Ο κ. Βασίλειος Κέκης, καθηγητής της χειρουργικής του Πανεπιστημίου Αθηνών και Διευθυντής χειρούργος του “Ιατρικού Κέντρου Αθηνών”, έζησε στη Βοστόνη Αμερικής το 1962, μια έντονη θρησκευτική εμπειρία, σε σχέση με θαυμαστές θεραπείες των Αγίων Αναργύρων, τις οποίες αναφέρουμε στη συνέχεια, όπως τις κατέγραψε ο ίδιος, προς δόξαν του Θεού και τιμή των Αγίων Κοσμά και Δαμιανού.
Τον Μάιο του 1962 μετεφέρετο επειγόντως στο τμήμα ατυχημάτων του Γενικού Νοσοκομείου της Μασσαχουσέτης (Mass. General Hospital) στη Βοστόνη Αμερικής, ένα μικρό αγόρι ηλικίας δώδεκα ετών, στο οποίο είχε αποκοπεί το δεξί του χέρι κατόπιν τροχαίου ατυχήματος.
Μετά από επιτυχή χειρουργική επέμβαση επιτεύχθει η ανασυγκόλληση του άκρου και μετά από λίγο καιρό ο μικρός μαθητής επανήλθε στην ομάδα μπέιζ-μπολ του σχολείου του!
Μετά την επιτυχία αυτή ο ημερήσιος και περιοδικός τύπος της Αμερικής θέλησε να λάβει λεπτομέρειες για το γεγονός και γι΄ αυτό από το Νοσοκομείο οργανώθηκε Press conferences μετά των ιατρών χειρουργών, οι οποίοι έλαβαν μέρος στην εγχείρηση αυτή. Κατ΄ αρχήν ένας από τους δημοσιογράφους ρώτησε εάν το Mass. General Hospital διεκδικούσε την προτεραιότητα για ένα τέτοιο είδος χειρουργικής επέμβασης.
Τότε προς έκπληξη όλων, ο διευθυντής του Νοσοκομείου, χειρούργος E. D. Churchill απάντησε ως εξής: “Όχι, δεν διεκδικούμε τέτοια προτεραιότητα, διότι μια άλλη ομάδα γιατρών, οι Άγιοι Κοσμάς και Δαμιανός, περί το 400μ.Χ. ακρωτηρίασε ενός άνδρα το κάτω άκρο, το οποίο έπασχε από γάγγραινα και το αντικατέστησε με ενός άλλου υγιούς από έαν Άραβα, ο οποίος μόλις είχε πεθάνει”! Το περιοδικό του M. G. H. δημοσίευσε τότε ένα ζωγραφικό πίνακα του 14ου αιώνα με θέμα “Το θαύμα του Μαύρου Ποδιού”, των Αγίων Κοσμά και Δαμιανού. Το ιατρικό περιοδικό Spectrum της εταιρείας “Pfizer”, θέλοντας να δημοσιεύσει έναν έγχρωμο πίνακα με το θαύμα, ανακάλυψε ότι υπάρχουν πλέον των 1500 ζωγραφικών πινάκων της εποχής της Αναγέννησης στα διάφορα μουσεία και Εκκλησίες της Ευρώπης, οι οποίοι απεικονίζουν το γεγονός της μεταμόσχευσης του μέλους από τους αγίους Κοσμά και Δαμιανό.
Τους πίνακες αυτούς τους βρίσκει σήμερα ο επισκέπτης στο Μουσείο του Αγίου Μάρκου στη Βενετία της Ιταλίας. Πλείστοι άλλοι υπάρχουν στην Πινακοθήκη του Μονάχου, την Ακαδημία της Φλωρεντίας, το Λούβρο των Παρισίων και σε διάφορες Εκκλησίες της Ευρώπης. Και στην Ελλάδα, στην Εκκλησία των Αγίων Αναργύρων Βέροιας βρίσκεται μια αγιογραφία-τοιχογραφία που απεικονίζει το θαύμα του “Μαύρου ποδιού”.
Σήμερα εικόνες του θαύματος του “Μαύρου ποδιού” μπορούμε να βρούμε στις πρώτες σελίδες των περισσοτέρων κλασσικών βιβλίων Μεταμοσχεύσεων με σχόλια σχετικά για την πρώτη γνωστή και επιτυχή αλλομεταμόσχευση έστω και υπό την αναφορά ενός θαύματος.
***
Οι δίδυμοι αδελφοί Κοσμάς και Δαμιανός γεννήθηκαν τον 3ο μ.Χ. αιώνα από γονείς Χριστιανούς και έζησαν στην περιοχή της Κιλικίας-Μικράς Ασίας. Σπούδασαν ιατρική και άσκησαν το ιατρικό επάγγελμα ταξιδεύοντας ανά την χώρα κηρύττοντας συγχρόνως τον Χριστιανισμό. Δεν έπαιρναν αμοιβή -αργύρια- κατά την άσκηση του επαγγέλματος γι΄ αυτό έλαβαν και την προσωνυμία Ανάργυροι.
Ταχύτατα η φήμη τους διαδόθηκε σε όλη την Μ. Ασία κυρίως από τις θαυματουργικές θεραπείες τις οποίες πραγματοποιούσαν. Από φόβο μήπως και κερδίσουν Χριστιανούς μεταξύ των υπηκόων του, ο Ρωμαίος Διοικητής της περιοχής Λυσίας, επί αυτοκρατορίας του Διοκλητιανού, τους κάλεσε όπως προσφέρουν δημόσια θυσίες στους Ρωμαϊκούς θεούς. Επειδή αρνήθηκαν να υπακούσουν στη διαταγή του Λυσία, θανατώθηκαν με αποκεφαλισμό.
Πολύ λίγα είναι γνωστά γι΄ αυτούς. Ακόμα και τα λίγα γνωστά γεγονότα είναι συνυφασμένα με πολλά θαύματα τα οποία ακολούθησαν μετά τον αποκεφαλισμό τους.
Πολύ νωρίς από το θάνατό τους κυκλοφόρησε η φήμη θαυμάτων θεραπείας που έγιναν στον τάφο τους στην Cyrus της Βορείου Συρίας πλησίον του περίφημου ναού του Ασκληπιού.
Ασθενείς -Χριστιανοί και άπιστοι ανεξαρτήτως- πραγματοποιούσαν ταξίδια για να επισκεφθούν τον τάφο των Αγίων και να κοιμηθούν σε αυτόν ελπίζοντας σε ίασα κατά τη διάρκεια της νύχτας.
Δύο αιώνες αργότερα, ο Αυτοκράτορας Ιουστινιανού διεκήρυττε ότι ο ίδιος είχε θεραπευτεί από θαύμα των Αγίων, μετέφερε τα λείψανά τους από την Cyrus στην Κωνσταντινούπολη, στο ναό τον οποίο έκτισε γι΄ αυτούς.
Οι Άγιοι Κοσμάς και Δαμιανός θεωρούνται προστάτες Άγιοι των ιατρών και των φαρμακοποιών, η δε Εκκλησία μας εορτάζει την μνήμη αυτών την 1η Νοεμβρίου και την 1η Ιουλίου.
*Από το Περιοδικό “Τα κρίνα”,
Τεύχος Μαΐου-Ιουνίου-Ιουλίου 2005
ΙΓ΄ 16. Τι είναι και τι περιλαμβάνει το χάραγμα; Eίναι «η του ολεθρίου ονόματος εγχάραξις» (Ανδρ. – Αρέθ.) Του «ονόματος του αποστάτου και πλάνου» (Ανδρ.),το οποίο θα προσπαθήσει να τοποθετήσει σε όλους και να τους σφραγίσει.
Θα θέσει τη σφραγίδα του ονόματος ἐπὶ τῆς χειρὸς αὐτῶν τῆς δεξιᾶς. Γιατί; «Ινα των δεξιών και αγαθών έργων εκκόψη την ενέργειαν» (Ανδρ. – Αρέθ.) – για να μην τους αφήσει να πράττουν τα καλά και αγαθά έργα.
Θα τους σφραγίσει και ἐπὶ τῶν μετώπων, στο μέρος που βρίσκεται επάνω από τα μάτια τους για να «εμποιήση σκοτασμόν τοις απατωμένοις» (Αρέθ.) και «ίνα εν τη πλάνη και τω σκότει διδάξη αυτούς παρρησιάζεσθαι» (Ανδρ.) και «του μη ώς εν ημέρα ευσχημόνως αντέχεσθαι της ευσεβείας» (Αρέθ.). Δηλαδή, θέλει σ’ αυτούς που απατά να φέρει σκοτασμό, όχι μόνο στα μάτια, αλλά και στο νου και έτσι να τους διδάξει να περπατούν και να ενεργούν με θάρρος μέσα στη πλάνη και στο σκοτάδι, και να μην αντέχουν πια την ευσέβεια και την ευσχήμονα ζωή της ημέρας και του φωτός.
Αυτά που λέγονται εδώ είναι φοβερά και μπορεί να γεμίσουν φόβο και τρόμο και καθένα από εμάς, ή θα μπορούσε και κάποιος άλλος μ’ αυτά να μας φοβερίσει. Γι’ αυτό πρέπει να δούμε τι λένε στη συνέχεια οι δύο κύριοι ερμηνευτές πατέρες.
Ο άγιος Ανδρέας, λοιπόν, σημειώνει για το σφράγισμα με το όνομα του Αντιχρίστου: «Αλλ΄ ού δέξονται αυτό οι σημειωθέντες τω θείω φωτί τα πρόσωπα» - όμως δε θα το δεχθούν αυτό το σφράγισμα, όσοι έχουν σφραγισμένα τα πρόσωπα τους με το θείο φως. Όσοι, δηλαδή, διατηρούν τη σφραγίδα του Βαπτίσματος και Χρίσματός τους με την τήρηση των εντολών.
Με μικρή διαφορά αυτό επαναλαμβάνει και ο Αρέθας Καισάρειας: «Αλλ΄ ού δέξοντια τούτο οι τα πρόσωπα σημειωθέντες τω φωτί του θείου προσώπου».
Για το σφράγισμα επί των μετώπων γράφει και ο άγιος Ιππόλυτος, πώς αυτό πραγματοποιείται για να είναι όλοι στεφανωμένοι μ’ αυτό και έτσι να περιφέρουν μαζί τους «πύρινον και ού ζωής, αλλά θανάτου στέφανον (=στεφάνι πύρινο και όχι ζωής, αλλά θανάτου)».
Αναφέρει μάλιστα ως παράδειγμα εξωτερικό. αυτό που μηχανεύθηκε εναντίον των Ιουδαίων ο Αντίοχος ο Επιφανής, ο βασιλιάς της Συρίας, ένας από τους επιγόνους του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Αυτός, με πολλή υπερηφάνεια, έβγαλε διάταγμα που έλεγε, όλοι να στήσουν βωμούς μπροστά στις θύρες των σπιτιών τους, και όλοι να θυσιάζουν σ’ αυτούς και στεφανωμένοι με κισσούς να κάνουν πομπές στο Διόνυσο, και όσοι δε θέλουν να υποταχθούν, να τους σκοτώνουν μετά από δίκη και βασανισμό. Αλλά κι αυτός πήρε από τον δικαιοκρίτη και παντεπόπτη Θεό τον αντάξιο βασανισμό. Διότι πέθανε καθώς τον έτρωγαν τα σκουλήκια. Αυτά λέει ο άγιος Ιππόλυτος για το θηρίο που μηχανεύεται πώς να θλίβει πολύ τους αγίους.
ΙΓ΄ 17. Το σφράγισμα του θηρίου, θα προσπαθήσει ο υπασπιστής του να το απλώσει παντού, στις αγορές και στις πωλήσεις «ίνα τοις τούτο μη λαμβάνουσιν εκ της των αναγκαίων ενδείας βίαιος επαχθή θάνατος» (Ανδρ.) – ώστε εκείνοι που δε θα δεχθούν το σφράγισμα, καθώς δε θα έχουν τα αναγκαία για να ζήσουν, να δεχθούν βίαιο θάνατο. Τότε, λέει ο άγιος Ιππόλυτος, θα υπάρχει μεγάλη θλίψη, τέτοια που δεν υπήρχε ποτέ πριν, και θα αποστέλλονται πολλοί σε κάθε πόλη και χωριό για να θανατώνουν τους πιστούς. Και οι Ιουδαίοι γι’ αυτή την απώλεια θα ευφραίνονται και οι εθνικοί θα επιχαίρουν και θα βοηθούν στο διωγμό οι άπιστοι.
Οι πιστοί θα διώκονται απ’ τη δύση στην ανατολή και άλλοι απ’ την ανατολή στο νότο, και θα κρύβονται στα βουνά και στις σπηλιές, αλλά θα τους πολεμά το βδελυρό διάταγμα και θα τους κυνηγά όπου κι αν βρίσκονται «δια θαλάσσης και δια ξηράς». Θα τους θανατώνει και θα τους καταστενοχωρεί, κι αυτοί δε θα μπορούν ούτε να πουλήσουν «τι των ιδίων (=κάτι από τα δικά τους)»,ούτε να αγοράσουν «παρά των αλλοτρίων», εκτός κι αν έχουν χαραγμένο το όνομα του θηρίου στο χέρι ή στο μέτωπο. «Πάντες γάρ οι πιστοί τότε εκ του τόπου εκδιωχθήσονται» και θα απομακρυνθούν από τα σπίτια τους και θα διωχθούν από τις πόλεις και θα διασύρουν δημοσίως «και πάση κολάσει κολασθήσονται και εκ παντός του κόσμου εκβληθήσονται».
Έτσι περιγράφει ο άγιος Ιππόλυτος τη θλίψη των ημερών εκείνων, που θα βρει τους πιστούς.
ΙΓ΄ 18. Το κείμενο αυτού του στίχου, σε συνδυασμό με τον προηγούμενο, είναι από τα δυσκολότερα ίσως της αγίας γραφής και φυσικά της Αποκαλύψεως. Είναι συγχρόνως και το πολυερμηνευμένο και πολυπαρεξηγημένο.
Αυτά, όμως, αφορούν κυρίως τους συγχρόνους μας ερμηνευτές. Οι Πατέρες είναι σαφείς και όπως σε όλα τα μυστήρια της Γραφής, έτσι και εδώ, πλησιάζουν με πίστη και ταπείνωση και δεν αυτοσχεδιάζουν ούτε γράφουν τη γνώμη τους και τους στοχασμούς τους. Γι’ αυτό και πολλές φορές λένε για κάποιο θέμα πώς δεν το γνωρίζουν. Αυτούς τους Πατέρες ακολουθούμε κι εδώ.
Το όνομα, λέει η Αποκάλυψη, είναι αριθμός ανθρώπου. Αυτό θα πει, λέει ο Αρέθας, ότι δεν είναι παράξενο, ούτε ασυνήθιστο και απόκρυφο («ου ξένον, ουδέ άηθες και επικεκρυμμένον»), αλλά ψήφος, υπολογισμός, που κάνουν οι άνθρωποι και τους είναι γνωστός.
Τι είναι όμως το χξς΄, που είναι ο αριθμός του θηρίου και αντιστοιχεί στο όνομα του; Ας ακούσουμε τους Πατέρες.
Ο άγιος Ανδρέας Καισαρείας, που τον ακολουθεί και Αρέθας Καισαρείας, λέει πως για την ακρίβεια του υπολογισμού, καθώς και τα υπόλοιπα, που είναι γι’ αυτόν γραμμένα «ο χρόνος αποκαλύψει και πείρα τοις νήφουσιν». Δηλαδή, χρειάζονται ως προϋποθέσεις ο χρόνος της πραγματοποιήσεως, η πνευματική πείρα και η νήψη και εγρήγορση για την κατανόηση του.
Ο Αρέθας Καισαρείας σημειώνει, ότι δεν έγραψε ο Ιωάννης καθαρά το όνομα αυτό «δια το μηδέ άξιον είναι της εν τω βιβλίω γραφής» - δεν αξίζει να γράφεται μέσα στην Αγία Γραφή το όνομα του Αντιχρίστου. Γιατί, αν έπρεπε να γίνει γνωστό ένα τέτοιο όνομα, λένε οι δύο επίσκοποι της Καισαρείας, σαφώς, «ο τεθεαμένος αν αυτό απεκάλυψεν» - ο Ιωάννης που έβλεπε τα οράματα, θα το φανέρωνε. «Αλλ΄ ούκ ευδόκησεν η θεία Χάρις εν θεία βίβλω το του λυμεώνος όνομα γραφήναι» (Ανδρ. - Αρέθ.) - όμως δεν ευδόκησε η θεία Χάρις να γραφεί στην Αγία Γραφή το όνομα του καταστροφέα.
Ο άγιος Ειρηναίος και ο Ωριγένης παρατηρούν πώς δεν πρέπει να κάνουμε υπολογισμούς και μετρήσεις για να βρούμε το όνομα βάσει του αριθμού, γιατί μπορεί πολλά ονόματα να έχουν αυτόν τον αριθμό. Και το πιο σίγουρο είναι να περιμένουμε την έκβαση-εκπλήρωση της προφητείας παρά να αυτοσχεδιάζουμε, να στοχαζόμαστε και να μαντεύουμε τυχαία ονόματα. Λέει κατά λέξη ο άγιος Ειρηναίος: «Ασφαλέστερον και ακινδυνότερον το περιμένειν την έκβασιν της προφητείας ή το καταστοχάζεσθαικαι απομαντεύεσθαι ονόματα τυχόντα, πολλών ονομάτων ευρεθήναι δυναμένων εχόντων τον προειρημένον αριθμόν».
Ο άγιος Ιππόλυτος για το όνομα λέει πώς «ούκ έστιν ημίν τοσούτον ακριβές εξειπείν (=δεν είναι δυνατόν σε εμάς με τόση ακρίβεια να πούμε)», όπως εννόησε και διδάχθηκε γι’ αυτό ο Ιωάννης, παρά μόνο να κάνουμε υποθέσεις. «Αναφανέντος γάρ αυτού δείξει ο καιρός το ζητούμενον (=διότι όταν θα εμφανιστεί αυτός, ο Αντίχριστος, θα δείξει ο καιρός το ζητούμενο)». Και συμπληρώνει «πλήν όσων νοούμεν αμφιβάλλοντες λέγωμεν» - αλλά και όσα νοούμε, τα λέμε με αμφιβολία. Διότι, βρίσκουμε, συνεχίζει, πολλά «ονόματα τούτω τω αριθμώ ισόψηφα περιεχόμενα». Γι’ αυτό, καταλήγει ο άγιος Ιππόλυτος κρατώντας «το μυστήριον του Θεού εν καθαρά καρδία» πρέπει να φυλάσσουμε με πίστη όσα προελέχθησαν από τους αγίους προφήτες «ίνα γινομένων αυτών προειδότες μη σφαλλώμεθα (=έτσι ώστε όταν γίνουν αυτά, μιας και θα τα γνωρίζουμε από πριν, να μην σφάλλουμε)». Διότι, όταν θα περάσουν οι χρόνοι και φανερωθεί αυτός για τον οποίο αυτά λέγονται, «φανερωθήσεται και το όνομα δήλως πάσι» - θα γίνει ολοφάνερο σε όλους το όνομα.
Έτσι πρέπει να αντιμετωπίζουμε το θέμα, λένε οι Πατέρες. Ως μυστήριο που δεν αποκαλύφθηκε. Και να μην κάνουμε απόπειρες να βρούμε το όνομα, γιατί ο αριθμός ταιριάζει σε πολλά ονόματα. Η αναζήτηση κάποιου ονόματος από τον αριθμό μπορεί να γίνει μόνο «εν γυμνασίας λόγω» (Ανδρ.) και «γυμνασίας χάριν» (Αρέθ.). Και με τον τρόπο αυτό, οι ίδιοι οι Πατέρες επισημαίνουν και αναφέρουν τα ονόματα που διαδίδονταν την εποχή τους. Τα χωρίζουν μάλιστα σε δύο κατηγορίες, στα κύρια ονόματα και στα επίθετα («προσηγορικά»).
Γυμνασίας χάριν, λοιπόν, ας τα αναφέρουμε εδώ, γιατί τα αναφέρουν οι Πατέρες, και έχοντας υπ’ όψη τις δικές τους επιφυλάξεις.
Κύρια ονόματα: Λαμπέτις (Ανδρ. - Αρέθ.), Τειτάν «απο το τείνω» (Ανδρ. - Αρέθ.), Λατείνος (δια διφθόγγου) (Ανδρ. - Αρέθ.), Βενέδικτος «όπερ ερμηνεύεται ευλογημένος ή ευλογητός, κατά μίμησιν τυχόν του αληθώς ευλογημένου Χριστού του Θεού ημών» (Ανδρ. - Αρέθ.).
Επίθετα: Ο Νικητής «ίσως γάρ ούτως εαυτόν ονομάσει (=διότι ίσως έτσι ονομάσει τον εαυτό του)» (Αρέθ.), Κακός οδηγός, Παλαιβάσκανος, Αληθής βλαβερός, Αμνός άδικος, ονόματα, που θα του δοθούν από τους εχθρούς της πλάνης, γιατί θα έχει τοποθετήσει «την οικείαν δόξαν εν τη αισχύνη (=την δική του δόξα στην ντροπή)» (Ανδρ. - Αρέθ.).
Κατά τη γνώμη μου, λέει ο άγιος Ιππόλυτος «ουδέ ακριβώς επίσταμαι τούτο (=δεν ξέρω ακριβώς αυτό)» ίσως η σφραγίδα να γράφει ΑΡΝΟΥΜΑΙ, επειδή και πριν «δια των υπηρετών αυτού ο αντίδικος εχθρός (=με τους υπηρέτες του ο αντίδικος εχθρός, ο Διάβολος)», δηλαδή, δια των ειδωλολατρών, προέτρεπαν ο άνομοι τους μάρτυρες του Χριστού να Τον αρνηθούν λέγοντάς τους: «Άρνησαι τον Θεόν σου τον εσταυρωμένον». Αυτό (ίσως) θα γίνει, συνεχίζει ο άγιος Ιππόλυτος, και επί του Αντιχρίστου και η σφραγίδα του θα λέει: «Αρνούμαι τον ποιητήν ουρανού τε και γής˙ αρνούμαι το βάπτισμα, αρνούμαι την λατρείαν μου και σοι προστίθεμαι και σε πιστεύω».
(Από το βιβλίο: Η Αποκάλυψη του Ιωάννου, Γεωργίου Β. Μαυρομάτη, εκδ. Αποστολική Διακονία, σελ. 220-224, κάποιες υπογραμμίσεις δικές μας όπως και οι μεταφράσεις σε παρένθεση)
Αλίμονο στον άνθρωπο, που η μόνη του απόλαυση, από την δουλειά του είναι ο μισθός του.
***
Την κριτική μπορείς να την αποφύγεις μονάχα αν δεν λες τίποτα, δεν κάνεις τίποτα και είσαι ένα τίποτα.
***
Βρέθηκε έπειτα από ναυάγιο στη θάλασσα, κι άρχισε να επικαλείται τη θεά Αθηνά.
«Αθηνά, Αθηνά, σώσε με!» Αυτό ήταν το μόνο που έκανε. Κάποιος όμως του φώναξε: Κούνα και τα χέρια σου. Κολύμπα! «Συν Αθηνά και χείρα κίνει». (Μαζί με την Αθηνά κούνα και τα χέρια σου).
Δεν σου δίνει τίποτε ο Θεός απ’ όσα μπορεί αν δεν δώσεις πρώτα εσύ όλα όσα μπορείς.
***
Εκείνος που εργάζεται με τα χέρια είναι εργάτης.
Εκείνος που εργάζεται με τα χέρια και το μυαλό είναι τεχνίτης.
Εκείνος που εργάζεται με τα χέρια, το μυαλό και την καρδιά του είναι καλλιτέχνης.
***
Παρακάλα το Θεό, σαν τα πάντα να εξαρτώνται απ’ αυτόν και δούλευε, σαν όλα να εξαρτώνται από σένα.
***
Ο τύραννος των Συρακουσών Διονύσιος θέλησε να δοκιμάσει τον περίφημο «μέλανα ζωμό» των Σπαρτιατών. Φυσικά, όταν τον δοκίμασε, του φάνηκε απαίσιος κι επέταξε το πιάτο μακριά γεμάτος αηδία. Αυτός που του τον έφτιαξε – ένας Σπαρτιάτης – είπε τότε στον τύραννο: «Δεν σου άρεσε γιατί του έλειπε η σάλτσα».
- Και ποια είναι η σάλτσα, ρώτησε ο Διονύσιος;
- Η κούραση, ο ιδρώτας και η πείνα, απάντησε ο Σπαρτιάτης.
Χωρίς το ορεκτικό του μόχθου, καμία απόλαυση στη ζωή δεν είναι απολαυστική.
***
Ρώτησαν έναν εργατικό ακούραστο γέροντα τι κάνει τον ελεύθερο χρόνο του.
- Εύχομαι παιδιά μου, απάντησε, να μην του συμβεί ποτέ… τέτοιο κακό.
(Από το βιβλίο: Στάχυα, τόμος Α, Κωνσταντίνου Κούρκουλα)
Ο Νεύτωνας μιλούσε κάποτε για μια γυναίκα, που πρόσφατα είχε πεθάνει.
- Πως πέθανε; Τον ρώτησε από την συντροφιά μια νέα κοπέλα
-Φίλη μου, της απάντησε ο σοφός, είχες μια καλύτερη ερώτηση να μου κάνεις: «Πως έζησε»;
***
Τι λοιπόν; Της ζωής μας το σύνορο
θα το δείχνει ένα ορθό κυπαρίσσι;
Κι από ό,τι είδαμε, ακούσαμε, αγγίξαμε
τάφου γη θα μας χωρίσει;
Μήπως ό,τι θαρρούμε βασίλεμα
γλυκοχάραμ’ αυγής είναι πέρα,
κι αντί να ‘ρθει μια νύχτ’ αξημέρωτη
ξημερώνει μι’ αβράδιαστη μέρα;
Γ. Δροσίνης
***
Κύριε,
Ευδόκησε στην άλλη όχθη σαν τραβώ,
κάποιοι που μ’ αγαπούν πολύ να ‘ναι κοντά μου,
να τους κρατώ το χέρι στήριγμα ακριβό
και ναν’ τα μάτια τους σαν φως στο πέρασμα μου.
Για κατευόδιο στείλε συντρόφους πιστούς·
μ’ αν σου ζητώ πάρα πολλά, ας έρθει κι ένας.
Δεν θέλω, Κύριε, να πεθάνω σαν αυτούς,
που δεν αγάπησε κανένας.
Βασίλης Μοσκόβης
***
Όταν το παιδί γεννιέται, το πρώτο σημάδι της ζωής του είναι το κλάμα. Κι όταν η ψυχή αναγεννιέται, το πρώτο σημάδι της νέας ζωής είναι η μετάνοια.
Δάκρυα στην πρώτη, δάκρυα και στην δεύτερη περίπτωση. Τα πρώτα σημαίνουν γέννηση, τα δεύτερα αναγέννηση.
Και κάτι άλλο ακόμη: όταν γεννήθηκες εσύ έκλαιγες και όλοι γύρω σου γελούσαν. Φρόντισε όταν φεύγεις για την αιωνιότητα, εσύ να μπορείς να γελάς. Και όλοι γύρω σου ας κλαίνε.
***
Μήπως είν’ η αλήθεια στον θάνατο
κι η ζωή μήπως κρύβει την πλάνη;
Ό,τι λένε πως ζει, μήπως πέθανε
κι είν’ αθάνατο ό,τι έχει πεθάνει;
«Τις δ’ οίδεν ει ζην τουθ’ ο κέκληται θανείν, το ζην δε θνήσκειν εστί;»
Ευριπίδης
(Από το βιβλίο: Στάχυα, τόμος Α, Κωνσταντίνου Κούρκουλα)
Ο μέγας φιλόσοφος της αρχαιότητας Αριστοτέλης εκλήθη να εκφωνήσει ένα λόγο μπροστά στο λίκνο του μεγάλου Αλεξάνδρου, όταν αυτός γεννήθηκε. Ο Αριστοτέλης, που υπήρξε κατόπιν, ως γνωστόν, δάσκαλος του Αλεξάνδρου, είπε μονάχα τα εξής.
«Εύχομαι, όταν μιά μέρα γίνεις βασιλιάς να είσαι το ίδιο αδιάφορος και απαθής στη γλώσσα της κολακείας και των επαίνων, όπως είσαι αδιάφορος κι απαθής στον λόγο, που ο πατέρας σου με υποχρέωσε να εκφωνήσω τώρα μπροστά σου».
**********
Παρακάλεσα το Θεό -έλεγε μιά ευσεβής ψυχή- να μου δώσει δύναμη για να κατορθώσω μεγαλύτερα πράγματα στη ζωή μου. Εκείνος όμως με αφήκε στην αδυναμία, για να πραγματοποιήσω καλύτερα πράγματα. Του ζήτησα πλούτη για να κατακτήσω τη ζωή. Με αφήκε όμως σε φτώχεια, για να φιλοσοφήσω επάνω στη ζωή. Του ζήτησα ισχύ για να είμαι ανεξάρτητος, αλλ' Εκείνος με αφήκε σε αδυναμία για να είμαι εξαρτημένος απ' Αυτόν».
Αυτές τις απαντήσεις δίνει ο Θεός στις φαινομενικά αναπάντητες προσευχές μας.
**********
Ο ονομαστός για τον αδιάφορο χαρακτήρα του, Ρωμαίος πολιτικός Κάτων απέφευγε όσο μπορούσε τις τιμές. Μιά μέρα ορισμένοι φίλοι και θαυμαστές του, του είπαν:
- Όλοι οι Ρωμαίοι πολιτικοί έχουν το άγαλμά τους στην αγορά της Ρώμης. Γιατί εσύ δεν θέλεις να φτιάξουν και το δικό σου;
Κι ο Κάτων αποκρίθηκε!
- Προτιμώ να ρωτούν οι επόμενες γενεές, γιατί δεν υπάρχει άγαλμά μου, παρά να ρωτούν γιατί υπάρχει.
**********
Ο αββάς Ησύχιος συνήθιζε να λέει: «Όταν ο Ιησούς μπήκε στα Ιεροσόλυμα καθισμένος στο ταπεινό υποζύγιο, όλοι άπλωναν τα ενδύματά τους κάτω από τα πόδια του ζώου. Όταν ο Ιησούς όμως το ξεκαβαλίκεψε κανείς πιά δεν τον πρόσεχε».
Έτσι και ο εργάτης της Εκκλησίας, παίρνει αξία και ελύει τιμές, όσο εξακολουθεί να είναι υποζύγιο του Κυρίου. Αλλιώς...
**********
Ο διάσημος μουσικοσυνθέτης Γκουνώ έλεγε κάποτε: Όταν ήμουν νέος συνήθιζα να λέγω: «Εγώ». Όταν πέρασαν λίγα χρόνια, έλεγα: «Εγώ κι ο Μότζαρτ». Όταν ωρίμασα ως άνδρας, έλεγα: «Ο Μότζαρτ κι εγώ». Τώρα, όπως όλοι ξέρουν, δεν λέγω παρά μονάχα: «Ο Μότζαρτ...».
**********
Κάποιος μοναχός έγινε μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα, περνώντας όλους τους βαθούς της ιερωσύνης, αρχιεπίσκοπος σε μιά μεγάλη περιφέρεια. Ένας άλλος ευσεβής μοναχός, γράφοντάς του μιά επιστολή, άρχισε ως εξής: «Προς τον αδελφό Νικόδημο, μοναχό φλογερό, ιερέα θερμό, επίσκοπο χλιαρό, αρχιεπίσκοπο ψυχρότατο...».
Όσο ανέβαινε σε αξιώματα, τόσο έχανε σε ζήλο και αξία.
**********
Σοφός τις υπό φαύλου επαινεθείς είρηκε: «Τι το κακόν εποίησα;».
(Δηλαδή: Ένας σοφός που άκουσε ότι έλεγε επαινετικά γι' αυτόν λόγια ένας φαύλος άνθρωπος, είπε: «Τι κακό έκαμα, ώστε να με επαινεί ένας τέτοιος άνθρωπος;»)
**********
(Από το βιβλίο Στάχυα, τόμος Β, Κωνσταντίνου Κούρκουλα)
Ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, o Ορέστης και η Υπατία
Ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας και οι σχέσεις του με τον έπαρχο Ορέστη και τη Φιλόσοφο Υπατία
Ειρήνης Αρτέμη
Πτ. Θεολογίας -Φιλολογία Πανεπιστημίου Αθηνών
Mphil Θεολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών
υπ. διδάκτορος Θεολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών
Στην εργασία αυτή θα αναφερθούμε στις σχέσεις ενός σπουδαίου πατρός της αρχαίας Εκκλησίας του πατριάρχη Κυρίλλου Αλεξανδρείας με δύο εξέχοντα πρόσωπα της πόλεως της Αλεξάνδρειας, τον έπαρχο Ορέστη και τη φιλόσοφο Υπατία.
Ο ιερός Κύριλλος υπήρξε σημαντική μορφή για την εποχή του. Άσκησε πολύ μεγάλη επίδραση τόσο στον εκκλησιαστικό βίο όσο και στη διαμόφωση της χριστιανικής διδασκαλίας και κυρίως στη διατύπωση του χριστολογικού δόγματος τον 5 αι. Για τη ζωή του ιερού πατρός λίγα πράγματα είναι γνωστά. Γνωρίζουμε ότι γεννήθηκε μεταξύ του 370 με 380 μ.Χ. στην Αλεξάνδρεια. Την ακριβή ημερομηνία της γεννήσεώς του δεν έχουμε τη δυνατότητα να τη γνωρίζουμε. Καταγόταν από εύπορη ελληνική οικογένεια της πόλεως της Αλεξάνδρειας, αν και συχνά ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νεστόριος τον αποκαλεί «Αιγύπτιον», δηλαδή αυτόν που κατάγεται από την Αίγυπτο[1], με σκοπό να τον χλευάσει.
Θείος του υπήρξε ο πατριάρχης Αλεξανδρείας Θεόφιλος, άνδρας δυναμικός και εύστροφος, τον οποίο ο Κύριλλος πάντοτε τον ανέφερε με ευγνωμοσύνη και αγάπη[2]. Μεγάλωσε λοιπόν, ο Κύριλλος μέσα σε ένα περιβάλλον, το οποίο του προσέφερε τη δυνατότητα να λάβει ευρεία και επιμελημένη εκπαίδευση αλλά και να συναναστραφεί με εξέχοντα πρόσωπα της αλεξανδρινής κοινωνίας, τόσο της πολιτικής όσο και της εκκλησιαστικής σκηνής.
Σπούδασε στη φημισμένη Σχολή της Αλεξάνδρειας με διδάσκαλο το Δίδυμο τον Τυφλό[3] και παρακολούθησε μαθήματα της περίφημου αλεξανδρινής φιλοσόφου - μαθηματικού Υπατίας[4]. Οι γνώσεις του επλουτίζονταν συνέχεια από τη μελέτη συγγραμμάτων σπουδαίων χριστιανών συγγραφέων, πατέρων της Εκκλησίας, όπως ήταν ο Μέγας Αθανάσιος[5], οι Καππαδόκες Πατέρες[6] κ.α., αλλά και συγγραμμάτων συγγραφέων της θύραθεν φιλολογίας. Παράλληλα γαλουχήθηκε θεολογικά στην έρημο κάτω από την απεριόριστη φροντίδα των ζηλωτών μοναχών της Νιτρίας, κοντά στους οποίους πέρασε πέντε ολόκληρα χρόνια. Αυτοί πιθανόν του ενέπνευσαν τον πύρινο και ανυπόμονο ζήλο, που χαρακτηρίζει τον Κύριλλο σε όλη τη διάρκεια του βίου του[7].
Μετά την κοίμηση του θείου του, αναμετράται με τον αρχιδιάκονο Τιμόθεο για τον πατριαρχικό θρόνο. Στην αναμέτρηση αυτή βγαίνει νικητής και ανέρχεται στον πατριαρχικό θώκο της Αλεξανδρείας στις 18 Οκτωβρίου του 412[8]. Ως νέος Αρχιεπίσκοπος, καυτηριάζει με δριμύτητα την κοινωνική ανισότητα και την αναλγησία των πλουσίων. Ψέγει την πολιτική εξουσία για την ανοχή της σε φαινόμενα αδικιών έναντι των φτωχών, σε απάτες, επιορκίες, σε φαινόμενα έκλυτου βίου[9]. Δε διστάζει να εναντιωθεί σε ένα πολιτικό κατεστημένο, το οποίο οδηγεί τους πολίτες της Αλεξάνδρειας και γενικότερα της Αιγύπτου σε άθλιες συνθήκες διαβίωσης και που οξύνει την κοινωνική ανισότητα μεταξύ πλούσιων και φτωχών.
Αρχικός στόχος του ήταν η καταπολέμηση όλων όσων αποτελούσαν κίνδυνο για την εδραιωμένη πια χριστιανική Εκκλησία[10]. Στο σημείο αυτό κατηγορήθηκε από πολλούς αντιπάλους τους ως αλαζόνας, σκληρός και ματαιόφρονος άνθρωπος, κάτι όμως που καταρρίπτεται αν μελετήσει κάποιος προσεκτικά την όλη δημόσια δράση του. Σκοπός του ήταν η θωράκιση της Εκκλησίας από οποιαδήποτε απειλή, η οποία θα κλώνιζε τους πιστούς και όχι τα θεμέλιά της, γιατί Εκείνη έχοντας ως κεφαλή τον ενσαρκωμένο θείο Λόγο είναι προορισμένη να ζήσει εις τους αιώνας και «Πύλαι άδου ου κατασχύνουσι»[11]. Πολέμησε με πάθος υπολείμματα παλαιοτέρων αιρέσεων όπως οι Νοβατιανοί[12], οι Αρειανοί[13], οι οπαδοί του Μαρκίωνα[14], του μοναρχιανού Παύλου Σαμοσατέα[15]. Σχετικά μάλιστα με τους Νοβατιανούς ένας εκπρόσωπός τους ο ιστορικός Σωκράτης γράφει: «Ευθέως ουν Κύριλλος τας εν Αλεξανδρεία Ναυατιανών εκκλησίας αποκλείσας, πάντα μεν τα ιερά κειμήλια έλαβε, το δε επίσκοπον αυτών Θεόπεμπτον, πάντων ων είχε αφείλετο»[16].
Χαρακτηριστικά σκληρή και αδυσώπητη υπήρξε η στάση του απέναντι στους Εθνικούς[17], οι οποίοι ασκούσαν μεγάλη επίδραση στο χριστιανικό λαό, με τη μαγεία, την αστρολογία, τη δεισιδαιμονία, «......» και με την ύπαρξη κάποιου μαντείου στο Μένουθις στο οποίο λατρευόταν μία ψεύτικη θεά «η Κυρά»[18]. Επίσης πολέμησε τους Ιουδαίους, οι οποίοι ήταν γύρω στους 40.000 στην Αλεξάνδρεια. Έκλεισε τις συναγωγές τους και εξόρισε πολλούς από αυτούς. Η πολεμική του έναντι των Ιουδαίων τροφοδοτήθηκε κυρίως από τη μεροληπτική στάση του έπαρχου της πόλεως Ορέστη. Ο τελευταίος αν και δήλωνε χριστιανός, χαρακτηριζόταν συχνά από τους χριστιανούς της Αλεξάνδρειας «θύτης και έλληνας», δηλαδή ειδωλολάτρης, εξαιτίας της άδικης συμπεριφοράς του απέναντι στους χριστιανούς, η οποία γινόταν αιτία για συνεχείς προστριβές μεταξύ χριστιανών και Ιουδαίων.
Οι Ιουδαίοι έχοντας την απροκάλυπτη στήριξη του έπαρχου Ορέστη ασκούσαν στυγνή τοκογλυφία απέναντι στους χριστιανούς, οι οποίοι μη δυνάμενοι να ανταποκριθούν στην απόσβεση των δανείων τους η των γενικοτέρων οφειλών τους κατέληγαν δούλοι και δημεύονταν η περιουσία τους. Για το λόγο αυτό οι Ιουδαίοι ήταν περισσότερο επικίνδυνοι για τον Κύριλλο από τους ειδωλολάτρες, γιατί οι πρώτοι απειλούσαν ολόκληρη την κοινωνική υπόσταση των χριστιανών ενώ οι τελευταίοι επιτελούσαν το έργο του μισόκαλου εχθρού με σκοπό την απώλεια της ψυχής των πιστών εν Χριστώ και τη ρίψη της στο βάθρο της απωλείας.[19]
Βασική πηγή για τα τεκταινόμενα της εποχής αποτελεί ο ιστορικός Σωκράτης, ο οποίος μάλιστα αναφέρθηκε ότι άνηκε στις τάξεις των Νοβατιατών. Αυτό προσδίδει μεγαλύτερη εγκυρότητα στα γραφόμενά του σχετικά με τον Άγιο Κύριλλο, μιας και δε μεροληπτούσε υπέρ του πατριάρχη Αλεξανδρείας, ως φιλικά προσκείμενος σε αυτόν. Ο Σωκράτης τονίζει ότι ο Ορέστης, αν και δήλωνε χριστιανός μισούσε φανατικά τους επισκόπους και θεωρούσε ότι ασκούσαν εξουσία και είχαν αρμοδιότητες δοσμένες από το αυτοκράτορα, τις οποίες δεν έπρεπε να έχουν: «εμίσει την δυναστείαν των επισκόπων, ότι παρηρούντο πολύ της εξουσίας των εκ βασιλέως άρχειν τεταγμένων»[20]. Δεν έχανε λοιπόν ευκαιρία να προσπαθήσει να εκθέσει τον πατριάρχη Αλεξανδρείας στα μάτια του λαού της Αλεξάνδρειας και να δημιουργήσει προστριβές μαζί του.΄
Ο Κύριλλος ως έξυπνος άνθρωπος που ήταν γνώριζε ότι έπρεπε να έχει καλές σχέσεις με τον Ορέστη. Προσπάθησε επομένως πολλές φορές να συμφιλιωθεί μαζί του χωρίς αποτέλεσμα. Η ρήξη τους έγινε αγεφύρωτη, όταν ο Ορέστης στράφηκε εναντίον του Ιέρακος, ανθρώπου της εμπιστοσύσης του Πατριάρχη Αλεξανδρείας και του επέβαλε σκληρά μέτρα: «Ην δε εν αυτοίς τις ανήρ ονόματι Ιέραξ͵ ος γραμμάτων μεν των πεζών διδάσκαλος ην͵ διάπυρος δε ακροατής του επισκόπου Κυρίλλου καθεστώς͵ και περί το κρότους εν ταις διδασκαλίαις αυτού εγείρειν ην σπουδαιότατος. Τούτον τοίνυν τον Ιέρακα το πλήθος των Ιουδαίων εν τω θεάτρω θεασάμενοι κατεβόων ευθύς͵ ως δι΄ ουδέν άλλο παραβάλλει τω θεάτρω͵ η ίνα στάσιν τω δήμω εμβάλοι. ... αρπάσας ουν τον Ιέρακα δημοσία εν τω θεάτρω βασάνοις υπέβαλλεν.»[21]. Το τελευταίο έδωσε την αφορμή να παραμεριστεί το παραπέτασμα της δήθεν καλής συνύπαρξης μεταξύ Ιουδαίων και χριστιανών και να εκδηλωθεί το απέραντο μίσος των Ιουδαίων για τους τελευταίους. Πολλοί από αυτούς φονεύτηκαν από τους Ιουδαίους με δόλιο τρόπο. Οι Ιουδαίοι μία νύκτα προκάλεσαν μεγάλες ταραχές διαδίδοντας τη φήμη ότι πυρπολούνταν ο ναός του Αγίου Αλεξάνδρου. Τρέχοντας οι χριστιανοί να σώσουν τον ναό έπεσαν σε ενέδρα των Ιουδαίων οι οποίοι και φόνευσαν πολλούς. Τότε ήταν που ο Κύριλλος στράφηκε εναντίον τους, έχοντας την άδεια του αυτοκράτορα Θεοδοσίου Β[22]. Έκλεισε τις συναγωγές τους, όπως προαναφέρθηκε, πήρε αυστηρά μέτρα εναντίον τους και βοηθούμενος από τον λαό απέλασε τους Ιουδαίους από την Αλεξάνδρεια δημεύοντας και την περιουσία των πρωτουργών των δολοφονιών έναντι των χριστιανών.
Το μίσος του έπαρχου Ορέστη απέναντι στον Κύριλλο λέγεται ότι το κρατούσε άσβεστο και η Υπατία, θυγατέρα του φιλοσόφου Θέωνος, που προκαλούσε όλη την προσοχή της πόλεως με τη σοφία της. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να φέρουμε ως μαρτυρία τα λόγια του ιστορικού Σωκράτους «επειδή γαρ συνετύγχανε συχνότερον τω Ορέστη, διαβολήν τούτο εκίνησε κατ' αυτής παρά τω της Εκκλησίας λαώ, ως άρα είη αύτη μη συγχωρούσα τον Ορέστην εις φιλίαν τω Επισκόπω συμβήναι»[23]. Οι σχέσεις του Ορέστη με τον Κύριλλο είχαν κλυδωνιστεί στον ύψιστο βαθμό. Το τελικό χτύπημα για να γίνει το χάσμα αγεφύρωτο μεταξύ του Πατριάρχη και του Έπαρχου της Αλεξάνδρειας υπήρξε ο βασανισμός και η καταδίκη σε θάνατο ενός μοναχού από τη Νιτρία του Αμμωνίου.
Αυτός γεμάτος από τυφλό ζήλο για να υπερασπιστεί τον Πατριάρχη του μαζί με άλλους μοναχούς επιτέθηκαν φραστικά στον Ορέστη. Δυστυχώς η επίθεση δεν έμεινε μόνο στα λόγια αλλά προέβηκε και στο χτύπημα της κεφαλής του Ορέστη από μία πέτρα. Το αποτέλεσμα ήταν η σύλληψη, ο βασανισμός και η θανάτωση του Αμμωνίου. Ο Κύριλλος πήρε το νεκρό σώμα του Αμμωνίου και το έθαψε με τιμές μάρτυρα. Κάτι που εξαγρίωσε περισσότερο τον Ορέστη: «του δε Αμμωνίου το σώμα αναλαβών και εν μια των εκκλησιών αποθέμενος͵ όνομα έτερον αυτώ επιθείς Θαυμάσιον επεκάλεσε͵ και μάρτυρα χρηματίζειν εκέλευσεν͵ εγκωμιάζων αυτού επ' εκκλησίας το φρόνημα͵ ως αγώνα υπέρ ευσεβείας ανελομένου»[24].
Δυστυχώς αυτή η διαμάχη μεταξύ Κυρίλλου και Έπαρχου είχε και άλλο θύμα εκτός του Αμμωνίου. Τυφλωμένος από την οργή ο όχλος από μερικούς χριστιανούς με πρωτοστάτη τον αναγνώστη Πέτρο κατά τη μαρτυρία του Σωκράτους του Σχολαστικού[25] επιτέθηκε και σκότωσε την Υπατία στις 15 Μαρτίου το 415. Λέγεται ότι ο όχλος είχε επηρεαστεί από ένα φλογερό κήρυγμα του Αγίου Κυρίλλου. Δεν κατηγορείται ποτέ από κανένα σύγχρoνό του ως ηθικός αυτουργός για το φόνο. Η κατηγορία αυτή του προσάφθηκε πολύ αργότερα από κάποιος ψευδοιστορικούς.
Σημαντικό μερίδιο ευθύνης στη δολοφονία της φιλοσόφου είχαν και οι «παραβαλανείς», οι οποίοι αποτελούσαν ιδιαίτερη οργάνωση, ασχολούμενοι με έργα φιλανθρωπίας και παρέμειναν κοντά στο εκκλησιαστικό βαλανείο, από όπου πήραν και το όνομά τους.[26] Ο ιστορικός Σωκράτης σημειώνει ότι ήταν επιρρεπείς σε κοινωνικές αναταραχές «ο των Αλεξανδρέων δήμος πλέον των άλλων δήμων χαίρει ταις στάσεσι· ει δε πότε και προφάσεως λάβηται εις αφόρητα καταστρέφει κακά· δίχα γαρ αίματος παύεται της ορμής»[27]. Η γενικότερη στάση τους δικαιολογεί το νόμο που εκδόθηκε περί των κληρικών και των «παραβαλάνων» της Αλεξάνδρειας στις 28 Σεπτεμβρίου 416 από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β'. Οι «παραβαλάνοι»[28], ήταν ένα ειδικό σώμα 500 ανδρών, το οποίο ήταν κάτω από τις εντολές του εκάστου αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας. Υπήχθησαν όμως δια του αυτού νόμου υπό την δικαιοδοσία του έπαρχου Αλεξανδρείας. Ως δικαιολογία της μεταβολής αυτής υπήρξε ότι το σώμα αυτό ενέσπειρε τον τρόμο και την φρίκη στην Αλεξάνδρεια δια των αταξιών αυτού, εν αγνοία του Πατριάρχη. Ο λαός της Αλεξάνδρειας ζήτησε από τον αυτοκράτορα στέλνοντας του πρεσβεία να λάβει τα μέτρα του κατά των παραβαλάνων. Αντίθετα πουθενά δεν αναφέρεται ότι κατηγόρησαν τον Πατριάρχη τους για τις ταραχές που γίνονταν αλλά ούτε και για το φόνο της Υπατίας, ο οποίος απουσίαζε από την Αλεξάνδρεια την περίοδο του φόνου.
Ο Κύριλλος ήταν άξιος διάδοχος του πατριαρχικού θρόνου του Μεγάλου Αθανασίου. Προσπάθησε με κάθε τρόπο να φέρει την ειρήνη ανάμεσα στο λαό της Αλεξάνδρειας. Αυτό όμως δεν τον έκανε δουλοπρεπή απέναντι στην πολιτική εξουσία, αντίθετα «δε δίστασε να υψώσει τη φωνή του όταν έβλεπε ότι απειλούνταν τα συμφέροντα της Εκκλησίας αλλά και των χριστιανών της Αλεξάνδρειας. Το έργο και η φήμη του γρήγορα απλώθηκαν σε ολόκληρη την αυτοκρατορία. Η αγάπη του για την Εκκλησία ήταν η ασπίδα του εναντίον οποιασδήποτε απειλής απ' όπου αυτή και αν προερχόταν. Στα μετέπειτα χρόνια δε δίστασε να εναντιωθεί με σθένος στη δογματική κακοδοξία του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Νεστορίου[29]. Έφτασε στο σημείο να δεί ο ίδιος τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο, παρόλα τα εμπόδια που είχε να αντιμετωπίσει[30] και να του εκθέσει τις πλάνες του Νεστορίου, που αποτελούσαν αγκάθι για τη χριστολογία της Εκκλησίας. Φυσικά δεν αρκέστηκε μόνο στο να συνατήσει το Θεόδόσιο. Με επιστολές του είχε πληροφορήσει τις βασίλισσες[31], οι οποίες ήταν δυναμικότερου χαρακτήρα από τον αυτοκράτορα. Τέλος οργάνωσε το 431 την Γ' Οικουμενική Σύνοδο στην Έφεσο και πέτυχε την καταδίκη του Νεστοριανισμού. Η δικαίωσή του έρχεται με την Δ' Οικουμενική Σύνοδο στη Χαλκηδόνα το 451, επτά χρόνια από την κοίμησή του.
Ποιμένες σαν τον Κύριλλο έδειξαν ότι οι άρχοντες της Εκκλησίας δεν πρέπει να έχουν ως αποκλειστική ενασχόλησή τους τα της Εκκλησίας, αλλά και να στέκονται άγρυπνοι θεματοφύλακες των εθνικών και των θρησκευτικών συμφερόντων της χώρας υψώνοντας τη φωνή τους ακόμη και στον ίδιο τον αυτοκράτορα, τον εκάστοτε άρχοντα κάθε εποχής, προκειμένου να τον προφυλάξουν από εκούσια η ακούσια σφάλματά του. Φυσικά δεν πρέπει να φτάνουν στο άλλο άκρο να ανακατεύονται σε όλα τα πολιτικά πράγματα και να θέλουν να επιβάλουν την άποψη τους στον εκάστοτε κυβερνήτη (παποκαισαρισμός), γιατί τότε τυφλώνονται από την εξουσία μεθάνε και γίνονται υπηρέτες του Μαμωνά και όχι λειτουργοί του Θεού.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αρτέμη, Ε., «Το μυστήριο της ενανθρωπήσεως στους δύο διαλόγους, «Περί της Ενανθρωπήσεως του Μονογενούς» και «Ότι εις ο Χριστός» του Αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας», Εκκλησιαστικός Φάρος ΟΕ, (Αθήνα 2004) 145- 277.
Χρήστου, Π.Κ., Ελληνική Πατρολογία Δ, Θεσσαλονίκη 1989.
Χριστοφιλοπούλου, Αικ., Βυζαντινή ΄Ιστορία Α, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 19964.
Cross F. L., The Study of St. Athanasius, Oxford 1945.
Φειδά, Βλ., Εκκλησιαστική Ιστορία A, Αθήναι 1992.
Gauche, W., Didymus the Blind; an Educator of the 4th century, Washington 1934.
Κρικώνη, Χρ., «Κύριλλος Αλεξανδρείας και η Χριστολογική διδασκαλία του»,Πρακτικά ΙΘ Θεολογικού Συνεδρίου με θέμα «Ο ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ», Θεσσαλονίκη 1999.
Μουτσούλα, Ηλ., «Αλεξανδρινοί Συγγραφείς Δ αι. Α΄ Σεραπίων Θμούεως. Β΄ Δίδυμος ο Αλεξανδρεύς», ανάτυπο, Αθήνα 1971, σσ. 17-51.
Παπαδοπούλου, Σ., «Ο Άγιος Αθανάσιος Αλεξανδρείας, σταθμός μέγας εν τη θεολογία της Εκκλησίας», ανάτυπο εκ της Θεολογίας (1974), σσ. 102-128.
Του ιδίου, Πατρολογία Α, Β, Αθήνα 19912, 1990.
Του ιδίου, Ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, Αθήνα 2004.
Παπαδοπούλου, Χρ., Ιστορία της Εκκλησίας Αλεξανδρείας, Αλεξάνδρεια 1933.
Του ιδίου, Ιστορία της Εκκλησίας της Αλεξανδρείας, Αλεξάνδρεια 1933.
Σκουτέρη, Κ., Ιστορία Δογμάτων 1, 2, Αθήνα 1998, 2004.
The international cyclopaedia - a compendium of human Knowledge, revised with large additions, vol. IV, Χ, New York 1899.
Θεοδώρου, Α., Η Χριστολογική Ορολογία και Διδασκαλία του Κυρίλλου Αλεξανδρείας και Θεοδωρήτου Κύρου, Αθήνα 1955.
[1] Mansi, V, 725.
[2]Σωκράτους, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία 7, 7, PG 67, 749C-762A. Θεοδωρήτου Κύρου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία 5, 40 PG 83, 1277D. Νικηφόρου Καλλίστου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία 15,14 PG 146, 1100A- 1104A. Mansi IV, 1464. Ed. Schwartz I, I, 3 σ. 75. Χρ. Παπαδοπούλου, Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας Ἀλεξανδρείας, Ἀλεξάνδρεια 1933, σ. 264. Ἀ. Θεοδώρου, Ἡ Χριστολογική Ὁρολογία καί Διδασκαλία τοῦ Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας καί Θεοδωρήτου Κύρου, Ἀθήνα 1955, σ. 37. Χρ. Κρικώνη, «Κύριλλος Ἀλεξανδρείας καί ἡ Χριστολογική διδασκαλία του», Πρακτικά ΙΘ Θεολογικοῦ Συνεδρίου μέ θέμα «Ο ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ», Θεσσαλονίκη 1999, σ. 236.
[3] Βλ. Σχετικά Κ. Σκουτέρη, Ἱστορία Δογμάτων 2, Ἀθήνα 2004, σσ. 231 -258. Συναφῶς βλ. Σ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία Β, Ἀθήνα 1990, σσ. 666-682. Ἠλ. Μουτσούλα, «Ἀλεξανδρινοί Συγγραφεῖς Δ αἰ. Α΄ Σεραπίων Θμούεως. Β΄ Δίδυμος ὁ Ἀλεξανδρεύς», ἀνάτυπο, Ἀθήνα 1971, σσ. 17-51. W. Gauche, Didymus the Blind; an Educator of the 4th century, Washington 1934. [4]Ἡ ἐπιστολή τοῦ ἱεροῦ Κυρίλλου (λατινιστί), στόν τόμο 77 τῆς PG (389-390) ἡ ὁποία ἀπευθύνεται στήν Ὑπατία καί τῆς ἐκθέτει τά προβλήματα πού ἔχουν προκύψει ἀπό τή διένεξη τοῦ Νεστορίου μέ τόν Κύριλλο εἶναι νόθα. Ἐξάλλου ὁ Κύριλλος δέν θά μιλοῦσε ἀναλυτικά γιά ἕνα δογματικό θέμα, ὅπως τό Χριστολογικό, σέ κάποιον πού δέν ἦταν μέλος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ἀφοῦ θά ἦταν ἀδύνατο νά κατανοήσει κάποιος θέματα δογματικῆς διδασκαλίας χωρίς νά ἔχει τό κατάλληλο θεολογικό ὑπόβαθρο. Πρβλ. Χρ. Παπαδοπούλου, Ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, Ἀλεξάνδρεια 1933, σ. 264 -266.
[5]Βλ. Σ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία Β, Ἀθήνα 1990, σσ. 263-326. Τοῦ ἰδίου, «Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος Ἀλεξανδρείας, σταθμός μέγας ἐν τῇ θεολογίᾳ τῆς Ἐκκλησίας», ἀνάτυπο ἐκ τῆς Θεολογίας (1974), σσ. 102-128. F. L. Cross, The Study of St. Athanasius, Oxford 1945. Κ. Σκουτέρη, Ἱστορία Δογμάτων 2, Ἀθήνα 2004, σσ. 179-222.
[6] Βλ. Σ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία Β, Ἀθήνα 1990, σσ. 355-407, 475-529, 590-632, 637-642..
[7] The international cyclopaedia - a compendium of human Knowledge, revised with large additions, vol. IV, NewYork 1899, p. 256.
[8] Π.Κ. Χρήστου, Ἑλληνική Πατρολογία, Δ, Θεσσαλονίκη 1989, σ. 340 κ.ἑ.
[9] Χρ. Κρικώνη, «Κύριλλος Ἀλεξανδρείας καί ἡ Χριστολογική διδασκαλία του», Πρακτικά ΙΘ Θεολογικοῦ Συνεδρίου μέ θέμα «Ο ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ», Θεσσαλονίκη 1999, σ. 240.
[10] Αἰκ. Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή ΄Ἱστορία Α, ἐκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 19964, σ. 206.
[11] Ματθ. 16, 18.
[12]Πρβλ. Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Ἑορταστική Ὁμιλία 8, 9. PG 77, 565 - 577, 681 - 692, 1060- 1064. Πρβλ. Κ. Β. Σκουτέρη, Ἱστορία Δογμάτων 1, Ἀθήνα 1998, σσ. 335-338. Βλ. Φειδᾶ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Α, Ἀθῆναι 1992, σσ. 296-299. Σ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία Α, Ἀθήνα 1991, σσ. 423-426. H. Weyer, Novatianus de Trinitate, Düsseldorf 1962.
[13]Πρβλ. Κ. Β. Σκουτέρη, Ἱστορία Δογμάτων 2, Ἀθήνα 2004, σσ. 97-120. Βλ. Φειδᾶ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Α, Ἀθῆναι 1992, σσ. 377-398. Σ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία Β, Ἀθήνα 1990, σσ. 114-119.
[14]Πρβλ. Κ. Β. Σκουτέρη, Ἱστορία Δογμάτων 1, Ἀθήνα 1998, σσ. 278, 324 κ.ἑ. Βλ. Φειδᾶ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Α, Ἀθῆναι 1992, σσ. 159-162. Σ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία Α, Ἀθήνα 19912, σσ. 142-143.
[15]Πρβλ. Κ. Β. Σκουτέρη, Ἱστορία Δογμάτων 1, Ἀθήνα 1998, σσ. 470-472.. Σ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία Α, Ἀθήνα 19912, σσ. 461-464. Βλ. Φειδᾶ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Α, Ἀθῆναι 1992, σσ. 244-245..
[16] Σωκράτους, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία 7,7 PG 67, 752A.
[17] Χρ. Κρικώνη, «Κύριλλος Ἀλεξανδρείας καί ἡ Χριστολογική διδασκαλία του», Πρακτικά ΙΘ Θεολογικοῦ Συνεδρίου μέ θέμα «Ο ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ», Θεσσαλονίκη 1999, σ. 241.
[18] Πρβλ. Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Ὁμιλία 3, PG 77, 1105Α. Συναφῶς βλ. Σωφρονίου Ἱεροσολύμων, Τό ἐγκώμιον εἰς τούς ἁγίους Κῦρον καί Ἰωάννην, PG 87, 3, 3409-3412: «Δαίμων ἀκάθαρτος ἐπεφαίνετο ἐν εἴδει θηλείας ποιῶν φαντασίας πολλάς καί μαντείας δοκῶν λέγειν, μηδέν ἐχούσας ἀληθές καί ἐπιταγάς τινων φαρμάκων τερατευόμενος, μηδέ παντάπασιν ὠφελῶν, ἀλλά τούτοις εἰς ἀπώλειαν ἐφελκόμενος... πολλούς τό εἰδεχθές τοῦτο δαιμόνιον ταῖς ἀπάταις παρέσυρε καί προσκαλεῖσθαι αὐτοῦ τῷ βωμῷ ἐλπίδι ρήσεως ἤ προφητείας ἀνέπειθεν οὐ μόνον ἀπιστοῦσι καί πάντη τούς αὐτοῦ προσκειμένους κελεύσμασιν ἀλλά καί πιστούς τοῦ Χριστοῦ σύμβολα φέροντες».
[19] Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Ἑορταστική Ὁμιλία 1ε, PG 77, 417-424, 513, 516, 529, 853, 586, 860-873, 896-901, 1057-1060.
[20] Σωκράτους, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία 7, 7, 13, PG 67, 764A.
[21] Αὐτόθι, 7,13-34. PG 67, 761C-764C.
[22] Χρ. Παπαδοπούλου, Ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, Ἀλεξάνδρεια 1933, σ. 279.
[23]Σωκράτους, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία 7, 15, PG 67, 768. Πρβλ. Νικηφόρου Καλλίστου,Ἐκκλησιαστική Ἱστορία 14, 16. PG 146, 1105C-1108B.
[24] Αὐτόθι, 14, 24-28. PG 67, 773.
[25] Σωκράτους, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία 7, 15, PG 67, 761Α.
[26] Χρ. Κρικώνη, «Κύριλλος Ἀλεξανδρείας καί ἡ Χριστολογική διδασκαλία του», Πρακτικά ΙΘ Θεολογικοῦ Συνεδρίου μέ θέμα «Ο ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ», Θεσσαλονίκη 1999, σ. 244.
[27] Σωκράτους, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία 7, 15. PG 76, 761A.
[28] Βλ. Δεσπ. Μιχάλαγα, «Οἱ παραβαλανεῖς ὡς φορεῖς κοινωνικῆς ἀντίληψης τῶν πρώτων χριστιανικῶν αἰώνων», ΕΕΘΣΠΑ 34 (1999) 523-554.
[29] Βλ. Σ. Παπαδοπούλου, Ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, Ἀθήνα 2004, σσ. 32-38, 144-142, 154-157, 166-172, 184-190, 339-351. The international cyclopaedia - a compendium of human knowledge revised with large additios, vol. X, New York 1899, p. 409- 410.
[30] Ἐπειδή τόν ἐμπόδιζαν οἱ ἄνθρωποι τοῦ Νεστορίυ νά συναντήσει τόν αὐτοκράτορα, ἐκεῖνος ντύθηκε ζητιάνος καί παρουσιάστηκε μπροστά στόν αὐτοκράτορα τή στιγμή πού δέν τό περίμενε κανεῖς.
[31] Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Λόγος προσφωνητικός ταῖς εὐσεβεστάταις βασίλσσαις, περί ὀρθῆς πίστεως,PG 76, 1201- 1420.
Αναδημοσίευση από http://www.impantokratoros.gr/Ag_kyrillos-Ypatia.el.aspx
Μητροπολίτου Νέας Σμύρνης κ. Συμεών
«Ο Πνευματικός Πατήρ, Η πνευματική πατρότης υπό το φως της ορθοδόξου παραδόσεως»
Εκδ. Ι. Μητροπόλεως Καλαβρύτων & Αιγιαλείας, Αίγιον 1995
Α. Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΘΕΣΜΟΥ
1. Η σημασία τού θεσμού
Κάθε άνθρωπος έxει τον κατά σάρκα πατέρα του. εκείνον στον οποίο οφείλει την έλευσή του στη ζωή. Ο χριστιανός όμως εκτός από το φυσικό πατέρα του έχει και πνευματικό πατέρα. Αυτόν που τον αναγέννησε πνευματικά, που τον εισήγαγε στην εν Χριστώ ζωή και που τον κατευθύνει στο δρόμο της σωτηρίας. Η φυσική γέννηση μας φέρνει στη ζωή. Μας εντάσσει στην ανθρώπινη κοινότητα. Και η εν Χριστώ αναγέννησή μας - μια αλλιώτικη γέννα - μας εισάγει στην κοινωνία της Εκκλησίας και μας χαρίζει τη δυνατότητα νά ζήσουμε τη ζωή του Χριστού.
Στήν πρώτη Εκκλησία, όπου οι πιστοί -στην πλειονότητά τους σχεδόν- λάμβαναν το βάπτισμα σέ ώριμη ηλικία, πνευματικός πατέρας γιά κάποιον χριστιανό ήταν ο εκκλησιαστικός ποιμήν εκείνος που τον κατηχούσε, του παρείχε το βάπτισμα και στη συνέχεια τον χειραγωγούσε στ ηv εν Χριστώ ζωή. Σήμερα, πού όλοι σχεδόν λαμβάνουμε το βάπτισμα σε νηπιακή ηλικία, πνευματικός πατέρας ενός xριστιανού συxνά δεν είναι ο ιερεύς που τον βάπτισε, αλλά εκείνος που σε κάποια στιγμή της ζωής του τον οδήγησε στην ενσυνείδητη πίστη και τον κατευθύνει στη συνεπή χριστιανική ζωή.
Το παράδειγμα του αποστόλου Παύλου μας επιτρέπει να δούμε το μυστήριο της πνευματικής πατρότητας σε όλη του την πνευματική ομορφιά. Ο Παύλος είναι ο πνευματικός πατέρας τών χριστιανών τής Κορίνθου, όπως καί πολλών άλλων πόλεων.
Απευθυνόμενος προς τους χριστιανούς της Κορίνθου, γράφει: «Ουκ εντρέπων υμάς γράφω ταύτα, αλλ' ως τέκνα μου αγαπητά νουθετώ. Εάν γαρ μυρίους παιδαγωγούς έxητε εν Xριστώ, αλλ' ου πολλούς πατέρας. εν γαρ Xριστώ Ιησού διά του ευαγγελίου εγώ υμάς εγέννησα» (Α' Κορ. 4, 14).
Ο Παύλος, λοιπόν, για τους χριστιανούς της Κορίνθου δεν ήταν απλώς ο παιδαγωγός και ο δάσκαλος εν Xριστώ, αλλά ο πατέρας. Αυτός που τους είxε αναγεννήσει πνευματικά. Αυτός που τους είxε εισαγάγει στην oικογένεια των λυτρωμένων. Η αποστολική του καρδιά φλεγόταν από την αγάπη για τα πνευματικά του παιδιά. Και αυτή η εν Xριστώ πατρική αγάπη αποτελούσε τήν κινητήρια δύναμη των αποστολικών φροντίδων του. ΄Ηθελε να τους μεταδώσει όxι μόνο το Ευαγγέλιο αλλά και την ψυxή του (Α' Θεσσ. 2, 8). Αγωνιζόταν με πόνο να μορφώσει μέσα τους το Xριστό (Γαλ. 4, 19). Δεν σταματούσε να νουθετεί «ένα έκαστον» και «μετά δακρύων», επιδιώκοντας την πνευματική τους οικοδομή και τη σταθεροποίησή τους στην εν Xριστώ ζωή (Πράξ. 20, 31. Εφ. 4,12-16).
Η παύλεια αυτή αντίληψη για το περιεxόμενο και τη σημασία της πνευματικής πατρότητας διαπερνά ολόκληρη την ορθόδοξη πνευματική παράδοση. Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, ένας από τους πλέον γνησίους φορείς της, στον οποίο θα αναφερθούμε συxνά, γράφει σε ένα πνευματικό του τέκνο:
Συνελάβομεν σε διά διδασκαλίας, ωδινήσαμεν διά μετανοίας, απετέκομεν δέ σε δι' υπομονής πολλής και οδυνών και πόνων σφοδρών και καθημερινών δακρύων» (Επιστ. 3, 1-3). Καθώς παρατηρούμε, η πνευματική γέννηση παραλληλίζεται προς τη φυσική γέννηση και όπως η δεύτερη έτσι και η πρώτη περιλαμβάνει τρία στάδια: τη σύλληψη, την κυοφορία και τον τοκετό.
Στήν καλύτερη κατανόηση του ρόλου του πνευματικού πατέρα μας βοηθούν και δύο άλλες εικόνες που συναντούμε συxνά στα κείμενα των αγίων Πατέρων μας. H πρώτη είναι αυτή της αναβάσεως σ' ένα δύσβατο ψηλό βουνό. Αυτός που για πρώτη φορά επιxειρεί να αναρριxηθεί, xρειάζεται να ακολουθήσει ένα συγκεκριμένο μονοπάτι. πρέπει να έχει μαζί του ως συνοδίτη καί οδηγό κάποιον που να έχει ξανανεβεί και να γνωρίζει το δρόμο. Αυτός ακριβώς είναι ο ρόλος του πνευματικού πατέρα. συνοδίτης και οδηγός στην πνευματική μας πορεία, στην εν Χριστώ ζωή μας. Η δεύτερη εικόνα είναι από τον χώρο της φυσικής ασκήσεως του σώματος, από τον χώρο του αθλητισμού. ΄Ολοι όσοι αθλούνται σε οποιοδήποτε άθλημα έχουν ανάγκη από έναν έμπειρο οδηγό, τον προπονητή, που τους εισάγει στα μυστικά του αθλήματος και τους κατευθύνει με πολλή φροντίδα κατά τη διάρκεια των προπονήσεων. Ανάλογη είναι και η αποστολή του πνευματικού πατέρα: Γνώστης ο ίδιος εκ πείρας της εν Χριστώ ζωής αναλαμβάνει να μυήσει σ' αυτήν τα πνευματικά του παιδιά.
2. Πώς διαμορφώθηκε μέσα στην ιστορική πορεία της Εκκλησίας
Καθώς ο χρόνος κυλούσε και οι θεσμοί της Εκκλησίας αναπτύσσονταν, έτσι ρίζωσε και αναπτύχθηκε και ο θεσμός της πνευματικής πατρότητας. Ο χώρος στον οποίο καλλιεργήθηκε περισσότερο υπήρξε βεβαίως η έρημος. Ο χώρος του μοναχισμού. Και όπως και άλλα στοιχεία, έτσι και ο θεσμός αυτός στη συνέχεια επεκτάθηκε και διαπότισε την πνευματική ζωή ολόκληρης της Εκκλησίας.
Σε όλους μας είναι γνωστοί οι όροι που συναντούμε στην ασκητική γραμματεία: «αββάς» και «γέρων» στην ελληνόφωνη παράδοση, «στάρετς» στη γλώσσα των ομοδόξων Ρώσων αδελφών μας.
«Τί είναι αυτό που παρακινεί κάποιον να ενεργεί ως γέροντας; Πώς και απο ποιόν τοποθετείται;». Το ερώτημα αυτό θέτει ένας από τους αξιολογωτέρους θεολόγους της ορθοδόξου Διασποράς, ο επίσκοπος Κάλλιστος Ware, προκειμένου να τονίσει στην απάντηση που δίνει τον χαρισματικό χαρακτήρα της πνευματικής πατρότητας (Η εντός ημών Βασιλεία, «Ακρίτας», Αθήναι 1994, σ. 117). Απο την απάντησή του σας μεταφέρω τις (βασικότερες θέσεις του:
«Ο πνευματικός πατέρας. ή γέροντας είναι ουσιαστικά μια «χαρισματική» και προφητική μορφή, που έχει αναλάβει αυτό το λειτούργημα με την άμεση ενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Δεν τον χειροθετεί χέρι ανθρώπου, αλλά το χέρι του Θεοϋ. Είναι έκφραση της Εκκλησίας ως «γεγονότος», και όχι της Εκκλησίας ως καθιδρύματος.
Ωστόσο δεν υφίσταται καμία διαχωριστική γραμμή μεταξύ του προφητικού και του καθιδρυματικού στοιχείου στη ζωή της Εκκλησίας. το καθένα αναπτύσσεται μέσα από το άλλο και συμπλέκεται μαζί του. ΄Ετσι το λειτούργημα των γερόντων, χαρισματικό καθαυτό, σχετίζεται με μια σαφώς καθορισμένη λειτουργία μέσα στο ιδρυματικό πλαίσιο της Εκκλησίας, με αυτή του ιερέα-εξομολόγου...
Αν και το μυστήριο της εξομολόγησης είναι σίγουρα μια κατάλληλη ευκαιρία για πνευματική καθοδήγηση, όμως το λειτούργημα του γέροντα δεν ταυτίζεται με αυτό του εξομολόγου. Ο γέροντας συμβουλεύει όχι μόνο κατά την εξομολόγηση, αλλά σε πολλές άλλες περιπτώσεις. είναι αλήθεια πως ενώ ο εξομολόγος πρέπει πάντοτε να είναι ιερέας, γέροντας μπορεί να είναι ένας απλός μοναχός...
Αν όμως ο γέροντας δεν χειροτονείται, ούτε τοποθετείται με την ενέργεια της επίσημης ιεραρχίας, πώς φθάνει στο σημείο να αναλαμβάνει ένα τέτοιο λειτούργημα;... Μέσα στη συνεχή ζωή της χριστιανικής κοινότητας, γίνεται σαφές στον πιστό λαό του Θεού-στον αληθινό φύλακα της Ιεράς Παραδόσεως- πως αυτό ή εκείνο το πρόσωπο έχει τη δωρεά της πνευματικής πατρότητας ή μητρότητας. Κατόπιν μ'έναν ελεύθερο και ανεπίσημο τρόπο οι άνθρωποι αρχίζουν να τον ή την πλησιάζουν για συμβουλές ή καθοδήγηση» (ο.π.,σσ.117-119).
3. Η αποστολή του πνευματικού Πατέρα
Ποιο ακριβώς είναι το έργο του πνευματικού πατέρα; «Η επιμέλεια ψυχών αίματι Χριστού εξηγορασμένων» μας λέει ο Μ. Βασίλειος (΄Οροι κατ' επιτομήν ΡΠΔ', ΒΕΠΕΣ 53, 305). Ο πνευματικός πατέρας είναι οδηγός στην εν Χριστώ ζωή. Ο ιατρός της ψυχής, που «εν πολλή ευσπλαγχνία κατ' επιστήμην της του Κυρίου διδασκαλίας» (Μ. Βασιλείου, 'Ηθικά Π', ΒΕΠΕΣ 53, 129) θεραπεύει τα πάθη και βοηθά το πνευματικό του παιδί να αποκτήσει την εν Χριστώ υγεία: ζωντανή πίστη και σταθερή πνευματική ζωή. ΄Αν όρος και σκοπός του Χριστιανισμοϋ -διδάσκει ο Μ. Βασίλειος- είναι η μίμηση του Χριστοϋ, «οι την οδηγίαν των πολλών πεπιστευμένοι τους έτι ασθενεστέρους διά της εαυτών μεσιτείας προβιβάζει οφείλουσι τη του Χριστού εξομοιώσει» (΄Οροι κατά πλάτος ΜΓ', ΒΕΠΕΣ 53, 204). Στο δρόμο που οδηγεί στην κοινωνία με το Χριστό και τη θέωση, οι πνευματικοί πατέρες μας είναι οι έμπειροι χειραγωγοί και οι ακούραστοι συμπαραστάτες. Για να υπηρετήσει όμως ένας ποιμένας το τόσο υψηλό και υπεύθυνο έργο οφείλει να είναι πράγματι πνευματικός. όργανο «τω Πνεύματι αρμοζόμενον και κρουόμενον», όπως γράφει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος. Μόνο αυτός που γνωρίζει κάτι εκ πείρας μπορεί και να το μεταδώσει. Και ο πνευματικός πατέρας για να χειραγωγήσει άλλους στη χριστιανική ζωή, θα πρέπει να την ζεί πρώτα o ίδιος. Να αποτελεί «τύπον των πιστών» (Α' Τιμ. 4, 12) και «ζων Ευαγγέλιον». Να παρέχει κατά τον Μ. Βασίλειο «τον εαυτού βίον εναργές υπόδειγμα πάσης εντολής του Κυρίου» (ο.π., ΒΕΠΕΣ 53, 204). Περισσότερο από το λόγο να ομιλεί το παράδειγμά του. Να εμπνέει με την ενάρετη ζωή του. Να οικοδομεί με την αγάπη και την πατρική στοργή του, αφού κατά τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος «ποιμένα αληθινόν αποδείξει αγάπη. Δι' αγάπην γαρ ο Ποιμήν ο Μέγας εσταύρωται» (Προς τον Ποιμένα 24, PG 88, 1177Β).
4. Δύο θεμελιώδη γνωρίσματα: η διορατικότητα και η αγάπη
Θα χρειαζόμασταν πολλές ώρες αν θα θέλαμε να περιγράψουμε το πρόσωπο του πνευματικού πατέρα, όπως αυτό αναδύεται μέσα από την μακραίωνη εκκλησιαστική μας παράδοση, και να απαριθμήσουμε τα επιμέρους χαρίσματα, τα οποία χαρακτηρίζουν τον γνήσιο γέροντα. Πολύ επιγραμματικά, λοιπόν, θα αναφερθούμε σε δύο από τα πιο βασικά χαρίσματά του.
Το πρώτο είναι η διορατικότητα και η διάκριση, «η ικανότης δηλαδή να διεισδύει διαισθητικά στα μυστικά της καρδιάς του άλλου, να καταλαβαίνει τα κρυφά βάθη που δεν γνωρίζει ο άλλος. Ο πνευματικός πατέρας προχωρεί πέρα από τις συμβατικές χειρονομίες και συνήθειες με τις οποίες κρύβουμε την αληθινή μας προσωπικότητα από τους άλλους και από τον ίδιο τον εαυτό μας. πέρα δε από όλες αυτές τις κοινοτυπίες, συλλαμβάνει το μοναδικό πρόσωπο, το δημιουργημένο κατ' εικόνα και ομοίωση Θεού. Η δύναμη αυτή είναι πνευματική και όχι φυσική. δεν είναι ένα κάποιο είδος υπεραισθητής αντίληψης, ούτε μια αγιασμένη μαντεία, αλλά καρπός της χάριτος, που προϋποθέτει συνεχή προσευχή και αδιάλειπτον ασκητικό αγώνα» (Ware, ο.π. σσ. 126-127).
Το διορατικό χάρισμα του πνευματικού πατέρα, αποκαλύπτεται κατ' εξοχήν ως διάκριση των λογισμών. Η διάκριση κατά τον άγιο Συμεών είναι «λυχνία» καί «οφθαλμός» πνευματικός, με τον οποίο ο πνευματικός πατέρας βλέπει τόσο μέσα στη δική του καρδιά, όσο και των πνευματικών του παιδιών. ΄Ετσι μπορεί να προβαίνει κάθε φορά σε σωστή διάγνωση και να επιβάλει την πρέπουσα θεραπεία (Κατήχ. 18, SC 104, 292). Η διάκριση που προϋποθέτει την καθαρότητα της καρδιάς είναι χάρισμα, δωρεά του Αγίου Πνεύματος. Πνευματικός πατέρας, λοιπόν, «μή έχων το φως εν εαυτώ του Αγίου Πνεύματος, ουδέ τας αυτού πράξεις καλώς ιδείν, ουδέ ει προς αρέσκειαν Θεού εισι, τελείως πεπληροφόρηται. Αλλ' ουδέ άλλους οδηγήσαι ή το θέλημα του Θεού διδάξαι δύναται, ουδέ λογισμούς αλλοτρίους εστίν αναδέξασθαι άξιος... » (Κατήχ. 33, SC 113, 250).
Το δεύτερο χάρισμα του πνευματικού πατέρα είναι η αγάπη. η ικανότητα να αγαπά τους άλλους και να αναδέχεται σαν δικά του τα βάσανα και τους πειρασμούς των άλλων. Χωρίς την αγάπη δεν μπορεί να υπάρξει πνευματική πατρότητα.Η αγάπη κατά τους πνευματικούς διδασκάλους μας δεν είναι απλώς το κυριώτερο προσόν του πνευματικού πατέρα, αλλά το θεμέλιο και η ουσία της πνευματικής πατρότητας. Η αγάπη για τους άλλους προϋποθέτει το «συμπάσχειν» με αυτούς. αυτή είναι η κυριολεκτική σημασία της λέξεως συμπάθεια. «αλλήλων τα βάρη βαστάζετε, και ούτως αναπληρώσατε τον νόμον του Χριστού» (Γαλ. 6, 2). Ο πνευματικός πατέρας είναι αυτός που κατ' εξοχήν φέρει τα βάρη των άλλων, των πνευματικών του τέκνων. Αναλαμβάνει τις λύπες, τις ενοχές, τους πειρασμούς, τις αμαρτίες τους. Και αγωνιά και φροντίζει ανύστακτα για την κατά Χριστόν προκοπή τους. «Αδελφέ Ανδρέα, της ψυχής μου ηγαπημένε», γράφει σ' ένα πνευματικό του παιδί ο αββάς Βαρσανούφιος, «... ουκ έστι ριπή οφθαλμού η ώρα, εν η ουκ έχω σε εν τω νω και εν τη προσευχή. και ει εγώ ούτω σε αγαπώ, ο Θεός ο πλάσας σε περισσότερον σε αγαπά. και δέομαι αυτού οδηγήσαί σε ; και κυβερνήσαι κατά το θέλημα αυτού» (Νικοδήμου Αγιορείτου, Βίβλος Βαρσανουφίου και Ιωάννου, εκδ. Σωτ. Σχοινά, Βόλος 19602, απόκρισις ση', σ.132).
Στο ίδιο βιβλίο των αποκρίσεων Βαρσανουφίου και Ιωάννου συναντούμε μια συγκλονιστική προσευχή που δηλοποιεί την μεγάλη αγάπη του πνευματικού πατέρα προς τα πνευματικά του παιδιά:
« Ιδού εγώ και τα παιδιά α μοι έδωκας, φύλαξον αυτά εν τω ονόματί σου. σκέπασον αυτούς τη δεξιά σου. Οδήγησον ημάς επί λιμένα θελήματός σου και γράψον τα ονόματα αυτών εν τη ση βίβλω... Δέσποτα, ή συνεισένεγκέ μοι τα τέκνα μου, εις την βασιλείαν σου, ή καμέ εξάλειψον εκ της βίβλου σου... » (ο.π., αποκρισις ρι', σ. 82-83).
5. Η Αναγκαιότητα αναζητήσεως εμπείρου πνευματικού Πατέρα
Η σημασία που έχει ο πνευματικός πατέρας στο δρόμο της εν Χριστώ τελειώσεώς μας αποδεικνύει ταυτόχρονα και την αναγκαιότητα να έχουμε, να ανεύρουμε όλοι έμπειρο και ασφαλή πνευματικό οδηγό. Αυτό αποτελεί και καθήκον και δικαίωμά μας. Και σε μας ανήκει η ευθύνη της εκλογής. μια εκλογή που πρέπει να κάνουμε με πολλή προσοχή αφού, καθώς παρατηρεί ο άγιος Συμεών, «σπάνιοι ως αληθώς και μάλιστα άρτι οι καλώς ποιμαίνειν και ιατρεύειν ψυχάς λογικάς επιστάμενοι» (Κατηχ. 20, SC 104, 346).
Χρειάζεται, λοιπόν, προσοχή. Ούτε μόνοι να μείνουμε, διότι κινδυνεύουμε είτε να γίνουμε θηριάλωτοι υπό του ψυχοφθόρου, λύκου -του διαβόλου δηλαδή- είτε πέφτοντας να μην έχουμε κάποιον που θα μας βοηθήσει να σηκωθούμε κατά τον λόγο του Εκκλησιαστού. «Ουαί αυτώ τω ενί, όταν πέση και μη η δεύτερος εγείραι αυτόν» (Εκκλ. 4; 10). Αλλ' ούτε πάλι αντί για ποιμένα να ακολουθήσουμε από ακρισία λύκο ή «άπειρον ιατρόν» οπότε είναι βέβαιο ότι θά υποστούμε πνευματική βλάβη ή θα παραμείνουμε αθεράπευτοι [Πρβλ. Κατηχ. 20, SC 104, 348 και Επισ.1, (Λόγος περί εξομολογήσεως) , εκδ. Κ. Ηοll (Enthusiasmus und Bussgewalt bein griechischen Moenchtum, Leipzig 1898) σ. 117].
Αν και η επιλογή, όπως είπαμε, του πνευματικού πατέρα αποτελεί δικαίωμά μας και εναπόκειται στην κρίση μας, η ανεύρεση εμπείρου πνευματικού οδηγού αποτελεί τελικά ένα μεγάλο δώρο τοϋ Θεοϋ. Γι' αυτό και ο άγιος Συμεών συμβουλεύει:
«Αδελφέ, εκτενώς τον Θεον παρακάλεσον, όπως δείξη σοι άνθρωπον, τον καλώς ποιμάναί σε δυνάμενον, ω και οφείλεις ως αυτω τω Θεώ υπακούσαι και τα παρ' αυτού σοι λεγόμενα αδιστάκτως επιτελέσαι, ει και εναντία σοι και επιβλαβή κατά το δοκούν σοι τα προσταττόμενα φαίνονται» (Κατήχ. 20, SC 104, 334). Ο ίδιος διδάσκαλος στον 7ο ηθικό λόγο του μας παραδίδει έναν τύπο προσευχής, με την οποία μπορούμε να παρακαλούμε τον Θεό να μας στείλει έναν έμπειρο πνευματικό πατέρα:
«Κύριε, ο μη θέλων τον θάνατον του αμαρτωλού ως το επιστρέψαι και ζην αυτόν, ο κατελθών διά τούτο επί της γης, ίνα τους κειμένους και τεθανατωμένους υπό της αμαρτίας εξαναστήσης και σε κατιδείν αυτούς, το φως το αληθινόν, ως ιδείν ανθρώπω δυνατόν, καταξιώσης, πέμψον μοι άνθρωπον γινώσκοντά σε, ίνα, ως σοι δουλεύσας αυτώ και πάση δυνάμει μου υποταγείς και το σον εν τω εκείνου θελήματι ποιήσας θέλημα, ευαρεστήσω σοι τω μόνω Θεώ και καταξιωθώ σου καγώ της Βασιλείας ο αμαρτωλός» ('Ηθ.7, SC 129, 186-188).
6. Η ανταπόκριση του πνευματικού τέκνου προς τον πνευματικό του Πατέρα
Η εν Χριστώ οικοδομή του πιστού από το δεσμό που συνήψε με έναν πνευματικό πατέρα δεν είναι αυτονόητη. Προϋποθέτει και τη δική του ανταπόκριση στην αγάπη που θα του δείχνει και στις φροντίδες που θα καταβάλλει γι' αυτόν ο πνευματικός του πατέρας.
Μια πρώτη και θεμελιώδης προϋπόθεση ειναι η αγάπη. Ο δεσμός που σφυρηλατείται ανάμεσα στον πνευματικο πατέρα και το πνευματικό του παιδί είναι η αμοιβαία αγάπη. Στήν αγάπη του πνευματικού πατέρα ο πιστός ανταποκρίνεται με τη δική του αγάπη. «Ουδέν ούτω προς διδασκαλίαν επαγωγόν ως το φιλείν και φιλείσθαι» παρατηρεί ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος (ομιλ. 6, 1 είς Α' Τιμ., PG 62, 529). Οι πνευματικοί δεσμοί είναι ισχυρότεροι από τους φυσικούς. Και η αγάπη που πηγάζει από το Χριστό είναι πιο δυνατή από αυτήν που εμπνέει η συγγένεια του αίματος. «Τί γαρ πατρός αληθινού ποθεινότερον; » αναρωτιέται ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης (Προς Πλάτωνα 2, PG 99, 909Β), εκφράζοντας έτσι την προσωπική του εμπειρία για τον πνευματικό του πατέρα.
Η αγάπη προς τον πνευματικό μας πατέρα είναι γνήσια, όταν εκφράζεται ως «πίστις», δηλαδή ως εμπιστοσύνη προς το πρόσωπό του. Στον πνευματικό πατέρα μας αναθέτουμε τον εαυτό μας ολόκληρο. Τον αναγνωρίζουμε οδηγό μας στο δρόμο της σωτηρίας. Επομένως θα πρέπει να του έχουμε εμπιστοσύνη. Να ακολουθούμε χωρίς δισταγμούς και εσωτερική αμφισβήτηση τα όσα μας υποδεικνύει. Στο σημείο αυτό οι άγιοι Πατέρες μας επιμένουν με πολλή έμφαση. «Πιστευτέον αμερίμνως τοις εν Κυρίω την ημών αναδεξαμένοις επιμέλειαν» συμβουλεύει o άγιος Ιωάννης τής Κλίμακος (Κλιμαξ 4, PG 88, 717Β). Χωρίς την ολόθυμη εμπιστοσύνη στον πνευματικό μας πατέρα δεν μπορούμε να προοδεύσουμε στη χριστιανική ζωή.
Γράφει ο άγιος Συμεών στά Κεφάλαιά του:
«Ο πίστην -εμπιστοσύνη δηλαδή-κτησάμενος εναργή προς τον κατά Θεόν πατέρα αυτού, βλέπων αυτόν, αυτόν βλέπειν λογίζεται τον Χριστόν και συνών ή ακολουθών αυτώ, Χριστώ συνείναι και ακολουθείν βεβαίως πιστεύει. Ο τοιούτος ουκ επιθυμήσει ετέρω τινί ομιλήσαί ποτε, ου προτιμήσει τι των του κόσμου πραγμάτων υπέρ την εκείνου μνήμην ομού και αγάπην» (Κεφάλ. 1, 28, SC 51, 47).
Αν χρέος του πνευματικού πατέρα είναι να αγρυπνεί για την ψυχή του πνευματικού τέκνου, κι αυτό οφείλει να υπακούει και να ακολουθεί πιστά τις οδηγίες του ('Εβρ.13,17). Διά του πνευματικού πατέρα μας ομιλεί ο ίδιος ο Θεός. Με την υπακοή, λοιπόν, που του δείχνουμε ουσιαστικά υπακούομε στο θέλημα του Θεού. Ασφαλιζόμαστε από λάθη στα οποία είναι βέβαιο ότι θα πέσουμε, αν ακολουθούμε το δικό μας θέλημα. Αποκτούμε, τέλος, την εσωτερική ελευθερία και ελκύουμε τη χάρη του Θεοϋ.
Η εξομολόγηση συνιστά μίαν ακόμη σημαντική υποχρέωση του πιστού. Στον πνευματικό μας πατέρα εξομολογούμαστε με εμπιστοσύνη τα πάντα. ΄Οχι μόνο τα όσα πράττουμε αλλά και τους λογισμούς μας. «Μηδέν της ψυχής κίνημα απόκρυφον φυλάσσειν», προτρέπει ο Μ. Βασίλειος, «αλλά απογυμνούν τα κρυπτά της καρδίας» (΄Οροι κατά πλάτος ΚΣΤ', ΒΕΠΕΣ 53, 184). Τίποτε κρυφό από τον πνευματικό μας. Με ταπείνωση και υιική εμπιστοσύνη αποθέτουμε στα πόδια του τα πάντα. ΄Ετσι μόνο συγχωρούνται τα αμαρτήματά μας από το Θεό. Ελευθερωνόμαστε από το βάρος της ενοχής. Ξεριζώνουμε τα πάθη μας. Και ο πνευματικός μπορεί να μας καθοδηγεί με ασφάλεια στην πνευματική μας ζωή.
Β. Η ΠΑΘΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΠΑΤΡΟΤΗΤΑΣ ΣΤΙΣ ΜΕΡΕΣ ΜΑΣ
Όλα όσα εκθέσαμε με πολλή συντομία μέχρι τώρα συνιστούν την πίστη και την εμπειρία της Εκκλησίας για τον θεσμό της πνευματικής πατρότητας, όπως αυτός διαμορφώθηχε καί εξελίχθηκε στο παρελθόν και μάλιστα στον χώρο κυρίως της μοναστικής πνευματικότητας.
Το ερώτημα, λοιπόν, που πολύ φυσικά ανακύπτει εδώ είναι: Λειτουργεί -μπορεί να λειτουργήσει- άραγε η πνευματική πατρότητα με τον ίδιο τρόπο καί σήμερα, στην εποχή μας; Το ερώτημα είναι καίριας σημασίας και θα μπορούσε να αποτελέσει το αντικείμενο μιας άλλης, ξεχωριστής ομιλίας. Γι'αυτό απόψε επιτρέψτε μου να θέσω απλώς ορισμένα ζητήματα σχετικά με το θέμα μας, τα οποία απασχολούν σοβαρά πολλούς χριστιανούς και εντάσσονται σ' αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε παθολογία τής πνευματικής πατρότητας.
1. O γεροντισμός πολλών συγχρόνων κληρικών
Δυστυχώς δεν πρόκειται για σπάνιο φαινόμενο. Πολλοί κληρικοί μας, από τους οποίους αρκετοί μάλιστα με χαρίσματα και ικανότητες, ζηλώνουν πολύ ενωρίς δόξαν γέροντος. Νεώτατοι στην ηλικία, ανώριμοι ακόμη ως προσωπικότητες, άπειροι ως ποιμένες, χωρίς ποτέ οι ίδιοι να έχουν ουσιαστικά μαθητεύσει ή να έχουν υποταγεί σε άλλον έμπειρο πνευματικό πατέρα, αυτοδιαφημίζονται -ή μεθοδεύουν εντέχνως την προβολή τους μέσω του περιβάλλοντός των -ως νέοι Βαρσανούφιοι, ως χαρισματούχοι παιδαριογέροντες. Περιάγουν, κατά τον λόγο του Κυρίου μας, «την θάλασσαν και την ξηράν ποιήσαι ένα προσήλυτον» (Ματθ. 23, 15), να αγρεύσουν δηλαδή οπαδούς. Ασκούν μια συνθλιπτική καταπίεση, στις συνειδήσεις των άνθρώπων εν ονόματι τάχα της οφειλομένης «τυφλής» υπακοής στον γέροντα. Καλλιεργούν μιαν αρρωστημένη προσκόλληση στο πρόσωπό τους.
Δυστυχώς -και ας μας επιτρέψει o Σεβασμιώτατος να το επισημάνουμε - ευθύνη για το φαινόμενο αυτό έχουν και οι επίσκοποί μας. οι επίσκοποι εκείνοι που χειροτονούν ταχύτατα καί αναθέτουν την πνευματική πατρότητα αβασάνιστα στους ανωρίμους αυτούς κληρικούς.
Είναι πολύ σοφές οι επισημάνσεις που κάνει ο προσφάτως κοιμηθείς πνευματέμφορος πράγματι γέροντας Παΐσιος σε μία από τις επιστολές του που είδαν το φως της δημοσιότητας προσφάτως, μετά την κοίμησή του. Αναφέρεται στο πρόσωπο του γέροντος που καλείται να επιλέξει ένας υποψήφιος μοναχός. Ωστόσο, βοηθάει κι εμάς τους εν τω κόσμω σε ό,τι αφορά την επιλογή πνευματικοϋ πατέρα.
«Επεδίωξε όσο μπορείς: α) Ο Γέροντάς σου να είναι πνευματικός άνθρωπος, με αρετές, και περισσότερο πρακτικός παρά δάσκαλος μόνον: Καλό είναι, αν έχει γίνει από μούτσος καπετάνιος, για να μην εφαρμόζη σε ξένες πλάτες όλη την καλογερική που έμαθε διαβάζοντας, ή να έχει εκ φύσεως μεγάλη αγάπη με διάκριση, για να πονάη τα παιδιά του και να μη θέλη να τα στείλη στον Παράδεισο αμέσως, με τον τρόπο του Διοκλητιανοϋ...
Πολύ βοηθάει ακόμη τον υποτακτικό, εάν στην ηλικία ο Γέροντάς του είναι τουλάχιστον δεχαοχτώ με είκοσι χρόνια μεγαλύτερός του, διότι αυτό φέρνει και ένα φυσιολογικό σεβασμό στον υποτακτικό.
β) Ο Γέροντας να ζη απλοποιημένη ζωή, χωρίς φροντίδες και κοσμικές μέριμνες περιττές, και να μην αποβλέπη καθόλου σε δικά του συμφέροντα, αλλά να αποβλέπη στο συμφέρον της ψυχής του υποτακτικού και γενικά στο συμφέρον της Μητέρας μας Εκκλησίας» (Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου, Επιστολές, Εκδ. Ι.Ησυχαστηρίου «Ευαγγ. Ιωάννης o Θεολόγος», Σουρωτή Θεσσαλονίκης 1994, σ. 43).
2. O κίνδυνος της προσωπολατρίας
Χρέος ενός γνησίου και εμπείρου πνευματικού πατέρα είναι να προσανατολίζει τα βλέμματα και τις καρδιές των πνευματικών του παιδιών στο πρόσωπο του Κυρίου και όχι στο δικό του. 'Η προσωπολατρία είτε επιδιώκεται απο τον ιερωμένο είτε εκδηλώνεται από το πνευματικο του παιδί - και φυσικά δεν καταπολεμείται από τον πρώτο - συνιστά αρρώστια και αποτελεί έναν σοβαρό πνευματικό κίνδυνο και για τους δύο.
Οι πνευματικοί πατέρες δεν προβάλλουμε τα πρόσωπά μας, αλλά το υπερούσιο πρόσωπο του Κυρίου μας. Δεν ορθώνουμε το ανάστημά μας μεταξύ του Χριστού και του πνευματικού μας παιδιού με συνέπεια να εμποδίζουμε το βλέμμα του να θεωρεί το πρόσωπο του Κυρίου, αλλά στεκόμαστε στην άκρη, διακριτικά και υποδεικνύουμε Εκείνον που είναι ο Λυτρωτής όλων μας.
Γράφει ο επίσκοπος Κάλλιστος Ware: «Στην πραγματικότητα η σχέση δεν είναι δίπλευρη αλλά τριγωνική, επειδή πέρα από τον γέροντα και τον μαθητή του υπάρχει κι ένα τρίτο μέλος, ο Θεός. Ο Κύριος μας λέει πως δεν πρέπει να καλούμε κάποιον «πατέρα», επειδή έχουμε μόνο έναν πατέρα, τον εν ουρανοίς (Ματθ. 23, 9). Ο γέροντας δεν είναι κάποιος αλάθητος κριτής ή ένα εφετείο, αλλά ένας συνυπηρέτης του ζώντος Θεού δεν είναι δικτάτορας, αλλά οδηγός και σύντροφος στο ταξίδι. Ο μόνος αληθής «πνευματικός οδηγός», με όλη τη σημασία της λέξης, είναι το ΄Αγιο Πνεύμα» (Η εντός ημών Βασιλεία, σ. 139).
3. Η έκταση της οφειλομένης υπακοής στον πνευματικό μας πατέρα
Σκοπός της πνευματικής πατρότητας δεν είναι η διαρκής εξάρτηση των πνευματικών τέκνων από τον πατέρα τους, αλλά η υποβοήθησή τους να φθάσουν βαθμιαία στην πνευματική τους ελευθερία. Ο γνήσιος πνευματικός πατέρας δέν καταδικάζει τα παιδιά του σε ισόβια πνευματική νηπιότητα, αλλά αγωνίζεται διαρκώς για να ανδρωθούν πνευματικά να φθάσουν, όπως διδάσκει ο απόστολος Παύλος, «εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» (Εφ.4,13) (Βεν. Χριστοφορίδου, Η πνευματική πατρότης κατά Συμεών τον Νέον Θεολόγον, Θεσσαλονίκη 1977, σ. 31 ). Ο καταναγκασμός και η πνευματική βία δεν έχουν θέση στη σχέση πνευματικού πατέρα και πνευματικών παιδιών. Η οφειλόμενη υπακοή προς τον πνευματικο μας πατέρα δεν είναι «τυφλή» αλλά ενσυνείδητη. Ούτε και καταργεί την προσωπική μας ευθύνη, η οποία πηγάζει από την εν Χριστώ ελευθερία μας. «Καθήκον του πνευματικού πατέρα δεν είναι να καταστρέψει την ελευθερία του ανθρώπου, αλλά να τον βοηθήσει να δει ο ίδιος την αλήθεια. δεν είναι να καταπιέσει την προσωπικότητα του ανθρώπου, αλλά να του δώσει τη δυνατότητα να ανακαλύψει τον εαυτό του, να αναπτυχθεί, να ωριμάσει και να γίνει αυτό που στην πραγματικότητα είναι... Ο πνευματικός πατέρας δεν επιβάλλει τις προσωπικές του ιδέες και αρετές, αλλά βοηθά τον μαθητή να βρει τη δική του αποκλειστικά κλήση... Μ' ένα λόγο, είναι μόνο ένας προπομπός του Θεού, και πρέπει να οδηγήσει τις ψυχές στο δρόμο του Θεού, και όχι στο δικό του» (Η εντός ημών Βασιλεία, σ. 141 ).
Γράφει ο άγιος Βαρσανούφιος:
«Οίδας ότι ουδέποτε εβάλλομεν δεσμόν επάνω τινός, ουδέ εαυτοίς». «Μη αναγκάσης τήν προαίρεσιν, αλλ' επ' ελπίδι σπείρον. και γάρ, ο Κύριος ημών ουκ ηνάγκασε τινά, αλλ' ευηγγελίσατο. και ει τις ήθελεν ήκουσεν» (Απόκρισις 51 καί 35, ο.π., σσ. 56 και 49).
Ακόμη δεν θα πρέπει να συγχέουμε τα όρια της μοναχικής υπακοής με αυτήν των χριστιανών προς τους πνευματικούς πατέρες μας. Η μοναχική υπακοή ως προς το μέγεθος και τη διάρκειά της διαφέρει εκείνης των εν τω κόσμω χριστιανών. Για το λόγο αυτό ο πνευματικός πατέρας δεν νομιμοποιείται να αξιώνει, και το πνευματικό παιδί δεν οφείλει την υπακοή που δικαιούται να απαιτεί o γέροντας από έναν μοναχό, ο οποίος και υποχρεούται να υπακούει «μέχρι θανάτου» - υποχρέωση που πηγάζει από τις μοναχικές υποσχέσεις που έδωσε κατά την ώρα της μοναχικής του κουράς.
4. O κίνδυνος του υπέρμετρου συναισθηματισμού
Ο δεσμός που συνδέει τον πνευματικό πατέρα με τα πνευματικά του παιδιά ομοιάζει προς την σχέση που υφίσταται μέσα σε μία φυσική οικογένεια. Καθώς, λοιπόν, πατέρας και παιδιά σε μια κανονική οικογένεια πρέπει να συνδέονται με αμοιβαία αγάπη, το ίδιο πρέπει να συμβαίνει και στη «χαρισματική οικογένεια» ενός πνευματικού πατέρα, ενός γέροντα. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει ότι ο δεσμός αυτός είναι μία κατ εξoχήν αγιοπνευματική σχέση, που χρειάζεται να εξαγνιστεί από συναισθηματικές εξάρσεις και να διαφυλαχθεί από ο,τιδήποτε το οποίο είναι ενδεχόμενο να υποκρύπτει εμπάθεια ή έναν επικίνδυνο γλυκερό συναισθηματισμό.
Η αγάπη βεβαίως συχνά εκφράζεται και με εξωτερικά σημάδια. Και αυτό ασφαλώς ισχύει και για τους πνευματικούς δεσμούς. Παρά ταύτα χρειάζεται πολλή προσοχή και διάκριση. Οι εν Χριστώ δεσμοί θα πρέπει να διακρίνονται για τη σεμνότητα και τη δωρικότητά τους. Και για να διαφυλάξουν αυτά τα χαρακτηριστικά τους είναι αναγκαία η πνευματική αποστασιοποίηση.
5. Η καύχηση για τον πνευματικό μας πατέρα
Συχνό και το φαινόμενο τούτο. Πολλοί επαίρονται για τον γέροντά τους. Και ευκαίρως-ακαίρως αναφέρονται σ' αυτόν όμως κατά τρόπο, ο οποίος εκφράζει τη δική τους πνευματική γυμνότητα και τον επικίνδυνο γλυκερό συναισθηματισμό τους. Το φαινόμενο δεν είναι υγιές. Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος μας εφιστά την προσοχή: «Μη επαρθής διά τον σον διδάσκαλον παρά μειζόνων τιμώμενος, μηδέ διά το εκείνου όνομα πολλούς έχων υπακούοντάς σου, χαίρε δε μάλλον εάν το όνομα σου γραφή εν τω ουρανώ της ταπεινώσεως» (Κατήχ. 20, SC 104, 338).
Και ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος ομιλεί με μεγαλύτερη αυστηρότητα:
«Είδον αδόκιμον μαθητήν επί τοις του διδασκάλου κατορθώμασιν επί τινων ανθρώπων καυχώμενον. και μέντοι δοκών δόξαν εαυτώ εκ του αλλοτρίου σίτου περιποιήσασθαι, ατιμίαν μάλλον εαυτώ προεξένησε, πάντων προς αυτόν ειρηκότων. και πως δένδρον καλόν κλάδον άκαρπον ήνεγκεν;» (Κλίμαξ 4, PG 88, 713Α).
Προσοχή χρειάζεται και σε ένα άλλο παρεμφερές φαινόμενο. Πρόκειται για την παρρησία που μπορεί να έχει ο πνευματικός μας πατέρας ενώπιον του Θεοϋ. Οι Πατέρες μας, λοιπόν, μας συνιστούν ότι δεν θα πρέπει να επαναπαυόμαστε σ' αυτήν. Ούτε να περιοριζόμαστε στο να ζητούμε να προσεύχονται για μας. Οφείλουμε ν' αγωνιζόμαστε κι εμείς με ζήλο χάριν της σωτηρίας μας.
Κάποτε, αναφέρει το Γεροντικό, ένας αδελφός επισκέφθηκε τον Μέγα Αντώνιο και τον παρακάλεσε: «Εύξαι υπέρ εμού». Και ο γέροντας του απάντησε: « Ουδέ εγώ σε ελεώ, ουδέ ο Θεός, εάν μη συ αυτός σπουδάσης, και αιτήση τον Θεόν» (Γεροντικόν, ήτοι Αποφθέγματα αγίων γερόντων, έκδ. Π.Β. Πάσχου, Αθήναι 1961, σ. 2β). Δηλαδή: Ούτε εγώ, ούτε ο Θεός θα σε ελεήσει, αν συ ο ίδιος δεν προσπαθήσεις και δεν παρακαλέσεις τον Θεό.
6. Και ένα τελευταίο: ή αλλαγή, πνευματικού πατέρα
΄Οπως αναφέραμε ήδη, η επιλογή πνευματικού πατέρα εναπόκειται στην ελεύθερη κρίση και προτίμησή μας. Ωστόσο οι θεοφόροι Πατέρες μας επισημαίνουν ότι η αλλαγή πατέρων εγκυμονεί κινδύνους για την πνευματική μας προκοπή και για την ίδια τη σωτηρία μας ακόμη. Γράφει ο άγιος Συμεών: «Μη γυρνάς εδώ κι εκεί αναζητώντας ονομαστούς μοναχούς, και μην περιεργάζεσαι τη ζωή τους. Εάν με τη χάρη του Θεού γνώρισες έναν πνευματικό πατέρα, λέγε τα θέματά σου σ' αυτόν και μόνο» (Ηθ.7, SC 129, 184).
Είναι, λοιπόν, απαράδεκτο και επικίνδυνο πνευματικά να γυρνάμε απ' εδώ κι απ' εκεί, αλλάζοντας κάθε τρεις και μία πνευματικό πατέρα χωρίς λόγο. «Μη ζητώμεν προγνώστας, μηδέ προβλέπτας. αλλά προ πάντων ταπεινόφρονας πάντως, και ταις εν ημίν νόσοις αρμοδίους» (Κλίμαξ 4, PG 88, 725D). Η σύσταση αυτή του αγίου Ιωάννου της Κλίμακος απαντά ακριβώς στη νοοτροπία πολλών σημερινών χριστιανών και στις επιπόλαιες αναζητήσεις τους, οι οποίες τους εξωθούν σε συχνές αλλαγές πνευματικού πατέρα (Πρβλ. Συμεών του Νέου Θεολόγου, Κατήχ. 20, SC 104, 334).
Επικαλούμαι και πάλι τη μαρτυρία του επισκόπου Καλλίστου: «Πολλοί άνθρωποι νομίζουν πως δεν μπορούν να βρουν κάποιον πνευματικό πατέρα, επειδή τον φαντάζονται ως ένα ιδιαίτερο τύπο ανθρώπου: θέλουν έναν άγιο Σεραφείμ του Σάρωφ, κι έτσι κλείνουν τα μάτια τους σ' αυτούς που ο Θεός στην πραγματικότητα τους στέλνει. Συχνά τα υποτιθέμενα προβλήματά τους δεν είναι τόσο περίπλοκα, και γνωρίζουν ήδη μέσα στην καρδιά ποια είναι η απάντηση. Δεν τους αρέσει όμως η απάντηση, επειδή απαιτεί συνεχή και επίμονη προσπάθεια εκ μέρους τους: κι έτσι αναζητούν έναν από μηχανής Θεό, ο οποίος με έναν και μόνο θαυματουργικό του λόγο θα κάνει ξαφνικά τα πάντα εύκολα. Αυτοί οι άνθρωποι θα πρέπει να βοηθηθούν να κατανοήσουν τον αληθινό χαρακτήρα της πνευματικής πατρότητας» (Η εντός ήμών Βασιλεία, σ. 145).
Σεβασμιώτατε, αγαπητοί μου αδελφοί,
Η ορθόδοξη εκκλησιαστική παράδοση δεν είναι κάτι που ανάγεται στο παρελθόν και μόνο. είναι ταυτόχρονα και παρόν και μέλλον. Είναι η διαιώνια πίστη και η αδιάκοπη εν χάριτι εμπειρία της Εκκλησίας.
Αυτό ισχύει και για την πνευματική πατρότητα, έναν εκκλησιαστικό θεσμό που προσπαθήσαμε να φωτίσουμε απόψε -έστω και πολύ αχνά- με το φως της ορθοδόξου παραδόσεώς μας. Και το συμπέρασμα που βγαίνει από τη σύντομη αυτή περιδιάβαση στον λειμώνα της εκκλησιαστικής παραδόσεως είναι:
Αποτελεί χρέος μας να έχουμε πνευματικό πατέρα μόνιμο και σταθερό. Ταυτόχρονα αποτελεί δικαίωμά μας να επιλέξουμε αυτόν που θα κρίνουμε σαν πιο κατάλληλο. ΄Οχι τον πιο βολικό, αλλά τον εμπειρότερο, άνθρωπο αληθινά του Θεού, κοντά στον οποίο θα αναπαυόμαστε πνευματικά και θα αισθανόμαστε ασφάλεια. Ο άγιος Συμεών παρατηρεί κάτι που ισχύει και σήμερα: Αυτοί που ξέρουν «καλώς ποιμαίνειν και ιατρεύειν ψυχάς λογικάς» είναι σπάνιοι σε κάθε εποχή (Κατήχ. 20, SC 104, 346).
Γι' αυτό οφείλουμε να επιδείξουμε προσοχή κατά την επιλογή. Και να προσευχόμαστε θερμά να μας αξιώσει ο Θεός αυτού του μεγάλου δώρου. «Ευχαίς και δάκρυσι», γράφει ο ίδιος διδάσκαλος, «τον Θεόν καθικέτευσον πέμψαι σοι οδηγόν απαθή και άγιον» (Κεφ. 1, 49, SC 51, 53). οδηγό στην πορεία μας για την ουράνια Βασιλεία.
Η σύνοδος του Τολέδο [589] εισήγαγε στο σύμβολο της Κ.πόλεως την προσθήκη του Filioque [=και εκ του Υιού], η οποία κατά τον Η΄ αιώνα υιοθετήθηκε στο Φραγκικό κράτος με τη σύνοδο της Φραγκφούρτης [Francofort, 794] και κατά τον ΙΑ΄ από τον παπικό θρόνο [1014, Σχίσμα των δύο Σεργίων].
Η ομολογία του συμβόλου της πίστεως γινόταν στην μεν Ανατολή ως εμμελής ανάγνωση σε τονικό ρυθμό, ενώ στη Δύση συνήθως ψαλλόταν. Άλλωστε, η εμμελής ανάγνωση σε ρυθμοτονικό μέτρο κάλυπτε τις εκφωνήσεις, τους διαλόγους, τις ευχές, τα αναγνώσματα και τους ύμνους.
Ο I.Αυγουστίνος [Confessiones, X, 33] αναφέρει τη διαδεδομένη στη Δύση παράδοση, κατά την οποία ο Μ.Αθανάσιος με μικρή μόνο αλλαγή στον τρόπο απαγγελίας του ψαλμού από τον αναγνώστη μελοποιούσε το ανάγνωσμα, το οποίο όμως «έμοιαζε περισσότερο με απαγγελία παρά με άσμα» [ut pronuntianti vicinior esset quam cantenti].
Πράγματι, υπό την επίδραση των γνωστικών Βαρδησάνη, Αρμονίου κ.α καθιερώθηκε προοδευτικά η μελοποίηση εκκλησιαστικών ύμνων με έντεχνη μουσική επένδυση. Ο αιρετικός επίσκοπος Αντιοχείας Παύλος ο Σαμοσατεύς [260-268] ευνόησε την τάση αυτή, η οποία προφανώς είχε διαδοθεί στην Α. Συρία και στη Μεσοποταμία.
Έντεχνα εκκλησιαστικά άσματα με θεολογικό περιεχόμενο και για ποικίλες περιστάσεις είχε καθιερώσει κατά τις αρχές του Δ΄ αιώνα και ο αιρεσιάρχης Άρειος, η δε πιστή στον Άρειο τάξη των παρθενευουσών της Αλεξανδρείας έψαλλε τα άσματα αυτά όχι μόνο στις οδούς της Αλεξανδρείας, αλλά και στις λατρευτικές συνάξεις των αρειανοφρόνων.
Η κίνηση από την εμμελή ανάγνωση προς το έντεχνο εκκλησιαστικό άσμα δεν ήταν βεβαίως ομοιόμορφη σε όλες τις τοπικές εκκλησίες, αλλά κατά τον Ε΄ αιώνα είχε ήδη γίνει ευρύτερα αποδεκτή για την εξουδετέρωση κυρίως της επιρροής των αιρετικών.
Ο Θεοδώρητος Κύρου αναφέρει ως εισηγητή του έντεχνου εκκλησιαστικού άσματος στη Συρία Εφραίμ τον Σύρο [Εκκλ. Ιστορία, IV,3], αλλά δεν ήταν ο μόνος [Ιωάννου Μαιουμά, Patrologia Orientalis, VIII, 180].
Είναι ευνόητο ότι με την εισαγωγή του έντεχνου εκκλησιαστικού άσματος ενισχύθηκε ο ρόλος του ψάλτη και του αναγνώστη στη θ. λατρεία, ενώ περιορίσθηκε σταδιακά η έκταση της συμμετοχής του λαού στα τελούμενα.
Ο Μ. Αθανάσιος αξίωνε να ψάλλονται οι ψαλμοί «μετά μέλους και ωδής», η δε αξίωση αυτή δεν ήταν μόνο «ευφωνίας σπουδή, αλλά τεκμήριον της αρμονίας των εν τη ψυχή λογισμών» [Επιστολή εις Μαρκελλίνον. ΒΕΠ, 32, 25 κεξ.].
Ο Μ. Βασίλειος αναφέρεται στον συντονιστικό ρόλο του ψάλτη. Οι υμνωδίες των εκκλησιαστικών ακολουθιών εξετελούντο «ψάλτου κατάρχοντος του μέλους», ενώ οι λοιποί πιστοί «υπηχούσιν» [Επιστ., 267].
Ο ιερός Χρυσόστομος αναφέρεται στην καθ’ υπακοήν ψαλμωδία, κατά την οποία «οι μεμυημένοι συνεχώς υποψάλλουσιν» [Ομιλ. εις ψαλμ. μα΄, ριζ΄, ρμε΄]. Πολλοί αιρετικοί χρησιμοποίησαν και χορούς γυναικών [Βαρδησάνης, Αρμόνιος, Παύλος ο Σαμοσατεύς, Άρειος κ.α], το παράδειγμα δε αυτό ακολούθησε σε ορισμένες περιπτώσεις και η Εκκλησία [Ευσεβίου, Εκκλ.Ιστορία, VII, 30, Assemani, Bibl. Orientalis, I, 47 κεξ.]. Αντιθέτως, χοροί παίδων προϋπήρχαν στην Εκκλησία και διατηρήθηκαν. Στο Οδοιπορικόν της Αιθερίας περιγράφεται η ακολουθία του Λυχνικού στο ναό της Αναστάσεως των Ιεροσολύμων, κατά την οποία χορός πολλών μικρών παιδιών αποκρινόταν με το «Κύριε, ελέησον» σε κάθε εκφώνηση ονόματος από τον διάκονο [«et diakono dicente singulorum nomina sember pisinni plurimi stant respondentes sember – Kyrie eleison»].
Ο Εφραίμ ο Σύρος θεωρούσε επίσης αυτονόητη την ύπαρξη χορών παίδων στη θ. λατρεία.
Η χρησιμοποίηση μουσικού οργάνου στη θ. λατρεία είναι άγνωστη στις πατερικές πηγές, η δε μαρτυρία του Ιουλιανού του Παραβάτη [361-363] περί υπάρξεως οργάνων στο ναό των Αγίων Αποστόλων της Κ.πόλεως [Επιστολαί, εκδ. J. Bidez, 1924, 215] είναι μεμονωμένη και ασαφής. Η αποστολή μουσικών οργάνων από τον φιλόμουσο αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ε΄ [741- 775] στον ηγεμόνα των Φράγκων Πιπίνο τον Βραχύ και από τον Μιχαήλ Ραγκαβέ [811-813] στον Καρλομάγνο, ο οποίος μάλιστα τα χρησιμοποίησε στο ναό του Ακυισγράνου [Aix – la-Chapelle], δεν αρκούν να θεμελιώσουν την υπόθεση ότι οι εικονομάχοι αυτοκράτορες εισήγαγαν μουσικά όργανα στη θ. λατρεία. Μια τέτοια καινοτομία δε θα έμενε απαρατήρητη τουλάχιστον από τους εικονόφιλους μοναχούς.
Τα αναγνώσματα από την Αγία Γραφή, ο αριθμός και η έκταση των οποίων ποίκιλλε σε κάθε τοπική εκκλησία ή τουλάχιστον σε κάθε ευρύτερη εκκλησιαστική περιφέρεια, ακολουθούσε συνήθως την εμμελή ανάγνωση. Ωστόσο, ο αριθμός των αναγνωσμάτων σταδιακά περιορίστηκε, ενώ και συστηματοποιήθηκε η επιλογή τους με κριτήρια τους εξελισσόμενους εορταστικούς κύκλους του έτους.
Η επιλογή των αναγνωσμάτων είχε ήδη καθιερωθεί για τη Μ. Εβδομάδα και για τις παλαιότερες [Πάσχα, Πεντηκοστή] ή και τις νεότερες εορτές [Χριστουγέννων, Θεοφανείων, Βαΐων κ.α]. Η πράξη αυτή επεκτάθηκε κατ’ αρχήν στα αναγνώσματα όλων των Κυριακών του έτους, στα δε μοναστήρια όλων των ημερών του έτους με ανακύκληση της αναγνώσεως της Αγίας Γραφής. Ήδη κατά τον Δ΄ αιώνα αναφέρεται ότι ο συριακής προφανώς καταγωγής Ευθάλιος κατάρτισε πίνακα 57 περικοπών, εκφράζοντας αναμφιβόλως και τις γενικότερες σχετικές τάσεις, τις οποίες μετέφερε και στη Δύση ο Ιερώνυμος.
Οι συλλογές των περικοπών αυτών [ευαγγελιάρια, lectionatia] εξυπηρετούσαν και πρακτικές ανάγκες της θ. λατρείας αφού οι μικρές ενορίες δεν ήταν δυνατόν να αποκτήσουν όλα τα βιβλία της Αγίας Γραφής.
(Εκκλησιαστική Ιστορία, τόμος Α΄ Βλασίου Φειδά σελ. 906-907, υπογραμμίσεις δικές μας)
Τα καλύτερα αγαθά της ζωής είναι πολύ κοντά σου. Αυτά είναι:
- Η αναπνοή στα ρουθούνια σου
- Το φως στα μάτια σου
- Τα άνθη στο δρόμο σου
- Οι αγαθοεργίες στα χέρια σου.
Μη ψάχνεις, λοιπόν, και μην στεναχωριέσαι για τα αστέρια που βρίσκονται τόσο μακριά σου.
***
Την ευτυχία δεν την φέρνουν εκείνα που θα επιθυμούσες να έχεις, αλλά η ικανοποίηση για εκείνα που ήδη έχεις.
***
Ένα από τα κατορθώματα του διαβόλου είναι να αποσπά τη σκέψη μας με το παρελθόν και το μέλλον τόσο, ώστε να μη μένει χώρος να ζούμε το παρόν.
***
Η χαρά είναι κάτι, που όσο προσπαθείς να το δίνεις στους άλλους, τόσο περισσότερο το απολαμβάνεις ο ίδιος.
***
Η ευτυχία! Πόθος πανανθρώπινος. Κι η ελπίδα κρυφή. Που υπάρχει όμως η ευτυχία;
- Ο Λεϊβνίτιος (Λάϊπνιτς) έλεγε: «Ευτυχισμένη ζωή δεν υπάρχει. Υπάρχουν μόνο ευτυχισμένες στιγμές».
- Ο Ντοστογιέφσκι έγραφε: « Η ευτυχία δεν βρίσκεται στην ευτυχία αλλά στο κυνήγι της. Η ευτυχία δεν είναι ένας σταθμός στον οποίο φθάνεις. Είναι ο τρόπος με τον οποίο ταξιδεύεις».
- Η χριστιανική πίστη διακηρύσσει: « Εκείνο, που συντελεί στην ευτυχία του ανθρώπου δεν είναι κάτι, αλλά ΚΑΠΟΙΟΣ».
***
Ρώτησε έναν ασκητή που βρίσκεται η ευτυχία. Εκείνος τον πήρε και τον οδήγησε στο ποτάμι, μπήκαν στο νερό, του πήρε το κεφάλι, το βύθισε μέσα στο νερό κρατώντας το έτσι για αρκετές στιγμές. Όταν τον άφησε τον ρώτησε:
- Τι επιθύμησες περισσότερο, όταν ήσουν βυθισμένος μέσα στο νερό;
- Τον αέρα, απάντησε εκείνος.
Απόλαυσε τον, λοιπόν, τώρα που τον έχεις, μαζί με τόσα άλλα αγαθά που έχεις και δεν τα εκτιμάς. Εκεί βρίσκεται η ευτυχία.
***
Αληθινά ευτυχισμένοι είναι όσοι έχουν στραμμένο το ενδιαφέρον τους σε κάτι, εκτός από τη δική τους ευτυχία.
***
Λένε ότι την ευτυχία του μυθικού για τα πλούτη του βασιλιά Κροίσου, τη δηλητηρίαζε μια μεγάλη δυστυχία. Το παιδί του γεννήθηκε κωφάλαλο. Ικέτευε λοιπόν τους θεούς να τον λυπηθούν και τους έστελνε πανάκριβα δώρα. Κατέφυγε και στο Μαντείο να τον συμβουλέψει. Και η Πυθία του έστειλε χρησμό: «Υπόμενε και συμφιλιώσου. Αν μιλήσει θα σου αναγγείλει συμφορά μεγάλη». Εκείνος όμως επέμενε, ώσπου ξαφνικά λύθηκε η γλώσσα του παιδιού και του ανάγγειλε: «Έρχεται πόλεμος, θα συλληφθείς αιχμάλωτος και θα κινδυνεύσεις να καείς ζωντανός».
Όταν πραγματοποιήθηκαν τα φοβερά αυτά, ο Κροίσος επί τη πυράς δεν είχε μα θυμηθεί μόνο τα λόγια του Σόλωνα «Μηδένα προ του τέλους μακάριζε», αλλά και της Πυθίας που τον συμβούλεψε: «Με το κακό, που σε βρήκε συμφιλιώσου. Ίσως σε προστατεύει από κάτι χειρότερο».
***
Δεν υπάρχει ζωή ευτυχισμένη. Υπάρχουν στιγμές ευτυχίας. Στιγμές, που πολλοί δεν τις χαίρονται, γιατί τις νοθεύουν με τη γεύση από απαισιόδοξες σκέψεις για το μέλλον. Ενώ τις πικρές στιγμές της δυστυχίας τις καταπίνουν ατόφιες.
***
Το καλύβι χωράει τόση ευτυχία όση και το ανάκτορο. Μόνο που συμβαίνει πολλές φορές το δεύτερο να μένει άδειο.
***
Είχαν τελειώσει τα αποθέματα νερού και πέθαιναν μέσα στο καράβι από τη δίψα. Εξέπεμψαν σήμα αγωνίας για λίγο νερό, όταν έλαβαν την καταπληκτική απάντηση: «Ρίξτε τους κουβάδες σας και πάρτε. Πλέετε μέσα σε γλυκό πόσιμο νερό». Τι είχε συμβεί; Αρμένιζαν, χωρίς να το ξέρουν, στις εκβολές ενός γιγάντιου ποταμού που τα γλυκά νερά του εισορμούσαν μίλια μέσα στη θάλασσα. Δεν το ήξεραν και πέθαιναν από τη δίψα. Είχαν πάθει δηλαδή αυτό, που συμβαίνει πολλές φορές και σε εμάς. Ενώ γύρω μας έχουμε τόσες πηγές ευτυχίας, εμείς τις αγνοούμε.
***
Ο ποιητής Ανακρέων έλαβε από τον τύραννο Πολυκράτη ως δώρο πέντε χρυσά τάλαντα. Το τεράστιο για την εποχή αυτό ποσό το εφύλαττε άγρυπνος νύχτα-μέρα. Την Τρίτη όμως μέρα αποφάσισε να το επιστρέψει, γιατί – όπως είπε- «ο ύπνος τριών ημερών δεν πληρώνεται με πέντε χρυσά τάλαντα». Η αξία του είναι πολύ μεγαλύτερη.
***
Έχουμε την εντύπωση πως μας λείπουν στη ζωή πολλά. Ο Χριστός όμως επιμένει ότι δεν μας λείπει παρά μονάχα ένα. Ή μάλλον, Ένας! Αυτός ο ΙΔΙΟΣ. Το απεκάλυψε σ’ έναν άνθρωπο, που είχε τα πολλά. Στον πλούσιο νεανία. «Εν σοι λείπει», ένα μόνο σου λείπει του τόνισε, Εγώ!
Κωνσταντίνος Κούρκουλας, «Πνευματικοί Αντίλαλοι»
***
Νόμιζε πως θα θάμπωνε με τα αμύθητα πλούτη του τον σοφό Σόλωνα, ο βασιλιάς Κροίσος και, αφού του επέδειξε όλους του τους θησαυρούς, τον ρώτησε αλαζονικά.
- Έχεις γνωρίσει ποτέ άνθρωπο ευτυχέστερο από μένα;
- Βεβαίως, του απάντησε ο σοφός. Τους Κλέοβι και Βίτωνα, τα δυο αδέρφια από το Άργος που έπραξαν τον καθήκον τους προς τους γεννήτορες. Επειδή αργοπορούσαν να φέρουν τα βόδια που θα έσερναν την άμαξα, για να πάει η Ιέρεια μητέρα τους στον ναό της Ήρας, ζεύτηκαν αυτοί οι δύο την καρότσα και την έσυραν. Συγκλονισμένη η μητέρα από την πράξη αυτή των παιδιών της έκαμε μια ευχή. Παρακάλεσε τη θεά να τα ανταμείψει με τη πιο μεγάλη ευτυχία. Και η Ήρα την άκουσε, έπεσαν τα παιδιά να κοιμηθούν και δεν ξύπνησαν!
Δεν υπήρχε άλλη μεγαλύτερη ευτυχία, ούτε να δώσουν, ούτε να πάρουν.
***
Η ευτυχία και η ηρεμία δεν βρίσκονται ούτε μέσα μας ούτε έξω μας. Βρίσκονται στο Θεό, που βρίσκεται και μέσα και έξω από μας.
Πασκάλ
***
Ακόμα και αν έχει χίλια στρέμματα χωράφια δεν τρως παρά ένα πιάτο δύζι τη φορά. Ακόμη κι να το σπίτι σου έχει χίλια δωμάτια χρησιμοποιείς κάθε βράδυ λιγότερο από δύο μέτρα χώρο. Το κρεβάτι σου.
Κινέζικο
(Από το βιβλίο: Στάχυα, Τόμος Α, Κωνσταντίνου Κούρκουλα)
Ρώτησα τον ασκητή:
- Παλεύεις ακόμη, Γέροντα, με τον σατανά;
- Όχι, παιδί μου. Με αυτόν τελείωσα. Τώρα παλεύω με το Θεό.
- Και πιστεύεις να νικήσεις;
- Εύχομαι να νικηθώ!
***
Όποιος δεν προστρέχει αλλ’ απλώς τρέχει στο Θεό, του ψιθυρίζει βιαστικά μερικά αιτήματα κι ύστερα φεύγει, αυτός ποτέ δεν βλέπει Θεό.
***
Ο διάσημος σκηνοθέτης Αντρέι Ταρκόφσκι εδιηγείτο, πως όταν ήταν μικρός, ρώτησε τον πατέρα του, στον οποίο έτρεφε απέραντο σεβασμό, αν υπάρχει Θεός. Και εκείνος του απάντησε – λέει – με ένα τρόπο συγκλονιστικό: « Και υπάρχει και δεν υπάρχει».
Για όσους πιστεύουν υπάρχει Θεός. Και είναι χειροπιαστός. Για όσους δεν πιστεύουν, δεν υπάρχει Θεός. Αλλά τους είναι περιζήτητος.
***
Τρεις είναι οι απαντήσεις του Θεού στις προσευχές των πιστών: «Ναι», «Όχι», «Περίμενε».
Ο Θεός θα αρχίσει να απαντά στα αιτήματα σου προς Αυτόν, όταν συ αρχίσεις να απαντάς στα δικά Του.
***
Δεν υπάρχει άνθρωπος που τον εγκατέλειψε ο Θεός. Υπάρχουν μόνο άνθρωποι που εγκατέλειψαν το Θεό.
***
Μερικοί άνθρωποι συμπεριφέρονται στο Θεό σαν να είναι δικηγόρος τους. Καταφεύγουν σ’ Αυτόν, μονάχα όταν έχουν ενοχές και προβλήματα.
***
Ο Θεός είναι μέσα στον άνθρωπο. Ο άνθρωπος όμως πολλές φορές, βρίσκεται έξω από τον εαυτό του. Όταν επιστρέψει σαν τον Άσωτο της Παραβολής στον εαυτό του («εις εαυτόν δε ελθών») (Λουκ. Ιε΄20), τότε θα βρει το Θεό να τον περιμένει.
(ιερός Αυγουστίνος)
***
Ο «άθεος» δεν είναι εχθρός. Είναι ένας ιεραποστολικός αγρός. Μην τον λιθοβολείς. Καλλιέργησε τον.
***
Μη σας φοβίζουν οι σάπιες ιδέες και μην τρομάζετε. Στα χέρια του Θεού είναι η κοπριά με την οποία λιπαίνει την αυριανή άνθηση.
(ιερεύς Δημήτριος Ντούτκο)
***
Αν θέλεις να μάθεις τα προβλήματα των ανθρώπων, να ζήσεις μαζί τους. Αν θέλεις να τους τα λύσεις, τότε να ζήσεις με το Θεό.
***
Σε αγαπώ Θεέ μου, και γι’ αυτό θέλω να σε γνωρίσω καλύτερα. Γιατί όσο πιο πολύ σε γνωρίζω, τόσο πιο πολύ σε αγαπώ.
(ιερός Αυγουστίνος)
***
Ρώτησαν το σοφό οι μαθητές του «πως ξέρει ότι ο Θεός υπάρχει»; Κι εκείνος αντιρώτησε « Μα χρειάζεται φανός για να δεις τον ήλιο»;
(Αραβική σοφία)
***
Πολλοί άνθρωποι ευκολότερα λατρεύουν το Θεό παρά τον ακούνε. Εκείνος όμως προτιμά αντί να τον λατρεύουν να τον ακούν.
(Πασκάλ)
(Από το βιβλίο: Στάχυα, τόμος Α', Κωνσταντίνου Κούρκουλα)