις και δεν τα εκτιμάς. Εκεί βρίσκεται η ευτυχία.
***
Αληθινά ευτυχισμένοι είναι όσοι έχουν στραμμένο το ενδιαφέρον τους σε κάτι, εκτός από τη δική τους ευτυχία.
***
Λένε ότι την ευτυχία του μυθικού για τα πλούτη του βασιλιά Κροίσου, τη δηλητηρίαζε μια μεγάλη δυστυχία. Το παιδί του γεννήθηκε κωφάλαλο. Ικέτευε λοιπόν τους θεούς να τον λυπηθούν και τους έστελνε πανάκριβα δώρα. Κατέφυγε και στο Μαντείο να τον συμβουλέψει. Και η Πυθία του έστειλε χρησμό: «Υπόμενε και συμφιλιώσου. Αν μιλήσει θα σου αναγγείλει συμφορά μεγάλη». Εκείνος όμως επέμενε, ώσπου ξαφνικά λύθηκε η γλώσσα του παιδιού και του ανάγγειλε: «Έρχεται πόλεμος, θα συλληφθείς αιχμάλωτος και θα κινδυνεύσεις να καείς ζωντανός».
Όταν πραγματοποιήθηκαν τα φοβερά αυτά, ο Κροίσος επί τη πυράς δεν είχε μα θυμηθεί μόνο τα λόγια του Σόλωνα «Μηδένα προ του τέλους μακάριζε», αλλά και της Πυθίας που τον συμβούλεψε: «Με το κακό, που σε βρήκε συμφιλιώσου. Ίσως σε προστατεύει από κάτι χειρότερο».
***
Δεν υπάρχει ζωή ευτυχισμένη. Υπάρχουν στιγμές ευτυχίας. Στιγμές, που πολλοί δεν τις χαίρονται, γιατί τις νοθεύουν με τη γεύση από απαισιόδοξες σκέψεις για το μέλλον. Ενώ τις πικρές στιγμές της δυστυχίας τις καταπίνουν ατόφιες.
***
Το καλύβι χωράει τόση ευτυχία όση και το ανάκτορο. Μόνο που συμβαίνει πολλές φορές το δεύτερο να μένει άδειο.
***
Είχαν τελειώσει τα αποθέματα νερού και πέθαιναν μέσα στο καράβι από τη δίψα. Εξέπεμψαν σήμα αγωνίας για λίγο νερό, όταν έλαβαν την καταπληκτική απάντηση: «Ρίξτε τους κουβάδες σας και πάρτε. Πλέετε μέσα σε γλυκό πόσιμο νερό». Τι είχε συμβεί; Αρμένιζαν, χωρίς να το ξέρουν, στις εκβολές ενός γιγάντιου ποταμού που τα γλυκά νερά του εισορμούσαν μίλια μέσα στη θάλασσα. Δεν το ήξεραν και πέθαιναν από τη δίψα. Είχαν πάθει δηλαδή αυτό, που συμβαίνει πολλές φορές και σε εμάς. Ενώ γύρω μας έχουμε τόσες πηγές ευτυχίας, εμείς τις αγνοούμε.
***
Ο ποιητής Ανακρέων έλαβε από τον τύραννο Πολυκράτη ως δώρο πέντε χρυσά τάλαντα. Το τεράστιο για την εποχή αυτό ποσό το εφύλαττε άγρυπνος νύχτα-μέρα. Την Τρίτη όμως μέρα αποφάσισε να το επιστρέψει, γιατί – όπως είπε- «ο ύπνος τριών ημερών δεν πληρώνεται με πέντε χρυσά τάλαντα». Η αξία του είναι πολύ μεγαλύτερη.
***
Έχουμε την εντύπωση πως μας λείπουν στη ζωή πολλά. Ο Χριστός όμως επιμένει ότι δεν μας λείπει παρά μονάχα ένα. Ή μάλλον, Ένας! Αυτός ο ΙΔΙΟΣ. Το απεκάλυψε σ’ έναν άνθρωπο, που είχε τα πολλά. Στον πλούσιο νεανία. «Εν σοι λείπει», ένα μόνο σου λείπει του τόνισε, Εγώ!
Κωνσταντίνος Κούρκουλας, «Πνευματικοί Αντίλαλοι»
***
Νόμιζε πως θα θάμπωνε με τα αμύθητα πλούτη του τον σοφό Σόλωνα, ο βασιλιάς Κροίσος και, αφού του επέδειξε όλους του τους θησαυρούς, τον ρώτησε αλαζονικά.
- Έχεις γνωρίσει ποτέ άνθρωπο ευτυχέστερο από μένα;
- Βεβαίως, του απάντησε ο σοφός. Τους Κλέοβι και Βίτωνα, τα δυο αδέρφια από το Άργος που έπραξαν τον καθήκον τους προς τους γεννήτορες. Επειδή αργοπορούσαν να φέρουν τα βόδια που θα έσερναν την άμαξα, για να πάει η Ιέρεια μητέρα τους στον ναό της Ήρας, ζεύτηκαν αυτοί οι δύο την καρότσα και την έσυραν. Συγκλονισμένη η μητέρα από την πράξη αυτή των παιδιών της έκαμε μια ευχή. Παρακάλεσε τη θεά να τα ανταμείψει με τη πιο μεγάλη ευτυχία. Και η Ήρα την άκουσε, έπεσαν τα παιδιά να κοιμηθούν και δεν ξύπνησαν!
Δεν υπήρχε άλλη μεγαλύτερη ευτυχία, ούτε να δώσουν, ούτε να πάρουν.
***
Η ευτυχία και η ηρεμία δεν βρίσκονται ούτε μέσα μας ούτε έξω μας. Βρίσκονται στο Θεό, που βρίσκεται και μέσα και έξω από μας.
Πασκάλ
***
Ακόμα και αν έχει χίλια στρέμματα χωράφια δεν τρως παρά ένα πιάτο δύζι τη φορά. Ακόμη κι να το σπίτι σου έχει χίλια δωμάτια χρησιμοποιείς κάθε βράδυ λιγότερο από δύο μέτρα χώρο. Το κρεβάτι σου.
Κινέζικο
(Από το βιβλίο: Στάχυα, Τόμος Α, Κωνσταντίνου Κούρκουλα)
Ρώτησα τον ασκητή:
- Παλεύεις ακόμη, Γέροντα, με τον σατανά;
- Όχι, παιδί μου. Με αυτόν τελείωσα. Τώρα παλεύω με το Θεό.
- Και πιστεύεις να νικήσεις;
- Εύχομαι να νικηθώ!
***
Όποιος δεν προστρέχει αλλ’ απλώς τρέχει στο Θεό, του ψιθυρίζει βιαστικά μερικά αιτήματα κι ύστερα φεύγει, αυτός ποτέ δεν βλέπει Θεό.
***
Ο διάσημος σκηνοθέτης Αντρέι Ταρκόφσκι εδιηγείτο, πως όταν ήταν μικρός, ρώτησε τον πατέρα του, στον οποίο έτρεφε απέραντο σεβασμό, αν υπάρχει Θεός. Και εκείνος του απάντησε – λέει – με ένα τρόπο συγκλονιστικό: « Και υπάρχει και δεν υπάρχει».
Για όσους πιστεύουν υπάρχει Θεός. Και είναι χειροπιαστός. Για όσους δεν πιστεύουν, δεν υπάρχει Θεός. Αλλά τους είναι περιζήτητος.
***
Τρεις είναι οι απαντήσεις του Θεού στις προσευχές των πιστών: «Ναι», «Όχι», «Περίμενε».
Ο Θεός θα αρχίσει να απαντά στα αιτήματα σου προς Αυτόν, όταν συ αρχίσεις να απαντάς στα δικά Του.
***
Δεν υπάρχει άνθρωπος που τον εγκατέλειψε ο Θεός. Υπάρχουν μόνο άνθρωποι που εγκατέλειψαν το Θεό.
***
Μερικοί άνθρωποι συμπεριφέρονται στο Θεό σαν να είναι δικηγόρος τους. Καταφεύγουν σ’ Αυτόν, μονάχα όταν έχουν ενοχές και προβλήματα.
***
Ο Θεός είναι μέσα στον άνθρωπο. Ο άνθρωπος όμως πολλές φορές, βρίσκεται έξω από τον εαυτό του. Όταν επιστρέψει σαν τον Άσωτο της Παραβολής στον εαυτό του («εις εαυτόν δε ελθών») (Λουκ. Ιε΄20), τότε θα βρει το Θεό να τον περιμένει.
(ιερός Αυγουστίνος)
***
Ο «άθεος» δεν είναι εχθρός. Είναι ένας ιεραποστολικός αγρός. Μην τον λιθοβολείς. Καλλιέργησε τον.
***
Μη σας φοβίζουν οι σάπιες ιδέες και μην τρομάζετε. Στα χέρια του Θεού είναι η κοπριά με την οποία λιπαίνει την αυριανή άνθηση.
(ιερεύς Δημήτριος Ντούτκο)
***
Αν θέλεις να μάθεις τα προβλήματα των ανθρώπων, να ζήσεις μαζί τους. Αν θέλεις να τους τα λύσεις, τότε να ζήσεις με το Θεό.
***
Σε αγαπώ Θεέ μου, και γι’ αυτό θέλω να σε γνωρίσω καλύτερα. Γιατί όσο πιο πολύ σε γνωρίζω, τόσο πιο πολύ σε αγαπώ.
(ιερός Αυγουστίνος)
***
Ρώτησαν το σοφό οι μαθητές του «πως ξέρει ότι ο Θεός υπάρχει»; Κι εκείνος αντιρώτησε « Μα χρειάζεται φανός για να δεις τον ήλιο»;
(Αραβική σοφία)
***
Πολλοί άνθρωποι ευκολότερα λατρεύουν το Θεό παρά τον ακούνε. Εκείνος όμως προτιμά αντί να τον λατρεύουν να τον ακούν.
(Πασκάλ)
(Από το βιβλίο: Στάχυα, τόμος Α', Κωνσταντίνου Κούρκουλα)
Από την Εκκλησιαστική Ιστορία αρχιμ. Βασιλείου Στεφανίδου
Α. «Υπήρχε μόνο δημόσια εξομολόγηση. Σε αυτήν υποβάλλονταν τα ελαφρά αμαρτήματα, ενώ οι χριστιανοί εύχονταν στο Θεό υπέρ των αμαρτωλών αυτών. «Να εξομολογείστε λοιπόν ο ένας στον άλλον τις αμαρτίες και να προσεύχεστε ο ένας για τον άλλον, για να θεραπευτείτε. Έχει μεγάλη δύναμη η προσευχή δίκαιου ανθρώπου όταν είναι ενεργής (εντατική)» (Επιστολή Ιακώβου, 5,16).
Δεν αναφέρεται ιδιαιτέρως συγχωρητική ευχή εκκλησιαστικού λειτουργού, αλλά αυτός βεβαίως συμπροσευχόταν μαζί με τους άλλους χριστιανούς. Η ευχή αυτού θεωρήθηκε η κυριότερη και σιγά σιγά έπαυσε η ευχή των χριστιανών.
Τα βαριά αμαρτήματα, κατά την επικρατέστερη γνώμη, απέκλειαν ολοτελώς από την Εκκλησία. Η γνώμη αυτή στηρίζεται στην προς Εβραίους επιστολή και την πρώτη επιστολή του Ιωάννη. Σύμφωνα με αυτές, τα μετά το βάπτισμα βαριά αμαρτήματα υπάγονταν στην άμεση κρίση του Θεού, άνθρωποι δεν μπορούσαν να αναμιχτούν σε αυτά με προσευχές και δεήσεις. Η σχέση αυτών με αυτά που τελούνταν στη δημόσια εξομολόγηση είναι προφανής. Τα μετά το βάπτισμα βαριά αμαρτήματα αποκλείονταν από τη δημόσια εξομολόγηση.
Ο αριθμός των βαρέων αμαρτημάτων δεν ήταν καθορισμένος. Ο Απόστολος Παύλος αναφέρει πάντοτε περισσότερα από τρία, όχι πάντοτε τον ίδιο αριθμό, και κάθε φορά αναφέρει, όσα από αυτά είχε λόγους για αυτό, ή όσα θυμόταν (Α Κορινθίους, 5,11. 6,9 και εξής, προς Γαλάτας 5,19 και εξής, Α΄ προς Τιμόθεον 1,9 και εξής). Έτσι οι χριστιανοί θα πλησίαζαν κατά το δυνατόν περισσότερο προς το ιδανικό. Ότι αποκλείονταν ολοτελώς από την Εκκλησία αυτοί που αμάρταναν βαριά και ότι ως βαριά αμαρτήματα θεωρούνταν πολλά, ήταν εκδήλωση των ενθουσιαστικών τάσεων της εποχής αυτής, της ιδέας, δηλαδή, ότι πλησίαζε η Δευτέρα παρουσία του Χριστού και η τελική κρίση.
Η ιδέα αυτή έκανε τους χριστιανούς αυστηρότερους με τους εαυτούς τους και με τους άλλους και καθιστούσε τολμηρό, η Εκκλησία να λάβει απόφαση για αυτούς που αμαρτάνουν βαριά, αφού μετά από λίγο ο ίδιος ο Θεός θα αποφάσιζε για αυτούς.
Αυτοί που αμάρταναν βαριά δείχνοντας στο μεταξύ ανάλογη μεταμέλεια, μπορούσαν να ελπίζουν, ότι θα συγχωρεθούν από το Θεό στη μέλλουσα κρίση. Έτσι ο Παύλος συμβούλευε τους Κορινθίους «να παραδώσουν αυτόν τον άνθρωπο (τον αιμομίκτη) στο σατανά για να βασανιστεί η σάρκα, έτσι ώστε το πνεύμα να σωθεί στην ημέρα του Κυρίου» (Α΄ προς Κορινθ. 5,5).
Ένας λόγος του Χριστού έδινε βεβαίως στους αποστόλους απεριόριστο δικαίωμα να συγχωρούν αμαρτίες (κατά Ιωάννην 20, 23), αλλά αυτοί, όπως και οι υπόλοιποι χαρισματούχοι, προκειμένου για χριστιανούς που αμάρτησαν βαριά, εξαιτίας των λόγων που αναφέρθηκαν, έκαναν σε έκτακτες περιπτώσεις χρήση αυτού του δικαιώματος, και όσες φορές έκαναν χρήση αυτού, θεωρούνταν ένδειξη, ότι ο Θεός συγχωρούσε αυτόν που αμάρτησε βαριά και γινόταν αυτός πάλι δεκτός στην Εκκλησία (Ευσεβίου, Εκκλ. Ιστορία 3,23, 7 και εξής).
Αν εξαιρέσουμε τις έκτακτες αυτές περιπτώσεις, οι βαριά αμαρτάνοντες χριστιανοί αποκλείονταν ολοτελώς από την Εκκλησία και δεν γίνονταν πλέον δεκτοί σε αυτήν. Αυτής της κατάστασης απήχηση υπάρχει σε κάποιο χωρίο του Ειρηναίου που έγραψε το κατά αιρέσεων σύγγραμμά του γύρω στο 180.
«Είπε ο πρεσβύτερος εκείνος, ότι φοβάται μήπως τυχόν μετά τη γνώση του Χριστού, αφού πράξουμε κάτι που δεν αρέσει στο Θεό, δεν πάρουμε πλέον άφεση των αμαρτιών, αλλά αποκλειστούμε από τη βασιλεία του» (Κατά αιρέσεων, 4,27,2).
Επίσης στα αρχαιότερα συγγράμματα του Ωριγένη, ιδίως στο περί ευχής, που γράφτηκε γύρω στο 232. «Δεν γνωρίζω πώς κάποιοι επέτρεψαν στους εαυτούς τους αυτά που είναι πάνω από την ιερατική αξία, ίσως χωρίς να είναι ακριβείς στην ιερατική επιστήμη, καυχιούνται ότι μπορούν και ειδωλολατρείες να συγχωρούν, να δίνουν άφεση σε μοιχείες και πορνείες, επειδή η προσευχή τους για αυτούς που τόλμησαν αυτά λύνει και την προς θάνατον αμαρτία» (Περί ευχής, κεφ. 28)…» (Εκκλησιαστική Ιστορία αρχιμ. Βασιλείου Στεφανίδου, εκδόσεις Παπαδημητρίου σελ. 54-56, το κείμενο μεταγλωττίστηκε στη δημοτική, υπογραμμίσεις δικές μας)
Β. «Μεταβολές, που επήλθαν στην εξομολόγηση και τη μετάνοια, όσον αφορά σε δύο βαριά αμαρτήματα (έκπτωση από το χριστιανισμό και ακολασία), είδαμε αλλού (κεφ. 2 και 3). Σε αυτά ακολούθησε το τρίτο βαρύ αμάρτημα, ο φόνος, αλλά χωρίς έριδες και σχίσματα.
Για το φόνο πρώτη η σύνοδος της Αγκύρας (314) παρουσιάζεται ότι εγκατέλειψε την ισόβια μετάνοια με ευρύτερη έννοια (άφεση μετά τη β΄ παρουσία του Χριστού κατά την τελική κρίση). Στον εν μετανοία ευρισκόμενο εκούσιο φονέα ώρισε να παρέχεται το «τέλειον» (πλήρης εκκλησιαστική αποκατάσταση, θεία ευχαριστία) στην επιθανάτια κλίνη (κανόνας 22, ισόβια μετάνοια με στενότερη έννοια).
Μετά από αυτά εγκαταλείφθηκε και αυτού του είδους η ισόβια μετάνοια. Επικράτησε πρόσκαιρη μετάνοια. Ο Μέγας Βασίλειος (+ 379) δέχεται τους εκούσιους φονείς μετά από τέλεση εικοσαετούς μετάνοιας (κανόνας 56). Οι συγκαταβάσεις αυτές που γίνονταν στους βαριά αμαρτάνοντες είχαν ως βάση, ότι μετά το βάπτισμα υπήρχε μία μόνο μετάνοια. Αργότερα, και σε αυτούς που για δεύτερη φορά έπεφταν σε βαριά αμαρτήματα άρχισε να παρέχεται η άφεση στην επιθανάτια κλίνη (Ρώμης Σιρίκιος, 384-399), έπειτα όμως και πριν από αυτήν την επιθανάτια κλίνη, και όχι μόνο για δεύτερη φορά, αλλά και για περισσότερες (11 κανόνας Τολέδου 589).
Τα βαριά αμαρτήματα πλησίασαν τα ελαφρά αμαρτήματα. Όπως αυτά υποβάλλονταν στη δημόσια εξομολόγηση και μετάνοια, έτσι και εκείνα υποβλήθηκαν στην ίδια εξομολόγηση και μετάνοια, αλλά μακρότερη και αυστηρότερη. Εξαιτίας αυτού επήλθε ανάπτυξη της δημόσιας μετάνοιας. Οι μετανοούντες διαιρέθηκαν σε τάξεις. Επέδρασε ο θεσμός των κατηχουμένων. «Όπως εκείνοι διαιρούνταν σε δύο τάξεις (τους «ακροωμένους» και τους «φωτιζομένους», οι οποίοι γονάτιζαν), έτσι και αυτοί διαιρέθηκαν κατ’ αρχάς σε δύο τάξεις (τους «ακροωμένους» και τους «γόνυ κλίνοντας», ή «υποπίπτοντας»).
Ο όρος «ακροώμενοι» αρμόζει βεβαίως καλύτερα στους κατηχουμένους, που μάθαιναν για πρώτη φορά τα του χριστιανισμού, ενώ οι μετανοούντες κάλλιστα γνώριζαν αυτά. Σαφώς φαίνεται, ότι ο όρος αυτός από τους κατηχουμένους μεταφέρθηκε στους μετανοούντες.
Το ίδιο συνέβαινε και για τον όρο «γόνυ κλίνοντες». Οι τάξεις των μετανοούντων σιγά σιγά έγιναν περισσότερες και διαμορφώθηκαν καλλίτερα. Η διαίρεση των μετανοούντων άρχισε από τα μέσα της γ΄ εκατονταετηρίδας, ενώ η αύξηση των τάξεων και η διαμόρφωσή τους δεν έγινε συγχρόνως παντού. Οι σπουδαιότερες μαρτυρίες της εξέλιξης του θεσμού αυτού είναι οι επόμενες.
Στον Γρηγόριο Νεοκαισαρείας (254) συναντιούνται κυρίως δυο τάξεις, οι ακροώμενοι και οι υποπίπτοντες (κανόνας 7 και 8), ενώ γίνεται και υπαινιγμός και για τρίτη τάξη, τους «συνεστώτες» (κανόνας 9 «και αξιώνονταν της προσευχής»), αλλά είναι άγνωστο, αν αυτή ήταν ήδη τελείως διαμορφωμένη. Τέτοια συναντιέται η τρίτη τάξη αναμφίβολα στη σύνοδο της Αγκύρας (314, κανόνας 25) και στην Α΄ Οικουμενική (325, κανόνας 11).
Ο 11 κανόνας του Νεοκαισαρείας Γρηγορίου αναφέρει τέσσερις τάξεις μετανοούντων τελείως διαμορφωμένες, αλλά, ακριβώς εξαιτίας αυτού, ο κανόνας αυτός δεν είναι γνήσιος και δείχνει την περαιτέρω κατά τον δ΄ αιώνα επελθούσα ανάπτυξη. Οι τέσσερις αυτές τάξεις είναι οι επόμενες.
Η των «προκλαιόντων», οι οποίοι στέκονταν έξω από την πύλη του ναού (στην αυλή), με δάκρυα παρακαλώντας τους εισερχομένους χριστιανούς να προσευχηθούν για αυτούς, η των «ακροωμένων», οι οποίοι στέκονταν στο νάρθηκα μέχρι του κηρύγματος συμπεριλαμβανομένου, αλλά δεν είχαν δικαίωμα να προσεύχονται, η των «υποπιπτόντων» οι οποίοι βρίσκονταν μέσα στο ναό, έχοντας δικαίωμα να προσεύχονται. Η υπόπτωση (γονυκλισία) σχετιζόταν με την προσευχή. Ενώ οι της δεύτερης και τρίτης τάξεως έβγαιναν μαζί με τους κατηχούμενους, οι της τέταρτης τάξης, οι «συνεστώτες», παρέμεναν μέχρι τέλους της λειτουργίας, διαφέροντας από τους άλλους χριστιανούς μόνο σε αυτό, ότι απείχαν από τις καθαγιάσεις και κυρίως από τη θεια ευχαριστία (δες τους κανόνες του Μεγάλου Βασιλείου +379).
Η ομοιότητα των τάξεων των μετανοούντων με τις τάξεις των κατηχουμένων δείχνει, ότι παρέμενε η αρχαία αντίληψη, κατά την οποία, οι βαριά αμαρτάνοντες δεν ανήκαν πλέον στην Εκκλησία. Και επιτράπηκε μεν να μπαίνουν πάλι σε αυτήν, αλλά έπρεπε να διέλθουν την οδό, από την οποία διέρχονταν οι αλλόθρησκοι που ήθελαν να μπουν στην Εκκλησία και γίνονταν κατηχούμενοι. Η οδός μάλιστα αυτή για αυτούς που αμάρτησαν βαριά ήταν μακρότερη και επιπονότερη από αυτήν που διένυαν οι κατηχούμενοι. Οι τάξεις των μετανοούντων ήταν διπλάσιες από τις τάξεις των κατηχουμένων και μία από αυτές, η των προσκλαιόντων, ήταν βαρύτερη από την κατώτερη τάξη των κατηχουμένων. Την συσχέτιση αυτή των μετανοούντων με τους κατηχουμένους έκαναν ήδη αρχαίοι συγγραφείς.
Ο Ωριγένης λέει· «Εάν αυτοί που αμάρτησαν, δείξουν αξιόλογη μεταβολή, με περισσότερο χρόνο από αυτούς που μπαίνουν από την αρχή, ύστερα κάποια στιγμή τους δέχονται (οι χριστιανοί αυτούς)» (Κατά Κέλσου, 3,51).
Οι Αποστολικές Διαταγές την αποδοχή των μετανοούντων επανειλημμένως την παρομοιάζουν με αυτήν των εθνικών (2,39,6).
Η Δύση, έχοντας μία τάξη κατηχουμένων, είχε και μία τάξη μετανοούντων. Όλοι, δηλαδή, οι μετανοούντες εκεί ήταν συνεστώτες, αποκλειόμενοι μόνο από τις καθαγιάσεις (δες Σωζομένου, Εκκλησ. Ιστορία 7,16). Μόλις τον θ΄ αιώνα συναντιούνται στη Δύση τάξεις μετανοούντων, όμοιες με αυτές της Ανατολής…» (Εκκλησιαστική Ιστορία αρχιμ. Βασιλείου Στεφανίδου, εκδόσεις Παπαδημητρίου σελ. 107-109, το κείμενο μεταγλωττίστηκε στη δημοτική)
Γ. «Κλήμης ο Αλεξανδρεύς (+ γύρω στο 213) συμβουλεύει τον πλούσιο να προσλάβει κάποιον, που έχει θείο πνεύμα και θεία γνώση, ως ψυχικό βοηθό και οδηγό (Τις ο σωζόμενος πλούσιος, κεφ. 41), αλλά δεν έχουμε τότε ακόμη την μυστική εξομολόγηση ως εκκλησιαστικό θεσμό.
Οι πρώτες αρχές αυτού συναντιούνται στον Ωριγένη. Κάνει λόγο για μυστική εξομολόγηση των κρυφίων αμαρτημάτων (ελαφρών και βαρέων). Σύμφωνα με αυτόν, ο εξομολογητής θα κρίνει αν το κρύφιο αμάρτημα πρέπει να υποβληθεί στη δημόσια εξομολόγηση (Στον 37 ψαλμό ομιλία β΄, κεφ. 5, γράφτηκε 240-245). Από αυτά φαίνεται, ότι η μυστική εξομολόγηση ήταν μεν πλέον εκκλησιαστικός θεσμός, αλλά δεν θεωρούνταν ακόμη αυτάρκης για όλα τα κρύφια αμαρτήματα, για τα βαρύτερα από αυτά απαιτούνταν και η δημόσια εξομολόγηση.
Η μυστική εξομολόγηση των κρυφίων αμαρτημάτων επικράτησε στην Ανατολή και στη Δύση από τον δ΄αιώνα. Τα αίτια ήταν δύο.
Πρώτον, η δημόσια εξομολόγηση γινόταν μερικές φορές αδύνατη, διότι προκαλούσε τη επέμβαση της χριστιανικής πολιτείας κατά των εγκληματιών και επέφερε εφαρμογή των πολιτικών νόμων, οι οποίοι επέβαλλαν αυστηρές τιμωρίες, ενώ η Εκκλησία απέβλεπε στη διόρθωση των αμαρτωλών.
Ο Μέγας Βασίλειος (+379) απαγόρευσε να γίνονται γνωστές οι μοιχευόμενες γυναίκες, για να μην τιμωρηθούν με θάνατο (κανόνας 34), ενώ ο Αυγουστίνος (+430) για τον ίδιο λόγο απέφευγε να καταστήσει γνωστό φονιά, τον οποίο γνώριζε (Sermo 82,8,11).
Δεύτερον, η μυστική εξομολόγηση γενικώς διευκόλυνε την εξομολόγηση. Ο Χρυσόστομος (+407) επιτιμά τους ακροατές του, διότι ντρέπονται να εξομολογούνται τις αμαρτίες τους, αφού δεν αναγκάζει αυτούς να πράξουν αυτό δημόσια και προτρέπει αυτούς να εξομολογηθούν αυτές σε αυτόν μυστικά (Ομιλία στον Λάζαρο, 4,4). Από τα λόγια αυτά του Χρυσοστόμου, σε σύγκριση με τα παραπάνω αναφερθέντα λόγια του Ωριγένη, καταφαίνεται, ότι η μυστική εξομολόγηση θεωρούνταν πλέον αυτάρκης για όλα τα κρύφια αμαρτήματα.
Σε κάποια μέρη ορίστηκε πρεσβύτερος της μετανοίας, στον οποίο οι χριστιανοί εξομολογούνταν τις αμαρτίες τους. Ο θεσμός αυτός σχετιζόταν με τη μυστική εξομολόγηση, εισήχθη, άρα, τον ε΄ αιώνα, και, όπως φαίνεται, σκοπό είχε να καταστήσει υποχρεωτική την εξομολόγηση των κρυφίων αμαρτημάτων.
Την εποχή του Κωνσταντινουπόλεως Νεκταρίου (391) στην πόλη εκείνη ευγενής γυναίκα αφού ήλθε στον πρεσβύτερο της μετάνοιας εξομολογήθηκε τις αμαρτίες της, και μία από αυτές ήταν τέτοια, ώστε επέφερε την καθαίρεση του διακόνου της εκκλησίας και την γενική κατά του κλήρου κατακραυγή. Ο Νεκτάριος με τη συμβουλή κάποιου κληρικού κατάργησε το υπούργημα του πρεσβυτέρου επί της μετανοίας (Σωκράτους, Εκκλησ. Ιστορία,5,9. Σωζομένου, Εκκλ. Ιστορία, 7,16). Στην κατάργηση αυτού στην Κωνσταντινούπολη «ακολούθησαν σχεδόν οι επίσκοποι παντού» (Σωζομένου, στο ίδιο).
Σύμφωνα με τον P. Batiffol, πρεσβύτερος της μετάνοιας τον δ΄αιώνα εισήχθη και στη Ρώμη, αλλά εκεί δεν καταργήθηκε ο θεσμός αυτός (Etudes d’ Histoire,Serie I, 1926,σελ. 331 και εξής). Με την κατάργηση του πρεσβυτέρου της μετανοίας, η εξομολόγηση των κρυφίων αμαρτημάτων αφέθηκε πάλι στην ελεύθερη θέληση των αμαρτανόντων. Οι χριστιανοί, που αισθάνονταν την ανάγκη της εξομολόγησης, μπορούσαν από μόνοι τους να βρουν κατάλληλα πρόσωπα για να εξομολογηθούν.
Η ελευθερία αυτή δεν διατηρήθηκε. Σε αυτό συνετέλεσαν τα επόμενα δύο γεγονότα. Πρώτον, ο Μέγας Βασίλειος μεταρρύθμισε την μυστική εξομολόγηση, διότι κατέστησε αυτήν τακτική και υποχρεωτική και την επεξέτεινε και στα μικρότερα αμαρτήματα, τα αμαρτήματα ακόμη των λογισμών. Την σημασία των κακών λογισμών είχαν καταστήσει αυτοτελές πρόβλημα ήδη οι αναχωρητές και μοναχοί, και ο Μ. Βασίλειος συμπεριέλαβε αυτό στα «ασκητικά» του. Συνδύασε αυτό με την εξομολόγηση και την μεταρρύθμιση αυτή της εξομολόγησης εισήγαγε στους μοναχούς με τον μοναχικό του κανόνα· «Πρέπει λοιπόν καθένας από τους υποτακτικούς, εάν βέβαια πρόκειται να δείξει αξιόλογη προκοπή… να απογυμνώνει τα κρυπτά της καρδιάς του σε αυτούς από τους αδελφούς που είναι εμπεπιστευμένοι να φροντίζουν με ευσπλαχνία και συμπάθεια τους ασθενείς» (Όροι κατά πλάτος, ερώτηση 26).
Αλλά η πράξη αυτή των μοναστηριών σιγά σιγά επέδρασε σε ολόκληρη την Εκκλησία. Κατ’ αρχάς επέδρασε στην Ανατολική Εκκλησία, και από αυτήν μεταδόθηκε στην αρχαία Εκκλησία των Βρεττανικών νήσων, η οποία εξ αρχής είχε σχέσεις με την Ανατολή και μάλιστα την Μικρά Ασία (K. Holl,1898).
Οι Ιρλανδοσκώτοι μοναχοί, οι οποίοι έδρασαν στην ηπειρωτική Ευρώπη, διέδωσαν την συνήθεια αυτή στην υπόλοιπη Δύση. Η Εκκλησία προέτρεπε τους χριστιανούς να εξομολογούνται και τα μικρότερα αμαρτήματά τους, και οι χριστιανοί περισσότερο ή λιγότερο ανταποκρίθηκαν στις προτροπές αυτές.
Η υπό του Μεγάλου Βασιλείου στους μοναχούς επιβληθείσα τακτική μυστική εξομολόγηση, πρώτον, συνετέλεσε, ώστε μεταξύ αυτών να αναδειχτούν έμπειροι εξομολογητές (πνευματικοί), ενώ στην Ανατολή και οι χριστιανοί κατέφευγαν πολλές φορές σε τέτοιους έμπειρους εξομολογητές μοναχούς.
Δεύτερον, η Εκκλησία επανίδρυσε το αξίωμα του πρεσβυτέρου της μετανοίας. Η επανίδρυση αυτή έγινε τον ιβ΄αιώνα όπως φαίνεται από τα επόμενα. Τέλη του ια΄ αιώνα, όταν έγραφε Πέτρος ο Χαρτοφύλαξ, δεν υπήρχαν ακόμη ορισμένοι πρεσβύτεροι της μετάνοιας, διότι συμβούλευε να εξομολογείται κάποιος, αν βρει κατάλληλο πρόσωπο. «Εάν λοιπόν βρεις άνδρα πνευματικό και έμπειρο, που μπορεί να σε γιατρεύσει χωρίς ντροπή και με πίστη, εξομολογήσου σε αυτόν σαν στον Κύριο και όχι σε άνθρωπο» (Ράλλη και Ποτλή, Σύνταγμα, 5,373).
Τέλη του ιβ αιώνα, όταν έγραφε ο Θεόδωρος Βαλσαμών, υπήρχαν τέτοιοι. Ο Βαλσαμών όχι μόνο κάνει ρητό λόγο για αυτούς, «πρεσβύτερος να μην απαλλάσσει μετανοούντα χωρίς τη γνώμη του επισκόπου, παρά μόνο από ανάγκη πιέζει από την απουσία επισκόπου» (ο.π. 4,464), αλλά και αναφέρει, ότι και αυτός διόρισε ειδικούς πρεσβυτέρους της μετανοίας στην Αντιόχεια, ως πατριάρχης της πόλεως αυτής (ο.π. 2,70).
Οι μυστικώς εξομολογούμενοι κατ’ αρχάς τελούσαν τη μετάνοια (τις ποινές) δημόσια, ώστε οι χριστιανοί έβλεπαν κάποιον να τιμωρείται, αλλά αγνοούσαν το αμάρτημά του. Αλλά η επικράτηση της μυστικής εξομολόγησης σιγά σιγά είχε ως αποτέλεσμα, ότι και η μετάνοια τελούνταν μυστικά. Η δημόσια εξομολόγηση και μετάνοια παρέμεινε για τα αμαρτήματα που γίνονταν φανερά. Έως πότε διατηρήθηκε, δεν είναι ακριβώς γνωστό.
Οι τάξεις των μετανοούντων που εισήχθησαν στη Δύση τον θ΄ αιώνα εξαφανίστηκαν σιγά σιγά μέσα σε έναν ή δύο αιώνες (Hinschius, Kirchenrecht,5,89 και εξής). Στην Ανατολή αναφέρονται αυτές μέχρι τον ια΄ αιώνα (Συμεών ο νέος Θεολόγος, Migne,155,357 και 360), αλλά δεν είναι βέβαιο αν εφαρμόζονταν»
(Εκκλησιαστική Ιστορία αρχιμ. Βασιλείου Στεφανίδου, εκδόσεις Παπαδημητρίου σελ. 304-307, το κείμενο μεταγλωττίστηκε στη δημοτική υπογραμμίσεις δικές μας)
Τα παρακάτω λόγια γράφτηκαν στον τάφο ενός Αγγλικανού Επισκόπου, στις κρύπτες του Αββαείου του Ουέστμινστερ:
Όταν ήμουν νέος κι ελεύθερος
κι η φαντασία μου δεν είχε όρια,
ονειρευόμουν ν' αλλάξω τον κόσμο.
Καθώς μεγάλωνα κάπως
κι αποκτούσα περισσότερη γνώση,
ανακάλυψα πως ο κόσμος δεν αλλάζει,
έτσι περιόρισα κάπως το στόχο μου
κι αποφάσισα να αλλάξω μόνο την πατρίδα μου.
Αλλά κι αυτή φαινόταν αμετακίνητη.
Φτάνοντας στη δύση της ζωής μου,
μια τελευταία απέλπιδα προσπάθεια,
αρκέστηκα στην προσπάθεια
να σώσω μόνο την οικογένειά μου,
αυτούς που ήταν πιο κοντά μου
αλλά, δυστυχώς, δεν ήθελαν ούτε ν' ακούσουν.
Και τώρα, ξαπλωμένος καθώς είμαι
στο κρεβάτι του θανάτου,
ξαφνικά συνειδητοποιώ:
αν άλλαζα πρώτα μόνο τον εαυτό μου,
θα άλλαζα και την οικογένεια μου
με το παράδειγμά μου.
Με τη δική τους έμπνευση και ενθάρρυνση,
ίσως κατάφερνα τότε να κάνω καλύτερη τη χώρα μου και,
ποιος ξέρει,
ίσως άλλαζα ακόμα και τον κόσμο.
(από το βιβλίο Βάλσαμο για την ψυχή, σελ. 79-80)
Πηγή: sophia-siglitiki.blogspot.gr
Φοιτητής: Εσείς οι Χριστιανοί αδιαφορείτε λίγο-πολύ για τα προβλήματα αυτής της ζωής. Συνέχεια μιλάτε για την αιώνια βασιλεία. Αιώνια βασιλεία εδώ, αιώνια βασιλεία εκεί, ενώ ο κόσμος έχει τόσα προβλήματα.
Ο γέροντας τον κοίταξε με το διαπεραστικό του βλέμμα και είπε:
Γέροντας: Παιδί μου, για να μη μιλάμε αφηρημένα, για πες μου ένα πρόβλημα αυτής της ζωής, για το οποίο δεν έχει δώσει απάντηση η Εκκλησία του Χριστού;
Φοιτητής: Ναι να σας πω. Η φτώχεια. Εκατομμύρια άνθρωποι στον κόσμο πεινούν, είναι γυμνοί κι εσείς τους μιλάτε για τη αιώνια βασιλεία. Λες και μπορεί κανείς να χορτάσει ή να ντυθεί με την αιώνια βασιλεία.
Γέροντας: Καλό μου παιδί, και σ’αυτό έχει απαντήσει η Εκκλησία. Αν οι άνθρωποι τηρούσαν τις εντολές της «ο έχων δύο χιτώνας μεταδότω τω μη έχοντι» (Λουκ. 3, 11) και «εάν μη περισσεύση η δικαιοσύνη υμών πλείον των γραμματέων και φαρισαίων, ου μη εισέλθητε εις την βασιλείαν των ουρανών» (Ματθ. 5, 20), δεν θα μιλούσαμε αυτή τη στιγμή για φτώχεια! Φαντάσου ότι η δικαιοσύνη των Ιουδαίων έδινε στους φτωχούς το 1/10 από τα εισοδήματα τους. Αν λοιπόν οι άνθρωποι, τηρούσαν τις εντολές της Εκκλησίας και έδιναν περισσότερα από το 1/10 δεν θα υπήρχε ούτε φτώχεια, ούτε πείνα ούτε γύμνια στον κόσμο.
Φοιτητής: Πάτερ, κοιτάξτε. Αυτά είναι ευχόλογα. Τα έχουν πει κι’ άλλοι.
Γέροντας: Το ξέρω παιδί μου, ότι τα έχουν πει κι’ άλλοι. Αλλά υπάρχει μία διαφορά. Μίλησαν για δικαιοσύνη, για αγάπη, για ελευθερία, απευθυνόμενοι στην απρόσωπη μάζα που λέγεται ανθρωπότητα. Ενώ ο Χριστός μίλησε γι’ αυτά απευθυνόμενος στα πρόσωπα. Στον Βασίλη, στον Κώστα, στον Δημήτρη, στην Μαρία. Γι’αυτό, ενώ τα διάφορα κοινωνικά συστήματα δεν κατάφεραν να πείσουν κανέναν, ο Χριστός έπεισε χιλιάδες ανθρώπους να μοιράσουν τις περιουσίες τους στους φτωχούς, να εφαρμόσουν κοινωνική δικαιοσύνη, να συμπαρασταθούν στον ανθρώπινο πόνο, να θυσιάσουν και τη ζωή τους για την αγάπη των άλλων. Κατάφερε και τελώνες και πόρνες και ληστές και φονιάδες να τους αλλάξει τελείως και να τους κάνει αγίους. Και μια και αναφέρεσαι στα προβλήματα της ζωής, να σε ρωτήσω και γω κάτι: Ο θάνατος είναι ή δεν είναι πρόβλημα αυτής της ζωής;
Φοιτητής: - Δεν ξέρω.
Γέροντας: Ε, πως δεν ξέρεις; Ο θάνατος είναι πρόβλημα της ζωής και μάλιστα από τα οξύτερα. Τι έχεις να πεις εσύ ή κάποιος άλλος στη χαροκαμένη μάνα που κατεβάζει στον τάφο το παιδί της; Τι έχεις να πεις εσύ στο παιδί που κατευοδώνει στην τελευταία του κατοικία τον πατέρα του;
Φοιτητής: Εσείς τι έχετε να πείτε;
Γέροντας: Όχι εγώ. Η Εκκλησία. Η Εκκλησία παιδί μου, γεμίζει την ψυχή αυτών με την ελπίδα ότι ο χωρισμός αυτός είναι τελείως προσωρινός. Μετά από λίγο καιρό θα ξανασυναντηθούν. Γι’αυτό και τους φέρνει στα χείλη το: «Καλό ταξίδι παιδί μου», «Καλή αντάμωση πατέρα’». Το έχεις λίγο αυτό;
Φοιτητής: Πάτερ, εγώ σας μιλάω για την ζωή, εσείς με πάτε στον θάνατο.
Γέροντας: Παιδί μου, αν έχεις απάντηση σ’αυτό, απάντησε μου. Σε ρώτησα αν ο θάνατος είναι πρόβλημα της ζωής αυτής. Δεν μου απάντησες. Και επειδή δεν έχεις απάντηση, προσπαθείς να ξεφύγεις. Ας επανέλθουμε σ’εκείνα που απασχολούν εσένα ως «προβλήματα αυτής της ζωής».
Δε μου λες παιδί μου, ακόμα κι αν απαριθμήσεις όλα τα προβλήματα αυτής της ζωής ένα προς ένα, πως μπορείς να τα εξηγήσεις χωρίς, την μετά θάνατο, προοπτική; Τις αδικίες, τις συκοφαντίες, το φθόνο, τη φτώχεια, τις αρρώστιες… Τι νόημα έχει να τα υπομένει κανείς όλα αυτά και στο τέλος να φθάνει να καλύπτει δύο μέτρα γης και να φθάνει στην ανυπαρξία; Τι νόημα έχει; Κανονικά θα’πρεπε, λογικά σκεπτόμενος να αυτοκτονήσει! Ενώ με τον Χριστό όλα αυτά αποκτούν ένα νόημα. Όλα! Και ο πόνος και τα δάκρυα και οι αρρώστιες και ο θάνατος. Όλα αποτελούν προετοιμασία για το ταξίδι προς την αιωνιότητα.
Φοιτητής: Πάτερ, συνέχεια στα μνήματα με φέρνετε.
Γέροντας: Δε σε φέρνω στα μνήματα. Σου μίλησα για τη ζωή. Ή δεν είναι αυτά προβλήματα που αφορούν όλους τους ανθρώπους; Να σε ρωτήσω και κάτι άλλο αφού θέλεις να «σου μιλήσω για την ζωή». Το αν θα γίνεις εσύ αύριο καρδιολόγος, μικροβιολόγος ή χειρούργος, το αν θα νυμφευθείς ή όχι, το αν θα πετύχεις στο γάμο σου ή όχι, αυτό είναι ένα ενδεχόμενο. Μπορεί να συμβεί, μπορεί όχι.
Εκείνο όμως που είναι απόλυτα σίγουρο είναι ότι κι εγώ και εσύ κάποια μέρα θα πεθάνουμε. Ο θάνατος είναι το πιο σίγουρο γεγονός της ζωής μας. Δεν μπορείς να μένεις αδιάφορος στο πιο σίγουρο γεγονός της ζωής σου. Δεν μπορείς….
Φοιτητής: Πάτερ, δεν μ’ενδιαφέρει!
Γέροντας: Δεν μπορείς να λές ότι δεν σ’ενδιαφέρει.
Φοιτητής: Τι σχέση έχει τώρα αυτό με τη ζωή;
Γέροντας: Πως δεν έχει σχέση με την ζωή; Απάντησε μου στο ερώτημα: Ανάμεσα σε μένα και σένα είναι το μνήμα σου. Κοίταξε το και πες μου: Αρχίζεις ή τελειώνεις;
Φοιτητής: Μα, πάτερ. Τι σχέση έχει αυτό μ’εκείνο που συζητάμε;
Γέροντας: Πως δεν έχει σχέση; Από την απάντηση που θα δώσεις σ’αυτό το ερώτημα, θα εξαρτηθεί η ζωή σου. Αν πεις ότι στο μνήμα σου θα αρχίσεις, θα πρέπει να προετοιμαστείς γι’αυτό το ταξίδι. Αν πεις ότι τελειώνεις, τότε δεν μπορείς να βρεις νόημα στην ζωή σου.
Φοιτητής: Ε, πάτερ, πως δεν έχει νόημα; Εγώ τη γλεντάω τη ζωή μου.
Γέροντας: Καημένο παιδί! Έχεις την εντύπωση ότι όλη σου η ζωή θα είναι μία διαρκής χαρά και ευφροσύνη; Έχεις την εντύπωση ότι υπάρχουν άνθρωποι σ’αυτό τον κόσμο που πέρασαν όλη τη ζωή τους γλεντώντας; Αν ξέρεις τέτοιους ανθρώπους, φέρε μου έναν να τον γνωρίσω κι’ εγώ. Εγώ δεν ξέρω κανέναν! Και σε διαβεβαιώ ότι στα τριάντα χρόνια της ιερατικής μου διακονίας, πέρασαν εκατοντάδες άνθρωποι από το εξομολογητήριο μου, άλλα δεν γνώρισα ούτε έναν που να μην κουβαλούσε κάποιο σταυρό. Όλοι κουβαλούσαν τον σταυρό τους. Άλλος μικρότερο, άλλος μεγαλύτερο. Άλλος βαρύτερο, άλλος ελαφρύτερο. Δεν ήταν όμως κανένας που να μην είχε τον σταυρό του. Πως λοιπόν εσύ πιστεύεις ότι θα περάσεις όλη σου τη ζωή με γλέντια και ευτυχία;
Φοιτητής: Πάτερ, έχετε τα επιχειρήματα σας, αλλά εμένα δεν με απασχολεί το θέμα.
Γέροντας: Όταν παιδί μου σ’ απασχολήσει, έλα να σε βοηθήσω όσο μπορώ.
Και πραγματικά κάποτε ήλθε η στιγμή που τον απασχόλησε…
«Εξυπηρέτηση με χαμόγελο»
Κάποιος έγραψε ένα γράμμα σ' ένα μικρό ξενοδοχείο, σε μια πόλη του Μίντουεστ την οποία σκόπευε να επισκεφθεί στη διάρκεια των διακοπών του. Έλεγε τα εξής:
"Θα ήθελα πάρα πολύ να φέρω μαζί μου και το σκύλο μου. Είναι καθαρός και περιποιημένος και συμπεριφέρεται άψογα. Θα μου επιτρέπατε να τον κρατήσω στο δωμάτιό μου, μαζί μου, το βράδυ;"
Η απάντηση ήρθε αμέσως από τον ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου:
" Έχω αυτό το ξενοδοχείο εδώ και πολλά χρόνια. Σ' όλο αυτό το διάστημα ποτέ κανένας σκύλος δε μου έκλεψε τις πετσέτες, τα κλινοσκεπάσματα, ή τους πίνακες από τους τοίχους.
Ποτέ δε χρειάστηκε να διώξω από το ξενοδοχείο μέσα στη νύχτα ένα σκύλο επειδή ήταν μεθυσμένος και συμπεριφερόταν άσχημα. Και ποτέ κανένας σκύλος δεν το έσκασε για να μην πληρώσει το λογαριασμό.
Ναι, ο σκύλος σας είναι ευπρόσδεκτος στο ξενοδοχείο. Κι αν ο σκύλος σας είναι πρόθυμος να σας εγγυηθεί, μπορείτε να έρθετε να μείνετε κι εσείς"
Karl Albrecht και Ron Zenke (από το βιβλίο Βάλσαμο για την ψυχή, σελ. 174-175)
********
«Δεν μπορώ να καταλάβω με βεβαιότητα αν είσαι άνθρωπος.
Όταν κλωτσάς σαν γαϊδούρι και πηδάς όπως ο ταύρος
και χρεμετίζεις για τις γυναίκες όπως ο ίππος
και είσαι λαίμαργος όπως η αρκούδα
και παχαίνεις το σώμα σου σαν ημίονος
και μνησικακείς σαν καμήλα και αρπάζεις όπως ο λύκος,
οργίζεσαι όπως το φίδι, δαγκώνεις όπως ο σκορπιός,
είσαι ύπουλος όπως η αλεπού,
έχεις μέσα στην ψυχή σου δηλητήριο όπως η κόμπρα και η έχιδνα
και διεξάγεις πόλεμο κατά των αδελφών σου όπως ο πονηρός εκείνος διάβολος, πώς είναι δυνατόν να σε υπολογίζω μεταξύ των ανθρώπων,
αφού βλέπω να έχεις αυτού του είδους τα χαρακτηριστικά;..
Τι να σε ονομάσω λοιπόν; Θηρίο;
Τα θηρία όμως έχουν ένα από αυτά τα ελαττώματα.
Εσύ, αντιθέτως, αφού τα συγκέντρωσες όλα μαζί, προχωράς πέρα από τη ζωώδη κατάσταση εκείνων»
(άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, εκδ. ΕΠΕ τόμος 9, σελ. 141)
Ο κίνδυνος του εγωισμού
Στο χτύπημα της θύρας του Παραδείσου βαριά αντήχησε η ερώτηση:
- Ποιος είναι; ρώτησε από μέσα ο Χριστός.
- Εγώ, απάντησε ο ασκητής.
Η πόρτα έμεινε κλειστή. Καμιά φωνή από πουθενά. Έφυγε πάλι για την έρημο. Υποβλήθηκε σε νέες πνευματικές ασκήσεις και ξαναγύρισε. Χτύπησε την πόρτα και στο ερώτημα «ποιος είναι» αυτή τη φορά απάντησε «Εσύ». .. Άνοιξε διάπλατα η θύρα. Γιατί είχε τώρα πια ανακαλύψει ποιό ήταν, εκείνο, που την κρατούσε κλειστή. Ήταν το «εγώ» του εγωιστή ανθρώπου, που έπρεπε να αντικατασταθεί με το «εσύ» του Χριστού.
*********
Θεέ μου,
Κάνε με να βλέπω τον εαυτό μου, όχι με τα μάτια τα δικά μου, αλλά με τα μάτια των φίλων μου, για να τον διορθώνω.
Με τα μάτια των εχθρών μου, για να τον προστατεύω.
Με τα μάτια τα δικά Σου, τον οφθαλμόν «ως τα πανθ’ ορά», για να τον ανυψώνω.
*********
Τον καταψήφισαν στις εκλογές και έπρεπε να παραδώσει την δημαρχία στον αντίπαλο του. Πριν όμως φύγει, θέλησε να τον παγιδεύσει. Ήξερε τις αδυναμίες του, το πόσο εγωιστής ήταν και το πόσο εύκολα φόρτωνε τα λάθη του στους άλλους. Του άφησε λοιπόν τρείς φακέλους με ένα σημείωμα: Αν ποτέ δυσκολευτείς, άνοιξε τους έναν – έναν με τη σειρά τους. Κάθε φορά θα βρίσκεις μέσα μια χρήσιμη συμβουλή. Δεν πέρασε καιρός και άρχισαν τα λάθη του. Έτσι από περιέργεια άνοιξε τον πρώτο φάκελο.
- Ρίξ’ τα σε μένα έγραφε! Του άρεσε η ιδέα και άρχισε να κατηγορεί για όλα τον προκάτοχο του.
Με τον καιρό ήρθαν και νέες γκάφες οπότε αναγκάστηκε να ανοίξει τον δεύτερο φάκελο.
- Ριξ΄τα στους άλλους! Έγραφε. Ξανάπεσε στην παγίδα και άρχισε να φορτώνει όλα του τα λάθη σε όλους τους άλλους πλην αυτού.
Δεν άργησε έτσι να γίνουν τα πράγματα απελπιστικά οπότε χρειάστηκε και τον τρίτο φάκελο. Τον άνοιξε και διάβασε:
- Τώρα ετοίμασε εσύ τους δικούς σου φακέλους!
*********
Ένας νεαρός Αθηναίος, από αριστοκρατική οικογένεια, αλλά άσωτος και μωρός, περιφρονούσε τον συνομιλητή του Κλεάνθη για την άσημη καταγωγή του. Ο Κλεάνθης όμως, που έγινε ονομαστός φιλόσοφος, είπε στον ανάξιο εκείνο: «Με μένα θα αρχίσει η δόξα της γενιάς μου. Με σένα θα τελειώσει».
(Από το βιβλίο: Στάχυα, Τόμος Α, Κωνσταντίνος Κούρκουλας)
Τι είδους αγάπη;
«Μα εγώ τους αγαπώ τους ανθρώπους», λέμε συχνά. Δεν ωφελεί καθόλου να κρυβόμαστε
πίσω από τέτοιες υπεκφυγές. Όλους τους ανθρώπους όταν βρίσκονται μακριά, τους
αγαπάμε! Ένας συγγραφέας απεικονίζει τον χαρακτήρα ενός ήρωά του ως εξής:
«Αγαπούσε την ανθρωπότητα σε τέτοιο βαθμό, που έφτανε στο σημείο να μισεί κάθε
μεμονωμένο πρόσωπο, επειδή αυτό παραμόρφωνε στα μάτια του την τέλεια εικόνα της
ανθρωπότητας» [ Πρόκειται για τον Ντοστογιέφσκι και τον ήρωά του Ιβάν Καραμάζωφ].
Αγαπούσε αληθινά την αφηρημένη έννοια, μη πραγματική (εξιδανικευμένη)
ανθρωπότητα∙ ό,τι όμως αφορούσε σε συγκεκριμένο άνθρωπο ή σε ομάδα ανθρώπων
δεν μπορούσε να το ανεχτεί, να το αντέξει. Στους πραγματικούς ανθρώπους
διέκρινε την ασχήμια, ενώ αυτός ονειρευόταν την τέλεια ομορφιά που δεν υπάρχει ούτε
υπήρξε ποτέ, την ομορφιά που κανένας δεν πρόκειται να δει πριν από τη Δευτέρα
Παρουσία.
Γαλ. 6, 2 «ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, και οὕτως ἀναπληρώσατε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ:»
Κι η αγάπη για τους ανθρώπους που τυχαίνει να είναι τριγύρω μας, ίδιας πάστας δεν είναι;
Περιορίζεται σε ελάχιστους∙ μα κι αυτούς δεν τους αγαπάμε με την πρώτη, δεν τους
αγαπάμε χωρίς να τους θέτουμε προϋποθέσεις∙ οι τσακωμοί είναι ασταμάτητοι, τα
αισθήματά μας γίνονται ψυχρά. Και σαν επιστέγασμα όλων έρχεται η αποστροφή μας για
τους άλλους.
Ο Απόστολος Παύλος παραγγέλει: Να σηκώνετε ο ένας το φορτίο του άλλου και έτσι
θα εφαρμόζετε πλήρως τον νόμον του Χριστού ( Γαλ. 6, 2 «ἀλλήλων τὰ βάρη
βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσατε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ»). Τούτα τα βάρη δεν
είναι μόνο οι δυστυχίες της ζωής, αλλά και το βαρύ φορτίο του προσώπου του άλλου
ανθρώπου. Όλοι μπορούμε να σηκώσουμε το βάρος της θλίψης του άλλου, όταν
πρόκειται για μια σύντομη αρρώστια, μια πρόσκαιρη διένεξη∙ πόσο φοβερό είναι να
βλέπουμε ότι η θλίψη διαρκεί, η αρρώστια παρατείνεται, οι στερήσεις δεν έχουν
τέλος. Δεν περνά πολύς καιρός (καιρός ειλικρινούς θλίψης για το πρόσωπο του άλλου
και φροντίδας ανιδιοτελούς για τις ανάγκες του) και απέναντί του ψυχραινόμαστε:
«Μα δεν θα τελειώσει ποτέ η αρρώστια του, η ανέχειά του, ο πόνος του; Είναι καιρός πια
ν’ αναρρώσει! Είναι καιρός να κουνηθεί κι αυτός λιγάκι, να συνέλθει! Θα πρέπει εγώ
ν’ ασχολούμαι μ’ αυτό τον άνθρωπο όλη μου τη ζωή;». Όμως ο Κύριος δεν φέρεται
έτσι σ’ εμάς. Όσο διαρκεί η ζωή μας – κάποιες δεκαετίες δηλαδή - ο Κύριος υπομένει,
περιμένει, ελπίζει και όλο αυτό τον καιρό, ναι όλο αυτόν τον καιρό, μοχθεί να μας
προσφέρει βοήθεια…
Δυστυχία δεν σημαίνει ν’ αγαπάμε λίγους ανθρώπους, να μη μπορούμε
ν’ αγαπήσουμε μεγάλο πλήθος, να έχουμε καρδιά στενόχωρη [ «στενοχωρεῖσθε
ἐν τοῖς σπλάγχνοις ὑμῶν», λέει ο Απόστολος Παύλος ( Β΄ Κορ. 6, 12 ) ]. Δυστυχία είναι
να βλέπουμε πόσο θλιβερή και αξιολύπητη είναι η αγάπη μας γι’ αυτούς που
ισχυριζόμαστε ότι είναι τα αγαπημένα μας πρόσωπα∙ πόσο κλονισμένη από την
ανυπομονησία, πόσο γυμνή από στοργή και ευαισθησία, πόσο παράλογη και
εξωφρενική!
Πρέπει να συλλογιστούμε λοιπόν ποια είναι η σχέση μας με τα μέλη του περιβάλλοντός
μας και ν’ αναρωτηθούμε: Τι είδους αγάπη έχω προς αυτούς; Μια αγάπη χαράς ή
μια αγάπη φορτική; Διότι είναι πράγματι πιθανό, η αγάπη μας να πνίγει κάποιον, να τον
κάνει να νιώθει ανελεύθερος, σκλάβος∙ είναι πιθανό κάτω από το βάρος αυτού που
εμείς ονομάζουμε «αγάπη», ο αγαπώμενος να υποφέρει. Υποφέρει όταν εμείς
νομίζουμε ότι γνωρίζουμε καλύτερα από αυτόν ποιες είναι οι ανάγκες του, πού είναι
η χαρά του∙ όταν του αφαιρούμε και το ελάχιστο της ελευθερίας του, της
δημιουργικότητάς του∙ όταν επιθυμούμε να διευθύνουμε εμείς οι ίδιοι τη
ζωή του, προκειμένου να τον «βελτιώσουμε»…
(Μητροπολίτου Anthony Bloom, "Το μυστήριο της ίασης" , εκδ. Εν πλω, μετάφραση Χ. Κούλας)