Αυξομείωση μεγέθους γραμμάτων.
Κείμενα (blog) - Ιερός Ναός Αγίου Σώστη Νέας Σμύρνης
E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Κεφάλαιο 13

Στίχ. 1-5.Προτροπή για μετάνοια.
13.1 Παρῆσαν(1) δέ τινες ἐν αὐτῷ τῷ καιρῷ(2) ἀπαγγέλλοντες αὐτῷ περὶ τῶν Γαλιλαίων(3) ὧν τὸ αἷμα Πιλᾶτος ἔμιξεν μετὰ τῶν θυσιῶν(4) αὐτῶν.
1 Εκείνο τον καιρό πήγαν στον Ιησού μερικοί και του αφηγήθηκαν για τους Γαλιλαίους, τους οποίους σκότωσε ο Πιλάτος την ώρα που πρόσφεραν θυσία, κι έτσι το αίμα τους ανακατεύτηκε με το αίμα των ζώων που θυσιάζονταν.
(1) Μάλλον με την έννοια του ήλθαν. Οι πληροφορητές αυτοί δεν ήταν από το πλήθος, στο οποίο ο Κύριος είχε απευθύνει τα προηγούμενα λόγια, αλλά έφεραν την είδηση μετά από αυτά (p).
(2) Επίκαιρα ήλθαν (b), την ώρα που μιλούσε για τα σημάδια των καιρών. Ίσως είχαν ακούσει και τα τελευταία λόγια του Κυρίου και νόμισαν, ότι η αφήγησή τους θα θεωρούνταν ως ένα από τα σημάδια (p).
(3) Ο ταραχώδης χαρακτήρας των Γαλιλαίων και η σκληρότητα του Πιλάτου εγγυώνται για την ακρίβεια του γεγονότος. Τρομερές σφαγές αναφέρονται από τον Ιώσηπο (Αρχ. ΧVΙΙ. 9,3. ΧVΙΙΙ. 3,1 ΧΧ. 5,3. Ιουδ. Πολιτ. ΙΙ 3.3, 9.4 V.1.5). Για το γεγονός όμως αυτό δεν έχουμε κάποια ξεκάθαρη μαρτυρία. Μερικοί συμπέραναν ότι πρόκειται για τη στάση «του Ιούδα του Γαλιλαίου, τον οποίο ανέφερε και ο Λουκάς στις Πράξεις των αποστόλων» (Κ), ο οποίος «έπεισε πολλούς και άλλους Γαλιλαίους να παρασυρθούν στη δική του διδασκαλία» (Θφ), οι οποίοι «κατηγορήθηκαν ως αποστάτες του Καίσαρα» (Ζ). Αλλά η στάση αυτή του Ιούδα σημειώθηκε πολλά έτη νωρίτερα (το 6 μ.Χ.), ενώ οι «απαγγέλλοντες» αυτού του σ. μιλούν για πρόσφατο συμβάν (p).
(4) Επρόκειτο για προσκυνητές που ήλθαν από τη Γαλιλαία στα Ιεροσόλυμα σε μία από τις γιορτές, πιθανώς τη Σκηνοπηγία, οι οποίοι συγκρούστηκαν με τους Ρωμαίους, αφού επαναστάτησαν εναντίον τους από φανατισμό. Ο σκληρός επίτροπος της Ρώμης, που βρισκόταν στην Ιερουσαλήμ για την τήρηση της τάξης κατά την γιορτή, έστειλε στρατιώτες εναντίον τους, την ώρα που προσέφεραν τις θυσίες τους στο ναό και έτσι το αίμα τους αναμίχθηκε με το αίμα των σφαγμένων ζώων (p). Με το γεγονός αυτό μπορεί να συγκριθεί το γεγονός που αναφέρεται κατά την άλωση του ναού από τον Πομπήιο, κατά το οποίο παρ’ όλα όσα συνέβαιναν στην άλωση, αυτοί που πρόσφεραν εξακολουθούσαν τις θυσίες τους και οι εχθροί «έσφαζαν αυτούς που ήταν στο ιερό, ενώ αυτοί που έκαναν τις θυσίες δεν σταματούσαν να ιερουργούν…» (Αρχ. ΧΙV,4.3)(L).

13.2 καὶ ἀποκριθεὶς ο Ιησούς εἶπεν αὐτοῖς, Δοκεῖτε ὅτι οἱ Γαλιλαῖοι οὗτοι ἁμαρτωλοὶ παρὰ πάντας τοὺς Γαλιλαίους ἐγένοντο, ὅτι ταῦτα πεπόνθασιν(1);
2 Ο Ιησούς τους είπε: «Νομίζετε ότι αυτοί οι Γαλιλαίοι, επειδή τα ’παθαν αυτά, ήταν πιο αμαρτωλοί από όλους τους άλλους Γαλιλαίους;
(1) Δεν ζητούσαν οι πληροφοριοδότες αυτοί να μπει ο Κύριος αρχηγός νέας στάσης για εκδίκηση των σφαγμένων ή ως Γαλιλαίος να διαμαρτυρηθεί εναντίον της, αλλά μάλλον, όπως άλλοτε οι φίλοι του Ιώβ, υποστήριζαν την άποψη, ότι η συμφορά αυτή υπήρξε τιμωρία του Θεού, που ήλθε εναντίον τους λόγω της κακίας τους (Ιώβ δ 7,η 4,20,κβ 5. Δες Ιω. θ 1,2)(p). Ζητούσαν λοιπόν «να μάθουν, αν ως αμαρτωλοί περισσότερο από όλους τους συμπατριώτες τους, έπαθαν τέτοια πράγματα. Διότι έτσι νόμιζαν αυτοί» (Ζ).

13.3 οὐχί, λέγω ὑμῖν(1), ἀλλ᾽ ἐὰν μὴ μετανοῆτε(2) πάντες(3) ωσαύτως(4) ἀπολεῖσθε.
3 Σας βεβαιώνω πως όχι· αν όμως δε μετανοήσετε, θα χαθείτε όλοι σας με τον ίδιο τρόπο.
(1) Ο Κύριος βεβαιώνει και εκφέρει αυτό από τον θησαυρό της θείας του γνώσης. Και με την απάντησή του αυτή μάς διδάσκει, ότι οφείλουμε να παρατηρούμε όχι τόσο αυτά που συμβαίνουν στους άλλους και γιατί αυτά συμβαίνουν σε αυτούς, αλλά τι μπορεί να συμβεί και σε μας και τι πρέπει να γίνει από εμάς (b). Ο Κύριος δεν αρνείται ότι οι άνθρωποι που σφάχτηκαν ήταν ένοχοι, έχει όμως την πρόθεση να επανορθώσει την πλάνη στο λαό, ότι οι Γαλιλαίοι εκείνοι υπήρξαν περισσότερο αμαρτωλοί από τους άλλους που διέφυγαν τη σφαγή. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι μερικοί άνθρωποι κάποιες φορές πάσχουν από τις γενικές αμαρτίες της κοινωνίας μέσα στην οποία ζουν. Αμαρτίες του έθνους τιμωρούνται συχνά σε άτομα που ανήκουν στο έθνος αυτό (ο).
(2) «Ενώ όλοι γενικώς ήταν αμαρτωλοί, μόνοι εκείνοι έπαθαν, έτσι ώστε και αυτοί να τιμωρηθούν και όσοι έμειναν να διδαχτούν. Εάν λοιπόν δεν μεταβληθείτε από κακία σε αρετή, όλοι όμοια θα χαθείτε» (Ζ). «Με το να πει όμως ότι «εάν δεν μετανοήσετε και εσείς ομοίως θα χαθείτε», έδειξε ότι και εκείνους επέτρεψε να πάθουν για τον εξής λόγο, έτσι ώστε δηλαδή οι ζωντανοί, αφού φοβηθούν και μετανοήσουν από αυτά που συνέβησαν στους άλλους, να γίνουν κληρονόμοι της βασιλείας. Τι λοιπόν; Για να γίνω εγώ καλύτερος, θα πει κάποιος, τιμωρείται εκείνος; Όχι για αυτό, αλλά τιμωρείται μεν λόγω της δικής του αμαρτίας, αλλά γίνεται σε μεγάλο βαθμό, σε όσους προσέχουν, αφορμή σωτηρίας, αφού με τον φόβο για όσα συνέβησαν σε αυτόν, τους κάνει καλύτερους. Έτσι κάνουν και οι δεσπότες· αφού, πολλές φορές, μαστίγωσαν έναν δούλο, έκαναν με τον φόβο σωφρονέστερους τους υπόλοιπους» (Χ). Η κρίση του Θεού που έρχεται εναντίον των άλλων, είναι κραυγή του και προς εμάς, η οποία μας καλεί σε μετάνοια. Η μετάνοια λοιπόν είναι το μέσο, με το οποίο συγχωρούνται οι αμαρτίες μας και αποφεύγουμε με ασφάλεια την οργή και καταδίκη του Θεού για αυτές.
(3) Ο Κύριος με το προφητικό του βλέμμα διακρίνει τη σημασία του γεγονότος που αναγγέλθηκε. Στην σφαγή αυτή που προήλθε από το μαχαίρι του Πιλάτου, βλέπει τον πρόλογο εκείνου, το οποίο επρόκειτο μετά από κάποια έτη να συντελεστεί σε όλη την αγία Γη και ιδιαίτερα στον ίδιο το ναό, στον οποίο πάρα πολλοί θα κατέφευγαν σαν σε έσχατο άσυλο του έθνους. Σοβαρή επιστροφή και μετάνοια, ατομική μαζί και εθνική, θα ήταν μόνη ικανή να προλάβει την καταστροφή (g).
(4) «Δηλαδή και εσείς οι ίδιοι θα φονευτείτε στις θυσίες, για τις οποίες καμαρώνετε και καυχιέστε. Και έγινε έτσι. Διότι στη γιορτή του Πάσχα αφού πολιορκήθηκαν, φονεύτηκαν από τους Ρωμαίους» (Ζ), την ώρα που διεξαγόταν η προσφορά των θυσιών, με το ίδιο και αυτοί μαχαίρι (b) και «έπεσαν μπροστά στα θύματα [θυσιασμένα ζώα]… και λίμναζε στις θείες αυλές αίμα κάθε είδους πτωμάτων» (Ιωσ. Ιουδ. Πολ. V,1,3).

13.4 ἢ ἐκεῖνοι οἱ δέκα και ὀκτὼ ἐφ᾽ οὓς ἔπεσεν ὁ πύργος ἐν τῷ Σιλωὰμ(1) καὶ ἀπέκτεινεν αὐτούς, δοκεῖτε ὅτι ούτοι ὀφειλέται(2) ἐγένοντο παρὰ πάντας τοὺς ἀνθρώπους τοὺς κατοικοῦντας εν ᾽Ιερουσαλήμ(3);
4 Ή μήπως νομίζετε ότι εκείνοι οι δεκαοχτώ, που έπεσε πάνω τους ο πύργος στο Σιλωάμ και τους σκότωσε, ήταν χειρότεροι από όλους τους ανθρώπους που κατοικούν στην Ιερουσαλήμ;
(1) Και ο τόπος Σιλωάμ και το συμβάν σε αυτόν από την κατάρρευση του πύργου και ο αριθμός των θυμάτων φαίνονται εξ’ ολοκλήρου γνωστά σε αυτούς στους οποίους απευθύνεται ο Κύριος (L). Σιλωάμ στους Ο΄ και Σιλωάς στον Ιώσηπο και Σιλωά στον Ακύλα, στον Σύμμαχο και τον Θεοδοτίωνα (p). Αρχικά ήταν όνομα υδραγωγείου του νοτιοανατολικού λόφου της Ιερουσαλήμ και σήμαινε μετέπειτα την δεξαμενή, όπου αυτό κατέληγε και έπειτα και το όλο κτίριο. Ανασκαφές που έγιναν από τον Weill το 1914 έφεραν στο φως τα πρώτα θεμέλια πύργου, κατά μήκος του υδραγωγείου. Το άρθρο (ο πύργος) δεν σημαίνει, ότι αυτός ήταν ο μόνος πύργος, αλλά ότι ήταν ο πύργος που έπεσε, αυτός που έγινε πασίγνωστος για την πτώση και για τα θύματα σε αυτήν (L).
(2) «Και σχετικά με αυτούς υπήρχε απορία, αν δέχτηκαν τέτοιο πικρό τέλος επειδή ήταν αμαρτωλοί περισσότερο από όλους όσους ήταν στα Ιεροσόλυμα. Διότι οφειλέτες τώρα ονόμασε τους αμαρτωλούς» (Ζ). Οφειλέτες απέναντι στη θεία αγιότητα (g). Δες Λουκ. ια 4 και Ματθ. στ 12.
(3) Ήταν ίσως άλλοι περισσότερο ένοχοι από αυτούς. Και όμως τίποτα τέτοιο δεν έπαθαν. Αποδεικνύεται λοιπόν από αυτό, ότι δεν μπορούμε να κρίνουμε με ασφάλεια για τους ανθρώπους με βάση τις θλίψεις και τα παθήματά τους στην παρούσα ζωή. Διότι πολλοί ρίχνονται στο καμίνι σαν χρυσάφι, για να καθαριστούν επταπλάσια και όχι σαν σκουριά και άχυρο για να κατακαούν σε αυτό.

13.5 οὐχί, λέγω ὑμῖν, ἀλλ᾽ ἐὰν μὴ μετανοήσητε(1) πάντες ομοίως(2) ἀπολεῖσθε(3).
5 Σας βεβαιώνω πως όχι· αν όμως δεν μετανοήσετε, όλοι θα χαθείτε κατά τον ίδιο τρόπο».
(1) Η αλλαγή του ενεστώτα (μετανοῆτε) του σ. 3 σε αόριστο, φανερώνει το άμεσο και επείγον της ανάγκης για μετάνοια (p).
(2) Περισσότερο μαρτυρημένη γραφή ωσαύτως. Πιο έντονο από το ομοίως=Με τον ίδιο και όχι απλώς όμοιο τρόπο (p). «Έγινε παράδειγμα για τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ. Και ο μεν ένας πύργος συγκρίνεται με όλη την πόλη, έτσι ώστε το μερικό να φοβίσει το σύνολο, ενώ οι δέκα οχτώ συγκρίνονται με τον λαό της πόλης. Για αυτό, επειδή οι κάτοικοι ενέμειναν στην απιστία και οι ίδιοι μαζί με την πόλη ύστερα από λίγο έπεσαν στα ίδια με τους δέκα οχτώ στον πύργο, όταν ο Τίτος κατέστρεψε την Ιερουσαλήμ και θανάτωσε πολύ λαό» (Σχ.).
(3) «Αναγγέλλει λοιπόν επίσημα και για αυτούς και δίνει μαρτυρία ότι εάν δεν μεταβληθούν, θα χαθούν όλοι όμοια, δηλαδή και αυτοί θα δεχτούν πικρό τέλος, το οποίο παρόμοια δέχτηκαν, όταν οι Ρωμαίοι τους αφάνισαν. Μαθαίνουμε λοιπόν από εδώ, ότι η μερική εξολόθρευση των αδελφών μας, είναι δείγμα της εναντίον όλων θείας οργής που γίνεται για διόρθωσή μας λόγω της άκρας αγαθότητας του Θεού και δεν έρχεται σε αυτούς μόνο για τις αμαρτίες εκείνων» (Ζ). «Άρα αδικήθηκαν, θα πει κάποιος, αυτοί που τιμωρούνται· διότι θα μπορούσαν και οι ίδιοι αυτοί, χωρίς να τιμωρηθούν, να γίνουν καλύτεροι από τις τιμωρίες άλλων. Αλλά αν γνώριζε ο Θεός ότι θα γίνουν καλύτεροι με τη μετάνοια, δεν θα τους τιμωρούσε» (Χ). «Έπειτα αναφέρει και παραβολή που δείχνει ότι αν δεν μεταβληθούν, θα χαθούν» (Ζ).

Στίχ.6-9. Η παραβολή της άκαρπης συκιάς.
13.6 ῎Ελεγεν δὲ ταύτην τὴν παραβολήν(1)· Συκῆν(2) εἶχέν τις πεφυτευμένην ἐν τῷ ἀμπελῶνι(3) αὐτοῦ, καὶ ἦλθε ζητῶν καρπὸν ἐν αὐτῇ καὶ οὐχ εὗρεν.
6 Ο Ιησούς τους είπε ακόμη την ακόλουθη παραβολή: «Κάποιος είχε φυτέψει στο αμπέλι του μια συκιά· όταν όμως πήγε να μαζέψει απ’ αυτή σύκα, δε βρήκε.
(1) Με την παραβολή αυτή τονίζεται η μακροθυμία αλλά και η αυστηρότητα του Θεού. Οσοδήποτε και αν αναβάλλει την επίσκεψή του για τιμωρία του αμαρτωλού, με σκοπό να δώσει σε αυτόν καιρό για μετάνοια, πάντως μία ημέρα θα πραγματοποιήσει αυτή. Αποτελεί λοιπόν η παραβολή συνέχεια της απειλής του προηγ. στίχου: «εάν δεν μετανοήσετε, ομοίως θα χαθείτε» (p).
(2) Το κύριο υποκείμενο της παραβολής μπαίνει μπροστά με έμφαση (p). «Με την άκαρπη συκιά υποδηλώνει την συναγωγή των Ιουδαίων, που είχε πλούσιο φύλλωμα και άνθιζε πολύ, δηλαδή σε λόγια του νόμου και προφητικά· αλλά δεν παρήγαγε καρπό, δηλαδή αρετή» (Ζ). «Παρομοιάζει την συναγωγή και με άλλα φυτά η ιερή Γραφή, με το αμπέλι, εννοώ, και την ελιά και τους δρυμούς (Ωσηέ ι 1,Ιερεμ. ια 16)» (Κ). «Αλλά και ο καθένας μας, είναι φυτεμένος σαν συκιά στο αμπέλι του Θεού, την Εκκλησία, ή γενικά στον κόσμο αυτόν» (Θφ).
(3) Το αμπέλι είναι κατάλληλο έδαφος για φύτεμα συκιάς (g). Στο Δευτ. κβ 9 απαγορεύεται η σπορά σταριού σε αμπέλι. Αλλά το να φυτέψει κάποιος σε αυτό δέντρα καρποφόρα δεν αποτελούσε παραβίαση αυτής της απαγόρευσης. Και μέχρι σήμερα κάθε είδους καρποφόρα δέντρα φυτεύονται στα αμπέλια και τους αγρούς στην Παλαιστίνη (p). Αξιόλογη η εκδοχή: «Αμπέλι είναι ο κόσμος, επειδή φυτεύτηκε για να παράγει καρπό γλυκύτατο στο Θεό» (Ζ) ή, εφόσον συκιά θα εννοήσουμε κάθε πιστό, τότε αμπέλι είναι η εκκλησία (δ). «Οικοδεσπότης είναι ο Θεός και Πατέρας» (Θφ), ο οποίος και στον καθένα μας «έρχεται ζητώντας καρπό ο Θεός, και αν σε βρει άκαρπο, προστάζει να αποκοπείς από αυτήν τη ζωή» (Θφ). Η συκιά φυτεύτηκε στο αμπέλι, στο καλύτερο δηλαδή έδαφος, το οποίο καλλιεργούνταν κάθε χρόνο για ευφορία του αμπελιού. Συνεπώς και για τη συκιά καταβάλλονταν και δαπάνες και κόποι και ιδιαίτερες φροντίδες, πολύ περισσότερο από εκείνες οι οποίες γίνονται για τις συκιές τις φυτεμένες σε χέρσο τόπο. Είμαστε λοιπόν και εμείς συκιές που φυτευτήκαμε μέσω του βαπτίσματός μας στην εκκλησία και τύχαμε της εξαιρετικής χάρης και εύνοιας να πάρουμε θέση ορισμένη σε αυτήν. Όπως όμως είναι φυσικό, ζητά και από εμάς καρπό ο Θεός, όπως και ο ιδιοκτήτης του αμπελιού από τη συκιά του. Έρχεται λοιπόν ο ίδιος και ζητά τον καρπό αυτόν, δείχνοντας έτσι το μέγα ενδιαφέρον του να βρει καρποφόρα τη συκιά. Ζητά εμφανή δείγματα για το ότι η αλήθεια του ευαγγελίου του και η χάρη του Πνεύματός του, με τα οποία πλούσια ποτίζει και τρέφει τη συκιά του, δεν διατίθενται μάταια σε αυτήν. Ζητά όχι φύλλα μόνο και βλαστούς. Δεν αρκείται στις επικλήσεις Κύριε, Κύριε· ούτε σε υποσχέσεις και αποφάσεις επιπόλαιες. Θέλει οι σκέψεις μας, τα λόγια μας και οι ενέργειές μας να είναι πάντοτε σύμφωνες με το ευαγγέλιο του φωτός και της αγάπης. Αυτοί είναι οι καρποί τους οποίους από εμάς ζητά.

13.7 εἶπεν δὲ πρὸς τὸν ἀμπελουργόν(1), ᾽Ιδοὺ τρία ἔτη(2) ἔρχομαι ζητῶν καρπὸν ἐν τῇ συκῇ ταύτῃ καὶ οὐχ εὑρίσκω. ἔκκοψον αὐτήν· ἱνατί καὶ τὴν γῆν καταργεῖ(3);
7 Είπε τότε στον αμπελουργό: “τρία χρόνια τώρα έρχομαι σ’ αυτήν τη συκιά να βρω σύκα και δε βρίσκω· κόψε την, λοιπόν, για να μην αχρηστεύει και το έδαφος”.
(1) «Αμπελουργός είναι ο Χριστός, επειδή φροντίζει αυτό το αμπέλι και καλλιεργεί σαν φυτά τους πιστούς» (Ζ), «και ήλθε για να εργαστεί με διάθεση και να καθαρίσει το αμπέλι μας» (Θφ).
(2) Ερμηνεύτηκε αλληγορικά: «Τρεις φορές ήλθε· την πρώτη μέσω του Μωϋσή και του Ααρών· τη δεύτερη, στην εποχή του Ιησού του Ναυή και των κριτών μετά από αυτόν· την τρίτη επίσης, μετά από αυτούς, το διάστημα που εμφανίστηκαν οι μακάριοι προφήτες μέχρι τον Ιωάννη τον Βαπτιστή. Σε αυτούς τους καιρούς έγινε άκαρπος ο Ισραήλ» (Κ). «Ως άλλο τέταρτο καιρό, θα θεωρήσουμε τον χρόνο της ενανθρώπησης, κατά τον οποίο τρυπάει και σκάβει ολόγυρα τον Ισραήλ ζεσταίνοντάς τον, για να τους καταστήσει φλογερούς στο πνεύμα· επειδή όμως μετά από τόσες απειλές έμειναν άκαρποι, κόπηκε η συκιά και μπολιάστηκαν τα έθνη στη ρίζα εκείνων. Διότι έμεινε η ρίζα» (Ω). Πιο σωστή ερμηνεία: ο αριθμός των 3 ετών, σε πολλές περιπτώσεις χρησιμοποιείται για δήλωση πλήρους κύκλου. Δες και Λουκ. ιγ 32 (L). Τρία έτη είναι ο συνηθισμένος καιρός, κατά τον οποίο το φυτεμένο δέντρο της συκιάς έπρεπε να καρποφορήσει (δ) και μετά την παρέλευση του οποίου μπορούσαν με ασφάλεια να κρίνουν για τη στειρότητα του δέντρου (g). Πιο ατυχής η εκδοχή του b. σύμφωνα με την οποία τα 3 έτη υποδηλώνουν την τριετή δημόσια δράση του Κυρίου. Διότι το δέντρο υπήρξε άκαρπο πολύ πριν ακόμη αρχίσει ο Κύριος να κηρύττει.
(3) Κάνει τη γη αργή [άγονη] (δ). Το και=Μαζί με το ότι δεν παράγει κανένα καλό, κάνει στείρο και το έδαφος· όχι μόνο δεν αποδίδει καρπό, αλλά και καθιστά άχρηστο το έδαφος (p). «Αυτό βεβαίως το έλεγε, ερεθίζοντας μεν τον γεωργό στο να φροντίσει την συκιά και διεγείροντας την άκαρπη ψυχή στο να παράγει τους καρπούς που επιβάλλεται» (Β). Είναι θλιβερό να σκέφτεται κάποιος, πόσοι απολαμβάνουν τα προνόμια και τις χάριτες του ευαγγελίου χωρίς να πράττουν τίποτα για τη δόξα του Θεού και χωρίς να ανταποδίδουν κάτι στην τόση εύνοια την οποία ο Θεός τους δείχνει. Εδώ η ακαρπία της συκιάς γίνεται βαρύτερη για δύο λόγους. Λόγω της ιδιαίτερης επιμέλειας και καλλιέργειας, της οποίας έτυχε αυτή, αναμενόταν και η καρποφορία της να είναι πλούσια. Και όμως δεν παρήγαγε ούτε ένα σύκο. Επιπλέον ανέμενε ο ιδιοκτήτης αυτήν για χρόνο μακρό. Ήλθε για 3 συνεχή έτη με υπομονή περιμένοντας την καρποφορία του δέντρου. Μακρόθυμος ο Θεός. Αλλά όταν οι άνθρωποι καταχρώνται τη μακροθυμία του ακολουθεί πλέον αδυσώπητη η αυστηρότητά του. Πόσες τριετίες ήλθε ο Θεός σε πολλούς από εμάς ζητώντας καρπό και δεν βρήκε κανέναν. Αλλά δέντρα καρποφόρα που αποδείχτηκαν στείρα, δεν είναι απλώς άκαρπα αλλά και βλαβερά. «Γιατί καταργούν και τον τόπο;» Εκείνοι οι οποίοι δεν πράττουν το καλό, με την επίδραση του παραδείγματός τους γίνονται και βλαβεροί, θλίβοντας μεν και αποθαρρύνοντας αυτούς που πράττουν το αγαθό, σκληραίνοντας από την άλλη και ενισχύοντας εκείνους, οι οποίοι είναι κακοί. Και η βλάβη είναι τόσο μεγαλύτερη, όσο τα δέντρα αυτά είναι υψηλότερα και παλαιότερα.

13.8 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς(1) είπεν αὐτῷ, Κύριε, ἄφες αὐτὴν καὶ τοῦτο τὸ ἔτος, ἕως ὅτου σκάψω(2) περὶ αὐτὴν καὶ βάλω κόπρια(2)·
8 Εκείνος του απάντησε: “άφησέ την, κύριε, κι ετούτη τη χρονιά, για να τη σκάψω γύρω γύρω και να της βάλω κοπριά.
(1) Απάντησε λόγω της τρυφερής αγάπης του προς το δέντρο, επειδή για τόσο χρόνο το καλλιεργούσε και το κλάδευε (b). «Παρακαλεί για τους Ιουδαίους, γιατί από τους Ιουδαίους έγινε άνθρωπος και ικετεύει για τους κατά σάρκα συγγενείς» (Ζ).
(2) Έως ότου ιδιαιτέρως φροντίσω το δέντρο. Αξιόλογη η εκδοχή: «έως ότου σκάψει την σκληρότητα που υπάρχει γύρω από τις ψυχές τους με το εργαλείο της συμβουλής και βάλει κοπριά σαν λίπασμα, δηλαδή διδασκαλία που παράγει πλούσια καρποφορία» (Ζ). Δεν ζητά να αποτραπεί για πάντα το κόψιμο του δέντρου, αλλά ζητά αναβολή μόνο του κοψίματος. Ο Χριστός είναι αυτός που μεσιτεύει στον Πατέρα για αναβολή της οργής του. Και τον Χριστό τώρα επικαλούνται στην εκκλησία και οι διάκονοί του. Αυτοί που κηρύττουν το λόγο του ευαγγελίου οφείλουν και να προσεύχονται να καρποφορήσει αυτός και να ανοίξει ο Χριστός και τις σκληρότερες καρδιές ώστε και αυτές να τον δεχτούν. «Κύριε άφησε και αυτό το χρόνο», να παρακαλούν για χάρη τους το Χριστό. Αλλά οι προσευχές μας αυτές πρέπει να ακολουθούνται και από τις προσπάθειές μας. Ο αμπελουργός παρουσιάζεται να λέει: Κύριε, ίσως και εγώ δεν φρόντισα επαρκώς τη συκιά. Άφησε αυτό το έτος να φροντίσω αυτήν πιο συστηματικά. Έτσι σε όλες τις προσευχές μας για μας και τους άλλους, πρέπει μεν να επικαλούμαστε την χάρη και το έλεος του Θεού, συγχρόνως όμως να έχουμε και τη σταθερή απόφαση, ώστε και εμείς να πράξουμε ό,τι από εμάς εξαρτάται για καρποφορία είτε δική μας είτε των άλλων. Σε αντίθετη περίπτωση κοροϊδεύουμε το Θεό και δείχνουμε ότι δεν εκτιμούμε επάξια το έλεος και τη χάρη την οποία ζητάμε. Τις προσευχές μας αυτές απαραίτητα πρέπει να συνοδεύουμε με την ακούραστη επιμέλειά μας στη χρήση των μέσων της χάρης.

13.9 κἂν μὲν ποιήσῃ καρπὸν(1)· εἰ δὲ μήγε(2), εἰς τὸ μέλλον(3) ἐκκόψεις αὐτήν(4).
9 Και αν κάνει καρπό, την αφήνεις· αλλιώς, θα την κόψεις στο μέλλον”».
(1) Υπάρχει και η γραφή: καρπόν εις το μέλλον· ει δε μήγε εκκόψεις αυτήν. «Είναι ελλειπτικός ο λόγος. Διότι λείπει το «έχει καλώς»» (Ζ)=Και αν μεν κάνει καρπό, έχει καλώς· έχει καλώς και θα σωθεί για κοινή μας χαρά (δ).
(2) Αν όμως δεν κάνει καρπό (δ).
(3) «Στον μελλοντικό χρόνο» (Ζ). Δεν σημαίνει λοιπόν στο μελλοντικό έτος, αλλά με απόλυτη έννοια, σε μελλοντικό καιρό ή χρόνο σε αντίθεση με τον τωρινό (δ). Άκαρποι χριστιανοί ενδείκνυται να αφυπνίζονται σε μετάνοια με τις απειλές του νόμου, οι οποίες οργώνουν το χέρσο έδαφος και έπειτα να ενθαρρύνονται με τις υποσχέσεις του ευαγγελίου, οι οποίες εκτρέφουν σαν τα λιπάσματα το δέντρο. Και οι δύο μέθοδοι ως υποβοηθητικές μεταξύ τους πρέπει να δοκιμάζονται.
(4) Καιρό «υποδηλώνει αυτόν, κατά τον οποίο πολιόρκησαν οι Ρωμαίοι την Παλαιστίνη. Διότι τότε έκοψε όλο το γένος της συναγωγής των Ιουδαίων… και φύτεψε αντί για αυτήν την εκκλησία των Χριστιανών, που πάντοτε καρποφορεί» (Ζ).

Στίχ. 10-17. Η θεραπεία της συγκύπτουσας γυναίκας.
13.10 Ἦν δὲ διδάσκων(1) ἐν μιᾷ τῶν συναγωγῶν(2) ἐν τοῖς σάββασιν(3).
10 Ένα Σάββατο δίδασκε ο Ιησούς σε μια συναγωγή.
(1) Καθ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού προς Ιεροσόλυμα, όπως και σε όλη τη δημόσια δράση του ο Κύριος σύχναζε στις συναγωγές κάθε Σάββατο (g). Είναι δυνατόν ο Λουκάς στην παρουσίαση της παρούσας αφήγησης να ακολουθεί τη χρονολογική σειρά (L). Μπορεί όμως να οδηγήθηκε στην παρουσίαση αυτή και από την αντίθεση μεταξύ του Ισραήλ, ο οποίος ήδη κατά το τέλος της δημόσιας δράσης του Κυρίου, φαινόταν καθαρά πλέον ότι βαίνει προς την καταστροφή του και μεταξύ της εκκλησίας, η οποία σιγά σιγά αύξανε. Ένα γεγονός λαμπρό επιδρά ισχυρά πάνω στο πλήθος (σ. 10-17) και ο Ιησούς οδηγείται έτσι να περιγράψει σε δύο παραβολές τη δύναμη της βασιλείας του Θεού (σ. 18-21) (g).
(2) Ο τόπος που ήταν η συναγωγή, παραμένει άγνωστος. Το κήρυγμα στη συναγωγή υπενθυμίζει τη διδασκαλία στη Γαλιλαία (Μάρκ. α 21 κλπ). Αλλά γιατί ο Ιησούς δεν θα κήρυττε και στην Περαία; (L). Αυτή είναι η τελευταία αναφορά για διδασκαλία του σε συναγωγή και η μόνη περίπτωση, κατά την οποία στο τελευταίο του ταξίδι προς Ιεροσόλυμα δίδαξε σε συναγωγή (p).
(3) Όχι σε σειρά σαββάτων, αφού άλλωστε τα συμφραζόμενα δείχνουν, ότι σε συγκεκριμένο Σάββατο συντελέστηκε το θαύμα που εξιστορείται. Ο πληθυντικός σάββατα χρησιμοποιείται συνήθως για να δηλώσει ένα και μόνο Σάββατο. Δες Λουκ. δ 31 και Μάρκ. α 21 κλπ. (L).

13.11 καὶ ἰδοὺ γυνὴ(1) πνεῦμα ἔχουσα ἀσθενείας(2) ἔτη δέκα και ὀκτώ, καὶ ἦν συγκύπτουσα(3) καὶ μὴ δυναμένη ἀνακύψαι εἰς τὸ παντελές(4).
11 Εκεί βρισκόταν και μια γυναίκα, δεκαοχτώ χρόνια άρρωστη από δαιμονικό πνεύμα. Ήταν κυρτωμένη και δεν μπορούσε καθόλου να ισιώσει το σώμα της.
(1) «Φαίνεται να ήταν ευσεβής γυναίκα, διότι διαφορετικά ο Κύριος θεραπεύοντάς την θα της έλεγε «Σου συγχωρούνται οι αμαρτίες», ενώ τώρα την αποκάλεσε κόρη του Αβραάμ (b). Άλλωστε συμπεραίνουμε αυτό και από το ότι παρόλο που είχε ασθένεια παραμορφωτική, που έκανε σε αυτήν δύσκολη και επίπονη και αυτήν την μετακίνηση, παρ’ όλα αυτά δεν εμποδίστηκε από αυτήν να έλθει στη συναγωγή το σάββατο. Έγινε έτσι παράδειγμα και σε μας που μας διδάσκει, ότι και αν ακόμη πάσχουμε από αδιαθεσίες και ασθένειες που δεν μας δεσμεύουν στο κρεβάτι, οφείλουμε να προθυμοποιούμαστε να συμμετέχουμε στη δημόσια λατρεία τις Κυριακές, διότι ο Θεός μπορεί να μας βοηθήσει και πέρα από τις προσδοκίες μας.
(2) Ή, είχε πνεύμα, το οποίο προκαλούσε την ασθένεια. Παρόμοια το δαιμόνιο που προκαλούσε κώφωση ονομάζεται πνεύμα κωφόν. Λουκ. ια 14,Μάρκ. θ 17,25 (p) και συνεπώς ο δαίμονας είχε κυριεύσει τον οργανισμό της γυναίκας αυτής, όπως και στους υπόλοιπους δαιμονισμένους. Ή, με επήρεια σατανική (=πνεύμα) ασθένησε αυτή (L). Έτσι ή αλλιώς, είχε «δαιμόνιο αρρώστιας, που δεν την άφηνε να είναι υγιής» (Ζ). «Και η συγκύπτουσα γυναίκα λέγεται ότι το έπαθε αυτό από αγριότητα διαβολική… Διότι ο αλιτήριος σατανάς έγινε αίτιος να νοσούν τα ανθρώπινα σώματα, αφού από αυτόν, ισχυριζόμαστε ότι, ετοιμάστηκε έντεχνα η παράβαση του Αδάμ, μέσω της οποίας τα σώματα των ανθρώπων οδηγήθηκαν στην ασθένεια και τη φθορά». «Αλλά ο Θεός που τα βλέπει όλα, με πάρα πολύ σοφό σχέδιο, του δίνει περιθώριο σχετικά με αυτό, έτσι ώστε οι άνθρωποι φορτωμένοι πλήρως από το βάρος της ταλαιπωρίας, να προτιμήσουν να μεταβληθούν προς το καλύτερο» (Κ), αυτοί που κολάζονται από αυτόν.
(3) Το μεν συγκύπτω πρέπει να το εννοήσουμε για τον κορμό (L)= είχε κυρτό το σώμα (δ)· ενώ το ανακύπτω, για το κεφάλι (L)=να σηκώσει το κεφάλι πάνω.
(4) Μπορεί να συνδεθεί η λέξη ή, και με το «δεν μπορούσε»=Δεν μπορούσε καθόλου· ή, πιο φυσική ερμηνεία, με το ανακύψαι=Δεν μπορούσε να σηκώσει πάνω το κεφάλι όλως διόλου (L). Εις το παντελές=παντελώς, ολοτελώς. Δες Εβρ. ζ 25 (δ). Για 18 χρόνια η γυναίκα αυτή ήταν ασθενής. Ο Θεός ανέβαλλε για τόσο χρόνο τη θεραπεία της. Κάνει αυτό πολλές φορές ο Θεός για να αναπτύξει σε μας την προς αυτόν πίστη μέσω της δοκιμασίας, έτσι ώστε η υπομονή μας να έχει τέλειο έργο και να ετοιμαστούμε για την επίσκεψή του.

13.12 ἰδὼν δὲ αὐτὴν(1) ὁ ᾽Ιησοῦς προσεφώνησεν καὶ εἶπεν αὐτῇ, Γύναι, ἀπολέλυσαι(2) τῆς ἀσθενείας σου(3),
12 Όταν την είδε ο Ιησούς, τη φώναξε και της είπε: «Γυναίκα, απαλλάσσεσαι από την αρρώστια σου».
(1) «Αφού την σπλαχνίστηκε, την κάλεσε» (Ζ). Η γυναίκα φαίνεται με την ακρόαση του κηρύγματος να εκδήλωσε θερμό πόθο και βαθιά εμπιστοσύνη στον Κύριο (b). Δεν ζητά από αυτήν πίστη διότι διέκρινε την εσωτερική διάθεσή της. «Επρόκειτο η γυναίκα να πιστέψει και να έχει ευγνωμοσύνη» (Ζ). Ίσως επίσης «και για αυτόν ήλθε» στη συναγωγή «και αφού θεραπεύτηκε, ευχαριστεί. Για αυτό και γρήγορα την θεράπευσε» (Ζ). Δεν ζήτησε αυτή την θεραπεία της, πράγμα το οποίο αποδεικνύει το έλεος του Χριστού που πάντοτε προτρέχει και μας προλαβαίνει. Παρ’ όλα αυτά εκείνη είχε έλθει να διδαχτεί και να ωφελήσει την ψυχή της και ο Ιησούς τότε χορήγησε και τη θεραπεία της ασθένειας του σώματός της. Εκείνοι οι οποίοι πρωτίστως και κυρίως φροντίζουν για την ψυχή, θα βρουν στο Χριστό, αν όχι την πλήρη θεραπεία, τουλάχιστον όμως την ανακούφιση και παρηγοριά και στις σωματικές τους ασθένειες. Είναι αυτός που καλεί τους κουρασμένους και φορτωμένους για να τους αναπαύσει.
(2) Έχεις ήδη ελευθερωθεί και παραμένεις ελευθερωμένη (p). Σύμφωνα με τον Hobart το ρήμα χρησιμοποιείται από τους συγγραφείς γιατρούς για την θεραπεία ή την εξαφάνιση νόσου (L).
(3) «Ο λόγος αυτός αρμόζει πάρα πολύ σε Θεό, και είναι γεμάτος από εξουσία ουράνια! Διότι με νεύμα βασιλικό διώχνει την ασθένεια» (Κ).

13.13 καὶ ἐπέθηκεν αὐτῇ τὰς χεῖρας(1)· καὶ παραχρῆμα ἀνωρθώθη(2), καὶ ἐδόξαζεν τὸν θεόν.
13 Έβαλε πάνω της τα χέρια του κι αμέσως εκείνη ορθώθηκε και δόξαζε το Θεό.
(1) Ίσως για συμπλήρωση και ολοκλήρωση της θεραπείας (p). «Την θεράπευσε με τον λόγο, από τη μία, ως Θεός· με το να βάλει πάνω της τα χέρια, από την άλλη, ως άνθρωπος» (Ζ). Το άγγιγμα με τα χέρια απέβλεπε και στο να ενισχύσει την πίστη της άρρωστης και να καταστήσει και την θεραπεία στα μάτια των παρόντων ότι προέρχεται αδιαμφισβήτητα και απτά από τη δύναμη των χεριών του (ο). Αξιοσημείωτα και τα επόμενα: «Μπορούμε λοιπόν και από εδώ να δούμε, ότι η άγια σάρκα του είχε την δύναμη και ενέργεια του Θεού· διότι ήταν δική του η δύναμη και όχι κάποιου άλλου» (Κ).
(2) Ο Hobart δείχνει ότι το ρήμα χρησιμοποιείται από τους γιατρούς συγγραφείς για μέλη του σώματος που εξαρθώθηκαν ή δεν είχαν φυσιολογική θέση, τα οπoία ανατάχθηκαν και επανήλθαν σε ευθεία θέση (p)

13.14 ἀποκριθεὶς(1) δὲ ὁ ἀρχισυνάγωγος(2), ἀγανακτῶν(3) ὅτι τῷ σαββάτῳ ἐθεράπευσεν ὁ ᾽Ιησοῦς, ἔλεγεν τῷ ὄχλῳ(4)· ἓξ(5) ἡμέραι εἰσὶν ἐν αἷς δεῖ ἐργάζεσθαι· ἐν αὐταῖς οὖν ἐρχόμενοι θεραπεύεσθε καὶ μὴ τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου(6).
14 Ο αρχισυνάγωγος όμως, αγανακτισμένος που ο Ιησούς έκανε τη θεραπεία το Σάββατο, γύρισε στο πλήθος και είπε: «Υπάρχουν έξι μέρες που επιτρέπεται να εργάζεται κανείς· μέσα σ’ αυτές, λοιπόν, να έρχεστε και να θεραπεύεστε, και όχι το Σάββατο».
(1) Πράγματι όσα ο αρχισυνάγωγος λέει αποτελούν απάντηση στην πράξη του Ιησού (g). Κανείς δεν απευθύνθηκε σε αυτόν αλλά απαντά σε αυτό που έγινε (p).
(2) «Ο σατανάς που από την αρχή έδεσε τη γυναίκα, λυπημένος από την απελευθέρωσή της, επειδή ήθελε να την ταλαιπωρήσει περισσότερο, δένει τον αρχισυνάγωγο με τον φθόνο και με το στόμα του εναντιώνεται με θράσος στο θαύμα» (Θφ).
(3) «Αν και πώς δεν έπρεπε μάλλον να θαυμάσει;… Αφού είσαι αρχισυνάγωγος, ξέρεις κάπως τις γραφές του Μωϋσή, αρχισυνάγωγε. Είδες τον Μωϋσή να προσεύχεται σε πολλές περιπτώσεις και να μην έκανε τίποτα απολύτως από δική του δύναμη… Εδώ όμως δες, σε παρακαλώ, τον… Χριστό που δεν απευθύνει προσευχή, αλλά αναθέτει το κατόρθωμα του πράγματος στη δική του δύναμη, αφού θεραπεύει με τη φωνή του και με το άγγιγμα του χεριού του… Έπρεπε λοιπόν από αυτό, να καταλάβεις τη δύναμη του μυστηρίου σχετικά με αυτόν… και να μην λες τέτοια στους όχλους, ούτε να κατηγορείς τους θεραπευμένους ότι παραβιάζουν το νόμο» (Κ).
(4) Δεν τολμά κατ’ ευθείαν να ελέγξει τον Ιησού, αλλά ό,τι λέει, έμμεσα αναφέρεται στο Χριστό. Και «μαλώνει τους όχλους, ώστε να δώσει την εντύπωση ότι αγανακτεί για το Σάββατο» (Κ).
(5) Υπεραρκετές (b).
(6) Κατηγορεί εμμέσως το λαό ότι παραβιάζει το Σάββατο, μολονότι στην παρούσα περίπτωση ουδεμία σχέση είχε ο λαός με τη θεραπεία που συντελέστηκε. Αλλά ούτε η ίδια η θεραπευμένη απηύθυνε κάποιο λόγο στον Ιησού. Απλώς και μόνο αυτή ανορθώθηκε στη θέση της. Σαν να είχε την αξίωση ο αρχισυνάγωγος να απαντήσει η γυναίκα στον Κύριο: Όχι Κύριε· είναι Σάββατο σήμερα και δεν πρέπει να σηκωθώ. Αναβάλλω για αύριο το σήκωμά μου και την δοξολογία του Θεού για αυτό! Επιπλέον ο αρχισυνάγωγος είναι τόσο σκοτισμένος ώστε την ολοφάνερα υπερφυσική θεραπεία του Κυρίου θεωρεί ως κάποια εργασία που έγινε με ανθρώπινη ενέργεια και δεν διακρίνεται από τις συνηθισμένες ιατρικές επεμβάσεις (ο).

13.15 ἀπεκρίθη ουν αὐτῷ ὁ κύριος(1) καὶ εἶπεν, ῾Υποκριτά(2), ἕκαστος ὑμῶν τῷ σαββάτῳ οὐ λύει τὸν βοῦν αὐτοῦ ἢ τὸν ὄνον ἀπὸ τῆς φάτνης καὶ ἀπαγαγὼν ποτίζει(3);
15 Ο Κύριος του απάντησε: «Υποκριτή! Ο καθένας σας δε λύνει το βόδι του ή το γαϊδούρι του από το παχνί το Σάββατο και πάει να το ποτίσει;
(1) Σκόπιμα αποκαλείται εδώ, ο Κύριος (L). Η ονομασία αυτή δεν είναι συχνή στις ευαγγελικές αφηγήσεις, αλλά συναντιέται μόνο εκεί, όπου λάμπει η κυριαρχία του. Δες Λουκ. ζ 13,ι 1,ιζ 5 κλπ. (g). Αξιοσημείωτα τα επόμενα: «Ποιον πρόσταξε ο Θεός να μην δουλεύει το Σάββατο; Τον εαυτό του μάλλον ή τους ανθρώπους; Αν μεν λοιπόν τον εαυτό του, ας μην κυβερνούνται τα δικά μας το Σάββατο· ας σταματήσει και η διαδρομή του ηλίου· ας μην πέφτουν βροχές· ας σταθούν οι πηγές των υδάτων και οι φορές των ανεξάντλητων ποταμών και οι ανάγκες των ανέμων» (Κ).
(2) Αυθεντική γραφή: υποκριταί= «Ονόμασε υποκριτές όσους ήταν με το μέρος του αρχισυνάγωγου διότι υποκρίνονταν, από τη μία, ότι τιμούν το νόμο του σαββάτου, αλλά ζητούσαν την ικανοποίηση, από την άλλη, του φθόνου του δικού τους και εμπόδιζαν τη θεραπεία το Σάββατο» (Ζ). Και ελέγχεται ο αρχισυνάγωγος ως «δούλος του φθόνου» (Κ). Ο Χριστός ο οποίος γνωρίζει τις καρδιές των ανθρώπων, μπορεί να χαρακτηρίζει ως υποκριτές εκείνους τους οποίους δεν θα επιτρεπόταν σε μας να αποκαλέσουμε έτσι. Διότι εμείς εκτός από το ότι οφείλουμε να κρίνουμε τους άλλους με συμπάθεια, αφού και εμείς είμαστε αμαρτωλοί, δεν βλέπουμε παρά μόνο την εξωτερική όψη τους, ουδέποτε όμως και για κανένα λόγο και τα βάθη των καρδιών τους. Ο Χριστός ήταν αναμάρτητος και γνώριζε με κάθε σαφήνεια ότι βρισκόταν μπροστά σε πραγματικό εχθρό του ευαγγελίου του και της δόξας του Θεού, που κρυβόταν κάτω από το πρόσχημα της ευσέβειας.
(3) Ο Χριστός για να ελέγξει την διεστραμμένη ερμηνεία του νόμου, αναφέρεται σε μία λογική ερμηνεία που ήταν αναγνωρισμένη από την παράδοση (p). «Δες, σε παρακαλώ, ότι για τον αρχισυνάγωγο, είναι πιο άτιμος ο άνθρωπος από το κτήνος, εφόσον βεβαίως το βόδι και το γαϊδούρι έχει την αξίωση να τα φροντίζει το Σάββατο· αλλά την σκυμμένη γυναίκα δεν την θέλει να θεραπευτεί, από φθόνο στο Χριστό» (Κ).

13.16 ταύτην δὲ(1) θυγατέρα ᾽Αβραὰμ(2) οὖσαν, ἣν ἔδησεν ὁ Σατανᾶς ἰδοὺ δέκα καὶ ὀκτὼ ἔτη(3), οὐκ ἔδει(4) λυθῆναι ἀπὸ τοῦ δεσμοῦ τούτου τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου;
16 Κι αυτή, που είναι απόγονος του Αβραάμ, και ο σατανάς την είχε δεμένη δεκαοχτώ χρόνια, δεν έπρεπε να λυθεί απ’ αυτά τα δεσμά το Σάββατο;»
(1) Η αυστηρότητα αυτής της αποστροφής δικαιολογείται από την αντίθεση μεταξύ της ελευθεριότητας με την οποία έκριναν τα ζητήματα που σχετίζονταν με την αργία του σαββάτου, όταν επρόκειτο για τα προσωπικά τους συμφέροντα, και αυτά ακόμη τα ελάχιστα, και την υπερβολική αυστηρότητα την οποία εφάρμοζαν, όταν επρόκειτο για συμφέροντα του πλησίον, και αυτά ακόμη τα εξόχως σοβαρά, και μάλιστα όταν επρόκειτο να εκτιμηθεί η συμπεριφορά του Ιησού (g). Οι φαρισαίοι ελάμβαναν την πρόνοια αυτή για τα ζώα τους όχι από αισθήματα συμπάθειας προς αυτά, το οποίο επέβαλλε και ο νόμος του Θεού, αλλά από ιδιοτελή ελατήρια, για να μην υποστούν κάποια ζημιά από την ενδεχόμενη βλάβη του διψασμένου ζώου τους (ο).
(2) Κόρη όχι του Αδάμ, αλλά του Αβραάμ (b)· «αυτήν που είναι κόρη του Αβραάμ, όχι τόσο λόγω καταγωγής, όσο λόγω πίστης» (Κ).
(3) Τριπλή σκάλα. Βόδι ή γαϊδούρι και κόρη Αβραάμ· δεμένα στη φάτνη εκείνα, δεμένη από τον σατανά αυτή· μία ημέρα δίψας για τα ζώα, 18 χρόνια για αυτήν (g). Έχουμε έτσι επιχείρημα από το ισχυρότερο (p). Δείγμα της υπερφυσικής γνώσης του Ιησού Χριστού. Ο Κύριος γνώριζε όλα τα περιστατικά της ασθένειας, όπως και την διάρκειά της χωρίς να υποδηλώνεται από πουθενά, ότι πληροφορήθηκε αυτά από κάποιο εξωτερικό μέσο (b). Είναι κόρη του Αβραάμ, τον οποίο εσείς καυχιέστε ότι έχετε πατέρα. Είναι λοιπόν και αδελφή σας. Και δεν έπρεπε λοιπόν στην αδελφή σας να δειχτεί η συμπάθεια και ο οίκτος, τα οποία εσείς βρίσκετε επιβεβλημένα να δείχνετε το Σάββατο στα ζώα σας; Είναι κόρη του Αβραάμ. Και εφόσον οι ευλογίες του Μεσσία ανήκουν πρωτίστως στα παιδιά του Αβραάμ, έπρεπε αυτή να αποξενωθεί από τις ευεργεσίες αυτές; Είναι κόρη του Αβραάμ, την οποία έδεσε ο σατανάς. Για αυτό λοιπόν δεν ήταν μόνο έργο αγάπης και συμπάθειας στη φτωχή αυτή γυναίκα, αλλά και πράξη ευλάβειας προς το Θεό, ο οποίος ζητά την κατάργηση των έργων του διαβόλου. Είναι κόρη του Αβραάμ για 18 χρόνια δεμένη και τώρα παρουσιάστηκε η ευκαιρία να λυθεί. Θα έπρεπε λοιπόν να αναβληθεί η θεραπεία της, αφού εσείς ούτε για μια μέρα δεν αναβάλλετε το να λύνετε τα ζώα από τη φάτνη για να μη στερηθούν ούτε μία ημέρα το πότισμά τους;
(4) Όχι απλώς επιτρεπόταν, αλλά όφειλε να λυθεί (p).

13.17 καὶ ταῦτα λέγοντος αὐτοῦ κατῃσχύνοντο(1) πάντες οἱ ἀντικείμενοι αὐτῷ, καὶ πᾶς ὁ ὄχλος ἔχαιρεν(2) ἐπὶ πᾶσιν(3) τοῖς ἐνδόξοις τοῖς γινομένοις ὑπ᾽ αὐτοῦ.
17 Με τα λόγια του αυτά ντροπιάζονταν όλοι οι αντίπαλοί του κι ο κόσμος χαιρόταν για όλα τα θαυμαστά που έκανε ο Ιησούς.
(1) «Για τον έλεγχο στον οποίο δεν μπορούσε να υπάρξει αντίρρηση» (Ζ). «Ντροπιάζονταν μεν αυτοί που εξέφραζαν διεφθαρμένες κρίσεις… και δεν τους έμενε ούτε μία απάντηση· αλλά ήταν οι ίδιοι για τους εαυτούς τους έλεγχος αναντίρρητος και αποστομώνονταν και απορούσαν τι άραγε θα μπορούσαν να πουν» (Κ). Η κακεντρεχής υποκρισία τους έγινε τόσο ολοφάνερη από τον Ιησού, ώστε και αυτοί κατάλαβαν ότι αποδοκιμάστηκαν από το λαό για αυτό και κυριεύτηκαν από κάποιο είδος ντροπής (ο).
(2) «Οι όχλοι όμως, επειδή ωφελούνταν από τα θαύματα, χαίρονταν» (Κ). Ο όχλος χαιρόταν «επειδή ήταν απαλλαγμένος από φθόνο και επειδή ευεργετούνταν από αυτόν» (Ζ).
(3) Όχι μόνο για τη θεραπεία της γυναίκας, αλλά και για όλα τα άλλα έργα τα οποία διαρκώς γίνονταν (p) και τα οποία χαρακτηρίζονται ως ένδοξα, επειδή προκαλούσαν τον θαυμασμό (g).

Στίχ. 18-21. Η παραβολή του σπόρου του σιναπιού και της ζύμης.
13.18 ῎Ελεγεν δε(1), Τίνι ὁμοία ἐστὶν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ(2), καὶ τίνι ὁμοιώσω αὐτήν(3);
18 Έλεγε ακόμη ο Ιησούς: «Με τι μοιάζει η βασιλεία του Θεού και με τι να την παρομοιάσω;
(1) Υπάρχει και η γραφή έλεγε οὖν. Το οὖν (λοιπόν) των αλεξανδρινών χειρογράφων σχετίζει τα λόγια αυτά με το γεγονός της υπερφυσικής θεραπείας που συντελέστηκε. Συμπέρασμα που προκύπτει από το γεγονός αυτό είναι η δύναμη της βασιλείας του Θεού (g). Το θαύμα αποδεικνύει, ότι η βασιλεία του Θεού άρχισε, αλλά η έκτασή της είναι ακόμη μικρή και η χαρά που εκδηλώνει το πλήθος δεν παρασύρει σε άκαιρη και υπερβολική αισιοδοξία Εκείνον, ό οποίος γνωρίζει, ότι για την επικράτησή της πρέπει να υποστεί πάθος σταυρικό (L). Μπορεί παρ’ όλα αυτά να συνδεθεί η περικοπή αυτή με τον στίχο 11 και να θεωρηθούν τα σχετικά με το γεγονός της θεραπείας της συγκύπτουσας, ως διακοπή που παρεμβλήθηκε (p).
(2) Οι παραβολές του σιναπιού και της ζύμης αναφέρονται η μεν πρώτη και από τους 3 συνοπτικούς (δες Ματθ. ιγ 31,32 και Μάρκ. δ 30-32 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις), ενώ η δεύτερη από τον Λουκά και τον Ματθαίο (ιγ 33). Και οι 2 παραβολές εκθέτουν τις αφανείς αρχές, την βαθμιαία διάδοση και την τεράστια ανάπτυξη της βασιλείας του Θεού (=της ορατής εκκλησίας στη γη ή του λόγου της πίστης), η μία από τα έξω και η άλλη από τα μέσα. Εξωτερικά η βασιλεία του Θεού θα επεκταθεί τελικά σε όλα τα έθνη· εσωτερικά όμως θα μεταμορφώσει την όλη ζωή της ανθρωπότητας (p).
(3) Δύο ερωτήσεις και εδώ, όπως και στον Μάρκο, αλλά εδώ αυτές είναι πιο φυσικές και περισσότερο ζυγισμένες (L).

13.19 ὁμοία ἐστὶν κόκκῳ σινάπεως(1), ὃν λαβὼν ἄνθρωπος ἔβαλεν εἰς κῆπον ἑαυτοῦ, καὶ ηὔξησεν καὶ ἐγένετο εἰς δένδρον μέγα(2), καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατεσκήνωσεν ἐν τοῖς κλάδοις αὐτοῦ.
19 Μοιάζει με σπόρο σιναπιού, που κάποιος τον φύτεψε στον κήπο του. Μεγάλωσε, έγινε ολόκληρο δέντρο, και τα πουλιά φώλιασαν στα κλαδιά του».
(1) Με εντελώς διαφορετικό τρόπο από ό,τι εσείς φαντάζεστε και περιμένετε θα εγκαθιδρυθεί και θα επεκταθεί η βασιλεία του Θεού. Εσείς την περιμένετε από την αρχή να εμφανιστεί μεγάλη και να έλθει ξαφνικά σε μία στιγμή με το πλήρες μεγαλείο και τη δύναμή της. Πλανιέστε όμως. Η βασιλεία του Θεού μοιάζει με μικρότατο σπόρο, ο οποίος αθόρυβα φυτεύεται και λίγο-λίγο αυξάνει. «Είναι έξυπνο το παράδειγμα και είναι ικανό να παραστήσει αυτά που έχουν συμβεί, δηλαδή αυτά που έγιναν στο θείο και ιερό κήρυγμα, εννοώ βεβαίως το ευαγγελικό» (Κ) και στην επέκταση της εκκλησίας. «Και ήταν μεν στις αρχές σε λίγους και περιορισμένο, αλλά απλώθηκε και έτρεξε μετά από αυτά σε όλα τα έθνη» (Κ).
(2) «Όπως ακριβώς λοιπόν, ο σπόρος του σιναπιού υστερεί πολύ σε σχέση με τους υπόλοιπους σπόρους των λαχανικών στην ποσότητα του μεγέθους, αλλά ανεβαίνει σε ύψος που ξεπερνά το μέτρο των λαχανικών, ώστε να γίνεται και κατοικία πολλών πουλιών, έτσι και η βασιλεία των ουρανών» (Κ). Έξυπνη και η επόμενη: «Δες σπόρο του σιναπιού που παρουσιάζεται με παραβολή και λόγο ουράνιο που σαν σπόρος σπέρνεται στον κόσμο σαν σε αγρό, και έχει μέσα του την φλόγα και την δριμύτητα της δύναμης. Διότι κηρυσσόταν ότι είναι κριτής όλου του κόσμου και αυτός, αφού κρύφτηκε στην καρδιά της γης στο χώμα και αφού γεννήθηκε μέσα σε τρεις μέρες μέγιστο δέντρο, άπλωσε τα κλαδιά του στα πέρατα τη γης. Από αυτόν αφού προέκυψαν οι δώδεκα απόστολοι, που έγιναν κλαδιά ωραία και ανθηρά, έγιναν σκέπη για τα έθνη σαν για τα πουλιά του ουρανού, και αφού κάτω από αυτά τα κλαδιά σκεπάστηκαν οι πάντες σαν πουλιά που μαζεύτηκαν σε φωλιά, μετάλαβαν την φαγώσιμη και ουράνια τροφή που προερχόταν από αυτούς» (Ειρηναίου). Σύμφωνα με τον Biever το σινάπι αυτό είναι η brassica nigra, η οποία στη λίμνη της Τιβεριάδας και κατά μήκος του Ιορδάνη παίρνει τις διαστάσεις δέντρου που φτάνει μέχρι ύφους 3-4 μέτρων και γίνεται ξυλώδες στη βάση. Οι ακανθίδες (καρδερίνες) προπαντός, οι οποίες φαίνεται να τρώνε άπληστα τους σπόρους αυτού του σιναπιού, έρχονται κατά σμήνη, για να κατασκηνώσουν στα κλαδιά του (L). Τα αλεξανδρινά χειρόγραφα παραλείπουν το «μέγα». Πράγματι ο Ιησούς εδώ δεν αντιθέτει το δέντρο αυτό με άλλα μικρά δέντρα, αλλά την αύξηση του φυτού σε δέντρο πραγματικό σε σχέση με άλλα φυτά, τα οποία παραμένουν στο μέγεθος των λαχανικών (g)

13.20 πάλιν εἶπεν, Τίνι ὁμοιώσω τὴν βασιλείαν τοῦ θεοῦ(1);
20 Είπε πάλι: «Με τι να παρομοιάσω τη βασιλεία του Θεού;
(1) Μόνο ως προς την ερώτηση αυτή διαφέρει το χωρίο από το Ματθ. ιγ 33, όπου δες τις ερμην. σημειώσεις. Ρωτά για διέγερση της προσοχής των ακροατών (δ).

13.21 ὁμοία ἐστὶν ζύμῃ(1), ἣν λαβοῦσα γυνὴ έκρυψεν(2) εἰς ἀλεύρου σάτα τρία ἕως οὗ ἐζυμώθη ὅλον.
21 Μοιάζει με προζύμι, που το πήρε κάποια γυναίκα και το ανακάτωσε με ένα σακί αλεύρι, ώσπου ζυμώθηκε όλο».
(1) Περιμένετε η βασιλεία του Θεού να επιβληθεί με εξωτερικά μέσα δύναμης επιβλητικής, που υποτάσσει βίαια τα έθνη και συντρίβει στρατιές και με τα όπλα νικά όλους τους εχθρούς. Αυτή όμως την επίδραση θα την ασκήσει σιωπηλά και ήρεμα, σαν άλλη ζύμη που αφομοιώνει λίγο-λίγο αλλά με ασφάλεια το όλο φύραμα των ανθρώπων. «Ο ίδιος λόγος θα μπορούσε να γίνει, και σχετικά με την σύγκριση της βασιλείας του Θεού με ζύμη· διότι είναι μεν μικρή η ζύμη, αλλά κατακτά χωρίς καθυστέρηση όλο το φύραμα και το αναμειγνύει γρήγορα με την δική της ουσία» (Κ). Οι αρχές της βασιλείας των ουρανών υπήρξαν σχεδόν αόρατες και η άγνοια του ειδωλολατρικού κόσμου για τη φύση του ευαγγελίου υπήρξε απεριόριστη. Αλλά η ζύμη πάντοτε κατακτά το φύραμα (p).
(2) Έκρυψε αυτήν, ώστε φάνηκε ότι εξαφανίστηκε τελείως εντός του φυράματος (b). Οσοδήποτε όμως βαθιά και αν θάφτηκε, θα επιδράσει σε όλο το φύραμα και θα αφομοιώσει αυτό (p). «Διότι όταν μπει μέσα μας ο λόγος, μάς καθιστά αγίους και πεντακάθαρους· και αφού εισδύσει στο νου και την καρδιά, μάς κάνει πνευματικούς» (Κ). Αξιόλογες και οι επόμενες πρακτικές παρατηρήσεις: Και η καρδιά του ανθρώπου είναι όμοια με φύραμα που ζυμώνεται από τη ζύμη. Πρέπει όμως και αυτή να είναι μαλακή και εύπλαστη και μόνο στις μη αποσκληρυμένες καρδιές επιδρά η ζύμη του λόγου. Η ζύμη, σε σιτάρι που δεν αλέστηκε και δεν πλάστηκε σε φύραμα, δεν ασκεί καμία ενέργεια. Έτσι και το ευαγγέλιο, σε ψυχές που δεν ταπεινώθηκαν και είναι σκληροτράχηλες δεν κάνει τίποτα. Η ζύμη αυτή πρέπει να κρυφτεί στην καρδιά. («Στην καδιά μου έκρυψα τα λόγια σου» Ψαλμ. ριη 11). Πρέπει να κρυφτεί όχι διότι πρέπει να κρατηθεί μυστική, αλλά διότι πρέπει να φυλαχτεί με ασφάλεια. Η εσωτερική και βαθιά σκέψη μας πρέπει να προσηλωθεί σε αυτόν. Όταν η γυναίκα κρύβει την ζύμη στο φύραμα, την βάζει με το σκοπό να μεταδώσει σε αυτό τις ιδιότητές της και να ζυμώσει αυτό αφομοιώνοντας αυτό. Έτσι και εμείς πρέπει να αποθησαυρίζουμε στην καρδιά μας το λόγο για να αγιαστούμε και αφομοιωθούμε από αυτόν. Όταν λοιπόν ο λόγος του ευαγγελίου με τέτοιες διαθέσεις κρυφτεί στην καρδιά μας, τι μεταβολές εργάζεται! Μεταδίδει νέες πνευματικές ιδιότητες σε αυτήν, νέα φρονήματα, νέους πόθους. Σε άλλα πλέον αρέσκονται οι καρδιές μας, με άλλο τρόπο αισθάνονται και από άλλα πράγματα ελκύονται και θέλγονται. Εργάζεται ο λόγος μεταβολή ολοκληρωτική και βαθιά στην ψυχή. Διαχύνεται και εισχωρεί σε όλες τις δυνάμεις της, μεταβάλλοντας και αυτά τα μέλη του σώματος από όπλα αδικίας σε όπλα δικαιοσύνης (Ρωμ. στ 13). Και η ψυχή μετέχει στη φύση του λόγου που αποπνέει ευωδία Θεού και Χριστού και μεταδίδει την γεύση της χάρης και των ουράνιων πραγμάτων. Είναι λόγος πίστης και μετάνοιας, αγιότητας και αγάπης και αυτά μεταδίδονται στην ψυχή, εισδύουν σε αυτήν και εμποτίζουν αυτήν, ώστε έπειτα και από μόνη της η ίδια να αποπνέει ευωδία και να παρέχεται η ίδια γεύση.

Στίχ. 22-30 . Πόσοι θα σωθούν. Η στενή πύλη.
13.22 Καὶ διεπορεύετο(1) κατὰ πόλεις καὶ κώμας διδάσκων καὶ πορείαν ποιούμενος εἰς ῾Ιερουσαλήμ(2).
22 Καθώς ο Ιησούς πήγαινε στα Ιεροσόλυμα, περνούσε μέσα από πόλεις και χωριά διδάσκοντας.
(1) Η πρόθεση «δια» στο διεπορεύετο, αναφέρεται γενικά στη χώρα διαμέσου της οποίας πορευόταν. Ενώ η πρόθεση «κατά» που ακολουθεί υποδηλώνει την σε κάθε κατοικημένο τόπο, μικρή ή μεγάλη παραμονή για διδασκαλία (g). Φαίνεται ο λόγος να συνδέεται πάλι με το Λουκ. θ 51=Εξακολουθούσε την πορεία του (p).
(2) Η πορεία του είχε κανονιστεί με την πρόβλεψη να έλθει στην Ιερουσαλήμ κατά το τέλος μιας οδοιπορίας ειδικά αξιομνημόνευτης (b).

13.23 εἶπεν(1) δέ τις αὐτῷ, Κύριε, εἰ(2) ὀλίγοι οἱ σῳζόμενοι(3); ὁ δὲ εἶπεν πρὸς αὐτούς(4),
23 Κάποιος τον ρώτησε: «Κύριε, είναι λίγοι αυτοί που θα σωθούν;» Εκείνος τους απάντησε:
(1) «Εδώ το «είπε» έχει μπει αντί για το «ρώτησε»» (Ζ).
(2) «Κάποιοι ερμηνεύουν το «ει (=αν)» αντί για το «άρα»· σαν να λέει, Άρα είναι λίγοι αυτοί που σώζονται;» (Ζ).
(3) Αυτός που ρωτά ίσως υπέθετε, ότι οπωσδήποτε μόνο Ιουδαίοι θα σώζονταν (p).
(4) Είναι αξιοσημείωτος ο πληθυντικός. Όπως στο ιβ 15,42, ο Ιησούς δεν δίνει απάντηση στο ερώτημα που του προβλήθηκε, αλλά απαντά με τρόπο που μπορεί να ωφελήσει πολύ περισσότερο τόσο τους άλλους όσο και αυτόν που ρωτά, από όσο θα ωφελούνταν αυτοί με την άμεση απάντηση στο ερώτημα (p). «Φαίνεται κάπως ότι η απάντηση είναι έξω από τον σκοπό αυτού που ρώτησε. Διότι ο μεν, αξίωνε να μάθει αν είναι λίγοι οι σωζόμενοι· αυτός όμως, εξηγούσε τον δρόμο με τον οποίο μπορεί κάποιος να δικαιωθεί, λέγοντας, Να αγωνίζεστε να μπείτε από τη στενή πύλη. Τι λοιπόν θα πούμε σχετικά με αυτό; Συνήθιζε ο Σωτήρας των όλων Χριστός, σε αυτούς που τον ρωτούσαν, να απαντά όχι οπωσδήποτε όπως αυτοί νόμιζαν, αλλά να βλέπει το χρήσιμο και αναγκαίο για τους ακροατές. Το έπραττε κατεξοχήν αυτό, όταν κάποιος αξίωνε να μάθει κάτι από όσα είναι περιττά και ανώφελα. Διότι τι χρειαζόταν η ερώτηση με περιέργεια, αν είναι πολλοί ή λίγοι οι σωζόμενοι; Τι ωφέλεια θα έβγαινε από αυτό για τους ακροατές; Ήταν όμως αναγκαίο και ωφέλιμο το να γνωρίζει μάλλον κάποιος τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε να οδηγηθεί στη σωτηρία. Επομένως πολύ προνοητικά σιωπά ως προς το μάταιο της ερώτησης, αλλά μεταφέρει τα λόγια σε αυτό που ήταν αναγκαίο» (Κ). Ίσως η πρόθεση αυτού που ρώτησε να ήταν, να πειράξει τον Ιησού. Εάν θα έλεγε ότι είναι πολλοί οι σωζόμενοι, θα τον μέμφονταν ότι έχει πολύ χαλαρές αντιλήψεις, σύμφωνα με τις οποίες η σωτηρία είναι πολύ εύκολη. Εάν θα απαντούσε ότι είναι λίγοι οι σωζόμενοι, θα τον κατηγορούσαν ως πολύ αυστηρό και ότι προσκρούει στη γνώμη των ραββίνων σύμφωνα με την οποία όλος ο Ισραήλ θα είχε θέση στη μέλλουσα βασιλεία. Ίσως όμως και το ερώτημα που μπήκε να ήταν ερώτημα απλής περιέργειας, χωρίς αυτός που ρωτά να ενδιαφέρεται σοβαρά να μάθει πώς επιτυγχάνεται η σωτηρία αυτή. Ο Κύριος όμως ήλθε για να οδηγήσει τις συνειδήσεις των ανθρώπων και όχι για να ικανοποιήσει την περιέργειά τους. Και η απάντηση την οποία δίνει, έχει την έννοια: Μη ρωτάς πόσοι θα σωθούν, αλλά ρώτησε: είμαι και εγώ μεταξύ αυτών που σώζονται και τι πρέπει να κάνω για να συγκαταριθμηθώ μεταξύ αυτών.

13.24 ᾽Αγωνίζεσθε εἰσελθεῖν διὰ τῆς στενῆς πύλης(1), ὅτι πολλοί, λέγω ὑμῖν, ζητήσουσιν(2) εἰσελθεῖν καὶ οὐκ ἰσχύσουσιν.
24 «Εσείς αγωνιστείτε να μπείτε από τη στενή πύλη, γιατί σας βεβαιώνω πως πολλοί θα θελήσουν να μπουν και δε θα μπορέσουν.
(1) Αυθεντική γραφή: θύρας. Στο Ματθ. ζ 13 γράφει «εισέλθετε δια της στενής πύλης». Τα συμφραζόμενα όμως είναι τελείως διαφορετικά. Διότι εκεί πρόκειται για πύλη, από την οποία βγαίνει κάποιος για να οδεύσει τον στενό δρόμο, ενώ εδώ πρόκειται για πόρτα που εισάγει κατ’ ευθείαν μέσα στο σπίτι, αλλά η οποία είναι τόσο στενή, ώστε μόνο αυτοί που ασκούν βία να μπορούν να περάσουν από αυτήν (p). H μεσσιακή βασιλεία συγκρίνεται με σπίτι, όπου πολλοί επιθυμούν να μπουν, για να παραστούν στην εκεί διεξαγόμενη γιορτή. Αλλά μόνο εκείνοι που καταβάλλουν προσπάθειες και χρησιμοποιούν όλη τη δραστηριότητά τους, κατορθώνουν να μπουν (g). Η επιστροφή και η αναγέννηση είναι η πύλη μέσω της οποίας κάποιος μπαίνει. Απαιτείται καρδιά καινούργια και πνεύμα καινούργιο για να μπει κάποιος. Πρέπει τα αρχαία να περάσουν και να γίνουν όλα καινούργια. Οι κλίσεις της ψυχής πρέπει να μεταβληθούν και οι διεφθαρμένες συνήθειες και τα πάθη να εξαλειφθούν. Πρέπει να βαδίσουμε εναντίον του ρεύματος, το οποίο μας ωθεί μακριά από την πύλη. Πρέπει να αγωνιστούμε εναντίον της αντίστασης, η οποία προβάλλεται σε μας από έξω και από μέσα. Είναι βεβαίως πολύ δυσκολότερο να αντιταχθεί κάποιος εναντίον του εαυτού του από όσο είναι δύσκολο να παλέψει εναντίον του κόσμου. Και οι δύο όμως αυτοί εχθροί πρέπει να κατανικηθούν. Για αυτό χρειάζεται αγώνας. Να αγωνίζεστε, λέει ο Κύριος, όπως αγωνίζονται αυτοί που τρέχουν στα επίγεια στάδια, για να λάβουν το βραβείο.
(2) Αξιοσημείωτη η αλλαγή του ρήματος. Αντί για το αγωνίζεσθε, βάζει τώρα το «θα ζητήσουν». Το απλό «ζητώ» είναι τελείως διαφορετικό από το αγωνίζομαι (p). Δείχνει απλή επιθυμία, την οποία γενικά έχει ο καθένας, για να μπει στη βασιλεία των ουρανών, όχι όμως και θέληση με απόφαση ισχυρή, για να επιδοθεί στην δραστήρια εργασία για επίτευξη αυτής (g). Ζητούν χωρίς να αγωνίζονται και να προσπαθούν. Αυτοί που αγωνίζονται και προσπαθούν επιτυγχάνουν (p). Επιθυμούν την μακαριότητα και εκτιμούν την αγιότητα και κάνουν κάποια βήματα για απόκτησή τους, αλλά οι πεποιθήσεις τους είναι ασθενείς και μετά τις πρώτες προσπάθειες αποκάμνουν και ψυχραίνονται.

13.25 ἀφ᾽ οὗ(1) ἂν ἐγερθῇ(2) ὁ οἰκοδεσπότης(3) καὶ ἀποκλείσῃ τὴν θύραν(4), καὶ ἄρξησθε(5) ἔξω ἑστάναι καὶ κρούειν τὴν θύραν λέγοντες, Κύριε Κύριε, ἄνοιξον ἡμῖν· καὶ ἀποκριθεὶς ἐρεῖ ὑμῖν, Οὐκ οἶδα ὑμᾶς(6) πόθεν ἐστέ(7).
25 Όταν έρθει η ώρα, θα σηκωθεί ο οικοδεσπότης και θα μανταλώσει την πόρτα· κι εσείς θα σταθείτε απ’ έξω και θ’ αρχίσετε να χτυπάτε λέγοντας “Κύριε, άνοιξέ μας”. Τότε εκείνος θα σας απαντήσει: “δε σας ξέρω από πού είστε”.
(1) Με διάφορους τρόπους συνέδεσαν αυτήν την πρόταση. Ή, την εξάρτησαν από τα προηγούμενα, αφού χώρισαν με απλό κόμμα το «ουκ ισχύσουσιν» από το «ἀφ᾽ οὗ ἂν ἐγερθῇ»=Δεν θα μπορέσουν να μπουν, όταν σηκωθεί ο οικοδεσπότης και κλείσει την πόρτα» (L.p). Ή, εξάρτησαν από το ἀποκριθεὶς ἐρεῖ. Ή, πιο σωστά, από το άρξεσθε του σ. 26, όπου το «τότε» σημειώνει σαφώς την έναρξη της τραγικής αυτής σκηνής, την οποία ο Κύριος είχε υπ’ όψη εξ’ αρχής (g). Το ἀφ᾽ οὗ που συνενώνεται απότομα, παρουσιάζεται πολύ έντονο. Η απόδοση της πρότασης είναι στο «τότε» του σ. 26 (b).
(2) Να σηκωθεί από το τραπέζι, για να κλείσει την πόρτα (b). Η θύρα του ελέους και της χάρης παρέμεινε για πολύ ανοιχτή σε αυτούς, αλλά δεν αγωνίστηκαν για να μπουν από αυτήν. Έγινε τώρα θύρα άρνησης και αποκλεισμού. Έτσι συνέβη και όταν ο Νώε βρισκόταν ασφαλής στην κιβωτό και ο Θεός έκλεισε την πόρτα της, για να αποκλείσει την είσοδο σε αυτήν όλων εκείνων, οι οποίοι κατά την προσέγγιση του κατακλυσμού εξαρτούσαν από το χέρι τους την σωτηρία τους.
(3) «Αναφέρει παραβολή που κρεμάει τον φόβο πάνω σε αυτούς που αμελούν την σωτηρία τους. Διότι επινοεί έναν οικοδεσπότη που κάθεται και υποδέχεται τους φίλους του και έπειτα σηκώνεται και κλείνει την πόρτα του σπιτιού του και δεν επιτρέπει στους άλλους να μπουν. Εννοείται βεβαίως ότι οικοδεσπότης είναι ο ίδιος, ενώ σπίτι είναι η βασιλεία των ουρανών» (Ζ).
(4) Κλείνει την πόρτα έτσι ώστε όλοι εκείνοι, οι οποίοι δεν βίασαν τους εαυτούς τους και δεν αγωνίστηκαν για να μπουν, παραμένουν ακόμη έξω. Ποια θα είναι η στιγμή αυτή; (g). «Με το ότι κάθεται μεν και υποδέχεται τους φίλους του, φανερώνεται το ότι αναμένει μέχρι τη συντέλεια του κόσμου και υποδέχεται τους άξιους· ενώ με το ότι σηκώνεται και κλείνει την πόρτα, δηλώνεται το τέλος του κόσμου» (Ζ), ή και το τέλος του παρόντος βίου για τον καθένα από εμάς, «διότι όσο είμαστε στη ζωή, βαδίζεται ο δρόμος της αρετής, μετά όμως την αποβίωση από εδώ, δεν βαδίζεται» (Θφ).
(5) Το άρξησθε μπήκε σε β΄ πρόσωπο, διότι ο Σωτήρας μιλά στους σαρκικούς και χλιαρούς ακροατές μεταξύ των παρόντων, οι οποίοι είναι από αυτούς που δεν μπορούν να μπουν=Και όταν αρχίσετε να στέκεστε έξω από την πόρτα και να την χτυπάτε (δ).
(6) «Γνώση εδώ δεν εννοεί απλώς το ότι τους ξέρει, αλλά την οικειότητα από την μεταξύ τους κοινωνία, που έχει χάρη και τιμή. Διότι αν ακριβώς η γνώση φανερώνει σε μας μόνο το ότι ξέρει απλώς, πώς αγνόησε κάποιους από αυτούς που υπάρχουν… αυτός που ξέρει τα πάντα και πριν δημιουργηθούν;… Δεν ξέρω, λέει, να γίνατε εραστές της αρετής· δεν ξέρω να τιμήσατε τον λόγο μου, αλλά ούτε να ενωθήκατε με μένα με πράξεις αγαθές» (Κ). Δες Ματθ. ζ 22,23 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις.
(7) Δεν σας ξέρω. Δεν συγκαταλέγεστε στους οικείους μου. Δεν σας ξέρω από πού είστε. Δεν κατάγεστε από εμένα· δεν είστε από αυτούς που γεννήθηκαν από ψηλά· δεν είστε κλαδιά του σπιτιού μου και του αμπελιού μου.

13.26 τότε ἄρξεσθε λέγειν, ᾽Εφάγομεν ἐνώπιόν σου καὶ ἐπίομεν, καὶ ἐν ταῖς πλατείαις ἡμῶν ἐδίδαξας(1)·
26 Τότε θ’ αρχίσετε να λέτε: “εμείς φάγαμε και ήπιαμε μαζί σου, και μας δίδαξες στις πλατείες μας”.
(1) Τα πρόσωπα αυτά υποτίθεται ότι υπήρξαν φίλοι και γείτονες του οικοδεσπότη. Για αυτό και υπενθυμίζουν σε αυτόν τις σχέσεις οικειότητας, στις οποίες κατά το παρελθόν βρισκόντουσαν μαζί του. Έφαγαν και ήπιαν μαζί του και άκουσαν την δημόσια διδασκαλία του (ο). «Ποιοι θα μπορούσαν να εννοηθούν ότι είναι αυτοί που λένε στο Χριστό το: Φάγαμε και ήπιαμε μπροστά σου; Αυτός ο λόγος θα άρμοζε κατ’ εξοχήν στους Ισραηλίτες, στους οποίους βεβαίως είπε ο Χριστός, ότι: Θα δείτε τον Αβραάμ και τους συντρόφους του και τους προφήτες στη βασιλεία του Θεού, ενώ τους εαυτούς σας να σας βγάζουν έξω» (Κ). «Διότι πράγματι, από αυτούς καταγόταν σωματικά ο Χριστός και με αυτούς μαζί έτρωγε και έπινε» (Θφ). Τα λόγια αυτά που μπαίνουν στο στόμα των Ιουδαίων που απορρίφθηκαν, χαρακτηρίζουν με τρόπο ζωηρό την τάση του λαού αυτού να στηρίζει την σωτηρία του σε κάποια θρησκευτικά πλεονεκτήματα τελείως εξωτερικά=Υπήρξες συμπατριώτης μας· πώς θα αφήσεις να χαθούμε εμείς που ζήσαμε μαζί σου; (g). «Αλλά μπορούμε να εννοήσουμε και με πιο υψηλό τρόπο το «μπροστά σου φάγαμε και ήπιαμε»» (Θφ). «Διότι όταν τελούσαν την νομική λατρεία και πρόσφεραν στο Θεό τις αιματηρές θυσίες, έτρωγαν και ευφραίνονταν και άκουγαν επιπλέον και στις συναγωγές τα βιβλία του Μωϋσή» (Κ). «Αυτά όμως θα μπορούσαν να αρμόζουν και σε αυτούς που είναι Χριστιανοί, από τη μία, αλλά με αμέλεια στη ζωή τους, από την άλλη» (Θφ). «Διότι πολλοί έχουν πιστέψει στο Χριστό και τελούν τις άγιες γιορτές σχετικά με αυτόν και συχνάζοντας στις εκκλησίες, ακούνε τα ευαγγελικά μαθήματα· αλλά δεν αποθηκεύουν στο νου τίποτα από τα γραμμένα, αλλά και την καρδιά τους την έχουν γυμνή από πνευματική καρποφορία» (Κ). Το να έχει γνωρίσει κάποιος το Χριστό σωματικά και τελείως εξωτερικά, δεν παρέχει κανένα δικαίωμα για είσοδο στην βασιλεία (p). Δεν αρκεί απλώς να τρώμε και να πίνουμε μπροστά στο Χριστό και με την παρουσία του, αλλά πρέπει να είμαστε και συμμέτοχοι του Χριστού. Και όχι απλώς να ανοίγουμε τους δρόμους μας στη σωτήρια διδασκαλία του, αλλά σε αυτές τις καρδιές μας να κλείνουμε αυτήν (b). Δεν ψεύδονται αυτοί λέγοντας αυτά. Ίσως μάλιστα κάποιοι από αυτούς να συγκαταλέγονται μεταξύ αυτών που πήραν χαρίσματα. Αλλά ο Χριστός τους αγνοεί. «Όχι επειδή είπαν ψέματα, αλλά διότι την χάρη του Θεού την χρησιμοποίησαν για τα δικά τους θελήματα… Το ότι όμως παίρνει χάρισμα Θεού και ο ανάξιος, δεν είναι καθόλου παράδοξο. Διότι ο Θεός στον καιρό της αγαθότητας και της μακροθυμίας του ανατέλλει τον ήλιο του σε πονηρούς και αγαθούς· πολλές φορές επίσης, το κάνει και για ωφέλεια ή εκείνου του ίδιου που υποδέχεται το χάρισμα, μήπως άραγε, αφού ντραπεί από την αγαθότητα του Θεού, αισθανθεί την προτροπή να φροντίσει να τον ευαρεστήσει, ή το κάνει και για την ωφέλεια και άλλων» (Β).

13.27 καὶ ἐρεῖ· λέγω ὑμῖν, Οὐκ οἶδα ὑμᾶς πόθεν ἐστέ(1)· ἀπόστητε(2) ἀπ᾽ ἐμοῦ, πάντες οι ἐργάται της ἀδικίας(3).
27 Κι εκείνος θα σας πει: “σας λέω, δε σας ξέρω από πού είστε· φύγετε από κοντά μου όλοι εσείς οι εργάτες του κακού”.
(1) Υπαινίσσεται την ψευδή εμπιστοσύνη των Ιουδαίων στην καταγωγή τους από τον Αβραάμ=Δεν σας ξέρω από πού κατάγεστε (g). «Δεν σας ξέρω. Όπως ακριβώς ξέρει αυτούς που τον ξέρουν, έτσι πάλι με τη θέλησή του αγνοεί αυτούς που με τη θέλησή τους τον αγνοούν… Τον αγνοούν όμως θεληματικά, όχι μόνο οι άπιστοι Ιουδαίοι, αλλά και οι αμελείς πιστοί· οι μεν με το να είναι θεληματικά τυφλοί και κουφοί στα θαύματα και τις διδασκαλίες του· οι δε, με το να παραβαίνουν από ραθυμία τις εντολές του, παρόλο που ξέρουν ότι αυτός που αθετεί αυτές, αθετεί αυτόν» (Ζ).
(2) Παράθεση από το Ψαλμ. στ 9 όπου γράφεται «πάντες οι εργαζόμενοι την ανομίαν» (p).
(3) «Χωρίς αγάπη και αν εφαρμοστούν τα προστάγματα και οι δίκαιες απαιτήσεις του Θεού και φυλαχθούν οι εντολές του Κυρίου και ενεργοποιηθούν τα μεγάλα χαρίσματα, θα θεωρηθούν έργα ανομίας, όχι εξαιτίας αυτών καθ’ εαυτών των χαρισμάτων και των δίκαιων απαιτήσεων του Θεού, αλλά λόγω του σκοπού αυτών που χρησιμοποιούν αυτά για τα δικά τους θελήματα» (Β). Εργάτες της αδικίας δεν είναι αναγκαστικά μόνο οι κακοποιοί. Τέτοιος είναι κάθε άνθρωπος, ο οποίος παρά την κλήση του Θεού παραμένει αμετανόητος και δεν προσπαθεί να πετύχει την συμφιλίωση και αναγέννηση, χωρίς τα οποία γίνεται αδύνατη η είσοδος στην βασιλεία (g). Οι εργάτες της δικαιοσύνης λοιπόν θα μπουν στη βασιλεία (b).

13.28 ἐκεῖ(1) ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων(2), ὅταν ὄψησθε ᾽Αβραὰμ καὶ ᾽Ισαὰκ καὶ ᾽Ιακὼβ(3) καὶ πάντας τοὺς προφήτας ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ θεοῦ, ὑμᾶς(4) δὲ ἐκβαλλομένους ἔξω.
28 Εκεί θα κλαίτε και θα τρίζετε τα δόντια σας, όταν θα δείτε τον Αβραάμ, τον Ισαάκ, τον Ιακώβ και όλους τους προφήτες στη βασιλεία του Θεού, κι εσάς να σας πετάνε έξω.
(1) Δες Ματθ. η 11,12 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις. Το «εκεί» δεν είναι ανάγκη να το πάρουμε με την σπανιότατη έννοιά του, του «τότε» (όπως ο Ζ), αλλά με τοπική έννοια=Εκεί στη θέση της αποβολής και του αποκλεισμού σας (p).
(2) «Το κλάμα το απαρηγόρητο και το τρίξιμο των δοντιών που γίνεται από αφόρητο πόνο» (Ζ). Αξιόλογη και η επόμενη: Το κλάμα θα προέρχεται από τον αποκλεισμό τους, το τρίξιμο των δοντιών από τη θέα της ευτυχίας των εθνικών, που έγιναν δεκτοί και σώθηκαν (g). «Διότι οι Ιουδαίοι με αυτό κατεξοχήν δαγκώνονταν, με το να ακούνε, ότι άλλοι μεν, οι εθνικοί, θα αναπαυτούν μαζί με τον Αβραάμ και τους πατέρες, ενώ αυτοί θα διωχτούν έξω» (Θφ)
(3) Η μεσσιακή ευτυχία παριστάνεται εδώ με εικόνα συνηθισμένη στους Ιουδαίους (Λουκ. ιδ 15), με δείπνο, στο οποίο προεξάρχουν οι πατριάρχες (g).
(4) Εσάς που «που έχετε μεγάλη ιδέα για το ότι είστε απόγονοι του Αβραάμ και των άλλων» (Ζ).

13.29 καὶ ἥξουσιν ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ δυσμῶν καὶ ἀπὸ βορρᾶ καὶ νότου(1) καὶ ἀνακλιθήσονται(2) ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ θεοῦ.
29 Θα έρθουν άνθρωποι από την ανατολή και τη δύση, απ’ το βορρά και το νότο και θα καθίσουν στο τραπέζι της βασιλείας του Θεού.
(1) Θα έλθουν «οι εθνικοί από τα τέσσερα μέρη του κόσμου, ανατολή και δύση και βορρά και νότο. Διότι με τη λέξη βορρά σημαίνεται το βόρειο μέρος ενώ με τη λέξη Νότος το νότιο» (Ζ). Συνδυασμός των Ησαΐου με 6 και μθ 12. Δες και Ησ. νθ 19, Ιερεμ. γ 18,Μαλ. α 11 (p). Αυτοί που θα παρακαθήσουν στη βασιλεία του Θεού κόπιασαν πολύ για να μπουν σε αυτήν, διότι ήλθαν από μακρινά μέρη. Πέρασαν από διάφορα κλίματα και νίκησαν πολλές δυσκολίες και απογοητεύσεις. Το οποίο σημαίνει ότι οι εισερχόμενοι στη βασιλεία πρέπει να καταβάλλουν προσπάθειες, όπως άλλοτε η βασίλισσα Σαβά, η οποία ήλθε από τα πέρατα της γης, για να ακούσει τη Σοφία του Σολομώντα.
(2) «Ανάκλιση λοιπόν εννοεί, την ανάπαυση, την απόλαυση» (Ζ). Όσοι βαδίζουν και αγωνίζονται τώρα μοχθώντας στη διακονία του Θεού και της θρησκείας του, μετά από λίγο θα αναπαυτούν στη βασιλεία του.

13.30 καὶ ἰδοὺ(1) εἰσὶν ἔσχατοι(2) οἳ ἔσονται πρῶτοι, καὶ εἰσὶν πρῶτοι οἳ ἔσονται ἔσχατοι(3).
30 Και υπάρχουν πολλοί που τώρα είναι τελευταίοι αλλά τότε θα είναι πρώτοι· και πρώτοι που θα είναι τελευταίοι».
(1) Εκφράζει την έκπληξη, η οποία θα μπορούσε να προκληθεί από την ιδέα αυτής της αντιστροφής και ανατροπής (g). Το χωρίο που ακολουθεί συναντιέται και στο Ματθ. ιθ 30 και Μάρκ. ι 31, από το οποίο συμπεραίνουμε, ότι αποτελεί λόγο του Κυρίου που λέχθηκε πολλές φορές (p).
(2) Δεν λέει ότι όλοι οι πρώτοι, όλοι οι Ιουδαίοι θα γίνουν τελευταίοι, ούτε ότι όλοι οι άλλοτε έσχατοι θα γίνουν πρώτοι (g). «Οι πιστοί από τα έθνη που δίνουν μεν τώρα την εντύπωση ότι είναι τελευταίοι, επειδή γνώρισαν καλά το Θεό τελευταίοι, θα γίνουν πρώτοι τότε για την ειλικρινή πίστη τους. Ενώ οι άπιστοι Ιουδαίοι, που φαίνονται μεν τώρα πρώτοι, επειδή πρώτοι γνώρισαν το Θεό… θα γίνουν τότε τελευταίοι για την απιστία τους» (Κ).
(3) Η πρακτική απάντηση στον σ 23, που βγαίνει ως συμπέρασμα από τα λεχθέντα από τον σ. 24 και εξής, θα μπορούσε να διατυπωθεί ως εξής: Οποιοσδήποτε και αν είναι ο αριθμός των σωζομένων, εσείς για αυτό και μόνο πρέπει να ενδιαφέρεστε, πώς θα εξασφαλίσετε χωρίς αναβολή θέση μεταξύ τους (p).

Στίχ. 31-35 . Απειλές του Ηρώδη. Θρήνος για την Ιερουσαλήμ.
13.31 ᾽Εν αὐτῇ τῇ ημέρα(1) προσῆλθον τινες Φαρισαῖοι(2) λέγοντες αὐτῷ, ῎Εξελθε καὶ πορεύου ἐντεῦθεν(3), ὅτι ῾Ηρῴδης θέλει σε ἀποκτεῖναι(4).
31 Εκείνη την ημέρα πλησίασαν μερικοί Φαρισαίοι και του έλεγαν: «Απομακρύνσου απ’ αυτή την περιοχή, γιατί ο Ηρώδης θέλει να σε σκοτώσει».
(1) Διαφορετική γραφή: ᾽Εν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ.
(2) Όχι από ειλικρινές ενδιαφέρον για την ασφάλεια της ζωής του, λένε αυτά σε αυτόν οι Φαρισαίοι. «Επειδή έλιωναν από το φθόνο… επιχειρούν να φοβίσουν τον Κύριο και του φέρνουν ως απειλή τον Ηρώδη» (Θφ). «Και υποκρινόμενοι εύνοια, τον συμβουλεύουν να βγει και να αναχωρήσει· με πρόφαση μεν, να μην φονευτεί από τον Ηρώδη, στην πραγματικότητα όμως για να μην δοξάζεται και ελκύει τον όχλο με το να είναι παρών και να κάνει θαύματα» (Ζ). Η επιθυμία να διαταράξουν το έργο του Ιησού και να δημιουργήσουν πανικό μεταξύ των ακολούθων του, ώθησε τους Φαρισαίους να ανακοινώσουν την απειλή του Ηρώδη στον Ιησού, έστω και αν κόμη δε είχαν την ελπίδα, ότι αυτός φεύγοντας από την περιοχή του Αντίπα θα μετέβαινε στην Ιουδαία και θα περιερχόταν έτσι στη δικαιοδοσία του συνεδρίου και της ιουδαϊκής ιεραρχίας (p). Ενδιαφέρονταν παρ’ όλα αυτά οι Φαρισαίοι και για τον τελευταίο αυτόν λόγο να καταφύγει ο Ιησούς στην Ιουδαία, στην οποία εκτείνονταν τα δικαιώματα του συνεδρίου τους (g).
(3) Ο Κύριος πιθανώς βρισκόταν τώρα στην Περαία. Δεν μπορούμε όμως να είμαστε βέβαιοι για αυτό. Και οι δύο όμως επαρχίες, η Περαία δηλαδή και η Γαλιλαία, βρίσκονταν στη δικαιοδοσία του Αντίπα (p).
(4) Από την απάντηση την οποία ο Κύριος δίνει στους Φαρισαίους βγαίνει ως συμπέρασμα φανερά, ότι η απειλή αυτή δεν ήταν επινόησή τους. Διότι διαφορετικά ο Κύριος θα έλεγχε την ψευδολογία τους και δεν θα αποκαλούσε τον Ηρώδη αλεπού. Παρόλο που ο τετράρχης αυτός επιθυμούσε να δει τον Ιησού να επιτελεί κάποιο θαύμα (Λουκ. κγ 8), πιθανότατα όμως τον θεωρούσε επικίνδυνο (p). Αφενός μεν η από τα κηρύγματα και την παρουσία του Ιησού προκαλούμενη ζύμωση στο λαό ανησυχούσε τον Ηρώδη· αφετέρου όμως δεν ήθελε στον θάνατο του Βαπτιστή που προηγήθηκε να προσθέσει και άλλον, και για αυτό ενδιαφερόταν να δει τον Ιησού να αφήνει τα εδάφη της δικαιοδοσίας του (g)

13.32 καὶ εἶπεν αὐτοῖς, Πορευθέντες εἴπατε τῇ ἀλώπεκι(1) ταύτῃ, ᾽Ιδοὺ ἐκβάλλω δαιμόνια(2) καὶ ἰάσεις(3) επιτελώ(4) σήμερον καὶ αὔριον(5), καὶ τῇ τρίτῃ τελειοῦμαι(6).
32 Εκείνος τους είπε: «Πηγαίνετε να πείτε σ’ αυτήν την αλεπού πως σήμερα κι αύριο θεραπεύω δαιμονισμένους και γιατρεύω ασθενείς· και την τρίτη μέρα θα φτάσει το έργο μου στο τέλος.
(1) «Παρομοιάζει τον άνθρωπο με την αλεπού· διότι αυτό το ζώο είναι πάντα κάπως πανούργο και δύστροπο» (Κ). Η αλεπού εξεικονίζει την πανουργία σε όλες τις γλώσσες και μάλιστα στην ελληνική, όπου σχηματίστηκε και το ρήμα αλωπεκίζω. Είναι σαν να έλεγε στον Ηρώδη: Επειδή δεν τολμάς να δείξεις τα δόντια του λιονταριού, καταφεύγεις στις πανουργίες της αλεπούς. Κάποιοι από τους νεότερους επέκριναν τον ελάχιστα ευλαβή τρόπο, με τον οποίο ο Κύριος επέκρινε τον άρχοντα του λαού του! Λησμόνησαν όμως, ότι ο Ηρώδης ήταν δημιούργημα του Καίσαρα και δεν ήταν νόμιμος κληρονόμος του θρόνου του Δαβίδ. Εάν επίσης οι προφήτες της Π.Δ. ως εντολοδόχοι του Θεού, έπαιρναν το θάρρος να μιλήσουν στους νόμιμους άρχοντες του λαού με τη γνωστή γλώσσα, πόσο μάλλον ο Ιησούς, ο οποίος είχε συνείδηση ότι και ως άνθρωπος ήταν ο ίδιος ο Μεσσίας, ο αληθινός βασιλιάς του Ισραήλ, είχε το δικαίωμα να χαρακτηρίσει την διαγωγή ενός βασιλιά που ήταν παρείσακτος και παράνομα ανέβηκε στο θρόνο (g).
(2) Δεν προσθέτει «κηρύττω το ευαγγέλιο» διότι αυτό δεν θα κατανοούνταν από τον Ηρώδη. Από τον ευεργετικό χαρακτήρα των πράξεων αυτών του Ιησού, γινόταν προφανές το αδικαιολόγητο και η κακεντρέχεια των προθέσεων του Ηρώδη (b).
(3) Η λέξη υπάρχει μόνο εδώ και στο Πραξ. δ 22,30. Προφανώς είναι λέξη ιατρική, που δεν συναντιέται όμως μαζί με το ρήμα αποτελώ (άλλη γραφή, αντί για επιτελώ) (L).
(4) Υπάρχει και η γραφή αποτελώ. Εφόσον όμως το αποτελώ είναι σπανιότερο από το επιτελώ, πιθανώς το τελευταίο αυτό αντικατέστησε κατά την αντιγραφή το αποτελώ, το οποίο συναντιέται στα παλαιότερα χειρόγραφα (g)=φέρνω κάτι σε πλήρες τέλος.
(5) «Κάποιοι λένε ότι το «σήμερα και αύριο» το λέει για δύο ημέρες, κατά τις οποίες επρόκειτο εκεί να θαυματουργεί· ενώ «τρίτη» εννοεί την μετά από αυτές, κατά την οποία λέει ότι θα τελειώσει, δηλαδή θα αρχίσει την πορεία προς το θάνατο και θα βαδίσει προς τα Ιεροσόλυμα» (Ζ). Πιο σωστή ερμηνεία: «Το σήμερα και αύριο, έστω και αν φαίνονται ότι δείχνουν μετρημένες ημέρες, φανερώνουν όμως στην πραγματικότητα συντομία καιρού. Διότι συνηθίζουμε, όταν θέλουμε να δείξουμε τον λίγο καιρό, να λέμε «σήμερα και αύριο»» (Ζ).
(6) «Με το να πει «φθάνω στο τέλος», διαμηνύει τον θάνατό του και ότι πεθαίνει με τη θέλησή του και ούτε ο Ηρώδης ούτε αυτοί θα μπορούσαν να κάνουν κάτι πριν τον κατάλληλο καιρό» (σχ.). «Οπωσδήποτε δεν έδειξε αυτό, ότι δηλαδή αναγκαστικά την τρίτη ημέρα θα έφτανε στο τέλος, αλλά δείχνει ότι ο θάνατός του θα γίνει σύντομα» (Θφ). «Υποδηλώνει ότι δεν θα πεθάνει μετά από πολύ καιρό» (Ζ). Ή, είμαι στο τέλος τόσο της δράσης μου όσο και της ζωής μου. Ας μην ανησυχεί λοιπόν ο Ηρώδης (g).

13.33 πλὴν δεῖ(1) με σήμερον καὶ αὔριον καὶ τῇ ἐχομένῃ(2) πορεύεσθαι(3), ὅτι οὐκ ἐνδέχεται(4) προφήτην ἀπολέσθαι ἔξω ᾽Ιερουσαλήμ(5).
33 Πείτε του πως αυτά θα γίνουν σήμερα κι αύριο, και την επομένη θα συνεχίσω την πορεία μου, γιατί δε συνηθίζεται να σκοτώνουν προφήτη έξω από την Ιερουσαλήμ.
(1) Είναι καθορισμένο από το θείο σχέδιο να πορευτώ φεύγοντας από εδώ και να γίνει ό,τι επιθυμεί ο Ηρώδης. Θα φύγω όχι διότι αυτός το θέλει, αλλά διότι το έργο μου κατά τη στιγμή αυτή απαιτεί αυτό (p). Έτσι μεταφράζεται και το «πλην». «Λέγοντας βεβαίως το «πρέπει εγώ», δεν δήλωσε αναπόφευκτη ανάγκη από την οποία κατά κάποιο τρόπο εξαρτιέται· αλλά ότι μάλλον με την εξουσία των δικών του θελημάτων, άφοβα θα βαδίσει όπου τυχόν θέλει και θα περιοδεύσει την Ιουδαία, χωρίς κανείς να έλθει εναντίον του ή να τον επιβουλευτεί, μέχρις ότου αυτός με τη θέλησή του καταδεχτεί να φτάσει στο τέλος» (Κ).
(2) Ή, «πρέπει σήμερα και αύριο να ενεργήσω αυτά που είπα, δηλαδή για λίγο καιρό και την «εχομένη» να πορευτώ, δηλαδή την επομένη ημέρα να πορευτώ» (Ζ). «Μην εννοήσεις ότι σημαίνει: πρέπει σήμερα και αύριο να πορευτώ, αλλά σταμάτησε την πρόταση μέχρι το σήμερα και αύριο· και έτσι πες το «την επομένη να πορευτώ»» (Θφ). Ή, θα πάρουμε και τις τρεις ημέρες μαζί με την έννοια του προσεχώς (L)· «είναι δηλαδή σαν να λέει περίπου τα εξής σε αυτούς που τον φθονούν· Τι μελετάτε τον θάνατό μου; Να, αυτό θα γίνει μετά από λίγο» (Θφ).
(3) Λιγότερο πιθανή ερμηνεία «να μεταβώ από την παρούσα ζωή» (Ζ). Πιο σωστά, «να πορευτώ στην Ιερουσαλήμ» (Θφ). Η έννοια της όλης φράσης=Λίγος χρόνος μου απομένει. Η εργασία μου δεν θα διαρκέσει ακόμη παρά τρεις ημέρες, δηλαδή μετρημένες ημέρες. Αυτές δεν μπορεί κανείς, ούτε ο Ηρώδης, να μου τις αφαιρέσει. Και σε αυτές θα εξακολουθήσω να βαδίζω προς τα Ιεροσόλυμα αργά, όπως βάδισα μέχρι τώρα (g).
(4) «Δεν είναι δεκτό, δηλαδή είναι ασυνήθιστο» (Ζ). Ουκ ενδέχεται, στη δόκιμη γλώσσα=δεν είναι δυνατόν (δ). «Όταν όμως ακούσεις ότι δεν είναι ενδεχόμενο προφήτης να φονευτεί έξω από την Ιερουσαλήμ, μη νομίζεις ότι εξαναγκάστηκαν οι Ιουδαίοι στο να πράξουν τέτοια πράγματα λόγω του ότι γράφτηκαν αυτά, αλλά αυτό λέγεται σε συμφωνία με την φονική τους διάθεση… διότι αφού εθίστηκαν με τα αίματα των δούλων, θα φονεύσουν και τον Κύριο» (Θφ).
(5) «Το είπε αυτό ειρωνικά διασύροντας την Ιερουσαλήμ ως προφητοκτόνο» (Ζ). Η δίκαιη ειρωνεία από δύο πλευρές: α) Σύμφωνα με το προηγούμενο που βαραίνει την Ιερουσαλήμ, είναι αυτή ο τόπος όπου κάθε προφήτης θα θανατωθεί. Η πόλη αυτή λες και από συνήθεια είχε λάβει το δικαίωμα εκείνο του να φονεύει τους προφήτες (Grotius). β) Όταν ο καιρός φτάσει, φονιάς δεν θα γινόταν ο Ηρώδης=Φαίνεστε ότι ενδιαφέρεστε για την ασφάλειά μου και για αυτό με αποτρέπετε από το να μείνω στη δικαιοδοσία του Ηρώδη. Μη φοβάστε. Εδώ δεν διατρέχω κανένα κίνδυνο. Αλλά πρέπει να μεταβώ στην πρωτεύουσά σας και εκεί με τα δικά σας χέρια θα θανατωθώ (p). Ο θάνατος του βαπτιστή Ιωάννη λέχθηκε ως παράδειγμα προφήτη που θανατώθηκε έξω από την Ιερουσαλήμ. Αλλά η περίπτωση αυτή αποτελεί μοναδική εξαίρεση του κανόνα (ο).

13.34 ᾽Ιερουσαλὴμ(1) ᾽Ιερουσαλήμ, ἡ ἀποκτέννουσα τοὺς προφήτας καὶ λιθοβολοῦσα τοὺς ἀπεσταλμένους πρὸς αὐτήν(2), ποσάκις(3) ἠθέλησα(4) ἐπισυνάξαι(5) τὰ τέκνα σου ὃν τρόπον ὄρνις τὴν ἑαυτῆς νοσσιὰν(6) ὑπὸ τὰς πτέρυγας(7), καὶ οὐκ ἠθελήσατε(8).
34 Ιερουσαλήμ, Ιερουσαλήμ, εσύ που σκοτώνεις τους προφήτες και λιθοβολείς αυτούς που σου στέλνει ο Θεός! Πόσες φορές θέλησα να συνάξω τα παιδιά σου, όπως η κλώσα τα κλωσόπουλά της κάτω από τις φτερούγες της, αλλά εσείς δεν το θελήσατε!
(1) Δες Ματθ. κγ 37-39 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις. Τι θλίψη πρέπει να είχε ο Μεσσίας για να μιλήσει έτσι για την πρωτεύουσα του λαού του! Η σύνδεση με τα παραπάνω είναι φυσική και πολύ περισσότερο, εάν οι φαρισαίοι του στίχου 31 είχαν έλθει από τα Ιεροσόλυμα. Αλλά και η σύνδεση στο Ματθ. κγ 37 δεν είναι λιγότερο φυσική· εκεί όμως ο Χριστός είναι στην Ιερουσαλήμ. Λόγω αυτού υπήρξαν κάποιοι από τους νεότερους οι οποίοι υποστήριξαν τη γνώμη, ότι ο Κύριος 2 φορές και κάτω από διαφορετικές περιστάσεις εκφώνησε τα λόγια αυτά (p). Η επανάληψη δημιουργεί έμφαση και προδίδει παρά πολύ οίκτο.
(2) Ο Κύριος χρησιμοποιεί ενεστώτα (αποκτείνουσα… λιθοβολούσα). Αξιόλογη η παρατήρηση: Όλα όσα κατά το παρελθόν έγιναν στην Ιερουσαλήμ, όπως και όλα όσα επρόκειτο να γίνουν στο μέλλον, ήταν με την καθαρότητα του παρόντος μπροστά στο μάτι του Χριστού. Είναι αξιοσημείωτο ότι οι Ιεροσολυμίτες δεν περιορίστηκαν στο να μην ακούσουν τους προφήτες, αλλά κατέληξαν στο να τους φονεύσουν. Εκείνοι στους οποίους παρέχεται αφθονία μέσων της χάριτος, εάν δεν επωφεληθούν αυτά, σκληραίνουν από αυτά.
(3) Ο Κύριος επανειλημμένα επισκέφτηκε την Ιερουσαλήμ και κήρυξε και επιτέλεσε θαύματα σε αυτήν. Όσες φορές λοιπόν ακούμε τη φωνή του ευαγγελίου του και όσες φορές αισθανόμαστε στα βάθη μας τις νύξεις του Πνεύματος, τόσες φορές και ο Χριστός μας καλεί, όπως κάλεσε άλλοτε την Ιερουσαλήμ.
(4) Ο Χριστός γεμάτος με στοργή θέλει να σώσει τις αμαρτωλές ψυχές· επιθυμεί σφοδρά να προλάβει τον όλεθρό τους, αγάλλεται με την μετάνοιά τους. Αλλά η θέληση αυτή του Χριστού επιβαρύνει ακόμη περισσότερο την ενοχή των αμαρτωλών που δεν θέλουν, και ρίχνει την ευθύνη του αίματός τους στα κεφάλια τους.
(5) Οι προθέσεις στο επι-συν-άξαι σημαίνουν: μαζί σε ένα τόπο-γύρω από μένα τον ίδιο (p).
(6) «Νοσσιά λέει τώρα το πλήθος των νεοσσών (μικρά πουλιά)» (Ζ). Με την ίδια στοργή με την οποία και η κότα μαζεύει το πλήθος των νεοσσών της. Και για τον ίδιο σκοπό, για τον οποίο και εκείνη μαζεύει εκείνα. Για προστασία και ασφάλεια εναντίον του κινδύνου που τα απειλεί. Αλλά οι νεοσσοί όταν κινδυνεύουν τρέχουν αμέσως στη μητέρα που τους καλεί. Εσείς όμως κωφεύσατε.
(7) «Θέλησε να τους έχει κάτω από τα φτερά, δηλαδή κάτω από τη σκέπη της δύναμής του» (Κ).
(8) Μπαίνει σε τραγική αντίθεση με το «πόσες φορές θέλησα» (p). Αποδεικνύει το θλιβερό προνόμιο του ανθρώπου να αντιστέκεται στις ισχυρότερες έλξεις της χάρης (g). «Βλέπεις ότι και αν θέλει ο Θεός να σώσει, αλλά εμείς δεν προσέξουμε τους εαυτούς μας, μένουμε στην απώλεια; Διότι όπως λέω πολλές φορές, ο Θεός έχει την πρόθεση να σώζει τον άνθρωπο όχι ακούσια ούτε χωρίς ο άνθρωπος να θέλει, αλλά εκούσια και με ελεύθερη πρόθεση» (Χ).

13.35 ἰδοὺ ἀφίεται ὑμῖν(1) ὁ οἶκος ὑμῶν(2) έρημος(3). λέγω δὲ(4) ὑμῖν, οὐ μὴ με ἴδητέ ἕως αν ἥξη ὅτε εἴπητε, Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι κυρίου(5).
35 Γι’ αυτό ο τόπος σας θα ερημωθεί. Σας βεβαιώνω πως δε θα με δείτε πια, ώσπου να ’ρθεί ο καιρός που θα πείτε, ευλογημένος αυτός που έρχεται σταλμένος απ’ τον Κύριο!»
(1) Αφήνεται σε σας· έχετε αυτόν εξ’ ολοκλήρου δικό σας με την φροντίδα να τον προστατεύετε μόνοι σας, διότι ο Θεός δεν θα διαμένει πλέον σε αυτόν και δεν θα τον προστατεύει (p).
(2) Η πόλη Ιερουσαλήμ (p). Κανείς πλέον δεσμός δεν συνδέει αυτήν με το Θεό, ώστε να ονομάζει αυτήν σπίτι του (L). Όμοιος με αρπακτικό πτηνό, που πετά πάνω από το θύμα του, ο εχθρός απειλεί τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ. Ο Ιησούς ο οποίος προστάτευε αυτούς μέχρι τώρα κάτω από τα φτερά του, αποσύρεται και παραμένουν τώρα ακάλυπτοι, εγκαταλελειμμένοι στο να υπερασπίζουν μόνοι τους εαυτούς τους. Η έννοια αυτή εκφράζεται στο πρώτο μισό του σ. 35 (g). Και ο ναός για τον οποίο καυχιόντουσαν, περιλαμβάνεται στο σπίτι τους. Είχαν μεταβάλλει αυτόν από οίκο του Θεού σε οίκο εμπορίου και σε σπήλαιο ληστών.
(3) Η λέξη δεν φαίνεται να είναι αυθεντική, αλλά αποτελεί γλώσσα (λέξη-κείμενο) που μπήκε στο κείμενο από το περιθώριο του χειρογράφου. Όταν ο Χριστός φύγει και απομακρυνθεί από ένα μέρος, οσοδήποτε και αν είναι αυτό με επιμέλεια προετοιμασμένο και πολυσύχναστο, μεταβάλλεται σε έρημο.
(4) Αντιθετικός σύνδεσμος=Φεύγω, αλλά μην εκλαμβάνετε την αναχώρηση αυτή ως σύντομη απουσία. Σας διακηρύσσω ότι δεν θα με δείτε για πολύ (g).
(5) Τρεις διαφορετικές εξηγήσεις δόθηκαν στο «όταν πείτε· ευλογημένος… Κυρίου». α) Ελάχιστα πιθανή ερμηνεία: Μετά τον εδώ διάλογο με τους Φαρισαίους «αφού περιόδευσε την Ιουδαία… επέστρεψε πάλι στα Ιεροσόλυμα· τότε λοιπόν, τότε κάθισε στο πουλάρι και όχλοι πολλοί και παιδιά κάτω από την εφηβεία… βάδιζαν μπροστά του και έλεγαν τιμητικά… Ωσαννά… ευλογημένος ο ερχόμενος… Επομένως τότε λέει ότι θα τον δουν πάλι, όταν φτάσει ο καιρός του Πάθους» (Κ). β) Κατά την δευτέρα παρουσία, όταν «βλέποντας αυτόν να έρχεται από τους ουρανούς με τη θεϊκή δόξα και με την συνοδεία αγγέλων, θα αναγκαστούν να ομολογήσουν ότι αυτός είναι ο ευλογημένος που έρχεται στο όνομα του Κυρίου, του Πατέρα του» (Ε). γ) Για τελειώσει η απουσία μου από εσάς, θα χρειαστεί να δώσετε τους εαυτούς σας σε μένα, με την μεταβολή των διαθέσεών σας απέναντί μου, οπότε θα με επικαλεστείτε με φωνή μετάνοιας και ευλάβειας (g). Αναφέρεται λοιπόν στην διαμέσου των αιώνων επιστροφή των Ισραηλιτών στον Ιησού (p). Η τελευταία ερμηνεία είναι πιο σοβαρή.

Κεφάλαιο 14

Στίχ. 1-6 . Η θεραπεία του υδρωπικού.
14.1 Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἐλθεῖν αὐτὸν εἰς οἶκόν τινος τῶν ἀρχόντων(1) τῶν Φαρισαίων(2) σαββάτῳ(3) φαγεῖν ἄρτον καὶ αὐτοὶ(4) ἦσαν παρατηρούμενοι(5) αὐτόν.
1 Ένα Σάββατο ο Ιησούς πήγε στο σπίτι κάποιου Φαρισαίου άρχοντα για να φάει, και οι Φαρισαίοι τον παρακολουθούσαν.
(1) Δεν έχουμε ενδείξεις ότι υπήρχε κάποια ιεραρχία στη μερίδα των Φαρισαίων. Διακρίνονταν όμως μεταξύ τους αυτοί που υπερείχαν στις γνώσεις, τα τάλαντα και τον πλούτο (g).
(2) Μετά από αυτά που αναφέρθηκαν στο κεφ. ια (37-54), θα φαινόταν ίσως εκπληκτικό πώς ο Κύριος δέχεται πάλι πρόσκληση Φαρισαίου για φαγητό (p). Παρ’ όλα αυτά «υπήρχαν και στους φαρισαίους κάποιοι που ήταν σε μισό βαθμό πονηροί και διαφορετικοί από τους άλλους. Ακολουθούσε λοιπόν ο Χριστός, κάνοντας και εδώ το γεύμα αφορμή για ωφέλεια του Φαρισαίου και όσων ήταν στο σπίτι του» (Ζ). «Διότι φρόντιζε για την ωφέλεια των ψυχών και για αυτό το λόγο έμπαινε στο σπίτι» (Θφ).
(3) Ήταν συνηθισμένο να γίνονται συμπόσια το Σάββατο και είχε αποβεί παροιμιώδης η πολυτέλεια των συμποσίων κατά τα σάββατα (p).
(4) Οι οποίοι κατονομάζονται και στο σ. 3.
(5) «Οι υπόλοιποι Φαρισαίοι τον παρατηρούσαν εάν θα κάνει κάτι σε αντίθεση με το νόμο την ημέρα του σαββάτου» (Ζ). Πέρα από κάθε νόμο φιλοξενίας. Είναι καθήκον αυτού που φιλοξενεί να αναλαμβάνει υπό την προστασία του τον φιλοξενούμενο και να προλαβαίνει κάθε επιβουλή εναντίον του. Οι Φαρισαίοι όμως και οι νομικοί, με την ανοχή αυτού που φιλοξενούσε, παραμόνευαν όπως οι κυνηγοί πουλιών, οι οποίοι περιμένουν για να παγιδέψουν πουλιά.

14.2 καὶ ἰδοὺ(1) ἄνθρωπός τις ἦν ὑδρωπικὸς(2) ἔμπροσθεν αὐτοῦ(3).
2 Τότε στάθηκε μπροστά του ένας άνθρωπος που έπασχε από υδρωπικία.
(1) Το «ιδού» υποδηλώνει ότι η παρουσία του υδρωπικού ήταν απροσδόκητη από τους καλεσμένους, ίσως μάλιστα και από αυτόν τον ίδιο που φιλοξενούσε. Δεν ήταν πάντως από τους καλεσμένους, όπως φαίνεται και από το απέλυσε στο σ. 4 (p).
(2) Λέξη που λέγεται μοναδική φορά, συνηθισμένη όμως στους γιατρούς συγγραφείς (p). Εδώ είναι επίθετο, οι γιατροί όμως, παρόλο που χρησιμοποιούν αυτό και ως επίθετο, συχνότερα το παίρνουν ως ουσιαστικό (L).
(3) «Επειδή φοβήθηκε τους Φαρισαίους, δεν πλησίασε να ζητήσει να θεραπευτεί, επειδή ήταν Σάββατο, αλλά μόνο στάθηκε μπροστά του, έτσι ώστε αφού τον δει και τον σπλαχνιστεί, να τον θεραπεύσει» (Κ).

14.3 καὶ ἀποκριθεὶς(1) ὁ ᾽Ιησοῦς εἶπεν πρὸς τοὺς νομικοὺς(2) καὶ Φαρισαίους λέγων(3), ει έξεστι τῷ σαββάτῳ θεραπεύειν(4);
3 Ο Ιησούς πήρε το λόγο και ρώτησε τους νομοδιδασκάλους και τους Φαρισαίους: «Επιτρέπεται να γίνονται θεραπείες το Σάββατο;»
(1) Απάντησε στις σκέψεις τους, που υπονοούνταν με το «παρατηρούσαν» του σ. 1 (p). Η παρουσία του ασθενή προκάλεσε σε αυτούς το ερώτημα: Θα τον θεραπεύσει άραγε ή δεν θα τον θεραπεύσει;
(2) «Που ήταν καλεσμένοι και αυτοί μαζί εκεί» (Ζ). Προς τους νομικούς, οι οποίοι παρόλο που εξ’ επαγγέλματος σπούδαζαν τον νόμο, όμως δεν αντιλαμβάνονταν σωστά τον νόμο σχετικά με το σάββατο (b).
(3) Το είπε… λέγων, είναι εβραϊκός τρόπος γραφής (p).
(4) Υπάρχει και η γραφή: ῎Εξεστιν τῷ σαββάτῳ θεραπεῦσαι ἢ οὔ; «Ο Θεός των όλων είναι αγαθός και φιλάνθρωπος. Δεν έβαλε τον νόμο του Μωϋσή ως διδάσκαλο απανθρωπιάς, αλλά μάλλον εισηγητή της αγάπης στον διπλανό μας» (Κ).

14.4 οἱ δὲ ἡσύχασαν(1). καὶ ἐπιλαβόμενος(2) ἰάσατο αὐτὸν(3) καὶ ἀπέλυσεν.
4 Εκείνοι δεν απάντησαν. Ο Ιησούς έπιασε τον άρρωστο, τον γιάτρεψε και τον άφησε να φύγει.
(1) «Και άλλοτε όταν ρωτήθηκαν κάτι τέτοιο, αποστομώθηκαν» (Ζ). Σιώπησαν μη έχοντας τι να πουν. «Διότι δεν μπορούσαν να πουν, ότι εμπόδισε ο νόμος να κάνει κάποιος αγαθοεργίες το Σάββατο» (Ζ). Δεν επιθυμούσαν όμως και να πουν ότι επιτρέπεται το Σάββατο να θεραπεύει κάποιος (p). Οι αγαθοί επικρίνονται πολλές φορές από τους πονηρούς και για πράξεις, τις οποίες και αυτοί οι ίδιοι που επικρίνουν, εάν άφηναν τη συνείδησή τους ελεύθερη να μιλήσει, δεν θα τολμούσαν να αποκηρύξουν.
(2) «Αντί να πει: αφού άγγιξε» (Ζ). Σύμφωνα με κάποιους το «επιλαβόμενος» υποδηλώνει, ότι ο Κύριος πήρε κατ’ ιδίαν τον ασθενή και αφού τον οδήγησε σε άλλο δωμάτιο, τον θεράπευσε εκεί. Εάν δεχτούμε την εκδοχή αυτή ως ορθή, ο Ιησούς έπραξε αυτό αφενός μεν αποφεύγοντας κάθε επίδειξη και αυτοδιαφήμιση, αφετέρου δε για να μην προκαλέσει και ερεθίσει ακόμη περισσότερο τους αντιπάλους του. Διδασκόμαστε από το τελευταίο αυτό, ότι, παρόλο που δεν πρέπει να μπαίνουμε σε οποιονδήποτε δισταγμό, προκειμένου να πράξουμε το καθήκον μας, παρ’ όλα αυτά πρέπει να λαμβάνουμε όλα τα νόμιμα μέτρα για να κάνουμε την εμμονή στο καθήκον όσο γίνεται λιγότερο δυσάρεστη σε αυτούς που αντιτίθενται. «Επειδή τον ήξερε ο Κύριος, μιας και εισχωρούσε μέσα στην ψυχή του ως Θεός, δεν τον ρωτά αν θέλει να γίνει καλά, αλλά αμέσως τον θεράπευσε. Διότι ήξερε ότι ήθελε. Διότι πράγματι, για να τύχει της θεραπείας στεκόταν μπροστά του και σιωπούσε» (Κ).
(3) «Ο Κύριος δεν είχε σκοπό, να μη σκανδαλίσει αυτούς, αλλά να ευεργετήσει αυτόν που χρειαζόταν θεραπεία. Διότι πρέπει εμείς, όπου ανακύπτει πάρα πολλή ωφέλεια, να μη φροντίζουμε για αυτούς που ανόητα σκανδαλίζονται» (Θφ).

14.5 καὶ αποκριθείς πρὸς αὐτοὺς εἶπεν(1), Τίνος ὑμῶν(2) υἱὸς ἢ βοῦς εἰς φρέαρ εμπεσεῖται(3), καὶ οὐκ εὐθέως ἀνασπάσει(4) αὐτὸν ἐν ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου;
5 Ύστερα τους είπε: «Ποιος από σας, όταν πέσει το παιδί του ή το βόδι του στο πηγάδι το Σάββατο δε θα το ανασύρει αμέσως;»
(1) Υπάρχει και η γραφή: Και προς αυτούς είπε, όπου παραλείπεται το αποκριθείς. «Επειδή από δυστροπία σιώπησαν, διαλύει ο Χριστός την άθραυστη αναισχυντία τους, χρησιμοποιώντας για αυτό συλλογισμούς αναγκαίους» (Κ) και «διδάσκοντας ότι ο νόμος διέταξε να σαββατίζουν, δηλαδή να απέχουν, από τα βιοτικά έργα, όχι όμως και από τα πνευματικά» (Ζ).
(2) Με έμφαση μπαίνει μπροστά το ὑμῶν =Πώς ενεργείτε εσείς όταν πρόκειται για τα συμφέροντά σας; (p). Δεν ωθούνταν κυρίως από λόγους συμπαθείας προς τα άρρωστα ζώα, αλλά από λόγους συμφέροντος, όταν έσπευδαν να βοηθήσουν αυτά όταν κινδύνευαν. Αυτό όμως έκανε ολοφάνερη την υποκρισία τους. Επρόκειτο για το δικό τους βόδι. Και προκειμένου να προλάβουν τη ζημιά του χρήματος, η οποία θα ερχόταν σε αυτούς, εάν το βόδι πέθαινε, δεν εύρισκαν ότι παραβιάζεται το Σάββατο με τις βαριές προσπάθειες τις οποίες θα κατέβαλλαν για να το διασώσουν. Προκειμένου όμως για τη θεραπεία του άρρωστου ανθρώπου, με την οποία θα δοξαζόταν ο Θεός, εύρισκαν ότι παραβιάζεται το Σάββατο, έστω και αν με κανένα σωματικό κόπο, αλλά με απλό λόγο επιτυγχανόταν αυτή.
(3) «Σχεδόν λέει στους Φαρισαίους τα εξής: Αν έχει εμποδίσει ο νόμος να κάνει κάποιος πράξεις ελέους το Σάββατο, δεν θα φροντίσεις τον γιο σου αν κινδυνεύει το Σάββατο; Και τι λέω τον γιο; Τη στιγμή που ούτε βόδι δεν θα εγκαταλείψεις αβοήθητο, αν το δεις να κινδυνεύει. Πώς λοιπόν δεν είναι ανόητο να εξετάζετε την θεραπεία του υδρωπικού το Σάββατο;» (Θφ).
(4) =ανασύρει (δ), με πολύ κόπο και εργασία (b).

14.6 καὶ οὐκ ἴσχυσαν ἀνταποκριθῆναι(1) αυτώ πρὸς ταῦτα(2).
6 Και δεν μπόρεσαν να δώσουν απάντηση σ’ αυτά.
(1) Ανταποκρίνομαι=απαντώ με τη σειρά μου (δ). Μόνο εδώ και στο Ρωμ. θ 20.
(2) «Αφού ήταν φανερή η αλήθεια» (Ζ).

Στίχ. 7-14. Διδασκαλία για την ταπεινοφροσύνη.
14.7 ῎Ελεγεν δὲ πρὸς τοὺς κεκλημένους(1) παραβολήν(2), ἐπέχων(3) πῶς τὰς πρωτοκλισίας(4) ἐξελέγοντο, λέγων πρὸς αὐτούς,
7 Βλέποντας ο Ιησούς τους καλεσμένους με ποιον τρόπο διάλεγαν τις πρώτες θέσεις στο τραπέζι, τούς είπε μια παραβολή:
(1) Μπορούμε να υποθέσουμε ότι η θεραπεία του υδρωπικού έγινε πριν ακόμη αρχίσει το γεύμα. Τώρα αυτό αρχίζει και όταν κάθονταν οι καλεσμένοι γύρω από το τραπέζι, εκδηλώθηκε κάποια τάση μεταξύ τους να πιάσουν τις πρώτες θέσεις (p). Ο Κύριος παίρνοντας από αυτό αφορμή απευθύνει λόγους οικοδομής στους καλεσμένους. Μας παρέχει έτσι αξιομίμητο παράδειγμα να επωφελούμαστε από τη συνεστίαση με φίλους και συγγενείς, για να λέμε αυτά που είναι απαραίτητα για οικοδομή. Όχι μόνο όταν ήταν μαζί με τους μαθητές του, αλλά και όταν βρισκόταν σε σπίτι ξένο και με συντροφιά αγνώστων ή και εχθρών που τον παρατηρούσαν, ο Κύριος επεδίωκε να πει τα διδακτικά και ωφέλιμα. Και ανάμεσα σε κακόβουλους «όταν συναντούσε τους αμαρτωλούς» ο Κύριος «δεν σιώπησε τα αγαθά» (Ψαλμ. λη 1,2). Διότι παρά τις προκλήσεις τους ο Κύριος δεν αγανάκτησε ούτε «άναψε η καρδιά του μέσα του».
(2) Παραβολή που πάρθηκε από τους εξωτερικούς τρόπους συμπεριφοράς και αναφέρεται σε εσωτερικές και πνευματικές αρχές (b). Η συμβουλή που παρέχεται στο χωρίο αυτό δεν είναι καθόλου, όπως πίστεψαν πολλοί, συμβουλή φρόνησης κοσμικής, ούτε στη σκέψη του Κυρίου, ούτε στη σκέψη του Λουκά. Ο όρος παραβολή, που χρησιμοποιείται εδώ και το συμπέρασμα στο σ. 11, αποκλείουν την υπόθεση αυτή και επιβάλλουν να εκλάβουμε τον λόγο με έννοια θρησκευτική και με πνευματική εφαρμογή. Με την εικόνα αυτή τη χαριτωμένη και πάρα πολύ επίκαιρη, παρέχει ο Κύριος στους καλεσμένους μάθημα ταπεινοφροσύνης (g). Το μάθημα αυτό είναι το εξής: Ο καθένας ενώπιον του Θεού οφείλει να αισθάνεται ότι η έσχατη θέση είναι η μόνη που αρμόζει σε αυτόν (p), ως προς δε τους άλλους να θυμάται διαρκώς την προτροπή του Παύλου στο Φιλιπ. β 3 «με την ταπεινοφροσύνη να θεωρείτε τους άλλους ότι υπερέχουν από τον εαυτό σας». «Φαίνεται μεν σε κάποιους ίσως, ότι αυτά είναι κάπως μικρά και όχι άξια πολλής φροντίδας. Όταν όμως κάποιος προσηλώσει σε αυτά το μάτι της διάνοιας, τότε θα μάθει, από τι κατηγορία, από τη μία, απαλλάσσουν τον άνθρωπο, και πόσο κόσμιο, από την άλλη, τον κάνουν» (Σχ.). «Ας νικήσει, λέει, πολλούς με την λαμπρότητα των αρετών, με την ταπεινοφροσύνη. Διότι υψηλό στα μάτια του Θεού είναι το μέτριο φρόνημα» (Κ).
(3) Εξυπακούεται η λέξη «τον νου»=παρατηρούσε (δ)· κατηύθυνε την προσοχή του (g). Η προσοχή στην κοινωνική συναναστροφή και συμπεριφορά είναι πολύ ωφέλιμη και επαινετή συνήθεια (b). Στις πιο συνηθισμένες ενέργειες της ζωής μας το μάτι του Χριστού μας παρακολουθεί προσεκτικά και σημειώνει καθετί που πράττουμε, όχι μόνο στις θρησκευτικές μας συνάξεις, αλλά και στα συμπόσιά μας και τις άλλες κοινωνικές συναναστροφές.
(4) Με την ανάμιξη που σημειώθηκε τα χρόνια εκείνα στην Παλαιστίνη ιουδαϊκών, ρωμαϊκών, ελληνικών και περσικών εθίμων, δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ποια ήταν η πιο τιμητική θέση στο τραπέζι. Το Ταλμούδ αναφέρει ότι σε ανάκλιντρο που περιλάμβανε 3 παρακαθήμενους, η μεσαία θέση ήταν η πιο τιμητική και μετά από αυτήν ερχόταν η από αριστερά και τελευταία η από δεξιά (p).

14.8 ῞Οταν κληθῇς(1) ὑπό τινος εἰς γάμους(2), μὴ κατακλιθῇς εἰς τὴν πρωτοκλισίαν, μήποτε(3) ἐντιμότερός σου(4) ᾖ κεκλημένος ὑπ᾽ αὐτοῦ,
8 «Όταν σε καλέσει κάποιος σε γάμο, μην πας να καθίσεις στην πρώτη θέση, γιατί μπορεί κάποιος άλλος καλεσμένος να είναι πιο σπουδαίος από σένα.
(1) Το σε ενικό αριθμό πρόσωπο χρησιμοποιείται για να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στο παράγγελμα. Δεν αναφέρεται λοιπόν ούτε στον οικοδεσπότη, ούτε σε κάποιο ορισμένο πρόσωπο από τους καλεσμένους, αλλά στο δεύτερο πρόσωπο, το οποίο χρησιμοποιείται εδώ, περιλαμβάνονται όλοι οι καλεσμένοι (ο).
(2) «Με τους γάμους, φανέρωσε κάθε γεύμα και κάθε δείπνο· διότι το να κληθεί κάποιος σε γάμους φαινόταν πιο τιμητικό από την πρόσκληση σε γεύμα ή δείπνο» (Ζ). Προτιμά ως εικόνα το συμπόσιο των γάμων, διότι σε αυτό η σειρά στον καθορισμό της θέσης κάθε καλεσμένου τηρείται ακριβέστερα από όσο σε οποιοδήποτε άλλο γεύμα (g). Επιπλέον ο Ιησούς απέφευγε να δώσει μάθημα πιο άμεσο και δεν έθιγε την φιλοτιμία των καλεσμένων εκείνη τη στιγμή, αφού το συμπόσιο στο οποίο μετείχε δεν ήταν γαμήλιο (L).
(3) Ο καθένας από τους καλεσμένους γνωρίζει μόνο τη δική του πρόσκληση, όχι όμως και ποιοι άλλοι κλήθηκαν (b).
(4) Ο υπερήφανος βάζει τον εαυτό του όχι απλώς υπεράνω μερικών, αλλά υπεράνω όλων (b).

14.9 καὶ ἐλθὼν ὁ σὲ καὶ αὐτὸν καλέσας(1) ἐρεῖ σοι, Δὸς τούτῳ τόπον(2), καὶ τότε ἄρξῃ(3) μετὰ αἰσχύνης(4) τὸν ἔσχατον τόπον κατέχειν.
9 Και τότε θα έρθει αυτός που κάλεσε κι εσένα κι εκείνον, και θα σου πει: “δώσε τη θέση σου σ’ αυτόν”. Τότε εσύ ντροπιασμένος θα πας να καθίσεις στην τελευταία θέση.
(1) Αυτός που κάλεσε, έχει το δικαίωμα να καθορίσει τη θέση στους καλεσμένους του (g).
(2) Κάνε τόπο σε αυτόν· δηλαδή παραχώρησε σε αυτόν τη θέση σου (δ).
(3) Θα αρχίσεις αναζητώντας θέση και επειδή στο μεταξύ όλες οι θέσεις πιάστηκαν από τους ήδη καθισμένους και κανείς από τους άλλους δεν θα υποχωρεί σε σένα, θα καταλήξεις να πιάσεις τον τελευταίο τόπο (δ). Το «θα αρχίσεις» δείχνει αντίθεση ανάμεσα στην εύκολη και σε σύντομο χρόνο κατάληψη της πρώτης θέσης και στην, κατά την διαρκέστερη αναζήτηση νέας θέσης, αργής και ταπεινωτικής υποχώρησης στον τελευταίο τόπο (p).
(4) Η υπερηφάνεια θα καταλήξει σε ντροπή και τελικά ο υπερήφανος θα πέσει από το ύψος του.

14.10 ἀλλ᾽ ὅταν κληθῇς πορευθεὶς ἀνάπεσε εἰς τὸν ἔσχατον τόπον, ἵνα(1) ὅταν ἔλθῃ ὁ κεκληκώς σε ἐρεῖ σοι, Φίλε, προσανάβηθι ἀνώτερον· τότε ἔσται σοι δόξα ἐνώπιον πάντων τῶν συνανακειμένων σοι.
10 Γι’ αυτό, όταν σε καλέσουν κάπου, πήγαινε και κάθισε στην τελευταία θέση, ώστε όταν έρθει αυτός που σε κάλεσε, να σου πει: “φίλε μου, έλα σε μια καλύτερη θέση”. Έτσι αυτό θα είναι μια τιμή για σένα μπροστά στους συνδαιτυμόνες σου.
(1) Ίσως το ἵνα εδώ μπαίνει για να δηλώσει την έκβαση, για να φανερώσει το αποτέλεσμα μάλλον παρά τον σκοπό (p). Ο Σωτήρας δηλαδή δεν εννοεί, ότι πρέπει εμείς σκόπιμα να διαλέγουμε την τελευταία θέση, για να μας ανεβάσουν σε υψηλότερη, αλλά θέλει να μας διδάξει, ότι η αλαζονεία και αυθάδεια οδηγούν σε ταπείνωση και εξευτελισμό, ενώ η αληθινή ταπεινοφροσύνη ουδέποτε εξευτελίζει αλλά πιο πολύ και τιμά (δ). Δεν συνιστά εδώ ο Κύριος στον αλαζόνα να μιμηθεί την ταπεινοφροσύνη για να τιμηθεί, ώστε να ικανοποιηθεί η φιλοπρωτία του (p). «Επιμηκύνει τον λόγο, δείχνοντας και την ντροπή από την αυθάδεια και την δόξα από την ευλάβεια, και από τις δύο μεριές προτρέπει σε μετριοφροσύνη» (Ζ). Η οδός του να ανέβει κάποιος ψηλά είναι να αρχίσει από χαμηλά. Ο Lightfoot παραθέτει παραβολή ενός από τους ραββίνους κάπως όμοια με την παρούσα: «Είχαν κληθεί τρεις σε δείπνο. Ο ένας από αυτούς κάθισε πιο ψηλά λέγοντας: Είμαι ηγεμόνας. Ο άλλος κάθισε κοντά του, προσθέτοντας: Και εγώ είμαι σοφός. Ο τρίτος έπιασε την τελευταία θέση παρατηρώντας: Εγώ είμαι άσημος. Ο βασιλιάς έβαλε τον ταπεινό να καθίσει στην υψηλότερη θέση, και τοποθέτησε τον ηγεμόνα στην τελευταία».

14.11 ὅτι(1) πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται καὶ ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται(2).
11 Γιατί όποιος υψώνει τον εαυτό του θα ταπεινωθεί, κι αυτός που ταπεινώνει τον εαυτό του θα υψωθεί».
(1) «Προσθέτει και απόφθεγμα καθολικό για να βεβαιώσει τη συμβουλή» (Ζ). Προσθέτει αξίωμα που επαναλήφθηκε πολλές φορές από αυτόν. Δες Λουκ. ιη 14 και Ματθ. κγ 12 και τις εκεί σημειώσεις.
(2) Η ταπείνωση είναι το διαβατήριο με το οποίο μπαίνει κάποιος στη βασιλεία των ουρανών (p). Και δεν σημειώνεται μεν πάντοτε και απαρέγκλιτα η επαλήθευση αυτού του αξιώματος στη γη, παρατηρείται όμως αυτή συχνότατα και η κοινή γνώμη βρίσκει τόση ικανοποίηση σε αυτήν την επαλήθευση, ώστε το αξίωμα αυτό του Κυρίου μπήκε ως ρητό σε κοινή χρήση (L). Εδώ ο Κύριος χρησιμοποιεί το αξίωμα αυτό για αποτροπή εκείνου το οποίο αποκαλούμε ματαιότητα. Εκείνοι άλλωστε οι οποίοι επιζητούσαν τις πρωτοκαθεδρίες στα δείπνα, ήταν από τους ανθρώπους εκείνους, οι οποίοι είχαν πεποίθηση στον εαυτό τους και περιφρονούσαν τους άλλους.

14.12 ῎Ελεγεν δὲ καὶ τῷ κεκληκότι(1) αὐτόν, ῞Οταν ποιῇς ἄριστον ἢ δεῖπνον(2), μὴ φώνει(3) τοὺς φίλους σου μηδὲ τοὺς ἀδελφούς σου μηδὲ τοὺς συγγενεῖς σου(4) μηδὲ γείτονας πλουσίους, μήποτε(5) καὶ αὐτοὶ σε ἀντικαλέσωσι καὶ γενήσεταί σοι ἀνταπόδομα.
12 Και σ’ αυτόν που τον είχε καλέσει έλεγε ο Ιησούς: «Εσύ όταν κάνεις γεύμα ή δείπνο, μην καλείς τους φίλους σου και τ’ αδέρφια σου ούτε τους συγγενείς σου και τους πλούσιους γείτονες, γιατί κι αυτοί θα σε καλέσουν με τη σειρά τους, κι έτσι θα σου το ανταποδώσουν.
(1) «Επειδή το δείπνο αποτελείται από δύο μέρη, τους καλεσμένους και αυτούς που καλούν, για το μεν μέρος των καλεσμένων μίλησε χειραγωγώντας με συμβουλή στη σωτήρια ταπεινοφροσύνη παραθέτοντας σε αυτούς φαγητό αδαπάνητο· ρίχνει λοιπόν με τη σειρά του στο φιλότιμο και αυτόν που κάλεσε, και με συμβουλή τον εμποδίζει να κάνει τις εστιάσεις για κάποια ανθρώπινη χάρη και να αναμένει την άμεση ανταπόδοση του μισθού» (Θφ). Ίσως ο Κύριος παίρνει αφορμή από το ότι μεταξύ των καλεσμένων οι περισσότεροι ήταν πλούσιοι. Και μας διδάσκει ότι το να χρησιμοποιούμε όσα έχουμε σε έργα αγαθοεργίας και αγάπης είναι ασύγκριτα προτιμότερο και ωφελιμότερο σε μας, παρά να ξοδεύουμε αυτά σε γενναιόδωρες και μεγαλοπρεπείς υποδοχές ανθρώπων πλούσιων και εξεχόντων.
(2) «Δεν είπε όμως, ότι Όταν κάνεις γάμους, αλλά όταν κάνεις γεύμα ή δείπνο. Διότι στους γάμους αναγκαστικά καλούσαν μαζί φίλους και αδελφούς και συγγενείς και γείτονες πλούσιους για τιμή των γάμων» (Ζ).
(3) Εδώ χρησιμοποιεί το «να φωνάζεις» αντί για το «να καλείς», το οποίο έχει στον επόμενο σ. Ίσως για να σημάνει με το «να φωνάζεις» την επίσημη και προσωπική πρόσκληση (L). Ο ενεστώτας δείχνει αυτό που γίνεται συνήθως και συστηματικά. Απαγορεύει δηλαδή την αποκλειστική πρόσκληση των πλουσίων γειτόνων κλπ. (p).
(4) «Δεν τα συμβούλεψε αυτά για να ατιμάσει τη φιλία και τη συγγένεια και την αδελφότητα και τα αντίστοιχα, αλλά έτσι ώστε, γνωρίζοντας το καλύτερο, αυτό να προτιμούμε και να μην παραχωρούμε τις γενναιόδωρες προσκλήσεις σε αυτούς που δεν έχουν ανάγκη με σκοπό την ανταπόδοση» (Ζ) και έτσι «να πουλάμε την γενναιοδωρία» (Θφ). «Διότι δεν πρέπει να κάνουμε απλώς αυτές τις δεξιώσεις, αλλά σε αυτούς που πεινούν, που διψούν, που είναι γυμνοί, που είναι ξένοι και πτώχευσαν από πλούτο. Διότι δεν είπε απλώς, τράφηκα, αλλά πεινούσα. Διότι λέει «με είδατε να πεινάω και με θρέψατε»» (Χ). Ο Κύριος όχι άσκοπα βάζει πρώτα τους φίλους από τους αδελφούς και συγγενείς. Διότι το γεύμα με φίλους είναι γεύμα διασκέδασης, ενώ η πρόσκληση των αδελφών και συγγενών αποτελεί σε κάποιο μέτρο και καθήκον (g).
(5) =Από φόβο μήπως. Έχει η λέξη μέσα της κάτι το παράδοξο μαζί και χαριτωμένο· δηλαδή αυτού του είδους η πρόσκληση αποτελεί ένα είδος δυστυχίας που πρέπει να αποφεύγεται. Διότι εφόσον θα σου ανταποδοθεί αυτό που τους έκανες, δεν πρόκειται πλέον και στο μέλλον να ανταμειφθείς για αυτό (g).

14.13 ἀλλ᾽ ὅταν ποιῇς δοχὴν(1), κάλει(2) πτωχούς, ἀναπήρους(3), χωλούς, τυφλούς(4)·
13 Αντίθετα, όταν κάνεις τραπέζι, να καλείς φτωχούς, ανάπηρους, κουτσούς, τυφλούς.
(1) «Δοχή ονομάζει την υποδοχή, την ευτυχή συνάντηση, την εστίαση» (Ζ).
(2) Έξυπνη η παρατήρηση: Χρησιμοποιείται εδώ το κάλεσε και όχι το φώναξε=Όχι με θόρυβο και τρόπο πομπώδη, για να προκαλέσεις την προσοχή του κοινού στο γεύμα, το οποίο προετοίμασες, αλλά κάλεσε μάλλον ήσυχα και ιδιωτικά με πνεύμα ειλικρινούς ταπεινοφροσύνης σαν διαχειριστής αγαθών που σου χορηγήθηκαν από το Θεό, για να διαθέσεις αυτά στους φτωχούς και περιφρονημένους (ο).
(3) Αυτοί που έχουν στερηθεί μία ή περισσότερες από τις αισθήσεις ή κάποιο μέλος του σώματός τους. Συνήθως οι κουτσοί ή οι τυφλοί. Εφόσον όμως εδώ οι δύο αυτές κατηγορίες ονομάζονται και συγκεκριμένα, έχει γενικότερη έννοια (g).
(4) Όλοι αυτοί χρειάζονται και αυτό ίσως το ψωμί. Για την υποδοχή φίλων και συγγενών το παρατιθέμενο τραπέζι θα είναι αρκετά δαπανηρό και επόμενο είναι και να επικριθείς για αυτό από τους φιλοξενούμενους, αφού θα είναι χορτασμένοι και από το δικό τους τραπέζι. Εάν όμως ξοδέψεις και ένα μέρος μόνο από την δαπάνη σου αυτή για την υποδοχή φτωχών, θα τους παραθέσεις τραπέζι ασυνήθιστα πλούσιο για αυτούς. Θα ευγνωμονούν αυτοί και θα εκφράζονται πολύ ικανοποιητικά για τις προμήθειές σου και θα σε ανταμείψουν με τις εγκάρδιες ευχές τους και τις προς τον Θεό δεήσεις τους.

14.14 καὶ μακάριος ἔσῃ, ὅτι οὐκ ἔχουσιν ἀνταποδοῦναί σοι(1), ἀνταποδοθήσεται γάρ σοι ἐν τῇ ἀναστάσει(2) τῶν δικαίων(3).
14 Θα είσαι μακάριος που δεν θα μπορούν να σου το ανταποδώσουν, γιατί θα σου ανταποδοθεί όταν θ’ αναστηθούν οι δίκαιοι».
(1) «Οι μεν μικρόψυχοι όταν καλούν φίλους ή συγγενείς, το κάνουν αυτό για την άμεση ανταπόδοση, και να δεν τύχουν αυτής, δυσανασχετούν. Οι μεγαλόψυχοι όμως, αναμένοντας το μέλλον, δέχονται τις αμοιβές από τον όντως πλούσιο (Θεό)» (Θφ) και «κάνουν πράγμα πολύ καλύτερο και ενδοξότερο, το οποίο έδειξε ο Κύριος για αυτούς που πράττουν αυτό στους ασθενείς και αναγκεμένους και ανάπηρους, από τους οποίους δεν υπάρχει ανταπόδοση, στους οποίους ο Θεός υποσχέθηκε ότι θα τους ανταποδώσει μισθό στον μέλλοντα αιώνα» (Ζ).
(2) Πριν την ανάσταση δεν υπάρχει πλήρης και τέλεια ανταπόδοση αλλά μάλλον, για όσο διαρκεί η παρούσα ζωή, παρέχονται ευκαιρίες για περαιτέρω σπορά εν αναμονή του τελικού θερισμού των αμοιβών. Μετά το θάνατο λοιπόν υπάρχει κατάσταση ανάπαυσης (b).
(3) Η φράση στην ανάσταση των δικαίων, δεν υπονοεί αναγκαστικά την διάκριση μεταξύ δύο δ ι α δ ο χ ι κ ώ ν αναστάσεων, δηλαδή της ανάστασης των δικαίων πρώτα και έπειτα, μετά κάποιο χρονικό διάστημα, της καθολικής ανάστασης. Η φράση αυτή μπορεί να σημαίνει απλώς: Όταν θα αναστηθούν οι δίκαιοι κατά την βασιλεία (g). Το «δικαίων» είναι δυνατόν να προστέθηκε απλώς και μόνο για να σημάνει τον χαρακτήρα εκείνων, οι οποίοι ασκούν την ανιδιοτελή αγαθοεργία και την χωρίς κάποιο συμφέρον επίγειο περιποίηση των φτωχών και ασθενών (p), και επιπλέον για να δηλωθεί ότι η ανταμοιβή θα είναι ανταμοιβή αποκλειστικά των δικαίων (L). Έργα φιλανθρωπίας ίσως δεν ανταμειφθούν στον κόσμο αυτόν, διότι τα πράγματα του κόσμου αυτού δεν είναι τα άριστα και για αυτό ο Θεός δεν ανταμείβει τους άριστους ανθρώπους με τα αγαθά αυτά. Ασφαλώς όμως θα ανταμειφθούν στην ανάσταση των δικαίων.

Στίχ. 15-24. Η παραβολή του μεγάλου δείπνου.
14.15 ᾽Ακούσας(1) δέ τις τῶν συνανακειμένων(2) ταῦτα εἶπεν αὐτῷ, Μακάριος ὅς φάγεται ἄριστον(3) ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ θεοῦ(4).
15 Όταν τ’ άκουσε αυτά κάποιος από κείνους που έτρωγαν μαζί με τον Ιησού, του είπε: «Μακάριος όποιος πάρει μέρος στο τραπέζι της βασιλείας του Θεού».
(1) Και αφού συγκινήθηκε από αυτά που λέχθηκαν (b)· η ανάσταση των δικαίων αυτομάτως οδήγησε στην ιδέα της βασιλείας του Θεού (p), διότι η ανάσταση αυτή ήταν η έναρξη της τελικής φάσης της βασιλείας του Θεού (L).
(2) Πιθανώς αυτός ήταν Φαρισαίος και πίστευε αναμφίβολα ότι και αυτός θα συμμετείχε στο ευτυχισμένο εκείνο τραπέζι (L).
(3) Υπάρχει και η γραφή: φάγεται άρτον. Η λέξη άριστον πιθανώς προήλθε από παραφθορά κατά την αντιγραφή της λέξης άρτον. Η φράση είναι εβραϊκού τύπου. Δες Β΄ Βασ. θ 7,10,Δ΄ Βασ. δ 8 κλπ. Αναφέρεται στην ιδέα που επικρατούσε στους Ιουδαίους ότι η μεσσιακή εποχή θα εγκαινιαζόταν με δείπνο και θα ήταν μία παρατεταμένη γιορτή. Δες Ησ. κε 6 (p).
(4) «Είναι λογικό βεβαίως ότι ο άνθρωπος αυτός δεν ήταν ακόμη πνευματικός, αλλά μάλλον είχε σαρκική λογική και δεν ήταν κατάλληλος στο να καταλάβει ακριβώς αυτά που έλεγε ο Χριστός· διότι ανήκε σε αυτούς που δεν είχαν ακόμη φωτιστεί. Θεώρησε λοιπόν ότι θα είναι σωματικές οι αμοιβές των αγίων» (Κ).

14.16 ὁ δὲ εἶπεν(1) αὐτῷ(2), ῎Ανθρωπός(3) τις ἐποίησε(4) δεῖπνον μέγα(5), καὶ ἐκάλεσεν πολλούς(6),
16 Κι ο Ιησούς του είπε: «Ένας άνθρωπος ετοίμασε μεγάλο δείπνο και κάλεσε πολλούς.
(1) «Είναι διαφορετική αυτή η παραβολή από εκείνη στο Ματθαίο (κβ 1-14). Διότι εκεί μεν αναφέρεται βασιλιάς και γάμοι γιου του βασιλιά και πολλοί που καλούν, και οι καλεσμένοι δεν πήγαν, αλλά και τους δούλους έβρισαν και τους φόνευσαν και αναφέρεται και στράτευμα που κινήθηκε εναντίον αυτών που σκότωσαν τους δούλους και γίνεται λόγος και για αυτόν που διώχτηκε από το γάμο λόγω του βρώμικου χιτώνα. Εδώ όμως εισάγεται στη διήγηση άνθρωπος απλός και απλό δείπνο και ένας στέλνεται να καλέσει και οι καλεσμένοι αρνούνται μόνο την πρόσκληση προσποιούμενοι ασχολία… Και εκείνη μεν η παραβολή λέχθηκε στο ιερό προς τους αρχιερείς και πρεσβυτέρους του λαού, ενώ αυτή στη Γαλιλαία στο σπίτι κάποιου άρχοντα Φαρισαίου» (Ε).
(2) Ο Ιησούς βρέθηκε μπροστά σε άνθρωπο που αγνοούσε τους ηθικούς όρους τους αναγκαίους, για να γίνει κάποιος δεκτός στο ουράνιο δείπνο. Και με την παραβολή του δείπνου, σχεδόν λέει σε αυτόν: Ναι· είναι μακάριος αυτός. Πρόσεξε όμως, μήπως απωθήσεις αυτήν την μακαριότητα, τη στιγμή που εξαίρεις το μεγαλείο της. Δεν αρκεί η από τον Θεό κλήση στο ουράνιο δείπνο. Πρέπει η κλήση αυτή να γίνει δεκτή και από σένα (g). Ο συνομιλητής του Κυρίου αντιλαμβανόταν τη μεσσιακή βασιλεία σύμφωνα με τις παχυλές ιδέες που επικρατούσαν τότε στο Ισραήλ. Προκειμένου λοιπόν ο Κύριος να επανορθώσει αυτές τις πλάνες, σύμφωνα με τις οποίες αναμενόταν μεγάλη περίοδος εθνικής ευδαιμονίας και δόξας, της οποίας τα αγαθά θα απολάμβαναν όλοι οι σαρκικοί απόγονοι του Αβραάμ, είπε την παραβολή αυτή. Δείχνει λοιπόν σε αυτήν ευκρινέστατα, ότι εκείνοι οι οποίοι φαίνονταν να έχουν πρώτοι δικαιώματα να παρακαθίσουν στο δείπνο και οι οποίοι πρώτοι κλήθηκαν, αποκλείστηκαν τελικά από αυτό, για να απολαύσουν αυτό άλλοι, οι οποίοι παρουσιαζόταν τελείως απίθανο ότι θα μετείχαν σε αυτό (ο).
(3) «Επομένως ο μεν άνθρωπος θα μπορούσε να εννοηθεί ότι είναι ο Θεός και Πατέρας» (Κ), «επειδή είναι φιλάνθρωπος» (Ζ). «Διότι οι εικόνες σχηματίζονται ώστε να πλησιάζουν την αλήθεια, οπωσδήποτε όμως δεν είναι αυτές η αλήθεια» (Κ).
(4) Υπάρχει και η γραφή εποίει=Περικλείει την ιδέα, ότι το δείπνο ετοιμαζόταν και παρέμεινε σε εκκρεμότητα λόγω της αργοπορίας του να έλθουν οι καλεσμένοι (g).
(5) Και μεγαλοπρεπές, αλλά και που μπορούσε να ικανοποιήσει άφθονα πολλούς (b). Λέει «δείπνο μέγα» υποδηλώνοντας την πλούσια πνευματική προμήθεια των αγαθών, την οποία ο Θεός έκανε για διατροφή, αναψυχή, ευφροσύνη και χορτασμό τω φτωχών ψυχών στην επουράνια βασιλεία του. «Έκανε οικουμενικό πανηγύρι και είναι φανερό ότι πρόκειται για το πανηγύρι του Χριστού… Διότι δείπνο έχει εύλογα ονομαστεί η πρόσκληση του Χριστού» (Κ) και «το λογικό συμπόσιο σε όλη την οικουμένη των ιερών και θείων τροφών οι οποίες παραδίδονται με τα θεόπνευστα αναγνώσματα· από εδώ λοιπόν πρέπει να μεταβεί η σκέψη στην αναμενόμενη βασιλεία των ουρανών· και φέρε στη σκέψη σου το τότε μεγάλο όντως δείπνο, στο οποίο θα αναπαυτούν μαζί με τους αγγέλους και τις θείες ουράνιες δυνάμεις, οι ψυχές των μακάριων» (Ε). Ονομάζει αυτό δείπνο, διότι στις χώρες εκείνες ο χρόνος του απογευματινού φαγητού, κατά τον οποίο σταμάταγε η εργασία της ημέρας, ήταν ο καταλληλότερος χρόνος για παράθεση πλούσιου και παρατεταμένου συμποσίου. Η πλήρης απόλαυση των αγαθών της χάρης στον ουρανό επιφυλάσσεται στους εκλεκτούς στο τέλος της ημέρας του επίγειου βίου τους.
(6) «Δηλαδή τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ. Διότι αυτές πριν από όλα τα έθνη ήταν καλεσμένες, ως λαός εξαίρετος του Θεού» (Ζ). Το «πολλούς» ανταποκρίνεται εξ’ ολοκλήρου στην πραγματικότητα, παρόλο που εφαρμόζεται σε μόνο τον Ισραηλιτικό λαό. Διότι η πρόσκληση αυτή εκπροσωπεί όλες τις θείες προσκλήσεις που έγιναν στον Ισραήλ σε όλη την ιστορία του (g). Αλλά η κλήση του Θεού απευθύνεται και σε κάθε άνθρωπο και αποσκοπεί στο να καταστήσει αυτόν μακάριο αιωνίως. Η κλήση λοιπόν αυτή ταυτίζεται με την κλήση του να γίνει ο άνθρωπος άγιος, διότι η αγιότητα και μακαριότητα είναι ένα και το αυτό για το Θεό, όπως είναι ένα και το αυτό και για τα παιδιά του. Η μακαριότητα δηλαδή είναι αχώριστη από την αγιότητα και η αγιότητα είναι ενωμένη αδιάσπαστα με την μακαριότητα. Και η κλήση αυτή του Θεού δεν γίνεται σε μας με θαύμα ούτε με κάποια φωνή από τον ουρανό, αλλά εν μέρει μεν με τις περιστάσεις της εποχής μας και τα εξωτερικά γεγονότα της ζωής μας, τις γνωριμίες μας, τις σχέσεις μας, με κάποιο εποικοδομητικό ανάγνωσμα ή με κάποια ακρόαση που αφυπνίζει και κατανύσσει κλπ., εν μέρει δε με διάφορες ικανότητες και διαθέσεις της διάνοιάς μας και της καρδιάς μας ή με κάποιες σκέψεις, οι οποίες φαίνονται αυτόματα να ανεβαίνουν στο εσωτερικό μας ή και με τύψεις στη συνείδησή μας και κάποιες εσωτερικές μυστικές φωνές που αντηχούν στα μύχια των καρδιών μας. «Ελάτε», λέει σε μας ο Θεός. «Είναι όλα έτοιμα». Τι φοβερή τύχη μας αναμένει, εάν αρχίσουμε και εμείς να αρνούμαστε προβάλλοντας προφάσεις ανόητες και αβάσιμες. «Κανείς από τους ανθρώπους εκείνους τους καλεσμένους δεν θα γευτεί το δείπνο μου». Απόφαση του δίκαιου Κριτή φοβερή που μας αποξενώνει αιώνια από την αιώνια μακαριότητα.

14.17 καὶ ἀπέστειλεν τὸν δοῦλον αὐτοῦ(1) τῇ ὥρᾳ τοῦ δείπνου(2) εἰπεῖν τοῖς κεκλημένοις, ῎Ερχεσθε, ὅτι ἤδη ἕτοιμά ἐστιν(3) πάντα.
17 Όταν ήρθε η ώρα του δείπνου, έστειλε το δούλο του να πει στους καλεσμένους: “ελάτε, όλα είναι πια έτοιμα”.
(1) Ο δούλος εκπροσωπεί τους εκάστοτε απεσταλμένους του Θεού στο λαό του και ειδικότερα τον Βαπτιστή και τον ίδιο το Χριστό (p). «Δούλο του Πατέρα λέει τον εαυτό του, επειδή πήρε μορφή δούλου, ο οποίος στάλθηκε ως άνθρωπος στους Ιουδαίους, καλώντας αυτούς μέσω του ευαγγελίου στην απόλαυση που αναφέρθηκε» (Ζ).
(2) «Δηλαδή στον καθορισμένο και κατάλληλο καιρό. Διότι δεν υπήρχε άλλος καιρός καταλληλότερος για τη σωτηρία μας από εκείνον… κατά τον οποίο, αφού κορυφώθηκε η κακία, έπρεπε να γκρεμιστεί» (Θφ). Η ώρα στην οποία καλούμαστε από την χάρη, είναι καθορισμένη. «Να, τώρα είναι καιρός ευπρόσδεκτος, να τώρα είναι ημέρα σωτηρίας». Δεν παρατείνεται ο καιρός αυτός για πολύ. Ήδη όλα είναι έτοιμα, μας λέει η χάρη που μας καλεί. Ελάτε. Μην αναβάλλετε. Δεχτείτε την πρόσκληση. Εάν κωφεύσουμε, η ευκαιρία παρέρχεται και επόμενο είναι να αποκλειστούμε από την αιώνια ευφροσύνη του ουράνιου δείπνου.
(3) «Ετοίμασε δηλαδή ο Θεός και Πατέρας μέσω του Χριστού, σε αυτούς που είναι στη γη, τα αγαθά που μέσω αυτού δόθηκαν στον κόσμο, την απαλλαγή των αμαρτιών, την μέθεξη του Αγίου Πνεύματος, την λαμπρότητα της υιοθεσίας, τη βασιλεία των ουρανών. Σε αυτά έχει καλέσει ο Χριστός μέσω των ευαγγελικών θεσπισμάτων» (Κ). Οι ετοιμασίες είχαν γίνει σε τέτοιο σημείο, ώστε δεν επιδεχόταν πλέον καμία αναβολή το δείπνο (ο).

14.18 καὶ ἤρξαντο(1) ἀπὸ μιᾶς(2) παραιτεῖσθαι(3) πάντες(4). ὁ πρῶτος εἶπεν αὐτῷ, ᾽Αγρὸν ἠγόρασα καὶ ἔχω ἀνάγκην(5) ἐξελθειν και ἰδεῖν αὐτόν· ἐρωτῶ σε(6), ἔχε με παρῃτημένον.
18 Τότε άρχισαν, ο ένας μετά τον άλλο, να βρίσκουν δικαιολογίες: Ο πρώτος του είπε: “έχω αγοράσει ένα χωράφι και πρέπει να πάω να το δω· σε παρακαλώ, θεώρησέ με δικαιολογημένον”.
(1) «Δεν θαύμασαν την ημερότητα αυτού που κάλεσε, την συγκατάβαση αυτού που υπηρετούσε την πρόσκληση… αλλά ατίμασαν και αυτόν που καλούσε και τον απεσταλμένο» (Κ).
(2) «Δηλαδή με ένα σύνθημα» (Κ), με μία γνώμη, διάνοια (δ).
(3) Ζητούσαν απαλλαγή με δικαιολογίες. Το ακόλουθο «έχε με παρητημένον»=να με νομίζεις ότι είμαι δικαιολογημένος, ότι για εύλογη αιτία δεν μπορώ να έλθω, και συνεπώς να με έχεις συγχωρημένο (δ).
(4) Σαν με προσυμφωνημένη συνωμοσία όλοι προφασίζονται ότι προς το παρόν ήταν πολύ απασχολημένοι και δεν μπορούσαν να έλθουν (p). Οι προφάσεις που προβάλλονται στερούνται κάθε σοβαρότητας. Δεν αποδεικνύουν παρά μόνο την κακή θέληση των καλεσμένων. Αφού είχαν ειδοποιηθεί από πριν και προ πολλού, θα μπορούσαν να έχουν κανονίσει από πριν τις υποθέσεις τους, ώστε σε άλλη ημέρα να στραφούν στις απασχολήσεις τους (g). Γενικώς με τις προφάσεις που προβάλλονται «διδάσκει ότι οι φροντίδες του βίου, αποσπούν και απομακρύνουν από την κλήση· είναι βεβαίως διάφορες αυτές· ή δηλαδή, ασχολούμενοι με χρήματα και αγρούς, αυτά προτίμησαν από την κλήση, ώστε να αρνηθούν εξαιτίας αυτών την κλήση, ή χάνουν τον καιρό τους με τις υποθέσεις του βίου, ή έχουν μπλέξει με δεσμά γάμου και παιδιών, ή είναι απασχολημένοι με κάποιες άλλες παρόμοιες φροντίδες» (Ε). «Οι διάφορες λοιπόν προφάσεις, τίποτα άλλο δεν υποδηλώνουν, παρά τα διάφορα πάθη, εξαιτίας των οποίων στερήθηκαν την απόλαυση που αναφέρθηκε· ο ένας δηλαδή, από τη μία, κυριευμένος από το ένα, ο άλλος, από την άλλη, με το άλλο, και άλλος με άλλο, απώθησαν το ευαγγέλιο… διότι ήταν αντίθετο με τις διαθέσεις τους» (Ζ). Εκείνοι, οι οποίοι έχουν τις καρδιές τους γεμάτες από τις φροντίδες του κόσμου και αρέσκονται στο ένα σπίτι τους να προσθέτουν και άλλο και στον ένα αγρό και άλλον, έχουν τα αυτιά τους κουφά στην πρόσκληση του ευαγγελίου. Απωθούν την πρόσκληση αυτή με αγαθά μικρής αξίας. Εάν εκτιμούσαν όπως έπρεπε την αξία της πρόσκλησης, θα έλεγαν αναντίρρητα: Είμαι καλεσμένος να φάω άρτο στη βασιλεία του Θεού και συνεπώς δεν μπορώ να βγω και να δω τον αγρό μου ή να δοκιμάσω τα ζευγάρια των βοδιών μου· σε παρακαλώ να με έχεις δικαιολογημένο.
(5) Ολοφάνερη υπερβολή. Είχε ήδη αγοράσει τον αγρό, πιθανώς μάλιστα αφού είδε αυτόν. Συνεπώς μπορούσε να αναβάλλει τη νέα επίσκεψή του (p). Συχνά συναντιούνται οι πιο επείγουσες ευκαιρίες της χάρης και οι πιο επείγουσες κλήσεις των επίγειων εργασιών (b).
(6) «Με την έννοια του: σε παρακαλώ» (Ζ). «Το «σε παρακαλώ», βεβαίως, το λένε, δείχνοντας σεβασμό, μόνο με λόγια, απέναντι σε αυτόν που κάλεσε» (Ω).

14.19 καὶ ἕτερος εἶπεν, Ζεύγη βοῶν ἠγόρασα πέντε(1) καὶ πορεύομαι(2) δοκιμάσαι(3) αὐτά· ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρῃτημένον.
19 Άλλος του είπε: “έχω αγοράσει πέντε ζευγάρια βόδια και πάω να τα δοκιμάσω· σε παρακαλώ, δικαιολόγησέ με”.
(1) Αγορά αρκετά μεγάλη (b).
(2) Δεν προφασίζεται αυτός ανάγκη όπως ο πρώτος και δείχνει αδιαφορία για το αν η δικαιολογία της άρνησής του δεν παρουσιαστεί ισχυρή (p). Είναι αξιοσημείωτο ότι για τους δύο αυτούς καλεσμένους τίποτα δεν αναφέρεται, από το οποίο να συμπεραίνουμε, ότι παράνομα απέκτησαν ο μεν τον αγρό του, ο δε τα ζεύγη των βοδιών του. Κανείς από τους δύο αυτούς δεν κατηγορείται ούτε ως κλέφτης ούτε ως απατεώνας. Νόμιμα παρ’ όλα αυτά πράγματα που αποκτήθηκαν με άψογες ενέργειες, αποδεικνύονται σοβαρά εμπόδια για την πνευματική ζωή και την κληρονομία της επουράνιας βασιλείας, όταν η καρδιά του ανθρώπου προσκολληθεί σε αυτά.
(3) Να διαπιστώσω με δοκιμή τη δύναμή τους, την αντοχή τους, την ημερότητα και υποταγή τους (ο).

14.20 καὶ ἕτερος εἶπεν, Γυναῖκα ἔγημα καὶ διὰ τοῦτο οὐ δύναμαι ἐλθεῖν(1).
20 Κι ένας άλλος του είπε: “είμαι νιόπαντρος και γι’ αυτό δεν μπορώ να έρθω”.
(1) Η τρίτη αυτή απάντηση είναι η πιο ξερή από όλες, είτε διότι η δικαιολογία θα παρουσιαζόταν από μόνη της ισχυρή σύμφωνα με τους κανόνες της κοσμικής ζωής, είτε διότι ο προσφάτως παντρεμένος πολύ λίγο φροντίζει για την πρόσκληση (L). Έχει πεποίθηση ότι η δικαιολογία του είναι αναντίρρητη (p). Βασίζεται ίσως σε παρερμηνεία του Δευτερ. κδ 5 «Εάν κάποιος πάρει γυναίκα πρόσφατα, δεν θα βγει σε πόλεμο και δεν θα του επιβληθεί κανένα πράγμα· θα είναι ελεύθερος στο σπίτι του για ένα χρόνο». Οπότε όσο εκ πρώτης όψεως φαίνεται ευλογοφανής η πρόφαση αυτή, τόσο και πιο απότομη γίνεται στην άρνησή της (b). Η δικαιολογία αυτή φανερώνει την απορρόφηση από τις οικογενειακές απολαύσεις και ανέσεις (ο). Υπερβολική προσκόλληση στους συγγενείς μας είναι δυνατόν να καταστεί εμπόδιο για επιτέλεση των καθηκόντων μας προς το Θεό. Του Αδάμ η δικαιολογία υπήρξε: «Η γυναίκα την οποία έδωσες μαζί μου, αυτή μου έδωσε από το δέντρο και έφαγα» (Γεν. γ 12). Εδώ λέει ο νεόνυμφος αυτός: Η γυναίκα με εμποδίζει από το να φάω. Θα μπορούσε αυτός να προσέλθει στο δείπνο παίρνοντας μαζί του και την γυναίκα του. Ασφαλώς βέβαια θα ήταν και οι δύο ευπρόσδεκτοι σε αυτό.

14.21 καὶ παραγενόμενος ὁ δοῦλος εκείνος ἀπήγγειλεν τῷ κυρίῳ αὐτοῦ ταῦτα(1). τότε ὀργισθεὶς(2) ὁ οἰκοδεσπότης εἶπεν τῷ δούλῳ αὐτοῦ, ῎Εξελθε ταχέως(3) εἰς τὰς πλατείας καὶ ῥύμας(4) τῆς πόλεως, καὶ τοὺς πτωχοὺς καὶ ἀναπήρους καὶ τυφλοὺς(5) καὶ χωλοὺς εἰσάγαγε(6) ὧδε.
21 Γύρισε ο δούλος εκείνος και τα είπε αυτά στον κύριό του. Τότε ο οικοδεσπότης οργισμένος είπε στο δούλο του: “πήγαινε γρήγορα στις πλατείες και στους δρόμους της πόλης και φέρε μέσα τους φτωχούς, τους ανάπηρους, τους κουτσούς και τους τυφλούς”.
(1) «Το είπε αυτό όχι επειδή αγνοούσε ο πατέρας την άρνησή τους, αλλά για την συνέπεια της παραβολής. Διότι συνηθίζεται σε αυτούς που στέλνονται να καλέσουν κάποιους, να επιστρέφουν και να αναγγέλλουν σχετικά με αυτούς» (Ζ).
(2) Η αχαριστία εκείνων οι οποίοι κωφεύουν στο ευαγγέλιο και την κλήση του και η περιφρόνηση την οποία αυτοί κάνουν προς το Θεό με αυτήν την κώφευσή τους, αποτελούν μεγάλη πρόκληση για αυτόν και διεγείρουν δίκαια την οργή του. Το δείπνο άλλωστε παρουσιάζεται έτοιμο, ώστε να μην επιδέχεται κάποια αναβολή (ο).
(3) Λέει το «βγες γρήγορα» όχι διότι η οργή τον κάνει ανυπόμονο, αλλά διότι θέλει να αποκλείσει κάθε αναβολή σε χρόνο, κατά τον οποίο θα ευκαιρούσαν πλέον αυτοί που αρνήθηκαν να έλθουν. Κανονίζει τα σχετικά με την πλήρη διεξαγωγή του δείπνου αμέσως, για να αποκλειστούν οριστικά εκείνοι (p). Αυτοί που περιφρονούν τη χάρη, την χάνουν για πάντα, όπως και ο Ησαύ έχασε οριστικά τα πρωτοτόκια που περιφρόνησε. Αυτοί που δεν δέχονται το Χριστό, όταν παρέχεται σε αυτούς η ευκαιρία για αυτό, τον χάνουν για πάντα και δεν θα μπορούν να έχουν αυτόν, όταν τυχόν θελήσουν να τον έχουν.
(4) Στους πλατιούς δρόμους που καταλήγουν σε πλατείες και στις ρύμες, δηλαδή τα στενά (g). Αυτή η χρήση της λέξης ρύμη είναι μεταγενέστερη. Οι δύο λέξεις συνδυασμένες σημαίνουν τα δημόσια μέρη μίας πόλης, όπου συνηθέστατα συχνάζουν αυτοί που στερούνται άνετων κατοικιών (p).
(5) «Εκείνοι μεν που αρνήθηκαν, ήταν οι αρχιερείς και οι γραμματείς και οι πιο σεβαστοί από το πλήθος» (Ζ). Τώρα όμως «έχουν κληθεί αντί για εκείνους, αυτοί που είναι στις πλατείες και τα στενά, οι από το ιουδαϊκό πλήθος, που έχουν ασθενή και απλή την διάνοια, αφώτιστη και που κουτσαίνει πνευματικά… Ότι όμως δεν πίστεψαν λίγοι από τους Ιουδαίους, θα μπορούσε κάποιος να το μάθει αν διαβάσει τις Πράξεις των αγίων αποστόλων» (Κ). Αυτοί «αν και φαίνονταν φτωχοί και ανάπηροι και κουτσοί και τυφλοί σε εκείνους (που αρνήθηκαν) επειδή τάχα ήταν αμαθείς και χωρίς σύνεση, πείθονταν περισσότερο στο Χριστό όταν δίδασκε» (Ζ). Αυτοί δεν κλήθηκαν απλώς, διότι οι άλλοι αρνήθηκαν και με σκοπό να γεμίσουν τις κενές θέσεις. Θα καλούνταν και αυτοί οπωσδήποτε. Αλλά οι άλλοι κλήθηκαν πρώτοι. Και αυτοί λοιπόν και εκείνοι ζούσαν στην ίδια πόλη, δηλαδή όλοι ήταν Ιουδαίοι. Αλλά αυτοί που σπούδαζαν το Νόμο και έδειχναν σεβασμό προς αυτόν, κλήθηκαν πρώτοι (p). Είναι αξιοσημείωτο ότι δεν λέει: και τους εμπόρους, που βγαίνουν από τα τελωνεία, και τους τεχνίτες, που κλείνουν τα εργαστήριά τους, φέρτους μέσα εδώ. Διότι και αυτοί είναι απορροφημένοι από τα επαγγέλματά τους και θα πουν: Δεν μπορούμε να έλθουμε. Ίσως οι πρώτοι θα προτιμήσουν να μεταβούν στα γραφεία τους για να τακτοποιήσουν τα λογιστικά τους βιβλία. Ίσως οι δεύτεροι θα μεταβούν σε κάποια ταβέρνα για να αδειάσουν κάποιες φιάλες κρασιού με τους φίλους τους.
(6) Χωρίς κάποια ιδιαίτερη πρόσκληση, διότι δεν ήταν πιθανόν αυτοί να αρνηθούν (p).

14.22 καὶ εἶπεν ὁ δοῦλος, Κύριε, γέγονεν ως ἐπέταξας(1), καὶ ἔτι τόπος ἐστίν(2).
22 Όταν γύρισε ο δούλος τού είπε: “κύριε, αυτό που πρόσταξες έγινε και υπάρχει ακόμη χώρος”.
(1) Τα αγαθά της βασιλείας δεν ετοιμάστηκαν μάταια. Διότι αν μερικοί απορρίπτουν αυτά, βρίσκονται όμως και πολλοί, οι οποίοι με ευγνωμοσύνη υποδέχονται αυτά. Ο Θεός θέλει να έχει εκκλησία και στη γη. Τι εάν κάποιοι προτιμούν να αγνοούν ή και να περιφρονούν αυτήν; Μήπως η απιστία αυτών θα καταργήσει την πίστη του Θεού; Οι επίσημοι του ιουδαϊσμού αρνήθηκαν να γίνουν μέλη της. Μπήκαν όμως σε αυτήν πολλοί από εκείνους, οι οποίοι ανήκαν στον όχλο «που αγνοούσε το νόμο» και οι οποίοι σύμφωνα με τους φαρισαίους και τους γραμματείς «είναι καταραμένοι». Έτσι ούτε για εκείνους, οι οποίοι φαίνονται να διακρίνονται στη γνώση και να προοδεύουν στην εκκλησιαστική και θρησκευτική ζωή μπορούμε να είμαστε βέβαιοι, ότι θα παραμείνουν αμετακίνητοι και στερεοί στην κλήση, ούτε για αυτούς που έχουν απορριφθεί και περιφρονούνται ενδείκνυται να απελπιζόμαστε φρονώντας ότι αποξενώθηκαν οριστικά από την κλήση.
(2) «Είναι φιλάνθρωπος ο λόγος και θυμίζει τα έθνη» (Ζ). Με αυτό θέλει να προκαλέσει την εντολή, που παραγγέλλει και την πρόσκληση των εθνών, για την οποία γίνεται λόγος στον επόμενο σ. (δ). Και ακόμη υπάρχει τόπος. Διότι τα πλούτη του Χριστού και οι θησαυροί του είναι ανεξερεύνητοι ανυπολόγιστοι και ανεξάντλητοι. Έχει ο Λυτρωτής μας αρκετά για όλους και αρκετά για τον καθένα από μας.

14.23 καὶ εἶπεν ὁ κύριος πρὸς τὸν δοῦλον, ῎Εξελθε(1) εἰς τὰς ὁδοὺς καὶ φραγμοὺς(2) καὶ ἀνάγκασον(3) εἰσελθεῖν, ἵνα γεμισθῇ ὁ οἶκος μου(4) ·
23 Είπε πάλι ο κύριος στο δούλο: “πήγαινε έξω από την πόλη στους δρόμους και στα μονοπάτια κι ανάγκασέ τους να έρθουν, για να γεμίσει το σπίτι μου·
(1) Έξω από την πόλη πλέον, έξω από την Ιερουσαλήμ (δ). «Δες εδώ, σε παρακαλώ, την κλήση των εθνών, που μπήκαν μέσω της πίστης, μετά από τους εξ’ αίματος Ισραηλίτες. Διότι ανέκαθεν μεν ήταν οι εθνικοί αγροίκοι στη σκέψη, άγριοι στο νου και κατά κάποιο τρόπο έξω από την πόλη, επειδή δεν ζούσαν κάτω από τον καλό νόμο, αλλά μάλλον σαν κτήνη και με πολλή έλλειψη λογικής· εκεί λοιπόν και στους δρόμους έξω από την πόλη και στους φραγμούς που είναι στους αγρούς στάλθηκε αυτός που καλούσε στο δείπνο» (Κ).
(2) Οι φράχτες που περικλείουν τις ιδιοκτησίες στην ύπαιθρο, γύρω από τους οποίους μαζεύονται οι περιπλανώμενοι (g).
(3) «Διέταξε να αναγκάσουν τους εθνικούς, όχι με την έννοια ότι παραγγέλλει να τους ασκήσουν βία» (Ζ). «Η λέξη λοιπόν [ανάγκασε] εμφανίζει την κλήση ως έργο δύναμης που αρμόζει στο Θεό. Διότι έπρεπε, ναι έπρεπε, επειδή οι εθνικοί ήταν υποδουλωμένοι στην ανυπόφορη πλεονεξία… και κατά κάποιο τρόπο ήταν δεμένοι με τις αδιάσπαστες αλυσίδες των αμαρτημάτων τους και δεν γνώριζαν καθόλου αυτόν που είναι από τη φύση του και αληθινά Θεός, χρειάζονταν εντονότερη πρόσκληση που έμοιαζε με εξαναγκασμό, για να μπορέσουν να αναβλέψουν προς το Θεό… και να απομακρυνθούν από την αρχαία απάτη» (Κ). «Για να μάθουμε λοιπόν, ότι είναι θαύμα μεγάλης δύναμης του Θεού το να πιστέψουν τα έθνη, που είχαν τόσο μεγάλη έλλειψη γνώσης, για αυτό είπε, Ανάγκασε… και θέλοντας να δηλώσει το παράδοξο της μεταβολής τους, ονόμασε το πράγμα ανάγκη» (Θφ). Το ανάγκασε αναφέρεται σε ανθρώπους που θέλουν μεν να μπουν, διστάζουν όμως από φυσική δειλία και φοβούνται μήπως διωχτούν. Ο κύριος προβλέπει τους δισταγμούς αυτούς και προτρέπει τον δούλο να παρακινήσει αυτούς να προσέλθουν (g). Ανάγκασε αυτούς με την πειθώ. Ένας και μόνο δούλος, πώς θα ήταν δυνατόν να χρησιμοποιήσει βία και πώς θα ήταν δυνατόν οι αρνούμενοι, που ήταν πολλοί, να εξαναγκαστούν στο να μπουν. Δες το «παρεβιάσαντο» στο Λουκ. κδ 29 και Πράξ. ιστ 15. Το χωρίο δεν αμνηστεύει τους θρησκευτικούς διωγμούς. Υποδηλώνοντας, ότι φυσική βία δεν επρόκειτο να χρησιμοποιηθεί, μάλλον καταδικάζει αυτούς (p). Ανάγκασε αυτούς με την πειθώ των επιχειρημάτων. Διότι στην περίπτωση των ανθρώπων αυτών παρίστατο ανάγκη να πειστούν αυτοί ότι η πρόσκληση ήταν ειλικρινής και δεν αποτελούσε ειρωνεία ή χλεύη. Θα είναι αυτοί δειλοί και ταπεινοί και δύσκολα θα πειστούν, ότι αυτοί οι περιπλανώμενοι και ανάξιοι θα είναι ευπρόσδεκτοι σε μεγάλο και ηγεμονικό δείπνο.
(4) Ούτε η φύση ούτε η χάρη ανέχονται το κενό (b). «Θέλει λοιπόν όλοι να μπουν εξαιτίας του άπειρου πλούτου της αγαθότητός του» (Ζ). Η οικία του Χριστού αν και ευρύχωρη και μεγάλη, τελικά θα γεμίσει. Θα γίνει όμως αυτό, όταν ο αριθμός των εκλεκτών συμπληρωθεί και όταν όλοι όσοι του δόθηκαν, οδηγηθούν σε αυτόν.

14.24 λέγω(1) γὰρ ὑμῖν ὅτι οὐδεὶς τῶν ἀνδρῶν(2) ἐκείνων τῶν κεκλημένων γεύσεταί(3) μου τοῦ δείπνου(4).
24 γιατί σας βεβαιώνω πως κανένας από κείνους που κάλεσα δε θα γευτεί το δείπνο μου”».
(1) Σύμφωνα με πολλούς από τους ερμηνευτές ο σ. αυτός δεν ανήκει πλέον στην παραβολή, αλλά αποτελεί την εφαρμογή της που απευθύνεται από τον Ιησού στους συγκαλεσμένους του. Αλλά το υποκείμενο του λέγω είναι προφανώς αυτός που σύμφωνα με την παραβολή κάλεσε στο δείπνο (g). Άλλωστε ο σ. συνδέεται στενά με τα προηγούμενα με το γαρ. Εξακολουθεί λοιπόν να μιλά αυτός που καλεί στο δείπνο και ανακοινώνει την σταθερή απόφασή του, που διακηρύσσεται πλέον δημόσια, ότι αυτοί που περιφρόνησαν την πρόσκλησή του δεν θα λάβουν μέρος στο δείπνο (L). Μόνο το βλέμμα του Κυρίου, που περιφέρθηκε εκφραστικά στους καλεσμένους, έκανε σε αυτούς αισθητό, ότι η σκηνή της περιφρονημένης θείας πρόσκλησης αφορούσε τις στάσεις και τις διαθέσεις, τις οποίες αυτοί έδειχναν προς αυτόν (g).
(2) Που διακρίνονται για πλούτο, και επιρροή (b).
(3) Πολύ λιγότερο δεν θα απολαύσει αυτό. Οι ανυπάκουοι Ιουδαίοι εξέπεσαν και από το βασίλειο της χάρης αλλά και από την ελάχιστη γεύση της γλυκύτητάς του (b).
(4) «Επειδή δεν υπάκουσαν και περιφρόνησαν την κλήση, δηλαδή το κήρυγμα» (Ζ)

Στίχ. 25-27. Υποχρεώσεις των μαθητών του Χριστού.
14.25 Συνεπορεύοντο(1) δὲ αὐτῷ ὄχλοι πολλοί(2), καὶ στραφεὶς εἶπεν πρὸς αὐτούς,
25 Μαζί με τον Ιησού βάδιζε πολύς λαός, κι εκείνος στράφηκε και τους είπε:
(1) Η προς την Ιερουσαλήμ πορεία εξακολουθεί, αλλά δεν καθορίζεται εδώ το σημείο και ο τόπος του ταξιδιού.
(2) Πολύ πλήθος ακολουθεί τον Ιησού και όλοι αυτοί είναι διατεθειμένοι να πιστέψουν ότι ο Ιησούς είναι ο Μεσσίας και ότι επίκειται η εγκαθίδρυση της βασιλείας του. Παραμένουν λοιπόν κοντά του για να μη χάσουν τις αναμενόμενες ευλογίες και τιμές τις οποίες ο Μεσσίας θα έδινε πλούσια στους ακολούθους του (p). Ο Ιησούς αντιλαμβάνεται την παρανόηση και πλάνη του πλήθους και διαφωτίζοντας αυτό, σχεδόν λέει σε αυτούς: Ανεβαίνετε μαζί μου στα Ιεροσόλυμα σαν σε κάποιο πανηγύρι. Μάθετε όμως καλά, τι σημαίνει να είναι κάποιος πραγματικός ακόλουθός μου. Πρέπει κάποιος να απαρνηθεί ό,τι αγαπημένο, ακόμη και την ίδια του τη ζωή για να γίνει αληθινός μαθητής μου (g).

14.26 Εἴ τις ἔρχεται πρός με(1) καὶ οὐ μισεῖ(2) τὸν πατέρα ἑαυτοῦ καὶ τὴν μητέρα καὶ τὴν γυναῖκα καὶ τὰ τέκνα καὶ τοὺς ἀδελφοὺς καὶ τὰς ἀδελφάς, ἔτι δε(3) καὶ τὴν ἑαυτοῦ ψυχὴν(4), οὐ δύναταί μου εἶναί μαθητής(5).
26 «Αν κάποιος έρχεται κοντά μου και δεν απαρνιέται τον πατέρα του και τη μάνα του, τη γυναίκα του και τα παιδιά του, τους αδερφούς και τις αδερφές του, ακόμη και την ίδια του τη ζωή, δεν μπορεί να είναι μαθητής μου.
(1) Το «έρχεται προς εμένα» δείχνει εξωτερική προσκόλληση προς τον Ιησού, ενώ το «να είναι μαθητής» στο τέλος του σ. δείχνει πραγματική και εσωτερική αφοσίωση στο πρόσωπο του Ιησού και στο πνεύμα του (g). Δες και Ματθ. ι 37 και τις εκεί σημειώσεις. Πολλοί από αυτούς που ακολουθούσαν την εποχή εκείνη το Χριστό θα περίμεναν να τον ακούσουν να λέει: Αν κάποιος έρχεται προς εμένα, θα έχει τιμές και πλούτο σε αφθονία και θα γίνει μέγας κατά κόσμον κοντά μου. Ο Κύριος όμως τελείως αντιθέτως απαριθμεί τώρα τις θυσίες, στις οποίες αυτός που τον ακολουθεί πρέπει να είναι έτοιμος να υποβληθεί. Δεν θα είναι αυτός ειλικρινής και σταθερός μαθητής, εάν δεν αγαπά το Χριστό πάνω από κάθε άλλο στον κόσμο και εάν δεν είναι πρόθυμος να χωριστεί από όλους και να εγκαταλείψει τα πάντα είτε ως θυσία, όταν με αυτήν πρόκειται να δοξαστεί ο Χριστός, όπως έπραξαν οι μάρτυρες, οι οποίοι προτίμησαν από τη ζωή τους τον θάνατο, είτε ως νίκη κατά του πειρασμού, όταν με το χωρισμό και την εγκατάλειψη αυτή γινόμαστε πιο άνετοι και ικανότεροι στη διακονία του Χριστού, όπως έπραξε ο Αβραάμ, όταν εγκατέλειψε τη γη και την συγγένειά του, και ο Μωϋσής, όταν αρνήθηκε να λέγεται γιος κόρης του Φαραώ, προτιμώντας να συγκακουχείται με το λαό του Θεού μάλλον, παρά να έχει πρόσκαιρη απόλαυση της αμαρτίας.
(2) Όπως δείχνουν τα συμφραζόμενα και τα παράλληλα του Ματθαίου (στ 24 και ι 37), πρόκειται εδώ για εκλογή μεταξύ της φυσικής αγάπης και της υποταγής προς το Χριστό (p). Ο Κύριος δηλαδή «Δεν προστάζει απλώς να μισούμε, διότι αυτό είναι πάρα πολύ παράνομο, αλλά όταν θέλει κάποιος να αγαπιέται περισσότερο από εμένα, μίσησε αυτόν ως προς αυτό. Διότι αυτό οδηγεί στην απώλεια και αυτόν που αγαπιέται και αυτόν που αγαπά» (Χ). «Δεν ατιμάζει τους νόμους της έμφυτης φιλοστοργίας, ούτε διδάσκει να καταφρονούμε τη φυσική διάθεση η οποία οφείλεται στους γονείς μεν από τα παιδιά, στις γυναίκες δε από τους συζύγους, στα αδέλφια από τους αδελφούς… διότι αυτός που διατάζει να αγαπούμε τους εχθρούς, πώς θα ήθελε να μισούμε τους φυσικούς μας συγγενείς;» (Κ). «Αλλά τον γνήσιο μαθητή του, τότε τον θέλει να μισεί τους εξ’ αίματος συγγενείς του, όταν τυχόν τον εμποδίζουν στη θεοσέβεια και όταν αυτός λόγω της σχέσης με αυτούς εμποδίζεται να κάνει το καλό. Διότι αν δεν τον εμποδίζουν, διδάσκει να τους τιμά μάλλον μέχρι την τελευταία αναπνοή… Διότι πράγματι ο ίδιος, στον Ιωσήφ, παρόλο που δεν ήταν με την κύρια έννοια πατέρας του… ήταν υποταγμένος· και την μητέρα… ούτε όταν σταυρωνόταν δεν την αμέλησε, αλλά την παρέδιδε στον αγαπημένο μαθητή… Επομένως διατάζει να μισούμε τους γονείς, όταν αυτό που διακινδυνεύεται είναι ο Θεός. Διότι τότε δεν θεωρούνται γονείς ούτε συγγενείς» (Θφ). «Ο Χριστός λοιπόν δεν προστάζει ούτε να αγνοήσουμε τη φύση, ούτε να υποδουλωθούμε σε αυτήν, αλλά να χρησιμοποιούμε τη φύση για το καλύτερο και σωτήριο· διότι θέλει η συγγένεια να συμπορεύεται με τη δική του αγάπη, του Χριστού, και όχι λόγω της συγγένειας να αποτραβιέται κάποιος από την θεία αγάπη. Διότι το να τιμά κάποιος τους γονείς, και ο ίδιος ο Κύριος το θέλει. Και το να ανατρέφουν οι γονείς τα παιδιά, το εισηγείται ο Παύλος· αλλά και τους γονείς πρέπει, λέει, να υπακούνε, με το θέλημα του Κυρίου… και εισηγείται στους άνδρες να αγαπούν τις γυναίκες τους, αλλά μιμούμενοι τον Χριστό ο οποίος αγάπησε την Εκκλησία» (Κ).
(3) «Αφού φανέρωσε, μέσω των πιο γνήσιων συγγενών, κάθε πρόσωπο αγαπητό, πρόσθεσε και το μεγαλύτερο» (Ζ), δηλαδή το πιο αγαπητό στον άνθρωπο, τη ζωή του, τον εαυτό του. Συχνά εκείνοι, οι οποίοι επιτυγχάνουν την απόκτηση του άγιου αυτού μίσους σε κατώτερο βαθμό, αποδεικνύονται να υπολείπονται και να αποτυγχάνουν προκειμένου και για τον ανώτερο βαθμό (b).
(4) Όχι απλώς «να εγκαταλείπουμε τις επιθυμίες της ψυχής που μας χωρίζουν από το Θεό» (Θφ), αλλά και την ίδια τη ζωή να θυσιάζουμε. «Αν λοιπόν, ζώντας την σωματική ζωή μας, είναι δυνατόν να διαφυλάσσουμε την τιμή στο Χριστό, δεν πρέπει να αποφεύγουμε την σωματική ζωή, αλλά πρέπει να την συντηρούμε, όπως ο Παύλος, όταν από ένα άνοιγμα του τείχους τον κατέβασαν με καλάθι και ξέφυγε από τα χέρια του Αρέτα· όπου όμως έπρεπε κα τη ζωή να περιφρονήσει προκειμένου να τελειώσει τον δρόμο του, ούτε την ψυχή του, είπε, δεν θεώρησε τίμια για τον εαυτό του» (Κ).
(5) «Όποιος, ενώ βλάπτεται στη θεοσέβεια από κάποιον από τους πολύ δικούς του, αποδέχεται την σχέση με αυτούς και την θεωρεί προτιμότερη από την ευαρέστηση στο Θεό, αλλά επίσης και όταν, λόγω της αγάπης για τη ζωή, πολλές φορές ενώ είναι μπροστά του το μαρτύριο, παρασύρεται σε άρνηση, αυτός δεν μπορεί να είναι μαθητής του Χριστού» (Θφ). Όταν ξεσηκώνεται σάλος και διωγμός εξαιτίας του ευαγγελίου, τότε οι οπαδοί του μπαίνουν στο δίλημμα: Ποιον αγαπάτε περισσότερο, τον Χριστό ή τους συγγενείς και τη ζωή σας; Ποιον θα αρνηθείτε, τον Χριστό ή τα αγαπημένα σας πρόσωπα και την ακόμη πιο αγαπητή σε σας ζωή; Αλλά και σε ημέρες ειρήνης πολλές φορές μπαίνει ο πιστός στην ίδια δοκιμασία. Όσοι παρ’ όλα αυτά δοκίμασαν εμπειρικά τα θέλγητρα της πνευματικής ζωής και είναι στερεωμένοι στην ελπίδα των ουράνιων αγαθών, δεν θα βρουν βαρύ το να αρνηθούν τα πάντα για τον Χριστό.

14.27 και ὅστις οὐ βαστάζει τὸν σταυρὸν ἑαυτοῦ(1) καὶ ἔρχεται ὀπίσω μου(2) οὐ δύναται εἶναί μου μαθητής(3).
27 Όποιος δεν σηκώνει το σταυρό του και δε με ακολουθεί, δεν μπορεί να είναι μαθητής μου.
(1) Δες Ματθ. ι 38 και ιστ 24 και Μάρκ. η 34, ι 21 και τις εκεί σημειώσεις. Δεν αρκεί μόνο προσκολλήσεις και αγάπες να θυσιάσει ο ακόλουθος του Χριστού, αλλά πρέπει να δεχτεί και παθήματα, για να μπορέσει να ακολουθήσει το Χριστό μέχρι τέλους. Τα δεινά αυτά και οι θλίψεις απεικονίζονται με το σταυρό, ο οποίος αποτελούσε τον οδυνηρότερο και ατιμοτικότερο τρόπο τιμωρίας και ποινής (g). «Όποιος δεν βαστάει στη μνήμη τον θάνατό του· διότι με τον σταυρό σήμανε τον θάνατο· διότι τότε ήταν όργανο θανάτου ο σταυρός» (Ζ). Παρόλο που όχι όλοι οι μαθητές του Χριστού σταυρώνονται και υπομένουν σταυρικό θάνατο, όμως όλοι πρέπει να βαστάζουν το σταυρό τους, έχοντας την σταθερή απόφαση όταν η ανάγκη το απαιτήσει, να υποστούν και αυτόν τον θάνατο. Είναι ανάγκη να βαστάζουν το σταυρό τους, διότι ο σταυρός υπονοεί και την ατίμωση και τον χλευασμό, τον οποίο υφίσταντο οι καταδικασμένοι σε θάνατο κακοποιοί, όταν έβγαιναν στον τόπο της θανατικής τους εκτέλεσης με το σταυρό τους στον ώμο. Ούτως ή άλλως λοιπόν ο οπαδός του Χριστού θα αντικρύσει και το ποτήριο των περιφρονήσεων και των κοροϊδιών για το Χριστό.
(2) Μπορούμε το «ου» που προηγήθηκε (ου βαστάζει) να μην το υπονοήσουμε και στο έρχεται=Όποιος δεν βαστάει τον σταυρό του και όμως έρχεται πίσω μου, όπως έρχεστε εσείς, δεν μπορεί να είναι μαθητής μου (b). Αλλά αυτή η εκδοχή είναι λιγότερο φυσική (g).
(3) Έτσι ο Χριστός γνωστοποιεί εδώ σε αυτούς που τον ακολουθούν τα χειρότερα, τα οποία ενδέχεται να υποστεί κάθε μαθητής του. Ο σατανάς για αποπλάνηση των ανθρώπων δείχνει σε αυτούς τα ελκυστικότερα και κρύβει τα χειρότερα και τα πραγματικά ολέθρια, τα οποία θα αντικρύσουν στο τέλος οι ακόλουθοί του. Τα κρύβει, διότι τα χειρότερα δεν ισοφαρίζονται από τα ελκυστικότερα. Ο Χριστός όμως έχει σε αφθονία ανεξάντλητη τα καλύτερα. Και δεν διστάζει για αυτό να προβάλλει τις θυσίες οι οποίες είναι απαραίτητες για εξασφάλιση των καλύτερων, τα οποία όχι μόνο ισοφαρίζουν αλλά και ξεπερνούν ανυπολόγιστα αυτές τις θυσίες.

Στίχ. 28-35. Οικοδομή πύργου και εκστρατεία βασιλιά.
14.28 τίς(1) γὰρ(2) ἐξ ὑμῶν θέλων πύργον(3) οἰκοδομῆσαι οὐχὶ πρῶτον καθίσας(4) ψηφίζει(5) τὴν δαπάνην(6), εἰ ἔχει τα προς ἀπαρτισμόν(7);
28 Ποιος από σας που θέλει να χτίσει έναν πύργο δε θα καθίσει πρώτα να υπολογίσει τη δαπάνη, για να δει αν του φτάνουν τα χρήματα να τον τελειώσει;
(1) Ακολουθούν τώρα 2 παραβολές που τις πήρε ο Κύριος ίσως από τις τάσεις που σημειώθηκαν κατά την εποχή εκείνη. Ήταν εποχή επιδεικτικών ανοικοδομήσεων και ακατάπαυστων πολεμικών επιχειρήσεων (p).
(2) Η σύνδεση με τα προηγούμενα με το «γαρ» φαίνεται να είναι, ότι αρμόζει στον μαθητή του Χριστού να είναι τόσο τουλάχιστον συνετός όσο φαίνονται αυτοί που μελετούν δαπανηρές ή επικίνδυνες επιχειρήσεις (p).
(3) Πύργο, δηλαδή σπίτι σοβαρό, εφοδιασμένο με πύργο (g).
(4) Κάθισε ώστε να δοθεί καιρός σε αυτόν να λογαριάσει το σύνολο των δαπανών και των πόρων του (b). Αυτό το «κάθισε» δείχνει μακρά και σοβαρή σκέψη (p).
(5) Το ψηφίζω σημαίνει πρώτα, αριθμώ με ψήφους (πέτρες) όπως έκαναν οι αρχαίοι· έπειτα σημαίνει γενικά αριθμώ, μετρώ, υπολογίζω (δ). Υπολογίζει την δαπάνη.
(6) Οι λέξεις δαπάνη και απαρτισμός είναι μοναδικές στην Κ.Δ..
(7) Διαφορετική γραφή: τα εις απαρτισμόν, ή και χωρίς το «τα». Απαρτισμός είναι η ολοκλήρωση του έργου.

14.29 ἵνα μήποτε θέντος αὐτοῦ θεμέλιον καὶ μὴ ἰσχύσαντος(1) ἐκτελέσαι πάντες οἱ θεωροῦντες ἄρξωνται αὐτῷ ἐμπαίζειν(2)
29 Κι αυτό, ώστε όταν βάλει το θεμέλιο και δεν μπορεί να τελειώσει το έργο, να μην αρχίσουν όλοι όσοι τον βλέπουν να τον κοροϊδεύουν
(1) Υπάρχει και η γραφή ισχύοντος=Δεν έχει τα μέσα να φέρει σε πέρας, να τελειώσει το έργο. Το ρήμα εκτελώ συναντιέται μόνο εδώ στην Κ.Δ. (p).
(2) Πράγματι, εάν ο κόσμος μισεί τον ειλικρινή και γνήσιο μαθητή του Χριστού, περιφρονεί όμως και χλευάζει αυτόν που δεν παρουσιάζει τη ζωή του σε όλα σύμφωνη με όσα επαγγέλλεται ότι πιστεύει (ο).

14.30 λέγοντες ὅτι Οὗτος(1) ὁ ἄνθρωπος ἤρξατο οἰκοδομεῖν καὶ οὐκ ἴσχυσεν ἐκτελέσαι(2).
30 και να λένε ότι αυτός ο άνθρωπος άρχισε να χτίζει αλλά δεν μπόρεσε να τελειώσει.
(1) Περιφρονητικά.
(2) Κυρίως κατακρίνεται διότι υπήρξε ανόητος, επειδή άρχισε χωρίς προηγουμένως να σκεφτεί καλά και να υπολογίσει (p). Η έννοια της παραβολής: «Με την παραβολή του πύργου, μας διδάσκει ο Κύριος, ότι από τη στιγμή που διαλέξαμε να τον ακολουθούμε, να φυλάξουμε την ίδια διάθεση και να μην βάλουμε μεν θεμέλιο, δηλαδή αρχή του να ακολουθούμε, αλλά να μην βάλουμε τέλος, επειδή δεν θα έχουμε αρκετή την ετοιμότητα της προθυμίας» (Θφ). «Διότι αν βεβαίως θα ήθελε κάποιος να οικοδομήσει πύργο, αφού πρώτα ετοιμάσει όσα χρειάζονται για την ολοκλήρωση, τότε αρχίζει την οικοδομή… αυτό λοιπόν το ίδιο απαιτεί και από τους πιστούς· πρέπει δηλαδή αυτοί που διάλεξαν να κατορθώσουν την ένδοξη και πεντακάθαρη ζωή, να εγκαταστήσουν στο νου τους την προθυμία που είναι αρκετή για αυτό» (Κ). Αρκετά σοβαρή και η επόμενη: «… έτσι και αυτός που θέλει να χτίσει πύργο πνευματικό, εννοώ βεβαίως, τη συγκρότηση των αρετών, οφείλει πρώτα να μετρήσει την διάρκεια στους πειρασμούς, έτσι ώστε, όντας προετοιμασμένος, να τους υπομείνει με ευκολία όταν θα πέσουν πάνω του» (Ζ). Η χριστιανική ζωή και ο αγιασμός που επιτυγχάνεται με αυτήν μπορεί να συγκριθεί με τον πύργο που ανοικοδομείται. Το κεφάλαιο που απαιτείται από το Χριστό είναι η ίδια η ζωή του, την οποία θα χρειαστεί να δαπανήσει ολόκληρη, για να ολοκληρωθεί σε αυτόν το έργο του αγιασμού. Το να καθίσει λοιπόν και να υπολογίσει την δαπάνη, απεικονίζουν πράξεις βαθιάς περισυλλογής και σοβαρής μελέτης, οι οποίες πρέπει να προηγηθούν προκειμένου κάποιος να αναλάβει ένα τέτοιο έργο (g). Πράγματι εκείνος ο οποίος αποφασίζει να ακολουθήσει τη ζωή του ευαγγελίου, επιχειρεί να χτίσει πύργο, όχι όμοιο με τον πύργο της Βαβέλ, ο οποίος έμεινε ατελείωτος, αλλά σύμφωνο με το θέλημα του Θεού, ο οποίος θα βοηθήσει τον χτίστη να φέρει αυτόν σε πέρας. Θα αρχίσει από χαμηλά, βάζοντας βαθύ θεμέλιο στο βράχο και θα προχωρήσει μέχρι τον ουρανό. Αλλά η ανέγερση του πύργου αυτού θα του κοστίσει πολύ. Πρέπει αυτός να νεκρώσει την αμαρτία μέσα του, να εξαλείψει και τις πιο δελεαστικές και ισχυρές προς το κακό επιθυμίες του. Πρέπει να ζει ζωή αυταπάρνησης και άγρυπνης προσοχής και αμετακίνητης εμμονής στο καθήκον. Ενδέχεται ακόμη να του ζητηθεί και η θυσία της φήμης του, διότι ίσως αντικρύσει και δυσφημήσεις, αλλά και η θυσία όλων των υλικών αγαθών του και όλων όσα υπάρχουν στον κόσμο που αγαπά.

14.31 ἢ τίς(1) βασιλεὺς(2) πορευόμενος συμβαλεῖν(3) ἑτέρῳ βασιλεῖ εἰς πόλεμον(3) οὐχὶ καθίσας πρῶτον βουλεύεται(4) εἰ δυνατός ἐστιν ἐν δέκα χιλιάσιν(5) απαντῆσαι τῷ μετὰ εἴκοσι χιλιάδων ἐρχομένῳ ἐπ᾽ αὐτόν;
31 Ποιος βασιλιάς, πάλι, ξεκινάει να κάνει πόλεμο με άλλον βασιλιά χωρίς πρώτα να καθίσει να σκεφτεί αν μπορεί με δέκα χιλιάδες άντρες να αντιμετωπίσει αυτόν που του επιτίθεται με είκοσι χιλιάδες;
(1) Η δεύτερη αυτή παραβολή απεικονίζει τη ζωή τη χριστιανική από την αρνητική της πλευρά, την πολεμική δηλαδή. Παρομοιάζεται αυτή με πόλεμο επικίνδυνο που διεξάγεται από βασιλιά εναντίον εχθρού πολύ ισχυρότερου (g). Η κατάσταση του Χριστιανού στον κόσμο αυτόν είναι κατάσταση εκστρατείας. Ο χριστιανός είναι στρατιώτης και υπάρχουν πολλά βήματα στην πορεία του, τα οποία πρέπει να διεκδικεί με χτυπήματα σπαθιού. Πρέπει να μαχόμαστε σε κάθε βήμα μας. Τόσο ακούραστοι είναι οι πνευματικοί μας εχθροί στην αντίστασή τους εναντίον μας. «Και μας διδάσκει να μην είμαστε δίψυχοι, ούτε να προσηλωνόμαστε στη σάρκα και το Θεό· αλλά εάν πρόκειται να αναλάβουμε τον πόλεμο εναντίον των πονηρών δυνάμεων, να τους αντιμετωπίζουμε ως εχθρούς και αληθινά να τους αντιμαχόμαστε» (Θφ).
(2) Ο πόλεμος του χριστιανού έχει μέσα του κάτι το βασιλικό (b).
(3) Το ρήμα συμβάλλω είναι αμετάβατο όπως στο Α΄Μακ. δ 34, Β΄Μακ. η 23,ιδ 17 και συχνά στον Πολύβιο. Η συνηθέστερη φράση είναι «συμβάλλειν εις μάχην». Δες Ιωσήπου Αρχ. VI,5.3 (p). Και αντί για τη λέξη μάχη, βρίσκεται εδώ η λέξη πόλεμος (L)=να συγκρουστεί σε μάχη (δ).
(4) Μαζί με τους συμβούλους του (δ).
(5) Εάν με τη μισή τουλάχιστον του επιδρομέα δύναμη (δ), είναι δυνατός να ανταπεξέλθει εναντίον του επιτιθεμένου. Εφόσον πρόκειται για υπεράσπιση της χώρας, η οποία είναι καθήκον ιερό, η ανδρεία και η αυτοθυσία θα αναπληρώσει ίσως τον αριθμό. Αυτό όμως πρέπει ώριμα να το σκεφτεί (L).

14.32 εἰ δὲ μήγε(1), ἔτι αὐτοῦ πόρρω ὄντος πρεσβείαν ἀποστείλας ἐρωτᾷ τὰ πρὸς εἰρήνην(2).
32 Αν δεν μπορεί, στέλνει μεσολαβητές, όταν ακόμη ο άλλος είναι μακριά, και ζητάει διαπραγματεύσεις για ειρήνη.
(1) Αν δεν είναι δυνατός να απαντήσει (δ).
(2) Ζητά ή παρακαλεί για διαπραγματεύσεις που αποβλέπουν σε ειρήνη. Το «τα» αποσιωπάται στους κώδικες σιναϊτικό και βατικανό, οπότε η έννοια είναι διαπραγματεύεται για ειρήνη (p). «Ρωτά, δηλαδή παρακαλεί, ζητά την ειρήνη. Αυτά βεβαίως τα πρόσθεσε, όχι συμβουλεύοντας αυτούς που δεν μπορούν να αποκρούσουν, να ειρηνεύουν με το σατανά. Διότι πώς θα μπορούσε να γίνει αυτό; με τον ανθρωποκτόνο και καταστροφέα ψυχών. Αλλά το χρησιμοποίησε για τη λογική συνέχεια του παραδείγματος, όπως έκανε και παραπάνω· ταυτόχρονα και για να προκαλέσει ντροπή σε αυτούς που ενώ έγιναν μαθητές, μετά αποχαυνώθηκαν. Διότι και αυτό είναι σχήμα λόγου, που διεγείρει σε ανδρεία, όπως ακριβώς και συνηθίζουμε να λέμε, ότι Καλύτερα να μην άρχιζε αυτό το πράγμα, παρά αρχίζοντάς το να μην τελειώσει» (Ζ). Σοβαρή και η επόμενη: Είναι προτιμότερο να αρνηθεί κάποιος να συμμετάσχει στην υποδοχή της ημέρας των Βαΐων, εάν πρόκειται ο ενθουσιασμός του αυτός να καταλήξει σε συμμετοχή της θεοκτόνου τρέλας της μεγάλης Παρασκευής. Είναι προτιμότερο να μείνει κάποιος τίμιος άνθρωπος, θρησκευτικά αδιάφορος και ψυχρός, παρά να γίνει Χριστιανός ασυνεπής. Ειδοποιεί λοιπόν ο Κύριος αυτούς που τον ακολουθούν, ότι, αν δεν είναι αποφασισμένοι να τον ακολουθήσουν και μέχρι το σταυρό, καλύτερα θα είναι, προκειμένου την τελευταία στιγμή να τον προδώσουν, να μην χαλάσουν καθόλου τις σχέσεις τους με το συνέδριο (g).

14.33 οὕτως οὖν πᾶς ἐξ ὑμῶν ὃς οὐκ ἀποτάσσεται πᾶσιν τοῖς ἑαυτοῦ ὑπάρχουσιν(1) οὐ δύναται εἶναί μου μαθητής.
33 Έτσι, λοιπόν, κανείς από σας δεν μπορεί να είναι μαθητής μου αν δεν απαρνηθεί όλα του τα υπάρχοντα».
(1) Μιλά για υπάρχοντα, οδηγούμενος σε αυτά από τις δαπάνες, τις οποίες αδίστακτα πρέπει να αποφασίσει αυτός που χτίζει πύργο, αλλά και από τον φόρο υποταγής σε χρήμα, στον οποίο θα εξαναγκαστεί αυτός που διαπραγματεύτηκε την ειρήνη με τον εισβολέα (L). Η φράση «όλα τα υπάρχοντά του» σημαίνει την απάρνηση της φυσικής ζωής, όπως και όλων των προσκολλήσεων και δεσμών και όλων των αγαθών, τα οποία ικανοποιούν αυτήν τη ζωή και συμπεριλαμβάνει τους δύο όρους που δηλώνονται στους σ. 26 (απάρνηση των φυσικών δεσμών και απολαύσεων) και 27 (σήκωμα του σταυρού)(g). «Πρώτα από όλα απαρνούμαστε τον διάβολο και τα πάθη της σάρκας, εμείς που εγκαταλείψαμε τις κρυφές πράξεις της αισχύνης, και συγγένειες σωματικές και φιλίες ανθρώπων και την συνήθεια της ζωής που μάχεται την ακρίβεια του ευαγγελίου της σωτηρίας. Και το πιο αναγκαίο από αυτά, απαρνιέται ο ίδιος τον εαυτό του, αυτός που απέβαλλε τον παλαιό άνθρωπο μαζί με τις πράξεις του… Απαρνιέται ακόμη και κάθε σφοδρή προσήλωση στον κόσμο που μπορεί να εμποδίζει τον σκοπό της ευσέβειας» (Β). Οι παραβολές λοιπόν ως σύνολο διδάσκουν, ότι το να αποβεί κάποιος μαθητής του Χριστού, συνυπονοεί, ότι οφείλει από πριν να ζυγίσει καλά αυτό (p).

14.34 Καλὸν τὸ ἅλας(1)· ἐὰν δὲ καὶ τὸ ἅλας μωρανθῇ(2), ἐν τίνι ἀρτυθήσεται(3);
34 «Το αλάτι είναι καλό, αν όμως χάσει την αρμύρα του, με ποιον τρόπο θα την αποκτήσει πάλι;
(1) Η παρομοίωση η σχετική με το αλάτι, πιθανότατα χρησιμοποιήθηκε περισσότερες από μία φορές από τον Κύριο και σε διάφορα συμφραζόμενα. Δες Ματθ. ε 13 και Μάρκ. θ 50 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις. Το αλάτι σημαίνει εδώ την αυτοθυσία, για την οποία έγινε λόγος στους σ. 26,27,33. Η εικόνα του αλατιού δεν συναντιέται στην Π.Δ. αλλά δες Ιώβ στ 6. Τα αλεξανδρινά χειρόγραφα γράφουν: Καλόν οὖν το άλας. Το οὖν ίσως αναφέρεται στον αμέσως προηγούμενο λόγο= Το αλάτι λοιπόν, όπως είπα προηγουμένως, είναι καλό (p). Το αλάτι νοστιμίζει την γεύση κάποιων ουσιών και προλαβαίνει την σήψη άλλων. Είναι λοιπόν καλό. Έτσι είναι καλή και ευεργετική η επίδραση, την οποία ο μαθητής του Χριστού ασκεί με την αυστηρή και στυπτική γεύση του ευαγγελίου, από το οποίο είναι εμποτισμένος, και η οποία είναι επίδραση καθαρτική και ζωοποιός πάνω στην αηδή ή σαπισμένη ζωή της ανθρωπότητας που τον περιβάλλει (g). Τι είναι στην πνευματική ζωή εκείνο, το οποίο ανταποκρίνεται στην επίδραση του αλατιού στη φυσική ζωή; Απάντηση· μία βαθιά και μυστική δύναμη του Πνεύματος του Θεού που επενεργεί στη συνείδηση, στη διάνοια, στις διαθέσεις και προθέσεις, στα αισθήματα, στη θέληση του ανθρώπου, που εμποτίζει και ανακαινίζει αυτά και διατηρεί αυτά σε κατάσταση εσωτερικής ζωής και καθαρότητας, ώστε και για τους ομοίους του, με τους οποίους έρχεται σε επαφή ή με οποιαδήποτε σχέση, να γίνεται ο άνθρωπος αυτός φορέας και αγωγός αρετής, αλήθειας, αγνότητας. Το αλάτι στον άνθρωπο είναι η παρουσία του Θεού σε αυτόν, που εμποτίζει όλες τις σκέψεις του και όλο το εσωτερικό του με τη χάρη του. Για τη διατήρηση της άγιας αυτής ιδιότητας είμαστε όλοι υπεύθυνοι ενώπιον του Θεού. Διότι εξαρτάται και από εμάς να καλλιεργήσουμε αυτήν. Μπορεί αυτή εύκολα να μειωθεί, όπως μπορεί και συνεχώς να αυξάνεται. Μία μικρή αμαρτία, μία μικρή αφροντισιά και απροσεξία, μία μικρή κοσμική επαφή, μία ελάχιστη δυσαρέσκεια του Πνεύματος, το οποίο λυπούμε με τις αμαρτωλές κινήσεις της ψυχής μας, είναι ικανά να μειώσουν, να εξασθενήσουν, να εκμηδενίσουν ολοτελώς την ιδιότητα αυτή. Αλλά και μία θερμή προσευχή, μία πράξη θεάρεστη, συντριβή και ταπείνωσή μας μπορούν αμέσως να αναζωπυρώσουν αυτήν και να προσδώσουν νέα δύναμη σε αυτήν.
(2) Ο Maundrell (Jurney from Aleppo to Jerusalem σελ. 161-162) μιλά για κοιλότητα που άνοιξε με ανασκαφή σε βουνό από αλάτι. Έκοψε κάποια θρύμματα από το αλάτι αυτό και μολονότι διατηρούσαν ακόμη όλα τα εξωτερικά γνωρίσματα του αλατιού, τα βρήκε εξ’ ολοκλήρου στερημένα από τη γεύση τους. Έτσι μπορεί να συμβεί και στον μαθητή, ο οποίος δεν απαρνήθηκε τον εαυτό του, βαθμιαία εξασθένηση της ευαγγελικής ζωής και ιδιότητας, η οποία μπορεί να φτάσει μέχρι πλήρους αμαύρωσης και εξαφάνισης· έτσι λοιπόν ο μαθητής θα είναι πλέον ανίκανος να επιδράσει ως ανακαινιστικός και αγιαστικός παράγοντας στο περιβάλλον (g).
(3) Όπως το αλάτι όταν αποβάλλει την ιδιότητα και γεύση του, δεν μπορεί να ανακτήσει αυτήν, έστω και αν αναμιχθεί με άλλο αλάτι, έτσι και ο μαθητής του Χριστού, όταν ξεπέσει, είναι πλέον χαμένος για την ουράνια ζωή. Δεν είναι δυνατόν αυτή να ανανεωθεί με το ευαγγέλιο, του οποίου η επίδραση πάνω του εκμηδενίστηκε (g). Ξεπεσμένοι χριστιανοί, οι οποίοι γεύτηκαν τις δωρεές της χάρης και απώθησαν έπειτα αυτές αφού ελκύστηκαν και πάλι από τον αμαρτωλό κόσμο και έγιναν αποστάτες, έχασαν πλέον οριστικά την ιδιότητά τους ως αλατιού πνευματικού. Είναι αδύνατον οι αποστάτες αυτοί «να ανακαινιστούν σε μετάνοια» (Εβρ. στ 4-6). Διδάσκαλος και υπηρέτης της θρησκείας, του οποίου η διάνοια και τα ήθη διαφθάρθηκαν, είναι το πλέον αηδιαστικό και απεχθές κτήνος. Τέτοιοι άνθρωποι πρέπει να διώχνονται από την εκκλησία, όχι μόνο διότι εξέπεσαν από όλες τις τιμές και τα προνόμιά τους ως μέλη της εκκλησίας, αλλά και διότι αποτελούν μολυσματικό κίνδυνο και για τα υγιή μέλη της.

14.35 οὔτε εἰς γῆν οὔτε εἰς κοπρίαν(1) εὔθετόν ἐστιν· ἔξω βάλλουσιν αὐτό(2). ὁ ἔχων(3) ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω(4).
35 Δεν κάνει ούτε για χώμα ούτε για κοπριά· το πετάνε. Όποιος έχει αυτιά για να ακούει ας ακούει».
(1) Ούτε να ριχτεί στη γη και να γίνει και αυτό γη, ώστε ως χώμα πλέον να παραγάγει, ούτε με κοπριά να αναμιχθεί και να χρησιμοποιηθεί ως λίπασμα (g). «Εάν το αλάτι αποβάλλει την φύση του, γίνεται τελείως άχρηστο και δεν είναι κατάλληλο ούτε για τη γη ούτε για την κοπριά. Αυτό λοιπόν που λέει, σημαίνει το εξής· Εγώ μεν θέλω κάθε χριστιανός να είναι ωφέλιμος και να νοστιμίζει, όχι μόνο αυτόν στον οποίο έχει ανατεθεί χάρισμα διδασκαλίας… αλλά απαιτώ και οι ίδιοι οι λαϊκοί να είναι χρήσιμοι και ωφέλιμοι στους πλησίον. Εάν όμως αυτός που πρόκειται να ωφελεί άλλους, αυτός γίνει ακατάλληλος και ξεπέσει από την κατάσταση που ταιριάζει στον χριστιανό… είναι τελείως απόβλητος και απορριπτέος» (Θφ).
(2) Η φράση «έξω βάλλουσιν αυτό» χρησιμεύει ως μετάβαση στον ακόλουθο λόγο· αυτός που έχει αυτιά… (g).
(3) Λόγος του Κυρίου που επαναλήφθηκε από αυτόν πολλές φορές. Δείχνει εδώ ποιας προσοχής πρέπει να αξιωθούν από τον καθένα τα προηγούμενα λόγια (p) και «διεγείρει τους ακροατές στο να μην δεχτούν επιπόλαια αυτό που ειπώθηκε για το αλάτι» (Θφ).
(4) «Αυτός που έχει σύνεση, ας κατανοήσει· αυτιά δηλαδή εδώ, πρέπει να εννοήσουμε την αισθητική δύναμη της ψυχής και την ικανότητα να καταλαβαίνει» (Θφ). Δες Ματθ. ια 15.

Κεφάλαιο 15

Στίχ. 1-7. Η παραβολή του χαμένου προβάτου.
15.1 Ἦσαν(1) δὲ ἐγγίζοντες(2) αὐτῷ πάντες(3) οἱ τελῶναι καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ ἀκούειν αὐτοῦ(4).
1 Όλοι οι τελώνες και οι αμαρτωλοί συνήθιζαν να πλησιάζουν τον Ιησού και να τον ακούνε.
(1) Η ιστορική αυτή εισαγωγή μας δίνει, όπως πάντοτε οι σύντομες σημειώσεις του Λουκά που προηγούνται των παραβολών, το κλειδί των ακόλουθων λόγων (g).
(2) Όταν ο Κύριος ερχόταν σε κάποιο μέρος, οι τελώνες και οι αμαρτωλοί, που έμεναν στο μέρος αυτό, έτρεχαν προς αυτόν (g). Το Ἦσαν ἐγγίζοντες λοιπόν σημαίνει αυτό που συνήθως γινόταν σε κάθε πόλη ή χωριό, όπου ερχόταν ο Κύριος.
(3) Όχι απλώς πολλοί, αλλά όλοι που βρίσκονταν σε κάθε μέρος (b).
(4) Να τον ακούσουν και όχι μόνο να δουν τα θαύματά του. Αυτό λοιπόν που τους έλκυε ήταν φύσης πνευματικής, το οποίο σπάνια συναντούσε ο Ιησούς. Εκείνοι εύρισκαν στον Ιησού, ό,τι δεν είχαν ποτέ συναντήσει, ούτε καν υποπτεύονταν έως τότε. Εύρισκαν την αγιότητα ελεύθερη από τη φαρισαϊκή έπαρση και συνδυασμένη με την συμπάθεια και αγάπη. Ο Ιησούς από την άλλη ευρισκόμενος ανάμεσα σε ανθρώπους που με διάθεση ειλικρινή και συντετριμμένη καρδιά τον πλησίαζαν, άνοιγε σε αυτούς τους θησαυρούς της θείας χάρης (g).

15.2 καὶ διεγόγγυζον(1) οἵ τε Φαρισαῖοι καὶ οἱ γραμματεῖς(2) λέγοντες ὅτι Οὗτος ἁμαρτωλοὺς προσδέχεται(3) καὶ συνεσθίει(4) αὐτοῖς.
2 Οι Φαρισαίοι και οι γραμματείς διαμαρτύρονταν, λέγοντας ότι αυτός δέχεται αμαρτωλούς και τρώει μαζί τους.
(1) Διεγόγγυζον=γόγγυζαν μεταξύ τους (b). Στην Κ.Δ. συναντιέται η λέξη μόνο εδώ και στο ιθ 7 (p). Εξοργίζονταν διότι παρέχονταν τα μέσα της χάριτος στους τελώνες και αμαρτωλούς και καλούνταν αυτοί σε μετάνοια και ενθαρρύνονταν με την ελπίδα, ότι θα συγχωρούνταν με τη μετάνοια. Θεωρούσαν αυτούς ότι ξέπεσαν ανεπανόρθωτα, για τους οποίους καμία ελπίδα δεν απέμενε και νόμιζαν, ότι στερήθηκαν το προνόμιο της μετάνοιας, παρόλο που οι προφήτες καλούσαν σε μετάνοια και τους εθνικούς, όπως ο Ιωνάς τους Νινευΐτες και ο Δανιήλ τον Ναβουχοδονόσορα.
(2) Συνήθως οι γραμματείς προηγούνται από τους Φαρισαίους. Δες Λουκ. ε 21, στ 7, ια 53,Ματθ. ιβ 38 κλπ. Εδώ οι Φαρισαίοι πήραν ίσως πρωτεύοντα ρόλο (p).
(3) Τους επιτρέπει να τον πλησιάσουν δεχόμενος αυτούς με μειλιχιότητα.
(4) Θα το πάρουμε κατά λέξη. Δες το συμπόσιο που παρέθεσε ο Λευΐ. Η πράξη αυτή ήταν περισσότερο σημαντική και αισθητή στα τότε έθιμα παρά σήμερα. Ενεργώντας έτσι ο Ιησούς παραμέριζε την ηθική ευπρέπεια σύμφωνα με τις αντιλήψεις των γραμματέων και φαρισαίων. Οι παραβολές όμως που ακολουθούν είναι προορισμένες να αποδείξουν, πόσο ορθά και δίκαια ενεργούσε (g). Δεν τολμούσαν να κατακρίνουν το ότι κήρυττε προς αυτούς ο Κύριος και τους δίδασκε, δοκιμάζοντας κάποια ντροπή να κάνουν αυτό. Τον κατηγορούσαν για αυτό, ότι συνέτρωγε μαζί τους, το οποίο πιο εμφανώς παρουσιαζόταν ότι αντιτίθεται στην παράδοση των πρεσβυτέρων. Δεν πρέπει να παραξενευόμαστε όταν ακούγονται επικρίσεις εις βάρος όχι μόνο εξόχων προσωπικοτήτων, αλλά και ολοφάνερα αθώων και διακεκριμένων ενεργειών και πράξεων.

15.3 εἶπεν δὲ(1) πρὸς αὐτοὺς τὴν παραβολὴν(2) ταύτην(3) λέγων,
3 Εκείνος τότε τους είπε την ακόλουθη παραβολή:
(1) Μάλλον αντιθετικός σύνδεσμος. Εκείνοι μεν γόγγυζαν, αυτός όμως για απάντηση είπε προς αυτούς (p).
(2) «Με παραβολή τους αποστομώνει διδάσκοντας ότι έγινε άνθρωπος όχι για τους δίκαιους, αλλά για τους αμαρτωλούς» (Ζ). Με τις παραβολές που ακολουθούν ο Κύριος δείχνει, ότι όσο χειρότεροι είναι οι άνθρωποι, στους οποίους κήρυττε, τόσο μεγαλύτερη δόξα ανεβαίνει στο Θεό και τόσο μεγαλύτερη χαρά γίνεται στον ουρανό, εάν οι αμαρτωλοί αυτοί επιστρέψουν με τη μετάνοια. Θα ήταν περισσότερο χαρμόσυνο θέαμα για τους ουρανούς να βλέπουν τους εθνικούς να οδηγούνται στη λατρεία του αληθινού Θεού παρά να βλέπουν τους Ιουδαίους να συρρέουν σε αυτήν· να βλέπουν τελώνες και αμαρτωλούς να επιστρέφουν σε ζωή σωστή και θεάρεστη, παρά τους γραμματείς και φαρισαίους να ζουν με αυτόν τον τρόπο ζωής.
(3) Δες και Ματθ. ιη 12-14 (και τις εκεί σημειώσεις), όπου η ακόλουθη παραβολή λέγεται σε τελείως διαφορετική συσχέτιση και με κάποιες διαφορές στις λεπτομέρειες. Δες και Ιω. ι 1-18. Ο Κύριος φαίνεται ότι συχνά χρησιμοποίησε την παρομοίωση του καλού Ποιμένα στη διδασκαλία του. Καμία άλλη εικόνα δεν τυπώθηκε τόσο βαθιά στη διάνοια της χριστιανοσύνης, όσο αυτή (p). Στον Ματθαίο αποσκοπείται με την παραβολή να δειχτεί η μεγάλη αξία, την οποία έχει για το Θεό ο πιο ταπεινός ακόλουθος του Χριστού και ο κίνδυνος της αμαρτίας και ενοχής, στην οποία είναι εκτεθειμένος καθένας που περιφρονεί αυτόν τον μικρό. Εδώ τονίζεται η χαρά η οποία γίνεται στον ουρανό για την επιστροφή αυτού που αποπλανήθηκε από δική του ολιγωρία (ο).

15.4 Τίς ἄνθρωπος(1) ἐξ ὑμῶν ἔχων ἑκατὸν(2) πρόβατα καὶ ἀπολέσας ἓν(3) ἐξ αὐτῶν οὐ καταλείπει τὰ ἐνενήκοντα ἐννέα ἐν τῇ ἐρήμῳ(4) καὶ πορεύεται ἐπὶ τὸ ἀπολωλὸς(5) ἕως ου εὕρῃ αὐτό(6);
4 «Ποιος από σας αν έχει εκατό πρόβατα και χάσει ένα απ’ αυτά, δε θα εγκαταλείψει τα ενενήντα εννιά στην έρημο για να ψάξει για το χαμένο ώσπου να το βρει;
(1) Είναι πλεονασμός το «άνθρωπος» εδώ. Μπήκε όμως έτσι ώστε ευθύς εξ’ αρχής να πει τι κάνουν οι άνθρωποι και να συμπεράνει έπειτα από αυτό και τι ενεργεί ο Θεός (L). Η ερωτηματική μορφή την οποία προσδίδει ο Ιησούς στην απάντησή του, αποτελεί πρόσκληση στην ίδια τους την κρίση: Ποιος από σας σε περίπτωση ασύγκριτα μικρότερης σπουδαιότητας δεν κάνει αυτό για το οποίο εσείς με μέμφεστε, ότι ενεργώ σε περίπτωση πολύ σοβαρότερη και υψηλότερη; (g).
(2) Με το πλήθος των προβάτων, η φροντίδα, την οποία ο ποιμένας δείχνει για ένα και μόνο πρόβατο, τονίζεται και γίνεται εμφανής (b).
(3) Το ένα σε σχέση με τα 100 είναι πράγμα ασήμαντο. Έπεται λοιπόν από αυτό, ότι όχι τόσο το υλικό συμφέρον, όσο ο οίκτος για το χαμένο και η συμπάθεια για αυτό κινεί τον ποιμένα (g). Αυτό είναι το κύριο σημείο στις δύο πρώτες παραβολές· η ιδιαίτερη αγάπη του Θεού για κάθε μία ψυχή (p).
(4) Ονομάζει έτσι όχι κάποιον επικίνδυνο ή απομονωμένο τόπο, αλλά τον συνηθισμένο τόπο της βοσκής των προβάτων (p). Ο ποιμένας δεν παριστάνεται να αφήνει άλλον πίσω του, για να φρουρεί τα πρόβατα, διότι η παραβολή αποσκοπεί να τονίσει την βιασύνη του ποιμένα που αφήνει τα πάντα για να ξαναβρεί το χαμένο (L).
(5) Το πλανημένο πρόβατο είναι πράγματι χαμένο. Διότι ούτε το ένστικτο έχει για να ξανάβρει το δρόμο, ούτε νύχια ή κέρατα για να αμυνθεί. Γίνεται λοιπόν λεία του πρώτου εχθρού που θα συναντήσει (g). Είναι χαμένο για το Θεό, διότι δεν αποδίδει σε αυτόν την τιμή και την λατρεία και την υπακοή, την οποία του οφείλει. Είναι χαμένο για την ποίμνη, διότι χωρίστηκε από αυτήν και έπαυσε να έχει επικοινωνία με αυτήν. Είναι χαμένο και για τον εαυτό του, διότι δεν γνωρίζει που βρίσκεται, περιπλανιέται ακατάπαυστα και είναι εκτεθειμένο ως λεία στα άγρια θηρία και υποκείμενο στους τρόμους και τους κινδύνους της μόνωσης. Χαμένο, διότι δεν μπορεί μόνο του να ξαναβρεί τον δρόμο της επιστροφής στην ποίμνη.
(6) Εξακολουθεί να πορεύεται και να αναζητά αυτό έως ότου το βρει. Η έρευνα και αναζήτηση παριστάνεται ως συνεχής μέχρις ότου ξαναβρεθεί το χαμένο (ο). Ο Θεός ακολουθεί πίσω από τα χαμένα πρόβατά του αναζητώντας τους αμαρτωλούς με τις προσκλήσεις του λόγου του και με τις αόρατες προσπάθειες του Πνεύματός του, έως ότου επιτέλους πετύχει την επιστροφή τους με την μετάνοια.

15.5 καὶ εὑρὼν(1) ἐπιτίθησιν ἐπὶ τοὺς ὤμους(2) αὐτοῦ χαίρων,
5 Κι όταν το βρει, το βάζει χαρούμενος στους ώμους του,
(1) Κάθε χαρακτηριστικό αυτής της εικόνας αποπνέει ζωηρή τρυφερότητα: η επιμονή στην αναζήτηση («έως ότου βρει αυτό»), οι στοργικές φροντίδες για το κατακουρασμένο πρόβατο (πάνω στους ώμους του) η χαρά την οποία δοκιμάζει (χαίροντας) και η εκδήλωση της χαράς του προς τους άλλους (συγκαλεί)(g).
(2) «Δες και πώς το επέστρεψε· δεν το μαστίγωσε, αλλά μεταφέροντας και βαστάζοντας το στους ώμους, πάλι το έδωσε πίσω στην ποίμνη» (Χ). Δεν το σέρνει πίσω του, ούτε το οδηγεί βάζοντας αυτό μπροστά του, ούτε αναθέτει σε άλλον να το μεταφέρει· αλλά το βάζει πάνω στους ώμους του. Δες Ησ. μ 11,μθ 22,ξ 4,ξστ 12. Στους Ο΄ η λέξη ώμος είναι συνηθισμένη, στην Κ.Δ. όμως συναντιέται μόνο εδώ και στο Ματθ. κγ 4 (p). Το κουβαλά στους ώμους. Και δηλώνεται με αυτό η δύναμη, με την οποία το υποστηρίζει και το βαστά. Δεν θα χαθεί ποτέ εκείνος, τον οποίο ο ουράνιος ποιμένας βαστάζει στους ώμους του. Αλλά δείχνεται με αυτό και η στοργή του ποιμένα· η στοργή και η συμπάθεια και ο οίκτος προς τους φτωχούς και ταλαίπωρους αμαρτωλούς.

15.6 καὶ ἐλθὼν εἰς τὸν οἶκον(1) συγκαλεῖ(2) τοὺς φίλους καὶ τοὺς γείτονας λέγων αὐτοῖς, Συγχάρητέ μοι, ὅτι εὗρον τὸ πρόβατόν μου τὸ ἀπολωλός(3).
6 έρχεται στο σπίτι και προσκαλεί τους φίλους και τους γείτονες και τους λέει: “χαρείτε μαζί μου, γιατί βρήκα το πρόβατό μου που είχε χαθεί”.
(1) Αξιοσημείωτη και η εκδοχή: Προφανώς κατά την ανάληψη ο Ιησούς Χριστός επέστρεψε στο σπίτι. Και σε αυτόν το χρόνο ειδικά γνωστοποίησε στα ουράνια όντα όσα συντελέστηκαν στη γη. Και υπονοώντας ότι υπάρχουν διάφορες τάξεις ουράνιων κατοίκων εκτός από τους αγγέλους, λέει ότι συγκάλεσε τους φίλους και τους γείτονες (b).
(2) Είναι σημάδι μεγάλης χαράς το ότι επιζητά να καταστήσει συμμέτοχους σε αυτήν και άλλους (p). Τι πιο συγκινητικό από την μικρή αυτή γιορτή, στην οποία συγκαλεί τους φίλους του και τους γείτονές του και όπου δέχεται με χαρά τα συγχαρητήριά τους (g).
(3) Δεν λέει «το οποίο έχασα», όπως λέγεται στο σ. 9 για τη δραχμή, αλλά το «απολωλός», διότι το μεν πρόβατο χάθηκε από την δική του άγνοια και ανοησία (Ψαλμ. ριη 176), ενώ η δραχμή χάθηκε από απροσεξία της γυναίκας (p). Σημείωσε με πόση ικανοποίηση και στοργή λέει για το χαμένο πρόβατο «βρήκα το πρόβατό μου». Μολονότι αυτό από δική του ανοησία αποπλανήθηκε, ο ποιμένας το ονομάζει πρόβατο δικό του. Δεν έστειλε κάποιον δούλο του να το ξαναβρεί. Το αναζήτησε ο ίδιος. Ο ίδιος ο Υιός του ουράνιου Πατέρα είναι ο ποιμένας των προβάτων ο μέγας. Και αυτός ήλθε να ζητήσει και να σώσει το χαμένο. Και όταν το ξαναβρίσκει αποκαθιστά σε αυτό ακέραια τα δικαιώματά του. «Βρήκα το πρόβατό μου», λέει. Τι ασφάλεια και τι ανάπαυση και τι χορτασμός και τι ειρήνη να είναι κάποιος κοντά στο Χριστό ως πρόβατο δικό του!

15.7 λέγω ὑμῖν(1) ὅτι οὕτω(2) χαρὰ ἔσται ἐν τῷ οὐρανῷ(3) ἐπὶ ἑνὶ(4) ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι ἢ(5) ἐπὶ ἐνενήκοντα ἐννέα δικαίοις(6) οἵτινες οὐ χρείαν ἔχουσιν μετανοίας(7).
7 Σας βεβαιώνω πως έτσι θα γίνει χαρά και στον ουρανό για τη μετάνοια ενός αμαρτωλού, παρά για ενενήντα εννιά δικαίους, που δεν έχουν ανάγκη από μετάνοια».
(1) Αντί για το «αμήν λέγω υμίν» που είναι στον Ματθαίο. Τα λόγια αυτά έχουν μέσα τους μεγάλη σοβαρότητα. Είναι σαν να έλεγε σε αυτούς: Ακούστε λοιπόν, τι γίνεται στον ουρανό για αυτό, για το οποίο εσείς γογγύζετε. Πανηγυρίζουν εκεί για τη μετάνοια καθενός από αυτούς τους αμαρτωλούς, τους οποίους εσείς θεωρείτε απόβλητους. Πόσο λοιπόν είστε μακριά από τα συναισθήματα αυτών που ζουν στους ουρανούς! (g).
(2) «Όπως υπέδειξε η παραβολή» (Ζ).
(3) Το ουρανός εδώ δεν είναι ραββινικό συνώνυμο του Θεού, αλλά σημαίνει όλους όσους κατοικούν στον ουρανό (L). Αξιόλογη και η επόμενη: Ο αρχιποιμένας Ιησούς Χριστός έχει ειδικά τα πνεύματα των δικαίων ως φίλους και γείτονές του, οι οποίοι συμμετέχουν στη χαρά αυτή λόγω των στενών δεσμών τους με τους ανθρώπους (b). Αξιοσημείωτη και η παρατήρηση: Ο Θεός ευφραίνεται με όλα τα έργα του, ιδιαίτερα όμως χαίρεται βλέποντας την επιστροφή των αμαρτωλών που μετανοούν.
(4) Πολύ μάλιστα περισσότερο, όταν οι αμαρτωλοί που επιστρέφουν είναι πολλοί (b). Χαίρεται όμως ο Θεός όχι μόνο για την επιστροφή ολόκληρων εκκλησιών και λαών, αλλά και για τη μετάνοια ενός μόνου αμαρτωλού, οσοδήποτε αυτός και αν φαίνεται ασήμαντη ποσότητα στα μάτια των ανθρώπων. Και μπορεί κάποιος να πει, ότι όσο μεγαλύτερος αμαρτωλός υπήρξε αυτός που επιστρέφει, τόσο η χαρά στον ουρανό είναι μεγαλύτερη. Συχνά αυτοί που κατά το παρελθόν τους παρεκτράπηκαν περισσότερο, δείχνουν και μεγαλύτερο ζήλο μετά την επιστροφή τους. Παράδειγμα βεβαίως αυτού είναι ο Παύλος, για αυτό «και δόξαζαν με αυτόν το Θεό» (Γαλ. α 24). Σε αυτούς που συγχωρήθηκε πολύ, πολύ και θα αγαπήσουν.
(5) Δηλαδή μάλλον ή=περισσότερο παρά.
(6) Δεν εννοεί ότι ο Θεός έχει μεγαλύτερη αγάπη σε έναν αμαρτωλό παρά στους 99 δικαίους. Όπως και ο ποιμένας δεν θα προτιμούσε το ένα πρόβατο από τα άλλα 99 της ποίμνης του. Αλλά παριστάνεται με αυτό ότι ο Θεός αναζητά τον αμαρτωλό, τον φέρνει πίσω και με την επιστροφή αυτή γίνεται στον ουρανό τέτοια εκδήλωση χαράς, σαν την οποία δεν παρουσιάστηκε ποτέ περίπτωση να εκδηλωθεί εξ’ αφορμής των δικαίων. Οι Φαρισαίοι φαντάζονταν το Θεό να θαυμάζει και να αγαπά τους δίκαιους και να επιθυμεί να μην μολυνθούν από κάποια επαφή με τους αμαρτωλούς. Ο Ιησούς γνωστοποιεί ήδη τις πραγματικές διαθέσεις του Θεού (L). Πρέπει λοιπόν να θεωρήσουμε ή ότι πρόκειται για ανθρωποπαθή έκφραση: Οι άνθρωποι όταν ξαναβρίσκουν ό,τι νόμιζαν χαμένο χαίρονται περισσότερο από ότι χαίρονται για αυτό που κατέχουν με ασφάλεια (Weiss). Όπως σε παιδί τους που ασθενεί και κινδυνεύει τον έσχατο κίνδυνο, κατά την περίοδο της ανάρρωσής του, η στοργή των γονέων φαίνεται να συγκεντρώνεται ολόκληρη σε αυτό, ενώ οι άλλοι αδελφοί του, μολονότι αγαπητοί και αυτοί στους γονείς, φαίνονται προς καιρό λησμονημένοι· έτσι παρουσιάζεται και ο Θεός να χαίρεται μαζί με τους αγγέλους με την ανεύρεση του χαμένου και να μην προσέχει τα τρόπαια της χάρης, τα συγκεντρωμένα ήδη στη βασιλεία του (ο). Και συνεπώς εδώ παρουσιάζονται τα ουράνια σύμφωνα με αυτά που συμβαίνουν στους ανθρώπους. Είναι περισσότερο αισθητή η χαρά μας για την ανάκτηση της χαμένης υγείας από ασθένεια που παρεμβλήθηκε, από όσο, εάν δεν μας συνέβαινε η ασθένεια και απολαμβάναμε αδιατάρακτη την υγεία μας. Ή, τις λέξεις αμαρτωλός, δίκαιος και μετανοώ πρέπει να τις πάρουμε με την τελείως εξωτερική έννοια, με την οποία την δέχονταν αυτοί που αντιμιλούσαν στον Ιησού=δικαίωση όπως είστε εσείς, οι οποίοι μιλάτε σύμφωνα με τα οριζόμενα από τον λευϊτικό νόμο. Η δικαιοσύνη σας αυτή δεν αξίζει τίποτα μπροστά στο Θεό (g). Δίνετε μεγάλη προσοχή στην τήρηση των νομικών εξετάσεων και η τήρηση αυτή σας παρεμποδίζει να αισθανθείτε την ανάγκη της μετάνοιας. Δες και Λουκ. ε 31 (p). Είναι για αυτό μεγαλύτερη η χαρά για την επιστροφή των αμαρτωλών και τελωνών, που ακούνε τώρα με ειλικρινή διάθεση το κήρυγμά μου, παρά η χαρά για όλες τις δοξολογίες και όλα τα «ω Θεέ, σε ευχαριστώ» που λέτε εσείς οι Φαρισαίοι και οι άλλοι Ιουδαίοι «που δικαιώνουν τους εαυτούς τους», οι οποίοι νομίζετε ότι δεν έχετε ανάγκη μετάνοιας. Και οι δύο ερμηνείες σοβαρές.
(7) Σύμφωνα με την πρώτη εκδοχή: Εφόσον βρίσκονται μαζί με τον αρχιποιμένα και προ πολλού μετανόησαν, δεν έχουν τώρα ανάγκη μετάνοιας. Οι δίκαιοι βρίσκονται στον ευθύ δρόμο. Οι αμαρτωλοί επανέρχονται σε αυτόν (b).

Στίχ. 8-10. Η παραβολή της χαμένης δραχμής.
15.8 Ἢ(1) τίς(2) γυνὴ(3) δραχμὰς(4) ἔχουσα δέκα(5), ἐὰν ἀπολέσῃ δραχμὴν μίαν(6), οὐχὶ ἅπτει λύχνον(7) καὶ σαροῖ τὴν οἰκίαν καὶ ζητεῖ ἐπιμελῶς(8) ἕως ότου εὕρῃ;
8 «Ποια γυναίκα, όταν έχει δέκα δραχμές και χάσει τη μία, δεν ανάβει το λυχνάρι, δε σκουπίζει το σπίτι και δεν ψάχνει με επιμέλεια, ώσπου να τη βρει;
(1) Τα κύρια σημεία στα οποία διαφέρει η παρούσα παραβολή από την προηγούμενη είναι οι μεταβολές από τον άνθρωπο σε γυναίκα και από το πρόβατο το οποίο από μόνο του πλανήθηκε, σε νόμισμα που χάθηκε όχι από δική του ευθύνη, ούτε αισθάνεται τις συνέπειες της απώλειας, όπως αισθάνθηκε αυτές το χαμένο πρόβατο. Από αυτά έπεται, ότι ενώ ο άνθρωπος κινήθηκε από πολλή συμπάθεια μάλλον παρά από συμφέρον, για επιστροφή του προβάτου, η γυναίκα καθαρά από συμφέρον δικό της κινήθηκε για αναζήτηση της δραχμής (p). Αλλά και πάλι δεν μειώνεται από αυτό το μεγαλείο της θείας αγάπης. Αντιθέτως μας αποκαλύπτεται μία πλευρά της αγάπης αυτής, την οποία δεν θα τολμούσαμε αλλιώς να υποπτευθούμε. Η αξία δηλαδή την οποία ο ίδιος ο αγαθός Θεός δίνει στον άνθρωπο. Ο Θεός που δημιούργησε τον άνθρωπο κατ’ εικόνα του, τον προόρισε για σκοπό σοβαρό και σπουδαίο μπροστά του, όπως και η γυναίκα φύλαγε τη δραχμή της προορίζοντάς την για ωφέλιμη σε αυτήν χρήση. Ο αμαρτωλός λοιπόν δεν είναι μόνο αντικείμενο της συμπάθειας και την ευσπλαχνίας του Θεού. Είναι ύπαρξη την οποία ο Θεός από αγάπη έκανε χρήσιμη στον εαυτό του. Η πλευρά αυτή της θείας αγάπης δεν μπορούμε να πούμε ότι είναι περισσότερο συγκινητική από την άλλη; (g).
(2) Με την ερωτηματική μορφή ο Ιησούς επικαλείται τον τρόπο της ενέργειας των ίδιων των ακροατών του (g).
(3) Λείπει το «από εσάς», διότι εκείνοι προς τους οποίους μιλούσε ο Ιησούς ήταν κατά το πλείστον άνδρες. Διαλέγει όμως τώρα γυναίκα για τη νέα αυτή παραβολή διότι αφού ποικίλο ακροατήριο είχε ο Κύριος, άνδρες, γυναίκες, νέους, προσαρμόζει σε αυτούς τις παραβολές· για τον ποιμένα, για τη γυναίκα, για τον άσωτο γιο (Wetstein). Και οι γυναίκες μπορούν να εργαστούν για την επιστροφή των αμαρτωλών (p). Αξιόλογη και η παρατήρηση: Προτιμά στη δεύτερη αυτή παραβολή γυναίκα, διότι η γυναίκα ως συναισθηματικότερη, και θλίβεται περισσότερο για την απώλεια και χαίρεται ζωηρότερα για την ανεύρεση του χαμένου. Έτσι λοιπόν παριστάνεται εντονότερα ο βαθμός και της λύπης για την απώλεια του αμαρτωλού και της χαράς για την επιστροφή του.
(4) Αξιόλογη και έξυπνη η παρατήρηση: «Δείχνει ολοκάθαρα και με σαφήνεια ότι πλαστήκαμε σύμφωνα με την εικόνα την βασιλική, δηλαδή του Θεού που είναι πάνω από όλους. Διότι η δραχμή βεβαίως, είναι οπωσδήποτε νόμισμα που έχει απεικονίσεις βασιλικές» (Κ). Η λέξη συναντιέται μόνο εδώ στην Κ.Δ., συχνά όμως στους Ο΄. Είναι λίγο μικρότερης αξίας από το δηνάριο. Ισοδυναμούσε με το ¼ του σίκλου. Δέκα δραχμές θα άξιζαν όσο 8 χρυσά σελίνια, ως αγοραστική αξία όμως υπερέβαιναν την αξία ολόκληρης της χρυσής λίρας (p). Αξιόλογη και η παρατήρηση: Η δραχμή ήταν νόμισμα ασημένιο. Η ψυχή από την αξία της φύσης της δεν είναι ένα ευτελές μέταλλο, σίδερο ή μόλυβδος, αλλά ασήμι.
(5) Για τον αριθμό 10 είναι αξιόλογη η παρατήρηση: από δραχμές «δέκα, δηλαδή από τελειότητα, που σημαίνει, από πλήθος που είναι ολοκληρωμένο σε αριθμό. Διότι είναι τέλειος αριθμός το δέκα αφού έχει την επανάληψη της μονάδας να συνεχίζεται» (Κ). Πιθανώς οι 10 αυτές δραχμές να αποτελούσαν την όλη περιουσία της γυναίκας εκείνης και συνεπώς αν και θα φαινόταν μικρή από μόνη της η αξία του χαμένου νομίσματος, δεδομένου, ότι με πολλή επιμέλεια και φροντίδα φυλάχτηκαν από τη φτωχή γυναίκα οι 10 αυτές δραχμές, ήταν βαριά για αυτήν αυτή η απώλεια (ο).
(6) Η αντικατάσταση του 100 με το 10 κάνει αισθητότερη και βαρύτερη τώρα την απώλεια της μίας δραχμής (g).
(7) Τα σπίτια της Ανατολής συχνά δεν έχουν παράθυρα και το φως του λυχναριού θα ήταν αναγκαίο για την έρευνα στο σπίτι και σε καιρό ημέρας (p).
(8) Τι περιγραφή των λεπτομερών και επίμονων αναζητήσεων, στις οποίες η γυναίκα επιδίδεται για την ανεύρεση του πολύτιμου για αυτήν νομίσματος. Το άναμμα του λύχνου, η μετακίνηση των επίπλων, ο καθαρισμός με τη σκούπα και των πιο σκοτεινών και ακάθαρτων γωνιών, να η εικόνα του θείου έργου, το οποίο συντελούσε ο Ιησούς συναναστρεφόμενος τους αμαρτωλούς και ζητώντας να τους σώσει (g). Σκουπίζει το σπίτι. Η ασημένια δραχμή χάθηκε μέσα στα σκουπίδια του σπιτιού. Ψυχή που βουτήχτηκε στον κόσμο και απορροφήθηκε από την αγάπη του, μοιάζει με ασημένιο νόμισμα που έπεσε σε ακαθαρσίες· με μαργαριτάρι που έπεσε σε βόρβορο. Αξιόλογη, αλλά όχι και αναντίρρητη η αλληγορία: «Όπως ακριβώς η γυναίκα κάνει όσα ειπώθηκαν, έτσι και η φιλανθρωπία του Υιού του Θεού έκανε. Όταν δηλαδή χάθηκε μία δραχμή, δηλαδή η ανθρώπινη φύση με το να χωθεί μέσα στα πάθη, άναψε λυχνάρι, δηλαδή φανέρωσε στον κόσμο την σάρκα του, σύμφωνα με τον θεολόγο Γρηγόριο, που λάμπει όχι μόνο με την αστραπή της θεότητας, αλλά και με το φως της καθαρότητας, και φωτίζει αυτούς που είναι μέσα στο σκοτάδι της πλάνης. Και σκούπισε το σπίτι, δηλαδή καθάρισε… τον κόσμο με το να… βγάλει έξω την βρωμιά των παθών που υπήρχε. Και αφού αναζήτησε με επιμέλεια… βρήκε το ζητούμενο» (Ζ).

15.9 καὶ εὑροῦσα συγκαλεῖ(1) τὰς φίλας καὶ τας γείτονας(2) λέγουσα, Συγχάρητέ μοι, ὅτι εὗρον τὴν δραχμὴν ἣν ἀπώλεσα(3).
9 Κι όταν τη βρει, φωνάζει τις φίλες και τις γειτόνισσες και τους λέει: “χαρείτε μαζί μου, γιατί βρήκα τη δραχμή που είχα χάσει!”
(1) Υπάρχει και η γραφή συγκαλείται=καλεί μαζί της (δ). Το μέσο ρήμα υποδηλώνει με λεπτότητα ό,τι για τον εαυτό της η γυναίκα αισθάνθηκε, και την λύπη για την απώλεια και την χαρά για την ανεύρεση (g).
(2) Σαν γυναίκα καλεί γυναίκες φίλες και γειτόνισσες. Γυναίκες συγχαίρουν την Νωεμίν και την Ρουθ (Ρουθ δ 14,17) (p).
(3) Την οποία έχασα εγώ. Προηγουμένως για το πρόβατο χρησιμοποίησε μετοχή («το χαμένο») αναφερόμενος στο πάθημα και την δεινή θέση του προβάτου· τώρα ο αόριστος επισύρει την προσοχή στη λύπη, την οποία δοκίμασε η γυναίκα (g).

15.10 οὕτω, λέγω ὑμῖν, γίνεται χαρὰ ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων(1) τοῦ θεοῦ ἐπὶ ἑνὶ(2) ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι(3).
10 Σας βεβαιώνω πως το ίδιο χαίρονται οι άγγελοι του Θεού για τη μετάνοια ενός αμαρτωλού».
(1) Δηλαδή χαίρεται ο Θεός και βλέπουν και συγχαίρονται μαζί του οι άγγελοι (δ). Ή, και αλλιώς· όπως εκτιμούν το πράγμα οι άγγελοι· όπως συναισθάνονται οι άγγελοι (g)· η αγγελική εκτίμηση του γεγονότος είναι τελείως διαφορετική από αυτήν των Φαρισαίων (p). Η επιστροφή και μετάνοια των αμαρτωλών είναι χαρά των αγγέλων, οι οποίοι γίνονται πνεύματα λειτουργικά για επιστροφή και εξυπηρέτηση της σωτηρίας τους. Η σωτηρία του κόσμου, την οποία υποσχόταν η στην Βηθλεέμ γέννηση του Σωτήρα, προκάλεσε την χαρά των αγγέλων, οι οποίοι ανέπεμψαν τον ύμνο: Δόξα εν υψίστοις Θεώ.
(2) «Όχι μόνο για πολλούς, αλλά και για έναν. Αυτό λοιπόν είναι απόδειξη ότι ο Θεός πάρα πολύ διψάει την μετάνοια κάθε αμαρτωλού» (Ζ). Μολονότι οι άγγελοι είναι πνεύματα αγνά και καθαρά, ενώ ο αμαρτωλός μόλυνε τον εαυτό του μέσα στον βόρβορο της αμαρτίας και έτσι κατέστησε τον εαυτό του ευτελή, πρόστυχο, σιχαμερό, οι άγγελοι δεν αποστρέφουν το πρόσωπό τους από αυτόν, αλλά με την μετάνοιά του δοξάζουν μεν τον Θεό για το έλεος που δείχτηκε στον αμαρτωλό, σπεύδουν δε να έλθουν σε επικοινωνία με αυτόν, για να τον βοηθήσουν να συνέλθει και εντός ολίγου να εξομοιωθεί με αυτούς και να καταστεί ίσος με αυτούς.
(3) «Αν όμως οι ουράνιες δυνάμεις για έναν από τους σωσμένους γιορτάζουν, ακολουθώντας τα ίχνη του θείου σκοπού για τα πάντα… με πόση ευφροσύνη θα μπορούσε κάποιος να πει ότι γεμίζουν, όταν όλη η γη έχει σωθεί και έχει κληθεί, μέσω της πίστης στο Χριστό, στο να γνωρίσει την αλήθεια;» (Κ). Μυριάδες μυριάδων σε κάθε εποχή ενισχύθηκαν και παρηγορήθηκαν με τις δύο αυτές παραβολές και συνεχώς θα προστίθενται στον αριθμό τους και άλλοι πολλοί στο μέλλον μέχρι συντελείας των αιώνων (ο).

Στίχ. 11-32. Η παραβολή του ασώτου υιού.
15.11 Εἶπε δέ(1), ῎Ανθρωπός τις εἶχε δύο υἱούς(2).
11 Τους είπε επίσης ο Ιησούς: «Κάποιος άνθρωπος είχε δύο γιους.
(1) «Εισάγει και άλλη πάρα πολύ ωφέλιμη παραβολή, που υποδηλώνει και την δύναμη της μετάνοιας των αμαρτωλών και το μέγεθος της φιλανθρωπίας του Θεού» (Ζ). Η παραβολή του ασώτου γιου συμπληρώνει την τριλογία των παραβολών αυτών της χάριτος, δεν είμαστε όμως βέβαιοι, εάν ειπώθηκε στην ίδια περίσταση, κατά την οποία και οι άλλες δύο παραβολές. Ο ευαγγελιστής πάντως χωρίζει αυτήν από τις άλλες δύο, κάνοντας νέα έναρξη με το «Είπε δε». Οι δύο πρώτες παραβολές παρουσιάζουν την θεία πλευρά της χάρης (=η αγάπη του Θεού που αναζητά τον αμαρτωλό). Η τρίτη παραβολή παρουσιάζει την ανθρώπινη πλευρά, δηλαδή την ανάπτυξη της μετάνοιας στην καρδιά του αμαρτωλού. Ονομάστηκε ευαγγέλιο μέσα στο ευαγγέλιο, λόγω του αριθμού των αληθειών που αναφέρονται στην άφεση, οι οποίες απεικονίζονται σε αυτήν. Διαιρείται σε δύο μέρη, το καθένα από τα οποία φαίνεται ειδικά να αναφέρεται στις περιστάσεις, στις οποίες ο Λουκάς τοποθετεί αυτήν. Ο νεότερος δηλαδή γιος (σ. 11-24), που χάθηκε και ξαναβρέθηκε, μοιάζει με τους τελώνες και αμαρτωλούς· και ο μεγαλύτερος γιος, που γογγύζει για την υποδοχή του αδελφού του που επέστρεψε (σ. 25-32), μοιάζει με τους Φαρισαίους. Σύμφωνα με την ευρύτερη εφαρμογή της παραβολής, ο νεότερος γιος μπορεί να παριστάνει τα έθνη και ο μεγαλύτερος τους Ιουδαίους (p). Το πρώτο μέρος της παραβολής αποτελείται από 5 σκηνές, οι οποίες ανταποκρίνονται στις 5 φάσεις της ζωής του αμαρτωλού που επέστρεψε. Η αναχώρηση (=η αμαρτία) σ. 11-13, η αθλιότητα (=η τιμωρία) σ. 14-16, η μεταμέλεια (=μετάνοια) σ. 17-19, η επάνοδος (=η επιστροφή) σ. 20-21, η αποκατάσταση (=συγχώρηση και δικαίωση) σ. 22-24 (g).
(2) «Άνθρωπο μεν ονομάζει τον φιλάνθρωπο πατέρα και Θεό» (Ζ) «ενώ δύο γιους, τα δύο τάγματα των ανθρώπων, τους δίκαιους, εννοώ, και τους αμαρτωλούς» (Θφ). Ο Θεός είναι ο κοινός Πατέρας όλης της ανθρωπότητας. «Δεν είναι ένας ο Πατέρας όλων μας; Δεν μας δημιούργησε ένας Θεός;» (Μαλ. β 10). Σε αυτόν οφείλουμε την ύπαρξή μας, μέσα σε αυτόν ζούμε και κινούμαστε και είμαστε, σε αυτόν οφείλουμε την συντήρηση και διατήρησή μας. Είναι ο Πατέρας μας, διότι μας παιδαγωγεί με πατρική στοργή και έχει ετοιμάσει μερίδα κληρονομιάς για τον καθένα από εμάς. Εμάς αφορά η Διαθήκη του και εάν αποκλειστούμε από αυτήν, αυτό θα οφείλεται σε υπαιτιότητα δική μας. Θα περιληφθούμε σε αυτήν ή θα αποκλειστούμε από αυτήν, στο βαθμό που είμαστε ή δεν είμαστε παιδιά του υπάκουα, που τον ευλαβούνται και δεν απομακρύνονται από αυτόν.

15.12 καὶ εἶπεν ὁ νεώτερος(1) αὐτῶν τῷ πατρί, Πάτερ, δός μοι(2) τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας(3). και διεῖλεν(4) αὐτοῖς(5) τὸν βίον(6).
12 Ο μικρότερος απ’ αυτούς είπε στον πατέρα του: “πατέρα, δώσε μου το μερίδιο της περιουσίας που μου αναλογεί”· κι εκείνος τους μοίρασε την περιουσία.
(1) «Νεότερο ονομάζει τον αμαρτωλό, διότι έχει νου νηπίου και εξαπατάται εύκολα» (Ζ). «Όχι λόγω του χρόνου νεότερος, αλλά επειδή ήταν άμυαλος και είχε άστατη γνώμη, αφού ήταν ανήλικος» (Σχ.). Η στοργή των γονέων στον νεότερο και τελευταίο γιο τους είναι παροιμιώδης. Τονίζεται λοιπόν ακόμη με τη λέξη νεότερος, η αγνωμοσύνη και κακία του γιου που δεν συγκινήθηκε ούτε από την στοργή του πατέρα που εκδηλώθηκε σε αυτόν για τόσα χρόνια (ο).
(2) Μιλά με αυθάδεια και κάποια αγερωχία: «Πατέρα, δώσε μου». Θα μπορούσε να βάλει και κάποιες άλλες λέξεις στο στόμα του. Θα μπορούσε να πει: Σε παρακαλώ, δώσε μου. Αλλά κάνει επιτακτική και γεμάτη αξίωση την αίτησή του.
(3) Δηλαδή το μέρος της περιουσίας που του ανήκει (δ). Είναι κακό και αρχή κακή χειρότερων κακών, το να θεωρεί κάποιος τις δωρεές και τα χαρίσματα του Θεού ως χρέη οφειλόμενα, των οποίων την απόδοση δικαιούται να αξιώσει από το Θεό. Η μεγάλη αφροσύνη των αμαρτωλών, η οποία και προκαλεί την καταστροφή τους, είναι ότι θέλουν να έχουν στα δικά τους χέρια το μέρος της περιουσίας που τους ανήκει. Δηλαδή επιδιώκουν κατά την σύντομη ζωή του παρόντος αιώνα, να απολαύσουν τα αγαθά τους. Προσκολλώνται σε μόνα τα βλεπόμενα, τα οποία είναι πρόσκαιρα και παρέχουν μία μηδαμινή και ανάξια λόγου ικανοποίηση, παρατρέχουν όμως ή και αγνοούν τελείως τα μη βλεπόμενα, τα οποία είναι ουράνια και αιώνια. Κάθε άνθρωπος παίρνει το μερίδιό του από τον Θεό (b). Σύμφωνα με τον μωσαϊκό νόμο η μερίδα του νεότερου γιου ήταν το μισό εκείνου, το οποίο έπαιρνε ο μεγαλύτερος, δηλαδή το 1/3 του όλου. Δες Δευτ. κα 17. Αλλά είχε άραγε το δικαίωμα ο νεότερος να αξιώσει από τον ζωντανό ακόμη πατέρα την κληρονομική μερίδα από την πατρική περιουσία που του αναλογούσε; Πιθανότατα είχε (p). Στα ιστορικά χρονικά συνήθως ο νεότερος γιος αναζητά τύχη αλλού, συχνά μάλιστα και με προθέσεις άριστες, αφήνοντας στον μεγαλύτερο την φροντίδα της προστασίας του σπιτιού μαζί με τον πατέρα. Ο πατέρας λοιπόν μπορούσε χωρίς απρονοησία και έλλειψη σύνεσης να συμφωνήσει με την διανομή (L). Δύο πράγματα ωθούν τον νεότερο σε αυτό το αίτημα. Η ατμόσφαιρα του πατρικού σπιτιού τον καταπιέζει και στενοχωριέται από την παρουσία του πατέρα. Έπειτα ο έξω κόσμος τον θέλγει και θέλει να τον απολαύσει. Αλλά για ικανοποίηση των επιθυμιών του αυτών χρειάζονται δύο πράγματα, χρήμα και ελευθερία (g). Αξιόλογη και αρκετά βάσιμη η αλληγορική εξήγηση: «Περιουσία του ανθρώπου είναι το λογικό, το οποίο ακολουθεί και το αυτεξούσιο, διότι καθετί που είναι λογικό είναι αυτεξούσιο… Αλλά και όλα γενικώς, όσα μας έχει δώσει ο Κύριος, θα μπορούσαν να θεωρηθούν περιουσία μας, όπως, εννοώ, τον ουρανό, τη γη, όλη την κτίση γενικώς, το νόμο, τους προφήτες» (Θφ).
(4) «Δηλαδή τους άφησε ελεύθερους με το αυτεξούσιό τους… Διότι κανέναν ο Θεός δεν αναγκάζει να πειθαρχεί αν δεν θέλει» (Ζ). Ο πατέρας αντιλαμβάνεται ότι έφτασε η στιγμή, κατά την οποία ο γιος αυτός δεν μπορεί πλέον να θεραπευτεί παρά μόνο με την πείρα. Τον αφήνει λοιπόν (g).
(5) Και στον μεγαλύτερο γιο λοιπόν (b). Φαίνεται όμως από τον σ. 31, ότι ο μεγαλύτερος δεν θέλησε να λάβει υπό την πλήρη κατοχή του το μερίδιό του, εφόσον ζούσε ο πατέρας του (L).
(6) Αυτό με το οποίο ο βίος ή η ζωή συντηρείται (δ). Σημαίνει εδώ ό,τι και το ουσία (p) και μπήκε εδώ για αλλαγή και ποικιλία του ύφους (L). Ο νεότερος λοιπόν γιος έφερε βαρέως την κηδεμονία του πατέρα και την ζωή στο καλά πειθαρχημένο και επιβλεπόμενο σπίτι. Ζήτησε ανεξαρτησία, η οποία, όπως φανταζόταν θα παρείχε σε αυτόν την ποθητή ελευθερία, αλλά η οποία στην πραγματικότητα θα τον οδηγούσε σε βαριά και πολυστένακτη δουλεία. Αγνοώντας τον εαυτό του είχε εμπιστοσύνη στην κρίση του και φανταζόταν ότι εάν έπαιρνε στα χέρια του το μερίδιό του, θα οικονομούσε και θα διαχειριζόταν αυτό καλύτερα από τον πατέρα του. Πόσοι νέοι καταστρέφονται από την ανόητη αυτή υπερηφάνεια τους, η οποία οδηγεί αυτούς σε ναυάγιο μεγαλύτερο πολλές φορές από όσο οι άλλες ακράτητες επιθυμίες τους. Και οι πρωτόπλαστοι δημιούργησαν την καταστροφή τους από την ανόητη φιλοδοξία τους να καταστούν ανεξάρτητοι από το Θεό και να μην βρίσκονται κάτω από το προστατευτικό μάτι του και την στοργική κηδεμονία του.

15.13 καὶ μετ᾽ οὐ πολλὰς ἡμέρας συναγαγὼν ἅπαντα ὁ νεώτερος υἱὸς ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν(1), καὶ ἐκεῖ(2) διεσκόρπισε(3) τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως(4).
13 Ύστερα από λίγες μέρες ο μικρότερος γιος τα μάζεψε όλα κι έφυγε σε χώρα μακρινή. Εκεί σκόρπισε την περιουσία του κάνοντας άσωτη ζωή.
(1) Μπορεί να είναι και επίθετο, διότι το μακρός με την έννοια του απομακρυσμένος είναι κλασικό (p). Πιθανότερα είναι επίρρημα. Δες στιχ. 20,ζ 6 κλπ. (g). «Το «αποδήμησε» δεν θα το εννοήσεις τοπικά, αλλά ότι σημαίνει, με την ελεύθερη προαίρεσή του. Από το Θεό απομακρύνθηκε και ο Θεός από αυτόν» (σχ.). Η μακρινή χώρα σημαίνει λησμοσύνη πλήρη του Θεού (Αυγουστίνος). «Μακριά από το Θεό βρίσκονται αυτοί που αμαρτάνουν, όχι με την έννοια της αναχώρησης του τόπου, αλλά με την αναχώρηση από την αρετή» (Ζ). Η μακρινή χώρα είναι εδώ το σύμβολο κατάστασης, στην οποία η ψυχή γίνεται απρόσιτη στην ιδέα και ανάμνηση του Θεού (g). «Πορεύεται λοιπόν σε χώρα μακρινή, που δεν απέχει τόσο όσον αφορά τον τόπο, όσο την κατάσταση των πραγμάτων. Διότι πράγματι, ο ίδιος Θεός και κοντά είναι στον καθένα μας, όταν οι καλές πράξεις προξενούν σε μας την συγγένεια με αυτόν· και μακριά μας βρίσκεται, όταν εμείς απομακρυνόμαστε από αυτόν με το να προσεγγίζουμε την απώλεια» (Β).
(2) Μακριά δηλαδή από την πατρική φροντίδα και την επίβλεψη και παρατήρηση των γνωστών (p).
(3) «Κατάστρεψε… την ευγένεια της ψυχής, την καταλληλότητα στις αρετές. Διότι αυτά και τα παρόμοια ήταν περιουσία και πλούτος του» (Ζ). «Διότι όταν ο άνθρωπος φύγει από το Θεό και απομακρύνει τον εαυτό του από τον θείο φόβο, ξοδεύει τελείως όλα τα θεία δώρα» (Θφ). Η πλήρης διασκόρπιση της περιουσίας παριστάνει την κατάχρηση της ανθρώπινης ελευθερίας στο έπακρο (g).
(4) Λέγεται μοναδική φορά η λέξη. «Άπληστα, ασυγκράτητα, ακόλαστα» (Ζ)· αισχρά, όπως ζουν οι ανήθικοι (δ). Έτσι η μέχρι τώρα εικόνα του ασώτου γιου παρουσιάζει την άθλια κατάσταση, στην οποία περιέρχεται ο αμαρτωλός και η οποία κατά τις πρώτες της εκδηλώσεις είναι αποστασία από το Θεό και βίος άσωτος και ακόλαστος. Η αθλιότητα του αμαρτωλού συνίσταται στο ότι απομακρύνεται από το Θεό, την πηγή κάθε καλού και ολοένα φεύγει πιο μακριά από αυτόν. Αναζητώντας όμως το αγαθό στον κόσμο και τις απολαύσεις του, διασκορπίζει ο αμαρτωλός την πατρική κληρονομιά καταχρώμενος όλων των δυνάμεων της ψυχής του, χάνοντας τον χρόνο της ζωής του και όλες τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται σε αυτήν, όχι μόνο θάβοντας στη γη, αλλά και χρησιμοποιώντας στο κακό τα τάλαντα που του εμπιστεύτηκε ο Θεός, τα χαρίσματα της θείας Πρόνοιας, που του δόθηκαν για να τον καταστήσουν ικανό να υπηρετεί τον Κύριο και να πράττει το αγαθό, γίνονται τροφή για ικανοποίηση και σφοδρότερη έξαψη των επιθυμιών της σάρκας του. Η ψυχή που έγινε αιχμάλωτη και δούλη είτε στον κόσμο είτε στην σάρκα, διασκορπίζει την περιουσία της ζώντας άσωτα.

15.14 δαπανήσαντος δὲ αὐτοῦ πάντα ἐγένετο λιμὸς ἰσχυρὰ(1) κατὰ τὴν χώραν ἐκείνην, καὶ αὐτὸς(2) ἤρξατο ὑστερεῖσθαι(3).
14 Όταν τα ξόδεψε όλα, έτυχε να πέσει μεγάλη πείνα στη χώρα εκείνη, και άρχισε κι αυτός να στερείται.
(1) Η ελευθερία της απόλαυσης δεν είναι απεριόριστη, όπως φαντάζεται ο αμαρτωλός. Έχει 2 ειδών όρια. Τα μεν προέρχονται από το ίδιο το άτομο και τέτοια είναι η αηδία, οι τύψεις της συνείδησης, το συναίσθημα της μόνωσης, η κατάπτωση από τα ελαττώματα· τα άλλα προέρχονται από κάποιες δυσμενείς περιστάσεις εξωτερικές, τα οποία εδώ εκπροσωπούνται από την πείνα, η οποία ήλθε κατά τη στιγμή αυτή. Οι δυσμενείς αυτές συνθήκες είναι συμφορές οικιακές ή δημόσιες, ατυχήματα, ασθένειες κλπ. οι οποίες συντελούν ακόμη περισσότερο στο να πέσει η ψυχή του αμαρτωλού, ο οποίος δοκιμάζει τώρα την έσχατη αθλιότητα από την θεία εγκατάλειψη (g). Το έργο της θείας πρόνοιας εκδηλώνεται με συμπτώσεις. Ακριβώς όταν ο άσωτος τα δαπάνησε όλα, τότε έπεσε η πείνα (p). Αξιόλογη και η επόμενη ερμηνεία: «όπου δεν καλλιεργείται το σιτάρι του θείου φόβου, εκεί υπάρχει πείνα ισχυρή, όχι ψωμιού, αλλά αρετής· όπου υπάρχει ευφορία κάθε κακού, εκεί υπάρχει αφορία κάθε καλού» (Ζ). «Πείνα ισχυρή γίνεται, όχι πείνα ψωμιού, αλλά πείνα του να ακούσει λόγο Κυρίου» (Θφ). Παριστάνει αυτό την χειροτέρευση, στην οποία περιέρχεται ο αμαρτωλός, που απέρριψε το έλεος που του επέδειξε ο Θεός, τις νύξεις του Πνεύματος και τις προτροπές της συνείδησής του. Όλα αυτά απωθήθηκαν για την απόλαυση των αισθήσεων με αποτέλεσμα την πλήρη φτώχεια του αμαρτωλού. Η καρδιά του πλέον γίνεται στείρα και στερημένη από κάθε αγαθό, και η κατάστασή του είναι όμοια με χώρα, στην οποία κυριαρχεί στέρηση και πείνα ισχυρή και ξένη με κάθε ανακούφιση. Διότι ο ουρανός έγινε για αυτόν χάλκινος. Οι δροσιές του Θεού αποσύρθηκαν και αυτός έγινε σαν γη σιδερένια. Ο αμαρτωλός στερούμενος από κάθε παρηγοριά και ενίσχυση θεία είναι ελεεινά και άθλια φτωχός. Εκείνο το οποίο ονειρευόταν ως ευτυχία ο αμαρτωλός απομακρυνόμενος από το Θεό, για να ζει ελεύθερος από τον έλεγχό του και την επιτήρησή του, αυτό ακριβώς υπήρξε η δυστυχία του και προκάλεσε την απογοήτευσή του.
(2) Δεν ήταν ανάμεσα στους τελευταίους που καταπιέζονταν από την πείνα (b).
(3) Η λέξη φανερώνει το απόλυτο κενό καρδιάς, η οποία αφού θυσίασε τα πάντα στην ηδονή, δεν βρίσκει πλέον μέσα της και γύρω της παρά αντικείμενα λύπης και απογοήτευσης (g). Άρχισε «να είναι φτωχός, αφού του ξεγλίστρησε κάθε αγαθό και του απέμεινε μόνη η αδυναμία αυτοσυγκράτησης» (Ζ).

15.15 καὶ πορευθεὶς ἐκολλήθη ἑνὶ τῶν πολιτῶν(1) τῆς χώρας ἐκείνης(2), καὶ ἔπεμψεν αὐτὸν εἰς τοὺς ἀγροὺς αὐτοῦ βόσκειν χοίρους(3)·
15 Πήγε λοιπόν κι έγινε εργάτης σε έναν από τους πολίτες εκείνης της χώρας, ο οποίος τον έστειλε στα χωράφια του να βόσκει χοίρους.
(1) Λιγότερο πιθανή ερμηνεία: «Πολίτες της χώρας εκείνης, δηλαδή της αμαρτίας, είναι οι δαίμονες… Αφού δεν ανεχόταν να υπακούει στον φιλάνθρωπο Θεό, ήταν δούλος του μισάνθρωπου δαίμονα» (Ζ). Πιο σωστά: Αναγκάστηκε να αφήσει την πρώτη του πολυδάπανη διαμονή και ζωή και να γίνει δούλος κυρίου αλλοεθνή, ο Ιουδαίος αυτός να γίνει δούλος ειδωλολάτρη. Προφανώς ο πριν άσωτος βίος του, δεν του εξασφάλισε ούτε έναν φίλο, ο οποίος θα τον βοηθούσε στην ανάγκη αυτήν (p). Έγινε δούλος κυρίου σαρκικού και διεφθαρμένου, όπως αυτός, εφόσον τον διάβολο υπηρετούσε ήδη προ πολλού, από αυτήν την πρώτη στιγμή της απομάκρυνσης από τον πατέρα (δ). Το ρήμα λοιπόν εκολλήθη εκφράζει μία περιφρόνηση=ο ταλαίπωρος κατάντησε σε απόλυτη εξάρτηση από πρόσωπο αλλοεθνή (g). «Αυτός που εκτελεί την αμαρτία, είναι δούλος της αμαρτίας» (Ιω. η 34). Η ίδια πονηρή ζωή, η οποία στον προηγούμενο σ. χαρακτηρίστηκε ως άσωτη ζωή, παρουσιάζεται τώρα ως ζωή δούλου άθλιου. Διότι οι αμαρτωλοί είναι τέλειοι αιχμάλωτοι και δούλοι.
(2) Αυτός παρ’ όλα αυτά δεν έγινε πολίτης της χώρας εκείνης. Ο άνθρωπος στον οποίον επιφυλάσσεται διόρθωση χαρακτήρα με τη μετάνοια, συχνά και μέσα στις παραπλανήσεις του διατηρεί κάτι, το οποίο τον διακρίνει από τους συνηθισμένους πολίτες του κόσμου (b).
(3) Εξευτελιστικό επάγγελμα για οποιονδήποτε και επιπλέον και αποκρουστικό και βέβηλο για έναν Ιουδαίο (p). Πόσο εξευτέλισε και έριξε τον εαυτό του ο νέος αυτός, όταν μίσθωσε τον εαυτό του σε τέτοια υπηρεσία κάτω από τέτοιον κύριο! Τον έστειλε στους αγρούς όχι να βόσκει πρόβατα, διότι τότε το επάγγελμά του θα ήταν κάπως έντιμο, αφού και ο Ιακώβ και ο Μωϋσής και ο Δαβίδ υπήρξαν ποιμένες προβάτων· αλλά να βόσκει γουρούνια. Κατάπτωση του αμαρτωλού έσχατη. Το έργο των δούλων του σατανά είναι να προνοούν μόνο για τη σάρκα και να ικανοποιούν τις επιθυμίες της. Ασφαλώς βέβαια το έργο αυτό είναι πολύ εξευτελιστικότερο από το έργο του χοιροβοσκού, ο οποίος υποχρεώνεται να υπηρετεί ζώα βρώμικα, θορυβώδη και άπληστα όπως οι χοίροι. «Φανερώνει λοιπόν ο λόγος την έσχατη δουλεία του άθλιου, που διατάζεται τα πιο ατιμωτικά» (Ζ). «Διότι πράγματι, όταν ξεπέφτει κάποιος από το Θεό και προσκολλάται μέσω των ηδονών στους δαίμονες, αφού γίνει σαν γουρούνι, μιας και έχει στραμμένο το κεφάλι στη γη και κυλιέται στον βούρκο των παθών της ατιμίας, εύλογα θα θεωρηθεί γουρούνι» (Σχ.). Αξιοσημείωτη και η επόμενη: «Αφού προκόψει και αφού γίνει δυνατός στην κακία, βόσκει γουρούνια, δηλαδή γίνεται και σε άλλους διδάσκαλος πονηρίας και βρωμερής πράξης» (Θφ).

15.16 καὶ ἐπεθύμει γεμίσαι την κοιλίαν αυτού(1) από τῶν κερατίων(2) ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι, καὶ οὐδεὶς ἐδίδου αὐτῷ(3).
16 Έφτασε στο σημείο να θέλει να χορτάσει με τα ξυλοκέρατα που έτρωγαν οι χοίροι, αλλά κανένας δεν του έδινε.
(1) «Χανόταν από την έλλειψη των ουράνιων αγαθών και τον κατέστρεφε μία πείνα κατά κάποιο τρόπο των ουράνιων διδασκαλιών, και επιθυμούσε να χορτάσει από τα ξυλοκέρατα που έτρωγαν οι χοίροι, αλλά ξεγλιστρώντας η κενή ηδονή, τον άφηνε κενό και βρισκόταν εξ’ ολοκλήρου σε φτώχεια» (Κ).
(2) Τα κοινώς ξυλοκέρατα. «Κεράτια μεταφορικά είναι οι ηδονές, με τις οποίες τρέφονται οι φιλήδονοι και βρωμεροί λογισμοί. Διότι όπως ακριβώς εκείνοι γλυκαίνουν για λίγο την γεύση, έπειτα προκαλούν περισσότερη πίκρα, έτσι και αυτές, την μεν γλύκα την έχουν πρώτη και πρόσκαιρη, ενώ την πίκρα ύστερα και αιώνια» (Ζ). «Η φύση της αμαρτίας παρέχει μικρή ευχαρίστηση και μεγάλη τιμωρία, δίνει πρόσκαιρη τέρψη και μαστιγώνει αιώνια» (Σχ.). Τα ξυλοκέρατα είναι τροφή των χοίρων, όχι κατάλληλη όμως και για τους ανθρώπους. Τα πλούτη του κόσμου και οι απολαύσεις των αισθήσεων ικανοποιούν μόνο τα σώματα. Τι όμως μπορούν να προσφέρουν στην πολύτιμη ψυχή; Ούτε με τη φύση της προσαρμόζονται, ούτε τις άπειρες επιθυμίες της μπορούν να χορτάσουν, ούτε στις άλλες της ανάγκες μπορούν να ανταποκριθούν. Αυτός που προσκολλάται σε αυτά «επεδίωξε καύσωνα όλη την ημέρα, κενά και μάταια αύξησε» (Ωσηέ ιβ 1). «Να ξέρεις ότι είναι στάχτη η καρδιά του και κανείς δεν μπορεί να σώσει την ψυχή του» (Ησ. μδ 20).
(3) Κανείς από όσους ήταν εντεταλμένοι για τη διανομή των ξυλοκέρατων στους χοίρους, δεν ήθελε να δώσει σε αυτόν, για να μην μείνουν χωρίς την απαραίτητη τροφή οι χοίροι (δ). «Επιθυμεί ο ελεεινός αυτός να χορτάσει με την αμαρτία και κανείς δεν τον χορταίνει. Διότι δεν χορταίνει τα κακά, αυτός που εθίστηκε μέσα σε αυτά. Διότι μήπως μένει η ηδονή; Αλλά με το που γίνεται, ξεγίνεται και βρίσκεται πάλι κενός ο ελεεινός» (Θφ). Η κατάσταση του αμαρτωλού είναι κατάσταση στην οποία αυτός μένει πάντοτε ανικανοποίητος. Όταν ο άσωτος πεινούσε, νόμισε ότι θα ανακουφιζόταν εάν προσκολλιόταν σε κάποιον κύριο ως δούλος. Αλλά και πάλι πεινά. Το κενό της ψυχής, η οποία υποδουλώθηκε στην αμαρτία, ανοίγεται ολοένα μεγαλύτερο και η απόλαυση των ηδονών της σάρκας ανάβει καμίνι ολοένα σφοδρότερο και το οποίο ουδέποτε δροσίζεται. Στην κατάσταση της αμαρτίας δεν είναι δυνατόν να αναμένουμε πραγματική ανακούφιση από οποιοδήποτε δημιούργημα. Αυτοί που απομακρύνονται από το Θεό από ποιο δημιούργημά του μπορούν να περιμένουν βοήθεια; Μάταια κράζουν αυτοί προς την σάρκα και προς τον κόσμο. Η σάρκα και ο κόσμος είναι οι κύριοι στους οποίους δούλεψαν και ως θεούς λάτρεψαν. Αλλά ούτε από τα ξυλοκέρατα που τρώνε τα γουρούνια δεν δίνουν σε αυτούς. Παρέχεται σε αυτούς άφθονα ό,τι δηλητηριάζει και οδηγεί στην αποκτήνωση και τον θάνατο την ψυχή, αλλά εκείνο το οποίο πραγματικά ζωοποιεί και τρέφει την ψυχή, μόνο κοντά στο Θεό είναι δυνατόν να βρεθεί. Όταν κάποιος αρνείται τη βοήθεια του Θεού, ποιο δημιούργημα μπορεί να τον βοηθήσει;

15.17 εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν(1) είπε, Πόσοι μίσθιοι(2) τοῦ πατρός μου περισσεύουσιν ἄρτων(3), ἐγὼ δὲ λιμῷ(4) ἀπόλλυμαι.
17 Τελικά συνήλθε και είπε: “πόσοι εργάτες του πατέρα μου έχουν περίσσιο ψωμί, κι εγώ εδώ πεθαίνω της πείνας!
(1) «Το οποίο σημαίνει ότι συνήλθε σαν από μεθύσι και νάρκωση· διότι τον ξύπνησε η κακοπάθεια» (Ζ). «Διότι όσο μεν έπραττε τα κακά, ήταν εκτός εαυτού… Διότι αυτός που δεν κυβερνιέται από τη λογική, αλλά ζει σαν χωρίς λογική… είναι εκτός εαυτού… Όταν όμως αναλογιστεί ποιος ήταν και σε ποια αθλιότητα κατάντησε, τότε έρχεται στον εαυτό του» (Θφ). «Διότι για αυτό και τον άφησε ο πατέρας, και δεν εμπόδισε να πάει στην ξένη χώρα, έτσι ώστε και με την πείρα να μάθει καλά, πόση ευεργεσία απολάμβανε μένοντας σπίτι. Διότι πολλές φορές ο Θεός, όταν μιλώντας δεν πείθει, αφήνει την διδασκαλία στην πείρα των πραγμάτων» (Χ).
(2) Όχι οι δούλοι του σπιτιού, αλλά αυτοί που εργάζονταν με ημερομίσθιο, οι οποίοι εργαζόμενοι στους αγρούς τρέφονταν μεν με δαπάνες δικές τους, αλλά το ψωμί παρεχόταν σε αυτούς από αυτόν που τους μίσθωσε (L). Ελάχιστα πιθανή ερμηνεία: «μισθωτούς, να εννοήσεις, σε παρακαλώ, αυτούς που ακόμη κατηχούνται και δεν έχουν ακόμη υιοθετηθεί με το βάπτισμα» (Ζ. Θφ). Ή, οι από τα έθνη προσήλυτοι στην ιουδαϊκή θρησκεία (g). Πιο πιθανή ερμηνεία είναι ότι, παριστάνεται με αυτό η έσχατη φτώχεια και κατάπτωση του ασώτου, που περιήλθε σε κατάσταση στερήσεων πολύ πιο κάτω από εκείνη, στην οποία βρίσκονταν και οι μισθωτοί του πατέρα του.
(3) Υπάρχει και η γραφή: περισσεύονται άρτων. Αυτό δείχνει, ότι η πείνα δεν είχε πέσει και στην χώρα όπου ζούσε ο πατέρας του. Υπάρχουν άφθονες και ανεξάντλητες προμήθειες χάριτος στο ευαγγέλιο και δεν υπάρχει φόβος να πεινάσει κάποιος επιστρέφοντας στο πατρικό σπίτι (ο).
(4) Διαφορετική γραφή: λιμῷ ὧδε ἀπόλλυμαι. «Εγώ λοιπόν ο γιος» (Ζ), «πεθαίνω με τον χειρότερο όλεθρο, με την πείνα» (Θουκυδ. ΙΙΙ,59.4). Η κατάσταση του αμαρτωλού παρουσιάζεται στον σ. αυτόν ως μία τρέλα και μέθη, κάτω από το κράτος των οποίων ο αμαρτωλός γίνεται εκτός εαυτού. Ο σατανάς έχει κατακυριεύσει την ψυχή του. Και σε τι μανία πράγματι είχε καταντήσει ο δαιμονισμένος των Γαδαρηνών που κυριεύτηκε από τη λεγεώνα! Ο αμαρτωλός ως άλλος παράφρων, φθείρει και κατακόβει τον εαυτό του με τις τρελές επιθυμίες του και την ίδια ώρα εξαπατά τον εαυτό του με τρελές ελπίδες. Και από όλους τους ασθενείς ο αμαρτωλός είναι ο περισσότερο πολέμιος και εχθρός του εαυτού του. Δεν πρέπει όμως να απελπιζόμαστε για κανέναν αμαρτωλό. Διότι για όσο υπάρχει ζωή, υπάρχει και ελπίδα. Η χάρη του Θεού μπορεί να μαλάξει και τις σκληρότερες καρδιές όπως συνέβη και με τον άσωτο. Ανάνηψε αυτός από την ώθηση της θλίψης, την οποία η πείνα και οι στερήσεις τού προκαλούσαν. Οι θλίψεις είναι ο άριστος διδάσκαλος. Και όταν εξαγιαστούν από την χάρη, γίνονται η σωτήρια εκπαίδευση του Κυρίου, που ανοίγει τα μάτια και τα αυτιά του αμαρτωλού. «Η εκπαίδευση του Κυρίου ανοίγει τα αυτιά μου».

15.18 ἀναστὰς(1) πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου(2) καὶ ἐρῶ αὐτῷ, Πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν(3) καὶ ἐνώπιόν σου(4),
18 Θα σηκωθώ και θα πάω στον πατέρα μου και θα του πω: πατέρα, αμάρτησα στο Θεό και σ’ εσένα·
(1) Δεν αποτελεί απλώς λεπτομέρεια περιγραφής σύμφωνα με τον συνηθισμένο τρόπο στους λαούς της ανατολής. Το αναστάς σημαίνει την αφύπνιση και το σήκωμά του από τον λήθαργο και την απόγνωση (p). Με αυτό δηλώνονται με ακρίβεια τα πρώτα βήματα της μετάνοιας (b)= «Αφού σηκωθώ από το πέσιμο της αμαρτίας» (Ζ). «Από την καθέδρα της ηδονής» (Σχ.).
(2) Θυμάται την αγαθότητα του πατέρα (g), ο οποίος παρά τον εκφυλισμό του ασώτου παραμένει πατέρας του (b). «Ξέρω του Θεού μου την αγαθότητα, ξέρω του πατέρα μου την ημερότητα» (Σχ.).
(3) Ή, είναι συνώνυμο με το «στον Θεό». Δες Α Μακ. γ 18 (L). Η κακή συμπεριφορά ενός γιου προς τον πατέρα του, δεν αρέσει καθόλου και στο Θεό (p). Ή «αφήνοντας τα ουράνια, αμάρτησα απέναντι σε αυτά, προτιμώντας αντί για αυτά την κατάπτυστη ηδονή και προτίμησα από την πατρίδα μου, τον ουρανό, την χώρα της πείνας» (Θφ). Ή, δες σ. 7 ο οποίος υπονοεί, ότι οι κάτοικοι του ουρανού όπως χαίρονται για την επιστροφή και μετάνοια του αμαρτωλού, έτσι θλίβονται και στην πτώση του, η οποία από την άποψη αυτή είναι και αμαρτία εναντίον τους (b). Όλες οι ερμηνείες είναι σοβαρές. Σημείωσε ότι η αμαρτία είναι προσβολή εναντίον του ουρανού. Και είναι μεν ανίκανη να βλάψει αυτόν και τελείως αντιθέτως οι ολέθριες συνέπειές της «επιστρέφουν στο κεφάλι του αμαρτωλού» (Ψαλμ. ζ 16), πάντως όμως αποτελεί περιφρόνηση εναντίον του ματιού του Θεού που βλέπει τα πάντα, το οποίο παρακολουθεί όλες τις πράξεις μας.
(4) «Δηλαδή και σε σένα (αμάρτησα), επειδή προτίμησα από το θέλημά σου το δικό μου» (Ζ). Ο πατέρας κατά τη στιγμή της αναχώρησης του ασώτου παρακολουθούσε αυτόν με βλέμμα θλίψης, ο άσωτος όμως περιφρόνησε το τελευταίο αυτό πλήρες στοργής βλέμμα και γύρισε την πλάτη στον πατέρα (g). Οι δύο τελευταίοι στίχοι μαζί με τον επόμενο, παρουσιάζουν τα πρώτα βήματα του αμαρτωλού που επιστρέφει. Είναι αυτά, συναίσθηση, πρώτον, της άθλιας κατάστασής του («Εγώ όμως χάνομαι από την πείνα»), σταθερή απόφαση επιστροφής («θα σηκωθώ και θα πάω στον πατέρα μου»), απόφαση να εξομολογηθεί την ενοχή του χωρίς κάποια απόπειρα να δικαιολογηθεί («Αμάρτησα… και δεν είμαι πια άξιος να ονομαστώ γιος σου») και επιθυμία να χρησιμοποιηθεί στο εξής στην υπηρεσία του Θεού, χωρίς κάποια αξίωση για τα προηγούμενα κληρονομικά δικαιώματα («κάνε με σαν έναν από τους μισθωτούς σου»).

15.19 οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι(1) υἱός σου(2)· ποίησόν με ὡς ἕνα(3) τῶν μισθίων(4) σου(5).
19 δεν είμαι άξιος πια να λέγομαι γιος σου· κάνε με σαν έναν από τους εργάτες σου”.
(1) Να ονομαστώ από εσένα τον πατέρα (p).
(2) «Επειδή έζησα με τρόπο ανάξιο ενός τέτοιου πατέρα» (Ζ).
(3) Όμοιο με οποιονδήποτε αρέσει σε σένα (b).
(4) Είναι έτοιμος να δεχτεί τη θέση του απλού εργάτη, που δεν παραμένει μόνιμα στο σπίτι, αλλά ο οποίος προσλαμβάνεται με μισθό από τους ξένους (b). «Επειδή εξέπεσα από την πρώτη τάξη, αξίωσέ με της δεύτερης. Μόνο μην με απορρίψεις τελείως» (Ζ).
(5) «Είναι συγκινητικός ο λόγος και αγγίζει την πατρική καρδιά» (Ζ).

15.20 καὶ(1) ἀναστὰς(2) ἦλθεν(3) πρὸς τὸν πατέρα αυτοῦ(4). ἔτι δὲ αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχοντος(5) εἶδεν αὐτὸν(6) ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἐσπλαγχνίσθη(7) καὶ δραμὼν(8) ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν(9) αὐτόν.
20 Σηκώθηκε, λοιπόν, και ξεκίνησε να πάει στον πατέρα του.
»Ενώ ήταν ακόμη μακριά, τον είδε ο πατέρας του, τον σπλαχνίστηκε, έτρεξε, τον αγκάλιασε σφιχτά και τον καταφιλούσε.
(1) Με το που το είπε, το έκανε (b). «Πρόσθεσε στην καλή απόφαση και την πράξη» (Σχ.). «Διότι δεν πρέπει μόνο να αποφασίζουμε καλά, αλλά και να πράττουμε τα αποφασισμένα» (Ζ). Δεν σταμάτησε να αποχαιρετίσει έστω και τυπικά τους φίλους του· δεν έριξε νοσταλγικό βλέμμα προς τα πίσω, όπως η σύζυγος του Λωτ. Το βλέμμα του στηρίχτηκε σταθερά προς το πατρικό σπίτι (ο). Έβαλε αμέσως σε ενέργεια την αγαθή απόφασή του, χωρίς κάποια αναβολή. Όταν το σίδερο ήταν ζεστό, το χτύπησε με βιασύνη και δεν ανέβαλλε για καταλληλότερο χρόνο την πραγματοποίηση της απόφασής του. Το συμφέρον μας απαιτεί γρήγορα να συμμορφωνόμαστε με τις πεποιθήσεις μας. Εφόσον πούμε: θα σηκωθούμε και θα πάμε, πρέπει αμέσως να σηκωνόμαστε και αμέσως να πάμε. Ο άσωτος σηκώθηκε αμέσως και βάδισε χωρίς να σταματήσει στα μισά του δρόμου με την πρόφαση ότι κουράστηκε και έχει ανάγκη ανάπαυσης. Προχώρησε χωρίς διακοπή και μολονότι ήταν και αδύνατος και κουρασμένος έφερε σε τέλειο πέρας ό,τι είχε αποφασίσει.
(2) Η επανάληψη του αναστάς προσδίδει σοβαρή σημασία στο ρήμα (L).
(3) «Αντί να πει ερχόταν» (Ζ).
(4) Παλαιότερη γραφή: εαυτού. Κάθε λέξη σε όσα ακολουθούν είναι γεμάτη έλεος και συμπάθεια. Σημείωσε ειδικά το εαυτού (=του δικού του πατέρα), το μακράν απέχοντος, το εσπλαχνίσθη, το δραμών, το επέπεσε, το κατεφίλησε (p).
(5) Μπορεί κάποιος από αυτό να εικάσει, ότι ο πατέρας του ασώτου κάθε μέρα ανέβαινε σε κάποιο ύψωμα ή έπαιρνε τέτοια στάση ώστε να μπορεί και σε μακρινή απόσταση να ερευνά, μήπως φαίνεται κάπου ο γιος του να επιστρέφει. Παρόλο όμως που κάθε μέρα διαψευδόταν αυτή η ελπίδα και προσδοκία του, ο πατέρας δεν έπαυε να παρατηρεί (ο). «Τι διαπεραστικό βλέμμα γεμάτο συμπάθεια! Με το που σκέφτηκε κάποιος να μετανοήσει, αμέσως τον είδε αυτός, ο οποίος είναι έτοιμος πάντα για υποδοχή αυτών που επιστρέφουν, και αμέσως από την αρχή της μετάνοιας, τούς βοηθάει» (Ζ). «Διότι δεν ανέμενε τον γιο να έλθει μέχρις αυτόν, αλλά προφταίνει και τον αγκαλιάζει» (Θφ). «Πρόλαβε η ευεργεσία την μετάνοια» (Σχ.). Ο Θεός διακρίνει και τον ασθενέστερο στεναγμό της παραπλανημένης καρδιάς και αμέσως μόλις η καρδιά αυτή κάνει ένα βήμα προς αυτόν, κάνει και αυτός 10 βήματα για συνάντησή της (g).
(6) Που γύρναγε πειναλέος και γυμνός (b). Ο πατέρας δεν έπαυσε να αναμένει τον γιο του. Για αυτό και τώρα διακρίνει αυτόν από μακριά (g).
(7) «Διότι ήταν πατέρας και όχι μόνο αυτό, αλλά και Θεός ελέους» (Ζ).
(8) Έξω από το σπίτι. Οι πατέρες κάτω από τις συνηθισμένες περιστάσεις δεν είναι διατεθειμένοι να τρέξουν για προϋπάντηση των παιδιών (b). Τώρα όμως μολονότι ο γιος δεν είχε πει τίποτα ακόμη και ο πατέρας δεν γνώριζε με ποιες διαθέσεις επέστρεφε αυτός, τρέχει προς αυτόν, θεωρώντας αρκετό το ότι επέστρεψε (p). «Από την υπερβολική χαρά, δεν τον περίμενε να έλθει, αλλά τον προϋπάντησε, και όχι με απλό τρόπο, αλλά τρέχοντας, για να φανεί η σφοδρότητα της αγάπης» (Ζ)
(9) Η πρόθεση κατά=φίλησε αυτόν θερμά «σαν γιο ποθητό, αυτόν που μέχρι να μετανοήσει ήταν μιαρός και σιχαμερός» (Ζ). Έχουμε λοιπόν εδώ μάτια ελέους και ευσπλαχνίας. Ο πατέρας είδε τον γιο, την ώρα που αυτός ήταν ακόμη πολύ μακριά. Σαν από κάποιον ψηλό πύργο περιέστρεφε διαρκώς τα μάτια ο πατέρας αναζητώντας στο βάθος του δρόμου, τον οποίο είχε ακολουθήσει ο άσωτος φεύγοντας από το πατρικό σπίτι, μήπως ξαναφανεί και πάλι αυτός να επιστρέφει. Υποδηλώνει αυτό τον πόθο του ουράνιου Πατέρα να επιστρέψουν οι αμαρτωλοί και την προθυμία του να δεχτεί αυτούς. Έχουμε ακόμη σπλάχνα συμπάθειας και ελέους. Ο πατέρας βλέποντας την αθλιότητα του γιου του δεν εξοργίζεται εναντίον του, αλλά τον σπλαχνίζεται. Δεν έρχεται στο νου του, πόσο το οικογενειακό του όνομα εξευτελίστηκε από την ανάξια συμπεριφορά του κουρελιάρη ήδη γιου του που κατάντησε σε έσχατη αθλιότητα. Η πατρική του στοργή συγκινεί ολόκληρη την καρδιά του και «τον είδε ο πατέρας και τον σπλαχνίστηκε». Έχουμε επιπλέον και πόδια σπλαχνικά, εξαιτίας των οποίων παρουσιάζεται ο πατέρας «να τρέχει» προς τον γιο του, το οποίο υποδηλώνει, πόσο γρήγορος είναι ο Θεός στο να εκδηλώνει το έλεός του. Ο άσωτος ερχόταν αργά κάτω από το βάρος της ντροπής και του φόβου. Αλλά ο στοργικός πατέρας σπεύδει σε συνάντησή του για να δώσει θάρρος σε αυτόν. Έχουμε ακόμη και αγκαλιά και χέρια σπλαχνικά. Ανοίγουν και απλώνονται αυτά για να σφίξουν με θερμότητα τον γιο που γύρισε. «Έπεσε ο πατέρας στον τράχηλό του». Παρόλο που ήταν ένοχος και θα περίμενε για αυτό μαλώματα, παρόλο που ήταν βρώμικος ακόμη και ακάθαρτος, διότι πρόσφατα είχε φύγει από τον τόπο της χοιροβοσκής. Οποιοσδήποτε άλλος θα σιχαινόταν να τον αγγίξει και μόνο η πατρική στοργή παραβλέπει τα πάντα και ωθεί τον πατέρα να σφίξει θερμά στην αγκαλιά του τον γιο του που έφτασε σε τέτοια αθλιότητα. Αλλά έχουμε και χείλια ελέους και ευσπλαχνίας. Τα χείλια που στάζουν μέλι και ανέκφραστη γλυκύτητα εναποθέτουν φίλημα στοργικό στον τράχηλο του ασώτου. Το φίλημα όχι μόνο βεβαίωσε τον άσωτο ότι με χαρά και ευφροσύνη χαιρετιζόταν η επάνοδός του, αλλά και τον πληροφόρησε ότι όλα τα περασμένα συγχωρέθηκαν σε αυτόν και λησμονήθηκαν από τον πατέρα του.

15.21 εἶπεν δὲ αὐτῷ ὁ υἱὸς, Πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου, οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι(1) υἱός σου(2).
21 Τότε ο γιος του τού είπε: “πατέρα, αμάρτησα στο Θεό και σ’ εσένα και δεν αξίζω να λέγομαι παιδί σου”.
(1) «Αυτά που σχεδίασε να πει, αυτά λέει τώρα με όλη την καρδιά του, ώστε από εδώ να μάθουμε ότι πρέπει και μετά την συμφιλίωση ολοκάρδια να ομολογούμε ότι αμαρτήσαμε και να καταδικάζουμε τους εαυτούς μας» (Ζ). Ο γιος δεν κάνει κατάχρηση της γενναιοφροσύνης και αγαθότητας του πατέρα, ώστε να εμποδιστεί να πει ό,τι είχε πρόθεση (b). Και αυτοί που πήραν την άφεση των αμαρτιών τους και δοκίμασαν την εσωτερική ειρήνη των μέχρι πριν λίγο ταραγμένων καρδιών τους, πρέπει να διατηρούν την ειλικρινή συντριβή για τον περασμένο άτακτο βίο και να εξομολογούνται και με το στόμα ακόμη και τις αμαρτίες εκείνες, για τις οποίες έχουν λόγους να ελπίζουν ότι συγχωρέθηκαν. Ο Δαβίδ συνέταξε τον 50ό ψαλμό της μετανοίας, όταν ο Νάθαν είχε πει σε αυτόν: «Και ο Κύριος συγχώρεσε το αμάρτημά σου· δεν θα πεθάνεις» (Β΄Βασ. ιβ 13). Όσο βλέπουμε το Θεό περισσότερο γρήγορο στο να μας συγχωρέσει, τόσο περισσότερο οφείλουμε και εμείς να γινόμαστε δυσκολότεροι στο να συγχωρούμε τους εαυτούς μας.
(2) Δεν προστίθεται παρ’ όλα αυτά και το «κάνε με σαν έναν από τους μισθωτούς σου». Ή, διότι όταν μακριά από τον πατέρα σχεδίαζε να πει αυτό, δεν υπολόγιζε στην αγάπη του πατέρα, αλλά τον φανταζόταν εξοργισμένο και τώρα η συγκίνηση την οποία δοκιμάζει από την πατρική στοργή τον εμποδίζει να κάνει αυτού του είδους την πρόταση (p). Ή, διότι ο φιλανθρωπότατος Πατέρας δεν άφησε αυτόν να τελειώσει την πρόταση, αρκούμενος στην βαθιά συναίσθηση της αμαρτίας που εκδηλώθηκε, για αυτό και διέκοψε αυτόν στο «υιός σου» (δ). Η δεύτερη εκδοχή πιο πιθανή. Είναι απίθανο ότι ο γιος λησμόνησε τι είχε αποφασίσει να πει· και ακόμη πιο απίθανο ότι άλλαξε γνώμη και απέφυγε να προσθέσει και τη φράση: Κάνε με σαν έναν από τους μισθωτούς σου. Πιθανότερο είναι να δεχτούμε ότι ο πατέρας διακόπτοντας τον γιο είναι σαν να του έλεγε: Σταμάτα, γιε μου, να μιλάς πλέον για την αναξιότητά σου. Έγινες δεκτός εγκάρδια και μολονότι δεν είσαι άξιος να ονομαστείς γιος, θα φερθώ σε σένα σαν σε γιο αγαπητό και γνήσιο.

15.22 εἶπε δὲ ὁ πατὴρ πρὸς τοὺς δούλους αὐτοῦ, ἐξενέγκατε(1) την στολὴν(2) την πρώτην(3) καὶ ἐνδύσατε(4) αὐτόν, καὶ δότε δακτύλιον(5) εἰς τὴν χεῖρα αὐτοῦ καὶ ὑποδήματα(6) εἰς τοὺς πόδας(7),
22 Ο πατέρας όμως γύρισε στους δούλους του και τους διέταξε: “βγάλτε γρήγορα την καλύτερη στολή και ντύστε τον· φορέστε του δαχτυλίδι στο χέρι και δώστε του υποδήματα.
(1) Υπάρχει και η γραφή: ταχύ εξενέγκατε στολήν την πρώτην=Γρήγορα φέρτε έξω από την ιματιοθήκη.
(2) Η στολή ήταν μία μακριά και μεγαλοπρεπής εσθήτα, όπως την ήθελαν οι γραμματείς, για να περπατούν ντυμένοι με αυτήν (Λουκ. κ 46), που ονομαζόταν talar. Δες Μαρκ. ιβ 38,ιστ 5, Αποκ. στ 11,ζ 9,13,Εσθήρ στ 8,11,Α Μακ. ι 21,ιδ 9 (p).
(3) «Την πιο τίμια» (Ζ), την καλύτερη από όσες έχουμε στο σπίτι (p). Αξιόλογη και η: την οποία είχε πριν την απομάκρυνση και πτώση (δ), «την οποία φορούσε πριν αμαρτήσει» (Θφ). Την δεύτερη αυτή εκδοχή κάνει λιγότερο πιθανή η έλλειψη του «αυτού» (=την στολή του την πρώτη») (p).
(4) Μόνος του θα ντραπεί να την φορέσει, βλέποντας τι άθλια ενδυμασία φορά τώρα και σε ποια κατάσταση ήλθε. Αλλά φορέστε του την εσείς. «Ντύστε εσείς αυτόν που έγδυσε τον εαυτό του» (Σχ.).
(5) Λέξη που λέγεται μοναδική φορά. Πιθανώς δαχτυλίδι που έχει και σφραγίδα, από το οποίο θα δηλωνόταν, ότι ήταν πρόσωπο περιωπής και ίσως εξουσίας στο σπίτι (Εσθήρ γ 10,η 2,Γεν. μα 42) (p). Το δόσιμο λοιπόν δαχτυλιδιού στον άσωτο γιο είναι γεμάτο σημασία και έδειχνε ότι αποκαθίστατο εκείνη τη στιγμή στις τιμές και τα προνόμια του γνήσιου γιου, από τα οποία αποξενώθηκε με τον άσωτο και αχαλίνωτο βίο του (ο). Ο νεότερος γιος ασφαλώς είχε πουλήσει το πρώτο δαχτυλίδι του (g).
(6) Τα υποδήματα ήταν σημάδι ελεύθερων ανδρών, διότι οι δούλοι περπατούσαν ανυπόδητοι.
(7) Έχουμε στα λόγια του πατέρα κλιμακωτό σχήμα: Πρώτον στολή σε αντίθεση με την γυμνότητα του γιου που επέστρεψε· έπειτα δαχτυλίδι και τέλος υποδήματα, των οποίων στερούνταν ο νεότερος που έφτασε σε κατάσταση δούλου (g). Τίποτα από τα 3 αυτά δεν ήταν από τα απαραίτητα αναγκαία όπως είναι το ψωμί. Ο πατέρας προμηθεύει όχι απλώς καθετί το αναγκαίο στο γιο, που γύρισε με άθλια και πενιχρή περιβολή, αλλά τον τιμά (p). Στα τιμητικά λοιπόν αυτά εμβλήματα πρέπει γενικώς να διακρίνουμε την τέλεια αποκατάσταση του αμαρτωλού στη θέση του γιου (g), χωρίς να αναζητούμε στη στολή, το δαχτυλίδι και τα υποδήματα συγκεκριμένες και ξεχωριστές μεταξύ τους πνευματικές δωρεές (p). Είναι αξιοσημείωτο, ότι ο Ιερώνυμος εισηγήθηκε ότι η μεν στολή σημαίνει την δικαιοσύνη του Θεού, ενώ το δαχτυλίδι την σφραγίδα του Πνεύματος και τα υποδήματα την ικανότητα να πορεύεται κάποιος στους δρόμους του Θεού (g). Ή στολή «είναι η κάθαρση ή η χάρη που φρουρεί» (Ζ), «δαχτυλίδι θα μπορούσες να εννοήσεις τον αρραβώνα του Πνεύματος… και υποδήματα στα πόδια, για να φυλάγονται από τους σκορπιούς, τα μικρά… αμαρτήματα και κρυφά» (Θφ). Όλα αυτά δεν είναι ακατάλληλα για την πρακτική ερμηνεία (δ). Και πλατύτερα: Η δικαιοσύνη του Χριστού είναι η στολή, η λαμπρή και κύρια ενδυμασία, την οποία ενδύονται αυτοί που επιστρέφουν με τη μετάνοια. Ενδύονται τον Ιησού Χριστό, διότι και η μετάνοια δεύτερο βάπτισμα είναι και στο βάπτισμα ντυνόμαστε τον Ιησού Χριστό, τον ήλιο της δικαιοσύνης που αστράπτει. Καινούργια κτίση, νέα φύση παρέχεται σε μας και με τη μετάνοια, όπως και με το βάπτισμα και η στολή αυτή είναι «ιμάτιο σωτηρίας και χιτώνας ευφροσύνης», με τα οποία «σαν νύφη στολίζει» ο Κύριος αυτούς που επιστρέφουν σε αυτόν (Ησ. κα 10). Ο αρραβώνας του Πνεύματος, «με τον οποίο σφραγιστήκαμε την ημέρα της απολύτρωσής μας (βάπτισμα) είναι το δαχτυλίδι του χεριού. Όσοι αγιάστηκαν στολίζονται και αξιοποιούνται. Δίνεται σε αυτούς εξουσία και δύναμη όπως άλλοτε στον Ιωσήφ έδωσε ο Φαραώ δίνοντάς του δαχτυλίδι. Και υποδήματα στα πόδια όχι μόνο ώστε αυτός να περπατά ανεμπόδιστα στην οδό της αρετής, αλλά και για να καθοδηγεί και άλλους σε αυτήν με την ετοιμασία του ευαγγελίου της ειρήνης (Εφεσ. στ 15) με το να γίνεται παράδειγμα ενθάρρυνσης και επιστροφής και στους άλλους. Αυτούς που μετανοούν και αληθινά επιστρέφουν χρησιμοποιεί ο Θεός και για διδασκαλία άλλων. Ο Δαβίδ όταν συγχωρέθηκε «διδάσκει τους παράνομους τους δρόμους» του Κυρίου «και ασεβείς μέσω αυτού θα επιστρέψουν» ενώ ο Πέτρος όταν επέστρεψε στήριξε τους αδελφούς του.

15.23 καὶ ενέγκαντες(1) τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν(2), θύσατε(3) καὶ φαγόντες εὐφρανθῶμεν,
23 Φέρτε το σιτευτό μοσχάρι και σφάξτε το να φάμε και να ευφρανθούμε,
(1) Υπάρχει και η γραφή: και φέρετε…
(2) Δεν λέει: φέρτε ένα μοσχάρι, αλλά το μοσχάρι, το οποίο τρέφουν και παχαίνουν, για να το έχουν έτοιμο για κάποιο χαρμόσυνο και πανηγυρικό γεγονός του σπιτιού (g). Σαν να έλεγε: Καμία άλλη περίσταση δεν μπορεί να είναι περισσότερο χαρμόσυνη από την παρούσα. Δες Α Βασ. κη 24, Κριτ. στ 25,Ιερεμ. κστ 21 (p).
(3) Με την έννοια του σφάξτε για φαγητό. Δες Πράξ. ι 13,ια 7,Ιω ι 10. Αξιόλογη και η αλληγορική ερμηνεία: «Αλλά ποιο είναι το μοσχάρι το σιτευτό, αν όχι οπωσδήποτε ο Χριστός, το ακηλίδωτο σφάγιο, αυτός που κουβαλά την αμαρτία του κόσμου, αυτός που θυσιάζεται και τρώγεται; Διότι, εφόσον ντύθηκε τη σάρκα που από τη φύση της δεν έχει λογική και είναι κτηνώδης, έστω και αν την γέμισε αυτήν με την δική του δόξα, θεωρείται μοσχάρι, που δεν έχει, από τη μία, πείρα του ζυγού του νόμου της αμαρτίας, και είναι σιτευτό, από την άλλη, διότι το μυστήριο του Χριστού είχε προοριστεί πριν δημιουργηθεί ο κόσμος, η φρικώδης και μεγάλη δηλαδή θυσία, στην οποία θέλει να μετέχουν αυτοί που επιστρέφουν από την αμαρτία» (Κ). «Καθένας λοιπόν… που καθαρίζεται από την αμαρτία, κοινωνεί αυτό το μοσχάρι το σιτευτό και γίνεται αίτιος ευφροσύνης και στον Πατέρα και στους δούλους του» (Θφ). Ο ίδιος ο Χριστός είπε, ότι είναι ο άρτος της ζωής και ότι η σάρκα του είναι αληθινά τροφή και το αίμα του αληθινά ποτό. Κοντά στο Χριστό υπάρχει δείπνο για τις ψυχές, δείπνο πλούσιο.

15.24 ὅτι(1) οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησεν, καὶ ἀπολωλὼς(2) ἦν καὶ εὑρέθη(3). καὶ ἤρξαντο εὐφραίνεσθαι(4).
24 γιατί αυτός ο γιος μου ήταν νεκρός και αναστήθηκε, ήταν χαμένος και βρέθηκε”. Έτσι άρχισαν να ευφραίνονται.
(1) Είναι σ. θριαμβευτικός και ύμνος, που έχει μέσα του κάποιο ρυθμό και φαίνεται να επαναλήφθηκε κάποιες φορές στο γεύμα ως επωδός (δες σ. 32), με συνοδεία με μουσική συμφωνία (σ. 25). Οι αρχαίοι χρησιμοποιούσαν τραγούδι, όταν ήταν βαθιά συγκινημένοι. Δες Γεν. λζ 33, Α΄ Παρ. ιβ 18, όπου οι στίχοι παρουσιάζουν τον παραλληλισμό της εβραϊκής ποίησης (b).
(2) «Νέκρωση μεν και χάσιμο εννοεί αυτήν που προέρχεται από την αμαρτία, ενώ ανάσταση και εύρεση, αυτήν που προέρχεται από την μετάνοια» (Ζ). Η κατάσταση αυτού που ζει στην αμαρτία, είναι κατάσταση θανάτου, διότι η αμαρτία νεκρώνει στην ψυχή στην οποία κυριαρχεί, κάθε πνευματική ζωή. Ένωση με το Χριστό δεν υπάρχει· οι πνευματικές αισθήσεις με τις οποίες εισδύει το φως της αλήθειας στην ψυχή, ολοένα αμβλύνονται, μέχρις ότου έλθει και η πλήρης τύφλωση και πώρωση της ψυχής· καμία ζωή για το Θεό και για δόξα του Θεού. Νέκρωση λοιπόν και λήθαργος βαθύς, προμήνυμα του αιώνιου θανάτου.
(3) Το «χαμένος είναι πιο μέτριο από το νεκρός» (Θφ). Γιατί λοιπόν να προστεθεί, αφού η εικόνα και λιγότερο ισχυρή από αυτήν του νεκρού είναι και όχι εξ’ ολοκλήρου ακριβής, αφού ο πατέρας δεν ζήτησε τον χαμένο; (L). Διότι το μεν νεκρός αναφέρεται στην προσωπική αθλιότητα του αμαρτωλού (αντίστοιχο με το χαμένο πρόβατο), ενώ το χαμένος αναφέρεται στην απώλειά του για τον ίδιο το Θεό (αντίστοιχο είναι η χαμένη δραχμή). Η παραβολή του ασώτου συνενώνει τις δύο αυτές οπτικές: Ο γιος χάθηκε για τον εαυτό του και ο πατέρας έχασε επίσης αυτόν (g).
(4) Η επιστροφή μιας ψυχής από την αμαρτία προς το Θεό, είναι ανάστασή της από το θάνατο και επάνοδός της στη ζωή, συγχρόνως όμως και ανεύρεση του χαμένου. Είναι λοιπόν μεγάλη, θαυμάσια, ταυτόχρονα υπερφυσική και χαρμόσυνη μεταβολή. Μοιάζει από κάποια άποψη με την μεταβολή, την οποία παρουσιάζει η όψη της γης, όταν επιστρέφει η άνοιξη. Είναι όμως και υπόθεση χαράς στο Θεό και σε όλο το σπίτι του. Εδώ ο πατέρας προτρέπει τους πάντες να χαρούν και να ευφρανθούν, δίνοντας ο ίδιος το σύνθημα για αυτό.

15.25 Ἦν δὲ(1) ὁ υἱὸς αὐτοῦ ὁ πρεσβύτερος ἐν ἀγρῷ(2)· καὶ ὡς ἐρχόμενος ἤγγισε τῇ οἰκίᾳ, ἤκουσεν συμφωνίας καὶ χορῶν(3),
25 »Ο μεγαλύτερος γιος του βρισκόταν στο χωράφι· και καθώς ερχόταν και πλησίαζε στο σπίτι, άκουσε μουσικές και χορούς.
(1) Το δεύτερο τμήμα (σ. 25-32) περιλαμβάνει την συνομιλία του μεγαλύτερου γιου με τον δούλο (σ. 25-28) και την συνομιλία του με τον πατέρα του (σ. 28-32). «Εδώ είναι το πολυθρύλητο ζήτημα. Πώς ο γιος φαίνεται φθονερός, ο οποίος έζησε ευάρεστα, κατά τα άλλα, και είχε δουλέψει στον πατέρα; Το οποίο θα λυθεί, αν βεβαίως κάποιος αναλογιστεί την παραβολή, για ποιο λόγο ειπώθηκε· οπωσδήποτε δηλαδή ειπώθηκε επειδή γόγγυζαν οι καθαροί και που δικαίωναν τους εαυτούς τους Φαρισαίοι στον Κύριο, που δεχόταν πόρνες και τελώνες… Με την παραβολή λοιπόν αυτή ο Κύριος διδάσκει ως προς αυτή τη γνώμη των Φαρισαίων, ότι ακόμη και αν ήταν δίκαιοι οι ίδιοι… να μην δυσανασχετούν με το ότι γίνονται δεκτοί οι αμαρτωλοί» (Θφ).
(2) Ήταν στον αγρό πράττοντας το καθήκον του, αλλά όχι με πνεύμα αγάπης. Αυτό εξηγεί, γιατί δεν ήταν παρών, όταν ο αδελφός του επέστρεφε (p).
(3) Συμφωνία σύμφωνα με τον Πλάτωνα είναι η αρμονία στην ωδή· ομοίως λοιπόν και σε ωδή και σε όργανο (αυλό κλπ.) ή όργανα, όπως εδώ, όπου η συμφωνία ήταν αυτή των μουσικών οργάνων, στον ήχο των οποίων χόρευαν, όπως συνηθιζόταν στα μεγάλα και επίσημα συμπόσια (δ).

15.26 καὶ προσκαλεσάμενος ἕνα τῶν παίδων(1) ἐπυνθάνετο τί εἴη(2) ταῦτα.
26 Φώναξε, λοιπόν, έναν από τους υπηρέτες και ρώτησε να μάθει τι συμβαίνει.
(1) «Παίδες λέει τώρα τους δούλους» (Ζ). Χρησιμοποιούνται στην παραβολή 3 όροι για να δηλώσουν το υπηρετικό προσωπικό, «μίσθιοι, δούλοι, παίδες» το οποίο υποδηλώνει τα πλούτη του πατέρα (ο). Δεν μπαίνει αμέσως στο σπίτι και δεν παίρνει ως δεδομένο ότι εκείνο που έκανε ο πατέρας, ήταν ορθό. Ίσως λοιπόν αυτό υποδηλώνει κακή διάθεση αυτού του γιου. Παρ’ όλα αυτά το να πληροφορηθεί τι συνέβαινε, ήταν φυσικό και για τις ζητούμενες αυτές πληροφορίες δεν θα ήταν ίσως επικριτέος (p).
(2) Υπάρχει και η γραφή τι αν είη. Ό,τι γινόταν εκείνη τη στιγμή ήταν κάτι έκτακτο, που δεν γινόταν κάθε μέρα. Εάν λοιπόν είχαν γίνει προσκλήσεις, ο μεγαλύτερος θα το γνώριζε. Βρίσκεται λοιπόν μπροστά σε απρόοπτο και για αυτό ρωτά «τι τάχα ήταν αυτά» (L)=σαν τι να είναι αυτά· τι σήμαιναν αυτά.

15.27 ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ ὅτι ῾Ο ἀδελφός σου ἥκει(1), καὶ ἔθυσεν ὁ πατήρ σου τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν(2), ὅτι ὑγιαίνοντα αὐτὸν ἀπέλαβεν(3).
27 Εκείνος του είπε: “γύρισε ο αδερφός σου, κι ο πατέρας σου έσφαξε το σιτευτό μοσχάρι, γιατί του ήρθε πίσω γερός”.
(1) =έχει έλθει (δ).
(2) Κανείς λόγος δεν γίνεται για την στολή, το δαχτυλίδι και τα υποδήματα, αλλά μόνο για το μοσχάρι το σιτευτό και αυτό, διότι τα άσματα και οι χοροί, για τα οποία ο μεγαλύτερος ρωτά, γίνονταν τη στιγμή που τρωγόταν το μοσχάρι (ο).
(3) Ο δούλος στην απάντησή του αντικαθιστά τις λέξεις του πατέρα: νεκρός ην… και απολωλός…με την τελείως απλή αυτή φράση, η οποία και μόνη άρμοζε στα χείλη του δούλου: επειδή τον πήρε πίσω υγιή (g). Το υγιή πιο σωστό είναι να μην το πάρουμε με ηθική έννοια (= «απέβαλε την νόσο με την μετάνοια» Ζ), διότι για αυτό ο δούλος δεν θα ήταν σε θέση να εκφέρει γνώμη, αλλά με τη σημασία της σωματικής υγείας. Όλοι στο σπίτι γνώριζαν, πόσο ο πατέρας ενδιαφερόταν και αγωνιούσε για την ασφάλεια και υγεία του γιου του (p).

15.28 ὠργίσθη δὲ καὶ οὐκ ἤθελεν(1) εἰσελθεῖν. ὁ ουν πατὴρ αὐτοῦ ἐξελθὼν(2) παρεκάλει(3) αὐτόν.
28 Αυτός τότε θύμωσε και δεν ήθελε να μπει μέσα. Ο πατέρας του βγήκε και τον παρακαλούσε,
(1) Είναι αξιοσημείωτη η αλλαγή των χρόνων στα δύο αυτά ρήματα. Δεν ήθελε με επιμονή να μπει. Ο παρατατικός σημαίνει πεισματική και συνεχιζόμενη κατάσταση (p). Η άρνηση αυτή ζωγραφίζει θαυμάσια την δυσαρέσκεια των Φαρισαίων, οι οποίοι δεν ήθελαν να έχουν καμία σχέση με τους αμαρτωλούς, ούτε κάποιο μέρος στη χαρά για την σωτηρία τους με την μετάνοια (g).
(2) «Ο φιλάνθρωπος πατέρας όμως βγαίνει και τον παρακαλεί και του εξηγεί πάλι την αιτία της ευφροσύνης» (Θφ). «Σαν φιλότεκνος και σοφός που είναι και αυτόν που επέστρεψε τιμά και αυτόν που έμεινε έξω παρακαλεί» (Ζ). Δείχνει και στους δύο γιους την ίδια τρυφερότητα. Το «βγήκε» εδώ είναι παράλληλο με το «έτρεξε» του σ. 20 (p). Θα μπορούσε να πει δίκαια: «Εάν δεν θέλει να έλθει, αφήστε τον να στέκεται έξω· κλείστε του την πόρτα και ας πάει να περάσει τη νύχτα του όπου του αρέσει. Δεν μπορώ να κάνω ό,τι θέλω στο σπίτι μου; Και δεν ήταν δικό μου το μοσχάρι το σιτευτό»; Αλλά όχι· ο πατέρας δεν στέλνει στον μεγαλύτερο κάποιον δούλο, αλλά βγαίνει ο ίδιος και παρακαλεί τον γιο του. Δείχνεται έτσι η αγαθότητα και συγκατάβαση του Θεού. Πόσο μειλίχιος και μακρόθυμος και ανεκτικός δείχνεται ο ουράνιος Πατέρας και στους ανθρώπους που τον προκαλούν. Πώς μιλά στον Κάιν και πώς ζητά να τον πείσει ότι άδικα λυπήθηκε, επειδή δεν έγιναν δεκτές οι θυσίες του (Γεν. δ 6). Και πώς «για σαράντα χρόνια υπέμεινε την διαγωγή τους στην έρημο» (Πράξ. ιγ 18). Και ειδικότερα πόσο μειλίχια συζητά με τον Ιωνά και με συλλογισμούς ζητά με το παράδειγμα της κολοκύθας να πείσει αυτόν, ότι δίκαια λυπήθηκε το λαό της Νινευΐ.
(3) Παρατατικός όπως και το προηγούμενο «δεν ήθελε». Συνεχώς και αυτός παρακαλούσε αυτόν να μπει (p). Το διάβημα αυτό του πατέρα, ο οποίος βγήκε και προσκαλούσε τον γιο του να μπει, πραγματοποιούνταν στη συνομιλία αυτή ανάμεσα στον Ιησού και τους ακροατές του Φαρισαίους (g).

15.29 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε τῷ πατρὶ, ᾽Ιδοὺ τοσαῦτα ἔτη(1) δουλεύω σοι(2) καὶ οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον(3), καὶ ἐμοὶ οὐδέποτε ἔδωκας ἔριφον(4) ἵνα μετὰ τῶν φίλων μου(5) εὐφρανθῶ(6)·
29 εκείνος όμως του αποκρίθηκε: “εγώ τόσα χρόνια σού δουλεύω και ποτέ δεν παράκουσα καμιά εντολή σου· κι όμως σ’ εμένα δεν έδωσες ποτέ ένα κατσίκι για να ευφρανθώ με τους φίλους μου.
(1) Σε αντίθεση με το «ότε (όταν)» του σ. 30 (b). Τα λόγια με τα οποία απαντά ο μεγαλύτερος γιος στις προσκλήσεις του πατέρα του, γράφονται εδώ για διδασκαλία εκείνων, οι οποίοι με τη χάρη του Θεού διαφυλάχτηκαν από σοβαρά αμαρτήματα και τηρήθηκαν στην οδό της σωφροσύνης και αρετής. Διδάσκονται, ότι υπόκεινται και αυτοί σε αμαρτίες, οι οποίες δεν είναι όμοιες με τις σκανδαλώδεις αμαρτίες του ασώτου γιου, είναι όμως ικανές να αποκλείσουν αυτούς από το πατρικό σπίτι.
(2) Ομολογία του δουλικού πνεύματος, από το οποίο κυριαρχούνταν. Δεν προσθέτει με πνεύμα γιου το «Πατέρα» (b).
(3) Για την χρήση του παρέρχομαι με τη σημασία του αμελώ ή παραβαίνω, δες και Λουκ. ια 42 (p). Η φράση ζωγραφίζει ζωηρά την αφελή και τυφλή αυταρέσκεια των Φαρισαίων για την δικαιοσύνη τους (g). Ο μεγαλύτερος γιος υπερτιμά τις αρετές του και την υπακοή του προς τον πατέρα. Διότι θα μπορούσε κάποιος να υποπτευθεί ότι δεν υπήρξε τόσο ακριβής η συμπεριφορά του, ώστε να μπορεί τώρα να καυχηθεί προς τον πατέρα του, ότι «ποτέ δεν παρέβην εντολή σου». Εάν πράγματι η υπακοή προς τον πατέρα του υπήρξε τέτοια, πώς τώρα με τόσο πείσμα αντιστέκεται στις πατρικές προτροπές και προσκλήσεις; Ω! πόσο οι αγαθοί έχουν ανάγκη να προφυλάσσουν τους εαυτούς τους από το πνεύμα της αλαζονείας, η οποία αποτελεί διαφθορά που φυτρώνει στην στάχτη άλλων διαφθορών της ψυχής που νεκρώθηκαν με την χάρη του Θεού. Εκείνοι οι οποίοι για πολύ δούλεψαν στο Θεό, έχουν ανάγκη με ευγνωμοσύνη να ταπεινώνονται μπροστά του για αυτό και να μην καυχιούνται ποτέ για αυτό.
(4) Πολύ λιγότερο το μοσχάρι το σιτευτό (b). «Εμείς όμως δεν πρέπει να εξετάζουμε με περιέργεια, ποιο είναι το ερίφιο και ποιοι οι φίλοι. Διότι δεν είναι ασφαλές το να λεπτολογούμε πάνω σε αυτά, όπως σε πολλά σημεία των παραβολών ισχυριστήκαμε» (Ζ). Ολοφάνερα όμως ο μεγαλύτερος γιος λέει αυτό μέσα στο χάσιμο του ελέγχου του. Διότι πότε ζήτησε στο παρελθόν από τον πατέρα του κάποιο ερίφιο; Και εάν ζητούσε αυτό, πώς προεξοφλεί ότι ο πατέρας του δεν θα του το έδινε; Υπάρχει κάθε βεβαιότητα, ότι στην πρώτη κουβέντα του μεγαλύτερου γιου, ο πατέρας ευχάριστα θα ανταποκρινόταν στην επιθυμία του. Διότι τόσο χρόνο συνέζησε αυτός αρμονικά με τον πατέρα και είχε τόσα δείγματα της στοργής του προς αυτόν. Αλλά τώρα κυριεύεται από σκοτάδι τόσο πολύ, ώστε να λησμονεί όλα αυτά και να θεωρεί τον εαυτό του αδικημένο από τον πατέρα. Όσοι φρονούν υψηλά για τον εαυτό τους και υπερτιμούν την αρετή τους, εύκολα στην πρώτη δοκιμασία λησμονούν τις τόσες προς αυτούς ευεργεσίες του Θεού και παραπονούνται σαν αδικημένοι από την Πρόνοιά του.
(5) Σε αντίθεση με το «με πόρνες» του σ. 30 (b).
(6) Δεν αντιλαμβάνεται, ότι εκδηλώνει το ίδιο πνεύμα, το οποίο οδήγησε τον αδελφό του στην ασωτία. Αξιώνει να έχει την περιουσία του πατέρα, για να απολαμβάνει αυτήν χωριστά από αυτόν (p). Οι χαρές των παιδιών του Θεού γίνονται μέσα στο σπίτι του Πατέρα τους, μαζί με αυτόν και τα άλλα παιδιά του, με κοινωνία με το Θεό και τους αγίους του, και όχι με κάποιους φίλους έξω από το σπίτι.

15.30 ὅτε δὲ ὁ υἱός σου οὗτος(1) ὁ καταφαγών σου τὸν βίον(2) μετὰ πορνῶν ἦλθεν(3), ἔθυσας αὐτῷ(4) τὸν μόσχον τον σιτευτὸν.
30 Όταν όμως ήρθε αυτός ο γιος σου, που κατασπατάλησε την περιουσία σου με πόρνες, έσφαξες για χάρη του το σιτευτό μοσχάρι”.
(1) Δεν ονομάζει αυτόν αδελφό, αλλά περιφρονητικά «ο γιος σου αυτός» (δ)· σαν να τον δείχνει όπως ο Φαρισαίος τον τελώνη στη γνωστή παραβολή. Ο γιος σου αυτός=Ο προκομμένος αυτός γιος σου. Τονίζει έτσι και την μεροληψία του πατέρα (=ο γιος σου) και την προς τον αδελφό αποστροφή του (g).
(2) Εκδηλώνεται πικρία και με τη φράση «σου τον βίον». Εφόσον ο πατέρας αυτοπροαίρετα μοίρασε σε αυτούς την περιουσία, θε έπρεπε ο μεγαλύτερος να πει «την περιουσία του (του ασώτου)» (p).
(3) Έξυπνη η παρατήρηση: Λέει ήλθε σαν για κάποιον ξένο, και όχι επανήλθε (b). Ολοφάνερα λοιπόν εξογκώνει τις παρεκτροπές του αδελφού του για να αντιτάξει αυτές στην κατ’ αυτόν αδικαιολόγητη συμπεριφορά του πατέρα προς τον άσωτο που επανήλθε. Το ότι ο άσωτος κατέφαγε την περιουσία του με πόρνες ούτε λέγεται στην παραβολή, ούτε μπορούσε να το γνωρίζει ο μεγαλύτερος.
(4) Δοτική χαριστική (b).

15.31 ὁ δὲ εἶπεν(1) αὐτῷ, Τέκνον(2), σὺ(3) πάντοτε μετ᾽ ἐμοῦ(4) εἶ, καὶ πάντα τὰ ἐμὰ σά(5) ἐστιν·
31 Κι ο πατέρας του τού απάντησε: “παιδί μου, εσύ είσαι πάντοτε μαζί μου κι ό,τι είναι δικό μου είναι και δικό σου.
(1) Κάνει διπλή απάντηση στο διπλό παράπονο του μεγαλύτερου αδελφού (b).
(2) Η λέξη τέκνον έχει κάτι το τρυφερότερο από τη λέξη γιος (g), και χρησιμοποιεί τώρα αυτή ο πατέρας, μολονότι ο μεγαλύτερος δεν τον αποκάλεσε Πατέρα (p).
(3) Η αντωνυμία μπαίνει μπροστά με έμφαση σε αντίθεση με τον νεότερο που απουσίασε για πολύ, ίσως επίσης και με το «εμοί» του σ. 29 (p).
(4) Είναι καλύτερα να ευφραίνεται κάποιος μαζί με τον πατέρα του παρά με τους φίλους του (b). Του δείχνει τι θα μπορούσε να είναι η ζωή του στο πατρικό σπίτι, αρκούσε και αυτός να ανταποκρινόταν στην στοργή του πατέρα με καρδιά παιδιού. Θα ήταν ευφρόσυνη γιορτή όχι μίας μόνο ημέρας, αλλά συνεχής και ασταμάτητη, εφόσον η περιουσία του Πατέρα του ήταν και δική του περιουσία (g). Είναι ανείπωτη ευτυχία όλων των παιδιών του Θεού να παραμένουν στο σπίτι του πατέρα και να βρίσκονται σε αδιάσπαστη κοινωνία και ένωση μαζί του. Και στον μεν παρόντα βίο η επικοινωνία και ένωση αυτή θα πραγματοποιείται με την πίστη. Στο μελλοντικό όμως βίο η μακάρια ζωή του ουράνιου πατέρα θα μεταδοθεί πλήρως και σε μας, ώστε όλα τα δικά του θα είναι και δικά μας. Διότι αν είμαστε «παιδιά, θα είμαστε και κληρονόμοι» (Ρωμ. η 17).
(5) Διότι ο νεότερος γιος είχε ήδη λάβει το μερίδιό του και ο, πρωτότοκος είχε την προτεραιότητα στην κληρονομιά των αγαθών του πατέρα (b). Η υποδοχή την οποία έκανα στον αδελφό σου, δεν συνεπάγεται αποδοκιμασία ή απόρριψη και αποξένωση δική σου από τη στοργή μου. Ό,τι έκανα για τον αδελφό σου δεν μειώνει σε τίποτα ό,τι έχω πρόθεση πάντοτε για σένα.

15.32 εὐφρανθῆναι δὲ καὶ χαρῆναι(1) ἔδει(2), ὅτι ὁ ἀδελφός σου οὗτος(3) νεκρὸς ἦν καὶ ανέζησεν, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη(4).
32 Έπρεπε όμως να ευφρανθούμε και να χαρούμε, γιατί ο αδερφός σου αυτός ήταν νεκρός κι αναστήθηκε, ήταν χαμένος και βρέθηκε”».
(1) Δεν υπάρχει τώρα ζήτημα αμοιβής αλλά χαράς. Και το μεν να ευφρανθείς μπαίνει για να δηλώσει την εξωτερική εκδήλωση της χαράς, ενώ το να χαρείς για να δηλώσει το εσωτερικό συναίσθημα (p).
(2) «Δείχνει ότι είναι αναγκαία η ευφροσύνη και η χαρά. Διότι ποιος αν δει νεκρό να ξαναζεί δεν ευφραίνεται; Και ποιος βρίσκοντας το χαμένο, δεν χαίρεται;» (Ζ). Ο παρατατικός αυτός έχει ίσως μέσα του μία ευγενική μομφή (p).
(3) Η αντικατάσταση του «ο γιος σου» με το «ο αδελφός σου» και η επανάληψη του «αυτός» σαφώς εμπερικλείουν μάλωμα.=Αυτός ο αδελφός σου, για τον οποίο τόσο αυστηρά κρίνεις· εάν εγώ πήρα πίσω έναν γιο και συ πήρες πίσω έναν αδελφό (p). «Όταν πρέπει να σωθεί ο χαμένος, λέει, δεν είναι καιρός δικαστηρίων ούτε ακριβούς εξέτασης, αλλά φιλανθρωπίας και συγγνώμης μόνο… Αλλά και αν έπρεπε και να τιμωρηθεί αυτός, τιμωρήθηκε αρκετά με την ζωή στην ξένη χώρα» (Χ). Με τη λέξη ο αδελφός σου εκδηλώνεται αμετάθετη η απόφαση του πατέρα, ο άσωτος που γύρισε να ανακτήσει πλήρη τα δικαιώματά του στο πατρικό σπίτι (ο).
(4) Όχι λιγότερο επιτυχημένο και τεχνικό το τέλος της παραβολής. Δεν μας λέει αν ο μεγαλύτερος αδελφός μπήκε τελικά, για να μετέχει στη χαρά, ούτε πώς ο νεότερος συμπεριφέρθηκε μετά από αυτά. Και τα δύο αυτά ήταν ζητήματα του μέλλοντος και οι δύο γιοι αφέθηκαν ελεύθεροι, μόνοι τους να κανονίσουν την συμπεριφορά τους (p).

Κεφάλαιο 16

Στίχ. 1-13. Η παραβολή του άδικου οικονόμου και σχετική διδασκαλία.
16.1 ῎Ελεγεν δὲ καὶ πρὸς τοὺς μαθητάς(1) αυτού, ῎Ανθρωπός τις ἦν πλούσιος ὃς εἶχεν οἰκονόμον(2), καὶ οὗτος διεβλήθη(3) αὐτῷ ὡς(4) διασκορπίζων τὰ ὑπάρχοντα αὐτοῦ(5).
1 Ο Ιησούς έλεγε στους μαθητές του: «Κάποιος πλούσιος είχε έναν διαχειριστή που του τον κατηγόρησαν ότι σπαταλά την περιουσία του.
Χρησιμοποιεί ο Κύριος δύο παραβολές για να διδάξει, πώς πρέπει να διαχειρίζεται ο καθένας τον επίγειο πλούτο. Η πρώτη από αυτές απευθύνθηκε προς τους μαθητές, αισθάνθηκαν όμως οι Φαρισαίοι (σ. 14), ότι εφαρμοζόταν και σε αυτούς. Η δεύτερη φαίνεται να απευθύνθηκε κατ’ ευθείαν προς τους Φαρισαίους. Και οι δύο πάντως διδάσκουν ότι τα πλούτη συνεπάγουν ευθύνες και κινδύνους. Είναι μάλλον παρακαταθήκη που την εμπιστεύτηκε ο Θεός στους πλουσίους, παρά ιδιοκτησία τους· και η χρήση του πλούτου στον κόσμο αυτόν επιδρά τα μέγιστα στην στον μέλλοντα βίο κατάσταση αυτού που απέκτησε τον πλούτο (p). Στην παραβολή αυτή, όπως και στις άλλες, ο Κύριος χρησιμοποιεί το παράδειγμα των αδίκων για να κεντρίσει τον ζήλο των πιστών. Πράγματι εν μέσω μιας συμπεριφοράς ηθικά αξιοκατάκριτης, οι κακοί αναπτύσσουν συχνά ικανότητες δραστηριότητας, συνέσεως και επιμονής, οι οποίες παρουσιάζονται κατάλληλες στο να ταπεινώσουν και να ενθαρρύνουν τους δικαίους. Η παραβολή του άδικου οικονόμου είναι το αριστούργημα του είδους αυτού της διδασκαλίας (g). Η παραβολή αυτή προκάλεσε πολλές δυσκολίες στους ερμηνευτές. Το μεγάλο σημείο της δυσκολίας είναι κυρίως το ότι ο Κύριός μας φαίνεται να επαινεί και να προβάλλει σε μίμηση την ολοφάνερα απατηλή συμπεριφορά καταχραστή διαχειριστή, ο οποίος επρόκειτο να αντικατασταθεί. Η δυσκολία όμως αυτή προέρχεται από πλάνη. Και μάλιστα πρώτον από την παραγνώριση ή παρερμηνεία του γενικού σκοπού της παραβολής, ο οποίος είναι να τονιστεί η αναγκαιότητα δραστηριότητας και ετοιμότητας και ταχύτητας ενέργειας για να επιτύχει κάποιος τις ευλογίες της σωτηρίας. Ασθενείς προσπάθειες, διστακτικές αποφάσεις και χλιαρές ενέργειες, αυτά είναι που αποδοκιμάζονται από την παραβολή. Έπειτα υποτέθηκε, ότι στην παραβολή επιδοκιμάζονται οι καταχρήσεις του απατεώνα οικονόμου· ενώ επαινούνται απλώς το επινοητικό, η ταχύτητα της ενέργειας και η δραστηριότητα στην εξασφάλιση των μέσων για την συντήρησή του στο μέλλον (ο). Έγιναν απόπειρες για σύνδεση των 2 αυτών παραβολών με τις προηγούμενες 3 και με τις ακόλουθες άλλες 3. Σύνδεση πραγματική με τις προηγούμενες δεν φαίνεται πιθανή. Μάλλον υποδηλώνεται εδώ, ότι πρόκειται για νέα έναρξη. Ιδεατά όμως μπορεί να βρεθεί σύνδεση. Οι δύο αυτές παραβολές δηλαδή, όπως και οι 3 που προηγήθηκαν αναφέρονται σε ειδικά ελαττώματα των Φαρισαίων. Οι 3 πρώτες στιγμάτιζαν την αποκλειστικότητα, την αυταρέσκεια και την εναντίον των άλλων περιφρόνησή τους, ενώ με τις δύο αυτές κατακρίνεται η εγωιστική και τρυφηλή χρήση του πλούτου τους. Πιο δύσκολη παρουσιάζεται η σύνδεση των 2 αυτών παραβολών με τις άλλες 3 που τις ακολουθούν. Θα μπορούσαν παρ’ όλα αυτά να συνδεθούν με την έννοια της δικαιοσύνης. Έτσι οι 5 αυτές παραβολές θα μπορούσαν να τιτλοφορηθούν ως εξής: ο άδικος κριτής, ο αυτοδικαιούμενος Φαρισαίος και ο αυτοδικαιούμενος δούλος (p). Πώς θα εξηγήσουμε τις λεπτομέρειες της παραβολής; Ή, άνθρωπο πλούσιο θα δεχτούμε τον κύριο του κόσμου, τον ιδιοκτήτη του σύμπαντος τον οποίο ο Ιησούς αντιπροσώπευσε εδώ (g)· «τον φιλάνθρωπο Θεό που δεν έχει καμία ανάγκη» (Ζ), ο οποίος αφαιρεί την διαχείριση του πλούτου κατά τον χρόνο κοντά στην ώρα του θανάτου, με τη σκέψη του οποίου ωθείται σε σκέψεις συνετές αυτός που διαχειρίστηκε κακώς τον πλούτο (g)· «διότι μετά θάνατον δεν μπορεί κάποιος να εργαστεί» (Ζ). Ή, πιο σωστά, πρέπει και εδώ να λάβουμε υπ’ όψιν, ότι «δεν πρέπει όλα τα μέρη των παραβολών να τα πολυεξετάζουμε με λεπτομέρεια» (Θφ), «έτσι ώστε ο λόγος να μην λυπήσει με το περιττό αυτούς που αγαπούν την ακρόαση, βαδίζοντας πέρα από το μέτρο» (Κ) και «καταστήσουμε τον λόγο σκοτεινό με το να δώσουμε ίσως εξηγήσεις άξιες για γέλια λόγω της ανάγκης του ερμηνευτικού αδιεξόδου» (Θφ). «Διότι αν θα ήθελε κάποιος να εξηγήσει με σαφήνεια, ποιος θα μπορούσε να εννοηθεί ο άνθρωπος που έχει τον άξιο κατηγορίας οικονόμο ή και ποιος ίσως είναι αυτός που τον κατηγόρησε και ποιοι είναι αυτοί που είναι ένοχοι για οφειλές και που κάνουν τις μειώσεις των χρεών και για ποια αιτία ο μεν λέγεται ότι χρωστά λάδι, ο δε στάρι, θα καταστήσει τον λόγο σκοτεινό ταυτόχρονα και περιττό. Επομένως δεν είναι παντού και οπωσδήποτε όλα τα μέρη της παραβολής χρήσιμα να εξηγήσουν αυτά που δηλώθηκαν, αλλά πρέπει να τα πάρουμε ως εικόνα αναγκαίου πράγματος, η οποία αμυδρά υποδηλώνει αυτό που αποσκοπεί στην ωφέλεια των ακροατών» (Κ). Μπορούμε λοιπόν να παραμερίσουμε όλες τις λεπτομέρειες της παραβολής, θωρώντας ότι δεν υπονοούν κάποιο ωφέλιμο νόημα, αλλά ότι παίρνονται μόνο για συμπλήρωση της εικόνας, ή για βαθύτερη εντύπωση της παραβολής στη μνήμη των ακροατών. Θα έπρεπε όμως να σημειωθεί, ότι ο οικονόμος προνοεί για το μέλλον του με αγαθά και χρήματα, τα οποία δεν είναι δικά του, αλλά μόνο του τα εμπιστεύθηκαν στην οικονομία και διαχείρισή του. Αλλά και ο πλούτος, από τον οποίο καλείται ο Χριστιανός να θησαυρίσει στους ουρανούς, δεν είναι δικός του, αλλά αποτελεί παρακαταθήκη που του εμπιστεύτηκε ο Θεός. Η μέθοδος της παραβολής είναι ομοιότατη με αυτήν του άδικου κριτή (ιη 2). Και στις δύο έχουμε επιχείρημα από το ισχυρότερο. Σε εκείνη το επιχείρημα είναι: Εάν ένας άδικος κριτής θα υποχωρήσει στις άκαιρες και επίμονες ενοχλήσεις μίας ξένης και άγνωστης σε αυτόν, πόσο μάλλον ο δίκαιος και στοργικός Πατέρας θα εισακούσει τις θερμές προσευχές των παιδιών του; Εδώ το επιχείρημα είναι: Εάν ένας άδικος οικονόμος επαινέθηκε από τον επίγειο κύριό του για την σύνεση, την οποία έδειξε εξασφαλίζοντας μελλοντική περίθαλψη στον εαυτό του με εκμετάλλευση των ξένων χρημάτων που διαχειριζόταν, πόσο μάλλον ένας δίκαιος δούλος θα επαινεθεί από τον ουράνιο Κύριό του για την προνοητικότητα και σύνεσή του, χάρις στην οποία εξασφάλισε στον εαυτό του πλούτο αιώνιο και ουράνιο με την καλή χρήση του επίγειου πλούτου που του εμπιστεύτηκε; (p).
(1) Οι μαθητές αυτοί δεν ήταν οι 12, οι οποίοι άφησαν τα πάντα και θα μπορούσαν συνεπώς να συγκαταριθμηθούν με αυτούς που έπιασαν φίλους από τον μαμωνά (b), αλλά κάποιος ευρύτερος κύκλος από τους ακροατές του.
(2) «Λέγονται οικο-νόμοι από το ότι νέμουν (μοιράζουν) στον καθένα τα δικά του» (Κ). Ο οικονόμος αυτός, διαχειριστής ξένης περιουσίας, μπορούσε να είναι και ένας δούλος. Εδώ πρόκειται μάλλον για ελεύθερο (p). Ο,τιδήποτε και αν έχουμε, ανήκει στο Θεό και είναι εξ΄ ολοκλήρου δικό του. Εμείς έχουμε μόνο τη χρήση του, η οποία πρέπει πάντοτε να είναι σύμφωνη με τις οδηγίες του μεγάλου μας Κυρίου και για δόξα του. Είμαστε διαχειριστές της δικής του ιδιοκτησίας και μία ημέρα θα κληθούμε να λογοδοτήσουμε για τη διαχείρισή μας.
(3) Η χρήση του διαβάλλω με την έννοια εχθρικής πληροφορίας, υποθετικά αληθινής, δεν είναι συνηθισμένη στους κλασσικούς. Το ρήμα υπονοεί κατηγορώ εν απουσία του κατηγορουμένου (Δαν. γ 8,στ 24,Β Μακ. γ 11,Δ Μακ. δ 1 (p).
(4) Το «ως» δεν αποκλείει ότι η κατηγορία ήταν αληθινή. Άλλωστε ο ίδιος ο οικονόμος δεν αρνήθηκε ούτε ανασκεύασε αυτήν (p).
(5) «Αυτό πρώτα μαθαίνουμε, ότι δεν είμαστε κύριοι χρημάτων· διότι τίποτα δικό μας δεν έχουμε· αλλά είμαστε οικονόμοι ξένων που μας τα εμπιστεύτηκε ο δεσπότης, για να τα διαχειριστούμε καλά» (Θφ). «Διαχειρίζονται λοιπόν όχι σωστά, σκορπίζοντας κατά κάποιο τρόπο αυτά που τους έδωσε ο δεσπότης , όσοι τα δαπανούν μόνο για τις δικές τους απολαύσεις και δεν νοιάζονται καθόλου να σπλαχνιστούν τους αδελφούς, αλλά φροντίζουν μόνο για τη δική τους αλαζονεία» (Κ).

16.2 καὶ φωνήσας αὐτὸν εἶπεν αὐτῷ(1), Τί τοῦτο ἀκούω περὶ σοῦ(2); ἀπόδος τὸν λόγον τῆς οἰκονομίας σου(3), οὐ γὰρ δύνῃ(4) ἔτι οἰκονομεῖν.
2 Τον φώναξε λοιπόν και του είπε: “τι είναι αυτά που ακούω για σένα; Δώσε λογαριασμό και παράδωσε τη διαχείρισή σου, γιατί δεν μπορείς πια να είσαι διαχειριστής”.
(1) Ο πλούσιος μιλά σαν για συμβάν απροσδόκητο (b). Σύμφωνα με αυτούς που δέχονται ότι άνθρωπος εδώ είναι ο Θεός, το «είπε σε αυτόν» πρέπει να εξηγηθεί: Ή «είπε σε αυτόν αυτά, μέσω των θείων Γραφών, οι οποίες διδάσκουν για τη μέλλουσα κρίση και λογοδοσία» (Ζ). Ή, στην καθαίρεση αυτή του ένοχου οικονόμου ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα το γεγονός, με το οποίο ο Θεός αφαιρεί από εμάς την ελεύθερη διάθεση των αγαθών, τα οποία μας εμπιστεύτηκε. Με τη φωνή: Θα πεθάνεις, όταν κυριεύεται από τη σκέψη του προσεχούς θανάτου του και η συνείδησή του θίγεται σοβαρά από αυτήν, ειδοποιείται από το Θεό ο κακός οικονόμος για αυτό που τον αναμένει (g).
(2) Τι είναι αυτό που ακούω για σένα; (δ). Περίμενα καλύτερα από σένα. Μιλά δηλαδή ο κύριος με θλίψη, σαν να μην θέλει να απολύσει τον οικονόμο του, αλλά σαν αναγκασμένος να πράξει αυτό, εφόσον ο οικονόμος δεν αποκρούει τις εναντίον του κατηγορίες, αλλά με την σιωπή του δεν αρνείται αυτές.
(3) Δώσε τον οφειλόμενο σε μένα ως κύριό σου λογαριασμό της διαχείρισής σου· σε ποια δηλαδή κατάσταση βρήκες, τι ενήργησες και πώς αφήνεις την περιουσία μου (δ). Και από εμάς θα αφαιρεθεί η διαχείριση των αγαθών αυτού του κόσμου και δεν είναι δυνατόν πάντοτε να απολαμβάνουμε αυτά. Θα έλθει ο θάνατος, ο οποίος θα αφαιρέσει από εμάς την διαχείριση, αφαιρώντας από εμάς και την δυνατότητα, την οποία είχαμε, όταν ζούσαμε, του να πράττουμε το αγαθό στους ομοίους μας με τα αγαθά αυτά. Όταν όμως η διαχείριση αφαιρεθεί από εμάς, θα κληθούμε από το Θεό να δώσουμε λόγο για το ποιοι οικονόμοι υπήρξαμε και πώς διαχειριστήκαμε τα αγαθά που μας εμπιστεύτηκε.
(4) Β΄ πρόσωπο οριστικής του ενεστώτα=δύνασαι. Υπάρχει και η γραφή: ου δυνήση.

16.3 εἶπεν δὲ ἐν ἑαυτῷ(1) ὁ οἰκονόμος, Τί ποιήσω, ὅτι ὁ κύριός μου ἀφαιρεῖται τὴν οἰκονομίαν ἀπ᾽ ἐμοῦ(2); σκάπτειν οὐκ ἰσχύω(3), ἐπαιτεῖν(4) αἰσχύνομαι.
3 Ο διαχειριστής είπε μέσα του: “τι να κάνω τώρα που μου αφαιρεί τη διαχείριση ο κύριός μου; Να σκάβω δεν μπορώ, να ζητιανεύω ντρέπομαι.
(1) Είπε μέσα του όχι τότε και εκεί, αλλά όταν σκέφτηκε την υπόθεση μετέπειτα και κατ’ ιδίαν. Δες Λουκ. ζ 39, ιη 4,Ματθ. θ 3 (p). Βεβαίως έπρεπε πρωτύτερα ο οικονόμος να σκεφτεί συνετά, ώστε να μην βρεθεί ήδη στην δύσκολη αυτή θέση. Αλλά επιτέλους. Κάλλιο αργά παρά ποτέ. Έστω και κατόπιν εορτής, ο οικονόμος αρχίζει να σκέφτεται συνετά.
(2) Από αυτό φαίνεται ότι ο οικονόμος δεν είχε σχηματίσει προσωπική περιουσία εις βάρος του κυρίου του, αλλά αποδείχτηκε κακός είτε για αμέλεια και ολιγωρία στη διαχείριση, είτε για δαπάνες και καταχρήσεις που έγιναν από αυτόν για να του αρκούν σε βίο τρυφηλό και φιλήδονο (ο).
(3) Δυνάμεις για εργασία βάναυση δεν είχε (δ). Οφειλόταν αυτό στο ότι είχε κακομάθει. Δεν είχε ποτέ σκάψει μέχρι τότε. Ούτε ανάπηρος ήταν, ούτε γέρος. Ήταν μαλθακός και ράθυμος. Το «ουκ ισχύω» προερχόταν κυρίως από το «δεν θέλω». Εάν ο κύριός του όταν αφαίρεσε από αυτόν την οικονομία, τον διατηρούσε στην υπηρεσία του και κάτω από τις διαταγές και την επίβλεψη εργοδηγού τον έστελνε στους αγρούς, θα μπορούσε τότε και θα μάθαινε να σκάβει.
(4) Ύστερα από τέτοια θέση, την οποία έως τώρα είχε, το να καταντήσει ζητιάνος, έφερνε ντροπή σε αυτόν. Η γλώσσα αυτή προδίδει την υπερηφάνειά του, όπως και το προηγούμενο «ουκ ισχύω» δείχνει την μαλθακότητα και οκνηρία του. Εκείνοι τους οποίους ο Θεός στην πρόνοιά του έκανε ανίκανους να υπηρετούν τον εαυτό τους, δεν πρέπει να ντρέπονται να ζητούν την βοήθεια των άλλων. Ο οικονόμος αυτός είχε περισσότερους λόγους να ντρέπεται διότι είχε καταχραστεί τον κύριό του, παρά διότι θα ζητούσε από τους άλλους ψωμί.

16.4 ἔγνων(1) τί ποιήσω, ἵνα ὅταν μετασταθῶ ἐκ τῆς οἰκονομίας δέξωνταί με εἰς τοὺς οἴκους ἑαυτῶν(2).
4 Ξέρω όμως τι θα κάνω, για να με δέχονται οι άνθρωποι στα σπίτια τους τώρα που θα πάψω να είμαι διαχειριστής”.
(1) Το ασύνδετο σχήμα και ο αόριστος εκφράζουν το αιφνίδιο της απόφασης (p). Αιφνίδια συνέλαβε σχέδιο και πήρε απόφαση (b).
(2) «Αυτοί, για τους οποίους γνωρίζω, δηλαδή αυτοί για τους οποίους πρόκειται να πει» (Ζ), να με δεχτούν και με φιλοξενήσουν στα σπίτια τους (δ). Υποκείμενο λοιπόν του δέξωνται είναι οι οφειλέτες που θα αναφερθούν αμέσως (p). Σε αυτό απέβλεπε το σχέδιό του. Πρέπει όμως να ομολογηθεί ότι όσο και αν είναι αξιοκατάκριτο το σχέδιο αυτό για τις απάτες και τις καταχρήσεις, στις οποίες στηρίζεται, αποδεικνύει όμως συνετή προνοητικότητα που συνδυάζεται με αποφασιστικότητα και ταχύτητα ενέργειας, για να εξασφαλιστεί για τον πονηρό οικονόμο εκείνο, το οποίο θεωρούσε αυτός υπέρτατο αγαθό (ο).

16.5 καὶ προσκαλεσάμενος ἕνα ἕκαστον(1) τῶν χρεοφειλετῶν(2) τοῦ κυρίου ἑαυτοῦ ἔλεγεν τῷ πρώτῳ, Πόσον ὀφείλεις συ τῷ κυρίῳ μου(3);
5 Κάλεσε λοιπόν έναν έναν τους χρεοφειλέτες του κυρίου του, και είπε στον πρώτο: “πόσα χρωστάς εσύ στον κύριό μου;”
(1) Τον καθένα χωριστά.
(2) Οι χρεωφειλέτες αυτοί είναι έμποροι, οι οποίοι είχαν προμηθευτεί με πίστωση προϊόντα (στάρι, λάδι) των αγρών του πλουσίου, με την υποχρέωση όταν θα πουλούσαν αυτά να εξοφλήσουν τα χρεωστικά γραμμάτιά τους.
(3) «Ποιος μεν είναι ο χρεώστης του λαδιού και ποιος ο του σταριού και γιατί όφειλαν ανά εκατό και ποιο είναι το γράμμα του χρέους και γιατί ο μεν έγραψε πενήντα, ο άλλος ογδόντα και τα παρόμοια της παρούσας παραβολής, είναι περιττό να τα εξετάζουμε. Διότι για κανέναν άλλο λόγο δεν επινοήθηκαν, παρά μόνο για να δειχτεί ότι ο οικονόμος όσο είχε τον χρόνο της διαχείρισης, χρησιμοποίησε συνετά τα πράγματα του δεσπότη για το δικό του συμφέρον… ώστε από εδώ να μάθουν αυτοί που έχουν πλούτο, ότι πρέπει αυτοί αφού γίνουν οικονόμοι, όσο έχουν καιρό ζωής, με σύνεση να αξιοποιήσουν τα πράγματα του Θεού για το συμφέρον τους» (Ζ)

16.6 ὁ δὲ εἶπεν, Ἑκατὸν βάτους(1) ἐλαίου. και εἶπεν αὐτῷ, Δέξαι σου το γράμμα(2) καὶ καθίσας ταχέως(3) γράψον πεντήκοντα.
6 Εκείνος του απάντησε: “εκατό βαρέλια λάδι”. “Πάρε το γραμμάτιο”, του λέει ο διαχειριστής, “και κάθισε και γράψε γρήγορα πενήντα”.
(1) «Βάτος ήταν μέτρο λαδιού» (Ζ). Μέτρο των υγρών, ο αττικός μετρητής, ισοδύναμος με 26 και 2/3 της οκάς. 100 βάτοι=2666 οκάδες (δ).
(2) Το χρεωστικό γραμμάτιο ή ομόλογο. Ο οικονόμος για όσο χρόνο απολάμβανε της εμπιστοσύνης του κυρίου του, είχε όλα τα χρεωστικά του ομόλογα. Τώρα λοιπόν δίνει το ομόλογο του λαδιού στον χρεωφειλέτη και παραγγέλλει να κάτσει αμέσως και να γράψει το μισό μόνο του οφειλόμενου (δ). Υπάρχει και η γραφή: τα γράμματα.
(3) Πρέπει να συνδεθεί με το γράψε=γράψε γρήγορα, διότι ήταν δυνατόν από στιγμή σε στιγμή να καταφθάσει ο κύριος (L). Ο οικονόμος ενεργεί με αποφασιστικότητα και βιασύνη (ο).

16.7 ἔπειτα ἑτέρῳ εἶπεν, Σὺ δὲ πόσον ὀφείλεις; ὁ δὲ εἶπεν, Ἑκατὸν κόρους(1) σίτου. και λέγει αὐτῷ, Δέξαι σου το γράμμα καὶ γράψον ὀγδοήκοντα(2).
7 Μετά είπε στον άλλο: “εσύ πόσα χρωστάς;” “εκατό σακιά σιτάρι”, του απαντάει εκείνος. “Πάρε το γραμμάτιο”, του λέει, “και γράψε ογδόντα”.
(1) «Κόρος είναι μέτρο με το οποίο μετράμε το στάρι» (Ζ). Το κόρος όπως και το βάτος, είναι λέξη εβραϊκή, που δηλώνει το μέτρο των ξηρών τροφών, που ισοδυναμούσε με 10 μεδίμνες αττικές (=οκκάδες 36)(δ). Όμως υπάρχει μεγάλη αβεβαιότητα ως προς τα εβραϊκά μέτρα, διότι τα δεδομένα για αυτά είναι αόριστα και όχι πάντοτε σταθερά (p).
(2) Δεν συνεχίζεται η απαρίθμηση, αλλά είναι σαφές, ότι οι δύο αυτές περιπτώσεις δεν αποτελούν παρά μόνο 2 δείγματα της τακτικής, την οποία ο άδικος οικονόμος ακολούθησε (L).

16.8 καὶ ἐπῄνεσεν ὁ κύριος(1) τὸν οἰκονόμον τῆς ἀδικίας(2) ὅτι φρονίμως ἐποίησεν· ὅτι(3) οἱ υἱοὶ τοῦ αἰῶνος τούτου(4) φρονιμώτεροι(5) ὑπὲρ τοὺς υἱοὺς τοῦ φωτὸς εἰς τὴν γενεὰν(6) τὴν ἑαυτῶν εἰσιν.
8 Το αφεντικό εξέφρασε το θαυμασμό του για τον άδικο εκείνο διαχειριστή, επειδή ενήργησε έξυπνα· γιατί οι σκοτεινοί άνθρωποι αυτού του κόσμου στις σχέσεις με τους ομοίους τους είναι εξυπνότεροι από τα τέκνα του φωτός.
(1) Ο κύριος είναι όχι ο Ιησούς, αλλά ο κύριος του οικονόμου. Διότι ο Ιησούς εισάγεται στη σκηνή με το «Και εγώ σας λέω» του σ. 9 (L). Ο κύριος του οικονόμου, πλούσιος αυτού του αιώνα, θέλοντας αυτός να ζει καλά και τους άλλους να τους αφήνει να ζουν, σύμφωνα με τις σαρκικές του αρχές επαίνεσε αυτόν ως συνετό άνθρωπο και που ξέρει πάντοτε να βρίσκει κάθε είδους μέσα (δ). Από αυτό φαίνεται, ότι ο κύριος του οικονόμου έμαθε στο μεταξύ αυτούς τους συνδυασμούς και τις καταχρήσεις στις οποίες ο οικονόμος προέβη. Πιθανώς κάποιος από τους οφειλέτες του, πιο ευσυνείδητος από τους άλλους, αρνήθηκε να γίνει συνένοχος αυτών των καταχρήσεων και κατήγγειλε αυτές στον κύριο. Ή, ενδέχεται άλλοι να μην συμφώνησαν στο ποσό που εξέπιπτε από αυτούς και εκδικούμενοι έσπευσαν να διαμηνύσουν τα γινόμενα στον κύριο (ο).
(2) Οι λέξεις οικονόμον της αδικίας πρέπει να παρθούν μαζί, όπως δείχνει και το μαμωνά της αδικίας. Η γενική αδικίας χαρακτηρίζει τη λέξη οικονόμον (p). Ο κύριος του οικονόμου περιορίζει τον έπαινο στην δεξιότητα και το έξυπνο της μεθόδου, την οποία ο οικονόμος χρησιμοποίησε. Μέμφεται όμως την μέθοδο αυτή από άποψη ηθική, όπως συμπεραίνουμε αυτό από τη φράση: οικονόμον της αδικίας. Ο έπαινος αυτός του κυρίου θα μπορούσε με άλλα λόγια να εκφραστεί ως εξής: Ήταν πράγματι έξυπνος άνθρωπος. Κρίμα που την εξυπνάδα του αυτήν δεν την χρησιμοποίησε στο καλό (g). Δεν καθορίζεται εδώ ο χρόνος, στον οποίο έγινε ο έπαινος του οικονόμου. Ίσως έγινε αυτός μετά το διώξιμο αυτού του διαχειριστή, οπότε ο Κύριος είχε ξεχάσει πλέον τη ζημιά, την οποία υπέστη από τις καταχρήσεις του απολυμένου υπαλλήλου του, και μπορούσε ψυχραιμότερα να μιλά για τις πράξεις του (ο).
(3) Προσθέτει τώρα ο Κύριος Ιησούς δική του παρατήρηση (δ). Αυτό το «ότι» αναφέρεται στο προηγούμενο φρονίμως=έπραξε φρόνημα, διότι πράγματι η φρόνηση και ευφυΐα χαρακτηρίζει συνήθως τα παιδιά αυτού του αιώνα (g). Ή, παραθέτω το παράδειγμα αυτό της φρόνησης, διότι οι γιοι κλπ. Αυτό είναι το ηθικό συμπέρασμα της όλης παραβολής (p).
(4) «Γιους αυτού του αιώνα, ονομάζει τους προσκολλημένους στον κόσμο» (Ζ). Εκείνους οι οποίοι καθιστούν τον κόσμο αυτόν, τον καλυμμένο με πυκνό σκοτάδι και τα αγαθά του κόσμου αυτού, κύριο σκοπό της ζωής τους (b). «Γιους φωτός από την άλλη, ονομάζει αυτούς που απομάκρυναν τον εαυτό τους από τον κόσμο» (Ζ), οι οποίοι αν και ζουν στον κόσμο αυτόν, ζητούν τα φωτεινά εκείνα αγαθά, τα οποία ο Πατέρας των φώτων παρέχει (b). Για την φράση υιοί φωτός δες Ιω. ιβ 36,Α Θεσ. ε 5 και τέκνα φωτός Εφεσ. ε 8 (p). Φως είναι το πεδίο της ανώτερης ζωής, στο οποίο ο Ιησούς εισάγει τους μαθητές του και όπου λάμπει η αποκάλυψη της θείας αλήθειας (g).
(5) Είναι πιο συνετοί ως προς την επίγεια και σαρκική φρόνηση (πανουργία) περισσότερο από την πνευματική φρόνηση των γιων του φωτός. Η σύγκριση γίνεται κατά τον βαθμό και την ποσότητα και όχι κατά την ποιότητα της φρόνησης· δηλαδή οι πονηροί έχουν πολύ περισσότερη σαρκική πανουργία, από όση οι αγαθοί πνευματική σοφία και σύνεση (δ). «Έτσι και η συνήθεια ονομάζει φρόνιμους αυτούς που διακρίνουν στα πράγματα του βίου το ωφέλιμο και βλαβερό· όπως έχει ειπωθεί και στο ευαγγέλιο· Ότι οι γιοι αυτού του αιώνα είναι φρονιμότεροι πιο πολύ από τους γιους του φωτός στη γενιά τους. Όχι απλώς φρονιμότεροι, αλλά στην διεξαγωγή της ζωής αυτής της σωματικής. Αυτοί λοιπόν λέγονται και οικονόμοι αδικίας λόγω της φρονιμάδας που δείχνουν στη διαχείριση της ζωής τους. Ως προς αυτή τη σημασία, φρόνιμα (συνετά) είναι και τα φίδια, που ετοιμάζουν για τον εαυτό τους κρύπτες και στους κινδύνους με κάθε τρόπο αποφεύγουν τα χτυπήματα στο κεφάλι» (Β). Την σύνεση και φρονιμάδα των ανθρώπων του κόσμου, την οποία δείχνουν σε σχέση με τον κόσμο αυτόν, πρέπει να μιμηθούμε εμείς σε σχέση με τις ψυχές μας. Εκείνοι επωφελούνται από τις ευκαιρίες και πράττουν ό,τι επιβάλλει η στιγμή και η περίσταση ως αναγκαίο και ωφέλιμο σε αυτούς. Μακάρι και εμείς να είμασταν τόσο φρόνιμοι και προσεκτικοί για τα πνευματικά μας συμφέροντα, όσο αυτοί δείχνονται στις υλικές και κοσμικές τους υποθέσεις.
(6) Γενιά είναι το σύνολο των συγχρόνων που εμπνέονται από τα ίδια αισθήματα. Δες θ 41,ια 29 κλπ. (L). Οι δύο σφαίρες (ο αιώνας αυτός και το φως) έχει η καθεμιά τον δικό της πληθυσμό, έτσι ώστε κάθε κάτοικος είτε της μίας είτε της άλλης σφαίρας να ζει περικυκλωμένος από κάποιον αριθμό συγχρόνων, ηθικά όμοιων με αυτόν και που αποτελούν τη γενιά του. Το «εις» αναφέρεται στη συμπεριφορά και διαγωγή του καθενός με την τάξη των προσώπων στην οποία ανήκει (g). Οι άνθρωποι του κόσμου στη συμπεριφορά τους με ανθρώπους όμοιούς τους είναι συνετότεροι παρά οι γιοι του φωτός στις σχέσεις τους μεταξύ τους (p). Εκείνοι είναι προνοητικοί και γνωρίζουν να επωφελούνται τα πάντα προς το συμφέρον τους· ενώ οι γιοι του φωτός είναι διατεθειμένοι να παραμελούν τον τρόπο αυτόν της ενέργειας, τον γεμάτο προνοητικότητα και πρόβλεψη (g). Είναι αδιαμφισβήτητο ότι υπηρετούμε το Θεό μας με λιγότερο ζήλο, με λιγότερη αγάπη και εγκαρδιότητα, με λιγότερη προθυμία και ειλικρίνεια, από όσο υπηρετούν τον μαμωνά οι άνθρωποι των επιχειρήσεων και του εμπορίου ή τον Βελίαρ των απολαύσεων οι τρυφηλοί και φιλήδονοι. Εφόσον πιστεύουμε στο Χριστό, εφόσον ποθούμε και ελπίζουμε τον ουρανό, ας λάβουμε μαθήματα από τον εχθρό μας και ας διδαχτούμε την φρόνηση από το φίδι. Ας μιμηθούμε τον ζήλο, την επιμονή, την σύνεση, το θάρρος, την ακούραστη δραστηριότητα, την οποία δείχνουν οι γιοι του αιώνα αυτού στην επιδίωξη των μάταιων και φθαρτών σκοπών τους.

16.9 Καγὼ(1) ὑμῖν λέγω, ἑαυτοῖς ποιήσατε φίλους ἐκ τοῦ μαμωνᾶ τῆς ἀδικίας(2), ἵνα ὅταν ἐκλίπῃτε(3) δέξωνται(4) ὑμᾶς εἰς τὰς αἰωνίους(5) σκηνάς(6).
9 »Και σας συμβουλεύω να κάνετε φίλους σας ακόμη κι από τα χρήματα της αδικίας, ώστε όταν έρθει το τέλος σας, να σας δεχτούν στις αιώνιες κατοικίες.
(1) Το καγώ ανταποκρίνεται στο εγκώμιο στο στίχο 8 για τον οικονόμο της αδικίας (g). Όπως ο πλούσιος εκείνος επαίνεσε την πανούργο πράξη της απόκτησης φίλων από την περιουσία του από τον άδικο οικονόμο, έτσι και εγώ σας προτρέπω να κάνετε φίλους (δ).
(2) Για τη λέξη μαμωνά δες Ματθ. στ 24. «Δεν έβαλε τυχαία αυτήν την προσθήκη, αλλά επειδή από πολλούς πλουσίους ο πλούτος συγκεντρώθηκε από αρπαγή και πλεονεξία, κακώς μεν, λέει, και δεν έπρεπε έτσι να μαζέψεις τα χρήματα· αλλά όμως επειδή τα μάζεψες, σταμάτα την αρπαγή και την πλεονεξία και χρησιμοποίησε όπως πρέπει τα χρήματα. Δεν λέω να ελεείς αφού αρπάζεις πρώτα, αλλά αφού απομακρυνθείς από την πλεονεξία, να αξιοποιήσεις τον πλούτο για ελεημοσύνη και φιλανθρωπία» (Χ). «Χρήματα αδικίας εκείνα ονομάζονται, όσα ο μεν Κύριος τα έδωσε για να ξοδεύονται στις ανάγκες των αδελφών που είναι δούλοι σαν και εμάς, εμείς όμως τα κρατάμε για τον εαυτό μας… Βρισκόμαστε λοιπόν να είμαστε οικονόμοι αδικίας, αφού άδικα κατέχουμε αυτά που έχουν προοριστεί για άλλους (τους φτωχούς)… Αν λοιπόν ο πλούτος από δίκαιους δήθεν πόρους, όταν δεν διαχειριστεί σωστά και δεν δοθεί στους φτωχούς, θεωρείται αδικία και μαμωνάς, πόσο μάλλον ο πλούτος από αδικία;» (Θφ). Αξιόλογη και η παρατήρηση: Ονομάζεται μαμωνάς της αδικίας, διότι αδικεί αυτούς που δουλεύουν σε αυτόν. Όσοι στηρίζουν την ευτυχία και εμπιστοσύνη τους στον πλούτο, ασφαλώς θα βρεθούν στο τέλος απατημένοι. Διότι τα πλούτη είναι αγαθά που φθείρονται και χάνονται και διαψεύδουν και απογοητεύουν στο τέλος εκείνους, οι οποίοι όλες τις προσδοκίες και ελπίδες τους βασίζουν σε αυτά. Από τον μαμωνά, όχι μόνο με την επανόρθωση και απόδοση αυτών που άδικα αποκτήθηκαν και αφαιρέθηκαν από τον πλησίον, αλλά και με ευεργεσίες και αγαθοεργίες και ελεημοσύνες, όπως ο Ιώβ έπραξε, κεφ. λα 20 (b). «Αυτό δηλαδή που λέει σημαίνει το εξής: Απέκτησες με κακό τρόπο; Ξόδεψε με καλό. Μάζεψες άδικα; Σκόρπισε δίκαια» (Χ). «Επειδή, λέει, μέχρι τώρα κάνατε κακή διαχείριση και αυτά που σας εμπιστεύτηκα τα κάνατε μαμωνά της αδικίας, έστω λοιπόν και αργά, κάντε για το καλό σας φίλους, από αυτόν τον μαμωνά, τους φτωχούς» (Ζ). «Πρέπει εδώ στην παρούσα ζωή να κάνετε φίλους, δίνοντας χρήματα, ξοδεύοντας την περιουσία σε όσους έχουν ανάγκη. Τίποτα λοιπόν άλλο δεν υπαινίσσεται εδώ, παρά άφθονη ελεημοσύνη. Διότι εάν πας εκεί, χωρίς να έχεις πράξει τίποτα από αυτά, κανείς δεν θα σε υπερασπιστεί. Διότι ούτε η φιλία εκείνων θα μας προφυλάξει, αλλά το ότι έγιναν φίλοι με την καλή χρήση του πλούτου. Για αυτό πρόσθεσε, φίλους από τον μαμωνά, για να μάθεις, ότι αυτά τα έργα σου θα σου χαρίσουν έλεος, η ελεημοσύνη, η φιλανθρωπία, η γενναιόδωρη προσφορά σε εκείνους που έχουν ανάγκη» (Χ). Αξιόλογη η παρατήρηση: Κάντε με την ελεημοσύνη και αγαθοεργία φίλους τον Θεό και το Χριστό και τους αγαθούς αγγέλους και αγίους και τους φτωχούς που ελεούνται από εσάς.
(3) «Έτσι ώστε όταν φύγετε μέσω του θανάτου» (Ζ). Υπάρχει και η γραφή: όταν εκλίπη, του οποίου υποκείμενο είναι ο μαμωνάς=όταν ο πλούτος λάβει τέλος (p). Κατά την ώρα του θανάτου μας παραδίδουμε την διαχείρισή μας, όπως και ο πονηρός οικονόμος αναγκάστηκε να παραδώσει αυτήν.
(4) Το ρήμα μπορούμε να το πάρουμε απρόσωπα όπως στο Λουκ. ιβ 20 το αιτούσι. Αλλά ίσως πρέπει να υπονοηθεί ως υποκείμενο το φίλοι (p)=Κάντε φίλους για να σας δεχτούν αυτοί. Αυτοί που μετείχαν στα επίγεια αγαθά σας, αυτοί σας εισάγουν στις αιώνιες σκηνές (Αυγουστίνου Quaest Evang. ΙΙ 34). Οι φτωχοί άγιοι, που εκδήμησαν πριν από εσάς στην αιώνια δόξα, θα σας υποδεχτούν εκεί. Ο Χριστός, του οποίου αυτοί που ελεείτε είναι αδελφοί, μπήκε στον ουρανό πριν από εσάς και αναμένει να σας υποδεχτεί. Οι κόλποι του Αβραάμ είναι ανοιχτοί για να σας δεχτούν και όταν ένας φύλακας άγγελος σας οδηγήσει εκεί, στρατιά ολόκληρη αγγέλων πρόκειται να σας υποδεχτεί. «Για να σας προσφέρουν τόπο στις αιώνιες κατοικίες, αφού σας προξένησαν αυτό» (Ζ). Στην ουσία όμως «δεν είναι αυτοί που μας δέχονται, αλλά το έργο το δικό μας. Διότι, το ότι δεν μπορεί να σώσει το γεγονός ότι αυτοί είναι απλώς φίλοι μας, είναι δυνατόν να το μάθουμε από την προσθήκη που έκανε. Γιατί δηλαδή δεν είπε, κάντε για σας φίλους, για να σας δεχτούν στις αιώνιες κατοικίες τους, αλλά πρόσθεσε και τον τρόπο; Διότι λέγοντας «από τον μαμωνά της αδικίας», έδειξε ότι από τα χρήματα αρμόζει να κάνουμε αυτούς τους φίλους, φανερώνοντας ότι δεν θα μας υπερασπίσει απλώς η φιλία, εάν δεν έχουμε έργα αγαθά» (Χ).
(5) Αντιτίθεται στο εκλίπητε (b). Ή, πιο σωστή ερμηνεία, αντιτίθεται στα σπίτια που εξασφάλισε για τον εαυτό του ο άδικος οικονόμος, ώστε να τον δεχτούν (στίχος 4). Ο άδικος οικονόμος εξασφάλισε στον εαυτό του την περίθαλψη σπιτιών πρόσκαιρων. Αλλά η συνετή χρήση του μαμωνά μπορεί να εξασφαλίσει αιώνιο σπίτι (p). Η φράση «αιώνιες σκηνές» είναι ποιητική, δανεισμένη από την πατριαρχική ιστορία. Οι σκηνές του Αβραάμ και Ισαάκ κάτω από τη δρυ Μαμβρή, στη γη Χαναάν, μεταφέρθηκαν νοερά στην μέλλουσα ζωή, την Χαναάν την ουράνια και δοξασμένη (g).
(6) Έτσι με τον στίχο αυτόν ο Κύριος έδειξε με σαφήνεια, ότι δεν συνιστά την μη τίμια διαχείριση του οικονόμου, αλλά ως παράδειγμα προβάλλεται η σύνεσή του στη χρησιμοποίηση ευκαιριών του παρόντος για εξασφάλιση του μέλλοντος (p).

16.10 ὁ πιστὸς(1) ἐν ἐλαχίστῳ καὶ ἐν πολλῷ πιστός ἐστιν(2), καὶ ὁ ἐν ἐλαχίστῳ ἄδικος καὶ ἐν πολλῷ ἄδικός ἐστιν(3).
10 Όποιος είναι αξιόπιστος στα λίγα, είναι αξιόπιστος και στα πολλά· κι όποιος είναι άδικος στα λίγα, είναι άδικος και στα πολλά.
(1) Έχουμε εδώ σκέψεις γενικές, που αποτελούν συνέχεια της παραβολής. Για να καταλάβουμε τη σχέση της διδασκαλίας αυτής που ακολουθεί με την προηγούμενη παραβολή, αρκεί να θυμηθούμε, ότι εκείνο το οποίο στην παραβολή παρουσιάστηκε ως απιστία και κατάχρηση του άδικου οικονόμου, δεν αξίζει έτσι να ονομαστεί και στη σχέση του ανθρώπου με το Θεό. Πράγματι διανέμοντας ο άνθρωπος στους αδελφούς του τα αγαθά, τα οποία ο Θεός του εμπιστεύτηκε, δεν ενεργεί όπως ο άδικος οικονόμος, παρά την θέληση και τα συμφέροντα του κυρίου του. Αντιθέτως όταν δίνει σε αγαθοεργίες από εκείνα, τα οποία του εμπιστεύτηκε ο Θεός, βρίσκεται σε πλήρη συμφωνία με τις προθέσεις και το θέλημα του θείου αυτού ιδιοκτήτη. Δίνει και αυτός από τα ξένα, που ανήκουν στον Κύριό του· αλλά η φαινομενική αυτή απιστία, στην πραγματικότητα μεταβάλλεται σε πιστότητα. Πάνω στην αληθινή αυτή πλευρά και σε αυτό το πρίσμα επανατοποθετεί τώρα ο Κύριος τα λεγόμενα, εγκαταλείποντας τον τρόπο της έκφρασης, τον οποίο χρησιμοποίησε στην παραβολή (g). Έτσι λοιπόν «πάλι διδάσκει ότι πρέπει να διαχειριζόμαστε τον πλούτο όπως θέλει ο Θεός» (Θφ).
(2) «Ο πιστός στο ελάχιστο, δηλαδή αυτός που διαχειρίστηκε καλά τον πλούτο που του εμπιστεύτηκε ο Θεός σε αυτόν τον κόσμο, θα είναι πιστός και στο πολύ, δηλαδή και στον μέλλοντα αιώνα θα είναι άξιος του αληθινού πλούτου. Ελάχιστο λοιπόν ονομάζει τον γήινο πλούτο, διότι είναι όντως μικρός, ή μάλλον δεν είναι τίποτα, επειδή ακριβώς είναι ρευστός· ενώ πολύ ονομάζει τον ουράνιο, διότι μένει πάντοτε και προστίθεται» (Θφ). Δεν θα ήταν ακριβές αν λεγόταν, ο πιστός στα μεγάλα, θα είναι πιστός και στα ελάχιστα. Για αυτό ο Κύριος με κάθε αλήθεια βεβαιώνει το αντίθετο (g). Ο Κύριος και Πατέρας του σπιτιού δοκιμάζει εμάς τα παιδιά και τους δούλους του, για όσο βρισκόμαστε στη ζωή αυτή, με τα μικρά πράγματα του κόσμου και μας καλεί να δείξουμε, εάν είμαστε άξιοι να μας εμπιστευτεί και τα μεγάλα αγαθά του μελλοντικού κόσμου. Η ζωή η παρούσα είναι τόπος εκπαίδευσης για μας· είναι σχολείο μας, όπου διανύουμε την μαθητεία μας. Τα φαινομενικά λοιπόν μικρά και ασήμαντα και παροδικά, στα οποία ο Κύριος μας χρησιμοποιεί τώρα, είναι για μας από άλλη άποψη μεγάλα και αιώνια, διότι με αυτά και με τη συμπεριφορά την οποία θα δείξουμε σε αυτά, ετοιμαζόμαστε για τα αιώνια και μεγάλα αγαθά του ουρανού. Εξάλλου δεν θα απείχε κάποιος από την αλήθεια, εάν βεβαίωνε, ότι η αληθινή πιστότητα δεν γνωρίζει διάκριση μεταξύ μεγάλων και μικρών καθηκόντων. Η αξία και ποιότητα μιας πράξης εξαρτάται από μόνα τα ελατήρια. Τίποτα δεν είναι μικρό, το οποίο ενεργούν οι δυνάμεις της ψυχής μας που εμπνέονται από το Πνεύμα του Θεού. Τίποτα δεν είναι μικρό, το οποίο γίνεται από ελατήριο ισχυρό. Μεγάλο ή μικρό είναι λέξεις ξένες με το λεξιλόγιο της συνείδησης. Η συνείδηση γνωρίζει μόνο τις λέξεις δίκαιο και άδικο, ορθό και άτοπο. Υπάρχουν μάλιστα περιστάσεις, κατά τις οποίες τα φαινομενικά μικρότερα καθήκοντά μας, λόγω του ότι δεν μας προκαλούν την δέουσα προσοχή ή λόγω του ότι είναι συνηθισμένα και τα αντιμετωπίζουμε συχνότατα, γίνονται πιο δύσκολα κατορθωτά από τα μεγάλα και σπουδαιότερα καθήκοντά μας.
(3) «Αυτός που φάνηκε άδικος σε αυτό το γήινο και σφετερίστηκε αυτά που του δόθηκαν για την κοινή ανάγκη των αδελφών, δεν θα βρεθεί άξιος ούτε για εκείνο το πολύ, αλλά θα αποβληθεί ως άδικος» (Θφ). Ή, «αυτός που αποδείχτηκε άδικος σε αυτόν τον πλούτο, αφού τον συντηρούσε, εννοείται, μόνο για τον εαυτό του, θα βρεθεί άδικος και στα θεία χαρίσματα» (Σχ.). Η πρώτη ερμηνεία πιο σοβαρή.

16.11 εἰ οὖν ἐν τῷ ἀδίκῳ μαμωνᾷ(1) πιστοὶ οὐκ ἐγένεσθε(2), τὸ ἀληθινὸν(3) τίς(4) ὑμῖν πιστεύσει;
11 Αν, λοιπόν, δε φανήκατε αξιόπιστοι ως προς τον άδικο πλούτο, ποιος θα σας εμπιστευτεί τον αληθινό;
(1) Σημαίνει ό,τι και το μαμωνάς της αδικίας=ο πλούτος, ο οποίος συνήθως είναι παγίδα και τείνει πάντοτε στην πρόκληση αδικίας (p). «Άδικο μαμωνά ονόμασε τον πλούτο που υπάρχει επιπλέον σε μας. Διότι αν δεν ήταν άδικος, δεν θα υπήρχε σε πλεόνασμα. Τώρα όμως επειδή προστίθεται σε μας επιπλέον, είναι φανερό ότι είναι άδικος, αφού τον κρατάμε για μας και δεν τον διαδίδουμε στους φτωχούς» (Θφ), «και επειδή μερικές φορές μαζεύτηκε από αρπαγή και πλεονεξία» (Κ).
(2) «Αφού διαχειρίζεστε με κακό τρόπο» (Ζ).
(3) «Τον αληθινό πλούτο της βασιλείας του Θεού» (Ζ). Η λέξη σημαίνει το αγαθό, το ουσιώδες και πραγματικό, που παραμένει αμετάβλητο και αυτό είναι ο ίδιος ο Θεός και τα αγαθά τα ουράνια, τα οποία προετοιμάζει για την ανθρώπινη ψυχή (g). Ας πειστούμε λοιπόν για αυτό, ότι εκείνα είναι τα πραγματικά και αληθινά μεγάλα πλούτη, τα οποία είναι πλούτη πνευματικά από πίστη, πλούτη για το Θεό, πλούτη για το Χριστό, πλούτη στον ουρανό.
(4) Ούτε εγώ ούτε ο Πατέρας μου θα εμπιστευτεί αυτά σε σας (b). Τα αληθινά πλούτη που μας δίνονται με το έλεος του Χριστού ως ανταμοιβή της πιστότητάς μας ως αγαθών οικονόμων, είναι η άδυτη εκείνη δόξα και χαρά του ουρανού, για την οποία έχει γραφτεί, ότι ο Κύριος ενώ είναι πλούσιος σε αυτήν εκούσια πτώχευσε για μας, έτσι ώστε με την πτωχεία του να πλουτήσουμε και εμείς.

16.12 καὶ εἰ ἐν τῷ ἀλλοτρίῳ(1) πιστοὶ οὐκ ἐγένεσθε, τὸ ὑμέτερον(2) τίς δώσει(3) ὑμῖν;
12 Κι αν δε φανήκατε αξιόπιστοι σ’ αυτό που είναι ξένο, ποιος θα σας δώσει αυτό που ανήκει σ’ εσάς;
(1) «Ξένο ονομάζει τον γήινο πλούτο, διότι δεν παραμένει σε αυτόν που τον κατέχει» (Ζ)· επιπλέον όμως «λέμε ότι είναι ξένη η περιουσία των χρημάτων… αφενός επειδή τίποτα δεν φέραμε στον κόσμο» (Κ), «διότι δεν έχουμε γεννηθεί με πλούτο, αλλά γυμνοί μάλλον» (Σχ.) και «έχουμε τα επίγεια αγαθά «όχι από τη φύση, αλλά είναι σε μας επίκτητα» (σχ.)· «αφετέρου, επειδή είναι των φτωχών» (Κ) και «έχει προοριστεί ο πλούτος αυτός για τους φτωχούς» (Θφ). Τίποτα στον παρόντα βίο δεν μπορεί να λεχθεί ως πράγματι δικό μας. Μας έχει δανειστεί προς καιρόν, ακριβώς για να διαπιστωθεί πώς θα το χρησιμοποιήσουμε. Πώς μπορούμε να χαρακτηρίσουμε αυτό ως δικό μας, αφού ούτως ή άλλως θα χωριστεί αυτό από εμάς; Μπορούμε να ονομάζουμε αυτά δικά μας, όπως τα μικρά παιδιά ονομάζουν δικά τους μερικά πράγματα, που δίνονται στα χέρια τους ως παιχνίδια για ορισμένο χρόνο.
(2) «Δικό μας ονομάζει τον ουράνιο πλούτο, επειδή παραμένει σε αυτόν που τον αξιώθηκε» (Ζ). «Διότι εκεί είναι η πολιτεία μας· οπότε τα χρήματα και τα κτήματα είναι ξένα για τον άνθρωπο που δημιουργήθηκε κατ’ εικόνα Θεού» (Θφ). Και πάλι η αντίθεση είναι μεταξύ των επίγειων αγαθών, τα οποία ανήκουν στο Θεό και των πνευματικών αγαθών, τα οποία του Θεού είναι και αυτά, είναι όμως και δικά μας, διότι ανταποκρίνονται στην αληθινή φύση μας, στην πνευματική ουσία μας και επειδή ετοιμάστηκαν σε μας από την δημιουργία του κόσμου (Ματθ. κε 34)(g). Εάν κάνουμε το Χριστό δικό μας και τις υποσχέσεις του δικές μας και τον ουρανό δικό μας ουρανό, τότε έχουμε στα χέρια μας εκείνο, το οποίο θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ως πράγματι δικό μας, αφού κανείς δεν μπορεί πλέον να μας το αφαιρέσει.
(3) Ο Θεός είναι όμοιος με πλούσιο πατέρα, ο οποίος πριν παραδώσει στο γιο του την πολυτιμότερη κληρονομιά, την οποία του επιφυλάσσει, δοκιμάζει αυτόν, εμπιστευόμενος σε αυτόν ένα τμήμα της μικρότερης αξίας. Από τη χρήση λοιπόν και την πιστότητα, την οποία θα δείξουμε στη διαχείριση των επίγειων αγαθών, θα κριθεί εάν αξίζει να γίνουμε κάτοχοι και του αιώνιου πλούτου. Εκτίθεται λοιπόν εδώ θαυμάσια αντίληψη του σκοπού της επίγειας ζωής και της ύπαρξης της ύλης (g).

16.13 Οὐδεὶς(1) οἰκέτης δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν· ἢ γὰρ τὸν ἕνα μισήσει καὶ τὸν ἕτερον ἀγαπήσει(2), ἢ ἑνὸς ἀνθέξεται καὶ τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει. οὐ δύνασθε θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ(3).
13 Κανένας δεν μπορεί να είναι δούλος σε δύο κυρίους, γιατί ή θα μισήσει τον ένα και θ’ αγαπήσει τον άλλο ή θα προσκολληθεί στον ένα και θα περιφρονήσει τον άλλον. Δεν μπορείτε να είστε δούλοι και στο Θεό και στο χρήμα».
(1) Δες και Ματθ. στ 24 και τις εκεί σημειώσεις. Η σύνδεση με τα προηγούμενα: Ή, αναφέρεται κυρίως στο «δεν γίνατε πιστοί» του προηγούμενου στίχου=Εάν δεν δειχτήκατε πιστοί στο Θεό κατά την διαχείριση των επίγειων αγαθών, αυτό οφείλεται στο ότι υπήρξατε δούλοι αυτών και για αυτό δεν μπορούσατε να υπηρετείτε συγχρόνως και το Θεό, διότι κανείς δεν μπορεί να υπηρετεί συγχρόνως δύο κυρίους (L). Ή, ο σ. συνδέεται στενά με την εικόνα της παραβολής. Ο οικονόμος είχε δύο κυρίους, των οποίων η υπηρεσία ήταν ασυμβίβαστη· δηλαδή τον κύριο ο οποίος του είχε εμπιστευτεί την διαχείριση και τον μαμωνά, του οποίου ήταν λάτρης. Η αγάπη του δεύτερου, τού ενέπνεε μίσος για τον πρώτο (g). Και οι δύο εκδοχές σοβαρές.
(2) «Αν κάποιος γίνει τυχόν, λέει, υπηρέτης δύο κυρίων, που είναι διαχωρισμένοι στις θελήσεις ώστε να είναι αυτές αντίθετες και που έχουν την γνώμη αταίριαστη μεταξύ τους, πώς θα μπορούσε αυτός να αρέσει και στους δύο; Διότι αν μοιράζεται σε αυτό που αρέσει στον καθένα, έρχεται σε αντίθεση και με τα δύο θελήματα. Διότι είναι τελείως αναγκαστικό, να φαίνεται ο ίδιος άνθρωπος και πονηρός και αγαθός. Επομένως αν θα διάλεγε να είναι γνήσιος με τον ένα, θα μισήσει τον άλλον» (Κ).
(3) «Είναι αδύνατον αυτός που είναι προσηλωμένος στον πλούτο και κρατά κάτι για τον εαυτό του με προσκόλληση, να είναι δούλος Θεού· επομένως αν πρόκειται να διαχειρίζεσαι με πιστότητα τον πλούτο, μην γίνεις δούλος του» (Θφ).

Στίχ. 14-18. Επιτίμηση των Φαρισαίων.
16.14 ῎Ηκουον δὲ(1) ταῦτα πάντα και(2) οἱ Φαρισαῖοι φιλάργυροι ὑπάρχοντες(3), καὶ ἐξεμυκτήριζον(4) αὐτόν.
14 Όλα αυτά τα άκουγαν οι Φαρισαίοι, που ήταν φιλάργυροι, και τον χλεύαζαν.
(1) Οι σ. 14-18 αποτελούν εισαγωγή στην ακόλουθη παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου (p). Εκ πρώτης όψεως τα λόγια σε αυτούς τους σ. φαίνονται άσχετα μεταξύ τους. Κατά βάθος όμως στην εισαγωγή αυτή υπάρχουν δύο ιδέες: η καταδίκη των Φαρισαίων και το αιώνιο κύρος του νόμου. Στην ακόλουθη λοιπόν παραβολή οι δύο αυτές ιδέες παρουσιάζονται. Η μία στην καταδίκη του πλουσίου, πιστού Φαρισαίου («πάτερ Αβραάμ» σ. 24,27,30), η άλλη στα λόγια του Αβραάμ που τονίζει το κύρος του νόμου («Έχουν τον Μωϋσή και τους προφήτες…»). Η σχέση μεταξύ των δύο αυτών ιδεών μπορεί να διατυπωθεί σύμφωνα με το Ιω. ε 45: «ο Μωϋσής στον οποίο εσείς ελπίσατε» αυτός «είναι που σας κατηγορεί» (g).
(2) Τα προηγούμενα λόγια απευθύνονταν προς τους μαθητές (ιστ 1). Τα άκουγαν όμως και οι Φαρισαίοι (g).
(3) Τα τελευταία αυτά λόγια του Ιησού για το ασυμβίβαστο της δουλείας του Θεού και του μαμωνά έπεφταν αμέσως εναντίον των Φαρισαίων· διότι οι φαινομενικοί αυτοί δούλοι του Ιεχωβά ήταν οι περισσότεροι λάτρεις του μαμωνά (g).
(4) Με σύσφιξη της μύτης (g) χλεύαζαν το Χριστό και εξέφραζαν περιφρόνηση προς αυτόν. Η φιλαργυρία τους δικαιολογούνταν από τους ίδιους με την ιδέα, ότι ο πλούτος δινόταν σε αυτούς ως ευλογία για την από αυτούς επιμελή τήρηση του νόμου (p). Βασίζονταν στο ότι ο μωσαϊκός νόμος υποσχόταν επίγεια αγαθά σε αυτούς που τον τηρούσαν και εφόσον είχαν την ιδέα ότι αυτοί τηρούσαν το νόμο, θεωρούσαν τα πλούτη ως ανταμοιβή που παρεχόταν από το Θεό (L). Πιθανότατα οι σαρκασμοί των Φαρισαίων κατευθύνονταν και προς την φτώχια του Ιησού και των μαθητών του=Είναι εύκολο να μιλάς εσύ με περιφρόνηση για τα χρήματα, αφού δεν έχεις τίποτα και είσαι φτωχός και εσύ και οι μαθητές σου (g). Όσοι δεν είναι διατεθειμένοι να συμμορφωθούν με το λόγο του Θεού και να καταστήσουν αυτόν κανόνα και ρυθμιστή της ζωής τους, καταλήγουν στο να επικρίνουν και να χλευάζουν αυτόν. Αυτός, ο οποίος μίλησε όπως κανείς ποτέ δεν μίλησε, χλευάζεται και εμπαίζεται. Όχι διότι τα λόγια του έπαψαν να είναι λόγια ζωής, αλλά διότι η αμαρτία και η διαφθορά κάνει κουφούς και αναίσθητους τους επικριτές του.

16.15 καὶ εἶπεν αὐτοῖς, ῾Υμεῖς ἐστε οἱ δικαιοῦντες ἑαυτοὺς ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων(1), ὁ δὲ θεὸς γινώσκει τὰς καρδίας ὑμῶν(2)· ὅτι(3) τὸ ἐν ἀνθρώποις ὑψηλὸν(4) βδέλυγμα(5) ἐνώπιον τοῦ θεοῦ.
15 Ο Ιησούς τους είπε: «Εσείς θέλετε να παριστάνετε τον δίκαιο μπροστά στους ανθρώπους, ο Θεός όμως γνωρίζει τι κρύβετε στις καρδιές σας· γιατί αυτό που τιμούν οι άνθρωποι το σιχαίνεται ο Θεός.
(1) Αυτοί που παριστάνουν τους εαυτούς τους ως δίκαιους μπροστά στους ανθρώπους (δ)· αυτοί που επιτυγχάνουν τον τίτλο του κατεξοχήν δίκαιου (g).
(2) Η καρδιά είναι η έδρα της δικαιοσύνης και της αδικίας (b). Και «αν θα μπορούσαν κάπως να διαφύγουν της προσοχής οι υποκριτές και να αρπάξουν τις τιμές από τους ανθρώπους» (Κ), ο Θεός όμως ξέρει τις καρδιές σας, «ότι είναι αμαρτωλές και απαίσιες» (Ζ).
(3) Πρέπει να υπονοήσουμε κάτι μπροστά από το ότι=και Εκείνος βλέπει όχι όπως βλέπουν οι άνθρωποι, διότι…(p). Ή, ο Θεός γνωρίζει τις καρδιές σας και σας αποστρέφεται διότι… (g).
(4) Που τιμάται υψηλά από τους ανθρώπους. Οι άνθρωποι όχι μόνο θεωρούσαν τους Φαρισαίους απαλλαγμένους από κάθε μομφή, αλλά και επιδοκίμαζαν αυτούς και τους σέβονταν όχι απλώς ως αγαθούς ανθρώπους, αλλά ως τους άριστους των ανθρώπων. Τα λόγια τους θεωρούνταν από τους ανθρώπους ως χρησμοί και οι συμβουλές τους ως νόμοι. «Η ανθρωπαρέσκεια λοιπόν είναι η ρίζα και η αρχή και η γένεση της μισητής από το Θεό… υπεροψίας» (Κ). Αποδεχόμενοι και επιδιώκοντας τις τιμές και τον θαυμασμό των ανθρώπων γίνεστε αντικείμενο αποστροφής (g). «Έπρεπε, Φαρισαίοι, να μην ζείτε για τη γνώμη των ανθρώπων για σας, διότι «ο Θεός διασκόρπισε τα οστά των ανθρωπάρεσκων»· αλλά έπρεπε μάλλον να θέλετε να δικαιώνεστε μπροστά στο Θεό» (Θφ).
(5) =αντικείμενο αποστροφής μπροστά στο Θεό (δ) λέξη των Ο΄ που σημαίνει πράγμα που προκαλεί απαρέσκεια και αηδία (L). Στην Κ.Δ. μόνο εδώ υπάρχει με τέτοια γενική έννοια. Αλλού (Ματθ. κδ 15,Μάρκ. ιγ 14,Αποκ. ιζ 4,5,κα 27) με την ειδική έννοια των βδελυγμάτων από την ειδωλολατρία (p). Πόσο μη ασφαλές παρουσιάζεται πολλές φορές να κρίνουμε σύμφωνα με τις γνώμες και υπολήψεις των ανθρώπων. Πολλές φορές εκείνοι τους οποίους οι άνθρωποι τιμούν, είναι βδέλυγμα για το Θεό και εκείνοι τους οποίους οι άνθρωποι περιφρονούν, είναι άξιοι για το Θεό. «Διότι δεν είναι άξιος αυτός που συστήνει τον εαυτό του, αλλά αυτός που ο Κύριος συστήνει» (Β΄Κορ. ι 18).

16.16 ῾Ο(1) νόμος καὶ οἱ προφῆται έως ᾽Ιωάννου(2)· ἀπὸ τότε ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ(3) εὐαγγελίζεται(4) καὶ πᾶς εἰς αὐτὴν βιάζεται(5).
16 Ο νόμος και οι προφήτες προφήτεψαν ως τον Ιωάννη το Βαπτιστή. Από τότε το χαρμόσυνο μήνυμα για τη βασιλεία του Θεού κηρύττεται, κι ο καθένας σπεύδει να μπει σ’ αυτήν.
(1) Για τη σύνδεση των σ. 16-18 με τα συμφραζόμενα, προβλήθηκαν διάφορες εκδοχές. «Φαίνονται δηλαδή αυτά ότι είναι αυτοτελή στο νόημα και δεν έχουν καμία σχέση με τα προηγούμενα που λέχθηκαν, αλλά σε αυτόν που προσέχει δεν θα φαινόντουσαν ότι είναι ανακόλουθα, αλλά πολύ σχετικά με τα προηγούμενα» (Θφ). Ή «κρύβει με την ασάφεια το λυπηρό και κάνει κάπως έμμεση την προαναγγελία αυτών που θα συμβούν σε αυτούς που διάλεξαν να μην τον υπακούνε. Ο Μωϋσής δηλαδή… και ο νόμος, λέει, έδειχναν με σκιές και τύπους, ότι θα υπομείνω τον θάνατο του σώματος… Δεν είναι καθόλου παράξενο λοιπόν… όταν δείξετε ανυπακοή στα λόγια μου· διότι μέχρι τον Ιωάννη τον Βαπτιστή εκτείνεται ο λόγος της προφητείας σχετικά με μένα και με εσάς» (Κ). Ή «επειδή αυτός μεν εισηγήθηκε την ακτημοσύνη με όσα είπε παραπάνω… για να μην του πει κάποιος χλευάζοντάς τον, όπως ακριβώς οι Φαρισαίοι, Τι λες εσύ; Αντίθετα με τον νόμο; Εκείνος και στον πλούτο ευλογεί και εσύ διδάσκεις ακτημοσύνη; Για αυτό λέει· Ο νόμος και οι προφήτες είχαν τον καιρό τους μέχρι τον Ιωάννη… Από τη στιγμή όμως που ο Ιωάννης… ήλθε στον κόσμο… δεν είναι πλέον ο καιρός των αγαθών της γης, αλλά κηρύττεται η βασιλεία των ουρανών» (Θφ). Πιο σωστή ίσως η επόμενη ερμηνεία. Αντί να δικαιώνεστε μπροστά στους ανθρώπους, προσπαθήστε να δικαιωθείτε μπροστά στο Θεό. Το να δικαιωθεί κάποιος μπροστά στο Θεό είναι απαραίτητο και κατεξοχήν επείγον τώρα, που η βασιλεία του Θεού ιδρύθηκε μεταξύ των ανθρώπων. Οι τύποι του νόμου ήδη εκπληρώθηκαν και η αποκλειστικότητά του καταργήθηκε. Όχι μόνο οι Ιουδαίοι, αλλά ο καθένας τώρα μπορεί να βιάσει τον εαυτό του για να πετύχει τη σωτηρία του. Οι ηθικές όμως εντολές του νόμου διατηρούν αιώνιο το κύρος τους και κανείς δεν μπορεί να το καταργήσει. Τα συχνά λοιπόν διαζύγιά σας παραβιάζουν το πνεύμα του νόμου (p).
(2) Δες Ματθ. ια 12 και τις εκεί σημειώσεις. Ο νόμος και οι προφήτες παραχώρησαν τη θέση τους στην κλήση της θείας χάρης, η οποία προσκαλεί όλους τους αμαρτωλούς να μπουν στη νέα κατάσταση της βασιλείας (g).
(3) «Εδώ βασιλεία ουρανών ονομάζει την δικαίωση μεσώ της πίστης, το ξέπλυμα της αμαρτίας… τον αγιασμό μέσω του Πνεύματος… το χάρισμα της υιοθεσίας, την ελπίδα της δόξας που πρόκειται να δοθεί στους αγίους» (Κ).
(4) «Δεν προφητεύεται πλέον με σκοτεινό τρόπο, αλλά φανερά καταγγέλλεται» (Ζ), «αφού ήλθε στο προσκήνιο ο Βαπτιστής και λέει, Ετοιμάστε τον δρόμο του Κυρίου, και παρουσιάζει ήδη παρόντα τον Αμνό του Θεού που σηκώνει την αμαρτία του κόσμου» (Κ).
(5) Στο μεν Ματθ. ια 12 είναι με παθητική έννοια, ενώ εδώ με μέση όπως το χρησιμοποιούν οι κλασικοί συγγραφείς. Και το «καθένας» πρέπει να το πάρουμε με την έννοια, ότι ο Ιουδαίος δεν έχει πλέον αποκλειστικά δικαιώματα (p). «Κάθε συνετός σε αυτήν βιάζει τον εαυτό του» (Ζ). «Καθένας που έγινε ακροατής και εραστής των ιερών κηρυγμάτων, βιάζει τον εαυτό του για να μπει· δηλαδή αφού χρησιμοποιήσει κάθε προθυμία και όλη τη δύναμη, επιθυμεί να μπει μέσα σε αυτήν την ελπίδα» (Κ). Αυτοί που θέλουν να κατακτήσουν τον ουρανό πρέπει να κοπιάσουν, πρέπει να αγωνιστούν εναντίον του ρεύματος των δικών τους παθών και επιθυμιών και των πειρασμών και ωθήσεων από τον κόσμο.

16.17 Εὐκοπώτερον(1) δέ(2) ἐστιν τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν παρελθεῖν(3) ἢ τοῦ νόμου(4) μίαν κεραίαν πεσεῖν(5).
17 Είναι πιο εύκολο να εξαφανιστεί ο ουρανός και η γη, παρά να μείνει απραγματοποίητος κι ο πιο ασήμαντος λόγος του νόμου.
(1) Δες Ματθ. ε 18 και τις εκεί σημειώσεις.
(2) Το δε είναι αντιθετικό=Παρ’ όλα αυτά όμως ο νόμος και το κύρος του δεν καταργήθηκε (g). «Επειδή είπε ότι ο νόμος και οι προφήτες ήταν μέχρι τον Ιωάννη, για να μην θεωρήσει κάποιος ότι έχουν απορριφθεί και καταργηθεί, για αυτό πρόσθεσε, ότι δεν θα πέσει από το νόμο» ούτε κόμμα (Κ).
(3) «Πιο εύκολα θα αφανιστούν ο ουρανός και η γη, παρά θα πέσει το ελάχιστο από όσα είναι στην Γραφή» (Ζ). Πιο εύκολο είναι, λέει, να φύγει ο ουρανός και η γη, χωρίς να έχει ακόμη προστάξει ο Θεός να γίνει αυτό, παρά να πέσει ένα κόμμα από το νόμο» (Κ). Παρόλο που τα θεμέλια της γης και οι στύλοι του ουρανού είναι στερεά και αδιάσειστα στηριγμένα, όμως και η γη και ο ουρανός θα φύγουν μία ημέρα. Προκειμένου όμως για το νόμο ούτε το ελάχιστό του δεν θα φύγει. Ο ηθικός νόμος επιβεβαιώθηκε και επικυρώθηκε και από το Χριστό και τα καθήκοντα που ορίζει θα παραμείνουν ως καθήκοντά μας αιωνίως και οι αμαρτίες που απαγορεύονται από αυτόν, θα είναι αιωνίως αμαρτίες. Ο τελετουργικός από την άλλη νόμος τελειοποιήθηκε με το ευαγγέλιο και οι σκιές του εκπληρώθηκαν με τα χρώματα του ευαγγελίου.
(4) «Μερικές φορές νόμο εννοεί όλη γενικά τη θεόπνευστη Γραφή, δηλαδή τα βιβλία του Μωϋσή και των προφητών» (Κ).
(5) Ο λόγος αυτός του Κυρίου παρουσιάζεται πολύ περισσότερο να ισχύει προκειμένου για την όλη Γραφή, ως βιβλίο θεόπνευστο. Από τότε που ο Ιωάννης έγραψε την Αποκάλυψή του στο σπήλαιο της Πάτμου και ο Παύλος κήρυξε στο μισθωμένο στη Ρώμη διαμέρισμα το ευαγγέλιο, ο κόσμος ανατράπηκε· παλαιά πέρασαν και όλα στη γη άλλαξαν εκτός από ένα. Ο χρόνος ο οποίος εξασθενίζει και οδηγεί στα γηρατειά τα πάντα, ενίσχυσε και δυνάμωσε περισσότερο το κύρος της Βίβλου. Και όπως από χρόνο σε χρόνο τα δέντρα προσθέτουν στους κορμούς τους και από έναν νέο δακτύλιο, έτσι και κάθε γενιά πρόσθεσε μέχρι τώρα και θα προσθέσει και στο μέλλον την μαρτυρία της για αυτήν την αλήθεια: «Ξεράθηκε το χορτάρι και το άνθος του έπεσε· ο λόγος όμως του Κυρίου μένει στον αιώνα» (Α΄Πέτρ. α 24,25).

16.18 Πᾶς(1) ὁ ἀπολύων τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ γαμῶν ἑτέραν μοιχεύει, καὶ ὁ ἀπολελυμένην ἀπὸ ἀνδρὸς γαμῶν μοιχεύει.
18 »Όποιος διώχνει τη γυναίκα του και παντρεύεται άλλη γίνεται μοιχός· κι όποιος παντρεύεται χωρισμένη από τον άντρα της είναι το ίδιο μοιχός».
(1) Δες Ματθ. ε 32 και ιθ 9 και τις εκεί σημειώσεις. Η σύνδεση με τα παραπάνω: Εισάγεται παράδειγμα για το διαρκές κύρος του νόμου, παρά τις παραβιάσεις του από τους ανθρώπους. Η μοιχεία παραμένει μοιχεία, και όταν ακόμη νομιμοποιείται από τους ανθρώπους· νομιμοποιείται λοιπόν από εκείνους οι οποίοι με ζήλο τηρούσαν το γράμμα του νόμου, με τα διαζύγιά τους όμως αθετούσαν χωρίς συστολή (ντροπή) τον νόμο και καταργούσαν την ιερότητα του γάμου (p). Στη νέα οικονομία (περίοδο) της χάρης, ο νόμος θα εφαρμοστεί αυστηρότερα από όσο στην παλαιά. Και ως παράδειγμα της μεγαλύτερης αυτής αυστηρότητας φέρνεται ο νόμος του διαζυγίου (g). Η αλληγορική έννοια που έδωσαν κάποιοι από τους νεότερους ερμηνευτές στον παρόντα στίχο και η αλληγορική ερμηνεία σε αυτόν, παρουσιάζεται εξόχως βιαστική [ή και «τραβηγμένη]. Είναι λοιπόν αυτή η εξής: Το, Αυτός που χωρίζει τη γυναίκα του και παντρεύεται άλλη, θα σήμαινε: Εκείνος ο οποίος λόγω της νέας μορφής της βασιλείας του Θεού απορρίπτει πλήρως την ισχύ και το κύρος του νόμου. Και το, «αυτός που παντρεύεται χωρισμένη», θα σήμαινε: Εκείνος ο οποίος αφού ο νόμος αντικαταστάθηκε από το ευαγγέλιο, εμμένει σε αυτόν και συνεχίζει τις σχέσεις του με την παλαιά οικονομία (κατάσταση της Π.Δ.). Με άλλα λόγια: Είναι πνευματική μοιχεία να απορρίπτει κάποιος όλες τις εντολές του νόμου, όπως και το να υποστηρίζει και αυτές τις τυπικές διατάξεις του νόμου που καταργήθηκαν από το ευαγγέλιο.

Στίχ. 19-31. Η παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου.
16.19 ῎Ανθρωπος(1) δέ(2) τις ἦν πλούσιος(3), καὶ ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καὶ βύσσον(4) εὐφραινόμενος καθ᾽ ἡμέραν(5) λαμπρῶς(6).
19 «Κάποιος άνθρωπος ήταν πλούσιος, φορούσε πολυτελή ρούχα και το τραπέζι του κάθε μέρα ήταν λαμπρό.
(1) Η παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου αποτελεί συνέχεια του μαθήματος που αναφέρεται στην καλή χρήση των επίγειων κτήσεων και αγαθών. Ο άδικος οικονόμος έδειξε ποια αγαθά αποτελέσματα μπορούν να ακολουθήσουν στη συνετή χρήση παρόντων πλεονεκτημάτων. Ο πλούσιος δείχνει πόσο ολέθριες είναι οι συνέπειες της μη καλής χρήσης του πλούτου. Και στη δεύτερη αυτή παραβολή διασαφηνίζονται εμφανώς μερικά από τα λόγια που λέχθηκαν προηγουμένως. «Το υψηλό στους ανθρώπους» ζωγραφίζεται στον πλούσιο, που ντύνεται πολυτελώς και ευφραίνεται λαμπρά. «Το βδέλυγμα μπροστά στο Θεό» εμφανίζεται με την αθλιότητά του στον άδη. Και το «πιο εύκολο είναι να φύγει ο ουρανός και η γη παρά να πέσει ένα κόμμα από το νόμο» επικυρώνεται από τον διάλογο του Αβραάμ και του πλουσίου που καταλήγει στην διακήρυξη: Αν δεν ακούνε τον Μωϋσή και τους προφήτες ούτε εάν κάποιος αναστηθεί από τους νεκρούς θα πειστούν. Στην παραβολή επιπλέον δεν υπονοείται, ότι ο πλούσιος ώφειλε να απαρνηθεί τα πλούτη του, προτιμώντας την εκούσια φτώχια, αλλά όφειλε μόνο να μην θεωρεί ως ύψιστό του αγαθό αυτά. Όφειλε να κάνει αυτά μέσα για επιτυχία για κάτι υψηλότερο και μονιμότερο. Από αυτόν τον μαμωνά μπορούσε να έχει κάνει φίλους του τον Λάζαρο και άλλους και μέσω αυτών να έχει εξασφαλίσει στον εαυτό του διαμονή στις αιώνιες σκηνές. Τα πλούτη του υπήρξαν για αυτόν τα μόνα αγαθά, τα οποία αποκλειστικά εκτίμησε και γνώρισε. Και όταν έχασε αυτά, έχασε το παν (p). «Σχετίζονται λοιπόν αυτά με όσα ειπώθηκαν πιο πριν. Επειδή δηλαδή προηγουμένως δίδαξε για την καλή διαχείριση του πλούτου, εύλογα προσθέτει μαζί και αυτήν την παραβολή, που οδηγεί σε αυτό το ίδιο, με το υπόδειγμα του πλουσίου» (Θφ). Και σε αυτήν «σαν σε εικόνα έχει γραφτεί ένας πλούσιος που ζει στην τρυφή και είναι άσπλαχνος και ένας φτωχός μέσα στην αρρώστια· για να μάθουν, όσοι έχουν τον επίγειο πλούτο, ότι αν δεν θελήσουν να είναι καλοί και να δίνουν εύκολα και να είναι μεταδοτικοί και αν δεν προτιμήσουν να βοηθούν στις ανάγκες των φτωχών, θα πέσουν σε φοβερή και αναπόφευκτη τιμωρία» (Κ). Δύο σκηνές έχουμε στην παραβολή, την μία που διεξάγεται στη γη (στίχ. 19-22), την άλλη στον άδη (στίχ. 23-31). Η επίγεια σκηνή περιλαμβάνει 4 εικόνες: την ζωή του πλουσίου (σ. 19) και τη ζωή του φτωχού (σ. 20,21), τον θάνατο του πρώτου (σ. 22β) και τον θάνατο του δεύτερου (σ. 22α).
(2) Σύνδεσμος μεταβατικός μάλλον παρά αντιθετικός (L).
(3) Μάλλον είναι επιθετικός προσδιορισμός παρά κατηγορούμενο και χωρίζεται από το ουσιαστικό του, για να τονιστεί αυτό περισσότερο (g)=Υπήρχε κάποιος πλούσιος άνθρωπος και όχι κάποιος άνθρωπος ήταν πλούσιος (p). «Και που είναι το όνομα του πλουσίου; Πουθενά. Διότι είναι ανώνυμος. Πόσος πλούτος; Και δεν βρίσκεται όνομα σε αυτόν. Τι πλούτος είναι αυτός; Δέντρο που στα φύλλα μεν θάλλει, καρπό όμως στερείται, βελανιδιά πανύψηλη που παρέχει τα βελανίδια για τροφή στα ζώα, άνθρωπος που δεν έχει καρπό ανθρώπου… Υπήρχε κάποιος πλούσιος που ντυνόταν κάθε μέρα με πορφύρα, ενώ η ψυχή του ήτα γεμάτη με αράχνες, μύριζε μύρο, αλλά ήταν γεμάτος από δυσωδία… πάχαινε την δούλη σάρκα, ενώ την βασίλισσα ψυχή την άφηνε να καταστρέφεται από την πείνα» (Χ). «Τον μεν πλούσιο λοιπόν, τον έβαλε στην παραβολή ανώνυμα, επειδή δεν ήταν άξιος να ονομάζεται από το Θεό» (Θφ). «Διότι έχει γραφτεί για τους πονηρούς: Δεν θα θυμηθώ τα ονόματά τους στα χείλη μου» (Ψαλμ. ιε 4)… Λένε όμως κάποιοι από παράδοση Εβραίων, ότι κατά τους καιρούς εκείνους και ο πλούσιος εκείνος ονομαζόταν Νινευΐς» (Ζ). Δες την σαϊδική μετάφραση και ένα ελληνικό σχόλιο. Άλλοι όμως (Πρισκιλλιανός tract. IX και ο ψευδοκυπριανός de pascha computus, 17) ονόμασαν αυτόν Φινεές (L). «Αυτό όμως είναι παραβολή και δεν είναι γεγονός που ήδη συνέβη, όπως θα μπορούσαν κάποιοι ανόητα να θεωρήσουν» (Θφ).
(4) Την πορφύρα την φορούσε ως εξωτερικό και τον βύσσο ως εσωτερικό ένδυμα. Και τα δύο πολυτελή και ακριβά. Πορφύρα σημαίνει πρώτα το όστρακο πορφύρα και έπειτα την βαφή που κατασκευάζεται από αυτό (Α΄Μακ. δ 23) και έπειτα το μάλλινο ύφασμα που βάφεται με αυτήν (Μάρκ. ιε 17,20). Βύσσος σημαίνει πρώτον το αιγυπτιακό λινάριο και έπειτα το λεπτό λινό ύφασμα που κατασκευάζεται από αυτό (Εξ. κστ 1,31,36,Ιεζεκ. ιστ 10,κζ 7) (p).
(5) «Και όχι μόνο ντυνόταν με πορφύρα και βύσσο, αλλά και απολάμβανε και όλη την άλλη τρυφή, διασκεδάζοντας… όχι τώρα μεν ναι, άλλοτε όμως όχι, αλλά κάθε μέρα και όχι μέτρια αλλά λαμπρά» (Θφ).
(6) Λέξη που λέγεται μοναδική φορά= «άσωτα και με πολυτέλεια» (Θφ). Δεν μας λέγεται στην παραβολή ότι ο πλούσιος απέκτησε τον πλούτο του με δόλο και απάτη ή με καταπιέσεις και τοκογλυφίες, ούτε ότι ήταν μέθυσος ή παρέσυρε τους άλλους στην μέθη. Ο Κύριος με την παραβολή θέλησε να διδάξει ότι είναι δυνατόν να έχει κάποιος πλούτη που δεν αποκτήθηκαν από αδικία και να αποκλειστεί από την βασιλεία των ουρανών. Η περίσσεια του πλούτου και η απόλαυση είναι πολύ επικίνδυνος πειρασμός, σε πολλούς μάλιστα και ολέθριος, που ωθεί τον άνθρωπο σε πολυτέλεια και την δουλεία στη σάρκα, συγχρόνως όμως και σε πλήρη λησμοσύνη του Θεού και του άλλου κόσμου. Είναι αλήθεια, ότι το να τρώει κάποιος καλά και να ντύνεται καλά σε κάποιο βαθμό είναι νόμιμα. Αλλά είναι επίσης αλήθεια, ότι αυτά τρέφουν και υποθάλπουν την αλαζονεία, την επιδεικτική πολυτέλεια, την κοιλιοδουλία και έτσι γίνονται για εμάς αμαρτωλά. Εξάλλου το να τρώμε με τους φίλους μας πλούσια, την ώρα που υπάρχουν φτωχοί που στερούνται το ψωμί, για τους οποίους αδιαφορούμε, αποτελεί ασπλαχνία που προκαλεί την οργή του Θεού. Η αμαρτία αυτού του πλούσιου δεν ήταν τόσο το ρούχο του ή η διατροφή του, όσο το ότι φρόντιζε μόνο για τον εαυτό του, βλέποντας με αδιαφορία και ασπλαχνία τον φτωχό Λάζαρο.

16.20 πτωχὸς δέ τις(1) ὀνόματι Λάζαρος(2) ος ἐβέβλητο(3) πρὸς τὸν πυλῶνα(4) αὐτοῦ ηλκωμένος(5)
20 Κάποιος φτωχός όμως, που τον έλεγαν Λάζαρο, ήταν πεσμένος κοντά στην πόρτα του σπιτιού του πλουσίου, γεμάτος πληγές,
(1) Τα αλεξανδρινά χειρόγραφα αποσιωπούν το «τις» και το «ος».
(2) Σε καμία άλλη παραβολή του ο Κύριος δεν αναφέρει όνομα για οποιονδήποτε χαρακτήρα που χρησιμοποιείται σε αυτές (p). Εδώ όμως «αναφέρει ονομαστικά τον φτωχό· διότι των δικαίων τα ονόματα καταγράφονται και στο βιβλίο της ζωής» (Θφ). Ήταν ιστορικό πρόσωπο ο Λάζαρος; «Γίνεται λόγος, στην Εβραϊκή παράδοση, ότι υπήρχε κάποιος Λάζαρος στα Ιεροσόλυμα εκείνον τον καιρό που αντιμετώπιζε έσχατη φτώχια και αρρώστια, τον οποίο ανέφερε ο Κύριος βάζοντάς τον σε παραβολή» (Θφ). Πιο σωστή η εκδοχή, ότι δεν πρόκειται για ιστορικό πρόσωπο. Προτιμήθηκε πάντως το όνομα Λάζαρος αναμφίβολα λόγω της έννοιάς του. Παραγόμενο από συντόμευση του ονόματος Ελεάζαρ, το οποίο στο Ταλμούδ γράφεται Λεάζαρ, σημαίνει όπως και αυτό, ο Θεός είναι βοηθός μου. Ο Κύριος λοιπόν παίρνει τον φτωχό αυτόν ως εκπρόσωπο των φτωχών και ευσεβών Ιουδαίων, οι οποίοι υπέμεναν την δυστυχία τους με γαλήνια εμπιστοσύνη στο Θεό, τον μόνο υποστηρικτή τους (g).
(3) Είχε ριχτεί· είχε πεταχτεί εκεί σαν φορτίο από το οποίο έσπευδαν να απαλλαχτούν (g). Αυτό έβαζε σε δοκιμασία τον χαρακτήρα του πλούσιου και παρείχε σε αυτόν σπάνια ευκαιρία ώστε μέσω του μαμωνά της αδικίας να αποκτήσει φίλους (ο). Δεν μπορούσε να μεταβεί εκεί μόνος του και για αυτό άλλοι τον μετέφεραν εκεί. Όσοι δεν έχουν τα μέσα, να βοηθήσουν τον φτωχό με χρήματα, μπορούν και οφείλουν να βοηθήσουν αυτόν υποβαλλόμενοι σε κόπους για αυτόν. Όσοι δεν μπορούν να δώσουν σε αυτόν οβολό, ας απλώνουν σε αυτόν το χέρι.
(4) Η λέξη σημαίνει ευρεία στοά που αποτελεί ή μη μέρος του σπιτιού. Δες Πράξ. ι 17,ιβ 14, Ματθ. κστ 71. Φανερώνει το μέγεθος του σπιτιού του πλουσίου (p).
(5) Λέξη που λέγεται μοναδική φορά. Συνηθισμένη λέξη σε γιατρούς (p). Υπάρχει και η γραφή ειλκωμένος, από παραφθορά από το έλκω. «Ο Λάζαρος ήταν και φτωχός και άρρωστος και μάλιστα φοβερά· διότι ήταν, λέει, πληγιασμένος. Επειδή είναι δυνατόν να είναι κάποιος άρρωστος, αλλά να μην έχει πληγές» (Θφ). Το να είναι κάποιος ασθενής και αδύνατος στο σώμα, αποτελεί μεγάλη θλίψη. Αλλά οι πληγές στον άρρωστο είναι οδυνηρότερες και προκαλούν την αηδία σε όσους τον πλησιάζουν.

16.21 καὶ ἐπιθυμῶν(1) χορτασθῆναι ἀπὸ των ψιχίων τῶν πιπτόντων(2) ἀπὸ τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου· ἀλλὰ καὶ(3) οἱ κύνες ἐρχόμενοι ἐπέλειχον τὰ ἕλκη αὐτοῦ(4).
21 και προσπαθούσε να χορτάσει από τα ψίχουλα που έπεφταν από το τραπέζι του πλουσίου. Έρχονταν και τα σκυλιά και του έγλειφαν τις πληγές.
(1) Αντίθετα με το «ευφραινόταν λαμπρά» του πλουσίου, προβάλλεται η έλλειψη τροφής και τα ψίχουλα που επιθυμούνται. Το επιθυμούσε δεν σημαίνει ότι στερούνταν τελείως, διότι πώς θα ζούσε; (g). Το ότι του επέτρεπαν να μένει εκεί μάλλον υποδηλώνει ότι δεν τον εγκατέλειψαν τελείως (p). Πάντοτε όμως τα ψίχουλα από το τραπέζι δεν τον χόρταιναν και έμενε εν μέρει ανικανοποίητη η πείνα του (g). Το «επιθυμούσε» λοιπόν σημαίνει κατάσταση παρατεινόμενη (ο). «Άλλο βάσανο ήταν το ότι έβλεπε άλλους να απολαμβάνουν υπερβολικά, ενώ αυτός λιμοκτονούσε. Διότι επιθυμούσε να χορτάσει όχι με φαγητά πολυτελή, αλλά και με αυτά τα ψίχουλα» (Θφ).
(2) Το «ψίχουλα» μπαίνει σε προφανή αντίθεση με το προηγούμενο «ευφραινόταν κάθε μέρα λαμπρά» (ο). Η έκφραση υποδηλώνει ότι στο σπίτι εκείνο δεν συνήθιζαν να μοιράζουν στους φτωχούς τα υπολείμματα του τραπεζιού. Ίσως έριχναν αυτά στο δρόμο και για αυτό προσελκύονταν εκεί και σκυλιά.
(3) Το «αλλά και» δεν επιτρέπει να δούμε στην λεπτομέρεια αυτή ανακούφιση των δεινών του Λαζάρου (g). Λιγότερο πιθανή λοιπόν η ερμηνεία: το «αλλά και» σημαίνει: αλλά και τα ίδια τα σκυλιά τον συμπαθούσαν για την κατάστασή του και έδειχναν αυτήν γλύφοντας τις πληγές του (δ). «Έγλυφαν τις πληγές του όχι για να του χειροτερέψουν την κατάσταση, αλλά κατά κάποιο τρόπο συμπονούσαν και θεράπευαν με την γλώσσα και αφαιρούσαν με το γλείψιμο αυτό που προκαλούσε πόνο και με συμπάθεια άλειφαν με σάλιο εκεί γύρω τα σημεία, με σκοπό και με αυτό να δειχτεί ότι ο πλούσιος ήταν και από τα ζώα αγριότερος» (Σχ.). Πιο σωστά: «Αλλά ήταν και έρημος από αυτούς που θα τον φρόντιζαν· διότι τα σκυλιά έγλυφαν τις πληγές του, αφού δεν υπήρχε κανείς να τα εμποδίσει» (Θφ). «Τόσο πολύ δηλαδή είχε παραλύσει το σώμα, ώστε να μην μπορεί ούτε τα σκυλιά να εμποδίσει» (Ζ). Στο «ντυνόταν με πορφύρα και βύσσο» αντιτίθεται η γυμνότητα αυτού. Αποκορυφώνεται εδώ η αντίθεση μεταξύ των δύο προσώπων της παραβολής. Ο ένας ντυνόταν βασιλικά ενδύματα, ο άλλος ως μόνο ρούχο του είχε την γυμνότητά του και τις πληγές του. Ο πλούσιος ξάπλωνε στα μαλακά και πολυτελή μαξιλάρια του τραπεζιού του· ο φτωχός ήταν πεταμένος στο έδαφος στον πυλώνα του πλουσίου. Ο πλούσιος ευφραινόταν κάθε μέρα λαμπρά, ο Λάζαρος επιθυμούσε να χορτάσει από τα ψίχουλα. Ο πλούσιος περικυκλωνόταν από σμήνη ομοτράπεζων που τον κολάκευαν, ο Λάζαρος μόνη συντροφιά είχε τα σκυλιά (ο).
(4) Η σε όλη την παραβολή σιωπή του Λαζάρου προκαλεί βαθιά εντύπωση. «Άραγε λοιπόν ενώ ήταν ο Λάζαρος μέσα σε τόσα δεινά, βλασφήμησε; Ή κορόιδεψε την πολυτέλεια του πλουσίου; Ή κατέκρινε την απανθρωπιά; Ή κατηγόρησε την θεία πρόνοια; Τίποτα από αυτά δεν σκέφτηκε, αλλά με πολλή φιλοσοφία καρτερούσε» (Θφ). «Ω, πόσο πολλή ανδρεία και υπομονή! Διότι ενώ ο πλούσιος ήταν έτσι, αυτός ενώ ήταν σε αυτήν την κατάσταση, δεν βλασφήμησε ούτε γόγγυσε. Και πάλι, ω πόσο πολλή ωμότητα και ασπλαχνία του πλουσίου! Αφού αυτόν που ήταν σε τόσα κακά, αυτός που ήταν σε τόσα καλά τον παρέβλεπε και μάλιστα ενώ ήταν ριγμένος μπροστά στον πυλώνα του» (Ζ). Αυτός ο τόσο άθλιος και φτωχός άνθρωπος ήταν αγαθός και αγαπητός στο Θεό, όπως δείχνεται από τη συνέχεια. Σημείωσε ότι κλήρος μερικών από τους πιο αγαπητούς στο Θεό αγίους και δούλους, είναι συρροή θλίψεων βαρύτατων, την ώρα που πολλοί ασεβείς και αμαρτωλοί «δεν θα υποστούν μάστιγες μαζί με τους ανθρώπους και δεν υφίστανται τους κόπους των ανθρώπων» (Ψαλμ. οβ 5).

16.22 ἐγένετο δὲ ἀποθανεῖν τὸν πτωχὸν(1) καὶ ἀπενεχθῆναι(2) αὐτὸν(3) ὑπὸ τῶν ἀγγέλων(4) εἰς τὸν κόλπον ᾽Αβραάμ(5)· ἀπέθανεν δὲ καὶ ὁ πλούσιος καὶ ἐτάφη(6).
22 Κάποτε πέθανε ο φτωχός, και οι άγγελοι τον πήγαν κοντά στον Αβραάμ. Πέθανε κι ο πλούσιος και τον έθαψαν.
(1) Πέθανε πρώτος εξαντλημένος από τις στερήσεις και τα παθήματα (g). Ο Θεός συχνά παίρνει από τον κόσμο αυτόν τους αγαθούς, την ώρα που αφήνει τους κακούς να δοξάζονται σε αυτόν. Όμως για τον Λάζαρο υπήρξε πλεονέκτημα και ευεργεσία, το ότι γρήγορο τέλος μπήκε στην αθλιότητα της παρούσας ζωής του, για να αναπαυτεί από τους κόπους του στη μελλοντική ζωή. «Μην ζηλεύεις λοιπόν τους πονηρούς, ούτε αυτούς που εργάζονται την ανομία» «Η σωτηρία των δικαίων είναι από τον Κύριο και αυτός είναι υπερασπιστής τους σε καιρό θλίψης» (Ψαλμ. λστ 1,39).
(2) Μεταφέρθηκε από τον τόπο τον ξένο σε αυτόν, στον οποίο έμενε ως ξένος, στην αληθινή του πατρίδα (b). «Και από αυτήν εδώ την παραβολή είναι φανερό ότι, όταν οι ψυχές βγουν από το σώμα, δεν παραμένουν εδώ, αλλά αμέσως μεταφέρονται. Και άκου πως. Διότι συνέβη, λέει, αυτός να πεθάνει και να μεταφερθεί από τους αγγέλους. Όχι όμως μόνο οι ψυχές των δικαίων, αλλά και αυτών που ζουν με πονηρία μεταφέρονται εκεί· και αυτό πάλι είναι φανερό από άλλον πλούσιο. «Ανόητε, αυτήν τη νύχτα απαιτούν από σένα την ψυχή σου». Και πρόσεξε· εδώ λέει «οδηγήθηκε από τους αγγέλους», εκεί «απαιτούν»· και τον έναν τον έβγαζαν σαν αιχμάλωτο, ενώ τον άλλον τον περιστοίχιζαν συνοδευτικά σαν νικητή» (Χ).
(3) Δηλαδή η ψυχή του, παρόλο που γίνεται λόγος για τον κόλπο του Αβραάμ και για δάχτυλο του Λαζάρου και για γλώσσα του πλουσίου (b). Εφόσον είπε ότι συνέβη να πεθάνει, με τον θάνατο επήλθε χωρισμός της ψυχής από το σώμα (p). Χρησιμοποιεί όμως στη συνέχεια τέτοιες λέξεις και εικόνες «για αυτά που μέλλουν ακόμη να γίνουν, που τα διηγείται σαν να έγιναν ήδη· διότι δεν έχει γίνει ακόμη η ανταπόδοση όσων ζήσαμε, αφού δεν έγινε ακόμη η κρίση· και ολοκάθαρα παρουσιάζει ποιες τιμωρίες, από τη μία, θα διαδεχτούν τους άσπλαχνους πλουσίους μετά θάνατον, ποιες ανέσεις, από την άλλη, θα διαδεχτούν τους φτωχούς που υπέμειναν τους κόπους» (Ζ). Κύριος σκοπός της παραβολής δεν είναι να μας δώσει πληροφορίες για τον αόρατο κόσμο. Η γενική αρχή που διδάσκεται και υποστηρίζεται από την παραβολή είναι, ότι η ευτυχία και η αθλιότητα μετά το θάνατο καθορίζονται από την διαγωγή την οποία έδειξε ο άνθρωπος πριν το θάνατο. Οι λεπτομέρειες λοιπόν της εικόνας έχουν παρθεί από τις ιουδαϊκές δοξασίες σχετικά με τον άδη και την κατάσταση των ψυχών σε αυτόν, όπως και οι ιδιότητες των σωμάτων αποδίδονται στις ψυχές, για να καταστεί σε μας έτσι ζωηρή και όσο το δυνατόν περισσότερο αντιληπτή η εικόνα (p).
(4) Η μεταφορά του ήταν άκοπη και ευτυχής. Μία παράφραση αραμαϊκή στο Άσμα δ 12 λέει ότι οι ψυχές των δικαίων μεταφέρονται στον παράδεισο από τους αγγέλους. Δες την φράση «λειτουργικά πνεύματα» (Εβρ. α 14) (p). Οι άγγελοι φρόντισαν για τον φτωχό Λάζαρο. Είναι αυτοί λειτουργικά πνεύματα για αυτούς που μέλλον να κληρονομήσουν σωτηρία, όχι μόνο όταν αυτοί βρίσκονται στην παρούσα ζωή, αλλά και όταν πεθάνουν. Και έχουν εντολή να σηκώνουν αυτούς στα χέρια τους όχι μόνο όταν κινδυνεύουν στα ταξίδια και τις μετακινήσεις τους στη γη, αλλά και όταν κάνουν το μεγάλο ταξίδι τους στους ουρανούς. Ένας άγγελος θα ήταν υπεραρκετός για να συνοδεύσει τον Λάζαρο με ασφάλεια στους κόλπους του Αβραάμ. Αλλά εδώ αναφέρονται άγγελοι πολλοί. Αποτελούν αυτοί τιμητική συνοδεία του Λαζάρου. Ο Άμασις, ο βασιλιάς της Αιγύπτου, καθόταν σε άρμα που συρόταν από βασιλιάδες. Τι ήταν η τιμητική εκείνη συνοδεία μπροστά σε αυτήν με την οποία τιμάται ο Λάζαρος;
(5) Φράση που χρησιμοποιείται και από τους ραβίνους και φανερώνει την στενή κοινωνία και σχέση (g). Ο Λάζαρος εκεί αναπαύεται με το κεφάλι του στο στήθος του Αβραάμ, σαν παιδί στην αγκαλιά του πατέρα και συμμετέχει στην ευτυχία του. Η φράση δεν έχει την ίδια σημασία με τον παράδεισο, αλλά η ανάπαυση στον κόλπο του Αβραάμ υπονοεί και τον παράδεισο, διότι ο Αβραάμ είναι εκεί (p). Ο Αβραάμ υπήρξε μέγας πλούσιος. Παρ’ όλα αυτά στον ουρανό δεν απαξίωσε να δεχτεί τον φτωχό Λάζαρο στους κόλπους του. Άγιοι πλούσιοι και φτωχοί, συναντιούνται στους ουρανούς. Και ο φτωχός αυτός Λάζαρος, ο οποίος δεν ήταν ανεκτός και δεκτός σε τόπο πλησιέστερο από τον πυλώνα του πλούσιου στη γη, στον ουρανό οδηγήθηκε αμέσως στην ίδια την ουράνια αίθουσα του αιώνιου δείπνου, παίρνοντας τιμητική θέση στο τραπέζι κοντά στον Αβραάμ.
(6) «Για τον φτωχό μεν δεν είπε ότι ενταφιάστηκε, επειδή είναι τελείως αφρόντιστη η ταφή των φτωχών. Στον πλούσιο όμως και με το παραπάνω, λόγω της πολυτέλειας της ταφής των πλουσίων» (Ζ). Είναι αξιόλογη και η εκδοχή, σύμφωνα με την οποία η αντίθεση είναι εδώ κυρίως ανάμεσα στη μεγαλοπρεπή ταφή του πλούσιου από τους ανθρώπους και στην μεταφορά του φτωχού από τους αγγέλους (p). Ο πλούσιος έτυχε πομπώδους κηδείας, με αυλητές και θρηνωδούς που συνόδευαν αυτόν μέχρι τον τάφο, ο οποίος είχε προετοιμαστεί σε μνημείο πολυτελές και μεγαλοπρεπές. Πιθανώς θα εκφωνήθηκε και επιτάφιος λόγος, που θα τόνιζε τα προσόντα του πλουσίου και την γενναιοδωρία και άνεσή του στις υποδοχές των φίλων και στα συμπόσια που τους παρέθετε. Αλλά πόσο ξένη μπορεί να είναι η τελετή της κηδείας με την ευτυχία αυτού που κηδεύεται. Στον αόρατο κόσμο ο πλούσιος αντικρύζει κατάσταση αθλιότητας και δυστυχίας. «Τον Λάζαρο άγγελοι τότε τον οδήγησαν, ενώ εκείνου την ψυχή την απαιτούσαν κάποιες φοβερές δυνάμεις που στάλθηκαν ίσως για αυτόν τον σκοπό. Διότι δεν αναχωρεί μόνη της η ψυχή για εκείνη τη ζωή, επειδή αυτό δεν είναι δυνατόν. Διότι εάν, όταν μεταβαίνουμε από πόλη σε πόλη, έχουμε ανάγκη από οδηγό, πολύ περισσότερο η ψυχή όταν αποσπαστεί από το σώμα και μεταφέρεται στην μέλλουσα ζωή, έχει ανάγκη αυτούς που θα την οδηγήσουν» (Χ).

16.23 καὶ(1) ἐν τῷ ᾅδῃ(1) ἐπάρας τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ(3), ὑπάρχων(4) ἐν βασάνοις(5), ὁρᾷ(6) τον ᾽Αβραὰμ ἀπὸ μακρόθεν καὶ Λάζαρον ἐν τοῖς κόλποις(7) αὐτοῦ.
23 Στον άδη που ήταν και βασανιζόταν, σήκωσε τα μάτια του και είδε από μακριά τον Αβραάμ και κοντά του το Λάζαρο.
(1) Οι δύο συνομιλίες, από τις οποίες συντίθεται αυτή η σκηνή, αναφέρονται η μεν πρώτη στην τύχη του πλουσίου (σ. 23-26), ενώ η δεύτερη σε αυτήν των αδελφών του (σ. 27-31)(g).
(2) Άδη λέει τον τόπο, στον οποίο διαμένουν οι νεκροί, χωρίς διάκριση των διάφορων πεδίων ή διαμερισμάτων, τα οποία μπορεί αυτός να περικλείει μέσα του, μόνο για να αντιθέσει αυτόν με τη γη των ζωντανών (g). Όλοι όσοι απέρχονται από την ζωή αυτή, μεταβαίνουν εκεί μέχρι την τελική κρίση, περιλαμβάνει όμως ο Άδης και τον παράδεισο και την γέεννα (κόλαση). Ότι ο Άδης δεν σημαίνει πάντοτε τη φωτιά της γέεννας και τόπο τιμωρίας, γίνεται ολοφάνερο από το Πράξ. β 27,31,Γεν. λζ 35,μβ 38,μδ 29,Ιώβ ιδ 13,ιζ 13 κλπ. Ότι επίσης ο Άδης περικλείει μέσα του και τόπο τιμωρίας, είναι εξίσου σαφές από το παρόν χωρίο (p). Όπως οι ψυχές των πιστών, αμέσως μόλις ελευθερωθούν από το φορτίο της σάρκας, εισέρχονται σε κατάσταση χαράς και ευτυχίας, έτσι και οι πονηρές και στερούμενες από τον αγιασμό ψυχές, αμέσως μόλις αποσπαστούν από τις ηδονές της σάρκας με τον θάνατο, ρίχνονται σε κατάσταση δυστυχίας ασταμάτητης και διαρκούς, η οποία θα αυξηθεί πολύ περισσότερο κατά την γενική ανάσταση. Ο πλούσιος είχε εξ’ ολοκλήρου απορροφηθεί από τις απολαύσεις των αισθήσεων και για αυτό κατέστησε τον εαυτό του ακατάλληλο για τις ανώτερες απολαύσεις του πνευματικού κόσμου. Η σαρκική διάνοιά του και η υλόφρονη ψυχή του παρέμειναν τελείως ξένες με αυτές και καμία ανακούφιση δεν ήταν δυνατόν να δοκιμάσουν από αυτές. Επειδή μάλιστα υπήρξε και σκληρόκαρδος απέναντι στη δυστυχία του φτωχού τώρα αντιμετωπίζει και χωρίς έλεος την κρίση, αφού δεν έδειξε έλεος.
(3) Ο πλούσιος υψώνει τα μάτια του όχι για να πετύχει βοήθεια, αλλά για να μάθει την φύση της κατάστασής του που μεταβλήθηκε (p). Αξιοθρήνητο θέαμα παρουσιάζει αυτός από την άβυσσο (b).
(4) Πιο έντονο από το «ήταν».
(5) Έφυγε δηλαδή «από απόλαυση σε κόλαση, από δόξα σε ατιμία, από φως σε σκοτάδι» (Κ).
(6) «Άλλοι Πατέρες λένε ότι ούτε οι δίκαιοι βλέπονται από τους αμαρτωλούς, ούτε οι αμαρτωλοί από τους δίκαιους· διότι οι μεν είναι στο φως, ενώ οι άλλοι στο σκοτάδι· απέχουν όμως πολύ μεταξύ τους το φως από το σκοτάδι… Η παραβολή όμως το βάζει υποθετικά, λόγω της αυτονομίας που έχουν στη διήγηση οι παραβολές και για να γίνει ο λόγος πιο φοβερός και πειστικός» (Ζ).
(7) Ο πληθυντικός εκφράζει την έκταση από το στήθος μέχρι τα γόνατα (b). Αντί για τον ενικό του σ. 22, βάζει πληθυντικό για να σημάνει την πληρότητα (g). Αξιοσημείωτα και τα επόμενα: «Όπως ακριβώς στον Λάζαρο πριν, όταν βρισκόταν σε τόσα κακά, ήταν προσθήκη συμφορών το να βλέπει τον πλούσιο σε τόσα αγαθά· έτσι και για τον πλούσιο τώρα, που είναι σε τόσα δεινά, είναι προσθήκη τιμωριών το να βλέπει τον Αβραάμ σε τόσα αγαθά» (Ζ). «Διότι εγώ νομίζω, ότι βλέποντας αυτήν την τόσο απότομη μεταβολή των πραγμάτων και αυτόν μεν που ήταν πεταμένος στον πυλώνα και ξαπλωμένος μπροστά στις γλώσσες των σκυλιών, να απολαμβάνει τόση παρρησία και να ζει στην αγκαλιά του πατριάρχη, ενώ τον εαυτό του περιτριγυρισμένο από τόση ντροπή και μαζί με αυτήν να κατατηγανίζεται από τη φωτιά, τότε ένιωθε μεγαλύτερο τον πόνο» (Χ). Είδε τον Λάζαρο «έτσι ώστε αυτό ακριβώς που έπαθε ο φτωχός, αυτό να πάθει και ο πλούσιος τώρα με μεγαλύτερη την υπερβολή. Διότι όπως ακριβώς σε εκείνον έκανε χειρότερο το βάσανο το να είναι πεσμένος στον πυλώνα του πλουσίου και να βλέπει τα ξένα αγαθά, έτσι λοιπόν και σε αυτόν έκανε χειρότερη την τιμωρία τώρα το να βρίσκεται στη γέεννα και να βλέπει την απόλαυση του Λαζάρου, έτσι ώστε να έχει πιο αφόρητη την τιμωρία, όχι μόνο εξαιτίας του είδους των βασάνων, αλλά και εξαιτίας της τιμής που αξιώθηκε εκείνος» (Χ).

16.24 καὶ αὐτὸς(1) φωνήσας(2) εἶπεν, Πάτερ ᾽Αβραάμ(3), ἐλέησόν(4) με καὶ πέμψον Λάζαρον(5) ἵνα βάψῃ τὸ ἄκρον τοῦ δακτύλου αὐτοῦ ὕδατος(6) καὶ καταψύξῃ(7) τὴν γλῶσσάν μου, ὅτι ὀδυνῶμαι ἐν τῇ φλογὶ ταύτῃ(8).
24 Τότε φώναξε ο πλούσιος και είπε: “πατέρα μου Αβραάμ, σπλαχνίσου με και στείλε το Λάζαρο να βρέξει με νερό την άκρη του δάχτυλού του και να μου δροσίσει τη γλώσσα, γιατί υποφέρω μέσα σ’ αυτή τη φωτιά”.
(1) Δεν απολαμβάνει πλέον τη φροντίδα των δούλων, αλλά είναι και αυτός ικέτης που ζητιανεύει (b).
(2) Σχετίζεται με το «από μακριά» (g). «Ύψωσε την φωνή του», το οποίο συμφωνεί με το «από μακριά» (p).
(3) Κάνει έκκληση στη συγγένειά τους και στην πατρική του συμπάθεια. Δεν θα σπλαχνιστεί ο Αβραάμ τα παιδιά του; (p). «Τι ονομάζεις πατέρα τον Αβραάμ, του οποίου την ζωή δεν μιμήθηκες; Εκείνος κάθε άνθρωπο τον φιλοξενούσε στο σπίτι του, εσύ όμως δεν φρόντισες έναν φτωχό» (Χ). Δύο πράγματα συμπεραίνουμε από την επίκληση αυτή· πρώτον ότι οι πεθαμένοι μπορούν στην άλλη ζωή να αναγνωρίσουν ο ένας τον άλλον· και δεύτερον ότι και ο πλούσιος ήταν Ιουδαίος (ο). Τίποτα δεν έθιγε πιο πολύ τους Φαρισαίους, οι οποίοι την καταγωγή από τον Αβραάμ θεωρούσαν ως τον όρο της σωτηρίας, από την επίκληση αυτή από το στόμα αυτού που βασανιζόταν στον άδη. Όποιος έχει κάνει περιτομή είναι σωσμένος, έλεγαν οι ραβίνοι. Το να έχει κάνει όμως περιτομή σήμαινε ότι είναι τέκνο του Αβραάμ (g).
(4) Έλεος ζητά. Το περιφρονούσε άλλοτε, όταν ήταν καιρός να το ζητήσει. Τώρα που πέρασε ο καιρός του ελέους, ζητά αυτό μάταια. Αυτός ο οποίος κανένα έλεος δεν έδειξε στο Λάζαρο, περιμένει τώρα μέσω του Λαζάρου να του σταλεί αυτό. Όταν και οι δύο ζούσαν στη γη, δεν καταδεχόταν ο πλούσιος ούτε καν ένα βλέμμα να ρίξει στον Λάζαρο. Τώρα τον φωνάζει ονομαστικά και ζητά την βοήθειά του. Ω! ναι· θα έλθει ασφαλώς ημέρα, κατά την οποία εκείνοι, οι οποίοι μισούν και περιφρονούν τον λαό του Θεού, με πολλή βιασύνη και προθυμία θα επιζητούν την συμπάθειά του.
(5) «Πρόσεξε, πόσο το βασανιστήριο τον σωφρόνισε» (Ζ). Στον άδη ταπεινώθηκε τόσο πολύ από τις οδύνες του, ώστε θέλει έστω και μικρή ανακούφιση από οποιονδήποτε, ακόμη και από αυτόν τον Λάζαρο (p). «Αυτός που πριν από αυτό ούτε που γύριζε, ούτε να δει δεν ανεχόταν τον Λάζαρο… τώρα ικετεύει τον πατριάρχη… Στείλε, λέει, τον Λάζαρο εκείνον, τον φτωχό, τον οποίο πριν από αυτό σιχαινόμουν, στον οποίο δεν έδινα ούτε τα ψίχουλα· εκείνον χρειάζομαι τώρα, και το δάχτυλο εκείνου ζητώ… Είδες πως τον μαλάκωσε η τιμωρία. Και δεν κάνει προς τον Λάζαρο την ικεσία, αλλά προς τον πατριάρχη. Λογικό· διότι δεν τολμούσε ούτε να δει τον φτωχό. Διότι σκεφτόταν, νομίζω, συλλογιζόμενος την απανθρωπιά και ασπλαχνία του, την οποία έδειξε προς αυτόν, και υποπτευόταν ίσως ότι δεν θα τον αξίωνε ούτε απάντησης» (Χ).
(6) Να βουτήξει αυτό στο νερό, ώστε μόλις μία σταγόνα να στάξει από αυτό (g). Και η ελάχιστη δηλαδή ανακούφιση θα είναι ευπρόσδεκτη (p). Ζητά ένα ψίχουλο μόνο ανακούφισης μέσα στην ανυπόφορη οδύνη του (ο).
(7) Λέγεται μία φορά η λέξη. Και το καταψύχω και το οδυνώμαι που ακολουθεί είναι όροι που χρησιμοποιούνται από τους γιατρούς (L).
(8) Είμαι σε αγωνία μέσα στη φλόγα αυτή των ακόρεστων επιθυμιών και των τύψεων, οι οποίες αποτελούν την εισαγωγή της γέεννας της φωτιάς (p). Οι σαρκικές επιθυμίες που φούντωσαν και τράφηκαν στη ζωή αυτή, με αχαλίνωτη ικανοποίηση, μεταβάλλονται εκεί σε βάσανο για την ψυχή, εφόσον αυτή είναι στερημένη και από τα εξωτερικά αντικείμενα, που τις ικανοποιούν και από το σώμα με το οποίο απολάμβανε αυτές (g). Δεν υπάρχει τίποτα οδυνηρότερο για τα σώματα από το να βασανίζονται με φωτιά. Με αυτό λοιπόν παριστάνονται οι αγωνίες και αθλιότητες των καταδικασμένων ψυχών.

16.25 εἶπεν δὲ ᾽Αβραάμ, Τέκνον(1), μνήσθητι(2) ὅτι ἀπέλαβες(3) συ τὰ ἀγαθά σου(4) ἐν τῇ ζωῇ σου, καὶ Λάζαρος ὁμοίως τὰ κακά(4)· νῦν δὲ ὧδε(5) παρακαλεῖται σὺ δὲ ὀδυνᾶσαι(6).
25 Ο Αβραάμ όμως του απάντησε: “παιδί μου, θυμήσου ότι εσύ απόλαυσες την ευτυχία στη ζωή σου, όπως κι ο Λάζαρος τη δυστυχία. Τώρα λοιπόν αυτός χαίρεται εδώ, κι εσύ υποφέρεις.
(1) Η προσφώνηση Παιδί μου στο στόμα του Αβραάμ, φέρνει περισσότερο πλήγμα, παρά η Πάτερ Αβραάμ στο στόμα του πλουσίου. Ο Αβραάμ αναγνωρίζει την πραγματικότητα της σαρκικής συγγένειας, αλλά όχι λιγότερο ο απόγονός του αυτός παραμένει λεία της φλόγας του Άδη (g). Η προσφώνηση τέκνον κάνει βαρύτερη την άρνηση. Ήταν γιος, ανυπάκουος όμως και τώρα εγκαταλείφθηκε και αποκληρώθηκε από τον Αβραάμ ως ανάξιος απόγονος. Αξιοσημείωτη και η επόμενη: «Δεν είπε· Απάνθρωπε και ωμέ, δεν ντρέπεσαι;… Αλλά πώς μίλησε; Παιδί μου. Δες συμπαθή και αγία ψυχή… Παιδί μου, λέει, υπαινισσόμενος με αυτό ότι, μέχρις εδώ σταματά η εξουσία του, να τον ονομάσει δηλαδή έτσι με γλυκύτητα, παραπέρα όμως δεν εξουσιάζει τίποτα. Αυτό που έχω, αυτό σου μεταδίδω, φωνή συμπαθητική» (Θφ). «Δεν είπε απάνθρωπε και ωμέ και παμπόνηρε, ενώ άφησες σε τόσο μεγάλα κακά τον άνθρωπο, θυμάσαι τώρα τη φιλανθρωπία και το έλεος και τη συγγνώμη; Αλλά τι; Παιδί μου, λέει, πήρες τα αγαθά σου. Διότι λέει το ρητό «ψυχή ταλαιπωρημένη μην την ταράξεις παραπάνω»(Σοφ. Σειρ. 4,3)» (Χ).
(2) Οι νεκροί διατηρούν την ανάμνηση των γεγονότων της επίγειας ζωής. Δες και σ. 27 (b). Η ανάμνηση την οποία θα διατηρούν οι καταδικασμένες ψυχές, θα είναι ο βασανιστής τους. Ήδη στην παρούσα ζωή καλούνται οι αμαρτωλοί να θυμούνται, αλλά το αποφεύγουν και πεισματικά θέλουν να λησμονούν. Γιε μου, να θυμάσαι τον Δημιουργό σου, τον Λυτρωτή σου, τα τέλη της ζωής σου. Τώρα τα λησμονούν. Τότε η πρόσκληση αυτή θα αντηχεί διαρκώς στα αυτιά τους για να τους βασανίζει. Η μνήμη στον άλλο κόσμο είναι απαραίτητη για την χαρά των δικαίων και θα συντελεί σοβαρά στην θλίψη των χαμένων. Η μνήμη μας εκεί θα ενισχυθεί τόσο, ώστε να θυμόμαστε όλο τον βίο μας στη γη. Πιθανότατα μάλιστα θα κινείται τόσο αστραπιαία, ώστε αυτοστιγμεί να περιλαμβάνει με ένα βλέμμα ολόκληρη την περασμένη ζωή. Από το υψηλό όρος της αιωνιότητας θα βλέπουμε προς τα κάτω και θα διακρίνουμε ολόκληρη την πεδιάδα της ζωής μας στη γη, η οποία θα απλώνεται μπροστά μας. Και θα συνοδεύεται η ανάμνηση του παρελθόντος με τέλεια και ακριβή γνώση των συνεπειών και πλήρη αίσθηση της συνείδησης ως προς το ένοχο και τις βαριές ευθύνες του παρελθόντος.
(3) Η πρόθεση «από»=αρκετά πήρες, όπως και το απέχω του Ματθ. στ 2 (δ). Πλήρως και εξ’ ολοκλήρου πήρες, ώστε να μην επιφυλαχτεί τίποτα για το μέλλον (p). Λιγότερο πιθανή ερμηνεία: «Συνηθίζουμε να λέμε το «απέλαβες» για αυτά που δέχεται κάποιος τα οποία του τα χρωστούσαν» (Θφ). «Και φανερώνεται οπωσδήποτε από εδώ, ότι και ο πλούσιος, αν και ήταν αμαρτωλός, όμως είχε κάποια αρετή, χάριν της οποίας πήρε πίσω, όσο ζούσε ακόμη, τα οφειλόμενα αγαθά· και ο Λάζαρος, αν και ήταν δίκαιος, όμως είχε κάποια κακία, λόγω της οποίας και αυτός πήρε, όσο ζούσε, τα οφειλόμενα κακά· διότι από τους ανθρώπους κανείς δεν στερείται αρετής, ούτε ο πάρα πολύ πονηρός· και κανείς δεν στερείται κακίας, ούτε ο πάρα πολύ αγαθός» (Ζ). Από μόνη της η ερμηνεία είναι σωστή, αλλά εδώ είναι λιγότερο πετυχημένη.
(4) Σε αυτό συνίστατο η τραγική πλάνη του. Δεν είχε καν ιδέα ότι υπήρχαν και άλλα αγαθά και φύλαξε αυτά εγωιστικά για τον εαυτό του. Είναι αξιοσημείωτο το «σου», ενώ για τον Λάζαρο γράφεται απλώς «τα κακά» χωρίς το «του». Τα κακά του Λαζάρου δεν ήταν δικά του, αλλά δέχτηκε αυτά ως δοκιμασία από το Θεό· ενώ ο πλούσιος θεωρούσε τα αγαθά ως δικά του αποκλειστικά, χωρίς να πρόκειται κάποτε να δώσει λογαριασμό για αυτά (p). Διάλεξε τα φθαρτά αγαθά ως τα άριστα, με τα οποία ήταν πλήρως ικανοποιημένος και ήταν για αυτό το μόνο μερίδιο που διάλεξε. Στα φαγητά και τα ποτά, στα πλουσιότατα ρούχα τοποθέτησε την όλη ευτυχία του. Αυτά υπήρξαν η παρηγοριά του και η αμοιβή του και δεν του ήλθε ποτέ στο νου, ότι υπάρχουν και άλλα αγαθά καλύτερα. Τα τελευταία αυτά δεν είχε λόγο ποτέ να τα περιμένει. Και συνεπώς τώρα και την ελάχιστη ακόμη ανακούφιση στα δεινά, την αρνείται σε αυτόν ο Αβραάμ.
(5) Αντίθεση χρόνου και τόπου=Τώρα εδώ (p).
(6) Εάν υποφέρει χωρίς κάποια ανακούφιση, δεν οφείλεται αυτό απλώς στο ότι υπήρξε πλούσιος, αλλά διότι έκανε τον πλούτο εγωιστικά δικό του, χωρίς να κάνει συμμέτοχό του και τον φτωχό (g). Η απάντηση του Αβραάμ πρέπει να εννοηθεί σε στενή σχέση με το αίτημα του πλούσιου. Ο πλούσιος δεν ζήτησε να απαλλαχτεί τελείως από την τιμωρία του. Δέχτηκε αυτήν ως δίκαιη. Ζήτησε μόνο ελαφριά ανακούφιση και με τρόπο που προϋπέθετε την για κάποια ώρα διακοπή της ανάπαυσης του Λαζάρου. Ο Αβραάμ απαντά ότι κάτι τέτοιο είναι παράλογο και αδύνατο. Ο πλούσιος είχε αδιάκοπη και συνεχή ζωή απόλαυσης και ευφροσύνης και ο Λάζαρος αδιάκοπα δεινά στην επίγεια ζωή. Τώρα καμία διακοπή δεν μπορεί να γίνει ούτε στην οδύνη του πλούσιου, ούτε στην ανάπαυση του Λαζάρου (p).

16.26 καὶ ἐπί πᾶσι(1) τούτοις μεταξὺ ἡμῶν καὶ ὑμῶν χάσμα(2) μέγα ἐστήρικται(3), ὅπως οἱ θέλοντες διαβῆναι ἔνθεν πρὸς ὑμᾶς μὴ δύνωνται, μηδὲ ἐκεῖθεν πρὸς ἡμᾶς διαπερῶσιν(4).
26 Κι εκτός απ’ όλα αυτά, υπάρχει ανάμεσά μας μεγάλο χάσμα, ώστε αυτοί που θέλουν να διαβούν από ’δω σ’ εσάς να μην μπορούν· ούτε οι από ’κει μπορούν να περάσουν σ’ εμάς”.
(1) Υπάρχει και η γραφή ἐν πᾶσι. Το επί πᾶσιν συγκεντρώνει νέους λόγους απόρριψης του αιτήματος του πλουσίου (b)=Και αν ακόμη υποτεθεί ότι η αγάπη θα ήταν διατεθειμένη σε κάποια παραχώρηση, υπάρχει και άλλος λόγος που αποκλείει αυτήν, το αδύνατον (g).
(2) =Βάραθρο μεγάλο και αξεπέραστο (δ). «Χάσμα μέγα ονομάζει το ακαταμάχητο πρόσταγμα του Θεού, που σαν χάσμα εμποδίζει την ανάμιξη αυτών και εκείνων» (Ζ). Έξυπνα χρησιμοποιείται στην εικόνα αυτή το χάσμα και όχι τα τείχη, διότι τα τείχη θα εμπόδιζαν αυτούς που συνομιλούν να βλέπονται μεταξύ τους από το ένα μέρος στο άλλο (g). Δόξα τω Θεώ! Στην παρούσα ζωή δεν υπάρχει χάσμα ανάμεσα στην κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε εκ φύσεως και κληρονομικότητας, από τη μία, και στη χάρη του Θεού, από την άλλη. Οποιοιδήποτε και αν είμαστε, από οπουδήποτε και αν καταγόμαστε, μπορούμε να μεταπηδήσουμε από την αμαρτία στο Θεό. Αλλά αν πεθάνουμε μέσα στις αμαρτίες μας, εάν ρίξουμε τους εαυτούς μας στο χάσμα του ολέθρου, δεν υπάρχει πλέον ελπίδα από εκεί να βγούμε. Η κατάσταση των καταδικασμένων αμαρτωλών είναι πλέον οριστικά καθορισμένη από αμετάκλητη και αναλλοίωτη απόφαση του Θεού. Είναι πλέον αργά για οποιαδήποτε μεταβολή της κατάστασής τους ή για οποιαδήποτε ανακούφισή τους. Είναι εγκαταλελειμμένοι πλέον στην απελπισία.
(3) Είναι στερεωμένο (δ). Είναι αμετακίνητα στηριγμένο. Σύμβολο άκαμπτης απόφασης του Θεού για τον χωρισμό (g).
(4) «Δείχνει την απόσταση και διαφορά των δίκαιων με τους αμαρτωλούς. Όπως ακριβώς δηλαδή και οι διαθέσεις τους ήταν διαφορετικές, έτσι και οι τόποι διαμονής έχουν πολλή την απόσταση, αφού ο καθένας απολαμβάνει τα κατάλληλα ανάλογα με τη διάθεση και τον βίο του» (Θφ). Οι πιο πονόψυχοι από τους αγίους στους ουρανούς δεν μπορούν να επισκεφτούν τους κατάδικους στον άδη, για να ανακουφίσουν αυτούς που υπήρξαν ίσως φίλοι τους στην επίγεια ζωή. Δεν μπορούν να απομακρυνθούν από τη θεά του λαμπρού προσώπου του Πατέρα τους, ούτε να διακόψουν το έργο τους κοντά στο θρόνο του για να μεταφέρουν νερό σε αυτούς που έχουν απορριφθεί στον άδη.

16.27 εἶπεν δέ(1), ᾽Ερωτῶ(2) οὖν(3) σε, πάτερ, ἵνα πέμψῃς αὐτὸν(4) εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου,
27 Είπε πάλι ο πλούσιος: “τότε σε παρακαλώ, πατέρα, στείλε τον στο σπίτι του πατέρα μου,
(1) Ο πλούσιος απευθύνει άλλη παράκληση, η οποία φαίνεται μεν λιγότερο ιδιοτελής από την πρώτη, είναι όμως και λιγότερο ταπεινή. Διότι υπονοεί, ότι δεν έτυχε στη γη σε ευνοϊκές περιστάσεις. Εάν ο Θεός τον ειδοποιούσε επαρκώς και έγκαιρα, δεν θα βρισκόταν τώρα στον τόπο αυτόν της βασάνου (p). Όχι λιγότερο όμως ο πλούσιος σιωπά για τον εαυτό του και δεν έχει τι να απαντήσει στην άρνηση που αντέταξε ο Αβραάμ. Το στόμα του φράχτηκε. Οι καταδικασμένοι λοιπόν αμαρτωλοί θα καταστούν αναπολόγητοι, μη βρίσκοντας ποια δικαιολογία να αντιτάξουν στην εναντίον τους απόφαση. Θα αντιληφθούν επιπλέον ότι με καμία ένσταση δεν θα μπορέσουν να ελαφρώσουν τη θέση τους και τιμωρία τους. Και με το κεφάλι τους προς τα κάτω και το στόμα τους κλειστό θα δεχτούν του δίκαιου κριτή την ετυμηγορία.
(2) «Σε παρακαλώ» (Ζ).
(3) Αφού είναι αδύνατον εδώ λόγω του χάσματος να περάσει κάποιος προς τα εδώ, δεν είναι όμως αδύνατη και η διάβαση από το μέρος το δικό σας στη γη, σε παρακαλώ λοιπόν… (L).
(4) Να στείλεις «όχι απλώς έναν από τους νεκρούς, αλλά τον Λάζαρο, για να τον δουν στεφανωμένο και με δόξα και με υγεία, αυτοί που τον είδαν σε αρρώστια και αυτοί που έγιναν μάρτυρες της φτώχιας του, αυτοί να γίνουν θεατές και της δόξας του. Διότι είναι προφανές ότι με δόξα επρόκειτο να τους εμφανιστεί, αν βεβαίως έπρεπε να είναι αυτός αξιόπιστος κήρυκας» (Θφ). Πάντως ο Λάζαρος ήταν γνωστός στο σπίτι του πλουσίου και ήταν γνωστός και ο θάνατός του. Και συνεπώς η μαρτυρία του θα έκανε εντύπωση στους αδελφούς του πλουσίου.

16.28 ἔχω γὰρ πέντε ἀδελφούς(1), ὅπως διαμαρτύρηται(2) αὐτοῖς, ἵνα μὴ καὶ αὐτοὶ ἔλθωσιν εἰς τὸν τόπον τοῦτον τῆς βασάνου(3).
28 να προειδοποιήσει τους πέντε αδερφούς μου, ώστε να μην έρθουν κι εκείνοι σ’ αυτόν εδώ τον τόπο των βασάνων”.
(1) «Παρακαλεί για τους αδελφούς, φανερώνοντας ότι, όπως ακριβώς αυτός πριν πεθάνει, έτσι και αυτοί, θεωρούν ανοησία τις απειλές της Γραφής για τις κολάσεις του μελλοντικού αιώνα και για αυτό επιδιώκουν μόνη τη φιληδονία» (Ζ). Ο πλούσιος δεν είναι ακόμη αποστερημένος από κάθε φυσική αγάπη. Οι 5 αδελφοί του πλούσιου δεν μπορούν να εκπροσωπούν παρά τους πλούσιους φαρισαίους, οι οποίοι ζούσαν τότε στη γη στην προνομιούχο και λαμπρή θέση, την οποία απολάμβανε άλλοτε ο πλούσιος. Είναι σαν να έλεγε σε αυτούς ο Κύριος: Να ποια θα είναι μετά από λίγο η θέση σας, εάν δεν μεταβληθείτε (g).
(2) Το να διαμαρτυρηθεί δεν σημαίνει απλώς να διακηρύξει, αλλά να μαρτυρήσει έντονα, ώστε η αλήθεια να εισχωρήσει διαμέσου (δια) των καλυμμάτων συνείδησης σκληρυμένης. Ο Ιησούς υπαινίσσεται εδώ την επίμονη αξίωση των αντιπάλων του, να δώσει κάποιο θαύμα σε αυτούς, την οποία αρνούνταν να ικανοποιήσει (g).
(3) Είναι προφανές, ότι ο Κύριος προϋποθέτει εδώ, ότι η κρίση του πλουσίου έγινε αμέσως με τον θάνατό του και όσο ζούσαν ακόμη οι αδελφοί του. Αυτό είναι απόδειξη ότι ο Κύριος δέχεται μία προσωρινή κρίση αμέσως μετά τον θάνατο του καθενός, η οποία διακρίνεται από την τελική και παγκόσμια κρίση (g).

16.29 λέγει αυτώ ᾽Αβραάμ(1), ῎Εχουσι Μωϋσέα καὶ τοὺς προφήτας(2)· ἀκουσάτωσαν αὐτῶν(3).
29 Ο Αβραάμ του λέει: “έχουν τα λόγια του Μωυσή και των προφητών· ας υπακούσουν σ’ αυτά”.
(1) Ο Αβραάμ δεν απαντά ως προς το αν ο Λάζαρος ήταν δυνατόν να σταλεί στους αδελφούς του πλούσιου. Αναμφίβολα δεν υπάρχει μεταξύ γης και παραδείσου τόσο χάσμα, όσο μεταξύ παραδείσου και άδη (b).
(2) Προσωποποίηση του νόμου και των συγγραμμάτων των προφητών, που έξυπνα χρησιμοποιείται εδώ σε αντίθεση με τον Λάζαρο. Διαβάζοντας τον νόμο και τις προφητείες, είναι σαν να έχουν τον Μωϋσή και τους προφήτες πρόσωπο προς πρόσωπο να τους μιλούν (b). «Δεν νοιάζεσαι, λέει, τόσο εσύ για τους αδελφούς όσο ο Θεός που τους έπλασε· διότι τοποθέτησε για χάρη τους αμέτρητους δασκάλους» (Θφ). Από αυτό φαίνεται καθαρά, ότι υπάρχουν αρκετά τεκμήρια και αποδείξεις στην Π.Δ., στον Μωϋσή και τους προφήτες, μέσω των οποίων οι απροκατάληπτοι και ειλικρινείς αναζητητές της αλήθειας θα μπορούσαν να πληροφορηθούν, ότι υπάρχει και άλλη ζωή πέραν του τάφου, όπως και αμοιβές ή ποινές για τους αγαθούς ή πονηρούς ανθρώπους.
(3) Κανείς δεν αναγκάζεται. Με την ακρόαση με πίστη του νόμου σωζόμαστε και όχι με τις εμφανίσεις από τους νεκρούς. Ο Ηρώδης, ο οποίος δεν είχε διάθεση να ακούσει, δεν αξιώθηκε να δει κανένα θαύμα (b).

16.30 ὁ δὲ εἶπεν, Οὐχί(1), πάτερ ᾽Αβραάμ, ἀλλ᾽ ἐάν τις ἀπὸ νεκρῶν(2) πορευθῇ πρὸς αὐτοὺς μετανοήσουσιν(3).
30 “Όχι, πατέρα μου Αβραάμ”, του λέει εκείνος, “δεν αρκεί· αλλά αν κάποιος από τους νεκρούς πάει σ’ αυτούς, θα μετανοήσουν”.
(1) «Στα μεν βιβλία απιστούν, διότι γράφτηκαν από ζωντανούς, που δεν έχουν δει ακόμη τα σχετικά με τον μέλλοντα αιώνα· εάν όμως κάποιος από τους νεκρούς πορευτεί προς αυτούς, θα τον πιστέψουν, αφού ξέρει τα πάντα» (Ζ). «Τέτοιοι είναι και τώρα αυτοί που λένε· Ποιος ξέρει τα σχετικά με τον άδη; Ποιος αφού ήλθε από εκεί μας τα ανήγγειλε;» (Θφ). Ο πλούσιος κάνει ένσταση. Θα έλεγε κάποιος, ότι θέλει να μαλακώσει τον Αβραάμ προσφωνώντας τον με οικειότητα με την επανάληψη του Πάτερ Αβραάμ. Η αίτησή του είναι συγκινητική. Δεν μπορεί κάποιος όμως να μην αντιληφθεί, ότι εμπερικλείει ένα είδος προσωπικής δικαιολογίας. Ο πλούσιος σκέφτεται για τους αδελφούς του ό,τι και για τον εαυτό του (L). Εάν δεν μετανόησε έγκαιρα αυτό οφείλεται στο ότι ο Θεός δεν μεταχειρίστηκε τα μέτρα που έπρεπε (g).
(2) Που βγήκε από τους νεκρούς· η «από» δείχνει το μέρος, στο οποίο είναι οι νεκροί, δηλαδή από τον άδη (δ).
(3) Ο πλούσιος ομολογεί ότι αιτία της απώλειάς του δεν υπήρξαν κυρίως τα πλούτη, αλλά η αμετανοησία, από την οποία συνοδεύονταν αυτά (g).

16.31 εἶπεν δὲ αὐτῷ, Εἰ Μωϋσέως καὶ τῶν προφητῶν οὐκ ἀκούουσιν, οὐδ᾽ ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ πεισθήσονται(1).
31 Του λέει τότε ο Αβραάμ: “αν δεν υπακούνε στα λόγια του Μωυσή και των προφητών, ακόμη κι αν αναστηθεί κάποιος από τους νεκρούς, δεν πρόκειται να πεισθούν”».
(1) Μόνο ανόητοι άνθρωποι είναι δυνατόν να φανταστούν, ότι υπάρχουν μέθοδοι και τρόποι πειθούς καλύτεροι από εκείνους τους οποίους διάλεξε και χρησιμοποιεί ο Θεός. Και μόνο ανόητοι και τυφλοί μπορούν να ισχυριστούν, ότι βρίσκουν αυτοί μέσα σωτηρίας, δραστικότερα από εκείνα, τα οποία μεταχειρίζεται ο Θεός. «Αν δεν ακούμε τις Γραφές, δεν θα πιστέψουμε ούτε αυτούς που έρχονται από τον άδη. Και αυτό το έκαναν φανερό οι Ιουδαίοι, οι οποίοι, επειδή τις Γραφές δεν τις άκουγαν, ούτε νεκρούς αναστημένους που είδαν πίστεψαν, αλλά και τον Λάζαρο (στο κατά Ιωάννην) επιχειρούσαν να τον φονεύσουν» (Θφ), αν και «αναστήθηκε από τους νεκρούς» (Ζ). Και ο Κύριος που είπε αυτήν την παραβολή διακηρύχτηκε με αυθεντικές αποδείξεις ότι αναστήθηκε εκ νεκρών. Και όμως, την ώρα που το μεγάλο αυτό γεγονός του ευαγγελίου διακηρύχτηκε και βεβαιώθηκε από ζωντανούς αυτόπτες, το ιουδαϊκό έθνος ως σύνολο ενέμεινε στην απιστία του (ο). Εκείνος, του οποίου η συνείδηση δεν αφυπνίστηκε από τον νόμο, θα έμενε αδιόρθωτος και μπροστά σε νεκρό αναστημένο. Μόνη η φαντασία του θα δεχόταν πλήγμα από αυτό. Μετά την πρώτη όμως συγκίνηση της έκπληξης και της φρίκης, θα αφυπνιζόταν η κριτική, η οποία θα έλεγε· Φαντασιοπληξία και ψευδαίσθηση· πλάνη της ακοής και της όρασης (g). Έτσι με το συμπέρασμα αυτό ο Κύριος ακόμη μία φορά αποδοκιμάζει την αίτηση θαύματος. Αυτοί που ζητούν αυτό έχουν καθετί που θα χρειάζονταν για να πειστούν για την αλήθεια. Και αν παρεχόταν σε αυτούς το θαύμα, δεν θα πείθονταν από αυτό περισσότερο (p). Τα θαύματα είναι χρήσιμα και ωφέλιμα σε όσους έχουν καλή διάθεση, των οποίων η καρδιά είναι διατεθειμένη να πιστέψει στην αγαθότητα και τη δύναμη του Θεού (L). Εκείνος ο οποίος θα έλθει από τους νεκρούς για να μιλήσει για τα εκεί, δεν θα μπορούσε να μας πει περισσότερα από εκείνα, τα οποία μας λένε οι Γραφές. Ούτε θα μπορούσε να μας μιλήσει με το ίδιο κύρος, το οποίο περιβάλλει τις Γραφές. Ο Θεός εξάλλου μίλησε στους ανθρώπους όχι με αγγέλους η άλλους απεσταλμένους από τον ουρανό, αλλά με ανθρώπους, με τον Μωϋσή και τους προφήτες. Και οι Ισραηλίτες όμως στο Σινά προτίμησαν την επικοινωνία με το Θεό μέσω του Μωϋσή, διότι δεν μπορούσαν να υπομείνουν τον τρόμο, ο οποίος προκαλούνταν σε αυτούς από την άμεση επικοινωνία του Θεού με αυτούς. Τέλος η εμφάνιση μάρτυρα από τους νεκρούς μπορεί μεν κατ’ αρχήν να προκαλέσει κάποιο τρόμο σε αμαρτωλούς και κάτω από το κράτος του τρόμου να σημειώσουν αυτοί κάποια βήματα μετάνοιας, αλλά όταν ο τρόμος αυτός περάσει, επόμενο είναι να επιστρέψουν αυτοί στην προηγούμενη σκληρότητά τους.

Κεφάλαιο 17

Στίχ. 1-10. Διάφορες διδασκαλίες.
17.1 Εἶπεν δὲ και πρὸς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ(1), ᾽Ανένδεκτόν(2) ἐστιν τοῦ μὴ ἐλθεῖν(3) τα σκάνδαλα, οὐαὶ δε δι᾽ οὗ ἔρχεται(4)·
1 Ο Ιησούς είπε και στους μαθητές του: «Είναι αδύνατο να μην έρθουν τα σκάνδαλα· αλίμονο όμως σ’ εκείνον που τα προκαλεί.
Ποια η σχέση των λόγων αυτών με τα προηγούμενα; Ή, με την παραβολή μεν του πλουσίου έδειξε στους Φαρισαίους «ποια κόλαση θα τους περιμένει εξαιτίας της αγάπης για τον πλούτο. Λέει λοιπόν στους μαθητές και για αυτούς του Φαρισαίους, δείχνοντας ότι προκαλούν σκάνδαλο και εμποδίζουν το θείο δρόμο και για αυτό τούς λέει τα «ουαί»» (Θφ). Ή, πιο σωστά, οι παραγγελίες που δίνονται στην περικοπή αυτή, δεν συνδέονται στενά ούτε μεταξύ τους, ούτε με τα προηγούμενα, ούτε με τα επόμενα (L). Μερικές από αυτές αναφέρονται και από τους άλλους δύο συνοπτικούς μέσα σε άλλα συμφραζόμενα. Αλλά το ότι ο Λουκάς εδώ παραλείπει να αναφέρει τις περιστάσεις, κάτω από τις οποίες λέχθηκαν τα λόγια αυτά, αποδεικνύει ότι βρίσκονταν με την μορφή αυτή αποσπασμένα και μεμονωμένα στην πηγή, από την οποία αντλούσε ο ιερός ευαγγελιστής. Και πήρε αυτά από εκεί, όπως ήταν, χωρίς να επιτρέψει στον εαυτό του, να επινοήσει πλαίσιο γεγονότων που να δικαιολογούν αυτά, πράγμα το οποίο αποδεικνύει την αυθεντικότητα των περιστατικών, τα οποία σε τόσες άλλες περιπτώσεις αναφέρει μαζί με τα λόγια του Κυρίου ο Λουκάς (g).
(1) Οι δύο πρώτοι στίχοι αναφέρονται στα σκάνδαλα. Δες Ματθ. ιη 6,7 και Μάρκ. θ 42 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις.
(2) Λέξη που λέγεται μοναδική φορά και σπάνια συναντιέται και αλλού. Στο ιγ 33 συναντιέται το ενδέχεται, από το οποίο παράγεται το ανένδεκτο (p), από το στερητικό α και το ενδέχεσθαι (=μπορεί να συμβεί) και σημαίνει αδύνατο (δ)· «δηλαδή είναι αδύνατο να μην έλθουν τα σκάνδαλα, δηλαδή τα εμπόδια για τον αγαθό και αγαπητό στο Θεό τρόπο ζωής» (Θφ).
(3) «Είναι ανάγκη να έλθουν» (Ζ). «Η ανάγκη αυτή, βεβαίως, έχει την αρχή της στην ελεύθερη διάθεση· εννοώ δηλαδή το εξής, ο Κύριος βλέποντας την πονηρία των ανθρώπων… είπε, ότι σε σχέση με την ακολουθία αυτών που βλέπουμε, είναι ανάγκη να έλθουν τα σκάνδαλα» (Θφ). «Δεν φέρνει λοιπόν τα σκάνδαλα η προφητεία του… Ούτε επειδή προείπε, για αυτό γίνεται. Αλλά επειδή οπωσδήποτε επρόκειτο να γίνουν, για αυτό τα προείπε» (Χ). Και μας βεβαιώνει εκ των προτέρων για αυτό που θα συμβεί, διότι όταν είμαστε βέβαιοι για το ότι υπάρχει κίνδυνος, τότε και θα οπλιστούμε καλύτερα, για να τον αποτρέψουμε. Αν λάβουμε υπ’ όψιν την πανουργία και κακία του σατανά, την ασθένεια και διαφθορά των ανθρώπινων καρδιών και την ανοησία που επικρατεί στον κόσμο είναι αδύνατον ηθικά να μην συμβούν τα σκάνδαλα. Και ο Θεός επιτρέπει αυτά, «ώστε να γίνουν φανεροί οι άξιοι» (Ά Κορ. ια 19).
(4) Παρόλο που ο Θεός κατευθύνει έτσι τα πράγματα, ώστε οι αμαρτίες των αμαρτωλών να εξυπηρετούν τους σκοπούς του, αυτό δεν εξασφαλίζει αυτούς από την οργή του. «Η μεν πονηρία λοιπόν, την οποία εξασκούν οι άνθρωποι, προέρχεται από την ελεύθερη διάθεσή τους, οπότε η διάπραξη των σκανδάλων αναγκαστικά ακολούθησε λόγω της πονηρίας. Επομένως, για αυτό και είναι άξιοι τιμωρίας οι εργάτες των σκανδάλων. Όπως, λόγου χάριν, για να φέρουμε παράδειγμα, ένας γιατρός που βλέποντας κάποιον να κάνει κακή διατροφή και να είναι άπληστος, θα μπορούσε να πει· αυτός αναγκαστικά θα αρρωστήσει. Άραγε λοιπόν η αρρώστια είναι αναγκαστική; Ναι, όσον αφορά τη συνέπεια της κακής διατροφής» (Θφ). Αλίμονο στους διώκτες, οι οποίοι με λόγο ή έργο σκανδαλίζουν τους πιστούς αποθαρρύνοντας ή και κλονίζοντας αυτούς από το να δουλεύουν στο Θεό και να πράττουν το καθήκον τους. Αλίμονο στους πλάνους, οι οποίοι διαστρέφουν τις αλήθειες του Χριστού και ταράζουν τις διάνοιες των μαθητών. Αλίμονο σε εκείνους οι οποίοι κάτω από το ένδυμα του χριστιανικού ονόματος ζουν σκανδαλωδώς και δίνουν κακό παράδειγμα στους ασθενέστερους και γίνονται αιτία να βλασφημείται το όνομα του Χριστού.

17.2 λυσιτελεῖ(1) αὐτῷ εἰ λίθος μυλικὸς(2) περίκειται περὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ ἔρριπται εἰς τὴν θάλασσαν ἢ ἵνα σκανδαλίσῃ ἕνα τῶν μικρῶν τούτων(3).
2 Είναι προτιμότερο γι’ αυτόν να κρεμάσει μια μυλόπετρα στο λαιμό του και να πάει να πέσει στη θάλασσα, παρά να κλονίσει την πίστη ενός απ’ αυτούς εδώ τους μικρούς.
(1) Λέγεται μοναδική φορά εδώ, συναντιέται όμως και στους κλασικούς και στους Ο΄. Κατά λέξη (από το λύω τα τέλη) σημαίνει πληρώνω τους φόρους (p). Εδώ=είναι προτιμότερο. Κάνει σύγκριση ο Λουκάς με το λυσιτελεί… ει… περίκειται και έρριπται… ή ίνα σκανδαλίση=Καλύτερα να πεθάνει παρά να σκανδαλίσει (δ).
(2) Ο Ματθαίος λέει μύλος ονικός (πέτρα μύλου που κινείται από μουλάρι)· εδώ λίθος μυλικός· είναι λίθος μύλου μικρότερων διαστάσεων που κινείται από το χέρι (g).
(3) Εφόσον τα λόγια αυτά απευθύνονταν στους μαθητές, είναι απίθανο στη φράση αυτή («των μικρών τούτων») να περιλάμβανε ο Ιησούς ολόκληρο τον κύκλο των μαθητών. Πιο φυσικό είναι να εννοήσουμε ότι αναφερόταν αυτό στους πιο άσημους μεταξύ τους ή σε κάποιους που πρόσφατα επέστρεψαν και πίστεψαν, ή ίσως και σε κάποια παιδιά που ήταν εκεί τριγύρω (p). Οι λειτουργοί και διάκονοι της εκκλησίας, αλλά και αυτοί που είναι περιβεβλημένοι με οποιοδήποτε κύρος οφείλουν να προσέχουν πολύ, ώστε με λόγο ή με κακό παράδειγμα να μην αποθαρρύνουν ή με οποιοδήποτε τρόπο να γίνουν αφορμή αμαρτίας σε κάποιον ασθενή αδελφό.

17.3 προσέχετε ἑαυτοῖς(1). ἐὰν δε ἁμάρτῃ(2) εις σε(3) ὁ ἀδελφός σου ἐπιτίμησον(4) αὐτῷ, καὶ ἐὰν μετανοήσῃ ἄφες αὐτῷ(5)·
3 Προσέχετε τη συμπεριφορά σας. Αν ο αδερφός σου σού κάνει κακό, επιτίμησέ τον, κι αν μετανοήσει συγχώρησέ τον.
(1) Η φράση αυτή κακώς χωρίστηκε από τον προηγούμενο σ.= «Προσέξτε μήπως σκανδαλίσετε κάποιους ή σκανδαλιστείτε από κάποιους» (Ζ). «Να, λέει, προλέγω σε σας, ότι θα έλθουν τα κακά· είστε αναπολόγητοι. Διότι είναι μεν ανάγκη να έλθουν εκείνα, δεν είναι όμως ανάγκη εσείς να χαθείτε, αν βεβαίως ασφαλίζετε τους εαυτούς σας και τους οπλίζετε. Είναι δηλαδή ανάγκη μεν να έλθει ο λύκος, αλλά αν ξαγρυπνά ο βοσκός, δεν είναι ανάγκη να φονευτούν τα πρόβατα, αλλά ο λύκος αφού μάταια ανοίγει το στόμα, φεύγει» (Θφ).
(2) Από αυτούς που συνδέουν τους σ. 3,4 με τους προηγούμενους, προτάθηκαν διάφορες συνδέσεις από διάφορους. Έτσι «φαίνεται κάπως ότι θυμήθηκε εκείνα τα σκάνδαλα, τα οποία συμβαίνουν πολλές φορές από ανθρώπινη μικροψυχία μεταξύ φίλων και αδελφών… Ποια λοιπόν είναι αυτά τα σκάνδαλα; Ίσως κάποιες μικροψυχίες και λύπες, δίκαιοι και άδικοι θυμοί, κοροϊδίες, κατακρίσεις πολλές φορές και τα συγγενικά και όμοιου είδους με αυτά πταίσματα… Διατάζει λοιπόν να δείχνουμε ανεξικακία σε αυτούς που προκαλούν αυτά» (Κ). Ή, διαφορετική ερμηνεία· «αφού είπε για αυτούς που σκανδαλίζουν και βλάπτουν… επειδή υπάρχουν πολλές διαφορές σε αυτούς, διότι άλλοι μεν είναι αθεράπευτοι, όπως οι Φαρισαίοι, άλλοι όμως θεραπεύσιμοι… για αυτό λέει· Εάν αμαρτήσει σε σένα…» (Θφ). Δες Ματθ. ιη 15,21,22 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις.
(3) Τα αλεξανδρινά χειρόγραφα παραλείπουν αυτό. Από τα συμφραζόμενα όμως φαίνεται, ότι πρόκειται για αμαρτήματα που αναφέρονται σε αυτόν που προτρέπεται να συγχωρεί.
(4) «Κάνε επίπληξη με τρόπο αδελφικό και για διόρθωση» (Ζ). Η αγάπη και η επιείκεια δεν πρέπει να καταντάει ασθένεια και αδυναμία (p).
(5) «Διότι η μετάνοια είναι άξια συγγνώμης» (Ζ). Άστον, συγχώρεσέ τον. Μην σκέφτεσαι πλέον την αδικία που σου έκανε. Πολύ περισσότερο μην μαλώνεις πλέον αυτόν για αυτήν. Αλλά και αν ακόμη δεν μετανοήσει, δεν πρέπει να τρέφεις κακία εναντίον του ή να μελετάς εκδίκηση εναντίον του. Δεν είσαι όμως υποχρεωμένος να διατηρείς τις προηγούμενες σχέσεις οικειότητας μαζί του.

17.4 καὶ ἐὰν ἑπτάκις(1) τῆς ἡμέρας ἁμάρτη εἰς σὲ καὶ ἑπτάκις της ημέρας ἐπιστρέψῃ πρὸς σὲ λέγων, Μετανοῶ, ἀφήσεις αὐτῷ(2).
4 Αν σου κάνει κακό πολλές φορές την ημέρα κι έρθει άλλες τόσες και σου πει “μετανοώ”, να τον συγχωρήσεις».
(1) «Το «επτά φορές» βεβαίως εδώ, σημαίνει το «πολλές φορές»· δηλαδή, όσες φορές την ημέρα, αφού αμάρτησε, μετανοήσει, τόσες φορές συγχώρεσέ τον» (Ζ). «Ότι βεβαίως αυτό εννοεί, είναι φανερό από τον Ματθαίο. Διότι εκεί αφού ο Πέτρος είπε· Άραγε, έως επτά φορές να τον συγχωρήσω; Είπε ο Κύριος· Όχι, αλλά εβδομήντα φορές το επτά, υποδηλώνοντας με αυτό το αναρίθμητο» (Θφ).
(2) «Εάν επιστρέφει, λέει, αυτός που αμάρτησε σε σένα και κατηγορεί τον εαυτό του, θα τον συγχωρέσεις· και όχι μία φορά, αλλά πολλές. Διότι αν κάποιος ασθενεί και μάλιστα συχνά, δεν πρέπει να δειχνόμαστε λόγω αυτού ότι έχουμε έλλειψη αγάπης μεταξύ μας και ότι ολιγωρούμε στο να δείξουμε μακροθυμία· αλλά πρέπει μάλλον να αγαπάμε να μιμούμαστε τους γιατρούς των ασθενειών τους σώματος, οι οποίοι δεν θεραπεύουν τον άρρωστο μία ή δύο φορές, αλλά μάλλον τόσες φορές, όσες συμβεί αυτός να αρρωστήσει. Διότι καταλαβαίνουμε ότι και εμείς είμαστε ασθενείς και μας νικούν τα πάθη· όταν όμως παθαίνουμε αυτό, ευχόμαστε να είναι καλοί και αμνησίκακοι προς εμάς αυτοί που οφείλουν να μαλώνουν και έχουν την εξουσία να πρέπει να τιμωρούν» (Κ).

17.5 Καὶ εἶπαν οἱ ἀπόστολοι(1) τῷ κυρίῳ, Πρόσθες ἡμῖν πίστιν(2).
5 Οι απόστολοι είπαν στον Κύριο: «Αύξησε την πίστη μας».
(1) Όσοι συνδέουν τα λόγια αυτά με τα προηγούμενα, παρατηρούν: Ή «επειδή ήλθαν σε συναίσθηση της αδυναμίας τους και άκουσαν τον Κύριο που τους είπε για κάποια μεγάλα πράγματα και για τον κίνδυνο από τα σκάνδαλα, παρακαλούν να έχουν σε πλεόνασμα την δύναμη της πίστης, με την οποία θα μπορέσουν να κατορθώσουν και τα σχετικά με την ακτημοσύνη. Διότι τίποτα δεν κατορθώνει την ακτημοσύνη τόσο, όσο το να πιστέψει κάποιος και να έχει θάρρος στο Θεό… Επιπλέον και στα σκάνδαλα μέσω της πίστης θα μπορέσουν να αντισταθούν» (Θφ). Ή, ζητούν προσθήκη πίστης οι απόστολοι, για να ασκήσουν ευκολότερα την συγχώρηση των λαθών του πλησίον (Knabenbauer). Πιθανότερο φαίνεται, ότι «οι απόστολοι» ζητούν αυτό σε σχέση με την εκπλήρωση του αποστολικού τους έργου, παίρνοντας αφορμή ίσως από κάποια έκτακτη εκδήλωση της δύναμης του Ιησού σε θαύμα που τους κατέπληξε (g). Οι ίδιοι οι απόστολοι, που έγιναν πρώτοι διάκονοι της βασιλείας των ουρανών, αυτοί που άφησαν τα πάντα, για να ακολουθήσουν το Χριστό, αναγνωρίζουν, ότι η πίστη τους είναι ελλιπής και αισθάνονται την ανάγκη να ζητήσουν από τον Κύριο την ενίσχυση και αύξησή της. Πόσο μάλλον εμείς έχουμε ανάγκη ενίσχυσης της πίστης μας! Είναι αναγκαίο να ενισχυθεί και αυξηθεί η πίστη μας, διότι όσο η πίστη μας αυξάνει, τόσο συναυξάνουν μαζί της και οι υπόλοιπες αρετές και τόσο περισσότερο προκόβουμε στην κατά Χριστόν ζωή.
(2) «Πρόσθεσε, σε αυτήν που έχουμε, αυτήν που λείπει, δηλαδή κάνε τέλεια την πίστη μας σε σένα» (Ζ) «ανάδειξέ μας τελειότερους και σταθερότερους στην πίστη» (Θφ). «Διότι από την πίστη, ένα μεν μέρος εξαρτάται από εμάς, ενώ το άλλο δίνεται σύμφωνα με θεία χάρη. Σε μας δηλαδή ανήκει το προκαταρκτικό μέρος» (Κ)· «ενώ η πίστη που προστίθεται από το Θεό, είναι τελειοποίηση και σταθεροποίηση της πίστης που εμείς βάλαμε από την αρχή» (Ζ). Όπως οι μαθητές έτσι και εμείς με θερμή προς τον Κύριο προσευχή ας εκφράζουμε ολόθερμο τον πόθο να αυξηθεί η πίστη μας. Θερμή προσευχή με την οποία συνεχώς και ασταμάτητα θα ζητάμε από το Θεό την αύξηση της πίστης μας, θα συντελέσει πολύ σε αυτό. Προφύλαξή μας από τους δρόμους στους οποίους μπορεί να κλονιστεί η πίστη, είναι άλλο μέσο για αύξηση της πίστης μας. Φύλαγε τον εαυτό σου από τη συντροφιά με άπιστους. Τέτοιες συντροφιές είναι αδύνατον να σε ωφελήσουν, ενώ υπάρχει μεγάλος κίνδυνος να σε βλάψουν. Φύλαγε ακόμη τον εαυτό σου από την αμαρτία. Προπαντός να φοβάσαι τις μικρές παραβάσεις. Πολλές φορές και μικρά πταίσματα μπορούν να προκαλέσουν μεγάλες καταστροφές στην ψυχή σου. Αστοχίες όσον αφορά την αγαθή συνείδηση προκαλούν ναυάγιο και στην πίστη.

17.6 εἶπεν δὲ ὁ κύριος(1), Εἰ ἔχετε(2) πίστιν ὡς κόκκον σινάπεως(3), ἐλέγετε ἂν τῇ συκαμίνῳ(4) ταύτῃ, ᾽Εκριζώθητι καὶ φυτεύθητι ἐν τῇ θαλάσσῃ(5)· καὶ ὑπήκουσεν ἂν(6) ὑμῖν.
6 Κι εκείνος τους είπε: «Αν είχατε πίστη σαν κόκκο σιναπιού, θα λέγατε σ’ αυτή τη μουριά: “ξεριζώσου και πήγαινε να φυτρώσεις στη θάλασσα” κι εκείνη θα σας υπάκουε.
(1) Δες Ματθ. ιζ 20 και τις εκεί σημειώσεις.
(2) Το «Εἰ ἔχετε… ἐλέγετε ἂν» είναι ανώμαλη σύνταξη. Για αυτό και υπάρχει και η διαφορετική γραφή «ει είχετε» που προήλθε από διόρθωση (p).
(3) «Τόσο έντονη και δυνατή και θερμή σαν κόκκο σιναπιού· διότι τέτοια ποιότητα έχει αυτός» (Ζ). Δεν είναι ζήτημα προσθήκης απλής πίστης, αλλά γνήσιας και θερμής πίστης (p), πίστης ενεργητικής, όχι νεκρής αλλά ζωντανής, όχι αδρανούς και χλιαρής. Αυτή η πίστη έχει δύναμη και δέντρα ολόκληρα με έναν λόγο να μεταφυτέψει από την ξηρά στη θάλασσα. Και έχει τη δύναμη αυτή όχι από μόνη της, αλλά χάρις στη θεία δύναμη, η οποία σύμφωνα με θεία υπόσχεση παρέχεται πλούσια στους πιστούς.
(4) Και τώρα στην Παλαιστίνη είναι συνηθισμένες τόσο οι λευκές όσο και οι σκούρες μουριές. Και στη νεότερη Ελλάδα το δέντρο ονομάζεται ακόμη συκαμινέα. Είναι αβέβαιο εάν η σικάμινος ταυτίζεται με την συκομορέα στου Λουκ. ιθ 4. Δύο ενδείξεις μπορούν να προβληθούν για την ταύτιση των 2 δέντρων. Δηλαδή· στη μετάφραση των Ο΄ οπουδήποτε το εβραϊκό πρωτότυπο έχει την λέξη σίμιν, μεταφράζεται στο ελληνικό σικάμινος, παρόλο που με τη λέξη σημαίνεται η συκιά και όχι η συκαμινέα· και επιπλέον σήμερα ακόμη δείχνεται η συκαμινέα ως από τότε γνωστή στην Παλαιστίνη. Πάντως και τα δύο δέντρα είναι διαφορετικά από την αγγλική συκομόρο, η οποία είναι είδος πλατανιού (p).
(5) «Δύο λοιπόν ταυτόχρονα είναι τα μεγάλα, και το να μετακινηθεί αυτό που είναι ριζωμένο στη γη και το να φυτευτεί στη θάλασσα. Διότι τι θα μπορούσε να φυτευτεί στο νερό; Είναι φανερό λοιπόν ότι με το να πει αυτά, δείχνει την δύναμη της πίστης» (Θφ). «Αν δηλαδή αυτό που έχει μπηχτεί έτσι και είναι ριζωμένο στη γη, θα μπορούσε να το μετακινήσει η δύναμη της πίστης, θα μπορούσε κάποιος συνολικά να πει, ότι δεν υπάρχει τίποτα τόσο ακίνητο που δεν θα μπορούσε να το σαλεύσει η πίστη» (Σχ.).
(6) Ο αόριστος είναι αξιοσημείωτος=Το πράγμα με το που θα λεγόταν, αμέσως θα βρισκόταν συντελεσμένο (g).

17.7 Τίς δὲ(1) ἐξ ὑμῶν δοῦλον(2) ἔχων ἀροτριῶντα ἢ ποιμαίνοντα(3), ὃς εἰσελθόντι ἐκ τοῦ ἀγροῦ ἐρεῖ, Εὐθέως(4) παρελθὼν ἀνάπεσε(5),
7 »Ποιος από σας, όταν ο δούλος του, που τον έχει για να οργώνει τα χωράφια ή να βόσκει τα πρόβατα, έρθει στο σπίτι από το χωράφι, θα του πει: “έλα αμέσως και κάθισε να φας”;
(1) Η παραβολή του αχρείου δούλου στους σ. 7-10 είναι μόνο στον Λουκά. Έγιναν απόπειρες σύνδεσης με τα προηγούμενα. Τέτοια σύνδεση είναι και η επόμενη: «Επειδή η πίστη κατορθώνει πολλά… και στολίζει αυτόν που την έχει και με θαυματουργίες, αλλά από αυτά είναι λογικό ο άνθρωπος πολλές φορές να πέσει σε υψηλοφροσύνη, ασφαλίζει τους αποστόλους ώστε να μην υπερηφανεύονται για τα κατορθώματα» (Θφ). Κανείς λοιπόν άλλος λογικός σύνδεσμος με τα προηγούμενα δεν απομένει, παρά μόνο ότι η χάρη των θαυμάτων, που χορηγήθηκε στους αποστόλους, έκανε επίκαιρη την πρόσκληση αυτή σε ταπεινοφροσύνη (L). Και αν ακόμη κατορθώσετε θαύματα στο όνομά μου, δεν πρέπει να υποθέσετε ότι είστε άξιοι αμοιβής για αυτά. Παρ’ όλα αυτά, πιο πιθανό φαίνεται, ότι καμία σχέση δεν υπάρχει με τα προηγούμενα, εφόσον σε εκείνα μεν γίνεται λόγος για θαύματα, ενώ εδώ για αυτά τα οποία διαταχτήκαμε (σ. 10), τα οποία είναι τα συνηθισμένα καθήκοντα της χριστιανικής ζωής (p), ενώ τα θαύματα δεν είναι δυνατόν να συγκαταλεχθούν στην κατηγορία αυτών που διαταχτήκαμε (g).
(2) Δεν πρόκειται εδώ για εργάτη που εργάζεται για ημερομίσθιο, αλλά για δούλο. Ανάμεσα σε αυτόν και τον κύριο καμία συμφωνία δεν έχει συναφθεί, αλλά αυτό δεν σημαίνει, ότι ο κύριος δεν είναι υποχρεωμένος να φροντίζει για τη διατροφή και ανάπαυση του δούλου του (L).
(3) Που εργάζεται έξω από το σπίτι (δ). Ο δούλος σύμφωνα με τα όσα τότε επικρατούσαν επέστρεφε το απόγευμα στο σπίτι του κυρίου, αφού είχε εργαστεί ολόκληρη την ημέρα στην εξοχή είτε καλλιεργώντας τον αγρό, είτε φυλάγοντας το ποίμνιο (g). Με το οργώνει και το βόσκει σήμανε κάθε είδος εργασίας, από την πιο κουραστική (οργώνει) μέχρι την ελαφρότερη (βόσκει) (ο). Ο Ιησούς για αυτά που τότε επικρατούσαν δεν εκφράζει γνώμη. Ούτε επιδοκιμάζει ούτε αποδοκιμάζει αυτά. Χρησιμοποιεί μόνο αυτά για σύγκριση. Δεν προϋποθέτει παρ’ όλα αυτά, ότι ο δούλος επιστρέφει εξαντλημένος από τον κόπο, αλλά μάλλον φαίνεται ότι εξοικονόμησε τις δυνάμεις του με βάση την πρόβλεψη ότι μετά την επιστροφή στο σπίτι μένει σε αυτόν και άλλο έργο (L).
(4) Το «ευθέως (αμέσως)» πρέπει να συνδεθεί μάλλον με το «παρελθών (πέρασε)» και όχι με το «ἐρεῖ (θα πει)», όπως φαίνεται από το «μετά ταύτα» που ακολουθεί στο σ. 8, το οποίο αντισταθμίζει το ευθέως
(5) Πλησίασε και πάρε θέση στο τραπέζι· κάθισε να φας (p).

17.8 ἀλλ᾽ οὐχὶ ἐρεῖ αὐτῷ(1), Ἑτοίμασον(2) τί δειπνήσω, καὶ περιζωσάμενος(3) διακόνει μοι ἕως φάγω καὶ πίω, καὶ μετὰ ταῦτα φάγεσαι καὶ πίεσαι(4) σύ;
8 Δε θα του πει μάλλον: “ετοίμασε να δειπνήσω, ζώσου την ποδιά κι υπηρέτησέ με ώσπου να φάω και να πιω, και μετά θα φας και θα πιεις κι εσύ”;
(1) Ο Κύριος υποθέτει ότι έναν μόνο δούλο έχει ο κύριος εκείνος, τον οποίο στέλνει την ημέρα στον αγρό και το απόγευμα τον έχει να υπηρετεί στο σπίτι (δ). Δεν είναι δηλαδή από τους πλούσιους οικοδεσπότες που έχουν στη διάθεσή τους περισσότερους δούλους.
(2) Ο αόριστος χρησιμοποιείται, διότι δεν πρόκειται για φαγητό που μαγειρεύεται εκείνη την ώρα, αλλά για παράθεση των έτοιμων φαγητών, μετά από το οποίο ο δούλος θα στεκόταν όρθιος. Εφόσον είμαστε δούλοι του Χριστού οφείλουμε όλο το χρόνο μας να τον διαθέτουμε σε αυτόν. Όπως ο δούλος της παρούσας παραβολής από το έργο στον αγρό κλήθηκε να υπηρετήσει τον κύριό του στη συνέχεια σε άλλο έργο, έτσι και ο καθένας μας οφείλει χωρίς διακοπή να υπηρετεί τον Κύριο κάνοντας το τέλος του ενός καθήκοντος αφετηρία και αρχή επιτέλεσης άλλης υποχρέωσης προς τον Χριστό. Το ότι διακονήσαμε στις υποχρεώσεις μίας θρησκευτικής συζήτησης ή διδασκαλίας, δεν μας δικαιολογεί να παραλείψουμε στη συνέχεια το καθήκον της προσευχής και της λατρείας. Όταν τελειώσαμε το ένα καθήκον, πρέπει με την ίδια πρόθυμη διάθεση να περιμένουμε από τον Κύριο νέες διαταγές. Για αυτό το «διακόνει» είναι σε ενεστώτα (L).
(3) Ζώσου με την ποδιά ή την πετσέτα (δ).
(4) Το ρήμα είναι από την κοινή γλώσσα σύμφωνα με το οδυνάσαι (ιστ 25) και δύνασαι (Ματθ. ε 6). Δεν είναι όμως σταθερή η χρήση τους. Διότι έχουμε στο Μάρκ. θ 22 «δύνη» (p). Για το φάγεσαι πρέπει να σημειώσουμε, ότι ο μέλλοντας είναι φάγομαι αντί για το έδομαι (ιδ 15) (L).

17.9 μὴ(1) χάριν ἔχει(2) τῷ δούλῳ εκείνω ὅτι ἐποίησεν τὰ διαταχθέντα; ου δοκώ(3).
9 Πρέπει μήπως να χρωστάει χάρη στο δούλο, επειδή έκανε αυτό που τον διέταξε; Δεν νομίζω.
(1) Προϋποθέτει αρνητική απάντηση (L).
(2) Μήπως οφείλει ευγνωμοσύνη στον δούλο; (δ).
(3) Παραλείπεται από τα αλεξανδρινά χειρόγραφα=Δεν νομίζω ότι οφείλει ευγνωμοσύνη. «Διότι ο δούλος είναι αναγκασμένος να εκπληρώνει τις εντολές του κυρίου και δεν οφείλει να το θεωρεί αυτό για τον εαυτό του ως κατόρθωμα. Διότι αν δεν εργαστεί, πρέπει να είναι άξιος τιμωριών. Επειδή όμως εργάστηκε, ας αρκείται στο ότι ξέφυγε τις τιμωρίες, αλλά όχι ότι οφείλει αναγκαστικά και να ζητά τιμή για αυτό» (Θφ). Οποιοδήποτε αγαθό έργο και αν πράξουμε δεν καθιστούμε το Θεό οφειλέτη σε μας για αυτό. Αυτός με τις υποσχέσεις του τις οποίες μας έδωσε, καθιστά τον εαυτό του οφειλέτη προς εμάς από άκρα αγαθότητα και για τη δόξα του. Εάν όμως οι άγιοι απόστολοι, οι οποίοι άφησαν τα πάντα για να ακολουθήσουν το Χριστό, όφειλαν να φρονούν ότι δεν είχαν αυτόν οφειλέτη και χρεώστη τους, πόσο ταπεινά πρέπει εμείς να φρονούμε για τους εαυτούς μας; Είμαστε όλοι δούλοι του και μας εξαγόρασε με το αίμα του. Ως δούλοι του όμως είμαστε υποχρεωμένοι να πράττουμε τα πάντα για τη δόξα του και σύμφωνα με τις διαταγές του. Όλες οι δυνάμεις μας και όλος ο χρόνος της ζωής μας πρέπει να χρησιμοποιούνται για αυτόν, διότι «δεν ανήκουμε στον εαυτό μας», αλλά σε αυτόν.

17.10 οὕτω καὶ ὑμεῖς(1), ὅταν ποιήσητε πάντα(2) τὰ διαταχθέντα ὑμῖν, λέγετε ὅτι Δοῦλοι ἀχρεῖοί(3) ἐσμεν(4), ότι ὃ ὠφείλομεν ποιῆσαι πεποιήκαμεν(5).
10 Δεν το νομίζω. Έτσι κι εσείς, όταν κάνετε όλα όσα σας προστάζει ο Θεός, να λέτε: “είμαστε ανάξιοι δούλοι· κάναμε αυτό που οφείλαμε να κάνουμε”».
(1) «Όπως ακριβώς κανείς τον δούλο του που οργώνει και βόσκει και μπήκε στο σπίτι από τον αγρό, δεν τον αξιώνει τιμής για αυτού του είδους τον κόπο, αλλά πάλι τον διατάζει και απαιτεί την δουλεία που και επιπλέον του οφείλει αυτός και ούτε έτσι δεν του χρωστά ευγνωμοσύνη· με τον ίδιο άρα τρόπο» (Ζ) και εσείς απέναντι στο Θεό· «δεν απονέμετε χαριστικά σε αυτόν την δουλεία, αλλά καταθέτετε την υποταγή σαν χρέος που πρέπει στους δούλους» (Κ).
(2) Καθαρά υποθετική περίπτωση (p). Διότι, αλίμονο, σε πολλά βρισκόμαστε ελλιπείς και ασυνεπείς και ουδέποτε επιτελούμε έργα αξιομισθίας που περισσεύει. Ίσως κάποιοι δείχνονται θερμότεροι από άλλους στην υπηρεσία και υπακοή του Κυρίου. Εν τούτοις και αυτοί δεν πράττουν κάτι περισσότερο από εκείνο, το οποίο είχαν καθήκον και υποχρέωση να πράξουν.
(3) «Αν λοιπόν πέτυχες και έχεις τηρήσει τις θείες εντολές και υπάκουσες τον Δεσπότη, μην απαιτείς από το Θεό σαν χρέος τις τιμές» (Κ). «Διότι σύμφωνα με την λογική της δικαιοσύνης, σε όσους, από τη μία, δεν εκπληρώνουν αυτά που προστάχτηκαν, τους περιμένει κίνδυνος· σε όσους, από την άλλη, εκπληρώνουν αυτά, δεν τους οφείλεται καμία ευγνωμοσύνη» (Ζ). Από τα συμφραζόμενα συμπεραίνουμε ότι η έννοια του αχρείοι είναι ότι εμείς ως δούλοι του Θεού τίποτα άξιο εξαιρετικής αμοιβής δεν πράξαμε (g). Εδώ δεν τονίζεται κυρίως η αλήθεια, ότι ο Θεός δεν έχει ανάγκη τις υπηρεσίες του ανθρώπου. Αλλά ούτε και γίνεται λόγος για τις αμοιβές, τις οποίες ο Θεός παρέχει σε ανταπόδοση για την υποταγή του ανθρώπου σε αυτόν. Το τονιζόμενο σημείο είναι ότι ο άνθρωπος δεν δικαιούται να διατυπώσει κάποια αξίωση σαν να επιτέλεσε περισσότερο από εκείνο, το οποίο όφειλε να πράξει (p). Τίποτα το έκτακτο δεν κατόρθωσε, αλλά τα κοινά και συνηθισμένα στους δούλους (δ). Άθλιος είναι εκείνος, τον οποίο ο Κύριος αποκαλεί δούλο αχρείο (Ματθ. κε 30)· μακάριος όμως εκείνος, ο οποίος ομολογεί τον εαυτό του αχρείο (b). «Και δεν είπε, όταν όλα τα κάνετε, είστε αχρείοι, αλλά εσείς να λέτε ότι είμαστε αχρείοι. Πες το, μη φοβηθείς, δεν θα αποφασίσω εγώ από τη δική σου κρίση. Διότι αν εσύ πεις τον εαυτό σου αχρείο, εγώ θα σε στεφανώσω ως χρήσιμο» (Χ). Παρόλο που αυτοί δεν είναι δούλοι αχρείοι, όπως αυτός που έκρυψε και έχωσε βαθιά το τάλαντο, όμως ο Χριστός και ο Θεός τίποτα δεν κερδίζει από τις υπηρεσίες τους και συνεπώς δεν μπορούν αυτοί με αξιώσεις να επικαλεστούν το Θεό ως οφειλέτη τους. Ο Θεός είναι αυτάρκης και μακάριος και δεν έχει ανάγκη εμάς, ούτε είναι δυνατόν οι υπηρεσίες μας να προσθέσουν κάτι στις τελειότητές του. Μας αρμόζει λοιπόν να αποκαλούμε τους εαυτούς μας αχρείους δούλους, πρέπει όμως τις προς τον Θεόν υπηρεσίες να αποκαλούμε ωφέλιμες και χρήσιμες υπηρεσίες, διότι αυτές είναι ωφέλιμες σε εμάς τους ίδιους. Εάν όμως ο Θεός δεν έχει την ανάγκη μας και είναι μακάριος και χωρίς εμάς, εμείς όμως για κανέναν λόγο δεν μπορούμε να κάνουμε χωρίς το Θεό.
(4) «Αν όμως και όταν όλες τις εντολές εφαρμόσουμε, ούτε τότε δεν οφείλουμε να φανταστούμε κάτι μεγάλο για μας, τι θα γίνουμε, όταν ενώ δεν κατορθώνουμε ούτε το πολλοστό μέρος των εντολών του Θεού, ακόμη υπερηφανευόμαστε» (Θφ).
(5) «Ο Θεός απαιτεί μεν από εμάς την δουλεία, χρησιμοποιώντας την δεσποτεία του. Επειδή όμως είναι αγαθός και φιλότιμος, υπόσχεται και έπαθλα σε αυτούς που κοπιάζουν» (Κ), «και προσφέρει στους δούλους σαν να είναι μισθωτοί και την δουλεία τους την αμείβει με μισθό και την οφειλόμενη λατρεία την δέχεται ως κατόρθωμα… Διότι νικά η αγαθότητά του την δικαιοσύνη» (Ζ).

Στίχ. 11-19. Η θεραπεία των δέκα λεπρών.
17.11 Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ πορεύεσθαι εἰς ᾽Ιερουσαλὴμ(1) καὶ αὐτὸς(2) διήρχετο διὰ μέσου(3) Σαμαρείας καὶ Γαλιλαίας.
11 Πηγαίνοντας ο Ιησούς προς την Ιερουσαλήμ, περνούσε ανάμεσα από τη Σαμάρεια και τη Γαλιλαία.
(1) Εδώ αρχίζει το τελευταίο μέρος του μεγάλου τμήματος (θ 51-ιθ 28), το οποίο ως επί το πλείστον είναι αποκλειστικό στον Λουκά, το οποίο ονομάστηκε η προς Ιερουσαλήμ πορεία. Για τρίτη φορά (θ 51,52,ιγ 22) ο Λουκάς μας λέει ότι τέρμα της πορείας αυτής θα ήταν η Ιερουσαλήμ, δεν μπορούμε όμως να καθορίσουμε, εάν με την τρίτη αυτή αναφορά σημαίνεται μία τρίτη πορεία, που διακρίνεται από τις άλλες δύο. Το τελευταίο αυτό μέρος οπωσδήποτε μας φέρνει ακόμη μία φορά (ι 38) στην Βηθανία και στον χρόνο της θριαμβευτικής εισόδου στην Ιερουσαλήμ (p).
(2) Η σύνταξη είναι εβραϊκή και υπενθυμίζει αυτήν του θ 51. Το «και αυτός» φαίνεται να έχει εδώ, όπως και εκεί, έναν ιδιάζοντα τόνο. Ο Ιησούς δεν ακολουθεί μία από τις συνηθισμένες οδούς, είτε αυτήν μέσω της Σαμάρειας είτε την μέσω Περαίας, μέσω των οποίων οι Γαλιλαίοι μετέβαιναν στα Ιεροσόλυμα. Προτιμά έναν δικό του δρόμο, τον οποίο ακολουθεί με δικό του πρόγραμμα (g).
(3) Σύμφωνα με τα αλεξανδρινά χειρόγραφα «δια μέσον»=τη λέξη μέσον την παίρνουμε με επιρρηματική έννοια (Weiss). Το δια μέσου ή δια μέσον σημαίνει μ ε τ α ξ ύ της Σαμάρειας και Γαλιλαίας. Δεν διέσχιζε την Σαμάρεια και την Γαλιλαία. Εφόσον βάδιζε προς Ιεροσόλυμα, μία τέτοια κατεύθυνση θα τον απομάκρυνε από το τέρμα του ταξιδιού του. Διερχόταν μεταξύ των ορίων Σαμάρειας και Γαλιλαίας, δια μέσου της χώρας, όπου οι δύο αυτές επαρχίες συνορεύουν. Κατευθυνόταν από δυτικά προς ανατολικά, προς τον Ιορδάνη, τον οποίο θα διέβαινε για να μπει στην Περαία. Το οποίο συμφωνεί με το Ματθ. ιθ 1,Μάρκ. ι 1 και Ιω. ι 40-42 (g).

17.12 καὶ εἰσερχομένου αὐτοῦ εἴς τινα κώμην ἀπήντησαν αὐτῷ δέκα λεπροὶ(1) ἄνδρες, οἳ ἔστησαν πόρρωθεν(2),
12 Καθώς έμπαινε σ’ ένα χωριό, τον συνάντησαν δέκα λεπροί· στάθηκαν λοιπόν από μακριά
(1) Ο αριθμός ανθρώπων που κατέχονται από τέτοια νόσο είναι ασυνήθιστος. «Η συμμετοχή στην ίδια ασθένεια τους μάζεψε μαζί» (Ζ). Ήταν μεν αποκλεισμένοι από την επικοινωνία με υγιείς, ήταν όμως ελεύθεροι να επικοινωνούν μεταξύ τους, το οποίο παρείχε κάποια ενίσχυση και παρηγοριά σε αυτούς, διότι τους έδινε ευκαιρία να ανταλλάσσουν σκέψεις και να εκδηλώνουν συμπάθεια ο ένας στον άλλον. Για αυτό πήραν στη συντροφιά τους και τον Σαμαρείτη, επειδή ήταν κοινωνός και συμμέτοχος της ίδιας αθλιότητας και δυστυχίας. «Τον συνάντησαν όμως έξω από την πόλη. Διότι δεν επιτρεπόταν σε αυτούς, μιας και θεωρούνταν ακάθαρτοι, να ζουν μέσα στην πόλη» (Θφ). Τον συνάντησαν, την ώρα που επρόκειτο να μπει στην κωμόπολη, μετά την πορεία που είχε κάνει και εξαιτίας της οποίας ήταν κουρασμένος. Παρ’ όλα αυτά δεν ανέβαλλε την θεραπεία τους, αλλά παρά τον κόπο του, τούς δέχτηκε με συμπάθεια.
(2) «Ως ακάθαρτοι» (Ζ). Στάθηκαν μακριά σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου. Δες Λευϊτ. ιγ 45,46 (L). Η ορισμένη απόσταση, την οποία έπρεπε να τηρούν οι λεπροί απέναντι στους υγιείς, δεν καθοριζόταν από το νόμο, αλλά από την παράδοση (p). Εφόσον και εμείς συναισθανόμαστε την πνευματική μας λέπρα, θα κυριευόμαστε από ταπεινές διαθέσεις προκειμένου να πλησιάσουμε με την προσευχή τον Χριστό. Ποιοι είμαστε εμείς για να πλησιάσουμε εκείνον, ο οποίος είναι ο απολύτως καθαρός;

17.13 καὶ αὐτοὶ ἦραν φωνὴν(1) λέγοντες, ᾽Ιησοῦ ἐπιστάτα(2), ἐλέησον ἡμᾶς(3).
13 και του φώναζαν δυνατά: «Ιησού, αφέντη, ελέησέ μας!»
(1) Το ἦραν φωνὴν συμφωνεί με το πόρρωθεν (p). Έβγαλαν όλοι μαζί κραυγή ικανή να προσελκύσει την προσοχή του (g). Και «ως προς τον τόπο, από τη μία, στέκονταν μακριά, ως προς την ικεσία, από την άλλη, ήλθαν κοντά. Διότι είναι κοντά και σε όλους όσους τον επικαλούνται αληθινά» (Θφ).
(2) «Δηλαδή κύριε, διδάσκαλε» (Ζ). Μόνο ο Λουκάς στην Κ.Δ. χρησιμοποιεί την λέξη, για έκτη και τελευταία φορά εδώ (L). Όσοι ζητούν βοήθεια από τον Ιησού, πρέπει να πιστεύουν αυτόν ως κύριο και διδάσκαλό τους. Μόνο εάν είναι επιστάτης και Κύριος ο Ιησούς, μόνο τότε είναι και Σωτήρας και Λυτρωτής.
(3) Είναι αξιοσημείωτο ότι δεν του ζητούν να τους θεραπεύσει από τη λέπρα τους, αλλά λένε το: «Ελέησέ μας». Είναι αρκετό να αναθέτουμε και να εμπιστευόμαστε τους εαυτούς μας στο έλεος του Χριστού, διότι δεν υπάρχει φόβος να αποτύχουμε.

17.14 καὶ ἰδὼν εἶπεν αὐτοῖς, Πορευθέντες ἐπιδείξατε ἑαυτοὺς(1) τοῖς ἱερεῦσιν(2). καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ὑπάγειν αὐτοὺς ἐκαθαρίσθησαν(3).
14 Βλέποντάς τους εκείνος τους είπε: «Πηγαίνετε να σας εξετάσουν οι ιερείς». Και καθώς πήγαιναν, καθαρίστηκαν από τη λέπρα.
(1) «Χωρίς να τους έχει ακόμη καθαρίσει, τους στέλνει να εμφανιστούν στους ιερείς… Αυτό βεβαίως το έκανε, δοκιμάζοντας την πίστη τους· αυτοί λοιπόν, αφού πίστεψαν ότι μπορεί καθώς πορεύονται να τους καθαρίσει, βάδιζαν αδίστακτα» (Ζ).
(2) «Διότι οι ιερείς εξέταζαν τους λεπρούς και από εκείνους δέχονταν την απόφαση για το αν είναι καθαροί από τη λέπρα ή όχι. Διότι είχαν σημάδια οι ιερείς, με τα οποία χαρακτήριζαν την ανίατη λέπρα… Και προσφερόταν δώρο (από τους θεραπευμένους) αυτό που διέταξε ο νόμος» (Θφ). Ο πληθυντικός στους ιερείς=καθένας από τους 10 θα πορευόταν στον ιερέα, τον κοντινό στο σπίτι του. Στο κεφ. ε 14 λέει «στον ιερέα» διότι ήταν ένας μόνο λεπρός. Επιπλέον ο Σαμαρείτης θα πορευόταν στον ιερέα στο όρος Γαριζείν (p). Εφόσον ο τελετουργικός νόμος ήταν ακόμη σε ισχύ, ο Χριστός φρόντιζε πάντα να τηρείται αυτός. Ίσως όμως εδώ να είχε και κάτι άλλο στο νου του. Η από τους ιερείς διαπίστωση της πλήρους θεραπείας των λεπρών ήταν ενδεχόμενο να αφυπνίσει τους ιερείς και κάποιους άλλους μαζί τους να αναζητήσουν τον γιατρό, που έχει τέτοια δύναμη απέναντι στις σωματικές ασθένειες και γνωρίζοντας αυτόν να σωθούν μέσω της πίστης σε αυτόν.
(3) Η πίστη τους δείχτηκε με την υπακοή τους στο παράγγελμα που τους έδωσε ο Κύριος, για αυτό και στο δρόμο θεραπεύτηκαν (p). Μέχρι ποια απόσταση προχώρησαν, δεν καθορίζεται. Πάντως όμως η απόσταση υπήρξε αρκετή για να δοκιμαστεί η πίστη τους, αλλά όχι και τόσο μεγάλη, ώστε να καθίσταται αδύνατη η επιστροφή τους προς τον Κύριο (ο). Δεν είπε ο Κύριος ξεκάθαρα σε αυτούς: Καθαριστείτε από την λέπρα σας. Αλλά δοκιμάζοντας την πίστη και υπακοή τους, όπως άλλοτε ο Ελισαίος τον Νεεμάν, τους έστειλε αθεράπευτους ακόμη στους ιερείς. Όσοι αναμένουν τις χάρες και εύνοιες του Χριστού, πρέπει να παίρνουν αυτές συμμορφούμενοι με τους τρόπους και τις μεθόδους με τις οποίες ο Χριστός ευαρεστείται να δώσει αυτές σε αυτούς και να μην αξιώνουν ο Χριστός να συμμορφωθεί με ό,τι αυτοί αναμένουν ή θεωρούν καλύτερο.

17.15 εἷς δὲ ἐξ αὐτῶν, ἰδὼν ὅτι ἰάθη, ὑπέστρεψε(1) μετὰ φωνῆς μεγάλης(2) δοξάζων τὸν θεόν(3),
15 Ένας απ’ αυτούς, όταν είδε ότι θεραπεύτηκε, γύρισε δοξάζοντας με δυνατή φωνή το Θεό,
(1) Εφόσον πλέον οι δέκα λεπροί δεν ήταν συμμέτοχοι στη θλίψη και αθλιότητα, οι 9 από αυτούς, που ήταν Ιουδαίοι, θα ευχαριστήθηκαν, όταν ο Σαμαρείτης γυρίζοντας τους εγκατέλειψε (p). Για αυτό και δεν ενδιαφέρθηκαν να πληροφορηθούν που μετέβαινε αυτός. «Παρόλο όμως που ήταν Ισραηλίτες, φάνηκαν αχάριστοι, ενώ ο Σαμαρείτης… επέστρεψε και άφηνε να βγει η φωνή της ευγνωμοσύνης» (Θφ).
(2) Εκφράζοντας έτσι όχι μόνο τη χαρά, αλλά και την ζωηρότατη ευγνωμοσύνη του προς αυτόν που τον θεράπευσε.
(3) «Διότι πίστευαν ότι ο Χριστός είναι μεν κάποιος μεγάλος και μεγαλοδύναμος, δεν πίστευαν όμως ακόμη ότι είναι και από τη φύση του Θεός» (Ζ). Όταν πρόκειται για το Θεό χρησιμοποιείται το ρήμα δοξάζω, το οποίο μπορεί να συνυπονοήσει και λατρευτικές εκδηλώσεις, ενώ στον επόμενο στίχο χρησιμοποιείται το ευχαριστώ, με το οποίο δηλώνεται η ευγνωμοσύνη (g).

17.16 καὶ ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον(1) παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ(2) εὐχαριστῶν αὐτῷ· καὶ αὐτὸς(3) ἦν Σαμαρίτης.
16 έπεσε με το πρόσωπο στα πόδια του Ιησού και τον ευχαριστούσε. Κι αυτός ήταν Σαμαρείτης.
(1) Το πέσιμο μέχρι του να ακουμπά το πρόσωπο στο έδαφος, ήταν σημάδι βαθύτατου σεβασμού. Εκτός από το Λουκ. ε 12 (για λεπρό πάλι), το σημάδι αυτό στην Κ.Δ. δεν γίνεται παρά μόνο ενώπιον του Θεού (Ματθ. κστ 39,Α Κορ. ιδ 25,Αποκ. ζ 11,ια 16)(L). Αρμόζει να εκδηλώνουμε ταπείνωση και στις ευχαριστίες μας, όπως ταπεινωνόμαστε και στις δεήσεις μας.
(2) «Αφού καθαρίστηκε δηλαδή, πλησίασε» (Ζ).
(3) Μπαίνει μπροστά με έμφαση=και ο ένας και μόνος αυτός, ο οποίος εκδήλωσε την ευγνωμοσύνη του, ήταν ένας περιφρονημένος σχισματικός (p), έτσι ώστε δεν θα ανέμενε κάποιος να δειχτεί ευγνώμων, αφού οι 9 Ισραηλίτες έδειξαν τέτοια αγνωμοσύνη (ο).

17.17 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ᾽Ιησοῦς εἶπεν(1), Οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν(2); οἱ δὲ ἐννέα ποῦ(3);
17 Τότε ο Ιησούς είπε: «Δε θεραπεύτηκαν και οι δέκα; Οι άλλοι εννιά πού είναι;
(1) Η αποσιώπηση του «(είπε) σε αυτόν», έγινε σκόπιμα (g). Η απάντηση αυτή του Κυρίου έγινε στους παρισταμένους και αποτελεί κρίση για το όλο επεισόδιο μάλλον, παρά απάντηση στον Σαμαρείτη (p).
(2) Πόσο πλούσιος είναι ο Χριστός στο να ευεργετεί. Θεραπεύτηκαν και οι 10 αφού καθαρίστηκαν πλήρως. Ολόκληρο νοσοκομείο ασθενών απέκτησε υγεία με ένα μόνο λόγο του Χριστού. Αφθονία θεραπειών που επιβεβαιώνει ότι στον Χριστό βρίσκουν τη θεραπεία τους και οι ψυχές μας. Το αίμα του καθαρίζει και είναι επαρκές για όλους τους ασθενείς, οσοιδήποτε και αν είναι. Εδώ θεραπεύτηκαν 10. Αλλά και περισσότεροι να ήταν, δεν θα ήταν λιγότερη η χάρη του Χριστού και για αυτούς.
(3) Το «πού» μπαίνει στο τέλος με έμφαση (p). Η αχαριστία παρ’ όλα αυτά των 9 δεν εμπόδισε τον Ιησού και τους ανάξιους να ευεργετήσει (δ), ούτε έγινε αφορμή για να ανακαλέσει την δωρεά προς αυτούς. Οι 9 που είναι; Το οποίο υπονοεί, ότι η αχαριστία είναι πολύ συνηθισμένο κακό. Από τους πολλούς οι οποίοι ελεούνται από το Θεό, λίγοι επιστρέφουν να δώσουν δόξα σε αυτόν, μόλις ένας στους 10 στην παρούσα περίπτωση.

17.18 οὐχ εὑρέθησαν(1) ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ θεῷ(2) εἰ μὴ ὁ ἀλλογενὴς(3) οὗτος(4);
18 Κανένας τους δε βρέθηκε να γυρίσει να δοξάσει το Θεό παρά μόνο τούτος εδώ ο αλλοεθνής;»
(1) Έχει σχεδόν την ίδια σημασία με το δικό μας «χάθηκαν».
(2) Σημαίνει η πρόταση: δεν είχαν τη συναίσθηση του καθήκοντος της ευγνωμοσύνης; Το «βρέθηκαν» δείχνει, ότι μαζί με την άφιξη του ενός περίμενε ο Κύριος δίκαια, αλλά μάταια την άφιξη και αυτών στο να δώσουν δόξα στο Θεό μπροστά σε αυτόν, μέσω του οποίου ο Θεός θεράπευσε αυτούς (δ).
(3) «Ο Σαμαρείτης ήταν αλλογενής, επειδή καταγόταν από την Ασσυρία» (Κ). Οι Σαμαρείτες ήταν μιγάδας λαός, τόσο στην καταγωγή όσο και στη θρησκεία. Ήταν άλλοτε Ισραηλίτες, οι οποίοι όμως μετέπειτα νικήθηκαν από τους αποίκους, που εγκαταστάθηκαν ανάμεσά τους από τον βασιλιά των Ασσυρίων. Δες Δ Βασ. ιζ 24,30. Οι από τον Χουθά άποικοι ήταν πιθανώς οι πολυπληθέστεροι, διότι οι Ιουδαίοι ονόμαζαν τους Σαμαρείτες Χουθαίους ή Χουθίτες (Ιωσήπου Αρχ. ΙΧ,14,3, ΧΙ,4.4,7,2,ΧΙΙΙ 9.1). Οι ειδωλολάτρες αυτοί άποικοι έφεραν μαζί τους και την ειδωλολατρεία τους, βαθμιαία όμως αναμίχτηκε με αυτήν και η λατρεία του Ιεχωβά (p). Πόσες φορές παρουσιάζονται πολύ ευγνώμονες εκείνοι, από τους οποίους δεν θα περίμενε κάποιος αυτό. Ο Σαμαρείτης εκδηλώνει την ευγνωμοσύνη του και ο Ιουδαίος δείχνεται αχάριστος. Οι περισσότερο φωτισμένοι ντροπιάζονται από μερικούς, οι οποίοι οδηγούνται μόνο από το φωτισμό της συνείδησής τους και του άγραφου νόμου μέσα τους. Αυτό εδώ συντελεί στο να επιβαρύνει την αχαριστία των Ιουδαίων, οι οποίοι ως φωτισμένοι από το νόμο και μάλιστα από τους προφήτες, θα περίμενε κάποιος να δειχτούν περισσότερο ευγνώμονες από τον Σαμαρείτη.
(4) Οι ερωτήσεις αυτές του Κυρίου δεν αποβλέπουν στο να λάβει πληροφορίες για αυτούς που δεν ήλθαν, αλλά στο να τονίσει ζωηρότερα την αχαριστία και αδιαφορία των Ιουδαίων (L). Αμέσως η μελλοντική τύχη του ευαγγελίου του στον κόσμο, παρουσιάστηκε στη σκέψη του (g), «έτσι ώστε κανείς από τους εθνικούς να μην απογοητευτεί και κανείς που κατάγεται από άγιους προγόνους να μην καυχιέται» (Θφ).

17.19 καὶ εἶπεν αὐτῷ, ᾽Αναστὰς πορεύου· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε(1).
19 Και σ’ αυτόν είπε: «Σήκω και πήγαινε στο καλό· η πίστη σου σε έσωσε».
(1) Κάποιοι λένε ότι ο λόγος αυτός αναφέρεται σε κάποια πρόσθετη ευεργεσία, την οποία ο Σαμαρείτης πήρε και οι υπόλοιποι 9 στερήθηκαν, και εξηγούν αυτό ότι υπονοεί ηθική και πνευματική σωτηρία (p). Πάντως, εάν ο Ιησούς υπενθυμίζει στον Σαμαρείτη ότι η πίστη του τον έσωσε, πράττει αυτό, για να γίνει αντιληπτό σε αυτόν ποια σημασία και σπουδαιότητα έχει η πίστη και πόσο μπορεί να ωφελήσει αυτόν στον μετέπειτα βίο του. Έτσι με την επάνοδό του ο Σαμαρείτης συνέσφιξε ακόμη περισσότερο τον δεσμό ανάμεσα σε αυτόν και τον Ιησού που δημιουργήθηκε από τη θεραπεία του, ενώ οι άλλοι 9 με την αχαριστία τους, τον έσπασαν εντελώς.

Στίχ. 20-37. Η βασιλεία του Θεού και το καθήκον μας.
17.20 ᾽Επερωτηθεὶς δὲ ὑπὸ τῶν Φαρισαίων(1) πότε ἔρχεται ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ(2) ἀπεκρίθη αὐτοῖς καὶ εἶπεν, Οὐκ ἔρχεται ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ μετὰ παρατηρήσεως(3),
20 Όταν ρωτήθηκε από τους Φαρισαίους ο Ιησούς πότε έρχεται η βασιλεία του Θεού, τούς απάντησε: «Η βασιλεία του Θεού δεν έρχεται με τρόπο φανερό σε όλους.
Το τεμάχιο αυτό περιλαμβάνει 1) ερώτηση των Φαρισαίων για το χρόνο της εμφάνισης της βασιλείας του Θεού και απάντηση του Κυρίου σε αυτήν (σ. 20,211). 2) Διδασκαλία του Κυρίου προς τους μαθητές του για το θέμα αυτό (σ. 22-27) και 3) την παραβολή του άδικου κριτή, η οποία εφαρμόζει πρακτικά στους πιστούς το διαπραγματευμένο θέμα (ιη 1-8)(g)
(1) Είναι γνωστό με ποια ανυπομονησία ανέμεναν οι Φαρισαίοι την εμφάνιση της βασιλείας του Μεσσία. Φυσικό λοιπόν ήταν να θέλουν να μάθουν την γνώμη του Ιησού για αυτό. Αναμφίβολα θα δοκίμαζαν μεγάλη χαρά, εάν τον έφερναν σε δύσκολη θέση με το ερώτημά τους αυτό ή αν του αποσπούσαν πλανημένη ή οπωσδήποτε υποκείμενη σε επίκριση γνώμη (g).
(2) Εφόσον καμία καθορισμένη χρονολογία δεν παρεχόταν στη Γραφή, έπρεπε λοιπόν να παρακολουθούν και να παρατηρούν τα σημεία των καιρών (L). Η ερώτηση που ήδη θέτουν φανερώνει, ότι η βασιλεία αυτή κατά τις ιδέες τους ήταν τελείως εξωτερική και ότι η έλευσή της θα σημειωνόταν με κάποιο μεγάλο και αιφνίδιο θεαματικό χτύπημα (g).
(3) Παρόλο που το ρήμα παρατηρώ δεν είναι σπάνιο ούτε στην Κ.Δ. ούτε στους Ο΄(μετάφραση της Π.Δ. των 70 μεταφραστών), συναντιέται επιπλέον και στους ιατρούς συγγραφείς για παρατήρηση των συμπτωμάτων των νόσων, παρόλ’ αυτά το ουσιαστικό παρατήρηση είναι λέξη που συναντιέται μόνο μία φορά (p). Σημαίνει ή «με δόξα ανθρώπινη» (Ζ) ή ακριβέστερα, με κάποιο γεγονός που πέφτει στις αισθήσεις· με τρόπο ορατό και αισθητό (g), ώστε και με τα μάτια να μπορεί να παρατηρηθεί (Grimm)· με τέτοιο έκτακτο θέαμα, ώστε να μπορεί κάποιος σιγά σιγά και διαδοχικά να παρατηρήσει το πότε και το εδώ, τον χρόνο και τον τόπο (b).
Δεν έχει η βασιλεία του Θεού εξωτερικές επιδείξεις και εμφανίσεις, όπως τα γήινα κοσμικά βασίλεια, οι επεκτάσεις και επαναστάσεις των οποίων γίνονται αισθητές και οι ειδήσεις για αυτά γεμίζουν τις εφημερίδες. Η είσοδος της βασιλείας του Θεού θα είναι σιωπηλή και αθόρυβη και χωρίς κάποια πομπή. Είναι αξιοσημείωτο, ότι ενώ οι Φαρισαίοι ρωτούν: πότε έρχεται η βασιλεία του Θεού, ο Κύριος δεν απαντά αμέσως στο ερώτημά τους αυτό, αλλά ζητά μάλλον να διορθώσει τις πλανημένες αντιλήψεις τους για την βασιλεία αυτή. Εξάλλου οι επισκέψεις του Θεού δια μέσου των αιώνων έγιναν μυστικά και αιφνίδια.
Οι άνθρωποι, οι απορροφημένοι από τις επιδιώξεις της παρούσας ζωής, δεν αντιλαμβάνονται τις προσεγγίσεις ή και τις ελεύσεις τους. Συγχέουν τα μεγάλα γεγονότα με τα μικρά και μετρούν την σοβαρότητά τους σύμφωνα με τα παχυλά ιδανικά τους. Ο Θεός φανερώθηκε με σάρκα. Γεγονός όμοιο του οποίου δεν είδε ποτέ άλλοτε ο κόσμος και το οποίο επισκίασε όλα τα γεγονότα της ιστορίας. Και όμως δεν επέσυρε την προσοχή του κοινού. Οι κάτοικοι της Βηθλεέμ δεν μπόρεσαν να βρουν τόπο για τον Θείο Επισκέπτη στο κατάλυμα, ο οποίος ξάπλωσε στη φάτνη μεταξύ των αλόγων ζώων. Πράγματι τότε η βασιλεία του Θεού είχε έλθει χωρίς παρατήρηση. Και όταν αυτός, ο οποίος είναι η Κεφαλή και ο Ήλιος της Εκκλησίας, σταυρώθηκε και αναστήθηκε και ίδρυσε την βασιλεία του ως δική του εκκλησία, για πολλά χρόνια παρέμενε άγνωστος ή και παραγνωρισμένος μεταξύ των ανθρώπων. Η βασιλεία του Θεού ήλθε ανάμεσά τους όχι με παρατήρηση.

17.21 οὐδὲ ἐροῦσιν, ᾽Ιδοὺ ὧδε· ἤ, ιδού εκεῖ(1)· ἰδοὺ γὰρ(2) ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστιν(3).
21 Δε θα πούνε “να, εδώ είναι” ή “εκεί”, γιατί η βασιλεία του Θεού είναι κιόλας ανάμεσά σας».
(1) Εξηγεί εδώ το όχι με παρατήρηση.=Δεν θα πουν οι άνθρωποι· να εδώ ή να εκεί η προσωποποίηση της βασιλείας αυτής, ο Μεσσίας (δ), «το οποίο κάνουν στους γήινους βασιλιάδες» (Ζ).
Όταν έλθει ο Μεσσίας για να θεμελιώσει την βασιλεία του, δεν θα πουν: Να εδώ είναι ο Μεσσίας ή να είναι εκεί, όπως γίνεται όταν κάποιος επίγειος βασιλιάς περιοδεύει για επίσκεψη των διαμερισμάτων της δικαιοδοσίας του, και σε όλων τα στόματα υπάρχουν οι λέξεις: Εκεί είναι ο βασιλιάς, αυτό το μέρος επισκέπτεται τώρα ο βασιλιάς. Διότι όπου είναι ο βασιλιάς, εκεί είναι και η αυλή του. Αλλά ο Χριστός δεν θα έλθει έτσι, ούτε οι λεγεώνες που αποτελούν την σωματοφυλακή αυτού του βασιλιά θα φανούν εδώ ή εκεί.
(2) Το γαρ σημειώνει τον λόγο για τον οποίο το να εδώ ή να εκεί, δεν μπορεί να γίνει δεκτό (p).
(3) Ή «βρίσκεται μέσα στις δικές σας προαιρέσεις, και είναι στην εξουσία σας να την λάβετε. Γιατί είναι δυνατόν στον κάθε άνθρωπο, που πέτυχε την εκ μέρους του Χριστού δικαίωση, δηλαδή αυτήν που έχει αποκτήσει σαν πλούτο με την πίστη και έχει καταστεί λαμπρός με κάθε αρετή, να επιτύχει τη βασιλεία των ουρανών» (Κ).
«Η βασιλεία των ουρανών είναι μέσα σας. Συνεπώς η αρετή έχει ανάγκη μόνον από τη θέλησή μας. Και αυτό βεβαίως, διότι βρίσκεται μέσα μας και από εμάς τους ίδιους αποκτιέται. Η αρετή δηλαδή αποκτιέται όταν η ψυχή επιθυμεί εκ φύσεως τα πνευματικά» (Α).
Ή, μέσα στις καρδιές σας. Μη θεωρείτε αυτήν ως κάτι εξωτερικό· η βασιλεία είναι στην ουσία πνευματική, είναι μέσα στις καρδιές σας, εάν πράγματι έχετε αυτήν (p). Η βασιλεία του Θεού δεν υπόσχεται κυρίως να μεταβάλλει τις εξωτερικές συνθήκες της ζωής των ανθρώπων, αλλά να ανακαινίσει τις καρδιές τους και την διαγωγή τους. Τότε έρχεται στον καθένα μας, όταν από υπερήφανο και μάταιο, που ήταν στο παρελθόν, μεταβάλλει αυτόν σε ταπεινό, σοβαρό και σώφρονα· όταν αποσπάσει αυτόν από την προσκόλληση στον κόσμο και τις επιθυμίες της σάρκας και στρέψει ολόκληρο το ενδιαφέρον του προς τον ουρανό.
Ο ουρανός, τον οποίο περιμένουμε, είναι α) φως. Αλλά τι ακτινοβολείται από το φως αυτό; Αλήθεια, ειλικρίνεια, δικαιοσύνη. Και αυτό είναι ο ουρανός. Εάν είστε παιδιά του Θεού, θα βασιλεύει στις καρδιές σας ευθύτητα, ακριβής δικαιοσύνη, τέλεια φιλαλήθεια. Η βασιλεία του Θεού είναι μέσα σας. Ο ουρανός είναι β) Αρμονία. Εάν αγαπάτε την ενότητα, εάν μισείτε τις διαστάσεις και διχόνοιες, εάν συντελείτε στην εκκλησιαστική ενότητα, τότε η βασιλεία του Θεού είναι μέσα σας. Ο ουρανός είναι γ) Ταπεινοφροσύνη. Κάθε άγγελος εκεί καλύπτει το πρόσωπο και τα πόδια του με τις φτερούγες του. Όποτε βλέπουμε άνθρωπο να έχει ταπεινή ιδέα για τον εαυτό του, μπορούμε να βεβαιώσουμε ότι η βασιλεία του Θεού είναι μέσα του. δ) σε όλο τον ουρανό είναι εκτάκτως αισθητή η παρουσία του Χριστού, ο οποίος είναι η χαρά και η ευφροσύνη όλων των καρδιών. Αναλόγως λοιπόν του τι είναι ο Χριστός για τον καθένα μας, μπορούμε να πούμε: Η βασιλεία του Θεού είναι μέσα μας.
«Διότι τότε βεβαίως λέγεται ότι βασιλεύει στην πραγματικότητα ο Θεός, όταν δεν βιώνεται τίποτα κοσμικό στις ψυχές μας, αλλά σε όλα ζούμε κατά τρόπο υπερκόσμιο» (Θφ).
Πιο σωστή ερμηνεία: η βασιλεία του Θεού είναι ανάμεσά σας στο πρόσωπο εμού του Χριστού και των μαθητών μου. Και έρχεται τόσο λίγο με παρατήρηση, ώστε ενώ βρίσκεται ήδη ανάμεσά σας, εσείς δεν έχετε αντιληφθεί την έλευσή της (έτσι ερμηνεύουν οι L.δ και όλοι σχεδόν οι νεώτεροι ερμηνευτές).

17.22 Εἶπεν(1) δὲ πρὸς τοὺς μαθητάς(2), ᾽Ελεύσονται ἡμέραι(3) ὅτε ἐπιθυμήσετε μίαν τῶν ἡμερῶν τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου ἰδεῖν(4) καὶ οὐκ ὄψεσθε(5).
22 Είπε τότε στους μαθητές: «Θα έρθει καιρός που θα θελήσετε να δείτε μία από τις ημέρες του Υιού του Ανθρώπου και δε θα τη δείτε.
(1) Δες Ματθ. κδ 23,26 και Μάρκ. ιγ 21, με τα οποία είναι εν μέρει παράλληλο το παρόν τμήμα του Λουκά.
(2) Στους Φαρισαίους ο Κύριος έπρεπε να υπενθυμίσει τον πνευματικό χαρακτήρα της βασιλείας. Παρόλ’ αυτά δεν αποσκοπούσε με όσα είπε να αρνηθεί την ένδοξη και εξωτερική εμφάνιση της βασιλείας αυτής κατά την συντέλεια του κόσμου. Για να αναπτύξει όμως την άλλη αυτή πλευρά της αλήθειας, στρέφεται τώρα προς τους μαθητές του. Η σειρά λοιπόν των ιδεών που αναπτύσσονται έχει ως εξής: Η βασιλεία, με την εξωτερική έννοια, με την οποία δέχονται αυτήν οι Φαρισαίοι, δεν θα έλθει τόσο προσεχώς (στιχ. 22)· και όταν θα έλθει, δεν θα προκληθεί κάποια αβεβαιότητα για την εμφάνισή της (στιχ. 23,24)(g).
(3) «Προειδοποιεί λοιπόν ότι πριν από την άφιξή του από τους ουρανούς, η οποία θα γίνει κατά τη συντέλεια του κόσμου, θα έλθει θλίψη και διωγμός, ώστε θα επιθυμήσουμε να δούμε μία ημέρα αυτού» (Κ).
Στις αρχές βέβαια θα έχετε μεγάλες επιτυχίες. Αλλά μη νομίζετε, ότι πάντοτε θα γίνεται έτσι. Όχι. Αλλά πρόκειται να διωχτείτε και να διασκορπιστείτε, να φυλακιστείτε και να σας επιβάλλουν σιγή. Έτσι ώστε δεν θα έχετε πάντοτε ευκαιρίες να κηρύττετε το ευαγγέλιο άφοβα και χωρίς αντιδράσεις. Εξωτερικοί διωγμοί και εμπόδια θα περιορίζουν τη δράση σας και θα δυσχεραίνουν αυτήν. Μερικές φορές και η μέσα σας παρουσία του Πνεύματος θα γίνεται λιγότερο αισθητή και η από αυτήν παρηγοριά φειδωλή και λιγότερο πλούσια. Ο επουράνιος Πατέρας μάς καταρτίζει, για να μάθουμε στην πράξη, τι αξία έχουν τα ελέη του, πόσο ισχυρή και ανίκητη είναι η αόρατη δύναμή του, πόσο αδύνατοι είμαστε εμείς και πόσο πρέπει να ταπεινωνόμαστε για τις τυχόν επιτυχίες μας αποδίδοντας αυτές στο Θεό.
(4) Ή, ημέρες του υιού του ανθρώπου εννοεί αυτές στη γη, «δηλαδή εκείνη κατά την οποία θα ζούμε ακόμη και θα συμβιώνουμε με το Χριστό» (Κ).
«Διότι παρόλο που ήταν μαζί του, δεν ζούσαν όμως τελείως άκοπα και ακίνδυνα… αλλά συγκρινόμενα με τους μελλοντικούς κινδύνους αυτά που τους συνέβαιναν πριν, θα φαίνονται σαν να ήταν πολύ ακίνδυνα» (Θφ)· «βάζοντας δηλαδή σε αντιπαράθεση τα μεγαλύτερα κακά, είναι οπωσδήποτε προτιμητέα τα μικρότερα» (Κ).
Ή, πιο σωστά· μία από τις ημέρες της ένδοξης φανέρωσης του Θεού και Σωτήρα μας (δ)· μία πρόγευση της μελλοντικής δόξας (p)· μία θεία επίσκεψη και εκδήλωση για ενίσχυση της διωκομένης και κουρασμένης εκκλησίας (g).
(5) Ο στεναγμός και η ευχή: Ω! μία και μόνο ημέρα της δόξας του ουρανού κατά την ώρα αυτή της θλίψης· θα ακουστεί μάταια. Δεν θα δείτε την ημέρα αυτή όχι διότι δεν πρόκειται να έλθει ποτέ, αλλά διότι δεν θα είναι τότε, όταν θα ζητήσετε αυτήν, ο καιρός της έλευσής της (p).

17.23 καὶ ἐροῦσιν ὑμῖν, ᾽Ιδοὺ ὧδε, ᾽Ιδοὺ ἐκεῖ(1)· μὴ ἀπέλθητε μηδὲ διώξητε(2).
23 Θα σας πουν: “να, εκεί είναι” ή “να, εδώ είναι”, αλλά μην πάτε και μην τους ακολουθήσετε.
(1) Η ζωηρή αυτή προσδοκία των πιστών, θα προδιαθέσει τους απλούστερους από αυτούς σε ευπιστία (g). Και τότε στις ημέρες εκείνες των θλίψεων θα σας πουν· να εδώ είναι ο Χριστός, να εκεί ο Χριστός (δ).
Δεν υπάρχει κάποια αντίθεση μεταξύ του στίχου αυτού και του στίχου 21. Διότι ο τελευταίος αυτός στίχος αναφέρεται στα σημάδια της πρώτης έλευσης του Κυρίου. Ενώ ο παρών αναφέρεται στα ψευδή σημάδια της δεύτερης έλευσης και παρουσίας και περιλαμβάνει όλες τις άκαιρες και πρόωρες προαναγγελίες για τη δήθεν προσέγγιση της εσχάτης ημέρας= Κάθε προφητεία καθορισμένων χρονολογιών και κάθε βεβαίωση για τοπικές εμφανίσεις πρέπει με πολλή δυσπιστία να ακούγονται (p). «Κανείς, λέει, να μη σας πείσει, ότι ήλθα εδώ ή εκεί» (Θφ).
(2) Μην πάτε προς αυτόν που λέει τον εαυτό του Μεσσία, ούτε να τον διώξετε, δηλαδή να τον ακολουθήσετε. Το διώκω με την έννοια του έπομαι, ακολουθώ και στους κλασικούς συγγραφείς (δ).

17.24 ὥσπερ(1) γὰρ(2) ἡ ἀστραπὴ ἀστράπτουσα ἐκ τῆς ὑπὸ τὸν οὐρανὸν(3) εἰς τὴν ὑπ᾽ οὐρανὸν λάμπει, οὕτως ἔσται ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου(4) ἐν τῇ ἡμέρᾳ αὐτοῦ(5).
24 Γιατί η παρουσία του Υιού του Ανθρώπου θα είναι τόσο φανερή, όπως η αστραπή, που η λάμψη της διασχίζει τον ορίζοντα από τη μια άκρη ως την άλλη.
(1) Δες Ματθ. κδ 27.
(2) Μην πάτε και μην ακολουθήσετε, διότι η έλευση του υιού του ανθρώπου θα είναι όπως η αστραπή αιφνίδια και γενικώς ορατή (p).
«Δεν θα περιοριστεί σε τόπο η δευτέρα παρουσία μου, η λαμπρότερη και ενδοξότερη. Αλλά όπως η αστραπή δεν διαφεύγει την προσοχή, αλλά φαίνεται από το ένα άκρο της γης στο άλλο, έτσι και η δική μου παρουσία θα είναι λαμπρή και ένδοξη και σε κανέναν δεν θα μείνει κρυφή» (Θφ). Δεν τρέχει κανείς εδώ και εκεί για να δει την αστραπή. Η λάμψη της διαχύνεται παντού (g).
(3) Εξυπακούεται η λέξη χώρας. Μπορεί να συνδεθεί ή με το αστράπτουσα (=αστράπτει κάτω από τον περιοχή του ουρανού δηλαδή από ένα οποιοδήποτε σημείο της ατμόσφαιρας και των νεφών και λάμπει σε όλη την περιοχή της γης και του ορίζοντα κάτω από τα νέφη)(δ) ή μπορεί να συνδεθεί με το λάμπει (p) δηλαδή από το ένα σημείο στο άλλο. Ο Λουκάς αποφεύγει να πει ότι η αστραπή λάμπει από την ανατολή μέχρι τη δύση διότι δεν είναι πάντοτε αυτή η κατεύθυνση της αστραπής (L).
(4) «Έτσι θα είναι και αυτός φανερός σε όλη την οικουμένη» (Ζ).
(5) «Ημέρα του λέει αυτήν της δευτέρας παρουσίας του» (Ζ).

17.25 πρῶτον(1) δὲ(2) δεῖ αὐτὸν πολλὰ παθεῖν καὶ ἀποδοκιμασθῆναι ἀπὸ τῆς γενεᾶς ταύτης(3).
25 Ο Υιός του Ανθρώπου όμως πρέπει πρώτα να πάθει πολλά και να αποδοκιμαστεί από τούτη τη γενιά.
(1) Πριν ακόμη μπει σε εκείνη την δόξα με την οποία πρόκειται να έλθει (b). Νόμιζαν, ότι η βασιλεία του Μεσσία θα ερχόταν με εξωτερική λαμπρότητα. Όχι, λέει, ο Χριστός. Πρέπει μέσω του σταυρού να διαβούμε στον βασιλικό θρόνο.
(2) Αλλά δεν πρέπει να τον περιμένετε τώρα με δόξα. Τα επικείμενα γεγονότα είναι τελείως διαφορετικά (p). Ο σύνδεσμος «δε» είναι αντιθετικός= πριν έλθει όμως αυτός ως Κριτής ένδοξος, είναι ανάγκη πρώτα κατά την ορισμένη βουλή του Θεού και πρόγνωση (δεῖ=πρέπει) να πάθει πολλά (δ). Πολλά· ονειδισμούς, ντροπή, θάνατο, αυτά είναι τα πολλά. Πρέπει να αποδοκιμαστεί από τη γενιά αυτή των απίστων Ιουδαίων, πριν τον εγκολπωθεί άλλη γενιά πιστών εθνικών. Το ευαγγέλιο πρέπει πρώτα να κατανικήσει μέγιστη αντίσταση και πρωτοφανή εμπόδια ώστε και με αυτό να καταφανεί, ότι η δύναμή του είναι από το Θεό και όχι από ανθρώπους.
«Μη λοιπόν θαυμάσετε, αν θα συμβούν σε σας τέτοια επίπονα, τα οποία να σας φέρουν επιθυμία να είστε μαζί μου. Διότι εγώ ο ίδιος, που πρόκειται να φανώ ως αστραπή, πρώτα πρόκειται να πάθω πολλά και να αποδοκιμαστώ και έτσι να έλθω σε αυτήν την δόξα» (Θφ).
(3) «Των πονηρών Ιουδαίων» (Ζ), των συγχρόνων του Κυρίου.

17.26 καὶ(1) καθὼς(2) ἐγένετο ἐν ταῖς ἡμέραις Νῶε, οὕτως ἔσται καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις(3) τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου·
26 Όπως έγινε τον καιρό του Νώε, έτσι θα γίνει και με τον ερχομό του Υιού του Ανθρώπου.
(1) Δες Ματθ. κδ 37-39 και τις εκεί σημειώσεις. Στους στίχους 26-30 περιγράφει την κατάσταση του κόσμου, πως θα είναι πριν την έλευσή του. Την ώρα που οι πιστοί θα ποθούν σφοδρά την επάνοδο του Κυρίου, αμεριμνησία και αίσθημα σαρκικής ασφάλειας θα καταπλημμυρίζει την ανθρωπότητα (g).
(2) Το προηγούμενο «ώσπερ(=όπως ακριβώς)» σημαίνει κάτι το ανάλογο. Το «καθώς» όμως που μπαίνει εδώ δηλώνει ακριβώς το όμοιο (p). Όπως συνέβη στις ημέρες του Νώε, έτσι θα συμβεί και τότε (δ).
(3) Εδώ σε πληθυντικό και όχι σε ενικό (όπως στο στίχο 24), διότι προηγήθηκε το «στις ημέρες του Νώε» (L).

17.27 ἤσθιον(1), ἔπινον, ἐγάμουν, εξεγαμίζοντο(2), ἄχρι ἣς ἡμέρας εἰσῆλθε Νῶε εἰς τὴν κιβωτόν, καὶ ἦλθεν ὁ κατακλυσμὸς καὶ ἀπώλεσεν άπαντας(3).
27 Τότε έτρωγαν κι έπιναν, άντρες και γυναίκες παντρεύονταν και πάντρευαν, ως την ημέρα που ο Νώε μπήκε στην κιβωτό. Ύστερα ήρθε ο κατακλυσμός και τους αφάνισε όλους.
(1) Οι παρατατικοί που μπαίνουν χωρίς σύνδεση κάνουν εκτάκτως ζωηρό το λόγο (p).
(2) Το εξεγαμίζοντο= δίνονταν σε γάμο από τους γονείς τους (g). Δεν τονίζει απλώς το ότι ζούσαν τη συνηθισμένη τους ζωή, αλλά το ότι ήταν εξολοκλήρου απορροφημένοι από τα εξωτερικά πράγματα (p).
Το να τρώμε και να πίνουμε είναι αναγκαίο για διατήρηση της ανθρώπινης ζωής και το κάνουμε γάμο και να δίνουμε σε γάμο απαραίτητο για πολλαπλασιασμό της. Τα νόμιμα και επιτρεπόμενα αυτά έγιναν ολέθρια σε εκείνους λόγω της διάθεσης, με την οποία γίνονταν. Ήταν αυτοί αμέριμνα παραδομένοι στην σαρκική ζωή, ενώ ο κίνδυνος ήταν επί θύραις και για την επικείμενη έλευση του ολέθρου ο Θεός μέσω του Νώε είχε ειδοποιήσει αυτούς. Έτρωγαν, έπιναν και παντρεύονταν, την ώρα που επείγουσα ανάγκη ήταν να νηστεύσουν, να πενθήσουν και να μετανοήσουν. Παρά τις προαναγγελίες του Νώε, παρά τις επανειλημμένες για μετάνοια προσκλήσεις, αυτοί θεωρούσαν τους εαυτούς τους ασφαλείς, διότι απιστούσαν και διότι θεωρούσαν γελοίο το κήρυγμα περί επικειμένης καταστροφής.
(3) «Όπως στα χρόνια του Νώε ξαφνικά ήλθε ο κατακλυσμός και τους πήρε όλους, έτσι θα είναι και η παρουσία του» (Θφ).

17.28 ὁμοίως(1) και ως ἐγένετο(2) ἐν ταῖς ἡμέραις Λώτ· ἤσθιον(3), ἔπινον, ἠγόραζον, ἐπώλουν, ἐφύτευον, ᾠκοδόμουν(4)·
28 Το ίδιο έγινε και τον καιρό του Λωτ. Έτρωγαν κι έπιναν, αγόραζαν και πουλούσαν, φύτευαν κι έχτιζαν.
(1) Ομοίως εξυπακούεται το ρήμα έσται(=θα είναι)= Θα συμβεί στις ημέρες του υιού του ανθρώπου όμοια και όπως έγινε (δ).
(2) Υπάρχει και η γραφή «καθώς εγένετο», η οποία φαίνεται απλούστερη και φυσικότερη (δ).
(3) Το «ομοίως» εξηγείται με τα επόμενα, δηλαδή έτρωγαν, έπιναν κλπ. Ήταν δηλαδή απασχολημένοι με τα συνηθισμένα τους έργα (δ).
(4) Έπρατταν όλα αυτά, διότι με ασφάλεια απέβλεπαν στο μέλλον (L), μολονότι και για αυτούς είχε σταλεί ο Λώτ, όπως πριν ο Νώε κήρυκας δικαιοσύνης σε αυτούς που εξολοθρεύτηκαν από τον κατακλυσμό. «Αλλά όπως ακριβώς αυτούς που στα χρόνια του Νώε και του Λωτ τρυφούσαν και αμεριμνούσαν, τους κατέστρεψε τους μεν ο κατακλυσμός, τους δε η φωτιά και το θειάφι, που κατέβηκαν αιφνίδια από τον ουρανό, έτσι και αυτούς που στη δευτέρα παρουσία θα τρυφούν και θα αμεριμνούν θα τους έλθει αιφνίδιος όλεθρος» (Ζ).

17.29 ᾗ δὲ ἡμέρᾳ ἐξῆλθεν Λὼτ ἀπὸ Σοδόμων(1), ἔβρεξεν(2) πῦρ καὶ θεῖον ἀπ᾽ οὐρανοῦ καὶ ἀπώλεσεν άπαντας(3).
29 Την ημέρα όμως που βγήκε ο Λωτ από τα Σόδομα, έβρεξε φωτιά και θειάφι απ’ τον ουρανό και τους αφάνισε όλους.
(1) Η είσοδος του Νώε στην κιβωτό είναι παράλληλη με την έξοδο του Λωτ για σωτηρία του, η οποία εμπόδιζε την καταστροφή των Σοδόμων, ώστε να μην καταστραφεί μαζί και ο δίκαιος (δ).
(2) Γενικώς θεωρείται ότι είναι σε ενεργητική φωνή= ο Κύριος ή ο Θεός έβρεξε. Δες Γενεσ. ιθ 24 και Ματθ. ε 45. Αλλά με την έννοια αυτή το ακόλουθο «απ’ ουρανού» θα φαινόταν πλεονασμός. Εφόσον λοιπόν το βρέχω στους μεταγενέστερους Έλληνες βρίσκεται και με ουδέτερη έννοια, πιο φυσικό είναι έτσι να πάρουμε αυτό και εδώ. Έτσι ενισχύεται και ο παραλληλισμός μεταξύ των δύο «απώλεσε» (στιχ. 27 και 29) και των δύο υποκειμένων των κατακλυσμός και πυρ και θείον (g).
Ήλθε ο κατακλυσμός και καταστράφηκε ολόκληρος ο παλαιός κόσμος. Έβρεξε φωτιά και θειάφι και κατέκαψε τους αμαρτωλούς των Σοδόμων. Ο Θεός έχει πολλά βέλη στη φαρέτρα του και χρησιμοποιεί από αυτά κατά βούληση και αρέσκεια, όταν πολεμά εναντίον των αποστατών υπηκόων του, κατά των οποίων πάντοτε ενεργεί δραστικά και αδυσώπητα. Εδώ όμως ειδικά αποσκοπείται να δειχτεί το τρομερό και εκπληκτικό της καταστροφής εκείνων, οι οποίοι απορροφημένοι από την σάρκα και ξένοι σε κάθε σκέψη μετανοίας θεωρούν τους εαυτούς τους σε ασφάλεια.
(3) «Υπαινίσσεται λοιπόν με τα παραδείγματα αυτά, και με αυτό των ανθρώπων του κατακλυσμού και με αυτό των Σοδομιτών, ότι όταν έλθει ο αντίχριστος θα αυξηθούν στους ανθρώπους οι παράνομες ηδονές και θα είναι λάγνοι και παραδομένοι στις παράνομες ηδονές, το οποίο βεβαίως και ο απόστολος είπε, ότι στις έσχατες ημέρες θα είναι οι άνθρωποι φιλήδονοι μάλλον παρά φιλόθεοι» (Θφ).

17.30 κατὰ τὰ αὐτὰ ἔσται(1) ᾗ ἡμέρᾳ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἀποκαλύπτεται(2).
30 Τα ίδια θα συμβούν και την ημέρα που θα φανερωθεί ο Υιός του ανθρώπου.
(1) Όμοια με αυτά θα συμβούν… Η ομοιότητα λοιπόν αναφέρεται στην έλλειψη φροντίδας των απίστων και στο αιφνίδιο και απροσδόκητο της φανέρωσης του Σωτήρα (δ).
(2) Τεχνικός όρος που χρησιμοποιείται σε πολλά σημεία της Κ.Δ. για την αποκάλυψη του Κυρίου. Δες Α΄ Κορ. α 7,Β΄ Θεσ. α 7,Α΄ Πέτρ. α 7,13 δ 13 (p). Ο ενεστώτας σημαίνει την εμφάνιση και αποκάλυψη αυτή ως απολύτως βέβαιη και μεταφέρει τον ακροατή με ζωηρότητα στην μεγάλη εκείνη στιγμή. Η λέξη αποκαλύπτεται υπονοεί, ότι ο Ιησούς είναι εκεί, αν και αόρατος, και δεν χρειάζεται παρά να σηκωθεί το παραπέτασμα για να φανερωθεί (g). Μέχρι τη στιγμή εκείνη είναι σκεπασμένος από τα μάτια των ανθρώπων. Τότε όμως με τη μία θα αποκαλυφθεί (p).

17.31 ἐν ἐκείνῃ(1) τῇ ἡμέρᾳ ὃς ἔσται ἐπὶ τοῦ δώματος καὶ τὰ σκεύη αὐτοῦ ἐν τῇ οἰκίᾳ, μὴ καταβάτω ἆραι αὐτά, καὶ ὁ ἐν ἀγρῷ ὁμοίως μὴ ἐπιστρεψάτω εἰς τὰ ὀπίσω(2).
31 Την ημέρα εκείνη όποιος θα βρίσκεται στο λιακωτό και τα πράγματά του θα είναι στο σπίτι, να μην κατεβεί να τα πάρει. Κι όποιος είναι στο χωράφι να μη γυρίσει πίσω.
(1) Δες Ματθ. κδ 17,18 και Μάρκ. ιγ 15,16 και τις εκεί σημειώσεις. Στους δύο αυτούς συνοπτικούς οι λόγοι αυτοί του Κυρίου αναφέρονται σε σχέση με την φυγή στην καταστροφή των Ιεροσολύμων. Εδώ η φυγή αυτή ούτε ξεκάθαρα εκφράζεται, ούτε υπονοείται. Το κύριο νόημα των λόγων αυτών εδώ είναι, ότι πρέπει ο καθένας να είναι αδιάφορος προς όλα τα κοσμικά συμφέροντα, για να είναι έτοιμος για υποδοχή του υιού του ανθρώπου. Η προειδοποίηση για την φυγή από την Ιουδαία αναφέρεται από τον Λουκά αλλού (κα 21). Δεν υπάρχει λοιπόν ανάγκη να συζητήσουμε, εάν οι λόγοι αυτοί λέχθηκαν από τον Κύριο με γραμματική και κυριολεκτική έννοια, όπως βρίσκονται στους Ματθαίο και Μάρκο, ή με πνευματική έννοια, όπως υπάρχουν εδώ. Ο Κύριος είναι δυνατόν να είπε αυτούς και με τις δύο έννοιες (p).
(2) Η δευτέρα παρουσία θα έλθει αιφνίδια. Εκείνος λοιπόν που βρίσκεται στο λιακωτό στη στέγη του σπιτιού του, ας μην κατέβει για να πάρει μαζί του και να σώσει από την καταστροφή τα έπιπλά του, αλλά ας εγκαταλείπει τα πάντα, για να ακολουθήσει αδίστακτα τον Κύριο. Και εκείνος που βρίσκεται στον αγρό, ας μην επιστρέψει πίσω (g), από επιθυμία να δει και να σώσει τα πράγματά του στην πόλη (δ). Ας αναμένει ο καθένας τον Κύριο, ελεύθερος από κάθε προσκόλληση στα γήινα (L).

17.32 μνημονεύετε τῆς γυναικὸς Λώτ(1).
32 Να θυμάστε τη γυναίκα του Λωτ.
(1) «Δηλαδή το πάθημά της. Διότι ενώ ο Θεός μήνυσε στον Λωτ να φύγουν από τα Σόδομα με όλη την οικογένεια, λόγω του θεόσταλτου εμπρησμού που επρόκειτο να πέσει πάνω τους, και ενώ παρήγγειλε να βαδίζουν χωρίς να γυρίσουν πίσω, γύρισε και είδε η γυναίκα του πίσω, και έγινε στήλη άλατος» (Ζ).
Από πόθο των πραγμάτων, τα οποία άφησε στα Σόδομα, στράφηκε να δει τι θα γίνει και μεταβλήθηκε σε στήλη άλατος. Δες Γενεσ. ιθ 26 (δ). Έτσι και κάθε Χριστιανός, του οποίου πρώτη σκέψη κατά την δεύτερη έλευση του υιού του ανθρώπου θα είναι να εξασφαλίσει τα επίγεια αγαθά του, θα αποδειχτεί ανάξιος της βασιλείας του Θεού (p).
Δεν υπήρξε αρκετό για τη γυναίκα του Λωτ, το ότι έφυγε από τα Σόδομα. Ώφειλε να επιμείνει φεύγοντας και να μην στραφεί πίσω. Αυτοί που εγκαταλείπουν τα Σόδομα και τις παλιές συνήθειες, ας βλέπουν μόνο μπροστά και ας προχωρούν διαρκώς μπροστά. Ας μην στρέφονται πίσω, για να μην μπουν στον πειρασμό του να επιστρέψουν πίσω. Ό,τι έπαθε η σύζυγος του Λωτ απετέλεσε διαρκές μνημείο της αποδοκιμασίας του Θεού κατά των αποστατών, οι οποίοι ενώ άρχισαν πνευματικά καταλήγουν στο να εμπνέονται από την σάρκα. Η σύζυγος του Λωτ χάθηκε στην ίδια την οδό της ασφάλειας. «Αυτός που νομίζει ότι στέκεται, ας προσέχει μην πέσει».
Προσοχή από τις κακές αναμνήσεις του αμαρτωλού παρελθόντος, εφόσον επανέρχονται στη μνήμη, όχι για να προκαλέσουν αισθήματα μετανοίας, αλλά για να αναμοχλεύσουν παλαιές πληγές. Αυτά τα βλέμματα προς τα πίσω, τα οποία δεν προκαλούν ντροπή και συντριβή, είναι εξίσου επικίνδυνα με την ολέθρια στροφή της συζύγου του Λωτ. Προσοχή επίσης απέναντι στις δικαιολογίες και τις αμαρτωλές προφάσεις, τις οποίες συνήθως προβάλλουμε για σφάλματα ή παρεκτροπές του παρόντος και του χρόνου μετά την επιστροφή μας στο Χριστό, χωρίς να φροντίζουμε για επανόρθωσή τους. Τίποτα άλλο δεν αποδυναμώνει την φωνή της συνείδησης, όσο οι δικαιολογίες μας αυτές. Προσοχή και απέναντι στους πειρασμούς εκείνους, οι οποίοι μας κατακυρίευσαν κάποτε και οι οποίοι εκμηδένισαν έστω και πρόσκαιρα τις αγαθές αποφάσεις μας.

17.33 ὃς ἐὰν ζητήσῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ σώσαι(1) ἀπολέσει αὐτήν(2), και ως εάν ἀπολέσῃ αυτήν(3), ζῳογονήσει(4) αὐτήν.
33 Όποιος θελήσει να σώσει τη ζωή του θα τη χάσει, κι όποιος τη χάσει θα τη διατηρήσει.
(1) Υπάρχει και η γραφή περιποιήσασθαι= να διασώσει για τον εαυτό του (Πράξ. κ 28,Α΄Τιμοθ. γ 13)(p). Έχει την ίδια σημασία στο Πράξ. κ 28 με το κτήσασθαι=αποκτήσει, κερδίσει (δ).
(2) «Όποιος τυχόν ζητήσει να ελευθερώσει την ψυχή του από τους κινδύνους που θα του έλθουν χάριν της ευσέβειας από τον αντίχριστο, θα παραδώσει αυτήν στην απώλεια της μελλοντικής κόλασης» (Ζ).
«Αυτοί που από άνανδρη ψυχή και θέληση αρνήθηκαν την πίστη και απέφυγαν τον άμεσο θάνατο της σάρκας, αυτοί έγιναν φονευτές της ψυχής τους· γιατί θα οδηγηθούν στον άδη» (Κ). Και ειδικότερα εδώ, αυτός που θέλει να σώσει την ψυχή του από το σωματικό θάνατο που προέρχεται από στέρηση και πείνα (διότι αυτό προφασίζεται η φιλοκτημοσύνη ( =η αγάπη του να μαζεύουμε αγαθά)(δ) και προσκολλάται στα υλικά αγαθά και από αυτά εξαρτά τη ζωή και την ευτυχία του, αυτός θα χάσει αυτήν.
(3) «Αυτό έκαναν οι μακάριοι μάρτυρες, οι οποίοι υπέμειναν τους μέχρι ψυχής και αίματος αγώνες, και έθεσαν τη γνησιότητα της αγάπης τους στο Χριστό, σαν κάποιο στεφάνι πάνω στα κεφάλια τους» (Κ). Και ειδικότερα εδώ εκείνος χάνει τη ζωή του, ο οποίος με άγια αποφασιστικότητα στρέφει αδίστακτα και αυτοστιγμεί τα νώτα από κάθε άλλο, το οποίο δεν είναι ο Κύριος, για να παραδοθεί σε αυτόν ολοκληρωτικά (g).
(4) Δηλαδή θα διατηρήσει στη ζωή αυτήν (δες Πράξ. ζ 19,Εξοδ. α 17). Χρησιμοποιείται από τους Ο΄ για τις μαίες στην Αίγυπτο, οι οποίες ζωογονούσαν δηλαδή διατηρούσαν στη ζωή τα γεννώμενα αρσενικά των Ιουδαίων (δ).

17.34 λέγω ὑμῖν, ταύτῃ τῇ νυκτὶ(1) ἔσονται δύο ἐπὶ κλίνης μιᾶς(2), εἷς παραληφθήσεται καὶ ὁ ἕτερος ἀφεθήσεται(3)·
34 Σας βεβαιώνω πως εκείνη τη νύχτα, απ’ τους δύο που θα κοιμούνται στο ίδιο κρεβάτι, ο ένας θα σωθεί κι ο άλλος θα χαθεί.
(1) Ή, δεν πρέπει να εκβιάσουμε την λέξη, ώστε από αυτήν να βγάλουμε τη σημασία του μεγάλου τρόμου ή της πραγματικής νύχτας, διότι ο Κύριος δεν θέλησε να σημάνει ότι η έλευσή του θα γίνει σε καιρό νύχτας. Η νύχτα εδώ είναι μέρος της εικόνας, την οποία μεταχειρίζεται ο Κύριος διότι κατά τη νύχτα, οι άνθρωποι βρίσκονται στο κρεβάτι (p).
Ή, «νύχτα ονομάζει τον καιρό της κρίσεως, επειδή, όπως εγώ νομίζω, είναι αφανής και απροσδόκητη η παρουσία του» (Κ).
(2) Παίρνει δύο στενότατα συνδεδεμένους κατά σάρκα, είτε δηλαδή πατέρα και γιο, είτε συζύγους, είτε αδελφούς ή οικειότατους που κοιμούνται στο ίδιο κρεβάτι (δ). Όταν η κρίση του Θεού επέλθει καταστρεπτική ο Κύριος θα λάβει πρόνοια να προστατεύσει και να διαφυλάξει τους δικούς του, διαχωρίζοντας και διακρίνοντας αυτούς από άλλους, οι οποίοι θα βρίσκονται τότε πολύ κοντά σε αυτούς. Από το ίδιο κρεβάτι ο ένας θα αρπάζεται για να μεταφερθεί σε τόπο ασφαλή, ενώ ο άλλος θα εγκαταλείπεται για να εξαφανιστεί κάτω από τα ερείπια της κοινής καταστροφής.
(3) Ένας θα παραληφθεί για προϋπάντησή μου, επειδή ανήκει σε μένα, και ο άλλος θα αφεθεί, θα εγκαταλειφθεί στην εξουσία των τιμωρών αγγέλων (δ). Τίποτα εξωτερικά δεν διακρίνει τα πρόσωπα αυτά. Οι εσωτερικές τους όμως διαθέσεις είναι διαφορετικές. Για αυτό και τύχη διαφορετική τους αναμένει. Ό,τι οι άνθρωποι δεν μπορούν να διακρίνουν, ο Θεός το κρίνει σε μια στιγμή. Παραλαμβάνει τον έναν και αποδοκιμάζει τον άλλον (L).
Έξυπνη και η επόμενη ερμηνεία: «με τους δύο πάλι που βρίσκονται πάνω σε ένα κρεβάτι φαίνεται ότι υπαινίσσεται εκείνους που βρίσκονται σε ανάπαυση και πλούτο και είναι ίσοι μεταξύ τους ως προς τις κοσμικές εννοώ απολαύσεις, γιατί το κρεβάτι είναι σύμβολο ανάπαυσης. Όμως ο ένας από αυτούς, λέει, θα παραληφθεί, και ο άλλος αφήνεται. Πώς ή με ποιο τρόπο; Όλοι δηλαδή όσοι έχουν πλούτο και ανάπαυση στην εδώ ζωή δεν έχουν γίνει κακοί και άσπλαχνοι… Εάν κάποιος είναι βέβαια πλούσιος, αλλά καλός και φιλεύσπλαχνος και ορθός στην πίστη, αυτός παραλαμβάνεται» (Κ).

17.35 δύο ἔσονται(1) ἀλήθουσαι(2) ἐπὶ τὸ αὐτό(3), μία παραληφθήσεται και η ἑτέρα ἀφεθήσεται(4).
35 Απ’ τις δύο γυναίκες που θα αλέθουν μαζί, η μία θα σωθεί κι η άλλη θα χαθεί.
(1) Δες Ματθ. κδ 40,41 και τις εκεί σημειώσεις.
(2) Η εικόνα αυτή προϋποθέτει ημέρα μάλλον παρά νύχτα και αναφέρεται σε γεγονός, το οποίο και σήμερα ακόμη λαμβάνει χώρα στην Ανατολή σχεδόν κάθε ημέρα (p). Παρόλ’ αυτά οι γυναίκες των Βεδουίνων συνηθίζουν να αλέθουν στη σκηνή και κατά τη διάρκεια της νύχτας (L). Γενικώς με την εικόνα διακηρύττεται, ότι, είτε κοιμούνται οι άνθρωποι, είτε εργάζονται, όταν ο Κύριος έλθει, όσοι βρεθούν προσκολλημένοι στα επίγεια και φθαρτά, θα εγκαταλειφθούν μη λαμβάνοντας μέρος στη χαρά του Μεσσία (p).
(3) =μαζί, στο ίδιο μέρος (δ). Υπήρχαν σε χρήση στους αρχαίους χειρόμυλοι για το στάρι. Όταν η μυλόπετρα ήταν μεγάλη, κινούσαν αυτήν δύο πρόσωπα μαζί (g). Θα διακριθούν και θα χωριστούν οι εκλεκτοί από αυτούς που ζουν πάρα πολύ κοντά τους. Ο Χριστός θα έλθει αιφνίδια και θα βρει το λαό του απασχολημένο με τα συνήθη του έργα στον αγρό και στον μύλο. Ο ένας ή η μία θα παραληφθεί για συνάντηση του Κυρίου στον αέρα· ο άλλος θα εγκαταλειφθεί στο σατανά και τους αγγέλους του, για να κριθεί μαζί τους. Αυτό θα επιβαρύνει την θέση των αμαρτωλών, διότι ενώ άλλοι από ανάμεσά τους θα παραληφθούν για να δοξαστούν, αυτοί που δεν τους μιμήθηκαν εγκαταλείπονται.
Οι εκλεκτοί είναι ίσως άσημοι και περιφρονημένοι στον κόσμο, ως αγρότες ή ως δούλες που αλέθουν στο μύλο. Παρόλ’ αυτά δεν θα λησμονηθούν κατά την ώρα εκείνη ούτε θα παραβλεφθούν. Οι φτωχοί στον κόσμο, εάν είναι πλούσιοι σε πίστη, είναι κληρονόμοι της βασιλείας. Οι εκλεκτοί ακόμη είναι διασκορπισμένοι σε τόπους, όπου δεν θα περίμενε κάποιος να βρει αυτούς, στον αγρό και στο μύλο. Και όμως οι άγγελοι θα τους βρουν. Είναι και αναμιγμένοι με άλλους, συνδεδεμένοι μαζί τους στα ίδια έργα, στην ίδια κοινωνία, στα ίδια σπίτια. Ο Θεός γνωρίζει να διαχωρίσει τον χρυσό από τη σκουριά, το σιτάρι από το άχυρο, το πολύτιμο από το ευτελές.
(4) Τόσο στην προηγούμενη εικόνα αυτών που κοιμούνται μαζί στο ίδιο κρεβάτι, όσο και στην τωρινή αυτών που συνεργάζονται στον ίδιο χειρόμυλο, υποκρύπτεται η ιδέα, ότι «θα είναι σε αυτούς η εξέταση του τρόπου της ζωής τους πολύ μεγάλη και ακριβής» (Κ) και κανείς ούτε αδελφός, ούτε σύζυγος, ούτε συνεργάτης και φίλος θα μπορέσει να βοηθήσει τον οικείο και αγαπητό του.
Έξυπνη και η εκδοχή: «και με τις γυναίκες που αλέθουν φαίνεται ότι υποδηλώνει αυτούς που ζουν με φτώχεια και πόνους. Αλλά και σε αυτούς τους ίδιους, λέει, υπάρχει μεγάλη διαφορά. Γιατί άλλοι από αυτούς σηκώνοντας το βάρος της φτώχειας με γενναιότητα… αυτοί θα παραληφθούν, επειδή δηλαδή είναι δίκαιοι, ενώ εκείνοι που δεν είναι τέτοιοι, αλλά φοβεροί σε κακουργίες και έργο τους έχουν την κάθε είδους φαυλότητα, θα παραμείνουν για να υποστούν την καταδίκη με τη φωτιά» (Κ).

17.36 δύο ἐν τῷ ἀγρῷ, εἷς παραληφθήσεται καὶ ὁ ἕτερος ἀφεθήσεται(1).
36 Από δύο ανθρώπους που θα βρεθούν στο χωράφι, ο ένας θα σωθεί κι ο άλλος θα χαθεί».
(1) Τον στίχο αυτό παραλείπουν όχι μόνο οι αλεξανδρινοί κώδικες αλλά και πολλοί από τους υπόλοιπους μεγαλογράμματους και πολλοί από τους μικρούς και ο μέγας Βασίλειος, Οπτάτος και άλλοι και φαίνεται να μπήκε στο κείμενο ολόκληρος από το Ματθ. κδ 40 (δ). Δες τις εκεί σημειώσεις.

17.37 καὶ ἀποκριθέντες λέγουσιν αὐτῷ, Ποῦ, κύριε(1); ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς, ῞Οπου τὸ σῶμα, ἐκεῖ ἐπισυναχθήσονται καὶ οἱ ἀετοὶ(2).
37 Τότε τον ρώτησαν: «Πού θα γίνουν αυτά, Κύριε;» Κι εκείνος τους είπε: «Όπου είναι το πτώμα, εκεί θα μαζευτούν και τα όρνεα».
(1) «Επειδή όμως είπε ότι θα παραληφθεί, χρήσιμα και κατ’ ανάγκη ρωτούν οι μαθητές· Πού, Κύριε;» (Κ) δηλαδή «πού παραλαμβάνονται;» (Ζ)·
Ή, οι μαθητές κατάλαβαν μεν το θα παραληφθεί ότι λέγεται για την παραλαβή των πιστών από τους αγγέλους για συνάντηση του Κυρίου, το «θα αφεθεί» όμως που λέγεται στο τέλος δεν το κατάλαβαν. Και για αυτό ρωτούν: Πού, Κύριε, θα αφεθεί; (δ).
(2) Δες Ματθ. κδ 28 και τις εκεί σημειώσεις. Λιγότερο πιθανή η ερμηνεία: «όπως ακριβώς όταν βρίσκεται κάτω σώμα νεκρό, όλα τα σαρκοβόρα όρνεα έρχονται πάνω του, έτσι και στον υιό του ανθρώπου, που για μας νεκρώθηκε και έπεσε κάτω, όταν θα φανεί από τον ουρανό, όλοι οι άγιοι θα μαζευτούν» (Θφ)· «όλοι οι αετοί, δηλαδή αυτοί που πετούν ψηλά και βρίσκονται ψηλότερα από τα επίγεια και κοσμικά πράγματα, θα τρέξουν προς αυτόν» (Κ).
Ατυχής και η επόμενη ερμηνεία: Σώμα είναι το όλο ιουδαϊκό έθνος, συγκεντρωμένο στα Ιεροσόλυμα κατά το Πάσχα. Αετοί είναι οι Ρωμαίοι (στον b). Εδώ όμως πρόκειται όχι για την καταστροφή των Ιεροσολύμων, αλλά για την δευτέρα παρουσία.
Πιο σωστή ερμηνεία: Όπου είναι το νεκρό τμήμα των ανθρώπων του κόσμου που μυρίζει άσχημα, αυτών που προσκλίνουν στα φθαρτά και στα γήινα, εκεί και η κρίση του Θεού θα πέσει (p)· εκεί θα είναι και οι άγγελοι οι τιμωροί να παραλάβουν το σώμα που μυρίζει για τιμωρία (δ). Όταν ένας λαός κάνει τον εαυτό του με τις αμαρτίες του πτώμα που βρωμάει και σαπίζει, τίποτα άλλο δεν πρέπει να αναμένει κάποιος παρά να αποστείλει ο Θεός τους αετούς του ανάμεσα σε αυτό για τιμωρία και όλεθρό του. Οποτεδήποτε και οπουδήποτε και αν υπάρχουν οι πονηροί, οι καταδικασμένοι σε απώλεια, θα βρεθούν από την κρίση του Θεού ασφαλώς και ταχέως, όπως και οποιοδήποτε πτώμα οπουδήποτε και αν βρίσκεται πεταμένο ανακαλύπτεται από την όσφρηση των σαρκοφάγων πτηνών και γίνεται λεία τους.


Κεφάλαιο 18

Στίχ. 1-8 . Ο άδικος κριτής και η χήρα.
18.1 ῎Ελεγεν δὲ και(1) παραβολὴν αὐτοῖς(2) πρὸς τὸ δεῖν(3) πάντοτε προσεύχεσθαι(4) αὐτοὺς καὶ μὴ ἐκκακεῖν(5),
1 Τους έλεγε και μια παραβολή για το πώς πρέπει πάντοτε να προσεύχονται και να μην αποκάμνουν στην προσευχή.
(1) Αναφορικά με όσα έμελλε να συμβούν (b). «Επειδή ανέφερε θλίψεις και κινδύνους, φέρνει και την θεραπεία τους και αυτή είναι η προσευχή… Διότι πρόκειται, λέει, να συμβούν τα πάντα στους τότε, αλλά μεγάλος βοηθός σε αυτά θα είναι η προσευχή, την οποία πρέπει να κάνουμε επίμονα και συνεχώς, σκεπτόμενοι πως λύγισε τον κριτή της αδικίας το ότι η χήρα στεκόταν δίπλα του παρακαλώντας» (Θφ). Ή, κάπως ακριβέστερα· παρόλο που ο χρόνος της επανόδου του Ιησού για απελευθέρωση του λαού του είναι κρυμμένος από αυτούς, όμως αυτοί πρέπει να μην παύουν να προσεύχονται για την απελευθέρωσή τους (p). Το καθήκον επίσης της επίμονης αυτής προσευχής είναι και σε άμεση σχέση με τον κίνδυνο, τον οποίο θα διατρέξει η εκκλησία των εσχάτων καιρών αντιμετωπίζοντας το σαρκικό φρόνημα του κόσμου της εποχής εκείνης, μέσα στον οποίο η θέση της εκκλησίας θα είναι παρόμοια με αυτήν της χήρας της παραβολής, διότι και αυτή δεν θα έχει άλλο όπλο εκτός από την αδιάκοπη προσευχή. Αλίμονο σε αυτήν, εάν ξεφύγει από τα χέρια της το όπλο αυτό! Η ισχυρή συγκέντρωση της προσευχής θα είναι το μόνο μέσο, με το οποίο θα μπορέσει να διατηρήσει την πίστη της και να επιταχύνει το τέλος της ανώμαλης εκείνης κατάστασης (g).
(2) Στους μαθητές δηλαδή, το οποίο συνδέει στενά την παραβολή με τα προηγούμενα (g).
(3) Δηλαδή όσον αφορά το σπουδαιότατο θέμα της προσευχής (b)· αναφορικά με το να προσεύχονται (g).
(4) Η φράση «να προσεύχονται πάντοτε» αντιτίθεται στη ζωή μακριά από το Θεό της ανθρωπότητας που έχει εξ’ ολοκλήρου κυριευτεί από κοσμικά φρονήματα (g). Πάντοτε=διαρκώς και με επιμονή (δ). Δύο παραβολές ασχολούνται εδώ με την προσευχή. Η μία από τον σ. 1 και εξής και η άλλη από τον σ. 9 και εξής. Η πρώτη μας διδάσκει να ξεπερνούμε την ράθυμη αποχαύνωση και η δεύτερη να απομακρυνθούμε από την πεποίθηση στους εαυτούς μας. Δύο άκρα άξια πολλής προσοχής (b). Ο Κύριος μας διδάσκει με αυτήν την παραβολή να είμαστε σταθεροί και επίμονοι στις προσευχές μας, στις οποίες ζητούμε το έλεος του Θεού είτε για μας, είτε για την εκκλησία του. Να επιμένουμε όταν προσευχόμενοι ζητούμε από αυτόν δύναμη εναντίον των πνευματικών μας εχθρών και των επιθυμιών και παθών της σάρκας, τα οποία είναι οι χειρότεροι εχθροί μας. Πρέπει να επιμένουμε διότι ουδέποτε οι προσευχές και δεήσεις μας που γίνονται ενώπιον του Θεού αποβαίνουν μάταιες. Η παραβολή λοιπόν δεν μας διδάσκει να προσευχόμαστε. Δεν θα ήταν ανάγκη για αυτό. Διότι η προσευχή φαίνεται τόσο πολύ να ανταποκρίνεται στο ένστικτο και τη φυσική κλίση της ψυχής, όπως η αναπνοή, το φαγητό, το ποτό είναι φυσικές και ενστικτώδεις ενέργειες του σώματος, για τις οποίες ούτε να μας πει κάποιος ούτε να διδαχτούμε ή να μάθουμε αυτές από κάποιον είναι ανάγκη. Το κύριο σημείο γύρω από το οποίο στρέφεται η παραβολή είναι η θερμότητα, η συχνότητα, η σταθερότητα και η επιμονή στην προσευχή. Πώς μπορούμε να περιμένουμε να μας ακούσει ο Θεός, όταν βλέπει εκείνο, το οποίο και εμείς μπορούμε να δούμε, ότι δηλαδή δεν είμαστε θερμοί στις προσευχές μας; Εάν ήμασταν θερμοί, θα ήμασταν επίμονοι και θα προσευχόμασταν στο σπίτι, στο δρόμο, στο κρεβάτι μας, στην ίδια την εργασία μας με προσευχή σιωπηλή, ήσυχη, αλλά σαν ένα ρεύμα ασταμάτητο που ανεβαίνει από τη γη στον ουρανό.
(5) «Να μην κουράζονται να προσεύχονται» (Ζ). Η γραφή ἐγκακεῖν ή ἐνκακεῖν (=είμαι κακός σε κάτι) προτιμάται από τους νεότερους ερμηνευτές από την γραφή ἐκκακεῖν, διότι δεν υπάρχει τέτοιο ρήμα που να φτιάχνεται δηλαδή μαζί με την πρόθεση εκ. Η έννοια του αποθαρρύνομαι αρμόζει στο ρήμα εδώ (L). Το ἐγκακεῖν σημαίνει αποθαρρύνομαι κατά τη διάρκεια μίας ενέργειας, ενώ το ἐκκακεῖν σημαίνει αποσύρομαι από φόβο και αποφεύγω κάθε ενέργεια (Ellicott).

18.2 λέγων, κριτής τις ἦν ἔν τινι πόλει τὸν θεὸν(1) μὴ φοβούμενος καὶ ἄνθρωπον(1) μὴ ἐντρεπόμενος(2).
2 «Σε κάποια πόλη», τους είπε, «ήταν ένας δικαστής, που ούτε Θεό φοβόταν ούτε άνθρωπο υπολόγιζε.
(1) Το ότι μπαίνει στην αρχή το «Θεόν» και «άνθρωπον» δίνει έμφαση στην όλη φράση (ο).
(2) Φοβόμαστε τους άλλους για τη δύναμή τους· ντρεπόμαστε αυτούς για την εκτίμησή τους προς εμάς (b). Ούτε την από το Θεό τιμωρία φοβόταν (=το πνευματικό ελατήριο που απομακρύνει από την κακία), ούτε την από τους ανθρώπους επίκριση λάμβανε υπ’ όψιν (=το σαρκικό ελατήριο που απομακρύνει από την κακία)(δ). «Πρόσεξε όμως, ότι το να μην ντρέπεται κάποιος ούτε τους ανθρώπους, είναι δείγμα χειρότερης κακίας· διότι τον μεν Θεό πολλοί δεν τον φοβούνται, πλην όμως ντρέπονται τους ανθρώπους, για αυτό και αμαρτάνουν λιγότερο. Όταν όμως και απέναντι στους ανθρώπους δεν ντρέπεται κάποιος, εδώ είναι πλέον η κορυφή της κακίας. Για αυτό και ο Κύριος έβαλε έπειτα το «δεν ντρεπόταν άνθρωπο», σαν να έλεγε το εξής… Είχε το μεγαλύτερο δείγμα της κακίας, ότι δηλαδή δεν ντρεπόταν ούτε άνθρωπο» (Θφ). Δεν είναι παράδοξο εκείνοι που αποτίναξαν τον φόβο του Θεού, να καταλήξουν στο να περιφρονούν και τους όμοιούς τους ανθρώπους. Όπου δεν υπάρχει ο φόβος του Θεού, τίποτα καλό δεν μπορεί να αναμένεται. Τέτοια όμως ασέβεια και αναισχυντία είναι κακή για οποιονδήποτε, προπαντός όμως γίνεται χείριστη για έναν δικαστή, ο οποίος έχει στα χέρια του εξουσία, την οποία πρέπει να διαχειρίζεται σύμφωνα με τις αρχές της θρησκείας και του δικαίου, διότι αλλιώς αντί να γίνεται ευεργετικός με τη δύναμή του, γίνεται επιβλαβής και ολέθριος.

18.3 χήρα(1) δὲ ἦν ἐν τῇ πόλει ἐκείνῃ καὶ ἤρχετο(2) πρὸς αὐτὸν λέγουσα, ᾽Εκδίκησόν με ἀπὸ(3) τοῦ ἀντιδίκου(4) μου.
3 Σ’ αυτή την πόλη κατοικούσε μια χήρα, που ερχόταν στο δικαστή και του έλεγε: “προστάτεψέ με απ’ αυτόν που με κατατρέχει”.
(1) Γυναίκα δηλαδή που εύκολα εκτίθεται σε αδικίες και δύσκολα μπορεί να βρει προστασία μεταξύ των ανθρώπων. Έτσι εμφανίζεται και η εκκλησία απέναντι στον κόσμο (b).
(2) Ο παρατατικός σημαίνει το συνεχές και επίμονο της επανόδου=εξακολουθούσε να έρχεται· ερχόταν συχνά (p).
(3) Εκδίκησόν με από=Δώσε μου απόφαση προστατευτική από· διεκδίκησε το δίκαιό μου και έτσι προστάτεψέ με από. Δες για την «από» τα χωρία Λουκ. ιβ 15,58,ιγ 16,κ 46. Δεν εκφράζει την έννοια της τιμωρίας εναντίον του αντιδίκου, αλλά την προστασία απέναντι σε αυτόν (p). Δεν σημαίνει λοιπόν τιμώρησε τον αντίδικό μου (g). Υποδηλώνει ότι η εκδίκαση της υπόθεσης αναβαλλόταν και δεν εκδιδόταν η απόφαση, η οποία σύμφωνα με το νόμο θα ήταν ευνοϊκή για αυτήν (ο).
(4) Αντίδικος= αυτός που άδικα κατείχε την ιδιοκτησία της χήρας (g).

18.4 καὶ οὐκ ηθέλησεν(1) ἐπὶ χρόνον(2), μετὰ δὲ ταῦτα εἶπεν ἐν ἑαυτῷ, Εἰ καὶ(3) τὸν θεὸν οὐ φοβοῦμαι(4) και(5) ἄνθρωπον ουκ ἐντρέπομαι,
4 Εκείνος για πολύν καιρό αρνιόταν, αλλά ύστερα είπε μέσα του: “παρ’ όλο που δε φοβάμαι το Θεό κι ούτε υπολογίζω άνθρωπο,
(1) Υπάρχει και η γραφή: ουκ ήθελεν, που υποστηρίζεται από πολλούς μεγαλογράμματους κώδικες. Είναι πιο έντονος ο παρατατικός από τον αόριστο ουκ ηθέλησεν=Εξακολουθούσε και αυτός να αρνείται, όπως και εκείνη εξακολουθούσε να έρχεται (p).
(2) Το «επί χρόνον» σημαίνει χρονικό διάστημα αρκετά σημαντικό (L).
(3) Διαφέρει από το «και ει» το οποίο εκφράζει απλή υπόθεση· ενώ το «ει και» πραγματική, υπάρχουσα ήδη κατάσταση (p).
(4) Η φράση δείχνει, ότι πίστευε μεν στο Θεό, αλλά περιφρονούσε αναίσχυντα και ασεβώς το θείο μεγαλείο και την θεία εξουσία (ο).
(5) Υπάρχει και η γραφή «ουδέ», με την οποία σχηματίζεται σκάλα=αλλά και· ακόμα όμως ούτε άνθρωπο… (p).

18.5 διά γε(1) τὸ παρέχειν μοι κόπον(2) τὴν χήραν ταύτην ἐκδικήσω αὐτήν, ἵνα μὴ εἰς τέλος(3) ἐρχομένη ὑπωπιάζῃ(4) με.
5 όμως επειδή τούτη εδώ η χήρα μού έγινε φορτική, θα της δώσω το δίκιο της, για να μην έρχεται συνεχώς και με ταλαιπωρεί”».
(1) Το περιοριστικό γε, σημαίνει· μόνο και μόνο για αυτό· εξαιτίας αυτού και μόνο (g).
(2) «Κόπο εννοεί τώρα την ενόχληση» (Ζ).
(3) Με την έννοια του «συνεχώς» ή του «επί τέλους» (p) οπότε θα συνδεθεί με το ερχομένη (g). Μπορεί όμως να συνδεθεί και με το υποπιάζει με, οπότε θα ερμηνεύσουμε αυτό: στο τέλος· τελευταία· έτσι ώστε να μην στο τέλος…
(4) Περισσότερο μαρτυρημένη γραφή: ὑπωπιάζῃ με. Υπώπια είναι τα μελανά σημάδια που προέρχονται από γροθιές και υπωπιάζω είναι το δίνω γροθιές, χτυπώ δυνατά και ταλαιπωρώ (Α΄Κορ. θ 27). Εδώ λέγεται μεταφορικά με την έννοια του: με γρονθοκοπεί με λόγια (δ)· ενοχλεί πολύ (p). Υπερβολή που αρμόζει στον χαρακτήρα του άδικου και ανυπόμονου κριτή. Παριστάνεται με αυτό ότι η φορτικότητα της χήρας τον ενοχλούσε ολοένα και περισσότερο (b).

18.6 Εἶπεν δὲ ὁ κύριος(1), ᾽Ακούσατε(2) τί ὁ κριτὴς τῆς ἀδικίας λέγει·
6 Κι ο Κύριος πρόσθεσε: «Προσέξτε τι είπε ο άδικος δικαστής.
(1) Είπε, αφού διέκοψε για κάποιες στιγμές, με σκοπό να διεγείρει την προσοχή των ακροατών του (b). Η παραβολή τελείωσε, οπότε αρχίζει η εφαρμογή (δ).
(2) Με την έννοια του: σημειώστε καλά. Είναι παρόμοιο με το «αυτός που έχει αυτιά να ακούει, ας ακούει» (L). Οσοδήποτε αποκρουστική και αν είναι η γλώσσα αυτού του κριτή, ακούστε την όμως και προσέξτε την. Έχετε να αντλήσετε δίδαγμα από αυτήν (g).

18.7 ὁ δὲ θεὸς οὐ μὴ ποιήσῃ(1) τὴν ἐκδίκησιν τῶν ἐκλεκτῶν(2) αὐτοῦ τῶν βοώντων(3) προς αυτόν(4) ἡμέρας καὶ νυκτός, καὶ μακροθυμών ἐπ᾽ αὐτοῖς(5);
7 Θα αναβάλει, λοιπόν, ο Θεός να αποδώσει το δίκιο στους εκλεκτούς του, που του φωνάζουν για βοήθεια μέρα και νύχτα;
(1) «Ρωτάει αυτό, σαν κάτι που είναι αναγκαίο να ομολογήσουν και αυτοί» (Ζ). Τεκμήριο από το ισχυρότερο (p).= «Αν αυτός που δεν τηρούσε το νόμο και ήταν γεμάτος από κάθε κακία, λυπήθηκε από το συνεχόμενο της παράκλησης, πόσο μάλλον ο Θεός, ο αρχηγός κάθε δικαιοσύνης» (Θφ), «που αγαπά την ευσπλαχνία και μισεί το πονηρό, αυτός που απλώνει πάντα το χέρι που σώζει σε αυτούς που τον αγαπούν, δεν θα δεχτεί αυτούς που τον πλησιάζουν μέρα και νύχτα και δεν θα υπερασπιστεί αυτούς αφού τους διάλεξε;» (Κ). «Προσευχόμενη με καρτερία η χήρα, εξιλέωσε τον ωμό και αμείλικτο δικαστή. Αν όμως εκείνη τον άδικο, πολύ περισσότερο εσύ τον ήμερο» (Χ).
(2) Διπλό το τεκμήριο από το ισχυρότερο. Η χήρα ήταν μία. Ενώ αυτοί που φωνάζουν προς τον Θεό πολλοί (ο). Των εκλεκτών=Εκείνων τους οποίους σύμφωνα με την πρόγνωσή του πριν από όλους τους αιώνες διάλεξε και αγάπησε ως δικούς του (g). Υπάρχει λοιπόν στον κόσμο λαός εκλεκτός του Θεού, λαός διαλεγμένος, πάνω στον οποίο ο Θεός έχει στηρίξει το προστατευτικό του βλέμμα. Παρ’ όλα αυτά αντιμετωπίζει ο λαός αυτός πολλές αντιθέσεις και αντιδράσεις και εμπόδια στον κόσμο αυτόν. Υπάρχουν πολλοί οι εχθροί, οι οποίοι αγωνίζονται εναντίον του. Ο σατανάς είναι ο μέγας αντίπαλος και εχθρός. Για αυτό οι εκλεκτοί έχουν ανάγκη την προστασία του Θεού για να διαφυλαχτούν από τις εχθρικές επιβουλές.
(3) Το βοώ σημαίνει την προσευχή με την εντονότερή της μορφή, ως κραυγή συντριβής ψυχής που αισθάνεται τον εαυτό της να εγκαταλείπεται στις δυνάμεις της (g). Οι εκλεκτοί, όπως η ενοχλητική χήρα, κράζουν προς τον Κύριο λέγοντας· Κύριε, νέκρωσε την διαφθορά αυτή της φύσης μας· όπλισέ μας κατά των πειρασμών του κακού. Αλλά και για την καταπιεζόμενη και διωκόμενη εκκλησία παρακαλούν οι εκλεκτοί, ώστε ο Κύριος να αποδώσει δικαιοσύνη και να χαρίσει σε αυτήν ασφάλεια και ειρήνη. Και στις κραυγές τους αυτές είναι θερμοί, ακούραστοι και επίμονοι. Διότι πρέπει να κράζουν μέρα και νύχτα όπως κράζουν εκείνοι, οι οποίοι πιστεύουν ότι η προσευχή τους τελικά θα εισακουστεί.
(4) Το «βοώντων προς αυτόν» σύγκρινέ το με την φωνή των ψυχών των αγίων κάτω από το θυσιαστήριο (Αποκ. στ 9-11)(p). Εάν η χήρα εισακούστηκε από τον άδικο κριτή, πολύ περισσότερο ο Θεός θα κάνει την εκδίκησή των εκλεκτών του. Η χήρα ήταν τελείως ξένη και άγνωστη στον κριτή· ενώ ο λαός που προσεύχεται στο Θεό είναι ο εκλεκτός του, τον οποίο ο Θεός γνωρίζει καλά και αγαπά και ευαρεστείται σε αυτόν. Η χήρα ήταν μία ενώ ο εκλεκτός λαός είναι πολλοί και σε συμφωνία όλοι προσεύχονται προς αυτόν, ώστε οι επί μέρους φωνές του συγκεντρωμένες ακούγονται ως φωνές ανθρώπων που φωνάζουν προς τον Κύριο. Η χήρα ερχόταν σε κριτή ο οποίος της γύρισε την πλάτη από απόσταση, χωρίς να της επιτρέπει να τον πλησιάσει. Ενώ ο εκλεκτός λαός πλησιάζει με θάρρος κράζοντας, Αββά, Πατέρα, χρησιμοποιώντας επίκληση που αρέσει στο Θεό και διδάχτηκε από αυτόν και γνωστοποιήθηκε στον εκλεκτό λαό του. Ο κριτής ήταν άδικος και αναίσχυντος, ενώ ο Θεός είναι «Πατέρας δίκαιος» (Ιω. ιζ 25), θεωρώντας δόξα του να υποστηρίζει τα φτωχά πλάσματά του και ιδιαίτερα τους τελείως απροστάτευτους, όπως οι χήρες και τα ορφανά. Η χήρα ερχόταν για να ζητήσει το δικό της δίκαιο από τον κριτή. Ο εκλεκτός λαός ζητά δίκαιο, για το οποίο ενδιαφέρεται και ο επουράνιος Κριτής, θεωρώντας αυτό και ως δικό του δίκαιο. Η χήρα δεν είχε κανέναν συνήγορο πηγαίνοντας στον άδικο κριτή. Εμείς «έχουμε παράκλητο προς τον Πατέρα» τον Υιό του, ο οποίος «ζει για να προσεύχεται για μας». Η χήρα δεν είχε κάποια υπόσχεση από τον άδικο κριτή, που να την ενθάρρυνε στο να ελπίζει, ότι κάποια ημέρα θα ακουγόταν. Ο εκλεκτός λαός έχει την υπόσχεση: «Αιτείτε και θα σας δοθεί, ζητάτε και θα βρείτε, χτυπάτε και θα σας ανοιχτεί». Η χήρα σε συγκεκριμένες ώρες θα μπορούσε να πλησιάζει τον κριτή. Ο εκλεκτός λαός μπορεί νύχτα και ημέρα να επικαλείται τον Κύριο. Και ενώ ο άδικος κριτής ενοχλούνταν από τις επίμονες παρακλήσεις της χήρας, ο Θεός ευαρεστείται με τις επίμονες προσευχές των παιδιών του.
(5) Ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία, δείχνοντας μακροθυμία απέναντι σε αυτούς που αδικούν· δεν θυμάται τώρα την αδικία τους, αλλά μακροθυμεί, μήπως με την μακροθυμία του τους οδηγήσει σε μετάνοια (Ρωμ. β 4)(δ). Ή, πιο σωστά, το «επ’ αυτοίς», στους εκλεκτούς= «τους παραβλέπει για λίγο, ώστε να δοκιμαστούν» (Ζ), «και φαίνεται ότι δεν ακούει αυτούς που τον παρακαλούν νύχτα και ημέρα» (Θφ). Με την έννοια αυτή προσαρμόζεται περισσότερο η γραφή των αλεξανδρινών χειρογράφων «και μακροθυμεί επ’ αυτοίς». Δεν είναι ανάγκη να πάρουμε το μακροθυμώ με την πολύ συνηθισμένη έννοιά του, το ότι είναι δηλαδή κάποιος αργός στο να οργιστεί· σημαίνει μερικές φορές και αργώ (καθυστερώ)·= Δεν θα ελευθερώσει ο Θεός τους δικούς του, την ώρα που δείχνεται αργός στο να ενεργήσει για προστασία τους; Είναι όμως δυνατόν το μακροθυμώ να έχει την έννοια του «δεν ανυπομονώ» και να εκφράζει το αντίθετο από το «είμαι οξύθυμος» (p). Μολονότι ο Θεός αναβάλλει να πάρει εκδίκηση για τους δικούς του, και αργεί να επέμβει η δικαιοσύνη του για να θέσει τέρμα στα κακά των εκλεκτών του (g).

18.8 λέγω ὑμῖν ὅτι ποιήσει τὴν ἐκδίκησιν αὐτῶν ἐν τάχει(1). πλὴν(2) ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου(3) ἐλθὼν(4) ἆρα(5) εὑρήσει τὴν πίστιν(6) ἐπὶ τῆς γῆς(7);
8 Σας βεβαιώνω ότι θα τους αποδώσει το δίκιο τους πολύ γρήγορα. Όταν όμως έρθει ο Υιός του Ανθρώπου, θα βρει τάχα πιστούς ανθρώπους στη γη;»
(1) Λιγότερο πιθανή ερμηνεία: παρόλο που ο Θεός αργεί να ενεργήσει, όμως όταν η στιγμή φτάσει, ενεργεί ραγδαία, όπως στον κατακλυσμό και την καταστροφή των Σοδόμων (g)· όταν έλθει η ώρα, η εκδίκηση θα είναι κεραυνοβόλος (Didon). Πιο σωστά: Παρόλο που φαίνεται να καθυστερεί και στους πιστούς που πάσχουν τα δεινά φαίνεται να αναβάλλει, στην πραγματικότητα ενεργεί γρήγορα (p)· σύμφωνα με τα σχέδια του Θεού η ενέργεια είναι γρήγορη. Όσο και αν φαίνεται ότι η απόδοση δικαίου έρχεται αργά, είναι ακόμη πολύ γρήγορα (L).
(2) Το πλην δείχνει, όπως πάντοτε στον Λουκά, αντίθεση μέτρια= Εκ μέρους του Θεού δεν θα υπάρχει κάποια δυσκολία· αλλά οι άνθρωποι; (L). Η αρνητική βεβαίωση μετριάζεται και με την ερωτηματική μορφή της πρότασης (b).
(3) Στον οποίο η κρίση δόθηκε από τον Πατέρα. Δες Ιω. ε 22,27 (b). Ο υιός του ανθρώπου είναι ο δοξασμένος Μεσσίας και η έλευσή του είναι αυτή, για την οποία έγινε λόγος στο ιζ 22-37 (L). Σοβαρότατη και η επόμενη: Ο Χριστός θα έλθει πάλι μετά την ανάστασή του με 3 διαφορετικές έννοιες: α) Θα έλθει τελικά και με κύρια έννοια κατά τη συντέλεια του κόσμου, όταν θα αναστηθούμε όλοι για να κριθούμε, β) Θα έλθει για τον καθένα από μας κατά την ώρα κατά την οποία με το θάνατο θα μας καλέσει από την παρούσα ζωή, γ) Έρχεται πολλές φορές με ευρύτερη έννοια, όταν φέρνει στη γη, σε περισσότερα ή λιγότερα έθνη, συμφορές και θλίψεις, πατάσσοντας την κακία των ανθρώπων και καθαιρώντας δυνάστες από θρόνους. Με την έννοια αυτή ήλθε λίγες δεκάδες έτη μετά την ανάστασή του, όταν κατέστρεψε την Ιερουσαλήμ και κάποιους αιώνες έπειτα, όταν κατέλυσε το κράτος των Ρωμαίων (T. Arnold).
(4) Σημείωσε την με έμφαση τοποθέτηση πριν το ερωτηματικό μόριο (άρα) των λέξεων: ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐλθὼν (p).
(5) Προσδίδει στην ερώτηση μεγαλύτερο τονισμό (L).
(6) Την αναγκαία πίστη, την πίστη για την οποία γίνεται λόγος, την πίστη στον Ιησού ως Μεσσία και Σωτήρα (p). «Υποδηλώνει ότι θα παγώσει η αγάπη των πολλών και θα τρέξουν κάποιοι, στους έσχατους καιρούς, μακριά από την ορθή και άψογη πίστη, προσέχοντας σε πνεύματα πλάνης και ψευτοδιδασκαλίες ανθρώπων με πωρωμένο το νου» (Κ). Η ελπίδα για έλευση καλύτερων χρόνων ούτε αποκλείεται εδώ, ούτε επιβεβαιώνεται. Οι χειρότεροι από όλους τους χρόνους θα διαδεχτούν τους καλύτερους χρόνους (b). Αυτό λοιπόν φανερώνει εδώ, ότι όταν πλησιάζει ο χρόνος της παρουσίας, θα είναι πολύ σπάνιοι οι πιστοί και θα υπάρξει μεγάλη ασέβεια και απιστία στον κόσμο (δ).
(7) «Με μορφή ερώτησης υποδηλώνει την σπανιότητα αυτών που θα βρεθούν τότε. Διότι τόσο πολύ θα επικρατήσει τότε ο υιός της ανομίας, ώστε να πλανά και τους εκλεκτούς, αν είναι δυνατόν» (Θφ). «Δεν ρωτά αγνοώντας, αλλά δείχνοντας ότι λίγοι πιστοί θα βρεθούν τότε» (Ζ). Η ερώτηση εκφράζει αμφιβολία. Αλλά εφόσον ο Κύριος με την υπερφυσική του γνώση γνώριζε, ότι οι εκλεκτοί θα είχαν την πίστη, η ερώτηση πρέπει να θεωρηθεί ότι προβλήθηκε ρητορικά, για να δηλώσει το πόσο σπάνιο και θείο χάρισμα είναι η ζωντανή αυτή πίστη, που δεν νικιέται από τους κινδύνους και θλίψεις, αλλά που παραμένει πάντοτε ακλόνητη και σταθερή (ο).

Στίχ. 9-14. Η παραβολή του Τελώνου και του Φαρισαίου.
18.9 Εἶπεν δὲ(1) καὶ πρός(2) τινας(3) τοὺς πεποιθότας ἐφ᾽ ἑαυτοῖς(4) ὅτι(5) εἰσὶν δίκαιοι(6) καὶ ἐξουθενοῦντας(7) τοὺς λοιποὺς τὴν παραβολὴν ταύτην·
9 Σε μερικούς που ήταν σίγουροι για την ευσέβειά τους και περιφρονούσαν τους άλλους, είπε την παρακάτω παραβολή:
(1) Η παραβολή δεν συνδέεται ούτε με τα προηγούμενα, ούτε με την ακόλουθη αφήγηση. Οι δύο παραβολές (του άδικου κριτή και του τελώνη και Φαρισαίου) λέχθηκαν προφανώς σε διαφορετικές περιστάσεις και απευθύνθηκαν σε διαφορετικά ακροατήρια. Η μεν πρώτη λέχθηκε σε σαφώς συγκεκριμένη περίσταση, προς τους μαθητές, ενώ η δεύτερη λέχθηκε σε πρόσωπα που χαρακτηρίζονται ότι έχουν πεποίθηση στον εαυτό τους και σε περίσταση που δεν καθορίζεται. Μπαίνουν μαζί ίσως διότι και οι δύο κάνουν λόγο για προσευχή (p). Από την άποψη λοιπόν αυτή είναι αξιοσημείωτα τα επόμενα: «Με την παραβολή μάς διδάσκει ο φιλάνθρωπος Κύριος… με ποιον τρόπο πρέπει να κάνουμε τις προσευχές σε αυτόν, ώστε να μην αποδειχτεί χωρίς μισθό αυτό το πράγμα σε όσους το χρησιμοποιούν, ούτε με αυτά με τα οποία κάποιος νομίζει ότι ωφελείται, με αυτά να παροτρύνει εναντίον του τον Θεό που δίνει τα ουράνια χαρίσματα» (Σχ).
(2) Όχι με την έννοια του: εναντίον κάποιων, όπως στο κ 19, ούτε με την έννοια ότι: αναφερόμενος σε κάποιους, ή όσον αφορά κάποιους όπως στο σ. 1, αλλά με την έννοια του: (είπε) σε μερικούς (p).
(3) Ποιοι ήταν αυτοί; Δύσκολο να ήταν κάποιοι Φαρισαίοι. Διότι ο Κύριος θα εύρισκε άλλη εικόνα για να παραστήσει αυτούς και όχι την εικόνα Φαρισαίου. Μάλλον ήταν μέλη της συνοδείας του Ιησού, που τον ακολουθούσαν, οι οποίοι δεν είχαν ακόμη κηρυχτεί ανεπιφύλακτα υπέρ του και οι οποίοι εκδήλωναν κάποια αγερωχία σε κάποιους αμαρτωλούς, τελώνες ή κάποιους άλλους, που και αυτοί ακολουθούσαν (g).
(4) «Είχαν πεποίθηση στον εαυτό τους και δεν απέδιδαν το παν στο Θεό, αλλά και για αυτό περιφρονούσαν τους άλλους» (Θφ). Είχαν αυτοί μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους και την αρετή τους. Θεωρούσαν τους εαυτούς τους αγίους, αγιότερους από τους πλησίον τους, τέτοιους ώστε να είναι υποδείγματα αρετής σε αυτούς. Είχαν πεποίθηση στους εαυτούς τους και δεν είχαν απλώς υψηλό φρόνημα για την δικαιοσύνη τους, αλλά και βασίζονταν στην αξιομισθία αυτής και θεωρούσαν το Θεό οφειλέτη απέναντί τους και απευθύνονταν σε αυτόν με αξίωση, όχι ικετεύοντας, αλλά απαιτώντας ό,τι ζητούσαν από αυτόν. Περιφρονούσαν μάλιστα συγχρόνως και τους άλλους ως ανάξιους και πολύ μακριά για να συγκριθούν με αυτούς. Είχαν πεποίθηση στον εαυτό τους και όχι στη χάρη του Θεού (b).
(5) Όχι δ ι ό τ ι, αλλά (είχαν πεποίθηση) ό τ ι (L).
(6) Ως τηρητές του νόμου· με την έννοια την οποία έχει το επίθετο στην Π.Δ. (L).
(7) Έντονη λέξη που συναντιέται και στον Λουκά και στον Παύλο=εξωτερικά περιφρονούσαν· δεν θεωρούσαν αυτούς ως άξιους κανενός λόγου (p).

18.10 ῎Ανθρωποι δύο ἀνέβησαν(1) εἰς τὸ ἱερὸν(2) προσεύξασθαι(3), ὁ εἷς Φαρισαῖος καὶ ὁ ἕτερος τελώνης(4).
10 «Δύο άνθρωποι ανέβηκαν στο ναό για να προσευχηθούν. Ο ένας ήταν Φαρισαίος κι ο άλλος τελώνης.
(1) Ανέβηκαν από την κάτω πόλη στο όρος Μορία, όπου είχε κτιστεί ο ναός (p). Το ρήμα ανέβησαν που αντιτίθεται στο κατέβη (σ. 14) δείχνει σαφώς ότι ο ναός βρισκόταν ψηλότερα. Η ίδια αντίθεση και στον Ιώσηπο (Αρχ. ΧΙΙ,4,2). Ήταν πιθανώς ρήματα καθιερωμένα για δήλωση της μετάβασης στο ναό ή της αναχώρησης από αυτόν (L).
(2) Στο ίδιο ιερό με διαφορετικές όμως διαθέσεις. Ο Φαρισαίος ήλθε στο ναό. Διότι ήταν δημόσιος τόπος λατρείας, δημοσιότερος από τις γωνίες των οδών, και συνεπώς πολλά μάτια θα έβλεπαν αυτόν και πολλοί θα επικροτούσαν την ευλάβεια και αφοσίωσή του. Στην υπόνοιά μας αυτή, μάς στηρίζει ο χαρακτηρισμός, τον οποίο για τους Φαρισαίους έκανε ο Χριστός: κάνουν τα πάντα για να τους δουν οι άνθρωποι. Ο τελώνης ήλθε στο ιερό, διότι ήταν ο καθορισμένος τόπος για κοινή λατρεία, ως οίκος προσευχής. Δες Ησ. νστ 7.
(3) Πιθανότατα σε μία από τις συνηθισμένες ώρες της προσευχής (Λουκ. α 10,Πράξ. β 15,γ 1,ι 9)(p).
(4) «Πολύ κατάλληλα έβαλε υποθετικά τον ένα φαρισαίο και τον άλλο τελώνη· διότι οι Φαρισαίοι, από τη μία, δίνουν την εντύπωση των ενάρετων, ενώ οι τελώνες των αμαρτωλών» (Ζ). Σημείωσε, ανάμεσα στους λάτρεις του Θεού στην ορατή εκκλησία υπάρχουν ανάμικτοι αγαθοί και κακοί, ευπρόσδεκτοι στο Θεό και άλλοι που αποδοκιμάζονται από αυτόν. Αυτό όμως συμβαίνει πάντοτε, από τότε που ο Κάιν και ο Άβελ πρόσφεραν τις θυσίες τους στο ίδιο θυσιαστήριο.

18.11 ὁ Φαρισαῖος σταθεὶς(1) πρὸς ἑαυτὸν(2) ταῦτα προσηύχετο, ο Θεός, εὐχαριστῶ σοι(3) ὅτι οὐκ εἰμὶ(4) ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων(5), ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί(6), ἢ καὶ ὡς οὗτος(7) ὁ τελώνης(8)·
11 Ο Φαρισαίος στάθηκε επιδεικτικά κι έκανε την εξής προσευχή σχετικά με τον εαυτό του: “Θεέ μου, σ’ ευχαριστώ που εγώ δεν είμαι σαν τους άλλους ανθρώπους άρπαγας, άδικος, μοιχός, ή και σαν αυτόν εδώ τον τελώνη.
(1) Το «στάθηκε» ίσως δείχνει το γεγονός ότι πήρε επιτηδευμένη στάση ή θέση, που την έβλεπαν όλοι (p). Όρθιος και με το κεφάλι ψηλά (Lasserse)· αφού πήρε περίοπτη θέση (Reuss). «Επισημαίνει ο Κύριος και με το «στάθηκε» την υψηλοφροσύνη του και το ότι δεν ταπεινωνόταν· διότι σε αυτόν που είναι ταπεινός, και αυτό που φαίνεται προς τα έξω είναι ταπεινό· αυτός όμως και με την εξωτερική στάση επιδείκνυε αλαζονεία» (Θφ).
(2) Πρέπει να συνδεθεί με το «προσευχόταν». Υπέρ αυτού συνηγορεί και η διαφορετική γραφή: ταύτα προς εαυτόν προσηύχετο= από τον εαυτό του· προσευχή νοερή και όχι λειτουργική (L). Αξιόλογη και η επόμενη ερμηνεία: «Προσευχόταν προς τον εαυτό του, όχι προς το Θεό. Γύριζε δηλαδή η προσευχή στον εαυτό του, επειδή ακριβώς γινόταν με την αμαρτία της υπερηφάνειας» (Β). Ήταν ολόκληρος απορροφημένος από τον εαυτό του, τίποτα άλλο δεν έβλεπε παρά μόνο το είδωλο του εαυτού του και αν έριχνε ένα βλέμμα στους άλλους, έκανε αυτό για να καταστήσει το βάθρο του ειδώλου του υψηλότερο με τον εξευτελισμό των άλλων. Και η προσευχή του ήταν έπαινος και θυμίαμα στον εαυτό του και όχι ειλικρινής ευχαριστία προς το Θεό.
(3) «Φαίνονται μεν λοιπόν τα λόγια του Φαρισαίου, στην αρχή μεν να είναι λόγια ανθρώπου που έχει ευγνωμοσύνη. Διότι, λέει, σε ευχαριστώ, Θεέ μου· τα υπόλοιπα όμως είναι γεμάτα από κάθε υπερηφάνεια» (Θφ). Δεν είναι καν προσευχή αυτά, τα οποία λέει ο Φαρισαίος. Δεν ζητά τίποτα από το Θεό, ικανοποιημένος πλήρως από την κατάστασή του. Και μόνο φαινομενικά ευχαριστεί το Θεό, ενώ στην πραγματικότητα συγχαίρει τον εαυτό του (p). Η αληθινή ευχαριστία συνοδεύεται πάντοτε με συναίσθημα ταπείνωσης (g). Κατευθύνει τα βλέμματά του προς το Θεό, αλλά στην πραγματικότητα βλέπει τον εαυτό του. Σχεδόν θα λέγαμε λυπάται το Θεό, ο οποίος στερείται πιστών δούλων, αφού όλοι οι άλλοι άνθρωποι είναι όπως τους περιγράφει αυτός (p).
(4) «Δεν είπε, ότι Με έκανες να απέχω από αδικία, από αρπαγή. Αλλά πώς μιλά; Δεν είμαι. Στον εαυτό του απέδωσε το κατόρθωμα και στη δική του δύναμη» (Θφ). Δεν λέει όπως ο Παύλος· «με τη χάρη του Θεού είμαι ό,τι είμαι», αλλά λέει το «σε ευχαριστώ» ως προεισαγωγικό που διευκολύνει την υπερήφανη, ματαιόδοξη και αλαζονική επίδειξή του.
(5) Αυτός μόνος αποτελεί ξεχωριστή κατηγορία, ενώ όλοι οι άλλοι βρίσκονται σε άλλη κατηγορία κατώτερη από τη δική του (b). «Μα το να κατακρίνει κάποιος τους άλλους, αυτό πώς δείχνει άνθρωπο που ξέρει, ότι από το Θεό έχει όσα έχει; Διότι οπωσδήποτε, αν πίστευε ότι από χάρη έχει τα ξένα αγαθά, δεν θα περιφρονούσε τους άλλους, σκεπτόμενος ότι και ο ίδιος είναι εξίσου γυμνός όσον αφορά τη δική του δύναμη» (Θφ). Μπορούμε και οφείλουμε να ευχαριστούμε το Θεό, διότι μας φύλαξε από την αμαρτία και δεν γίναμε όπως ορισμένοι αμαρτωλοί που έγιναν διαβόητοι και κοινό σκάνδαλο, αλλά το να μιλάμε σαν να είμασταν εμείς οι μόνοι καλοί και ενάρετοι και όλοι οι άλλοι αξιοκατάκριτοι, αποτελεί εωσφορικό εγωισμό.
(6) Ευχαριστεί όχι διότι είναι καλός, αλλά διότι είναι μόνος· όχι τόσο για τα αγαθά που έχει αυτός, αλλά για τα κακά, τα οποία βλέπει στους άλλους (Bernard). Η μεγάλη του πλάνη συνίσταται στο ότι θεωρεί όλους τους άλλους ένοχους των εγκλημάτων που απαριθμεί, ενώ αυτός ήταν τελείως ανένοχος (p).
(7) «Ω τι μανία! Δεν χόρτασε την αλαζονεία του όλη η φύση των ανθρώπων, αλλά και στον τελώνη που στεκόταν κοντά, πήδηξε πάνω του με πολλή μανία» (Χ). Το «αυτός» λέγεται περιφρονητικά (p). Η γλώσσα αυτή έχει την ίδια σημασία με το να δείχνει με το δάχτυλο τον τελώνη που περιφρονεί (b), τον οποίο προβάλλει ως δείγμα των «υπόλοιπων ανθρώπων» (p). Αλλά και αν πράγματι ο τελώνης ήταν τέτοιος, όπως ο φαρισαίος τον φανταζόταν, και πάλι δεν θα έπρεπε ο τελευταίος αυτός να προσευχηθεί για τον τελώνη και την μετάνοιά του και να μην κάνει αυτόν μέρος της καύχησής του και του «σε ευχαριστώ» προς τον Θεό;
(8) Έτσι αποδεικνύεται «ενοχλητικός και ανόητος· διότι θαύμασε ο ίδιος τον εαυτό του, παρόλο που φωνάζει η ιερή Γραφή: Να σε εγκωμιάζει ο διπλανός και όχι το δικό σου στόμα· ξένος και όχι τα δικά σου χείλη (Παροιμ. κζ 2)»(Κ).

18.12 νηστεύω(1) δὶς τοῦ σαββάτου(2), ἀποδεκατῶ(3) πάντα(4) ὅσα κτῶμαι.
12 Εγώ νηστεύω δύο φορές την εβδομάδα και δίνω στο ναό το δέκατο απ’ όλα τα εισοδήματά μου”.
(1) Απαριθμεί τώρα έργα αγαθά, για τα οποία υπερέχει των άλλων. Υπερέχει δηλαδή αυτών όχι μόνο διότι αποφεύγει τα από εκείνους τελούμενα αμαρτήματα, αλλά και για εκείνα τα οποία αυτός επιτελεί. Χαρακτηριστικά λοιπόν αναφέρει εκείνα ακριβώς, για τα οποία οι Φαρισαίοι καυχιόνταν. Δες Ματθ. θ 14 (p). Κανένα λόγο δεν κάνει για το νόμο που αναφέρεται στην «κρίση και τον έλεον», αλλά μεταβαίνει αμέσως σε έργα υπέρτακτα, με τα οποία παρουσιάζει τον εαυτό του μεν ότι κατόρθωσε περισσότερα και από εκείνα τα οποία επέβαλλε ο νόμος, ενώ το Θεό οφειλέτη του (ο).
(2) «Σάββατο εδώ λέει την όλη βδομάδα» (Ζ). Δύο φορές το Σάββατο, την Δευτέρα και Πέμπτη. Ο Μωσαϊκός νόμος επέβαλλε μία μόνη νηστεία τη χρόνο, τη νηστεία της ημέρας του εξιλασμού. Βαθμιαία όμως καθιερώθηκαν και άλλες νηστείες κατά τη διάρκεια του έτους εις ανάμνησιν εθνικών συμφορών (Ζαχ. η 19), ορίζονταν επίσης σε διάφορες περιπτώσεις και νηστείες σε εποχές ανομβριών ή άλλων θεομηνιών, και αυτές οι έκτακτες νηστείες τηρούνταν κατά τις Δευτέρες και Πέμπτες. Αυτοί συνήθως ήταν Φαρισαίοι. Δεν έχουμε όμως απόδειξη ότι όλοι ανεξαιρέτως οι Φαρισαίοι τηρούσαν τη νηστεία αυτή. Ο Φαρισαίος λοιπόν εδώ προβάλλει τη νηστεία του ως έργο αξιομισθίας που περισσεύει. Είναι αξιοσημείωτο ότι καθετί που λέγεται για νηστεία στην Κ.Δ. (Λουκ. ε 33,Ματθ. στ 16,θ 14,Μάρκ. β 18,Πράξ. κζ 9), επιβεβαιώνεται και από την Μίσχνα [μέρος του εβρ. βιβλίου Ταλμούδ](p). Κατά τα χρόνια που ακολούθησαν την αιχμαλωσία της Βαβυλώνας 4 άλλες νηστείες επικράτησαν· μία εις ανάμνησιν της άλωσης της Ιερουσαλήμ, μία δεύτερη εις ανάμνησιν της πυρπόλησης του ναού, τρίτης εις ανάμνησιν του θανάτου του Γοδολίου (Ιερεμ. μη 2) και τέταρτη εις ανάμνησιν της έναρξης της πολιορκίας της Ιερουσαλήμ (ο).
(3) Υπάρχει και η γραφή αποδεκατεύω. Τύπος σπάνιος. Το απλό δεκατεύω είναι συνηθέστερο. Συνηθέστατο όμως το αποδεκατόω.
(4) «Στο άρπαγες και άδικοι αντέταξε το δίνω το ένα δέκατο από όσα αποκτώ. Τόσο πολύ, δηλαδή, λέει, εναντιώνομαι στην αρπαγή και την αδικία, ώστε δίνω επιπλέον και τα δικά μου» (Θφ). Τονίζοντας εδώ το «όλα» φαίνεται να καυχιέται, ότι έπραττε περισσότερο από όσα απαιτούσε ο νόμος. Η δεκάτη επιβαλλόταν από το νόμο (Αριθμ. ιη 21, Δευτ. ιδ 22), όχι όμως και για τα ασήμαντα και μικρά χόρτα του κήπου (Ματθ. κγ 23) (p). Αυτά ο Φαρισαίος τα αναφέρει ως έργα νομικής δικαιοσύνης άξια μισθού, χωρίς να βλέπει ότι στερούνταν την ρίζα των αρετών, την αγάπη (δ).

18.13 και ὁ τελώνης μακρόθεν(1) ἑστὼς(2) οὐκ ἤθελεν οὐδὲ(3) τοὺς ὀφθαλμοὺς(4) εἰς τὸν οὐρανόν ἐπᾶραι, ἀλλ᾽ ἔτυπτεν(5) εις τὸ στῆθος(6) αὐτοῦ λέγων(7), ῾Ο θεός, ἱλάσθητί μοι(8) τῷ ἁμαρτωλῷ.
13 Ο τελώνης, αντίθετα, στεκόταν πολύ πίσω και δεν τολμούσε ούτε τα μάτια του να σηκώσει στον ουρανό. Χτυπούσε το στήθος του και έλεγε: “Θεέ μου, σπλαχνίσου με τον αμαρτωλό”.
(1) Ή, μακριά από τον Φαρισαίο. Τίποτα άλλο δεν υποδηλώνεται. Ή, σε μεγαλύτερη απόσταση από το θυσιαστήριο των ολοκαυτωμάτων (g) «και έπιασε την τελευταία γωνία του ναού» (Σευήρου). Και με τη στάση του σώματος και την κίνηση του χεριού και τα λόγια του, εξέφραζε σοβαρότητα και βαθιά ταπείνωση. «Ο τελώνης είναι όλα τα αντίθετα. Διότι στεκόταν από μακριά και με τη στάση και με τα λόγια και με την κατάνυξη της καρδιάς, απέχει πάρα πολύ από τον Φαρισαίο» (Θφ). «Δεν απέκρουσε τους χλευασμούς του Φαρισαίου, δεν στενοχωρήθηκε για την κατηγορία, αλλά δέχτηκε αυτό που ειπώθηκε με ευγνωμοσύνη. Και έγινε σε αυτόν το βέλος του εχθρού φάρμακο και θεραπεία, και ο χλευασμός εγκώμιο και η κατηγορία στεφάνι. Τόσο πολύ είναι η ταπεινοφροσύνη καλό, τόσο πολύ είναι κέρδος να μην δαγκωνόμαστε από τις κοροϊδίες των άλλων και να μην γινόμαστε θηρία από τις ύβρεις των διπλανών μας. Διότι μπορούμε και από αυτά να καρπωθούμε κάποιο μεγάλο και γενναίο αγαθό, το οποίο ακριβώς λοιπόν συνέβη και με τον τελώνη. Διότι με το να δεχτεί τους χλευασμούς, απέβαλε τα αμαρτήματα» (Χ).
(2) Λιγότερο σημαντικό από το προηγούμενο «αφού στάθηκε», δεν φανερώνει τη στάση του σώματος, αλλά την απομακρυσμένη θέση (L).
(3) Εντείνει την έννοια του προηγούμενου ουκ (ήθελε). Ακόμη ούτε τα μάτια του να υψώσει στον ουρανό (p). Πολύ περισσότερο δεν ήθελε να υψώσει τα χέρια και το πρόσωπό του. Δες Α Τιμ. β 8,Γ Βασ. η 22,Ψαλμ. κζ 2,ξβ 4,ρλγ 2.
(4) Απείχε από τον Φαρισαίο «όχι μόνο ως προς το τοπικό διάστημα. Διότι και τα μάτια ντρεπόταν να τα σηκώσει στον ουρανό, κρίνοντάς τα ανάξια να δουν τα ουράνια» (Θφ) «και με το ντροπαλό βλέμμα, διαμηνύει το πόσο η ψυχή του δεν είχε θάρρος απέναντι στο Θεό» (Κ).
(5) παρατατικός=εξακολουθούσε να χτυπά (p).
(6) Ως έδρα της συνείδησης (b)· «είναι σαν να χτυπά την καρδιά για τα πονηρά της θελήματα και σαν να την ξυπνά ώστε να συναισθανθεί, επειδή κοιμάται» (Θφ). Η καρδιά χτυπιέται ως έδρα της προσωπικής ζωής και αμαρτίας (g).
(7) Η προσευχή του είναι σύντομη. Ο φόβος και η ντροπή τον εμπόδιζαν να πει πολλά· οι στεναγμοί και οι λυγμοί του συνέπνιγαν τα λόγια του. Επαναλάμβανε όμως τις λίγες αυτές λέξεις («λέγοντας» και όχι «αφού είπε») και σε κάθε επανάληψη λέγονταν αυτές με μεγαλύτερη συντριβή και με διαρκή ανανεούμενη ταπείνωση. Παρά την συντομία της όμως η προσευχή αυτή εκφράζει πολλά. Ενώ ο Φαρισαίος αρνείται ότι είναι αμαρτωλός, ο τελώνης ομολογεί τον εαυτό του αμαρτωλό και ένοχο μπροστά στο βήμα του Θεού. Ενώ ο Φαρισαίος στηρίζεται στην αξιομισθία των αγαθών του έργων, ο τελώνης εξαρτά τον εαυτό του από το θείο έλεος. Είναι σαν να έλεγε: Η δικαιοσύνη σου θα με καταδικάσει αλύπητα. Ζητώ το έλεός σου και μόνο το έλεός σου. Επαναλαμβάνει αυτό διαρκώς σαν ένας ζητιάνος που πεινά και κινδυνεύει να πεθάνει από την στέρηση του ψωμιού.
(8) =γίνε ελεήμων, συμπαθής, σπλαχνικός· συγχώρεσέ με τον αμαρτωλό (δ). Δεν σκέφτεται για κανέναν άλλον παρά μόνο για τον εαυτό του (b). «Παρόλο που περιφρονήθηκε από τον φαρισαίο, μάλλον κατέκρινε και άλλο τον εαυτό του» (Ζ). «Τα λόγια υπερίσχυσαν των έργων και οι κουβέντες νίκησαν τις πράξεις. Διότι ο ένας, από τη μία, πρόβαλε δικαιοσύνη και νηστεία και δεκάτες· ενώ αυτός λόγια σκέτα και απέβαλε όλα τα αμαρτήματα. Διότι δεν άκουσε ο Θεός τα λόγια μόνο, αλλά είδε και τη σκέψη με την οποία αυτά προβάλλονταν, και αφού την βρήκε ταπεινωμένη και συντετριμμένη, έδειξε έλεος και φιλανθρωπία» (Χ). Για αυτό «ο λόγος, που μόλις βγήκε από το στόμα, υψωνόταν με φτερούγες υψηλές, ανέβαινε στον ουρανό και… στελνόταν μέσα στην θεία ακοή» (Σευήρου).

18.14 λέγω ὑμῖν(1), κατέβη οὗτος δεδικαιωμένος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ ή γαρ εκείνος(2)· ὅτι πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται(3).
14 Σας βεβαιώνω πως αυτός έφυγε για το σπίτι του αθώος και συμφιλιωμένος με το Θεό, ενώ ο άλλος όχι· γιατί όποιος υψώνει τον εαυτό του θα ταπεινωθεί, κι όποιος τον ταπεινώνει θα υψωθεί».
(1) Η φράση αυτή εισάγει, όπως συνήθως, σοβαρή διακήρυξη που εκφράζεται με κύρος. Δες Λουκ. ζ 26,28,θ 27,ι 12,24,ια 9,51,ιβ 4,5,8,27,37,44,51,ιγ 3 κλπ. Εδώ ο Κύριος ακόμη μία φορά ισχυρίζεται, ότι γνωρίζει τα μυστικά των καρδιών των ανθρώπων και των κρίσεων του Θεού (p).
(2) Υπάρχουν διαφορετικές γραφές. Τα αλεξανδρινά χειρόγραφα γράφουν: παρ’ εκείνον· φράση που δηλώνει σύγκριση και δεν αποκλείει από μόνη της τη δυνατότητα της δικαίωσης σε μικρότερο βαθμό και του Φαρισαίου. Δες Λουκ. ιγ 2,4. Τα συμφραζόμενα όμως αποκλείουν αυτήν. Έτσι σύμφωνα με τον Τερτυλλιανό (Adv. Marc. IV,36) «ο ένας αποδοκιμάστηκε, ο άλλος δικαιώθηκε» (p). Υπάρχει και η γραφή: ή εκείνος. Το ή, εξαρτάται από τη λέξη «μάλλον» που υπονοείται. Η γραφή όμως αυτή δεν έχει υπέρ της παρά μόνο κάποιους μικρογράμματους κώδικες (g). Η γραφή: ή γαρ εκείνος. Ο γαρ είναι βεβαιωτικός σύνδεσμος=ή βεβαίως εκείνος· παρά βεβαίως εκείνος. Ο διαζευκτικός σύνδεσμος (ή) δείχνει την στην σύγκριση ελάττωση αυτού για το οποίο γίνεται λόγος· η σύγκριση λοιπόν εδώ είναι λιτότητα έκφρασης, που ισοδυναμεί με καθαρή άρνηση=και όχι βεβαίως εκείνος (δ). «Ποιος υπήρξε αμαρτωλότερος από τον τελώνη; Αλλά με το να πει μόνο, Θεέ μου συγχώρησέ με τον αμαρτωλό, κατέβηκε δικαιωμένος περισσότερο από τον Φαρισαίο. Παρόλο που πόση δύναμη είχε η λέξη εκείνη; Αλλά δεν τον καθάρισε η λέξη, αλλά η διάθεση με την οποία είπε και την λέξη εκείνη» (Χ). «Δες λοιπόν, πώς διάθεση καρδιάς και λόγος στόματος σε σύντομο χρόνο αφάνισε του ενός, από τη μία, πολλών ετών δικαιοσύνες, του άλλου, από την άλλη, πολλών ετών αδικίες» (Ζ). «Παρόλο βεβαίως που ούτε ταπεινοφροσύνης ήταν τα λόγια εκείνα, αλλά μόνο ευγνωμοσύνης. Διότι ταπεινοφροσύνη μεν είναι, όταν κάποιος, αν και ξέρει για τον εαυτό του ότι έχει πετύχει μεγάλα, δεν φαντάζεται τίποτα μεγάλο για τον εαυτό του· ενώ ευγνωμοσύνη είναι, όταν ενώ είναι αμαρτωλός, ομολογεί αυτό ακριβώς. Αν όμως αυτός που δεν αναγνώρισε κανένα καλό στον εαυτό του, επειδή ομολόγησε αυτό ακριβώς που ήταν, απέσπασε τόση εύνοια από το Θεό, πόση παρρησία θα απολαύσουν αυτοί, που ενώ μπορούν να πουν μεν πολλά κατορθώματα για τον εαυτό τους, ξεχνούν όμως όλα αυτά και αριθμούν τους εαυτούς τους στους τελευταίους;» (Χ). Δες ποια είναι η δύναμη της θείας αγαθότητας, η οποία βγάζει από το πονηρό το αγαθό και μετατρέπει την κακία σε αρετή. Ο τελώνης υπήρξε μέγας αμαρτωλός και από την μεγάλη ενοχή αυτού έβγαλε η θεία αγαθότητα την μεγάλη και παραδειγματική μετάνοια και ταπείνωση. Αντιθέτως ο σατανάς γνωρίζει να μετατρέπει το αγαθό σε πονηρό. Το ότι ο Φαρισαίος δεν ήταν άδικος ή μοιχός, ήταν κάτι αγαθό. Αλλά το αγαθό αυτό μετέτρεψε σε κακό ολέθριο ο σατανάς, βάζοντας στον Φαρισαίο την υπερηφάνεια.
(3) Ως λόγο της κατάκρισης του Φαρισαίου και της δικαίωσης του τελώνη επαναλαμβάνει αυτολεξεί αυτά που ειπώθηκαν και στο Λουκ. ιδ 11. Τίποτα δεν εμποδίζει να δεχτούμε ότι το αξίωμα αυτό λέχθηκε από τον Κύριο σε διάφορες περιστάσεις (g). Υπερήφανοι άνθρωποι που εξυψώνουν τους εαυτούς τους γίνονται ανταγωνιστές του Θεού και συνεπώς θα ταπεινωθούν από αυτόν. Οι ταπεινοί παρουσιάζονται υπάκουοι προς τον Θεό και για αυτό θα υψωθούν. Θα υψωθούν με την αγάπη του Θεού και με την σχέση μαζί του. Θα υψωθούν δοκιμάζοντας πλήρη ικανοποίηση μέσα τους. Θα υψωθούν στον ίδιο τον ουρανό.

Στίχ. 15-17. Ο Κύριος ευλογεί τα μικρά παιδιά.
18.15 Προσέφερον(1) δὲ αὐτῷ καὶ(2) τὰ βρέφη(3) ἵνα αὐτῶν ἅπτηται(4)· και ἰδόντες οἱ μαθηταὶ ἐπετίμησαν(5) αὐτοῖς(6).
15 Κάποιοι έφεραν τότε στον Ιησού και τα μικρά παιδιά, για να τα ευλογήσει. Όταν τα είδαν οι μαθητές, τούς μάλωσαν.
(1) Δες Ματθ. ιθ 13 και Μάρκ. ι 13 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις. Εδώ ο Λουκάς ξανασυναντιέται με τους άλλους δύο συνοπτικούς, από την αφήγηση των οποίων είχε χωριστεί η δική του αφήγηση από το κεφ. θ 51. Ο Ιησούς βρίσκεται στην Περαία. Από την διαμονή του στην επαρχία αυτή ο Ματθαίος και ο Μάρκος δεν αφηγήθηκαν παρά μόνο την συζήτησή του με τους Φαρισαίους για το διαζύγιο, την οποία περιληπτικά εξέθεσε ο Λουκάς στο ιστ 17-18 (g). Έξυπνα συνδέεται η αφήγηση αυτή με την προηγούμενη παραβολή ως επιβεβαίωση της αλήθειας, η οποία προβλήθηκε από την παραβολή και σύμφωνα με την οποία, εκείνοι είναι δεκτοί από το Θεό και απολαμβάνουν τις ευλογίες του, οι οποίοι είναι ταπεινοί. Τα παιδιά, τα οποία ο Κύριος αλλού πρόβαλλε ως τύπο ταπείνωσης, ευλογούνται τώρα από αυτόν παρά τα εμπόδια που παρεμβλήθηκαν από τους μαθητές.
(2) Εκτός από τους ασθενείς έφερναν τώρα και τα βρέφη (p). Ασφαλώς ο Λουκάς θέλει να δείξει ότι ο σεβασμός με τον οποίο περιέβαλαν τον Ιησού, είχε φθάσε σε τέτοιο σημείο, ώστε του πρόσφεραν και τα βρέφη (g).
(3) Το άρθρο σημαίνει τα γνωστά βρέφη, τα δικά τους βρέφη. Από το ρήμα φέρβω, βρέφω, τρέφω (δ). Η λέξη αυτή σημαίνει ηλικία πιο τρυφερή από των παιδιών. Εδώ όμως οι δύο αυτές λέξεις έχουν την ίδια σημασία, διότι τα βρέφη αυτά ήταν σε θέση, όταν προσκλήθηκαν, να πλησιάσουν τον Ιησού (L).
(4) Κατά την πρώτη επέτειο της γέννησής τους, φέρνονταν μερικές φορές τα παιδιά των Ιουδαίων στους ραβίνους, για να ευλογηθούν (p).
(5) Υπάρχει και η γραφή επετίμων, που υποδηλώνει ότι η επιτίμηση των μαθητών συνεχιζόταν μέχρι τη στιγμή της παρέμβασης του Κυρίου.
(6) Φαινόταν στους αποστόλους ότι έκαναν κατάχρηση αυτοί της καλοσύνης και του χρόνου του δασκάλου τους (g) και «μάλωναν… εμποδίζοντας, κατά κάποιο τρόπο, τις περιττές ενοχλήσεις» (Κ). Δεν είναι καθόλου παράδοξο αυτοί που πλησιάζουν το Χριστό να συναντούν εμπόδια και αποθάρρυνση, που να προβάλλονται μάλιστα από εκείνους, από τους οποίους θα ανέμεναν ενίσχυση και ενθάρρυνση. Εδώ οι ίδιοι οι μαθητές του Κυρίου εμποδίζουν, όχι από κακή πρόθεση, αλλά από κακή αντίληψη των πραγμάτων, αυτούς που θέλουν να πλησιάσουν τον διδάσκαλο.

18.16 ὁ δὲ ᾽Ιησοῦς προσεκαλέσατο αὐτὰ είπεν(1), ῎Αφετε τὰ παιδία ἔρχεσθαι πρός με καὶ μὴ κωλύετε αὐτά, τῶν γὰρ τοιούτων(2) ἐστὶν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ.
16 Ο Ιησούς όμως τα κάλεσε κοντά του και είπε: «Αφήστε τα παιδιά να έρθουν σ’ εμένα και μην τα εμποδίζετε, γιατί η βασιλεία του Θεού ανήκει σε ανθρώπους που είναι σαν κι αυτά.
(1) Υπάρχει και η γραφή: προσεκαλέσατο αυτά λέγων, η οποία είναι πιο εκφραστική, διότι με αυτήν προβάλλεται ως το σοβαρό γεγονός η πράξη της πρόσκλησης των διωγμένων παιδιών (g). Με την πρόσκλησή του αυτή ο Κύριος διακηρύττει ότι κανείς σε οποιαδήποτε ηλικία δεν είναι πολύ μικρός, ώστε λόγω της ανωριμότητας της ηλικίας του να μην μπορεί να οδηγηθεί στο Χριστό. Γνωρίζει ο Κύριος να δείχνει την ευαρέσκειά του και σε εκείνους, οι οποίοι λόγω της μη ώριμης ηλικίας τους δεν είναι ακόμη σε θέση να τον υπηρετήσουν.
(2) «Δεν είπε αυτών… αλλά των τέτοιων, δηλαδή αυτών που από ελεύθερη επιλογή τους απέκτησαν την ακακία και μετριοφροσύνη, την οποία από τη φύση τους έχουν τα παιδιά» (Θφ). «Διότι το νεογέννητο παιδί είναι σύμβολο ακακίας· διότι το βρέφος είναι σαν μία νέα κτίση… και επειδή γνωρίζει ή τελείως λίγα ή τίποτα εντελώς, εύλογα θα απαλλασσόταν από την κατηγορία για κακία και πονηρία» (Κ).

18.17 ἀμὴν λέγω ὑμῖν(1), ὃς ἂν μὴ δέξηται τὴν βασιλείαν τοῦ θεοῦ ὡς παιδίον, οὐ μὴ εἰσέλθῃ εἰς αὐτήν(2).
17 Σας βεβαιώνω πως όποιος δε δεχτεί τη βασιλεία του Θεού σαν παιδί, δε θα μπει σ’ αυτήν».
(1) Ο στίχος κατά λέξη είναι ο ίδιος με το Μάρκ. ι 15. Αξιόλογη η παρατήρηση: Τονίζεται σε αυτόν η αλήθεια, ότι εκείνος ο οποίος δεν δέχεται τις ευεργεσίες και τις δωρεές της βασιλείας με ταπείνωση και ευγνωμοσύνη, όχι εγείροντας αξιώσεις και δικαιώματα για αυτές, όπως ο Φαρισαίος, δεν θα μπει σε αυτήν.
(2) Το γεγονός αυτό της ευλογίας των παιδιών δείχνει, ότι ο Ιησούς θεωρούσε ότι οι πνευματικές επιδράσεις μπορούσαν να ασκηθούν στην ανθρώπινη ψυχή από τα πρώτα βήματα της ύπαρξής της (g).

Στίχ. 18-27. Ο πλούσιος νέος.
18.18 Καὶ ἐπηρώτησέν τις(1) αὐτὸν ἄρχων(2) λέγων, Διδάσκαλε ἀγαθέ(3), τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω(4);
18 Κάποιος άρχοντας τον ρώτησε: «Αγαθέ Διδάσκαλε, τι να κάνω για να κληρονομήσω την αιώνια ζωή;»
(1) Δες Ματθ. ιθ 16-30 και Μάρκ. ι 17-31 και τις εκεί σημειώσεις. Και στις 3 αφηγήσεις των συνοπτικών η περικοπή αυτή ακολουθεί την αφήγηση της οδήγησης των παιδιών στο Χριστό (p).
(2) Μόνο ο Λουκάς λέει αυτό και μένουμε με αμφιβολία για το τι να σημαίνει με αυτό (p). Πιθανώς σημαίνει άρχοντας συναγωγής. Δες Ματθ. θ 18 σε συνδυασμό με τα Μάρκ. ε 22 και Λουκ. η 41 (g). ίσως όμως με τη λέξη αυτή θέλησε ο Λουκάς να δηλώσει κάποια κοινωνική θέση (L).
(3) Δεν υπάρχει σε όλο το Ταλμούδ παράδειγμα ραβίνου που να προσφωνήθηκε με το Διδάσκαλε αγαθέ. Ο τίτλος λοιπόν ήταν τελείως άγνωστος στους Ιουδαίους. Η προσφώνηση συνεπώς ήταν έκτακτη, ίσως μάλιστα και καθαρά περιποιητική φιλοφροσύνη. Το Ταλμούδ λέει: Κανένα άλλο αγαθό δεν υπάρχει παρά μόνο ο νόμος (p).
(4) Ερώτημα σοβαρό το οποίο πρέπει να εξετάζεται με ενδιαφέρον από όλους μας, διότι καθένας μας οφείλει να ρωτά: Τι να κάνω για να κληρονομήσω την αιώνια ζωή; Προβαλλόμενο από τον άρχοντα αυτόν προδίδει ότι αυτός είχε πίστη στην αιώνια ζωή, την οποία οι άθεοι και άπιστοι δεν έχουν. Προδίδει ακόμη ενδιαφέρον και φροντίδα, την οποία οι ανόητοι και απερίσκεπτοι του κόσμου αυτού δεν έχουν. Ορθά λοιπόν απευθύνεται προς τον Ιησού, για να λάβει την απάντηση στο σοβαρό αυτό ερώτημα. Πράγματι, πουθενά αλλού δεν μπορούμε με ασφάλεια και αλάνθαστα να πληροφορηθούμε για το δρόμο που οδηγεί στον ουρανό παρά μόνο στην σχολή του Ιησού από εκείνους, οι οποίοι έμαθαν από τον Ιησού αυτόν, ακολούθησαν αυτόν και μπήκαν μέσω αυτού στον ουρανό με το να γίνουν πρωτοπόροι σε σχέση με εκείνους, οι οποίοι δια μέσου των αιώνων ακολουθούν σε κάθε γενιά τα ίχνη τους και παραδίδουν στους διαδόχους τους την εξακολούθηση της ίδιας πορείας πριν ακόμη μπουν εκεί, όπου πρόδρομος για χάρη μας μπήκε ο Ιησούς.

18.19 εἶπεν δὲ αὐτῷ ὁ ᾽Ιησοῦς, Τί με λέγεις ἀγαθόν(1); οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς ὁ θεός(2).
19 Ο Ιησούς του απάντησε: «Γιατί με αποκαλείς “αγαθό”; Κανένας δεν είναι αγαθός, παρά μόνο ένας, ο Θεός.
(1) «Με είπες αγαθό, λέει. Γιατί λοιπόν πρόσθεσες το Διδάσκαλε;… Κανείς από τους ανθρώπους δεν είναι με την κύρια έννοια αγαθός, παρά μόνο ένας, ο Θεός. Επομένως αν θες να με λες αγαθό, να με λες αγαθό ως Θεό και να μην με πλησιάζεις ως απλό άνθρωπο. Διότι αν νομίζεις ότι είμαι ένας συνηθισμένος άνθρωπος, μην με αποκαλείς αγαθό. Διότι πράγματι, αγαθός και πηγή αγαθότητας και αρχή της αυτοαγαθότητας είναι ο Θεός. Ενώ οι άνθρωποι, ακόμα και αν είμαστε αγαθοί, δεν είμαστε με την κύρια έννοια, αλλά μετέχουμε στην αγαθότητα του Θεού και έχουμε το αγαθό ανάμικτο και μεταβαλλόμενο» (Θφ).
(2) «Το «ένας» εδώ έχει την ίδια σημασία με το «μόνος»» (Β). «Διότι είναι από τη φύση του αγαθός ο Θεός και το ότι είναι αγαθός, είναι κάτι που είναι γνώρισμά του και υπάρχει μέσα στην ίδια την ουσία του και είναι εξαιρετικό αξίωμά του, ενώ εμείς και οι άγγελοι μετέχουμε σε αυτήν την αγαθότητα» (Κ). Αυτοί που έρχονται στο Χριστό σαν σε διδάσκαλό τους πρέπει να πιστεύουν όχι μόνο στη θεία αποστολή του, αλλά και στη θεία φύση και αγαθότητά του.

18.20 τὰς ἐντολὰς οἶδας(1)· Μὴ μοιχεύσῃς, Μὴ φονεύσῃς, Μὴ κλέψῃς, Μὴ ψευδομαρτυρήσῃς(2), Τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου(3).
20 Ξέρεις τις εντολές: μη μοιχεύσεις, μη σκοτώσεις, μην κλέψεις, μην ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου».
(1) Τίποτα το έκτακτο και μη γενικώς γνωστό δεν ζητείται για σωτηρία· η τήρηση των σε όλους γνωστών εντολών θα αρκέσει για αυτό (p). Ο Κύριος δεν ήλθε να ακυρώσει και να καταργήσει την ισχύ του νόμου και των προφητών, αλλά ήλθε να επιβεβαιώσει και να στηρίξει αυτά. Ο Κύριος δεν άλλαξε τον δρόμο προς τον ουρανό, αλλά αυτόν που και πριν ήταν γνωστός, τον έκανε ευδιάκριτο και ευκολότερο.
(2) Και εδώ ο Λουκάς συμφωνεί με τον Μάρκο, με εξαίρεση μόνο του ότι θέτει την έβδομη εντολή πριν την έκτη και αποσιωπά όπως και ο Ματθαίος το «μη αποστερήσης» (p). Έξυπνη η παρατήρηση: «Πρώτα ο νόμος διορθώνει αυτά στα οποία ευκολότερα γλιστράμε, έπειτα αυτά στα οποία όχι πολλοί ούτε πολλές φορές. Για παράδειγμα η μοιχεία, επειδή η φωτιά είναι και φυσική μέσα μας, ο φόνος, επειδή είναι μεγάλο θηρίο ο θυμός. Ενώ η κλοπή είναι ελαφρότερο και στην ψευδομαρτυρία σπάνια πέφτει κάποιος. Για αυτό εκείνα μεν πρώτα διορθώνει, επειδή εύκολα γλιστράμε σε εκείνα και τα οποία είναι βαρύτερα· ενώ αυτά, την κλοπή εννοώ και την ψευδομαρτυρία, τα βάζει δεύτερα, επειδή και σπανιότερα συναντιούνται και ελαφρότερα είναι» (Θφ). Οφείλουμε όλες αυτές τις απαγορευτικές εντολές να τηρούμε επακριβώς και μάλιστα όπως αυτές επεξηγήθηκαν και συμπληρώθηκαν από τον Κύριο στην επί του όρους ομιλία του και να μην πλανάμε τους εαυτούς μας νομίζοντας ότι οποιαδήποτε παράβαση αυτών είναι δυνατόν να μας συγχωρεθεί με μόνη την εξωτερική τήρηση τύπων λατρείας ή νηστειών κα επίσκεψης ναών και συμμετοχής σε μακρές ακολουθίες, εφόσον με μετάνοια ειλικρινή δεν αποκηρύσσουμε την παράβασή μας και δεν επανερχόμαστε στην πιστή τήρηση των θείων εντολών.
(3) Παρόλο που είσαι άρχοντας (b).

18.21 ὁ δὲ εἶπε, Ταῦτα πάντα ἐφύλαξα ἐκ νεότητός μου(1).
21 Κι εκείνος του είπε: «Όλα αυτά τα τηρώ από τα νιάτα μου».
(1) Τα λέει αυτά ο άρχοντας όχι τόσο καυχησιολογώντας, όσο εκφράζοντας έκπληξη. Δεν ικανοποιήθηκε από την απαίτηση του Κυρίου. Είναι σαν να είπε: Περίμενα να ακούσω κάτι ειδικό και ανώτερο· και μου υπενθυμίζονται καθήκοντα, τα οποία σε όλη μου τη ζωή φύλαξα. Η απάντηση αυτή φανερώνει μεγάλη έλλειψη αυτογνωσίας και άγνοια του καθήκοντος, είναι όμως σε όλα ειλικρινής (p). Εάν ο άνθρωπος αυτός γνώριζε την έκταση και την πνευματική φύση του θείου νόμου και είχε ζήσει αυτόν, εάν είχε διατελέσει για κάποιο χρόνο μαθητής του Χριστού και διδασκόταν από αυτόν, θα έλεγε τα τελείως αντίθετα. Θα έλεγε: όλα αυτά τα παράβηκα με λόγια, έργα και με τη διάνοια από αυτήν την μικρή μου ηλικία.

18.22 ἀκούσας δὲ ὁ ᾽Ιησοῦς εἶπεν αὐτῷ, ῎Ετι ἕν σοι λείπει(1)· πάντα(2) ὅσα ἔχεις πώλησον καὶ διάδος πτωχοῖς(3), καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανώ(4), καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι(5).
22 Όταν τ’ άκουσε ο Ιησούς του είπε: «Ένα ακόμη σου λείπει: πούλησε όλα όσα έχεις και δώσε τα χρήματα στους φτωχούς, κι έτσι θα έχεις θησαυρό κοντά στο Θεό· κι έλα να με ακολουθήσεις».
(1) Πρέπει να συμπληρωθεί με το: για να κληρονομήσεις ζωή αιώνια (δ).
(2) «Όλα όσα έχεις, λέει, πούλησέ τα. Διότι αν κάτι απομείνει, είσαι δούλος εκείνου» (Θφ).
(3) «Και μοίρασε όχι σε συγγενείς πλούσιους, αλλά σε φτωχούς. Νομίζω, λοιπόν, ότι και το «μοίρασε» φανερώνει το να σκορπίσει τα χρήματα με σωστή εξέταση και όχι τυχαία» (Θφ).
(4) «Επειδή ήταν φιλοχρήματος, του υποσχέθηκε τον ουράνιο θησαυρό» (Θφ).
(5) «Επειδή λοιπόν μαζί με την ακτημοσύνη πρέπει να συνυπάρχει στον άνθρωπο και όλη η άλλη αρετή, για αυτό είπε· Και έλα να με ακολουθήσεις, δηλαδή· και σε όλα τα άλλα να είσαι μαθητής μου. Και πάντα να ακολουθείς, όχι σήμερα μεν ναι, ενώ αύριο όχι» (Θφ). Κανείς δεν μπορεί να μπει στην αιώνια ζωή εάν δεν ταυτίσει την τύχη του με τον Κύριο Ιησού, ακολουθώντας το αρνί όπου πάει. Πρέπει με άλλα λόγια να αγαπήσει τον Χριστό προτιμώντας αυτόν ως πολύτιμο μαργαριτάρι από κάθε άλλο αγαθό και θυσιάζοντας τα πάντα για αυτόν. Εν ονόματι του Χριστού και για τον Χριστό οφείλει να αγαπά και τους αδελφούς του Χριστού, οπότε χωρίς δυσκολία θα μοιράσει σε αυτούς για ανακούφισή τους «όλα όσα έχει» παρακινούμενος και από την αλήθεια, ότι «αυτός που ελεεί φτωχό, δανείζει τον Θεό» και συνεπώς αποκτά θησαυρό στον ουρανό. Εάν λοιπόν πράγματι φρονεί υψηλά για τον άλλο κόσμο, δεν θα επιθυμεί κάτι άλλο παρά να αποκτήσει θησαυρό στον ουρανό και θα θεωρεί αυτό υπερπλεονάζουσα αμοιβή για καθετί που άφησε ή έχασε στον κόσμο αυτόν για το Θεό. Εκείνο λοιπόν, με το οποίο μπορούμε να δοκιμάσουμε σε ποιο σημείο βρίσκεται η πνευματική μας κατάσταση, είναι το να εξετάσουμε στα πράγματα ποιες είναι οι διαθέσεις μας προς τον Χριστό και προς τους αδελφούς μας και που ελκύεται περισσότερο η καρδιά μας, στον κόσμο τον παρόντα ή στον μελλοντικό.

18.23 ὁ δὲ ἀκούσας ταῦτα περίλυπος(1) εγένετο, ἦν γὰρ πλούσιος σφόδρα.
23 Μόλις εκείνος τ’ άκουσε αυτά, πολύ στενοχωρήθηκε, γιατί ήταν πάμπλουτος.
(1) Είναι λέξη πιο έντονη από το λυπούμενος που χρησιμοποιούν οι άλλοι δύο συνοπτικοί. «Και το ότι λυπήθηκε βεβαίως αυτός, υποδηλώνει ότι είχε ευγνώμονα διάθεση και δεν ήταν πονηρός. Κανείς βεβαίως από τους Φαρισαίους δεν λυπήθηκε ποτέ, αλλά μάλλον αγρίευαν» (Θφ). «Αυτός όμως φεύγει λυπημένος, το οποίο δεν είναι μικρό σημάδι ότι δεν τον πλησίασε με πονηρή διάθεση, αλλά με ασθενέστερη και επιθυμούσε μεν τη ζωή, αλλά ήταν κυριευμένος από άλλο πάθος πάρα πολύ κακό» (Σχ.). Είναι αξιοσημείωτο ότι ο πλούσιος χάνει την ουράνια βασιλεία όχι για κάποια παράβαση του νόμου, αλλά διότι παρέλειψε να ενεργήσει και θετικά το αγαθό. Δεν είχε βλάψει σε κάτι τον πλησίον, αλλά και δεν υπήρξε ευεργετικός προς αυτόν. Ενώ λοιπόν αρχικά φαίνεται πρόθυμος να συμμορφωθεί με τις οδηγίες του Χριστού, όταν τέθηκε ζήτημα προτίμησης ανάμεσα στο να συνδεθεί με τον Χριστό ή να μείνει προσκολλημένος στα πλούτη του, έδωσε την απάντηση: «σε παρακαλώ θεώρησέ με δικαιολογημένο».

18.24 ᾽Ιδὼν δὲ αὐτὸν ὁ ᾽Ιησοῦς περίλυπον γενόμενον εἶπεν(1), Πῶς δυσκόλως(2) οἱ τὰ χρήματα ἔχοντες εισελεύσονται(3) εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ θεοῦ!
24 Όταν ο Ιησούς τον είδε τόσο στενοχωρημένον, είπε: «Πόσο δύσκολα θα μπουν στη βασιλεία του Θεού αυτοί που έχουν τα χρήματα!
(1) «Λέει ο Κύριος με τρόπο θαυμαστικό» (Θφ).
(2) Η θαυμαστική αυτή έκφραση λέγεται αντί για το «πολύ δύσκολα» (δ). Πόσο είναι δύσκολο (g). «Δεν είπε ότι είναι αδύνατο να μπουν, αλλά δύσκολο. Διότι δεν είναι αδύνατον να σωθούνε αυτοί… Είναι όμως δύσκολο αυτό· διότι τα χρήματα είναι πιο κολλητικά από κάθε κόλλα και δύσκολα αποσπάται αυτός που σχετίστηκε με αυτά» (Θφ).
(3) Υπάρχει και η γραφή: έχοντες εις την βασιλείαν του Θεού εισπορεύονται. Ο ενεστώτας στην γραφή αυτή υποδηλώνει ότι η βασιλεία του Θεού υφίσταται ήδη (Λουκ. ια 20,ιζ 21) και ο Ιησούς πρότεινε στον πλούσιο να μπει σε αυτήν, βιάζοντας τον εαυτό του (Λουκ. ιστ 16) (L).

18.25 εὐκοπώτερον γάρ ἐστιν κάμηλον(1) διὰ τρυμαλιάς ραφίδος(2) εισελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ θεοῦ εἰσελθεῖν(3).
25 Ευκολότερο είναι να περάσει καμήλα μέσα από βελονότρυπα, παρά να μπει πλούσιος στη βασιλεία του Θεού».
(1) Υπάρχει και η γραφή κάμιλον που συναντιέται σε κάποια μεταγενέστερα χειρόγραφα= «Κάμιλος δεν είναι το ζώο, αλλά το παχύ σχοινί στα πλοία» (Κ). Η λέξη κάμιλος συναντιέται μόνο στο λεξικό του Σουΐδα και σε κάποιον σχολιαστή του Αριστοφάνη (p).
(2) Παλαιότερη γραφή: δια τρήματος βελόνης. Το βελόνης λέγεται μοναδική φορά. Και οι δύο λέξεις (βελόνη και τρήμα) σύμφωνα με τον Hobart είναι ιατρικές (p) και κλασικές.
(3) «Αν λοιπόν είναι πιο εύκολο μία καμήλα να χωρέσει από την τρύπα βελόνας,… αυτό όμως είναι αδύνατον, άρα είναι αδυνατότερο το να σωθεί πλούσιος» (Θφ). Πρέπει να σημειωθεί ιδιαίτερα ότι αυτός ο λόγος που είναι σκληρός για τους υλόφρονες συναντιέται και στα τρία συνοπτικά ευαγγέλια και όχι στο ένα από αυτά, το οποίο κάποιοι από τους νεότερους ορθολογιστές θα χαρακτήριζαν ότι έχει μέσα του εβιωνιτικό τόνο (p).

18.26 εἶπον δὲ οἱ ἀκούσαντες(1), Καὶ τίς(2) δύναται σωθῆναι;
26 Όσοι τον άκουσαν είπαν: «Τότε ποιος μπορεί να σωθεί;»
(1) Σύμφωνα με τον Λουκά όχι μόνο οι μαθητές, αλλά και οι ακροατές του Σωτήρα εξέφρασαν την απορία τους για τον λόγο αυτόν (δ).
(2) Όχι ποιος πλούσιος, αλλά ποιος άνθρωπος (p). Το να αποκλείει τους πλούσιους από τη σωτηρία, φαινόταν το ίδιο με το να αποκλείει από αυτήν κάθε άνθρωπο. Διότι, εάν οι περισσότερο ευλογημένοι από το Θεό άνθρωποι πολύ δύσκολα θα σώζονταν, τι λοιπόν θα γινόταν για τους άλλους; Τέτοια φαίνεται να είναι η σύνδεση μεταξύ των στίχων 25 και 26 (g). Είναι αξιοσημείωτη και μία άλλη εκδοχή· όλος ο κόσμος είτε έχει πλούτη είτε επιθυμεί αυτά και προσπαθεί να αποκτήσει τέτοια. Αφού λοιπόν όλοι επιθυμούν τα πλούτη, ποιος θα σωθεί; (p). Υπάρχει στις καρδιές σχεδόν όλων των ανθρώπων τέτοια προσκόλληση και αγάπη προς τον κόσμο και τα αγαθά του κόσμου, ώστε, αφού ο Χριστός ζήτησε ως αναγκαίο για σωτηρία να αποκοπεί κάθε δεσμός με τον κόσμο αυτόν, γίνεται αδύνατον στον καθένα να σωθεί.

18.27 ὁ δὲ εἶπεν, Τὰ ἀδύνατα(1) παρὰ ἀνθρώποις(2) δυνατὰ(3) παρὰ τῷ θεῷ ἐστιν.
27 Κι εκείνος τους απάντησε: «Αυτά που για τους ανθρώπους είναι αδύνατα, για το Θεό είναι δυνατά».
(1) Με αυτό δηλώνεται ότι ο σ. 25 σημαίνει, ότι πράγματι είναι αδύνατον και όχι απλώς δύσκολο ή πάρα πολύ απίθανο, πλούσιος να μπει στη βασιλεία των ουρανών. Είναι θαύμα της χάρης αυτοί που έχουν πλούτη να μην προσκολληθούν και να μην στηρίξουν την πεποίθησή τους σε αυτά (p).
(2) Το «παρά ανθρώποις» και «παρά τω Θεώ» δεν σημαίνει κατά την κρίση των ανθρώπων και κατά την κρίση του Θεού, αλλά αναφέρονται σε ό,τι οι άνθρωποι και ο Θεός μπορούν να κατορθώσουν. Ο άνθρωπος αδυνατεί. Ο Θεός όμως μπορεί να διαρρήξει την γοητεία, την οποία ο πλούτος ασκεί πάνω στον πλούσιο (p). «Για αυτούς μεν που έχουν ανθρώπινο φρόνημα, δηλαδή σέρνονται κάτω και επιθυμούν τα γήινα, είναι αδύνατον να σωθεί· για το Θεό όμως είναι δυνατόν, δηλαδή όταν κάποιος έχει σύμβουλο το Θεό και τις εντολές του… και επικαλείται την από εκείνον βοήθεια, θα είναι αυτό δυνατόν. Διότι από εμάς εξαρτάται το να θελήσουμε το αγαθό, ενώ από το Θεό να το τελειοποιήσει» (Θφ). Υπάρχουν άλλωστε και τόσες άλλες δυσκολίες στην οδό της σωτηρίας μας, ώστε κανείς δεν θα μπορούσε να ξεπεράσει αυτές χωρίς τη χάρη του Θεού, ο οποίος είναι πάνω από κάθε άλλη δύναμη και όχι μόνο με την παντοδυναμία, αλλά και με τη σοφία του μπορεί να εκμηδενίσει κάθε αντίσταση από όπου και αν προέρχεται, αρκεί μόνο να συνεργήσει σε αυτό η αγαθή διάθεση του ανθρώπου. Η ζωή του χριστιανού είναι ζωή υπερφυσική. Το να στραφεί λοιπόν η καρδιά του ανθρώπου από τον κόσμο και την σάρκα προς τον Θεό και τα ουράνια, αποτελεί στο πνευματικό πεδίο θαύμα χάρης ανάλογο με εκείνο, το οποίο άλλοτε στο φυσικό πεδίο έστρεψε πίσω το ρεύμα του Ιορδάνη ή διαίρεσε στα δύο σαν άλλο τείχος την Ερυθρά θάλασσα. Εκείνος ο οποίος έκανε χωρίς κάποια δυσκολία τα θαύματα αυτά στη φύση, ο ίδιος με τη χάρη του μπορεί να επιδράσει και στην ανθρώπινη ψυχή και να ελκύσει αυτήν προς τον εαυτό του.
(3) Παράδειγμα που επιβεβαιώνει αυτό το δυνατόν, έχουμε τον Ζακχαίο, κεφ. ιθ 2,9 (b).

Στίχ. 28-30. Οι αμοιβές όσων αφήσουν τα πάντα για τον Χριστό.
18.28 Εἶπεν δὲ ὁ Πέτρος(1), ᾽Ιδοὺ ἡμεῖς ἀφήκαμεν πάντα(2) και ἠκολουθήσαμέν σοι(3).
28 Τότε ο Πέτρος του λέει: «Να, εμείς εδώ αφήσαμε τα πάντα και σε ακολουθήσαμε».
(1) Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Πέτρος έλαβε τον λόγο και εδώ. Δεν μιλά όμως με πνεύμα καύχησης. Μάλλον η ελπίδα που προκλήθηκε μέσα του από τα λόγια του Κυρίου, ωθεί αυτόν. Θέλει να βεβαιωθεί αν η δύναμη του Θεού έκανε το θαύμα της και για αυτούς και αν μπορούν να ελπίζουν, ότι θα μπουν στη βασιλεία των ουρανών (p).
(2) Υπάρχει και η γραφή: αφέντες τα ίδια=Εάν ο Πέτρος αντικαθιστά το «πάντα» του σ. 22 με το «τα ίδια», οφείλεται αυτό στο ότι σε σύγκριση με όσα θα άφηνε ο πλούσιος, εκείνα τα οποία άφησε ο Πέτρος ήταν πολύ πενιχρά και θα ήταν πολύ να πει και για τον εαυτό του αυτός, ότι αφήσαμε τα πάντα (L).
(3) Μπήκε και στους μαθητές το δίλημμα, το οποίο ήδη μπήκε στον πλούσιο. Και αυτοί αποφάσισαν να ακολουθήσουν το Χριστό. Τι λοιπόν θα καρπώνονταν από αυτό; Ο Πέτρος ρωτά με αφέλεια εξ’ ονόματος όλων (g). «Είναι πρέπον, ο πλούσιος, από τη μία, εφόσον περιφρόνησε πολλά, να περιμένει τις αμοιβές. Αυτός όμως, από την άλλη, που κατέχει λίγα», όπως ο Πέτρος και όσοι ήταν μαζί του, «έπειτα απομακρυνθεί από αυτά, τι θα μπορεί να ελπίζει, πώς δεν θα έπρεπε να το μάθει αυτό;… Είναι αναγκαίο να πούμε και το εξής· το να απομακρυνθεί κάποιος από πολλά ή από λίγα θα μπορούσε να είναι ίσο πάθημα, σύμφωνα με την ορθή λογική. Οπότε όσον αφορά την υπακοή και την πρόθεση θα λογαριαστούν στην ίδια κατηγορία με αυτούς που έχουν πολλά, αυτοί που δεν έχουν πολλά και έπειτα δείχνουν την ίδια προθυμία και υπομένουν θεληματικά την αποβολή των υπαρχόντων» (Σχ.).

18.29 ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς(1), ᾽Αμὴν λέγω ὑμῖν(2) ὅτι οὐδείς ἐστιν(3) ὃς ἀφῆκεν οἰκίαν ἢ γυναῖκα ἢ ἀδελφοὺς ἢ γονεῖς ἢ τέκνα(4) ἕνεκεν τῆς βασιλείας τοῦ θεοῦ,
29 Κι ο Ιησούς του είπε: «Σας βεβαιώνω πως όποιος άφησε σπίτι ή γονείς ή αδέρφια ή γυναίκα ή παιδιά για χάρη της βασιλείας του Θεού,
(1) Δες Ματθ. ιθ 28,29 και Μάρκ. ι 29 και τις εκεί σημειώσεις.
(2) «Κάνει ένορκη την υπόσχεση, βάζοντας πριν από το λόγο το «αμήν», που παίζει το ρόλο του όρκου» (Κ).
(3) Με την έκφραση «κανείς δεν υπάρχει που» φανερώνεται η πρόθεση να δοθεί στην υπόσχεση αυτή η όσο το δυνατόν ευρύτερη εφαρμογή (g). Δεν υποσχέθηκε και δεν πραγματοποίησε αυτό ο Θεός μόνο για τους 12, αλλά και για κάθε άλλον, ο οποίος θα είχε την χάρη να υποβληθεί σε αυτές τις θυσίες (p).
(4) «Ποιοι θα μπορούσαν να είναι αυτοί που άφησαν πατέρα ή μητέρα, γυναίκα και αδέλφια και σπίτια;.. Καθώς ο Κύριος ελκύει με το κήρυγμα την υφήλιο στη δική του πίστη, θέλουν μεν να προσέλθουν προς αυτό κάποιοι, αλλά βλέπουν ίσως τους πατέρες ή τις μητέρες που είναι άπιστοι και πονηροί· αλλά πολλές φορές και οι πατέρες δεν ανέχονταν να λυπήσουν τα παιδιά τους με την προσέλευσή τους στην πίστη. Το ίδιο θα μπορούσε να ειπωθεί και για αδέλφια προς αδέλφια και για νύφη σε πεθερά και εκείνην προς αυτήν. Αλλά βεβαίως οι εδραίοι στην πίστη δεν βάζουν τίποτα μπροστά από την αγάπη του Χριστού και δεν υπολογίζουν καθόλου την σαρκική συγγένεια» (Κ).

18.30 ὃς οὐ μὴ ἀπολάβῃ πολλαπλασίονα(1) ἐν τῷ καιρῷ τούτῳ(2) καὶ ἐν τῷ αἰῶνι τῷ ἐρχομένῳ ζωὴν αἰώνιον.
30 θα κερδίσει πολύ περισσότερα τώρα, στα χρόνια που ζούμε, και στο μελλοντικό κόσμο την αιώνια ζωή».
(1) Του Ιώβ η οικογένεια αποκαταστάθηκε στο ακέραιο και τα χαμένα αγαθά του, αποδόθηκαν σε αυτόν διπλάσια. Οι αμοιβές της Π.Δ. ξεπεράστηκαν κατά πολύ από τις ηθικές και πνευματικές ανταποδόσεις του ευαγγελίου. Ό,τι θυσίασαν οι πιστοί για το Χριστό ως προς την οικογένεια ανταποδόθηκε σε αυτούς πολλαπλό με το Χριστό και με την εκκλησία. Ειδικά η υπόσχεση αυτή πραγματοποιήθηκε στους από τα έθνη προσήλυτους, οι οποίοι βρήκαν στοργικούς πατέρες και αδελφούς που αντικατέστησαν τους σκληρούς συγγενείς τους, τους οποίους για το Χριστό απαρνήθηκαν (p). Κάθε αληθινός πιστός αποκτά στην ανώτερη ζωή, στην οποία εισάγεται από τον Χριστό, αδελφούς αγαπητούς, παιδιά για ανατροφή, γονείς σεβαστούς και στοργικούς, τελείως νέα πνευματική συγγένεια, την οποία πλουτίζει με την αγάπη του, αλλά και απολαμβάνει και αυτός με ποικίλες μορφές την στοργή και συμπάθειά τους. Εξάλλου η κοινωνία της χριστιανικής αγάπης χορηγεί σε κάθε πιστό την απόλαυση αγαθών κάθε φύσης που ανήκουν στους αδελφούς τους (g). Επιπλέον «αυτός που εγκατέλειψε τα σαρκικά και πρόσκαιρα, θα πάρει τα πολύ καλύτερα, και κατά κάποιο τρόπο πολλαπλάσια αυτών που καταφρόνησε… Και αν κάποιος αφήσει σπίτι, θα λάβει τις ουράνιες κατοικίες· και αν εγκαταλείψει πατέρα, έχει τον ουράνιο Πατέρα· και αν απομακρυνθεί από αδελφούς, αλλά θα τον πάρει ο Χριστός σε κοινωνία με αδελφούς· όταν αφήσει γυναίκα με την οποία έμενε μαζί, θα βρει την ουράνια και από το Θεό σοφία, από την οποία θα τεκνοποιήσει ωραίους καρπούς· και αν αφήσει μητέρα, θα βρει την άνω Ιερουσαλήμ, η οποία είναι ελεύθερη και μητέρα μας» (Κ).
(2) Κατά το χρόνο της παρούσας ζωής, ανεξάρτητα από όσα αναφέρθηκαν ήδη, αυτός που ακολούθησε το Χριστό θα λάβει πολλαπλάσια και με τις δωρεές και παρηγοριές του Πνεύματος του Θεού, όπως και με τα θέλγητρα από τη σχέση με το Θεό και από την αγαθή συνείδηση, όλα λοιπόν αυτά είναι αγαθά, τα οποία για αυτούς που γνωρίζουν να εκτιμούν αυτά, ισοφαρίζουν και με το παραπάνω όλες τις τυχόν για το Χριστό θυσίες και απώλειές τους.

Στίχ. 31-34. Τρίτη προαναγγελία του Πάθους.
18.31 Παραλαβὼν(1) δὲ τοὺς δώδεκα εἶπε πρὸς αὐτούς(2), ᾽Ιδοὺ ἀναβαίνομεν εἰς ᾽Ιερουσαλήμ, καὶ τελειωθήσεται(3) πάντα τὰ γεγραμμένα διὰ τῶν προφητῶν(4) τῷ υἱῷ τοῦ ἀνθρώπου(4)·
31 Ο Ιησούς πήρε κοντά του τους δώδεκα μαθητές και τους είπε: «Ακούστε· τώρα που ανεβαίνουμε στην Ιερουσαλήμ, όλα όσα έγραψαν οι προφήτες για τον Υιό του Ανθρώπου θα εκπληρωθούν.
(1) Δες Ματθ. κ 17-19 και Μάρκ. ι 32-34 και τις εκεί σημειώσεις. Παραλαβών=πήρε κοντά του. Η έννοια του παίρνω κατά μέρος και ιδιαιτέρως, μακριά από το πλήθος, υποδηλώνεται μεν αλλά δεν τονίζεται. Στους κλασικούς το ρήμα χρησιμοποιείται για το παίρνω σύζυγο, σύντροφο, σύμμαχο ή υιοθετώ κάποιον (p).
(2) Είναι η τρίτη προαναγγελία του Πάθους. Για τις άλλες δύο που έγιναν αμέσως πριν τη Μεταμόρφωση και αμέσως μετά από αυτήν, δες θ 22,44 (p). Στους αποστόλους μίλησε συχνότερα και ολοένα πιο ξεκάθαρα για το Πάθος, για να είναι μετέπειτα μάρτυρες της πρόγνωσής του (Grotius). «Προλέγει σε αυτούς τα σχετικά με το Πάθος, για να κατορθώσει τα εξής δύο· ένα μεν, το να δείξει ότι σταυρώνεται όχι χωρίς τη θέλησή του, ούτε σαν απλός άνθρωπος αγνοώντας τον θάνατο, αλλά και προγνώριζε και με τη θέλησή του πάσχει. Διότι αν ήθελε να μην πάθει, θα ξέφευγε, επειδή ακριβώς το προγνώριζε. Διότι αυτοί που δεν προγνωρίζουν συλλαμβάνονται. Δεύτερο, για να τους πείσει να υπομένουν με ευκολία αυτά που θα συμβούν, μιας και θα τα είχαν ακούσει από πριν, και δεν θα έπεφταν πάνω τους αιφνιδιαστικά» (Θφ).
(3) Υπάρχει και η γραφή που μαρτυρείται γενικότερα στα χειρόγραφα από πιο παλιά: τελεσθήσεται. Το Πνεύμα το Άγιο στους προφήτες της Π.Δ. μαρτύρησε από πριν «τα παθήματα του Χριστού και τις δόξες μετά από αυτά» (Α΄Πέτρ. α 11). Αυτό αποδεικνύει και ότι οι Γραφές που περιέχουν αυτά που αποκαλύφθηκαν στους προφήτες, είναι λόγος Θεού, διότι αυτός επαληθεύτηκε ακριβώς και πλήρως, αλλά και ότι ο Χριστός στάλθηκε από το Θεό, διότι σε αυτόν επαληθεύτηκε και εκπληρώθηκε αυτός ο λόγος. Ο Χριστός ήταν ο ερχόμενος, διότι καθετί που προφητεύτηκε για τον Μεσσία, βρήκε την επαλήθευσή του στο Χριστό.
(4) Δια μέσου των προφητών. Ο προφήτης δεν είναι ο αρχικός παράγοντας, αλλά όργανο. Είναι το μόνο χωρίο στο οποίο συναντιέται η φράση στον Λουκά, ο οποίος στους από τα έθνη αναγνώστες του λέει λίγα για την εκπλήρωση των προφητειών (p).
(5) Μπορεί να συνδεθεί ή με το τελεσθήσεται (δοτική αντιπεριποιητική=εναντίον του υιού του ανθρώπου)(δ) ή με το γεγραμμένον (=για τον υιό του ανθρώπου)(p.g).

18.32 παραδοθήσεται γὰρ τοῖς ἔθνεσιν καὶ ἐμπαιχθήσεται καὶ ὑβρισθήσεται καὶ ἐμπτυσθήσεται,
32 Δηλαδή, θα παραδοθεί στους εθνικούς, θα τον περιγελάσουν, θα τον βρίσουν και θα τον φτύσουν.
18.33 καὶ μαστιγώσαντες ἀποκτενοῦσιν αὐτόν(1), καὶ τῇ ἡμέρᾳ τῇ τρίτῃ ἀναστήσεται(2).
33 Ύστερα θα τον μαστιγώσουν και θα τον σκοτώσουν, αλλά την τρίτη μέρα αυτός θ’ αναστηθεί».
(1) Το είδος του θανάτου δεν δηλώνεται στον Λουκά και στον Μάρκο τόσο ξεκάθαρα όσο στον Ματθαίο (σταυρώσαι). Όχι λιγότερο όμως οι λεπτομέρειες στην τρίτη αυτή προαναγγελία είναι περισσότερο καθορισμένες και δραματικές παρά στις προηγούμενες (g). Ειπώθηκε από τους ορθολογιστές ότι η προφητεία αυτή κατασκευάστηκε μετά τα γεγονότα. Αλλά σε αυτήν την περίπτωση γιατί δεν υπήρξε το ίδιο λεπτομερής και συγκεκριμένη και σύμφωνα με τις άλλες δύο προηγούμενες; Ότι ο Χριστός θα προέβαινε βαθμιαία σε αποκαλύψεις περισσότερων λεπτομερειών, παρουσιάζεται πολύ πιθανόν (p).
(2) Ενώ η προφητεία του παθήματος θα μπορούσε να κλονίσει την πίστη των μαθητών, η προφητεία της ανάστασής του έγινε για να στηρίξει αυτήν (p).

18.34 καὶ αὐτοὶ οὐδὲν τούτων συνῆκαν(1), καὶ ἦν τὸ ῥῆμα(2) τοῦτο κεκρυμμένον(3) ἀπ᾽ αὐτῶν, καὶ οὐκ ἐγίνωσκον τὰ λεγόμενα(4).
34 Εκείνοι όμως τίποτε απ’ αυτά δεν κατάλαβαν. Αυτά τα λόγια τούς ήταν αινιγματικά, και δεν τα εννοούσαν.
(1) Δες και θ 45. Η από τον Λουκά επανάληψη της ιδέας αυτής, με λέξεις μάλιστα τις ίδιες ή με την ίδια σημασία, δείχνει πόσο οι απόστολοι εκπλήσσονταν αργότερα με την έντονη αυτή δυσκολία τους να εννοήσουν και να καταλάβουν (g). Ο Λουκάς αναφέρει μόνο ότι δεν κατάλαβαν τίποτα από αυτά. Αλλά οι άλλοι δύο συνοπτικοί διασαφηνίζουν αυτό στην πράξη με το αίτημα των γιων του Ζεβεδαίου για τις ξεχωριστές θέσεις στη βασιλεία, το οποίο ο Λουκάς αποσιωπά (p). Ήταν τόσο ισχυρές οι προκαταλήψεις τους και τόσο πολύ αντιτίθεντο τα όσα προέλεγε ο Κύριος, με τις παχυλές αντιλήψεις τους για τον Μεσσία, ώστε δεν μπορούσαν να αντιληφθούν την πραγματική έννοια αυτών των προφητειών.
(2) Το «ρήμα» δηλαδή το γεγονός του Πάθους και της ανάστασης που προαναγγέλλεται με λόγο (g).
(3) Η βραδύνοια αυτή ήταν σύμφωνη και με σχέδιο της θείας Πρόνοιας, διότι απετέλεσε ασφαλή εγγύηση για την αλήθεια του γεγονότος της ανάστασης. Οι απόστολοι δεν πίστεψαν στην ανάσταση, επειδή την περίμεναν, διότι ο «λόγος» αυτός ήταν κρυμμένος από αυτούς (p). Τα όσα έλεγε σε αυτούς ο Κύριος, τα θεωρούσαν ως τελείως ασυμβίβαστα με την δόξα και την τιμή, με την οποία θα περιβαλλόταν ο Μεσσίας. Είχαν διαβάσει ή άκουσαν να διαβάζεται στις συναγωγές την Π.Δ. πολλές φορές, αλλά πρόσεχαν περισσότερο τις προφητείες για τη δόξα του Μεσσία, παρατρέχοντας τελείως και τις προφητείες για τα παθήματά του. Και για αυτό παρέμενε μυστηριώδης για αυτούς ο λόγος του Κυρίου για σταυρό και παθήματα. Να γιατί, όταν διαβάζουμε την Γραφή-και πρέπει αυτή να είναι παντοτινό εντρύφημά μας- ενδείκνυται να παρακαλούμε το Θεό να ανοίγει το νου μας για πλήρη και ακριβή κατανόηση αυτής.
(4) «Αλλά θα μπορούσες να πεις· Αφού δεν καταλάβαιναν, γιατί λοιπόν τους τα προέλεγε αυτά;… Δεν ωφελούνταν λίγο διότι μετέπειτα θα θυμούνταν, ότι αυτά ήταν τα οποία, όταν πρόσφατα τα είχε προείπει ο Κύριος, δεν τα κατάλαβαν. Και αυτό είναι φανερό από πολλά, και μάλιστα από όσα ο Ιωάννης λέει· «αυτά δεν τα κατάλαβαν οι μαθητές του, ύστερα όμως τα θυμήθηκαν, ότι αυτά ήταν γραμμένα για αυτόν». Και ο παράκλητος όμως, με το να τους τα θυμίσει όλα, τοποθέτησε μέσα τους πιο αξιόπιστη την μαρτυρία για το Χριστό» (Θφ).

Στίχ. 35-43. Η θεραπεία του τυφλού στην Ιεριχώ.
18.35 ᾽Εγένετο δὲ(1) ἐν τῷ ἐγγίζειν(2) αὐτὸν εἰς ᾽Ιεριχὼ(3) τυφλός τις ἐκάθητο παρὰ τὴν ὁδὸν(4) προσαιτῶν(5).
35 Καθώς ο Ιησούς πλησίαζε στην Ιεριχώ, ένας τυφλός καθόταν στην άκρη του δρόμου και ζητιάνευε.
(1) Δες Ματθ. κ 29-34, Μάρκ. ι 46-52 και τις εκεί σημειώσεις.
(2) Σύμφωνα με τον Μάρκο και τον Ματθαίο η θεραπεία έγινε, όταν ο Κύριος έβγαινε από την πόλη. Μολονότι θα μπορούσε κάποιος να πει μαζί με τον Brassac, ότι «επειδή οι ευαγγελιστές φροντίζουν λίγο για τον καθορισμό των ασήμαντων λεπτομερειών, τοποθετούν χωρίς να ενδιαφέρονται την θεραπεία είτε πριν την είσοδο στην Ιεριχώ, είτε κατά την έξοδο από αυτήν» (L), μπορούμε και να δεχτούμε είτε, ότι από τους δύο αναφερόμενους από τον Ματθαίο τυφλούς, ο ένας, του οποίου η θεραπεία υπήρξε και η πιο σημαντική, θεραπεύτηκε, όταν ο Χριστός έμπαινε στην πόλη, ενώ όταν έβγαινε θεραπεύτηκε ο δεύτερος (Αυγουστίνος Quaest. Evang. ΙΙ 48) και ο Ματθαίος συνδυάζει και τις δύο (Neander)· είτε ότι εφόσον σύμφωνα με τους Ιώσηπο και Ευσέβιο, υπήρχαν δύο Ιεριχώ, η παλαιά και η νέα πόλη, η θεραπεία μπορούσε να γίνει κατά την έξοδο από τη μία και την είσοδο στην άλλη (g).
(3) Η εξόχως ακριβής αφήγηση του τετάρτου ευαγγελιστή, συμπληρώνει την συνοπτική αφήγηση. Η διαμονή του Κυρίου στην Περαία διακόπηκε από την πρόσκλησή του στη Βηθανία για τον Λάζαρο, τον οποίο ανέστησε (Ιω. ια). Από τη Βηθανία ήλθε στην Εφραΐμ (Ιω. ια 54) και κατά την εποχή αυτή συμπίπτει και η τρίτη προαναγγελία του πάθους. Ενώ πλησίαζε ήδη το Πάσχα, ο Κύριος αφού διέσχισε την κοιλάδα του Ιορδάνη συναντιέται στην Ιεριχώ με τα καραβάνια των προσκυνητών, τα οποία κατέφθαναν από την Περαία και ανεβαίνει μαζί με αυτά στα Ιεροσόλυμα (g).
(4) Πρέπει να ανακουφίζονται και να βοηθιούνται με την εκδήλωση της αγάπης μας εκείνοι, οι οποίοι λόγω των κρίσεων της θείας Πρόνοιας, έγιναν ανίκανοι να προμηθευτούν το ψωμί τους με την δική τους εργασία και καθισμένοι στους δρόμους ζητούν την βοήθειά μας. Μην προσπερνάμε αυτούς, αφού και ο Χριστός έριξε βλέμμα συμπάθειας στον τυφλό στην Ιεριχώ. Και υπάρχουν μεν μεταξύ αυτών και απατεώνες, μη λησμονούμε όμως ότι δεν είναι όλοι τέτοιοι.
(5) Υπάρχει και η γραφή επαιτών. Ήταν όχι μόνο τυφλός, αλλά και φτωχός. Δηλαδή ήταν τότε το καταλληλότερο σύμβολο, που συμβολίζει την ανθρωπότητα, την οποία ο Χριστός ήλθε να θεραπεύσει και να σώσει και η οποία ηθικά και πνευματικά ήταν τυφλή και φτωχή.

18.36 ἀκούσας δὲ ὄχλου διαπορευομένου(1) ἐπυνθάνετο τί εἴη τοῦτα(2)·
36 Όταν άκουσε το πλήθος που περνούσε, ρώτησε να μάθει τι συνέβαινε.
(1) Τα καραβάνια των προσκυνητών, όταν βρέθηκε ο Κύριος στο δρόμο προς Ιεροσόλυμα συγκεντρώθηκαν γύρω του και βάδιζαν μαζί του.
(2) Υπάρχει και η γραφή «τούτο», δηλαδή η συρροή αυτή του πλήθους (b), την οποία πρόδιδε ο θόρυβος. Εκείνοι οι οποίοι στερούνται την όρασή τους, ενδείκνυται να χρησιμοποιούν την ακοή τους και εφόσον δεν μπορούν να δουν με τα δικά τους μάτια, κάνοντας ερωτήσεις στους γύρω τους, επωφελούνται από τα μάτια των άλλων. Έτσι ο τυφλός αυτός, με τις ερωτήσεις του πληροφορήθηκε, ότι ο Ιησούς ο Ναζωραίος περνούσε από εκεί, όπως με το ίδιο μέσο άνοιξαν και τα μάτια της ψυχής του για να δει, ποιος ήταν αυτός ο Ιησούς και τι μπορούσε να περιμένει από αυτόν.

18.37 ἀπήγγειλαν δὲ αὐτῷ ὅτι ᾽Ιησοῦς ὁ Ναζωραῖος παρέρχεται(1).
37 Του είπαν ότι περνάει ο Ιησούς ο Ναζωραίος.
(1) Για μεν το απήγγειλαν δες Λουκ. η 20, για δε το Ναζωραίος δες Λουκ. δ 34. Ο Μάρκος έχει αντί για αυτό Ναζαρηνός και ο Ματθαίος αποσιωπά αυτό. Για το παρέρχεται, δες Λουκ. ια 42 (p).

18.38 καὶ ἐβόησεν λέγων, ᾽Ιησοῦ, υἱὲ Δαυίδ(1), ἐλέησόν με(2).
38 Τότε εκείνος άρχισε να φωνάζει δυνατά: «Ιησού, Υιέ του Δαβίδ, σπλαχνίσου με!»
(1) Ο τίτλος χαρακτηρίζει τον Ιησού ως κληρονόμο του ισραηλιτικού θρόνου (g) και παρουσιάζει τον τυφλό να αναγνωρίζει ότι ο Ιησούς είναι ο Μεσσίας (Ματθ. θ 27,ιβ 23,ιε 22,κα 9,15) (p). «Ο τυφλός λοιπόν, αφού πίστεψε ότι αυτός είναι ο ελπιζόμενος Χριστός, ήταν λογικό να μην αγνοεί» (Θφ), «τα προφητευμένα για αυτόν από το νόμο και τους αγίους προφήτες, και ότι καταγόταν από τη γενιά του Δαβίδ σωματικά» (Κ), «φωνάζει με μεγάλη φωνή· Υιέ Δαβίδ, ελέησέ με» (Θφ),
(2) «Και με το να πει «Ελέησέ με», φανερώνει ότι είχε μία πιο θεία ιδέα για αυτόν και δεν τον θεωρούσε απλό άνθρωπο» (Θφ).

18.39 καὶ οἱ προάγοντες(1) ἐπετίμων αὐτῷ ἵνα σιωπήσῃ(2)· αὐτὸς δὲ πολλῷ μᾶλλον ἔκραζεν(3), Υἱὲ Δαυίδ, ἐλέησόν με.
39 Αυτοί που προπορεύονταν τον μάλωναν να σωπάσει, εκείνος όμως φώναζε ακόμη πιο πολύ: «Υιέ του Δαβίδ, σπλαχνίσου με!»
(1) Είναι σύμφωνο με το προηγούμενο «ἐν τῷ ἐγγίζειν αὐτὸν εἰς ᾽Ιεριχὼ (σ. 35)»(L).
(2) Υπάρχει και η γραφή σιγήση, ρήμα χαρακτηριστικό του Λουκά (Λουκ. θ 36,κ 26,Πράξ. ιβ 17,ιε 12,13) και μόνο στο Ρωμ. ιστ 25 (ή ιδ 24) και Α΄Κορ. ιδ 28,30,34 συναντιέται αλλού στην Κ.Δ. (p). Η επιτίμηση που απευθύνουν στον τυφλό, δεν οφείλεται στο ότι αυτός χρησιμοποίησε αυτόν τον τίτλο για τον Κύριο, αλλά διότι νομίζουν αυθάδη την αξίωση του τυφλού και ζητιάνου να σταματήσει στην πορεία του ένα τόσο υψηλό πρόσωπο (g). «Δεν τον άφηναν να μιλήσει, για να μην ενοχλεί τον διδάσκαλο» (Ζ). Εξάλλου τον θεώρησαν έναν συνηθισμένο ζητιάνο, που ζητούσε από τον Ιησού χρηματική ελεημοσύνη. Ίσως επίσης ο Κύριος και να δίδασκε καθώς προχωρούσε (p).
(3) Σημείωσε την αλλαγή του ρήματος και του χρόνου. Αντί για το εβόησε (=ισχυρή φωνή για βοήθεια, που βγαίνει εσκεμμένα και με επίγνωση) μπαίνει το κράζω (=φωνή ισχυρή και οξεία που βγαίνει από ένστικτο και προδίδει βαθιά συγκίνηση) και σε παρατατικό, που δηλώνει το συνεχές της κραυγής (p). «Θαύμασε, σε παρακαλώ, και την ένταση της ομολογίας του, πώς παρόλο που πολλοί τον μάλωναν, δεν σιώπησε, αλλά έκραζε περισσότερο. Διότι ήταν η θερμότητα αυτό που τον παρακινούσε εσωτερικά» (Θφ). Η αφήγηση αυτή, που μπαίνει στο τέλος αυτού του κεφαλαίου, μιλά για το ίδιο, για το οποίο και η παραβολή στην αρχή του κεφαλαίου, ότι δηλαδή οι άνθρωποι οφείλουν «πάντοτε να προσεύχονται και να μην αποκάμνουν». Ο τυφλός επιμένει και για αυτό ακούγεται.

18.40 σταθεὶς δὲ ὁ ᾽Ιησοῦς(1) ἐκέλευσεν αὐτὸν ἀχθῆναι πρὸς αὐτόν(2). ἐγγίσαντος δὲ αὐτοῦ ἐπηρώτησεν αὐτόν λέγων,
40 Τότε ο Ιησούς στάθηκε κι έδωσε εντολή να τον φέρουν κοντά του. Αυτός πλησίασε κι εκείνος τον ρώτησε:
(1) «Σταματά τον Κύριο η φωνή αυτού που με πίστη τον επικαλείται» (Κ). Ο Κύριος είναι περισσότερο συμπαθητικός και σπλαχνικός από όλους όσους τον ακολουθούν. Παρόλο που οδοιπορούσε, διέκοψε την πορεία του και σταμάτησε.
(2) «Ο Ιησούς τον προσκαλεί, επειδή ήταν πραγματικά άξιος να τον πλησιάσει» (Θφ). «Και τιμήθηκε εύλογα από τον Χριστό ο τυφλός. Διότι τον κάλεσε ο Χριστός και τον διέταξε να έλθει κοντά, έτσι ώστε αυτός που τον πλησίασε με την πίστη πρώτα, να τον πλησιάσει και με το σώμα» (Κ).

18.41 Τί σοι θέλεις ποιήσω(1); ὁ δὲ εἶπεν, Κύριε, ἵνα ἀναβλέψω(2).
41 «Τι θέλεις να σου κάνω;» «Κύριε, θέλω ν’ αποκτήσω το φως μου», αποκρίθηκε.
(1) «Ρωτά όχι επειδή αγνοεί, αλλά για να μην δοθεί η εντύπωση στους παρόντες, ότι ενώ άλλα ζητά εκείνος, άλλα δίνει αυτός και ότι εκείνος μεν ζητά χρήματα, ενώ αυτός επειδή τάχα του αρέσει να επιδεικνύεται, θεραπεύει την τύφλωση» (Θφ). Ο Κύριος με την ερώτηση κάνει σαφές στα πλήθη, ότι δεν επρόκειτο για συνηθισμένο ζητιάνο, αλλά για άνθρωπο που είχε πίστη, για την οποία και ζητούσε να θεραπευτεί (p). Παρόλο που ο Κύριος γνωρίζει όλες τις ανάγκες μας, θέλει να μάθει αυτές και από το δικό μας στόμα. Εκθέτοντας τις ανάγκες μας στον Κύριο διδάσκουμε τους εαυτούς μας να εκτιμούμε το έλεος το οποίο του ζητάμε. Και είναι ανάγκη πρώτα να εκτιμήσουμε όπως αξίζει αυτό το έλεος, διότι αλλιώς είμαστε ανάξιοι να το λάβουμε.
(2) Ο τυφλός θα είχε ακούσει να μιλούν για πολυάριθμες θεραπείες που έγιναν από τον Ιησού, όπως και για την ανάσταση του Λαζάρου, η οποία είχε συντελεστεί λίγα στάδια μακριά από την Ιεριχώ. Έτσι εξηγείται η πίστη του που με τόση απλότητα εκφράζεται στην απάντησή του αυτή (g).

18.42 καὶ ὁ ᾽Ιησοῦς εἶπεν αὐτῷ, ᾽Ανάβλεψον(1)· ἡ πίστις σου σέσωκέν σε(2).
42 Κι ο Ιησούς του είπε: «Ν’ αποκτήσεις το φως σου! Η πίστη σου σε έσωσε».
(1) «Δες την εξουσία. «Απόκτησε το φως σου». Διότι ποιος από τους προφήτες θεράπευσε έτσι, με τέτοια εξουσία εννοώ; Για αυτό και έγινε φως για τον άρρωστο η φωνή, επειδή ανέβλυσε από το φως το αληθινό» (Θφ).
(2) «Δεν απαίτησε από αυτόν πίστη, διότι η επίμονη κραυγή ήταν απόδειξη πίστης» (Ζ). «Η πίστη σου έσωσε. Διότι πίστεψες ότι είμαι εκείνος ο κηρυττόμενος γιος του Δαβίδ, ο Χριστός, και έδειξες τόσο μεγάλη θερμότητα, ώστε παρόλο που σε μάλωναν, εσύ να μην σιωπάς» (Θφ). Το πλήθος αποκάλεσε αυτόν Ιησού Ναζωραίο. Εκείνος όμως τον αποκαλούσε επίμονα υιό Δαβίδ (p).

18.43 καὶ παραχρῆμα(1) ἀνέβλεψεν, καὶ ἠκολούθει αὐτῷ(2) δοξάζων(3) τὸν θεόν. καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἰδὼν(4) ἔδωκεν αἶνον(5) τῷ θεῷ.
43 Αμέσως ο τυφλός βρήκε το φως του κι ακολουθούσε τον Ιησού δοξάζοντας το Θεό. Και όλος ο κόσμος, όταν τον είδε, δοξολογούσε το Θεό.
(1) Εκτός από τα χωρία Ματθ. κα 19,20, μόνο ο Λουκάς χρησιμοποιεί την λέξη (L).
(2) Ο Ιησούς επιτρέπει στον τυφλό τώρα να εκδηλώνει δημόσια την ευγνωμοσύνη του και στο πλήθος να εκφράζει ζωηρά τον θαυμασμό και τη χαρά του, διότι ο χρόνος των επιφυλάξεων πέρασε ήδη, και σε λίγο ο Χριστός θα αντιμετωπίσει το πάθος του (g).
(3) «Με δύο τρόπους ελευθερώθηκε από την τυφλότητα, και από τη σωματική και από αυτήν του νου και της καρδιάς· διότι δεν θα τον δόξαζε ως Θεό αν δεν έβλεπε όντως. Έγινε όμως και σε άλλους αφορμή για να δοξάζουν» (Κ). Το «δοξάζω» αναφέρεται μάλλον στη δύναμη του Θεού, ενώ ο «αίνος» στην αγαθότητά του (Λουκ. β 20) (g). Ο Χριστός είχε καταστήσει έργο του το να δοξάζεται ο Πατέρας του. Και εκείνοι τους οποίους θεράπευσε, τον ευχαριστούσαν υπερβολικά, όταν δοξολογούσαν το Θεό. Όπως και εκείνοι, οι οποίοι δοξολογούν το Χριστό, αρέσουν εξαιρετικά στο Θεό και αποδίδουν με την δοξολογία τους στο Χριστό τιμή και στον ίδιο το Θεό.
(4) Βλέποντας το θαύμα που επιτέλεσε ο Ιησούς, όπως και την άγια χαρά του άνδρα, στον οποίο δόθηκε πίσω η όραση (b).
(5) Ποιητική λέξη σπάνια στους Ο΄, ενώ στην Κ.Δ. μόνο εδώ και στο Ματθ. κα 16 σε παράθεση από το Ψαλμ. η 2 (p). Πρέπει να δοξολογούμε το Θεό όχι μόνο για τα ελέη του προς εμάς αλλά και για τα ελέη του προς τους άλλους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7
Στίχ. 1-10. Η θεραπεία του δούλου του εκατόνταρχου.
7.1 (1)᾽Επεί(2) ἐπλήρωσε(3) πάντα τὰ ῥήματα αὐτοῦ εἰς(4) τὰς ἀκοὰς(5) τοῦ λαοῦ, εἰσῆλθεν εἰς Καπερναούμ.
1 Όταν τελείωσε ο Ιησούς τη διδασκαλία του προς το λαό, πήγε στην Καπερναούμ.
(1) Η διαίρεση του κεφαλαίου είναι άστοχη, διότι ο στίχος αυτός αποτελεί το συμπέρασμα όσων λέχθηκαν προηγουμένως, όπως συνηθίζει να κάνει πάντα ο Λουκάς. Δες δ 30,37,44,ε 11,16,26,στ 11 κλπ (p).
(2) Υπάρχει και η γραφή «επειδή» που με σημασία χρονική μόνο εδώ στην Κ.Δ. υπάρχει.
(3) Επλήρωσε=έκανε πλήρη, αφού τελείωσε (δ), ώστε δεν απέμενε πλέον τίποτα να λεχθεί (p).
(4) Η πρόθεση «εις» φανερώνει την διεύθυνση αυτών που ειπώθηκαν (p).
(5) Δηλαδή στα όργανα της ακοής (δ). Η λέξη ακοαί με την έννοια των αυτιών χρησιμοποιείται συχνά από τους γιατρούς (Hobart).

7.2 (1)Ἑκατοντάρχου(2) δέ τινος δοῦλος κακῶς ἔχων ἤμελλεν τελευτᾶν(3), ὃς ἦν αὐτῷ ἔντιμος(4).
2 Εκεί ο δούλος κάποιου εκατόνταρχου ήταν βαριά άρρωστος, ετοιμοθάνατος. Ο εκατόνταρχος, που αγαπούσε πολύ το δούλο του,
(1) Δες και Ματθ. η 5-13 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις.
(2) Δέχονται γενικώς ότι ο εκατόνταρχος ήταν στην υπηρεσία του Ηρώδη Αντίπα. Αλλά σε αυτήν την περίπτωση πώς συνέβαινε να είναι εθνικός; Θα μπορούσε κάποιος μάλλον να υποθέσει, ότι ήταν ρωμαίος εκατόνταρχος, επιτετραμμένος στην Καπερναούμ μαζί με κάποιο απόσπασμα. Ο Αντίπας δεν θα μπορούσε να αντισταθεί σε αυτό. Εξάλλου εκτός από τα στρατιωτικά έργα οι εκατόνταρχοι απασχολούνταν και με άλλες αποστολές, όπως η εκμετάλλευση των μεταλλείων (L). Ο εκατόνταρχος εθνικός εκ γενετής, είχε σε κάποιο βαθμό προσελκυστεί στον Ιουδαϊσμό (p).
(3) Σύμφωνα με την περιγραφή του Ματθαίου θα μπορούσε κάποιος να υποθέσει, ότι ο δούλος αυτός έπασχε από ρευματισμούς οξύτατης μορφής, οι οποίοι όταν προσβάλλουν την καρδιά, μπορούν να επιφέρουν και θάνατο (g).
(4) Δηλαδή τον είχε σε τιμή και σε υπόληψη για την πίστη και υπακοή του (δ). Αυτό εξηγεί το τόσο σοβαρό διάβημα, που έγινε διαμέσου των πρεσβυτέρων προς τον Ιησού (g). Ήταν προς έπαινο αυτού του δούλου, ότι με την επιμέλεια και πιστότητά του και το ειλικρινές ενδιαφέρον υπέρ των υποθέσεων του κυρίου του, είχε προσελκύσει την εκτίμηση και την αγάπη του. Οι υπηρέτες οφείλουν με τη συμπεριφορά τους να κάνουν τους εαυτούς τους αγαπητούς στους κυρίους τους. Αλλά επίσης ήταν προς έπαινο του κυρίου, ότι εκτίμησε τον καλό δούλο και έλαβε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για αυτόν. Πολλοί αγέρωχοι κύριοι νομίζουν ότι είναι αρκετό να μην κακομεταχειρίζονται ούτε να βρίζουν ούτε να δείχνουν σκληρότητα προς τους καλούς δούλους. Δεν είναι όμως αυτό αρκετό. Οφείλουν και να δείχνουν στοργή προς αυτούς και να λαμβάνουν ιδιαίτερη φροντίδα για την υγεία και την ανάπαυσή τους.

7.3 ἀκούσας(1) δὲ περὶ τοῦ ᾽Ιησοῦ ἀπέστειλεν πρὸς αὐτὸν πρεσβυτέρους(2) τῶν ᾽Ιουδαίων, ἐρωτῶν(3) αὐτὸν ὅπως ἐλθὼν διασώσῃ(4) τὸν δοῦλον αὐτοῦ.
3 όταν άκουσε για τον Ιησού, έστειλε Ιουδαίους πρεσβυτέρους να τον παρακαλέσουν να έρθει να σώσει το δούλο του.
(1) Δεν είχε δει ακόμη τον Ιησού (b).
(2) Μέλη διακεκριμένα της κοινωνίας, οι οποίοι δεν φαίνεται να ανήκουν στην τάξη των γραμματέων ή των αρχισυναγώγων (L). Αυτοί, παρόλο που δεν στερούνταν πίστης (δες σ. 4), είχαν λιγότερη πίστη από αυτήν του εκατόνταρχου, από τον οποίο και στάλθηκαν. Παρ’ όλα αυτά δεν μεσίτευσαν μάταια στον Ιησού. Συχνά εκείνοι οι οποίοι έχουν λίγη παρρησία προς το Θεό, έχουν μεγαλύτερη δύναμη και αρμοδιότητα να προσφέρουν υπηρεσίες προς άλλους, πολύ καλύτερους από αυτούς, τις οποίες αδυνατούν να προσφέρουν στους εαυτούς τους (b). Υπάρχει κάποια διαφορά ανάμεσα στην αφήγηση του Ματθαίου και του Λουκά. Ο Ματθαίος δηλαδή λέει, ότι ο εκατόνταρχος ήλθε αυτοπροσώπως, ενώ εδώ λέγεται, ότι μέσω άλλων παρακάλεσε τον Ιησού. Κατά κανόνα όμως λέγεται, ότι κάνουμε εμείς εκείνο, το οποίο κατ’ εντολήν μας γίνεται από άλλους. Είναι όμως πιθανόν, ότι τελικά ήλθε και ο ίδιος ο εκατόνταρχος στον Ιησού.
(3) «Με την έννοια του «παρακαλούσε»» (Ζ).
(4) Το σύνθετο διασώζω (=κάνω κάποιον σώο μέσω κάποιου) σχεδόν είναι στην Κ.Δ. λέξη αποκλειστική του Λουκά. Δες Πράξ. κγ 24,κζ 43,44,κη 1,4,Ματθ. ιδ 36,Α Πετρ. γ 20 (p).

7.4 οἱ δὲ παραγενόμενοι πρὸς τὸν ᾽Ιησοῦν παρεκάλουν αὐτὸν σπουδαίως(1), λέγοντες ὅτι ῎Αξιός(2) ἐστιν ᾧ παρέξει(3) τοῦτο(4),
4 Εκείνοι πήγαν στον Ιησού και τον θερμοπαρακαλούσαν: «Αξίζει να τον βοηθήσεις», του έλεγαν,
(1) Παρακαλούσαν με ζήλο, με επιμονή (δ).
(2) Ο ίδιος ο εκατόνταρχος φρονούσε διαφορετικά για τον εαυτό του· «ούτε θεώρησα άξιο τον εαυτό μου να έλθω σε σένα», διαβιβάζει μετά από λίγο στον Ιησού (b).
(3) Αυθεντική γραφή παρέξη, δηλαδή σε μέση διάθεση, σε β ενικό. Έτσι όμως χρησιμοποιεί ο Λουκάς το ρήμα μία ακόμη φορά (Πράξ. ιθ 24). Ενώ σε ενεργητική διάθεση χρησιμοποιεί αυτό συχνότατα (δ).
(4) «Αυτό. Ποιο; Το να έλθει και να σώσει τον δούλο του» (Ζ).

7.5 ἀγαπᾷ(1) γὰρ(2) τὸ ἔθνος ἡμῶν καὶ τὴν συναγωγὴν αὐτὸς(3) ᾠκοδόμησεν(4) ἡμῖν.
5 «γιατί αγαπάει το έθνος μας, και τη συναγωγή αυτός μας την έχτισε».
(1) Αίσθημα πολύ σπάνιο σε Ρωμαίο στρατιώτη (b). Αλλά και γενικώς πολλοί λίγοι από τους εθνικούς συμπαθούσαν τους Ισραηλίτες. Πιθανώς ο εκατόνταρχος είχε διαβάσει την Π.Δ. και από εκεί οδηγήθηκε σε εκτίμηση και του λαού τον οποίο ο Θεός είχε διαλέξει ως δικό του. Σημείωσε ότι και οι κατακτητές και αυτοί που βρίσκονται σε υπεροχή και εξουσία, οφείλουν με συμπάθεια και στοργή να συμπεριφέρονται προς αυτούς που κατέκτησαν και είναι κάτω από την εξουσία τους.
(2) Ο λόγος για τον οποίο ήταν ο εκατόνταρχος άξιος, προστίθεται αιτιολογικά στον στίχο αυτόν.
(3) Μόνος, χωρίς τη βοήθεια άλλου, με δικά του μέσα (δ). Με την ανοικοδόμηση της συναγωγής απέδειξε τον σεβασμό του προς τον Θεό του Ισραήλ και την πίστη του ότι αυτός ήταν ο μόνος αληθινός και ζωντανός Θεός.
(4) Η οικοδόμηση της συναγωγής ήταν κάτι μεγαλύτερο και σπανιότερο από την απλή αγάπη και συμπάθεια στο έθνος. Ο εθνικός εκατόνταρχος όχι μόνο δεν βεβήλωσε, όπως άλλοι, την συναγωγή, αλλά από ευλάβεια οικοδόμησε αυτήν (b). Εάν το Τελ-Χουμ είναι η παλαιά Καπερναούμ και εάν τα ερείπια της συναγωγής που βρέθηκαν εκεί προέρχονται από οικοδόμημα της εποχής αυτής, δείχνουν με πόση γενναιοδωρία ο εκατόνταρχος αυτός συντέλεσε το ευσεβές αυτό έργο του. Είναι όμως αμφίβολο, ότι τα ερείπια αυτά ανάγονται σε οικοδόμημα του πρώτου χριστιανικού αιώνα (p).

7.6 ὁ δὲ ᾽Ιησοῦς ἐπορεύετο σὺν αὐτοῖς. ἤδη δὲ αὐτοῦ οὐ μακρὰν ἀπέχοντος ἀπὸ τῆς οἰκίας(1) ὁ ἑκατόνταρχος φίλους(2) λέγων αὐτῷ, Κύριε, μὴ σκύλλου(3), οὐ γὰρ ἱκανός(4) εἰμι ἵνα ὑπὸ τὴν στέγην μου εἰσέλθῃς·
6 Όταν όμως ο Ιησούς προχωρώντας μαζί τους είχε κιόλας φτάσει κοντά στο σπίτι, ο εκατόνταρχος έστειλε φίλους και του είπε: «Κύριε, μην κάνεις τον κόπο· δεν είμαι άξιος να σε δεχτώ στο σπίτι μου·
(1) Το νέο αυτό διάβημα του εκατόνταρχου δεν δημιουργεί αντίφαση με το αίτημα του διαβήματος των πρεσβυτέρων. Στο μεταξύ σημειώθηκε στον εκατόνταρχο πρόοδος ταπεινοφροσύνης και πίστης, από τα οποία υπαγορεύτηκε σε αυτόν αυτό. Ίσως ο εκατόνταρχος να πήρε αφορμή από την συνήθη ιουδαϊκή ιδέα, σύμφωνα με την οποία ο Ιουδαίος δεν ήταν δυνατόν να μην μολυνθεί μπαίνοντας σε σπίτι εθνικού (g).
(2) Το ότι έστειλε φίλους και όχι δούλους, δείχνει τον μεγάλο και βαθύ σεβασμό, τον οποίο έτρεφε στον Ιησού (ο).
(3) Για την έννοια του ρήματος δες Μάρκ. ε 35. «Μην περισπάσαι, μην κόπτεσαι» (Ζ), μην ενοχλείσαι.
(4) Το ικανός έχει την έννοια του ηθικά άξιος, όπως στο Λουκ. γ 16 και αλλού (g). Τα λόγια αυτά του εκατόνταρχου μαρτυρούν από τη μία την ταπείνωσή του, από την άλλη την πίστη του. Παρόλο που είχε περίβλεπτο αξίωμα, θεωρεί τον εαυτό του ανάξιο να δεχτεί στο σπίτι του τον Χριστό. Παρά την κατά κόσμο ασημότητα του Κυρίου, έχει για αυτόν ο εκατόνταρχος πολύ μεγάλη ιδέα και γνωρίζει πώς να τιμήσει τον προφήτη του Θεού, τον οποίο πολλοί απέρριπταν και περιφρονούσαν. Αλλά εκδήλωναν τα λόγια αυτά και την πίστη του εκατόνταρχου. Μη μπαίνεις στον κόπο, Κύριε. Δεν υπάρχει ανάγκη να έλθεις μέχρι το σπίτι μου. Έχεις τη δύναμη και με απλό λόγο να θεραπεύσεις από μακριά τον δούλο μου.

7.7 διὸ οὐδὲ ἐμαυτὸν ἠξίωσα(1) πρὸς σὲ ἐλθεῖν· ἀλλὰ εἰπὲ λόγῳ(2), καὶ ἰαθήσεται(3) ὁ παῖς μου.
7 γι’ αυτό και δε θεώρησα τον εαυτό μου άξιο να σ’ επισκεφθεί. Ένα λόγο πες μόνο, και θα γιατρευτεί ο δούλος μου.
(1) Δεν θεώρησα τον εαυτό μου άξιο να έλθω σε σένα (δ). Για την διαφορά που παρουσιάζεται ανάμεσα στην αφήγηση του Ματθαίου και αυτήν του Λουκά, δες Ματθ. η 5. Αξιοσημείωτα και τα επόμενα: Η παράδοση διέσωσε κατά γράμμα τα χαρακτηριστικά λόγια του εκατόνταρχου (σ. 8) και την γεμάτη θαυμασμό αναφώνηση του Κυρίου (σ. 9). Ως προς το ιστορικό πλαίσιο, η προφορική παράδοση και κατήχηση το απέδιδε με μεγαλύτερη ελευθερία (g). Ενώ ο εκατόνταρχος δεν θεωρούσε τον εαυτό του άξιο να επισκεφτεί τον Χριστό, αντιθέτως ο Χριστός έκρινε τον εκατόνταρχο άξιο της επίσκεψής του, διότι αυτοί που ταπεινώνουν τους εαυτούς τους θα υψωθούν.
(2) Αλλά πες με λόγο. Ο λόγος θα είναι το μέσο με το οποίο θα συντελεστεί η ίαση, αντί του να έλθει αυτοπροσώπως ο Ιησούς. Δες Πράξ. β 40 και Γαλ. στ 11 (p).
(3) Υπάρχει και η γραφή ιαθήτω, που μαρτυρείται από κάποιους μόνο μεγαλογράμματους κώδικες, αλλά προτιμάται από τους κριτικούς του κειμένου.

7.8 καὶ γὰρ(1) ἐγὼ ἄνθρωπός(2) εἰμι(3) ὑπὸ ἐξουσίαν τασσόμενος(4), ἔχων ὑπ᾽ ἐμαυτὸν στρατιώτας, καὶ λέγω τούτῳ, Πορεύθητι, καὶ πορεύεται, καὶ ἄλλῳ, ῎Ερχου, καὶ ἔρχεται, καὶ τῷ δούλῳ μου, Ποίησον τοῦτο, καὶ ποιεῖ(5).
8 Εγώ ξέρω από εξουσία· είμαι άνθρωπος κάτω από εξουσία κι έχω και στρατιώτες στη διοίκησή μου. Στον ένα λέω “πήγαινε” και πηγαίνει, στον άλλο λέω “έλα” κι έρχεται, και στο δούλο μου “κάνε αυτό” και το κάνει».
(1) Το «και γαρ» συνδέει τον σ. 8 με τον προηγούμενο=Διότι γνωρίζω τι σημαίνει μία διαταγή, αφού είμαι συνηθισμένος να δίνω τέτοιες (L).
(2) Συνηθισμένος και κοινός άνθρωπος. Ίσως η λέξη υπαινίσσεται, ότι ο Ιησούς είναι κάποιος υπεράνθρωπος (p).
(3) Το ειμί δεν θα συνδεθεί με το τασσόμενος, ώστε να δημιουργηθεί αναλυμένος ενεστώτας, αλλά το τασσόμενος έχει θέση κατηγορουμένου (p).
(4) =μπαίνω, τοποθετούμαι κάτω από τις διαταγές του αμέσως προϊσταμένου μου (δ)· έχοντας θέση εξαρτημένη (g).
(5) Η έννοια του όλου στίχου: Γνωρίζω από προσωπική πείρα τι μπορεί να κάνει ένας λόγος από άνθρωπο που έχει εξουσία. Ένας λόγος από τους ανωτέρους μου εκτελείται με υπακοή από εμένα· και ένας λόγος από εμένα εκτελείται αμέσως από τους υφισταμένους μου. Εσύ, ο οποίος δεν είσαι κάτω από την εξουσία κανενός και έχεις εξουσία πάνω στις αόρατες δυνάμεις, πολύ περισσότερο με έναν λόγο σου, θα θεραπεύσεις την ασθένεια (p).

7.9 ἀκούσας δὲ ταῦτα ὁ ᾽Ιησοῦς ἐθαύμασεν αὐτόν, καὶ στραφεὶς τῷ ἀκολουθοῦντι αὐτῷ ὄχλῳ εἶπεν, Λέγω ὑμῖν, οὐδὲ ἐν τῷ ᾽Ισραὴλ(1) τοσαύτην πίστιν(2) εὗρον.
9 Όταν άκουσε αυτά τα λόγια ο Ιησούς, τον θαύμασε· και γυρίζοντας προς το πλήθος που τον ακολουθούσε είπε: «Σας βεβαιώνω πως τέτοια πίστη ούτε ανάμεσα στους Ισραηλίτες δε βρήκα!»
(1) Αυτό δείχνει ότι ο εκατόνταρχος ήταν ακόμη εθνικός (p).
(2) Το «τόσο μεγάλη πίστη» αναφέρεται στο αίτημα του εκατόνταρχου να συντελεστεί το θαύμα με μόνο λόγο και χωρίς τη σωματική παρουσία του Κυρίου (g). Ο σ. ταυτίζεται σχεδόν με το Ματθ. η 10.

7.10 καὶ ὑποστρέψαντες εἰς τὸν οἶκον οἱ πεμφθέντες εὗρον τὸν δοῦλον ὑγιαίνοντα(1).
10 Όταν οι φίλοι του εκατόνταρχου γύρισαν στο σπίτι, βρήκαν τον άρρωστο δούλο θεραπευμένο.
(1) Το υγιαίνοντα είναι πιο έντονο από το ιάθη, το οποίο έχει ο Ματθαίος. Ο δούλος δεν θεραπεύτηκε απλώς, αλλά βρέθηκε και με καλή υγεία (p). Όχι απλώς σώο και υγιή, αλλά και να χρησιμοποιεί την υγεία που του δόθηκε (b). Ο Λουκάς (με εξαίρεση το Γ΄Ιω. 2) είναι ο μόνος στην Κ.Δ. συγγραφέας, που χρησιμοποιεί το ρήμα υγιαίνω με την αρχική του έννοια, δηλαδή του ότι βρίσκεται κάποιος σε πλήρη υγεία. Η έννοια αυτή του ρήματος είναι συνηθισμένη στους ιατρούς συγγραφείς (Hobart).

Στίχ. 11-17. Η ανάσταση του γιού της χήρας στη Ναΐν.
7.11 Καὶ(1) ἐγένετο ἐν τῷ ἑξῆς(2) ἐπορεύετο εἰς πόλιν καλουμένην Ναΐν(3), καὶ συνεπορεύοντο αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ικανοί(4) καὶ ὄχλος πολύς.
11 Ύστερα πήγε ο Ιησούς σε μια πόλη που λεγόταν Ναΐν. Μαζί του ήταν αρκετοί μαθητές του και πολύ πλήθος.
(1) Το γεγονός που εξιστορείται εδώ αποκαλύπτει όσο ελάχιστα, την τρυφερότητα της καρδιάς του Κυρίου και την ζωηρή απήχηση, την οποία είχαν σε αυτήν οι θλίψεις των ανθρώπων. Η νεότερη κριτική ορμώμενη από το ότι μόνος ο Λουκάς αναφέρει αυτό, ζήτησε να αμφισβητήσει την αυθεντικότητά του. Αλλά η ζωή του Κυρίου παρουσίαζε τόσο πλούτο γεγονότων υπερφυσικών, ώστε κανείς ποτέ δεν σκέφτηκε, ότι ήταν δυνατόν να τα εξιστορήσει εξ’ ολοκλήρου. Ο Ιησούς (στο Λουκ. ι 13) αναφέρει θαύματα που έγιναν στη Χοραζείν και Βηθσαϊδά, από τα οποία κανένα σχεδόν δεν αναφέρεται από τα ευαγγέλιά μας. Δες και Ιω. κ 30 και κα 25 (g).
(2) Εξυπακούεται: [στον εξής] χρόνο. Υπάρχει και η γραφή: εν τη εξής (ημέρα). Η εδώ όμως σειρά των γεγονότων απαιτεί λιγότερο καθορισμένο χρόνο (b).
(3) Η πόλη δεν αναφέρεται αλλού στην Γραφή· ενώ η από τον Ιώσηπο (Ιουδ. Πολ. VI,9.4) αναφερόμενη Ναΐν, βρισκόταν πέρα από τον Ιορδάνη, στο δυτικό τμήμα της Περαίας και δεν μπορεί να είναι αυτή για την οποία γίνεται λόγος εδώ (p). Ο Ρόβινσων βρήκε ένα χωριό ΝΑ της Ναζαρέτ, δύο μίλια νότια από το Θαβώρ, κοντά στην πόλη Αενδώρ και όχι μακριά από την Καπερναούμ, ΝΔ αυτής και κοντά στις πηγές του Κισών. Και οι Ευσέβιος και Ιερώνυμος στο μέρος αυτό τοποθετούν την Ναΐν (δ.g). Γύρω στα 10 λεπτά στο δρόμο προς Αενδώρ βρίσκεται κοιμητήριο που χρησιμοποιείται και σήμερα και υπάρχουν εκεί πολλοί τάφοι σκαλισμένοι σε βράχο (p).
(4) Αρκετοί σε πλήθος. Πρόκειται λοιπόν για μαθητές με την ευρύτερη έννοια της λέξης. Οι μάρτυρες λοιπόν αυτού του θαύματος υπήρξαν πολλοί. Ήταν αρκετοί σε αριθμό μαθητές και μαζί τους όχλος πολύς και επιπλέον και πλήθος συγγενών και γειτόνων που παρακολουθούσαν την κηδεία του πεθαμένου νέου. Έτσι ήταν παρών μεγάλος αριθμός αυτοπτών, ώστε να μαρτυρήσουν για την αλήθεια αυτού του θαύματος, το οποίο ήταν απόδειξη της θείας εξουσίας του Ιησού, μεγαλύτερης από εκείνη, η οποία παρεχόταν από τις υπερφυσικές θεραπείες του, διότι διαπιστωνόταν με αυτό και η κυριαρχία του Ιησού πάνω στο θάνατο.

7.12 ὡς δὲ ἤγγισε τῇ πύλῃ(1) τῆς πόλεως, καὶ ἰδοὺ ἐξεκομίζετο(2) τεθνηκὼς μονογενὴς υἱὸς τῇ μητρὶ(3) αὐτοῦ, καὶ αὐτὴ ἦν χήρα, καὶ ὄχλος τῆς πόλεως ἱκανὸς ἦν σὺν αὐτῇ(4).
12 Την ώρα που πλησίαζαν στην πύλη της πόλης, έβγαζαν ένα νεκρό, το μονάκριβο γιο μιας μάνας, που μάλιστα ήταν χήρα. Κόσμος πολύς από την πόλη τη συνόδευε.
(1) Μικρό χωριό ήταν δυνατόν να έχει μία και μόνη πύλη, αρκετή, έτσι ώστε μέσω αυτής να γίνεται
η επικοινωνία όσων ήταν έξω από τα τείχη με αυτό (L).
(2) Είναι σωστό οι νεκροί να οδηγούνται για ταφή έξω, σε τόπους που οπωσδήποτε είναι απομακρυσμένοι από την διαμονή των ζωντανών (b). Το και ιδού εξεκομίζετο, δείχνει εδώ κάτι το απροσδόκητο και συγκινητικό στη συνάντηση των δύο αυτών συνοδειών· της μίας που συνόδευε το θύμα του θανάτου και της άλλης που ακολουθούσε τον κύριο της ζωής (g). Ο νεκρός ήταν, φαίνεται, νέος, που θερίστηκε από τον θάνατο στην αρχή των ημερών του. Συνηθισμένη περίπτωση που επαληθεύει τον θείο λόγο: Ο άνθρωπος, είναι σαν χορτάρι οι ημέρες του. Ότι βεβαίως ήταν πράγματι μικρός, μαρτυρούνταν από όλους όσους τον κήδευαν. Αποκλειόταν όμως και κάθε από πριν συνεννόηση, διότι ο Ιησούς μόλις τώρα έμπαινε στην πόλη και δεν είχε δει πιο πριν τον νεκρό, παρά μόνο τώρα που μεταφερόταν για ταφή.
(3) Η δοτική μητρί εκφράζει όλη την τρυφερότητα του δεσμού, ο οποίος με τον θάνατο εκείνον διασπάστηκε (g).
(4) «Πονούσαν δηλαδή μαζί της, διότι δεν έχασε τον άνδρα μόνο, αλλά τώρα και τον γιο, και αυτόν μονογενή» (Ζ). Πόσο πολυάριθμες, πόσο ποικίλες, πόσο καταστρεπτικές είναι οι θλίψεις αυτών που θλίβονται στον κόσμο αυτόν! Τι κοιλάδα δακρύων και στεναγμών είναι αυτή! Μπορούμε να φανταστούμε ποια θα ήταν η θλίψη της φτωχής αυτής γυναίκας για τον μονογενή γιο της. Στο πρώτο πλήγμα, το οποίο την κατέστησε χήρα, προστέθηκε τώρα και το δεύτερο, πιο επώδυνο και περισσότερο απαρηγόρητο από το πρώτο.

7.13 καὶ ἰδὼν αὐτὴν(1) ὁ κύριος(2) ἐσπλαγχνίσθη(3) ἐπ᾽ αὐτῇ καὶ εἶπεν αὐτῇ, Μὴ κλαῖε(4).
13 Όταν είδε τη χήρα ο Κύριος, τη σπλαχνίστηκε και της είπε: «Μην κλαις».
(1) Επικεφαλής της πομπής βάδιζαν οι θρηνωδοί και αυλητές και μετά από αυτούς ακολουθούσαν οι συγγενείς του νεκρού, μετά από τους οποίους ακολουθούσε το φέρετρο χωρίς σκέπασμα που το κουβαλούσαν τέσσερεις. Μέσα σε αυτό βρισκόταν ο νεκρός τυλιγμένος με σεντόνι, αλλά με το πρόσωπο ακάλυπτο. Μετά από αυτό ακολουθούσαν οι φίλοι και γείτονες (g). Ο Κύριος ένιωσε συμπάθεια «βλέποντάς την να κλαίει απαρηγόρητα. Διότι αν ο όχλος την σπλαχνιζόταν, πολύ περισσότερο αυτός, η πηγή της ευσπλαχνίας» (Ζ).
(2) Η λέξη ο Κύριος εισάγεται με ειδικό τονισμό εδώ. Είναι ο Κύριος της ζωής, που αντιμετωπίζει την λύπη και τον θάνατο (p).
(3) Όλα τα χαρακτηριστικά που απαριθμήθηκαν στο στίχο 12, γιος, μονογενής, μητέρα χήρα, όχλος αρκετός που συμπενθούσε, δίνουν να καταλάβουμε, τι συγκινεί τόσο βαθιά την καρδιά του Ιησού (g). Δες πόσο τρυφερός και συμπαθής είναι ο Κύριος προς αυτούς που θλίβονται. Καμία ικεσία δεν απευθύνθηκε προς αυτόν στην προκειμένη περίπτωση. Αφού αυθόρμητα παρακινήθηκε από την καλοσύνη και αγαθότητά του, πλησιάζει την χήρα και την παρηγορεί. Οι φτωχές χήρες ας ενισχυθούν και ας γεμίσουν ελπίδα. Ο Χριστός σπλαχνίζεται αυτές και γνωρίζει τις στενοχώριες και τις θλίψεις τους. Εάν άλλοι αδιαφορούν για την δοκιμασία και τις δυσκολίες τους, αυτός δεν θα αδιαφορήσει ποτέ.
(4) Ο Ιησούς φαίνεται σαν κατά κάποιο τρόπο να μην μπορεί να αντισταθεί στην σιωπηλή εκείνη ικεσία, η οποία από τη θλιβερή συνοδεία τού απευθύνεται. Οι λυγμοί και οδυρμοί της μητέρας τον συγκινούν ακόμη βαθύτερα. Και για αυτό οι λέξεις «μην κλαις» που απευθύνθηκαν προς αυτήν (g). Το μην κλαις φανερώνει ότι ο Ιησούς ήταν απολύτως βέβαιος για εκείνο το οποίο μετά από λίγο θα ακολουθούσε. Διαφορετικά η σαν παράγγελμα προτροπή αυτή θα ήταν άκαιρη και αφύσικη. Διότι ποιος θα απαγόρευε σε μητέρα να κλαίει κατά την κηδεία μονογενούς; (p). Μην κλαις διότι μετά από λίγο ο γιος σου θα ξαναζήσει. Ο λόγος αυτός, για τον οποίο η χήρα της Ναΐν έπρεπε να παύσει να κλαίει, ήταν ειδικός για την περίπτωση εκείνη. Ισχύει όμως και γενικότερα για όλους όσους θρηνούν υπερβολικά στους τάφους αγαπημένων προσώπων. Οι αγαπημένοι τους αυτοί θα αναστηθούν και θα ξαναπάρουν το σώμα τους που είναι στον τάφο. Θα αναστηθούν με δόξα. Και για αυτό και δεν πρέπει να λυπόμαστε για το θάνατό τους, όπως και οι υπόλοιποι, που δεν έχουν ελπίδα (Α Θεσ. δ 13). Βεβαίως η λύπη από μόνη της δεν είναι αμαρτία. Μόνο η υπερβολή της λύπης είναι αμαρτωλή. Και η λύπη τότε είναι υπερβολική, όταν μας παραλύει και μας κάνει ανίκανους να επιτελούμε τα καθήκοντα της αποστολής μας ή μας ωθεί σε ολιγοπιστία και γογγυσμό ή δυσπιστία προς την πρόνοια του Θεού. Όταν ο Θεός παίρνει τον φίλο μας από την αγκαλιά μας ή το παιδί μας από τους στοργικούς κόλπους μας, δεν έχει την αξίωση από εμάς να χαιρόμαστε, αλλά μας ζητά με τα δάκρυα στα μάτια να υποτασσόμαστε στο θέλημά του και στις αποφάσεις της πρόνοιάς του, πείθοντας τους εαυτούς μας με τον φωτισμό της πίστης, ότι αυτό, το οποίο τώρα η καρδιά μας με τόσο πόνο αντικρύζει, ήταν το καλύτερο που έπρεπε να γίνει.

7.14 καὶ προσελθὼν(1) ἥψατο(2) τῆς σοροῦ(3), οἱ δὲ βαστάζοντες ἔστησαν, καὶ εἶπεν, Νεανίσκε, σοὶ λέγω(4), ἐγέρθητι.
14 Έπειτα προχώρησε, ακούμπησε τη σορό, και αφού στο μεταξύ αυτοί που βαστούσαν το φέρετρο σταμάτησαν, είπε «Νεαρέ, σε διατάζω να σηκωθείς».
(1) Σε κάθε άλλη περίπτωση ο Κύριος θα απέφευγε την τόσο δημόσια και μπροστά στα μάτια των κατοίκων ολόκληρης πόλης επιτέλεση της νεκρανάστασης, όπως φαίνεται και από την περίπτωση της κόρης του Ιαείρου. Αλλά η ευσπλαχνία του προς την χήρα εκείνη εξουδετέρωσε κάθε επιφύλαξη. Και αφού πλησίασε άγγιξε την σορό,
(2) δίνοντας το σύνθημα σε αυτούς που κουβαλούσαν το φέρετρο να σταματήσουν (g,δ). Αξιοσημείωτη και η επόμενη παρατήρηση: Εμφανίστηκε ο Χριστός γεμάτος δύναμη (b)· «για να μάθεις, ότι το άγιο σώμα του Χριστού λειτουργεί ενεργητικά για τη σωτηρία του ανθρώπου· διότι είναι σώμα ζωής… Όπως ακριβώς δηλαδή το σίδερο ερχόμενο σε επαφή με τη φωτιά, ενεργεί όσα ενεργεί η φωτιά, και εκπληρώνει τη χρήση της φωτιάς, έτσι, επειδή ακριβώς έγινε δική του η σάρκα του Λόγου, ο οποίος δίνει ζωή στα πάντα, εξαιτίας αυτού λοιπόν δίνει και αυτή ζωή… Δεν αρκέστηκε λοιπόν μόνο να προστάξει, παρόλο που συνήθιζε με λόγο να κατορθώνει όσα ήθελε, αλλά άπλωσε στη σορό και τα χέρια, δείχνοντας ότι και το σώμα του έχει την ενέργεια που δίνει ζωή» (Κ). Άγγιξε την σορό. Διότι αυτός από τίποτα δεν μολυνόταν. Και καμία ακαθαρσία δεν γινόταν σε αυτόν από την επαφή νεκρού, τον οποία μετά από κάποιες στιγμές θα ανάσταινε. Με την επαφή λοιπόν αυτή υποδήλωνε σε αυτούς που μετέφεραν το φέρετρο, ότι έπρεπε να σταματήσουν, διότι είχε κάτι να πει στο νεκρό.
(3) Σορός λέγεται (είναι η ίδια, όπως φαίνεται, λέξη με την σωρός) το αγγείο στο οποίο έμπαιναν τα οστά του πεθαμένου· και έπειτα και το κιβώτιο, το ανοιχτό ξύλινο κρεβάτι, στο οποίο έβαζαν τους νεκρούς (δ).
(4) Με ιδιαίτερη έμφαση που προδίδει απόλυτη βεβαιότητα για το αποτέλεσμα που θα ακολουθήσει. Για την χρήση του λέγω με την έννοια σχεδόν του προστάζω, δες ια 9,ιβ 4,ιστ 9 (p,g). Ο Alford σημειώνει τα λόγια της δύναμης και εξουσίας, με την οποία συντελέστηκαν και οι 3 νεκραναστάσεις που εξιστορούν οι ευαγγελιστές: «Κορίτσι, σήκω» «νέε, σήκω» «Λάζαρε έλα έξω». Όλες αυτές οι μορφές της προσταγής εκφράζουν τη δύναμη και εξουσία του Κυρίου απέναντι και σε αυτόν τον θάνατο και αντιτίθενται ισχυρά με τις νεκραναστάσεις που συντελέστηκαν από τον Ηλία και τον Ελισαίο (Γ΄Βασ. ιζ 20,Δ΄ Βασ. δ 33), κατά τις οποίες και έντονη προσευχή προηγήθηκε, αλλά και έγινε χρήση φυσικής επαφής, για να χυθεί η ζωτική δύναμη μέσα στα νεκρά σώματα (ο).

7.15 καὶ ἀνεκάθισεν(1) ὁ νεκρὸς καὶ ἤρξατο λαλεῖν(2), καὶ ἔδωκεν(3) αὐτὸν τῇ μητρὶ(4) αὐτοῦ.
15 Ο νεκρός ανακάθισε κι άρχισε να μιλάει. Ο Ιησούς τότε τον παρέδωσε στη μητέρα του.
(1) Ανακάθισε, δηλαδή κάθισε πάνω, πάνω στα οπίσθια, έχοντας το πάνω μέρος του σώματος όρθιο (δ). Το ρήμα συναντιέται μόνο εδώ και στο Πράξ. θ 40, και στις δύο περιπτώσεις για πρόσωπα που ξανάζησαν. Πουθενά στους Ο΄ δεν βρίσκεται η λέξη. Στην αμετάβατη αυτή διάθεση είναι σπάνιο, και μόνο στους γιατρούς συγγραφείς συναντιέται για πρόσωπα άρρωστα που κάθονται στο κρεβάτι (p).
(2) Κάποιοι ορθολογιστές πρόβαλαν την εξήγηση, ότι ο νέος δεν ήταν νεκρός, αλλά βυθισμένος σε ληθαργική κατάσταση. Αλλά σε αυτήν την περίπτωση το θαύμα της δύναμης εκτοπίζεται για να αντικατασταθεί από το όχι λιγότερο ακατανόητο θαύμα από την επιστήμη. Πώς ο Χριστός αντιλήφθηκε ότι ο νομιζόμενος νεκρός ζούσε ακόμη και ότι η στιγμή της ανάνηψης και αφύπνισής του είχε φτάσει; Έπειτα για να δεχτούμε την εκδοχή αυτή, πρέπει να υποθέσουμε, ότι κατά τον σύντομο χρόνο της ευαγγελικής και αποστολικής ιστορίας συνέπεσαν οι ληθαργικές αυτές καταστάσεις 5 φορές (3 στα ευαγγέλια και 2 στις Πράξεις) και ότι επιπλέον πέρασαν αυτές εντελώς απαρατήρητες από όλους όσους περιστοίχιζαν τον νεκρό και τον φρόντισαν και κατά τις τελευταίες ώρες του και στο θάνατο και υποχώρησαν απότομα με το πρόσταγμα θείου απεσταλμένου, έτσι ώστε να πιστευτεί ότι επρόκειτο για πραγματικές αναστάσεις (g).
(3) Εφόσον ο Κύριος αποκατέστησε αυτόν ζωντανό, μπορούσε να αξιώσει αυτόν ως δικό του. Αλλά η συμπάθεια προς την θλίψη της χήρας εκδηλώνεται και πάλι (p).
(4) Ο νεκρός είχε παύσει πλέον να ανήκει στη μητέρα του. Αλλά ο Ιησούς τής τον ξαναδίνει (b). Δεν αξιώνει να τον ακολουθήσει, για να τον υπηρετεί και πολύ λιγότερο για να δείχνεται ως τρόπαιο της δύναμής του και της εξουσίας του εναντίον του θανάτου, αλλά τον παρέδωσε στη μητέρα του, για να υπάρχει στήριγμα και παρηγοριά της.

7.16 ἔλαβεν δὲ φόβος(1) πάντας, καὶ ἐδόξαζον τὸν θεὸν λέγοντες ὅτι(2) Προφήτης μέγας(3) εγήγερται ἐν ἡμῖν, καὶ ὅτι ᾽Επεσκέψατο(4) ὁ θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ.
16 Όλους τους κυρίεψε δέος και δόξαζαν το Θεό: «Μεγάλος προφήτης», έλεγαν, «εμφανίστηκε ανάμεσά μας!» και: «Ο Θεός ήρθε να σώσει το λαό του!»
(1) Ήταν φυσικό τέτοιο συναίσθημα να προκληθεί στο λαό αμέσως με το που είδαν πτώμα να ξαναζεί. Ένας συγγραφέας επινοητής και μυθοπλάστης, θα μας παρουσίαζε μάλλον την εξωφρενική χαρά της μητέρας και αυτών που της έδειχναν τη συμπάθειά τους (p). Φοβήθηκαν το θείο μεγαλείο που ενήργησε την ανάσταση, συγχρόνως όμως δόξασαν την θεία αγαθότητα, που με τόση συμπάθεια εκδηλώθηκε προς την χήρα που δοκιμάστηκε σκληρά.
(2) Και τα δύο «ότι» είναι ειδικά και όχι αιτιολογικά (δ).
(3) «Διότι και παλαιότερα μεν, ο προφήτης Ηλίας ανέστησε τον γιο της Σαρεφθίας, αλλά με θρήνους προς το Θεό και αφού τον ικέτευσε. Και ο προφήτης Ελισαίος τον γιο της Σωμανίτιδας, αλλά ερχόμενος σε επαφή με αυτόν με όλο του το σώμα. Ενώ ο Χριστός αφού άγγιξε μόνο και διέταξε, αμέσως ανέστησε. Και για αυτό λοιπόν έλεγαν ότι προφήτης μεγάλος…» (Ζ). «Όχι μόνο ως προς την θεότητα μεγάλος, αλλά και» ως προς την ανθρώπινη φύση. «Διότι όπως ακριβώς είναι Θεός μέγας και Κύριος μέγας και βασιλιάς μέγας ως προς τη θεότητα, έτσι πάλι» και ως προς την ανθρώπινη φύση είναι «και ιερέας μέγας και προφήτης μέγας» (Χ).
(4) Το ρήμα ειδικά χρησιμοποιείται για επισκέψεις ιατρικές. Με την έννοια επίσκεψης με καταδίκη ή τιμωρία δεν χρησιμοποιείται ποτέ στην Κ.Δ., σπανιότατα όμως στους Ο΄. Λέγεται λοιπόν με καλή έννοια. Πράγματι, μετά τους μακρούς αιώνες, κατά τους οποίους κανείς προφήτης δεν είχε αναφανεί, αποτελούσε απόδειξη επίσκεψης του Θεού στο λαό του, το ότι πρόσωπο ανώτερο από κάθε άλλον προφήτη, είχε εμφανιστεί τώρα ανάμεσά τους (p).

7.17 καὶ ἐξῆλθεν ὁ λόγος οὗτος(1) ἐν ὅλῃ τῇ ᾽Ιουδαίᾳ(2) περὶ αὐτοῦ καὶ πάσῃ τῇ περιχώρῳ(3).
17 Έτσι διαδόθηκε αυτή η φήμη για τον Ιησού σ’ ολόκληρη την Ιουδαία και στα περίχωρα.
(1) «Ο λόγος του θαύματος ή ότι προφήτης μεγάλος έχει εμφανιστεί» (Ζ). Ο λόγος ότι ο Θεός επισκέφτηκε το λαό του με την αποστολή μεγάλου προφήτη (p).
(2) Ιουδαία εδώ πιθανώς σημαίνει την Παλαιστίνη. Δες Λουκά δ 43 και κγ 5. Αλλά και αν πάρουμε την Ιουδαία με στενότερη έννοια, που δηλώνει την επαρχία που διακρίνεται από την Γαλιλαία, Σαμάρεια και Περαία, ο Λουκάς δεν πέφτει σε γεωγραφική ανακρίβεια (p).
(3) Δηλαδή στη Συρία, Φοινίκη κλπ. (δ), προ παντός όμως στην Περαία. Διότι εκεί βρισκόταν φυλακισμένος ο Ιωάννης και ο Λουκάς σημειώνει το «και σε όλη την περίχωρο» σαν εισαγωγή και μετάβαση στην αφήγηση που αμέσως ακολουθεί (g). Πολλοί άκουσαν αυτό που έγινε και θαύμασαν για αυτό, λίγοι όμως πίστεψαν σε αυτόν και εγκολπώθηκαν οριστικά το ευαγγέλιό του. Και σήμερα σε πολλών τα αυτιά φθάνει ο ήχος του ευαγγελίου της δόξας, λίγοι όμως δοκιμάζουν την ευωδία και γλυκύτητά του με το βάθος των καρδιών τους.

Στίχ. 18-30. Ερώτηση των μαθητών του Προδρόμου και εγκώμια του Κυρίου γι’ αυτόν.
7.18 Καὶ ἀπήγγειλαν ᾽Ιωάννῃ(1) οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ περὶ πάντων τούτων(2).
18 Οι μαθητές του Ιωάννη του Βαπτιστή τον πληροφόρησαν για όλα όσα συνέβησαν.
(1) Δες και Ματθ. ια 2-30 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις. Ότι ο Ιωάννης ήταν ήδη στη φυλακή το ανέφερε ο ευαγγελιστής στο γ 20 (p).
(2) Δηλαδή για την ίαση του δούλου του εκατόνταρχου και την ανάσταση του γιου της χήρας (δ).

7.19 καὶ προσκαλεσάμενος δύο τινὰς τῶν μαθητῶν αὐτοῦ ὁ ᾽Ιωάννης
ἔπεμψεν πρὸς τὸν Ιησούν λέγων, Σὺ εἶ ὁ ἐρχόμενος(1) ἢ έτερον προσδοκῶμεν(2);
19 Τότε ο Ιωάννης φώναξε δύο από τους μαθητές του και τους έστειλε να ρωτήσουν τον Ιησού: «Εσύ είσαι ο Μεσσίας που είναι να έρθει ή να περιμένουμε κανέναν άλλο;»
(1) Το ερχόμενος ή είναι δανεισμένο από το Μαλ. γ 1 «να έρχεται, λέει ο Κύριος ο παντοκράτωρ» (g), ή πιο σωστά, ο Ιωάννης παραπέμπει στα προηγούμενα στην έρημο κηρύγματά του (Λουκ. γ 16) κατά τα οποία ο Πρόδρομος φωτισμένος άνωθεν προανήγγειλε ως βέβαιη και επικείμενη την έλευση του Μεσσία (L). Ο ερχόμενος=εκείνος του οποίου η έλευση είναι βεβαιότατη (p).
(2) Στο παράλληλο χωρίο το Ματθαίου εκτίθενται οι 3 κύριες εκδοχές, που προβλήθηκαν για εξήγηση της ερώτησης αυτής του Βαπτιστή. Αξιοσημείωτη και η επόμενη: Ο Ιωάννης θέτοντας από την φυλακή το ερώτημά του αυτό, ζητά να πληροφορηθεί, μήπως το μεσσιακό έργο πρόκειται να συντελεστεί από δύο διαφορετικά πρόσωπα. Δηλαδή από ένα που θεμελιώνει την βασιλεία του Θεού στις καρδιές με τα λόγια της χάρης και τα έργα της αγάπης· και ακολούθως, από άλλο που έχει την αποστολή να επιβάλλει την θεοκρατική δικαιοσύνη και να υψώσει με πράξεις δύναμης το εθνικό και κοινωνικό οικοδόμημα της βασιλείας του Θεού πάνω στη γη. Είναι άλλωστε γνωστό, ότι αναμένονταν περισσότεροι θείοι απεσταλμένοι, οι οποίοι θα συνέβαλαν στη μεγάλη μεσσιακή επανάσταση. Προ παντός γινόταν λόγος για πρόσωπο που ονομαζόταν «ο προφήτης», τον οποίο άλλοι μεν διέκριναν από τον Χριστό (Λουκ. θ 19,Ιω. α 20-21,25), ενώ άλλοι ταύτιζαν με αυτόν (Ιω. στ 14,15)(g). Αλλά και η πίστη των μαθητών του Βαπτιστή υπήρχε ανάγκη να στηριχτεί. Διότι ο Ιησούς δεν είχε ακόμη διακηρύξει τον εαυτό του δημόσια ως τον Χριστό, τον ερχόμενο και ο οποίος προκηρύχτηκε από τους προφήτες. Αλλά ούτε και οι μαθητές του Ιησού είχαν διακηρύξει έως τότε, ποιος ήταν ο διδάσκαλός τους. Από την άλλη και οι επίσημοι στο Ισραήλ δεν είχαν αναγνωρίσει αυτόν και ούτε είχαν εκδηλώσει κάποιο ενδιαφέρον για αυτόν ως νόμιμο διάδοχο και κληρονόμο των βασιλικών δικαιωμάτων του Δαβίδ. Τίποτα από το μεγαλείο εκείνο, με το οποίο ανέμεναν να εμφανιστεί ο Μεσσίας, δεν περιέβαλλε μέχρι τη στιγμή εκείνη τον Ιησού. Δεν είναι λοιπόν παράδοξο, εάν τίθεται στον Ιησού το ερώτημα: Εσύ είσαι αυτός που έρχεται ή να προσδοκούμε κάποιον άλλον;

7.20 παραγενόμενοι δὲ πρὸς αὐτὸν οἱ ἄνδρες εἶπαν, ᾽Ιωάννης ὁ βαπτιστὴς ἀπέσταλκεν(1) ἡμᾶς πρὸς σὲ λέγων, Σὺ εἶ ὁ ἐρχόμενος ἢ έτερον(2) προσδοκῶμεν;
20 Αυτοί πήγαν στον Ιησού και του είπαν: «Ο Ιωάννης ο Βαπτιστής μάς έστειλε σ’ εσένα και ρωτάει αν εσύ είσαι ο Μεσσίας που πρόκειται να έρθει ή να περιμένουμε άλλον».
(1) Υπάρχει και η γραφή απέστειλε.
(2) Και η γραφή «ή άλλον» και εδώ και στον προηγ. στίχο. Και το μεν έτερον=ή πρέπει να περιμένουμε άλλον διαφορετικό από εσένα, άλλου είδους Μεσσία· ενώ το άλλον=άλλον όμοιο με σένα· Μεσσία του ίδιου είδους με εσένα (p.L)

7.21 ἐν αυτή δε τῇ ὥρᾳ ἐθεράπευσεν πολλοὺς ἀπὸ νόσων καὶ μαστίγων(1) καὶ πνευμάτων πονηρῶν, καὶ τυφλοῖς πολλοῖς ἐχαρίσατο(2) το βλέπειν.
21 Εκείνη την ώρα ο Ιησούς είχε γιατρέψει πολλούς αρρώστους, βαριά ασθενείς και δαιμονισμένους, και χάρισε το φως σε πολλούς τυφλούς.
(1) «Μάστιγες πρέπει να θεωρήσουμε τους πόνους. Διότι υπάρχουν κάποιες ασθένειες χωρίς πόνους, όπως η τύφλωση και η κώφωση και η αφωνία και πολλές τέτοιες» (Ζ). Μάστιγες=βασανιστικές ασθένειες. Δες Μάρκ. γ 10,ε 29,34. Στους Ο΄ χρησιμοποιείται η λέξη για κάθε θλιβερή δοκιμασία και όχι ειδικά για ασθένεια (Ψαλμ. λδ 15,πη 32,Β Μακ. ζ 37). Στη λέξη κρύβεται η ιδέα, ότι οι στενοχώριες και θλίψεις είναι τιμωρίες που έρχονται από το Θεό (p).
(2) Έδωσε ως χάρη· έδωσε δώρο σε αυτούς (p). Μεγαλοπρεπής λέξη (b).

7.22 καὶ ἀποκριθεὶς ο Ιησούς εἶπεν αὐτοῖς(1), Πορευθέντες ἀπαγγείλατε ᾽Ιωάννῃ ἃ εἴδετε καὶ ἠκούσατε(2)· τυφλοὶ ἀναβλέπουσιν και χωλοὶ περιπατοῦσιν, λεπροὶ καθαρίζονται, κωφοὶ ἀκούουσιν, νεκροὶ ἐγείρονται(3), πτωχοὶ εὐαγγελίζονται(4)·
22 Έτσι γύρισε και τους είπε: «Να πάτε να πείτε στον Ιωάννη αυτά που είδατε κι ακούσατε: Τυφλοί ξαναβλέπουν, κουτσοί περπατούν, λεπροί καθαρίζονται, κουφοί ακούν, νεκροί ανασταίνονται, φτωχοί ακούνε το χαρμόσυνο άγγελμα.
(1) «Δες εδώ, σε παρακαλώ, την τέχνη του σχεδίου του Σωτήρα· διότι δεν είπε απλώς «Εγώ είμαι», αλλά τους μεταφέρει μάλλον στην απόδειξη από τα ίδια τα πράγματα, έτσι ώστε, αφού με καλή αιτιολογία δεχτούν την πίστη σε αυτόν, να επιστρέψουν σε αυτόν που τους έστειλε» (Κ). Τα θαύματα λοιπόν είναι η μεγάλη σφραγίδα του ουρανού, που επιβεβαιώνει, ότι και η διδασκαλία του Ιησού από εκεί έχει την προέλευσή της. Διότι ουδέποτε θα μπορούσε κάποιος να φανταστεί, ότι τέτοια σφραγίδα θα έμπαινε κάτω από ένα ψέμα. Αληθινά θαύματα βεβαιώνουν και αληθινή αποστολή. Τόσο λοιπόν η διδασκαλία του Ιησού όσο και η αποστολή του επιβεβαιώνονταν από τα θαύματά του, χωρίς να μένει χώρος για αμφισβήτηση του ότι ο Ιησούς ήταν απεσταλμένος από το Θεό.
(2) «Παραθέτει σαν σε κατάλογο τα έργα των θαυμάτων, τα οποία και από τους προφήτες αναγγέλθηκαν. Διότι τα «τυφλοί ξαναβλέπουν» και «κουτσοί περπατούν» και «φτωχοί ευαγγελίζονται», αυτά είναι του Ησαΐου» (Θφ). Η αποδεικτική δύναμη της απάντησης του Ιησού έγκειται καταρχάς σε αυτά τα ίδια τα θαύματα που προβάλλονται, προ παντός όμως στη σχέση που έχουν αυτά τα υπερφυσικά γεγονότα με την μέσω αυτών δημόσια φανέρωση του Μεσσία, όπως αυτή σκιαγραφείται στην Π.Δ.. Δες Ησ. λε 4-6,ξα 1 και εξής. Για αυτό και ο Ιησούς δεν αναφέρει ανάμεσα στα απαριθμούμενα θαύματα και την θεραπεία των δαιμονισμένων, πιθανότατα διότι για αυτήν δεν γίνεται λόγος στις προφητείες της Π.Δ. (g). Οι υπερφυσικές αυτές θεραπείες, τις οποίες είδαν οι μαθητές του Ιωάννη δεν ήταν μόνο επιβεβαιώσεις της θείας αποστολής του Ιησού, αλλά και επεξηγήσεις αυτής. Ο Μεσσίας έπρεπε να έλθει για να θεραπεύσει τον άρρωστο κόσμο και για να χαρίσει το φως σε αυτούς που κάθονταν στο σκοτάδι και στη χώρα του θανάτου και για να κατανικήσει και περιορίσει τα πονηρά πνεύματα. Ήταν αισθητό στα μάτια των μαθητών του Ιωάννη, ότι τις θεραπείες αυτές ενεργούσε πάνω στα σώματα των ανθρώπων, και έπρεπε από αυτά να συμπεράνουν αυτοί, ότι ανάλογες και αντίστοιχες θεραπείες θα γίνονταν και στις ψυχές του λαού. Για αυτό ο Κύριος προσθέτει εδώ στα θαύματά του πάνω στο βασίλειο της φύσης («τυφλοί ξαναβλέπουν… νεκροί ανασταίνονται») και τα αντίστοιχα πάνω στο βασίλειο της χάρης («φτωχοί ακούνε το ευαγγέλιο»).
(3) Είναι σαφές ότι και ο Λουκάς και ο Ματθαίος σωστά θεωρούν ότι ο Ιησούς αναφέρεται σε σωματικές και όχι σε πνευματικές θεραπείες (p). Το «αυτά που είδατε και ακούσατε» που προηγήθηκε, δεν μπορεί παρά να αναφέρεται σε θεραπείες και αναστάσεις σωματικές. Ακόμα και το «πτωχοί ευαγγελίζονται» αναφέρεται σε γεγονός εξωτερικό και αισθητό, όπως και όλα τα απαριθμημένα θαύματα (g).
(4) Μπαίνει αυτό τελευταίο, διότι είναι το κύριο χαρακτηριστικό του μεσσιακού έργου και ο Κύριος υπενθυμίζει με αυτό την προφητεία του Ησαΐου (ξα 1), όπου το χαρακτηριστικό αυτό εξαίρεται στην εικόνα του μεσσιακού έργου (g). Ήταν πρωτοφανές οι φτωχοί, τους οποίους οι Έλληνες περιφρονούσαν και οι Ρωμαίοι καταπατούσαν και οι ιερείς και οι λευΐτες παραμέριζαν, να ακούνε το ευαγγέλιο καλούμενοι στη βασιλεία του Θεού (p). Οι γεμάτες χάρη και δωρεές συγκαταβάσεις και συμπάθειες του Χριστού προς τους φτωχούς, αποτελούν απόδειξη ότι αυτός είναι εκείνος, ο οποίος θα έφερνε στον κόσμο τα ελέη του Θεού μας.

7.23 καὶ μακάριός ἐστιν ὃς ἐὰν μὴ σκανδαλισθῇ(1) ἐν ἐμοί(2).
23 Και μακάριος είναι όποιος δε χάσει την εμπιστοσύνη του σ’ εμένα».
(1) Και με τα λόγια αυτά υπενθυμίζει ο Κύριος στους ακροατές, άλλο λόγο του Ησαΐα (η 14) «Ο Κύριος δεν θα γίνει για σας στο δρόμο σας πέτρα που θα σκοντάψετε, ούτε πέτρα που θα πέσετε» (g). «Σχεδόν λέει το εξής σε αυτούς· Και εσείς είστε μακάριοι, εάν δεν σκανδαλίζεστε με μένα» (Θφ). Και αν ακόμη υποθέσουμε ότι ο λόγος αυτός του Κυρίου δεν απευθύνεται προς μόνους τους ακροατές, αλλά διαβιβάζεται και στον Ιωάννη, τίποτα δεν μας αναγκάζει να δεχτούμε ότι ο Κύριος αριθμεί αυτόν μεταξύ αυτών που σκανδαλίστηκαν ή που θα σκανδαλιστούν. Όπως σωστά παρατηρεί ο L., το «εάν δεν σκανδαλιστεί» δεν αναφέρεται σε συντελεσμένο γεγονός, αλλά σε ενδεχόμενο, μάλλον απίθανο, διότι ο τονισμός είναι κυρίως στο «μακάριος». Ακριβώς αυτό λοιπόν έχει υπ’ όψη του ο Κύριος για τον Ιωάννη και για αυτό και πλέκει το εγκώμιό του.
(2) Υπάρχουν πολλά στο Χριστό, τα οποία σε όσους πάσχουν από αγνωσία μπορούν να γίνουν πέτρα σκανδάλου. Βρισκόμαστε εδώ σε κατάσταση δοκιμασίας. Και στην κατάσταση αυτή επόμενο είναι, όπως υπάρχουν επαρκή τεκμήρια που να επιβεβαιώνουν την αλήθεια στους ευθείς και ειλικρινείς αναζητητές της αλήθειας, έτσι να υπάρχουν και εμπόδια που συγκαλύπτουν την αλήθεια στους σαρκικούς ανθρώπους που τους γαργαλάνε τα αυτιά τα ψεύδη του κόσμου. Τέτοια είναι η εκπαίδευση του Ιησού στη Ναζαρέτ («από τη Ναζαρέτ μπορεί να είναι κάτι καλό»), η παραμονή του στη Γαλιλαία («από την Γαλιλαία δεν έχει αναδειχτεί προφήτης»), η αφάνεια και ασημότητα της οικογένειάς του, η φτώχια του και η έλλειψη μόρφωσης των ακολούθων του. Αυτά και τα παρόμοια με αυτά ήταν πέτρα σκανδάλου για πολλούς, τους οποίους δεν έπειθαν ούτε τα θαύματα τα οποία ενεργούσε ο Ιησούς. Αυτός που δεν καταβάλλεται από τα εμπόδια και τις προκαταλήψεις, αλλά παρόλα αυτά πιστεύει στην αποστολή του Ιησού είναι μακάριος, διότι, επειδή έχει ταπεινή, ειλικρινή και αγαθή την διάθεση, έχει ευλογηθεί από τον Θεό. Πράγματι προπαντός και μάλιστα με τη χάρη του Θεού υπερνικήθηκαν τα εμπόδια αυτά και εάν ο Θεός δεν παρείχε τη χάρη του αυτήν σε αυτόν, θα σκόνταφτε και αυτός στην ίδια πέτρα του σκανδάλου.

7.24 ᾽Απελθόντων δὲ τῶν μαθητών(1) ᾽Ιωάννου ἤρξατο λέγειν πρὸς τοὺς ὄχλους περὶ ᾽Ιωάννου, Τί ἐξεληλύθατε εἰς τὴν ἔρημον θεάσασθαι; κάλαμον ὑπὸ ἀνέμου σαλευόμενον(2);
24 Όταν έφυγαν οι μαθητές του Ιωάννη, ο Ιησούς άρχισε να μιλάει στον κόσμο για τον Ιωάννη: «Τι βγήκατε να δείτε στην έρημο; Ένα καλάμι που το πάει πέρα δώθε ο άνεμος;
(1) Υπάρχει και η γραφή αγγέλων= «αυτών που έφεραν την αγγελία, το μήνυμα» (Ζ).
(2) «Μήπως δηλαδή είναι καλάμι (ο Ιωάννης), ώστε να γέρνει άλλοτε εδώ και άλλοτε εκεί, και άλλοτε μεν να δίνει μαρτυρία για μένα, άλλοτε πάλι να με αγνοεί; Διότι αν ήταν τέτοιος, για ποιο λόγο τότε βγήκατε στην έρημο να τον δείτε;» (Θφ). Και η κατά γράμμα έννοια, αποδίδει καλή σημασία=Βγήκατε στην έρημο να δείτε κάτι, το οποίο δεν θα έλκυε το ενδιαφέρον σας; Ή βγήκατε να δείτε κάτι που αναμφίβολα θα προκαλούσε θερμό το ενδιαφέρον σας; Καλή όμως έννοια αποδίδεται και εάν ερμηνεύσουμε= Ήταν ο Ιωάννης ασθενές και άστατο πρόσωπο; Ασφαλώς δεν θα υποβαλλόσασταν σε τόσο κόπο για να πάτε στην έρημο και να τον δείτε εκεί (p). «Νομίζεται ότι ο Ιωάννης μεταφέρεται εδώ και εκεί, σαν να κουνιέται από ανέμους, ώστε άλλοτε μεν να δίνει μαρτυρία ότι είμαι ο ίδιος ο Χριστός, ενώ άλλοτε να ρωτά αν είμαι εγώ ο ίδιος…; Γιατί λοιπόν βγήκατε στην έρημο η οποία δεν έχει τίποτα ευχάριστο;… Είναι φανερό λοιπόν ότι, για κανένα άλλο λόγο δεν εγκαταλείψατε τις πόλεις και ήρθατε στην έρημο, παρά μόνο διότι επιζητούσατε τον άνδρα και το αξίωμα» (Τίτος Βοστρών). Ο Ιωάννης ήταν σταθερός και αποφασιστικός άνδρας και όχι όμοιος με καλάμι σαλευόμενο εδώ και εκεί σύμφωνα με τα φυσήματα των ανέμων. Και όταν ο άνεμος των λαϊκών επευφημιών έπνευσε θελκτικός και ευχάριστος, αλλά και όταν η θύελλα της λύσσας του Ηρώδη ξεσηκώθηκε άγρια, ο Ιωάννης παρέμεινε πάντοτε ο ίδιος, αμετακίνητος σε όλους τους καιρούς. Η μαρτυρία την οποία έδωσε για τον Χριστό δεν ήταν μαρτυρία ανθρώπου ανεμοδείκτη, που άλλα δείχνει τώρα και άλλα μετά από λίγο. Εάν υπέκυπτε σαν καλάμι στον Ηρώδη και συναναμιγνυόταν με την αυλή του, ασφαλώς δεν θα ριχνόταν στην φυλακή, αλλά θα γινόταν ευνοούμενός του. Και εάν επηρεαζόταν από τις επιδοκιμασίες του πλήθους, δεν θα μαρτυρούσε, ότι «δεν είμαι ο Χριστός· αλλά στέκεται ανάμεσά σας, αυτός που εσείς δεν ξέρετε, του οποίου εγώ δεν είμαι άξιος να λύσω το κορδόνι των υποδημάτων του».

7.25 ἀλλὰ τί ἐξεληλύθατε ἰδεῖν; ἄνθρωπον ἐν μαλακοῖς ἱματίοις ἠμφιεσμένον(1); ἰδοὺ οἱ ἐν ἱματισμῷ(2) ἐνδόξῳ(3) καὶ τρυφῇ(4) ὑπάρχοντες ἐν τοῖς βασιλείοις(5) εἰσίν.
25 Ή μήπως βγήκατε να δείτε κανέναν ντυμένο με πολυτελή ρούχα; Όσοι φοράνε λαμπρά ρούχα και ζουν με απολαύσεις βρίσκονται στ’ ανάκτορα.
(1) Τέτοιο πρόσωπο ντυμένο με τέτοια ρούχα, δεν θα βρισκόταν ποτέ στην έρημο (p). Υπήρξε ο Ιωάννης και άνθρωπος απαράμιλλης αυταπάρνησης, μέγα παράδειγμα απονέκρωσης και περιφρόνησης του κόσμου. Αντί να στολίζει και να περιποιείται το σώμα του, δουλαγώγησε αυτό και το τήρησε πάντοτε στην υποταγή του πνεύματος. Η διατροφή του και το ρούχο του έδειχναν ότι ήταν νεκρός προς όλες τις ματαιότητες του κόσμου και τις απολαύσεις των αισθήσεων. Το ρούχο του ανταποκρινόταν στην έρημο στην οποία ζούσε. Δεν είναι λοιπόν δυνατόν να σκεφτεί κάποιος για αυτόν, ο οποίος υπήρξε τόσο ξένος με την απόλαυση του κόσμου και την ζωή των ανθρώπων, οι οποίοι ζουν στις αυλές των βασιλιάδων, ότι θα άλλαζε φρονήματα και πεποιθήσεις δειλιάζοντας από τα φόβητρα της φυλακής.
(2) Το ιματισμός είναι λέξη μεταγενέστερη, που χρησιμοποιείται σπάνια, κυρίως για πολυτελή ενδυμασία (Λουκ. θ 29,Πράξ. κ 33,Ιω. ιθ 24,Α΄Τιμ. β 9,Γεν. κδ 53,Εξ. γ 22,ιβ 35,Γ Βασ. ι 5) (p).
(3) Δηλαδή πολυτελή και που αποσπά την προσοχή και εκτίμηση των ανθρώπων (δ).
(4) Η λέξη υπάρχει εδώ μόνο και στο Β΄Πέτρ. β 13. Από το θρύπτομαι. Σημαίνει αποχαυνωτικό τρόπο ζωής (p).
(5) Αντί να πει: στα σπίτια των βασιλιάδων (δ)

7.26 ἀλλὰ τί ἐξήλθατε ἰδεῖν; προφήτην(1); ναί, λέγω ὑμῖν, καὶ περισσότερον(2) προφήτου(3).
26 Τι βγήκατε λοιπόν να δείτε; Έναν προφήτη, δεν είν’ έτσι; Ναι, σας βεβαιώνω μάλιστα πως αυτός είναι περισσότερο από προφήτης.
(1) Ο Ιωάννης ήταν προφήτης και είχε λάβει εντολές και εξουσιοδότηση άμεσα από το Θεό και όχι από άνθρωπο ή μέσω κάποιου ανθρώπου. Ήταν ιερέας από καταγωγή και από γέννηση. Δεν γίνεται όμως κάποια αναφορά σε αυτό. Διότι η δόξα του ως προφήτη επισκίαζε την τιμή της ιερατικής του καταγωγής.
(2) Μεταγενέστερη λέξη που έχει την ίδια σημασία με το «πλέον». Μπορεί να είναι ή αρσενικό ή ουδέτερο. Πιθανώς όμως είναι ουδέτερο, όπως το πλείον στο Λουκ. ια 32 (p).
(3) Δημιουργείται έτσι κλιμακωτό σχήμα: καλάμι, άνθρωπο, προφήτη, περισσότερο από προφήτη (p). Γιατί περισσότερο από προφήτη; Όχι μόνο διότι «οι μεν άλλοι προείπαν μόνο για τον Χριστό, ενώ αυτός και τον είδε και τον έδειξε λέγοντας· Να ο αμνός του Θεού» (Θφ). Αλλά και διότι ο Ιωάννης δεν προφήτευσε μόνο αλλά και προφητεύτηκε. Είναι προσωπικότητα που προβλέφτηκε και προφητεύτηκε, όπως εξηγεί αμέσως ο Κύριος (g). «Διότι είναι μεγαλύτερος από προφήτη, αυτός που μαρτυρείται από το Θεό, ότι όντας αγγελιοφόρος του, στέλνεται μπροστά από το Χριστό να κατασκευάσει τον δρόμο του… Επειδή, ενώ προφητεύτηκε ο Χριστός ότι θα έλθει, προφητεύτηκε και αυτός μαζί του, ως αγγελιοφόρος του που θα έλθει πριν από αυτόν» (Κ).

7.27 οὗτός ἐστιν περὶ οὗ γέγραπται, ᾽Ιδοὺ εγώ ἀποστέλλω τὸν ἄγγελόν(1) μου πρὸ προσώπου σου, ὃς κατασκευάσει τὴν ὁδόν σου ἔμπροσθέν σου(2).
27 Είναι αυτός για τον οποίο λέει η Γραφή: Εγώ στέλνω τον αγγελιοφόρο μου πριν από σένα, για να προετοιμάσει το δρόμο σου.
(1) «Ονομάζει τον Ιωάννη άγγελο, όχι επειδή ήταν άγγελος, διότι ήταν άνθρωπος στη φύση του, αλλά επειδή έκανε έργο αγγέλου, φέρνοντας την αγγελία της παρουσίας του Χριστού» (Κ).
(2) Η παράθεση αυτή από τον Μαλαχία (γ 1) βρίσκεται στον Μάρκο στην αρχή του ευαγγελίου του και συνδυασμένη με το «Φωνή βοώντος κλπ.» αποδίδεται ολόκληρη στον Ησαΐα. Ούτε το Εβραϊκό κείμενο ούτε οι Ο΄ γράφουν το «προ προσώπου σου», το οποίο και οι 3 συνοπτικοί προσθέτουν. Επιπλέον και οι 3 έχουν αποστέλλω και κατασκευάσει, αντί για το εξαποστέλλω και επιβλέψεται, τα οποία γράφουν οι Ο΄. Το χωρίο ήταν ένα από τις γενικής χρήσης προφητείες σχετικά με τον Μεσσία, και είχε αποκτήσει στην προφορική παράδοση στερεότυπη μορφή πριν ακόμη οι ευαγγελιστές χρησιμοποιήσουν αυτό (p).

7.28 λέγω γαρ ὑμῖν, μείζων ἐν γεννητοῖς γυναικῶν προφήτης(1) ᾽Ιωάννου του βαπτιστού οὐδείς ἐστιν(2)· ὁ δὲ μικρότερος ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ θεοῦ μείζων αὐτοῦ ἐστιν(3).
28 Σας βεβαιώνω πως μάνα δε γέννησε ως τώρα προφήτη πιο μεγάλο από τον Ιωάννη το Βαπτιστή· ο πιο μικρός όμως στη βασιλεία του Θεού είναι μεγαλύτερός του».
(1) Τα αλεξανδρινά χειρόγραφα παραλείπουν τη λέξη προφήτης, ακολουθώντας τον Ματθαίο, επειδή εκεί μεν ανακηρύσσεται απόλυτα μεταξύ όλων των ανθρώπων το μεγαλείο του Βαπτιστή, ενώ εδώ μεταξύ των προφητών. Αλλά καταλήγει πάλι στο ίδιο. Διότι οι προφήτες μπροστά στο Θεό είναι οι ανώτεροι των ανθρώπων και κατ’ επέκταση ο μέγιστος αυτών είναι μέγιστος σε όλους, όπως ο μεγαλύτερος στρατηγός από τους στρατηγούς είναι και ο μεγαλύτερος στρατηγός των ανθρώπων (δ).
(2) Δεν πρόκειται εδώ για την προσωπική αγιότητα του Βαπτιστή, αλλά για την ιστορική θέση του. Ανήκει στο νόμο όπως οι άλλοι. Υπερτερεί από αυτούς, διότι όχι μόνο προφητεύει, αλλά και αναγγέλλει τη νέα τάξη (L). Η υπεροχή του έναντι όλων των άλλων προφητών, συνίσταται στο ρόλο του και στην αποστολή του. Η εσωτερική ζωή του υπερέχει λοιπόν από αυτήν του Αβραάμ, του Ηλία κλπ.; Και είναι ο Ιωάννης και ηθικά ανώτερος από εκείνους; Ο Κύριος δεν μιλά για αυτό. Η θέση του όμως είναι ανώτερη και υψηλότερη από τη δική τους (g).
(3) «Ο μεν μακάριος Ιωάννης μαζί με τους άλλους όσοι προηγήθηκαν από αυτόν, είναι γεννημένος από γυναίκα. Αυτοί όμως που ενώθηκαν με την πίστη, είναι όχι πλέον γεννημένοι από γυναίκα, αλλά υιοί Θεού». «Αυτός λοιπόν που έχει τιμηθεί με την αναγέννηση του Πνεύματος, είναι επομένως ανώτερος από καθέναν γεννημένο από γυναίκα· διότι εκείνοι ονομάζονται ακόμα παιδιά της σάρκας, ενώ αυτοί τιτλοφορούν πατέρα τον Θεό των όλων και δεν είναι πλέον γεννημένοι από γυναίκες όπως ο Ιωάννης και οι πριν από αυτόν, αλλά γεννήθηκαν από το Θεό και έγιναν κοινωνοί θείας φύσης» (Κ). Ο ελάχιστος διάκονος του ευαγγελίου, που έτυχε του ελέους του Κυρίου και καταξιώθηκε να εργάζεται πιστά και σωστά το έργο του· ο πιο άσημος από τους Αποστόλους, αλλά που κηρύττει το ευαγγέλιο και χρησιμοποιήθηκε στη Νέα και ασυγκρίτως ανώτερη από την Π.Δ., έχουν αξίωμα και έργο πολύ πιο τιμητικό από το έργο του Ιωάννη. Οι πιο αφανείς από εκείνους, που ακολουθούν το αρνίον, υπερέχουν ασύγκριτα από τους μεγαλύτερους οι οποίοι ήλθαν πριν το αρνίον. Ο Ιωάννης κήρυξε τον Χριστό ότι έρχεται· αυτοί κήρυξαν το Χριστό σταυρωμένο και δοξασμένο. Ο Ιωάννης ήλθε κατά την ανατολή της ημέρας του ευαγγελίου και για αυτό είναι μεγαλύτερος από τους υπόλοιπους προφήτες, έφυγε όμως από τον κόσμο αυτόν προτού η ημέρα αυτή λάμψει πλήρως και πριν ακόμη φύγει το χώρισμα, πριν να σταυρωθεί και αναστηθεί ο Χριστός και πριν να χυθεί το Πνεύμα του Θεού στην Εκκλησία. Οι λειτουργοί του ευαγγελίου υπερέχουν, διότι και η διακονία τους είναι ανώτερη και περισσότερο ένδοξη. Δες Β΄Κορ. γ 6 και εξής. Για να αντιληφθούμε σαφέστερα πώς ο μικρότερος στη βασιλεία των ουρανών είναι ανώτερος του Ιωάννη, ας εξετάσουμε, ποιο ήταν το πνευματικό μεγαλείο των προφητών. Ήταν αυτοί θεόπνευστοι άνδρες και λάμβαναν τον υπερφυσικό φωτισμό του Πνεύματος, ο οποίος αποκάλυπτε σε αυτούς τις αιώνιες αλήθειες και τις αρχές της δικαιοσύνης, σύμφωνα με τις οποίες ο Θεός κυβερνά τον κόσμο. Αλλά η γνώση την οποία κάθε χριστιανός έχει για τα ιδιώματα του Θεού, είναι πολύ ευρύτερη από αυτή των προφητών. Αν μη τι άλλο, γνωρίζει κάθε χριστιανός τη ζωή του Ιησού Χριστού, την φανέρωση του Θεού με σάρκα, την οποία οι προφήτες αμυδρά μόνο και από μακριά είδαν. Οι προφήτες ακόμη διακρίθηκαν για τον αγιασμό τους. Αλλά όσοι ζουν εν Χριστώ, έχουν και το Πνεύμα της αναγέννησης και υιοθεσίας, το οποίο υπήρχε στο Χριστό. Μπορούμε να προκόψουμε σε αγιότητα υψηλότερη και μεγαλύτερη από εκείνη, για την οποία διακρίθηκαν οι άγιο της Π.Δ. Το μεγαλείο των προφητών συνίστατο ακόμη στις στενές τους σχέσεις με το Θεό, για τις οποίες μερικοί από αυτούς ονομάστηκαν φίλοι του Θεού. Αλλά οι Χριστιανοί κατάγονται από τον δεύτερο Αδάμ, που ήλθε από τους ουρανούς, ενώ οι προφήτες κατάγονταν από τον χωματένιο Αδάμ. Όποιος είναι ο χωμάτινος τέτοιοι και οι χωμάτινοι, και όποιος ο επουράνιος, τέτοιοι και οι επουράνιοι.

7.29 Καὶ(1) πᾶς ὁ λαὸς ἀκούσας(2) καὶ οἱ τελῶναι ἐδικαίωσαν(3) τὸν θεόν, βαπτισθέντες τὸ βάπτισμα ᾽Ιωάννου·
29 Όλος ο κόσμος, που άκουσε το κήρυγμα του Ιωάννη, ακόμη και οι τελώνες, βαφτίστηκαν απ’ αυτόν, γιατί πίστεψαν πως τον είχε στείλει ο Θεός.
(1) Πολλοί υπέθεσαν ότι οι σ. 29-30 είναι παρενθετική παρατήρηση ή σχόλιο του ευαγγελιστή. Αλλά σχόλιο που παρεμβλήθηκε ανάμεσα στα λόγια του Χριστού και μάλιστα χωρίς κάποια ένδειξη, δεν έχει το παράλληλό του και είναι πάρα πολύ απίθανο (p). Τα λόγια αυτά αρμόζουν εδώ, μόνο ως λόγια του Σωτήρα (δ) ως μετάβαση από τη μαρτυρία του Ιησού για τον Ιωάννη, στην ακόλουθη εφαρμογή προς τους παρόντες (g).
(2) Εξυπακούεται: τον Ιωάννη και το κήρυγμά του (g). Ή «ευχαρίστησαν το Θεό που τους έστειλε τον Βαπτιστή για φροντίδα της σωτηρίας τους» (Ζ)· «τίμησαν το Θεό διότι δέχτηκαν τον προφήτη του» (Θφ). Ή, πιο σωστά, απέδειξαν ορθή και δίκαιη την απόφαση του Θεού να σταλεί ο Βαπτιστής, με το να τον αποδεχτούν αφού βαπτίστηκαν με το βάπτισμά του (δ)· αναγνώρισαν και διακήρυξαν στα λόγια και στην πράξη πόσο έξοχοι είναι οι δρόμοι του για τη σωτηρία των ανθρώπων (g). Ο λαός, για τον οποίο οι γραμματείς και Φαρισαίοι έλεγαν: Ο λαός αυτός που δεν ξέρει τον νόμο, είναι καταραμένοι (Ιω. ζ 49) , και οι τελώνες, άνθρωποι κακής φήμης, αυτοί βαπτίστηκαν με το βάπτισμα του Ιωάννη και έγιναν μαθητές του. Μέσω της μετάνοιάς τους λοιπόν και της διόρθωσης του βίου τους, αφού έγιναν ένδοξα μνημεία της θείας χάρης, δικαίωσαν το Θεό αποδεικνύοντας έμπρακτα και με την διόρθωσή τους, ότι σοφά οικονόμησε ο Θεός την αποστολή τέτοιου προδρόμου πριν την έλευση του Μεσσία. Έκαναν αυτοί εμφανές, ότι ήταν όντως σοφή οδός για σωτηρία, πριν τον Μεσσία να σταλεί ο πρόδρομός του που θα προετοίμαζε τον δρόμο του, διότι μέσω αυτής αυτοί οδηγήθηκαν σε σωτηρία, οσοδήποτε και αν για άλλους υπήρξε αυτή η οδός ανώφελη. Οι άλλοι αυτοί υπήρξαν οι Φαρισαίοι και οι νομικοί. Περίφημοι και ξακουσμένοι οι πρώτοι για την αφοσίωσή τους προς τη θρησκεία και την ευλάβειά τους στις παραδόσεις· έγκυροι γνώστες και ερμηνευτές του νόμου οι δεύτεροι, ειδικοί στη Γραφή. Και όμως και οι δύο ματαίωσαν την απόφαση του Θεού. Ο Θεός στέλνοντας τον Ιωάννη ανάμεσά τους, είχε ένα σχέδιο αγαθό και θέλημα ευεργετικό για αυτούς· απέβλεπε στη σωτηρία τους. Αυτοί όμως το απέρριψαν και το κατέστησαν μάταιο για αυτούς.

7.30 οἱ δὲ Φαρισαῖοι καὶ οἱ νομικοὶ(1) τὴν βουλὴν τοῦ θεοῦ(2) ἠθέτησαν(3) εἰς ἑαυτούς(4), μὴ βαπτισθέντες ὑπ᾽ αὐτοῦ.
30 Αντίθετα, οι Φαρισαίοι και οι νομοδιδάσκαλοι, με το να μη βαφτιστούν από τον Ιωάννη, αρνήθηκαν αυτό που ήθελε ο Θεός γι’ αυτούς.
(1) Συχνά ο Λουκάς χρησιμοποιεί τη λέξη αυτήν αντί για την «οι γραμματείς», η οποία ίσως δεν θα κατανοούνταν εύκολα από τους εθνικούς. Δες Λουκ. ι 25,ια 45,46,52,ιδ 3. Αλλού στην Κ.Δ, συναντιέται η λέξη μόνο στα Ματθ. κβ 35 και Τίτ. γ 9,13 (p).
(2) Ή, «βουλή λέει το βάπτισμα, επειδή γινόταν με εντολή του Θεού» (Ζ). Ή, το θείο σχέδιο (L), το οποίο προνοούσε για τη σωτηρία τους.
(3) Ματαίωσαν (δ), το κατέστησαν άθετο, χωρίς θέση, χωρίς κάποιο αποτέλεσμα (p).
(4) Ή, όσο αφορούσε τους εαυτούς τους, τη σωτηρία τους, ματαίωσαν το σχέδιο του Θεού, διότι εξ’ ολοκλήρου το σχέδιο αυτό δεν ήταν δυνατόν να ματαιωθεί (L), ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία, σε σχέση με αυτούς, όσο εξαρτιόταν από αυτούς (δ).

Στίχ. 31-35. Η απιστία της σύγχρονης γενιάς του Χριστού.
7.31 Τίνι(1) οὖν(2) ὁμοιώσω τοὺς ἀνθρώπους τῆς γενεᾶς ταύτης(3), καὶ τίνι εἰσὶν ὅμοιοι;
31 «Με τι, λοιπόν, να παρομοιάσω τη σημερινή γενιά των ανθρώπων; Με τι μοιάζουν;
(1) Η ερώτηση ανήκει εξ’ ολοκλήρου στο ύφος των ραββίνων, οι οποίοι με ερώτηση συνήθως εισήγαγαν κάποια παραβολή ή παρομοίωση (L).
(2) Το «λοιπόν» δεν θα μπορούσε να κατανοηθεί, εάν οι σ. 29-30 αποσιωπούνταν ή έμπαιναν σε παρένθεση. Αλλά αμέσως μετά τον σ. 30 έχει πλήρως τη θέση του.=Βλέποντας ότι οι Φαρισαίοι και οι νομικοί απέρριψαν την πρόσκληση που απευθύνθηκε σε αυτούς από τον Ιωάννη και ότι ακολουθείτε αυτούς αρνούμενοι να ακολουθήσετε εμένα, με ποιον λοιπόν να εξομοιώσω τους ανθρώπους αυτής της γενιάς; (p).
(3) Της γενιάς αυτής, η οποία περιλάμβανε τον Βαπτιστή και τον Σωτήρα (p).

7.32 ὅμοιοί εἰσιν(1) παιδίοις τοῖς ἐν ἀγορᾷ καθημένοις(2) καὶ προσφωνοῦσιν ἀλλήλοις και λέγουσιν, Ηὐλήσαμεν ὑμῖν καὶ οὐκ ὠρχήσασθε· ἐθρηνήσαμεν ὑμῖν καὶ οὐκ ἐκλαύσατε.
32 Μοιάζουν με τα παιδιά που κάθονται στην αγορά, και η μια ομάδα φωνάζει στην άλλη και λέει: “σας παίξαμε με τη φλογέρα χαρούμενα τραγούδια, μα εσείς δε χορέψατε· σας τραγουδήσαμε μοιρολόγια, μα εσείς δεν κλάψατε”.
(1) Ο στίχος αυτός ερμηνεύτηκε σύμφωνα με 2 κύριες εκδοχές, για τις οποίες δες τις ερμην. παρατηρήσεις στο Ματθ. ια 17. Η εκδοχή που έγινε δεκτή από τους Πατέρες έχει ως εξής: «Υπήρχε ίσως ένας τρόπος παιχνιδιού στα παιδιά των Ιουδαίων που είχε ως εξής· Ένα πλήθος παιδιών μοιραζόταν στα δύο, και τα μεν διακωμωδούσαν την ταραχή της ζωής και το ανώμαλο των πραγμάτων σε αυτήν, και τα άλλα την φοβερή και άμεση μεταβολή στα άλλα· και τα μεν έπαιζαν αυλό, ενώ τα άλλα θρηνούσαν. Αλλά ούτε αυτά που έκλαιγαν χαίρονταν μαζί με αυτά που έπαιζαν τον αυλό, ούτε όμως και αυτά που είχαν τον αυλό συμμετείχαν στο κλάμα των άλλων. Έπειτα κατηγορούσαν κατά κάποιο τρόπο τα μεν τα δε για την έλλειψη συμπάθειας ή την έλλειψη χαρούμενης διάθεσης. Ο Χριστός λοιπόν ισχυριζόταν ότι κάτι τέτοιο είχαν πάθει τα πλήθη των Ιουδαίων μαζί με τους άρχοντες» (Κ). «Ούτε δηλαδή πένθησαν μαζί με τον Ιωάννη ή τον μιμήθηκαν, που ζούσε έναν τρόπο ζωής που ήταν πένθιμος και προσκαλούσε σε μετάνοια, ούτε στον Ιησού πίστεψαν ή πήγαν μαζί του, ο οποίος παρουσίαζε έναν τρόπο ζωής χαρούμενο· αλλά και τους δύο τους απώθησαν και ούτε με τον Ιωάννη που θρηνούσε θρηνούσαν μαζί, ούτε με τον Ιησού που έπαιζε τον αυλό τραγούδησαν μαζί» (Θφ).
(2) Παρομοιάζει αυτούς με παιδιά που κάθονταν στην αγορά, των οποίων η διάνοια τίποτα σοβαρό δεν σκέφτεται, αλλά ενδιαφέρονται μόνο για να παίζουν. Η αγορά όπου τα παιδιά αυτά κάθονται, είναι για άλλους μεν τόπος που κάθονται χωρίς εργασία, ενώ για άλλους τόπος εμπορίου, για όλους όμως τόπος θορύβου και διάχυσης και διάσπασης του νου. Επομένως αν θα ρωτούσατε, γιατί οι άνθρωποι αυτοί αξιοποιούν τόσο λίγο τα μέσα της χάρης, θα έχετε την απάντηση, διότι είναι ράθυμοι και νωθροί και δεν αρέσκονται στον κόπο και στην εντατική εργασία· ή διότι τα κεφάλια τους και τα χέρια και οι καρδιές τους είναι γεμάτες από τις φροντίδες του κόσμου, οι οποίες πνίγουν τον λόγο, και γενικώς διότι προσπαθούν να διασκορπίζουν τις σκέψεις τους από καθετί που είναι σπουδαίο και πνευματικό.

7.33 ἐλήλυθεν γὰρ ᾽Ιωάννης ὁ βαπτιστὴς μὴτε ἄρτον(1) ἐσθίων(2) μήτε πίνων οἶνον, καὶ λέγετε, Δαιμόνιον ἔχει(3)·
33 Το ίδιο κάνετε κι εσείς: Ήρθε ο Ιωάννης ο Βαπτιστής που δεν έτρωγε φαΐ και δεν έπινε κρασί, και τον βγάλατε δαιμονισμένο.
(1) Χωρίς να τρώει ψωμί και να πίνει κρασί. Λέγεται αυτό όπως τα αντιλαμβάνονταν αυτοί που κατηγορούσαν τον Ιωάννη και σημαίνει ουσιαστικά: ο Ιωάννης δεν έπαιρνε την συνηθισμένη τροφή, την οποία έπαιρναν όλοι οι άνθρωποι (p). Για ετοιμασία ψωμιού παρεμβαίνει η τέχνη. Αλλά ο Ιωάννης χρησιμοποιούσε ως τροφή ό,τι εύρισκε στο δρόμο του, χωρίς να υποβάλλεται σε ειδικές φροντίδες για αυτήν (b).
(2) Υπάρχει και η γραφή έσθων. Το έσθω είναι τύπος ποιητικός.
(3) «Έλεγαν ότι έχει δαιμόνιο αυτός που νέκρωνε τελείως με την αφαγία τον νόμο της αμαρτίας, ο οποίος φωλιάζει στα μέλη της σάρκας και πάει αντίθετα με το νόμο του νου μας. Ο μακάριος βαπτιστής ήταν οδός της ευσέβειας στο Χριστό» (Κ). Απέδιδαν την αυστηρότητα αυτή και εγκράτεια στη διατροφή σε μελαγχολία και σε ένα είδος ή βαθμό δαιμονοληψίας. Γιατί να ακούσουμε αυτόν; Είναι ένας άθλιος υποχονδριακός, φαντασιόπληκτος και η φαντασία του εξάπτεται κάτω από το κράτος ονειροπολήσεων.

7.34 ἐλήλυθεν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐσθίων καὶ πίνων(1), καὶ λέγετε, ᾽Ιδοὺ ἄνθρωπος φάγος καὶ οἰνοπότης, φίλος τελωνῶν καὶ ἁμαρτωλῶν(2).
34 Ήρθε ο Υιός του Ανθρώπου, που τρώει και πίνει, και λέτε “φαγάς και οινοπότης είν’ αυτός, που κάνει παρέα με τελώνες και αμαρτωλούς”.
(1) «Δεν ήταν στην έρημο ο Χριστός, αλλά στις πόλεις περισσότερο ζούσε μαζί με τους αγίους αποστόλους. Και η διατροφή του επίσης δεν είχε τέτοια σκληραγωγία, όπως ήταν αυτή του αγίου βαπτιστή» (Κ).
(2) «Έτρωγε μαζί με τελώνες, όντας ο ίδιος τελείως ελεύθερος από αμαρτία… Διότι δεν ήλθε να καλέσεις δίκαιους, αλλά αμαρτωλούς σε μετάνοια. Δεν μολύνεται ο ήλιος φωτίζοντας όλη τη γη και ερχόμενος σε επαφή με πολλά ακάθαρτα σώματα. Ούτε ο ήλιος της δικαιοσύνης θα μπορούσε να βλαφτεί με κανένα τρόπο, συναναστρεφόμενος με πονηρούς ανθρώπους» (Κ). Φαγάς και κρασοπότης· δεν υπάρχει τίποτα ψευδέστερο και ανακριβέστερο από αυτό. Διότι ο Χριστός «δεν άρεσε στον εαυτό του» (Ρωμ. ιε 3), ούτε υπήρξε ποτέ άνθρωπος που να έζησε τέτοια ζωή αυταπάρνησης και περιφρόνησης του κόσμου, σαν αυτή που έζησε ο Χριστός. Αυτός λοιπόν, ο οποίος υπήρξε χωρισμένος από τους αμαρτωλούς, ως ακηλίδωτος και πεντακάθαρος, παρουσιάζεται ότι σχετίζεται μαζί τους και μολύνεται από αυτούς. Μάθε από αυτό, ότι η πιο ακηλίδωτη αθωότητα και η πιο απαράμιλλη εξοχότητα δεν αποτελούν πάντοτε φραγμό εναντίον της κατηγορίας των κακών γλωσσών. Είναι αλήθεια, ότι από μία άποψη ο Χριστός υπήρξε φίλος των τελωνών και αμαρτωλών, διότι ήλθε στον κόσμο για να σώσει τους αμαρτωλούς, και μάλιστα τους μεγάλους και τους πρώτους αμαρτωλούς. Αυτό όμως είναι η αιώνια δόξα του Λυτρωτή μας, και αυτοί, εκείνο για το οποίο θα έπρεπε να τον τιμούν, το στρέφουν για κατηγορία του.

7.35 καὶ(1) ἐδικαιώθη ἡ σοφία(2) ἀπὸ τῶν τέκνων αὐτῆς(3) πάντων!
35 Και όμως, η σοφία του Θεού δικαιώθηκε στο πρόσωπο όλων των απεσταλμένων της!»
(1) Και=και όμως (p).
(2) Το μεν εδικαιώθη σχετίζεται με το εδικαίωσαν του σ. 29, ενώ το σοφία με το «την βουλήν του Θεού» του σ. 30. Παρόλο που οι Ιουδαίοι ως έθνος απέρριψαν και τις δύο μεθόδους και τους τρόπους της ζωής και του Ιωάννη και του Χριστού, υπήρξαν όμως μερικοί, οι οποίοι πίστεψαν ότι και με τις δύο αυτές μεθόδους η θεία σοφία ενεργούσε ορθά και σοφά (p).
(3) Είναι εσφαλμένη η εκδοχή, σύμφωνα με την οποία η «από» υπονοεί προστασία ή υπεράσπιση= από τος προσβολές και επιθέσεις όλων των παιδιών της, δηλαδή από τους Ιουδαίους. Τα παιδιά της σοφίας είναι η μειονότητα που πίστεψε και υποδέχτηκε και τον Βαπτιστή και τον Χριστό και όχι η άπιστη πλειονότητα που απέρριψε αυτούς (p). Ο Χριστός είναι η σοφία. Σε αυτόν υπάρχουν οι θησαυροί της σοφίας απόκρυφοι. Οι άγιοι επίσης είναι τα παιδιά τα οποία έδωσε σε αυτόν ο Θεός (Εβρ. β 13). Το ευαγγέλιο είναι η άνωθεν σοφία και οι αληθινοί πιστοί έχουν γεννηθεί μέσω αυτού από ψηλά. Είναι τέκνα σοφίας, σοφά παιδιά, σοφά για τα ίδια και για τα αληθινά συμφέροντά τους. Όχι όμοια με τα ανόητα παιδιά τα οποία κάθονται στις αγορές. Τα παιδιά αυτά της σοφίας δικαιώνουν την σοφία. Συμμορφώνονται με τις βουλές και τα σχέδια της χάρης του Χριστού, ανταποκρίνονται στις προθέσεις της και θαυμάζουν αλλά και δέχονται την σωτήρια επίδραση των ποικίλων μεθόδων στις οποίες εκδηλώνεται η σοφία του Χριστού. Μόνο όμως τα παιδιά της σοφίας μπορούν να δικαιώσουν αυτήν. Πράγματι, πόσο λίγοι μπορούν να διαβάσουν το βιβλίο της φύσης! Τι μυστήρια παρουσιάζει μπροστά μας η θεία Πρόνοια! Πόσο ανεξερεύνητο είναι το μυστήριο της ενέργειας της θείας χάρης στο να σώζει τον αμαρτωλό! Πόσο ξένη με την πραγματικότητα παρουσιάζεται η εσωτερική ζωή κάποιου πνευματικού ανθρώπου σε οποιονδήποτε, ο οποίος δεν δοκίμασε την μεταμόρφωση και αναγέννηση την οποία δημιουργεί το Πνεύμα. Για αυτό κάθε διάνοια στη φυσική της κατάσταση, πάντοτε παραγνωρίζει τον Θεό και πάντοτε πλανιέται στις κρίσεις της για τα λόγια και τις ενέργειες του Θεού. Στο μεγάλο σπίτι του σύμπαντος τα πάντα είναι ή δούλοι ή παιδιά του Θεού. Τα πάντα δουλεύουν σε αυτόν. Αλλά μερικοί από τους δούλους του τον υπηρετούν ως παιδιά του. Και εδώ είναι η διαφορά. Ο δούλος αγνοεί τι κάνει ο Κύριός του. Ο γιος και ο φίλος το γνωρίζει. Η σοφία λοιπόν δικαιώνεται, τιμάται, κατανοείται, αγαπιέται από όλα τα παιδιά της.

Στίχ. 36-50. Το μύρο της αμαρτωλής.
7.36 ᾽Ηρώτα δέ(1) τις αὐτὸν τῶν Φαρισαίων(2) ἵνα φάγῃ μετ᾽ αὐτοῦ(3)· καὶ εἰσελθὼν εἰς την οικίαν τοῦ Φαρισαίου ανεκλίθη(4).
36 Κάποιος Φαρισαίος προσκάλεσε τον Ιησού σε γεύμα. Ο Ιησούς μπήκε στο σπίτι του Φαρισαίου και κάθισε στο τραπέζι.
(1) Η αφήγηση αυτή φαίνεται ότι τοποθετήθηκε εδώ ως παράδειγμα της δικαίωσης της σοφίας από ό λ α τα παιδιά της. Ή, και με αφορμή την μομφή εναντίον του Χριστού, ότι ήταν φίλος των αμαρτωλών, για να δειχτεί καθαρά, ότι αγαπούσε αυτούς για το καλό τους, για να τους οδηγήσει σε μετάνοια και ότι εκείνοι, τους οποίους δεχόταν να τον πλησιάσουν, μεταβάλλονταν και ανορθώνονταν.
(2) «Κλήθηκε ο Κύριος από έναν από τους Φαρισαίους. Επειδή λοιπόν είναι αγαθός και φιλάνθρωπος και θέλει όλοι οι άνθρωποι να σωθούν… αποδέχτηκε το αίτημα και αφού μπήκε στο σπίτι κάθισε για φαγητό» (Κ). Είμαστε ακόμη στη μεταβατική περίοδο, κατά την οποία η ρήξη ανάμεσα στον Κύριο και τους Φαρισαίους, αν και αρκετά προχωρημένη, δεν είχε όμως πλήρως συντελεστεί. Ήταν λοιπόν δυνατόν κάποιος Φαρισαίος να προσκαλέσει χωρίς κάποια δυσκολία τον Ιησού. Στην πρόσκληση αυτή αποδόθηκε από κάποιους ερμηνευτές διάθεση εχθρική. Από τον στίχο 39 μπορούμε να συμπεράνουμε μάλλον, ότι ο Φαρισαίος αυτός κυμαινόταν ανάμεσα στην ευλαβική εντύπωση, την οποία είχε προκαλέσει σε αυτόν ο Ιησούς και στην αντιπάθεια, την οποία η μερίδα των Φαρισαίων έτρεφε εναντίον του. Στο στίχο 40 άλλωστε ο Κύριος απευθύνεται προς αυτόν με τόνο φιλικό (g).
(3) «Ως προφήτη λοιπόν τον καλούσε για γεύμα» (Ζ), αν και, όπως είπαμε ο Φαρισαίος αυτός δεν είναι απαλλαγμένος από αμφιβολίες ως προς το αν ο Κύριος ήταν πράγματι προφήτης.
(4) Υπάρχει και η γραφή κατεκλίθη. Το μεν ανεκλίθη=ξάπλωσε στο ανάκλιντρο· ενώ το κατεκλίθη λέγεται σε σχέση με την όρθια στάση του σώματος=κάθισε, ξάπλωσε κάτω (δ). Ο Κύριος δέχτηκε την πρόσκληση του Φαρισαίου και έδειξε την ίδια ελευθερία συναναστροφής και οικειότητας με τον Φαρισαίο, την οποία έδειχνε και με τους τελώνες και αμαρτωλούς, διότι απέβλεπε στο να ωφελήσει και να σώσει τους πάντες.

7.37 καὶ ἰδοὺ(1) γυνὴ ἐν τῇ πόλει ἥτις ἦν(2) ἁμαρτωλός(3), καὶ ἐπιγνοῦσα(4) ὅτι ανάκειται ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ Φαρισαίου, κομίσασα ἀλάβαστρον μύρου(5)
37 Στην πόλη ήταν κάποια αμαρτωλή γυναίκα· όταν άκουσε ότι ο Ιησούς γευματίζει στο σπίτι του Φαρισαίου, έφερε ένα αλαβάστρινο δοχείο με μύρο,
(1) Υποδηλώνει αυτό έκπληξη που δημιουργήθηκε από την παρουσία της γυναίκας εκείνης (p). Η είσοδος της αμαρτωλής αυτής σε τέτοια συνάντηση και συνάθροιση, ήταν πράξη μεγάλου θάρρους, διότι αυτή αντιμετώπιζε το ενδεχόμενο του να διωχτεί με περιφρόνηση (g).
(2) Υπάρχει και η γραφή: γυνή ήτις ην εν τη πόλει αμαρτωλός=γυναίκα, η οποία ήταν γνωστή στην πόλη ως αμαρτωλή. Μπορεί όμως=γυναίκα η οποία ήταν στην πόλη, αμαρτωλή. Η πόλη ήταν πιθανώς η Καπερναούμ (p).
(3) Αναφέρεται στο αμάρτημα, το οποίο περισσότερο από τα άλλα εξευτελίζει μία γυναίκα (b). Για το ότι αυτή δεν ταυτίζεται με αυτήν που αναφέρεται στους άλλους δύο συνοπτικούς και στον Ιωάννη, δες ερμην. σημειώσεις στα Ματθ. κστ 7 και Μάρκ. ιδ 3.
(4) Αφού γνώρισε καλά, πληροφορήθηκε (δ). Υποδηλώνεται, ότι η καρδιά της γυναίκας αυτής είχε ήδη αγγιχτεί από κάποια προηγούμενη συνάντηση ή πληροφορία για τον Κύριο. Αυτό άλλωστε φαίνεται και από το ότι ήταν ήδη ετοιμασμένη για την χρίση των ποδιών του Ιησού, αμέσως μόλις έμαθε ότι βρισκόταν ο Κύριος στο σπίτι του Φαρισαίου (ο). «Αυτή η γυναίκα, αφού άλλα μεν από τα θαύματα του Ιησού τα είδε και άλλα τα έμαθε από αυτούς που τα είδαν, πίστεψε σε αυτόν. Για αυτό και πλησιάζει ελπίζοντας να πάρει άφεση των αμαρτιών της» (Ζ).
(5) Δες Ματθ. κστ 7 και Μάρκ. ιδ 3.

7.38 καὶ στᾶσα ὀπίσω παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ(1) κλαίουσα, ἤρξατο βρέχειν τοὺς πόδας αὐτοῦ τοῖς δάκρυσιν(2) καὶ ταῖς θριξὶν τῆς κεφαλῆς(3) αὐτῆς ἐξέμασσεν, καὶ κατεφίλει τοὺς πόδας(4) αὐτοῦ καὶ ἤλειφεν τῷ μύρῳ(5).
38 στάθηκε πίσω κοντά στα πόδια του και κλαίγοντας τα έβρεχε με τα δάκρυά της και τα σκούπιζε με τα μαλλιά της· τα φιλούσε και τα άλειφε με το μύρο.
(1) Αυτοί που κάθονταν στο τρίκλινο είχαν το σώμα στο ανάκλιντρο, ενώ τα πόδια τα άπλωναν γυμνά προς τα πίσω (δ). «Δες την πολλή της ευλάβεια! Διότι στάθηκε στα τελευταία μέρη του σώματός του, σαν τελευταία· και από πίσω, σαν κάποια που δεν έχει θάρρος» (Ζ). Δεν τολμά να αντικρύσει τον Χριστό κατά πρόσωπο, αλλά έρχεται πίσω του και παίρνει τη θέση δούλης, της οποίας έργο ήταν να πλύνει τα πόδια των καλεσμένων (Α΄Βασ. κε 41).
(2) Αυτό δεν περιλαμβανόταν στο αρχικό της σχέδιο. Ήλθε για να αλείψει τα πόδια του με μύρο, αλλά νικήθηκε από τα αισθήματά της (p). Τη στιγμή που ετοιμαζόταν να χύσει το μύρο στα πόδια του, ξέσπασε σε κλάματα αφού θυμήθηκε τις αμαρτίες της. Τα δάκρυά της ρέουν στα πόδια του Ιησού και μη έχοντας κάποια πετσέτα για να τα καθαρίσει, χρησιμοποιεί πρόχειρα αντί για πετσέτα τις τρίχες του κεφαλιού της (g). Το απρομελέτητο «έβρεχε» οδήγησε αυτήν στο επίσης απρομελέτητο «σκούπισε» (p).
(3) Για να εκτιμήσει κάποιος την πράξη αυτή, πρέπει να έχει υπ’ όψιν, ότι στους Ιουδαίους αποτελούσε μία από τις μεγαλύτερες ταπεινώσεις για μια γυναίκα το να εμφανιστεί αυτή δημόσια με λυτά μαλλιά (g). Και η γυναίκα αυτή κάνει την θυσία αυτή του να λύσει τα μαλλιά της χωρίς κάποια δυσκολία (p).
(4) Ο Παρατατικός δείχνει αυτό που γινόταν με συνέχεια. Το να φιλά κάποιος τα πόδια, ήταν γενικό σημάδι βαθιού σεβασμού, ειδικά σε εξέχοντες ραββίνους. Δες και Ξενοφ. Κύρ. VII 5,32,Πολύβ. XV 1.7. Αριστοφ. 608 (p). Το βάθος της αγάπης και συντριβής που εκδηλώνεται εδώ, μπορούν να το εκτιμήσουν μόνο εκείνοι, οι οποίοι έχουν αισθανθεί το βάρος της αμαρτίας και την άφεση των αμαρτιών και την ειρήνη που διαδέχεται αυτό με την μετάνοια και την πίστη στον Σωτήρα που μας απολυτρώνει. «Έκλαιγε, από τη μία, για τις αμαρτίες της· έβρεχε, από την άλλη, τα πόδια του με τα δάκρυα, διότι είχε σκύψει πάνω τους. Και τα σκούπιζε αφού μούσκεψαν. Ο Χριστός όμως, γνωρίζοντας την αιτία ανεχόταν, για να φανεί και η πίστη της και η θερμότητα της μετάνοιας και για να πάρει, όπως άξιζε για αυτά, αυτό που ζητούσε» (Ζ).
(5) «Πρόσεξε όμως ότι, με αυτά που πριν κυνηγούσε την απώλειά της, με αυτά τώρα κυνήγησε την σωτηρία. Διότι με δάκρυα ερωτικά και μαλλιά εξεζητημένα φτιαγμένα και με μύρο γοήτευε τους ακόλαστους· και τα πριν όργανα της αμαρτίας, τα έκανε τώρα όργανα αρετής» (Ζ).

7.39 ἰδὼν δὲ ὁ Φαρισαῖος ὁ καλέσας αὐτὸν εἶπεν ἐν ἑαυτῷ λέγων(1), Οὗτος(2) εἰ ἦν προφήτης(3), ἐγίνωσκεν ἂν τίς καὶ ποταπὴ(4) ἡ γυνὴ ἥτις ἅπτεται αὐτοῦ, ὅτι ἁμαρτωλός ἐστιν(5).
39 Όταν το είδε αυτό ο Φαρισαίος που τον είχε προσκαλέσει, είπε από μέσα του: «Αν ο άνθρωπος αυτός ήταν προφήτης, θα γνώριζε ποια και τι είδους γυναίκα είναι αυτή που τον αγγίζει· γιατί είναι αμαρτωλή».
(1) Προκαλείται και εδώ δυσαρέσκεια από την παρουσία της γυναίκας και το χύσιμο του μύρου, όπως και στη χρίση της Βηθανίας, αλλά όχι για τη δαπάνη που πληρώθηκε για το μύρο, ούτε ειδικά για την χρίση (L). «Ούτε ο Ιούδας εδώ γόγγυξε, ούτε όμως οι άλλοι μαθητές· διότι αυτός μεν δεν είχε ακόμη κυριευτεί από την ασθένεια της φιλαργυρίας· οι άλλοι, από την άλλη, δεν είχαν ακόμα μέσα τους γερά βαλμένα τα λόγια υπέρ των φτωχών» (Ζ).
(2) Το «αυτός» κρύβει μέσα του κάτι το περιφρονητικό (p).
(3) Η Γραφή δεν έλεγε ότι ο προφήτης ήξερε τα πάντα, τουλάχιστον όμως γνώριζε επαρκώς την ηθική ποιότητα και αξία των προσώπων που έρχονταν προς αυτόν, όπως ο Ελισαιέ αποκάλυψε τον Γιεζί (Δ΄Βασ. ε 24,Δες και Γ΄Βασ. ιγ 20)(L).
(4) Ποια είναι, ποιο το όνομά της, και τι είδους=ποια είναι από ηθικής άποψης (δ). Ποια και ποιος ο χαρακτήρας της και η διαγωγή της. Αλλά και εσύ, Σίμων, εάν γνώριζες ποια ήταν τώρα η γυναίκα αυτή, αλλιώς θα έκρινες (b). Ο Σίμων κρίνει έχοντας μέτρο τον εαυτό του. Εάν άγγιζε αυτόν η γυναίκα, με την αγέρωχη υπερηφάνειά του θα την σταματούσε λέγοντας: «Μακριά από μένα. Μην με αγγίξεις, διότι είμαι καθαρός» (Ησ. ξε 5). Σκέφτεται λοιπόν ότι και ο Χριστός έτσι έπρεπε να μιλήσει στη γυναίκα εκείνη.
(5) Ο Φαρισαίος πλανιέται α) ως προς τον Ιησού. Νόμιζε ότι ο Κύριος αγνοούσε την γυναίκα και δεν είχε το διορατικό χάρισμα των προφητών. Υποτιμούσε λοιπόν αυτόν. Επιπλέον φανταζόταν, ότι ο Ιησούς δεν ήταν σε θέση και δεν γνώριζε να προφυλαχτεί από τους αμαρτωλούς. Πλανιόταν β) ως προς την γυναίκα, θεωρώντας, ότι ως αμαρτωλή έπρεπε να περιφρονείται και μη μπορώντας να δει, ότι στην καρδιά της είχε μπει ήδη μία νέα ουράνια ζωή. Πλανιόταν γ) ως προς τον εαυτό του. Δεν γνώριζε καλά την καρδιά του και δεν μπορούσε να δει, ότι καταδικάζοντας την γυναίκα εκείνη όχι μόνο καταδίκαζε και τον εαυτό του, αλλά και απέρριπτε την σωτηρία που φέρνει ο Χριστός.

7.40 καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ᾽Ιησοῦς εἶπεν πρὸς αὐτόν, Σίμων(1), ἔχω σοί τι εἰπεῖν(2). ὁ δέ φησίν, Διδάσκαλε, εἰπέ.
40 Ο Ιησούς απάντησε σ’ αυτές τις σκέψεις του και του είπε: «Σίμων, έχω κάτι να σου πω». «Πες μου Διδάσκαλε», είπε εκείνος.
(1) «Κανείς να μην νομίζει ότι, επειδή και αυτός ο Φαρισαίους που κάλεσε τον Ιησού λέγεται Σίμων, ότι είναι ο ίδιος με τον Σίμωνα τον λεπρό», στο σπίτι του οποίου στη Βηθανία έγινε δείπνο στον Κύριο λίγο πριν το πάθος, όπως εξιστορεί ο Ιωάννης. «Διότι φαίνεται εκείνος ότι θεραπεύτηκε από τον Ιησού και σαν ένδειξη ευγνωμοσύνης ξεπλήρωσε κατά κάποιο τρόπο σε αυτόν, με το να τον υποδεχτεί στο σπίτι. Διότι δεν θα έτρωγε ο Ιησούς σε αυτόν, αν δεν είχε θεραπευτεί» (Σχ.). Το όνομα Σίμων ήταν από τα συνηθέστερα ονόματα. Υπάρχουν 10 ή 11 Σίμωνες στην Κ.Δ. και γύρω στους 20 στον Ιώσηπο. Η ταύτιση λοιπόν του ονόματος του Φαρισαίου και του λεπρού στη Βηθανία δεν αποδεικνύει τίποτα (p).
(2) «Ο μεν Φαρισαίος σκανδαλίστηκε μέσα του με τον Ιησού, επειδή δέχτηκε την πόρνη και δεν προγνώρισε ότι είναι αμαρτωλή. Αυτός όμως (ο Ιησούς) γνωρίζοντας την σκέψη του, κάνει κάτι ανώτερο από προφήτη, αποκαλύπτοντας σε αυτόν τον απόρρητο λογισμό του. Και επομένως αποδεικνύει με παράδειγμα, ότι και ξέρει αυτήν, και δίκαια την δέχεται λόγω της πολλής αγάπης της σε αυτόν, η οποία προερχόταν από πίστη και μετάνοια» (Ζ).

7.41 δύο χρεοφειλέται ἦσαν δανειστῇ τινι· ὁ εἷς ὤφειλεν δηνάρια πεντακόσια(1), ὁ δὲ ἕτερος πεντήκοντα(2).
41 «Δύο άνθρωποι χρωστούσαν λεφτά σε κάποιον δανειστή· ο ένας πεντακόσια δηνάρια κι ο άλλος πενήντα.
(1) Ως βάρος ασημιού το δηνάριο είχε άξία περίπου μίας χρυσής δραχμ. Ως αγοραστική όμως αξία υπερέβαινε τις 2 χρυσές δραχ. εφόσον εξισωνόταν με το ημερομίσθιο του εργάτη (Ματθ. κ 2) και του ρωμαίου στρατιώτη. Συνεπώς τα δύο χρέη ήταν περίπου 50 χρυσές λίρες το μεγαλύτερο και 5 χρυσές λίρες το μικρότερο (p).
(2) Ο Κύριος ρωτώντας τον Φαρισαίο με παραβολές και φέρνοντας στο προσκήνιο δύο χρεωφειλέτες, εμμέσως λέει ότι και αυτός είναι χρεωφειλέτης, που φαίνεται μεν ότι χρωστάει λιγότερα, αλλά χρωστάει λοιπόν» (Θφ). «Ούτε εσύ είσαι αναμάρτητος. Διότι αν χρωστάς λιγότερα, αλλά όμως δεν είσαι απαλλαγμένος αμαρτημάτων. Και πολλές μεν φορές συμβαίνει αυτός που έφταιξε σε πολλά, με εξομολόγηση να απαλλαχτεί από τα αμαρτήματα· ενώ αυτός που αμάρτησε λίγα, λόγω υπερηφάνειας να μην έρθει στο φάρμακο της εξομολόγησης και να είναι υπεύθυνος τιμωρίας» (Σχ.). Παρόλο που κλήθηκε για φιλοξενία από τον Σίμωνα, δεν παραλείπει ο Κύριος και τώρα και μετά από λίγο να ελέγξει αυτόν υποδεικνύοντας σε αυτόν και την ενοχή του, αλλά και τις παραλείψεις, τις οποίες απέναντί του ως φιλοξενουμένου διέπραξε ο Σίμων.

7.42 μὴ ἐχόντων αὐτῶν ἀποδοῦναι(1) ἀμφοτέροις ἐχαρίσατο(2). τίς οὖν αὐτῶν, ειπέ, πλεῖον αὐτόν ἀγαπήσει(3);
42 Επειδή όμως δεν είχαν να τα επιστρέψουν, τα χάρισε και στους δυο. Πες μας λοιπόν, ποιος από τους δυο θα του χρωστάει μεγαλύτερη ευγνωμοσύνη;»
(1) Η αμαρτία είναι χρέος και οι αμαρτωλοί είναι χρεωφειλέτες προς τον Θεό. Ως δημιουργήματά του οφείλουμε υπακοή στα παραγγέλματα του νόμου του και εφόσον δεν πληρώνουμε το χρέος αυτό, γινόμαστε χρεωφειλέτες απέναντί του. Ανάλογα λοιπόν με τις παραβάσεις μας και την παράλειψη των καθηκόντων μας, γινόμαστε περισσότερο ή λιγότερο χρεώστες μπροστά στη δικαιοσύνη του. Ο Φαρισαίος εδώ ήταν αυτός που χρωστούσε λιγότερα, ενώ η γυναίκα, που έγινε σκανδαλώδης και δημόσια παραβάτης, ήταν η περισσότερο χρεωφειλέτης. Αυτοί που αμαρτάνουν σε περιστάσεις περισσότερο αδικαιολόγητες και βαριές και παρασύρονται σε σοβαρότερες παραβάσεις, είναι και αυτοί που χρωστάνε περισσότερα. Είτε όμως μικρά είτε μεγάλα χρέη έχουμε μπροστά στη θεία δικαιοσύνη, από μόνοι μας αδυνατούμε να εξοφλήσουμε αυτά. Με χρυσό και ασήμι ή άλλη πολύτιμη ύλη δεν εξοφλούνται τα χρέη αυτά ενώπιον της θείας δικαιοσύνης. Μόνο η ευσπλαχνία και το έλεος του Θεού δέχεται την μετάνοιά μας και χαρίζει σε μας την οφειλή.
(2) Τους χάρισε το χρέος και δεν ζήτησε με τα μέτρα που καθόριζε ο νόμος να εισπράξει αυτό. Δεν ζήτησε δηλαδή να πουληθούν ως δούλοι αυτοί και τα παιδιά τους, ώστε από το ποσό που θα εισπραχθεί να εξοφληθεί το χρέος σε αυτόν. Ούτε παρέδωσε τους οφειλέτες στους βασανιστές, για να αναγκαστούν αυτοί από τις τιμωρίες που θα επιβάλλονταν να εξοικονομήσουν οπωσδήποτε τα οφειλόμενα. Ο Θεός είναι έτοιμος να μας συγχωρεί, με κάθε ελευθερία να συγχωρεί ταλαίπωρους αμαρτωλούς. Εάν μετανοούμε και πιστεύουμε στο Χριστό, οι παραβάσεις μας δεν θα μας οδηγήσουν στον όλεθρο ούτε θα καταλογιστούν σε μας, αλλά θα εξαλειφθούν ολότελα, αρκεί η μετάνοιά μας να είναι ειλικρινής.
(3) «Ούτε λοιπόν εσύ, Σίμων, που χρωστάς λιγότερα, μπορείς να πληρώσεις το χρέος… ούτε η γυναίκα. Και στους δύο λοιπόν θα αφεθεί. Και ποιος θα αγαπήσει περισσότερο;» (Θφ). Το «ποιος θα αγαπήσει περισσότερο» αποτελεί τον σκοπό της παραβολής, το κέντρο και το κύριο σημείο της. Η αγάπη και ευγνωμοσύνη εκείνων, στους οποίους χαρίστηκαν χρέη, εξαρτάται από την εκτίμησή τους για το ποσό το οποίο χαρίστηκε σε αυτούς (p). Εκείνοι των οποίων συγχωρούνται οι αμαρτίες, είναι υποχρεωμένοι να αγαπούν αυτόν, ο οποίος τους συγχώρεσε. Και όσες περισσότερες παραβάσεις τους συγχώρεσε, τόσο περισσότερο πρέπει να τον αγαπούν. Οι πριν την επιστροφή τους μεγάλοι αμαρτωλοί πρέπει μετά από αυτήν να αναδειχτούν μεγάλοι άγιοι. Όταν ο διώκτης Σαύλος έγινε κήρυκας Παύλος, κοπίασε περισσότερο από τους υπόλοιπους Αποστόλους.

7.43 ἀποκριθεὶς δε ο Σίμων εἶπεν, ῾Υπολαμβάνω ᾧ τὸ πλεῖον ἐχαρίσατο. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ, ᾽Ορθῶς ἔκρινας(1).
43 Ο Σίμων αποκρίθηκε: «Νομίζω εκείνος στον οποίο χάρισε τα περισσότερα». «Ορθά έκρινες», του είπε ο Ιησούς·
(1) Έκρινες σωστά και κρίνοντας τόσο σωστά, καταδίκασες εσύ τον εαυτό σου. Είναι το «πάρα πολύ σωστά» του Σωκράτη, όταν έπιανε στα δίχτυα του τον συνομιλητή του. Αλλά ό,τι δημιουργεί ανάμεσα στον Ιησού και στον Έλληνα φιλόσοφο απόσταση αμέτρητη, είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Ιησούς ταυτίζει τον εαυτό του με τον προσβεβλημένο Θεό, ο οποίος συγχωρεί και ο οποίος στο πρόσωπο του Ιησού γίνεται το αντικείμενο της ευγνώμονης αγάπης του αμαρτωλού (g). «Έδωσε από εδώ να καταλάβει, ότι όπως ακριβώς είναι το παράδειγμα, έτσι επομένως, εσύ μεν, Σίμων, επειδή είσαι χρεώστης σε λίγες τιμωρίες, λίγο με αγάπησες· ενώ αυτή, επειδή ήταν σε πολλές, πολύ, για να συγχωρεθεί σε αυτήν πολύ· για αυτό και επειδή πολύ αγάπησε, την δέχτηκα, για να συγχωρέσω πολύ» (Ζ).

7.44 καὶ στραφεὶς πρὸς τὴν γυναῖκα(1) τῷ Σίμωνι ἔφη, Βλέπεις ταύτην τὴν γυναῖκα; εἰσῆλθόν σου(2) εἰς τὴν οἰκίαν, ὕδωρ ἐπὶ πόδας(3) μου(4) οὐκ ἔδωκας· αὕτη δὲ(5) τοῖς δάκρυσιν(6) ἔβρεξέν μου τοὺς πόδας καὶ ταῖς θριξὶν της κεφαλής αὐτῆς(7) ἐξέμαξεν.
44 και ρίχνοντας τη ματιά του στη γυναίκα τού είπε: «Βλέπεις ετούτη τη γυναίκα; Όταν μπήκα στο σπίτι σου, δε μου έπλυνες με νερό τα πόδια. Αυτή, αντίθετα, με δάκρυα μου έπλυνε τα πόδια και μου τα σκούπισε με τα μαλλιά της.
(1) Ήταν αυτή πίσω του. Το να στραφεί λοιπόν προς αυτήν, την ώρα που μιλούσε στον Σίμωνα, ισοδυναμούσε στο μισό με μάλωμα στον Σίμωνα (p).
(2) Το «σου» μπαίνοντας μπροστά από το «στο σπίτι σου» κρύβει μέσα του έναν τόνο μομφής (p). Εσύ βλέπεις αυτήν με περιφρόνηση. Παρατήρησε όμως πόσο θετικότερα από σένα με υποδέχεται αυτή η γυναίκα. Αφού δέχτηκα τη δική σου ψυχρότερη υποδοχή, πώς να μην δεχτώ τη θερμότερη δική της;
(3) Δες Γεν. ιη 4,Κριτ. ιθ 21,Α Βασ. κε 41,Ιω. ιγ 5,Α΄Τιμ. ε 10 από τα οποία φαίνεται ότι όπως έπλεναν τα χέρια πριν το δείπνο, έτσι και τα πόδια. Ότι όμως δεν ήταν αυτή και γενική συνήθεια, βλέπουμε από την εδώ πράξη του Φαρισαίου (δ).
(4) Υπάρχει και η γραφή: ύδωρ μοι επί πόδας ουκ έδωκας. Από αυτήν πιο σωστή βρίσκει ο p. την «ύδωρ μου επί τους πόδας».
(5) Την οποία εσύ ως αμαρτωλή περιφρονείς (δ).
(6) «Εσύ δεν χρησιμοποίησες αυτά που σου ήταν έτοιμα· διότι δεν έδωσες νερό για τα πόδια μου· ενώ είναι εύκολη η χρήση του νερού. Αυτή όμως άδειασε αυτά που δεν τα είχε έτοιμα, βρέχοντας τα πόδια μου με τα δάκρυά της. Διότι δεν είναι εύκολο το χύσιμο των δακρύων» (Σχ.).
(7) «Και με τις τρίχες σκούπισε, έτσι ώστε με αυτές που έπιασε στα δίχτυα της αμαρτίας τους νέους, με αυτές να συλλάβει την αγιοσύνη» (Σχ.).

7.45 φίλημά(1) μοι οὐκ ἔδωκας· αὕτη δὲ ἀφ᾽ ἣς εἰσῆλθεν(2) οὐ διέλιπε(3) καταφιλοῦσά μου τοὺς πόδας(4).
45 Ένα φίλημα δε μου ’δωσες· ενώ αυτή, από τη στιγμή που μπήκε, δεν έπαψε να μου φιλάει τα πόδια.
(1) Όταν μπήκα στο σπίτι σου (Τωβίτ ια 8) δεν μου έδωσες φιλί αγάπης (δ). Δες και Γεν. λγ 4,Εξ. ιη 7,Β Βασ. ιε 5,ιθ 39,κ 9. Το ότι ο προδότης διάλεξε το φιλί ως σημάδι, μαρτυρεί ότι αυτό ήταν συνηθισμένο την εποχή εκείνη (p).
(2) Γραφή που μαρτυρείται από πολλά μεγαλογράμματα χειρόγραφα «εισήλθον». Το εισήλθε μολονότι μαρτυρείται από ένα μόνο μεγαλογράμματο κώδικα και την κοπτική μετάφραση έχει υπέρ του την πιθανότητα εξαιτίας εσωτερικών λόγων. Διότι η γραφή «εισήλθον» προϋποθέτει, ότι ο Κύριος βρήκε τη γυναίκα μέσα στην αίθουσα, πράγμα απίθανο. Εάν παρ’ όλα αυτά δεχτούμε την γραφή εισήλθον, πρέπει να δεχτούμε ότι η γυναίκα είχε ακολουθήσει από πριν τόσο κοντά τον Ιησού, ώστε μπήκε σχεδόν μαζί του στο σπίτι του Φαρισαίου (g).
(3) =Δεν έπαυσε (δ).
(4) Το σύνθετο οὐ διέλιπε καταφιλοῦσα κάνει την αντίθεση με το «φίλημα» πιο έντονη. Και ακόμη μεγαλύτερο τονισμό προσδίδει το ακόλουθο «τα πόδια». Το φίλημα δινόταν στο μάγουλο, ή ίσως, εάν ο Σίμων ήθελε να εκδηλώσει μεγαλύτερο σεβασμό, στο χέρι. Η γυναίκα φιλούσε τα πόδια (p), εκδηλώνοντας έτσι ταπεινή συγχρόνως και θερμή αγάπη.

7.46 ἐλαίῳ τὴν κεφαλήν μου οὐκ ἤλειψας(1)· αὕτη δὲ μύρῳ(2) ἤλειψεν τοὺς πόδας μου.
46 Το κεφάλι μου δεν μου το άλειψες με λάδι, ενώ αυτή μου άλειψε με μύρο τα πόδια.
(1) Ήταν συνηθισμένο στα συμπόσια το να αλείφουν το κεφάλι με λάδι. Δες Δευτ. κη 40,Β Βασ. ιδ 2,Ψαλμ. κβ 5, Ψαλμ 91,10, Ψαλμ. ργ 15,Μιχ. στ 15 (δ).
(2) Το λάδι ήταν πολύ φθηνό στην Παλαιστίνη, όπου οι ελιές φύτρωναν πάρα πολύ. Το μύρο από την άλλη ήταν πολύ ακριβό. Δες Ιω. ιβ 3,5 (p). Με το πολύτιμο μύρο δεν άλειψε το κεφάλι μου, αλλά τα πόδια μου (δ).

7.47 οὗ χάριν λέγω σοι, ἀφέωνται αἱ ἁμαρτίαι(1) αὐτῆς αἱ πολλαί, ὅτι ἠγάπησεν πολύ(2)· ᾧ δὲ ὀλίγον ἀφίεται(3), ὀλίγον ἀγαπᾷ(4).
47 Γι’ αυτό, λοιπόν, σε βεβαιώνω πως οι πολλές της αμαρτίες συγχωρήθηκαν, όπως δείχνει η πολλή ευγνωμοσύνη της. Σ’ όποιον συγχωρούνται λίγες αμαρτίες, αυτός δείχνει λίγη ευγνωμοσύνη».
(1) Οι αμαρτίες της. Όχι μόνο οι φανερές και σκανδαλώδεις, αλλά όλες, όσες ποτέ διαπράχθηκαν από αυτήν. Ο Χριστός ποτέ δεν συγχωρεί μέρος μόνο των αμαρτιών του αμαρτωλού που μετανοεί. Η συγχώρηση την οποία παρέχει ο Χριστός, είναι ευρεία και καλύπτει την όλη ζωή του μετανοημένου. Η εκφορά του αμαρτίες με το άρθρο, υποδηλώνει τις αμαρτίες εκείνες, τις οποίες υπαινίσσεται ο σ. 39, σαν να είχε γραφτεί εδώ: Οι πολλές αυτές αμαρτίες, για τις οποίες εσύ κατέκρινες αυτήν μέσα σου ως ένοχη, όλες συγχωρήθηκαν (ο).
(2) Δύο ερμηνείες προτάθηκαν: Σύμφωνα με τη μία το «σου λέω» πρέπει να εννοηθεί σαν μέσα σε παρένθεση. Και θα ερμηνεύσουμε: Εξαιτίας του οποίου, ή για αυτό (σου λέω και μάθε το) έχουν συγχωρεθεί οι αμαρτίες της οι πολλές, διότι με τα έργα έδειξε μεγάλη αγάπη προς εμένα (δ). Οι πολλές της αμαρτίες συγχωρέθηκαν λοιπόν για την πολλή αγάπη της ή η αγάπη της κέρδισε την συγχώρηση. Το οὗ χάριν προλαβαίνει το ακόλουθο «ότι» και το «σου λέω» είναι παρενθετικό (p). Εναντίον της εκδοχής αυτής αντιλέγουν πολλοί από τους νεότερους και ιδιαίτερα προτεστάντες, αφενός διότι αποδίδει την άφεση στην αγάπη και όχι στην πίστη, όπως άλλωστε διακηρύττεται και στο σ. 50 («η πίστη σου σε έχει σώσει»). Ο λόγος αυτός δεν είναι ισχυρός διότι η σύμφωνα με τον Παύλο πίστη που δικαιώνει είναι ενεργή μέσω της αγάπης. Και επιπλέον σύμφωνα με το Α΄ Πέτρ. δ 8 «η αγάπη καλύπτει πλήθος αμαρτιών» (L). Αφετέρου η παραπάνω εκδοχή δεν συμφωνεί με την παραβολή που προηγήθηκε, διότι ο Ιησούς θα έπρεπε στο σ. 42 να ρωτήσει: ποιος από τους δύο τον αγαπούσε περισσότερο, ώστε με την αγάπη του να γίνει άξιος της άφεσης του χρέους του; Επιπλέον θα έπρεπε ο Κύριος στο δεύτερο μέρος του σ 47 να πει όχι «σε αυτόν όμως που λίγο αφήνεται, λίγο αγαπά» αλλά: σε εκείνον ο οποίος λίγο αγαπά, λίγο αφήνεται (g). Για τους λόγους αυτούς προτάθηκε και δεύτερη ερμηνεία, σύμφωνα με την οποία το «σου λέω» δεν είναι παρενθετικό, αλλά αποτελεί την κύρια πρόταση (p) και θα ερμηνεύσουμε: Σου διακηρύττω, Σίμων, ότι οι αμαρτίες της έχουν συγχωρεθεί και αυτό πρέπει να το συμπεράνεις από το ότι αγάπησε πολύ (g). Ή, για αυτόν τον λόγο σου λέω, ότι οι πολλές της αμαρτίες συγχωρέθηκαν και λέω αυτό σε σένα, διότι αγάπησε πολύ και είσαι μάρτυρας αυτού. Ο Σίμων γνώριζε την μεγάλη αμαρτωλότητα της γυναίκας, ήταν επίσης και μάρτυρας της αγάπης της και της ευλάβειάς της, αλλά και είχε παραδεχτεί την αρχή, ότι η άφεση πολλού χρέους προκαλεί μεγάλη αγάπη. Φυσικό λοιπόν ήταν ο Κύριος απευθυνόμενος προς τον Σίμωνα να μιλήσει σε αυτόν έτσι (p).
(3) Αυτός που έχει την ιδέα, ότι διέπραξε λίγα άξια συγχώρησης και συνεπώς για λίγα δόθηκε σε αυτόν η άφεση, λίγο αγαπά. Αυτό λέγεται σε αναφορά με αυτόν τον ίδιο τον Σίμωνα (p). Ω Φαρισαίε· λίγο αγαπάς, διότι λίγο υποθέτεις ότι σου συγχωρέθηκε. Όχι διότι για λίγα δίνεται η συγχώρεση, αλλά διότι εσύ νομίζεις ότι είναι λίγο αυτό το οποίο συγχωρείται (Αυγουστίνος, Sermo 99).
(4) «Το είπε αυτό ελέγχοντας τον Σίμωνα» (Ζ). «Επειδή είπες, Σίμων, ότι δεν είμαι προφήτης αφού δεν κατάλαβα ότι αυτή ήταν αμαρτωλή, να, αποκαλύπτω όσα είναι στην καρδιά σου, για να μάθεις, ότι όπως ακριβώς ξέρω τα δικά σου τα οποία κρύβεις, πολύ περισσότερο τα δικά της, τα οποία και πολλοί άλλοι τα ξέρουν» (Θφ).

7.48 εἶπεν δὲ αὐτῇ, ᾽Αφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι(1).
48 Και στη γυναίκα είπε: «Οι αμαρτίες σου συγχωρήθηκαν».
(1) «Είπε σε αυτήν αυτό, για να πληροφορηθεί» (Ζ), αναγγέλλοντας σε αυτήν ως τετελεσμένο ήδη γεγονός την άφεση. Αφέωνται=είναι συγχωρεμένες (δ). Ο Παρακείμενος φανερώνει ότι οι αμαρτίες της είναι συγχωρεμένες και παραμένουν συγχωρεμένες. Δες Λουκ. ε 20. Δεν σημαίνει ότι οι αμαρτίες είχαν ήδη συγχωρεθεί πριν και ότι ο Ιησούς τώρα επιβεβαιώνει το γεγονός αυτό (L) αλλά ότι κατά τη στιγμή αυτή έχουν πλέον συγχωρεθεί. Και στο τραπέζι ακόμη, την ώρα του φαγητού ο Σωτήρας χρησιμοποιεί την εξουσία της άφεσης, για να επιβεβαιώνεται ότι και οι μεγαλύτεροι αμαρτωλοί συχνά μεταβάλλονται σε πάρα πολύ ευρύχωρα αγγεία χάριτος και ελέους (b).

7.49 καὶ ἤρξαντο οἱ συνανακείμενοι λέγειν ἐν ἑαυτοῖς, Τίς οὗτός ἐστιν(1) ὃς καὶ(2) ἁμαρτίας ἀφίησιν(3);
49 Όσοι κάθονταν μαζί με τον Ιησού στο τραπέζι άρχισαν να λένε μεταξύ τους: «Ποιος είναι αυτός που ακόμη και αμαρτίες συγχωρεί;»
(1) Απάντηση: Είναι ο υιός του ανθρώπου (b).
(2) Το και=Ακόμη και αμαρτίες (p)· ο οποίος προχωρεί τόσο πολύ στις αξιώσεις του, ώστε ακόμη και αμαρτίες να συγχωρεί.
(3) «Αυτό το είπαν και άλλοι, όταν θεράπευσε τον παραλυτικό» (Ζ). Αλλά εδώ η έκπληξη και ο σκανδαλισμός των παρισταμένων ήταν δυνατόν να είναι μεγαλύτερος. Διότι ο Ιησούς δεν διεκδικεί μόνο την εξουσία να συγχωρεί αμαρτίες, αλλά θεωρεί την σε αυτόν και στο πρόσωπό του εκδηλούμενη ευλάβεια της γυναίκας, σαν να απευθύνεται προς τον Θεό (L)

7.50 εἶπεν δὲ(1) πρὸς τὴν γυναῖκα, ῾Η πίστις σου(2) σέσωκέν σε· πορεύου εἰς εἰρήνην(3).
50 Μετά ο Ιησούς είπε στη γυναίκα: «Η πίστη σου σ’ έσωσε· πήγαινε στο καλό».
(1) Το δε (αντιθετικό=αλλά) υποδηλώνει ότι ο Ιησούς μπήκε στις σκέψεις εκείνων, αλλά δεν έκρινε άξιο να συζητήσει μαζί τους, όπως συζήτησε μαζί με τον Σίμωνα (L). Με αυτό όμως που λέει στη γυναίκα, απαντά έμμεσα και προς αυτούς βεβαιώνοντας ότι η πίστη της την απάλλαξε από τις αμαρτίες της (p). «Δεν είπε· Γυναίκα, εγώ σε σώζω… αλλά η πίστη σου» (Θφ).
(2) Η πίστη ότι ο Ιησούς μπορούσε και είχε την εξουσία να δώσει σε αυτήν την άφεση (L).
(3) Πήγαινε σε διαρκή κατάσταση ειρήνης (p), ειρηνεύοντας τώρα και απολαμβάνοντας αυτήν (g). «Αυτό όμως σημαίνει και το «μην αμαρτάνεις πλέον»» (Σχ.), εφόσον με την επιστροφή στην αμαρτία χάνεται η ειρήνη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8

Στίχ. 1-3.Οι γυναίκες που διακονούσαν τον Κύριο.
8.1 Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ καθεξῆς(1) καὶ αὐτὸς διώδευεν(2) κατὰ πόλιν καὶ κώμην(3) κηρύσσων(4) καὶ εὐαγγελιζόμενος(5) τὴν βασιλείαν τοῦ θεοῦ(6), καὶ οἱ δώδεκα σὺν αὐτῷ(7),
1 Λίγον καιρό αργότερα ο Ιησούς περιόδευε από πόλη σε πόλη και από χωριό σε χωριό, κηρύττοντας και φέρνοντας το χαρμόσυνο άγγελμα της βασιλείας του Θεού. Μαζί του ήταν και οι δώδεκα μαθητές του,
(1) Εξυπακούεται: χρόνο.
(2) Διώδευε=διερχόταν· λέξη του μεταγενέστερου ελληνισμού που συναντιέται και στους Ο΄(δ). Σημαίνει τρόπο ταξιδιού αργό και συνεχή (g). Ο Κύριος είχε καταστήσει διαρκές και κύριο έργο του το κήρυγμα. Και ασκούσε το έργο αυτό ακαταπόνητα, μη περιοριζόμενος σε έναν τόπο, αλλά περιοδεύοντας και ξεχύνοντας έτσι παντού τις ζωογόνες ακτίνες της φωτεινής διδασκαλίας του.
(3) =μία προς μία, κάθε πόλη και χωριό της Γαλιλαίας (δ). Δεν αρκούνταν να κηρύττει στις περισσότερο ή λιγότερο πολυάνθρωπες πόλεις, αλλά επισκεπτόταν και τα χωριά διδάσκοντας εκεί και τους κατοίκους της υπαίθρου, που ήταν περισσότερο απλοί και άπλαστοι από αυτούς που ζούσαν στις πόλεις.
(4) Το κηρύσσω και διδάσκω είναι το γενικό, ενώ το ευαγγελίζομαι το ειδικό με τη χριστιανική έννοια (δ).
(5) Αναγγέλλοντας την αγαθή είδηση της βασιλείας. Το ευαγγελίζομαι προσθέτει στο κηρύσσω την ιδέα της διακήρυξης της χάρης ως κυρίαρχο χαρακτηριστικό των διδασκαλιών του Κυρίου (g). Το να διακηρύττει στους ανθρώπους ότι έφτασε ο καιρός να συμφιλιωθούν με το Θεό και ότι τώρα με την επιστροφή τους στο Θεό θα τύχαιναν της ιδιαίτερης προστασίας του Θεού και θα γίνονταν παιδιά του, ήταν μήνυμα εξόχως χαρμόσυνο.
(6) Το «την βασιλεία του Θεού» σημαίνει την στον κόσμο σύσταση της εκκλησίας του, η οποία είναι επέκταση της βασιλείας του Θεού (δ).
(7) «Τον συνόδευαν και οι δώδεκα μαθητές που δεν δίδασκαν ούτε κήρυτταν, αλλά μαθήτευαν κοντά του και διδάσκονταν από όσα και έκανε και από όσα έλεγε» (Θφ).

8.2 καὶ γυναῖκές τινες αἳ ἦσαν τεθεραπευμέναι ἀπὸ πνευμάτων πονηρῶν καὶ ἀσθενειῶν(1), Μαρία ἡ καλουμένη Μαγδαληνή(2), ἀφ᾽ ἣς δαιμόνια ἑπτὰ(3) ἐξεληλύθει,
2 καθώς και μερικές γυναίκες, που είχαν θεραπευτεί από αρρώστιες και βάσανα, από δαιμονικά πνεύματα και ασθένειες. Αυτές ήταν η Μαρία, που ονομαζόταν Μαγδαληνή, απ’ την οποία ο Ιησούς είχε βγάλει εφτά δαιμόνια,
(1) Δεν μπορούμε να πούμε πόσες από τις γυναίκες αυτές είχαν απαλλαχτεί από δαιμόνια. Ίσως μόνο η Μαρία η Μαγδαληνή, ενώ οι άλλες είχαν θεραπευτεί από ασθένειες (p). «Επειδή δηλαδή ευεργετήθηκαν οι γυναίκες αυτές, δεν απομακρύνθηκαν από αυτόν» (Ζ).
(2) Μαγδαληνή πιθανώς επειδή καταγόταν από τα Μάγδαλα, χωριό που δεν ονομάζεται στην Κ.Δ., διότι η ορθή γραφή στο Ματθ. ιε 39 είναι σύμφωνα με τους νεότερους Μαγαδάν (p).
(3) «Το «δαιμόνια επτά» κάποιοι το ερμήνευσαν αντί για το «πολλά». Διότι συνήθιζαν οι Εβραίοι να λένε επτά τα πολλά» (Ζ). Το γεγονός αυτό αναφέρεται και στο Μάρκ. ιστ 9. Τίποτα ενδεικτικό δεν υπάρχει, ότι οι δαιμονισμένοι γενικά ή η Μαρία ιδιαιτέρως, είχαν ζήσει βίο ειδικά ανήθικο ή αμαρτωλό. Και το γεγονός ότι κανένα όνομα δεν δίνεται στην αμαρτωλή του προηγούμενου κεφαλαίου, ενώ εδώ η Μαγδαληνή εισάγεται ως τελείως νέο πρόσωπο, είναι εναντίον της ταύτισης της αμαρτωλής γυναίκας και της Μαγδαληνής, όπως αναφέρει μεταγενέστερη παράδοση της ρωμαϊκής εκκλησίας. Επιπλέον τέτοια δοκιμασία και μάστιγα, όπως η βίαιη δαιμονοληψία, είναι σχεδόν ασυμβίβαστη με το άθλιο επάγγελμα της πόρνης. Εάν ο Λουκάς ήθελε να σημάνει ότι η αμαρτωλή ήταν η Μαρία η Μαγδαληνή, θα το έπραττε σαφέστερα. Εάν πάλι ήθελε να αποκρύψει το γεγονός αυτό, δεν θα παρέθετε τόσο κοντά τις δύο αυτές περικοπές. Η αμαρτωλή, η Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία της Βηθανίας είναι τρία διαφορετικά πρόσωπα που διακρίνονται μεταξύ τους (p).

8.3 καὶ ᾽Ιωάννα(1) γυνὴ Χουζᾶ(2) ἐπιτρόπου(3) ῾Ηρῴδου(4) καὶ Σουσάννα(5) καὶ ἕτεραι πολλαί, αἵτινες διηκόνουν(6) αὐτοῖς ἐκ τῶν ὑπαρχόντων αὐταῖς(7).
3 η Ιωάννα η γυναίκα του Χουζά, αξιωματούχου του Ηρώδη, η Σουσάννα και άλλες πολλές, που χρησιμοποιούσαν τα υπάρχοντά τους για να υπηρετούν τον Ιησού.
(1) Η Ιωάννα ή σύμφωνα με άλλη γραφή Ιωάνα αναφέρεται πάλι μαζί με την Μαρία Μαγδαληνή στο Λουκ. κδ 10. Όλα όσα γνωρίζουμε για αυτήν περιλαμβάνονται στα 2 αυτά χωρία (p). Όνομα σπάνιο τόσο, όσο συνηθισμένο ήταν το Ιωάννης. Δεν συναντιέται στον Ιώσηπο (L).
(2) Χουζά είναι όνομα αραμαϊκό, που συναντιέται στις επιγραφές των Ναυατέων (L).
(3) «Επίτροπο του Ηρώδη να εννοήσεις τον φροντιστή και οικονόμο των πραγμάτων του» (Ζ).
(4) Πιθανώς του Ηρώδη του Αντίπα (p). Μήπως ήταν ο βασιλικός, του οποίου ο Ιησούς είχε θεραπεύσει τον γιο (Ιω. δ) και ο οποίος είχε πιστέψει με όλο το σπίτι του; (g). Εάν δεχτούμε αυτό, ήταν πλέον φυσικό ο βασιλικός να επέτρεπε στη σύζυγό του, να ακολουθεί τον Χριστό (p).
(5) Για την Σουσάννα τίποτα άλλο δεν ξέρουμε από την Κ.Δ., ούτε για τις άλλες γυναίκες, εκτός από το ότι οι στο Μάρκ. ιε 40 αναφερόμενες Μαρία, η μητέρα Ιακώβου και Ιωσή, και η Σαλώμη περιλαμβάνονταν μεταξύ τους (p).
(6) Διακονώ εδώ σημαίνει: υπηρετώ με χρηματική εισφορά, όπως στο Ρωμ. ιε 25, αλλά και με προσωπική υπηρεσία και φροντίδα, σαν αυτή που είχε ανάγκη ο περιοδεύων αυτός όμιλος (g).
(7) «Υπηρετούσαν τον Κύριο από τα υπάρχοντά τους και όχι από ξένα χρήματα και αδικίες όπως πολλοί» (Θφ). Εξαρτούσε τον εαυτό του για τη συντήρησή του και των μαθητών του από την καθημερινή γενναιοδωρία των ευσεβών αυτών γυναικών, την ώρα που κατείχε δύναμη δημιουργική, με την οποία πολλαπλασίασε τους 5 άρτους και τα 2 ψάρια, ώστε να χορτάσει με αυτά τους πέντε χιλιάδες. Εκείνος ο οποίος συντηρούσε την πνευματική ζωή του λαού του, δεν απαξίωνε να συντηρείται από αυτόν σωματικά. Δεν δοκίμαζε ντροπή για να συγκαταβαίνει σε τόσο βαθιά φτώχεια, ώστε να ζει από τις ελεημοσύνες της αγάπης. Μόνο τους άλλους έτρεφε με θαύματα. Αυτός συντηρούνταν και ζούσε από την αγάπη του λαού του (ο). Πρόσφεραν για την συντήρηση του Σωτήρα και των μαθητών του, οι οποίοι επιβίωναν έτσι από το έλεος των ευσεβών και πιστών, για να έχουν ελεύθερο χρόνο για το έργο του κηρύγματος και τη σωτηρία των ανθρώπων (δ). Παρόλο που ο Κύριος ήταν πλούσιος, πτώχευσε για μας μέχρι σημείου ώστε να επιζεί με ελεημοσύνες. Η περίπτωση αυτή μαρτυρεί, πόσο άσημη υπήρξε η θέση και κατάσταση, την οποία ο Κύριος αποδέχτηκε και πόσο μεγάλη υπήρξε η συγκατάβαση και ταπείνωσή του, ώστε να δέχεται για συντήρηση αυτού και των Αποστόλων ελεημοσύνες από γυναίκες. Είναι αξιοσημείωτο παρ’ όλα αυτά, ότι ο Κύριος προτιμά να συντηρείται με τις εισφορές φίλων και γνωστών παρά να γίνεται βάρος στους άγνωστους των πόλεων και χωριών, τα οποία περιόδευε κηρύττοντας. Αυτό εννοείται, δεν μειώνει την υποχρέωση εκείνων, οι οποίοι διδάσκονται τον λόγο του Θεού, από το να εισφέρουν για συντήρηση των διδασκάλων τους.

Στίχ. 4-15. Η παραβολή του σπορέως.
8.4 Συνιόντος δὲ ὄχλου πολλοῦ(1) καὶ τῶν κατὰ πόλιν ἐπιπορευομένων πρὸς αὐτὸν(2) εἶπεν διὰ παραβολῆς(3)
4 Όταν συγκεντρώθηκε κοντά στον Ιησού πολύς κόσμος, που έρχονταν από διάφορες πόλεις, εκείνος τους είπε μια παραβολή:
(1) =Επειδή μαζευόταν όχλος πολύς (δ). Ή, είναι χρονική μετοχή=Και ενώ μαζευόταν.
(2) Από πού μαζευόταν ο πολύς όχλος; Αυτό το εξηγεί η δεύτερη μετοχή επιπορευομένων= και επειδή από κάθε πόλη πορεύονταν, έρχονταν προς αυτόν πάντοτε νέοι ακροατές (δ).
(3) «Οι παραβολές είναι κάτι σαν εικόνες πραγμάτων όχι ορατών, αλλά νοερών μάλλον και πνευματικών. Αυτό δηλαδή που δεν μπορεί να το δει κάποιος με τα σωματικά μάτια, αυτό το δείχνει η παραβολή με τα διανοητικά μάτια, και με τα πράγματα που αντιλαμβάνονται οι αισθήσεις και κατά κάποιο τρόπο είναι απτά, απεικονίζει καλά τα νοητά που δεν φαίνονται καλά» (Κ). Παρέθεσε ήδη ο Λουκάς παραδείγματα διάφορα διδασκαλίας με παραβολές (ε 36-39,στ 39, 41-44,47-49,ζ 41,42), αλλά αυτές είναι σύντομες και λέγονται επεισοδιακά. Οι παραβολές τώρα γίνονται συνηθέστερες και περισσότερο επεξεργασμένες στη διδασκαλία του Σωτήρα. Αυτό γίνεται ευνόητο, όταν λάβουμε υπ’ όψη τα χαρακτηριστικά των παραβολών. Έχουν την διπλή ιδιότητα να αποκαλύπτουν, αλλά και να αποκρύπτουν. Αποσαφηνίζουν την αλήθεια σε αυτούς που είναι δεκτικοί αυτής, δεν διδάσκουν όμως, παρόλο που είναι δυνατόν να τους προκαλούν κάποια εντύπωση, τους αμελείς και απρόθυμους. Όσο λοιπόν η εχθρότητα προς την διδασκαλία του αύξανε, ο Ιησούς προτιμούσε την χρήση παραβολών, με τις οποίες δίδασκε τους μαθητές, χωρίς να δίνει λαβή ή ευκαιρίες στους εχθρούς του (p).

8.5 ᾽Εξῆλθεν(1) ὁ σπείρων(2) τοῦ σπεῖραι τὸν σπόρον(3) αὐτοῦ(4) καὶ ἐν τῷ σπείρειν αὐτὸν(5) ὃ μὲν ἔπεσεν παρὰ τὴν ὁδόν(6), καὶ κατεπατήθη(7) καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατέφαγεν αὐτό.
5 «Βγήκε ο σποριάς για να σπείρει το σπόρο του· καθώς έσπερνε, μερικοί σπόροι έπεσαν στο δρόμο, όπου καταπατήθηκαν και τους έφαγαν τα πουλιά.
(1) Δες Ματθ. ιγ 1-9 και Μάρκ. δ 1-9 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις.
(2) Αξιοσημείωτη: «Αυτός που σπέρνει. Αυτός που πάντα σπέρνει. Διότι δεν παύει ο υιός του Θεού να σπέρνει πάντοτε στις ψυχές μας. Διότι όχι μόνο όταν διδάσκει, αλλά και με την ίδια την Δημιουργία, και με αυτά που κάθε μέρα γίνονται σε μας, σπέρνει τις ψυχές μας τα αγαθά σπέρματα» (Θφ).
(3) Αυτό προσθέτει ο Λουκάς, για να ορίσει πιο κάτω αυτόν στην εξήγηση, ως τον θείο λόγο. Δες πιο κάτω στίχο 11 (δ).
(4) Αξιοσημείωτα τα επόμενα: «Διότι ο λόγος της διδασκαλίας ήταν δικός του και όχι ξένος. Διότι οι μεν προφήτες, όσα έλεγαν δεν τα έλεγαν ως δικά τους, αλλά ήταν του πνεύματος. Για αυτό έλεγαν, Αυτά λέει ο Κύριος. Ενώ ο Χριστός είχε δικό του τον σπόρο. Για αυτό δεν έλεγε, όταν δίδασκε, ότι Αυτά λέει ο Κύριος, αλλά Εγώ σας λέω» (Θφ). «Διότι δεν δανείζεται λόγο, αφού είναι από τη φύση του ο Λόγος του Θεού. Δεν ήταν πλέον προσωπικός σπόρος του Παύλου ούτε του Ιωάννη ούτε κάποιου άλλου από τους Αποστόλους ή τους Προφήτες, αλλά ήταν μεν σπόρος, αλλά δεν ήταν δικός τους, αλλά τον έχουν επειδή τον πήραν. Ο Χριστός όμως έχει δικό του σπόρο, αφού προσφέρει την διδασκαλία από τη δική του φύση» (Τίτος Βόστρων).
(5) Το «Αυτόν» αναφέρεται στον σποριά και όχι στον σπόρο, ο οποίος ξαναεμφανίζεται με το ουδέτερο «ο» όπως στο Μάρκο (L).
(6) Όχι κατά μήκος του δρόμου, αλλά κοντά στο δρόμο· παράπλευρα στο δρόμο. Έπεσε στον αγρό, αλλά τόσο κοντά στο δρόμο, ώστε πατήθηκε από τους περαστικούς (p).
(7) Στο στίχο αυτό ο Λουκάς έχει 3 χαρακτηριστικά που λείπουν από τους άλλους δύο συνοπτικούς· δηλαδή τον σπόρο, και κατεπατήθη, του ουρανού (p). Σε αυτό λοιπόν το πρώτο έδαφος, δύο αιτίες εξωτερικές, από τις οποίες η μία συμπληρώνει το καταστρεπτικό έργο της άλλης, καταστρέφουν τον σπόρο (g). Αυτοί που καταπατούν τον σπόρο είναι η μία και τα πετεινά του ουρανού, που κατατρώνε τον σπόρο, είναι η άλλη.

8.6 καὶ ἕτερον κατέπεσεν ἐπὶ τὴν πέτραν(1), καὶ φυὲν ἐξηράνθη διὰ τὸ μὴ ἔχειν ἰκμάδα(2).
6 Άλλοι έπεσαν στις πέτρες και, όταν φύτρωσαν, ξεράθηκαν, γιατί δεν είχε υγρασία.
(1) Ονομάζει έτσι, ό,τι ο μεν Μάρκος ονόμασε το πετρώδες, ενώ ο Ματθαίος τα πετρώδη (p).
(2) Ικμάδα, δηλαδή υγρασία (δ). Η λέξη στην παραβολή είναι χαρακτηριστική του Λουκά (L). Στο δεύτερο έδαφος την καταστροφή συντελεί μία αιτία εξωτερική (ο ήλιος) και μία εσωτερική (η έλλειψη υγρασίας) (g).

8.7 καὶ ἕτερον ἔπεσεν ἐν μέσῳ τῶν ἀκανθῶν(1), καὶ συμφυεῖσαι(2) αἱ ἄκανθαι ἀπέπνιξαν αὐτό.
7 Άλλοι σπόροι έπεσαν ανάμεσα σε αγκάθια και, όταν αυτά φύτρωσαν μαζί τους, τους έπνιξαν.
(1) Ή, ανάμεσα στα αγκάθια που είχαν φυτρώσει ήδη και ήταν ορατά, οπότε θα εξηγήσουμε το συμφυεῖσαι: αυξήθηκαν μαζί (L). Ή, πιο σωστά, ανάμεσα σε έδαφος που είχε σπέρματα αγκαθιών.
(2) Λέγεται μοναδική φορά στην Κ.Δ. Στους Ο΄ υπάρχει μόνο στο Σοφ. Σολομ. ιγ 13. Στον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη είναι μεταβατικό=προκαλώ το να φυτρώσουν μαζί. Στο συμφυεῖσαι αντιστοιχεί το ανέβησαν αι άκανθαι του Ματθαίου και του Μάρκου, και η φράση αυτή σχεδόν υπονοεί, ότι όταν έπεσε ο σπόρος, τα αγκάθια δεν ήταν ακόμη ορατά, αλλά φύτρωσαν μαζί με τον σπόρο (p). Στο τρίτο αυτό έδαφος την καταστροφή του σπόρου επέφερε μία και μόνη αιτία καθαρά εσωτερική (g).

8.8 καὶ ἕτερον ἔπεσεν εἰς τὴν γῆν(1) τὴν ἀγαθήν, καὶ φυὲν ἐποίησεν καρπὸν ἑκατονταπλασίονα(2). ταῦτα λέγων ἐφώνει(3). ῾Ο ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω(4).
8 Άλλοι όμως έπεσαν στο γόνιμο έδαφος, φύτρωσαν κι έδωσαν καρπό εκατό φορές περισσότερο». Αφού τα είπε όλα αυτά, πρόσθεσε με έμφαση: «Όποιος έχει αυτιά για ν’ ακούει ας τα ακούει».
(1) Όχι απλώς στη γη, αλλά μέσα στο έδαφος (p).
(2) Ο Λουκάς αποσιωπά το τριάκοντα και εξήκοντα, το οποίο αναφέρουν οι άλλοι δύο συνοπτικοί και αρκείται στο μέγιστο της καρποφορίας (L).
(3) Φώναζε δυνατά. Σημαίνει ότι ύψωνε τη φωνή και τόνιζε τα ακόλουθα λόγια, με σκοπό να αφυπνίσει στους ακροατές την αίσθηση των θείων πραγμάτων, χωρίς την οποία η διδασκαλία του Κυρίου θα παρέμενε σε αυτούς άκαρπη (g).
(4) «Είναι δηλαδή φανερό, ότι μερικοί έχουν αυτιά καλύτερα, που μπορούν να ακούνε τα λόγια του Θεού. Σε αυτούς όμως που δεν έχουν εκείνα τα αυτιά, τι λέει: Όσοι είστε κουφοί, ακούστε, και οι τυφλοί, ξαναδείτε» (Β).

8.9 ᾽Επηρώτων δὲ αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· τίς εἴη(1) ἡ παραβολή αὕτη.
9 Οι μαθητές του τότε τον ρωτούσαν: «Τι σημαίνει η παραβολή αυτή;»
(1) Ποια είναι η παραβολή στην έννοιά της (p). Την ερώτηση αυτή προβάλλουν οι μαθητές δηλαδή ένας κύκλος ευρύτερος από τους 12 (L) που ζητούν να μάθουν «ποιος άραγε είναι ο σκοπός της παραβολής και που τελικά αποβλέπει το βάθος της παραβολής» (Κ). Οφείλουμε με ζήλο να ερευνούμε για να γνωρίσουμε το αληθινό πνεύμα και ολόκληρο το βάθος του θείου λόγου, τον οποίο ακούμε ή διαβάζουμε, ώστε να μην είμαστε ελλιπείς στη γνώση μας και πολύ περισσότερο να μην παραγνωρίζουμε και παρανοούμε την αλήθεια.

8.10 ὁ δὲ εἶπεν, ῾Υμῖν(1) δέδοται γνῶναι τὰ μυστήρια τῆς βασιλείας τοῦ θεοῦ, τοῖς δὲ λοιποῖς(2) ἐν παραβολαῖς, ἵνα βλέποντες μὴ βλέπωσιν καὶ ἀκούοντες μὴ συνιῶσιν(3).
10 Εκείνος τους απάντησε: «Σ’ εσάς έδωσε ο Θεός να γνωρίσετε τα μυστήρια της βασιλείας του, ενώ στους υπολοίπους αυτά δίνονται με παραβολές, ώστε να κοιτάζουν αλλά να μη βλέπουν και ν’ ακούνε αλλά να μην καταλαβαίνουν».
(1) «Σε εσάς που ζητάτε να μάθετε» (Θφ) και έχετε το ενδιαφέρον για αυτό.
(2) Στους άλλους οι οποίοι είναι έξω από τον κύκλο των μαθητών του Χριστού (p)· «σε αυτούς που δεν είναι άξιοι των μυστηρίων» (Θφ).
(3) Η απάντηση του Κυρίου περιέχεται εκτενέστερα στον Ματθαίο, ο οποίος παραθέτει και την προφητεία του Ησαΐου στο κεφ. στ, την οποία ο Λουκάς απλώς υπαινίσσεται. Ομοίως και ο Μάρκος εισάγει την προφητεία συνυφασμένη με τα λόγια του Ιησού. Σχεδόν όλοι οι νεότεροι ερμηνευτές βρίσκουν διαφορά έννοιας ανάμεσα στη διατύπωση του Ματθαίου από τη μία και στη διατύπωση των Μάρκου και Λουκά από την άλλη. Οι δύο αυτοί συνοπτικοί παρουσιάζουν τον Κύριο να μιλά με παραβολές με σκοπό να σκληρυνθεί ο λαός· ενώ σύμφωνα με τον Ματθαίο χρησιμοποιεί ο Κύριος τις παραβολές, επειδή ο λαός είναι ήδη σαρκικός και σκληρός. Είναι παρ’ όλα αυτά αμφίβολο εάν η διαφορά αυτή είναι πραγματική. Διότι και σύμφωνα με τον Ματθαίο ο Κύριος χρησιμοποιεί την με παραβολές διδασκαλία, διότι ο Ησαΐας προφήτευσε την σκλήρυνση των Ιουδαίων και πρέπει η προφητεία αυτή να εκπληρωθεί. Χρησιμοποιεί λοιπόν την παραβολή, για να συντελεστεί η σκλήρυνση του λαού. Ακριβώς όμως το ίδιο λένε και οι Μάρκος και Λουκάς (g). Δεν έχουν οι Ιουδαίοι διάνοια επιδεκτική της διδασκαλίας και για αυτό διδάσκονται με τρόπο που τους αποστερεί την γνώση της αλήθειας, παρόλο που ο τρόπος αυτός είναι διαφωτιστικός για εκείνους, οι οποίοι επιθυμούν να κατανοήσουν (p). Στην αποστέρηση όμως αυτή και απόκρυψη της διδασκαλίας από αυτούς τους ανεπίδεκτους, εκδηλώνεται και πάλι η θεία αγαθότητα. «Για να μην καταδικαστούν δηλαδή περισσότερο, επειδή, αφού πρώτα γνώρισαν τα μυστήρια, τα περιφρόνησαν, για αυτό το λόγο απέκρυψε ο Χριστός αυτά από αυτούς. Διότι αυτός που γνώρισε και έπειτα περιφρόνησε, είναι άξιος βαρύτερης τιμωρίας» (Θφ).

8.11 ῎Εστιν δὲ αὕτη ἡ παραβολή(1)· ῾Ο σπόρος ἐστὶν ὁ λόγος τοῦ θεοῦ(2).
11 «Η παραβολή αυτή σημαίνει το εξής: Ο σπόρος είναι ο λόγος του Θεού.
(1) Ή, η παραβολή=η έννοια, το νόημα της παραβολής, οπότε το ῎Εστι λέγεται με την κύρια έννοια, την συνδετική· ή, το ῎Εστι μπορούμε να το πάρουμε αντί για το «φανερώνει», και τότε η λέξη παραβολή έχει μπει με κυριολεκτική έννοια (δ).
(2) Την φράση ο λόγος του Θεού, που συναντιέται μία φορά στον Μάρκο (ζ 13) και στον Ιωάννη (ι 35), ο Λουκάς τη χρησιμοποιεί 4 φορές στο ευαγγέλιο και 12 στις Πράξεις. Σημαίνει άραγε ο λόγος, που προέρχεται από το Θεό, ή ο λόγος που μιλά για το Θεό; Πιο πιθανή η πρώτη εκδοχή (p). Οι καρδιές των ανθρώπων είναι το πνευματικό έδαφος και ο λόγος του Θεού είναι ο σπόρος. Οι καρδιές μας μπορούν να δεχτούν το λόγο και να παράγουν τους καρπούς του. Αλλά εάν ο λόγος δεν πέσει στις καρδιές μας, αυτές από μόνες τους δεν μπορούν να παράγουν κάποιο καρπό αξιόλογο. Η κύρια φροντίδα μας λοιπόν πρέπει να είναι να φέρουμε σε συνάντηση τον σπόρο και το έδαφος. Για ποιόν άλλο σκοπό έχουμε την αγία Γραφή, εάν όχι για να σπαρθεί; Και γιατί έχουμε το έδαφος στις καρδιές μας, εάν όχι για να καλλιεργηθεί αυτό με τη σπορά του λόγου; Ο λόγος του Θεού είναι μέρος της τροφής, την οποία ο ίδιος ο Θεός έδωσε στον άνθρωπο, για να ζει με αυτήν. Είναι η πνευματική ενίσχυση, την οποία μας προμήθευσε για συντήρηση του μέσα μας πνευματικού συστατικού μας, της ψυχής, η οποία έχει ανάγκη να τρέφεται, όπως τρέφεται και το σώμα, με τροφή κατάλληλη και αρμόζουσα στη φύση μας. Μας δόθηκε ώστε μέσω αυτού να διδασκόμαστε τα σχετικά με το Θεό και τον πλησίον μας καθήκοντα, για να μας δείχνει από ποιο ύψος ξεπέσαμε με την αμαρτία και σε ποιο πάλι ύψος καλούμαστε να ανέβουμε με τα φτερά της πίστης και της αγάπης.

8.12 οἱ δὲ παρὰ τὴν ὁδόν(1) εἰσιν οἱ ἀκούσαντες(2), εἶτα ἔρχεται ὁ διάβολος(3) καὶ αἴρει τὸν λόγον ἀπὸ τῆς καρδίας(4) αὐτῶν, ἵνα μὴ πιστεύσαντες σωθῶσιν(5).
12 Οι σπόροι που έπεσαν στο δρόμο, είναι εκείνοι που άκουσαν το λόγο του Θεού· έρχεται όμως ύστερα ο διάβολος και τον παίρνει απ’ τις καρδιές τους, για να μην πιστέψουν και σωθούν.
(1) Η επιτυχία της σποράς εξαρτάται από τη φύση και την υγρότητα του εδάφους, από την διάθεση και ειλικρινή πρόθεση των καρδιών στο να δεχτούν το σπόρο. Ο λόγος του Θεού λοιπόν είναι για μας ό,τι και εμείς είμαστε για αυτόν. Είναι οσμή ζωής που φέρνει ζωή ή οσμή θανάτου που φέρνει θάνατο (Β Κορ. β 16).
(2) Το ακούσαντες αναφέρεται στο εξωτερικό όργανο της ακοής, όχι όμως και στην εσωτερική υποδοχή ή την πρόσληψη του λόγου από την καρδιά (ο).
(3) Ο Κύριος εδώ εξηγεί, τι σημαίνει η λέξη πετεινά, την οποία χρησιμοποιεί στην παραβολή ο Ματθαίος. Και αποτελεί αυτό ισχυρή απόδειξη για την ύπαρξη προσωπικού διαβόλου. Δεν λέει ο Κύριος, ότι τα πετεινά, που τρώνε τον σπόρο που έπεσε στο δρόμο είναι πειρασμοί απρόσωποι. Τονίζει ότι ο αντίπαλός μας είναι πρόσωπο (p).
(4) Έξω από την καρδιά τους· υπονοεί την μεγάλη δύναμη του διαβόλου (b). «Αλλά ας δούμε σαν ποια είναι η αιτία, για την οποία αρπάζονται αυτά που είναι στους δρόμους. Κάθε δρόμος είναι κάπως σκληρός και ακαλλιέργητος, επειδή πατιέται από τα πόδια όλων, και κανένα από τα σπέρματα δεν χώνεται μέσα σε αυτούς. Επομένως όσοι έχουν τον νου σκληρό, δεν μπαίνει μέσα τους κάποια θεία και ιερή νουθεσία, μέσω της οποία μπορούν να καρποφορούν τα καυχήματα της αρετής. Αυτοί έγιναν δρόμος πατημένος από τα ακάθαρτα πνεύματα και από τον ίδιο τον σατανά, οι οποίοι δεν είναι δυνατόν ποτέ να παράγουν καρπούς άγιους, αφού έχουν στείρα και άγονη την καρδιά» (Κ). Η καρδιά σκληραίνει από τα αλλεπάλληλα πατήματα. Πολλή ανάμειξη και απρόσεκτη σχέση με τον κόσμο, πολλή οικειότητα με αυτόν καθιστούν απρόθυμη και ανεπίδεκτη την καρδιά στο να εγκολπωθεί στα βάθη της τον λόγο. Η καρδιά σκληραίνει όλο και περισσότερο, όσο εξακολουθεί να εμπνέεται από το πνεύμα του κόσμου και να παρασύρεται από τη ματαιότητα και τις επιθυμίες του.
(5) Σωζόμαστε από τον λόγο μέσω της πίστης (b). Ο λόγος του ευαγγελίου δεν θα είναι λόγος σωτήριος για μας παρά μόνο εάν είναι «αναμιγμένος με πίστη» (Εβρ. δ 2). Για αυτό ο σατανάς πράττει ό,τι μπορεί για να μας απομακρύνει από την πίστη είτε εμποδίζοντάς μας από το να κρύψουμε τον λόγο του Θεού στα βάθη των καρδιών μας, είτε εάν τον κρύψουμε προς το παρόν, συντελεί στο να τον ξεχάσουμε, είτε εάν τον θυμόμαστε, ενεργεί στο να δημιουργηθούν στη διάνοιά μας παρανοήσεις αυτού ή προκαταλήψεις που τον νοθεύουν, είτε τέλος αποσπά τη διάνοιά μας και κατευθύνει αυτήν προς κάτι άλλο. Όλα αυτά όμως ώστε να μην πιστέψουμε ποτέ και σωθούμε, για να μην πιστέψουμε ποτέ και χαρούμε την μόνιμη και ανέκφραστη χαρά του Πνεύματος, την ώρα που αυτός πιστεύει και φρίττει.

8.13 οἱ δὲ ἐπὶ τῆς πέτρας οἳ ὅταν ἀκούσωσιν μετὰ χαρᾶς δέχονται(1) τὸν λόγον, καὶ οὗτοι ῥίζαν οὐκ ἔχουσιν, οἳ πρὸς καιρὸν(2) πιστεύουσιν καὶ ἐν καιρῷ πειρασμοῦ ἀφίστανται(3).
13 Οι σπόροι που έπεσαν στο πετρώδες έδαφος, είναι εκείνοι που, όταν ακούσουν το λόγο, τον δέχονται με χαρά, δεν έχουν όμως ρίζα· γι’ αυτό πιστεύουν για λίγο διάστημα και, όταν έρθει ο καιρός της δοκιμασίας, απομακρύνονται.
(1) Αυτό είναι η αρχή της πίστης (b).
(2) Η επανάληψη της λέξης καιρός προκαλεί εντύπωση. Επειδή κάθε ευκαιρία συνήθως διαρκεί μόνο για κάποιο σύντομο χρόνο, για αυτό το «καιρός» εδώ μπορεί να σημαίνει χρόνος σύντομης διάρκειας (p). Για λίγο διαρκεί ο ενθουσιασμός τους, μην αντέχοντας στην επίσης σύντομη διάρκεια του πειρασμού.
(3) «Πάλι υπάρχουν κάποιοι που έχουν την πίστη μέσα τους με αφέλεια, σαν να είναι απλά λόγια. Αυτοί έχουν την ευσέβεια χωρίς ρίζα. Διότι μπαίνοντας στις εκκλησίες χαίρονται μεν με το πλήθος των συγκεντρωμένων και με χαρά δέχονται τις ιερές τελετές· αλλά όχι μετά από εξέταση, αλλά από επιπόλαιη θέληση… Και αν μεν δεν περνούν δοκιμασίες τα πράγματα των Χριστιανών, διατηρούν εκείνοι την πίστη· όταν όμως θορυβηθούν από διωγμό, ο νους τους γίνεται φυγάς» (Κ). Οι πειρασμοί όμως μπορεί να προέρχονται όχι μόνο από τις δυσαρέσκειες του κόσμου, αλλά και από τα χαμόγελά του.

8.14 τὸ δὲ εἰς τὰς ἀκάνθας πεσόν, οὗτοί εἰσιν οἱ ἀκούσαντες(1), καὶ ὑπὸ μεριμνῶν καὶ πλούτου καὶ ἡδονῶν τοῦ βίου(2) πορευόμενοι(3) συμπνίγονται καὶ οὐ τελεσφοροῦσιν(4).
14 Αυτοί που έπεσαν στ’ αγκάθια, είναι εκείνοι που άκουσαν το λόγο, συμπορεύονται όμως με τις φροντίδες, με τον πλούτο και τις απολαύσεις της ζωής, πνίγονται απ’ αυτά και δεν καρποφορούν.
(1) Εάν η πρώτη τάξη, που εκπροσωπείται από τον σπόρο που έπεσε στο δρόμο, είναι οι κυριευμένοι από πλήρη θρησκευτική αναισθησία, που δεν αισθάνονται καμία λύπη για τις αμαρτίες τους και δεν φοβούνται την απειλητική καταδίκη· ενώ η δεύτερη είναι αυτοί που έχουν ελαφρές καρδιές, η τρίτη τάξη, την οποία εκπροσωπεί το τμήμα του σπόρου που έπεσε στα αγκάθια, είναι καρδιές σοβαρές, αλλά που περισπώνται και από τα εγκόσμια. Ζητούν την σωτηρία και αναγνωρίζουν την αξία του ευαγγελίου, αλλά θέλουν επίσης να απολαμβάνουν την γήινη καλοζωΐα και να εξασφαλίζουν στους εαυτούς τους βίο άνετο (g).
(2) Θα συνδέσουμε το ὑπὸ μεριμνῶν καὶ πλούτου καὶ ἡδονῶν τοῦ βίου με το συμπνίγονται και όχι με το πορευόμενοι (p). Όχι «πορεύονται, δηλαδή ζουν με μέριμνες και πλούτο και ηδονές» (Ζ). Αλλά συμπνίγονται από τις μέριμνες και τον πλούτο και τις ηδονές του βίου, την ώρα που πορεύονται.
(3) Καθώς πορεύονται τον δρόμο της πίστης, καθώς αναπτύσσεται το σπέρμα το οποίο πήραν (δ). Η καταστροφή του σπόρου δεν έρχεται ούτε αιφνίδια, όπως στο πάτημά του στο δρόμο και στην αρπαγή του από τα πετεινά, ούτε ραγδαία όπως στην αποξήρανση του σπόρου που έπεσε στην πέτρα. Αλλά καταστρέφεται ο σπόρος την ώρα που οι άνθρωποι αυτής εδώ της κατηγορίας πορεύονται στο δρόμο της ζωής και πριν ακόμη φθάσουν στο τέλος της (p). Το σπέρμα το οποίο πήραν, αναπτύσσεται, αλλά δεν ωριμάζει (δ). Δεν σημειώνεται σε αυτούς κάποια αιφνίδια και ολοφάνερη αποστασία, αλλά γίνεται σε κάποιο βαθμό και πρόοδος (b). Ο σατανάς λοιπόν εργαζόμενος με ζήλο και επίμονα στο να εξουδετερώσει την επίδραση του λόγου στις καρδιές των ανθρώπων, συντελεί το έργο του σύμφωνα με την ποιότητα του εδάφους, στο οποίο θα πέσει ο λόγος αυτός. Προσπαθεί ευθύς εξ’ αρχής να εμποδίσει εξ’ ολοκλήρου την είσοδο του λόγου στην καρδιά των ακροατών. Όταν όμως δεν πετύχει αυτό, προσπαθεί να καταστήσει το έδαφος της καρδιάς ακατάλληλο για καρποφορία του λόγου. Επιτυγχάνει λοιπόν αυτό με την επιπολαιότητα, την οποία υποθάλπει στο εσωτερικό των ανθρώπων, ώστε να μην κατανοήσουν αυτοί επαρκώς και κατά βάθος την αλήθεια και με την δέουσα προσοχή να συγκρατήσουν αυτήν. Αφού πρόωρα φύτρωσε σε αυτούς ο σπόρος της αλήθειας, γρήγορα ξεραίνεται λόγω έλλειψης βαθιάς εκτίμησης των θείων. Αλλά μερικές φορές ο σατανάς αποτυγχάνει και στην προσπάθεια αυτή. Καταφεύγει τότε στα αγκάθια, στις μέριμνες, στην απάτη του πλούτου, στις ηδονές, τα οποία αυξάνουν μαζί με τον λόγο και τελικά τον συμπνίγουν. Αλίμονο! Τι ακούραστες προσπάθειες ο αδιάλλακτος αυτός εχθρός του Θεού και του ανθρώπου καταβάλλει για να απομακρύνει τους ανθρώπους από την αλήθεια και να καταστήσει αυτούς άθλιους και δυστυχείς αιωνίως! (ο).
(4) Δηλαδή δεν φέρνουν στο τέλος· δεν ωριμάζουν μέσα τους τον θείο λόγο (δ). Δεν φτάνει να φυτρώσει ο καρπός, αλλά πρέπει και να ωριμάσει πλήρως. Εάν δεν ωριμάσει, σχεδόν δεν διαφέρει καθόλου από αυτόν που δεν φύτρωσε. Για αυτό λοιπόν ακριβώς και οι άλλοι δύο συνοπτικοί χρησιμοποιούν προκειμένου και για τον σπόρο που έπεσε στα αγκάθια την φράση «άκαρπος γίνεται».

8.15 τὸ δὲ ἐν τῇ καλῇ γῇ, οὗτοί εἰσιν οἵτινες ἐν καρδίᾳ καλῇ καὶ ἀγαθῇ ἀκούσαντες τὸν λόγον κατέχουσιν(1) καὶ καρποφοροῦσιν ἐν ὑπομονῇ(2).
15 Με το σπόρο που έπεσε στο γόνιμο έδαφος, εννοούνται όσοι άκουσαν το λόγο με καλή και αγαθή καρδιά, τον φυλάνε μέσα τους και καρποφορούν με υπομονή».
(1) Αφού άκουσαν τον λόγο, τον κατέχουν, τον φυλάνε με καρδιά καλή και αγαθή (δ). Το «ἐν καρδίᾳ» πρέπει να το συνδέσουμε μάλλον με το κατέχουσι παρά με το ακούσαντες (p). Αλλά και τα ακούσαντες και κατέχουσι πρέπει να τα πάρουμε ενωμένα διότι και τα δύο σημαίνουν το ίδιο πράγμα εδώ=το να ακούνε και να κατανοούν με τρόπο ώστε να κατέχουν αυτά που ακούνε και κατανοούνε, αποτελεί μία και την ίδια ενέργεια (g).
(2) Το «υπομονή» υπενθυμίζει τα πολυάριθμα εμπόδια, τα οποία έχει να υπερπηδήσει αυτός που κατέχει το σπόρο έως ότου αυτός φθάσει στην πλήρη ανάπτυξή του και καρποφορία (g). Σημείωσε 3 απλούς κανόνες σε σχέση με την ακρόαση του λόγου: α) Προσπάθεια διαρκής να ακούμε το κήρυγμα του ευαγγελίου με διάνοια ελεύθερη από προκατάληψη· β) Το κήρυγμα πρέπει να ακούγεται με πόθο να ωφεληθούμε από αυτό και γ) Το κήρυγμα πρέπει να ακούγεται με ταπεινή εξάρτηση από το Άγιο Πνεύμα, το οποίο πρέπει να παρακαλούμε για να ανοίξει το νου μας για κατανόησή του και να κατανύξει τις καρδιές μας για υποδοχή του και πλούσια καρποφορία του. «Βλέπεις πώς είπε για αυτούς που σώζονται το «κατέχουν» και το «καρποφορούν» και το «με υπομονή» και με τα τρία αυτά διαχώρισε αυτούς από εκείνους οι οποίοι δεν κατέχουν, που είναι αυτοί στο δρόμο· από εκείνους που δεν καρποφορούν, που είναι αυτοί στα αγκάθια· από εκείνους που δεν υπομένουν έφοδο πειρασμού, που είναι αυτοί στην πέτρα» (Θφ). Κατέχουν αυτοί, όχι όπως εκείνοι στο δρόμο· καρποφορούν, όχι όπως εκείνοι στα αγκάθια· με υπομονή, όχι όπως εκείνοι στην πέτρα (b). Ο λόγος του Θεού πρέπει να ακούγεται με ειλικρίνεια, με ενδιαφέρον, με προσοχή, με πνεύμα ευλάβειας και προσευχής, και με απόφαση σταθερή να ζήσουμε σύμφωνα με αυτόν, οσοδήποτε και αν μας παρουσιάζεται να αντιτίθεται στις φυσικές κλίσεις της καρδιάς μας. Διαφορετικά όχι μόνο δεν φέρνει κανένα αγαθό αποτέλεσμα σε μας, αλλά γίνεται οσμή θανάτου που προκαλεί θάνατο (Β΄ Κορ. β 16)(ο).

Στίχ. 16-18. Το λυχνάρι και ο λυχνοστάτης.
8.16 Οὐδεὶς(1) δὲ λύχνον ἅψας καλύπτει αὐτὸν σκεύει(2) ἢ ὑποκάτω κλίνης τίθησιν, ἀλλ᾽ ἐπὶ λυχνίας(3) επιτίθησιν, ἵνα οἱ εἰσπορευόμενοι βλέπωσιν τὸ φῶς(4).
16 «Κανένας όταν ανάβει το λυχνάρι δεν το καλύπτει με κάποιο σκεύος ούτε το βάζει κάτω απ’ το κρεβάτι. Το τοποθετεί πάνω στο λυχνοστάτη, για να βλέπουν το φως όσοι μπαίνουν στο σπίτι.
(1) Δες και Μάρκ. δ 21-25 και Ματθ. ε 14 και ι 26 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις. Η σύνδεση των σ. 16-18 με τα παραπάνω αναμφίβολα είναι η επόμενη: Αφού απάντησε ο Ιησούς στο ερώτημα των μαθητών (σ.9) και αφού εξήγησε σε αυτούς την παραβολή, άναψε φως σε αυτούς. Δεν πρέπει να κρύβουν αυτό, αλλά πρέπει να φροντίζουν ώστε με αυτό να φωτίζονται και οι άλλοι (p). Ο λόγος του Θεού είναι φως και το ότι αποκρύπτεται από τους πολλούς, είναι κάτι προσωρινό. Οι μαθητές λοιπόν, πρέπει να επωφεληθούν από το προνόμιό τους, διότι αλλιώς διατρέχουν τον κίνδυνο να ξεπέσουν από αυτό (L).
(2) Αντί για τη λέξη «σκεύει» στους άλλους δύο συνοπτικούς υπάρχει το πιο καθορισμένο «υπό τον μόδιον», το οποίο ο Λουκάς το έχει στο ια 33.
(3) Λυχνία ή λυχνίον ή λυχνείον, είναι ο λυχνοστάτης, πάνω στον οποίο τοποθετείται το αναμμένο λυχνάρι (p).
(4) Οι διάκονοι του λόγου, στους οποίους είναι εμπιστευμένο το ευαγγέλιο, αλλά και οι ακροατές, που ωφελήθηκαν από την ακρόαση του λόγου, όλοι αυτοί οι οποίοι καταρτίστηκαν για να ωφελούν και άλλους, πρέπει να θεωρούν τους εαυτούς τους ως λυχνάρια που άναψαν. Οι διάκονοι του λόγου κηρύττοντας επίσημα και με κύρος, οι απλοί άνθρωποι που ωφελήθηκαν από το λόγο με συζητήσεις φιλικές που διεξάγονται με αδελφική οικειότητα, οφείλουν να ξεχύνουν στο περιβάλλον τους το φως.

8.17 οὐ(1) γάρ ἐστιν κρυπτὸν ὃ οὐ φανερὸν γενήσεται, οὐδὲ ἀπόκρυφον ὃ οὐ γνωσθήσεται καὶ εἰς φανερὸν ἔλθῃ(2).
17 Δεν υπάρχει τίποτε κρυφό που δε θα γίνει φανερό και τίποτε μυστικό που δε θα μαθευτεί και δε θα έρθει στο φως.
(1) Είναι αξιοσημείωτος ο ποιητικός ρυθμός και παραλληλισμός του σ. (p). Η έννοιά του: Η διδασκαλία του Ιησού δεν θα παραμείνει κρυμμένη και αγνοημένη. Δες και Λουκ. ιβ 3. Ό,τι ο Ιησούς λέει τώρα ανάμεσα στους τοίχους ενός δωματίου θα δημοσιευτεί μια μέρα από το ύψος των δωμάτων. Αλλά από ποιους άλλους, παρά από τους μαθητές; (g). Δες τις σημειώσεις στο Μάρκ. δ 22.
(2) «Λέγοντας αυτά, τούς οδηγεί να ζουν με ακρίβεια, διδάσκοντας να έχουν αγωνία διότι βρίσκονται κάτω από τα μάτια όλων και αγωνίζονται στη μέση του θεάτρου της οικουμένης. Μη δηλαδή δείτε αυτό, λέει, ότι τώρα καθόμαστε εδώ και είμαστε σε μια μικρή γωνιά· διότι θα γίνετε ολοφάνεροι σε όλους» (Χ). Ό,τι ο διδάσκαλος σάς εμπιστεύτηκε κατ’ ιδίαν, πρέπει να γίνει ολοφάνερο από σας. Διότι ο διδάσκαλος δεν σας έδωσε τα τάλαντα, για να τα θάψετε, αλλά για να τα πολλαπλασιάσετε. Ό,τι τώρα είναι κρυφό, ας γίνει φανερό από εσάς. Διότι ούτως ή άλλως αυτό θα φανερωθεί. Και εάν δεν φανερωθεί από εσάς, θα φανερωθεί εις βάρος σας, διότι θα γίνει συγχρόνως φανερός ο δόλος ή η νωθρότητά σας.

8.18 βλέπετε οὖν(1) πῶς ἀκούετε· ὃς γὰρ εάν ἔχῃ, δοθήσεται αὐτῷ(2), καὶ ὃς εάν μὴ ἔχῃ(3), καὶ ὃ δοκεῖ(4) ἔχειν ἀρθήσεται(5) ἀπ᾽ αὐτοῦ(6).
18 Προσέξτε λοιπόν καλά αυτά που ακούτε, γιατί όποιος έχει θα του δοθεί, και όποιος δεν έχει, κι αυτό που νομίζει ότι έχει θα του αφαιρεθεί».
(1) Επειδή η διδασκαλία που πήρατε, πρέπει να παραδοθεί σε όλους και να γίνει γνωστή σε αυτούς, για αυτό λοιπόν (p), «να εξετάζετε πώς ακούτε· να προσέχετε πώς ακούτε όσα λέω. Διότι πρέπει να τα ακούτε με σπουδαιότητα και επιμέλεια… διότι είναι υψηλά και δεν λέγονται τυχαία» (Ζ). Για να μεταδώσει κάποιος καλά τέτοια διδασκαλία, όπως αυτή του Ιησού, πρέπει να την έχει ακούσει καλά, δηλαδή να την κάνει δική του όχι μόνο με τη διάνοια, αλλά και με την καρδιά και την συνείδηση. Σε αυτόν λοιπόν τον αληθινό τρόπο της ακρόασης, αναφέρεται τοι «πώς».
(2) Οποιοσδήποτε υποδέχεται με προθυμία και από καρδιάς τον λόγο, γίνεται άξιος και ικανός να πάρει περισσότερη γνώση και φωτισμό (p). «Εσείς λοιπόν, μαθητές μου, εάν έχετε προσοχή και ζήλο, θα σας δοθεί περισσότερη χάρη από το Θεό» (Θφ).
(3) Εκεί όπου δεν υπάρχει προθυμία για υποδοχή, προσοικείωση και αφομοίωση του λόγου, όχι μόνο ανακόπτεται η περαιτέρω πρόοδος, αλλά χάνει κάποιος ολοένα και περισσότερο εκείνο που είχε (g). «Αυτός όμως που δεν έχει ζήλο και προσοχή, και αυτό το χάρισμα που φαίνεται ότι έχει από το Θεό, με την αμέλειά του το σβήνει και το χάνει» (Θφ).
(4) Το ὃ δοκεῖ ἔχειν= εκείνο, που αυταπατώμενος νομίζει ότι έχει (p). Το χάρισμα, που χάνεται, ήταν φαινομενικό χάρισμα και ουδέποτε αυτός που το χάνει, το είχε πραγματικά. Και οι Χριστιανοί που δεν χρησιμοποιούν τον φωτισμό της θρησκείας του ευαγγελίου, δεν είναι και πραγματικοί τέτοιοι, οπότε είναι επόμενο να ξεπέσουν και να απομακρυνθούν από αυτήν. «Από μας βγήκαν, αλλά δεν ήταν από εμάς» (Α΄Ιω. β 19).
(5) Θα αφαιρεθεί από αυτόν. Η καταστροφή αυτή μπορεί να λάβει χώρα σε οποιονδήποτε χρόνο της παρούσας ζωής ή και μπορεί να αναβληθεί μέχρι και την ίδια την τελευταία στιγμή, κατά την οποία πρόκειται να επέλθει ο θάνατος. Με αλάνθαστη όμως βεβαιότητα μπορεί να λεχθεί, ότι η τρομερή αυτή απειλή πραγματοποιείται σε οποιονδήποτε, ο οποίος καταχράται το έλεος και τα προνόμια που του έδωσε ο Θεός, ώστε να τα χρησιμοποιήσει για σωτηρία του (ο).
(6) Θα αφαιρεθεί από αυτόν και θα κατανοήσει την πνευματική του γύμνωση, αφού θα αφαιρεθεί από τα ίδια τα πράγματα, η δόξα και η υπερηφάνειά του (δ). Τάλαντο που χώνεται και θάβεται, θα χαθεί. Παραμένει αχρησιμοποίητο και ανώφελο όχι μόνο για τους άλλους, αλλά και για αυτόν τον ίδιο, στον οποίο ο Θεός εμπιστεύτηκε αυτό.

Στίχ. 19-21. Μητέρα και αδελφοί του Κυρίου.
8.19 Παρεγένετο(1) δὲ πρὸς αὐτὸν ἡ μήτηρ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἠδύναντο συντυχεῖν(2) αὐτῷ διὰ τὸν ὄχλον(3).
19 Ήρθαν τότε να συναντήσουν τον Ιησού η μητέρα του και τ’ αδέρφια του, δεν μπορούσαν όμως να τον πλησιάσουν από τον πολύ κόσμο.
(1) Δες Ματθ. ιβ 46-50 και Μάρκ. γ 31-35 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις. Υπάρχει και η γραφή παρεγένετο (σε ενικό δηλ.)=Γράφοντας ο Λουκάς είχε στο νου κυρίως την μητέρα του Ιησού (p).
(2) Το συντυγχάνω σημαίνει πρώτον συναντώ και έπειτα και συνομιλώ· εδώ και τα δύο (δ).
(3) Η λέξη προκαλεί κάποια έκπληξη διότι τα προηγούμενα λέχθηκαν ιδιαιτέρως μαζί με τους μαθητές (L). Συμφωνεί όμως αυτό με την αφήγηση του Μάρκου, ο οποίος σε αυτήν την περίπτωση παρουσιάζει τον Κύριο σε σπίτι, όπου μαζεύτηκε τόσος όχλος, «ώστε να μην μπορούν ούτε ψωμί να φάνε» (Μάρκ. γ 20). Και αποδεικνύεται από αυτό, ότι ούτε οι Ματθαίος και Μάρκος που τοποθετούν το επεισόδιο πριν την παραβολή του σποριά, ούτε ο Λουκάς που τοποθετεί αυτό μετά από αυτήν, είχαν πρόθεση να καθορίσουν με ακρίβεια το χρόνο, κατά τον οποίο έγινε αυτό.

8.20 και ἀπηγγέλη δὲ αὐτῷ λεγόντων(1), ῾Η μήτηρ σου καὶ οἱ ἀδελφοί σου ἑστήκασιν ἔξω ἰδεῖν σε θέλοντές(2).
20 Τον ειδοποίησαν λοιπόν: «Η μητέρα σου και τ’ αδέρφια σου στέκονται έξω και θέλουν να σε δουν».
(1) «Έλεγαν αυτοί που έκαναν την αναγγελία» (Ζ).
(2) Θέλουν να σε δουν, για να σου μιλήσουν. «Από εδώ δείχνει, ότι δεν ήταν μαζί με τους σαρκικούς συγγενείς του ο Χριστός. Διότι αφού τους άφησε, περνούσε το χρόνο του με την πνευματική διδασκαλία, αλλά εκείνοι έρχονται προς αυτόν. Έτσι πρέπει λοιπόν και καθένας στον οποίο έχει ανατεθεί διακονία Θεού, τίποτα να μην βάζει προτιμότερο από αυτήν, αλλά και γονείς να απομακρύνει, αν βεβαίως πρόκειται να μας εμποδίζουν… στο έργο του Θεού. Όπως ακριβώς λοιπόν και τώρα κάνει ο Κύριος» (Θφ).

8.21 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν πρὸς αὐτούς, Μήτηρ μου καὶ ἀδελφοί(1) μου οὗτοί εἰσιν οἱ τὸν λόγον τοῦ θεοῦ ἀκούοντες καὶ ποιοῦντες(2) αυτόν.
21 Εκείνος τους αποκρίθηκε και τους είπε: «Μητέρα μου και αδέρφια μου είναι αυτοί εδώ που ακούνε το λόγο του Θεού και τον εφαρμόζουν».
(1) Χωρίς άρθρο τα «μητέρα μου και αδελφοί μου» σε όλους τους συνοπτικούς. Όχι λοιπόν: αυτοί είναι η μητέρα μου και οι αδελφοί μου, αλλά: μητέρα και αδελφοί σε μένα, δηλαδή ίσοι και το ίδιο αγαπητοί με μητέρα και αδελφούς (p). «Ανεβάζει σε μεγάλο ύψος την αγάπη του στους ανθρώπους, σε όσους τυχόν θα ήθελαν να πειστούν στους νόμους του· και θέλει να μας χρωστά τις ανώτατες τιμές, σαν σε μητέρες και αδελφούς. Διότι αν λέει ότι είναι μητέρα και αδέλφια του αυτοί που ακούνε τον λόγο του και τον εφαρμόζουν, πώς δεν είναι σε όλους φανερό, ότι σε αυτούς που τον ακολουθούν χαρίζει ξεχωριστή αγάπη που αξίζει να την πάρουν;» (Κ). «Δεν περιορίζει σε λίγους την αδελφική σχέση, ούτε αξιώνει να έχει αδέλφια του μόνο τα παιδιά του Ιωσήφ, αλλά επειδή ήλθε να σώσει όλο τον κόσμο και να τους κάνει όλους αδελφούς, λέει: Μητέρα μου και αδελφοί μου είναι αυτοί που ακούνε τον λόγο του Θεού» (Θφ).
(2) «Επειδή σκέτη η ακρόαση δεν σώζει κανέναν, αλλά μάλλον και καταδικάζει, λέει, «και εφαρμόζουν». Διότι μαζί με το να ακούνε, πρέπει και να εφαρμόζουν» (Θφ).

Στίχ. 22-25. Κατάπαυση της τρικυμίας.
8.22 Και εγένετο ἐν μιᾷ τῶν ἡμερῶν(1) καὶ αὐτὸς ἐνέβη εἰς πλοῖον καὶ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ(2), καὶ εἶπεν πρὸς αὐτούς, Διέλθωμεν εἰς τὸ πέραν τῆς λίμνης(3)· καὶ ἀνήχθησαν(4).
22 Μια μέρα ο Ιησούς μπήκε μαζί με τους μαθητές του σ’ ένα πλοιάριο και τους είπε: «Ας πάμε στην απέναντι όχθη της λίμνης». Και τράβηξαν στ’ ανοιχτά.
(1) Δες Ματθ. η 23 και Μάρκ. δ 35 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις. Ο Λουκάς έχει την διήγηση αυτή σε άλλη σειρά σε σχέση με αυτήν του Ματθαίου. Με τη φράση όμως «μία από τις ημέρες» αφήνει αόριστη την εποχή αυτού του συμβάντος (δ).
(2) Όχι μόνο οι 12, αλλά απλώς αυτοί που τότε ήταν παρόντες εκεί στο παραθαλάσσιο μέρος (δ).
(3) Λίμνη Γεννησαρέτ, από την γη Γεννησαρέτ που ήταν δίπλα της (Ματθ. ιδ 34,Μάρκ. στ 53,Ιωσήπ. Ιουδ. Πολ. ΙΙΙ 10,8) ονομάζει μόνος ο Λουκάς (ε 1) αυτήν που οι άλλοι ευαγγελιστές ονομάζουν θάλασσα της Γαλιλαίας ή της Τιβεριάδος (δ).
(4) Ο ναυτικός όρος ανάγομαι χρησιμοποιείται συχνά από τον Λουκά και είναι αποκλειστικά δικός του (Πράξ. ιγ 13,ιστ 11,ιη 21,κ 3,13, κα 2,κζ 2,4,12,21,κη 10,11)(p). Ανήχθησαν=βγήκαν στα ανοιχτά (δ).

8.23 πλεόντων δὲ αὐτῶν ἀφύπνωσε(1). καὶ κατέβη(2) λαῖλαψ(3) ἀνέμου εἰς τὴν λίμνην, καὶ συνεπληροῦντο(4) καὶ ἐκινδύνευον(5).
23 Ενώ έπλεαν, εκείνος αποκοιμήθηκε. Ξαφνικά ξέσπασε στη λίμνη ανεμοθύελλα, άρχισαν να μπαίνουν νερά στο πλοιάριο, και κινδύνευαν.
(1) Λέγεται μοναδική φορά η λέξη. Το ρήμα σημαίνει ξυπνάω, σηκώνομαι από τον ύπνο. Οι Ο΄ μεταφράζουν αντίστοιχη εβραϊκή λέξη στο μεν Κριτών ε 27 με το εκοιμήθη ή αφύπνωσεν, ενώ στο Παροιμ. γ 24 με το καθεύδειν (δ). Με την τελευταία αυτή έννοια του καθεύδω, συναντιέται στη νεότερη ελληνική γραμματεία (Ηλιόδ. ΙΧ,12). Αυτό είναι το μόνο χωρίο, στο οποίο διαβάζουμε, ότι ο Ιησούς κοιμόταν (p).
(2) Από τα βουνά που υψώνονταν πάνω από τη λίμνη.
(3) «Ο βίαιος άνεμος που περιστρέφεται από κάτω προς τα πάνω» (Αριστοτέλης)· η βροχή μαζί με ανέμους και σκοτάδι (Σουΐδας). «Ξεσηκώθηκε εναντίον του σκάφους απροσδόκητη και άγρια κακοκαιρία και επειδή το κύμα υψωνόταν από τις επιθέσεις των ανέμων, έβαζε μέσα στους μαθητές τον φόβο του θανάτου. Διότι θορυβήθηκαν όχι λίγο, παρόλο που γνώριζαν να ταξιδεύουν στη θάλασσα και δεν ήταν άπειροι από φουρτούνες» (Κ).
(4) Ο παρατατικός σε αντίθεση με το κατέβη που προηγήθηκε. Η μεν καταιγίδα ήλθε ξαφνικά ολοκληρωτικά και από την αρχή βίαιη. Το γέμισμα όμως του πλοίου συνεχιζόταν, χωρίς να γίνει πλήρες (p). Σε πληθυντικό. Λέγεται αυτό που περιέχεται αντί για αυτό που περιέχει. Γέμιζαν αυτοί που ήταν στο πλοίο, αντί για το γέμιζε, το πλοίο=πλησίαζε στο να γίνει γεμάτο νερά από παντού (δ).
(5) Ενώ κινδύνευαν, ο Κύριος «κοιμάται, από συγκατάβαση» (Θφ). «Νομίζω ότι και αυτό έγινε πάρα πολύ σύμφωνα με θείο σχέδιο, έτσι ώστε να μην ζητήσουν την βοήθειά του, με το που άρχισε η θαλασσοταραχή να πέφτει πάνω στο σκάφος· αλλά αφού φτάσει σχεδόν στην κορύφωση το κακό, να γίνει εμφανέστερη η δύναμη της θεϊκής εξουσίας, η οποία ησύχασε την μανιασμένη θάλασσα και την μετέβαλλε σε γαλήνη μεγάλη, ώστε να μην παραμείνει ούτε ίχνος της ταραχής. Διότι αν συνέβαινε ενώ ήταν ξύπνιος, ή δεν θα φοβόντουσαν, ή δεν θα παρακαλούσαν, ή ούτε θα νόμιζαν ότι μπορεί αυτός να πει κάτι τέτοιο. Για αυτό κοιμάται, δίνοντας χρόνο να εκδηλωθεί η δειλία, ώστε να κάνει σε αυτούς πιο ξεκάθαρη την αίσθηση αυτών που γίνονταν» (Κ).

8.24 προσελθόντες δὲ διήγειραν αὐτὸν λέγοντες, ᾽Επιστάτα ἐπιστάτα(1), ἀπολλύμεθα(2)! ὁ δὲ εγερθεὶς ἐπετίμησεν τῷ ἀνέμῳ καὶ τῷ κλύδωνι(3) τοῦ ὕδατος· καὶ ἐπαύσαντο, καὶ ἐγένετο γαλήνη(4).
24 Τον πλησίασαν τότε οι μαθητές και τον ξύπνησαν λέγοντάς του: «Δάσκαλε, δάσκαλε, χανόμαστε!» Εκείνος τότε ξύπνησε κι επιτίμησε τον άνεμο και την τρικυμία· σταμάτησαν, κι έγινε γαλήνη.
(1) Λεκτικό σχήμα. Σχήμα με ένωση των λέξεων, η οποία ανταποκρίνεται στα συναισθήματα των μαθητών κατά τη στιγμή εκείνη (b). Επαναλαμβάνουν αυτό δύο φορές με ισχυρή και φοβισμένη φωνή, για να τον ξυπνήσουν γρηγορότερα (δ). Ο Ματθαίος λέει Κύριε· ενώ ο Μάρκος, Διδάσκαλε (p). Δεν υπάρχει ανάγκη να εξετάσουμε ποια από τις ονομασίες αυτές έγινε στην πραγματικότητα. Διότι αν είπαν κάποια από τις τρεις αυτές, ή κάποιες άλλες λέξεις, τις οποίες κανείς από τους ευαγγελιστές δεν ανέφερε, οι οποίες όμως εκφράζουν την ίδια έννοια, ποια σημασία μπορεί να έχει αυτό; Το πράγμα είναι αδιάφορο (Αυγουστίνου De Cons. Evang. ΙΙ,24,25).
(2) «Δες εδώ, σε παρακαλώ, πίστη μαζί με ολιγοπιστία· διότι από τη μία πιστεύουν ότι μπορεί να σώσει, από την άλλη, σαν ολιγόπιστοι, λένε «χανόμαστε». Διότι δεν ήταν δυνατόν να χαθούν ποτέ, εφόσον ήταν μαζί τους αυτός που τα μπορεί όλα» (Κ).
(3) Διέταξε αυστηρά και την αιτία (=τον άνεμο) και το αποτέλεσμα (=τα κύματα)(δ). Η λέξη κλύδων από το κλύζω εκφράζει έννοια γενικότερη από τη λέξη κύμα (p).
(4) Η απότομη γαλήνη έδειχνε φανερά το πραγματικό του θαύματος. Ο άνεμος μπορούσε να σταματήσει απότομα, αλλά τα ταραγμένα νερά της λίμνης θα εξακολουθούσαν να είναι στην ίδια κατάσταση για αρκετό ακόμη χρόνο (p). «Ας λεχθεί λοιπόν από εμάς, αυτό που γράφει το βιβλίο των Ψαλμών. Εσύ δεσπόζεις πάνω στην εξουσία της θάλασσας και τον σάλο των κυμάτων της εσύ τον καταπραΰνεις» (Κ). Επιπλέον γνωρίζουμε ότι στον δεύτερο Αδάμ δόθηκαν από τον Πατέρα όλα τα προνόμια, τα οποία ο πρώτος Αδάμ έχασε με την παράβασή του. Προνόμιο όμως, από το οποίο ο πρωτόπλαστος αποξενώθηκε, ήταν και η τέλεια κυριαρχία πάνω σε όλη την δημιουργία στη γη. Κάτω από το φως αυτής της αλήθειας η θύελλα αυτή παρουσιαζόταν ως επανάσταση εναντίον του κυρίαρχου της φύσης, για αυτό και ο Χριστός ως τέτοια την αντιμετωπίζει δείχνοντας την κυριαρχία την οποία και ως υιός του ανθρώπου είχε πάνω στη φύση. Έτσι εξηγείται και η βασιλική του προσταγή, την οποία υπονοεί η φράση «επιτίμησε τον άνεμο», αλλά και η υποταγή των στοιχείων που ακολούθησε το πρόσταγμα.

8.25 εἶπεν δὲ αὐτοῖς(1), Ποῦ ἡ πίστις ὑμῶν(2); φοβηθέντες(3) δὲ ἐθαύμασαν(4), λέγοντες πρὸς ἀλλήλους, Τίς ἄρα οὗτός ἐστιν(5) ὅτι καὶ τοῖς ἀνέμοις ἐπιτάσσει(6) καὶ τῷ ὕδατι, καὶ ὑπακούουσιν(7) αὐτῷ;
25 Είπε τότε στους μαθητές του: «Πού είναι η πίστη σας;» Εκείνοι φοβήθηκαν κι έλεγαν με κατάπληξη μεταξύ τους: «Ποιος λοιπόν είναι αυτός, που διατάζει ακόμη και τους ανέμους και τα κύματα και τον υπακούν;»
(1) «Μετά από την τρικυμία των νερών, διώχνει την τρικυμία της ψυχής τους, μαλώνοντας και διδάσκοντας συγχρόνως, ότι τον φόβο δεν τον προκαλεί ο ερχομός των πειρασμών, αλλά η ασθένεια της διάνοιας» (Κ).
(2) «Η πίστη ότι είμαι σωτήρας αυτών που κινδυνεύουν και ότι είναι αδύνατον να κινδυνεύσουν αυτοί που έχουν τον Σωτήρα» (Ζ).
(3) Φοβήθηκαν λόγω της παρουσίας και της ενέργειας θείας δύναμης (δ).
(4) Είχαν δει και πολλά άλλα θαύματα του Κυρίου. Θαύμασαν όμως τώρα και για άλλο λόγο, αλλά και διότι «δεν βλέπει κάποιος με όμοιο τρόπο, αυτά που γίνονται στα ξένα σώματα και αυτά που γίνονται στον εαυτό του. Επειδή λοιπόν είδαν όλους που ευεργετήθηκαν, ενώ τους εαυτούς τους να μην έχουν απολαύσει τίποτα, και ήταν νωθροί, έπρεπε όμως αυτοί με την δική τους αίσθηση να απολαύσουν τις ευεργεσίες, επιτρέπει την κακοκαιρία σαν άσκηση, και το ότι ταράχτηκαν έγινε για συμφέρον τους, ώστε να φανεί μεγαλύτερο το θαύμα και να έχουν παντοτινή την ανάμνηση του συμβάντος» (Κ).
(5) «Δεν το λένε αυτό με απορία, αλλά με θαυμασμό» (Θφ). «Διότι ήξεραν ότι ο Ιησούς ήταν Θεός και Υιός Θεού, αλλά μένοντας έκπληκτοι για την υπερβολή της δύναμης που είχε μέσα του και για την δόξα της θεότητας… λένε το· Ποιος είναι αυτός· με την έννοια του Πόσος και Ποιος και με πόση δύναμη και εξουσία, αφού διατάζει και αυτά τα νερά και τον άνεμο και τον υπακούνε;» (Κ).
(6) «Η πράξη του είναι επιτακτική, είναι δεσποτικό πρόσταγμα και όχι αξίωση δουλική» (Κ)
(7) Οι ιδέες τους για τον Χριστό και την δύναμή του, ήταν πολύ ατελείς· και αυτή ήταν πιθανώς η πρώτη φορά κατά την οποία είχαν δει αυτόν να κυριαρχεί πάνω στις δυνάμεις της φύσης. Η πείρα τους ως ψαράδων, τους πληροφορούσε πως ήταν φυσικώς αδύνατον μια τέτοια τρικυμία να σταματήσει απότομα και να ακολουθήσει αμέσως μεγάλη γαλήνη (p). Για αυτό λοιπόν και ρωτούν: «Ποιος είναι αυτός, αντί για το πόσος και πόσο μεγάλος και τι είδους και με πόση εξουσία και δύναμη κάνει αυτά;» (Θφ).

Στίχ. 26-39. Η θεραπεία του δαιμονισμένου των Γαδαρηνών.
8.26 Καὶ(1) κατέπλευσαν εἰς τὴν χώραν τῶν Γαδαρηνών(2), ἥτις ἐστὶν ἀντιπέρα(3) τῆς Γαλιλαίας.
26 Ο Ιησούς κατέπλευσε στην περιοχή των Γαδαρηνών, που βρίσκεται στην απέναντι όχθη από τη Γαλιλαία.
(1) Δες Ματθ. η 28-θ 1 και Μάρκ. ε 1-21 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις.
(2) Γερασηνών φαίνεται να είναι η αυθεντική γραφή και εδώ και στο Μάρκ. ε 1, ενώ η γραφή Γαδαρηνών μαρτυρείται περισσότερο για το Ματθ. η 28. Αλλά και στα τρία αυτά χωρία στα χειρόγραφα ποικίλλουν οι γραφές μεταξύ Γαδαρηνών, Γερασηνών και Γεργεσηνών. Οποιαδήποτε όμως γραφή και αν προτιμηθεί, δεν παρουσιάζεται μεγάλη δυσκολία ως προς την τοπογραφία, διότι η φράση «χώραν των Γ.» παρέχει μεγάλο πλάτος και μπορεί να περικλείει πολύ μεγαλύτερη έκταση από την περίχωρο που γειτόνευε άμεσα με την πόλη (p).
(3) Οι κλασικοί χρησιμοποιούν τον τύπο αντιπέρας και αντιπέραν. Μεταγενέστεροι τύποι είναι οι: αντίπερα ή αντιπέρα.

8.27 ἐξελθόντι δὲ αὐτῷ ἐπὶ τὴν γῆν ὑπήντησεν ἀνήρ τις ἐκ τῆς πόλεως(1) ος είχε δαιμόνια εκ χρόνων ικανών· καὶ ἱμάτιον ουκ ενεδιδύσκετο καὶ ἐν οἰκίᾳ οὐκ ἔμενεν(2) ἀλλ᾽ ἐν τοῖς μνήμασιν(3).
27 Όταν βγήκε στην ξηρά, τον συνάντησε κάποιος άντρας από την πόλη, που είχε μέσα του δαιμόνια από πολύν καιρό. Ρούχο δεν ντυνόταν ούτε έμενε σε σπίτι, αλλά ζούσε στα μνήματα.
(1) Η φράση πρέπει να συνδεθεί όχι με το υπήντησεν, αλλά με το ανήρ (p). Δεν βγήκε τη στιγμή εκείνη από την πόλη για να συναντήσει τον Ιησού, αλλά άνδρας που καταγόταν από την πόλη, συνάντησε τον Ιησού.
(2) «Τον συνάντησε άνδρας, ο οποίος ήταν κατοικία πολλών και ακάθαρτων πνευμάτων, που είχε χάσει νου και μυαλό και σε τίποτα δεν διέφερε από αυτούς που ήταν ήδη πεθαμένοι και θαμμένοι στη γη· ή μάλλον ίσως ήταν και σε ακόμη χειρότερη κατάσταση· διότι γυμνός περιδιάβαινε τα μνήματα των πεθαμένων και ήταν απόδειξη της απανθρωπιάς των δαιμόνων» (Κ). Υπάρχει και η γραφή: και χρόνω ικανώ ουκ ενεδύσατο ιμάτιον=Ήταν προ πολλού γυμνός.
(3) Ο από τον νόμο χαρακτηρισμός των τάφων ως ακάθαρτων, την επαφή των οποίων για αυτό απέφευγαν οι Ιουδαίοι, εξασφάλιζε στον ταλαίπωρο αυτόν την απομόνωση (g). Σε ποια κατάσταση φέρνει ο σατανάς τον άνθρωπο! Αποβαίνει αυτός ακυβέρνητος και αποφεύγει συγγενείς και φίλους και διασπά κάθε συγγενικό και φιλικό δεσμό και γίνεται αδύνατον με οποιοδήποτε μέσο να κρατηθεί κοντά τους. Σπάζει και αυτά ακόμη τα σιδερένια δεσμά και τις αλυσίδες. Και αφού γίνει τρομερός και επίφοβος στους ομοίους του, αρέσκεται να διαμένει στους τόπους της φρίκης και του θανάτου. Τι διαφορά θα παρουσιάσει μετά από λίγο αυτός ο δαιμονισμένος! Αυτοί που βρίσκονται κάτω από την κυβέρνηση του Χριστού, οδηγούνται ήρεμα και με πραότητα κοντά στους όμοιούς τους και συνδέονται μαζί τους με τον αδιάσπαστο δεσμό της αγάπης, χωρίς να διώχνονται βίαια όπως αυτοί που κυβερνιούνται από τον δαίμονα.

8.28 ἰδὼν δὲ τὸν ᾽Ιησοῦν ἀνακράξας(1) προσέπεσεν(2) αὐτῷ καὶ φωνῇ μεγάλῃ εἶπεν, Τί ἐμοὶ(3) καὶ σοί(4), ᾽Ιησοῦ υἱὲ τοῦ θεοῦ τοῦ ὑψίστου(5); δέομαί σου, μή με βασανίσῃς(6).
28 Όταν είδε τον Ιησού, έβγαλε μια κραυγή, έπεσε στα πόδια του και του είπε με δυνατή φωνή: «Τι δουλειά έχεις εσύ μ’ εμένα Ιησού, Υιέ του ύψιστου Θεού; Σε παρακαλώ μη με βασανίσεις».
(1) Ο Λουκάς διαχωρίζει την άναρθρη κραυγή, την οποία βγάζει ο δαιμονισμένος (ανακράξας), από τα λόγια τα οποία απευθύνει μετά από λίγο στον Ιησού (L).
(2) Ο Λουκάς δεν χρησιμοποιεί το ρήμα προσκυνώ αλλά το προσπίπτω, το οποίο εδώ είναι ακριβέστερο, διότι δεν συνυπονοεί και θρησκευτική διάθεση (g).
(3) Σε ενικό αριθμό= «Το πλήθος των δαιμονίων που έμεναν μέσα του, παρακαλούσε σαν ένα, λόγω της σχέσης [που είχαν μεταξύ τους], χρησιμοποιώντας το στόμα του ανθρώπου… ή και διότι ένας δαίμονας ήταν αρχηγός των άλλων, ο οποίος και παρακαλούσε και τον οποίο ο Χριστός διέταζε» (Ζ).
(4) «Δες εδώ, σε παρακαλώ, θράσος πολύ και αλαζονεία συνδυασμένη με δειλία· διότι, από τη μία, δείγμα διαβολικής αλαζονείας ήταν το να τολμήσει να λέει· Τι σχέση έχω εγώ με σένα, Υιέ του Θεού; Από την άλλη, δείχνει δειλία το ότι παρακαλά να μην βασανιστεί… Έπειτα, πώς αυτά που δεν είναι δικά σου, ή μάλλον τα δικά του, τα αρπάζεις; Μετά λες· Τι σχέση έχω εγώ με σένα; Και ποιος από τους βασιλιάδες της γης… Να λες τα λόγια που σου πρέπουν· αυτά λοιπόν είναι το «σε παρακαλώ, μη με βασανίσεις»» (Κ). Οι δαίμονες ούτε να υπηρετήσουν το Χριστό είναι διατεθειμένοι αλλά ούτε και να λάβουν κάποια ευεργεσία από αυτόν περιμένουν. Τρέμουν όμως την δύναμη και την οργή του.
(5) Ο p υποστηρίζει, ότι από τον τίτλο Υιός του Θεού του Υψίστου, τον οποίο ο δαιμονισμένος αποδίδει στον Ιησού, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι ο άρρωστος αυτός δεν ήταν Ιουδαίος (δες Πράξ. ιστ 16). Αυτό είναι κάπως υπερβολικό, αλλά είναι από την άλλη αλήθεια, ότι ένας εθνικός μπορούσε να χρησιμοποιήσει το όνομα αυτό. Η φράση αυτή ήταν τόσο πολύ αναγνωρισμένη από τους ξένους για δήλωση του Θεού των Ιουδαίων, ώστε ο Υρκανός ο Β΄ χαρακτηρίστηκε από τον Αύγουστο αρχιερέας Θεού υψίστου (Ιωσήπου Αρχ. XVΙ,6,2) (L). Ο στίχος 39 όμως δείχνει μάλλον ότι ο άρρωστος ήταν Ιουδαίος (g).
(6) «Σαν να έλεγε, μη μας ξαποστείλεις στο σκοτάδι το εξώτερο το ετοιμασμένο για τον διάβολο και τους αγγέλους του. Επειδή λοιπόν γνωρίζουν, ότι κάποτε θα τους στείλει εκεί, ζητούν ελευθερία για λίγο καιρό, ομολογώντας δηλαδή σαφώς ότι, εάν διατάξει, θα πάνε. Επομένως ο Κύριος δεν επέτρεψε την διαταγή προς αυτούς, αλλά τους άφησε να είναι σε αυτήν τη γη για όσο και τον διάβολο, για δοκιμασία των ανθρώπων. Διότι η απουσία του αντιπάλου, αφαιρεί το στεφάνι του νικητή. Διότι αυτοί δείχνουν την πονηρία τους, αλλά ο αγωνοθέτης τοποθετεί στεφάνι μπροστά στους νικητές. Οι δαίμονες παρακαλούσαν τον Κύριο. Αν, σύμφωνα με τους αιρετικούς, υπήρχαν δύο εξουσίες, δεν θα παρακαλούσαν οι δαίμονες τον Κύριο, αν δεν ήταν δημιουργήματα του Θεού, που επειδή όμως αμάρτησαν, αποβλήθηκαν» (Τίτος Βοστρών). Δεν λέει στον Ιησού ο δαίμονας: Σώσε με, αλλά μη με βασανίσεις. Τρέμουν μπροστά στον άδη, επειδή είναι τόπος τιμωρίας και βασάνου, αλλά δεν επιθυμούν τον ουρανό, επειδή είναι τόπος αγιότητας και αγάπης.

8.29 παρήγγειλεν(1) γὰρ τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ ἐξελθεῖν ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου. πολλοῖς γὰρ(2) χρόνοις συνηρπάκει(3) αὐτόν, καὶ ἐδεσμείτο(4) ἁλύσεσιν καὶ πέδαις φυλασσόμενος(5), καὶ διαρρήσσων τὰ δεσμὰ ἠλαύνετο ὑπὸ τοῦ δαίμονος(6) εἰς τὰς ἐρήμους.
29 Αυτά τα είπε, γιατί ο Ιησούς είχε διατάξει το δαιμονικό πνεύμα να βγει από τον άνθρωπο. Από πολλά χρόνια τον είχε στην εξουσία του, και για να τον συγκρατήσουν τον έδεναν με αλυσίδες και του έβαζαν στα πόδια σιδερένια δεσμά. Εκείνος όμως έσπαζε τα δεσμά, και το δαιμόνιο τον οδηγούσε στις ερημιές.
(1) Υπάρχει και η γραφή παρήγγελλε, παρατατικός που παριστάνει το ταυτόχρονο του λόγου του δαίμονα με την εμφάνιση του Σωτήρα. Ενώ ο αόριστος παρήγγειλεν, πρέπει να εξηγηθεί ως υπερσυντέλικος=είχε παραγγείλει (δ). Η κραυγή της απόγνωσης «μη με βασανίσεις», την οποία ο δαίμονας έβγαλε, προερχόταν ακριβώς από την δραστική πίεση, την οποία ασκούσε πάνω του το παράγγελμα του Ιησού (g).
(2) Του παράγγειλε να βγει, διότι για πολλά χρόνια τον βασάνιζε φοβερά (δ).
(3) Το συναρπάζω το οποίο αρχικά σημαίνει αρπάζω αιφνίδια και βίαια, σημαίνει και το αποτέλεσμα αυτού, δηλαδή κυριεύω, εξουσιάζω και με αυτήν την έννοια λέγεται εδώ (δ).
(4) Οι παρατατικοί εδεσμείτο και ηλαύνετο εκφράζουν αυτό που κάθε φορά συνέβαινε μετά, όσες φορές με ενέργεια του διαβόλου κυριευόταν από μανία (δ).
(5) Επειδή έτσι τον φύλαγαν με το δέσιμο των χεριών και των ποδιών, διότι πρόσεχαν να μην βλάψει κάποιον (δ).
(6) «Από τον δαίμονα που ήταν αρχηγός όσων ήταν μαζί του» (Ζ).

8.30 ἐπηρώτησεν δὲ αὐτὸν ὁ ᾽Ιησοῦς λέγων, Τί σοι ἐστιν ὄνομά(1); ὁ δὲ εἶπεν, Λεγεών(2), ὅτι δαιμόνια πολλὰ εἰσῆλθεν εἰς αὐτόν.
30 Ο Ιησούς τον ρώτησε: «Ποιο είναι το όνομά σου;» Εκείνος απάντησε: «Λεγεών»· γιατί είχαν μπει μέσα του πολλά δαιμόνια.
(1) «Ρώτησε από συγκατάβαση, για να μάθουμε, ότι πολύ πλήθος δαιμόνων είχαν μοιραστεί μία ψυχή ανθρώπου. Επειδή δηλαδή ο Κύριος, ήξερε το πλήθος των ενοίκων δαιμόνων, αλλά αυτοί που έβλεπαν, έβλεπαν μεν έναν άνδρα και άκουγαν να προφέρεται μία φωνή, λέει· Πες, ποιο είναι το όνομά σου· έτσι ώστε, να μην απιστήσουν οι άνθρωποι στον Κύριο αν έλεγε ο ίδιος ότι «Είναι πολλοί», αλλά οι ίδιοι να ομολογήσουν ότι είναι πολλοί» (Κ).
(2) Λεγεών είναι λέξη ρωμαϊκή από το lego (αθροίζω) και σημαίνει μοίρα στρατού από 4200-6000 άνδρες, από δέκα λόχους, που περιλαμβάνει και 300 ιππείς. Γενικά όμως η λέξη σημαίνει και στράτευμα, στρατό ολόκληρο (δ).

8.31 καὶ παρεκάλει(1) αὐτὸν ἵνα μὴ ἐπιτάξῃ αὐτοῖς εἰς τὴν ἄβυσσον(2) ἀπελθεῖν(3).
31 Τα δαιμόνια, λοιπόν, τον παρακαλούσαν να μην τα διατάξει να πάνε στην άβυσσο.
(1) Γραφή που υποστηρίζεται από πολλούς μεγαλογράμματους κώδικες: παρεκάλουν, την οποία ο p θεωρεί ως αναμφίβολα ορθότερη. Ω! τι παρηγοριά και ενίσχυση αποτελεί για το λαό του Θεού το γεγονός, ότι όλες οι δυνάμεις του σκότους είναι υποταγμένες στον έλεγχο και την εξουσία του Κυρίου Ιησού! Τις κρατά δεμένες σαν με αλυσίδα αδιάσπαστη. Μπορεί να τις στείλει, όταν του αρέσει, στον δικό τους τόπο της αβύσσου.
(2) Στους Ο΄ η λέξη χρησιμοποιείται για την θάλασσα και στο Ψαλμ. ο 20 και Δευτ. η 7 για το βάθος της γης και ίσως πουθενά για τον Άδη. Στην Κ.Δ. όμως σημαίνει τον Άδη (Ρωμ. ι 7) και ειδικά τον σε αυτόν τόπο των τιμωριών, ο οποίος είναι η κατοικία των δαιμόνων (Αποκ. θ 1-11,ια 7,ιζ 8,κ 1,3)(p).
(3) Αποστρέφονται την άβυσσο, διότι εκεί α) δεν λατρεύονται από κακούς ανθρώπους, β) δεν μπορούν να βλάπτουν ανθρώπους, γ) τροφοδοτούνται από την αθλιότητά τους και τρώγονται με την κακία τους (b). Η εξουσία των δαιμόνων του να κατοικούν και να ενεργούν στον κόσμο αυτόν, είναι για τα όντα αυτά, τα χωρισμένα από το Θεό, το μόνο μέσο κάποιας ανακούφισής τους από το κενό και την κακεντρέχεια, από τα οποία τυραννιούνται. Η στέρηση της απόλαυσης αυτής είναι για αυτούς, ό,τι για τον δέσμιο ο περιορισμός του στην φυλακή (g). «Ο Κύριος όμως, επιτρέπει σε αυτούς να είναι στη γη, έτσι ώστε, παλεύοντας με τους ανθρώπους, να τους κάνουν πιο άξιους. Διότι αν δεν υπήρχαν αντίπαλοι, δεν θα υπήρχαν αγώνες, και αν δεν υπήρχαν αγώνες, δεν θα υπήρχαν στεφάνια» (Θφ).

8.32 ἦν δὲ ἐκεῖ ἀγέλη χοίρων ἱκανῶν βοσκομένη ἐν τῷ ὄρει· καὶ παρεκάλουν(1) αὐτὸν ἵνα ἐπιτρέψῃ αὐτοῖς εἰς ἐκείνους εἰσελθεῖν· καὶ ἐπέτρεψεν(2) αὐτοῖς.
32 Εκεί κοντά ήταν ένα κοπάδι από πολλούς χοίρους που έβοσκαν στο βουνό, και τα δαιμόνια παρακαλούσαν τον Ιησού να τους επιτρέψει να μπουν στους χοίρους, και τους το επέτρεψε.
(1) Ο παρατατικός δείχνει το επίμονο της παράκλησης (δ). Η εξουσία του Χριστού εκτείνεται στα ζώα, τους δαίμονες και την άβυσσο και οι δαίμονες αναγνώριζαν αυτό (b). «Ζήτησε, βεβαίως, η αγέλη των ακαθάρτων πνευμάτων, την ίση και όμοια με τον εαυτό της αγέλη των χοίρων… Ζητούν δηλαδή την εξουσία πάνω στους χοίρους, διότι, εννοείται, δεν την έχουν· αυτοί όμως που δεν έχουν εξουσία για τόσο μικρά και ασήμαντα, πώς θα μπορούσαν να κάνουν κακό σε κάποιον από αυτούς που σφραγίστηκαν από το Χριστό και έχουν κρεμάσει την ελπίδα τους σε αυτόν» (Κ). Δες την χαιρεκακία του σατανά και το μίσος του εναντίον του ανθρώπου. Σε ποια κατάσταση δυστυχίας και αθλιότητας είχε φέρει τον δαιμονισμένο. Και τώρα μη έχοντας την εξουσία να εξολοθρεύσει τους ανθρώπους, όπως θα ήθελε, ζητά να καταστρέψει τα αγαθά τους και να προκαλέσει σε αυτούς ζημιά, ικανή να τους βάλει σε πειρασμό, που θα τους απομάκρυνε από το Χριστό. Και ο Χριστός επιτρέπει στο σατανά να μπει στους χοίρους, ώστε μεταξύ των άλλων, να πείσει τους κατοίκους της χώρας εκείνης, ποιας βλάβης πρόξενος μπορεί να γίνει σε αυτούς ο σατανάς, εάν δέχονταν την κυριαρχία του.
(2) «Δέχτηκε λοιπόν ο Χριστός από συγκατάβαση, παρόλο που δεν αγνοούσε αυτό που θα έκαναν. Έδωσε δηλαδή σε αυτούς την εξουσία, έτσι ώστε και αυτό μαζί με τα άλλα, να γίνει σε μας αιτία ωφέλειας και ελπίδα ασφάλειας… Πλην όμως, μαζί με αυτά, μπορούμε και αυτό να μάθουμε, από αυτό που συνέβη στην αγέλη των χοίρων, ότι δηλαδή, οι αλιτήριοι δαίμονες είναι κακοί και θέλουν το κακό όσων εξουσιάζουν. Διότι αυτό θα μπορούσε να αποδείξει και με μεγάλη σαφήνεια, το ότι γκρέμισαν τους χοίρους και τους έπνιξαν στο νερό. Και για αυτό δέχτηκε το αίτημά τους ο Χριστός, ώστε από το συμβάν να μάθουμε εμείς, ποιο είναι το ποιόν τους, ότι είναι δηλαδή σκληροί και θηριώδεις» (Κ).

8.33 ἐξελθόντα δὲ τὰ δαιμόνια ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου εἰσῆλθον(1) εἰς τοὺς χοίρους, καὶ ὥρμησεν(2) ἡ ἀγέλη κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν λίμνην καὶ ἀπεπνίγη.
33 Βγήκαν, λοιπόν, από τον άνθρωπο και μπήκαν στους χοίρους. Τότε το κοπάδι όρμησε προς τον γκρεμό και πνίγηκε στη λίμνη.
(1) Είναι δυνατόν όντα καθαρώς πνευματικά να μπουν σε όντα, τα οποία είναι εξ’ ολοκλήρου χωρίς λογικό; Η άγνοιά μας σε αυτήν την περίπτωση είναι τόσο μεγάλη, ώστε δεν είναι δυνατόν ούτε καν να ξέρουμε, εάν υπάρχει κάποια δυσκολία. Ποιος μπορεί να εξηγήσει πώς η διάνοια επιδρά πάνω στην ύλη ή η ύλη πάνω στη διάνοια; Και όμως είναι αυτό γεγονός. Τίποτα από την πείρα μας δεν αποκλείει το ότι τα πονηρά πνεύματα μπορούν να επιδράσουν στα χωρίς λογική ζώα. Και η επιστήμη παραδέχεται, ότι δεν έχει να προβάλλει εκ των προτέρων ένσταση σε μία τέτοια υπόθεση (p). Άλλωστε δεν πρόκειται εδώ για ηθική κατάληψη από τους δαίμονες. Είναι γνωστό, ότι πάρα πολλά είδη ζώων υπόκεινται σε επιδράσεις ομαδικές, ειδικά μάλιστα οι χοίροι γίνονται πανικόβλητοι (g).
(2) Το ταχύτερο και αμέσως μόλις μπήκαν τα δαιμόνια στους χοίρους, ήλθε η καταστροφή. Πράγματι· αποτελεί θαύμα ευσπλαχνίας του Θεού, το ότι εκείνοι, πάνω στους οποίους έτσι ή αλλιώς κυριαρχεί ο σατανάς, δεν ωθούνται από αυτόν στην καταστροφή. Αυτή και άλλες μαζί με αυτήν περιπτώσεις δείχνουν, ότι ο ωρυόμενος λέων και ο πύρινος δράκος ζητούν ποιον να καταπιούν.

8.34 ἰδόντες δὲ οἱ βόσκοντες τὸ γεγενημένον ἔφυγον καὶ ἀπήγγειλαν(1) εἰς τὴν πόλιν καὶ εἰς τοὺς ἀγρούς(2).
34 Μόλις οι βοσκοί είδαν τι έγινε, έφυγαν και το είπαν στην πόλη και στην ύπαιθρο.
(1) Κυρίως την καταστροφή των χοίρων (p).
(2) Ανήγγειλαν το γεγονός τόσο σε αυτούς που ήταν στην πόλη, όσο και στους Γερασηνούς που έμεναν στους αγρούς.

8.35 ἐξῆλθον δὲ ἰδεῖν τὸ γεγονὸς καὶ ἦλθον πρὸς τὸν ᾽Ιησοῦν, καὶ εὗρον καθήμενον τὸν ἄνθρωπον ἀφ᾽ οὗ τὰ δαιμόνια ἐξεληλύθει ἱματισμένον καὶ σωφρονοῦντα παρὰ τοὺς πόδας τοῦ ᾽Ιησοῦ(1), καὶ ἐφοβήθησαν(2).
35 Βγήκαν οι άνθρωποι να δουν τι έγινε και ήρθαν κοντά στον Ιησού. Βρήκαν τον άνθρωπο από τον οποίο βγήκαν τα δαιμόνια να κάθεται δίπλα στον Ιησού, να φοράει ρούχα και να φέρεται λογικά, και φοβήθηκαν.
(1) «Εκείνος που θεραπεύτηκε δείχνει την απόδειξη της θεραπείας αναντίρρητη» (Θφ). Το «παρά τους πόδας» υπονοεί στάση ευγνωμοσύνης μάλλον, παρά το ότι ο θεραπευμένος έγινε μαθητής. Είναι αυτή η τελευταία από τις 4 μεταβολές, η οποία συνέβη στον άνθρωπο. Είναι τώρα αυτός καθισμένος, ενώ πριν συρόταν βίαια· είναι ντυμένος, ενώ πριν ήταν γυμνός· είναι λογικός, ενώ πριν βρισκόταν σε μανία· και κάθεται στα πόδια του Ιησού αυτός που έως τότε απέφευγε την ανθρώπινη κοινωνία (p).
(2) Φοβήθηκαν και αυτοί, όπως και ο Πέτρος (ε 8,10) και άλλοι πολλοί, για την αμαρτωλή τους κατάσταση. Η μόνη όμως μεταξύ τους διαφορά ήταν, ότι ο μεν Πέτρος, Ζαχαρίας κλπ. από πίστη φοβήθηκαν και ήθελαν πρώτα να μετανοήσουν και έτσι να έλθουν σε επαφή και σχέση με το θείο· ενώ αυτοί από δεισιδαιμονία φοβήθηκαν και για αυτό επιθυμούσαν να είναι σύμφωνα με το αρχαίο ρητό «μακριά από τον Δία και τους κεραυνούς» (δ).

8.36 ἀπήγγειλαν δὲ αὐτοῖς οἱ ἰδόντες(1) πῶς ἐσώθη(2) ὁ δαιμονισθείς.
36 Όσοι είχαν δει τι είχε γίνει, τους είπαν για το πώς ο δαιμονισμένος σώθηκε.
(1) Αυτοί που είδαν, δεν είναι οι βοσκοί των χοίρων. Διότι η θεραπεία συντελέστηκε σε κάποια απόσταση από τον τόπο, όπου έβοσκε η αγέλη (Ματθ. η 30). Αυτοί που είδαν είναι οι απόστολοι και οι άνθρωποι που διέπλευσαν μαζί τους τη λίμνη (Μάρκ. δ 36). Υπάρχει και η γραφή: κ α ι οι ιδόντες. Το «και» αυτό είναι αυθεντικό. Διότι η αφήγηση αυτή, αυτών που είδαν, συμπλήρωνε την αφήγηση των βοσκών, οι οποίοι κυρίως μίλαγαν για την καταστροφή των χοίρων (g).
(2) Από τη φοβερότατη νόσο και μάστιγα από την οποία έως τότε ήταν κυριευμένος.

8.37 καὶ ἠρώτησεν αὐτὸν ἅπαν τὸ πλῆθος(1) τῆς περιχώρου τῶν Γαδαρηνών ἀπελθεῖν ἀπ᾽ αὐτῶν, ὅτι φόβῳ μεγάλῳ συνείχοντο· αὐτὸς δὲ ἐμβὰς εἰς πλοῖον ὑπέστρεψεν(2).
37 Τότε όλο το πλήθος από την περιοχή των Γαδάρων παρακαλούσαν τον Ιησού να φύγει από κοντά τους, γιατί τους είχε πιάσει μεγάλος φόβος. Εκείνος μπήκε στο πλοιάριο για να γυρίσει πίσω.
(1) Η επιθυμία του να φύγει ο Κύριος ήταν γενική και όλοι οι συνοπτικοί αναφέρουν αυτήν. «Διότι φοβήθηκαν, μήπως πάθουν και τίποτα άλλο επιζήμιο, όπως ακριβώς έχασαν και τους χοίρους» (Θφ). Και ο φόβος αυτός δεν περιορίστηκε στους κατοίκους της πόλης, αλλά μεταδόθηκε και σε όλους τους κατοίκους σε όλη την περιφέρεια εκείνη (p). Σκέφτηκαν περισσότερο την καταστροφή των χοίρων παρά την απελευθέρωση του ταλαίπωρου συμπολίτη τους και την απαλλαγή της χώρας τους από την τρομοκρατία, την οποία προκαλούσε ο θεραπευμένος δαιμονισμένος.
(2) Ο Κύριος συμφωνεί να αφήσει αυτούς, όχι όμως και χωρίς να αφήσει σε αυτούς μάρτυρα της χάρης του στο πρόσωπο εκείνου, ο οποίος απέβη το ζωντανό μνημείο της (g). Αυτοί που αγαπούν περισσότερο τους χοίρους τους, χάνουν τον Σωτήρα τους και στερούνται την ελπίδα προς αυτόν.

8.38 ἐδέετο δὲ αὐτοῦ ὁ ἀνὴρ(1) ἀφ᾽ οὗ ἐξεληλύθει τὰ δαιμόνια εἶναι σὺν αὐτῷ· ἀπέλυσεν δὲ αὐτὸν ο Ιησούς λέγων,
38 Ο άνθρωπος από τον οποίο είχαν βγει τα δαιμόνια τον παρακαλούσε να τον πάρει μαζί του. Ο Ιησούς όμως του είπε να φύγει, με τα παρακάτω λόγια:
(1) Παρακαλούσε τον Σωτήρα να μένει διαρκώς μαζί του, από τη μία, λόγω ευγνωμοσύνης, για να τον βλέπει και να τον υπηρετεί, από την άλλη, για να ακούει την διδασκαλία του (δ). Επιπλέον όμως «φοβόταν μήπως, αν απομακρυνθεί από τον Ιησού, γίνει πάλι εύκολη λεία στους δαίμονες» (Θφ). Λιγότερο πιθανή ερμηνεία: φοβόταν τον πληθυσμό της χώρας εκείνης που είχε αρνητικές διαθέσεις απέναντί του (p).

8.39 ῾Υπόστρεφε εἰς τὸν οἶκόν σου(1), καὶ διηγοῦ ὅσα ἐποίησέ σοι ὁ θεός(2). καὶ ἀπῆλθεν καθ᾽ ὅλην τὴν πόλιν κηρύσσων ὅσα ἐποίησεν αὐτῷ ὁ ᾽Ιησοῦς(3).
39 «Γύρισε στο σπίτι σου και διηγήσου όσα έκανε σ’ εσένα ο Θεός». Εκείνος έφυγε διαλαλώντας σ’ όλη την πόλη όσα έκανε σ’ αυτόν ο Ιησούς.
(1) Με αυτό δείχνει ο Σωτήρας, ότι το μόνο στο οποίο μπορούσε ο θεραπευμένος να γίνει χρήσιμος, ήταν η προετοιμασία των γνωστών και των συμπολιτών του στην πίστη. Σε αυτό μόνο μπορούσε να διακονήσει το ευαγγέλιο. Δεν είχε λοιπόν τα απαιτούμενα προσόντα για απόστολο και μαθητή, και για αυτό δεν τον πήρε (δ).
(2) Το «ο Θεός» μπαίνει στο τέλος με έμφαση. Ο Ιησούς δείχνει στον θεραπευμένο, ότι την θεραπεία του πρέπει να την αποδίδει στο Θεό (p).
(3) Και ο Λουκάς και ο Μάρκος διέσωσαν στην αφήγησή τους το εξόχως φυσικό και συγκινητικό χαρακτηριστικό, ότι σύμφωνα με την παραγγελία αυτή του Ιησού, ο άνθρωπος διακήρυττε όσα έκανε σε αυτόν ο Ιησούς. Και ξεπερνώντας την εκτέλεση της εντολής που του δόθηκε, όχι μόνο στο σπίτι του, αλλά και σε όλη την πόλη όχι μόνο διηγούνταν, αλλά και κήρυττε (p).

Στίχ. 40-56. Η θεραπεία της αιμορροούσης και η ανάσταση της κόρης του Ιαείρου
8.40 Εγένετο δε(1) εν τῷ ὑποστρέψαι τὸν ᾽Ιησοῦν ἀπεδέξατο(2) αὐτὸν ὁ ὄχλος, ἦσαν γὰρ πάντες προσδοκῶντες αὐτόν.
40 Όταν επέστρεψε ο Ιησούς, τον υποδέχτηκε το πλήθος, γιατί όλοι περίμεναν τον ερχομό του.
(1) Δες Ματθ. θ 18-26 και Μάρκ. ε 22-43 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις.
(2) Το ρήμα βρίσκεται αποκλειστικά στον Λουκά (θ 11,Πράξ. β 41,ιη 27,κα 17,κδ 3,κη 30). Σημαίνει δέχτηκαν αυτόν με αγαλλίαση· τον υποδέχτηκαν (p). Αποδέχτηκε αυτόν ο όχλος «ως ευεργέτη και σωτήρα» (Ζ). Οι Γαδαρηνοί τον διώχνουν και οι Γαλιλαίοι τον υποδέχονται. Εάν μερικοί δεν δέχονται τις χάριτες του Χριστού, υπάρχουν πολλοί άλλοι έτοιμοι με χαρά να τις δεχτούν. Εκείνοι λοιπόν, οι οποίοι φροντίζουν πάντοτε να πράξουν το καλό, δεν θα βρεθούν ποτέ στην ανάγκη να αναζητήσουν ευκαιρίες για αυτό. Και εάν εδώ παρεμβάλλονται σε αυτούς εμπόδια, εκεί μετά από λίγο θα παρουσιαστούν εύκολα οι ευκαιρίες.

8.41 καὶ ἰδοὺ ἦλθεν ἀνὴρ ᾧ ὄνομα ᾽Ιάειρος(1), καὶ αυτός ἄρχων τῆς συναγωγῆς ὑπῆρχεν, καὶ πεσὼν παρὰ τοὺς πόδας(2) τοῦ ᾽Ιησοῦ παρεκάλει αὐτὸν(3) εἰσελθεῖν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ(4),
41 Τότε ήρθε κάποιος που τον έλεγαν Ιάειρο και ήταν άρχοντας της συναγωγής. Αυτός έπεσε στα πόδια του Ιησού και τον παρακαλούσε να πάει στο σπίτι του,
(1) Εβραϊκό όνομα που μεταφράζεται στα ελληνικά με το: φωτισμένος, φωτεινός ή Φώτιος. Υπήρξε αυτό όνομα και τους γιου του Μανασσή, γιου του πατριάρχη Ιωσήφ (Αριθμ. λβ 41,Δευτ. γ 14), όπως και ενός Κριτή του Ισραήλ (Κριτών ι 3) και του πατέρα του Μαρδοχαίου (Εσθήρ β 5)(δ). «Το όνομα το αναφέρει για τους Ιουδαίους, που ήξεραν το γεγονός, για να γίνει το όνομα απόδειξη του θαύματος» (Τίτος Βοστρών).
(2) Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Κύριος δεν αρνείται την τιμή της προσκύνησης που του αποδίδεται, όπως αρνείται αυτήν ο Πέτρος (Πράξ. ι 26) και ο άγγελος στο Αποκ. ιθ 10)(p). Ο άρχοντας της συναγωγής πέφτει γονατιστός στα πόδια του Ιησού, αναγνωρίζοντας αυτόν άρχοντα υπέρτερο του εαυτού του.
(3) «Πέφτει αυτός στα πόδια του Ιησού επειδή παρουσιάστηκε ανάγκη. Παρόλο που έπρεπε αυτός, και χωρίς αυτή να τον αναγκάζει, να προσκυνήσει και να τον αναγνωρίσει ότι είναι Θεός, όμως μερικές φορές και η θλίψη αναγκάζει τους ανθρώπους στην επιλογή του καλύτερου» (Θφ).
(4) Δεν είχε την πίστη του εκατόνταρχου, ο οποίος αρκούνταν στο να πει από μακριά λόγο ο Ιησούς, βέβαιος ότι με αυτόν θα θεραπευόταν ο δούλος του. Αλλά ο Χριστός δέχτηκε και τον μικρότερο αυτόν βαθμό της πίστης. Η ισχυρή και μεγάλη πίστη εγκωμιάζεται από τον Κύριο, αλλά και η ασθενής πίστη δεν απορρίπτεται από αυτόν.

8.42 ὅτι θυγάτηρ μονογενὴς(1) ἦν αὐτῷ ὡς ἐτῶν δώδεκα καὶ αὐτὴ ἀπέθνῃσκεν(2). ᾽Εν δὲ τῷ ὑπάγειν αὐτὸν οἱ ὄχλοι συνέπνιγον(3) αὐτόν.
42 γιατί είχε μια μοναχοκόρη δώδεκα χρόνων, που ήταν ετοιμοθάνατη.
Την ώρα που ο Ιησούς βάδιζε προς το σπίτι, τα πλήθη τον περιέβαλλαν ασφυκτικά.
(1) Ήταν μονογενής όπως ο γιος της χήρας και ο δαιμονισμένος νέος (ζ 12,θ 38). Το ότι ήταν μονογενείς, προκάλεσε ακόμη περισσότερο την ευσπλαχνία του Ιησού (p). Αλλά συγχρόνως καθιστά περισσότερο αντιληπτή την συντριβή του Ιαείρου από τη συμφορά που του ήρθε. Η νεότερη κριτική δεν παρέλειψε να βγάλει συμπεράσματα εναντίον της αυθεντικότητας του γεγονότος, από το ότι το ίδιο χαρακτηριστικό (μονογενής) βρίσκεται ήδη και στο Λουκ. ζ 12. Σαν να μην ήταν δυνατόν να βρεθούν συγχρόνως στο Ισραήλ γιος μονογενής και κόρη μονογενής! (g).
(2) Ο Ματθαίος παρουσιάζει αυτήν από την αρχή νεκρή. Πάντοτε ο ευαγγελιστής αυτός αφηγείται τα γεγονότα περιληπτικά. Την ίδια μέθοδο όπως είδαμε, ακολουθεί και κατά την εξιστόρηση της θεραπείας του δούλου του εκατόνταρχου. Ό,τι κυρίως ενδιαφέρει αυτόν είναι το γεγονός του θαύματος και τα λόγια του Κυρίου που λέχθηκαν σε αυτό (g).
(3) «Τον πίεζαν συνωστιζόμενοι γύρω του» (Ζ).

8.43 καὶ γυνὴ οὖσα ἐν ῥύσει αἵματος(1) ἀπὸ ἐτῶν δώδεκα, ἥτις ἰατροῖς προσαναλώσασα(2) ὅλον τὸν βίον οὐκ ἴσχυσεν(3) υπ᾽ οὐδενὸς θεραπευθῆναι,
43 Κάποια γυναίκα, που υπέφερε από αιμορραγία δώδεκα χρόνια και είχε ξοδέψει όλη της την περιουσία στους γιατρούς, χωρίς κανένας να μπορέσει να την κάνει καλά,
(1) Το οὖσα ἐν ῥύσει αἵματος είναι περίφραση του αιμορροούσα (δ)· βρισκόταν σε κατάσταση αιμορραγίας (p).
(2) Για την αρρώστια και τα βάσανά της κατανάλωσε για γιατρούς ή σε γιατρούς (δ).
(3) Δεν μπόρεσε να θεραπευτεί.

8.44 προσελθοῦσα ὄπισθεν(1) ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, καὶ παραχρῆμα ἔστη(2) ἡ ῥύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς.
44 πήγε πίσω από τον Ιησού, άγγιξε την άκρη του ρούχου του, κι αμέσως η αιμορραγία της σταμάτησε.
(1) Ώστε να μην την δει ο Κύριος. «Γιατί όμως δεν άγγιξε φανερά; Διότι ήξερε ότι είναι ακάθαρτη και φοβόταν να αγγίξει φανερά τον καθαρό, επειδή εμποδιζόταν από το νόμο… και ντρεπόταν να φανερώσει δημόσια αυτό που έπασχε· ταυτόχρονα όμως και υποπτευόταν, μήπως, αν τυχόν την καταλάβαιναν, διωχτεί από τον όχλο λόγω της ακαθαρσίας της» (Ζ).
(2) Είναι το μόνο χωρίο στην Κ.Δ., στο οποίο το ρήμα ίσταμαι χρησιμοποιείται με αυτήν την έννοια. Είναι σύμφωνα με τον Hobart η συνηθισμένη λέξη στους γιατρούς συγγραφείς για να δηλωθεί το σταμάτημα σωματικών εκροών και ειδικά όπως η περίπτωση που αναφέρεται εδώ (p).

8.45 καὶ εἶπεν ὁ ᾽Ιησοῦς, Τίς ὁ ἁψάμενός μου(1); ἀρνουμένων δὲ πάντων εἶπεν ὁ Πέτρος και οι συν αυτώ(2), ᾽Επιστάτα, οἱ ὄχλοι συνέχουσί σε καὶ ἀποθλίβουσι(3), και λέγεις τίς ο αψάμενός μου(4);
45 Τότε ο Ιησούς είπε: «Ποιος με άγγιξε;» Ενώ όλοι αρνιούνταν, ο Πέτρος και όσοι ήταν μαζί του έλεγαν: «Διδάσκαλε, οι όχλοι έχουν στριμωχτεί κοντά σου και σε πιέζουν κι εσύ λες ποιος με άγγιξε;»
(1) «Ρώτησε όχι επειδή αγνοούσε, αλλά με σκοπό, αφού αυτή καταλάβει ότι δεν διέφυγε της προσοχής, όπως ήλπιζε, ούτε έκλεψε την υγεία, αλλά την πήρε από αυτόν με την θέλησή του, να ομολογήσει τα σχετικά με αυτήν, και να γίνουν γνωστά σε όσους ακολουθούσαν αυτής μεν η πίστη, αυτού δε η δύναμη και το αλάθητο· και να μιμηθούν, από τη μία, πολλοί την πίστη της, να φοβηθούν, από την άλλη, το ότι είναι παντοδύναμος και επιβλέπει τα πάντα» (Ζ). «Διότι αποσκοπεί, σε κάθε περίπτωση, στο να ωφεληθούν όσοι καλούνται στην χάρη μέσω της πίστης· επομένως, αν δεν γινόταν γνωστό το θαύμα, θα ήταν αδικία για πολλούς, με το να γίνει όμως γνωστό, ωφέλησε όχι λίγο και πριν βεβαίως από τους άλλους, τον άρχοντα της συναγωγής. Διότι έβαλε μέσα του πιο ασφαλή την ελπίδα για αυτό που προσδοκούσε· και σε συσχετισμό, τον έκανε να έχει θάρρος ότι και το κορίτσι του θα το αρπάξει ο Χριστός από τα δεσμά του θανάτου» (Κ).
(2) Σε κάποια χειρόγραφα παραλείπεται το «και οι συν αυτώ».
(3) Συνέχουσί σε και αποθλίβουσιν, δηλαδή σε περικύκλωσαν και σε πιέζουν (δ). «Το οποίο ήταν μέγιστη απόδειξη ότι και σάρκα αληθινή είχε και πατούσε κάτω κάθε αλαζονεία· διότι δεν τον ακολουθούσαν από μακριά, αλλά τον περικύκλωναν από παντού» (Κ). Σημείωσε την διαφορά μεταξύ της γυναίκας αυτής και της επαφής του πλήθους. Το πλήθος αγγίζει τελείως εξωτερικά το σώμα του Ιησού· η γυναίκα χάρις στην πίστη της αγγίζει και εσωτερικά με την ψυχή και την καρδιά. Η επαφή του πλήθους είναι εξωτερική και είναι μία πίεση χωρίς κάποια εσωτερική έννοια· η επαφή της γυναίκας είναι ζωντανή ενέργεια πίστης και αγάπης. Το ανθρώπινο μάτι καμία διαφορά δεν θα διαπίστωνε μεταξύ των δύο αυτών επαφών. Το μάτι όμως του Χριστού διέκρινε την διαφορά με σαφήνεια.
(4) Τα αλεξανδρινά χειρόγραφα παραλείπουν το «και λέγεις τίς ο αψάμενός μου;». «Ο Πέτρος όπως ήταν τολμηρός, κάνοντάς του παρατήρηση λόγω της ερώτησης, λέει· Τόσοι σε συμπνίγουν και λες· Ποιος με άγγιξε; Δεν καταλάβαινε όμως τι ρωτούσε ο Κύριος. Διότι ο μεν Ιησούς ρωτούσε: Ποιος με άγγιξε με πίστη και όχι έτσι απλά. Διότι όπως ακριβώς έχει κάποιος αυτιά για να ακούει, ενώ άλλος έχει αυτιά και δεν ακούει, έτσι, άλλος μεν αγγίζει με πίστη, ενώ άλλος πλησιάζει μεν, αλλά η καρδιά του απέχει πάρα πολύ» (Θφ).

8.46 ὁ δὲ ᾽Ιησοῦς εἶπεν, Ἤψατό μού τις(1), ἐγὼ γὰρ ἔγνων δύναμιν(2) ἐξελθούσαν ἀπ᾽ ἐμοῦ(3).
46 Ο Ιησούς όμως είπε: «Κάποιος με άγγιξε, γιατί εγώ ένιωσα να βγαίνει από μένα δύναμη».
(1) «Επειδή δεν ομολόγησε ακόμα η γυναίκα, διότι φοβόταν οπωσδήποτε, αυτός επιμένει λέγοντας· Κάποιος με άγγιξε, έτσι ώστε βλέποντας αυτή την αντίδρασή του, από μόνη της να ομολογήσει το γεγονός και να διακηρύξει η ίδια το θαύμα» (Ζ).
(2) «Δύναμη θεραπευτική δηλαδή, την οποία προσέλκυσε η πίστη της γυναίκας» (Ζ). Έγνων=αισθάνθηκα στο πνεύμα μου (δ), «δύναμη που βγήκε από μένα, εύλογα. Διότι οι μεν προφήτες δεν είχαν δυνάμεις να βγαίνουν από αυτούς· διότι θαυματουργούσαν με τη χάρη του Θεού. Ο Ιησούς όμως που ήταν πηγή κάθε αγαθού και κάθε δύναμης, έχει και δυνάμεις που βγαίνουν από αυτόν» (Θφ). Δεν λέει αυτά ο Κύριος παραπονούμενος, λες και με την δύναμη που βγήκε από αυτόν να εξασθένησε ή να αδικήθηκε, αλλά μιλά με ικανοποίηση και ευαρέσκεια. Ήταν χαρά του το να βγαίνει δύναμη από αυτόν που ευεργετούσε όσους την έπαιρναν. Και δεν του στερούσε τίποτα αυτό, διότι ήταν πηγή δύναμης που υπερπλεόναζε και ξεχείλιζε, και ουδέποτε εξαντλούνταν ή ελαττωνόταν. Ήταν ευπρόσδεκτοι αυτοί που τον πλησίαζαν και έπαιρναν από αυτόν, όπως και αυτοί που πλησιάζουν στο φως και την θερμότητα του ήλιου, δεν αποκρούονται από αυτόν.
(3) «Απαντά με πιο γήινο τρόπο, προσαρμοζόμενος στην αντίληψη των ακροατών» (Κ). Υπάρχει και η γραφή εξεληλυθυίαν. Ο Κύριος σε πολλές περιπτώσεις, αφού ζητούσε πίστη εκ μέρους των προσώπων, τα οποία ζητούσαν την βοήθειά του, είτε άγγιζε με τα χέρια του αυτά, είτε έλεγε κάποια λόγια σε αυτά είτε άλειφε τα μάτια με πηλό ή με σάλιο είτε έκανε κάποια άλλη χειρονομία, πριν ακολουθήσει η θεραπεία. Οι δύο ενέργειες συνδυάζονταν, η εξωτερική με την εσωτερική. Δεν είναι λοιπόν δεισιδαιμονία να κάνει κάποιος χρήση και εξωτερικών σημαδιών και μέσων, ώστε μέσω αυτών να τύχει της αόρατης χάρης, η οποία θα τον θεραπεύσει από κάποια ασθένεια σωματική ή ψυχική. Με εξωτερικά σημεία και υλικά μέσα πολλές από τις δωρεές και χάριτες διαβιβάζονται στην εκκλησία στις ψυχές μας. Αγάπα τον Χριστό και δείχνε την αγάπη σου με την τήρηση των παραγγελμάτων του, μεταξύ των οποίων είναι και η μετάδοση της χάρης με ορατά σημάδια. Αλλά και εάν χρησιμοποιείς τα μέσα της χάρης, τα οποία αυτός όρισε, εφόσον τη χρήση αυτή των εξωτερικών μέσων και σημαδιών της χάρης δεν την συνδυάζεις με την πίστη και την αγάπη, διατρέχεις τον κίνδυνο όχι μόνο να μην αποκομίσεις ωφέλεια, αλλά και να σου αποβούν αυτά σε καταδίκη.

8.47 ἰδοῦσα δὲ ἡ γυνὴ ὅτι οὐκ ἔλαθεν(1) τρέμουσα(2) ἦλθεν καὶ προσπεσοῦσα αὐτῷ δι᾽ ἣν αἰτίαν ἥψατο αὐτοῦ(3) ἀπήγγειλεν αυτώ ἐνώπιον παντὸς τοῦ λαοῦ(4) καὶ ὡς ἰάθη παραχρῆμα.
47 Μόλις η γυναίκα είδε ότι δεν ξέφυγε την προσοχή του, ήρθε τρέμοντας κι έπεσε στα πόδια του και μπροστά σ’ όλο τον κόσμο τού είπε για ποια αιτία τον άγγιξε κι ότι είχε γιατρευτεί αμέσως.
(1) Θα επιθυμούσε να διαφύγει την προσοχή του Ιησού (b).
(2) «Έτρεμε και λόγω της δύναμής του, αλλά και λόγω του νόμου, διότι, ενώ ήταν ακάθαρτη, άγγιξε τον καθαρό» (Ζ).
(3) «Η σύνταξη των λόγων γίνεται με υπερβατό σχήμα, οπότε έπρεπε να είναι: Αφού έπεσε στα πόδια του, ανήγγειλε σε αυτόν μπροστά σε όλο τον λαό, για ποιο λόγο άγγιξε αυτόν» (Ζ).
(4) Η πίστη απομακρύνει κάθε άκαιρη ντροπή (b). «Προηγουμένως μεν, δεν τολμούσε λόγω ευλάβειας, να τον συναντήσει κατά πρόσωπο και να ζητήσει θεραπεία, όταν όμως την αναζητά ο Χριστός, τον συναντάει όπως έπρεπε και έχει φόβο και ευλάβεια και προσφέρει τον σεβασμό που άρμοζε· και την ομολογία της θεραπείας την κάνει φανερή σε όλους, όχι σε αυτόν που ξέρει τα πάντα, αλλά σε αυτούς που αγνοούν, αφού κατάλαβε με τις αισθήσεις της ότι θεραπεύτηκε» (Ω).

8.48 ὁ δὲ εἶπεν αὐτῇ, θάρσει(1), θυγάτερ(2), ἡ πίστις(3) σου σέσωκέν σε· πορεύου εἰς εἰρήνην(4).
48 Εκείνος της είπε: «Θάρρος, κόρη μου, η πίστη σου σε έσωσε· πήγαινε στο καλό».
(1) «Ηρεμεί τον τρόμο της ψυχής με το να πει· Έχε θάρρος, κόρη μου» (Θφ). «Μη φοβάσαι, ούτε εμένα, ούτε τον νόμο. Διότι άγγιξες από πίστη και όχι από περιφρόνηση» (Ζ).
(2) «Την αποκάλεσε κόρη… και με αυτήν την ονομασία διώχνει εντελώς τον φόβο της και της δείχνει οικειότητα» (Ζ).
(3) «Απέδωσε το παν στην πίστης της, ώστε και άλλοι να ελκυστούν στην πίστη» (Ζ).
(4) Πήγαινε ήσυχη, απαλλαγμένη από κάθε φροντίδα και μέριμνα, την οποία η ασθένεια φέρνει στον άνθρωπο (δ). Το όνομα Βερνίκη ή Βερονίκη, που αποδίδεται στη γυναίκα αυτή, εμφανίζεται για πρώτη φορά στις Πράξεις Πιλάτου και στο Ευαγγέλιο του Νικοδήμου. Σύμφωνα με τον Ευσέβιο «έλεγαν ότι η αιμορροούσα γυναίκα καταγόταν από την Πανεάδα και δείχνεται το σπίτι της στην πόλη και παραμένουν θαυμαστά μνημεία της ευεργεσίας του Σωτήρα προς αυτήν. Πράγματι, κοντά στην πύλη του σπιτιού της, σε υψηλό βάθρο στέκεται χάλκινο άγαλμα γυναίκας το οποίο μοιάζει με κάποια που ικετεύει με το γόνατο σκυμμένο και τα χέρια απλωμένα προς τα εμπρός. Απέναντι από αυτό βρίσκεται άλλη μορφή από το ίδιο υλικό, όρθιου άνδρα αυτή, ντυμένου με πανωφόρι και ο οποίος απλώνει το χέρι προς τη γυναίκα, κοντά στα πόδια του οποίου πάνω στη στήλη φυτρώνει παράξενο είδος χορταριού, το οποίο ανεβαίνει μέχρι το κράσπεδο του χάλκινου πανωφοριού· αυτό θεωρείται ότι είναι φάρμακο θεραπευτικό ποικίλων νοσημάτων. Αυτός ο ανδριάντας έλεγαν ότι είχε εικόνα του Ιησού, τον οποίο ο Μαξιμίνος τον χρησιμοποίησε για τη δική του ασέβεια» (Δες και Εκκλ. Ιστ. 7,18). Ο Σωζόμενος (Εκκλ. Ιστ, 5,21) λέει ότι ο Ιουλιανός απομάκρυνε το άγαλμα του Χριστού και αντί για αυτό έστησε το δικό του, που συντρίφτηκε από κεραυνό. Ο Μαλάλας (Χρονογρ.Χ,306-308) παρουσιάζει την αίτηση, με την οποία η γυναίκα ζήτησε από τον Ηρώδη Αντίπα την άδεια της ανέγερσης του μνημείου (p).

8.49 ῎Ετι αὐτοῦ λαλοῦντος ἔρχεταί τις παρὰ τοῦ ἀρχισυναγώγου(1) λέγων αυτώ ὅτι τέθνηκεν(2) ἡ θυγάτηρ σου, μη σκύλλε(3) τὸν διδάσκαλον.
49 Ενώ ο Ιησούς ακόμα μιλούσε, ήρθε κάποιος από το σπίτι του άρχοντα της συναγωγής και του λέει: «Η κόρη σου πέθανε· μην ενοχλείς πια το δάσκαλο».
(1) Κάποιο μέλος της οικογένειας του αρχισυναγώγου (p).
(2) Μπαίνει μπροστά με έμφαση.
(3) «Δηλαδή μην τον βάζεις σε κόπο» (Θφ), μην τον ενοχλείς, μην τον πειράζεις (δ).

8.50 ὁ δὲ ᾽Ιησοῦς ἀκούσας ἀπεκρίθη αὐτῷ λέγων, Μὴ φοβοῦ, μόνον πίστευε(1), καὶ σωθήσεται.
50 Όταν το άκουσε ο Ιησούς, του είπε: «Εσύ μη φοβάσαι, μόνο πίστευε, και θα σωθεί».
(1) Υπάρχει και η γραφή Πίστευσον=στην εμφάνιση της νέας αυτής δυσκολίας, ας υπερισχύσει η πίστη σου (p). Να καταβάλεις την έσχατη προσπάθεια εναντίον του εμποδίου που εμφανίστηκε. Η γραφή «πίστευε» σημαίνει εμμονή στην πίστη (g). «Απαιτεί αυτό ο Σωτήρας, όχι επειδή χρειαζόταν τη βοήθεια άλλων· διότι αυτός είναι κύριος και χορηγός και της πίστης· αλλά για να μην φανεί ότι χαρίζεται σε πρόσωπα, αλλά ότι δείχνει την ευαρέσκειά του σε αυτούς που πιστεύουν και για να μην δεχτούν χωρίς πίστη τις ευεργεσίες και λόγω της απιστίας τις χάσουν. Διότι θέλει, όταν χαρίζει κάτι, να παραμένει η χάρη και όταν θεραπεύει να είναι μόνιμη η θεραπεία… Και όπως ακριβώς ένας γιατρός μπαίνοντας στους ασθενείς θα ρωτούσε πρώτα, αν θέλουν να θεραπευτούν, έτσι ώστε, ενώ αυτός φροντίζει και εκείνοι δεν θέλουν, να μην γίνει ανώφελη η θεραπεία, αφού θα εναντιώνονται οι άρρωστοι στην τέχνη του ιατρού· έτσι και ο Κύριος… χάριζε τη δωρεά σε αυτούς που πίστευαν, έτσι ώστε με την πίστη να μπορέσουν να κρατήσουν και τη χάρη· διότι γνώρισμα της προαίρεσης της ψυχής είναι η πίστη» (Α).

8.51 ἐλθὼν δὲ εἰς τὴν οἰκίαν οὐκ ἀφῆκεν εἰσελθεῖν ουδένα(1) εἰ μὴ Πέτρον καὶ ᾽Ιωάννην καὶ ᾽Ιάκωβον(2) καὶ τὸν πατέρα τῆς παιδὸς καὶ τὴν μητέρα.
51 Φτάνοντας στο σπίτι, δεν άφησε κανέναν να μπει μέσα μαζί του, εκτός από τον Πέτρο, τον Ιωάννη και τον Ιάκωβο, καθώς και τον πατέρα και τη μητέρα του κοριτσιού.
(1) Ο Ιησούς απαγόρευσε να τον ακολουθήσουν στο δωμάτιο της νεκρής οι άνθρωποι, που βρίσκονταν στον προθάλαμο, οι συγγενείς, οι υπηρέτες, όσοι έπαιζαν τον αυλό, όσοι τραγουδούσαν τα μοιρολόγια κλπ., οι οποίοι ήταν περίεργοι να δουν τι θα γινόταν (g).
(2) Διάλεξε τους τρεις, οι οποίοι ήταν αρκετοί ως μάρτυρες του θαύματος, για να μαρτυρήσουν για αυτό και στους υπόλοιπους μαθητές, των οποίων θα ενισχυόταν η πίστη. Επιπλέον πιθανώς αυτοί ήταν περισσότερο από τους άλλους προετοιμασμένοι, για να ωφεληθούν από το θαύμα (p).

8.52 ἔκλαιον δὲ πάντες καὶ ἐκόπτοντο(1) αὐτήν. ὁ δὲ εἶπεν, Μὴ κλαίετε, οὐκ ἀπέθανεν ἀλλὰ καθεύδει(2).
52 Όλοι έκλαιγαν και τη θρηνολογούσαν. Ο Ιησούς όμως τους είπε: «Μην κλαίτε· δεν πέθανε, αλλά κοιμάται».
(1) Θρηνούσαν με χτυπήματα στο κεφάλι και το στήθος, κραυγές και θρήνους (δ).
(2) «Ονομάζει τον θάνατο ύπνο, διότι επρόκειτο να αναστήσει την πεθαμένη σαν ακριβώς από ύπνο» (Θφ). «Απέδειξε πως είναι αλήθεια το ότι κοιμάται, με το να κάνει το θαύμα· το οποίο [το ότι κοιμάται] χωρίς την ανάσταση δεν θα ήταν αλήθεια» (Σχ.). Όμως ο λόγος αυτός εφαρμόζεται και σε όλους όσους πεθαίνουν με σχέση με τον Κύριο. Δεν πρέπει λοιπόν να θλιβόμαστε για το θάνατό τους, όπως θλίβονται οι υπόλοιποι που δεν έχουν ελπίδα, διότι ο θάνατος και για αυτούς είναι ύπνος, όχι μόνο διότι αναπαύει αυτούς από τους κόπους και τις δοκιμασίες της παρούσας ζωής, αλλά και διότι πρόκειται να επακολουθήσει σε αυτόν η ένδοξη ανάσταση, κατά την οποία αναστημένοι θα περπατούν μέσα στη δόξα των ημερών της αιωνιότητας.

8.53 καὶ κατεγέλων αὐτοῦ, εἰδότες(1) ὅτι ἀπέθανεν.
53 Εκείνοι τον περιγελούσαν, βέβαιοι πως είχε πεθάνει.
(1) Ο Λουκάς μόνος από τους συνοπτικούς προσθέτει και το λόγο, για τον οποίο γελούσαν εις βάρος του. Διότι, λέει, γνώριζαν ότι πέθανε. Όλα δηλαδή τα εξωτερικά σημάδια του θανάτου εκδηλώθηκαν και όλοι είχαν βεβαιωθεί ότι είχε πεθάνει (δ). «Τόσο πολύ πέθανε, ώστε και τον κορόιδευαν επειδή έλεγε ότι δεν πέθανε» (Θφ). Ο παρηγορητικός αυτός λόγος του Κυρίου προκάλεσε τη χλεύη αυτών που έκλαιγαν. Τα μαργαριτάρια δηλαδή μπήκαν μπροστά στους χοίρους. Αγνοούσαν τις Γραφές, στις οποίες ο θάνατος ονομάζεται ύπνος και θεώρησαν ως πρωτάκουστη και παράλογη την έκφραση αυτή του Σωτήρα. Όμως και από το χλευασμό που προκλήθηκε, προήλθε κάτι καλό. Επιβεβαιώθηκε δηλαδή η αλήθεια του θαύματος. Διότι από όλους μαρτυρήθηκε ότι η κόρη του Ιαείρου ήταν πράγματι νεκρή.

8.54 αὐτὸς δὲ εκβαλών έξω πάντας και(1) κρατήσας τῆς χειρὸς αὐτῆς(2) ἐφώνησεν λέγων, η παῖς, εγείρου.
54 Ο Ιησούς, αφού τους έβγαλε όλους έξω, έπιασε το κορίτσι από το χέρι και του είπε δυνατά: «Κορίτσι, σήκω!»
(1) Τα αλεξανδρινά χειρόγραφα παραλείπουν τη φράση «αυτός δε εκβαλών έξω πάντας και».
(2) Και οι 3 συνοπτικοί αναφέρουν ότι την κράτησε, παρόλο που το άγγιγμα νεκρού σώματος έκανε αυτόν που άγγιζε τελετουργικά ακάθαρτο. Παρόμοια άγγιξε και τον λεπρό (ε 13)(p)

8.55 καὶ ἐπέστρεψεν τὸ πνεῦμα αὐτῆς(1), καὶ ἀνέστη παραχρῆμα, καὶ διέταξεν αὐτῇ δοθῆναι φαγεῖν(2).
55 Το πνεύμα της επέστρεψε κι αυτή αμέσως σηκώθηκε. Ο Ιησούς τότε διέταξε να της δώσουν να φάει.
(1) «Δεν έφερε μέσα στο σώμα άλλη ψυχή, αλλά εκείνην που πέταξε μακριά από το σώμα, αυτήν την έκανε να επιστρέψει σε αυτό» (Θφ). Αυτό το «επέστρεψε» ανατρέπει από τη ρίζα τους, τις παρερμηνείες των ορθολογιστών. Διότι η επιστροφή του πνεύματος στο σώμα, αναγκαστικά προϋποθέτει τον χωρισμό και την έξοδο από αυτό, το οποίο είναι ο πλήρης και τέλειος θάνατος. Δεν επρόκειτο λοιπόν για νεκροφάνεια, κατά την οποία δεν επέρχεται διάλυση των δεσμών του πνεύματος και του σώματος και έξοδος του πρώτου (δ). Ως προς την τελευταία αυτή εκδοχή θα μπορούσε να προστεθεί και η παρατήρηση, ότι ο Ιησούς δεν είχε εξετάσει το σφυγμό της νεκρής, όταν είπε το «δεν πέθανε, αλλά κοιμάται». Είπε τα λόγια αυτά πριν ακόμη μπει καν στο δωμάτιο, όπου βρισκόταν αυτή. Ας διαλέξουν λοιπόν οι ορθολογιστές ανάμεσα στο θαύμα της δύναμης και στο θαύμα της γνώσης (g). Αποδεικνύεται από εδώ, ότι η ψυχή είναι κάτι αυθυπόστατο, που υφίσταται και ενεργεί και όταν είναι χωρισμένη από το σώμα. Δεν είναι αυτή μία κράση του σώματος ή κάτι που πεθαίνει μαζί του, αλλά ουσία που μπορεί να κληθεί πίσω από τον κύριο της ζωής και του θανάτου και να ζωοποιήσει πάλι το νεκρωμένο σώμα.
(2) Η φροντίδα αυτή του Ιησού που εκδηλώθηκε με την παραγγελία, μετά από τη μακρά εξάντληση από την ασθένεια, να δοθεί τροφή στην αναστημένη, επόμενο ήταν να προκαλέσει ειδικότερα το ενδιαφέρον του Λουκά. Στον ενθουσιασμό της χαράς τους, οι γονείς και οι συγγενείς ήταν δυνατόν να λησμονήσουν αυτό. Μετά την ανάσταση η φύση ξανάπιασε τη συνηθισμένη της λειτουργία (p).

8.56 καὶ ἐξέστησαν οἱ γονεῖς αὐτῆς· ὁ δὲ παρήγγειλεν αὐτοῖς μηδενὶ εἰπεῖν τὸ γεγονός(1).
56 Οι γονείς της έμειναν κατάπληκτοι. Εκείνος όμως τους είπε να μην πουν σε κανέναν τι είχε γίνει.
(1) «Διότι δεν ήθελε, πριν τον κατάλληλο καιρό, να αποκαλυφθεί στους πολλούς, για αυτό και έκρυβε τα περισσότερα από τα έργα του ίσως λόγω του φθόνου των Ιουδαίων» (Θφ). Δες και Λουκ. ε 14.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9

Στίχ.1-6. Η εξουσία και η αποστολή των δώδεκα.
9.1 (1)Συγκαλεσάμενος(2) δὲ τοὺς δώδεκα μαθητάς αυτού ἔδωκεν(3) αὐτοῖς δύναμιν καὶ ἐξουσίαν(4) ἐπὶ πάντα(5) τὰ δαιμόνια καὶ νόσους θεραπεύειν(6),
1 Ο Ιησούς κάλεσε τους δώδεκα μαθητές και τους έδωσε εξουσία πάνω σ’ όλα τα δαιμόνια, καθώς και δύναμη να θεραπεύουν ασθένειες.
(1) Δες Ματθ. ι 1-15 και Μάρκ. στ 7 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις.
(2) Και οι 3 συνοπτικοί αναφέρουν την εδώ ειδική πρόσκληση του Ιησού. Ο Ματθαίος όμως και ο Μάρκος χρησιμοποιούν το συνηθισμένο ρήμα προσκαλώ, αντί για το οποίο ο Λουκάς μεταχειρίζεται το συγκαλούμαι που χρησιμοποιεί συνηθέστερα στο ευαγγέλιό του. Δες Λουκ. θ 1,ιε 6,9,κγ 13 (p). Σημαίνει το ρήμα εδώ ειδική και επίσημη συνέλευση (g).
(3) «Δες πάλι τον Λόγο του Θεού που έγινε άνθρωπος, να ξεπερνά το μέτρο της ανθρώπινης φύσης και να διαπρέπει στο αξίωμα της θεότητας· διότι ξεπερνά τα ανθρώπινα μέτρα το να δίνει σε όποιους θέλει την εξουσία εναντίον των ακάθαρτων πνευμάτων, και βεβαίως μόνο στο Θεό ανήκει το να μπορεί να ελευθερώνει από ασθένειες, όσους έπεσαν σε αυτές» (Κ). «Από εδώ φαίνεται η υπεροχή της θεότητας του Ιησού. Διότι δεν θαυματουργούσε μόνο ο ίδιος, αλλά έδινε αυτό και στους μαθητές του» (Θφ).
(4) Δύναμη=ισχύ να βγάζουν τα δαιμόνια και εξουσία στο να χρησιμοποιούν αυτήν την ισχύ, αντίθετα με τους Ιουδαίους εξορκιστές, οι οποίοι μη έχοντας ούτε τη δύναμη, ούτε την εξουσία, κατέφευγαν σε κοπιαστικές προσπάθειες για εκδίωξη των δαιμονίων, οι οποίες συνήθως κατέληγαν σε αποτυχία (p).
(5) Σε κάθε είδος, το οποίο θα συναντούσαν (b). Ο Χριστός είχε έλθει για να ανατρέψει και να ερειπώσει το βασίλειο του σκότους, για αυτό και έδωσε στους μαθητές του δύναμη και εξουσία πάνω σε όλα τα δαιμόνια.
(6) Το θεραπεύειν μπορεί να εξαρτάται συντακτικά και από το «δύναμιν και εξουσίαν», καλύτερα όμως να συνδέσουμε αυτό με το έδωκε (g). «Ο Κύριος όπλιζε τους μαθητές του με θεϊκές δυνάμεις, ώστε πρώτα να γκρεμίζουν τα δαιμονικά στίφη και τις εχθρικές και πολέμιες στους ανθρώπους παρατάξεις· έπειτα να θεραπεύουν τους πονεμένους από ασθένειες και κάθε είδους πάθη· και παρέχει σε όλους τους ανθρώπους τη δυνατότητα να βλέπουν γνωρίσματα της κηρυττόμενης βασιλείας. Διότι έπρεπε, επειδή κήρυτταν παράδοξο κήρυγμα, έπρεπε να παρέχουν στους μαθητές φανερά σημάδια παράδοξων και νέων αγαθών» (Ε).

9.2 καὶ ἀπέστειλεν αὐτοὺς κηρύσσειν(1) τὴν βασιλείαν τοῦ θεοῦ(2) καὶ ἰᾶσθαι(3) τοὺς ασθενούντας,
2 Μετά τους έστειλε να κηρύττουν τη βασιλεία του Θεού και να γιατρεύουν τους αρρώστους.
(1) «Αφού τους έδωσε εξουσία εναντίον των πονηρών πνευμάτων, δεν τους περιόρισε μέχρις αυτό, αλλά διέταξε να κηρύττουν και το ευαγγέλιο» (Θφ). Βλέπει κάποιος εδώ την μέθοδο που χρησιμοποιήθηκε από τον Κύριο για διάδοση του ευαγγελίου. Περιόδευσε, πρώτον, αυτοπροσώπως, κηρύττοντας και θεραπεύοντας και όταν διδάχτηκαν κοντά του οι 12, έστειλε και αυτούς σε ιεραποστολική περιοδεία.
(2) «Άραγε πριν από αυτά, όταν έστειλε τους δώδεκα να κηρύττουν, τους εμπόδισε να ομολογούν ότι αυτός είναι ο Χριστός; Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι, θέλησε αυτοί που θα άκουγαν το όνομα του Χριστού από τους Αποστόλους, να κατηχηθούν πρώτα με έναν λιγότερο σαφή τρόπο… και προστάζει να σιγήσουν τα σχετικά με αυτόν, φυλάγοντας την τελειότερη σχετικά με αυτόν διδασκαλία για πιο κατάλληλο καιρό, όταν θα μπορούσαν, σε αυτούς που θα τον είχαν δει σταυρωμένο, να δώσουν μαρτυρία για την από τους νεκρούς ανάστασή του, οι μαθητές που θα τον είχαν δει αναστημένο» (Ω). Τους έστειλε να διδάξουν το λαό για την πνευματική φύση και τις πνευματικές τάσεις και σκοπούς της βασιλείας του Θεού και με την διδασκαλία τους αυτή, να διεγείρουν το ενδιαφέρον του για αυτήν και να τον προτρέψουν να ετοιμαστεί για υποδοχή της.
(3) Τα δύο ρήματα κηρύττω και ιώμαι περιλαμβάνουν την διακονία των ψυχών και των σωμάτων (p). Έτσι οι Απόστολοι «με τα έμπρακτα θαύματα που επιτελούσαν, έδιναν στο κήρυγμα αξιοπιστία ξεκάθαρη… και παρέδιδε σε αυτούς τα παράδοξα θαύματα, σαν αγκίστρια σωτήρια των ψυχών, έτσι ώστε με αυτά να ψαρεύουν και να τραβούν από το βυθό της κακίας το θνητό γένος, φυγαδεύοντας πονηρά πνεύματα και θεραπεύοντας κάθε ασθένεια και αδιαθεσία με το δικό του πρόσταγμα» (Ε).

9.3 καὶ εἶπεν πρὸς αὐτούς, Μηδὲν αἴρετε εἰς τὴν ὁδόν(1), μήτε ῥάβδους(2) μήτε πήραν μήτε ἄρτον(3) μήτε ἀργύριον(4), μήτε ἀνὰ δύο χιτῶνας(5) ἔχειν(6).
3 «Μην παίρνετε τίποτε μαζί σας για το δρόμο» τους είπε· «ούτε ραβδί ούτε σακίδιο ούτε φαγητό ούτε χρήματα ούτε διπλά ρούχα.
(1) «Με αυτόν τον τρόπο, τούς διατάζει να είναι σαν εύζωνοι και θέλει να απαλλαχτούν από κάθε κοσμική μέριμνα, ώστε να μην ενδιαφέρονται ούτε και για αυτήν την αναγκαία και απαραίτητη τροφή. Διότι, λέει, ότι θα αποτελεί στολίδι και κατά κάποιο τρόπο στεφάνι σε αυτούς, το να μην κατέχουν τίποτα… σχεδόν λέγοντας εκείνο το ρητό στους ψαλμούς. Ρίξε στον Κύριο τη φροντίδα σου και αυτός θα σε διαθρέψει»» (Κ). «Διότι ταιριάζει να κάνουν ένα ξεπλήρωμα και μία ανταλλαγή, αφού, δεχόμενοι, από τη μία, από το Θεό τις σωτήριες και ευεργετικές για τους ανθρώπους δυνάμεις, να ανταποδώσουν, από την άλλη, σε αυτόν υπακοή στις εντολές του, προθυμία και προαίρεση ελεύθερη από την συμπάθεια στα βιοτικά. Αλλά και από τη στιγμή που υποδέχονται στις ψυχές τους πλούτο ουράνιο… θεωρούσε ότι έπρεπε να περιφρονήσουν τα γήινα» (Ε). Δεν επιτρέπει σε αυτούς να φροντίζουν ιδιαίτερα να προκαλούν την εκτίμηση του λαού με την εξωτερική εμφάνιση. Δεν πρέπει να έχουν κάποια ιδιαίτερη ενδυμασία ούτε κάποια άλλη μεταβολή στο ντύσιμό τους. Ό,τι είχαν όταν ακολούθησαν αυτόν και όπως ήταν τώρα, έτσι και να πηγαίνουν στην περιοδεία τους.
(2) Υπάρχει και η γραφή μήτε ράβδον. Ο Μάρκος λέει «παρά μόνο ράβδο». Η έννοια παρ’ όλα αυτά είναι η ίδια και καμία διαφωνία δεν υπάρχει μεταξύ των ευαγγελιστών. Στην ουσία και τα δύο παραγγέλματα μπορούν να μεταφραστούν ως εξής: Μην κάνετε ειδικές προπαρασκευές για την περιοδεία σας. Πηγαίνετε όπως είστε (p). Και εδώ αυτό πρέπει να έχει κάποιος υπ’ όψιν, ότι συχνά στα ευαγγέλια τα λόγια του Κυρίου πρέπει να ερμηνεύονται όχι μόνο κατά το γράμμα, αλλά και κατά την έννοια και το πνεύμα, το οποίο μας διέσωσε η αποστολική παράδοση, από την οποία έλκουν την αρχή τους και τα γραπτά ευαγγέλια (Knabenbauer).
(3) Ούτε ψωμί, διότι έπρεπε να εξαρτούν τους εαυτούς τους εξ’ ολοκλήρου από την Πρόνοια του Θεού και να περιοδεύουν με την πεποίθηση, ότι, παρόλο που δεν κουβαλούσαν μαζί τους τίποτα, τίποτα δεν θα στερούνταν.
(4) «Διότι αντιλαμβανόταν καλά, ότι ίσως αυτοί που θα θεραπευτούν από αυτούς από τις ασθένειες και θα απαλλαχτούν από τα ανίατα πάθη, θα θελήσουν να τους παραχωρήσουν και όλα τα υπάρχοντά τους. Για αυτό, προλαβαίνοντας αυτά, ξεκαθάρισε να μην καπηλεύονται την χάρη και συμβουλεύει να μην πουλούν τα δώρα του Θεού… αλλά τους θέλει να είναι αφιλοχρήματοι και να μην φροντίζουν για τα βιοτικά» (Ε).
(5) Ο Λουκάς δεν διατυπώνει την απαγόρευση όπως ο Μάρκος «να μην ντυθείτε δύο χιτώνες», δηλαδή να μην φορούν συγχρόνως δύο χιτώνες (L). Πράγματι ήταν συνηθισμένο στους ταξιδιώτες να έχουν 2 χιτώνες (Ιωσήπου Αρχ. XVII 5,7), από τους οποίους ο μεν εσωτερικός ονομαζόταν στα εβραϊκά κετονέθ, (είδος πουκάμισου), ενώ ο εξωτερικός μακρύτερος από τον άλλο, ονομαζόταν στα εβραϊκά μάιλ. Εφόσον λοιπόν απαγόρευσε σε αυτούς ο Κύριος να έχουν σάκκο, μόνο ο δεύτερος χιτώνας θα έπρεπε να φοριέται (p). Αυτό εξηγεί την εκ πρώτης όψεως παράδοξη διατύπωση του Μάρκου («Μην ντυθείτε δύο χιτώνες») (g).
(6) Το απαρέμφατο «έχειν» μπορεί να εξαρτηθεί από το «είπε», ή μπορούμε να το πάρουμε εδώ, όπως αυτό συμβαίνει συχνά, με έννοια προστακτικής (g). «Για να ζουν ζωή ενός μόνο είδους και ενός τρόπου, αποβλέποντας μόνο στο ότι πρέπει να μυούν τους ανθρώπους, διέταξε να μην φροντίζουν καθόλου ή για ρούχα ή για τροφή» (Κ). «Αλλά καθιστώντας τους στρατιώτες της βασιλείας του Θεού, τους ετοίμαζε σαν ευζώνους για τον πόλεμο με τους εχθρούς» (Ε).

9.4 καὶ εἰς ἣν ἂν οἰκίαν εἰσέλθητε, ἐκεῖ μένετε(1) καὶ ἐκεῖθεν(2) ἐξέρχεσθε.
4 Σ’ όποιο σπίτι μπαίνετε, εκεί να μένετε κι από ’κει να βγαίνετε.
(1) «Τους διέταξε να μένουν σε ένα σπίτι και να μη βγαίνουν από αυτό, ώστε ούτε αυτόν που τους υποδέχεται να λυπούν, ούτε οι ίδιοι να θεωρηθούν ότι είναι λαίμαργοι και θέλουν ευκολίες. Διότι έπρεπε ούτε αυτοί που τους δέχτηκαν μία φορά να αποστερηθούν από τη δωρεά, ούτε όμως και οι ίδιοι οι άγιοι Απόστολοι να εμποδίσουν κάπως το ζήλο και την προθυμία για το θείο κήρυγμα, με το να προσκαλούνται από πολλούς, όχι για να μάθουν κάτι από τα αναγκαία, αλλά για να τους παραθέσουν τραπέζι πλούσιο και πέρα από την ανάγκη» (Κ), «και δώσουν έτσι την εντύπωση ότι είναι κάποιοι άστατοι και ευμετάβλητοι» (Θφ) και να μην παρέχεται σε κάποιον η υπόνοια, ότι αυτοί που τους φιλοξενούσαν τους ένιωσαν ως βάρος και επιπλέον και οι άνθρωποι να γνωρίζουν, πού θα μπορούσαν να ζητήσουν αυτούς σε περίπτωση, κατά την οποία θα ήθελαν και ιδιαιτέρως να επικοινωνήσουν με αυτούς (Henry). Αυτό είναι το σπέρμα, από το οποίο προήλθαν οι κατ’ οίκον εκκλησίες που συναντούμε κατά την αποστολική εποχή (Ρωμ. ιστ 5,Α΄Κορ. ιστ 19,Κολ. δ 15,Φιλημ. 2) (p).
(2) Από το σπίτι δηλαδή· δεν πρόκειται όμως για τις καθημερινές εξόδους από αυτό κατά τη διάρκεια της παραμονής στην πόλη ή το χωριό, αλλά για τη στιγμή της αναχώρησης για άλλο μέρος (L). Η έξοδός σας από το σπίτι και από την πόλη ή το χωριό, ας γίνεται κατά τον ίδιο χρόνο (b). Παραγγελία μεγάλης σημασίας, διότι με το που έφταναν σε ένα μέρος, επειδή ακόμη δεν είχαν ενεργήσει σε αυτό κανένα θαύμα, ήταν ελάχιστα πιθανό, ότι άγνωστοι καθώς ήταν, θα γίνονταν δεκτοί σε φιλοξενία από τους πλουσιότερους του τόπου. Η προσοχή των πλουσίων θα τραβιόταν προς αυτούς μετά την θαυματουργική τους δράση. Δεν επιτρεπόταν λοιπόν να αφήσουν τότε την ταπεινή διαμονή τους, για να δεχτούν την πρόσκληση κάποιου πλουσίου, περιφρονώντας τον φτωχότερο, ο οποίος ευθύς εξ’ αρχής πρόθυμα τους υποδέχτηκε (ο).

9.5 καὶ ὅσοι ἂν μὴ δέξωνται(1) ὑμᾶς, ἐξερχόμενοι ἀπὸ τῆς πόλεως ἐκείνης και τὸν κονιορτὸν ἀπὸ τῶν ποδῶν ὑμῶν ἀποτινάξατε(2) εἰς μαρτύριον ἐπ᾽ αὐτούς(3).
5 Κι όπου δεν σας δέχονται, όταν βγαίνετε από κείνη την πόλη να τινάζετε και τη σκόνη από τα πόδια σας, για να υπάρχει μια μαρτυρία εναντίον τους».
(1) Υπάρχει και η γραφή δέχωνται, όπου ο ενεστώτας δηλώνει το ταυτόχρονο και αυτό που γίνεται διαρκώς και κατ’ επανάληψιν. Ο αόριστος δηλώνει αυτό που γίνεται κάποιες φορές και το τετελεσμένο (δ).
(2) «Πρέπει δηλαδή, από αυτούς που δεν τους δέχτηκαν ούτε ανέχτηκαν τα ιερά κηρύγματα, να μην θελήσουν να πάρουν το παραμικρό» (Κ). Στο Πράξ. ιγ 51 βρίσκουμε τους Βαρνάβα και Παύλο να τελούν την συμβολική αυτή πράξη του τινάγματος της σκόνης. Σήμαινε αυτή ότι από τώρα και στο εξής δεν είχαν ούτε την παραμικρή σχέση με τον τόπο εκείνο. Λέχθηκε, ότι οι Φαρισαίοι προέβαιναν στην ενέργεια αυτή, όταν από χώρα ειδωλολατρική επέστρεφαν στην Ιουδαία (p).
(3) «Δηλαδή για έλεγχό τους και κατηγορία» (Θφ). Το επ’ αυτούς σημαίνει κατά λέξη «πάνω τους» και κατά συνέπεια «εναντίον τους» (p). Η λέξη μαρτύριον μαζί με το «επ’ αυτούς» περικλείει την έννοια της απειλής σε σχέση με την ώρα της κρίσης (g). Είναι παράπονο και κατηγορία που αποτίθεται στα πόδια του Κριτή (Reuss). Η σκόνη αυτή θα μαρτυρεί, ότι πέρασαν από την πόλη αυτή οι κήρυκες του ευαγγελίου, για να προσφέρουν στους κατοίκους της την χάρη και την ειρήνη και αποδιώχτηκαν από αυτούς. Και με το τίναγμα αυτό εσείς θα δηλώνετε, ότι εγκαταλείπετε την πόλη τους και δεν έχετε πλέον καμία σχέση με αυτήν.

9.6 ἐξερχόμενοι(1) δὲ διήρχοντο κατὰ(2) τὰς κώμας εὐαγγελιζόμενοι καὶ θεραπεύοντες(3) πανταχοῦ(4).
6 Εκείνοι έφυγαν και περνούσαν ένα ένα τα χωριά, φέρνοντας το χαρμόσυνο μήνυμα και κάνοντας παντού θεραπείες.
(1) Από το χωριό, στο οποίο βρίσκονταν μαζί με τον Σωτήρα.
(2) Σε κάθε ένα από τα χωριά που συναντούσαν κατά την περιοδεία τους.
(3) «Ως δάσκαλοι, από τη μία, κήρυτταν το ευαγγέλιο, ως ιατροί, από την άλλη, θεράπευαν και επιβεβαίωναν τους λόγους τους με τα έργα και τα λόγια» (Ε).
(4) «Παντού περιόδευσαν» (Ε) και παντού ευαγγελίζονταν και θεράπευαν.

Στίχ. 7-9. Η απορία του Ηρώδη.
9.7 ῎Ηκουσεν(1) δὲ ῾Ηρῴδης ὁ τετράρχης τὰ γινόμενα υπ’ αυτού πάντα, καὶ διηπόρει(2) διὰ τὸ λέγεσθαι(3) ὑπό τινων ὅτι ᾽Ιωάννης εγήγερται ἐκ των νεκρῶν(4),
7 Ο Ηρώδης ο τετράρχης άκουσε όλα όσα γίνονταν από τον Ιησού και απορούσε, γιατί άλλοι έλεγαν ότι ο Ιωάννης αναστήθηκε από τους νεκρούς,
(1) Δες Ματθ. ιδ 1-13 και Μάρκ. στ 14-16 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις. Η αφήγηση αυτή είναι συνδεδεμένη με την παραπάνω αποστολή των 12 τόσο στο Λουκά όσο και στον Μάρκο. Ο Ματθαίος χωρίζει εντελώς τα δύο αυτά γεγονότα. Φαίνεται ότι οι δύο ευαγγελιστές θέλουν να υποδηλώσουν ότι η φήμη που προκλήθηκε από την δράση των 12 έδωσε αφορμή να φτάσει μέχρι τον Ηρώδη και η φήμη του Ιησού. Το ότι ο Ηρώδης μέχρι τη στιγμή εκείνη δεν είχε κάποια γνώση για τον Ιησού, εξηγείται εν μέρει και από το ότι ήταν πάρα πολύ μπλεγμένος από τον πόλεμό του με τον Αρέτα, τον βασιλιά της Αραβίας (g). Το ότι ο Κύριος μπορούσε και σε άλλους να μεταδίδει την θαυματουργική δύναμη και ότι στο όνομά του γίνονταν ήδη και με τα χέρια των αποστόλων πολλά θαύματα, αύξησε τη φήμη του και έκανε τις ακτίνες του Ηλίου αυτού της δικαιοσύνης λαμπρότερες και ισχυρότερες με την αντανάκλασή τους και από τα γήινα σκεύη, όπως ήταν οι απόστολοι. Οι άσημοι και αγράμματοι αυτοί δεν είχαν τίποτα άλλο συστατικό ή προσόν, το οποίο θα επέβαλλε στο πλήθος τον σεβασμό σε αυτούς, παρά μόνο το ότι «ήταν μαζί με τον Ιησού» (Πράξ. δ 13).
(2) Η πλήρως κλασική λέξη διηπόρει δεν συναντιέται στους Ο΄ ούτε στην Κ.Δ. παρά μόνο στον Λουκά (Πράξ. β 12,ε 24,ι 17). Ο Αντίπας βρισκόταν σε απορία για το τι ιδέα να σχηματίσει για τον Ιησού. Είναι αξιοσημείωτη η αλλαγή του χρόνου στα ρήματα=Άκουσε μία φορά, βρισκόταν όμως σε διαρκή απορία χωρίς να βρίσκει βέβαιη εξήγηση (p).
(3) Ο λόγος της απορίας του ήταν, ότι διάφοροι έλεγαν διαφορετικά πράγματα για τον Ιησού (δ).
(4) Έλεγαν δηλαδή μερικοί, ότι ο Ιησούς είναι ο ίδιος ο Ιωάννης που αναστήθηκε από τους νεκρούς. Αυτό αποτελεί ισχυρή απόδειξη για την βαθιά εντύπωση, την οποία είχε αφήσει το κήρυγμα του Ιωάννη. Κατά τη διάρκεια της ζωής του δεν είχε επιτελέσει κάποιο θαύμα, και όμως θεωρούσαν ως δυνατό το ότι τόσο μεγάλος προφήτης αναστήθηκε από τους νεκρούς και επιτελούσε θαύματα (p). Υπάρχει και η γραφή: ηγέρθη εκ νεκρών.

9.8 ὑπό τινων δὲ ὅτι ᾽Ηλίας ἐφάνη(1), ἄλλων δὲ ὅτι προφήτης τις τῶν ἀρχαίων(2) ἀνέστη.
8 άλλοι ότι εμφανίστηκε ο Ηλίας κι άλλοι ότι αναστήθηκε κάποιος από τους αρχαίους προφήτες.
(1) Το ρήμα άλλαξε. Αντί για το ηγέρθη μπήκε έξυπνα το εφάνη, διότι ο Ηλίας δεν έχε πεθάνει (p). Ο Ηλίας, που αναλήφθηκε ζωντανός, φάνηκε πάλι (δ).
(2) Όπως π.χ. ο Ιερεμίας (Ματθ. ιστ 14), ο Ησαΐας ή κάποιος άλλος. Διότι ήταν συνηθισμένες αυτού του είδους οι ιδέες στον όχλο, όπως βλέπουμε από τον Ματθαίο (δ). Οσοδήποτε και να δεν ήταν σωστές οι σχετικά με τον Ιησού ιδέες του πλήθους, όλες όμως ήταν υψηλές και τιμητικές, διότι όλοι τον θεωρούσαν ως έκτακτο πρόσωπο, που ήλθε από τον υπερπέραν κόσμο.

9.9 και εἶπεν ο ῾Ηρῴδης, ᾽Ιωάννην ἐγὼ ἀπεκεφάλισα· τίς δέ ἐστιν οὗτος περὶ οὗ εγώ ἀκούω(1) τοιαῦτα(2); καὶ ἐζήτει ἰδεῖν(3) αὐτόν(4).
9 Ο Ηρώδης όμως έλεγε: «Εγώ τον Ιωάννη τον αποκεφάλισα· ποιος είναι πάλι αυτός για τον οποίο ακούω τέτοια πράγματα;» Και ζητούσε να τον δει.
(1) Ο Ηρώδης μιλά τώρα ως άνθρωπος που δεν φοβάται πλέον τον Ιωάννη, με την αφέλεια ασυνείδητου τύραννου, ο οποίος είχε ήδη πάρει όλα τα μέτρα ασφάλειας. Ποιος τάχα να είναι αυτός, που έρχεται πάλι τώρα να μου φέρει προβλήματα; (L). Τον Ιωάννη εγώ αποκεφάλισα και δεν είναι δυνατόν να είναι αυτός, για τον οποίο εγώ ακούω αυτά (δ). Ίσως, όπως ο Βέδας εισηγείται, μετέπειτα ο Αντίπας να κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι ο Βαπτιστής αναστήθηκε, ιδέα για την οποία η ένοχή του συνείδηση τον έκανε επιδεκτικό (p). Για αυτό και είναι αξιοσημείωτη και η παρατήρηση: «Το «τον φόνευσα» λοιπόν, δεν το λέει με καύχηση, αλλά θέλοντας να παρηγορήσει τον φόβο και να πείσει την ψυχή που ταράζεται, να θυμηθεί ότι ο ίδιος τον έσφαξε. Τόσο μεγάλη είναι η δύναμη της αρετής, αφού και μετά το θάνατο είναι πιο δυνατή από τους ζωντανούς» (Χ).
(2) Το «τοιαῦτα» μπορεί να αναφέρεται είτε στα έργα του Χριστού, είτε στις διασταυρωμένες γνώμες για αυτόν (p).
(3) Όχι απλώς εξέφρασε επιθυμία, αλλά ζητούσε, δηλαδή εξακολουθούσε να ζητά να τον δει. Ο Ηρώδης είχε γνωρίσει τον Βαπτιστή και εάν έβλεπε τον Ιησού, θα μπορούσε να καταλήξει σε βέβαιο συμπέρασμα για το αν αυτός ήταν ή δεν ήταν ο Βαπτιστής. Δες Λουκ. κγ 8, όπου η επιθυμία του αυτή πραγματοποιήθηκε. Αναμφίβολα όμως δεν ήταν μόνο το ενδιαφέρον να διαπιστώσει την ταυτότητα του Ιησού, που ωθούσε τον Αντίπα στο να τον δει. Φαίνεται ότι αυτός ανήκε και στην τάξη των Σαδδουκαίων που δεν δέχονταν την ανάσταση των νεκρών (p). Ζητούσε να τον δει, αλλά ούτε πήγαινε, ούτε καλούσε τον Ιησού για να τον δει. Ίσως διότι θεωρούσε κατώτερο της μεγαλειότητάς του να πάει προς τον Ιησού ή να πάρει αυτός την πρωτοβουλία της πρόσκλησης του Ιησού. Ίσως και διότι θυμόταν τους ελέγχους του Ιωάννη. Είχε πολλά υποφέρει από τους ελέγχους αυτούς. Εφόσον λοιπόν εξακολουθούσε να σχετίζεται παράνομα με την Ηρωδιάδα μήπως και από τον νέο αυτόν προφήτη θα άκουγε νέες επιτιμήσεις; Οι αιχμάλωτοι της αμαρτίας και που δεν χωρίζονται από αυτήν, αποφεύγουν το φως και δεν έρχονται προς το φως για να μην ελεγχθούν τα έργα τους. Επιθυμεί να τον δει. Αναβάλλει όμως. Αλλά με την αναβολή η καρδιά του σκληρύνεται περισσότερο. Και όταν μετά από κάποιο χρόνο θα τον δει στα Ιεροσόλυμα (Λουκ. κγ 8), θα είναι τόσο προκατειλημμένος και τόσο σκληρυμένος, ώστε καμία ευεργετική εντύπωση δεν θα αποκομίσει από αυτόν.
(4) Οι λεπτομέρειες αυτές, τις οποίες αναφέρει ο Λουκάς, παρέχουν βάση να δεχτούμε, ότι ακολουθεί αυτός δική του πηγή, που προέρχεται μάλιστα από το άμεσο περιβάλλον του Ηρώδη και τέτοια μπορούσε να είναι είτε ο Χουζά (Λουκ. η 3) είτε ο Μαναήν (Πράξ. ιγ 1)(g).

Στίχ.10-17. Πολλαπλασιασμός των πέντε άρτων και των δύο ψαριών.
9.10 Καὶ(1) ὑποστρέψαντες οἱ ἀπόστολοι διηγήσαντο αὐτῷ ὅσα ἐποίησαν. καὶ παραλαβὼν αὐτοὺς ὑπεχώρησεν κατ᾽ ἰδίαν εἰς τόπον έρημον πόλεως καλουμένης Βηθσαϊδά(2).
10 Οι απόστολοι επέστρεψαν και διηγήθηκαν στον Ιησού όλα όσα είχαν κάνει. Εκείνος τους πήρε μαζί του κι αναχώρησαν μόνοι τους σε μια έρημη περιοχή κοντά στην πόλη που λεγόταν Βηθσαϊδά.
(1) Για τους στ. 10-17 δες Ματθ. ιδ 13 και Μάρκ. στ 30 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις.
(2) Διαφορετικές γραφές: εις πόλιν καλουμένην Βηθσαϊδά· άλλη: εις τόπον έρημον· άλλη πιο πιθανή σύμφωνα με τον g: εις τόπον έρημον καλούμενον Βηθσαϊδά. Η πόλη που έχει το όνομα αυτό και συχνά αναφέρεται στα ευαγγέλια, βρισκόταν στη δυτική όχθη της λίμνης κοντά στην Καπερναούμ (Λουκ. ι 13,Ματθ. ια 21,Μάρκ. στ 45,Ιω. α 45). Αλλά σύμφωνα με τους Ματθαίο, Μάρκο και Ιωάννη, το θαύμα της διατροφής των 5000 δεν συνέβη στην δυτική όχθη, διότι πριν το θαύμα ο Κύριος από την δυτική όχθη πέρασε με τους μαθητές στην απέναντι ανατολική όχθη. Φαίνεται ότι και εκεί υπήρχε τοποθεσία που λεγόταν Βηθσαϊδά. Είναι βεβαίως γνωστό ότι υπήρχε και άλλη πόλη στην Περαία που είχε το όνομα αυτό και βρισκόταν λίγο ανατολικά από την εκβολή του Ιορδάνη (Ιωσήπου. Αρχ. XVΙΙΙ 2,1, Ιουδ. Πολ. ΙΙΙ 10,7). Εφόσον όμως η λέξη Βηθσαϊδά σημαίνει τόπο αλιείας, φαίνεται ότι υπήρχαν πολλά χωριά στις ακτές της λίμνης που είχαν το όνομα αυτό και στον τόπο ενός από αυτά, έχτισε ο Φίλιππος την από τον Ιώσηπο αναφερομένη παραπάνω Βηθσαϊδά την Ιουλιάδα προς τιμήν της κόρης του Αυγούστου. Ο Λουκάς λοιπόν συμφωνεί με τους υπόλοιπους ευαγγελιστές και δεν τοποθετεί το θαύμα των 5000 στη δυτική όχθη, αλλά στην ανατολική σε μέρος ερημικό, «κατ’ ιδίαν» κοντά σε ένα χωριό που είχε το όνομα Βηθσαϊδά που διακρινόταν από την πόλη Βηθσαϊδά, που ήταν κοντά στην Καπερναούμ (g).

9.11 οἱ δὲ ὄχλοι γνόντες ἠκολούθησαν αὐτῷ(1). καὶ δεξάμενος(2) αὐτοὺς ἐλάλει(3) αὐτοῖς περὶ τῆς βασιλείας τοῦ θεοῦ, καὶ τοὺς χρείαν ἔχοντας θεραπείας ἰάσατο(4).
11 Ο όχλος όμως τους αντιλήφθηκε και τον ακολούθησε. Εκείνος τους δέχτηκε και τους μιλούσε για τη βασιλεία του Θεού, και όσοι είχαν ανάγκη από θεραπεία τούς θεράπευσε.
(1) Τον ακολούθησαν στην έρημο. Αλλά ο τόπος όπου είναι παρών ο Χριστός, παύει να είναι έρημος.
(2) Υπάρχει και η γραφή αποδεξάμενος. Και αυτή και το δεξάμενος υποδηλώνουν πρόθυμη υποδοχή εκ μέρους του Κυρίου. Ανταποκρίνεται η λέξη στο «σπλαχνίστηκε», που χρησιμοποιούν εδώ οι άλλοι δύο συνοπτικοί (p). Παρόλο που διέκοπταν την ανάπαυση, την οποία για λίγο ζήτησε εκεί ο Ιησούς και για τον εαυτό του και για τους μαθητές, παρ’ όλα αυτά τους υποδέχτηκε. Όταν υπάρχει ευλαβής και ειλικρινής ζήλος, μπορεί να δικαιολογήσει σε κάποιο μέτρο και κάποια αδιακρισία. Παρόλο που ο λαός αυτός ήλθε άκαιρα, ο Χριστός όμως τον δέχτηκε και του έδωσε ό,τι χρειαζόταν και ό,τι ζητούσε.
(3) Ο παρατατικός=Για πολλή ώρα.
(4) Ο Χριστός έχει ακόμη την δύναμη να θεραπεύει σωματικές ασθένειες, και θεραπεύει τον λαό που έχει ανάγκη θεραπείας. Μερικές φορές βλέπει, ότι η ασθένεια μας ωφελεί και συντελεί στο καλό των ψυχών μας περισσότερο από όσο η θεραπεία στο καλό των σωμάτων μας. Και τότε πρέπει να δεχόμαστε με ευγνωμοσύνη την παιδαγωγία του, βέβαιοι ότι όταν αυτός δει ότι ήλθε ο καιρός να μας θεραπεύσει, θα μας δώσει και την ίαση του σώματος. Πάντοτε όμως θεραπεύει τις πνευματικές ασθένειες με την χάρη του, με τις παρηγοριές του, με τις ενισχύσεις του. Έχει για τον καθένα ό,τι απαιτούν οι περιστάσεις στις οποίες βρίσκεται. Και ο θάνατος ο ίδιος είναι υπηρέτης του και τον στέλνει στους αγίους του, για να αναπαυτούν από τους κόπους τους.

9.12 ῾Η δὲ ἡμέρα ἤρξατο κλίνειν(1)· προσελθόντες δὲ οἱ δώδεκα εἶπον αὐτῷ, ᾽Απόλυσον(2) τὸν ὄχλον, ἵνα πορευθέντες εἰς τὰς κύκλῳ κώμας καὶ ἀγροὺς καταλύσωσιν(3) καὶ εὕρωσιν ἐπισιτισμόν(4), ὅτι ὧδε ἐν ἐρήμῳ τόπῳ(5) ἐσμέν.
12 Η μέρα όμως άρχισε να γέρνει. Οι δώδεκα μαθητές πήγαν κοντά του και του είπαν: «Διώξε τον κόσμο, για να πάνε στα γύρω χωριά και τις αγροικίες να βρουν κατάλυμα και φαγητό, γιατί εδώ είμαστε στην ερημιά».
(1) Στην Κ.Δ. μόνος ο Λουκάς χρησιμοποιεί με αμετάβατη έννοια το κλίνω. Δες και κδ 29. Στους αττικούς το κλίνω γενικώς είναι μεταβατικό (p). Να κλίνει δηλαδή στο δειλινό ή στη δύση (δ).
(2) «Δηλαδή θεράπευσε τις ασθένειές τους γρήγορα. Εκπλήρωσε τις αιτήσεις τους» (Θφ), διότι ο Κύριος ουδέποτε έδιωχνε κάποιον από αυτόν με άδεια τα χέρια.
(3) Επειδή δηλαδή πολλοί απείχαν αρκετά από τους τόπους τους, είχαν ανάγκη να βρουν και καταλύματα για τη νύχτα (δ).
(4) Λέγεται μοναδική φορά στην Κ.Δ. και είναι εξ’ ολοκλήρου κλασσική λέξη. Ειδικά λέγεται για τα εφόδια που λαμβάνονται για οδοιπορία. Δες Γεν. μβ 25,με 21,Ιησού Ν. θ 5,11,Ιουδείθ β 18,δ 5 (p). Έπειτα σημαίνει και την τροφή γενικά, τα φαγητά, και με αυτήν την δεύτερη έννοια λέγεται εδώ (δ).
(5) Ήταν φυσικώς αδύνατον να βρεθούν τροφές για τόσο πλήθος στην έρημο αυτήν. Και ο Κύριος αισθάνεται τον εαυτό του από κάποια άποψη υπεύθυνο για το ότι τόσο πλήθος βρέθηκε κοντά του στην τοποθεσία αυτή. Το θαύμα λοιπόν αυτό δεν είναι θαύμα καθαρής επίδειξης, αλλά θαύμα ανάγκης (g). Ο Ιησούς δεν ήταν ποτέ δυνατόν να διώξει νηστικό τόσο λαό που για μια ολόκληρη ημέρα στερήθηκε τροφής για να ακούσει την διδασκαλία του. Εκείνοι οι οποίοι με ζήλο ακολουθούν το Χριστό και στην οδό του καθήκοντος απαρνούνται τους εαυτούς τους ή εκθέτουν τους εαυτούς τους σε στερήσεις, κατατρωγόμενοι από τον ζήλο του οίκου του Θεού, λαμβάνονται κάτω από την ιδιαίτερη προστασία του. Αυτοί που φοβούνται τον Κύριο και υπηρετούν αυτόν πιστά «δεν θα ελαττωθούν από κάθε αγαθό».

9.13 εἶπεν δὲ πρὸς αὐτούς, Δότε αὐτοῖς ὑμεῖς(1) φαγεῖν. οἱ δὲ εἶπον, Οὐκ εἰσὶν ἡμῖν πλεῖον(2) ἢ ἄρτοι πέντε καὶ ἰχθύες δύο, εἰ μήτι πορευθέντες ἡμεῖς ἀγοράσομεν(3) εἰς πάντα τὸν λαὸν τοῦτον βρώματα.
13 Ο Ιησούς τους απάντησε: «Δώστε τους εσείς να φάνε»· κι εκείνοι του είπαν: «Δεν έχουμε παρά πέντε ψωμιά και δύο ψάρια, εκτός κι αν πάμε εμείς ν’ αγοράσουμε φαγητά για όλο αυτό το πλήθος».
(1) Με έμφαση=Εσείς οφείλετε να βρείτε τροφή για αυτούς, και όχι αυτοί (p). Ο Κύριος με το παράγγελμά του αυτό δίδαξε και τους διακόνους του και τον λαό του να ασκούν την φιλοξενία «χωρίς γογγυσμό» (Α Πέτρ. δ 9). Όσοι έχουν λίγα, ας κάνουν ό,τι είναι δυνατόν με τα λίγα. Αυτό είναι το μέσον, με το οποίο τα λίγα γίνονται περισσότερα. Υπάρχουν αυτοί που σκορπίζουν και δίνουν στους φτωχούς και όμως τα σκορπιζόμενα αυξάνουν και πλεονάζουν στα χέρια τους.
(2) Περισσότερο. Δεν έχουμε περισσότερο από 5 άρτους και 2 ψάρια.
(3) Υπάρχει και η γραφή αγοράσωμεν. Η σπάνια σύνταξη του ει μη με υποτακτική, αποσκοπεί να εκφράσει το δυνατόν=όμως εάν πηγαίνοντας μπορούμε να αγοράσουμε για όλον αυτόν το λαό τροφές. Αλλά ήταν δυνατόν αυτό; (δ).

9.14 ἦσαν γὰρ ὡσεὶ ἄνδρες πεντακισχίλιοι. εἶπεν δὲ πρὸς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ, Κατακλίνατε αὐτοὺς κλισίας(1) ἀνὰ πεντήκοντα(2).
14 Ήταν περίπου πέντε χιλιάδες άντρες. Είπε τότε στους μαθητές του: «Βάλτε τους να καθίσουν για φαγητό κάτω στο έδαφος κατά ομάδες ανά πενήντα».
(1) Κλισία λέγεται κάθε τόπος, στον οποίο μπορεί κάποιος να καθίσει, ιδίως μάλιστα η στεγασμένη καλύβα και σκηνή. Εδώ λέγεται με την έννοια της ομάδας των καθισμένων=κάθισμα σε ομάδες, κοινώς καθισιά (δ). Λέγεται μοναδική φορά και συναντιέται στους Ο΄ μόνο στο Γ΄Μακ. στ 31 (p).
(2) Υπάρχει και η γραφή: ωσεί ανά πεντήκοντα. Έτσι θα έμεναν διαστήματα μεταξύ των διάφορων ομάδων, μέσω των οποίων θα μπορούσαν να κυκλοφορούν ελεύθερα οι απόστολοι και να διανέμουν την τροφή (p). Ο Ιησούς δεν θεραπεύει μόνο, αλλά και τρέφει. Θεραπεύει τις ασθένειες της ψυχής, αλλά και τρέφει συγχρόνως την ψυχή, υποστηρίζοντας την πνευματική ζωή της, ανακουφίζοντας τις ανάγκες της και ικανοποιώντας τους πόθους της. Ο Χριστός προνόησε όχι μόνο να σώσει την ψυχή από τις θανατηφόρες ασθένειες των παθών και γενικά της αμαρτίας, αλλά και να θρέψει αυτήν σε ζωή αιώνια και να ενδυναμώσει αυτήν σε όλους τους πνευματικούς αγώνες και ασκήσεις.

9.15 καὶ ἐποίησαν οὕτω καὶ ανέκλιναν(1) ἅπαντας.
15 Έτσι κι έκαναν, και τους έβαλαν όλους να καθίσουν για φαγητό.
(1) Δηλαδή κάθισαν στο χορτάρι όλοι ανεξαιρέτως (δ).

9.16 λαβὼν(1) δὲ τοὺς πέντε ἄρτους καὶ τοὺς δύο ἰχθύας ἀναβλέψας εἰς τὸν οὐρανὸν(2) εὐλόγησεν αὐτοὺς καὶ κατέκλασεν καὶ ἐδίδου(3) τοῖς μαθηταῖς(4) παραθεῖναι τῷ ὄχλῳ.
16 Πήρε τότε στα χέρια του τα πέντε ψωμιά και τα δύο ψάρια, έστρεψε το βλέμμα του στον ουρανό, τα ευλόγησε, τα έκοψε σε κομμάτια και τα έδωσε στους μαθητές του να τα μοιράσουν στον κόσμο.
(1) Εδώ και οι 3 συνοπτικοί συμφωνούν σχεδόν αυτολεξεί (p).
(2) «Βλέπει στον ουρανό, σαν να ζητά την από πάνω ευλογία… Για να μάθουμε λοιπόν, ότι αρχίζοντας το φαγητό και όταν πρόκειται να κόψουμε άρτο, οφείλουμε να τον προσφέρουμε στο Θεό και να υψώνουμε κατά κάποιο τρόπο τα χέρια και να κατεβάζουμε πάνω στον άρτο την ευλογία από ψηλά, για αυτά λοιπόν έγινε, συγκαταβαίνοντας προς εμάς, αρχή και πρότυπο και οδός αυτού του πράγματος» (Κ).
(3) Εξακολουθητικά έδινε. Ο παρατατικός ανάμεσα στους αόριστους είναι πολύ παραστατικός (p).
(4) «Δίνει στους μαθητές, έπειτα με αυτόν τον τρόπο εκείνοι στους όχλους, για να μην ξεχάσουν το θαύμα, αλλά να το θυμούνται, ενθυμούμενοι ότι πήραν τα ψωμιά στα χέρια τους» (Θφ).

9.17 καὶ ἔφαγον καὶ ἐχορτάσθησαν πάντες(1), καὶ ἤρθη τὸ περισσεῦσαν(2) αὐτοῖς κλασμάτων κόφινοι δώδεκα(3).
17 Έφαγαν όλοι τους και χόρτασαν, και τα περισσεύματα που μάζεψαν ήταν δώδεκα κοφίνια.
(1) «Χόρτασε πλήθος ανδρών όχι λίγων, διότι έφτανε τις πέντε χιλιάδες, χωρίς γυναίκες και παιδιά. Διότι αυτό το πρόσθεσε στα λόγια του άλλος από τους αγίους ευαγγελιστές» (Κ). Εκείνοι τους οποίους τρέφει ο Χριστός, χορταίνουν. Σε όσους δίνει, δίνει πλούσια. Όπως τα έχει πλούσια για όλους, έτσι τα έχει πλούσια και για καθέναν χωριστά. Γεμίζει κάθε ψυχή που πεινά και άφθονα χορταίνει αυτήν από την αφθονία του οίκου του.
(2) Απόδειξη του ότι χόρτασαν, είναι ότι έμειναν και περισσεύματα.
(3) Χόρτασαν, «και δεν σταματά εδώ το παράδοξο· αλλά μαζεύτηκαν και δώδεκα κοφίνια με κομμάτια. Και τι συμπεραίνουμε από εδώ; Πληροφορούμαστε με σαφήνεια, ότι η πράξη της φιλοξενίας, έχει πλούσια από το Θεό την ανταπόδοση» (Κ).

Στίχ. 18-22. Ομολογία του Πέτρου και προαναγγελία του Πάθους.
9.18 Καὶ(1) ἐγένετο(2) ἐν τῷ εἶναι αὐτὸν προσευχόμενον(3) καταμόνας(4) συνῆσαν αὐτῷ οἱ μαθηταί(5), καὶ ἐπηρώτησεν αὐτοὺς λέγων(6), Τίνα με λέγουσιν οἱ ὄχλοι εἶναι(7);
18 Κάποτε που ο Ιησούς προσευχόταν μόνος του, ήρθαν κοντά του οι μαθητές κι εκείνος τους ρώτησε: «Ποιος λέει ο κόσμος ότι είμαι;»
(1) Για τους στ. 18-27 δες Ματθ. ιστ 13-28 και Μάρκ. η 27-θ 1 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις.
(2) Ο Λουκάς αποσιωπά όσα ακολούθησαν το θαύμα, δηλαδή την πάνω στο πλοίο απόλυση των μαθητών και έπειτα του όχλου, την τρικυμία, τον περίπατο της θάλασσας, τον διάλογο για τον άρτο της ζωής, τον οποίο αναφέρει ο Ιωάννης, το επεισόδιο της Χαναναίας, το θαύμα του τυφλού, την διατροφή των 4 χιλιάδων, το ότι ξέχασαν την προμήθεια των άρτων, το θαύμα της ίασης του τυφλού στην Βηθσαϊδά (Ματθ. ιδ 22-ιστ 12 και Μάρκ. στ 45-η 26 και Ιω. στ 14-71). Τίθεται λοιπόν το ερώτημα: Γράφοντας το ευαγγέλιό του ο Λουκάς, είχε μπροστά του τους άλλους δύο συνοπτικούς; (p). Πώς τότε παρέλειψε ένα τόσο σοβαρό τεμάχιο της ευαγγελικής ιστορίας, που σχετίζεται μάλιστα σε κάποια σημεία με τον ευαγγελισμό των εθνικών;
(3) Ο Ιησούς προσευχήθηκε στον Πατέρα, ώστε εκείνος να αποκαλύψει την σχετικά με τον Υιό του αλήθεια στους μαθητές. Το περιεχόμενο των προσευχών του Ιησού μπορεί να συναχθεί από τα λόγια του και τις πράξεις του που ακολουθούν (b). «Αφού έφυγε από τους όχλους και έμεινε μόνος, έδινε όλες τις δυνάμεις του στις προσευχές, βάζοντας τον εαυτό του παράδειγμα σε εμάς και σε αυτό, ή μάλλον διδάσκοντας τους μαθητές την καλή τέχνη των διδασκαλικών μαθημάτων. Διότι νομίζω ότι πρέπει οι αρχηγοί των λαών και αυτοί που τους έλαχε να καθοδηγούν τα ποίμνιά του, να ασχολούνται συνεχώς με αναγκαία πράγματα, και να παρουσιάζονται ότι πράττουν εκείνα με τα οποία ευχαριστιέται ο Θεός» (Κ). Παρόλο που ο Χριστός είχε πολύ δημόσιο έργο να εκτελέσει, όμως βρήκε κάποιο καιρό για να μείνει μόνος, για να σκεφτεί κατ’ ιδίαν και να συνομιλήσει με τον Πατέρα του και τους μαθητές του. Όταν λοιπόν αποσύρθηκε σε μοναχικό μέρος, προσευχόταν. Είναι καλό για μας να χρησιμοποιούμε την μόνωση για προσευχή, ώστε όταν είμαστε μόνοι, να μην είμαστε μόνοι, αλλά να έχουμε μαζί μας τον ουράνιο Πατέρα.
(4) Ίσως κατ’ αρχάς εξυπακούονταν το «(καταμόνας) χώρας (μέρη)». Αλλά η λέξη χρησιμοποιείται ως απλό επίρρημα και μερικές φορές γράφεται ως μία λέξη και όχι κατά μόνας. Στην Κ.Δ. υπάρχει μόνο εδώ και στο Μάρκ. δ 10 (p).
(5) «Προσευχόταν μόνος μαζί με μόνους αυτούς» (Κ). Το καταμόνας δεν αποκλείει την παρουσία των μαθητών, αλλά την παρουσία του όχλου. Είναι άλλωστε πιθανό ότι οι μαθητές συμμετείχαν ορισμένες στιγμές στην προσευχή αυτή του Κυρίου (g). Πήρε έτσι η προσευχή τον χαρακτήρα οικογενειακής προσευχής. Οι οικοδεσπότες οφείλουν να συμπροσεύχονται με όλο το σπίτι τους· οι γονείς μαζί με τα παιδιά τους· οι κύριοι μαζί με τους δούλους τους· οι διδάσκαλοι μαζί με τους μαθητές τους· οι κηδεμόνες μαζί με τους προστατευόμενούς τους.
(6) «Κάνει την ερώτηση, χωρίς να αγνοεί, από τη μία, τίποτα από αυτά που θρυλούνταν σχετικά με αυτόν από τους έξω, αλλά εισάγει, από την άλλη, την αντίληψη των πολλών, θέλοντας να φυτέψει μέσα τους την ορθή πίστη» (Κ).
(7) «Βλέπεις την τέχνη της ερώτησης; Δεν είπε αμέσως, Εσείς ποιος λέτε ότι είμαι; Αλλά εισάγει μάλλον τα θρυλούμενα των έξω, έτσι ώστε, αφού τα απομακρύνει και τα αποδείξει λανθασμένα, να τα διώξει και να φέρει την αληθινή ιδέα» (Κ).

9.19 οἱ δὲ ἀποκριθέντες εἶπον, ᾽Ιωάννην τὸν βαπτιστήν, ἄλλοι δὲ ᾽Ηλίαν, ἄλλοι δὲ ὅτι προφήτης τις τῶν ἀρχαίων ἀνέστη(1).
19 «Άλλοι λένε ότι είσαι ο Ιωάννης ο Βαπτιστής», του απάντησαν, «άλλοι ο Ηλίας κι άλλοι κάποιος από τους αρχαίους προφήτες που αναστήθηκε».
(1) Όλες οι γνώμες του λαού για τον Ιησού συμπίπτουν στο εξής, ότι ο Ιησούς ήταν απλώς ένας από τους προδρόμους του Μεσσία (g).

9.20 εἶπεν δὲ αὐτοῖς, ῾Υμεῖς δὲ(1) τίνα με λέγετε εἶναι; ἀποκριθεὶς δε ο Πέτρος(2) εἶπεν, τὸν Χριστὸν τοῦ θεοῦ(3).
20 Εκείνος τότε τους είπε: «Κι εσείς, ποιος λέτε ότι είμαι;» Ο Πέτρος απάντησε: «Είσαι ο Μεσσίας που έστειλε ο Θεός».
(1) «Αφού είπαν οι μαθητές την άποψη του όχλου, είπε σε αυτούς· Εσείς όμως ποιος λέτε ότι είμαι; Ω, πόσο τονίζεται το Εσείς. Τους τοποθετεί έξω από τους άλλους, έτσι ώστε και τις αντιλήψεις εκείνων να αποφύγουν και να μην έχουν μικρή ιδέα για αυτόν. Εσείς, λέει, οι διαλεγμένοι, οι οποίοι κληθήκατε με δική μου απόφαση για αποστολή, οι μάρτυρες των τρομερών θαυμάτων μου, ποιος λέτε ότι είμαι;» (Κ). Και εμείς σήμερα ακούγοντας τις πλανημένες ιδέες των πολλών για τον Χριστό, ας γινόμαστε όλο και περισσότερο ευγνώμονες προς αυτόν, ο οποίος «φανέρωσε τον εαυτό του σε μας και όχι στον κόσμο» και με συμπάθεια πολλή ας συμπεριφερόμαστε προς τους πλανημένους κάνοντας ό,τι μπορούμε για να τους βγάλουμε από την πλάνη και να διδάξουμε σε αυτούς την αλήθεια.
(2) Και οι άλλοι απόστολοι γνωρίζουν, αλλά ο Πέτρος εξ’ ονόματός τους μιλά (Βέδας), «και γίνεται το στόμα όλων» (Θφ).
(3) Η ομολογία του Πέτρου παρουσιάζει διαφορετική διατύπωση στον καθένα από τους συνοπτικούς. Δηλαδή είναι αυτή σύμφωνα με τον Ματθαίο, ο Χριστός, ο υιός του Θεού του ζώντος, σύμφωνα με τον Μάρκο, ο Χριστός· και ενδιάμεση μεταξύ των δύο αυτών, η του Λουκά, Ο Χριστός του Θεού (g) δηλαδή αυτός τον οποίο ο Θεός έχρισε και έστειλε (p), όπου η γενική πτώση «του Θεού», σημαίνει τον Χριστό, ο οποίος ανήκει στο Θεό και είναι απεσταλμένος από αυτόν (g). «Ο Πέτρος ομολογεί ότι αυτός είναι ο Χριστός του Θεού, ο από παλιά κηρυττόμενος. Διότι δεν είπε Χριστόν του Θεού, αλλά τον Χριστόν του Θεού, μαζί με άρθρο, για να δηλώσει, ότι αυτός είναι ο κυρίως Χριστός του Θεού» (Θφ). «Διότι είναι πάρα πολλοί, από τη μία, αυτοί που έχουν ονομαστεί «χριστοί» από το γεγονός ότι χρίστηκαν από το Θεό με διάφορους τρόπους· διότι άλλοι μεν χρίστηκαν βασιλιάδες, άλλοι δε προφήτες, άλλοι πάλι, οι οποίοι πήραν την λύτρωση από τον ίδιο τον Σωτήρα όλων μας Χριστό, δηλαδή εμείς, που έχουμε χριστεί με το Άγιο Πνεύμα, έχουμε την ονομασία του Χριστού… Ένας όμως και μόνος είναι ο (Χριστός) του Θεού και Πατέρα· όχι επειδή εμείς μεν είμαστε χριστοί, όχι όμως του Θεού, αλλά κάποιου άλλου· αλλά επειδή αυτός και μόνος, έχει προσωπικά δικό του τον Πατέρα τον ουράνιο» (Κ) και ιδιαίτερα, επειδή δεν έλαβε με μέτρο το Πνεύμα, αλλά χρίστηκε από τον Πατέρα περισσότερο από αυτούς που μετέχουν σε αυτό το Πνεύμα (Εβρ. α 9).

9.21 ῾Ο δὲ ἐπιτιμήσας(1) αὐτοῖς παρήγγειλεν μηδενὶ λέγειν τοῦτο(2),
21 Ο Ιησούς τότε τους έδωσε αυστηρή διαταγή να μην το πουν αυτό σε κανένα.
(1) Συμβούλεψε αυστηρά (δ).
(2) «Παρόλο που, πόσο μάλλον έπρεπε οι μαθητές να τον κηρύττουν παντού; Διότι αυτό ήταν το έργο αυτών που διάλεξε για αποστολή· αλλά όπως λένε τα ιερά γράμματα, υπάρχει κατάλληλος καιρός για κάθε πράγμα… Επομένως για κάποιο καιρό, διατάζει να τηρήσουν σιωπή όσον αφορά το μυστήριο, έως ότου όλος ο λόγος του θείου σχεδίου, φτάσει στο τέλος που του πρέπει· διότι τότε, όταν ήταν αναστημένος από τους νεκρούς, διέταξε να αποκαλύψουν το μυστήριο στους ανθρώπους όλης της γης» (Κ). Λόγω των σχετικά με τον Μεσσία υλιστικών ελπίδων του λαού, ο οποίος πριν λίγο είχε επιχειρήσει να ανακηρύξει τον Ιησού βασιλιά (Ιω. στ 15), απέφευγε ο Κύριος να διακηρύξει με σαφήνεια στα πλήθη ότι αυτός ήταν ο Μεσσίας. Και εδώ, όταν αποκαλύπτει αυτό στους 12, εξηγεί σε αυτούς την φύση της βασιλείας του και αυστηρά απαγορεύει σε αυτούς να γνωστοποιήσουν την μεσσιακή του ιδιότητα (p).

9.22 εἰπὼν ὅτι δεῖ(1) τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου(2) πολλὰ παθεῖν καὶ ἀποδοκιμασθῆναι(3) ἀπὸ τῶν πρεσβυτέρων καὶ ἀρχιερέων καὶ γραμματέων καὶ ἀποκτανθῆναι καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἐγερθῆναι.
22 «Ο Υιός του Ανθρώπου», τους είπε, «πρέπει να πάθει πολλά, να αποδοκιμαστεί από τους πρεσβυτέρους, τους αρχιερείς και τους γραμματείς, να θανατωθεί και την τρίτη μέρα ν’ αναστηθεί».
(1) Σύμφωνα με το θείο θέλημα (L). Είναι απόφαση θεία ο υιός του ανθρώπου να πάθει και οι προφήτες επανειλημμένως αναφέρθηκαν στη θεία αυτή απόφαση. Δες Λουκ. ιγ 33,ιζ 25,κβ 37,κδ 7,26,44,Ιω. γ 14 κλπ (p).
(2) Με τον τίτλο αυτόν φανερώνει την μεσσιακή του ιδιότητα (p) και τονίζοντας την ανθρώπινή του φύση προετοιμάζει την προαναγγελία των παθημάτων του (L). Ως υιός του ανθρώπου θα έπασχε.
(3) Δοκιμασία λεγόταν η έρευνα και η εξέταση στην οποία έπρεπε να υποβληθεί στην Αθήνα ο εκεί εκλεγμένος άρχοντας, για διαπίστωση του αν είχε τα νόμιμα προσόντα για κατοχή του αξιώματος. Και η ιουδαϊκή ιεραρχία προέβη σε κάποια έρευνα σε σχέση με τις αξιώσεις του Χριστού ως Μεσσία και απέρριψε αυτόν. Δες Λουκά ιζ 25,κ 17,Α΄Πέτρ. β 4,7 (p).

Στίχ. 23-27. Ο Κύριος ζητά αυταπάρνηση. Η αξία της ψυχής.
9.23 ῎Ελεγεν δὲ πρὸς πάντας(1), Εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἔρχεσθαι(2), ἀρνησάσθω ἑαυτὸν(3) καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν(4) αὐτοῦ καθ᾽ ἡμέραν(5), καὶ ἀκολουθείτω μοι(2).
23 Ο Ιησούς έλεγε σε όλους: «Όποιος θέλει να με ακολουθήσει, ας απαρνηθεί τον εαυτό του κι ας σηκώνει κάθε μέρα το σταυρό του κι ας με ακολουθεί·
(1) Και σε εκείνους οι οποίοι δεν είχαν ακούσει τα λόγια για το Πάθος (b). Δηλαδή στο πλήθος, το οποίο την ώρα που ο Ιησούς προσευχόταν με τους μαθητές του, τηρούνταν σε απόσταση (g). «Επειδή είπε για τον εαυτό του, ότι Πρέπει ο υιός του ανθρώπου να πάθει πολλά, προσθέτει και κάτι γενικό και καθολικό, ότι όχι μόνο εγώ θα υποστώ θάνατο, αλλά και όλοι όσοι θέλουν να με ακολουθήσουν, οφείλουν να απαρνηθούν τους εαυτούς τους και να μην έχουν καμία σχέση με την σάρκα, αλλά να περιφρονούν τους εαυτούς τους» (Θφ). Πολύ λίγοι μπορούν να αντιληφθούν την έκταση της αυταπάρνησης. Οποιοσδήποτε θέλει να είναι μαθητής του Χριστού, πρέπει πρωτίστως να απαρνηθεί τον εαυτό του και στις σκέψεις του. Κοινός πειρασμός των ανθρώπων είναι να σκέφτονται υψηλά και να τρέφουν μεγάλες ιδέες για τον εαυτό τους. Αυτού του είδους το φρόνημά μας, βάζει ανεπαίσθητα την σφραγίδα του σε όλες τις πράξεις και τα λόγια μας και έτσι διαμορφώνουμε χαρακτήρα ακατάλληλο για να μπει κάτω από τις διαταγές του Κυρίου. Ο Κύριος θέλει να εξαρτιόμαστε με κάθε ταπείνωση από αυτόν, να εμπιστευόμαστε τον εαυτό μας εξ’ ολοκλήρου σε αυτόν και να τον υπηρετούμε υποτάσσοντας το εγώ μας σε όλα σε εκείνον. Στη συνέχεια όλα τα λόγια μας και όλες οι πράξεις μας πρέπει να κατατείνουν στο να ελκύσουμε τους άλλους όχι πίσω από τον εαυτό μας, αλλά πίσω από το Χριστό. Δεν θα μπορέσει κάποιος να ακολουθήσει εμπράκτως το Χριστό, εάν προηγουμένως δεν απαρνηθεί τις σκέψεις του φυσικού ανθρώπου και αν δεν αποβάλλει από την καρδιά του όλα τα ιδιοτελή και εγωιστικά ελατήρια.
(2) Πρέπει να διακρίνουμε ανάμεσα στο να έρχεται πίσω μου (=να γίνει μαθητής μου) και στο να με ακολουθεί (=υπακούοντας σε μένα και μιμούμενος το παράδειγμά μου)(p). Βεβαίως και το τελευταίο αυτό μπορούμε να το πάρουμε με την ίδια έννοια, με την οποία και το να έρχεται πίσω μου, καλύτερα όμως να ερμηνεύσουμε αυτό ως τρίτο όρο που απαιτείται, για να γίνει κάποιος μαθητής του Κυρίου (g).
(3) «Άρνηση του εαυτού είναι το να ξεχάσουμε εντελώς τα περασμένα και το να αναχωρήσουμε από τα θελήματά μας» (Β).
(4) Το αράτω τον σταυρόν σημαίνει να δέχομαι τα εσωτερικά ή εξωτερικά παθήματα, πειρασμούς και θλίψεις, τα οποία συνεπάγεται η πιστή προσκόλληση στον Ιησού (g). Συνεπώς πρέπει να είναι έτοιμος να υποστεί και θάνατο· «όχι όμως δοξασμένο θάνατο, αλλά ντροπιαστικό, φονευόμενος ως αξιοκατάκριτος» (Θφ). «Διότι το να σηκώσει κάποιος τον σταυρό του, σημαίνει να είναι έτοιμος για τον θάνατο υπέρ του Χριστού, να νεκρώσει τα μέλη του που είναι πάνω στη γη και να ταχθεί σε παράταξη μάχης απέναντι σε κάθε κίνδυνο που έρχεται πάνω του για το όνομα του Χριστού, και να αδιαφορεί για την παρούσα ζωή» (Β).
(5) Σημαίνει την εξακολούθηση του πολέμου εναντίον της σάρκας (δ). Εάν οφείλει κάποιος κάθε ημέρα να σηκώνει το σταυρό του, πρόκειται λοιπόν για πνευματικό θάνατο, όπως αυτός που σημειώνεται από τον Παύλο στα Α΄Κορ. ιε 31,Β Κορ. δ 10-16 (L). Με λίγα λόγια η έννοια του όλου στίχου είναι, ότι πρέπει σε κάθε περίσταση να συνηθίζουμε τους εαυτούς μας στην αυταπάρνηση και την υπομονή, διότι αυτό αποτελεί την άριστη προετοιμασία στο μαρτύριο υπέρ της δόξας του Χριστού. Πρέπει να ζούμε ζωή αυταπάρνησης και περιφρόνησης του κόσμου. Δεν πρέπει να βάζουμε ως κύριο σκοπό μας την άνεση και την ικανοποίηση των ορέξεών μας, διότι τότε θα καταστεί δύσκολο σε μας να υποβληθούμε σε κόπους, στερήσεις, θλίψεις και στον θάνατο τον ίδιο υπέρ του Χριστού. Δεδομένου λοιπόν, ότι κάθε μέρα αντιμετωπίζουμε θλίψεις και δοκιμασίες και κάθε μέρα συναντούμε σταυρούς στην οδό του καθήκοντος, πρέπει πάντοτε να είμαστε έτοιμοι, να υποτασσόμαστε στο θέλημα του Θεού αγόγγυστα και να σηκώνουμε αναντίρρητα τους σταυρούς αυτούς, ακολουθώντας σε όλα και απαρέγκλιτα τον Χριστό.

9.24 ὃς γὰρ(1) ἂν θέλῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν(2)· ὃς δ᾽ ἂν ἀπολέσῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἕνεκεν ἐμοῦ, οὗτος σώσει αὐτήν.
24 γιατί όποιος θέλει να σώσει τη ζωή του θα τη χάσει· όποιος όμως χάσει τη ζωή του εξαιτίας μου, αυτός θα τη σώσει.
(1) Το γαρ αναφέρεται σε ολόκληρο τον σ. 23=Ας μη φοβηθεί κανένας να καταταγεί μεταξύ των δικών μου, απαρνούμενος τον εαυτό του και παίρνοντας τον σταυρό του και ακολουθώντας εμένα, διότι ενεργώντας έτσι αντί να χαθεί, θα κερδίσει τον εαυτό του (g).
(2) Αξιοσημείωτη και η επόμενη: Ο Λουκάς παίρνει τον όρο ψυχή με την αραμαϊκή έννοιά του, για να σημάνει την ψυχή και κατ’ επέκταση το πρόσωπο= Εκείνος ο οποίος θέλει να σώσει τον εαυτό του, να διατηρήσει την ανεξαρτησία του προσώπου του, των ιδεών του, των αρεσκειών του, θα χαθεί, ενώ εκείνος που χάνει τον εαυτό του, για να προσκολληθεί στον Ιησού, αυτός και μόνο αυτός θα σωθεί (L).

9.25 τί γὰρ ὠφελεῖται ἄνθρωπος κερδήσας τὸν κόσμον ὅλον(1) ἑαυτὸν δὲ ἀπολέσας(2) ἢ ζημιωθείς(3);
25 Τι ωφελείται ο άνθρωπος άμα κερδίσει όλον τον κόσμο, χάσει όμως τον εαυτό του ή καταστραφεί;
(1) Εμπόδιο για αυταπάρνηση γίνονται τα θέλγητρα των πραγμάτων του κόσμου. Η εκλογή λοιπόν τίθεται μεταξύ του κόσμου και του Ιησού (L). Ο Κύριος υποθέτει εδώ την διάσωση της ζωής σε αυτόν τον κόσμο να πραγματοποιείται με την μέγιστη επιτυχία, μέχρι σημείου ώστε να κατακτήσει κάποιος ολόκληρο τον κόσμο (g).
(2) Την ώρα που μπορούσε να βρει και να σώσει τον εαυτό του (b).
(3) Ή «το «ζημιώθηκε» είναι ερμηνευτικό του «χάθηκε» και χάσιμο και ζημιά ονομάζει την αιώνια καταδίκη και κόλαση» (Ζ). Ή, το ζημιώθηκε είναι ελαφρότερο του χάθηκε, και φτιάχνεται έτσι σκάλα=ή και ακόμη, εάν ζημιωθεί· δηλαδή, και αν δεν υποστεί ολοτελή απώλεια, αλλά μερική ζημιά, έστω και ελάχιστη, το κακό και η δυστυχία θα είναι ανυπολόγιστα (g).

9.26 ὃς γὰρ(1) εάν ἐπαισχυνθῇ με καὶ τοὺς ἐμοὺς λόγους(2), τοῦτον ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου(3) ἐπαισχυνθήσεται(4), ὅταν ἔλθῃ ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ καὶ τοῦ πατρὸς καὶ τῶν ἁγίων ἀγγέλων(5).
26 Όποιος ντραπεί για εμένα και για τη διδασκαλία μου, θα ντραπεί γι’ αυτόν και ο Υιός του Ανθρώπου, όταν έρθει με τη λαμπρότητά του και τη λαμπρότητα του Πατέρα του και των αγίων αγγέλων.
(1) «Αφού τους ανήγγειλε όσα λέχθηκαν, σχετικά με το ότι πρέπει και αυτοί να γίνουν μιμητές του και να μην αποφεύγουν τον θάνατο, αλλά να μη λυπούνται και τη ζωή τους χάριν της ελπίδας σε αυτόν, προσθέτει στην κατάλληλη ευκαιρία και παραδίδει σε αυτούς τα μυστήρια σχετικά με την δεύτερη φανέρωσή του… και παρουσιάζει σε αυτούς ποιος θα είναι ο καρπός ενός τόσο μεγάλου αγώνα για αυτούς που πρόκειται να προχωρήσουν σε βάσανα για χάρη του και να αγωνιστούν μέχρι θανάτου» (Ε).
(2) «Ντρέπεται τον Χριστό αυτός που λέει, Πώς να πιστέψω έναν σταυρωμένο Θεό που χλευάστηκε; Αλλά ντρέπεται και τα λόγια του, αυτός που διασύρει το απλοϊκό ύφος του ευαγγελίου» (Θφ). Όπως ο Χριστός είχε κατάσταση ταπείνωσης και ύψωσης, έτσι και οι οπαδοί του θα περάσουν από την οδό της ταπείνωσης για να ανέβουν στο θρόνο της δόξας. Εκείνοι λοιπόν μόνοι, οι οποίοι πρόθυμα θα αναδεχτούν τα παθήματα για τον Χριστό, θα απολαύσουν και τις μετά από αυτά δόξες. Αλλά όσοι θα πουν: εάν πρόκειται να εξευτελιστώ, δεν μπορώ να περιφρονούμαι και να εξευτελίζομαι περισσότερο, αυτοί σίγουρα δεν θα συμμετάσχουν στο θρίαμβο, ο οποίος θα επακολουθήσει στον αγώνα των μαρτύρων του ευαγγελίου.
(3) «Στην κατάλληλη ευκαιρία ονόμασε εδώ Υιό ανθρώπου αυτόν που έρχεται, για να υπενθυμίσει την προφητεία του Δανιήλ (ζ 13), η οποία έλεγε: Και να, Υιός του ανθρώπου ερχόταν πάνω στις νεφέλες. Και έφτασε μέχρι τον Παλαιό των ημερών. Και σε αυτόν δόθηκε η εξουσία και η τιμή και η βασιλεία»» (Ε).
(4) «Θα ντραπώ να ονομάσω δούλο μου, αυτόν που με αρνήθηκε» (Θφ).
(5) «Μαζί με αυτά, βάζει μέσα τους και φόβο λέγοντας ότι θα κατέβει από τον ουρανό όχι με την πρώτη μικροπρέπεια και την ελάττωση της δικής μας φύσης, αλλά με τη δόξα του Πατέρα, με τη συνοδεία αγγέλων. Επομένως είναι ό,τι χειρότερο και γεμάτο καταστροφή, το να κατηγορηθεί κάποιος για δειλία και έλλειψη εργατικότητας, όταν θα κατέβει από ψηλά ο κριτής και θα στέκονται ολόγυρα αγγελικά τάγματα» (Κ). Δες και πώς ο Χριστός ενισχύει εδώ τους ακολούθους του μιλώντας μεγαλόπρεπα για την δεύτερη έλευσή του, με την ελπίδα της οποίας αυτοί υπομένουν θλίψεις, υφίστανται εξευτελισμούς και περιφρονήσεις και βαστάζουν το σταυρό του. Θα έλθει στην δόξα του, με την δόξα ως Μεσσίας και μεσίτης, με όλη τη δόξα εκείνη, στην οποία ο Πατέρας αποκατέστησε αυτόν και την οποία ο Κύριος που έγινε άνθρωπος είχε κοντά στον Πατέρα πριν να γίνει ο κόσμος, την άφησε όμως αδειάζοντας τον εαυτό του για τη σωτηρία των ανθρώπων και ζήτησε αυτήν πάλι, όταν έφευγε από τον κόσμο αυτόν και έλεγε προς τον Πατέρα του: «Και τώρα, δόξασέ με, εσύ Πατέρα» (Ιω. ιζ 4,5). Θα έλθει με όλη την δόξα, με την οποία ο Πατέρας δόξασε την ανθρώπινη φύση του, όταν την κάθισε στα δεξιά του και έδωσε αυτόν κεφαλή στην εκκλησία πάνω από κάθε άλλον. Με όλη τη δόξα που οφείλεται σε αυτόν ως πρόμαχο της δόξας του Πατέρα και ως δημιουργό της δόξας όλων των αγίων. Αυτή είναι η δόξα του. Θα έλθει όμως και με την δόξα του Πατέρα του. Ο Πατέρας θα κρίνει τον κόσμο μέσω αυτού, διότι σε αυτόν εμπιστεύτηκε την κρίση και θα ομολογήσει αυτόν δημόσια κατά την ημέρα της κρίσης ως το απαύγασμα της δόξας του και την σφραγίδα της υπόστασής του. Θα έλθει και με την δόξα των αγίων αγγέλων. Αυτοί θα παραστέκουν ευλαβικά μπροστά του και θα υπηρετούν αυτόν ως λειτουργοί πρόθυμοι και ταπεινοί εκτελώντας τον λόγο του. Τι εντύπωση θα προκαλέσει κατά την ημέρα εκείνη ο ευλογημένος Ιησούς! Όσοι με την πίστη διατηρούν στην ψυχή τους κατά την παρούσα ζωή ζωηρή την εικόνα αυτή, ασφαλώς δεν θα ντραπούν ποτέ αυτόν και τους λόγους του.

9.27 λέγω δὲ ὑμῖν ἀληθῶς(1), εἰσίν τινες τῶν ώδε(2) ἑστηκότων, οἳ οὐ μὴ γεύσωνται θανάτου(3) ἕως ἂν ἴδωσιν τὴν βασιλείαν τοῦ θεοῦ(4).
27 Σας βεβαιώνω πως υπάρχουν μερικοί ανάμεσα σ’ αυτούς που βρίσκονται εδώ, οι οποίοι δε θα γευτούν το θάνατο, πριν δουν τη βασιλεία του Θεού».
(1) Για να ενθαρρύνει τους μαθητές στα παθήματα για χάρη του, βεβαιώνει τώρα, ότι η βασιλεία του Θεού, παρά την μεγάλη αντίδραση την οποία πρόκειται να συναντήσει, εντός ολίγου θα εγκαθιδρυθεί και θα επικρατήσει. «Επειδή οι μαθητές, δεν είχαν λάβει ακόμη την δύναμη από ψηλά, ήταν εύλογο να πέσουν σε ανθρώπινες ασθένειες και… να πουν· Πώς θα αρνηθεί κάποιος τον εαυτό του;… Ποια δόξα θα μπορέσει να ισοσταθμίσει αυτό που έπαθαν αυτοί; Για να τους απομακρύνει λοιπόν από τέτοιους λογισμούς και κατά κάποιο τρόπο να τους μεταστρέψει σε γενναιότητα, γεννώντας μέσα τους την επιθυμία της δόξας που θα απολαύσουν, λέει· Σας λέω όμως και τα εξής» (Κ). Το λέγω δὲ ὑμῖν ἀληθῶς=Αμήν λέγω ὑμῖν (δ).
(2) Υπάρχει και η γραφή: των αυτού εστηκότων.
(3) Η φράση γεύομαι θανάτου συναντιέται μόνο στο Ταλμούδ και πουθενά στην Π.Δ. Δες Ματθ ιστ 28,Ιω. η 52,Εβρ. β 9. Υπονοεί την πείρα της πίκρας του θανάτου. Για το γεύομαι με την έννοια της πείρας, δες Εβρ. στ 4,5,Ψαλμ. λγ 8 (p).
(4) Ο Λουκάς λέει απλώς την βασιλεία του Θεού, αναφερόμενος ιδίως στη θεμελίωση της εκκλησίας και την αποστολική περίοδο που ολοκληρώθηκε με την κρίση (καταδίκη, άλωση Ιεροσολύμων) πάνω στην Ιουδαία (δ). Μπορεί κάποιος να σκεφτεί ιδιαίτερα το αποτέλεσμα της καταστροφής των Ιεροσολύμων, με την οποία σημειώθηκε νέα εποχή στα σχέδια του Θεού, με την καταστροφή του ναού, που έκανε αδύνατη πλέον την μωσαϊκή λατρεία (L). Οι κύριες ερμηνείες, τις οποίες εισηγήθηκαν εδώ, είναι οι επόμενες: Βασιλεία του Θεού= α) Η Μεταμόρφωση, την οποία και οι 3 συνοπτικοί συνδέουν στενά με αυτήν την προφητεία, β) Η ανάσταση και ανάληψη, γ) Η Πεντηκοστή και τα θαύματα που την ακολούθησαν, δ) Η διάδοση του Χριστιανισμού, ε) Η εσωτερική ανάπτυξη του ευαγγελίου, στ) Η καταστροφή της Ιερουσαλήμ, ζ) Η Δευτέρα παρουσία. Καμία ερμηνεία δεν μπορεί να είναι ορθή, εφόσον δεν εξηγεί το «υπάρχουν κάποιοι», το οποίο υπονοεί το εξαιρετικό προνόμιο μερικών, που διακρίνεται από την κοινή πείρα όλων. Το κριτήριο αυτό φαίνεται να αποκλείει όλες τις άλλες εκδοχές εκτός από τις α) και στ). Εάν όμως πρόκειται να διαλέξουμε μεταξύ των δύο, η (στ) πρέπει να είναι η σωστή. Διότι η φράση «δεν θα γευτούν θάνατο έως» δεν είναι δυνατόν να αναφέρεται σε γεγονός, το οποίο επρόκειτο να σημειωθεί μετά από μία βδομάδα. Παρ’ όλα αυτά και οι δύο μπορεί να είναι ορθές. Η Μεταμόρφωση, της οποίας μάρτυρες υπήρξαν 3 μόνο από τους παρόντες ήταν μία πρόγευση και της επίγειας και της ουράνιας δόξας του Χριστού. Η καταστροφή των Ιεροσολύμων, της οποίας μάρτυρες υπήρξαν ο Ιωάννης και ίσως κάποιοι λίγοι από τους εκεί τότε παρόντες, εξαφάνισε τα τελευταία υπολείμματα της παλαιάς οικονομίας και τάξης και άφησε το ευαγγέλιο κυρίαρχο στο πεδίο. Μόνο επίσης ως προς το ότι η καταστροφή των Ιεροσολύμων υπήρξε τύπος της συντέλειας του κόσμου μπορούν να αναφέρονται τα λόγια αυτά του Κυρίου και στη δευτέρα παρουσία. Άμεση όμως αναφορά σε αυτήν αποκλείεται (p).

Στίχ. 28-36. Η Μεταμόρφωση του Κυρίου.
9.28 ᾽Εγένετο(1) δὲ μετὰ τοὺς λόγους τούτους ὡσεὶ ἡμέραι ὀκτὼ(2) καὶ παραλαβὼν τον Πέτρον καὶ ᾽Ιωάννην(3) καὶ ᾽Ιάκωβον ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος(4) προσεύξασθαι(5).
28 Οχτώ περίπου μέρες ύστερα από τότε που ο Ιησούς είπε αυτά τα λόγια, πήρε τον Πέτρο, τον Ιωάννη και τον Ιάκωβο κι ανέβηκε στο βουνό να προσευχηθεί.
(1) Δες Ματθ. ιζ 1-8 και Μάρκ. θ 2-8 και τις εκεί ερμηνευτικές σημειώσεις. Το εγένετο είναι απρόσωπο. Διότι μαζί με το «ημέρες» πρέπει να υπονοήσουμε το «ήταν» (b).
(2) «Θα ερευνήσουμε πώς ο μεν Λουκάς λέει· έγιναν μετά τα λόγια αυτά περίπου οχτώ ημέρες, ενώ ο Μάρκος λέει περίπου μετά από έξι ημέρες. Όσον αφορά το ρητό που λέει· έγιναν περίπου οχτώ ημέρες, ο Λουκάς μετρά και αυτήν την ημέρα και την ημέρα που γίνεται η μεταμόρφωση, ενώ ο Μάρκος μετρά μόνο τις ενδιάμεσες και δεν υπάρχει διαφωνία στο ρητό» (Ω).
(3) Εδώ ο Λουκάς βάζει μπροστά τον Ιωάννη από τον Ιάκωβο ο οποίος θανατώθηκε από τον Ηρώδη πριν ακόμη ο Λουκάς γράψει το ευαγγέλιό του, ενώ ο Ιωάννης ζούσε ακόμη και συνεπώς μπορούσε να μαρτυρήσει ακόμη ως κατεξοχήν αξιόπιστος αυτόπτης του υπερφυσικού γεγονότος (b).
(4) Οι άλλοι δύο συνοπτικοί γράφουν εις όρος υψηλόν. Σύμφωνα με τον p. και οι δύο εκφράσεις κατάλληλα θα αναφέρονταν στο όρος Ερμών, γύρω στα 9200 πόδια ψηλό, στο οποίο εύκολα εντός μίας βδομάδας θα ανέβαιναν από την Καισάρεια του Φιλίππου. Είναι ψηλότερο από τον Λίβανο (8500 πόδια) ή τον Αντιλίβανο (8700) και η μεμονωμένη του λευκή κορυφή είναι ορατή από πολλά υψώματα της Παλαιστίνης.
Παράδοση όμως που για πρώτη φορά αναφέρεται από τον Κύριλλο Ιεροσολύμων (Κατήχ. ΧΙΙ 16) τοποθετεί το γεγονός της Μεταμόρφωσης στο Θαβώρ.
(5) «Δείχνοντας ότι ο χαμηλός νους δεν θα μπορούσε να γίνει κατάλληλος για (θεία) θεωρία, αλλά αυτός που υψώθηκε πάνω από τα γήινα και ανέβηκε πάνω από όλα τα σωματικά και εγκαταστάθηκε έξω από τις φροντίδες της ζωής σε κατ’ ιδίαν ησυχία και αποδείχτηκε ανώτερος από την καταδυνάστευση των παθών» (Κ), «ανεβαίνει στο βουνό για να προσευχηθεί» (Θφ). Την ώρα που προσευχόταν, μεταμορφώθηκε. Όταν ο Χριστός ταπείνωσε τον εαυτό του καταφεύγοντας στην προσευχή, τότε και δοξάστηκε με το να μεταμορφωθεί. «Ζήτησε από εμένα και θα σου δώσω» (Ψαλμ. β 8).
Και ο ίδιος ο Χριστός έπρεπε να ζητήσει τις προορισμένες από τον Πατέρα για αυτόν χάριτες, για να του δοθούν αυτές. Προσευχόμενος λοιπόν και εδώ και συχνά άλλοτε τίμησε το καθήκον της προσευχής και συνέστησε αυτό με το παράδειγμά του. Είναι καθήκον που μας μεταμορφώνει. Εάν οι καρδιές μας υψωθούν και διευρυνθούν με την προσευχή, ώστε να καθρεπτίζουμε μέσω αυτής «την δόξα Κυρίου», θα «μεταμορφωνόμαστε από δόξα σε δόξα» (Β΄Κορ. γ 18). Με την προσευχή παίρνουμε σοφία, χάρη και χαρά, τα οποία κάνουν την μορφή της ψυχής μας να αστράπτει.

9.29 καὶ ἐγένετο(1) ἐν τῷ προσεύχεσθαι αὐτὸν τὸ εἶδος τοῦ προσώπου αὐτοῦ ἕτερον(2) καὶ ὁ ἱματισμὸς αὐτοῦ λευκὸς ἐξαστράπτων(3).
29 Την ώρα που προσευχόταν, η όψη του προσώπου του έγινε διαφορετική και τα ρούχα του άσπρα κι αστραφτερά.
(1) Ο από τους εθνικούς (μη Ιουδαίους) προερχόμενος Λουκάς επειδή γράφει προς τους εθνικούς αποφεύγει την λέξη μεταμορφώθηκε των άλλων δύο συνοπτικών, η οποία μπορούσε να εννοηθεί σύμφωνα με τις τερατολογίες για την μεταμόρφωση των εθνικών θεοτήτων (p).
(2) «Έγινε η μορφή του άλλη, όχι με το να μεταβληθεί σε άλλη φύση. Διότι έμεινε τέτοιος που ήταν. Αλλά η εξωτερική όψη του προσώπου του φάνηκε λαμπρότερη από πριν. Όπως ακριβώς λοιπόν έγινε και στα ρούχα του. Διότι σε αυτά μόνο η εξωτερική μορφή άστραψε και δεν μεταβλήθηκε η ουσία των ρούχων, αλλά η εμφάνιση» (Θφ).
«Μεταβάλλεται σε κάποια εξαιρετική και θεοπρεπή λαμπρότητα, ώστε ακόμη και τα ρούχα του να λάμπουν με την ακτινοβολία του φωτός, και τόσο πολύ, ώστε να φαίνεται ότι αστράφτει» (Κ). «Η μεταμόρφωση στο βουνό που παρουσιάστηκε στους μαθητές, φανέρωνε το υπόδειγμα της μελλοντικής δόξας του Σωτήρα. Και δειχνόταν κατά τρόπο σωματικό, ώστε να γίνει ορατό και από τα θνητά τους μάτια, παρόλο που δεν άντεξαν την υπερβολή της λαμπρότητας την οποία δεν μπορούν να αντέξουν τα δικά μας μάτια. Και το ότι βεβαίως η δόξα που αρμόζει στη θεία ουσία είναι αθέατη και απρόσιτη σε κάθε γενητή φύση, το έδειξαν οι μαθητές που δεν μπόρεσαν να αντέξουν ούτε αυτήν την ίδια την σωματική όψη που τους παρουσιάστηκε στο βουνό, αλλά έπεσαν κάτω στη γη.
Τότε λοιπόν κάποιος βλέπει τον Λόγο να μεταμορφώνεται ένδοξα, όταν ανεβαίνει μαζί του και υψώνεται μαζί του και βλέπει αυτόν σαν αυτόν τον ίδιο τον Λόγο του Θεού και σαν αρχιερέα που συνομιλεί και προσεύχεται στον Πατέρα. Επειδή όμως δεν είχε ακόμη οδηγήσει το σώμα του τελείως σε αμετάβλητη αφθαρσία, φανερώθηκε μαζί με τα φθαρτά ρούχα, λάμποντας μαζί με αυτά. Διότι όταν αναστηθούν οι δίκαιοι με δόξα στη δευτέρα παρουσία δεν πρόκειται να έχουν ρούχα αισθητά, αλλά θα ντυθούν με κάποιες λαμπρές στολές. Όπως όμως η μορφή τους δεν έγινε άλλη από αυτήν της μεταμόρφωσης, έτσι στην ανάσταση η μορφή των αγίων θα είναι πολύ ενδοξότερη, από αυτήν που είχαν στη ζωή αυτή, όχι όμως άλλη» (Ω).
«Λέμε βέβαια ότι η μεταμόρφωσή του έγινε, όχι αποβάλλοντας το σχήμα του ανθρώπινου σώματος, αλλά περιβάλλοντας αυτό κάποια φωτεινή λάμψη, η οποία κατά κάποιο τρόπο άλλαξε το ατιμότατο χρώμα της σάρκας του, δίνοντάς του όψη λαμπρότερη, σύμφωνα με το λεγόμενο από τον θείο Παύλο «Σπείρεται χωρίς δόξα, ανασταίνεται με δόξα».
Γιατί τώρα αυτό το ίδιο είναι σάρκα γυμνή, χωρίς να είναι χρωματισμένη με κάποια δόξα, ούτε λαμπρυσμένο με λάμψη φυσική, αλλά έχει μόνο την από τη φύση της αδοξία και μαζί και αδυναμία. Κατά τον καιρό όμως της ανάστασης θα γίνει κάποια αλλαγή θεοπρεπής και μεταβολή της δόξας και όχι του σχήματος. Γιατί θα περιαστράψει τότε με επικαλύμματα θείας δόξας· διότι, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Σωτήρα, «οι δίκαιοι θα λάμψουν σαν τον ήλιο στη βασιλεία του πατέρα τους»» (Κ).
«Τότε λοιπόν θα λάμψει και η θεότητα του Κυρίου όχι όπως ο ήλιος, αλλά πάνω από κάθε γεννητό φως που μπορεί να σκεφτεί κανείς και στα αισθητά και στα νοητά· επειδή ακριβώς είναι ο ίδιος το φως που φωτίζει κάθε άνθρωπο που έρχεται στον κόσμο· έτσι θα συμβεί όταν θα δείξει το πρόσωπό του. Διότι δεν θα κάνει τότε έτσι όπως παλαιότερα έλεγε κάποτε στον Μωϋσή, ότι «θα δεις τα οπίσω μου, αλλά το πρόσωπό μου δεν θα το δεις (Εξόδου λγ 25).
Αλλά με τέτοιο τρόπο θα παρέχει τον εαυτό του στους αγίους, ώστε να μπορούν όλοι να λένε· όλοι εμείς με ξέσκεπο το πρόσωπο του εσωτερικού μας ανθρώπου, σαν άλλοι καθρέπτες δεχόμαστε και αντανακλούμε την δόξα του Κυρίου. Και έτσι μεταμορφωνόμαστε και παίρνουμε την ίδια ένδοξη εικόνα του Κυρίου και προοδεύουμε από δόξα σε δόξα»(Β΄Κορ. γ 18) (Ε).
(3) Το εξαστράπτων ως δεύτερο επίθετο μετά το λευκός εξηγεί το είδος του λευκού= λευκός που λάμπει, αστραποβόλος (δ). Η μεταμόρφωση χύνει φως στην έννοια του παθήματος του Κυρίου. Αποδεικνύει, ότι η δόξα ήταν η φυσική κατάσταση του Κυρίου σύμφωνα και με τον λόγο της αρχιερατικής του προσευχής: «Και τώρα δόξασέ με εσύ Πατέρα, κοντά σου, με την δόξα την οποία είχα κοντά σου προτού δημιουργηθεί ο κόσμος». Προφανώς ένας από τους σκοπούς, προς τους οποίους απέβλεπε το υπερφυσικό αυτό συμβάν, ήταν και να στηρίξει την πίστη των μαθητών στην θεία φύση του πάσχοντος Λυτρωτή.

9.30 καὶ ἰδοὺ ἄνδρες δύο συνελάλουν αὐτῷ, οἵτινες ἦσαν(1) Μωϋσῆς καὶ ᾽Ηλίας(2),
30 Ξαφνικά δυο άντρες άρχισαν να μιλούν μαζί του: ήταν ο Μωυσής κι ο Ηλίας,
(1) Η ικανότητα τού να αναγνωριστούν ποιοι ήταν δόθηκε στους μαθητές μαζί με την ικανότητα τού να τους δουν. Αλλιώς, εάν δεν αναγνωρίζονταν, το ότι εμφανίστηκαν θα έμενε χωρίς κάποια σημασία και έννοια (p).
(2) «Ο Μωϋσής μεν εκπροσωπούσε το νόμο, και ο Ηλίας τους προφήτες· διότι αυτός (ο Χριστός) ήταν ο κύριος του νόμου και των προφητών» (Ω).
«Επομένως η παρουσία του Μωϋσή και του Ηλία και το ότι μιλούσαν μεταξύ τους, ήταν κάποια οικονομία (θείο σχέδιο) του Θεού, η οποία έδειχνε πολύ καλά, ότι ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός περιβαλλόταν από το νόμο και τους προφήτες ως Κύριος και του νόμου και των προφητών, και είχε δειχτεί προηγουμένως από αυτούς (ως Μεσσίας) με εκείνα που προέλεγαν και ήταν σύμφωνα μεταξύ τους. Γιατί δεν ήταν ασύμφωνα μεταξύ τους εκείνα που είχαν κηρυχτεί με το νόμο και με τους προφήτες. Και αυτό, νομίζω, σημαίνει το γεγονός ότι συνομιλούν μεταξύ τους ο ιερώτατος Μωϋσής και ο πανάριστος των προφητών Ηλίας» (Κ).

9.31 οἳ ὀφθέντες ἐν δόξῃ(1) ἔλεγον τὴν ἔξοδον αὐτοῦ(2) ἣν έμελλε(3) πληροῦν(4) ἐν ᾽Ιερουσαλήμ(5).
31 οι οποίοι παρουσιάστηκαν με λαμπρότητα και μιλούσαν για το θάνατό του στην Ιερουσαλήμ, με τον οποίο θα εκπλήρωνε την αποστολή του.
(1) Ήταν όμοιοι με τον Κύριό τους στη σκηνή αυτή (b). Οι άγιοι που πεθαίνουν εν Κυρίω μπαίνουν σε κατάσταση δόξας. Για αυτό και οι Μωϋσής και Ηλίας εμφανίζονται με δόξα, όπως θα εμφανιστούν μετά από λίγο κατά την δευτέρα παρουσία όλοι οι άγιοι με δόξα.
(2) «Στεκόμενοι γύρω από τον Ιησού, μιλούσαν μεταξύ τους για την έξοδο που επρόκειτο να πραγματοποιήσει, λέει, στην Ιερουσαλήμ, δηλαδή το μυστήριο της με την σάρκα του οικονομίας και το σωτήριο πάθος του πάνω στο σταυρό» (Κ).
Την έξοδο και αναχώρησή του από τον κόσμο. Η ίδια λέξη και στο Β΄Πέτρ. α 15. Το θέμα της συνομιλίας ήταν μέγα, αναφερόμενο στο πάθος, τον σταυρό, τον θάνατο, την ανάσταση και ανάληψη του Χριστού. Δες την αντίθετη λέξη είσοδος στον κόσμο στο Πράξ. ιγ 24 (b). Ο Λουκάς εξεπίτηδες διαλέγει λέξη που σημαίνει ταυτόχρονα και τον θάνατο και την ανάληψη (g).
Και ο θάνατος των αγίων είναι έξοδός τους και αναχώρηση από την Αίγυπτο του παρόντος κόσμου στην επουράνια πόλη Ιερουσαλήμ, από τον οίκο αυτόν της δουλείας στον ουράνιο οίκο του Πατέρα τους. Και όπως η από την Αίγυπτο έξοδος του Ισραήλ υπήρξε θριαμβευτική, έτσι και η από τον κόσμο αυτόν έξοδος και η στους ουρανούς ανάληψη του Χριστού έγινε με θρίαμβο και αλαλαγμό, και τέτοια είναι και η από τον κόσμο αυτόν έξοδος των αγίων του.
(3) Το έμελλεν ανταποκρίνεται στο δει (=πρέπει) του στίχου 22. Το παν είναι προδιατεταγμένο από τον Θεό και οπωσδήποτε θα συντελεστεί. Και όταν συντελείται, μπορεί να θεωρείται ως εκπλήρωση (p).
(4) Ο Μωϋσής και ο Ηλίας μιλούσαν προς τον Ιησού για την έξοδό του. Υπονοεί όμως αυτό, ότι το πάθημα του Χριστού και η ακόλουθη ένδοξη έξοδός του από τον κόσμο αυτόν ήταν ό,τι ο Μωϋσής και οι προφήτες είχαν προαναγγείλει. Δες Λουκ. κδ 26,27 και Α΄ Πέτρ. α 11.
«Γιατί είναι αλήθεια, ότι ο νόμος που δόθηκε μέσω του Μωϋσή και ο λόγος των προφητών, προανήγγειλαν το μυστήριο του Χριστού, ο ένας καταγράφοντάς το κατά κάποιο τρόπο σαν σε πίνακα με τύπους και σκιές, ενώ οι προφήτες προέλεγαν με πολλούς τρόπους» (Κ).
Οι δύο ένδοξοι προφήτες μιλούν στον Ιησού για την έξοδό του, δηλαδή για το πάθημα, την ανάσταση και την ανάληψή του. Καθόλου θαυμαστό! Η έξοδος του Λυτρωτή είναι η θεμελιώδης αλήθεια, πάνω στην οποία στηρίζεται το όλο σύστημα του Χριστιανισμού· είναι η αλήθεια των αληθειών, χωρίς την οποία τίποτα άλλο στον κόσμο δεν έχει σημασία και βαθύτερη έννοια.
(5) Το «στην Ιερουσαλήμ» είναι βαθειά τραγικό= στην πόλη που φόνευσε τους προφήτες. Η προσθήκη αυτή του Λουκά για την έξοδο του Κυρίου στην Ιερουσαλήμ διαφωτίζει ολόκληρη την σκηνή. Είναι το κλειδί της όλης αφήγησης. Εξηγεί τη σχέση μεταξύ της εμφάνισης αυτής και της συνομιλίας του Χριστού με τους μαθητές που προηγήθηκε στην Καισάρεια του Φιλίππου. Η συνομιλία αυτή για το θέμα αυτό δίνει στους μαθητές να καταλάβουν, ότι ο π ά σ χ ω ν Μεσσίας είναι πράγματι ο θ ε ί ο ς Μεσσίας, τον οποίο αναγνωρίζει ως τέτοιο ο ουρανός (g).
Ο Κύριος και κατά την ένδοξη Μεταμόρφωσή του θέλησε να ακούσει για την έξοδό του η οποία ήταν συνδεδεμένη με τον θάνατο και τα παθήματά του. Και διδάσκει έτσι εμάς, ότι το να θυμόμαστε τον θάνατό μας, ο οποίος αποτελεί την έξοδο και αναχώρησή μας από τον κόσμο αυτόν σε άλλον, δεν είναι ποτέ άκαιρο, αλλά και σε αυτές τις μεγαλύτερές μας επιτυχίες και δόξες του κόσμου αυτού είναι επικαιρότατο να θυμόμαστε, ότι «δεν έχουμε εδώ μόνιμη πόλη»

9.32 ὁ δὲ Πέτρος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ ἦσαν βεβαρημένοι ὕπνῳ(1)· διαγρηγορήσαντες(2) δὲ εἶδον τὴν δόξαν(3) αὐτοῦ καὶ τοὺς δύο ἄνδρας τοὺς συνεστῶτας αὐτῷ.
32 Ο Πέτρος και οι σύντροφοί του είχαν πέσει σε ύπνο βαρύ. Όταν ξύπνησαν, είδαν τη λαμπρότητά του και τους δυο άντρες που στέκονταν δίπλα του.
(1) «Οι μεν μακάριοι μαθητές νύσταξαν για λίγο, καθώς ο Χριστός χρονοτριβούσε με την προσευχή» (Κ).
Βεβαρημένοι ὕπνῳ = την ασυγκράτητη τάση για ύπνο, την οποία δεν μπορούσαν να νικήσουν στην αρχή (δ). Την ώρα λοιπόν που προσευχόταν ο Χριστός οι μαθητές πιθανότατα κοιμόντουσαν (g).
(2) Λέξη που λέγεται μοναδική φορά= Ή, μετά από ένα διάστημα χρόνου, αποτίναξαν από πάνω τους τον ύπνο (δ)· ή, επιμένοντας να παραμείνουν άγρυπνοι νίκησαν τη νύστα (Meyer)· ή, γινόμενοι εξ’ ολοκλήρου άγρυπνοι (p) και «αφού συνήλθαν από τον βαθύ ύπνο» (Κ).
(3) «Δόξα να εννοήσεις την λαμπρότητα» (Ζ).

9.33 καὶ ἐγένετο ἐν τῷ διαχωρίζεσθαι αὐτοὺς(1) ἀπ᾽ αὐτοῦ εἶπεν ὁ Πέτρος πρὸς τὸν ᾽Ιησοῦν, ᾽Επιστάτα, καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι(2), καὶ ποιήσωμεν σκηνὰς τρεῖς, μίαν σοὶ καὶ μίαν Μωϋσεῖ καὶ μίαν ᾽Ηλίᾳ, μὴ εἰδὼς ὃ λέγει(3).
33 Την ώρα που αυτοί αποχωρίζονταν από τον Ιησού, ο Πέτρος του είπε: «Διδάσκαλε, ωραία είναι να μείνουμε εδώ· να φτιάξουμε τρεις σκηνές: μία για σένα, μία για το Μωυσή και μία για τον Ηλία» –δεν ήξερε τι έλεγε.
(1) Κατά τη διάρκεια της συνομιλίας του Ιησού με τους δύο προφήτες, οι μαθητές τηρούσαν σιγή. Αλλά όταν η συνομιλία σταμάτησε και οι δύο ουράνιοι απεσταλμένοι ετοιμάζονταν να χωριστούν από τον Κύριο, τότε ο Πέτρος λαμβάνει τον λόγο (g).
(2) «Ακούγοντας ότι πρόκειται να πάθει ο Χριστός… ζητούσε από τον Κύριο να μείνει πάνω στο βουνό για πάντα, έτσι ώστε να μην τον βρουν οι Ιουδαίοι αφού κατέβει και τον φονεύσουν, αγνοώντας τα αγαθά που θα συμβούν σε όλους από το πάθος και την ανάσταση» (Ω).
(3) Δεν γνωρίζουν τι λένε εκείνοι, οι οποίοι μιλούν για κατασκευή σκηνών πάνω στη γη για τους δοξασμένους αγίους στον ουρανό, οι οποίοι έχουν καλύτερες μονές (δωμάτια) στην οικία του Πατέρα και επιθυμούν να επανέλθουν σε αυτές.
«Δεν ήξερε, λέει, αυτό που έλεγε· γιατί δεν ήταν ο καιρός της συντέλειας του κόσμου και του να λάβουν οι άγιοι τη μέθεξή (συμμετοχή) τους στα αγαθά που ήλπισαν σύμφωνα με την υπόσχεση του Θεού» αφού παρέμεναν στη γη αυτή, που δεν έγινε ακόμη καινούργια. «Αφού λοιπόν το σχέδιο της οικονομίας βρισκόταν ακόμη στην αρχή, πώς ήταν δυνατόν να σταματήσει ο Χριστός την αγάπη του για τον κόσμο, αποφεύγοντας να πάθει για χάρη του;» (Κ).

9.34 ταῦτα δὲ αὐτοῦ λέγοντος ἐγένετο νεφέλη(1) καὶ ἐπεσκίασεν(2) αὐτούς(3)· ἐφοβήθησαν δὲ ἐν τῷ εἰσελθεῖν εκείνους(4) εἰς τὴν νεφέλην.
34 Ενώ τα έλεγε αυτά ήρθε ένα σύννεφο και τους σκέπασε. Οι μαθητές καθώς βρέθηκαν μέσα στο σύννεφο, φοβήθηκαν.
(1) «Ενώ ο Πέτρος λέει να κάνουμε τρεις σκηνές, ο Κύριος ξαφνικά φτιάχνει σκηνή αχειροποίητη και μπαίνει μέσα σε αυτήν μαζί με τους προφήτες, για να δειχτεί ότι σε τίποτα δεν είναι κατώτερος από τον Πατέρα. Διότι όπως ακριβώς στην Παλαιά Διαθήκη η νεφέλη λεγόταν ότι έχει τον Κύριο και ο Μωϋσής έμπαινε σε αυτήν, και έτσι δεχόταν τον νόμο, έτσι και τώρα η νεφέλη δέχτηκε τον Χριστό και νεφέλη όχι σκοτεινή· διότι έφυγε η σκιά του νόμου και το σκοτεινό της ασάφειας· αλλά νεφέλη φωτεινή. Διότι ήλθε η αλήθεια και έλαμψε η χάρη του Κυρίου και δεν υπάρχει τίποτα σκοτεινό τώρα» (Θφ).
Ακριβέστερη ερμηνεία η επόμενη: Η νεφέλη δεν ήταν κάποιο απλό σύννεφο. Είναι το κάλυμμα, με το οποίο περιβάλλεται ο Θεός, όταν εμφανίζεται στους ανθρώπους. Εμφανίστηκε στην έρημο και στα εγκαίνια του ναού του Σολομώντα και την ξαναβρίσκουμε και στην ανάληψη (g).
Η νεφέλη αυτή ήταν δείγμα της ακόμη πιο ιδιαίτερης παρουσίας του Θεού. Με νεφέλη ο Θεός ήλθε στη σκηνή και στο ναό και όταν «η νεφέλη κάλυψε την σκηνή του μαρτυρίου δεν μπόρεσε ο Μωϋσής να μπει στην σκηνή, διότι επισκίαζε αυτήν η νεφέλη και η σκηνή γέμισε από τη δόξα του Κυρίου» (Εξόδου μ 34). Και όταν στην περίπτωση του Σολομώντα «ο οίκος γέμισε από τη νεφέλη της δόξας του Κυρίου, δεν μπορούσαν οι ιερείς να σταθούν να λειτουργήσουν από το φως της νεφέλης» (Β΄Παραλ. ε 14).
Μία τέτοια νεφέλη είναι και η παρούσα. Δεν είναι λοιπόν καθόλου παράδοξο, ότι οι μαθητές φοβήθηκαν. Αλλά εφόσον ο Ιησούς βρίσκεται στη νεφέλη, κανείς από όσους πιστεύουν ειλικρινά σε αυτόν ας μην φοβάται να μπει σε αυτήν, διότι μπορεί να είναι βέβαιος, ότι ο Ιησούς θα διαπεράσει αυτόν σώο μέσα από αυτήν.
(2) Κατά ακρίβεια η φωτεινή νεφέλη δεν ρίχνει σκιά, μπορεί όμως να καλύψει. Το φως μπορεί να αποτυφλώνει όπως και το σκοτάδι (p).
(3) Αξιόλογη και η παρατήρηση: «Με αυτό δηλώνει μέσω του τύπου από πριν… ότι στην ανάσταση πρόκειται να αρπαχτούν σε νεφέλες οι άγιοι για να συναντήσουν τον Κύριο και να είναι μαζί του για πάντα» (Ω).
(4) Υπάρχει και η γραφή αυτούς. Το μεν εκείνους= τον Κύριο και τους δύο προφήτες, ενώ το αυτούς σύμφωνα με κάποιους νεώτερους ερμηνευτές περιλαμβάνει και τους αποστόλους, είναι όμως αμφίβολο αυτό.

9.35 καὶ φωνὴ ἐγένετο ἐκ τῆς νεφέλης(1) λέγουσα, Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ αγαπητός(2), αὐτοῦ ἀκούετε.
35 Μέσα απ’ το σύννεφο ακούστηκε μια φωνή που έλεγε: «Αυτός είναι ο Υιός μου ο αγαπητός· αυτόν ν’ ακούτε».
(1) «Φωνή πατρική μέσω της νεφέλης (διότι έτσι φαίνεται ο Θεός) μαρτυρούσε για τον Χριστό την υιότητα (ότι είναι ο Υιός)» (Ε).
(2) Υπάρχει και η γραφή: εκλελεγμένος (διαλεγμένος, διαλεκτός) αντί ο αγαπητός. Είναι αυτό εξήγηση του αγαπητός, το οποίο, όπως και η αντίστοιχη εβραϊκή λέξη, σημαίνει και τον αγαπητό και τον εκλεκτό. Φαίνεται ότι η λέξη μπήκε στο κείμενο από το περιθώριο (που υπάρχει στα χειρόγραφα)(δ). Πάντως το εκλελεγμένος λέγεται με απόλυτη έννοια, σε αντίθεση με τους δούλους, όπως ήταν ο Μωϋσής και ο Ηλίας, οι οποίοι είχαν εκλεγεί για ειδικές και περιορισμένες αποστολές (g). Το εκλελεγμένος αναφέρεται στην αποστολή του Υιού του ανθρώπου ως Μεσσία (L).

9.36 καὶ ἐν τῷ γενέσθαι τὴν φωνὴν εὑρέθη ᾽Ιησοῦς μόνος(1). καὶ αὐτοὶ ἐσίγησαν(2) καὶ οὐδενὶ(3) ἀπήγγειλαν ἐν ἐκείναις ταῖς ἡμέραις(4) οὐδὲν ὧν ἑωράκασιν.
36 Αφού ακούστηκε η φωνή αυτή, βρέθηκε ο Ιησούς μόνος. Αυτοί δεν μίλησαν καθόλου και τις μέρες εκείνες δεν είπαν σε κανέναν τίποτε γι’ αυτά που είδαν.
(1) «Για να μην συκοφαντείται από κάποιους η αλήθεια, οι οποίοι λένε ότι τους διέτασσε να ακούνε περισσότερο τον Μωϋσή, επεσήμανε ο ευαγγελιστής λέγοντας, ότι όταν έγινε η φωνή, βρέθηκε ο Ιησούς μόνος. Άρα λοιπόν αυτόν πρόσταξε να ακούνε. Καθόσον αυτός είναι το τέλος του νόμου και των προφητών» (Κ).
(2) Με εντολή του Κυρίου σύμφωνα με τους άλλους δύο συνοπτικούς.
«Δεν θέλει ο Ιησούς να ειπωθούν τα σχετικά με την δόξα του. Διότι θα βλάπτονταν αυτοί που θα τα άκουγαν και μάλιστα οι όχλοι, όταν θα έβλεπαν τον τόσο πολύ δοξασμένο να σταυρώνεται. Δεν τα έκρυψαν λοιπόν από φθόνο, αλλά επειδή φοβήθηκαν μήπως δεν γίνουν πιστευτοί» (Ω) και για να μην προκληθεί είτε σφοδρότερη αντίδραση εκ μέρους των αντιτιθεμένων, είτε άκαιρος ενθουσιασμός και ταραχώδεις εκδηλώσεις εκ μέρους των Ιουδαίων που έτρεφαν παχυλές ελπίδες για τον Μεσσία.
(3) Η απαγόρευση του να ανακοινωθεί ό,τι είχαν δει, αποτελεί ισχυρή επιβεβαίωση της ιστορικότητας του υπερφυσικού γεγονότος της Μεταμόρφωσης. Εάν η οπτασία αυτή ήταν επινόηση, πώς θα εξηγήσουμε την επινόηση της απαγόρευσης; (p).
(4) «Πότε λοιπόν τα ανέφεραν; Μετά την ανάληψη, μετά την παρουσία του Πνεύματος· διότι τότε γέμισαν από θάρρος και καταξιώθηκαν του Πνεύματος και είχαν την φωνή από τα θαύματα να συνηγορεί σε αυτούς» (Ω).
Μετά τις σκηνές της Γεθσημανή, της καταδίκης του συνεδρίου και του Πιλάτου και του Γολγοθά, στις οποίες παρουσιάστηκε ο προφητευμένος χαρακτήρας του ως ανθρώπου θλίψεων που γνωρίζει να υπομένει ασθένεια, θα ήταν πλέον καιρός να διαδοθεί το υπερφυσικό συμβάν της Μεταμόρφωσης, ως προμήνυμα της αρχιερατικής του βασιλείας δίπλα στο θρόνο του Πατέρα του και της θριαμβευτικής του νίκης εναντίον όλων των εχθρών του (ο).

Στίχ. 37-43. Η θεραπεία του νέου που σεληνιαζόταν.
9.37 ᾽Εγένετο(1) δὲ τῇ ἑξῆς ἡμέρᾳ(2) κατελθόντων αὐτῶν ἀπὸ τοῦ ὄρους συνήντησεν αὐτῷ ὄχλος πολύς(3).
37 Την άλλη μέρα, όταν κατέβηκαν από το βουνό, τον Ιησού τον υποδέχτηκε πολύς κόσμος.
(1) Δες Ματθ. ιζ 14-18 και Μάρκ. θ 14-29 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις.
(2) Η Μεταμόρφωση πιθανώς έγινε νύχτα. Μόνος ο Λουκάς αναφέρει ότι η κάθοδος από το όρος έγινε την επόμενη ημέρα. Έτσι οι 3 απόστολοι είχαν καιρό κατά το υπόλοιπο της νύχτας να μελετήσουν ό,τι είχαν δει και ακούσει, πριν ακόμη λάβουν νέες εντυπώσεις από άλλα γεγονότα (p).
(3) Η συρροή του πλήθους και η συγκίνησή του για την οποία δίνει μαρτυρία ο Μάρκος, εξηγείται από τις σφοδρές συζητήσεις και επικρίσεις, τις οποίες προκάλεσαν οι γραμματείς παίρνοντας αφορμή από την αδυναμία των μαθητών να θεραπεύσουν το δαιμονισμένο παιδί και τις οποίες, παρακολουθώντας το πλήθος, εξεπλάγη όταν ξαφνικά είδε τον Ιησού να έρχεται τόσο πολύ την κατάλληλη στιγμή.

9.38 καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ ἀπὸ τοῦ ὄχλου ανεβόησεν(1) λέγων, Διδάσκαλε, δέομαί σου ἐπίβλεψον(2)ἐπὶ τὸν υἱόν μου, ὅτι μονογενής(3) μοί ἐστιν,
38 Και τότε φώναξε ένας μέσα από το πλήθος: «Διδάσκαλε, σε παρακαλώ ρίξε μια ματιά στο γιο μου, το μονάκριβο παιδί μου.
(1) Υπάρχει και η γραφή εβόησε.
(2) Και η γραφή επιβλέψαι. Επιβλέπω=βλέπω με συμπάθεια και οίκτο (p).
(3) Για τρίτη φορά ο Λουκάς αναφέρει νεαρό παιδί μοναχοπαίδι. Δες ζ 12 και η 42 (p). Εκείνοι οι οποίοι έχουν πολλά παιδιά μπορούν να ισοσταθμίσουν τη θλίψη τους για το ένα από αυτά με την παρηγοριά την οποία παίρνουν από τα άλλα. Αλλά και όταν δεν έχουν παρά ένα και μόνο γιο, μπορούν να παρηγορούνται κατά την ασθένεια ή και τον θάνατό του, ενθυμούμενοι την αγάπη του Θεού, ο οποίος Μονογενή είχε τον Υιό του και όμως παρέδωσε αυτόν για χάρη μας.

9.39 καὶ ἰδοὺ πνεῦμα(1) λαμβάνει(2) αὐτόν, καὶ ἐξαίφνης(3) κράζει, καὶ σπαράσσει αὐτὸν μετὰ ἀφροῦ καὶ μόγις(4) ἀποχωρεῖ ἀπ᾽ αὐτοῦ συντρῖβον(5) αὐτόν·
39 Τον πιάνει δαιμόνιο και ξαφνικά φωνάζει. Τον κάνει να σπαράζει και ν’ αφρίζει· τον εξαντλεί και δύσκολα βγαίνει απ’ αυτόν.
(1) Πνεύμα πονηρό. Τα συμπτώματα της ασθένειας, με τα οποία περιγράφεται αυτή αμέσως, δείχνουν σε ποιο γένος φυσικής διατάραξης του οργανισμού ανήκε αυτή. Ήταν ένα είδος επιληψίας. Αλλά ο σ. 42 και η συνομιλία που ακολούθησε σύμφωνα με τους άλλους δύο συνοπτικούς, παρέχουν τη βεβαιότητα, ότι η αλλοίωση του νευρικού συστήματος σχετιζόταν και με επίδραση σατανική (g).
(2) Λαμβάνει=κυριεύει (δ).
(3) Στην περιγραφή του Λουκά ο Hobart ισχυρίζεται ότι τόσο το προηγούμενο επιβλέπω, όσο και οι λέξεις εξαίφνης, μετά αφρού και μόγις αποχωρεί, είναι ιατρικές εκφράσεις (p).
(4) Πιο σωστή γραφή φαίνεται να είναι το «μόλις», το οποίο βρίσκεται και στο Πράξ. ιδ 18,κζ 7,8,16 (p). Το μόγις (από το μόγος, μόχθος) είναι σύνηθες στους αρχαιότερους. Ενώ το μόλις (από το μώλος=μόγος) συναντιέται στους δόκιμους πεζογράφους (δ).
(5) Από μεταφορά από τα πράγματα που με συντριβή καταστρέφονται=κατέστρεφε τη διάνοιά του, φέρνοντας αυτόν σε αναισθησία. Ανταποκρίνεται στο ξηραίνεται του Μάρκου (δ).

9.40 καὶ ἐδεήθην τῶν μαθητῶν σου ἵνα ἐκβάλωσιν αὐτό, καὶ οὐκ ἠδυνήθησαν(1).
40 Παρακάλεσα τους μαθητές σου να διώξουν το δαιμόνιο αλλά δεν τα κατάφεραν».
(1) Η παρουσία των γραμματέων, οι οποίοι αναμφίβολα δεν είχαν υστερήσει σε κοροϊδίες εις βάρος και των μαθητών και του διδασκάλου τους, είχε ταπεινώσει και ίσως ερεθίσει αυτούς. Η αγωνιώδης προσδοκία λοιπόν του λαού είχε φτάσει στο κατακόρυφο (g).

9.41 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ᾽Ιησοῦς εἶπεν, Ὦ γενεὰ ἄπιστος(1) καὶ διεστραμμένη(2), ἕως πότε(3) ἔσομαι πρὸς ὑμᾶς καὶ ἀνέξομαι(4) ὑμῶν; προσάγαγε τὸν υἱόν σου ὧδε(5).
41 Ο Ιησούς απάντησε: «Γενιά άπιστη και διεστραμμένη, ως πότε θα είμαι μαζί σας και θα σας ανέχομαι; Φέρε μου εδώ το γιο σου».
(1) Αυτό πιθανότατα δεν απευθύνεται στους μαθητές ούτε περιλαμβάνει αυτούς. Απευθύνεται προς τον πατέρα και περιλαμβάνει και τους γραμματείς και τα πλήθη (p).
(2) «Το «διεστραμμένη» φανερώνει ότι η πονηρία δεν υπήρχε από την αρχή ούτε εκ φύσεως. Αλλά ως προς τη φύση μεν… ήταν απόγονοι του Αβραάμ και Ισαάκ, διαστράφηκαν όμως από την κακία» (Θφ).
(3) Για να καταλάβουμε καλά την αναφώνηση αυτή, πρέπει να λάβουμε υπ’ όψη την ανθρώπινη ψυχολογία του Κυρίου κατά τις στιγμές αυτές. Πριν από λίγο είχε έρθει σε προσωπική επικοινωνία με ουράνια όντα. Και ξαφνικά βρίσκεται ανάμεσα σε κόσμο, στον οποίο επικρατεί η απιστία, σχεδόν σε όλους. Αυτή η αντίθεση όχι μεταξύ ενός ανθρώπου και κάποιου άλλου, αλλά μεταξύ όλης αυτής της ανθρωπότητας, της απομακρυσμένης από το Θεό, ανάμεσα στην οποία ο Ιησούς κατοικεί, και στους κατοίκους του ουρανού, από τους οποίους πριν λίγο χωρίστηκε, αποσπά από αυτόν την θλιβερή αυτή αναφώνηση (g). Τα λόγια αυτά του Ιησού δεν είναι μόνο λόγια ανθρώπου μεταξύ άλλων ανθρώπων, αλλά εκφράζουν και το συναίσθημα θείου όντος, το οποίο έχει από τη φύση του τη θέση του στον ουρανό (L).
(4) Το ρήμα ανέξομαι εκφράζει πόσο παρά την αγάπη του αισθάνεται τον εαυτό του ξένο με το άπιστο αυτό περιβάλλον (g). Η ζωή του Ιησού υπήρξε συνεχής ανοχή (b).
(5) Η διαταγή Προσάγαγε… έχει κάτι το απότομο. Ο Ιησούς φαίνεται να θέλει να αποτινάξει την πολύ πικρή εντύπωση, από την οποία έχει κυριευτεί. Δες παρόμοιο τρόπο έκφρασης Ιω. ια 34 (g).

9.42 ἔτι δὲ προσερχομένου αὐτοῦ ἔρρηξεν(1) αὐτὸν τὸ δαιμόνιον καὶ συνεσπάραξεν· ἐπετίμησεν δὲ ὁ ᾽Ιησοῦς τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ, καὶ ἰάσατο τὸν παῖδα καὶ ἀπέδωκεν αὐτὸν τῷ πατρὶ αὐτοῦ(2).
42 Καθώς πήγαινε κοντά του, το δαιμόνιο έριξε κάτω το παιδί και το έκανε να σπαράζει. Ο Ιησούς επιτίμησε το δαιμονικό πνεύμα, γιάτρεψε το παιδί, και το παρέδωσε στον πατέρα του.
(1) Το δαιμόνιο έριξε αυτόν με ορμή κάτω. Η λέξη χρησιμοποιείται για κιβώτια που με πάταγο ρίχνονται κάτω και για παλαιστές που ρίχνουν κάτω τους αντιπάλους. Κάποιοι διακρίνουν το ρήμα ρήσσω με την έννοια αυτή από το ρήγνυμι (p).
(2) Λεπτομέρεια συγκινητική που αναφέρεται από μόνον τον Λουκά και υπενθυμίζει το Λουκ. ζ 15 (L).

9.43 ἐξεπλήσσοντο δὲ πάντες ἐπὶ τῇ μεγαλειότητι(1) τοῦ θεοῦ(2). Πάντων(3) δὲ θαυμαζόντων(4) ἐπὶ πᾶσιν οἷς ἐποίησεν(5) ο Ιησούς εἶπεν πρὸς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ,
43 Όλοι τότε έμειναν κατάπληκτοι από το μεγαλείο του Θεού.
Ενώ όλοι θαύμαζαν γι’ αυτά που είχε κάνει ο Ιησούς, είπε στους μαθητές του:
(1) Για την μεγαλειότητα=το μεγαλείο και την δόξα, την οποία έδειξε με τα μεγάλα και θαυμαστά του έργα (δ).
(2) Την οποία ο Θεός αποκάλυπτε με τα θαύματα τα οποία έκανε μέσω του Σωτήρα (δ). «Διότι νόμιζαν, ότι κάνει αυτά τα τρομερά όχι με δική του δύναμη, αλλά από το Θεό» (Ζ).
(3) Η διαίρεση των στίχων δεν είναι εδώ επιτυχημένη, διότι το δεύτερο μισό του στίχου αυτού, ανήκει ολοφάνερα σε ξεχωριστή περικοπή που διακρίνεται από την προηγούμενη, στην οποία ο Κύριος για δεύτερη φορά προαναγγέλλει τα του Πάθους του (p). Δες και Ματθ. ιζ 23 και Μάρκ. θ 31,32 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις.
(4) Ο Κύριος με όσα λέει στην ακόλουθη περικοπή, τονίζει και πάλι στους μαθητές του την πραγματική φύση της μεσιακής του ιδιότητας με αφορμή τον θαυμασμό, τον οποίο με εφήμερο ενθουσιασμό εκδήλωνε ο λαός για τα θαύματά του. Δεν έρχεται να βασιλέψει ως επίγειος βασιλιάς, αλλά να πάθει ως κατάδικος (p). Ο Κύριος θέλει να προλάβει την επικίνδυνη έξαψη, την οποία ο γενικός θαυμασμός του πλήθους κινδύνευε να προκαλέσει και στους μαθητές (g).
(5) Και η γραφή: εποίει=εξακολουθούσε να κάνει.

Στίχ. 44-45. Δεύτερη προαναγγελία του Πάθους.
9.44 Θέσθε ὑμεῖς(1) εἰς τὰ ὦτα(2) ὑμῶν τοὺς λόγους τούτους(3), ὁ γὰρ(4) υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου μέλλει παραδίδοσθαι(5) εἰς χεῖρας ἀνθρώπων.
44 «Ακούστε καλά τα λόγια αυτά: Ο Υιός του Ανθρώπου θα παραδοθεί σε χέρια ανθρώπων».
(1) Είναι αυτό μυστικό κρυμμένο από τους άλλους (b). Εσείς σε αντίθεση με τον πολύ λαό (p). «Με το «εσείς» όμως που λέει εδώ, τούς ξεχωρίζει από τους άλλους» (Κ).
(2) Το βάζω στα αυτιά=ακούω και τηρώ στη μνήμη. Δες Λουκ. κα 14 βάζω στις καρδιές=στη διάνοια και στη μνήμη (δ). Η φράση σημαίνει ίσως: φυλάξτε τα λόγια αυτά στη μνήμη σας, έστω και να δεν τα καταλαβαίνετε τώρα. Ή, μην παρασύρεστε από τον θαυμασμό του πλήθους, ώστε να λησμονήσετε ή να κυριευτείτε από αμφιβολίες σε σχέση με τις διακηρύξεις μου για το πάθος μου. Οπωσδήποτε εγώ θα παραδοθώ σε χέρια ανθρώπων (p).
(3) Να θυμάστε τα λόγια αυτά, διότι οσοδήποτε και αν σας φαίνονται απίστευτα τώρα, θα πραγματοποιηθούν· και αν όταν φτάσει η ώρα αυτή της πραγματοποίησης, δεν θυμάστε αυτά, η πίστη σας αναμφίβολα θα κλονιστεί (g). «Μοιάζει δηλαδή τελείως, περίπου τα εξής να σκέφτονταν μέσα τους και να έλεγαν οι μαθητές· Ο τόσο σπουδαίος, αυτός που ανάστησε νεκρούς με εξουσία θεϊκή, αυτός που μαλώνει θάλασσες και ανέμους, αυτός που με λόγο συντρίβει τον σατανά, πώς συλλήφθηκε τώρα και έπεσε στα δίχτυα των φονιάδων; Άρα λοιπόν εξαπατηθήκαμε που τον νομίζαμε Θεό; Για να ξέρουν λοιπόν αυτό που θα γίνει οπωσδήποτε, προστάζει να αποθηκεύσουν κατά κάποιο τρόπο στο νου τους το μυστήριο· Διότι βάλτε, λέει, εσείς στις καρδιές σας» (Κ).
(4) Εάν το προηγούμενο «τούτους» το αναφέρουμε στα λόγια που προηγουμένως λέχθηκαν για το πάθημα, τότε το γαρ είναι αιτιολογικό=Μη λησμονείτε τα λόγια αυτά που σας έχω πει, διότι οπωσδήποτε ο υιός του ανθρώπου θα παραδοθεί. Εάν όμως το «τούτους» το αναφέρουμε στα λόγια, τα οποία τώρα λέει ο Κύριος, το γαρ είναι επεξηγηματικό=τα λόγια αυτά, ότι δηλαδή ο υιός του ανθρώπου…
(5) «Το «πρόκειται να παραδοθεί» που είναι γραμμένο στον Ματθαίο και τον Λουκά δεν δείχνει με σαφήνεια το από ποιον; Για αυτό, όπως είπαμε, άλλος θα πει· από τον Ιούδα, άλλος πάλι· από τον λαό· εμείς όμως (ο Ω.) επειδή ακριβώς ο Ιούδας και ο λαός ήταν άνθρωποι, ας προσέχουμε, μήπως είναι καλύτερο να ακολουθήσουμε εμείς τον Παύλο, που λέει για τον Πατέρα, «ο οποίος δεν λυπήθηκε τον ίδιο τον υιό του, αλλά τον παρέδωσε για όλους μας» και να πούμε ότι από τη λέξη «παραδόθηκε», λείπει το «από τον Θεό»» (Ω). Το «πρόκειται λοιπόν να παραδοθεί» αναφέρεται στη θεία βουλή, όχι στην προδοσία του Ιούδα (g). Όταν η ώρα του υιού του ανθρώπου φτάσει, οι εναντίον του επιβουλές θα στεφθούν από επιτυχία (p).

9.45 οἱ δὲ ἠγνόουν τὸ ῥῆμα τοῦτο(1), καὶ ἦν παρακεκαλυμμένον(2) ἀπ᾽ αὐτῶν ἵνα μὴ αἴσθωνται αὐτό(3), καὶ ἐφοβοῦντο ἐρωτῆσαι(4) αὐτὸν περὶ τοῦ ῥήματος τούτου.
45 Εκείνοι όμως δεν τα καταλάβαιναν αυτά τα λόγια. Το νόημά τους ήταν κρυμμένο για να μην το καταλάβουν, και φοβούνταν να τον ρωτήσουν ποια σημασία είχαν τα λόγια του.
(1) Αγνοούσαν δηλαδή τι σήμαινε το «θα παραδοθεί» και πώς ο πανίσχυρος Μεσσίας ήταν δυνατόν ως κοινός άνθρωπος να παραδοθεί σε χέρια ανθρώπων (δ). Η θέληση άλλωστε ασκεί επίδραση στη διάνοια και εφόσον οι μαθητές δεν ήθελαν ο διδάσκαλος να πάθει, αλλά τελείως αντίθετα ήθελαν, σύμφωνα με τις χονδροειδείς σχετικά με τον Μεσσία προκαταλήψεις τους, να βασιλεύσει, επόμενο ήταν να μην προσέχουν πολύ τις προαναγγελίες για το πάθημα (g). Στους τόσο σαφείς και κατηγορηματικούς λόγους του διδασκάλου απέδιδαν κάποια μυστική και αλληγορική έννοια, με την οποία εναρμονίζονταν και συμβιβάζονταν με την εκδοχή βασιλιά, νικητή Μεσσία, όπως ανέμεναν όλοι οι Ιουδαίοι τον Μεσσία και από τις χονδροειδείς αυτές ελπίδες δεν είχαν ακόμη απαλλαχτεί και οι δικές τους διάνοιες (ο). «Και εμείς λοιπόν πολλές φορές, ενώ μελετήσαμε τις Γραφές και δεν τις καταλάβαμε καθόλου, ξαναβλέπουμε κατά κάποιο τρόπο με τη συνεχή μελέτη να λάμπει στις καρδιές μας λίγο λίγο ο λόγος που φέρνει τον φωτισμό της γνώσης του, ο οποίος είναι ο Χριστός» (Ω).
(2) Δηλαδή κρυμμένο από αυτούς (δ). Το κάλυμμα αυτό οφειλόταν και σε θεία αιτία (L), «αφού είχε ένα θείο σχέδιο ο Κύριος ο οποίος προκαλούσε την άγνοια και το κρύψιμο σε αυτούς. Φύλαγε λοιπόν για τον κατάλληλο καιρό την αφαίρεση της άγνοιας και του καλύμματος» (Ω).
(3) Για να μην καταλάβουν αυτό και είναι σε διαρκή λύπη και αποθάρρυνση από την προσδοκία τόσο μεγάλων δεινών (δ) «ώστε να μην λυπούνται και ταράσσονται από τον φόβο πριν τον κατάλληλο καιρό. Συγκαταβαίνοντας λοιπόν ο Θεός στην ασθένειά τους και σαν να κυβερνούσε κάποια παιδιά, δεν επέτρεπε να καταλάβουν αυτοί το λεγόμενο περί του σταυρού» (Θφ).
(4) Ή, «από ευλάβεια δεν ρωτούσαν… Διότι ο φόβος είναι αυξημένη ευλάβεια, όπως ακριβώς και η ευλάβεια είναι συνεσταλμένος φόβος» (Θφ). Ή, φοβόντουσαν να τον ρωτήσουν, για να μην μάθουν πράγματα ακόμη περισσότερο λυπηρά και θλιβερά ή να μην τους μαλώσει ότι άκαιρα ζητούσαν εξηγήσεις για το μυστήριο του Θεού (δ).

Στίχ. 46-48. Ποιος είναι ο μεγαλύτερος ενώπιον του Θεού.
9.46 (1)Εἰσῆλθεν(2) δὲ διαλογισμὸς(3) ἐν αὐτοῖς(4), τὸ τίς ἂν εἴη μείζων αὐτῶν(5).
46 Άρχισε τότε μια συζήτηση μεταξύ των μαθητών για το ποιος ήταν ο ανώτερος ανάμεσά τους.
(1) Δες και Ματθ. ιη 1-7 και Μάρκ. θ 33-39 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις.
(2) Η σάρκα συχνά βρίσκει ευκαιρίες για τις κινήσεις της, ακόμα και όταν τα πάντα αντιτίθενται σε αυτήν (b). «Εισέβαλε μέσα τους λοιπόν πάθος κούφιας δόξας… διότι το να σκέφτονται και μόνο το, ποιος θα ήταν μεγαλύτερος ανάμεσά τους, δείχνει κάποιον που φιλοδοξεί και επιθύμησε να είναι αρχηγός των άλλων» (Κ). Από ποια αφορμή μπήκε; Ή «φαίνεται ότι ξεσηκώθηκε σε αυτούς το πάθος από το ότι δεν θεραπεύτηκε ο δαιμονισμένος. Διότι ήταν λογικό να διαφωνήσουν για αυτό λέγοντας ο καθένας, ότι, όχι λόγω της δικής μου αδυναμίας, αλλά λόγω της αδυναμίας του τάδε δεν θεραπεύτηκε το παιδί, και από εκεί άναψε η έριδα για το ποιος θα ήταν ο μεγαλύτερος» (Θφ). Ή, πιο σωστά, επειδή είχαν δει τον Πέτρο και Ιάκωβο και Ιωάννη ότι μόνο αυτοί ανέβηκαν μαζί στο βουνό και τους εμπιστεύτηκε κάποιο μυστικό (Βέζας). Ακόμη επίσης και από παρεξήγηση των προφητειών του Κυρίου για το επικείμενο τέλος του.
(3) Διαλογισμός πονηρός· σκέψη δηλαδή την οποία έβαλε ο διάβολος στο νου τους (δ).
(4) Το «σε αυτούς» υπονοεί μάλλον, ότι ο διαλογισμός δεν παρέμεινε μόνο στο νου, χωρίς να εκφραστεί και εξωτερικά (p). Ο Ιησούς όμως δεν είχε ακούσει τη συζήτηση των μαθητών, αλλά διέκρινε την εσωτερική σκέψη, η οποία είχε προκαλέσει την φιλονικία (g).
(5) Η ματαιοδοξία και ο πόθος των πρωτείων και η βιασύνη για την υπεροχή ήταν αμαρτίες, στις οποίες επανειλημμένα παρασύρθηκαν οι μαθητές, για αυτό και όπως έπρεπε επιτιμήθηκαν αυστηρά από τον Κύριο. Εκείνοι, οι οποίοι επιζητούν να είναι μεγάλοι στον κόσμο αυτόν, εκτίθενται σε μεγάλους πειρασμούς και θορύβους, από τους οποίους είναι απαλλαγμένοι και ασφαλείς οι ευχαριστημένοι να είναι μικροί, ελάχιστοι, λιγότερο ακόμη και από αυτούς τους ελάχιστους.

9.47 ὁ δὲ ᾽Ιησοῦς ιδών(1) τὸν διαλογισμὸν τῆς καρδίας(2) αὐτῶν ἐπιλαβόμενος παιδίου(3) ἔστησεν αὐτὸ παρ᾽ ἑαυτῷ(4),
47 Ο Ιησούς, που κατάλαβε τις σκέψεις τους, πήρε ένα παιδί, το έβαλε να σταθεί μπροστά του
(1) Υπάρχει και η γραφή ειδώς. Ιδών=κατάλαβε με την εσωτερική του θεότητα (δ).
(2) Η συζήτηση με τα λόγια ήταν: Ποιος είναι ο μεγαλύτερός από αυτούς. Ο διαλογισμός των καρδιών τους ήταν: Δεν είμαι εγώ ο μεγαλύτερος από όλους; (p).
(3) Ο Ε. Και ο Χ. αγνοούν τελείως την παράδοση που εμφανίζεται από τον ένατο αιώνα (Αναστάσιος Βιβλιοθ. Migne 129,42,Νικηφόρος Κάλλιστος Εκκλ. Ιστορ. ΙΙ 35, Migne 143,848) ότι το παιδί αυτό ήταν ο Ιγνάτιος ο Θεοφόρος. Ο Χ. μάλιστα (Ομιλία εις Ιγνάτιον 4) αναφέρει, ότι ο Ιγνάτιος ούτε καν είχε δει τον Κύριο (p).
(4) Στην τιμητική θέση. Και εφόσον ο Ιησούς καθόταν περικυκλωμένος από τους μαθητές του (Μάρκ. θ 35) το παρ᾽ ἑαυτῷ σημαίνει στο μέσο αυτών, όπως γράφουν οι άλλοι δύο συνοπτικοί (p). «Ο Χριστός ο Θεός μας, που γνωρίζει τα πάντα, τον διαλογισμό στη διάνοια των μαθητών, όπως ακριβώς ένα πικρόχορτο που φύτρωσε πάνω, όπως είναι γραμμένο, πριν σηκωθεί ψηλά, πριν ωριμάσει, ξεριζώνει το κακό από τη ρίζα του· διότι όταν αρχίζουν σε μας τα πάθη νικιούνται εύκολα, αν όμως ωριμάσουν, δεν αποβάλλονται εύκολα. Πώς λοιπόν ο πνευματικός γιατρός αποκόβει το πάθος της φιλοδοξίας; Πήρε το παιδί και το έστησε κοντά του. Έκανε αυτήν την πράξη για ωφέλεια και των ίδιων των αγίων αποστόλων και για μας τους μετά από εκείνους. Διότι αυτή η ασθένεια βόσκει κοντά σε όλους τους ανθρώπους, αν μάλιστα έχουν κάποια υπεροχή απέναντι σε κάποιους» (Κ).

9.48 καὶ εἶπεν αὐτοῖς(1), ὃς ἂν δέξηται τοῦτο τὸ παιδίον ἐπὶ τῷ ὀνόματί μου ἐμὲ δέχεται(2), καὶ ὃς ἂν ἐμὲ δέξηται δέχεται τὸν ἀποστείλαντά με· ὁ γὰρ μικρότερος(3) ἐν πᾶσιν ὑμῖν ὑπάρχων(4) οὗτός ἐστιν μέγας(5).
48 και τους είπε: «Όποιος δεχτεί αυτό το παιδάκι στο όνομά μου, δέχεται εμένα τον ίδιο· κι όποιος δεχτεί εμένα, δέχεται αυτόν που μ’ έστειλε στον κόσμο· εκείνος που είναι ο πιο ταπεινός μεταξύ όλων σας, αυτός είναι ο ανώτερος».
(1) «Έκανε λοιπόν το παιδί που έφερε στη μέση παράδειγμα και εικόνα ποιου πράγματος; Μίας ζωής χωρίς πονηρία και χωρίς φιλοδοξία· διότι έχει άδολη τη γνώμη, ανόθευτη την καρδιά και έχει απλότητα λογισμών· δεν αγαπά τη φιλοδοξία, δεν γνωρίζει τρόπο υπεροχής» (Κ).
(2) «Αυτό που λέει σημαίνει το εξής· Εσείς μεν νομίζετε, ότι αν φαίνεστε σοβαροί και φιλόδοξοι, τότε θα αρέσετε στους πολλούς και τότε θα σας δεχτούν περισσότεροι. Εγώ όμως σας λέω, ότι τόσο πολύ χαίρομαι με την απλότητα και τόσο χαρακτηρίζει αυτή τους δικούς μου μαθητές, ώστε όποιος δεχτεί τον απλούστατο άνδρα και άκακο ως δικό μου μαθητή (διότι αυτό σημαίνει στο όνομά μου) δέχεται εμένα. Διότι αυτός που δέχεται αλαζόνα, ούτε δικό μου μαθητή δέχεται ούτε εμένα» (Θφ).
(3) «Μικρότερο λέει τον ταπεινότερο» (Ζ)· «τον μετριόφρονα και ο οποίος από ευλάβεια δεν σκέφτεται τίποτα υψηλό για τον εαυτό του» (Κ).
(4) Ο μικρότερος ως προς την ιδέα για τον εαυτό του, ο πιο απλός, όπως είναι το παιδί αυτό, ανάμεσα σε όλους σας, αυτός είναι πραγματικά και αληθινά μεγάλος (δ).
(5) Ο Κύριος αποφεύγει να πει «αυτός είναι ο μεγαλύτερος»· και έτσι δεν ενθαρρύνει την επιθυμία του να είναι κάποιος πάνω από τους άλλους. Είναι δυνατόν για όλους στη βασιλεία των ουρανών να έχουν το μεγαλείο αυτό και δεν υπάρχει ούτε ανάγκη για κανέναν ούτε ενδεχόμενο να μετρά τον εαυτό του με άλλους και να ζητά υπεροχή πάνω από αυτούς (p).

Στίχ. 49-56. Άρνηση των Σαμαρειτών να δεχθούν τον Κύριο.
9.49 ᾽Αποκριθεὶς(1) δὲ ὁ ᾽Ιωάννης εἶπεν(2), ᾽Επιστάτα, εἴδομέν τινα επί τῷ ὀνόματί σου ἐκβάλλοντα δαιμόνια, καὶ ἐκωλύσαμεν(3) αὐτὸν ὅτι οὐκ ἀκολουθεῖ(4) μεθ᾽ ἡμῶν.
49 Ο Ιωάννης του είπε: «Διδάσκαλε, είδαμε κάποιον που έδιωχνε δαιμόνια επικαλούμενος το όνομά σου και τον εμποδίσαμε, γιατί δεν είναι δικός μας».
(1) Δες Μάρκ. Θ 38-40 και τις εκεί σημειώσεις.
(2) Η σύνδεση με τα παραπάνω: Προηγουμένως ο Κύριος απέδωσε στο όνομά του κεφαλαιώδη σημασία, το οποίο προκάλεσε φόβο στον Ιωάννη, μήπως από το ζήλο που έδειξε σχετικά με αυτόν που έβγαζε δαιμόνια στο όνομα του Κυρίου, ασέβησε προς το σεβαστό αυτό όνομα (g). Ο Ιωάννης λοιπόν ρωτά λέγοντας: Πολύ καλά να δεχτεί κάποιος έναν, ο οποίος έρχεται στο όνομα του Χριστού· αλλά εάν αυτός δεν εμφανίζεται ως μαθητής του Χριστού; (L). Εάν κάποιος παραμένει έξω από το σώμα των μαθητών και δεν είναι πραγματικός ακόλουθος του Ιησού, πρέπει να γίνει και αυτός δεκτός; (p).
(3) Υπάρχει και η γραφή εκωλύομεν=κάναμε απόπειρες να τον εμποδίσουμε· ή, κατ’ επανάληψιν τον εμποδίσαμε (p).
(4) Ο ενεστώτας σημαίνει επιμονή στο να ακολουθεί. Ο Ιωάννης δεν εννοεί, ότι ο άνθρωπος αυτός δεν ήταν απόστολος, αλλά δεν ήταν αναγνωρισμένος μαθητής. Δείχνει ο Ιωάννης ζήλεια για την υπόληψη του Διδασκάλου, και όχι ζήλεια για τα δικά του προνόμια (p)

9.50 και εἶπεν πρὸς αὐτὸν ὁ ᾽Ιησοῦς, Μὴ κωλύετε, ου γαρ εστί καθ’ υμών(1)·ὃς γὰρ οὐκ ἔστιν καθ᾽ ὑμῶν(2) ὑπὲρ ὑμῶν ἐστιν(3).
50 Ο Ιησούς του απάντησε: «Μην τον εμποδίζετε, γιατί αυτός δεν είναι εναντίον σας. Όποιος δεν είναι εναντίον σας είναι με το μέρος σας».
(1) Υπάρχει και η γραφή μη κωλύετε· ὃς γὰρ οὐκ ἔστιν… παραλείπεται δηλαδή ολόκληρη η φράση «ου γαρ εστί καθ’ υμών».
(2) Υπάρχει και η γραφή: καθ᾽ ημῶν, ὑπὲρ ημῶν. Πιο σωστή είναι η «καθ’ υμών …» διότι εδώ πρόκειται για υπόθεση των μαθητών, στην οποία ο Κύριος δεν αναμίχθηκε από την αρχή (L).
(3) Ο λόγος του Κυρίου στο Λουκ. ια 23: «Όποιος δεν είναι μαζί μου είναι εναντίον μου» δεν αντιτίθεται στον παρόντα λόγο. Εκεί ο Κύριος παρέχει κριτήριο, με το οποίο κάθε μαθητής του πρέπει να δοκιμάζει τον εαυτό του, για να πληροφορηθεί, εάν όντως είναι γνήσιος μαθητής. Εάν δεν βρίσκεται στο πλευρό του Ιησού, είναι εναντίον του. Εδώ παρέχει κριτήριο με το οποίο ο μαθητής του πρέπει να δοκιμάζει τους άλλους. Εάν οι άλλοι αυτοί δεν αντιτίθενται εναντίον του Χριστού, πρέπει να θεωρούνται ότι είναι υπέρ του (p). Δες και τις σημειώσεις στα Λουκ. ια 23 και Μάρκ. θ 39-40.

9.51 ᾽Εγένετο δὲ ἐν τῷ συμπληροῦσθαι(1) τὰς ἡμέρας τῆς ἀναλήψεως(2) αὐτοῦ καὶ αὐτὸς εστήριξε τὸ πρόσωπον(3) αὐτοῦ τοῦ πορεύεσθαι εἰς ᾽Ιερουσαλήμ,
51 Ενώ πλησίαζαν να συμπληρωθούν οι μέρες που ο Ιησούς θα άφηνε αυτόν τον κόσμο, πήρε την απόφαση να πάει στην Ιερουσαλήμ.
Μπορούμε να θεωρήσουμε το τμήμα αυτό ως την εξιστόρηση της δεύτερης κύριας περιόδου της δημόσιας δράσης του Κυρίου. Η Γαλιλαία μαζί με την Καπερναούμ ως κέντρο παύει να είναι το σχεδόν αποκλειστικό πεδίο της διδασκαλίας του και της δράσης του, και μπορούμε να πούμε ότι στο εξής δεν έχει πλέον κέντρο δράσης. Παρόλο που η περίοδος αυτή είναι μόλις το 1/3 σε σχέση με την προηγούμενη, περιγράφεται με πολύ μεγαλύτερη λεπτομέρεια και η αφήγηση είναι σχεδόν 3 φορές πιο μεγάλη. Είναι προφανές ότι ο Λουκάς χρησιμοποιεί στο τμήμα αυτό υλικό, το οποίο δεν χρησιμοποιήθηκε από τους 2 άλλους συνοπτικούς. Από το κεφ. θ 51 μέχρι το κεφ. ιη 14 είναι σχεδόν μόνος και δίνει σε μας πληροφορίες, τις οποίες δεν βρίσκουμε αλλού. Για αυτό το μεγάλο αυτό τμήμα ονομάζεται μερικές φορές η μεγάλη παρεμβολή ή παρεισαγωγή. Έχουμε επίσης και το «τμήμα της Περαίας» ή το «Σαμαρειτικό τμήμα» (δες θ 51-56,ι 30-37,ιζ 11-19). Εάν είχαμε μόνο τους 2 άλλους συνοπτικούς, θα υποθέταμε ίσως, ότι το ταξίδι από Καπερναούμ στην Ιερουσαλήμ για το τελευταίο Πάσχα διήρκεσε μία ή δύο βδομάδες. Ο Λουκάς όμως μας δίνει να καταλάβουμε, ότι ο χρόνος αυτός εκτείνεται σε αρκετούς μήνες. Πάντοτε μας υπενθυμίζει ότι ο Ιησούς ανεβαίνει στα Ιεροσόλυμα (Λουκ. θ 51,53,ιγ 22,33,ιζ 11,ιη 31,ιθ 11,28), αλλά η πορεία προς την πόλη αυτή γίνεται αργά, διότι ο Ιησούς συχνά σταματά, για να κηρύξει σε διάφορα μέρη. Η κατεύθυνση επίσης την οποία κάθε φορά παίρνει το ταξίδι, μόνο έμμεσα υποδηλώνεται. Και κατ’ αρχάς μεν ο Κύριος κατευθύνεται ανατολικά δια μέσου του νοτίου τμήματος της Γαλιλαίας και έπειτα στρέφεται νότια μέσω της Περαίας. Οσοδήποτε όμως και αν διαρκεί το ταξίδι και οσοδήποτε κυκλική και αν είναι η πορεία, πάντοτε είναι ταξίδι προς τα Ιεροσόλυμα. Ο Ιωάννης μας αφήνει να αντιληφθούμε, ότι κατά τη διάρκεια του χρονικού αυτού διαστήματος ο Ιησούς ανέβηκε 2 φορές στα Ιεροσόλυμα, τη μία φορά κατά τη γιορτή της σκηνοπηγίας, όταν και θεράπευσε τον εκ γενετής τυφλό, και την άλλη κατά τη γιορτή των εγκαινίων. Επιπλέον κατά την περίοδο αυτό συμπίπτει η επίσκεψη της Βηθανίας και η ανάσταση του Λαζάρου. Μολονότι όμως υπάρχει χώρος στην αφήγηση του Λουκά για όλα αυτά, τα οποία ο Ιωάννης αφηγείται, δεν γνωρίζουμε που να τοποθετήσουμε αυτά (p).
(1) Το ρήμα δείχνει, όπως και στο Πραξ. β 1, την βαθμιαία συμπλήρωση περιόδου που οδεύει στο τέρμα της. Η περίοδος αυτή ήταν αυτή των τελευταίων ημερών της ζωής του Κυρίου στη γη. Η τελευταία αυτή φάση άρχισε με την πρώτη αναγγελία του Πάθους και τώρα έφτασε σε μία από τις περισσότερο αξιοσημείωτες στιγμές, δηλαδή στο χρόνο της αναχώρησης από τη Γαλιλαία (g).
(2) «Δηλαδή όταν έφτασε ο καιρός, κατά τον οποίο έπρεπε πλέον, αφού υπομείνει για χάρη μας το σωτήριο πάθος, να αναληφθεί στον ουρανό και να κάτσει μαζί με τον Θεό και Πατέρα» (Θφ). Ανάληψη, κατάλληλη λέξη, ειδικά μετά την δόξα του στο βουνό. Μία μόνο ημέρα ήταν αυτή της ανάληψής του. Αλλά οι 40 μετά την ανάσταση ημέρες όπως και οι προ του πάθους του μέρες, ήταν μέρες προετοιμασίας για την ανάληψή του. Πλησίαζε και το πάθος του, ο σταυρός, ο θάνατος, η ταφή. Αλλά δια μέσου όλων αυτών ο Ιησούς είχε στραμμένο το βλέμμα στο τέρμα, το οποίο ήταν η ανάληψη (b). Η λέξη ανάληψις δεν συναντιέται πουθενά αλλού στην Κ.Δ. ή στους Ο΄. Βρίσκεται μόνο στη Διαθήκη των 12 Πατριαρχών, στο Λευΐ ιη και στους Ψαλμούς Σολομ. δ 20. Το ρήμα αναλήφθηκε όμως συναντιέται συχνά στην Κ.Δ. και μπορεί να θεωρηθεί ως ο συνηθισμένος βιβλικός όρος για δήλωση της ανόδου στους ουρανούς (Μάρκ. ιστ 19,Πράξ. α 2,11,22,ι 16,Α΄Τιμ. γ 16,Δες και Α΄Μακ. β 58,Σοφ. Σειράχ μη 9,μθ 14,Δ Βασ. β 11) (p), για την άνοδο στους ουρανούς του Ηλία και του Ενώχ. Στην εκκλησιαστική χρήση ο όρος ανάληψη επιφυλάχτηκε για δήλωση της στους ουρανούς ανόδου του Κυρίου, διότι δείχνει καλύτερα την δύναμή του, ώστε από μόνος του να ανυψωθεί στον ουρανό, ενώ για αυτούς που ανέβηκαν στον ουρανό με θεία δύναμη και όχι από μόνοι τους, καθιερώθηκε ο όρος μετάσταση (L). Ήταν λοιπόν καθορισμένος ο χρόνος των παθημάτων και του θανάτου του Κυρίου και γνώριζε αυτόν ακριβώς ο Κύριος και είχε σαφή και βέβαιη πρόγνωσή του. Και όταν ο καιρός αυτός πλησίαζε, δεν έπαιρνε μέτρα προφυλαχτικά υπέρ της ζωής του, αλλά τότε εμφανιζόταν πάρα πολύ δημόσια και εργαζόταν εντατικότερα, γνωρίζοντας ότι ο χρόνος που του μένει ήταν πολύ σύντομος. Βλέποντας όμως τον θάνατο και το πάθος να προσεγγίζουν, μέσω αυτών και πέρα από αυτά έβλεπε την δόξα της ανάληψης, η οποία θα ακολουθούσε στο σταυρό και τον τάφο. Αντί για τη χαρά λοιπόν που είχε μπροστά του «στήριξε το πρόσωπό του να πάει στην Ιερουσαλήμ», την πόλη όπου επρόκειτο να σταυρωθεί και να πεθάνει. Βάδιζε πρόθυμα και θαρραλέα εκεί, παρόλο που γνώριζε όσα θα του συμβούν σε αυτήν την πόλη. Παράδειγμα, αλλά και ντροπή για μας. Παράδειγμα που μας διδάσκει ότι οι καλοί Χριστιανοί προσβλέπουν προς τον θάνατο με την ίδια αποφασιστικότητα και ηρεμία, με την οποία και ο Χριστός, εφόσον με αυτόν μεταβαίνουν πλησίον του Κυρίου και εφόσον η προσέγγιση του θανάτου αποτελεί και προσέγγιση της ημέρας της απολύτρωσής τους. Ντροπή για μας, διότι όταν πρόκειται να πάθουμε και να υποφέρουμε για το Χριστό, αποστρέφουμε το πρόσωπο και γυρίζουμε προς τα πίσω. Ενώ εκείνος «στήριξε το πρόσωπό του» για να πορευτεί για να τελειώσει το έργο της σωτηρίας μας.
(3) «Έριξε σταθερά το βλέμμα» (Ζ) «πήρε απόφαση να πάει στην Ιερουσαλήμ» (Θφ). Αποφάσισε αμετάθετα (δ). Σημαίνει σταθερή απόφαση, που πάρθηκε μάλιστα εν όψει δυσκολιών ή κινδύνου. Δες Ησ. ν 7. Είναι εβραϊκός τρόπος έκφρασης. Δες Ιερεμ. κα 10,Ιεζ. στ 2,ιγ 17,ιε 7,κ 46,κα 2,κε 2 κλπ. Υπάρχει και η γραφή εστήρισε, σύμφωνα με μεταγενέστερο αλεξανδρινό τύπο (p).

9.52 καὶ ἀπέστειλεν ἀγγέλους(1) πρὸ προσώπου αὐτοῦ(2). καὶ πορευθέντες εἰσῆλθον εἰς κώμην Σαμαριτῶν(3), ώστε ἑτοιμάσαι(4) αὐτῷ·
52 Πριν πάει, έστειλε αγγελιοφόρους, οι οποίοι μπήκαν σ’ ένα χωριό των Σαμαρειτών για να προετοιμάσουν τον ερχομό του.
(1) «Μηνυτές (αυτοί δηλαδή που μεταφέρουν μήνυμα)» (Ζ). Ίσως ήταν κάποιοι ντόπιοι πόλης ή χωριού στην οποία είχαν δεχτεί τον Κύριο (L).
(2) Άλλος εβραϊσμός. Δες ζ 27,ι 1, Εξόδ. λβ 34,λγ 2,λδ 6,Λευϊτ. ιη 24,Αριθμ. λγ 52,Δευτ. α 21 κλπ. (p).
(3) Φαίνεται ότι ο Κύριος ήθελε να προχωρήσει βαθύτερα στη Σαμάρεια, ώστε και στο βόρειο τμήμα της να κάνει παρόμοιο με αυτό που έκανε και στο νότιο τμήμα της, όπως μας εξιστορεί ο Ιωάννης (κεφ. δ) και να συνηθίσει έτσι λίγο λίγο τους μαθητές του να διώξουν τις προκαταλήψεις εναντίον των Σαμαρειτών (g).
(4) Εφόσον ο Κύριος δεν ήταν μόνος, αλλά είχε συνοδεία, υπήρχε ανάγκη να ετοιμάσουν σε αυτόν «υποδοχή ώστε να διαμείνει αυτός και όσοι ήταν μαζί του» (Ζ). Δες πόσο ευγενικά φέρεται. Δεν θα ήθελε να έλθει εκεί γινόμενος βάρος σε αυτούς ή προκαλώντας την δυσαρέσκεια και εξέγερσή τους με την απότομη θέα αυτού και των όχι ολιγάριθμων ακολούθων του. Έστειλε λοιπόν πριν από αυτόν ανθρώπους, οι οποίοι θα τους γνωστοποιούσαν την έλευσή του, ώστε αυτή να μην καταστεί έκπληξη για αυτούς. Θα πλήρωνε για την ετοιμασία, την οποία ζήτησε και θα ήταν γενναιόδωρος ξένος ανάμεσά τους. Διότι θα τους κήρυττε το ευαγγέλιο, θα θεράπευε τους ασθενείς τους και θα προκαλούσε και μεταξύ τους τον ενθουσιασμό και την ευγνωμοσύνη, όπως λίγο χρόνο πριν σε κάποια άλλη πόλη των Σαμαρειτών (Ιω. δ 41). Η έλευσή του θα ήταν η μεγαλύτερη ευλογία και ευτυχία από όσες ποτέ απόλαυσε η πόλη εκείνη.

9.53 καὶ οὐκ ἐδέξαντο(1) αὐτόν, ὅτι τὸ πρόσωπον(2) αὐτοῦ ἦν πορευόμενον εἰς ᾽Ιερουσαλήμ(3).
53 Οι Σαμαρείτες όμως δεν τον δέχτηκαν, γιατί κατευθυνόταν προς την Ιερουσαλήμ.
(1) Η μεταξύ Ιουδαίων και Σαμαρειτών αποστροφή ήταν αμοιβαία. Υπήρξαν Ιουδαίοι που δίδαξαν, ότι το ψωμί των Σαμαρειτών αν τρωγόταν από Ιουδαίο μόλυνε αυτόν το ίδιο με το κρέας των γουρουνιών (p).
(2) Άλλος εβραϊσμός. Δες Β Βασ. ιζ 11 (p). «Λέει το πρόσωπό του, αντί να πει αυτός· από το μέρος εννοείται το όλο» (Ζ). Οπουδήποτε είναι στραμμένο το πρόσωπο, εκεί κατευθύνεται και ο πόθος της διάνοιας, που νικά κάθε δυσκολία (b).
(3) «Διότι πορευόταν στην Ιερουσαλήμ, στους εχθρούς τους» (Ζ). Ήταν προφανές ότι κατευθυνόταν προς την Ιερουσαλήμ, πράγμα το οποίο με αποστροφή το έβλεπαν οι Σαμαρείτες (b). Το γεγονός ότι βάδιζε για να γιορτάσει το Πάσχα στην Ιερουσαλήμ, αποκηρύττοντας έτσι το ναό των Σαμαρειτών στο Γαριζείν, αύξανε την αντιπάθειά τους (Ιωσήπ. Αρχ. ΧΧ 6,1,Ιουδ. Πολ ΙΙ,12,3-7, Βίος 52). Η φιλοξενία της οποίας πριν κάποιους μήνες είχε τύχει στη Συχάρ (Ιω. δ 40) δεν είχε διαλύσει την εναντίον του, ως Ιουδαίου, προκαταλήψεις όλων των πόλεων και χωριών στη Σαμάρεια (p). Και δεν εμπόδιζαν μεν οι Σαμαρείτες τους Ιουδαίους να περνούν από τα μέρη τους, απέφευγαν όμως να τους φιλοξενήσουν.

9.54 ἰδόντες(1) δὲ οἱ μαθηταὶ αυτού᾽Ιάκωβος καὶ ᾽Ιωάννης(2) εἶπαν, Κύριε, θέλεις εἴπωμεν(3) πῦρ(4) καταβῆναι ἀπὸ οὐρανοῦ(5) καὶ ἀναλῶσαι αὐτούς, ως(6) και Ηλίας(7) εποίησε(8);
54 Όταν το είδαν αυτό οι μαθητές του Ιάκωβος και Ιωάννης, του είπαν: «Κύριε, θέλεις να ζητήσουμε να κατεβεί φωτιά από τον ουρανό και να τους καταστρέψει, όπως έκανε και ο Ηλίας;»
(1) Βλέποντας τους απεσταλμένους να επιστρέφουν, χωρίς να πετύχει η αποστολή τους (p).
(2) «Που είναι το θαυμαστό, εάν οι γιοι της βροντής ζήτησαν να εξαπολυθούν κεραυνοί;» (Αμβρόσιος). Όμως ο Λουκάς, ο οποίος διέσωσε την εκδήλωση αυτή του χαρακτήρα των δύο αδελφών, δεν μας αναφέρει και την ονομασία υιοί βροντής που τους δόθηκε από το Χριστό (Μάρκ. γ 17) (p).
(3) =Δώσε μας την εξουσία να πούμε, να προστάξουμε (δ). «Έχοντας θάρρος όχι στον εαυτό τους, αλλά στη δύναμή του, είπαν, ότι να πούμε να πέσει φωτιά…» (Ζ).
(4) Ο Χριστός επιτέλεσε θαύματα πάνω σε όλα τα στοιχεία, με εξαίρεση τη φωτιά. Η φωτιά επιφυλάχτηκε για να χρησιμοποιηθεί κατά τη συντέλεια του κόσμου (b).
(5) Εφόσον η εκδίκηση από τη γη παρουσιαζόταν ανίσχυρη, είναι διατεθειμένοι να υψώσουν τα χέρια τους, τους στεναγμούς τους, τις προσευχές τους στον ουρανό, για να ζητήσουν από ψηλά όπλα (b).
(6) Η φράση ολόκληρη παραλείπεται από τους κώδικες σιναϊτικό, βατικανό και κάποιους άλλους.
(7) Είχαν κατά το χρόνο αυτόν, νωπή την ανάμνηση του Ηλία από το γεγονός της Μεταμόρφωσης (b). Το ότι είδαν στο βουνό πρόσφατα τον Ηλία, είναι δυνατόν να υπέβαλλε σε αυτούς το να ζητήσουν φωτιά από τον ουρανό.
(8) «Όπως (ο Ηλίας) κατέκαψε δύο φορές πενήντα άνδρες μαζί με τους πεντηκοντάρχους» (Θφ). Δες Δ΄Βασ. α 10-12. Οι δύο μαθητές παραφέρονται στον ζήλο τους. Δεν λαμβάνουν υπ’ όψιν ότι δεν είναι η πρώτη φορά, κατά την οποία ο Διδάσκαλος δεν γίνεται δεκτός. Στη Ναζαρέτ διώχτηκε με διαθέσεις φονικές. Και οι Γαδαρηνοί επέμεναν να απομακρυνθεί από τα όριά τους. Εδώ επίσης έχουμε Σαμαρείτες, για τους οποίους ο Κύριος είχε παραγγείλει στους μαθητές: «σε πόλη Σαμαρειτών μην μπείτε» (Ματθ. ι 5). Εξάλλου ενδέχεται μόνο λίγοι από την πόλη να αντιτάχτηκαν στην έλευση του Κυρίου σε αυτούς, ενώ πολλοί αν πληροφορούνταν για το ποιος ήταν ο Ιησούς, ίσως θα ήταν διατεθειμένοι όχι μόνο να τον δεχτούν, αλλά και να τον προϋπαντήσουν. Επιτρεπόταν λοιπόν να καταστραφεί η πόλη και μάλιστα με φωτιά;

9.55 στραφεὶς(1) δὲ ἐπετίμησεν(2) αὐτοῖς καὶ εἶπεν(3)· οὐκ οἴδατε ποίου πνεύματός(4) ἐστε(5) ὑμεῖς·
55 Εκείνος στράφηκε προς αυτούς και τους επέπληξε λέγοντας: «Ξεχάσατε ποιο πνεύμα κατευθύνει τη ζωή σας·
(1) Στράφηκε, διότι αυτός μεν προηγούνταν, ενώ οι μαθητές ακολουθώντας ήταν πίσω του (p).
(2) Στράφηκε με δίκαιη απαρέσκεια και τους μάλωσε. Διότι «όποιους αγαπά, τους ελέγχει και τους διδάσκει», ιδιαίτερα διότι εκείνο, το οποίο είχαν πρόθεση να πράξουν, καλυπτόταν κάτω από το χρώμα του ζήλου για αυτόν. Τους μάλωσε «ως ανεξίκακος, διδάσκοντάς τους με μακροθυμία να υπομένουν τις ατιμίες των ανυπάκουων… Διότι επρόκειτο από πολλούς να διωχτούν, όταν θα γνωστοποιούσαν δημόσια το κήρυγμα» (Ζ). «Τους μάλωσε, περιορίζοντας, όπως πρέπει σε Θεό, την οξυθυμία και πείθοντας να είναι ανεξίκακοι, όχι μόνο τότε, αλλά και μετά από αυτά, όταν περιοδεύοντας τη γη, επρόκειτο να πέσουν σε κάποιους ασεβείς άνδρες» (Σχ.). Πόσες φορές εγωισμός και πάθος και προσωπική εκδίκηση καλύπτονται κάτω από τον φαινομενικό ζήλο υπέρ του Διδασκάλου.
(3) Η φράση ολόκληρη «καὶ εἶπεν… ἐστε ὑμεῖς» παραλείπεται από όλους τους μεγαλογράμματους αλεξανδρινούς κώδικες και κάποιους άλλους. Φαίνεται μάλιστα ότι η παράλειψη προήλθε από λόγους δογματικούς, καθότι ο Μαρκίων και άλλοι γνωστικοί χρησιμοποιούσαν το ρητό αυτό, για να προσβάλλουν το κύρος της Π.Δ. (δες Τερτυλλιανού adv. Marc. IV 23). Ακριβώς όμως το ότι ο Μαρκίων χρησιμοποιούσε αυτό το ρητό, μαρτυρεί για την αρχαιότητά του (δ). «Παρόλο που παρέλειψε ο Χρυσόστομος εδώ το «δεν ξέρετε ποιου πνεύματος είστε», αλλ’ όμως σε άλλους λόγους του, λέει ότι αυτό εδώ το ρητό είναι του Δεσπότη» (Ζ). Δες πιο κάτω παρατήρηση του Χ που αναφέρεται σε ακέραιο το χωρίο.
(4) Ή, σύμφωνα με άλλη γραφή «οἵου πνεύματος»= Ή, «πνεύμα να εννοήσεις, σε παρακαλώ, το Άγιο Πνεύμα. Διότι αυτό είναι αγαθό και ανεξίκακο, όπως ακριβώς και τα υπόλοιπα πρόσωπα της μίας θεότητας» (Ζ). Ή, πνεύμα εννοεί την νέα πνευματική δύναμη, την οποία ο Κύριος έφερε (g)· το φρόνημα και την δύναμη, από τα οποία η ψυχή κάποιου εμποτίζεται και κυβερνιέται και τα οποία στην περίπτωση αυτή εμπνέει το Πνεύμα το Άγιο, το οποίο ο Κύριος μετέδωσε στους αποστόλους. Ασφαλώς πρέπει να μάθετε, μολονότι για τόσο μακρύ χρόνο διδάσκεστε, ποιο είναι το πνεύμα του Χριστού και ποιος είναι ο Χριστιανισμός. Δεν διδαχτήκατε λοιπόν να αγαπάτε τους εχθρούς σας και να ευλογείτε αυτούς που σας καταριούνται και να επικαλείστε για αυτούς χάριτες και όχι φωτιά από τον ουρανό; Δεν είστε τώρα κάτω από την διαθήκη της δουλείας και του τρόμου και του θανάτου, αλλά κάτω από την διαθήκη της αγάπης και της ελευθερίας και της χάρης, η οποία ήρθε με διακηρύξεις ειρήνης στη γη και ευαρέσκειας στους ανθρώπους. Έχετε ανάγκη μεγαλύτερης αυτογνωσίας, περισσότερης ταπεινοφροσύνης, περισσότερης συντριβής εναντίον των αμαρτιών σας και περισσότερης συμπάθειας προς τους χαμένους.
(5) Εξυπακούεται «γιοι». «Όταν θυμήθηκαν τον Ηλία ότι είχε κάνει αυτό, λέει, Δεν ξέρετε ποιου πνεύματος είστε, εκπαιδεύοντάς τους σε ανεξικακία με την διαφορά ως προς το χάρισμα. Και ας μην νομίζει κάποιος, ότι κατηγορούμε τον Ηλία ως ατελή. Δεν λέμε αυτό. Διότι ήταν πολύ τέλειος. Αλλά για τους καιρούς τους δικούς του, όταν η διάνοια των ανθρώπων ήταν πολύ πιο παιδική (ανώριμη) και χρειάζονταν αυτόν τον τρόπο παιδαγωγίας» (Χ). Το πνεύμα του Ηλία ήταν πνεύμα δικαιοσύνης, πνεύμα δίκαιης ανταπόδοσης, πνεύμα εκδίκησης· το πνεύμα του Χριστού είναι πνεύμα ευσπλαχνίας, πνεύμα συμπάθειας και αγάπης. Μη φανταστεί όμως κανείς, ότι η θρησκεία του Χριστού, επειδή μας επιβάλλει να είμαστε μακρόθυμοι, συμπαθείς και υπομονετικοί, είναι για αυτό θρησκεία αισθηματικότητας, που αρμόζει στις ασθενείς γυναίκες και τους θηλυπρεπείς άνδρες. Όχι. Είναι μεν θρησκεία ελέους, αλλά είναι και θρησκεία δικαιοσύνης· είναι θρησκεία αγάπης, αλλά δεν ανέχεται την αμαρτία.

9.56 ὁ υἱὸς(1) τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε ψυχὰς(2) ἀνθρώπων ἀπολέσαι, ἀλλὰ σῶσαι. καὶ ἐπορεύθησαν εἰς ἑτέραν κώμην(3).
56 ο Υιός του Ανθρώπου δεν ήρθε για να καταστρέψει ανθρώπους αλλά να τους σώσει». Ύστερα από αυτό έφυγαν για άλλο χωριό.
(1) Και η γραφή: Ο γαρ υιός… Ολόκληρη όμως η φράση μέχρι το «αλλά σώσαι» παραλείπεται από όλα τα αλεξανδρινά χειρόγραφα και κάποια άλλα. Με αυτήν τη φράση εξηγείται η πραότητα της ευαγγελικής ενέργειας του Αγίου Πνεύματος από το σκοπό, για τον οποίο ο Σωτήρας, ο αίτιος και δημιουργός του Ευαγγελίου, ήλθε στον κόσμο. Ήλθε δηλαδή για να σώσει, και για αυτό θα χρησιμοποιήσει τώρα όλα τα μέσα της αγάπης και πραότητας (δ). Ο υιός του ανθρώπου απέβλεψε στο να διαδώσει την αγία θρησκεία του με την αγάπη και την πραότητα και όχι με τη φωτιά και το μαχαίρι, με το αίμα και τη σφαγή· με θαύματα θεραπείας και ίασης και όχι με πληγές και θαύματα καταστροφής παρόμοια με εκείνα, με τα οποία ο Ισραήλ βγήκε από την Αίγυπτο. Στερούνται του πνεύματος του ευαγγελίου εκείνοι, οι οποίοι με την βία και τον διωγμό ζητούν να επιβάλλουν την ευαγγελική αλήθεια σε όσους δεν την αποδέχονται.
(2) Οι οποίες είναι πολύτιμες (b).
(3) Προφανώς της Σαμαρείας, διότι διαφορετικά θα ανέφερε ξεκάθαρα αυτήν, εάν ήταν στην Περαία ή αλλού στην Παλαιστίνη (δ). Δεν υπάρχει κάποιος υπαινιγμός που να υποδηλώνει ότι ο Κύριος εγκατέλειψε το σχέδιό του, τού να περάσει μέσα από τη Σαμάρεια και ότι στράφηκε πίσω για να ακολουθήσει τον δρόμο μέσω Περαίας. Άλλωστε το να εγκαταλείψει όλους τους Σαμαρείτες, επειδή δεν είχε γίνει δεκτός από μία και μόνη πόλη τους, θα μπορούσε να ενθαρρύνει το πνεύμα της εκδίκησης και μη ανοχής, για το οποίο μάλωσε τους μαθητές (p). Όταν κάποιο ρεύμα αντίστασης είναι ισχυρό, η σύνεση επιβάλλει να παρεκκλίνουμε από αυτό μάλλον, παρά να αντιταχθούμε σε αυτό κατά μέτωπον. Εάν αυτοί στους οποίους κηρύττουμε το ευαγγέλιο παρουσιάζονται άγριοι και ανυπότακτοι, ενδείκνυται να στραφούμε σε άλλους περισσότερο επιδεκτικούς και που δεν αντιδρούν στο ευαγγελικό έργο.

Στίχ. 57-62. Χρειάζεται τέλεια αυταπάρνηση.
9.57 Εγένετο δε(1) πορευομένων αὐτῶν ἐν τῇ ὁδῷ(2) εἶπέν τις πρὸς αὐτόν, ᾽Ακολουθήσω σοι ὅπου ἐὰν ἀπέρχῃ(3) Κύριε.
57 Καθώς προχωρούσαν στο δρόμο, του είπε κάποιος: «Κύριε, θα σε ακολουθήσω όπου κι αν πας».
(1) Οι δύο πρώτες από τις 3 σκηνές που εξιστορούνται στους στίχους 57-62, αναφέρονται συνενωμένες και από τον Ματθαίο (η 19-22. Δες εκεί και τις ερμην. σημειώσεις). Δεν φαίνεται πιθανόν να έγιναν συγχρόνως ακολουθώντας μεταξύ τους η μία μετά την άλλη, αλλά συνδέθηκαν λόγω της ηθικής τους σχέσης και ομοιότητας. Πάντως όμως έγιναν σε χρόνους, κατά τους οποίους ο Χριστός αναχωρούσε από κάποιο μέρος για να μεταβεί σε άλλο. Σύμφωνα με τον Ματθαίο έγιναν αυτές, όταν ο Κύριος αναχωρούσε για τη χώρα των Γαδαρηνών. Σύμφωνα με τον Λουκά όμως συνέβησαν σε στιγμές κρίσιμες, όταν ο Χριστός εγκατέλειψε οριστικά την Γαλιλαία, για να μεταβεί στην Ιουδαία, όπου και θα σταυρωνόταν (g).
(2) Η λέξη αυτή μπορεί να συνδεθεί ή με τα προηγούμενα (=ενώ πορεύονταν στο δρόμο, ως προσδιορισμός του πορεύονταν (δ), ή με τα επόμενα (=είπε κάποιος σε αυτόν στο δρόμο) (L).
(3) Ο άνθρωπος αυτός επιπόλαια κρίνοντας, έδειχνε εμπιστοσύνη στα στιγμιαία συναισθήματα πρόσκαιρου ενθουσιασμού (p). Δεν μπορούμε όμως με βεβαιότητα να κατηγορήσουμε αυτόν για υποκρισία ή άλλο κρυφό κίνητρο ή ιδιοτέλεια (L). Ο άνθρωπος αυτός έκρινε επιπόλαια, διότι αυτή πρέπει να είναι η σταθερή και αμετακίνητη απόφαση των μαθητών του Χριστού, να ακολουθούν το αρνίο, όπου πάει (Αποκ. ιδ 4), ακόμη και αν πρόκειται μέσω φωτιάς και νερού να ακολουθήσουν αυτό σε φυλακές και κάθε είδους θανάτους.

9.58 καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ ᾽Ιησοῦς(1), Αἱ ἀλώπεκες φωλεοὺς ἔχουσιν καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατασκηνώσεις, ὁ δὲ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου(2) οὐκ ἔχει ποῦ τὴν κεφαλὴν(3) κλίνῃ(4).
58 Κι ο Ιησούς του είπε: «Οι αλεπούδες έχουν καταφύγια και τα πουλιά φωλιές, ο Υιός του Ανθρώπου όμως δεν έχει πού να γείρει το κεφάλι».
(1) Η απάντηση του Ιησού δεν είναι άρνηση. Δείχνει μόνο τους όρους, με τους οποίους μπορεί κάποιος να γίνει μαθητής του (L). «Εάν μεν είσαι έτοιμος, άνθρωπέ μου, όμοια με μένα, που δεν έχω που να γύρω το κεφάλι, θα διαλέξεις χάριν της δικής μου διδασκαλίας το άστατο σε αυτήν την ζωή με την ελπίδα της βασιλείας των ουρανών, χωρίς να προσδοκάς σε τίποτα την ανάπαυση εδώ, αλλά στον αιώνα τον μέλλοντα. Διότι οι δικοί μου μαθητές που ασκούν την αρετή, θα έχουν θλίψη στον κόσμο» (Ω). Ο Ιησούς δεν υπόσχεται μεγάλα πράγματα στον κόσμο αυτόν στους μαθητές του. Αντίθετα παραγγέλλει σε αυτούς, ότι ενδέχεται να πέσουν σε φτώχεια και αφάνεια. Κύρια επιδίωξή τους αξιώνει από αυτούς τον ουρανό και τους θέλει να αδιαφορούν για τις ανέσεις της παρούσας ζωής, μολονότι δεν αποκλείει και αυτές από αυτούς. «Ξέρω και να έχω περίσσευμα, ξέρω και να στερούμαι (Φιλιπ. δ 12)» είναι ο τρόπος της ζωής των αληθινών αποστόλων του Χριστού.
(2) Ονομάζει τον εαυτό του εδώ υιό του ανθρώπου, που έχει και αυτός τη σάρκα και το αίμα μας. Καυχιέται για αυτήν την συγκατάβασή του σε εμάς. Δεν πήρε μόνο την ασθενή φύση μας, αλλά και όλη την αφάνεια και φτώχεια, από τις οποίες αυτή μπορεί να καλυφθεί. Μας έδειξε έτσι την αγάπη του και μας δίδαξε την άγια περιφρόνηση προς τον κόσμο και τα μεγαλεία του και την διαρκή προσήλωση στον άλλο κόσμο. Επιπλέον με το να γίνει αυτός φτωχός αγίασε και γλύκανε την σκληρότητα της φτώχιας για τον λαό του. Μπορούμε τώρα να υποφέρουμε αγόγγυστα αυτήν, όταν θυμόμαστε ότι και ο Χριστός ενώ ήταν πλούσιος, θεληματικά πτώχευσε για μας.
(3) «Στο «ο υιός του ανθρώπου δεν έχει που να γύρει το κεφάλι» αρμόζει κατεξοχήν το «αστατούμε (=δεν στεκόμαστε πουθενά) που είπε ο Παύλος, μέσα στον οποίο μιλούσε ο Χριστός» (Ω). «Το «δεν έχει που να γύρει το κεφάλι» δείχνει ότι δεν είχε ούτε δική του κατοικία, όχι ότι δεν έμενε σε σπίτι» (Χ). Δεν στερούνταν μόνο τις απολαύσεις, την ευμάρεια και τους στολισμούς των μεγάλων ηγεμόνων του κόσμου, αλλά και αυτές τις ανέσεις τις οποίες οι αλεπούδες και τα πουλιά του ουρανού άκοπα απολαμβάνουν. Εκείνος ο οποίος έκανε τα πάντα, δεν έκανε κάποια κατοικία και για τον εαυτό του ούτε κάποια καλύβα για να ακουμπήσει ήσυχα το κεφάλι του, αλλά εξάρτησε και κατέστησε υπόχρεο τον εαυτό του στους άλλους.
(4) Είναι πολύ συγκινητικό να σκέφτεται κάποιος ότι ο Ιησούς στο τέλος έγειρε το κεφάλι του στο σταυρό, για να παραδώσει το πνεύμα του. Ιω. ιθ 30 (L).

9.59 Εἶπεν δὲ πρὸς ἕτερον, ᾽Ακολούθει μοι(1). ὁ δὲ εἶπεν, Κύριε, ἐπίτρεψόν μοι ἀπελθόντι πρῶτον θάψαι τὸν πατέρα μου(2).
59 Είπε και σε κάποιον άλλο: «Ακολούθησέ με». Εκείνος του απάντησε: «Κύριε, άφησέ με πρώτα να πάω να θάψω τον πατέρα μου».
(1) Σύμφωνα με τον Λουκά παίρνει την πρωτοβουλία ο Κύριος και καλεί τον μαθητή, στον οποίο διαβλέπει χαρακτήρα σταθερό και πνεύμα σοβαρό και βαθύ (g). Ο Ματθαίος χαρακτηρίζει αυτόν ως έναν από τους μαθητές=ένας από τους τυχαίους ακροατές και ακόλουθους, ο οποίος τώρα καλείται να γίνει μόνιμος μαθητής. Ο Κλήμης Αλεξανδρεύς (Στρωμ. 3.4.25) ταυτίζει αυτόν με τον Φίλιππο, υπονοώντας πιθανώς τον ευαγγελιστή (p).
(2) Το ότι ο Κύριος στο αίτημα αυτό του μαθητή αντιτάσσει άρνηση, συνηγορεί υπέρ του ότι το ταξίδι αυτό δεν επρόκειτο να είναι κάποια εκδρομή μίας ή δύο ημερών. Μάλλον φαίνεται, ότι ο Ιησούς εγκαταλείπει οριστικά κατά τη στιγμή αυτή το πεδίο της προηγούμενης δράσης του και αναχωρεί για να μην ξαναγυρίσει πλέον. Εάν λοιπόν κατά την κρίσιμη αυτή στιγμή ο άνθρωπος αυτός έφευγε, θα ερχόταν άραγε πάλι να ξαναβρεί τον διδάσκαλο που αναχωρούσε για πάντα στην Ιουδαία; (g).

9.60 εἶπε δὲ αὐτῷ ο Ιησούς, ῎Αφες τοὺς νεκροὺς θάψαι τοὺς ἑαυτῶν νεκρούς(1), σὺ δὲ(2) ἀπελθὼν(3) διάγγελλε(4) τὴν βασιλείαν τοῦ θεοῦ.
60 Κι ο Ιησούς του είπε: «Άφησε τους νεκρούς να θάψουν τους νεκρούς τους, εσύ όμως πήγαινε να αναγγείλεις τη βασιλεία του Θεού».
(1) Το πρώτο «νεκρούς» με συμβολική ή πνευματική έννοια, το δεύτερο με γραμματική θα απέδιδαν ίσως πιο σωστή έννοια=Εκείνοι οι οποίοι είναι πνευματικά νεκροί και δεν έχουν καμία ανώτερη απασχόληση που προέρχεται από θεία εντολή (δες Λουκ. ιε 32), θα απασχοληθούν να θάψουν εκείνους, οι οποίοι τους ανήκαν και τους αρπάχτηκαν με το θάνατο (L). Οι νεκροί με τη γραμματική έννοια της λέξης ανήκουν στην ίδια τάξη όπως και εκείνοι από τους συγγενείς τους, οι οποίοι τίποτα το υψηλότερο δεν γνωρίζουν και είναι απορροφημένοι από τα συμφέροντα και τα αγαθά της παρούσας φυσικής ζωής (g).
(2) Εσύ όμως ο οποίος δεν είσαι νεκρός. Μπαίνει μπροστά με έμφαση (p).
(3) Αντιτίθεται στο προηγούμενο απελθόντι=Να πας όχι όμως προς το σπίτι, αλλά μακριά από το σπίτι (p).
(4) Διάδιδε την είδηση της επέκτασης που θα κάνω της βασιλείας του Θεού στον κόσμο μέσω της θεμελίωσης, εννοείται, της εκκλησίας μου (δ). Φαίνεται, ότι ο Κύριος σκέφτεται ήδη την αποστολή των 70 μαθητών που θα γίνει μετά από λίγο, και αυτό εξηγεί γιατί αυτός που τώρα εκλέγει και καλεί ο Κύριος, έπρεπε τα πάντα να θυσιάσει (L). «Διότι πράγματι, είναι πολύ καλύτερο να κηρύττει κάποιος την βασιλεία και να σώζει άλλους από θάνατο, παρά να θάβει τον νεκρό που τίποτα δεν ωφελείται· και μάλιστα όταν υπάρχουν αυτοί που θα εκτελέσουν όλα αυτά. Τίποτα άλλο δεν μαθαίνουμε λοιπόν από εδώ, παρά ότι δεν πρέπει να χάνουμε ούτε τον τυχόντα καιρό, έστω και αν είναι αμέτρητα τα κατεπείγοντα, αλλά να βάζουμε τα πνευματικά πρώτα από όλα, και από τα αναγκαιότατα, και να γνωρίζουμε, τι μεν είναι ζωή και τι θάνατος. Διότι πολλοί και από αυτούς που φαίνονται ότι ζουν, δεν διαφέρουν σε τίποτα από νεκρούς, όταν ζουν με κακία· ή καλύτερα, αυτοί είναι χειρότεροι και από εκείνους… Διότι σε αυτούς, πριν από το σώμα έχει διαφθαρεί η ψυχή και έχει χαθεί και υπομένει μεγαλύτερη αποσύνθεση» (Χ). Ο Χριστός δεν αξιώνει οι οπαδοί του να νεκρώσουν κάθε αίσθημα φυσικής στοργής. Αντιθέτως ο Παύλος διακηρύττει, ότι «όποιος τους συγγενείς του και ιδιαίτερα αυτούς που μένουν στο ίδιο σπίτι δεν φροντίζει, έχει αρνηθεί την πίστη και είναι χειρότερος από άπιστο» (Α΄Τιμ. ε 8). Η προς τους γονείς όμως και τους γνωστούς στοργή, δεν πρέπει να γίνεται πρόφαση και αιτία απομάκρυνσής μας από τα καθήκοντά μας προς το Θεό. Εάν οι πολύ κοντινοί και πολύ αγαπητοί συγγενείς μας, μάς γίνονται εμπόδια στην οδό προς τον Χριστό και κινδυνεύουμε εξαιτίας τους να απομακρυνθούμε από το Χριστό, είναι αναγκαίο τότε να λησμονήσουμε και πατέρα και μητέρα, όπως έπραξε άλλοτε και ο Λευΐ (Δευτ. λγ 9). Ο μαθητής για τον οποίο γίνεται εδώ λόγος καλούνταν να γίνει διάκονος του ευαγγελίου και για κανέναν λόγο δεν επιτρεπόταν να εμπλακεί «στις απασχολήσεις του βίου» (Β Τιμ. β 4). Αποτελεί λοιπόν κανόνα απαράβατο, όποτε ο Χριστός μας καλεί σε κάποιο καθήκον, δεν πρέπει να συμβουλευόμαστε άνθρωπο ούτε να εξαρτούμε τους εαυτούς μας από ανθρώπους (Γαλ. α 15). Εδώ ο γιος δεν μπορεί να προσφέρει κάποια πραγματική υπηρεσία στον πατέρα του. Από την άλλη επίσης φαίνεται, ότι είχε εκλεγεί από τον Κύριο ως ένας από τους 70 αποστόλους, όπως υποδηλώνεται από την προτροπή: Να διαδίδεις την είδηση της βασιλείας του Θεού. Ήταν επίσης, φαίνεται, και οι περιστάσεις της κλήσης τέτοιες, ώστε δεν επιδέχονταν αναβολή· και το καθήκον στην εκτέλεση του οποίου ο μαθητής καλούνταν, επέβαλλε να μην εμποδιστεί αυτός από τη συμμετοχή στην κηδεία του πατέρα του. Εάν ο Γουέλλιγκτων το πρωί της μάχης του Βατερλώ είχε ακούσει ότι ο πατέρας του πέθανε και εγκατέλειπε το στράτευμα για να έλθει για ταφή του πατέρα του, δεν θα διέπραττε έγκλημα προδοσίας; Υπάρχουν λοιπόν περιστάσεις κατά τις οποίες καθήκοντα υψηλότερα και γενικότερα, κάνουν αναγκαίο να βάζουμε σε δεύτερη μοίρα αισθήματα που επιβάλλονται όχι μόνο από τη φύση, αλλά και από τον ίδιο το νόμο του Θεού.

9.61 Εἶπεν δὲ καὶ ἕτερος, ᾽Ακολουθήσω σοι, κύριε· πρῶτον(1) δὲ ἐπίτρεψόν μοι ἀποτάξασθαι(2) τοῖς εἰς τὸν οἶκόν μου.
61 Του είπε και κάποιος άλλος: «Θα σε ακολουθήσω Κύριε, αλλά άφησέ με πρώτα ν’ αποχαιρετήσω τους δικούς μου».
(1) «Αυτός, από τη μία, έδειξε αξιοζήλευτη και αξιέπαινη την υπόσχεση· το να ζητά, από την άλλη, να αποχαιρετήσει τους δικούς του, φανερώνει ότι έχει το νου του μοιρασμένο» (Κ). Το πρόσωπο αυτό είχε εμπλακεί σε φυσικές συμπάθειες και αγάπες (b).
(2) «Δηλαδή, για να το πω πιο λαϊκά, να αποχαιρετίσω» (Θφ). Διότι το «αποτάσσομαι» δεν σημαίνει εδώ απαρνιέμαι, αλλά λέγεται με την πρώτη και αρχική σημασία του τοποθετώ τον εαυτό μου σε απόσταση από κάποιον, αποχωρίζομαι, αποχαιρετώ κάποιον. Ενώ η φράση τοῖς εἰς τὸν οἶκόν μου=σε όσους είναι στο σπίτι μου, τους ανθρώπους του σπιτιού μου (δ). Ο μαθητής αυτός πορευόμενος να αποχαιρετίσει τους δικούς του θα έπεφτε σε πειρασμό. Θα εξέθετε τον εαυτό του στην επίδραση ισχυρότατων πιθανώς παρακλήσεων να μεταβάλλει την απόφασή του και να μην εγκαταλείψει το σπίτι του. Θα τον ικέτευαν ίσως οι συγγενείς του να μην τους αφήσει. Αποτελούσε λοιπόν εγωιστική απρονοησία το να ρίξει τον εαυτό του σε πειρασμό. Εκείνοι οι οποίοι αποφασίζουν να ακολουθήσουν τον Λυτρωτή τους, πρέπει συγχρόνως να αποφασίζουν να μην στήνουν ποτέ το αυτί τους στον πειραστή.

9.62 εἶπεν δὲ ὁ ᾽Ιησοῦς προς αυτόν(1), Οὐδεὶς ἐπιβαλὼν(2) τὴν χεῖρα ἐπ᾽ ἄροτρον καὶ βλέπων εἰς τὰ ὀπίσω εὔθετός(3) ἐστιν εις την βασιλείαν τοῦ θεοῦ(4).
62 Κι ο Ιησούς του είπε: «Όποιος βάζει το χέρι του στο αλέτρι και κοιτάζει προς τα πίσω, δεν είναι κατάλληλος για τη βασιλεία του Θεού».
(1) Ο Κύριος απαντά με εικόνα και παροιμία (p). «Αυτός που επιχείρησε να οργώσει και βλέπει πίσω, καταστρέφει την προθυμία της προσπάθειας, με την ραθυμία να βλέπει πίσω» (Ζ). Η εικόνα που χρησιμοποιείται από τον Κύριο είναι η του γεωργού, ο οποίος αντί να παρατηρεί το αυλάκι, το οποίο με το αλέτρι πρόκειται να ανοίξει στο έδαφος, στρέφεται προς τα πίσω αναζητώντας κάποιο άλλο αντικείμενο που ελκύει το ενδιαφέρον του. Το αυλάκι κατά φυσική συνέπεια θα ξεφύγει από την ευθεία (g). Ο Σωτήρας χρησιμοποίησε την εικόνα αυτή για να διδάξει ότι οι ακόλουθοί του πρέπει να αφοσιώνονται με όλη τους την καρδιά στην διακονία του και να μην στρέφονται πάλι προς τον κόσμο με ενδιαφέρον για τις ασχολίες του και με λύπη διότι άφησαν αυτές (ο). «Με τρόπο παραβολικό λοιπόν ο Σωτήρας, ονόμασε αλέτρι το να τον ακολουθεί κάποιος, λέγοντας ότι, Κανείς που επιχείρησε να με ακολουθεί και βλέπει πίσω, δηλαδή έχει ακόμη το νου στα βιοτικά, δεν είναι κατάλληλος στη βασιλεία των ουρανών» (Ζ). «Όπως ακριβώς δηλαδή αυτός που οργώνει, όταν δείξει αμέλεια για τη δουλειά που του απομένει, δεν θα δει τους καρπούς να πληθαίνουν, έτσι και αυτός που διάλεξε να ακολουθεί το Χριστό, αλλά δεν αφήνει πίσω τα κοσμικά πράγματα και τους σαρκικούς συγγενείς, μάλιστα αυτούς που δεν αποδέχονται τον σκοπό του, αυτός δεν θα κατορθώσει καθόλου την καλή τόλμη, ούτε είναι κατάλληλος για τη βασιλεία των ουρανών» (Κ). «Διότι δείχνει αυτού του είδους ο άνθρωπος, ότι έχει σχέση με τον κόσμο· και δεν έχει την ίδια διάθεση με τους αποστόλους, οι οποίοι όταν άκουσαν τον Κύριο, αμέσως τον ακολούθησαν χωρίς να εξετάσουν με περιέργεια τίποτα άλλο, αλλά άφησαν και απαρνήθηκαν και τους συγγενείς» (Θφ). Και έκανε μεν ο Ματθαίος ό,τι ο άνθρωπος αυτός ζητά τώρα να πράξει, με διαφορετικό όμως πνεύμα. Έδωσε αποχαιρετιστήριο γεύμα στους παλιούς του συναδέλφους με σκοπό όμως να γνωρίσει αυτούς στο Χριστό. Και το γεύμα του Ματθαίου δόθηκε στο Χριστό, ενώ ο άνθρωπος αυτός ζητά να χωριστεί από τον Χριστό, ώστε μακριά του να αποχαιρετίσει τους φίλους του (p).
(2) Ο αόριστος=ο οποίος έβαλε μία φορά· μια φορά που έβαλε.
(3) =κατάλληλος (δ), χρήσιμος, καλοβαλμένος για να εργάζεται στη βασιλεία του Θεού ως μαθητής του Χριστού (p).
(4) Η φράση «στη βασιλεία του Θεού» περιλαμβάνει εδώ και τις δύο ιδέες· και αυτήν της προσωπικής σωτηρίας και αυτήν της εργασίας για επιστροφή των άλλων (g). Για να κρατήσει στερεή την βασιλεία του Θεού και να την διαδώσει (b). Πάρα πολύ αξιόλογη και η επόμενη ερμηνεία: «Ο καθένας από μας είναι γεωργός του εαυτού του, έχοντας για γη την ίδια την ψυχή του, την οποία οφείλει να οργώνει με το λογικό αλέτρι, μαζεύοντας τα βόδια, τους εργάτες, από τις γραφές τις καθαρές. Διότι τότε θα κάνει νέα την ψυχή που πάλιωσε από την πολλή αργία κατά τον περασμένο χρόνο και έβγαλε πολλή κακία και έργα άκαρπα, τα οποία κόβοντας με το αλέτρι του λόγου και φτιάχνοντας νέο χωράφι, θα σπείρει από την θεία διδασκαλία σπέρματα του νόμου, προφητικά, ευαγγελικά, ενθυμούμενος και μελετώντας αυτά. Για αυτό και λέει μέσω του Ιερεμία του προφήτη (δ 3) ο Θεός των όλων· οργώστε καλά τα χωράφια σας και μην σπέρνετε σε αγκάθια. Διότι είναι αδύνατον να δεχτείτε τον θείο σπόρο και να καρποφορήσετε, αν προηγουμένως δεν καθαρίσετε τις ψυχές και δεν βγάλετε κάθε πάθος και τις βιοτικές μέριμνες και ηδονές, οι οποίες είναι τα αγκάθια. Για αυτό λέει (Ψαλμ. 36,27): Απομακρύνσου από το κακό και κάνε το αγαθό» (Ω).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10

Στίχ. 1-16. Οι εβδομήντα μαθητές.
10.1 Μετὰ δὲ ταῦτα(1) ἀνέδειξεν(2) ὁ κύριος ἑτέρους(3) ἑβδομήκοντα(4), καὶ ἀπέστειλεν αὐτοὺς ἀνὰ δύο(5) πρὸ προσώπου αὐτοῦ(6) εἰς πᾶσαν πόλιν καὶ τόπον οὗ ἤμελλεν αὐτὸς ἔρχεσθαι(7).
1 Ύστερα απ’ αυτό, ο Κύριος διάλεξε και άλλους εβδομήντα μαθητές, που τους έστειλε δύο δύο πριν απ’ αυτόν, σε κάθε πόλη και τόπο που έμελλε να επισκεφθεί.
Και όταν ακόμη ο Ιησούς προχωρούσε αργά από πόλη σε πόλη και από χωριό σε χωριό δεν μπορούσε παρά λίγο μόνο χρόνο να διαθέσει για κάθε μέρος. Για αυτό ενδιαφερόταν να βρίσκει πάντοτε προετοιμασμένο το έδαφος και να έχει προκληθεί το ενδιαφέρον των κατοίκων ώστε να τον ακούσουν. Αυτό γινόταν ακόμη περισσότερο επείγον, όσο η πρώτη του αυτή επίσκεψη στα μέρη αυτά επρόκειτο να είναι και η τελευταία. Όπως λοιπόν είχε στείλει τους Δώδεκα στα μέρη της βορείου Γαλιλαίας όταν θα επισκεπτόταν αυτά για τελευταία φορά, έτσι και τώρα καλεί στράτευμα πολυπληθέστερο από τους οπαδούς του, για να συντελέσει αυτό αποστολή ανάλογη στις δυτικές χώρες της επαρχίας αυτής (g)
(1) Δηλαδή μετά την απόφαση της οδοιπορίας προς Ιεροσόλυμα και την παράκληση των αναφερθέντων τριών μαθητών να τον ακολουθήσουν (δ).
(2) Το ρήμα συναντιέται στη μεν Κ.Δ. μόνο εδώ και στο Πράξ. α 24, ενώ στους Ο΄ συχνά (p)=ανακήρυξε δημόσια (δ).
(3) Εκτός από τους 12 στο θ 1-6. «Ήταν λοιπόν κατώτεροι από τους δώδεκα και έγιναν ύστερα μαθητές και ακόλουθοι αυτών, έστω και αν ο Χριστός τους διάλεξε» (Θφ).
(4) Υπάρχει και η γραφή εβδομήκοντα δύο, την οποία κάποιοι μολονότι δεν μαρτυρείται τόσο πολύ, όσο η συνηθισμένη γραφή, θεωρούν προτιμότερη, επειδή την γραφή εβδομήντα την θεωρούν ότι προήλθε από τη σπουδή να συμφωνήσει ο αριθμός είτε με τα μέλη του συνεδρίου είτε με την εκδοχή, ότι «και τους δώδεκα μαθητές και αυτούς τους εβδομήντα, θα βρούμε ότι τους φανερώνει και ο σκιώδης μωσαϊκός νόμος· διότι έχει γραφτεί στην Έξοδο για τα παιδιά του Ισραήλ· Ήλθαν, λέει, στην περιοχή Αιλείμ… και ήταν εκεί δώδεκα πηγές νερών και εβδομήντα στελέχη φοινίκων» (Εξοδ. ιε 27)(Κ). Δες και Τερτυλλιανού adver. Marc. IV 24, και συμφωνούν με αυτούς και οι Ζ και Θφ. Φαίνεται όμως πιθανό, ότι ο Κύριος εκλέγοντας εβδομήντα ακολούθησε τον αριθμό, ο οποίος «έχει γραφτεί από παλιά στα λόγια του Μωϋσή· διότι και αυτός (ο Μωϋσής) διάλεξε εβδομήντα με την προσταγή του Θεού» (Κ). Οι 70 δηλαδή αυτοί εκλέχτηκαν σύμφωνα με τον αριθμό των 70 πρεσβυτέρων του Ισραήλ, που δόθηκαν βοηθοί στον Μωϋσή για να διοικεί τον λαό (Αριθμ. ια 16,25) όπως και οι 12 ανταποκρίνονται στους 12 πατριάρχες. Οι 70 λοιπόν αυτοί έγιναν βοηθοί των αποστόλων και πρεσβύτεροι του νέου Ισραήλ και από αυτούς πολλοί πιθανώς αποτέλεσαν το πρώτο πρεσβυτέριο της εκκλησίας στα Ιεροσόλυμα (δες Πράξ. ια 30,ιε 2 κλπ., κα 18)(δ).
(5) Δες και Μάρκ. στ 7 και τις εκεί σημειώσεις. «Αυτό, το να υπηρετείται ο λόγος ανά δύο, φαίνεται ότι είναι θέληση του Θεού αρχαία όπως στην περίπτωση του Μωϋσή και του Ααρών. Και ο Ιησούς επίσης του Ναυή και ο Χαλέβ του Ιεφονή, οι οποίοι και οι δύο τους αφού ομονόησαν, ηρέμησαν τον λαό που ερεθιζόταν από τους δέκα. Και οι Ελδάδ και Μωδάδ και οι δύο προφήτευαν στη σκηνή μονιασμένοι. Αλλά και ύστερα έστειλε στα έθνη τον Παύλο και τον Βαρνάβα, και ήταν αυτοί οι δύο παράδειγμα αυτού που είπε ο Κύριος «αν δύο συμφωνούν πάνω στη γη». Θα εφαρμόσεις επίσης σε αυτούς το «αδελφός βοηθούμενος από αδελφό είναι σαν πόλη οχυρή»· και το «είναι καλύτεροι οι δύο από τον ένα». Το ότι επίσης και οι δώδεκα τοποθετήθηκαν ανά δύο, το δείχνει ο Ματθαίος που στον κατάλογό τους, τούς τοποθέτησε σε ζευγάρια» (Ω). Έστειλε αυτούς ανά δύο, για να ενθαρρύνονται και να ενισχύονται αμοιβαία. Εάν ένας από αυτούς έπεφτε, ο άλλος θα τον βοηθούσε να σηκωθεί. Δες και τα ζεύγη Ιούδα και Σίλα (Πράξ. ιε 27), Βαρνάβα και Μάρκου (Πράξ. ιε 39), Παύλου και Σίλα (Πράξ. ιε 40), Τιμοθέου και Σίλα (Πράξ. ιζ 14), Τιμοθέου και Εράστου (Πράξ. ιθ 22) (p).
(6) Μπροστά από αυτόν (δ)· «πήγαιναν δηλαδή μπροστά από αυτόν και δίδασκαν όπως ο Ιωάννης, Ετοιμάστε την οδό του Κυρίου» (Θφ).
(7) «Τους εβδομήντα τους έστειλε μόνο στις πόλεις και τα χωριά που βρίσκονταν στο δρόμο του, από όπου επρόκειτο να περάσει, να κηρύξουν μετάνοια και την άφιξη του χορηγού της άφεσής τους» (Ζ).

10.2 ἔλεγεν δὲ πρὸς αὐτούς(1), ῾Ο μὲν θερισμὸς πολύς(2), οἱ δὲ ἐργάται ὀλίγοι(3)· δεήθητε οὖν τοῦ κυρίου τοῦ θερισμοῦ ὅπως ἐκβάλῃ(4) ἐργάτας εἰς τὸν θερισμὸν αὐτοῦ.
2 «Ο θερισμός είναι πολύς», τους έλεγε, «οι εργάτες όμως λίγοι· παρακαλέστε,λοιπόν, τον κύριο του θερισμού να στείλει εργάτες για το θερισμό του.
(1) Δες Ματθ. θ 37-38 και τις εκεί σημειώσεις.
(2) «Θερισμό λέει αυτούς που θα θεριστούν από την απιστία και θα μαζευτούν σαν συγκομιδή καρπών στην πίστη του· εργάτες επίσης, λέει τους αποστόλους, που θα υπηρετήσουν σε αυτό το έργο» (Ζ). «Όπως ακριβώς λοιπόν, αγροί που έδειξαν μεγάλη ευφορία, χρειάζονται πολλούς θεριστές, έτσι αυτοί που επρόκειτο να πιστέψουν, επειδή ήταν πολλοί και αναρίθμητοι, χρειάζονταν πολλούς διδασκάλους» (Θφ). Ο Κύριος ονόμασε τον κόσμο αγρό στην παραβολή των ζιζανίων. Σε αυτό το ευρύ πεδίο εφαρμόζονται με τρόπο φυσικό τα εξόχως ισχυρά λόγια αυτού του στίχου (g).
(3) «Είπε ότι είναι λίγοι όλοι οι απόστολοι σε σχέση με το πλήθος όσων επρόκειτο να πιστεύουν» (Ζ). Οι Ιουδαίοι ραββίνοι ήταν πολλοί, δεν ήταν όμως εργάτες. Δεν μάζευαν ψυχές στη βασιλεία του Θεού, αλλά εργάζονταν ιδιοτελώς επιδιώκοντας προσωπικά οφέλη.
(4) Το ρήμα μπορεί να σημαίνει: Να βγάλει από το σπίτι του Πατέρα, από τον ουρανό, από όπου προέρχονται οι κλήσεις (g) ή να στείλει γρήγορα και επειγόντως. Το ρήμα εκφράζει είτε επείγουσα ανάγκη είτε την κατευθείαν αποστολή προς τον προορισμό τους (p). Οι καλοί εργάτες επιθυμούν και πολλοί άλλοι να εμφανιστούν στον αγρό του Κυρίου. Χαίρονται λοιπόν, όταν δουν, ότι άλλοι ικανότεροι και πιο ευπρόσδεκτοι από αυτούς αναδείχτηκαν που τους επισκιάζουν. Επίσης οι καλοί εργάτες επιθυμούν να λάβουν την αποστολή τους από το Θεό, τον Κύριο του θερισμού και επιτελούν το έργο τους ως εμπιστευμένο σε αυτούς από το Θεό. Μόνο λοιπόν όταν ο Θεός καλεί αυτούς και όταν αυτοί εργάζονται ως εντολοδόχοι του Θεού και για τη δόξα του και ως υπεύθυνοι και δοσίλογοι μπροστά του, μόνο τότε θα είναι επιτυχές και καρποφόρο το έργο τους.

10.3 ὑπάγετε· ἰδοὺ εγώ(1) ἀποστέλλω ὑμᾶς ὡς ἄρνας(2) ἐν μέσῳ λύκων(3).
3 Πηγαίνετε· σας στέλνω σαν πρόβατα ανάμεσα σε λύκους.
(1) Από τα αλεξανδρινά χειρόγραφα και κάποια μικρά παραλείπεται το εγώ.
(2) «Άρνες είναι τα μικρά πρόβατα» (Η). Δες Ματθ. ι 16 και τις εκεί σημειώσεις. «Θα μπορούσε να πει κάποιος και εδώ, ότι τους δώδεκα, από τη μία, τους ονόμασε πρόβατα, ως τελειότερους, ενώ τους εβδομήντα, από την άλλη, αρνιά» (Ζ).
(3) «Προλέγει σε αυτούς και διωγμούς και ότι θα είναι σαν αρνιά ανάμεσα σε λύκους, έτσι ώστε να μην τους έλθουν απροσδόκητα και τους ταράξουν με το αιφνίδιο του πράγματος» (Θφ). Στην Επιστολή Β΄ προς Κορινθ. που αποδίδεται στον Κλήμη (κεφ. 5,2) διαβάζουμε: «Διότι λέει ο Κύριος· Θα είστε σαν αρνιά ανάμεσα σε λύκους· απαντώντας λοιπόν ο Πέτρος σε αυτόν, λέει· Εάν λοιπόν κατασπαράξουν οι λύκοι τα αρνιά; Είπε ο Ιησούς στον Πέτρο· Ας μη φοβούνται τα αρνιά τους λύκους μετά το θάνατό τους (των αρνιών)» (p). «Εγώ, λέει, θα είμαι μαζί σας, και θα συνασπιστώ με σας, μεταβάλλοντας τους λύκους σε πρόβατα. Διότι τίποτα δεν αντιστάθηκε στο θέλημά μου. Και αυτό το έδειξε η πείρα στην περίπτωση του Παύλου. Διότι αυτόν που ήταν από κάθε λύκο αγριότερος απέναντι σε αυτούς που πίστευαν σε αυτόν, τον έκανε ημερότερο από πρόβατο» (Κ). Οι εχθροί σας θα είναι αιμοχαρείς και σκληροί σαν λύκοι, έτοιμοι να σας κατασπαράξουν. Στις εναντίον σας απειλές θα ωρύονται ως λύκοι για να σας φοβίσουν και καταπτοήσουν, στους δε εναντίον σας διωγμούς θα είναι σαν λυσσαλέοι λύκοι που θα πέφτουν πάνω σας να σας κατασπαράξουν. Αλλά εσείς πρέπει να είστε σαν αρνιά ήμερα και υπομονετικά, παρόλο που έτσι θα προσφέρετε τους εαυτούς σας εύκολη λεία στους λύκους.

10.4 μὴ βαστάζετε(1) βαλλάντιον(2), μὴ πήραν, μὴ ὑποδήματα(3), καὶ μηδένα κατὰ τὴν ὁδὸν ἀσπάσησθε(4).
4 Μην παίρνετε μαζί σας χρήματα ούτε σακίδιο ούτε υποδήματα, και μη χάνετε την ώρα σας για να χαιρετήσετε κάποιον στο δρόμο σας.
(1) «Δεν τους αφήνει ούτε για το σώμα να φροντίζουν, όχι μόνο να μην ασχολούνται με τα εξωτερικά του σώματος, αφού τους λέει ούτε για εφόδια να φροντίσουν ούτε να κουβαλήσουν μαζί τους κάτι από αυτά με τα οποία είναι ήδη ντυμένο το σώμα, όπως παπούτσια· αλλά να αφήσουν όλη τη φροντίδα σε αυτόν» (Κ). «Με το να μη βαστάνε πουγκί, από τη μία, αποτρέπει από τη φιλαργυρία, ενώ με το να μη βαστάνε σάκο, από την άλλη, αποτρέπει από το να φυλάνε τρόφιμα» (Ζ). «Διότι αν βαστάτε πουγκί, είναι ολοφάνερο ότι θα ασχοληθείτε με εκείνο, και θα παραβλέψετε την διδασκαλία. Άλλωστε, αφού πρόκειται να τρέφεστε από τους διδασκομένους, τι σας χρειάζονται το πουγκί ή ο σάκος ή τα παπούτσια; Διότι όλη την ανάγκη σας για αυτά, θα την ικανοποιήσουν πλήρως οι διδασκόμενοι» (Θφ). Δες Ματθ. ι 9,10,Λουκ. θ 3,Μάρκ στ 8 και τις εκεί σημειώσεις.
(2) Υπάρχει και η γραφή βαλάντιον, συνηθισμένη στους κλασικούς.
(3) Και η γραφή: μη υποδήματα. Μη βαστάτε υποδήματα· δηλαδή εκτός από εκείνα τα οποία φοράτε στα πόδια (p).
(4) «Το διέταξε αυτό όχι επειδή ήθελε να είναι απάνθρωποι και απόμακροι» (Ζ), αλλά «για να μην απασχολούνται με ανθρώπινους χαιρετισμούς και φιλοφρονήσεις και από αυτό εμποδίζονται στο κήρυγμα. Διότι είναι λογικό αυτός που τον χαιρέτησε κάποιος, πάλι και αυτός να τον χαιρετήσει με τη σειρά του και ίσως και να κάνουν και μακρύτερη συζήτηση, όπως συμβαίνει με τους συνοδοιπόρους· έπειτα, μιας και έγινε ήδη φίλος και έγιναν και περισσότερες φιλοφρονήσεις, έτσι σιγά σιγά θα πέσει ο απόστολος σε ανθρώπινες σχέσεις και θα αμελήσει τη διδασκαλία» (Θφ). «Τους προστάζει λοιπόν, να μεριμνούν μόνο για το έργο που τους έχει εμπιστευθεί και ούτε τον τυχόντα καιρό του κηρύγματος να μην δαπανούν στα μη αναγκαία και έξω από το κύριο έργο» (Ζ). «Αυτό, βεβαίως, λεγόταν και παλαιότερα από τον Ελισαίο (Δ΄Βασ. δ 29) σε αυτόν που έστειλε (τον Γιεζή), να προχωρά δηλαδή με ευθεία ορμή στο έργο που ανέλαβε και ούτε όταν δεχτεί ευλογία να ευλογεί και αυτός με τη σειρά του» (Κ). «Διέταξε δηλαδή, ότι αν βρεις άνδρα, δεν θα τον ευλογήσεις· και αν σε ευλογήσει άνδρας, δεν θα απαντήσεις σε αυτόν, φανερώνοντας με αυτό ότι πρέπει να βαδίζει απερίσπαστος και εντελώς ανεμπόδιστος» (Ζ). Αποτρέπει όχι από τους συνηθισμένους χαιρετισμούς, αλλά από αυτούς που έχουν διάρκεια και απαιτούν πολύ χρόνο και διακοπή της πορείας τους (ο).

10.5 εἰς ἣν δ᾽ ἂν οἰκίαν(1) εἰσέρχησθε, πρῶτον(2) λέγετε, Εἰρήνη(3) τῷ οἴκῳ τούτῳ(4).
5 Σε όποιο σπίτι μπείτε, πρώτα να λέτε “ειρήνη σε τούτο το σπίτι!”
(1) Δες Ματθ. ι 12-13 και τις εκεί σημειώσεις.
(2) «Συμβούλευε πρώτοι αυτοί να αρχίζουν με την δική τους ευεργεσία και πρώτοι αυτοί να δίνουν αυτά που έχουν» (Ε).
(3) «Αυτήν τη φράση, ο Ματθαίος την ονόμασε ασπασμό. Είναι βεβαίως σύμβολο αγάπης αυτού του είδους ο ασπασμός (χαιρετισμός)» (Ζ). «Αυτή λοιπόν η ειρήνη, είναι η ευχή που αρμόζει στους στρατιώτες του Θεού που νικούν τους εχθρούς. Διότι το όνομα της ειρήνης, προξενούσε στους άξιους αποδίωξη των εχθρών και γκρέμισμα των πολεμίων και συμφιλίωση με το Θεό. Αφού λοιπόν δανείσουν πρώτοι αυτήν την ειρήνη στις ψυχές αυτών που τους υποδέχτηκαν, τότε να τρώνε την τροφή που αυτοί τους προσφέρουν» (Ε).
(4) «Να ευαγγελίζεστε με τις ευλογίες της ειρήνης όχι μόνο αυτόν (που σας υποδέχτηκε), αλλά να ευαγγελίζεστε με τους χαιρετισμούς της ειρήνης και όλο το σπίτι, δηλαδή τους γνωστούς και συγγενείς και όσα έχετε να τα παρέχετε άφθονα και πλούσια σε γονείς και αδελφούς και συγγενείς και όλο το σπίτι αυτού που σας υποδέχεται» (Ε). Οι διάκονοι του Χριστού πορεύονται στον κόσμο να πουν στο όνομα του Χριστού «Ειρήνη σε σας». Προσφέρουν σε όλους την ειρήνη. Κηρύττουν τον άρχοντα της ειρήνης, το ευαγγέλιο τη ειρήνης, την διαθήκη της ειρήνης, την ειρήνη στη γη και καλούν τους ανθρώπους να έλθουν και να απολαύσουν τα αγαθά της ειρήνης που παρέχει ο Ιησούς Χριστός. Έπειτα οφείλουμε οι κήρυκες του ευαγγελίου να προσευχόμαστε για την ειρήνη όλων. Έχουμε καθήκον να επιθυμούμε σφοδρά τη σωτηρία των ψυχών εκείνων, στους οποίους κηρύττουμε και να αναπέμπουμε με θερμές προσευχές τους πόθους μας αυτούς προς το Θεό.

10.6 καὶ ἐὰν ἐκεῖ ᾖ υἱὸς εἰρήνης(1), ἐπαναπαύσεται(2) ἐπ᾽ αὐτὸν ἡ εἰρήνη ὑμῶν· εἰ δὲ μήγε, ἐφ᾽ ὑμᾶς επανακάμψει(3).
6 Αν εκεί μένει κάποιος ειρηνικός άνθρωπος, η ευχή σας θα πιάσει τόπο, αλλιώς θα γυρίσει πίσω σ’ εσάς.
(1) «Υιός ειρήνης είναι ο ειρηνικός» (Ζ). Άλλος εβραϊκός τρόπος έκφρασης. Δες υιός γεέννης (Ματθ. κγ 15), της απωλείας (Ιω. ιζ 12), της απειθείας (Εφεσ. ε 6)(p). «Δείχνοντας ότι αυτό, δεν είναι μόνο χαιρετισμός, αλλά και ευλογία, λέει ότι, Εάν μεν είναι άξιος ο οικοδεσπότης, θα ευλογηθεί» (Θφ). Η ειρήνη την οποία θα τους ευχηθείτε θα αναπαυτεί πάνω σε αυτούς, οι δεήσεις σας προς το Θεό για αυτούς θα εισακουστούν, οι υποσχέσεις του ευαγγελίου θα επεκταθούν και σε αυτούς.
(2) Υπάρχει και η γραφή: επαναπαήσεται, μέλλοντας από τον αόριστο επάην (g).
(3) Εάν όμως δεν είναι άξιος αυτός, ο ασπασμός της ειρήνης θα επιστρέψει σε σας ως ευχή και ευλογία που δεν λέχθηκε από σας, αλλά απευθύνθηκε σε σας. Θα έχετε πρωτίστως την ειρηνική μαρτυρία της συνείδησής σας ότι πράξατε το καθήκον το οποίο ο Θεός σας ανέθεσε. Επιπλέον η ειρήνη θα επανέλθει σε σας και έτσι ενώ θα γεμίσει η καρδιά σας χαρά, θα πλεονάζει σε σας η ειρήνη για να μεταδώσετε από το πλήρωμά της σε όσους γιους ειρήνης θα συναντήσετε στο μέλλον.

10.7 ἐν αὐτῇ(1) δὲ τῇ οἰκίᾳ μένετε(2), ἐσθίοντες καὶ πίνοντες τὰ παρ᾽ αὐτῶν(3), ἄξιος γὰρ ὁ ἐργάτης τοῦ μισθοῦ αὐτοῦ εστί(4). μὴ μεταβαίνετε ἐξ οἰκίας εἰς οἰκίαν.
7 Να μένετε στο ίδιο σπίτι τρώγοντας και πίνοντας ό,τι σας προσφέρουν, γιατί στον εργάτη πρέπει να δοθεί ο μισθός που του αξίζει· μην αλλάζετε κατοικία.
(1) Δες Ματθ. ι 11,Μάρκ. στ 10 και Λουκ. θ 4 και τις εκεί σημειώσεις. Όχι στο ίδιο σπίτι, αλλά στο σπίτι αυτό.
(2) «Παραγγέλλει να μην πηγαίνουν σε πολλά σπίτια, για να μην δώσουν την εντύπωση ότι είναι γαστρίμαργοι και σκανδαλίζουν πολλούς και λυπούν αυτούς που από την αρχή τους υποδέχτηκαν» (Θφ). Το να πηγαίνουν από σπίτι σε σπίτι «είναι έργο ανθρώπων που ρεμβάζουν και ζητούν μισθό και είναι άστατοι και αποτελεί τεκμήριο ότι είναι άξιοι κατηγορίας» (Σχ.)..
(3) Αυτά που σας χορηγούν (δ)· «δηλαδή αυτά που σας προσφέρουν, έστω και αν είναι μικρά και ασήμαντα, χωρίς να ζητάτε τίποτα παραπάνω» (Θφ). Πρέπει να θεωρούν τους εαυτούς τους ως μέλη της οικογένειας και να τρώνε με απλότητα τον άρτο αυτών που τους φιλοξενούν, μη θεωρώντας την φιλοξενία ως ελεημοσύνη. Διότι το μήνυμα και το κήρυγμά τους είναι έργο αυτού του μισθού (g). Οποιαδήποτε περιποίηση και αν σας κάνουν, θα είναι αυτή μία μικρή ανταπόδοση απέναντι σε εκείνα, τα οποία τους προσφέρετε φέρνοντας σε αυτούς το χαρμόσυνο μήνυμα της ειρήνης.
(4) Η περιποίηση την οποία σας κάνουν, δεν αποτελεί πράξη αγάπης, αλλά έργο δικαιοσύνης. Εργάζεστε για αυτούς διδάσκοντας σε αυτούς τον λόγο. Οφείλουν και αυτοί ως κατηχούμενοι στο λόγο, να έχουν κοινά όλα τα αγαθά μαζί με αυτόν που τους κατηχεί (Γαλ. στ 6). «Αντί για μισθό έχετε την τροφή και μη ζητάτε και να τρέφεστε και να παίρνετε πάλι και ξεχωριστό μισθό, αλλά αυτήν την τροφή να την έχετε αντί για μισθό» (Θφ).

10.8 καὶ εἰς ἣν ἂν πόλιν(1) εἰσέρχησθε καὶ δέχωνται ὑμᾶς, ἐσθίετε τὰ παρατιθέμενα ὑμῖν(2),
8 Όταν πάλι μπαίνετε σε κάποια πόλη και σας υποδέχονται, τρώτε ό,τι σας προσφέρουν.
(1) Οι μεν σ. 5-7 εφαρμόζονται στη διαμονή σε σπίτια, ενώ οι σ. 8-12 στην παραμονή σε πόλεις.
(2) Χωρίς να ζητάτε κάτι περισσότερο ή διαφορετικό (p). Το χωρίο Α Κορ. ι 27 «να τρώτε ό,τι παρατίθεται στο τραπέζι», θα ήταν πλάνη να το θεωρήσουμε ως παράλληλο του παρόντος σ. Το νόημα των δύο αυτών λόγων είναι τελείως διαφορετικό. Δεν πρόκειται εδώ για το αν είναι καθαρή ή μη η τροφή. Αυτοί που στέλνονται τώρα βρίσκονται ακόμη στον ιουδαϊκό κόσμο (g) και συνεπώς σε πόλεις ή χωριά της Παλαιστίνης δεν πρόκειται να παραθέσουν σε αυτούς τροφές ακάθαρτες ή ειδωλόθυτα. Μην επιζητάτε περιποιημένη και απολαυστική διατροφή. Να αρκείστε σε απλά φαγητά και χωρίς ιδιαίτερα καρυκεύματα. Δεν αρμόζει στους μαθητές του Χριστού να επιζητούν την φροντίδα της κοιλιάς τους. Ο Χριστός όπως τους ελευθέρωσε από τις δεισιδαιμονικές νηστείες των Φαρισαίων, έτσι απαγόρευσε σε αυτούς τα πολυτελή δείπνα των Επικουρείων.

10.9 καὶ θεραπεύετε τοὺς ἐν αὐτῇ ἀσθενεῖς(1), καὶ λέγετε(2) αὐτοῖς(3), ῎Ηγγικεν ἐφ᾽ ὑμᾶς(4) ἡ βασιλεία(5) τοῦ θεοῦ.
9 Να θεραπεύετε τους αρρώστους εκείνης της πόλης και να τους λέτε: “έφτασε σ’ εσάς η βασιλεία του Θεού”.
(1) Δες και Ματθ. ι 7-8 και τις εκεί σημειώσεις. «Παραγγέλλει να θεραπεύουν τους ασθενείς στις πόλεις, έτσι ώστε κάνοντας εκεί θαύματα να προσελκύσουν τους ανθρώπους στο κήρυγμα» (Θφ).
(2) Ο ενεστώτας δείχνει αυτό που γίνεται κατ’ εξακολούθηση.
(3) «Όπως ακριβώς ευεργετείτε σώματα, έτσι διδάσκοντας σώστε ψυχές» (Ω). «Διότι αν πρώτα θεραπεύετε και έπειτα διδάσκετε, θα πετύχει ο λόγος σας και θα πιστέψουν οι άνθρωποι ότι η βασιλεία του Θεού έφτασε σε αυτούς. Διότι δεν θα θεραπεύονταν, αν δεν ήταν θεία δύναμη αυτή που τελεί αυτά» (Θφ).
(4) Πλησίασε από ψηλά κάτω στους ανθρώπους (p). «Πλησίασε και ήδη θα σας επισκεφτεί· να γίνεστε άξιοι, ετοιμάζεστε για υποδοχή» (Ω).
(5) Έτσι το τελευταίο κήρυγμα έμοιαζε με το πρώτο. Δες Ματθ. γ 2,δ 17,Μάρκ. α 15 (p). Λιγότερο πιθανή ερμηνεία «βασιλεία του Θεού λέει τώρα τον εαυτό του, επειδή είναι βασιλιάς και Θεός» (Ζ). Πιο σωστά, εννοείται η πνευματική βασιλεία και κυριαρχία του Θεού, που εγκαινιάζεται με την ίδρυση της εκκλησίας και καλεί και ελκύει σε ουράνια ζωή.

10.10 εἰς ἣν δ᾽ ἂν πόλιν εἰσέρχησθε καὶ μὴ δέχωνται ὑμᾶς, ἐξελθόντες εἰς τὰς πλατείας αὐτῆς εἴπατε(1),
10 Σ’ όποια πόλη μπαίνετε και δε σας δέχονται, βγείτε στους δρόμους και πείτε:
(1) Δες Ματθ. ι 14, Μάρκ. στ 11, Λουκ. θ 5 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις. Στα παραπάνω χωρία παραγγέλλει να τινάξουν τη σκόνη, ενώ εδώ και να διακηρύξουν αυτό, ότι δηλαδή τινάζουν τη σκόνη (δ). Πείτε το, όχι με μανία ή περιφρόνηση ή αγανάκτηση, αλλά με συμπάθεια στις άξιες οίκτου χαμένες ψυχές τους και με φόβο άγιο μπροστά στην καταστροφή, την οποία αυτοί οι ίδιοι ετοιμάζουν και εργάζονται στους εαυτούς τους.

10.11 Καὶ τὸν κονιορτὸν τὸν κολληθέντα ἡμῖν(1) ἐκ τῆς πόλεως ὑμῶν εἰς τοὺς πόδας ημών ἀπομασσόμεθα(2) ὑμῖν(3)· πλὴν τοῦτο γινώσκετε(4) ὅτι ἤγγικεν εφ’ υμάς(5) ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ(6).
11 “ακόμη και τη σκόνη της πόλης σας, που κάθισε στα πόδια μας, την τινάζουμε πάνω σας. Ένα όμως να ξέρετε: έφτασε σ’ εσάς η βασιλεία του Θεού”.
(1) Στα ρούχα και παπούτσια σας (δ). Ο Hobart ισχυρίζεται ότι το κολλάω είναι ιατρική λέξη (p).
(2) Την σκουπίζουμε, την καθαρίζουμε (δ).
(3) «Όταν, λέει, δεν σας δέχονται, βγαίνοντας δώστε τη μαρτυρία σας ότι δεν έχουμε τίποτα κοινό εμείς με εσάς, ούτε έχουμε κάτι από τη δική σας πόλη· αλλά και τη σκόνη που κόλλησε πάνω μας την σκουπίζουμε, δηλαδή την τινάζουμε, την σπογγίζουμε, την ρίχνουμε πάνω σας» (Θφ).
(4) =Αλλά παρόλο που απορρίπτετε εμάς, παραμένει το γεγονός, το οποίο πρέπει να γνωρίζετε ότι… (p).
(5) Τα αλεξανδρινά χειρόγραφα παραλείπουν το εφ’ υμάς=Η βασιλεία του Θεού πλησίασε, αλλά όχι σε σας, διότι απορρίψατε αυτήν (p).
(6) «Εδώ θα θέσει ζήτημα κάποιος· Πώς λέει ο Κύριος ότι πλησίασε η βασιλεία και σε αυτούς που υποδέχονται τους αποστόλους και σε αυτούς που δεν υποδέχονται; Μπορούμε λοιπόν να πούμε, ότι τίποτα αντίθετο δεν λέει. Διότι πράγματι, σε αυτούς, από τη μία, που δέχονται τους αποστόλους, πλησιάζει η βασιλεία για ευεργεσία, ενώ για αυτούς, από την άλλη, που δεν υποδέχονται, για καταδίκη» (Θφ). Το μήνυμα του ελέους για αυτούς που δέχονται, γίνεται απόφαση καταδίκης για τους άλλους (p). Η βασιλεία του Θεού και το ευαγγέλιό της ήλθε ως την πόρτα του σπιτιού σας. Εάν εσείς κλείσετε την πόρτα, για να μην μπει στο σπίτι σας, η αμαρτία σας θα είναι τελείως αδικαιολόγητη και η καταδίκη σας αφόρητη.

10.12 λέγω δε ὑμῖν(1) ὅτι Σοδόμοις ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ(2) ἀνεκτότερον ἔσται(3) ἢ τῇ πόλει ἐκείνῃ(4).
12 Σας βεβαιώνω πως την ημέρα της κρίσεως ο Θεός θα δείξει μεγαλύτερη επιείκεια στα Σόδομα παρά στην πόλη εκείνη».
(1) Δες Ματθ. ι 15.
(2) Το «εκείνη την ημέρα» μπορεί να σημαίνει την καταστροφή του ιουδαϊκού λαού από τους ρωμαίους ή την έσχατη κρίση. Οι δύο αυτές τιμωρίες, από τις οποίες η μία είναι εθνική και η άλλη ατομική, συγχέονται στην απειλή αυτή του Κυρίου, όπως και στην απειλή του βαπτιστή (γ 9). Παρ’ όλα αυτά η ιδέα της έσχατης κρίσης φαίνεται να δεσπόζει εδώ, όπως φαίνεται και από τον ακόλουθο στίχο (g).
(3) «Γιατί; Διότι στα Σόδομα δεν στάλθηκαν απόστολοι. Αυτοί λοιπόν που δεν δέχτηκαν τους αποστόλους, είναι χειρότεροι από τους Σοδομίτες» (Θφ). «Βλέπεις πώς με το να πει «Πιο υποφερτή» έδειξε ότι και αυτοί που τόσο πολύ τιμωρήθηκαν εδώ, και υπέμειναν εκείνο τον εμπρησμό τον καινούργιο και παράδοξο, και εκεί θα υποστούν κάποια τιμωρία, πιο ελαφριά όμως, επειδή πρόλαβαν εδώ και έλαβαν πείρα τόσο μεγάλης αγανάκτησης;» (Χ).
(4) «Ότι λοιπόν κάποιοι τιμωρούνται και εδώ και εκεί, όταν δεν απολαύσουν εδώ την τιμωρία την ανάλογη με το μέγεθος των αμαρτημάτων, άκουσε τι λέει για τους Σοδομίτες ο Χριστός… Πιο υποφερτά θα είναι για τη γη των Σοδόμων… Διότι με το να πει «πιο ανεκτά», αυτό φανέρωσε, ότι και εκείνοι θα τιμωρηθούν μεν, αλλά ελαφρότερα, επειδή και εδώ τιμωρήθηκαν. Ότι όμως υπάρχουν κάποιοι, οι οποίοι εδώ μεν δεν έπαθαν τίποτα φοβερό, αλλά θα υπομείνουν εκεί κάθε τιμωρία, το φανέρωσε σε μας ο πλούσιος εκείνος [παραβολής πλουσίου & Λαζάρου], που υπέμενε εκεί τιμωρία που δεν μπορούσε να αποφύγει, και δεν απόλαυσε ούτε μικρή παρηγοριά, διότι επιφυλάχθηκε σε αυτόν όλη η τιμωρία εκεί» (Χ).

10.13 Οὐαί σοι, Χοραζίν(1)· οὐαί σοι, Βηθσαϊδά· ὅτι εἰ ἐν Τύρῳ καὶ Σιδῶνι(2) ἐγένοντο αἱ δυνάμεις αἱ γενόμεναι ἐν ὑμῖν(3), πάλαι ἂν ἐν σάκκῳ καὶ σποδῷ καθήμενοι(4) μετενόησαν(5).
13 «Αλίμονό σου Χοραζίν· αλίμονό σου Βηθσαϊδά! Γιατί αν γίνονταν στην Τύρο και στη Σιδώνα τα θαύματα που έγιναν σ’ εσάς, οι κάτοικοί τους θα είχαν μετανοήσει από καιρό φορώντας ρούχα πένθιμα και βάζοντας στάχτη στα μαλλιά τους.
(1) Δες Ματθ. ια 21-23 και τις εκεί σημειώσεις. Η αναφορά της κρίσης, η οποία αναμένει τις πόλεις, οι οποίες θα απορρίψουν τους απεσταλμένους αυτούς του Κυρίου, κατά τρόπο φυσικό οδηγεί στην αναφορά των πόλεων εκείνων οι οποίες απέρριψαν τον ίδιο τον Κύριο. Είναι προφανές από τον σ. 16 ότι ο ταλανισμός (=τους ελεεινολογεί) αυτός των 3 πόλεων είναι μέρος των υποθηκών, τις οποίες παρέχει ο Κύριος στους 70. Η φρασεολογία ταυτίζεται πλήρως με το Ματθ, ια 21-24, εκεί όμως η σύγκριση με τα Σόδομα συνδέεται με την αποκήρυξη της Καπερναούμ (p).
(2) «Η Τύρος και η Σιδών ήταν πόλεις ελληνικές, ενώ η Βηθσαϊδά και η Χοραζίν, ιουδαϊκές. Λέει λοιπόν, ότι στην κρίση πιο υποφερτά θα είναι για τους Έλληνες παρά για σας που είδατε θαύματα και δεν πιστέψατε. Διότι εκείνοι αν έβλεπαν, θα πίστευαν» (Θφ). «Ελέγχει λοιπόν τις ιουδαϊκές πόλεις και τις αντιπαραθέτει με τις χειρότερες από τις ελληνικές πόλεις» (Σχ.).
(3) Δεν γνωρίζουμε τίποτα από τα πολυάριθμα θαύματα, τα οποία προϋποτίθενται εδώ. Επίσης από όσα έγιναν στη Βηθσαϊδά, ένα μόνο γνωρίζουμε (g). Αυτό δείχνει πόσα από τα έργα του Χριστού παραλείφθηκαν που δεν εξιστορήθηκαν από τους ευαγγελιστές. Δες και Ιω. κα 25 (p).
(4) Δείχνει το ρήμα την διαρκή και με επιμονή εργασία της μετανοίας (δ). Οι δύο πόλεις οι κατεστραμμένες και που προβάλλονται για σύγκριση, προσωποποιούνται. Παριστάνονται σαν δύο γυναίκες που κάθονται, ντυμένες με σάκο και καλυμμένες με στάχτη, τα οποία ήταν εμβλήματα πένθους. Η γραφή καθήμεναι προήλθε από διόρθωση του αρσενικού καθήμενοι, το οποίο αναφέρεται στους κατοίκους των πόλεων (g).
(5) Τα θαύματα του Χριστού ήταν και πρόσκληση για μετάνοια, η οποία ήταν η κατάλληλη προπαρασκευή του Ισραήλ στη βασιλεία του Θεού. Δες Μάρκ. α 15 (L).

10.14 πλὴν(1) Τύρῳ καὶ Σιδῶνι ἀνεκτότερον ἔσται ἐν τῇ κρίσει ἢ ὑμῖν(2).
14 Στην Τύρο και στη Σιδώνα ο Θεός θα δείξει μεγαλύτερη επιείκεια την ημέρα της κρίσεως παρά σ’ εσάς.
(1) Το «πλην» εξηγείται μέσω της ιδέας που εξυπακούεται: Η Τύρος και η Σιδών θα βρεθούν επίσης ένοχες, πλην όμως σε μικρότερο βαθμό από εσάς (g).
(2) «Σε εσάς δηλαδή που δεν πιστέψατε» (Ζ). Πώς τώρα η σοφία και αγαθότητα του Θεού παρέχει μέσα χάριτος σε εκείνους, οι οποίοι θα τα απορρίψουν για να επιβαρυνθεί ακόμη περισσότερο η ενοχή τους, είναι μυστήριο, το οποίο πρέπει να αναμείνουμε την μεγάλη ημέρα της αποκάλυψης και κρίσης για να μας φανερωθεί και να γίνει αυτό αντιληπτό σε μας.

10.15 καὶ σύ(1), Καπερναούμ, η ἕως του οὐρανοῦ ὑψωθείσα(2), ἕως ᾅδου(3) καταβιβασθήσῃ(4).
15 Κι εσύ Καπερναούμ, που ανέβηκες ψηλά στα ουράνια, θα κατεβείς βαθιά στον άδη.
(1) Δες Ματθ. ια 23 και τις εκεί σημειώσεις.
(2) Λόγω του προνομίου της ότι την έκανε ο Κύριος κέντρο της επίγειας δράσης του (g), και «για τα πολλά θαύματα που έγιναν σε αυτήν» (Θφ). Υπάρχει και η γραφή «μη έως ουρανού υψωθήση; έως άδου καταβήση», την οποία προτιμούν οι L. p. Ο g. προτιμά την γραφή του κειμένου.
(3) Όπως ο ουρανός είναι εδώ το έμβλημα του υψίστου προνομίου, το οποίο είναι δυνατόν να χορηγηθεί από τη θεία χάρη, έτσι και ο άδης είναι το έμβλημα της έσχατης κατάπτωσης, στην οποία καταπίπτει ο άνθρωπος, που απωθεί αυτήν τη χάρη (g). Ο ουρανός και ο άδης βρίσκονται εδώ για να δηλώσουν το ύψος της δόξας και το βάθος της ντροπής. Δες Ησ. Ιδ 13-15 (p).
(4) Ο ταξιδιώτης που κάθεται σήμερα στον τόπο Tel-Hum δεν βλέπει γύρω του παρά ερείπια και αγκάθια. Σιγή βασιλεύει στην έκταση αυτή την ερημική και ξεραμένη (g). Η ερήμωση της όλης περιχώρου και η δυσκολία του να αναγνωριστούν και να καθοριστούν οι τοποθεσίες των πόλεων που άλλοτε ανθούσαν, αποτελεί μέρος της εκπλήρωσης της προφητείας αυτής (p).

10.16 ῾Ο ἀκούων ὑμῶν(1) ἐμοῦ ἀκούει(2), καὶ ὁ ἀθετῶν ὑμᾶς ἐμὲ ἀθετεῖ(3)· ὁ δὲ ἐμὲ ἀθετῶν ἀθετεῖ τὸν ἀποστείλαντά με(4).
16 Όποιος ακούει εσάς, ακούει εμένα· όποιος απορρίπτει εσάς, απορρίπτει εμένα· κι όποιος απορρίπτει εμένα, απορρίπτει αυτόν που μ’ έστειλε».
(1) Δες Ματθ. ι 40-42 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις.
(2) Εφόσον οι 70 στις διδασκαλίες τους αφηγούνταν τα έργα και τις διδασκαλίες του Ιησού, ο ακροατής που άκουγε και υπάκουε, άκουγε και έβλεπε τον ίδιο τον Ιησού. Η θέση, την οποία οι ακροατές έπαιρναν απέναντι σε αυτόν που μετέφερε το μήνυμα, ισοδυναμούσε με θέση που παιρνόταν απέναντι στον Ιησού (g).
(3) «Αθέτηση λέει την ανυπακοή και αποστροφή. Για να μην λυπούνται δηλαδή όταν απορρίπτονται, λέει, ότι η εναντίον σας ύβρη, μέσα από σας έρχεται σε μένα που σας έστειλα· και μέσω εμού στον πατέρα μου που έστειλε εμένα» (Ζ).
(4) «Επομένως η ύβρη δεν σταματά σε σας, αλλά μεταβαίνει στο Θεό. Ας είναι λοιπόν αυτό παρηγοριά σας» (Θφ).

Στίχ. 17-24. Η επιστροφή των εβδομήντα μαθητών. Τα μεγάλα προνόμιά τους.
10.17 ῾Υπέστρεψαν(1) δὲ οἱ ἑβδομήκοντα μετὰ χαρᾶς(2) λέγοντες, Κύριε, καὶ τὰ δαιμόνια(3) ὑποτάσσεται ἡμῖν ἐν τῷ ὀνόματί σου(4).
17 Όταν γύρισαν πίσω οι εβδομήντα μαθητές, έλεγαν γεμάτοι χαρά: «Κύριε, ακόμη και τα δαιμόνια μας υπακούνε όταν τα προστάζουμε στο όνομά σου».
(1) Ταυτόχρονα μεν όλοι ξεκίνησαν για περιοδεία, αλλά δεν επέστρεψαν και όλοι την ίδια ώρα. Σιγά σιγά και λίγοι-λίγοι επέστρεψαν, έως ότου αφού μαζεύτηκαν όλοι γύρω από τον Σωτήρα, εξέφρασαν τη χαρά τους προς αυτόν (L. δ).
(2) Οι λέξεις «με χαρά» εκφράζουν τον τόνο ολόκληρου αυτού του τεμαχίου. Η χαρά των μαθητών προκαλεί και τη χαρά του Ιησού και από την καρδιά του ξεχύνεται αυτή σύμφωνα με το σ. 21 με έξαρση και εξαγνισμένη (g). Δεν παραπονιούνται για τους κόπους της περιοδείας ή για τα εμπόδια που συνάντησαν και τις αποθαρρύνσεις από αυτά, αλλά χαίρονται για τις επιτυχίες που σημειώθηκαν.
(3) «Γύρισαν με χαρά, διότι όχι μόνο τις άλλες ασθένειες έδιωχναν, αλλά επειδή έδιωχναν και το μεγαλύτερο κακό, τους δαίμονες» (Θφ). Το να υποτάσσονται τα δαιμόνια υπερέβαινε τις προσδοκίες τους, διότι ο Κύριος μόνο για θεραπεία ασθενειών μίλησε σε αυτούς (στο σ. 9), ενώ οι 12 είχαν λάβει και την εξουσία να βγάζουν δαιμόνια. Δες θ 1 (p). Με τι απλή και παιδική χαρά δίνεται από αυτούς στον Κύριο η αναφορά αυτή για το έργο τους που συντελέστηκε. Είχαν συνείδηση, ότι ενεργούσε μέσω αυτών δύναμη, η οποία δεν ήταν δική τους. Τόσο η δύναμη όσο και η χάρη του ευαγγελίου γινόταν αισθητή σε αυτούς στην αποστολή τους αυτή και λόγω της νέας τους αυτής και πλούσιας πείρας τους γέμισαν χαρά. Είναι μάλιστα τόσο περιχαρείς για τη δύναμη που τους δόθηκε, ώστε ο Κύριος κρίνει αναγκαίο να προφυλάξει αυτούς από το να κάνουν την δωρεά του κύρια και μόνιμη πηγή χαράς. Δες σ 20 (ο).
(4) «Πρόσεξε όμως πώς δεν υψηλοφρονούν. Διότι λένε, ότι στο όνομά σου υποτάσσονται σε μας οι δαίμονες. Με τη δική σου χάρη, όχι με τη δική μας δύναμη» (Θφ). Όλες οι εναντίον του σατανά νίκες μας επιτυγχάνονται με τη δύναμη που εκπορεύεται από τον Ιησού Χριστό. Πρέπει στο όνομά του να μπαίνουμε στην παλαίστρα εναντίον των πνευματικών μας εχθρών και οποιοδήποτε πλεονέκτημα και αν επιτυγχάνουμε, σε αυτόν πρέπει να το αποδίδουμε. Εάν το έργο γίνεται στο όνομά του, και η τιμή για το έργο στο όνομά του ανήκει.

10.18 εἶπεν δὲ αὐτοῖς, ᾽Εθεώρουν(1) τὸν Σατανᾶν(2) ὡς ἀστραπὴν(3) ἐκ τοῦ οὐρανοῦ(4) πεσόντα(5).
18 Κι ο Ιησούς τους είπε: «Εγώ έχω δει το σατανά να πέφτει από τον ουρανό σαν αστραπή.
(1) Πότε; Ή «έβλεπα τον σατανά που έπεσε μετά την ενανθρώπησή μου. Διότι πριν μεν την ενανθρώπηση του Σωτήρα ανέβαινε σε ύψος και τυραννούσε και είχε δύναμη. Όταν όμως ο Θεός επισκέφτηκε με σάρκα τη γη, έπεσε όχι από τον ουρανό· διότι από τότε που από παλιά έπεσε από αυτόν, δεν ανέβηκε ξανά σε αυτόν· αλλά έπεσε από το ύψος που αναφέραμε και την τυραννία και την δύναμη» (Ζ). Ή, πιο πιθανή ερμηνεία, αναφέρεται στην επιτυχία των 70 θεωρουμένη ως σύμβολο και προμήνυμα της πλήρους ανατροπής της ισχύος του σατανά (p). Ο σατανάς όχι μόνο καμία εξουσία δεν έχει πάνω στους πιστούς, αλλά ήδη οι πιστοί πήραν εξουσία πάνω σε αυτόν και τους αγγέλους του (δ). Οι 70 θριάμβευσαν διώχνοντας τους δαίμονες από τα σώματα των ανθρώπων. Αλλά ο Χριστός χαίρεται διότι βλέπει την πτώση της κυριαρχίας του σατανά πάνω στις ψυχές των ανθρώπων, την καταστροφή του βασιλείου του κοσμοκράτορα του αιώνα αυτού με την εξάλειψη της ειδωλολατρίας και την επιστροφή των ανθρώπων στην πίστη του Χριστού. Τώρα ο άρχοντας αυτού του κόσμου θα διωχτεί έξω.
(2) Το χωρίο αυτό πάλι αποτελεί αναντίρρητη απόδειξη για το ότι ο Κύριος δίδαξε την ύπαρξη προσωπικής δύναμης του κακού (p).
(3) «Χρησιμοποίησε το παράδειγμα της αστραπής, για να φανερώσει πόσο σφοδρή και ταχύτατη ήταν η πτώση του» (Ζ). «Η παρομοίωση της αστραπής δείχνει και το πόσο δυνατός ήταν πριν και την ταχύτητα της πτώσης» (Χ). Σαν αστραπή=με τη μία και γρήγορα (δ). Η αστραπή μπορεί να σημαίνει και την εξαφάνιση του σατανά. Η δύναμή του υπήρξε φως κεραυνοβόλο, το οποίο έσβησε αιφνίδια και έπεσε στη γη, χωρίς να μπορεί πλέον να ανυψωθεί από εκεί και να λάμψει πάλι (L).
(4) Ή, όπως στο Εφεσ. στ 12 με έννοια τοπική (g)· «κάποιοι ουρανό εδώ εννοούν τον αέρα (ατμόσφαιρα) μέσα στον οποίο αγαπούσε να κατοικεί ο σατανάς» (Ζ). «Αφού υψώθηκε καθάριζε τον αέρα από την κακία την διαβολική και όλη την κακία των δαιμόνων, λέγοντας· Έβλεπα τον Σατανά που έπεσε σαν αστραπή» (Α). Ή «έπεσε από την δόξα την οποία είχε και την τιμή» (Θφ), όπως εκφράζεται και στην ευχή των ενεργουμένων (ευχή για αυτούς που κατέχονται από ακάθαρτα πνεύματα) της λειτουργίας των Αποστολικών Διαταγών: «(Εσύ) που έβγαλες αυτόν σαν αστραπή από τον ουρανό στη γη, όχι με έξοδο τοπική, αλλά από τιμή σε ατιμία, λόγω της θεληματικής του κακίας». Ο σατανάς πέφτει από τον ουρανό, όταν πέφτει από το θρόνο των καρδιών των ανθρώπων.
(5) Μπαίνει στο τέλος με έμφαση. Ο αόριστος φανερώνει το ταυτόχρονο της επιτυχίας των 70 και της θέασης από το Χριστό της πτώσης του σατανά (p). «Δηλαδή έπεσε από την εξουσία του και κατέβηκε, για να πατιέται από αυτούς που έχουν ελπίσει στο Χριστό» (Β).

10.19 ἰδοὺ δίδωμι(1) ὑμῖν τὴν ἐξουσίαν τοῦ πατεῖν(2) ἐπάνω ὄφεων καὶ σκορπίων(3), καὶ ἐπὶ πᾶσαν τὴν δύναμιν(4) τοῦ ἐχθροῦ, καὶ οὐδὲν(5) ὑμᾶς οὐ μὴ ἀδικήσῃ.
19 Σας δίνω εξουσία να πατάτε πάνω σε φίδια και σκορπιούς, και να κυριαρχείτε πάνω σ’ όλη τη δύναμη του εχθρού· τίποτε δε θα σας βλάψει.
(1) Υπάρχει και η γραφή δέδωκα (έχω δώσει), που αναφέρεται σε εξουσία που δόθηκε ήδη=Εάν κάνατε τα έργα αυτά, αυτό οφείλεται στο ότι, όταν σας έστελνα, έδωσα σε σας την εξουσία. Αλλά το ιδού αντιτίθεται στην έννοια αυτή, διότι προαναγγέλλει κάτι νέο, ικανό να προκαλέσει την έκπληξη. Για αυτό άλλοι από τους νεότερους ερμηνευτές το «δέδωκα» ερμήνευσαν ως εξής: Η εξουσία που σας έχω δώσει, είναι ανώτερη από αυτήν, με την οποία κάνατε τις θεραπείες που σας χαροποίησαν. Θα κάνετε στο μέλλον με αυτήν πολύ μεγαλύτερα. Η γραφή δίδωμι λοιπόν, είναι προτιμότερη=Πήρατε ήδη εξουσία. Να όμως, ότι σας δίνω από τώρα και άλλη μεγαλύτερη τέτοια εξουσία (g). Όπως σας έδωσα, έτσι και στη συνέχεια σας δίνω (b). «Είναι αδύνατον να περπατά κάποιος πάνω σε ασπίδα και βασιλίσκο (δηλητ. φίδια) και να καταπατήσει λιοντάρι και δράκοντα, αν προηγουμένως, αφού καθαρίσει, όσο είναι δυνατόν σε άνθρωπο, τον εαυτό του, δεν πάρει δύναμη από αυτόν που είπε στους αποστόλους: Να έχω δώσει σε σας δύναμη να πατάτε πάνω σε φίδια και σκορπιούς» (Β).
(2) Να πατούν πάνω σε φίδια, όχι πλέον σε εχθρό που κατεβαίνει από τον ουρανό, αλλά σε εχθρό που υπάρχει στη γη (b). «Να, και δαίμονες σού υποτάσσω εάν προσέχεις. Διότι, λέει, θα πατάτε πάνω σε φίδια και σκορπιούς και σε όλη τη δύναμη του εχθρού. Δεν είπε θα εξουσιάζετε, όπως ακριβώς είπε για τα θηρία (στους πρωτοπλάστους), αλλά θα Πατάτε, κάνοντας την εξουσία πολύ πιο έντονη. Για αυτό και ο Παύλος δεν είπε, ο Θεός θα υποτάξει τον σατανά κάτω από τα πόδια σας, αλλά ο Θεός θα συντρίψει τον σατανά κάτω από τα πόδια σας» (Χ). «Διότι αν θέλουμε, τον έκανε πάτημα των ποδιών μας» (Χ).
(3) Ή, «φίδια και σκορπιούς με την πνευματική έννοια, τα οποία δαγκώνουν και τραυματίζουν τις ψυχές. Έτσι λοιπόν ονόμασε τους δαίμονες, όχι μόνο διότι είναι επίβουλοι και φαρμακεροί και καταστρεπτικοί, αλλά και επειδή είναι ασθενείς και ευάλωτοι» (Ζ). «Διότι όταν μεν η Γραφή θέλει να δηλώσει την αρπακτικότητά του, λέει· περιφέρεται σαν λιοντάρι που ωρύεται, ζητώντας ποιον να καταπιεί· όταν, από την άλλη, θέλει να δηλώσει ότι είναι φαρμακερός και θανάσιμος και καταστροφικός, τον αποκαλεί φίδι και σκορπιό… Διότι είναι πολύπλοκο το θηρίο και ποικίλο και έχει πολλή την ισχύ· όλα τα ανακινεί, όλα τα ταράζει, όλα τα γυρνά πάνω κάτω» (Χ). «Και όσοι μεν χτυπούν εμφανέστερα, αυτοί είναι φίδια, όσοι πάλι αφανέστερα, αυτοί είναι σκορπιοί» (Θφ). Ή, σύμφωνα με κυριολεξία γραμματική «(εννοεί) τα θηρία που φονεύουν τους ανθρώπους, όπως κάποιοι λένε» (Ζ)· τα φίδια και οι σκορπιοί είναι τύποι ζώων επικίνδυνων και μάλιστα τύποι των κινδύνων, οι οποίοι απειλούν τους απεσταλμένους του Κυρίου. Παρέχεται λοιπόν και εξουσία εναντίον των κινδύνων που θα συναντήσουν στο δρόμο οι μαθητές που περιοδεύουν (L)· εναντίον του πλήθους των βλαπτικών μέσων, τα οποία ο σατανάς ανακαλύπτει εναντίον των εργατών του Χριστού είτε στην φύση, είτε στην ανθρώπινη κοινωνία και τα οποία είναι μέσα εξωτερικά, που δημιουργούν εξωτερικούς κινδύνους (g). Πιο επιτυχής ίσως ερμηνεία: οι πιστοί ασφαλίστηκαν απέναντι στα φίδια, που θεωρούνται και με γραμματική και με μεταφορική έννοια (b). Χωρίς λοιπόν να αποκλείεται και η προστασία από φυσικές βλάβες (δες Πράξ. κη 3-5) κυρίως τονίζεται εδώ η νίκη κατά των πνευματικών εχθρών και βλαβών (p). Και εάν κακοί άνθρωποι πέσουν πάνω σας σαν φίδια και εάν «κατοικείς ανάμεσα σε σκορπιούς, μη φοβηθείς τα λόγια τους» (Ιεζ. β 6), αλλά μπορείς να περιφρονείς τη λύσσα τους και να τους καταπατάς. Καμία ανάγκη δεν υπάρχει να ταράζεστε, διότι δεν έχουν καμία άλλη δύναμη εναντίον σας παρά μόνο εκείνη, την οποία επέτρεψε σε αυτούς ο Θεός. Μπορούν να συρίζουν λυσσασμένα γύρω σας, αλλά δεν μπορούν να σας βλάψουν. «Θα βάλετε τα χέρια στην τρύπα της ασπίδας και στη φωλιά όπου οι ασπίδες έχουν τα μικρά τους και αυτά δεν θα κάνουν κακό ούτε θα μπορέσουν να φονεύσουν κανέναν» (Ησ. ια 8).
(4) Αντιτίθεται η δύναμη του εχθρού με την εξουσία που δόθηκε από το Χριστό (p). Φίδια και σκορπιοί είναι τα είδη, «όλη η δύναμη» είναι το γένος (b). Η «επί» εξαρτάται από τη λέξη «εξουσία» (L). «Θα μπορούσε να είναι δύναμη του εχθρού, όχι μόνο οι δαίμονες, αλλά και όλοι οι πολυειδείς πειρασμοί που προέρχονται από αυτούς»(Ζ).
(5) Υποκείμενο του αδικήση (p. g.): Τίποτα «ούτε δαίμονας, ούτε πειρασμός, αλλά ούτε θηρίο» (Ζ). Λιγότερο πιθανή ερμηνεία: σε τίποτα, σε τίποτα δεν θα μπορέσει να σας αδικήσει (δ). Δεν θα σας αδικήσει. «Διότι δεν γίνεται πλέον απ’ ευθείας η μάχη, ούτε είναι ίση η παράταξη, αλλά ο μεν (διάβολος) βρίσκεται μπρούμυτα πεσμένος κάτω, ενώ εσύ στέκεσαι όρθιος, χτυπώντας από πάνω· ο μεν είναι αποδυναμωμένος, ενώ εσύ ισχυρός. Από πού λοιπόν πολλές φορές νικά; Από τη δική μας νωθρότητα, από τη ραθυμία αυτών που κοιμούνται» (Χ).

10.20 πλὴν ἐν τούτῳ μὴ χαίρετε(1) ὅτι τὰ πνεύματα ὑμῖν ὑποτάσσεται(2), χαίρετε δὲ ὅτι τὰ ὀνόματα ὑμῶν(3) ἐγράφη(4) ἐν τοῖς οὐρανοῖς.
20 Μη χαίρεστε όμως γιατί σας υπακούνε τα δαιμονικά πνεύματα· μάλλον να χαίρεστε που τα ονόματά σας έχουν γραφτεί στον ουρανό».
(1) «Διότι δεν είναι δικό σας το κατόρθωμα, αλλά δική μου η χάρη. Μη χαίρεστε λοιπόν για αυτό, για να μην υψωθείτε σε αλαζονεία σαν να χαίρεστε για κατόρθωμα δικό σας» (Ζ). Η χαρά τους δεν απαγορεύεται, αλλά περιορίζεται στα κατάλληλα όρια. Αυτοί που χαίρονται υπερβολικά και με αυταρέσκεια, διατρέχουν τον κίνδυνο να αποβούν όμοιοι με τον σατανά (b).
(2) Η εξουσία να διώχνουν δαιμόνια δεν εξασφαλίζει την κατάκτηση της βασιλείας των ουρανών. Και ένας Ιούδας μπορεί να βγάζει δαιμόνια (p). «Μη χαίρεστε λοιπόν που τα δαιμόνια σας υποτάσσονται, επειδή ήξερε ότι όλοι οι άνθρωποι για αυτό κατεξοχήν χαίρονται λόγω κενοδοξίας. Δεν είναι τόσο μεγάλο να απαλλάξεις κάποιον από δαίμονα, όσο να τον γλυτώσεις από την αμαρτία» (Χ). «Διότι τα μεν θαύματα πολλές φορές άλλον μεν τον ωφέλησαν, αυτόν όμως που τα έκανε τον έβλαψαν, αφού τον ύψωσαν σε υπερηφάνεια και κενοδοξία» (Χ).
(3) Να χαίρεστε «διότι λόγω της πίστης σας πολιτογραφηθήκατε στην ουράνια πόλη… Διότι το να υποτάσσετε μεν τα δαιμόνια, σας έχει δοθεί για ωφέλεια άλλων· ενώ το να γραφτούν τα ονόματά σας στους ουρανούς, είναι για τη δική σας σωτηρία. Για αυτό εκείνη μεν η χαρά σαν κλέφτης προκαλεί αλαζονεία, ενώ αυτή μάλλον ευχαριστία. Και πρέπει να αρνηθείτε, από τη μία, εκείνη ως περιττή, να φροντίσετε, από την άλλη, αυτήν ως αναγκαία» (Ζ). «Διότι το να έχουν γραφτεί τα ονόματά σας στον ουρανό, είναι μαρτυρία για την αρετή σας και τον τρόπο ζωής· ενώ τα να βγάζετε δαίμονες, αυτή η χάρη είναι του Σωτήρα που την έχει δώσει» (Α). «Σωστός τρόπος ζωής και χωρίς αυτά (τα θαύματα), θα κερδίσει τα στεφάνια και σε τίποτα δεν θα υστερήσει τότε ως προς αυτό· παράνομη όμως ζωή ούτε με θαύματα δεν θα μπορέσει να αποφύγει την κόλαση» (Χ).
(4) «Όχι με μελάνι, αλλά με τη μνήμη του Θεού και με τη χάρη» (Θφ). Η εικόνα της ουράνιας εγγραφής, κατά την οποία έχουν απογραφεί από πριν τα ονόματα των σωσμένων, χρησιμοποιείται συχνά στην Π.Δ. (Εξ. λβ 32-33,Ησ. δ 3,Δαν. ιβ 1). Έχει παρθεί η εικόνα από τα κρατικά μητρώα ή και τα οικογενειακά αντίστοιχα, στα οποία ήταν καταγεγραμμένες όλες οι ισραηλιτικές οικογένειες. Αλλά η Γραφή υπενθυμίζει συχνά, ότι μπορεί κάποιος να διαγραφτεί από το βιβλίο αυτό (Εξ. λβ 33,Ιερεμ. ιζ 13,Ψαλμ. ξη 28,Αποκ. κβ 19). Έτσι τονίζεται και ο παράγοντας της ανθρώπινης ελευθερίας παράλληλα με τον παράγοντα της θείας πρόγνωσης και κλήσης (g). Υπάρχει και η γραφή εγγέγραπται, με την οποία υποδηλώνεται η εκλογή ως αποτέλεσμα της προαιώνιας πρόγνωσης και προορισμού του Θεού, η οποία είναι η απογραφή των ονομάτων στον ουρανό (δ). «Ο μεν διάβολος πέφτει κάτω από ψηλά, οι δε άνθρωποι ενώ είναι κάτω, γράφονται πάνω. Αυτή λοιπόν είναι η αληθινή χαρά, το να γραφτεί κάποιος πάνω» (Σχ,).

10.21 ᾽Εν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ(1) ἠγαλλιάσατο τῷ πνεύματι(2) ο Ιησούς καὶ εἶπεν(3), ᾽Εξομολογοῦμαί σοι, πάτερ, κύριε τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς(4), ὅτι ἀπέκρυψας ταῦτα ἀπὸ σοφῶν καὶ συνετῶν(5), καὶ ἀπεκάλυψας αὐτὰ νηπίοις(6)· ναί, ὁ πατήρ, ὅτι οὕτως εὐδοκία ἐγένετο ἔμπροσθέν σου(7).
21 Εκείνη τη στιγμή ο Ιησούς ένιωσε μέσα του αγαλλίαση, και είπε: «Σ’ ευχαριστώ Πατέρα, Κύριε του ουρανού και της γης, γιατί αυτά που απέκρυψες από τους σοφούς και τους συνετούς τα φανέρωσες στους ταπεινούς. Ναι, Πατέρα μου, αυτό έγινε γιατί έτσι το θέλησες».
(1) Την ώρα αυτή, κατά την οποία γύρισαν οι μαθητές και άκουσε την εξιστόρηση όσων έκαναν. Αυτοί οι αγράμματοι ψαράδες, αυτοί οι φτωχοί και άσημοι τους οποίους οι ισχυροί και σοφοί της Ιερουσαλήμ χαρακτήριζαν ως καταραμένους, επειδή αγνοούσαν τον νόμο (Ιω. ζ 49) είναι τα όργανα που δόθηκαν στον Ιησού από το Θεό για ανατροπή του βασιλείου του σατανά. Σε αυτό το θείο σχέδιο, το τελείως αντίθετο με τις προβλέψεις των ανθρώπων, αλλά τόσο θαυμαστά μεγάλο, ο Ιησούς αναγνωρίζει την σοφία του Πατέρα και παρακινείται σε δοξολογία της (g).
(2) «Ένιωσε αγαλλίαση στην ψυχή ως άνθρωπος» (Ζ). «Όπως ακριβώς δηλαδή ένας αγαθός πατέρας όταν δει τα παιδιά να κατορθώνουν κάτι, έτσι και ο Σωτήρας αγάλλεται, διότι αξιώθηκαν οι απόστολοι τέτοιων αγαθών» (Θφ). Είναι άξια ιδιαίτερης προσοχής η σημείωση ότι ο Ιησούς κατά την ώρα αυτή ένιωσε αγαλλίαση. Υπήρξαν τόσο λίγες αυτού του είδους οι στιγμές, κατά τις οποίες δοκίμασε χαρά ο Κύριος, διότι ήταν ο Άνθρωπος των θλίψεων. Πρόσεξε στο ότι τίποτα άλλο δεν προκαλεί στην καρδιά του Ιησού σκιρτήματα χαράς τόσο έκδηλα, όσο η πρόοδος του ευαγγελίου και η κατανίκηση του σατανά με την επιστροφή των ψυχών προς το Χριστό. Υπάρχει και η γραφή τω πνεύματι τω αγίω=η αγία αυτή χαρά και αγαλλίαση υπήρξε θεία έμπνευση. Το γεγονός αυτό είναι ανάλογο με το «οδηγούνταν από το πνεύμα στην έρημο» (Λουκ. δ 1)(p). Θα δεχτούμε την γραφή αυτή με την προϋπόθεση ότι ο Ιησούς ήταν πάντοτε γεμάτος από το Άγιο Πνεύμα.
(3) Δες Ματθ. ια 25-27 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις.
(4) Όταν πλησιάζουμε τον Θεό ως Πατέρα, πρέπει συγχρόνως να θυμόμαστε, ότι είναι και ο Κύριος του ουρανού και της γης και συνεπώς έχουμε υποχρέωση να πλησιάζουμε αυτόν με ευλάβεια, διότι είναι ο κυρίαρχος όλων, αλλά και με εμπιστοσύνη, διότι έχει τη δύναμη να μας χορηγήσει καθετί που έχουμε ανάγκη ή και καθετί που ποθούμε· έχει τη δύναμη να μας υπερασπίσει και προφυλάξει από κάθε κακό και να μας δώσει κάθε αγαθό.
(5) «Αποκρύφτηκαν τα μυστήρια από αυτούς που φαίνονταν σοφοί και συνετοί, αλλά δεν ήταν» (Θφ). «Διότι αυτός που έχει σκέτη και μόνη την σοφία του κόσμου, είναι ανόητος και ασύνετος μπροστά στο Θεό· αυτός όμως που φαίνεται ότι είναι ανόητος για τους σοφούς του κόσμου, αλλά έχει στο νου και στην καρδιά το φως της αληθινής θέασης του Θεού, αυτός είναι σοφός για το Θεό» (Κ). Είναι αξιοσημείωτη η αποσιώπηση του άρθρου μπροστά από τις λέξεις σοφών, συνετών και νηπίοις=Όχι από όλους τους σοφούς και σε όλους τους νήπιους. Το να είναι κάποιος σοφός και συνετός δεν αποκλείει αναγκαστικά την αποκάλυψη από το Θεό, αλλά μόνο αυτοί συχνά την αποκλείουν οι ίδιοι στους εαυτούς τους (p). Μερικοί από τους μεγαλύτερους επιστήμονες και τους μεγαλύτερους πολιτικούς υπήρξαν οι μεγαλύτεροι αμαθείς των μυστηρίων του ευαγγελίου. Ο κόσμος με τη σοφία δεν γνώρισε το Θεό (Α΄Κορ. α 21). Ο πόλεμος κατά του ευαγγελίου παρ’ όλα αυτά διεξάγεται από «την ψευδώνυμη γνώση» (Α΄Τιμ. στ 20). Εκείνοι οι οποίοι είναι κατεξοχήν έμπειροι στα αισθητά και κοσμικά, συνήθως είναι ελάχιστα έμπειροι στα πνευματικά. Είναι δυνατόν οι άνθρωποι να εισδύουν στα βάθη των μυστηρίων της φύσης και να γνωρίζουν καλά τα μυστήρια του κράτους και της πολιτικής, και όμως να έχουν άγνοια ή να πλανιούνται σχετικά με τα μυστήρια της βασιλείας των ουρανών, διότι δεν γνώρισαν ούτε υποπτεύθηκαν καν τη δύναμή τους. Της άγνοιάς τους αυτής δεν είναι αίτιος ο Θεός, αλλά λόγω του εγωισμού τους, αφήνει αυτούς στις δυνάμεις τους και η αμαρτία τους γίνεται και τιμωρία τους· ο εγωισμός τους δημιουργεί και την τύφλωσή τους. Εάν τιμούσαν το Θεό με τη σοφία, την οποία έχουν, θα χορηγούσε σε αυτούς και την γνώση των υψηλότερων αυτών αληθειών και μυστηρίων. Επειδή όμως με αυτήν υπηρέτησαν τις δικές τους ορέξεις, απέκρυψε ο Θεός τον ουράνιο αυτόν θησαυρό από τις καρδιές τους.
(6) «Επομένως, σε αυτούς που δίνουν την εντύπωση ότι είναι ανόητοι, δηλαδή έχουν το νου άκακο και με παιδικότητα ως προς την κακία, αποκάλυψε ο Πατέρας τον Υιό» (Κ). «Νήπια ονομάζει τους δικούς του μαθητές, επειδή δεν ήταν νομομαθείς, αλλά τους περισσότερους τους είχε συγκεντρώσει από τον όχλο και τους ψαράδες. Αλλά βεβαίως, θα μπορούσαν να ονομαστούν νήπια και επειδή ήταν άκακοι» (Θφ). Λέει αυτούς νήπια και σε αντίθεση με τους γραμματείς και Φαρισαίους, οι οποίοι και σύμφωνα με το δικό τους φρόνημα και σύμφωνα με τη γνώμη του λαού, ήταν οι σοφοί και συνετοί (Ιω. ζ 49,θ 10). «Επομένως δεν τίμησε την ανοησία ο Θεός περισσότερο από την σοφία, αλλά προτίμησε την ταπεινοφροσύνη από την υπερηφάνεια και πολύ λογικά εγκατέλειψε αυτόν που από την αναισθησία του έφραξε την ευεργεσία. Αυτός λοιπόν που είναι ταπεινόφρων και νήπιος, λέει· εσύ δίδαξέ με την δική σου αλήθεια· διότι εγώ από άνθρωπο δεν μπορώ να μάθω, εάν δεν μάθω από σένα. Διότι ποιος οφείλει να διδάσκει για το Θεό παρά ο Θεός; Από ψηλά λοιπόν έρχεται η αποκάλυψη μετά την άξια πρόθεση» (Ω). Εάν ραβίνοι και φιλόσοφοι εκλέγονταν ως απόστολοι, η επιτυχία του ευαγγελίου θα αποδιδόταν στη μάθηση και σοφία τους και στην ευγλωττία και δύναμη των συλλογισμών τους. Ο Παύλος πράγματι είχε σπουδάσει όλη τη ραβινική σοφία. Αλλά έγινε νήπιος εν Χριστώ, όταν έγινε απόστολος και άφησε κατά μέρος τα πειστικά λόγια της ανθρώπινης σοφίας, λησμόνησε τα πάντα και «δεν έκρινε ότι γνωρίζει κάτι παρά μόνο τον Ιησού Χριστό και αυτόν εσταυρωμένο» (Α΄Κορ. β 2).
(7) «Δηλαδή τέτοια ευαρέσκεια και θέληση έγινε μπροστά σου και έτσι σου άρεσε» (Θφ). Ας παίρνει ο Θεός την οδό και μέθοδο που του αρέσει, για να δοξάζει τον εαυτό του· και ας χρησιμοποιεί τα όργανα που αρέσουν σε αυτόν για να φέρει εις πέρας το έργο του. Η χάρη είναι δική του και μπορεί να δίνει ή να αποσύρει αυτήν κατά την αρέσκειά του. Πάντοτε όμως αυτός ενεργεί με σοφία και αγαθότητα και δικαιοσύνη. Ας μην μπορούμε εμείς να καταλάβουμε τους δρόμους και τις βουλές του. Δεν μπορούμε να δώσουμε τον λόγο για τον οποίο ο Πέτρος, ψαράς αγράμματος και άσημος, κλήθηκε να γίνει απόστολός του και προτιμήθηκε από τον Νικόδημο, Φαρισαίο και άρχοντα των Ιουδαίων, παρόλο που και αυτός πίστεψε στον Ιησού. Έτσι έγινε ευδοκία μπροστά στο Θεό. Ο Χριστός είπε αυτό για να το ακούσουν οι μαθητές του, για να δείξει σε αυτούς ότι όχι για τις αρετές τους ή για την δική τους αξία κλήθηκαν και τιμήθηκαν από τον Πατέρα, αλλά διότι «έτσι έγινε ευδοκία μπροστά στο Θεό»

10.22 Καὶ στραφεὶς πρὸς τοὺς μαθητὰς εἶπε(1)·Πάντα μοι παρεδόθη ὑπὸ τοῦ πατρός μου(2), καὶ οὐδεὶς επιγινώσκει τίς ἐστιν(3) ὁ υἱὸς εἰ μὴ ὁ πατήρ(4), καὶ τίς ἐστιν ὁ πατὴρ εἰ μὴ ὁ υἱὸς καὶ ᾧ ἐὰν βούληται ὁ υἱὸς ἀποκαλύψαι(5).
22 Ύστερα στράφηκε στους μαθητές και είπε: «Όλα μού έχουν παραδοθεί απ’ τον Πατέρα μου. Κανένας δεν ξέρει ποιος είναι ο Υιός παρά μόνον ο Πατέρας· ούτε ποιος είναι ο Πατέρας παρά μόνον ο Υιός, κι εκείνος στον οποίο θέλει ο Υιός να το φανερώσει».
(1) Ολόκληρη η φράση «Καὶ στραφεὶς… εἶπε» παραλείπεται από τα αλεξανδρινά χειρόγραφα και άλλα μεγαλογράμματα και φαίνεται ότι μπήκε και εδώ από τον επόμενο στίχο.
(2) «Δεν είναι μακριά το «Όλα μου παραδόθηκαν από τον Πατέρα μου» από το «μου δόθηκε κάθε εξουσία στον ουρανό και τη γη». Και για αυτό δίνεται σε αυτόν κάθε εξουσία, για να ειρηνοποιήσει μέσω του σταυρού είτε τα γήινα είτε τα ουράνια… Δικαιότατα λοιπόν όλα του τα παρέδωσε ο Πατέρας, επειδή και ο ίδιος ο Υιός παραδόθηκε χάριν όλων… Παραδόθηκε βεβαίως, από τη στιγμή που έγινε άνθρωπος, «έτσι ώστε στο όνομα του Ιησού να σκύψει κάθε γόνατο επουρανίων και επιγείων και καταχθονίων και κάθε γλώσσα να δοξολογήσει, ότι Κύριος Ιησούς Χριστός εις δόξαν Θεού Πατρός αμήν (Φιλιπ.2,11)»» (Ω). Παραδόθηκαν· «Διότι ήταν μεν και είναι Κύριος του ουρανού και της γης και έχει τον ίδιο θρόνο με τον Πατέρα και εξουσιάζει μαζί του πάνω σε όλα. Επειδή όμως κατεβάζοντας τον εαυτό του έγινε σαν εμάς άνθρωπος, μιλά πάλι σε συνάρτηση με τη συγκατάβαση της ανθρώπινης φύσης και δεν αρνείται τα λόγια που αρμόζουν στα μέτρα του αδειάσματος που έκανε, για να γίνει- πιστευτό ότι έγινε όπως εμείς και φόρεσε τη δική μας φτώχια» (Κ). O Χριστός ως Θεός είναι ίσος στη δύναμη και τη δόξα με τον Πατέρα. Αλλά ως μεσίτης και υιός ανθρώπου παίρνει τη δύναμή του και την δόξα του από τον Πατέρα, ο οποίος «όλη την κρίση την έχει δώσει σε αυτόν». Εξουσιοδότησε αυτόν ο Πατέρας να εγκαθιδρύσει Νέα Διαθήκη μεταξύ Θεού και ανθρώπου και να ειρηνεύσει τον αποστάτη κόσμο και να συμφιλιώσει τα γήινα κάνοντας ειρήνη. Για αυτό δόθηκε στο Χριστό «κάθε εξουσία στον ουρανό και τη γη» (Ματθ. κη 18) και «εξουσία κάθε σάρκας» (Ιω. ιζ 2) και «έδωσε σε αυτόν εξουσία να κρίνει διότι είναι υιός ανθρώπου» (Ιω. ε 22.27). Ο Θεός όλα τα παρέδωσε στα χέρια του Κυρίου Ιησού. Ας παραδώσουμε λοιπόν και εμείς τα πάντα σε αυτόν, οπότε πλέον το έργο της σωτηρίας συντελέστηκε και για μας. Αξιόλογη και η επόμενη: «Όλα παραδίδονται στον Υιό από τον Πατέρα, αφού επρόκειτο να υποταχτούν στον Υιό τα πάντα. Διότι δύο τρόποι υπάρχουν με τους οποίους βασιλεύει στα πάντα ο Θεός· ο ένας είναι και χωρίς τη θέλησή τους, ο άλλος με την θέλησή τους. Να τι θέλω να πω, Ο Θεός είναι Δεσπότης μου, ακόμα και αν δεν θέλω, επειδή είναι Δημιουργός μου. Είναι όμως Δεσπότης μου πάλι, όταν με την εκτέλεση των εντολών εκπληρώνω το θέλημά του ως δούλος ευγνώμων. Διότι προηγουμένως μεν, η φύση των ανθρώπων ήταν δούλη και υποχείρια στο Θεό, έστω και αν δεν ήθελε, έστω και αν υπηρετούσε το σατανά. Όταν όμως ο Χριστός ανέλαβε τον για χάρη μας πόλεμο, και μας απέσπασε από την τυραννία του διαβόλου και μας έκανε υπηρέτες και εργάτες των εντολών, από τότε γίναμε δούλοι και ως προς τη φύση και ως προς την προαίρεση. Διότι η μεν πρώτη δουλεία ήταν μόνο λόγω της φύσης, ενώ η δεύτερη είναι και από την προαίρεση. Αυτό λοιπόν είναι που λέει τώρα ο Κύριος ότι Όλα μου παραδόθηκαν… δηλαδή όλα πρόκειται να υποταχτούν σε μένα και να περιέλθουν στη δική μου δεσποτεία» (Θφ).
(3) Αυθεντική γραφή γινώσκει=Λιγότερο έντονη λέξη από το επιγινώσκει, το οποίο χρησιμοποιεί και ο Ματθαίος, συμπληρώνεται όμως το γινώσκει με το αμέσως ακόλουθο: ποιος είναι ο υιός (g)=ποια είναι η φύση του Υιού, ποιες οι βουλές του και ποια η θέλησή του (p).
(4) «Ο Κύριος λοιπόν του ουρανού και της γης και γενικώς των πάντων, λέει ότι όλα του παραδόθηκαν από τον Πατέρα… Αλλά αφού είπε αυτό, οδηγεί αμέσως τον λόγο στη δόξα και υπεροχή του και δείχνει καθαρά, ότι με κανέναν τρόπο δεν υστερεί σε σχέση με τον Πατέρα του. Διότι τι είπε προς εκείνον; Και κανείς δεν γνωρίζει την φύση του Πατέρα, χωρίς να έχει διδαχτεί για αυτήν, λέει, παρά μόνο ο Υιός· ούτε γνωρίζει κάποιος τον ομοούσιο με τον Πατέρα Υιό, παρά μόνο ο Πατέρας… Αυτός όμως, τον οποίο μόνος ο Πατέρας τον γνωρίζει, είναι πάνω από κάθε κατανόηση και λόγο, όπως ακριβώς και ο ίδιος ο Πατέρας που γνωρίζεται από μόνον αυτόν που γέννησε. Διότι μόνη γνωρίζει τον εαυτό της η αγία και ομοούσια Τριάδα, η πάνω από κάθε νου και λόγο» (Κ).
(5) «Αποκάλυψη είναι μετάδοση γνώσης ανάλογα με το μέτρο της φύσης και δύναμης του καθενός. Και όπου μεν είναι όμοια η φύση, εκεί υπάρχει γνώση χωρίς διδασκαλία· εδώ όμως έχουμε μάθηση από αποκάλυψη. Πρόσεξε λοιπόν, πώς εδώ μεν υπάρχει γνώση από χάρη, ενώ εκεί εκ φύσεως» (Τίτος Βοστρών). «Πρόσεξε λοιπόν, πώς ο μεν Υιός δεν γνωρίζει τον Πατέρα από αποκάλυψη, ενώ οι κτιστοί (άνθρωποι) από αποκάλυψη. Διότι μέσω της χάρης παίρνουν τη γνώση» (Θφ). «Όσοι όμως με αποκάλυψη γνώρισαν το Θεό, αυτοί δεν γνώρισαν τι είναι, αλλά ότι είναι [ότι δηλ.υπάρχει]» (Κ). Τα βάθη δηλαδή της θείας φύσης και σοφίας παραμένουν σε μας άγνωστα, ενώ κυρίως και κατεξοχήν από τη θεία αποκάλυψη πληροφορούμαστε για το ότι υπάρχει ο Θεός και μόνο κάποιες ακτίνες του απλησίαστου φωτός του δεχόμαστε.

10.23 Καὶ στραφεὶς(1) πρὸς τοὺς μαθητὰς(2) κατ᾽ ἰδίαν(3) εἶπεν(4), Μακάριοι οἱ ὀφθαλμοὶ οἱ βλέποντες ἃ βλέπετε(5).
23 Και γυρίζοντας στους μαθητές του τους είπε ιδιαιτέρως: «Μακάριοι είναι εκείνοι που βλέπουν όσα βλέπετε εσείς!
(1) «Αφού γύρισε την πλάτη σε αυτούς που δεν ήθελαν ούτε να βλέπουν ούτε να ακούνε, αλλά ήταν ανυπάκουοι, και είχαν μέσα τους τυφλό τον νου, χάριζε όλο τον εαυτό του σε αυτούς που τον αγαπούσαν» (Κ).
(2) Οσοδήποτε μεγάλη ιδέα και αν είχαν σχηματίσει οι μαθητές για το πρόσωπο και το έργο του Ιησού, ήταν ακόμη πολύ μακριά από την ακριβή εκτίμηση της αξίας, την οποία είχε η εμφάνιση στον κόσμο του υιού του Θεού που ενανθρώπησε. Ο Ιησούς ζητά να ανοίξει τα μάτια τους, αλλά μιλώντας σε αυτούς μυστικά και ιδιωτικά. Θα τους ανακοίνωνε μυστικό, το οποίο δεν μπορούσαν να βαστάξουν οι πολλοί. Θα τους βεβαίωνε δηλαδή, ότι αυτός είναι η τέλεια αποκάλυψη του Πατέρα, την οποία επιθύμησαν να απολαύσουν οι εκλεκτοί της Π.Δ. (g).
(3) H προηγούμενη ευχαριστία και δοξολογία του Κυρίου φαίνεται να έγινε δημόσια. Παίρνει λοιπόν κατ’ ιδίαν τους μαθητές «και τους μακαρίζει διότι έτυχαν αυτής της αποκάλυψης. Διότι με αυτό τους αποκάλυπτε τον Πατέρα… Αυτού του αγαθού όμως, δεν έτυχε κανείς από τους αγίους πριν την ένσαρκη οικονομία (ενανθρώπηση)» (Θφ).
(4) Δες Ματθ. ιγ 16,17 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις. Ο Ματθαίος αναφέρει με κάποιες μικρές διαφορές τα ίδια λόγια σε διαφορετική θέση και ανάμεσα σε άλλα συμφραζόμενα, δηλαδή μετά την εξήγηση του λόγου, για τον οποίο ο Κύριος χρησιμοποιούσε τις παραβολές. Δεν αποκλείεται τα λόγια αυτά να λέχθηκαν επανειλημμένα. Πάντως η θέση την οποία επιφύλαξε σε αυτά ο Λουκάς παρουσιάζεται να ταιριάζει με έξοχο τρόπο.
(5) «Μακαρίζει αυτούς που βλέπουν με πίστη» (Θφ). «Κατασκευάστηκε ο λόγος σχετικά με αυτά σύμφωνα με την καθολική και κοινή συνήθεια. Πρέπει όμως να γνωρίζουμε το εξής· το να «βλέπουν» σε αυτήν την περίπτωση, δεν σημαίνει την ενέργεια της όρασης με τα σωματικά μάτια, αλλά μάλλον την απόλαυση αυτών που αυτός έδινε στους ευσεβείς… Διότι, για το γεγονός ότι αυτοί που είδαν τα θαύματα του Χριστού δεν θα μπορούσαν να είναι καθόλου και οπωσδήποτε μακάριοι, πώς μπορεί κάποιος να αμφιβάλλει; Διότι πάρα πολλοί μεν Ιουδαίοι είδαν το Χριστό να ενεργεί με τρόπο που πρέπει σε Θεό· αλλά δεν θα άρμοζε σε όλους το να μακαρίζονται. Διότι δεν πίστεψαν καθόλου, αλλά ούτε είδαν τη δόξα του με τα μάτια της διάνοιας» (Κ).

10.24 λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι πολλοὶ προφῆται καὶ βασιλεῖς(1) ἠθέλησαν ἰδεῖν ἃ ὑμεῖς βλέπετε καὶ οὐκ εἶδαν, καὶ ἀκοῦσαι ἃ ἀκούετε καὶ οὐκ ἤκουσαν.
24 Σας βεβαιώνω πως πολλοί προφήτες και βασιλιάδες θέλησαν να δουν αυτά που βλέπετε εσείς, μα δεν τα είδαν· ν’ ακούσουν όσα ακούτε εσείς, μα δεν τα άκουσαν».
(1) Προφήτες και βασιλιάδες οι οποίοι με διαφορετικό τρόπο ευλογήθηκαν πολύ. Παράδειγμα προφήτου και βασιλιά παρέχεται ο Αβραάμ, ο οποίος ήταν προφήτης ταυτόχρονα και ηγεμόνας. Δες Γεν. κγ 6 και κ 7 και Ιω. η 56. Επίσης ο Δαβίδ ο οποίος υπήρξε βασιλιάς μαζί και προφήτης και πατέρας τόσων βασιλιάδων (b). Τέτοιοι υπήρξαν και οι Μωϋσής, Ησαΐας και Μιχαίας και από τους βασιλιάδες εκτός από τον Δαβίδ, οι Σολομώντας και Εζεκίας (p), όπως και αυτοί που πίστεψαν, με περισσότερη υπακοή από τον Άχαζ, στο προφητικό μήνυμα του Ησαΐου σχετικά με τον Μεσσία (κεφ. ζ) (L).

Στίχ. 25-37. Η παραβολή του καλού Σαμαρείτη.
10.25 Καὶ ἰδοὺ νομικός τις(1) ἀνέστη(2) ἐκπειράζων(3) αὐτὸν λέγων, Διδάσκαλε(4), τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω(5);
25 Κάποιος νομοδιδάσκαλος παρουσιάστηκε στον Ιησού, και για να τον φέρει σε δύσκολη θέση του είπε: «Διδάσκαλε, τι πρέπει να κάνω για να κερδίσω την αιώνια ζωή;»
(1) Είναι άλλος από αυτόν στα Μάρκ. ιβ 28 και Ματθ. κβ 35, ο οποίος στην Ιερουσαλήμ και τις μέρες πριν το πάθος ρωτά τον Ιησού ποια εντολή είναι μεγαλύτερη στο νόμο, θέτοντας έτσι σε αυτόν ζήτημα θεολογικό. Ενώ ο νομικός στη Γαλιλαία θέτει εδώ ζήτημα πρακτικό (g). Επίσης οι παραπομπές στο νόμο, εδώ μεν λέγονται από τον νομικό, ενώ εκεί από τον Κύριο (p). Για τα παραθέματα αυτά δες και τις ερμην. σημειώσεις στα παραπάνω εδάφια των Μάρκου και Ματθαίου.
(2) Το «ανέστη» δείχνει, ότι ο Ιησούς και οι γύρω του τη στιγμή εκείνη κάθονταν (g). Σηκώθηκε όρθιος με τον σκοπό να τον ρωτήσει (b).
(3) Η πρόθεση «εκ» επιτείνει την έννοια του πειράζω=πείραζε ισχυρά (δ) «Είχε την προσδοκία να παγιδέψει τον Χριστό, ώστε οπωσδήποτε να διατάξει κάτι αντίθετο με τον νόμο» (Ζ). «Νομίζοντας ότι μπορεί να παγιδέψει τον Χριστό, ώστε να πει κάτι εναντίον του Μωϋσή, δηλαδή να πει ότι η δική του διδασκαλία είναι καλύτερη από την εντολή που έδωσε ο Μωϋσής, πλησιάζει πειράζοντάς τον» (Κ). Το ζήτημα ήταν καθαρά πρακτικό και ο νομικός φαίνεται να έχει την πρόθεση να φέρει τον Κύριο σε δύσκολη θέση (L), και να εκθέσει την ικανότητά του ως δασκάλου (p).
(4) «Πλησιάζει με υποκρισία και διάθεση επίπλαστη και υποκρινόμενος ότι τον τιμά, τόν ονομάζει διδάσκαλο, έτσι ώστε με τα καλά λόγια, να διαφύγει της προσοχής αυτό που κρυφά μέσα του επιχειρούσε… Τον αποκαλείς διδάσκαλο ενώ δεν ανέχεσαι να μάθεις· υποκρίνεσαι ότι τιμάς, ενώ προσδοκάς να τον παρασύρεις» (Κ). Το ερώτημα που έθεσε ο νομικός, σπουδαίο και αναντίλεκτα καλό, έπαυσε να είναι τέτοιο από τη στιγμή που η πρόθεση αυτού που το έθεσε ήταν πονηρή. Δεν είναι λοιπόν αρκετό να μιλά κάποιος για τα θεία και να ερευνά αυτά, αλλά πρέπει και η πρόθεση με την οποία μιλά και ερευνά, να είναι ευθεία και θεάρεστη. Εάν μιλάμε για την αιώνια ζωή και τον δρόμο προς αυτήν επιπόλαια και μόνο σαν για θέμα συζητήσιμο και μάλιστα και αμφισβητήσιμο, ασφαλώς τότε χρησιμοποιούμε το όνομα του Κυρίου του Θεού μάταια.
(5) To ρήμα κληρονομώ συναντιέται συχνά στους Ο΄ για την κατάκτηση της Χαναάν από τους Ισραηλίτες (Δευτ. δ 22,26,στ 1 κλπ.), και από εκεί κατέληξε να δηλώνει την τέλεια κατάκτηση των αγαθών της βασιλείας του Μεσσία (Ψαλμ. κδ 13,λστ 9,11,22,29,Ησ. ξ 21). Και οι δύο χρήσεις της λέξης, βασίζονται στην αρχική υπόσχεση προς τον Αβραάμ (p).

10.26 ὁ δὲ εἶπεν πρὸς αὐτόν, ᾽Εν τῷ νόμῳ(1) τί(2) γέγραπται; πῶς(2) ἀναγινώσκεις;
26 Ο Ιησούς τον ρώτησε: «Ο νόμος τι γράφει;»
(1) Μπαίνει μπροστά με έμφαση. «Επειδή κατάλαβε την πανουργία του ο Σωτήρας, τον παραπέμπει στο νόμο» (Ζ) «για τον οποίο καυχιόταν πολύ» (Θφ). Ένας νομικός οφείλει να γνωρίζει ότι στο ερώτημα που τέθηκε δίνεται σαφής η απάντηση από το νόμο (p).
(2) Τι… πώς. Με το ερώτημά του ο Κύριος διακρίνει μεταξύ του περιεχομένου στο νόμο (τι;) και των λέξεων από τις οποίες αποτελείται το κείμενο του νόμου (πώς;) (g). Ή, το «τι» δείχνει την αντικειμενική ύπαρξη στο νόμο των όρων της κληρονομιάς, ενώ το «πως» αναφέρεται στην υποκειμενική τους γνώση=Τι γράφει για αυτό ο νόμος και πως εσύ το αντιλαμβάνεσαι αυτό (δ). Ο Κύριος μολονότι διέγνωσε τις σκέψεις και τις προθέσεις της καρδιάς του νομικού, απαντά όχι σύμφωνα με την πανουργία και διεστραμμένη γνώμη εκείνου, αλλά σύμφωνα με την σπουδαιότητα, την οποία έκρυβε από μόνο του το ερώτημα που προβλήθηκε. Τον παραπέμπει στο νόμο και τον ρωτά «Στο νόμο τι έχει γραφτεί;». Μας χρησιμεύει λοιπόν πολύ, προκειμένου να εργαστούμε για κληρονομιά της αιώνιας ζωής, να ερευνούμε τι έχει γραφτεί στο νόμο. Πρέπει να αναφερόμαστε πάντοτε στη Βίβλο και να ζητάμε από εκεί οδηγίες και φωτισμό. Είναι μεγάλο έλεος ότι έχουμε το νόμο του Θεού γραμμένο και μπορούμε έτσι με βεβαιότητα να μάθουμε τι ο Θεός ζητά από εμάς. Εφόσον όμως έχουμε αυτόν γραπτό, καθήκον μας είναι να τον μελετούμε έτσι ώστε όταν παρουσιάζεται οποιαδήποτε περίσταση, να είμαστε σε θέση να απαντάμε τι έχει γραφτεί σε αυτόν. Προς αυτόν πρέπει να αναφερόμαστε πάντοτε· αυτόν να συμβουλευόμαστε, αυτός να είναι ο οδηγός μας, αυτός ο κανόνας της ζωής μας και μέσω αυτού να παύουν τελείως οι αμφιβολίες και αμφισβητήσεις μας.

10.27 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν(1), Ἀγαπήσεις κύριον τὸν θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης της ψυχῇς σου καὶ ἐξ ὅλης της ἰσχύος σου καὶ ἐξ΄ όλης της διανοίας σου(2), καὶ τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν.
27 Εκείνος απάντησε: Ν’ αγαπάς τον Κύριο το Θεό σου μ’ όλη την καρδιά σου και μ’ όλη την ψυχή σου, μ’ όλη τη δύναμή σου και μ’ όλο το νου σου· και τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου.
(1) Δεν είναι παράδοξο, ότι ο νομικός αμέσως απαντά με το πρώτο μέρος της περίληψης του νόμου, που παρατίθεται στο Δευτερ. στ 5, διότι οι Ιουδαίοι όφειλαν να απαγγέλλουν το χωρίο αυτό κάθε μέρα, πρωί και απόγευμα. Ως προς το δεύτερο όμως μέρος («και τον πλησίον σου ως εαυτόν»), το οποίο παρατίθεται στο Λευϊτ. ιθ 18, παρουσιάζεται κάπως αμφίβολο να είχε από μόνος του την ετοιμότητα ο νομικός, να συνδέσει αυτό αμέσως με το πρώτο. Είναι λοιπόν πιθανόν, ότι ο Κύριος με κατάλληλες ερωτήσεις οδήγησε τον νομικό στο να διατυπώσει έτσι την απάντησή του (g). Πιθανόν όμως η απάντηση του νομικού να αποτελεί την ηχώ της διδασκαλίας του Ιησού, την οποία αυτός είχε ακούσει και σκόπιμα χρησιμοποίησε, αποβλέποντας στο να προκαλέσει συζήτηση στο σημείο αυτό. Δεν είναι όμως και αδύνατον ο νομικός αυτός να είχε κατανοήσει ορθότερα και βαθύτερα το πνεύμα της Παλαιάς αποκάλυψης και να βρέθηκε έτοιμος να δώσει την απάντηση αυτή (L).
(2) Σύμφωνα με τον Λουκά, η εντολή που αναφέρεται στην προς το Θεό αγάπη περιλαμβάνει 4 όρους, καρδιά, ψυχή, ισχύ, διάνοια, ενώ στο εβραϊκό κείμενο και στους Ο΄ υπάρχουν 3 όροι· καρδιά, ψυχή, ισχύς, αλλά στο εβραϊκό ο όρος καρδιά (λεμπ) περιλαμβάνει και την διάνοια. Η καρδιά στη Γραφή σημαίνει την κεντρική εστία, από την οποία στέλνονται όλες οι ακτίνες της ηθικής ζωής στις 3 κύριες κατευθύνσεις τους, δηλαδή προς τις δυνάμεις και ιδιότητες της ψυχής τις συναισθηματικές (=ψυχή), προς τις δυνάμεις τις ενεργητικές της θέλησης (=ισχύς) και προς τις δυνάμεις τις διανοητικές (=διάνοια). Η διαφορά μεταξύ της καρδιάς, η οποία είναι κατά κάποιο τρόπο ο κορμός και των τριών κλαδιών του, του συναισθήματος, της θέλησης και της διάνοιας, τονίζεται ισχυρά με την διαφορετική γραφή των αλεξανδρινών χειρογράφων, στην οποία μόνο στο «εξ’ όλης της καρδίας» υπάρχει η πρόθεση «εκ», που αντικαθίσταται στη συνέχεια με την πρόθεση «εν», ως εξής: «και εν όλη τη ψυχή σου και εν όλη τη ισχύϊ σου και εν όλη τη διανοία σου». Η ηθική ζωή ξεπηδά από την καρδιά και πραγματοποιείται εκδηλουμένη προς τα έξω «εν» δηλαδή μέσω των 3 άλλων δυνάμεων της ψυχής (g). «Το να αγαπά βεβαίως κάποιος τον Θεό με όλη την καρδιά και την ψυχή και τη δύναμη, αφαιρεί και με το παραπάνω την αγάπη προς τα χρήματα, την ηδονή, την κενή δόξα· βγάζει από την κοσμική διάθεση, τον ξεχωρίζει από τον κόσμο και τον ενώνει με τον Χριστό» (Κ). Πρέπει να αγαπούμε το Θεό ολόψυχα· πρέπει να αποβλέπουμε σε αυτόν ως το ύψιστο των αγαθών και το άριστο από όσα υπάρχουν, ως αυτό που από μόνο του είναι το εξόχως και απολύτως αξιαγάπητο και άπειρα τέλειο και εξαίρετο, ως το ον με το οποίο και λόγω ευγνωμοσύνης και λόγω συμφέροντος έχουμε τις μέγιστες υποχρεώσεις. Η προς αυτόν αγάπη μας πρέπει να είναι ειλικρινής, εγκάρδια, θερμή. Πρέπει να είναι ασύγκριτη και ανυπέρβλητη αγάπη, ισχυρή όπως ο θάνατος, συγχρόνως όμως και ενσυνείδητη και λογική, ώστε να είμαστε σε θέση να δίνουμε και τους λόγους για τους οποίους αγαπάμε το Θεό. Πρέπει να είναι ολοκληρωτική αγάπη ώστε να κυριεύει ολόκληρες τις ψυχές μας και να εκδηλώνεται με όλες τις δυνάμεις των ψυχών μας και με καθετί το οποίο υπάρχει σε αυτές. Πρέπει να μην μοιράζουμε και με κάτι άλλο την αγάπη μας, αλλά ό,τι άλλο αγαπούμε, να το αγαπούμε για αυτόν και να υποτάσσουμε την προς αυτό αγάπη μας, στη δική του αγάπη.

10.28 εἶπε δὲ αὐτῷ, ᾽Ορθῶς ἀπεκρίθης(1)· τοῦτο(2) ποίει(3) καὶ ζήσῃ.
28 «Πολύ σωστά απάντησες», του είπε ο Ιησούς· «αυτό κάνε και θα ζήσεις».
(1) «Είπε ότι απάντησε σωστά, διότι απήγγειλε τις δύο εντολές. Διότι σχετίζονται μεταξύ τους» (Ζ) και αποτελούν την πληρότητα του νόμου.
(2) Ο Ιησούς είναι αλήθεια, ότι τοποθετείται στο πεδίο του νόμου (L). «Επειδή δηλαδή, λέει, ακόμη βρίσκεσαι κάτω από την επιρροή του νόμου, σωστά απαντάς» (Θφ). Αλλά η απάντηση αυτή του Κυρίου έχει αιώνια αξία, μόνο διότι η εντολή της αγάπης έχει ισχύ αιώνια και σε αυτήν περιλαμβάνεται και ο νέος νόμος σύμφωνα με τον θείο Παύλο (Γαλ. ε 14) (L). Εν μέρει λοιπόν αληθεύει η επόμενη εκδοχή: «Αν ήθελες, νομικέ, αληθινά να μάθεις, θα άκουγες από τον Χριστό αυτά που οδηγούν στην αιώνια ζωή. Επειδή όμως πειράζεις με κακία, τίποτα άλλο δεν θα ακούσεις, παρά μόνο αυτά που είχε θεσπίσει ο Μωϋσής στους παλιούς· τα οποία… είχαν και την απαλλαγή των κακών και την ανταπόδοση των αγαθών που δίνεται εδώ στη γη. Διότι λέει «εάν θέλετε και με ακούσετε, θα φάτε τα αγαθά της γης· εάν όμως δεν θέλετε, ούτε με ακούσετε, θα σας φάει μαχαίρι»(Λευϊτ. κστ 3)» (Κ). Η εκδοχή αυτή είναι ως προς το εξής αληθινή, ότι δηλαδή η αγάπη πρέπει απαραιτήτως να εκδηλώνεται ως καρπός της ζωντανής πίστης, ώστε να ενεργείται η πίστη μέσω της αγάπης και συνεπώς η πλήρης απάντηση στο ερώτημα του νομικού θα ήταν: αγάπη ως καρπός πίστης αληθινής και ζωντανής.
(3) Συνεχώς και εξακολουθητικά, όχι απλώς μία φορά. Ο νομικός ρώτησε «τι κάνοντας», ενώ ο Κύριος απαντά «αυτό να κάνεις» (p).

10.29 ὁ δὲ θέλων δικαιούν(1) ἑαυτὸν εἶπε πρὸς τὸν ᾽Ιησοῦν, Καὶ τίς ἐστίν μου πλησίον(2);
29 Εκείνος όμως, θέλοντας να δικαιολογήσει τον εαυτό του, είπε στον Ιησού: «Και ποιος είναι ο πλησίον μου;»
(1) Υπάρχει και η γραφή δικαιώσαι. Να δικαιώσει τον εαυτό του. Γιατί; Κάποιοι λένε, διότι παρέλειψε μέχρι τότε να εφαρμόσει το καθήκον αυτό. Άλλοι, διότι έθεσε ερώτημα, στο οποίο η απάντηση ήταν τόσο απλή και ήταν σε θέση ο νομικός και μόνος του να βρει αυτήν, οπότε αποδεικνυόταν ότι δεν ρώτησε με ευθύτητα τον Ιησού. Η τελευταία αυτή εκδοχή είναι η πλησιέστατη στην αλήθεια. Σχεδόν όμως συνυπονοεί και την πρώτη εκδοχή (p). Ο νομικός δηλαδή θέλει να πει ότι η σύσταση που έγινε από τον Κύριο να τηρεί την αγάπη, δεν τον αφορά διότι πάντοτε τήρησε το παράγγελμα αυτό. Και ρωτά ποιος είναι ο πλησίον, για να πληροφορηθεί μήπως παρέλειψε κάτι ως τώρα στην τήρηση της αγάπης προς τον πλησίον (L). Ρωτά τι σημαίνει η λέξη πλησίον; Και μέχρι πού εκτείνεται η έννοιά της; (g).
(2) Το ζήτημα αυτό απασχολούσε σοβαρά τους Ιουδαίους την εποχή αυτή. Ο Μαιμωνίδης υποστήριζε, ότι ο νόμος «εξαιρεί όλους τους εθνικούς, όταν λέει πλησίον. Ισραηλίτης που φονεύει αλλοεθνή, δεν πρέπει να καταδικαστεί σε θάνατο από το συνέδριο» (p). Σύμφωνα με τους ραβίνους: να αγαπήσεις τον πλησίον σου, αλλά όχι και τους εθνικούς, διότι αυτοί δεν είναι πλησίον μας, αλλά μόνο όσοι είναι ομοεθνείς και ομόθρησκοί μας, αυτοί είναι και πλησίον μας. Δεν θα θανάτωναν Ισραηλίτη που φόνευσε εθνικό, διότι αυτός που φονεύτηκε δεν ήταν πλησίον. Και απαγορευόταν μεν, εφόσον δεν επρόκειτο για εμπόλεμη κατάσταση, να φονεύσει κάποιος εθνικό, δεν ήταν όμως υποχρεωμένος ο Ισραηλίτης να σπεύσει σε βοήθεια εθνικού που διέτρεχε κίνδυνο θανάτου.

10.30 ὑπολαβὼν(1) ὁ ᾽Ιησοῦς εἶπεν(2), ῎Ανθρωπός τις(3) κατέβαινεν ἀπὸ ᾽Ιερουσαλὴμ(4) εἰς ᾽Ιεριχὼ(5) καὶ λῃσταῖς περιέπεσεν(6), οἳ καὶ(7) ἐκδύσαντες αὐτὸν καὶ πληγὰς ἐπιθέντες(8) ἀπῆλθον ἀφέντες ἡμιθανῆ τυγχάνοντα.
30 Πήρε τότε αφορμή ο Ιησούς και είπε: «Κάποιος άνθρωπος, κατεβαίνοντας από τα Ιεροσόλυμα για την Ιεριχώ, έπεσε πάνω σε ληστές. Αυτοί τον ξεγύμνωσαν, τον τραυμάτισαν και έφυγαν παρατώντας τον μισοπεθαμένο.
(1) «Με την έννοια ότι διαδέχτηκε τον λόγο» (Ζ)· παίρνω μετά από κάποιον το λόγο (η πρόθεση υπό=από κάτω, δηλαδή όχι από την αρχή) και συνεχίζω αυτόν (δ). Μόνο εδώ στην Κ.Δ. έχει το υπολαμβάνω αυτήν την έννοια. Στο Λουκ. ζ 43,Πράξ. β 15 βρίσκεται με την έννοια του υποθέτω (p).
(2) Ως προς την έννοια της ακόλουθης παραβολής δεν πρέπει να λησμονούμε, ότι παρεμβλήθηκε το νέο ζήτημα: Ποιος είναι πλησίον μου. Στο νέο αυτό ερώτημα και μόνο σε αυτό απαντά η παραβολή, αποσκοπώντας να αποδείξει στον νομικό, ότι η απάντηση στο νομικοθεολογικό ζήτημα, το οποίο αυτός έθεσε, είναι εκ φύσεως εγγεγραμμένη σε κάθε ευθεία καρδιά και αρκεί κάποιος να έχει αγαθή θέληση, για να μάθει αυτήν από εκεί (g).
(3) Η διήγηση υπονοεί ότι ο άνθρωπος αυτός ήταν Ιουδαίος (p). Αλλά ο Κύριος αποσιωπά αυτό «χωρίς να καθορίζει καταγωγή, ούτε εξετάζοντας την αρετή, αλλά κάνει την σύνδεση με κριτήριο τη φύση, διηγούμενος για τον τάδε που έπαθε από τους ληστές, στον οποίο αρμόζει φιλανθρωπία από κάθε άνθρωπο, αφού αυτό το απαιτεί η ίδια η φύση» (Κ). «Ο Σωτήρας λοιπόν, ορίζει τον πλησίον με κριτήριο τη φύση… Όλοι δηλαδή, λέει, που μετέχουν στην ίδια φύση με εσένα, είναι πλησίον σου» (Θφ).
(4) Κατέβαινε από την Ιερουσαλήμ που βρισκόταν γύρω στα 740 μέτρα πάνω από τη θάλασσα στην Ιεριχώ που βρισκόταν γύρω στα 350 μέτρα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας (L).
(5) Μεταξύ Ιερουσαλήμ και Ιεριχούς υπάρχει βραχώδης έρημος, στην οποία φώλιαζαν ληστές, όπως βεβαιώνει και ο Ιερώνυμος για την εποχή του (Ερμην. εις το Ιερ. γ 2)(δ).
(6) Με την πρόθεση «περί» παριστάνονται οι ληστές σαν να είχαν κάνει ενέδρα κυκλικά=έπεσε μέσα σε ενέδρα ληστών (δ).
(7) =οι οποίοι μαζί με τις άλλες κακώσεις τις οποίες του προκάλεσαν, ακόμη και τον έγδυσαν από τα ρούχα του (p).
(8) Ίσως διότι αυτός επιχείρησε να αντισταθεί σε αυτό το γδύσιμο και για να τον κάνουν ανίκανο για κάθε άμυνα, τον τραυμάτισαν (δ,p).

10.31 κατὰ συγκυρίαν(1) δὲ ἱερεύς τις κατέβαινεν(2) ἐν τῇ ὁδῷ ἐκείνῃ, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἀντιπαρῆλθεν(3)·
31 Από ’κείνο το δρόμο έτυχε να κατεβαίνει και κάποιος ιερέας, ο οποίος τον είδε, αλλά τον προσπέρασε χωρίς να του δώσει σημασία.
(1) Λέγεται μοναδική φορά η λέξη στην Κ.Δ.. Δεν σημαίνει ακριβώς κατά τύχη, αλλά κατά σύμπτωση, κατά σύμφωνη συνδρομή. Η λέξη είναι σπάνια και συναντιέται στο Ιπποκράτη («δι’ άλλην τινά συγκυρίαν» και «τα από συγκυρίας»). Ούτε η λέξη συντυχία ούτε η λέξη τύχη συναντιέται κάπου στην Κ.Δ., αλλά μία μόνο ή δύο φορές η λέξη τύχη στους Ο΄ (p). Πολλές καλές ευκαιρίες κρύβονται κάτω από εκείνα, τα οποία μας φαίνονται τυχαία (b).
(2) Το κατέβαινεν υπονοεί ότι και αυτός ερχόταν από την Ιερουσαλήμ. Το ότι επέστρεφε στο σπίτι του, αφού εκπλήρωσε τα καθήκοντα της εφημερίας του και ότι η Ιεριχώ ήταν πόλη στην οποία έμεναν ιερείς, όπως και η Χεβρών, αποτελούν απλές εικασίες (p). Ιερέας, λειτουργός του Θεού και γνώστης του θελήματός του (δ). Τόσο ο ιερέας όσο και ο λευΐτης είχαν αξίωμα και έργο ιερό, οπότε λόγω και της ιδιότητάς τους αυτής, ήταν περισσότερο από κάθε άλλον Ισραηλίτη υποχρεωμένοι, να είναι συμπαθείς και εύσπλαχνοι. Δες και Εβρ. ε 2. Αυτοί με το αξίωμά τους θα δίδασκαν και τους υπόλοιπους ομοεθνείς τους ποιο σε παρόμοιες περιστάσεις θα ήταν το καθήκον του καθενός από αυτούς. Και όμως αυτοί αγνόησαν και αθέτησαν το καθήκον τους αυτό. Είναι θλιβερό εκείνοι, οι οποίοι θα έπρεπε να δίνουν το παράδειγμα της ευσπλαχνίας και της αγάπης, να γίνονται φαινόμενα σκληρότητας και ασπλαχνίας· και αυτοί οι οποίοι έχουν καθήκον να αποδεικνύουν και να κάνουν ολοφάνερα τα ελέη του Θεού για να μεταδίδουν σπλάχνα οικτιρμών σε αυτούς που διδάσκουν, να κλείνουν τα δικά τους σπλάχνα και να παρουσιάζονται άσπλαχνου και σκληροί.
(3) Παρόλο που είδε αυτόν σε τέτοια κατάσταση, πέρασε από το αντικρινό μέρος του δρόμου, πέρασε από το άλλο μέρος, χωρίς να τον πλησιάσει (δ). Σπάνια λέξη, που μόνο εδώ συναντιέται στην Κ.Δ. Στη Σοφ. Σολ. ιστ 10 έχει την αντίθετη έννοια: Ήλθε από το αντίθετο ή απέναντι μέρος («διότι το έλεός σου αντιπαρήλθε και τους θεράπευσε») (p).

10.32 ὁμοίως δὲ καὶ Λευίτης γενόμενος κατὰ τὸν τόπον ἐλθὼν καὶ ἰδὼν(1) ἀντιπαρῆλθεν.
32 Το ίδιο και κάποιος λευίτης, που περνούσε από ’κείνο το μέρος· παρ’ όλο που τον είδε κι αυτός, τον προσπέρασε χωρίς να του δώσει σημασία.
(1) Ο Λευΐτης παρουσιάζεται περισσότερο άσπλαχνος από τον ιερέα. Ο ιερέας είδε από μακριά και έφυγε. Ο Λευΐτης ήλθε πολύ κοντά στον πάσχοντα, είδε την άθλια κατάστασή του και πέρασε απέναντι (p). Η συμπεριφορά του λευΐτη υπήρξε περισσότερο αξιοκατάκριτη από του ιερέα. Ο ιερέας εκδήλωσε φιλαυτία από κάποιο ένστικτο ζωώδες· ο λευΐτης εκδήλωσε φιλαυτία με λογική και με υπολογισμό (ο). Τα αλεξανδρινά χειρόγραφα παραλείπουν το γενόμενος=Λευΐτης ελθών κατά τον τόπον και ιδών. Μαζί με το «γενόμενος» το ελθών χωρίζεται από το «κατά τον τόπον» και συνδέεται με το «ιδών».

10.33 Σαμαρίτης(1) δέ τις ὁδεύων(2) ἦλθεν κατ᾽ αὐτὸν(3) καὶ ἰδὼν αυτόν ἐσπλαγχνίσθη,
33 Κάποιος όμως Σαμαρείτης που ταξίδευε, ήρθε προς το μέρος του, τον είδε και τον σπλαχνίστηκε.
(1) «Δείχνει με την παραβολή και αυτό επιπλέον, ότι δηλαδή βρίσκει αυτόν που είναι από τη φύση πλησίον, ο μη υπερήφανος παρά ο υπερήφανος. Διότι ο Σαμαρείτης φάνηκε ανώτερος από τον ιερέα και τον λευΐτη. Διότι αυτοί μεν, ενώ ήταν κάτω μισοπεθαμένος και στα χειρότερα κακά, πέρασαν απέναντι, χωρίς να νιώσουν τίποτα το ανθρώπινο για αυτόν… αλλά μάλλον είχαν φρόνημα άσπλαχνο και σκληρό. Ο αλλογενής όμως και που ανήκε στους Σαμαρείτες, εκπλήρωσε το νόμο της αγάπης» (Κ). Ο Σαμαρείτης επιλέχτηκε σκόπιμα στην παραβολή, εφόσον οι Ιουδαίοι μισούσαν τους Σαμαρείτες αδιάλλακτα (Σοφ. Σειρ. ν 25), και ανταπέδιδαν και αυτοί το εναντίον τους μίσος (L). Εκεί όπου οι ιερείς αγνοούν και όπου ο νομικός συζητά ακόμη, η καρδιά του Σαμαρείτη συγκινείται ευθύς και διακρίνει αμέσως αυτό που πρέπει να γίνει (g). Είναι αξιοσημείωτο ότι πουθενά αλλού ο Κύριος δεν μιλά εναντίον των ιερέων και λευϊτών. Και εδώ επίσης το αξιοκατάκριτο της συμπεριφοράς του ιερέα και του λευΐτη προβάλλεται από την αντίθεση αυτής με την συμπεριφορά του Σαμαρείτη. Ένας αξιοκαταφρόνητος σχισματικός αντιτίθεται εμφανώς με τον Ιουδαϊκό ορθόδοξο κλήρο που δεν έδειξε καμία συμπάθεια (p). «Δεν είπε ότι ο Ιουδαίος το έκανε σε Σαμαρείτη, αλλά ότι Σαμαρείτης έδειξε όλη αυτή τη φιλότιμη διάθεση. Από εδώ μαθαίνουμε να προνοούμε το ίδιο για όλους, όχι να φροντίζουμε μόνο αυτούς που έχουμε κοινή πίστη και να αμελούμε τους ξένους. Έτσι λοιπόν και εσύ, αν δεις κάποιον να υποφέρει, τίποτα να μην εξετάζεις λοιπόν· έχει το δικαίωμα της βοήθειας από το γεγονός ότι υποφέρει» (Χ).
(2) Δεν χρησιμοποιεί και για τον Σαμαρείτη το κατέβαινε, αλλά το οδεύων (=οδοιπορούσε στο δρόμο). Ίσως αυτός δεν ερχόταν από την Ιερουσαλήμ (p), αν και δεν υπήρχε άλλη οδός ανάμεσα σε Σαμάρεια και Ιεριχώ, διότι η Σαμάρεια χωρίζεται από τον δρόμο προς Ιεριχώ με κοιλάδες ανυπέρβλητες (L). Ίσως όμως παρέκαμψε την Ιερουσαλήμ και δεν μπήκε σε αυτήν. Εάν δεχτούμε την υπόθεση, ότι ο ιερέας και ο λευΐτης επέστρεφαν από τη λειτουργία τους στην Ιερουσαλήμ στα σπίτια τους στην Ιεριχώ, είχαν αυτοί αρκετό χρόνο και αρκετή ευκαιρία να δώσουν τη βοήθειά τους στον τραυματία, χωρίς η αργοπορία για τη βοήθειά τους αυτή να γίνει σε αυτούς εμπόδιο, ώστε εντός της ημέρας να γυρίσουν στο σπίτι τους. Για τον Σαμαρείτη όμως η απώλεια χρόνου σήμαινε διακοπή του ταξιδιού του και υποχρέωνε αυτόν να διανυκτερεύσει στο πανδοχείο (ο).
(3) Ήλθε στο μέρος όπου ήταν πεσμένος ο πάσχων (δ) και «ήλθε κοντά σε αυτόν που άξιζε να ελεηθεί» (Θφ).

10.34 καὶ προσελθὼν(1) κατέδησεν(2) τὰ τραύματα αὐτοῦ ἐπιχέων(3) ἔλαιον καὶ οἶνον(4), ἐπιβιβάσας(5) δὲ αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἴδιον(6) κτῆνος ἤγαγεν αὐτὸν εἰς πανδοχεῖον(7) καὶ ἐπεμελήθη(8) αὐτοῦ.
34 Πήγε κοντά του, άλειψε τις πληγές του με λάδι και κρασί και τις έδεσε καλά. Μάλιστα τον ανέβασε στο δικό του το ζώο, τον οδήγησε στο πανδοχείο και φρόντισε γι’ αυτόν.
(1) Αυτό κανείς από τους δύο που προηγήθηκαν δεν το έκανε. Ο Σαμαρείτης δεν φοβήθηκε μήπως συλληφθεί και αυτός από τους ληστές ή μήπως ενοχοποιηθεί για την ληστεία (p).
(2) Λέξη που αναφέρεται μοναδική φορά στην Κ.Δ., όπως και η λέξη τραύματα. Και οι δύο συνηθισμένες στους γιατρούς. Μόνο που κάποιος γιατρός θα ανέφερε πρώτα το έχυσε λάδι και κρασί και στη συνέχεια θα μιλούσε για δέσιμο των τραυμάτων (L).
(3) Και αυτό λέγεται μοναδική φορά.
(4) Το λάδι και το κρασί αποτελούσαν πάντοτε μέρος των προμηθειών κάθε ταξιδιώτη (g), συγχρόνως όμως και αναγνωρισμένα οικιακά φάρμακα. Οι ιατρικές αυτές λεπτομέρειες της περιγραφής είναι ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσες στον Λουκά (p). Στον Ιπποκράτη συναντιέται η συνταγή « « (Hobart στον L). Το λάδι και το κρασί τα αναφέρουν στη θεραπεία των πληγών ο Θεόφραστος, ο Γαληνός και ο Πλίνιος (δ).
(5) Ο τραυματίας δεν μπορούσε ούτε να περπατήσει, αλλά ούτε και όρθιος να σταθεί. Ο Σαμαρείτης μόνος και με πολύ κόπο τον ανέβασε στο ζώο. Το ρήμα είναι αποκλειστικό του Λουκά και συναντιέται και στο ιθ 35 και Πράξ. κγ 2 και πουθενά αλλού στην Κ.Δ.. Είναι όμως κλασικό (L).
(6) Το οποίο είχε για δική του χρήση (b), και τώρα το παραχωρούσε στον άρρωστο, δεχόμενος αυτός να βαδίζει πεζός και κοντά στον ανεβασμένο στο ζώο, για να τον υποβαστάζει. Δεν ήταν κάτι εύκολο το ανέβασμα του τραυματία στο ζώο. Ο Σαμαρείτης μη έχοντας και κάποιον άλλον βοηθό σε αυτό το ανέβασμα πρέπει να μόχθησε πολύ, για να το φέρει σε πέρας. Αναμφιβόλως επίσης και σε όλη την πορεία μέχρι το πανδοχείο ήταν αναγκασμένος και να υποβαστάζει τον τραυματία που αδυνατούσε με τις δικές του δυνάμεις να συγκρατηθεί πάνω στο ζώο.
(7) Το πανδοχείο αυτό δεν ήταν ένα απλό κατάλυμα των καραβανιών, αλλά ένα είδος ξενοδοχείου, όπου κάποιος παρέμενε έναντι πληρωμής (g).
(8) Φρόντισε αυτόν την πρώτη νύχτα διακόπτοντας το ταξίδι του και μένοντας και αυτός εκεί (δ). Κατά πάσα πιθανότητα, όπως ήδη είπαμε, ο Σαμαρείτης, εάν δεν εμποδιζόταν από αυτόν που έπεσε στους ληστές, δεν θα βρισκόταν στην ανάγκη να διακόψει το ταξίδι για να διανυκτερεύσει στο πανδοχείο, αλλά θα έφθανε στο τέρμα του. Επιπλέον εφόσον αυτός που έπεσε στους ληστές βρέθηκε από τον Σαμαρείτη γυμνός, το «επεμελήθη» αυτό υποδηλώνει ότι και από τα δικά του ρούχα αυτός χρησιμοποίησε κάποιο τμήμα, ώστε με αυτό να ντύσει τον γυμνό προστατευόμενό του.

10.35 καὶ ἐπὶ τὴν αὔριον(1) εξελθών(2), ἐκβαλὼν(3) ἔδωκεν δύο δηνάρια(4) τῷ πανδοχεῖ καὶ εἶπεν, ᾽Επιμελήθητι αὐτοῦ(5), καὶ ὅ τι ἂν προσδαπανήσῃς ἐγὼ(6) ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαί(7) με ἀποδώσω σοι(8).
35 Την άλλη μέρα φεύγοντας έβγαλε κι έδωσε στον πανδοχέα δύο δηνάρια και του είπε: “φρόντισέ τον, κι ό,τι παραπάνω ξοδέψεις, εγώ όταν ξαναπεράσω θα σε πληρώσω”.
(1) Εξυπακούεται η λέξη: ημέρα.
(2) Είτε για να ετοιμάσει για αναχώρηση το ζώο του, που διανυκτέρευσε στο στάβλο (g), είτε για να μην γίνει αντιληπτός από τον τραυματία, όταν έβγαλε τα δύο δηνάρια (p), οπότε το «εκβαλών» υποδηλώνει αξιοσημείωτη λεπτότητα εκ μέρους του Σαμαρείτη, που απέφυγε να θίξει με οποιονδήποτε τρόπο τα αισθήματα του τραυματία που βρισκόταν σε πλήρη αδυναμία να βοηθήσει τον εαυτό του (ο).
(3) Είτε από τη ζώνη του είτε από το πουγκί του (L).
(4) Ίσως θα μπορούσε μετά από δύο ημέρες να επιστρέψει, ενώ η δαπάνη μίας ημέρας ήταν ένα δηνάριο (b), αφού το ημερομίσθιο του εργάτη αμειβόταν με ένα δηνάριο (Ματθ. κ 2).
(5) Ο Σαμαρείτης δεν υπολογίζει στη φιλανθρωπία ή γενναιοδωρία του πανδοχέα και φοβούμενος μήπως ο πάσχων εγκαταλειφθεί αφρόντιστος ή διωχτεί από το πανδοχείο, δίνει τα δύο δηνάρια υποσχόμενος να καταβάλλει και κάθε πρόσθετη δαπάνη, την οποία δεν προκαταβάλλει, διότι η παραβολή υπονοεί, ότι ο Σαμαρείτης δεν ήταν πλούσιος και μπαίνει η λεπτομέρεια της πληρωμής των 2 δηναρίων μόνο ως εγκώμιο της φιλανθρωπίας και αγαθοεργίας του (L). Δες τι φιλική και συμπαθή συμπεριφορά έδειξε ο Σαμαρείτης αυτός. Πρώτον πλησίασε τον ταλαίπωρο αυτόν άνθρωπο, τον οποίο ο ιερέας και ο λευΐτης τήρησαν σε απόσταση. Ενδιαφέρθηκε πιθανότατα να τον ρωτήσει πώς κατάντησε στην κατάσταση αυτή και του εκδήλωσε πλήρη την συμπάθειά του. Αλλά δεν περιορίστηκε να πει σε αυτόν το «πηγαίνετε με ειρήνη, να θερμαίνεστε και να χορταίνετε», χωρίς να δώσει σε αυτόν «τα κατάλληλα για το σώμα» (Ιακ. β 16). Προέβη αμέσως όσο του ήταν δυνατόν στο έργο χειρούργου. Έδεσε δηλαδή τις πληγές του, αφού έπλυνε αυτές με κρασί και τις γλύκανε με λάδι, προλαβαίνοντας έτσι την μόλυνσή τους. Τον ανέβασε έπειτα στο ζώο του και υποβλήθηκε στον κόπο να συνεχίσει το ταξίδι του πεζός και διέκοψε το ταξίδι του, ώστε στο πανδοχείο να φροντίσει προσεκτικότερα τον τραυματισμένο. Την επομένη ημέρα πλήρωσε 2 δηνάρια, ποσό για την εποχή εκείνη αξιόλογο, και αφού έτσι εξασφάλισε τη νοσηλεία του αγνώστου σε αυτόν τραυματία, εξακολούθησε το ταξίδι του με την υπόσχεση ότι θα επέστρεφε για να εξοφλήσει κάθε ποσό το οποίο θα απαιτούσε επιπλέον η θεραπεία του. Όλα αυτά αποτελούν εκδηλώσεις και ενέργειες γενναιόφρονης καρδιάς και είναι τόσο αξιόλογα και σπουδαία, ώστε μόνο από παλαιό ειλικρινή φίλο ή στοργικό αδελφό θα περίμενε κάποιος αυτά. Και όμως έγιναν όλα αυτά από ξένο και άγνωστο και αλλοεθνή, που είχε λόγους να έχει ψυχρή διάθεση προς αυτόν που ευεργέτησε.
(6) Ίσως ο Σαμαρείτης δεν ήταν άγνωστος στον πανδοχέα, αλλά είχε και άλλοτε συναλλαγεί με αυτόν και τον γνώριζε ως αγαθό και τίμιο.
(7) Η λέξη βρίσκεται μόνο εδώ και στο ιθ 15 και πουθενά αλλού στην Κ.Δ. Συναντιέται όμως στους κλασικούς και τους Ο΄ (L).
(8) Τι αριστουργηματική περιγραφή! Τι ζωγράφος είναι ο συγγραφέας της! Πόσο θελκτικός στην αφήγησή του είναι εκείνος που μας διέσωσε αυτήν την διήγηση, ολοφάνερα με όλη την αρχική της δροσερότητα! (g)

10.36 τίς τούτων τῶν τριῶν(1) πλησίον δοκεῖ σοι γεγονέναι(2) τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς λῃστάς;
36 Ποιος λοιπόν απ’ αυτούς τους τρεις κατά τη γνώμη σου αποδείχτηκε “πλησίον” εκείνου που έπεσε στους ληστές;»
(1) Ο Κύριος όχι μόνο αναγκάζει τον νομικό να απαντήσει ο ίδιος στο ερώτημά του, αλλά δείχνει ότι αυτό είχε τεθεί από πρίσμα όχι ορθό. Διότι το ερώτημα που αρχικά τέθηκε, Ποιος είναι ο πλησίον μου; αντικαταστάθηκε με το ερώτημα, Σε ποιον είμαι εγώ πλησίον; Σε ποιον οφείλω να προσφέρω τη βοήθειά μου ως πλησίον του; Και οι τρεις ήταν πλησίον αυτού που έπεσε στους ληστές. Και τα καθήκοντα του πλησίον επιβάλλονταν για εκτέλεση περισσότερο στον ιερέα και τον λευΐτη. Αλλά μόνο ο αλλοεθνής αναγνώρισε και εκτέλεσε αυτά (p). Ο Ιησούς για αποφυγή μακρών και σχολαστικών συζητήσεων, στις οποίες θα μπορούσαν να δημιουργηθούν πολλές δυσκολίες και μάλιστα από συζητητή αρνητικά διατεθειμένο ο οποίος κρατούσε τα όπλα στα χέρια, μεταφέρει το ζήτημα στο πεδίο των γεγονότων. Έτσι λοιπόν το ζήτημα λύθηκε με την ευσπλαχνία ενός Σαμαρείτη σε άνθρωπο πάσχοντα, άγνωστο σε αυτόν. Και η λύση αυτή της καρδιάς έδωσε απάντηση σε όλες τις θεωρητικές περιπτώσεις (L).
(2) Το «έγινε» καταλήγει στην έννοια του «κατέστη» ή «αποδείχτηκε» πλησίον. Οι πλησίον Ιουδαίοι αποδείχτηκαν ξένοι· ο ξένος Σαμαρείτης αποδείχτηκε πλησίον σε αυτόν που έπεσε στους ληστές. Δεν είναι λοιπόν το ομόφυλο και ομοεθνές, αλλά η αγάπη, η οποία αναδεικνύει τον κοντινό ή μακρινό μας άνθρωπο πραγματικό πλησίον (p).

10.37 ὁ δὲ εἶπεν, ῾Ο ποιήσας(1) τὸ ἔλεος(2) μετ᾽ αὐτοῦ(3). εἶπεν δὲ αὐτῷ ὁ ᾽Ιησοῦς, Πορεύου(4) καὶ σὺ ποίει(5) ὁμοίως(6).
37 Ο νομοδιδάσκαλος απάντησε: «Εκείνος που τον σπλαχνίστηκε».
Τότε ο Ιησούς του είπε: «Πήγαινε, και να κάνεις κι εσύ το ίδιο».
(1) Ο νομικός επανέρχεται στο ερώτημα που έθεσε από την αρχή: «Τι να κάνω;». Έτσι λοιπόν αποφεύγει να χρησιμοποιήσει το μισητό όνομα του Σαμαρείτη (p).
(2) Με άρθρο, για να δηλώσει την συγκεκριμένη και γνωστή ήδη από την αφήγηση πράξη της ελεημοσύνης (δ). «Δεν ονόμασε πλησίον τον ιερέα, ούτε τον Λευΐτη αλλά εκείνον που οι Ιουδαίοι απέρριπταν στο δόγμα, τον Σαμαρείτη εννοώ, τον ξένο, που πρέσβευε πολλές βλασφημίες, εκείνον μόνο είπε πλησίον επειδή σε αυτόν βρέθηκε το έλεος» (Χ).
(3) Ποιώ μετά τινός. Εβραϊκός τρόπος έκφρασης συχνός στους Ο΄ (Γενεσ. κδ 12,Κριτ. α 24,η 35 κλπ.) ενώ στην Κ.Δ. είναι αποκλειστικά στον Λουκά (α 58,72,Πράξ. ιδ 27,ιε 4)(p).
(4) Πιο φυσικό είναι το «πήγαινε» να χωριστεί από τα επόμενα, ώστε το «και εσύ» να συνδεθεί με το «κάνε το ίδιο»=Πήγαινε και το ίδιο κάνε και εσύ.
(5) Η προστακτική σε ενεστώτα=Όχι μία φορά μόνο κάνε, αλλά συνεχώς και εξακολουθητικά σε όλη σου τη ζωή. Είναι αξιοσημείωτο ότι δεν ακολουθεί εδώ το «και θα ζήσεις» όπως στο στίχο 28. Ίσως διότι η παραβολή δεν λέει τίποτα για την αγάπη προς το Θεό, διότι σκοπός της ήταν να δοθεί απάντηση μόνο στο ερώτημα: Ποιος είναι ο πλησίον μου (p). Μόνη η ευεργεσία προς τον πλησίον δεν δίνει τη σωτηρία. Υπάρχει και η πρώτη εντολή, της οποίας η τήρηση είναι όχι λιγότερο απαραίτητη (g).
(6) Οι Πατέρες αρέσκονται στην μυστική ερμηνεία της παραβολής (p). Πρώτος λοιπόν ο Ω. και μετά από αυτόν ο Αμβρόσιος, ο Αυγουστίνος, ο Κ., ο Θφ., ο Ζ. εξηγούν αλληγορικά την παραβολή (δ). Ότι βεβαίως ο Χριστός παρουσίασε την μοναδική πραγματοποίηση του καλού Σαμαρείτη, είναι αναμφισβήτητο (p). Η εξήγηση όμως αυτή δεν μπορεί βεβαίως να απομακρύνει την φυσική και κατά γράμμα ερμηνεία, με την οποία ειπώθηκε η παραβολή και μόνο ως θεολογούμενο μπορεί να αναφέρεται στην πρακτική ιδίως εξήγηση του ευαγγελίου (δ). Η αλληγορική αυτή ερμηνεία στα κύρια σημεία της έχει ως ακολούθως: «Η παραβολή αυτή παρόλο που δημιουργήθηκε για να δείξει ποιος είναι ο πλησίον, αλλά όμως με σύντομο τρόπο υποδηλώνει το φιλάνθρωπο θείο σχέδιο του Σωτήρα μας. Διότι άνθρωπο μεν θα εννοήσουμε τον Αδάμ και τους καταγόμενους από τον Αδάμ ανθρώπους· ενώ κατάβαση από την Ιερουσαλήμ στην Ιεριχώ, την οδό από την αρετή στην κακία» (Ζ).
«Διότι κατέβαινε η ανθρώπινη φύση από την φιλήσυχη και ειρηνική ζωή, στην εμπαθή ζωή. Δεν είπε όμως ότι Κατέβηκε, αλλά Κατέβαινε. Διότι πάντοτε η ανθρώπινη φύση είχε την κλίση προς τα κάτω» (Θφ), «από υψηλό τρόπο ζωής, σε ζωή χαμηλού επιπέδου. Διότι είναι υψηλή η Ιερουσαλήμ, ενώ χαμηλή η Ιεριχώ. Και έπεσε σε ληστές δαίμονες, οι οποίοι αφού έγδυσαν τα ρούχα της αρετής, τον φόβο του Θεού, τον οποίο είχε ντυθεί σαν χιτώνα και αφού προξένησαν πληγές ψυχικές, τραύματα αμαρτιών, τον κατέστησαν μισοπεθαμένο· Διότι ενώ έμεινε αθάνατος στην ψυχή, στο σώμα πέθανε» (Ζ).
Αλλά και «δεν ήταν τελείως απεγνωσμένη η ανθρώπινη φύση και δεν είχε θανατωθεί εντελώς, αλλά ήλπιζε ότι θα βρει την σωτηρία μέσω του Χριστού. Ιερέα και λευΐτη να εννοήσεις, σε παρακαλώ, το νόμο και τους προφήτες. Διότι αυτοί… δεν μπόρεσαν να καταστήσουν δίκαιη την ανθρώπινη φύση. Διότι είναι αδύνατον το αίμα ταύρων και τράγων και συγχωρήσει αμαρτίες… Αλλά ο Κύριος και Θεός μας, που για χάρη μας «έγινε κατάρα» (Θφ) και «τον οποίο οι άπιστοι Ιουδαίοι ονόμασαν Σαμαρείτη, πλησίασε και έδεσε το τραύμα με τον επίδεσμο της διδασκαλίας, επαλείφοντάς το με (λάδι) γλυκύτητα και με (κρασί) αυστηρότητα. Γιατί η διδασκαλία του αλλού μεν είναι ήπια και γλυκαίνει τον πόνο. Αλλού όμως είναι αυστηρή και προκαλεί τσούξιμο στην πληγή. Έτσι, μας ωφελεί και με τους δύο τρόπους, έχοντας σωστά αναμείξει και τα δύο αυτά στοιχεία» (Ζ).
«Και αφού έγινε ο Χριστός η απαρχή του γένους μας… πήρε τις ασθένειές μας και βάστηξε τις αρρώστιες μας. Για αυτό είπε, ότι αυτόν που έτυχε της θεραπείας, τον ανέβασε στο δικό του ζώο. Διότι μας πήρε πάνω στον εαυτό του, διότι είμαστε μέλη του σώματός του. Αλλά όμως τον πήγε και σε πανδοχείο. Πανδοχείο, βεβαίως, ονομάζει την εκκλησία, επειδή όλους τους δέχεται και τους χωράει… Και αφού τον μετέφερε εκεί, τον αξίωσε μεγαλύτερης φροντίδας. Διότι πράγματι, όταν συγκεντρώθηκε η Εκκλησία από τα νεκρά λόγω της πολυθεΐας έθνη, ο ίδιος ο Χριστός, όπως είναι γραμμένο, έμενε και περπατούσε μέσα σε αυτήν και πρόσφερε κάθε πνευματική χάρη. Για αυτό και στον προϊστάμενο του πανδοχείου (και αυτός θα μπορούσαμε να εννοήσουμε ότι συμβολίζει τους αποστόλους και τους μετά από αυτούς ποιμένες και διδασκάλους) αφού ανέβηκε στους ουρανούς, έδωσε δύο δηνάρια για να φροντίσει με επιμέλεια τον άρρωστο. Και πρόσθεσε ότι, Εάν ξοδέψεις κάτι περισσότερο, εγώ όταν ξαναέλθω θα στο ξεπληρώσω. Δύο δηνάρια εννοεί τις δύο διαθήκες, αυτήν του νόμου του Μωϋσή και των προφητών, και αυτήν που δόθηκε με τα ευαγγέλια και τις αποστολικές διατάξεις· και οι δύο είναι του ενός Θεού και έχουν την εικόνα του ενός βασιλιά που βρίσκεται στον ουρανό, όπως τα δηνάρια, και σφραγίζουν και τυπώνουν με τα ιερά λόγια στις καρδιές μας το ίδιο αποτύπωμα, επειδή ακριβώς και σε αυτές μίλησε το ίδιο Πνεύμα… Αυτά λοιπόν αφού τα πήραν οι ποιμένες των αγιώτατων εκκλησιών και αφού με κόπους και ιδρώτες επεξήγησαν περισσότερο τις διδασκαλίες και αφού δαπάνησαν επιπλέον από μόνοι τους και αφού με την δαπάνη αύξησαν περισσότερο (τα δηνάρια)… όταν γυρίσει ο δεσπότης κατά την τελευταία ημέρα, θα πουν ο καθένας· Κύριε, δύο δηνάρια μου έδωσες· να, αφού ξόδεψα επιπλέον από μόνος μου, έχω κερδίσει άλλα δύο δηνάρια, με τα οποία αύξησα το ποίμνιο» (Κ). Και ο Χριστός «θα αποδώσει σε όλους τις αμοιβές» (Ζ).

Στίχ. 38-42. Η Μάρθα και η Μαρία.
10.38 ᾽Εν δὲ(1) τῷ πορεύεσθαι(2) αὐτοὺς και αὐτὸς εἰσῆλθεν εἰς κώμην(3) τινά· γυνὴ δέ τις ὀνόματι Μάρθα(4) ὑπεδέξατο αὐτόν εις τον οίκον αυτής(5).
38 Καθώς πορευόταν με τους μαθητές του ο Ιησούς, μπήκε σ’ ένα χωριό, και τον υποδέχτηκε σπίτι της κάποια γυναίκα που την έλεγαν Μάρθα.
(1) Όπως φαίνεται από το ακόλουθο «εν τω πορεύεσθαι» το επεισόδιο που εξιστορείται εδώ, συνέβη στο χρόνο κατά τον οποίο συνεχιζόταν το ταξίδι προς Ιερουσαλήμ, του οποίου η εξιστόρηση αρχίζει από το κεφ. θ 51 (g). Από την άλλη «ο Λουκάς μεν αποσιωπά το όνομα του χωριού, ο Ιωάννης όμως το αναφέρει σαφώς, λέγοντας ότι είναι η Βηθανία» (Ω). Πότε λοιπόν συμπίπτει η επίσκεψη αυτή του Κυρίου στη Βηθανία; Σύμφωνα με το Ιω. ι 22 φαίνεται ότι ο Ιησούς έκανε κάποια σύντομη επίσκεψη της Ιουδαίας κατά το μήνα Δεκέμβριο του τελευταίου έτους της δημόσιας δράσης του, με ευκαιρία την γιορτή των εγκαινίων. Τότε λοιπόν κατά πάσα πιθανότητα συνέβη η επίσκεψη αυτή. Μπορούμε δηλαδή να υποθέσουμε ότι ο Ιησούς διέκοψε προς στιγμήν το ταξίδι του που είχε σκοπό τον ευαγγελισμό, και επιχείρισε μία σύντομη εκδρομή στα Ιεροσόλυμα, ίσως το διάστημα που οι 70 εκτελούσαν την αποστολή που τους ανατέθηκε. Μετά από αυτό επέστρεψε, έτσι ώστε επικεφαλής των πολυπληθών μαθητών που τον συνόδευαν, να εξακολουθήσει την περιοδεία του (g). Παρεμβλήθηκε λοιπόν εδώ η αφήγηση αυτή, ίσως ως συμπληρωματική απάντηση στο ερώτημα: Τι να κάνω για να κληρονομήσω ζωή αιώνια; Μόνη η αγαθοεργία δεν αρκεί. Πρέπει κάποιος να βρίσκεται και σε στενή επικοινωνία με το Θεό (p).
(2) Υπάρχει και η γραφή «εν δε τω πορεύεσθαι» στην οποία παραλείπεται το εγένετο.
(3) «Το χωριό αυτό ήταν η Βηθανία. Διότι αυτό είπε ο Ιωάννης ότι ήταν το χωριό της Μαρίας και της Μάρθας (Ιω. ια 1)»(Ζ). Ο Κύριος τιμούσε με την επίσκεψή του όχι μόνο τις μεγαλουπόλεις, αλλά και αυτά τα μικρά χωριά, όπως ήταν η Βηθανία. Και στη Βηθανία παρουσιάζεται να φιλοξενείται. Μολονότι ήταν ο βασιλιάς της Σιών (Ιερουσαλήμ), δεν είχε σπίτι δικό του ούτε στην ίδια την Ιερουσαλήμ ούτε στη Βηθανία, η οποία ήταν προάστειο της Ιερουσαλήμ.
(4) Προφανώς η Μάρθα ήταν η οικοδέσποινα, πιθανώς επίσης και η μεγαλύτερη αδελφή. Ότι ήταν χήρα, αποτελεί απλή εικασία. Ότι ήταν σύζυγος του Σίμωνα του λεπρού είναι απίθανη εικασία. Τα ονόματα Μάρθα, Ελεάζαρ (Λάζαρος) και Σίμων βρέθηκαν σε παλαιό κοιμητήριο της Βηθανίας. Η σύμπτωση είναι περίεργη, οποιαδήποτε και αν είναι η εξήγηση αυτού του γεγονότος (p).
(5) Άλλη γραφή: εις την οικίαν, η οποία φαίνεται να είναι και η σωστότερη, αφού η γραφή «εις τον οίκον αυτής» είναι ερμηνεία αυτής. Και χωρίς όμως το «αυτής» ελάχιστη αμφιβολία απομένει, ότι το σπίτι ήταν της Μάρθας (p).

10.39 καὶ τῇδε(1) ἦν ἀδελφὴ καλουμένη Μαριάμ(2), ἣ καὶ(3) παρακαθίσασα παρά τοὺς πόδας τοῦ Ιησού(4) ἤκουεν τὸν λόγον αὐτοῦ(5).
39 Αυτή είχε μια αδερφή που ονομαζόταν Μαρία, κι η οποία κάθισε στα πόδια του Ιησού και άκουγε τη διδασκαλία του.
(1) Αντί για το «σε αυτήν» σύμφωνα με το ύφος των Ο΄. Δες Γεν. κε 24,λη 27 (L).
(2) Ο Λουκάς παρουσιάζει εδώ την Μαρία (ή σύμφωνα με άλλη γραφή Μαριάμ), αδελφή της Μάρθας, ως πρόσωπο για το οποίο δεν έχει ποτέ ως τώρα μιλήσει. Δεν είναι λοιπόν ούτε η γυναίκα η αμαρτωλή, ούτε η Μαγδαληνή Μαρία (L).
(3) Την παρεμβολή αυτή του «και» διάφοροι ερμηνευτές την ερμήνευσαν με διάφορους τρόπους. Ή, η Μαρία όχι μόνο υποδέχτηκε όπως η Μάρθα τον Διδάσκαλο, αλλά κ α ι κάθισε στα πόδια του (p)· ή, η Μαρία είχε αρχίσει να διακονεί και αυτή, αλλά καταλαβαίνοντας ότι η διακονία για τα βιοτικά έχει όρια, διέκοψε την διακονία κ α ι κάθισε στα πόδια του (g), ή, η Μαρία όχι μόνο άκουγε τον Διδάσκαλο, αλλά κ α ι αφού την συνεπήρε η διδασκαλία του, κάθισε στα πόδια του (L). Η πρώτη και η τρίτη είναι οι πιθανότερες. Η Μαρία δεν έκανε μόνο εξωτερική υποδοχή και προετοιμασία φιλοξενίας στον Κύριο συμμετέχοντας έτσι στις εκδηλώσεις της αδελφής της Μάρθας, αλλά υποδέχτηκε αυτόν και εσωτερικά με το βάθος της ψυχής της και τον στοργικό σεβασμό της καρδιάς της (ο).
(4) Υπάρχει και η γραφή: παρακαθεσθείσα προς τους πόδας του Κυρίου. Το φαγητό δεν είχε ακόμη αρχίσει, διότι η Μάρθα το ετοίμαζε. Συνεπώς και η Μαρία δεν παρακάθισε σε τραπέζι μαζί με τον Ιησού αλλά κοντά στα πόδια του ως μαθήτριά του. Δες Πράξ. κβ 3 (p). Ο Ιησούς κουρασμένος από την οδοιπορία κάθισε, όπως φαίνεται, από την αφήγηση, αλλά αμέσως άρχισε να διδάσκει. Η Μαρία δεν ήταν μόνη κοντά του, αλλά φαινόταν προσεχτική περισσότερο από κάθε άλλον (L) όπως φανερώνει και ο παρατατικός ήκουεν=εξακολουθούσε να ακούει. Φαίνεται ότι ο Κύριος αμέσως μόλις μπήκε στο σπίτι της Μάρθας, άρχισε την διδασκαλία, διότι η Μαρία κάθισε για να τον ακούει, το οποίο υποδηλώνει συνεχή ανάπτυξη και ομιλία. Και διδασκόμαστε από αυτό, ότι οι επισκέψεις των φίλων μας πρέπει να κανονίζονται έτσι ώστε πάντοτε από αυτές να αποκομίζεται και κάποια πνευματική ωφέλεια. Το ότι εξάλλου κάθισε η Μαρία φανερώνει έντονη προσοχή. Δεν πηγαινοερχόταν ώστε να αρπάζει στο μεταξύ κάποια λέξη από το στόμα του Σωτήρα και έπειτα να απομακρύνεται πάλι. Αλλά κάθισε, ώστε να μην της ξεφύγει ούτε η παραμικρή λέξη.
(5) Η καλύτερη και πολυτιμότερη προσφορά μας από όσες έχουμε για τον Κύριο, είναι να καθόμαστε στα πόδια του ευλαβικά αναγνωρίζοντας αυτόν ως τον μόνο Κύριο και Διδάσκαλο και Λυτρωτή μας. Δεν πρέπει επίσης ποτέ να λησμονούμε, ότι οποιαδήποτε εξωτερική προσφορά και θυσία σε αυτόν, εάν δεν συνοδεύεται από την αφοσίωση και αγάπη της καρδιάς, αποβαίνει μία κενή και μάταιη επίδειξη. Τα ζώα του αγρού είναι δικά του και σε αυτόν ανήκει η γη και όλα όσα περιέχει. Εκείνο το οποίο ανήκει σε εμάς και είναι δικό μας, μολονότι και αυτό αυτός μας το έδωσε, είναι η καρδιά μας. Εγκάρδια ευγνωμοσύνη και αφοσίωση, ευλαβική υπακοή στο θέλημά του, να τι κυρίως ζητά από εμάς ο Κύριος. Δες Ψαλμ. μθ 8-15 (ο).

10.40 ἡ δὲ Μάρθα περιεσπᾶτο(1) περὶ πολλὴν διακονίαν(2)· ἐπιστᾶσα(3) δὲ εἶπεν, Κύριε(4), οὐ μέλει σοι(5) ὅτι ἡ ἀδελφή μου(6) μόνην με κατέλιπεν(7) διακονεῖν; εἰπὲ οὖν αὐτῇ ἵνα μοι συναντιλάβηται(8).
40 Αντίθετα, η Μάρθα δούλευε ασταμάτητα για να τους περιποιηθεί. Πήγε λοιπόν στον Ιησού και του είπε: «Κύριε, δε νοιάζεσαι που η αδερφή μου με άφησε μόνη να σε περιποιούμαι; Πες της, λοιπόν, να με βοηθήσει».
(1) Το ρήμα περιεσπᾶτο =συρόταν από το ένα και από το άλλο μέρος και δείχνει κατάσταση εξωτερική συγχρόνως και ηθική (g). Κυρίως σημαίνει: τρέχω πάνω κάτω και απασχολώ ή ταράζω το νου (δ). Το ρήμα δημιουργεί αισθητή αντίθεση με το «παρακαθίσασα» που προηγήθηκε (p). Φαίνεται ότι η φυσική κλίση της Μάρθας ήταν να είναι δραστήρια και επιμελής στα οικιακά, έτσι ώστε το καθετί στο σπίτι να γίνεται στον καιρό του και με την τάξη του. Αυτό βεβαίως και σωστό και αρμόζον ήταν, δεν έπρεπε όμως να γίνεται με παραμέληση του μοναδικού προνομίου και της εξαιρετικής ευκαιρίας τα οποία τη στιγμή εκείνη παρέχονταν στη Μάρθα, να επικοινωνήσει με τον Ιησού και να ακούσει την ουράνια διδασκαλία του (ο).
(2) «Ετοίμαζε τα σχετικά με το φαγητό και την φροντίδα αυτού και των μαθητών του» (Ζ).
(3) Ο αόριστος ἐπιστᾶσα μαζί με το «δε», φανερώνει αιφνίδια μεταβολή στάσης (g)=Στάθηκε πάνω από τον Σωτήρα που είχε γύρει (δ).
(4) Η Μάρθα κάπως τολμηρά παραπονιέται στον ίδιο τον Κύριο (g).
(5) Υποδηλώνει οικειότητα και σχέση στενή που υπήρχε από παλιά (L)=δεν φροντίζεις; (δ). Δεν σε νοιάζει;
(6) Το ότι προτίμησε από το όνομα (η Μαρία) την λέξη η αδελφή μου, αποτελεί ένδειξη ότι η Μάρθα θεωρεί ότι αδικείται από την Μαρία (b)=σε τέτοιες στιγμές με αφήνει μόνη όχι κάποια άλλη, αλλά η ίδια η αδελφή μου. Ο θόρυβος και ο περισπασμός, τον οποίο προκαλούν οι εγκόσμιες φροντίδες και επιδιώξεις συχνά γίνονται αφορμή δυσαρεσκειών στις οικογένειες και καυγάδων μεταξύ συγγενών. Επιπλέον εκείνοι οι οποίοι αγαπούν περισσότερο τον κόσμο, γίνονται και εύκολοι στο να επικρίνουν και κατηγορούν εκείνους, οι οποίοι δεν τους μοιάζουν. Και ενώ δικαιολογούν την κοσμικότητά τους, είναι έτοιμοι να καταδικάσουν αυτούς που ασχολούνται με θρησκευτικές ασκήσεις και πράξεις, σαν με αυτές να παραμελούσαν αυτοί περισσότερο επείγον και αναγκαίο έργο.
(7) Υπάρχει και η γραφή κατέλειπεν=Ο παρατατικός φανερώνει ότι η εγκατάλειψη συνεχίζεται. Η λέξη δεν σημαίνει ότι η Μαρία άρχισε να βοηθά την Μάρθα και ότι στο μεταξύ, αφού διέκοψε, την εγκατέλειψε, αλλά ότι όφειλε να την έχει βοηθήσει και από την αρχή απείχε (p)
(8) Το σύνθετο συναντιλαμβάνομαι εμπερικλείει 3 ιδέες, παίρνω κάτι από μόνος μου, επιφορτίζομαι κάτι (το μέσο) αντί άλλου (αντί) και μαζί με αυτόν (συν) (g)· «να μου δώσει ένα χέρι στην διακονία» (Ζ), να με βοηθήσει (δ). Ζητά η Μάρθα την παρέμβαση του Κυρίου και απευθύνεται σαν σε ανώτερο για την διόρθωση αυτού που κακώς σύμφωνα με αυτήν συμβαίνει. Δεν έχει όμως δίκιο, όπως αποδεικνύει η απάντηση του Χριστού σε αυτήν. Πολλοί λοιπόν από αυτούς που απευθύνονται στο Θεό και αναπέμπουν δεήσεις και προσευχές σε αυτόν, δεν έχουν πάντοτε δίκιο για όσα του ζητούν, για αυτό βεβαίως και δεν ακούγονται.

10.41 ἀποκριθεὶς δὲ εἶπεν αὐτῇ ὁ Ιησούς(1), Μάρθα Μάρθα(2), μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ(3) περὶ πολλά(4),
41 Ο Ιησούς της αποκρίθηκε: «Μάρθα, Μάρθα, ασχολείσαι κι αγωνιάς για πολλά πράγματα,
(1) «Δες την στάση του Κυρίου. Δεν είπε προηγουμένως κάτι στη Μάρθα, πριν πάρει από εκείνη την αφορμή της επίπληξης. Όταν δηλαδή εκείνη επιχειρούσε να αποσπάσει την αδελφή της από την ακρόαση, τότε ο Κύριος αρπάζοντας την αφορμή, την μαλώνει» (Θφ).
(2) Η επανάληψη του ονόματος κρύβει έκφραση αγάπης και ενδιαφέροντος. Δες Λουκ. κβ 31,Πραξ. θ 4,Ματθ. ζ 21 (p).
(3) Το μεριμνάς (=φροντίζεις με ανησυχία)· αναφέρεται στην ανησυχία και απασχόληση της διάνοιας, ενώ το τυρβάζομαι στην εξωτερική ανησυχία (p). «Τύρβη είναι ο περισπασμός, η ενόχληση» (Ζ). Τυρβάζη=ταράζεις τον εαυτό σου ασχολούμενη με πολλά, όπως είναι τα σωματικά (δ). Υπάρχει και η γραφή θορυβάζη του ρήματος θορυβάζομαι (=θορυβούμαι) που δεν συναντιέται πουθενά, και του οποίου η έννοια πλησιάζει μάλλον στο μεριμνώ (g).
(4) «Διότι μέχρι τότε πρέπει να τιμούμε την φιλοξενία, μέχρις ότου δεν μας περισπά και δεν μας απομακρύνει από τα πιο αναγκαία. Όταν όμως αρχίσει να μας εμποδίζει από τα σπουδαιότερα, τότε πρέπει να προτιμούμε από αυτήν την ακρόαση των θείων. Μάλλον όμως, αν πρέπει να μιλήσουμε ακριβέστερα, δεν εμποδίζει την φιλοξενία ο Κύριος, αλλά τα πολλά-πολλά και την τύρβη, δηλαδή τον περισπασμό και την ταραχή» (Θφ).

10.42 ἑνὸς δέ ἐστιν χρεία(1)· Μαρία δε(2) τὴν ἀγαθὴν μερίδα(3) ἐξελέξατο ἥτις οὐκ ἀφαιρεθήσεται(4) απ’ αὐτῆς(5).
42 ενώ ένα μόνο χρειάζεται. Αυτό διάλεξε η Μαρία, και δεν πρόκειται να της το αφαιρέσει κανείς».
(1) Ή «ένα είδος φαγητού έχουμε ανάγκη να φάμε, οτιδήποτε, όχι ποικιλία φαγητών»· Ή, πιο σωστά «(ένα) την ακρόαση των λόγων μου. Διότι δεν ήλθα για να έχω απολαύσεις, αλλά για να σας διδάξω» (Ζ)· για τη σωτηρία της ψυχής υπάρχει ανάγκη· για τον Ιησού και τον λόγο του με τον οποίο επιτυγχάνεται η σωτηρία, υπάρχει ανάγκη (g). Υπάρχει και η γραφή: «ολίγων δε εστί χρεία ή ενός».=Το «ολίγων» αντιτίθεται στο «πολλά» και το «ένα» έχει διπλή σημασία, εν μέρει αντιτίθεται στο «περί πολλά» και εν μέρει είναι προληπτικό του «αγαθήν μερίδα». Δηλαδή δεν υπάρχει ανάγκη εξεζητημένου γεύματος· λίγα πράγματα ή ένα μόνο θα ήταν αρκετό. Πράγματι μία μερίδα είναι αναγκαία. Αυτή την οποία διάλεξε η Μαρία (p). «Ωφελεί λοιπόν πάλι και με αυτά τα λόγια ο Σωτήρας τους μαθητές του, ώστε να μάθουν, πώς και με ποιο τρόπο πρέπει να μένουν στα σπίτια όσων τους υποδέχονται. Πρέπει δηλαδή μπαίνοντας, να μην ξαπλώνουν σε ανέσεις, ούτε βεβαίως να δίνουν την εντύπωση καθόλου ότι λόγω αυτής της αιτίας μένουν σε κάποιους, αλλά μάλλον για να τους γεμίσουν με μαθήματα θεία και ιερά. Αυτοί, από την άλλη, που τους ανοίγουν το σπίτι, να τους υποδέχονται χαρούμενοι και πρόθυμοι· όχι σαν να δίνουν κάτι μάλλον, αλλά σαν αυτοί να παίρνουν με διπλό τρόπο. Διότι πρώτον μεν, θα εντρυφήσουν στις ιερές διδασκαλίες αυτών που φιλοξενούν και έπειτα μαζί με αυτό, θα κερδίσουν και τον μισθό της φιλοξενίας. Όταν λοιπόν δέχονται στο σπίτι τους αδελφούς, να μην ζητούν όσα είναι πάνω από τη δύναμη και την ανάγκη. Διότι φέρνει λύπη παντού σε κάθε πράγμα το περιττό. Διότι προκαλεί σε αυτούς που θέλουν να φιλοξενούν, κόπο και γίνεται πρόξενο κούρασης σε αυτούς που ετοιμάζουν το γεύμα» (Κ).
(2) Υπάρχει και η γραφή Μαριάμ γαρ=Κακώς λοιπόν ανησυχείς, διότι η Μαρία διάλεξε…
(3) Η παρομοίωση είναι από δείπνο (b) και των μερίδων του φαγητού που διανέμονται σε αυτό. Η μερίδα της Μάρθας δεν κατακρίνεται, αλλά της Μαρίας επαινείται (Βέδας). Δεν γίνεται κάποια σύγκριση. Αλλά υπονοείται ότι η εκλογή της Μάρθας είναι υποδεέστερη. Σε σύγκριση με αυτήν της Μαρίας δεν μπορεί να ονομαστεί «η αγαθή μερίδα» ή το «ένα του οποίου υπάρχει ανάγκη», παρόλο που δεν κατακρίνεται ως κακή (p). «Διότι είναι μεγάλο το αγαθό της φιλοξενίας, το οποίο έδειχνε η Μάρθα, και δεν απορρίπτεται· είναι όμως ανώτερο το να προσέχει κάποιος τα πιο πνευματικά λόγια» (Θφ). «Είπε λοιπόν την αγαθή μερίδα, όχι επειδή η άλλη είναι πονηρή, αλλά αγαθή εδώ ονόμασε την καλύτερη. Διότι ενδέχεται από δύο καλά, το ένα να είναι καλύτερο» (Ζ).
(4) «Διότι με εκείνο (το οποίο η Μάρθα έδειχνε) το σώμα τρέφεται, ενώ με αυτό η ψυχή παίρνει ζωή» (Θφ). «Διότι τον μεν είναι σωματικό, το δε πνευματικό» (Ζ) και για αυτό άφθαρτο και που δεν μπορεί να αφαιρεθεί από αυτήν.
(5) Θεωρήθηκαν συχνά οι δύο αδελφές ότι εκπροσωπούν δύο πλευρές επαινετές της χριστιανικής ζωής· η μία της εσωτερικής αφοσίωσης, η άλλη της εξωτερικής πράξης (g). «Εύλογα λοιπόν θα μπορούσε να θεωρήσεις ως Μάρθα, από τη μία» «την πρακτική αρετή, ενώ ως Μαρία, την θεωρία». «Η Μάρθα με πιο σωματικό τρόπο υποδέχτηκε τον λόγο στο σπίτι της, στην ψυχή», «με το να υπηρετεί την σωματική φροντίδα του Κυρίου»· «η Μαρία, από την άλλη, άκουγε πνευματικά αυτόν με την θεωρία μόνη και αφοσιώθηκε στα πνευματικά». «Και επειδή ήταν διπλός ο Χριστός, η μεν ανέπαυσε αυτό που φαινόταν σε αυτόν· ενώ η άλλη υπηρετούσε το αόρατο μέρος του· αυτός λοιπόν, της μεν την προθυμία δεν την κατηγόρησε· της δε την διάθεση την επαίνεσε. Διότι της μεν το έργο ήταν χρησιμότατο, ενώ της άλλης υψηλότερο» (Ω Θφ Ζ). Παρ’ όλα αυτά σύμφωνα με το κείμενο η αγαθή μερίδα δεν μοιράστηκε μεταξύ των δύο αδελφών, αλλά ανήκει εξ’ ολοκλήρου στην Μαρία (g). Αξιόλογη και η παρακάτω τροποποίηση της πιο πάνω εκδοχής: Από το επεισόδιο αυτό θα φαινόταν, ότι δύο τρόποι υπάρχουν να διακονεί κάποιος τον Κύριο: ο της δραστήριας εργασίας και ο της ήσυχης λατρείας. Δεν εννοούμε με αυτό, ότι αυτοί που με τον δεύτερο τρόπο διακονούν τον Κύριο δεν πρέπει να ασχολούνται με τίποτα άλλο παρά μόνο με τη θρησκευτική λατρεία· αλλά ότι η κυρίαρχη φροντίδα σε αυτούς είναι να διακονούν τον Κύριο απερίσπαστοι από κοσμικές φροντίδες. Δύο λοιπόν τάξεις Χριστιανών υπάρχουν· αυτοί που μοιάζουν με την Μάρθα και αυτοί που μοιάζουν με την Μαρία. Και οι δύο όμως τάξεις οφείλουν να δοξάζουν τον Κύριο με την προσωπική η κάθε μία κλήση και κατεύθυνση. Εάν οι πρώτοι εργάζονται απασχολούμενοι από έργα βιοτικά, για τη δόξα του Θεού πρέπει να πράττουν αυτό. Και εάν οι δεύτεροι λατρεύουν τον Κύριο, από εσωτερική αφοσίωση και αγάπη σε αυτόν πρέπει να πράττουν αυτό. Και επιπλέον οι δύο αυτές τάξεις δεν διάλεξαν μόνες και από μόνες τους τον τρόπο, με τον οποίο θα υπηρετήσουν τον Κύριο, αλλά κλήθηκαν από αυτόν τον ίδιο σε αυτή ή σε εκείνη την τάξη. Η ανάγκη να εργαστούμε για απόκτηση των αναγκαίων της πρόσκαιρης ζωής, οι κλήσεις της οικογενειακής ζωής, οι υποχρεώσεις του επαγγέλματος ή της θέσης, στην οποία βρέθηκε κάποιος για να πορίζεται όσα είναι για τη συντήρησή του, οι περιστάσεις γενικά κάτω από τις οποίες ζούμε, είναι ενδείξεις με τις οποίες ο Θεός καθορίζει τον δρόμο της Μάρθας σε πολλούς (Newman)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11

Στίχ. 1-13. Η Κυριακή προσευχή και η επιμονή στην προσευχή.
11.1 Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ εἶναι αὐτὸν ἐν τόπῳ τινὶ προσευχόμενον(1), ὡς ἐπαύσατο, εἶπέν τις τῶν μαθητῶν(2) αὐτοῦ πρὸς αὐτόν, Κύριε, δίδαξον ἡμᾶς(3) προσεύχεσθαι(4), καθὼς καὶ ᾽Ιωάννης(5) ἐδίδαξεν τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ(6).
1 Κάποτε ο Ιησούς προσευχόταν σ’ έναν τόπο. Όταν τελείωσε, ένας από τους μαθητές του τού είπε: «Κύριε, δίδαξέ μας πώς να προσευχόμαστε, όπως κι ο Ιωάννης δίδαξε τους μαθητές του».
(1) Μολονότι συνέχιζε την πορεία του, ο Κύριος παρέμενε πιστός στις συνήθειες της προσωπικής αφοσίωσής του και της εκδήλωσης της ευλάβειάς του προς τον Θεό, ως άνθρωπος. Δεν αρκούνταν μόνο στη σταθερή διεύθυνση και στροφή της ψυχής προς τον Πατέρα του, στην οποία συνήθως περικλείουν την έννοια της θεόπνευστης προτροπής «Ασταμάτητα να προσεύχεστε», αλλά είχε στη ζωή του και ειδικά καθορισμένες στιγμές, αφιερωμένες εξ’ ολοκλήρου στην προσευχή (g). «Διότι αν έφαγε και ήπιε και τον βρίσκουμε να κοιμάται, που είναι το παράξενο αν, αφού ερχόμενος στα δικά μας μέτρα και εκπληρώνοντας ανθρώπινο καθήκον, δεν σταμάτησε να ασχολείται με την προσευχή, ώστε και εμάς να διδάξει να μην είμαστε ράθυμοι σε αυτό;… Διότι έπρεπε σε κάθε αγαθό και ωφελιμότατο πράγμα, να γίνει για μας αρχή και δάσκαλος όχι κάποιος άλλος μάλλον, αλλά αυτός που είναι ο πρώτος σε όλα και δέχεται τις προσευχές από όλους» (Κ). Ο Κύριος όπως φαίνεται και από την προσευχή που προηγήθηκε από την εκλογή των 12 αποστόλων, αλλά και από την προσευχή στη Γεθσημανή, ουδέποτε επιχειρούσε κάποιο μεγάλο έργο, χωρίς προηγουμένως να προσευχηθεί θερμά και με διάρκεια προς τον Πατέρα του. Προσευχόταν στον Πατέρα του και για να εκδηλώσει την προς αυτόν αφοσίωσή του, λατρεύοντας αυτόν με όλες τις πνευματικές του δυνάμεις και αποσπώμενος ως άνθρωπος από τον υλικό κόσμο για να συνενωθεί ως αντιπρόσωπος δικός μας με την ένδοξη στρατιά των αγγέλων και μαζί με τα Χερουβίμ και τα Σεραφείμ, τα οποία πάντα ζουν στο φως της θείας επικοινωνίας κράζοντας Άγιος, άγιος, άγιος Κύριος Σαβαώθ.
(2) «Αυτός ο μαθητής ήταν από τους εβδομήντα… Διότι βλέποντας ότι ο διδάσκαλος ζούσε και θέσπιζε καινούργιο τρόπο ζωής, ζήτησε και καινούργια προσευχή κατάλληλη για αυτόν τον τρόπο ζωής» (Ζ). Τα χαρίσματα τα οποία βλέπουμε στους άλλους, πρέπει να μας διεγείρουν ώστε και εμείς να ζηλεύουμε αυτά. Ο ζήλος τους πρέπει να προκαλεί και εμάς σε μίμηση. Γιατί και εμείς να μην είμαστε όπως αυτοί; Πρόσεξε όμως στο ότι ο μαθητής αυτός πλησίασε να ρωτήσει τον Ιησού «μόλις σταμάτησε». Διότι δεν ήθελε να διαταράξει αυτόν όταν προσευχόταν, έστω και αν ο σκοπός του ήταν αγαθός. Υπάρχει καιρός κατάλληλος για κάθε πράγμα.
(3) Μιλά όχι μόνο από μόνος του και για τον εαυτό του, αλλά και εξ’ ονόματος των άλλων (b).
(4) Δίδαξέ μας να προσευχόμαστε. Δώσε μας κανόνα ή τύπο σύμφωνα με τον οποίο να προσευχόμαστε. Δίδαξέ μας τι είναι η προσευχή· διέγειρε την προθυμία μας στο καθήκον αυτό· οδήγησέ μας πώς να προσευχόμαστε· δίδαξέ μας τις κατάλληλες λέξεις, τις οποίες ενδείκνυται να μεταχειριζόμαστε στην προσευχή· δώσε μας στόμα και σοφία στην προσευχή, ώστε να λέμε τα πρέποντα πάντοτε σε αυτήν.
(5) Ο καλός διδάσκαλος οφείλει και ειδικά να διδάσκει τους ακολούθους του να προσεύχονται σωστά. Ο Ιωάννης παρ’ όλα αυτά δεν είχε διδάξει τους μαθητές του να ονομάζουν το Θεό Πατέρα, διότι υπήρξε προνόμιο που επιφυλάχτηκε ειδικά στον Υιό του Θεού να δώσει τη δύναμη και το δικαίωμα αυτό στους μαθητές του (b).
(6) Όταν ο Κύριος προσευχόταν, επικρατούσε σιγή βαθιά μεταξύ των μαθητών. Εξακολούθησε λοιπόν αυτή και για κάποιες στιγμές μετά την κατάπαυση της προσευχής, για να διακοπεί αυτή με την ερώτηση την οποία πρόβαλε ο μαθητής. Η όλη έκφραση του σ. δείχνει την βαθιά εντύπωση, η οποία είχε προκληθεί στους μαθητές και τον βαθύ σεβασμό, με τον οποίο ο μαθητής υπέβαλε το αίτημά του (ο).

11.2 εἶπεν δὲ αὐτοῖς, ῞Οταν προσεύχεσθε, λέγετε(1), Πάτερ(2) ημών ο εν τοις ουρανοίς (3), ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά σου(4)· ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου(5)· γενηθήτω το θέλημά σου, ως εν ουρανώ(6), και επί της γης(7)·
2 Κι ο Ιησούς τους είπε: «Όταν προσεύχεστε να λέτε: Πατέρα μας, που βρίσκεσαι στους ουρανούς, κάνε να σε δοξάσουν όλοι ως Θεό, κάνε να έρθει η βασιλεία σου,
κάνε να γίνει το θέλημά σου και από τους ανθρώπους όπως γίνεται από τις ουράνιες δυνάμεις.
(1) Ο Ματθαίος τοποθετεί την παράδοση της Κυριακής προσευχής στους μαθητές πολύ νωρίτερα, στην επί του όρους ομιλία. (δες Ματθ. στ 9-15 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις). Ο Χριστός είναι δυνατόν να απήγγειλε την προσευχή αυτή την πρώτη φορά αυτόματα σε ευρύτατο κύκλο μαθητών, και έπειτα πάλι με την αίτηση ενός από τους μαθητές σε στενότερο κύκλο μαθητών, οι οποίοι δεν ήταν παρόντες όταν την πρώτη φορά την παρέδωσε ο Κύριος (p). Υπάρχουν διαφορετικές γραφές, αρκετά σοβαρές στα παλαιότερα χειρόγραφα. Σύμφωνα με τα αλεξανδρινά χειρόγραφα ο στίχος έχει ως εξής: «Πάτερ· αγιασθήτω το όνομά σου· ελθέτω η βασιλεία σου», οπότε παραλείπεται τελείως το αίτημα «γενηθήτω… και επί της γης». Υπάρχουν μερικές διαφορές στην Κυριακή προσευχή ανάμεσα στον Ματθαίο και τον Λουκά. Από αυτό φαίνεται, ότι ο Χριστός δεν αποσκοπούσε να δέσει τους μαθητές του σε μόνες τις λέξεις, τις οποίες περιλάμβανε στον τύπο της προσευχής, τον οποίο τους παρέδιδε, διότι σε τέτοια περίπτωση δεν θα υπήρχαν οι διαφορές αυτές μεταξύ Ματθαίου και Λουκά. Ο Κύριος θέλησε γενικά και στις κύριες γραμμές του, να μας δώσει τον τύπο της αρεστής στο Θεό προσευχής και μας αφήνει ελεύθερους στο πνεύμα αυτό να διαμορφώνουμε τις προσευχές μας.
(2) «Τι πολλή αφθονία! Τι γαλήνη ασύγκριτη και που μόνο σε αυτόν πρέπει! Χαρίζει σε μας την δική του δόξα, ανεβάζει τους δούλους σε ελεύθερο αξίωμα και επιθυμεί να ονομάζουμε Πατέρα τον Θεό διότι ανήκουμε στην τάξη των υιών… Διότι έχουμε διαμορφωθεί στο να είμαστε γιοι, με την πνευματική γέννηση, που τελείται σε εμάς όχι από σπέρμα φθαρτό μάλλον, αλλά με λόγο του ζωντανού Θεού (Ιακ. α 18)» (Κ), «και δεν μας ανεβάζει στη φύση του Θεού, αλλά μεταδίδει την χάρη και χαρίζει σε μας το δικό του αξίωμα» (Ω). «Προστάζει λοιπόν να έχουν θάρρος και να λένε στις προσευχές «Πατέρα». Και πάρα πολύ σχεδιασμένα δίνει στους προσευχομένους και καταλάβουν και το εξής· αν δηλαδή αποκαλούμε Πατέρα το Θεό και αξιωθήκαμε της τόσο λαμπρής τιμής, πώς δεν θα ζήσουμε με τρόπο άξιο σε σχέση με αυτόν που μας τίμησε; Αυτό είπε ένας από τους αγίους αποστόλους· Αν επικαλείστε με την ονομασία «πατέρα» αυτόν που κρίνει, χωρίς να υπολογίζει πρόσωπα, σύμφωνα με το έργο του καθενός, με φόβο να ζείτε τον χρόνο της προσωρινής σας διαμονής στη γη (Α΄Πέτρ. α 17)» (Κ). Είναι ο Πατέρας μας, ο κοινός πατέρας όλης της ανθρωπότητας, λόγω της δημιουργίας. «Δεν είναι ένας ο πατέρας όλων μας; Δεν μας έπλασε ένας Θεός;» (Μαλ. β 10). Δες και Πράξ. ιζ 28. Αλλά ειδικότερα είναι Πατέρας των αγίων με την αναγέννηση και υιοθεσία. Δες Εφεσ. α 5,Γαλ. δ 6. Και εφόσον είναι Πατέρας μας, θα μας σπλαχνιστεί στις ασθένειες και αδυναμίες μας (Ψαλμ. ρβ 13), θα μας λυπηθεί (Μαλ. γ 17), δεν θα μας αρνηθεί οτιδήποτε καλό (Λουκ. ια 11-13). Μπορούμε λοιπόν με θάρρος να τον πλησιάζουμε ως Πατέρα μας. Και όταν μεν αμαρτάνουμε, μετανοώντας για τις αμαρτίες μας πρέπει να προσβλέπουμε προς αυτόν ως προς Πατέρα, όπως ο άσωτος γιος (Λουκ. ιε 18) ζητώντας την άφεση και ευσπλαχνία του. Όταν πάλι ερχόμαστε για να ζητήσουμε χάρες από αυτόν και ειρήνη και την κληρονομιά και ευλογία των παιδιών, μας δίνει θάρρος το ότι ερχόμαστε στο Θεό όχι σαν σε κριτή εκδικητή, αλλά σαν σε στοργικό και συμφιλιωμένο με μας Πατέρα. Τι προνόμιο πράγματι, εμείς οι φτωχοί αμαρτωλοί, που πέσαμε από την κατάσταση στην οποία ο Δημιουργός μάς είχε υψώσει, που δεν έχουμε κανένα δικαίωμα ούτε καν να αντικρύζουμε το πρόσωπό του, να παίρνουμε την άδεια από αυτόν τον Σωτήρα να ονομάζουμε το Θεό Πατέρα μας. Το χάσμα λοιπόν ανάμεσα σε μας και το Θεό γεφυρώθηκε και το ανίατο τραύμα της αμαρτίας θεραπεύτηκε. Και το αποτέλεσμα αυτό, το οποίο θαύμασε ολόκληρος ο ουράνιος κόσμος, επήλθε ως συνέπεια του σταυρικού παθήματος του Χριστού. Όταν λοιπόν λέμε «Πατέρα μας», ας θυμόμαστε συγχρόνως και τον Σταυρό του Κυρίου. Το δικαίωμά μας αυτό εξαγοράστηκε ακριβά και πληρώθηκε με τίμημα ανυπολόγιστης αξίας, με το πολύτιμο δηλαδή αίμα του Κυρίου. Μέσω του Χριστού ονομάζουμε το Θεό Πατέρα μας. Μην ξεχνάμε ακόμη, ότι κάθε προνόμιο και δικαίωμα είναι συνδεδεμένο και με αντίστοιχο καθήκον. Πράγματι· εάν ο Θεός είναι Πατέρας μας, θεμελιώδες καθήκον μας είναι να συμπεριφερόμαστε ως παιδιά αντάξια τέτοιου Πατέρα προσέχοντας να μην βλασφημείται και κακολογείται το όνομα του πατέρα από τον άτακτο και σκανδαλιστικό βίο μας.
(3) Ο Ω. έχοντας υπόψη χειρόγραφο που παραλείπει την φράση, παρατηρεί: «Ο Ματθαίος μεν προσθέτει στο «Πάτερ ημών», το «εν τοις ουρανοίς», επειδή μιλούσε για τη βασιλεία των ουρανών και επειδή διηγείται ότι ο Σωτήρας δίδασκε τους παρόντες μετά τους μακαρισμούς και τον λόγο σχετικά με την προσευχή. Ο Λουκάς όμως, επειδή διδάσκει για τη βασιλεία του Θεού σε όλο το ευαγγέλιό του, αποσιώπησε το «εν τοις ουρανοίς», διδάσκοντας ότι το θείο είναι υψηλότερο και ανώτερο από τόπο… και ούτε το «να σωθούμε από τον πονηρό» προσθέτει (ο Λουκάς), όπως το λέει ο Ματθαίος» (Ω). Μας διδάσκει να λέμε στην προσευχή Πατέρα μας που είσαι στους ουρανούς, έτσι ώστε να μας γίνει περισσότερο οικείος ο κόσμος πάνω από εμάς και για να προετοιμαζόμαστε καλύτερα για αυτόν. Και είναι μεν πανταχού παρών ο Θεός, στον ουρανό όμως φανερώνει περισσότερο την δόξα του, διότι «στον ουρανό ετοίμασε τον θρόνο του» (Ψαλμ. ρβ 19) και εκεί πρέπει και εμείς να κατευθύνουμε τις προσευχές μας, διότι και ο Χριστός ο μεσίτης και αρχιερέας εκεί είναι τώρα και εκεί υπάρχει ο θρόνος της χάρης του.
(4) Η λέξη όνομα εδώ, δεν είναι απλή περίφραση για να δηλώσει το Θεό. Υπονοεί τις ιδιότητες του Θεού που έχουν αποκαλυφθεί σε μας και την σχέση του με μας (p). «Άραγε παρακαλούμε να γίνει προσθήκη αγιασμού στον πανάγιο Θεό; Καθόλου. Διότι είναι πλήρης από τον εαυτό του και έχει κάθε τελειότητα μέσα στον εαυτό του και αυτός είναι που χορηγεί στην κτίση αγιασμό από τη δική του πληρότητα. Αλλά μαζί με αυτά επίσης, είναι ανόητο και άξιο για γέλια, το να νομίζει κάποιος ότι, αυτοί που προσεύχονται κάνουν τις προσευχές όχι για τους εαυτούς τους αλλά για το Θεό… Δεν παρακαλούμε λοιπόν να υπάρξει προσθήκη αγιασμού στον Θεό που κυριαρχεί στα πάντα… αλλά σε εμάς, λέει, ας είναι άγιο το όνομά σου. Διότι αυτό σημαίνει το «ας αγιαστεί». Και παρακαλούμε αυτό, όχι μόνο για τους εαυτούς μας, αλλά και για όλο τον κόσμο. Διότι σκέψου ότι σε αυτούς που δεν έχουν ακόμη πλουτίσει με το φως της αλήθειας, ούτε παραδέχτηκαν την πίστη, ακόμη περιφρονείται το όνομα του Θεού. Διότι δεν το θεωρούν ακόμη αυτοί ότι είναι άγιο και ιερό και προσκυνητό» (Κ). «Αν λοιπόν η ονομασία «Θεός» μπαίνει από αυτούς που απιστούν στην αλήθεια στα αγάλματα και στα δαιμόνια και στην κτίση αντί για τον κτίστη, δεν έχει λοιπόν ακόμη αγιαστεί το όνομα του Θεού ούτε έχει διαχωριστεί από αυτά, από τα οποία πρέπει αυτός [ο Θεός] να διαχωριστεί. Μας διδάσκει λοιπόν να προσευχόμαστε να συμβεί γρήγορα το καλό τέλος, για να εφαρμοστεί η ονομασία «Θεός» στον Κύριο, ως τον μόνο αληθινό Θεό» (Ω). Επίσης «ας αγιάζεται, λέει, από εσάς, δηλαδή να ομολογείται άγιος. Διότι πράγματι είναι αυτό από τη φύση του… Διότι η έννοια «άγιος», ως προς την ουσία της, δεν αρμόζει σε τίποτα από όσα ήλθαν στην ύπαρξη από την ανυπαρξία, αλλά αρμόζει σε μόνη την ανώτατη και πάνω από όλα φύση [τον Θεό]. Όταν λοιπόν πιστεύουμε, ότι είναι άγιος από τη φύση του… τότε ομολογούμε μαζί ότι είναι και Θεός αληθινός, και επιπλέον είναι και ξεχωριστός από τα υπόλοιπα και είναι και σε μέγιστη υπεροχή» (Κ). Μάθε πώς πρέπει να ενεργείς και να συμπεριφέρεσαι ώστε και μέσα από σένα να δοξάζεται το όνομα του Θεού. Α) Δεν αγιάζει το όνομα του Θεού εκείνος ο οποίος όσες φορές μιλά για αυτόν, δεν πράττει αυτό με μέγιστη ευλάβεια και βαθύτατο σεβασμό. Β) Εκείνος ο οποίος θέλει να αγιάζεται και μέσω αυτού του όνομα του Θεού, οφείλει να είναι πολύ επιμελής στη συμμετοχή στη δημόσια και κοινή λατρεία. Αυτός που είναι ανελλιπώς στο ναό του Κυρίου και συμμετέχει στη λατρεία σε αυτόν, τιμά δημόσια και δοξάζει τον Θεό. Γ) Απαραιτήτως όμως οφείλει αυτός να ρυθμίζει έτσι τον βίο και την γενικότερη συμπεριφορά του, να φέρεται έτσι στην εξάσκηση του επαγγέλματός του, να κανονίζει έτσι τις σχέσεις του με όλους τους ανθρώπους, ώστε με όλα αυτά να φαίνεται σαφώς, ότι η δόξα του Θεού είναι το κύριο ελατήριο και ο κύριος σκοπός όλων των ενεργειών του. Ο Κύριός μας είπε ότι η ζωή των μαθητών του πρέπει να λάμπει με τα έργα της αρετής έτσι, ώστε όλοι βλέποντας τα καλά τους έργα να δοξάζουν τον ουράνιο Πατέρα τους.
(5) Η φράση «η βασιλεία του Θεού» σημαίνει τη νέα τάξη, που σε καθορισμένο χρόνο εγκαθιδρύθηκε από τον Χριστό και αναπτύσσεται στη γη με την πίστη σε αυτόν, έως ότου κάθε θέληση υποταχτεί ελεύθερα στη θέληση του Θεού και με την υποταγή αυτή προέλθει η εξωτερική και κοινωνική κατάσταση, η οποία θα πραγματοποιήσει τον προορισμό της ανθρωπότητας που έχει θέσει το σχέδιο του Θεού (g). Η έννοια του αιτήματος είναι: Η κυριαρχία σου ας επεκταθεί από τους ουρανούς και στον κόσμο αυτόν (στον οποίο ήδη κοσμοκράτωρ είναι ο σατανάς) έτσι ώστε να εξαλειφθεί κάθε κακία (p). Πατέρα, ας αγιαστεί και ας δοξαστεί το όνομά σου και ας κυριαρχήσει η βασιλεία σου και ας γίνει το θέλημά σου και στην γη αυτή, η οποία είναι αποξενωμένη από εσένα και το θέλημά σου, όπως δοξάζεται το όνομά σου και κυριαρχεί η βασιλεία σου και γίνεται το θέλημά σου στον ουρανό ο οποίος είναι εξ’ ολοκλήρου αφοσιωμένος και παραδομένος σε σένα. «Ας έλθει η βασιλεία σου, για να καταργηθεί μεν κάθε αρχή και εξουσία και δύναμη αλλά και κάθε βασιλεία του κόσμου και η αμαρτία που βασιλεύει στα θνητά μας σώματα, και σε όλα αυτά να βασιλεύσει ο Θεός… Αυτά βεβαίως θα μπορούσε κανείς να τα ζητήσει και για την βασιλεία που σχετίζεται με τον καθένα χωριστά. Ας μην βασιλεύει πια εναντίον μου ο θάνατος, ούτε να με σέρνει με την αμαρτία αιχμάλωτο, αλλά ας έλθει σε μένα η βασιλεία σου, ώστε να περιέλθουν σε ανυπαρξία τα πάθη που τώρα εξουσιάζουν και βασιλεύουν» (Ω). Αξιοσημείωτη και η επόμενη: «Αφού όμως πάντοτε βασιλεύει και εξουσιάζει τα πάντα ο Θεός, τι νόημα έχει το «Ας έλθει η βασιλεία σου»; Αυτοί που λένε αυτό στις προσευχές, φαίνεται ότι επιθυμούν να δουν να λάμψει πάλι στον κόσμο ο Σωτήρας των όλων Χριστός. Διότι θα έλθει, θα έλθει και θα κατέβει κριτής και όχι τότε με την ταπεινή μορφή της δικής μας φύσης, αλλά με δόξα που πρέπει σε Θεό με συνοδεία αγγέλων, για να κρίνει τον κόσμο… Οι παράνομοι λοιπόν και βέβηλοι δεν θα έπρεπε με κανέναν τρόπο να λένε στις προσευχές «Ας έλθει η βασιλεία σου»… Ζητούν λοιπόν οι άγιοι να φτάσει ο καιρός της ολοκληρωτικής βασιλείας του Σωτήρα μας, επειδή βεβαίως κοπίασαν σε όσα έπρεπε και ζητούν τις αμοιβές για όσα ήδη έπραξαν. Διότι έχουν θάρρος ότι θα καταστούν λαμπροί» (Κ). Καθένας που απευθύνει το αίτημα «ας έλθει η βασιλεία σου» προσεύχεται, ώστε όλοι οι άνθρωποι και γενικά τα πάντα να κυβερνιούνται από τους νόμους του Χριστού, καθετί αντίθετο με το πνεύμα του ευαγγελίου να διωχτεί από τον κόσμο, κάθε πικρία, κάθε κακεντρέχεια, κάθε ψεύδος, κάθε απάτη να φύγει και εξαφανιστεί, κάθε φιληδονία και κάθε ξένο με την αγάπη του Θεού να γίνει άγνωστο μεταξύ των ανθρώπων και ο σταυρός του Χριστού να γίνει ο κανόνας με τον οποίο οι άνθρωποι θα μετρούν τα πάντα.
(6) «Αυτοί που λένε αυτό, παρακαλούν να δοθεί δύναμη στους ανθρώπους στη γη, ώστε να κάνουν το θέλημα του Θεού και να μιμούνται τον υψηλό και ουράνιο τρόπο ζωής, αυτόν βεβαίως, εννοώ, που έχουν οι άγιοι άγγελοι· έτσι ώστε, όπως ο Παύλος λέει, αν και περπατούν στη γη να έχουν τη ζωή τους στον ουρανό. Μαζί με αυτά όμως λέμε ότι, αυτοί που λένε «Ας γίνει το θέλημά σου» ζητούν να δουν την καταστροφή της αμαρτίας… Διότι θέλημα του Θεού που εξουσιάζει τα πάντα, είναι, όσοι είναι στη γη να ζουν άγια, έτσι ώστε η εκκλησία που βλέπουμε στη γη να είναι κατά κάποιο τρόπο απομίμηση και εικόνα της εκκλησίας των πρωτογέννητων, της ουράνιας εκκλησίας εννοώ, και έτσι να ευφραίνει πλήρως το Χριστό» (Κ). Το αίτημα «ας γίνει το θέλημά σου» υπονοεί πλήρη υποταγή του εαυτού μας στο θέλημα του Θεού· πόθο να εκτελούμε το θέλημα του Θεού· υπονοεί να γίνεται το θέλημα του Θεού σε εμάς με οποιαδήποτε θυσία και τα είδωλα, τα οποία ήδη λατρεύονται από εμάς και τα οποία όλα από κάποια άποψη είναι εικόνες του μεγάλου ειδώλου μας, το οποίο λέγεται Εγώ, να καταργηθούν και τη θέση τους να πάρει ο ένας και μόνος Θεός, του οποίου το θέλημα να ρυθμίζει ολόκληρη τη ζωή μας και να εξουσιάζει ολόκληρο τον εαυτό μας.
(7) Τα πρώτα αιτήματα αναφέρονται κατευθείαν στη δόξα του Θεού, ενώ τα επόμενα 3 στις ανάγκες του ανθρώπου και καταλαμβάνουν στην όλη προσευχή την δευτερεύουσα θέση. Η προτεραιότητα αυτή η απόλυτη, που παρέχεται στα αιτήματα, που αναφέρονται στη δόξα του Θεού, υπονοεί για τον άνθρωπο που με επίγνωση έτσι προσεύχεται, απογύμνωση και απάρνηση του εαυτού του, αγάπη και ζήλο για το Θεό και το θέλημά του, αυτά όμως προϋποθέτουν καρδιά πλήρως αναγεννημένη, καρδιά παιδιού του Θεού, που απασχολείται προπαντός με τα θεία ενδιαφέροντα. Αφού λοιπόν έτσι λησμόνησε τον εαυτό του και κατά κάποιο τρόπο χάθηκε στο Θεό, ο Χριστιανός επανέρχεται στον εαυτό του με τα δεύτερα 3 αιτήματα. Και αφού ξαναβρίσκει τον εαυτό του στο Θεό, δεν ξαναβρίσκεται μόνος του, αλλά ως μέλος της οικογένειας του Θεού, και δεν λέει πλέον «Εσύ», όπως στα πρώτα αιτήματα, αλλά συνεχίζει με το «εμάς». Το αδελφικό πνεύμα γίνεται έτσι στο δεύτερο τμήμα της προσευχής του, το συμπλήρωμα του πνεύματος παιδιού-πατέρα, το οποίο υπαγόρευσε το πρώτο τμήμα (g).

11.3 τὸν ἄρτον(1) ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον(2) δίδου(3) ἡμῖν τὸ καθ᾽ ἡμέραν(4)·
3 Δίνε μας κάθε μέρα τον απαραίτητο για τη ζωή μας άρτο.
(1) Πολλοί από τους αρχαίους ερμηνευτές δέχτηκαν ότι αυτό αναφέρεται στον πνευματικό άρτο. Έτσι ο Ω. (περί ευχής κζ 7), ο Κυπριανός (de orat. 18.19) και μάλιστα ο Μαρκίων («οι οπαδοί του Μαρκίωνος έχουν την φράση ως εξής: Τον άρτον σ ο υ τον επιούσιον» Ω). «Θεωρούν ίσως κάποιοι ανάρμοστο… στους αγίους το να ζητούν από το Θεό τα σωματικά, και για αυτόν το λόγο μεταφέρουν το ρητό σε πνευματική θεώρηση. Και λένε λοιπόν, ότι ζητούν άρτο όχι επίγειο, όχι σωματικό, αλλά εκείνον μάλλον που κατεβαίνει από ψηλά και από τον ουρανό και παρέχει ζωή στον κόσμο, ή, όπως λένε, ο οποίος [άρτος] είναι για την αληθινή και ασώματη ουσία, δηλαδή την ψυχή· διότι αυτή είναι με την κύρια έννοια ουσία, επειδή δεν έχει κάποια ρευστότητα. Εγώ βεβαίως ότι, από τη μία, στους αγίους θα άρμοζε κατεξοχήν το να θεωρούν επείγον να μετέχουν σε πνευματικά χαρίσματα, δεν θα δίσταζα καθόλου να το πω. Όμως αξίζει να δούμε και εκείνο, ότι δηλαδή και αν ακόμη ζητούν τον συνηθισμένο άρτο… το αίτημά τους είναι ελεύθερο από κάθε κατηγορία… Διότι με το να έχει προστάξει να ζητούν άρτο, δηλαδή την εφήμερη τροφή, είναι ολοφάνερο ότι δεν τους αφήνει να έχουν τίποτα, αλλά μάλλον να ασχολούνται με την πτωχεία που αρμόζει σε αγίους. Διότι το να ζητούν, δεν ταιριάζει σε κάποιους που έχουν, αλλά σε αυτούς που τους σπανίζουν. Αν λοιπόν κάποιος που δεν έχει ανάγκη τίποτα, λέει στον παντογνώστη Θεό «Δώσε σε μας τον εφήμερο άρτο», θα έδινε την εντύπωση ότι ειρωνεύεται μάλλον, παρά βεβαίως ότι πραγματικά θέλει να πάρει» (Κ). Αξιόλογη και η παρατήρηση: Ζητούμε το ψωμί μας, που αποκτούμε από την εργασία μας και που δεν αποσπούμε από το στόμα των άλλων. Όχι το ψωμί από ζυγό δόλιο (Παρ. κ 23) ούτε το ψωμί των τεμπέλικων σταριών (Παρ. λα 27), αλλά το ψωμί που αποκτήθηκε έντιμα.
(2) Εκτός από τις εκδοχές που αναφέρονται στο υπόμνημα στον Ματθαίο σελ. 121, είναι αξιοσημείωτες και οι επόμενες: Η λέξη είναι δυνατόν να παράγεται και από το: επί την οὖσαν (ημέρα)=τον άρτο της παρούσας ημέρας· από το επείναι, οπότε το επιούσιος έχει την ίδια σημασία με το λατινικό quotidianus (=ο καθημερινός) (L). Ο Γιάνναρης ισχυρίζεται, ότι η λέξη δεν έχει καμία σχέση με την έννοια του χρόνου. Υπενθυμίζει την στους Ο΄ χρήση της λέξης περιούσιος, που σχηματίστηκε προφανώς από τη λέξη περιουσία (=πλούτος, αφθονία) και σημαίνει σχηματισμένη και σοβαρή ιδιοκτησία (Εξ. ιθ 5,Δευτ. ζ 6,ιδ 2, κστ 18). Ερμηνεύεται λοιπόν=Να ζητάς όχι άρτο περιούσιο, που φυλάγεται ως θησαυρός σε πλούτο, αλλά άρτο επιούσιο, απλώς και μόνο ψωμί. Η λέξη επιούσιος δηλαδή είναι πρόσφατα σχηματισμένη λέξη σε αναλογία και αντίθεση με τη λέξη περιούσιος με σκοπό να εκφράσει την αντίθετη με αυτήν έννοια. Αυτήν την ερμηνεία δέχεται στα ουσιώδη της σημεία και ο Tholuck (p).
(3) Το αίτημα αυτό όπως είναι στον Λουκά περιλαμβάνει περισσότερα από το αίτημα στον Ματθαίο. Σύμφωνα με το αίτημα, όπως είναι στον Ματθαίο, ζητούμε να μας δώσει τον άρτο της ημέρας. Ενώ όπως είναι στον Λουκά, ζητούμε να μας δίνει εξακολουθητικά τον άρτο αυτόν (p). Το δος του Ματθαίου αναφέρεται σε αυτό που γίνεται μία φορά, ενώ το δίδου παριστάνει αυτό που γίνεται συνήθως και τακτικά (δ).
(4) «Το «καθ’ ημέραν» έχει περισσότερη έμφαση από το «σήμερον» του Ματθαίου» (Ω). Αιτιατικοφανές επίρρημα· λείπει η λέξη «διάστημα», δηλαδή το διάστημα που εκτείνεται σε κάθε ημέρα=το απλό «κάθε μέρα» (δ). Το πνεύμα αυτού του αιτήματος, είναι αυτό της πλήρους και ολοκληρωτικής εξάρτησής μας από το Θεό. Αυτοί που το απευθύνουν, αναγνωρίζουν την πηγή, από την οποία τα πάντα προέρχονται και πηγάζουν σε μας. Διότι αν και ο καθημερινός μας άρτος είναι δώρο Θεού, πολύ περισσότερο όλες οι άλλες ευλογίες, οι οποίες δεν είναι τόσο κοινές και συνηθισμένες όπως ο καθημερινός άρτος. Αναγνωρίζεται επίσης, ότι η από το Θεό εξάρτησή μας είναι συνεχής και καθημερινή και ότι οφείλουμε κάθε μέρα να ζητάμε, εάν θέλουμε να έχουμε κάθε μέρα. Τα μαθήματα λοιπόν, τα οποία παίρνουμε από το αίτημα αυτό είναι α) πεποίθηση και εμπιστοσύνη στη θεία Πρόνοια, β) μάθημα χριστιανικής απλότητας, διότι ζητούμε με αυτό, τον άρτο μόνο που αρκεί για τις ανάγκες μας, γ) μάθημα ευγνωμοσύνης που οφείλεται στο Θεό για όλες τις πολλαπλές εύνοιές του προς εμάς. Διότι εάν ζητάμε τον καθημερινό μας άρτο, αναμφίβολα πρέπει εγκάρδια να ευχαριστούμε το Θεό για εκείνο, το οποίο ήδη πήραμε, δ) όπως προσευχόμαστε και είμαστε ευγνώμονες για τον καθημερινό μας άρτο, μύριες φορές περισσότερο οφείλουμε να παρακαλούμε και να είμαστε ευγνώμονες για τον άρτο της αιώνιας ζωής.

11.4 καὶ ἄφες ἡμῖν τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν, καὶ γὰρ αὐτοὶ ἀφίεμεν(1) παντὶ ὀφείλοντι(2) ἡμῖν· καὶ μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν(3),αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού(4).
4 Συγχώρησε τις αμαρτίες μας, γιατί κι εμείς συγχωρούμε όλους όσοι μας φταίνε.
Και μη μας αφήσεις να πέσουμε σε πειρασμό, αλλά γλίτωσέ μας από τον πονηρό».
(1) Υπάρχει και η γραφή αφίομεν, που είναι ενεστώτας του αφίω.
(2) «Πρέπει λοιπόν να ζητούμε από το Θεό την άφεση των αμαρτιών, αφού πρώτα συγχωρήσαμε εμείς αυτούς με τους οποίους συγκρουστήκαμε σε κάτι, όταν αμαρτάνουν απέναντι σε εμάς και όχι στην θεία και υπέρτατη δόξα· διότι δεν είμαστε εμείς κύριοι για εκείνα (τα αμαρτήματα), αλλά μόνο για αυτά που έγιναν σε μας» (Κ).
(3) «Διδάσκοντας να λέμε αυτά, δεν μας θέλει να είμαστε ούτε άνανδροι ούτε δειλοί, αλλά μάλλον ρωμαλέοι και τολμηροί για όλα όσα είναι άξια επαίνου· μαζί με αυτά πάλι, μας θέλει να είμαστε και μετριόφρονες και φτωχοί στο πνεύμα και να μην νομίζουμε ότι παντού και οπωσδήποτε θα νικήσουμε κάθε πειρασμό… Πρέπει λοιπόν να μην δείχνουμε θράσος απέναντι στους πειρασμούς, αλλά να σκεφτόμαστε μάλλον την αδυναμία της διάνοιάς μας. Επομένως να υποχωρούμε, από τη μία, όταν πειραζόμαστε, όταν όμως, από την άλλη, η περίσταση καλεί αναγκαστικά σε αυτό, τότε βεβαίως, τότε πρέπει να αγωνιζόμαστε χρησιμοποιώντας κάθε δύναμη… Πρέπει λοιπόν επομένως, όταν βρισκόμαστε κοντά σε τόσο φοβερά κακά, δηλαδή όταν δεν έχουμε ακόμη έλθει σε αυτά, να προσευχόμαστε και να λέμε, Μην μας εισαγάγεις σε πειρασμό. Όταν όμως πέσει πάνω σου πειρασμός, τότε στάσου γενναία, μάλωσε τη σάρκα, βάλε χαλινάρι στο νου, ζήτησε τη βοήθεια του Θεού. Διότι θα βοηθήσει τότε και θα δώσει τη νίκη ο των όλων Σωτήρας και Κύριος» (Κ). «Επειδή λοιπόν πρόσταξε να προσεύχονται «Μη μας βάλεις σε πειρασμό», αυτό το ίδιο διδάσκει αυτούς με αυτό που έκανε λέγοντας, «Πατέρα, αν είναι δυνατόν ας φύγει από εμένα αυτό το ποτήρι», διδάσκοντας όλους τους αγίους, να μην πηδάμε μέσα στους κινδύνους ούτε να ρίχνουμε τους εαυτούς μας σε αυτούς, αλλά να αναμένουμε μεν να έλθουν και να δείχνουμε κάθε ανδρεία· να μην πηδάμε όμως εμείς πρώτα σε αυτούς, ούτε πρώτοι να ριχνόμαστε στα κακά» (Χ). Καμία ασυμφωνία δεν υπάρχει ανάμεσα στο αίτημα αυτό και στο χωρίο Ιακ. α 2 («Να θεωρείτε άξιο κάθε χαράς, αδελφοί μου, όταν πέσετε σε ποικίλους πειρασμούς»). Το αίτημα αυτό αναφέρεται ειδικά στις εσωτερικές παρορμήσεις του διαβόλου, όπως φαίνεται και από τα ακόλουθα («σώσε μας από τον πονηρό»). Ο θείος Ιάκωβος αναφέρεται κυρίως στις εξωτερικές δοκιμασίες, που προέρχονται από την πολύμορφη φτώχια (α 5, 9) ή τους διωγμούς (β 6,7). Επίσης δεν υπάρχει αντίφαση μεταξύ της χαράς στους πειρασμούς τους οποίους ο Θεός με τη σοφία του επιτρέπει για δοκιμασία μας, και της προσευχής να μην μπούμε σε τέτοιες δοκιμασίες λόγω της φυσικής μας αδυναμίας (p). Όταν ευχόμαστε να μην μας βάλει ο Κύριος σε πειρασμό, πρέπει να μην λησμονούμε, ότι οφείλουμε να ενεργούμε και εμείς σύμφωνα με το αίτημά μας αυτό. Δηλαδή αν παρακαλούμε να μην πέσουμε σε πειρασμό, πρέπει συγχρόνως και να φροντίζουμε να μην ρίχνουμε και εμείς οι ίδιοι τους εαυτούς μας σε πειρασμό.
(4) Οι Αλεξανδρινοί συγγραφείς και τα αλεξανδρινά χειρόγραφα παραλείπουν ολόκληρη τη φράση: « «Και μη εισενέγκης ημας εις πειρασμόν». Σε αυτό μεν το σημείο σταματά την προσευχή ο Λουκάς· ο Ματθαίος, από την άλλη, βρίσκεται να προσθέτει· Αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού. Υπάρχει βεβαίως μέσα στα λόγια αυτά μία πολλή μεγάλη συμφωνία· διότι οπωσδήποτε το να μην μπούμε σε πειρασμό θα το ακολουθήσει το να σωθούμε από τον πονηρό. Ή, ίσως, αν πει κάποιος ότι, είναι το ίδιο το να σωθεί κανείς με το να μην μπει σε πειρασμό, δεν θα έσφαλλε ως προς την αλήθεια» (Κ). Η παρούσα ζωή είναι ζωή αγώνα και όχι καιρός ανάπαυσης. Η ανάπαυση βρίσκεται στη μέλλουσα ζωή, όπου τίποτα πονηρό δεν μπορεί να μπει. Ο αληθινός χριστιανός δεν εύχεται μόνο «μη μας βάλεις σε πειρασμό αλλά σώσε μας από τον πονηρό», αλλά συναισθάνεται ακόμη, ότι, αφού ο Θεός τον τοποθέτησε σε αυτόν τον κόσμο, ο οποίος είναι γεμάτος από σκάνδαλα και λόγω αυτού υπόκειται σε αυτόν σε πειρασμούς, καθήκον του είναι συνεχώς να αντιστέκεται εναντίον τους και ως κύριό του έργο να έχει, να αγωνίζεται πάντοτε εναντίον του εχθρού της ψυχής του, ο οποίος υποκινεί στα σκάνδαλα και τους πειρασμούς και να διατηρεί και να φυλάει την καρδιά του αγνή και ναό αμόλυντο και άγιο, αντάξιο του Αγίου Πνεύματος που κατοικεί σε αυτήν.

11.5 Καὶ εἶπεν πρὸς αὐτούς(1), Τίς ἐξ ὑμῶν(2) ἕξει φίλον καὶ πορεύσεται πρὸς αὐτὸν μεσονυκτίου(3) καὶ ερεί αὐτῷ, Φίλε, χρῆσόν(4) μοι τρεῖς(5) ἄρτους,
5 «Φανταστείτε», συνέχισε, «πως κάποιος από σας πάει τα μεσάνυχτα στο σπίτι του φίλου του και του λέει: “φίλε, δάνεισέ μου τρία ψωμιά,
(1) «Αφού δίδαξε να προσεύχονται, θέλει να δείξει και ότι η επιμονή της προσευχής πετυχαίνει το ζητούμενο και χρησιμοποιεί παραβολή που παριστάνει αυτό. Και έχει φτιαχτεί η παραβολή με πολλές λεπτομέρειες για να είναι πιο πειστική» (Ζ). Μας διδάσκει λοιπόν με την παραβολή «να κάνουμε μεν τις προσευχές, σύμφωνα με το υπόδειγμα που δόθηκε, αλλά να το κάνουμε αυτό όχι με βαρεμάρα ούτε με ραθυμία· οπότε έπειτα, επειδή δεν ακουστήκαμε από την πρώτη προσευχή ή και την δεύτερη, να σταματήσουμε τις ικεσίες επειδή τάχα δεν φέρνουν καμία ωφέλεια» (Κ). Η παραβολή αυτή είναι παράλληλη με αυτήν του άδικου Κριτή (Λουκ. ιη 1-8). Και οι δύο είναι αποκλειστικές του Λουκά του οποίου το ευαγγέλιο με κάποια ειδική έννοια είναι ευαγγέλιο προσευχής. Και οι δύο παραβολές διδάσκουν ότι η προσευχή πρέπει να γίνεται ευκαίρως ακαίρως και με επιμονή (p).
(2) Είναι κάπως ανώμαλη η σύνταξη. Η αρχική ερώτηση Τις εξ υμων έξει φίλον…; μεταβάλλεται με επιμήκυνση της πρότασης, σε πρόταση υποθετική «καὶ εἴπῃ αὐτῷ, Φίλε, χρῆσόν…». Η γραφή στο κείμενο «ερεί» αποτελεί απόπειρα διόρθωσης της ανωμαλίας. Η ερωτηματική μορφή άρμοζε καλύτερα στην αρχή, διότι προκαλεί αμεσότερα τον ακροατή, δεν μπορούσε όμως η μορφή αυτή να παραταθεί για πολύ (g). Η σύνταξη της πρότασης θα εξομαλυνόταν ως εξής: κανείς από σας δεν θα έχει φίλο και θα πάει σε αυτόν και θα πει φίλε δάνεισέ μου τρεις άρτους, και θα απαντήσει σε αυτόν αυτός, Μη με κουράζεις (δ).
(3) Σε χρόνο δηλαδή πολύ ακατάλληλο. Ως προς το Θεό όμως κανείς χρόνος δεν είναι ακατάλληλος για να μας ακούσει και να μας δώσει (b). Δεν μπορούμε εμείς να προκαλέσουμε ανησυχία σε αυτόν, ούτε με την αναίδειά μας ή την άκαιρη προσέλευση και επιμονή μας να μεταβάλλουμε τις σκέψεις του και τις βουλές του. Νικάμε την απροθυμία των ανθρώπων με τις ενοχλήσεις μας, επειδή δεν τους αρέσουν και θέλουν να απαλλαχτούν από αυτές. Αλλά του Θεού του αρέσουν οι κραυγές μας και εκείνο το οποίο θα δυσαρεστούσε τους ανθρώπους, ευχαριστεί το Θεό. Τον ευχαριστεί ευκαίρως, ακαίρως, συνεχώς και επίμονα να απευθυνόμαστε σε αυτόν.
(4) «Δηλαδή δάνεισε» (Ζ). Από το ρήμα κίχρημι, το οποίο μόνο εδώ στην Κ.Δ. συναντιέται. Είναι διαφορετικό από το δανείζω (=διαθέτω χρήματα με τόκο) και σημαίνει επίτρεψε να κάνω χρήση φιλικά (p).
(5) Είτε πρόκειται για μικρούς άρτους και ένας από αυτούς δεν είναι επαρκής για ένα πρόσωπο (L), είτε έναν για τον ξένο μου, ένα για μένα, και έναν να περισσεύει γενναιόδωρα στο τραπέζι (b).

11.6 ἐπειδὴ φίλος μου παρεγένετο ἐξ ὁδοῦ(1) πρός με καὶ οὐκ ἔχω ὃ παραθήσω αὐτῷ·
6 γιατί κάποιος φίλος μου ταξιδιώτης ήρθε σπίτι μου και δεν έχω τίποτε να του προσφέρω να φάει”.
(1) Από οδοιπορία και δεν έχω κάτι για τροφή να του παραθέσω (δ).

11.7 κἀκεῖνος ἔσωθεν ἀποκριθεὶς εἴπῃ, Μή μοι κόπους πάρεχε(1)· ἤδη ἡ θύρα κέκλεισται, καὶ τὰ παιδία μου μετ᾽ ἐμοῦ εἰς τὴν κοίτην εἰσίν(2)· οὐ δύναμαι ἀναστὰς δοῦναί σοι.
7 Εκείνος του απαντάει από μέσα: “μη μ’ ενοχλείς· έχω πια κλειδώσει την πόρτα, και τα παιδιά μου κι εγώ είμαστε στο κρεβάτι· δεν μπορώ να σηκωθώ και να σου δώσω”.
(1) Δες Ματθ. κστ 10, Μάρκ. ιδ 6 και Γαλ. στ 17=Μη με ενοχλείς.
(2) Σύμφωνα με τη συνήθεια στην ανατολή, τα στρώματα αφού μαζευτούν την ημέρα, απλώνονται κατά τη νύχτα σχεδόν σε όλο το δάπεδο. Τα παιδιά κοιμούνται σε αυτά και ο οικοδεσπότης δεν μπορεί χωρίς γενική διατάραξη να σηκωθεί για να ανοίξει την πόρτα και να δώσει άρτους (L). Είναι στο κρεβάτι. Πρόθεση (εις) κίνησης με ρήμα ανάπαυσης, αντί για την πρόθεση «εν» με δοτική, σύμφωνα με τις τάσεις της κοινής γλώσσας· και το εισίν σε πληθυντικό στο οποίο προηγείται υποκείμενο ουδέτερο σε πληθυντικό (p).

11.8 λέγω ὑμῖν, εἰ καὶ(1) οὐ δώσει αὐτῷ ἀναστὰς διὰ τὸ εἶναι φίλον(2) αὐτοῦ, διά γε τὴν ἀναίδειαν(3) αὐτοῦ ἐγερθεὶς δώσει αὐτῷ ὅσων χρῄζει(4).
8 Σας βεβαιώνω πως κι αν ακόμη δεν τον εξυπηρετήσει επειδή είναι φίλος του, για την αναίδειά του θα σηκωθεί και θα του δώσει ό,τι χρειάζεται.
(1) Διαφέρει από το «και ει» στο ότι η υπόθεση υπονοείται με το «ει και» ως γεγονός=Παρόλο που δεν θα δώσει… (p).
(2) Ο Θεός όμως ακούει λόγω της αγάπης του σε μας και δεν υπόκειται σε ανησυχία και θορύβους εκ μέρους μας (b).
(3) Την οποία έδειξε με το να έλθει τη νύχτα (b). «Βλέπεις πως, αυτό που δεν κατάφερε η φιλία, αυτό το κατόρθωσε η επίμονη παρουσία;… Και αν ακόμη η φιλία, λέει, δεν κατορθώσει αυτό, αλλά η διαρκής παρουσία θα πετύχει αυτό που δεν μπόρεσε η φιλία» (Χ).
(4) Όλα «τα σημεία της παραβολής επιχείρησαν μεν κάποιοι να τους δώσουν συμβολικό νόημα, αλλά δεν μπόρεσαν να προσαρμόσουν αυτά στο σκοπό της… Μου φαίνεται λοιπόν ότι όλη η παρούσα παραβολή, τίποτα άλλο δεν δείχνει, παρά μόνο αναγκαιότατη αίτηση και πολύ εύλογη άρνηση, για να φανεί ότι λόγω της επιμονής ακούστηκε αυτός που ζητούσε, και έτσι να γίνει πειστική η συμβουλή με την παραβολή» (Ζ). «Έλα λοιπόν, ας μεταφέρουμε αυτό που παρουσιάζεται με μορφή παραβολής, στην πραγματικότητα. Ενόχλησε με προσευχή, πλησίασε τον φιλάγαθο Θεό και πάρα πολύ συχνά· και αν δεις να αναβάλλεται το δόσιμο της χάρης, μην απελπίζεται για όσα προσδοκάς, ούτε να απομακρυνθείς από την ελπίδα που έχεις μπροστά σου… Αλλά να καταλάβεις μάλλον το εξής μέσα σου. Τα σχετικά με μας, τα γνωρίζει περισσότερο από μας ο προνοητής των πάντων. Μερικές φορές ζητάς αυτά που είναι πέρα από τα μέτρα σου. Ξέρει αυτός που δίνει τον πρέποντα καιρό των ευεργεσιών. Πρέπει λοιπόν εμείς, συνετά μαζί και έντονα, να κάνουμε τις προσευχές στο Θεό, έστω και αν γίνει κάποια ματαίωση των αιτημάτων. Διότι αυτό που αποκτήθηκε χωρίς ιδρώτα και το πήραμε έτοιμο, συνηθίζουμε να το περιφρονούμε» (Κ). Τι διδασκόμαστε από την παρομοίωση αυτή; Πρέπει να πλησιάζουμε το Θεό με θάρρος και εμπιστοσύνη για ό,τι χρειαζόμαστε, όπως έρχεται κάποιος στο σπίτι γείτονα ή φίλου, ο οποίος τον γνωρίζει, τον αγαπά και είναι διατεθειμένος να εκδηλώνει πάντοτε συμπάθεια προς αυτόν. Πρέπει να πλησιάζουμε το Θεό για να ζητήσουμε άρτο, δηλαδή καθετί αναγκαίο, χωρίς το οποίο δεν μπορούμε να είμαστε είτε άνθρωποι, είτε χριστιανοί. Πρέπει να ερχόμαστε προς αυτόν και για τους άλλους και όχι μόνο για τους εαυτούς μας. Ο άνθρωπος της παρούσας παραβολής ζητά τους άρτους για τον φίλο του και όχι για τον εαυτό του. Πρέπει να επιμένουμε στην προσευχή και να αγρυπνούμε με καρτερία σε αυτήν.

11.9 (1)κἀγὼ ὑμῖν λέγω(2), αἰτεῖτε(3), καὶ δοθήσεται ὑμῖν· ζητεῖτε(4), καὶ εὑρήσετε· κρούετε(4), καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν.
9 »Σας λέω λοιπόν: ζητάτε και θα σας δοθεί, ψάχνετε και θα βρείτε, χτυπάτε την πόρτα και θα σας ανοιχτεί.
(1) Δες Ματθ. ζ 7-11 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις.
(2) Επειδή αυτούς του είδους η επίμονη αίτηση και στους κοσμικούς πετυχαίνει, και εγώ σας λέω… (δ). Το εγώ έχει έμφαση και λόγω του ότι μπαίνει στην αρχή και διότι λέγεται, ενώ θα μπορούσε παραλειπόμενο να υπονοηθεί στο ρήμα· το «σε εσάς» έχει επίσης έμφαση λόγω της θέσης στην οποία βρίσκεται=Η παραβολή σάς διδάσκει. Αλλά και εγώ ομοίως σας διδάσκω λέγοντας (p).
(3) Τα 3 ρήματα και οι προσταγές που μέσω αυτών απευθύνονται, έχουν παρθεί προφανώς από την παραβολή και αποτελούν σκάλα αυξανόμενης σπουδής. Και τα 3 σε ενεστώτα φανερώνουν αυτό που γίνεται συνεχώς και κατ’ εξακολούθηση (p). «Δες την ακρίβεια της λέξης. Δεν είπε, Αιτήστε (μία φορά δηλ.) και θα σας δοθεί, αλλά Να αιτείτε, με την έννοια του παντοτινά να ζητάτε» (Θφ).
(4) «Λέγοντας επίσης το «να ζητάτε» διατάσσει τον κόπο. Διότι πάντα με κόπο βρίσκεται το ζητούμενο. Αυτός που κρούει, χτυπά με το χέρι με ορμή την πόρτα, έτσι ώστε, ο κύριος του σπιτιού, μην αντέχοντας την ενόχληση των χτυπημάτων, να ανοίξει έστω και χωρίς τη θέλησή του. Μάθε λοιπόν από τις δικές μας καταστάσεις, πώς κυνηγά κανείς το χρήσιμο. Χτύπα, ενόχλησε, ζήτησε· τέτοιοι πρέπει να είναι αυτοί που ζητούν κάτι από το Θεό. Με σύνεση και ένταση πρέπει να προσεύχεσαι» (Κ)

11.10 πᾶς γὰρ ὁ αἰτῶν λαμβάνει(1), καὶ ὁ ζητῶν εὑρίσκει, καὶ τῷ κρούοντι ἀνοιχθήσεται.
10 Όποιος ζητάει παίρνει, όποιος ψάχνει βρίσκει, κι όποιος χτυπάει του ανοίγεται.
(1) «Είναι αληθινή η θέση του Σωτήρα που λέει «Ζητάτε και θα σας δοθεί», την οποία και βεβαιώνει με το να πει· Όποιος ζητά παίρνει»· θα ρωτούσε όμως κάποιος: πώς κάποιοι, αν και προσεύχονται, δεν ακούγονται. Σε αυτό πρέπει να πούμε» (Ω), «δεν παίρνει αυτός που ζητά αυτά που δεν συμφέρουν. Η αίτηση δηλαδή αυτών που δεν συμφέρουν, ούτε καν αίτηση προς τον Θεό δεν θα μπορούσε να ονομαστεί. Διότι αυτός που προσεύχεται στο Θεό, οφείλει να ζητά αυτά που εκείνος δίνει» (Θφ). «Για αυτό όταν δεν παίρνουμε από αυτόν, δεν αποδεικνύεται ψεύτικο το «όποιος ζητά παίρνει». Διότι και όταν ένας δάσκαλος λέει· όποιος έρχεται σε μένα για τα μαθήματα, θα τα μάθει καλά, θεωρούμε ότι έρχεται αληθινά προς τον δάσκαλο, δηλαδή προσέχει με ένταση όσα λέει ο δάσκαλος, ασκείται σε αυτά και μελετά αυτά. Σε αυτόν όμως που δεν ήλθε με αυτόν τον τρόπο, πρέπει να πούμε· δεν ήλθες σε αυτόν με τον τρόπο που προέτρεψε. Το οποίο κάνοντάς το πιο φανερό ο Ιάκωβος… λέει· κάποιοι που νομίζουν ότι ζητούν, δεν παίρνουν, διότι ζητούν με κακό τρόπο χάριν μάταιων ηδονών. Αλλά θα πει κάποιος· Και όμως, και όταν κάποιοι ζητούν θεία γνώση και να πάρουν αρετές, δεν παίρνουν. Σε αυτόν πρέπει να πούμε ότι δεν είχαν την αξίωση να πάρουν από το Θεό για αυτά τα ίδια τα αγαθά, αλλά για να επαινούνται για αυτά. Διότι ένα γνώρισμα αυτών που αγαπούν τις ηδονές, είναι και η χαρά για τους επαίνους. Για αυτό και σε αυτούς δεν δίνονται, επειδή θέλουν να δαπανήσουν σε ηδονές αυτά που αξιώνουν από το Θεό» (Ω).

11.11 τίνα δὲ ἐξ ὑμῶν τὸν πατέρα(1) αἰτήσει ὁ υἱὸς άρτον(2), μη λίθον επιδώσει αυτώ; Ή και ἰχθύν(2), καὶ ἀντὶ ἰχθύος ὄφιν αὐτῷ ἐπιδώσει;
11 Ποιος πατέρας από σας, όταν του ζητήσει ο γιος του ψωμί, θα του δώσει πέτρα; ή όταν του ζητήσει ψάρι, θα του δώσει φίδι αντί για ψάρι;
(1) Το «τον πατέρα» είναι επεξήγηση του ποιον=από ποιον από σας, εννοώ δηλαδή τον πατέρα του… (δ). Ενδέχεται αυτός που ζητά κάτι από κάποιον άγνωστο να μην πάρει το ζητούμενο. Αλλά όταν υπάρχει σχέση πατέρα και γιου και ζητά ο γιος από τον πατέρα, όπως γίνεται στην Κυριακή προσευχή, η επιτυχία είναι βέβαιη. Ο πιστός επικαλείται Πατέρα (g). «Κατανοήστε τη δύναμη των λόγων μου σαν με εικόνα, λέει, δηλαδή με ξεκάθαρο παράδειγμα από όσα συμβαίνουν σε σας τους ίδιους. Έγινες πατέρας παιδιών και θέλεις με κάθε τρόπο από πολλή στοργή να τα ωφελείς. Όταν λοιπόν ζητήσει άρτο το παιδί, χωρίς καθυστέρηση και με χαρά του το προσφέρεις, ξέροντας καλά ότι θα έχει ως δική του την ωφέλιμη τροφή» (Κ).
(2) «Ο γιος ζητά, λέει, ψωμί και ψάρια και αυγό. Όπως ακριβώς λοιπόν αυτά, είναι τροφή του ανθρώπου, έτσι και τα αιτήματά μας οφείλουν να είναι συμφέροντα και ωφέλιμα σε μας» (Θφ). «Όταν όμως το μικρό παιδί επειδή στερείται λογικής, αφού δεν ξέρει ακόμα να ξεχωρίζει όσα βλέπει, ζητήσει πέτρα για να φάει, του δίνεις άραγε, λέει, ή μάλλον το εμποδίζεις από την βλαβερή επιθυμία για αυτό το πράγμα;» (Κ).

11.12 ἢ καὶ εάν αἰτήσει ᾠόν(1), μη ἐπιδώσει αὐτῷ σκορπίον(2);
12 ή αν του ζητήσει αυγό θα του δώσει σκορπιό;
(1) Οι 3 τροφές που απαριθμήθηκαν από τον Κύριο, δεν τέθηκαν τυχαία. Ψωμιά, αυγά βρασμένα και ψάρια ξερά και συντηρημένα αποτελούν συνηθισμένες ταξιδιωτικές προμήθειες των οδοιπόρων ή ταξιδιωτών στην Ανατολή (g).
(2) Αναζητήθηκαν σε παλαιότερους συγγραφείς πληροφορίες για λευκούς σκορπιούς για να υποστηρίξουν την υπόθεση ότι ο σκορπιός με την κυκλική εμφάνισή του όταν είναι στο έδαφος με κυρτωμένο το κάτω τμήμα του, μοιάζει με αυγό. Μάταια όμως. Διότι ο σκορπιός εδώ δεν μπορεί να είναι παρά ο σκούρος που συναντιέται στην Παλαιστίνη. Μπαίνει λοιπόν εδώ ο σκορπιός, όχι για υποτιθέμενη ομοιότητά του με το αυγό, αλλά για να παρουσιαστεί το τέτοιου είδους δόσιμο από τον πατέρα τελείως απίθανο και αδύνατο (L). Το «αντί για πέρκα σκορπιό» φαίνεται να υπήρξε ελληνική παροιμία. Η έννοια που τονίζεται στους στίχους είναι, ότι ο Θεός ανταποκρινόμενος στις προσευχές μας, δεν είναι δυνατόν ούτε ανώφελο (πέτρα) ούτε βλαβερό (σκορπιό, φίδι) να δώσε σε μας (p).

11.13 εἰ οὖν ὑμεῖς ὑπάρχοντες(1) πονηροί(2), οἴδατε δόματα ἀγαθὰ διδόναι τοῖς τέκνοις ὑμῶν, πόσῳ μᾶλλον ὁ πατὴρ ὁ ἐξ οὐρανοῦ(3) δώσει(4) πνεῦμα αγαθόν(5) τοῖς αἰτοῦσιν αὐτόν.
13 Αν λοιπόν εσείς, παρ’ όλο που είστε αμαρτωλοί, ξέρετε να δίνετε καλά πράγματα στα παιδιά σας, πολύ περισσότερο ο ουράνιος Πατέρας θα δώσει το Άγιο Πνεύμα σε όσους του το ζητούν».
(1) Πιο έντονο από το όντες (από το ειμί=είσαστε)· δηλαδή, εσείς που από την αρχή είστε (p).
(2) «Οι οποίοι δηλαδή έχετε διάνοια δεκτική στην κακία και όχι αμετακίνητη στο αγαθό, όπως ο Θεός των όλων» (Κ).
(3) Υπάρχει και η γραφή χωρίς το άρθρο «ο πατήρ εξ ουρανού δώσει», οπότε μπορεί το εξ’ ουρανού να συνδεθεί με το δώσει. Τα συμφραζόμενα όμως δεν απαιτούν μία τέτοια έννοια (g).
(4) Είναι αξιοσημείωτη η αλλαγή του επιδώσει, το οποίο χρησιμοποιήθηκε στους προηγ. στίχους, σε «δώσει» προκειμένου για χορηγία που γίνεται από το Θεό. Εδώ αυτό που δίνεται, δεν δίνεται από χέρι σε χέρι, όπως κάνει ο επίγειος πατέρας στα παιδιά του (g).
(5) Πιο σωστή γραφή: Πνεύμα Άγιον. Ο Λουκάς εξειδικεύει την γενική έκφραση του Ματθαίου (αγαθά) για να δηλώσει το ύψιστο των αγαθών, από όσα ο Θεός χορηγεί στα παιδιά του. Εφόσον όμως ο Θεός παρέχει το ανώτερο και μέγιστο, πολύ περισσότερο θα δώσει και το ελάχιστο (δ). Η γραφή πνεύμα αγαθόν, σύμφωνα με τον χαρακτηρισμό του Πνεύματος στο Ψαλμ. ρμβ 10, προήλθε από το «δόματα αγαθά» που προηγήθηκε. Όταν μας δοθεί το Άγιο Πνεύμα, τίποτα άλλο πλέον δεν χρειαζόμαστε για να γίνουμε ευτυχείς. Διότι το Άγιο Πνεύμα είναι αυτό που εργάζεται μέσα μας την πνευματική ζωή και είναι ο αρραβώνας της μέλλουσας και αιώνιας ζωής. Η δωρεά λοιπόν του Αγίου Πνεύματος είναι κάτι, για το οποίο ο καθένας μας πρέπει με πόθο και επίμονα να παρακαλεί να του δοθεί.

Στίχ. 14-26. Η θεραπεία του δαιμονισμένου κωφαλάλου και η βλασφημία των Φαρισαίων.
11.14 Καὶ(1) ἦν ἐκβάλλων(2) δαιμόνιον, καὶ αὐτὸ αὐτὸ ἦν κωφόν(3)· ἐγένετο δὲ τοῦ δαιμονίου ἐξελθόντος ἐλάλησεν ὁ κωφός. καὶ ἐθαύμαζον(4) οἱ ὄχλοι·
14 Κάποτε ο Ιησούς θεράπευσε έναν βουβό, που ήταν δαιμονισμένος. Όταν βγήκε το δαιμόνιο, ο βουβός άρχισε να μιλάει. Ο κόσμος έμενε κατάπληκτος.
(1) Δες Ματθ. θ 32-34, ιβ 22-30 και Μάρκ. γ 19-27 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις.
(2) Μαζί με την διδασκαλία, έβγαλε. Ο παρατατικός δεν φανερώνει κάποια δυσκολία για το διώξιμο, αλλά την ταυτόχρονη με την διδασκαλία ενέργεια της θεραπείας (δ).
(3) «Ισχυριζόμαστε ότι εδώ κωφός ονομάζεται ο άλαλος. Δεν ήταν όμως από τη φύση το πάθημα, αλλά επιβουλή του δαίμονα που έδεσε την γλώσσα» (Κ). Η αδυναμία τού να μιλήσει ο θεραπευμένος κωφός ήταν φύσεως ψυχικής, που προερχόταν από δαιμονοληψία (g). Για αυτό όταν το δαιμόνιο βγήκε, μίλησε ο κωφός.
(4) Σύμφωνα με τον Ματθαίο το δαιμόνιο ήταν τυφλό και κωφό. Οπότε για τους συνηθισμένους στους Ιουδαίους εξορκιστές, η περίπτωση ήταν τελείως απρόσιτη, διότι εφόσον το θύμα του δαίμονα είχε καταστεί από αυτόν τυφλό και κουφό και δεν μπορούσε ούτε να δει τις χειρονομίες που γίνονταν πάνω του από τους εξορκιστές, ούτε να ακούσει τις τελετουργικές επικλήσεις τους, κάθε επικοινωνία μεταξύ αυτών και του ασθενούς γινόταν ανέφικτη (p). Για αυτό, όταν αυτός που έτσι έπασχε «καθαρίστηκε και συντελέστηκε το θαύμα, πανηγύριζε μεν δυνατά το πλήθος με τους επαίνους και βιαζόταν να στεφανώσει τον θαυματουργό με δόξα που πρέπει στο Θεό» (Κ). Αξιόλογα και τα επόμενα: Δεν ήταν μόνος εκείνος ο δαιμονισμένος «κουφός. Αλλά ο ένας ήταν δείγμα για όλους· θεραπεύει λοιπόν τον ένα, για να δώσει μία γενική γεύση της οικουμενικής σωτηρίας». «Διότι όταν οι πονηρότατοι δαίμονες κυρίευσαν την ελεύθερη διάθεση των ανθρώπων που άκουγε εύκολα το Θεό, κατέστρεψαν σε μας την ακοή της ψυχής· για αυτό ήλθε ο Χριστός, για να βγάλει το δαιμόνιο το κουφό και να ακούσουμε λόγο αλήθειας». «Και όταν ένας εκ γενετής τυφλός ευεργετείται σωματικά, όλοι ευαγγελιζόμαστε πνευματικά· και όταν ένας παράλυτος βαδίσει, ένας μεν με τα πόδια τρέχει ανέλπιστα, ο κόσμος όμως μαζί με τον ένα, μέσω της πίστης τρέχει τον δρόμο της αλήθειας» (Τίτος Βοστρών).

11.15 τινὲς δὲ ἐξ αὐτῶν(1) εἶπον, ᾽Εν Βεελζεβοὺλ(2) τῷ ἄρχοντι τῶν δαιμονίων ἐκβάλλει τὰ δαιμόνια·
15 Μερικοί όμως απ’ αυτούς είπαν πως με τη δύναμη του άρχοντα των δαιμονίων βγάζει τα δαιμόνια.
(1) «Κάποιοι όμως, λέει, από αυτούς, αυτοί βεβαίως ήταν Γραμματείς και Φαρισαίοι, έχοντας την καρδιά τους να μεθάει από αλαζονεία και φθόνο, παρουσίασαν το θαύμα ως προσθήκη στη νόσο. Διότι αφού αρνήθηκαν αυτά που αυτός εργάστηκε με τρόπο που αρμόζει σε Θεό, απέδωσαν στο διάβολο το ότι μπορεί να κατορθώσει τα πάντα» (Κ).
(2) Υπάρχει και η γραφή Βεεζεβούλ. Δες Ματθ. ι 25 και την εκεί σημείωση.

11.16 ἕτεροι δὲ πειράζοντες(1) σημεῖον παρ᾽ αὐτοῦ ἐζήτουν ἐξ οὐρανοῦ(2).
16 Άλλοι πάλι ήθελαν να τον φέρουν σε δύσκολη θέση και ζητούσαν να αποδείξει με ένα θαυματουργικό σημάδι τη θεϊκή του αποστολή.
(1) Ουσιαστικά επρόκειτο για ανανέωση του τρίτου πειρασμού στην έρημο (Λουκ. δ 9-12)(g).
(2) «Άλλοι, που τους τρυπούσαν εξίσου τα ίδια κεντριά του φθόνου, ζητούσαν να δουν από αυτόν θαύμα από τον ουρανό· σχεδόν φωνάζοντας· Και αν ακόμη διώξεις από άνθρωπο κακό δαιμόνιο, αλλά δεν είναι ακόμα μεγάλο το έργο, ούτε αυτή η πράξη αποδεικνύει θεία ενέργεια. Δεν έχουμε δει ακόμη κάτι όμοιο με τα αρχαία θαύματα. Δείξε χωρίς δισταγμό κάτι από τα θαύματα που ενεργούνται από τον ουρανό» (Κ). Θαύμα όμοιο με τη φωτιά που κατέβηκε από τον ουρανό με την επίκληση του Ηλία (Δ΄ Βασ. α 10) ή το μάννα που δόθηκε με τη μεσιτεία του Μωϋσή (g), ή όπως ο «Ιησούς (του Ναυή) σταμάτησε τον ήλιο στη Γαβαώ και τη σελήνη στο φαράγγι Αρνών. Σταμάτησε τον Ιορδάνη και έδεσε τα νερά του» (Κ). Πεισματική απιστία πάντοτε θα βρει κάτι να πει ως πρόφαση και δικαιολογία της άρνησής της, παρόλο που αυτό μπορεί εύκολα να ελεγχθεί ως μάταιο και παράλογο.

11.17 αὐτὸς δὲ εἰδὼς αὐτῶν τὰ διανοήματα(1) εἶπεν αὐτοῖς, Πᾶσα βασιλεία ἐφ᾽ ἑαυτὴν διαμερισθεῖσα ἐρημοῦται, καὶ οἶκος ἐπὶ οἶκον πίπτει(2).
17 Ο Ιησούς όμως, που γνώριζε τις σκέψεις τους τούς είπε: «Κάθε βασίλειο που χωρίζεται σε αντιμαχόμενες παρατάξεις ερημώνεται· το ίδιο και κάθε οικογένεια που τα μέλη της μαλώνουν μεταξύ τους.
(1) Λέξη που λέγεται μοναδική φορά στην Κ.Δ., που συχνά συναντιέται στους Ο΄. Σημαίνει τις σκέψεις και όχι τις δολοπλοκίες, έννοια την οποία η λέξη δεν έχει πουθενά (p). «Πρώτα αποδεικνύει για τον εαυτό του ότι είναι Θεός, από το ότι γνωρίζει και αυτό που κρυφά ψιθύρισαν· διότι γνώρισε τους λογισμούς τους» (Κ).
(2) Ή, σπίτι που χωρίστηκε με σπίτι, πέφτει και διαλύεται· λαμβάνεται δηλαδή το όλο αντί για το μέρος, δηλαδή ένα τμήμα του σπιτιού αν χωριστεί εναντίον του άλλου, γίνεται αιτία της πτώσης του όλου (δ). Ή, τα Ματθ. ιβ 25 και Μάρκ. γ 25 δεν αποδεικνύουν ότι πρέπει εδώ να υπονοηθεί το «διαμερισθείς (που χωρίστηκε)». Σε αυτήν την περίπτωση θα έπρεπε να γράφει οίκος εφ’ εαυτόν (=πάνω στον εαυτό του) ή καθ’ εαυτού (=εναντίον του εαυτού του). Πιο σωστό λοιπόν θα ήταν να πάρουμε τη φράση «καὶ οἶκος ἐπὶ οἶκον πίπτει» ως διαπλάτυνση επεξηγηματική του ἐρημοῦται (=ερημώνεται). Ερημώνεται η βασιλεία όταν πέφτει το ένα σπίτι πάνω στο άλλο, ή όταν πέφτει το ένα σπίτι μετά το άλλο (p). Η κατάρρευση των σπιτιών δηλαδή επέρχεται ως συνέπεια της κατάρρευσης του συνόλου (g). Η δεύτερη εκδοχή είναι πιο πιθανή.

11.18 εἰ δὲ καὶ ὁ σατανᾶς(1) ἐφ᾽ ἑαυτὸν διεμερίσθη, πῶς σταθήσεται ἡ βασιλεία αὐτοῦ; ὅτι λέγετε(2) ἐν Βεελζεβοὺλ ἐκβάλλειν με τὰ δαιμόνια.
18 Λέτε πως εγώ βγάζω τα δαιμόνια με τη δύναμη του Βεελζεβούλ. Αν όμως ο σατανάς πολεμάει τον εαυτό του πώς μπορεί να σταθεί η κυριαρχία του;
(1) Η ίδια αρχή ισχύει και για τον σατανά. Η αρχή δηλαδή ότι η διαίρεση οδηγεί στην καταστροφή (p). Ο σατανάς ενεργεί εναντίον του εαυτού του όχι μόνο με το θαύμα, το οποίο καταργεί την εξουσία του πάνω στα σώματα των ανθρώπων, τα οποία έως τώρα κατείχε και τώρα ελευθερώνονται από την κατοχή του, αλλά πολύ περισσότερο με την διδασκαλία, την οποία το θαύμα αποσαφηνίζει και επικυρώνει και η οποία αποβλέπει στην κατάρρευση του κράτους του σατανά στις ψυχές των ανθρώπων με την θανάτωση της αμαρτίας και την επιστροφή των ανθρώπων στο Θεό. Αλλά μπορεί κάποιος να ισχυριστεί κάτι τέτοιο για το σατανά, ο οποίος τόσο πανούργα και δραστήρια εργάζεται για να στηρίξει το κράτος του;
(2) Η πρόταση είναι ελλειπτική=Λέω αυτά διότι λέτε εσείς κλπ. Κρύβεται κάποια αγανάκτηση σε αυτήν την μορφή της έκφρασης (g).

11.19 εἰ δὲ ἐγὼ ἐν Βεελζεβοὺλ ἐκβάλλω τὰ δαιμόνια, οἱ υἱοὶ(1) ὑμῶν(2) ἐν τίνι ἐκβάλλουσιν; διὰ τοῦτο αὐτοὶ ὑμῶν κριταὶ ἔσονται.
19 Κι αν εγώ βγάζω τα δαιμόνια με τη δύναμη του Βεελζεβούλ, οι δικοί σας με ποια δύναμη τα βγάζουν; Αυτοί, λοιπόν, αποτελούν απόδειξη πως έχετε άδικο.
(1) Μπαίνει μπροστά με έμφαση. Ποιοι είναι αυτοί; Λιγότερο πιθανή ερμηνεία: «οι μακάριοι μαθητές» οι οποίοι «ήταν Ιουδαίοι και κατάγονταν από Ιουδαίους και πήραν από το Θεό την εξουσία κατά των ακαθάρτων πνευμάτων… και έλεγαν στους δαιμονισμένους το «στο όνομα του Ιησού Χριστού»» (Κ). Αλλά ο συλλογισμός, σε μία τέτοια εκδοχή, δεν θα είχε καμία αξία για τους Ιουδαίους, οι οποίοι δεν θα δίσταζαν να εφαρμόσουν και για τις θεραπείες των μαθητών την ίδια εξήγηση την οποία εφάρμοσαν και στις θεραπείες του Διδασκάλου. Πιο σωστό είναι να θεωρήσουμε, ότι μιλά για τους Ιουδαίους εξορκιστές, για τους οποίους εκτός από τον Ιώσηπο μιλά και το Ταλμούδ (Tanch. f. 70,1) ότι είχαν τον Δαβίδ, ο οποίος θεράπευσε τον Σαούλ, πάτρωνά τους και θεωρούσαν τον Σολομώντα ως επινοητή των επωδών τους (g).
(2) Μάλλον οι συμπατριώτες σας, η σάρκα σας και το αίμα σας, το οποίο δεν σας έρχεται ούτε καν σκέψη να απαρνηθείτε, αλλά για τους οποίους και καυχιέστε, όταν επιτελούν θεραπείες σαν τις δικές μου (g). Αποτελεί χονδροειδή υποκρισία να καταδικάζουμε αυτούς που μας ελέγχουν και μας αποδοκιμάζουν, για εκείνο, το οποίο επιτρέπουμε σε άλλους, οι οποίοι μας κολακεύουν.

11.20 εἰ δὲ ἐν δακτύλῳ(1) θεοῦ ἐκβάλλω τὰ δαιμόνια, ἄρα ἔφθασεν ἐφ᾽ ὑμᾶς(2) ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ(3).
20 Αν όμως εγώ βγάζω τα δαιμόνια με τη δύναμη του Θεού, αυτό σημαίνει ότι έφτασε σ’ εσάς η βασιλεία του Θεού.
(1) Ή «δάκτυλο Θεού εννοεί το Άγιο Πνεύμα. Διότι χέρι και μπράτσο του Θεού και Πατέρα, από τη μία, έχει ονομαστεί αυτός (ο Υιός), επειδή ενεργεί τα πάντα ο Πατέρας μέσω αυτού. Ενεργεί όμως όμοια και ο Υιός μέσω του Πνεύματος. Όπως ακριβώς λοιπόν το δάχτυλο κρεμιέται (εξαρτάται) από το χέρι, χωρίς να είναι ξένο με αυτό, αλλά βρίσκεται σε αυτό κατά τρόπο φυσικό, έτσι και το Πνεύμα το Άγιο ως προς την έννοια της ίδιας ουσίας, είναι συνδεδεμένο με ένωση με τον Υιό, έστω και αν εκπορεύεται από τον Θεό και Πατέρα» (Κ). «Το Πνεύμα έχει ονομαστεί δάχτυλο Θεού σε αυτά τα θαύματα του Μωϋσή και του Κυρίου, όχι επειδή είναι μία μικρή δύναμη που συνυπάρχει με το Θεό, όπως ακριβώς το δάχτυλο με το σώμα, αλλά επειδή το χάρισμα των θαυμάτων και θεραπειών, είναι ένα από τα χαρίσματα που διαμοιράζει, οπότε αυτό το ένα ονομάζει δάχτυλο και όχι το σύνολο των χαρισμάτων του Πνεύματος… Θα μπορούσε να πει κάποιος, ότι όλα αυτά και όσα άλλα χαρίσματα ανήκουν στο Πνεύμα, είναι κατά κάποιο τρόπο σαν ένα σώμα του, ενώ το κάθε ένα χωριστά από τα χαρίσματα, είναι δάχτυλό του» (Β). Ή, πιο σωστά, λέγεται εδώ το μέρος (δάχτυλο) αντί για το όλο=με το χέρι, με τη δύναμη (δ). Δες Εξ. η 19,λα 18,Δευτ. θ 10 Ψαλμ 90,3 (p). «Δείχνει ότι το να βγάζει κάποιος δαίμονες είναι έργο μέγιστης δύναμης και όχι της τυχαίας χάρης» (Χ). Αξιόλογη και η επόμενη: Με δάχτυλο Θεού λέει ο Χριστός. Χωρίς τίποτα από αυτές τις προσποιήσεις και τις μαγικές επωδές και επικλήσεις, τις οποίες χρησιμοποιούν οι εξορκιστές. Αρκεί και μόνο να σηκώσει το δάχτυλό του, ώστε ο σατανάς να εγκαταλείψει ελεύθερο το θύμα του. Είναι αυτό το έμβλημα της μέγιστης ευκολίας, με την οποία διώχνονται τα δαιμόνια (g). Με δύναμη προφανώς θεία και χωρίς κάποια δυσκολία (b). Όχι κινητοποιώντας τον βραχίονα του Κυρίου, τον υψηλό και δυνατό, αλλά με ενέργεια κάποιου κατωτέρου βαθμού. Το ωρυόμενο αυτό λιοντάρι κατασυντρίβεται, όταν αυτό αρέσει στο Θεό, σαν μία μύγα με την επαφή δαχτύλου.
(2) Κρύβει η φράση και κάτι το απειλητικό. Έφθασε σαν μία κρίση η οποία πρόκειται να σας πλήξει (g), εάν δεν υποδεχτείτε αυτήν.
(3) «Θέλει μεν από αυτά τα λόγια να σκεφτούν και να πουν, ότι αν ισχύει αυτό, άρα ο Υιός του Θεού ήλθε. Αλλά αυτό μεν δεν το λέει, αλλά έμμεσα και χωρίς να είναι ενοχλητικό για αυτούς, υπαινίσσεται αυτό λέγοντας: Άρα έφθασε» (Χ).

11.21 ὅταν(1) ὁ ἰσχυρὸς καθωπλισμένος φυλάσσῃ τὴν ἑαυτοῦ αὐλήν(2), ἐν εἰρήνῃ(3) ἐστὶν τὰ ὑπάρχοντα(4) αὐτοῦ·
21 Όταν ένας δυνατός οπλιστεί γερά για να προστατεύσει το σπιτικό του, τα υπάρχοντά του είναι ασφαλισμένα.
(1) «Χρησιμοποιεί παράδειγμα σαφές και ξεκάθαρο, με το οποίο δίνεται η δυνατότητα σε αυτούς που θέλουν, να δουν ότι έχει νικήσει τον άρχοντα αυτού του αιώνα και αφού τον αποδυνάμωσε κατά κάποιο τρόπο και τον κατέστησε γυμνό από τη δύναμη που είχε, του άρπαξε αυτούς που ήταν γνωστοί του. Διότι, όσο μεν, λέει, ο δυνατός έχει τη δύναμη και φυλάει τα δικά του, δεν υποπτεύεται καθόλου ότι κάποιος θα του τα πάρει. Όταν όμως κάποιος ισχυρότερός του έλθει και τον νικήσει, τότε τα αρπάζει. Αυτό το παράδειγμα ειπώθηκε σαν να αναφέρεται σε ανθρώπους. Έπαθε όμως το ίδιο και ο μισόκαλος διάβολος» (Κ).
(2) Ο γύρω από το σπίτι περιτειχισμένος και υπαίθριος τόπος, στον οποίο φυλάσσονται τα ζώα και τα πράγματα, τα υπάρχοντα του κυρίου όπως λέει πιο κάτω (δ). Αξιόλογη και η ερμηνεία: αυλή=βασιλικό ανάκτορο (L). Η καρδιά κάθε αμαρτωλού που δεν έχει επιστρέψει, αποτελεί μέρος του ανακτόρου και της αυλής του διαβόλου, όπου ο διάβολος διαμένει και εξουσιάζει. Αναμφίβολα η καρδιά η ανθρώπινη είναι ανάκτορο, μέγαρο και διαμονή ευγενής. Αλλά η μη εξαγιασμένη καρδιά είναι ανάκτορο του πονηρού. Οι επιθυμίες του γίνονται και επιθυμίες δικές της, τα θελήματά του εκτελούνται από αυτήν δουλικά και σφετερίζεται αυτός τον θρόνο της ψυχής για να την σύρει όπου αυτός θέλει. Είναι λοιπόν ο σατανάς σαν ένας ισχυρός πάνοπλος και φρουρεί την αυλή του αυτήν πράττοντας το παν για να εξασφαλίσει αυτήν για τον εαυτό του και για να την οχυρώσει εναντίον του Χριστού. Όλες οι πλάνες και προλήψεις και δεισιδαιμονίες, με τις οποίες σκληραίνει τις καρδιές των ανθρώπων εναντίον της αλήθειας και αγιότητας, είναι τα ισχυρά οχυρά, τα οποία χτίζει για υπεράσπιση της αυλής του.
(3) Υπάρχει μία επάλειψη ειρήνης στην ψυχή που δεν έχει επιστρέψει, για όσο χρόνο ο σατανάς ως ισχυρός οπλισμένος φυλάει αυτήν. Ο αμαρτωλός μέσα στην υπερηφάνειά του έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, ζει σε αμεριμνησία και απατηλή ασφάλεια, δεν αμφιβάλλει για το ότι η κατάστασή του είναι καλή, ούτε έρχεται στο νου του ο φόβος της μέλλουσας κρίσης. Κολακεύει τον εαυτό του και φωνάζει ότι έχει ειρήνη.
(4) Και «ισχυρό μεν ονομάζει τον διάβολο, που νίκησε τελείως το γένος των ανθρώπων. Αυλή του ονομάζει τον τόπο των θνητών στη γη, ενώ υπάρχοντα όλα εκείνα, τα οποία βεβαίως όταν κάποτε τα έδειξε στον Σωτήρα, έλεγε· Όλα αυτά θα σου τα δώσω αν πέσεις και με προσκυνήσεις, όταν στο ψηλό βουνό έδειξε σε αυτόν τις βασιλείες του κόσμου και την δόξα του» (Ε).

11.22 ἐπὰν δὲ ο ἰσχυρότερος αὐτοῦ ἐπελθὼν νικήσῃ αὐτόν(1), τὴν πανοπλίαν(2) αὐτοῦ αἴρει ἐφ᾽ ᾗ ἐπεποίθει, καὶ τὰ σκῦλα(3) αὐτοῦ διαδίδωσιν(4).
22 Όταν όμως του επιτεθεί ένας δυνατότερος και τον νικήσει, τότε παίρνει τον οπλισμό στον οποίο εκείνος στηριζόταν και μοιράζει εδώ κι εκεί τα λάφυρά του.
(1) «Αφού έλθει εναντίον του, τον νικήσει». Έρχεται εναντίον του αιφνίδια, όταν τα υπάρχοντά του βρίσκονται σε ειρήνη και νομίζει ο σατανάς, ότι αυτά θα ανήκουν πάντα σε αυτόν. «Αλλά παλαιότερα μεν αυτά τα υπάρχοντά του βρίσκονταν σε ειρήνη, αφού κανείς δεν τα αφαιρούσε από αυτόν· όταν όμως ήλθε εναντίον του ο ισχυρότερός του και πάλεψε νικηφόρα με αυτόν και τον έδεσε, τότε αφαίρεσε και την πανοπλία του, στην οποία είχε στηρίξει την πεποίθησή του, και αφού άρπαξε τα λάφυρά του, τα μοίρασε» (Ε). Και η επιστροφή κάποιας ψυχής στο Θεό είναι νίκη του Χριστού κατά του διαβόλου και της δύναμής του στην ψυχή αυτήν, νίκη που αποκαθιστά την ψυχή στην ελευθερία της και εγκαθιδρύει την κυριαρχία του Θεού σε αυτήν. Απόδειξη λοιπόν της νίκης αυτής είναι ότι πρώτον αφαιρεί την πανοπλία του ισχυρού και αφήνει αυτόν άοπλο και δεύτερον διαμοιράζει την λεία και τα λάφυρα τα οποία κατέκτησε από αυτόν.
(2) Όπως υπάρχει πανοπλία του Θεού (Εφεσ. στ 11,20) έτσι υπάρχει και πανοπλία του πονηρού, από την οποία όταν απογυμνωθεί ο σατανάς, ο οποίος εδώ αναφέρεται συμβολικά σαν ο πάνοπλος ισχυρός, τότε η ισχύς του παραλύει και η δύναμή του να ενεργεί το κακό εξουδετερώνεται (ο). Πανοπλία=κοινώς αρματωσιά, ο όλος οπλισμός, όλα δηλαδή τα πονηρά μέσα, τα οποία διαθέτει ο σατανάς για υποδούλωση των ψυχών και αυτών ακόμη των σωμάτων των ανθρώπων (δ,g), άρα επομένως και «η πολύθεη πλάνη των δαιμόνων. Διότι όπλα του διαβόλου είναι οι εγκατεστημένοι παντού στη γη δαίμονες, που συνεργάζονται με αυτόν στην τυραννία εναντίον των ανθρώπων» (Ε). Αφαιρεί την πανοπλία του. Όταν η δύναμη της αμαρτίας και της διαφθοράς συντριφτεί στην ανθρώπινη ψυχή, όταν οι πλάνες αποδιωχτούν με την γνώση της αλήθειας, όταν τα μάτια της ψυχής ανοίξουν, όταν η καρδιά ταπεινωθεί και μεταβληθεί και γίνει σοβαρή και πνευματική, τότε η πανοπλία του σατανά αφαιρείται από αυτήν και ο σατανάς είναι άοπλος απέναντί της.
(3) Η λέξη λάφυρα μπορεί να ταυτιστεί και με το «πανοπλία» και με το «υπάρχοντα» του προηγούμενου στίχου. Σύμφωνα με την τελευταία εκδοχή «λάφυρά του ήταν οι ψυχές των ανθρώπων, που σύρθηκαν αιχμάλωτες από τον διαβολικό οπλισμό… τα έθνη που από παλιά είχαν υποδουλωθεί στην τυραννία του» (Ε). Πάντως είτε το «λάφυρα» ταυτιστεί με το πανοπλία είτε με τα υπάρχοντα, φανερώνει ότι ο Χριστός και τις δυνάμεις ακόμη του άδη περιόρισε ώστε να συντελούν αυτές, έστω και αρνητικά, για καλό αυτών που αγαπούν το Θεό (p).
(4) «Τα λάφυρά του τα μοίρασε ο Κύριος σε δικούς του ηγεμόνες και άρχοντες, στους στρατιώτες της βασιλείας των ουρανών που είναι υποταγμένοι σε αυτόν, στους αποστόλους δηλαδή» (Ε). Το διαδίδω που είναι δανεισμένο από τη διανομή της λείας και των λαφύρων, την οποία κάνει κάποιος στρατηγός στους στρατιώτες του, υπαινίσσεται ίσως την δύναμη που δόθηκε από τον Ιησού στους μαθητές για εκδίωξη των δαιμόνων (g). Πάντως είναι αλήθεια, ότι το τρόπαιο του Χριστού γίνεται κοινό για όλους τους ακόλουθούς του και μετέχουν αυτοί στα αγαθά και τις σωτήριες ευεργεσίες της νίκης του Κυρίου όταν συντρίβεται ο σατανάς κάτω από τα πόδια και του καθενός από αυτούς.

11.23 ὁ μὴ ὢν μετ᾽ ἐμοῦ κατ᾽ ἐμοῦ ἐστιν, καὶ ὁ μὴ συνάγων μετ᾽ ἐμοῦ σκορπίζει(1).
23 Όποιος δεν είναι με το μέρος μου, είναι εναντίον μου· κι όποιος δε μαζεύει μαζί μου, σκορπίζει».
(1) Ο στίχος είναι κατά λέξη ίδιος με το Ματθ. ιβ 30. Η σύνδεση με τα παραπάνω φαίνεται να είναι η εξής: Ο μεταξύ Χριστού και σατανά αγώνας είναι τέτοιος, ώστε κανείς σε αυτόν δεν μπορεί να παραμείνει ουδέτερος (p). Στις μικρές διαφορές, οι οποίες μπορούν να εμφανιστούν μεταξύ των μαθητών του Χριστού, διδαχτήκαμε να δείχνουμε συμβιβαστικό πνεύμα και να επιδιώκουμε την ειρήνη θεωρώντας ότι αυτοί που δεν είναι εναντίον μας, ότι είναι υπέρ μας (Λουκ. θ 50). Στον μεγάλο όμως αγώνα μεταξύ του Χριστού και του διαβόλου, ούτε ειρήνη μπορεί να επιδιωχτεί ούτε κάποιος συμβιβασμός επιτρέπεται. Εκείνος ο οποίος δεν ανήκει με όλη την καρδιά στο Χριστό, υπολογίζεται ως πραγματικά εναντίον του. Ο ψυχρός ή και χλιαρός στον αγώνα αυτόν, θεωρείται ως εχθρός. Όταν η πάλη είναι μεταξύ Χριστού και Βελίαλ δεν επιτρέπεται για κανένα λόγο να κουτσαίνει κάποιος «και στα δύο πόδια» (Γ΄Βασ. ιη 21). Διότι η βασιλεία του Χριστού είναι αιώνια αντίθετη και εχθρική με το κράτος του σατανά και αιώνια θα θριαμβεύσει εναντίον του καταργώντας αυτό για πάντα. Αξιόλογη και η επόμενη: «Εγώ μεν ήλθα, λέει, για να τους σώσω όλους από τα χέρια του διαβόλου, για να ελευθερώσω αυτούς που είναι αιχμάλωτοι και να φωτίσω τους σκοτισμένους… για να συγκεντρώσω σε ένα μέρος τα παιδιά του Θεού που έχουν, εννοείται, από εκείνον διασκορπιστεί. Ο σατανάς όμως, βεβαίως, επειδή δεν είναι μαζί μου, επιχειρεί να σκορπίζει αυτά που μάζεψα και έσωσα. Πώς λοιπόν αυτός που μάχεται στο δικό μου θείο σχέδιο, μού δίνει δύναμη εναντίον του;» (Κ).

11.24 ῞Οταν(1) τὸ ἀκάθαρτον πνεῦμα ἐξέλθῃ ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου, διέρχεται δι᾽ ἀνύδρων τόπων ζητοῦν ἀνάπαυσιν(2), καὶ μὴ εὑρίσκον λέγει, ῾Υποστρέψω εἰς τὸν οἶκόν μου(3) ὅθεν ἐξῆλθον·
24 «Όταν το δαιμονικό πνεύμα βγει από τον άνθρωπο, περνάει από ξερούς τόπους ψάχνοντας να βρει κάπου να ξεκουραστεί, μα δε βρίσκει. Τότε λέει: “θα γυρίσω ξανά στην κατοικία μου απ’ όπου έφυγα”.
(1) Δες Ματθ. ιβ 43-45 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις. Δεν είναι πιθανόν ότι υπάρχει εδώ κάποια αναφορά στις επιτυχίες των Ιουδαίων εξορκιστών, για να τονιστεί, ότι αυτές είναι πρόσκαιρες μόνο και οδηγούν σε χειροτέρευση του κακού. Το συμπέρασμα που βγαίνει από τους στίχους αυτούς αναφέρεται στις ολέθριες συνέπειες, οι οποίες ακολουθούν την κακή διαγωγή αυτών που λυτρώθηκαν από την αιχμαλωσία των δαιμόνων. Το αναφερόμενο λοιπόν παράδειγμα του δαιμονισμένου, ο οποίος θεραπεύτηκε και αφήνει στη συνέχεια τον εαυτό του να ξανακυριευτεί από το δαιμόνιο, έγινε παραβολή και παρομοίωση ώστε με αυτήν, να γίνει εμφανές ποιο θα είναι το άθλιο κατάντημα ενός αμαρτωλού που μετανόησε μεν για τις αμαρτίες του, αλλά δεν κατέβαλλε καμία προσπάθεια για να αποκτήσει την αγιότητα. Ένας τέτοιος άνθρωπος αποδεικνύει πόσο αδύνατον είναι να παραμείνει κάποιος ουδέτερος στον αγώνα μεταξύ του Χριστού και του σατανά. Έφυγε αυτός από τον σατανά χωρίς να προσκολληθεί στο Χριστό, και έτσι ξαναπέφτει μονιμότερα και βαρύτερα στην κυριαρχία του σατανά (p). Πρόκειται για τους ανθρώπους, οι οποίοι «ενώ απέφυγαν τα μιάσματα του κόσμου με την επίγνωση του κυρίου και Σωτήρα Ιησού Χριστού, αφού ενεπλάκησαν πάλι σε αυτά, υφίστανται ήττα» (Β΄Πέτρ. β 20). Καθαρίστηκαν από τους πιο φανερούς μολυσμούς, αλλά δεν επέμειναν να εξαλείψουν και τις βαθύτερες κλίσεις προς την αμαρτία, η οποία έτσι έμεινε κρυμμένη σαν δύναμη στα βάθη τους. Το σπίτι τους καθαρίστηκε εξωτερικά, αλλά η ποιότητά του δεν αλλοιώθηκε.
(2) Ανάπαυση μετά την περιπλάνησή του σε άνυδρα μέρη. Ο δαίμονας ζητά κάποια ψυχή, για να αναπαυτεί σε αυτήν. Μπορούμε να συνδέσουμε το «και μη βρίσκοντας» με το «ζητώντας ανάπαυση» (=ζητά ανάπαυση, αλλά δεν την βρίσκει). Αλλά τότε θα βάλουμε τελεία μετά το «μη ευρίσκον». Είναι προτιμότερο λοιπόν να συνδέσουμε το «μη ευρίσκον» με το «λέγει» (p).
(3) Αποκαλεί ακόμη τον άνθρωπο, από τον οποίο βγήκε, σπίτι του, διότι κανείς άλλος στο μεταξύ δεν κυρίευσε αυτό (p).

11.25 καὶ ἐλθὸν εὑρίσκει σεσαρωμένον καὶ κεκοσμημένον(1).
25 Έρχεται και τη βρίσκει σκουπισμένη και στολισμένη.
(1) Έτοιμο να δεχτεί καθέναν που περνά, οσοδήποτε ανεπιθύμητος και αν είναι. Ίσως το «σεσαρωμένον και κεκοσμημένον» να αναφέρεται και στη φυσική και διανοητική βελτίωση και αποκατάσταση του πρώην δαιμονιζομένου ανθρώπου (p).

11.26 τότε πορεύεται καὶ παραλαμβάνει επτά ἕτερα πνεύματα(1) πονηρότερα ἑαυτοῦ(2), καὶ εἰσελθόντα κατοικεῖ(3) ἐκεῖ, καὶ γίνεται τὰ ἔσχατα τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου χείρονα(4) τῶν πρώτων(5).
26 Τότε πηγαίνει και παίρνει άλλα εφτά πνεύματα, πιο πονηρά από το ίδιο, και μπαίνουν και κατοικούν εκεί. Έτσι, η τελευταία κατάσταση του ανθρώπου εκείνου γίνεται χειρότερη από την προηγούμενη».
(1) Επιστρέφει δηλαδή «με όλη του τη δύναμη. Διότι αυτό φαίνεται να φανερώνει, λέγοντας επτά άλλα πνεύματα μαζί του, όπως ακριβώς συνηθίζει να ονομάζει η Γραφή αυτόν τον αριθμό όταν πρόκειται για πλήθος, όπως όταν λέει, ότι «η στείρα γέννησε επτά και αυτή που είχε πολλά παιδιά ασθένησε»» (Ω).
(2) Πονηρότερα. Φαίνεται λοιπόν ότι και μεταξύ των δαιμόνων υπάρχουν διαβαθμίσεις κακίας και πονηρίας. Πιθανώς οι βαθμοί της κακίας τους είναι ανάλογοι με τους βαθμούς της προηγούμενής τους αγιότητας, από την οποία εξέπεσαν.
(3) Αφού δεν υπάρχει κάποια αντίσταση μπαίνουν και εγκαθίστανται εκεί σαν σε μόνιμη κατοικία (p). Έχουμε εδώ την κατάσταση ανθρώπου, ο οποίος κατέληξε σε αποστασία. Οι αποστάτες είναι συνήθως οι χειρότεροι των ανθρώπων, οι περισσότερο μάταιοι και αχαλίνωτοι, οι τολμηρότεροι και πιο αναίσχυντοι στο να διαπράττουν εκείνα, για τα οποία προηγουμένως είχαν επιδείξει κάποια μετάνοια. Οι συνειδήσεις τους καταλήγουν σε πώρωση και οι αμαρτίες τους γίνονται βαρύτερες από ποτέ άλλοτε.
(4) Χειρότερα, αλλά όχι και τελείως απελπιστικά σε σχέση με τη δύναμη του Ιησού (L).
(5) Ο Λουκάς παραλείπει τα λόγια στο Ματθαίο «Έτσι θα συμβεί στη γενιά αυτήν την πονηρή»· λόγια που δείχνουν την πρώτη εφαρμογή της παραβολής (p). Η εφαρμογή αυτή εφαρμόστηκε με διάφορους τρόπους στους Ιουδαίους. Ή α) η γενιά αυτή, αρνούμενη να αναγνωρίσει την έλευση της βασιλείας του Θεού και την νίκη του Ιησού, εκτίθεται σε κίνδυνο να ολισθήσει σε κατάσταση θρησκευτική πολύ χειρότερη από εκείνην, στην οποία ήταν πριν γίνει μάρτυρας των θαυμάτων μου (L). Ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία, β) η λατρεία των ειδώλων εξορκίστηκε, αλλά ο δαίμονας επανήλθε με την λατρεία του γράμματος και μαζί με αυτήν ήλθαν και τα δαιμόνια της πλεονεξίας, της υποκρισίας, της πνευματικής αλαζονείας, της ασπλαχνίας, της απιστίας, της προσκόλλησης στους εξωτερικούς τύπους και του φανατισμού (p). Ή, γ) μετά την ευνοϊκή μεταβολή, την οποία ο Ισραήλ υπέστη με τη δράση του Ιωάννη, ξαναέπεφτε τώρα με την αντίθεσή του προς τον Ιησού, σε κατάσταση πολύ χειρότερη από την προηγούμενη (Weiss). Ή, δ) οι Ισραηλίτες «όταν ήταν στην Αίγυπτο, έμενε μέσα τους το πνεύμα το πονηρό επειδή συναναστρέφονταν με τα ήθη και τους νόμους των Αιγυπτίων» (Ω). «Όταν όμως λυτρώθηκαν από τον Μωϋσή, αφού τους σπλαχνίστηκε ο Θεός και απέκτησαν νόμο παιδαγωγό, που τους καλούσε στο φως της αληθινής θεογνωσίας, διώχτηκε το βέβηλο και ακάθαρτο πνεύμα» (Κ). «Τώρα όμως, επειδή δεν πίστεψαν στο Χριστό, αλλά απομάκρυναν τον λυτρωτή, έπεσε πάλι πάνω τους το ακάθαρτο πνεύμα και αφού τους βρήκε να μην έχουν πλέον μέσα τους τίποτε θεϊκό, αλλά να είναι έρημοι και να μένουν άπρακτοι ώστε να κατοικήσει μέσα τους, κατοίκησε με όλη του τη δύναμη… Διότι αυτοί που απίστησαν στον υιό μου (λέει ο Πατήρ), δεν έχουν τέτοιο ακάθαρτο πνεύμα, όπως το πνεύμα που είχαν στην Αίγυπτο, αλλά έχουν γεμίσει και με άλλα πνεύματα πονηρά και έγιναν σε αυτούς τα τελευταία χειρότερα από τα πρώτα… Και δεν θα λέει πλέον σε αυτούς προφήτης: Αυτά λέει ο Κύριος, δεν θα υπάρχει πλέον θαύμα σε αυτούς, ούτε τρομακτικό υπερφυσικό γεγονός, ούτε πλέον θαύμα εμφάνισης και παρουσίας του Θεού· διότι μεταφέρθηκαν τα αγαθά στους εθνικούς» (Ω). Ή, ε) ο Ισραήλ αφού θεραπεύτηκε από την ειδωλολατρεία με την αιχμαλωσία στη Βαβυλώνα, έπεσε τώρα σε χειρότερη κατάσταση (Stier). Η πρώτη και η τρίτη ερμηνεία είναι περισσότερο πιθανές από τις άλλες.

Στίχ. 27-28. Μακαρισμός της Θεοτόκου.
11.27 ᾽Εγένετο δὲ(1) ἐν τῷ λέγειν αὐτὸν ταῦτα ἐπάρασά τις(2) γυνὴ(3) φωνήν ἐκ τοῦ ὄχλου εἶπεν αὐτῷ, Μακαρία ἡ κοιλία(4) ἡ βαστάσασά σε καὶ μαστοὶ(4) οὓς ἐθήλασας.
27 Ενώ έλεγε αυτά ο Ιησούς, κάποια γυναίκα από το πλήθος έβγαλε μια δυνατή φωνή και του είπε: «Χαρά στη μάνα που σε γέννησε και σε θήλασε!»
(1) Οι δύο αυτοί στίχοι βρίσκονται αποκλειστικά στον Λουκά. Του Χριστού η μητέρα διακηρύσσεται μία ακόμη φορά μακάρια (Λουκ. α 42) από γυναίκα, και η προφητεία της Μαρίας για τον εαυτό της αρχίζει να εκπληρώνεται (α 48)(p).
(2) ««Επάρασα», δηλαδή ύψωσε. Επειδή δηλαδή αποδέχτηκε πάρα πολύ τα λόγια του, μακάρισε μεγαλόφωνα αυτήν που τον γέννησε, επειδή αξιώθηκε να γίνει μητέρα τέτοιου προσώπου» (Ζ).
(3) Ενώ οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι τον περιφρονούσαν και τον βλασφημούσαν, η αγαθή αυτή γυναίκα τον θαύμαζε για την σοφία και δύναμη που έβγαινε από το στόμα του («την ώρα που έλεγε αυτός αυτά»). Ενθουσιασμένη από την πειστικότητα, με την οποία ντρόπιασε τους Φαρισαίους και τους νίκησε, δεν συγκρατήθηκε από το να φωνάξει: Τι θαυμάσιος, τι έξοχος και μοναδικός διδάσκαλος είναι αυτός! Ασφαλώς κανείς ποτέ άλλος μεγαλύτερος και καλύτερος από αυτόν δεν γεννήθηκε από γυναίκα. Ευτυχής και μακάρια η γυναίκα που τον γέννησε!
(4) Αναφέρονται τα μέλη αντί για το πρόσωπο=μακάρια αυτή που γέννησε και ανέθρεψε τέτοιο γιο (δ). Η γυναίκα θαυμάζει και τιμά τον Ιησού, ορμώμενη από την ακρόαση των λόγων του. Αλλά και για όλους όσους πιστεύουν τον λόγο του Χριστού, το πρόσωπό του είναι πολύτιμο και για αυτούς είναι «ο εκλεκτός αυτός λίθος» τιμή, που τους καθιστά «γένος εκλεκτό, λαό άξιο φροντίδας» (Α΄Πέτρ. β 7)

11.28 αὐτὸς δὲ εἶπεν, Μενοῦνγε(1) μακάριοι οἱ ἀκούοντες τὸν λόγον τοῦ θεοῦ καὶ φυλάσσοντες αυτόν(2).
28 Κι εκείνος είπε: «Πιο πολύ χαρά σ’ εκείνους που ακούν το λόγο του Θεού και τον εφαρμόζουν!»
(1) Άλλη γραφή: μενοῦν. Και το μενοῦνγε την ίδια έννοια εκφράζει την οποία και το μενοῦν. Με αυτό άλλοτε επιβεβαιώνεται αυτό πριν λίγο ειπώθηκε και άλλοτε διορθώνεται. Από τα συμφραζόμενα καθορίζεται η έννοιά του (L)· λοιπόν ή=ναι, πράγματι, σε περίπτωση επιβεβαίωσης, ή=ναι μεν αυτό μπορεί να είναι έτσι, αλλά…, σε περίπτωση διόρθωσης (p). Εδώ ο Κύριος συμπληρώνει την έννοια της γυναίκας (δ). Δεν αρνείται ο Κύριος αυτό που είπε η γυναίκα, αλλά δείχνει ότι δεν είναι πλήρες επειδή δεν εκφράζει ολόκληρη την αλήθεια (p).
(2) «Μακαρίζει αυτούς που φυλάνε τον λόγο του Θεού, χωρίς να βγάζει έξω από τον μακαρισμό την μητέρα του, αλλά δείχνοντας, ότι ακόμη και εκείνη δεν θα ωφεληθεί καθόλου από το ότι τον γέννησε και τον θήλασε, αν δεν έχει και όλη την άλλη αρετή» (Θφ). Δες και Ματθ. ιβ 50. Είναι βεβαίως μέγα προνόμιο το να αξιωνόμαστε να ακούμε τον λόγο του Θεού. Παρ’ όλα αυτά μόνο εκείνοι διακηρύχτηκαν μακάριοι από τον Χριστό, οι οποίοι ακούνε τον λόγο αυτόν και φυλάνε αυτόν. Τον φυλάνε διαρκώς στη μνήμη τους και τον τηρούν, έχοντας αυτόν κανόνα της συμπεριφοράς και του βίου τους. Σε αντίθετη περίπτωση, μόνο το να ακούμε το λόγο του Θεού επόμενο είναι να αποβεί σε καταδίκη μας. Διότι βεβαιώνει ο Κύριος «εάν κάποιος ακούσει τα λόγια μου και δεν τα φυλάξει… ο λόγος τον οποίο είπα, εκείνος θα τον κρίνει την έσχατη ημέρα» (Ιω. ιβ 47,48).

Στίχ. 29-36. Το θαύμα του Ιωνά. Καταδίκη της γενιάς του Κυρίου.
11.29 Τῶν δὲ ὄχλων(1) ἐπαθροιζομένων(2) ἤρξατο λέγειν(3), ῾Η γενεὰ αὕτη γενεὰ πονηρά ἐστιν(4)· σημεῖον ζητεῖ, καὶ σημεῖον οὐ δοθήσεται(5) αὐτῇ εἰ μὴ τὸ σημεῖον ᾽Ιωνᾶ του προφήτου(6).
29 Όταν το πλήθος πύκνωσε, ο Ιησούς άρχισε να λέει: «Η σημερινή γενιά των ανθρώπων είναι πονηρή· ζητάει σημάδι θαυματουργικό, αλλά σημάδι δε θα της δοθεί εκτός από κείνο του προφήτη Ιωνά.
(1) Δες Ματθ. ιβ 38-42 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις.
(2) Η πρόθεση επί μαζί με το αθροίζομαι, είναι σπάνια σύνθεση. Από τις λέξεις που λέγονται μοναδική φορά στην Κ.Δ. (p). Σημαίνει το «προς αυτόν», προς το μέρος που ήταν, για να τον ακούσουν (δ).
(3) «Τώρα απολογείται και για τον άλλο τους λογισμό» (Ζ). Απαντά σε αυτούς που ζητούσαν θαύμα από τον ουρανό στον σ. 16.
(4) Κατηγορεί τώρα όχι μόνο τους γραμματείς και φαρισαίους, αλλά ολόκληρη την σύγχρονη γενιά των Ιουδαίων. Ήταν και αυτή όπως οι αρχηγοί της, διότι δειχνόταν σκληρή απέναντι στα τόσα θαύματα, τα οποία ανάμεσά της είχε διαπράξει. Και μαζεύτηκαν τώρα όχι για να διαφωτιστούν από την διδασκαλία του, αλλά για να ικανοποιήσουν την περιέργειά τους με τα θαύματά του, αξιώνοντας να δουν και μεγαλύτερα θαύματα. Γενιά όμως η οποία δεν πείστηκε από τόσα θαύματα, θα παραμείνει σκληρή, οποιαδήποτε άλλα θαύματα και αν συντελεστούν μπροστά στα μάτια της. Για αυτό και χαρακτηρίζει αυτήν γενιά πονηρή.
(5) «Ζητούν από πονηριά. Για αυτό και δεν επιτυγχάνουν, σύμφωνα με το: Θα με ζητήσουν κακοί και δεν θα με βρουν (Ωσηέ ε 6)» (Κ). Τα θαύματα δόθηκαν σε εκείνους, οι οποίοι αφού πίστεψαν ήδη, ζήτησαν αυτά για μεγαλύτερη στερέωση της πίστης τους, όπως ο Αβραάμ και ο Γεδεών. Δεν δόθηκαν όμως σε αυτούς που ζήτησαν αυτά για δικαιολογία της απιστίας τους.
(6) Θα δοθεί παρ’ όλα αυτά θαύμα άλλο, διαφορετικό όμως από όλα εκείνα, τα οποία ο Κύριος συντελούσε τώρα μπροστά στα μάτια τους. Και το θαύμα αυτό θα ήταν η ανάστασή του. Επιφυλασσόταν αυτό ως επισφράγιση της όλης δράσης του, διότι αυτό θα αποτελούσε τη μέγιστη απόδειξη, ότι ο Ιησούς ήταν ο Μεσσίας, επειδή με αυτό θα αναδεικνυόταν «γιος Θεού με δύναμη από το Πνεύμα που αγιάζει, όταν αναστήθηκε από τους νεκρούς» (Ρωμ. α 4). Το θαύμα αυτό θα ξεπερνούσε όλα τα άλλα θαύματά του, θα συμπλήρωνε αυτά και θα επισφράγιζε αυτά. Και όμως η απιστία των Ιουδαίων βρήκε και απέναντι σε αυτό την ένοχη υπεκφυγή της με τον λόγο: «Οι μαθητές του ήλθαν και τον έκλεψαν». Διότι δεν είναι άλλοι τόσο αθεράπευτα τυφλοί, όσο αυτοί που πεισματικά δεν θέλουν να δουν (Henry). Σημείο εδώ=τεκμήριο υπερφυσικό, με το οποίο κάποιο πρόσωπο γνωρίζεται και ξεχωρίζει από τα άλλα. Το σημείο Ιωνά=το σημάδι το υπερφυσικό που συνέβη στον Ιωνά, με το οποίο ο Θεός ενεργά προέτρεπε τους Νινευίτες και σε αυτούς έδειχνε τι έπρεπε αυτοί να πράξουν. Θα δοθεί στη γενιά αυτή το θαύμα του Ιωνά του προφήτη=Θαύμα όμοιο με του Ιωνά, το οποίο δόθηκε για επιβεβαίωση της αποστολής και του κηρύγματός του στους Νινευίτες για μετάνοια (Grimm).

11.30 καθὼς γὰρ ἐγένετο ᾽Ιωνᾶς σημεῖον τοῖς Νινευίταις(1), οὕτως ἔσται(2) καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου τῇ γενεᾷ ταύτῃ σημεῖον.
30 Όπως ο Ιωνάς ήταν σημάδι για τους Νινευίτες, έτσι θα είναι κι ο Υιός του Ανθρώπου σημάδι για τη σημερινή γενιά.
(1) «Όπως εκείνος κατέστη υπερφυσικό σημάδι για τους Νινευίτες, δηλαδή παράδοξο άκουσμα, ότι υπερφυσικά σώθηκε από την κοιλιά του κήτους μετά από τρεις μέρες, έτσι και αυτός θα καταστεί θαύμα στη γενιά των άπιστων Ιουδαίων, δηλαδή παράδοξο άκουσμα, ότι υπερφυσικά σώθηκε από την κοιλιά της γης μετά από τρεις μέρες» (Ζ).
(2) Εκ πρώτης όψεως ο Λουκάς φαίνεται να παραλληλίζει τον Ιωνά και το Χριστό μόνο στο κήρυγμα της μετανοίας. Αποσιωπά την εξήγηση, ότι ο Ιωνάς ήταν τύπος της ταφής και της ανάστασης του Χριστού. Αλλά τα ρήματα δοθήσεται και έσται που εκφέρονται σε μέλλοντα χρόνο, δείχνουν ότι υπονοείται και η εξήγηση αυτή. Ο Χριστός κήρυττε εδώ και πολύ χρόνο. Όμως δεν λέει ότι το θαύμα δόθηκε ή εξακολουθεί να δίνεται, αλλά λέει ότι «θα δοθεί» και ότι θα είναι ο υιός του ανθρώπου θαύμα (p). Όπως εξηγείται στο κατά Ματθαίον, ό,τι για τον Ιωνά υπήρξε η κοιλιά του κήτους, αυτό υπήρξε για τον Ιησού ο τάφος. Μπήκε εκεί ως λύτρο, για να σωθούν οι ψυχές των ανθρώπων από την τρικυμία και τον σάλο της αμαρτίας, όπως ρίχτηκε ο Ιωνάς από το πλοίο για να διαφύγουν το ναυάγιο όσοι ήταν σε αυτό. Και παρέμεινε εκεί, όσο χρόνο και ο Ιωνάς στην κοιλιά του κήτους, κατασκηνώνοντας «με ελπίδα, ότι δεν θα εγκαταλείψεις την ψυχή μου στον άδη ούτε θα δώσεις στον όσιό σου να δει διαφθορά» (Πραξ. β 26,27), όπως και ο Ιωνάς παρηγοριόταν στην κοιλιά του κήτους από την ελπίδα ότι «θα αξιωθεί να δει τον άγιο ναό του Θεού» (Ιωνά β 5). Όπως λοιπόν ο Ιωνάς την τρίτη ημέρα απαλλάχτηκε από την φυλακή του και επέστρεψε στη χώρα των ζωντανών, για να κηρύξει μετάνοια στους Νινευίτες, έτσι και ο Χριστός την τρίτη ημέρα αναστήθηκε από τον τάφο, για να στείλει τους μαθητές του για διάδοση του ευαγγελίου του στα έθνη.

11.31 βασίλισσα νότου(1) ἐγερθήσεται(2) ἐν τῇ κρίσει μετὰ(3) τῶν ἀνδρῶν τῆς γενεᾶς ταύτης καὶ κατακρινεῖ αὐτούς· ὅτι ἦλθεν ἐκ τῶν περάτων τῆς γῆς ἀκοῦσαι τὴν σοφίαν Σολομῶντος(4), καὶ ἰδοὺ πλεῖον Σολομῶντος ὧδε(5).
31 Η βασίλισσα του Νότου θα αναστηθεί κατά την τελική κρίση μαζί με τους ανθρώπους της σημερινής γενιάς και θα τους κατηγορήσει, γιατί εκείνη ήρθε από την άλλη άκρη του κόσμου για ν’ ακούσει τη σοφία του Σολομώντα. Κι όμως εδώ υπάρχει κάποιος μεγαλύτερος από το Σολομώντα.
(1) Η χώρα Σαβά βρισκόταν στο νότιο μέρος της Αραβίας. Ήταν η νεότερη Υεμένη, κοντά στα νότια σύνορα του τότε γνωστού κόσμου (p).
(2) Η λέξη εγερθήναι φανερώνει τη στιγμή της έγερσης και κατά κάποιο τρόπο αφύπνισης των σωμάτων από τους τάφους κατά την μεγάλη ημέρα της κρίσης (g).
(3) =μαζί με τους άνδρες. Θα παρουσιαστεί μπροστά στους Ιουδαίους, έτσι ώστε ο πόθος της για γνώση της αλήθειας να δημιουργεί αντίθεση με την αναισθησία αυτών (g).
(4) «Έδειξε ζήλο για να ακούσει τον Σολομώντα βάρβαρη γυναίκα και έκανε τόσο δρόμο για αυτό, για να ακούσει σοφία σχετικά με τα ορατά και τα ζώα και τη φύση των φυτών. Εσείς όμως, ενώ είστε εδώ παρόντες και ακούτε για αόρατα και ουράνια πράγματα, και ενώ η ίδια η σοφία ήλθε σε σας και βεβαίωσε τον λόγο με έργα και εντυπωσιακά θαύματα, αποξενώνεστε από τον λόγο και αναίσθητα αρνείστε και το θαύμα μαζί με τα λόγια; Πώς λοιπόν δεν είναι ανώτερα εδώ από τον Σολομώντα;» (Κ). Υπάρχει τριπλή αντίθεση στο παράδειγμα αυτό. Μεταξύ εθνικής βασίλισσας και των Ιουδαίων· μεταξύ των περάτων της γης και του «εδώ»· μεταξύ του Σολομώντα και του υιού του ανθρώπου. Ίσως και μία τέταρτη, μεταξύ γυναίκας και ανδρών (p). Η βασίλισσα Σαβά δεν έλαβε κάποια πρόσκληση να έλθει να ακούσει τον Σολομώντα, ούτε κάποια υπόσχεση από πριν ότι θα ήταν ευπρόσδεκτη. Οι Ιουδαίοι όμως είχαν κληθεί από το Χριστό για να παρακαθίσουν στα πόδια του και να ακούσουν το λόγο του. Ο Σολομώντας υπήρξε απλώς ένας σοφός, αλλά ο Χριστός ήταν η ίδια η σοφία που ενανθρώπησε, στην οποία υπάρχουν όλοι οι θησαυροί της σοφίας απόκρυφοι. Η βασίλισσα Σαβά είχε τόσες δυσκολίες να ξεπεράσει. Ήταν γυναίκα και επρόκειτο να διανύσει μακρό και επικίνδυνο ταξίδι. Ήταν βασίλισσα, την οποία κρατούσαν δέσμια στη χώρα της οι υποθέσεις του βασιλείου της. Ενώ οι Ιουδαίοι κανένα από τα εμπόδια αυτά δεν είχαν να ξεπεράσουν. Ήλθε εκείνη από τα πέρατα της γης ενώ οι Ιουδαίοι είχαν ανάμεσά τους τον Ιησού, να στέκεται στην πόρτα τους και να κρούει. Η σοφία την οποία ερχόταν να ακούσει η βασίλισσα, αναφερόταν στη φιλοσοφία και πολιτική. Ενώ η σοφία στην οποία μας μυεί ο Κύριος είναι σοφία σωτήρια. Η βασίλισσα θα άκουγε την σοφία του Σολομώντα και ο Σολομώντας δεν θα μπορούσε να καταστήσει και αυτήν σοφή. Ενώ ο Χριστός μεταδίδει σοφία σε αυτούς που έρχονται σε αυτόν.
(5) «Και δες πάλι, σε παρακαλώ, την τέχνη του λόγου. Διότι, γιατί λέει το «εδώ» και δεν λέει μάλλον «(είναι ανώτερα) με εμένα»; Για να μας πείσει να ταπεινοφρονούμε, ακόμα και αν είμαστε γεμάτοι με χαρίσματα πνευματικά… Μετριοφρονεί λοιπόν από συγκατάβαση ο Σωτήρας λέγοντας το «εδώ» αντί για το «με εμένα»» (Κ).

11.32 ἄνδρες Νινευΐ(1) ἀναστήσονται ἐν τῇ κρίσει μετὰ τῆς γενεᾶς ταύτης καὶ κατακρινοῦσιν αὐτήν· ὅτι μετενόησαν(2) εἰς τὸ κήρυγμα ᾽Ιωνᾶ, καὶ ἰδοὺ πλεῖον ᾽Ιωνᾶ ὧδε(3).
32 Οι κάτοικοι της Νινευή θ’ αναστηθούν κατά την τελική κρίση μαζί με τη σημερινή γενιά και θα την κατηγορήσουν, γιατί εκείνοι μετανόησαν όταν άκουσαν το κήρυγμα του Ιωνά. Κι όμως εδώ υπάρχει κάποιος μεγαλύτερος από τον Ιωνά».
(1) «Λέει ότι και οι Νινευίτες θα τους καταδικάσουν στον καιρό της κρίσης. Διότι ήταν άνδρες ωμοί και βάρβαροι, που δεν γνώριζαν αυτόν που από τη φύση του και αληθινά είναι Θεός, και δεν είχαν ακούσει καθόλου τα θεσπίσματα του Μωϋσή και δεν γνώριζαν τον ωραίο προφητικό λόγο. Αλλά και παρόλο, λέει, που είχαν τέτοιο φρόνημα, μετανόησαν στο κήρυγμα του Ιωνά. Είναι λοιπόν πολύ καλύτεροι από τους Ισραηλίτες και θα τους καταδικάσουν» (Κ). Είναι άριστη και η επόμενη εφαρμογή στους χριστιανούς: «Διότι εκείνοι μεν, ενώ μία φορά άκουσαν, κατόρθωσαν, εμείς όμως δεν επιστρέψαμε, ούτε και πολλές φορές που ακούσαμε. Εκείνοι έδειξαν ολοκληρωμένη αρετή, ενώ εμείς ούτε ένα μέρος αρετής. Εκείνοι όταν άκουσαν ότι θα γκρεμιστεί εκ θεμελίων η χώρα τους φοβήθηκαν, ενώ εμείς ούτε για κόλαση ακούγοντας φοβόμαστε· εκείνοι χωρίς να έχουν ακούσει προφητείες, ενώ εμείς αν και απολαμβάνουμε συνεχή διδασκαλία και πολλή χάρη» (Χ).
(2) Ο Ματθαίος τοποθετεί το παράδειγμα των Νινευϊτών πρώτο και αυτό το κάνει από την τάση να συνδεθεί το παράδειγμα αυτό με το θαύμα του Ιωνά. Η σειρά την οποία προτιμά ο Λουκάς, παρουσιάζει ηθική διαβάθμιση και κλίμακα καλύτερη. Είναι σοβαρότερο ηθικά να μένει κάποιος αναίσθητος στο κακό το οποίο διέπραξε, παρά να μην έχει πόθο γνώσης της αλήθειας (g).
(3) «Και το δικό μου αξίωμα και το είδος του κηρύγματος, φανερώνει πολλή διαφορά. Εγώ είμαι δεσπότης, εκείνος δούλος. Εγώ κηρύσσω βασιλεία ουρανών, εκείνος σωτηρία από την καταστροφή. Εγώ με θαύματα, εκείνος χωρίς να κάνει κανένα θαύμα» (Θφ). «Οι συγκρίσεις αυξάνουν την κατηγορία και μάλιστα όταν συγκρίνονται άνισοι, όπως και ο Χριστός λέει εδώ: Άνδρες Νινευΐτες» (Χ). Ο Ιωνάς ήταν άνθρωπος ομοιοπαθής με μας, υποκείμενος και σε ένοχες αδυναμίες, όπως εμείς, ενώ ο Χριστός είναι ο υιός του Θεού. Ο Ιωνάς ήταν ξένος και αλλοεθνής ως προς τους Νινευΐτες, οι οποίοι ήταν και προκατειλημμένοι αρνητικά εναντίον της πατρίδας του προφήτη. Ο Χριστός ήλθε στους δικούς του και σε αυτούς που κατάγονταν από τους ίδιους προγόνους από τους οποίους καταγόταν και ο ίδιος σωματικά. Ο Ιωνάς δίδαξε για λίγο, για τρεις το πολύ ημέρες, απλώς και μόνο διαβαίνοντας τους δρόμους της Νινευΐ σαν ένας πλανώδιος ιεροκήρυκας. Ο Ιησούς για τριετία ολόκληρη και στο ναό και στις συναγωγές και στα σπίτια και στην ύπαιθρο κήρυξε τα λόγια της ζωής. Ο Ιωνάς κανένα θαύμα δεν έκανε για επιβεβαίωση του κηρύγματός του, το οποίο υπήρξε εξ’ ολοκλήρου απειλητικό και εκφοβιστικό. Ενώ ο Χριστός εργάστηκε πλήθος αναρίθμητων θαυμάτων, στα οποία πάντοτε έδειχνε την αγάπη του και το έλεός του. Και όμως οι Νινευΐτες μετανόησαν, ενώ αντίθετα οι Ιουδαίοι παρέμειναν αμετανόητοι.

11.33 Οὐδεὶς(1) δε λύχνον ἅψας εἰς κρύπτην(2) τίθησιν οὐδὲ ὑπὸ τὸν μόδιον, ἀλλ᾽ ἐπὶ τὴν λυχνίαν, ἵνα οἱ εἰσπορευόμενοι τὸ φέγγος βλέπωσιν(3).
33 «Όταν ανάβει κανείς ένα λυχνάρι, δεν το βάζει σε κάποιο κρυφό μέρος ούτε κάτω από το δοχείο με το οποίο μετράνε το σιτάρι, αλλά στο λυχνοστάτη, ώστε όλοι όσοι μπαίνουν στο σπίτι να μπορούν να δουν.
(1) Οι λόγοι αυτοί (σ. 33-36) φαίνεται να αποτελούσαν μέρος της συνηθισμένης διδασκαλίας του Κυρίου και για αυτό να επαναλήφθηκαν επανειλημμένως και με διάφορες εφαρμογές (p). Δες Ματθ ε 15 και στ 22 και Μάρκ. δ 21 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις. Ποια η σχέση με τα προηγούμενα; Ή «Πριν τον ερχομό του Σωτήρας μας, κατασκοτείνιασε τη γη ο πατέρας του σκότους, δηλαδή ο σατανάς και με νοερό σκοτάδι μαύριζε τα πάντα. Επειδή λοιπόν βρισκόμασταν σε αυτή την κατάσταση, ο Πατέρας έδωσε τον Υιό στη γη σαν ένα λυχνάρι, για να αστράψει σε μας το θείο φως και να μας σώσει από το διαβολικό σκοτάδι. Αλλά, Ιουδαίε, αν μεν κατηγορείς το λυχνάρι επειδή δεν κρύβεται μάλλον, αλλά υψώνεται και βρίσκεται στο λυχνοστάτη και χύνει σε αυτούς που βλέπουν το φως, κατηγόρησε τότε το Χριστό που δεν θέλει να κρυφτεί, αλλά να γίνει ορατός από όλους και φωτίζει τους σκοτεινιασμένους και χύνει το φως της αληθινής θεογνωσίας» (Κ). Ή, ο Χριστός απαντώντας σε αυτούς που ζητούσαν από αυτόν θαύμα, απαντά ότι εκείνοι των οποίων η πνευματική όψη δεν σκοτείνιασε από την αδιαφορία και αμετανοησία, δεν έχουν ανάγκη από θαύμα από τον ουρανό (p). Όταν ο ήλιος ανατείλει, κανείς που έχει υγιή την όραση δεν ζητά από αυτόν απόδειξη για το ότι είναι το άστρο της ημέρας. Αρκεί η λάμψη του να βεβαιώσει αυτό. Εκείνος ο οποίος είναι το φως του κόσμου, φανερώθηκε και στέλνει τις λαμπρές ακτίνες του. Για καθέναν που έχει το πνευματικό μάτι υγιές, αυτό αρκεί και δεν υπάρχει ανάγκη θαύματος (g). Η δεύτερη ερμηνεία είναι πιο σοβαρή.
(2) Υπάρχει και η γραφή «εις κρύπτην»= «Κρύπτη εννοεί εδώ το κρυφό σπίτι» (Ζ)· υπόγειο δωμάτιο στον Ιώσηπο (Ιουδ. Πολ. 5,7,4) (L).
(3) Ο Θεός τον Χριστό ως φως, δεν τον έκρυψε. Λάμπει για όλο τον κόσμο και δεν έχει ανάγκη κάποιου άλλου θαύματος για να γίνει ολοφάνερος (L). «Λάμποντας με το κήρυγμα στην αγία εκκλησία σαν πάνω σε λυχνοστάτη, φωτίζει πλήρως τις διάνοιες όλων, γεμίζοντάς τους με θεία γνώση» (Κ).

11.34 ὁ λύχνος τοῦ σώματός ἐστιν ὁ ὀφθαλμός(1). ὅταν ουν ὁ ὀφθαλμός σου ἁπλοῦς(2) ᾖ, καὶ ὅλον τὸ σῶμά σου φωτεινόν ἐστιν· ἐπὰν δὲ πονηρὸς ᾖ, καὶ τὸ σῶμά σου σκοτεινόν.
34 Το λυχνάρι του σώματος είναι τα μάτια. Αν, λοιπόν, τα μάτια σου είναι γερά, όλο σου το σώμα θα είναι φωτεινό· αν όμως είναι χαλασμένα, τότε και όλο το σώμα σου θα είναι σκοτεινό.
(1) Δεύτερη σύγκριση προστίθεται σε αυτήν που προηγήθηκε. Το πνευματικό φως συγκρίνεται εδώ με το υλικό φως. Το φως λοιπόν αυτό γίνεται αισθητό με το μάτι (L), με το οποίο και το σώμα μας απολαμβάνει αυτό. Τα πόδια, τα χέρια στις διάφορες σχέσεις τους, δεν βλέπουν καθαρά παρά δια μέσου του ματιού. Το μάτι λοιπόν είναι το λυχνάρι που φωτίζει το σώμα, διότι μέσω αυτού διαβιβάζεται το φως στο όλο σώμα. Και η ψυχή έχει ένα όργανο με το οποίο το πνευματικό φως διαβιβάζεται σε αυτήν (g).
(2) Ούτε το απλός ούτε το πονηρός λέγονται συνήθως για την υγιή ή κακή κατάσταση του σωματικού ματιού. Φαίνεται λοιπόν ότι εξεπίτηδες διαλέχτηκαν αυτά τα επίθετα εδώ και προσαρμόζονται μάλλον στην εδώ πνευματική σημασία τους. Το απλό μάτι είναι ο νους, που βλέπει τα πράγματα με ευθύτητα· το κακό μάτι είναι αυτός που κρίνει με συναισθήματα φθόνου και κακής διάθεσης (L). «Όπως ακριβώς το μάτι του σώματος… αν μεν είναι φωτεινό, θα είναι και το σώμα στο φως· αν όμως είναι σκοτεινό, θα βρίσκεται και εκείνο στο σκοτάδι. Με τον ίδιο τρόπο σχετίζεται η ψυχή με το νου. Η ψυχή λοιπόν, το μάτι και το φως που πήρε από το Θεό, αυτό το μάτι αν βρεθεί να σκοτεινιάζει ή από φθόνο ή φιλοχρηματία ή, γενικά μιλώντας, από αγάπη στην ύλη, τότε σκοτεινιάζει και αυτή» (Θφ). Εάν ο νους μας δέχεται πλήρως το φως του ευαγγελίου, γεμίζει η ψυχή μας από το φως αυτό και το σκοτάδι δεν έχει θέση σε αυτήν. Εάν όλες οι δυνάμεις της ψυχής μας μπουν κάτω από την κυβέρνηση και επίδραση του ευαγγελίου και εξαγιαστούν όλες, τότε η όλη ψυχή μας θα είναι γεμάτη από φως, γεμάτη από αγιότητα και ειρήνη και δύναμη. Εάν όμως το μάτι της ψυχής είναι πονηρό, εάν η κρίση και η συνείδηση είναι προκατειλημμένες και σκοτεινές από τις διεφθαρμένες και πονηρές διαθέσεις της καρδιάς και του πλανεμένου νου, από την υπερηφάνεια δηλαδή και τον φθόνο, από την αγάπη του κόσμου και τις ηδονές των αισθήσεων· εάν η διάνοια έχει προκατάληψη εναντίον των θείων αληθειών και είναι αποφασισμένη να μην δεχτεί αυτές, παρόλο που προσφέρονται σε αυτήν με πειστική σαφήνεια, κατά φυσική τότε συνέπεια η όλη ψυχή θα παραμείνει βυθισμένη στο σκοτάδι.

11.35 σκόπει οὖν μὴ τὸ φῶς τὸ ἐν σοὶ σκότος ἐστίν(1).
35 Πρόσεχε, λοιπόν, μη μεταβληθεί το φως που έχεις σε σκοτάδι.
(1) Στο άκουσμα αυτού του λόγου, κάθε ακροατής πρέπει να εξετάσει τα βάθη του, μήπως το εσωτερικό μάτι πάσχει και για αυτό δεν μπορεί να διακρίνει το φως που έλαμψε μέσω του Ιησού και συνεπώς δεν είναι σε θέση να καταστήσει αυτό και δικό του φως (g). «Πρόσεξε μήπως ο νους σου, ο φωταγωγός της ψυχής σου, σκοτεινιάσει από τα πάθη» (Ζ). Και ως προς αυτούς που ζητούσαν θαύμα από τον Ιησού: «είχατε τη δυνατότητα να καταστήσετε καθαρό το νου σας και για αυτό να κάνετε λαμπρά και τα λόγια και τις πράξεις σας. Εσείς όμως κάνετε το αντίθετο, και από εκεί από όπου έπρεπε να βγάζετε φως, από εκεί βγάζετε σκοτάδι, έχοντας φθόνο από πονηρές σκέψεις» (Ω). Να είσαι ειλικρινής στις έρευνές σου για εύρεση της αλήθειας και έτοιμος να δεχτείς αυτήν και να μην μοιάσεις ποτέ με τους ανθρώπους της γενιάς εκείνης, στην οποία κήρυξε ο Χριστός, αλλά η οποία ουδέποτε είχε τη διάθεση ειλικρινά να γνωρίσει το θέλημα του Θεού και να συμμορφωθεί με αυτό, για αυτό και παρέμεινε διαρκώς στο σκοτάδι, έως ότου κατέληξε σε όλεθρο αιώνιο.

11.36 εἰ οὖν(1) τὸ σῶμά σου ὅλον φωτεινόν, μὴ ἔχον μέρος τι σκοτεινόν, ἔσται φωτεινὸν ὅλον(2) ὡς ὅταν ὁ λύχνος τῇ ἀστραπῇ(3) φωτίζῃ σε.
36 Γιατί αν ολόκληρο το σώμα σου είναι φωτεινό χωρίς κανένα σκοτεινό μέρος, τότε θα φωτίζει γύρω του πραγματικά, όπως το λυχνάρι φωτίζει με τη λάμψη του».
(1) Ο σ. αυτός δεν βρίσκεται στον Ματθαίο και είναι συμπλήρωση του Λουκά, η οποία αποσκοπεί να καταδείξει την αληθινή εικόνα του πνευματικά υγιή (δ).
(2) Εκ πρώτης όψεως παρουσιάζεται να λέει το ίδιο στην απόδοση της υπόθεσης. Η ταυτολογία όμως είναι φαινομενική. Στην υποθετική πρόταση («αν το σώμα σου ό λ ο είναι φωτεινό») η έμφαση είναι στο «όλο», το οποίο ακριβώς εξηγείται αμέσως με το «μη έχοντας κάποιο μέρος σκοτεινό». Στην κύρια πρόταση η έμφαση είναι στο φωτεινό, το οποίο επεξηγείται με το «όπως όταν το λυχνάρι»=Πλήρης και ολοκληρωτικός φωτισμός είναι πραγματικός φωτισμός και όσοι έχουν αυτόν, καμία ανάγκη δεν έχουν θαύματος από τον ουρανό για αναγνώριση της αλήθειας (p). Όταν ο άνθρωπος παραδοθεί ολόκληρος, ανεπιφύλακτα στην ενέργεια του φωτός, αποβαίνει εσωτερικά και εξωτερικά φωτεινός, σαν άνθρωπος από τον οποίο μία φωτεινή εστία εκπέμπει το φως της. Δες Β Κορ. γ 18 (g).
(3) «Ο φωτισμός του νου μοιάζει με λαμπρότατη αστραπή» (Ω). «Όπως ακριβώς δηλαδή στο σώμα, έτσι και στην ψυχή, εάν αυτή είναι όλη φωτεινή, μη έχοντας κανένα μέρος σκοτεινό από πάθος, ούτε το μέρος της που σκέφτεται, ούτε αυτό που αισθάνεται, ούτε αυτό που επιθυμεί, θα είναι όλη φωτεινή έτσι όπως όταν το λυχνάρι σε φωτίζει με την λάμψη του, η οποία είναι, δηλαδή, λαμπρότατη και γλυκύτατη» (Ζ).

Στίχ. 37-54 . Έλεγχος των Φαρισαίων και γραμματέων.
11.37 ᾽Εν δὲ τῷ λαλῆσαι αὐτὸν ταύτα(1) ηρώτα(2) αυτόν Φαρισαῖος τις ὅπως ἀριστήσῃ(3) παρ᾽ αὐτῷ(4)· εἰσελθὼν(5) δὲ ἀνέπεσεν(6).
37 Όταν τελείωσε ο Ιησούς, ένας Φαρισαίος τον παρακάλεσε να γευματίσει μαζί του. Μπήκε ο Ιησούς στο σπίτι και κάθισε στο τραπέζι.
(1) Ο Φαρισαίος είχε ακούσει κατά πάσα πιθανότητα τα προηγούμενα λόγια (g). Δεν μπορούμε όμως να είμαστε βέβαιοι για το ότι η πρόσκληση του Φαρισαίου ακολούθησε ως αποτέλεσμα των λόγων του Κυρίου (p).
(2) «Αντί να πει παρακαλούσε» (Ζ).
(3) Μάλλον το πρόγευμα ή το πρωινό φαγητό σημαίνεται εδώ, παρά το γεύμα ή το δείπνο (p), παρόλο που οι μεταγενέστεροι το μεν πρωινό το ονόμαζαν ακράτισμα, ενώ το γεύμα άριστον (Grimm).
(4) Όπως φαίνεται από τους σ. 45 και 53 στο άριστο είχαν προσκληθεί από τον Φαρισαίο και άλλοι συνάδελφοί του (g).
(5) «Ο Χριστός πείθεται, διότι ήθελε να χρησιμοποιήσει το γεύμα για νουθεσία αυτού που το παρέθετε» (Ζ). «Γνώριζε μεν την κακία των Φαρισαίων ο Κύριος, αλλά όμως συνέτρωγε μαζί τους για αυτό ακριβώς, επειδή ήταν πονηροί και χρειάζονταν διόρθωση» (Θφ). «Διότι αυτούς κατεξοχήν έσπευδε να συμβουλεύει, μιμούμενος τους άριστους από τους γιατρούς, οι οποίοι σε αυτούς που ασθενούν βαρύτερα, προσφέρουν τις υπηρεσίες του επαγγέλματός τους» (Κ).
(6) Χωρίς να πλυθεί, ίσως και διότι ήταν κουρασμένος (b).

11.38 ὁ δὲ Φαρισαῖος ἰδὼν ἐθαύμασεν(1) ὅτι οὐ πρῶτον ἐβαπτίσθη(2) πρὸ τοῦ ἀρίστου.
38 Ο Φαρισαίος παραξενεύτηκε που δεν πλύθηκε πριν από το φαγητό, σύμφωνα με το θρησκευτικό έθιμο.
(1) «Έδινε λοιπόν την αφορμή της συζήτησης ο Φαρισαίος που δύσκολα μάθαινε. Διότι θαύμασε, λέει, που δεν πλύθηκε πριν το φαγητό» (Κ), «όπως ήταν συνήθεια όχι μόνο στους Φαρισαίους, αλλά και σε όλους τους Ιουδαίους… Διότι πουθενά μεν ο Θεός δεν διέταξε τέτοιο πλύσιμο· αλλά οι πρεσβύτεροι μαζί με τα άλλα έθιμα, παρέδωσαν και αυτό σε αυτούς, θεωρώντας ότι ξεπλένονται από κάθε βρωμιά με την οποία ήρθαν σε επαφή στην αγορά» (Ζ). Ο Κύριος λοιπόν τώρα προερχόταν από επαφή με τον όχλο και επιπλέον είχε βγάλει δαιμόνιο. Και ο Φαρισαίος περίμενε ασφαλώς, ότι θα καθάριζε τον εαυτό του πριν κάτσει στο τραπέζι (p). «Διότι πλένονταν πριν την τροφή, θεωρώντας ότι απαλλάσσονται από κάθε βρωμιά (πνευματική)· το έκαναν αυτό πάρα πολύ ασύνετα. Διότι το μεν πλύσιμο με νερό είναι πολύ αναγκαίο για τους σωματικά βρώμικους. Αλλά από την ακαθαρσία του νου και της καρδιάς, πώς θα μπορούσε να απαλλάξει κάποιους;» (Κ).
(2) Η λέξη δεν πρέπει να παρθεί κατά γράμμα ότι σημαίνει πλήρες λουτρό. Πιθανότερο φαίνεται, ότι σημαίνει το πλύσιμο των χεριών και των ποδιών. Αυτό συχνά γινόταν στο τραπέζι όπου οι υπηρέτες έφερναν νερό σε καθέναν από τους τους καθισμένους. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο Κύριος εξεπίτηδες απέφυγε να πλυθεί, διαμαρτυρόμενος έτσι έμπρακτα κατά της επιβολής φορτίων βαρέων και δυσβάσταχτων και κατά της απόπειρας του να αντικαταστήσουν τα βαρύτερα του νόμου με την τήρηση κάποιων εξωτερικών τύπων (p).

11.39 εἶπεν δὲ ὁ κύριος πρὸς αὐτόν(1), Νῦν(2) ὑμεῖς οἱ Φαρισαῖοι τὸ ἔξωθεν τοῦ ποτηρίου καὶ τοῦ πίνακος καθαρίζετε(3), τὸ δὲ ἔσωθεν ὑμῶν(4) γέμει ἁρπαγῆς καὶ πονηρίας(5).
39 Ο Κύριος όμως του είπε: «Εσείς οι Φαρισαίοι καθαρίζετε το εξωτερικό του ποτηριού και του πιάτου, ενώ το εσωτερικό σας είναι γεμάτο πλεονεξία και πονηριά.
(1) Ο Φαρισαίος ίσως θεωρούσε αυτόν ως κάποιον απλό φιλοξενούμενο. Αλλά ο Κύριος έχει ένα μήνυμα να του αναγγείλει (p). Η λέξη Κύριος δεν χρησιμοποιήθηκε εδώ χωρίς λόγο. Ο Ιησούς πρόκειται ως Κύριος και ως Διδάσκαλος να μιλήσει (L). Δεν αποτελεί λοιπόν απρέπεια για τον Κύριο το ότι στο ίδιο το σπίτι αυτού που τον φιλοξενεί, χρησιμοποιεί τέτοια γλώσσα. Η συνείδηση της αποστολής του, αποτελούσε για τον Κύριο υποχρέωση βαρύτερη και σπουδαιότερη από κάθε κοινωνική και κατά συνθήκη υποχρέωση (g).
(2) Τώρα (δ). Να έχουμε τη στιγμή αυτή κατάλληλη περίπτωση (p). «Επειδή εκείνη την ώρα προσφέρονταν ποτήρια και πιάτα, από αυτά έξυπνα πήρε το παράδειγμα» (Ζ) και «από αυτά που είχαν μπροστά στα μάτια τους, φέρνει την μαρτυρία και πείθει τον Φαρισαίο» (Θφ).
(3) Δες Ματθ. κγ 25 και τις εκεί σημειώσεις. Η αντίθεση όμως εδώ είναι διαφορετική από του Ματθαίου.
(4) Εδώ το εξωτερικό του ποτηριού και του πιάτου αντιτίθεται στις καρδιές των Φαρισαίων. Ενώ στον Ματθαίο αντιτίθεται με τα φαγητά μέσα στο ποτήρι και το πιάτο που αποκτήθηκαν από αρπαγή και αδικία (p)=Εσείς οι Φαρισαίοι διατηρείτε το εξωτερικό του ποτηριού και του πιάτου, αλλά συγχρόνως το εσωτερικό σας είναι γεμάτο από αρπαγή και αδικία (b). Έδειχναν αυτοί μεγάλη φροντίδα για την εξωτερική καθαριότητα, την ώρα που παραμελούσαν την δικαιοσύνη και αγάπη, η τήρηση των οποίων έκανε καθαρό το εσωτερικό τους (L). «Δείχνει με σαφήνεια, ότι πρέπει να είναι καθαροί και πλυμένοι αυτοί που ειλικρινά λατρεύουν το Θεό, και όχι μόνο, βέβαια, από ακαθαρσία σωματική, αλλά και από αυτήν που είναι κρυμμένη μέσα στο νου» (Κ).
(5) Αρπαγή είναι η πλεονεξία στην πράξη· πονηρία είναι η εσωτερική κακία και διαστροφή (g). Η αρπαγή καταργεί την δικαιοσύνη, η πονηρία την αγάπη.

11.40 ἄφρονες(1), οὐχ ὁ ποιήσας τὸ ἔξωθεν καὶ τὸ ἔσωθεν ἐποίησεν(2);
40 Ανόητοι. Ο ίδιος δημιουργός δεν έφτιαξε το εξωτερικό και το εσωτερικό;
(1) Έντονη λέξη και εξολοκλήρου κλασική, αλλά στην Κ.Δ. χρησιμοποιείται σχεδόν από μόνον τον Λουκά και τον Παύλο (p).
(2) «Δηλαδή αυτός που έφτιαξε το σώμα, δημιούργησε και την ψυχή. Πρέπει επομένως, αφού είναι δημιουργήματα ενός, του Θεού που αγαπά την αρετή, να πλένονται και τα δύο μαζί ταυτόχρονα» (Κ). Σώμα καλά λουσμένο δεν θα καταστήσει ευπρόσδεκτη στο Θεό ψυχή μολυσμένη, όπως και ένα πιάτο που λάμπει και αστράφτει δεν καθιστά αρεστά τα ακάθαρτα σε αυτό φαγητά (g). Και το σώμα και την ψυχή ο ίδιος Θεός τα δημιούργησε. Η ψυχή μάλιστα δημιουργήθηκε πιο θαυμάσια και περισσότερο προικισμένη παρά το σώμα. Εάν λοιπόν ο Θεός και τα δύο τα δημιούργησε, περιμένει ότι και εσείς και για τα δύο θα προνοήσετε και τα δύο θα φροντίζετε. Δεν πρέπει λοιπόν να πλύνετε μόνο το σώμα, του οποίου ο Θεός είναι ο Πλάστης, αλλά πρέπει να καθαρίζετε και την ψυχή, της οποίας ο Θεός είναι Πατέρας και Κριτής.

11.41 πλὴν τὰ ἐνόντα(1) δότε ἐλεημοσύνην(2), καὶ ἰδοὺ άπαντα καθαρὰ(3) ὑμῖν έσται.
41 Δώστε λοιπόν ελεημοσύνη το περιεχόμενο του ποτηριού και του πιάτου και τότε θα τα έχετε όλα καθαρά.
(1) Διάφοροι ερμήνευσαν με διάφορους τρόπους. Ή «τα «ενόντα» δηλαδή τα υπάρχοντά σας» (Θφ), «τα φυλαγμένα σας χρήματα δώστε τα ελεημοσύνη στους φτωχούς και θα καθαριστούν όλα μαζί, και σώμα και ψυχή. Πάρα πολύ σχεδιασμένα βεβαίως είπε αυτό, θέλοντας να τους απαλλάξει από το πάθος που επικρατούσε. Διότι συνηθίζουν οι πολυμήχανοι διδάσκαλοι, να τονίζουν την αρετή, για την οποία προτρέπουν τους ακροατές» (Ζ). Σχετική και η επόμενη: Αλλά όμως, σύμφωνα με τα μέσα που έχετε, σύμφωνα με τη δύναμή σας, δώστε ελεημοσύνη και να, όλα τα μέσα και τα έξω είναι καθαρά για σας (δ). Ή, πιο σωστά: Αυτά που είναι μέσα στα ποτήρια και τα πιάτα, δώστε τα ελεημοσύνη. Η χρήση των αγαθών σας για αγαθοεργία και ευεργεσία θα ήταν το καλύτερο μέσο, ώστε να καθαριστούν τα γεύματά σας, παρά ο καθαρισμός ο εξωτερικός των ποτηριών και πιάτων σας (g). Τα περιεχόμενα του ποτηριού και του πιάτου δώστε τα ελεημοσύνη και να, όλα είναι πλέον καθαρά για σας· τα όσα τρώτε πλέον, καθαρίστηκαν (p).
(2) «Επειδή τους κατηγόρησε για δύο πάθη, με ένα φάρμακο αποβάλλει αυτά, με την ελεημοσύνη, η οποία είναι η πρώτη θύρα της αγάπης που θεοποιεί· όταν λοιπόν η αγάπη είναι παρούσα, πού να φανεί πλεονεξία («αρπαγή») και φθόνος («πονηρία»)(Θφ).
(3) Αξιόλογη και η επόμενη. «Όλα αυτά, δηλαδή, όσα με την αρπαγή και την πλεονεξία αμαρτάνουμε και πονηρευόμαστε» (Β).


11.42 ἀλλ’ οὐαὶ(1) ὑμῖν τοῖς Φαρισαίοις, ὅτι ἀποδεκατοῦτε τὸ ἡδύοσμον καὶ τὸ πήγανον καὶ πᾶν λάχανον(2), καὶ παρέρχεσθε(3) τὴν κρίσιν(4) καὶ τὴν ἀγάπην τοῦ θεοῦ(5)· ταῦτα ἔδει ποιῆσαι κἀκεῖνα μὴ αφιέναι(6).
42 »Αλίμονό σας, Φαρισαίοι. Δίνετε στο ναό το ένα δέκατο από το δυόσμο, το πήγανο κι από κάθε χορταρικό, και παραμελείτε τη δικαιοσύνη και την αγάπη του Θεού. Αυτά όμως έπρεπε να κάνετε, χωρίς βέβαια να παραμελείτε κι εκείνα.
(1) Δες Ματθ. κγ 23 και τις εκεί σημειώσεις. Αλλά ουαί=Αλλά αφού δεν κάνετε αυτό, κατάρα σε σας (p). Επειδή είστε μακριά από την ελεημοσύνη και την αγάπη, αλίμονο σε σας (δ).
(2) Αντί για τα άνηθον και κύμινον που γράφει ο Ματθαίος, ο Λουκάς αναφέρει το πήγανον, άλλο είδους ευτελούς λαχάνου και προσθέτει και κάθε άλλο λάχανο (p).
(3) Παραβαίνετε χωρίς να εξετάζετε. Το αντίθετο του τηρώ. Δες Λουκ. ιε 29 (δ).
(4) Εννοεί την διάκριση μεταξύ του δικαίου και αδίκου, την δικαιοσύνη, την ευθυκρισία (p). «Έργο της κρίσης είναι η δικαιοκρισία και να δίνουμε ίση φροντίδα για όσα έχουν θεσπιστεί και να μην δείχνουμε ραθυμία, από τη μία, για τα αναγκαία, προσέχοντας, από την άλλη, μόνο όσα μας φέρνουν κέρδος, αλλά να κλίνει σωστά η απόφασή μας σε κάθε πράγμα. Διότι η άδικη κρίση, δεν δείχνει ανθρώπους που τηρούν αγάπη στους αδελφούς» (Κ).
(5) «Με το να πει «την αγάπη του Θεού» φανερώνει την ολοκληρωτική διάθεση προς τον Θεό» (Θφ). «Έργο αγάπης προς τον Θεό, είναι το να μην συγκρούεται κάποιος με αυτόν με κανένα τρόπο, αλλά να φοβάται την παράβαση του όλου νόμου» (Κ).
(6) Υπάρχει και η γραφή «μη παρείναι». «Ο Κύριος λέει, ότι όπως ακριβώς αυτά δεν τα αμελείτε, έπρεπε να φροντίζετε πολύ και για την κρίση και την αγάπη του Θεού» (Θφ). Δεν καταδικάζει ο Κύριος εδώ την ακρίβεια, με την οποία αποδεκατούσαν οι Φαρισαίοι, αλλά το φρόνημά τους, ότι η ακριβής τήρηση της δεκάτης εξιλέωνε αυτούς για τις βαρύτερες παραβάσεις τους. Προσπερνάτε την κρίση και την αγάπη του Θεού, λέει προς αυτούς. Δεν σας τύπτει η συνείδηση, όταν στους μεν ανθρώπους δεν αποδίδετε το δίκαιο που τους ανήκει και στον Θεό την οφειλόμενη σε αυτόν αγάπη. Η γνήσια και ειλικρινής υπακοή στο νόμο εκδηλώνεται απέναντι σε όλα τα παραγγέλματα αυτού. Και τότε κάποιος «δεν θα ντραπεί να προσέχει όλες τις εντολές του Κυρίου» (Ψαλμ. ριη 6). Το να τηρεί κάποιος μόνο τα ελαφρύτερα, τα οποία απαιτούν εύκολες θυσίες, αλλά να παραβαίνει αυτά που απαιτούν βαρύτερες θυσίες και κόπους, αποτελεί καθαρή υποκρισία.

11.43 οὐαὶ ὑμῖν τοῖς Φαρισαίοις(1), ὅτι ἀγαπᾶτε τὴν πρωτοκαθεδρίαν(2) ἐν ταῖς συναγωγαῖς καὶ τοὺς ἀσπασμοὺς(3) ἐν ταῖς ἀγοραῖς(4).
43 »Αλίμονό σας Φαρισαίοι. Αγαπάτε την πρωτοκαθεδρία στις συναγωγές και τους ασπασμούς στις αγορές.
(1) Δες Ματθ. κγ 6 και Μάρκ. ιβ 39.
(2) Τα πρώτα καθίσματα στις συναγωγές επιφυλάσσονταν στους διδασκάλους (g). Με αυτά τα καθίσματα φτιαχνόταν ημικύκλιο απέναντι από το κιβώτιο που είχε μέσα τις γραφές (p).
(3) «Ήθελαν από κάθε άνθρωπο να τιμώνται και να χαιρετίζονται ως διδάσκαλοι στις αγορές· διότι αυτό σημαίνει ο ασπασμός, τον χαιρετισμό» (Θφ).
(4) Η ίδια μομφή βρίσκεται περισσότερο αναπτυγμένη στο κεφ. κ 45-47. Δεν κατακρίνονται εδώ η πρωτοκαθεδρία και οι ασπασμοί στις αγορές, αλλά το να θέλουν και να επιζητούν αυτά.

11.44 οὐαὶ ὑμῖν, γραμματείς και φαρισαίοι υποκριταί, ὅτι ἐστὲ ὡς τὰ μνημεῖα τὰ ἄδηλα, καὶ οἱ ἄνθρωποι περιπατοῦντες ἐπάνω οὐκ οἴδασιν(1).
44 »Αλίμονό σας, γραμματείς και Φαρισαίοι, υποκριτές. Μοιάζετε με τάφους που δε φαίνονται, και όμως οι άνθρωποι που βαδίζουν από πάνω τους δεν έχουν ιδέα ότι μολύνονται».
(1) Η ίδια εικόνα βρίσκεται και στον Ματθαίο (κγ 27), αλλά με εφαρμογή τελείως διαφορετική. Εκεί γίνεται λόγος για τα μνήματα, «τα οποία διαπρέπουν μεν στους εξωτερικούς στολισμούς, είναι όμως γεμάτα από κάθε ακαθαρσία» (Κ). Εδώ η κατηγορία σχετίζεται με την απαγόρευση στο Αριθμ. ιθ 16, σύμφωνα με την οποία η επαφή τάφου, καθιστούσε αυτόν που άγγιξε για 7 μέρες ακάθαρτο, όπως και η επαφή νεκρού. Τίποτα λοιπόν ευκολότερο δεν υπήρχε από το να μολυνθεί κάποιος ακουμπώντας ανύποπτα το πόδι σε τάφο καλυμμένο από χλόη. Κάπως έτσι σε αποτελέσματα πάνω στην ψυχή, γινόταν και η συναναστροφή και επαφή με τους Φαρισαίους. Παραδινόταν κάποιος με εμπιστοσύνη στην επίδρασή τους, θεωρώντας αυτούς ως αγίους και στο τέλος βρισκόταν μολυσμένος από το πνεύμα της αλαζονείας και υποκρισίας τους, για το οποίο ανύποπτος δεν έπαιρνε κανένα μέτρο (g).

11.45 ᾽Αποκριθεὶς δέ τις τῶν νομικῶν(1) λέγει αὐτῷ, Διδάσκαλε, ταῦτα λέγων καὶ ἡμᾶς ὑβρίζεις(2).
45 Τότε κάποιος νομοδιδάσκαλος του λέει: «Διδάσκαλε, με όσα λες προσβάλλεις κι εμάς».
(1) Ο νομικός αυτός είχε σπουδάσει τον νόμο, ήταν λόγιος φαρισαίος (δ). Δεν ήταν όλοι οι φαρισαίοι νομικοί, δηλαδή από επάγγελμα ειδήμονες στο νόμο, και νομοδιδάσκαλοι, δηλαδή αυτοί που δίδασκαν τους άλλους τα του νόμου (p) και γραμματείς, δηλαδή ασχολούμενοι είτε με την θεωρητική διδασκαλία του νόμου είτε με την πρακτική εφαρμογή του (g).
(2) «Είναι κάπως δύσκολο πάντοτε, σε κάθε άνθρωπο, το να υπομένει ελέγχους, αλλά δεν είναι χωρίς ωφέλεια στους αγαθούς· διότι τους κάνει καλύτερους. Δες ότι αυτό έπαθαν οι λεγόμενοι στους Ιουδαίους νομικοί… οι οποίοι καλύτερο θα ήταν να αγαπήσουν μεν τον έλεγχο, να ζητήσουν επίσης την θεραπεία των αρρωστιών και να μην ονομάζουν με αμάθεια βρισιά τον έλεγχο, που είναι ωφέλιμος και χρήσιμος» (Κ). Αμαρτωλοί που στερούνται ταπείνωσης και συντριβής θεωρούν ως βρισιά τους ελέγχους για διόρθωσή τους. Αποτελεί πραγματική σοφία όσων επιθυμούν να ελευθερωθούν από την αμαρτία, το να χρησιμοποιούν καλά όχι μόνο τους ελέγχους από αγάπη, αλλά και τις κατηγορίες από κακή πρόθεση. Πόση λοιπόν είναι η ανοησία εκείνων, οι οποίοι επαναστατούν εξαιτίας των φιλικών και αδελφικών προτροπών, τις οποίες για διόρθωσή τους τούς απευθύνουν άνθρωποι που ειλικρινά τους αγαπούν;

11.46 ὁ δὲ εἶπεν(1), Καὶ ὑμῖν τοῖς νομικοῖς οὐαί, ὅτι φορτίζετε(2) τοὺς ἀνθρώπους φορτία δυσβάστακτα, καὶ αὐτοὶ ἑνὶ τῶν δακτύλων(3) ὑμῶν οὐ προσψαύετε τοῖς φορτίοις(4).
46 Κι ο Ιησούς είπε: «Αλίμονο και σ’ εσάς, νομοδιδάσκαλοι. Φορτώνετε τους ανθρώπους με δυσβάστακτα φορτία κι εσείς ούτε με το δάκτυλό σας δεν τα αγγίζετε, να τους βοηθήσετε.
(1) Ακολουθούν 3 ουαί και εναντίον των νομικών (στίχ. 46,47,52) όπως και κατά των φαρισαίων (42-44). Για το πρώτο αυτό ουαί δες Ματθ. κγ 4 (p). Καυχιόντουσαν διότι σπούδαζαν το νόμο και παρουσιάζονταν ως διδάσκαλοι του λαού στη γνώση του νόμου, τους μακάριζαν επίσης οι άλλοι και έχαιραν μεγάλης φήμης και τιμής στο λαό, αλλά ο Χριστός αποκηρύσσει αυτούς, διότι δεν κρίνει ο Κύριος την εξωτερική κρίση, όπως κρίνουν οι άνθρωποι.
(2) Αναφέρεται στο δυσβάσταχτο φορτίο των ερμηνειών, με τις οποίες οι νομικοί έκαναν βαρύτερο και φορτικότερο τον γραπτό νόμο. Τον παρουσίαζαν αυστηρότερο από όσο πράγματι ήταν, εξηγώντας κάθε αμφίβολο σημείο του με το πνεύμα της αυστηρής τυπολατρείας (p).
(3) Αντιτίθεται στο φορτώνετε. Στους άλλους φορτώνετε πάνω στους ώμους, εσείς όμως ούτε με ένα από τα δάχτυλά σας δεν αγγίζετε το φορτίο αυτό.
(4) Με την ίδια περιπτωσιολογία τους, με την οποία έκαναν βαρύ φορτίο για τους άλλους τις διατάξεις του νόμου, άνοιγαν για τους εαυτούς τους παραθυράκια, με τα οποία ξέφευγαν από την τήρηση των δυσβάσταχτων αυτών υποχρεώσεων (L). Με την λέξη φορτία, πρέπει κυρίως να εννοήσουμε τον νόμο, όπως κατέληγε να είναι αυτός με τις ερμηνείες των νομικών και όχι μόνες τις παραδόσεις των πρεσβυτέρων, τις οποίες οι νομικοί με ακρίβεια τηρούσαν και διαμέσου των οποίων αυτοί ξέφευγαν από τις βαριές υποχρεώσεις, τις οποίες βάσει του νόμου δημιουργούσαν για τους άλλους (p).

11.47 οὐαὶ ὑμῖν(1), ὅτι οἰκοδομεῖτε(2) τὰ μνημεῖα τῶν προφητῶν, οἱ δὲ πατέρες ὑμῶν ἀπέκτειναν αὐτούς.
47 »Αλίμονό σας. Χτίζετε μνημεία για τους προφήτες, που τους έχουν σκοτώσει οι πρόγονοί σας·
(1) Δες Ματθ. κγ 30 και τις εκεί σημειώσεις. Καμία ερμηνευτική δυσκολία δεν υπάρχει στον Ματθαίο, όπου παρουσιάζονται οι γραμματείς να χτίζουν μεν τους τάφους των προφητών, σαν να διαμαρτύρονταν για το έγκλημα των προγόνων τους, πράττοντας όμως και οι ίδιοι τα ίδια με αυτούς. Η δυσκολία στον Λουκά έγκειται, στο ότι ο Ιησούς φαίνεται να λέει, ότι με το χτίσιμο των μνημείων οι νομικοί συμπλήρωναν το έργο των προγόνων τους και συμμετείχαν έτσι στην ενοχή τους (L). Οι πατέρες σας φόνευσαν τους προφήτες και εσείς τους θάβετε, συμπληρώνοντας το έργο τους (g). Λέγοντας όμως αυτά ο Κύριος, έχει στο νου του τις πραγματικές προθέσεις των νομικών (L), οι οποίοι ήταν σε όλα όμοιοι με τους πατέρες τους ως προς την ανυπακοή στις εντολές του Θεού, για την οποία τους έλεγχαν οι προφήτες (δ).
(2) Αυτό από μόνο τους δεν ήταν κάτι κακό, αλλά το κακό ήταν ότι αυτοί που έχτιζαν, μιμούνταν τους προγόνους τους (b). «Εδώ κατηγορεί την πρόθεση με την οποία έχτιζαν, ότι δηλαδή, δεν έχτιζαν τους τάφους για την τιμή των σφαγιασμένων» (Χ). Ενεργούσαν υποκριτικά. Η υποκρισία τους δειχνόταν ξεκάθαρα από τον βαθύ σεβασμό, τον οποίο φαινομενικά μόνο απένεμαν στους προφήτες. Διότι περιορίζονταν μόνο στο να χτίζουν τα μνημεία τους, χωρίς να μιμούνται και τον άγιο και άμεμπτο βίο τους. Το τελευταίο λοιπόν αυτό τους αποδείκνυε ότι εγκάρδια συμπαθούσαν αυτούς που φόνευσαν τους προφήτες. Ο υποκριτικός λοιπόν αυτός σεβασμός σε ανθρώπους, των οποίων η αγία ζωή και η θεόπνευστη διδασκαλία ήταν τελείως διαφορετική με όσα αυτοί έπρατταν και φρονούσαν, επιβάρυνε την ενοχή τους, αφού στη φονική διάθεση, την οποία είχαν κοινή με τους προγόνους τους, προστίθετο και η μισητή αμαρτία της υποκρισίας (ο).

11.48 ἄρα μαρτυρείτε καὶ συνευδοκεῖτε τοῖς ἔργοις τῶν πατέρων ὑμῶν, ὅτι αὐτοὶ μὲν ἀπέκτειναν αὐτοὺς ὑμεῖς δὲ οἰκοδομεῖτε αυτών τα μνημεία(2).
48 άρα χτίζοντας μνημεία γι’ αυτούς που εκείνοι σκότωσαν, αποδεικνύετε ότι είστε μάρτυρες και συνένοχοι στα έργα των προγόνων σας.
(1) Υπάρχει και η γραφή: μάρτυρές εστε. Ή, αναφέρεται στα προηγούμενα και όχι στα επόμενα (L). Ήταν μάρτυρες «που ομολογούσαν, ότι οι προφήτες αναδείχτηκαν ιεροί και τίμιοι και στόλισαν τους τάφους τους δηλαδή τα μνημεία, απονέμοντας την τιμή που κατεξοχήν έπρεπε στους αγίους. Επομένως, φόνευσαν μεν οι πατέρες τους, αυτοί όμως οι τωρινοί, πιστεύοντας ότι είναι οι φονευμένοι προφήτες και άνδρες άγιοι, έγιναν κριτές των φονιάδων τους. Από το γεγονός λοιπόν ότι τιμούν τους φονευμένους, από το ίδιο γεγονός κατηγορούν τους πατέρες τους ότι έδειξαν ασέβεια» (Κ). Σύμφωνα με την εκδοχή αυτή το ακόλουθο «και συνευδοκεῖτε»=Και όμως συνευδοκείτε. Δηλαδή παρ’ όλα αυτά «αυτοί που τους ίδιους τους τους πατέρες, τους καταδίκασαν για τόσο φοβερούς φόνους, επρόκειτο να πέσουν στα ίδια κακά και να προχωρήσουν στα ίδια σφάλματα, ή μάλλον και σε ακόμη χειρότερα… Διότι φόνευσαν τον αρχηγό της ζωής» (Κ). Ή, το μαρτυρείτε αναφέρεται στα επόμενα=είστε μάρτυρες. Εκτελείτε στο αιματηρό αυτό δράμα το έργο των μαρτύρων, έκφραση δηλαδή η οποία φαίνεται να εμπερικλείει υπαινιγμό στον επίσημο ρόλο των μαρτύρων κατά την εκτέλεση της ποινής του λιθοβολισμού (Δευτ. ιζ 17,Πράξ. ζ 58). Οι δύο λέξεις, μάρτυρας και συνευδοκώ, βρίσκονται συνενωμένες και στην αφήγηση του μαρτυρίου του Στεφάνου, ακριβώς όπως και εδώ (g)=Δίνετε μαρτυρία επιδοκιμασίας και συμφωνείτε με τα έργα των πατέρων σας, διότι αυτοί μεν φόνευσαν αυτούς, ενώ εσείς οικοδομείτε τα μνημεία των φονευμένων ως τρόπαια της νίκης των πατέρων σας, για να διασώσετε για πάντα την μνήμη του κακουργήματος και όχι από σεβασμό προς τους προφήτες (δ). Και οι δύο ερμηνείες σοβαρές.
(2) Πραγματικά ατίμαζαν τους προφήτες το ίδιο με τους φονιάδες τους, διότι παραμελούσαν τα καθήκοντα, στην εκπλήρωση των οποίων τους καλούσαν οι προφήτες και αγνοούσαν από θεληματική τύφλωση την μαρτυρία τους για το Χριστό (p).

11.49 διὰ τοῦτο(1) καὶ(2) ἡ σοφία τοῦ θεοῦ(3) εἶπεν(4), ᾽Αποστελῶ(5) εἰς αὐτοὺς προφήτας καὶ ἀποστόλους(6), καὶ ἐξ αὐτῶν ἀποκτενοῦσιν καὶ εκδιώξουσιν(7),
49 Γι’ αυτό και η σοφία του Θεού είπε: “θα τους στείλω προφήτες και αποστόλους, αλλά μερικούς απ’ αυτούς θα τους σκοτώσουν και θα τους καταδιώξουν”.
(1) Επειδή μαρτυρείτε και επιδοκιμάζετε τα έργα των πατέρων σας (δ).
(2) Η απόδοση της πρότασης είναι στο είπε=για αυτό και μίλησε η σοφία του Θεού (δ).
(3) Ή «Σοφία λέει εδώ την δική του, ή και τον εαυτό του ονομάζει σοφία Θεού… Προλέγει λοιπόν το μέλλον, χρησιμοποιώντας τώρα τύπο προφητείας» (Ζ). Φαίνεται λοιπόν, ότι και παλαιότερα ο Κύριος είπε αυτό και παραθέτει τώρα αυτό που αυτός, η σοφία του Θεού, είπε (δ). Ή, ο Κύριος παραθέτει εδώ χωρίο από βιβλίο που χάθηκε, το οποίο είχε τον τίτλο αυτόν, Σοφία του Θεού, ή το περιεχόμενό του παρουσιαζόταν ως λόγια της Σοφίας του Θεού. Δεν υπάρχει όμως περίπτωση, κατά την οποία ο Χριστός να παραθέτει από βιβλίο που δεν περιλαμβανόταν στον κανόνα της Π.Δ.. Επιπλέον όμως και η λέξη «αποστόλους» προέρχεται προφανώς από την γλώσσα του Κυρίου. Ή, στην προφορική παράδοση του αποστολικού κηρύγματος, είχε γίνει συνηθισμένο στην παράθεση των λόγων αυτών, να αντικαθιστούν την φράση «εγώ είπα» με τη φράση «η σοφία του Θεού είπε». Ή, ο Κύριος παραθέτει ελεύθερα (όχι κατά λέξη) κάποιο χωρίο από την Π.Δ. όπως το Παροιμ. α 23-26. Ή, η φράση «η σοφία του Θεού είπε» εφαρμόζεται, όπως και στο Λουκ. ζ 35, στο σχέδιο της πάνσοφης πρόνοιας του Θεού και σημαίνει «ο Θεός με την σοφία του είπε» (g). Η πρώτη και η τελευταία ερμηνεία είναι οι πιο πιθανές.
(4) Δες Ματθ. κγ 34-36 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις.
(5) Ο Χριστός θα στείλει σε αυτούς. Έτσι διεκδικεί για τον εαυτό του θεία δικαιώματα, διότι ο Θεός έχει την δύναμη να στέλνει και να εξουσιοδοτεί προφήτες. Και η αποστολή αυτή είναι εκδήλωση εύνοιας, διότι γίνεται με σκοπό ευεργεσίας εκείνων, προς τους οποίους στέλνονται οι προφήτες. Εδώ δείχνεται η μακροθυμία του Θεού, η οποία κάνει την ύστατη προσπάθεια να διορθώσει και να συγκρατήσει από τον κατήφορό τους τους Ιουδαίους που εμμένουν στις φονικές διαθέσεις των προγόνων. Και δεν θέλει να τους στείλει την εναντίον τους δίκαιη τιμωρία, προτού και πάλι δοκιμαστούν οι διαθέσεις τους και αποδειχτούν οι Ιουδαίοι αδιόρθωτοι. Έστειλε αυτούς προς τους Ιουδαίους. Πράγματι οι απόστολοι άρχισαν το έργο από την Ιερουσαλήμ. Και οι ευαγγελιζόμενοι τα έθνη Παύλος και Βαρνάβας θεωρούσαν ως αναγκαίο στους Ιουδαίους «πρώτα να λεχθεί ο λόγος του Θεού. Επειδή όμως αυτοί τον απωθούσαν, στρέφονταν οι απόστολοι στα έθνη» (Πράξ. ιγ 46)
(6) Προφήτες είναι αυτοί της Π.Δ., ενώ απόστολοι είναι αυτοί του Ιησού Χριστού (L). Συνενώνοντας τους αποστόλους που διώκονταν με τους προφήτες που διώχτηκαν, δείχνει ο Κύριος μία ακόμη φορά το συνυπεύθυνο των φαρισαίων με τους προφητοκτόνους προγόνους τους (p). Επιπλέον δείχνεται με αυτόν τον τρόπο, ότι αυτοί που στέλνονται τώρα προς αυτούς δεν ήταν σε τίποτα υποδεέστεροι από τους προφήτες της Π.Δ. διότι και αυτοί είχαν εξουσιοδοτηθεί και σταλεί στο έργο τους άμεσα από το Θεό, όπως άλλοτε οι προφήτες και εμπνέονταν κατ’ ευθείαν από το Θεό, όπως εκείνοι, και κήρυτταν το ίδιο θέλημα του Θεού με αυθεντία, όπως αυτοί.
(7) Ο Χριστός προγνωρίζει πώς θα μεταχειριστούν τους αποστόλους του. Και όμως τους στέλνει. Τους στέλνει για να δειχτεί καθαρά η μακροθυμία του. Τους στέλνει διότι έχει κατά νουν ότι θα δοξαστούν και αυτοί με τα παθήματά τους αυτά.

11.50 ἵνα(1) ἐκζητηθῇ(2) τὸ αἷμα πάντων τῶν προφητῶν τὸ ἐκκεχυμένον(3) ἀπὸ καταβολῆς κόσμου ἀπὸ τῆς γενεᾶς ταύτης(4),
50 Έτσι η σημερινή γενιά των ανθρώπων θα δώσει λόγο για τα φονικά που έγιναν εναντίον όλων των προφητών από τότε που δημιουργήθηκε ο κόσμος·
(1) Το «ίνα» δείχνει την συνέπεια που καθορίστηκε από το Θεό (p). Έστειλε ο Θεός αυτούς με τον σκοπό να εκδικηθεί το αίμα τους (L).
(2) Το εκζητώ είναι λέξη που λέγεται μοναδική φορά στην Κ.Δ. και είναι άγνωστο στους εθνικούς=για να ζητηθεί πίσω ως χρέος οφειλόμενο (p). Παρόλο που ο Θεός μακροθυμεί σε αυτήν την γενιά, δεν θα υπομένει όμως αυτήν για πάντα. Και όταν καταχράται κάποιος την υπομονή του Θεού, πρέπει να αναμένει, ότι στο τέλος αυτή θα στραφεί σε οργή. Όσο περισσότερο οι αμαρτωλοί μαζεύουν θησαυρούς κακίας, τόσο περισσότεροι θα είναι και οι θησαυροί της οργής του Θεού, οι οποίοι θα ξεσπάσουν εναντίον τους.
(3) Περισσότερο μαρτυρημένη γραφή «εκκεχυμένον». Η γραφή όμως εκχυνόμενον είναι δραματική. Παριστάνεται με αυτήν το αίμα να χύνεται μέχρι τη στιγμή κατά την οποία επέρχεται ο εξιλασμός με την τιμωρία (g).
(4) Να ζητηθεί από την γενιά αυτή. Αναφέρεται ειδικά στην καταστροφή των Ιεροσολύμων (p). Παρουσιάζονται αυτοί συνεχιστές αντάξιοι των προκατόχων και προγόνων τους στην κακή αυτή και πονηρή επιχείρηση. Είναι οι σύντροφοι και συνέταιροί τους. Είναι λοιπόν υπεύθυνοι τώρα για να πληρώσουν τα χρέη της όλης επιχείρησης. Και τόσο περισσότερο, όσο ο διωγμός και ο από την γενιά εκείνη φόνος του Χριστού και των αποστόλων, ξεπερνούσε σε εγκληματικότητα και ενοχή τους φόνους που συντελέστηκαν από τους προγόνους.

11.51 ἀπὸ του αἵματος ῞Αβελ ἕως του αἵματος Ζαχαρίου(1) τοῦ ἀπολομένου μεταξὺ τοῦ θυσιαστηρίου καὶ τοῦ οἴκου(2)· ναί, λέγω ὑμῖν(3), ἐκζητηθήσεται ἀπὸ τῆς γενεᾶς ταύτης.
51 από το φονικό του Άβελ, μέχρι το φονικό του Ζαχαρία, που σκοτώθηκε ανάμεσα στο θυσιαστήριο και στο ναό. Σας βεβαιώνω πως για όλα αυτά η σημερινή γενιά θα δώσει λόγο.
(1) Καθορίζει το «από καταβολής κόσμου» και περιορίζει αυτό έτσι ώστε η φράση αυτή να μην μπορεί πλέον να χαρακτηριστεί ως υπερβολική (L). Οι φόνοι του Άβελ και του Ζαχαρία είναι ο πρώτος και ο τελευταίος από αυτούς που αναφέρονται στα ιστορικά βιβλία της Π.Δ.. Και στις δύο περιπτώσεις τονίζεται η ζήτηση: «Η φωνή του αίματος του αδελφού σου φωνάζει σε μένα από τη γη»(Γεν. δ 10). «Και όταν πέθαινε, είπε· ας δει ο Κύριος και ας κρίνει» (Β΄Παραλ. κδ 22) (p). Πόσο νωρίς άρχισαν οι μαρτυρικοί θάνατοι στον κόσμο! Ο πρώτος που πέθανε από τους ανθρώπους ήταν ο Άβελ και πέθανε για την θρησκεία του.
(2) Οίκο λέει εδώ τον του Θεού (Λουκ. στ 4) δηλαδή το ναό (δ). Ο Ζαχαρίας φονεύτηκε «στην αυλή του οίκου» δηλαδή στον περίβολο του ναού (L).
(3) Δες Λουκ. ζ 26,ιβ 5. Πουθενά αλλού στην Κ.Δ. η φράση (p). Το ναι=αμήν του Ματθαίου, μάλιστα, βεβαίως, αληθινά (δ).

11.52 οὐαὶ ὑμῖν τοῖς νομικοῖς(1), ὅτι ἤρατε τὴν κλεῖδα τῆς γνώσεως(2)· αὐτοὶ οὐκ εἰσήλθετε(3) καὶ τοὺς εἰσερχομένους(4) ἐκωλύσατε(5).
52 »Αλίμονό σας, νομοδιδάσκαλοι. Αφαιρέσατε το κλειδί της γνώσεως· και εσείς δεν μπήκατε, και αυτούς που θέλησαν να μπουν τους εμποδίσατε».
(1) Η έννοια του σ. είναι ουσιαστικά η ίδια με το Ματθ. κγ 13.
(2) «Κλειδί γνώσης θα πούμε ότι είναι ο ίδιος ο νόμος» (Κ). «Διότι ο νόμος (ο μωσαϊκός) είναι οπωσδήποτε χειραγωγός που οδηγεί στο Χριστό» (Θφ). «Έπρεπε λοιπόν οι αποκαλούμενοι νομικοί, επειδή βεβαίως πολυεξέταζαν τον Μωσαϊκό νόμο και δεν αγνοούσαν τις φωνές των αγίων προφητών, να ανοίγουν, κατά κάποιο τρόπο, στους Ιουδαίους τις πόρτες της γνώσης… Αφαίρεσαν λοιπόν οι νομικοί το κλειδί της γνώσης· διότι δεν άφηναν να πιστέψει κάποιος στον Σωτήρα των όλων Χριστό» (Κ). «Αφαίρεσαν το κλειδί της γνώσης, δηλαδή το έκρυψαν, το αφάνισαν και επομένως, αφού το κλειδί έφυγε από τη μέση, δηλαδή η ερμηνεία του νόμου, έμεινε κλεισμένη η πόρτα του» (Θφ). Ο Κύριος παρουσιάζει τη γνώση του Θεού και της σωτηρίας με την εικόνα ενός ιερού άδυτου στο οποίο οι γραμματείς είχαν την αποστολή να εισάγουν το λαό, αλλά του οποίου την πόρτα είχαν κλείσει και κρατούσαν το κλειδί για να μην μπορεί κάποιος να την ανοίξει (g). Το κλειδί της γνώσης=Το κλειδί το οποίο ανοίγει την θύρα προς τη γνώση, όχι την θύρα η οποία είναι η γνώση. Η γενική πτώση είναι όχι επεξηγηματική, αλλά αντικειμενική. Η γνώση είναι αυτή του δρόμου της σωτηρίας, η οποία μπορούσε να επιτευχθεί από την Γραφή. Αλλά οι γραμματείς είχαν αποκόψει την είσοδο σε αυτήν τη γνώση, πρώτον με τις ψευδείς ερμηνείες τους και δεύτερον με την περιφρόνηση του λαού, τον οποίο θεωρούσαν ως ανάξιο και ανεπίδεκτο διδασκαλίας και διαφωτισμού (p). Είχαν, λόγω της θέσης τους, καθήκον να αναπτύσσουν στο λαό πιστά τις γραφές της Π.Δ., οι οποίες οδηγούσαν στο Μεσσία. Και εάν οι γραμματείς ερμήνευαν αυτές με την αληθινή τους έννοια και σημασία, ο λαός θα εγκολπωνόταν το Χριστό και την διδασκαλία του. Αλλά αντί για αυτό διέστρεφαν την έννοια των θεόπνευστων κειμένων, διέστρεφαν και την διδασκαλία του Χριστού, κατασυκοφαντούσαν τον χαρακτήρα των θαυμάτων του, προκαλούσαν σε έριδες τους μαθητές του, έδιωχναν από τη συναγωγή όσους πήγαιναν με το μέρος του και τον παρουσίαζαν ως Σαμαρείτη, μη διστάζοντας να τον παρουσιάσουν ότι βγάζει τα δαιμόνια με τον Βεελζεβούλ και να τον χαρακτηρίσουν ότι έχει δαιμόνιο. Έτσι αφαίρεσαν το κλειδί της ζωής και έκλειναν την βασιλεία των ουρανών μπροστά στους ανθρώπους.
(3) Οι ψευδείς τους ερμηνείες ήταν ολέθριες και σε αυτούς τους ίδιους («και εσείς οι ίδιοι δεν μπήκατε»), όπως και στους άλλους (p). Και αυτοί δεν εγκολπώθηκαν το ευαγγέλιο, παρόλο που με τη γνώση της Π.Δ., την οποία είχαν, έπρεπε να αντιληφθούν ότι ήλθε το πλήρωμα του χρόνου και πλησίασε η βασιλεία των ουρανών. Έβλεπαν να εκπληρώνονται οι προφητείες στην βασιλεία την οποία ο Κύριος θεμελίωνε, και όμως δεν έμπαιναν σε αυτήν.
(4) Ο ενεστώτας=αυτούς που επιχειρούν συνεχώς να μπουν (p).
(5) Ο αόριστος δείχνει αυτό που έγινε εφάπαξ για όλους ανεξαιρέτως (p).

11.53 λέγοντος δε αυτού(1) προς αυτούς ταύτα ἤρξαντο οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι δεινῶς ἐνέχειν(2) καὶ ἀποστοματίζειν(3) αὐτὸν περὶ πλειόνων,
53 Ενώ ο Ιησούς τους έλεγε αυτά, οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι άρχισαν να δείχνουν έντονη εχθρότητα και να τον προκαλούν με πολλές ερωτήσεις·
(1) Υπάρχει και η γραφή Κακείθεν εξελθόντος αυτού=Εξοργισμένοι τον ακολούθησαν και έξω από το σπίτι του φαρισαίου (p).
(2) «Λυπούμενοι από τους ελέγχους, άρχισαν να εξοργίζονται με αυτόν. Το «ενέχω» λέγεται αντί για το αντιτίθεμαι και αγανακτώ» (Κ), «να οργίζονται» (Ζ). Λέγεται και εδώ όπως και στο Μάρκ. στ 19 με έλλειψη της λέξης θυμό ή κότο=άρχισαν να οργίζονται φοβερά εναντίον του (δ). Στο Γεν. μθ 23 με το εχείχον μεταφράζουν οι Ο΄ λέξη εβραϊκή, την οποία στο Γεν. κζ 41 μεταφράζουν με το ρήμα ενεκότει και στο Γεν. ν 15 με το μνησικακήση (L).
(3) «Το «αποστοματίζω» σημαίνει, απαιτώ αυτοσχέδιες και χωρίς καλή σκέψη απαντήσεις σε ερωτήματα που έχουν δόλο» (Ζ). «Απαιτούσαν αμέσως και κατά κάποιο τρόπο χωρίς σκέψη, να απαντήσει στις πανούργες τους ερωτήσεις, νομίζοντας ότι θα πέσει οπωσδήποτε και θα πει κάτι από όσα δεν είναι έξω από κατηγορία» (Κ). Κυριολεκτικά το αποστοματίζω=κάνω κάποιον να μιλήσει από το στόμα, από μνήμης (δ). Υπαγορεύω εκείνα τα οποία πρέπει να αποστηθιστούν και να ειπωθούν από μνήμης (p).

11.54 ἐνεδρεύοντες(1) αὐτὸν, ζητούντες θηρεῦσαί(2) τι ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ, ίνα κατηγορήσωσιν αυτού.
54 του έστηναν παγίδες, προσπαθώντας ν’ αρπάξουν κάτι από το στόμα του, με σκοπό να τον κατηγορήσουν.
(1) Το ρήμα συναντιέται μόνο εδώ και στο Πράξ. κγ 21 και πουθενά αλλού στην Κ.Δ.=Τον παραφύλαγαν.
(2) Λέγεται μοναδική φορά. Και το ενεδρεύω και το θηρεύω, είναι λέξεις παραστατικές και περιγραφικές (p). Ζητούσαν με δόλο να τον παγιδεύσουν, να αρπάξουν κάτι από το στόμα του, για να τον κατηγορήσουν (δ). «Διότι θεωρούσαν ότι με το αιφνίδιο και απρόοπτο, σίγουρα θα τον ρίξουν» (Ζ).

Κεφάλαιο 12

Στίχ. 1-12. Ο Κύριος διδάσκει τα πλήθη.
12.1 ᾽Εν(1) οἷς(2) ἐπισυναχθεισῶν τῶν μυριάδων(3) τοῦ ὄχλου, ὥστε καταπατεῖν ἀλλήλους, ἤρξατο λέγειν(4) πρὸς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ πρῶτον(5), Προσέχετε ἑαυτοῖς ἀπὸ τῆς ζύμης(6) των Φαρισαίων, ἥτις ἐστὶν ὑπόκρισις(7).
1 Στο μεταξύ είχε μαζευτεί πλήθος κόσμου, έτσι που ο ένας να πατάει πάνω στον άλλο. Τότε ο Ιησούς άρχισε να λέει πρώτα στους μαθητές του: «Προσέχετε απ’ το προζύμι των Φαρισαίων, που είναι η υποκρισία τους.
(1) Το μεγαλύτερο μέρος από τα λόγια του Χριστού, τα οποία ο Λουκάς αναφέρει στο κεφάλαιο αυτό, αναφέρονται και από τον Ματθαίο σε διάφορα μέρη του ευαγγελίου του, κυρίως στην επί του όρους ομιλία (κεφ. ε-ζ) ή στις παραγγελίες και εντολές προς τους 12 (ι 5-42) ή στην εσχατολογική προφητεία (κδ 4-51). Το γεγονός ότι πολλά λόγια του Χριστού ειπώθηκαν από αυτόν επανειλημμένα και σε διάφορες περιστάσεις, εξηγεί εν μέρει τις ομοιότητες και διαφορές, οι οποίες παρατηρούνται μεταξύ του Λουκά και του Ματθαίου (p). Για τους σ. 2-9 δες Ματθ. ι 26-33 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις.
(2) =Κατά τη διάρκεια αυτών (b). Με το ᾽Εν οἷς τοποθετείται η αμέσως ακόλουθη σκηνή, σε στενή σχέση με τα προηγούμενα (g). Η κίνηση που σημειώθηκε μέσα και έξω από το σπίτι του Φαρισαίου συντέλεσε ώστε να μαζευτεί πολύ πλήθος, του οποίου οι συμπάθειες διασπάστηκαν, διότι μερικές μεν εκδηλώθηκαν υπέρ των Φαρισαίων ενώ άλλες υπέρ του Κυρίου. Το ότι επίσης ο Κύριος απευθύνεται προς τους μαθητές του μάλλον παρά προς τα πλήθη του λαού, υποδηλώνει ότι οι μάζες του πλήθους ήταν μάλλον επηρεασμένες από τους Φαρισαίους (p).
(3) Όχι μόνο το αριθμητικό μύριοι, αλλά και το ουσιαστικό μυριάδες χρησιμοποιείται για δήλωση εξαιρετικά πολλού πλήθους (b). «Νομίζω ότι λέει μυριάδες, το πολυπληθές του όχλου. Διότι συνηθίζουμε μύριους να λέμε τους πολλούς» (Ζ).
(4) Το «άρχισε» δίνει ιδιαίτερη σημασία στα ακόλουθα λόγια. Ο Κύριος απευθύνεται προς τον μικρό όμιλο των μαθητών του, ο οποίος χανόταν ανάμεσα στο πλήθος του λαού που μαζεύτηκε (g).
(5) Το «πρώτον» σημαίνει ότι τα λόγια του απευθύνθηκαν πρώτα στους μαθητές, παρόλο που και από τον όχλο κάποιοι άκουσαν αυτά. Μετά την διακοπή (σ. 15) απευθύνεται ο Ιησούς κατευθείαν προς τα πλήθη (p). Κάποιοι μεγαλογράμματοι κώδικες και αρκετοί από τους μικρογράμματους συνδέουν το «πρώτον» με τα επόμενα=Πριν από καθετί άλλο, προσέχετε (δ). Έλεγε προς τους μαθητές, είτε τους 12 είτε και τους 70. Αυτοί ήταν η οικογένειά του, η σχολή του και για αυτό ιδιαιτέρως αυτούς οδηγούσε ως αγαπημένους γιους. Αυτοί περισσότερο από τους άλλους υπηρετούσαν από επάγγελμα τη θρησκεία και διέτρεχαν περισσότερο από τους άλλους τον κίνδυνο να αποδειχτούν υποκριτές. Επιπλέον μεταξύ αυτών ήταν και ο Ιούδας, ο οποίος ήταν υποκριτής και ο Κύριος γνώριζε αυτό και για αυτό ζητά να προλάβει την απώλεια του μαθητή. Πάντως είναι αξιοσημείωτο, ότι ενώ οι μαθητές ήταν τότε οι άριστοι άνθρωποι στον κόσμο, όμως είχαν ανάγκη να προφυλαχτούν από την υποκρισία.
(6) Η ζύμη στη Γραφή είναι γενικώς τύπος του κακού, το οποίο διαφθείρει και διαδίδεται, αναταράσσοντας, μολύνοντας και ζυμώνοντας αυτό πάνω στο οποίο επιδρά. Η παραβολή της ζύμης (Λουκ. ιβ 20,21) είναι σχεδόν η μόνη εξαίρεση, όπου ο όρος ζύμη βρίσκεται με αγαθή έννοια. Ο Ιγνάτιος ο θεοφόρος (Επιστολή προς Μαγνησ. Κεφ. 10) χρησιμοποιεί τη λέξη και με κακή και με καλή έννοια (p).
(7) «Ονομάζει ζύμη την υποκρισία, επειδή είναι κολλώδης και προέρχεται από την παλαιά κακία και μεταβάλλει και φθείρει μαζί με τον εαυτό της τις γνώμες των ανθρώπων, με τους οποίους τυχόν θα αναμιχθεί. Διότι τίποτα δεν αλλοιώνει τα ήθη όπως η υποκρισία… Είναι λοιπόν γεμάτη από ψεύδος η υποκρισία, επειδή άλλο μεν δείχνει εξωτερικά, ενώ άλλο είναι» (Θφ). Για τη ζύμη των Φαρισαίων δες και Ματθ. ιστ 6 και τις εκεί σημειώσεις.

12.2 οὐδὲν δὲ συγκεκαλυμμένον(1) ἐστὶν ὃ οὐκ ἀποκαλυφθήσεται, καὶ κρυπτὸν ὃ οὐ γνωσθήσεται(2).
2 Δεν υπάρχει τίποτε σκεπασμένο που δε θα ξεσκεπαστεί, και τίποτε κρυφό που δε θα μαθευτεί.
(1) =συνολικά, τελείως καλυμμένο ώστε να μην φαίνεται κανένα μέρος του. Η πρόθεση συν επιτείνει την έννοια του ρήματος (δ).
(2) «Οι μεν Φαρισαίοι λοιπόν νομίζουν, λέει, ότι κρύβονται με την υποκρισία, φροντίζοντας πολύ να δείχνουν ότι έχουν χρηστά ήθη. Αλλά δεν υπάρχει τίποτα καλυμμένο που δεν θα αποκαλυφθεί» (Θφ). «Είναι θεομίσητη η υποκρισία· και κάποιες φορές κρύβεται μεν για λίγο, αλλά πέφτει και δεν κρατά για πολύ. Το ότι δηλαδή δεν είναι δυνατόν να διαφύγουν της προσοχής από το θεϊκό μάτι όσα πράττουμε, το έδειξε καθαρά λέγοντας· Τίποτα λοιπόν καλυμμένο δεν υπάρχει που δεν θα αποκαλυφθεί» (Κ). Η κακία που συγκαλύπτεται από ένα εξωτερικό περικάλυμμα ευσέβειας, θα αποκαλυφθεί μία ημέρα. Ίσως και στον κόσμο αυτόν, όπως του Ιούδα και του Σίμωνα του μάγου. Ασφαλώς όμως κατά την μεγάλη εκείνη ημέρα, κατά την οποία τα κρυφά όλων των καρδιών θα φανερωθούν (Σοφ. Σειρ, ιβ 14).

12.3 ἀνθ᾽ ὧν(1) ὅσα ἐν τῇ σκοτίᾳ εἴπατε ἐν τῷ φωτὶ(2) ἀκουσθήσεται, καὶ ὃ πρὸς τὸ οὖς ἐλαλήσατε ἐν τοῖς ταμείοις κηρυχθήσεται ἐπὶ τῶν δωμάτων(2). 3 Ό,τι, λοιπόν, λέτε στο σκοτάδι θα ακουστεί στο φως, κι ό,τι ψιθυρίζετε σε κλειστό χώρο θ’ ανακοινωθεί στα φανερά».
(1) «Το ἀνθ᾽ ὧν λέγεται αντί για το «για αυτό», επειδή, δηλαδή, τίποτα δεν θα κρυφτεί» (Ζ). Σύμφωνα με την εκδοχή αυτή, η έννοια όσων ακολουθούν είναι η εξής: Επειδή τίποτα δεν θα κρυφτεί, προσέχετε τι λέτε κρυφά, διότι αυτό μία ημέρα θα δημοσιευτεί (Weiss). Ό,τι δηλαδή αν πει κάποιος μυστικό, είτε καλό είτε κακό, θα γίνει γνωστό και επομένως και οι υποκριτές δεν θα μείνουν έως τέλους άγνωστοι (δ). Ή, το ἀνθ᾽ ὧν στην αρχή της φράσης μπορεί να έχει την έννοια του «ενώ» και πολύ περισσότερο του «κατά συνέπειαν». Οι μαθητές είχαν αρχίσει να κηρύττουν ιδιαιτέρως, μέσα στα σπίτια. Θα έλθει ώρα που το κήρυγμα θα ακουστεί δημόσια από τα δώματα και αυτό θα προκαλέσει διωγμό κατά των μαθητών (L). Ή, το ἀνθ᾽ ὧν έχει την έννοια του αντιθέτως=Η υποκρισία εκείνων θα αποκαλυφθεί. Αντιθέτως όμως εσείς οι οποίοι τώρα μιλάτε δειλά και κατά κάποιο τρόπο στο αυτί, θα κηρύξετε δημόσια και θα ακουστεί η φωνή σας σε όλο τον κόσμο (g). Οι δύο πρώτες ερμηνείες είναι σοβαρότερες.
(2) «Φως και δώματα εννοεί την δημοσιότητα» (Ζ). Αυτό που ακούσατε στο αυτί… επί των δωμάτων «δεν διατάζει να αφήσουν τα στενά και την αγορά και να κηρύττουν στις ταράτσες. Διότι ούτε φαίνονται ότι έκαναν αυτό οι μαθητές. Αλλά το «στα δώματα» και το «στο φως» υπαινίσσεται το «με θάρρος». Η φράση, από την άλλη, «στο αυτί» και το «στο σκοτάδι» σημαίνει το εξής, ότι δηλαδή αυτό που ακούσατε σε μικρό μέρος της οικουμένης και σε ένα μέρος της Παλαιστίνης, αυτό θα το κάνετε ξακουστό παντού στη γη» (Χ). Είναι μεγάλη παρηγοριά για αυτούς που συνεχίζουν τώρα το έργο του Χριστού και των αποστόλων, ότι το έργο αυτό οπωσδήποτε θα συντελεστεί και θα διαδοθεί. Οποιαδήποτε εμπόδια και αν παρεμβάλλονται στη διάδοση του ευαγγελίου, η αλήθειά του θα λάμψει και θα γίνει γνωστή παντού και σε τίποτα δεν θα ισχύσουν αυτοί που επιχειρούν να στοτεινιάσουν το φως του. Ο λόγος όμως αυτός του Χριστού έχει εφαρμογή και στις συκοφαντίες και κατηγορίες, τις οποίες εναντίον του Χριστού και των διακόνων του εξύφαναν και εξυφαίνουν οι εχθροί του ευαγγελίου. Η αθωότητά τους θα λάμψει και το ψεύδος των εναντίον τους συκοφαντιών θα γίνει ολοφάνερο. Συχνά και στον κόσμο αυτόν γίνεται η αποκατάσταση αυτή. Προ παντός όμως θα λάβει χώρα κατά την ημέρα εκείνη, όταν οι δίκαιοι και λάμψουν όπως ο ήλιος.

12.4 Λέγω δὲ(1) ὑμῖν τοῖς φίλοις μου(2), μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ τῶν ἀποκτεννόντων τὸ σῶμα καὶ μετὰ ταῦτα(3) μὴ ἐχόντων(4) περισσότερόν τι(5) ποιῆσαι.
4 «Σ’ εσάς όμως, φίλοι μου, λέω: Μη φοβηθείτε αυτούς που σκοτώνουν το σώμα και ύστερα δεν μπορούν τίποτα περισσότερο να κάνουν.
(1) Το δημόσιο κήρυγμα θα προκαλέσει διωγμούς. Για αυτό «ετοιμάζει αυτούς που τον αγαπούν, να έχουν πνευματική γενναιότητα» (Κ).
(2) «Δεν αρμόζει, όπως φαίνεται, σε όλους γενικά ο λόγος σχετικά με αυτά, αλλά μάλλον σε εκείνους, στους οποίους φαίνεται ότι υπάρχει μέσα τους το να τον αγαπούν με όλη την καρδιά… Διότι αυτοί που δεν είναι τέτοιοι, μεταφέρονται πολύ εύκολα εδώ και εκεί και είναι πιο έτοιμοι για αποστασία» (Κ). Οι προβλεπόμενοι από τον Κύριο διωγμοί των μαθητών, κάνουν αυτούς πιο αγαπητούς σε αυτόν. Έτσι εξηγείται και η γεμάτη τρυφερότητα ονομασία «σε σας τους φίλους μου». (g).
(3) Αφού δηλαδή σας φονεύσουν.
(4) =Δεν μπορούν.
(5) «Οι άνθρωποι εκτείνουν τις οργές τους μέχρι το σώμα και το τέλος της εναντίον μας κακίας τους, είναι ο θάνατος της σάρκας» (Κ).

12.5 ὑποδείξω(1) δὲ ὑμῖν τίνα φοβηθῆτε(2)· φοβήθητε τὸν μετὰ τὸ ἀποκτεῖναι ἔχοντα ἐξουσίαν ἐμβαλεῖν εἰς τὴν γέενναν(3)· ναί, λέγω ὑμῖν, τοῦτον φοβήθητε.
5 Να σας πω ποιον να φοβηθείτε: το Θεό, που έχει την εξουσία να σας ρίξει στην κόλαση μετά το φυσικό θάνατο. Σας βεβαιώνω πως αυτόν πρέπει να φοβάστε.
(1) Ο Λουκάς βάζει στην αρχή με έμφαση το υποδείξω=θα βάλω στα μάτια σας, θα διδάξω (δ).
(2) Το ρήμα χρησιμοποιείται εντονότατα στον έναν αυτόν σ. 3 φορές (b).
(3) «Εκείνον αξίζει να φοβάστε, ο οποίος τιμωρεί όχι μόνο το σώμα, αλλά και την ψυχή, το αθάνατο αυτό πράγμα, και την υποβάλλει σε αθάνατες τιμωρίες, και τιμωρίες με φωτιά» (Θφ). Ο φόβος αναφέρεται στο Θεό. Στη Γραφή πουθενά δεν μας δίνεται παραγγελία να φοβόμαστε το σατανά, αλλά να αντιστεκόμαστε σε αυτόν θαρραλέα (Ιακ. δ 7,Α΄Πέτρ. ε 9)· «τον Θεό φοβηθείτε, αντισταθείτε στον διάβολο»· αυτό είναι η διδασκαλία της Γραφής. Επιπλέον αν και ο σατανάς προσπαθεί να μας οδηγήσει στη γέεννα, δεν έχει αυτός εξουσία να μας ρίξει σε αυτήν (p), «αλλά αυτό βρίσκεται στην εξουσία του Θεού» (Θφ). «Όταν ο Θεός τιμωρεί, η ζημιά δεν θα σταματήσει μέχρι μόνη τη σάρκα, αλλά και αυτή η αθάνατη ψυχή θα υποφέρει μαζί από τα βασανιστήρια. Επομένως ας έλθει μάλλον ο ένδοξος θάνατος, που μας ανεβάζει στις αρχές της ατέλειωτης ζωής, όπου οπωσδήποτε έχουν ετοιμαστεί και τα αγαθά της θείας γενναιοδωρίας» (Κ). Ομολογώντας τον Χριστό ενδέχεται να προκαλέσετε την οργή των ανθρώπων, αλλά αυτή τίποτα άλλο δεν θα κατορθώσει παρά μόνο το πολύ-πολύ να σας αφαιρεθεί η πρόσκαιρη ζωή και αυτό μάλιστα, εάν επιτραπεί από το Θεό που διευθύνει τα πάντα. Αρνούμενοι όμως το Χριστό, θα προκαλέσετε σίγουρα την οργή του Θεού, ο οποίος έχει τη δύναμη να σας στείλει και στον άδη, χωρίς κανείς να μπορεί να αντισταθεί στην απόφασή του αυτή. Έτσι από τα δύο τούτα φοβερά, το μεγαλύτερο ενδείκνυται να φοβηθεί κάθε συνετός. Φοβηθείτε λοιπόν το Θεό. Είναι αλήθεια ότι για τον φυσικό άνθρωπο η ζωή είναι γλυκιά και ο θάνατος πικρός. Αλλά η αιώνια ζωή είναι ασύγκριτα γλυκύτερη και ο αιώνιος θάνατος ανυπολόγιστα πικρότερος. Είναι δριμύς ο χειμώνας του μαρτυρίου, αλλά γλυκός ο παράδεισος.

12.6 οὐχὶ πέντε στρουθία πωλείται ἀσσαρίων δύο(1); καὶ ἓν ἐξ αὐτῶν(2) οὐκ ἔστιν ἐπιλελησμένον(3) ἐνώπιον τοῦ θεοῦ(4).
6 Τα πέντε σπουργίτια δεν πουλιούνται για δύο μόνο ασσάρια; Κι όμως ο Θεός ούτε ένα απ’ αυτά δεν ξεχνάει.
(1) Ο μεν Ματθαίος ανέφερε την τιμή των δύο στρουθίων, ενώ ο Λουκάς των 5 επειδή είναι ακόμη πιο ασήμαντη· 2/5 του ασσαρίου, δηλαδή 4 χρυσά λεπτά το καθένα (δ). Φυσικό είναι στην αγορά η χονδρική πώληση να σημειώνει κατώτερες τιμές από την λιανική.
(2) Και οι δύο ευαγγελιστές αναφέρουν «ένα από αυτά» το οποίο είναι πιο εκφραστικό από το «κανένα από αυτά» (p).
(3) Η πρόνοιά του «εκτείνεται μέχρι τα τόσο ασημαντότατα και κατά κάποιο τρόπο κατεβαίνει στα πιο μικρά από όλα τα ζώα» (Κ). «Το ρητό πάλι» που είναι στον Ματθαίο ««δεν θα πέσει στη γη χωρίς τον πατέρα σας», δεν δείχνει την θέληση, αλλά την πρόγνωση· διότι από αυτά που συμβαίνουν, άλλα μεν γίνονται με τη θέληση του Θεού, άλλα δε με την ευαρέσκειά του, ενώ άλλα τα επιτρέπει» (Ω).
(4) Εβραϊκός τρόπος έκφρασης συχνότατος στο Λουκά (Λουκ. α 19,ιστ 15,Πράξ. δ 19,ζ 46. Δες και Λουκ. α 6,15,75,Πράξ. η 21,ι 4). Υπονοεί ότι και καθένα πτηνό ακόμη, βρίσκεται κάτω από τα μάτια του Θεού (p). Ένα σπουργίτι δεν συλλαμβάνεται στην παγίδα του κυνηγού ούτε πέφτει νεκρό από το βλήμα του όπλου του, εν αγνοία του ουράνιου Πατέρα. Οι εχθροί σας θα σας στήσουν παγίδες και ενέδρες και άλλοτε θα ζητήσουν με τα όπλα να σας αφαιρέσουν τη ζωή. Μην τους φοβηθείτε όμως. Διότι οι εχθροί σας δεν θα έχουν άλλη δύναμη εναντίον σας, παρά μόνο εκείνη την οποία θα επιτρέψει σε αυτούς ο Πατέρας σας. Αυτός μπορεί να συντρίψει τις παγίδες τους για να σωθείτε εσείς σαν σπουργίτια από την παγίδα των κυνηγών.

12.7 ἀλλὰ καὶ αἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς ὑμῶν πᾶσαι ἠρίθμηνται(1). μὴ ουν φοβεῖσθε(2)· πολλῶν στρουθίων διαφέρετε(3).
7 Ο Θεός έχει μετρημένες ακόμα και τις τρίχες της κεφαλής σας. Μη φοβάστε, λοιπόν, γιατί αξίζετε περισσότερο από πολλά σπουργίτια.
(1) «Πώς θα μπορούσε να ξεχάσει αυτούς που τον αγαπούν, ή να αγνοήσει κάτι από όσα τους συμβαίνουν, αυτός ο οποίος, βεβαίως, τόσο πολύ προνοεί για αυτούς, που το καθένα από τα σχετικά με αυτούς, το γνωρίζει λεπτομερώς και έχει αριθμημένες, κατά κάποιο τρόπο, τις τρίχες τους;» (Κ). «Ο λόγος αυτός φανερώνει ταυτόχρονα και την πρόνοια και την γνώση» (Χ). Οσοδήποτε και αν δεν το περιμένετε, ακόμη και οι τρίχες του κεφαλιού σας είναι μετρημένες (p). Η γνώση του Θεού εκτείνεται όχι μόνο στο πρόσωπό μας, αλλά και στα πλέον ασήμαντα μέρη του σώματός μας, και σε αυτές ακόμη τις 140.000 τρίχες του κεφαλιού μας, από τις οποίες κάθε μέρα χάνουμε μερικές χωρίς εμείς που τις χάνουμε να παίρνουμε είδηση, ή να δίνουμε προσοχή σε αυτήν την απώλεια (g). Εκείνοι, οι οποίοι με φροντίδα πολλή μετρούν τα χρήματά τους και το πλήθος των αγαθών τους και των ζώων, από τα οποία αποτελούνται τα ποίμνιά τους και οι αγέλες τους, δεν φροντίζουν ποτέ να μετρήσουν τις τρίχες του κεφαλιού τους οι οποίες πέφτουν και χάνονται, χωρίς συνήθως η πτώση τους να γίνεται αισθητή σε αυτούς. Αλλά ο Θεός έχει μετρήσει όλες τις τρίχες των κεφαλιών του λαού του και ούτε μία τρίχα από τα κεφάλια «δεν θα χαθεί» (Λουκ. κα 18). Εάν όμως οι τρίχες των διακόνων του Θεού και των πιστών παιδιών του είναι μετρημένες, πολύ περισσότερο μετριούνται από το Θεό οι στεναγμοί τους και τα δάκρυά τους και οι σταγόνες του αίματός τους, το οποίο χύνουν για τον Χριστό. Όλες αυτές οι απώλειές τους καταγράφονται και αναμφίβολα θα ανταμειφθούν γενναιόδωρα από τον Θεό που τις μετράει.
(2) «Διότι δεν πρόκειται να πεθάνετε σαν να εγκαταλείπεστε από εμένα… Διότι τόσο πολύ προνοώ για σας, ώστε το καθένα από τα δικά σας να το γνωρίζω λεπτομερώς… Και αν ακόμη λοιπόν, σας αφήσω να μπείτε σε πειρασμό, θα σας χορηγήσω οπωσδήποτε και τη δύναμη να υπομείνετε… Διότι αφού είμαι κηδεμόνας και όλα τα γνωρίζω και έχω μετρημένα και τα πιο λεπτά, σχεδιάζω για τον καθένα αυτό που είναι σύμφωνο με την αξία του και που τον συμφέρει» (Θφ).
(3) «Αν δεν ξεχνώ κανένα ακόμη και από τα σπουργίτια που πωλούνται, πολύ περισσότερο ο δικός σας θάνατος, των δικών μου φίλων, δεν θα συμβεί χωρίς τη δική μου πρόνοια για σας» (Θφ).


12.8 Λέγω δὲ ὑμῖν, πᾶς ὃς ἂν ὁμολογήσῃ(1) ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ὁμολογήσει(2) ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τῶν ἀγγέλων τοῦ θεοῦ(3)·
8 »Σας βεβαιώνω πως όποιος ομολογήσει μπροστά στους ανθρώπους ότι ανήκει σ’ εμένα, το ίδιο θα κάνει γι’ αυτόν και ο Υιός του Ανθρώπου κατά την τελική κρίση, μπροστά στους αγγέλους του Θεού.
(1) Η ομολογία του ευαγγελίου αναμφίβολα μπορεί να κοστίσει στους μαθητές θυσίες σοβαρές. Αλλά εάν εμείνουν στην ομολογία αυτή, θα εξασφαλιστεί σε αυτούς ανταμοιβή μεγαλοπρεπής (g). «Τώρα προσθέτει το έπαθλο της μαρτυρίας» (Θφ). Είναι καθήκον μας όχι μόνο να πιστεύουμε στο Χριστό αλλά και να ομολογούμε την πίστη μας αυτή, μη διστάζοντας όταν οι περιστάσεις το καλούν και να διωχτούμε για αυτήν. Δεν πρέπει ποτέ να ντρεπόμαστε, να φανερώσουμε και να ομολογήσουμε τη σχέση μας με το Χριστό, διότι μόνο έτσι αποδεικνύεται μεν η ειλικρίνεια της πίστης μας και δοξάζεται από εμάς το όνομα του Χριστού και οικοδομούνται και οι άλλοι.
(2) Και ο Ιησούς θα ομολογήσει αυτούς που ομολόγησαν αυτόν. Θα ομολογήσει ότι όχι μόνο αυτός έπαθε για αυτούς και υπέστη τα παθήματά του για ευεργεσία τους, αλλά και ότι έπαθαν και αυτοί για αυτόν, και η βασιλεία του πάνω στη γη στερεώθηκε και επεκτάθηκε και με τα δικά τους παθήματα. Ποια μεγαλύτερη τιμή από αυτήν μπορεί να υπάρξει;
(3) Στον μεν Ματθαίο «είπε «μπροστά στον ουράνιο Πατέρα μου»· ενώ εδώ «μπροστά στους αγγέλους του Θεού». Αλλά δεν υπάρχει διαφορά. Διότι μαζί με τον Πατέρα του και τον ίδιο (τον Υιό) και το Άγιο Πνεύμα, θα είναι παρόντες οι άγγελοι κατά τον καιρό της κρίσης» (Ζ). «Διότι εκείνο τον καιρό, θα κατέβει μαζί με τους αγγέλους με τη δόξα του Πατέρα του, για την συντέλεια του παρόντος αιώνα. Εκεί θα στεφανώσει τον γνήσιο ομολογητή» (Κ).

12.9 ὁ δὲ ἀρνησάμενός με ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων ἀπαρνηθήσεται ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων τοῦ θεοῦ(1).
9 Όποιος όμως με απαρνηθεί μπροστά στους ανθρώπους, θα τον απαρνηθεί και ο Υιός του Ανθρώπου μπροστά στους αγγέλους του Θεού, κατά την τελική κρίση.
(1) «Οι άλλοι όμως, δηλαδή αυτοί που αρνήθηκαν και ατίμασαν, θα τους αρνηθεί· είναι σχεδόν σαν να πει ο Κριτής σε αυτούς, αυτό που έλεγαν οι άγιοι προφήτες σε κάποιους. Όπως έπραξες, έτσι θα σου συμβεί. Αυτό που ανταπέδωσες, θα ανταποδοθεί στο κεφάλι σου (Οβδιού 15). Θα αρνηθεί λοιπόν αυτούς, λέγοντας εκείνο· Φύγετε από εμένα, εργάτες της ανομίας. Δεν σας ξέρω (Λουκ. ιγ 27). Και ποιοι θα μπορούσε να είναι αυτοί; Πρώτον μεν, αυτοί που, όταν ξέσπασε διωγμός, απέβαλαν την πίστη. Αρνούνται επίσης αυτόν οι αιρετικοί και οι διδάσκαλοί τους» (Κ). Η πρόθεση «από» στο απαρνηθήσεται, το οποίο λαμβάνεται με καθαρά παθητική έννοια, σημαίνει το ολοκληρωτικά, τελείως=θα τον αρνηθώ τελείως (δ).

12.10 καὶ πᾶς ὃς ἐρεῖ λόγον εἰς τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου(1), ἀφεθήσεται αὐτῷ· τῷ δὲ εἰς τὸ ἅγιον πνεῦμα βλασφημήσαντι(2) οὐκ ἀφεθήσεται(3).
10 Όποιος μιλήσει προσβλητικά κατά του Υιού του Ανθρώπου, ο Θεός θα τον συγχωρήσει· όποιος όμως προσβάλει το Άγιο Πνεύμα, ο Θεός δε θα τον συγχωρήσει.
(1) «Όταν κάποιος, που δεν έχει μάθει ακόμη την δύναμη του μυστηρίου σχετικά με αυτόν (το Χριστό), ούτε βέβαια έχει καταλάβει ότι, ενώ είναι Θεός από τη φύση του, κατέβασε τον εαυτό του στη δική μας κατάσταση και έγινε άνθρωπος, πει κάτι για αυτόν που είναι μέτριο [κατώτερο] σε σχέση με την αξία του και όσα είναι άξια συγγνώμης, αυτά ο Θεός θα τα συγχωρέσει σε όσους αμάρτησαν από άγνοια» (Κ). Δες Ματθ. ιβ 31,32 και Μάρκ. γ 28,29 και τις εκεί σημειώσεις. Για να καταστήσει ο Κύριος εμφανέστερο το βάρος του αμαρτήματος της βλασφημίας κατά του Πνεύματος, τοποθετεί αυτό παράλληλα με ύβρη ή βλασφημία που έγινε στο πρόσωπό του ως υιού του ανθρώπου. Την ύβρη και βλασφημία αυτή αποκαλεί «λόγο». Αποτελεί βεβαίως και αυτό αμαρτία, η οποία όμως ενδέχεται να μην προέρχεται αποκλειστικά και μόνο από κακία και για αυτό μπορεί να συγχωρεθεί. Παράδειγμα ο Παύλος κατά την περίοδο της απιστίας του. Αλλά και η ίδια η ιστορία του Ισραήλ επιβεβαιώνει αυτό. Πόσοι από τους σταυρωτές ή τουλάχιστον από αυτούς που κραύγασαν «Αρον άρον σταύρωσον αυτόν» μετανόησαν κατά την ημέρα της Πεντηκοστής με το κήρυγμα του Πέτρου και βαπτίστηκαν. Η Ιερουσαλήμ δεν καταστράφηκε αμέσως μετά το δράμα της Μεγάλης Παρασκευής, αλλά αφού οι Ιουδαίοι επέδειξαν πεισματική αντίσταση στην ενέργεια του Πνεύματος της Πεντηκοστής (g). Όσοι βλασφημούσαν το Χριστό, όταν ήταν στη γη, και τον ονόμαζαν φαγά και κρασοπότη, πλάνο και βλάσφημο, είχαν κάποια σκιά δικαιολογίας, διότι ο Κύριος εμφανίστηκε σαν ένας άσημος και φτωχός, στερημένος από κάθε προστασία και οι αποδείξεις της θείας του αποστολής φανερώθηκαν τέλειες μετά την ανάληψή του. Λόγω αυτού, σε κάποιο βαθμό περιλαμβάνονταν και αυτοί στην δικαιολογία, την οποία υπέρ των σταυρωτών του πρόβαλλε ο Κύριος λέγοντας στον Πατέρα του: Πατέρα, συγχώρεσέ τους διότι δεν ξέρουν τι κάνουν. Οπότε εφόσον αυτοί θα έδειχναν μετάνοια, θα συγχωρούνταν. Υπήρχε λοιπόν ελπίδα για αυτούς, όταν κατά την ημέρα της Πεντηκοστής θα ξεχυνόταν το Άγιο Πνεύμα, να επιστρέψουν, όπως επέστρεψαν και τόσοι άλλοι, και αφού επιστρέψουν να ελεηθούν.
(2) Το να αποδίδουν στον Βεελζεβούλ τα έργα στα οποία λάμπει η αγιότητα και η δύναμη του Πνεύματος, ισοδυναμούσε με το να βρίζουν με επίγνωση και θεληματικά το θείο αυτό Πρόσωπο από το οποίο πηγάζει και ξεχύνεται κάθε φως και κάθε αγαθό στο πνεύμα του ανθρώπου. Η αμαρτία λοιπόν η οποία δεν συγχωρείται ποτέ, δεν είναι η από απλή παρανόηση απόρριψη της αλήθειας. Είναι το μίσος κατά της αγιότητας ως αγιότητα, μίσος το οποίο θα ωθούσε για παράδειγμα να αποδίδει κάποιος το ευαγγέλιο στην αγυρτεία και απάτη και με μία λέξη στο πνεύμα του κακού. Δεν είναι αυτή κάποια αμαρτία μεμονωμένη, αλλά είναι κατάσταση μόνιμη της ψυχής (g).
(3) Σταθερή και πλήρης αντίσταση στην επίδραση του Αγίου Πνεύματος, που οφείλεται στην ελεύθερη, από αυτόν που αντιστέκεται, προτίμηση του σκότους από το φως, καθιστά τη μετάνοια, άρα επομένως και την συγχώρηση, αδύνατη. Η χάρη, παρόμοια με τη σωματική τροφή, μπορεί να απορρίπτεται μέχρις ότου η δύναμη του να δεχτεί κάποιος αυτήν χαθεί (p).

12.11 ὅταν(1) δὲ προσφέρωσιν ὑμᾶς ἐπὶ τὰς συναγωγὰς καὶ τὰς ἀρχὰς καὶ τὰς ἐξουσίας(2), μὴ μεριμνάτε πῶς ἢ τί ἀπολογήσησθε ἢ τί εἴπητε(3)·
11 Όταν σας οδηγήσουν μπροστά στις συναγωγές ή στις πολιτικές αρχές, μην αγωνιάτε για το πώς θα απολογηθείτε ή τι θα πείτε,
(1) Δες Ματθ. ι 19,20 και Μάρκ. ιγ 11 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις.
(2) Συναγωγές=ιουδαϊκά δικαστήρια που έχουν θρησκευτικό χαρακτήρα· αρχές=πολιτικές ειδωλολατρικές, από τον έπαρχο μέχρι τον αυτοκράτορα· εξουσίες=γενικώς κάθε οποιαδήποτε κοσμική εξουσία (g).
(3) «Θεράπευσε, από τη μία, τον φόβο για τις τιμωρίες, με το να πει «Μη φοβηθείτε αυτούς που φονεύουν το σώμα»· θεραπεύει, από την άλλη, τώρα και τον φόβο του ότι δεν ήταν μορφωμένοι. Επειδή δηλαδή, δεν πίστεψαν πολλοί που ήταν ανθρωπίνως σοφοί, αλλά οι περισσότεροι ήταν απλοί άνθρωποι του λαού, Μη φοβάσαι, λέει, εσύ που είσαι αμόρφωτος και άσημος, ούτε να μεριμνάς πως ή τι θα πεις· διότι το Άγιο Πνεύμα θα σας διδάξει… αυτά που πρέπει να πείτε… Έτσι λοιπόν και από τις δύο μεριές, μάς ετοιμάζει για το μαρτύριο, θεραπεύοντας τον φόβο και για τη σωματική αδυναμία και για την έλλειψη μόρφωσης» (Θφ).

12.12 τὸ γὰρ ἅγιον πνεῦμα(1) διδάξει(2) ὑμᾶς ἐν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ ἃ δεῖ εἰπεῖν(3).
12 γιατί το Άγιο Πνεύμα θα σας φωτίσει εκείνη τη στιγμή τι θα πρέπει να πείτε».
(1) Ο λόγος αυτός του Κυρίου επιβεβαιώνει την πραγματικότητα του ψυχολογικού θαύματος της θεοπνευστίας. Ο Ιησούς βεβαιώνει, ότι το Πνεύμα του Θεού μπορεί πραγματικά να επικοινωνήσει με το πνεύμα του ανθρώπου, έτσι ώστε αυτό να είναι διερμηνέας του Αγίου Πνεύματος (g).
(2) «Σε αυτούς που έχουν σχέση πίστης και αγάπης, ενεργεί το Πνεύμα τα κατάλληλα λόγια, σαν ακριβώς διδάσκαλος που κατοικεί μέσα τους» (Κ). Έτσι ο Πέτρος και ο Στέφανος ενώπιον του συνεδρίου, ο Παύλος ενώπιον του Φήλικος και του Φήστου, αφού διδάχτηκαν από το Πνεύμα, δεν περιορίστηκαν στο να υπερασπίσουν τους εαυτούς τους, αλλά και ευαγγελίστηκαν τη χριστιανική αλήθεια (g).
(3) «Έτσι βεβαίως τους γέμιζε με υψηλό φρόνημα και θάρρος, με το να υπόσχεται ότι θα μετέχουν αυτοί στο θείο Πνεύμα· διότι με αυτό ήταν λογικό να πάρουν δύναμη. Διότι πώς δεν επρόκειτο να γεμίσουν με παράστημα και θάρρος και αγαθή προθυμία, πώς επίσης να μην προχωρήσουν θαρραλέα σε ηγεμονικά και βασιλικά δικαστήρια, αυτοί που είχαν μάθει από πριν, ότι δεν θα ήταν οι ίδιοι που επρόκειτο να απολογηθούν με τρόπο φροντισμένο στους άρχοντες, αλλά μία άλλη ένθεη δύναμη μέσα τους, με την οποία επρόκειτο άφοβα να μιλούν και σε ηγεμόνες και στους ίδιους τους βασιλιάδες;» (Ε).

Στίχ. 13-21. Η πλεονεξία και η παραβολή του άφρονος πλουσίου.
12.13 Εἶπε δέ τις ἐκ τοῦ ὄχλου(1) αὐτῷ, Διδάσκαλε(2), εἰπὲ τῷ ἀδελφῷ μου μερίσασθαι(3) μετ᾽ ἐμοῦ τὴν κληρονομίαν(4).
13 Κάποιος από το πλήθος είπε στον Ιησού: «Διδάσκαλε, πες στον αδερφό μου να μοιράσουμε την κληρονομιά μας».
(1) Το επεισόδιο που ακολουθεί εδώ μαζί με την παραβολή διασώθηκε σε μας από μόνο τον Λουκά. Αυτός που απευθύνθηκε στον Κύριο βρισκόταν ανάμεσα στο λαό και αφού επωφελήθηκε από κάποια διακοπή που μεσολάβησε, υπέβαλε στον Κύριο το ζήτημα που τον απασχολούσε, για το οποίο πιθανώς είχε έλθει και για να τον συναντήσει. Σύμφωνα με το ιουδαϊκό αστικό δίκαιο σε περίπτωση κληρονομιάς, ο μεγαλύτερος αδελφός έπαιρνε διπλή μερίδα, υποχρεούμενος να φροντίσει αυτός για την μητέρα του και τις ανύπαντρες αδελφές του. Εάν κρίνουμε από την παραβολή του ασώτου, ο νεότερος γιος έπαιρνε αυτό που του αναλογούσε σε χρήμα. Ίσως λοιπόν αυτός που απευθύνεται τώρα στον Κύριο να ήταν κάποιος από τους νεότερους αδελφούς, ο οποίος δεν έμενε ικανοποιημένος από την μερίδα που του υπολογίστηκε ή αφού την ξόδεψε τελείως, είχε αξίωση για νέα διανομή (g).
(2) Οι ραββίνοι είχαν συνηθίσει τους Ιουδαίους να καταφεύγουν σε αυτούς για επίλυση διαφορών, οι οποίες έπρεπε να κριθούν με βάση τις αρχές του δικαίου. Ο άγνωστος αυτός επικαλείται τον Κύριο με την ιδιότητά του ως ραββίνου ή διδασκάλου, το οποίο υποδηλώνει και ότι η διδασκαλία του Κυρίου είχε κατακτήσει ήδη αρκετό έδαφος σε κύρος (L).
(3) Δεν ζητά από τον Ιησού να κρίνει διαιτητικά μεταξύ αυτού και του αδελφού του, αλλά να βγάλει απόφαση εναντίον του αδελφού του, ενώ αυτός ήταν απών και δεν κατέφυγε και αυτός στον Ιησού (p).
(4) «Επειδή αγαπούσε τα χρήματα και την απόκτηση αγαθών, άφησε μεν το να ζητήσει κάτι αναγκαίο για την ψυχή και χρήσιμο για τη σωτηρία της, αλλά ζήτησε σωματικό, φροντίζοντας περισσότερο για το σώμα παρά για την ψυχή» (Ζ). Την ώρα που ο Κύριος μιλούσε για τόσο κρίσιμα και σπουδαία ζητήματα, ο ανόητος αυτός και ιδιοτελής άνθρωπος σκεφτόταν πως θα εξασφάλιζε συμφέρουσα σε αυτόν διανομή της πατρικής κληρονομιάς. Τίποτα το άτοπο δεν θα έκρυβε το αίτημά του αυτό, αν βλεπόταν ξεχωριστά από τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες έγινε. Αλλά το να διακόψει ο άνθρωπος αυτός τον Κύριο σε τόσο ακατάλληλη περίσταση, αποδείκνυε ότι δεν είχε αντιληφθεί την πνευματική αποστολή του Κυρίου και δεν εκτιμούσε το ύψος και την πνευματικότητα της διδασκαλίας του εκείνη τη στιγμή. Η μεγάλη του πλάνη λοιπόν συνίστατο στο ότι είχε απορροφηθεί πλήρως από υλικά ενδιαφέροντα, ενώ παρέμενε ξένος με τις πνευματικές αλήθειες, τις οποίες ο Κύριος τότε ανέπτυσσε και τις οποίες αυτός δεν πρόσεχε διόλου (ο).

12.14 ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ(1), ῎Ανθρωπε(2), τίς με κατέστησε(3) δικαστήν ἢ μεριστὴν ἐφ᾽ ὑμᾶς;
14 Κι ο Ιησούς του απάντησε: «Άνθρωπέ μου, εγώ δεν είμαι δικαστής για να χωρίζω την περιουσία σας».
(1) «Κατηγόρησε το αίτημά του ο Κύριος, απαντώντας ότι, δεν είμαι μοιραστής χρημάτων, αλλά έχω έλθει να κληροδοτήσω ουράνια βασιλεία» (Ζ). «Επομένως σε αυτούς μεν που σκύβουν υπάκουα σε αυτόν τον αυχένα της διάνοιας και διατάζει και νομοθετεί και μοιράζει την ουράνια κληρονομιά, και διανέμει τις πνευματικές ευλογίες· σε αυτούς όμως που φρονούν μόνα τα γήινα, εύλογα θα πει: Ποιος με έβαλε άρχοντα ή μοιραστή για σας;» (Κ).
(2) Αυστηρή μορφή προσφώνησης, που υποδηλώνει μάλλον αποδοκιμασία παρά επιθυμία μη ανάμιξης. Δες Λουκ. κβ 58,60,Ρωμ. β 1,θ 20 (p). Απευθύνεται σε αυτόν σαν σε ξένο (b). «Τον διώχνει ως ενοχλητικό και που δεν θέλει να μάθει τίποτα από αυτά που πρέπει να γνωρίζει» (Κ). Υπάρχει μεγάλη αντίθεση μεταξύ αυτής της προσφώνησης (άνθρωπε) και αυτής στο στίχο 4 (σε σας τους φίλους μου). Εάν και αυτός περιλαμβανόταν μεταξύ των προσώπων, τα οποία ο Κύριος χαρακτήρισε φίλους του, το άκαιρο αυτό και ιδιοτελές αίτημα τον χώρισε από τον κύκλο αυτόν των φίλων και περιόρισε τις αξιώσεις του στην προσοχή και εκτίμηση του Κυρίου, σε μόνο το ότι ήταν και αυτός μέλος της γενικής ανθρωπότητας (ο).
(3) Όπως στην περίπτωση των θεραπευμένων από αυτόν λεπρών (Λουκ. ε 14,ιζ 14) ο Ιησούς αποφεύγει να αναμιχθεί στο έργο των αρχών και εξουσιών. Για την φράση δες Εξοδ. β 14 (p). Πιθανώς ο Κύριος να έλαβε υπ’ όψιν αυτό που συνέβη στον Μωϋσή στην Αίγυπτο, όταν «βλέποντας κάποιον που αδικούνταν» από τους αδελφούς του «υπερασπίστηκε και πήρε εκδίκηση χάριν του αδικουμένου, χτυπώντας τον Αιγύπτιο». (Δες και Πράξ. ζ 24 και εξής) και άκουσε την επόμενη ημέρα «Ποιος σε έβαλε άρχοντα και δικαστή σε μας;» (Εξοδ. β 14). Εάν αυτός που αποτάθηκε σε αυτόν εκδήλωνε ενδιαφέρον για την ουράνια κληρονομία, ο Κύριος θα παρείχε σε αυτόν την άριστη βοήθεια. Σε κοσμικές όμως διαφορές και υποθέσεις ο Κύριος ουδέποτε δείχτηκε σφετεριστής εξουσίας άλλων και δεν έλαβε ποτέ τιμή ή εξουσία για τον εαυτό του άλλη, παρά αυτήν που δόθηκε σε αυτόν σύμφωνα με το Εβρ. ε 5. Για καθετί το οποίο ενεργούσε μπορούσε να πει με τη δύναμη ποιας εξουσίας έκανε αυτό και ποιος έδωσε σε αυτόν αυτήν την εξουσία. Με την απάντησή του όμως αυτή ο Κύριος δείχνει και τι είδους είναι η φύση της βασιλείας του. Αυτή είναι καθαρά πνευματική και δεν είναι από τον κόσμο αυτόν. Για αυτό και ο Κύριος δεν αναμιγνύεται σε αστικές υποθέσεις, αφήνοντας στις επίγειες αρχές την επίλυση των διαφορών για αυτές και δεν ενθάρρυνε στους ακολούθους του την προσδοκία κοσμικών πλεονεκτημάτων και ωφελημάτων από τη θρησκευτική τους ιδιότητα ούτε την με τους αδελφούς τους διάσταση και φιλονεικία για υλικά κέρδη, τα οποία οι οπαδοί του οφείλουν να θυσιάζουν για διατήρηση της ειρήνης. Με το παράδειγμά του λοιπόν αυτό διδάσκει και τους διακόνους του να μην αναμιγνύονται «στις υποθέσεις της ζωής» (Β΄Τιμ. β 4) και να μην αφήνουν το λόγο του Θεού για να υπηρετούν τραπέζια.
(4) Ίσως το μεν «δικαστής» σημαίνει αυτόν που βγάζει την απόφαση της διανομής, ενώ το «μεριστής» αυτόν που επιβλέπει την εκτέλεση της απόφασης και την πραγματοποίηση της διανομής (g).

12.15 εἶπεν δὲ πρὸς αὐτούς(1), ῾Ορᾶτε καὶ φυλάσσεσθε ἀπὸ πάσης πλεονεξίας(2), ὅτι οὐκ ἐν τῷ περισσεύειν τινὶ ἡ ζωὴ αὐτοῦ(3) ἐστιν ἐκ τῶν ὑπαρχόντων(4) αὐτῷ.
15 Και στο πλήθος είπε: «Να προσέχετε και να φυλάγεστε από κάθε είδους πλεονεξία, γιατί τα πλούτη, όσο περίσσια κι αν είναι, δε δίνουν στον άνθρωπο την αληθινή ζωή».
(1) «Δεν μας αφήνει όμως χωρίς συμβουλή, αλλά παίρνοντας κατά κάποιο τρόπο ακριβώς την κατάλληλη αφορμή, πλέκει λόγο και σχεδόν διαμαρτύρεται. Διότι μας υπέδειξε ότι η πλεονεξία είναι λάκκος διαβολικός» (Κ). Ο Κύριος αν και δεν ήλθε για να γίνει μοιραστής των ανθρώπινων περιουσιών, ήλθε όμως για να είναι καθοδηγός των συνειδήσεων σε σχέση με τα ζητήματα που προκύπτουν από αυτό το μοίρασμα. Για αυτό λοιπόν και εφιστά αμέσως την προσοχή των ακροατών του στο πάθος εκείνο, το οποίο αποτελεί την ρίζα όλων των κακών.
(2) Πλεονεξία λέει την επιθυμία «του να έχει κάποιος περισσότερο από το αρκετό, δηλαδή το αναγκαίο» (Ζ). «Από κάθε πλεονεξία, δηλαδή και μικρή και μεγάλη» (Κ), από κάθε είδους πλεονεξία (δ), «την οποία βεβαίως ο σοφός Παύλος την ονομάζει και ειδωλολατρία, διότι αρμόζει ίσως σε μόνους όσους δεν ξέρουν το Θεό ή και είναι βέβηλη στον ίδιο βαθμό με το να λατρεύει κάποιος ξύλα και πέτρες» (Κ). «Είναι λοιπόν όμοιος με τους ειδωλολάτρες ο πλεονέκτης· διότι την ίδια ύλη προσκυνούν και τιμούν και οι δύο» (Θφ).
(3) Η ζωή ενός ανθρώπου δεν συντηρείται με το να έχει περίσσευμα· δεν διατηρείται με το περίσσευμα, από το οποίο γίνονται τα υπάρχοντά του, αλλά το αίτιο της συντήρησης είναι η θέληση του Θεού (δ). Δεν «παραμένει η ζωή του από αυτού τους είδους την περιουσία του» (Ζ) «ούτε το μέτρο της ζωής εκτείνεται μαζί με την περιουσία. Διότι βεβαίως όχι αυτός που έχει πολλά, αυτός θα ζήσει και πολύ, ούτε η μακροζωΐα ακολουθεί το πλήθος του πλούτου» (Θφ). Αξιόλογη και η επόμενη ερμηνεία: Είναι απίθανο ότι το «ζωή» εδώ σημαίνει την αιώνια ζωή· περιλαμβάνει όμως την ανώτερη ζωή που διακρίνεται από τον βίο=Η ζωή του ανθρώπου και η πραγματική απόλαυση και αξία της δεν εξαρτάται από τα πλούτη που πλεονάζουν (p). Ότι βεβαίως η ζωή της ψυχής δεν εξαρτάται από την περίσσεια των υλικών αγαθών, είναι αναμφισβήτητο. Αλλά και η ζωή του σώματος και η ευτυχία του ανθρώπου στη γη δεν στηρίζονται στην αφθονία αυτής. Διότι πολλοί έζησαν με ολιγάρκεια και εύκολα και πέρασαν με σχετική άνεση την επίγεια ζωή τους, παρόλο που είχαν λίγο πλούτο. Ξερό ψωμί που τρώγεται με ειρήνη και αγάπη είναι πολύ καλύτερο από εδέσματα άφθονα και πολυτελή που προσφέρονται χωρίς εγκαρδιότητα και ήρεμη διάθεση. Για αυτό και πολλοί έζησαν άθλια ζωή, παρόλο που είχαν στη διάθεσή τους πλεόνασμα υλικών αγαθών. Η ακόλουθη παραβολή παρουσιάζει την ανοησία ανθρώπου που είναι κυκλωμένος από αφθονία υλικών αγαθών, ο οποίος έζησε με μόχθο και πέθανε με αθλιότητα.
(4) Το «από τα υπάρχοντά του» ορίζει το «περισσεύει», ως την περιουσία, την οποία ο άνθρωπος μαζεύει και διατηρεί για να έχει τα προς συντήρηση μέσα (δ). Ή, δεν είναι απλώς συνώνυμο με το περισσεύειν. Σημαίνει το να εξαρτά κάποιος τη ζωή του από τα υπάρχοντά του (L). Δεν είναι λοιπόν ο πλούτος ευλογία; Αναμφίβολα ναι· αλλά μόνο, εφόσον παρέχει την δυνατότητα να δειχνόμαστε ευεργετικοί προς τους άλλους και να εξυπηρετούμε αυτούς με αυτόν (ο).

12.16 Εἶπεν δὲ παραβολὴν πρὸς αὐτοὺς λέγων, ᾽Ανθρώπου τινὸς πλουσίου εὐφόρησεν(1) ἡ χώρα(2).
16 Τους είπε μάλιστα την εξής παραβολή: «Κάποιου πλούσιου ανθρώπου τα χωράφια έδωσαν άφθονη σοδειά.
(1) Η λέξη λέγεται μοναδική φορά στην Κ.Δ. Ο Ιώσηπος χρησιμοποιεί το ρήμα για τη Γαλιλαία ως περιοχή που παράγει λάδι (Ιουδ. Πολ. ΙΙ 21,2). Αλλού χρησιμοποιείται με την έννοια αυτή από τους γιατρούς συγγραφείς (p).
(2) «Εσύ όμως πρόσεξε, σε παρακαλώ, ώστε να θαυμάσεις την τέχνη του λόγου. Διότι δεν μας έδειξε ένα χωράφι που έκανε πλούσια σοδειά, αλλά είπε ότι ολόκληρη έκταση γης έδωσε καλούς καρπούς στον κάτοχό της, για να μάθεις το βάθος του πλούτου» (Κ). Τα πλούτη του ανθρώπου αυτού δεν προέρχονται από επιχείρηση ή από αυστηρή οικονομία ή από αδικίες, ή κακή διανομή, ή από σωματικούς κόπους και προσπάθεια πολλή, αλλά από ευφορία των καρπών της γης, η οποία αυτόματα, κατά κάποιο τρόπο, παρήγαγε αφθονία. Και όμως πλούτη που προήλθαν από τέτοια πηγή, χωρίς αδικία ή απάτη, αλλά που πλήθυναν από την ευλογία του Θεού, δεν έκαναν ευτυχή τον πλούσιο. Πόσο μάλλον δεν μπορούν τα πλούτη που αποκτήθηκαν με άνομα μέσα να καταστήσουν ευτυχείς τους κατόχους τους; (ο). Και «ο Θεός, από τη μία, έκανε όσα εξαρτιόντουσαν από αυτόν και έδειχνε την δική του ευσπλαχνία· διότι δεν ευφόρησε ένα μικρό κομμάτι γης του πλουσίου, αλλά όλη η εκτεταμένη γη του. Αυτός όμως ήταν τόσο πολύ άκαρπος ως προς την ευσπλαχνία, ώστε πριν ακόμη πάρει μάζευε» (Θφ). «Γιατί λοιπόν έδωσε πλούσια σοδειά η γη ανθρώπου που δεν επρόκειτο να κάνει τίποτα από την ευφορία αυτή; Για να φανεί περισσότερο η μακροθυμία του Θεού και ότι η αγαθότητά του εκτείνεται μέχρι και σε τέτοιους ανθρώπους. Διότι βρέχει σε δίκαιους και άδικους και ανατέλλει τον ήλιό του σε πονηρούς και αγαθούς. Η τέτοια όμως αγαθότητα του Θεού, μαζεύει για τους πονηρούς μεγαλύτερη την τιμωρία» (Β). Η ευφορία της γης είναι μεγάλη ευλογία, αλλά την ευλογία αυτή παρέχει συχνά ο Θεός μέσα στην αγαθότητά του και στους πονηρούς, στους οποίους όμως γίνεται αυτή παγίδα, λόγω της κακής προαίρεσής τους.

12.17 καὶ διελογίζετο ἐν ἑαυτῷ(1) λέγων, Τί ποιήσω(2), ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω(3) τοὺς καρπούς μου(4);
17 Τότε εκείνος σκεφτόταν και έλεγε: “τι να κάνω; Δεν έχω μέρος να συγκεντρώσω τα γεννήματά μου!
(1) «Επειδή ήθελε, λόγω πλεονεξίας να έχει όλους τους καρπούς, αλλά δεν μπορούσε λόγω του πλήθους τους, βρίσκεται σε αδιέξοδο και στενοχωρείται… Διότι ξέρει να φέρνει στενοχώρια όχι η φτώχια μόνο, αλλά και ο πλούτος· η μεν φτώχια λόγω της έλλειψης των αναγκαίων, ο δε πλούτος λόγω της αφθονίας των περιττών, όταν δεν έχουν κυβερνήτη τη λογική» (Ζ). Μάθε και από εδώ ότι ο Θεός γνωρίζει και παρακολουθεί ό,τι μέσα μας σκεφτόμαστε και είμαστε δοσίλογοι μπροστά του και για τις απόκρυφες αυτές σκέψεις μας. Πλανιόμαστε εάν φανταζόμαστε, ότι αυτές διαφεύγουν από το Μάτι του που εξετάζει τα πάντα.
(2) «Ο πλούσιος, που είναι προσκολλημένος σε τόσο πολλά και αμέτρητα αγαθά, στενοχωρείται με την φροντίδα για αυτά, και λέει τα λόγια του φτωχού. Διότι «τι να κάνω», λέει εκείνος, όταν του σπανίζουν τα αναγκαία. Πάντα ξεστομίζει τον τόσο άθλιο λόγο. Αλλά να που τα ίδια λόγια χρησιμοποιεί ο πλούσιος, που θλίβεται και πάσχει πάρα πολύ» (Κ). Αντί να ευχαριστήσει το Θεό για την ευφορία αυτή και αντί να χαρεί για τη δυνατότητα που αυτή του παρέχει ώστε να φανεί περισσότερο ευεργετικός και στον πλησίον, στενοχωρεί τον εαυτό του με τις βασανιστικές σκέψεις, τις οποίες του γεννά το ερώτημα: Τι να κάνω; «Τι μαζεύουμε λοιπόν από το να μαζεύουμε περισσότερα; Διότι ανάπαυση μεν δεν κερδίζουμε. Και είναι φανερό αυτό από τις φροντίδες. Αλλά μόνο πλήθος αμαρτιών συγκεντρώνουμε για τους εαυτούς μας» (Θφ).
(3) «Δες, σε παρακαλώ, βαθιά ανοησία! Διότι ενώ έπρεπε να αδειάσει τους παλιούς καρπούς στις κοιλιές των φτωχών, ή και από την πρόσφατη σοδειά να δώσει μερίδιο στους φτωχούς και έτσι να δημιουργήσει, από τη μία, και ευρυχωρία και να ευχαριστήσει και το Θεό, από την άλλη, που του έδωσε την ευφορία, αυτό μεν δεν το σκέφτηκε, επειδή τυφλώθηκε από την πλεονεξία· αλλά σκέφτεται άλλο τρόπο αντάξιο της πλεονεξίας» (Ζ). Ανήσυχες και βασανιστικές φροντίδες για τους ανθρώπους του κόσμου είναι ο καρπός του πλούτου που πλεονάζει και το κοινό σφάλμα στο οποίο παρασύρονται αυτοί. Όσο περισσότερα αυτοί αποκτούν, τόσο περισσότερο και βυθίζονται σε συλλογισμούς και ανησυχίες, εμπλεκόμενοι σε φροντίδες για το πώς θα διατηρήσουν τα αποκτηθέντα και πως θα προσθέσουν και άλλα σε αυτά. Και συμβαίνει ώστε να διώχνεται από αυτούς συχνά και ο ύπνος, διότι συγκεντρώνουν την εναγώνια σκέψη τους στο πρόβλημα για λύση που πάντοτε ανακύπτει μπροστά τους: Τι να κάνω; Και αν τους ρωτήσετε γιατί προβάλλεται σε αυτούς αυτό το ερώτημα, η απάντηση θα είναι: επειδή έχουν αφθονία αγαθών και δεν έχουν που να τοποθετήσουν αυτά.
(4) Είναι αξιοσημείωτη η πυκνή επανάληψη του μου «τους καρπούς μου, τι αποθήκες μου, τα γενήματά μου, τα αγαθά μου, στην ψυχή μου» (p). Μιλά για τα γενήματά του και τα αγαθά του σαν να ήταν αυτά αποκλειστικά και μόνο δικά του. Είναι όμως αλήθεια, ότι σε κάθε τομέα της ζωής προπαντός όμως στη γεωργία και την καλλιέργεια της γης, γίνεται εμφανές ότι ο κύριος παράγοντας της επιτυχίας είναι ο Θεός. Αυτός έδωσε την αρχική ικανότητα και δεξιότητα στον άνθρωπο· και η πρόνοιά του δημιουργεί τις ευτυχείς συμπτώσεις και περιστάσεις, των οποίων η έκβαση μας κάνει πλούσιους· πολλές φορές μάλιστα τα πλούτη και τα κέρδη έρχονται σε μας από εκεί από όπου δεν τα περιμένουμε. Ως προς την πλούσια επίσης συγκομιδή δεν καταστρέφεται πολλές φορές αυτή την τελευταία στιγμή από κάποια επιδείνωση του καιρού ή και από θύελλα που ξέσπασε απροσδόκητα;

12.18 καὶ εἶπεν, Τοῦτο ποιήσω· καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας(1) καὶ μείζονας οἰκοδομήσω, καὶ συνάξω ἐκεῖ πάντα τα γενήματά μου(2) καὶ τὰ ἀγαθά(3) μου(4),
18 Αλλά να τι θα κάνω”, είπε. “Θα γκρεμίσω τις αποθήκες μου και θα χτίσω μεγαλύτερες για να συγκεντρώσω εκεί όλη τη σοδειά μου και τ’ αγαθά μου.
(1) «Σκεφτόταν να χτίσει πλατύτερες αποθήκες, θέλοντας να απολαύσει μόνος του τα υπάρχοντά του. Δεν αγαπά την φιλοπτωχία· δεν επιθυμεί την δόξα που αυτή δίνει. Αλλά λέει: Θα γκρεμίσω τις αποθήκες μου» (Κ). «Εάν λοιπόν στο μέλλον ευφορήσει περισσότερο η γη, πάλι θα γκρεμίσεις και πάλι θα χτίσεις;» (Θφ).
(2) Διαφορετικές γραφές: «σίτον» «γεννήματα». Πρόσεξε λοιπόν και άλλο ανόητο λόγο του· Διότι λέει: θα μαζέψω τα γενήματά μου. Δεν νόμιζε ότι αυτά τα έχει από το Θεό, όπως ο Ιώβ· διότι τότε θα συμπεριφερόταν σαν διαχειριστής του Θεού ως προς αυτά· αλλά τα θεωρούσε ως προϊόντα δικών του κόπων. Το ότι βεβαίως δεν νομίζει ότι η ευπραγία του είναι από το Θεό, το δείχνει με σαφήνεια από όσα λέει. Διότι θα μαζέψω, λέει, τα γενήματά μου και τα αγαθά μου δεν θα τα μεταδώσω σε κανέναν, αλλά όλα θα τα φυλάξω για τον εαυτό μου και τη δική μου κοιλιά. Διότι ποιος θα μπορούσε να σκεφτεί έτσι για αυτούς που έχουν ανάγκη, ξέροντας ότι ο Θεός είναι ο χορηγός αυτών που κατέχει;» (Κ). «Κανείς, λέει, δεν θα συμμετέχει μαζί μου σε αυτά, κανένας δεν θα πάρει μερίδιο. Δεν είναι του Θεού, αλλά δικά μου. Μόνος λοιπόν θα τα απολαύσω. Δεν θα πάρω μαζί μου το Θεό στην απόλαυσή τους» (Θφ).
(3) Αγαθά δεν είναι μόνο όσα βγάζει η γη, αλλά και οι ποικίλες συγκομιδές, και τα ποίμνια και τα από αυτά εισοδήματα και τα υγρά που αποθηκεύονται σε δοχεία, κρασί, λάδι κλπ.
(4) Δες την ανοησία του πλουσίου. Θεωρεί τα γενήματα και τα αγαθά ως εξ’ ολοκλήρου δικά του, λησμονώντας ότι η ευλογία του Θεού έδωσε σε αυτόν αυτά και ότι αυτός είναι απλός διαχειριστής αυτών των αγαθών. Αποφασίζει να γκρεμίσει τις αποθήκες του. Νέα ανοησία. Και αν το επόμενο έτος απέδιδαν τα χωράφια του νέα πλούσια παραγωγή, πάλι θα γκρέμιζε τις πρόσφατα χτισμένες αποθήκες; Αποφασίζει να χτίσει νέες αποθήκες. Και αυτό ανοησία. Όσοι έχτισαν σπίτια ή αποθήκες, γνωρίζουν πόσο φόρτο φροντίδων και ανησυχιών προκαλεί η επιχείρηση αυτή. Τέλος εξαρτά τα πάντα από τον εαυτό του σαν αυτός μόνος να ήταν απόλυτος κύριος της ζωής του. Αυτό θα κάνω εγώ· θα γκρεμίσω, θα χτίσω, θα μαζέψω και θα πω, χωρίς να πει: «Εάν ο Κύριος θελήσει και ζήσω, θα κάνω αυτό ή εκείνο» (Ιακ. δ 15).

12.19 καὶ ἐρῶ τῇ ψυχῇ(1) μου, Ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ(2) κείμενα εἰς ἔτη πολλά(3)· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου(4).
19 Μετά θα πω στον εαυτό μου: τώρα έχεις πολλά αγαθά, που αρκούν για χρόνια πολλά· ξεκουράσου, τρώγε, πίνε, διασκέδαζε”.
(1) Η ψυχή εδώ θεωρείται ως έδρα της επιθυμίας του σώματος (δ).
(2) «Έχεις πολλά αγαθά· διότι σαν να κείτονταν κάτω έλεγε, έχεις αγαθά που κείτονται για πολλά χρόνια, έχοντας πλανεμένη κρίση σχετικά με τα αγαθά. Διότι αγνοούσε ότι τα όντως αγαθά δεν είναι στην καταραμένη γη, αλλά στον ουρανό. Όπου όχι για πολλά χρόνια, αλλά για απέραντους αιώνες υπάρχει η ανάπαυση των μακάριων και η ευφροσύνη με τον Ιησού Χριστό» (Ω).
(3) «Ορίζει για τον εαυτό του μήκος ζωής, λες και το θέρισε και αυτό από τη γη… Αλλά πλούσιε, θα μπορούσε κάποιος να πει, τους μεν καρπούς τους έχεις στις αποθήκες, αλλά τα πολλά χρόνια από πού θα τα πάρεις;» (Κ). «Διότι μήπως και αυτό είναι γένημα δικό σου, μήπως και αυτό είναι αγαθό δικό σου;» (Θφ). Εκτός όμως από αυτό, οι πλήρεις αποθήκες ήταν λοιπόν αρραγές θεμέλιο ευτυχίας; Δεν ήταν αυτές υποκείμενες σε κατάρρευση από σεισμό ή σε αποτέφρωση από κεραυνό ή από άλλη πυρκαγιά; Να και σε αυτό βρίσκεται η ανοησία του πλουσίου.
(4) «Τι παραλογισμός! Αν λοιπόν είχες γουρουνίσια ψυχή, τι άλλο παρά αυτό θα ευαγγελιζόσουν σε αυτήν; Τόσο κτηνώδης είσαι, τόσο δεν σκέφτεσαι τα αγαθά της ψυχής, αφού της κάνεις τραπέζι με τα φαγητά της σάρκας· και όσα υποδέχεται η τουαλέτα, αυτά στέλνεις στην ψυχή;» (Β). «Μπράβο αγαθά της ψυχής! Διότι το φαγητό και το ποτό είναι αγαθά ψυχής χωρίς λογικό» (Θφ). «Τέτοιος είναι και ο τωρινός πλούσιος, αφού είναι σκυμμένος στην κοιλιά του και στη θέση της σκέψης έχει λαιμό και δεν ζει σύμφωνα με την εικόνα του μόνου αγαθού· για αυτό παραθέτει γεύμα στην ψυχή του με τις τροφές της σάρκας… Αλλά βεβαίως έπρεπε να τρώει για να ζει, όχι όμως να ζει για να τρώει, όπως αυτοί που θεοποιούν την κοιλιά και λένε: ας φάμε και ας πιούμε, διότι αύριο πεθαίνουμε» (Κ). Αλλά επιπλέον ο πλούσιος μέσα στην ανοησία του δεν σκέφτεται ότι δεν αρκεί η αφθονία του φαγητού να κάνει αδιατάρακτη την ευφροσύνη του. Υπάρχουν και πολλά άλλα ικανά να στενοχωρήσουν αυτόν που κάθεται κάθε μέρα σε πλούσιο τραπέζι. Κούραση ή ασθένεια του σώματος, δυσαρέσκεια με συγγενείς και υπηρέτες και προπαντός ταραγμένη συνείδηση, μπορούν να αφαιρέσουν κάθε άνεση από τον άνθρωπο που κατέχει όλα τα πλούτη του κόσμου.

12.20 εἶπεν δὲ αὐτῷ ὁ θεός(1), ῎Αφρον(2), ταύτῃ τῇ νυκτὶ(3) τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν(4) ἀπὸ σοῦ· ἃ δὲ ἡτοίμασας, τίνι(5) ἔσται;
20 Τότε του είπε ο Θεός: “ανόητε. Αυτή τη νύχτα θα παραδώσεις τη ζωή σου. Αυτά, λοιπόν, που ετοίμασες σε ποιον θα ανήκουν;”
(1) «Είπε σε αυτόν αυτά μέσω της συνείδησης. Διότι τότε η συνείδηση, αισθανόμενη τον θάνατο, λέει τέτοια λόγια» (Ζ). Είπε σε αυτόν ο Θεός μέσω της μυστικής του κρίσης (b). Άλλωστε λέει αυτό «όχι επειδή ο Θεός μίλησε στον πλούσιο», αλλά «τα επινοεί αυτά η παραβολή» (Θφ).
(2) «Μπορεί κάποιος να πει ότι ανόητος έχει ονομαστεί αυτός που ζει σαν εθνικός (ειδωλολάτρης)… Σε αυτόν δηλαδή τον ανόητο είπε ο Θεός εξαιτίας της αθεΐας που είχε μέσα του: Ανόητε, αυτή τη νύχτα…» (Β). «Τον ονομάζει λοιπόν ανόητο, επειδή σκέφτηκε τελείως ανόητα… Διότι πώς δεν είναι ανόητος, αυτός που δεν ξέρει ότι τα μέτρα της ζωής τα καθορίζει μόνος ο Θεός και δεν ορίζει ο καθένας αυτός ο ίδιος για τον εαυτό του τη ζωή;» (Θφ). «Επειδή φρονείς τα επίγεια και έχεις για Θεό την κοιλιά και είσαι ολόκληρος σαρκικός, δούλος στα πάθη, άκου τον χαρακτηρισμό που σου ταιριάζει, τον οποίο δεν σου τον απέδωσε κανείς άνθρωπος, αλλά ο ίδιος ο Κύριος» (Β).
(3) Λέγεται με έμφαση σε αντίθεση με το προηγούμενο «εις έτη πολλά» (p). «Διότι αυτήν τη νύχτα παίρνουν την ψυχή σου. Είναι άδηλη η έξοδος από τη ζωή, άστατη η απόκτηση, αμέτρητοι γκρεμοί, από παντού κύματα» (Χ). Αυτή τη νύχτα την οποία προ πολλού ονειρευόσουν ως νύχτα ευτυχίας, κατά την οποία πλέον θα κοιμόσουν ήσυχος με την πεποίθηση, ότι θα είχες αγαθά φυλαγμένα για έτη πολλά. Η νύχτα αυτή γίνεται τώρα νύχτα αγωνίας και τρόμου για σένα. Η ώρα του θανάτου για τους δίκαιους, είναι ανατολή ημέρας ευφρόσυνης και χωρίς δύση. Αλίμονο! Για τους ανόητους είναι ώρα νύχτας φοβερής διότι σκοτάδι απόγνωσης απλώνεται μπροστά τους και κατεβαίνουν στο σκοτεινό άδη στερημένοι κάθε ελπίδας.
(4) Μαθαίνει τώρα ότι η ψυχή του δεν ανήκε σε αυτόν. Το «απαιτούν» λέγεται σε αντίθεση με το προηγούμενο «(θα πω) στην ψυχή μου» (g). Ποιοι απαιτούν; Ή, λέγεται απρόσωπα και αόριστα (p. g). Ή, «σαν ακριβώς κάποιοι φοβεροί εφοριακοί, φοβεροί άγγελοι απαιτούν την ψυχή σου χωρίς να το θες εσύ, επειδή από αγάπη για την παρούσα ζωή, επιζητούσες τα επίγεια. Διότι από τον δίκαιο δεν απαιτείται η ψυχή, αλλά παραδίδει αυτήν στο Θεό και Πατέρα των πνευμάτων, με χαρά και αγαλλίαση… Ο αμαρτωλός όμως, που έκανε όλη σάρκα την ψυχή του… και την μετέτρεψε σε γη, την έκανε να μην μπορεί εύκολα να αποσπαστεί από το σώμα. Για αυτό και λέγεται ότι του την απαιτούσαν και την παρέδωσε σαν χρεώστης ανυπάκουος σε άγριους πράκτορες. Πρόσεξε όμως πώς δεν είπε· Απαιτώ την ψυχή σου, αλλά απαιτούν. Διότι μόνο των δικαίων οι ψυχές είναι στο χέρι του Θεού» (Θφ).
(5) «Αυτά που θησαύρισες, δεν θα υπάρχουν για σένα, δικά σου δεν θα γίνουν» (Ζ), «διότι σαν σκόνη θα φύγουν και θα σταλούν σε άλλους» (Κ). «Αλλά ούτε και ποιανού θα είναι αυτά δεν θα ξέρεις, είτε κληρονόμου, είτε ξένου, είτε εχθρού, το οποίο και αυτό είναι προσθήκη λύπης» (Ζ). Εγκαταλείπουν οι ανόητοι πίσω τους όλα εκείνα για τα οποία μόχθησαν και τα οποία με πολλές αγωνιώδεις φροντίδες μάζεψαν και φεύγουν γυμνοί. Καθετί που θεώρησαν ότι συντελεί στην ευτυχία τους και πάνω στο οποίο στήριξαν το οικοδόμημά τους και όλη την ελπίδα τους, εγκαταλείπεται σε άλλους. «Εκείνη την ημέρα θα χαθούν όλες οι σκέψεις τους» (Ψαλμ. ρμε 4). «Διότι δεν θα πάρουν τα πάντα όταν πεθαίνουν, ούτε θα κατέβει μαζί τους στον τάφο η δόξα τους» (Ψαλμ. μη 18). Ποιοι όμως θα είναι αυτοί οι οποίοι θα κατακτήσουν αυτά που εγκαταλείφθηκαν; Θα είναι άραγε κληρονόμοι οι οποίοι θα ευλογούν τη μνήμη τους ή οι οποίοι θα καταριούνται αυτήν; Θα είναι συνετοί ή ανόητοι, όπως υπήρξαν και εκείνοι τους οποίους κληρονόμησαν; Θα είναι πρόσωπα που συμπαθούσαν ή πρόσωπα ανεπιθύμητα και μισητά σε αυτούς;

12.21 οὕτως(1) ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ(2) καὶ μὴ εἰς θεὸν(3) πλουτῶν(4).
21 »Αυτά, λοιπόν, παθαίνει όποιος μαζεύει πρόσκαιρους θησαυρούς και δεν πλουτίζει τον εαυτό του με ό,τι θέλει ο Θεός».
(1) Εξυπακούεται το «θα συμβεί» (b). Τέτοιο τέλος θα έχει (δ).
(2) Που θησαυρίζει για την ψυχή του με το πνεύμα των στίχων 19,22 (b)· χάριν των ηδονών του (δ), «αυτός που αποθηκεύει για τον εαυτό του τα πρόσκαιρα» (Ζ).
(3) Δεν λέει πλουτίζει για τον Θεό, όπως είπε θησαυρίζει για τον εαυτό του. Διότι τίποτα από εμάς δεν μπορεί να προστεθεί ή να αφαιρεθεί από την μακαριότητα του Θεού (b).
(4) «Πλούτος κατά Θεόν είναι η απόκτηση των αρετών» (Ζ). Και πλουτίζω για το Θεό, σημαίνει να είναι κάποιος πλούσιος σε εκείνα τα οποία αρέσουν στο Θεό (p), να χρησιμοποιεί τα θεία χαρίσματα και τις θείες δωρεές όχι για ιδιοτελείς σκοπούς και αποκλειστικά για δική του ικανοποίηση, αλλά με τρόπο χρήσιμο και για ωφέλεια και του πλησίον (ο). «Αυτός μεν που δαπάνησε τον εαυτό του στις φροντίδες της γης, έχει επιζήμιο το τέλος και θα πάει στο Θεό φτωχός. Αυτός όμως που μεριμνά τα του Κυρίου, θα πλουτίσει μεν σε έργα αγαθά και θα έχει θησαυρό ασύλητο στους ουρανούς» (Κ).

Στίχ. 22-34. Η πρόνοια του Θεού και η ολιγοπιστία των ανθρώπων.
12.22 Εἶπεν δὲ(1) πρὸς τοὺς μαθητάς(2) αυτού, Διὰ τοῦτο(3) λέγω(4) ὑμῖν, μὴ μεριμνᾶτε(5) τῇ ψυχῇ(6) υμών τί φάγητε, μηδὲ τῷ σώματι υμών τί ἐνδύσησθε.
22 Είπε τότε ο Ιησούς στους μαθητές του: «Γι’ αυτό σας λέω να μην αγωνιάτε για τη ζωή σας τι θα φάτε και για το σώμα σας τι θα ντυθείτε.
(1) Για τους σ. 22-32 δες Ματθ. στ 25-34 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις.
(2) Οι οποίοι δεν είχαν πολλά πλούτη (b) και οι οποίοι μπορούσαν να σκεφτούν ότι δεν διέτρεχαν τον κίνδυνο του άφρονα πλούσιου, διότι δεν είχαν περίσσεια υλικών αγαθών. Εφιστά λοιπόν την προσοχή τους σε άλλο κλάδο πλεονεξίας, στον πειρασμό του οποίου ήταν υποκείμενοι. Επειδή είχαν λίγα ή δεν είχαν τίποτα, επόμενο ήταν να απασχοληθούν από τη σκέψη, πως θα ζήσω και πως θα βρω τα αναγκαία για συντήρηση. Εάν η αγωνιώδης αυτή σκέψη τούς αιχμαλώτιζε, επόμενο ήταν σιγά-σιγά να παρασυρθούν από αυτήν και σε πλεονεξία.
(3) «Ο Κύριος πηγαίνει τη διδασκαλία από τα μικρότερα στα τελειότερα. Διότι πρόσεξε τη σειρά. Δίδαξε να φυλάγονται από την πλεονεξία και πρόσθεσε την παραβολή για τον πλούσιο… έρχεται και στην ρίζα της πλεονεξίας, εννοώ βεβαίως τη μέριμνα (αγχώδης φροντίδα) και λέει· Για αυτό σας λέω· επειδή, λέει, είναι ανόητος αυτός που ορίζει για τον εαυτό του περισσότερα μέτρα ζωής και εξαπατάται με το να επιθυμεί περισσότερα εδώ στη γη, όπως ήταν ο πλούσιος, για αυτό σας λέω» (Θφ).
(4) Σας λέω ως νομοθέτης και κυρίαρχος των καρδιών σας· ως παράκλητος και συντελεστής της χαράς σας.
(5) «Μη δαπανάτε φροντίδα με ιδιαίτερο ζήλο για αυτά, αλλά χαρίστε τον ζήλο σας στα ανώτερα» (Κ). Υπάρχει και φροντίδα για τα πράγματα της παρούσας ζωής, η οποία δεν είναι μόνο επιτρεπόμενη αλλά αποτελεί και καθήκον μας. Τέτοια είναι αυτή που επαινείται στην αγαθή γυναίκα στο Παροιμ. λα 13, η οποία δεν περνά το χρόνο της σε ανόητα λόγια και ματαιότητες αλλά με την εργατικότητά της γίνεται βοηθός πολύτιμος του συζύγου της. Η απαγορευμένη εδώ φροντίδα είναι η ανήσυχη και βασανιστική, η οποία περισπά τη διάνοια εδώ και εκεί και την κρατά μετέωρη και σε αγωνία. Είναι η φροντίδα που συμπνίγει την εν Κυρίω χαρά μας και αποξηραίνει την προς αυτόν ελπίδα μας· αυτή που αφαιρεί τον ύπνο από εμάς και μας εμποδίζει να χαρούμε και τους εαυτούς μας και τους φίλους μας και κάθε άλλο που ο Θεός έδωσε σε μας. Το να εργάζεται όμως ο καθένας είναι καθήκον. Οφείλουμε να είμαστε επιμελείς στην άσκηση του επαγγέλματός μας, διότι αλλιώς πειράζουμε το Θεό.
(6) Αναφέρεται άμεσα στο «ψυχή, φάε» της παραβολής και συνεπώς παίρνει την ψυχή ως την πηγή της φυσικής ζωής και της φυσικής απόλαυσης (p). Μην αγωνιάτε για την παράταση της ζωής σας. Εμπιστευτείτε στο Θεό το να επιμηκύνει ή να επιταχύνει αυτήν, όπως αρέσει σε αυτόν. Τα χρόνια μου είναι στα χέρια σου. Και είναι τόσο καλά τα χέρια αυτά. Μην αγωνιάτε για την συντήρηση και τις ανέσεις της ζωής σας. Ούτε ακόμη για τον απαραίτητο για την συντήρησή σας άρτο. Αφήστε στο Θεό την φροντίδα να καταστήσει, όπως αυτός θέλει, την ζωή σας πικρή ή γλυκιά και να συντηρήσει αυτός αυτήν με όσα αγαθά ευαρεστείται.

12.23 ουχί(1) η ψυχὴ πλεῖόν ἐστιν τῆς τροφῆς(2) καὶ τὸ σῶμα τοῦ ἐνδύματος(3).
23 Η ζωή σας είναι σπουδαιότερη από το φαγητό, και το σώμα σας από τα ρούχα.
(1) «Πρόσεξε πως δεν λέει απλά το «Μη μεριμνάτε», αλλά και εδώ ανακινεί συλλογισμούς από αυτά που ήδη υπάρχουν σε μας» (Κ). «Και δεν κάνει προτροπή που δεν έχει λογική, αλλά με παράδειγμα λογικό ενισχύει την διδασκαλία» (Ε). Η λογική απόδειξη είναι τεκμήριο από το ισχυρότερο (g).
(2) Αξιόλογη και η επόμενη: «Και αυτός μεν είναι ο πρώτος συλλογισμός από τον οποίο συμπεραίνουμε, ότι δεν πρέπει κάποιος να μεριμνά για τον εαυτό του. Διότι αν από την τροφή που φυτρώνει από τη γη, είναι ανώτερη και καλύτερη και τιμιότερη η ψυχή του ανθρώπου, που είναι λογική και νοερή ουσία, αλλά αυτήν (την ψυχή) που δεν υπήρχε την έφερε στην ύπαρξη ο Θεός και μας την έδωσε χωρίς να μεριμνήσουμε καθόλου, καθιστώντας μας έμψυχους και λογικούς, γιατί πρέπει να φροντίζουμε για το χειρότερο, το οποίο είναι η τροφή; Διότι αυτός που έχει δώσει το ανώτερο, δεν θα έχει αδυναμία να προσφέρει και όσα αυτό χρειάζεται» (Ε).
(3) «Και στο ντύσιμο του σώματος το ίδιο ισχύει. Διότι αν ομολογείται από όλους, ότι το σώμα του ζωντανού πλάσματος είναι, με ασύγκριτη σύγκριση, ανώτερο σε αξία από το ρούχο που το ντύνει εξωτερικά, αλλά αυτό το όλο σώμα που έχει ζωή και ψυχή ο Δημιουργός ο ίδιος το έφτιαξε, γιατί πρέπει κάποιος να αγωνιά μήπως άραγε φανεί αδύναμος να προσφέρει το κατώτερο, δηλαδή το ρούχο, αυτός που δημιούργησε το ανώτερο; Αυτός λοιπόν είναι ο πρώτος αποδεικτικός συλλογισμός» (Ε).

12.24 κατανοήσατε τοὺς κόρακας(1) ὅτι οὐ σπείρουσιν οὐδὲ θερίζουσιν, οἷς οὐκ ἔστιν ταμεῖον οὐδὲ ἀποθήκη, καὶ ὁ θεὸς(2) τρέφει αὐτούς· πόσῳ μᾶλλον ὑμεῖς διαφέρετε τῶν πετεινῶν(3)
24 Παρατηρήστε τα κοράκια: ούτε σπέρνουν ούτε θερίζουν, και δεν έχουν ούτε κελάρι ούτε αποθήκη· κι όμως ο Θεός τα τρέφει. Εσείς αξίζετε πολύ περισσότερο από τα πουλιά.
(1) Μπορούσε μεν να φέρει ως παράδειγμα άγιους προφήτες, όπως τον Ηλία και τον Μωϋσή, αλλά φέρνει τα πουλιά για να ντραπούν περισσότερο» (Θφ). «Λέγοντας όμως ο Κύριος, Παρατηρήστε τα κοράκια, δείχνει κάτι περισσότερο. Διότι τα μεν πουλιά που μαζεύουν σπόρους έχουν πιο εύκολη την τροφή, ενώ τα σαρκοφάγα, όπως τα κοράκια, είναι πιο δύσκολο να την βρουν. Αλλά όμως ούτε αυτά στερούνται τροφής, λόγω της Πρόνοιας που εκτείνεται παντού» (Ε). Υπάρχουν ποικίλα είδη πτηνών, πολυάριθμα και μερικά από αυτά σαρκοβόρα και αρπαχτικά, που δύσκολα βρίσκουν τροφή και διώκονται από τους ανθρώπους. Και όμως όλα αυτά τρέφονται και βρίσκουν το κάθε είδος την κατάλληλη για αυτό τροφή. Διότι ό,τι τρέφει αυτό το είδος των πτηνών, δεν είναι κατάλληλη τροφή και για τα άλλα είδη. Σπάνια βρίσκονται πτηνά νεκρά από πείνα και έλλειψη τροφής ούτε και τον χειμώνα. Ο άνθρωπος εκτός από την φροντίδα του για την διατροφή των κατοικίδιων ζώων του –και πόσο του κοστίζει αυτή και σε χρήμα και σε φροντίδες- καμία πρόνοια δεν λαμβάνει για τα άλλα πουλιά, πολλά από τα οποία και κυνηγά ή ζητά να τα εξοντώσει. Και όμως όλα αυτά ζουν. Ο Πατέρας ο ουράνιος τρέφει αυτά. «Γνωρίζει όλα τα πουλιά του ουρανού» (Ψαλμ. μθ 11) και «όλα προσδοκούν σε αυτόν να τους δώσει την τροφή τους στον κατάλληλο καιρό» (Ψαλμ. ργ 27). Το ιδιαιτέρως όμως άξιο προσοχής εδώ είναι, ότι τρέφονται αυτά, χωρίς να λαμβάνουν κάποια ιδιαίτερη πρόνοια και χωρίς να απασχολούνται από κάποια αγωνιώδη φροντίδα. Δεν παραμένουν μεν αυτά χωρίς εργασία, ούτε αναμένουν την τροφή τους στις φωλιές, χωρίς και αυτά να αναζητήσουν αυτήν. Η μέριμνα όμως που μαστίζει τις ψυχές των ολιγόπιστων ανθρώπων, είναι ξένη και άγνωστη σε αυτά.
(2) Το Θεός αντικαθιστά το «ο πατέρας σας» στο Ματθ. στ 26. Η αντικατάσταση είναι σκόπιμη αφού πρόκειται για ζώα χωρίς λογικό (L). «Εάν για αυτά των οποίων δεν είναι πατέρας, προνόησε για την αυτάρκη τους τροφή ο κηδεμόνας και προνοητής των πάντων Θεός, σε σας που έχετε δημιουργηθεί κατ’ εικόνα του και είναι πατέρας λόγω της νοερής και λογικής ουσίας που έχετε μέσα σας, πώς δεν θα δείξει όλη τη φροντίδα για τη ζωή σας; Και θα σας θρέψει, βεβαίως, χωρίς μέριμνα, όπως ο πατέρας τα παιδιά που τους παρέχει έτοιμα όσα χρειάζονται, περισσότερο από ότι στα πουλιά του ουρανού, στα οποία χωρίς κόπο, χωρίς σπορά και καλλιέργεια προσφέρει την τροφή και ο Πατέρας σας δίνει σε αυτά και ζωή και τροφή ταυτόχρονα» (Ε).
(3) Είναι βεβαίως και των πουλιών κύριος και δημιουργός ο Θεός, όπως είναι και δικός σας. Για σας όμως είναι ακόμη και Πατέρας. Είστε παιδιά του. Πώς είναι δυνατόν αυτός, ο οποίος τόση πρόνοια λαμβάνει για τα άλογα πλάσματά του, να παραμελήσει τα παιδιά του;

12.25 τίς δὲ ἐξ ὑμῶν(1) μεριμνῶν(2) δύναται ἐπὶ τὴν ἡλικίαν(3) αὐτοῦ προσθεῖναι πῆχυν ένα;
25 Ποιος από σας μπορεί με τις φροντίδες του να προσθέσει έναν πήχυ στο ανάστημά του;
(1) Στη θεία δύναμη ο Κύριος αντιθέτει τώρα την ανθρώπινη αδυναμία, της οποίας ο αιφνίδιος θάνατος του άφρονος πλουσίου ήταν ζωντανή απόδειξη (g).
(2) «Χρησιμοποίησε και τρίτο συλλογισμό σε αυτό, λέγοντας: Ποιος όμως από σας μπορεί μεριμνώντας…» (Ε). Πόσο ανόητος θα θεωρούνταν κάποιος, εάν έχανε τον ύπνο του και πίεζε τον νου του με τη συνεχή σκέψη και φροντίδα να αυξήσει το ανάστημά του!
(3) Μπορούμε να το πάρουμε ότι λέγεται και για το μήκος της ζωής, αλλά εφόσον χρησιμοποιείται εδώ σε σχέση με την αύξηση των φυτών, που συντελείται μερικές φορές ραγδαία, λογικό και φυσικό είναι να πάρουμε τη λέξη με την έννοια του αναστήματος, όπως στο ιθ 3 (g). Με συνδυασμό και των δύο εννοιών.= «Αν κανείς ποτέ ως τώρα, δεν επινόησε με δική του φροντίδα προσθήκη στον εαυτό του του σώματος, αλλά ούτε στην προθεσμία του χρόνου της ζωής, και ποιος μεριμνώντας θα ήταν ικανός φτάνοντας στο τέλος της ζωής να επινοήσει για τον εαυτό του διάστημα μίας ημέρας ή πολύ σύντομο καιρό· γιατί χρειάζεται περιττά να μεριμνούμε, ενώ πρέπει αφήνοντάς τα όλα στο Θεό, να περιμένουμε το δικό του θέλημα; Διότι αν θελήσει αυτός να αυξηθούμε [σε ύψος] εμείς, ας αυξηθούμε, χωρίς να μεριμνήσουμε καθόλου· και αν θελήσει να ζούμε και να είμαστε μακρόβιοι, θα ζήσουμε και θα γίνουμε πολύχρονοι, χωρίς να μεριμνήσουμε καθόλου· αν όμως αυτός δεν θέλει να παραμένει κάποιος στη ζωή, είναι μάταιη κάθε φροντίδα ανθρώπου» (Ε).

12.26 εἰ οὖν οὐδὲ ἐλάχιστον(1) δύνασθε, τί περὶ τῶν λοιπῶν(2) μεριμνᾶτε(3);
26 Αν, λοιπόν, δεν έχετε τη δυνατότητα να πετύχετε ούτε τόσο λίγο, γιατί αγωνιάτε για τα υπόλοιπα;
(1) «Ελάχιστο λέει την προσθήκη στο ανάστημα ένα πήχυ» (Ζ).
(2) Από χρόνο σε χρόνο και από μέρα σε μέρα παράγει ο Θεός με την πρόνοιά του στάρι, κρασί, λάδι, καρπούς, λαχανικά, χλόη, πρόβατα, βόδια, άγρια ζώα, πτηνά και ψάρια και συντηρεί και στηρίζει ολόκληρο τον φυσικό κόσμο. Αυτά είναι «περὶ τῶν λοιπῶν», που απομένουν δηλαδή, τα οποία πολύ λιγότερο από το ανάστημά μας βρίσκονται υπό την εξουσία μας (b).
(3) «Τι κερδίζεις μεριμνώντας; Προσθέτεις στο ανάστημά σου έστω και το ελάχιστο; Όχι· μάλλον μεν λοιπόν αφαιρείς από τη σάρκα· διότι η μέριμνα λιώνει το σώμα. Αν λοιπόν το ελάχιστο δεν μπορείς να προσθέσεις, γιατί μεριμνάς για τα υπόλοιπα; Διότι είναι ολοφάνερο ότι, όπως ακριβώς την αύξηση την δίνει ο Θεός, έτσι και τα άλλα θα τα δώσει» (Θφ).

12.27 κατανοήσατε(1) τὰ κρίνα πῶς αὐξάνει· οὐ κοπιᾷ οὐδὲ νήθει· λέγω δὲ ὑμῖν, οὐδὲ Σολομὼν ἐν πάσῃ τῇ δόξῃ αὐτοῦ περιεβάλετο ὡς ἓν τούτων(2).
27 Παρατηρήστε τα κρίνα πώς μεγαλώνουν: δεν κοπιάζουν ούτε γνέθουν· κι όμως σας βεβαιώνω πως ούτε ο Σολομών σ’ όλη του τη μεγαλοπρέπεια δεν ντυνόταν όπως ένα απ’ αυτά.
(1) Κατανοήστε. Όχι απλώς παρατηρήστε για τέρψη μόνο των ματιών σας, αλλά μελετήστε και σκεφτείτε βαθύτερα πάνω στο φαινόμενο, το οποίο αυτά παρουσιάζουν. Φιλοσοφείστε πάνω σε αυτό. Πολλά μαθήματα σωτήρια μπορούμε να πάρουμε από τα δημιουργήματα του Θεού και πολλά μπορούμε να διδαχτούμε από όσα βλέπουμε στη φύση εάν τα παρατηρούμε όχι με επιπολαιότητα αλλά με σκέψη βαθύτερη. «οι μιλιές και τα λόγια, δεν είναι μιλιές και λόγια, των οποίων δεν ακούγονται οι φωνές» (Ψαλμ. ιη 3). «Ευλογούν τον Κύριο η γη, τα όρη και τα βουνά και όλα όσα φυτρώνουν σε αυτήν».
(2) «Δείτε, λέει, με τα μάτια, πως ο δημιουργός του παντός Θεός, απλώνοντας την πολυποίκιλη σοφία του μέχρι και τα άνθη που φυτρώνουν στη γη, τα στόλισε με κάθε είδους χρώματα και στολίδια, μετασχηματίζοντας, από τη μία, αυτήν την άψυχη γη και σκόνη και μεταβάλλοντας το είδος της με βαμβάκια πολύ καλύτερα από πορφύρα και χρυσάφι, με υμένες λεπτούς και ανθηρούς καταθέτοντας στη γη τον στολισμό του· ώστε σε κανέναν βασιλιά που ζούσε στην τρυφή, ούτε στον ίδιο τον Σολομώντα, που ήταν περιβόητος στους παλιούς για σοφία και πλούτο και τρυφή, να μην βρεθεί τόσο μεγάλη φιλόκαλη τέχνη, ώστε να έχει αυτός όμοια περιβολή με ένα από τα ωραία αυτά άνθη της γης» (Ε). Ο σ. ερμηνεύτηκε λεπτομερώς στο Ματθ. στ 28-29.

12.28 εἰ δὲ τον χόρτον του αγρού, σήμερον όντα(1) καὶ αὔριον εἰς κλίβανον βαλλόμενον ὁ θεὸς οὕτως αμφιέννυσι(2), πόσῳ μᾶλλον ὑμᾶς, ὀλιγόπιστοι(3).
28 Κι αν ο Θεός ντύνει έτσι το αγριόχορτο, που σήμερα υπάρχει κι αύριο το ρίχνουν στη φωτιά, σκεφτείτε, ολιγόπιστοι, πόσο περισσότερο θα φροντίσει για σας!
(1) «Αν τα κρίνα έτσι τα ντύνει ο Θεός… και αυτά τη στιγμή που η ομορφιά των κρίνων δεν είναι αναγκαία, πόσο μάλλον εμάς δεν θα ντύσει, που είμαστε το τίμιο πλάσμα και μάλιστα τη στιγμή που είναι αναγκαίο το ρούχο για το σώμα μας;» (Θφ). Διαφορετική γραφή «ει δε εν αγρω τον χόρτον όντα σήμερον». =Μπαίνει μπροστά με έμφαση το «εν αγρω». Στον αγρό όπου τόση φροντίδα θα φαινόταν περιττή (p). Διδάξου παρ’ όλα αυτά από την παραβολή του κρίνου, το οποίο εντός ολίγου μαραίνεται, πόσο μάταιο είναι το να ασχολείται κάποιος με τη λαμπρή περιβολή και πόσο ανοητότερο είναι να υπερηφανεύεται κάποιος για το πολύτιμο και ωραίο ένδυμά του. Δεν μπορούμε εμείς να ντυθούμε τόσο θαυμάσια, όσο πολλά από τα άνθη που φυτρώνουν στον αγρό. Ο στολισμός τους όμως τόσο εύκολα εξαφανίζεται. Έτσι θα εξαφανιστεί και ο δικός μας, οσοδήποτε μεγαλοπρεπής και αν είναι. Και μαζί με αυτόν εντός ολίγου θα εξαφανιστεί και η ωραιότητά μας και όλη η δόξα μας καταλήγοντας στον τάφο, όπως και το χορτάρι του αγρού ποδοπατείται μαραινόμενο ή καίγεται ριπτόμενο στον κλίβανο. «Κάθε σάρκα είναι σαν χόρτο και κάθε δόξα ανθρώπου είναι σαν άνθος χόρτου. Ξεράθηκε το χορτάρι και το άνθος του ξέπεσε» (Α΄Πέτρ. α 24).
(2) Υπάρχει και η γραφή αμφιάζει, μεταγενέστερη λέξη, κοινώς αμφιέζω, στη δωρική αμφιάζω.
(3) Ας προσέξουμε, πώς ο Κύριος μάς χαρακτηρίζει Ολιγόπιστοι! Αυτό μπορούμε να το πάρουμε ως προτροπή για επαύξηση της πίστης μας. Η μεγάλη πίστη θα χορηγήσει σε μας μεγάλες δωρεές. Αλλά να που και τη λίγη πίστη μας δεν την απορρίπτει ο επουράνιος Πατέρας μας. Όπως τα μικρά παιδιά στην οικογένεια τρέφονται και ντύνονται από τους γονείς τους το ίδιο στοργικά όσο και τα μεγάλα, έτσι και ο ουράνιος Πατέρας ντύνει και τρέφει όχι μόνο τα ώριμα σε πίστη παιδιά του αλλά και τα ασθενέστερα από αυτά. Συγχρόνως όμως ο χαρακτηρισμός αυτός αποτελεί και μάλωμα για την ολιγοπιστία μας. Στο βάθος της η ανήσυχη για το ρούχο και την τροφή φροντίδα, δεν είναι τίποτα άλλο παρά πίστη ασθενής. Εάν είχαμε πίστη ισχυρότερη, θα κυριευόμασταν και από λιγότερη μέριμνα. Πίστη λοιπόν ισχυρή και ακλόνητη, διώχνει κάθε μέριμνα.

12.29 καὶ ὑμεῖς(1) μὴ ζητεῖτε τί φάγητε καὶ τί πίητε(2), καὶ μὴ μετεωρίζεσθε(3)·
29 Μη σας απασχολεί, λοιπόν, τι θα φάτε και τι θα πιείτε, και μη σας πιάνει άγχος.
(1) Και εσείς όπως τα πουλιά και τα κρίνα και αντιθέτως με τους εθνικούς (L).
(2) «Ας ρίξουμε στον Κύριο την φροντίδα· μη μεριμνήσουμε τι θα φάμε, τι θα πιούμε ή τι θα ντυθούμε· ας μην δαπανάται ο μεγάλος σε αξία λογισμός μας σε μικρά και ασήμαντα πράγματα· μην κάνουμε τον ελεύθερο νου δούλο ρούχου και τροφής» (Κ).
(3) Λέγεται μοναδική φορά. «Μετεωρισμό να εννοήσεις, σε παρακαλώ, τον περισπασμό, αυτόν από τα ουράνια στα γήινα» (Ζ), «και την άστατη μετακίνηση του λογισμού, που σκέφτεται άλλοτε άλλο και πηδάει από αυτό σε εκείνο» (Θφ). Πολλοί ερμηνευτές παίρνουν το ρήμα σαν μεταφορά από τα πλοία που σύρονται εδώ και εκεί στη θάλασσα. Δες και τη φράση «μετέωρο στο φόβο» (Ιωσήπου Ιουδ. Πολ. IV,2,5) για εγκληματία που αναμένει την ποινή (p).

12.30 ταῦτα γὰρ πάντα(1) τὰ ἔθνη τοῦ κόσμου(2) επιζητεί(3)· ὑμῶν δὲ ὁ πατὴρ(4) οἶδεν ὅτι χρῄζετε(5) τούτων.
30 Για όλα αυτά αγωνιούν όσοι δεν εμπιστεύονται το Θεό. Ο Πατέρας σας όμως ξέρει καλά ότι έχετε ανάγκη απ’ αυτά.
(1) Το «πάντα» πρέπει να το συνδέσουμε με το ταῦτα (b).
(2) Οι εθνικοί ζητούν εναγώνια όλα αυτά, επειδή αγνοούν την πρόνοια του Θεού και την φροντίδα, την οποία ο Θεός λαμβάνει για εμάς. Η φράση «τα έθνη του κόσμου» δεν συναντιέται πουθενά αλλού στην Κ.Δ ή τους Ο΄, αποδίδει όμως αραμαϊκή έκφραση συνηθισμένη στα ραββινικά συγγράμματα (p). Τα έθνη επιζητούν αυτά, διότι δεν γνωρίζουν τα καλύτερα από αυτά, τα οποία ο αγαθός Πατέρας αποκάλυψε σε σας. Ζητούν αυτά εναγώνια διότι είναι χωρίς Θεό στον κόσμο και δεν έχουν κάποια ιδέα για την αγαθή πρόνοιά του. Φοβούνται και λατρεύουν τα είδωλά τους, αλλά αυτά είναι βουβά και άψυχα και για αυτό αδυνατούν οι εθνικοί να ρίξουν σε αυτά την εμπιστοσύνη τους και αγνοούν πώς να περιμένουν από αυτά στοργή και πατρική φροντίδα. Είναι όμως ντροπή για τους Χριστιανούς, οι οποίοι ομολογούν θρησκεία που τους διδάσκει ότι όχι μόνο υπάρχει Πρόνοια στοργική και πάνσοφη, αλλά δόθηκαν και ξεκάθαρες επαγγελίες και υποσχέσεις από τον ουράνιο Πατέρα που μαρτυρούν το πατρικό για τους ανθρώπους ενδιαφέρον του, και βεβαιώνουν αυτούς για την προστασία και άγρυπνη παρακολούθησή τους. Έτσι ώστε, όταν τέτοιες αγωνιώδεις φροντίδες μάς κυριεύουν, ενδείκνυται να ρωτά ο καθένας τον εαυτό του: Τι είμαι λοιπόν; Χριστιανός ή εθνικός; Βαπτισμένος ή αβάπτιστος; Εάν είμαι βαπτισμένος και πιστεύω σε Θεό Πατέρα «όλων των ανθρώπων, κατεξοχήν δε των πιστών», γιατί με τις μέριμνές μου εντάσσω και συναριθμώ τον εαυτό μου με τους εθνικούς;
(3) Το σύνθετο «επιζητεί» εκφράζει την αγωνία και την ένταση, με την οποία τα έθνη ζητούν (p).
(4) «Πατέρας είναι, λέει, και αν είναι Πατέρας πώς δεν θα δώσει;» (Θφ). «Σε πάρα πολύ κατάλληλη ώρα ονομάζει Πατέρα το Θεό, για να μάθουν, ότι δεν θα μπορούσε να ξεχάσει τα παιδιά του, αλλά θα είναι ως προς αυτούς αγαθός και με αγάπη στα παιδιά του» (Κ).
(5) «Αλλά βεβαίως και ξέρει· διότι μήπως αγνοεί; Αλλά και έχετε και ανάγκη. Διότι μήπως είναι περιττά;… Αν λοιπόν και Πατέρας είναι και εσείς έχετε ανάγκη και ξέρει εκείνος, πώς δεν θα δώσει; Φέρνει δηλαδή όχι ένα συλλογισμό, αλλά περισσότερους, για απόδειξη» (Θφ). Εάν ένας ειλικρινής και πιστός φίλος σας μάθαινε ότι βρίσκεστε σε ένδεια και ανάγκη δεν θα έσπευδε να σας βοηθήσει και ανακουφίσει; Ο Θεός γνωρίζει τις ανάγκες σας. Και είναι Πατέρας σας που σας αγαπά περισσότερο από κάθε φίλο σας και συγγενή σας. Πώς είναι δυνατόν ο Πανάγαθος αυτός να μην τρέξει σε βοήθειά σας;

12.31 πλὴν(1) ζητεῖτε τὴν βασιλείαν του Θεού(2), καὶ ταύτα πάντα(3) προστεθήσεται ὑμῖν.
31 Εσείς να επιζητείτε μόνο τη βασιλεία του Θεού, κι όλα αυτά θ’ ακολουθήσουν.
(1) Αφού απορριφθεί όλη αυτή η αγωνιώδης φροντίδα και ζήτηση, δεν απομένει παρά μόνο μία φροντίδα αντάξιά σας (g).
(2) Την κατάσταση εκείνη, την κατ’ αρχάς εσωτερική, έπειτα όμως και κοινωνική, στην οποία η ανθρώπινη θέληση είναι το ελεύθερο όργανο της θείας θέλησης (g). «Να ζητάτε αρχικά την βασιλεία του Θεού και να αρνείστε την μέριμνα για τα βιοτικά, επειδή σας εμποδίζει από αυτό. Βλέπεις το Θεό; Αν ζητάς τα μικρά, δεν κάνεις κάτι αρεστό σε αυτόν, διότι ντροπιάζεις την μεγαλοδωρία του. Αν όμως ζητάς τα μεγάλα, θα πάρεις και εκείνα και για προσθήκη θα πάρεις και τα μικρά» (Θφ). Έχετε εσείς ασύγκριτα μεγαλύτερα και σπουδαιότερα στα οποία να συγκεντρωθούν όλες οι σκέψεις σας και οι πόθοι των καρδιών σας. Και είναι αυτά η ζωή των ψυχών σας, η αιώνια ευτυχία και μακαριότητά σας. Εάν με κάθε ζήλο επιδοθείτε στο έργο της αιώνιας σωτηρίας σας, ασφαλώς τότε οι καρδιές σας θα ελευθερωθούν από τις μέριμνες, στις οποίες η προσκόλληση στον υλικό κόσμο σας παρασύρει. Ζητάτε την βασιλεία του Θεού διότι εκεί και μόνο θα βρείτε την ασφάλεια και ευτυχία σας. Ζητάτε να γίνετε δεκτοί εκεί. Ζητάτε τη βασιλεία της χάρης για να γίνετε όντως ελεύθεροι σε αυτήν. Ζητάτε τη βασιλεία της δόξας για να γίνετε πρίγκηπες και ηγεμόνες σε αυτήν και όλα τα άλλα θα σας δοθούν τότε, χωρίς να στερηθείτε τίποτα από τα αναγκαία για συντήρηση της επίγειας ζωής σας.
(3) Και η τροφή και το ένδυμα.

12.32 Μὴ φοβοῦ(1), τὸ μικρὸν ποίμνιον(2), ὅτι εὐδόκησεν ὁ πατὴρ ὑμῶν(3) δοῦναι ὑμῖν τὴν βασιλείαν(4).
32 »Μη φοβάσαι, μικρό μου ποίμνιο. Σ’ εσάς ευαρεστήθηκε ο Πατέρας σας να δώσει τη βασιλεία του.
(1) Ο στίχος αυτός δεν έχει παράλληλο στον Ματθαίο και είναι ο μόνος στίχος στην περικοπή αυτή, ο οποίος δεν έχει το αντίστοιχο στην επί του όρους ομιλία (p). Ο Ιησούς βλέπει αυτή την ώρα με το διορατικό του βλέμμα μέσα από τα έθνη του κόσμου, που είναι παραδομένα στην αναζήτηση των αγαθών της γης, να διακρίνεται ένας νέος λαός που ανήκει στη βασιλεία του Θεού και για αυτήν κυρίως ενδιαφέρεται, φτωχό όμως και ολιγάριθμο, τον λαό των πιστών. Αίσθημα συμπάθειας και τρυφερότητας κυριεύει στη θέα αυτή τον Ιησού (g). Η έννοια των λόγων αυτών τα οποία απευθύνει στο μικρό ποίμνιο, είναι η εξής: «Μη φοβάσαι, λέει, μικρό ποίμνιο και μην απιστήσεις ότι δεν θα προνοήσει για σένα ο Θεός, έστω και αν εσύ δεν μεριμνάς. Γιατί; Διότι ευαρεστήθηκε ο Πατέρας να σας δώσει την βασιλεία. Αφού λοιπόν δίνει τη βασιλεία, πολύ περισσότερο θα δώσει τα της γης» (Θφ).
(2) «Μικρό ποίμνιο ονομάζει τους αγίους… σε σχέση με το μέγεθος του πλήθους των απίστων ή και για την θεληματική ταπείνωση αυτού του ποιμνίου» (Κ). Λιγότερο πιθανή ερμηνεία: «μικρό, σε σχέση με το μέγεθος του πλήθους των αγγέλων» (Ζ). Το μικρό λόγω του μικρού αριθμού του έχει λόγο να φοβάται. Αλλά ακριβώς επειδή είναι ολιγάριθμο με πολλή μεγαλύτερη αγαθότητα θα διατηρηθεί με ασφάλεια (b).
(3) Επειδή ευαρεστήθηκε ο πατέρας σας (b). Ως πατέρας «δεν θα παραβλέψει τους δικούς του· αλλά μάλλον θα ανοίξει σε αυτούς το χέρι του, το οποίο πάντοτε γεμίζει τα πάντα με αγαθότητα» (Κ). Χορηγεί την βασιλεία όχι ως χρέος οφειλόμενο, αλλά ως χάρη χρηστότητας και καλοκαγαθίας.
(4) «Παρόλο που είναι μικρό το ποίμνιο και από τη φύση του και στον αριθμό και στη δόξα σε σχέση με τις αμέτρητες αγέλες των ουράνιων πνευμάτων, αλλά η αγαθότητα του Πατέρα, που ξεπερνά κάθε λογική, έδωσε και σε αυτό την κληρονομιά των πνευμάτων που βρίσκονται ψηλά, δηλαδή την βασιλεία των ουρανών» (Κ). «Αν όμως δίνει την τόσο μεγάλη και εξαιρετική απόλαυση, θα δώσει οπωσδήποτε και τα αναγκαία και όσα αρκούν για τη ζωή» (Ζ).

12.33 Πωλήσατε(1) τὰ ὑπάρχοντα ὑμῶν καὶ δότε ἐλεημοσύνην(2)· ποιήσατε ἑαυτοῖς βαλλάντια μὴ παλαιούμενα(3), θησαυρὸν ἀνέκλειπτον(4) ἐν τοῖς οὐρανοῖς, ὅπου κλέπτης οὐκ ἐγγίζει οὐδὲ σὴς διαφθείρει(5)·
33 Πουλήστε τα υπάρχοντά σας και δώστε τα χρήματα στους φτωχούς. Αποκτήστε πορτοφόλια που δεν παλιώνουν, πλούτη μόνιμα στον κόσμο του Θεού, όπου ούτε κλέφτης τα αγγίζει ούτε σκόρος τα καταστρέφει.
(1) Το πρώτο μισό αυτού του σ. (μέχρι το παλαιούμενα) δεν έχει παράλληλο στον Ματθαίο. Για το υπόλοιπο μαζί με τον επόμενο στίχο δες Ματθ. στ 19-21 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις.
(2) Σύμφωνα με τα συμφραζόμενα οι προστακτικές πωλήσατε και δότε δεν είναι παραγγελία απόλυτη, αλλά προτροπή ενθαρρυντική=Μη φοβάστε να πράξετε έτσι, εάν η βασιλεία του Θεού το απαιτεί· η θυσία αυτή δεν θα σας φτωχύνει, αλλά πραγματικά θα σας πλουτίσει. Αργότερα ο απόστολος Παύλος εφαρμόζει με άλλο τρόπο το σπουδαίο αυτό παράγγελμα της μη προσκόλλησης στα επίγεια αγαθά με την εμπιστοσύνης μας στη θεία πρόνοια. Λέει στο Α΄ Κορ. ζ 30 «και αυτοί που αγοράζουν ας νιώθουν ότι δεν κατέχουν». Επιτρέπει λοιπόν όχι μόνο το να έχει κάποιος ιδιοκτησία, αλλά και να αποκτά ιδιοκτησία. Ό,τι ζητά είναι το να παραμένει ο πιστός ελεύθερος εσωτερικά από κάθε προσκόλληση και να είναι έτοιμος ανάλογα με τις περιστάσεις, είτε να εγκαταλείψει την περιουσία του, είτε να την διαθέτει για το έργο του Θεού (g). Τις προτροπές άλλωστε αυτές ο Κύριος απηύθυνε όχι προς τα πλήθη, ούτε προς τους αποστόλους, οι οποίοι είχαν ήδη αφήσει τα πάντα, αλλά στον ευρύτερο κύκλο των μαθητών (δες σ. 22,41), την ώρα που έφευγε από την Γαλιλαία και το πάθος του προσέγγιζε και για αυτό έπρεπε αυτοί να ετοιμαστούν για την μελλοντική αποστολή τους (b). Πώς ήταν δυνατόν άνθρωποι που είχαν περιουσίες και απασχολημένοι με την διαχείρισή τους να προσκολληθούν σε αυτόν και να γίνουν κατάλληλα όργανα για το έργο του; (g). «Για όσους έχουν βεβαίως σύνεση, δεν είναι ανώφελη η εντολή· διότι θησαυρίζουν για τον εαυτό τους την ελπίδα για το μέλλον· διότι είναι πρόσκαιρος ο παρών βίος και σύντομος και περιορισμένος, άπειρος όμως και μακρύς ο μετά από αυτά» (Κ).
(3) =ετοιμάστε στους εαυτούς σας θήκες των χρημάτων που είναι πάντοτε νέες· τέτοιες είναι οι διάφορες αγαθές πράξεις της ελεημοσύνης, οι οποίες αφήνουν στα μάτια του Θεού διαρκές αγαθό μνημόσυνο αυτού που τις έπραξε και με τις οποίες σαν με θήκες που δεν παλιώνουν, φυλάγεται ο πλούτος αιωνίως ανέπαφος (δ).
(4) Λέξη που λέγεται μοναδική φορά στην Κ.Δ. Θησαυρό που ποτέ δεν λιγοστεύει.
(5) «Αυτός που θησαυρίζει στους ουρανούς θα έχει την βασιλεία στον ουρανό, που δεν κυριεύεται από χέρια ληστών, ούτε καταστρέφεται από σκόρο· επειδή ο ουράνιος πλούτος είναι άσυλος και δεν παθαίνει τίποτα» (Κ).

12.34 ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν, ἐκεῖ καὶ ἡ καρδία ὑμῶν ἔσται(1).
34 Γιατί όπου είναι τα πλούτη σας εκεί θα είναι και η καρδιά σας».
(1) Ο στίχος είναι ίδιος αυτολεξεί με το Ματθ. στ 21. «Φυσικό είναι κάθε άνθρωπος… εκεί να έχει όλο το νου, όπου έχει νομίσει ότι κατέχει την ωφέλεια… Αν δηλαδή κάποιος, λέει, συνέδεσε με την θνητή ζωή τα υπάρχοντα και όλη την ύπαρξή του, κρεμώντας όλη την ελπίδα του στα παρόντα πράγματα της ζωής, αναγκαστικά, αφού βεβαίως έχει δεθεί με τόσα δεσμά, όλο τον λογισμό του και όλη τη διάνοια, την οποία ονόμασε καρδιά, την έχει κάπου κάτω στη γη, και εκεί ανακατώνεται και κυλιέται, όπου νόμισε ότι απέκτησε τον θησαυρό του. Αν όμως τα κάνει όλα θρεμμένος με τα ουράνια μαθήματα και κρέμασε τον σκοπό του ψηλά και έριξε την ελπίδα στις ουράνιες υποσχέσεις… εύλογα αυτός, με το να εξοικειώνει τη διάνοια και τον λογισμό του με τα ουράνια, θα κερδίσει από αυτό την αγαθή ελπίδα. Διότι όπου έχει τον θησαυρό, εκεί θα έχει και τη διάνοια» (Ε). Από αυτό λοιπόν φαίνεται ότι έχουμε όντως θησαυρό στον ουρανό, από το εάν οι καρδιές μας βρίσκονται εκεί, την ώρα που εμείς είμαστε στη γη· εάν η διάνοιά μας σκέφτεται πολύ για τον ουρανό και εάν βρίσκεται προσηλωμένη σε αυτόν, εάν ο πόθος του ουρανού φλέγει το εσωτερικό μας και εάν ο φόβος μήπως χάσουμε τον ουρανό, μάς προκαλεί αγωνία και τρόμο. Εάν όμως οι καρδιές μας είναι προσκολλημένες στη γη και στα γήινα, τότε πρέπει να φοβόμαστε ότι ο θησαυρός μας δεν είναι στον ουρανό, αλλά στη γη και όταν λοιπόν φύγουμε από αυτήν, θα βρεθούμε γυμνοί και φτωχοί ανάμεσα στον ουράνιο κόσμο.

Στίχ. 35-48. Ο πιστός και φρόνιμος οικονόμος.
12.35 ῎Εστωσαν ὑμῶν(1) αἱ ὀσφύες περιεζωσμέναι(2) καὶ οἱ λύχνοι καιόμενοι(3),
35 «Να είστε συνεχώς έτοιμοι με δεμένο το ζωνάρι στη μέση σας και αναμμένα τα λυχνάρια σας.
(1) Στους σ. 35-48 διαπραγματεύεται το καθήκον της εγρήγορσης. Και για μεν τους σ. 35-38 δεν υπάρχουν παράλληλα στο Ματθαίο, όπως και για την ερώτηση του Πέτρου στο σ. 41. Αυτά είναι αποκλειστικά στον Λουκά. Αλλά για τους σ. 39, 40 και 42-46 υπάρχουν παράλληλα τα Ματθ. κδ 43-51. Ο λόγος παίρνει και πάλι τη μορφή παραβολής και η εγρήγορση τονίζεται με τις παραβολές της επιστροφής του κυρίου (35-38,42-48) και της έλευσης του κλέφτη (39,40)(p). «Αφού κατέστησε τον μαθητή του ο Κύριος λιτό και αφού τον απογύμνωσε από κάθε βιοτική μέριμνα και περισπασμό και τον έκανε ανάλαφρο, τώρα τον κάνει και υπηρέτη. Διότι πρέπει αυτός που θέλει να υπηρετεί, να είναι ανάλαφρος και με ελαφριά ενδυμασία. Για αυτό λέει· Η μέση σας να είναι ζωσμένη καλά, το οποίο σημαίνει, Να είστε πάντοτε έτοιμοι για τα έργα του Δεσπότη σας. Και τα λυχνάρια να καίνε» (Θφ).
(2) Τα μακριά ενδύματα της ανατολής αποτελούσαν εμπόδιο για ενέργεια και στο βάδισμα και στην ετοιμασία του τραπεζιού. Για αυτό η ζώνη ήταν αναγκαία για να κρατά τις πτυχές του χιτώνα (L).
(3) Και ο υπηρέτης που ανέμενε τον κύριο έπρεπε να έχει το λυχνάρι να καίει διότι τότε δεν υπήρχαν εύφλεκτα χημικά και εάν το σπίτι βρισκόταν στο σκοτάδι κατά την επιστροφή του οικοδεσπότη, θα προκαλούνταν μεγάλη αργοπορία και αταξία (L). «Εξηγεί λοιπόν πάλι, μέσω των φανερών και ορατών πραγμάτων, τα νοερά. Διότι δεν θα μπορούσε να πει κάποιος, ότι θέλει να έχουμε τη μέση του σώματος ζωσμένη και αναμμένα στα χέρια τα λυχνάρια. Αλλά με το δέσιμο της ζώνης στη μέση, υποδηλώνει την ετοιμότητα του νου στην αγάπη για όλα τα έργα που είναι άξια επαίνου· το λυχνάρι βεβαίως, φαίνεται ότι σημαίνει ξεκάθαρα την εγρήγορση του νου και ότι πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι κατά τη διάρκεια της ημέρας για την αναχώρησή μας από εδώ, και να περιμένουμε το νεύμα του δεσπότη με προσηλωμένα μάτια. Ισχυριζόμαστε λοιπόν ότι ο ανθρώπινος νους είναι σε εγρήγορση, όταν διώχνει την κλίση προς τη ραθυμία, με την οποία οδηγείται σε κάθε είδος κακίας και σχεδόν σβήνει σαν το λυχνάρι» (Κ). Πάρα πολύ αξιόλογη και η επόμενη: «Αυτών που ζουν με αγνότητα, η μέση είναι ζωσμένη· επειδή όμως είναι και σαν νύχτα η ζωή μας, χρειαζόμαστε λυχνάρι, το οποίο είναι ο νους που αποτελεί το μάτι της ψυχής, και αν στον εσωτερικό άνθρωπο υπάρχει εγρήγορση, εύλογα στα πολλά ή σε όλα σε αυτήν τη ζωή έχουμε ανάγκη εγρήγορσης λόγω αυτών που μας παραμονεύουν για πόλεμο, τις αρχές εννοώ και τις εξουσίες [δαίμονες], με τις οποίες είναι η πάλη μας» (Ω). Ο Χριστός είναι ο κύριός μας και είμαστε δούλοι του· όχι μόνο εργαζόμενοι δούλοι, αλλά και αναμένοντες δούλοι. Εάν κάποιος με διακονεί, ας ακολουθεί εμένα, λέει ο Κύριος. Ας ακολουθεί το αρνί οπουδήποτε πάει, αλλά ας είναι και πρόθυμος να τιμά το αρνί περιμένοντας αυτό εάν αυτό αργοπορεί και υπάρχει ανάγκη να αναμένει την επάνοδό του.

12.36 καὶ ὑμεῖς ὅμοιοι ἀνθρώποις προσδεχομένοις(1) τὸν κύριον ἑαυτῶν πότε ἀναλύσει(2) ἐκ τῶν γάμων(3), ἵνα ἐλθόντος καὶ κρούσαντος εὐθέως(4) ἀνοίξωσιν αὐτῷ(5).
36 Να συμπεριφέρεστε σαν αυτούς που περιμένουν τον κύριό τους πότε θα γυρίσει από το γάμο, ώστε μόλις έρθει και χτυπήσει την πόρτα, να του ανοίξουν αμέσως.
(1) Με πόθο και χαρά (b).
(2) Η συνηθέστερη σημασία του αναλύω είναι διαλύω, αναχωρώ. Δες Φιλιπ. α 23,Ιουδείθ ιγ 1,Β Μακ. θ 1 (p).
(3) Στο Εσθήρ β 18, θ 22, χρησιμοποιείται η λέξη για να δηλώσει γεύμα ή εορτασμό. Εδώ η κατά γράμμα σημασία είναι η καλύτερη (p). «Ονομάζει λοιπόν γάμους, επειδή στη θεία και αμόλυντη φύση δεν υπάρχει τίποτα απολύτως στενόχωρο ή λυπηρό» (Σχ.). Αξιοσημείωτη και η επόμενη: Η ίδια συνήθεια που επικρατεί στους γάμους είναι η βάση και στην παρούσα παραβολή, όπως και στην παραβολή των 10 παρθένων. Στην τελευταία όμως αυτή παραβολή οι παρθένες όφειλαν να είναι έτοιμες με αναμμένες τις λαμπάδες για να προσκολληθούν στη συνοδεία του νυμφίου όταν θα γύριζε στο πατρικό σπίτι. Ενώ στην παρούσα παραβολή οι δούλοι βρίσκονται μέσα στο σπίτι με αναμμένες τις λαμπάδες, αναμένοντας να ανοίξουν τις πύλες στο χτύπημα του νυμφίου και να δεχτούν την όλη πομπή που συνοδεύει τον νυμφίο κατά την είσοδό του στο σπίτι (ο).
(4) Οι πιστοί αυτοί δούλοι, φοβούμενοι μήπως κάνουν τον κύριό τους να αναμένει, όταν θα επιστρέψει, παραμένουν άγρυπνοι με το λυχνάρι αναμμένο, ώστε αμέσως να τρέξουν με το που χτυπήσει η πόρτα και να την ανοίξουν (g).
(5) «Ότι πρέπει να προσδοκούμε το Χριστό που θα επιστρέψει από τον ουρανό… το δίδαξε λέγοντας: Και εσείς είστε όμοιοι με ανθρώπους, που αναμένουν τον κύριό τους πότε θα επιστρέψει από τους γάμους. Και πάλι σκέψου το εξής, σε παρακαλώ. Θα επιστρέψει δηλαδή ο Χριστός σαν από πανηγύρι. Με το οποίο δηλώνεται ξεκάθαρα, ότι πάντοτε το θείο είναι μέσα στις γιορτές που του πρέπουν· διότι εκεί δεν υπάρχει καθόλου καμία στενοχώρια. Διότι τίποτα δεν λυπεί την αμόλυντη φύση» (Κ). «Επιστρέφει όμως από τους ουράνιους γάμους, ίσως, από τη μία, για όλους στη γενική συντέλεια, όταν θα έλθει από τον ουρανό με τη δόξα του Πατέρα. Ίσως, από την άλλη, και κάθε ώρα στο μερικό τέλος του καθενός, που έρχεται ο Χριστός αόρατα και απροσδόκητα» (Θφ). «Επιστρέφει ο Κύριος στους ξάγρυπνους δούλους, οι οποίοι… όταν χτυπήσει αυτός την πόρτα της ψυχής, ετοιμότατα θα υπακούσουν και θα ανοίξουν, αφού διαρκώς είναι σε εγρήγορση και αναμένουν την παρουσία του» (Ε) και «πρόθυμα και με χαρά θα απαντήσουν, αφού δεν τους ελέγχει η συνείδησή τους για τίποτα πονηρό» (Ζ).

12.37 μακάριοι(1) οἱ δοῦλοι ἐκεῖνοι, οὓς ἐλθὼν ὁ κύριος εὑρήσει γρηγοροῦντας(2)· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι περιζώσεται καὶ ἀνακλινεῖ(3) αὐτοὺς καὶ παρελθὼν διακονήσει αὐτοῖς(4).
37 Μακάριοι οι δούλοι εκείνοι που ο κύριός τους θα τους βρει ξύπνιους όταν έρθει. Σας βεβαιώνω πως θ’ ανασκουμπωθεί, θα τους βάλει να καθίσουν και θα τους περιποιηθεί.
(1) «Διότι πώς δεν είναι μακάριοι, αυτοί που πρόκειται να αξιωθούν τόσο μεγάλης τιμής; Δίνει όρκο λοιπόν σε αυτούς, λέγοντας: Αλήθεια σας λέω» (Ε).
(2) «Λέει ότι θα αγρυπνούν ακόμη, επειδή πέθαναν με εγρήγορση. Επειδή δηλαδή η εγρήγορση είναι αρετή της ψυχής, παραμένει μαζί με αυτήν [και μετά θάνατον]» (Ζ).
(3) Δες Αποκ. γ 20,21. Ο Χριστός ενήργησε έτσι, όταν έπλυνε τα πόδια των μαθητών, όχι τότε για ανταμοιβή για την πιστή τους εγρήγορση, αλλά για να διδάξει αυτούς την ταπεινοφροσύνη. Όχι λιγότερο όμως εκείνο ήταν τύπος αυτού, το οποίο υπόσχεται εδώ. Δες Αποκ. ιθ 9 (p). «Αυτούς που διαρκώς είναι σε εγρήγορση, μιας και είναι άδηλο το τέλος του καθενός, τους χαρακτηρίζει μακάριους· ποια όμως θα μπορούσε να είναι ανώτερη από αυτήν την προτροπή, όπου ο δεσπότης υπόσχεται στους δούλους ότι ο ίδιος θα τους υπηρετήσει, ενώ οι δούλοι θα παρακαθίσουν στη βασιλεία του, δηλαδή θα αναπαυτούν;» (Ε). «Θα τους βάλει να καθίσουν σε ανάπαυση αιώνια, επειδή για αυτόν κοπίασαν και θα τους υπηρετήσει μοιράζοντας τις άξιες αμοιβές» (Ζ).
(4) «Γίνεται ο Κύριος υπηρέτης σε αυτού του είδους τον υπηρέτη… Υπηρετεί βεβαίως τους άξιους, αμείβοντάς τους στον ίδιο βαθμό, και όπως ακριβώς αυτοί τον υπηρέτησαν, έτσι και αυτός τους υπηρετεί και τους παρέχει πλούσιο τραπέζι και τους χαρίζει την απόλαυση των πνευματικών χαρισμάτων» (Θφ). Το παράδειγμα και η εικόνα δεν έχει παρθεί από την συνηθισμένη συμπεριφορά των κυρίων προς τους δούλους, διότι η συγκατάβαση και η δωρεά του κυρίου, η οποία με αυτήν την εικόνα εμφανίζεται, δεν έχει κάτι το παράλληλο στη γη (ο). Ο ίδιος ο Κύριος εκείνη την μεγάλη ημέρα της δόξας του –κατά το γαμήλιο δείπνο του Αρνίου- θα αντιστρέψει την τάξη των ανθρώπινων αναγκών και απαιτήσεων και με το πλεόνασμα της χάρης και αγάπης του, θα υπηρετεί τους αδελφούς. Ο Λυτρωτής αυτούς που λυτρώθηκαν από αυτόν, ο Ποιμένας το ποίμνιό του (Alford). Δες και Αποκ. γ 20.

12.38 και εάν έλθη(1) εν τη δευτέρα(2) φυλακή και εν τη τρίτη(2) φυλακή έλθη καὶ εὕρῃ οὕτω, μακάριοί εἰσιν οι δούλοι ἐκεῖνοι.
38 Χαρά σ’ εκείνους μάλιστα τους δούλους, που όταν ο κύριός τους επιστρέψει τα μεσάνυχτα ή τα ξημερώματα, θα τους βρει να τον περιμένουν.
(1) Όσο αργότερα επιστρέφει ο οικοδεσπότης και βρίσκει ξάγρυπνους τους δούλους του, τόσο ζωηρότερη είναι η από αυτόν αναγνώριση της υπηρεσίας τους και τόσο πλουσιότερες οι εκδηλώσεις της ικανοποίησής του (g).
(2) Η πρώτη φύλαξη δεν αναφέρεται, διότι τότε οι γάμοι γίνονταν σε προχωρημένη ώρα. Η δεύτερη και τρίτη φύλαξη είναι οι δύο τελευταίες από τις τρεις, στις οποίες, σύμφωνα με τους Ιουδαίους, διαιρούνταν η νύχτα και όχι οι δύο μεσαίες, στις οποίες διαιρούνταν αυτή στους Ρωμαίους (p). Παρ’ όλα αυτά είναι δυνατόν και εδώ να έχει υπ’ όψη ο Κύριος την διαίρεση της νύχτας σε 4 φυλάξεις και να παραλείπει την τέταρτη, διότι η επιστροφή σε τόσο προχωρημένη ώρα που συμπίπτει με τα ξημερώματα, θα ήταν τελείως απίθανη (ο). «Συγκρίνοντας την ανθρώπινη ζωή με νύχτα, διότι πράγματι έχει σχέση με το σκοτάδι και την άγνοια, παρομοιάζει τον χρόνο της ανθρώπινης ζωής με διαφορετικές φυλάξεις, δηλαδή ώρες και καιρούς της νύχτας» (Ε). «Φύλαξη λοιπόν δεύτερη και τρίτη να εννοήσεις τις διάφορες ώρες της ζωής μας. Να τι εννοώ· Όπως ακριβώς αυτός που αγρυπνεί στη δεύτερη και τρίτη φύλαξη, φαίνεται ότι έχει πολύ μεγάλη εγρήγορση… έτσι να εννοήσεις, σε παρακαλώ, στην διαφορετική κατάσταση της ζωής μας ότι υπάρχουν ώρες οι οποίες μας καθιστούν μακάριους, εάν βρεθούμε να έχουμε εγρήγορση» (Θφ). Εννοεί εδώ «αυτούς που πάντα έχουν εγρήγορση» (Ε).

12.39 τοῦτο δὲ(1) γινώσκετε(2) ὅτι εἰ ᾔδει ὁ οἰκοδεσπότης ποίᾳ ὥρᾳ ὁ κλέπτης ἔρχεται(3), εγρηγόρησεν αν οὐκ ἂν ἀφῆκεν διορυγῆναι τὸν οἶκον αὐτοῦ.
39 Και να ξέρετε τούτο: αν ο ιδιοκτήτης ενός σπιτιού ήξερε ποια ώρα θα έρθει ο κλέφτης, θα ήταν άγρυπνος και δε θα άφηνε να του διαρρήξουν το σπίτι.
(1) Δες Ματθ. κδ 43 και εξής και τις εκεί σημειώσεις.
(2) Είναι οριστική πτώση μάλλον, διότι πρόκειται για γεγονός γνωστό.
(3) Ο κλέφτης στη νύχτα, είναι παροιμία για απροσδόκητα γεγονότα (Α΄Θεσ. ε 2,Β΄Πέτρ. γ 10,Αποκ. γ 3,ιστ 15)(p). «Χρειαζόμαστε εγρήγορση. Διότι μοιάζουμε με οικοδεσπότη, ο οποίος, αν μεν αγρυπνεί, ο κλέφτης δεν μπορεί να κάνει τίποτα εναντίον των χρημάτων του· αν όμως είναι υπναράς, αφού τα πάρει όλα ο κλέφτης θα φύγει… Με κλέφτη λοιπόν εδώ συγκρίνεται η παρουσία του Κυρίου, επειδή είναι απροσδόκητη, όπως και κάποιος από τους αποστόλους λέει· Διότι η ημέρα Κυρίου θα είναι σαν κλέφτης στη νύχτα» (Θφ). Αξιοσημείωτη και η επόμενη: «Με πολλά παραδείγματα μας προστάζει να είμαστε νηφάλιοι και ξάγρυπνοι, όχι μόνο λόγω της απότομης και απροσδόκητης άφιξης της ημέρας του Κυρίου, αλλά και λόγω του κλέφτη που παραμονεύει εναντίον αυτών που είναι πλούσιοι κατά Θεόν και οικοδεσπότες. Αυτός βεβαίως ο κλέφτης είναι ο καιρός του θανάτου του καθενός ή και ο άγγελος που πρόκειται, κατά τον καιρό του θανάτου, να πάρει την ψυχή του καθενός. Αν λοιπόν γνωρίζαμε μεν τον καιρό της παρουσίας του κλέφτη, μόνο την ώρα εκείνη θα έπρεπε να προσέχουμε, ώστε να μην τον αφήσουμε να ανοίξει τρύπα για να μπει στο σπίτι. Επειδή όμως είναι άδηλος αυτός, θα χρειαστεί να είμαστε πάντοτε άγρυπνοι» (Ε)

12.40 καὶ ὑμεῖς ουν γίνεσθε ἕτοιμοι, ὅτι ᾗ ὥρᾳ οὐ δοκεῖτε ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται(1).
40 Να είστε, λοιπόν, κι εσείς έτοιμοι, γιατί ο Υιός του Ανθρώπου θα έρθει την ώρα που δεν τον περιμένετε».
(1) Αξιόλογα και τα επόμενα: «Για αυτό να είσαι άγρυπνος, ώστε αν, από τη μία, έλθει ο κλέφτης και βρει τον οικοδεσπότη άγρυπνο, δεν θα του ανοίξει τρύπα στο σπίτι· αν όμως, από την άλλη, έρθει ο υιός του ανθρώπου, αφού του χτυπήσει, αμέσως να του ανοίξει. Διότι αν τον βρει να κοιμάται και χτυπήσει και εκείνος δεν ανοίξει, θα φύγει αφήνοντας αυτόν… Έρχεται βεβαίως τον καιρό που θα απαιτηθεί από κάποιον η ψυχή, οποιοσδήποτε και αν είναι αυτός. Διότι αν πήγε σε αυτόν που είπε· Θα γκρεμίσω τις αποθήκες μου και θα χτίσω μεγαλύτερες, και του είπε· ανόητε αυτή τη νύχτα απαιτούν από σένα την ψυχή σου, πόσο μάλλον θα πάει στους μακάριους και αγίους, που μετά το θάνατο θα είναι μαζί με τον Κύριο;» (Ω).

12.41 Εἶπε δὲ αυτώ ὁ Πέτρος, Κύριε, πρὸς ἡμᾶς τὴν παραβολὴν ταύτην(1) λέγεις ἢ καὶ πρὸς πάντας(2);
41 Τότε ο Πέτρος του είπε: «Κύριε, για μας την είπες αυτή την παραβολή ή για όλους;»
(1) Η παραβολή που απασχολεί τον Πέτρο είναι αυτή στους σ. 36-38 και ιδιαίτερα η πρωτάκουστη υπόσχεση του στίχου 37 (g). Θέλει λοιπόν να πληροφορηθεί, εάν το μεγαλοπρεπές αυτό προνόμιο που αναγγέλλεται στο στίχο 37, επιφυλάσσεται σε μόνους τους αποστόλους (p).
(2) Ο Πέτρος είναι βέβαιος για το ότι οι 12 περιλαμβάνονται στους προνομιούχους, η ερώτησή του όμως αφορά στο να μάθει, εάν εκτός των 12 περιλαμβάνονται και άλλοι. Το πνεύμα της ερώτησης μοιάζει με το Ιωάννου κα 21 και η απάντηση με το Ιωαν. κα 22 (p). Ο Κύριος εξακολουθεί να μιλά σαν να μην έλαβε καθόλου υπ’ όψη την ερώτηση του Πέτρου. Στην πραγματικότητα όμως δίνει στην ακόλουθη προτροπή για εγρήγορση τέτοια τροπή, ώστε ο Πέτρος να μπορεί να βρει την απάντηση στο ερώτημά του (g).

12.42 εἶπε δε ὁ κύριος(1), Τίς ἄρα ἐστὶν ὁ πιστὸς οἰκονόμος(2) και φρόνιμος, ὃν καταστήσει ὁ κύριος ἐπὶ τῆς θεραπείας αὐτοῦ τοῦ διδόναι ἐν καιρῷ τὸ σιτομέτριον(3);
42 Κι ο Κύριος απάντησε: «Ποιος είναι ο έμπιστος και συνετός δούλος, που ο κύριός του θα τον αφήσει επιστάτη των υπηρετών του, για να τους μοιράζει την αμοιβή τους την κατάλληλη στιγμή;
(1) Δες Ματθ. κδ 45 και εξής και τις εκεί σημειώσεις.
(2) Οικονόμοι με την ύψιστη έννοια υπήρξαν οι απόστολοι (p). Παρόλο βεβαίως που ήταν αυτοί δούλοι, κατείχαν όμως διακεκριμένη θέση μεταξύ των συνδούλων τους (g). «Χρησιμοποιεί σαφές και ολοκάθαρο παράδειγμα, διακηρύττοντας ότι αυτή η εντολή αρμόζει σε αυτούς που ανέλαβαν τη θέση των μυσταγωγών (να μυούν στα μυστήρια). Ας υποθέσουμε, λέει, ότι υπάρχει ένας άνθρωπος οικοδεσπότης, ο οποίος πρόκειται να αποδημήσει και παρέδωσε σε έναν από τους γνήσιους υπηρέτες την διαχείριση όλου του σπιτιού, ώστε να δίνει στο προσωπικό του, δηλαδή στους υπηρέτες στον κατάλληλο καιρό την κανονισμένη μερίδα… Ας μάθουμε λοιπόν ακριβώς τι υποδηλώνεται εδώ. Χειροτόνησε ο Σωτήρας οικονόμους κατά κάποιο τρόπο των δούλων του, δηλαδή αυτών που κλήθηκαν μέσω της πίστης στην επίγνωση της δόξας του… για να δίνουν στους συνδούλους τους τις μερίδες· και όχι τυχαία και χωρίς εξέταση, αλλά μάλλον στον καιρό τον πρέποντα, δηλαδή την αρκετή και πρέπουσα τροφή στον καθένα, την πνευματική εννοείται» (Κ)· «αφού πήραν από τον δεσπότη τους σαν ακριβώς παρακαταθήκη την φροντίδα των συνδούλων, αρμόζει να φυλάσσουν την πίστη και να γίνουν πιστοί και συνετοί τόσο, ώστε να διανέμουν τις μερίδες στους συνδούλους όχι άκαιρα, αλλά πάντα στον κατάλληλο καιρό και ούτε να παραβλέπουν και να αναβάλλουν, όταν πρέπει, ούτε όταν δεν έχουν ανάγκη να παρέχουν άκαιρα, αλλά να το κάνουν αυτό και στον κατάλληλο χρόνο και όχι χωρίς μέτρο» (Ε). Ποια είναι η θέση και ποιο το καθήκον των οικονόμων; Είναι διαχειριστές στον οίκο του Θεού, κάτω από τις διαταγές του Χριστού στον οποίο ανήκει η εκκλησία. Είναι οικονόμοι και όχι ηγεμόνες και κυρίαρχοι· είναι οδηγοί που δέχονται και αυτοί οδηγίες από τον κοινό Κύριο και εντεταλμένοι από αυτόν να κηρύττουν το ευαγγέλιό του και να υπηρετούν τα παιδιά του Θεού στις πνευματικές ανάγκες τους. Το έργο τους είναι να παρέχουν την κατάλληλη και οφειλόμενη τροφή στους συνδούλους τους. Στον καθένα αυτό που του ανήκει. Αυτό λοιπόν είναι «το να ορθοτομεί τον λόγο της αλήθειας» (Β΄Τιμ. β 15). Να παρέχουν όμως την τροφή αυτή στον κατάλληλο χρόνο με μέθοδο και σε ώρα πρόσφορη με την ιδιοσυγκρασία, τον χαρακτήρα και τις διαφορετικές συνθήκες των τρεφομένων. Το έργο τους είναι να δίνουν και όχι να παίρνουν, να υπηρετούν και όχι να υπηρετούνται και να τυραννούν. Για αυτό πρέπει να αποδεικνύουν τους εαυτούς τους πιστούς ακόμη και συνετούς. Πιστούς στον Κύριό τους, ο οποίος μία τόσο μεγάλη παρακαταθήκη εμπιστεύτηκε σε αυτούς· πιστούς και προς τους συνδούλους τους, διότι για χάρη τους καταστάθηκαν από τον κοινό Κύριο οικονόμοι. Αλλά και συνετούς ώστε να αξιοποιούν κάθε ευκαιρία να τιμήσουν τον Κύριό τους και να φανούν εξυπηρετικοί σε όσους είναι στο σπίτι του. Συνετούς στην καθοδήγηση του ποιμνίου, όπου είναι αναγκαίο και χρήσιμο. Η πίστη και τιμιότητα είναι αρκετή για έναν καλό δούλο. Αλλά η σύνεση και φρόνηση είναι εξίσου αναγκαία να συνυπάρχει για έναν καλό οικονόμο. Ως προς την ερωτηματική μορφή; «Ποιος άραγε είναι…» της απάντησης= «Επειδή λοιπόν υπάρχουν πολλοί οικονόμοι των εκκλησιών πιστοί μεν, αλλά όχι και συνετοί και κάποιοι το αντίθετο, για αυτό ερωτηματικά εξέφρασε τον λόγο ο Κύριος, για να δείξει ξεκάθαρα το σπάνιο και δυσεύρετο των πιστών και συνετών ταυτόχρονα οικονόμων· αυτόν βεβαίως που δεν βρέθηκε (να είναι τέτοιος) τον τοποθέτησε ο κύριος πάνω στους δούλους του, όπως και τον Ιούδα ο Σωτήρας διάλεξε, όχι επειδή αγνοούσε αυτό που θα ερχόταν ύστερα, αλλά χρησιμοποιώντας από αυτόν τον χρόνο πριν την παράβαση και την διάθεσή του που τότε ήταν στο δρόμο της αρετής, για το έργο της αποστολικής διακονίας» (Ω). Με την ερώτηση, με άλλα λόγια, λέει ο Κύριος: «Αναρωτιέμαι, ποιος θα βρεθεί να έχει αυτά, και πίστη και φρόνηση· διότι είναι σπάνιος αυτός και δυσεύρετος. Διότι όπως ακριβώς στις χρηματικές διαχειρίσεις αν κάποιος είναι πιστός στον δεσπότη του, αλλά όχι συνετός, χάνονται αυτά που έχει ο δεσπότης, αφού δεν μπορεί να διοικήσει αυτά όπως πρέπει… πάλι, αν είναι συνετός μεν και φέρνει κέρδος, αλλά είναι αναξιόπιστος, θα είναι κλέφτης και όσο πιο πολύ συνετός είναι, τόσο περισσότερο δύσκολος θα είναι να ανακαλυφθεί, έτσι βεβαίως και στα θεία χρειάζεται ταυτόχρονα και πίστη και φρόνηση» έτσι ώστε «να μην συμβεί, από χωρίς μέτρο μάλωμα ή από άκαιρη πραότητα, να καταστραφεί αυτός που έφταιξε και να μην θεραπευτεί, αλλά να αφανιστεί» (Θφ).
(3) Λέγεται μοναδική φορά=το μέτρο του σταριού και η σιτοδοσία ή τροφοδοσία (δ) μετρημένη μερίδα τροφής, η ημερήσια τροφή (p).

12.43 μακάριος ὁ δοῦλος ἐκεῖνος, ὃν ἐλθὼν ὁ κύριος αὐτοῦ εὑρήσει οὕτω ποιοῦντα(1)·
43 Μακάριος είναι εκείνος ο δούλος, που όταν επιστρέψει ο κύριός του, θα τον βρει να συμπεριφέρεται μ’ αυτόν τον τρόπο.
(1) «Έτσι να κάνει, έτσι να διανέμει στους συνδούλους και να μην αποκλείει με πόρτες και κλειδαριές, αλλά να παρηγορεί την έλλειψη των φτωχών και να γίνεται καλός και πιστός οικονόμος αυτών που χορήγησε ο δεσπότης» (Χ). Να κάνει έτσι, όπως απαιτεί το αξίωμά του. Η διακονία είναι «καλό έργο», έργο και όχι ανάπαυση· έργο στο οποίο πάντοτε αυτός που διακονεί θα έχει κάτι σοβαρό να ενεργήσει· έργο που απαιτεί μόχθους και φροντίδες και επιμέλεια άοκνη και ακούραστη. Οφείλουν λοιπόν οι οικονόμοι να μην αφήνουν ανεκτέλεστο από ραθυμία ή αφροντισιά τίποτα από όσα απαιτεί η διακονία τους. Να κάνει έτσι, δηλαδή να παρέχει τροφή σε όσους είναι στο σπίτι και πάντοτε να σκέφτεται το δικό του έργο και να μην περισπάται σε ξένα. Να κάνει έτσι, όπως ο Κύριος παρήγγειλε, όπως το αξίωμα απαιτεί, όπως οι ανάγκες του σπιτιού αξιώνουν. Είσαι διάκονος του λόγου. Μην το κάνεις απλά και ως έτυχε. Αλλά να το κάνεις έτσι όπως ο Κύριος απαιτεί. Πρόσεχε λοιπόν ώστε και ο Κύριος να σε βρει έτσι να κάνεις. Το οποίο σημαίνει σε οποιαδήποτε ώρα και αν έλθει ο Κύριος, να σε βρει εργαζόμενο, όπως αυτός παρήγγειλε και να μην σε βρει αμελή και αργό. Οι οικονόμοι λοιπόν και διάκονοι του Κυρίου πρέπει να μην αφήνουν κενό και χωρίς προσήλωση στο έργο τους κανένα χρονικό διάστημα της ζωής τους, από φόβο μήπως έλθει ο Κύριός τους στα κενά αυτά διαλείμματα και τους βρει «να μην κάνουν έτσι».

12.44 ἀληθῶς λέγω ὑμῖν ὅτι ἐπὶ πᾶσιν τοῖς ὑπάρχουσιν αὐτοῦ καταστήσει αὐτόν(1).
44 Σας βεβαιώνω πως θα τον βάλει υπεύθυνο σ’ όλα του τα υπάρχοντα.
(1) «Σε αυτόν που κατορθώνει αυτά, δίνει υπόσχεση πολλαπλάσια από του προηγούμενου (αυτού στον σ. 37). Διότι σε αυτόν μεν που αγρυπνεί και περιμένει πάντοτε την παρουσία του, υποσχέθηκε ότι θα τον βάλει να καθίσει και θα τον υπηρετήσει ο ίδιος αφού ζωστεί. Στην πιστή όμως και συνετή διαχείριση και στην διανομή της τροφής στον κατάλληλο καιρό, αφού τους ανακηρύσσει ως αληθινά τρισμακάριους, επιβεβαίωσε με την προσθήκη του αμήν (=αληθινά), ότι θα εγκαταστήσει αυτόν που μακαρίζει διαχειριστή όχι σε ένα μέρος, αλλά σε όλα τα υπάρχοντα» (Ε)

12.45 ἐὰν δὲ εἴπῃ ὁ δοῦλος ἐκεῖνος(1) ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ, Χρονίζει ὁ κύριός μου ἔρχεσθαι(2), καὶ ἄρξηται(3) τύπτειν τοὺς παῖδας καὶ τὰς παιδίσκας(4), ἐσθίειν τε καὶ πίνειν καὶ μεθύσκεσθαι(5),
45 Αν όμως ο δούλος εκείνος σκεφτεί μέσα του: “θ’ αργήσει να επιστρέψει ο κύριός μου”, κι αρχίσει να δέρνει τους άλλους υπηρέτες και τις υπηρέτριες, να τρώει και να πίνει και να μεθάει,
(1) Οι δύο αυτοί σ (45-46) παρουσιάζουν την εικόνα του ασυνείδητου δούλου, ο οποίος χωρίς κάποια τύψη παραδίδεται στις εγωιστικές του διαθέσεις (g).
(2) «Αυτά συμβαίνουν στον πονηρό δούλο, λόγω του ότι είπε ότι: ο Κύριός μου αργεί να έλθει. Αυτά δηλαδή γίνονται από ραθυμία και από το ότι δεν συλλογιζόμαστε την ώρα του θανάτου. Διότι αν συνειδητοποιούσαμε ότι πλησιάζει ο Κύριος και είναι στα πρόθυρα ο θάνατος και το τέλος της ζωής μας, θα αμαρτάναμε λιγότερο» (Θφ). Δες Β Πέτρ. γ 3-4. Η αιτία της πονηρίας καθενός που υπηρετεί με κακό τρόπο στην εκκλησία, είναι η στην πράξη απιστία στη δεύτερη έλευση του Χριστού και εξαιτίας αυτής αρχίζει να σκέφτεται ότι, ο Κύριος δεν θα έλθει και λησμόνησε ολοτελώς την εκκλησία Του. Και η αναβολή της έλευσης του Κυρίου, παρόλο που με αυτήν δείχνεται η μακρόθυμη αγαθότητά του, γίνεται αφορμή στον πονηρό δούλο να εκτραπεί σε καταχρήσεις εις βάρος των πιστών στην εκκλησία. Συμπεριφέρεται ως άνθρωπος που δουλεύει στη σάρκα του και τις αισθήσεις και είναι έτοιμος να πει για τον αόρατο Ιησού ό,τι άλλοτε είπαν οι Ισραηλίτες για τον Μωϋσή που αργούσε στο όρος Σινά: «δεν ξέρουμε τι του συνέβη». «Φτιάξε μας θεούς» (Εξοδ. λβ 1). Έτσι λοιπόν ο κόσμος και η κοιλιά του γίνεται θεός, στον οποίο ο πονηρός δούλος δουλεύει.
(3) Καθορίζει πράξη, την οποία αρχίζει να πράττει ο δούλος, αλλά στην οποία θα μπει ασφαλώς τέλος με το που αφιχθεί ο κύριος (p).
(4) Ο Ιησούς εφιστά την προσοχή των προϊσταμένων της εκκλησίας σε κάθε εποχή, εναντίον κάθε κατάχρησης της θέσης τους, με την επιβολή για παράδειγμα στην εκκλησία των δικών τους διδασκαλιών και θελήσεων, αντί για τη διδασκαλία και το θέλημα του Κυρίου και με την κατατυράννηση των ψυχών, αντί να υπηρετούν αυτές (g). Δεν αποτελεί κάτι νέο το να βλέπει κάποιος στην εκκλησία δούλους πονηρούς να διώκουν και να τυραννούν τους συνδούλους τους, είτε απλοί Χριστιανοί είτε διάκονοι του Χριστού είναι αυτοί. Τους καταδιώκουν είτε διότι αυτοί αποδοκιμάζουν την συμπεριφορά τους, είτε διότι δεν θέλουν να υποκύψουν στις παράνομες αξιώσεις τους με το να γίνουν συνεργάτες τους. Τους χτυπούν με τη γλώσσα ή και με κατάχρηση της εξουσίας τους. Πράττουν μάλιστα αυτά ως αντιπρόσωποι του Κυρίου και εξ’ ονόματός του. Πρέπει όμως να γνωρίζουν, ότι η κατάχρηση αυτή αποτελεί την χειρότερη και ασεβέστερη ύβρη κατά του Κυρίου.
(5) «Και πίνουν μεν και μεθούν, ακόμα και αν θες να τα εννοήσεις με αισθητό τρόπο. Διότι συμβαίνει και αυτό στους κακούς ηγεμόνες των εκκλησιών… ή και αν θες να εννοήσεις ως μεθύσι, το ότι παραφέρεται ο νους και στα δόγματα και στα χρήματα. Χτυπούν λοιπόν αυτού του είδους οι προστάτες τους υπηρέτες και τις υπηρέτριες, εννοώ βεβαίως τους ασθενέστερους στην εκκλησία, και σκανδαλίζοντάς τους, χτυπούν τη συνείδησή τους. Διότι ο αδύναμος και μικρόψυχος αν δεν εμένα τον αρχιερέα να περνώ τη ζωή με κακό τρόπο, χτυπιέται η συνείδησή του με το να σκανδαλίζεται και δέχεται πληγές στην καρδιά και γίνεται ασθενέστερος» (Θφ). Οι μέθυσοι, τους οποίους ο πονηρός δούλος μιμείται και τους οποίους κάνει συντρόφους του, είναι η φαιδρή, αμέριμνη και οργιαστική συντροφιά, με την οποία η συναναστροφή και διασκέδαση σκληρύνει περισσότερο τον πονηρό δούλο. Οι μέθυσοι δεν είναι ποτέ κύριοι του εαυτού τους και παρασύρονται σε κάθε υπερβολή για ικανοποίηση των αισθήσεων. Ο ασυνείδητος δούλος, που μεταβλήθηκε σε διώκτη και τύραννο των συνδούλων του, συναριθμείται μεταξύ των πιο ανήθικων και εμπαθών ανθρώπων. Τι μπορεί να περιμένει κάποιος από αυτούς που μεθούν από το αίμα των αγίων; Αυτή είναι η εικόνα του κακού και πονηρού λειτουργού της εκκλησίας, ο οποίος ενδέχεται να έχει ικανότητες και μάθηση που τον ξεχωρίζουν από πολλούς και μπορεί να κηρύττει από τον άμβωνα καλά, ζει όμως τόσο κακά, ώστε καλύτερο θα ήταν να μην ανέβαινε ουδέποτε στον άμβωνα.

12.46 ἥξει ὁ κύριος τοῦ δούλου ἐκείνου ἐν ἡμέρᾳ ᾗ οὐ προσδοκᾷ καὶ ἐν ὥρᾳ ᾗ οὐ γινώσκει(1), καὶ διχοτομήσει(2) αὐτὸν καὶ τὸ μέρος αὐτοῦ μετὰ τῶν ἀπίστων(3) θήσει.
46 τότε θα έρθει ο κύριός του μια μέρα που αυτός δε θα τον περιμένει και σε ώρα που δε θα την ξέρει. Θα τον τιμωρήσει πολύ αυστηρά και θα τον ρίξει στον τόπο όπου τιμωρούνται οι άπιστοι.
(1) Η σκέψη του πονηρού δούλου, ότι αργεί ο κύριός του, δεν συντελεί ώστε να αναβληθεί επ’ άπειρον η έλευση του κυρίου. Οσοδήποτε και αν τα φανταστικά του όνειρα παραπλανούν τον πονηρό δούλο, ο Κύριος θα έλθει. Και θα έλθει αιφνίδια, για να είναι η έλευσή του φοβερή έκπληξη στον αχαλίνωτο δούλο. Εφόσον αυτός παραθεώρησε τις προειδοποιήσεις του λόγου του Θεού για επικείμενη έλευση του Κυρίου, και εφόσον σίγασε τις διαμαρτυρίες της συνείδησής του, που υπενθύμιζαν σε αυτόν αυτήν την έλευση, καμία άλλη ειδοποίηση δεν θα γίνει σε αυτόν. Και ο Κύριος θα έλθει αιφνίδια για να επιβάλλει σε αυτόν σκληρή και αδυσώπητη τιμωρία.
(2) Πρέπει να εννοηθεί όχι μόνο μεταφορικά, αλλά και κατά γράμμα. Διότι το ότι παίρνει το μέρος του μαζί με τους άπιστους, δεν υπονοεί ότι εξακολουθεί να ζει και στη γη. Η μερίδα των απίστων είναι βίαιος θάνατος. Θα του αφαιρεθεί λοιπόν βίαια και η πρόσκαιρη ζωή, ανεξαρτήτως των ποινών στη μέλλουσα ζωή. Για τη λέξη διχοτομώ δες Εξόδ. κθ 17 και για την τιμωρία Β΄Βασ. ιβ 31,Α΄Παραλ. κ 3,Αμώς α 3,Εβρ. ια 37 (p). Σημαίνει τιμωρία σκληρή που ήταν σε χρήση στους περισσότερους από τους αρχαίους λαούς, στους Αιγύπτιους (Ηρόδοτος), στους Χαλδαίους (Δανιήλ β), στους Έλληνες (Διόδωρος), στους Ρωμαίους (Τίτος Λίβιος-Σουετώνιος) και στους Ιουδαίους (g). «Ο μεν πιστός και συνετός θα τύχει τέτοιων (δωρεών). Ο αντίθετος όμως με αυτόν, θα δοκιμάσει την οργή του δεσπότη… και θα λάβει κληρονομιά και μερίδα μαζί με τους υποκριτές ή τους άπιστους… Όσα δηλαδή κατέτρωγε με τα δόντια του και όσα αμάρτανε πάνω στο μεθύσι, αυτά θα τα κλάψει και θα υποστεί την αρμόζουσα τιμωρία και για την παρανομία εναντίον των συνδούλων και για την ακόλαστη τρυφή και για την περιφρόνηση στο δεσπότη, τον οποίο ομολογούσε μεν ότι δεν τον αγνοεί και ήξερε επομένως ότι έχει Κύριο, αλλά θεωρώντας ότι αναβάλλει αυτός την κρίση για πολλά χρόνια, απατούσε τον εαυτό του» (Ε). Θα τον διχοτομήσει. Θα τον αποκόψει από τη χώρα των ζωντανών, από την συγκέντρωση των δικαίων και θα τον αφορίσει μαζί με τους πονηρούς. Ο θάνατος αποκόπτει και τους αγαθούς, για να μεταφυτευτούν όμως ως εκλεκτά δέντρα στη μέση του παραδείσου. Ο πονηρός δούλος θα αποκοπεί ως δέντρο ξεραμένο, για να ριχτεί στη φωτιά. Διχοτόμησε τον εαυτό του, όταν ζούσε, ανάμεσα στο Θεό και τον κόσμο· μοίρασε τον εαυτό του ανάμεσα σε Χριστό και Βελίαλ, ανάμεσα στο αξίωμά του και τις ακάθαρτες επιθυμίες και πάθη του. Θα διχοτομηθεί λοιπόν και τώρα αιωνίως, διότι η διχοτόμηση αυτή δεν θα επιφέρει και τον πλήρη εξαφανισμό και τη διάλυσή του, όπως γίνεται σε κάθε διχοτομούμενο οργανισμό, διότι «το μέρος του θα το τοποθετήσει μαζί με τους άπιστους» ο Κύριος.
(3) Μαζί με τους δούλους οι οποίοι δεν δείχτηκαν πιστοί στην διαχείριση των υπαρχόντων που τους εμπιστεύτηκε ο κύριος.

12.47 ἐκεῖνος δὲ(1) ὁ δοῦλος ὁ γνοὺς τὸ θέλημα τοῦ κυρίου(2) εαυτοῦ καὶ μὴ ἑτοιμάσας(3) μηδέ ποιήσας πρὸς τὸ θέλημα αὐτοῦ δαρήσεται πολλάς(4)·
47 »Εκείνος ο δούλος που ξέρει τι θέλει ο κύριός του, δεν είναι όμως έτοιμος και δεν κάνει αυτό που θέλει ο κύριός του, θα τιμωρηθεί αυστηρά.
(1) Από την τάξη των οικονόμων έρχεται τώρα στην τάξη των δούλων γενικά. Και το «δε» σημειώνει την αντίθεση μεταξύ του δούλου αυτού, στον παρόντα στίχο, και του άπιστου οικονόμου, διότι το «μη ετοιμάσας μηδέ ποιήσας…» αποτελεί παράβαση μικρότερη από εκείνες, για τις οποίες διχοτομήθηκε ο άπιστος οικονόμος (p). Το εκείνος λοιπόν δεν αναφέρεται αποκλειστικά στον δούλο στους στίχους 45-46, αν και περιλαμβάνει και αυτόν, αλλά σημαίνει όλη την τάξη των δούλων, στην οποία αυτός ανήκει (g).
(2) Το πλήθος των δούλων ενός σπιτιού, μένει ξένο με τις σκέψεις και τις ιδιαίτερες υποθέσεις του κυρίου, που ανακοινώνει αυτές σε λίγους από αυτούς ή και μόνο στον δούλο που είναι ο προϊστάμενος των υπόλοιπων συνδούλων του. Για αυτό και φέρει αυτός την μεγαλύτερη ευθύνη (g).
(3) «Δεν έκανε όπως άρεσε στον κύριο» (Ζ).
(4) «Που σημαίνει πολλές πληγές, δηλαδή θα τιμωρηθούν πολύ άσχημα, διότι αν και ήξεραν, περιφρόνησαν» (Ζ). «Το «θα δαρθεί με πολλές» και το «θα δαρθεί με λίγες» δεν φανερώνει ότι έχει τέλος η τιμωρία, αλλά διαφορά τιμωρίας. Διότι αν ο Θεός είναι δίκαιος κριτής, όχι μόνο για τους αγαθούς αλλά και για τους πονηρούς και ανταποδίδει στον καθένα σύμφωνα με την πράξη του, μπορεί να είναι κάποιος μεν άξιος άσβηστης φωτιάς, μιας φωτιάς που καίει μαλακότερα ή πιο πολύ· άλλος πάλι να είναι άξιος ατελείωτου σκουληκιού, που και αυτό πάλι προκαλεί πόνο πιο ήρεμα ή πιο έντονα… Επομένως το ότι θα δαρθεί με «πολλές» και «λίγες», δεν γίνεται με την παράταση ή συμπλήρωση του χρόνου, αλλά με τη διαφορά της τιμωρίας» (Β). Η εφαρμογή των λόγων αυτών και στους αποστόλους είναι αυτονόητη (g). Η προνομιούχος θέση τους κοντά στον διδάσκαλο και οι έκτακτες ευκαιρίες, των οποίων έτυχαν, που τους διευκόλυναν ώστε να γνωρίσουν το θέλημα του Κυρίου, τους έκαναν και εξόχως υπεύθυνους και την τιμωρία τους, σε περίπτωση αθέτησης από αυτούς του θελήματος του Κυρίου που γνώρισαν, βαριά και ανυπόφορη (ο). Και «αυτός ο λόγος είναι και για αυτούς που πρόκειται να είναι ποιμένες» (Ζ).

12.48 ὁ δὲ μὴ γνούς, ποιήσας δὲ ἄξια πληγῶν(1), δαρήσεται ὀλίγας(2). παντὶ δὲ ᾧ ἐδόθη(3) πολύ, πολὺ ζητηθήσεται παρ᾽ αὐτοῦ, καὶ ᾧ παρέθεντο(3) πολύ, περισσότερον(4) αἰτήσουσιν αὐτόν(5).
48 Αντίθετα, εκείνος που δεν ξέρει το θέλημα του κυρίου του και κάνει κάτι αξιόποινο, θα τιμωρηθεί ελαφρότερα. Σ’ όποιον δόθηκαν πολλά, θα ζητηθούν πολλά απ’ αυτόν· και σ’ όποιον δόθηκαν περισσότερα, θα του ζητηθούν περισσότερα».
(1) «Θα μπορούσε κάποιος να πει: Πώς αυτός που δεν γνώρισε, θα δώσει λόγο; Διότι δεν θέλησε να ξέρει, παρόλο που είχε τη δυνατότητα να μάθει» (Κ).
(2) «Όμως δεν θα δαρθεί τόσο πολύ» όσο αυτός που γνώρισε. «Διότι εκείνος μεν περιφρόνησε· ενώ αυτός έδειξε ραθυμία. Είναι χειρότερη όμως η περιφρόνηση από τη ραθυμία. Φανερώνει λοιπόν τον πιστό, που αγνοεί το θέλημα του Θεού, λόγω αμάθειας. Διότι οι άπιστοι δεν αγνοούν το θέλημα του Θεού από ραθυμία, αλλά από αυθαίρετη πλάνη και αμετανόητη κακία» (Ζ).
(3) Το μεν «δόθηκε» αναφέρεται είτε σε θέση είτε σε γνώση που πάρθηκε, ενώ το μέσο «παρέθεντο» φαίνεται να αναφέρεται σε ποσό που εμπιστεύτηκε ο κύριος ως παρακαταθήκη (g)=Εκείνος ο οποίος έλαβε κάποιο χάρισμα, υποχρεώνεται σε ανάλογη ανταπόδοση και εκείνος που έλαβε κάποια παρακαταθήκη, πρέπει να δώσει πίσω περισσότερα από εκείνα που έλαβε (p). Το αξίωμα αυτό αποτελείται από δύο παράλληλα μέλη. Πιθανότατα ο παραλληλισμός αυτός είναι καθαρά συνωνυμικός. Όμως μπορούμε να πάρουμε το μεν «εδόθη» ότι λέγεται για το χάρισμα της εξουσίας, ενώ το «παρέθεντο» για την παρακαταθήκη της διδασκαλίας (L). «Ο λόγος λέγεται με παράδειγμα… όπως ακριβώς δηλαδή, σε όποιον έδωσαν κάποιοι πολύ κεφάλαιο για εμπόριο, θα απαιτήσουν περισσότερο από αυτόν λόγω του κέρδους από το εμπόριο, έτσι και ο Θεός, σε αυτόν που έδωσε πολύ χάρισμα, περισσότερο θα απαιτήσει από αυτόν» (Ζ).
(4) Περισσότερο από όσο θα ζητηθεί από εκείνους οι οποίοι έλαβαν λιγότερα (g).
(5) «Επειδή έδωσε πολλά ο Σωτήρας, πολλά ζητά από αυτόν. Και ποια είναι αυτά; Η σταθερότητα στην πίστη, η μύηση στα θεία μυστήρια χωρίς πλάνη, η πρόοδος στην ελπίδα, το αμετακίνητο στην υπομονή, το άθραυστο στην δύναμη την πνευματική, η προθυμία και το καλό σθένος σε οποιοδήποτε από τα άριστα ανδραγαθήματα, ώστε και σε άλλους να είναι παράδειγμα αγγελικού τρόπου ζωής» (Κ).

Στίχ. 49-53. Διχασμός εξαιτίας του Χριστού.
12.49 Πῦρ(1) ἦλθον βαλεῖν ἐπὶ τὴν γῆν(2), καὶ τί θέλω(3) εἰ ἤδη ἀνήφθη.
49 «Φωτιά ήρθα να βάλω στη γη και τι άλλο θέλω αν έχει κιόλας ανάψει!
(1) Ή «είναι συνήθεια στη θεία Γραφή, να ονομάζει μερικές φορές φωτιά τα θεία και ιερά λόγια και την ενέργεια και δύναμη του Αγίου Πνεύματος… Λέμε λοιπόν, ότι η δύναμη του θείου κηρύγματος μοιάζει με κάρβουνο και φωτιά, της οποίας το άναμμα επισπεύδει ο Κύριος… Διότι άπαξ και άναψε η φωτιά, επρόκειτο να αρπάξει όλη τη γη» (Κ). Σχετική και η: «Εννοεί το φως που προέρχεται από αυτόν· διότι από τη γνώση του Χριστού προηγείται το νοητό φως της πίστης, του οποίου τύπος ήταν ο στύλος που οδήγησε τον Ισραήλ τη νύχτα» (Α). Κάπως διαφορετική ερμηνεία που καταλήγει όμως στο ίδιο και η επόμενη: «Η άυλη και θεϊκή φωτιά φωτίζει, από τη μία, τις ψυχές και τις δοκιμάζει εσωτερικά, όπως το καθαρό χρυσάφι στο καμίνι, κατακαίει, από την άλλη, την κακία, όπως ακριβώς το καλάμι και τα αγκάθια. Διότι ο Θεός μας είναι φωτιά που κατακαίει και τιμωρεί με πύρινη φλόγα αυτούς που δεν γνωρίζουν αυτόν και δεν υπακούουν στο ευαγγέλιό του» (Β). Ή, εννοεί την διαίρεση και αντίθεση, την οποία προκαλεί αναπόφευκτα η διδασκαλία του Κυρίου μεταξύ των ανθρώπων που την αποδέχονται και εκείνων που δεν την δέχονται (p). Ή «Επειδή ακριβώς ο διάβολος έσπειρε μέσα στις καρδιές των ανθρώπων αγκάθια και τριβόλια αμαρτημάτων, ήλθα να ανάψω φωτιά στη γη και τι άλλο θέλω αν έχει κιόλας ανάψει; Διότι πρέπει να καθαρίσω τη γη μου· πρέπει μαζί με τον διάβολο να αφανίσω με φωτιά τα πικρά και βλαβερά βλαστάρια για να είναι καθαρή η ψυχή και να δεχτεί καθαρό τον ουράνιο σπόρο. Διότι δεν ήλθα να βάλω ειρήνη, αλλά μαχαίρι. Εάν δεν αφανίσω τον εχθρό σας με μαχαίρι, δεν θα έχετε ειρήνη» (Σχ). Ή, η φωτιά είναι η νέα ζωή, ο έρωτας των ουρανίων, τα οποία ο Ιησούς ανάβει στις καρδιές των πιστών με τον λόγο του και την χάρη του Πνεύματός του, και τα οποία αυτοί προσπαθούν να διαδώσουν, αλλά τα οποία προκαλούν την αντίθεση των αντιπάλων, οι οποίοι προσπαθούν να τα σβήσουν (g). «Εμάς που ήμασταν παγωμένοι από κάθε αμαρτία, μας αναζωπύρωσε ο Σωτήρας ώστε να έχουμε προθυμία για κάθε αγαθό, βάζοντας σαν ακριβώς άλλη νοητή φωτιά την μετοχή του Αγίου Πνεύματος. Είπε βεβαίως ότι, Φωτιά ήλθα να βάλω στη γη· διότι γίναμε ζωντανοί στο πνεύμα όσοι αξιωθήκαμε αυτής της χάριτος» (Α). «Η χάρη του Πνεύματος σήκωσε από κάτω τις ψυχές μας και τις θέρμανε και η φωτιά εκείνη για την οποία έλεγε παλιά ο Χριστός… αυτήν βλέπω να έχει μπει και να καίει στις ψυχές σας» (Χ). Όλες οι ερμηνείες είναι σοβαρές. Η τέταρτη είναι πιο πιθανή. Σε αυτήν μπορεί να ενταχθεί και η επόμενη: «Φωτιά λέει τώρα την αγάπη και πίστη σε αυτόν, δείχνοντας πόσο σφοδρή και δραστήρια είναι αυτή» (Ζ)· «μπορούμε επίσης να εννοήσουμε και τον ζήλο υπέρ του καλού, που ανάβει στον καθένα μας» (Θφ).
(2) Να ρίξω από τον ουρανό στη γη. Η φωτιά αυτή δεν είναι φυσική στη γη και δεν ξεπηδά από αυτήν. Για αυτό δεν λέει «στη γη» αλλά «πάνω στη γη» (b).
(3) Ή «αντί να πει: πόσο θέλω, αν ήδη άναψε; Επισπεύδει δηλαδή το άναμμα αυτής της φωτιάς» (Θφ)= Πόσο ήθελα να ήταν τώρα αναμμένη. Ή, πιο φυσικά: «Και τι περισσότερο θέλω, εάν άναψε; Τι περισσότερο αναμένω στον κόσμο; Λέγοντας βεβαίως αυτά έδειχνε, ότι ήδη άναψε στους μαθητές και αφού άναψε δεν θα σβήσει πλέον» (Ζ).

12.50 βάπτισμα δὲ(1) ἔχω βαπτισθῆναι, καὶ πῶς συνέχομαι(2) ἕως ὅτου τελεσθῇ.
50 Έχω όμως να περάσω μια δοκιμασία και με κατέχει ανυπομονησία ωσότου την υποστώ!
(1) «Επειδή όμως η φωτιά αυτή δεν επρόκειτο αλλιώς» (Θφ), «να αρπάξει σε όλη την οικουμένη εάν δεν ολοκληρωνόταν όλο το θείο σχέδιο της σωτηρίας» (Κ) και «μετά τον θάνατό του· διότι πράγματι, από τότε αυξήθηκε το κήρυγμα και ο ζήλος· για αυτό προσθέτει και για το θάνατο, ονομάζοντας αυτόν βάπτισμα» (Θφ). Το «δε» λοιπόν είναι αντιθετικό=Αλλά για να ανάψει πραγματικά αυτή η φωτιά (g). Αποκαλεί το πάθημά του βάπτισμα χρησιμοποιώντας λέξη, η οποία το παρουσιάζει με πιο μέτριο τρόπο. Πρόκειται για βάπτισμα και όχι για κατακλυσμό. Πρόκειται να βουτηχτώ στο νερό, αλλά όχι και να πνιγώ σε αυτό.
(2) «Αντί να πει: πόσο φροντίζω και θλίβομαι έως ότου τελεστεί» (Θφ)· «σαν να αγωνιώ λόγω της αργοπορίας» (Ζ). Από πού προερχόταν η βιασύνη αυτή και αγωνιώδης ανυπομονησία; Ή, διότι «διψώ τον θάνατο υπέρ της σωτηρίας όλων» (Θφ)· «φανέρωσε λοιπόν, ότι βιάζεται να σφαχτεί για μας, και εκούσια παραδίδει τον εαυτό του» (Ζ). Ή, έχουμε εδώ το πάθος, που υφίστατο ο Κύριος πριν το πάθος του. Κάτι ανάλογο δηλαδή με το Ιω. ιβ 27. «Τώρα η ψυχή μου έχει ταραχτεί και τι να πω;» (g). Η πρόβλεψη των παθημάτων του ήταν μία συνεχής Γεθσημανή (p). Και ήθελε, ως άνθρωπος, το γρηγορότερο να εκπληρώσει το έργο αυτό και να απαλλαχτεί από την επικρεμάμενη φοβερότατη τιμωρία (δ). Και οι δύο ερμηνείες είναι σοβαρές. Επιθυμούσε το βάπτισμα, διότι προέβλεπε τις σωτηριώδεις συνέπειες, οι οποίες θα προέρχονταν από αυτό. Ήταν λοιπόν αυτές τόσο ένδοξες από το Θεό, τόσο αιώνια ευλογημένες, ώστε δεν ήταν δυνατόν παρά να επιθυμεί, να συντελεστεί το ταχύτερο το βάπτισμα αυτό. Και τόσο περισσότερο όσο δοκίμαζε την φυσική αγωνία, την οποία ο θάνατος προκαλεί στην ανθρώπινη φύση. Ήταν αληθινός άνθρωπος και στο σώμα και στην ψυχή. Ως άνθρωπος αποστρεφόταν τον πόνο, ήταν υποκείμενος στη λύπη και αντίκρυζε τον θάνατο σαν εχθρό δικό του και της ανθρώπινης φύσης. Για αυτό και πρόσφερε δεήσεις και ικεσίες σε αυτόν που μπορούσε να τον σώσει από το θάνατο (Εβρ. ε 7). Η θεία του φύση λοιπόν δεν επισκίασε το πάθημά του, αλλά έδωσε σε αυτόν μόνο τόσο βαθμό ανακούφισης και βοήθειας, όσος θα παρεχόταν και στον πρώτο Αδάμ, εάν δεν αμάρτανε.

12.51 δοκεῖτε(1) ὅτι εἰρήνην παρεγενόμην δοῦναι ἐν τῇ γῇ; οὐχί, λέγω ὑμῖν(2), ἀλλ᾽ ἢ(3) διαμερισμόν(4).
51 Νομίζετε πως ήρθα για να επιβάλω αναγκαστική ομόνοια μεταξύ των ανθρώπων; Κάθε άλλο· σας βεβαιώνω πως ο ερχομός μου θα φέρει διαιρέσεις.
(1) Δες Ματθ. ι 34-35 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις. δοκεῖτε=Επικρατούσε γενικώς η ιδέα στους Ιουδαίους ότι ο Μεσσίας θα εγκαθίδρυε αμέσως βασιλεία ειρήνης και ευδαιμονίας. Ο Ιησούς λοιπόν δεν θέλει οι μαθητές του να ζουν σε φανταστικό παράδεισο και προειδοποιεί αυτούς ότι στον κόσμο αυτόν θα αντιμετωπίσουν αντιδράσεις και διωγμούς (p). Όχι λέει ο Κύριος. Δεν ήλθα για να δώσω τέτοια ειρήνη. Ήλθα να ειρηνεύσω τους ανθρώπους με το Θεό και με τη συνείδησή τους και με τους αδελφούς τους. Αλλά στον κόσμο θα υπάρχει ταραχή και σάλος. Εάν όλος ο κόσμος δεχόταν το Χριστό, βεβαίως θα επακολουθούσε τότε παγκόσμια και καθολική ειρήνη. Εφόσον όμως πολλοί απορρίπτουν το ευαγγέλιό του, τα παιδιά του Θεού, τα οποία κλήθηκαν και χωρίστηκαν από τον κόσμο, πρέπει να περιμένουν τις συνέπειες της έχθρας, η οποία ανέκαθεν υπάρχει εκ μέρους του σπέρματος του φιδιού εναντίον των παιδιών του Θεού.
(2) «Τι λες, Δέσποτά μας; Δεν ήλθες να βάλεις ειρήνη; Παρόλο που έγινες για μας η ειρήνη μας, γκρέμισες το μεσότοιχο του φράγματος, αφάνισες την αμαρτία που μας διαχώριζε, ευαγγελίστηκες σε αυτούς που ήταν μακριά και σε αυτούς που ήταν κοντά· ένωσες κοπάδια με κοπάδια, τους Ιουδαίους με τους εθνικούς, ειρήνευσες μέσω του σταυρού τα ουράνια και τα επίγεια, όπως έχει γραφτεί· έγινες για μας συμφιλιωτής και μεσίτης και διώχνοντας την αμαρτία που στεκόταν στη μέση, μας ένωσες μέσω του εαυτού σου με τον Θεό και Πατέρα» (Κ). «Οπότε μοιάζει με αίνιγμα ο λόγος. Λέμε λοιπόν ότι δεν είναι κάθε ειρήνη ακατηγόρητη και καλή, αλλά πολλές φορές δεν φέρνει ασφάλεια και ρίχνει μακριά από την θεία αγάπη· για παράδειγμα όταν ειρηνεύουμε και συμφωνούμε με σκοπό την κατάργηση της αλήθειας. Αυτήν λοιπόν την ειρήνη δεν ήλθε να δώσει ο Χριστός. Αντιθέτως λοιπόν, μάς θέλει να διαφωνούμε μεταξύ μας χάριν του καλού, πράγμα που έγινε και στον διωγμό» (Θφ). «Για αυτό και οι πιστοί απομακρύνονται από τις γήινες αγάπες και συγγενείς αγνοούν και πατέρας αρνείται την αγάπη του γιου και γιος αγνοεί την τιμή στον πατέρα και μητέρα απέκρουσε την αγάπη της κόρης» (Κ).
(3) ἀλλ᾽ ἢ. Η έννοια μάλλον είναι: άλλο ἢ =Δεν ήλθα να δώσω στη γη κάτι άλλο παρά διαχωρισμό (p.g). Αλλά ούτε τόνο έχει (δεν είναι δηλ. άλλ’ ἢ) ούτε στο γράμμα ο γίνεται έκλθιψη. Συνεπώς η ορθή γραφή είναι «αλλά ἢ» όπως πράγματι ο κώδικας του Βέζα και κάποιοι μικρογράμματοι γράφουν χωρίς έκθλιψη και το οποίο και στους έξω κλασικούς συγγραφείς είναι συνηθέστατο με την έννοια του: αλλά μόνο, παρά μόνο (δ).
(4) Λέγεται μοναδική φορά. Το αποτέλεσμα αυτό δεν είναι σφάλμα του ευαγγελίου, αλλά σφάλμα εκείνων, οι οποίοι δεν αποδέχονται το ευαγγέλιο. Όταν μερικοί μόνο πιστεύουν στα κηρυττόμενα, οι άλλοι όμως δεν πιστεύουν, αυτομάτως γεννιέται ο διαμερισμός αυτός. Οι περισσότερο μάλιστα αδιάλλακτες και βίαιες έριδες και φιλονικίες προκαλούνται από τις θρησκευτικές διαφορές και διαφωνίες. Ουδέποτε η έχθρα κορυφώνεται τόσο, όσο στους διώκτες της θρησκείας. Και ουδέποτε η αποφασιστικότητα εξωθείται σε τέτοιες ακρότητες όσο στους θρησκευτικούς διωγμούς.

12.52 ἔσονται γὰρ ἀπὸ τοῦ νῦν(1) πέντε(2) ἐν ἑνὶ(3) οἴκῳ διαμεμερισμένοι, τρεῖς ἐπὶ δυσὶν(4) καὶ δύο ἐπὶ(5) τρισί(4),
52 Από τώρα και στο εξής μία οικογένεια με πέντε μέλη θα χωριστεί σε δύο παρατάξεις: τρεις εναντίον δύο και δύο εναντίον τριών.
(1) Από τον τωρινό χρόνο. Δείχνει ότι μπήκαν οι αρχές, αλλά όχι και η πλήρης ανάπτυξη του γεγονότος που εξαγγέλλεται, το οποίο θα πραγματοποιηθεί πλήρως σύμφωνα με τον σ. 50 μετά το πάθος (L). Με εξαίρεση το Β΄Κορ. ε 16 η φράση είναι χαρακτηριστική μόνου του Λουκά (α 48,ε 10,κβ 18,69,Πράξ. ιη 6), αλλά συναντιέται συχνά στους Ο΄, ιδιαίτερα στους Ψαλμούς (p).
(2) Δηλαδή ο πατέρας, η μητέρα, ο γιος, η κόρη και η νύφη. Ο γαμπρός στην περίπτωση κόρης δεν προστίθεται, διότι αυτός έχει πλέον δικό του σπίτι (b).
(3) Κατά τον «διαχωρισμό των πιστών και των απίστων, θα διαιρεθούν και οι γνησιότατες σχέσεις του ανθρωπίνου γένους» (Ζ)
(4) Τα σπίτια θα διαιρεθούν σε πλειοψηφία και μειοψηφία. Και αλλού μεν η πλειοψηφία θα είναι χριστιανική, αλλού όμως άπιστη. Αναφέρει λοιπόν τον αριθμό αυτόν, διότι με αυτόν γίνεται ολοφάνερη και επίμονη η διχόνοια, εφόσον εάν γίνουν 4 προς 1, ο ένας αυτός ή θα υποχωρήσει ή θα αναγκαστεί να φύγει. Όταν όμως είναι 3 προς 2 είναι δυνατή η εξακολούθηση της διχόνοιας (δ).
(5) Η «επί» δείχνει την εχθρότητα (g).

12.53 διαμερισθήσονται(1) πατὴρ ἐπὶ υἱῷ καὶ υἱὸς ἐπὶ πατρί, μήτηρ ἐπὶ θυγατρί(2) καὶ θυγάτηρ ἐπὶ μητρί, πενθερὰ ἐπὶ τὴν νύμφην αὐτῆς καὶ νύμφη ἐπὶ τὴν πενθεράν αυτής.
53 »Ο πατέρας θα είναι αντίθετος με το γιο του κι ο γιος με τον πατέρα του·
η μάνα με την κόρη της κι η κόρη με τη μάνα της· η πεθερά με τη νύφη της κι η νύφη με την πεθερά της».
(1) Επεξηγεί το 3 εναντίον 2 και το 2 εναντίον 3. Φαίνεται όμως να απαριθμεί τώρα 6 πρόσωπα αντί για τα 5 που καθορίστηκαν στον προηγ. στίχο. «Πώς λοιπόν ενώ είπε ότι θα είναι πέντε σε ένα σπίτι οι διαχωρισμένοι, στην αρίθμηση έβαλε έξι πρόσωπα; Λέμε λοιπόν ότι ένα πρόσωπο το πήρε δύο φορές» (Θφ). Η μητέρα και η πεθερά είναι ένα και το ίδιο πρόσωπο (p). Η νύφη που είναι σύζυγος του γιου μένει στο ίδιο σπίτι με την πεθερά.
(2) Διαφορετικές γραφές: μήτηρ επί θυγατέρα και θυγάτηρ επί μητέρα. Ενώ η πρόθεση «επί» όταν πρόκειται για άνδρες συντάσσεται με δοτική, όταν πρόκειται για γυναίκες συντάσσεται με αιτιατική. Πιθανώς για να δηλωθεί ότι η έχθρα μεταξύ γυναικών είναι εντονότερη. Ίσως όμως να οφείλεται η αλλαγή της σύνταξης στο Μιχ. ζ 6 όπου υπάρχει η φράση «επί την» στην περίπτωση γυναικών, αλλά «υιός ατιμάζει πατέρα» στην περίπτωση ανδρών (p).

Στίχ. 54-59.Η ερμηνεία των καιρών. Συνδιαλλαγή αμέσως.
12.54 ῎Ελεγεν δὲ καὶ(1) τοῖς ὄχλοις(2), ῞Οταν ἴδητε τὴν νεφέλην ἀνατέλλουσαν από δυσμῶν(3), εὐθέως(4) λέγετε ὅτι ῎Ομβρος(5) ἔρχεται(4), καὶ γίνεται οὕτω·
54 Έλεγε ακόμη ο Ιησούς στα πλήθη: «Όταν δείτε τα σύννεφα να έρχονται από τη δύση, αμέσως λέτε πως έρχεται βροχή, κι έτσι γίνεται.
(1) Η φράση «έλεγε δε και» είναι κατάλληλη για εισαγωγή κάποιου τελικού λόγου που έχει ιδιάζουσα σημασία και σοβαρότητα. Δες Λουκ. ε 36,θ 23,ιστ 1,ιη 1 (p). Η τελική ιδέα εδώ, με την οποία κατακλείεται ο όλος λόγος είναι ο επείγων χαρακτήρας της επιστροφής (g).
(2) Στους όχλους, διότι είχε απευθύνει τα προηγούμενα λόγια στους αποστόλους (b). Για τα ακόλουθα λόγια στους σ. 54-56 δες και Ματθ. ιστ 1-3 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις. Εκεί όμως ο Κύριος λέει τα λόγια αυτά απαντώντας σε αυτούς που του ζητούσαν θαύμα από τον ουρανό, βεβαιώνοντας, ότι τα θαύματα δεν έλειψαν, αλλά είχαν δοθεί και αρκούσε να προσέξουν σε αυτά και να μελετήσουν αυτά, όπως προσέχουν και εξηγούν τα φυσικά φαινόμενα, για να αντιληφθούν αυτά (g).
(3) Υπάρχει και η γραφή: επί δυσμών. Η εκ δυσμών της Παλαιστίνης, δηλαδή από τη Μεσόγειο θάλασσα, έλευση και ανύψωση σύννεφου, ήταν σημάδι βροχής. Δες Γ Βασ. ιη 44 (δ).
(4) Και το «ευθέως» και ο ενεστώτας «έρχεται» φανερώνουν την πεποίθηση με την οποία γίνεται η προαναγγελία της βροχής (p).
(5) Όμβρος=ισχυρή βροχή με κεραυνούς και αστραπές. Δες Δευτ. λβ 2,Σοφ. Σολ. ιστ 16,Σοφ. Σειράχ μθ 9 (p).

12.55 καὶ ὅταν νότον πνέοντα(1), λέγετε ὅτι καύσων(2) ἔσται, καὶ γίνεται.
55 Κι όταν φυσάει νοτιάς, λέτε πως θ’ ακολουθήσει καύσωνας, κι έτσι γίνεται.
(1) Εξυπακούεται το «δείτε». Βλέπει λοιπόν κάποιος την προέλευση και κατεύθυνση του ανέμου από τα αντικείμενα, τα οποία το φύσημά του κουνάει. Μόνος ο Λουκάς χρησιμοποιεί τη λέξη νότος για άνεμο. Δες Πράξ. κζ 13,κη 13. Αλλού στην Κ.Δ. σημαίνει όπως και τους Ο΄ το νότιο σημείο του ορίζοντα (p). Πρόκειται για τον σιμούν, τον άνεμο της ερήμου (g), που προέρχεται από την Αραβία (δ).
(2) Η λέξη καύσωνας χρησιμοποιείται μερικές φορές για να δηλώσει τον καυστικό ανατολικό άνεμο (Ιώβ κζ 21,Ωσηέ ιβ 1). Αλλά εδώ ο νότιος άνεμος είναι το προγνωστικό του καύσωνα. Συνεπώς η λέξη καύσων σημαίνει τον θερμό καιρό (b).

12.56 ὑποκριταί(1), τὸ πρόσωπον τῆς γῆς(2) καὶ τοῦ οὐρανοῦ οἴδατε δοκιμάζειν(3), τὸν καιρὸν δὲ τοῦτον(4) πῶς οὐ δοκιμάζετε(5);
56 Υποκριτές! Τα σημάδια του ουρανού και της γης ξέρετε να τα διακρίνετε. Πώς δεν ξέρετε να διακρίνετε τα σημάδια των καιρών;»
(1) Ομολογούσαν ότι δεν μπορούσαν να ερμηνεύσουν σημάδια, όπως η γέννηση, το κήρυγμα και ο θάνατος του Βαπτιστή, το κήρυγμα και τα θαύματα του Ιησού. Αλλά η ικανότητά τους για την πρόγνωση και διάγνωση του καιρού αποδείκνυε, ότι είχαν αρκετή αντίληψη, όσες φορές επρόκειτο για τα επίγεια συμφέροντά τους (p). Την ικανότητα διάγνωσης δεν την χρησιμοποιούσαν προκειμένου για τα υψηλότερα συμφέροντα. Δεν τους έλειπε το μάτι, αλλά η διάθεση και η καλή θέληση να δουν. Για αυτό και ο Κύριος χαρακτηρίζοντας την αντίφαση αυτή στη συμπεριφορά τους, τους αποκαλεί υποκριτές (g).
(2) «Πρόσωπο της γης και του ουρανού είναι η επιφάνεια αυτής και εκείνου» (Ζ). Ο υλικός και ο ηθικός κόσμος βρίσκονται και οι δύο κάτω από την ίδια κυβέρνηση και βρίσκονται και οι δύο κάτω από την παρατήρηση των ανθρώπων, έτσι ώστε μπορούμε μέσω αυτών να βρούμε τους δρόμους του Θεού (ο).
(3) Δοκιμάζω=εκτιμώ τη φύση, την αξία, τη σημασία κάποιου πράγματος (g). «Την επιφάνεια της γης και του ουρανού ξέρετε να τα διακρίνετε και από την παρατήρησή της να προλέγετε το μέλλον» (Ζ).
(4) «Τον καιρό της δικής μου παρουσίας δηλαδή» (Ζ). Υπάρχουν σημεία των καιρών, με τα οποία οι συνετοί και καλοδιάθετοι άνθρωποι μπορούν να κάνουν ηθικές προγνώσεις και να διαγνώσουν τις κινήσεις και μεθόδους της θείας Πρόνοιας και σύμφωνα με αυτές να κανονίσουν και να συμμορφώσουν την συμπεριφορά τους. Ο Θεός μιλά στα παιδιά του πάντοτε με τις εκάστοτε περιστάσεις. Και τα υπάκουα από αυτά ακούνε τη φωνή του και συμμορφώνονται με αυτήν. Υπάρχουν όμως πολλοί ικανότατοι και με μεγάλη αντίληψη σε άλλα, οι οποίοι παρ’ όλα αυτά δεν μπορούν να διακρίνουν τις ευκαιρίες για σωτηρία τους, που παρέχονται σε αυτούς από το Θεό.
(5) «Πώς δεν διακρίνετε από την εξέταση των νομικών και προφητικών βιβλίων, στα οποία υπάρχουν σημάδια και σύμβολα σχετικά με αυτόν, από τα οποία εύκολα αυτός αναγνωρίζεται σε όσους προσέχουν» (Ζ), αλλά και «από αυτά που εγώ λέω και πράττω» (Θφ). Η βασιλεία χάθηκε ήδη από τη φυλή του Ιούδα, οι εβδομάδες επίσης του Δανιήλ είναι στην συμπλήρωσή τους. Και όμως δεν αντιλαμβάνεστε αυτό. Τα θαύματα τα οποία έκανε ο υιός του ανθρώπου και η διδασκαλία του, όπως και η συρροή του πλήθους που σημειώνεται γύρω του, είναι σαφείς ενδείξεις, ότι η βασιλεία του Θεού ήλθε σε σας. Και όμως εσείς δεν θέλετε να αισθανθείτε αυτό. Ο Συμεών και η Άννα και άλλοι ευσεβείς Ισραηλίτες ανέμεναν την έλευση του Μεσσία οδηγούμενοι από τα σημάδια των καιρών, τα οποία κάτω από το φως της προφητείας παρατηρούσαν και διέκριναν.

12.57 Τί δὲ καὶ ἀφ᾽ ἑαυτῶν(1) οὐ κρίνετε τὸ δίκαιον(2);
57 «Γιατί δεν κρίνετε κι από μόνοι σας ποιο είναι το σωστό;
(1) Γιατί λοιπόν δεν κρίνετε από μόνοι σας, οδηγούμενοι από τη συνείδηση και καρδιά σας και όχι από εξωτερικά σημάδια (p) και χωρίς άλλος κανείς να σας οδηγήσει ή να σας πληροφορήσει για αυτό (g).
(2) «Γιατί και από μόνοι σας δεν κατανοείτε το καλό, παρόλο που είναι ευδιάκριτο;» (Ζ). Δίκαιο δεν είναι μόνο το πρέπον, αλλά και ό,τι απαιτεί η δικαιοσύνη (L)· το αληθινό και δίκαιο και που οδηγεί στην αληθινή ειρήνη (b). Ή, λέγεται γενικά=Γιατί δεν φροντίζετε να συμμορφωθείτε με το θέλημα του Θεού, απομακρυνόμενοι από την αμαρτία, στην οποία ζείτε και προσπαθώντας να κάνετε ευμενή προς εσάς το Θεό, τον οποίο με τον αμαρτωλό βίο σας εξοργίσατε. Ή, αναφέρεται ειδικά στην εντύπωση, την οποία η διδασκαλία και ο βίος του Ιησού προκαλεί σε κάθε ευθεία καρδιά. Ο Χριστιανισμός έχει να μαρτυρεί υπέρ του η λογική και η φυσική συνείδηση. Και εάν οι άνθρωποι αφήσουν τους εαυτούς τους απροκατάληπτα να κρίνουν το σωστό, οδηγούνται στο συμπέρασμα, ότι τα παραγγέλματα του Χριστού είναι δίκαια και τίποτα άλλο δεν αρμόζει στον άνθρωπο παρά να υποταχτεί ολόψυχα σε αυτά. Η πρώτη ερμηνεία είναι πιο σωστή, διότι είναι περισσότερο σύμφωνη με όσα ακολουθούν στους σ. 58 και 59. Ο σ. αυτός χρησιμεύει ως μετάβαση (L). Και τα ακόλουθα λόγια αναπτύσσουν ποιο είναι το δίκαιο σε αυτήν την περίπτωση (g).

12.58 ὡς(1) γὰρ ὑπάγεις μετὰ τοῦ ἀντιδίκου σου ἐπ᾽ ἄρχοντα(2), ἐν τῇ ὁδῷ δὸς ἐργασίαν(3) ἀπηλλάχθαι ἀπ᾽ αὐτοῦ(4), μήποτε κατασύρῃ(5) σε πρὸς τὸν κριτήν, καὶ ὁ κριτής σε παραδώσει τῷ πράκτορι(6), καὶ ὁ πράκτωρ σε βαλεῖ εἰς φυλακήν.
58 Όταν για παράδειγμα, πηγαίνεις με τον αντίδικό σου στο δικαστή, φρόντισε όσο βρίσκεσαι ακόμη στο δρόμο να συμφιλιωθείς μαζί του· γιατί αλλιώς, αν σε πάει στο δικαστή, ο δικαστής θα σε παραδώσει στο δεσμοφύλακα και ο δεσμοφύλακας θα σε κλείσει στη φυλακή.
(1) Το ως είναι χρονικό=όταν πηγαίνεις (δ). «Αυτό το νόημα το χρησιμοποίησε ο Χριστός με άλλο σκοπό στο πέμπτο κεφάλαιο του κατά Ματθαίον» (Ζ). Δες Ματθ. ε 25-26 και τις εκεί σημειώσεις. Αλλά εκεί ο λόγος αυτός αναφέρεται στη συμφιλίωση αδελφού με αδελφό, ενώ εδώ εφαρμόζεται στη συμφιλίωση των Ιουδαίων με το Θεό (g). Οι Ιουδαίοι όφειλαν να μετανοήσουν χωρίς να περιμένουν να αρχίσει το ξέσπασμα της θείας οργής και τιμωρίας (L). Από τις ποινές για τις οποίες γίνεται λόγος στον σ. αυτόν, «θα είναι μακριά αυτοί που εξετάζουν τον καιρό της παρουσίας του Χριστού και δεν αγνόησαν το μυστήριο σχετικά με αυτόν» (Κ). Πρόκειται για παραβολή, της οποίας δεν είναι ανάγκη να ερμηνεύσουμε όλες τις λεπτομέρειες (p).
(2) Ο άρχοντας είναι ο ίδιος με τον κριτή. Παριστάνει τον χρεωφειλέτη να οδηγείται από τον δανειστή στον δικαστή. «Διότι δρόμος μεν είναι η ζωή μας» (Β). «Όσο λοιπόν είσαι μαζί του στο δρόμο, δηλαδή πριν φτάσεις προς τον κριτή, εργάσου, με την έννοια μην αμελήσεις να δείξεις κάθε ζήλο ώστε να απαλλαχτείς από αυτόν. Αν όμως δεν γίνει αυτό, θα σε παραδώσει στον κριτή» (Κ).
(3) «Δώσε εργασία», είναι λατινικός τρόπος έκφρασης που χρησιμοποιούνταν τότε γενικώς αντί για το: προσπάθησε, φρόντισε (δ).
(4) «Ας διώξουμε αυτά για τα οποία είμαστε αξιοκατάκριτοι, ας αρπάξουμε την χάρη που δίνεται μέσω του Χριστού, που μας ελευθερώνει από κάθε οφειλή και μας γλυτώνει από την τιμωρία, την κόλαση και το φόβο» (Κ). Κάθε άνθρωπος έχει μπροστά του σοβαρότατη υπόθεση: να διευθετήσει τις σχέσεις του με το Θεό. Ο διακανονισμός της υπόθεσης αυτής εάν δεν προλάβει την ώρα της κρίσης, θα καταλήξει σε καταδίκη. Τα σημάδια των καιρών δείχνουν ότι το δικαστικό βήμα στήθηκε για τους Ιουδαίους που άκουγαν τα λόγια αυτά του Κυρίου. Ήταν λοιπόν επείγον να αντιληφθούν αυτό και να σπεύσουν να συμφιλιωθούν με τον δανειστή τους (g).
(5) «Είναι καλή η λέξη, δηλαδή η λέξη «να σε κατασύρει», για να δείξει ότι χωρίς τη θέλησή μας τραβιόμαστε να πορευτούμε σαν σε καταδίκη χωρίς να το θέλουμε» (Ω). Λέγεται η λέξη μοναδική φορά.
(6) Δηλαδή τον εισπράκτορα, που εισπράττει τα οφειλόμενα· στην Αθήνα ονομάζονταν έτσι αυτοί που εισέπρατταν τα πρόστιμα και τα δικαστικά έξοδα (δ). Και η λέξη αυτή λέγεται μοναδική φορά. «Να… μην οδηγηθούμε προς τον κριτή και παραδοθούμε στους εισπράκτορες, δηλαδή αυτούς που τιμωρούν, των οποίων δεν θα μπορούσε κάποιος να διαφύγει την αγριότητα» (Κ). Κάναμε με την αμαρτία το Θεό αντίδικό μας και προκαλέσαμε εναντίον μας την δυσμένειά του. Έχει λοιπόν και το δίκαιο και τη δύναμη στα χέρια του, έτσι ώστε ούτε σκέψη δεν επιτρέπεται να χωρέσει σε κάθε συνετό, για το ότι μπορούμε να έλθουμε σε κρίση μαζί του. Για αυτό ας σπεύσουμε να ελευθερωθούμε από τα χέρια του Θεού ως αντιδίκου και να ρίξουμε τους εαυτούς μας στα χέρια του Θεού Πατέρα. Ας κάνουμε όμως αυτό, για όσο βρισκόμαστε στο δρόμο. Όσο ζούμε είμαστε στο δρόμο και τώρα είναι ο καιρός μας, κατά τον οποίο με την μετάνοια και την πίστη να λύσουμε διαμέσου του Χριστού τις διαφορές μας με τον Ύψιστο και να δικαιωθούμε από αυτόν.

12.59 λέγω σοι, οὐ μὴ ἐξέλθῃς ἐκεῖθεν ἕως καὶ τὸ ἔσχατον λεπτὸν(1) ἀποδῷς(2).
59 Να ξέρεις πως δεν πρόκειται να βγεις από ’κει, αν δεν επιστρέψεις και το τελευταίο λεπτό».
(1) Λεπτό είναι το μισό του κοδράντου. ««λεπτό» είναι το ελάχιστο αμάρτημα» (Ω). «Θα του απαιτηθούν περισσότερο οι τιμωρίες για κάθε σφάλμα, μικρό και μεγάλο» (Κ).
(2) Μπορεί η πληρωμή και εξόφληση να γίνει στη φυλακή; Η παραβολή δεν δίνει καμία απάντηση στο ερώτημα αυτό (p). Μπορούμε το «ἀποδῷς» να το ερμηνεύσουμε: «Μέχρις ότου τιμωρηθούμε και για τα λεπτά αμαρτήματα και συμπληρώσουμε το μέτρο της κόλασης. Αλλά ποτέ δεν ολοκληρώνεται το μέτρο της κόλασης. Άρα θα κολαζόμαστε για πάντα» (Θφ). Η θεία δικαιοσύνη θα ικανοποιείται αιωνίως, αλλά ουδέποτε η ικανοποίηση θα βρίσκεται επαρκής.

ΥΠΟΜΝΗΜΑ -Στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο-

Ερμηνεία πατερική & θεολογική του Ευαγγελίου του Λουκά
Το ερμηνευτικό Υπόμνημα του Π.Ν. Τρεμπέλα μεταφρασμένο στη νεοελληνική γλώσσα

Μετάφραση αρχιμ. Νικόλαος Πουλάδας

(παραλείπεται η Εισαγωγή (Προλεγόμενα) του Υπομνήματος)
Σημείωση:
Για τη μετάφραση των χωρίων των Πατέρων της Εκκλησίας χρησιμοποιήσαμε ως βοήθημα και τις Πατερικές Εκδόσεις Ε.Π.Ε (Εκδοτικός Οίκος Ελευθερίου Μερετάκη «Το Βυζάντιον»)
Προτιμήθηκε η μετάφραση της Ελληνικής Βιβλικής Εταιρίας μόνο χάριν της συντομίας της.
Η παρούσα εργασία είναι εντελώς ανεξάρτητη των εκδόσεων
«ο Σωτήρ»
ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
(Πατέρες της Εκκλησίας & Εκκλησιαστικοί συγγραφείς)
Α = Αθανάσιος ο Μέγας Θφ = Θεοφύλακτος
Β = Βασίλειος ο Μέγας Κ = Κύριλλος Αλεξανδρείας
Ε = Ευσέβιος Καισαρείας Σγ = Σεβηριανός
Ζ = Ζιγαβηνός Χ = Χρυσόστομος Ιωάννης
Η = Ησύχιος Ω = Ωριγένης

(Σύγχρονοι θεολόγοι ερμηνευτές)
F. Godet, Commentaire sur l’ Evangile de S. Luc 1888 (σημειώνεται με το g).
M.J. Lagrange. Evangile selon s. Luc, Deuxieme edition Paris 1921 (σημειώνεται με το L).
Alf. Plummer. A critical and exegetical commentary on the Gospel according to S. Luc, Fifth edition (1928) (σημειώνεται με το p).
J.A. Bengel Gnomon of the N.T. Testament translated by A. Fausset. Τόμ. II (σημειώνεται με το b)
J. Owen, A Commentary on the Gospel of Luc, New York 1864 (σημειώνεται με το ο).
Ν. Δαμαλά Ερμηνεία εις την Κ.Δ. τόμ. Β και Γ. Αθηναι 1892. (σημειώνεται με το δ)


ΚΕΙΜΕΝΟ & ΕΡΜΗΝΕΙΑ.
Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Στίχ. 1-4. Σκοπός της συγγραφής του Ευαγγελίου.
1.1 ᾽Επειδήπερ(1) πολλοὶ(2) ἐπεχείρησαν(3) ἀνατάξασθαι(4) διήγησιν(5) περὶ τῶν πεπληροφορημένων(6) ἐν ἡμῖν(7) πραγμάτων(8),
1 Πολλοί προσπάθησαν να συντάξουν μια διήγηση για τα γεγονότα, που είναι βεβαιωμένο ότι συνέβησαν ανάμεσά μας,
Το κλασικό ύφος του προοιμίου αυτού και η ομοιότητά του με αυτά του Ηροδότου, Θουκυδίδου και Πολυβίου δύσκολα θα θεωρούνταν ως απόδειξη, ότι ο Λουκάς είχε ασχοληθεί εις βάθος με την κλασσική γραμματεία και μιμήθηκε τους Έλληνες ιστορικούς, παρόλο που δεν παρουσιάζεται και τελείως απίθανη η υπόθεση αυτή. Ανάμεσα στις λέξεις του προοιμίου, οι οποίες θα χαρακτηρίζονταν μάλλον ως κλασσικές παρά ως βιβλικές, είναι οι επειδήπερ, επιχειρειν, ανατάσσεσθαι, διήγησις, καθεξής. Και η σύνταξη είναι ομοίως κλασσική και καθόλου με εβραϊκή μορφή (p). Μέσα στην απλότητα, μετριότητα και τραχύτητά του, αποτελεί το προοίμιο αυτό πρότυπο προοιμίου σε ιστορικό έργο (Ewald). Τα χαρακτηριστικά του φανερώνουν συγγραφέα που έζησε σε επαφή με τα έργα της κλασσικής γραμματείας (g).
(1) Συχνά συναντιέται η λέξη στους κλασσικούς, πουθενά όμως στη μετάφραση των Ο΄(70) ούτε αλλού στην Κ.Δ. (p). Το «επεί» στην κοινή ελληνική έχει αιτιολογική έννοια, η οποία και εδώ φαίνεται να επικρατεί, χωρίς να δηλώνεται τελική αιτία. Ο Λουκάς επειδή δεν ήταν αυτόπτης και μαθητής του Κυρίου δοκίμαζε δισταγμό να συγγράψει ευαγγέλιο. Αποφάσισε αυτό, επειδή δεν ήταν ο πρώτος, αλλά προηγήθηκαν από αυτόν πολλοί (L). Το «επεί» αναφέρεται στο γεγονός, πάνω στο οποίο στηρίχτηκε ο Λουκάς, το «δη» υπενθυμίζει το ευρέως γνωστό του γεγονότος αυτού και το «περ» τονίζει την ακρίβεια του συμπεράσματος που βγήκε, το οποίο δηλώνεται με τη φράση «ἔδοξε κἀμοὶ». Θα λέγαμε εμείς: Ε, λοιπόν και σε μένα φάνηκε καλό (g).
(2) Τα συμφραζόμενα φανερώνουν, ότι οι πολλοί αυτοί ήταν, όπως και ο Λουκάς, μη αυτόπτες. Συνεπώς αποκλείεται να υπονοεί εδώ τον αυτόπτη Ματθαίο, του οποίου το ευαγγέλιο δεν φαίνεται να γνώρισε ο Λουκάς (p). Όσον αφορά στο ευαγγέλιο του Μάρκου είναι ελάχιστα πιθανό, ότι ο Λουκάς θα χαρακτήριζε ως απλή απόπειρα σύγγραμμα που θεωρούνταν γενικώς ως συγγραφή των αφηγήσεων του Πέτρου (g).
(3) Σημαίνει κατά λέξη: βάζω το χέρι σε κάποιο έργο, ζητώ να διαπράξω κάποιο έργο· επιχείρησαν αλλά δεν κατόρθωσαν ό,τι ζητούσαν (δ).
«Επειδή ήταν υπέρογκο το εγχείρημα, ενώ δηλαδή ήταν άνθρωπος, να συγγράψει διδασκαλία και λόγια Θεού, εύλογα απολογείται στον πρόλογο. Όπως ακριβώς λοιπόν στον παλαιό λαό, πολλοί υπόσχονταν προφητεία, αλλά από αυτούς… κάποιοι ήταν αληθινά προφήτες… έτσι και τώρα στην Καινή Διαθήκη, πολλοί θέλησαν να γράψουν τα ευαγγέλια, αλλά οι ικανοί «τραπεζίτες» δεν τα ενέκριναν όλα, αλλά διάλεξαν κάποια από αυτά… Διότι ο Ματθαίος δεν επιχείρησε, αλλά έγραψε από το άγιο Πνεύμα, ομοίως και ο Μάρκος και ο Ιωάννης και παραπλήσια και ο Λουκάς» (Ω).
Οι πολλοί «επιχείρησαν μόνο, αλλά δεν τελείωσαν κιόλας» (Θ). Η μομφή την οποία εκφράζει το ρήμα περιορίζεται μόνο στο ότι δεν κατόρθωσαν να συντάξουν διήγηση (δ). Ελάχιστα πιθανή η εκδοχή: «Οι συγγραφείς όμως αποπειράθηκαν να γράψουν το ευαγγέλιο που έχει την επιγραφή «κατ’ Αιγυπτίους» και το ευαγγέλιο με την επιγραφή «των Δώδεκα». Ήδη μάλιστα τόλμησε και ο Βασιλείδης να γράψει κατά Βασιλείδην ευαγγέλιο. Πολλοί μεν λοιπόν αποπειράθηκαν· διότι υπάρχει και το κατά Θωμάν ευαγγέλιο και το κατά Ματθίαν και άλλα περισσότερα. Αυτά είναι αυτών που αποπειράθηκαν να γράψουν· μόνο όμως τα τέσσερα ξεχωρίζει η εκκλησία του Θεού» (Ω). Οι συγγραφείς όμως των άλλων «επειδή άρχισαν χωρίς τη θεία χάρη, για αυτό ούτε τελείωσαν» (Θφ). Είναι οι ερμηνείες αυτές σωστές μεν από μόνες τους, δεν ανταποκρίνονται όμως σε ό,τι ο Λουκάς θέλησε να εκφράσει. Διότι τα μεν απόκρυφα που αναφέρθηκαν, γράφτηκαν αργότερα, ενώ στους «πολλούς» αυτούς περιλαμβάνει και τον εαυτό του ο Λουκάς.
(4) «Να ευπρεπίσουν» (Η). Λέξη που λέγεται μοναδική φορά στην Κ.Δ.. Βάζω την όλη ύλη σε τάξη, όπου η πρόθεση «ανά» φανερώνει την έκταση, το από την αρχή μέχρι το τέλος (δ). Ίσως όμως ο Λουκάς να χρησιμοποίησε τη λέξη απλώς με την έννοια του συντάσσω. Δες Αθανασίου 39 επιστολή πασχάλ. Migne 24,143 (L).
(5) Λέγεται μοναδική φορά. Μπήκε σε ενικό για να δειχτεί η ενότητα, την οποία ήθελαν να προσδώσουν οι πολλοί αυτοί στις σχετικά με το Χριστό αποστολικές παραδόσεις, συναρμολογώντας αυτές με χρονολογική τάξη και σειρά (δ).
(6) Ή, «για αυτά που βεβαιώθηκαν» (Ζ)· «διότι τα σχετικά με το Χριστό, δεν είναι απλώς από μία σκέτη παράδοση, αλλά λέγονται με αλήθεια και αξιοπιστία και κάθε βεβαιότητα» (Θφ).
«Ο Λουκάς βεβαίως λέγοντας «για αυτά που με βεβαιότητα πληροφορηθήκαμε» φανερώνει τη διάθεσή του, ότι σε τίποτα δεν αμφιβάλλει ούτε κάνει εικασίες, αλλά όλα με θάρρος τα βεβαίωσε επειδή τα γνώρισε καλά. Διότι είχε πληροφορηθεί και σε τίποτα δεν δίσταζε, αν έχει έτσι ή όχι το πράγμα… Διότι δεν είπε απλώς «που μας εμπιστεύτηκαν» αλλά «που μας πληροφόρησαν με βεβαιότητα» δίνοντας μαρτυρία για την εγκυρότητα των λεγομένων» (Ω).
Ή, σύμφωνα με τους νεότερους ερμηνευτές, για πράγματα το ρήμα πληροφορώ σημαίνει καθιστώ πλήρη (Β΄Τιμ. δ 5,17). Εδώ λοιπόν μπορούμε να μεταφράσουμε «για αυτά που συντελέστηκαν» (p). Το ίδιο ερμηνεύουν και οι g. L. Και οι δύο εκδοχές σοβαρές. Θα εκθέσει όχι αμφιβαλλόμενα και αμφισβητούμενα γεγονότα, αλλά πράγματα πληροφορημένα, τα οποία ο Χριστός συντέλεσε, κάτω από τέτοιες μάλιστα περιστάσεις, ώστε να παρέχεται πλήρης βεβαιότητα για το ότι πράγματι έγιναν. Παρόλο που δεν αποτελεί το θεμέλιο της πίστης μας, είναι όμως στήριγμά της το ότι τα άρθρα του συμβόλου μας αναφέρονται σε πράγματα που με κάθε βεβαιότητα έγιναν δεκτά από τους παλαιότερούς μας. Τη διδασκαλία του Χριστού μας την εμπιστεύθηκαν αναρίθμητοι από τους σοφότερους και άριστους ανθρώπους, οι οποίοι και τη ζωή τους θα θυσίαζαν πρόθυμα για αυτήν.
(7) Ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία: στις μέρες μας· στη γενιά μας. Ή, πιο πιθανή, εφόσον το «ἡμῖν» που ακολουθεί στο σ. 2 αναφέρεται σε μόνους τους πιστούς, τότε και εδώ το «ἐν ἡμῖν» = «στους αληθινούς μαθητές του Κυρίου» (Ζ)· ανάμεσα σε μας τους χριστιανούς. Η χριστιανοσύνη είναι η σφαίρα στην οποία τα γεγονότα αυτά πληροφορήθηκαν (p)· οι πιστοί ήταν το περιβάλλον, μέσα στο οποίο η ευαγγελική ιστορία συντελέστηκε (Ιω. κ 30) (g).
(8) «Είναι λοιπόν αυτά, και οι πράξεις και τα λόγια του, τα θαύματα και τα διδάγματα, και για να μιλήσουμε γενικά, η ζωή που έζησε με το σώμα του» (Ζ), τα οποία ο Λουκάς περιγράφει και στα δύο του έργα (b). «Λέει όμως πράγματα (γεγονότα), επειδή ακριβώς ο Ιησούς την σωματική του παρουσία δεν την παρουσίασε με τρόπο φανταστικό όπως λένε οι αιρετικοί, αλλά όντας αλήθεια ο ίδιος, ενήργησε τα γεγονότα με τρόπο αληθινό» (Ω).

1.2 καθὼς(1) παρέδοσαν(2) ἡμῖν(3) οἱ ἀπ᾽ ἀρχῆς(4) αὐτόπται(5) καὶ ὑπηρέται γενόμενοι τοῦ λόγου(6),
2 όπως μας τα παρέδωσαν εκείνοι που από την αρχή ήταν αυτόπτες μάρτυρες και έγιναν κήρυκες αυτού του χαρμόσυνου μηνύματος.
(1) Λιγότερο πιθανή ερμηνεία: «Πώς όμως είναι πληροφορημένα αυτά; Πες μας, Λουκά. Όπως μας τα παρέδωσαν οι από την αρχή αυτόπτες» (Θφ). Πιο σωστά: Το «καθώς» δεν αναφέρεται στο πεπληροφορημένων, αλλά στο επεχείρησαν, δηλώνοντας το με ποιο τρόπο, ποιες πηγές χρησιμοποιώντας οι πολλοί αυτοί, συνέταξαν τη διήγηση (δ).
(2) Μπορεί το ρήμα παραδίδω να το πάρουμε ότι αναφέρεται και σε γραπτή αφήγηση, στην Κ.Δ. όμως συνήθως λαμβάνεται για προφορική παράδοση (Πράξ. ιστ 4, Α΄Κορ. ια 2,23,ιε 3). Στα συμφραζόμενα το παρέδωσαν αντιτίθεται στο «συνέταξαν διήγηση» (g). Προφορικά και ζωντανά παρέδωσαν.
(3) Σε εμένα και τους υπόλοιπους συνοδούς και μαθητές των αποστόλων (b). «Από αυτό είναι φανερό, ότι δεν ήταν ο Λουκάς από την αρχή μαθητής, αλλά έγινε σε ύστερο χρόνο· διότι άλλοι ήταν οι από την αρχή μαθητές… οι οποίοι και παρέδωσαν σε αυτόν, όσα δεν είδε αυτός, ούτε άκουσε αυτοπροσώπως» (Θφ).
(4) «Από την αρχή των θαυμάτων και των διδασκαλιών» (Ζ). Το «από την αρχή» δηλώνει την αρχή της δημόσιας δράσης του Κυρίου. Δες Ιω. ιε 27 και ιστ 4 (g). Ο Λουκάς λοιπόν πήρε τις πληροφορίες του όχι μόνο από τον Παύλο, ο οποίος επέστρεψε στην πίστη μετά από την αρχή (b).
(5) «Εννοεί τους δώδεκα μαθητές, που ήταν πάντα μαζί με το Χριστό και έβλεπαν και άκουγαν το κάθε πράγμα» (Ζ). «Αυτό κατ’ εξοχήν κάνει την πίστη αξιόπιστη, το να μάθουμε δηλαδή από αυτόπτες» (Χ). Το αυτόπτες πρέπει να συνδεθεί με το «πραγμάτων». Η όλη φράση=οι αυτόπτες των πραγμάτων αυτών και υπηρέτες του κηρύγματος (δ). Οι αυτόπτες αυτοί, των από την αρχή γεγονότων, έγιναν μετά την αναχώρηση του Ιησού υπηρέτες του λόγου (g).
(6) Ο όρος «λόγος», για δήλωση του ενυπόστατου Λόγου του Θεού, μόνο στον Ιωάννη χρησιμοποιείται. Στον Λουκά σημαίνει την διδασκαλία (Πράξ. η 4,ι 44,ια 19,ιδ 25,ιστ 6,ιζ 11) και μπορεί άριστα να σημαίνει την διδασκαλία που κηρύχτηκε από τον Κύριο (Μάρκ. α 15,β 2,η 32)(L). «Του διδασκαλικού λόγου, τον οποίο παρέδιδε ο Σωτήρας» (Ω). «Ονόμασε λοιπόν αυτούς υπηρέτες… επειδή στάλθηκαν στο κήρυγμα της πίστης» (Ζ). Δεν υπήρξαν αυτοί οι δημιουργοί του ευαγγελίου, αλλά οι υπηρέτες προς διάδοσή του. Άκουσαν αυτοί τη διδασκαλία του Χριστού και είδαν τα θαύματά του, με τέτοιο τρόπο ώστε άμεσα και όχι από κάποια ενδιάμεση πηγή γνώρισαν αυτά. Συνεπώς ήταν σε θέση να μιλούν με τη μεγαλύτερη βεβαιότητα για τα πράγματα, «τα οποία είδαν και άκουσαν» (Πράξ. δ 20). Συνόδευσαν τον Ιησού «σε κάθε χρόνο κατά τον οποίο μπήκε και βγήκε σε αυτούς ο Κύριος» (Πράξ. α 21). Κατά συνέπεια όχι μόνο άκουσαν και είδαν καθετί που θα αρκούσε να βεβαιώσει την πίστη τους, αλλά και σε περίπτωση, κατά την οποία θα δημιουργούνταν κάποια αμφιβολία σε αυτούς, είχαν κάθε ευκαιρία να εξακριβώσουν και να διαλευκάνουν τα σχετικά με αυτήν.

1.3 ἔδοξε(1) κἀμοὶ(2) παρηκολουθηκότι(3) ἄνωθεν(4) πᾶσιν(5) ἀκριβῶς(6) καθεξῆς(7) σοι γράψαι, κράτιστε(8) Θεόφιλε(9),
3 Γι’ αυτό θεώρησα κι εγώ καλό, εντιμότατε Θεόφιλε, αφού ερεύνησα όλα τα γεγονότα από την αρχή και με ακρίβεια, να σου τα γράψω με τη σειρά,
(1) «Δηλαδή μου φάνηκε αρεστό» (Ζ).
(2) Συγκρίνει τον εαυτό του με τους πολλούς εκείνους που επιχείρησαν (δ). Δεν μέμφεται λοιπόν τους πολλούς, αλλά επιθυμεί να μιμηθεί αυτούς και να συμπληρώσει αυτούς (p). Το «φάνηκε και σε μένα» είναι πάρα πολύ μετριοπαθές και νηφάλιο. Δεν κάνει καμία επίκληση ειδικής θείας κλήσης ή θείας αποκάλυψης (g), μολονότι γράφει με την θεία έμπνευση, όχι όπως οι πολλοί.
(3) «Στο παρόν ρητό «παρακολούθηση» πρέπει να εννοήσουμε τη γνώση» (Ζ). Μιλά όχι για άμεση, αλλά έμμεση παρακολούθηση με πνευματική εργασία. Παρακολούθησε με το νου ερευνώντας και εξετάζοντας πώς έγιναν τα πράγματα (δ).
(4) «Αντί να πει «από την αρχή τους»» (Ζ). Προχώρησε ο ευαγγελιστής μέχρι την ίδια την πρώτη αρχή, δηλαδή την υπόσχεση για γέννηση του Προδρόμου (p). Η παράδοση για το βίο του Χριστού, η οποία διαμορφώθηκε σύμφωνα με τον πρακτικό σκοπό της κατήχησης, άρχιζε από τη δημόσια δράση του Προδρόμου. Ο Λουκάς αισθάνθηκε την ανάγκη να προχωρήσει και παραπέρα και να ρίξει φως στις ίδιες τις αρχές του μεσσιακού δράματος (g).
(5) Λιγότερο πιθανή ερμηνεία: «όλους τους αυτόπτες και υπηρέτες» (Ω). Πιο σωστά: «όλα τα έργα και λόγια του Σωτήρα» (Ζ). Άρχισε από την αρχή και ερεύνησε τα πάντα (p). Σύμφωνα με τον Sabatier στο κατά Λουκάν ευαγγέλιο στους 1310 στίχους, στους οποίους μετριέται η συνοπτική αφήγηση, 541 στίχοι είναι αποκλειστικοί του Λουκά. Έτσι περισσότερο από το 1/3 της ιστορίας του Ιησού, θα μας παρέμενε άγνωστο, εάν ο Λουκάς δεν επιδιδόταν σε αυτήν την ακριβή έρευνά του (g).
(6) Όλη την έρευνά του την έκανε με ακρίβεια (p). «Ακριβώς», δηλαδή με επιμέλεια, με προσοχή, έτσι ώστε να μην παραλείψει κάτι από τα γνωστά, αλλά να ερευνήσει και να εκθέσει όλα αυτά σωστά και όπως πρέπει (δ). Το γραπτό λοιπόν ευαγγέλιο, το οποίο έχουμε σήμερα στα χέρια μας, συμφωνεί σε όλα με το ευαγγέλιο που κηρύχτηκε κατά τις πρώτες ημέρες της εκκλησίας. Ο Λουκάς ερεύνησε επιμελώς και παρακολούθησε επακριβώς τα γεγονότα της ευαγγελικής ιστορίας και μπορεί να λεχθεί για αυτόν ό,τι και για τους προφήτες της Π.Δ. οι οποίοι «αναζήτησαν και εξερεύνησαν σχετικά με τη χάρη που έγινε σε εμάς» (Α΄Πέτρ. α 10). Δεν αποδέχτηκε εύκολα και επιπόλαια αυτά που γράφει, αλλά έκανε ειδικό του έργο να σχηματίσει βέβαιη αντίληψη για όλες τις λεπτομέρειες. «Γράφω, λοιπόν, λέει, όχι επειδή τα παρέλαβα ακούγοντάς τα απλώς, αλλά με ακρίβεια τα παρακολούθησα όλα από την αρχή. Επαινεί μάλιστα τον μακάριο Λουκά και ο απόστολος (Παύλος) λέγοντας· «ο οποίος επαινείται για το ευαγγέλιο»» (Ω). Από αυτά πληροφορούμαστε, ότι η θεοπνευστία δεν αναιρεί τη χρήση των διανοητικών δυνάμεων του θεόπνευστου συγγραφέα, αλλά τονίζει, φωτίζει και εξυψώνει αυτές, ασφαλίζοντας αυτές από κάθε πλάνη. Ο Λουκάς δεν ήταν ένας απλός αντιγραφέας ή ένας γραφέας που έγραφε με υπαγόρευση και κινούνταν τελείως παθητικά. Διότι μας λέει, ότι εξακρίβωσε από τις ίδιες τις πηγές τις αλήθειες που έγραφε. Στην έρευνα και εξακρίβωση αυτή βρισκόταν βεβαίως κάτω από την άμεση καθοδήγηση του Πνεύματος έτσι, ώστε έκανε τέτοια εκλογή και τακτοποίηση των γεγονότων, όπως εξυπηρετούσε άριστα τον σκοπό για τον οποίο έγραψε το ευαγγέλιό του. Το γενικότερο ύφος του, η εκλογή των λέξεων και το σχέδιο και η ταξιθέτηση του έργου υπήρξαν εξ’ ολοκλήρου δικά του. Ήταν όμως τόσο πολύ εμποτισμένος από το Άγιο Πνεύμα, ώστε πρέπει να λεχθεί και για αυτόν, ότι «εμπνευσμένοι από το άγιο Πνεύμα, μίλησαν άγιοι άνθρωποι του Θεού» Β΄Πέτρ. α 21 (ο).
(7) Η παράδοση είχε χαρακτήρα διήγησης με ανέκδοτα. Αναφερόταν σε γεγονότα μεμονωμένα και παραθεωρούνταν η χρονολογική σειρά (g). Ο Λουκάς δεν έχει πρόθεση να δώσει απλή συλλογή ανεκδότων και μεμονωμένων λόγων του Κυρίου, αλλά τακτική αφήγηση με συστηματική σειρά. Δεν υπονοείται αναγκαστικά με το «καθεξής» χρονολογική σειρά, αλλά απλώς ένα είδος συστηματικής διάταξης. Όχι λιγότερο όμως έχει υπ’ όψη και κάποια χρονολογική σειρά (p). Ο Λουκάς περιγράφει με σειρά τις Πράξεις του Χριστού, την σύλληψή του, την γέννησή του, την παιδική του ηλικία, το βάπτισμά του, τα γεμάτα χάρη έργα του, το κήρυγμά του, το πάθος του, την ανάσταση και ανάληψή του (b).
(8) «Το «κράτιστε» είναι όπως το «εκλαμπρότατε». Γιατί τότε στους εκλαμπρότατους απευθυνόταν αυτή η τιμητική προσφώνηση» (Χ). «Όπως και ο Παύλος λέει προς τον ηγεμόνα Φήστο, Κράτιστε Φήστε» (Ζ). Αφού το επίθετο κράτιστος συχνά αποδιδόταν σε πρόσωπα ανώτερης τάξης (Πράξ. κγ 26,κδ 3,κστ 25) έχουμε ισχυρή απόδειξη ότι το ακόλουθο όνομα Θεόφιλε είναι όνομα συγκεκριμένου προσώπου (p). Σημείωσε, ότι η θρησκεία δεν καταστρέφει την ευγένεια και τους καλούς τρόπους της συμπεριφοράς, αλλά μας διδάσκει σύμφωνα με τα έθιμα που επικρατούν στη χώρα μας να αποδίδουμε την τιμή σε αυτόν που του πρέπει η τιμή.
(9) «Είναι εύλογο να θεωρούν κάποιοι, ότι έγραψε το ευαγγέλιο σε κάποιον Θεόφιλο, ο οποίος ήταν ένας από αυτούς που πίστεψαν και ήταν φλογερός στο πνεύμα και είχε μεγάλη λαχτάρα για τις πράξεις και τα λόγια του Κυρίου» (Ω). Είναι εκπληκτικό το ότι ο Θεόφιλος αυτός παρέμεινε άγνωστος. Παρ’ όλα αυτά σε αυτόν αναμφίβολα αναφέρονται κάποιοι υπαινιγμοί των ψευδοκλημεντίων (Αναγνωρισμοί Χ,71), όταν μιλούν για το Θεόφιλο ως μεγάλο πρόσωπο της Αντιόχειας, που μετέβαλε την μεγάλη βασιλική του σπιτιού του σε εκκλησία. Αργότερα η παράδοση παρουσιάζει αυτόν και ως επίσκοπο Αντιοχείας (L).

1.4 ἵνα(1) ἐπιγνῷς(2) περὶ ὧν(3) κατηχήθης(4) λόγων(5) τὴν ἀσφάλειαν(6).
4 για να βεβαιωθείς ότι τα όσα διδάχθηκες είναι αυθεντικά.
(1) Εκφράζει τον σκοπό του όλου έργου (b).
(2) «Για να κατέχεις περισσότερο» (Ζ). «Δεν είπε γνώση, αλλά επίγνωση, δηλαδή να λάβεις περισσότερη γνώση» (Θφ)· να γνωρίσεις ακριβώς (δ). «Υπόσχεται λοιπόν τη βεβαιότητα της γνώσης, έτσι ώστε, αυτά ακριβώς που εκείνος παρέλαβε, αυτά, παίρνοντάς τα και γραπτά να τα κατέχει ασφαλέστερα και να διατηρεί την πίστη» (Ω).
(3) Ή, την ασφάλεια για τα λόγια σχετικά με τα οποία κατηχήθηκες (Πράξ. κα 21, 24, αλλά το περί αναφέρεται σε πρόσωπο) ή, πιο σωστά, την ασφάλεια σχετικά με τους λόγους τους οποίους κατηχήθηκες σύμφωνα με το Πράξ. ιη 25, Γαλ. στ 6 (g).
(4) Το κατηχώ= βάζω ήχο στο αυτί, και έπειτα, διδάσκω ζωντανά. Μόνο στον Λουκά και τον Παύλο συναντιέται η λέξη (p). Γεμίζω με ήχο τα αυτιά. Λέγεται για τη διδασκαλία των αληθειών της χριστιανικής πίστης, οι οποίες εξαιτίας του ύψους και μεγέθους τους, γεμίζουν τα αυτιά και τη διάνοια και καρδιά των διδασκομένων (δ). «Δεν θα συμβεί ώστε, ενώ άλλα κατηχήθηκες, άλλα τώρα να ακούσεις από αυτήν εδώ τη γραφή, αλλά αυτά που έχεις γνωρίσει, για αυτά θα έχεις τελειότερη την ασφάλεια» (Ω). Κατηχήθηκε ο Θεόφιλος από αποστολικούς άνδρες. Αν όχι από τους ίδιους τους Αποστόλους, πάντως όμως από ευαγγελιστές της πρώτης χριστιανικής γενιάς. Είχε παρ’ όλα αυτά ανάγκη για μεγαλύτερο στηριγμό στην πίστη να σκύψει και σε γραπτή πηγή, και αυτή υπήρξε το θεόπνευστο αυτό ευαγγέλιο και οι Πράξεις των Αποστόλων που ακολουθούν αυτό. Το κήρυγμα ανοίγει το δρόμο, την ώρα που η με ευλαβική διάθεση μελέτη της θεόπνευστης Βίβλου ξεχύνει άμεσα από τον ίδιο τον ουρανό το σωτήριο φως μπροστά μας, το οποίο διαφωτίζει πλήρως τον ανοιγμένο δρόμο και κάνει την πορεία μας σε αυτόν βέβαιη και ασφαλή. Με αυτήν μιλά ο ίδιος ο Θεός στις καρδιές μας και μεταδίδει σε μας την βεβαιότητα για εκείνα, τα οποία με ζωντανή φωνή διδαχτήκαμε από τους διακόνους του. Ας αποτελεί λοιπόν η Βίβλος τον αχώριστο σύντροφό σου. Και συμπλήρωνε πάντοτε την από το κήρυγμα διδασκαλία σου με την αχόρταγη εντρύφησή σου στις σελίδες της που αναβλύζουν χάρη.
(5) «Τα λόγια της πίστης» (Ζ). Πρέπει να εννοήσουμε με το «λόγοι» την διδασκαλία την ιστορική συγχρόνως και θρησκευτική, την οποία ο Παύλος ονόμαζε «ευαγγέλιό του» (g).
(6) =την ακλόνητη και ακράδαντη βεβαιότητα (δ). «Έτσι ώστε, αυτά που προφορικά κατηχήθηκες, να τα κατέχεις με περισσότερη ασφάλεια» (Θφ). Την χωρίς πλάνη βεβαιότητα, εφόσον στην εξακριβωμένη αυτή αφήγηση ούτε κάτι νόθο και ψευδές και αμφίβολο εισχώρησε, ούτε κάτι αναγκαίο και ουσιώδες παραλείφθηκε. Η προφορική διδασκαλία υπήρξε το μεγάλο όργανο για διάδοση της γνώσης του Χριστού κατά τις πρώτες ημέρες της χριστιανικής εκκλησίας. Αλλά εάν δεν ευδοκούσε ο Θεός να γραφτούν τα ευαγγέλια με την έμπνευση του Αγίου Πνεύματος σαν άλλα μεγάλα και μόνιμα ορόσημα, η προφορική παράδοση θα διέτρεχε τον κίνδυνο να αλλοιωθεί με προσθήκες, όσο θα απομακρυνόμασταν από τα χρόνια που έζησε ο Χριστός (ο). Ας είναι ευλογημένος ο Θεός, ο οποίος δεν αρκέστηκε μόνο να εγκαθιδρύσει την εκκλησία του «στύλο και εδραίωμα της αλήθειας», αλλά ευαρεστήθηκε να μας χαρίσει και τα ευαγγέλια και ολόκληρη τη θεόπνευστη Βίβλο απλάνευτο και ασφαλή οδηγό για μεγαλύτερη βεβαίωση και πληροφορία μας στην αλήθεια που σώζει.
Στίχ. 5-25. Προαναγγελία της γεννήσεως του Προδρόμου.
1.5 ᾽Εγένετο(1) ἐν ταῖς ἡμέραις(2) ῾Ηρῴδου(3) του βασιλέως(4) τῆς ᾽Ιουδαίας(5) ἱερεύς(6) τις ὀνόματι Ζαχαρίας(7) ἐξ ἐφημερίας(8) ᾽Αβιά(9), καὶ η γυνὴ αὐτού(10) ἐκ τῶν θυγατέρων ᾽Ααρών(11), καὶ τὸ ὄνομα αὐτῆς ᾽Ελισάβετ(12).
5 Την εποχή που βασιλιάς στην Ιουδαία ήταν ο Ηρώδης, ζούσε κάποιος ιερέας από την ιερατική τάξη του Αβιά, που τον έλεγαν Ζαχαρία· η γυναίκα του λεγόταν Ελισάβετ, απόγονος του Ααρών.
«Αρχίζει από τον Ζαχαρία και τη γέννηση του Ιωάννη εύλογα. Επειδή δηλαδή πρόκειται να μιλήσει για τη γέννηση του Χριστού, Πρόδρομος όμως του Χριστού ήταν ο Ιωάννης, εύλογα πριν τη γέννηση του Χριστού διηγείται αυτήν του Ιωάννη, που ούτε αυτή ήταν χωρίς θαύμα» (Θφ). «Αφηγείται πρώτα τα παράδοξα κατά τη σύλληψη και γέννηση του Προδρόμου, φανερώνοντας ότι αμέσως από την αρχή της ζωής του (ο Ιωάννης), ήταν άξιος να πιστευτεί» (Ζ). Έχοντας πρόθεση ο ευαγγελιστής να εκθέσει λεπτομερέστερα τα σχετικά με τη σύλληψη και γέννηση του Σωτήρα, αποφασίζει να πράξει το ίδιο και για τον Ιωάννη τον Βαπτιστή, ο οποίος υπήρξε το αστέρι το πρωινό, που προανάγγελλε την έλευση του Ηλίου της δικαιοσύνης. Δικαιολογείται λοιπόν αυτό πλήρως, όχι μόνο από το ότι είναι άξιο κάθε λόγου να πληροφορείται κάποιος για τις πρώτες ημέρες των προσωπικοτήτων εκείνων, οι οποίες στη συνέχεια αναδεικνύονται μεγάλες και εξαιρετικές, αλλά και από το ότι κατά τις πρώτες αυτές ημέρες του Κυρίου και του Προδρόμου του, σημειώθηκαν πολλά γεγονότα θαυμαστά, που προοιώνιζαν τα όσα επρόκειτο εν καιρώ να επακολουθήσουν.
(1) Και το «Εγένετο» και το «ἐν ταῖς ἡμέραις» είναι εβραϊκοί τρόποι έκφρασης (p). Βρίσκεται εδώ με τη σημασία του «ήταν», δηλαδή υπήρξε ή ζούσε, και όχι με την έννοια του εμφανίστηκε στην ιστορία, όπως στα Ιω. α 6 και Α΄Ιω. β 18 και Β΄Πέτρ. β 1 (δ). Παρόλο που οι ενδείξεις του εκλεκτού ύφους του Λουκά παρουσιάζονται πλούσιες τόσο εδώ, όσο και σε οποιοδήποτε μέρος του ευαγγελίου, όμως η μορφή της διήγησης είναι έντονα εβραϊκή· τόσο, ώστε θα σχημάτιζε κάποιος την πεποίθηση, ότι ο Λουκάς είχε μπροστά του αραμαϊκή γραπτή πηγή, από την οποία μεταφράζει. Η παρθένος Μαρία πιθανότατα υπήρξε αυτή που παρείχε πολλές από τις πληροφορίες που περιέχονται στα δύο πρώτα κεφάλαια του ευαγγελίου αυτού και ενδέχεται αυτή να συνέγραψε την αραμαϊκή πηγή, από την οποία τώρα αντλεί ο Λουκάς (p).
(2) Εφαρμόζεται η λέξη στη βασιλεία μάλλον παρά στο πρόσωπο (L)= κατά τον καιρό, ενώ όταν λέγεται για βασιλιάδες και ηγεμόνες=στη βασιλεία, ή, όταν βασίλευε, όταν ήταν ηγεμόνας (δ).
(3) «Ηρώδη να εννοήσεις αυτόν που σκότωσε τα βρέφη, τον πατέρα του Ηρώδη που φόνευσε τον Πρόδρομο» (Ζ). Είναι αυτός ο Ηρώδης ο μέγας, τίτλος που δόθηκε σε αυτόν από τους συγχρόνους του, οι οποίοι πάρα πολύ υπέφεραν από αυτόν (p). Δύο ακόμη Ηρώδες αναφέρει η Κ.Δ. τον Ηρώδη Αντίπα, υιό του βρεφοκτόνου Ηρώδη και της Σαμαρείτιδας Μαρθάκης, και τον Ηρώδη τον Αγρίππα, εγγόνι του βρεφοκτόνου Ηρώδη από τον γιο του Αριστόβουλο. Ο Αντίπας αποκεφάλισε τον Πρόδρομο, ο Αγρίππας φόνευσε με μαχαίρι τον Ιάκωβο τον αδελφό του Ιωάννη (Πράξ. ιβ 1,4). Αυτού του Αγρίππα γιος υπήρξε ο αναφερόμενος στις Πράξεις (κεφ. κστ και κζ) Αγρίππας ο δεύτερος (δ). Ο βρεφοκτόνος Ηρώδης σύμφωνα με τον Ιώσηπο πέθανε την άνοιξη του 750 από κτίσεως Ρώμης. Ο Κύριος λοιπόν πρέπει να γεννήθηκε το αργότερο το 750 ή 749 από κτίσεως Ρώμης. Από πλάνη κατά τον Ε΄αιώνα, έτος γεννήσεως του Κυρίου ορίστηκε το 753 δηλαδή 3 ή 4 έτη αργότερα από την πραγματική χρονολογία (g).
(4) Ανακηρύχτηκε βασιλιάς από τη ρωμαϊκή σύγκλητο με τη σύσταση του Αντωνίου και με τη συμφωνία του Οκταβίου το 714 από κτίσεως Ρώμης δηλαδή το 40 π.Χ. (δ). Μετά το θάνατο λοιπόν αυτού του Ηρώδη, σταμάτησε να υπάρχει άρχοντας από τη φυλή του Ιούδα και συνεπώς έφτασε ο καιρός της έλευσης του Σηλώ, «στον οποίο ανήκει η βασιλεία και αυτός είναι η προσδοκία των εθνών» (Γεν. μθ 10). Ο οίκος Δαβίδ είχε ήδη παρακμάσει. Αλλά ακριβώς τώρα θα ανέθαλλε και θα λαμπρυνόταν πάλι στο πρόσωπο του Μεσσία. Ποτέ δεν πρέπει κάποιος να απελπίζεται για τη θρησκευτική αναζωογόνηση και ανόρθωση, και όταν ακόμη οι πολιτικές ελευθερίες χάθηκαν. Ο Ισραήλ ήταν τώρα υπόδουλος, και όμως μέσα στην κατάσταση αυτή ανατέλλει η δόξα του Ισραήλ, ο Χριστός. Όταν η νύχτα ήταν πυκνότατη, τότε άρχισε να φωτίζει η γλυκιά αυγή. Και οι πρώτες ακτίνες έλαμψαν με το αγγελικό μήνυμα προς τον Ζαχαρία. Μάθημα παρήγορο, ενισχυτικό και διαφωτιστικό για εμάς. Εμπιστέψου το μέλλον της εκκλησίας σου, της χώρας σου, της οικογένειάς σου στα χέρια του Θεού. Γνωρίζει αυτός τον κατάλληλο καιρό, κατά τον οποίο θα παρέμβει, ενεργώντας θαυμαστά και αποτελεσματικά. Η νύχτα έχει προχωρήσει πολύ πριν ακόμη ανατείλει η ημέρα. Ας πυκνώνουν οι σκιές. Εσύ να είσαι υπομονετικός. Και μην αμφιβάλλεις ότι η ώρα της θείας παρέμβασης πλησιάζει.
(5) Το «Ιουδαία» εδώ χρησιμοποιείται με ευρύτερη έννοια (g). Σημαίνει τη χώρα των Ιουδαίων, την Παλαιστίνη. Δες Λουκ. ζ 17, κγ 5, Πράξ. β 9, ι 37, ια 1,29). Εκτός από την Ιουδαία, με τη στενότερη έννοια της λέξης, περιλαμβάνονταν στη δικαιοδοσία του Ηρώδη και η Σαμάρεια, η Γαλιλαία, μεγάλο μέρος της Περαίας και η Κοίλη Συρία (p).
(6) Όχι ο αρχιερέας, αλλά ένας από τους ιερείς που λειτουργούσαν στο ναό (b). Στο λεγόμενο Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου ο Ζαχαρίας ονομάζεται αρχιερέας (στο κεφ. VIII). Αυτό λοιπόν έγινε δεκτό από μεταγενέστερους συγγραφείς, οι οποίοι υπέθεσαν, ότι το γεγονός που εξιστορείται εδώ έλαβε χώρα κατά την ημέρα του εξιλασμού στα Άγια των Αγίων. Αλλά εάν επρόκειτο για αρχιερέα ο Λουκάς δεν θα έγραφε ούτε «κάποιος ιερέας» ούτε «του έλαχε να θυμιάσει» αν επρόκειτο για την ημέρα του εξιλασμού (p).
(7) Οι Ο΄ μεταφράζουν έτσι όνομα εβραϊκό που σημαίνει μνήμη ή δόξα Θεού=Θεομνημόνευτος, θεοδόξαστος (δ).
(8) Η λέξη εφημερία έχει δύο σημασίες α) υπηρεσία για ορισμένες ημέρες (Νεεμ. ιγ 30,Α΄Παραλ. κε 8,Β΄Παραλ. ιγ 10) και β) τάξη ιερέων που αναλάμβανε λειτουργία στο ναό σε καθορισμένες ημέρες, δηλαδή για μία βδομάδα (Α΄Παραλειπ. Κγ 6, κη 13, Α΄Έσδρα α 2,15), όπως εδώ. Οι τάξεις αυτές ονομάζονταν και διαιρέσεις και από τον Ιώσηπο πατριές και εφημερίδες (Αρχαιολ. VII,14,7)(p). Ο Ιώσηπος αναφέρει σε αυτό το σημείο παράδοση, σύμφωνα με την οποία ο Δαβίδ «μοίρασε αυτούς σε πατριές και αφού χώρισε από τη φυλή τους ιερείς, βρήκε 24 πατριές από αυτούς, και από μεν την οικία του Ελεαζάρου δεκαέξι, ενώ από του Ιθωμάρου οχτώ· διέταξε λοιπόν μία πατριά να διακονεί το Θεό για οχτώ ημέρες, από Σάββατο έως Σάββατο… και έμεινε αυτό το μοίρασμα μέχρι σήμερα». Κάθε τάξη ή εφημερία ιερέων λοιπόν λειτουργούσε στο ναό για μία εβδομάδα ή 2 φορές το χρόνο.
(9) Ο Αβιά καταγόταν από τον Ελεάζαρ και από το όνομά του ονομάστηκε η όγδοη από τις 24 τάξεις, στις οποίες ο Δαβίδ διαίρεσε τους ιερείς (Α΄Παραλειπ. κδ 10, Β΄Παραλειπ. η 14). Αλλά από τις 24 αυτές τάξεις μετά την αιχμαλωσία μόνο 4 επέστρεψαν· οι υιοί Ιεδαΐα, οι υιοί Ιμμήρ, οι υιοί Πασχώρ και οι υιοί Χαρήμ (Έσδρα β 36-39 σύμφωνα με το εβραϊκό κείμενο). Αλλά οι 4 αυτές εφημερίες διαιρέθηκαν πάλι σε 24 σύμφωνα με τα αρχαία τους ονόματα. Έτσι ο Ζαχαρίας δεν ανήκε στην αρχική εφημερία Αβιά, διότι αυτή δεν επέστρεψε (p).
(10) Υπάρχει και η γραφή: καὶ γυνὴ αὐτῷ. Η αλεξανδρινή γραφή «αὐτῷ» είναι τραχύτερη και περισσότερο εβραϊκή από τη βυζαντινή «αὐτοῦ». Πρέπει παρ’ όλα αυτά να προτιμηθεί (g), οπότε εξυπακούεται το ρήμα «ήταν (υπήρχε σε αυτόν)» (L).
(11) «Από τους απόγονους του Ααρών. Έδειξε λοιπόν ότι ο Πρόδρομος καταγόταν από την ιερατική φυλή, όχι από τη μεριά του πατέρα μόνο, αλλά και από της μητέρας και ήταν και από τις δύο μεριές ιερατικής καταγωγής» (Ζ). Θεωρούνταν στους Εβραίους η μέγιστη ευγένεια το να κατάγεται κάποιος από ιερατικό γένος και μάλιστα και από τους δύο γονείς, όπως λέει αυτό για τον εαυτό του ο Ιώσηπος στο Βίο του 5,1 (δ). Λιγότερο πιθανή ερμηνεία: «Δεν επιτρεπόταν ο ιερέας να πάρει γυναίκα από άλλη φυλή, αλλά από την ίδια» (Θφ). Πιο σωστά, οι ιερείς όφειλαν να νυμφεύονται ή παρθένες ή χήρες, όχι όμως και χωρισμένες, πάντοτε όμως από καταγωγή ισραηλιτική (Ιωσήπου κατά Απίωνος Ι,7). Δεν ήταν σε αυτούς επιβεβλημένο να διαλέγουν συζύγους από ιερατική φυλή, αλλά η εκλογή αυτή θεωρούνταν η περισσότερο αρμόζουσα και τιμητική για αυτούς (L). Καμία άλλη οικογένεια στον κόσμο δεν τιμήθηκε τόσο από το Θεό, όσο οι οικογένειες του Ααρών και του Δαβίδ. Με την οικογένεια του Ααρών συνάφθηκε η διαθήκη της ιερωσύνης, ενώ με την οικογένεια του Δαβίδ η διαθήκη της βασιλείας. Στο μεταξύ και οι δύο οικογένειες αυτές αποξενώθηκαν από τις τιμές τους. Αλλά στις έσχατες ημέρες το ευαγγέλιο και πάλι τιμά αυτούς· την μεν οικογένεια Ααρών με τον Πρόδρομο και βαπτιστή Ιωάννη, ενώ την οικογένεια Δαβίδ με τον Μεσσία Ιησού. Και στη συνέχεια και οι δύο οικογένειες εξαφανίστηκαν.
(12) Στη μετάφραση των Ο΄ λέγεται Ελισάβεθ. Η ακριβής ετυμολογία του ονόματος δεν είναι πολύ σαφής=Ο Θεός μου είναι όρκος ή ο Θεός ορκίστηκε, δηλαδή να με προστατεύει (L), ή ο Θεός είναι όρκος μου (p,g).

1.6 ἦσαν δὲ δίκαιοι(1) ἀμφότεροι(2) ενώπιον τοῦ Θεοῦ(3), πορευόμενοι(4) ἐν πάσαις ταῖς ἐντολαῖς καὶ δικαιώμασι(5) τοῦ Κυρίου ἄμεμπτοι(6).
6 Ήταν και οι δύο άνθρωποι πιστοί στο Θεό, και η ζωή τους ήταν άμεμπτη, σύμφωνη με το νόμο και τις εντολές του Κυρίου.
(1) «Δίκαιους εδώ εννοεί τους ενάρετους» (Ζ). Με τη σημασία αυτού που έχει κάθε αρετή, όπως λέει ο Φαβωρίνος (δ).
(2) Ο Θεός φτιάχνει τα εκλεκτά του όργανα (όπως ο Ιωάννης) από ευσεβείς γονείς (b). Είναι εξαιρετική ευτυχία οι συνδεδεμένοι με το γάμο να είναι και οι δύο συνδεδεμένοι και με τον Κύριο. Ειδικότερα όμως είναι ζητούμενο για τους ιερείς, τους λειτουργούς του Κυρίου, να είναι μαζί με τις συζύγους τους δίκαιοι μπροστά στο Θεό, ώστε να γίνονται παράδειγμα και πρότυπο του ποιμνίου τους, γεμίζοντας με ευφροσύνη τις καρδιές των πιστών που το αποτελούν.
(3) Υπάρχει και η γραφή «εναντίον του Θεού». Η προσθήκη της εβραϊκής φράσης εναντίον του Θεού ή ενώπιον του Θεού (Πράξ. η 21, Γεν. στ 8,11,13,ζ 1,ι 9) προσδίδει στο «δίκαιοι» που προηγήθηκε, την πλήρη του έννοια (p). «Ήταν δίκαιοι όχι μπροστά στους ανθρώπους, αλλά μπροστά στο Θεό, αυτόν έχοντας να επιβλέπει τη δικαιοσύνη τους. Διότι αυτή είναι αληθινή δικαιοσύνη» (Ζ). «Τώρα όμως ήταν αναγκαία η προσθήκη της φράσης «μπροστά στο Θεό». Διότι όταν ένας άνθρωπος δεν έχει να πει τίποτα κακό για μένα, αλλά κατανοώντας αυτά που φαίνονται σε μένα, με επαινεί, τότε είμαι δίκαιος μπροστά στους ανθρώπους. Δεν γνωρίζουν όμως οι άνθρωποι το κρυφό μου, πότε αμάρτησα βλέποντας γυναίκα με σκοπό να την επιθυμήσω, ώστε να μου λογαριάσουν την μοιχεία της καρδιάς. Ναι, τέλειος έπαινος είναι το να είναι κάποιος δίκαιος μπροστά στο Θεό… διότι αυτός και μόνος αποκλειστικά γνωρίζει και τις καρδιές των ανθρώπων. Διότι είναι ενδεχόμενο φαινομενικά μεν να είναι δίκαιος κάποιος μπροστά στους ανθρώπους, ενώ κρυφά στη διάνοιά του να μην είναι τέτοιος, αφού έχει μέσα του να φωλιάζουν πονηροί λογισμοί» (Ω). Παρ’ όλα αυτά εδώ δεν πρόκειται για την δικαιοσύνη όπως την περιγράφει ο Παύλος. Χαρακτηρίζονται απλώς ο Ζαχαρίας και η Ελισάβετ, ως δύο καλοί Ισραηλίτες που τηρούν κατά τον καλύτερο, όσο μπορούσαν, τρόπο, τον μωσαϊκό νόμο (L). Η δικαιοσύνη τους αυτή δεν απέκλειε τελείως και κάθε αμαρτία, όπως δείχνει η συμπεριφορά του Ζαχαρία στην οπτασία που ακολουθεί (g).
(4) Άλλος εβραϊσμός (=εβραϊκός τρόπος γραφής και έκφρασης)· (Δευτ. κη 9,Α΄Βασ. η 3,5,Γ΄Βασιλ. Γ 14 κλπ)(p). Το πορεύομαι εδώ και σε πολλά σημεία στη Γραφή, όπως και το περπατώ, λέγονται μεταφορικά με ηθική σημασία με την έννοια του: ζω σύμφωνα με αυτά τα παραγγέλματα, εφαρμόζω και εκπληρώνω αυτά (δ).
(5) Λιγότερο πιθανή ερμηνεία: εντολές είναι τα ηθικά παραγγέλματα, ενώ δικαιώματα οι τελετουργικές διατάξεις (b). Πιο σωστά: είναι λέξεις που συχνά συναντιούνται στην Π.Δ. μαζί και ενωμένα, για να δηλώσουν το σύνολο των θείων παραγγελμάτων, ηθικών ή τελετουργικών, που περιλαμβάνονται στο νόμο (g). «Τις εντολές του νόμου τις ονόμασε και δικαιώματα, διότι είναι γεμάτες από δικαιοσύνη και διότι κάνουν δίκαιους αυτούς που τις ακολουθούν» (Ζ), «ή μάλλον επειδή είναι και δικαίωμα του Θεού» (Θφ).
(6) Ο Παύλος λέει για τον εαυτό του «όσον αφορά τη δικαιοσύνη του νόμου, υπήρξα άμεμπτος» (Φιλιπ. β 15) δηλαδή οι άνθρωποι δεν είχαν τίποτα να τον κατηγορήσουν. Αυτή πρέπει να είναι η έννοια και εδώ. Η συμπεριφορά των δύο συζύγων ήταν σύμφωνη με ό,τι ζητούσε ο νόμος από κάθε καλό Ισραηλίτη, έτσι ώστε τίποτα δεν είχαν να τους κατηγορήσουν οι άνθρωποι (L). Αξιοσημείωτη και η επόμενη ερμηνεία: «Είναι δυνατόν να πορεύεται κάποιος με όλες τις εντολές και τα παραγγέλματα όχι άμεμπτα… Επειδή και το καλό δεν είναι καλό, όταν δεν γίνεται καλά. Εκείνος λοιπόν ενεργεί άμεμπτα, ο οποίος δεν κάνει τίποτα για επίδειξη, κυνηγώντας την δόξα των ανθρώπων, αλλά βλέπει μόνο προς το ένα και προς αυτό κατευθύνει στον σκοπό. Διότι όταν εκτελούμε τις εντολές με τρόπο που να έχουμε στη συνείδηση βρωμιά κενοδοξίας ή ανθρωπαρέσκειας ή κάποιου άλλου παρόμοιου πράγματος, έστω και αν φαινόμαστε ότι εκτελούμε την εντολή, δεν την εκτελούμε άμεμπτα» (Ω). Ο Ζαχαρίας και η Ελισάβετ δεν ήταν αναμάρτητοι, ήταν όμως άμεμπτοι. Κανείς δεν μπορούσε να τους κατηγορήσει για οποιαδήποτε παρεκτροπή, η οποία θα είχε φανεί στα μάτια του λαού. Ήταν δίκαιοι μπροστά στο Θεό, και δειχνόταν αυτό στην όλη συμπεριφορά τους, όχι μόνο με όσα έλεγαν, αλλά προ παντός και με όσα έπρατταν.

1.7 καὶ οὐκ ἦν αὐτοῖς τέκνον(1), καθότι(2) ἡ ᾽Ελισάβετ ἦν στεῖρα(3), καὶ ἀμφότεροι προβεβηκότες ἐν ταῖς ἡμέραις(4) αὐτῶν ἦσαν.
7 Δεν είχαν όμως παιδί, γιατί η Ελισάβετ ήταν στείρα, και ήταν κι οι δυο τους περασμένης ηλικίας.
(1) Ήταν μεγάλη θλίψη, ακόμη και ντροπή ένας Ισραηλίτης να μην αποκτήσει παιδί (g). Θεωρούνταν ως τιμωρία που ήλθε λόγω αμαρτίας (Λευϊτ. κ 20,21, Ιερεμ. κβ 30)(p).
(2) Συναντιέται και στους κλασσικούς συγγραφείς και σημαίνει καθώς. Εδώ=διότι. Δες και Λουκ. ιθ 9 και Πράξ. β 24. Στα χωρία όμως Πράξ. β 45 και δ 35=εφ’ όσον (δ).
(3) Πρέπει να βάλουμε τελεία μετά το στείρα=Δεν είχαν έως τότε παιδιά, διότι η Ελισάβετ ήταν στείρα. Δεν μπορούσαν όμως και να ελπίζουν για κανένα λόγο στην απόκτηση παιδιού, διότι ήταν προχωρημένης ηλικίας (L).
(4) Η φράση προβεβηκότες ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτῶν είναι εβραϊκή (Γεν. ιη 11 κλπ)(g). Στους κλασικούς η φράση είναι προβεβηκότες τη ηλικία. Πολλά εξέχοντα πρόσωπα γεννήθηκαν από μητέρες, οι οποίες για πολύ παρέμειναν άτεκνες, όπως ο Ισαάκ, ο Ιακώβ, ο Ιωσήφ, ο Σαμψών, ο Σαμουήλ και ο Πρόδρομος Ιωάννης. Με αυτό η γέννησή τους γινόταν περισσότερο αξιοσημείωτη και πιο αισθητή στους γονείς τους η παρεχόμενη σε αυτούς ευλογία. Επιπλέον δείχνεται με τις περιπτώσεις αυτές, ότι ο Θεός αναβάλλει μερικές φορές να δείξει το έλεός του στο λαό του, αλλά ξεχύνει αφθονότερο αυτό, όταν φτάσει ο καθορισμένος από την Πρόνοια καιρός, κατά τον οποίο θα ανταμείψει την δοκιμασμένη υπομονή και καρτερία των εκλεκτών του.

1.8 ᾽Εγένετο δὲ ἐν τῷ(1) ἱερατεύειν(2) αὐτὸν ἐν τῇ τάξει τῆς ἐφημερίας(3) αὐτοῦ ἔναντι τοῦ θεοῦ(4),
8 Όταν ήρθε η σειρά να εφημερεύσει η τάξη του Ζαχαρία κι αυτός εκτελούσε τα ιερατικά του καθήκοντα προς το Θεό, συνέβη
(1) «Εγένετο ἐν τῷ» είναι καθαρά εβραϊκή αλλά όχι και αραμαϊκή σύνταξη (L). Το εγένετο… έλαχε=συνέβη να λάχει ή συνέβη και έλαχε (δ).
(2) =Την ώρα που λειτουργούσε ως ιερέας. Το ρήμα ιερατεύω συχνά συναντιέται στους Ο΄, αλλά πουθενά αλλού στην Κ.Δ. Δεν συναντιέται παλαιότερα από τους Ο΄, δεν είναι όμως σπάνιο στην μεταγενέστερη γραμματεία (p). Οι κλασσικοί αντί για αυτό χρησιμοποιούν το ιεράσθαι μαζί με δοτική του ονόματος του θεού, του οποίου τύχαινε να είναι ιερέας αυτός για τον οποίο γίνεται λόγος (δ). Τα ιερατικά έργα ήταν η προσφορά θυσιών υπέρ του λαού και θυμιαμάτων, πρωί και απόγευμα (g.
(3) =σύμφωνα με τη σειρά της πατριάς του (δ).
(4) Η ιερωσύνη ασκούνταν ενώπιον του Θεού, του οποίου η παρουσία ήταν περισσότερο αισθητή στο ναό (L). Η φράση κάνει πιο αισθητή την σοβαρότητα του έργου αυτού (g), δηλώνοντας το επίσημο του ιερατικού αξιώματος (δ).

1.9 κατὰ τὸ ἔθος(1) τῆς ἱερατείας(2) ἔλαχε τοῦ θυμιᾶσαι(3) εἰσελθὼν(4) εἰς τὸν ναὸν(5) τοῦ κυρίου(6),
9 να του ανατεθεί με κλήρο –όπως συνηθιζόταν να μοιράζονται τα ιερατικά καθήκοντα– να μπει στο ναό του Κυρίου και να προσφέρει θυμίαμα.
(1) =Σύμφωνα με τη συνήθεια που τηρούσαν οι ιερείς (δ). Η τάξη των 24 εφημεριών κανονιζόταν με κάποιο νόμο, καθιερωμένο από τη συνήθεια. Εάν λάβουμε υπ’ όψη ότι σύμφωνα με τον Ιώσηπο (Κατά Απίωνος ΙΙ,8) κάθε μία από τις 4 τάξεις των ιερέων αποτελούνταν από 5 χιλιάδες και εάν ακόμη οι 4 αυτές τάξεις είχαν διαιρεθεί σε 24, πάλι έχουμε σημαντικό αριθμό ιερέων για κάθε μία από τις τάξεις αυτές (L). Η συνήθεια λοιπόν ήταν να γίνεται κλήρωση, έτσι ώστε ο κλήρος να καθορίζει τον ιερέα, ο οποίος θα καλούνταν να επιτελέσει το πάρα πολύ τιμητικό αυτό έργο (g). Η κλήρωση αυτή γινόταν δύο φορές την ημέρα, πρωί και απόγευμα, κατά την ώρα της προσφοράς του θυμιάματος. Ο ιερέας που κληρωνόταν διάλεγε δύο άλλους ως βοηθούς του, αλλά όταν οι προετοιμασίες συντελούνταν, αυτοί αποχωρούσαν, αφήνοντας αυτόν μόνο στα άγια (p). Μόνο όμως μία φορά σε όλη την εβδομάδα, μπορούσε να πέσει ο κλήρος του να θυμιάσει στο ίδιο πρόσωπο σύμφωνα με τη Μίσχνα (Tamid 5,2 και Joma 2,4), διότι αυτοί που μία φορά κληρώθηκαν αποκλείονταν πλέον από την κλήρωση (δ). Το έργο του ιερέα ήταν: «και θα θυμιάσει πάνω σε αυτό (το θυσιαστήριο) ο Ααρών θυμίαμα σύνθετο λεπτό το πρωί, όταν ετοιμάζει τους λύχνους θα θυμιάσει σε αυτό» (Εξοδ. λ 7).
(2) Σημαίνει κυρίως το ιερατικό αξίωμα, την ιερατική λειτουργία, την ιερωσύνη, και με αυτήν την έννοια λέγεται και στο Εβρ. ζ 5. Εδώ σημαίνει όλους όσους έχουν το αξίωμα αυτό, την ιερατική τάξη, τους ιερείς (δ).
(3) Λέγεται μία μόνο φορά στην Κ.Δ.. Συνηθισμένο στους Ο΄. (δ). Το θυμιάζω δεν πρέπει να το πάρουμε ότι γινόταν με τον ίδιο τρόπο όπως και σε μας, με ταλάντευση του θυμιατηρίου. Το θυμίαμα ριχνόταν πάνω στο θυσιαστήριο των θυμιαμάτων, το οποίο βρισκόταν στα άγια, πριν το καταπέτασμα (βαριά κουρτίνα-χώρισμα) που χώριζε αυτά από τα άγια των αγίων. Ο Λουκάς δεν αναφέρει πότε ο Ζαχαρίας μπήκε να θυμιάσει. Η συρροή όμως του λαού δείχνει μάλλον ότι μπήκε το απόγευμα (L).
(4) Ρηματική μετοχή αντί για το απλό ρήμα μαζί με το και=και μπήκε στο ναό, για να θυμιάσει (δ). Στην ελληνική θα εκφραζόταν απλούστερα «και αφού του έλαχε, μπήκε» (L).
(5) Αντιτίθεται στο ιερό και ήταν το οικοδόμημα που περιλάμβανε τα άγια και τα άγια των αγίων. Οι ιερείς μπορούσαν να μπαίνουν στα άγια, όπου ήταν το θυσιαστήριο των θυμιαμάτων. Σύμφωνα με το Εξοδ. λ 7 ο Ααρών προσέφερε το θυμίαμα. Υπερίσχυσε όμως η συνήθεια την λειτουργία αυτή να επιτελεί απλός ιερέας (L).
(6) Η λέξη τονίζει την ιερότητα του τόπου (g).

1.10 καὶ πᾶν τὸ πλῆθος(1) ἦν(2) τοῦ λαοῦ προσευχόμενον(3) ἔξω(4) τῇ ὥρᾳ(3) τοῦ θυμιάματος(5)·
10 Όλο το πλήθος του λαού, την ώρα του θυμιάματος, προσευχόταν έξω.
(1) Από την συρροή του πλήθους θα μπορούσε κάποιος να συμπεράνει ότι ήταν ημέρα Σαββάτου. Η ένδειξη όμως δεν είναι βέβαιη.
(2) Η θέση της λέξης «του λαού» μεταξύ του ἦν και του προσευχόμενον, αντιτίθεται στο να θεωρήσουμε ότι το ἦν συνδέεται με το προσευχόμενον=προσευχόταν (p). Μάλλον πρέπει να πάρουμε το ἦν με την έννοια του βρισκόταν, υπήρχε εκεί (L).
(3) Σύμφωνα με το Ταλμούδ η ώρα του θυμιάματος ήταν εξόχως ιερή και αναμφίβολα σε αυτήν επικρατούσε σιγή (Αποκ. η 1,3,4)(L). Το θυμίαμα ήταν σύμβολο της θείας λατρείας της ευάρεστης στο Θεό (δ). Συνδέονταν λοιπόν οι δύο αυτές πράξεις, δηλαδή η προσφορά του θυμιάματος και η πράξη της προσευχής όπως η πραγματικότητα με το σύμβολο. Η προσφορά του θυμιάματος συμπλήρωνε τις ατέλειες της πραγματικής λατρείας, όπως και η τελευταία αυτή αποτελούσε την ψυχή του θυμιάματος, το οποίο ανέβαινε προς τον ουρανό (g). Δεν είναι λοιπόν αρκετό να στεκόμαστε απλώς στον τόπο όπου ο Θεός λατρεύεται, αλλά πρέπει και οι καρδιές μας να συνενώνονται στη λατρεία παρακολουθώντας τον λειτουργό σε όλα τα στάδιά της. Τι θα μας ωφελήσει η προσφορά του θυμιάματος, εάν δεν συμπέσει με αυτήν και η προσφορά των προσευχών μας;
(4) Έξω από το ναό, τα άγια, στα προαύλια των ανδρών και γυναικών (δ).
(5) Κυριολεκτικά σημαίνει την ύλη του θυμιάματος. Ήδη όμως και στους κλασσικούς σήμαινε την προσφορά του θυμιάματος στη φωτιά. Είναι η μόνη λέξη η οποία χρησιμοποιείται και από τους Ο΄ και όχι η λέξη θυμίαση, η οποία ακριβέστερα θα δήλωνε την πράξη (L). Όλες οι προσευχές τις οποίες προσφέρουμε στις αυλές του Κυρίου, γίνονται δεκτές από αυτόν χάρις στα θυμιάματα της μεσιτείας του Χριστού στο υπερουράνιο θυσιαστήριο. Αλλά όταν σύμφωνα με το βιβλίο της Αποκαλύψεως (η 3-4) ο άγγελος πρόσφερε θυμιάματα πάνω στο επουράνιο θυσιαστήριο, ο καπνός τους ανέβαινε συνοδευόμενος «από τις προσευχές των αγίων». Δεν είναι δυνατόν να αναμένουμε κάποια βοήθεια από τη μεσιτεία του Χριστού, εάν δεν προσευχόμαστε και εμείς από το βάθος του πνεύματός μας και με κάθε θερμότητα και επιμονή. Αλλά και πάλι τίποτα δεν μπορούμε να αναμένουμε και από αυτές τις θερμότερες προσευχές μας χωρίς τη μεσιτεία του Χριστού, ο οποίος πάντοτε ζει «για να προσεύχεται για χάρη μας».

1.11 ὤφθη(1) δὲ αὐτῷ(2) ἄγγελος κυρίου(3) ἑστὼς ἐκ δεξιῶν(4) τοῦ θυσιαστηρίου τοῦ θυμιάματος(5).
11 Τότε εμφανίστηκε στο Ζαχαρία ένας άγγελος Κυρίου, και στάθηκε στα δεξιά του θυσιαστηρίου του θυμιάματος.
(1) Παθητικός αόριστος από το άχρηστο θέμα όπτομαι. Σημαίνει φανερώθηκε και λέγεται συνήθως για φανέρωση που προκαλεί θαυμασμό λόγω του μεγαλείου και της λαμπρότητας του εμφανιζομένου. Δες Ματθ. ιζ 3,Πράξ. β 3 κλπ (δ).
(2) Εμφανίστηκε σε αυτόν άγγελος. Σύμφωνα με τη Γραφή περιβαλλόμαστε από τον ουρανό και τους κατοίκους του (Δ΄Βασ. στ 17,Ψαλμ. λγ 8). Ο Ιησούς διακηρύττει το γεγονός αυτό (Λουκ. ιε 7 και 10). Αλλά για να αντιληφθεί κάποιος την εμφάνιση των όντων αυτών του αοράτου κόσμου, δεν αρκούν οι σωματικές αισθήσεις, με τις οποίες επικοινωνούμε με τον ορατό κόσμο. Πιθανώς κάποιο πρόσωπο αδιάφορο που θα στεκόταν μαζί με τον Ζαχαρία στον τόπο τον άγιο, δεν θα αντιλαμβανόταν τίποτα το ιδιαίτερο ή θα δοκίμαζε απλώς κάποια αόριστη εντύπωση από πράγμα παράδοξο και ακατανόητο. Κάτι τέτοιο συνέβη στη σκηνή που εξιστορείται στο Ιωαν. ιβ 28, όπου ο Ιησούς ακούει λόγια συγκεκριμένα του Πατέρα, την ώρα που το πλήθος νομίζει ότι έγινε βροντή. Κάτι παρόμοιο συνέβη και στην οπτασία του Παύλου, όπου οι συνοδοί του άκουσαν θόρυβο και είδαν φως, αλλά δεν διέκριναν ούτε τη μορφή ούτε τα λόγια του Κυρίου (g). «Για να βλέπονται τα αισθητά, δεν χρειάζεται κάτι να ενεργήσει, αλλά το υγιές μάτι όταν ανοίξει, είτε θέλει να γίνει ορατό το αισθητό είτε όχι, το βλέπει… Δεν είναι έτσι όμως τα θεία… Πράγματι λοιπόν με τη θεία χάρη ο Θεός φανερώθηκε στον Αβραάμ ή σε κάποιον από τους αγίους και για να δει αυτός το Θεό, αίτιο δεν ήταν μόνο το μάτι της ψυχής του Αβραάμ, αλλά ο Θεός άφησε τον εαυτό του να εμφανιστεί στον δίκαιο, αφού έγινε άξιος της οπτασίας του. Αλλά και ένας άγγελος, όσο δεν θέλει να βλέπεται από εμάς, δε φαίνεται αν και είναι παρών… Αλλά και μετά τον παρόντα αιώνα… να ξέρεις, ότι δεν φαίνεται στον καθένα ο Θεός ή οι άγγελοι, αλλά ο καθένας από αυτούς που βλέπουν, θα δει το Θεό λόγω του ότι έχει καθαρή καρδιά και έχει ετοιμαστεί ώστε να δει το Θεό. Και στον ίδιο τόπο δύο άνθρωποι, ο ένας που έχει καθαρή καρδιά, ο άλλος που έχει ρυπαρή, ο μεν θα δει, διότι δεν βλέπεται τοπικά ο Θεός, αλλά μέσω της καθαρής καρδιάς, ο άλλος δεν θα τον δει. Έτσι πρέπει να εννοήσουμε και για το Χριστό. Μη νομίζεις δηλαδή, ότι όλοι όσοι έβλεπαν τον Χριστό, τον έβλεπαν. Έβλεπαν το σώμα του Χριστού, τον Χριστό όμως, όπως στην πραγματικότητα είναι, δεν τον έβλεπαν. Βλεπόταν όμως από μόνους όσοι ήταν άξιοι να βλέπουν το μέγεθός του… Από συγκατάβαση εμφανίστηκε ο άγγελος στον Ζαχαρία. Διότι δεν μπορεί κάποιος με μάτια φθαρτού σώματος, να δει άφθαρτο σώμα» (Ω). Εφόσον λοιπόν «φαίνεται ο Θεός ή οι άγγελοί του… σε αυτούς που έχουν καθαρή καρδιά, και ο Ζαχαρίας ήταν τέτοιος, για αυτό εμφανίστηκε σε αυτόν άγγελος Κυρίου» (Σχ).
(3) Το όνομα του οποίου ανακοινώθηκε μετά από λίγο στο Ζαχαρία. Δες σ. 19 (b).
(4) Η πόρτα του ναού έβλεπε προς την ανατολή. Ο Ζαχαρίας λοιπόν μπαίνοντας στο ναό είχε το πρόσωπο στραμμένο στη δύση. Μπροστά του ήταν το θυσιαστήριο των θυμιαμάτων, που βρισκόταν πριν το καταπέτασμα που χώριζε τα άγια από τα άγια των αγίων. Δεξιά του ήταν η τράπεζα της πρόθεσης κατά την βόρεια πλευρά και αριστερά του η χρυσή λυχνία. Ο άγγελος εμφανίστηκε στα δεξιά του θυσιαστηρίου (g), όχι στα δεξιά του Ζαχαρία, που στεκόταν μπροστά στο θυσιαστήριο. Το δεξί μέρος ήταν η νότια πλευρά και ο άγγελος ήταν μεταξύ του θυσιαστηρίου και της χρυσής λυχνίας (p). Γιατί εμφανίστηκε στα δεξιά; Λιγότερο πιθανή ερμηνεία «διότι επρόκειτο να του προαναγγείλει καλά νέα» (Ω). Πιο σωστά, στα δεξιά, στην τιμητική θέση (p), για να τονιστεί η αξία του αγγέλου. Το θυσιαστήριο θεωρείται σαν ένα πρόσωπο που έχει το δεξί του και το αριστερό του μέρος (L).
(5) «Είπε βεβαίως θυσιαστήριο του θυμιάματος, διότι υπήρχε και άλλο θυσιαστήριο, αυτό των ολοκαυτωμάτων» (Θφ). Και «μέσα μεν ήταν το θυσιαστήριο του θυμιάματος, ενώ έξω το θυσιαστήριο των ζώων που προσφέρονταν και των άλλων προσφορών» (Ζ).

1.12 καὶ ἐταράχθη(1) Ζαχαρίας ἰδών, καὶ φόβος ἐπέπεσεν ἐπ᾽ αὐτόν(2).
12 Ο Ζαχαρίας ταράχτηκε, όταν τον είδε, και τον κυρίεψε φόβος.
(1) «Ταράζεται μεν ο Ζαχαρίας. Διότι ένα ασυνήθιστο θέαμα, ταράζει και τους αγίους» (Θφ). Ιδιαίτερο γνώρισμα της εύθραυστης ανθρώπινης φύσης είναι να ταράζεται, όταν βλέπει την πνευματική δημιουργία (Βέδας). «Ταράχτηκε λοιπόν, λέει, ο Ζαχαρίας όταν είδε. Διότι ένας άνθρωπος δεν μπορεί να αντέξει να του εμφανιστεί μία παράξενη μορφή» (Ω). Από τότε που ο άνθρωπος αμάρτησε, η διάνοιά του έγινε αδύνατη να βαστάζει την δόξα τέτοιων αποκαλύψεων και η συνείδησή του κατατρομάζει λόγω της ενοχής του. Και ο ίδιος ο Δανιήλ δεν μπορούσε να βαστάξει μία τέτοια οπτασία (Δαν. ι 8). Και για αυτό ο Θεός εκλέγει συνήθως ανθρώπους όμοιους με εμάς και μέσω αυτών αποκαλύπτει σε μας τις βουλές του, ώστε να μην τρομάζουμε από την παρουσία σε εμάς των οργάνων του.
(2) Για αυτήν τη φράση δες Πράξ. ιθ 17,Εξ. ιε 16, Ιουδίθ ιε 2 (p). Όταν ο αόρατος κόσμος γίνεται ξαφνικά ορατός, ο άνθρωπος ταράζεται. Αφού η συναίσθηση της αμαρτωλότητάς του αφυπνίζεται, η ταραχή μεταβάλλεται σε φόβο. Διότι αισθάνεται τον εαυτό του να απειλείται από κρίση (g). «Πρώτα μεν με τη μορφή φοβίζει τον ιερέα, έτσι ώστε αφού γίνει εκείνος πιο ευλαβής λόγω του φόβου, να δεχτεί με χαρά το μυστήριο» (σχ).

1.13 εἶπεν δὲ πρὸς αὐτὸν ὁ ἄγγελος, μὴ φοβοῦ(1), Ζαχαρία, διότι εἰσηκούσθη ἡ δέησίς σου(2), καὶ ἡ γυνή σου ᾽Ελισάβετ γεννήσει(3) υἱόν σοι, καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα(4) αὐτοῦ ᾽Ιωάννην(5).
13 Ο άγγελος όμως του είπε: «Μη φοβάσαι, Ζαχαρία, γιατί η προσευχή σου εισακούστηκε: η γυναίκα σου η Ελισάβετ θα σου γεννήσει γιο, και θα του δώσεις το όνομα Ιωάννης.
(1) «Αλλά ο άγγελος μειώνει την ταραχή» (Θφ), «και τον επαναφέρει με το να του δώσει τη χαρμόσυνη αγγελία της γέννησης του Ιωάννη» (Ω). «Πρώτα όμως βγάζει τον φόβο από την ψυχή του, έτσι ώστε χωρίς ταραχή να ακούσει και να προσέξει τα λόγια του» (Ζ). «Διότι όπως ακριβώς σε ταραγμένο νερό, δεν μπορεί να καθρεπτιστεί με ακρίβεια η όψη, έτσι ψυχή που ταρακουνιέται από φόβο, δεν είναι ικανή να δεχτεί κάποια διδασκαλία, αν δεν καθαριστεί από το φόβο» (σχ). «Μη φοβάσαι». Αυτό είναι το πρώτο ουράνιο μήνυμα στο χάραμα της Κ.Δ. που αυγάζει, το οποίο τόσο ελκυστικά περιγράφεται από τον Λουκά. Μέσα από άγριους και πολύ στενούς δρόμους, οδηγηθήκαμε σε εξόχως χαρμόσυνη διέξοδο (b). «Μη φοβάσαι, δεν ήλθα να σου φέρω θλιβερή αναγγελία, ούτε να μεταφέρω απειλή εναντίον του έθνους, όχι όπως ο Σαμουήλ που μήνυε στον Ηλία την ανατροπή της ιερωσύνης» (σχ).
(2) Λιγότερο πιθανή ερμηνεία: Η δέησή σου «για τη σωτηρία του λαού· διότι για αυτήν παρακαλούσαν κάθε μέρα οι ιερείς. Εισακούστηκε λοιπόν, διότι επρόκειτο ήδη να γίνει άνθρωπος ο Σωτήρας και να σώσει το λαό του από τις αμαρτίες του» (Ζ). «Λένε δηλαδή κάποιοι, ότι, επειδή προσευχόταν για τις αμαρτίες του λαού, και επρόκειτο να γεννήσει γιο που θα φώναζε: «Να, το πρόβατο του Θεού, το οποίο σηκώνει την αμαρτία του κόσμου», εύλογα λέει σε αυτόν ο άγγελος, ότι ακούστηκε η δέησή σου για την άφεση των αμαρτιών του λαού» (Θφ). Πιο πιθανή ερμηνεία: Είχε ζητήσει απόγονο σε προηγούμενο χρόνο (b). Δεχόμενοι όμως ότι, το «η δέησή σου» αναφέρεται σε ζήτηση απογόνου, δεν είμαστε αναγκασμένοι να θεωρήσουμε ότι η αίτηση αυτή υπήρξε το αντικείμενο της δέησης του Ζαχαρία και εκείνη τη στιγμή που ήλθε μπροστά στο θυσιαστήριο. Το «η δέησή σου» μπορεί να σημαίνει: η συνηθισμένη προσευχή σου, που έγινε πολλές φορές στο παρελθόν (g). Εναντίον τώρα της ένστασης, ότι δεν ήταν δυνατόν άνθρωποι προχωρημένοι σε ηλικία να εξακολουθούν να ζητούν από το Θεό παιδί, πρέπει να έχουμε υπ’ όψη, ότι το «προβεβηκότες» πρέπει να το πάρουμε με σχετική έννοια, αφού στους ιερείς δεν επιτρεπόταν να λειτουργούν μετά το πεντηκοστό έτος της ηλικίας τους (Αρ. η 25), ενώ η απελπισία για απόκτηση τέκνου, προερχόταν από το ότι μετά από μακρά συζυγία δεν απέκτησαν κανένα. Μαζί με αυτά, δεν υπάρχει καμία ανάγκη να δεχτούμε, ότι και μέχρι την εποχή εκείνη εξακολουθούσε να παρακαλεί ο Ζαχαρίας για απόκτηση παιδιού (δ). Δεήσεις που απευθύνονται με πίστη, μεταβιβάζονται στον ουρανό και δεν λησμονούνται ποτέ, έστω και αν τα αιτήματα που μέσω αυτών γίνονται, δεν μας παρέχονται προς το παρόν. Προσευχές, τις οποίες κάναμε όταν ήμασταν νέοι και μόλις μπήκαμε στον κόσμο, είναι δυνατόν να εισακουστούν, όταν είμαστε γέροντες και πλησιάζουμε να φύγουμε από τον κόσμο.
(3) Το γεννώ χρησιμοποιείται γενικά για άνδρα (Ματθ. α 1-16,Πράξ. ζ 8,29,Γεν. ε 3-30,ια 10-28 κλπ), μερικές όμως φορές χρησιμοποιείται και για γυναίκα (Λουκ. α 57,κγ 29,Ιω. ιστ 21,Γαλ. δ 24)(p). Στους μεταγενέστερους, Λουκιανό και Πλούταρχο, βρίσκεται το γεννώ και για γυναίκα (δ).
(4) Η έκφραση συναντιέται και στους κλασσικούς, βρίσκεται όμως πολλές φορές και στην Κ.Δ. και στους Ο΄(Γεν. ιστ 11,ιζ 19 κλπ.)(δ).
(5) Σύμφωνα με καλύτερες μαρτυρίες χειρογράφων και κώδικες η γραφή είναι: Ιωάνην. Στους Ο΄ έχουμε Ιωάνης (Β΄Παρ. κη 12) και Ιωανάν (Β΄Παρ. ιζ 15,Νεεμ. ιβ 13) και Ιωνάν (Νεεμ. στ 18) και Ιωνά (Δ΄Βασ. κε 23. Δες και Ιω. κα 15-17). Όλοι αυτοί οι τύποι της λέξης, είναι συντομεύσεις του Ιεχοχανάν= Δώρο του Ιεχωβά (p). Ιωάννης=Θεόφιλος ή Θεοδώρητος (δ).

1.14 καὶ ἔσται χαρά σοι(1) καὶ ἀγαλλίασις(2), καὶ πολλοὶ(3) ἐπὶ τῇ γεννήσει(4) αὐτοῦ χαρήσονται·
14 Θα νιώσεις χαρά και αγαλλίαση και θα χαρούν πολλοί για τη γέννησή του.
(1) «Επειδή θα γίνεις πατέρας ενός τέτοιου παιδιού» (Ζ). Θα είναι τέτοιος γιος, ώστε θα έχεις πάντα λόγο να χαίρεσαι για αυτόν. Πολλοί γονείς, εάν ήταν δυνατόν να προΐδουν τι θα γίνονταν τα παιδιά τους, αντί να χαίρονται για τη γέννησή τους, θα εύχονταν μάλλον να μην είχαν ποτέ γεννηθεί. Αλλά ο γιος σου αυτός, λέει ο άγγελος, θα αναδειχτεί τόσο λαμπρός, ώστε μπορείς να χαίρεσαι και να αγάλλεσαι θριαμβευτικά για το ότι θα είσαι ο πατέρας του.
(2) Η αγαλλίαση είναι ανώτερος βαθμός χαράς (δ).
(3) «Όχι μόνο οι συγγενείς και γνωστοί, αλλά και σε όσους αποκαλύφθηκε από το Θεό το τι υπηρεσία επρόκειτο να εκτελέσει» (Ζ). Αλλά και μετέπειτα κατά τα χρόνια της δράσης του η χαρά για την εμφάνιση προφήτη ολόκληρους αιώνες μετά από τον τελευταίο προφήτη, ήταν πολύ μεγάλη, έστω και αν δεν υπήρξε γενική (p). «Διότι έστω και αν όχι όλοι οι Ιουδαίοι, αλλά πολλοί χάρηκαν για την παρουσία του προδρόμου, που ανάγγειλε τον ερχομό του σωτήρα, ο οποίος έγινε πρόξενος σε μας όλων των αγαθών» (Ω). Θα συμμετείχαν στη χαρά του Ζαχαρία πολλοί, διότι άνδρας τέτοιας υπέροχης ευσέβειας και κοινωφελούς δράσης γεννήθηκε στη γη. Η χαρά αυτή έφτασε στο κατακόρυφο, όταν κατά μυριάδες ο λαός συνέρρεε στον Ιορδάνη για να ακούσει το περί μετανοίας κήρυγμά του και να βαπτιστεί από αυτόν (ο).
(4) Υπάρχει και η γραφή γενέσει, την οποία ο g βρίσκει προτιμότερη από τη βυζαντινή γραφή γεννήσει.

1.15 ἔσται γὰρ μέγας(1) ἐνώπιον τοῦ κυρίου(2), καὶ οἶνον καὶ σίκερα(3) οὐ μὴ πίῃ, καὶ πνεύματος ἁγίου πλησθήσεται(4) ἔτι ἐκ κοιλίας μητρὸς(5) αὐτοῦ,
15 Η προσφορά του θα είναι μεγάλη στο έργο του Κυρίου· κρασί και άλλα δυνατά ποτά δε θα πιει· θα είναι γεμάτος με Πνεύμα Άγιο ήδη από την κοιλιά της μάνας του
(1) «Το να πει «θα είναι μεγάλος», φανερώνει το μέγεθος της ψυχής του Ιωάννη και μέγεθος που βλέπεται από το Θεό. Διότι υπάρχει κάποιο μέγεθος ψυχής σε σχέση με την αρετή, το οποίο βλέπεται από τον Κύριο, και υπάρχει και μία μικρότητα ψυχής» (Ω).
(2) «Δεν είναι κάθε μεγάλος ένδοξος, αλλά αυτός που είναι μεγάλος μπροστά στον Κύριο, δηλαδή ο δίκαιος και πιστός» (Ω). «Υπόσχεται ο άγγελος ότι ο Ιωάννης θα είναι μεγάλος, αλλά μπροστά στον Κύριο. Διότι πολλοί λέγονται μεγάλοι μπροστά στους ανθρώπους και όχι στο Θεό… Ο Ιωάννης όμως ήταν μεγάλος στην ψυχή» (Θφ), «διότι ήταν μεγάλος στις αρετές» (Ζ). Δεν πρόκειται για μεγαλείο κοσμικής και παροδικής δόξας, αλλά για μεγαλείο, το οποίο ο Θεός αναγνωρίζει ως τέτοιο (g). Μεγάλος άνδρας στη γλώσσα της Γραφής λέγεται αυτός που με λόγια και έργα έγινε πρόξενος μεγάλης πνευματικής ωφέλειας στους αδελφούς του. Δες και Ματθ. ε 19 (δ). Τον μεγάλο μπροστά στους ανθρώπους τον αναδεικνύουν η ευγενική καταγωγή, το χρήμα και τα ταλέντα. Κανένα όμως από αυτά δεν είναι απαραίτητο για να γίνει κάποιος μεγάλος και μπροστά στο Θεό. Κάποιο πρόσωπο μπορεί να κατάγεται από τον ενδοξότερο μονάρχη και να κατέχει πλούτο ανυπολόγιστο, να διακρίνεται επίσης και για την εξαιρετική ιδιοφυΐα του, και όμως να μην είναι ποτέ μεγάλος μπροστά στο Θεό. Από την άλλη κάποιος άλλος μπορεί να γεννήθηκε σε καλύβα, στερημένος χρημάτων και ιδιοφυΐας, και όμως, ενώ παραμένει αφανής στα μάτια των ανθρώπων, να είναι μεγάλος μπροστά στο Θεό. Τι έκανε τον Ιωάννη μέγα; Η υπακοή. Δεν έπραττε τίποτα άλλο παρά πάντοτε εκείνο, το οποίο ο Θεός ήθελε και ζητούσε από αυτόν. Και εμείς, εάν υπακούμε στο Θεό, θα αποβούμε μεγάλοι μπροστά του. Αναντίρρητα βεβαίως το μεγαλείο μπροστά στο Θεό, είναι ασύγκριτα προτιμότερο από το μεγαλείο μπροστά στους ανθρώπους, όχι μόνο διότι είναι μόνιμο και αιώνιο, αλλά και διότι κάνει αυτόν που το έχει, χρησιμότερο και ανάμεσα στη γενιά του.
(3) Και οι δύο αυτές λέξεις βρίσκονται έτσι και στους Ο΄. Δες Λευϊτ. ι 9,Αρ. στ 3,Κριτ. ιγ 4,7, το σίκερα όμως οι Ο΄ μη βρίσκοντας αντίστοιχη λέξη στην ελληνική, το άφησαν έτσι εξελληνίζοντας τον τύπο αντί για σεκάρ σε σίκερα (δ). Η ίδια εβραϊκή λέξη μεταφράζεται άλλοτε μεν σίκερα, άλλοτε πάλι μέθυσμα και μερικές φορές σίκερα μέθυσμα (Λευϊτ. ι 9,Αρ. στ 3,Κριτ. ιγ 4,7,14). Ο Ευσέβιος (Ευαγγελ. Προπ. VΙ, 10,8) γράφει γενική πτώση σίκερος, και αλλού σικέρατος. Αλλά το σίκερα είναι συνήθως άκλιτο (p). Είναι από τις λέξεις που λέγονται μοναδική φορά στην Κ.Δ.. «Σίκερα λέγεται οτιδήποτε μπορεί να φέρει μέθη, αλλά δεν είναι από αμπέλι» (Θφ), «κάθε ποτό που φέρνει μέθη εκτός κρασιού, και κατεξοχήν το παρασκεύασμα από φοίνικες» (Ζ). Ο Ιωάννης συναριθμείται στην τάξη εκείνη των ανθρώπων, των ειδικά αφιερωμένων, οι οποίοι δεν είχαν μεν την ιερωσύνη, ζητούσαν όμως να πραγματοποιήσουν το ιδανικό της ισραηλιτικής αγιότητας. Ονομάζονταν Ναζιραίοι από το Ναζίρ=καθιερωμένος (=αφιερωμένος). Δες για αυτούς που ανήκαν σε αυτήν την τάξη Αρ. στ 1 και εξής. Η υποχρέωση που αναλαμβανόταν από την ευχή του Ναζιραίου ήταν συνήθως για ορισμένο χρονικό διάστημα. Έχουμε όμως και ισόβια Ναζιραίους τον Σαμψών και τον Σαμουήλ και τέτοιος έγινε και ο Ιωάννης (g). Όσοι πρόκειται να υπηρετήσουν τον Κύριο σε διακεκριμένες και ανώτερες διακονίες, πρέπει να μάθουν να ζουν ζωή αυταπάρνησης και εγκράτειας. Πρέπει να είναι νεκροί ως προς τις ηδονές των αισθήσεων και να φυλάνε τη διάνοιά τους από καθετί που σκοτίζει και ταράζει αυτήν.
(4) Μπήκε σε αντίθεση με το μεθύσι με κρασί και σίκερα. Δες Εφεσ. ε 18 (b). Αντί για τη φυσική διέγερση από τα οινοπνευματώδη, πρόκειται να έχει έμπνευση υπερφυσική από Πνεύμα Άγιο. Εκτός από το Ματθ. κβ 10,κζ 48 το ρήμα πίμπλημι χρησιμοποιείται από μόνο τον Λουκά 22 φορές (p). «Αφού προανάγγειλε με την αποχή του κρασιού και των ποτών, την αποχή από τα ευχάριστα και έδειξε από αυτό την σκληραγωγία της διατροφής του, λέει λοιπόν για πληροφορία και το ανώτερο, ότι δηλαδή από βρέφος θα ντυθεί την ουράνια δύναμη, αφού προγνώριζε ο Θεός τον τρόπο ζωής που θα ασκήσει και το τι σκεύος θα αποβεί» (Ζ). Θα γεμίσει από τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος και μάλιστα το προφητικό (δ).
(5) Δηλαδή από την ώρα εκείνη, κατά την οποία θα είναι στην κοιλιά της μητέρας του. Δες και Ησ. μθ 1 (δ). Εβραϊκός τρόπος έκφρασης (Ψαλμ. κα 11,ο 6. Δες και Κριτ. ιγ 5.7,ιστ 17,Ιωβ λα 18 κλπ). Λέγεται η λέξη αντί για την πιο κλασσική «εκ γενετής» μαζί ή χωρίς το ευθύς (αμέσως)(p). «Ο μεν λαός λοιπόν, δεν γνώρισε τον Σωτήρα ήδη να κάνει θαύματα και υπερφυσικά σημεία. Ο Ιωάννης όμως, ενώ ήταν ακόμη στην κοιλιά της μητέρας, σκιρτά όταν ήλθε η μητέρα του Ιησού… Είχε λοιπόν Άγιο Πνεύμα ο Ιωάννης και από την κοιλιά ακόμη της μητέρας του» (Ω).

1.16 καὶ(1) πολλοὺς(2) τῶν υἱῶν ᾽Ισραὴλ ἐπιστρέψει(3) ἐπὶ κύριον τὸν θεὸν(4) αὐτῶν.
16 και θα κάνει πολλούς Ισραηλίτες να επιστρέψουν στον Κύριο το Θεό τους.
(1) Τα δύο προσωπικά χαρακτηριστικά του Ιωάννη που εκτέθηκαν ήδη –δηλαδή η υποταγή της σάρκας και η κυριαρχία του πνεύματος- θα εκδηλωθούν σε δύο εξωτερικά αποτελέσματα της δράσης του δηλαδή σε μεγάλη θρησκευτική αφύπνιση μεταξύ του λαού και στην προετοιμασία για την μεσσιανική βασιλεία (p). Πρωτίστως θα δημιουργήσει ο Ιωάννης ισχυρή θρησκευτική κίνηση (g).
(2) «Όσοι θα πειστούν από αυτόν» (Ζ). «Και ο μεν Ιωάννης πολλούς από τους υιούς (του Ισραήλ) επέστρεψε στον Κύριο… σύμφωνα με το λόγο του ευαγγελίου· ο Κύριός μας όμως Ιησούς Χριστός όλους τους φώτισε στην επίγνωση της αλήθειας» (Σχ).
(3) «Ο λόγος υπαινίσσεται, ότι σχεδόν όλοι οι Ιουδαίοι είχαν πλανηθεί από την οδό του νόμου και ασχολούνταν με εντολές και διδασκαλίες ανθρώπων, από τους οποίους πολλούς τους γύρισε η διδασκαλία του Ιωάννου στο Χριστό τον Κύριο και Θεό των όλων, ο οποίος είναι η αληθινή οδός» (Ω).
(4) Τον Χριστό «εδώ ονομάζει Κύριο και Θεό» (Ζ). Είναι λοιπόν ο Χριστός Θεός (b).

1.17 καὶ αὐτὸς προελεύσεται(1) ἐνώπιον αὐτοῦ(2) ἐν πνεύματι καὶ δυνάμει(3) ᾽Ηλιού, ἐπιστρέψαι καρδίας πατέρων ἐπὶ τέκνα(4) καὶ ἀπειθεῖς ἐν φρονήσει δικαίων(5), ἑτοιμάσαι κυρίῳ λαὸν κατεσκευασμένον(6).
17 Αυτός θα προπορευτεί στο έργο του Κυρίου με το πνεύμα και τη δύναμη του προφήτη Ηλία. Θα συμφιλιώσει πατέρες με παιδιά, και θα κάνει τους ασεβείς να αποκτήσουν τη φρόνηση των δικαίων. Έτσι θα ετοιμάσει το λαό να υποδεχτεί τον Κύριο».
(1) «Θα τρέξει μπροστά από αυτόν, κηρύσσοντας μετάνοια και αναγγέλλοντας την παρουσία του» (Ζ).
(2) Μπροστά στο Θεό, που έρχεται στο λαό του στο πρόσωπο του Μεσσία. Ησ. μ 1-11 και Μαλαχ. γ 1-5 (p). Το αὐτοῦ δεν είναι δυνατόν να αναφέρεται παρά μόνο στο προηγούμενο «ἐπὶ Κύριον τὸν Θεὸν αὐτῶν». Η εμφάνιση λοιπόν του Μεσσία είναι εμφάνιση του ίδιου του Ιεχωβά. Ο Μαλαχίας (γ 1) είχε διακηρύξει αυτό με σαφήνεια λέγοντας «Να εγώ θα στείλω… μπροστά από το πρόσωπό μ ο υ» (g).
(3) «Πνεύμα μεν ονόμασε το πνευματικό χάρισμα, ενώ δύναμη την ενέργεια. Λέει λοιπόν, ότι θα έχει και το χάρισμα και την ενέργεια του Ηλία» (Ζ). «Διότι δεν λέει «με την ψυχή του Ηλία»· δεν ήταν δηλαδή μετεμψύχωση. Αλλά «με το πνεύμα και τη δύναμη του Ηλία». Διότι υπήρχε στον Ηλία πνεύμα και δύναμη, δηλαδή πνευματικό χάρισμα. όπως ακριβώς και στον καθένα από τους προφήτες. Το πνεύμα λοιπόν, το οποίο ήταν στον Ηλία, ήλθε στον Ιωάννη… Λέγοντας «με το πνεύμα»… εννοεί με το προφητικό χάρισμα» (Ω). Το πνεύμα είναι η πηγή, η δύναμη, το αποτέλεσμα. Ο Ιωάννης θα είναι νέος ανακαινιστής, όμοιος με τον Ηλία (g). Όχι η ίδια δύναμη των θαυμάτων του Ηλία, διότι «ο Ιωάννης μεν δεν έκανε κανένα θαύμα» (Ιω. ι 41)(δ). Ο άγγελος υπαινίσσεται μάλλον την ατρόμητη ενέργεια για υπεράσπιση του δικαίου, η οποία έβαλε τον μεν Ηλία αντιμέτωπο της Ιεζάβελ, ενώ τον Ιωάννη αντιμέτωπο της Ηρωδιάδας (L). Και ο Ιωάννης μίλησε με θάρρος σε βασιλιάδες και ευθαρσώς μάλωσε και έλεγξε αυτούς (δ). «Ερημίτης ήταν και ο Ιωάννης και απέριττος (απλός) και ελεγκτικός όπως ο Ηλίας» (Θφ). Θα είναι τέτοιος όπως και ο Ηλίας και θα έχει δράση τέτοια όπως και ο Ηλίας. Θα φορά τρίχινο ρούχο και δερμάτινη ζώνη, όπως εκείνος και θα ζει μακριά από τον κόσμο. Θα κηρύττει όπως εκείνος την ανάγκη της μετάνοιας και της ανόρθωσης σε γενιά εξόχως διεφθαρμένη. Θα είναι όπως εκείνος θαρραλέος και ζηλωτής στον έλεγχο της αμαρτίας και στην μαρτυρία εναντίον της και απέναντι στους ισχυρότερους της γης. Και θα μισηθεί και θα διωχτεί για αυτό από τον Ηρώδη και την Ηρωδιάδα, όπως και ο Ηλίας από τον Αχαάβ και την Ιεζάβελ. Και θα ενισχύεται στο έργο του και θα εμπνέεται, όπως και ο Ηλίας, από το θείο πνεύμα και την θεία δύναμη, η οποία θα στέψει το έργο του με θαυμαστή επιτυχία.
(4) Η κατά γράμμα ερμηνεία είναι η μόνη φυσική (δ) και αποδίδει λαμπρή έννοια και ίσως στο σύνολο είναι και η άριστη. Στην ηθική κατάπτωση του λαού ακόμη και η πατρική στοργή είχε χαλαρώσει. Δες Σοφ. Σειράχ μη 10. Πραγματική ανακαίνιση των ηθών ισχυροποιεί τους οικογενειακούς δεσμούς. Ό,τι εξασθενίζει αυτούς, δεν αποτελεί αληθινή ανόρθωση και μεταρρύθμιση (p). Η έννοια της φράσης=θα επαναφέρει την αληθινή πατρική στοργή, την ομόνοια και την ειρήνη μεταξύ πατέρων και παιδιών (δ).
(5) =Και όσοι είναι ανυπάκουοι, για να επιστρέψει αυτούς στο φρόνημα των δικαίων, για να μεταβάλλει αυτούς σε δίκαιους (δ). Δεν πρέπει λοιπόν το «απειθείς» να σχετιστεί με το «τέκνα», διότι δεν εννοείται η ανυπακοή των παιδιών προς τους γονείς, αλλά των Ιουδαίων προς το Θεό (p). Εκείνους, οι οποίοι είχαν το νόμο του Θεού και απιστούσαν σε αυτόν, θα επιστρέψει ή θα οδηγήσει σε τέτοια κατάσταση, ώστε θα ενωθούν αυτοί με τον αριθμό των δικαίων, αποκτώντας την υπακοή και την σύνεση των τελευταίων αυτών. Όπως λοιπόν οι δίκαιοι είναι έτοιμοι, έτσι και οι ανυπάκουοι θα γίνουν έτοιμοι για τον Κύριο (b). Η φρόνηση σημαίνει τον τρόπο σκέψης, της εκτίμησης των πραγμάτων (g).
(6) Η ετοιμασία για την οποία γίνεται λόγος εδώ, είναι η συνέπεια της επιστροφής και ο τελικός σκοπός του «προελεύσεται» (p). Αποτέλεσμα της επιστροφής είναι το να ετοιμαστεί για τον Κύριο λαός προετοιμασμένος, δηλαδή θρησκευτικά και ηθικά διαμορφωμένος (δ)· «έτοιμο να υποδεχτεί το κήρυγμα… προετοιμασμένο για υποδοχή του Χριστού» (Θφ). Ο λαός πρέπει να είναι έτοιμος, μη τυχόν ο Κύριος βρίσκοντάς τον ανέτοιμο για τον εαυτό του, τόν χτυπήσει με την μεγαλοσύνη του (b). Ο Πρόδρομος λοιπόν «προλέγοντας πολλά θαυμαστά για τον Κύριο, προετοίμασε την πίστη του λαού προς αυτόν» (Σχ.). Αλλά και με το κήρυγμά του περί μετανοίας προετοίμασε τις ψυχές για υποδοχή του Κυρίου. Όταν κάποιος συναισθανθεί τις αμαρτίες του και συντριβεί για αυτές, τότε είναι προδιατεθειμένος να υποδεχτεί το Χριστό ως πολυτιμότατο σωτήρα.

1.18 Καὶ εἶπε Ζαχαρίας πρὸς τὸν ἄγγελον(1)· κατὰ τί γνώσομαι τοῦτο(2); ἐγὼ γάρ εἰμι(3) πρεσβύτης καὶ ἡ γυνή μου προβεβηκυῖα(4) ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτῆς.
18 Ο Ζαχαρίας είπε στον άγγελο: «Πώς μπορώ να βεβαιωθώ γι’ αυτό; Εγώ είμαι πια γέρος και η γυναίκα μου περασμένης ηλικίας».
(1) «Επειδή είδε τα γηρατειά και την αδυναμία της φύσης και όχι τη δύναμη του Θεού, δεν δέχτηκε εύκολα της υπόσχεση της γέννησης» (Ζ).
(2) =με ποιο σημάδι θα γνωρίσω, με ποιο θαύμα θα γνωρίσω αυτό, ότι δηλαδή θα αποκτήσω γιο; (δ). Είναι ακριβώς το ίδιο με το ερώτημα που τέθηκε από τον Αβραάμ στον Κύριο (Γεν. ιε 8). Δες και τις περιπτώσεις του Γεδεών (Κριτ. στ 36-39) και του Εζεκία (Δ΄Βασ. κ 8), οι οποίοι ζήτησαν θαύματα. Ομοίως και του Μωϋσή (Εξόδ. δ 2-6) και του Άχαζ (Ησ. ζ 11) στους οποίους δόθηκαν σημάδια, χωρίς να ζητήσουν αυτά. Το πνεύμα, με το οποίο τέτοιες αιτήσεις έγιναν, μπορεί να ποικίλλει και να είναι πολύ διαφορετικό, παρόλο που η μορφή της αίτησης μπορεί να είναι η ίδια. Το γεγονός όμως ότι ο Ζαχαρίας είχε μπροστά του όλα αυτά τα παραδείγματα που προηγήθηκαν, τα οποία θα έπρεπε να διδάξουν αυτόν, έκανε την ολιγοπιστία του αδικαιολόγητη (p). Από την άλλη, η ιερότητα του τόπου, όπου του ανακοινωνόταν το μήνυμα αυτό το θείο και η ουράνια εμφάνιση, η οποία έφερνε αυτό, δεν έπρεπε να του αφήσουν την παραμικρή αμφιβολία για την προέλευσή του (g). Η ερώτηση του Ζαχαρία δεν υπήρξε μία ταπεινή αίτηση για βεβαίωση της πίστης του, αλλά αντίρρηση προσώπου που θεωρεί το μήνυμα απίστευτο. Σχεδόν είπε ο Ζαχαρίας: Είναι αυτό αδύνατο και πώς θα πιστέψω αυτό; Και όμως δεν είναι δυνατόν παρά να αντιλήφθηκε ότι αυτός που μιλά προς αυτόν ήταν άγγελος και μόνη η εμφάνιση αγγέλου, η τόσο ασυνήθιστη, που έγινε μάλιστα στο ναό, ο οποίος ήταν ο τόπος όπου ο Θεός αποκαλυπτόταν και φανέρωνε το θέλημά του, και σε ώρα θυμιάματος και προσευχής και λατρείας, ήταν σημάδι υπερεπαρκές να πείσει τον Ζαχαρία.
(3) Με αυτό ο Ζαχαρίας σχεδόν υπονοεί, ότι ο άγγελος πρέπει να αγνοούσε ή να είχε ξεχάσει, ότι αυτός και η γυναίκα του ήταν προχωρημένης ηλικίας (p).
(4) Θεωρούσε δύσκολη την απόκτηση παιδιού μετά από άκαρπη συμβίωση τόσων χρόνων (δ).

1.19 καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ἄγγελος εἶπεν αὐτῷ(1)· ᾽εγώ εἰμι(2) Γαβριὴλ(3) ὁ παρεστηκὼς ἐνώπιον τοῦ θεοῦ(4), καὶ ἀπεστάλην(5) λαλῆσαι πρὸς σὲ καὶ εὐαγγελίσασθαί(6) σοι ταῦτα·
19 Ο άγγελος του αποκρίθηκε: «Εγώ είμαι ο Γαβριήλ, που βρίσκομαι δίπλα στο Θεό. Με έστειλε να σου μιλήσω και να σου αναγγείλω αυτή την ευχάριστη είδηση.
(1) Τα λόγια στο σ. αυτόν υποβοηθούν τον Ζαχαρία να κατανοήσει την βαρύτητα του σφάλματός του. Παραγνώρισε και το αξίωμα αυτού που μετέφερε το μήνυμα και το έκτακτο και εξαιρετικό του μηνύματος (g).
(2) Στο λόγο του Ζαχαρία «Διότι εγώ είμαι», αντιτάσσεται το «εγώ είμαι» του αγγέλου=Είσαι γέρος και δεν βρίσκεις πιθανόν το να αποκτήσεις παιδί. Αλλά και εγώ είμαι άγγελος του οποίου ο λόγος πρέπει να πιστεύεται (p).
(3) =άνδρας Θεού (δ) ή, ο άνδρας ο ισχυρός του Θεού (g) ο άνθρωπος του Θεού (L,p). Ο Γαβριήλ παρουσιάζεται ως άγγελος των θελημάτων του Θεού (δ)· ο ισχυρός υπηρέτης ο εντεταλμένος να συντελεί στην πρόοδο του θείου έργου στη γη. Αυτός ανήγγειλε στον Δανιήλ την αποκατάσταση της Ιερουσαλήμ και αυτός ευαγγελίστηκε την Μαρία (g). Ο Μιχαήλ (=Ο οποίος είναι όμοιος με το Θεό) είναι αυτός που εκπροσωπεί την αγγελική αντίσταση εναντίον του Σατανά. Στη Γραφή ο Γαβριήλ είναι ο άγγελος του ελέους, ενώ ο Μιχαήλ ο άγγελος της κρίσης (p). Ο Μιχαήλ είναι ο εξολοθρευτής όποιου τολμά να εξισωθεί και άρα και να αντιταχθεί στο Θεό (g). Άλλων αγγέλων ονόματα συναντιούνται στα δευτεροκανονικά και απόκρυφα, το όνομα Ραφαήλ (=τον οποίο ο Θεός θεράπευσε) δες Τωβίτ ιβ 15, το Ουριήλ (=φλόγα Θεού) δες βιβλίο Ενώχ κεφ. 9, τον οποίο και αλλού (βιβλ. Ενώχ κεφ. 40) ονομάζει και Φανούλ (=όψη Θεού)(δ).
(4) Υπονοεί ότι και λειτουργεί υπηρετώντας το Θεό (p). Η ιδιαίτερη όμως σημασία της φράσης είναι ότι φανερώνει την τάξη και το διακεκριμένο αξίωμα του Γαβριήλ (δ). Οι άγγελοι είναι κατά κάποιο τρόπο η αυλή του μεγάλου βασιλιά. Δες Ιώβ α 6 (L). Ο τίτλος αυτός στην Αποκάλυψη (η 2) αποδίδεται στους αγγέλους που έχουν τις 7 σάλπιγγες (δ). Και στο Τωβίτ ιβ 15 γίνεται λόγος για τους 7 αγίους αγγέλους «οι οποίοι ανεβάζουν προς το Θεό τις προσευχές των αγίων και πορεύονται μπροστά στη δόξα του αγίου». Αν και τώρα μιλώ σε σένα εδώ, η θέση μου όμως είναι δίπλα στο θρόνο του Θεού. Γνωρίζω και συναισθάνομαι ότι το Μάτι του με παρακολουθεί και είναι πάνω μου. Δεν τολμώ για αυτό να πω κάτι περισσότερο σε σένα από εκείνο, το οποίο έχω εντολή να σου πω.
(5) Το απεστάλην φανερώνει πρόσκαιρη αποστολή που ο Θεός εμπιστεύθηκε στον Γαβριήλ (L). Επιπλέον αυτό υπενθυμίζει στο Ζαχαρία την έκτακτη εύνοια που εκδηλώθηκε προς αυτόν, την οποία αυτός τόσο ψυχρά υποδέχτηκε (p).
(6) Το δεύτερο αυτό ρήμα περιέχει τον σκοπό του πρώτου=να σου μιλήσω για να ευαγγελιστώ (δ). Ο άγγελος μιλά με καλοσύνη απαντώντας μάλλον στη σκέψη του Ζαχαρία παρά στο αίτημά του. Αυτοσυστήνεται δηλώνοντας το όνομά του, την λειτουργία του και το έργο για το οποίο στάλθηκε και τον χαρακτήρα της αποστολής του (L).

1.20 καὶ ἰδοὺ(1) ἔσῃ σιωπῶν(2) καὶ μὴ δυνάμενος λαλῆσαι(3) ἄχρι ἣς ἡμέρας(4) γένηται ταῦτα(5), ἀνθ᾽ ὧν(6) οὐκ ἐπίστευσας τοῖς λόγοις μου, οἵτινες πληρωθήσονται εἰς τὸν καιρὸν αὐτῶν(7).
20 Επειδή όμως δεν πίστεψες στα λόγια μου, τα οποία θα πραγματοποιηθούν στην ώρα τους, απ’ αυτή τη στιγμή θα χάσεις τη λαλιά σου. Δε θα μπορείς να μιλήσεις ως την ημέρα που όλα αυτά θα πραγματοποιηθούν».
(1) Με το ιδού αναγγέλλεται σαν κάποια έκπληξη η τιμωρία που έρχεται (g). Το ιδού είναι εβραϊσμός, μολονότι δεν είναι σπάνιο και στους κλασσικούς (p). Σημάδι παρέχεται σε αυτόν που ζητά τέτοιο, αν και όχι τέτοιο όπως θα προτιμούσε (b).
(2) Ο αναλυμένος τύπος του μέλλοντα φανερώνει το διαρκές της σιγής μέχρις ορισμένου χρόνου (p). «Δεν συγχωράει ο άγγελος τον Ζαχαρία που έδειξε απιστία, δίκαια· διότι είχε εκείνος για υπόδειγμα και άλλες στείρες που υπήρξαν πριν από αυτόν και γέννησαν, όπως διδάσκουν οι θείες Γραφές» (Α). «Έπρεπε αυτός να στραφεί στον Αβραάμ και τη Σάρρα, έπρεπε να θυμηθεί την Ρεβέκκα, έπρεπε να θυμηθεί τη μητέρα του Σαμψών, έπρεπε τον Ελκανά και την Άννα και τον Δαβίδ που ψάλλει· αυτός που εγκαθιστά στείρα στο σπίτι ως μητέρα που ευφραίνεται με παιδιά» (σχ). «Η γλώσσα σου, λέει, υπηρέτησε στην απιστία των λόγων και αυτή θα δεχτεί και την τιμωρία για την απιστία» (Χ). Πιο κάτω προστίθεται «και έμεινε κουφός». Έγινε λοιπόν κωφάλαλος. «Ήταν λογικό λοιπόν που έπαθε αυτά τα δύο, ούτε να ακούει δηλαδή, ούτε να μιλά. Επειδή, από τη μία, παράκουσε, καταδικάζεται σε κώφωση, επειδή, από την άλλη, αντιμίλησε, καταδικάζεται σε σιωπή» (Θφ).
(3) Αυτό προστίθεται για να δηλώσει ότι η σιωπή δεν θα ήταν πράξη και κατάσταση εκούσια (p).
(4) «Να καταλάβεις τη φιλανθρωπία του Δεσπότη. Απιστείς σε μένα, λέει· τώρα δέξου την τιμωρία, και όταν στην πράξη θα δώσω την απόδειξη, τότε θα σταματήσω την οργή· όταν μάθεις ότι δίκαια τιμωρήθηκες, τότε θα σε απαλλάξω από την τιμωρία» (Χ). Έτσι το αμαρτωλό αίτημα του Ζαχαρία εκπληρώθηκε με τρόπο, ο οποίος συγχρόνως είναι και κατηγορία και ευλογία. Διότι η απιστία θεραπεύτηκε με την τιμωρία (p). Έτσι ο Θεός επισκέπτεται με ραβδί τις ανομίες του λαού του και με μαστίγιο τις αδικίες του, δεν θα πάρει όμως το έλεός του από αυτόν και δεν θα αθετήσει τα λόγια που βγήκαν από τα χείλη του (ψαλμ. πη 33).
(5) «Ποια; Η γέννηση δηλαδή και η ονοματοδοσία» (Ζ).
(6) Το μόριο αυτό βρίσκεται και στα Λουκ. ιβ 3,ιθ 44,Πραξ. ιβ 23,Β΄Θεσ. β 10, όπως και στους Ο΄ και σημαίνει κυρίως για αντάλλαγμα, για ανταπόδοση, οπότε και=επειδή, διότι. Βρίσκεται η λέξη και στους εθνικούς συγγραφείς (δ).
(7) «Στον καιρό της γέννησης και της ονοματοδοσίας» (Ζ) ή της ανάδειξης του Προδρόμου. Η απιστία του ανθρώπου λοιπόν δεν καταργεί την αξιοπιστία του Θεού. Οι υποσχέσεις του Θεού θα εκπληρωθούν στον καιρό τους.

1.21 Καὶ ἦν ὁ λαὸς προσδοκῶν(1) τὸν Ζαχαρίαν, καὶ ἐθαύμαζον ἐν τῷ(2) χρονίζειν(3) αὐτόν ἐν τῷ ναῷ.
21 Ο λαός στο μεταξύ περίμενε το Ζαχαρία και απορούσε για την αργοπορία του μέσα στο ναό.
(1) Η ανάλυση αυτή του παρατατικού φανερώνει αυτό που γινόταν εξακολουθητικά (δ). Ένα χωρίο του Ταλμούδ (Hieros, Joma 43,2) λέει: «Ο μεγάλος θύτης (ο ιερέας που τελεί τη θυσία) κάνει σύντομη προσευχή στο άδυτο… Δεν παρατείνει την προσευχή του από φόβο, μήπως ανησυχήσει το λαό». Πράγματι ο λειτουργός ήταν δυνατόν να χτυπηθεί από το Θεό για κάποιο αμάρτημά του. Δες Λευϊτ. ιστ 13. Η ραββινική αυτή παρατήρηση ισχύει ειδικά για την είσοδο του μεγάλου αρχιερέα στα άγια των αγίων κατά την ημέρα του εξιλασμού. Μπορεί όμως να εφαρμοστεί και στην καθημερινή είσοδο των ιερέων στα άγια (g). Πάντως ο Ζαχαρίας εδώ παρέμεινε στο θυσιαστήριο περισσότερο από το συνηθισμένο (p).
(2) Ή, με την έννοια του «επί τῷ»=διότι καθυστερούσε (δ) ή αφού ο Λουκάς για να δηλώσει τον λόγο του θαυμασμού χρησιμοποιεί τη σύνταξη θαυμάζω επί τῷ (Λουκ. β 33,δ 22,θ 43,κ 26) θα ερμηνεύσουμε το ἐν τῷ χρονίζειν= την ώρα που καθυστερούσε (L).
(3) Χρησιμοποιείται και από τους εθνικούς συγγραφείς και σημαίνει βραδύνω, αργοπορώ (δ).

1.22 ἐξελθὼν δὲ οὐκ ηδύνατο λαλῆσαι αὐτοῖς(1), καὶ ἐπέγνωσαν(2) ὅτι ὀπτασίαν(3) ἑώρακεν ἐν τῷ ναῷ· καὶ αὐτὸς ἦν διανεύων(4) αὐτοῖς, καὶ διέμενε κωφός.
22 Όταν βγήκε δεν μπορούσε να τους μιλήσει, και κατάλαβαν ότι κάποιο όραμα είχε δει μέσα στο ναό. Εκείνος τους έκανε νοήματα και παρέμενε άλαλος.
(1) Σύμφωνα με τη Μίσχνα (Tamid VII,2) οι 5 ιερείς, οι οποίοι είχαν ετοιμάσει τη λυχνία και προσφέρει το θυμίαμα έβγαιναν μαζί από τα άγια και έδιναν την ευλογία στο λαό. Πολλοί από τους νεότερους ερμηνευτές νόμισαν ότι ο λαός διαπίστωσε το πάθημα του Ζαχαρία, από το ότι δεν μπορούσε να απαγγείλει τα λόγια της ευλογίας. Αλλά ο Λουκάς παρουσιάζει εδώ τον Ζαχαρία μόνο. Τον είχαν περιμένει και στις ερωτήσεις που του έκαναν για εξήγηση της αργοπορίας του, δεν μπορούσε να απαντήσει. Άλλωστε και η όλη στάση του πρόδιδε την συγκίνησή του (L).
(2) Το σύνθετο επέγνωσαν φανερώνει σαφή αναγνώριση και πλήρη γνώση. Δες Λουκ. ε 22,κδ 16,31 (p)
(3) Η λέξη έχει την ίδια έννοια με τις λέξεις όραμα και όραση. Χρησιμοποιείται από τους αλεξανδρινούς συγγραφείς για υπερφυσικά οράματα, τα οποία κάποιος ή ξύπνιος ή στον ύπνο βλέπει με τα εσωτερικά μάτια, τα οποία ο Θεός ανοίγει (δ).
(4) «Έκανε νεύματα στο λαό που ίσως ρωτούσε την αιτία της σιωπής. Επειδή δεν μπορούσε δηλαδή να μιλήσει, φανέρωνε αυτήν με νεύμα» (Θφ). ἦν διανεύων= εξακολουθούσε για κάποια ώρα ζητώντας να κάνει γνωστό με νεύματα αυτό που του συνέβη (δ).

1.23 καὶ ἐγένετο ὡς ἐπλήσθησαν αἱ ἡμέραι(1) τῆς λειτουργίας(2) αὐτοῦ ἀπῆλθεν εἰς τὸν οἶκον(3) αὐτοῦ.
23 Όταν τελείωσαν οι μέρες της υπηρεσίας του στο ναό, πήγε στο σπίτι του.
(1) Όταν τελείωσε η εβδομάδα, κατά την οποία η εφημερία Αβιά υποχρεωνόταν να λειτουργεί στο ναό (p). «Αν και άκουσε από πριν ο Ζαχαρίας, ότι θα του συμβεί ευχάριστο πράγμα, δεν έσπευσε πριν τον κατάλληλο καιρό να δρομολογήσει την προφητεία, αλλά περίμενε να ολοκληρώσει την πνευματική λειτουργία και τότε να υπηρετήσει την προφητεία με τη σαρκική επαφή, διδάσκοντας, ότι πρέπει όλα να τα βάζουμε δεύτερα σε σχέση με την τιμή στο Θεό» (Ω). «Διότι πρέπει ο ιερέας να απέχει εντελώς από τη γυναίκα του στις μέρες της λειτουργίας του» (Ζ).
(2) Η λέξη σήμαινε κατ’ αρχήν δημόσια υπηρεσία που αναλαμβανόταν από ιδιώτη για κοινό συμφέρον. Από μόνη της η λέξη δεν εξέφραζε τίποτα το ιερό. Νωρίς όμως και στους μη Ιουδαίους συγγραφείς χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τις λειτουργίες των θεών. Έτσι συναντιέται στον Αριστοτέλη, τον Διόδωρο και σε παπύρους (L).
(3) Το σπίτι του δεν ήταν στα Ιεροσόλυμα, στο τμήμα της πόλης που ονομαζόταν Όφελ, όπου πολλοί ιερείς διέμεναν, αλλά σε άγνωστο χωριό της ορεινής περιφέρειας που βρισκόταν στα νότια της Ιερουσαλήμ. Δες σ. 39. Είναι πιθανόν, ότι πολλοί από τους ιερείς δεν έμεναν στην πόλη, αλλά σε γειτονικά χωριά και κωμοπόλεις (p). «Απείχε λοιπόν κάποιο διάστημα η ορεινή περιοχή από την Ιερουσαλήμ. Αλλά ακόμη και αν είχε στα ίδια τα Ιεροσόλυμα το σπίτι του ο ιερέας, δεν επιτρεπόταν σε αυτόν να βγει έξω από την αυλή του ναού κατά τον καιρό της εφημερίας του» (Θφ).

1.24 Μετὰ δὲ ταύτας τὰς ἡμέρας(1) συνέλαβεν(2) ᾽Ελισάβετ ἡ γυνὴ αὐτοῦ· καὶ περιέκρυβεν(3) ἑαυτὴν μῆνας πέντε(4), λέγουσα(5)
24 Μερικές μέρες αργότερα, η γυναίκα του η Ελισάβετ έμεινε έγκυος. Έκρυβε όμως την εγκυμοσύνη της για πέντε μήνες
(1) Δηλαδή τις ημέρες της λειτουργίας του Ζαχαρία, που αναφέρθηκαν στο σ. 23 (b).
(2) Η λέξη συναντιέται 11 φορές στο Λουκά και 5 αλλού. Μόνος αυτός χρησιμοποιεί τη λέξη και για δήλωση της εγκυμοσύνης και μόνο στα δύο πρώτα κεφάλαια του ευαγγελίου του (και στο σ. 31 και 36 και β 21). Η έννοια αυτή είναι κοινή και στους ιατρούς συγγραφείς και στον Αριστοτέλη. Ο Hobart σημειώνει ότι ο αριθμός των λέξεων που χρησιμοποιούνται από τον Λουκά για δήλωση της εγκυμοσύνης είναι σχεδόν ο ίδιος με αυτόν που χρησιμοποιεί ο Ιπποκράτης. Δηλαδή εν γαστρί έχω (κα 23), έγκυος (β 5), στείρα (α 7), άτεκνος (κ 28). Με εξαίρεση τη φράση «εν γαστρί έχω» όλες οι υπόλοιπες είναι αποκλειστικά στην Κ.Δ. μόνο σε αυτόν (p). Οι αρχαίοι αντί για το συλλαμβάνω, στην περίπτωση της γυναίκας, έχουν το ρήμα κύω ή κυέω (δ).
(3) Η πρόθεση «περί» σημαίνει το από παντού· έκρυβε τον εαυτό της από όλους, όχι όμως μένοντας στο σπίτι και αποφεύγοντας την δημοσιότητα, αλλά έκρυβε τον εαυτό της ως έγγυο (δ). Υπάρχει στη συμπεριφορά αυτή της Ελισάβετ ένα μείγμα αξιοθαύμαστο σεβασμού προς τον εαυτό της και σεβασμού για το έργο του Θεού (g). Έκρυβε τον εαυτό της «επειδή ντρεπόταν για την κυοφορία στα γεράματα και σε χρόνο έξω από το συνηθισμένο» (Ζ), αλλά και χωρίς να λέει λόγια καύχησης για την τιμή που έγινε σε αυτήν από το Θεό.
(4) Μετά τους 5 μήνες η εγκυμοσύνη πλέον γινόταν σε όλους φανερή. Η Ελισάβετ λοιπόν «δεν έλεγε τίποτα, έως ότου σχεδόν όλοι, για να μιλήσουμε έτσι, την εξέταζαν ότι ήταν έγκυος, από αυτά που έβλεπαν, έστω και αν εκείνη έκρυβε το πράγμα» (Ω).
(5) Έλεγε σε αυτούς που συμμετείχαν στη χαρά της (b).

1.25 ὅτι οὕτω μοι πεποίηκεν(1) ο Κύριος ἐν ἡμέραις αἷς ἐπεῖδεν(2) ἀφελεῖν το ὄνειδός(3) μου ἐν ἀνθρώποις(4).
25 και έλεγε: «Ο Θεός είδε τη στενοχώρια μου και φρόντισε να με απαλλάξει από την ντροπή που ένιωθα μπροστά στους ανθρώπους για την ατεκνία μου».
(1) Το «κάνω» εδώ λέγεται με τη σημασία του ευεργετώ, ευλογώ (δ).
(2) Το αντικείμενο του ἐπεῖδεν δεν είναι ούτε το «εμένα» που εξυπακούεται, ούτε το ὄνειδός μου, αλλά το ἀφελεῖν=Επέβλεψε για να απομακρύνει· έλαβε φροντίδα, προνόησε να απομακρύνει (p). Η Ελισάβετ ιδιοποιείται τον θριαμβευτικό λόγο της Ραχήλ στο Γεν. λ 23 («Αφείλεν (αφαίρεσε) ο Θεός μου το όνειδος»)(g).
(3) «Διότι στους Εβραίους ήταν ντροπή η ακαρπία του σώματος» (Ζ), «όπως ακριβώς ήταν έπαινος και ευλογία η πολυτεκνία» (Σχ.). Η στειρότητα θεωρούνταν στην Π.Δ. ντροπή, σαν σημάδι θείας δυσμένειας (Ησ. δ 1, μζ 9,Ωσηέ θ 11,Ψαλμ. ριβ 9)(δ).
(4) «Την ντροπή μου στους ανθρώπους» (Ζ). Την ντροπή μου μεταξύ των ανθρώπων (δ). Μόλις και μετά βίας συναριθμούσε τον εαυτό της ανάμεσα στο ανθρώπινο γένος λόγω της στείρωσής της (b). Η Ελισάβετ κινείται με ευγνωμοσύνη σε ευχαριστία του Θεού για την απομάκρυνση της στείρωσής της και θεωρούνταν από αυτήν η εγκυμοσύνη της ως ουσιώδες χαρακτηριστικό θείας ευλογίας που δόθηκε σε αυτήν. Ο πνευματικός χαρακτήρας της Κ.Δ. εισήγαγε νέες αντιλήψεις και αποδίδει δευτερεύουσα σημασία σε τέτοιες πρόσκαιρες ευλογίες (ο).

Στίχ. 26-38. Ο ευαγγελισμός της Παρθένου Μαρίας .
1.26 ᾽Εν δὲ τῷ μηνὶ τῷ ἕκτῳ(1) ἀπεστάλη ὁ ἄγγελος Γαβριὴλ υπὸ(2) τοῦ θεοῦ εἰς πόλιν(3) τῆς Γαλιλαίας(4) ᾗ ὄνομα Ναζαρὲτ(5)
26 Τον έκτο μήνα της εγκυμοσύνης της Ελισάβετ, ο Θεός έστειλε τον άγγελο Γαβριήλ στην πόλη της Γαλιλαίας Ναζαρέτ
Η γέννηση του Βαπτιστή υπήρξε όπως αυτή του Ισαάκ αποτέλεσμα επέμβασης ανώτερης. Παρέμεινε όμως εντός των ορίων της φυσικής τάξης. Η γέννηση του Ιησού έχει χαρακτήρα ενέργειας άμεσα δημιουργικής. Ο Ιησούς είναι ο δεύτερος Αδάμ. Παρ’ όλα αυτά η δημιουργική ενέργεια, στην οποία οφείλεται η γέννηση του Ιησού, δεν διασπά τη συνέχεια ανάμεσα στην παλιά και τη νέα ανθρωπότητα. Από τον κόλπο μήτρας ανθρώπινης ανελκύει ο Θεός το σπέρμα, από το οποίο θα προέλθει με την δημιουργική ενέργεια του Πνεύματος η ανθρώπινη φύση του δεύτερου Αδάμ. Χάρις όμως στην οργανική αυτή σύνδεση μπόρεσε ο Ιησούς να εξυψώσει την φυσική ανθρωπότητα, της οποίας έγινε μέλος, στο ύψος της θείας κατάστασης, η οποία αποτελεί τον αληθινό και ύψιστο προορισμό του ανθρώπου.
(1) «Μήνα έκτο εννοεί τον μήνα από τη σύλληψη του Ιωάννη» (Θφ).
(2) Υπάρχει και η γραφή: από του Θεού. Η πρόθεση «υπό» που εκφράζει την άμεση ποιητική αιτία, είναι προτιμότερη από την πρόθεση «από», η οποία δηλώνει απλώς το μέρος από όπου ήλθε, τον ουρανό (δ).
(3) Η περιγραφή την οποία κάνει ο Λουκάς καθορίζοντας όχι μόνο το όνομα της πόλης, αλλά και αυτό της περιφέρειας, στην οποία ανήκε η πόλη, υπονοεί ίσως ότι ο Λουκάς γράφοντας έχει υπ’ όψη του εκείνους, οι οποίοι δεν ήταν σχετικοί με τη γεωγραφία της Παλαιστίνης (p).
(4) Το όνομα σημαίνει κύκλος, έκταση γης (δ). Έτσι ονομαζόταν ο κύκλος ή η περιφέρεια της αγίας Γης, η γειτονική με τη Φοινίκη. Το πλήρες όνομα του τμήματος αυτού ήταν Κύκλος των εθνών, λόγω των πολυάριθμων εθνικών που προέρχονταν από τη Φοινίκη ή την παλαιά Χαναάν, οι οποίοι κατοικούσαν στο τμήμα αυτό (g).
(5) Ο τύπος του ονόματος ποικίλλει μεταξύ των Ναζαρέθ, Ναζαρέτ, Ναζαρά και Ναζαράτ. Ο τύπος Ναζαράθ συναντιέται συχνά στον κώδικα Δ. Η ονομασία Ναζαρά χρησιμοποιείται σύμφωνα με τους παλαιότερους κώδικες μία φορά από τον Ματθαίο (δ 13) και ίσως μία φορά από το Λουκά (δ 16). Η ονομασία Ναζαρέθ βρίσκεται μία φορά στον Ματθαίο (κα 11) και μία φορά στις Πράξεις (ι 38). Παντού έχουμε Ναζαρέτ. Η νεότερη πόλη ονομάζεται Εν-ναζιρά με 5000 κατοίκους, από τους οποίους οι περισσότεροι είναι Χριστιανοί και λίγοι Μωαμεθανοί (p). Όταν ο βασιλικός οίκος του Δαβίδ είχε τελείως ξεπέσει και λησμονηθεί και φαινόταν ο άρχοντας του κόσμου αυτού να κυριαρχεί και στο ίδιο το θυσιαστήριο του Θεού, τότε είχε φτάσει το πλήρωμα του χρόνου. Τότε ήταν καιρός να γεννηθεί το σκεύος της εκλογής, το οποίο θα δεχόταν τη θεία χάρη, η οποία θα αναδείκνυε αυτό κεχαριτωμένη και ευλογημένη ανάμεσα στις γυναίκες και να ανατραφεί όχι σε βασιλικά ανάκτορα αλλά σε αφανή φτώχεια. Σε φτώχεια όχι μόνο σωματική, αλλά «και στο πνεύμα», για να γίνει και δική της η βασιλεία των ουρανών· να πενθεί για την ερήμωση του βασιλικού οίκου της και του λαού της, για να παρηγορηθεί από τον Κύριο· να είναι καθαρή και αγνή στην καρδιά, για να είναι και άξια ώστε να δει το Θεό.

1.27 πρὸς παρθένον(1) μεμνηστευμένην(2) ἀνδρὶ ᾧ ὄνομα ᾽Ιωσὴφ ἐξ οἴκου Δαυίδ(3), καὶ τὸ ὄνομα τῆς παρθένου Μαριάμ(4).
27 σε μια παρθένο, που ήταν αρραβωνιασμένη με κάποιον που λεγόταν Ιωσήφ και προερχόταν από τη γενιά του Δαβίδ. Η παρθένος λεγόταν Μαριάμ.
(1) Του Χριστού η μητέρα υπήρξε παρθένος, διότι δεν έπρεπε να γεννηθεί με τον συνηθισμένο φυσικό τρόπο, αλλά υπερφυσικά. Ήταν αναγκαίο αυτό, για να μην κληρονομήσει και αυτός την μολυσμένη ανθρώπινη φύση, όπως διέφθειρε αυτήν η παράβαση του πρώτου Αδάμ, αλλά ώστε ως νέος Αδάμ να πάρει την υγιή ανθρώπινη φύση, όπως βγήκε αυτή από τα χέρια του Πλάστη και όπως είχε αυτήν και ο πρώτος Αδάμ πριν αμαρτήσει.
(2) Υπάρχει και η γραφή εμνηστευμένην. Στους Ο΄ έχουμε τη γραφή μεμνηστευμένην (Δευτ. κβ 23). Το ενδιάμεσο χρονικό διάστημα μεταξύ αρραβώνα και γάμου ήταν συνήθως ένα έτος, κατά το οποίο η αρραβωνιασμένη ζούσε με τις φίλες της. Η περιουσία της όμως περιερχόταν στο μέλλοντα σύζυγό της και η εκ μέρους της απιστία τιμωρούνταν ως μοιχεία με λιθοβολισμό (Δευτ. κβ 23,24)(p). «Για ποιο λόγο τέλος πάντων, ενώ έκρινε ο Θεός να γεννηθεί ο σωτήρας από παρθένα, δεν διάλεξε παρθένα μη αρραβωνιασμένη; Μήπως λοιπόν ήταν θείο σχέδιο να συλλάβει αυτή έχοντας μνηστήρα, ώστε να μην φαίνεται ότι φέρνει ντροπή στο σώμα της αυτό που συλλήφθηκε;» (Ω). Οικονόμησε ο Θεός να αρραβωνιαστεί η παρθένος από τη μία για αποφυγή κάθε υπόνοιας αυτών που δεν γνώριζαν την υπερφυσική γέννηση, από την άλλη, για να έχει η Παρθένος τον δίκαιο Ιωσήφ βοηθό και στήριγμα (δ). Μικρότερης σημασία η επόμενη εκδοχή: «Σωστά σε μία από τις επιστολές κάποιου μάρτυρα έχει γραφτεί- τον Ιγνάτιο εννοώ… που έδωσε μάχη με τα θηρία στο διωγμό στη Ρώμη- ότι «διέφυγε από την προσοχή του άρχοντα αυτού του αιώνα η παρθενία της Μαρίας»» (Ω), έτσι ώστε «να μην στήσει γύρω της παγίδες με την κακή του τέχνη» (Ζ). «Δεν στάλθηκε όμως προς τον Ιωσήφ ο άγγελος, επειδή δεν είχε καμία σχέση ο Ιωσήφ με την γέννηση του Κυρίου». «Ονομάστηκε όμως άνδρας» της Παρθένου «για να υποπτευθεί από κάποιους, ότι από αυτόν έμεινε έγκυος η Μαρία και να μην λιθοβοληθεί επειδή έχασε τάχα από άλλον την παρθενία της» (Ω).
(3) «Το «από τον οίκο του Δαβίδ» θα το εννοήσουμε και για την Παρθένο και για τον Ιωσήφ. Διότι και αυτή και εκείνος κατάγονταν από το γένος του Δαβίδ» (Ζ). Κάποιοι νεότεροι ερμηνευτές αναφέρουν αυτό στον Ιωσήφ και ως ισχυρή ένδειξη για αυτό επικαλούνται την αμέσως ακόλουθη φράση «και το όνομα της παρθένου Μαριάμ», ενώ αν λεγόταν το «από τον οίκο Δαβίδ» για την Μαριάμ, θα ακολουθούσε το «και το όνομα αυτής…» ή «της οποίας το όνομα ήταν Μαριάμ» (δ). Παρ’ όλα αυτά οι Weiss και Schanz παρατήρησαν δικαιολογημένα, ότι η έκφραση αυτή μπορεί να εξηγηθεί από την επιθυμία του Λουκά να τονίσει την έννοια της παρθενίας. Εξάλλου το πρόσωπο του Ιωσήφ ενδιέφερε τον Λουκά εδώ λιγότερο από το πρόσωπο της Μαρίας, αφού στην αφήγηση αυτή η πατρότητα του Ιωσήφ αποκλείεται απολύτως. Έπειτα εάν εδώ καθόριζε ο Λουκάς ότι ο Ιωσήφ ήταν από τον οίκο Δαβίδ, ποιος ο λόγος παρακάτω να τονίζει και πάλι για τον Ιωσήφ «επειδή ήταν αυτός από τη γενιά και την οικογένεια του Δαβίδ» (β 4); Οι λόγοι λοιπόν αυτοί πείθουν μάλλον ότι το «από τον οίκο Δαβίδ» αναφέρεται σε μόνη την Παρθένο (g). Σύμφωνα με αυτά και ο Ω. «το συντακτικό υπερβατό σχήμα λοιπόν έχει ως εξής. Στάλθηκε ο άγγελος προς παρθένα από τον οίκο Δαβίδ, και το όνομα της παρθένου ήταν Μαριάμ, η οποία ήταν μνηστευμένη με άνδρα, του οποίου το όνομα ήταν Ιωσήφ». Από την άλλη από τους στίχους 32 και 69 μπορούμε να συμπεράνουμε ότι ο Λουκάς θεωρούσε την Μαρία ότι καταγόταν από τον Δαβίδ. Ανεξάρτητα λοιπόν από τον παρόντα στίχο, μπορούμε να συμπεράνουμε, ότι, όπως ακριβώς ο Ιωάννης καταγόταν από ιερατικό γένος και από πατέρα και από μητέρα, έτσι και ο Ιησούς είχε καταγωγή βασιλική και από την μητέρα του Μαρία και από τον μνηστήρα της Ιωσήφ. Ο τίτλος άλλωστε «υιός Δαβίδ» αποδόθηκε δημόσια στον Ιησού και ουδέποτε αρνήθηκε αυτόν (Ματθ. α 1,θ 27,ιβ 23,ιε 22,κ 30,31, Μάρκ. ι 47,48,Λουκ. ιη 38,39)(p).
(4) Στο όνομα Μαριάμ δίνουν διάφορες ετυμολογίες, ότι σημαίνει είτε την ισχυρή είτε την ένδοξη και αυτήν που υμνείται. Αυτές είναι οι δύο πιο πιθανές από τις ετυμολογίες που προτάθηκαν (δ).

1.28 καὶ εἰσελθὼν ο άγγελος πρὸς αὐτὴν εἶπεν(1), Χαῖρε(2), κεχαριτωμένη(3), ὁ Κύριος μετὰ σοῦ(4) ευλογημένη(5) συ εν γυναιξίν(6)
28 Παρουσιάστηκε, λοιπόν, σ’ αυτήν ο άγγελος και της είπε: «Χαίρε εσύ, η προικισμένη με τη χάρη του Θεού! Ο Κύριος είναι μαζί σου. Ευλογημένη απ’ το Θεό είσαι εσύ, περισσότερο απ’ όλες τις γυναίκες».
(1) «Είπε σε αυτήν έναν χαιρετισμό ασυνήθιστο, τον οποίο δεν βρήκα σε καμία γραφή. Το «χαίρε κεχαριτωμένη» δεν βρίσκεται πουθενά· αλλά ούτε σε άνδρα έχει ειπωθεί αυτό κάπου, αλλά για αυτήν φυλαγόταν αυτός ο χαιρετισμός» (Ω).
(2) «Επειδή δηλαδή είπε ο Θεός στην Εύα, με λύπες θα γεννάς παιδιά, καταργείται η λύπη της Εύας με αυτήν την χαρά» (Ω). «Με το «χαίρε» καταργεί τον δεσμό της λύπης. Να χαίρεσαι· ήλθε αυτός που καταργεί τη λύπη» (Σγ).
(3) «Την ονόμασε κεχαριτωμένη διότι αξιώθηκε υπερφυσικής χάριτος» (Ζ). «Να χαίρεσαι κεχαριτωμένη· επειδή μέχρι τώρα ήσουν καταραμένη» (Σγ). Κεχαριτωμένη όχι ως μητέρα της χάρης, αλλά ως κόρη της χάρης (b). Το ρήμα χαριτόω δεν συναντιέται στους κλασσικούς, αλλά μόνο στους Αλεξανδρινούς και μία ακόμη φορά στην Κ.Δ. (Εφεσ. α 6) και σημαίνει γεμίζω κάποιον με χάρη. Εδώ σημαίνει αυτήν που πήρε από το Θεό πολλές και μεγάλες χάρες και κατεξοχήν την μέγιστη χάρη να καταξιωθεί να γίνει μητέρα Θεού (δ).
(4) Λιγότερη πιθανή ερμηνεία: Μακάρι ο Κύριος να είναι μαζί σου (b). Πιο σωστά. «Αντί να πει: ο Θεός είναι μέσα σε σένα» (Ζ). «Πρέπει να ξέρουμε ότι με το που έγινε ο ευαγγελισμός, αμέσως συνέλαβε η παρθένος με τρόπο παράδοξο» (Ω)· ή μάλλον ο άγγελος γνωρίζει την εύνοια και ευαρέστηση του Θεού προς την Μαρία από το μήνυμα, το οποίο μεταφέρει σε αυτήν (g). Επειδή λοιπόν ο Κύριος είναι μαζί της, για αυτό η παρθένος είναι κεχαριτωμένη. Το «ο Κύριος μετὰ σοῦ» εξηγεί το κεχαριτωμένη (p). Αξιοσημείωτη ερμηνεία και η: «Επειδή μαζί με την Εύα ήταν το φίδι με λύπη, να χαίρεσαι επειδή μαζί με σένα είναι ο Θεός» (Σγ).
(5) Η όλη φράση ευλογημένη συ εν γυναιξί, μολονότι μαρτυρείται από τους περισσότερους μεγαλογράμματους κώδικες, και επίσης και από τους Τερτυλλιανό, Ευσέβιο κλπ., επειδή αποσιωπάται από τους κώδικες σιναϊτικό και βατικανό, θεωρήθηκε ως κείμενο που παρεμβλήθηκε από το στίχο 42. «Επειδή ήταν καταραμένη η Εύα, αυτή ακούει το «ευλογημένη»» (Θφ)=πήρες από το Θεό ευλογία και χάρη.
(6) Εβραϊκός τρόπος έκφρασης για να εκφραστεί ο υπερθετικός= η κατεξοχήν ευλογημένη, η υπερευλογημένη (δ).

1.29 ἡ δὲ ιδούσα(1) διεταράχθη(2) ἐπὶ τῷ λόγῳ(3) αυτού καὶ διελογίζετο(4) ποταπὸς(5) εἴη(6) ὁ ἀσπασμὸς(7) οὗτος.
29 Εκείνη μόλις τον είδε ταράχτηκε με τα λόγια του και προσπαθούσε να εξηγήσει τι σήμαινε ο χαιρετισμός αυτός.
(1) «Ταράχτηκε επειδή είδε την ασυνήθιστη όψη του αγγέλου» (Ω). Η ταραχή της προκλήθηκε από αυτήν την ίδια την εμφάνιση (b). Ο σιναϊτικός, ο βατικανός και κάποιοι άλλοι κώδικες (χειρόγραφα) αποσιωπούν το ιδούσα.
(2) Λέγεται μοναδική φορά η λέξη. Το σύνθετο διαταράσσομαι φανερώνει ταραχή βαθύτερη από αυτήν του Ζαχαρία (L).
(3) «Φοβήθηκε μήπως είναι με δόλο» (Ζ) ο λόγος. «Ήταν θαυμαστή η παρθένος και δείχνει την αρετή της ο Λουκάς λέγοντας ότι, όταν άκουσε τον χαιρετισμό, δεν ένιωσε αμέσως ευχαρίστηση, ούτε δέχτηκε αυτό που ειπώθηκε, αλλά ταράχτηκε και ζητούσε να μάθει τι σήμαινε ο χαιρετισμός» (Χ). Εάν ήταν κάποια υπερήφανη και ματαιόδοξη γυναίκα, θα κολακευόταν από τον χαιρετισμό και σκιρτώντας θα είχε έτοιμη την απάντηση που θα πρόδιδε τα φουσκωμένα με αλαζονεία συναισθήματά της. Αντί για αυτά όμως ταράζεται διότι έχει τη συνείδηση, ότι δεν είχε κάποια εξαιρετική αξία, για την οποία τόσο έκτακτες υποσχέσεις να δίνονται σε αυτήν. Οι ταπεινοί ταράσσονται, όταν ακούνε τους άλλους να τους επαινούν. Όσοι λοιπόν επιζητούν τους επαίνους ή και σκιρτούν, όταν ακούνε αυτούς, δεν έχουν στηριχτεί αρκετά στην ταπείνωση και κινδυνεύουν να βλαφτούν σοβαρά από αυτούς.
(4) Σκεφτόταν, συλλογιζόταν (δ). Η σκέψη αυτή αποδεικνύει, ότι η Παρθένος δεν υπέστη σύγχυση των διανοητικών της δυνάμεων. Ταράχτηκε αλλά δεν τρόμαξε (L).
(5) Μεταγενέστερος τύπος του ποδαπός=από ποιο μέρος, (και έπειτα) και ποιος=ποια έννοια μπορεί να έχει ο χαιρετισμός αυτός; (δ). «Τι από τα δύο είναι, θεϊκός ή δαιμονικός;» (Ζ). «Μήπως άραγε είναι κάποιος απρεπής σαν από άνδρα προς μία κοπέλα, ή είναι θείος· επειδή υπάρχει μαζί με τον χαιρετισμό και η αναφορά του Θεού, δηλαδή το «ο Κύριος είναι μαζί σου»» (Θφ).
(6) Η ευκτική πτώση σε ερώτηση απορρηματική είναι συνηθισμένη και στους κλασσικούς (δ).
(7) «Ασπασμό λέει τον τρόπο που την ονόμασε» (Ζ)· τον χαιρετισμό, με τον οποίο μπαίνοντας της απευθύνθηκε (δ).

1.30 καὶ εἶπεν ὁ ἄγγελος αὐτῇ· Μὴ φοβοῦ(1), Μαριάμ, εὗρες γὰρ(2) χάριν(3) παρὰ τῷ θεῷ·
30 Ο άγγελος της είπε: «Μη φοβάσαι, Μαριάμ, ο Θεός σού έδωσε τη χάρη του·
(1) «Επειδή ταράχτηκε, την γυρίζει από την ταραχή και την επαναφέρει λέγοντας· Μη φοβάσαι Μαριάμ» (Ω). «Πρώτα ηρεμεί την καρδιά της από την ταραχή, έτσι ώστε αφού έλθει σε αταραξία, να δεχτεί το θείο μήνυμα. Διότι ήταν ενδεχόμενο λόγω της ταραχής της, να μην ακούσει με ακρίβεια αυτά που θα συμβούν» (Θφ). Εάν συνεχιζόταν η ταραχή της Παρθένου θα μετατρεπόταν σε φόβο (g).
(2) Αιτιολογεί το Μη φοβάσαι. «Διότι βρήκες χάρη μπροστά στο Θεό. Για αυτό μη φοβάσαι» (Ω).
(3) «Ευνοϊκή διάθεση, οικειότητα» (Ζ). «Το «κεχαριτωμένη» που είπε παραπάνω, σαν ακριβώς να το ερμηνεύει, λέει· διότι βρήκες χάρη μπροστά στο Θεό· διότι αυτό σημαίνει το να είσαι κεχαριτωμένη, το να βρεις δηλαδή χάρη μπροστά στο Θεό, δηλαδή το να αρέσεις στο Θεό» (Θφ). Έτυχες εξαιρετικής εύνοιας από το Θεό (δ). Η φράση είναι εβραϊκή. «Ο Νώε βρήκε χάρη απέναντι στον Κύριο το Θεό» (Γεν. στ 8. Δες και Γεν. ιη 3,λθ 4)(p). Ο Θεός σε ευνοεί και βρήκες χάρη μπροστά του. Μη φοβάσαι, έστω και αν ο κόσμος ολόκληρος εξεγείρεται εναντίον σου. Αν ο Θεός είναι μαζί μας, ποιος είναι εναντίον μας;

1.31 καὶ ἰδοὺ(1) συλλήψῃ ἐν γαστρὶ καὶ τέξῃ υἱόν(2), καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ ᾽Ιησοῦν(3).
31 θα μείνεις έγκυος, θα γεννήσεις γιο και θα τον ονομάσεις Ιησού.
(1) Το άμεσο αποτέλεσμα της χάρης του Θεού θα είναι αυτό, ότι θα συλλάβεις κλπ. (δ). «Το ότι μεν βρήκες χάρη ήταν συνηθισμένο. Διότι και άλλες πριν από αυτήν βρήκαν χάρη. Το να πει όμως «θα συλλάβεις» δεν ήταν πλέον συνηθισμένο, αλλά ξεχωριστό ως υπόσχεση, ασυνήθιστο πράγμα για παρθένα» (Ω). «Να, θα συλλάβεις· αυτό είναι το εξαίσιο, το οποίο καμία άλλη δεν καταξιώθηκε» (Θφ). Στις λέξεις που ακολουθούν μετά το «ιδού» περιέχεται μία περίληψη του ευαγγελίου, η οποία επαναλαμβάνεται και στους σ. 50,51,68,69 και κεφ. β 10,11 (b).
(2) Τα λόγια αυτά βρίσκονται στο Γεν. ιστ 11 για τον Ισμαήλ και Ησ. ζ 14 για τον Εμμανουήλ. Δες και Γεν. ιζ 19 για τον Ισαάκ και Ματθ. α 21 για τον Ιησού (p). Είναι πιθανό, ότι ο Λουκάς, που τόνισε την παρθενία της Μαρίας (σ. 27), να είχε υπ’ όψη τώρα το χωρίο του Ησαΐου (L). «Είπε όμως «στην κοιλιά», για να δείξει ότι ο Κύριος πήρε την ουσία της ανθρώπινης φύσης από την ίδια την μήτρα της Παρθένου» (Θφ), «και πήρε τη σάρκα από τη δική μας ουσία» (Σχ.).
(3) Το όνομα Ιησούς εμφανίζεται με τους διάφορους τύπους Oshea, Χοσιέα, Γεχοσιούα, Γοσιούα, Γεσιούα και Ιησούς. Η έννοιά του είναι «Ο Ιεχωβά είναι βοήθεια» ή «Θεός, ο Σωτήρας» (p). «Δίκαια ονομάστηκε Ιησούς, αυτός που ήλθε για τη σωτηρία του γένους μας· διότι το όνομα αυτό αν μεταφραστεί στην ελληνική γλώσσα, σημαίνει Θεού σωτηρία. Το Ιησούς λοιπόν, ερμηνεύεται, Σωτήρας» (Θφ).

1.32 οὗτος ἔσται μέγας(1) καὶ υἱὸς ὑψίστου(2) κληθήσεται(3), καὶ δώσει(4) αὐτῷ Κύριος ὁ θεὸς τὸν θρόνον Δαυὶδ(5) τοῦ πατρὸς αὐτοῦ(6),
32 Αυτός θα γίνει μέγας και θα ονομαστεί Υιός του Υψίστου. Σ’ αυτόν θα δώσει ο Κύριος ο Θεός το θρόνο του Δαβίδ, του προπάτορά του.
(1) «Αυτό ειπώθηκε και για τον Ιωάννη. Αλλά όταν ήλθε ο αληθινά μεγάλος, εκείνος ήταν μικρός. Διότι εκείνος ήταν το λυχνάρι που καίγεται και φωτίζει. Είναι λοιπόν αληθινά μεγάλος, όχι όπως ο Ιωάννης ήταν μεγάλος, αλλά ως δεσπότης και κύριος και δημιουργός του παντός. Το μέγεθός του όμως δεν φανερωνόταν τότε τόσο πολύ, όσο τώρα φαίνεται. Διότι δες το μέγεθος της δύναμής του, διότι σε όλη τη γη βγήκε ο ήχος της διδασκαλίας του και στα πέρατα της οικουμένης τα λόγια του» (Ω).
(2) Το ύψιστος σημαίνει τον Ιεχωβά, επειδή είναι πάνω από όλα τα όντα και ιδιαίτερα τις ειδωλολατρικές θεότητες (g).
(3) «Οι λέξεις «θα γίνει» και «θα ονομαστεί» αρμόζουν στην παρουσία του στη γη με τη σάρκα» (Ω). «Έπρεπε δηλαδή μάλλον να πει, ότι είναι [και όχι απλώς ονομάζεται] Υιός Υψίστου αφού γεννήθηκε από τον Πατέρα πριν τους αιώνες. Αλλά θα πούμε, ότι, όπως ακριβώς, ενώ είναι από τη φύση του αληθινός Θεός ο Υιός, έλαβε σαν να ήταν δώρο λόγω της ανθρώπινης φύσης του το όνομα το ανώτερο από κάθε όνομα, δηλαδή το να ονομάζεται Θεός· και όπως ακριβώς, ενώ είναι Κύριος όλης της κτίσης, ως δημιουργός και πλάστης, παίρνει από δωρεά πατρική κληρονομία τα έθνη λόγω της ανθρώπινης φύσης του· διότι λέει (στον Ψαλμό), «ζήτησε από εμένα και θα σου δώσω ως κληρονομιά σου έθνη»· κατά τον ίδιο τρόπο, ενώ είναι [και όχι απλώς ονομάζεται] από τη φύση του και αληθινά Υιός και έλαμψε από την ουσία του Πατέρα πριν από όλους τους αιώνες, ονομάζεται κιόλας (από εμάς) Υιός Υψίστου λόγω της ανθρώπινης φύσης του» (Σχ.). «Ονομάζεται βεβαίως υιός υψίστου ο άνθρωπος που φαίνεται. Επειδή δηλαδή ήταν μία υπόσταση, όντως ήταν Υιός υψίστου ο άνθρωπος, ο υιός της παρθένου. Διότι ήταν μεν και προαιωνίως Υιός Υψίστου ο Λόγος, αλλά δεν ονομαζόταν, ούτε γνωριζόταν. Όταν όμως σαρκώθηκε και φανερώθηκε με σάρκα, τότε βεβαίως και ονομάστηκε υιός υψίστου, αυτός που φαινόταν και έκανε τα θαύματα» (Θφ). «Ήταν μεν υιός υψίστου· ονομάστηκε όμως έτσι και ύστερα από αυτούς που πίστεψαν σε αυτόν» (Ζ). Θα ονομαστεί ή θα αναγνωριστεί ως υιός υψίστου (δ).
(4) «Και το «θα δώσει σε αυτόν ο Κύριος» αρμόζει στην ανθρώπινη παρουσία (φύση) του Χριστού. Διότι έστω και αν λέγεται ότι «παίρνει», λόγω της ανθρώπινης φύσης του, τον θρόνο του Δαβίδ, αλλά είναι ο ίδιος και βασιλιάς αιώνιος με τρόπο που αρμόζει σε Θεό» (Ω).
(5) Και αυτό είναι χαρακτηριστικό του Μεσσία, διότι σύμφωνα με τον Ψαλμό ρλα 11,12 ο Κύριος ορκίστηκε στο Δαβίδ, ότι η γενιά του θα βασιλεύσει αιωνίως και ο Μεσσίας έγινε βασιλιάς και αρχιερέας στο διηνεκές. Δες Ψαλμ. ρθ (δ). «Ακούγοντας βεβαίως θρόνο του Δαβίδ, να μη νομίζεις ότι πρόκειται για αισθητή βασιλεία, αλλά για θεία, κατά την οποία βασίλεψε πάνω σε όλα τα έθνη με το θείο κήρυγμα» (Θφ). «Θρόνο… ο οποίος δεν έχει τίποτα το θνητό και πρόσκαιρο, αλλά ο οποίος λάμπει σε όλη την οικουμένη σαν φως και φωτίζει ψυχές νοερές με την ένθεη διδασκαλία» (Σχ).
(6) Η φράση αυτή υπονοεί την καταγωγή του Ιησού από τον Δαβίδ διαμέσου της Παρθένου (g).

1.33 καὶ βασιλεύσει ἐπὶ τὸν οἶκον ᾽Ιακὼβ(1) εἰς τοὺς αἰῶνας(2), καὶ τῆς βασιλείας(3) αὐτοῦ οὐκ ἔσται τέλος(4).
33 Θα βασιλέψει για πάντα στους απογόνους του Ιακώβ και η βασιλεία του δε θα έχει τέλος».
(1) «Ο λαός του Θεού άλλοτε μεν ονομάζεται Ισραήλ και άλλοτε Ιακώβ. Διότι ο ίδιος ήταν και Ισραήλ και Ιακώβ. Και ως προς τη φύση μεν ήταν Ιακώβ ο παλιός λαός, διότι καταγόταν από τον Ιακώβ ως προς τη συγγένεια του αίματος· από την άποψη όμως της υιοθεσίας, Ιακώβ είναι ο νέος λαός όσον αφορά τη συγγένεια της αρετής· διότι μπήκε ο νέος στη θέση του παλαιού. Επομένως σε αυτόν τον λαό θα βασιλεύσει αιώνια» (Ζ). «Οίκο λοιπόν του Ιακώβ να μην νομίσουμε μόνο το έθνος των Ιουδαίων, αλλά και όλους όσους μέσω της κλήσης του Σωτήρα μας από όλα τα έθνη εισήλθαν στην υιοθεσία των αγίων» (Σχ.), «τους εθνικούς που μπολιάστηκαν στην οικογένεια του Ιακώβ» (σχ.).
(2) «Δηλαδή θα βασιλεύσει πάνω σε αυτόν τον οίκο που πάντα τον αναγνωρίζει από τα έργα και από τα λόγια και θεληματικά έχει υποταχτεί σε αυτόν» (Ζ).
(3) «Ο Χριστός ήταν βασιλιάς και ως άνθρωπος· διότι είχε έργα που ανήκουν σε βασιλιά, το να νομοθετεί στους υπηκόους του, το να ρυθμίζει, το να φροντίζει, το να πεθαίνει για χάρη τους, τα οποία κατεξοχήν χαρακτηρίζουν τον αληθινό βασιλιά» (Ζ), και εξακολουθεί να βασιλεύει στην εκκλησία του, της οποίας είναι η κεφαλή. «Σε κανέναν όμως δεν ανήκει το να βασιλεύει με μία βασιλεία που δεν έχει τέλος, παρά μόνο στον δημιουργό και δεσπότη των όλων Θεό» (Σχ.).
(4) Αυτό δεν αντιφάσκει στο Α΄Κορ. ιε 24-28 («… όταν θα παραδώσει την βασιλεία στο Θεό και πατέρα…»). Διότι η βασιλεία του Ιησού απορροφουμένη στη βασιλεία του Πατέρα δεν εκμηδενίζεται, αλλά τελειοποιείται (g). Και μετά από αυτό δεν θα παύσει ποτέ ο Χριστός να είναι βασιλιάς του λαού του, διότι πάντοτε θα λατρεύεται ως το Αρνίο του Θεού, το οποίο σφάχτηκε για απολύτρωση του λαού του (ο).

1.34 εἶπεν δὲ Μαριὰμ πρὸς τὸν ἄγγελον· πῶς ἔσται τοῦτο(1), ἐπεὶ ἄνδρα οὐ γινώσκω(2);
34 Η Μαριάμ τότε ρώτησε τον άγγελο: «Πώς θα μου συμβεί αυτό, αφού εγώ δεν έχω συζυγικές σχέσεις με κανέναν άντρα;»
(1) Υπάρχει και η γραφή: Πώς έσται τούτο. «Πώς θα γίνει αυτό, δηλαδή το να συλλάβω στην κοιλιά μου και να γεννήσω γιο;» (Ζ). «Δεν είπε από απιστία η Παρθένος το «πώς θα γίνει αυτό σε μένα;». Αλλά το είπε σαν σοφή και συνετή, ζητώντας να μάθει τον τρόπο του πράγματος. Διότι δεν έγινε κάτι τέτοιο πιο πριν, ούτε θα γίνει στο μέλλον» (Θφ). Η Μαρία δεν εκφράζει αμφιβολία όπως ο Ζαχαρίας. Συναισθανόμενη την αγνότητά της, ζητά απλώς πώς θα γίνει δυνατή μία τέτοια γέννηση. Το ερώτημά της είναι η λογική και νόμιμη έκφραση έκπληξης που προέρχεται από συνείδηση αμόλυντη (g). Ο λόγος δεν είναι κάποιας που αμφιβάλλει, αλλά που θαυμάζει (Grotius). «Ο μεν λόγος σου είναι αξιόπιστος, ο τρόπος όμως αδιέξοδος· δεν γνωρίζει η φύση αυτά που λες» (σχ.).
(2) Δες Γεν. ιθ 8,Κριτ ια 39, Αριθμ. λα 17 (p). Η έκφραση λέγεται πιο κομψά αντί για το ζω σε γαμική σχέση, έρχομαι σε σαρκική σχέση με άνδρα (δ). Οι λέξεις αποτελούν ομολογία παρθένας που έχει συνείδηση της αγνότητάς της. Και αποσπάται αυτή από τα χείλη της από την παράδοξη διαβεβαίωση, ότι πρόκειται να αποκτήσει γιο πριν ακόμη παντρευτεί (p). Τα λόγια της παρθένου αποτελούν ξεχείλισμα παιδικού πνεύματος, που ζητά αποσαφηνίσεις για ζήτημα τόσο ξεκάθαρα σκοτεινό και μυστηριώδες. Έρευνα με πίστη, διαπνεόμενη από παιδικό πνεύμα, είναι ακατηγόρητη και σε όλα άψογη (ο)

1.35 καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ἄγγελος(1) εἶπεν αὐτῇ· Πνεῦμα(2) ἅγιον(3) ἐπελεύσεται ἐπὶ σέ(4), καὶ δύναμις ὑψίστου(5) ἐπισκιάσει(6) σοι· διὸ καὶ τὸ γεννώμενον ἅγιον(7) κληθήσεται(8), υἱὸς θεοῦ.
35 Ο άγγελος της απάντησε: «Το Άγιο Πνεύμα θα έρθει επάνω σου και θα σε καλύψει η δύναμη του Θεού· γι’ αυτό και το άγιο παιδί που θα γεννήσεις θα ονομαστεί Υιός Θεού.
(1) «Ο άγγελος δεν την κατηγορεί όπως τον Ζαχαρία, αλλά μάλλον εξηγεί τον τρόπο. Διότι ο μεν Ζαχαρίας εύλογα καταδικάζεται» (Θφ). «Διότι είχε παραδείγματα πολλά τεκνογονίας στα γηρατειά, την Σάρρα, την Ρεβέκκα, την Ραχήλ, την Άννα· ενώ η Παρθένος ούτε ένα. Διότι καμία παρθένα μέχρι αυτήν την ίδια, δεν συνέλαβε και γέννησε χωρίς άνδρα» (Ζ).
(2) Ή, το Άγιο Πνεύμα στην Π.Δ. εισάγεται στη σκηνή όταν ο Θεός μεταδίδει ενέργεια ειδική ή δίνει ζωή (Ψαλμ. ργ 30 κλπ)· είναι λοιπόν θεία ενέργεια (L). Και η απουσία του άρθρου εδώ φανερώνει, ότι πρόκειται για το Άγιο Πνεύμα μάλλον ως πνοή δημιουργική παρά ως πρόσωπο θείο. Και η έννοια λοιπόν είναι: Άγια δύναμη δημιουργική. Δες το πνεύμα του Θεού (=την θεία πνοή) που περιφερόταν πάνω στο χάος (Γεν. α 3) και τη θεία πνοή ή το θείο φύσημα που έδωσε ζωή στο ανθρώπινο σώμα (g). Ανάμεσα στο «και Πνεύμα Θεού έπνεε πάνω από το νερό» (Γεν. α 2) και στο «Πνεύμα Άγιο θα έλθει σε σένα» υπάρχει καταπληκτική ομοιότητα, που καθιστά αναπόφευκτο το συμπέρασμα, ότι το πρώτο είναι προτύπωση του άλλου, ακριβώς όπως και η φυσική δημιουργία του ανθρώπου μπορεί να θεωρηθεί ως τύπος της νέας κτίσης εν Χριστώ Ιησού (ο). Ή, σημαίνει, όπως και πιο πάνω στο σ. 15 το τρίτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, το οποίο υπερφυσικά και παντοδύναμα ενήργησε την σύλληψη στην Παρθένο (δ). Η δεύτερη ερμηνεία πιο σοβαρή. «Μη ζητάς την ακολουθία της φύσης όταν αυτό που γίνεται είναι πάνω από τη φύση. Μην εξετάζεις γάμο και πόνους γέννας όταν ο τρόπος της γέννησης είναι ανώτερος από γάμο» (Χ). Ο σχηματισμός κάθε εμβρύου στη μήτρα και η είσοδος της πνοής ζωής σε αυτό είναι μυστήριο της φύσης. «Δεν υπάρχει αυτός που να γνωρίζει ποια είναι η οδός του πνεύματος», ούτε πώς διαμορφώνονται τα «οστά στην κοιλιά της εγκύου» (Εκκλ. ια 5). Πολύ περισσότερο ο σχηματισμός του παιδιού Ιησού στην κοιλιά της Παρθένου, αποτελεί μυστήριο. Χωρίς αντιλογία «είναι μέγα το μυστήριο της ευσέβειας, ο Θεός φανερώθηκε με σάρκα» (Α΄Τιμ. γ 16).
(3) «Πνεύμα Άγιο, που καθαρίζει ακόμη περισσότερο και αγιάζει» και «ενεργεί μυστικά και την χωρίς άνδρα σύλληψη και την υπερφυσική γέννηση» (Ζ). Και οι δύο λέξεις και το Πνεύμα και το Άγιο έχουν και μία ειδική έννοια. Είναι Πνεύμα και όχι σάρκα· είναι Άγιο και όχι αμαρτωλό αυτό που θα παράγει στην αγνή παρθένο το αποτέλεσμα αυτό (p). Το Πνεύμα κατά τρόπο που υπονοείται αντιτίθεται στην ιδέα της σάρκας και το επίθετο άγιος στην έννοια της αμαρτωλής σάρκας (Ρωμ. η 3) που σημαίνει τον κληρονομικό μολυσμό από το προπατορικό αμάρτημα (g).
(4) Για το ἐπελεύσεται ἐπὶ σέ δες Πράξ. α 8. Αν εξαιρέσουμε το Εφεσ. β 7 και Ιακ. ε 1 το ρήμα είναι αποκλειστικά στον Λουκά (p). Σημαίνει κατά γράμμα το να έλθω σε κάποιον, να κάτσω πάνω του. Εδώ λοιπόν σημαίνει μεταφορικά την υπερφυσική ενέργεια για να γίνει έργο η χωρίς άνδρα σύλληψη (δ). «Και πώς μεν θα έλθει, δεν θα δεις αυτό που έρχεται, θα ενεργήσει όμως δημιουργικά έστω και αν δεν φαίνεται» (Σχ.).
(5) «Δύναμη Θεού θα σε σκεπάσει, δυναμώνοντάς σε στο να υπηρετήσεις αυτού του είδους το πράγμα» (Ζ). Το δύναμη αναφέρεται στην αποτελεσματικότητα και δραστικότητα της θείας επέμβασης (g). Η επέλευση του Αγίου Πνεύματος στη Μαρία την έκανε ικανή να δεχτεί την επισκίαση της δύναμης του Υψίστου (b). Δύναμη δημιουργική του Υψίστου, δηλαδή του Θεού Πατέρα. Όλη δηλαδή η αγία Τριάδα, δηλαδή η δύναμη του Υψίστου Πατέρα, η συνεργασία του Υιού που σαρκωνόταν και η ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, έκανε με τη θεία της παντοδυναμία παρούσα τη θαυμαστή σύλληψη (δ). Αξιοσημείωτη και η επόμενη: «Ο Γαβριήλ φανερώνοντας την ερμηνεία των τριών υποστάσεων, είναι σαν να έλεγε τα εξής. Είναι δηλαδή Ύψιστος ο Πατέρας, Δύναμη του Υψίστου είναι ο Υιός· διότι για το ότι ο Πατέρας είναι Ύψιστος, λέει: «Εσύ είσαι ο μόνος Ύψιστος σε όλη τη γη». Όλη, λέει, η Τριάδα είναι παρούσα σε σένα, Παρθένε, εργαζόμενη την επιστροφή της κτίσης, αυτή η Τριάδα που είπε παλιά: Ας δημιουργήσουμε άνθρωπο κατά την δική μας εικόνα και με σκοπό την ομοίωση με μας. Διότι δεν επρόκειτο να είναι παρούσα στον πρώτο Αδάμ, από τη μία, τον αχάριστο και να μην ενωθεί, από την άλλη, με τρόπο λαμπρό με τον δεύτερο (το Χριστό). Έπειτα αναφέρει ο άγγελος το άγιο Πνεύμα· να το Πνεύμα το Άγιο. Έπειτα λέει, δύναμη· να πάλι ο Υιός· διότι λέει (ο Παύλος) ότι ο Χριστός είναι Θεού δύναμη και Θεού σοφία. Έπειτα λέει, Ύψιστος· να πάλι, ο Πατέρας διακηρύσσεται με αυτόν το λόγο» (σχ.).
(6) «Τι σημαίνει θα σε επισκιάσει; Θα σε περιβάλλει και θα σε ντύσει και θα σε περιχαρακώσει και θα σε κυκλώσει» (Σχ.). Το ρήμα=κάνω σκιά και με αυτήν σκεπάζω ένα αντικείμενο. Χρησιμοποιείται στην Π.Δ. για το σύννεφο που επισκίαζε τη σκηνή του μαρτυρίου, με το οποίο σκεπαζόταν ή κάτω από το οποίο κρυβόταν η θεία δύναμη (Εξ. μ 34,Αρ. θ 15,Γ΄Βασ. η 10). Χρησιμοποιείται το ρήμα και στη φωτεινή νεφέλη στη Μεταμόρφωση του Σωτήρα. Η δύναμη λοιπόν του Υψίστου παριστάνεται εδώ σαν να καλύπτει τον εαυτό της με νεφέλη. Αυτό βεβαίως για να δειχτεί καθαρά το αφανές και μυστηριώδες της θείας ενέργειας για τη σύλληψη του Υιού του Θεού (δ). Και πιο πετυχημένη ερμηνεία: Η νεφέλη της δόξας σήμαινε τη θεία παρουσία και δύναμη, και κάτω από αυτήν την επίδραση η Μαρία έγινε μητέρα (p). Η επισκίαση αυτή σημαίνει την ηπιότατη και γλυκύτατη επενέργεια της θείας δύναμης, και για αυτό η φωτιά της θεότητας που αφανίζει τα πάντα δεν κατέκαψε τη Μαρία, αλλά έκανε αυτήν γόνιμη (b). Όπως η σκιά ενός σύννεφου πέφτει και περιβάλλει από παντού την κορυφή κάποιου λόφου ή βουνού, έτσι η θεία δύναμη θα εκτεινόταν και θα αναπαυόταν στην Μαρία για να παραχθεί το σκοπούμενο αποτέλεσμα. Η εικόνα αυτή δεν υπονοεί κάτι γήινο ή υλικό, αλλά απλώς υπαινίσσεται την ενέργεια της θείας δύναμης στη σύλληψη του Χριστού. Γεννήθηκε όχι με το συνηθισμένο τρόπο, αλλά με άμεση και θαυμάσια επέμβαση του Θεού, με ειδική ενέργεια και επιρροή του αγίου Πνεύματος. Αυτό και μόνο αποκαλύφθηκε σε μας για την υπερφυσική και μυστηριώδη αυτή επενέργεια. Και σε αυτό πρέπει να αναπαυόμαστε, θεωρώντας κάθε περαιτέρω έρευνα από περιέργεια όχι μόνο μάταιη και ανωφελή, αλλά και αλαζονική και επικίνδυνη (ο). «Όπως ακριβώς ένας τεχνίτης που βρήκε πάρα πολύ χρήσιμη ύλη, φτιάχνει πάρα πολύ καλό σκεύος, έτσι και ο Χριστός βρίσκοντας στην Παρθένο άγιο και το σώμα και την ψυχή, καταστόλισε για τον εαυτό του έμψυχο ναό, πλάθοντας μέσα στην παρθένο τον άνθρωπο με τον τρόπο που θέλησε αυτός, και, αφού ντύθηκε αυτόν… βγήκε στον κόσμο…» (Χ).
(7) Ή «για αυτό και το άγιο βρέφος, που θα γεννηθεί από σένα» (Ζ). Ή «κάποιοι αφού διαβάσουν το γεννώμενον, βάζουν κόμμα λέγοντας ότι επειδή ήλθε πνεύμα άγιο και επισκίασε η δύναμη του Υψίστου, αυτό που θα γεννηθεί θα είναι άγιο… Έπειτα τα υπόλοιπα τα διαβάζουν ως απόλυτη πρόταση» (Ζ). Σύμφωνα με την πρώτη εκδοχή θα μεταφράσουμε: Για αυτό και το άγιο, το οποίο πρόκειται να γεννηθεί, θα ονομαστεί υιός Θεού (g). Σύμφωνα με τη δεύτερη: Για αυτό και αυτό το οποίο πρόκειται να γεννηθεί, θα είναι άγιο, θα ονομαστεί Υιός Θεού (L) ή θα ονομαστεί άγιο, υιός Θεού (p). Και οι δύο ερμηνείες σοβαρές. Αξιοσημείωτη και η παρατήρηση: «Πώς το σώμα του Κυρίου, το πανάγιο και πανίερο όντως, που ευαγγελίστηκε μεν από τον αρχάγγελο Γαβριήλ, πλάστηκε δε από το Άγιο Πνεύμα και έγινε ένδυμα του Λόγου, δεν είναι προσκυνητό;» (Α). Υπάρχει και η γραφή: διό και το γεννώμενον εκ σου= «Και ο Γαβριήλ με ασφαλή λόγια ευαγγελιζόταν σε αυτήν λέγοντας όχι απλώς «αυτό που γεννιέται μέσα σου», για να μη νομιστεί ότι εισέρχεται από έξω σε αυτήν το σώμα, αλλά «από σένα», ώστε να πιστευτεί ότι αυτό που γεννιέται, είναι κατά τρόπο φυσικό από αυτήν την ίδια» (Α). Ως προς τον ενεστώτα γεννώμενον παρουσιάζεται το γεγονός ως παρόν επειδή είναι βέβαιη και θετική η θεία ενέργεια που τάχιστα επίκειται (δ) =αυτό που είναι στην οδό της γέννησης (g). Αξιοσημείωτη και η: «Οι μεν λένε, ότι με το που ο Κύριος επισκίασε τη μήτρα της Παρθένου, αμέσως ήταν τέλειο το βρέφος· άλλοι όμως δεν παραδέχονται αυτό. Διότι άκουσε τι λέει· Για αυτό και το άγιο που γεννιέται, δηλαδή αυτό που σταδιακά αυξάνεται στη μήτρα σου και δεν υπήρξε αμέσως τέλειο» (Θφ).
(8) «Θα ονομαστεί από τους πιστούς, λόγω των θεϊκών έργων της θεότητας που είναι ενωμένη με αυτόν» (Ζ). «Θα ονομαστεί βεβαίως άγιο, όχι με την έννοια ότι θα έχει ένοικο τον Υιό του Θεού και θα αγιαστεί μετέχοντας στην αγιότητα αυτού, αλλά με την έννοια ότι είναι από τη φύση του άγιο, επειδή αυτός ο ίδιος είναι Υιός του Θεού και είναι ένα πρόσωπο» (Α). Ο Κύριος του ουρανού και της γης συνένωσε τη φύση μας με την δική του. Πήρε την ανθρώπινη φύση στη θεία. Μας σύνδεσε με τον εαυτό του χωρίς σύγχυση σε ένα αδιαίρετο πρόσωπο. Δεν συμμετείχε μόνο στη φτώχια και αδυναμία μας, αλλά και στη φύση και την ουσία μας. Πήρε από εμάς ανθρώπινη φύση για να μεταδώσει σε μας από τον πλούτο της θείας του φύσης. Όπως λοιπόν αιωνίως υπήρξε και θα υπάρχει ο Υιός του Θεού, έτσι από τη στιγμή αυτή, θα παραμένει αιώνια και ατελεύτητα ο Υιός του ανθρώπου. Η ευλογημένη αυτή ένωση δεν επιδέχεται διάλυση. Η αθανασία μας στην μακαριότητα του ουρανού εξαρτάται από αυτήν. Δεν θα ήταν δυνατόν να έχουμε ζωή αιώνια παρά μόνο εάν ο Θεός γινόταν και παρέμενε ατελεύτητα και ο αιώνιος άνθρωπος.

1.36 καὶ ἰδοὺ(1) ᾽Ελισάβετ ἡ συγγενής(2) σου(3) καὶ αὐτὴ συνειληφυία(4) υἱὸν(5) ἐν γήρει αὐτῆς, καὶ οὗτος μὴν ἕκτος ἐστὶν αὐτῇ τῇ καλουμένῃ(6) στείρᾳ·
36 Μάθε ακόμη ότι η συγγενής σου Ελισάβετ συνέλαβε γιο στα γηρατειά της· έτσι, αυτή που την αποκαλούσαν στείρα, τώρα βρίσκεται στον έκτο μήνα της εγκυμοσύνης.
(1) Στη Μαρία, επειδή πίστεψε, δόθηκε σημάδι, χωρίς αυτή να ζητήσει αυτό, πιο θετικό, παρά στον Ζαχαρία ο οποίος δεν πίστεψε (b). Και «για να βεβαιωθεί αυτή, αναφέρει ως παράδειγμα την Ελισάβετ, διδάσκοντας ότι αυτός που έδωσε καρπό στην άκαρπη κοιλιά της στείρας, αυτός θα κάνει και σε σένα, αυτό που μέσω εμού σου είπε» (Ζ). «Δεν της θύμισε την Σάρρα, ούτε την Ρεβέκκα ούτε την Ραχήλ. Για ποιο λόγο και γιατί; Διότι και αυτές ήταν στείρες και περασμένης ηλικίας και ήταν μεγάλο και σε αυτές το θαύμα. Αλλά επειδή όλες αυτές οι διηγήσεις ήταν παλιές, την πηγαίνει στο πρόσφατο, για να της διεγείρει το νου» (Χ).
(2) Υπάρχει και η γραφή (των παλαιοτέρων χειρογράφων) συγγενίς, που είναι λεκτικός τύπος της μεταγενέστερης γραφής συγγενής (g).
(3) «Θα μπορούσε να απορήσει κάποιος πώς ήταν συγγενής της Παρθένου η Ελισάβετ αφού βεβαίως η Παρθένος ήταν από τη φυλή του Ιούδα, ενώ η Ελισάβετ από τις κόρες [=γενιά] του Ααρών» (Θφ). «Έγιναν διάφορες επιγαμβρίες (γάμοι μεταξύ συγγενών) των δύο αυτών φυλών. Διότι ο Ααρών πρώτα και ο Ιωδαέ ύστερα, που ήταν και οι δύο αρχιερείς, έπαιρναν γυναίκες από την βασιλική φυλή, και μετά από αυτούς άλλοι. Επομένως λοιπόν από αυτού του είδους τους δεσμούς ήταν συγγενείς μεταξύ τους και αυτές» (Ζ). Οι ιερείς μπορούσαν να παντρευτούν γυναίκες από άλλη φυλή (g). Για αυτό η μητέρα της Ελισάβετ, που παντρεύτηκε ιερέα, καταγόταν από τη φυλή του Ιούδα (δ). Και η συγγένεια της Μαρίας με την Ελισάβετ μπορούσε να προέρχεται από το γάμο κάποιου απογόνου του Ααρών με γυναίκα από τη φυλή Ιούδα, από την οποία γυναίκα καταγόταν η Ελισάβετ, που είχε πατέρα από την οικογένεια του Ααρών (L).
(4) Γραφή των παλαιοτέρων χειρογράφων συνείληφε. Το συνειληφυία μαζί με το «εστί» που εξυπακούεται, είναι περισσότερο εβραϊκό παρά το συνείληφε (g) και σημαίνει το σύγχρονο και διαρκές του αποτελέσματος=συνέλαβε και έχει ακόμη στην κοιλιά της (δ).
(5) Της Ελισάβετ η εγκυμοσύνη ήταν άγνωστη στους πολλούς. Αλλά εδώ βρίσκουμε και το χρόνο και το φύλο του απογόνου να γνωστοποιούνται στη Μαρία με θεία ανακοίνωση, για στήριξη της πίστης της Μαρίας (b).
(6) Σημαίνει μάλλον=αυτήν που συνήθως ονόμαζαν στείρα (p). Υποδηλώνει όλες τις ταπεινώσεις, τις οποίες λόγω της στειρότητάς της είχε υποστεί η Ελισάβετ (g). «Για ποιο λόγο έλεγε: Στα γηρατειά της; Για ποιο λόγο πρόσθεσε, Την οποία ονομάζουν στείρα; Με όλα αυτά δηλαδή, την εισάγει στο να πιστέψει τον ευαγγελισμό. Για αυτό ανέφερε και την ηλικία και την αναπηρία της φύσης» (Χ).

1.37 ὅτι οὐκ ἀδυνατήσει(1) παρὰ τω Θεώ πᾶν ρῆμα(2).
37 Για το Θεό τίποτα δεν είναι ακατόρθωτο».
(1) Δεν λέγεται η λέξη όπως στους κλασσικούς συγγραφείς, με την έννοια του: είναι αδύνατον ή ανίσχυρο, αλλά όπως στους ελληνιστές με την έννοια: δεν θα είναι αδύνατον (g) δηλαδή όλα είναι δυνατά στο Θεό (δ) με την έννοια την οποία εκφράζει και το Ιώβ μβ 2 «ξέρω ότι όλα τα μπορείς και τίποτα δεν σου είναι αδύνατον». Λέγεται για πράγμα κατεξοχήν δύσκολο ή αδύνατο στους ανθρώπους, αλλά όχι και στο Θεό (p).
(2) Ή «με την έννοια του: καθετί που λέει, καθετί που υπόσχεται, ή οτιδήποτε λέει κάποιος» (Ζ). Ή, πιο σωστά, το ρήμα έχει την έννοια του πράγματος (g.L). Οι Ο΄ φαίνεται, ότι θεώρησαν ότι μπορούσαν να δώσουν τέτοια έννοια στη λέξη «ρῆμα» (L), διότι στο Θεό λόγος και έργο, κουβέντα και πράγμα συμπίπτουν (δ). Συνεπώς και κανείς λόγος του Θεού δεν πρέπει να φαίνεται απίστευτος σε μας, εφόσον κανένα πράγμα στο Θεό δεν είναι αδύνατον.

1.38 εἶπεν δὲ Μαριάμ(1), ᾽Ιδοὺ(2) ἡ δούλη κυρίου(3)· γένοιτό μοι(4) κατὰ τὸ ῥῆμά σου. καὶ ἀπῆλθεν ἀπ᾽ αὐτῆς ὁ ἄγγελος(5).
38 Η Μαριάμ τότε είπε: «Είμαι μια δούλη του Κυρίου· ας γίνει το θέλημά του σ’ εμένα όπως μου το είπες». Κι έφυγε από αυτήν ο άγγελος.
(1) «Επειδή ήταν άνθρωπος με ευγνωμοσύνη η Μαρία, είπε προς τον άγγελο· Να, η δούλη Κυρίου» (Ω). Ρόλος τέτοιος, σαν αυτόν για τον οποίο είχε προοριστεί η Μαρία, δεν επιβάλλεται. Η ελεύθερη συγκατάθεση της παρθένου έπρεπε να ανταποκριθεί στη θεία προσφορά. Παρέχει η Μαρία αυτήν με τρόπο εξαιρετικά απλό και υπέροχο (g).
(2) Δεν εκφράζει εδώ έκπληξη. Προσφέρει ολόκληρη την ύπαρξή της, όπως ο Αβραάμ άλλοτε απαντά στο Θεό κατά τη στιγμή της μέγιστης θυσίας, την οποία πρόσφερε «Να εγώ» (Γεν. κβ 1).
(3) «Να, λέει, είμαι δούλη του Κυρίου. Σαν να έλεγε· είμαι πίνακας που γράφεται· ό,τι θέλει αυτός που γράφει, ας γράψει. Ας κάνει ό,τι θέλει ο Κύριος του παντός» (Ω). Υπάρχουν πολλά είδη γυναικείων ηρωισμών. Ο ηρωισμός της Μαρίας τούς ξεπερνά όλους. Προσφέρει στο Θεό θυσία ό,τι πιο αγαπητό έχει μία αγνή παρθένα· προτιμότερο και από την ίδια τη ζωή· την τιμή της (g). Εάν λάβουμε υπ’ όψη, ότι η Μαρία μέσα στη σεμνότητά της απέφυγε να ανακοινώσει και στον μνηστήρα της τα του ευαγγελισμού και της υπερφυσικής σύλληψης και ότι και για τη σιγή της αυτή τόσο παρεξηγήθηκε και από τον Ιωσήφ, ώστε διανοήθηκε αυτός να την διώξει κρυφά, κατανοούμε το μέγεθος του ηρωισμού. Δεν προβάλλει τον κίνδυνο της διάλυσης του αρραβώνα της και του εξευτελισμού της, αλλά αφήνει την έκβαση στο Θεό και υποτάσσεται εξ’ ολοκλήρου στο θέλημά του.
(4) «Επομένως, όχι μόνο πίστεψε η Μαρία, αλλά και ευχήθηκε να γίνει σε αυτήν, όπως είπε ο άγγελος» (Ζ). «Άρα και αυτό που είπε πριν, «Πώς θα γίνει αυτό σε μένα;», δεν ήταν από απιστία, αλλά από επιθυμία να μάθει τον τρόπο. Διότι αν απιστούσε, δεν θα έλεγε, Να η δούλη Κυρίου, να γίνει όπως το είπες» (Θφ). Το «γένοιτο» εκφράζει την υποταγή (L). «Η Παρθένος Μαρία δείχνει υπακοή… Η Εύα όμως ήταν ανυπάκουη… και έγινε στον εαυτό της και σε όλο το ανθρώπινο γένος αιτία θανάτου· έτσι και η Μαρία… με το να υπακούσει, έγινε αιτία σωτηρίας στον εαυτό της και σε όλο το ανθρώπινο γένος» (Ειρηναίος ΙΙΙ,22,4). Η Σάρρα γέλασε για το παράδοξο του χαιρετισμού, ο οποίος προανήγγειλε σε αυτήν, ότι μετά από ένα χρόνο θα είχε αποκτήσει γιο. Αλλά η Μαρία έχοντας τέλεια πίστη, ταπείνωση και υπακοή, καμία έκπληξη δεν αισθάνεται, ούτε εκδηλώνει κάποιο δισταγμό, έχοντας πεποίθηση στη δύναμη και αγαθότητα του Θεού. Και η απάντηση την οποία δίνει προέρχεται από πνεύμα βαθιάς και ταπεινής υπακοής. Η Μαρία καλείται ήδη στη μέγιστη πρόσκληση από όσες ποτέ απευθύνθηκαν σε θνητό πλάσμα. Χωρίς να το περιμένει ή και να το ονειρευτεί ποτέ, καλείται να παραδώσει τον εαυτό της για να γίνει το όργανο της ύψιστης και καταπληκτικής βουλής του Θεού. Και ζητιέται τώρα από αυτήν ελεύθερα και με επίγνωση να ταυτίσει το θέλημά της με το θείο θέλημα και να βάλει τον εαυτό της στην υπηρεσία των σχεδίων του Θεού, όπως βάζουν τους εαυτούς τους σε ακαταπόνητη ενέργεια οι άνθρωποι για πραγμάτωση σχεδίων τα οποία έχουν αιχμαλωτίσει εξ’ ολοκλήρου τις καρδιές τους. Και η Παρθένος απαντά «να η δούλη Κυρίου». Πρόσκληση απευθύνει ο Θεός και στον καθένα μας, αν όχι τόσο σπουδαία όπως αυτή της Μαρίας, πάντως όμως το ίδιο θεία και που οδηγεί στον ουρανό. Απαντάμε άραγε και εμείς με την ίδια πρόθυμη και ταπεινή υπακοή, με την οποία και η Μαρία;
(5) «Ήδη συνέλαβε αμέσως με τον λόγο του» (Ζ). Τι αξιοπρέπεια, τι αγνότητα, τι απλότητα, τι λεπτότητα στον όλο αυτό διάλογο! Ούτε μία λέξη περιττή, ούτε μία λέξη πολύ μικρή και που να περισσεύει. Μία τέτοια αφήγηση δεν ήταν δυνατόν να απορρεύσει παρά από την άγια σφαίρα, στην οποία έλαβε χώρα το γεγονός (g).

Στίχ. 39-45. Η Θεοτόκος επισκέπτεται την Ελισάβετ.
1.39 ᾽Αναστᾶσα(1) δὲ Μαριὰμ ἐν ταῖς ἡμέραις ταύταις(2) ἐπορεύθη(3) εἰς τὴν ὀρεινὴν(4) μετὰ σπουδῆς(5) εἰς πόλιν ᾽Ιούδα(6),
39 Αμέσως ύστερα, η Μαριάμ σηκώθηκε και πήγε γρήγορα σε μια πόλη της ορεινής Ιουδαίας·
(1) Πολύ αγαπημένη λέξη του Λουκά που χρησιμοποιεί αυτήν 60 φορές ενώ στην υπόλοιπη Κ.Δ. χρησιμοποιείται 22. Περίπου 100 φορές συναντιέται στους Ο΄ (p). Η μετοχή αυτή μπαίνει και πριν από τα ρήματα που φανερώνουν κίνηση και πρόοδο, όπως εδώ, για να δηλωθεί ο ερχομός με ορμή και βιασύνη (δ).
(2) Τις ημέρες μετά τον ευαγγελισμό.
(3) Στην τελευταία ανακοίνωση του αγγέλου προς την Μαρία, ενυπήρχε έμμεση πρόσκλησή του, να μεταβεί η Μαρία στην Ελισάβετ (g). «Η παρθένος αφού άκουσε από τον άγγελο, ότι συνέλαβε η Ελισάβετ, έτρεξε προς εκείνη, έχοντας χαρά, από τη μία, για το καλό της συγγενούς της, και επειδή ήταν πάρα πολύ συνετή, από την άλλη, θέλοντας να πληροφορηθεί τελείως… όχι από απιστία, αλλά επειδή επιθυμούσε να μάθει ακριβέστερα το πράγμα» (Θφ). Αρκετά σοβαρή και η επόμενη: «Πήγε εκεί, παρακινούμενη από θείο πνεύμα, έτσι ώστε, αφού σκιρτήσει, από τη μία, το βρέφος στην κοιλιά της Ελισάβετ και προφητεύσει, από την άλλη, και η Ελισάβετ, να βεβαιωθεί περισσότερο (η Παναγία)» (Ζ). Η Μαρία μετά τον ευαγγελισμό της δεν θα ανακοίνωσε τα σχετικά με αυτόν, σε καμία από τις γειτόνισσες ή φίλες της στη Ναζαρέτ. Αναμφίβολα όμως θα επιθυμούσε να συνομιλήσει για το σπουδαίο αυτό μήνυμα, που ανακοινώθηκε σε αυτήν από τον άγγελο, το οποίο θα είχε απασχολήσει τη σκέψη της για πολύ. Κανένα όμως άλλο πρόσωπο στον κόσμο δεν εύρισκε κατάλληλο για να συνομιλήσει μαζί του ελεύθερα για αυτό που της συνέβη, από τη συγγενή της Ελισάβετ, η οποία βρισκόταν σε παρόμοιες συνθήκες με αυτήν. Για αυτό σπεύδει προς αυτήν. Συμπεραίνουμε λοιπόν από εδώ ότι είναι ευεργετικό και ενισχυτικό για εκείνους, στις ψυχές των οποίων η χάρη άρχισε κάποιο αγαθό έργο, να συμβουλεύονται άλλους, οι οποίοι βρίσκονται υπό παρόμοιες συνθήκες και να γίνονται κοινωνοί της πείρας τους.
(4) Ορεινή ή σύμφωνα με άλλη γραφή ορινή σημαίνει το ορεινό τμήμα της Ιουδαίας σε διάκριση από το πεδινό. Δες σ. 65,Γεν. ιδ 10,Αριθ. ιγ 30,Ιησ.Ν. θ 1,ι 40 (p). Σημαίνει τα οροπέδια που βρίσκονταν δυτικά της Νεκράς θάλασσας (g).
(5) =Με σπουδή, γρήγορα, βάζοντας κάθε άλλο σε δεύτερη μοίρα (δ). Για να μη δείξει αμέλεια ως προς το σημάδι, το οποίο ο Θεός είχε δώσει για αύξηση της πίστης της (Grotius). «Με βιασύνη πορευόταν, οδηγούμενη από το άγιο Πνεύμα που ήλθε πάνω της και από τη δύναμη του Υψίστου η οποία την επισκίασε» (Ω).
(6) Χωρίς άρθρο=σε κάποια πόλη της περιοχής, στην οποία κατοικούσε η φυλή του Ιούδα. Παραλείπει το όνομα της πόλης είτε θεωρώντας περιττό να αναφέρει αυτό είτε και ως ελάχιστα γνωστό και στον ίδιο το Λουκά (δ) και σε αυτόν στον οποίο γράφει (L).

1.40 καὶ εἰσῆλθεν(1) εἰς τὸν οἶκον Ζαχαρίου(2) καὶ ἠσπάσατο(3) τὴν ᾽Ελισάβετ.
40 μπήκε στο σπίτι του Ζαχαρία και χαιρέτησε την Ελισάβετ.
(1) «Μπήκε στο σπίτι του Ζαχαρία, θέλοντας γρήγορα να μάθει τα σχετικά με την Ελισάβετ και να πιστοποιήσει με βεβαιότητα τον ευαγγελισμό που έγινε σε αυτήν» (Ω).
(2) «Επειδή ήταν σε όλα της ευγενική η παρθένος, όχι μόνο πήγε στην Ελισάβετ, χωρίς να υπερηφανευτεί από τα λόγια του αγγέλου, αλλά και προλαβαίνει στο χαιρετισμό την Ελισάβετ, αποδίδοντας τον σεβασμό σε αυτήν επειδή ήταν πιο μεγάλη και είχε τη θέση μητέρας. Διότι όχι η Ελισάβετ πρώτη, αλλά η Μαρία ασπάστηκε την Ελισάβετ» (Ω).
(3) «Της απηύθυνε χαιρετισμό, όπως ήταν συνήθεια» (Ζ). «Να γνωρίζουμε ότι την χαιρέτισε όχι με φίλημα, αλλά με φωνή· είναι φανερό ότι είπε τον συνηθισμένο στους φίλους χαιρετισμό, ευχόμενη την ειρήνη στη συγγενή της, όπως συνήθιζαν οι Εβραίοι ανέκαθεν, ή απηύθυνε κάποιο πιο χαριτωμένο λόγο, όπως ήταν συνήθεια να λένε οι γνωστοί φίλοι όταν βλέπονται» (Ω). Υπήρχαν πολλές μορφές χαιρετισμού μεταξύ των αρχαίων Εβραίων. «Ευλογημένοι είστε για τον Κύριο»· «Η ευλογία του Κυρίου να είναι σε σας», «Ο Κύριος να είναι μαζί σας», «Ειρήνη σε σένα», «μακάρι να σε ευλογήσει ο Κύριος» κλπ. (Ρουθ β 4,Κριτ. ιθ 20,Ψαλμ. ρκη 8 κλπ.)(ο).

1.41 καὶ ἐγένετο ὡς ἤκουσεν ἡ ᾽Ελισάβετ τὸν ἀσπασμὸν τῆς Μαρίας, ἐσκίρτησε(1) τὸ βρέφος ἐν τῇ κοιλίᾳ αὐτῆς, καὶ ἐπλήσθη Πνεύματος ἁγίου(2) ἡ ᾽Ελισάβετ(3),
41 Μόλις εκείνη άκουσε το χαιρετισμό της Μαρίας, το βρέφος που ήταν στα σπλάχνα της σκίρτησε. Η Ελισάβετ τότε πλημμύρισε με το Άγιο Πνεύμα
(1) Η λέξη στους κλασσικούς συγγραφείς σημαίνει πηδώ ή χορεύω· εδώ όμως όπως και στους Ο΄(Γεν. κε 22) λέγεται για το κούνημα των βρεφών στην κοιλιά της μητέρας τους (δ). «Ταυτόχρονα με τον λόγο του χαιρετισμού της Μαρίας,… άκουσε ο Πρόδρομος παρακινούμενος από την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος τον χαιρετισμό της Μαρίας και σκίρτησε με αγαλλίαση το βρέφος στην κοιλιά και κατά κάποιο τρόπο άρχισε από τότε ο Ιησούς να τον κάνει προφήτη» (Ω). Ο Ιωάννης λοιπόν «επειδή πήρε ένα εξαιρετικό χάρισμα σε σχέση με τους υπόλοιπους ανθρώπους, σκιρτά στην κοιλιά της μητέρας, για αυτό και είναι ο μεγαλύτερος από τους προφήτες. Διότι οι μεν άλλοι, προφήτευσαν μετά τη γέννησή τους, αυτός όμως, ενώ ήταν ακόμη στην κοιλιά της μητέρας, αξιώθηκε του χαρίσματος» (Θφ). Το σκίρτημα των βρεφών στις εγκυμονούσες είναι συνηθισμένο φαινόμενο κατά και μετά τον πέμπτο μήνα της εγκυμοσύνης. Εδώ όμως έγινε κατά τη στιγμή του χαιρετισμού της Θεοτόκου, με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, το οποίο γέμισε και την Ελισάβετ και αποκάλυψε σε αυτήν τη σημασία αυτού του σκιρτήματος (δ).
(2) «Επομένως με τον χαιρετισμό λόγω του γιου της γέμισε από άγιο Πνεύμα η Ελισάβετ. Διότι δεν γέμισε η μητέρα πρώτα από άγιο Πνεύμα, αλλά αφού προηγουμένως γέμισε ο Ιωάννης, σε δεύτερο χρόνο (γέμισε) η μητέρα, διότι είχε μέσα της αυτόν που γέμισε από Άγιο Πνεύμα… Πρώτα λοιπόν το βρέφος γέμιζε με Πνεύμα και σκιρτούσε και έτσι μετέδιδε στην μητέρα και φώναζε προφητικά λόγια η Ελισάβετ, λόγω του βρέφους που κυοφορούσε» (Ω). «Διότι αν δεν σκιρτούσε το βρέφος, δεν θα προφήτευε αυτή» (Θφ).
(3) Στο Γεν. κε 22 γίνεται λόγος για τέτοιο σκίρτημα στην κοιλιά της Ρεβέκκας. Αλλά ενώ αυτή δεν μπορούσε να συμπεράνει τι σήμαιναν τα σκιρτήματα εκείνα, η Ελισάβετ φωτίστηκε από το άγιο Πνεύμα και εξήγησε το σκίρτημα αυτό ως ένα είδος αγαλλίασης. Εκπληρώνεται στο σκίρτημα αυτό ο λόγος του αγγέλου στο σ. 15. Το βρέφος σκίρτησε από κάποιο ένστικτο που του έβαλε το Άγιο Πνεύμα, μολονότι το λογικό του δεν είχε ακόμη αφυπνιστεί (L).

1.42 καὶ ἀνεφώνησε(1) φωνή μεγάλῃ(2) καὶ εἶπεν(3), Εὐλογημένη(4) σὺ ἐν γυναιξί(5), καὶ εὐλογημένος(6) ὁ καρπὸς τῆς κοιλίας σου(7).
42 και φώναξε με δυνατή φωνή: «Ευλογημένη απ’ το Θεό είσαι εσύ, περισσότερο από όλες τις γυναίκες! Ευλογημένο και το παιδί που έχεις στα σπλάχνα σου!
(1) Η λέξη λέγεται μία φορά, εδώ μόνο. Η πρόθεση «ανά» που φανερώνει αύξηση, μπήκε παράλληλα με το «φωνή μεγάλη», το οποίο έχει λεχθεί για μεγαλύτερη έμφαση (δ).
(2) Υπάρχουν και οι διαφορετικές γραφές: ανεφώνησε κραυγή μεγάλη, και· ανεβόησε φωνή μεγάλη. Πρόκειται για κραυγή χαράς και αγαλλίασης ανάμικτης με θαυμασμό.
(3) Σύμφωνα με τον p τα λόγια της Ελισάβετ φαίνονται να έχουν σε κάποιο βαθμό τα χαρακτηριστικά της εβραϊκής ποίησης, αν και όχι τόσο πλήρως όσο το «Μεγαλύνει η ψυχή μου τον Κύριο…», το «Ευλογητός Κύριος ο Θεός του Ισραήλ…» και το «Νυν απολύεις». Αποτελούνται από 2 στροφές με 4 στίχους η κάθε μία. Από την άλλη ο H. Grimme, ο οποίος μετέφρασε τα λόγια αυτά στο εβραϊκό δεν βρίσκει παρά 3 δίστιχα (42-43,44,45) με 5 τόνους σε κάθε στίχο. Μολονότι η μετάφραση αυτή είναι πολύ επιτυχής, παραμένει αναπόδεικτο, ότι τα λόγια της Ελισάβετ λέχθηκαν στα εβραϊκά και όχι στα αραμαϊκά (L).
(4) Πρέπει να μεταφράσουμε όχι με το «να είσαι» ή «μακάρι να είσαι ευλογημένη», αλλά «είσαι ευλογημένη». Πρόκειται για διαπίστωση του γεγονότος και όχι ευχή (g).
(5) Ανάμεσα στις γυναίκες είσαι η μόνη η οποία ειδικά ευλογήθηκες. Η όλη φράση είναι εβραϊκή περίφραση του υπερθετικού βαθμού (p). Δες σ. 28. «Είσαι ευλογημένη περισσότερο από όλες τις γυναίκες. Διότι καμία δεν έγινε μέτοχος αυτής της χάρης, ούτε μπορεί να γίνει. Διότι ένα είναι το θείο παιδί, ένας ο θείος τοκετός, και μία αυτή που γέννησε τον θεάνθρωπο. Γιατί λοιπόν με χαιρετάς πρώτη; Διότι μήπως είμαι εγώ αυτή που γεννά τον Σωτήρα; Εγώ έπρεπε να έλθω σε σένα. Διότι εσύ είσαι πάνω από όλες τις γυναίκες ευλογημένη, εσύ είσαι μητέρα του Κυρίου μου, εσύ είσαι η κυρία μου που βαστάζεις την κατάργηση της κατάρας» (Ω).
(6) Το ευλογημένος λέγεται για ανθρώπους, το ευλογητός για το Θεό (p). Δεύτερη φράση παράλληλη με την πρώτη, που συναποτελεί με αυτήν τα δύο μέρη ενός διστίχου (L). Αξιόλογη και η παρατήρηση: «Είσαι ευλογημένη πάνω από όλες τις γυναίκες. Έπειτα, σαν ακριβώς να ρώτησε κάποιος, γιατί; λέει την αιτία. Διότι είναι ευλογημένος ο καρπός της κοιλιάς σου» (Θφ).
(7) «Είπε «καρπό κοιλιάς» σύμφωνα με την υπόσχεση του Θεού προς τον Δαβίδ που έλεγε· Από καρπό της κοιλιάς σου, θα τοποθετήσω στο θρόνο σου. Σωστά όμως η Ελισάβετ ονόμασε καρπό κοιλιάς της παναγίας παρθένου, διότι το κυοφορούμενο δεν ήταν από άνδρα, αλλά από μόνη την Μαρία, λόγω του ότι κατοίκησε μέσα της το Άγιο Πνεύμα…· διότι αυτοί που έχουν τη γέννηση από τους πατέρες, είναι δικοί τους καρποί, όπως ειπώθηκε και στον Δαβίδ· Από καρπό της κοιλιάς σου» (Ω).

1.43 καὶ πόθεν μοι τοῦτο(1) ἵνα ἔλθῃ(2) ἡ μήτηρ(3) τοῦ Κυρίου μου(4) πρός με;
43 Αλλά πώς μου έγινε αυτή η τιμή να με επισκεφθεί η μητέρα του Κυρίου μου;
(1) Εξυπακούεται το: γέγονε· για ποια αξία ή αρετή δική μου έγινε αυτό; (δ). «Τι δηλαδή, λέει, τόσο σπουδαίο αγαθό έκανα, για να έλθει η μητέρα του Κυρίου μου προς εμένα; Από πού, από ποια αρετή ή πράξεις αγαθές πέτυχα αυτό;» (Ω).
(2) Αυτό. Ποιο; το να έλθει ή, το ότι ήλθε… Το ἵνα εδώ δεν είναι καθόλου τελικό (=να δηλώνει δηλ. σκοπό), αλλά άρχισε κατά την εποχή εκείνη η και σε εμάς χρήση του για ανάλυση απαρεμφάτου (δ). «Η Ελισάβετ συμφωνεί στα λόγια με τον γιο της· διότι και εκείνος έλεγε ότι είναι ανάξιος να στέκεται δίπλα στο Χριστό. Έτσι και αυτή λέει ότι είναι ανάξια της παρουσίας της παρθένου» (Ω). Όπως δηλαδή «όταν ήλθε έπειτα ο Χριστός να βαπτιστεί, ο Ιωάννης λόγω ευλάβειας τον εμπόδιζε λέγοντας· Δεν είμαι άξιος, έτσι και τώρα» (Θφ), «η μητέρα του ομολογεί τον εαυτό της ανάξιο αυτής της επίσκεψης της παρθένου» (Ζ).
(3) «Αποκαλεί μητέρα αυτήν που είναι ακόμη παρθένος, προλαβαίνοντας με προφητικό λόγο την πραγματοποίηση του γεγονότος» (Ω). «Διότι στις μεν άλλες γυναίκες, πριν ακόμη γεννήσουν, δεν πρέπει να τις ονομάζουμε μητέρες λόγω του φόβου της άμβλωσης, δηλαδή της αποβολής. Για την παρθένο όμως, τίποτα τέτοιο δεν υπήρχε ούτε ως υποψία» (Θφ).
(4) «Ονόμασε Κύριο αυτόν που πρόκειται να γεννηθεί από αυτήν, επικυρώνοντας τα λόγια του αγγέλου και παρέχοντας πιο βέβαιη πίστη σε αυτόν» (Ζ). Πράγματι· «θείο σχέδιο οδήγησε την Μαρία προς την Ελισάβετ, έτσι ώστε η μαρτυρία του Ιωάννη από τη μήτρα για τον Κύριο, να ολοκληρωθεί από την ίδια τη μητέρα του» (Ω). Η Ελισάβετ φαίνεται να υπήρξε η πρώτη, η οποία χρησιμοποίησε τον τίτλο αυτόν για τον Ιησού, ο οποίος έπειτα απέβη τόσο συνηθισμένος μεταξύ των χριστιανών. Ονομασία τέτοια, που αποδόθηκε από την Ελισάβετ σε έμβρυο ακόμη αγέννητο και κυοφορούμενο, μόνο από έμπνευση του Αγίου Πνεύματος, από το οποίο αυτή ήταν τώρα γεμάτη, μπορούσε να ανέβει στα χείλη της (ο).

1.44 ἰδοὺ(1) γὰρ(2) ὡς ἐγένετο ἡ φωνὴ τοῦ ἀσπασμοῦ σου εἰς τὰ ὦτά μου(3), ἐσκίρτησε τὸ βρέφος ἐν ἀγαλλιάσει(4) ἐν τῇ κοιλίᾳ μου.
44 Μόλις έφτασε στ’ αυτιά μου η φωνή του χαιρετισμού σου, σκίρτησε από αγαλλίαση το παιδί στα σπλάχνα μου.
(1) Το ιδού προαναγγέλλει γεγονός απροσδόκητο και έκτακτο· το ίδιο το βρέφος φαίνεται να αναγνώρισε την παρουσία εκείνου, τον οποίο πρόκειται στο μέλλον να υπηρετήσει (g).
(2) Αιτιολογεί ολόκληρο το περιεχόμενο του προηγούμενου στίχου και ιδιαίτερα τη βεβαίωση της Ελισάβετ, ότι η Μαρία είναι μητέρα του Κυρίου.
(3) Αμέσως μόλις έφθασε η φωνή της Θεοτόκου στα αυτιά της Ελισάβετ, επακολούθησε το σκίρτημα του βρέφους. Η Μαρία λοιπόν δεν πρόλαβε να εξηγήσει τίποτα στην Ελισάβετ. Την Ελισάβετ την πρόλαβε το σκίρτημα του βρέφους της (L).
(4) «Όχι απλώς σκίρτησε, αλλά με αγαλλίαση» (Ω) σαν «να αισθανόταν ήδη την σωτηρία των ανθρώπων και να αγαλλόταν για αυτήν» (Ζ).

1.45 καὶ μακαρία(1) ἡ πιστεύσασα(2) ὅτι(3) ἔσται τελείωσις(4) τοῖς λελαλημένοις αὐτῇ παρὰ κυρίου.
45 Χαρά σ’ αυτήν που πίστεψε ότι θα εκπληρωθούν τα λόγια που της είπε ο Κύριος».
(1) Εφαρμόζεται στη Μαρία, μολονότι λέγεται γενικά όπως οι μακαρισμοί στην Π.Δ. (L). «Μακάρια είσαι εσύ, Μαρία» (Θφ).
(2) «Ο λόγος αυτός υπαινίσσεται την σιωπή του Ζαχαρία, ότι επειδή απίστησε σε αυτά που ειπώθηκαν σε αυτόν, πήρε την ποινή της σιγής. Μακάρια είσαι εσύ, διότι ξέφυγες από τέτοιο πάθημα» (Ω). Η μετοχή παρ’ όλα αυτά είναι ονομαστική=η οποία πίστεψες.
(3) Διχογνωμία υφίσταται για την έννοια του «ότι». Οι λατίνοι και οι κόπτες μεταφράζουν δ ι ό τ ι, το οποίο υποστηρίζουν και οι p. g. (L). Έτσι ερμηνεύει και ο Ω. «Είσαι μακάρια. Γιατί; Δ ι ό τ ι θα πραγματοποιηθούν με τρόπο τέλειο αυτά». Οι Έλληνες όμως και οι Σύροι δέχονται αυτό ως ειδικό «ότι», κατά αναλογία από παρόμοιες περιπτώσεις (Μάρκ. ια 23,Ιω. στ 69 και προ παντός Πράξ. κζ 25). Η πίστη της Μαρίας σύμφωνα με την τελευταία εκδοχή παρουσιάζεται ανάγλυφη και διακηρύττεται η Μαρία μακάρια, όχι διότι θα εκπληρωθούν αυτά που της ειπώθηκαν, αλλά για την πίστη της (L). Η δεύτερη εκδοχή είναι πιο σωστή.
(4) Η λέξη σημαίνει πραγματοποίηση όπως στο Ιουδ. ι 9 («θα έλθω σε πραγματοποίηση των λόγων»)(L). «Δεν λέχθηκαν μάταια από τον άγγελο» (Ω), αλλά θα εκπληρωθούν, θα λάβουν αυτά πλήρη πραγματοποίηση.

Στίχ. 46-56. Η ωδή της Θεοτόκου.
1.46 Καὶ εἶπε Μαριάμ(1), Μεγαλύνει(2) ἡ ψυχή(3) μου τὸν Κύριον(4),
46 Η Μαριάμ τότε είπε: «Η ψυχή μου δοξάζει τον Κύριο,
(1) Τρία χειρόγραφα της Ιτάλας (λατινική μετάφραση Κ.Δ.) αντί Μαριάμ γράφουν Ελισάβετ. Ομοίως και ο Ειρηναίος στη λατινική μετάφραση. Και ο Ω. μιλά στη λατινική μετάφραση της VII ομιλίας (Migne 13, 1817) για κάποια χειρόγραφα, στα οποία συναντιέται η ίδια γραφή. Για αυτό ο Harnack υποστήριξε ότι η ωδή είναι της Ελισάβετ και όχι της Παρθένου. Την ίδια επίσης ιδέα πριν τον Harnack εξέφρασαν και κάποιοι άλλοι. Όλα όμως τα ελληνικά, συριακά, κοπτικά χειρόγραφα και τα λατινικά από την Αφρική μαζί με τον Τερτυλλιανό γράφουν Μαριάμ. Η γραφή Ελισάβετ, φαίνεται να προήλθε από το ότι για μεγαλύτερη σαφήνεια στη λατινική μετάφραση προστέθηκε σε κάποια χειρόγραφα το Ελισάβετ μετά το Μαριάμ.=Είπε Μαριάμ (τῇ [στην]) Ελισάβετ. Κάποιοι λοιπόν αντιγραφείς είτε από παράβλεψη είτε σκόπιμα θεωρώντας ότι είναι πλεονασμός τα δύο ονόματα, έκοψαν το ένα και προτίμησαν το Ελισάβετ. Άλλωστε και εσωτερικοί λόγοι αποκλείουν αυτό. Δεν μπορούσε ποτέ η Ελισάβετ να πει για τον εαυτό της «θα με μακαρίζουν όλες οι γενιές» (L). Η ωδή αυτή από πολλές πλευρές μιμείται τους ψαλμούς, ιδιαίτερα μάλιστα απηχεί την ωδή της Άννας, μητέρας του Σαμουήλ (Α΄Βασ. β). Κάποιος κριτικός έθεσε το ερώτημα, εάν η Μαρία πριν μιλήσει είχε ξεφυλλίσει την Βίβλο της. Αυτό δεν ήταν καθόλου αναγκαίο. Όλες οι Ισραηλίτιδες εκτρέφονταν από την παιδική τους ηλικία με τους Ψαλμούς, όπως και με τις ωδές της Μαριάμ, της αδελφής του Μωϋσή, της Άννας και της Δεββώρας. Πώς τα λόγια αυτά τα ιερά, δεν θα έρχονταν από μόνα τους στα χείλη της Παρθένου κατά τη στιγμή εκείνη, κατά την οποία βρισκόταν σε θέση ανάλογη; Όχι λιγότερο όμως, είναι εύκολο να αντιληφθεί κάποιος και την διαφορά μεταξύ της ωδής της Μαρίας και των παλαιότερων ωδών (g). Επιπλέον δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η Μαρία βρίσκεται κάτω από θεία έμπνευση, διότι όπως «πριν τον Ιωάννη η Ελισάβετ προφητεύει», έτσι εδώ «πριν τη γέννηση του σωτήρα μας και η Μαρία προφητεύει. Και όπως ακριβώς άρχισε η αμαρτία από την γυναίκα και μετά από αυτό έφθασε στον άνδρα, έτσι και τα αγαθά άρχισαν από τις γυναίκες, για να προτραπούν οι γυναίκες… να μιμηθούν με ζήλο τις ζωές αυτών των μακάριων» (Ω). «Ότι είναι προφήτης η Μαρία… κανείς δεν θα το αρνηθεί, αν θυμηθεί τα λόγια της, τα οποία προφητικά είπε. Διότι τι λέει;… «Διότι να, από τώρα θα με μακαρίζουν όλες οι γενιές»» (Β). Μπορούμε να υποθέσουμε, ότι η Παρθένος ήταν ήδη κατάκοπη από το ταξίδι. Παρ’ όλα αυτά λησμονεί τώρα τον κόπο της και παίρνοντας νέα δυνάμεις από την βεβαίωση της πίστης της από τα λόγια της Ελισάβετ, σπεύδει να δοξολογήσει το Θεό πριν από κάθε ανάπαυση. Και όπως άλλοτε ο δούλος του Αβραάμ, που στάλθηκε «για να πάρει γυναίκα για τον Ισαάκ από τις κόρες των Χαναναίων», αρνήθηκε στον εαυτό του κάθε ξεκούραση λέγοντας «Δεν θα φάω, έως ότου πω τα λόγια μου» (Γεν. κδ 33) τα οποία είχε αναθέσει σε αυτόν ο Αβραάμ, έτσι τώρα και η Παρθένος, σπεύδει πρωτίστως να δοξολογήσει το Θεό. Ο ύμνος αυτός της Θεοτόκου διαιρείται σε 4 στροφές 46-48,49 και 50, 51-53,54 και 55 (p.g.).
(2) Κατά γράμμα σημαίνει κάνω κάποιον ή κάτι μεγάλο, έπειτα αυξάνω, και μαζί με αυτά, με λόγια κάνω κάποιον μεγάλο, δοξολογώ, υμνώ όπως εδώ και στα Πράξ. ι 46,Ψαλμ. λγ 4, ξη 31 (δ).
(3) Η ψυχή είναι κατά τη Γραφή η πνοή της ζωής, που ζωοποιεί το σώμα, άρα και η αρχή της ατομικότητας, η έδρα των ψυχικών ιδιοτήτων, όπως και όλων των εντυπώσεων, οι οποίες έχουν προσωπικό χαρακτήρα. Η λέξη ψυχή μου λοιπόν εδώ περιλαμβάνει όλες τις συγκινήσεις της γυναίκας και της μητέρας, οι οποίες κατακυριεύουν τώρα την καρδιά της Μαρίας και καταλήγουν όλες μαζί σε λατρεία και δοξολογία του Θεού (g).
(4) «Η Παρθένος δοξολογεί το Θεό, αποδίδοντας σε εκείνον το θαύμα, όχι στον εαυτό της» (Θφ). «Επειδή αξιώθηκα τέτοιας μεγάλης και θαυμάσιας χάρης από το Θεό, με άξιο χρέος μεγαλύνει η ψυχή μου τον Κύριο. Διότι όσο υπηρετούμαι με μεγάλο θαύμα και κατόρθωμα, τόσο οφείλω πρώτη να δοξάζω αυτόν που ενεργεί μέσα μου τα παράδοξα» (Ω).

1.47 καὶ ἠγαλλίασε(1) τὸ πνεῦμά(2) μου ἐπὶ τῷ θεῷ(3) τῷ σωτῆρί μου(4),
47 και το πνεύμα μου νιώθει αγαλλίαση για το Θεό, το σωτήρα μου,
(1) Λέξη που σχηματίστηκε από τους ελληνιστές από το αγάλλομαι και συναντιέται συχνά στους Ο΄ (p). Μπαίνει σε αόριστο εδώ, για να δειχτεί ότι η αγαλλίαση αυτή άρχισε πριν, από τη στιγμή που ο άγγελος ευαγγελίστηκε αυτήν (δ).
(2) Ή «πνεύμα να εννοήσεις πάλι την ψυχή» (Ζ), ή, ψυχή και πνεύμα δεν είναι συνώνυμα. Σύμφωνα με τη Γραφή η ψυχή, η έδρα της ατομικότητας, με το σώμα μεν επικοινωνεί με τον γήινο κόσμο, ενώ με τις ανώτερες δυνάμεις της, τις κυρίως πνευματικές, με τον θείο κόσμο (g). Το πνεύμα χαρακτηρίζει την ψυχή αυτήν την ίδια ως την άυλη ουσία, την μόνη που μπορεί να καταλάβει και να συναισθανθεί πνευματικά (δ).
(3) «Χάρηκε, λέει, η ψυχή μου με τον Θεό που με έσωσε» (Ζ). «Ένιωσα τέρψη και γλυκύτητα με το Θεό τον Σωτήρα μου» (Σχ). Η σκέψη ότι ο Θεός σώζει, είναι πηγή χαράς. Δες Αβακ. γ 18: «θα χαρώ με τον Θεό τον σωτήρα μου» (L). Εκείνοι λοιπόν, οι οποίοι έχουν το Χριστό Θεό και Σωτήρα τους, έχουν σπουδαίο λόγο να χαίρονται και να χαίρονται εσωτερικά με χαρά πνευματική, με την οποία και ο ίδιος ο Χριστός χάρηκε (Λουκ. ι 21).
(4) Επομένως η σάρκωση του Θεού Λόγου ήταν και για την Θεοτόκο αναγκαία, διότι με αυτήν σώθηκε και εκείνη, όπως και όλο το ανθρώπινο γένος (δ). «Διότι είναι Σωτήρας μου και Θεός· αφού χαρίζει μέσω εμού σωτηρία στον κόσμο» (Σχ).

1.48 ὅτι(1) ἐπέβλεψεν(2) ἐπὶ τὴν ταπείνωσιν(3) τῆς δούλης(4) αὐτοῦ. ἰδοὺ γὰρ(5) ἀπὸ τοῦ νῦν(6) μακαριοῦσίν με πᾶσαι αἱ γενεαί(7)·
48 γιατί έδειξε την ευμένειά του στην ταπεινή του δούλη. Από τώρα θα με καλοτυχίζουν όλες οι γενιές,
(1) «Έπειτα λέει και την αιτία για την οποία πρέπει να μεγαλύνει τον Κύριο και να αγάλλεται για αυτόν, προσθέτοντας στη συνέχεια, διότι έριψε το βλέμμα του…» (Ω).
(2) Στους κλασσικούς επιβλέπω= παρατηρώ με προσοχή. Στους Ο΄ και εδώ σημαίνει το: ο Θεός ατενίζει κάποιον με έλεος και συμπάθεια. Εδώ=διότι με αγαθή διάθεση έριξε τα μάτια του ο Θεός στην ταπείνωση της δούλης του (δ). Δες Α΄Βασ. α 11 τον λόγο που τοποθετήθηκε στο στόμα της Άννας, μητέρας του Σαμουήλ, ο οποίος όμως δεν περιέχεται στην ωδή: «εάν επιβλέποντας επιβλέψεις στην ταπείνωση της δούλης σου» (L).
(3) «Στην ασημαντότητα. Ταπεινώνει δηλαδή τον εαυτό της ότι είναι ανάξια τόσο μεγάλου πράγματος» (Ζ). «Διότι ποια είμαι εγώ μπροστά σε τόσο μεγάλο έργο; Αυτός επέβλεψε, δεν το περίμενα εγώ. Διότι ήμουν ταπεινή και απέριττη και τώρα μεταβαίνω από τη γη στον ουρανό και με τραβάει ο Θεός σε ανέκφραστο σχέδιο» (Ω). Η λέξη αυτή φανερώνει την κατάσταση της αφάνειας, στην οποία βρισκόταν η παρθένος, παρόλο που καταγόταν από τον Δαβίδ. Δεν είναι κόρη κάποιου από τους άρχοντες της Ιερουσαλήμ, ούτε κάποια ηγεμονίδα που τιμώνταν τότε σαν τέτοια, αλλά μνηστή κάποιου τεχνίτη (g). Παρ’ όλα αυτά η όλη γλώσσα της παρθένου αποπνέει και τη βαθιά της ταπεινοφροσύνη. Για αυτό και είναι σωστή και η παρατήρηση ότι «ο λόγος αυτός ειπώθηκε στην Μαρία όχι τυχαία ούτε χωρίς εξέταση, αλλά λόγω της υπερβολικής της ταπείνωσης, την οποία αγαπά ο Θεός και υπερυψώνει, διότι μιμείται αυτόν που ταπείνωσε τον εαυτό του και πήρε μορφή δούλου… Και στον Ησαΐα λέει· Σε ποιον να ρίψω το βλέμμα μου, παρά μόνο στον ταπεινό και ήσυχο και που τρέμει τα λόγια μου» (Ω).
(4) «Διότι είμαι δούλη του ως πλάσμα του, όπως και τα υπόλοιπα κτίσματα» (Ω).
(5) Αιτιολογεί το επέβλεψεν= «Επειδή επέβλεψε στην ταπείνωση της δούλης του» για αυτό «από τώρα θα με μακαρίζουν…» (Ω).
(6) Από τον τωρινό χρόνο, κατά τον οποίο πρώτη η Ελισάβετ με μακάρισε (δ).
(7) «Θα με μακαρίζουν όχι μόνη εσύ, η Ελισάβετ, αλλά όλες οι γενιές, εννοείται των πιστών. Διότι αν και στα χρόνια της Παναγίας ήταν δυσδιάκριτος ο λόγος της Θεοτόκου, αλλά τώρα όσο περνά ο καιρός, μιλά περισσότερο και φαίνεται η αλήθεια αυτών που προφήτευσε» (Ω). Ο λόγος αυτός, που τόσο επαληθεύεται στα μάτια μας, στο στόμα της Μαρίας ήταν προφητεία (L). Πράγματι λοιπόν «δεν λέει από τη δική της γλώσσα, ότι θα μακαριστεί, αλλά επειδή το Άγιο Πνεύμα ήλθε πάνω της. Προηγήθηκε λοιπόν η προφητεία, και επαληθεύτηκε η έκβαση του λόγου. Διότι ποια γενιά από τότε δεν μακαρίζει την Μαρία;» (Ω).

1.49 (1)ὅτι ἐποίησέ μοι μεγαλεία(2) ὁ δυνατός, καὶ(3) ἅγιον(4) τὸ ὄνομα(5) αὐτοῦ,
49 γιατί ο δυνατός Θεός έκανε σ’ εμένα έργα θαυμαστά. Άγιο είναι τ’ όνομά του.
(1) Στη στροφή αυτή (σ. 49-50) η Μαρία περιγράφει την εκδήλωση των θείων ιδιοτήτων προς αυτήν, οι οποίες έγιναν πηγή της μακαριότητάς της. Και πρώτη στην απαρίθμηση αυτών των ιδιοτήτων αναφέρει την παντοδυναμία, υπαινισσόμενη τον λόγο του αγγέλου στο σ. 35 (g). «Επειδή ακριβώς θα μπορούσε κάποιος να απιστήσει στην ενέργεια της σύλληψης, ότι δηλαδή, ενώ ήταν παρθένα, θα μπορούσε να συλλάβει, με την ονομασία του «δυνατού» διώχνει την απιστία, έτσι ώστε κάποιος να αποδώσει το κατόρθωμα στη δύναμη αυτού που ενεργεί και να μην, εξετάζοντας την φυσική τάξη, ξεπέσει από την αληθινή αποδοχή αυτών που πράγματι συνέβησαν» (Ω).
(2) Τα αλεξανδρινά χειρόγραφα γράφουν: μεγάλα. Εδώ τα μεγάλα και θαυμαστά έργα είναι η αναγγελία της σύλληψης και η ίδια η υπερφυσική σύλληψη, η οποία είναι θαύμα θαυμάτων (δ). Η όλη πρόταση μπορεί να αποτελέσει νέα φράση (που εξαρτάται συντακτικά άμεσα από το Μεγαλύνει), πιο φυσικά όμως μπορεί να εξαρτηθεί από τα αμέσως προηγούμενα (L)=Θα με μακαρίσουν όλες οι γενιές, διότι, «έκανε σε μένα μεγάλα και υπερφυσικά θαύματα αυτός που είναι δυνατός να κάνει αυτά» (Ζ).
(3) Η ακόλουθη πρόταση ή αποτελεί νέα γενική αιτιολογία του «μεγαλύνει» και όχι προσδιορισμό του «δυνατός» (δ), οπότε πρέπει να χωρίσουμε αυτήν από τα προηγούμενα με τελεία, όπως έπραξε ο Nestle, ή, πιο πιθανή εκδοχή, στην εβραϊκή γλώσσα χρησιμοποιείται συχνότατα ο σύνδεσμος κ α ι αντί για αναφορική αντωνυμία=του οποίου το όνομα είναι άγιο (L). Σύμφωνα με την δεύτερη αυτή εκδοχή η παντοδυναμία του Θεού παρουσιάζεται ότι ενήργησε όχι απλώς και μόνο ως φυσική δύναμη, αλλά σε αρμονία με την αγιότητα του Θεού (g).
(4) Η αγιότητα είναι η ιδιότητα της απόλυτης καθαρότητας του Θεού, λόγω της οποίας αποκρούει και τιμωρεί το κακό (δ). Εκφράζει η λέξη την απόλυτη ηθική τελειότητα του Θεού (L). Αξιοσημείωτη και η επόμενη: «Είπε άγιο το όνομά του, φανερώνοντας, ότι σε τίποτα δεν μολύνεται ο καθαρότατος με το να συλλαμβάνεται σε μήτρα γυναίκας, αλλά μένει άγιος» (Θφ).
(5) Το όνομα του Θεού είναι η αποκάλυψη την οποία ο ίδιος παρέχει για τον εαυτό του, η οποία και καθιστά αυτόν γνωστόν ποιος είναι. Οι εκδηλώσεις αυτές, με τις οποίες αποκαλύπτει και φανερώνει τον εαυτό του, είναι όλες άγιες, όπως αυτός είναι άγιος. Το χαρακτηριστικό αυτό της αγιότητας διακρίνει κατά τρόπο εξαιρετικό την σάρκωση του Χριστού από τα αποκρουστικά και απεχθή αντίστοιχα της ειδωλολατρικής μυθολογίας (g).

1.50 καὶ τὸ ἔλεος(1) αὐτοῦ εἰς γενεὰς γενεών(2) τοῖς φοβουμένοις(3) αὐτόν.
50 και το έλεός του υπάρχει από γενιά σε γενιά, σ’ όσους με δέος τον υπακούνε.
(1) Τρίτη τελειότητα του Θεού είναι η ευσπλαχνία. Η Μαρία εξύμνησε τη θεία συγκατάβαση στο σ. 48 σε σχέση με την εκλογή του δικού της προσώπου. Μιλά εδώ για την ευσπλαχνία και το έλεος του Θεού γενικότερα, σε σχέση με όλους τους ευσεβείς Ισραηλίτες, που φοβούνται αυτόν (g). «Και το έλεός του δεν δείχτηκε σε μένα μόνη, αλλά και σε όλους όσους τον φοβούνται» (Θφ).
(2) Αυθεντική γραφή: εις γενεάς και γενεάς. Υπάρχει και η γραφή: εις γενεάν και γενεάν. «Το «εις γενεάν και γενεάν» και το «εις γενεάς γενεών» και τα παρόμοια, σημαίνουν στους Εβραίους το «πάντοτε». Λέει λοιπόν ότι και το έλεός του υπάρχει πάντα σε αυτούς που τον φοβούνται, λέγοντας παρόμοια με τον Δαβίδ που έλεγε (στον Ψαλμ. ρβ 17) «Το έλεος του Κυρίου από του αιώνος και έως του αιώνος σε αυτούς που τον φοβούνται»» (Ζ). Για τη φράση εις γενεάς και γενεάς, δες εις γενεάς γενεών (Ησ. λδ 17), εις γενεάν και γενεάν (Ψαλμ. πη 2) και κατά γενεάν και γενεάν (Α΄Μακ. β 61)(p). Στις γενιές. Μολονότι η εκπλήρωση της υπόσχεσης για έλεος φαινόταν να αργεί πολύ, παρ’ όλα αυτά εκπληρώθηκε και μάλιστα αιωνίως διαμέσου όλων των γενιών (b). Και φανέρωσε τώρα το έλεός του όσο ουδέποτε άλλοτε, στέλνοντας τον Υιό του που έφερε αιώνια δικαίωση και αιώνια σωτηρία που μεταβιβάζεται από τη μία γενιά στην άλλη, διότι τα ευαγγελικά προνόμια έγιναν από το Χριστό κληρονομικά στους πιστούς και ανανεώνονται παντοτινά.
(3) Οι οποίοι αποτελούν τον αληθινό Ισραήλ (g) και τις γενιές εκείνες, οι οποίες θα μακαρίζουν την Μαρία (b). Το να φοβάται κάποιος το Θεό, στην Π.Δ. εκφράζει την αληθινή ευσέβεια (p). Επιβλέπει με βλέμμα συμπάθειας και ελέους σε αυτούς που βλέπουν προς αυτόν με βλέμμα φόβου και ευλάβειας.

1.51 ᾽Εποίησε(1) κράτος ἐν βραχίονι αὐτοῦ(2), διεσκόρπισεν(3) ὑπερηφάνους διανοίᾳ καρδίας(4) αὐτῶν(5)·
51 Έδειξε έμπρακτα τη δύναμή του: διασκόρπισε τους περήφανους και χάλασε τα σχέδια που είχανε στο νου τους.
(1) Η αρχή της τρίτης στροφής. Οι αόριστοι σε αυτήν (σ. 51-53) εξηγήθηκαν με διάφορους τρόπους: 1) ότι σημαίνουν ό,τι ο Θεός έκανε στο παρελθόν, 2) ό,τι ο Θεός θα ενεργήσει το μέλλον, κατά τη στιγμή της μεγάλης μεσσιακής αναμόρφωσης, 3) ό,τι συνήθως ενεργεί, 4) ό,τι άρχισε να ενεργεί στη Μαρία σύμφωνα με το σχέδιό του. Πιο πιθανή είναι η τελευταία εκδοχή, η οποία εξηγεί τους αόριστους ως συνέχεια των προηγούμενων «επέβλεψε» και «εποίησε», έτσι ώστε η γενική ιδέα έχει αφετηρία το παρόν γεγονός. Ό,τι ο Θεός πράττει συνήθως, το ενήργησε ειδικά και στην παρούσα περίσταση, την οποία η Μαρία σωστά θεωρεί ως την αρχή της βασιλείας του Θεού (L). Η μητέρα του Μεσσία δεν κάνει εδώ αόριστες σκέψεις για τον τρόπο που ο Θεός κυβερνά τον κόσμο. Έχει μπροστά της γεγονός, το οποίο έχει απορροφήσει την σκέψη της και του οποίου περιγράφει με θαυμασμό τα αποτελέσματα που θα παραχθούν (g). Ο Θεός συνέλαβε το σχέδιο να φέρει εις πέρας όλα αυτά (στους σ. 51-53) μέσω του Μεσσία και η μητέρα του είχε ήδη λάβει πειραματική απόδειξη αυτού πάνω της (b).
(2) Και το «εποίησε κράτος» και το «εν βραχίονι αυτού» είναι εβραϊσμοί. Για την πρώτη φράση δες Ψαλμ. ριζ 15 («το δεξί χέρι του Κυρίου έδειξε δύναμη»). Για τη λέξη βραχίων με την έννοια της θείας δύναμης, δες Πράξ. ιγ 17,Ιω. ιβ 38,Ψαλμ. μγ 3, 97,1 κλπ. Η φράση «με χέρι δυνατό και με βραχίονα υψηλό» είναι συχνή στους Ο΄ (Δευτ. δ 34,ε 15,στ 21,κστ 8)(p). «Έκανε κάτι μεγαλειώδες, έκανε νίκη με τη δύναμή του. Διότι ο βραχίων εδώ σημαίνει την δύναμη. Διότι αυτοί που αγωνίζονται, έχουν τη δύναμη στον βραχίονα» (Ζ).
(3) Ο Θεός λέγεται ότι διασκορπίζει τους υπερήφανους, όταν ματαιώνει τα σχέδιά τους και εκμηδενίζει τις επινοήσεις των καρδιών τους. Δες και Ιώβ ε 13 («αυτός συλλαμβάνει τους σοφούς στην πανουργία τους και η απόφαση των δολίων ανατρέπεται»). Η εικόνα έχει παρθεί από τον διασκορπισμό και την φυγή ηττημένου στρατεύματος (ο).
(4) «Τους υπερήφανους μέσα στη διάνοια της καρδιάς τους, τους υπερήφανους μέσα στον ίδιο τους τον εαυτό» (Ζ). Τους υπερήφανους στις σκέψεις, τις ιδέες της καρδιάς, δηλαδή της ψυχής τους (δ). Η Μαρία τονίζει εδώ τις διανοητικές τους διαθέσεις. Υπερηφανεύονται με τις σκέψεις τους (L). Καρδιά εδώ είναι η εστία της αυτόματης ζωής, από την οποία απορρέουν οι ωθήσεις της θέλησης και οι κινήσεις που εμπνέουν τη σκέψη (g).
(5) Η Μαρία εννοεί εδώ όλους εκείνους, οι οποίοι υπερτιμούν τους εαυτούς τους και θεωρούν ότι είναι κάτι, είτε Ιουδαίοι είναι αυτοί είτε ειδωλολάτρες (g). Υπερήφανοι άνθρωποι φαντάζονται, ότι τα πάντα μπορούν να πετύχουν επιβάλλοντας τα σχέδιά τους και τις θελήσεις τους. Αλλά ο Θεός διασκορπίζει αυτούς ματαιώνοντας τις αλαζονικές συλλήψεις της διάνοιάς τους με τα ίδια μέσα και τις βουλές, με τα οποία εκείνοι φαντάζονταν ότι θα προωθούσαν και θα επέβαλλαν τους εαυτούς τους. Παράδειγμα αυτού είναι αυτοί που επιχείρησαν την ανέγερση του πύργου Βαβέλ, με τον οποίο επιζητούσαν να δημιουργήσουν δεσμό ένωσης και απέβη αυτός πηγή χωρισμού και διαίρεσης.

1.52 (1)καθεῖλε δυνάστας(2) ἀπὸ θρόνων(3) καὶ ὕψωσεν ταπεινούς(4),
52 Καθαίρεσε άρχοντες από τους θρόνους τους και ταπεινούς ανύψωσε.
(1) «Μοιάζουν αυτά με τα λόγια της Άννας, της μητέρας του Σαμουήλ που είπε· ο Κύριος φτωχαίνει και πλουτίζει, ταπεινώνει και ανυψώνει (Α΄Βασ. β 7)» (Ζ). Προ παντός όμως το παρόν χωρίο μοιάζει με το Σοφ. Σειράχ ι 14 «Θρόνους αρχόντων γκρέμισε ο Κύριος και έβαλε πράους να κάτσουν αντί για αυτούς». Η ίδια ιδέα εκφράζεται και στο Ψαλμ. ρμε 7 και Ιώβ ιβ 19,ε 11,Ιεζ. κα 26 (L).
(2) Η λέξη δυνάστες βγαίνει από το ρήμα δύναμαι· οι ισχυροί γενικά (δ). Οι άρχοντες που δεν δικαιούνται να λάβουν τον τίτλο του βασιλιά (L). Οι ισχυροί, που είναι την ίδια στιγμή και βίαιοι και διατεθειμένοι να καταχραστούν την εξουσία τους (g).
(3) Η αλαζονεία και υπερηφάνεια είναι χαρακτηριστικό των δυναστών.
(4) Πιθανώς ταπεινούς εννοεί εδώ πρωτίστως τους καταπιεζομένους φτωχούς σε αντίθεση με τους τυραννικούς άρχοντες (p). Ο Μεσσίας θα ανατρέψει την κατάσταση αυτή των πραγμάτων. Θα ταπεινώσει τους πρώτους και θα υψώσει τους δεύτερους. Εγγύηση για αυτό είναι η εκλογή της Μαρίας (g). Είναι δυνατόν οι σκέψεις αυτές να δημιουργήθηκαν στο πνεύμα της Μαρίας μετά την υπόσχεση του αγγέλου, ότι ο υιός της θα καθίσει στο θρόνο του Δαβίδ (L). Όταν οι υπερήφανοι Φαρισαίοι απορρίφθηκαν και οι τελώνες και αμαρτωλοί ήλθαν πριν από αυτούς στη βασιλεία των ουρανών· όταν οι Ιουδαίοι, οι οποίοι «επεδίωκαν τον νόμο της δικαιοσύνης», «δεν έφθασαν στο νόμο της δικαιοσύνης», ενώ τα έθνη «που δεν επεδίωκαν δικαιοσύνη, τα πρόφτασε η δικαιοσύνη» (Ρωμ. θ 30)· όταν ο Θεός δεν διάλεξε τους «σωματικά σοφούς και δυνατούς», «αλλά τα ανόητα του κόσμου διάλεξε ο Θεός και τα ασθενή του κόσμου και τα εξουθενημένα», τότε έριξε δυνάστες από θρόνους και ύψωσε ταπεινούς. Όταν καταρρίφθηκε η τυραννία των αρχιερέων και των πρεσβυτέρων, οι οποίοι για πολύ κυριάρχησαν στην κληρονομία του Θεού και ήλπιζαν ότι πάντοτε θα κυριαρχούσαν πάνω της, και οι μαθητές του Χριστού, οι οποίοι ήταν ένας όμιλος ψαράδων περιφρονημένων, ντύθηκαν δύναμη από ψηλά, για να καθίσουν σε 12 θρόνους κρίνοντας τις 12 φυλές του Ισραήλ· όταν η δύναμη των 4 μοναρχιών συντρίφτηκε και η βασιλεία του Μεσσία, η πέτρα που κόπηκε «από το βουνό χωρίς χέρι, έγινε μεγάλο βουνό και γέμισε όλη τη γη» (Δαν. β 35) τότε οι δυνάστες έπεσαν από τους θρόνους τους και οι ταπεινοί ανυψώθηκαν.

1.53 (1)πεινῶντας(2) ἐνέπλησεν ἀγαθῶν(3) καὶ πλουτοῦντας ἐξαπέστειλε(4) κενούς(5).
53 Ανθρώπους που πεινούσαν τους γέμισε με αγαθά και πλούσιους τους έδιωξε με χέρια αδειανά.
(1) Τις μετοχές πεινῶντας, πλουτοῦντας δεν πρέπει να τις πάρουμε ούτε αποκλειστικά με έννοια κοινωνική ούτε αποκλειστικά με έννοια πνευματική. Εκφράζονται με αυτές και οι δύο έννοιες, και η πνευματική και η πρόσκαιρη (g).
(2) Η Μαρία διακηρύσσει την αμοιβή και της πνευματικής πείνας. Εάν μία ζωντανή ύπαρξη πρόκειται να ωφεληθεί και να ενισχυθεί με τροφή, είτε στο σώμα είτε στο πνεύμα, πρέπει να υποδέχεται τη σωματική ή πνευματική τροφή με επιθυμία και όρεξη. Αυτό γίνεται ολοφάνερο στη λειτουργία του σώματος. Η τροφή δεν ωφελεί, πολλές φορές μάλιστα και βλάπτει τον ζωντανό οργανισμό, όταν δεν υπάρχει σε αυτόν όρεξη και πείνα για αυτήν. Το ίδιο συμβαίνει και στην πνευματική ζωή. Εάν η διάνοια δεν έχει πόθο να γνωρίσει την αλήθεια και εάν η καρδιά δεν διψά την απολύτρωσή της και τον εξαγιασμό της, διώχνεται άδεια από τον Σωτήρα. Με την βία δεν μπαίνουν οι σωτήριες αλήθειες στην ψυχή. Εάν όμως κάποιος επιχειρήσει να πράξει αυτό, θα προκαλέσει στα βάθη της καρδιάς που εξαναγκάζεται, μυστική και υποκρυπτόμενη ή και φανερή και απροκάλυπτη εχθρότητα προς την αλήθεια και τον Σωτήρα. Να γιατί ο προφήτης παρακαλούσε λέγοντας: «Φώτισε τα μάτια μου μήπως κοιμηθώ με αποτέλεσμα τον θάνατο». Και να γιατί και εμείς πρέπει διαρκώς να φωνάζουμε: «Με τον πόθο σου κέντησε τις ψυχές μας Κύριε».
(3) Τα αγαθά με τα οποία ο Θεός χορταίνει τους πεινασμένους, είναι προ παντός τα αγαθά της σωτηρίας, αλλά της σωτηρίας στην πληρότητά της, ως κατάστασης πνευματικής δηλαδή αιώνιας, αλλά και πρόσκαιρης. Μαζί με τη συγχώρηση και αγιότητα θα δώσει ο Θεός σε αυτούς την δόξα και την ευτυχία (g). Πολύ αξιόλογη και η επόμενη παρατήρηση: «Τους πεινασμένους από τη μία, δηλαδή τους εθνικούς που λιμοκτονούσαν από θεία λόγια και διδασκαλία, τους γέμισε με αγαθά, τα αγαθά της νέας διαθήκης. Τους Ιουδαίους, από την άλλη, που ήταν πλούσιοι λόγω του νόμου και χόρταιναν με τους προφήτες, τους έδιωξε άδειους, αφού δεν δέχτηκαν τον προβαλλόμενο από το νόμο και τους προφήτες Χριστό, τον Θεό μας» (Σχ.).
(4) Έστειλε έξω από τον εαυτό του, δηλαδή μακριά του. Εδώ έχει την έννοια του: διώχνω με περιφρόνηση. Οι Ο΄ χρησιμοποιούν το ρήμα για τους άνδρες που διώχνουν τις γυναίκες τους. Δευτ. κδ 1,2 (δ).
(5) Η φράση εξαποστέλλω κενούς βρίσκεται και στο Λουκ. κ 10 και Ιώβ κβ 9 («τις χήρες τις εξαπέστειλες κενές») και σημαίνει το διώχνω κάποιον από μπροστά μου, αφού προηγουμένως αφαιρέσω από αυτόν όλα τα υπάρχοντά του και τον αφήσω φτωχό (δ). Μπορεί όμως και να σημαίνει απλώς, ότι ο Θεός δεν θα δώσει σε αυτούς τα αγαθά του, αλλά θα διαψευστεί η ελπίδα που είχαν να πάρουν αγαθά. Με την έννοια αυτή συμφωνούν και τα Ιουδίθ α 11,Μάρκ. ιβ 3,Λουκ. κ 10 (L). Πολλοί οι οποίοι υπήρξαν φτωχότατοι, ώστε να στερούνται και του άρτου, με θαυμαστή υπέρ τους μεταστροφή της θείας Πρόνοιας γέμισαν με αγαθά, ενώ άλλοι πλουσιότατοι, οι οποίοι ελπίζοντας στον πλούτο τους φαντάζονταν ότι κάθονται σε βουνό αμετακίνητο και αδιάσειστο, φτώχυναν ανέλπιστα και διώχτηκαν κενοί από αγαθά. Αλλά και στον πνευματικό πλούτο όσοι αισθάνθηκαν την ανάγκη του Σωτήρα και πόθησαν την μέσω αυτού δικαίωση, γέμισαν με τα αγαθά της σωτηρίας και δόθηκαν σε αυτούς πλουσιοπάροχα οι χάρες και ευλογίες του Χριστού. Οι διψασμένοι και κουρασμένοι θα βρουν ανάπαυση στο Χριστό και θα κληθούν από αυτόν να έλθουν σε αυτόν και να πιούν. Διότι μόνο αυτοί γνωρίζουν την αξία των δωρεών του. Όσοι όμως λένε, όπως ο άγγελος της εκκλησίας της Λαοδικείας «είμαι πλούσιος και έχω πλουτίσει και δεν έχω ανάγκη κανέναν» (Αποκ. γ 17), είναι γεμάτοι από τον εαυτό τους και από την δικαιοσύνη τους και νομίζουν τους εαυτούς τους αυτάρκεις. Αλλά αυτοί θα διωχτούν από την πόρτα του, δεν θα γίνουν δεκτοί από τον Κύριο και θα διωχτούν άδειοι.

1.54 ἀντελάβετο(1) ᾽Ισραὴλ παιδὸς αὐτοῦ(2), μνησθῆναι(3) ἐλέους,
54 Βοήθησε το δούλο του, τον Ισραήλ, μην ξεχνώντας την υπόσχεση
(1) Η συνηθισμένη βιβλική σημασία του αντιλαμβάνομαι είναι: πιάνω στερεά κάτι για να στηρίξω ή να βοηθήσω αυτό (Πράξ. κ 35,Σοφ. Σειρ. β 6)· οπότε αντίληψη=βοήθεια (Α΄ Κορ. ιβ 28,Ψαλμ. κα 20,πγ 8) και αντιλήπτωρ= ο βοηθός (Ψαλμ. ιζ 3,νγ 6)(p).
(2) «Τον Ισραηλιτικό λαό, τον δούλο του. Διότι παιδί τώρα, εννοεί τον δούλο» (Ζ). «Εδώ ταιριάζει στον κατά σάρκα Ισραήλ, διότι πολλές μυριάδες από αυτούς αφού πίστεψαν στον Κύριο, σώθηκαν» (Ω). Τον όρο Ισραήλ δεν πρέπει να τον πάρουμε με έννοια πνευματική, σαν να επρόκειτο για την εκκλησία. Από την άλλη όμως δεν πρέπει να εννοήσουμε με την ονομασία αυτή το σύνολο του Ισραηλιτικού λαού, αλλά τον Ισραήλ ως δούλο του Θεού, τους αληθινούς Ισραηλίτες που φοβούνται τον Θεό (g).
(3) Ή είναι τελικό απαρέμφατο=για να θυμηθεί· για να μην ενεργήσει απέναντι στον Ισραήλ σαν να μην θυμόταν (g). Ή, το απαρέμφατο έχει έννοια συμπερασματική, σαν να υπήρχε πριν από αυτό το «ώστε» (L)=Ώστε να θυμηθεί το έλεος· δηλαδή για να αποδείξει, ότι δεν είχε λησμονήσει, όπως θα μπορούσε κάποιος να υποθέσει (p). (Ο δ. εξαρτά το απαρέμφατο από το ελάλησεν, όπως θα δούμε αμέσως). Μάλλον η δεύτερη εκδοχή είναι πιο σωστή.

1.55 καθὼς ἐλάλησεν πρὸς τοὺς πατέρας ἡμῶν(1), τῷ ᾽Αβραὰμ καὶ τῷ σπέρματι αὐτοῦ(2) εἰς τὸν αἰῶνα(3).
55 που είχε δώσει στους προγόνους μας, ότι δηλαδή θα σπλαχνιστεί τον Αβραάμ και τους απογόνους του για παντοτινά».
(1) Ή, η πρόταση καθὼς ἐλάλησεν πρὸς τοὺς πατέρας ἡμῶν είναι προσδιοριστική του αντελάβετο και πρέπει να εξηγηθεί: βοήθησε τον δούλο του Ισραήλ, όπως είπε στους πατέρες μας υποσχόμενος να θυμηθεί να δώσει έλεος στον Αβραάμ (δ). Ή, πρέπει να θεωρήσουμε αυτήν ως παρενθετική πρόταση που αναφέρεται στο μνησθῆναι= Ο Θεός θυμήθηκε ό,τι είχε υποσχεθεί (L). «Θυμήθηκε το έλεός του όπως είπε και τα επόμενα της φράσης, εκπληρώνοντας αυτό ακριβώς που είχε πει σε αυτόν (τον Αβραάμ), ότι «θα ευλογηθούν με το σπέρμα σου όλες οι φυλές της γης»» (Σχ.). Για όσο η παροχή των ευλογιών αυτών αναβαλλόταν, αυτοί που τις ανέμεναν ήταν συχνά έτοιμοι να ρωτήσουν: λοιπόν λησμόνησε ο Θεός το έλεός του; Τώρα όμως έκανε φανερό, ότι δεν είχε λησμονήσει αλλά θυμόταν την σχετικά με το έλεος υπόσχεσή του και ανέβαλλε στον κατάλληλο χρόνο την εκπλήρωσή της. Θυμήθηκε το κατά τα προηγούμενα χρόνια έλεός του, όταν έβγαλε αυτούς από τη γη της Αιγύπτου και ανανέωσε αυτό χύνοντας στον νέο Ισραήλ πνευματικές ευλογίες και χάρες.
(2) Θα συνδεθεί με το μνησθῆναι ἐλέους=για να θυμηθεί το έλεός του προς τον Αβραάμ και το σπέρμα του (δ). Λιγότερο πιθανή ερμηνεία: «Όπως είπε. Έπειτα λέει και σε ποιους είπε… ότι δηλαδή είπε στον Αβραάμ και στο σπέρμα του, δηλαδή τον Ισαάκ και τον Ιακώβ και περισσότερο από όλους στον Δαβίδ» (Ζ). Σύμφωνα με την εκδοχή όμως αυτή το «εἰς τὸν αἰῶνα» απομακρύνεται πολύ από τη λέξη στην οποία αναφέρεται= «να θυμηθεί έλεος αιώνιο, παντοτινό» (Ζ) το οποίο είναι τελείως απίθανο.
(3) Υπάρχει και η γραφή: έως αιώνος. Η φράση εις τον αιώνα είναι συνηθισμένη στους ψαλμούς, όπως και η «εις τον αιώνα του αιώνος» (Εβρ. α 8) και «εις αιώνα αιώνος» (p). Σημαίνει περίοδο χρονική, διάρκειας ατελείωτης (g). Είναι πιο φυσικό να συνδεθεί με το «καὶ τῷ σπέρματι αὐτοῦ» (δ). Ό,τι ο Θεός είπε και υποσχέθηκε, θα πραγματοποιηθεί. Ό,τι είπε στους πατέρες, θα το δουν να εκτελείται και να επαληθεύεται οι γιοι και οι γιοι των γιων με ευλογίες, οι οποίες θα είναι αιώνιες.

1.56 ῎Εμεινεν δὲ Μαριὰμ σὺν αὐτῇ(1) ὡσεί μῆνας τρεῖς(2), καὶ ὑπέστρεψεν εἰς τὸν οἶκον αὐτῆς.
56 Η Μαριάμ έμεινε με την Ελισάβετ περίπου τρεις μήνες και ύστερα γύρισε στο σπίτι της.
(1) «Με τη συμφωνία εννοείται και του αρραβωνιαστικού. Διότι ήξερε ο Ιωσήφ και τον Ζαχαρία και την Ελισάβετ ως αγίους ανθρώπους, και με μεγάλη χαρά εμπιστεύθηκε σε αυτούς την παρθένο, όχι μόνο επειδή ήταν συγγενείς της, αλλά και επειδή ήταν άψογοι ηθικά» (Ζ). Έμεινε λοιπόν στην Ελισάβετ «επειδή ήξερε το μυστήριο σχετικά με αυτήν και για αυτό την αγαπούσε και αγαπιόταν» (Ζ).
(2) «Να σχεδόν εννέα μήνες» (Θφ). Δηλαδή μέχρι το χρόνο κατά τον οποίο η Ελισάβετ θα γεννούσε. Παρέμεινε η παρθένος στον τοκετό; Σύμφωνα με τη γνώμη τη γενική των Ελλήνων ερμηνευτών, αντιθέτως με αυτήν των Λατίνων, δεν παρέμεινε. Οι νεότεροι (ανάμεσα στους οποίους και οι g.p.) θεωρούν απίθανο η Παρθένος να αρνήθηκε να προσφέρει τις υπηρεσίες της στην Ελισάβετ κατά την κρίσιμη αυτή στιγμή της ζωής της. Όπως σωστά όμως παρατηρεί ο L. από μόνο του το κείμενο του Λουκά υποδηλώνει μάλλον ότι η Μαρία αναχώρησε πριν από τα γεγονότα, των οποίων ακολουθεί αμέσως η αφήγηση. Οι Έλληνες επίσης ερμηνευτές από την άλλη, μιλούν με βάση την ευπρέπεια σύμφωνα με τα ανατολικά έθιμα, τα οποία αυτοί γνώριζαν καλά. «Η παρθένος φεύγει λόγω του πλήθους αυτών που επρόκειτο να βοηθήσουν στη γέννα» (Θφ), «δείχνοντας σεβασμό προς αυτούς που όφειλαν λόγω του μωρού να τρέξουν στο σπίτι του Ζαχαρία. Ήταν όμως και συνήθεια να φεύγουν οι παρθένες, όταν επρόκειτο να γεννήσει η έγκυος» (Ζ).

Στίχ. 57-66. Η γέννηση του Ιωάννη.
1.57 Τῇ δὲ ᾽Ελισάβετ ἐπλήσθη ὁ χρόνος(1) τοῦ τεκεῖν αὐτήν, καὶ ἐγέννησεν(2) υἱόν.
57 Όταν συμπληρώθηκε ο καιρός να γεννήσει, η Ελισάβετ έκανε γιο.
(1) Επλήσθη ο χρόνος=συμπληρώθηκε ο χρόνος. Δες και Λουκ. β 6,21,22. Και στους Ο΄ Γεν. κε 24 (δ). Δες και Γεν. κθ 21,Λευϊτ. ιβ 4,6,Αρ. στ 5 κλπ. Εβραϊκοί τρόποι έκφρασης (p). Παρόλο που με θαύμα συνέλαβε η Ελισάβετ, η κύηση του εμβρύου ακολούθησε τα στάδια και την χρονική διάρκεια όπως είναι φυσικά καθορισμένα. Οι σχετικά με το έλεος επαγγελίες και υποσχέσεις του Θεού θα πραγματοποιηθούν, όταν έλθει το πλήρωμα του χρόνου και ο καιρός ο κατάλληλος για εκπλήρωσή τους. Πρέπει λοιπόν να εγκαρτερούμε με ακράδαντη ελπίδα, ελεύθεροι από κάθε αγωνία ή ανυπομονησία.
(2) Κατά κυριολεξία άρμοζε το ρήμα έτεκε (δ).

1.58 καὶ ἤκουσαν οἱ περίοικοι(1) καὶ οἱ συγγενεῖς αὐτῆς ὅτι ἐμεγάλυνε κύριος τὸ ἔλεος(2) αὐτοῦ μετ᾽ αὐτῆς(3), καὶ συνέχαιρον(4) αὐτῇ.
58 Οι γείτονες και οι συγγενείς άκουσαν ότι ο Κύριος έδειξε μεγάλη ευσπλαχνία σ’ αυτήν και χαίρονταν μαζί της.
(1) Έτσι οι Ο΄ μετέφρασαν την εβραϊκή λέξη που σημαίνει τον γείτονα (Δευτ. α 7)(δ). Έρχονται πρώτα οι γείτονες επειδή κατοικούσαν κοντά και είχαν να διανύσουν λιγότερο δρόμο (g).
(2) Το ρήμα εμεγάλυνε δεν χρησιμοποιείται και εδώ με την έννοια, με την οποία και στο σ. 46, αλλά ούτε και τελείως με την κατά γράμμα έννοια όπως στο Ματθ. κγ 5, αλλά μάλλον με τη σημασία του: έδειξε ολοφάνερο έλεος. Δες Γεν. ιθ 19 (p). Σημαίνει η έκφραση αυτή ότι δείχνει ο Κύριος το μεγάλο του έλεος προς κάποιον. Εδώ λοιπόν η προς την στείρα ένδειξη του μεγάλου ελέους, ήταν το να καταξιωθεί αυτή να γίνει μητέρα (δ).
(3) Το μετ᾽ αὐτῆς δεν σημαίνει ότι συνεργάστηκε και αυτή με το Θεό, αλλά ότι ο Θεός ήλθε σε σχέση ελέους με αυτήν. Δες σ. 72,Λουκ. ι 37 και Α΄Βασ. ιβ 24 (p).
(4) Ή, λιγότερο πετυχημένη ερμηνεία, με την έννοια του προσφέρω συγχαρητηρίους ευχές, όπως και εμείς το χρησιμοποιούμε συνήθως (δ). Ή, έχουμε εδώ την πρώτη επαλήθευση των λόγων του αγγέλου στο σ. 14 (g). Και σημαίνει χαίρονταν μαζί της. Δες Λουκ. ιε 6,9 και Α΄Κορ. ιβ 26 (p). Προκαλεί η γέννηση των αγίων χαρά περισσότερων ανθρώπων, διότι αυτή είναι κοινό αγαθό (Αμβρόσιος).

1.59 Καὶ ἐγένετο ἐν τῇ ὀγδόῃ(1) ἡμέρᾳ ἦλθον(2) περιτεμεῖν(3) τὸ παιδίον, καὶ ἐκάλουν(4) αὐτὸ ἐπὶ τῷ ὀνόματι τοῦ πατρὸς αὐτοῦ Ζαχαρίαν(5).
59 Όταν το παιδί έγινε οχτώ ημερών, ήρθαν να του κάνουν περιτομή και ήθελαν να του δώσουν το όνομα Ζαχαρίας, όπως λεγόταν ο πατέρας του.
(1) Όγδοη από τη γέννηση συμπεριλαμβανομένης και της ημέρας της γέννησης (δ) «σύμφωνα με το νόμο» (Ζ). Δες Γεν. κα 4,Λευΐτ. ιβ 3 (δ).
(2) Υποκείμενο είναι αυτό του προηγούμενου στίχου, δηλαδή «οι περίοικοι και οι συγγενείς» (δ).
(3) Η περιτομή γινόταν είτε από τον πατέρα (Γεν. ιζ 23), είτε από οποιονδήποτε άλλον, ακόμη και γυναίκα (Εξ. δ 25), πάντοτε όμως από Εβραίο και όχι εθνικό. Αυτών όμως που είχαν κάποια ηλικία γινόταν συνήθως η περιτομή από γιατρό (Ιωσήπου Ιουδ. Αρχαιολ. ΧΧ,2,5)(δ).
(4) Όχι απλώς επιθυμούσαν να ονομάσουν, αλλά άρχισαν να τον ονομάζουν (p). Δείχνει απόπειρα που δεν ευοδώθηκε (g). Η συνήθεια του να συνδυάζουν την ονοματοδοσία με την περιτομή, ίσως προήλθε από το ότι ο Άβραμ άλλαξε το όνομα σε Αβραάμ όταν περιτμήθηκε (p).
(5) «Διότι πολλοί γιοι ονομάστηκαν με τα ονόματα των πατέρων τους» (Ζ). Υπήρχε τέτοια συνήθεια στους Εβραίους (Ιωσηπ. Βίος Ι,Αρχαιολ. XIV,1,13)(p). Σε αυτήν εδώ την περίπτωση βοηθούσε στην προτίμηση του ονόματος και το ότι αναμενόταν από τον Ιωάννη, ως μόνο αντιπρόσωπο και κληρονόμο του γένους του Ζαχαρία, να συνεχίσει την οικογένειά του (b).

1.60 καὶ ἀποκριθεῖσα(1) ἡ μήτηρ αὐτοῦ εἶπεν, Οὐχί, ἀλλὰ κληθήσεται ᾽Ιωάννης(2).
60 Η μητέρα του όμως είπε: «Όχι, Θα ονομαστεί Ιωάννης».
(1) Οι γείτονες και οι φίλοι περίμεναν την απάντηση και συμφωνία της μητέρας. Το ἀποκριθεῖσα λοιπόν λέγεται με την κύρια σημασία της λέξης.
(2) Ή, ο Ζαχαρίας είχε ήδη από πριν ανακοινώσει με γραφίδα το όνομα αυτό στην Ελισάβετ (L.g.p.). Ή «η Ελισάβετ επειδή ήταν προφήτης και παρακινούνταν από το άγιο Πνεύμα, παρόλο που δεν άκουσε την αποκάλυψη του ονόματος του παιδιού που έγινε στον άνδρα, μέσω του Πνεύματος έμαθε το όνομα που είπε ο άγγελος και είπε ότι το παιδί ονομάζεται Ιωάννης» (Ω). Έτσι ερμηνεύουν και οι Ζ.Θφ. δ.b. Η δεύτερη εκδοχή είναι πιο πιθανή. Διότι εάν η Ελισάβετ είχε μάθει το όνομα από τον Ζαχαρία με επιστολή, δεν θα υπήρχε ανάγκη να ρωτήσουν και πάλι τον Ζαχαρία για αυτό, όπως μας πληροφορεί ο σ. 62 (b). Μαζί με αυτά και ο θαυμασμός των οικείων, όταν ο Ζαχαρίας έγραψε το ίδιο όνομα δείχνει σαφώς, ότι την συμφωνία του με την σύζυγο, την απέδιδαν σε ενέργεια υπερφυσική (δ).

1.61 καὶ εἶπον πρὸς αὐτὴν ὅτι οὐδείς ἐστιν εν τῆ συγγενεία σου(1) ὃς καλεῖται τῷ ὀνόματι τούτῳ(2).
61 Τότε της είπαν: «Μα δεν υπάρχει κανένας απ’ τους συγγενείς σου που να έχει το όνομα αυτό».
(1) Υπέθεσαν κατ’ αρχήν, ότι η Ελισάβετ μη συμφωνώντας στο όνομα Ζαχαρίας, έπραξε αυτό διότι, προτιμούσε να βάλει όνομα από τη δική της οικογένεια (b).
(2) Υπήρχε στους Εβραίους η συνήθεια να παίρνει το παιδί το όνομα του πατέρα ή κάποιου συγγενούς (Τωβίτ α 9,Ιωσήπου Αρχαιολ. XIV 1,3). Τέτοια συνήθεια επικρατούσε και στους αρχαίους Έλληνες, όπως και σε μας τώρα (δ).

1.62 ἐνένευον(1) δὲ τῷ πατρὶ αὐτοῦ τὸ τί ἂν θέλοι(2) καλεῖσθαι αὐτόν.
62 Με νοήματα ρώτησαν τον πατέρα του τι όνομα θα ήθελε να δώσει στο παιδί·
(1) Λέγεται μοναδική φορά η λέξη. Συναντιέται και στους Ο΄ (Παροιμ. στ 13,ι 10) και σημαίνει ρωτώ με νεύματα (δ). Ο Ζαχαρίας λοιπόν ήταν συγχρόνως και κουφός και άλαλος ή τουλάχιστον παρείχε τέτοια εντύπωση (L). Για αυτό «ρωτούσαν με νοήματα, διότι δεν μπορούσε ούτε να ακούει» (Ζ). Έτσι λέει και ο Ω.
(2) Αυτή ήταν η ερώτηση· το άρθρο (το) μπαίνει σε περίπτωση έμμεσης ερώτησης για πρόκληση της προσοχής του αναγνώστη (δ). Η ευκτική πτώση μαζί με το «αν» δεν συναντιέται στην Κ.Δ. παρά μόνο στο Λουκά (Λουκ. α 62,στ 11,θ 46,ιη 36,Πράξ. ε 24,η 31,ι 17,ιζ 18,κστ 29). Είναι λοιπόν ένα από τα χαρακτηριστικά του ύφους του Λουκά. Το «ἂν» μαζί με την δυνητική ευκτική προσδίδει στην ερώτηση κάτι το ευλαβές (L)=Ποιο όνομα θα ήθελε ο Ζαχαρίας να δώσει στο παιδί (g).

1.63 καὶ αἰτήσας(1) πινακίδιον(2) ἔγραψεν λέγων(3), ᾽Ιωάννης ἐστὶν(4) το ὄνομα αὐτοῦ. καὶ ἐθαύμασαν(5) πάντες.
63 αυτός ζήτησε μια μικρή πλάκα και έγραψε: «Ιωάννης είναι το όνομά του»· κι όλοι απόρησαν.
(1) «Ζήτησε όχι με φωνή, αλλά παρόμοια με νεύμα» (Ζ).
(2) =μικρός πίνακας. Η λέξη πίναξ που παράγεται από το δένδρο πίνο (πίτυος ή πεύκης) σημαίνει σανίδα τετράγωνη ή ορθογώνια, την οποία κάλυπταν με κερί και χρησιμοποιούσαν για γραφή (δ).
(3) Ή «με το που έγραψε ο Ζαχαρίας στον πίνακα ότι Ιωάννης είναι το όνομά του, αμέσως με τη χάρη του Θεού άνοιξε το στόμα του» (Ω) =την ώρα που έγραψε φώναξε και το όνομα. Ή, όπως λένε όλοι σχεδόν οι νεότεροι, πρόκειται για εβραϊκό τρόπο έκφρασης, σύμφωνα με την οποία η λέξη «λέγων» που ανταποκρίνεται στην εβραϊκή λέξη λεμώρ, λέγεται κυριολεκτικά και για αυτό που λέγεται με γραφή και όχι με φωνή (g). Επομένως εδώ πρέπει να ερμηνεύσουμε: έγραψε με τις ίδιες τις λέξεις τα εξής (δ).
(4) Με το «ἐστὶν (=είναι)» ο Ζαχαρίας δείχνει ότι το όνομα αυτό, τού είχε ήδη δοθεί από το Θεό και ο πατέρας μαρτυρεί μόνο αυτό που έχει συντελεστεί (δ).
(5) Λιγότερο πιθανή ερμηνεία· θαύμασαν λόγω της εκλογής ονόματος τελείως ξένου με την οικογένεια και το οποίο εξέφραζε έννοια εξόχως σημαντική (g). Πιο σωστά «θαύμασαν πώς αφού ούτε άκουσε αυτό από την Ελισάβετ, ούτε μπορούσε να πει αυτό ο ίδιος σε αυτήν, συμφώνησε. Διότι ήταν φυσικό η Ελισάβετ να τους πληροφόρησε ότι, το όνομα αυτό δεν το είπε στον Ζαχαρία με γραφή ούτε το άκουσε αυτός» (Ζ).

1.64 ἀνεῴχθη δὲ τὸ στόμα(1) αὐτοῦ παραχρῆμα καὶ ἡ γλῶσσα(2) αὐτοῦ, καὶ ἐλάλει εὐλογῶν(3) τὸν θεόν(4).
64 Αμέσως το στόμα του άνοιξε, λύθηκε η γλώσσα του και άρχισε να μιλάει δοξάζοντας το Θεό.
(1) Λέγεται με εβραϊκό τρόπο έκφρασης, με την έννοια του: πήρε πίσω την χρήση του πιο κύριου από τα φωνητικά όργανα. Δες και Αρ. κβ 28 (δ). «Άνοιξε, με την έννοια του ελευθερώθηκε ώστε να μιλήσει. Είναι φανερό βεβαίως ότι και η ακοή ελευθερώθηκε μαζί. Διότι όπως ακριβώς κρατήθηκε μαζί, έτσι επομένως και ελευθερώθηκε μαζί» (Ζ). Η αιτία όμως, για την οποία δεν γίνεται εδώ λόγος και για τα ακουστικά όργανα, είναι ότι ο ευαγγελιστής αναφέρει εκείνο το όργανο, το οποίο χρησιμοποίησε αμέσως ο Ζαχαρίας ευλογώντας το Θεό (δ).
(2) Το ρήμα άνοιξε λέγεται κυριολεκτικά μόνο για το στόμα, μπήκε όμως και για τη γλώσσα επειδή αυτά τα δύο πάνε μαζί. Θα έπρεπε για αυτήν να προστεθεί και το ρήμα λύθηκε, όπως στο Μάρκ. ζ 35 (δ).
(3) Το ότι η πρώτη χρήση της αποκατεστημένης ομιλίας εκδηλώθηκε με δοξολογία προς το Θεό και όχι με παράπονο για το πάθημα που διήρκεσε 9 μήνες, αποτελεί απόδειξη, ότι η τιμωρία απέβη πραγματική ευλογία για αυτόν (p). Όταν ο Θεός ανοίγει τα χείλη μας, το στόμα μας πρέπει να αναγγέλλει την δοξολογία του. Δεν υπάρχει άλλο καλύτερο να λέει το στόμα μας, από τον έπαινο του Κυρίου. Τότε οι γλώσσες μας αποβαίνουν σε δόξα μας, όταν χρησιμοποιούνται για δόξα του Θεού. Έχουμε βεβαίως πολλούς λόγους για να δοξάζουμε και να ευχαριστούμε τον Κύριο. Να κάποιοι από αυτούς: 1) Τα έργα του Κυρίου, τα οποία παρακίνησαν τη γλώσσα του ψαλμωδού να πει: «πόσο μεγάλα αποδείχτηκαν τα έργα σου Κύριε, όλα με σοφία τα έκανες». 2) Την πρόνοια και κυβέρνηση του Θεού. 3) Την γνώση της αλήθειας και την επίγνωση του θελήματός του, την οποία μας χάρισε. 4) Την μέχρι σε εμάς συγκατάβαση και κένωσή του. 5) Την τόση αγάπη που μας έδειξε και μάλιστα τον σταυρικό θάνατο τον οποίο για μας δέχτηκε. 6) Το ύψος στο οποίο μας ανέβασε και την υιοθεσία την οποία μας δώρισε. 7) Τους τόσους πόθους μας και τις τόσες ανάγκες μας, τις οποίες μάς εκπλήρωσε. 8) Τους τόσους κινδύνους από τους οποίους μας έσωσε. Και με λίγες λέξεις πρέπει να τον δοξάζουμε και να τον ευχαριστούμε «για όλα όσα ξέρουμε και όσα δεν ξέρουμε, για τις φανερές και αφανείς ευεργεσίες που έγιναν σε μας».
(4) Τέθηκε ζήτημα, εάν η ευλογία σε αυτόν τον σ. είναι η ίδια με αυτήν που περιέχεται στην ωδή που ακολουθεί από το σ. 67, η οποία αρχίζει με το Ευλογητός ο Θεός, το οποίο υπενθυμίζει το «ευλογώντας το Θεό» που λέγεται σε αυτόν τον σ.. Ο g κλίνει υπέρ της εκδοχής, ότι τη στιγμή αυτή λέχθηκε αυτή η ωδή, παρόλο που για αυτήν λέγεται ότι «προφήτευσε» ο Ζαχαρίας, διότι το ευλογώ και προφητεύω δεν εκφράζουν τόσο διαφορετικές πράξεις ώστε να μην μπορούν και τα δύο να εφαρμοστούν σε έναν και τον ίδιο λόγο (g). «Μιλούσε ευλογώντας το Θεό και προφητεύοντας τα γραμμένα, πρώτον μεν τα σχετικά με το Χριστό, ότι ήδη ήλθε στη ζωή και ύστερα και τα σχετικά με τον Ιωάννη» (Σχ.). Άλλοι διακρίνουν την ευλογία που αναφέρει ο παραπάνω στίχος από την ωδή που ακολούθησε σε άλλη ώρα. Πιο σωστή εκδοχή· παραμένει αμφίβολο, εάν το «ἐλάλει εὐλογῶν» αναφέρεται στην ωδή «Ευλογητός ο Θεός» ή σε κάποια άλλη ευλογία που προηγήθηκε (p).

1.65 καὶ ἐγένετο ἐπὶ πάντας φόβος(1) τοὺς περιοικοῦντας αὐτούς, καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ὀρεινῇ τῆς ᾽Ιουδαίας διελαλεῖτο(2) πάντα τὰ ῥήματα(3) ταῦτα,
65 Όλοι οι κάτοικοι της γύρω περιοχής κυριεύτηκαν από δέος, και τα γεγονότα αυτά διαδόθηκαν σ’ ολόκληρη την ορεινή περιοχή της Ιουδαίας.
(1) «Από τον θαυμασμό» (Ζ). «Όπως ακριβώς δηλαδή ένιωσε έκπληξη ο λαός για τη σιωπή του, έτσι και όταν μίλησε» (Θφ). Αιτία βεβαίως του φόβου ήταν, ότι έβλεπαν το δάχτυλο του Θεού σε αυτά τα συμβάντα και αισθανόμενοι κοντά το χέρι του, φοβούνταν για την αμαρτωλή κατάστασή τους (δ).
(2) Κυριολεκτικά σημαίνει: μιλώ υπερβολικά, φλυαρώ· έπειτα σημαίνει, διασπείρω, διαφημίζω κάποιο γεγονός (δ) ή και συζητιόταν από πολλούς· ήταν αντικείμενο συζήτησης (L).
(3) Όχι τα λόγια που ειπώθηκαν κατά την περιτομή, για τα οποία έγινε λόγος στους σ. 59-64, αλλά σύμφωνα με εβραϊκό τρόπο έκφρασης (g)=όλα τα πράγματα, τα συμβάντα αυτά (δ) ή τα λόγια «τα σχετικά με τα θαύματα που έγιναν κατά την ονομασία του παιδιού, πώς δηλαδή με παράδοξο τρόπο συμφώνησαν οι γονείς σχετικά με αυτήν και πώς με θαυμαστό τρόπο ελευθερώθηκε από την αφωνία ο Ζαχαρίας» (Ζ).

1.66 καὶ ἔθεντο(1) πάντες οἱ ἀκούσαντες ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῶν, λέγοντες(2), Τί ἄρα(3) τὸ παιδίον τοῦτο(4) ἔσται; καὶ(5) γὰρ χεὶρ(6) κυρίου ἦν μετ᾽ αὐτοῦ.
66 Όσοι τα άκουσαν τα κρατούσαν μέσα τους και σκέφτονταν: «Τι θα γίνει άραγε το παιδί αυτό;» γιατί πραγματικά τον προστάτευε ο Θεός.
(1) Έβαλαν στην καρδιά, δηλαδή, τα λόγια αυτά. Εβραϊσμός (Α΄Βασ. κα 12) ανάλογος με το ομηρικό «βάζω στο νου, στο στήθος» και σημαίνει: εντύπωναν αυτά στη μνήμη και φύλαγαν, μέχρις ότου δουν την πραγματοποίηση αυτών των σημαδιών (δ). «Έβαλαν αυτά» στην καρδιά τους (Ζ).
(2) «Λέγοντας με απορία ή συλλογιζόμενοι μέσα τους» (Ζ).
(3) Το άρα σημαίνει: Ύστερα λοιπόν από όλα αυτά που σημειώθηκαν κατά τη γέννηση αυτή, τι ως συνέπεια και κατάληξη πρόκειται να επακολουθήσει ως προς το παιδί αυτό; (g). Μπορεί όμως το άρα να μπαίνει και για αύξηση της απορίας (δ).
(4) Τι λοιπόν θα γίνει το παιδί αυτό; Ποιος θα γίνει στο μέλλον; (δ).
(5) Υπάρχει και η γραφή: Και γαρ=Ή, θα το συνδέσουμε αμέσως με τα παραπάνω ως συνέχεια της προηγούμενης ερώτησης (Τι θα γίνει το μικρό αυτό παιδί; Διότι χέρι του Κυρίου ήταν μαζί του) ή, πιο σωστά, η φράση αυτή αποτελεί παρατήρηση του ευαγγελιστή (=Ρωτούσαν, εκφράζοντας απορία με αυτόν τον τρόπο, διότι χέρι…)(g). Χωρίς το γαρ, αποτελεί ολοφάνερα προσθήκη του ευαγγελιστή που δείχνει, ότι το παιδί βρισκόταν κάτω από την άμεση προστασία του Θεού.
(6) «Δύναμη, χάρη Θεού» (Ζ). Σημαίνει, όταν ακολουθείται από την πρόθεση «μετά», την θεία δύναμη που παρεμβάλλεται για προστασία, καθοδήγηση και ευλογία (p). Δες και Πράξ. ια 21. Μαζί με την πρόθεση «επί» όμως σημαίνει τιμωρία (L). Δες Εξ. θ 3,Δευτ. β 15,Κριτ. β 15 κλπ. (δ).

Στίχ. 67-80. Η ωδή του Ζαχαρία.
1.67 Καὶ Ζαχαρίας ὁ πατὴρ αὐτοῦ ἐπλήσθη πνεύματος ἁγίου καὶ προεφήτευσε(1) λέγων(2),
67 Ο Ζαχαρίας, ο πατέρας του παιδιού, πλημμύρισε από Πνεύμα Άγιο, και είπε τα ακόλουθα προφητικά λόγια:
(1) «Δύο γενικές προφητείες προφητεύει ο Ζαχαρίας, την πρώτη σχετικά με το Χριστό και αυτήν που ακολουθεί σχετικά με τον Ιωάννη. Και μπορούμε από τις λέξεις να προσέξουμε ως προς τα πρώτα, ότι μιλά για τον Χριστό σαν για κάποιον που είναι ήδη παρών και έχει έλθει στη ζωή, έπειτα ύστερα λέει για τον Ιωάννη σαν για παρόντα» (Ω). Το «προφητεύω» παρ’ όλα αυτά δεν πρέπει να περιοριστεί στην έννοια του προλέγω τα μέλλοντα. Σημαίνει και ανακοινώνω θείο μήνυμα, ή μιλώ με την έμπνευση του Θεού και εξ’ ονόματός του (p). Ο Θεός όχι μόνο συγχώρησε την ολιγοπιστία και τον δισταγμό που εκδήλωσε ο Ζαχαρίας, όπως φαίνεται από την άρση της ποινής που επιβλήθηκε σε αυτόν από τον άγγελο, αλλά και γέμισε αυτόν με Πνεύμα Άγιο και τίμησε αυτόν, έτσι ώστε και ο Ζαχαρίας με το να γίνει συγχρόνως και παράδειγμα του θείου ελέους, να ευλογήσει με τη λυμένη του γλώσσα τον Κύριο.
(2) Όπως το Μεγαλύνει η ψυχή μου, διαμορφώθηκε με πρότυπο τους ψαλμούς, έτσι και το Ευλογητός Κύριος, εμφανίζεται να έχει ως πρότυπο τις προφητείες. Για αυτό και ονομάστηκε η τελευταία προφητεία της Π.Δ. και η πρώτη της Κ.Δ. Και ενώ ο τόνος του Μεγαλύνει είναι βασιλικός, ο τόνος του Ευλογητός Κύριος είναι ιερατικός. Το Μεγαλύνει ταιριάζει στην κόρη του Δαβίδ. Το Ευλογητός Κύριος στον γιο του Ααρών (p). Όπως το λιωμένο μέταλλο βγαίνει από τη χοάνη, όταν του ανοιχτεί η διέξοδος, έτσι και τα συναισθήματα και οι σκέψεις, από τα οποία η καρδιά του Ζαχαρία είχε γεμίσει κατά τη διάρκεια της εννεάμηνης περισυλλογής, ταπείνωσης και ευγνωμοσύνης, ξέσπασαν σε κύματα ρυθμικά και εμπνευσμένα. Η ευλογία και ο ύμνος αυτός ονομάστηκε σωστά προφητεία, ως προϊόν έξαρσης άγιας κάτω από την έκτακτη επενέργεια του Αγίου Πνεύματος (g). Η ωδή αυτή κόβεται εμφανώς σε δύο μέρη στο τέλος του σ. 75. Το πρώτο από τα δύο αυτά τμήματα διαιρείται σε 3 στροφές (68,69, 70-72,73-75) και το δεύτερο σε 2 (76,77· 78,79)(p). Η φράση και η σύνταξη αυτού του ύμνου είναι τόσο πολύ εβραϊκή, ώστε σύμφωνα με τον Olshausen θα μπορούσε λέξη προς λέξη να μεταφραστεί στο εβραϊκό (δ).

1.68 (1)Εὐλογητὸς(2) κύριος ὁ θεὸς τοῦ ᾽Ισραήλ(3), ὅτι ἐπεσκέψατο(4) καὶ ἐποίησεν λύτρωσιν(5) τῷ λαῷ αὐτοῦ,
68 «Ας είναι ευλογημένος ο Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ, γιατί ήρθε και λύτρωσε το λαό του!
(1) Το περιεχόμενο του στίχου: «Για την ενανθρώπηση του Χριστού προφήτευσε αυτά. Διότι με αυτήν επισκέφτηκε και λύτρωσε το λαό του από την τυραννία όχι μόνο των αόρατων εχθρών, αλλά και των ορατών» (Ζ). Δεν λέγεται τίποτα στην ωδή το ιδιωτικό και που να αναφέρεται σε μόνη την οικογένεια του Ζαχαρία και στην τιμή και φήμη την οποία θα αποκτούσε αυτή από τη γέννηση του παιδιού. Η ωδή αναφέρεται σχεδόν εξολοκλήρου στη βασιλεία του Μεσσία και στις ευλογίες, οι οποίες θα μεταδίδονταν μέσω αυτής.
(2) Όχι «είναι» αλλά «είθε να είναι». Η φράση Ευλογητός Κύριος ο Θεός του Ισραήλ κατά λέξη όπως στο Ψαλμ. μ 14,οα 18,ρε 48. Στην Κ.Δ. το ευλογητός χρησιμοποιείται μόνο για το Θεό και ουδέποτε για ανθρώπους. Στους Ο΄ υπάρχουν κάποιες λίγες εξαιρέσεις (Δευτ. ζ 14,Ρουθ β 20,Α΄Βασ. ιε 13,κε 33)(p)
(3) «Αλλά πώς λέγεται Θεός του Ισραήλ μόνο; Διότι δεν είναι Θεός μόνο των Ισραηλιτών, αλλά και όλων των ανθρώπων, ως δημιουργός όλων. Διότι των μεν άλλων όλων ανθρώπων, είναι ακούσια Θεός· ενώ των Ισραηλιτών μόνο είναι εκούσια και με επίγνωση» (Ζ). Θεός του Ισραήλ λόγω της ιδιαίτερης σχέσης, στην οποία με τη διαθήκη του Θεού προς τον Αβραάμ και τον μωσαϊκό νόμο βρίσκονται με το Θεό οι Ισραηλίτες, αφού μόνοι από όλα τα έθνη γνωρίζουν και λατρεύουν αυτόν (δ). Στον Ισραήλ μέχρι τώρα είχαν δοθεί οι προφητείες, οι υποσχέσεις και οι προεικονίσεις της απολύτρωσης και σε αυτόν πρώτα προσφέρονται τώρα οι ευλογίες του Μεσσία. Αλλά ο Ισραήλ, ως εκλεγμένος από τον Κύριο λαός, υπήρξε το σύμβολο των εκλεκτών του Θεού από όλα τα έθνη, στους οποίους ιδιαιτέρως ο Θεός επέβλεψε στέλνοντας τον Υιό του. Για αυτό λοιπόν και ονομάζεται Κύριος ο Θεός του Ισραήλ.
(4) Το επισκέπτομαι είναι μετάφραση του εβραϊκού πακάδ, το οποίο σημαίνει θεία παρέμβαση που ακολουθεί σε χρόνο μίας φαινομενικής αδιαφορίας ή λησμοσύνης, ανεξάρτητα από το σκοπό αυτής της παρέμβασης, είτε για χάρη είτε για τιμωρία (g). Ο Θεός επισκέπτεται είτε για να βοηθήσει, είτε για να κρίνει (L). Το αντικείμενο του επισκέφτηκε εδώ είναι το «τον λαό του», το οποίο πρέπει να πάρουμε από τη φράση στη συνέχεια (δ.g. p.). «Και πράγματι, ήλθε στα χαμένα πρόβατα του οίκου Ισραήλ, αλλά δεν θέλησαν οι περισσότεροι από αυτούς να δεχτούν τη χάρη, για αυτό και επισκέφτηκε τους αληθινά Ισραηλίτες, οι οποίοι είναι αυτοί που πίστεψαν» (Θφ). Στέλνοντας τον Μεσσία ο Θεός έκανε επίσκεψη γεμάτη χάρες στο λαό του, τον οποίο φαινόταν προς καιρόν ότι είχε παραμελήσει και αποξενώσει από τον εαυτό του. Επισκέφτηκε όμως τώρα αυτόν ως φίλος με ενδιαφέρον έκτακτο γνωρίζοντας τις ανάγκες του και ικανοποιώντας αυτές. Λέγεται για το Θεό ότι επισκέφτηκε το λαό του στην ταλαιπωρία της δουλείας και ελευθέρωσε αυτόν (Εξοδ. γ 16,δ 31), επισκέφτηκε το λαό του στην πείνα για να «δώσε σε αυτούς άρτους» (Ρουθ α 6). Επισκέφτηκε αυτόν συχνά με τους προφήτες του και επικοινώνησε μέσω αυτών με αυτούς. Τώρα όμως αυτός ο ίδιος αφού έγινε άνθρωπος, επισκέφτηκε αυτόν.
(5) Λύτρωση είναι η με λύτρα και εξαγορά απελευθέρωση. Η απελευθέρωση την οποία αναμένει ο Ζαχαρίας είναι βεβαίως η πολιτική απελευθέρωση του λαού του Θεού, που βασίζεται όμως στην πνευματική μεταμόρφωση, την οποία πρόκειται να συντελέσει ο Μεσσίας. Δες σ. 75 και 77 (g). Είναι η απελευθέρωση από τους εχθρούς, σε κάποιο μέτρο, η οποία τόσες φορές συντελέστηκε από το Θεό δια μέσου των αιώνων, έτσι ώστε ο λαός του Θεού να μπορέσει να υπηρετήσει και να λατρέψει το Θεό πληρέστερα και τελειότερα (L). Ο σκοπός για τον οποίο επισκέφτηκε ο Κύριος το λαό του υπήρξε να εξαγοράσει εκείνους, οι οποίοι ήταν πουλημένοι στην αμαρτία και κάτω από την αμαρτία. Και αυτός ο λαός του Θεού, ο Ισραήλ του Θεού, ο γιος του ο πρωτότοκος, είχε ανάγκη εξαγοράς και απολύτρωσης. Και ο Χριστός μας εξαγόρασε. Μας εξαγόρασε με το λύτρο του αίματός του από τα χέρια της θείας δικαιοσύνης· μας εξαγόρασε με τη δύναμη και την κραταιή ισχύ του από τα χέρια και την τυραννία του Σατανά, όπως άλλοτε τον Ισραήλ από τα χέρια του Φαραώ.

1.69 καὶ(1) ἤγειρε(2) κέρας(3) σωτηρίας ἡμῖν ἐν οἴκῳ(4) Δαυὶδ του παιδὸς(5) αὐτοῦ,
69 Για χάρη μας έστειλε ένα δυνατό σωτήρα από τη γενιά του Δαβίδ, του δούλου του,
(1) «Αφού εξέτασε προσεκτικά ο Θεός και επειδή ήθελε να λυτρώσει το λαό του, ανάδειξε δύναμη σωτηρίας σε μας από τη γενιά του Δαβίδ» (Ω).
(2) Το εγείρω αντιστοιχεί με εβραϊκή λέξη, την οποία οι Ο΄ μετέφρασαν και εξανατέλλω ή ανατέλλω (Γεν. β 9,Ψαλμ. ρλα 17,ρμστ 8,Ησ. με 8,ξα 11)(δ). Αρμόζει σε παραγωγή οργανική και ζωντανή (g).
(3) «Κέρατο στη θεία Γραφή είναι η δύναμη, από μεταφορά των ζώων που είναι οπλισμένα με κέρατα και αμύνονται με αυτά» (Σουΐδας). ἤγειρεν κέρας σωτηρίας=έκανε να βγει δύναμη που μας σώζει (δ). Αξιόλογη και η επόμενη: «Το «κέρατο» λέγεται ή αντί για τη βασιλεία ή αντί για τη δύναμη· και τα δύο όμως είναι ο Χριστός. Διότι αυτός είναι βασιλιάς των βασιλευόντων και κύριος των κυριευόντων» (Ω). Αξιοσημείωτη ερμηνεία και αυτή που συνδυάζει και τις δύο: Το κέρατο σημαίνει περίσσεια και βασιλική δύναμη (b). «Βασιλεία λοιπόν και δύναμη σωτήρια εννοεί το Χριστό, επειδή είναι βασιλιάς αυτών που βασιλεύουν και δύναμη του Πατέρα και σωτήρας αυτών που πιστεύουν σε αυτόν» (Ζ). Αυτός είναι «η ακαταμάχητη δύναμη του Πατέρα και το δεξί του (χέρι), που κατατρόπωσε όλους τους εχθρούς μας» (Ω). Κέρατο σωτηρίας, διότι παρέχεται σε μας σωτηρία βασιλική και εξόχως τιμητική, που υψώνεται πάνω από κάθε άλλη σωτηρία, με την οποία καμία άλλη σωτηρία δεν είναι δυνατόν να συγκριθεί. Με αυτήν η δόξα του Λυτρωτή και των λυτρωμένων από αυτόν κορυφώνεται αστράφτοντας χωρίς να δύει και η δύναμή τους υψώνεται με τιμή ανυπέρβλητη. Κέρατο σωτηρίας, διότι η σωτηρία που παρέχεται σε μας είναι ισχυρή και ασυναγώνιστη. Η δύναμη των ζώων βρίσκεται στα κέρατά τους. Και ο Κύριος που ενανθρώπησε έφερε τέτοια σωτηρία με την οποία νικιούνται όλοι οι πνευματικοί εχθροί μας και προστατευόμαστε ανίκητα από αυτούς. Κέρατο σωτηρίας, διότι είναι πλούσια και άφθονη σωτηρία· κέρατο απόλαυσης και αφθονίας· σωτηρία με την οποία ευλογούμαστε με ευλογίες πνευματικές και με αφθονία αγαθών ουρανίων. Κέρατο σωτηρίας. Με τα άρματα της σωτηρίας αυτής ο Λυτρωτής βγήκε νικητής και για να νικήσει.
(4) Ο προσδιορισμός αυτός σημαίνει τον τόπο, στον οποίο ο Θεός έφερε το κέρας του (δ). «Με τη λέξη «οίκος» να εννοήσεις τη γενιά του Δαβίδ. Λέει λοιπόν ότι γέννησε σε μας, στο λαό του… δύναμη σωτήρια από το γένος του Δαβίδ, του δούλου του· διότι από το σπέρμα του Δαβίδ καταγόταν η Παρθένος, από την οποία γεννήθηκε ο Χριστός» (Ζ).
(5) Ο Δαβίδ ονομάζεται παιδί, δηλαδή δούλος του Θεού όπως στο Πράξ. δ 25 (L), για τη μεγάλη του πίστη και ευσέβεια, λόγω της οποίας έλκυσε την ευαρέσκεια και αγάπη του Θεού (δ).

1.70 καθὼς(1) ἐλάλησε(2) διὰ στόματος(3) τῶν ἁγίων(4), τῶν(5) ἀπ᾽ αἰῶνος(6) προφητῶν(7) αὐτοῦ,
70 όπως ακριβώς είχε πει αιώνες πριν με το στόμα των άγιων προφητών του.
(1) Παράλληλη πρόταση με αυτήν στο σ. 55 (δ). Δεν είναι παρένθεση, αλλά καθορίζει ακριβέστερα αυτά που λέχθηκαν προηγουμένως (p). Όπως μίλησε έτσι και επισκέφτηκε (δ) και ανέδειξε κέρας.
(2) «Το έκανε λοιπόν αυτό, όπως υποσχέθηκε με το στόμα των αγίων, δηλαδή των παλαιών προφητών. Διότι μέσω αυτών υποσχέθηκε να αναδείξει βασιλιά δυνατό στον οίκο Δαβίδ, σωτήρα του κόσμου» (Ζ).
(3) Αγαπητή περίφραση του Λουκά. Δες Πράξ. α 16,γ 18,21 δ 25 (p). Μπαίνει πλεοναστικά (δ).
(4) Επίθετο των προφητών, όπως στο Σοφ. Σολ. ια 1, διότι ήταν καθιερωμένοι στην υπηρεσία του Θεού (L). Δες και Β΄Πέτρ. α 21,Εβρ. ια 32,33. Πόσο ιερές υπήρξαν οι προφητείες αυτής της σωτηρίας! Οι προφήτες που τις εξήγγειλαν, ήταν άγιοι, τους οποίους η αμαρτία δεν εξαπατούσε, αλλά οι οποίοι απέβλεπαν στο να διαδώσουν την αγιότητα μεταξύ των ανθρώπων. Ο άγιος Θεός μιλούσε μέσω αυτών. Αλλά και τι αρμονική συμφωνία, καταπληκτική όντως και θαυμαστή, παρατηρείται μεταξύ τους! Ο Θεός μίλησε μέσω όλων αυτών για το ίδιο σωτήριο θέλημά του και για αυτό ειπώθηκε ότι «με το στόμα» και όχι «με τα στόματα» των προφητών μίλησε, διότι όλοι μιλούν για το Χριστό σαν με ένα στόμα.
(5) Τα αλεξανδρινά χειρόγραφα παραλείπουν το άρθρο «των», οπότε θα ερμηνεύσουμε: μέσω των από παλιά αγίων προφητών. Μαζί με το άρθρο= «με το στόμα των αγίων, δηλαδή των από παλιά προφητών» (Ζ).
(6) Αυτό μας ανεβάζει μέχρι τον Σαμουήλ, από τον οποίο άρχισε η συνεχής σειρά των προφητών (g). Χρησιμοποιείται αόριστα για δήλωση απομακρυσμένου χρόνου (p).
(7) Ιερέας, όπως ο Ζαχαρίας, εμποτισμένος από την παιδική του ηλικία με την Π.Δ., γνώριζε καλά τις προφητείες αυτές (g).

1.71 σωτηρίαν(1) ἐξ ἐχθρῶν(2) ἡμῶν καὶ ἐκ χειρὸς(3) πάντων τῶν μισούντων(4) ἡμᾶς·
71 Μ’ αυτόν θα μας σώσει από τους εχθρούς μας και από την εξουσία όλων όσοι μας μισούν.
(1) Ή, το «σωτηρία» είναι αντικείμενο του ελάλησε (δ). Ή, πιθανότερη εκδοχή, είναι προσδιορισμός του κέρας σωτηρίας και το επεξηγεί (p). «Ανάδειξε το κέρατο (δύναμη) αυτό σωτηρία σε μας από τους εχθρούς μας» (Ζ). Ίσως όμως αποδίδεται επιτυχέστερα, αν θεωρήσουμε ότι εξυπακούεται το λέγω. Η ιδέα που εμπεριέχεται στο κέρας σωτηρίας επαναλαμβάνεται σύντομα. Κέρας σωτηρίας, εννοώ λοιπόν τη σωτηρία από τους εχθρούς μας (b).
(2) «εχθρών αόρατων και ορατών» (Ζ).
(3) Από τη δύναμη, την εξουσία αυτών που μας μισούν. Δες Εξ. ιη 9,Α΄Βασ. ιζ 37 κλπ. (δ).
(4) Το μισούντων δεν έχει εδώ εξ’ ολοκλήρου την ίδια σημασία με τους εχθρούς. Το «όλων» που προηγήθηκε από αυτό, προστέθηκε με το σκοπό να διευρύνει τον κύκλο των αντιτιθεμένων (g). Εχθροί βεβαίως ορατοί και που μας μισούν, εννοούνται οι εθνικοί. Η κυριαρχία των ειδωλολατρών παρεμποδίζει την πρόοδο της βασιλείας του Θεού και ο Μεσσίας θα βάλει τέλος στο εμπόδιο αυτό (p).

1.72 ποιῆσαι(1) ἔλεος μετὰ τῶν πατέρων(2) ἡμῶν καὶ μνησθῆναι(3) διαθήκης(4) ἁγίας(5) αὐτοῦ,
72 Έδειξε την ευσπλαχνία του στους προγόνους μας κι εκπλήρωσε την άγια διαθήκη του·
(1) Ή, τα απαρέμφατα ποιῆσαι… μνησθῆναι εξαρτώνται από το ελάλησε και αποτελούν συνέχεια του ελάλησε σωτηρίαν=επιπλέον μίλησε ώστε να κάνει και να θυμηθεί (δ). Ή, «έφερε σωτηρία… με το να δείξει έλεος στους πατέρες μας» (Ζ). Ή, πιο σωστά, το ποιῆσαι ἔλεος αποτελεί το σκοπό του ήγειρε κέρας (p). Έφερε δύναμη για να δείξει έλεος (Meyer)· απελευθερώνοντάς μας ο Θεός αποσκοπούσε να δείξει έλεος… (p).
(2) Αυτό φαίνεται να υπονοεί, ότι οι πατέρες έχουν γνώση και συνείδηση αυτού που ήδη γίνεται (p). Ο Θεός απελευθερώνοντας τους ζωντανούς, ασκεί το έλεός του στους νεκρούς (g). «Η φράση «να δείξει έλεος στους πατέρες μας» νομίζω ότι φανερώνει το εξής, ότι ίσως δηλαδή με τον ερχομό του Χριστού και οι πατέρες μας Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ και όλος ο λαός των αγίων του προφητών και δικαίων, απόλαυσαν το έλεος του Θεού… Διότι με τον ερχομό του Χριστού ο Θεός έριξε το βλέμμα του και προς τους πατέρες και σε αυτό αποσκοπούσε η άφιξή (κάθοδος) του στον άδη» (Ω). «Και με άλλο επίσης τρόπο έδειξε έλεος στους πατέρες, με το ότι εκπλήρωσε τις ελπίδες. Διότι όσα προσδοκούσαν, με τον Χριστό τα είδαν να πραγματοποιούνται. Αλλά βεβαίως οι πατέρες βλέποντας και τα παιδιά τους να απολαμβάνουν τόσα αγαθά, χαίρονται και με το να γίνουν μέτοχοι στην ευφροσύνη παίρνουν και οι ίδιοι το έλεος» (Θφ).
(3) Οι πατέρες βλέποντας να αργεί πολύ η εκπλήρωση των υποσχέσεων, μπορούσαν να νομίσουν, ότι αυτές ξεχάστηκαν από το Θεό (g). Για την έννοια του μνησθῆναι δες σ. 54. «Μνήμη εννοεί την εκπλήρωση της διαθήκης (υπόσχεσης)» (Ζ).
(4) «Διαθήκη εννοεί την υπόσχεση» (Ζ). Η λέξη κυρίως σημαίνει την συνθήκη. Δες Ησ. κη 15 όπου μπαίνουν παράλληλα οι λέξεις διαθήκη και συνθήκη. Για τη διαθήκη αυτή δες Ψαλμ. πη 35,Γεν. ιε και ιζ,Εξ. κδ 7,8,Λευΐτ. κστ 42 (δ).
(5) Ονομάζεται έτσι διότι και αυτός που έδωσε αυτήν είναι ο άγιος Θεός και το περιεχόμενό της είναι άγιο.

1.73 ὅρκον(1) ὃν ὤμοσε(2) πρὸς ᾽Αβραὰμ τὸν πατέρα ἡμῶν, τοῦ δοῦναι(3) ἡμῖν
73 τήρησε τον όρκο που έδωσε στον πατέρα μας τον Αβραάμ,
(1) Η αιτιατική όρκον δεν εξαρτάται ούτε από το ελάλησεν, το οποίο είναι πολύ μακριά από τη λέξη, ούτε από το μνησθῆναι («να θυμηθεί τον όρκο τον οποίο ορκίστηκε»(Ζ)), αλλά είναι παράθεση της φράσης: διαθήκης αγίας=της αγίας διαθήκης, η οποία επικυρώθηκε με όρκο. Στην περίπτωση όμως αυτή το ουσιαστικό μπαίνει με έλξη με την πτώση της αντωνυμίας (ον), ενώ συνήθως η συντακτική έλξη γίνεται αντίστροφα (g). Η πρόταση πρέπει να εξηγηθεί= για να θυμηθεί και να τηρήσει την διαθήκη του, τον όρκο που ορκίστηκε. Σύμφωνα με την εξήγηση αυτή διαθήκη και όρκος είναι ένα σε δύο=ένορκη διαθήκη (δ).
(2) «Ποιος όρκος έγινε στον Αβραάμ; Οπωσδήποτε το «Με ευλογία θα σε ευλογήσω και θα σε πληθύνω (Γεν. κβ 16)». Διότι πλήθυνε όντως τώρα ο Αβραάμ, αφού υιοθέτησε μέσω της πίστης όλα τα έθνη» (Θφ).
(3) Πιο πιθανή εκδοχή: Το «να δώσει» δηλώνει το περιεχόμενο του θείου όρκου και τον σκοπό που είχε ο Θεός με την ένορκη υπόσχεσή του (g). Από το δοῦναι εξαρτάται το ῥυσθέντας λατρεύειν , δηλαδή να δώσει, έτσι ώστε αφού σωθούμε να λατρέψουμε (b). «Η σύνταξη λοιπόν στα ρητά αυτά γίνεται με υπερβατό σχήμα, δηλαδή· για να μας δώσει να τον λατρεύουμε άφοβα με οσιότητα και δικαιοσύνη, μπροστά του, όλες τις ημέρες της ζωής μας· έπειτα το ενδιάμεσο· αφού σωθήκαμε από τους εχθρούς μας» (Ζ).

1.74 ἀφόβως(1) ἐκ χειρὸς των ἐχθρῶν ημών ῥυσθέντας, λατρεύειν αὐτῷ
74 να μας αξιώσει, αφού γλιτώσουμε απ’ τα χέρια των εχθρών μας,
να τον λατρεύουμε άφοβα
(1) Λιγότερο πιθανή ερμηνεία· «πολλές φορές σώζονται κάποιοι από το χέρι εχθρών, αλλά με φόβο. Τώρα όμως ο ερχομός του Χριστού, μάς έκανε να σωθούμε άφοβα από το χέρι των εχθρών. Διότι δεν αισθανθήκαμε την επιβουλή των εχθρών, αλλά μας ήρθε κατά κάποιο τρόπο αιφνίδια, χωρίς να νιώσουμε την επιβουλή των εχθρών» (Ω). Πιο σωστά «να τον λατρεύουμε άφοβα» (Ζ)=για να τον λατρεύουμε άφοβα, δηλαδή χωρίς φόβο για τους εχθρούς του Θεού, από τους οποίους σωθήκαμε (δ). Όταν ο Πιλάτος αναμίγνυε το αίμα των Γαλιλαίων με το αίμα των θυσιών, δεν μπορούσαν οι Ισραηλίτες άφοβα να λατρεύουν το Θεό στο ναό του. Μαζί με τον Μεσσία το παν θα αλλάξει (g). Ελεύθεροι από τον φόβο των εχθρών, όχι όμως και από το φόβο του ιδίου του Κυρίου, ο οποίος είναι φόβος παιδιού προς πατέρα (b). Το μεγάλο σχέδιο του ευαγγελίου της χάρης είναι όχι να μας απαλλάξει, αλλά να μας οδηγήσει περισσότερο και να μας ενθαρρύνει στη λατρεία και υπηρεσία του Θεού. Μας ελευθερώνει από τον σιδερένιο ζυγό της αμαρτίας, για να βάλει τον τράχηλό μας κάτω από τον γλυκό και εύκολο ζυγό του Κυρίου Ιησού. Κάτω λοιπόν από τον ζυγό αυτόν, λατρεύουμε το Θεό άφοβα, σε κατάσταση αγίας ασφάλειας και διανοητικής γαλήνης και ηρεμίας, ελεύθεροι από τους φόβους του πονηρού. Ο Θεός δηλαδή πρέπει να λατρεύεται με φόβο παιδιού, φόβο ευλαβικό, φόβο που αφυπνίζει, ενθαρρύνει, θερμαίνει σε υπακοή του Κυρίου, όχι φόβο δουλικό, όμοιο με το φόβο του πονηρού και τεμπέλη εκείνου δούλου, ο οποίος θεωρούσε τον Κύριο «σκληρό, ο οποίος θερίζει εκεί που δεν έσπειρε και μαζεύει εκεί από όπου δεν διασκόρπισε»· όχι με το φόβο του νομικού πνεύματος, το οποίο ήταν πνεύμα δουλείας, αλλά με το θάρρος του ευαγγελικού πνεύματος, το οποίο είναι πνεύμα υιοθεσίας.

1.75 ἐν ὁσιότητι καὶ δικαιοσύνῃ(1) ἐνώπιον αὐτοῦ(2) πάσας τας ἡμέρας(3) της ζωής ἡμῶν.
75 σαν άνθρωποι που του ανήκουμε και πράττουμε το σωστό ενώπιόν του σ’ όλη μας τη ζωή.
(1) Και οι δύο λέξεις βρίσκονται έτσι και στους εθνικούς συγγραφείς, ο Πολύβιος μάλιστα (κγ 10,8) ερμηνεύει τη διαφορά τους έτσι· «όσα αφορούν τους ανθρώπους τα λέμε δίκαια, ενώ όσα αφορούν το Θεό τα λέμε όσια» (δ). Έτσι και ο Θφ. «Είναι λοιπόν η μεν οσιότητα το δίκαιο σε σχέση με το Θεό· ενώ δικαιοσύνη είναι το δίκαιο σε σχέση με τους ανθρώπους». Στην αγία Γραφή όμως το δικαιοσύνη λέγεται με πολύ πλατιά έννοια και για τη σχέση του ανθρώπου με το Θεό (δ). Από άποψη βιβλική, η δικαιοσύνη αναφέρεται στο Θεό όχι λιγότερο από την οσιότητα (g). Πιο σωστά λοιπόν: «Οσιότητα από τη μία λοιπόν, ονομάζει την ευσέβεια, ενώ δικαιοσύνη την τελειότητα των άλλων αρετών» (Ζ). Το να λατρεύει όμως κάποιος αυτόν «με οσιότητα και δικαιοσύνη… γίνεται με την εκπλήρωση όλων των αγίων του εντολών» (Ω).
(2) Ή, «να τον λατρεύουμε μπροστά του, όχι μπροστά στους ανθρώπους, όπως οι ανθρωπάρεσκοι και υποκριτές» (Θφ). Ή, η φράση είναι προσδιορισμός του «οσιότητα και δικαιοσύνη» και σημαίνει αυτές στα μάτια του Θεού κριτή, δηλαδή την αληθινή οσιότητα και δικαιοσύνη (δ). Με τη φράση όμως «μπροστά στο Θεό» χαρακτηρίζεται συνήθως η λειτουργία των ιερέων στο ναό. Το αποτέλεσμα του μεσσιακού έργου θα είναι η δημιουργία ενός λαού του Θεού, που θα ζει όλες τις μέρες της ζωής του βίο, ο οποίος με την οσιότητα και αγιότητά του, θα στέλνεται προς τον ουρανό σαν συνεχής λατρεία (g). Πιο σωστό παρ’ όλα αυτά είναι η φράση «ενώπιον» να συνδεθεί με το οσιότητα και δικαιοσύνη, διότι η λέξη λατρεύειν ακολουθείται από το «αὐτῷ» (δ).
(3) Υπάρχει και η γραφή πάσαις ταις ημέραις ημων, ή, πάσας τας ημέρας ημων. «Όχι για λίγο μόνο, αλλά όλες τις ημέρες της ζωής μας» (Ω). «Όχι μία φορά, ούτε δύο ημέρες, αλλά όλες τις ημέρες» (Θφ).

1.76 Καὶ σὺ(1), παιδίον(2), προφήτης(3) ὑψίστου κληθήσῃ(4), προπορεύσῃ γὰρ(5) προ προσώπου κυρίου(6) ἑτοιμάσαι ὁδοὺς(7) αὐτοῦ,
76 Κι εσύ, παιδί μου, θα ονομαστείς προφήτης του ύψιστου Θεού, γιατί θα προπορευτείς πριν από τον Κύριο για να ετοιμάσεις το δρόμο του
(1) Υπάρχει και η γραφή: Και συ δε παιδίον=Το «δε», προσθέτει στην ιδέα της ομοιότητας (και) και την ιδέα της αντίθεσης (g).
(2) Δεν ονομάζει αυτό παιδί μου. Η προσωπική σχέση και συγγένεια χάθηκε με την υψηλή κλήση (p). Μιλά ως προφήτης, όχι ως πατέρας (b).
(3) «Και πράγματι, όλοι τον ονόμαζαν προφήτη (τον Ιωάννη)»(Ζ). Ο άγγελος δεν είχε πει ότι ο Ιωάννης θα ήταν προφήτης. Αλλά ο δεύτερος Ηλίας πώς δεν θα ήταν προφήτης; Το παιδί λοιπόν θα ήταν προφήτης, σε εποχή μάλιστα, κατά την οποία για πολύ καιρό δεν είχε εμφανιστεί προφήτης (L). Ο Ζαχαρίας λοιπόν μιλά γεμάτος από άγιο Πνεύμα.
(4) Θα αναγνωριστείς. Δες σ. 32,37 (δ). Όχι μόνο θα είναι, αλλά και θα αναγνωριστεί προφήτης (p). Και ο τίτλος του προφήτη θα είναι ο νόμιμος τίτλος του (g).
(5) Εκτίθεται ο λόγος της αναγνώρισής του ως προφήτη (δ).
(6) «Κύριο εδώ ονομάζει το Χριστό, μπροστά από τον οποίο τρέχοντας ο Ιωάννης ως πρόδρομος και κήρυκάς του… ετοίμαζε τους δρόμους του» (Ζ).
(7) =δρόμους μέσω των οποίων ο Κύριος θα έλθει προς τον καθένα· έτσι ώστε να έλθει μέχρι τον καθένα η σωτηρία του Θεού. Και για αυτό λέγεται σε πληθυντικό: οδούς Κυρίου (δ).

1.77 τοῦ δοῦναι(1) γνῶσιν(2) σωτηρίας τῷ λαῷ αὐτοῦ ἐν ἀφέσει ἁμαρτιῶν(3) αὐτῶν,
77 κάνοντας γνωστή στο λαό του τη σωτηρία με τη συγχώρηση των αμαρτιών τους,
(1) «Πώς λοιπόν θα ετοιμάσει τους δρόμους του, το λέει. Με το να κάνει να γνωρίσουν οι άνθρωποι ότι ήλθε αυτός που συγχωρεί στους πιστούς τα αμαρτήματα» (Ω). Το να δώσει γνώση σωτηρίας… είναι ο σκοπός και το τέλος του έργου του Ιωάννη (p). Το «να δώσει» λοιπόν εξαρτάται από το «να ετοιμάσει τους δρόμους του (δ).
(2) Ο βαπτιστής θα κάνει γνωστό στο λαό, ότι η σωτηρία δεν συνίσταται σε κάποια πολιτική και εθνική επιτυχία, αλλά στην άφεση των αμαρτιών (L). Ένας αλαζονικός και ματαιόδοξος φανατισμός είχε κυριεύσει τότε τον Ισραήλ και η προσδοκία κάποιας εξωτερικής και εθνικής απελευθέρωσης είχε υποκαταστήσει την ελπίδα για ηθική σωτηρία, όπως την περιέγραψε αυτήν ο Ζαχαρίας στο σ. 74 και 75. Έπρεπε λοιπόν να γίνει γνωστό, ποια σωτηρία θα έφερνε ο Μεσσίας και ποιο θα ήταν το καθαρά πνευματικό του έργο (g).
(3) Το «εν αφέσει» συνδέεται με το «σωτηρίας» και εξηγεί τον τρόπο της (δ). «Σωτηρίας λοιπόν με την άφεση των αμαρτιών τους· δηλαδή που θα γίνει με το να αφεθούν και να συγχωρεθούν οι αμαρτίες τους» (Ζ). Η άφεση είναι το θεμέλιο της σωτηρίας (b). Ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός ήλθε στον κόσμο, όχι απλώς για να μας διδάξει πώς να ζούμε, ούτε απλώς για να μας διαφωτίσει στα σκοτεινά προβλήματα της ύπαρξής μας και του προορισμού μας, αλλά και για να μας απαλλάξει από την αμαρτία. Εκτός από αυτό υπήρξε πρωτίστως ανάμεσά μας ο απόλυτα αναμάρτητος, ο μόνος σε όλη την ιστορία της ανθρωπότητας, ο οποίος «αμαρτία δεν έκανε ούτε βρέθηκε δόλος στο στόμα του». Η παραμικρή κηλίδα στην ψυχή του και την καρδιά του θα έκανε αυτόν ανίκανο να εξασφαλίσει το έλεος στον αμαρτωλό κόσμο. Επιπλέον ήλθε στη γη ως ο υιός του ανθρώπου, ως ο ιδεώδης αντιπρόσωπος ολόκληρης της ανθρωπότητας. Δεν ήταν απλώς ένας διακεκριμένος άνθρωπος. Αλλά ήταν η ανθρώπινη φύση, την οποία το πρόσωπο του Υιού του Θεού πήρε, για να είναι ο Ιησούς όχι ένας μεταξύ των πολλών ανθρώπων, αλλά ο φυσικός αντιπρόσωπος όλων. Οι πράξεις του και τα λόγια του υπήρξαν πράξεις και λόγια του αντιπρόσωπου όλου του ανθρώπινου γένους. Η εξαγνισμένη, η ανορθωμένη, η αναμάρτητη ανθρωπότητα ενεργεί και μιλά στο πρόσωπο του Ιησού. Για το έργο επίσης της σωτηρίας μας πρόσφερε τον εαυτό του θυσία λογική, με πλήρη υποταγή προς τον Πατέρα του. Δεν οδηγήθηκε στο θάνατο αναγκαστικά, όπως άλλοτε τα ζώα που θυσιάζονταν, αλλά θεληματικά αναδέχτηκε το θάνατο. Και τη θυσία του αυτή πρόσφερε όχι ως κάποιος απλός άνθρωπος, αλλά ως θεάνθρωπος. Η δύναμη και αξία του θανάτου του Χριστού εκτείνεται σε όλες τις γενεές των ανθρώπων και σε όλες τις εποχές, διότι το αίμα που χύθηκε για τη σωτηρία όλων είναι το αίμα του Υιού του ανθρώπου, ο οποίος συγχρόνως ήταν και υιός του Θεού.

1.78 διὰ(1) σπλάγχνα(2) ἐλέους θεοῦ ἡμῶν, ἐν οἷς(3) ἐπεσκέψατο(4) ἡμᾶς ἀνατολὴ ἐξ ὕψους(5),
78 γιατί ο Θεός μας είναι γεμάτος ευσπλαχνία. Έκανε ν’ ανατείλει για μας ένα φως από ψηλά,
(1) Ή «με την άφεση των αμαρτιών, που γίνεται από τα σπλάχνα του ελέους του Θεού μας, η οποία άφεση δηλαδή δίνεται λόγω της συμπάθειας του ελέους του, και όχι για τα έργα τους» (Ζ). Το «δια» λοιπόν αναφέρεται στην έννοια της άφεσης των αμαρτιών και εμμέσως στο όλο περιεχόμενο των στίχων 76 και 77, διότι η έλευση του Ιωάννου προορισμό είχε την προετοιμασία αυτής της άφεσης (g). Ή, η τελευταία αυτή στροφή αναφέρεται σε αυτά που προηγήθηκαν από το στίχο 76 και στη συνέχεια=Εξαιτίας των σπλάχνων του ελέους του Θεού, το παιδί θα γίνει ικανό να εκπληρώσει όλα αυτά (p). Ή, πρέπει να συνδεθεί με το «σωτηρίας»=για να γνωρίσεις σε αυτούς την σωτηρία που γίνεται λόγω της ευσπλαχνίας του Θεού (δ). Η πρώτη εκδοχή είναι πιο επιτυχής.
(2) Σπλάχνα «είναι ο σπλήνας, η καρδιά και το συκώτι» (Ευστάθιος), τα οποία θεωρούνταν ως η έδρα των τρυφερών ιδίως ψυχικών συγκινήσεων αγάπης, στοργής, ελέους. Για αυτό κατέληξε η λέξη να δηλώνει ιδίως τη συμπάθεια, τον οίκτο, το έλεος. Σπλάχνα ελέους κατά πλεονασμό όπως και στο Κολοσ. γ 12 σπλάγχνα οικτιρμών=σπλάγχνα οικτίρμονα (δ), ή λέγεται η λέξη για την οικτίρμονα και γεμάτη έλεος καρδιά του Θεού (p).
(3) «Με τα οποία σπλάγχνα ελέους, λόγω των οποίων σπλάγχνων ελέους» (Ζ).
(4) «Έφθασε» (Ζ), ήλθε προς εμάς (δ). Υπάρχει και η γραφή επισκέψεται, την οποία προτιμούν πολλοί νεότεροι. Είναι προτιμότερη η γραφή επεσκέψατο. Διότι, αφού ο Ζαχαρίας μίλησε ήδη (σ. 68 και 69) για την έλευση του Μεσσία ότι έχει γίνει, πώς θα τοποθετούσε απότομα αυτήν στο μέλλον (g).
(5) «Ανατολή του νοητού ηλίου από το ύψος της θεότητας» (Ζ). «Μας επισκέφτηκε από το ύψος ανατολή… Διότι είναι Ήλιος δικαιοσύνης» (Θφ). Μετωνυμία, διότι το αφηρημένο (ανατολή) μπαίνει αντί για το συγκεκριμένο (ήλιος που ανατέλλει)(b). Άστρο που ανατέλλει από ψηλά, μάς επισκέφτηκε (g). Η λέξη ανατολή λέγεται κυριολεκτικά για τον ήλιο και τα αστέρια. Αλλά το ανατέλλω χρησιμοποιείται και για τα φυτά που φυτρώνουν και φαίνονται από τη γη, και ονομάζεται μερικές φορές ο Μεσσίας βλαστός ή ανατολή δίκαιη (Ιερεμ. κγ 5,λγ 15,Ζαχ. στ 12). Στα χωρία αυτά οι Ο΄ μεταφράζουν την εβραϊκή λέξη που σημαίνει βλαστός με τη λέξη ανατολή. Κάποιοι λοιπόν από τους ερμηνευτές δέχτηκαν και εδώ την τελευταία αυτή εκδοχή. Αλλά τα «ύψους», «ἐπιφᾶναι» και «κατευθῦναι» στον επόμενο στίχο, αποκλείουν αυτήν την εκδοχή (p). Η σωτηρία του ευαγγελίου δεν μας παρέχει μόνο τη βέβαιη ελπίδα, ότι τα σκοτεινά έργα της αμαρτίας συγχωρέθηκαν σε μας, αλλά και διαχύνει μπροστά μας άπλετο φως, με το οποίο μπορούμε να κατευθύνουμε ορθά τα βήματά μας. Ανατολή από ψηλά μας επισκέφτηκε. Η ανατολή αυτή είναι ο Χριστός, το αστέρι το λαμπρό, το πρωινό (Αποκ. κβ 16), ο ήλιος της δικαιοσύνης που ανατέλλει (Μαλ. δ 2). Το ευαγγέλιό του φέρνει φως (Ιω. γ 19), το οποίο δεν μας αφήνει να πλανιόμαστε στο σκοτάδι της ειδωλολατρικής άγνοιας ή στο σεληνόφως των τύπων και εικόνων της Π.Δ., αλλά με αυτό λάμπει η ημέρα. Αλλά ο ήλιος της δικαιοσύνης σκόρπισε παντού και τη χαρά. Και ο προφήτης Ησαΐας μιλά για το Χριστό ως αυτόν που ευαγγελίζεται τη χαρά στο λαό του. Χαρά σε όλο το λαό ευαγγελίστηκε ο άγγελος στους βοσκούς, όταν γεννήθηκε. Και τώρα όταν ο Ιησούς έρχεται σε κάποια καρδιά ή σε κάποιο σπίτι, φέρνει πάντοτε τη χαρά. Αλλά η ανατολή της ημέρας, μάς ανακαλεί από την αδράνεια του ύπνου στην δράση και ενεργητικότητα. Και ο ήλιος της δικαιοσύνης ήλθε για να αφυπνίσει τους ανθρώπους από τον πνευματικό τους ύπνο και να τους ενισχύσει στο έργο της σωτηρίας των ψυχών τους και της κατάκτησης του ουρανού. Όταν ο Ιησούς έλθει στις ψυχές μας, ανατέλλει σε αυτές χαρμόσυνη ημέρα που διαδέχεται νύχτα μακρά. Τότε βλέπουμε, τι ο Ιησούς έκανε για μας. Βλέπουμε την άπειρη αγάπη του και η σκέψη του πόσο αυτός μας αγάπησε, προθυμοποιεί τις καρδιές μας και τις ψυχές μας στο να είναι ακούραστες στη διακονία του.

1.79 ἐπιφᾶναι(1) τοῖς ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου(2) καθημένοις(3), τοῦ κατευθῦναι(4) τοὺς πόδας(5) ἡμῶν εἰς ὁδὸν εἰρήνης(6).
79 για να φωτίσει αυτούς που ζούνε στο σκοτάδι και κάτω απ’ του θανάτου τη σκιά, και να οδηγήσει τα βήματά μας στο δρόμο της ειρήνης».
(1) «Μας επισκέφτηκε για να φανερωθεί, δηλαδή για να λάμψει φως αλήθειας» (Ζ)· «έτσι ώστε και αυτούς που κάθονταν στο σκοτάδι να τους φωτίσει» (Θφ). Φανερώνει το σκοπό της έλευσης=ήλθε ο Θεός μας ανατολή από ψηλά, για να ανατείλει και να φωτίσει αυτούς που κάθονταν στο σκοτάδι (δ).
(2) «Σε αυτούς που είναι στο σκοτάδι, δηλαδή στην άγνοια και σε αυτούς που είναι στη σκιά του θανάτου, δηλαδή στην αμαρτία… Η αμαρτία βεβαίως είναι σκιά του θανάτου, σύμφωνα με την εξής, όπως νομίζω, αιτία· όπως ακριβώς η σκιά ακολουθεί το σώμα, έτσι και όπου είναι ο θάνατος, εκεί και η αμαρτία… Επομένως εύλογα λέγεται ότι η αμαρτία είναι σκιά του θανάτου, διότι πάντοτε τον ακολουθεί» (Θφ). To σκοτάδι είναι το σύμβολο της απομάκρυνσης από το Θεό και της κατάστασης της αθλιότητας και άγνοιας, η οποία προέρχεται από αυτήν (g). Σκιά λοιπόν θανάτου είναι η πυκνότατη σκιά που περικυκλώνει το θάνατο, το πυκνότατο σκοτάδι της αμαρτίας, το οποίο όταν διαλυθεί και χαθεί, χάνεται μαζί και ο θάνατος (δ). Αξιοσημείωτη και η επόμενη: «Υπάρχει και σκοτάδι που είναι το σκοτάδι της κακίας. Αυτούς που κάθονται, λέει, στο σκοτάδι και τη σκιά του θανάτου… Όπως ακριβώς όσοι είναι στο σκοτάδι δεν γνωρίζουν τη φύση των πραγμάτων, έτσι και αυτοί που ζουν στις αμαρτίες έχουν τυφλωθεί και δεν αναγνωρίζουν αυτά που φαίνονται, αλλά τρέχουν προς τις σκιές σαν να είναι αλήθειες… και αγνοούν εχθρούς και αγνοούν φίλους και στους μεν εχθρούς δείχνουν θάρρος σαν να ήταν φίλοι, από δε τους φίλους διαχωρίζονται σαν να ήταν πολέμιοι» (Χ). Σκιά και θάνατος συχνά βρίσκονται συνενωμένα, όπως και τα αντίθετά τους φως και ζωή. Δες Ησ. θ 1 και Ματθ. δ 16 (ο).
(3) Η λέξη υπαινίσσεται την κατάσταση της κατάπτωσης και απελπισίας, στην οποία είχε περιέλθει η ανθρωπότητα. Όμοια με καραβάνι που πλανήθηκε από το δρόμο και κυριεύτηκε από το σκοτάδι στην έρημο, καθόταν απελπισμένη, αναμένοντας το θάνατο. Όταν ξαφνικά στον ορίζοντα φάνηκε άστρο λαμπρό και φεγγοβόλο (g).
(4) Τέλος και σκοπός του ἐπιφᾶναι (να φωτίσει) (δ). Το φως που φάνηκε φωτίζει τώρα τους οδοιπόρους οι οποίοι παίρνουν πάλι θάρρος και ξαναβρίσκουν το δρόμο (g). Το «να κατευθύνει» φανερώνει ότι ήδη εισέρχονται σε ορθή κατεύθυνση. Αυτό υπονοεί, ότι οι άνθρωποι με την ανυπακοή τους προς το θείο νόμο απομακρύνονται από την οδό της ειρήνης και της ασφάλειας, και με σκοπό να ξαναοδηγήσει τα βήματά τους στην οδό της ζωής, ήλθε ο Ιησούς οδηγός και φωτιστής στον κόσμο αυτόν της αμαρτίας και του θανάτου (ο).
(5) Η θέληση είναι τα ηθικά πόδια του ανθρώπου, που τον οδηγούν στην οδό του θεοφιλούς και ενάρετου βίου (δ).
(6) «Ειρήνης προς τον Θεό» (Ζ). «Οδός ειρήνης είναι ο τρόπος ζωής της δικαιοσύνης, προς τον οποίο κατεύθυνε τα πόδια των ψυχών μας ο Χριστός που ανέτειλε από ψηλά» (Θφ). Η οδός που οδηγεί προς την ειρήνη και σωτηρία (g). Ειρήνη λοιπόν εννοεί ειδικά αυτήν μεταξύ Θεού και του λαού του (Ψαλμ. κη 11,πδ 9,ριη 165)(p). Οδός ειρήνης είναι εικονική έκφραση που σημαίνει τον τρόπο εκείνο της ζωής και συμπεριφοράς, ο οποίος εξασφαλίζει στον άνθρωπο την εσωτερική ειρήνη και τελικά την αιώνια σωτηρία (ο).

1.80 Τὸ δὲ παιδίον ηὔξανε(1) καὶ ἐκραταιοῦτο πνεύματι(2), καὶ ἦν ἐν ταῖς ἐρήμοις(3) ἕως ἡμέρας ἀναδείξεως(4) αὐτοῦ πρὸς τὸν ᾽Ισραήλ.
80 Το παιδί μεγάλωνε και το πνεύμα του δυνάμωνε. Ζούσε στις ερημιές, ως την ημέρα που εμφανίστηκε στο λαό Ισραήλ.
(1) «Αύξανε το παιδί κατά τη σωματική ηλικία» (Θφ). Στους Ο΄ το αυξάνω δεν είναι ποτέ αμετάβατο, όπως εδώ. Έτσι λέγεται: θα σε αυξάνω πάρα πολύ (Γεν. ιζ 6)· αυξήθηκε το παιδί (Γεν. κα 8). Στην Κ.Δ. χρησιμοποιείται για φυσική αύξηση (β 40,ιβ 27,ιγ 19) και για τη διάδοση του ευαγγελίου (Πράξ. στ 7,ιβ 24,ιθ 20)(p).
(2) «Επειδή σύμφωνα με την αναλογία της ηλικίας, αξιωνόταν και πνευματικής χάρης ο πρόδρομος, για αυτό λέει ο ευαγγελιστής «το παιδί αύξανε και δυνάμωνε πνευματικά»» (Σχ). Δυνάμωνε πνευματικά κατά τον εσωτερικό άνθρωπο. Δες Εφ. γ 16 (δ). Πνεύμα εδώ εννοεί το πνεύμα του Ιωάννη, πρέπει όμως να θυμόμαστε ότι το πνεύμα, οι ανώτερες δυνάμεις της ψυχής, το θρησκευτικό όργανο, με το οποίο είναι προικισμένος ο άνθρωπος, δεν αναπτύσσεται παρά με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, όπως και το μάτι αναπτύσσεται με την επαφή με το φως (g). «Οι αθλητές του Θεού δυναμώνονται πνευματικά και… γίνονται ισχυροί απέναντι στο φρόνημα της σάρκας· όταν δηλαδή παλεύει το πνεύμα με τη σάρκα, νικά το πνεύμα σε εκείνον, στον οποίο γίνεται η ενίσχυση του πνεύματος» (Ω). Κραταίωση λοιπόν είναι η ηθική δύναμη και κυριαρχία του πνεύματος πάνω στα ένστικτα του σώματος και τις φυσικές κλίσεις (g). Η ενδυνάμωση αυτή συνίστατο στην αύξηση της πίστης και την ισχυροποίηση της θέλησης (δ).
(3) Πρόκειται για την έρημο του Ιούδα, δυτικά της Νεκράς θάλασσας. Πλούσια σε σπήλαια η έκταση αυτή παρείχε ανέκαθεν άσυλο σε αναχωρητές (g). Δεν καθορίζεται ακριβώς το μέρος ή το σημείο της ερήμου, διότι εκείνο το οποίο τονίζεται κυρίως εδώ είναι η ερημική ζωή του Ιωάννου (p). «Αναχώρησε αποφεύγοντας τον θόρυβο των πόλεων και την αηδία που προκαλούν οι όχλοι, έτσι ώστε με το να είναι στις ερήμους… να περνά το χρόνο του με προσευχές ανατρεφόμενος με παράδοξο τρόπο» (Ω), «για να ζει έξω από την κακία των πολλών και έτσι ώστε, αφού δεν θα ντρέπεται κανέναν, να ελέγχει με θάρρος· διότι αν ήταν στον κόσμο, θα μολυνόταν ίσως από τις φιλίες και τις συνήθειες των ανθρώπων· ταυτόχρονα όμως και για να είναι αξιόπιστος όταν επρόκειτο να κηρύξει για το Χριστό, αφού βεβαίως ήταν ερημίτης και ανώτερος από τους πολλούς» (Θφ). Κατά το χρόνο αυτόν στην έρημο διαβίωναν πολυάριθμες κοινότητες Εσσαίων. Ότι διδάχτηκε από αυτούς ο Ιωάννης όχι μόνο αποκλείεται από τον ευαγγελιστή που αποδίδει σε μόνον το Θεό και τη σχέση μαζί του, την ανάπτυξη του βαπτιστή, αλλά διαψεύδεται και από τα γεγονότα. Οι Εσσαίοι δεν ανέμεναν τον Μεσσία, του οποίου πρόδρομο κήρυξε τον εαυτό του ο Ιωάννης. Οι Εσσαίοι θεωρούσαν την ύλη ως αρχή του κακού. Αυτήν όμως ο Ιωάννης τοποθετούσε στη θέληση του ανθρώπου και όχι στην ύλη. Οι Εσσαίοι απαρνήθηκαν κάθε συμμετοχή στην εθνική ζωή, στην οποία όμως ο Ιωάννης όταν έφτασε ο καιρός της δράσης του, αναμίχθηκε ενεργότατα (g).
(4) «Της ανάδειξής του στους Ισραηλίτες» (Ζ). «Δεν άρχισε να συναναστρέφεται με τους ανθρώπους των πόλεων πιο πριν, παρά μόνο όταν το πνεύμα που ήταν μέσα του, τον προέτρεψε να εμφανίσει τον εαυτό του δημόσια» (Ω).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Στίχ. 1-7 Η γέννηση του Σωτήρος Στίχ. 8-14. Το χαρμόσυνο μήνυμα στους ποιμένες. Οι άγγελοι δοξολογούν. Στίχ.15-20. Οι ποιμένες βρίσκουν το θείο Βρέφος.
2.1 ᾽Εγένετο(1) δὲ ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις(2) ἐξῆλθεν(3) δόγμα(4) παρὰ Καίσαρος Αὐγούστου(5) ἀπογράφεσθαι(6) πᾶσαν τὴν οἰκουμένην(7).
1 Τις ημέρες εκείνες ο Καίσαρας Αύγουστος έβγαλε διάταγμα να απογραφτεί όλη η οικουμένη.
(1) Ἐγένετο… ἐξῆλθε, αλλού συναντιέται μαζί με το «και» πριν το δεύτερο ρήμα. Εβραϊκή σύνταξη που πρέπει να εξηγηθεί: συνέβη να βγει (δ)
(2) Το «εκείναις» μας μεταφέρει στο α 65, 66 δηλαδή κατά το χρόνο που επακολούθησε στη γέννηση του Ιωάννη (g).
(3) Το ρήμα εξέρχομαι εδώ όπως και στο Δανιήλ β 13 λέγεται για έκδοση ή δημοσίευση βασιλικών γραμμάτων (δ).
(4) Στους κλασσικούς συγγραφείς σημαίνει απόφαση ή διάταγμα που εκδόθηκε από την αρμόδια αρχή (g)· κυριαρχική απόφαση της νόμιμης αρχής (δ).
(5) Ο Αύγουστος βασίλευσε από το 31 π.Χ. μέχρι το 14 μ.Χ. (g). «Χρήσιμα και αναγκαία επεσήμανε ο ευαγγελιστής τον καιρό της γέννησης του Σωτήρα μας. Για να μάθουμε δηλαδή ότι δεν υπήρχε στους Ισραηλίτες βασιλιάς από τη φυλή Δαβίδ, αλλά είχαν εκλείψει οι άρχοντες οι προερχόμενοι από αυτούς, δικαιολογημένα λοιπόν υπενθυμίζει τα θεσπίσματα του Καίσαρα, επειδή μαζί με τις άλλες χώρες είχε υπό την εξουσία του την Ιουδαία. Έτσι λοιπόν διέταξε να γίνει η απογραφή» (Κ).
(6) Το ρήμα δηλώνει την, με φροντίδα των αρχών, γινομένη εγγραφή των πολιτών σε δημόσιους καταλόγους που περιείχαν εκτός από την κατοικία το όνομα, επάγγελμα, ηλικία, οικογένεια και περιουσία του καθενός (δ). Κυρίως «για να πληρώσουν το νόμισμα, για να παρέχουν φόρο» (Ζ). Ο ενεστώτας μπαίνει εδώ για τη συνεχή απογραφή του πλήθους, ενώ στο σ. 5 μπαίνει αόριστος για να δηλώσει την απογραφή ενός προσώπου (p).
(7) Λείπει στη φράση η λέξη γη… (δ). Το όνομα του Καίσαρος Αυγούστου μας οδηγεί να πάρουμε τη λέξη με έννοια γενική = ο κόσμος, στο μέτρο που αποτελούσε μέρος του ρωμαϊκού κράτους. Οι αυτοκράτορες της Ρώμης στις επιγραφές συχνά τιτλοφορούνται κύριοι της οικουμένης (g).
Γεννήθηκε λοιπόν ο Κύριος στα χρόνια κατά τα οποία η από τον Δανιήλ προφητευόμενη τέταρτη μοναρχία ήταν στο ύψος της ακμής της, ακριβώς όταν περισσότερο από κάθε άλλη εποχή πριν από αυτήν είχε καταστεί οικουμενική και παγκόσμια μοναρχία.
Επί των ημερών του Αυγούστου το ρωμαϊκό κράτος εκτεινόταν μέχρι την Παρθία από τη μία και μέχρι τη Βρεταννία από την άλλη, έχοντας την ονομασία: η αυτοκρατορία όλης της οικουμένης. Αλλά αυτός ήταν ο κατάλληλος χρόνος να γεννηθεί ο Μεσσίας, σύμφωνα με την προφητεία του Δανιήλ (Δαν. β 44). «Στις ημέρες των βασιλέων εκείνων (της μοναρχίας αυτής) θα αναστήσει ο Θεός του ουρανού, βασιλεία, η οποία στους αιώνες δεν θα καταστραφεί».

2.2 αὕτη η ἀπογραφὴ(1) πρώτη ἐγένετο ἡγεμονεύοντος(2) τῆς Συρίας Κυρηνίου.
2 Η απογραφή αυτή ήταν η πρώτη που έγινε όταν έπαρχος της Συρίας ήταν ο Κυρήνιος.
(1) Αυθεντική γραφή μπορεί να θεωρηθεί η: Αὕτη ἀπογραφὴ πρώτη ἐγένετο = Αυτή έγινε πρώτη απογραφή, όταν ο Κυρήνιος ήταν ηγεμόνας της Συρίας. Αποσκοπείται δηλαδή να διακριθεί η απογραφή, στην οποία ο Ιωσήφ με τη Μαρία γράφτηκαν στους δημόσιους καταλόγους, από την άλλη απογραφή η οποία έγινε από τον ίδιο Κυρήνιο το 6-7 μ.Χ., όταν μαρτυρημένα ο Κυρήνιος ηγεμόνευσε της Συρίας. Αλλά ήταν ο Κυρήνιος ηγεμόνας της Συρίας και προηγουμένως, πριν δηλαδή πεθάνει ο Ηρώδης, δηλαδή το 3-4 π.Χ., όταν γεννήθηκε ο Χριστός;
Από το 9-6 π.Χ. ηγεμόνας της Συρίας υπήρξε ο Sentius Σατουρνίνος και από το 6-4 π.Χ. ο Κουϊνκτίλιος Βάρος. Είναι δυνατόν, όπως ο Zumpt και άλλοι απέδειξαν, ο Κυρήνιος να ηγεμόνευσε και πάλι της Συρίας κατά το διάστημα από 4 π.Χ. μέχρι το 6 μ.Χ., γύρω στο 3-2 π.Χ. Θεωρήθηκε παρόλ’ αυτά ως απίθανο και πολύ δύσκολο να βρούμε θέση για άλλη ηγεμονία αυτού στη Συρία ανάμεσα στο 9 π.Χ. και στο θάνατο του Ηρώδη. Ότι όμως ο Λουκάς έκανε σύγχυση της απογραφής αυτής, την οποία αποκαλεί πρώτη, με αυτήν που έγινε το έτος 6-7 μ.Χ., την οποία αναφέρει ο ίδιος στο Πράξ. ε 37, είναι τελείως απίθανο. Εξάλλου ότι έγινε απογραφή στην Ιουδαία κατά το χρόνο αυτόν, στον οποίο συνέπεσε η γέννηση του Κυρίου, μπορεί να συναχθεί με κάποια βεβαιότητα και από αλλού. Δεν είναι επίσης αδύνατο ο Κυρήνιος, μολονότι δεν ήταν ηγεμόνας ακόμη της Συρίας, να έλαβε κάποιο επίσημο μέρος στην απογραφή αυτή. Η ακρίβεια του Λουκά σε τέτοιες πληροφορίες, έχει διαπιστωθεί επανειλημμένα με τρόπο θαυμαστό (p).
Ως προς τη σχέση του Κυρηνίου με την απογραφή αυτή ο μεν Mommsen φρονεί, ότι αυτός υπήρξε εν ενεργεία legatus της Συρίας το 3-1 π.Χ.. ενώ ο Ramsay κλίνει υπέρ της γνώμης, ότι ο Κυρήνιος έλαβε έκτακτη εντολή και εξουσιοδότηση από τον Varus να ενεργήσει αυτήν στην Ιουδαία, όπως έγινε και για τον Corbulo από τον Quadratus και για τον Βεσπεσιανό από τον Mucianus.
(2) Ηγεμονεύοντος. Λέξη που έχει έννοια γενική και δηλώνει το αξίωμα οποιουδήποτε άρχοντα. Δεν καθορίζει ότι ο Κυρήνιος ήταν τότε legatus, όπως υπήρξε το 6 μ.Χ. Ο Ιουστίνος (Α΄Απολογία 34) αναφέρει ότι ο Κυρήνιος κατά την πρώτη αυτή απογραφή ήταν επίτροπος (procurator).
Ο Λουκάς επίσης χρησιμοποιώντας μία ακόμη φορά (κεφ. γ 1) το ρήμα ηγεμονεύω, χρησιμοποιεί αυτό πάλι για επίτροπο. Αυτό ενισχύει την εκδοχή, ότι κατά την πρώτη απογραφή ήταν μεν legatus της Συρίας ο Βάρος (Varus), αλλά και ο Κυρήνιος είχε κάποιο αξίωμα, λόγω του οποίου έλαβε μέρος στη διενέργεια της απογραφής (p).

2.3 καὶ ἐπορεύοντο ἀπογράφεσθαι, ἕκαστος εἰς τὴν ιδίαν πόλιν(1).
3 Όλοι πήγαιναν, λοιπόν, να απογραφτούν, καθένας στον τόπο της καταγωγής του.
(1) ἰδίαν πόλιν ονομάζει όχι αυτήν στην οποία γεννήθηκε, αλλά αυτήν από την οποία καταγόταν ο οίκος και η πατριά του (δ). Μία καθαρά ρωμαϊκή απογραφή δεν θα απαιτούσε τίποτα τέτοιο. Εάν όμως ο Ηρώδης καθόριζε τα της απογραφής, θα ακολουθούνταν οι ιουδαϊκές συνήθειες (p). Η απογραφή αυτή έγινε λοιπόν κατά την ιουδαϊκή συνήθεια με την κατά πατριά απαρίθμηση, για αυτό και διεξάχθηκε με ησυχία. Η δεύτερη όμως επειδή έγινε από Ρωμαίους υπαλλήλους και με ρωμαϊκό τρόπο και επειδή ήταν αποτίμηση των περιουσιών με σκοπό τη φορολογία, επόμενο ήταν να ξεσηκώσει τις στάσεις εκείνες, τις οποίες αναφέρει ο Ιώσηπος στην αρχή του ΙΗ΄ βιβλίου της αρχαιολογίας του (δ).
Η δεύτερη αυτή απογραφή, εφ’ όσον συνοδεύτηκε από τρομερό εμφύλιο πόλεμο, δεν θα έκανε δυνατό το ταξίδι του Ιωσήφ και της Μαρίας στην Ιουδαία. Επιπλέον η δεύτερη αυτή απογραφή, επειδή έγινε από την ρωμαϊκή εξουσία, δεν θα ήταν δυνατόν να επεκταθεί και στους κατοίκους της Γαλιλαίας, η οποία ανήκε στη δικαιοδοσία του Ηρώδη Αντίπα, τετράρχου της Γαλιλαίας, αλλά περιορίστηκε στην Ιουδαία που οριστικά προσαρτήθηκε στη Ρώμη (g).
Αυτά αποτελούν νέες ενδείξεις για το ότι η πρώτη αυτή απογραφή, την οποία αναφέρει εδώ ο Λουκάς, πρέπει να διακρίνεται από τη δεύτερη απογραφή που έγινε το έτος 6 μ.Χ.

2.4 ᾽Ανέβη δὲ καὶ ᾽Ιωσὴφ ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας ἐκ πόλεως Ναζαρὲτ εἰς τὴν ᾽Ιουδαίαν εἰς πόλιν Δαυὶδ(1) ἥτις καλεῖται Βηθλέεμ, διὰ τὸ εἶναι αὐτὸν ἐξ οἴκου καὶ πατριᾶς(2) Δαυίδ,
4 Ανέβηκε κι ο Ιωσήφ από τη Ναζαρέτ, πόλη της Γαλιλαίας, στην Ιουδαία, για να απογραφτεί στην πόλη Δαβίδ, που ονομάζεται Βηθλεέμ, γιατί καταγόταν από την οικογένεια και τη γενιά του Δαβίδ.
(1) Πόλη Δαβίδ στην Π.Δ. ονομάζεται η ακρόπολη της Ιερουσαλήμ, το όρος Σιών, όπου υπήρχε και ο τάφος αυτού (Γ΄ Βασ. γ 1,η 1,θ 9). Αλλά και η Βηθλεέμ, ως τόπος της γέννησής του δικαιούνταν αυτό το όνομα (L). Για το ότι η Βηθλεέμ ήταν τόπος της γέννησης του Δαβίδ αναφέρεται στο Α΄ Βασ. ιζ 12 και ιζ 58 σύμφωνα με το εβραϊκό, και τα δύο όμως αυτά χωρία παραλείπονται από τους Ο΄ (p). Ονομάζεται Βηθλεέμ της Ιουδαίας για να διακρίνεται από τη Βηθλεέμ που ήταν στη φυλή Ζαβουλών (Ιησ. Ναυή ιθ 15) σύμφωνα με το Εβραϊκό, και ονομάζεται και Εφραθά (Γεν. λε 16,19).
Βρισκόταν δύο περίπου ώρες (έξι μίλια) μακριά από την Ιερουσαλήμ και σήμερα ονομάζεται στα αραβικά Βαΐτ λάχμ (δ).
(2) Συνήθως το πατριά είναι όρος γενικότερος (p). Για να μπαίνει όμως εδώ ο όρος οίκος πρώτος πρέπει αυτός να εκφράζει τη γενικότερη έννοια, σημαίνοντας όλους τους συγγενείς του Δαβίδ, συμπεριλαμβανομένων και των αδελφών του, καθώς και των απογόνων του. Ενώ ο όρος πατριά εδώ περιλαμβάνει μόνο όσους κατάγονται άμεσα από τον Δαβίδ, τους γιους του δηλαδή και τους απογόνους των γιων του (g).
«Το μεν βιβλίο των ιερών ευαγγελίων κατεβάζοντας τη γενεαλογία στον Ιωσήφ, ο οποίος είχε τη γενεαλογία του από τη γενεά του Δαβίδ, έδειξε με αυτό, ότι και η Παρθένος ανήκε στη φυλή του Δαβίδ… Αλλά και ο εξάγγελος των ουράνιων δογμάτων, ο μέγας απόστολος Παύλος, ξεκάθαρα διασαφηνίζει την αλήθεια, μαρτυρώντας ότι ο Κύριος ανέτειλε από τη φυλή του Ιούδα» (Κ). Είναι αξιοσημείωτος ο τόπος, όπου γεννήθηκε ο Κύριος Ιησούς. Γεννήθηκε στη Βηθλεέμ. Ετσι είχε προφητευτεί (Μιχαίου ε 2), και οι γραμματείς έτσι είχαν αντιληφθεί την προφητεία (Ματθ. β 5,6) και έτσι φρονούσε και το πλήθος του λαού (Ιω. ζ 42).
Το όνομα Βηθλεέμ από την άλλη σημαίνει οίκος άρτων. Κατάλληλος τόπος γέννησης για εκείνον, ο οποίος είναι ο άρτος της ζωής, ο άρτος που κατέβηκε από τον ουρανό. Αλλά η Βηθλεέμ ήταν και η πόλη Δαβίδ, όπου αυτός είχε γεννηθεί και εκεί έπρεπε να γεννηθεί και εκείνος, ο οποίος θα ονομαζόταν Υιός Δαβίδ. Πόλη Δαβίδ ονομαζόταν και η Σιών.
Ο Κύριος όμως δεν γεννήθηκε στη Σιών, αλλά στη Βηθλεέμ, η οποία ήταν η πόλη, όπου ο Δαβίδ είχε γεννηθεί σε αφάνεια, για να είναι ένας ποιμένας της υπαίθρου. Και την πόλη αυτή διάλεξε ως τόπο της γέννησής του και ο Κύριος, όταν ταπείνωσε τον εαυτό του και πτώχευσε για μας. Δεν προτίμησε τη Σιών, στην οποία ο Δαβίδ βασίλευσε ένδοξα και την οποία άφησε ο Κύριος να είναι τύπος της εκκλησίας του, το όρος αυτό της Σιών, που παραμένει αιώνια.

2.5 ἀπογράψασθαι σὺν Μαριὰμ(1) τῇ μεμνηστευμένῃ(2) αὐτῷ γυναικί, οὔσῃ ἐγκύῳ(3).
5 Είχε μαζί του και τη Μαριάμ, τη μνηστή του, η οποία ήταν έγκυος.
(1) Ή δεν πρέπει να συνδέσουμε το συν Μαριάμ με το απογράψασθαι, αλλά με το ανέβη. Στη ρωμαϊκή απογραφή οι γυναίκες πλήρωναν τον κεφαλικό φόρο, αλλά δεν υποχρεούνταν να προσέλθουν αυτοπροσώπως (p). Ανέβηκε ο Ιωσήφ με τη Μαρία, διότι αυτή ήταν έγκυος και δεν ήθελε κατά την κρίσιμη στιγμή του επικειμένου τοκετού να την αφήσει μόνη (g). Ή, όπως στην Αίγυπτο υποχρεώνονταν και οι γυναίκες να παρίστανται κατά την απογραφή, έτσι φαίνεται επικράτησε από εκεί και στους Ιουδαίους (L). Προστίθεται εδώ και το «που ήταν έγκυος», διότι έτσι έπρεπε να καταγραφεί και στον κατάλογο (b).
Ετσι φαίνεται καθαρά, ότι μπήκε κάτω από το νόμο. Διότι έγινε και υπήκοος του ρωμαϊκού κράτους αμέσως μόλις γεννήθηκε. Πολλοί υποθέτουν, ότι με το να γεννηθεί ο Κύριος την ώρα που διεξαγόταν η απογραφή, καταγράφηκε και αυτός, όπως και ο Ιωσήφ και η Μαρία, για να φανεί καθαρά πως έγινε και αυτός φόρου υποτελής, αφού πήρε μορφή δούλου. Αντί να έχει τους βασιλιάδες φορολογούμενους από αυτόν, όταν ήλθε στον κόσμο έγινε αυτός φορολογούμενος.
«Ο λόγος θέλει να φανερώσει ένα μεγάλο μυστήριο, ότι δηλαδή στην απογραφή όλης της οικουμένης έπρεπε να καταγραφεί ο Ιησούς Χριστός, έτσι ώστε καταγραφόμενος και αυτός μαζί με αυτούς που ήταν στην οικουμένη να αγιάσει την οικουμένη και να μεταφέρει την απογραφή αυτή στο βιβλίο των ζώντων, έτσι ώστε τα ονόματα αυτών που γράφτηκαν μαζί του και πίστεψαν σε αυτόν, να γραφτούν στους ουρανούς» (Ω).
«Απογράφτηκε ο Κύριος και πλήρωσε φόρο στον Καίσαρα, νομοθετώντας να υποτασσόμαστε στο κράτος, όταν δεν βλάπτει σε τίποτα την ευσέβεια» (Ισιδ. Πηλουσ.).
(2) «Ο ιερός ευαγγελιστής λέει ότι ο Ιωσήφ ήταν αρραβωνιασμένος με την Μαρία, δείχνοντας ότι μόνο με τον αρραβώνα έγινε η σύλληψη και η παράδοξη γέννηση του Εμμανουήλ, και δεν ακολούθησε τους νόμους της ανθρώπινης φύσης» (Κ).
(3) Αναφορική μετοχή = η οποία ήταν έγκυος· και όχι αιτιολογική = επειδή ήταν έγκυος (δ). Απλώς αναφέρεται ως λεπτομέρεια προπαρασκευαστική του συμβάντος που θα επακολουθήσει, και όχι ως λόγος, για τον οποίο πήρε αυτήν μαζί του ο Ιωσήφ (L).

2.6 ἐγένετο δὲ ἐν τῷ εἶναι αὐτοὺς ἐκεῖ(1) ἐπλήσθησαν αἱ ἡμέραι τοῦ τεκεῖν αὐτήν,
6 Τον καιρό που αυτοί ήταν εκεί, ήρθε η ώρα της Μαριάμ να γεννήσει,
(1) Το ταξίδι από τη Ναζαρέτ στη Βηθλεέμ μπορούσε να γίνει άνετα σε τέσσερεις μέρες διαμέσου της Σαμάρειας, που βρισκόταν και αυτή κάτω από την εξουσία του Ηρώδη, όπως και η Ιουδαία (L). Η Μαρία δεν φαίνεται να είχε γνώση, ότι σύμφωνα με την προφητεία επρόκειτο να γεννήσει στη Βηθλεέμ. Η Θεία Πρόνοια όμως οικονόμησε τα πάντα, για να γίνει έτσι (b). «Για αυτό γίνεται απογραφή, για να… ανέβει και η Παρθένος στη Βηθλεέμ επειδή ήταν η πατρίδα της, και έτσι να γεννηθεί ο Κύριος στη Βηθλεέμ και να εκπληρωθεί η προφητεία» (Θφ).
Οι άνθρωποι καθορίζουν σκοπούς αλλά ο Θεός τακτοποιεί τα πράγματα ώστε να κατευθύνονται τα πάντα σύμφωνα με τη βουλή και τα σχέδιά του. Δες πως η θεία Πρόνοια κανονίζει τα πάντα για εκπλήρωση των προφητειών και χρησιμοποιεί τα σχέδια των ανθρώπων που ενεργούν για δικούς τους σκοπούς, για πραγματοποίηση των βουλών της.

2.7 καὶ ἔτεκεν τὸν υἱὸν αὐτῆς τὸν πρωτότοκον(1)· καὶ ἐσπαργάνωσεν(2) αὐτὸν καὶ ἀνέκλινεν(3) αὐτὸν ἐν τη φάτνῃ(4), διότι οὐκ ἦν αὐτοῖς τόπος(5) ἐν τῷ καταλύματι(6).
7 και γέννησε τον γιο της τον πρωτότοκο. Τον σπαργάνωσε και τον ξάπλωσε σ’ ένα παχνί, γιατί δε βρήκαν μέρος στο πανδοχείο.
(1) «Πρωτότοκο ονομάζει εδώ, όχι αυτόν που είναι πρώτος μεταξύ αδελφών, αλλά αυτόν που είναι και πρώτος και μόνος. Γιατί υπάρχει και κάποιο τέτοιο είδος με τη σημασία του πρωτότοκου. Διότι μερικές φορές η Γραφή ονομάζει πρώτο τον μόνο, όπως το «Εγώ είμαι Θεός πρώτος, και μαζί με μένα δεν υπάρχει άλλος» (Κ). «Πρωτότοκος λοιπόν λέγεται αυτός που γεννήθηκε πρώτος, έστω και αν δεν γεννήθηκε δεύτερος στη συνέχεια» (Θφ).
Η λέξη μπορεί βεβαίως να χρησιμοποιηθεί χωρίς να υπονοεί παιδιά που ακολούθησαν (p). Αξιόλογη και η επόμενη ερμηνεία: «Λόγω της σάρκωσης έγινε αδελφός μας και για αυτό το λόγο ονομάστηκε πρωτότοκος, επειδή είναι πρώτος μεταξύ όλων αυτός» (Σχ).
(2) Σπαργανώνω= περιτυλίγω με σπάργανα (δ).
(3) = τον ξάπλωσε (δ).
(4) Σημαίνει το ξύλο, που έχει βαθύ κοίλωμα, στο οποίο βάζουν την τροφή των ζώων. Ξάπλωσε αυτό στη φάτνη αντί για λίκνο, την κούνια που λέμε στην καθομιλουμένη (δ). Με άρθρο, για να δηλώσει την συγκεκριμένη φάτνη του καταλύματος (L).
Εξυπνη η παρατήρηση: «Βρήκε τον άνθρωπο αποκτηνωμένο, για αυτό τοποθετήθηκε στη φάτνη αντί τροφής, ώστε, μεταβάλλοντας την κτηνώδη ζωή μας, να επανέλθουμε στη φρόνηση που ταιριάζει στον άνθρωπο, και όσοι είμαστε κτηνώδεις στην ψυχή, αφού προσέλθουμε στη δική μας τράπεζα, δηλαδή στη φάτνη, να μη βρούμε πια χόρτο, αλλά τον ουράνιο άρτο, το σώμα της ζωής» (Κ). Ακόμη πιο αξιόλογη η επόμενη: Ο Σωτήρας είχε φάτνη αντί για κρεβάτι. Ως νήπιο στερήθηκε την άνεση αιωρούμενης κούνιας. Παρά τούτο όμως ήταν ελεύθερος από τον μολυσμό της ανυπομονησίας (b).
(5) Και μέχρι σήμερα ακόμη ο Ιησούς έρχεται στον κόσμο και «δεν υπάρχει τόπος» για αυτόν. Και ο λόγος για τον οποίο ο Ιησούς δεν μπορεί να βρει και σήμερα τόπο για το ευαγγέλιό του, είναι ανάλογος και πολύ σχετικός με ό,τι είχε συμβεί στη Βηθλεέμ κατά τη γέννησή του. Τα οικήματα είχαν τότε γεμίσει όλα από το πλήθος αυτών που μαζεύτηκαν για απογραφή.
Και σήμερα οι καρδιές των ανθρώπων, όπου ο Χριστός ζητά τόπο για το ευαγγέλιό του, είναι γεμάτες από άλλους επισκέπτες. Ισως πολλοί δεν έχουν πρόθεση να περιφρονήσουν τον Ιησού. Είναι όμως απορροφημένες οι καρδιές τους από σκέψεις, επιθυμίες και φροντίδες της ματαιότητας και δεν μένει σε αυτές ούτε ο ελάχιστος χώρος για τον Ιησού και το ευαγγέλιό του.
Οσον αφορά πάλι στον κόσμο και τα ανά την οικουμένη έθνη, τα περισσότερο πολιτισμένα από αυτά λέγονται χριστιανικά, αλλά εκτός του ότι τα απομένοντα, τα οποία είναι και πιο πολυάριθμα, είναι ξένα τελείως με το Χριστό, αγνοούν τελείως αυτόν και κανένα τόπο δεν φυλάσσουν για αυτόν, και μεταξύ αυτών των χριστιανικών εθνών πόσο λίγοι είναι εκείνοι, οι οποίοι παρέχουν τις ψυχές και τις καρδιές τους τόπο, για να ξαπλώσει και να αναπαυτεί ο Χριστός σε αυτές. Οι πολλοί παρέχουν σε αυτόν τη φάτνη, ενώ θα έπρεπε να αδειάσουν πλήρως το πανδοχείο για να κυριεύσει αυτό ολόκληρο ο Ιησούς.
(6) Η λέξη σημαίνει τόπο όπου ξεφορτώνονται τα υποζύγια και αποτίθενται οι αποσκευές του ταξιδιώτη, για ανάπαυση (p). Αν και ο Λουκάς χρησιμοποιεί αλλού τη λέξη πανδοχείο, κάτι τέτοιο φαίνεται να υπονοεί εδώ. Ο Ιωσήφ και η Μαρία δεν βρήκαν τόπο, τουλάχιστον κατάλληλο. Εάν όμως εγκαταστάθηκαν σε κάποιο σταύλο, πολύ φυσικό θα ήταν, ο σταύλος αυτός να βρισκόταν σε σπήλαιο, διότι όταν λείπουν πανδοχεία σπήλαια κατοικούνται κοινά από ανθρώπους και κτήνη.
Το πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου κατέστησε την εκδοχή αυτή πιθανότερη με την υπόθεση, ότι τη Μαρία την έπιασε αιφνίδια ο τοκετός και για αυτό αναγκάστηκε ο Ιωσήφ μαζί της να καταφύγει σε κάποιο σπήλαιο (κεφ. ιη). Το σπήλαιο αυτό «κοντά στο χωριό» μνημονεύεται από τον Ιουστίνο (Διάλογος προς Τρύφωνα 78) και από τον Ωριγένη (κατά Κέλσου Ι 51), στις μέρες του οποίου έδειχναν αυτό (L).
Υποτέθηκε ότι η παράδοση αυτή για σπήλαιο προήλθε από το Ησαΐου λγ 16 «αυτός θα μείνει σε υψηλό σπήλαιο πέτρας οχυρής», με μετατροπή της προφητείας σε ιστορία (p). Αλλά στο χωρίο του Ησαΐα γίνεται λόγος για σπήλαιο υψηλό που χρησιμεύει αντί για φρούριο και χωρίς κάποιο υπαινιγμό μεσσιακό. Ο Ιουστίνος λοιπόν πρέπει να στηρίχτηκε σε παράδοση που ήδη υπήρχε (L).
Ο Κύριος γεννήθηκε σε πανδοχείο και σε σπήλαιο που χρησιμοποιούνταν ως σταύλος. Ο Υιός του Δαβίδ, ο οποίος θα ήταν η δόξα και το καύχημα του οίκου του πατέρα του, δεν είχε ούτε στην πόλη Δαβίδ κάποια καλύβα σαν κληρονομιά του στη διάθεσή του, ούτε ένα φίλο διατεθειμένο να παράσχει την απαραίτητη κατά τη στιγμή εκείνη άνεση στη μητέρα του. Και γεννήθηκε σε πανδοχείο, για να σημάνει και με αυτό, ότι ήλθε στον κόσμο ως ταξιδιώτης, για να παραμείνει σε αυτόν για λίγο σαν σε πανδοχείο και για να διδάξει και εμάς έτσι να συμπεριφερόμαστε, ως πάροικοι και διαβάτες στη γη αυτή. Το ότι επίσης ξάπλωσαν αυτόν στη φάτνη, υπήρξε δείγμα της πτωχείας των γονέων του, αλλά και της καταπτώσεως των συγχρόνων του, οι οποίοι ανέχτηκαν γυναίκα που γεννούσε να παραμείνει σε σπήλαιο, χωρίς καμιά εκδήλωση συμπάθειας εκ μέρους εκείνων, οι οποίοι θα υπήρξαν μάρτυρες των δύσκολων στιγμών της.

2.8 Καὶ ποιμένες ἦσαν ἐν τῇ χώρᾳ τῇ αὐτῇ(1) ἀγραυλοῦντες(2) καὶ φυλάσσοντες φυλακὰς(3) τῆς νυκτὸς(4) ἐπὶ(5) τὴν ποίμνην αὐτῶν.
8 Στην περιοχή εκείνη βρίσκονταν βοσκοί που έμεναν στο ύπαιθρο και φύλαγαν βάρδιες τη νύχτα για το κοπάδι τους.
(1) Μόλις βγει κάποιος από τη Βηθλεέμ από την ανατολική πλευρά βρίσκεται μπροστά σε λιβάδια κατάλληλα για βοσκή και η φύση του εδάφους δείχνει, ότι πάντοτε η έκταση αυτή ήταν τέτοια (L). Ίσως στα ίδια λιβάδια νεαρός ποιμένας ο προφητάνακτας και ψαλμωδός, φυλάσσοντας τα πρόβατα του πατέρα του εμπνεύστηκε τον 22ο ψαλμό και τους άλλους ποιμενικούς και ευλαβικούς λυρικούς ύμνους (ο).
(2) «Δηλαδή έπαιζαν με τον αυλό τους αγροτική μουσική, ή διέμεναν και περνούσαν το χρόνο τους στον αγρό» (Θφ). Έμεναν στην ύπαιθρο και φύλασσαν το ποίμνιο (δ). Εάν τα ποίμνια ανήκαν σε κατοίκους του χωριού, κατά τη διάρκεια του χειμώνα τα οδηγούσαν στους σταύλους. Αλλά οι Βεδουίνοι ποιμένες -και αυτοί είναι οι πιο πολυάριθμοι- παραμένουν σε σκηνές και τα ποίμνιά τους είναι πάντοτε στο ύπαιθρο (L).
Επειδή σε κάποιο χωρίο του Ταλμούδ λέγεται ότι τα ποίμνια παραμένουν στο ύπαιθρο κατά το διάστημα μεταξύ του Πάσχα και των πρώτων βροχών του φθινοπώρου, συμπέραναν κάποιοι, ότι η γέννηση του Κυρίου έγινε το καλοκαίρι. Παρόλ’ αυτά ο Wieseler διαπίστωσε, ότι ο ορισμός αυτός του Ταλμούδ αφορά στα ποίμνια που ζουν σε στέππες, μακριά από τους συνοικισμούς. Αυτά όμως για τα οποία γίνεται λόγος εδώ δεν ανήκουν στην κατηγορία αυτή (g).
Έπειτα είναι σαφές, ότι η βροχή δεν υπακούει επακριβώς στους ραββινικούς αυτούς καθορισμούς, οι οποίοι υποδηλώνουν τις αρχές Νοεμβρίου. Συνήθως η πρώτη σοβαρή βροχή στα μέρη εκείνα πέφτει γύρω στις 15 Νοεμβρίου. Παρόλ’ αυτά κατά το έτος 1910-1911 έπεσε αυτή γύρω στα μέσα Ιανουαρίου. Και σε ένα άλλο έτος το εκατοντάβαθμο θερμόμετρο σημείωσε θερμοκρασία 26 βαθμών την 27 Δεκεμβρίου (L).
Το αγραυλούντες λοιπόν για κανένα λόγο δεν αποκλείει ότι η εποχή, στην οποία σημειώθηκε το γεγονός ήταν Δεκέμβριος. Ο καιρός μπορούσε να είναι ήπιος, και επιπλέον δεν είναι βέβαιο, ότι όλα τα πρόβατα στεγάζονταν κατά τις νύχτες του χειμώνα.
Ως προς την ημερομηνία παρόλ’ αυτά της γέννησης του Κυρίου θα μπορούσε να σημειωθεί, ότι η παλαιότερη απόπειρα για καθορισμό της είναι αυτή που αναφέρεται και όπως φαίνεται αποκηρύττεται ως βέβηλη περιέργεια από τον Κλήμη τον Αλεξανδρέα (Στρωματείς Ι 21). Στα χρόνια του κάποιοι όριζαν την 21 Απριλίου, άλλοι την 22 Απριλίου και άλλοι την 20 Μαΐου ως ημέρα της γεννήσεως του Κυρίου. Η 25 Δεκεμβρίου καθορίστηκε όχι παλαιότερα από τον Δ΄ αιώνα και φαίνεται να επικράτησε για πρώτη φορά στη Δύση (p).
(3) Η φράση συναντιέται και στα Αριθμ. γ 7,8,28,32,38 κλπ. (p), και δηλώνει ότι οι ποιμένες αγρυπνούσαν όλη τη νύχτα εναλλάξ, διαιρώντας πιθανώς τη νύχτα σε ίσα μέρη και με σειρά διαδέχονταν ο ένας τον άλλο στη φύλαξη. Ο πληθυντικός (φυλακάς) μπήκε για αυτό ακριβώς, για να δηλώσει τα διάφορα αυτά ισόχρονα διαστήματα και όχι γιατί η φύλαξη γινόταν συγχρόνως σε πολλούς τόπους (δ).
(4) Ορίζει το χρόνο, για να δείξει ότι έγινε νύχτα η γέννηση του Σωτήρα και η εμφάνιση των αγγέλων και όχι για να δηλώσει ότι υπήρχαν και φυλακές της ημέρας (δ).
(5) Η πρόθεση επί = πάνω στην ποίμνη. Δηλώνει την παρατήρηση και επίβλεψη της ποίμνης (δ). Ο άγγελος, για τον οποίο μιλά ο επόμενος σ. δεν στάλθηκε στους αρχιερείς ή τους πρεσβυτέρους, οι οποίοι δεν ήταν προετοιμασμένοι να δεχτούν το μήνυμα αυτό, αλλά σε ένα όμιλο ποιμένων φτωχών, οι οποίοι όπως ο Ιακώβ ήταν απλοϊκοί άνθρωποι που έμεναν σε σκηνές. Οι πατριάρχες ήταν ποιμένες, ιδιαιτέρως μάλιστα ο Μωϋσής και ο Δαβίδ την ώρα που έβοσκαν τα ποίμνιά τους κλήθηκαν να κυβερνήσουν το λαό του Θεού.
Στον Μωϋσή το μήνυμα της απελευθέρωσης του Ισραήλ από την Αίγυπτο κομίστηκε, την ώρα που φύλαγε πρόβατα. Και στους ποιμένες αυτούς, οι οποίοι πιθανότατα ήταν ευσεβείς, κομίστηκαν μηνύματα ασυγκρίτως μεγαλύτερης απελευθέρωσης. Σημείωσε, ότι δεν κοιμούνταν αυτοί στα κρεβάτια τους, όταν οι χαρμόσυνες ειδήσεις κομίστηκαν σε αυτούς, αλλά παρέμεναν στους αγρούς αγρυπνώντας. Ήταν ξύπνιοι και για αυτό δεν ήταν δυνατόν να εξαπατηθούν για όσα έβλεπαν και άκουγαν, όπως είναι εύκολο να πάθουν αυτό οι μισοκοιμισμένοι.
Εκείνοι, οι οποίοι πρόκειται να δεχτούν μηνύματα από το Θεό είτε εξωτερικά και τα οποία γίνονται αντιληπτά στις αισθήσεις του σώματος, είτε εσωτερικά με παρηγοριά των καρδιών από το Πνεύμα, πρέπει να ξαγρυπνούν έχοντας το μάτι της ψυχής άγρυπνο. Οι ποιμένες ακόμη, όταν ο άγγελος κόμισε σε αυτούς το χαρμόσυνο μήνυμα, δεν προσεύχονταν, αλλά ασκούσαν τα έργα του επαγγέλματός τους. Φύλαγαν τη νύχτα την ποίμνη τους, για να ασφαλίσουν αυτήν από τους κλέπτες και από την επιδρομή θηρίων. Δεν είμαστε λοιπόν έξω από την οδό των θείων επισκέψεων, όταν ασκούμε ευσυνείδητα και με φόβο Θεού κάποιο έντιμο επάγγελμα.

2.9 καὶ ιδού ἄγγελος κυρίου(1) ἐπέστη(2) αὐτοῖς(3) καὶ δόξα Κυρίου(4) περιέλαμψεν(5) αὐτούς(6), καὶ ἐφοβήθησαν φόβον(7) μέγαν.
9 Σ’ αυτούς παρουσιάστηκε ένας άγγελος Κυρίου και τους περιέβαλε θεϊκή λαμπρότητα. Εκείνοι κατατρόμαξαν,
(1) Σε κάθε περίπτωση ταπείνωσης του Χριστού ελήφθησαν μέτρα από κάποιου είδους επίκαιρης διαμαρτυρίας, που εξασφάλιζαν την αναγνώριση της θεότητάς του. Στο χωρίο αυτό συντελέστηκε αυτό με τον ευαγγελισμό του αγγέλου· στην περιτομή του με το όνομα που δόθηκε σε αυτόν, το Ιησούς = Θεός Σωτήρας· στην παρουσίασή του στο ναό με την υπαπαντή (υποδοχή) και μαρτυρία του Συμεών· στο βάπτισμά του με την άρνηση που αντιτάχτηκε σε αυτόν από τον Ιωάννη· και στο πάθος του με σημάδια περισσότερα από ότι στις υπόλοιπες περιπτώσεις (b).
Όταν δούμε τον υιό της Παρθένου τυλιγμένο σε σπάργανα και ξαπλωμένο σε φάτνη, μπαίνουμε στον πειρασμό να πούμε: Ασφαλώς το νήπιο αυτό δεν είναι δυνατόν να είναι ο Υιός του Θεού. Αλλά όταν βλέπουμε και χορό αγγέλων να παρίσταται στη γέννησή του, οδηγούμαστε να φωνάξουμε: Ασφαλώς δεν μπορεί να είναι κάποιος άλλος ο νεογέννητος αυτός παρά ο Υιός του Θεού, για τον οποίο λέχθηκε, «όταν εισαγάγει τον πρωτότοκον στην οικουμένη λέει: Και θα προσκυνήσουν αυτόν όλοι οι άγγελοι του Θεού» (Εβρ. α 6).
(2) Η έννοια της αιφνίδιας έλευσης δεν εκφράζεται αναγκαστικά από το ρήμα, συμπεραίνεται όμως συχνά από τα συμφραζόμενα. Το ρήμα στην Κ.Δ. είναι αποκλειστικό σχεδόν στον Λουκά. Και στους κλασσικούς συγγραφείς χρησιμοποιείται για εμφάνιση ουράνιων όντων, ονείρων, οπτασιών κλπ. Δες Λουκ. κδ 4,Πράξ. ιβ 7 κγ 11 (p). Η πρόθεση «επί» σημαίνει το «πάνω από αυτούς», σε τόπο δηλαδή υψηλότερο μπροστά τους (δ).
(3) «Για ποιο λόγο τέλος πάντων ο άγγελος δεν πήγε στα Ιεροσόλυμα, δεν ζήτησε τους γραμματείς και τους Φαρισαίους, δεν μπήκε στην ιουδαϊκή συναγωγή, αλλά βρήκε ποιμένες που έμεναν έξω στους αγρούς και φύλαγαν τις φυλακές της νύχτας την ποίμνη τους και σε εκείνους έφερε το χαρμόσυνο μήνυμα; Διότι εκείνοι μεν ήταν διεφθαρμένοι και επρόκειτο να τρίζουν τα δόντια τους από το φθόνο, ενώ αυτοί ήταν άπλαστοι (ανυπόκριτοι), και μιμούνταν με ζήλο τον παλαιό τρόπο ζωής των πατριαρχών και του ίδιου του Μωϋσή· διότι ποιμένες ήταν και αυτοί» (Ω).
Ούτε σοφοί, ούτε διακεκριμένοι με οποιονδήποτε τρόπο, ούτε άνθρωποι επιρροής ήταν οι ποιμένες αυτοί. Επιλέχτηκαν μάλλον για την πτωχεία τους και την αφάνειά τους. Ο παντοδύναμος Θεός επιβλέπει με ιδιαίτερη εύνοια τους χαμηλούς και άσημους. Ο άγγελος εμφανίστηκε στους ποιμένες, σαν να δείχνει, ότι ο Θεός τους πτωχούς του κόσμου αυτού που με καρτερία και ελπίδα προς αυτόν υπομένουν την πτωχεία τους, διάλεξε ως κληρονόμους της βασιλείας του και για αυτό και τώρα τιμά αυτούς.
Αλλά προ παντός έγινε τώρα φανερό, ότι ο Θεός δεν προσβλέπει μεροληπτικά σε πρόσωπα. Μπροστά του αυτοί που κατέχουν τα υψηλά στρώματα της κοινωνίας και αυτοί που ζουν στα ταπεινά με αφάνεια είναι όλοι ίσοι και στη συμμετοχή των αιώνιων ευλογιών του ευαγγελίου δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο μονάρχη που κάθεται σε θρόνο λαμπρό και στο ζητιάνο που ζει σε φτωχή καλύβα.
(4) «Δόξα Κυρίου να εννοήσεις εδώ το θείο φως» (Ζ)· φωτεινή λάμψη, λαμπρό και αστραφτερό φως (δ), το οποίο είναι σημείο της παρουσίας του Θεού ή κάποιου ουράνιου όντος (Β΄ Κορ. γ 18. Δες Λουκ. θ 31,32) (p)
(5) Το ρήμα περιλάμπω = σημαίνει την λάμψη του θαυμαστού εκείνου φωτός που από παντού ερχόταν και τους περικύκλωνε (δ).
(6) Η λάμψη από τον άγγελο περικύκλωσε τους ποιμένες, οι οποίοι, μαζεμένοι καθώς ήταν, βρέθηκαν αιφνίδια κάτω από υπερφυσικό φως που διέλυε το νυχτερινό σκοτάδι.
(7) Για το φόβο εξ’ αιτίας αυτού του είδους των εμφανίσεων δες Λουκ. α 12 (δ). «Ο φόβος εκείνων (των ποιμένων) είναι όχι από δειλία της ψυχής, αλλά από επίγνωση της παρουσίας ανώτερων όντων» (Α).

2.10 καὶ εἶπεν αὐτοῖς ὁ ἄγγελος, Μὴ φοβεῖσθε, ἰδοὺ γὰρ(1) εὐαγγελίζομαι(2) ὑμῖν χαρὰν μεγάλην(3) ἥτις(4) ἔσται παντὶ τῷ λαῷ(5),
10 αλλά ο άγγελος τους είπε: «Μην τρομάζετε! Σας φέρνω ένα χαρμόσυνο άγγελμα, που θα γεμίσει με χαρά μεγάλη όλο τον κόσμο:
(1) Για να καθησυχάσει τους ποιμένες ο άγγελος αρχίζει να τους διαβεβαιώνει, ότι το κομιζόμενο από αυτόν μήνυμα είναι χαρμόσυνο (g).
(2) Το ρήμα συναντιέται συχνά στο Λουκά και στον Παύλο και σπανίως αλλού. Αν εξαιρέσουμε το Ματθ. ια 5, όπου πρόκειται για παράθεση, πουθενά στα άλλα ευαγγέλια δεν βρίσκεται (p). Εδώ σημαίνει αναγγέλλω αγαθή είδηση (δ).
(3) Μπαίνει εδώ το αποτέλεσμα αντί για το αίτιο = γεγονός αίτιο μεγάλης χαράς (δ). Ο πρώτος λόγος για τον οποίο ο Χριστιανισμός είναι το αληθινό ευαγγέλιο και η περισσότερο από κάθε άλλη χαρμόσυνη είδηση, είναι ότι αποκάλυψε το Θεό στον άνθρωπο, και ο δεύτερος και εξόχως εμφαντικός λόγος είναι ότι αποκάλυψε τον άνθρωπο στον εαυτό του.
Ουδέποτε άλλοτε μέχρι την εποχή, κατά την οποία γεννήθηκε και αναλήφθηκε ο Χριστός, γνώρισε ο άνθρωπος την ευγένεια του γένους του. Ουδέποτε μέχρι την εποχή, κατά την οποία ο Θεός πήρε σάρκα ανθρώπινη, μπόρεσε να αντιληφθεί ο άνθρωπος, τι μπορεί να αποβεί η σάρκα και η φύση του. Μέχρι την εποχή, κατά την οποία το πλήρωμα της θεότητας κατοίκησε σωματικά στον Ιησού, δεν είχε αντιληφθεί ο άνθρωπος, ότι μπορεί να γίνει κοινωνός θείας φύσης και να ενωθεί με τον ίδιο το Θεό.
Από τη στιγμή που ο Ιησούς γεννήθηκε, η ανθρωπότητα μπήκε σε νέο ξεκίνημα, δόθηκε νέα σημασία και έννοια στις γεννήσεις των ανθρώπων, η μητρότητα εξυψώθηκε σε ορίζοντες ουράνιους και η πατρότητα πήρε ευρύτατη αγιότητα. Ο Χριστός έδειξε, τι μπορεί να γίνει ο άνθρωπος και συνεπώς καθόρισε μόνιμα την υψηλή αξία του.
(4) Η οποία είναι τόσο μεγάλη, ώστε δεν θα χαροποιήσει μόνον εσάς, αλλά ολόκληρο το λαό (g).
(5) «Τον κυρίως λαό του Θεού. Διότι δεν είναι όλοι οι Ιουδαίοι λαός του Θεού. Αλλά και σε όλο το λαό των ανθρώπων, που δεν είναι κυρίως Ιουδαίοι, έγινε χαρά η σάρκωση του Θεού» (Θφ). Για όλους μας ο Χριστός πέτυχε την απολύτρωση από την αμαρτία και την ενοχή. Υπάρχει πιο χαρμόσυνο γεγονός από αυτό; Η μεγαλύτερη πληγή των ανθρώπων είναι η μάστιγα της ένοχης συνείδησης. Πολλές άλλες αθλιότητες και δυστυχίες είναι δυνατόν με το χρόνο και με την ικανότητα να απομακρυνθούν και όλες βρίσκουν το τέλος τους στον τάφο.
Αλλά η ένοχη συνείδηση είναι κάτι το οποίο κανείς δεν μπορεί να απομακρύνει ούτε από τον εαυτό του ούτε από τους άλλους. Το ότι και μετά θάνατον μας τύπτει και μας καταδιώκει μέχρι το ίδιο το βήμα του παγκόσμιου Κριτή και θα μας βασανίζει στον τόπο της απόγνωσης και του εξωτέρου σκότους, κάνει το κεντρί της φοβερό και εξόχως οδυνηρό.
Αλλά ο Χριστός μάς ελευθέρωσε από τη μάστιγα αυτή. Αφού κατανίκησε τον σκληρό και κακεντρεχή εχθρό, ο οποίος είναι συγχρόνως εχθρός και του Θεού και του ανθρώπου, δηλαδή τον διάβολο, εξασφάλισε και ετοίμασε σε εμάς τόπο στους ουρανούς και παραμένει πάντοτε μαζί μας. Στην παρούσα ζωή η παρουσία του μας γεμίζει χαρά μέχρι τις τελευταίες μας στιγμές, αλλά και τότε δεν μας αφήνει, διότι η καθοδήγησή του και η χαροποιός παρουσία του μας συντροφεύει και όταν θα μπούμε στη σκοτεινή εκείνη κοιλάδα, η οποία χωρίζει την επίγεια σκηνή από την αιώνια κατοικία του ουρανού.

2.11 ὅτι ἐτέχθη ὑμῖν(1) σήμερον σωτὴρ(2) ὅς ἐστιν Χριστὸς Κύριος(3) ἐν πόλει Δαυίδ(4)·
11 Σήμερα, στην πόλη Δαβίδ γεννήθηκε για χάρη σας σωτήρας –κι αυτός είναι ο Χριστός, ο Κύριος.
(1) Ή για σας τους ποιμένες ως τμήμα και ίσως ειδικά ως τμήμα περιφρονημένο του λαού του Ισραήλ (p). Ή, πιο σωστά, το «για σας» αναφέρεται στο, «σε όλο το λαό» = για σωτηρία όλων σας (δ). Για σας γεννήθηκε. Για σας τους Ιουδαίους κατά πρώτον. Αλλά και για σας τους ποιμένες, παρόλο που είστε φτωχοί και αφανείς κατά κόσμον. Γεννήθηκε για σας τους ανθρώπους, όχι για μας τους αγγέλους. Δεν πήρε τη δική μας αγγελική φύση, αλλά τη δική σας ανθρώπινη φύση, για να εκπληρωθεί ο λόγος του Ησαΐου (θ 6): Παιδί γεννήθηκε για μας, και γιος δόθηκε σε μας.
(2) Μόνο εδώ και στο α 47 στο Λουκά και μία φορά στον Ιωάννη (δ 42), δύο στις Πράξεις (ε 31,ιγ 23) και συχνά στην προς Τίτον και Β΄ Πέτρου (p), και επιπλέον και στα Εφεσ. ε 23,Φιλιπ. γ 20 και Α΄ Ιω. δ 14. Στην Π.Δ. αποδίδεται στο Θεό και μερικές φορές και σε εκείνους, τους οποίους ο Θεός στέλνει για απελευθέρωση του λαού του από τους εχθρούς τους. Ανταποκρινόταν προς την χρήση των Ελλήνων δυναστών, οι οποίοι έπαιρναν τον τίτλο που συνόδευε την αποθέωσή τους (π.χ. Πτολεμαίου του σωτήρος και θεού). Οι ελληνιστικές πόλεις της Ασίας μαζί με την Έφεσο χαιρέτησαν τον Ιούλιο Καίσαρα ως «θεό ένδοξο και κοινό σωτήρα του ανθρώπινου βίου» (L).
(3) «Είναι Χριστός από τη μία επειδή η ανθρώπινή του φύση χρίστηκε με τη θεότητα και είναι Κύριος από την άλλη επειδή είναι Θεός» (Ζ). Είναι Χριστός ο Μεσσίας στον οποίο κατοικεί όλο το πλήρωμα της θεότητας και των θείων χαρισμάτων (δ). Στο Λουκά πάντως η απουσία του άρθρου, η τόσο συχνή στα δύο πρώτα κεφάλαια, δεν εμποδίζει το άναρθρο Χριστός να σημαίνει ο Μεσσίας. Το Κύριος χρησιμοποιούνταν ως επίθετο και στους ειδωλολατρικούς θεούς ή τους θεοποιημένους αυτοκράτορες, έμπαινε όμως μπροστά από το όνομα (π.χ. στον κύριο Σέραπι). Ο Λουκάς βάζει αυτό μετά το όνομα Μεσσίας, ίσως για να σημάνει ότι ο Χριστός είναι ο μόνος Κύριος (L).
Ο τίτλος Χριστός βρίσκεται σε ειδική σχέση με τον ιουδαϊκό λαό, ο οποίος μόνος ανέμενε τον Μεσσία, τον Χριστό του Θεού. Ο τίτλος Κύριος εκφράζει τη σχέση του Ιησού με ολόκληρο τον κόσμο και με αυτούς ακόμη τους αγγέλους (g).
Ο Ιησούς είναι ο Χριστός, ο Μεσσίας, ο Χρισμένος από τον Πατέρα. Αλλά είναι και ο Κύριος, ο Κύριος όλων. Είναι ο Θεός, διότι στην Π.Δ. το όνομα Κύριος ανταποκρίνεται προς το όνομα Ιεχωβά. Είναι και Σωτήρας, και θα είναι τέτοιος σε εκείνους, οι οποίοι δέχονται αυτόν ως Κύριό τους.
(4) Συντάσσεται με το ετέχθη (b) και δείχνει, ότι ο σωτήρας αυτός είναι ο βασιλιάς του Ισραήλ που υποσχέθηκαν οι προφήτες (p).

2.12 καὶ τοῦτο ὑμῖν τὸ σημεῖον(1), εὑρήσετε βρέφος ἐσπαργανωμένον, κείμενον(2) ἐν φάτνῃ.
12 Και τούτο είναι το σημάδι για να τον αναγνωρίσετε: Θα βρείτε ένα βρέφος σπαργανωμένο και ξαπλωμένο μέσα σ’ ένα παχνί».
(1) «Αυτό ας είναι σε σας το τεκμήριο για το ότι λέω αλήθεια» (Ζ), το σημείο που επιβεβαιώνει την υπερφυσική αναγγελία, για την οποία θα μπορούσαν να υποπτεύσουν, ότι επρόκειτο για κάποια πλάνη της φαντασίας (L). Ή το σημάδι με το οποίο θα αναγνωρίσετε το παιδί που γεννήθηκε. Δεν ήταν δυνατόν να υπάρχουν πολλά νεογέννητα βρέφη τη νύχτα εκείνη στη Βηθλεέμ, και αν είχαν γεννηθεί και κάποια άλλα πάντως κανένα από αυτά δεν θα ήταν ξαπλωμένο σε φάτνη (g).
Αξιόλογη και η παρατήρηση: Και η ίδια η ταπεινή φάτνη είναι μέχρι σήμερα σημάδι σε αυτούς που πιστεύουν (b). Η πίστη των ποιμένων υποβλήθηκε με το λόγο αυτό του αγγέλου σε δοκιμασία. Διότι ο λόγος αυτός συγκρουόταν με όλες τις σχετικά με το Μεσσία προκαταλήψεις τους, τον οποίο για κανένα λόγο δεν θα ανέμεναν ως νήπιο ασθενές και κάτω από τέτοιες συνθήκες βρισκόμενο.
(2) Υπάρχει και η γραφή εσπαργανωμένον και κείμενον εν φάτνη. Και τα δύο αποτελούν το σημάδι επειδή είναι εκ πρώτης όψεως αντιφατικά. Ένα βρέφος ήταν δυνατόν να απορριφθεί σε φάτνη αφρόντιστο και ως ανεπιθύμητο από τους γονείς του. Το εκπληκτικό όμως εδώ είναι, ότι επιδείχτηκε επιμελής φροντίδα για αυτό και σπαργανωμένο μπήκε στη φάτνη, πράγμα το οποίο από καμιά μητέρα που θα διέμενε μόνιμα στη Βηθλεέμ δεν θα γινόταν (L).
Ίσως θα ανέμεναν να τούς λεχθεί: Θα βρείτε αυτόν νήπιο μεν αλλά τυλιγμένο σε λαμπρά και πολυτελή σπάργανα, στην καλύτερη οικία της πόλης μέσα σε κούνια μεγαλοπρεπή κυκλωμένη από συνοδεία τιμητική με στολές επίσημες. Αλλά όχι· λέγεται σε αυτούς το αντίθετο. Θα τον βρείτε τυλιγμένο σε σπάργανα και τοποθετημένο μέσα σε φάτνη.
Όταν ο Χριστός ήταν στη γη, διακρίθηκε, και διακρίθηκε αισθητά, όχι με κάτι άλλο τόσο, όσο με την ταπείνωσή του. Αλλά και μέχρι σήμερα ο Θεός υποκρύπτεται πολλές φορές κάτω από φαινόμενα κοινά και τα οποία συνήθως πέφτουν στα μάτια μας. Ό,τι έγινε τότε με τον σαρκωθέντα Λόγο, το ίδιο μπορεί να παρατηρηθεί και μέχρι σήμερα στην αγία Βίβλο, την οποία ο Θεός μας παρέδωσε.
Τι είναι αυτή; Μία δέσμη φύλλων, γραμμένων από χέρι και μελάνι, που πολλαπλασιάζονται από τον τύπο και μεταφέρονται εδώ και εκεί με τα συνήθη μέσα της μεταφοράς, που πωλούνται και αγοράζονται στα βιβλιοπωλεία, που φθείρονται στα χέρια των ανθρώπων και σχίζονται πολλές φορές και διασκορπίζονται από αγροίκους και αμαθή πρόσωπα. Και όμως στο Βιβλίο των βιβλίων, το τόσο υλικό, γήινο και ανθρώπινο κατά την εξωτερική του εμφάνιση, βρίσκεται κρυμμένη η ίδια η πνοή και η χάρη του παντοδύναμου Θεού, που αφυπνίζει και εξυψώνει τις καρδιές και αναγεννά τις ψυχές.

2.13 καὶ ἐξαίφνης(1) ἐγένετο σὺν τῷ ἀγγέλῳ(2) πλῆθος(3) στρατιᾶς(4) οὐρανίου αἰνούντων τὸν θεὸν καὶ λεγόντων(5),
13 Ξαφνικά, κοντά στον άγγελο, παρουσιάστηκε ένα πλήθος απ’ την ουράνια στρατιά των αγγέλων, οι οποίοι υμνούσαν το Θεό και έλεγαν:
(1) Η εμφάνιση στο σ. 9 δεν ήταν λιγότερο αιφνίδια, το έκτακτο όμως εδώ είναι, ότι ολόκληρο πλήθος αγγέλων εμφανίζεται συγχρόνως (L).
(2) «Δηλαδή ήλθε μαζί με τον άγγελο εκείνο» (Ζ). Γίνεσθαι συν τινί = προστίθενται σε κάποιον, έρχονται και συνενώνουν τους εαυτούς τους με εκείνον (δ). Αξιοσημείωτη η παρατήρηση: «Μπορούμε να σκεφτούμε ότι ήταν αρχάγγελος εκείνος που έφερε το ευχάριστο μήνυμα στους ποιμένες, κατεβαίνοντας μαζί με την κάτω από την εξουσία του στρατιά, για να φέρει την ευχάριστη είδηση της σωτηρίας των ανθρώπων, έστω και αν τότε συνομιλούσε με αυτούς εντελώς μόνος, χωρίς να φαίνεται με τα μάτια τους η υφισταμένη του στρατιά, επειδή από τη φύση της είναι αόρατη» (Κ).
(3) Πλήθος που βγήκε από τα βάθη του αόρατου αυτού κόσμου, που μας κυκλώνει από παντού (g). Δηλώνει μεγάλο αριθμό, χωρίς όμως και να εξαντλείται το αναρίθμητο πλήθος της ουράνιας στρατιάς. Δες Δανιήλ ζ 10 (L).
(4) Ενδοξη ονομασία. Εδώ όμως η στρατιά αυτή διακηρύσσει ειρήνη (b) ανόμοια με τις άλλες στρατιές που κηρύσσουν πόλεμο. Το στρατιάς μπορεί να είναι γενική διαιρετική= πλήθος που αποτελεί μέρος του ουράνιου εκείνου πλήθους, το οποίο αποτελεί τη στρατιά του Θεού (g). Οπότε το αἰνούντων που ακολουθεί= Η όλη ουράνια στρατιά δοξολογούσε το Θεό, και όχι απλώς το τμήμα εκείνο που ήταν ορατό από τους ποιμένες τη στιγμή εκείνη (p).
(5) Η σύνταξη είναι με σχήμα κατά το νοούμενον = ουράνια στρατιά αγγέλων που αινούσαν το Θεό (δ). Οι άγγελοι αινούν τον Κύριο για τα έργα του (Ψαλμ. ρμη 2 και εξής) (L). Δοξολογούν τώρα «την μία θεότητα για τη σωτηρία που οικονόμησε (σχεδίασε)» (Ζ). Οι ουράνιοι άγγελοι δοξολόγησαν με φωνή μεγάλη τον Κύριο «όταν έγιναν τα άστρα» (Ιωβ λη 7) και διακόνησαν στην παράδοση του νόμου (Δευτερον. λγ 2, Πραξ. ζ 38, Γαλατ. γ 19), ουδέποτε όμως άλλοτε είχαν να επιτελέσουν πιο χαρμόσυνο έργο από το να αναπέμψουν ύμνους στο Θεό για τη σάρκωση του Υιού του (ο).

2.14 (1)Δόξα ἐν ὑψίστοις(2) θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς(3) εἰρήνη(4) ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία(5).
14 «Δόξα στον ύψιστο Θεόκαι ειρήνη στη γη, αγάπη και σωτηρία για τους ανθρώπους!»
(1) Υπάρχουν δύο κύριοι τρόποι σύνταξης και διαίρεσης αυτού του ύμνου. Μπορεί να διαιρεθεί ή σε δύο ή σε τρεις προτάσεις και η διαφορά αυτή της σύνταξης συνδέεται με κάποια διαφορετική γραφή, που έγινε δεχτή από πολλούς νεώτερους ερμηνευτές. Αυτή η γραφή είναι «ευδοκίας» αντί για «ευδοκία». Εάν δεχτούμε τη γραφή αυτή, τότε ο ύμνος αποτελείται από δύο και όχι από τρεις προτάσεις (g) = Δόξα (είναι ή ας είναι) στον ουράνιο Θεό και πάνω στη γη ειρήνη στους ανθρώπους, στους οποίους ευδόκησε ο Θεός. Έτσι λοιπόν σύμφωνα με τους ερμηνευτές αυτούς προκύπτει ακριβής παραλληλισμός του δόξα και ειρήνη, του εν υψίστοις και επί γης, του Θεού και του εν ανθρώποις (δ).
Οι περισσότεροι από τους νεώτερους ερμηνευτές δέχονται τη σύνταξη και διαίρεση αυτή πρώτον μεν για την γενική προτίμηση των γραφών των αλεξανδρινών μεγαλογράμματων κωδίκων και δεύτερον, για τον επιτυγχανόμενο παραλληλισμό μεταξύ των δύο ημιστιχίων που προκύπτουν έτσι.
Αλλά η γραφή «ευδοκία» στηρίζεται σε 15 μεγαλογράμματους κώδικες, μεταξύ των οποίων και δύο, οι οποίοι συνήθως ακολουθούν τα αλεξανδρινά χειρόγραφα. Από την άλλη η φράση «άνθρωποι ευδοκίας» τι σημαίνει; Σημαίνει άνθρωποι που εμπνέονται από αγαθή θέληση και εμψυχώνονται από την αγάπη του καλού; Η έννοια αυτή ελάχιστα ταιριάζει με τα συμφραζόμενα, με τα οποία μόνος ο Θεός και η ευσπλαχνία του δοξάζεται.
Αναγκαστικά λοιπόν πρέπει να εκλάβουμε τη φράση ότι σημαίνει ανθρώπους, στους οποίους ο Θεός δείχνει την αγαθή θέλησή του. Αλλά όταν η λέξη άνθρωπος η άνδρας συνδέεται έτσι με γενική πτώση, το αντικείμενο ή η γενική σημαίνει πάντοτε ιδιότητα αυτού του ίδιου του ανθρώπου. Δες άνδρας ελέους (Σοφ. Σειρ. μδ 10), άνθρωπος αμαρτίας (Β΄ Θεσ. β 3), τέκνο απωλείας, υιός οργής κλπ. (g). Η έννοια του όλου ύμνου αποδόθηκε από διαφόρους με διάφορους τρόπους.
Πρώτη εκδοχή: «Δόξα [θα είναι ή ας είναι] στο Θεό, διότι πάνω στη γη έγινε τώρα ειρήνη… και στους ανθρώπους ευδοκία [έγινε] δηλαδή επανάπαυση του Θεού. Επαναπαύτηκε δηλαδή ο Θεός τώρα και ευαρεστήθηκε με τους ανθρώπους, ο οποίος προηγουμένως βεβαίως, δεν ευδοκούσε ούτε αρεσκόταν με τους ανθρώπους» (Θφ). «Για να μάθεις, ότι για αυτό δοξάζουν το Θεό, επειδή πήρε πίσω η γη τα αγαθά, πρόσθεσαν οι άγγελοι και την αιτία, λέγοντας: και πάνω στη γη ειρήνη, στους ανθρώπους ευδοκία, τους ανθρώπους του βρίσκονταν σε πόλεμο με το Θεό, που ήταν αχάριστοι» (Χ).
Σχετική και η: «Ύμνος στους ουρανούς στο Θεό… διότι και πάνω στη γη έγινε ειρήνη, η οποία πολιτεύεται στους ουρανούς, επειδή ειρηνεύουν τώρα και οι άνθρωποι με το Θεό. Ή διότι και πάνω στη γη φανερώθηκε ο υιός του Θεού, ο οποίος είναι ειρήνη του κόσμου» (Ζ).
Δεύτερη εκδοχή: Δόξα ας είναι στο Θεό στα ύψιστα μέρη και πάνω στη γη είθε να είναι ειρήνη· αφού υπάρχει η ευαρέσκεια και αγαθή θέληση του Θεού μεταξύ των ανθρώπων (b). Για τις δύο πρώτες προτάσεις φυσικότερο φαίνεται να υπονοήσουμε την ευκτική εἴη (=είθε να είναι). Οι άγγελοι ζητούν ώστε από ουρανό σε ουρανό μέχρι το θρόνο του Θεού τα μακάρια πνεύματα να τονίσουν ύμνο δοξολογίας προς το Θεό και πάνω στη γη την ταραγμένη από την αμαρτία και τόσους αγώνες να κατεβεί επί τέλους η θεία ειρήνη. Τέλος στην τρίτη πρόταση παρέχεται η δικαιολόγηση των δύο ευχών που προηγήθηκαν. Παρέχεται ο λόγος για τον οποίο οφείλεται ύμνος στο Θεό στους ουρανούς και ο λόγος της ειρήνης πάνω στη γη: Ο Θεός εκδήλωσε λαμπρά την αγαθή του θέληση και διάθεση, την οποία έχει για τους ανθρώπους (g).
Τρίτη εκδοχή: Οι άγγελοι απευθύνονται προς τον γεννημένο Μεσσία λέγοντας: Δόξα δηλαδή αιτία δόξας είσαι εσύ για τον ύψιστο Θεό, και στη γη ειρήνη, στους ανθρώπους ευδοκία. Δηλαδή για σένα θα δοξαστεί στους ουρανούς ο Θεός, για σένα θα ειρηνεύσει η γη, για σένα θα ευδοκήσει ο Θεός στους ανθρώπους (δ). Η δεύτερη εκδοχή πιο εύστοχη.
(2) στους ύψιστους τόπους ή μέρη. Η λέξη ισοδυναμεί με το «στους ουρανούς» (δ). «Ύμνος στους ουρανούς» (Ζ)· δόξα που αποδίδεται στο Θεό στους ουρανούς από τους αγγέλους (Meyer). «Διότι κανείς από αυτούς που είναι στη γη δεν μπορεί να αναπέμψει τη δοξολογία [που αρμόζει και είναι αντάξια] για την κατάβαση του Υψίστου, αλλά μόλις που μπορούν οι ουράνιες δυνάμεις, οι οποίες με το να ανυμνούν τον ύψιστο υψώνονται περισσότερο. Διότι με το να πουν με έμφαση «στα ύψιστα μέρη», φανέρωσαν την υψηλότερη απ’ όλες δόξα που οφείλεται να αναπέμπεται στο Χριστό και ότι οι πιο υψηλές από όλες τις ουράνιες δυνάμεις, μπορούν σε κάποιο βαθμό να υμνολογήσουν το Χριστό» (Ω).
Οι ουράνιοι άγγελοι, μολονότι η γέννηση του Μεσσία δεν τους ενδιέφερε άμεσα, θα αναπέμψουν δόξα προς το Θεό. Δες Αποκ. ε 11,12. Δόξα στο Θεό του οποίου η εύνοια και η αγάπη συνέλαβε ως σχέδιο και έφερε εις πέρας αυτήν την χάρη· και του οποίου η σοφία οικονόμησε έτσι τα πράγματα, ώστε κανένα από τα θεία ιδιώματα να μην δοξάζεται εις βάρος του άλλου, αλλά η δόξα να αναφέρεται σε όλες τις θείες ιδιότητες, και στην αγαθότητα και στην αγιότητα και στη δικαιοσύνη και στη σοφία του Θεού. Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ. Βεβαίως και αδιαμφισβήτητα η δόξα του Θεού ούτε να αυξηθεί ούτε να μειωθεί είναι δυνατόν.
Αλλά όσο τα πλάσματά του γνωρίζουν περισσότερο αυτόν, τόσο περισσότερο κινούνται σε θαυμασμό και αίνο των απείρων τελειοτήτων του. Έτσι και οι άγγελοι τώρα με τη δοξολογία τους αυτή, διακηρύττουν, ότι η σάρκωση του Υιού του Θεού υπήρξε νέα αποκάλυψη σε αυτούς, νέα φανέρωση σε αυτούς του θεϊκού ανεξερεύνητου πλούτου της σοφίας, της δύναμης, της αγάπης.
Η άπειρη συγκατάβαση του Υιού του Θεού, ο οποίος ήδη έγινε και άνθρωπος, όπως υπήρχε αιωνίως και Θεός, και ταπείνωσε τον εαυτό του με την κένωση και συγκατέβη μέχρι του να πάρει ως δική του τη φύση μας, ήταν μέχρι τη στιγμή αυτή το άγνωστο στους αγγέλους μυστήριο, το οποίο ανακαλυπτόμενο τώρα κινεί αυτούς σε δοξολογία και αίνο του πανάγαθου και πάνσοφου Θεού.
(3) Όχι απλώς στην Ιουδαία, αλλά ούτε πλέον μόνο στους ουρανούς (b).
(4) «Εμείς όμως οι ταλαίπωροι, προβάλλοντας στα θελήματα του Κυρίου τις δικές μας επιθυμίες, καταντήσαμε στη θέση των εχθρών του. Αυτό όμως έχει καταργηθεί με το Χριστό, γιατί αυτός είναι η ειρήνη μας, και μας ένωσε μέσω του εαυτού του με το Θεό και Πατέρα, βγάζοντας από τη μέση την αμαρτία που μάς κάνει εχθρούς του και δικαιώνοντάς μας με την πίστη, αλλά και καλώντας κοντά του αυτούς που βρίσκονται μακριά. Και με άλλο τρόπο, ένωσε τους δύο λαούς σε ένα καινούργιο άνθρωπο, κάνοντας ειρήνη και συμφιλιώνοντας και τους δύο σε ένα σώμα με τον Πατέρα. Γιατί θέλησε ο Θεός να συνάψει τα πάντα στον εαυτό του, ενώνοντας τα κάτω με τα ουράνια, και να κάνει ένα ποίμνιο αυτούς που είναι στον ουρανό και στη γη» (Κ).
Πράγματι «με τη φράση «πάνω στη γη ειρήνη» παρουσιάζεται το γεγονός ότι ειρηνοποιήθηκαν με την έλευση του Χριστού και τα γήινα και τα ουράνια. Επειδή δηλαδή ζητούσαν οι άγγελοι του Θεού, βλέποντας τους ανθρώπους να είναι εχθροί λόγω των αμαρτιών τους, να τους κάνουν φίλους και έκαναν ό,τι περνούσε από αυτούς, για να τους θεραπεύσουν, οι άνθρωποι όμως παρόλ΄αυτά δεν θεραπεύτηκαν, βλέποντας οι άγγελοι αυτόν που θα τους θεραπεύσει (το Χριστό) δοξάζουν και λένε το «επί γης ειρήνη» » (Ω).
Ο Χριστός ειρήνευσε τον άνθρωπο με το Θεό. Ο άνθρωπος λόγω των κακών έργων του είχε αποξενωθεί από το Θεό και επειδή έβλεπε, ότι με τα έργα του δεν αγαπούσε το Θεό, φοβόταν, ότι ο Θεός τον μισούσε. Αλλά τώρα γεννήθηκε παιδί, το οποίο επρόκειτο να «σκοτώσει την έχθρα» η οποία υπήρχε μέσα στην καρδιά του ανθρώπου και θα προσείλκυε και πάλι με την εξιλαστήρια θυσία του το ρεύμα της θείας αγάπης στον αμαρτωλό. Αλλά ο άνθρωπος δεν βρισκόταν σε ειρήνη ούτε με τους αδελφούς του.
Η ιδιοτέλεια και φιλαυτία είναι η ρίζα όλων των διαιρέσεων στη γη, από τους ασήμαντους διαπληκτισμούς, οι οποίοι διαταράσσουν την ειρήνη των χωριών μέχρι τους καταστρεπτικούς πολέμους, οι οποίοι ερημώνουν τη γη. Αλλά το βρέφος της Βηθλεέμ ήλθε να ξεριζώσει την ιδιοτέλεια από τις καρδιές των ανθρώπων και αντί για αυτήν να εμφυτεύσει σε αυτές το φυτό της αγάπης. Οσοδήποτε και αν είναι μακριά η ημέρα, θα έλθει όμως αυτή ασφαλώς, οπότε τα έθνη δεν θα γνωρίσουν στο εξής τον πόλεμο, και οι άνθρωποι βαθμιαία θα συναδελφώνονται με Πατέρα και προστάτη το Θεό.
(5) Σύμφωνα με τη γραφή ευδοκίας: «Το «ἐν ἀνθρώποις εὐδοκίας» το λένε οι άγγελοι, αντί να πουν· επιθύμησε ο Θεός να ευεργετήσει τους ανθρώπους. Διότι ευδοκώ σημαίνει το να επιθυμώ πάρα πολύ κάτι» (Ω). Ανθρωποι ευδοκίας= άνθρωποι, τους οποίους η θεία εύνοια ευλόγησε (p). Η γραφή ευδοκία = η ειρήνη στη γη προέρχεται από την αγαθή θέληση του Θεού (L).
Ο όρος ευδοκία μπαίνει για να δηλώσει τη θεία εύνοια προς τους ανθρώπους, που προβάλλεται όχι ως το αποτέλεσμα, αλλά ως η αιτία της σωτηρίας των ανθρώπων (g). Όχι μόνο ειρήνη πάνω στη γη αλλά και χάρη. Όχι μόνο συγχώρεση, αλλά και κάθε ευλογία, που απορρέει από την αγαθή θέληση και εύνοια του Θεού προς τους ανθρώπους. Δεν μπορεί κάποιος να ελπίζει κάτι άλλο τόσο αγαθό, τόσο μεγάλο, τόσο υψηλό, από το να είναι αδελφός του αιωνίου Υιού και παιδί του αιωνίου Πατέρα και από το να έχει μέσα του το αιώνιο Πνεύμα που ενσωματώνει και συνενώνει αυτόν με το Χριστό ως αληθινό μέλος του Υιού.

2.15 Καὶ ἐγένετο ὡς ἀπῆλθον ἀπ᾽ αὐτῶν εἰς τὸν οὐρανὸν οἱ ἄγγελοι, και οι άνθρωποι(1) οἱ ποιμένες(2) είπον πρὸς ἀλλήλους, Διέλθωμεν(3) δὴ(4) ἕως(5) Βηθλέεμ καὶ ἴδωμεν τὸ ῥῆμα τοῦτο(6) τὸ γεγονὸς(7) ὃ ὁ κύριος ἐγνώρισεν ἡμῖν.
15 Όταν οι άγγελοι έφυγαν στον ουρανό, οι βοσκοί είπαν μεταξύ τους: «Ας πάμε λοιπόν ως τη Βηθλεέμ να δούμε αυτά που έγιναν και που μας έκανε γνωστά ο Κύριος».
(1) Τα αλεξανδρινά χειρόγραφα παραλείπουν το «οι άνθρωποι». Η αποσιώπηση αυτή οφείλεται αναμφίβολα στο εκ πρώτης όψης παράδοξο της έκφρασης. Η λέξη αποδίδει τελείως την εντύπωση των ποιμένων, όταν μετά την εξαφάνιση των αγγέλων, βρέθηκαν μόνοι μεταξύ των ανθρώπων. Κανείς δεν θα σκεπτόταν να επινοήσει εδώ μία τέτοια γλωσσική έκφραση (g). Λέγεται σε αντίθεση με το «οι άγγελοι». Άνθρωποι ήλθαν προς τον Ιησού, την ώρα που άγγελοι επιτελούσαν το έργο τους εξ’ αποστάσεως (b).
(2) Το «οι ποιμένες», είναι προσδιορισμός αυτού. Ποιοί δηλαδή άνθρωποι ήταν αυτοί; Οι ποιμένες (δ). Όταν δεν αναμένουμε πλέον έκτακτα μηνύματα από τον ουράνιο κόσμο, πρέπει να φροντίζουμε να επωφεληθούμε από τα πλεονεκτήματα, τα οποία η χάρη του Θεού ευδόκησε να μας παράσχει, και να στηρίξουμε ακόμη περισσότερο την πίστη μας, και να διατηρήσουμε και την επικοινωνία μας με το Θεό στον κατώτερο αυτόν κόσμο. Αυτό έπραξαν εδώ οι ποιμένες.
(3) Η πρόθεση «δια» στο διέλθωμεν σημαίνει το διαμέσου της πεδιάδας, η οποία τους χώριζε από την πόλη (g) = Ας περάσουμε όλο το ενδιάμεσο διάστημα. Το διέλθωμεν έως, συνηθίζεται από το Λουκά (Πράξ. θ 38,ια 19) αντί για τον κλασσικό τύπο διέρχομαι εις, το οποίο επίσης βρίσκεται στο Πράξ. ιη 27 (δ).
(4) Το «δη» προσδίδει χαρακτήρα εσπευσμένο στο διέλθωμεν (g). Μετά από προστακτική μάλιστα σημαίνει ό,τι και το οὖν ή λοιπόν (L).
(5) Συνυπονοεί κάποια απόσταση (L).
(6) Λιγότερο πιθανώς: «ας δούμε αυτόν το λόγο, δηλαδή ας εξετάσουμε το λόγο σχετικά με το ότι γεννήθηκε σήμερα Σωτήρας σε μας. Και ας τον εξετάσουμε αυτόν με το σημάδι που μάς δόθηκε» (Ζ) ή, πιο σωστά, δεν είναι ανάγκη η λέξη να περιοριστεί στο λόγο του αγγέλου. Μάλλον πρόκειται για το πράγμα, για το οποίο αυτός μίλησε (p). Το ρήμα λοιπόν= το πράγμα (δ), μάλιστα όταν βρίσκεται σε συνδυασμό με το ίδωμεν (g).
(7) Οι ποιμένες πιστεύουν, ότι αυτό που ειπώθηκε σε αυτούς από τον άγγελο συντελέστηκε ήδη (b). Δεν μιλούν με αμφιβολία: Ας πάμε να δούμε εάν πράγματι έγινε αυτό, όπως μάς ειπώθηκε. Αλλά εκφράζονται με βεβαιότητα: Ας πάμε να δούμε αυτό που έγινε, για να μάθουμε περισσότερα για αυτό που μάς αναγγέλθηκε.

2.16 καὶ ἦλθον σπεύσαντες καὶ ἀνεῦρον(1) τήν τε Μαριὰμ(2) καὶ τὸν ᾽Ιωσὴφ καὶ τὸ βρέφος κείμενον ἐν τῇ φάτνῃ(3)·
16 Τρέχοντας ήρθαν και βρήκαν τη Μαριάμ και τον Ιωσήφ, και το βρέφος ξαπλωμένο στο παχνί.
(1) Η πρόθεση «ανά» δηλώνει εξέταση και έρευνα που προηγήθηκε από την επίτευξη του σκοπού = κατόρθωσαν μετά από αναζήτηση να βρουν. Μία ακόμη φορά στην Κ.Δ. συναντιέται να χρησιμοποιείται με την ίδια έννοια από τον Λουκά στο Πράξ. ια 25 (δ).
(2) Η Μαρία μπαίνει μπροστά από τον Ιωσήφ, διότι πάντοτε αυτήν έχει υπ’ όψιν ο Λουκάς (L).
(3) Με άρθρο = τη φάτνη που από τον άγγελο αναφέρθηκε ως σημάδι αναγνώρισης (δ). Η πτωχεία και αφάνεια στην οποία βρήκαν το Χριστό και Κύριο, δεν υπήρξε πέτρα σκανδάλου για την πίστη τους. Ήταν και αυτοί φτωχοί, ήξεραν όμως από την ευλαβή πείρα τους, τι αξίζει να ζει κανείς ζωή άνετης επικοινωνίας με το Θεό κάτω από περιστάσεις φτώχειας και αφάνειας. Είναι πολύ πιθανό, αν όχι και εξ’ ολοκλήρου βέβαιο, ότι οι ποιμένες ανακοίνωσαν στη Μαρία και τον Ιωσήφ τα σχετικά με την οπτασία των αγγέλων και για τον ύμνο τον οποίο άκουσαν.
Και αυτό θα υπήρξε ενίσχυση στη μητέρα και τον κηδεμόνα του παιδιού ασυγκρίτως μεγαλύτερη, από όσο αν γινόταν η επίσκεψη αυτή σε αυτούς από τις κυρίες της ανώτερης τάξης της Βηθλεέμ. Πιθανώς και η Μαρία και ο Ιωσήφ θα ανακοίνωσαν στους ποιμένες τις υπερφυσικές οπτασίες και ανακοινώσεις, τις οποίες είχαν πάρει για το παιδί. Και έτσι με την αναμεταξύ τους ανακοίνωση της πείρας την οποία είχαν και οι δύο, πολύ στηρίχτηκαν και τα δυο μέρη στην πίστη τους.

2.17 ἰδόντες δὲ διεγνώρισαν(1) περὶ τοῦ ῥήματος(2) τοῦ λαληθέντος αὐτοῖς περὶ τοῦ παιδίου τούτου.
17 Όταν τους είδαν, τους διηγήθηκαν τα λόγια που τους είπε ο άγγελος γι’ αυτό το παιδί.
(1) Από τα αλεξανδρινά μεγαλογράμματα χειρόγραφα υποστηρίζεται η γραφή εγνώρισαν = έκαναν γνωστό. Το διαγνωρίζω είναι λέξη που συναντιέται μία μόνο φορά. Στους εθνικούς συγγραφείς = ακριβώς διακρίνω. Εδώ = ακριβώς, λεπτομερώς έκαναν γνωστό, όπως δείχνουν τα συμφραζόμενα (δ).
(2) Εδώ το ρήμα = το λόγο των αγγέλων που ειπώθηκε για το παιδί (δ), «ότι γεννήθηκε για το λαό Σωτήρας» (Ζ).

2.18 καὶ πάντες(1) οἱ ἀκούσαντες ἐθαύμασαν(2) περὶ(3) τῶν λαληθέντων ὑπὸ τῶν ποιμένων πρὸς αὐτούς·
18 Όλοι όσοι τα άκουσαν έμειναν κατάπληκτοι μ’ αυτά που τους είπαν οι βοσκοί.
(1) Πρόκειται απλώς και μόνο για αυτούς που έτυχε να είναι εκεί κοντά στη φάτνη μαζί με τη Μαρία και τον Ιωσήφ ή και για αφήγηση των ποιμένων σε άλλους, τους οποίους συνάντησαν μετά την έξοδό τους από το κατάλυμα; Μάλλον είναι πιθανόν από το «όλοι» ότι και σε άλλους ανακοίνωσαν το γεγονός οι ποιμένες, οπότε η από το κατάλυμα αναχώρησή τους πρέπει να τοποθετηθεί ανάμεσα στο στίχο 16 και τον στίχο 17 (g).
(2) Οι ποιμένες προφανώς ήταν απλοί και ειλικρινείς άνθρωποι και κανείς δεν μπορούσε να υποπτευθεί αυτούς ως ένοχους αγυρτείας ή ιδιοτέλειας. Και τα λόγια τους παρουσιάστηκαν αξιόπιστα και αληθινά σε όσους τούς άκουγαν. Για αυτό θαύμαζαν αυτοί για το ότι ο Μεσσίας γεννήθηκε και ξάπλωσε στη φάτνη και όχι σε ανάκτορο και άγγελοι έφεραν το μήνυμα της γέννησης, σε απλούς όμως ποιμένες και όχι σε πρεσβύτερους και αρχιερείς.
Το περίεργο όμως είναι, ότι περιορίστηκαν στο να θαυμάσουν μόνο και δεν ζήτησαν να μάθουν ποια καθήκοντα τούς επιβάλλονταν απέναντι στο θείο βρέφος και ποια πλεονεκτήματα και οφέλη έφερνε σε αυτούς ο γεννημένος Μεσσίας. Ω της ανοησίας των ανθρώπων της γενεάς εκείνης που εκπλήσσεται και θαυμάζει! Τα σχετικά με την ειρήνη τους παρέμεναν καλυμμένα στα μάτια τους!
(3) Πρέπει να αποδοθεί όχι στο ακούσαντες, αλλά στο εθαύμασαν, αν και μόνο εδώ το θαυμάζω συντάσσεται με γενική και την πρόθεση περί, ενώ συνηθέστερα συντάσσεται με δοτική μαζί με την πρόθεση επί (δ).

2.19 ἡ δὲ(1) Μαριὰμ πάντα συνετήρει(2) τὰ ῥήματα ταῦτα(3) συμβάλλουσα(4) ἐν τῇ καρδίᾳ(5) αὐτῆς.
19 Η Μαριάμ διατηρούσε όλα αυτά τα λόγια στην καρδιά της και τα σκεφτόταν συνεχώς.
(1) Οι πολλοί που άκουσαν τις αφηγήσεις των ποιμένων δοκίμασαν κάποιο θαυμασμό γενικό και αόριστο. Η Μαριάμ όμως (=δε) δεν ήταν δυνατόν να δοκιμάσει μία τέτοια έκπληξη, ούτε εκδήλωσε όπως οι άλλοι τις εντυπώσεις της. Οι αποκαλύψεις που από πριν είχαν γίνει σε αυτήν και στον Ιωσήφ απέκλειαν αυτό. Της Μαριάμ η εντύπωση ήταν βαθύτερη και διαρκέστερη, ήταν μία εργασία μελέτης και σύγκρισης των παλαιότερων κάπως με τα νεώτερα γεγονότα (g p).
(2) = φύλαγε, διατηρούσε στη μνήμη της (δ).
(3) «Αυτά που ειπώθηκαν από τους ποιμένες» (Ζ).
(4) Συγκρίνοντας τα λόγια αυτά των ποιμένων με όσα ήδη εξ αρχής γνώριζε για το παιδί (δ). «Σύγκρινε αυτά μέσα της και με τον ευαγγελισμό του Γαβριήλ που έγινε στην αρχή και με την χωρίς σπέρμα σύλληψη και με την χωρίς πόνους γέννα… και βεβαιωνόταν σιγά σιγά με τρόπο τελειότερο» (Ζ).
Καθένα από τα γεγονότα αυτά είχε από μόνο του μια πειστική σαφήνεια, αλλά συνενούμενα όλα διαφώτιζαν περισσότερο το μυστήριο, το οποίο ο Θεός συντέλεσε σε αυτήν και κάτω από τα μάτια της (L).
(5) Αυτό μπορεί να αποδοθεί και στο συμβάλλουσα και στο συνετήρει. Λοιπόν ή συγκρίνοντας μόνη της στο νου της ή διατηρώντας στο βάθος της καρδιάς της (δ). Από πού έμαθε αυτό ο Λουκάς; (p). Υποδηλώνει εδώ την πηγή από την οποία άντλησε τα γεγονότα. Για να εξακριβώσει την όλη σειρά τους απευθύνθηκε προς τη Μαρία, που διατηρούσε πιστά την ανάμνησή τους (L).
Η Παρθένος Μαρία έκανε αυτά αντικείμενο ιδιαίτερης μελέτης. Και όπως με σιγή άφησε στο Θεό να αποκαλύψει την αθωότητά της και αγνότητα κατά την εγκυμοσύνη της και με σιγή πάλι συγκάλυψε την τιμή, που της είχε κάνει ο Θεός, χωρίς να πει τίποτα για το μυστήριο και όταν ακόμη αυτό αποκαλύφθηκε στην Ελισάβετ και στον Ιωσήφ, έτσι και τώρα με σιγή διατηρεί τα όσα άκουσε από τους ποιμένες. Και παραμένει ικανοποιημένη πλήρως, εάν μόνο οι άγγελοι και κανείς άλλος δεν γνώριζε τη γέννηση του θείου βρέφους της.
Οι σχετικά με το Χριστό αλήθειες είναι άξιες να φυλάγονται στα βάθη της ψυχής μας αλησμόνητες. Και ο τρόπος του να φυλάξουμε αυτές με ασφάλεια, είναι να μελετούμε αυτές με σιγή. Η μελέτη και η συγκέντρωση του νου σε αυτές είναι το καλύτερο βοήθημα για τη μνήμη μας ώστε να διατηρεί αυτές ζωηρές.

2.20 καὶ ὑπέστρεψαν(1) οἱ ποιμένες δοξάζοντες καὶ αἰνοῦντες τὸν θεὸν ἐπὶ πᾶσιν(2) οἷς ἤκουσαν καὶ εἶδον(3) καθὼς ἐλαλήθη(4) πρὸς αὐτούς.
20 Οι βοσκοί γύρισαν πίσω δοξάζοντας και υμνώντας το Θεό για όλα όσα άκουσαν και είδαν· ήταν όλα όπως τους είχαν ειπωθεί.
(1) «Επέστρεψαν στην ποίμνη τους» (Ζ).
(2) = όλα τα λόγια και τα πράγματα (δ).
(3) Ή άκουσαν εξιστορούμενα από τη Μαρία και τον Ιωσήφ και είδαν με τα ίδια τους τα μάτια όταν πληροφορήθηκαν για το βρέφος. Δεν αποκλείεται και η εκδοχή αυτή από την όλη αφήγηση. Ή, το άκουσαν αναφέρεται πιο φυσικά στα λεχθέντα σε αυτούς από τον άγγελο και το είδαν που άμεσα συνδέεται με το άκουσαν, αναφέρεται στην με τα ίδια τους τα μάτια επαλήθευση, που με ακρίβεια συμφωνούσε με το μήνυμα του αγγέλου (g).
(4) Είδαν αυτά να είναι έτσι, όπως ειπώθηκε σε αυτούς από τον άγγελο (g). Ευχαρίστησαν το Θεό, διότι είχαν δει το Χριστό, παρόλο που ήταν στο βάθος της ταπείνωσής του. Όπως έπειτα ο σταυρός του Χριστού, έτσι και τώρα η φάτνη του, αν και σε μερικούς φάνηκε ανοησία και σκάνδαλο, στους πιστούς παρείχαν και παρέχουν αφορμή θαυμασμού και δοξολογίας και αίνου του Θεού, διότι για αυτούς είναι Θεού δύναμη και Θεού σοφία.

Στίχ.21-24. Η περιτομή του Ιησού και η παρουσίασή του στο Ναό.Στίχ. 25-40. Ο Συμεών και η Άννα.
2.21 Καὶ ὅτε ἐπλήσθησαν(1) αι ἡμέραι ὀκτὼ τοῦ περιτεμεῖν(2) το παιδίον, καὶ ἐκλήθη(3) τὸ ὄνομα αὐτοῦ ᾽Ιησοῦς(4), τὸ κληθὲν ὑπὸ τοῦ ἀγγέλου πρὸ τοῦ συλληφθῆναι αὐτὸν(5) ἐν τῇ κοιλίᾳ.
21 Όταν συμπληρώθηκαν οχτώ μέρες, έκαναν στο παιδί περιτομή και του έδωσαν το όνομα Ιησούς, όπως δηλαδή το είχε ονομάσει ο άγγελος προτού ακόμα συλληφθεί στην κοιλιά της μάνας του.
(1) =Έγιναν πλήρεις, συμπληρώθηκαν 8 ημέρες (δ).
(2) Εάν δεχτούμε τη γραφή ημέραι (χωρίς άρθρο), δεν μπορούμε να εξαρτήσουμε τη γενική «τοῦ περιτεμεῖν» από τη λέξη ημέραι (p). Εφόσον λοιπόν έχουμε τη γραφή «αι ημέραι», η γενική πτώση φανερώνει το σκοπό=για να κάνουν περιτομή στο παιδί. «Περιτέμνεται στις οχτώ ημέρες μαζί με τους Ιουδαίους, για να βεβαιώσει τη συγγένεια, ώστε να μην τον αρνηθούν· διότι ο Χριστός αναμενόταν από το σπέρμα του Δαβίδ. Και έδειξε το τεκμήριο της συγγένειας. Διότι αν, παρόλο που υπερτιμήθηκε, έλεγαν· «Αυτόν δεν τον ξέρουμε από πού είναι»· αν δεν περιτεμνόταν στη σάρκα και δεν φύλαγε το νόμο, θα είχε εύλογη πρόφαση η άρνησή τους» (Κ)· «ούτε θα πίστευε κάποιος, ότι αυτός είναι ο προσδοκώμενος Χριστός από το σπέρμα του Αβραάμ. Διότι όλοι οι καταγόμενοι από τον Αβραάμ είχαν ως σφραγίδα και σημάδι την περιτομή που τους ξεχώριζε από τα άλλα έθνη. Περιτμήθηκε λοιπόν για αυτό, εκπληρώνοντας δηλαδή και εδώ το νόμο, όπως ακριβώς και στα άλλα νομικά παραγγέλματα, για να μη φανεί ότι είναι παραβάτης του νόμου» (Ζ). «Διότι αυτοί που παρέβαιναν τις εντολές του νόμου, ήταν κάτω από κατάρα. Ο Κύριος λοιπόν περιτέμνεται, έτσι ώστε, αφού ακόμη και σε αυτό εκπλήρωσε το νόμο και δεν παρέλειψε τίποτα από όσα εκείνος διέταξε, να μας γλιτώσει από την κατάρα» (Θφ). Εφόσον ο Ιησούς στάλθηκε «με ομοίωμα σάρκας αμαρτωλής» (Ρωμ. η 3) και «όφειλε σε όλα να μοιάσει με τους αδελφούς» (Εβρ. β 17) υποβλήθηκε και στην περιτομή. Υποτάχτηκε στο νόμο (Γαλ. δ 4) και εκπλήρωσε το νόμο, ως γνήσιος απόγονος του Αβραάμ. Εάν δεν περιτεμνόταν, «δεν θα γινόταν καθόλου αποδεκτός ως διδάσκαλος, αλλά θα διωχνόταν ως αλλόφυλος» (Ζ). Ως προς εμάς επίσης που πιστέψαμε σε αυτόν «όπως ακριβώς πεθάναμε μαζί με αυτόν τότε που πέθανε, έτσι περιτμηθήκαμε μαζί με αυτόν τότε που περιτμήθηκε… Για αυτό εμείς δεν περιτεμνόμαστε πλέον, διότι η περιτομή η δική του έγινε για μας» (Ω). Με την περιτομή έγινε ο Κύριος μέλος της θεοκρατικής εκκλησίας της Π.Δ. για να ανυψώσει την εκκλησία αυτή στην υψηλότερη βαθμίδα της εσωτερικής δικαιοσύνης, την βαθμίδα του χριστιανικού βίου (δ). Με την περιτομή επίσης «ντρέπονται αυτοί που λένε, ότι κατά φαντασίαν πήρε σάρκα. Διότι πώς περιτμήθηκε, εάν κατά φαντασίαν σαρκώθηκε;» (Θφ). «Εμείς όμως αυτούς που πολυεξετάζουν με περιέργεια για το τι έγινε το κομμάτι σάρκας από το γεννητικό όργανο που περιτμήθηκε, εννοώ βεβαίως την ακροβυστία (=το άκρο του δέρματος του ανδρικού μορίου), θα τους αποκρούσουμε διότι εξετάζουν με περιέργεια τα ανέφικτα και αφανέρωτα· διότι δεν έχει γραφτεί κάτι για αυτό. Εάν όμως θα λέγαμε ότι, όπως ακριβώς το άχραντό του αίμα μαζί με το νερό στον καιρό του σταυρού αγίασε τη γη στάζοντας σε αυτήν, έτσι και η ακροβυστία, αγγίζοντας τη γη αγίασε αυτήν, δεν θα σφάλλαμε» (Σχ.). Κατά την περιτομή έχυσε κάποιες σταγόνες του αίματός του, το οποίο μετά από κάποια έτη κατά το πάθος του θα έρρεε άφθονα. Με το να δεχτεί επίσης την περιτομή δέχτηκε συγχρόνως να θεωρηθεί σαν κάποιος ξένος, ο οποίος με την περιτομή έγινε δεκτός στη διαθήκη του Θεού αυτός, ο οποίος πάντοτε υπήρξε ο αγαπημένος υιός του Θεού. Δέχτηκε να θεωρηθεί αμαρτωλός, έχοντας ανάγκη να αποβάλλει από πάνω του τον ρύπο με την περιτομή, την ώρα που ήταν ξένος προς κάθε ακαθαρσία. Με το να περιτμηθεί επίσης έκανε τον εαυτό του οφειλέτη να εκτελέσει όλο το νόμο (Γαλ. ε 3) και έγινε έτσι υποταγμένος στο νόμο, επειδή πήρε δούλου μορφή, παρόλο που αυτός ήταν ο υιός, που μας ελευθερώνει (Ιω. η 36).
(3) Η αφήγηση της περιτομής του Κυρίου είναι αξιοσημείωτα σύντομη, μάλιστα όταν συγκρίνει κάποιος αυτήν με την αφήγηση της περιτομής του Προδρόμου. Ο λόγος της αντίθεσης αυτής είναι ευνόητος. Η τελετή της περιτομής είχε στη ζωή του τελευταίου αντιπροσώπου της εποχής του νόμου τελείως διαφορετική σοβαρότητα παρά στη ζωή του Ιησού, ο οποίος ερχόταν να καταργήσει τα παλαιά και να κάνει τα πάντα καινούργια. Επίσης το βάρος της αφήγησης πέφτει εδώ όχι στην περιτομή, αλλά στο δόσιμο του ονόματος, που δινόταν με ευκαιρία την περιτομή (g).
(4) Το χωρίο αυτό μαζί με το παράλληλο που αφορά τον Ιωάννη, είναι η κύρια βιβλική ένδειξη για το ότι το όνομα δινόταν κατά την περιτομή. Δες Γεν. ιζ 5,10 (p). Το «και» πριν το εκλήθη, που μπήκε σύμφωνα με τον εβραϊκό τρόπο έκφρασης, αποτελεί σημείο απόδοσης της πρότασης και έχει σχεδόν την ίδια σημασία με το «τότε» (g).
(5) «Πρέπει να σημειωθεί εδώ, ότι ο Κύριος δεν συλλήφθηκε αμέσως με το που είπε ο άγγελος «Να θα συλλάβεις γιο», αλλά μετά από αυτά… Διότι πρόσεξε τι λέει εδώ, Το οποίο ονομάστηκε από τον άγγελο προτού να συλληφθεί στην κοιλιά» (Θφ).

2.22 Καὶ ὅτε ἐπλήσθησαν αἱ ἡμέραι τοῦ καθαρισμοῦ(1) αὐτῶν(2) κατὰ τὸν νόμον(3) Μωϋσέως(4), ἀνήγαγον αὐτὸν εἰς ῾Ιεροσόλυμα(5) παραστῆσαι(6) τῷ κυρίῳ(7),
22 Όταν, σύμφωνα με το Μωσαϊκό νόμο, συμπληρώθηκαν και οι μέρες για τον καθαρισμό τους, έφεραν το παιδί στα Ιεροσόλυμα, για να το αφιερώσουν στο Θεό.
(1) Όταν συμπληρώθηκαν οι ημέρες που απαιτούνταν από το νόμο για τον καθαρισμό. Σύμφωνα με το κεφ. ΙΒ του Λευϊτ. οι ημέρες αυτές ήταν 40 μεν στη γέννηση αγοριού, ενώ 80 στη γέννηση θηλυκού (δ). «Αλλά η Θεοτόκος δεν ήταν μεν κάτω από την εξουσία αυτού του νόμου» διότι με υπερφυσικό τρόπο συνέλαβε τον σαρκωμένο Λόγο, «πειθάρχησε όμως σε αυτόν (το νόμο), για να μη φανεί ότι παραβαίνει το νόμο» (Ζ).
(2) Υπάρχει και η γραφή «αυτής», που προήλθε προφανώς από διόρθωση της γραφής «αυτών». Η αντωνυμία αυτών μπορεί να σημαίνει «της μητέρας, του παιδιού και του αρραβωνιαστικού· διότι έκαναν και δικό τους οι άνδρες τον καθαρισμό των γυναικών» (Ζ). Πιο σωστό όμως είναι να αναφέρεται στο υποκείμενο του ρήματος «ανήγαγον», δηλαδή στην Μαρία και τον Ιωσήφ (g). Η επαφή με ακάθαρτα πρόσωπα έκανε και αυτούς ήλθαν σε αυτήν την επαφή ακάθαρτους (p). Ούτε ο Ιησούς ούτε η μητέρα του είχαν ανάγκη καθαρισμού. Αλλά ο Λουκάς αναφέρει τον καθαρισμό ως θείο θεσμό (b). Αλλά και αν δεχτεί κάποιος, ότι ο καθαρισμός αναφερόταν στο παιδί, ας έχει υπ’ όψη του, ότι ο Ιησούς, παρόλο που ήταν ακηλίδωτος και καθαρός από κάθε ακαθαρσία, όμως υποβλήθηκε και στον καθαρισμό αυτόν, όπως και στην περιτομή, επειδή αυτός που δεν γνώρισε αμαρτία, έγινε για μας αμαρτία. Όπως λοιπόν περιτμήθηκε ο Χριστός, έτσι ώστε με την περιτομή του να αποκτήσουμε εμείς περιτομή αχειροποίητη μέσω της σχέσης με αυτόν (Κολ. β 11), έτσι και στον καθαρισμό του Χριστού· υποβάλλεται σε αυτόν, για να καθαριστούμε και εμείς από τον ρύπο και την διαφθορά, την οποία φέραμε στον κόσμο μαζί μας.
(3) «Ο νόμος ήταν του Θεού μεν, επειδή αυτός τον δίδαξε, λεγόταν όμως νόμος και του Μωϋσή, επειδή γράφτηκε από αυτόν» (Ζ).
(4) Το τρισύλλαβο Μωϋσής είναι πιο σωστό από το δισύλλαβο Μωσής. Το όνομα ετυμολογούνταν από δύο αιγυπτιακές λέξεις, mo=νερό και υγιαί=αυτός που πρέπει να διασωθεί. Για αυτό η μετάφραση των Ο΄ που έγινε στην Αίγυπτο, διατήρησε το υ (p).
(5) Και στα δύο του βιβλία ο Λουκάς συχνότερα χρησιμοποιεί τον τύπο Ιερουσαλήμ. Στο ευαγγέλιο συναντιέται 4 φορές ο ελληνικός τύπος Ιεροσόλυμα και 26 ο τύπος Ιερουσαλήμ. Μπορεί κάποιος να διακρίνει στη χρήση αυτή τάση προς αρχαϊσμό (L). Θα έμπαινε τώρα στο ναό, αλλά όχι με τη δόξα του, όπως παλιά όταν το φωτεινό σύννεφο, το σημάδι της θείας παρουσίας, γέμισε τον νεόκτιστο ναό στην εποχή του Σολομώντα. Έρχεται τώρα κουβαλώντας τη σάρκα μας, με μορφή αδύνατου βρέφους. Διότι, αν και τώρα ακόμη εξακολουθεί να είναι ο Κύριος του παντός που εισέρχεται στο ναό του με τη συνοδεία των αγγέλων του, ποιος όμως θα μπορούσε με σαρκικά μάτια να ατενίσει το απρόσιτο μεγαλείο του; Η θεία του δόξα κρύβεται κάτω από τα φτωχικά σπάργανά του και δύο απλά πρόσωπα συνηθισμένης και πενιχρής εμφάνισης τον φέρνουν στο ναό σαν το πρωτότοκο παιδί τους, όπως θα νόμιζαν όλοι. Τι συγκατάβαση!
(6) Για το παραστῆσαι με την έννοια της προσφοράς και θυσίας προς το Θεό δες Ρωμ. ιβ 1. Η παρουσίαση στον Κύριο είναι τελείως ξεχωριστή πράξη από τον καθαρισμό, ο οποίος αφορούσε την μητέρα, ενώ η παρουσίαση αφορούσε τον πρωτότοκο γιο. Είναι προφανές, ότι η παρουσίαση είναι το κύριο γεγονός εδώ (p). Η τελετή της παρουσίασης και της εξαγοράς του πρωτοτόκου εξηγείται στο Εξ. ιγ 2. Κάθε πρωτότοκο του Ισραήλ ανήκε στο Θεό και έπρεπε να αφιερωθεί στην υπηρεσία του. Αργότερα όμως, σύμφωνα με το Αρ. ιη 13-18 εκλέχτηκαν οι Λευΐτες για την υπηρεσία του ναού και ο Θεός για να διατηρήσει ζωντανή στην καρδιά του λαού την έννοια του δικαιώματός του, όρισε να πληρώνεται ένα ποσό για εξαγορά κάθε πρωτοτόκου. Το ποσό αυτό ήταν 5 σίκλοι δηλαδή περίπου 15 χρυσές δραχμές (g). Η χρήση του ρήματος παραστῆσαι στηρίζει επαρκώς την παρατήρηση, ότι η παρουσίασή του αυτή στο ναό ήταν προαναγγελία ή μάλλον αρχή της θυσίας εκείνης, την οποία πρόσφερε πάνω στο Σταυρό, σαν πάνω σε θυσιαστήριο, όπου παρουσίασε τον εαυτό του στον Πατέρα του θυσία για αμαρτία, με την οποία παρείχε πλήρη ικανοποίηση στη δικαιοσύνη του για τις αμαρτίες όλου του κόσμου.
(7) Η διαμονή λοιπόν στην Βηθλεέμ παρατάθηκε αναμφίβολα μέχρι αυτήν την 40η ημέρα (L). Αλλά και παρουσιάζεται ως πιθανό, ότι η προσαγωγή στο ναό προηγήθηκε από την επίσκεψη των Μάγων, μετά την οποία ο Ιωσήφ και η Μαρία δεν θα ριψοκινδύνευαν να φέρουν τον Ιησού στα Ιεροσόλυμα (p).

2.23 καθὼς γέγραπται(1) ἐν νόμῳ κυρίου ὅτι Πᾶν ἄρσεν διανοῖγον μήτραν(2) ἅγιον τῷ κυρίῳ(3) κληθήσεται,
23 –Σύμφωνα με το νόμο του Κυρίου, αν το πρώτο παιδί που φέρνει μια γυναίκα στον κόσμο είναι αγόρι, πρέπει να θεωρείται αφιερωμένο στον Κύριο.–
(1) Το ρητό εδώ αναφέρεται με την έννοια που του έδωσε ο ευαγγελιστής ο οποίος συναρμολόγησε αυτό από μνήμης από τα Εξ. ιγ 2,12 (δ). Το «θα ονομαστεί άγιο» ίσως προέρχεται από το Εξ. ιβ 16 (p).
(2) «Που σημαίνει πρώτο, δηλαδή πρωτότοκο» (Ζ).
(3) «Δηλαδή να ονομαστεί ξεχωρισμένο για το Θεό» (Ζ)· αφιερωμένο στο Θεό. Δες Λευϊτ. κζ 9 και τη συνέχεια (L). Ο Χριστός ήταν πρωτότοκος ανάμεσα σε πολλά αδέλφια και ονομάστηκε άγιος για τον Κύριο, όσο ουδέποτε κανείς άλλος. Παρουσιάστηκε όμως στον Κύριο όπως και οι υπόλοιποι πρωτότοκοι με τα χέρια ιερέα, σαν να ήταν κάποιος ξένος προς τον Κύριο και είχε ανάγκη να συστηθεί σε αυτόν από κάποιον άλλον. Και εξαγοράστηκε σύμφωνα με το νόμο (Αρ. ιη 15), με την αξία, η οποία έπρεπε να πληρωθεί για την εξαγορά κάθε πρωτότοκου, που ήταν 5 σίκλοι (Λευϊτ. κζ 6,Αρ. ιη 16). Αλλά πιθανώς, εάν οι γονείς ήταν φτωχοί, ο ιερέας ήταν εξουσιοδοτημένος να παίρνει λιγότερα, ίσως επίσης και τίποτα, αφού εδώ τίποτα δεν αναφέρεται για τέτοια πληρωμή χρημάτων. Αλλά ο Χριστός αφιερώθηκε στο Θεό για πάντα και μολονότι δεν τον άφησαν στο ναό όπως άλλοτε τον Σαμουήλ, για να δουλεύει στον Κύριο, όμως ασύγκριτα περισσότερο από εκείνον δόθηκε στον Κύριο ισόβια να λειτουργεί για αυτόν αιωνίως στα αχειροποίητα άγια.

2.24 καὶ τοῦ δοῦναι(1) θυσίαν κατὰ τὸ εἰρημένον ἐν τῷ νόμῳ κυρίου, ζεῦγος τρυγόνων ἢ δύο νοσσοὺς περιστερῶν.
24 Επίσης θα πρόσφεραν θυσία ένα ζευγάρι τρυγόνια ή δύο μικρά περιστέρια, όπως λέει ο νόμος του Κυρίου.
(1) «Ανέβασαν αυτόν, λέει, για να τον παρουσιάσουν στον Κύριο, όπως ειπώθηκε, και για να δώσουν θυσία» (Ζ). Επαναλαμβάνεται η σειρά του λόγου που διακόπηκε από το σ. που παρεμβλήθηκε. Η σύνταξη παρ’ όλα αυτά εδώ είναι κατά το νοούμενο. Έφεραν δηλαδή το παιδί, για να το παρουσιάσουν μπροστά στον Κύριο, όχι όμως και έφεραν αυτό, για να δώσουν θυσία· αλλά από το έφεραν, πρέπει να υπονοήσουμε ότι και ήλθαν για να δώσουν θυσία (δ). Η θυσία δεν προσφερόταν για το παιδί αλλά για τον καθαρισμό της μητέρας. Συνίστατο κυρίως σε αμνό που προσφερόταν ως ολοκαύτωμα και σε νεογέννητο περιστέρι σαν θυσία για αμαρτία. Αλλά εάν οι γονείς ήταν φτωχοί, προσφέρονταν ζευγάρι τρυγόνων ή δύο νεογέννητα περιστέρια (Λευΐτ. ιβ 6-8). Οι γονείς του Ιησού λοιπόν πρόσφεραν τη θυσία των φτωχών (g)
2.25 Καὶ ἰδοὺ ἦν ἄνθρωπος(1) ἐν ᾽Ιεροσολύμοις ᾧ ὄνομα Συμεών(2), καὶ ὁ ἄνθρωπος οὗτος δίκαιος καὶ εὐλαβής(3), προσδεχόμενος παράκλησιν(4) τοῦ ᾽Ισραήλ, καὶ πνεῦμα ἦν ἅγιον(5) ἐπ᾽ αὐτόν·
25 Στα Ιεροσόλυμα βρισκόταν ένας άνθρωπος που τον έλεγαν Συμεών. Ήταν πιστός και ευλαβής, περίμενε τη σωτηρία του Ισραήλ και τον καθοδηγούσε το Πνεύμα το Άγιο.
(1) Γενικώς κάποιος άνθρωπος. «Δεν ήταν λοιπόν ιερέας ο Συμεών… διότι αν ήταν, θα το δήλωνε και αυτό οπωσδήποτε ο ευαγγελιστής, ως αξίωμα του άνδρα» (Ζ). Δεν βρίσκεται στο ναό για επιτέλεση κάποιας ιερατικής λειτουργίας, αλλά οδηγήθηκε από το Άγιο Πνεύμα να έλθει κατά την ώρα εκείνη (L). Για να μην σκανδαλιστούμε με την αφανή και άσημη γέννησή του, άγγελοι απέδωσαν τιμή σε αυτόν. Και τώρα για να μην σκανδαλιστούμε διότι οδηγήθηκε στο ναό όπως τα άλλα παιδιά, που γεννήθηκαν με αμαρτίες, και χωρίς κάποια επισημότητα, όπως θα του άρμοζε, ο Συμεών και η Άννα αποδίδουν σε αυτόν τις τιμές με έμπνευση του Αγίου Πνεύματος.
(2) Όνομα συνηθέστατο και κοινότατο μεταξύ των Ιουδαίων (δ). Υπέθεσαν κάποιοι ότι ο Συμεών θα μπορούσε να είναι ο ραββίνος, ο γιος του περίφημου Χιλλέλ και πατέρας του Γαμαλιήλ, ο οποίος έγινε και πρόεδρος του Συνεδρίου γύρω στο 13 μ.Χ. (g). Ό,τι όμως γνωρίζουμε για το Συνέδριο κατά την εποχή αυτή, δεν μας ενθαρρύνει να υποθέσουμε, ότι υπήρχαν μεταξύ των προϊσταμένων του άνδρες άγιοι (p).
(3) Δίκαιος μεν είναι ο άμεμπτος κατά την δικαιοσύνη του νόμου· ευλαβής, από την άλλη, είναι αυτός που αναλαμβάνει καλά τα πράγματα, αυτός που δεν κάνει κάτι πρόχειρα (Σουΐδας)· με θρησκευτική όμως έννοια σημαίνει αυτόν που πλησιάζει τα θεία με φόβο Θεού (δ)· αυτός που έχει φόβο Θεού με άγρυπνη προσοχή απέναντι στο κακό (g). Δίκαιος ως προς τα καθήκοντα απέναντι στους ανθρώπους και ευλαβής απέναντι στο Θεό. Τα δύο αυτά συμβαδίζουν πάντοτε και το ένα βοηθά και υποστηρίζει το άλλο. Κανένα όμως από τα δύο αυτά δεν αμνηστεύει και δεν εξιλεώνει τον άνθρωπο για την έλλειψη ή απουσία του άλλου.
(4) Η λέξη παράκληση σημαίνει α) επίκληση βοήθειας, β) ενθάρρυνση και γ) παρηγοριά. Με την τελευταία αυτή σημασία βρίσκεται εδώ. Η παρηγοριά την οποία επρόκειτο να φέρει ο Μεσσίας ονομαζόταν παράκληση από τους Ιουδαίους. Δες Ησ. μ 1,μθ 13,να 3,ξα 2,ξστ 13. Επικρατούσε η ιδέα ότι θα προηγούνταν από την έλευση του Μεσσία περίοδος μεγάλης θλίψης και για αυτό ο Μεσσίας ονομαζόταν ο Παράκλητος ή η παράκληση (p). Ο Συμεών λοιπόν «προσδοκούσε ότι θα έλθει ο Χριστός να παρηγορήσει τους Εβραίους και να ελευθερώσει από την δουλεία της αμαρτίας και ίσως και από τη δουλεία στους Ρωμαίους και τον Ηρώδη» (Θφ). Ο Ισραήλ ήταν ο εκλεκτός του Θεού λαός. Παρ’ όλα αυτά, παρ’ όλες τις ευλογίες τις οποίες είχε πάρει, με βάση και τις ανανεώσεις των υποσχέσεων και της διαθήκης εκ μέρους του Θεού ο Ισραήλ απέβλεπε στο μέλλον, προσδοκώντας σε αυτό κάποια νέα παρηγοριά, μεγαλύτερη από όλες εκείνες τις οποίες είχε απολαύσει. Ο λαός του Θεού διέφερε και σε αυτό από κάθε άλλο έθνος πάνω στη γη. Η λαμπρότητα και η δόξα κάθε ειδωλολατρικού έθνους, εξαρτιόταν από το παρελθόν του. Του Ισραήλ η δόξα πάντοτε τοποθετούνταν στο μέλλον. Απέβλεπαν σε αυτό αναμένοντας τον ελευθερωτή, εκείνον στον οποίον αναφέρονταν οι υποσχέσεις και για τον οποίο μιλούσαν οι προφητείες, τον οποίον όλες οι θυσίες τους και οι διατάξεις του νόμου τους προτύπωναν. Όταν λοιπόν διαβάζουμε τη φράση «παράκληση του Ισραήλ», πρέπει να σκεφτόμαστε το Χριστό στο σύνολο των αξιωμάτων του ως παράκλητο του λαού του. Παρηγορεί βεβαίως ο Χριστός το λαό του, εξαιτίας του ότι ελευθερώνει αυτόν από τα δεσμά της αμαρτίας, αλλά ακόμη και εξαιτίας του ότι με τη διδασκαλία του και τη χάρη του ανακουφίζει κάθε συντετριμμένη από οποιαδήποτε θλίψη καρδιά και χαρίζει σε αυτήν την ελπίδα και τη χαρά.
(5) «Πνεύμα Άγιο προφητείας» (Ζ). Ο Συμεών ήταν ο πρώτος προφήτης που διακήρυξε ότι ο Χριστός ήλθε (b). Υπήρχε πνεύμα προφητικό σε αυτόν, που τον έκανε ικανό να λέει πράγματα που ξεπερνούσαν την ανθρώπινη αντίληψη. Το παράδειγμα του Συμεών και στη συνέχεια της Άννας εμφανίζει σε μας την εικόνα γηρατειών θεοφιλών και σε όλα σεβαστών, τα οποία πρέπει και εμείς να επιθυμούμε για τον εαυτό μας, εάν ο Θεός θελήσει να ζήσουμε για πολύ. Και οι δύο είναι ελεύθεροι από κοσμικές επιθυμίες και πόθους και είναι εξ’ ολοκλήρου στραμμένοι στα υψηλότερα. Απασχολούνται από την φροντίδα για την ψυχή τους, αναμένουν ειρηνικά την υποσχημένη μεγάλη μεταβολή της κατάστασης του Ισραήλ, είναι απορροφημένοι από τη θρησκευτική μελέτη και προσευχή, αδιάφοροι σε εκείνα τα οποία παρέχει ο κόσμος και όλο τους το ενδιαφέρον είναι στραμμένο προς τον Σωτήρα, ο οποίος πρόκειται να έλθει και τον οποίο ετοιμάζονται να υποδεχτούν, επιζητώντας πάντοτε να είναι δίκαιοι και ευλαβείς μπροστά στο Θεό. Τέτοια άγια γηρατειά δεν συναντιούνται συχνά. Ως επί το πλείστον, όσο οι άνθρωποι προχωρούν στα χρόνια, αυξάνουν στην κοσμικότητα. Αντί να αφήσουν στην άκρη τις φροντίδες και τις απολαύσεις και τα ενδιαφέροντα της νεότητας και της μέσης ηλικίας, προσκολλώνται σε αυτά με ανόητη επιμονή. Ο Παύλος με λίγες λέξεις απαριθμεί τις αρετές, οι οποίες πρέπει να κοσμούν τη γεροντική ηλικία. «Οι γέροντες πρέπει να είναι νηφάλιοι, σεμνοί, αγνοί, να είναι υγιείς στην πίστη, την αγάπη, την υπομονή» (Τιτ. β 2). Όταν ο γέροντας έχει τις αρετές αυτές, γίνεται παράδειγμα και οδηγός της νεότητας στα έργα της αρετής και στην οδό της αγιότητας. Σε τέτοιους γέροντες αποβλέπουν όλοι οι συνετοί για να πάρουν συμβουλές και βοήθεια τόσο στη χριστιανική ζωή, όσο και στις περιπέτειες και δύσκολες περιστάσεις του βίου. Τέτοια γηρατειά όμως δεν έρχονται τυχαία και χωρίς αγώνες. Αγνή νεότητα, βίος που διανύθηκε με υπομονή κάτω από το φως και το χαλινάρι των εντολών του Κυρίου, θρησκευτική πείρα που εμπλουτίζεται ολοένα στον αγώνα κατά της αμαρτίας, στεφανώνονται τελικά από γηρατειά χρυσά και λαμπερά και σε όλα ιερά.

2.26 καὶ ἦν αὐτῷ κεχρηματισμένον(1) ὑπὸ τοῦ πνεύματος τοῦ ἁγίου(2) μὴ ἰδεῖν θάνατον(3) πρὶν ἢ ἴδῃ τὸν Χριστὸν κυρίου(4).
26 Του είχε φανερώσει, λοιπόν, το Άγιο Πνεύμα ότι δε θα πεθάνει προτού να δει το Μεσσία.
(1) Σημαίνει πρώτα ενεργώ ή διεξάγω κάποια υπόθεση και έπειτα όταν λέγεται αναφορικά με θεούς και χρησμούς, έχει τη σημασία του μεταδίδω διαταγές, εντολές, οδηγίες και στην Π.Δ. αποκαλύψεις. Χρηματίζομαι λοιπόν=παίρνω οδηγίες ή αποκαλύψεις (δ). «Χρηματισμό ονομάζει την προφητεία» (Χ). Ερευνούσε «σε ποιον (προφήτη) ή ποιον καιρό φανέρωνε το πνεύμα» (Α Πέτρ. α 11) στους προφήτες της Π.Δ. ότι θα ερχόταν ο Μεσσίας και εξέταζε μήπως έφτασαν οι καιροί αυτοί της έλευσης του Χριστού. Είχε λοιπόν αποκαλυφθεί σε αυτόν από το Θεό, ότι δεν θα έβλεπε θάνατο πριν δει τον Χριστό.
(2) «Βλέπεις το ισότιμο του Πνεύματος;» (Χ). Εφόσον ο χρηματισμός γίνεται από το Θεό, άρα είναι Θεός το Πνεύμα.
(3) Εβραϊσμός. Δες Ψαλμ. πη 49. Ίσως η έκφραση προήλθε από την προσωποποίηση του θανάτου ως αγγέλου που έρχεται να πάρει την ψυχή αυτού που πεθαίνει (δ). Βλέπω θάνατο λοιπόν=λαμβάνω πείρα θανάτου (L).
(4) Εκείνον, τον οποίο ο Κύριος έχρισε (b) και απέστειλε ως Μεσσία (p). «Είπε «τον Χριστόν Κυρίου» λόγω της συγγένειας με τον πατέρα. Διότι Κύριο να εννοήσεις τον πατέρα» (Ζ).

2.27 καὶ ἦλθεν ἐν τῷ πνεύματι(1) εἰς τὸ ἱερόν(2)· καὶ ἐν τῷ εἰσαγαγεῖν τοὺς γονεῖς(3) τὸ παιδίον ᾽Ιησοῦν τοῦ ποιῆσαι αὐτοὺς κατὰ τὸ εἰθισμένον τοῦ νόμου περὶ αὐτοῦ(4)
27 Τότε το Άγιο Πνεύμα του υπέδειξε να πάει στο ναό. Μόλις οι γονείς έφεραν εκεί το παιδί, τον Ιησού, για να κάνουν γι’ αυτό τα έθιμα του νόμου,
(1) «Παρακινούμενος από το άγιο Πνεύμα» (Ζ). Όχι σε κατάσταση έκστασης, όπως στη φράση «εγενόμην εν πνεύματι» (Αποκ. α 10), αλλά με την ώθηση και επίδραση του Πνεύματος (p).
(2) Ιερό είναι το σύνολο των κτισμάτων και των αυλών που περιλαμβάνονταν μέσα στον ιερό περίβολο (L). Και το εσωτερικό μεν αυτού δηλαδή ο πρόναος, τα άγια και τα άγια των αγίων αποτελούσαν το ναό, ενώ τα εξωτερικά μέρη ονομάζονταν κυρίως το ιερό (δ). Εδώ πιθανώς σημαίνεται η αυλή των γυναικών (p).
(3) Από τη χρήση της λέξεις «γονείς» δεν μπορούμε να συμπεράνουμε, ότι είτε εδώ είτε στο στίχο 41 ο Λουκάς χρησιμοποιεί πηγή, της οποίας ο συγγραφέας αγνοούσε την υπερφυσική γέννηση του Ιησού. Λογικότερο φαίνεται ότι το όλο ευαγγέλιο της παιδικής ηλικίας του Κυρίου προέρχεται από μία πηγή, δηλαδή το σπίτι της Μαρίας και ότι στα χωρία αυτά ο αφηγητής χρησιμοποιεί τη συνηθισμένη έκφραση. Ο Ιωσήφ (δ 22) και η Μαρία ονομάζονταν συνήθως γονείς του (p). Με την ιδιότητα άλλωστε αυτή εμφανίζονταν και ενεργούσαν και οι δύο κατά τη στιγμή αυτή στο ναό (g).
(4) Είναι δυνατόν να συνδεθεί αυτό είτε με το ειθισμένον (=σύμφωνα με το συνηθισμένο για το παιδί) είτε με το ποιῆσαι (=να κάνουν για το παιδί). Η δεύτερη εκδοχή είναι πιο πιθανή (δ).

2.28 καὶ(1) αὐτὸς ἐδέξατο αὐτὸ εἰς τὰς ἀγκάλας(2) καὶ εὐλόγησεν τὸν θεὸν(3) καὶ εἶπεν,
28 τον πήρε στην αγκαλιά του, δόξασε το Θεό και είπε:
(1) Ο σύνδεσμος «και» ή φανερώνει το ταυτόχρονο=όταν έφεραν αυτόν στο ιερό την ίδια ώρα συγχρόνως πήρε αυτόν στην αγκαλιά του (δ) ή απλώς εισάγει την απόδοση της πρότασης μετά το «ἐν τῷ εἰσαγαγεῖν». Το καθένα από τα δύο μέρη έπραξε το έργο του. Οι γονείς φέρνουν αυτόν σύμφωνα με το θείο νόμο και ο Συμεών υποδέχεται αυτόν σύμφωνα με τη θεία έμπνευση (p).
(2) Αγκαλιά είναι το κυρτό μπράτσο· συνήθως σε πληθυντικό=τα κυρτά μπράτσα, με τα οποία αγκαλιάζει κάποιος στο στήθος έναν άλλον (δ). Αγκάλιασε αυτόν με την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη στοργή και έφερε αυτόν στο στήθος του, όσο το δυνατόν πλησιέστερα στην καρδιά του, η οποία ήταν γεμάτη από χαρά, με όλο το μέτρο το οποίο μπορούσε να χωρέσει.
(3) Με την ωδή που ακολουθεί ο Συμεών δοξολογεί το Θεό πρώτον μεν για τον εαυτό του, διότι έφτασε αίσια στο τέρμα της αποστολής του βλέποντας τον λυτρωτή του κόσμου (σ. 29,30) έπειτα για τον κόσμο, στον οποίο δόθηκε το παιδί σωτήρας, ικανοποιώντας τις ανάγκες και των εθνικών και των Ιουδαίων (σ. 31,32)(g).

2.29 (1)Νῦν(2) ἀπολύεις(3) τὸν δοῦλόν σου, δέσποτα(4), κατὰ τὸ ῥῆμά σου(5) ἐν εἰρήνῃ(6)·
29 «Τώρα, Κύριε, μπορείς ν’ αφήσεις το δούλο σου να πεθάνει ειρηνικά, όπως του υποσχέθηκες,
(1) Η ωδή αυτή, ως προς την έξαρσή της που υποκρύπτεται και τη ζωηρή ορμή της, εξισώνεται με τους ωραιότερους Ψαλμούς. Από τον Ε΄ αιώνα χρησιμοποιείται στους εσπερινούς της εκκλησίας (Αποστ. Διαταγ. 7,48) και συχνά υπήρξε ο ύμνος των αγίων όταν πέθαιναν. Είναι η γλυκύτερη και πιο πανηγυρική ωδή (p).
(2) =Τώρα που είδα τον λυτρωτή του κόσμου (δ). Ο Συμεών δέχτηκε διπλή ταυτόχρονα ευεργεσία σύμφωνα με τη θεία υπόσχεση, δηλαδή αξιώθηκε και της θέας του λυτρωτή και ενός ευτυχισμένου και ειρηνικού τέλους (b). Εκείνοι και μόνον εκείνοι μπορούν με ψυχραιμία και θάρρος να αντικρύζουν το θάνατο και να τον βλέπουν χωρίς τρόμο, όσοι με την πίστη αισθάνθηκαν και είδαν τον Κύριο. Πόσο φτωχός και πενιχρός είναι ο κόσμος με όλα τα θέλγητρά του για εκείνον ο οποίος αγκάλιασε τον Κύριο και απόλαυσε τις χάρες του και τη σωτηρία του. Τώρα, λέει ο Συμεών, ας ακούσουν το ύστατο μου χαίρε όλοι οι φίλοι μου και οι συγγενείς μου, όλες οι εδώ απολαύσεις μου και οι απασχολήσεις μου και αυτός ακόμη ο ναός, εφόσον απόλαυσα τον Κύριο.
(3) «Από πού να ελευθερώσεις; Από το σκάμμα αυτής της ζωής» (Ω). «Μίλησε για τη σωματική ζωή» (Σχ). Και η λέξη αυτή και οι ακόλουθες «δούλος» «δέσποτα» δείχνουν ότι η εικόνα έχει παρθεί από την ελευθέρωση ή απαλλαγή δούλου από μακρό έργο. Ο θάνατος είναι το όργανο της ελευθέρωσης. Το ίδιο ρήμα απολύω χρησιμοποιείται και για το θάνατο του Αβραάμ (Γεν. ιε 2), του Ααρών (Αρ. κ 29) του Τωβίτ (Τωβ. γ 6) και ενός μάρτυρα (Β΄Μακ. ζ 9)(p). Αρκετά σοβαρή και η εκδοχή: Η μεταφορά του «απολύω» για δήλωση του θανάτου, είναι παρμένη από ένα πλοίο, το οποίο αποσπούν από την παραλία και το αφήνουν ελεύθερο να πλεύσει (L). «Τώρα ελευθέρωσέ με, σαν από δεσμό. Δες λοιπόν πώς οι άγιοι, θεωρούν δεσμό το σώμα» (Θφ). «Διότι πράγματι είναι δεσμωτήριο η ζωή» (Ω). Ο θάνατος είναι ελευθέρωση και αναχώρηση· ελευθέρωση και αναχώρηση της ψυχής από το σώμα, από τον κόσμο των αισθήσεων στον κόσμο των πνευμάτων. Δεν πρέπει όμως να επισπεύδουμε εμείς την αναχώρησή μας, αλλά να αναμένουμε την ώρα κατά την οποία ο Κύριος θα μας ελευθερώσει. Διότι είμαστε δούλοι του και δεν πρέπει να εγκαταλείψουμε την υπηρεσία, στην οποία αυτός μας έβαλε, παρά μόνο όταν συμπληρωθεί ο καιρός μας.
(4) Η λέξη δέσποτα συσχετίζεται με το «τον δούλο σου» που προηγήθηκε. Ο Συμεών αναγνωρίζει στο Θεό το δικαίωμα να διαθέσει το άτομό του είτε για ζωή είτε για θάνατο όπως ένας κύριος τον δούλο του (g).
(5) «Είπε «σύμφωνα με τον λόγο σου» λόγω του χρησμού που πήρε, ότι δεν θα πεθάνει έως ότου δει τον Χριστό» (Θφ). Είναι αξιοσημείωτη η πλήρης ανταπόκριση ανάμεσα στους 2 πρώτους σ. της ωδής και στην υπόσχεση που έγινε στο Συμεών σύμφωνα με τον σ. 26: ελευθερώσεις=να δει θάνατο· είδα=να δει· την σωτηρία σου=τον Χριστόν Κυρίου (p,b).
(6) Ο γέροντας αντιλαμβάνεται ήδη ότι το τέλος του έφτασε, αφού δεν ανέμενε παρά μόνο αυτό το σημάδι που δόθηκε ήδη σε αυτόν. Φεύγει τώρα με ειρήνη, όπως ο Αβραάμ (Γεν. ιε 15), χωρίς να ανησυχεί πλέον λόγω της άθλιας και απαίσιας κατάστασης του λαού του (L). «Διότι πριν μεν δω, λέει, τον Κύριο, δεν ειρήνευα στους λογισμούς, αφού τον προσδοκούσα και πάντοτε ενδιαφερόμουν πότε θα έρθει. Τώρα όμως που τον είδα και ειρήνευσα και μου ΄φυγε η φροντίδα, για να το πω έτσι, ελευθερώνομαι» (Θφ) «με ειρήνη χαράς χωρίς να λυπάμαι πλέον για την ελευθερία του Ισραήλ» (Ζ). Δες πόσο ειρηνικός είναι ο θάνατος του δίκαιου και ευλαβή. Αναχωρεί ως δούλος του Θεού από τον τόπο του έργου του στον τόπο της ανάπαυσής του. Αναχωρεί όμως με ειρήνη· με ειρήνη με το Θεό και τη συνείδησή του· με ειρήνη απέναντι στο θάνατο, με τον οποίο έχει εξοικειωθεί και στον οποίο δεν χρωστά τίποτα, ώστε να τον φοβάται.

2.30 ὅτι εἶδον(1) οἱ ὀφθαλμοί(2) μου τὸ σωτήριόν(3) σου
30 γιατί τα μάτια μου είδαν το σωτήρα
(1) «Διότι προηγουμένως μεν, λέει, πίστευα με το μυαλό, γνώριζα με τη σκέψη, τώρα όμως έχω δει και με τα μάτια του σώματος» (Ω).
(2) Είδαν τα μάτια μου. Εβραϊκός τρόπος έκφρασης. Δες Ιώβ ιθ 27,μβ 5. Και τα χέρια του ψηλάφησαν (Α΄ Ιω. α 1). Αλλά αναφέρει περισσότερο την όραση παρά την ψηλάφηση, διότι σύμφωνα με το σ. 26 δόθηκε σε αυτόν η υπόσχεση ότι θα δει (p).
(3) «Τη σωτηρία σου που είναι ο Χριστός» (Ω). «Σωτηρία είπε την σάρκωση του Μονογενούς» (Θφ), «διότι έγινε για τη σωτηρία των ανθρώπων» (Ζ). «Διότι συνηθίζει η Γραφή να ονομάζει σωτηρία, τον Χριστό του Θεού» (Β) και «δείχνει ότι η σωματική του παρουσία είναι σωτήρια» (Α). Επίθετο που λαμβάνεται αντί για ουσιαστικό. Από μόνο του έχει την ίδια σημασία με το: σωτηρία. Η λέξη είναι δανεισμένη από το Ησ. μ 5, από χωρίο που παρατίθεται αυτολεξεί στο Λουκ. γ 6. Εδώ αποτελεί προσωποποίηση και μπαίνει αντί για το πρόσωπο του Σωτήρα, το οποίο ο Συμεών με τα ίδια του τα μάτια είδε (L). Η σωτηρία είναι αυτό το ίδιο το παιδί, ως μέσο σωτηρίας, και όχι το σωτήριο έργο, το οποίο πρόκειται να συντελέσει (g). Το προφητικό χάρισμα του Συμεών τον έκανε ικανό τη στιγμή αυτή να προΐδει ότι το παιδί αυτό θα αναδεικνυόταν Σωτήρας ολόκληρου του κόσμου. Και είδε σε μία στιγμή τον Ήλιο της απολύτρωσης όχι μόνο να υψώνεται με δόξα πάνω από τον Ισραήλ, αλλά να στέλνει το φως του και στα έθνη. Κατά αναλογία μπορούμε να συμπεράνουμε και τη δόξα των χριστιανικών γηρατειών, τα οποία δεν εμπνέουν μεν το Πνεύμα της προφητείας, φωτίζονται όμως από το φως της αρετής και της αγιότητας. Διακρίνει ένας τέτοιος γέροντας με ζωηρότητα τις πνευματικές αλήθειες. Βλέπει με μεγαλύτερη διαύγεια τη ζωή και την πραγματικότητα. Είναι στερεωμένος στην πίστη και ελπίδα και όσον αφορά στην πρόοδο των ατόμων και της κοινωνίας παρέχει συμβουλές κάτω από το φως των σχεδίων της θείας Πρόνοιας, τα οποία αναγνωρίζει με σαφήνεια και θαυμάζει αυτά με ευλάβεια και ευγνωμοσύνη.

2.31 ὃ ἡτοίμασας(1) κατὰ πρόσωπον(2) πάντων τῶν λαῶν(3),
31 που ετοίμασες για όλους τους λαούς,
(1) «Διότι το μυστήριο του Χριστού είχε προετοιμαστεί και πριν από την ίδια τη δημιουργία του κόσμου, αλλά φανερώθηκε στους τελευταίους καιρούς του αιώνα» (Κ). Όταν το ρήμα αυτό χρησιμοποιείται για το Θεό σημαίνει ορίζω, διατάζω. Δες Ματθ. κ 23,κε 34,Μάρκ. ι 40,Α΄Κορ. β 9,Εβρ. ια 16, όπου, όπως εδώ, χρησιμοποιείται για ορισμό ευλογιών. Μία μόνο φορά χρησιμοποιείται για τιμωρία (Ματθ. κε 41)(p).
(2) «Την οποία σωτηρία την εκπλήρωσες ως σχέδιο μπροστά σε όλους, για να είναι φανερή σε όλους» (Ζ). Με τη φράση κατά πρόσωπον δείχνει τη σωτηρία ως κάτι που φαίνεται ή σαν ορατό αντικείμενο που προβάλλεται στα μάτια όλων (L). Δεν θα παραμείνει κρυμμένο σε κάποια γωνιά της γης, αλλά θα γίνει παγκόσμια γνωστό.
(3) «Αυτό το οποίο είδα, είναι σωτηρία όχι μόνο των Ιουδαίων, αλλά και όλου του κόσμου… Μπροστά όχι σε έναν λαό, ούτε στον Ισραήλ μόνο, ούτε στους Ιουδαίους, αλλά μπροστά σε όλους τους λαούς» (Ω). Η καθολικότητα της σωτηρίας, την οποία εκφράζουν οι λέξεις αυτές δεν ξεπερνά τον ορίζοντα των παλαιών προφητών και ιδιαίτερα του Ησαΐου (ιθ 23-25,μβ 6,ξ 3 κλπ)(g). Δες ειδικά το Ησ. νβ 10: «θα αποκαλύψει ο Κύριος το χέρι του το άγιο μπροστά σε όλα τα έθνη και θα δουν όλα τα άκρα της γης την σωτηρία από το Θεό μας» (p).

2.32 (1)φῶς(2) εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν(3) καὶ δόξαν λαοῦ σου ᾽Ισραήλ(4).
32 φως που θα φωτίσει τα έθνη και θα δοξάσει το λαό σου τον Ισραήλ».
(1) Στο στίχο αυτόν αναλύεται το μεν «σωτήριον» σε φως και δόξα, ενώ το «λαών» σε εθνών και Ισραήλ (p). Ο γέροντας Συμεών παρουσιάζεται εδώ απαλλαγμένος από την αποκλειστικότητα και τον φανατισμό των συγχρόνων του. Η φράση «φως εις αποκάλυψιν εθνών» θα παρουσιαζόταν εξόχως παράδοξη στα χείλη Ιουδαίου. Και όσοι θα άκουγαν τον Συμεών θα χαρακτήριζαν αυτόν ως επικίνδυνο ελευθερόφρονα. Η καλώς εννοουμένη ελευθεροφροσύνη γηρατειών που διαδέχτηκαν αγνή νεότητα, δεν είναι κάτι αδιάφορο. Έχει αποκτηθεί με την είσοδο της ψυχής στο ευρύ πεδίο της αγάπης του Θεού, με την βαθύτερη και στενότερη κοινωνία με την ποικίλη γνώση του χαρακτήρα του Χριστού.
(2) «Είναι φως εθνών ο Χριστός, επειδή επρόκειτο να φωτίσει τα σκοτισμένα έθνη με την διδασκαλία. Διότι τώρα δέχτηκε ο Πατέρας τους εθνικούς δίνοντας σε αυτούς σύνθημα ειρήνης, την σωτηρία που φέρνει η πίστη στο Χριστό» (Ω). «Έγινε φως σε αυτούς που ήταν στο σκοτάδι και είχαν πλανηθεί και έπεσαν στα χέρια του διαβόλου» (Κ). Ο Χριστός είναι φως. Κανείς δεν μπορεί να αντιληφθεί τη σημασία και τη δύναμη αυτού, εάν προηγουμένως δεν δοκίμασε με την πείρα, τι είναι ο σκοτισμός της διάνοιας. Ρώτησε ακόμη και τον άνθρωπο, ο οποίος αισθάνθηκε κάποτε την βαθιά θλίψη, η οποία άπλωσε μπροστά του την πυκνή νύχτα της απογοήτευσης, που δεν φωτίζεται από καμία ακτίνα. Άκουσε και την ψυχή εκείνη, η οποία πιέζεται κάτω από το βάρος ένοχης συνείδησης και είναι βυθισμένη στο μαύρο σκοτάδι της απελπισίας. Αυτοί ασφαλώς αισθάνθηκαν και με την πείρα γνώρισαν την σημασία των λόγων: Ο Χριστός είναι φως.
(3) Οι εθνικοί ήταν βυθισμένοι στην άγνοια. Δεν είχαν λάβει όπως οι Ιουδαίοι την αποκάλυψη της αλήθειας για το Θεό και τις σχέσεις του ανθρώπου με το Θεό. Για αυτό και βρίσκονταν σε βαθύ σκοτάδι. Το παιδί αυτό είναι προορισμένο να γίνει για τους εθνικούς ήλιος, που διασκορπίζει τα σκοτάδια της πλάνης και αποκαλύπτει σε αυτούς ό,τι έως τότε ήταν κρυμμένο από τα μάτια τους (g). Η φράσης εις αποκάλυψιν εθνών μπορεί να μεταφραστεί με διάφορους τρόπους· ή α) αποκάλυψη που ανήκει στα έθνη· ή β) φως για διδασκαλία των εθνικών· ή γ) για απομάκρυνση από τα έθνη του πυκνού σκοταδιού που τα καλύπτει· ή δ) φως εθνών για αποκάλυψη (p), δηλαδή το οποίο πρόκειται να αποκαλυφθεί (δ). Η πρώτη ερμηνεία είναι πιο σοβαρή, δηλαδή: φως για να είναι αποκάλυψη που ανήκει στους εθνικούς (p). Ο Χριστός πρόκειται να είναι το ηθικό φως, δηλαδή ο ουράνιος διδάσκαλος των εθνών, που αποκαλύπτει σε αυτά τους δρόμους του αληθινού Θεού και το αληθινό μέσο της σωτηρίας με το αίμα του (ο). Η ιδέα πάντως που εκφράζεται είναι: φως το οποίο διαλύει τα σκοτάδια και το οποίο φωτίζει τα έθνη (L). Αυτό αναφέρεται στο Ησαΐου μθ 6 «να, σε έδωσα… με σκοπό να είσαι φως εθνών για να φέρεις σωτηρία έως τα έσχατα της γης». Διότι ο Χριστός ήλθε, για να είναι το φως του κόσμου, όχι ένα λυχνάρι στον ιουδαϊκό λυχνοστάτη, αλλά ο Ήλιος της δικαιοσύνης.
(4) «Εδώ δόξα, εκεί αποκάλυψη» (Ω). Ή «δόξασε τους Ιουδαίους επειδή τους αξίωσε να γίνει συγγενής τους» (Ζ). Ή, η σωτηρία αφού εμφανιστεί αρχικά στον Ισραήλ θα λάμψει πρώτα σε αυτόν· ενώ τα έθνη που θα βλέπουν με αυτό το φως θα δουν συγχρόνως τον Ισραήλ σε αυτήν την δόξα (L). «Και παρόλο που κάποιοι από τους Ιουδαίους έγιναν και υβριστές και ανυπάκουοι και είχαν τη διάνοια γεμάτη από ανοησία, αλλά όμως έχει σωθεί το υπόλειμμα (του Ισραήλ) και έχει δοξαστεί μέσω του Χριστού. Και απαρχή αυτών έγιναν οι θεσπέσιοι μαθητές, των οποίων η λάμψη της δόξας αστράφτει σε όλη τη γη» (Κ). Ήταν δόξα του Ιουδαϊκού έθνους, ότι ο Χριστός ανέτειλε από μία από τις φυλές του και γεννήθηκε, έζησε και πέθανε ανάμεσά του. Και για εκείνους οι οποίοι υπήρξαν αληθινοί Ισραηλίτες, που συγκαταλέγονται στον πνευματικό Ισραήλ, ο Χριστός υπήρξε «φως αιώνιο και δόξα τους» (Ησ. ξ 19). Αυτοί «θα δικαιωθούν από τον Κύριο και από το Θεό θα δοξαστούν όλοι οι απόγονοι των Ισραηλιτών» (Ησ. με 25). Όταν ο Κύριος παράγγειλε στους αποστόλους του να κηρύξουν το ευαγγέλιο σε όλα τα έθνη, απέδειξε τον εαυτό του φως όλων των εθνών· και όταν πρόσθεσε «αρχίζοντας από την Ιερουσαλήμ» (Λουκ. κδ 47) έκανε τον εαυτό του δόξα του λαού του Ισραήλ (Henry). Ή, τα έθνη αναφέρονται πρώτα εδώ, διότι ο Συμεών προαισθανόταν ότι το έργο του Μεσσία θα συντελεστεί στους εθνικούς πριν ακόμη οι Ιουδαίοι ως σύνολο κατακτηθούν από αυτόν. Αφού λοιπόν φέρει τους καρπούς του ανάμεσα στα έθνη, τότε θα δοξάσει ο Μεσσίας και τον λαό του με την επιστροφή του στο ευαγγέλιο σύμφωνα με το Ρωμ. ια 30-32 (g). Η δεύτερη εκδοχή είναι πιο σοβαρή.

2.33 καὶ ἦν Ιωσήφ(1) καὶ ἡ μήτηρ αυτού θαυμάζοντες ἐπὶ τοῖς λαλουμένοις(2) περὶ αὐτοῦ.
33 Ο Ιωσήφ και η μητέρα του θαύμαζαν για όσα λέγονταν γι’ αυτό.
(1) Υπάρχει γραφή των αλεξανδρινών χειρογράφων «ο πατήρ». Παρ’ όλα αυτά την γραφή Ιωσήφ δεν μπορούμε να την θεωρήσουμε ότι προήλθε από διόρθωση λόγω δογματικών λόγων, διότι και σε άλλα χωρία υπάρχει η έκφραση «πατέρας» για τον Ιωσήφ και σε κανένα αντίγραφο δεν μεταβλήθηκε. Δες σ. 41 και 48 (δ). Για τη γραφή πατήρ: «Ο μακάριος Λουκάς, που με σαφήνεια μας παρουσίασε ότι ο σωτήρας ήταν γιος παρθένου, όχι από άνδρα, αυτός τώρα ονόμασε πατέρα του τον Ιωσήφ. Για ποιο λόγο λοιπόν είπε πατέρα αυτόν που δεν έσπειρε ούτε έγινε αίτιος της γέννησής του; Θα μπορούσαμε απλούστερα μεν να πούμε ότι, το ίδιο το άγιο Πνεύμα τον τίμησε με την ονομασία του πατέρα, επειδή ακριβώς τον ανέθρεψε. Αν όμως πρέπει να πούμε και κάτι βαθύτερο, θα το πούμε». Εφόσον ο σύμφωνα με το νόμο πατέρας του Κυρίου ήταν ο Ιωσήφ και οι γενεαλογίες στους Εβραίους βασίζονταν στην καταγωγή του πατέρα «επειδή η γενεαλογία γενεολόγησε τον Ιωσήφ από τον Δαβίδ… για να έχει η γενεαλογία λόγο κατάλληλο, ονομάστηκε πατέρας του Κυρίου» (Ω).
(2) «Θαύμαζαν όχι επειδή τότε για πρώτη φορά μάθαιναν για αυτόν, αλλά επειδή, μαζί με αυτά που είχαν μάθει από πριν, άκουγαν επιπλέον ακόμη πιο παράδοξα» (Ζ). Θαύμαζαν «για αυτά που ειπώθηκαν από τους βοσκούς και από τον Συμεών σχετικά με αυτόν, για το ότι είπε: Τώρα ας ελευθερώσεις…, το οποίο ήταν το αποκορύφωμα από αυτά που λέγονταν για αυτόν» (Ω). Του Συμεών άλλωστε η διακήρυξη για τα έθνη εκτεινόταν πέρα από αυτά που ευαγγελίστηκε ο άγγελος (p). Και επιπλέον οι γονείς του παιδιού κατανοούσαν τώρα όλο και περισσότερο, πόσο ένδοξα ήταν τα όσα είχαν ειπωθεί για τον Ιησού πριν τη γέννησή του. Άκουγαν λοιπόν και τώρα παρόμοια από τον Συμεών και από άλλους οι οποίοι δεν είχαν γνώση της υπερφυσικής σύλληψης και της εμφάνισης των αγγέλων κατά τη γέννηση (b).

2.34 καὶ εὐλόγησεν αὐτοὺς(1) Συμεὼν καὶ εἶπεν πρὸς Μαριὰμ(2) τὴν μητέρα αὐτοῦ(3), ᾽Ιδοὺ(4) οὗτος(5) κεῖται(6) εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν(7) ἐν τῷ ᾽Ισραὴλ καὶ εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον(8)
34 Ο Συμεών τους ευλόγησε και είπε στη Μαριάμ, τη μητέρα του Ιησού: «Αυτός θα γίνει αιτία να καταστραφούν ή να σωθούν πολλοί Ισραηλίτες. Θα είναι σημείο αντιλεγόμενο,
(1) Συνέδεσε τον αποχαιρετισμό, τον οποίο τους απηύθυνε, με ευλογία (b), η οποία συνίστατο στην επίκληση για αυτούς της θείας χάρης και του ελέους του Κυρίου (δ). Το προνόμιο αυτό άλλωστε παρεχόταν σε αυτόν από την ηλικία του (L).
(2) «Ευλόγησε μεν και τους δύο ο Συμεών· αφήνοντας όμως τον νομιζόμενο πατέρα, μιλούσε προς την αληθινά μητέρα» (Θφ), οδηγούμενος σε αυτό από κάποιο προφητικό ένστικτο, αφού άλλωστε οι δοκιμασίες των παιδιών περισσότερο από κάθε άλλον αγγίζουν τις μητρικές καρδιές (L).
(3) Η προφητεία για μέλλουσες αντιξοότητες ακολουθεί μετά από τον χαρμόσυνο θαυμασμό τους και ενεργεί ως αντίδοτο εναντίον κάθε κατάχρησής του (b).
(4) Εισάγεται με αυτή τη λέξη η αποκάλυψη αλήθειας απροσδόκητης (g). Πράγματι· για πρώτη φορά στην Κ.Δ. γίνεται λόγος για το πάθος του Σωτήρα (ο).
(5) Αυτός για τον οποίο τα λόγια που ειπώθηκαν, σας προκάλεσαν τόσο θαυμασμό (b).
(6) Έχει προοριστεί όπως στο Φιλιπ. α 17,Α Θεσ. γ 3 (δ,L). Η έννοια της όλης φράσης: «Τοποθετήθηκε από τον Θεό και Πατέρα ο Εμμανουήλ στα θεμέλια της Σιών, ο οποίος είναι πέτρα εκλεκτή, ακρογωνιαία, τίμια. Αλλά αυτοί μεν που πίστεψαν σε αυτόν, δεν ντροπιάστηκαν· οι άπιστοι όμως και αυτοί που δεν μπόρεσαν να δουν το μυστήριο σχετικά με το πρόσωπό του, αφού έπεσαν συντρίφτηκαν. Διότι είπε κάπου πάλι ο Θεός και Πατέρας «Να τοποθετώ στη Σιών πέτρα στην οποία σκοντάφτει κάποιος και πέτρα σκανδάλου· και αυτός που πιστεύει σε αυτόν δεν θα ντροπιαστεί· σε όποιον όμως πέσει πάνω αυτή η πέτρα, θα τον θρυμματίσει (Ησ. κη 16). Αλλά ασφάλισε τους Ισραηλίτες ο προφήτης λέγοντας, Αγιάστε αυτόν ως Κύριο, και αυτός θα είναι φόβος σου· και εάν στηρίξεις την πεποίθησή σου σε αυτόν, θα σου γίνει αγιασμός και δεν θα τον συναντήσετε σαν πέτρα στην οποία σκοντάφτει κάποιος, ούτε σαν πέτρα στην οποία πέφτει (Ησ. η 13,14). Επειδή ακριβώς λοιπόν ο Ισραήλ δεν αγίασε τον Εμμανουήλ ως Κύριο και Θεό, ούτε όμως θέλησε και να πιστέψει σε αυτόν, αφού έπεσε πάνω του σαν σε πέτρα λόγω της απιστίας, συντρίφτηκε και έπεσε· σηκώθηκαν όμως πολλοί, δηλαδή αυτοί που αποδέχτηκαν την πίστη σε αυτόν» (Κ). Η έλευση του Χριστού στον κόσμο δεν είχε ομοιόμορφο αποτέλεσμα για όλους. Με άλλο τρόπο ενεργεί ο Κύριος σε αυτήν την ψυχή και με άλλο σε εκείνην. Αλλά και στην ίδια ψυχή διαφορετικά επιδρά κατά τις διάφορες εποχές της ιστορίας της. Του Θεού η αγαθή θέληση περιορίζεται από την ελεύθερη ενέργεια των ανθρώπων. Οι άνθρωποι μπορούν να αντιταχτούν σε αυτήν και να ματαιώσουν τα σωτηριώδη σχέδιά της, οπότε ο Χριστός γίνεται για αυτούς πέτρα σκανδάλου και λίθος που σκοντάφτει κάποιος. Συμβαίνει όμως ώστε άνθρωποι που άρχισαν με κακό τρόπο να οδηγηθούν με τα σοφά μέσα και τις μεθόδους της θείας Πρόνοιας σε ανάνηψη, οπότε η για αυτούς πέτρα του σκανδάλου μεταβάλλεται αμέσως σε λίθο θεμέλιο και ακρογωνιαίο, πάνω στον οποίο οικοδομούνται για σωτηρία.
(7) «Αυτό το ρητό είναι όμοιο με αυτό στο κατά Ιωάννην ευαγγέλιο «Εγώ ήλθα στον κόσμο αυτόν για καταδίκη, έτσι ώστε αυτοί που δεν βλέπουν να βλέπουν και αυτοί που βλέπουν να γίνουν τυφλοί». Όπως ακριβώς λοιπόν αυτοί που δεν έβλεπαν από τα έθνη, βλέπουν, και οι από τον Ισραήλ γίνονται τυφλοί, έτσι ήλθε για πτώση και ανάσταση δική μας. Διότι αυτοί που στέκονταν, έπεσαν· και οι πεσμένοι σηκώθηκαν όταν ήρθε ο Χριστός» (Ω). Η έλευση του Μεσσία αναγκαστικά συνεπάγεται κρίση και χωρισμό. Μερικοί υποδέχονται το φως· άλλοι όμως αγάπησαν το σκοτάδι μάλλον παρά το φως, διότι ήταν πονηρά τα έργα τους (Ιω. γ 19) και καταδικάστηκαν από την ίδια τους τη συμπεριφορά. Ο Ιούδας οδηγείται σε απόγνωση και ο Πέτρος μετανοεί· ο ένας ληστής βλασφημεί και ο άλλος ομολογεί. Έτσι η πτώση πολλών είναι το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της φανέρωσης του Μεσσία. Παρ’ όλα αυτά ο σκοπός της έλευσής του δεν είναι η πτώση, αλλά η ανάσταση και σωτηρία (Δες Ρωμ. ια 11,12)(p). Όπως είναι χαρμόσυνο να σκέφτεται κάποιος το πλήθος των ανθρώπων, στους οποίους ο Χριστός και το ευαγγέλιό του είναι οσμή ζωής που φέρνει ζωή, έτσι είναι θλιβερό να αναλογίζεται και πόσοι είναι, στους οποίους το ευαγγέλιο είναι οσμή θανάτου που φέρνει θάνατο.
(8) Οξύμωρο. Τα θαύματα σε άλλες περιπτώσεις απομακρύνουν κάθε αντιλογία, αλλά το θαύμα αυτό θα είναι εμπόδιο αντιλογίας, παρόλο που αν το δει κάποιος από μόνο του, είναι ολοφάνερο θαύμα που οδηγεί σε πίστη (b). «Θαύμα που θα αντιλέγεται από τους άπιστους, δηλαδή θα προκαλεί αντιλογία. Διότι ήταν θαύμα το ότι δεν ήταν, ούτε άνθρωπος μόνο, ούτε Θεός μόνο, αλλά θεάνθρωπος. Για αυτό και επειδή είναι υπερφυσικό, αντιλέγουν, επειδή όλα τα εξετάζουν με τρόπο φυσικό και μη μπορώντας να καταλάβουν τίποτα το υπερφυσικό» (Ζ). Όταν ο Ιησούς οδηγήθηκε στο ναό την πρώτη φορά, αντιλογίες προφητεύτηκαν ότι τον αναμένουν. Όταν για τελευταία φορά εμφανίστηκε στο ιερό, είπε αυτός ο ίδιος λόγια παρόμοια με αυτά του Συμεών. Δες Ματθ. κγ 37 (b) και κα 42-45. Τοποθετήθηκε ο Κύριος ως θαύμα που θαυμάζεται μεν από αυτούς, επικρίνεται όμως και αποκηρύττεται από εκείνους. Πολλών τα μάτια ήταν στραμμένα πάνω του κατά τη διάρκεια της δημόσιας δράσης του. Και ήταν θαύμα το οποίο όμως υπέμενε την αντιλογία των ασεβών σε αυτόν, οι οποίοι δεν έπαυαν να τον διαβάλλουν και να τον συκοφαντούν.

2.35 καὶ σοῦ δὲ αὐτῆς τὴν ψυχὴν διελεύσεται ῥομφαία(1), ὅπως(2) ἂν(3) ἀποκαλυφθῶσιν ἐκ πολλῶν καρδιῶν(4) διαλογισμοί(5).
35 για να φανερωθούν οι πραγματικές διαθέσεις πολλών. Όσο για σένα, ο πόνος για το παιδί σου θα διαπεράσει την καρδιά σου σαν δίκοπο μαχαίρι».
(1) Ελάχιστα πιθανή η εκδοχή του Ω τον οποίο ακολουθούν οι Αμφιλόχιος, Τίτος και σχεδόν και οι Χρυσόστομος και Βασίλειος, Κύριλλος Αλεξ. (L) και Θφ. «Μαχαίρι λέει τον λόγο που προκαλεί πειρασμό… που εισχωρεί βαθιά, ως εκεί που χωρίζει την ψυχή από το πνεύμα» (Ω), «τον πειρασμό που μοιάζει σαν μαχαίρι» (Κ), «τον σκανδαλισμό, με τον οποίο σκανδαλίστηκε (η Μαρία) βλέποντας τον Κύριο σταυρωμένο» (Θφ). «Προφητεύει λοιπόν ο Συμεών και για την ίδια την αγία Παρθένο Μαρία ότι, όταν θα στέκεται στο σταυρό και θα βλέπει αυτά που γίνονται και θα ακούει τις φωνές των φονευτών, μετά την μαρτυρία του Γαβριήλ, μετά την απόρρητη γνώση της θείας σύλληψης, μετά την μεγάλη παρουσίαση των θαυμάτων, θα σαλευτεί κάπως, της λέει, η ψυχή σου αδυνατώντας να διακρίνει» (Ω). Η μόνη ορθή ερμηνεία: «Σπαθί ονόμασε την πάρα πολύ κοφτερή και έντονη οδύνη, η οποία διαπέρασε την καρδιά της μητέρας του Θεού, όταν ο γιος της καρφώθηκε στο σταυρό. Για αυτόν τον πόνο, δηλαδή, προφήτευσε τώρα» (Ζ). «Διότι σχεδόν σφαζόταν από μαχαίρι η αγία παρθένος, βλέποντας να σταυρώνεται αυτός που γεννήθηκε από αυτήν, σωματικά βεβαίως» (Κ). Οι καρδιές πολλών θα ταραχτούν από διαλογισμούς. Η καρδιά της Μαρίας θα δοκιμαστεί από μόνο το μαχαίρι (b).
(2) Από το «καὶ σοῦ» μέχρι το «ρομφαία» δεν είναι παρένθεση. Δεν υπάρχει στη σύνταξη καμία ένδειξη για αυτό και μία τέτοια προφητεία σε μία τέτοια στιγμή, δεν θα μπορούσε να γίνει παρενθετικά. Αυτό που εκφράζεται από την πρόταση «καὶ σοῦ… ρομφαία» είναι το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της αντιλογίας: Η καρδιά της μητέρας πληγώθηκε φοβερά με την απόρριψη και σταύρωση του γιου της. Το «όπως αν…» εξαρτάται από ολόκληρη την πρόταση από το «Ιδοὺ οὗτος…» μέχρι το «… ρομφαία». Δεν εξαρτάται από την τελευταία πρόταση μόνο. Εξαρτάται από το κ ε ῖ τ α ι και όχι από το διελεύσεται (p). Το κεῖται εις… φανερώνει θεία οικονομία και διάταξη, η οποία θα κατέληγε σε κρίση, διαχωρισμό και αγώνα. Ο τελικός σκοπός του διαχωρισμού αυτού και του αγώνα δηλώνεται με το «όπως». Οι απόκρυφες σκέψεις των καρδιών πρέπει αναγκαστικά να αποκαλυφθούν (δες Λουκ. ιβ 2) και η εμφάνιση του Χριστού στον Ισραήλ είναι το μέσο, με το οποίο θα συντελεστεί η φανέρωση αυτή (g). «Έτσι ώστε όλων οι διαλογισμοί, να γίνει φανεροί και σαφείς στους ανθρώπους· ποιος, από τη μία, είναι που αγαπά αυτόν και δείχνει μέχρι θανάτου την αγάπη σε αυτόν· ποιος, από την άλλη, έχει επίπλαστη την πίστη σε αυτόν» (Σχ.). «Αποκαλύφθηκαν πολλών καρδιών οι διαλογισμοί, όταν φάνηκε ο προδότης, όταν φάνηκαν αυτοί που τον αγαπούσαν· όπως ήταν ο Ιωσήφ, ο οποίος ήλθε στον Πιλάτο» (Θφ).
(3) Το «ἂν» σημαίνει, ότι σε κάθε περίπτωση επαφής με το Χριστό και γνωριμίας του, θα συμβεί αυτό (g).
(4) Ή από πολλές καρδιές (δ) ή από τις καρδιές πολλών ανθρώπων (g). Η πρώτη ερμηνεία είναι πιο φυσική.
(5) Ή, η λέξη διαλογισμοί λέγεται πάντοτε στην Κ.Δ. με κακή έννοια=είναι το προϊόν ενός πνεύματος που εργάζεται στην υπηρεσία μιας διεφθαρμένης καρδιάς (g). Ή, διαλογισμοί αγαθοί ή πονηροί που προέρχονται από καρδιές κακές ή αγαθές, από όπου και προέρχεται η αντιλογία. Και η πίστη και η απιστία εδρεύουν στην καρδιά και από αυτήν εκδηλώνονται με το στόμα (b). Η δεύτερη ερμηνεία είναι πιο πιθανή. Οι μυστικές αγαθές διαθέσεις και κλίσεις των διανοιών και καρδιών μερικών, θα φανερωθούν με την εγκόλπωση του Χριστού από αυτούς και τον στενό σύνδεσμό τους με αυτόν. Η απόκρυφη διαφθορά και οι πονηρές διαθέσεις άλλων, οι οποίες εάν δεν εμφανιζόταν ο Χριστός σε αυτούς, θα παρέμεναν καλυμμένες και άγνωστες στους πολλούς, θα γίνουν ολοφάνερες με την εχθρότητά τους εναντίον του Ιησού και την ασυγκράτητη μανία τους απέναντί του.

2.36 Καὶ(1) ἦν(2) ῞Αννα προφῆτις(3), θυγάτηρ Φανουήλ(4), ἐκ φυλῆς ᾽Ασήρ(5)· αὕτη προβεβηκυῖα ἐν ἡμέραις πολλαῖς(6), ζήσασα μετὰ ἀνδρὸς ἔτη ἑπτὰ ἀπὸ τῆς παρθενίας αὐτῆς(7),
36 Στα Ιεροσόλυμα ζούσε μια γυναίκα που προφήτευε και την έλεγαν Άννα· ήταν θυγατέρα του Φανουήλ από τη φυλή Ασήρ. Αυτή ήταν πολύ ηλικιωμένη. Έζησε εφτά χρόνια με τον άντρα της μετά το γάμο
(1) «Επειδή ο ευαγγελιστής υποσχέθηκε να τα πει όλα χωρίς παράλειψη, δεν αποσιώπησε ούτε της Άννας το πρόσωπο, στηρίζοντας σε δύο προφήτες [τον Συμεών και την Άννα] την αλήθεια αυτών που ειπώθηκαν για το Χριστό· διότι πράγματι και αυτή ως προφήτης έλεγε σε όλους, ότι αυτός είναι ο Χριστός, ο οποίος πρόκειται να λυτρώσει την Ιερουσαλήμ» (Ω).
(2) Ή, ήταν παρούσα, όπως στο Μάρκ. ιε 40, ή, υπήρχε, το οποίο είναι και καλύτερο (p)· υπήρχε στα Ιεροσόλυμα, όπως στο σ. 25 (δ.L).
(3) Όπως η Μαρία, αδελφή του Μωϋσή (Εξ. ιε 20) ή η Δεββώρα (Κριτ. δ 4) ή η Όλδα (Δ΄ Βασ. κβ 14)(L). Το πνεύμα της προφητείας άρχισε ήδη να αναβιώνει μετά από διάλειμμα και σταμάτημα αυτού για 300 χρόνια. Παρόλο που επρόκειτο για γενιά πονηρή και μοιχαλίδα, ο Θεός δεν άφησε τον εαυτό του χωρίς μαρτυρία.
(4) Ο πατέρας της αναφέρεται μάλλον παρά ο σύζυγος (b).
(5) Ο Ασήρ ήταν ο όγδοος γιος του Ιακώβ και της Λείας (δ). «Επιμένει ο ευαγγελιστής στην αφήγηση για την Άννα, αναφέροντας και τον πατέρα και την φυλή… σαν να προσκαλεί πολλούς μάρτυρες, που ήξεραν και τον πατέρα και την φυλή» (Θφ).
(6) Δες α 7 και 18 όπου η φράση «στις ημέρες» είναι προσδιορισμός του «ως προς κάτι». Εδώ το ἐν ἡμέραις πολλαῖς, σημαίνει το ποσό, το μέγεθος της περασμένης ηλικίας (δ). Το «πολλές» αυξάνει την έννοια της όλης έκφρασης και φανερώνει το εξαιρετικά προχωρημένο της ηλικίας (g).
(7) Οι λεπτομέρειες αυτές, μαζί με αυτές που ακολουθούν στον επόμενο στίχο αναφέρονται στον ηθικό και θρησκευτικό χαρακτήρα της Άννας. Οι χήρες, οι οποίες είχαν ζήσει χωρίς να έλθουν σε δεύτερο γάμο, ήταν σε μεγάλη τιμή στην αρχαιότητα (g). Ο Trollope παραθέτει το Ιωσήπου Αρχ. XVΙΙΙ,6,6 για απόδειξη σχετικά με το ότι η χηρεία, ειδικά στις γυναίκες των οποίων οι σύζυγοι πέθαναν, όταν αυτές ήταν νέες, τιμώνταν πολύ μεταξύ των Ιουδαίων (ο). «Φαίνεται βεβαίως ότι δίκαια έγινε προφήτης, διότι το Άγιο Πνεύμα μπόρεσε να βρει χώρο μέσα της λόγω της αγνότητας και της καθαρότητας. Επειδή δηλαδή είχε ζήσει παντρεμένη με άνδρα επτά χρόνια από την παρθενία της, για αυτό έγινε προφήτης. Διότι δεν κατοίκησε τυχαία το άγιο Πνεύμα μέσα της» (Ω).

2.37 καὶ αὐτὴ(1) χήρα ἕως ἐτῶν ὀγδοήκοντα τεσσάρων(2), ἣ οὐκ ἀφίστατο τοῦ ἱεροῦ(3) νηστείαις(4) καὶ δεήσεσιν λατρεύουσα(5) νύκτα καὶ ἡμέραν(6).
37 και τώρα χήρα, ηλικίας ογδόντα τεσσάρων χρονών, δεν έφευγε από το ναό, αλλά λάτρευε το Θεό νύχτα και μέρα με νηστείες και προσευχές.
(1) Τα πάντα προχωρούν με λογική σειρά. Πρώτα παρουσιάζεται η ύπαρξη της Άννας, έπειτα η ηλικία της και ο χαρακτήρας της και η γενικότερη ευσέβειά της και τέλος η παρουσία της στο ιερό (p). «Αλλά και η σειρά είναι άψογη· διότι δεν παρουσιάζεται στη διήγηση πρώτη η γυναίκα, αλλά πρώτος ο Συμεών» (Ω).
(2) Ή, δεν πρόκειται για την όλη ηλικία της Άννας, διότι εάν δεχτούμε ότι στα 84 έτη περιλαμβάνεται ο όλος βίος της Άννας, τότε τίποτα με το νέο αυτό καθορισμό δεν προστίθεται στην προηγούμενη έκφραση «προβεβηκυῖα ἐν ἡμέραις πολλαῖς». Γιατί λοιπόν μία τόσο λεπτομερής αρίθμηση, σαν να επρόκειτο για περίπτωση εξαιρετική; Το να είναι κάποιος 80 χρονών ήταν τόσο σπάνιο στον Ισραήλ; Πρόκειται λοιπόν για τη διάρκεια της χηρείας της Άννας, η οποία ήταν δυνατόν να παντρεύτηκε σε ηλικία 15-16 ετών και συνεπώς θα ήταν τότε 106 ετών περίπου (g). Ή, πρόκειται για την όλη ηλικία της Άννας, διότι διαφορετικά ο ευαγγελιστής θα έβαζε αιτιατική, ως έτη ογδοήκοντα τέσσαρα, όπως συνηθίζουμε και εμείς που ξεχωρίζουμε τη φράση χήρα 84 ετών από το χήρα 84 έτη (δ). Και οι δύο εκδοχές είναι σοβαρές.
(3) Μπορεί να εννοηθεί και με την έννοια ότι η Άννα παρέμενε σε κάποιο μικρό σπίτι ή με κάποιο φορητό κρεβάτι που τοποθετούνταν σε κάποια γωνία της αυλής των γυναικών, διανυκτέρευε στο ιερό (L,g). Αντιτίθεται σε αυτήν την εκδοχή πρώτον μεν η στο Λουκ. κδ 53 έννοια της ίδιας έκφρασης, και δεύτερον η φράση που ακολουθεί «αφού ήλθε εκείνη την ώρα» (δ). Μάλλον λοιπόν φανερώνει, ότι η Άννα ουδέποτε παρέλειψε κάποια ακολουθία από αυτές που τελούνταν στο ναό και μεγάλο μέρος του χρόνου της, που παρεμβαλλόταν μεταξύ των ακολουθιών, το κατανάλωνε παραμένοντας στο ιερό (p).
(4) Παρά την προχωρημένη ηλικία της (b) νήστευε· ίσως όχι μόνο κάθε Δευτέρα και Πέμπτη της εβδομάδας (p).
(5) Το αντικείμενο εννοείται από μόνο του, δηλαδή «το Θεό», όπως και στο Πράξ. κστ 7 (δ).
(6) Είναι αμφίβολο εάν το ότι προηγείται η λέξη νύχτα, προσδίδει κάποια διαφορά στην έννοια (p). Παρ’ όλα αυτά είναι αξιόλογη και η παρατήρηση, ότι στους Εβραίους η ημέρα άρχιζε από το προηγούμενο απόγευμα και η πρώτη ακολουθία κάθε ημέρας ήταν η απογευματινή (δ). Και οι Φαρισαίοι νήστευαν συχνά και προσεύχονταν με μακρές προσευχές, αλλά με αυτά λάτρευαν τους εαυτούς τους και την αλαζονεία και υποκρισία τους. Αλλά η αγαθή αυτή γυναίκα δεν έπραττε μόνο το καλό, αλλά έπραττε αυτό και με αγαθά ελατήρια και για αγαθό σκοπό, αποβλέποντας μόνο και μόνο στο να λατρεύσει το Θεό. Από το παράδειγμά της διδάξου, ότι η αφοσίωσή μας προς το Θεό πρέπει να είναι μόνιμη και σταθερή. Άλλα καθήκοντα αναφέρονται σε συγκεκριμένους καιρούς. Ως προς τη λατρεία όμως του Θεού πρέπει να έχουμε υπ’ όψη το παράγγελμα του Παύλου: «να προσεύχεστε αδιάκοπα». Σημείωσε ακόμη, ότι όσοι είναι επιμελείς και προσεκτικοί, ώστε να επωφελούνται από το φως και τα μέσα, που η χάρη τους χορηγεί, θα έχουν και πλουσιότερες εκδηλώσεις της χάρης και υψηλότερες αποκαλύψεις. Η Άννα ανταμείβεται τώρα πλούσια για την επί τόσα χρόνια προσκαρτέρησή της στο ναό.

2.38 καὶ αὐτῇ τῇ ὥρᾳ ἐπιστᾶσα(1) ἀνθωμολογεῖτο(2) τῷ Κυρίω καὶ ἐλάλει(3) περὶ αὐτοῦ(4) πᾶσι τοῖς προσδεχομένοις λύτρωσιν(5) εν᾽Ιερουσαλήμ(6).
38 Αυτή παρουσιάστηκε εκείνη την ώρα και δοξολογούσε το Θεό και μιλούσε για το παιδί σε όλους όσοι στην Ιερουσαλήμ περίμεναν τη λύτρωση.
(1) Αφού στάθηκε κοντά μάλλον, παρά αφού ήλθε αιφνίδια, παρόλο που η λέξη συχνά έχει και την έννοια αυτή ανάλογα με τα συμφραζόμενα. Δες Λουκ. κα 34,ι 40,κ 1.Πραξ. δ 1,στ 12,κβ 13,κγ 27 (p).
(2) «Δηλαδή ευχαριστούσε» (Θφ,Ζ). Το ρήμα στους Ο΄ μπαίνει αντί για το εβραϊκό ρήμα, το οποίο συνήθως αυτοί μεταφράζουν με το εξομολογούμαι. Δες Ψαλμ. οη 13 «ανθομολογησόμεθά σοι εις τον αιώνα»= θα σε ευχαριστήσουμε. Η πρόθεση «αντί» λοιπόν περιέχει την ιδέα της οφειλομένης ευχαριστίας για προηγούμενες ευεργεσίες (δ). Σημείωσε ότι εκείνοι στους οποίους γίνεται γνωστός ο Χριστός, έχουν πολλούς λόγους να ευχαριστούν και να δοξολογούν τον Κύριο για την τόση και τέτοια δωρεά. Παρακινούμαστε όμως σε αυτές τις ευχαριστίες και δοξολογίες και από τις ίδιες ευγνώμονες εκδηλώσεις των ομοίων μας, στους οποίους η γνώση του Χριστού προκαλεί τα ίδια με μας συναισθήματα. Εδώ η Άννα έδωσε τη συμβολή της μαζί με τον Συμεών στο να ολοκληρωθεί η ευλαβική αρμονία των ύμνων, με τους οποίους δοξολογήθηκε η θεία αγαθότητα.
(3) Κυρίως όχι σε εκείνη την περίσταση, αλλά έπειτα συνεχώς μιλούσε. Όταν συνάντησε την Μαρία και τον Ιωσήφ δεν μπορούσε να μιλά σε όλους όσους περίμεναν, διότι δεν ήταν τότε παρόντες (p).
(4) Για το παιδί «ότι αυτός είναι ο λυτρωτής» (Ζ) «αυτός θα μετατρέψει την κατήφεια σε χαρά» (σχ.).
(5) Ο λαός διαιρούνταν σε 3 μερίδες· τους Φαρισαίους, οι οποίοι ανέμεναν θρίαμβο αποκλειστικά πολιτικό, τους Σαδδουκαίους, οι οποίοι τίποτα δεν ανέμεναν, και εκείνους οι οποίοι ανέμεναν την παρηγοριά (σ. 25) ή την λύτρωση, την απελευθέρωση δηλαδή την πνευματική συγχρόνως και εγκόσμια. Προς τους τελευταίους αυτούς η Άννα εκπλήρωνε στο ναό την διακονία του ευαγγελιστή (g). Όλοι όσοι γνώρισαν το Χριστό, έχουν καθήκον να κάνουν αυτόν γνωστό και στους άλλους. Η Άννα γνώριζε που θα εύρισκε αυτούς που ανέμεναν λύτρωση στην Ιερουσαλήμ ή και εκείνοι γνώριζαν που θα συναντούσαν την Άννα. Έτσι λοιπόν έσπευσε αυτή να ευαγγελιστεί αυτούς ότι είδε τον Λυτρωτή.
(6) Υπάρχει και η γραφή λύτρωσιν Ιερουσαλήμ=την απελευθέρωση της Ιερουσαλήμ. Μαζί με την πρόθεση=σε αυτούς που διαμένουν στην Ιερουσαλήμ.

2.39 Καὶ ὡς ἐτέλεσαν(1) άπαντα(2) τὰ κατὰ τὸν νόμον κυρίου, υπέστρεψαν εἰς τὴν Γαλιλαίαν εἰς πόλιν ἑαυτῶν Ναζαρέτ(3).
39 Όταν έκαναν όλα όσα πρόσταζε ο νόμος του Κυρίου, γύρισαν στη Γαλιλαία, στην πόλη τους τη Ναζαρέτ.
(1) Και αφού έκαναν μέχρι τέλους (δ).
(2) «Όλα τα σχετικά με την παρουσίαση του παιδιού και τα σχετικά με τη θυσία, για τα οποία πρόσταζε ο νόμος» (Ζ).
(3) «Παρόλο που η Βηθλεέμ ήταν η πόλη τους, αλλά και την Ναζαρέτ την θεωρούσαν πόλη τους, διότι εκεί έστησαν το σπιτικό τους» (Σχ.). Ο Λουκάς προσπερνά την προσκύνηση των μάγων που έγινε στη Βηθλεέμ στο μεταξύ, την σφαγή των νηπίων και την φυγή στην Αίγυπτο και για δικούς του λόγους μεταπηδά αμέσως στην εγκατάσταση της Μαριάμ με το νήπιο Ιησού στην Ναζαρέτ κατά την επιστροφή του από την Αίγυπτο. Και παραλείπει μεν τα γεγονότα αυτά στην αφήγησή του, δεν αποκλείει όμως αυτά.

2.40 Τὸ δὲ παιδίον(1) ηὔξανεν καὶ ἐκραταιοῦτο πνεύματι(2) πληρούμενον(3) σοφίας(4), καὶ χάρις θεοῦ ἦν ἐπ᾽ αὐτό(5).
40 Στο μεταξύ το παιδί μεγάλωνε και το πνεύμα του δυνάμωνε· ήταν γεμάτος σοφία, και η χάρη του Θεού ήταν μαζί του.
(1) Η έννοια του όλου στίχου: «Αυτά που έχουν γραφτεί για αυτόν με ανθρώπινο τρόπο, δείχνουν ξεκάθαρα τον τρόπο με τον οποίο άδειασε από τη δόξα του. Διότι είναι αδύνατον να υποστεί κάτι τέτοιο στη φύση του ο Λόγος που γεννήθηκε από το Θεό Πατέρα· αλλά όταν έγινε σάρκα, δηλαδή άνθρωπος όπως εμείς, τότε… λέγεται και ότι υπέμεινε τα ανθρώπινα. Διότι ήταν μεν ικανός ο Λόγος, επειδή ήταν Θεός, να οδηγήσει τη σάρκα του αμέσως και από τη μήτρα στο μέτρο τέλειου άνδρα· αλλά αυτή η πράξη δεν θα απείχε από τερατογένεση. Για αυτό άφησε και την σάρκα του να κυριαρχείται από τις συνήθειες και τους νόμους της ανθρώπινης φύσης. Έτσι θα μπορούσε να ειπωθεί για αυτόν ότι και στη σοφία προκόβει, όχι με την έννοια ότι δέχεται προσθήκη σοφίας, από τη στιγμή που είναι Θεός παντέλειος σε όλα και ο οποίος δεν έχει ανάγκη σε κανένα από τα αξιώματα που πρέπουν στο Θεό, αλλά με την έννοια ότι ο Θεός Λόγος μαζί με την ηλικία του σώματος, διεύρυνε λίγο λίγο και την φανέρωση της σοφίας. Προκόβει λοιπόν στην ηλικία, από τη μία, το σώμα, στη σοφία, από την άλλη, η ψυχή. Διότι η θεότητα δεν δέχεται προκοπή σε τίποτα από τα δύο· διότι είναι παντέλειος ο Λόγος του Θεού» (Κ).
(2) Το «πνεύματι» παραλείπεται από τα αλεξανδρινά μεγαλογράμματα χειρόγραφα και από πολλούς από τους νεότερους, ανάμεσα στους οποίους και οι (L.g.p.) θεωρείται ότι μπήκε από αλλού στο κείμενο, σύμφωνα με το Λουκ. α 80. Μαζί με τη λέξη «πνεύματι» θα ερμηνεύσουμε: «Αύξανε, από τη μία, στην ηλικία, δυνάμωνε, από την άλλη, εναντίον της κακίας με το πνεύμα, δηλαδή με τη θεότητα που ήταν ενωμένη με αυτόν» (Ζ). Ή, το πνεύματι=δυνάμωνε στο πνεύμα· αναπτυσσόταν το σώμα του και δυνάμωνε το πνεύμα του (δ). Χωρίς τη λέξη «πνεύματι», θα εννοήσουμε και το αύξανε και το δυνάμωνε, ότι αναφέρονται στη φυσική ανάπτυξη του παιδιού=Η διπλή αύξηση σε ανάστημα και δύναμη συντελούνταν σε αυτό ομαλά (g). Δηλώνεται η σωματική ανάπτυξη σε ανάστημα και σε δύναμη (p). Όπως τα άλλα παιδιά, έτσι και ο Ιησούς αύξανε στο ανάστημα του σώματος και στη διεύρυνση της διανοητικής του αντίληψης και στις υπόλοιπες δυνάμεις της ψυχής. Έτσι λοιπόν η ανθρώπινη φύση του ήταν εικόνα του μυστικού σώματος, της εκκλησίας δηλαδή, η οποία, παρόλο που εμψυχώνεται από το απείρως τέλειο Πνεύμα, όμως συντελεί την αύξησή της, μέχρις ότου κάθε μέλος φτάσει σε άνδρα τέλειο, στο μέτρο ηλικίας του πληρώματος του Χριστού (Εφεσ. δ 13,16). Αλλά ενώ τα άλλα παιδιά είναι αδύναμα στη διανοητικότητα και θέληση, το παιδί Ιησούς ήταν δυνατό στο πνεύμα. Με το Πνεύμα του Θεού η ανθρώπινη ψυχή του προικιζόταν με έκτακτη δύναμη και όλες οι ψυχικές του δυνάμεις συντελούσαν τις λειτουργίες τους με έκτακτο τρόπο. Συλλογιζόταν δυνατά και η κρίση του ήταν διαυγής. Και ενώ τα άλλα παιδιά έχουν τρελά σκιρτήματα στις καρδιές τους, τα οποία εκδηλώνονται σε ό,τι λένε και πράττουν, ο Ιησούς γέμιζε σοφία όχι με παιδαγωγία και εκπαίδευση που παρεχόταν από έξω, αλλά με την επενέργεια του Αγίου Πνεύματος και ό,τι έλεγε και έπραττε ήταν κατά τρόπο μεγαλοφυή συνετό και σοφό.
(3) Η μετοχή του ενεστώτα φανερώνει όχι το συντελεσμένο γεγονός, αλλά αυτό που συντελείται προοδευτικά· γέμιζε από μέρα σε μέρα και από χρόνο σε χρόνο (g). Είναι αξιοσημείωτα ως προς τη χρήση του ρήματος πληρούμενον, τα επόμενα: «Μπορούσε να πει: πρόκοβε παίρνοντας σοφία. Αλλά επειδή, όταν ήλθε, άδειασε τον εαυτό του, είπε «γέμιζε», για να δείξει, ότι αυτό που άδειασε το γέμισε και έπαιρνε πάλι αυτά από τα οποία με τη θέλησή του είχε αδειάσει» (Ω).
(4) «Εύλογα λοιπόν συνέδεσε την αύξηση της ηλικίας με την προκοπή στη σοφία. Διότι ανάλογα με το μέτρο της σωματικής ηλικίας, αποκάλυπτε η θεία φύση την δική της σοφία» (Κ). «Διότι αν, όσο ήταν ακόμη μικρός στην ηλικία, φανέρωνε όλη τη σοφία, θα έμοιαζε σαν τέρας. Τώρα όμως παρουσιάζοντας τον εαυτό του όσο ήταν δυνατόν ανάλογα με την ηλικία, εκπλήρωνε το θείο σχέδιο, όχι παίρνοντας σοφία… αλλά αυτήν που υπήρχε, την αποκάλυπτε προς τα έξω σιγά σιγά» (Θφ). To σύνολο της θεότητας, που ήταν ενωμένο μαζί με την ανθρώπινη φύση σε μία υπόσταση, μετέδιδε σε αυτήν τον ανώτατο όρο της γνώσης, στην οποία ήταν δεκτική σε κάθε ηλικία η ανθρώπινη φύση κατά την τελειότατη και αναμάρτητη ανάπτυξή της (δ). Η διανοητική, ηθική και πνευματική ανάπτυξη του παιδιού ακριβώς όπως και η φυσική, ήταν πραγματική. Ήταν τέλεια ανθρώπινη φύση που αναπτυσσόταν τελείως και χωρίς κάποιο εμπόδιο από κληρονομική ή επίκτητη ελαττωματικότητα. Υπήρξε η πρώτη και μοναδική περίπτωση σε όλη την ιστορία, τέτοιας ανάπτυξης (p). Ο σ. αυτός ερμηνεύεται μόνο με την προϋπόθεση, ότι ο Ιησούς είχε ανθρώπινη ψυχή που επιδεχόταν αύξηση και πρόοδο στη σοφία και τη γνώση. Ό,τι διακηρύσσεται με αυτόν τον στίχο, αναιρεί αναντίρρητα την αρειανική πλάνη και την διδασκαλία του Απολλιναρίου, σύμφωνα με την οποία ο Λόγος πήρε στον Ιησού τη θέση της ψυχής. Και άλλα χωρία, όπως και το παρόν, παρέχουν ολοφάνερη απόδειξη, ότι ο Ιησούς είχε ανθρώπινη ψυχή που επιδεχόταν ανάπτυξη και πρόοδο, αυτό όμως δεν θα μπορούσε να νοηθεί και για τον Λόγο, εάν αυτός κατείχε στον Ιησού τη θέση της ψυχής (ο).
(5) «Ήταν πάνω στο παιδί χάρη του Θεού που ήταν ενωμένος με αυτό, η οποία το παιδαγωγούσε και το ρύθμιζε και το στόλιζε» (Ζ). Η χάρη σημαίνει την εύνοια του Θεού, που προερχόταν από την πλήρη ικανοποίηση και ευαρέσκεια, την οποία το σύνολο του μικρού Ιησού προκαλούσε στον ουράνιο Πατέρα του. Η χάρη και εύνοια αυτή πρέπει να εννοηθεί συγχρόνως και ως δύναμη ευεργετική, που ενεργούσε και διεύθυνε την ομαλή αυτή ανάπτυξη (g). Ενώ τα άλλα παιδιά εκ φύσεως, λόγω της κληρονομικότητας του παλαιού Αδάμ ήταν τέκνα οργής, ο Ιησούς απαλλαγμένος από κάθε σπέρμα αμαρτίας ήταν ο αγαπημένος του Θεού και βρισκόταν κάτω από την εξόχως υψηλή εύνοιά του. Ο Θεός αγαπούσε αυτόν και αρεσκόταν σε αυτόν και φρόντιζε ιδιαίτερα για αυτόν.

Στίχ. 41-52. Ο Ιησούς δώδεκα ετών στο Ναό.
2.41 Καὶ ἐπορεύοντο οἱ γονεῖς αὐτοῦ κατ᾽ ἔτος(1) εἰς ᾽Ιερουσαλὴμ τῇ ἑορτῇ(2) τοῦ πάσχα.
41 Κάθε χρόνο, τη γιορτή του Πάσχα οι γονείς του Ιησού πήγαιναν στην Ιερουσαλήμ.
(1) Σύμφωνα με το Εξ. κγ 17 και Δευτ. ιστ 16, όλοι οι Ισραηλίτες όφειλαν να μεταβαίνουν στο ναό στα Ιεροσόλυμα 3 φορές το χρόνο, κατά τις 3 μεγάλες ετήσιες γιορτές (Πάσχα, Πεντηκοστή, Σκηνοπηγία). Αλλά από την εποχή της Διασποράς ο νόμος αυτός δεν μπορούσε να τηρηθεί. Παρ’ όλα αυτά πάρα πολλοί από τους Ιουδαίους της Παλαιστίνης προσπαθούσαν να μεταβαίνουν τουλάχιστον 1 φορά το χρόνο. Για τις γυναίκες ο νόμος δεν λέει τίποτα, αλλά ο Χιλλέλ καθόρισε, ότι και αυτές έπρεπε να ανεβαίνουν στα Ιεροσόλυμα το Πάσχα. Η Μαρία, πιθανώς, όπως η Άννα, η μητέρα του Σαμουήλ, ανέβαινε στα Ιεροσόλυμα ωθούμενη από φυσική ευσέβεια και όχι διότι συμμορφωνόταν στο παράγγελμα του Χιλλέλ (p).
(2) Δοτική όχι του τόπου, αλλά του χρόνου ή του σκοπού (g)=Με ευκαιρία τη γιορτή του Πάσχα (L) ή με σκοπό να γιορτάσουν το Πάσχα. Ο Κύριος πήρε πραγματικά και αληθινά την ανθρώπινη φύση και πέρασε συνεπώς από όλα τα στάδια της φυσικής αύξησης και ανάπτυξης εξομοιούμενος σε όλα με τους αδελφούς του. Οι εξωτερικές συνθήκες της ανάπτυξής του αυτής, υπήρξαν το ήσυχο περιβάλλον του σπιτιού του Ιωσήφ και της Μαρίας, για τη ζωή των οποίων ο Λουκάς μας λέει τις λίγες λέξεις του σ. αυτού, οι οποίες μας παρέχουν μία πυκνή περίληψη για την ήρεμη ευσέβεια, η οποία κυριαρχούσε στο σπίτι της Μαρίας και του αρραβωνιαστικού της. Με τις λίγες αυτές λέξεις ο ευαγγελιστής μας δίνει να καταλάβουμε, ότι η ατμόσφαιρα μέσα στην οποία αυξήθηκε το παιδί Ιησούς απέπνεε το γλυκό άρωμα της ευσέβειας, της οικογενειακής ειρήνης και της ευλαβικής τήρησης των πατρικών παραδόσεων του Ιουδαϊσμού.

2.42 καὶ ὅτε ἐγένετο ἐτῶν δώδεκα(1), ἀναβάντων(2) αὐτῶν εις Ιεροσόλυμα κατὰ τὸ ἔθος(3) τῆς ἑορτῆς(4)
42 Όταν έγινε δώδεκα χρονών, ανέβηκαν στα Ιεροσόλυμα, στη γιορτή, όπως συνήθιζαν.
(1) Στην ηλικία των 12 ετών κάθε παιδί Ισραηλίτης γινόταν γιος του νόμου και άρχιζε να υποτάσσεται στις διατάξεις του σχετικά με τις γιορτές, νηστείες και τις όμοιες με αυτές (p.g.δ). Πολλοί από τους νεώτερους ερμηνευτές δεν διακρίνουν στον στίχο αυτόν κανένα υπαινιγμό, που να υποδηλώνει, ότι για πρώτη φορά ανέβαινε ο Ιησούς στη γιορτή. Αυτό είναι αλήθεια. Παρ’ όλα αυτά με την υπόθεση, ότι τώρα για πρώτη φορά ανέβηκε ο Ιησούς, εξηγείται καλύτερα, πώς συνέβη ο αποχωρισμός του παιδιού από τους γονείς του (g). Άλλωστε στα χρόνια που ηγεμόνευε ο Αρχέλαος, πιθανό είναι σύμφωνα με το Ματθ. β 22 και 23 να απέφυγαν οι γονείς του Ιησού να ανεβάσουν τον Ιησού στα Ιεροσόλυμα και μόνο μετά την εξορία του που συνέβη μετά από 9 χρόνια εξουσίας, απαλλάχτηκαν από κάθε ανησυχία για την ασφάλεια του παιδιού. Εάν στα 9 χρόνια της ηγεμονίας του Αρχελάου προσθέσουμε και 2 χρόνια, την ηλικία του Σωτήρα κατά την επιστροφή από την Αίγυπτο, βρίσκουμε ότι η εξορία του Αρχελάου συμπίπτει με την συμπλήρωση του 11 έτους του Ιησού (δ). Ο Κύριος δεν παρουσιάζεται σε μας κατά την παιδική του ηλικία, όπως το παιδί Σαμουήλ, να παραμένει στο ναό, απομακρυσμένος από τους συνηθισμένους όρους της ζωής των απλών ανθρώπων· αλλά εμφανίζεται με μεγάλη ταπείνωση με τις κοινές συνθήκες της ζωής, κάτω από τις οποίες θα αναπτυσσόταν οποιοδήποτε παιδί του λαού, με μόνη τη διαφορά, ότι έδειχνε ιδιαίτερη και μοναδική διάθεση και ικανότητα να αντιλαμβάνεται οτιδήποτε θείο και διαπνεόταν από τον ζήλο τον οποίο γεννά ο φόβος και η αγάπη του Θεού. Με αυτό θέλησε ο Κύριος να μας διδάξει ότι το κύριο προσόν του, το οποίο πρέπει να μιμηθούμε, είναι η ταπείνωση, στην οποία στηρίζεται κάποιος ευκολότερα κάτω από τις συνηθισμένες συνθήκες του βίου και μάλιστα κάτω από την αφάνεια της φτώχειας και ασημότητας. Από την άλλη παραμένει σαν ένα από τα πολλά παιδιά, για να είναι δυνατόν όλοι να μιμηθούν αυτόν, το οποίο θα ήταν ανεπίτευκτο, εάν εμφανιζόταν ως κάποιος χωρισμένος από τους υπόλοιπους ανθρώπους, όπως ο Σαμουήλ, ο Πρόδρομος και κάποιοι άλλοι από τους προφήτες και υπηρέτες του. Τέλος ο Κύριος έλαβε έτσι πείρα όλων των ασθενειών και δοκιμασιών μας, για να γίνει σε όλα συμπαθής και σπλαχνικός αρχιερέας, αφού θα μπορεί και από προσωπική του πείρα να βοηθά αυτούς που πειράζονται.
(2) Υπάρχει και η γραφή αναβαινόντων=μετοχή παρατατικού που δηλώνει αυτό που γίνεται συνήθως (g).
(3) Η λέξη σημαίνει: Συνήθεια καθορισμένη από το νόμο, καθεστώς, τυπικό (Grimm). Με την έννοια του τυπικού και εδώ, όπως σε πάρα πολλούς παπύρους (L). Ήταν σταθερή πράξη τους να μεταβαίνουν σύμφωνα με το νόμο στα Ιεροσόλυμα για εορτασμό του Πάσχα, παρόλο που το ταξίδι με τα μέσα, τα οποία διέθεταν τότε, ήταν μακρό, αλλά και αυτοί ήταν φτωχοί και ίσως όχι χωρίς στερήσεις και στενοχώριες κατόρθωναν να εξοικονομούν τις δαπάνες. Ο Ιωσήφ και η Μαρία είχαν στο σπίτι τους τον Ιησού, ο οποίος μπορούσε να διδάξει αυτούς πολύ καλύτερα από όσο όλοι οι ραββίνοι της Ιερουσαλήμ. Παρά ταύτα μετέβαιναν στην Ιερουσαλήμ σύμφωνα με τη συνήθεια της γιορτής. «Αγαπά ο Κύριος τις πύλες της Σιών περισσότερο από τις κατοικίες του Ιακώβ».
(4) Ο Ιησούς πέρασε αναμφίβολα τις ημέρες αυτές της γιορτής με άγια έξαρση. Όλες αυτές οι τελετές μιλούσαν στην καρδιά του. Η βαθιά και πιο εσωτερική σημασία τους εκτυλισσόταν στη ζωηρή αντίληψή του που αναπτυσσόταν με την επίδραση της Παλαιάς Διαθήκης. Από αυτό μπορούμε να εξηγήσουμε το γεγονός που ακολούθησε (g).

2.43 καὶ τελειωσάντων τὰς ἡμέρας(1), ἐν τῷ ὑποστρέφειν αὐτοὺς ὑπέμεινεν(2) ᾽Ιησοῦς ὁ παῖς(3) ἐν ᾽Ιερουσαλήμ, καὶ οὐκ ἔγνω Ιωσήφ και η μήτηρ(5) αὐτοῦ.
43 Όταν τέλειωσε η γιορτή και γύριζαν πίσω, το παιδί ο Ιησούς παρέμεινε στην Ιερουσαλήμ, χωρίς να το ξέρουν ο Ιωσήφ και η μητέρα του.
(1) «Τις μέρες της γιορτής του Πάσχα και της γιορτής των αζύμων» (Ζ). Το «τελεσάντων (όταν τέλεσαν)» συνηγορεί μάλλον στο ότι η αγία οικογένεια παρέμεινε στα Ιεροσόλυμα και τις 7 ημέρες των αζύμων τα οποία έκλειναν με πανηγύρι. Εξοδ. ιβ 15 (L). Η παρουσία παρ’ όλα αυτά στη γιορτή απαιτούνταν μόνο για τις 2 πρώτες ημέρες, μετά την πάροδο των οποίων οι προσκυνητές ήταν ελεύθεροι να επιστρέψουν στις πατρίδες τους. Δεδομένου ότι πολλοί προσκυνητές έκαναν χρήση αυτής της ελευθερίας τους, δεν είναι αδύνατον και η Μαρία μαζί με τον Ιωσήφ έτσι να έπραξαν (g).
(2) Το υπομένω εδώ έχει την πρώτη σημασία του=μένω πίσω αφού ξέμεινα από τους άλλους (δ). «Έμεινε πίσω στην Ιερουσαλήμ» (Ζ). Το ρήμα κλείνει μέσα του και την έννοια της καθυστέρησης με κάποια επιμονή. Το ελκυστικό ενδιαφέρον, από το οποίο απορροφιόταν το παιδί από τις ιερές τελετές που διεξάγονταν στο ναό, το κράτησε εκεί παρά την αναχώρηση των γονιών του (g. p).
(3) Η σύμφωνα με τους σ. 40 και 52 φυσική αύξηση του Ιησού, σημειώνεται με σαφήνεια με τις κάθε φορά διαφορετικές λέξεις που χρησιμοποιούνται κατά την διαφορά της ηλικίας. Στο σ. 16 ονομάζεται ο Ιησούς βρέφος, στο σ. 40 παιδί, εδώ το παιδί Ιησούς και στο σ. 52 ο Ιησούς (p).
(4) Δεν κατάλαβε, δεν αισθάνθηκε (δ). Δεν αντιλήφθηκαν. Υπάρχει και η γραφή: Ουκ έγνωσαν. Αυτό δείχνει τι εμπιστοσύνη είχαν σε αυτόν ο Ιωσήφ και η Μαρία και πόσο λίγο ήταν συνηθισμένοι να τον επιτηρούν. Ήταν συνηθισμένοι από την υπακοή και σύνεσή του, διότι ουδέποτε είχε δώσει σε αυτούς αφορμή ανησυχίας (p).
(5) Τα αλεξανδρινά χειρόγραφα έχουν τη γραφή: οι γονείς. Εφόσον στον προηγούμενο στίχο γράφεται «πορεύονταν οι γονείς του», δύσκολα θα μπορούσε να υποπτευθεί, ότι η γραφή των βυζαντινών χειρογράφων (Ιωσήφ και η μήτηρ) προήλθε από διόρθωση της γραφής «οι γονείς» για λόγους δογματικούς (g).

2.44 νομίσαντες δὲ αὐτὸν εἶναι ἐν τῇ συνοδίᾳ(1) ἦλθον ἡμέρας ὁδὸν(2) καὶ ἀνεζήτουν(3) αὐτὸν ἐν τοῖς συγγενεῦσιν καὶ τοῖς γνωστοῖς,
44 Νομίζοντας ότι ήταν μέσα στο πλήθος των προσκυνητών, περπάτησαν μιας μέρας δρόμο και ύστερα άρχισαν να τον αναζητούν ανάμεσα στους συγγενείς και τους γνωστούς.
(1) Οι συνοδείες (κοινώς καραβάνια) αποτελούνταν από όλους όσους κατοικούσαν στο ίδιο ή σε διπλανά χωριά, οι οποίοι ανέβαιναν και κατέβαιναν μαζί, αποτελώντας συνοδεία άλλοτε μεν μεγαλύτερη, άλλοτε δε μικρότερη· είχε λοιπόν αυτή αρκετή έκταση, ώστε οδοιπορώντας κάποιος δεν μπορούσε να βεβαιωθεί, εάν υπήρχε σε αυτήν και κάποιος άλλος, τον οποίο ζητούσε. Το απόγευμα όμως όλοι μαζί έτρωγαν στον ίδιο σταθμό και τότε μπορούσε να γίνει η εξέταση, εάν ήταν στη συνοδεία ο αναζητούμενος (δ).
(2) Το απόγευμα, στον τόπο της στάθμευσης, όπου κάθε οικογένεια συναντιόταν για τη νύχτα, η Μαρία και ο Ιωσήφ διαπίστωσαν την απουσία του παιδιού (g). Στα καραβάνια κατά την ημέρα οι γυναίκες ξεκινούν πρώτες μαζί και οι άνδρες ακολουθούν. Τα μικρά παιδιά είναι με τις μητέρες τους και τα μεγαλύτερα με τους πατέρες τους. Εάν το ίδιο συνέβαινε και τότε, η Μαρία θα μπορούσε να φανταστεί ότι ο Ιησούς ήταν με τον Ιωσήφ και ο Ιωσήφ θα ήταν δυνατόν να υποθέσει, ότι ήταν μαζί με τη Μαρία (p).
(3) Η πρόθεση ανά με το εζήτουν=με επιμονή ζητούσαν (δ), σε κάθε διεύθυνση και με κάθε λεπτομέρεια ερευνούσαν.

2.45 καὶ μὴ εὑρόντες(1) αυτόν ὑπέστρεψαν(2) εἰς ᾽Ιερουσαλὴμ ζητοῦντες αὐτόν.
45 Δεν τον βρήκαν, όμως, και γύρισαν στην Ιερουσαλήμ να τον αναζητήσουν.
(1) Αιτιολογική μετοχή=επειδή δεν βρήκαν (δ).
(2) Το ρήμα σε αόριστο=Η επιστροφή ήταν απλή πράξη που αποφασίστηκε και έγινε αμέσως την επομένη. Η μετοχή ζητοῦντες είναι σε ενεστώτα. Η αναζήτηση ήταν πράξη παρατεταμένη και συνεχής (p) και άρχισε από τη στιγμή της εκκίνησης για επιστροφή στα Ιεροσόλυμα με την καθ’ οδόν εξέταση και αναζήτηση πληροφοριών από τους προσκυνητές, που συναντούσαν σε αυτήν και συνεχίστηκε στα Ιεροσόλυμα (g). Η γραφή του σιναϊτικού και κάποιων άλλων κωδίκων αναζητοῦντες ανταποκρίνεται πλήρως στην έννοια της μετοχής σε ενεστώτα.

2.46 καὶ ἐγένετο μετὰ ἡμέρας τρεῖς(1) εὗρον αὐτὸν ἐν τῷ ἱερῷ(2) καθεζόμενον ἐν μέσῳ τῶν διδασκάλων(3) καὶ ἀκούοντα αὐτῶν καὶ ἐπερωτῶντα(4) αὐτούς·
46 Τον βρήκαν ύστερα από τρεις μέρες στο ναό καθισμένον ανάμεσα στους νομοδιδασκάλους, να τους ακούει και να τους κάνει ερωτήσεις.
(1) Με διάφορους τρόπους υπολογίστηκαν οι τρεις μέρες. Ή, τρεις μέρες, από την ημέρα που άρχισαν να αναζητούν αυτόν στο δρόμο επιστρέφοντας στην Ιερουσαλήμ· ή, τρεις ημέρες, από τη μέρα που επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ, ή, πιο σωστά «Μία ημέρα ξόδεψαν όταν ήλθαν δρόμο μίας ημέρας και αναζητούσαν αυτόν στους συγγενείς και γνωστούς, άλλη πάλι, όταν, αφού δεν τον βρήκαν, επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ αναζητώντας τον· την τρίτη λοιπόν ημέρα βρήκαν αυτόν» (Ζ). Γεννιέται τώρα το ερώτημα: Από τη στιγμή που απέμεινε μόνο το παιδί, τι έκανε κατά τις ημέρες που μεσολάβησαν; Γύρισε στο σπίτι, όπου είχε μείνει μαζί με τους γονείς του κατά τις ημέρες της διεξαγωγής των πασχαλινών τελετών; Απίθανο. Διότι θα παροτρυνόταν από όσους έμεναν στο σπίτι να επιστρέψει την επόμενη μέρα για να συναντήσει τους γονείς του, με τους οποίους και θα συναντιόταν στο δρόμο. Κάθε παιδί αναζητά καταφύγιο στο σπίτι του πατέρα του. Και ο Ιησούς θα αναζήτησε αυτό σε κάποιο περιστύλιο του ναού, όπου αφού αποσύρθηκε πέρασε τις δύο νύχτες που μεσολάβησαν. Στην απομόνωση αυτή έλαβε σε ασύγκριτα ανώτερο βαθμό την πείρα, την οποία σε παλαιότερα χρόνια είχε λάβει και ο Ιακώβ στη Βαιθήλ (Γενέσ. κη)(g).
(2) Όχι σε κάποια συναγωγή, εάν υπήρχε κάποια τέτοια στον περίβολο του ναού, αλλά πιθανώς στα προπύλαια του ναού, όπου σύμφωνα με ένα χωρίο του Ταλμούδ (Sanhedrin 58β) συνήθιζαν τα μέλη του συνεδρίου κατά τις ημέρες των γιορτών και τα σάββατα να διδάσκουν το λαό. Από αυτό παρουσιάζεται πιθανό, ότι η γιορτή εξακολουθούσε και ότι οι γονείς του Ιησού έφυγαν πριν τη συμπλήρωση των 7 ημερών, διότι αλλιώς η διδασκαλία στο ιερό θα είχε παύσει (p.g.).
(3) Ή, ο Σωτήρας ήταν παρών εδώ όχι ως μαθητής, οπότε θα άρμοζε η φράση «καθόταν στα πόδια των διδασκάλων», αλλά ως ένας από αυτούς, σαν ίσος τους (δ). Ή, δεδομένου ότι και οι ραββίνοι δεν θα ανέχονταν λόγω του εγωισμού τους ένα δωδεκάχρονο παιδί να παρουσιάζεται σαν ίσος με αυτούς, ούτε ο Ιησούς θα προέτρεχε πριν τη συμπλήρωση του 30 έτους να εμφανιστεί δημόσια διεκδικώντας τη θέση του ραββίνου, φαίνεται πιθανότερο ότι ο Ιησούς καθόταν στο έδαφος και οι ραββίνοι ήταν όρθιοι διδάσκοντας ή κάθονταν στα καθίσματα που υπήρχαν στα περιστύλια του ναού (p.g.) ή κάποιο έξυπνο ερώτημα του παιδιού που στεκόταν με αφορμή τα όσα άκουγε (άκουγε και ρωτούσε) προσείλκυσε την προσοχή του ραββίνου που δίδασκε και για όσο η συζήτηση συνεχιζόταν συναθροίστηκαν γύρω από το νεαρό μαθητή διδάσκαλοι και ακροατές που ελκύστηκαν από θαυμασμό για το πρωτοφανές γεγονός (g).
(4) Είναι αξιοσημείωτο ότι το ακούω μπαίνει πρώτο, υποδηλώνοντας ότι το παιδί Ιησούς βρισκόταν εκεί ως μαθητής και ως τέτοιος ρωτούσε αυτούς. Ήταν ο συνηθισμένος τρόπος της διδασκαλίας, ο μαθητής να ρωτά πληροφορούμενος και να απαντά εξεταζόμενος (p). «Όπως όμως άρμοζε σε παιδί, όταν ήταν ο Ιησούς ανάμεσα στους διδασκάλους, δεν δίδασκε μεν αλλά άκουγε και ρωτούσε, το οποίο έκανε και ο Ιησούς δίνοντας παράδειγμα και πρότυπο στους νέους να μην είναι προπετείς, αλλά τους παροτρύνει με ωραίο τρόπο να κάνουν ερωτήσεις» (Ω). Όχι μόνο ήταν γεμάτος σοφία, αλλά ως άνθρωπος είχε και πόθο από τη μία να αυξήσει αυτήν, από την άλλη επίσης και να μεταδώσει αυτήν. Και έχουμε εδώ παράδειγμα για τους νέους και τα παιδιά, που διδάσκει αυτά να ευχαριστιούνται να συναναστρέφονται εκείνους, από τους οποίους μπορούν να αποκομίσουν κάτι καλό και να προτιμούν να κάθονται ανάμεσα σε δασκάλους μάλλον παρά ανάμεσα σε παιδιά που παίζουν μαζί. Ας αρχίζουν τα παιδιά από την ηλικία των 12 ετών ή και νωρίτερα να ενδιαφέρονται να διδαχτούν και να μην αποφεύγουν εκείνους, οι οποίοι είναι σε θέση να τους διδάξουν. Είναι άριστο και γεμάτο ελπίδες προμήνυμα για τη νεολαία να επιθυμεί να διδάσκεται.

2.47 ἐξίσταντο(1) δὲ πάντες οἱ ἀκούοντες αὐτοῦ ἐπὶ τῇ συνέσει(2) καὶ ταῖς ἀποκρίσεσιν(3) αὐτοῦ.
47 Όλοι όσοι τον άκουγαν έμεναν κατάπληκτοι για τη νοημοσύνη και τις απαντήσεις του.
(1) Εδώ η λέξη έχει την έννοια του: πρόσκαιρα παύει η διάνοια κάποιου να ενεργεί λόγω κάποιου σφοδρού συναισθήματος (όπως χαράς, λύπης, φόβου και εδώ θαυμασμού)(δ).
(2) Η φρόνηση και νοημοσύνη, η οποία ήταν αποτέλεσμα της σοφίας από την οποία ήταν γεμάτος. Δες σ. 40. «Βλέπεις πώς πρόκοβε στη σοφία από το γεγονός ότι γινόταν γνωστός και θαυμαζόταν από πολλούς;» (Θφ).
(3) Οι απαντήσεις του έδειχναν την αξιοθαύμαστη πνευματική και διανοητική του ανάπτυξη (p).

2.48 καὶ ἰδόντες(1) αὐτὸν ἐξεπλάγησαν(2), καὶ πρὸς αὐτὸν ἡ μήτηρ(3) αὐτοῦ εἶπε(4), Τέκνον, τί ἐποίησας ἡμῖν οὕτως(5); ἰδοὺ ὁ πατήρ σου(6) κἀγὼ ὀδυνώμενοι(7) ἐζητοῦμέν σε.
48 Μόλις τον είδαν οι γονείς του, απόρησαν, και η μητέρα του τού είπε: «Παιδί μου, γιατί μας το ’κανες αυτό; Ο πατέρας σου κι εγώ σε αναζητούσαμε με πολλή αγωνία».
(1) Οι γονείς του προφανώς (δ).
(2) Θαύμασαν, απόρησαν, για τον τόπο, στον οποίο βρήκαν αυτόν, και για τα λόγια τα οποία άκουγαν (δ). Θαύμασαν και διότι για πρώτη φορά παρουσιαζόταν ο Ιησούς τόσο απασχολημένος χωρίς, όπως φαινόταν, να σκέφτεται αυτούς και την ανησυχία τους (p). Ο Ιησούς πάντοτε απέναντί τους ήταν πολύ προσεκτικός (g). Από αυτό συμπεραίνουμε, ότι ο Κύριος ουδέποτε είχε λυπήσει τους γονείς του. Αυτό φαίνεται σαφώς από το ότι, όταν αυτοί τον βρήκαν στο ναό, εκδήλωσαν μεγάλη έκπληξη πώς αυτός υπέβαλε αυτούς σε τόσο αγωνιώδη κόπο, αλλά δεν μπόρεσαν να τον κατηγορήσουν ή να τον μαλώσουν ότι διέπραξε κάποιο σφάλμα, και μόνο τον ρώτησε στοργικά η μητέρα του «παιδί μου, γιατί μας έκανες έτσι;». Ασφαλώς πρέπει να είναι καλός και υπάκουος γιος αυτός, στον οποίο η μητέρα του μιλά έτσι, όπως η Μαρία εδώ μίλησε στον Ιησού.
(3) Ο Ιωσήφ δεν μίλησε. Οι δεσμοί με τους οποίους συνδεόταν με τη μητέρα του ήταν ισχυρότεροι (b). Ήταν βεβαίως φυσικότατο να μιλήσει αυτή πρώτη (p). Επειδή αγωνιούσε περισσότερο για την απώλεια του γιου της και επειδή συγκινήθηκε περισσότερο όταν τον είδε, αφήνει ελευθερία στην εκδήλωση της στοργής της (L).
(4) Δημόσια και μπροστά σε όλους (b).
(5) «Έτσι», όπως έκανες, δηλαδή μας άφησες και έμεινες μόνος (δ).
(6) «Γνώριζε μεν η παναγία παρθένος ότι δεν είναι παιδί του Ιωσήφ, αλλά αποδέχεται τον αρραβωνιαστικό της ως πατέρα του, για να μην υποπτευθούν οι Ιουδαίοι» (Ω). «και επειδή είχε αναλάβει την ανατροφή» (Ζ), «επειδή ακριβώς ανέθρεψε αυτόν» (Ω).
(7) Με πόνο και οδύνη (δ). Το ρήμα λέγεται και σε περίπτωση μεγάλης αγωνίας της διάνοιας όπως στα Πράξ. κ 38 και Ζαχ. ιβ 10. Η ρομφαία άρχισε ήδη το έργο της (p). Η νεώτερη κριτική ρωτά: Πώς η Μαρία ήταν δυνατόν να ανησυχεί; Δεν ήξερε ότι ο γιος της ήταν ο Υιός του Θεού; Η κριτική συλλογίζεται λες και η καρδιά του ανθρώπου και μάλιστα της μητέρας ενεργεί, όπως θα συλλογιζόταν κάποιος (g).

2.49 καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς, Τί ὅτι(1) ἐζητεῖτέ με(2); οὐκ ᾔδειτε(3) ὅτι ἐν τοῖς τοῦ πατρός μου(4) δεῖ(5) εἶναί με;
49 Ο Ιησούς τους απάντησε: «Γιατί με αναζητούσατε; Δεν ξέρατε ότι πρέπει να βρίσκομαι στο σπίτι του Πατέρα μου;»
(1) Ή, ποιος είναι αυτός ο λόγος, ότι (Λουκ. δ 36)(L), ή, τι έγινε; (Ιω. ιδ 22)· τι συμβαίνει και με ζητούσατε; Γιατί με ζητούσατε; (δ).
(2) Έκφραση όχι μομφής αλλά έκπληξης. Δεν εκπλήσσεται διότι επέστρεψαν πάλι στην Ιερουσαλήμ, αλλά διότι δεν ήξεραν που θα τον εύρισκαν (p).
(3) Η γνώση την οποία είχαν για αυτόν, έπρεπε να τους εμποδίσει από το να αναζητούν αυτόν αλλού (g).
(4) «Στα μέρη του Πατέρα μου, είπε, λόγω του ναού στον οποίο βρισκόταν, όπου και βρέθηκε ζητούμενος» (σχ.). Στα οικήματα του Πατέρα μου (δ), όπως στο Γεν. μα 51. Ο Ειρηναίος (Κατά αιρέσ. V,36,2) παραφράζει το «εν τη οικία» του Ιω. ιδ 2 με το «εν τοις». Η αρμένικη μετάφραση και το Διατεσσάρων του Τατιανού μεταφράζουν: στον οίκο του πατέρα μου (p). Έτσι και ο Ζ. Ο Χριστός έχει οίκο και στη γη, όπως έχει και άλλον στους ουρανούς. Εδώ στη γη είναι το φως του λόγου του, το οποίο μεταδίδεται σε μας. Εδώ είναι το τραπέζι το οποίο ετοιμάζει σε μας. Ουδέποτε λοιπόν πρέπει να περάσει από το νου μας η ιδέα, ότι είναι δυνατόν να βρούμε τον Σωτήρα μας στα ύψη της φιλοδοξίας και αλαζονείας ή στις απολαύσεις του πλούτου ή της πολυτέλειας ή στη μανιώδη επιδίωξη κάτι άλλου που ανήκει στον κόσμο αυτόν. Αυτά δεν πρόκειται να βρεθούν στον οίκο του Πατέρα του. Αλλά αν ζητάμε πράγματι τον Ιησού θα τον βρούμε στο δρόμο των δικαιωμάτων και παραγγελμάτων του Θεού και στο μονοπάτι των αρετών και των εντολών του. Θα τον βρούμε στα πρόσωπα των φτωχών και στην υπομονή των θλίψεων και των δοκιμασιών. Θα τον βρούμε και στις ώρες των κατ’ ιδίαν αφοσιωμένων απομονώσεων, των ευσεβών μελετών, των ιερών αναγνώσεων, των θερμών προσευχών. Ασφαλώς ο Χριστός είναι και εδώ πάνω στη γη και αποκαλύπτει τον εαυτό του στις ταπεινές, τις αφοσιωμένες και τις πιστές ψυχές. Διότι αν και είναι ανάμεσά μας, δεν βλέπουν αυτόν όλοι, αλλά μόνο οι καθαροί στην καρδιά. Και «η μεν μητέρα του, μίλησε για τον θετό του πατέρα (τον Ιωσήφ)· αυτός όμως της γνώρισε τον φυσικό πατέρα του» (Ζ). «Εδώ λοιπόν για πρώτη φορά αναφέρει φανερότερα τον αληθινό Πατέρα και αποκαλύπτει τη θεότητά του. Επειδή, δηλαδή, έλεγε η αγία Παρθένος, Παιδί μου, γιατί μας έκανες έτσι; Τότε λοιπόν, τότε δείχνοντας ότι είναι πέρα από τα ανθρώπινα μέτρα και διδάσκοντας, ότι αυτή έγινε μεν υπηρέτης του σχεδίου της σωτηρίας γεννώντας τον σωματικά, από τη φύση του όμως και αληθινά ήταν Θεός και Υιός του ουράνιου Πατέρα, λέει: δεν ξέρατε…» (Κ). Η φράση αυτή, τότε μόνο αποδίδει έννοια, όταν η λέξη «Πατέρα» λεχθεί με την κύρια σημασία. Διότι μόνο εάν ήταν φυσικός Πατέρας του ο Θεός, όφειλε να αναζητιέται στον οίκο του ο Σωτήρας. Εάν όμως ήταν θετός μόνο, όπως και οι υπόλοιποι άνθρωποι, δεν είχε κανένα ιδιαίτερο λόγο περισσότερο από τους υπόλοιπους ανθρώπους να μένει στο ναό του Θεού και πώς τότε η μητέρα του όφειλε να συμπεράνει, ότι εκεί έμενε; (δ). Έτσι ο Ιησούς με αυτήν την ερώτησή του, ευγενικά, αλλά και ξεκάθαρα διορθώνει αυτό που η μητέρα του είπε «Εγώ και ο πατέρας σου». Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι ο πρώτος λόγος του Μεσσία που αναφέρεται στα ευαγγέλια, είναι διαβεβαίωση για τη θεία του υιότητα και τη συνείδησή του, ότι ήταν υιός του Θεού (p). «Όσον αφορά αυτό το ρητό, θα οπλιστούμε εναντίον των άθεων αιρέσεων που λένε, ότι πατέρας του Ιησού Χριστού δεν είναι ο Δημιουργός, ούτε ο Θεός του νόμου, ούτε ο Θεός του ναού. Διότι ακούγοντας τον λόγο του οι οπαδοί του Ουαλεντίνου, ας ντραπούν, το λόγο του δηλαδή που λέει: στα οικήματα του Πατέρα μου πρέπει να είμαι» (Ω).
(5) Έτσι πληροφορεί αυτούς ότι δεν είχε παραβιάσει την οφειλόμενη σε αυτούς υπακοή (b).

2.50 καὶ αὐτοὶ οὐ συνῆκαν τὸ ῥῆμα ὃ ἐλάλησεν αὐτοῖς(1).
50 Εκείνοι όμως δεν κατάλαβαν τα λόγια που τους είπε.
(1) «Διότι ήταν μυστήριο» (Θφ). Γνώριζε μεν η Μαρία και ο Ιωσήφ την υπερφυσική σύλληψη και από τον λόγο αυτόν του Ιησού προηγήθηκαν τα λόγια των ποιμένων, του Συμεών και της Άννας. Αλλά δεν κατάλαβαν τον λόγο αυτόν η Μαρία και ο Ιωσήφ, όπως ακριβώς και τα λόγια του Συμεών τους κατέπληξαν. Ο Λουκάς ο οποίος μας ενημερώνει για το μυστήριο, θέλει απλώς να δείξει με τα λόγια αυτά, ότι το μυστήριο περίκλειε βάθος ανεξερεύνητο (L). Αλλά και αυτά τα λόγια του αγγέλου δεν περιείχαν με σαφήνεια την έννοια της κατά φύση θείας υιότητας του Σωτήρα (δ). Στο μυστήριο αυτό οι γονείς του Ιησού εισέδυαν βαθμιαία και από όσα στη συνέχεια μάθαιναν για τον Ιησού, αποκόμιζαν την πληροφορία ότι η προηγούμενη γνώση τους για τη μεσσιακή ιδιότητα του Ιησού ήταν ανεπαρκής (p.g.). Ο Λουκάς ίσως δεν θα είχε γράψει την φράση αυτή, αν δεν είχε ακούσει αυτήν από το στόμα της ίδιας της Μαρίας. Τη στιγμή που η μητέρα του Ιησού υπενθύμιζε στους πρώτους Χριστιανούς τις αναμνήσεις, τις οποίες είχε διατηρήσει στην καρδιά της, μπορούσε να πει, ότι όταν είχε κοντά της τον Ιησού ως παιδί και ως έφηβο, δεν είχε αντιληφθεί τι εμπερίκλειε η φύση και η αποστολή του Υιού της (L). Δεν κατάλαβαν τι έργο είχε ο Ιησούς στο ναό του Πατέρα του. Πίστευαν σε αυτόν ως Μεσσία, αλλά ίσως σκέφτονταν ότι είχε δικαιώματα πάνω στο βασιλικό θρόνο του Δαβίδ. Και ίσως εύρισκαν ότι η θέση του ήταν μάλλον στο βασιλικό ανάκτορο παρά στο ναό. Δεν είχαν αντιληφθεί και το προφητικό αξίωμά του, για το οποίο επιφυλασσόταν σε αυτόν μεγάλο έργο για εκτέλεση.

2.51 καὶ κατέβη μετ᾽ αὐτῶν καὶ ἦλθεν εἰς Ναζαρέτ, καὶ ἦν ὑποτασσόμενος(1) αὐτοῖς(2). καὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ διετήρει(3) πάντα τὰ ῥήματα(4) ταύτα ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς(5).
51 Ο Ιησούς κατέβηκε μαζί τους και ήρθε στη Ναζαρέτ και ζούσε κοντά τους με υπακοή. Η μητέρα του όμως διατηρούσε μέσα στην καρδιά της όλα αυτά τα λόγια.
(1) Με δική του θέληση (b). Η περίφραση του ἦν μαζί με την μετοχή, τονίζει το συνεχές της υποταγής (p), και δείχνει ενέργεια εσκεμμένη, η οποία ανανεωνόταν κάθε στιγμή (g). Εκπληκτική ήταν η υποταγή εκείνου, στον οποίο τα πάντα υποτάσσονται. Και πριν υποτασσόταν σε αυτούς, αλλά αναφέρεται και τώρα αυτό, όταν θα μπορούσε εκ πρώτης όψεως να νομιστεί ότι από την ώρα εκείνη έβγαλε τον εαυτό του από την επίβλεψη και την κηδεμονία των γονιών του. Δεν αξιώθηκαν ούτε οι άγγελοι τέτοιας τιμής, όπως αξιώθηκαν οι γονείς του Ιησού (b). Συμπεραίνουμε από αυτό, το δίδαγμα της υπομονετικής προετοιμασίας την ώρα που αναμένουμε με ταπείνωση τον κατάλληλο χρόνο, τον οποίο ο Θεός έχει ορίσει ως καιρό κλήσης μας στο έργο του, εάν φιλοδοξούμε να αποβούμε γνήσιοι εργάτες του. Κανείς άλλος δεν επιθύμησε ποτέ να επιδοθεί στο έργο του επουράνιου Πατέρα, όσο το επιθύμησε ο Ιησούς. Και όμως αναμένει ήσυχα και χωρίς να εκδηλώνει κάποια ανυπομονησία, για 18 ολόκληρα χρόνια, από την εποχή που ανέβηκε για πρώτη φορά στα Ιεροσόλυμα. Υποτασσόταν σε αυτούς «δίνοντας παράδειγμα σε όλους τους γιους να τιμούν τους γονείς, όχι μόνο τους φυσικούς αλλά και τους θετούς και να κάνουν όσα διατάσσονται εκτός από εκείνα, τα οποία βλάπτουν τη θεοσέβεια. Διότι για αυτό και έμενε στο ναό, για να προτιμήσει τη θεοσέβεια και τον αληθινό πατέρα του και Θεό από τους σαρκικούς συγγενείς» (Ω).
(2) Στη φράση ήταν υποτασσόμενος σε αυτούς, περιλαμβάνονται 18 έτη της ζωής του Ιησού (g). Το «σε αυτούς» επίσης αποτελεί την τελευταία αναφορά για τον Ιωσήφ. Είναι σχεδόν βέβαιο, ότι πέθανε πριν ακόμη αρχίσει η δημόσια δράση του Χριστού (p). Έτσι έδωσε παράδειγμα στα παιδιά να είναι πειθαρχικά και υπάκουα προς τους γονείς τους εν Κυρίω. Αφού γεννήθηκε από γυναίκα μπήκε κάτω από το νόμο της πέμπτης εντολής. Παρόλο που οι γονείς του ήταν φτωχοί και άσημοι, παρόλο που ο πατέρας του ήταν ο νομιζόμενος πατέρας του, όμως υποτασσόταν σε αυτούς. Παρόλο που ήταν δυναμωμένος πνευματικά και γεμάτος σοφία, παρόλο που ήταν ο Υιός του Θεού, όμως υποτασσόταν σε αυτούς. Ποια απάντηση και ποια δικαιολογία θα προβάλλουν εκείνοι, οι οποίοι, μολονότι ανώριμοι στη διάνοια και αδύναμοι, είναι ανυπάκουοι προς τους γονείς τους;
(3) Εκφράζει επιμελή και συνεχή τήρηση (p).
(4) Τα γεγονότα για τα οποία έγινε λόγος. Δεν μπορεί να αναφέρεται αυτό μόνο στο λόγο στο σ. 49, αλλά περιλαμβάνει ολόκληρο το περιεχόμενο του τεμαχίου, και γεγονότα και λόγους (g).
(5) Στο βάθος της καρδιάς, στη μνήμη της (δ). «Φύλαγε τα λόγια, όσα ο άγγελος είπε προς αυτήν, όσα οι βοσκοί, όσα ο Συμεών και η Άννα και όσα τώρα αυτός είπε προς αυτούς. Τα φύλαγε λοιπόν όλα σαν θησαυρό, επειδή ήταν γνωστική σε κάθε πράγμα. Διότι τίποτα δεν δεχόταν ότι λέγεται ή γίνεται τυχαία, αλλά όλα τα είχε μέσα της και άλλα μεν τα καταλάβαινε, άλλα δε τα ερευνούσε, ξέροντας, ότι θα έλθει καιρός, κατά τον οποίο θα φανερωθεί αυτό που κρύβεται μέσα στο παιδί» (Ω). Οσοδήποτε και αν παραμελούμε λόγια ανθρώπων ασαφή και σκοτεινά, δεν επιτρέπεται να κάνουμε το ίδιο για τα λόγια του Θεού. Ό,τι στην αρχή παρουσιάζεται σε μας σκοτεινό, έπειτα επόμενο είναι αυτό να αποσαφηνιστεί σε μας, αρκεί να επιμένουμε ζητώντας τον φωτισμό του Κυρίου.

2.52 Καὶ ᾽Ιησοῦς προέκοπτε(1) σοφίᾳ(2) καὶ ἡλικίᾳ(3) καὶ χάριτι παρὰ θεῷ καὶ ἀνθρώποις(4).
52 Ο Ιησούς μεγάλωνε και πρόκοβε στη σοφία, και η χάρη που είχε ευαρεστούσε το Θεό και τους ανθρώπους.
(1) «Δεν ειπώθηκε ότι πρόκοβε ως Λόγος που είναι και Θεός» (Ω). «Και πρόσεξε, ότι δεν είπε ότι ο Λόγος πρόκοβε, αλλά ο Ιησούς, για να μην θεωρήσεις ότι ο Λόγος ήταν γυμνός (χωρίς ανθρώπινη φύση)· αλλά επειδή έγινε σάρκα, λέγεται ότι και προκόβει, όταν δέχτηκε στη φύση του την προκοπή, δηλαδή την ανθρώπινη φύση. Διότι το «πρόκοβε» είναι της ανθρώπινης φύσης λοιπόν και εύλογα σε αυτήν θα αποδοθεί» (Κ). Και «σαν παιδί, σύμφωνα με το νόμο της ανθρώπινης φύσης, πρόκοβε σε αυτά λίγο-λίγο» (Ζ). «Με ανθρώπινο τρόπο ειπώθηκε και εδώ το «πρόκοβε», επειδή η προκοπή είναι πάλι των ανθρώπων. Διότι πράγματι, και ο ευαγγελιστής μιλώντας με ακριβή εξέταση, σύνδεσε την προκοπή με την ηλικία. Ο Λόγος όμως και ο Θεός δεν μετριούνται με ηλικία, αλλά των σωμάτων είναι οι ηλικίες. Του σώματος άρα είναι η προκοπή· διότι όσο ο ίδιος προόδευε, προόδευε σε αυτόν και η φανέρωση της θεότητας σε αυτούς που έβλεπαν. Όσο όμως περισσότερο αποκαλυπτόταν η θεότητα, τόσο περισσότερο αύξανε η χάρη του ως ανθρώπου μεταξύ όλων των ανθρώπων… Και για να ακριβολογήσουμε περισσότερο, αυτός ο ίδιος ως προς τον εαυτό του προόδευε… Αληθινή σάρκα φόρεσε ο Λόγος. Και όπως ακριβώς είπαμε ότι σωματικά έπαθε και σωματικά πεινούσε και σωματικά κοπίασε, έτσι και εύλογα θα μπορούσε να ειπωθεί ότι σωματικά προόδευε. Διότι η προκοπή, όποια είναι αυτή, δεν γινόταν ευρισκομένου του Λόγου έξω από την ανθρώπινη φύση… αλλά το ανθρώπινο στοιχείο τελειοποιούνταν ως προς τη Σοφία, με το να ανεβαίνει σιγά-σιγά πάνω από την ανθρώπινη φύση και να θεοποιείται» (Α). Προόδευε, αλλά πάνω από το μέτρο, κατά το οποίο θα προόδευε ένας συνηθισμένος άνθρωπος (b). Το «προκόπτω» μόνο εδώ βρίσκεται στα ευαγγέλια και αλλού στην Κ.Δ. μόνο στον Παύλο (Ρωμ. ιγ 12,Γαλ. α 14,Β Τιμ. β 16,γ 9,13)(p). Αρχικά ήταν ρήμα μεταβατικό=πλατύνω ή επιμηκύνω με χτυπήματα της σφύρας· έπειτα έγινε αμετάβατο, όπως πάντοτε στην Κ.Δ. (L).
(2) Σοφία δεν εννοεί απλώς τη γνώση, αλλά με την ευρύτερη έννοια της λέξης, ώστε να περιλαμβάνεται σε αυτήν η γνώση (p). Υπάρχει και η γραφή: εν τη σοφία. «Πρόσεξε όμως, ότι αυτό που προκόβει σε κάτι, είναι διαφορετικό από εκείνο, στο οποίο λέγεται ότι προκόβει. Αν λοιπόν λέγεται ότι προκόβει στη σοφία, δεν πρόκοβε η σοφία, αλλά πρόκοβε σε αυτήν η ανθρώπινη φύση του» (Κ).
(3) Το «σε ηλικία» ή λέγεται με την έννοια όπως και σε μας, οπότε η έννοια του χωρίου: «πρόκοβε, λέει, όπως ακριβώς στην ηλικία, έτσι και στη σοφία και στη χάρη» (Γρηγ. Θεολ. στον Ζ)· όσο δηλαδή αύξανε στα χρόνια αύξανε και στη σοφία και στη χάρη (δ)· ή, πιο σωστά, στο ανάστημα, στο μέγεθος του σώματος, στη σωματική ανάπτυξη, όπως στο Λουκ. ιθ 3 (δ). Το προκόβω σε ηλικία αντιστοιχεί με το μεγαλυνόταν ή πορευόταν μεγαλυνόμενο του Α΄Βασ. β 26. Η διανοητική και ηθική του αύξηση (σοφία), όπως και η σωματική του αντίστοιχη, ήταν τέλεια (p). Το μεν «ηλικία» περιλαμβάνει όλα τα εξωτερικά πλεονεκτήματα κανονικής σωματικής ανάπτυξης, ενώ το «σοφία» όλα τα εσωτερικά πλεονεκτήματα ηθικής και διανοητικής ανάπτυξης πλήρους (g).
(4) «Είχε χάρη και μπροστά στο Θεό και μπροστά στους ανθρώπους, δηλαδή έπραττε και στο Θεό ευάρεστα και στους ανθρώπους επαινετά. Πρώτα όμως λέει το «στο Θεό» και μετά το «στους ανθρώπους». Διότι πρώτα στο Θεό πρέπει να αρέσουμε, έπειτα στους ανθρώπους» (Θφ). Το «χάρις» εδώ λεγόμενο για Θεό και ανθρώπους ταυτόχρονα, φανερώνει την εξαιρετική αγάπη και εύνοια και των δύο προς τον Σωτήρα. Και η μεν εύνοια του Θεού… είχε αιτία την τέλεια αναμαρτησία του Ιησού… ενώ η αγάπη των ανθρώπων προς αυτόν δείχνει, ότι εύρισκαν σε αυτόν τελείως ασυνήθιστα και έκτακτα πλεονεκτήματα σοφίας και αρετής (δ)· επειδή από τους ανθρώπους «πάντοτε θαυμαζόταν περισσότερο, φαινόταν με μεγαλύτερη χάρη σε αυτούς που τον έβλεπαν, λόγω των αποτελεσμάτων» (Ω). Ένα ζήτημα ανακύπτει από μόνο του εδώ: Αφού ο Ιησούς ήταν πάντοτε αγνός και αναμάρτητος, πώς είναι δυνατόν να λεχθεί για αυτόν, ότι πρόκοβε σε χάρη και για το Θεό; Στο ερώτημα αυτό μπορεί να δοθεί η απάντηση, ότι η προκοπή και πρόοδος στην αγιότητα δεν προϋποθέτει αναγκαστικά κάποια αμαρτία, σε οποιοδήποτε στάδιο αυτής της προόδου. Ο αρχάγγελος Γαβριήλ είναι αναμάρτητος. Η αγιότητά του όμως ούτε από μακριά δεν μπορεί να προσεγγίσει την άπειρη αγιότητα του Θεού. Ένας άγιος από αυτούς που έζησαν στη γη, αφού τελειώθηκε και εξυψώθηκε στον ουρανό, από την στιγμή κατά την οποία καθαγιάστηκε, είναι ελεύθερος από την αμαρτία. Κανείς όμως δεν μπορεί να πει για αυτόν, ότι έφτασε τα ύψη εκείνα της αγιότητας στα οποία προόδευσαν ο Γαβριήλ και ο Μιχαήλ. Ο Κύριος ως προς την ανθρώπινη φύση του πρόκοβε σε αγιότητα. Αλλά με αυτό δεν υπονοείται ποτέ, ότι έκανε αμαρτία ή βρέθηκε δόλος στο στόμα του ή ότι η φύση του η ανθρώπινη δεν υπήρξε πάντοτε και σε οποιαδήποτε στιγμή της ζωής του αγνή και άγια (ο).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Στίχ. 1-20. Το κήρυγμα του Ιωάννου.
3.1 (1)᾽Εν ἔτει δὲ πεντεκαιδεκάτῳ τῆς ἡγεμονίας Τιβερίου(2) Καίσαρος(3), ἡγεμονεύοντος(4) Ποντίου Πιλάτου(5) τῆς ᾽Ιουδαίας, καὶ τετραρχοῦντος(6) τῆς Γαλιλαίας ῾Ηρῴδου(7), Φιλίππου δὲ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ(8) τετραρχοῦντος τῆς ᾽Ιτουραίας(9) καὶ Τραχωνίτιδος(10) χώρας, καὶ Λυσανίου τῆς ᾽Αβιληνῆς(11) τετραρχοῦντος,
1 Ήταν ο δέκατος πέμπτος χρόνος της βασιλείας του αυτοκράτορα Τιβέριου. Επίτροπος της Ιουδαίας ήταν ο Πόντιος Πιλάτος. Τετράρχης της Γαλιλαίας ήταν ο Ηρώδης, της Ιτουραίας και της Τραχωνίτιδας ο Φίλιππος ο αδερφός του, και της Αβιλινής ο Λυσανίας.
(1) Εδώ η σκηνή της Κ. Διαθήκης ανοίγει (b). Ο Λουκάς κάνει αυτό αισθητό στους αναγνώστες του, καθορίζοντας τη θέση αυτών, τα οποία πρόκειται τώρα να αφηγηθεί, στο πλαίσιο της παγκόσμιας ιστορίας πρώτον, και της ιουδαϊκής έπειτα (g). Από τους χριστιανούς συγγραφείς πρώτος ο Λουκάς επιχειρεί να προσαρμόσει την ευαγγελική ιστορία στην ιστορία του κόσμου (p). «Σημειώνει ο ευαγγελιστής τον καιρό και του τότε Καίσαρα και των ηγεμόνων, σύμφωνα με το νόμο της ιστορίας· διότι είναι συνήθεια αυτό στους ιστορικούς» (Ζ).
(2) Η λέξη ηγεμονία που εκφράζει γενική έννοια, σημαίνει εδώ την αυτοκρατορική εξουσία. Ο Τιβέριος διαδέχτηκε τον Αύγουστο που πέθανε στις 19 Αυγούστου του 767 από κτίσεως Ρώμης, ή το 14 μ.Χ.. Συνεπώς η χρονολογία που σημειώνεται εδώ είναι το έτος 28-29 μ.Χ. ή το 781-782 από κτ. Ρώμης. Εφόσον ο Ιησούς γεννήθηκε το αργότερο το έτος 749 από κτίσεως Ρώμης, δηλαδή πριν το θάνατο του Ηρώδη που συνέβη το 750, πρέπει να ήταν, όταν βαπτιζόταν, ετών 32. Αυτό λοιπόν εκφράζει ο Λουκάς πιο κάτω (γ 23) με τη φράση «ωσεί (περίπου) ετών τριάκοντα» (L). Εφόσον όμως στο χωρίο αυτό του Λουκά προστίθεται και η μετοχή «αρχόμενος», πολλοί από τους νεώτερους ερμηνευτές που δέχονται ότι ο Ιησούς κατά το χρόνο της βάπτισής του ήταν 30 ετών, για εξομάλυνση της δυσκολίας υποστήριξαν, ότι η αρίθμηση των ετών της ηγεμονίας του Τιβερίου πρέπει να αρχίσει 2 χρόνια νωρίτερα, από την εποχή που ο Αύγουστος πήρε συνάρχοντά του τον Τιβέριο. Κανείς όμως μεταξύ των αρχαίων ιστορικών δεν χρονολογεί την αυτοκρατορία του Τιβερίου από την εποχή αυτή, ούτε επίσης τα νομίσματα και οι επιγραφές ευνοούν την εκδοχή αυτή (g).
(3) «Δηλαδή (Τιβερίου) αυτοκράτορα· διότι τότε ο Καίσαρας ήταν ανώτερος από τον βασιλιά· ύστερα όμως το αξίωμα του Καίσαρα υποβιβάστηκε» (Ζ). Η εκκλησία υφίσταται και εκδηλώνει την ύπαρξή της εντός των ορίων του κράτους. Για αυτό και η εποχή παίρνει την ονομασία της από το χρόνο της αυτοκρατορίας (b).
(4) Η γραφή «επιτροπεύοντος» που καθορίζει ακριβέστερα το αξίωμα του Πιλάτου, προήλθε προφανώς από διόρθωση (p). Η Ιουδαία, η Σαμάρεια και η Ιδουμαία κληροδοτήθηκαν από τον Ηρώδη στον γιο του Αρχέλαο. Όταν καθαιρέθηκε αυτός από τον αυτοκράτορα γύρω στο 6 μ.Χ. λόγω των σκληροτήτων του, οι κτήσεις του προσαρτήθηκαν στην αυτοκρατορία και συνενώθηκαν με την επαρχία της Συρίας (g). Οπότε η Ιουδαία και η Σαμάρεια πήραν επιτρόπους δικούς τους που είχαν την έδρα τους στην Καισάρεια του Στράτωνα (δ).
(5) Ο Πιλάτος διαδέχτηκε τον Βαλέριο Γκράτο το 25 μ.Χ. (p), ήταν επίτροπος για 10 ολόκληρα χρόνια και μετά λόγω της ωμότητάς του προς τους Σαμαρείτες, αφού καθαιρέθηκε από τον Βιτέλλιο ηγεμόνα της Συρίας, στάλθηκε για απολογία στη Ρώμη, όπου βρήκε πεθαμένο τον Τιβέριο και σύμφωνα με τον Ευσέβιο (Εκκλ. Ιστ. 2,7) αυτοκτόνησε επί Καλιγούλα (δ). «Αναφέρει δίκαια τον χρόνο και των αρχόντων ο ευαγγελιστής… για να μάθουμε ότι στα χρόνια της ενανθρώπησης του Κυρίου μας και Θεού Ιησού Χριστού, είχε εκλείψει τελείως άρχοντας και αρχηγός από τους Ιουδαίους και κυβερνούσαν αλλόφυλοι… Είχαν εκλείψει βεβαίως οι Ιουδαίοι άρχοντες σύμφωνα με τα λόγια του πατριάρχη Ιακώβ» (Σχ).
(6) Πουθενά αλλού στην Κ.Δ, δεν συναντιέται η λέξη, βρίσκεται όμως στον Ιώσηπο για τον Φίλιππο τετράρχη της Τραχωνίτιδας (Ιουδ. Πολ. ΙΙΙ,10,7). Ο τίτλος τετράρχης αφού χρησιμοποιήθηκε αρχικά με την κατά γράμμα έννοιά του, για τον κυβερνήτη μίας από τις 4 επαρχίες της Θεσσαλίας (Ευριπ. Αλκ. 1154) ή για τις επαρχίες της Γαλατίας (Στραβ. 12,430,540,560,567), κατέληξε να σημαίνει τον κυβερνήτη επαρχίας ή τμήματος χώρας που υποδιαιρέθηκε (p). Έτσι στην Παλαιστίνη μετά τον θάνατο του Ηρώδη το βασίλειό του διαιρέθηκε σε 3 μέρη καθένα από τα οποία δόθηκε σε καθέναν από τους γιους του που ονομάστηκε τετράρχης (δ).
(7) Ηρώδη του Αντίπα, γιου του Ηρώδη του Α΄ και της Σαμαρείτιδας Μαλθάκης (p). Έγινε τετράρχης της Περαίας και Γαλιλαίας από το έτος 750-792, όταν, αφού ήλθε στη Ρώμη μαζί με την Ηρωδιάδα (το 39 μ.Χ), για να πετύχει τον τίτλο του βασιλιά, εξορίστηκε από τον Καλιγούλα στο Λούγδουνο και μετά στην Ισπανία, όπου και πέθανε (δ).
(8) Ετεροθαλής αδελφός του Αντίπα, άλλος από εκείνον του οποίου ο Αντίπας πήρε την σύζυγο. Ο Φίλιππος αυτός γιος του Ηρώδη Α΄ και της Κλεοπάτρας από τα Ιεροσόλυμα (δ) βασίλευσε περίπου 37 έτη, μέχρι το 33 μ.Χ., όταν πέθανε στην Ιουλιάδα, την οποία είχε χτίσει προς τιμήν της Ιουλιάδος, συζύγου του Τιβερίου. Είχε χτίσει και την Καισάρεια Φιλίππου και θεωρούνταν ως ο καλύτερος από τους Ηρώδες (Ιωσ. Αρχ. ΧVΙΙΙ 4,6). Είχε παντρευτεί την ανηψιά του Σαλώμη, αμέσως μετά τον χορό που έγινε από αυτήν, με τον οποίο πέτυχε αυτή τον αποκεφαλισμό του Ιωάννη (Ιωσ. Στο ίδιο 5,4).
(9) Οι κτήσεις του Φιλίππου περιλάμβαναν την Ιτουραία και Τραχωνίτιδα. Ο Ιώσηπος δεν αναφέρει την Ιτουραία, προσθέτει όμως στις κτήσεις του Φιλίππου την Βαταναία, την Γαυλωνίτιδα και την Αυρανίτιδα, χώρες που βρίσκονταν ανατολικά και βορ. ανατ. της λίμνης Γενησαρέτ. Τοποθετούν μερικές φορές την Ιτουραία στους ανατολικούς πρόποδες του Αντιλιβάνου, ανάμεσα σε αυτήν την οροσειρά και τη Δαμασκό. Πρέπει λοιπόν να υπάρχει και εκεί κάποια χώρα που έχει το όνομα αυτό (Ιωσ. Αρχ. XIV,7,4). Η Ιτουραία όμως για την οποία μιλά εδώ ο Λουκάς βρισκόταν πιθανώς ανατολικά της λίμνης Γενησαρέτ, σε αρκετά μεγάλη απόσταση από αυτήν, προς την έρημο της Συρίας (g).
(10) Η Τραχωνίτιδα ήταν χώρα ορεινή, που ονομάστηκε έτσι από δύο συμπαγή σβησμένα ηφαίστεια, που ονομάζονταν από τον Στράβωνα δύο τραχώνες (g). Βρισκόταν στα νότια της Δαμασκού (δ), βορ. ανατ. της Γαλιλαίας κατά την διεύθυνση της Δαμασκού και οι κάτοικοί της ήταν επιδέξιοι τοξότες και συχνότατα ληστές (p). Δεδομένου ότι στις κτήσεις του Φιλίππου περιλαμβάνονταν και άλλες χώρες, όπως είπαμε ή η φράση «της Ιτουρ. και Τραχ. χώρας» λέχθηκε για να δηλώσει και ευρύτερη χώρα, που περιλάμβανε την Αυρανίτιδα και Βαταναία, οπότε η λέξη Ιτουραία είναι και εδώ και αλλού επίθετο (p) ή, ο Λουκάς με τη φράση αυτή δήλωνε τα πιο απομακρυσμένα σημεία της τετραρχίας του Φιλίππου (L).
(11) Αρκετοί από τους νεώτερους ερμηνευτές απέδωσαν στο Λουκά χονδροειδή πλάνη αναχρονισμού υποθέτοντας, ότι ο εδώ αναφερόμενος Λυσανίας είναι ο γιος του Πτολεμαίου, που βασίλευσε στους Ιτουραίους πριν το 36 π.Χ., όταν και φονεύτηκε από τον Αντώνιο. Έτσι αυτός που πέθανε το 36 π.Χ. παρουσιάζεται να ζει και να βασιλεύει 60 έτη μετά το θάνατό του. Τέτοια όμως πλάνη του Λουκά παρουσιάζεται πάρα πολύ απίθανη (p). Πράγματι, βαθύτερη μελέτη του ζητήματος δικαίωσε τον Λουκά. Πρωτίστως ο παλαιός Λυσανίας είχε τον τίτλο του βασιλιά· ενώ εδώ έχουμε τετράρχη Λυσανία. Εκείνου η πρωτεύουσα ήταν η Χαλκίς και όχι η Άβιλα, ενώ το βασίλειό του ήταν στην Κοίλη Συρία. Εξάλλου σε μετάλλιο που βρέθηκε από τον Pococke κατονομάζεται ο τετράρχης Λυσανίας και μέγας ιερέας, τίτλους τους οποίους ουδέποτε έφερε ο παλαιός Λυσανίας (g). Επιπλέον υφίστανται δύο επιγραφές (Corp. insc.graec. Νο 4521 και 4523) η μία από τις οποίες αποδεικνύει ότι ο Λυσανίας ο γιος του Πτολεμαίου άφησε παιδιά· ενώ η άλλη ότι το χρόνο που ο Τιβέριος συμβασίλευε μαζί με τον Αύγουστο υπήρχε και τετράρχης Λυσανίας (p). Εάν όμως ο Λουκάς αναφέρει ειδικά και την Αβιληνή οφείλεται αυτό στο ότι οι κάτοικοί της συμπεριλήφθηκαν στη θεοκρατία όταν περιτμήθηκαν ένα αιώνα π.Χ. (g).

3.2 ἐπὶ ἀρχιερέως ῞Αννα(1) καὶ Καϊάφα, ἐγένετο ῥῆμα(2) θεοῦ ἐπὶ(3) ᾽Ιωάννην τὸν Ζαχαρίου υἱὸν ἐν τῇ ἐρήμῳ(4).
2 Αρχιερείς ήταν ο Άννας και ο Καϊάφας. Τότε δόθηκε εντολή από το Θεό στο γιο του Ζαχαρία, τον Ιωάννη, που ήταν στην έρημο·
(1) Από το πολιτικό πεδίο ο Λουκάς μεταβαίνει στη θρησκευτική σφαίρα, η οποία αποτελεί τη φυσική μετάβαση στο υποκείμενο της αφήγησής του (g). Ο ενικός αριθμός ενώ επακολουθούν δύο πρόσωπα ίσως δεν χρησιμοποιήθηκε τυχαία, ασφαλώς όμως δεν μπήκε ειρωνικά. Θέλησε ίσως να εκφράσει ο ευαγγελιστής, ότι τα καθήκοντα της αρχιερωσύνης μοιράζονταν μεταξύ των δύο αυτών προσώπων ή ότι ο καθένας από αυτούς θεωρούνταν αρχιερέας από διαφορετικές οπτικές, ο Άννας κατά το δίκαιο αρχιερέας (Πράξ. δ 6) και ο Καϊάφας ντε φάκτο (Ιω. ια 49)(p). Ο Άννας που ήταν αρχιερέας από το έτος 7 μ.Χ., καθαιρέθηκε το 14 μ.Χ. από τον Γκράτο, ο οποίος μετά από επανειλημμένες εκλογές και καθαιρέσεις εγκατέστησε στη θέση του αρχιερέα, τον γαμπρό του Άννα Καϊάφα, που αρχιεράτευσε από το 17 μέχρι το 36 μ.Χ.. Ο Άννας όμως εξακολουθούσε να έχει κυριαρχούσα επιρροή (g), πολύ περισσότερο λόγω του ότι και οι 5 γιοι του αξιώθηκαν όλοι της αρχιερωσύνης (Ιωσ. Ιουδ.αρχ. ΧΧ,9,1)(δ). Την ανώμαλη αυτή κατάσταση χαρακτηρίζει ο Λουκάς με τη χρησιμοποίηση του ενικού (g) υπαινισσόμενος, ότι η αρχιερατική εξουσία, που είναι ενιαία, μοιραζόταν μεταξύ δύο προσώπων (L).
(2) Συνηθισμένη φράση στην προφητική γλώσσα (Ησ. λη 4,Ιερεμ. α 2)(g) που εκφράζει θεία έμπνευση και δεν συναντιέται αλλού στην Κ.Δ. (p). «Λόγος Κυρίου, δηλαδή πρόσταγμα» (Χ). «Για να μάθεις, ότι δεν ήλθε να δώσει μαρτυρία για το Χριστό αυτόκλητος, αλλά παρακινούμενος από το θείο Πνεύμα· διότι το «λόγος»… θα εννοήσεις ότι σημαίνει την προσταγή του Θεού» (Θφ).
(3) Η «επί» εδώ ισοδυναμεί με την «προς» και δηλώνει την θεία εντολή που από ψηλά κατέβηκε προς αυτόν (δ). Δεν αναφέρεται πώς ο λόγος του Κυρίου ήλθε στον Ιωάννη· εάν δηλαδή διαβιβάστηκε μέσω αγγέλου, όπως στον πατέρα του, ή με όνειρο, ή με οπτασία, ή με φωνή. Πάντως όμως πληροφορήθηκε ο Ιωάννης, ότι το πρόσταγμα αυτό προερχόταν από το Θεό.
(4) Με άρθρο=την γνωστή έρημο, επειδή αναφέρθηκε ήδη παραπάνω ως διαμονή του Ιωάννη (α 80) (p) ή απλώς την γνωστή έρημο Ιούδα (δ). Η διαταγή του Θεού ήλθε στον Ιωάννη στην έρημο. Εκείνους τους οποίους ο Θεός εκλέγει για κάποια αποστολή, τους βρίσκει οπουδήποτε και να είναι και οσοδήποτε απομακρυσμένοι και αν βρίσκονται. Όπως ο λόγος του Θεού δεν δένεται, την ώρα που οι διάκονοί του είναι δεμένοι στη φυλακή, έτσι ο λόγος του Θεού δεν χάνεται, όταν αυτοί προς τους οποίους απευθύνεται βρίσκονται στην έρημο. Ο λόγος του Θεού ήλθε προς τον Ιεζεκιήλ μεταξύ των αιχμαλώτων στη γη Χαλδαίων στον ποταμό Χοβάρ (Ιεζ. α 2) όπως και στον ευαγγελιστή Ιωάννη, όταν ήταν εξόριστος στο νησί Πάτμος.

3.3 καὶ ἦλθεν εἰς πᾶσαν τὴν περίχωρον(1) τοῦ ᾽Ιορδάνου κηρύσσων βάπτισμα μετανοίας(2) εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν(3),
3 έτσι αυτός πήγε σε όλα τα περίχωρα του Ιορδάνη, και κήρυττε να μετανοήσουν οι άνθρωποι και να βαφτιστούν, για να συγχωρηθούν οι αμαρτίες τους,
(1) Σημαίνει την παρόχθια περιοχή του ποταμού, προπαντός από το μέρος όπου η κοιλάδα διευρύνεται, λίγο πριν τις εκβολές του (g). Ο βαπτιστής κινήθηκε από βορρά από την ασβεστολιθική έρημο, προς την δυτική ακτή της Νεκράς θάλασσας (p). Το προς βορρά μέρος της κοιλάδας είναι πολύ στενότερο. Και εκεί επίσης κήρυξε ο Ιωάννης (Ιω. γ 23), αλλά το κέντρο της δράσης του φαίνεται ότι δεν ήταν μακριά από τις εκβολές του ποταμού (L). Καθορίζοντας ο Λουκάς όλη την περίχωρο του Ιορδάνη ως τον τόπο της δράσης του Ιωάννη, συμφωνεί με τον τέταρτο ευαγγελιστή, ο οποίος (στο ι 40) καθορίζει ως το αρχικό θέατρο της δράσης του Ιωάννη, το τμήμα της Περαίας, που αρδευόταν από τον Ιορδάνη (g). Εκείνοι οι οποίοι αρέσκονται στη μόνωση και έχουν αποχωριστεί μακριά από τον κόσμο, πρέπει ευχάριστα και πρόθυμα να εγκαταλείπουν τα ησυχαστήριά τους και να έρχονται σε μέρη πολυσύχναστα, όταν ο Θεός καλεί αυτούς εκεί για επιτέλεση ορισμένης αποστολής. Να και ο Ιωάννης βγαίνει από τη μόνωσή του και επιδίδεται σε δράση δημόσια και ένδοξη. Όταν επίσης κυκλώνεται από τα πλήθη των ανθρώπων που ζουν στις πόλεις, δεν καλεί αυτούς σε μίμηση της ερημικής του ζωής, ούτε αναγκάζει αυτούς να βγουν από τον τόσο διεφθαρμένο κόσμο και να κατοικήσουν στην έρημο όπως αυτός. Ο Ιωάννης όσο υπήρξε αυστηρός για τον εαυτό του, τόσο συγκαταβατικός υπήρξε για τους άλλους. Εξομολογούνταν σε αυτόν τις αμαρτίες τους και αντιλαμβανόταν όλους τους πειρασμούς τους. Αντί όμως να ζητήσει από αυτούς δύσκολα πράγματα και νηστείες αυστηρές, προέτρεπε αυτούς να χωριστούν από τις αμαρτίες τους και από τις αφορμές, οι οποίες οδηγούσαν σε αυτές.
(2) Δες Μάρκ. α 4. Το βάπτισμα αυτό «τούς έκανε κατάλληλους για μετάνοια και ετοίμαζε αυτούς που βαπτίζονταν, να δεχτούν αυτήν» (Σχ.). Σύμφωνα με τον g. η τελετή του βαπτίσματος ήταν καινοτομία του Ιωάννη, διότι για μεν τους Ιουδαίους ο νόμος όριζε απλές πλύσεις, ενώ το βάπτισμα των προσηλύτων δεν φαίνεται να επικράτησε πριν την καταστροφή της Ιερουσαλήμ. Το βάπτισμα όταν εφαρμοζόταν στους Ιουδαίους ήταν πολύ ταπεινωτικό για αυτούς, διότι συμβόλιζε όχι μερική κάθαρση, όπως οι καθάρσεις που όριζε ο νόμος, αλλά πλήρη ανακαίνιση, που προϋπέθετε καθολικό μολυσμό και όχι κάποιο μεμονωμένο σφάλμα (g). Ο Ιωάννης είχε την αξίωση οι ακροατές του να αλλάξουν σκέψεις και να μεταβάλλουν τρόπο ζωής, απομακρυνόμενοι από τις παραβάσεις τους και αποκτώντας καρδιές καινούργιες για να ζουν και νέα ζωή. Ο σκοπός του ευαγγελίου, το οποίο άρχισε ήδη να κηρύττεται, ήταν να καταστήσει ανθρώπους ευλαβείς και ευσεβείς, άγιους και ουράνιους, ταπεινούς και πράους, σώφρονες και αγνούς, δίκαιους και τίμιους, φιλάνθρωπους και συμπαθείς, αγαθούς σε όλες τις σχέσεις τους, από ανθρώπους των οποίων η συμπεριφορά και ο χαρακτήρας ήταν έως τώρα τελείως αντίθετα. Αυτό όμως ακριβώς είναι στην πραγματικότητα η μετάνοια.
(3) Το έργο του Χριστού δεν κυριεύει τις καρδιές των ανθρώπων, εάν δεν προηγηθεί σε αυτές το έργο του Προδρόμου του. Με άλλα λόγια, κανείς άνθρωπος δεν μπορεί να εγκολπωθεί πραγματικά τις αλήθειες του Ευαγγελίου, εάν δεν προετοιμάσει την καρδιά του με την αληθινή μετάνοια. Κανείς δεν μπορεί να εγκολπωθεί τον Χριστό ως σωτήρα και λυτρωτή, εάν δεν συναισθανθεί προηγουμένως το κακό, το οποίο γεμίζει την καρδιά του, και εάν δεν μισήσει αυτό και δεν ποθήσει να ελευθερωθεί από αυτό.

3.4 ὡς γέγραπται ἐν βίβλῳ(1) λόγων(2) ᾽Ησαΐου τοῦ προφήτου λέγοντος, Φωνὴ(3) βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ, Ἑτοιμάσατε τὴν ὁδὸν κυρίου(4), εὐθείας ποιεῖτε τὰς τρίβους αὐτοῦ(5).
4 όπως είναι γραμμένο στο βιβλίο του προφήτη Ησαΐα, ο οποίος είχε πει:Μια φωνή βροντοφωνάζει στην έρημο: “ετοιμάστε το δρόμο για τον Κύριο, ισιώστε τα μονοπάτια να περάσει.
(1) Η λέξη χρησιμοποιείται επανειλημμένα από το Λουκά (κ 42 και Πράξ. α 20,ζ 42). Ο τύπος βίβλος είναι συνηθισμένος, όταν η έννοια είναι=βιβλίο ή σύγγραμμα, λέγεται όμως το βύβλος όταν πρόκειται να δηλωθεί το φυτό ή ο πάπυρος ως γραφική ύλη (Ηροδότ. Η 96,3, V 58,3)(p).
(2) Για τη λέξη λόγοι με την έννοια των λόγων διδασκάλου ή προφήτου, δες Πράξ. κ 35,Αμώς α 1 (p).
(3) «Ήταν φωνή, όχι Λόγος, έτρεχε μπροστά από τον Ιησού ως φωνή του Λόγου» (Κ). Ο Ιωάννης ήταν φωνή που γνωστοποιούσε το Λόγο. Ο όλος άνθρωπος ήταν φωνή. Το μήνυμα άξιζε περισσότερο από αυτόν που μήνυε και για αυτό αυτός που μήνυε, θεωρήθηκε κυρίως ως φωνή (p). Δες Ματθ. γ 3 όπου ερμηνεύτηκε ο όλος στ. του Ησαΐου.
(4) «Δηλαδή, Ετοιμαστείτε να αποδεχτείτε όσα θα ήθελε να νομοθετήσει ο Χριστός· απομακρύνετε τις καρδιές από τη σκιά του νόμου· σταματήστε τους τύπους· πάψτε να φρονείτε τα διεστραμμένα» (Κ). «Δεν εννοεί αισθητό δρόμο, αλλά τον εσωτερικό στην καρδιά, τον οποίο βαδίζει (ο Κύριος), περπατώντας μέσα στις καρδιές των αγίων» (Ω).
(5) Αξιοσημείωτα τα επόμενα: «Ίσιος είναι κάθε δρόμος λείος και εύκολος, που οδηγεί στο αγαθό· ενώ διεστραμμένος είναι ο άλλος, αυτός δηλαδή που παρασύρει αυτούς που μπαίνουν σε αυτόν σε κακία. Διότι έχει γραφτεί για αυτούς· Των οποίων οι δρόμοι είναι ανώμαλοι και καμπύλες οι τροχιές τους. Επομένως η ευθύτητα της διάνοιας είναι σαν άλλος ορθός δρόμος, που δεν έχει κάτι διεστραμμένο. Τέτοιος ήταν ο θεσπέσιος ψαλμωδός που έψαλλε και έλεγε· δεν προσκολλήθηκε σε μένα καρδιά στρεβλή (Ψαλμ. ρ 3). Και ο μεν Ιησούς του Ναυή δίνοντας παραγγέλματα, έλεγε στο λαό: κάντε ευθείες τις καρδιές σας προς τον Θεό του Ισραήλ (Ιησ. Ν. κδ 23)· ενώ ο Ιωάννης λέει: Κάντε ίσιους τους δρόμους σας» (Κ).

3.5 (1)πᾶσα φάραγξ(2) πληρωθήσεται καὶ πᾶν ὄρος(3) καὶ βουνὸς(4) ταπεινωθήσεται, καὶ ἔσται τὰ σκολιὰ εἰς εὐθείαν καὶ αἱ τραχεῖαι εἰς ὁδοὺς λείας(5)·
5 Κάθε φαράγγι θα γεμίσει και κάθε βουνό και λόφος θα χαμηλώσει. Οι στραβοί δρόμοι θα γίνουν ίσιοι και οι ανώμαλοι θα γίνουν ομαλοί.
(1) «Μόνος αυτός (ο Λουκάς) από τους τρεις (ευαγγελιστές) πρόσθεσε στην προφητεία τα από το· καὶ ἔσται τὰ σκολιὰ εἰς εὐθείαν, παραλείποντας το «πάντα (όλα)» [το οποίο βρίσκεται στους Ο΄], αλλά είπε σε πληθυντικό ευθείες· και αντί να πει «η τραχεία εις πεδία [όπως λένε οι Ο΄] λέει η τραχεία εις οδούς λείας· αφήνοντας επίσης το και το «οφθήσεται η δόξα Κυρίου [το οποίο έχουν οι Ο΄] είπε «και θα δει κάθε σάρκα», και όλα αυτά πρέπει να τα χρησιμοποιήσουμε για να δείξουμε ότι οι ευαγγελιστές συντομεύουν τα προφητικά λόγια» (Ω). Η όλη εικόνα, όπως εμφανίζεται με φυσικό τρόπο, αποσαφηνίζεται άριστα, ως εξής: «Υπάρχουν μεν κάποιοι δρόμοι ή και μονοπάτια, που είναι, από τη μία, ελάχιστα βατά, από την άλλη, είναι τόσο ανώμαλα, ώστε άλλοτε μεν να ανεβαίνουν σε όρη και βουνά, άλλοτε δε να κατεβαίνουν και να καταλήγουν σε γκρεμούς και αυτού του είδους οι δρόμοι, επειδή πάνε σε ύψος και βάθος, είναι πολύ δύσκολο να βαδιστούν. Αν όμως θα γινόταν με κάποιο τρόπο να βυθιστούν, από τη μία, τα υψηλά και ανηφορικά και να γεμίσουν, από την άλλη, τα κοίλα και βαθιά, τότε βεβαίως τα στραβά θα γίνουν ευθεία και τα ανώμαλα μέρη και που ήταν κάποτε σαν φαράγγια, θα είναι σαν πεδιάδες που θα έχουν ίσιο το δρόμο» (Κ). Με αυτά ο προφήτης παριστάνει την εξάλειψη της αμαρτίας σε όλα της τα είδη (δ). Με κάθε μία ονομασία (φαράγγι, όρος, βουνό, σκολιό, τραχεία) ή, φανερώνει επιμέρους κακίες και ελαττώματα, δηλαδή «υπαινίσσεται με τα φαράγγια αυτούς που είναι απότομοι και ελκύονται στην κακία· διότι είναι απότομο και απόκρημνο το φαράγγι· ενώ με το όρος και το βουνό (εννοεί) τους υπερήφανους και σκληρούς και άκαρπους σε αρετή· και γεμίζει μεν κάθε φαράγγι όταν μπει αυτό που λείπει, δηλαδή η ευσέβεια και η αρετή· ενώ ταπεινώνεται κάθε όρος και βουνό, όταν κόβεται το περιττό, δηλαδή η ασέβεια και η κακία» (Ζ). Ή, πιο σωστή ερμηνεία, όλες οι παραλλαγές αυτές του ίσιου δρόμου αναφέρονται εδώ, για να παραστήσουν τα διάφορα είδη, και εμφανίσεις της αμαρτίας και να δείξουν την πολλαπλότητα και ποικιλία τους και όχι για να απεικονιστεί με κάθε μία από αυτές, ξεχωριστό είδος αμαρτημάτων όπως νόμισαν κάποιοι από τους αρχαίους ερμηνευτές (δ). Η μεταβολή αυτή πότε και πώς θα γίνει; Ή, αναφέρεται στο μετέπειτα έργο του Χριστού, ο οποίος «κατάργησε με την σάρκα του την αμαρτία και όλα έγιναν λεία και ευκολοδιάβατα… Διότι αυτός, κατέστησε σε μας τον δρόμο της ευσέβειας λείο και εύκολο να τον διατρέξουμε, χωρίς να έχει τίποτα το ανηφορικό ή το κοίλο και κατηφορικό, εξαιτίας των οποίων κάποτε αυτός ο δρόμος ήταν ανώμαλος και δύσκολος να περπατηθεί» (Κ). «Διότι ο καθένας από εμάς ήταν στραβός· με τον ερχομό λοιπόν του Χριστού, που γίνεται στην ψυχή, γίνονται τα στραβά ευθεία» (Ω). Ή, αναφέρεται στην προετοιμασία, η οποία πρέπει να συντελεστεί για υποδοχή του Σωτήρα. Περιγράφει ο προφήτης την εξάλειψη της αμαρτίας ως αναγκαία προϋπόθεση την έλευσης του Θεού Σωτήρα στους αμαρτωλούς· διότι η μόνη οδός, μέσω της οποίας μπορεί να έλθει προς αυτούς ο Σωτήρας, είναι η ευθεία και επίπεδη· όλα λοιπόν τα εμπόδια σε αυτήν, είτε όρη, είτε χαράδρες και φαράγγια, πρέπει να φύγουν με τη μετάνοια, για να μπορέσουν να δεχτούν μέσα τους το Θεό Σωτήρα με την πίστη (δ).
(2) =κάθε χάσμα και σχισμή ανάμεσα στα βουνά (δ). Λέξη που λέγεται μοναδική φορά στην Κ.Δ.. Βρίσκεται και στους Ο΄ (Ιουδίθ β 8) και στους εθνικούς (p).
(3) Για τα μεν μεγάλα βουνά λέγεται η λέξη όρος, ενώ για τα μικρά η λέξη βουνός=λόφος (δ).
(4) Ο Ηρόδοτος (IV 199,2) φαίνεται να υπονοεί ότι η λέξη βουνός είναι κυρηναϊκή. Συναντιέται όμως συχνά στους μεταγενέστερους και στους Ο΄. Δες κγ 30 και για την έννοια τα χωρία Ζαχ. δ 7 και Ησ. μ 4 (p).
(5) «Τα στραβά ήθη των διεστραμμένων ανθρώπων και οι ανώμαλες γνώμες τους, θα γίνουν ίσιες και λείες, ώστε να βαδίζει πάνω τους ομαλά ο Χριστός» (Ζ).

3.6 καὶ(1) ὄψεται πᾶσα σὰρξ(2) τὸ σωτήριον τοῦ θεοῦ(3).
6 Τότε όλοι οι άνθρωποι θα δουν τη σωτηρία που προσφέρει ο Θεός”.
(1) Από τη στιγμή που θα συντελεστεί αυτή η ηθική μεταβολή, θα καταστεί δυνατόν να εμφανιστεί ο Κύριος (g). Δεν θα υπάρχει πλέον κάποια ανισότητα, που να ρίχνει τη σκιά της στο δρόμο, αλλά όλα τα μέρη θα είναι ομοίως και εξίσου εκτεθειμένα στο φως (b). Η παράθεση του χωρίου γίνεται από τους Ο΄, από τους οποίους δεν παίρνεται ο όλος στ. αλλά μόνη η δεύτερη πρόταση (δ).
(2) «Με τη λέξη σάρκα, εδώ, θα εννοήσουμε τον άνθρωπο συνολικά και θα θεωρήσουμε ότι αναφέρεται σε όλο το ανθρώπινο γένος. Διότι έτσι θα δει κάθε σάρκα τη σωτηρία του Θεού. Όχι πλέον μόνος ο Ισραήλ, αλλά κάθε σάρκα. Διότι ο Σωτήρας και Κύριος των όλων, δεν έχει περιορισμένη την ημερότητα, ούτε βεβαίως διέσωσε ένα έθνος· αλλά προσέλκυσε μάλλον όλη τη γη» (Κ). «Στα πέρατα της γης θα κηρυχτεί η δύναμη και η γνώση αυτών των χαρμόσυνων αγγελιών, μεταβάλλοντας το γένος των ανθρώπων από θηριώδη τρόπο και σκληρότατο φρόνημα, σε πολλή ημερότητα και πραότητα» (Σχ.). Όλοι θα δουν τη σωτηρία του Θεού. Όχι μόνο οι Ιουδαίοι αλλά και οι εθνικοί. Όλοι θα έχουν αυτήν μπροστά τους, να προσφέρεται σε αυτούς και όσοι θα έχουν τη διάθεση αγαθή, θα δουν αυτήν, και θα απολαύσουν αυτήν και θα επωφεληθούν από αυτήν.
(3) «Δηλαδή του Πατέρα. Διότι έστειλε σε μας τον Υιό ως Σωτήρα» (Κ). Σωτήριον του Θεού=ή, το σωτήριο έργο του Θεού (δ) ή, «την σωτήρια ενανθρώπηση» (Ζ) ή, την οδό της σωτηρίας που σχεδιάστηκε από το Θεό, τον Μεσσία (b). Η δεύτερη ερμηνεία και η τελευταία είναι πιο εύστοχες. Ότι η σωτηρία του Θεού πρέπει να γνωστοποιηθεί σε όλο το ανθρώπινο γένος, είναι το κύριο θέμα του ευαγγελίου του Λουκά (p). Επειδή λοιπόν αυτός ο στίχος του Ησαΐου ανταποκρίνεται στο πνεύμα του ευαγγελίου του, για αυτό και ο ευαγγελιστής παρουσίασε ολόκληρο το χωρίο του Ησαΐου, για να περιλάβει και αυτόν τον στίχο (g).

3.7 ῎Ελεγεν(1) οὖν τοῖς ἐκπορευομένοις ὄχλοις(2) βαπτισθῆναι(3) ὑπ᾽ αὐτοῦ, Γεννήματα ἐχιδνῶν(4), τίς ὑπέδειξεν ὑμῖν φυγεῖν ἀπὸ τῆς μελλούσης ὀργῆς(5);
7 Ο Ιωάννης έλεγε στα πλήθη που πήγαιναν σ’ αυτόν για να βαφτιστούν: «Οχιάς γεννήματα, ποιος σας είπε πως έτσι θα ξεφύγετε απ’ του Θεού την οργή που πλησιάζει;
(1) Έλεγε εξακολουθητικά. Δεν είναι ανάγκη να θεωρήσουμε τα ακόλουθα λόγια, ότι λέχθηκαν μία μόνο φορά σε ορισμένη περίπτωση, αλλά ως περίληψη του συνηθισμένου κηρύγματος του βαπτιστή προς τους όχλους που έβγαιναν στην έρημο προς αυτόν (p). Δες και Ματθ. γ 7-10, όπου ερμηνεύονται τα μέχρι τον στίχο 9 λόγια του βαπτιστή.
(2) Σύμφωνα με τον Ματθαίο τα λόγια αυτά απευθύνθηκαν στους Σαδδουκαίους και Φαρισαίους. Πρόκειται εκεί για κάποια συγκεκριμένη περίπτωση (g). Τα φρονήματα και συναισθήματα που καταδικάζονται εδώ, ήταν των Φαρισαίων και Σαδδουκαίων. Αυτοί όμως είχαν εμπνεύσει αυτά και στο λαό (L). Ο βαπτιστής ήταν ίσος με όλους και δεν απέβλεπε σε πρόσωπα ανθρώπων. Ό,τι κήρυττε προς το λαό ελέγχοντας την κακία του, το ίδιο επαναλάμβανε και προς τους Σαδδουκαίους και Φαρισαίους, χωρίς να υποχωρεί απέναντί τους και μη ζητώντας να κολακεύσει αυτούς. Και όπως δεν κολάκευε τους μεγάλους και ισχυρούς, έτσι δεν δίσταζε να απευθύνει τους ελέγχους του και προς τους πολλούς.
(3) Έρχονταν στο βάπτισμα σαν σε κάποια μαγική τελετή, η οποία ενδεχομένως θα παρείχε σε αυτούς κάτι καλό, ανεξαρτήτως της ηθικής τους κατάστασης, για την οποία δεν φρόντιζαν καθόλου (p). Στην περίπτωση του Ματθαίου οι άρχοντες των Ιουδαίων έρχονταν αναποφάσιστοι, μάλλον με την πρόθεση, αφού δουν πρώτα και ακούσουν, τότε να αποφασίσουν, εάν θα λάμβαναν το βάπτισμα. Για αυτό ο έλεγχος του Ιωάννη εξόργισε και απομάκρυνε αυτούς.
(4) Τις μεταφορές του ο Ιωάννης (έχιδνες, πέτρες, δέντρα) όπως και τις προφητείες του (όρη, φαράγγια κλπ.) τα παίρνει από την έρημο (p). Ονομάζει αυτούς γεννήματα εχιδνών. Λιγότερο πιθανή ερμηνεία, διότι «λένε ότι η οχιά όταν συλλαμβάνει, σκοτώνει το αρσενικό από το οποίο συνέλαβε, του οποίου το σπέρμα αυξανόμενο, σκοτώνει και αυτήν που συνέλαβε» (Ω). «Διότι πράγματι, λένε ότι αυτό το ζώο έτσι γεννιέται, τρώγοντας δηλαδή τη μήτρα» (Θφ), «σαν μία ποινή για τον πατέρα που φονεύτηκε. Άρα το γέννημα της οχιάς είναι πατροκτόνο και μητροκτόνο. Τέτοιοι ήταν και οι Ιουδαίοι, αφού φόνευαν με τα χέρια τους, τους πνευματικούς τους πατέρες και διδασκάλους» (Ω). Πιο σωστή ερμηνεία: Τους ονομάζει έτσι διότι η οχιά είναι ο τύπος του δηλητηριώδους και σκληρού ζώου και η εικόνα των ανθρώπων που έχουν τέτοιο χαρακτήρα. Οι κλασικοί συγγραφείς σημείωσαν επίσης και την ευκολία, με την οποία μπαίνει κάπου η οχιά χωρίς να γίνει αντιληπτή (Σοφοκ. Αντιγ. 532). Το φίδι ήταν στους Ιουδαίους σύμβολο της φρόνησης (Ματθ. ι 16) και πιθανώς αυτή η ιδέα κυριαρχεί εδώ. Οι σκληροί αυτοί και πικροί άνθρωποι ωθούνται σαν από κάποιο ένστικτο προς το βάπτισμα, για να αποφύγουν την τιμωρία που τους απειλεί. Βλέπουν λοιπόν σε αυτό μέσο προφυλακτικό, που λαμβάνεται τυπικά και χωρίς κάποια εσωτερική μεταβολή και διόρθωση (L). Το ότι η γενιά εκείνη ήταν διεφθαρμένη και δηλητηριώδης και ο Θεός παρ’ όλα αυτά αντί να καταστρέψει, ανεχόταν αυτήν, δείχνει την αγαθότητα και μακροθυμία του Θεού. Όχι μόνο δεν φέρνει εναντίον της κατακλυσμό ή φωτιά από τον ουρανό, αλλά και ανοίγει μπροστά της οδό μετάνοιας.
(5) Οργή είναι η μεγάλη μεσσιακή κρίση, με την οποία οι προφήτες συχνά είχαν απειλήσει τον Ισραήλ (g). Είναι δυνατόν να αναφέρεται αυτή πρωτίστως στην εθνική κρίση, που συνεπάγεται την καταστροφή της Ιερουσαλήμ, αλλά και στις ποινές που θα έρθουν κατά την έσχατη ημέρα (Ρωμ. α 18,β 5,8, γ 5,ε 9) (p). Αξιόλογη και η επόμενη ερμηνεία: «Επειδή ο μακάριος βαπτιστής ήταν γεμάτος από Άγιο Πνεύμα, δεν αγνοούσε αυτά που θα τολμούσε εναντίον του Χριστού η κακότητα των Ιουδαίων. Προγνώριζε δηλαδή ότι και θα απιστήσουν σε αυτόν και αφού κινήσουν την δηλητηριώδη γλώσσα τους θα του εκτοξεύσουν χλευασμούς. Προς εκείνα λοιπόν βλέποντας, ελέγχει αυτούς» (Κ).

3.8 ποιήσατε οὖν(1) καρποὺς ἀξίους τῆς μετανοίας(2)· καὶ μὴ ἄρξησθε(3) λέγειν ἐν ἑαυτοῖς, Πατέρα ἔχομεν τὸν ᾽Αβραάμ(4), λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι δύναται ὁ θεὸς ἐκ τῶν λίθων(5) τούτων ἐγεῖραι τέκνα τῷ ᾽Αβραάμ.
8 Κάνετε, λοιπόν, έργα που ταιριάζουν σε άνθρωπο που πραγματικά μετανοεί· και μην αρχίσετε να λέτε μεταξύ σας “εμείς καταγόμαστε από τον Αβραάμ”. Να είστε βέβαιοι πως ο Θεός, ακόμη κι απ’ αυτές εδώ τις πέτρες μπορεί να κάνει απογόνους του Αβραάμ.
(1) Η σύνδεση με τα παραπάνω=Το βάπτισμα, όπως θέλετε να το πάρετε, δεν ωφελεί τίποτα. Εάν λοιπόν θέλετε να αποφύγετε την οργή, κάντε… (g).
(2) «Ποιοι λοιπόν είναι οι καρποί; Η ειρήνη, η μακροθυμία, η καλοσύνη, η αγαθότητα, η πίστη, η πραότητα, η εγκράτεια και τα σύμφωνα με αυτά, τα οποία λέγονται και καρποί του πνεύματος. Αυτοί λοιπόν που ανάλογα με το πλήθος και μέγεθος των προηγούμενων αμαρτημάτων, εργάζονται το καλό, κάνουν καρπούς του πνεύματος άξιους της μετάνοιας, λόγω των οποίων αυτοί που προηγουμένως έγιναν απόγονοι οχιών, αφού μεταβλήθηκαν, γίνονται γιοι του ουράνιου πατέρα» (Ω). «Καρπός μετανοίας είναι πρωτίστως μεν η πίστη στο Χριστό· μαζί βεβαίως με αυτό και ο ευαγγελικός τρόπος ζωής· και γενικώς τα αντιτιθέμενα στην αμαρτία έργα της δικαιοσύνης, τα οποία αυτός που μετανιώνει οφείλει να καρποφορεί άξια της μετάνοιας» (Κ). Με τους καρπούς της μετανοίας θα γίνει ολοφάνερο, εάν αυτή είναι ειλικρινής ή όχι. Με την μεταβολή και αλλαγή της συμπεριφοράς μας θα δειχτεί και η μεταβολή των φρονημάτων μας και η αλλαγή της διάνοιάς μας και των σκέψεών μας.
(3) Κόβει προκαταβολικά κάθε απόπειρα για δικαιολογία (b). Το «αρχίσετε να λέτε» είναι το αποτέλεσμα του «νομίζετε ότι μπορείτε να λέτε», το οποίο γράφει ο Ματθαίος. Το δεύτερο αυτό αναφέρεται στη διάνοια, στον ενδιάθετο λόγο· το πρώτο στον προφορικό λόγο, την εκδήλωση του εσωτερικού φρονήματος και με λόγο (δ).
(4) «Έχεις ένδοξο πρόγονο; Εάν τον μιμηθείς με ζήλο κέρδισες. Εάν όμως δεν τον μιμηθείς με ζήλο, γίνεται κατήγορος ο ένδοξος, διότι από ρίζα δίκαιη βγήκες πικρός καρπός» (Χ). «Διότι τι ωφελεί η σαρκική ευγένεια αυτούς που την έχουν;… Ο Θεός ζητά τη συγγένεια στο ήθος και τους τρόπους. Είναι μάταιο λοιπόν να καυχιέται κάποιος για προγόνους αγίους και αγαθούς, αλλά να μειονεκτεί πολύ σε σχέση με την αρετή εκείνων» (Κ). «Διότι η αγία Γραφή ξέρει να ονομάζει νόμους συγγένειας, όχι τους φυσικούς, αλλά από την αρετή και την κακία· και με όποιους κάποιος έχει τυχόν τους ίδιους τρόπους, αυτός λέει η Γραφή ότι είναι και γιος και αδελφός» (Χ).
(5) Λιγότερο πιθανή ερμηνεία: «Ποιες πέτρες; Δεν έδειχνε πέτρες άψυχες, αλλά ανθρώπους που ήταν αναίσθητες πέτρες, επειδή ακριβώς προσκυνούσαν πέτρες και ξύλα, και συνέβη σε αυτούς αυτό που έχει γραφτεί «είθε να γίνουν όμοιοι με αυτά, αυτοί που δημιουργούν αυτά και όλοι όσοι στηρίζουν την πίστη τους σε αυτά»» (Ω). Πιο σωστή ερμηνεία: Σχηματίζεται λογοπαίγνιο στην εβραϊκή γλώσσα ανάμεσα στις λέξεις τέκνα (μπανίμ) και πέτρες (αμπανίμ)(p). Επιπλέον επίσης ο Αβραάμ είχε συγκριθεί από τον Ησαΐα (να 1,2) με στέρεη πέτρα, από την οποία ο Θεός λατόμησε τους Ισραηλίτες (L)=από το πλέον ακατάλληλο υλικό μπορεί ο Θεός να αναδείξει γνήσια τέκνα του Αβραάμ (Ρωμ. δ,θ,6,7,ια 13-24,Γαλ. δ 21-31)(p). Ο Θεός δεν έχει ανάγκη εμάς ούτε τις υπηρεσίες μας, αλλά μπορεί να εξασφαλίσει την δόξα του και την πραγματοποίηση των βουλών του και χωρίς εμάς. Εάν εμείς αποκοπούμε και καταρρεύσουμε, μπορεί να αναδείξει νέα εκκλησία για τον εαυτό του από το πλέον ακατάλληλο και ανέλπιστο ανθρώπινο υλικό· ακόμη και από τις πέτρες μπορεί να αναστήσει παιδιά στον Αβραάμ.

3.9 ἤδη(1) δὲ καὶ ἡ ἀξίνη(2) πρὸς τὴν ῥίζαν(3) τῶν δένδρων(4) κεῖται· πᾶν οὖν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλλεται.
9 Το τσεκούρι βρίσκεται κιόλας στη ρίζα των δέντρων. Κάθε δέντρο, λοιπόν, που δε δίνει καλό καρπό, θα κοπεί σύρριζα και θα ριχτεί στη φωτιά».
(1) =Παρόλο που εσείς δεν περιμένετε καθόλου αυτό (p).
(2) «Αξίνα εδώ ονομάζει την πάρα πολύ κοφτερή οργή, την οποία έφερε πάνω στους Ιουδαίους ο Θεός και Πατέρας στη συνέχεια, λόγω της ασέβειας προς το Χριστό» (Ω). «Διότι ήρθε πάνω τους σαν πέλεκυς η οργή… Και σαν άκαρπο και όχι καλό πλέον φυτό, κόπηκε από το Θεό» (Κ). «Ποια λοιπόν είναι η αξίνα; Η τιμωρία και η κόλαση. Ποια είναι τα δέντρα; Οι άνθρωποι. Ποια τα άχυρα; Οι κακοί. Ποιο το στάρι; Οι αγαθοί. Ποιο το φτυάρι; Το ξεχώρισμα» (Χ). Από τη στιγμή που άρχισε να κηρύττεται το ευαγγέλιο, η αξίνα βρίσκεται στη ρίζα των δέντρων. Οι απειλές εναντίον των αμαρτωλών και αμετανόητων είναι τώρα φοβερότερες από πριν, όπως και οι ενθαρρύνσεις προς αυτούς που μετανοούν είναι τώρα πλουσιότερες και πιο χαρμόσυνες.
(3) Η λέξη μαζί με το «κεῖται» μπορεί να ερμηνευτεί ή, έφτασε στη ρίζα και βρίσκεται εκεί, ή κατευθύνεται προς τη ρίζα. Σε κάθε μία από τις δύο περιπτώσεις η έννοια είναι ότι η κρίση δεν είναι μόνο αναπόφευκτη, αλλά και επίκειται. Για αυτό και υπάρχουν οι ενεστώτες κόβεται και ρίχνεται (p). Έξυπνη και η επόμενη ερμηνεία: «Όμως δεν λέει ότι η αξίνα βρίσκεται στη ρίζα, αλλά προς τη ρίζα, δηλαδή κοντά στη ρίζα. Κόπηκαν δηλαδή τα κλαδιά, αλλά δεν σκάφτηκε από την ίδια τη ρίζα το φυτό· διότι σώθηκε το υπόλειμμα του Ισραήλ και δεν χάθηκε ολόκληρος ο λαός από τη ρίζα του» (Κ).
(4) Η εικόνα της αξίνας στη ρίζα των δέντρων βρίσκεται σε αρμονία με αυτήν των καρπών του σ. 8. Στην ανατολή τα δέντρα υπολογίζονται κυρίως βάσει των καρπών που παράγουν, ενώ άκαρπα δέντρα συνήθως κόβονται (p). Δέντρα τα οποία δεν παράγουν καρπούς για δόξα της θείας χάρης, ας χρησιμοποιούνται για τη φωτιά για τιμή και δόξα της θείας δικαιοσύνης.

3.10 Καὶ(1) ἐπηρώτων(2) αὐτὸν οἱ ὄχλοι(3) λέγοντες, Τί οὖν ποιήσομεν(4);
10 Οι όχλοι τον ρωτούσαν: «Τι να κάνουμε, λοιπόν;»
(1) «Έβαλε στην αφήγηση τρεις τάξεις ανθρώπων που ρωτούν τον Ιωάννη· το ένα μεν το ονόμασε όχλοι που έβγαιναν στην έρημο για το βάπτισμα, το άλλο το ονόμασε τελώνες και το τρίτο το ονόμασε στρατιώτες» (Ω). «Και ο βαπτιστής στο καθένα από τα επαγγέλματα, έδινε τον ωφέλιμο και πρέποντα λόγο· στους μεν όχλους που προχωρούσαν προς τη μετάνοια διέταζε να έχουν φρόνημα αγάπης μεταξύ τους· στους τελώνες, από την άλλη, έφραζε τον δρόμο της ασυγκράτητης πλεονεξίας· στους στρατιώτες βεβαίως με πανσοφία φώναζε, να μην κατηγορούν κανέναν και να αρκούνται στο μισθό τους» (Κ).
(2) Ο παρατατικός υπονοεί συχνή επανάληψη τέτοιων ερωτημάτων (g).
(3) Κάποιοι από τους Φαρισαίους και Σαδδουκαίους ήλθαν στο βάπτισμα. Δεν αναφέρεται όμως για αυτούς, ότι ρώτησαν: Τι λοιπόν να κάνουμε; Διότι είχαν την ιδέα ότι γνώριζαν εκείνα που θα έλεγε σε αυτούς ο Ιωάννης. Όσον δε αφορά στους Σαδδουκαίους θα μπορούσε να λεχθεί, ότι δεν ήταν διατεθειμένοι να παύσουν να πράττουν ό,τι άρεσε στις ορέξεις τους. Αλλά ο λαός και οι τελώνες και οι στρατιωτικοί, συναισθανόμενοι τις ελλείψεις τους και αναγνωρίζοντας την άγνοιά τους, προβάλλουν το ερώτημα αυτό αισθανόμενοι ότι οφείλουν να γίνουν καλύτεροι και να βελτιώσουν τους εαυτούς τους. Εγωισμός και βίος σαρκικός, όπως αυτός των Σαδδουκαίων, αποτελούν εμπόδια, χωρίς τη χάρη του Θεού αξεπέραστα, για μετάνοια και αλλαγή ζωής.
(4) Πιο σωστή γραφή: ποιήσωμεν. «Επειδή διατάχτηκαν να παράγουν καρπούς άξιους της μετανοίας, ρωτούν» (Ζ). Το ερώτημα αυτό είναι χαρακτηριστικό ψυχής που επέστρεψε. Δες Πράξ. β 37,ιστ 30 (b).

3.11 ἀποκριθεὶς δὲ λέγει αὐτοῖς(1), ῾Ο ἔχων δύο χιτῶνας μεταδότω τῷ μὴ ἔχοντι(2), καὶ ὁ ἔχων βρώματα(3) ὁμοίως ποιείτω.
11 Κι εκείνος τους απαντούσε: «Όποιος έχει δύο χιτώνες ας δώσει τον ένα σ’ αυτόν που δεν έχει, κι όποιος έχει τρόφιμα ας κάνει το ίδιο».
(1) «Με το δόσιμο του ρούχου και της τροφής, εισηγείται σε αυτούς την βοήθεια των φτωχών και το να μοιράζονται με άλλους και να αγαπιούνται μεταξύ τους» (Ζ). Η καλύτερη λοιπόν μετάνοια είναι η έμπρακτη άσκηση της αγάπης (L). Ο καρπός ολοκληρωτικής εσωτερικής μετάνοιας, εκδηλώνεται και εξωτερικά στις διάφορες περιπτώσεις της ζωής με πραγματικά αγαθά έργα (b).
(2) «Να δώσει σε αυτόν που δεν έχει καθόλου, ή που έχει μεν, αλλά είναι άχρηστο» (Ζ). Ίσως είδε μεταξύ των ακροατών του μερικούς, οι οποίοι ήταν υπερφορτωμένοι με ρούχα, την ώρα που άλλοι φορούσαν κουρέλια που κινδύνευαν να πέσουν από πάνω τους. Εκείνους λοιπόν οι οποίοι είχαν τα περιττά, τους καλεί να συντελέσουν στην ανακούφιση των άλλων, οι οποίοι στερούνταν τα αναγκαία. Το ευαγγέλιο ζητά έλεος και όχι θυσία και ο σκοπός του είναι να μας υποχρεώσει να πράττουμε οτιδήποτε αγαθό μπορούμε.
(3) Και όποιος έχει τροφές οποιουδήποτε είδους, έστω και ξερό ψωμί, το ίδιο να κάνει, να δώσει δηλαδή σε αυτόν που δεν έχει (δ).

3.12 ἦλθον δὲ καὶ(1) τελῶναι(2) βαπτισθῆναι καὶ εἶπον πρὸς αὐτόν, Διδάσκαλε(3), τί ποιήσομεν(4);
12 Ήρθαν επίσης και τελώνες να βαφτιστούν και του είπαν: «Δάσκαλε, τι να κάνουμε;»
(1) Με το «και» υποδηλώνεται η συρροή αυτών που έρχονταν και η ένταση της κίνησης προς τον Ιωάννη. Ακόμη και τελώνες ήλθαν· εκείνοι δηλαδή τους οποίους θεωρούσαν απελπισμένους (L).
(2) Κυρίως είναι οι ενοικιαστές των δημόσιων εσόδων, και ήταν αυτοί συνήθως πλούσιοι Ρωμαίοι ιππείς που ονομάζονταν δημοσιώνες. Εδώ εννοούνται οι κατώτεροι υπάλληλοι, τους οποίους αυτοί διόριζαν ως εισπράκτορές τους ή στους οποίους μεταπουλούσαν τους φόρους ορισμένου μέρους της επαρχίας (δ). Στην Κ.Δ. με την τελευταία αυτή έννοια βρίσκεται η λέξη. Μερικές φορές και ίσως συχνά, υπήρχε και κάποιος μεσάζων υπάλληλος μεταξύ των τελωνών και δημοσιώνων που ονομαζόταν αρχιτελώνης (p).
(3) Οι τελώνες εκδήλωναν προς τον Ιωάννη σεβασμό μεγαλύτερο από όσο οι άλλοι (b).
(4) Πιο σωστή γραφή: ποιήσωμεν.

3.13 ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτούς, Μηδὲν πλέον(1) παρὰ τὸ διατεταγμένον(2) ὑμῖν πράσσετε(3).
13 Κι εκείνος τους αποκρίθηκε: «Να μην απαιτείτε περισσότερα απ’ ό,τι σας παραχωρεί ο νόμος».
(1) Ο Πρόδρομος αναγνώριζε το δίκαιο του κράτους να εισπράττει φόρους και για αυτό δεν μέμφεται την είσπραξη, αλλά τις καταχρήσεις των υπαλλήλων, που εισέπρατταν πάνω από το νόμιμο (δ). Η έννοια της απάντησης του Ιωάννη είναι: Τίποτα το έκτακτο! Απλούστατα, να μην εξογκώνετε τον φόρο (g).
(2) «Διότι είχαν διάταγμα σχετικά με τις απαιτήσεις για την ποσότητα και την ποιότητα αυτών που απαιτούσαν» (Ζ). «Να μην παίρνετε από τους φορολογουμένους, περισσότερο από αυτό που έχει καθοριστεί στους τελώνες» (Ω). Οι κατάλογοι που όριζαν το ποσοστό της φορολογίας για κάθε είδος, δεν ήταν επαρκώς λεπτομερείς και ο φόρος «εισπραττόταν από συνήθεια», και οριζόταν, ότι έπρεπε «να γίνεται η πράξη σύμφωνα με το νόμο και τη συνήθεια. Για αυτό σημειώνονταν καταχρήσεις και για αυτό στην πόλη της Παλμύρας είχε χαραχτεί σε στήλη λεπτομερέστερος κατάλογος για να εμποδίζεται η κατάχρηση (L).
(3) Με την έννοια του εισπράττω. Δεν λέει στους τελώνες να αφήσουν τις θέσεις και το επάγγελμά τους και να παύσουν να εισπράττουν φόρους. Το επάγγελμα από μόνο του τίποτα το μεμπτό δεν είχε, αλλά ήταν νόμιμο και αναγκαίο. Αυτό που επιβαλλόταν ήταν να διεξάγεται αυτό έντιμα και δίκαια.

3.14 ἐπηρώτων δὲ αὐτὸν καὶ στρατευόμενοι(1) λέγοντες, καὶ ἡμεῖς(2) τι ποιήσομεν(3); καὶ εἶπε προς αυτούς, Μηδένα συκοφαντήσητε μηδέ διασείσητε(4), καὶ ἀρκεῖσθε τοῖς ὀψωνίοις(5) ὑμῶν.
14 Τον ρωτούσαν ακόμη και στρατιώτες: «Κι εμείς τι πρέπει να κάνουμε;» Και τους έλεγε: «Μην παίρνετε λεφτά από κανέναν με ψεύτικες κατηγορίες ούτε με τη βία, αλλά να αρκείστε στο μισθό σας».
(1) Τα ρήματα στρατεύω και στρατεύομαι δηλώνουν αρχικά το επιχειρώ πόλεμο. Έπειτα, το να είναι κάποιος στρατιώτης (δ)· στρατευόμενοι=βρίσκονταν σε στρατιωτική υπηρεσία. Ήταν οπωσδήποτε Ιουδαίοι και όχι Ρωμαίοι. Πιθανώς ένα είδος χωροφυλακής· στρατιώτες που ασκούσαν αστυνομικά καθήκοντα, ίσως για ενίσχυση αυτών που εισέπρατταν τους φόρους. Τέτοια πρόσωπα βρίσκουν μεγάλες ευκαιρίες καταπίεσης και εκμετάλλευσης (p).
(2) Φαίνεται να συνδέουν τους εαυτούς τους με τους τελώνες, είτε διότι γνώριζαν ότι ήταν και αυτοί το ίδιο αντιδημοτικοί, είτε διότι περίμεναν παρόμοια απάντηση από τον Ιωάννη (p).
(3) Πιο σωστή γραφή: τι ποιήσωμεν.
(4) Συνηθισμένη γραφή που μαρτυρείται και από τα αλεξανδρινά χειρόγραφα: μηδένα διασείσητε, μηδέ συκοφαντήσητε. Λιγότερο πιθανή ερμηνεία: Είναι ενδιαφέρον ότι ο Αντιφών συνδυάζει το σείω με το συκοφαντώ («έσειε και εσυκοφάντει»), από όπου γίνεται πιθανό, ότι ο συκοφάντης δεν σημαίνει εκείνον ο οποίος καταγγέλλει την εξαγωγή σύκων, αλλά εκείνον ο οποίος δείχνει σύκα με το ταρακούνημα του δέντρου, δηλαδή αυτός που εξαναγκάζει τον πλούσιο να δώσει χρήματα φοβίζοντας αυτόν (p). Πιο σωστά, διασείω=τελείως, υπερβολικά σείω, ταράζω, φοβίζω. Στις πολιτικές αρχές σημαίνει εκφοβίζω φιλήσυχους πολίτες και εκβιάζω αυτούς για να πάρω χρήματα. Συκοφάντης=αυτός που δείχνει φανερά τα σύκα που κρυφά έγιναν εξαγωγή από την Αττική, για να πάρει την αμοιβή που οριζόταν για αυτό (Πλουτάρχου περί πολυπραγμοσύνης 16), και έπειτα «συκοφάντης είναι ο ψευδοκατήγορος» όπως λέει ο Ησύχιος. Κανέναν λοιπόν να μην κατηγορήσετε ψευδώς, λέει ο Βαπτιστής (δ).
(5) Βγαίνει από το οψωνείν=αγοράζω όψον. Οψώνιον είναι κυρίως κάθε αγορασμένη τροφή, και έπειτα και ο μισθός, το σιτηρέσιο (η καθημερινή μερίδα) του στρατιώτη (δ).

3.15 Προσδοκῶντος(1) δὲ τοῦ λαοῦ καὶ διαλογιζομένων πάντων ἐν ταῖς καρδίαις(2) αὐτῶν περὶ τοῦ ᾽Ιωάννου, μήποτε αὐτὸς εἴη(3) ὁ Χριστός(4),
15 Καθώς ο κόσμος περίμενε κι όλοι σκέφτονταν μέσα τους για τον Ιωάννη, μήπως αυτός είναι ο Χριστός,
(1) =Ενώ ο λαός ήταν σε προσδοκία, ενώ περίμενε· το αντικείμενο όμως της προσδοκίας παραλείπεται (δ). Ή, εννοείται από τη σειρά του λόγου· περίμεναν δηλαδή την απόκριση του Ιωάννη για το πρόσωπό του (Meyer). Ή, πιο σωστά, καθώς ο λαός περίμενε τον Μεσσία, στην προσδοκία του οποίου η εμφάνιση του Ιωάννη είχε δώσει νέα ώθηση. Δες Πράξ. κζ 33,κη 6 (L).
(2) =σκέφτονταν, συλλογίζονταν, μελετούσαν μέσα τους το ζήτημα αυτό (δ).
(3) Η ευκτική πτώση εκλέχτηκε σωστά για να δηλώσει την αβεβαιότητα. Δες και κβ 23 (L).
(4) «Διότι τους προκαλούσε έκπληξη ο λόγος του και ο τρόπος ζωής του» (Ζ). Πράγματι ο Ιωάννης δεν παρουσίαζε τίποτα από το μεγαλείο και την εξωτερική επίδειξη, με τα οποία περίμεναν οι Ιουδαίοι ότι θα εμφανιζόταν ο Μεσσίας. Ήταν όμως η ζωή του άγια και αυστηρή, ενώ το κήρυγμά του ήταν ισχυρό και με κύρος. Για αυτό πολλοί σκέφτηκαν, ότι αυτός θα ήταν ο Μεσσίας και ότι εντός ολίγου θα απέβαλε την προσωρινή του αυτή μεταμφίεση και θα περιβαλλόταν με αστραφτερή δόξα.

3.16 ἀπεκρίνατο(1) λέγων άπασιν(2) ὁ ᾽Ιωάννης, ᾽Εγὼ μὲν ὕδατι(3) βαπτίζω ὑμᾶς· ἔρχεται δὲ ὁ ἰσχυρότερός μου(4), οὗ οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῦσαι τὸν ἱμάντα τῶν ὑποδημάτων(5) αὐτοῦ(6)· αὐτὸς ὑμᾶς βαπτίσει ἐν πνεύματι ἁγίῳ καὶ πυρί(7)·
16 εκείνος απαντούσε σε όλους κι έλεγε: «Εγώ σας βαφτίζω με νερό, έρχεται όμως αυτός που είναι πιο ισχυρός από μένα και που εγώ δεν είμαι άξιος να λύσω το λουρί απ’ τα υποδήματά του. Αυτός θα σας βαφτίσει με Άγιο Πνεύμα και φωτιά.
(1) «Αφού γνώρισε ο Ιωάννης… λόγω του διορατικού πνεύματος, απάντησε» (Ζ). Δες Ματθ. γ 11-12 και Μάρκ. α 7, όπου ερμηνεύτηκαν τα λόγια αυτά του Ιωάννη.
(2) Δείχνει πόσο γενική ήταν η προσδοκία (p).
(3) Και οι δύο λέξεις έχουν έμφαση (p). Εγώ μόνο με νερό. Η έμφαση είναι στο ότι μπαίνει το νερό πριν το βαπτίζω (δ).
(4) Και ο Ιωάννης ήταν ισχυρός, αλλά ο Χριστός πολύ ισχυρότερος από αυτόν (b).
(5) «Είναι άλλο το να βαστά τα υποδήματα, που είναι ήδη λυμένα, εννοείται, από τα πόδια αυτού που τα φορούσε, το οποίο λέει ο Ματθαίος· και άλλο το να σκύψει και να λύσει το λουρί των υποδημάτων, το οποίο λέει ο Μάρκος [και λέγεται και εδώ]. Και είναι λογικό, χωρίς κανείς από τους ευαγγελιστές να σφάλλει, ούτε να ψεύδεται, ότι και τα δύο τα είχε πει ο βαπτιστής σε διάφορους καιρούς σκεπτόμενος πότε με τον ένα και πότε με τον άλλο τρόπο» (Ω).
(6) «Αφού έδειξε λοιπόν για τον εαυτό του, ότι δεν είναι ο Χριστός, φέρνει λοιπόν αποδείξεις, με τις οποίες μπορούμε να μάθουμε, ότι υπάρχει αμέτρητη διαφορά μεταξύ Θεού και ανθρώπων, δούλου και δεσπότη, αυτού που προπορεύεται ως υπηρέτης και αυτού που λάμπει όπως πρέπει σε Θεό· παρόλο που ήταν λοιπόν τόσο μεγάλος σε αρετή ο μακάριος Βαπτιστής, λέει ότι δεν είναι άξιος ούτε να αγγίζει τα υποδήματά του» (Κ). Ο Ιωάννης ήταν προφήτης και μάλιστα ο μεγαλύτερος των προφητών. Αλλά ο Χριστός ήταν μεγαλύτερος όχι μόνο από τους προφήτες όλους της Π.Δ., όπως ήταν ο Ιωάννης, αλλά και από αυτόν τον Ιωάννη τόσο πολύ μεγαλύτερος ώστε ο μεγαλύτερος των προφητών να μην είναι άξιος να σταθεί κοντά του ούτε ως ο έσχατος των δούλων. Πράγματι το πνεύμα του Χριστού φανέρωνε στους προφήτες και στον ίδιο τον Ιωάννη «τα παθήματα του Χριστού και τις δόξες μετά από αυτά» (Α΄Πέτρ. α 11).
(7) Ή «έδωσε μαρτυρία ότι ο Χριστός έχει αξίωμα που αρμόζει σε Θεό· διότι ποιος είναι αυτός που βαπτίζει τους ανθρώπους στο Άγιο Πνεύμα, ποιος πάλι είναι αυτός που όσους απίστησαν στο ευαγγέλιο, θα τους βαπτίσει ως κριτής στη φωτιά της κόλασης; Άραγε δεν είναι ο Χριστός ως Θεός; Εάν είσαι άγιος, βαπτίζεσαι με το Άγιο Πνεύμα· εάν όμως είσαι αμαρτωλός, βαπτίζεσαι με αυτήν τη φωτιά· διότι το ίδιο βάπτισμα, σε αυτούς που βαπτίζονται όντας ανάξιοι και κακοί, γίνεται φωτιά και καταδίκη» (Ω). Ή, πιο σωστά «συνέδεσε την έννοια του Πνεύματος με αυτήν της φωτιάς… φανερώνοντας με την έννοια της φωτιάς την ενέργεια του Πνεύματος που δίνει ζωή. Διότι από την διαφορετική ενέργεια του υποκειμένου, παίρνει και τις διάφορες ονομασίες το ένα Πνεύμα» (Κ). «Λέγοντας ότι θα σας βαπτίσει με Πνεύμα, προφήτευε τα μετά την ανάσταση» (Χ). Ο Χριστός μπορεί να χορηγήσει το Πνεύμα, να καθαρίσει και εξαγνίσει την καρδιά, όχι μόνο όπως το νερό πλένει τις εξωτερικές βρωμιές, αλλά και όπως η φωτιά καθαρίζει την σκουριά που εισχωρεί μέσα στο μέταλλο και λειώνει τα μέταλλα για να πάρουν νέα μορφή και σχήμα.

3.17 οὗ τὸ πτύον(1) ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ(2) και διακαθαριεί(3) τὴν ἅλωνα αὐτοῦ καὶ συνάξει τὸν σῖτον εἰς τὴν ἀποθήκην αὐτοῦ(4), τὸ δὲ ἄχυρον(5) κατακαύσει πυρὶ ἀσβέστῳ.
17 Στο χέρι του κρατάει το λιχνιστήρι για να ξεκαθαρίσει το αλώνι του και να συνάξει το σιτάρι στην αποθήκη του· το άχυρο όμως θα το κάψει με φωτιά που δε σβήνει ποτέ».
(1) Δες Ματθ. γ 12, όπου ερμηνεύεται πλήρως το ρητό.
(2) Η αντωνυμία αὐτοῦ που επαναλαμβάνεται 3 φορές, ταυτίζει τον Μεσσία με τον Ιεχωβά, στον οποίο μόνο σύμφωνα με την Π.Δ. πλήρως ανήκει η θεοκρατία (g). «Να, λέει ο μακάριος βαπτιστής, στο Χριστό ως δεσπότη ανήκει το αλώνι· διότι αυτό σημαίνει το «αὐτοῦ»» (Κ).
(3) Είναι αξιόλογη η σύνδεση με τα παραπάνω: «Ακόμη και αν σας βαπτίσει, μη νομίζετε ότι είστε πλέον αθώοι· αλλά αν δεν παρουσιάσετε τον μετέπειτα τρόπο ζωής σας πεντακάθαρο, θα σας κατακάψει με άσβηστη φωτιά» (Θφ). Οι κώδικες Βατικανός και Σιναϊτικός έχουν την γραφή: διακαθάραι… και συναγαγείν… κατακαύσει. Η γραφή αυτή καθίσταται ύποπτη από το γεγονός ότι οι αρχαίες μεταφράσεις, όπως και οι αιγυπτιακές, που ακολουθούν όλες τα αλεξανδρινά χειρόγραφα, εδώ έχουν την γραφή των βυζαντινών χειρογράφων: διακαθαριεί και συνάξει. Η πρόθεση «δια» στο διακαθαριεί φανερώνει την επέκταση του καθαρισμού σε όλα τα μέρη του αλωνιού (g). Είναι αξιοσημείωτες οι ακόλουθες παρατηρήσεις: «Θέλω να δω με ποιο τρόπο ο Κύριός μου Ιησούς έχει φτυάρι και όταν ποιος άνεμος φυσά, και μάλιστα σφοδρός,-διότι όταν κοπάσει ο άνεμος είναι άχρηστο το φτυάρι- το μεν άχυρο χωρίζεται σε ξεχωριστό τόπο, ενώ το στάρι επειδή νίκησε τον άνεμο πέφτει στο ίδιο σημείο. Και πρόσεξε μήπως τυχόν οι πειρασμοί, που χωρίζουν το άχυρο, είναι ο άνεμος που αποδεικνύει το στάρι ότι είναι στάρι. Όταν μεν λοιπόν πειράζεται η ψυχή σου και ηττηθείς, δεν σε έκανε ο πειρασμός άχυρο, αλλά σε απέδειξε ότι είσαι άχυρο, δηλαδή ελαφρύς και άπιστος» (Ω).
(4) «Λέει ότι θα φανεί ο Κύριος ότι μοιράζει και κατά κάποιο τρόπο φανερώνει αυτά που πρέπουν στον καθένα, ώστε τον μεν δίκαιο και αγαθό σαν άλλο στάρι τον εισάγει στις ουράνιες αυλές, ενώ τον άδικο, που τινάχτηκε σαν άχυρο, τον κάνει τροφή στη φωτιά. Διότι το μεν σιτάρι, λέει, μπαίνει στην αποθήκη, δηλαδή αξιώνεται της ασφάλειας του Θεού, της πρόνοιας και φύλαξης και αγάπης· το άχυρο όμως, ως άχρηστη ύλη καίγεται στη φωτιά» (Κ).
(5) Αξιοσημείωτες και οι παρατηρήσεις: «άχυρο είναι αυτός που έχει άκαρπο νου και κουβαλά σωρό πολύ βιοτικών πραγμάτων» (Θφ). Και· «Τι σχέση έχει το άχυρο με το σιτάρι; Όποια σχέση έχει η ελαφρολογία με την αλήθεια. Διότι ο μεν λόγος του Θεού έχει πάρα πολύ θρεπτική δύναμη· ενώ ο λόγος των ασεβών ψευτοδιδασκάλων που θρυμματίζεται εύκολα και είναι σαν άχυρο, δεν προσφέρει καμία ωφέλεια στους ακροατές» (Κ).

3.18 Πολλὰ μὲν οὖν καὶ ἕτερα(1) παρακαλῶν(2) εὐηγγελίζετο(3) τὸν λαόν·
18 Και με πολλές άλλες προτροπές ακόμη κήρυττε στο λαό το χαρμόσυνο μήνυμα.
(1) Επιβεβαιώνεται εδώ ό,τι υπονοούσε ο ευαγγελιστής με το «έλεγε» του στίχου= ο Λουκάς είχε πρόθεση εδώ να δώσει μία περίληψη των κηρυγμάτων του Ιωάννη.
(2) Παρηγορούσε και έδινε κουράγιο στο λαό που ζούσε σε πνευματική ταλαιπωρία και αθλιότητα (δ). Ή, με την έννοια του «συμβούλευε». Τα παρακαλών, ευηγγελίζετο και (του επόμενου σ.) ελεγχόμενος, παρουσιάζουν το τριπλό έργο του βαπτιστή: Προέτρεπε και παρηγορούσε όλους· κήρυττε αγαθά μηνύματα σε κάθε μετανοημένο και έλεγχε κάθε αμετανόητο (p).
(3) Το ρήμα αναφέρεται στο στοιχείο, κατά το κήρυγμα, των υποσχέσεων σχετικά με το Μεσσία. Δεν προέτρεπε, δεν απειλούσε μόνο ο Ιωάννης, αλλά και υποσχόταν αγαθά (g). «Και πολλά άλλα σχετικά με το Χριστό ευαγγελιζόταν στο λαό» (Ζ). Ο Ιωάννης ήταν συμπαθής και στοργικός κήρυκας· παρηγορούσε και προέτρεπε τους ακροατές του. Ήταν ακόμη και πρακτικός κήρυκας, διότι το μεγαλύτερο μέρος του κηρύγματός του ήταν προτροπή και συμβουλή που έτεινε να διεγείρει στο λαό την συναίσθηση του καθήκοντος, και δεν απέβλεπε στο να τέρψει το λαό με μύθους που γαργαλάνε τα αυτιά. Ήταν και λαϊκός κήρυκας ο Ιωάννης, διότι, αν και έρχονταν προς αυτόν και Σαδδουκαίοι και Φαρισαίοι, προς τον λαό προτιμούσε να απευθύνεται και με την αντίληψη του λαού να συμμορφώνει την διδασκαλία του. Ήταν και κήρυκας του ευαγγελίου ο βαπτιστής. Διαμέσου όλων των προτροπών και συμβουλών του κατηύθυνε το λαό προς τον Χριστό και ενίσχυε την ελπίδα του λαού για την επικείμενη έλευση του Μεσσία. Ήταν όμως και πλουσιοπάροχος κήρυκας, διότι π ο λ λ ά ευαγγελιζόταν στο λαό.

3.19 ὁ δὲ ῾Ηρῴδης(1) ὁ τετράρχης, ἐλεγχόμενος(2) ὑπ᾽ αὐτοῦ περὶ ῾Ηρῳδιάδος τῆς γυναικὸς τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ καὶ περὶ πάντων ὧν ἐποίησεν πονηρῶν ὁ ῾Ηρῴδης,
19 Επειδή όμως ο Ιωάννης κατηγορούσε τον Ηρώδη τον τετράρχη γιατί είχε για γυναίκα τη γυναίκα του αδερφού του, την Ηρωδιάδα, καθώς και για πολλές άλλες φαύλες πράξεις,
(1) Η αφήγηση του Λουκά διακρίνεται από αυτήν των άλλων δύο συνοπτικών στο ότι αναφέρει εδώ την φυλάκιση του Ιωάννη, ενώ οι άλλοι δύο σε αυτό το σημείο κάνουν μόνο κάποιον υπαινιγμό (Ματθ. δ 12,Μάρκ. α 14), αφηγούνται όμως αργότερα και εκτενέστερα τα σχετικά με τη φυλάκιση του Ιωάννη. Προφανώς ο Λουκάς θέλει να βάλει τέλος στα όσα αφορούν στη δημόσια δράση του Ιωάννη, πριν μεταβεί στην ιστορία του Ιησού (g).
(2) «Ο ατρόμητος Ιωάννης, που δεν υπολόγιζε κανένα πρόσωπο, χωρίς να φοβηθεί την βασιλική εξουσία, εκπληρώνοντας όμως εξίσου και το προφητικό θάρρος, έλεγξε τον Ηρώδη για την παρανομία του γάμου· για αυτό και κλείστηκε στη φυλακή και χωρίς να ενδιαφέρεται για το θάνατο, ενδιαφερόταν για το Χριστό» (Ω).

3.20 προσέθηκεν καὶ τοῦτο ἐπὶ πᾶσιν(1) και κατέκλεισε(2) τὸν ᾽Ιωάννην ἐν τη φυλακῇ(3).
20 ο Ηρώδης πρόσθεσε σ’ όλες αυτές και τούτο: έκλεισε τον Ιωάννη στη φυλακή.
(1) Πάνω σε όλα τα άλλα πονηρά, τα οποία είχε διαπράξει.
(2) Το ρήμα κατακλείω είναι κλασικό, αλλά στην Κ.Δ. συναντιέται μόνο εδώ και στο Πράξ. κστ 10, και στις δύο περιπτώσεις για να δηλώσει την φυλάκιση. Συναντιέται συχνά στους γιατρούς συγγραφείς και ο Γαληνός χρησιμοποιεί αυτό για φυλάκιση (p).
(3) «Μετά την βάπτιση του Χριστού εννοείται» (Ζ). Αυτό σημειώνεται εδώ πριν το βάπτισμα του Κυρίου, σαν ο Λουκάς να αρπάζει την πρώτη ευκαιρία για να αποδοκιμάσει τον Ηρώδη (b). Σημείωσε, ότι ο Ιωάννης στην ακμή της δράσης του, όταν ήταν εξόχως χρήσιμος και ωφέλιμος στο λαό, απότομα συνελήφθη από τον Ηρώδη και φυλακίστηκε, για να θανατωθεί μετά από λίγο. Ένας τέτοιος κήρυκας θα έπρεπε άραγε να ριχτεί στη φυλακή ή έπρεπε να ανεβαστεί στις αυλές του ναού, ώστε από εκεί να ακούγεται η φωνή του; Αλλά έτσι έπρεπε να δοκιμαστεί η πίστη των μαθητών και έτσι έπρεπε να τιμωρηθεί η απιστία εκείνων, οι οποίοι δεν εκτίμησαν δεόντως το κήρυγμα του Ιωάννη. Τέτοιο επίσης τέλος άρμοζε και στον Πρόδρομο του Χριστού, ο οποίος επρόκειτο λίγο χρόνο μετά τον μαρτυρικό θάνατο του Ιωάννη να υψωθεί πάνω στο Σταυρό. Εφόσον άλλωστε ο Ήλιος είχε ανατείλει, ο αυγερινός αστέρας έπρεπε να εξαφανιστεί.

Στίχ. 21-22 Η βάφτιση του Ιησού. Στίχ. 23-38. Η γενεαλογία του Ιησού.
3.21 ᾽Εγένετο δὲ ἐν τῷ βαπτισθῆναι(1) ἅπαντα(2) τὸν λαὸν καὶ ᾽Ιησοῦ βαπτισθέντος καὶ προσευχομένου(3) ἀνεῳχθῆναι τὸν οὐρανὸν(4)
21 Όταν βαφτίστηκαν όλοι, βαφτίστηκε κι ο Ιησούς· και την ώρα που προσευχόταν, άνοιξε ο ουρανός
(1) = την ώρα που όλος ο λαός βαπτίστηκε. Ο αόριστος
λέγεται αντί για υπερσυντέλικο = είχε βαπτιστεί (Ν.Δαμαλά.1892). Εάν ο Λουκάς είχε γράψει «την ώρα που βαπτιζόταν», τότε θα υπονοούσε ότι ήταν παρόντες πολλοί την ώρα που ο Κύριος βαπτίστηκε και ακολούθησαν τα σημεία, τα οποία ο Λουκάς αφηγείται στη συνέχεια. Μάλλον φαίνεται πιθανό ότι ο Ιησούς περίμενε μέχρις ότου θα ήταν μόνος με τον Ιωάννη (A. Plummer,1928, F. Godet,1888). Ο πολύς λαός ήταν ήδη βαπτισμένος και ο Σωτήρας ήλθε στο τέλος (Ν.Δαμαλά.1892).
(2) Λαϊκή υπερβολική έκφραση αντί να πει, πλήθος λαού (Ν.Δαμαλά.1892). Η΄, ο λαός που παρευρισκόταν εκείνη την ώρα εκεί. Ο Ιησούς περίμενε να βαπτιστούν πρώτα όλοι οι άλλοι και τελευταίος από όλους αυτός. Έτσι ταπείνωσε τον εαυτό του και απέφυγε κάθε διαφήμιση για τον εαυτό του, εμφανιζόμενος προς τον Ιωάννη σαν ένας από τους τελευταίους, σαν ο έσχατος των εσχάτων.
(3) «Αφού βαπτίστηκε προσευχόταν διδάσκοντας ότι πρέπει αυτοί που βαπτίστηκαν να προσεύχονται» (Ζιγαβηνός). Ο Λουκάς συχνά αναφέρει τις προσευχές του Ιησού, και μάλιστα κατά τα πιο σπουδαία γεγονότα της ζωής του. Δες Λουκά στ 12, θ 18,29, κβ 32,41, κγ 46 (J.A. Bengel). Ο Λουκάς στο ευαγγέλιό του τονίζει το καθήκον της προσευχής (A. Plummer,1928). Εδώ η προσευχή του Ιησού παρουσιάζεται ιδιαιτέρως αποτελεσματική. Οι ουρανοί κατά τη διάρκειά της ανοίγουν (M.J. Lagrange,1921). Δεν εξομολογείται αμαρτίες, όπως όταν βαπτίζονταν εξομολογούνταν οι άλλοι. Διότι αυτός ήταν αναμάρτητος. Προσεύχεται μόνο. Προσεύχεται όπως οι άλλοι, διότι η προσευχή είναι μέσο με το οποίο διατηρεί κάποιος κοινωνία και σχέση με τον Πατέρα. Έτσι τίμησε ο Κύριος την προσευχή, μας συνέδεσε με αυτήν και μας ενθάρρυνε προς αυτήν.
(4) «Είπε ο ευαγγελιστής ότι άνοιξε ο ουρανός γιατί ήταν από παλιά κλεισμένος… Επειδή δηλαδή τώρα φανερώθηκε μία ποίμνη και η πάνω (ουράνια) και η κάτω (επίγεια), και αναδείχτηκε ένας για όλους αρχιποιμένας, άνοιξε μεν ο ουρανός, και ενώθηκε μαζί με τους αγίους αγγέλους ο επίγειος άνθρωπος. Και επιφοίτησε και το Πνεύμα πάλι, σαν σε δεύτερη απαρχή του γένους μας. Και σαν σε πρώτο τον Χριστό, ο οποίος το δέχεται κατά συγκατάβαση όχι τόσο για τον εαυτό του, αλλά για μας. Διότι σε όλα με αυτόν και μέσω αυτού πλουτίσαμε. Με πάρα πολλή συγκατάβαση λοιπόν υπομένει μαζί μας τα ανθρώπινα» (Κύριλλος Αλεξανδρείας). Άλλοτε με την προσευχή διαχωρίστηκαν τα νερά, για να διανοιχτεί μέσω αυτών οδός προς την Χαναάν. Τώρα απομακρύνθηκε ο αέρας, άλλο ρευστό στοιχείο, για να διανοιχτεί επικοινωνία με την ουράνια Χαναάν. Έτσι ανοίχτηκε τότε στο Χριστό και μέσω αυτού ήδη και σε εμάς οδός νέα, πρόσφατη και ζωντανή που μας εισάγει στα αληθινά άγια. Η αμαρτία είχε κλείσει τον ουρανό. Αλλά η προσευχή του Χριστού άνοιξε και πάλι αυτόν. Η προσευχή είναι θεσμός που ανοίγει τους ουρανούς. Χτυπάτε και θα σας ανοιχτεί.

3.22 καὶ(1) καταβῆναι τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον σωματικῷ εἴδει(2) ωσεί(3) περιστερὰν(4) ἐπ᾽ αὐτόν(5), καὶ φωνὴν ἐξ οὐρανοῦ γενέσθαι λέγουσαν, Σὺ(6) εἶ ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν σοὶ εὐδόκησα.
22 και κατέβηκε σ’ αυτόν το Άγιο Πνεύμα με ορατή μορφή, σαν περιστέρι. Τότε ήρθε μια φωνή από τον ουρανό που έλεγε: «Εσύ είσαι ο αγαπημένος μου Υιός, εσύ είσαι ο εκλεκτός μου».
(1) Και συνέβη να κατέβει.
(2) Δηλαδή με μορφή, με σχήμα σωματικό, πήρε δηλαδή μόνο το εξωτερικό σχήμα και τη μορφή του σώματος, όχι όμως σώμα πραγματικό (Ν.Δαμαλά.1892). «Με σωματική μορφή κατέβηκε, για να γίνει ορατό από τα σωματικά μάτια των ανθρώπων» (Ζιγαβηνός). Εάν ο Λουκάς επέμεινε περισσότερο από τον Μάρκο στη σωματική μορφή, έπραξε αυτό αναμφίβολα, για να τονίσει την πραγματικότητα της εμφάνισης, ίσως δε και για να τονίσει την ιδιαίτερη υπόσταση και προσωπικότητα του Πνεύματος (M.J. Lagrange,1921). Το Πνεύμα κατεβαίνει με σωματική μορφή, για να αποκαλυφθεί έτσι ότι είναι προσωπική υπόσταση και όχι απλώς ενέργεια της θεότητας. Έτσι λοιπόν έγινε πλήρης, εμφανής και αισθητή φανέρωση της Τριάδας σε αυτήν την αρχή του ευαγγελίου. Και πάρα πολύ κατάλληλα έγινε αυτή κατά το βάπτισμα του Χριστού, ο οποίος επρόκειτο να καταστήσει το μυστήριο του βαπτίσματος διακριτικό γνώρισμα της ομολογίας της πίστης στο δόγμα της Τριάδας, του Πατέρα και του Υιού και του αγίου Πνεύματος, στο όνομα της οποίας και τελειώνεται το βάπτισμα.
(3) Επεξήγηση του «με σωματική μορφή» που δείχνει σε τι συνίστατο αυτή η μορφή (Ν.Δαμαλά.1892). Το ωσεί υποδηλώνει ότι επρόκειτο για απλή ομοιότητα.
(4) Ζήτησαν οι διάφοροι ερμηνευτές την αναλογία και ομοιότητα του συμβόλου του περιστεριού με το άγιο Πνεύμα είτε στο χαρακτήρα του περιστεριού, είτε στον τρόπο που πετάει. Σύμφωνα με την πρώτη εκδοχή αναφέρονται στα λόγια του Κυρίου στο Ματθαίου ι 16 και προβάλλουν ότι το περιστέρι είναι «το ζώο της απλότητας και της αθωότητας» Τερτυλλιανός (F. Godet,1888). Εμφανίστηκε το Πνεύμα με μορφή περιστεριού «επειδή είναι πράο και ακέραιο, ώστε και εμείς να μιμηθούμε το πράο και ακέραιο του περιστεριού» (Ωριγένης) «για να μάθουμε ότι πρέπει να είμαστε πράοι και καθαροί» (Θεοφύλακτος). Το περιστέρι διακρίνεται για την ειρηνική του απλότητα, την απαλλαγμένη από κάθε κακία (Hofmann) και είναι το έμβλημα της γλυκύτητας και της αγνότητας (Keil). Σύμφωνα με την δεύτερη εκδοχή τονίζεται ο γλυκύς χαρακτήρας των κινήσεών του και αντιθέτουν το πέταγμα του περιστεριού με αυτό του αετού ή με τη ταχύτητα της αστραπής ή τη βία της θύελλας (F. Godet,1888). Αξιοσημείωτη και η επόμενη που συνδυάζει περισσότερες από μία εκδοχές. «Το Πνεύμα κατεβαίνει με μορφή περιστεριού. Διότι όπου υπάρχει συμφιλίωση Θεού, εκεί είναι και περιστέρι. Διότι και στην κιβωτό του Νώε φέρνοντας κλαδί ελιάς ήλθε το περιστέρι, σύμβολο της φιλανθρωπίας του Θεού και της απαλλαγής από την κακοκαιρία. Και τώρα με μορφή περιστεριού, όχι με σώμα, έρχεται το Πνεύμα, αναγγέλλοντας στην οικουμένη το έλεος του Θεού, και φανερώνοντας ταυτόχρονα, ότι πρέπει ο πνευματικός άνδρας να είναι απονήρευτος και απλός και άκακος» (Χρυσόστομος). Ο,τιδήποτε και αν είναι, το ουσιώδες χαρακτηριστικό εδώ είναι η οργανική μορφή, με την οποία εμφανίζεται το Πνεύμα. Με τη μορφή αυτή παρουσιάζεται ως αδιαίρετη ολότητα. Κατά την Πεντηκοστή φάνηκαν διαμοιραζόμενες γλώσσες, σύμβολο των διαφόρων χαρισμάτων που κατανέμονται μεταξύ των πιστών. Στον Ιησού όμως κατεβαίνει ως ολότητα (F. Godet,1888).
(5) «Δεν αγιάζεται ως Θεός που είναι, παίρνοντας το Πνεύμα. Διότι αυτός είναι που αγιάζει. Αλλά (αγιάζεται) ως άνθρωπος που έγινε» (Κύριλλος Αλεξανδρείας).
(6) Απάντηση στην προσευχή του Ιησού (J.A. Bengel). Ο Μάρκος επίσης έχει σε δεύτερο πρόσωπο την φωνή του Πατέρα. Ο Ματθαίος σαν να λεγόταν για το Χριστό σε ένα τρίτο πρόσωπο. «Η ποικιλία των εκφράσεων μέχρι τώρα είναι ωφέλιμη, έτσι ώστε να μην γίνεται λιγότερο κατανοητό αυτό που εκφράζεται με ένα τρόπο» (Αυγουστίνος). Η εκφορά σε δεύτερο πρόσωπο εκφράζει την πληροφορία που δόθηκε από τη φωνή του Πατέρα στη συνείδηση του Κυρίου. Ενώ η εκφορά σε τρίτο πρόσωπο εκφράζει την βεβαίωση που δόθηκε στον Βαπτιστή.

3.23 Καὶ αὐτὸς(1) ἦν ο᾽Ιησοῦς ἀρχόμενος(2) ὡσεὶ ἐτῶν τριάκοντα, ὢν υἱός, ὡς ἐνομίζετο, ᾽Ιωσὴφ(3) τοῦ ᾽Ηλὶ(4)
23 Αυτός ήταν ο Ιησούς, που όταν άρχισε το έργο του ήταν περίπου τριάντα χρόνων· καθώς νόμιζαν, ήταν γιος του Ιωσήφ, του Ηλί,
Στο Λουκά προχωράει η γενεαλογία από κάτω προς τα πάνω, φθάνοντας μέχρι τον πρωτόπλαστο και μέσω αυτού μέχρι το Θεό. Φαίνεται ότι και αυτή φτιάχτηκε με μέθοδο μνημονική, διαιρούμενη σε τμήματα ή 4 σειρές, από τις οποίες μία μεν αποτελείται (η από τον Δαβίδ μέχρι τον Αβραάμ) από δύο επτάδες ή 14 ονόματα, ενώ οι υπόλοιπες τρεις (η από τον Ιησού μέχρι τον Ζοροβάβελ και η από τον Σαλαθιήλ μέχρι τον Νάθαν και η από τον Θάρα μέχρι το Θεό) από τρεις επτάδες ή 21 ονόματα κάθε μία.
Εάν η επταδική αυτή κατάταξη δεν είναι σκόπιμη, παρουσιάζει τουλάχιστον συμπτώσεις και συνδυασμούς περίεργους, οι οποίες βάζουν τη σκέψη, ότι δεν είναι τυχαία. Η σειρά από τον Θάρα μέχρι τον Αδάμ αποτελείται από τους προκατακλυσμιαίους και μετακατακλυσμιαίους πατριάρχες μέχρι τον Αβραάμ, τους οποίους δεν αναφέρει η γενεαλογία του Ματθαίου που αρχίζει από τον Αβραάμ και μετέπειτα. Ανάμεσα στον Αρφαξάδ και τον Σαλά ο θείος Λουκάς ακολουθώντας τους Ο΄ παρεμβάλλει το όνομα του Καϊνάν, που δεν υπάρχει στο Εβραϊκό πρωτότυπο.
Η μεταξύ του Αβραάμ και του Δαβίδ σειρά ταυτίζεται πλήρως με αυτήν του Ματθαίου, με μόνη τη διαφορά ότι ο μεν Ματθαίος απαριθμεί τα ονόματα κατεβαίνοντας, ενώ ο Λουκάς προχωρά ανεβαίνοντας. Ως προς τα ονόματα των δύο άλλων σειρών οι δύο ευαγγελιστές έχουν κοινά μόνο δύο ονόματα, τα του Σαλαθιήλ και Ζοροβάβελ, διαφέροντας τελείως ως προς τα υπόλοιπα. Επιπλέον ο μεν Λουκάς αριθμεί συνολικά από τον Ιησού μέχρι τον Νάθαν 42 ονόματα, ενώ ο Ματθαίος από τον Σολομώντα μέχρι τον Ιησού 28 μόνο. Για συμβιβασμό των διαφορών αυτών δύο προτάθηκαν κύριες λύσεις.
Πρώτη λύση: Ο ευαγγελιστής Ματθαίος παρέχει τη γενεαλογία του Ιωσήφ και ο ευαγγελιστής Λουκάς αυτήν της Θεοτόκου. Ο Ιωσήφ κατάγεται από τον Δαβίδ μέσω του Σολομώντα ακολουθώντας κατευθείαν την προς τα κάτω γραμμή μέχρι τέλους της βασιλείας. Η Μαρία κατάγεται από τον Δαβίδ μέσω του Νάθαν και οι πρόγονοί της, με εξαίρεση ίσως τον Σαλαθιήλ και τον Ζοροβάβελ, είναι όλοι άγνωστοι στην ιστορία.
Το σύστημα αυτό έγινε δεκτό από τον 16ο αιώνα από μεγάλο αριθμό συγγραφέων, ρωμαιοκαθολικών και προτεσταντών, και υποστηρίχτηκε από αυτούς, ότι η παραδοχή αυτού σε τίποτα δεν προσκρούει.
Και μάλιστα α) συμφωνεί πλήρως με το κείμενο του Λουκά αρκεί στο στίχο 23 η φράση «όπως νομιζόταν γιος του Ιωσήφ» να μπει σε παρένθεση, οπότε η έννοια του στίχου θα ήταν: Ο Ιησούς, τον οποίον νόμιζαν γιο του Ιωσήφ, στην πραγματικότητα ήταν γιος του Ηλί.
β) Μία σεβαστή παράδοση αναφέρει, ότι ο πατέρας της Παρθένου λεγόταν Ιωακείμ, ενώ ο Λουκάς ονομάζει αυτόν Ηλί. Αλλά το Χηλί ή Ηλί είναι συντόμευση του Ελιαχείμ και Ελιακείμ, το οποίο έχει την ίδια σημασία με το Ιωακείμ. Στο βιβλίο Ιουδείθ (δ 5,7,11 και ιε 9) ο ίδιος αρχιερέας άλλοτε λέγεται Ιωακείμ (από τη λέξη Γιεχωβά) και άλλοτε Ελιακείμ (από τη λέξη Ελ.) (F.Prat στο F.Vigouroux Dict. De la Bible ΙΙΙ 168-169). Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι το ίδιο το Ταλμούδ ονομάζει τη Μαρία θυγατέρα του Ηλί (Chagig. 77,4). Από πού οι ραββίνοι άντλησαν αυτήν την πληροφορία; Εάν από τον Λουκά, αποδεικνύει αυτό, ότι νωρίτατα έγινε αντιληπτό από αυτούς το κείμενο του Λουκά με την πρώτη αυτή λύση, μολονότι εκείνοι δεν οδηγούνταν από την προκατάληψη να εναρμονίσουν τα δύο ευαγγέλια. Εάν όμως πάλι άντλησαν την πληροφορία τους από άλλη πηγή, π.χ. την παράδοση, έχουμε πλέον σοβαρή επιβεβαίωση του γενεαλογικού καταλόγου της Παρθένου, τον οποίο ακολούθησε ο Λουκάς (g).
Εναντίον του συστήματος αυτού προβλήθηκε
α) ότι η παράδοση αντιτίθεται σε αυτήν τη λύση. Μολονότι ο Ιλάριος (Mai,Nov. Bibl. Patr.Ι 477) μνημονεύει αυτήν, όμως την αντικρούει. Η αρχαιότητα, όπως και ο μεσαίωνας την αγνοεί. Μόλις γύρω στο τέλος του 15ου αιώνα αρχίζει να αποκτά οπαδούς (Prat). Κανένας Πατέρας ούτε κάποιος θεολόγος πριν τον 15ο αιώνα δεν προσφεύγει σε αυτήν (L).
Η δεύτερη λύση:
Και οι δύο γενεαλογίες αναφέρονται στον Ιωσήφ, αλλά ο μεν Ματθαίος παρέχει τους φυσικούς προγόνους του Ιωσήφ, ενώ ο Λουκάς τους κατά νόμον προγόνους του. Η λύση σύμφωνα με αυτήν την εκδοχή, αναλύεται σε πλάτος από τον Ιούλιο τον Αφρικανό στην προς Αριστείδην επιστολή του, την οποία αναγράφει και ο Ευσέβιος (Migne 20,89 και 22,965). Και αποδίδει ο Ιούλιος την προτεινόμενη από αυτόν λύση στην παράδοση των κατά σάρκα συγγενών του Κυρίου, των οποίων την αξιοπιστία θεωρεί ανώτερη από κάθε αμφιβολία (Prat). Τη λύση αυτή, την οποία με κάποια ελαφρά τροποποίηση δέχεται και ο Ζ. θα εκθέσουμε στην ερμηνεία.
Όσον αφορά τώρα στην ένσταση πώς η γενεαλογία του Ιωσήφ μπορούσε να είναι και γενεαλογία του Ιησού, αφού γεννήθηκε υπερφυσικά από μόνη τη Μαρία, σημειώνουμε, ότι η ένσταση αυτή καμία δεν θα προκαλούσε εντύπωση σε περιβάλλον εμποτισμένο με ιδέες ιουδαϊκές τόσο, ώστε ούτε οι Πατέρες, οι οποίοι ομόφωνα δέχονται και τις δύο γενεαλογίες ότι είναι του Ιωσήφ, δεν έδωσαν καμία προσοχή σε αυτήν την ένσταση, ούτε ο Ιούλιος ο Αφρικανός αναφέρει αυτήν. Ο Αυγουστίνος μάλιστα φθάνει μέχρι του να βεβαιώσει, ότι «εάν θα γινόταν δυνατόν να αποδείξει κάποιος ότι η Μαρία δεν συνδεόταν με κανέναν δεσμό συγγένειας με τον Δαβίδ, η μνηστεία (αρραβώνας) της με τον Ιωσήφ θα αρκούσε, για να ονομαστεί ο Ιωσήφ πατέρας του Ιησού και για να θεωρηθεί ο Ιησούς γιος του Δαβίδ» (De Cons. Evang. ΙΙ 1,2).
Με παρόμοιο τρόπο μιλούν και οι υπόλοιποι Πατέρες, διότι σύμφωνα με το νόμο μέσω της μνηστείας ο Ιησούς ανήκε στον Ιωσήφ και ο Ιησούς μπορούσε να τον αποκαλέσει πατέρα του, όπως και ο Ιωσήφ δικαιούνταν να ονομάσει τον Ιησού γιο του. Άλλωστε η παράδοση μάς πληροφορεί, και όλοι οι Πατέρες δέχονται αυτήν, ότι ο Ιωσήφ και η Μαρία συνδέονταν με στενή εξ’ αίματος συγγένεια. Ως μονογενής λοιπόν κόρη όφειλε να παντρευτεί τον Ιωσήφ σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου (Αριθμοί λστ 6-12), οι οποίοι υποχρέωναν τις κληρονόμους να παίρνουν σύζυγο από την οικογένειά τους.
Οπωσδήποτε οι Πατέρες από αυτόν τον Ιουστίνο (Διάλογ. Προς Τρύφωνα 100) και τον Ιγνάτιο το Θεοφόρο (επιστολή προς Εφεσ. 18) λένε ξεκάθαρα, ότι η Μαρία καταγόταν από το γένος του Δαβίδ (Prat). Και για να κλείσουμε τα εισαγωγικά αυτά με τον Ωριγένη:
«Γενεαλογείται ο Κύριός μας… ενώ είναι αγενεαλόγητος μεν όσον αφορά τη θεότητά του, αλλά έβαλε τον εαυτό του σε γενεαλογία για χάρη σου. Και γενεαλογείται όχι με όμοιο τρόπο από τους ευαγγελιστές, το οποίο τάραξε πολλούς από αυτούς που συνέβη να διαβάσουν τη Γραφή. Διότι ο μεν Ματθαίος αρχίζοντας από τον Αβραάμ, γενεαλογώντας τον Ιησού κατεβαίνει προς τα κάτω… Ο Λουκάς όμως γενεαλογώντας δεν κατεβάζει τη γενεαλογία, αλλά την ανεβάζει μέχρι τον ίδιο το Θεό…
Και δεν γίνεται με τα ίδια ονόματα η κατάβαση και η ανάβαση της γενεαλογίας. Διότι ο μεν Ματθαίος κατεβάζοντας τον λόγο κατεβάζει αυτόν και μέσω γυναικών αμαρτωλών, γράφοντας μόνο τις άξιες κατηγορίας… την Θάμαρ… την Ραχάβ… και τη γυναίκα του Ουρίου. Επειδή δηλαδή ερχόταν ο Ιησούς για να πάρει τις αμαρτίες των ανθρώπων… για αυτό κατεβαίνοντας πήρε πάνω του τα αμαρτωλά πρόσωπα και γεννιέται μέσω του Σολομώντα… και του Ροβοάμ… και των υπόλοιπων, από τους οποίους πολλοί έκαναν το πονηρό στα μάτια του Κυρίου. Αυτός όμως (ο Λουκάς) ανεβαίνει ανεβαίνοντας από το βάπτισμα και στην γενεαλογία ανεβαίνει όχι μέσω του Σολομώντα, αλλά μέσω του Νάθαν. Και εκεί μεν (στον Ματθαίο) συνεχώς αναφέρεται η λέξη της γέννησης, εδώ όμως η λέξη της γέννησης αποσιωπάται. Ο Αβραάμ γέννησε τον Ισαάκ, ο Ισαάκ γέννησε τον Ιακώβ… και μέχρι τέλους η φράση ο τάδε γέννησε τον τάδε. Εδώ όμως ανεβαίνει λέγοντας: ο Ιησούς, που ήταν υιός, όπως νομιζόταν, του Ιωσήφ, και πουθενά εδώ δεν υπάρχει γέννηση, αλλά μόνο νομίζεται» (Ω).
(1) Μπαίνει μπροστά η αντωνυμία με έμφαση. Αυτός στον οποίο αναφέρονται τα θαυμαστά αυτά σημεία (p).
(2) Υπάρχει και η γραφή των αλεξανδρινών κωδίκων: ἀρχόμενος ὡσεὶ ἐτῶν τριάκοντα. Αρχόμενος= όταν έκανε την αρχή του έργου του. Παραλείφθηκε το αντικείμενο ως ευκόλως νοούμενο. Δεν μπορεί πάντως το αρχόμενος να συνδεθεί με το ὡσεὶ ἐτῶν τριάκοντα (=στην αρχή των τριάντα ετών), διότι τότε πώς ακολουθεί το ωσεί (=περίπου); (δ). Το ωσεί δεν θα άρμοζε σε ένδειξη τόσο ακριβή και καθορισμένη, την οποία θα δήλωνε η λέξη αρχόμενος (g).
(3) Υπάρχει και η γραφή «ὤν υἱὸς, ὡς ἐνομίζετο, Ἰωσήφ». Η ορθή στίξη βάζει το «ως ενομίζετο» ανάμεσα σε δύο κόμματα. Είναι τελείως αφύσικο να μπει το κόμμα μετά το Ιωσήφ και όχι πριν από αυτό= που ήταν γιος (όπως νομιζόταν του Ιωσήφ) του Ηλί. Δηλαδή υποτίθεται μεν ότι ήταν γιος του Ιωσήφ, στην πραγματικότητα όμως ήταν εγγονός του Ηλί, πατέρα της Μαρίας. Δεν είναι πιθανόν η λέξη υιός στην ίδια πρόταση να έχει δύο διαφορετικές έννοιες, υιός του Ιωσήφ, εγγονός του Ηλί (p).
Η μετοχή ὤν είναι ρηματική και πρέπει να εξηγηθεί με το «και ήταν» (δ). Όπως νομιζόταν= «όπως νόμιζαν οι Ιουδαίοι. Όπως όμως ήταν η αλήθεια, δεν ήταν γιος του» (Ζ).
(4) «Πώς ο μεν Ματθαίος είπε τον Ιωσήφ γιο του Ιακώβ, ενώ ο Λουκάς τώρα τον λέει γιο του Ηλί;» (Ζ). Για απάντηση γίνεται δεκτή η λύση του Ιουλίου του Αφρικανού που άκμασε τον Γ΄ αιώνα και είναι η ακόλουθη:
«Επειδή ο Ηλί πέθανε χωρίς παιδί, ο αδελφός του Ιακώβ με τον οποίο είχαν την ίδια μητέρα, παίρνοντας τη γυναίκα εκείνου σύμφωνα με το νόμο, γέννησε τον Ιωσήφ, και έγινε ο Ιωσήφ σύμφωνα με το νόμο μεν γιος του Ηλί, σύμφωνα όμως με τη φύση γιος του Ιακώβ. Και επομένως ο μεν Ματθαίος έγραψε το φυσικό του πατέρα, ενώ ο Λουκάς τον νομικό» (Ζ).
Αλλά εάν σταθούμε μόνο έως εδώ η διαφορά των δύο γενεαλογιών δεν εξηγείται. Διότι εάν δεχτούμε ότι ο Ηλί και ο Ιακώβ ήταν αδέλφια που είχαν όχι μόνο την ίδια μητέρα, αλλά και τον ίδιο πατέρα, τότε στο πρόσωπο του πατέρα τους οι δύο γενεαλογίες θα συναντιούνταν και δεν θα διέφεραν όπως διαφέρουν τώρα. Για αυτό ο Ιούλιος ο Αφρικανός συμπλήρωσε και με νέα υπόθεση τη λύση που πρότεινε, με το να εισηγηθεί ότι οι Ιακώβ και Ηλί ήταν ετεροθαλή από τον πατέρα αδέλφια (g) όπως αναπτύσσει στον επόμενο στίχο και ο Ζ.
3.24 τοῦ Ματθὰν(1) τοῦ Λευὶ τοῦ Μελχὶ τοῦ ᾽Ιανναὶ τοῦ ᾽Ιωσὴφ(2)
24 του Ματθάν, του Λευί, του Μελχί, του Ιωαννά, του Ιωσήφ,
(1) «Είναι άλλος αυτός ο Ματθάν»ή Ματθάτ «και άλλος εκείνος» ο Μαθθάν ή Ματθάν που γράφει ο Ματθαίος. «Δηλαδή τη μητέρα του Ηλί και του Ιακώβ πρώτα μεν την παντρεύτηκε αυτός ο Ματθάν που γράφει ο Λουκάς και γέννησε τον Ηλί. Έπειτα, επειδή πέθανε εκείνος και αυτή ήταν χήρα, την πήρε ως γυναίκα του εκείνος ο Ματθάν που γράφει ο Ματθαίος, που ήταν από την ίδια μεν φυλή, αλλά από άλλη συγγένεια, και γέννησε τον Ιακώβ. Επομένως λοιπόν ο Ηλί και ο Ιακώβ έχουν την ίδια μεν μητέρα αλλά διαφορετικό πατέρα· και ανεβάζουν την καταγωγή της γενιάς τους ο μεν πατέρας του Ηλί μέχρι τον Ρησά τον γιο του Ζοροβάβελ, ενώ ο πατέρας του Ιακώβ, μέχρι τον Αβιούδ, τον γιο ομοίως του Ζοροβάβελ» (Ζ).
Και για να γίνει ακόμη σαφέστερο, σύμφωνα με τον Ιούλιο τον Αφρικανό, ο Ματθάν, καταγόμενος από τον Σολομώντα, πήρε σύζυγο την Εσθάν, από την οποία γέννησε τον Ιακώβ. Μετά το θάνατο του Ματθάν η χήρα Εσθά πήρε σύζυγο τον Ματθάτ, που καταγόταν από τον Νάθαν, και γέννησε γιο τον Ηλί. Ο Ιακώβ και ο Ηλί ήταν αδέλφια με την ίδια μητέρα, και ο ένας από αυτούς καταγόταν από τον Σολομώντα (μέσω του Ματθάν), ενώ ο άλλος από τον Νάθαν (μέσω του Ματθάτ). Ο Ηλί πέθανε χωρίς παιδιά, και ο αδελφός του Ιακώβ σύμφωνα με το νόμο παντρεύτηκε τη χήρα του και γέννησε τον Ιωσήφ, που ήταν πραγματικός γιος του Ιακώβ και καταγόταν λοιπόν από τον Σολομώντα, αλλά ήταν νομικός γιος του Ηλί και καταγόταν έτσι και από τον Νάθαν (Prat).
«Ο Ιακώβ επομένως και ο Ηλί είναι αδέλφια από την ίδια μητέρα, την Εσθά. Όταν ο Ηλί πήρε γυναίκα, επειδή πέθανε άτεκνος, όπως πρόσταζε ο νόμος, την πήρε ο Ιακώβ γυναίκα του ως αδελφός για να κάνει παιδί για χάρη του νεκρού αδελφού του Ηλί. Ο Ματθαίος λέγοντας το φυσικό πατέρα του Ιωσήφ, τον Ιακώβ, είπε και το γένος από όπου ο Ιωσήφ κατάγεται, ενώ ο Λουκάς ανέφερε το νομικό πατέρα του Ιωσήφ, τον Ηλί, και είπε και το γένος από όπου ο Ηλί κατάγεται» (σχ.).
Έτσι εξηγούνται οι διαφορές των δύο γενεαλογιών μέχρι τον Ζοροβάβελ. Ο Ματθαίος έχει τη σειρά των ονομάτων αυτών που κατάγονταν από τον Σολομώντα, ενώ ο Λουκάς τη σειρά των ονομάτων των απογόνων του Νάθαν.
(2) Διαφορετικές γραφές: του Ματθάτ και σύμφωνα με άλλα χειρόγραφα Μαθθάθ, του Λευεί, του Μελχεί, του Ιανναί ή σύμφωνα με άλλα χειρόγραφα του Ιαννά.

3.25 τοῦ Ματταθίου τοῦ ᾽Αμὼς τοῦ Ναοὺμ τοῦ Ἑσλὶμ τοῦ Ναγγαὶ
25 του Ματταθίου, του Αμώς, του Ναούμ, του Εσλίμ, του Ναγγαί,
3.26 τοῦ Μαάθ τοῦ Ματταθίου τοῦ Σεμεΰ τοῦ ᾽Ιωσὴχ τοῦ ᾽Ιωδὰ(1)
26 του Μαάθ, του Ματταθίου, του Σεμεΐ, του Ιωσήχ, του Ιωδά,
(1) Διαφορετικές γραφές: Ματατθίου… Εσλεί ή σύμφωνα με πολλά άλλα χειρόγραφα Εσλί, του Ναγαί… του Σεμεΐ ή Σεμεεί ή Σεμεείν, του Ιωσήφ, του Ιούδα.
3.27 τοῦ ᾽Ιωαννὰν(1) τοῦ ῾Ρησὰ τοῦ Ζοροβαβὲλ τοῦ Σαλαθιὴλ τοῦ Νηρὶ(2)
27 του Ιωαννάν, του Ρησά, του Ζοροβάβελ, του Σαλαθιήλ, του Νηρί,
(1) Διαφορετικές γραφές: του Ιωαννά ή του Ιωανάν ή του Ιωνάν… του Νηρεί.
(2) «Τον Σαλαθιήλ ο μεν Ματθαίος τον ονόμασε γιο του Ιεχονίου… ενώ ο Λουκάς γιο του Νηρί» (Ζ). Ομοίως στο Ματθαίο ο Ζοροβάβελ έχει γιο τον Αβδιού και στον Λουκά γιο τον Ρησά. Αλλά τα δύο αυτά ονόματα Ζοροβάβελ και Σαλαθιήλ που συναντιούνται και στους δύο καταλόγους περίπου στη μέση τους, παρουσιάζεται σχεδόν βέβαιο, ότι ανήκουν στην ίδια εποχή σύμφωνα και με το Λουκά και το Ματθαίο. Αλλά τα ονόματα αυτά είναι ελάχιστα κοινά και θα ήταν έκτακτη και εκ πρώτης όψης απίθανη σύμπτωση δύο πρόσωπα που ανήκουν σε διαφορετικούς οίκους να έχουν κατά την ίδια εποχή τα ίδια ονόματα, αλλά και οι διάδοχοί τους πάλι να είναι συνώνυμοι. Επομένως οι Ζοροβάβελ και Σαλαθιήλ του Λουκά είναι οι ίδιοι με αυτούς του Ματθαίου.
Παρόλ’ αυτά το συμπέρασμα αυτό δεν θεωρήθηκε από άλλους ως οριστικό και αδιαμφισβήτητο. Τα ονόματα Ζοροβάβελ και Σαλαθιήλ μπορούσαν μετά την αιχμαλωσία να γίνουν πολύ συνηθισμένα, όπως έγινε κοινότατο στους Γάλλους το όνομα Ναπολέων μετά την αυτοκρατορία. Εάν πάλι δεν συναντιούνται αυτά στα βιβλία της Π.Δ., αυτό εξηγείται από το ότι δεν έχουμε πολλά βιβλία, των οποίων η συγγραφή να ανάγεται στους μεταιχμαλωσιακούς χρόνους. Άλλωστε και τα ονόματα Ιακώβ και Λευΐ, που συναντούμε πολλές φορές στους καταλόγους, δεν εμφανίζονται στην Π.Δ. παρά μόνο όταν πρόκειται να δηλωθούν οι γνωστοί πατριάρχες. Κανείς από τους συνονόματούς τους δεν κατέκτησε τη λαμπρότητά τους.
Ως προς τη διαδοχή των ίδιων ονομάτων (ο Σαλαθιήλ γέννησε τον Ζοροβάβελ) πρέπει να έχουμε υπ’ όψη ότι και στους νεώτερους Ιουδαίους ο πατέρας που έχει το όνομα Αβραάμ συνηθέστατα ονομάζει το γιο του Ισαάκ και αυτός πάλι το γιο του Ιακώβ, έτσι ώστε σε οικογένειες διαφορετικές να βρίσκονται οι ίδιες βιβλικές σειρές που κατεβαίνουν γενεαλογικά. Αυτό μπορούσε κατά τα χρόνια της αιχμαλωσίας να συμβεί και ως προς τα ονόματα Σαλαθιήλ και Ζοροβάβελ (Prat).
Σύμφωνα λοιπόν με την εκδοχή αυτή, οι Σαλαθιήλ και Ζοροβάβελ του Λουκά είναι πρόσωπα διαφορετικά των συνονόματών τους στο Ματθαίο. Αυτή η εκδοχή παρόλ’ αυτά δεν έγινε δεκτή από όλους.
Αν υποτεθεί λοιπόν ότι οι Σαλαθιήλ και Ζοροβάβελ είναι τα ίδια πρόσωπα και στο Ματθαίο και στο Λουκά, η λύση δίνεται ως ακολούθως:
«Τον Σαλαθιήλ ο μεν Ματθαίος τον ονόμασε γιο του Ιεχονίου ως φυσικό γιο του, ενώ ο Λουκάς τώρα, τον ονόμασε γιο του Νηρί ως νομικό γιο του. Ανεβάζουν λοιπόν και αυτοί την καταγωγή, ο μεν Νηρί στον Νάθαν, τον γιο του Δαβίδ, ενώ ο Ιεχονίας στον Σολομώντα, τον γιο ομοίως του Δαβίδ και οι δύο πάλι στον Δαβίδ» (Ζ).
Και πλατύτερα. Σύμφωνα με το Α΄ Παραλειπ. γ 18-19 ο Φαδαΐας υπήρξε αδελφός του Σαλαθιήλ και πατέρας του Ζοροβάβελ. Οι κώδικες όμως Βατικανός και Αλεξανδρινός στο Α΄Παραλ. γ 19 ονομάζουν τον Σαλαθιήλ πατέρα του Ζοροβάβελ. Το τελευταίο αυτό επιβεβαιώνεται και από τα χωρία Αγγαίου α 1, Α΄ Έσδρα ε 5 κτλ.
Σύμφωνα με αυτά ο Ζοροβάβελ είναι φυσικός μεν γιος του Φαδαΐα και της συζύγου του Σαλαθιήλ, σύμφωνα με το νόμο όμως είναι γιος και κληρονόμος του Σαλαθιήλ που πέθανε άτεκνος. Ο Σαλαθιήλ, φυσικός γιος του Ιεχονία καταγόταν από τον Σολομώντα μέσω του Ροβοάμ σύμφωνα με το Ματθαίο και από τον Νάθαν σύμφωνα με το Λουκά ως γιος του Νερί είτε επειδή παντρεύτηκε την κόρη και κληρονόμο του Νερί και έχοντας πεθερό τον Νερί, είτε ως γιος της χήρας του Νερί, οπότε θα ήταν κατά νόμον γιος του Νερί.
Παραμένει ήδη η απορία του πώς σύμφωνα μεν με το Ματθαίο γιος του Ζοροβάβελ είναι ο Αβιούδ, ενώ σύμφωνα με το Λουκά ο Ρησά. Σύμφωνα με το Α΄Παραλ. γ 19 γιοι του Ζοροβάβελ υπήρξαν οι «Μοσολλάμ και Ανανίας και Σαλωμεθί η αδελφή τους». Ούτε το όνομα του Ρησά αναφέρεται, ούτε του Αβιούδ. Μπορεί κάποιος λοιπόν να υποθέσει ότι είχε και άλλα παιδιά ο Ζοροβάβελ που δεν αναφέρονται στον κατάλογο ή ότι οι Αβιούδ και Ρησά είναι εγγόνια του· ειδικά για τον Ρησά ότι είναι εγγόνι του από την κόρη του (g) που παντρεύτηκε με άνδρα από το γένος του Νάθαν.

3.28(1) τοῦ Μελχὶ τοῦ ᾽Αδδὶ τοῦ Κωσὰμ τοῦ ᾽Ελμαδὰμ τοῦ Ἢρ
28 του Μελχί, του Αδδί, του Κωσάμ, του Ελμωδάμ, του Ηρ,
3.29 τοῦ ᾽Ιωσή τοῦ ᾽Ελιέζερ τοῦ ᾽Ιωρεὶμ τοῦ Ματθὰτ τοῦ Λευὶ
29 του Ιωσή, του Ελιέζερ, του Ιωρείμ, του Ματθάτ, του Λευί,
3.30 τοῦ Συμεὼν τοῦ ᾽Ιούδα τοῦ ᾽Ιωσὴφ τοῦ ᾽Ιωνὰ τοῦ ᾽Ελιακεὶμ
30 του Συμεών, του Ιούδα, του Ιωσήφ, του Ιωνά, του Ελιακείμ,
3.31 τοῦ Μελεὰ τοῦ Μαινὰν τοῦ Ματταθὰ τοῦ Νάθαν(2) τοῦ Δαυὶδ
31 του Μελεά, του Μαϊνάν, του Ματταθά, του Νάθαν, του Δαβίδ,
(1) Διαφορετικές γραφές: Μελχεί, Αδδεί… Ελμαδάμ… Ιησού (αντί Ιωσή)… Ιωρίμ του Μαθθάθ ή Μαθθάτ ή Ματτάθ, του Λευεί ή Λευί… του Ιωνάμ ή Ιωανάν (αντί του Ιωνά)… του Μελεά ή Μελέα, του Μεννά (αντί Μαϊνάν) του Ματαθά ή Μετταθά, του Νάθαμ ή Ναθάμ, του Δαυείδ ή Δαβίδ ή Δαυίδ.
(2) Σύμφωνα με το Β΄Βασιλ. ε 14,16 «αυτά είναι τα ονόματα αυτών που γεννήθηκαν από τον Δαβίδ στην Ιερουσαλήμ· Σαμμούς και Σωβάβ και Νάθαν και Σαλωμών… και… Ιεσσιβάθ, Νάθαν…». Δύο γιοι λοιπόν με το όνομα Νάθαν γράφονται ότι είναι του Δαβίδ. Από το Ζαχαρ. ιβ 12 πληροφορούμαστε ότι μεταξύ των φυλών, οι οποίες θα διακρίνονταν, θα ήταν «η φυλή του οίκου του Δαβίδ χωριστά… και η φυλή του οίκου του Νάθαν… και η φυλή του οίκου του Λευί». Όχι μόνο λοιπόν διακρίνεται ως ξεχωριστή η οικογένεια του Νάθαν, αλλά και εκπροσωπεί μαζί με την οικογένεια του Δαβίδ τον βασιλικό οίκο, μπαίνοντας μπροστά και από τη φυλή του οίκου του Λευί.

3.32 (1)τοῦ ᾽Ιεσσαὶ τοῦ ᾽Ωβὴδ τοῦ Βοὸζ τοῦ Σαλμών τοῦ Ναασσὼν
32 του Ιεσσαί, του Ωβήδ, του Βοόζ, του Σαλμών, του Ναασών,
3.33 τοῦ ᾽Αμιναδὰβ τοῦ ᾽Αράμ τοῦ Ιωράμ τοῦ Ἑσρὼμ τοῦ Φαρές τοῦ ᾽Ιούδα
33 του Αμιναδάβ, του Αράμ, του Ιωράμ, του Εσρώμ, του Φαρές, του Ιούδα,
3.34 τοῦ ᾽Ιακὼβ τοῦ ᾽Ισαὰκ τοῦ ᾽Αβραὰμ τοῦ Θάρα τοῦ Ναχὼρ(2)
34 του Ιακώβ, του Ισαάκ, του Αβραάμ, του Θάρα, του Ναχώρ,
(1) Διαφορετικές γραφές: του Ιωβήδ (αντί Ωβήδ) ή Ωβήλ, του Βόος ή Βοός. Και αντί του Αράμ υπάρχουν οι γραφές «του Αδμίν του Αρνί» ή του Αμίν του Αράμ ή του Αμιναδάμ του Αράμ του Ιωράμ ή του Αδάμ του Αράμ ή του Αδάμ, του Αδμίν, του Αρνί. Και Εσρών αντί Εσρώμ· και Θάρρα αντί Θάρα.
(2) Οι δύο γενεαλογίες, και του Ματθαίου και του Λουκά, συμφωνούν στο μέχρι τον Αβραάμ τμήμα τους και μεταξύ τους και με την Π.Δ.
3.35 (1)τοῦ Σεροὺχ τοῦ ῾Ραγαὺ τοῦ Φάλεκ τοῦ ῎Εβερ τοῦ Σαλὰ
35 του Σερούχ, του Ραγαύ, του Φάλεκ, του Έβερ, του Σαλά,
3.36 τοῦ Καϊνὰν(2) τοῦ ᾽Αρφαξὰδ τοῦ Σὴμ τοῦ Νῶε τοῦ Λάμεχ
36 του Καϊνάν, του Αρφαξάδ, του Σημ, του Νώε, του Λάμεχ,
3.37 τοῦ Μαθουσάλα τοῦ Ἑνὼχ τοῦ ᾽Ιάρεδ τοῦ Μαλελεὴλ τοῦ Καϊνὰν
37 του Μαθουσάλα, του Ενώχ, του Ιάρεδ, του Μαλελεήλ, του Καϊνάν,
3.38 τοῦ ᾽Ενὼς τοῦ Σὴθ τοῦ ᾽Αδὰμ(3) τοῦ Θεοῦ(4).
38 του Ενώς, του Σηθ, του Αδάμ, του Θεού.
(1) Διαφορετικές γραφές: του Σαρούχ, του Ραγάβ, του Φαλέκ ή Φαλέγ, του Έβερ ή του Εβέρ… του Καϊνάμ… του Λάμεκ, του Μαθουσαλά… του Ιάρετ ή Ιάρεθ, του Μαλελεήλ, του Καϊνάμ.
(2) Σύμφωνα με τους Ο΄ «ο Αρφαξάδ γέννησε τον Καϊνάν, και ο Καϊνάν γέννησε τον Σαλά, ο Σαλά γέννησε τον Έβερ» (Γεν. ι 24). Το όνομα όμως του Καϊνάν δεν βρίσκεται σε κανένα από τα εβραϊκά χειρόγραφα, ούτε σε κάποια άλλη μετάφραση που έγινε από το εβραϊκό πρωτότυπο. Αυτοί που εκφράζουν την υπόνοια, ότι ίσως πρόκειται για παρεμβολή και νόθευση, θεωρούν ως απίθανη και αβάσιμη την υπόθεση, ότι η νόθευση αυτή έγινε με βάση την αναφορά του Καϊνάν σε αυτόν το στίχο (δες p). Όσον αφορά τα άλλα, το τμήμα αυτό της γενεαλογίας του Λουκά συμφωνεί πλήρως με τις πληροφορίες από την Π.Δ.
(3) Η επέκταση της γενεαλογίας και πέρα από τους Δαβίδ και Αβραάμ μέχρι τον γενάρχη του όλου ανθρωπίνου γένους, βρίσκεται σε πλήρη αρμονία με την περί καθολικής σωτηρίας διδασκαλία του ευαγγελίου του Παύλου. Για τους Ιουδαίους απαραίτητο ήταν να γνωρίσουν ότι ο Χριστός καταγόταν από τον Αβραάμ και τον Δαβίδ. Για αυτό ο Ματθαίος βάζει πρώτο αυτό στην αρχή του ευαγγελίου του.
Ο Λουκάς γράφοντας εξίσου προς όλους δείχνει ότι ο Μεσσίας συγγενεύει και με τους εθνικούς όπως και με τους Ιουδαίους και όλη η ανθρωπότητα μπορεί να αξιώσει αυτόν ως αδελφό (p).
(4) Σοφά ο Λουκάς πρόσθεσε και αυτό. Ο Αδάμ υπήρξε ο πρώτος άνθρωπος. Δεν γεννήθηκε αυτόματα, ούτε από πατέρα και μητέρα, αλλά από το Θεό, όχι όπως οι γιοι του Αδάμ είναι από το Θεό, αλλά με τρόπο τελείως ειδικό. Διότι την ύπαρξη, την οποία οι γιοι του Αδάμ οφείλουν στους γονείς τους λόγω της αγαθότητας του Δημιουργού τους, αυτό ο Αδάμ το πήρε άμεσα από τον Θεό. Ο Αδάμ υπήρξε εξ’ ολοκλήρου δημιουργία του Θεού, και όχι απλώς όπως όλα τα δημιουργήματα, αλλά πιο εξαιρετικό από αυτά. Δες Γεν. α 26 (b).
Ο Λουκάς πιθανότατα πρόσθεσε αυτό για τους εθνικούς αναγνώστες του για να υπενθυμίσει σε αυτούς την από το Θεό καταγωγή του ανθρωπίνου γένους. Αναιρεί έτσι τους μύθους, που κυκλοφορούσαν μεταξύ των εθνικών σε σχέση με την καταγωγή του ανθρώπου (p). Η Γραφή και όσον αφορά στις πρώτες αρχές του ανθρωπίνου γένους καθορίζει και ικανοποιεί πλήρως τη γνώση μας. Αυτοί που περιφρονούν ή αγνοούν αυτήν βρίσκονται σε αμφιβολία και πλάνη μεταξύ των προκοσμικών και μετακοσμικών χρόνων (b). Ανεβάζοντας τη γενεαλογία του ο Λουκάς από το δεύτερο Αδάμ μέχρι τον πρώτο και από αυτόν μέχρι το Θεό, υποδήλωνε, ότι όπως ο Θεός είχε δημιουργήσει άμεσα τον πρώτο Αδάμ φυσώντας στο χώμα, έτσι και το Άγιο Πνεύμα παρήγαγε αμέσως την ανθρώπινη φύση του δεύτερου Αδάμ στον κόλπο της Παρθένου για να σώσει την όλη ανθρωπότητα (L).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Στίχ. 1-13. Οι τρεις πειρασμοί.
4.1 (1)᾽Ιησοῦς δὲ πλήρης πνεύματος ἁγίου(2) ὑπέστρεψεν ἀπὸ τοῦ ᾽Ιορδάνου(3), καὶ ἤγετο(4) ἐν τῷ πνεύματι εις την έρημον(5)
1 Ο Ιησούς, έφυγε από τον Ιορδάνη γεμάτος από Πνεύμα Άγιο. Το Πνεύμα τον οδήγησε στην έρημο,
(1) Συχνά παρουσίασαν τον πειρασμό του Κυρίου ως επανάληψη του πειρασμού του πρωτοπλάστου και τη νίκη του, ως το αντίρροπο και την επανόρθωση της πτώσης του Αδάμ. Αλλά ο πειρασμός του πρώτου ανθρώπου αναφερόταν στην ικανοποίηση των φυσικών ανθρώπινων ενστίκτων, σωματικών και ψυχικών. Ο Ιησούς είχε ήδη γνωρίσει και το είδος αυτό του πειρασμού. Διότι, είχε και αυτός όλα τα νόμια και αδιάβλητα (=ανένοχα) ένστικτα της ανθρώπινης φύσης.
Και στο πεδίο αυτό των φυσικών απολαύσεων, όπου ο Αδάμ ηττήθηκε από τα πρώτα του βήματα, ο Ιησούς είχε ήδη παραμείνει αήττητος, θυσιάζοντας από την αρχή της ανθρώπινης ζωής του σε κάθε στιγμή και αυτές τις αθώες απολαύσεις στο βωμό του καθήκοντος. Δες Λουκ. β 51-52. Με το βάπτισμα εισάγεται ο Ιησούς σε πεδίο ζωής και δράσης ανώτερης και η δοκιμασία, στην οποία ήδη υποβάλλεται, είναι δοκιμασία του αρχηγού της νέας ανθρωπότητας και από αυτήν αρχίζει ο πραγματικός μεσσιακός αγώνας (g).
(2) «Εδώ πρόσεχε, σε παρακαλώ, τη φύση του ανθρώπου, η οποία με απαρχή το Χριστό χρίεται με τη χάρη του αγίου Πνεύματος και στεφανώνεται με τις ανώτατες τιμές… Ο μεταξύ μας πρωτότοκος, όταν ήρθε ανάμεσα στους πολλούς αδελφούς… δέχεται πρώτος το Πνεύμα, αν και είναι αυτός ο ίδιος χορηγός του Πνεύματος, για να έρθει και σε εμάς μέσω αυτού το αξίωμα και η χάρη της κοινωνίας με το άγιο Πνεύμα… Και μεταθέτοντας τη δική μας πτωχεία στον εαυτό του, αγιάζεται μαζί μας, μολονότι ο ίδιος αγιάζει ολόκληρη την κτίση… με το να γίνει όμοιος με μας σε κάθε τι, εκτός μόνο από την αμαρτία» (Κ).
«Πρέπει βεβαίως να ξέρουμε, ότι η ανθρώπινη φύση του Σωτήρα, είχε σαν διδάσκαλο το Πνεύμα το άγιο, όχι επειδή δεν αρκούσε η θεία φύση που ήταν ενωμένη με αυτόν, αλλά όπως ακριβώς με την ευαρέσκεια του πατέρα έγινε άνθρωπος, έτσι και με τη συνεργασία του Αγίου Πνεύματος τελειοποιούνταν, για να δειχτεί ότι έχουν την ίδια φύση και συνεργάζονται μεταξύ τους (τα πρόσωπα της αγίας Τριάδος)» (Ζ).
Η φράση «πλήρης Πνεύματος» δηλώνει το πραγματικό της δωρεάς που έγινε στον Ιησού στο βάπτισμα (g).
(3) Το «από του Ιορδάνου» συνδέει την ακόλουθη αφήγηση με αυτήν του βαπτίσματος, το οποίο αποδεικνύει ότι η γενεαλογία αποτελεί ένα είδος παρεμβολής και παρέκβασης (g). Στον Ιορδάνη πριν από λίγο είχε ακούσει τη φωνή του Πατέρα, να βεβαιώνει αυτόν και τον Ιωάννη, ότι ήταν ο αγαπητός του υιός. Όταν έχουμε ενισχυτικές επικοινωνίες με το Θεό και εμφανείς εκδηλώσεις της εύνοιάς του προς εμάς, ας αναμένουμε τότε και ότι ο σατανάς θα πέσει πάνω μας. Το πλοίο που κουβαλά πλούσιο φορτίο γίνεται στόχος των πειρατών. Ο Θεός άλλωστε θα επιτρέψει αυτό, έτσι ώστε η δύναμη της χάρης του να γίνει πιο φανερή και περισσότερο μεγάλη.
(4) Ο παρατατικός δηλώνει πράξη που συνεχίζεται=βαδίζοντας εδώ και εκεί ο Κύριος βρισκόταν υπό την επίδραση και ώθηση του Αγίου Πνεύματος (p). «Περνούσε το χρόνο του και τη ζωή του… Ζούσε λοιπόν στην έρημο πνευματικά» (Σχ.).
(5) Η γραφή «εις την έρημον» παρουσιάζει την προς την έρημο κίνηση του Ιησού ως τον σκοπό της εσωτερικής ώθησης του Πνεύματος. Η γραφή των αλεξανδρινών χειρογράφων «εν τη ερήμω» παρουσιάζει την εσωτερική αυτή ώθηση ότι έγινε την ώρα που ο Κύριος βρισκόταν στην έρημο (g).
Εις την έρημον=δηλώνει την κίνηση προς κάποιο τόπο· η έρημος ήταν το τέρμα, στο οποίο επρόκειτο να περάσει αυτό το διάστημα ο Κύριος (δ). Κάποια παράδοση όχι παλαιότερη από τον ΙΒ΄αιώνα τοποθετεί την έρημο αυτήν κοντά στην Ιεριχώ. Κάποια περιοχή πιο μακρινή προς βορρά είναι πιθανότερος τόπος (p).

4.2 ἡμέρας τεσσαράκοντα(1) πειραζόμενος(2) ὑπὸ τοῦ διαβόλου. καὶ οὐκ ἔφαγεν οὐδὲν(3) ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, καὶ συντελεσθεισῶν(4) αὐτῶν ἐπείνασεν(5).
2 όπου για σαράντα μέρες αντιμετώπιζε τους πειρασμούς του διαβόλου. Τις σαράντα αυτές μέρες δεν έφαγε τίποτε και, όταν συμπληρώθηκαν, πείνασε.
(1) Σύμφωνα μεν με τη γραφή «εις την έρημον» το «ημέρας τεσσαράκοντα» πρέπει να αποδοθεί στο «πειραζόμενος»= για σαράντα ημέρες πειραζόταν· σύμφωνα όμως με τη γραφή «εν τη ερήμω» πρέπει να αποδοθεί στο «ήγετο(οδηγούνταν)», οπότε ορίζει το διάστημα που διήρκεσε η παραμονή του Κυρίου στην έρημο. Και με τις δύο όμως γραφές, το «πειραζόμενος» φανερώνει τη διαρκή κατάσταση, στην οποία βρισκόταν ο Ιησούς σε όλες τις 40 ημέρες (δ).
(2) «Να λοιπόν βρέθηκε ανάμεσα σε αυτούς που αθλούνται αυτός που είναι αθλοθέτης ως Θεός, ανάμεσα σε αυτούς που στεφανώνονται αυτός που στεφανώνει τα κεφάλια των αγίων» (Κ). Δεν πειραζόταν με εσωτερικές κλίσεις και υποβολές. Διότι ο άρχοντας αυτού του κόσμου «δεν είχε τίποτα» στο Χριστό, με το οποίο να προσβάλλει τον Κύριο εσωτερικά. Πείραζε αυτόν με τελείως εξωτερικές παρορμήσεις, ίσως και με μορφή φιδιού, όπως άλλοτε πείραξε τον πρωτόπλαστο.
Όταν πείνασε ο Κύριος, τότε ήλθε προς αυτόν πλησιέστερα ο σατανάς. Πιθανώς ο Κύριος άρχισε τότε να παρατηρεί τα τριγύρω δέντρα, αναζητώντας σε αυτά κάποιο καρπό φαγώσιμο, οπότε ο διάβολος βρήκε την ευκαιρία να προβεί στις προς αυτόν προτάσεις και παρορμήσεις.
(3) «Νήστεψε λοιπόν ο Κύριος και δεν έλαβε καμία απολύτως τροφή για τις ανάγκες του σώματος. Όχι επειδή ο ίδιος είχε ανάγκη από νηστεία, αλλά δίδοντας σε μας τύπο και υπογραμμό αυτά που έκανε ο ίδιος, και παρουσιάζοντάς μας εικόνα της εξαιρετικής και αξιοθαύμαστης σε μας ζωής» (Κ).
Όχι μόνο τα παραδείγματα του Μωϋσή και Ηλία θα μπορούσε κάποιος να προβάλλει για απόδειξη του δυνατού μιας νηστείας τόσο πολύ παρατεταμένης, αλλά και περιπτώσεις πρόσφατες απέδειξαν ότι ο ανθρώπινος οργανισμός μπορεί να αντέξει σε μία τόσο μακρά αποχή (g).
Όπως με την αποχώρηση στην έρημο δειχνόταν αδιάφορος προς τον κόσμο, έτσι με την σαρανταήμερη νηστεία του δειχνόταν τελείως αδιάφορος προς το σώμα. Και ο σατανάς δεν μπορεί εύκολα να νικήσει εκείνους, οι οποίοι λύθηκαν από τα δεσμά του κόσμου και της σάρκας. Όσο λιγότερο διατηρούμαστε κάτω από την επήρεια της σάρκας, τόσο λιγότερα πλεονεκτήματα έχει εναντίον μας ο σατανάς.
(4) Η σαρανταήμερη νηστεία του Ιησού φαίνεται σύμφωνα με τον Λουκά ότι υπήρξε συνέπεια της βαθειάς περισυλλογής και προσήλωσης, στην οποία ο Κύριος είχε βυθιστεί και απορροφηθεί. Οι 40 αυτές ημέρες πέρασαν σαν μία ώρα και δεν αισθάνθηκε σε αυτές το κεντρί της πείνας. Ακριβώς αυτό δείχνεται με την αντίθεση που εκφράζουν οι λέξεις «και όταν τελείωσαν αυτές πείνασε» (g).
(5) «Πείνασε μολονότι αυτός δίνει τροφή στους πεινασμένους, και ο ίδιος είναι ο άρτος που κατέβηκε από τον ουρανό και δίνει ζωή στον κόσμο, ο δημιουργός των όλων. Επειδή όμως έπρεπε πάλι, χωρίς να ατιμάσει τη δική μας πτωχεία, να μην απομακρυνθεί μια για πάντα από τα μέτρα της ανθρώπινης φύσης, επέτρεψε στη φύση της σάρκας να ζητήσει τα δικά της· με αυτήν την έννοια λέμε ότι αυτός πείνασε» (Κ).

4.3 και εἶπεν αὐτῷ ὁ διάβολος(1), Εἰ υἱὸς εἶ τοῦ θεοῦ(2), εἰπὲ τῷ λίθῳ τούτῳ(3) ἵνα γένηται ἄρτος.
3 Τότε ο διάβολος του είπε: «Αν είσαι Υιός του Θεού, πες σ’ αυτή την πέτρα να γίνει ψωμί».
(1) «Πλησιάζει ο σατανάς πειράζοντάς τον, νομίζοντας ότι θα είχε κατά κάποιο τρόπο ως συνεργάτη της κακοτροπιάς του το πάθος της πείνας. Γιατί πολλές φορές μάς νικά, έχοντας ως βοήθεια των σκέψεών του, δηλαδή των επιχειρημάτων του, τις δικές μας αδυναμίες» (Κ).
(2) Αξιολογότατη η παρατήρηση: «Άκουσε (ο σατανάς) και από τον Ιωάννη και από τη φωνή που ήρθε από τον ουρανό, ότι αυτός είναι υιός του Θεού και επειδή αγνοούσε, ότι ο υιός του Θεού έγινε άνθρωπος -διότι ήταν κρυμμένη από αυτόν η απόρρητη ενανθρώπηση- θεώρησε ότι όντας άνθρωπος (ο Χριστός), ευαρέστησε το Θεό λόγω των αρετών του, και για αυτό τον φθόνησε για την τόσο μεγάλη τιμή, όπως ακριβώς και τον παλαιό Αδάμ, και έσπευσε όπως ακριβώς εκείνον, έτσι και αυτόν να τον βγάλει από αυτήν την τιμή… Και για να μην καταλάβει την πονηρία ο Χριστός, δες την πανουργία του και την υπερβολική πονηρία· Δεν είπε απλώς: κάνε τις πέτρες ψωμιά, αλλά πρόσταξε: αν είσαι γιος του Θεού, για να δείξει ότι ζητά να γίνει αυτό για απόδειξη ότι είναι γιος του Θεού· διότι νόμιζε ότι θα τον προκαλέσει με το λόγο, σαν να κοροϊδεύτηκε ότι δεν είναι υιός Θεού» (Ω).
Η υποβολή φαίνεται να είναι, ότι πρέπει να ενεργήσει το θαύμα, για να αποδείξει την αλήθεια της πρόσφατης διακήρυξης του Θεού και ότι μπορεί να αμφιβάλλει για τη σχέση του με το Θεό, εάν ο Θεός δεν συνεργήσει στο θαύμα (p). Ο διάβολος ελπίζει να διεγείρει τη ματαιοδοξία του Ιησού και με την αμφισβήτηση της δύναμής του περιμένει ότι ο Ιησούς θα σπεύσει με ελαφρότητα να επιδείξει αυτήν (L).
Αξιοσημείωτη και η επόμενη: Ο σατανάς ήθελε με ευκαιρία την πείνα από την οποία πιεζόταν ο Ιησούς, να τον εξωθήσει να απομακρυνθεί από την οδό της ταπείνωσης, την οποία έως τότε βάδιζε, και να προβεί σε αυθαίρετη χρήση της υπερφυσικής δύναμης, την οποία ο Πατέρας του τού εμπιστεύθηκε για εγκαθίδρυση της βασιλείας του Θεού (g).
Ο σατανάς επικαλείται την όρεξη από την πείνα στον πρώτο πειρασμό. Με τέτοιες ορέξεις και επιθυμίες ο πειρασμός προσβάλλει ισχυρά τη νεότητα. Έχουμε μέσα μας κάποιες ορέξεις και επιθυμίες, οι οποίες από μόνες τους δεν είναι αμαρτωλές, αλλά τελείως αντιθέτως φυτεύτηκαν μέσα μας από το Δημιουργό για σκοπούς θεάρεστους. Αλλά ο σατανάς έρχεται και ζητά να πείσει το νέο να ικανοποιήσει αυτές με τρόπο αμαρτωλό. Για να μάθεις τον τρόπο να αντιστέκεσαι σε τέτοιες εφόδους, δες εδώ, πώς αντιμετώπισε το σατανά ο Κύριος, όταν αυτός τον καλούσε να ικανοποιήσει την πείνα του κατά τρόπο απαγορευμένο. Του είπε, «είναι γραμμένο εις την Αγίαν Γραφή, ότι δεν θα ζήση ο άνθρωπος μόνον με άρτον, αλλά και με κάθε λόγον, που βγαίνει από το στόμα του Θεού».
Δηλαδή η ζωή και η ευτυχία της δεν συνίσταται στο να τρώει κάποιος και να πίνει και να απολαμβάνει· η ζωή δεν είναι ικανοποίηση του σώματος με οποιοδήποτε τρόπο, αλλά οφείλει να διανύεται με υπακοή της ψυχής προς τον Θεό. Η ικανοποίηση της πείνας δεν ανήκει στην υψηλότερη και ευγενέστερή μας φύση και είναι δυνατόν, εάν δεν συνοδεύεται από την αυτοκυριαρχία, να υποτάξει την ευγενέστερή μας φύση. Η αυτοκυριαρχία και η συγκράτηση της ορμής που δημιουργεί η πείνα καταριθμείται στην αυταπάρνηση.
Δεν πρέπει επίσης να λησμονούμε, ότι η εγκράτεια σε κάποιο είδος απόλαυσης, ακολουθείται από την απόλαυση άλλου είδους τέρψης, της τέρψης και απόλαυσης, την οποία γεννά η εσωτερική πληροφορία, ότι ο Θεός αόρατα μας επιδοκιμάζει και ότι βρισκόμαστε σε ειρήνη μαζί του. Εκείνος ο οποίος ουδέποτε αρνήθηκε τις κατώτερες ορέξεις του, ουδέποτε δοκίμασε τα θέλγητρα αυτά των πνευματικών απολαύσεων και της πνευματικής ζωής της αυταπάρνησης.
(3) Ο διάβολος δείχνει συγκεκριμένη πέτρα. Δεν ζητά ανατροπή της φύσης, αλλά μόνο κάποιο μικρό θαύμα που επιβάλλεται από την περίσταση (L).
«Επειδή δεν υπήρχε καθόλου κάτι φαγώσιμο λόγω της μεγάλης ερημιάς, και ήξερε ότι για την πείνα είναι κατάλληλο το ψωμί, ο ίδιος μεν δεν το προσφέρει, διότι δεν επρόκειτο ο Χριστός να το πάρει από τον εχθρό του, αλλά διατάσσει αυτόν να κάνει ψωμιά τις πέτρες που του έδειχνε» (Ω).

4.4 καὶ ἀπεκρίθη πρὸς αὐτὸν ὁ ᾽Ιησοῦς λέγων(1), Γέγραπται(2) ὅτι Οὐκ ἐπ᾽ ἄρτῳ μόνῳ(3) ζήσεται ἄνθρωπος(4) ἀλλ᾿ ἐπὶ παντὶ ῥήματι ἐκπορευομένῳ διὰ στόματος Θεοῦ(5).
4 Ο Ιησούς του απάντησε: «Η Γραφή λέει ότι ο άνθρωπος δε ζει μόνο με ψωμί, αλλά με κάθε λόγο που βγαίνει απ’ το στόμα του Θεού».
(1) Κάποια χειρόγραφα παραλείπουν το: λέγων. Αξιόλογη η παρατήρηση:
«Δεν έκανε το θαύμα που του ζητήθηκε, διότι τα θαύματα συνηθίζεται να γίνονται για ωφέλεια αυτών που τα βλέπουν, ο διάβολος όμως δεν επρόκειτο σε τίποτα να ωφεληθεί από αυτό. Διότι και ύστερα, αν και είδε όλα όσα έκανε ο Χριστός, δεν μεταβλήθηκε καθόλου» (Ω).
Θαύματα θα ενεργούσε για να στηρίξει τους μαθητές του στην πίστη. Συνεπώς δεν υπήρχε λόγος να ενεργήσει θαύμα για τον σατανά, ο οποίος για κανένα λόγο δεν θα πίστευε επιστρέφοντας στο Θεό. Τα θαύματά του ακόμη θα τα ενεργούσε για επιβεβαίωση της διδασκαλίας του, και για αυτό και δεν ενήργησε θαύματα μέχρι την εποχή, κατά την οποία άρχισε να κηρύττει.
Αλλά ούτε θα ενεργούσε κάποιο θαύμα για τον εαυτό του και για εξυπηρέτηση των σωματικών αναγκών του, δείχνοντας μάλιστα ανυπομονησία στην πείνα του και έλλειψη αυτοκυριαρχίας. Ο Κύριος δεν άρεσε ποτέ στον εαυτό του. Εφόσον λοιπόν εξομοιώθηκε σε όλα με τους αδελφούς του, έπρεπε σε αυτόν, όπως τα άλλα τέκνα του Θεού, έτσι και αυτός να εξαρτάται εξ’ ολοκλήρου από τη θεία πρόνοια και να ελπίζει σε αυτήν με κάθε πεποίθηση.
(2) Αποκρούει αυτόν με τη Γραφή. Ο λόγος του Θεού είναι το μαχαίρι μας και η πίστη στο λόγο αυτόν είναι η ασπίδα μας. Οφείλουμε λοιπόν να γίνουμε «δυνατοί στις γραφές» και γνωρίζοντας τι έχει γραφτεί σε αυτές να προχωρούμε με ασφάλεια και δύναμη στον πνευματικό μας αγώνα.
(3) «Απαντά στον κρυφό του σκοπό και από τη γραφή του βιβλίου του Δευταρονομίου τον αποστομώνει σαν να λέει… Υπάρχει και άλλος τρόπος τροφής. Διότι και κάθε λόγος που βγαίνει από το στόμα του Θεού στον πεινασμένο σαν άλλη τροφή συγκρατεί τη ζωή του και του αρκεί» (Ω).
Ο Χριστός «ούτε μετέβαλε» την πέτρα σε ψωμί, «ούτε όμως είπε ότι δεν μπορεί να κάνει αυτό… αλλά το απορρίπτει ως ενοχλητικό και περιττό λέγοντας· Δεν θα ζήσει μόνο με ψωμί ο άνθρωπος… Αν λοιπόν είναι δυνατόν χωρίς ψωμί να ζήσω, γιατί να κάνω την πέτρα ψωμί; Ούτε λοιπόν λέει, Δεν μπορώ, για να μην αρνηθεί τη δύναμή του· ούτε, ότι μπορώ» (Κ).
(4) «Πρόσεξε, ότι τα λέει αυτά σύμφωνα με την ανθρώπινη φύση του, όχι βεβαίως ως Θεός που ήταν. Διότι σαν να επρόκειτο για άνθρωπο απαντά και λέει· έχει γραφτεί ότι δεν θα ζήσει μόνο με ψωμί ο άνθρωπος, από όπου είναι φανερό, ότι ως άνθρωπος πειράζεται» (Ω).
«Και πρόσεχε, σε παρακαλώ, ότι η ανθρώπινη φύση με το Χριστό αποβάλλει τις δικαιολογίες της ακράτειας του Αδάμ. Με την τροφή του Αδάμ νικηθήκαμε, με την εγκράτεια του Χριστού νικήσαμε» (Κ).
(5) Ολόκληρη η φράση «ἀλλ᾿ ἐπὶ παντὶ… στόματος Θεοῦ» παραλείπεται από τα αλεξανδρινά χειρόγραφα. Η έννοιά της: «Εάν ο Θεός δώσει δύναμη στον άνθρωπο, μπορεί να μη φάει και να ζει όπως ο Μωϋσής και ο Ηλίας, οι οποίοι με το λόγο του Θεού έζησαν άσιτοι σαράντα ημέρες» (Κ). Με την άρνηση αυτή ο Ιησούς εκδηλώνει την απόφαση, σε όλη τη μεσσιακή σταδιοδρομία του να εμπιστεύεται τον εαυτό του στον Πατέρα του για την ικανοποίηση των επίγειων αναγκών του. Κάθε ημέρα θα του ζητά και θα αναμένει από αυτόν, σαν ένας από εμάς, τον καθημερινό άρτο. Θα υπομένει την πείνα, τη δίψα, τη στέρηση ρούχων, αναθέτοντας όλη τη μέριμνά του στο Θεό (g).
Πώς έζησε ο Χριστός τις 40 ημέρες που πέρασαν; Όχι με άρτο, αλλά με λόγο Θεού· με τη μελέτη του λόγου του Θεού, με την επικοινωνία με το Θεό δια μέσου του λόγου του. Και με τον ίδιο τρόπο ήταν δυνατόν να ζήσει και περισσότερο χρόνο, παρόλο που ήδη άρχισε να πεινά. Ο Θεός έχει πολλούς τρόπους προμήθειας των χρήσιμων και αναγκαίων στο λαό του, και για αυτό σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται να κλονίζεται η πίστη και εμπιστοσύνη μας σε αυτόν.

4.5 (1)Καὶ ἀναγαγὼν αὐτὸν ο διάβολος εις όρος υψηλόν(2) ἔδειξεν αὐτῷ πάσας τὰς βασιλείας τῆς οἰκουμένης(3) ἐν στιγμῇ χρόνου(4)·
5 Ύστερα ο διάβολος τον ανέβασε σ’ ένα ψηλό βουνό, του έδειξε σε μια στιγμή όλα τα βασίλεια της οικουμένης,
(1) Ο πειρασμός αυτός είναι ο τρίτος στο Ματθαίο. Ή ο Λουκάς προτιμά την απλοποίηση και για αυτό τον περασμό που απαιτούσε μεγαλύτερη μετακίνηση του Κυρίου, τον άφησε τελευταίο, βάζοντας ως δεύτερο τον πειρασμό, ο οποίος στον τόπο όπου βρισκόταν τότε ο Κύριος μπορούσε εύκολα να εκτυλιχτεί (L).
Ή, πιο σωστά, πιθανώς κανείς από τους ευαγγελιστές δεν είχε την πρόθεση να αφηγηθεί τους πειρασμούς με χρονολογική σειρά. Οι πειρασμοί μπορούσαν να έρχονται αναμεμιγμένοι μεταξύ τους (p).
(2) Τα αλεξανδρινά χειρόγραφα παραλείπουν τη φράση «εις όρος υψηλόν». Το λεγόμενο Σαραντάριον όρος δυτικά της Ιεριχούς, όπου από τη μεταγενέστερη παράδοση τοποθετείται η αποχώρηση του Ιησού με νηστεία, είναι μέρος κατάλληλο. Κυριαρχεί από εκεί το μάτι πάνω σε όλη την πεδιάδα του Ιορδάνη και η θέα απλώνεται προς δυτικά μέχρι το όρος των Ελαιών (L).
(3) Λέξη που προτιμά ο Λουκάς (β 1, κα 26, Πράξ. ια 28,ιζ 6,31,ιθ 27,κδ 5). Αλλού στην Κ.Δ. τη συναντούμε μόνο 6 φορές. Με αυτήν περιγράφεται ο κόσμος ως τόπος που κατοικείται και κυβερνιέται, «ο πολιτισμένος κόσμος». Για τον Έλληνα μπορούσε να σημαίνει τον ελληνικό κόσμο σε αντίθεση με τις βαρβαρικές χώρες (Ηροδ. IV,110.4) (p). Εδώ εννοείται όχι μόνο ο ρωμαϊκός κόσμος όπως στο Λουκ. β 1, αλλά όλη η κατοικουμένη γη (L).
(4) Αιφνίδια παρουσίαση αυτών, το οποίο έκανε τον πειρασμό ισχυρότατο (b). Η αιφνίδια εμφάνιση της εκθαμβωτικής αλλά και απατηλής λαμπρότητας του κόσμου ήταν ικανή να αιχμαλωτίσει κάθε αστήρικτη διάνοια, πριν ακόμη προφθάσει αυτή να πάρει τα μέτρα της εναντίον του κινδύνου, στον οποίο εκτιθόταν (ο). Δεν έγινε αυτό με τη φυσική οδό, αλλά ήταν οπτασία, διότι όλα αυτά σε μία στιγμή ξετυλίχτηκαν ως πανόραμα μπροστά στο Σωτήρα (δ).

4.6 καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ διάβολος, Σοὶ δώσω τὴν ἐξουσίαν ταύτην ἅπασαν καὶ τὴν δόξαν αὐτῶν, ὅτι ἐμοὶ παραδέδοται(1) καὶ ᾧ ἐὰν θέλω(2) δίδωμι αὐτήν·
6 και του είπε: «Θα σου δώσω όλη αυτήν την εξουσία και τη λαμπρότητα αυτών των βασιλείων· σ’ εμένα έχει παραδοθεί και τη δίνω σ’ όποιον εγώ θέλω.
(1) Ή, η βεβαίωση αυτή δεν είναι εξ’ ολοκλήρου ψευδής. Ο σατανάς είχε μεγάλη εξουσία και δύναμη πριν την πτώση του και το μέρος της δύναμης, το οποίο του απέμεινε μετά την πτώση του, το χρησιμοποιεί στο κακό. Ο πειραστής παρόλ’ αυτά ομολογεί, ότι δεν είναι αυτός ο ιδρυτής ή δημιουργός των βασιλειών αυτών (b).
Ή, πιο σωστά, αυτά παραδόθηκαν σε αυτόν από την αμαρτία του ανθρώπου. Ο σατανάς είναι ο άρχοντας των απίστων και αμαρτωλών, αλλά αναμιγνύει την αλήθεια με ψέμμα, όταν αξιώνει, ότι έχει εξουσία πάνω σε όλη την υλική δόξα του κόσμου. Δες Εφεσ. β 2,Β΄Κορ. δ 4,Αποκ. ιγ 2 (p).
«Τα βασίλεια λέει των κοσμικών ανθρώπων, με ποιο τρόπο δηλαδή άλλοι μεν βασιλεύονται από την πορνεία, άλλοι από φιλαργυρία, άλλοι από κενοδοξία και από άλλα πάθη» (Ω).
«Αλλά, κακούργε και πονηρέ και ασεβέστατε, πώς τόλμησες να δείξεις στον κύριο της κτίσης όλα τα βασίλεια και να πεις, ότι όλα αυτά είναι δικά μου…; Πώς υπόσχεσαι αυτά που δεν είναι δικά σου; Ποιός σε διόρισε κληρονόμο της βασιλέιας του Θεού; Ποιός υπέταξε σε σένα τη γη; Την άρπαξες με απάτη. Δώσε την πίσω λοιπόν στον Υιό που έγινε άνθρωπος, τον κύριο όλων» (Κ).
Αξίωνε ως δική του τη δύναμη αυτή ο σατανάς επειδή παραδόηθηκε σε αυτόν όχι από το Θεό, αλλά από τους βασιλιάδες και τους λαούς των βασιλείων αυτών, οι οποίοι έδωσαν τη δύναμη και τιμή τους στο σατανά.
(2) Η ψευδολογία του σατανά παρουσιάζεται μεγαλύτερη με το «σε όποιον εγώ θέλω…». Ακόμη και για εκείνους, οι οποίοι είναι κάτω από την κυριαρχία του σατανά, είναι με πολύ περιορισμένη έννοια αληθινό, ότι μπορεί αυτός να τους διαθέση κατά βούληση δική του (p).

4.7 σὺ οὖν ἐὰν προσκυνήσῃς ἐνώπιον ἐμοῦ(1), ἔσται σοῦ πᾶσα(2).
7 Αν, λοιπόν, με προσκυνήσεις, θα είναι όλη δική σου».
(1) Υπάρχει και η γραφή «ενώπιον εμού». Ζητά από τον Κύριο τιμή και λατρεία. Με πανουργία δεν έχει την αξίωση από την αρχή, ώστε αυτόν μόνο να λατρεύει και να παύσει να λατρεύει το Θεό. Ζητά απλώς να προσκυνηθεί και αυτός παράπλευρα με το Θεό. Γνωρίζει όμως ο διάβολος, ότι και αν μία φορά κατορθώσει να γίνει συμμέτοχος στη λατρεία, η οποία οφείλεται σε μόνο το Θεό, εντός ολίγου θα γίνει ο μόνος και αποκλειστικός κάτοχος αυτής της λατρείας, αφού ο αληθινός Θεός θα λησμονείται βαθμιαία και θα παραμεριστεί τελείως.
(2) «Αν θέλεις, λέει, να βασιλεύσεις σε αυτούς και για αυτό ήλθες, για να αγωνιστείς δηλαδή και να απομακρύνεις τους υπηκόους από εμένα, μην αγωνίζεσαι· ένα πράγμα αξιώνω· πέσε και προσκύνησέ με και πάρε όλη τη βασιλεία που είναι κάτω από την εξουσία μου» (Ω).
Θα είναι δική σου όλη η εξουσία που είναι παραδομένη σε μένα. Όπως στον πρώτο πειρασμό η νόμιμη και αδιάβλητη επιθυμία της τροφής έγινε αφορμή πειρασμού, έτσι και στο δεύτερο πειρασμό η νόμιμη επιθυμία της εξουσίας και της δόξας παρέχει αφορμή στο σατανά να πολεμήσει τον Κύριο. Αυτή η επιθυμία ήταν ειδικά νόμιμη και τελείως ανένοχη για τον Μεσσία. Ο Χριστός γεννήθηκε για να βασιλεύσει. Αλλά η βασιλεία του δεν είναι από τον κόσμο αυτόν (Ιω. ιη 36,37) και ο άρχοντας αυτού του κόσμου δεν έχει σε αυτόν τίποτα (Ιω. ιδ 30). Απορρίπτει τις σχετικές με το Μεσσία παχυλές ιδέες των Ιουδαίων και απωθεί το σατανά ως σύμμαχο, προτιμώντας να έχει αυτόν αδιάλλακτο εχθρό (p).

4.8 καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ᾽Ιησοῦς εἶπεν αὐτῷ, ύπαγε οπίσω μου, σατανά(1)žΓέγραπται γαρ, Κύριον τὸν θεόν σου προσκυνήσεις(2) καὶ αὐτῷ μόνῳ λατρεύσεις(3).
8 Απαντώντας ο Ιησούς του είπε: «Φύγε από μπροστά μου σατανά. Η Γραφή λέει: Τον Κύριο το Θεό σου θα προσκυνάς και μόνο αυτόν θα λατρεύεις».
(1) Η φράση ύπαγε οπίσω μου, σατανά, παραλείπεται από τα αλεξανδρινά χειρόγραφα και φαίνεται να παραλήφθηκε από το Ματθαίο (δ). Ο Κύριος με αποτροπιασμό απορρίπτει την υποβολή του διαβόλου. Τι; Να προσκυνήσω τον εχθρό του Θεού, τον οποίο ήλθα να υπηρετήσω, και τον εχθρό του ανθρώπου, τον οποίο ήλθα να σώσω; Ποτέ δεν θα πράξω αυτό.
(2) «Ο Σωτήρας θέλει μεν να βασιλεύσει και να υποτάξει όλα τα έθνη, για να γίνουν δούλα της δικαιοσύνης και της αλήθειας και κάθε αρετής, αλλά να βασιλεύσει όχι με αμαρτία, ούτε θέλει άκοπα να στεφανώσει το διάβολο υποτάσσοντας τον εαυτό του, ούτε άκοπα να πάρει κάτω από την εξουσία του όλα τα βασίλεια του κόσμου και τη δοξα τους. Για αυτό λέει προς αυτόν· Κύριον το Θεό σου θα προσκυνήσεις και αυτόν μόνο θα λατρεύσεις. Όλους αυτούς, λέει, για αυτό θέλω να εξουσιάζονται από εμένα, για να προσκυνούν Κύριον το Θεό και αυτόν μόνο να λατρεύσουν. Αυτό είναι το θέλημα της δικής μου βασιλείας. Εσύ όμως θέλεις να αρχίσω την αμαρτία, την οποία εγώ θέλω να καταργήσω» (Ω).
«Σαν να έκαιγε τα σπλάγχνα του (του σατανά), τού παρουσίασε στην κατάλληλη στιγμή αυτήν την εντολή «Θα προσκυνήσεις τον Κύριο το Θεό σου και αυτόν μόνο θα λατρεύσεις». Γιατί πριν τον ερχομό του στον κόσμο είχε εξαπατήσει όλη την οικουμένη· αυτός ήταν εκείνος που τον προσκυνούσαν παντού. Όμως ο νόμος του Θεού, θέτοντάς τον έξω από την εξουσία που με απάτη είχε κερδίσει, έδωσε εντολή να προσκυνούν τον ένα και αληθινό Θεό, και μόνο σε αυτόν να τελούν τα της λατρείας τους» (Κ).
Ήταν προορισμένο ο Κύριος με την ταπείνωση να νικήσει τον διάβολο και όχι με τη δύναμη (Ιερώνυμος). Εάν ο Ιησούς προέβαινε σε οποιονδήποτε συμβιβασμό με την κοσμική δύναμη, θα παρασυρόταν αμέσως στους υπολογισμούς της πολιτικής και σε όλες τις μεθόδους με τις οποίες η διπλωματία διαπραγματεύεται και πετυχαίνει τις υποθέσεις του αιώνα της. Θα έπαυε πλέον να είναι ο Χριστός (g).
Ο Κύριος απέρριψε ευθύς και χωρίς κάποια συζήτηση την υποβολή του διαβόλου. Και όχι μόνο αυτός δεν προσκυνεί τώρα τον διάβολο, αλλά και όταν μετά από λίγο οι βασιλείες του κόσμου θα παραδοθούν σε αυτόν από τον Πατέρα, ο οποίος θα δώσει σε αυτόν «κάθε εξουσία στον ουρανό και στη γη», δεν θα ανεχτεί να συνεχίζεται σε αυτές κανένα υπόλειμμα της λατρείας του σατανά. Θα ξεριζωθεί αυτή παντού, όπου το ευαγγέλιο θα κηρυχτεί και ο πολυθεϊσμός και η ειδωλολατρεία θα καταπέσουν και θα εξαφανιστούν, όπου η βασιλεία του Χριστού θα κατακτά έδαφος. Οι άνθρωποι θα επιστρέψουν από τα είδωλα στον μόνο αληθινό Θεό, έτσι ώστε μόνο αυτός στο εξής θα προσκυνείται και θα λατρεύεται.
(3) Δεν θα κάνεις το Θεό, λέει ο Κύριος, ούτε συγκυρίαρχο, και πολύ περισσότερο ούτε κατώτερο από κάποιο άλλο αντικείμενο λατρείας. Το ευαγγέλιο της χάρης ή θριαμβεύει με όλη του την καθαρότητα πάνω στην αμαρτία του κόσμου ή με όλη πάλι την καθαρότητά του αποσύρεται από τη σύγκρουση με τον κόσμο, για να ανυψώνεται λαμπρό στον ουρανό. Δεν γνωρίζει συμβιβασμούς και μολυσμούς από συμμαχίες με την αμαρτία ή από συνεργασία με οτιδήποτε έχει το όνομα της κοσμικότητας.
Κάθε απόπειρα να συμβιβάσουμε με αβαρίες και ελαστικότητες το πνευματικό με το σαρκικό, το ουράνιο με το κοσμικό αποτελεί ύβρη κατά του Αγίου Πνεύματος. Ισοδυναμεί με το να εισάγουμε μαζί με τους συστρατιώτες μας μέσα στο φρούριο έναν εχθρό που καλύπτεται υπό το πρόσχημα της φιλίας, ο οποίος όμως δεν θα αργήσει να αποδειχτεί προδότης και να ενεργεί με ασφάλεια από το εσωτερικό για γκρέμισμα του φρουρίου.

4.9 και ῎Ηγαγεν δὲ αὐτὸν εἰς ᾽Ιερουσαλὴμ καὶ ἔστησεν αυτόν ἐπὶ τὸ πτερύγιον τοῦ ἱεροῦ(1), καὶ εἶπεν αὐτῷ, εἰ υἱὸς εἶ τοῦ θεοῦ, βάλε σεαυτὸν ἐντεῦθεν κάτω(2)·
9 Τότε ο διάβολος τον πήγε στα Ιεροσόλυμα και τον έστησε στο πιο ψηλό μέρος του ναού και του είπε: «Αν είσαι Υιός του Θεού, πέσε από ’δω κάτω·
(1) Δες Ματθ. δ 5.
(2) Η έννοια της υποβολής του σατανά στο δεύτερο πειρασμό ήταν: Δέξου τη βοήθειά μου. Η έννοια της νέας αυτής υποβολής είναι: Αφού δεν θέλεις τη δική μου βοήθεια, προκάλεσε τις θείες εκδηλώσεις. Διότι δεν μπορείς να πετύχεις, παρά μόνο με ένα από τα δύο αυτά μέσα. Μη λογαριάσεις λοιπόν κανένα κίνδυνο. Διακήρυξε τον εαυτό σου χωρίς αναβολή Μεσσία. Μην υπολογίσεις τη ζήλεια και μανία του συνεδρίου. Περιφρόνησε τις λεγεώνες του Πιλάτου. Απαγόρευσε την πληρωμή φόρου στον Καίσαρα. Εάν είσαι Υιός του Θεού, ο Πατέρας δεν θα σε αφήσει να ηττηθείς από τους φοβερούς αυτούς εχθρούς. Θα επιβάλλει τον θρίαμβό σου με άμεση επέμβαση της δύναμής του (g).
Αξιοσημείωτη και η επόμενη παρατήρηση: Ο πειρασμός αυτός ισοδυναμούσε με την υποβολή: Επιτάχυνε την εγκαθίδρυση του μεσσιακού βασιλείου· επίσπευσε με τον εύκολο δρόμο την αναγνώρισή σου ως Μεσσία. Όλοι αυτοί, οι οποίοι είναι μπροστά στο ναό ήδη μαζεμένοι, όταν θα σε δουν να πέφτεις από το υψηλό αυτό πτερύγιο και να στέκεσαι έπειτα αβλαβής πάνω στη γη, θα σε επευφημήσουν ότι ήρθες από τον ουρανό και θα σε αναγνωρίσουν βασιλιά τους. Αλλά όχι· ο Κύριος δεν ήλθε να κατακτήσει την ανθρωπότητα με τη δύναμή του, αλλά με την αγάπη του.
Ο σκοπός του ήταν να δώσει στους ανθρώπους τη νέα εντολή της αγάπης εφαρμοσμένη πρωτίστως στο βίο του. Ήταν λοιπόν αναγκαίο να πιει το ποτήρι της θλίψης ολόκληρο και μέσω της οδού της ταπείνωσης και όχι μέσω κάποιας άλλης ευκολότερης να μπει στη δόξα του. Πιθανώς ο σατανάς είχε και κάποιες ελπίδες, ότι, εάν έπειθε τον Κύριο να ρίξει τον εαυτό του κάτω, η πτώση αυτή θα προκαλούσε το θάνατό του και έτσι θα έφευγε από τη μέση και μάλιστα αυτοκτονώντας.

4.10 γέγραπται(1) γὰρ ὅτι τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ ἐντελεῖται περὶ σοῦ τοῦ διαφυλάξαι σε(2),
10 γιατί η Γραφή λέει ότι:Θα δώσει για σένα εντολή στους αγγέλους να σε προφυλάξουν·
(1) Ο Χριστός πρόβαλε τη Γραφή εναντίον του σατανά. Αλλά και ο σατανάς τώρα προβάλλει τη Γραφή για να παρασύρει το Χριστό. Υπήρξε και υπάρχει συνηθισμένο στους αιρετικούς και πλάνους να διαστρέφουν τη Γραφή και να εκβιάζουν το αληθινό νόημά της για υποστήριξη των χειρότερων κακιών και πλανών.
(2) Στη μαρτυρία αυτή από τη Γραφή ο σατανάς αποφεύγει να προσθέσει και τη συνέχεια «εν ταις οδοις σου», και διακόπτει το χωρίο με το «και ότι…». Η αποσιώπηση λοιπόν φαίνεται σκόπιμη. Τουλάχιστον υπογραμμίστηκε από το Λουκά περισσότερο από όσο από το Ματθαίο. Συμπέραναν από αυτό ότι ο σατανάς έκοψε το κείμενο από φόβο μήπως ο Κύριος αποκριθεί σε αυτόν: Ο Θεός προστατεύει αυτούς που ακολουθούν τους δρόμους του, δηλαδή αυτούς που ακολουθούν την τάξη της φύσης και της Πρόνοιας και όχι εκείνους οι οποίοι βίαια βγαίνουν από αυτήν (L).
Το να ρίξει κάποιος τον εαυτό του από ύψος δεν είναι να πορεύεται στους δρόμους του αλλά να βγαίνει από αυτούς. Ο ανυπάκουος προφήτης (στην Π.Δ) κατασπαράχτηκε από το λιοντάρι, και ο Δανιήλ που υπάκουσε διαφυλάχτηκε από τα σαγόνια των λιονταριών. Αλλά δεν είμαστε βέβαιοι ότι η αποσιώπηση των λέξεων έχει την έννοια αυτή (p).

4.11 καὶ ὅτι ᾽Επὶ χειρῶν ἀροῦσίν σε μήποτε προσκόψῃς πρὸς λίθον τὸν πόδα σου(1).
11 κι ακόμη:Θα σε σηκώσουν στα χέρια, για να μη σκοντάψει το πόδι σου σε καμιά πέτρα».
(1) Κατά βάθος ο συλλογισμός του σατανά είναι συλλογισμός από το ισχυρότερο. Δηλαδή: εάν ο Θεός υπόσχεται να ενεργήσει έτσι σε κάποιον απλό δίκαιο, πόσο μάλλον θα πράξει έτσι για σένα, τον Υιό του;

4.12 καὶ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτῷ ὁ ᾽Ιησοῦς ὅτι Εἴρηται, Οὐκ ἐκπειράσεις κύριον τὸν θεόν σου(1).
12 Ο Ιησούς του απάντησε: «Η Γραφή λέει ότι δεν πρέπει να βάζεις σε δοκιμασία τον Κύριο το Θεό σου».
(1) «Δεν πρέπει κάποιος να βάζει τον εαυτό του σε ολοφάνερους κινδύνους, δοκιμάζοντας αν θα τον βοηθήσει ο Θεός» (Θφ).
«Γιατί ο Θεός δεν χαρίζει τις βοήθειές του σε αυτούς που τον πειράζουν, αλλά σε εκείνους που πιστεύουν σε αυτόν. Γιατί δεν πρέπει, επειδή μας κάνει άξιους της ευσπλαγχνίας του, για αυτό να κάνουμε επίδειξη. Εκτός από αυτό, ο Χριστός ποτέ δεν έκανε θαύμα σε εκείνους που τον δοκιμάζουν. Γιατί λέει· «η κακή γενεά επιθυμεί θαύμα, αλλά θαύμα δεν θα της δοθεί». Αυτό και τώρα ας ακούσει ο σατανάς που τον πειράζει» (Κ).
Αξιοσημείωτη και η επόμενη παρατήρηση: Ο Κύριος χρησιμοποιεί εδώ το Δευτ. στ 16: «οὐκ ἐκπειράσεις Κύριον τὸν Θεόν σου, ὃν τρόπον ἐξεπειράσατε ἐν τῷ Πειρασμῷ.(=Δεν θα θέσης εις πειρασμόν και δοκιμασίαν τον Κυριον, όπως ασεβώς φερόμενος επίκρανες τον Κυριον με τους γογγυσμούς σου στον τόπον εκείνον, ο οποίος ωνομάσθη δια τούτο “Πειρασμός”)». Όταν κάποιος επιθυμεί νέο θαύμα για απόδειξη θείας αποκάλυψης, την ώρα που δόθηκαν σε αυτόν επαρκείς αποδείξεις της πρόνοιας του Θεού για αυτόν, εκπειράζει το Θεό. Έτσι και οι Ισραηλίτες είπαν στην έρημο, όταν πείραξαν το Θεό: Μας έδωσε νερό από την πέτρα. Μήπως μπορεί να μας δώσει και ψωμί;
Και ο Χριστός τώρα κάτι παρόμοιο θα έλεγε, εκπειράζοντας τον Πατέρα του: Απέδειξε ότι είμαι πράγματι Υιός του με την αποστολή του Πνεύματός του στον Ιορδάνη και την άμεση μαρτυρία του με τη φωνή που ήρθε εκεί. Και το θαύμα αυτό ήταν πολύ μεγαλύτερο. Αλλά άραγε μπορεί να διατάξει και τώρα τους αγγέλους του να με σηκώσουν στα χέρια τους, το οποίο είναι θαύμα μικρότερο;

4.13 Καὶ συντελέσας πάντα πειρασμὸν(1) ὁ διάβολος ἀπέστη ἀπ᾽ αὐτοῦ(2) ἄχρι καιροῦ(3).
13 Αφού ο διάβολος τελείωσε με όλους τους πειρασμούς, έφυγε προσωρινά απ’ αυτόν.
(1) Η φράση δεν σημαίνει ολόκληρο τον πειρασμό (=όλο τον πειρασμό) αλλά κάθε είδους πειρασμό (g). Μία ακόμη ένδειξη, ότι πειράστηκε ο Κύριος σε όλες τις σαράντα ημέρες (δες και Μάρκ. α 13) και ότι οι τρεις αναφερθέντες πειρασμοί παρατίθενται ως δείγμα του τι έγινε κατά τις σαράντα αυτές ημέρες (p).
Ο σατανάς άδειασε όλη τη φαρέτρα του. Ο Χριστός έδωσε σε αυτόν την ευκαιρία να πει και να ενεργήσει εναντίον του κάθετί που μπορούσε. Τον άφησε να δοκιμάσει ολόκληρη τη δύναμή του. Και τον νίκησε. Και αν ο Κύριος υπέμεινε κάθε πειρασμό, πώς μπορούμε εμείς να περιμένουμε, ότι θα διαφύγουμε τις δοκιμασίες μας και ότι δεν θα αντικρύσουμε την ώρα του πειρασμού, την καθορισμένη σε εμάς;
(2) «Νικήσαμε λοιπόν με το Χριστό· και αυτός που κάποτε νίκησε τον Αδάμ έφυγε καταντροπιασμένος, για να τον έχουμε εμείς κάτω από τα πόδια μας» (Κ).
Έφυγε από αυτόν, διότι θεώρησε πλέον άσκοπο να τον πειράζει. Δεν είχε σε αυτόν τίποτα. Δεν υπήρχε στο Χριστό κάποια ασθενής πλευρά, ούτε κάποιο αφρούρητο μέρος στο φρούριο της ψυχής του. Και έφυγε. Και ως προς εμάς το ίδιο θα επαναληφθεί. Εάν αντισταθούμε στον διάβολο, θα φύγει από εμάς.
(3) =Μέχρι την κατάλληλη ευκαιρία (b).
«Μέχρι τον κατάλληλο καιρό απομακρύνθηκε από αυτόν, δηλώνοντας ότι μετά από αυτά τον πλησίαζε μέσω των δικών του οργάνων» (Χ).
«Ο διάβολος επιτίθεται στον Κύριο με δύο πάθη, την ηδονή και τη λύπη. Διότι πράγματι επιτέθηκε στον Κύριο με την ηδονή, όπως ακριβώς τώρα στο βουνό· έφυγε όμως από αυτόν για κάποιο καιρό, δηλαδή μέχρι τον καιρό του σταυρού. Διότι τότε επρόκειτο να του επιτεθεί με τη λύπη» (Θφ).
Ανέμεινε ο σατανάς μελλοντική ευκαιρία για επιτυχία της επίθεσής του κατά του Κυρίου. Και τέτοια ευκαιρία ήλθε προ παντός, όταν παραχωρήθηκε να παραδώσει αυτόν ο Ιούδας στα χέρια των εχθρών του. Ότι τότε δόθηκε μοναδική πάλι ευκαιρία στο σατανά να κάνει έφοδο κατά του Κυρίου φαίνεται από τα λόγια στο Ιω. ιδ 30 «έρχεται ο άρχοντας του κόσμου και σε εμένα δεν έχει τίποτα».
Δεν πρέπει παρόλ’ αυτά να υποθέσουμε, ότι ο σατανάς απείχε ολοτελώς στο μεταξύ από κάθε πειρασμό. Τα λόγια του Κυρίου στο Λουκ. κβ 28: «εσείς είστε αυτοί που έχετε μείνει μαζί μου στους πειρασμούς μου» υπαινίσσονται το αντίθετο. Αλλά ο σατανάς φαίνεται ότι ήδη κατά την αρχή της δημόσιας δράσης του Κυρίου και κατόπιν στο τέλος της συγκέντρωσε με μανία όλες τις επιθέσεις του κατά του Κυρίου χρησιμοποιώντας στο μεν όρος τα θέλγητρα άκοπης δόξας και επιτυχίας, στη δε Γεθσημανή την αγωνιώδη λύπη του πάθους (p). Εάν τώρα του επιτέθηκε ως πειραστής, όταν θα έλθει ο κατάλληλος καιρός, θα του επιτεθεί ως διώκτης.

Στίχ. 14-30 . Επίσκεψη στη Ναζαρέτ.
4.14 Καὶ ὑπέστρεψεν ὁ ᾽Ιησοῦς ἐν τῇ δυνάμει τοῦ πνεύματος(1) εἰς τὴν Γαλιλαίαν. καὶ φήμη(2) ἐξῆλθεν καθ᾽ ὅλης(3) τῆς περιχώρου περὶ αὐτοῦ.
14 Ο Ιησούς επέστρεψε γεμάτος με τη δύναμη του Πνεύματος στη Γαλιλαία και η φήμη του διαδόθηκε σε όλα τα περίχωρα.
Ο Λουκάς όπως και οι άλλοι δύο συνοπτικοί, αποσιωπά την αρχική δράση του Κυρίου στην Ιουδαία, αλλά η αφήγησή του, όπως και η αφήγηση εκείνων, υπονοεί αυτήν. Και οι τρεις συνδέουν την έναρξη της δράσης στη Γαλιλαία με το βάπτισμα και τον πειρασμό, ενώ από την άλλη ο Ματθαίος και ο Μάρκος σημειώνουν ότι με ευκαιρία την φυλάκιση του Βαπτιστή αναχώρησε ο Χριστός από την Ιουδαία στη Γαλιλαία (Ματθ. δ 12,Μάρκ. α 14). Αλλά κανείς από τους δύο αυτούς δεν βεβαιώνει ή και απλώς υπαινίσσεται, ότι ο Ιωάννης φυλακίστηκε αμέσως μετά τον πειρασμό στην έρημο. Από το τέταρτο όμως ευαγγέλιο μαθαίνουμε, ότι ανάμεσα στον πειρασμό στην έρημο και την φυλάκιση του Ιωάννη, παρεμβλήθηκε αρκετό χρονικό διάστημα και ότι κατά τη διάρκεια αυτού ο Κύριος ήλθε στη Γαλιλαία και επέστρεψε πάλι στην Ιουδαία (Ιω. β 13). Ως προς το τμήμα του ευαγγελίου το Δ΄14-Θ΄50 δεν διακρίνεται με σαφήνεια κάποιο σχέδιο και είναι αμφίβολο, εάν οι διαιρέσεις σε αυτό που έγιναν από τους ερμηνευτές, ανταποκρίνονται στη σειρά, την οποία είχε στο νου του ο ευαγγελιστής. Η παρακάτω παρ’ όλα αυτά διαίρεση μπορεί να υποβοηθήσει στην πληρέστερη κατανόηση του όλου τμήματος: α) δ 14-44, Η δράση του Ιησού μέχρι την κλήση των πρώτων μαθητών· β) ε 1-στ 11, Η δράση μέχρι την ανάδειξη των δώδεκα· γ) στ 12-η 56, Η δράση μέχρι την αποστολή των 12, δ) θ 1-50, Η δράση μέχρι την αναχώρηση για τα Ιεροσόλυμα.
(1) «Όταν επρόκειτο να παλέψει στον πειρασμό με τον διάβολο, δύο φορές ονομάζεται το πνεύμα χωρίς καμία προσθήκη· όταν όμως, αφού αγωνίστηκε νίκησε… πρόσεξε την ακρίβεια της Γραφής, τι λέει για το Πνεύμα, ότι ο Ιησούς επέστρεψε με τη δύναμη του Πνεύματος και πρόσθεσε «με τη δύναμη» λόγω του αθλητή που είχε νικήσει» (Ω). Τον είχε κυριεύσει τόσο πολύ το Πνεύμα, ώστε όλα τα λόγια του και όλες οι πράξεις του αποδείκνυαν την ύπαρξη του Πνεύματος μέσα του (ο). Η πρόθεση «εν» εδώ, φανερώνει την κατάσταση, στην οποία επέστρεψε έχοντας μέσα του τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος, γεμάτος με αυτήν (δ)· «για να μάθουμε, ότι αυτός που νίκησε το διάβολο, ενδυναμώνεται πλέον από το θείο Πνεύμα» (Ζ). «Αφού επικράτησε λοιπόν του σατανά και στεφάνωσε μέσω του εαυτού του την ανθρώπινη φύση με τα έπαθλα εναντίον εκείνου, γύρισε στη Γαλιλαία, χρησιμοποιώντας την ενέργεια και τη δύναμη (του Πνεύματος) και εκτελούσε πολλά θαύματα και προκαλούσε πολύ θαυμασμό. Έκανε όμως τα θαύματα, όχι επειδή έπαιρνε την χάρη του Πνεύματος από έξω και δανεισμένη, όπως ακριβώς και οι άγιοι, αλλά επειδή μάλλον ήταν ο ίδιος φυσικός και αληθινός Υιός του Θεού και Πατέρα και είχε ως προσωπική του κληρονομιά όσα ήταν του Πατέρα» (Κ).
(2) Ο Ιωάννης λέει ότι «όταν ήλθε στη Γαλιλαία τον δέχτηκαν οι Γαλιλαίοι αφού είχαν δει όλα όσα έκανε στα Ιεροσόλυμα στη γιορτή» (Ιω. δ 45). Η φήμη λοιπόν οφειλόταν και στα θαύματα που έγιναν κατά τη δράση στην Ιουδαία.
(3) Η πρόθεση «κατά» δηλώνει την έκταση=σε όλα τα περίχωρα της Γαλιλαίας (δ).

4.15 καὶ αὐτὸς(1) ἐδίδασκεν(2) ἐν ταῖς συναγωγαῖς(3) αὐτῶν, δοξαζόμενος(4) ὑπὸ πάντων.
15 Δίδασκε στις συναγωγές τους και τον τιμούσαν όλοι.
(1) Έγινε γνωστός όχι μόνο από τη φήμη, αλλά και από τον εαυτό του (b).
(2) Ο παρατατικός δηλώνει αυτό που συνήθως έκανε κατά την περίοδο αυτή (p).
(3) Οι συναγωγές ήταν πρωτίστως τόποι διδασκαλίας (Λουκ. ιγ 10,Ιω. ιη 20,Πράξ. ιγ 27,ιε 21 κλπ.). Είναι άξιο σημείωσης ότι και εδώ, όπως και αλλού, τονίζεται η διδασκαλία μάλλον παρά η λατρεία στις συναγωγές (p).
(4) «Δοξαζόταν από τους όχλους που δεν είχαν πονηρία» (Ζ). Το «δοξαζόμενος» αναφέρεται στην έκτακτη διδασκαλία, όπως το «φήμη» στις υπερφυσικές ενέργειές του (L).

4.16 Καὶ ἦλθεν εἰς την Ναζαρέτ(1), οὗ ἦν τεθραμμένος(2), καὶ εἰσῆλθεν κατὰ τὸ εἰωθὸς αὐτῷ(3) ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῶν σαββάτων εἰς τὴν συναγωγήν, καὶ ἀνέστη(4) ἀναγνῶναι(5).
16 Ύστερα ήρθε στη Ναζαρέτ, όπου είχε μεγαλώσει. Το Σάββατο πήγε όπως συνήθιζε στη συναγωγή και σηκώθηκε να διαβάσει τις Γραφές.
(1) Παραμένει αμφίβολο, εάν ο Λουκάς εδώ αφηγείται την ίδια επίσκεψη στη Ναζαρέτ, η οποία αναφέρεται στα Ματθ. ιγ 53-58 και Μάρκ. στ 1-6 (p). Μάλλον δεν πρέπει να συγχέονται οι δύο αυτές επισκέψεις, αφού αυτή που εξιστορούν οι δύο άλλοι συνοπτικοί, έγινε προφανώς αργότερα (δ).
(2) Ήλθε για να δώσει πίσω την αμοιβή στην πόλη που τον ανέθρεψε, όπου πέρασε τα χρόνια μέχρι την ώριμη ηλικία του (b), «για να διδάξει και εμάς, πρώτα να ευεργετούμε τους δικούς μας και αυτούς να διδάσκουμε, και έπειτα να ξεχύνουμε τη φιλανθρωπία και στους υπόλοιπους» (Θφ). Το «όπου ήταν αναθρεμμένος» λοιπόν γράφεται, για να δείξει τον λόγο της έλευσης του Μεσσία στην πόλη αυτήν (δ).
(3) Σύμφωνα με τη συνήθειά του. Αναφέρεται στην προηγούμενη μακροχρόνια διαμονή του από την παιδική του ηλικία (δ). Βλέπουμε από εδώ ποια ήταν η συνήθεια του Ιησού όταν ακόμη ήταν νέος στη Ναζαρέτ πριν το βάπτισμά του (b).
(4) Με το ότι σηκώθηκε, φανέρωνε, ότι επιθυμούσε να διαβάσει μπροστά στη σύναξη (b). Ή, όρθια στάση ήταν η συνηθισμένη κατά την ανάγνωση στη συναγωγή, με εξαίρεση μόνο, όταν κατά τη γιορτή των Πουρίμ διαβαζόταν το βιβλίο της Εσθήρ, οπότε ο αναγνώστης μπορούσε να καθίσει. Εδώ έχουμε την μόνη περίπτωση, κατά την οποία αναφέρεται στα ευαγγέλια, ότι ο Κύριος διάβασε στη συναγωγή (p). Όταν ο Έσδρα άνοιξε το βιβλίο του νόμου, όλος ο λαός στάθηκε όρθιος για να ακούσει (Νεεμ. η 5). Έτσι τώρα έπραξε και ο Κύριος, προκειμένου να διαβάσει την περικοπή του προφήτη.
(5) Πρώτα διαβαζόταν περικοπή από το νόμο και έπειτα άλλη περικοπή από τους προφήτες. Την ώρα λοιπόν που η περικοπή διαβαζόταν από το εβραϊκό πρωτότυπο, μεταφραζόταν στην αραμαϊκή (Νεεμ. η 8) ή στην ελληνική στα μέρη όπου γενικώς μιλιόταν η ελληνική. Η μετάφραση αυτή γινόταν ανά ένα στίχο, αλλά στην ανάγνωση της περικοπής από τους προφήτες μπορούσαν με τη μία να διαβάζονται 3 στίχοι, για αυτό και ο Κύριος διαβάζει τώρα 2 στίχους από τον Ησαΐα. Μετά από αυτό ακολουθούσε ευρύτερη ανάπτυξη ή λόγος ενισχυτικός. Ως αναγνώστης, μεταφραστής και κήρυκας ήταν δυνατόν να χρησιμοποιηθούν ένα μόνο ή δύο ή και τρία πρόσωπα. Εδώ ο Κύριος υπήρξε ο αναγνώστης και ο κήρυκας, ίσως και ο μεταφραστής, εάν δεχτούμε ότι οι κάτοικοι της Ναζαρέτ αγνοούσαν τελείως την ιερή γλώσσα του κειμένου (p). Ο Jahn λέει, ότι το πρόσωπο, το οποίο διάβαζε, έβαζε πάνω στο κεφάλι του, όπως γίνεται αυτό και μέχρι σήμερα, ένα κάλυμμα που ονομαζόταν ταλλίθ. Αυτό επίσης υπαινίσσεται ο Παύλος στο Β΄ Κορ. γ 15 (ο).

4.17 καὶ ἐπεδόθη αὐτῷ βιβλίον ᾽Ησαΐου τοῦ προφήτου(1), καὶ ἀναπτύξας(2) τὸ βιβλίον εὗρε τὸν τόπον(3) οὗ ἦν γεγραμμένον,
17 Του έδωσαν το χειρόγραφο με τα λόγια του προφήτη Ησαΐα. Ο Ιησούς το ξετύλιξε και βρήκε το σημείο όπου ήταν γραμμένο το εξής:
(1) Η ανάγνωση του Παρασχά ή της περικοπής του νόμου πιθανότατα είχε προηγηθεί και είχε συντελεστεί ίσως από άλλον αναγνώστη. Τώρα θα διαβαζόταν το Χαφθαρά, δηλαδή η προφητική περικοπή (Πράξ. ιγ 15). Ότι η περικοπή του Ησαΐου (ξα 1,2) ήταν η καθορισμένη από πριν ως ανάγνωσμα περικοπή της ημέρας, είναι τελείως αβέβαιο. Αγνοούμε μάλιστα, εάν κατά την εποχή αυτή υπήρχε κάποιος κύκλος προφητικών αναγνωσμάτων, καθορισμένος για την ανάγνωση σε ορισμένες ημέρες, όπως σε εμάς τώρα κύκλος των ευαγγελίων και των αποστόλων. Ο κύκλος των αναγνωσμάτων στις συναγωγές, που χρησιμοποιείται σήμερα στους Ιουδαίους, έγινε πολύ αργότερα. Και συνεπώς αποβαίνει μάταιη προσπάθεια με τη βάση του σημερινού αναγνωστικού των Ιουδαίων να αναζητούμε τον καθορισμό της ημέρας, κατά την οποία έγινε από τον Κύριο η ανάγνωση αυτή στη Ναζαρέτ (p).
(2) Το βιβλίο αυτό ήταν τυλιγμένο σε κυλινδρικό σχήμα, για αυτό και ο Σωτήρας το άπλωσε, δηλαδή το ξετύλιξε (δ). Υπάρχει και η γραφή ανοίξας. Με την γραφή αναπτύξας, περιγράφεται ακριβέστερα αυτό που έγινε, και ίσως προήλθε αυτή η γραφή από διόρθωση της γραφής ανοίξας, η οποία υποστηρίζεται από αρκετά μεγαλογράμματα χειρόγραφα. Το αναπτύξας λέγεται μοναδική φορά. Είναι αξιοσημείωτη και η παρατήρηση: Άνοιξε το βιβλίο. Τα βιβλία της Π.Δ. ήταν από μία άποψη κλειστά και σφραγισμένα, μέχρις ότου ο Χριστός άνοιξε αυτά (Ησ. κθ 11). Είναι άξιο το αρνί το σφαγμένο «να πάρει το βιβλίο και να ανοίξει τις σφραγίδες του», διότι μπορεί να αναπτύξει όχι μόνο το βιβλίο, αλλά και το νόημά του.
(3) «Βρήκε όχι αυτό που έτυχε, αλλά αυτό που ήθελε αυτός. Μη νομίζεις δηλαδή, ότι από σύμπτωση, όταν άνοιξε το βιβλίο, βρέθηκε το μέρος εκείνο» (Θφ), αλλά «σύμφωνα με θείο σχέδιο βρήκε αμέσως τα ρητά τα σχετικά με τη θεότητά του» (Ζ), «και διάλεξε προφητικό ρητό, το οποίο έλεγε για το μυστήριο σχετικά με αυτόν» (Κ).

4.18 (1)Πνεῦμα κυρίου ἐπ᾽ ἐμέ(2), οὗ εἵνεκεν(3) ἔχρισέ με(4) εὐαγγελίσασθαι πτωχοῖς(5), ἀπέσταλκέν(6) με, ἰάσασθαι(7) τοὺς συντετριμμένους τὴν καρδίαν(8)
18 Το Πνεύμα του Κυρίου με κατέχει, γιατί ο Κύριος με έχρισε και μ’ έστειλε
ν’ αναγγείλω το χαρμόσυνο μήνυμα στους φτωχούς να θεραπεύσω τους συντριμμένους ψυχικά.
(1) Η παράθεση του χωρίου γίνεται ελεύθερα από τους Ο΄ και ίσως από μνήμης. Στο πρωτότυπο ο προφήτης βάζει στο στόμα του ιδεώδους Δούλου του Ιεχωβά χαρμόσυνο μήνυμα προς αυτούς που βρίσκονταν αιχμάλωτοι, υποσχόμενος σε αυτούς απελευθέρωση και επιστροφή στην Ιερουσαλήμ που θα ήταν αποκαταστημένη στην προηγούμενή της κατάσταση και η χαρά από αυτήν την απελευθέρωση και επιστροφή, συγκρίνεται με τη χαρά του ιωβιλαίου έτους. Είναι προφανές ότι και οι δύο εικόνες, η επάνοδος από την εξορία και η άφεση κατά το ιωβιλαίο έτος, θαυμάσια εκφράζουν το απολυτρωτικό έργο του Χριστού (p). Το κείμενο παρ’ όλα αυτά δεν μιλά ξεκάθαρα και συγκεκριμένα για την επιστροφή από την Βαβυλωνιακή αιχμαλωσία, αλλά για την ένδοξη περίοδο, που υποσχέθηκε στον Ισραήλ. Η έννοια λοιπόν είναι πράγματι μεσσιακή (L).
(2) «Το Πνεύμα, λέει, το οποίο υπάρχει κατά τρόπο φυσικό μέσα σε μένα, επειδή έχουμε την ίδια ουσία της θεότητας, αυτό ήλθε σε μένα και από έξω· όπως ακριβώς και στον Ιορδάνη επιφοίτησε με τη μορφή περιστεριού». «Επειδή δηλαδή είναι Θεός και άνθρωπος ταυτόχρονα, ο ίδιος δίνει, από τη μία, με τρόπο θεϊκό το Πνεύμα στην κτίση και δέχεται, από την άλλη, αυτό, από τον Θεό και Πατέρα κατά την ανθρώπινη φύση του, αυτός που αγιάζει όλη την κτίση» (Κ). Επαναπαύεται στον Μεσσία το Πνεύμα το Άγιο του Θεού, για να ενισχύσει αυτόν στην εκπλήρωση του έργου του (δ). Όλες οι χάρες και οι δωρεές του Πνεύματος δόθηκαν σε αυτόν, όχι με μέτρο όπως στους υπόλοιπους προφήτες, αλλά χωρίς μέτρο. Δες Ιω. γ 34. Ήλθε ο Μεσσίας με τη δύναμη του Πνεύματος (Λουκ. δ 14).
(3) Η έκφραση αυτή βρίσκεται και στους Ο΄ στο χωρίο αυτό του Ησαΐου και στο Γεν. κβ 15, ως μετάφραση λέξης εβραϊκής, την οποία αλλού οι Ο΄ μεταφράζουν με το «διότι». Το μόριο λοιπόν εδώ είναι αιτιολογικό και δείχνει την αιτία για την οποία το Πνεύμα επαναπαύεται στον Μεσσία (δ). Ο ιωνικός τύπος «είνεκεν» υπάρχει και στο Λουκ. ιη 29,Πράξ. κη 20,Β΄Κορ. γ 10. Το «ένεκεν» όμως είναι ο συνηθέστατος τύπος (p).
(4) «Αυτά τα λέει, ο Λόγος του Θεού που έγινε άνθρωπος· ενώ δηλαδή είναι Θεός αληθινός από τον αληθινό Θεό και Πατέρα και αφού έγινε για μας άνθρωπος χωρίς να υποστεί αλλαγή, χρίστηκε μαζί με μας με το λάδι της αγαλλίασης, όταν επιφοίτησε πάνω του στον Ιορδάνη το Πνεύμα με τη μορφή περιστεριού. Διότι από παλιά μεν χρίονταν συμβολικά οι βασιλιάδες και οι ιερείς, κερδίζοντας από αυτό κάποια μετοχή στον αγιασμό· αυτός όμως που έγινε για μας άνθρωπος, χρίστηκε με το νοητό λάδι της αγαλλίασης και με την ίδια την επιφοίτηση του Πνεύματος» (Κ).
(5) «Λέει για τον εαυτό του ότι στάλθηκε να ευαγγελιστεί τους φτωχούς, δηλαδή τους εθνικούς και άπιστους, που δεν έχουν τον πλούτο τον πνευματικό και είναι γυμνοί από όλα, από προφητεία, από ναό και τα όμοια… Διότι αυτοί ήταν φτωχοί, αφού δεν είχαν τίποτα, ούτε Θεό γνώριζαν, ούτε νόμο, ούτε προφήτες» (Ω), «αυτοί που άλλοτε είχαν αρρωστήσει με την αρρώστια της φτώχιας κάθε αγαθού, που δεν είχαν ελπίδα και ήταν άθεοι στον κόσμο» (Κ). Ή, πιο σωστά, το «πτωχοί» περιλαμβάνει όχι μόνο τους εθνικούς, αλλά και τους Ιουδαίους, «που ήταν φτωχοί στην αρετή, στους οποίους όλους μαζί ευαγγελίστηκε την ευσέβεια και τον ενάρετο τρόπο ζωής μέσω του ευαγγελίου» (Ζ).
(6) «Όπως ακριβώς το «με έχρισε» αρμόζει στην ανθρώπινη φύση του· διότι χρίεται όχι η θεία φύση αλλά αυτό που είναι ίδιο γένος με μας· έτσι και το «με έστειλε» πρέπει να το θεωρήσουμε ότι αναφέρεται στην ανθρώπινη φύση» (Κ). Σε Παρακείμενο χρόνο διότι το αποτέλεσμά του διαρκεί ακόμη (=και να! Είμαι παρών)(δ). Χρησιμοποίησε ο ευαγγελιστής το αποστέλλω για την αποστολή του Γαβριήλ (α 19,26)· εδώ και στο στ. 43 έχουμε αυτό για την αποστολή του Χριστού· στο ζ 27 για τον Πρόδρομο και στο θ 2 για τους 12. Ενώ το πέμπω έχει έννοια γενικότερη και δεν υπονοεί ειδική σχέση μεταξύ αυτού που στέλνει και αυτού που στέλνεται, το αποστέλλω προσθέτει την ιδέα της αποστολής με κύρος, η οποία καθιστά τον σταλμένο αντιπρόσωπο του αποστολέα. Χρησιμοποιείται παρ’ όλα αυτά με παρόμοια έννοια και το πέμπω (δες Λουκ. κ 13,11,12 κλπ.)(p).
(7) Ολόκληρη η φράση παραλείπεται από τους κώδικες σιναϊτικό, βατικανό και κάποιους άλλους.
(8) Εκείνους «των οποίων η καρδιά συντρίφτηκε από το βάρος της αμαρτίας» (Ζ)· «αυτούς που είναι αδύναμοι και έχουν νου που συντρίβεται εύκολα και δεν μπορούν να αντισταθούν στις επιθέσεις των παθών… Σε αυτούς υπόσχεται θεραπεία και άφεση» (Κ).

4.19 κηρύξαι αἰχμαλώτοις(1) ἄφεσιν καὶ τυφλοῖς(1) ἀνάβλεψιν, ἀποστεῖλαι τεθραυσμένους ἐν ἀφέσει(2),κηρύξαι ἐνιαυτὸν κυρίου(3) δεκτόν(4).
19 Στους αιχμαλώτους να κηρύξω απελευθέρωση και στους τυφλούς ότι θα βρουν το φως τους, να φέρω λευτεριά στους τσακισμένους, να αναγγείλω του καιρού τον ερχομό που ο Κύριος θα φέρει τη σωτηρία στο λαό του.
(1) Κατά γράμμα το μεν «αιχμάλωτοι» εφαρμόζεται σε αυτούς που στην εξορία και σε πόλεμο στερήθηκαν την ελευθερία τους, ενώ το «τυφλούς» σε όσους από αυτούς τυφλώθηκαν σωματικά είτε από τους εχθρούς, είτε έχασαν το φως τους λόγω της μακράς φυλάκισής τους στο σκοτάδι (p). Η πνευματική όμως έννοια του ημιστιχίου= «στους αιχμαλώτους, από τη μία, οι οποίοι αιχμαλωτίστηκαν στην ψυχή από τον διάβολο, στους τυφλούς, από την άλλη, που τυφλώθηκαν στο νου από τα πάθη» (Ζ). Η αιχμαλωσία αυτή άρχισε στην ίδια την πηγή του ανθρωπίνου γένους, πριν ακόμη ξεπηδήσει από αυτήν κάποιο ρεύμα. Ο πρώτος άνθρωπος πριν ακόμη αποκτήσει απόγονο, έγινε δούλος και αιχμάλωτος της αμαρτίας. Ο μέγας αιχμαλωτιστής είναι ο Σατανάς, ο εχθρός του Θεού και του ανθρώπου. Χρησιμοποιεί τον κόσμο και την σάρκα και σύρει τους αιχμαλώτους του με τον βόρβορο. «Κήρυξε λοιπόν και στους αιχμαλώτους άφεση, την οποία και ενήργησε, αφού έδεσε τον ισχυρό, τον σατανά που τυραννικά καταδυνάστευε το γένος μας και αφού άρπαξε τα σκεύη του, εμάς δηλαδή». «Και αυτούς που από παλιά είχαν στην καρδιά το σκοτάδι από τον διάβολο, τους ανέδειξε λαμπρούς, σαν να ανέτειλε ένας ήλιος δικαιοσύνης και τους κατέστησε γιους όχι πλέον νύχτας και σκοταδιού, αλλά φωτός και ημέρας, σύμφωνα με τον λόγο του Παύλου. Και αυτοί που ήταν τυφλοί (διότι τύφλωσε τις καρδιές τους ο αποστάτης) είδαν πάλι και κατανόησαν την αλήθεια» (Κ). Το ευαγγέλιο του Μεσσία είναι μήνυμα και διακήρυξη ελευθερίας, όπως ήταν αυτό που δόθηκε στον Ισραήλ στην Αίγυπτο και την Βαβυλώνα. Με την αξιομισθία του Χριστού οι αμαρτωλοί ελευθερώνονται από τα δεσμά της ενοχής και μέσω του Πνεύματος και της χάρης από τις αλυσίδες της διαφθοράς. Είναι απελευθέρωση από την χειρότερη δουλεία, την οποία απολαμβάνουν όλοι όσοι καθιστούν τον Ιησού κεφαλή τους και θέλουν να κυβερνιούνται από αυτόν. Ο Μεσσίας ακόμη ήλθε όχι μόνο με τον λόγο του ευαγγελίου του να φέρει το φως σε αυτούς που κάθονταν στο σκοτάδι, αλλά και με τη δύναμη της χάρης του να δώσει την όραση σε όσους ήταν τυφλοί. Όχι μόνο στους εθνικούς, αλλά και σε κάθε τυφλωμένη ψυχή, η οποία βρίσκεται όχι μόνο κάτω από την δουλεία, αλλά και σε τύφλωση.
(2) Το ρητό αυτό έχει παρθεί από το Ησ. νη 6 και έχει λεχθεί με άλλη σειρά. Και είτε ο ευαγγελιστής, αναφέροντας από μνήμης την προφητεία, το παρέμβαλλε επειδή έχει πολλή ομοιότητα με τις προηγούμενες και επόμενες εκφράσεις (δ). Είτε ως παράλληλο χωρίο είχε γραφεί στο περιθώριο κάποιων χειρογράφων και από εκεί μπήκε σε κάποιους κώδικες και στο ίδιο το κείμενο (g). Συντριμμένοι είναι αυτοί που έχουν κατάγματα από πληγές. Εδώ η έννοια= «Να δώσω την ελευθερία σε αυτούς που είχαν συντριφτεί από την τυραννία των δαιμόνων» (Ζ)· «να στείλω ελεύθερους, αυτούς που τους συνέτριψε ο σατανάς ραβδίζοντάς τους νοερά» (Κ) και από τις αμαρτίες τους αδυνατούσαν να ορθοποδήσουν και να προχωρήσουν στον δρόμο της αρετής (δ).
(3) Ή, «ενιαυτόν (=χρόνος, περίοδος) είπε τον καιρό, κατά τον οποίο δίδασκε και θαυματουργούσε» (Ζ), «κατά τον οποίο γινόταν το κήρυγμα του σωτήρα, ή, κατά τον οποίο ο αμνός ο αληθινός προσφερόταν για την αμαρτία του κόσμου» (Ω). Αυτό όμως επειδή το παρανόησαν οι Ουαλεντιανοί, όπως και ο Κλήμης (Στρωμ. Α,ΧΧΙ,145,3) και ο Ω. επιχείρησαν να χρησιμοποιήσουν το χωρίο για να αποδείξουν ότι το κήρυγμα του Σωτήρα είχε διάρκεια ένα έτος (δ) ή, πιο σωστά, σημαίνει την όλη εποχή του Μεσσία (p), την όλη περίοδο της πάνω στη γη εργασίας του Κυρίου και ολόκληρο τον τωρινό αιώνα μετά τον ερχομό του (δ). «Δεκτός χρόνος είναι οπωσδήποτε εκείνος, κατά τον οποίο δεχτήκαμε την οικείωση με αυτόν, αφού ξεπλύναμε την αμαρτία με το άγιο βάπτισμα και γίναμε κοινωνοί της θείας του φύσης, μετέχοντας στο Άγιο Πνεύμα… τον οποίο χρόνο βεβαίως και ο πάνσοφος Παύλος τον ανήγγειλε λέγοντας: Να, τώρα είναι καιρός ευπρόσδεκτος, να, τώρα είναι ημέρα σωτηρίας» (Κ).
(4) Ή, «επιθυμητός στους δίκαιους και αγαπητός, τον οποίο δέχονται με χαρά όλοι όσοι εργάζονται εδώ» (Θφ). Ή «τον ονόμασε δεκτό, διότι ο πατέρας τον αποδέχτηκε με χαρά περισσότερο από κάθε άλλον ενιαυτό· διότι σε αυτόν βλάστησε η σωτηρία όλων των ανθρώπων» (Ζ), και «γίναμε τότε δεκτοί από το Θεό και Πατέρα» (Κ). Ή, πιο σωστά, εποχή ευπρόσδεκτη, ευχάριστη, αγαπητή γενικά στο Θεό και τους ανθρώπους, διότι σε αυτήν ο μεν Θεός χαίρεται δείχνοντας την πατρική του αγαθότητα, οι δε άνθρωποι χαίρονται παίρνοντας άφεση και λύτρωση με τη μετάνοια (δ). Ο Μεσσίας ήλθε να καταστήσει γνωστό στον κόσμο, ότι ο Θεός ευαρεστείται να συμφιλιωθεί με τους ανθρώπους, οι οποίοι τον είχαν παροργίσει και να συνάψει με αυτούς νέα διαθήκη. Υπαινίσσεται η φράση «ενιαυτόν Κυρίου δεκτόν», το ιωβιλαίο έτος ή το έτος της άφεσης, το επιθυμητό στους δούλους, οι οποίοι σε αυτό ελευθερώνονταν· το επιθυμητό στους χρεώστες, εναντίον των οποίων οι εκτελέσεις των δανειστών ανακόπτονταν και τα χρέη χαρίζονταν· επιθυμητό και σε αυτούς που υποθήκευαν τη γη τους, διότι σε αυτό το έτος ελευθερωνόταν αυτή. Ο Χριστός ήλθε να σαλπίσει την σάλπιγγα του ιωβιλαίου. Και ευτυχής ο λαός που ξέρει να δοξάζει με αλαλαγμούς» (Ψαλμ. πη 16) και ο οποίος ακούει τον χαρμόσυνο ήχο αυτής της σάλπιγγας.

4.20 καὶ(1) πτύξας τὸ βιβλίον(2) ἀποδοὺς(3) τῷ ὑπηρέτῃ(4) ἐκάθισε(5)· καὶ πάντων οἱ ὀφθαλμοὶ ἐν τῇ συναγωγῇ ἦσαν ἀτενίζοντες(6) αὐτῷ.
20 Ύστερα τύλιξε το χειρόγραφο, το έδωσε στον υπηρέτη και κάθισε. Τα μάτια όλων στη συναγωγή ήταν προσηλωμένα πάνω του.
(1) Η δραματική αυτή εικόνα, που περιγράφει και τις ελάχιστες πράξεις και κινήσεις του Ιησού και του πλήθους που τον άκουγε, προέρχεται από την αφήγηση αυτόπτη (g), από την οποία άντλησε ο Λουκάς.
(2) Τύλιξε ο Κύριος το προφητικό βιβλίο (δ).
(3) Η πρόθεση «από» υπονοεί ότι ο υπηρέτης ή χαζζάν είχε προηγουμένως δώσει το βιβλίο, ο οποίος τώρα το πήρε πάλι (p).
(4) Πιθανότατα σημαίνει αυτόν που διακονούσε συνήθως στη συναγωγή. Ήταν μεταξύ των καθηκόντων του χαζζάν να παίρνει τις Γραφές από την κιβωτό και να εναποθέτει πάλι αυτές εκεί. Αυτός δίδασκε τα παιδιά να διαβάζουν και μαστίγωνε αυτούς που τιμωρούνταν στις συναγωγές σύμφωνα με το Ματθ. ι 17. Μία ρωμαϊκή επιτάφια επιγραφή Ιουδαίου που κατείχε το αξίωμα αυτό, έχει ως εξής: Φλάβιος Ιουλιανός υπηρέτης, Φλαβία Ιουλιανή κόρη του πατέρα, ας είναι με ειρήνη η κοίμησή σου. Ο χαζζάν της συναγωγής έγινε ο διάκονος ή υποδιάκονος της χριστιανικής εκκλησίας (p).
(5) Αυτή ήταν η συνηθισμένη στάση αυτού που δίδασκε ή κήρυττε και στις συναγωγές υπήρχε συνήθως μία εξέχουσα έδρα για τον σκοπό αυτόν. Και σε άλλες περιπτώσεις βρίσκουμε τον Κύριο να κάθεται και να διδάσκει (Λουκ. ε 3,Ματθ. ε 1,Μάρκ. δ 1,Ιω. η 2), ομοίως επίσης και τους μαθητές (Πράξ. ιστ 13)(p).
(6) Το ατενίζω είναι αγαπημένη λέξη του Λουκά (g). Βρίσκεται μία ακόμη φορά στο ευαγγέλιο (κβ 56) και 10 φορές στις Πράξεις (δ). Το τεταμένο τους ενδιαφέρον προκλήθηκε από τη φήμη του ως διδασκάλου και θαυματουργού, καθώς και από το ότι είχε ανατραφεί μεταξύ τους (p) και ήθελαν να ακούσουν πώς θα μπορέσει ο μέχρι τότε θεωρούμενος ανάμεσά τους άσημος σε όλα, να ερμηνεύσει τόσο σπουδαίο χωρίο (δ). Ίσως το ενδιαφέρον τους προκλήθηκε και από το βλέμμα του Ιησού και από τον τρόπο της ανάγνωσής του. Ο αναλυτικός παρατατικός φανερώνει το συνεχόμενο της ενέργειας (p).

4.21 ἤρξατο(1) δὲ λέγειν πρὸς αὐτοὺς ὅτι(2) σήμερον πεπλήρωται(3) ἡ γραφὴ(4) αὕτη ἐν τοῖς ὠσὶν ὑμῶν(5).
21 Άρχισε τότε να τους λέει: «Σήμερα βρίσκει την εκπλήρωσή της η προφητεία που μόλις ακούσατε».
(1) Το «άρχισε» δεν είναι πλεονασμός. Αναφέρεται στη σοβαρότητα της στιγμής, κατά την οποία τα λόγια του Κυρίου έσπασαν τη σιγή της αναμονής αυτών που ήταν στη συναγωγή. Δες ζ 24,ια 29,ιβ 1,ιδ 18 (p).
(2) Όσα ακολουθούν πρέπει να θεωρηθούν ως περίληψη των όσων είπε ο Κύριος. Ο ευαγγελιστής μας δίνει το κύριο θέμα του λόγου του. Οδηγούμαστε να δεχτούμε, ότι είπε πολύ περισσότερα, ίσως μάλιστα και να εξήγησε λεπτομερώς σε αυτούς τα όσα τον αφορούσαν. Δες και Λουκ. κδ 27 (p).
(3) «Με αυτά τα λόγια παρουσίασε τον εαυτό ολοκάθαρα ότι είναι ο προφητευμένος από την προφητεία» (Κ), «και ότι αυτός είναι για τον οποίον έχουν αυτά γραφτεί» (Θφ). Τώρα αυτός ο ίδιος εκπληρώνει αναγγέλλοντας στα αυτιά των Ναζαρηνών την έλευσή του (δ). Η ερμηνεία την οποία έκανε σε αυτούς για την προφητεία, ήταν συγχρόνως και εκπλήρωση της προφητείας. Διότι η φωνή αυτού, για τον οποίο ο προφήτης έγραψε, ηχούσε στα αυτιά τους (p).
(4) Το χωρίο αυτό της Γραφής. Δες Μάρκ. ιβ 10,Ιω. ζ 42 κλπ. Διότι για να δηλωθεί η Γραφή ως σύνολο χρησιμοποιείται ο πληθυντικός οι Γραφές. Δες Λουκ. κδ 27,32,45,Ματθ. κα 42,κβ 29,κστ 54,56,Μάρκ. ιβ 24 κλπ.) (p).
(5) Αυτά που υποσχόταν η προφητεία πραγματοποιούνται με όσα άκουγαν τη στιγμή εκείνη (g).

4.22 Καὶ πάντες ἐμαρτύρουν(1) αὐτῷ καὶ ἐθαύμαζον(2) ἐπὶ τοῖς λόγοις τῆς χάριτος(3) τοῖς ἐκπορευομένοις ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ, καὶ ἔλεγον(4), οὐχ ούτος εστίν ο υιός ᾽Ιωσὴφ(5) οὗτος;
22 Όλοι συμφωνούσαν μαζί του· θαύμαζαν για τα γεμάτα χάρη λόγια που έβγαιναν από το στόμα του, και ρωτούσαν: «Αυτός δεν είναι ο γιος του Ιωσήφ;»
(1) Ή, έδιναν μαρτυρία για αυτόν, όχι για όσα είπε για τον εαυτό του, αλλά για το ότι όσα η φήμη έλεγε για τη δύναμή του ως δασκάλου, ήταν αληθινά (p). Ή, όλοι έδιναν αγαθή μαρτυρία για αυτόν βεβαιώνοντας ότι κήρυξε άριστα (δ).
(2) Το ρήμα εκφράζει έκπληξη και απορία μάλλον παρά πραγματικό θαυμασμό (p). Θαύμαζαν και επικροτούσαν την ευγλωττία, χωρίς να εγκολπώνονται την διδασκαλία (L).
(3) Γενική της ιδιότητας, που συχνά συναντιέται στα συγγράμματα που βρίσκονται κάτω από την επίδραση της εβραϊκής γλώσσας και σύνταξης. Δες οικονόμους της αδικίας (Λουκ. ιστ 8), κριτής της αδικίας (Λουκ. ιη 6), ακροατής επιλησμοσύνης (Ιακ. α 25), κριτές διαλογισμών πονηρών (Ιακ. β 4). Στην εβραϊκή χρησιμοποιείται η σύνταξη αυτή όχι μόνο λόγω της έλλειψης επαρκούς αριθμού επιθέτων, αλλά και λόγω της ζωηρότητας της έκφρασης που χαρακτηρίζει τις ανατολικές γλώσσες (p). Η έννοια της φράσης: Ή για τους γεμάτους χάρη και γλυκύτητα λόγους· η χάρη αναφέρεται κυρίως στην υφή και πλοκή του λόγου και κατά δεύτερο λόγο στο περιεχόμενο (δ). Ή για τα μεστά θελγήτρου και χρίσματος λόγια (L), με τα οποία η θεία χάρη ξεχυνόταν εύκολα και πλούσια στα αυτιά των ακροατών, οι οποίοι παρ’ όλα αυτά εκπλήσσονταν, αλλά δεν πίστευαν (g). Και οι δύο ερμηνείες σοβαρές. Είναι δυνατόν να θαυμάζει κάποιος τον κήρυκα του ευαγγελίου και όμως να μην είναι γνήσιος Χριστιανός. Άλλωστε μπορεί να παρατηρηθεί, ότι ο λαός πριν κυριευτεί από την παράφρονη μανία, από το κράτος της οποίας έσπευδαν να τον καταγκρεμίσουν, πέρασε από διάφορες καταστάσεις και στάδια εσωτερικών σκέψεων και συναισθημάτων. Κατ’ αρχάς θαύμαζαν την γλυκύτητα και χάρη, με την οποία ερμήνευε την ωραία εκείνη προφητεία του Ησαΐου. Αλλά όταν η αλήθεια και τα δίκαια των μεσσιακών του αξιώσεων έπληξαν τη συνείδησή τους, τον θαυμασμό τους διαδέχτηκε φανερή και απροκάλυπτη καταφρόνηση, η οποία λίγο λίγο εξελίχτηκε στην πιο μανιώδη λύσσα (ο).
(4) «Παρόλο που είχαν θαυμάσει για τα λόγια της χάρης που έβγαιναν από το στόμα του, ήθελαν να τον εξευτελίζουν· διότι έλεγαν. Δεν είναι αυτός γιος του Ιωσήφ;… Επαινείς την χάρη που κρύβεται στις διδασκαλίες του, έπειτα μικρολογείς με ιουδαϊκό τρόπο, ότι δήλωνε ως πατέρα του τον Ιωσήφ. Πόσο πολλή απερισκεψία!» (Κ).
(5) Η έννοια της ερώτησης: Τόσο μεγάλες χάριτες από αυτόν τον νέο, που τον έχουμε δει να εργάζεται με τον πατέρα του στο εργαστήριο σαν ένας από εμάς! Ποιος θα το πίστευε; (g). Και κάποιοι λίγοι μεν ίσως κατέληγαν στο να θαυμάζουν ειλικρινά τα γεμάτα χάρη λόγια του, συμπεραίνοντας ότι ήταν θεοδίδακτος, εφόσον γνώριζαν ότι κανείς άλλος δεν είχε διδάξει αυτόν· οι περισσότεροι όμως συμπέραιναν, ότι τίποτα το πραγματικά θαυμαστό δεν έκρυβαν τα λόγια του, παρά το οποιοδήποτε φαινομενικό αυτών, διότι ήταν ο γιος του Ιωσήφ. Μπορεί κάτι μέγα ή αξιθαύμαστο να προέρχεται από πηγή τόσο άσημη και αφανή;

4.23 καὶ εἶπεν πρὸς αὐτούς, Πάντως(1) ἐρεῖτέ μοι τὴν παραβολὴν(2) ταύτην· ᾽Ιατρέ, θεράπευσον σεαυτόν(3)· ὅσα ἠκούσαμεν γενόμενα εἰς τὴν Καπερναοὺμ(4) ποίησον καὶ ὧδε ἐν τῇ πατρίδι σου(5).
23 Εκείνος τους απάντησε: «Ασφαλώς θα μου πείτε την παροιμία που λέει, “γιατρέ, γιάτρεψε τον εαυτό σου. Όσα ακούσαμε ότι έγιναν στην Καπερναούμ κάνε τα κι εδώ στην πατρίδα σου”.
(1) Το «πάντως» θα μπορούσε εδώ να σημαίνει: Στο δρόμο που μπήκατε, σίγουρα θα φτάσετε μέχρι το τέλος του· από την έκπληξη θα καταλήξετε στο χλευασμό (g).
(2) «Παραβολή ονόμασε εδώ την παροιμία· διότι υπήρχε παροιμία που λεγόταν για τους άρρωστους γιατρούς: Γιατρέ θεράπευσε τον εαυτό σου» (Ζ). Ο Hobart παραθέτει παρόμοιο ρητό από τον Γαληνό. Είναι αξιοσημείωτο ότι ο λόγος αυτός του Χριστού διασώθηκε από μόνο τον Λουκά, τον αγαπητό ιατρό (p).
(3) Ή «θεράπευσε τον εαυτό σου, δηλαδή την πατρίδα σου που ασθενεί όχι μόνο από τις ασθένειες του σώματος, αλλά και… που δεν μπορεί να πιστέψει αυτά τα θαύματα που ακούει ότι γίνονται από σένα, αν δεν δει παρόμοια και με τα μάτια της» (Ζ)· κάνε το καλό στο σπίτι σου και στην πατρίδα σου (b)· θεράπευσε τους ασθενείς της πόλης σου. Αλλά το «Προφήτη θεράπευσε τους συμπατριώτες σου» δεν είναι παράλληλο με το «Γιατρέ θεράπευσε τον εαυτό σου» (p). Πιο σωστά λοιπόν: Η φράση αυτή του Κυρίου πρέπει να σχετιστεί με το χωρίο του Ησαΐου που πριν λίγο διαβάστηκε «να θεραπεύσω αυτούς που έχει συντριφτεί η καρδιά τους». =Θέλεις να θεραπεύσεις εμάς από τις αθλιότητές μας. Αλλά πρώτα θεράπευσε τις δικές σου αθλιότητες. Δηλαδή βγάλε τον εαυτό σου από την ασημότητα και την ταπεινή κοινωνική σου κατάσταση (g). Μην επιχειρείς να βοηθήσεις τους άλλους πριν ακόμη με την επίδειξη θαυμάτων και υπερφυσικών ενεργειών βοηθήσεις και θεραπεύσεις τον εαυτό σου από την ασημότητά σου (δ).
(4) Ο Λουκάς αναφέρει εδώ θαύματα που είχαν ήδη γίνει στην Καπερναούμ. Στη φράση του «επέστρεψε… με τη δύναμη του Πνεύματος στη Γαλιλαία» στο στίχο 14, περιέλαβε την πληροφορία για ενέργειες θαυματουργικές που συντελέστηκαν στην πρώτη φάση της δράσης του στη Γαλιλαία (g). Και από το Ιω. β 12 μαθαίνουμε, ότι μετά το θαύμα του γάμου στην Κανά, ο Ιησούς μετέβη στην Καπερναούμ για λίγο χρόνο. Μαθαίνουμε επίσης ότι στη Γαλιλαία «φανέρωσε την δόξα του» (p).
(5) Για να προλάβει ο Κύριος κάθε αποτυχία στην ιδιαίτερή του πατρίδα, ένα μέσο υπήρχε: Να ενεργήσει κάποιο καταπληκτικό θαύμα, το οποίο θα εξουδετέρωνε τους δισταγμούς των συμπατριωτών του. Και εδώ λοιπόν ο πειρασμός της ερήμου παρακολουθεί τον Ιησού, όπως και σε όλη την δράση του: Να πιστοποιήσει τις αξιώσεις για το μεσσιακό αξίωμά του με την εκδήλωση καταπληκτικής δύναμης και θαύματος πρωτοφανούς (g).

4.24 εἶπε δέ(1), ᾽Αμὴν λέγω ὑμῖν(2) ὅτι οὐδεὶς προφήτης δεκτός ἐστιν ἐν τῇ πατρίδι αὐτοῦ(3).
24 Σας βεβαιώνω», πρόσθεσε, «πως κανένας προφήτης δεν είναι δεκτός στην πατρίδα του.
(1) Το «δε» έχει την έννοια του «αλλά» μάλλον, παρά του «και»=Αλλά ο Ιησούς αντί να ικανοποιήσει την αξίωσή τους, είπε προς αυτούς (p). Η αντίθεση που εκφράζεται με το «δε» είναι πολύ ελαφρά και εξηγείται με την άρνηση του θαύματος που αξίωναν (L).
(2) Για πρώτη φορά συναντούμε τη φράση «Αμὴν λέγω ὑμῖν» στο Λουκά, η οποία συναντιέται σε αυτόν μόνο 5 φορές και όχι τόσο συχνά όσο στους άλλους δύο συνοπτικούς (L).
(3) «Θέλετε να κάνω πολλά θαύματα, σε εσάς κατ’ εξοχήν στους οποίους ανατράφηκα. Αλλά ξέρω βεβαίως το συνηθισμένο πάθος που συμβαίνει σε όλους· ότι δηλαδή πάντοτε σχεδόν περιφρονούνται και τα εξαιρετικά πράγματα» (Κ), «όταν δεν είναι σπάνια, αλλά γνωστά και συνηθισμένα και όλοι άνετα μπορούν να τα απολαμβάνουν» (Θφ). «Έτσι και στους ανθρώπους· αυτός δηλαδή που είναι συνηθισμένος και πάντοτε παρών, πολλές φορές στερείται και από την τιμή που του οφείλεται, από αυτούς που τον γνωρίζουν» (Κ). «Για αυτό κανείς προφήτης δεν είναι τιμημένος στην πατρίδα του» (Θφ). Δες Ματθ. ιγ 57 και Μάρκ. στ 4. Πολλές φορές και ο φθόνος δημιουργεί αυτό. Οι γείτονες συνήθως κυριεύονται από κάποια ζήλεια μεταξύ τους και δεν ανέχονται να παραδεχτούν ως ανώτερό τους κάποιον άλλον, τον οποίο μέχρι πριν λίγο θεωρούσαν υποδεέστερό τους.

4.25 (1)ἐπ᾽ ἀληθείας δὲ(2) λέγω ὑμῖν, πολλαὶ χῆραι ἦσαν ἐν ταῖς ἡμέραις ᾽Ηλίου ἐν τῷ ᾽Ισραήλ, ὅτε ἐκλείσθη ὁ οὐρανὸς(3) ἐπὶ ἔτη τρία καὶ μῆνας ἕξ(4), ὡς(5) ἐγένετο λιμὸς μέγας ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν(6),
25 Πράγματι, την εποχή του προφήτη Ηλία υπήρχαν πολλές χήρες στον Ισραήλ. Τότε ο ουρανός δεν είχε βρέξει για τρία χρόνια και έξι μήνες και μεγάλη πείνα είχε πέσει σ’ όλη τη γη.
(1) Η έννοια των στίχων 25-27: «Φανερώνει με το παράδειγμα, ότι δεν είναι άξιοι των θαυμάτων λόγω της αθεράπευτης απιστίας τους. Όπως ακριβώς δηλαδή ο Ηλίας τότε, ενώ υπήρχαν πολλές χήρες στους Ισραηλίτες, σε καμιά τους δεν στάλθηκε από το Θεό επειδή ήταν ανάξιες να έλθει σε αυτές, αλλά ήλθε σε μόνη αυτήν που έμενε στα Σάρεπτα, πόλη της χώρας της Σιδώνος, διότι αυτή ήταν σεμνή και έτοιμη στην αρετή, παρόλο που ήταν αλλόφυλη, και θαυματούργησε σε αυτήν, όπως εξιστορεί το βιβλίο Γ΄ Βασιλειών (ιζ 9 και εξής), έτσι και αυτός σε κανέναν μεν από τους ανάξιους δεν έρχεται να κάνει θαύμα, όχι μόνο διότι δεν φέρνει κανένα κέρδος, αλλά γίνεται και αίτιο βλασφημίας, αλλά έρχεται μόνο σε αυτούς που θα μεταβληθούν και θα ωφεληθούν» (Ζ). Ή, προσέξτε σε ό,τι κάνετε. Εάν δεν θέλετε την θεραπεία την οποία σας προσφέρω, άλλοι θα επωφεληθούν από αυτήν (g)· με την χήρα και τον Νεεμάν «εννοεί την εκκλησία που αποτελείται από τα έθνη, η οποία πρόκειται να τον υποδεχτεί και να ελευθερωθεί από τη λέπρα λόγω της αναισθησίας του Ισραήλ» (Κ).
(2) Με βάση την αλήθεια (p). Είναι κατά κάποιο τρόπο μία μετάφραση του Αμήν στον προηγ. στίχο (L). Το «δε» είναι αντιθετικό και μαζί με το «ἐπ᾽ ἀληθείας» έχει μέσα του κάτι το απειλητικό=Αλλά σας λέω σοβαρά (g).
(3) Επειδή το νερό της βροχής κατεβαίνει από τα σύννεφα του ουρανού, ο ουρανός παριστάνεται ποιητικά σαν η αποθήκη του νερού, η οποία αν κλείσει ή συγκρατηθεί επέρχεται πλήρης ανυδρία. Η έκφραση αυτή βρίσκεται και στα Β΄ Παρ. στ 26, ζ 13 (δ).
(4) Τα τρία χρόνια και 6 μήνες ως χρονική περίοδο της ανυδρίας τα ξαναβρίσκουμε και στο Ιακ. ε 17, ενώ σύμφωνα με το Γ΄Βασ. ιη 1 η βροχή έπεσε το τρίτο έτος. Σύμφωνα με πολλούς από τους νεώτερους ερμηνευτές, τα 3,5 χρόνια καθορίζονταν από την παράδοση, η οποία αντικατέστησε τα στο βιβλίο των Βασιλειών 3 έτη από τον διωγμό του Αντιόχου του Επιφανούς που διήρκεσε 3,5 έτη και έγινε τύπος των περιόδων των δοκιμασιών και εθνικών συμφορών (Δαν. ζ 25,ιβ 7,Αποκ. ια 2,3,ιβ 6,14,ιγ 5). Πιθανότερο όμως φαίνεται, ότι πρόκειται μάλλον για αυθεντική γλώσσα (παρέμβλητο κείμενο) στο περιθώριο του ιερού κειμένου, που επεξηγεί αυτό (L). Πράγματι είχαν περάσει αρκετές ημέρες από την έναρξη της ξηρασίας μέχρι την έλευση του προφήτη στα Σάρεπτα. Δες Γ΄Βασ. ιζ 7 και 10 (δ). Από τη στέρηση της πρώτης βροχής έπρεπε να είχε προηγηθεί η καλοκαιρία του θέρους (g). Και αν η απειλή του Ηλία για ανυδρία έγινε μήνα Νοέμβριο, από τον οποίο αρχίζουν να υπολογίζονται τα 3 χρόνια, πρέπει σύμφωνα με τους συνηθισμένους νόμους να μην είχε βρέξει από τον προηγούμενο Μάιο (L).
(5) Με χρονική σημασία=όταν.
(6) Λαϊκή έκφραση ισοδύναμη με τη φράση «τη γη αυτών», δηλαδή σε όλη την Παλαιστίνη (δ). Με κάποια δόση υπερβολής σημαίνει τη γη του Ισραήλ μαζί με τις γειτονικές χώρες (g).

4.26 καὶ πρὸς οὐδεμίαν αὐτῶν ἐπέμφθη ᾽Ηλίας εἰ μὴ(1) εἰς Σάρεπτα(2) τῆς Σιδωνίας(3) πρὸς γυναῖκα χήραν(4).
26 Ο Θεός όμως δεν έστειλε τον Ηλία σε καμιά απ’ αυτές, παρά μόνο σε μια χήρα στα Σάρεπτα της Σιδωνίας.
(1) Το «ει μη» όπως στο Αποκ. κα 27 έχει την έννοια του «αλλά μόνο», για να δηλώσει ότι ο Ηλίας τελείως αντίθετα στάλθηκε σε γυναίκα ξένη (L).
(2) Υπάρχουν και οι γραφές, Σάρεφθα, ενώ ο Στέφανος Βυζάντιος λέει Σάραπτα, την οποία προτιμά το πατριαρχικό κείμενο. Ήταν πόλη της Φοινίκης μεταξύ Σιδώνος και Τύρου κατάφυτη από αμπέλια (δ).
(3) Υπάρχει και η γραφή Σιδώνος. Πιο σωστή είναι η γραφή Σιδωνίας, που υποστηρίζεται και από τα αλεξανδρινά χειρόγραφα, εξυπακούεται Σιδωνίας γης ή χώρας (p).
(4) «Αυτή έκανε στον τομέα της φιλοξενίας κάτι περισσότερο από τον Αβραάμ. Γιατί δεν έτρεξε σε αγέλη όπως εκείνος, αλλά με την μικρή παλάμη της ξεπέρασε όλους τους ξακουστούς για τη φιλοξενία τους. Εκείνος, από τη μία, έβγαινε νικητής γιατί έταξε σκοπό του τη φιλοξενία, ενώ εκείνη βγήκε νικήτρια γιατί δεν λυπήθηκε ούτε τα παιδιά της για τον ξένο και μάλιστα χωρίς να προσδοκά ουράνια αγαθά» (Χ). Σημείωσε ότι προηγείται η πίστη και ακολουθούν οι ευλογίες. Εάν το λίγο αλεύρι της χήρας δεν έλειψε και το αγγείο του λαδιού δεν ελαττώθηκε, οφείλεται αυτό στην πίστη της χήρας που προηγήθηκε. Άφησε τη φροντίδα της συντήρησής της και του παιδιού της στην αγαθή πρόνοια του Θεού συνταυτίζοντας την τύχη της και τους παιδιού της με την τύχη του αγνώστου που ζήτησε την φιλοξενία της.

4.27 καὶ πολλοὶ λεπροὶ ἦσαν ἐπὶ ᾽Ελισαίου τοῦ προφήτου(1) ἐν τῷ ᾽Ισραὴλ, καὶ οὐδεὶς αὐτῶν ἐκαθαρίσθη εἰ μὴ Νεεμὰν(2) ὁ Σύρος(3).
27 Επίσης την εποχή του προφήτη Ελισαίου υπήρχαν πολλοί λεπροί ανάμεσα στους Ισραηλίτες, κανένας όμως απ’ αυτούς δεν καθαρίστηκε, εκτός από το Νεεμάν το Σύρο».
(1) Η ιστορία του Νεεμάν εκτίθεται στο Δ΄Βασ. ε 1 και εξής. Για το ότι «υπήρχαν πολλοί λεπροί» δες Δ΄Βασ. ζ 3, όπου γίνεται λόγος για 4 λεπρούς στις πύλες της Σαμάρειας.
(2) Υπάρχει και η γραφή Ναιμάν.
(3) Στην Κ.Δ. το Σύρος είναι ο μόνος τύπος λέξης που συναντάμε. Αλλού όμως και μάλιστα στους μη Ιουδαίους συναντιούνται τα Σύρος, Σύριος και Συριακός (p). «Ο Ελισαίος καθάρισε τον ξένο λεπρό, επειδή έδειξε πίστη σε αυτόν. Διότι οι γνωστοί και συμπατριώτες του λεπροί, δεν τον πίστευαν και για αυτό δεν καθαρίστηκαν» (Θφ). Και ο Χριστός επανειλημμένως συνάντησε μεγαλύτερη πίστη στους εθνικούς παρά μεταξύ των Ισραηλιτών. Και εδώ αναφέρει τα δύο αυτά παραδείγματα για να αποδείξει ότι δεν χορηγούσε τις χάρες των θαυμάτων του σύμφωνα με τις ιδιωτικές σχέσεις, αλλά σύμφωνα με την αγαθή προαίρεση και πίστη αυτών που τον πλησίαζαν. Παρ’ όλα αυτά ο Χριστός έκανε τα θαύματά του, αν όχι μεταξύ των συμπολιτών του, πάντως όμως μεταξύ των Ισραηλιτών. Ενώ οι δύο μεγάλοι προφήτες έκαναν αυτά μεταξύ των εθνικών.

4.28 καὶ ἐπλήσθησαν πάντες θυμοῦ(1) ἐν τῇ συναγωγῇ ἀκούοντες ταῦτα,
28 Όταν τ’ άκουσαν αυτά μέσα στη συναγωγή εξοργίστηκαν όλοι.
(1) «Έδειξαν με αυτό για τους εαυτούς τους, ότι είναι ανάξιοι των θαυμάτων και τον λόγο του Σωτήρα σχετικά με αυτό, τον βεβαίωσαν με αυτά που επιχείρησαν» (Ζ). Εξοργίζονται πρώτον μεν διότι «νόμισαν ότι εξισώνει τον εαυτό του με τους προφήτες» (Κ), και επιπλέον τους εξωμοίωνε με τους ειδωλολάτρες των 10 φυλών (g), με τους Ιουδαίους που θεωρούνταν λιγότερο άξιοι των θείων ευεργεσιών και από αυτούς ακόμη τους εθνικούς. Αυτό εξοργίζει αυτούς, όπως μετέπειτα εξόργισε τους Ιουδαίους των Ιεροσολύμων αυτό που είπε ο Παύλος (Πράξ. ιγ 46,50,κβ 21,22) ότι τα έθνη θα έπαιρναν τις ευλογίες, τις οποίες αυτοί περιφρονούσαν (p). Γέμισαν θυμό. Μεγάλη μετάπτωση συναισθημάτων. Μόλις προ ολίγου θαύμαζαν. Τόσο αβέβαια είναι οι γνώμες και τα συναισθήματα του πλήθους, αλλά και τόσο πολύ άστατα. Εάν ο προηγούμενος θαυμασμός συνοδευόταν και από πίστη, τώρα θα αφυπνίζονταν από τα τελευταία αυτά λόγια του Κυρίου και θα προφυλάσσονταν από κάθε περαιτέρω παρεκτροπή. Αλλά τα σχετικά με την προφητεία γεμάτα χάρη λόγια του Κυρίου έπεσαν ευχάριστα στα αυτιά τους μόνο, χωρίς να επιφέρουν κάποιο βαθύτερο αποτέλεσμα. Για αυτό τα επόμενα λόγια που βγήκαν από το ίδιο στόμα, το οποίο είπε τα θαυμάσια λόγια της χάρης, ερέθισαν την διαφθορά και κακία τους.

4.29 καὶ ἀναστάντες ἐξέβαλον αὐτὸν(1) ἔξω τῆς πόλεως, καὶ ἤγαγον αὐτὸν ἕως ὀφρύος τοῦ ὄρους(2) ἐφ᾽ οὗ ἡ πόλις ᾠκοδόμητο αὐτῶν, εις το κατακρημνίσαι αὐτόν·
29 Σηκώθηκαν τότε και έβγαλαν τον Ιησού έξω από την πόλη και τον έφεραν ως την άκρη του βουνού, πάνω στο οποίο ήταν χτισμένη, για να τον ρίξουν στον γκρεμό.
(1) «Για να τους κάνει φανερούς ότι η ασέβειά τους δεν έφτανε μόνο μέχρι τα επιχειρήματα, επέτρεψε να βγουν προς τα έξω οι εναντίον του τολμηρές πράξεις τους» (Κ). Σηκώθηκαν με θόρυβο και κραυγές εναντίον του, διακόπτοντας όχι μόνο το κήρυγμά του, αλλά και την λατρεία τους, διότι δεν είχαν την υπομονή να περιμένουν να τελειώσει η λατρεία στη συναγωγή. Και τον έβγαλαν έξω από την πόλη ως ανάξιο να διαμένει σε αυτήν, μολονότι για τόσα χρόνια είχε ζήσει ανάμεσά τους. Διώχνουν έτσι σαν ένα κάθαρμα τον σωτήρα και την σωτηρία που τους φέρνει. Πόσο δίκαια θα επικαλούνταν εναντίον τους ο Κύριος φωτιά από τον ουρανό! Αλλά ήταν ο καιρός της υπομονής και μακροθυμίας του.
(2) Μέχρι κάποιο ύψωμα του όρους που εξείχε, από όπου εύκολα μπορούσαν να τον γκρεμίσουν (δ). Δεν είναι αναγκαίο να φανταστούμε κάποιον μεγάλο και φρικώδη γκρεμό. Για να φονευτεί κάποιος, αρκεί και από λίγα μέτρα ύψος να ριχτεί. Πολύ περισσότερο, αφού θα μπορούσαν να αποτελειώσουν τον γκρεμισμένο και με πέτρες, το οποίο, όπως φαίνεται και από την περίπτωση του Στεφάνου, συνήθιζαν οι Ιουδαίοι. Παρόμοιο μέρος θα μπορούσε να βρεθεί στο υψηλό μέρος του λόφου, πάνω στον οποίο είχε χτιστεί η πόλη, χωρίς σήμερα να μπορούμε λόγω των ερειπίων να καθορίσουμε αυτό. Η μετέπειτα παράδοση αναζήτησε τόπο πολύ απότομο και τρομακτικό, και βρήκε τέτοιον γύρω στα 3 χιλιόμετρα ΝΑ της νεότερης πόλης (L). Τόσο καιρό είχε ζήσει ανάμεσά τους, χωρίς να δώσει την παραμικρή αφορμή σε κανέναν. Επιπλέον είχε δείξει και διαγωγή λαμπρή και φωτεινή. Ήδη μάλιστα είχαν ακούσει και τη φήμη του, για την οποία θαυμαζόταν τόσο πολύ από τους ομοεθνείς του. Αλλά και αυτοί οι ίδιοι είχαν ακούσει τα λόγια της χάρης που εκπορεύονταν από το στόμα του. Και ενώ με βάση αυτά ήταν επιβεβλημένο σε αυτούς, με πολλή προσοχή να παρακολουθήσουν τα λεγόμενά του, σπεύδουν με μανία να τον φονεύσουν με βάρβαρο και απάνθρωπο τρόπο. Μετά από κάποιο χρόνο οι Ιουδαίοι θα είναι έτοιμοι να τον λιθοβολήσουν «για πολλά καλά έργα» τα οποία έδειξε σε αυτούς από τον Πατέρα. Τώρα ζητούν να τον φονεύσουν, διότι δεν ενήργησε τα πολλά καλά έργα, τα οποία περίμεναν από αυτόν. Η κακία και αμετανόητη απιστία με τίποτα δεν μπορεί να καμφθεί και κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες βρίσκει αφορμές και αιτίες να εξανίσταται παράλογα.

4.30 αὐτὸς δὲ διελθὼν διὰ μέσου αὐτῶν(1) ἐπορεύετο(2).
30 Αυτός όμως πέρασε απ’ ανάμεσά τους και έφυγε.
(1) «Φρουρούμενος από την ενωμένη με αυτόν θεότητα» (Ζ). Η προσθήκη του «δια μέσου αυτών» προσδίδει ιδιαίτερη έμφαση και φαίνεται να υπονοεί, ότι υπήρχε κάτι το υπερφυσικό στο ότι πέρασε διαμέσου αυτών. Την ώρα που ήθελαν να τον φονεύσουν και νόμιζαν, ότι τον είχαν ασφαλώς κάτω από την κράτησή τους, εκείνος διέφυγε σώος. Ζητούσαν θαύμα, και το θαύμα τούς δόθηκε (p).
(2) Ανεμπόδιστα όπως και πριν (b). Πορευόταν «όχι αποφεύγοντας το πάθος, διότι για αυτό και ήλθε· αλλά αναμένοντας κατάλληλο καιρό· διότι τώρα ήταν αρχή του κηρύγματος και ήταν άκαιρο να πάθει πριν ακόμη κηρύξει τον λόγο της αλήθειας» (Κ).

Στίχ. 31-37. Η θεραπεία του δαιμονισμένου της Καπερναούμ.

4.31 Καὶ κατῆλθεν(1) εἰς Καπερναοὺμ(2) πόλιν τῆς Γαλιλαίας(3). καὶ ἦν διδάσκων αὐτοὺς ἐν τοῖς σάββασιν(4)·
31 Κατέβηκε στην Καπερναούμ, πόλη της Γαλιλαίας, και το Σάββατο τους δίδασκε·
(1) Το «κατέβηκε» υπαινίσσεται την τοποθεσία της Καπερναούμ, που βρισκόταν δίπλα στην ακτή της λίμνης (g). Η Ναζαρέτ βρισκόταν ψηλότερα. Είναι όμως δυνατόν, όπως στο Πράξ. ιη 5, και εδώ το «κατέβηκε» να σημαίνει απλώς επέστρεψε (p).
(2) Η σημερινή Τέλλ-Χούμ (L).
(3) Καθορίζει έτσι αυτήν, διότι τώρα πρώτη φορά κάνει λόγο για αυτήν. Αποτελεί λοιπόν και αυτό μικρή ένδειξη, ότι ο Λουκάς γράφει το ευαγγέλιό του για αναγνώστες που δεν γνώριζαν την γεωγραφία της Παλαιστίνης (p).
(4) Ο αναλυτικός τύπος του παρατατικού «ἦν διδάσκων» φαίνεται να σημαίνει αυτό που γινόταν κατά συνήθεια και συνεχόμενα και υπέρ αυτού συνηγορεί και ο ακόλουθος πληθυντικός ἐν τοῖς σάββασιν (g)=Συνήθιζε να τους διδάσκει κατά τις ημέρες του Σαββάτου (p). Αλλά ο σ. 16 («στην ημέρα των σαββάτων») δείχνει με σαφήνεια, ότι ο πληθυντικός τα σάββατα μπορεί να σημαίνει και ένα μόνο Σάββατο. Δες Εξόδ. κ 10, Λευϊτ. κγ 32,Ματθ. κη 1,Μάρκ. α 21, ο Ιώσηπος επίσης (Αρχ. Ι,1,1) λέει ξεκάθαρα ότι ονομάζουν «την ημέρα αυτή σάββατα». Εδώ όμως πιθανότερη είναι η πρώτη σημασία (g). Ο Μαρκίων άρχιζε το ευαγγέλιό του από αυτόν τον στίχο με τη φράση: Ο Θεός κατέβηκε στην Καφαρναούμ. Το τμήμα για την παιδική ηλικία του Ιησού αποσιωπόταν, με εξαίρεση τις λέξεις στο γ 1 «Στο δέκατο πέμπτο έτος της ηγεμονίας Τιβερίου Καίσαρος». Δες Τερτυλλιανού Adv. Marc. IV,7,1 (p).

4.32 καὶ ἐξεπλήσσοντο ἐν τῇ διδαχῇ αὐτοῦ, ὅτι ἐν ἐξουσίᾳ ἦν ὁ λόγος αὐτοῦ(1).
32 όλοι έμεναν κατάπληκτοι με τη διδασκαλία του, γιατί μιλούσε με αυθεντία.
(1) Δες Μάρκ. α 22 και την εκεί ερμηνεία. Ο λόγος του είχε όλο το κύρος και την δύναμη και την αξιοπρέπεια, σύμφωνα με την εξουσία την οποία είχε από το Θεό (δ). Ο λόγος του ήταν μεστός δύναμης. Υπήρχε μία εξουσιαστική δύναμη σε αυτόν, όπως και μία δραστική δύναμη ενεργούσε μέσω αυτού στις συνειδήσεις των ανθρώπων. «Οι μεν μακάριοι προφήτες και πριν από αυτούς ακόμη ο Μωϋσής, επειδή ήταν δούλοι, φώναζαν συνέχεια στους ακροατές το «Τα εξής λέει ο Κύριος», όχι σαν να προστάζουν μάλλον, αλλά σαν να υπηρετούν τα θεία λόγια. Ο Κύριός μας όμως Ιησούς Χριστός, μιλούσε με τρόπο που πρέπει κατεξοχήν σε Θεό. Θαυμαζόταν λοιπόν και από τους ίδιους τους Ιουδαίους, διότι είχε εξουσία ο λόγος του και διότι τους δίδασκε ως κάποιος που έχει εξουσία και όχι όπως οι Γραμματείς τους. Διότι ο λόγος του δεν είχε τη σκιά του νόμου, αλλά επειδή ο ίδιος ήταν ο νομοθέτης, μετέτρεπε το γράμμα σε αλήθεια και τους τύπους σε φανέρωση πνευματική» (Κ).

4.33 (1)καὶ ἐν τῇ συναγωγῇ ἦν ἄνθρωπος ἔχων πνεῦμα δαιμονίου ἀκαθάρτου(2), καὶ ἀνέκραξεν φωνῇ μεγάλῃ(3),
33 Στη συναγωγή ήταν κάποιος που κατεχόταν από πονηρό δαιμονικό πνεύμα. Αυτός φώναξε με δυνατή φωνή:
(1) Δες Μάρκ. α 23 και εξής και την εκεί ερμηνεία.
(2) Ή, πνεύμα μεν είναι η πνοή και επίδραση, ενώ δαιμόνιο ακάθαρτο είναι το δαιμόνιο από το οποίο προερχόταν αυτή η επίδραση (g). Ή, το «δαιμονίου ακαθάρτου» είναι επεξηγηματικός προσδιορισμός του πνεύμα=πνεύμα, το οποίο ήταν ακάθαρτο δαιμόνιο ή και γενική της ιδιότητας, που δηλώνει την φύση αυτού του πνεύματος (L). Ονομάζει αυτό ακάθαρτο επειδή τέρπεται και ευχαριστιέται στον βόρβορο της κακίας (δ). Ο σατανάς είναι ακάθαρτο πνεύμα και η φύση του είναι άμεσα αντίθετη με την φύση του καθαρού και άγιου Θεού, και εξέπεσε από την αγνή κατάσταση στην οποία υπήρχε αρχικά.
(3) «Τα πονηρά δαιμόνια… όταν αισθάνονταν την ανίκητη δύναμή του και μην αντέχοντας τα χτυπήματα της θεότητας, φώναζαν ότι είναι τάχα τυραννικός και πανούργος» (Κ). Ότι άνθρωπος που έπασχε έτσι βρέθηκε μέσα στη συναγωγή, είναι κάπως εκπληκτικό. Ίσως εισχώρησε απαρατήρητος ή ίσως η ασθένειά του, διαφεύγοντας την προσοχή από μακριά, φαινόταν θεραπευμένη. Αλλά η παρουσία του Αγίου του Θεού προκάλεσε σε αυτόν κρίση (p).

4.34 λέγων ῎Εα(1), τί ἡμῖν καὶ σοί(2), ᾽Ιησοῦ Ναζαρηνέ; ἦλθες ἀπολέσαι ἡμᾶς(3); οἶδά σε τίς εἶ, ὁ ἅγιος τοῦ θεοῦ(4).
34 «Ε! Τι δουλειά έχεις εσύ μ’ εμάς, Ιησού Ναζαρηνέ; Ήρθες να μας αφανίσεις; Σε ξέρω ποιος είσαι· είσαι ο εκλεκτός του Θεού».
(1) Μπορεί να είναι προστακτική του εάω=άφησέ με ήσυχο (δ). «Γιατί δεν μας αφήνεις να έχουμε τόπο;» (Κ). Μπορεί όμως να είναι και επιφώνημα οργής ή τρόμου· συνηθισμένο στην αττική ποίηση, σπάνιο όμως στον πεζό λόγο (p).
(2) =Τι κοινό υπάρχει σε μας και σε σένα; (δ). Εδώ: Τι κακό σου κάναμε και ήλθες να μας ταράξεις στην απόλαυση της ιδιοκτησίας μας; (g).
(3) Το ἡμᾶς και το ἡμῖν που προηγήθηκε δεν περιλαμβάνει τον δαιμονισμένο άνθρωπο, αλλά μάλλον άλλα πονηρά πνεύματα. Έχουν κοινό το συμφέρον μεταξύ τους τα δαιμόνια (p).
(4) «Δεν έλεγε· Εσύ είσαι άγιος του Θεού, αφού είναι και άλλοι (άγιοι), αλλά, Εσύ είσαι ο Άγιος του Θεού, με την έννοια ότι μόνος αυτός είναι. Είναι καλή λοιπόν και η προσθήκη του άρθρου. Διότι ένας είναι ο από τη φύση του άγιος, στον οποίο μετέχοντας γίνονται και οι άλλοι άγιοι» (Α). Στη μοναδική αγιότητα του Ιησού το πονηρό πνεύμα αισθάνθηκε ουσιωδώς εχθρική δύναμη. Και με τρόμο προσθέτει τα λόγια αυτά. Από τον Άγιο δεν μπορούσε να περιμένει κάτι άλλο παρά καταστροφή. Δες Ιακ. β 19,Ματθ. η 29 (p).

4.35 καὶ ἐπετίμησεν αὐτῷ ὁ ᾽Ιησοῦς λέγων, Φιμώθητι(1) καὶ ἔξελθε ἀπ᾽ αὐτοῦ. καὶ ῥίψαν αὐτὸν τὸ δαιμόνιον εἰς τὸ μέσον ἐξῆλθεν ἀπ᾽ αὐτοῦ μηδὲν βλάψαν(2) αὐτόν(3).
35 Ο Ιησούς επιτίμησε το πνεύμα λέγοντάς του: «Πάψε να μιλάς και βγες απ’ αυτόν». Τότε το δαιμόνιο, αφού τον έριξε κάτω ανάμεσά τους, βγήκε απ’ αυτόν χωρίς καθόλου να τον βλάψει.
(1) Το φιμός είναι ισοδύναμο με το κημός, και σημαίνει το σίδερο που μπαίνει στο στόμα των ζώων, για να μην δαγκώνουν. Το φιμώνω λοιπόν=φράζω, κλείνω το στόμα με φίμωτρο. Το φιμώνομαι σε μέση διάθεση=φιμώνω τον εαυτό του, κλείνω το στόμα, σιωπώ (δ). Αυτοί που αξιώνουν ότι με μαγείες διώχνουν τα πονηρά πνεύματα, προσπαθούν με πλήθος μαγικών λέξεων και ψιθύρων να κατασιγάσουν αυτά και να τα κατευνάσουν, νανουρίζοντάς τα για ύπνο. Ο Χριστός όμως διέταξε αυτά με εξουσία και δύναμη, στην οποία δεν μπορούσαν να αντισταθούν. Ακόμη και ο άρχοντας των δαιμονίων είναι υποτελής στον Ιησού και τρέμει αυτόν.
(2) Τον έριξε κάτω με σπασμούς και τινάγματα (= «σπαράξαν» σύμφωνα με τον Μάρκο). O Hobart αριθμεί και το ρίπτω και το βλάπτω στις ιατρικές λέξεις, όπου η πρώτη χρησιμοποιείται για σπασμούς, ενώ η δεύτερη για βλάβη του συστήματος (p). Οι λέξεις «χωρίς καθόλου να βλάψει αυτόν» εκφράζουν με ζωηρότητα την εντύπωση των αυτοπτών, οι οποίοι μετά την φρικώδη κρίση που συνέβη πλησίασαν έντρομοι, περιμένοντας να βρουν τον άνθρωπο πληγωμένο ή νεκρό, και οι οποίοι, όταν τον σήκωσαν, διαπίστωσαν με έκπληξη ότι είχε διαμείνει σώος (g). Εκείνον, τον οποίο ο σατανάς δεν μπορεί να καταστρέψει, προσπαθεί να τον βλάψει όσο το δυνατόν περισσότερο. Παρήγορο είναι, ότι δεν μπορεί να μας βλάψει παρά μόνο μέχρι του σημείου που επιτρέπει σε αυτόν ο Χριστός. Η βλάβη του λοιπόν δεν είναι καίρια και ανεπανόρθωτη. Έτσι και τώρα. Οσηδήποτε και αν υπήρξε η μανία και η λύσσα με την οποία βγήκε από τον άνθρωπο και εξαιτίας της οποίας οι παριστάμενοι φοβήθηκαν ότι θα έσχιζε αυτόν σε κομμάτια, καμία βλάβη δεν προξένησε σε αυτόν.

4.36 καὶ ἐγένετο θάμβος(1) ἐπὶ πάντας, καὶ συνελάλουν πρὸς ἀλλήλους λέγοντες, Τίς ὁ λόγος οὗτος(2), ὅτι ἐν ἐξουσίᾳ καὶ δυνάμει(3) ἐπιτάσσει τοῖς ἀκαθάρτοις πνεύμασιν, καὶ ἐξέρχονται(4);
36 Όλους τούς έπιασε δέος και έλεγαν ο ένας στον άλλο: «Τι λόγος είναι αυτός! Με εξουσία και δύναμη διατάζει τα πονηρά πνεύματα και βγαίνουν».
(1) Ο Μάρκος γράφει εθαμβήθησαν. Αλλά του Λουκά του αρέσουν οι περιφράσεις με το γίνομαι. Δες Λουκ. α 65,στ 49,η 17,ιβ 40,ιγ 2,4,ιη 23 κλπ. Η λέξη θάμβος εκφράζει έκπληξη που συγγενεύει με τρόμο (p).
(2) Τι είναι αυτός ο λόγος, τον οποίο απήγγειλε, δηλαδή ο λόγος: Φιμώσου και βγες; Μεγάλος και φοβερός λόγος. Αυτό φανερώνει το «τις» που λέγεται με θαυμασμό (δ). «Τι είναι αυτός ο λόγος, δηλαδή, τι είναι αυτή η διαταγή που προστάζει, ότι: Βγες από αυτόν και φιμώσου;» (Θφ). «Αυτοί που είδαν τόσο μεγάλα, εκπλήσσονται με την εξουσία του λόγου. Διότι ενεργούσε τα θαύματα, όχι απευθύνοντας προσευχή ή ζητώντας ποτέ από άλλον τη δύναμη να κατορθώσει αυτά, αλλά επειδή ήταν ο ίδιος ο Λόγος του Θεού και Πατέρα… από τον οποίο έγιναν τα πάντα και στον οποίο στηρίζονται τα πάντα, εκείνος ήταν που συνέτριβε τον σατανά και έφραζε το βέβηλο στόμα των ακάθαρτων δαιμόνων» (Κ).
(3) Με εξουσία στην οποία κανείς δεν μπορεί να αντιμιλήσει και με δύναμη στην οποία κανείς δεν μπορεί να αντισταθεί (b).
(4) Ενώ οι δαίμονες δεν υπάκουαν πάντοτε στους παρατεταμένους και πολύπλοκους εξορκισμούς των Ιουδαίων, αντιμετώπιζαν εδώ εξουσία και δύναμη ασυναγώνιστη (L).

4.37 καὶ ἐξεπορεύετο ἦχος(1) περὶ αὐτοῦ εἰς πάντα τόπον τῆς περιχώρου(2).
37 Έτσι η φήμη του απλωνόταν παντού στην περιοχή.
(1) Ο ήχος της φήμης του (b). Ήχος λέγεται κάθε κρότος και βοή· στους μεταγενέστερους συγγραφείς σημαίνει και την ηχώ, την φήμη (δ). Ο Hobart ισχυρίζεται ότι ο Λουκάς δεν ήταν δυνατόν να χρησιμοποιήσει την λέξη ακοή με την έννοια του κρότου, διότι οι γιατροί δεν μεταχειρίζονται την λέξη αυτή παρά μόνο με την έννοια της αίσθησης της ακοής ή των αυτιών (L). Κατατάσσει παρ’ όλα αυτά και την λέξη ήχος στις ιατρικές λέξεις, ειδικά για τους βόμβους στα αυτιά ή το κεφάλι (p).
(2) Με την έννοια της χώρας (L)=της Γαλιλαίας.

Στίχ. 38-44. Η θεραπεία της πεθεράς του Πέτρου και άλλων.
4.38 ᾽Αναστὰς(1) δὲ εκ τῆς συναγωγῆς εἰσῆλθεν εἰς τὴν οἰκίαν Σίμωνος, η πενθερὰ δὲ τοῦ Σίμωνος ἦν συνεχομένη(2) πυρετῷ μεγάλῳ(3), καὶ ἠρώτησαν(4) αὐτὸν περὶ αὐτῆς.
38 Όταν ο Ιησούς έφυγε από τη συναγωγή, πήγε στο σπίτι του Σίμωνα. Η πεθερά του Σίμωνα υπέφερε από υψηλό πυρετό, και τον παρακάλεσαν να την κάνει καλά.
(1) Δες τα παράλληλα Ματθ. και Μάρκ. και τις ερμηνείες σε αυτά. Το αναστάς δεν έχει την έννοια του σηκώθηκε από την έδρα, στην οποία καθόταν μέσα στη συναγωγή (όπως στα Μάρκ. β 14,Ματθ. θ 9), αλλά με τη σημασία του έχω τη διάθεση και ετοιμάζομαι για αναχώρηση, όπως στα Λουκ. α 39,ιε 18,20,κγ 1, Πράξ. ι 20,κβ 10 (L).
(2) Το ρήμα χρησιμοποιείται 9 φορές από τον Λουκά και μόνο 3 στην υπόλοιπη Κ.Δ.. Είναι όρος ιατρικός. Δες Πράξ. κη 8 και σε πολλά σημεία στον Ιπποκράτη και τον Γαληνό (L).
(3) «Από πολύ δυνατό πυρετό» (Κ), ισχυρό και όχι ασθενή (δ). Ο Γαληνός αναφέρει ότι οι πυρετοί διακρίνονταν σε μεγάλους και μικρούς (p).
(4) «Με την έννοια του παρακάλεσαν» (Ζ). Ο Χριστός είναι ξένος, ο οποίος θα πληρώσει γενναία την φιλοξενία που θα του κάνουμε. Εκείνοι οι οποίοι τον υποδέχονται στις καρδιές τους ή στα σπίτια τους, όχι μόνο δεν θα ζημιωθούν αλλά και θα ευεργετηθούν από αυτόν. Έρχεται πάντοτε φέρνοντας ιάσεις και θεραπείες. Από την άλλη μη λησμονούμε, ότι και οικογένειες τις οποίες επισκέπτεται ο Χριστός, είναι δυνατόν να τις επισκεφτεί και η ασθένεια. Σπίτια που ευλογήθηκαν με ξεχωριστές χάριτες από το Θεό υπόκεινται στις κοινές συμφορές αυτής της ζωής. Του Σίμωνα η πεθερά υπέφερε από πυρετό. Κύριε, δες, αυτός που αγαπάς (ο Λάζαρος) ασθενεί.

4.39 καὶ ἐπιστὰς ἐπάνω αὐτῆς(1) ἐπετίμησε(2) τῷ πυρετῷ, καὶ ἀφῆκεν αὐτήν· παραχρῆμα(3) δὲ ἀναστᾶσα διηκόνει αὐτοῖς(4).
39 Ο Ιησούς ήρθε κοντά της, επιτίμησε τον πυρετό, κι ο πυρετός την άφησε. Εκείνη σηκώθηκε αμέσως και τους υπηρετούσε.
(1) Πλησιάζοντας τόσο πολύ την άρρωστη, έδειχνε ότι η ασθένεια υποχωρούσε μπροστά στη δύναμή του και κανένας κίνδυνος μολυσμού από την ασθένεια δεν μπορούσε να απειλήσει το σώμα του (b). Ο Χριστός αποδεικνύεται τρυφερός προς τον λαό του, όταν βρίσκεται σε ασθένεια και στενοχώρια. Ήλθε πάνω από την ασθενή, επειδή ενδιαφερόταν για αυτήν και δείχνοντας συμπάθεια για την ασθένειά της. Αντί για το επιστάς, τόσο ο Ματθαίος, όσο και ο Μάρκος αναφέρουν ότι άγγιξε το χέρι της. Δεν αποκλείεται να έγιναν και τα δύο.
(2) Ή «δεν ξέρω μήπως θα αναγκαστούμε να πούμε ότι αυτό που διατάχτηκε και έφυγε είναι κάτι σαν ζωντανό που δεν άντεξε την ενέργεια αυτού που διέταξε· διότι δεν είναι λογικό να λέμε ότι διατάζεται κάτι το οποίο είναι άψυχο και δεν αισθάνεται την διαταγή» (Ω). Ο Σωτήρας επιτίμησε το πονηρό πνεύμα, το αίτιο του πυρετού (δ). Ή, πιο σωστά, το «επιτίμησε με την έννοια του διέταξε» (Ω.Ζ). Το ρήμα σημαίνει συχνά μιλώ με τόνο σταθερό, αυστηρό, που δεν επιδέχεται αντίσταση. Δες Ματθ. η 26 (g).
(3) Η λέξη βρίσκεται 1 φορά στο Ματθαίο (κα 19-20) και μόνο στου Λουκά (10 στο ευαγγέλιο και 7 στις Πράξεις) για να δηλώσει την θεραπεία ή κάποιο άλλο θαύμα που συνέβη σε μία στιγμή. Είναι δυνατόν η λέξη να είναι δανεισμένη από τους γιατρούς, που χρησιμοποιούν αυτήν για να δηλώσουν αιφνίδια χειροτέρευση ή καλυτέρευση της ασθένειας (L). Πάντως ο ασυνήθιστος αυτός τρόπος της θεραπείας θα προκαλούσε εντύπωση και ενδιαφέρον σε γιατρό. Για αυτό και ο Λουκάς μόνος σημειώνει το αιφνίδιο της πλήρους αποκατάστασης των δυνάμεων της ασθενούς (p). «Δεν την θεραπεύει απλώς από την ασθένεια, αλλά βάζει μέσα της και ευρωστία και δύναμη ώστε να υπηρετεί» (Θφ).
(4) Όταν ο Χριστός μας δίνει την υγεία μας και μας χορηγεί νέες δυνάμεις, πρέπει να χρησιμοποιούμε αυτές για διακονία του. Όταν σηκωνόμαστε από το κρεβάτι της κάκωσης και ασθένειας, πρέπει να θέτουμε τους εαυτούς μας στην υπηρεσία του Χριστού. Αλλά η πεθερά του Πέτρου δεν υπηρετεί μόνο τον Χριστό, που την γιάτρευσε, αλλά για χάρη του και όλους εκείνους, που ήταν μαζί του. Υπηρετώντας τους ακόλουθους του Χριστού τιμούμε συγχρόνως και τον ίδιο τον Κύριο.

4.40 Δύνοντος δὲ τοῦ ἡλίου(1) ἅπαντες ὅσοι εἶχον ἀσθενοῦντας νόσοις ποικίλαις ἤγαγον αὐτοὺς πρὸς αὐτόν· ὁ δὲ ἑνὶ ἑκάστῳ αὐτῶν(2) τὰς χεῖρας ἐπιτιθεὶς(3) ἐθεράπευσεν(4) αὐτούς.
40 Όταν έγερνε ο ήλιος, όλοι όσοι είχαν ασθενείς από διάφορες αρρώστιες τούς έφερναν σ’ αυτόν. Εκείνος τους θεράπευε ακουμπώντας τα χέρια πάνω στον καθένα απ’ αυτούς.
(1) «Νομίζοντας ίσως ότι δεν επιτρεπόταν να θεραπεύει το Σάββατο· διότι επεσήμανε ο ευαγγελιστής ότι τους δίδασκε το Σάββατο· για αυτό οι συγγενείς έφερναν τους ασθενείς κοντά στη δύση του ηλίου» (Ω). Η βιασύνη του λαού υπήρξε τέτοια, ώστε αμέσως μόλις το Σάββατο πέρασε, άρχισαν να φέρνουν τους ασθενείς προς αυτόν (p).
(2) Υποδηλώνει την μεγάλη ευκολία με την οποία συντελούσε τις θεραπείες. Έτσι ο καθένας τους, συγκινούνταν βαθύτερα στο να πιστέψει (b). Δείχνεται η προθυμία και το ακούραστο της αγαθοεργίας του Σωτήρα που ήθελε να έλθει σε προσωπική επαφή με τον καθένα από τους ασθενείς (δ). Θεράπευε όλους τους ασθενείς. Τόσο τους φτωχούς, όσο και τους πλούσιους, από οποιοδήποτε νόσημα και αν υπέφεραν. Έτσι καμία υπόνοια δεν μπορούσε να υπάρξει ότι είχε κάποιο ειδικό φάρμακο για ορισμένες μόνο ασθένειες. Τα χέρια του θεράπευαν κάθε ασθένεια.
(3) «Παρόλο που μπορούσε με ένα λόγο και νεύμα να συντελέσει τα θαύματα, για να διδάξει τα αναγκαία, φέρνει και τα χέρια πάνω στους αρρώστους» (Κ). Δεν είχε ανάγκη ο Κύριος ούτε λόγο ούτε επαφή με το χέρι να χρησιμοποιήσει για επιτέλεση του θαύματος. Μπορούσε να θεραπεύσει με εσωτερική κίνηση της θέλησής του και από απόσταση (Λουκ. ζ 10,ιζ 14,Ιω. δ 50). Χρησιμοποιούσε όμως αυτά, για να υποβοηθεί την πίστη αυτών που ζητούσαν τη θεραπεία. Δες Λουκ. ιγ 13,ιδ 4,Ματθ. η 3,θ 29,Μάρκ. ζ 33,η 23,25,Ιω. θ 6 (p). Ο Κύριος δεν ήθελε μόνο να θεραπεύσει, αλλά και να οδηγήσει στο Θεό συνδέοντας για αυτόν τον σκοπό τη συνείδηση του αρρώστου με το δικό του πρόσωπο ως του απεσταλμένου από τον ουράνιο Πατέρα στην αγκαλιά της ανθρωπότητας. Τοποθετώντας στον καθένα τα χέρια, παρείχε σε αυτόν σημάδι συμπάθειας εξ’ ολοκλήρου προσωπικής και έβαζε αυτούς κάτω από την ηθική και φυσική επίδρασή του (g). Αναμφίβολα συνόδευε το άπλωμα των χεριών, με κάποιον ζεστό και ενθαρρυντικό λόγο ή με κάποια προτροπή στοργική, όπως η περίσταση και η κατάσταση του καθενός απαιτούσε (ο). «Βάζει τα χέρια πάνω στον καθένα από τους αρρώστους και τους απάλλασσε από την ασθένεια, δείχνοντας ότι είχε την ενέργεια της δύναμης του Λόγου η αγία σάρκα, την οποία έκανε δική του, αφού εμφύτευσε σε αυτήν δύναμη που πρέπει σε Θεό… Και μη θαυμάσεις πολύ, αλλά αναλογίσου μάλλον ότι και η φωτιά, όταν έλθει σε επαφή με χάλκινο σκεύος, βάζει μέσα σε αυτό την ενέργεια της δικής της θερμότητας. Έτσι λοιπόν και ο παντοδύναμος Λόγος του Θεού, αφού ένωσε πραγματικά με τον εαυτό του, τον έμψυχο και λογικό ναό (το σώμα) που πήρε από την αγία Παρθένο, φύτεψε μέσα του την ενέργεια της δικής του θεϊκής δύναμης» (Κ). Δεν ύψωνε τα χέρια του προς τον ουρανό, για να προσευχηθεί για αυτούς, αλλά άπλωνε πάνω τους τα χέρια θεραπεύοντας με εξουσία. Θεράπευε με την δική του δύναμη. Και έτσι τιμούσε και το σημάδι, το οποίο αργότερα θα χρησιμοποιούνταν για μετάδοση του Αγίου Πνεύματος. Διότι με την τοποθέτηση πάνω τους των χεριών έπαιρναν Πνεύμα Άγιο οι πιστοί.
(4) Υπάρχει και η πιθανότερη γραφή «εθεράπευε»=εξακολουθητικά, όσο του έφερναν ασθενείς, τους θεράπευε. Βρισκόμαστε εδώ σε μία από τις στιγμές εκείνες στο βίο του Κυρίου, κατά τις οποίες η υπερφυσική δύναμη εκδηλωνόταν ιδιαιτέρως πλουσιοπάροχα. Δες και Λουκ. στ 19 (g).

4.41 ἐξήρχετο δὲ καὶ δαιμόνια ἀπὸ πολλῶν(1), κραυγάζοντα καὶ λέγοντα ὅτι Σὺ εἶ ο Χριστός(2) ὁ υἱὸς τοῦ θεοῦ(3). καὶ ἐπιτιμῶν οὐκ εἴα αὐτὰ λαλεῖν(4), ὅτι ᾔδεισαν τὸν Χριστὸν(5) αὐτὸν εἶναι.
41 Από πολλούς έβγαιναν και δαιμόνια, τα οποία κραύγαζαν και έλεγαν: «Εσύ είσαι ο Μεσσίας, ο Υιός του Θεού»· γιατί ήξεραν ότι αυτός είναι ο Χριστός. Εκείνος όμως τα επιτιμούσε και δεν τα άφηνε να μιλούν.
(1) Ξεχωρίζει τους δαιμονισμένους από τους υπόλοιπους ασθενείς ως ιδιαίτερη τάξη ανάμεσά τους. Είναι και αυτοί ασθενείς. Διότι όχι σπάνια και κάποια αλλοίωση φυσικοψυχική συνοδεύει την διαβολική επήρεια που είτε προκαλείται από αυτήν, είτε αποτελεί το κατάλληλο έδαφος για επέμβαση αυτής.
(2) Τα αλεξανδρινά χειρόγραφα παραλείπουν το «ο Χριστός».
(3) Δεν υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ του εδώ «ο υιός του Θεού» και του «ο άγιος του Θεού» στο στίχο 34. Και στις δύο περιπτώσεις η παρουσία της θείας αγιότητας γίνεται αισθητή στους δαίμονες και διακηρύσσεται από αυτούς.
(4) «Δεν άφηνε τους ακάθαρτους δαίμονες να τον ομολογούν· διότι δεν έπρεπε να αρπάζουν αυτοί την δόξα του αποστολικού λειτουργήματος, αλλά ούτε έπρεπε από ακάθαρτη γλώσσα να διαλαλείται το μυστήριο του Χριστού· επομένως ακόμη και αν λένε κάτι από τα αληθινά, ας μην πιστεύει κανείς. Διότι το φως δεν γίνεται γνωστό από το σκοτάδι» (Κ). Δες Μάρκ. γ 12 και τις εκεί σημειώσεις.
(5) Εφόσον οι σχετικά με τον Μεσσία ιδέες του λαού ήταν τόσο πλανεμένες, ο καιρός για μία τέτοια διακήρυξη δεν είχε ακόμη φτάσει (p). Μπορούσε από αυτήν να προκληθεί ένας άκαιρος και επικίνδυνος ενθουσιασμός του πλήθους, ενώ από την άλλη υπήρχε και ο κίνδυνος στους αφελέστερους να γίνει πιστευτό ότι υπήρχε κάποιος δεσμός αλληλεγγύης ανάμεσα στο έργο του Ιησού και αυτό των δαιμόνων (g) και από αυτό το γεγονός να προσελκυστεί κάποια εμπιστοσύνη των απλούστερων σε αυτούς (τους δαίμονες). «Ο ίδιος ο Κύριος από μόνος του, παρόλο που οι δαίμονες έλεγαν την αλήθεια (διότι ήταν αλήθεια τα λόγια· Εσύ είσαι ο υιός του Θεού), όμως τους φίμωνε και τους εμπόδιζε να μιλούν, μήπως κάποτε μαζί με την αλήθεια, ενσπείρουν και την δική τους κακία και για να συνηθίσει και εμάς, ποτέ να μην προσέχουμε σε αυτούς, έστω και αν φαίνονται ότι λένε αληθινά πράγματα. Διότι πράγματι, είναι απρεπές, ενώ έχουμε εμείς τις άγιες Γραφές και την ελευθερία από τον Σωτήρα, να διδασκόμαστε από τον διάβολο που δεν φύλαξε την δική του θέση, αλλά φρόνησε άλλα αντί άλλων» (Α). Δεν δεχόταν την μαρτυρία τους, διότι ήθελε να είναι πέρα από κάθε αντιλογία, ότι κυριαρχούσε και εξουδένωσε αυτούς και δεν είχε συνθηκολογήσει με αυτούς.

4.42 Γενομένης δὲ ἡμέρας(1) ἐξελθὼν ἐπορεύθη εἰς ἔρημον τόπον· καὶ οἱ ὄχλοι(2) ἐπεζήτουν(3) αὐτόν, καὶ ἦλθον ἕως αὐτοῦ(4), καὶ κατεῖχον(5) αὐτὸν τοῦ μὴ πορεύεσθαι ἀπ᾽ αὐτῶν.
42 Όταν ξημέρωσε, έφυγε και πήγε σ’ ένα ερημικό μέρος. Ο κόσμος όμως τον αναζητούσε και πήγαν εκεί που ήταν και τον κρατούσαν να μη φύγει από κοντά τους.
(1) Δες Μάρκ. α 35-39 και τις εκεί σημειώσεις.
(2) Ο Ιησούς πιθανώς είχε περάσει τη νύχτα στο σπίτι του Σίμωνα. Για αυτό αντί για το «όχλοι» ο Μάρκος γράφει «ο Σίμων και όσοι ήταν μαζί του», διότι ο Ιησούς δεν είχε ακόμη καλέσει αυτόν οριστικά (p). Ο Ιησούς βγαίνει σε έρημο τόπο. Αυτό δείχνει την ζωηρή φροντίδα του Ιησού να ξεφύγει από την συρροή του πλήθους και να εξασφαλίσει στον εαυτό του τόπο και χρόνο κατάλληλο για θερμότερη και αμεσότερη επικοινωνία με τον Πατέρα του (p). Όσο ο δούλος του Θεού αναπτύσσει την ενεργητικότητά του προς τα έξω, τόσο έχει ανάγκη να ανανεώνει τις εσωτερικές δυνάμεις του στην περισυλλογή της απομόνωσης. Και ο Κύριος δεν εξαιρεί τον εαυτό του από αυτόν τον νόμο (g).
(3) Δηλαδή με επιμονή ζητούσαν αυτόν παντού (δ).
(4) ἕως αὐτοῦ=του έρημου τόπου και όχι του Σωτήρα, οπότε θα άρμοζε να πει «προς αυτόν». Το αὐτοῦ λοιπόν είναι, όπως και στην καθομιλουμένη, επίρρημα τόπου=εκεί στον τόπο, στον οποίο βρισκόταν (δ). Ήλθαν προς τον Ιησού στην έρημο. Η έρημος παύει να είναι έρημος, όταν μαζί μας υπάρχει ο Ιησούς.
(5) Παρατατικός της απόπειρας (p). Ζητούσαν με παρακλήσεις να τον κρατήσουν (δ). Οι παλαιοί γείτονές του και γνώριμοί του της Ναζαρέτ τον έδιωξαν. Αλλά οι νέοι γνώριμοί του στην Καπερναούμ επιμένουν να τον κρατήσουν κοντά τους. Ας μην αποθαρρύνονται οι διάκονοι του Χριστού εάν μερικοί τους διώχνουν. Θα συναντήσουν μετά από λίγο άλλους, οι οποίοι πρόθυμα θα υποδεχτούν αυτούς και το μήνυμά τους.

4.43 ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτοὺς ὅτι καὶ ταῖς ἑτέραις πόλεσιν(1) εὐαγγελίσασθαί με δεῖ(2) τὴν βασιλείαν τοῦ θεοῦ, ὅτι εις τοῦτο(3) ἀπέσταλμαι(4).
43 Εκείνος τους έλεγε: «Πρέπει να αναγγείλω το χαρμόσυνο μήνυμα για τη βασιλεία του Θεού και στις άλλες πόλεις, γιατί αυτόν το σκοπό έχει η αποστολή μου».
(1) Μπαίνει στην αρχή για έμφαση. Περικλείει επιτίμηση εναντίον τους, διότι επιθυμούν να μονοπωλήσουν την παρουσία του (p). Η αντίθεση εδώ δεν είναι ανάμεσα στο ευαγγελίζομαι και το θεραπεύω, αλλά μεταξύ των άλλων πόλεων και της Καπερναούμ, όπως αποδεικνύεται από το κ α ι και από το ότι προηγείται η φράση «στις άλλες πόλεις» (g). Η έρημος μπορεί να είναι κατάλληλος τόπος για περισυλλογή, όχι όμως και για διαρκή διαμονή. Διότι σταλθήκαμε στον κόσμο αυτόν όχι για να ζούμε για τους εαυτούς μας, αλλά για να δοξάζουμε το Θεό και να πράττουμε το αγαθό στη γενιά μας.
(2) Για δεύτερη φορά (δες Λουκ. β 49) ο Χριστός μεταχειρίζεται την λέξη αυτή σε σχέση με την συμπεριφορά του. Δες και Λουκ. θ 22,ιγ 33,ιζ 25,ιθ 5,κβ 7,37, κδ 26,44. Το έργο του και το πάθος του έχουν προκαθοριστεί με θεία βουλή. Το ρήμα χρησιμοποιείται με την ίδια έννοια σχετικά με το Χριστό σε όλη την Κ.Δ.. Δες Πράξ. γ 21,ιζ 3,Α΄Κορ. ιε 25 (p).
(3) Υπάρχει και η γραφή: επί τούτο απεστάλην. Το εις τούτο ή επί τούτο αναφέρεται σε ολόκληρη την προηγούμενη πρόταση=Για τον σκοπό αυτόν, να ευαγγελιστώ παντού την βασιλεία του Θεού (p). Η Καπερναούμ λοιπόν δεν έπρεπε να επιμένει να μην απομακρυνθεί ο Χριστός από αυτήν. Εκείνοι οι οποίοι απολαμβάνουν τις ευεργεσίες του ευαγγελίου, πρέπει να επιθυμούν και άλλοι να μετέχουν σε αυτές και όχι να επιζητούν να μονοπωλήσουν αυτές για τον εαυτό τους. Αλλά και οι κήρυκες, οι οποίοι δεν διώχνονται από κάποιο μέρος, πρέπει να μην λησμονούν, ότι πρέπει και σε άλλα μέρη να κηρύξουν για μεγαλύτερη ωφέλεια.
(4) Από τον πατέρα μου.

4.44 καὶ ἦν κηρύσσων(1) εἰς τὰς συναγωγὰς(2) τῆς Γαλιλαίας(3).
44 Ύστερα απ’ αυτό δίδασκε στις συναγωγές της Γαλιλαίας.
(1) Ο αναλυμένος παρατατικός φανερώνει την διαρκή ενασχόληση του Σωτήρα=κήρυττε (δ).
(2) Υπάρχει και η λιγότερο πιθανή γραφή: εν ταις συναγωγαίς. Η πρόθεση «εις» κρύβει κάποια έννοια κίνησης=ο Ιησούς έφερνε το ευαγγέλιο στις συνάξεις που συναθροίζονταν στις συναγωγές (g).
(3) Υπάρχει και η γραφή: της Ιουδαίας, η οποία φαίνεται και πιθανότερη (p). Ο Ιησούς αφού απορρίφθηκε στη Ναζαρέτ από τους συμπολίτες του, μετέβη στην Καπερναούμ της Γαλιλαίας. Πρέπει όμως να κηρύξει και σε άλλες πόλεις. Ο ορίζοντάς του λοιπόν περιλαμβάνει στο εξής όλη την Ιουδαία. Η Ιουδαία δεν αντιτίθεται εδώ στη Γαλιλαία, αλλά περιλαμβάνει την όλη γη του Ισραήλ (L)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

Στίχ.1-11.Η θαυμαστή αλιεία και οι πρώτοι μαθητές.
5.1 ᾽Εγένετο δὲ ἐν τῷ τὸν ὄχλον ἐπικεῖσθαι αὐτῷ(1) καὶ ἀκούειν τὸν λόγον τοῦ θεοῦ καὶ αὐτὸς(2) ἦν ἑστὼς(3) παρὰ τὴν λίμνην(4) Γεννησαρέτ(5),
1 Καθώς τα πλήθη συνωστίζονταν κάποτε γύρω του για ν’ ακούσουν το λόγο του Θεού κι εκείνος στεκόταν στην όχθη της λίμνης Γεννησαρέτ,
To τμήμα αυτό παρουσιάζει συμμετρική διάταξη, η οποία πιθανώς είναι και εσκεμμένη. Η κλήση του Πέτρου και όσων ήταν μαζί του (στίχ. 1-11) ακολουθείται από δύο θεραπείες, οι οποίες προκαλούν αντιλογίες (στ. 12-16 και 17-26)· μετά από το οποίο ακολουθεί η κλήση άλλου αποστόλου (στ. 27-39), στην οποία επισυνάπτεται η αφήγηση 2 επεισοδίων σε ημέρα Σαββάτου, τα οποία πάλι προκαλούν νέες αντιρρήσεις και συζητήσεις (κεφ. στ 1-5 και 6-11)(p)
(1) =τοποθετούμαι πάνω σε κάποιον, δηλαδή συνωθούμαι γύρω του και στριμώχνω (δ). Από εδώ δείχνεται η υπομονετική καρτερία του Σωτήρα (b).
(2) Αντιδιαστέλλεται ο Σωτήρας με τον όχλο (δ). Ο Κύριος ήταν λαϊκός ιεροκήρυκας. Παρόλο που είχε την ικανότητα και τη δύναμη κατά το 12ο έτος της ηλικίας του να συζητεί με τους ραββίνους στο ναό, προκαλώντας τον θαυμασμό τους, παρ’ όλα αυτά τώρα κατά το 30ο έτος της ηλικίας του προτιμά να προσαρμόζεται στη διανοητική ικανότητα του πλήθους.
(3) Ο αναλυμένος παρατατικός σημαίνει την για αρκετό χρόνο διάρκεια αυτής της κατάστασης (δ).
(4) Με χαρακτηριστική ακρίβεια ο Λουκάς ουδέποτε ονομάζει την Γεννησαρέτ θάλασσα, ενώ οι άλλοι ευαγγελιστές ουδέποτε ονομάζουν αυτήν λίμνη. Με εξαίρεση την Αποκάλυψη η λέξη λίμνη στην Κ.Δ. μόνο από τον Λουκά χρησιμοποιείται. Όταν χρησιμοποιεί τη λέξη θάλασσα, χρησιμοποιεί αυτήν με τη συνηθισμένη της έννοια (p). Έξυπνη η παρατήρηση: «Κοντά στη λίμνη Γεννησαρέτ ή σύμφωνα με τους Ματθαίο και Μάρκο περπατούσε κοντά στη θάλασσα της Γαλιλαίας· και δίνουν την εντύπωση μεν ότι λένε αντίθετα οι ευαγγελιστές, όμως αυτός που προσπαθεί να βρει απόδειξη από τη γραφή μπορεί να πει τα εξής σε αυτό το σημείο· αν ο Θεός στην αρχή της δημιουργίας τα συστήματα των νερών τα ονόμασε θάλασσες, όμως συστήματα των νερών είναι και οι ποταμοί, σύμφωνα με αυτήν τη σημασία και αυτοί είναι θάλασσες, όπως ακριβώς και η πολύ γλυκιά και πόσιμη λίμνη Γεννησαρέτ, αυτή που τώρα ονομάζεται στα ευαγγέλια Τιβεριάδα θάλασσα, κατεξοχήν αυτή, αφού και αυτή είναι σύστημα νερών» (Ω).
(5) Γεννησαρέτ είναι η ορθογραφία των άριστων χειρογράφων. Υπάρχει όμως και η γραφή Γενησαρέτ και Γενησαρέθ. Ο Ιώσηπος γράφει λίμνη Γεννησαρίτις (Αρχ. XVΙΙΙ,2,1) και λίμνη Γεννησάρ (Ιουδ. Πολ. ΙΙΙ,10,7). Δες και Α΄Μακ. ια 67. Αλλά στην Π.Δ. η λίμνη ονομάζεται «θάλασσα Χενέρεθ» (p). Το όνομα Γεννησαρέτ ήταν και όνομα της ευφορότατης πεδιάδας που απλωνόταν σε πλάτος λεύγας περίπου κατά την δυτική όχθη της λίμνης. Το όνομα αυτό μπορεί να σημαίνει κήπος ηγεμόνων ή κήπος πλούτου. Ίσως για το τελευταίο τροποποίησε σκόπιμα το αρχικό όνομα Χενέρεθ στο Γεννησαρέτ (g). Σημείωσε πόσο λίγες ευκολίες είχε ο Χριστός, όταν κήρυττε. Στεκόταν κοντά στη λίμνη Γεννησαρέτ, στο ίδιο επίπεδο με το πλήθος, ώστε αυτοί που συνωθούνταν γύρω του δεν μπορούσαν να τον δουν ή και να τον ακούσουν. Χανόταν μεταξύ τους και επειδή καθένας προσπαθούσε να τον πλησιάσει, δημιουργούνταν συνωστισμός, εξαιτίας του οποίου κινδύνευαν να πέσουν μέσα στα νερά της λίμνης

5.2 καὶ εἶδε δύο πλοῖα(1) ἑστῶτα παρὰ τὴν λίμνην· οἱ δὲ ἁλιεῖς ἀπ᾽ αὐτῶν(2) ἀποβάντες απέπλυναν(3) τὰ δίκτυα(4).
2 είδε δύο ψαροκάικα στην άκρη της λίμνης. Οι ψαράδες είχαν κατεβεί απ’ αυτά και έπλεναν τα δίχτυα.
(1) «Το ένα ήταν του Σίμωνα και του Ανδρέα, το άλλο του Ιακώβου και του Ιωάννη. Διότι ήταν συνέταιροι στο ψάρεμα, όπως θα βρούμε να λέγεται στη συνέχεια» (Ζ). Αφού από τις όχθες του Ιορδάνη επέστρεψαν μαζί με τον Ιησού οι μαθητές αυτοί, επέστρεψαν στους κόλπους των οικογενειών τους και ξανάπιασαν το προηγούμενο βιοποριστικό τους επάγγελμα (g). Είχαν συνομιλήσει οι ψαράδες αυτοί με τον Ιησού, όταν ακόμη ο Ιωάννης βάπτιζε και λίγο χρόνο μετά την βάπτιση του Ιησού από τον Ιωάννη (Ιω. α 40,41). Ήταν μαζί του στην Κανά της Γαλιλαίας (Ιω. β 2) και στην Ιουδαία (Ιω. δ 2). Δεν είχαν όμως κληθεί ακόμη οριστικά από τον Κύριο και για αυτό τους βλέπουμε τώρα να ασκούν το βιοποριστικό έργο τους. Η περίπτωση αυτή μας υπενθυμίζει, ότι προηγείται η μαθητεία και επακολουθεί η κλήση στο αποστολικό αξίωμα. Ο Πέτρος για κάποιους μήνες υπήρξε υπάκουος ακροατής στη σχολή του Ιησού πριν ακόμη κληθεί να εγκαταλείψει τα πάντα και να ακολουθήσει αυτόν ως απόστολος. Εκείνοι οι οποίοι θα ήθελαν να διδάξουν τους άλλους για τον Κύριο, πρέπει πρώτα αυτοί οι ίδιοι να γνωριστούν μαζί του.
(2) Είναι αξιοσημείωτο ότι σύμφωνα με όλες τις ευαγγελικές αφηγήσεις και οι 4 αυτοί καλέστηκαν την ώρα που εργάζονταν. Ομοίως και ο Ματθαίος καλέστηκε από την εργασία του. Από αυτό θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε ότι κανείς από τους 12 δεν κλήθηκε την ώρα που ήταν χωρίς εργασία (p).
(3) Σύμφωνα με τους δύο άλλους συνοπτικούς οι καλεσμένοι ψαράδες έριξαν δίχτυ στη θάλασσα, ενώ εδώ βεβαιώνεται, ότι έπλυναν τα δίχτυα, χωρίς να έχουν την πρόθεση να χρησιμοποιήσουν αυτά για ψάρεμα αμέσως. Δεν πρέπει όμως να λησμονούμε, ότι οι δύο άλλοι συνοπτικοί αποσιωπούν την υπερφυσική αλιεία και η αφήγησή τους μας τοποθετεί στην τελική στιγμή, κατά την οποία ο Κύριος τους καλεί να τον ακολουθήσουν (g).
(4) Δίκτυα είναι ο γενικότερος όρος για κάθε είδους δίχτυα, ενώ μερικότερα είδη αυτών είναι το αμφίβληστρον (Ματθ. δ 18) και η σαγήνη (Ματθ. ιγ 47) (p).

5.3 ἐμβὰς δὲ εἰς ἓν τῶν πλοίων, ὃ ἦν του Σίμωνος(1), ἠρώτησεν(2) αὐτὸν ἀπὸ τῆς γῆς ἐπαναγαγεῖν(3) ὀλίγον(4), και καθίσας(5) ἐδίδασκεν ἐκ τοῦ πλοίου τοὺς ὄχλους.
3 Εκείνος ανέβηκε σ’ ένα από τα ψαροκάικα, σ’ αυτό που ήταν του Σίμωνα, και τον παρακάλεσε να τραβηχτεί λίγο από την ξηρά. Κάθισε στο ψαροκάικο και απ’ αυτό δίδασκε τα πλήθη.
(1) Ακόμη και τώρα το προνόμιο των πρεσβείων αποδόθηκε στον Σίμωνα (b).
(2) Λιγότερο πιθανή ερμηνεία «λέει «ρώτησε» αντί να πει διέταξε» (Ζ). Πιο σωστά: παρακάλεσε (δ) ή ζήτησε, διότι ακόμη δεν είχε συνδεθεί με οικειότητα με τον Πέτρο (b). «Πρόσεξε λοιπόν την επιείκεια του Χριστού, πώς παρακαλάει τον Πέτρο… Διότι το «ρώτησε» να το εννοήσεις αντί για το παρακάλεσε» (Θφ).
(3) Το επανάγω όπως και το αντίθετο κατάγω είναι όροι ναυτικοί. Σημαίνει το μεν πρώτο ανεβάζω από την ξηρά στην θάλασσα που θεωρείται ψηλότερη· ενώ το δεύτερο κατεβάζω από τη θάλασσα στη χαμηλότερη ξηρά (δ).
(4) «Είχε σκοπό να διδάσκει από το πλοίο αυτούς που στέκονταν στο γιαλό και να τους έχει όλους μπροστά του και κανείς να μην έλθει από πίσω του» (Θφ). Λίγο, για να ακούγεται από τον λαό στην παραλία (δ).
(5) Πριν δίδασκε όρθιος, τώρα κάθισε, για να ξεκουραστεί και εξακολούθησε να διδάσκει.

5.4 ὡς δὲ ἐπαύσατο λαλῶν, εἶπεν πρὸς τὸν Σίμωνα(1), ᾽Επανάγαγε(2) εἰς τὸ βάθος καὶ χαλάσατε τὰ δίκτυα(3) ὑμῶν εἰς ἄγραν(4).
4 Όταν τελείωσε την ομιλία του, είπε στο Σίμωνα: «Πήγαινε στα βαθιά και ρίξτε τα δίχτυα σας για ψάρεμα».
(1) «Επειδή δίδαξε τον όχλο από το πλοίο, δεν αφήνει χωρίς μισθό τον ιδιοκτήτη του πλοίου, αλλά τον ευεργετεί διπλά· με το ότι και πλήθος ψαριών του χάρισε και μαθητή του τον έκανε» (Θφ). «Μετά την αρκετή διδασκαλία, επειδή έπρεπε να προσθέσει στα λόγια και έργο θείο, για την ωφέλεια αυτών που έβλεπαν, πρόσταξε τον Σίμωνα να απομακρυνθεί λίγο από την ξηρά και να ρίξει το δίχτυ για ψάρεμα». «Και μέσω των αλιευτικών ασχολιών, ψαρεύει τους μαθητές· για να μάθουν ότι έχει παντοδύναμο θέλημα και η κτίση υπηρετεί τα νεύματά του που πρέπουν κατεξοχήν σε Θεό» (Κ). Ο Πέτρος στάθηκε κοντά στο Χριστό κατά το κήρυγμά του ακούγοντας αυτό με προσοχή. Ο Χριστός τώρα συνοδεύει τον Πέτρο στο αλιευτικό του έργο. Ο Πέτρος στεκόταν μαζί με το Χριστό στην ακτή και ο Χριστός τώρα στέκεται μαζί με τον Πέτρο στο βάθος της λίμνης. Εκείνοι οι οποίοι είναι σταθεροί ακόλουθοι του Χριστού, θα τον έχουν σταθερό οδηγό στη ζωή τους και στο επάγγελμά τους θα ευλογεί τα έργα τους.
(2) Το επανάγαγε σε ενικό απευθύνεται προς τον Πέτρο ως πηδαλιούχο, ενώ το ακόλουθο χαλάσατε σε πληθυντικό διότι απευθύνεται σε όλους στο πλοίο (δ).
(3) «Αν και ήξερε, ότι όλη τη νύχτα δεν ψάρεψαν τίποτα, επιτρέπει σε αυτούς να ρίξουν τα δίχτυα τώρα, ώστε, αφού γνωρίσουν τη δύναμή του πιο σίγουρα, να αποκτήσουν περισσότερη πίστη σε αυτόν και αφού απομακρυνθούν πλέον τελείως από την αλιεία, να τον ακολουθούν για πάντα» (Ζ).
(4) Ο Κύριος δεν υπόσχεται αμέσως σε αυτούς ότι θα πιάσουν ψάρια. Πρώτα βάζει σε δοκιμασία την υπακοή του Σίμωνα (b).

5.5 καὶ ἀποκριθεὶς Σίμων εἶπεν αυτω, ᾽Επιστάτα(1), δι᾽ ὅλης νυκτὸς(2) κοπιάσαντες οὐδὲν ἐλάβομεν(3), ἐπὶ δὲ τῷ ῥήματί σου(4) χαλάσω το δίκτυον(5).
5 Ο Σίμων του αποκρίθηκε: «Διδάσκαλε, όλη τη νύχτα παιδευόμασταν και δεν πιάσαμε τίποτε· επειδή όμως το λες εσύ, θα ρίξω το δίχτυ».
(1) Μόνος ο Λουκάς χρησιμοποιεί τη λέξη επιστάτης (η 24,45,θ 33,49,ιζ 13) και πάντοτε απευθύνεται στο Χριστό. Ουδέποτε χρησιμοποιεί το συνηθισμένο στα άλλα ευαγγέλια και ιδιαίτερα στο τέταρτο ραββεί, το οποίο δεν θα ήταν πολύ κατανοητό στους εθνικούς (p). Επιστάτης σημαίνει, αυτός που στέκεται πάνω σε κάποιον, και μεταφορικά αυτός που επιτηρεί και διευθύνει κάποια υπόθεση, ο έφορος και φύλακας (ποιμνίου, βοδιών=ποιμένας, βουκόλος, παιδιών=παιδαγωγός), και από αυτό κατέληξε να σημαίνει τον διδάσκαλο (δ).
(2) Υπάρχει και η γραφή: δι’ όλης νυκτός=για νύχτα ολόκληρη. Δι όλης της νυκτός=της προηγούμενης (δ). Ολόκληρη τη νύχτα, η οποία είναι ο καταλληλότερος χρόνος για ψάρεμα (p). Όταν ο Κύριος μπήκε στο πλοίο του Πέτρου, αυτός είχε αγρυπνήσει όλη τη νύχτα και θα μπορούσε να δικαιολογηθεί, ότι είχε ανάγκη ύπνου και δεν ήταν σε θέση να ακούσει το λόγο. Αλλά ο Πέτρος είχε τόσο πόθο να ακούσει τον λόγο του Κυρίου, ώστε κάθε νύστα τινάζεται από τα μάτια του και η προθυμία να ακούσει τον διδάσκαλο δίνει σε αυτόν νέες δυνάμεις.
(3) «Πόσο υπάκουος ήταν ο Πέτρος… διότι μόλις του είπε να ξαναπάει στα βαθιά, δεν δυσανασχέτησε, ούτε είπε, Αφού όλη τη νύχτα κοπίασα και δεν κέρδισα τίποτα, τώρα θα πειστώ σε σένα, και θα ρίξω τον εαυτό μου σε δεύτερους κόπους; Τίποτα από αυτά δεν είπε» (Θφ). Είχε κοπιάσει μάταια. Είναι συγκινητικό να βλέπει κάποιος ανθρώπους που ασκούν με επιμέλεια το έργο τους και δεν αποκάμνουν και όταν ακόμη οι μόχθοι τους σε αυτό δεν ανταμείβονται επαρκώς. Οι ψαράδες αυτοί, οι οποίοι αποδεικνύονταν τόσο επιμελείς και ακούραστοι, προσείλκυσαν την συμπάθεια και την εύνοια του Ιησού. Αποδεικνύονταν τώρα και κατάλληλοι για να προτιμηθούν ως καλοί στρατιώτες Ιησού Χριστού, εφόσον με τόση καρτερία υπέμεναν και τους μόχθους του έργου τους. Σημείωσε ακόμη, ότι και εκείνοι, οι οποίοι δείχνουν μεγάλη επιμέλεια στην άσκηση του έργου τους, συχνά αντιμετωπίζουν απογοητεύσεις στις αποδόσεις του. Ο Θεός μάς θέλει επιμελείς, αλλά και να εξαρτιόμαστε εξ’ ολοκλήρου από αυτόν και όχι να προθυμοποιούμαστε από τα κέρδη που επιτυγχάνονται σε αυτόν τον κόσμο. Οφείλουμε να πράττουμε το καθήκον μας και να αφήνουμε όλα τα άλλα στην πρόνοιά του.
(4) Στηριζόμενος στο λόγο σου (δ). Ο Πέτρος αισθάνθηκε τη δύναμη των λόγων του Ιησού (b). «Τόσο ήταν θερμός στην πίστη ο Πέτρος και πριν την πίστη» (Θφ). Την ίδια πίστη στο λόγο του Χριστού επέδειξε και στο Ματθ. ιδ 28, όταν είπε στον Κύριο «διάταξέ με να έλθω σε σένα πάνω στα νερά» (b). Ο Πέτρος είχε αγρυπνήσει και είχε κοπιάσει όλη τη νύχτα. Όταν όμως ο Χριστός διατάζει, είναι βέβαιος ότι θα ανανεωθούν οι δυνάμεις του και ακούραστος θα ξαναπιάσει τη συνέχιση του έργου. Και για τον λόγο του Κυρίου ρίχνει και πάλι το δίχτυ. Οι διάκονοι του ευαγγελίου οφείλουν να επιμένουν να ρίχνουν το δίχτυ και όταν ακόμη αφού κοπιάζουν πολύ δεν συλλαμβάνουν σε αυτό τίποτα. Ακριβώς μάλιστα αυτό είναι περισσότερο αξιέπαινο, το να συνεχίζουμε ακούραστοι το έργο του ευαγγελίου παρόλο που δεν βλέπουμε καρπούς από τους κόπους μας. Αρκεί να ακολουθούμε τις οδηγίες, τις οποίες λαμβάνουμε από τον λόγο του Κυρίου και το έργο της πνευματικής αλιείας μας στο τέλος θα επιστεφθεί από επιτυχία ασφαλή και πλούσια.
(5) Η πρόθυμη υπακοή του Πέτρου στο παράγγελμα του Κυρίου, που εκδηλώθηκε κάτω από τέτοιες αποθαρρυντικές προβλέψεις επιτυχίας, συχνά από τότε είχε μιμητές στην πίστη και πείρα πλήθους χριστιανών, οι οποίοι σε παρόμοιες περιστάσεις απέλπιδας προσπάθειας εμμένουν παρ’ όλα αυτά στην καρτερική υπακοή στις θείες εντολές. Οσοδήποτε στερημένη από ελπίδα και αν παρουσιάζεται στα μάτια των αισθήσεων η εμμονή στο καθήκον, η φωνή των καρδιών μας πρέπει να είναι εκείνη του Πέτρου: «για τον λόγο σου όμως θα ρίξω το δίχτυ» (ο).

5.6 καὶ τοῦτο ποιήσαντες συνέκλεισαν(1) πλῆθος ἰχθύων πολύ(2), διερρήγνυτο(3) δὲ το δίκτυον αὐτῶν(4).
6 Το έριξαν κι έπιασαν πάρα πολλά ψάρια, τόσα που το δίχτυ τους άρχισε να σκίζεται.
(1) Έκλεισαν μαζί στο δίχτυ (δ).
(2) Το θαύμα αυτό αναμφίβολα δεν ήταν πράξη δημιουργίας, αλλά υπερφυσικής γνώσης. Ο Ιησούς μπορούσε υπερφυσικά να γνωρίζει, ότι το πλήθος εκείνο των ψαριών βρισκόταν στο μέρος αυτό της λίμνης. Είναι δυνατόν επίσης με ενέργεια της θέλησης του Ιησού να μαζεύτηκαν εκεί τα ψάρια (g). Το μάτι του Ιησού μπορούσε να εισδύσει στα βάθη της λίμνης της Γαλιλαίας. Ήξερε ακριβώς που και πότε θα βρίσκονταν τα ψάρια. Εκείνος ο οποίους μπορούσε να γνωρίσει τα μυστικά της λίμνης της Γαλιλαίας, μπορούσε ομοίως να γνωρίσει και τα μυστικά της καρδιάς του Πέτρου. Για αυτό μπροστά του ο Πέτρος συντρίβεται.
(3) Λόγω του βάρους από το πλήθος των ψαριών (δ). «Στο όνομα του Χριστού κατέβασαν το δίχτυ, και αμέσως το είχαν γεμάτο από αυτά που έπιασαν· έτσι ώστε, με παράδειγμα ολοκάθαρο και μέσα από αυτό που παράδοξα τελέστηκε, σαν σύμβολο και προεικόνιση, να πληροφορηθούν, ότι δεν θα είναι χωρίς μισθό ο κόπος τους, ούτε άκαρπος ο ζήλος που θα δείξουν όταν θα απλώσουν το δίχτυ της ευαγγελικής μύησης, αλλά σε αυτό το δίχτυ θα μαζέψουν από όλα τα μέρη και με σιγουριά τις αγέλες των εθνών» (Κ).
(4) Υπάρχει και η γραφή: διερρήσσετο δε τα δίκτυα αυτών. Λίγα επίσης άλλα χειρόγραφα προσθέτουν στο τέλος «ώστε μη δύνασθαι αναγαγείν αυτό». Το πολύ πλήθος των ψαριών ήταν η αμοιβή της πρόθυμης υπακοής των μαθητών. Υπήρξε η δικαίωση της αδιάψευστης πεποίθησής τους στον Ιησού. Κανείς δεν ήλπισε σε αυτόν και ντροπιάστηκε. Ήταν η αποζημίωσή τους, διότι έθεσαν το χρόνο τους και το πλοίο τους στη διάθεση του Ιησού, για να τα μεταχειριστεί αυτός όπως ήθελε. Αυτό θα τους έπειθε, ότι κανείς ποτέ δεν θα βρισκόταν στο τέλος ζημιωμένος ή χαμένος, εφόσον θα έθετε τον εαυτό του στην υπηρεσία του Χριστού. Και προπαντός θα ενθαρρυνόταν έτσι ο Πέτρος και οι συνέταιροί του, ώστε με όλη τους την καρδιά να αναλάβουν το έργο του λόγου, το οποίο τώρα τους ανέθετε. Στη νέα τους αυτή διακονία διδάχτηκαν τώρα, ότι χωρίς τον Ιησού δεν θα πετύχαιναν τίποτα, ενώ μαζί με Αυτόν και με τη βοήθειά του θα πετύχαιναν τα πάντα. Κενά δίχτυα χωρίς την ευλογία του. Γεμάτα δίχτυα, για όσο η ευλογία αυτή θα τους συνόδευε.

5.7 καὶ κατένευσαν(1) τοῖς μετόχοις(2) τοις ἐν τῷ ἑτέρῳ πλοίῳ τοῦ ἐλθόντας συλλαβέσθαι(3) αὐτοῖς· καὶ ἦλθον, καὶ ἔπλησαν ἀμφότερα τὰ πλοῖα ὥστε βυθίζεσθαι(4) αὐτά.
7 Με νεύματα ειδοποίησαν τους συνεταίρους τους, που ήταν στο άλλο πλοίο να έρθουν να τους βοηθήσουν. Εκείνοι ήρθαν και γέμισαν και τα δύο ψαροκάικα σε σημείο που να κινδυνεύουν να βυθιστούν.
(1) «Τους προσκάλεσαν με νεύμα» (Ζ). Λιγότερο πιθανή ερμηνεία «επειδή δεν μπορούσαν να μιλήσουν από την έκπληξη και το φόβο» (Ζ). Επειδή βρίσκονταν σε κάποια απόσταση και για λόγους ευπρέπειας (b) απέφυγαν να βγάλουν κραυγές ισχυρές. Το άλλο πλοίο βρισκόταν ακόμη κοντά στην ακτή (σ. 2), διότι σε μόνο τον Σίμωνα είπε ο Κύριος να ξαναπάει το πλοίο του στο βάθος (p).
(2) «Μετόχους λέει τους συνεταίρους» (Ζ). Δεδομένου ότι το δίχτυ κόστιζε γύρω στα 600 χρυσά φράγκα και για τη διατήρησή του απαιτούνταν δαπάνη περισσότερο από 100 φράγκα, συχνά συνεταιρίζονταν δύο ή περισσότεροι ψαράδες, συνήθως αδελφοί ή συγγενείς για την απόκτηση διχτύων, και μοίραζαν τα προϊόντα της αλιείας μεταξύ τους ανάλογα με το ποσό που έβαλε ο καθένας (L).
(3) Δες Φιλ. δ 3=για να πιάσουν μαζί, για να τους βοηθήσουν (δ).
(4) Είχαν βυθιστεί πολύ στο νερό της λίμνης λόγω του βάρους των ψαριών (b) και υπήρχε κίνδυνος το νερό να μπει σε αυτά (δ).

5.8 ἰδὼν δὲ Σίμων Πέτρος(1) προσέπεσε τοῖς γόνασιν(2) ᾽Ιησοῦ λέγων, ῎Εξελθε ἀπ᾽ ἐμοῦ(3), ὅτι ἀνὴρ ἁμαρτωλός(4) εἰμι, κύριε(5)·
8 Όταν ο Σίμων Πέτρος είδε τι έγινε, έπεσε στα γόνατα του Ιησού και του είπε: «Βγες από το καΐκι μου, Κύριε, γιατί είμαι άνθρωπος αμαρτωλός».
(1) «Κατάλαβε (ο Πέτρος) ότι ενήργησε το πρόσταγμά του με παράδοξο τρόπο και ότι είναι θείος και υπερφυσικός άνθρωπος» (Ζ). Η ένσταση, ότι ο Πέτρος υπήρξε μάρτυρας και της θεραπείας της πεθεράς του, όπως και άλλων θαυμάτων, και συνεπώς δεν εξηγείται η έκπληξη που τώρα εκδηλώνει, παρουσιάζεται αβάσιμη. Συχνά συμβαίνει κάποιο γεγονός να αγγίζει την καρδιά ζωηρότερα από όσο άλλα παρόμοια με αυτό που προηγήθηκαν, τα οποία χωρίς να αφήσουν αυτήν αναίσθητη, προετοίμασαν αυτήν, για να δεχτεί ζωηρότερα τώρα την εντύπωση. Επιπλέον το παρόν θαύμα υπήρξε θαύμα στο επάγγελμα του Πέτρου και για αυτό προκάλεσε ειδική εντύπωση σε αυτόν, ακριβώς όπως και η θεραπεία νόσου ανίατης θα έκανε ειδική εντύπωση σε γιατρό (p). Ο Πέτρος γνώριζε καλά τη λίμνη και για πολλά ίσως χρόνια είχε εργαστεί σε αυτήν ως ψαράς, ουδέποτε όμως είχε δει μία τέτοια επιτυχία στο ψάρεμα. Και για αυτό τώρα δεν μπορούσε να μπει στον πειρασμό να μειώσει το θαύμα, αλλά τελείως αντιθέτως ήταν περισσότερο από κάθε άλλον σε θέση να εκτιμήσει αυτό.
(2) Έπεσε στα γόνατα του Ιησού. Η φράση είναι κλασική και συναντιέται και στους κλασικούς συγγραφείς.
(3) «Επειδή θεώρησε τον εαυτό του ανάξιο από πολλή ευλάβεια και σεβασμό, αρνιόταν την παρουσία του» (Ζ) και παρακαλούσε «τον Ιησού να μην είναι στο πλοίο, λέγοντας τον εαυτό του αμαρτωλό» (Θφ). Σε εκείνους, τους οποίους ο Χριστός έχει πρόθεση να δεχτεί στην πιο άμεση και στενή γνωριμία μαζί του, κάνει πρωτίστως αισθητό, ότι πρέπει να τηρούν τον εαυτό τους σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερη απόσταση από αυτόν. Πρέπει όλοι να ομολογούμε τους εαυτούς μας αμαρτωλούς και να συναισθανόμαστε, ότι είναι άξιο ο Κύριος να φύγει μακριά από εμάς. Αλλά συγχρόνως οφείλουμε να πέφτουμε στα γόνατά του και να τον παρακαλούμε ταπεινά να μην φύγει. Διότι αλίμονο σε μας, εάν μας εγκαταλείψει!. Αλίμονο, εάν ο Σωτήρας απομακρυνθεί από τον αμαρτωλό.
(4) Όσες φορές η θεία δύναμη γίνει εμφανής σε μας με έκτακτα γεγονότα, αφυπνίζεται σε μας η συναίσθηση της αμαρτωλότητάς μας και κυριευόμαστε από φόβο (g). «Για αυτό και ο Πέτρος, επειδή θυμήθηκε τα προηγούμενα αμαρτήματα, τρέμει και φοβάται και ως μη αγνός, δεν έχει θάρρος να υποδεχτεί τον καθαρό λόγω δειλίας αξιέπαινης» (Κ). Και οι καλύτεροι των ανθρώπων είναι αμαρτωλοί και πρέπει να είναι έτοιμοι να ομολογήσουν αυτό σε οποιαδήποτε περίσταση και προπαντός μπροστά στον Ιησού Χριστό. Διότι σε ποιον άλλον παρά σε αυτόν, ο οποίος ήλθε στον κόσμο «να σώσει αμαρτωλούς» μπορούμε οι αμαρτωλοί να προσφύγουμε;
(5) Το Επιστάτα που λέχθηκε προηγουμένως, αντικαθίσταται τώρα με το Κύριε, το οποίο ανταποκρίνεται πληρέστερα στα ευλαβικά συναισθήματα από τα οποία κατέχεται τώρα ο Πέτρος (g). Του επιστάτου οι διαταγές εκτελούνται, του Κυρίου όμως η αγιότητα προκαλεί τον αγωνιώδη φόβο. Δες Δαν. ι 16,17 (p). Οι εκδηλώσεις αυτές του Πέτρου συμφωνούν πλήρως με τα όσα γνωρίζουμε για τον χαρακτήρα του. Αντί να παρατηρήσει με χαρά τα πιασμένα ψάρια, κυριεύτηκε από τέτοια συναίσθηση για την αναξιότητα του να βρίσκεται μπροστά σε πρόσωπο τόσο υπέροχο, ώστε γονατιστός και γεμάτος ταπείνωση παρακαλεί τον Κύριο να βγει από το πλοίο. Καθένας που διαβάζει την απλή και συγκινητική αυτή εξομολόγηση του Πέτρου, θυμάται τα λόγια τα οποία ο Ιώβ είπε μπροστά στον Κύριο: «Κύριε, πριν σε άκουγα με τα αυτιά μου, τώρα όμως τα μάτια μου σε είδαν. Για αυτό κάκισα τον εαυτό μου και έλιωσα και θεωρώ τον εαυτό μου χώμα και στάχτη» (Ιωβ μβ 5-6) (ο). Είναι αξιοσημείωτο ότι όταν ο Θεός κάλεσε μερικούς από τους μεγαλύτερους και διαπρεπέστερους διακόνους του για ορισμένη αποστολή, άρχισε από το να παρέχει σε αυτούς την αποκάλυψη του εαυτού τους και της κατάστασής τους με την εμφάνιση της δόξας του και του μεγαλείου του σε αυτούς. Έτσι όταν εμφανίστηκε στον Μωϋσή στη βάτο, το πρώτο αποτέλεσμα της εμφάνισης αυτής υπήρξε, ότι ο Μωϋσής έτρεμε και δεν τολμούσε να ατενίσει προς την βάτο. Και το τελικό αποτέλεσμα υπήρξε να φωνάξει ο Μωϋσής: «Κύριε δεν είμαι ικανός να μιλώ όχι από χθες ή προχθές, ούτε αφότου άρχισες να μιλάς σε μένα τον δούλο σου· είμαι αδύναμος στην ομιλία και βραδύγλωσσος» (Εξοδ. δ 10). Και ο Πέτρος τώρα με το θαύμα αναγνωρίζει την θεότητα του Ιησού. Αλλά το φως της θεότητας αυτής αντανακλά συγχρόνως και στην καρδιά του και αποκαλύπτει τον εαυτό του σε αυτόν, όσο ουδέποτε άλλοτε ο Πέτρος είχε γνωρίσει τον εαυτό του. Έτσι αφού γνώρισε ο Πέτρος και τον εαυτό του και τον Κύριό του ετοιμάστηκε για την αποστολική κλήση του.

5.9 θάμβος γὰρ(1) περιέσχεν αὐτὸν καὶ πάντας τοὺς σὺν αὐτῷ(2) ἐπὶ τῇ ἄγρᾳ(3) τῶν ἰχθύων ᾗ
συνέλαβον,
9 Αυτά τα είπε γιατί είχε κυριευτεί από δέος, αυτός και όλοι όσοι ήταν μαζί του, για τα πολλά ψάρια που είχαν πιάσει.
(1) Ο λόγος για τον οποίο ο Πέτρος φοβήθηκε την παρουσία του Κυρίου, ήταν η μεγάλη έκπληξη η οποία τον κυρίευσε για την πρωτοφανή εκείνη αλιεία των ψαριών.
(2) «Διότι ήταν λογικό να έχει μαζί του όχι μόνο τον αδελφό του τον Ανδρέα, αλλά και ανθρώπους που μίσθωνε» (Ζ).
(3) Ή, για τα πιασμένα ψάρια, οπότε παίρνουμε τη λέξη άγρα με παθητική έννοια και με τη σημασία του πράγματος που πιάστηκε (δ). Ή, και με ενεργητική έννοια το πιάσιμο, την σύλληψη των ψαριών, την οποία είχαν επιτύχει (L). Εάν όμως το «ᾗ συνέλαβον» είναι πιο σωστή γραφή από το «ὧν συνέλαβον», τότε το άγρα πιο σωστό είναι να το πάρουμε με παθητική έννοια (p).

5.10 ὁμοίως δὲ καὶ ᾽Ιάκωβον καὶ ᾽Ιωάννην(1) υἱοὺς Ζεβεδαίου, οι ἦσαν κοινωνοὶ(2) τῷ Σίμωνι. καὶ εἶπε πρὸς τὸν Σίμωνα(3) ὁ ᾽Ιησοῦς, Μὴ φοβοῦ(4)· ἀπὸ τοῦ νῦν(5) ἀνθρώπους(6) ἔσῃ(7) ζωγρῶν(8).
10 Το ίδιο συνέβη και με τα παιδιά του Ζεβεδαίου, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, που ήταν συνεργάτες του Σίμωνα. Ο Ιησούς τότε είπε στο Σίμωνα: «Μη φοβάσαι, από τώρα θα ψαρεύεις ανθρώπους».
(1) Για πρώτη φορά αναφέρονται σε αυτό το ευαγγέλιο.
(2) Το «μέτοχοι» που χρησιμοποιήθηκε πριν, αντικαθίσταται για την ποικιλία του ύφους με το «κοινωνοί». Το μέτοχοι δηλώνει μάλλον συμμετοχή στο επάγγελμα, ενώ το δεύτερο και προσωπική σχέση (L).
(3) Μίλησε ειδικά στον Σίμωνα, αν και όχι αποκλειστικά σε αυτόν, επειδή ο Σίμων απηύθυνε σε αυτόν τον λόγο (b).
(4) Η συναίσθηση για την αναξιότητά του, την οποία είχε κατά τη στιγμή εκείνη ο Σίμων, ήταν λόγος για να ξαναπάρει θάρρος (p). Όσο περισσότερο δεν άρεσε στον Πέτρο ο εαυτός του, τόσο περισσότερο γινόταν αρεστός στο Θεό (Grotius).
(5) «Από τώρα, αφού θα μεταβληθεί η αλιευτική σου τέχνη, θα ψαρεύεις ανθρώπους» (Ζ). Από τον τωρινό καιρό, τώρα που σε καλώ στην αποστολική διακονία (δ), δεν θα μεταβάλλεις επάγγελμα, αλλά το επάγγελμα θα αλλάξει αντικείμενο (g)· αντί για ψάρια θα ψαρεύεις ανθρώπους.
(6) «Η πλούσια ψαριά των ψαριών, ήταν σύμβολο της πλούσιας ψαριάς των ανθρώπων και προμήνυμα του πολλού πλήθους αυτών που επρόκειτο να σαγηνευτούν από τους Αποστόλους, των οποίων την αισθητή αλιεία την μετέτρεψε ο Χριστός σε πνευματική» (Ζ).
(7) Ο αναλυμένος μέλλοντας δηλώνει διαρκή κατάσταση.
(8) =θα συλλαμβάνεις ζωντανούς ανθρώπους (Βέζας). Επίτηδες εκλέχτηκε η λέξη για να δηλώσει ότι το ψάρεμα αυτό καμία βλάβη δεν θα επιφέρει στη ζωή αυτού που ψαρεύεται (δ).

5.11 καὶ καταγαγόντες(1) τὰ πλοῖα ἐπὶ τὴν γῆν ἀφέντες άπαντα(2) ἠκολούθησαν(3) αὐτῷ.
11 Ύστερα, αφού τράβηξαν τα ψαροκάικα στη στεριά, άφησαν τα πάντα και τον ακολούθησαν.
(1) Από το βάθος της λίμνης όπου συντελέστηκε το ψάρεμα, επανέφεραν τα πλοία στην ξηρά (δ). Όπως το επαναγαγειν του σ. 3, έτσι και το κατάγειν τα πλοία είναι ναυτική έκφραση συχνή στις Πράξ. θ 30,κβ 30,κγ 15,20, κλπ)(p).
(2) Ακόμη και τα ψάρια που είχαν πιάσει (b). Αντί να τρέξουν στην αγορά και να πουλήσουν τα πιασμένα ψάρια και να εκμεταλλευτούν έτσι χρηματικά όσο το δυνατόν περισσότερο το θαύμα που συντελέστηκε, περιφρόνησαν όλα και ακολούθησαν το Χριστό πρόθυμοι να υπηρετήσουν τα πνευματικά συμφέροντα, για τα οποία ενδιαφερόταν ο Κύριος, και όχι τα επίγεια και εφήμερα. Εγκατέλειψαν τα πάντα και ακολούθησαν το Χριστό ακριβώς τότε, όταν είχαν μπροστά τους ασυνήθιστη επιτυχία στο βιοτικό τους επάγγελμα και είχαν στα χέρια τους ευτυχία υλική, που πολλοί θα την ονειρεύονταν. «Αν ρέει ο πλούτος, μην προσκολλάτε την καρδιά σας». Αυτό θυμήθηκαν οι ψαράδες αυτοί και προτίμησαν από τον υλικό πλούτο τον πολύτιμο και αιώνιο μαργαρίτη.
(3) Παρόλο που η πρόσκληση απευθύνθηκε στο Σίμωνα, πολλά πρόσωπα παρουσιάζονται ότι ακολούθησαν το Χριστό, εγκαταλείποντας τα πάντα, όπως αρμόζει σε πρόσωπα που οριστικά αποσπάστηκαν από τα εγκόσμια (L). Το έργο της χριστιανικής διακονίας απαιτεί συγκέντρωση και αφοσίωση του όλου ανθρώπου στο έργο αυτό. Για αυτό και οι πρώτοι αυτοί απόστολοι «αφήνοντας τα πάντα τον ακολούθησαν». Η χειροτονία τους έγινε αργότερα, αλλά η αποδοχή της κλήσης τους έγινε τώρα και εκδηλώθηκε με την απομάκρυνσή τους από τα συνηθισμένα τους έργα και τις συνηθισμένες τους επιδιώξεις.

Στίχ. 12-16. Η θεραπεία του λεπρού.
5.12 Καὶ ἐγένετο(1) ἐν τῷ εἶναι αὐτὸν ἐν μιᾷ τῶν πόλεων καὶ ἰδοὺ(2) ἀνὴρ πλήρης λέπρας(3)· καὶ ἰδὼν τὸν ᾽Ιησοῦν πεσὼν ἐπὶ πρόσωπον ἐδεήθη(4) αὐτοῦ λέγων(5), Κύριε, ἐὰν θέλῃς(6) δύνασαί(7) με καθαρίσαι(8).
12 Ο Ιησούς βρισκόταν κάποτε σε μια πόλη. Ένας άνθρωπος γεμάτος λέπρα, μόλις τον είδε, έπεσε με το πρόσωπο στη γη και τον παρακαλούσε: «Κύριε, αν θέλεις, μπορείς να με καθαρίσεις από τη λέπρα».
(1) Δες Ματθ. η 1-4 και Μάρκ. α 40-45 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις. Μόνος από τους 3 συνοπτικούς ο Ματθαίος καθορίζει τον χρόνο στον οποίο έγινε το θαύμα αυτό, δηλαδή μετά την επί του όρους ομιλία. Η τελευταία αυτή ένδειξη είναι τόσο σαφής, ενώ οι σχετικά με τον χρόνο αυτόν ενδείξεις των άλλων δύο συνοπτικών τόσο αόριστες, ώστε δεν μπορούμε παρά να παραχωρήσουμε την προτίμησή μας στον Ματθαίο (g).
(2) Το «και ιδού» είναι απόδοση του προηγούμενου «και εγένετο». Η σύνταξη και οι λέξεις αποτελούν εβραϊκό τρόπο έκφρασης μάλλον παρά αραμαϊκό (L). Το και ιδού περιγράφει την έκπληξη που προκλήθηκε από την αιφνίδια και τρομακτική έλευση του λεπρού, που παραβίασε τις διατάξεις του νόμου (g). «Διότι ο νόμος του Μωϋσή διακηρύττει ότι είναι μολυσμένος ο λεπρός· και είχε προστάξει να διώχνεται ως ακάθαρτος έξω από το στρατόπεδο» (Κ).
(3) Γεμάτος με το εξάνθημα, το οποίο ήταν χαρακτηριστικό της νόσου (δ). Το κακό δηλαδή ήταν πολύ προχωρημένο (g). Η λεπτομέρεια αυτή παρέχεται από μόνο τον αγαπητό ιατρό (p). Το πλήρης συναντιέται συχνά στους γιατρούς μαζί με πάθηση θανατηφόρα, την φράση όμως πλήρης λέπρας δεν την συνάντησε ο Hobart (L).
(4) Με εξαίρεση το Ματθ. θ 38, το ρήμα είναι αποκλειστικό στην Κ.Δ. στον Λουκά και τον Παύλο (p).
(5) «Αξίζει κάθε έπαινο η πίστη αυτού που πλησίασε· διότι έδωσε μαρτυρία, ότι όλα μπορεί να τα κατορθώσει ο Εμμανουήλ, και ζητά να ελευθερωθεί με νεύματα που πρέπουν σε Θεό, παρόλο που η ασθένεια δεν ήταν θεραπεύσιμη· διότι η λέπρα δεν ξέρει να υποχωρεί μπροστά στην εμπειρία των γιατρών. Αλλά έχω δει, λέει, να διώχνονται με εξουσία θεϊκή οι ακάθαρτοι δαίμονες και άλλους να απαλλάσσονται από πολλές ασθένειες. Κατάλαβα, ότι αυτού του είδους τα πράγματα γίνονται από κάποιο θείο και ακαταμάχητο χέρι» (Κ).
(6) Ίσως είναι αυτό χαρακτηριστικό της ατελούς ακόμη γνώσης του λεπρού σχετικά με το Χριστό, ο οποίος πιστεύει μάλλον στη δύναμη παρά στην αγαθότητα του Χριστού (p).
(7) Η λέπρα θεωρούνταν ως άμεση τιμωρία του Θεού (g). Ο λεπρός λοιπόν είχε χτυπηθεί από το Θεό και ανθρώπινο χέρι δεν μπορούσε να απομακρύνει αυτό το χτύπημα (p). «Είναι αξιοθαύμαστος λοιπόν ο λεπρός, διότι έχοντας ιδέα για τον Κύριο που πρέπει σε Θεό, λέει, Εάν θέλεις, μπορείς να με καθαρίσεις. Διότι αυτό δείχνει ότι είχε φρόνημα για το Χριστό ότι είναι Θεός. Διότι δεν τον πλησίαζε ως γιατρό (διότι η λέπρα δεν αντιμετωπιζόταν από ιατρικά χέρια), αλλά ως Θεό. Διότι σε αυτόν μόνο ανήκει το να θεραπεύει τέτοια νοσήματα» (Θφ).
(8) Μη λησμονούμε, ότι και η αμαρτία μπορεί να χαρακτηριστεί ως λέπρα της ψυχής. Είμαστε λοιπόν και εμείς λεπροί. Και είναι για αυτό ανάγκη να δούμε τον Χριστό, να κάνουμε γνωστό σε αυτόν το νόσημά μας, να ταπεινωθούμε μπροστά του, όπως αυτός ο λεπρός, ο οποίος έπεσε μπρούμυτα παρακαλώντας τον Ιησού. Γεμάτοι επίσης ντροπή για την λέπρα μας αυτή, από την οποία από δική μας θέληση μολυνθήκαμε, να ομολογήσουμε σε αυτόν συντετριμμένοι την ακαθαρσία μας και να εκφράσουμε θερμά τον πόθο μας να καθαριστούμε από αυτήν. Και με πίστη ακράδαντη, ότι αυτός μπορεί, αλλά και θέλει να μας θεραπεύσει, να του πει ο καθένας μας: Κύριε, «μπορείς να με καθαρίσεις», αν και είμαι γεμάτος λέπρα.

5.13 καὶ ἐκτείνας τὴν χεῖρα(1) ἥψατο(2) αὐτοῦ ειπών, Θέλω, καθαρίσθητι· καὶ εὐθέως(3) ἡ λέπρα ἀπῆλθεν ἀπ᾽ αὐτοῦ(4).
13 Εκείνος άπλωσε το χέρι του, τον άγγιξε και είπε: «Θέλω· να καθαριστείς από τη λέπρα». Αμέσως η λέπρα έφυγε από πάνω του.
(1) Αξιοσημείωτη και η επόμενη παρατήρηση: «Εσύ όμως θαύμασε, σε παρακαλώ, εδώ, τον Χριστό που ενεργεί ταυτόχρονα θεϊκά και σωματικά· διότι είναι θεϊκό, από τη μία, το να θέλει με τέτοιο τρόπο, ώστε να του πραγματοποιούνται όλα όσα θέλησε· είναι ανθρώπινο, από την άλλη, το ότι απλώνει το χέρι. Ένας λοιπόν θεωρείται ο Χριστός, αποτελούμενος από δύο (φύσεις), έστω και αν έγινε σάρκα ο Λόγος» (Κ).
(2) Η επαφή αυτή του Ιησού υποβοήθησε την πίστη του λεπρού (p).
(3) Και οι 3 συνοπτικοί γράφουν ευθέως ή ευθύς, δείχνοντας, ότι ο Ιησούς δεν προετοίμασε απλώς τα πράγματα, ώστε μέσω της φυσικής οδού να συντελεστεί η θεραπεία, αλλά θεράπευσε με τη μία τον λεπρό με το άγγιγμά του (p).
(4) Μία λέξη, μία επαφή από τον Χριστό και το παν συντελέστηκε και για μας. Εάν ο Χριστός πει: Θέλω, να δικαιωθείς, Θέλω, αγιάσου, ο λόγος θα γίνει έργο αμέσως. Διότι έχει εξουσία πάνω στη γη να συγχωρεί αμαρτίες και να δίνει Πνεύμα Άγιο στους ανθρώπους.

5.14 καὶ αὐτὸς παρήγγειλεν αὐτῷ μηδενὶ εἰπεῖν(1), ἀλλὰ ἀπελθὼν δεῖξον σεαυτὸν τῷ ἱερεῖ, καὶ προσένεγκε περὶ τοῦ καθαρισμοῦ σου καθὼς προσέταξεν Μωϋσῆς, εἰς μαρτύριον αὐτοῖς(2).
14 Ο Ιησούς τον διέταξε να μην πει τίποτα σε κανέναν· «για να τους αποδείξεις όμως ότι θεραπεύτηκες», του λέει, «πήγαινε να δείξεις τον εαυτό σου στον ιερέα και πρόσφερε για τον καθαρισμό σου ό,τι έχει καθορίσει ο Μωυσής».
(1) Ανάμεσα στους λόγους, για τους οποίους ο Κύριος έδωσε τέτοια παραγγελία στον θεραπευμένο λεπρό, είναι και ότι θέλησε να προλάβει την ελεύθερη επικοινωνία του λεπρού με τους άλλους, πριν ακόμη αυτός κηρυχτεί αρμοδίως καθαρός. Ο θεραπευμένος θα μπορούσε να σκεφτεί, ότι εφόσον τόσο θαυμαστά θεραπεύτηκε, δεν ήταν υποχρεωμένος να υποβληθεί στις συνηθισμένες διατυπώσεις, που όριζε ο νόμος. Και εάν επικοινωνούσε ελεύθερα με τους άλλους, πριν ακόμη ο καθαρισμός του διαπιστωθεί από τους ιερείς, θα παρεχόταν λαβή στους εχθρούς του Ιησού να κατηγορούν αυτόν ότι καταργεί τον νόμο (p).
(2) Η φράση συναντιέται σε όλους τους συνοπτικούς. Διάφορες εξηγήσεις προβλήθηκαν· δηλαδή α) για να πειστούν οι ιερείς για τη θεία μου δύναμη, β) για να βεβαιωθούν οι ιερείς, ότι δεν περιφρονώ το νόμο, γ) για να πειστεί ο λαός, ότι η θεραπεία είναι πλήρης και ο λεπρός να μπορεί να δοθεί πίσω στην κοινωνία, δ) για να μπορέσει ο λαός να δει, ότι δεν αθετώ το νόμο. Εφόσον η θυσία γινόταν για μαρτυρία, η δεύτερη ή η τέταρτη εκδοχή πρέπει να προτιμηθεί. Μπορεί όμως και οι δύο να είναι ορθές (p).

5.15 διήρχετο δὲ μᾶλλον ὁ λόγος(1) περὶ αὐτοῦ, καὶ συνήρχοντο ὄχλοι πολλοὶ ἀκούειν καὶ θεραπεύεσθαι ἀπὸ τῶν ἀσθενειῶν αὐτῶν·
15 Η φήμη του, λοιπόν, απλωνόταν όλο και περισσότερο, και πλήθος ανθρώπων πήγαιναν κοντά του να τον ακούσουν και να τους θεραπεύσει απ’ τις αρρώστιες τους.
(1) Διαδιδόταν περισσότερο από όσο πριν ο λόγος για αυτόν. Μετά το θαύμα αυτό δηλαδή, ακόμη περισσότερο διαδιδόταν η φήμη του (δ). Αυτού του είδους η χρήση του διέρχομαι, για διάδοση φήμης ή κάποιου λόγου, είναι εξ’ ολοκλήρου δόκιμη και συναντιέται και στους κλασικούς (p). Όσο περισσότερο ο Ιησούς ζητούσε να κρύψει τον εαυτό του κάτω από το πέπλο της ταπεινοφροσύνης, τόσο περισσότερο γινόταν γνωστός στο λαό και η φήμη του μεγάλωνε. Διότι η τιμή είναι όμοια με σκιά, η οποία φεύγει από εκείνους, οι οποίοι την καταδιώκουν, αλλά ακολουθεί αυτούς, οι οποίοι την αποφεύγουν και αποσύρονται από αυτήν. Όσο λιγότερα λένε για τον εαυτό τους οι αγαθοί, τόσο περισσότερα λένε οι άλλοι για αυτούς.

5.16 αὐτὸς δὲ(1) ἦν(2) ὑποχωρῶν ἐν ταῖς ἐρήμοις καὶ προσευχόμενος(3).
16 Εκείνος όμως αποσυρόταν σε ερημικά μέρη και προσευχόταν.
(1) Αλλά αυτός, αντιθέτως με τα πλήθη που συνέρρεαν.
(2) Ο αναλυμένος παρατατικός φανερώνει, ότι συνεχώς έκανε αυτό ο Κύριος. «Κατάλαβε όμως (εσύ) και την ταπείνωση του Κυρίου, πώς δηλαδή, ενώ ο όχλος επιθυμούσε να τον αγγίξει, αυτός μάλλον περνούσε την ώρα του με ευχαρίστηση στις ερημιές και προσευχόταν. Με αυτόν τον τρόπο επομένως, έδινε σε όλους μας παράδειγμα και στο να προσευχόμαστε μόνοι μας και στο να αποφεύγουμε τη δόξα» (Θφ). «Πρέπει δηλαδή και εμείς, όταν κατορθώνουμε κάτι, να φεύγουμε, από τη μία, προκειμένου να μην δοξαστούμε από τους ανθρώπους, και να προσευχόμαστε, από την άλλη, ώστε να διαφυλαχτεί σε εμάς το χάρισμα» (Ζ).
(3) Ο Λουκάς φαίνεται συχνότερα από τους άλλους ευαγγελιστές να αναφέρεται στις συνήθειες αυτές της αφοσίωσης και προσευχής του Κυρίου. Αναμφίβολα ο Κύριος αποσυρόταν καθημερινά με σκοπό να αφοσιωθεί μόνος του, και όταν οι κόποι της ημέρας ήταν συνεχείς και επίπονοι, ώστε να μην του δίνουν καιρό για την κατ’ ιδίαν προσευχή, αποσυρόταν σε ώρες νυχτερινές, ώστε το καθήκον και το προνόμιο της προσευχής να μην υποστεί κάποια διακοπή (ο). Όταν διαβάζουμε και εδώ και σε πολλά άλλα χωρία, ότι ο Κύριός μας «στις ημέρες της σωματικής του ζωής» πρόσφερε προσευχές προς τον Θεό, μας ενδιαφέρει να μάθουμε για ποιο λόγο προσευχόταν ο Κύριος. Λέχθηκε, ότι προσευχόταν παρέχοντας σε μας παράδειγμα προσευχής για μίμηση. Αναμφίβολα ο Κύριος, όπως είναι πρότυπο ηθικό σε μας σε όλα, έτσι είναι και στο καθήκον της προσευχής. Αλλά δεν υπήρξε ο λόγος αυτός ο μόνος, για τον οποίο ο Κύριος προσευχόταν. Ως κεφαλή του ανθρωπίνου γένους και ιδεώδης και μοναδικός εκπρόσωπός του, ο Κύριος ήταν πραγματικός και τέλειος άνθρωπος, όπως ήταν και τέλειος Θεός. Προσευχόταν λοιπόν όπως θα προσευχόταν οποιοσδήποτε από τους δούλους του, διότι στην προσευχή υπάρχει δύναμη· υπάρχει νίκη εναντίον κάθε πειρασμού· και με αυτήν επιτυγχάνουμε την απαλλαγή από κάθε κακό και από κάθε ενοχή, από τα οποία ο Κύριος, ως απολύτως αναμάρτητος ήταν τελείως απαλλαγμένος. Εάν όμως οι καιροί προσευχής ήταν αναγκαίοι στον Κύριο, πόσο μάλλον αυτοί είναι αναγκαίοι για όλους εμάς. Διότι, όπως Αυτός υπήρξε στον κόσμο, έτσι είμαστε και εμείς. Με μόνη την διαφορά, ότι εμείς υποκείμεθα στις μολυσματικές επιδράσεις του κόσμου, από τις οποίες ο Κύριος παρέμεινε ανέπαφος· ότι το κακό στον κόσμο βρίσκει απήχηση και ανταπόκριση στις καρδιές μας, ενώ η καρδιά του Κυρίου μας, παρέμεινε απολύτως αμόλυντη και αγνή.

Στίχ. 17-26.Η ίαση του παραλύτου της Καπερναούμ.
5.17 Καὶ(1) ἐγένετο ἐν μιᾷ τῶν ἡμερῶν(2) καὶ αὐτὸς ἦν διδάσκων, καὶ ἦσαν καθήμενοι(3) Φαρισαῖοι(4) καὶ νομοδιδάσκαλοι(5) οἳ ἦσαν ἐληλυθότες(6) ἐκ πάσης κώμης(7) τῆς Γαλιλαίας καὶ ᾽Ιουδαίας καὶ ᾽Ιερουσαλήμ(8)· καὶ δύναμις κυρίου(9) ἦν εἰς τὸ ἰᾶσθαι αὐτούς(10).
17 Μια μέρα που ο Ιησούς δίδασκε, κοντά του κάθονταν Φαρισαίοι και δάσκαλοι του νόμου, οι οποίοι είχαν έρθει από κάθε χωριό της Γαλιλαίας και της Ιουδαίας, καθώς κι από την Ιερουσαλήμ. Ο Θεός τού είχε δώσει τη δύναμη να θεραπεύει τους αρρώστους.
(1) Δες Ματθ. θ 1-8 και Μάρκ. β 1-12 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις.
(2) Απολύτως αόριστη έκφραση που δεν επιτρέπει τον καθορισμό χρονολογίας. Και το «εγένετο» και το «μιᾷ τῶν ἡμερῶν» και το «δύναμις Κυρίου ἦν» είναι εκφράσεις εβραϊκές (p).
(3) Κάθονταν ως ακροατές, στους οποίους αποδιδόταν ειδική τιμή, την οποία δεν απολάμβαναν οι υπόλοιποι, οι οποίοι στέκονταν όρθιοι (b).
(4) Πρώτη φορά αναφέρει την τάξη αυτή ο Λουκάς, χωρίς κάποια επεξήγηση, προϋποθέτοντας αυτήν γνωστή στους αναγνώστες του (p).
(5) Ο όρος είναι συνώνυμος σχεδόν με το γραμματείς. Συναντιέται μόνο εδώ και στο Πράξ. ε 34 και Ά Τιμ. α 7 (p).
(6) Η παρουσία τους και η συγκέντρωσή τους στο ίδιο μέρος, έγινε κάτω από την ώθηση εχθρικών διαθέσεων εναντίον του Ιησού. «Γύρω του ήταν η συγκέντρωση των φθονερών. Και αυτοί ήταν οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι. Και γινόντουσαν θεατές των παραδόξων που τελούσε και τον άκουγαν που δίδασκε» (Κ).
(7) Δηλαδή, σύμφωνα με λαϊκή υπερβολή, από πολλά μέρη της Παλαιστίνης (δ).
(8) Η παρουσία των γραμματέων της Ιερουσαλήμ βρίσκεται σε αρμονία με το προηγούμενο κήρυγμα του Ιησού σε όλη την Ιουδαία σύμφωνα με το δ 44 (L).
(9) «Δύναμη Θεού υπήρχε σε αυτόν» (Ζ). Το Κύριος χωρίς άρθρο φανερώνει τον Ιεχωβά. Δες α 11,β 9,δ 18,Πράξ. ε 19, η 26,39, ιβ 7 (p). «Δεν είχε ανθρώπινη δύναμη ώστε να θεραπεύει, αλλά θεία και ακαταμάχητη. Και οι μεν άλλοι άγιοι, άλλοτε μεν αποκτούν την δυνατότητα να κάνουν θεραπείες, άλλοτε όμως όχι. Ο Ιησούς όμως, επειδή είναι Θεός και δύναμη του Πατέρα, πάντα τους θεράπευε όλους» (Κ).
(10) Υπάρχει και η γραφή: αυτόν. Αυτούς, για τους οποίους μιλά στο σ. 15 (b). Η ίδια δύναμη ενεργεί και για θεραπεία των ψυχών εκείνων οι οποίοι με πίστη ακούνε τον λόγο του Κυρίου. Και είναι πάντοτε παρούσα και συνοδεύει τον λόγο· παρούσα σε εκείνους, οι οποίοι προσεύχονται για αυτήν και είναι έτοιμοι να δεχτούν την ενέργειά της, ανεξάρτητα του αν περικυκλώνονται αυτοί από ανθρώπους που έχουν κακή διάθεση προς τον Κύριο. Δες εδώ, ότι ο Χριστός κηρύττει τον λόγο και ξεχύνει τις ενέργειες της δύναμης που υπάρχει μέσα του, μολονότι είδε τους Φαρισαίους και τους νομοδιδάσκαλους των Ιουδαίων να κάθονται δίπλα του έτοιμοι να τον επικρίνουν και άγρυπνοι για να τον παγιδέψουν.

5.18 καὶ ἰδοὺ ἄνδρες φέροντες ἐπὶ κλίνης ἄνθρωπον ὃς ἦν παραλελυμένος(1), καὶ ἐζήτουν αὐτὸν εἰσενεγκεῖν καὶ θεῖναι ἐνώπιον αὐτοῦ.
18 Την ώρα εκείνη κάποιοι άντρες έφεραν πάνω σ’ ένα κρεβάτι έναν παράλυτο, και προσπαθούσαν να τον βάλουν μέσα στο σπίτι και να τον αποθέσουν μπροστά του.
(1) Και εδώ και οπουδήποτε ο Λουκάς αναφέρει αυτήν την ασθένεια, χρησιμοποιεί το ρήμα παραλύομαι και ουδέποτε την λέξη παραλυτικός. Αντιθέτως οι άλλοι συγγραφείς της Κ.Δ. χρησιμοποιούν τον λαϊκό τύπο παραλυτικός, με εξαίρεση της παράθεσης από τους Ο΄ στο χωρίο Εβρ. ιβ 12. Ο Λουκάς σε αυτό συμφωνεί πλήρως με τους γιατρούς συγγραφείς (p).

5.19 καὶ μὴ εὑρόντες ποίας(1) εἰσενέγκωσιν αὐτὸν διὰ τὸν ὄχλον(2) ἀναβάντες ἐπὶ τὸ δῶμα(3) διὰ τῶν κεράμων(4) καθῆκαν(5) αὐτὸν σὺν τῷ κλινιδίῳ εἰς τὸ μέσον ἔμπροσθεν τοῦ ᾽Ιησοῦ(6).
19 Επειδή δεν βρήκαν τρόπο να τον περάσουν μέσα εξαιτίας του πλήθους, ανέβηκαν στη στέγη και τον κατέβασαν ανάμεσα από τα κεραμίδια μαζί με το κρεβάτι στη μέση, μπροστά στον Ιησού.
(1) Εξυπακούεται: από (ποια) οδό. Ελλειπτική πρόταση όπως και στο Λουκ. ιθ 4 (b).
(2) Εξαιτίας της συρροής του πλήθους και όχι διαμέσου του πλήθους (p).
(3) Δώμα ονομάζεται η επίπεδη στέγη, το λεγόμενο ηλιακό ή ηλιακωτό. Δες Πράξ. ι 9 (δ). Μπορούσαν να ανεβούν εκεί είτε από γειτονική στέγη, διότι τα σπίτια επικοινωνούσαν συχνά μεταξύ τους μέσω των δωμάτων, είτε με εξωτερική σκάλα προσαρμοσμένη στον τοίχο, είτε με φορητή σκάλα για τα χαμηλά σπίτια (g).
(4) Μετά το δώμα ερχόταν η κανονική στέγη που ήταν καλυμμένη με κεραμίδια (δ). Τα κεραμίδια δεν ήταν κοίλοι πλίνθοι που προσαρμόζονται σε ξύλινο σκελετό, όπως σε εμάς, αλλά ήταν πλατιά και αρκετά μεγάλα και μερικές φορές αντί για αυτά και πέτρινες πλάκες που τοποθετούνταν σε μικρές αψίδες ή δοκάρια στηριγμένα στους τοίχους (L). Από τη λέξη εξορύξαντες, που χρησιμοποιεί άλλος ευαγγελιστής, δεν συμπεραίνουμε αναγκαστικά, ότι κάτω από τα κεραμίδια υπήρχε άργιλος ή ασβεστοκονία (p).
(5) Το ρήμα είναι αποκλειστικό στην Κ.Δ. του Λουκά (Πράξ. θ 25,ι 11,ια 5), που συχνά συναντιέται και στους κλασικούς συγγραφείς (p).
(6) «Επειδή ήταν αναγκαίο, μιας και είχε συγκεντρωθεί μεγάλο πλήθος Γραμματέων και Φαρισαίων, να γίνει κάτι από αυτά που κατεξοχήν πρέπουν σε Θεό, ώστε να ωφεληθούν αυτοί, διότι είχαν χαμηλή ιδέα για αυτόν, προνόησε να γίνει πάλι κάτι από τα θαυμαστά. Ήταν ριγμένος δηλαδή σε κρεβάτι παράλυτος άνδρας, κυριευμένος από ανίατη ασθένεια. Επειδή η ιατρική τέχνη αποδεικνυόταν ασθενής ως προς αυτό το συμβάν, μεταφέρθηκε από τους δικούς του στον ιατρό από ψηλά και από τους ουρανούς» (Κ).

5.20 καὶ ἰδὼν τὴν πίστιν αὐτῶν(1) εἶπεν αυτώ, ῎Ανθρωπε(2), ἀφέωνταί(3) σοι αἱ ἁμαρτίαι σου(4).
20 Εκείνος όταν είδε την πίστη τους είπε: «Άνθρωπέ μου, σου έχουν συγχωρηθεί οι αμαρτίες σου».
(1) Την πίστη «αυτών που τον μετέφεραν· διότι είναι δυνατόν να θεραπευτεί και άλλος με την πίστη άλλων· ή, θεράπευσε τον παράλυτο, επειδή και αυτός πίστεψε» (Κ).
(2) Ταλαίπωρε, δυστυχισμένε, βασανισμένε άνθρωπε (δ). Η συνηθισμένη ιδέα που επικρατούσε στους Ιουδαίους, ήταν ότι η ασθένεια ερχόταν ως τιμωρία της αμαρτίας. Η συνείδηση λοιπόν του παραλυτικού είχε αφυπνιστεί από την δοκιμασία, και ίσως φοβόταν, ότι οι αμαρτίες του θα εμπόδιζαν την θεραπεία του (g).
(3) Ο δωρικός τύπος αφέωνται, που συναντιέται και στους αττικούς, μπαίνει ή αντί για τον ενεστώτα αφίενται ή μάλλον αντί για τον παρακείμενο αφείνται (g).
(4) «Αλλά, όπως βεβαίως νομίζω, θα πει κάποιος ως προς αυτό· Αφού ήθελε να απαλλαχτεί από τη νόσο, πώς ο Χριστός υποσχόταν σε αυτόν συγχώρεση της αμαρτίας; Για να μάθεις ότι σιωπηλά και αθόρυβα ο Θεός ερευνά τα ανθρώπινα και επιβλέπει τον δρόμο της ζωής του καθενός… Επειδή λοιπόν είναι αγαθός και θέλει όλοι οι άνθρωποι να σωθούν, πολλές φορές αφαιρεί τις αμαρτίες από αυτούς που έχουν κυριευτεί από αυτές, βάζοντας αρρώστια στο σώμα. Επομένως, σωστά λοιπόν ο Χριστός, υπόσχεται να κόψει πρώτα τις αφορμές της ασθένειας και κατά κάποιο τρόπο την ρίζα του πάθους, δηλαδή την αμαρτία· διότι αν αφαιρούνταν αυτή, στην οποία οφειλόταν και το πάθημα, οπωσδήποτε έπρεπε να αφανιστεί μαζί και η ασθένεια» (Κ). Λέει λοιπόν ο Κύριος· «Έπρεπε πριν το σώμα, να θεραπεύσω την ψυχή σου… Διότι αν και δεν ζήτησες αυτό, αλλά εγώ ως Θεός βλέπω τα πάθη της ψυχής, από τα οποία σου συνέβη και η νόσος» (Κ). Η άφεση των αμαρτιών είναι η μεγαλύτερη ευλογία, την οποία θα μπορούσε ο παραλυτικός να ζητήσει. Διότι όταν συγχωρεθούν οι αμαρτίες του ανθρώπου, και αν υποτεθεί ότι αυτός ασθενεί, βρίσκεται στο έλεος του Θεού. Ενώ, εάν δεν συγχωρεθούν οι αμαρτίες του, και αν ακόμη θεραπευτεί η σωματική του νόσος, εξακολουθεί να βρίσκεται κάτω από την οργή του Θεού. Όταν λοιπόν ασθενούμε, ας φροντίζουμε πρωτίστως να απαλλαχτούμε από την ενοχή των αμαρτιών μας, δείχνοντας για αυτό ενδιαφέρον, αν όχι μεγαλύτερο, τουλάχιστον ίσο με αυτό που εκδηλώνουμε για την αποκατάσταση της σωματικής μας υγείας. Ο Χριστός με όσα είπε στον άνθρωπο αυτόν, μας δίδαξε, όταν πρόκειται να ζητήσουμε υγεία από το Θεό, να αρχίζουμε από την υγεία της ψυχής, ζητώντας την άφεση των αμαρτιών μας.

5.21 καὶ ἤρξαντο διαλογίζεσθαι οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι(1) λέγοντες, Τίς ἐστιν οὗτος ὃς λαλεῖ βλασφημίας(2); τίς δύναται ἁμαρτίας ἀφεῖναι εἰ μὴ μόνος ὁ θεός(3);
21 Οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι άρχισαν να λένε από μέσα τους: «Μα ποιος είν’ αυτός, που με τα λόγια του προσβάλλει το Θεό; Ποιος μπορεί να συγχωρεί αμαρτίες, εκτός από το Θεό;»
(1) «Ταράζει ο λόγος τους Φαρισαίους που δύσκολα μαθαίνουν και είναι φθονεροί. Διότι έλεγαν μεταξύ τους· Ποιος είναι αυτός που λέει βλασφημίες;» (Κ).
(2) Σχηματίζεται τυχαία στίχος ιαμβικός, όπως και στο σ. 39, εάν εκεί το «ευθέως», που μαρτυρείται από τα αλεξανδρινά χειρόγραφα, είναι γνήσιο (p).
(3) «Του αποδίδουν την κατηγορία της βλασφημίας, καθορίζοντας για αυτόν την εσχάτη τιμωρία, και συμφωνούν ότι πρέπει να θανατωθεί. Διότι ο Μωσαϊκός νόμος διέτασσε να θανατώνεται, όποιος έλεγε κακολογίες εναντίον του Θεού» (Κ).

5.22 ἐπιγνοὺς(1) δὲ ὁ ᾽Ιησοῦς τοὺς διαλογισμοὺς αὐτῶν ἀποκριθεὶς εἶπεν πρὸς αὐτούς, Τί διαλογίζεσθε ἐν ταῖς καρδίαις(2) ὑμῶν;
22 Ο Ιησούς κατάλαβε τις σκέψεις τους και τους αποκρίθηκε: «Τι σκέφτεστε μέσα σας;
(1) Το ρήμα επιγινώσκω υπονοεί πλήρη και ακριβή γνώση (Α΄ Κορ. ιγ 12,Ρωμ. α 32). Το ουσιαστικό επίγνωση χρησιμοποιείται για τη γνώση, την οποία αποκτά κάποιος για το Θεό και το Χριστό και με την οποία τελειοποιείται στη γνώση (Εφεσ. α 17,δ 13,Β΄Πέτρ. α 2,3,8,β 20)(p).
(2) Από αυτό μπορούμε να συμπεράνουμε, ότι κανείς λόγος δεν ακούστηκε ή δεν εκδηλώθηκε κάτι άλλο εξωτερικά. Ο Χριστός διαβάζει τις σκέψεις τους (p). «Επομένως, όταν λες, Φαρισαίε, Ποιος μπορεί να συγχωρεί αμαρτίες παρά μόνο ένας, ο Θεός; Θα σου πω και εγώ· Ποιος μπορεί να γνωρίζει τις καρδιές και να βλέπει τους λογισμούς στο βάθος της διάνοιας, παρά μόνος ο Θεός; Διότι αυτός κάπου λέει με το στόμα των προφητών, ότι Εγώ είμαι ο Κύριος που εξετάζει καρδιές και δοκιμάζω νεφρά… Επομένως αυτός που γνωρίζει καρδιές και νεφρά ως Θεός, αυτός συγχωρεί και αμαρτίες ως Θεός» (Κ).

5.23 τί ἐστιν εὐκοπώτερον, εἰπεῖν, ᾽Αφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου, ἢ εἰπεῖν, ῎Εγειρε καὶ περιπάτει(1);
23 Τι είναι ευκολότερο: να πω “σου έχουν συγχωρηθεί οι αμαρτίες σου” ή να πω, “σήκω και περπάτα”;
(1) Πάρα πολύ αξιόλογη και η επόμενη ερμηνεία: Ο Ιησούς δεν θέλει να πει ότι είναι ευκολότερο το να θεραπεύσει από το να συγχωρήσει, αλλά είναι ευκολότερο να πειστεί κάποιος για την απάτη, όταν έχει απέναντί του άλλον που ισχυρίζεται, ότι μπορεί να θεραπεύσει με θαύμα, παρά όταν βρίσκεται μπροστά σε άνθρωπο που ισχυρίζεται αβάσιμα ότι έχει το δικαίωμα να συγχωρεί αμαρτίες (g). Είναι ευκολότερο να πει κάποιος: Οι αμαρτίες σου συγχωρούνται, διότι κανείς δεν μπορεί να αποδείξει, ότι αυτές δεν συγχωρέθηκαν. Αλλά η αξίωση του να θεραπεύει κάποιος με έναν μόνο λόγο, μπορεί εύκολα και γρήγορα να ελεγχθεί (p). «Ο άνθρωπος δεν βλέπει με τα σωματικά μάτια τις αμαρτίες να συγχωρούνται· το να διώξει όμως την ασθένεια και αφού σηκωθεί να περπατήσει ο παράλυτος, αυτό αποδεικνύει με σαφήνεια την δύναμη που αρμόζει σε Θεό» (Κ).

5.24 ἵνα δὲ εἰδῆτε ὅτι ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου(1) ἐξουσίαν ἔχει ἐπὶ τῆς γῆς(2) ἀφιέναι ἁμαρτίας -εἶπε τῷ παραλελυμένῳ(3), Σοὶ(4) λέγω, ἔγειρε καὶ ἄρας τὸ κλινίδιόν σου πορεύου(5) εἰς τὸν οἶκόν σου.
24 Για να μάθετε, λοιπόν, ότι ο Υιός του Ανθρώπου έχει την εξουσία να συγχωρεί αμαρτίες πάνω στη γη» –λέει στον παράλυτο: «Σ’ εσένα το λέω: σήκω, πάρε το κρεβάτι σου και πήγαινε στο σπίτι σου».
(1) Για την έννοια της φράσης δες Ματθ. η 20. Και στα 4 ευαγγέλια η φράση χρησιμοποιείται από το Χριστό για τον εαυτό του περίπου 80 φορές. Οι ευαγγελιστές ουδέποτε από μόνοι τους χρησιμοποιούν αυτήν για αυτόν, και κανείς ποτέ δεν απευθύνθηκε προς αυτόν με αυτόν τον τίτλο (p).
(2) Με τη φράση «στη γη» ο Ιησούς διακηρύττει τον εαυτό του τοποτηρητή εδώ Εκείνου ο οποίος συγχωρεί στον ουρανό (g). «Κανείς δεν μπορεί να συγχωρεί αμαρτίες, παρά μόνο ένας, ο Θεός. Ούτε άγγελος λοιπόν, ούτε αρχάγγελος, ούτε άλλη κτιστή δύναμη. Εσείς το ομολογήσατε αυτό. Τι έπρεπε λοιπόν να πει· Αν δειχτώ ότι συγχώρησα αμαρτίες, είναι προφανές ότι είμαι Θεός εγώ. Αλλά δεν είπε έτσι, αλλά τι είπε; Για να δείτε όμως, ότι έχει εξουσία ο υιός του ανθρώπου στη γη να συγχωρεί αμαρτίες… Όταν λοιπόν, λέει, πράξω το δυσκολότερο, είναι φανερό ότι δεν μένει καμία πρόφαση για το εύκολο ούτε αντιλογία. Για αυτό εκείνος έκανε πρώτα το νοερό, επειδή ήταν πολλοί αυτοί που διαφωνούσαν· τώρα όμως, οδήγησε αυτό από το νοερό στο αισθητό» (Χ).
(3) Δεν είναι αυτό η απόδοση του «για να δείτε», αλλά απλή παρένθεση. Η απόδοση είναι το «Σε σένα λέω» (p).
(4) Με ολοφάνερη έμφαση.
(5) Κρύβεται κάποιος τόνος θριαμβευτικός στις λέξεις, Πάρε το κρεβατάκι σου… (g).

5.25 καὶ παραχρῆμα ἀναστὰς ἐνώπιον αὐτῶν, ἄρας ἐφ᾽ ὃ κατέκειτο(1), ἀπῆλθεν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ δοξάζων τὸν θεόν(2).
25 Εκείνος σηκώθηκε αμέσως μπροστά τους, πήρε το κρεβάτι στο οποίο ήταν κατάκοιτος και πήγε στο σπίτι του δοξάζοντας το Θεό.
(1) Επιτυχημένη έκφραση. Το κρεβάτι κουβαλούσε μέχρι τώρα τον άνθρωπο. Τώρα ο άνθρωπος σήκωσε το κρεβάτι (b).
(2) Μόνος ο Λουκάς αναφέρει ότι ο θεραπευμένος δόξαζε το Θεό. Η φράση δοξάζω τον Θεό είναι συνηθέστατη σε αυτόν. Δες ε 26,ζ 16,ιγ 13,ιζ 15,ιη 43,κγ 47,Πράξ. δ 21,ια 18,κα 20. Στον Μάρκο και τον Ιωάννη συναντιέται 1 φορά και 2 στον Ματθαίο (p).

5.26 καὶ ἔκστασις ἔλαβεν ἅπαντας(1) καὶ ἐδόξαζον τὸν θεόν, καὶ ἐπλήσθησαν φόβου(2) λέγοντες ὅτι Εἴδομεν παράδοξα(3) σήμερον.
26 Όλοι έμειναν κατάπληκτοι και δόξαζαν το Θεό. Γεμάτοι δέος έλεγαν: «Σήμερα είδαμε παράδοξα πράγματα!»
(1) Και οι ίδιοι οι Φαρισαίοι και γραμματείς εξεπλάγησαν για το εξαίσιο του θαύματος και δεν τόλμησαν να εκδηλώσουν αίσθημα διαφορετικό από εκείνο, το οποίο εκδήλωνε ο λαός (δ).
(2) «Διότι τα παράδοξα συνηθίζουν να προκαλούν φόβο στους αμαρτωλούς, μη τυχόν και πάθουν κάτι φοβερό λόγω των αμαρτιών τους» (Ζ). Γέμισαν με φόβο για την παρουσία και ενέργεια του θείου που εκδηλώθηκε (δ).
(3) Δηλαδή συμβάντα πέρα από την κοινή και συνηθισμένη αντίληψη και ιδέα· θαυμαστά, υπερφυσικά πράγματα. Ο πληθυντικός αναφέρεται στην ιστορία της άφεσης των αμαρτιών και της θεραπείας της νόσου (δ). Η λέξη συχνά χρησιμοποιείται από τους γιατρούς για απροσδόκητη θεραπεία ή θάνατο (L).

Στίχ. 27-32. Η κλήση του Ματθαίου.
5.27 Καὶ μετὰ ταῦτα(1) ἐξῆλθε(2) καὶ ἐθεάσατο(3) τελώνην(4) ὀνόματι Λευΐν καθήμενον ἐπὶ τὸ τελώνιον(5), καὶ εἶπεν αὐτῷ, ᾽Ακολούθει μοι(6).
27 Ύστερα απ’ αυτά βγήκε έξω και είδε έναν τελώνη, που ονομαζόταν Λευί, να κάθεται στο τελωνείο και του είπε: «Ακολούθησέ με».
(1) Δες και Ματθ. θ 9-17 και Μάρκ. β 13-22 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις. Έχουμε εδώ όχι θαύμα του Κυρίου που έγινε στη φύση, αλλά θαύμα της χάρης του, το οποίο για εκείνους οι οποίοι γνωρίζουν να εκτιμούν τα πράγματα σωστά, δεν αποτελεί μικρότερη απόδειξη για το ότι ο Χριστός είναι απεσταλμένος του Θεού.
(2) Βγήκε ή από το σπίτι στο οποίο θεράπευσε τον παράλυτο (δ) ή βγήκε από την πόλη Καπερναούμ, η οποία όντας χτισμένη πάνω στο δρόμο που οδηγούσε από τα ενδότερα της Ασίας στη Μεσόγειο, έπρεπε να έχει τελωνείο αρκετά μεγάλο, που βρισκόταν έξω από την πόλη και κοντά στη θάλασσα (g).
(3) Είδε με προσοχή, σαν κατά κάποιο τρόπο να διέγνωσε τον χαρακτήρα του και να μπήκε στα βάθη της ψυχής του (p). Ίσως εκείνος να σκεφτόταν: Να τολμήσω άραγε να τον ακολουθήσω; (g).
(4) «Τελώνης ήταν ο Λευΐς, άνδρας άπληστος στην αγάπη του κέρδους, αχαλίνωτος στην πλεονεξία, άδικος εραστής αυτών που δεν του ανήκαν καθόλου. Διότι αυτό ήταν το επάγγελμα των τελωνών. Αλλά αρπάχτηκε από τα ίδια τα εργαστήρια της αδικίας και σώθηκε παράδοξα» (Κ). «Θαύμασε λοιπόν τη φιλανθρωπία του Θεού, πώς αρπάζει τα σκεύη του πονηρού» (Θφ). Οι φόροι συγκεντρώνονταν για λογαριασμό όχι του ρωμαϊκού κράτους, αλλά του Ηρώδη Αντίπα (Ιωσήπου Αρχ. XVII 11,4,5. Ιουδ. Πόλεμος ΙΙ 6,3) (p).
(5) Στο γραφείο όπου εισπράττονταν οι φόροι. Πιθανώς καθόταν έξω από το τελωνείο, αφού η πρόθεση «επί» εδώ έχει την έννοια όπως και στους κλασικούς συγγραφείς=μπροστά στο τελωνείο, στην είσοδο του τελωνείου. Έτσι ώστε έγινε δυνατόν σε αυτόν από τη θέση που βρισκόταν να αντικρύσει τον Ιησού (g). Ήταν θαύμα της χάρης του, το ότι κάλεσε έναν τελώνη από το τελωνείο, για να γίνει μαθητής και ακόλουθός του. Υπήρξε θαυμαστή όντως συγκατάβαση, ότι δέχτηκε ο Κύριος στον κύκλο των Αποστόλων του φτωχούς ψαράδες, δηλαδή ανθρώπους της κατώτατης κοινωνικής θέσης. Πολύ θαυμαστότερο όμως υπήρξε το ότι δέχτηκε τελώνες, ανθρώπους της χειρίστης φήμης. Με αυτό ο Χριστός ταπείνωνε τον εαυτό του και εξέθετε τον εαυτό του μέχρι σημείου ώστε να τον κατηγορούν ως φίλο των τελωνών και αμαρτωλών.
(6) Τι γοητεία και έλξη ασκούσε ο Ιησούς στις διάνοιες, στις καρδιές, στις θελήσεις! Ακολούθησέ με, είπε· και αμέσως ο Ματθαίος αφήνοντας τα πάντα τον ακολούθησε. Τον έλκυσε εξουσιαστικά και χωρίς εκείνος να αντισταθεί. Τράβηξε αυτόν όπως ο ήλιος τους δορυφόρους του. Ο Κύριος ως άνθρωπος ενσωμάτωνε στον εαυτό του όλες τις υψηλότερες σκέψεις, επιδράσεις, εφέσεις και ελπίδες, με τις οποίες η ζωή του παρουσιαζόταν σε όλα καθαγιασμένη και τέλεια. Στο αρμονικό λοιπόν σύνολο της ολοκλήρωσης των αρετών του σε συνδυασμό με την θεότητα που κατοικούσε μέσα του ενωμένη μαζί του, μπορεί να αναζητήσει και να βρει κάποιος το μυστικό αυτής της γοητείας και έλξης του, την οποία ασκούσε πάνω στις επιδεκτικές καρδιές.

5.28 καὶ καταλιπὼν άπαντα(1) ἀναστὰς ἠκολούθησεν αὐτῷ.
28 Εκείνος τα εγκατέλειψε όλα, σηκώθηκε και τον ακολούθησε,
(1) Παρόλο που με την εγκατάλειψη αυτή το σπίτι του δεν έπαυσε να είναι δικό του (b). Όταν άφησε τα πάντα, δεν βρισκόταν μέσα στο σπίτι του, το «όλα» λοιπόν αναφέρεται κυρίως στον όλο τρόπο της ζωής του και μάλιστα στο επάγγελμά του ως τελώνη (p). Με την εγκατάλειψη παρ’ όλα αυτά του τελωνείου μπήκε με πρόθεση και απόφαση στο δρόμο της πλήρους αυταπάρνησης (L). Να το θαύμα της χάρης. Ο τελώνης αυτός, μολονότι αυτοί που ασκούν το επάγγελμα αυτό, λίγο ενδιαφέρονταν για τη θρησκεία, σηκώθηκε αμέσως και ακολούθησε το Χριστό. Δεν υπάρχει καρδιά οσοδήποτε σκληρή, πάνω στην οποία η χάρη του Πνεύματος, την οποία μας δίνει ο Χριστός, να αδυνατεί να ενεργήσει, αρκεί αυτή να μην είναι τελείως πωρωμένη και να μην απωθεί πεισματικά το σωτήριο έργο του Πνεύματος. Δεν υπάρχουν δυσκολίες και εμπόδια στο δρόμο της επιστροφής αμαρτωλού, που έχει στα βάθη του κάποιον κόκκο αγαθής διάθεσης, τα οποία να είναι ανυπέρβλητα για τη θεία χάρη.

5.29 Καὶ ἐποίησεν δοχὴν(1) μεγάλην(2) Λευὶς αὐτῷ ἐν τῇ οἰκίᾳ αὐτοῦ· καὶ ἦν ὄχλος πολὺς(3) τελωνῶν καὶ ἄλλων οι ἦσαν μετ᾽ αὐτῶν(4) κατακείμενοι(5).
29 και του έκανε πλούσιο τραπέζι σπίτι του. Μαζί τους στο τραπέζι ήταν πολύς κόσμος, τελώνες και άλλοι άνθρωποι.
(1) «Δοχή λέει την υποδοχή, την εστίαση» (Ζ). Λέξη πιθανώς δανεισμένη από την μετάφραση των Ο΄(δες Γεν. κα 8,κστ 30,Εσθήρ α 3,ε 4,8)(L), οι οποίοι μεταφράζουν έτσι λέξη, την οποία αλλού μεταφράζουν με τη λέξη ποτό (Εσθήρ ε 6,Δανιήλ ε 10) ή συμπόσιο (Εσθήρ ζ 7)(δ).
(2) Μεγάλη λόγω του πλήθους αυτών που φιλοξενήθηκαν (b).
(3) Ο νέος μαθητής επιθυμεί οι παλιοί φίλοι του να γνωριστούν και να σχετιστούν με τον νέο του διδάσκαλο (p). Είναι η πρώτη ιεραποστολική του πράξη (g). Ο Ματθαίος γνώριζε τις κλίσεις της ανθρώπινης φύσης που δεν έχει ακόμη αναγεννηθεί. Ήξερε, ότι οι πολλοί θα προτιμούσαν να μεταβούν σε ένα δείπνο παρά να μετάσχουν σε σύναξη προσευχής. Παρέθεσε λοιπόν τραπέζι στο οποίο κάλεσε τους τελώνες. Ο σκοπός του μεταξύ άλλων ήταν να εξηγήσει στους τέως συναδέλφους του, γιατί αποφάσισε να εγκαταλείψει το επάγγελμά του. Θα έκανε έτσι μία δημόσια και επίσημη ομολογία. Και ήλπιζε, ότι όπως αυτός δοκίμασε την σωτηριώδη επίδραση του Κυρίου, έτσι θα παρακινούνταν και κάποιοι άλλοι από τους συναδέλφους του να δεχτούν αυτήν. Είμαστε άραγε διατεθειμένοι και εμείς να δεχτούμε αυτήν; Μη λησμονούμε ότι και σε μας ο Ιησούς απευθύνει την πρόσκλησή του. Δική του είναι η φωνή, η οποία συχνά σε ώρες νυχτερινής αϋπνίας ακούστηκε στα βάθη μας και ανασκάλευσε τους πόθους μας. Αλλά και σε ώρες θλίψης και πίκρας ήλθε αυτός αόρατα και αναπτέρωσε τις ελπίδες μας. Κάθε φωνή της καλύτερης φύσης, κάθε παλμός της ευγενέστερης καρδιάς, κάθε οπτασία της αγνότερης φαντασίας, κάθε στεναγμός για απαλλαγή από την αμαρτία, κάθε απόφαση να αγωνιστούμε για κατανίκηση του σατανά, αποτελούν έμπνευση του Κυρίου, ο οποίος βρίσκεται κοντά μας και μας προσκαλεί.
(4) Αυτό υποδηλώνει και ότι η οικία ήταν αρκετά ευρύχωρη, αλλά και ότι οι καλεσμένοι ήταν όλοι από αυτούς που οι Φαρισαίοι θεωρούσαν κοινωνικά απόβλητους (p).
(5) =ήταν ξαπλωμένοι κάτω στα ανάκλιντρα· το ανακείμενοι που χρησιμοποιείται με την ίδια έννοια σημαίνει ξαπλώνω στο ανάκλιντρο που είναι ψηλότερα από το έδαφος (δ).

5.30 καὶ ἐγόγγυζον(1) οἱ Φαρισαῖοι καὶ οἱ γραμματεῖς αὐτῶν(2) πρὸς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ λέγοντες, Διὰ τί μετὰ τῶν τελωνῶν καὶ ἁμαρτωλῶν(3) ἐσθίετε καὶ πίνετε(4);
30 Οι Φαρισαίοι, και οι γραμματείς που ανήκαν στην παράταξή τους, διαμαρτύρονταν στους μαθητές του και τους έλεγαν: «Γιατί τρώτε και πίνετε μαζί με τελώνες και αμαρτωλούς;»
(1) Το γογγύζω είναι νεότερη λέξη αντί για το κλασικό τονθορίζω· παράχθηκε από την ονοματοποιΐα από τη φωνή των περιστεριών ή και των τρυγονιών (δ).
(2) Σύμφωνα με τη γραφή αυτή=οι γραμματείς των Ιουδαίων, που σύμφωνα με το στίχο 17 ήταν μαζεμένοι εκεί (δ) ή οι γραμματείς που κατοικούσαν στο μέρος εκείνο. Υπάρχει όμως και η γραφή: οι Φαρισαίοι και οι γραμματείς τους=οι γραμματείς, που συνόδευαν τους Φαρισαίους των Ιεροσολύμων, για να διεξάγουν μαζί τους την πολεμική εναντίον του Ιησού (g). Ή, οι γραμματείς που ανήκαν στη μερίδα των Φαρισαίων, διότι υπήρχαν και κάποιοι γραμματείς Σαδδουκαίοι (p).
(3) Να και πάλι το θαύμα της χάρης. Ο Ιησούς αναλαμβάνει το έργο του ιατρού ψυχών, οι οποίοι κινδύνευαν να πεθάνουν από την πνευματική ασθένεια. «Δεν κέρδισε μόνο τον Ματθαίο, αλλά προσπαθούσε με ζήλο ο Κύριος να κερδίσει και τους άλλους τελώνες, με τους οποίους γευμάτιζε μαζί. Διότι για αυτό τους καταξιώνει να φάνε μαζί, για να προσελκύσει και αυτούς» (Θφ). «Αλλά υπάρχουν κάποιοι, οι οποίοι επιχειρούν να αποστερήσουν από τη θεία γαλήνη αυτούς που είναι δεμένοι από τις αμαρτίες· διότι δεν παραδέχονται την μετάνοια, αλλά κατά κάποιο τρόπο μαλώνουν αυτόν που σώζει, ο οποίος αναζητά τα δικά του πλάσματα, και μαζεύει από παντού αυτό που έχει σκορπιστεί» (Κ).
(4) Οι Φαρισαίοι χρησιμοποιούν πληθυντικό, ειδικά όμως αποβλέπουν στον Ιησού (b).

5.31 καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ᾽Ιησοῦς εἶπε πρὸς αὐτούς, Οὐ χρείαν ἔχουσιν οἱ ὑγιαίνοντες(1) ἰατροῦ(2) ἀλλὰ οἱ κακῶς ἔχοντες·
31 Ο Ιησούς τους απάντησε: «Δεν έχουν ανάγκη από γιατρό οι υγιείς, αλλά οι άρρωστοι·
(1) Αντί για το ισχύοντες (οι δυνατοί), το οποίο χρησιμοποιούν σε αυτήν την περίπτωση ο Ματθαίος και ο Μάρκος, χρησιμοποιείται από τον Λουκά το υγιαίνοντες, λέξη, η οποία εκφράζει σαφέστερα την υγεία σε αντίθεση με την ασθένεια. Όπως το παραλελυμένος αντί για το παραλυτικός (στίχ. 18,24) και το ιώμαι αντί για το διασώζω (στ. 19), οι αλλαγές αυτές των όρων οφείλονται πιθανώς στις ιατρικές σπουδές του Λουκά (p).
(2) «Δείχνει σε αυτούς ότι δεν ήλθε τώρα ως κριτής, αλλά ως γιατρός· και κάνει αυτό που επιβάλλει η ιατρική, βρίσκεται δηλαδή μαζί με αυτούς που χρειάζονται θεραπεία» (Κ). Ο Κύριος απαντά με επιχείρημα ανθρώπινο (g,p).

5.32 οὐκ ἐλήλυθα καλέσαι δικαίους ἀλλὰ ἁμαρτωλοὺς(1) εἰς μετάνοιαν(2).
32 δεν ήρθα να καλέσω σε μετάνοια τους δικαίους, αλλά τους αμαρτωλούς».
(1) «Δεν ήλθα, λέει, να καλέσω δίκαιους, δηλαδή εσάς που δικαιώνετε τους εαυτούς σας· αλλά ήλθα να καλέσω αμαρτωλούς, όχι για να παραμείνουν στην αμαρτία, αλλά για να μετανοήσουν» (Θφ). Πράγματι μήνυμα χαρμόσυνο, που προκαλεί σκιρτήματα χαράς και αγαλλίασης σε όλους μας.
(2) Μετάνοια είναι η διάβαση της διάνοιας από την αμαρτία στη δικαιοσύνη, από την ασθένεια στην υγεία. Η μεταβολή αυτή είναι κάτι από τη φύση του θελκτικό και όχι που προκαλεί φόβο (b).

Στίχ. 33-39. Η νηστεία των μαθητών του Ιωάννη και των υιών του νυμφώνος .
5.33 Οἱ δὲ(1) εἶπον(2) πρὸς αὐτόν, διατί(3) οἱ μαθηταὶ ᾽Ιωάννου νηστεύουσι πυκνὰ καὶ δεήσεις ποιοῦνται(4), ὁμοίως καὶ οἱ τῶν Φαρισαίων, οἱ δὲ σοὶ ἐσθίουσι καὶ πίνουσιν.
33 Τότε εκείνοι του είπαν: «Γιατί οι μαθητές του Ιωάννη νηστεύουν συχνά και κάνουν και προσευχές, το ίδιο και οι μαθητές των Φαρισαίων, ενώ οι δικοί σου τρώνε και πίνουν;»
(1) Δες Ματθ. θ 14-17 και Μάρκ. β 18-22 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις.
(2) «Επειδή πήραν απάντηση στο πρώτο που έθεσαν, μεταβαίνουν από άλλο θέμα σε άλλο, θέλοντας να βρουν λαβή και να αποδείξουν ότι οι άγιοι μαθητές αλλά και ο ίδιος ο Ιησούς μαζί με αυτούς, φροντίζουν λίγο για το νόμο» (Κ).
(3) Υπάρχει και η γραφή χωρίς το «διατί» και το ερωτηματικό στο τέλος.
(4) Ή, αναφέρεται σε προσευχές που γίνονται δημόσια (δ). Ή, σε προσευχές σε ορισμένες ώρες, των οποίων το περιεχόμενο ήταν εκ προτέρου καθορισμένο (g). Προκαλεί τον θαυμασμό η μακροθυμία του Κυρίου. Όχι μόνο υπομένει την σε αυτόν αντιλογία των γραμματέων και Φαρισαίων, αλλά και απαντά σε αυτούς αποδεικτικά και με πραότητα. Και αντί από τις εναντίον του γκρίνιες αυτών που του αντιτίθεται, να βρει αφορμή να τους ελέγξει, εκδηλώνει και πάλι την προς τους τελώνες και αμαρτωλούς συμπάθειά του.

5.34 ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτούς, Μὴ(1) δύνασθε(2) τοὺς υἱοὺς τοῦ νυμφῶνος ἐν ᾧ ὁ νυμφίος μετ᾽ αὐτῶν ἐστι(3) ποιῆσαι νηστεύειν(4);
34 Ο Ιησούς τους απάντησε: «Μπορείτε να κάνετε τους φίλους του γαμπρού να νηστεύουν όσον καιρό είναι μαζί τους ο γαμπρός;
(1) Η διατύπωση της ερώτησης είναι τέτοια, ώστε αναμένεται σίγουρα απάντηση αρνητική (b).
(2) Μήπως μπορείτε να τους κάνετε να νηστεύσουν; Δηλαδή να επιβάλλετε σε αυτούς τις νηστείες σας; (L).
(3) «Η δημόσια φανέρωση του Σωτήρα μας σε αυτόν εδώ τον κόσμο, είναι πανηγύρι και τίποτα άλλο, η οποία συνδέει νοερά αυτόν με την ανθρώπινη φύση σαν ακριβώς κάποια νύφη· έτσι ώστε αυτή που από παλιά ήταν στείρα να γίνει εύκαρπη και γονιμότατη. Επομένως όλοι είναι παιδιά του νυμφώνα, όσοι έχουν κληθεί από αυτόν μέσω του νέου και ευαγγελικού κηρύγματος» (Κ).
(4) Υπάρχει και η γραφή νηστεύσαι.

5.35 ἐλεύσονται δὲ ἡμέραι, καὶ ὅταν ἀπαρθῇ(1) ἀπ᾽ αὐτῶν ὁ νυμφίος τότε νηστεύσουσιν ἐν ἐκείναις ταῖς ἡμέραις.
35 Θα έρθουν όμως μέρες που θα τους πάρουν από κοντά τους το γαμπρό, και τότε θα νηστέψουν τις μέρες εκείνες».
(1) Πάρα πολύ αξιόλογη και η ερμηνεία: «Τι σημαίνει «θα παρθεί από αυτούς ο νυμφίος»; Εννοεί ότι θα αναληφθεί» (Κ). «Όταν λοιπόν εγώ, από τη μία, αναληφθώ και εκείνοι, από την άλλη, σταλθούν στο κήρυγμα, τότε και θα νηστέψουν και θα προσευχηθούν, επειδή θα αναλάβουν μεγάλους αγώνες» (Θφ). Η νηστεία εφαρμόστηκε πάντοτε στην Εκκλησία, προ παντός σε κάποιες στιγμές επίσημες (Πράξ. ιγ 2,3,ιδ 23). Αλλά κάτω από τις νέες αυτές συνθήκες, η θρησκευτική αυτή πράξη δεν είναι πλέον κάποιος τύπος που επιβάλλεται εξωτερικά, αλλά η έκφραση πραγματικής θλίψης. Προέρχεται από την αγωνιώδη κατάσταση στην οποία βρίσκεται η Εκκλησία ανάμεσα στον κόσμο, στερημένη από τον αρχηγό της και αποσκοπεί στο να καταστήσει την προσευχή θερμότερη για επίτευξη βεβαιότερη της ουράνιας βοήθειας, η οποία μόνη μπορεί να αντικαταστήσει για την χήρα την ορατή παρουσία του συζύγου της (Λουκ. ιη 3). Ο λόγος αυτός του Κυρίου αναφέρεται σε όλη την ιστορία της Εκκλησίας μέχρι την επάνοδο του Χριστού. Δες τις εξ’ ολοκλήρου όμοιες εκφράσεις στο Λουκ. ιζ 22 (g).

5.36 ῎Ελεγεν δὲ καὶ παραβολὴν(1) πρὸς αὐτοὺς ὅτι οὐδεὶς ἐπίβλημα ἱματίου καινοῦ(2) ἐπιβάλλει ἐπὶ ἱμάτιον παλαιόν· εἰ δὲ μή γε(3), καὶ τὸ καινὸν σχίσει(4) καὶ τῷ παλαιῷ οὐ συμφωνεί(5) τὸ ἐπίβλημα τὸ ἀπὸ τοῦ καινοῦ(6).
36 Τους είπε ακόμη και μια παραβολή: «Κανένας δεν σκίζει καινούριο ύφασμα για να βάλει μπάλωμα σε παλιό, γιατί τότε και το καινούριο ύφασμα θα σκιστεί, και το μπάλωμα από το καινούριο δε θα ταιριάσει με το παλιό.
(1) Παραβολή ονομάζει ο Λουκάς την μέσω εικόνας παρουσίαση του πράγματος από τον Σωτήρα (δ).
(2) Υπάρχει και η γραφή, η οποία φαίνεται πιο σωστή «από ιματίου καινού σχίσας επιβάλλει» (g). Η εικόνα στον Λουκά διαφέρει από αυτήν στους Ματθαίο και Μάρκο, στο ότι το μπάλωμα παίρνεται από ρούχο καινούργιο και έτσι το ένδυμα αυτό καταστρέφεται. Η βλάβη λοιπόν γίνεται κυρίως όχι στο παλιό ένδυμα, του οποίου το σχίσιμο σύμφωνα με τους άλλους δύο συνοπτικούς γίνεται μεγαλύτερο, αλλά στο καινούργιο. Στο παλαιό λοιπόν ένδυμα προστίθεται ασύμφωνο και αταίριαστο τεμάχιο, που δεν είναι ωραίο στα μάτια (δ,g).
(3) =Αλλά εάν πράξει διαφορετικά· δηλαδή εάν προβεί στην ανοησία αυτή της καταστροφής του καινούργιου ενδύματος. Το «εἰ δὲ μήγε» είναι πιο έντονο από το «εἰ δὲ μή», το οποίο ουδέποτε χρησιμοποιεί ο Λουκάς. Ενώ για το «εἰ δὲ μή γε» δες Λουκ. ε 37,ι 6,ιγ 9,ιδ 32 (p).
(4) Υπάρχει και η γραφή σχίζει. Το «καινόν» δεν είναι υποκείμενο αλλά αντικείμενο. Δεν θα εξηγήσουμε δηλαδή ότι το καινούργιο μπάλωμα θα δημιουργήσει σχίσιμο στο παλιό, αλλά θα ερμηνεύσουμε: Αυτός που θα σχίσει και το καινούργιο ένδυμα θα σχίσει και στο παλαιό ένδυμα θα προσθέσει τεμάχιο, το οποίο δεν θα συμφωνεί με αυτό (g).
(5) Υπάρχει και η γραφή: ου συμφωνήσει.
(6) Ως προς την ακριβή σημασία της εικόνας οι ερμηνευτές δεν συμφωνούν πέρα της γενικής αλήθειας ότι το νέο πνεύμα ζητά νέα μορφή και σχήμα (p). Πολύ αξιόλογη η επόμενη ερμηνεία: Η χριστιανική νηστεία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της όλης χριστιανικής πνευματικής λατρείας, που δεν μπορεί μονομερώς να αποχωριστεί από αυτήν και να προσκολληθεί στη νομική λατρεία. Το νέο δεν μπορεί να συμφωνήσει με το παλαιό. Και αν εκβίαζε κάποιος κάποιον συμβιβασμό, θα επέφερε βλάβη μάλλον, διότι το νέο θα αχρηστευόταν (δ).

5.37 καὶ(1) οὐδεὶς βάλλει οἶνον(2) νέον εἰς ἀσκοὺς παλαιούς· εἰ δὲ μή γε, ῥήξει ὁ οἶνος ὁ νέος τοὺς ἀσκούς, καὶ αὐτὸς ἐκχυθήσεται καὶ οἱ ἀσκοὶ ἀπολοῦνται(3)·
37 Επίσης, κανένας δε βάζει καινούριο κρασί σε παλιά ασκιά· γιατί το καινούριο κρασί θα κάνει τα ασκιά να σκάσουν, κι έτσι κι αυτό θα χυθεί και τα ασκιά θα καταστραφούν.
(1) Δεύτερη παραβολή με την οποία αναπτύσσεται η διδασκαλία της πρώτης. Έχουμε και άλλα ζευγάρια παραβολών που εκθέτονται με παρόμοιο τρόπο, τα επόμενα: Του σιναπιού και της ζύμης, του θησαυρού του κρυμμένου στον αγρό και του πολύτιμου μαργαριταριού· των δέκα παρθένων και των ταλάντων, του χαμένου προβάτου και της χαμένης δραχμής, του άφρονος οικοδόμου και του άφρονος βασιλιά. Από 3 απόψεις η δεύτερη αυτή παραβολή διαφέρει από την πρώτη. Α) Το τεμάχιο από το καινούργιο ρούχο παριστάνει τμήμα μόνο του νέου συστήματος. Το νέο κρασί όμως παριστάνει ολόκληρο το νέο σύστημα. Β) Το νέο ρούχο και το παλιό σχίζονται μόνο, ενώ το νέο κρασί χύνεται πλήρως και οι ασκοί καταστρέφονται. Γ) Στη νέα παραβολή δεν καταδικάζεται μόνο η νέα μέθοδος, αλλά και υποδεικνύεται η ορθή μέθοδος (p).
(2) Παραβολές με ρούχο και με κρασί είναι πολύ ταιριαστές και κατάλληλες σε συμπόσιο (b).
(3) «Ασκί παλιό είναι η καρδιά των Ιουδαίων· και για αυτό δεν χώρεσε το νέο κρασί, δηλαδή το ευαγγελικό και σωτήριο θέσπισμα, που ευφραίνει την καρδιά του ανθρώπου» (Κ). «Μπορείς να θεωρήσεις ότι και οι Φαρισαίου παρομοιάστηκαν με ασκιά παλιά, σαν να τους λέει σχεδόν ο Κύριος· Η μεν δική μου διδασκαλία είναι κρασί νέο· εσείς όμως, επειδή είστε ασκιά παλιά, δεν μπορείτε να την δεχτείτε» (Θφ).

5.38 ἀλλὰ οἶνον νέον(1) εἰς ἀσκοὺς καινοὺς(2) βλητέον, και αμφότεροι συντηρούνται(2).
38 Πρέπει, λοιπόν, το καινούριο κρασί να μπαίνει σε καινούρια ασκιά, και έτσι θα διατηρούνται και τα δύο.
(1) Εδώ οι δύο λέξεις νέος και καινούργιος με σαφήνεια διαχωρίζονται. Νέος=πρόσφατος· πρόσφατα παράχθηκε με σύνθλιψη των σταφυλιών. Αναφέρεται στο χρόνο. Το καινούργιος αναφέρεται στην ποιότητα. Παλαιό κρασί, αυτό που από πολύ καιρό παράχθηκε από τα σταφύλια και ζυμώθηκε ως μούστος. Παλαιό ασκί είναι αυτό που έχει φθαρεί από τη χρήση.
(2) Τα αλεξανδρινά χειρόγραφα παραλείπουν τη φράση «και αμφότερα συντηρούνται», η οποία θεωρείται από τους νεότερους ότι παρεμβλήθηκε από το Ματθ. θ 17.

5.39 καὶ(1) οὐδεὶς πιὼν παλαιὸν ευθέως(2) θέλει νέον· λέγει γάρ, ῾Ο παλαιὸς χρηστότερος(3) ἐστιν.
39 Επίσης, κανένας που πίνει παλιό κρασί δε θέλει αμέσως καινούριο, γιατί κρίνει ότι το παλιό είναι καλύτερο».
(1) Η τρίτη αυτή παραβολή είναι αποκλειστική του Λουκά. Ενώ οι δύο πρώτες δείχνουν πόσο καταστρεπτικό θα απόβαινε να συνδυάσει κάποιος το νέο πνεύμα του ευαγγελίου με τους πεπαλαιωμένους τύπους και μορφές του ιουδαϊσμού, η τρίτη αυτή κάνει ολοφάνερο, πόσο είναι φυσικό οι αναθρεμμένοι και συνηθισμένοι με τις παλαιές μορφές, να μην αρέσκονται να εγκαταλείπουν αυτές για να προσοικειωθούν νέες αδοκίμαστες από αυτούς. Η επιστροφή ενός απόβλητου τελώνη, ο οποίος δεν έχει τέτοιες προκαταλήψεις, μπορεί να είναι ευκολότερη από την επιστροφή εκείνου, του οποίου η ζωή είναι δεμένη στον τυπικισμό του παρελθόντος (p).
(2) Δεν μαρτυρείται από όλους τους κώδικες. Εάν δεχτούμε αυτό ως αυθεντικό έχουμε τον στίχο: αφού πιει παλιό αμέσως θέλει νέο, με μέτρο ιαμβικό (p). Άδικα τα αλεξανδρινά χειρόγραφα αποσιωπούν τη λέξη «ευθέως». Όλη η έννοια της παραβολής εμπερικλείεται σε αυτήν τη λέξη. Την εντύπωση της πρώτης στιγμής περιγράφει εδώ ο Κύριος. Ίσως η απαρέσκεια αυτή να δώσει τη θέση της αργότερα σε πιο ευνοϊκή εκτίμηση των πραγμάτων (g).
(3) Πιο σωστή γραφή: χρηστός εστί=το προκατειλημμένο πρόσωπο ούτε καν θα δοκιμάσει το νέο, μη αναγνωρίζοντας καμία αξία σε αυτό (p). Αξιόλογη η παρατήρηση για την έννοια αυτής της παραβολής: Ο Χριστός δήλωσε ότι τους ανθρώπους δεν πρέπει να τους οδηγούμε απότομα στην αυστηρότερη ζωή, αλλά με βαθμιαία βήματα να τους εξοικειώνουμε (Grotius). Τους ακολούθους του λίγο-λίγο τους παιδαγωγεί στην πειθαρχία και τον τρόπο της ζωής των μελών της οικογένειάς του. Διότι κανείς από αυτούς που ήπιαν παλαιό κρασί, δεν θα εκδηλώσει απότομα την όρεξη να πιει νέο κρασί, αλλά θα πει· το παλιό κρασί είναι καλύτερο. Έτσι και οι πρωτόπειροι μαθητές του θα αντιμετωπίσουν τον πειρασμό τού να προτιμούν τον παλαιό τρόπο της ζωής και συμπεριφοράς τους, έως ότου βαθμιαία προσαρμοστούν και συνηθίσουν τη νέα ζωή, στην οποία κλήθηκαν.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

Στίχ. 1-5. Κατηγορίες των Φαρισαίων για την αργία του Σαββάτου.
6.1 ᾽Εγένετο(1) δὲ ἐν σαββάτῳ δευτεροπρώτω(2) διαπορεύεσθαι(3) αὐτὸν διὰ των σπορίμων, καὶ ἔτιλλον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ τοὺς στάχυας καὶ ἤσθιον ψώχοντες(4) ταῖς χερσίν.
1 Το δεύτερο Σάββατο μετά το πρώτο του Πάσχα, συνέβη να περνάει ο Ιησούς μέσα από σπαρμένα χωράφια. Οι μαθητές του έκοβαν στάχυα, τα έτριβαν με τα χέρια και έτρωγαν τους σπόρους.
(1) Δες Ματθ. ιβ 1-8 και Μάρκ. β 23-28 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις.
(2) Οι κώδικες σιναϊτικός, βατικανός ένας ακόμη μεγαλογράμματος και 6 ή 7 μικρογράμματοι και 3 μεταφράσεις αποσιωπούν αυτήν τη λέξη. Το πολύ σκοτεινό και ασαφές της λέξης, που δεν συναντιέται ούτε στα παράλληλα ούτε αλλού στα ευαγγέλια, μαρτυρεί ισχυρά για την γνησιότητά της (Scrivener). Διότι κανείς λόγος δεν εξηγεί την εισαγωγή της λέξης, ενώ ο λόγος του να αποσιωπηθεί είναι προφανής (Tischendorf). Αλλά η λέξη δεν συναντιέται πουθενά, ούτε στους Ο΄, ούτε στους Ιώσηπο και Φίλωνα, ούτε στο Ταλμούδ. Πώς λοιπόν θα σημείωνε αυτήν εδώ ο Λουκάς χωρίς κάποια επεξήγηση. Μόνο στον βίο του Ευτυχίου (512-582) που γράφτηκε από τον Ευστάθιο, συναντιέται η φράση δευτεροπρώτη Κυριακή, που σημαίνει την πρώτη Κυριακή μετά το Πάσχα, προφανώς όμως αυτή είναι δανεισμένη από το παρόν χωρίο. Σε όλη την υπόλοιπη ελληνική γραμματεία, κλασική, ιουδαϊκή ή χριστιανική πουθενά δεν συναντιέται η λέξη. Για αυτό θεωρείται από πολλούς νεότερους ότι μπήκε αργότερα στο κείμενο. Σύμφωνα με τον Meyer κάποιος αντιγραφέας από τους παλαιότερους επεξηγώντας το «ἑτέρῳ σαββάτῳ» του στίχου 6, έβαλε εδώ την λέξη «πρώτω». Αυτό διορθώθηκε με βάση το Λουκά δ 31, σε «δευτέρω» και ο επόμενος αντιγραφέας μη κατανοώντας την διόρθωση συνδύασε τις δύο λέξεις (p). Η εξήγηση όμως της εισαγωγής της λέξης είναι πολύ εξεζητημένη, εφόσον μάλιστα η λέξη μαρτυρείται από όλους σχεδόν τους μεγαλογράμματους και πολλούς μικρογράμματους κώδικες, από πολλές μεταφράσεις και πατέρες, ίσως μάλιστα και από τον Κλήμη Αλεξανδρέα, δεν μπορούμε να χαρακτηρίσουμε αυτήν ως νόθο, όπως θεωρούν αυτήν οι L, και p. αντιθέτως με τους b,g,δ. Ως προς την έννοια της λέξης πολλές εικασίες διατυπώθηκαν. Οι ακόλουθες 3 σύμφωνα με τον p είναι οι σοβαρότερες: α) Σημαίνει το πρώτο Σάββατο του έτους, του δεύτερου (έτους) στον κύκλο των 7 ετών (Wieseler). Β) Το πρώτο Σάββατο του μηνός Νισάν. Το ιουδαϊκό πολιτικό έτος άρχιζε τον μήνα Τισρί, ενώ το εκκλησιαστικό άρχιζε τον μήνα Νισάν. Έτσι κάθε έτος είχε δύο σάββατα, τα οποία θα μπορούσαν να ονομαστούν πρώτα, το ένα κατά το πολιτικό έτος και το άλλο, το δεύτερο, κατά το εκκλησιαστικό έτος· και γ) Το πρώτο Σάββατο του δεύτερου μήνα του έτους. Ο δ δέχεται, ότι το δευτεροπρώτο Σάββατο είναι το πρώτο Σάββατο του μήνα Νισάν, το οποίο ακολουθούσε την πρώτη του μήνα, τη νουμηνία, η οποία συγχρόνως ήταν και πρώτη του έτους. Συνεπώς το Σάββατο αυτό ως μεν Σάββατο ήταν το πρώτο, ως γιορτή όμως ήταν η δεύτερη γιορτή του έτους.
(3) =περνούσε διαμέσου των σπαρτών.
(4) Λέγεται μοναδική φορά. Ψώχω από το ψώω, ψάω=τρίβω, θρυμματίζω (δ) «ψώχοντες ταῖς χερσίν, το οποίο σημαίνει: έτριβαν με τα χέρια» (Θφ). Μόνο ο Λουκάς αναφέρει αυτό το τρίψιμο. Η λέξη επίσης ψώχω φαίνεται να μην συναντιέται αλλού παρά μόνο στον γιατρό συγγραφέα Νίκανδρο (p). Έχει μπει σκόπιμα στο τέλος της φράσης=Σε αυτό το τρίψιμο βρισκόταν σύμφωνα με τους Φαρισαίους η εργασία, με την οποία παραβιαζόταν το σάββατο (g).

6.2 τινὲς δὲ τῶν Φαρισαίων εἶπον αυτοίς, Τί ποιεῖτε(1) ὃ οὐκ ἔξεστι ποιείν εν τοῖς σάββασιν(2);
2 Κάποιοι Φαρισαίοι τότε τους είπαν: «Γιατί κάνετε κάτι που δεν επιτρέπεται από το νόμο να γίνεται το Σάββατο;»
(1) Από την σύγκριση των 3 αφηγήσεων των συνοπτικών, φαίνεται σαφώς, ότι ο Ιησούς δεν έκανε το ίδιο όπως και οι μαθητές του. Η διάνοιά του ήταν τόσο έντονα απορροφημένη από την μεγάλη υπόθεση της υψηλής του αποστολής, ώστε, μολονότι ήταν και αυτός νηστικός, δεν αισθανόταν το κεντρί της πείνας. Παρόμοια περίπτωση έχουμε και στο Ιω. δ 32,34. Και σε άλλες περιστάσεις, κατά τις οποίες αυτός παραμένει άγρυπνος σε κοινωνία με τον Πατέρα, οι μαθητές παρουσιάζονται να νικιούνται από τον κόπο και τη νύστα και ενώ αυτός προσεύχεται, αυτοί παραδίδονται σε βαθύ ύπνο. Δες Λουκ. θ 32,κβ 45,Ματθ. κστ 40,43,45,Μάρκ. ιδ 37,40,41 (ο).
(2) «Ένα σκοπό είχαν οι Φαρισαίοι, το να διασύρουν μονίμως το θείο και ουράνιο κήρυγμα. Παραμονεύουν λοιπόν τους αγίους αποστόλους, που ακολουθούσαν αμέριμνα τον σωτήρα όλων μας Χριστό και λένε σε αυτόν για αυτούς: Να, βλέπουμε αυτούς που διδάσκεις, ότι εναντιώνονται στα νομικά εντάλματα· διότι κάνουν αυτό που δεν επιτρέπεται να κάνουν τα σάββατα· διότι ενώ ο νόμος διατάζει να μην υπάρχει εργασία το Σάββατο και να μην καταπιαστεί κάποιος με κανένα έργο που έχει κάποιο κόπο, τρίβουν με τα χέρια τα στάχυα οι μαθητές» (Κ). Πολλοί ένοχοι σε μεγάλα αμαρτήματα είναι έτοιμοι να επικρίνουν τους άλλους, πολλές φορές για αθώες και αβλαβείς ενέργειες. Οι Φαρισαίοι μάλωναν, διότι οι μαθητές έτρωγαν κατά το Σάββατο τόσο λιτά και απλά, την ώρα που αυτοί παραμένοντας στα σπίτια τους αργοί, παραδίδονταν σε ποτά και πολυτελή τραπέζια, τα οποία προετοίμαζαν από την Παρασκευή.

6.3 καὶ ἀποκριθεὶς πρὸς αὐτοὺς εἶπεν ὁ ᾽Ιησοῦς, Οὐδὲ τοῦτο(1) ἀνέγνωτε ὃ ἐποίησε Δαυὶδ(2) οπότε ἐπείνασεν αὐτὸς καὶ οἱ μετ᾽ αὐτοῦ ὄντες;
3 Κι ο Ιησούς τους απάντησε: «Ούτε κι αυτό δεν το διαβάσατε στη Γραφή, που έκανε ο Δαβίδ όταν πείνασαν αυτός και οι σύντροφοί του;
(1) Ακόμη και αυτό δεν διαβάσατε; Δεν ξέρετε λοιπόν ούτε την ιστορία του μεγάλου σας βασιλιά; (g). Ο όλος στίχος ταυτίζεται με το παράλληλο του Ματθαίου.
(2) Ο Κύριος αναμφίβολα θα μπορούσε να αποδείξει χωρίς κόπο ότι η πράξη των μαθητών, αν και αντίθετη με τις φαρισαϊκές παραδόσεις, συμφωνούσε πλήρως με το μωσαϊκό παράγγελμα, αν εννοούνταν σωστά. Αλλά αν άνοιγε συζήτηση πάνω σε αυτό το πεδίο, θα αναμίγνυαν οι Φαρισαίοι τις περιπτωσιολογίες τους, χωρίς να καταλήξει αυτή σε πειστικό συμπέρασμα. Ο Κύριος λοιπόν μεταφέρει τη συζήτηση σε βιβλικό πεδίο, από όπου θα έβγαινε συμπέρασμα αδιαμφισβήτητο (g).

6.4 ὡς εἰσῆλθεν εἰς τὸν οἶκον τοῦ θεοῦ καὶ τοὺς ἄρτους τῆς προθέσεως έλαβε και ἔφαγε(1) καὶ ἔδωκε και τοῖς μετ᾽ αὐτοῦ, οὓς οὐκ ἔξεστιν φαγεῖν(2) εἰ μὴ μόνους τοὺς ἱερεῖς(3);
4 Μπήκε στο ναό του Θεού, πήρε κι έφαγε κι έδωσε και στους άντρες του τους άρτους της προθέσεως, που δεν επιτρέπεται από το νόμο να φάνε παρά μόνο οι ιερείς».
(1) H συμπεριφορά του Δαβίδ βασίζεται στην αρχή, ότι σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όπου κάποια ηθική υποχρέωση συγκρούεται με κάποιο νόμο τελετουργικό, ο νόμος αυτός πρέπει να τίθεται σε δευτερεύουσα μοίρα. Διότι ο τελετουργικός τύπος είναι το μέσο και το ηθικό καθήκον είναι ο σκοπός. Ο παραλογισμός λοιπόν των Φαρισαίων συνίστατο σε αυτό ακριβώς, στο να θυσιάζουν το σκοπό για το μέσο. Ο αρχιερέας είχε καθήκον να διασώσει τη ζωή του Δαβίδ, νόμιμου εκπροσώπου της θεοκρατίας, όπως και τις ζωές των ακολούθων του, έστω και με παράβαση κάποιου τελετουργικού παραγγέλματος. Διότι τα τελετουργικά παραγγέλματα ορίστηκαν χάριν της θεοκρατίας και όχι η θεοκρατία χάριν εκείνων (g).
(2) «Παρόλο που έπραξε αυτά ο Δαβίδ, σε αντίθεση με αυτό που ήθελε ο νόμος, αξιώνεται από εμάς κάθε θαυμασμού, ορθά και δίκαια· διότι ήταν αληθινά άγιος και προφήτης. Επομένως… πώς κατακρίνατε τους μαθητές μου τη στιγμή που θαυμάζετε ως άγιο και προφήτη τον μακάριο Δαβίδ, παρόλο που δεν τήρησε την εντολή του Μωϋσή;» (Κ).
(3) Ο κώδικας του Βέζα προσθέτει στη συνέχεια μεταφέροντας τον σ. 5 μετά τον σ. 10 τα επόμενα: «Την ίδια μέρα όταν είδε κάποιον να εργάζεται το Σάββατο, του είπε· άνθρωπε, αν μεν ξέρεις τι κάνεις, είσαι μακάριος· αν όμως δεν ξέρεις, είσαι καταραμένος και παραβάτης του νόμου».

6.5 καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς ότι κύριός ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου και τοῦ σαββάτου(1).
5 Και τους είπε καταλήγοντας: «Ο Υιός του Ανθρώπου εξουσιάζει και το Σάββατο».
(1) Το Σάββατο ως θεσμός παιδαγωγικός πρέπει να υφίσταται μέχρις ότου η ηθική ανάπτυξη του ανθρώπου φθάσει στο τέρμα της. Εφόσον όμως ο σκοπός αυτός επιτευχθεί, το μέσο αυτομάτως καταργείται. Αλλά ήδη η στιγμή αυτή έφτασε, τώρα που ο υιός του ανθρώπου ήλθε. Κύριος αντιπρόσωπος του ανθρωπίνου γένους, αποτελεί συγχρόνως και την ενσάρκωση του τέλειου ιδανικού, στο οποίο κατατείνει η ανθρωπότητα. Υψώνεται λοιπόν πάνω από το Σάββατο ως μέσο παιδαγωγικό. Δικαιούται λοιπόν να τροποποιήσει τον θεσμό ή και όταν βρει αυτό σωστό, να καταργήσει αυτόν τελείως (g). Ο Κύριος παρόλο που επέτρεψε έργα ανάγκης κατά την ημέρα του Σαββάτου, θέλει να γνωρίζουμε και να θυμόμαστε ότι αυτή είναι δική του μέρα. Ο υιός του ανθρώπου είναι κύριος και του Σαββάτου. Στη βασιλεία του Λυτρωτή, η ημέρα του Σαββάτου πρέπει να μετατρέπεται σε ημέρα Κυρίου και να καταναλώνεται για τιμή του Λυτρωτή, όπως προτήτερα αφιερωνόταν για τιμή του Δημιουργού. Για αυτό όχι μόνο απέκτησε νέο όνομα, το όνομα της Κυριακής (Αποκ. α 10) αλλά και μεταφέρθηκε σε νέα ημέρα, την πρώτη ημέρα της εβδομάδας.

Στίχ. 6-11. Η θεραπεία του ανθρώπου με το παράλυτο χέρι.
6.6 ᾽Εγένετο δὲ(1) και ἐν ἑτέρῳ σαββάτῳ(2) εἰσελθεῖν αὐτὸν εἰς τὴν συναγωγὴν καὶ διδάσκειν· καὶ ἦν ἄνθρωπος ἐκεῖ καὶ ἡ χεὶρ αὐτοῦ ἡ δεξιὰ(3) ἦν ξηρά·
6 Ένα άλλο Σάββατο, μπήκε ο Ιησούς στη συναγωγή και δίδασκε. Εκεί ήταν ένας άνθρωπος με παράλυτο το δεξί του χέρι.
(1) Δες Ματθ. ιβ 9-14 και Μάρκ. γ 1-6 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις.
(2) Στον Λουκά υπάρχουν 3 μικρές προσθήκες· α) η ξεκάθαρη πληροφορία ότι σε άλλο σε σχέση με το προηγούμενο Σάββατο, έγινε η θεραπεία αυτή· β) ο Ιησούς δίδασκε στη συναγωγή όπως στο δ 15-31 και γ) ότι το χέρι το δεξί ήταν που έπασχε. Ο Hobart στην τελευταία αυτή προσθήκη είδε ένδειξη ακριβούς καθορισμού των γιατρών, οι οποίοι λένε πάντα, ποιο είναι το ασθενές μέλος, το δεξί ή το αριστερό; (L).
(3) Το χέρι το χρησιμότερο (δ).

6.7 παρετήρουν(1) δὲ οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι εἰ ἐν τῷ σαββάτῳ θεραπεύσει(2), ἵνα εὕρωσι κατηγορίαν αὐτοῦ(3).
7 Οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι, λοιπόν, πρόσεχαν να δουν αν θα θεραπεύσει κανέναν το Σάββατο, για να βρουν αφορμή να τον κατηγορήσουν.
(1) Υπάρχει και η γραφή παρετηρούντο. Σύμφωνα με τον Λουκά δεν ρώτησαν επειδή απορούσαν, αλλά κατασκόπευαν τον Σωτήρα για να βρουν αφορμή κατηγορίας εναντίον του (δ).
(2) Υπάρχει και η γραφή θεραπεύει=εάν κατά κανόνα θεραπεύει· εάν τέτοια είναι η συνηθισμένη τακτική του. Θεραπεύσει=εάν στην περίσταση αυτή θα θεραπεύσει (g).
(3) Οι ραββίνοι δεν επέτρεπαν ιατρική περίθαλψη κατά την ημέρα του Σαββάτου παρά μόνο κατά την περίπτωση που ήταν άμεσος ο κίνδυνος κατά της ζωής. Η σχολή του Σιαμμαΐ μάλιστα έφθανε μέχρι και του να απαγορεύει και την παρηγοριά των ασθενών κατά την ημέρα αυτή. Δες Schabbat 12,1 (g).

6.8 αὐτὸς(1) δὲ ᾔδει τοὺς διαλογισμοὺς αὐτῶν, και εἶπεν τῷ ανθρώπω τῷ ξηρὰν ἔχοντι τὴν χεῖρα, ῎Εγειρε καὶ στῆθι εἰς τὸ μέσον(2)· ο δε ἀναστὰς ἔστη.
8 Ο Ιησούς, που γνώριζε τους διαλογισμούς τους, είπε στον άνθρωπο με το παράλυτο χέρι: «Σήκω και στάσου στη μέση». Εκείνος σηκώθηκε και στάθηκε.
(1) Αντιτίθεται το αυτός με τους κατασκόπους αυτούς.
(2) «Στάσου στη μέση· ποια είναι η αιτία αυτού του πράγματος; Ίσως για να καλέσει σε ευσπλαχνία τον σκληρό και άσπλαχνο Φαρισαίο· ίσως τους συγκινήσει το πάθημα [του αρρώστου] και τους πείσει να ηρεμήσουν τις φλόγες του φθόνου» (Κ). Του Χριστού η μέθοδος είναι φανερή, όπως η μέθοδος εκείνων είναι σκοτεινή και ύπουλη (p). Ο άρρωστος ήταν ένας από τους ακροατές του Χριστού κατά την ημέρα εκείνη. Δεν φαίνεται από το κείμενο ότι περίμενε την θεραπεία του χεριού του από τον Ιησού. Αλλά όσοι με προθυμία ακούνε τον λόγο του Χριστού, γίνονται σκεύη δεκτικά και των χαρίτων του.

6.9 εἶπεν ουν ὁ ᾽Ιησοῦς πρὸς αὐτούς, ᾽Επερωτήσω(1) ὑμᾶς τί(2) ἔξεστι τοις σάββασιν, ἀγαθοποιῆσαι ἢ κακοποιῆσαι(3), ψυχὴν σῶσαι ἢ ἀποκτείναι;
9 Τότε ο Ιησούς είπε στους γραμματείς και στους Φαρισαίους: «Θα σας κάνω ένα ερώτημα: Τι επιτρέπει ο νόμος να κάνει κανείς το Σάββατο; να κάνει καλό ή να κάνει κακό; να σώσει μια ζωή ή να την αφήσει να χαθεί;»
(1) Υπάρχει και η γραφή επερωτώ υμας, η οποία κάνει το ερώτημα σταθερότερο και αμεσότερο, το οποίο ανταποκρίνεται καλύτερα με την ψυχική διάθεση του Κυρίου κατά τη στιγμή αυτή (g).
(2) Υπάρχει και η γραφή ει. Πιο σωστή όμως παρουσιάζεται η γραφή «τι», αρκεί το «τι» αυτό να μην το πάρουμε ως αντικείμενο του επερωτήσω, αλλά ως υποκείμενο του έξεστι (g).
(3) Ο Κύριος παίρνει αφορμή από την αρχή, ότι αυτός που μπορεί να κάνει το αγαθό και δεν κάνει αυτό, κάνει κακό σύμφωνα με το Ιακ. δ 17 (δ). Λόγω λοιπόν της βαθιάς συμπάθειάς του αισθάνεται να βαρύνει πάνω του η ευθύνη όλων των θλίψεων, τις οποίες δεν ανακουφίζει. Αλλά θα έλεγε κάποιος: Δεν θα μπορούσε να αναβληθεί η θεραπεία για την επόμενη ημέρα; Στην ένσταση αυτή ο Κύριος θα απαντούσε αναμφίβολα σαν ένας από εμάς: Το παρόν είναι δικό μου. Η επόμενη μέρα δεν μου ανήκει (g).

6.10 καὶ περιβλεψάμενος(1) πάντας αὐτοὺς εἶπεν αὐτῷ, ῎Εκτεινον τὴν χεῖρά σου(2). ὁ δὲ ἐποίησεν, καὶ ἀπεκατεστάθη ἡ χεὶρ αὐτοῦ ως η άλλη(3).
10 Κι αφού έριξε τη ματιά του σ’ όλους αυτούς γύρω, είπε στον παράλυτο: «Τέντωσε το χέρι σου». Αυτός το έκανε, και το χέρι του έγινε καλά σαν το άλλο.
(1) Καμία απάντηση δεν δόθηκε. Και τότε λαμβάνει χώρα μία σκηνή γεμάτη βαρύτητα, η οποία αποσιωπάται μεν από τον Ματθαίο, αλλά αναπαριστάνεται δραματικότερα από τον Μάρκο. Ο Λουκάς απλώς παρουσιάζει τον Κύριο να κατευθύνει το βλέμμα γύρω, σε όλη την ομήγυρη, σαν να προσκαλεί με αυτό τους αντιπάλους πριν προβεί σε ενέργεια της θεραπείας (g).
(2) Αφού η πρόκληση προς τους αντιπάλους έμεινε χωρίς απάντηση, δοκιμάζει τώρα ο Κύριος και τον ασθενή. Η απόπειρα του να υπακούσει αυτός στο παράγγελμα του Κυρίου ήταν και απόδειξη της πίστης του (p). Ακριβώς ό,τι ο Κύριος τον διατάζει, δεν μπορούσε αυτός λόγω της ασθένειάς του να το πράξει. Αλλά κάθε θεία προσταγή κλείνει μέσα της και υπόσχεση, την υπόσχεση ότι ο Θεός σε αυτόν που προθυμοποιείται να εκτελέσει αυτήν, θα δώσει και την αναγκαία ενίσχυση. Πρέπει μόνο ο άρρωστος να επιχειρήσει, συμμορφούμενος με τον λόγο του Κυρίου και η προσπάθειά του θα γίνει αποτελεσματική (g).
(3) Τα αλεξανδρινά χειρόγραφα αποσιωπούν το: ως η άλλη. Θεράπευσε ο Κύριος τον ασθενή, μολονότι γνώριζε, ότι οι εχθροί του θα τον κατηγορούσαν και θα κυριεύονταν από μανία εναντίον του. Ας μην εμποδιζόμαστε από το να πράττουμε το καθήκον μας ή από το να γινόμαστε ευεργετικοί στον πλησίον, από τα εμπόδια ή τις αντιδράσεις που μας παρουσιάζονται.

6.11 αὐτοὶ δὲ ἐπλήσθησαν ἀνοίας(1), καὶ διελάλουν(2) πρὸς ἀλλήλους τί ἂν ποιήσειαν(3) τῷ ᾽Ιησοῦ.
11 Εκείνοι τότε έγιναν έξω φρενών και συζητούσαν μεταξύ τους τι θα ’πρεπε να κάνουν εναντίον του Ιησού.
(1) Άνοια είναι η απώλεια του λογικού λόγω παράφορης αντίδρασης (p). Από το α το στερητικό και νους παραγόμενη η λέξη, σημαίνει την στέρηση της ικανότητας να διακρίνω το αληθινό από το ψεύτικο. Έγιναν τρελοί από λυσσασμένη οργή (g). Η λέξη συναντιέται στο Β Τιμ. γ 9, Παροιμ. κβ 15,Σοφ. Σολ. ιε 18,ιθ 3, Β΄Μακ. δ 6 κλπ. (p). Αντί να πειστούν με το θαύμα αυτό, ότι ήταν διδάσκαλος από το Θεό, αντί να αγαπήσουν αυτόν ως ευεργέτη της ανθρωπότητας, γέμισαν με άνοια αφού στενοχωρήθηκαν, διότι δεν μπόρεσαν να τον φοβίσουν, ώστε να μην πράξει το αγαθό και δεν μπόρεσαν να παρεμποδίσουν την αύξηση του ενδιαφέροντός του για τις ασθένειες του λαού. Και η μεν οργή είναι μία σύντομη τρέλα, η κακία όμως και η αντιπάθεια είναι μία μακρά τρέλα. Κακεντρέχεια και αντιπάθεια ανίσχυρη και αποτυχημένη στα σχέδια και τις προθέσεις της, αυτή ήταν η σε αυτήν την περίπτωση κακεντρέχεια των Φαρισαίων. Για αυτό σκοτίζονται και θολώνει ο νους τους.
(2) =συνομιλούσαν, συσκέπτονταν (δ). Ο Μάρκος λέει ότι οι Φαρισαίοι συσκέφθηκαν μαζί με τους Ηρωδιανούς, πώς θα πετύχαιναν να τον φονεύσουν. Με την βοήθειά τους επιζητούσαν ίσως να παρασύρουν τον Αντίπα να μεταχειριστεί τον Ιησού, όπως και τον Ιωάννη. Ο Λουκάς δεν αναφέρει πουθενά τους Ηρωδιανούς (p). Πρέπει να εκπλήσσεται κάποιος για το ότι οι άνθρωποι δείχνονται τόσο κακοί, αλλά και για το ότι ο Υιός του Θεού δείχνεται τόσο υπομονετικός ώστε να ανέχεται τους ανθρώπους που συσκέπτονται εναντίον του.
(3) Υπάρχουν και οι γραφές: ποιήσειεν και ποιήσαιεν. Το ποιήσειαν είναι αιωλικός τύπος, που χρησιμοποιείται από τον Λουκά και στο Πράξ. ιζ 27 (ψηλαφήσειαν).

Στίχ. 12-16. Οι δώδεκα απόστολοι.
6.12 ᾽Εγένετο δὲ(1) ἐν ταῖς ἡμέραις ταύταις(2) ἐξήλθεν(3) εἰς τὸ ὄρος(4) προσεύξασθαι(5), καὶ ἦν διανυκτερεύων(6) ἐν τῇ προσευχῇ(7) τοῦ θεοῦ(8).
12 Εκείνες τις ημέρες ανέβηκε ο Ιησούς στο βουνό για να προσευχηθεί. Όλη τη νύχτα προσευχόταν στο Θεό.
Ως προς το χρόνο της εκλογής των 12, ο Λουκάς συμφωνεί με τον Μάρκο τοποθετώντας αυτήν μετά τη σύγκρουση του Ιησού με τους Φαρισαίους και το συμβούλιο που έκαναν για να τον φονεύσουν. Το έργο του Ιησού έπρεπε να επιζήσει. Όταν οι εχθροί του θα νομίσουν ότι πέτυχαν το σκοπό τους, το έργο αυτό θα έχει εξασφαλιστεί, διότι ο Διδάσκαλος θα έχει μορφώσει τους μαθητές του, κληρονόμους της διδασκαλίας του (L).
(1) Για την κλήση των 12 δες και Μάτθ. ι 1-4 και Μάρκ. γ 13-19 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις.
(2) Υποδηλώνει κάποια διακοπή που παρεμβλήθηκε ανάμεσα στα προηγούμενα γεγονότα και αυτά που εξιστορούνται αμέσως (L).
(3) Υπάρχει και η γραφή ἐξελθεῖν. Χρησιμοποιείται το ρήμα, διότι το όρος, που δεσπόζει στις όχθες της λίμνης, είναι σαν εξοχή σε σχέση με την πόλη (L).
(4) Σε μικρή απόσταση από την ακτή της λίμνης το έδαφος υψώνεται και γίνεται ένα είδος συνεχούς οροσειράς. Είναι πιο φυσικό λοιπόν κάτω από την λέξη όρος να εννοήσουμε γενικώς την όλη οροσειρά, σε αντίθεση με την ακτή της λίμνης. Από τον δέκατο αιώνα η παράδοση καθόρισε ως τέτοιο το όρος του Κουρούν-Χαττίν που βρίσκεται βορειοδυτικά της Τιβεριάδος με διπλές κορφές (g).
(5) Ο Λουκάς πολλές φορές παρουσιάζει τον Κύριο να αισθάνεται την ανάγκη να προσευχηθεί και για τον σκοπό αυτόν να αποσύρεται σε απομόνωση. Δες δ 42,ε 16 (g). Εάν όμως αυτός, που ήταν αναμάρτητος, εύρισκε αναγκαίο να καταναλώνει μακρό χρόνο στην προσευχή, πόσο μάλλον είναι αυτή αναγκαιότερη για μας, οι οποίοι είμαστε μολυσμένοι από την αμαρτία και δείχνουμε τόσο λίγο ζήλο και πιστότητα στο έργο της διακονίας του Κυρίου; (ο). Μας διδάσκει λοιπόν με το παράδειγμά του, ότι «πρέπει να προσευχόμαστε μυστικά και κρυφά και χωρίς να βλέπει κανείς· διότι αυτό σημαίνει το ότι ο Ιησούς προσευχόταν στο βουνό μόνος και σαν σε ησυχία και αυτό μας το δίδαξε ο ίδιος λέγοντας· Εσύ όμως όταν προσεύχεσαι, μπες στο εσωτερικό δωμάτιό σου. Διότι πρέπει να προσευχόμαστε χωρίς φιλοδοξία και σηκώνοντας προς τον ουρανό όσια χέρια και ο νους να πηδά σαν ακριβώς σε ύψος, στο ύψος της όρασης του Θεού, και να απομακρύνεται από κάθε θόρυβο και να φεύγει μακριά από μέριμνα κοσμική. Πρέπει όμως να κάνουμε αυτό όχι με βαρεμάρα, ούτε έχοντας αδρανή ολιγοψυχία· αλλά μάλλον έντονα και με ζήλο και με θαυμαστή υπομονή. Διότι έχεις ακούσει ότι δεν προσευχήθηκε απλώς ο Χριστός, αλλά ότι και διανυκτέρευσε κάνοντας αυτό» (Κ). «Για αυτό βεβαίως, δεν τους διδάσκει μόνο την προσευχή που γίνεται με λόγια, αλλά και ο ίδιος κάνει αυτό και προσεύχεται διανυκτερεύοντας στις ερημιές, διδάσκοντας και νουθετώντας μας, όταν πρόκειται να μιλήσουμε στο Θεό, να αποφεύγουμε τους θορύβους και τις ταραχές και να αναχωρούμε σε ερημιά, όχι τόπων μόνο, αλλά και καιρών. Ερημιά, λοιπόν, δεν είναι μόνο το βουνό, αλλά και ένα σπιτάκι απαλλαγμένο από φωνές» (Χ).
(6) Λέγεται μία φορά στην Κ.Δ. Ο αναλυμένος παρατατικός τονίζει την μακρά διάρκεια της προσευχής. Η κρίσιμη στιγμή της εκλογής των 12 είχε φτάσει και η αγρυπνία αυτή ήταν προετοιμασία για αυτήν (p). Εάν προσευχηθεί κάποιος για μισή ώρα, χαρακτηρίζουμε την προσευχή τους ως μακρά. Αλλά ο Χριστός συνέχισε την προσευχή του για νύχτα ολόκληρη με μυστική και κατ’ ιδίαν επικοινωνία με το Θεό. Λέχθηκε ότι είναι αδύνατον για εκείνους, οι οποίοι ζουν ζωή κοπιαστική και εργατική, γεμάτη απασχολήσεις, να βρουν καιρό για μακρές κατ’ ιδίαν προσευχές. Αλλά ο Κύριος δεν έζησε βίο αναπαυτικό και ελεύθερο από βαριές απασχολήσεις και μόχθους. Η ζωή του ολόκληρη καταναλώθηκε ανάμεσα στο λαό, τον οποίο υπηρετούσε και ο οποίος δεν τον άφηνε πολλές φορές ούτε για ελάχιστο να αναπαυτεί. Και δεν θα ήταν υπερβολή να έλεγε κάποιος, ότι κανενός άλλου ανθρώπου η ζωή δεν διακοπτόταν από τις ανάγκες αυτών που έτρεχαν σε αυτόν για να ζητήσουν τη βοήθειά του και κανενός άλλου η ζωή δεν επιβαρύνθηκε τόσο πολύ από τις φροντίδες και τους κόπους για τους άλλους, όσο ο βίος και η ζωή του Κυρίου μας. Και όμως παρόλο αυτά άφησε σε μας μοναδικό παράδειγμα αφοσίωσης και εγκαρτέρησης στην προσευχή.
(7) Για τις προσευχές του αυτές λέχθηκαν οι 12, ότι δόθηκαν από τον Πατέρα στον Ιησού Χριστό. Δες Ιω. ιζ 6. Μεγάλο έργο διεκπεραιώθηκε κατά τη νύχτα αυτή ανάμεσα στο Θεό και τον Μεσίτη (b).
(8) Η φράση προσευχή του Θεού πουθενά αλλού δεν συναντιέται. Σημαίνει προσευχή που έχει ως αντικείμενό της το Θεό (p). Κατά τη νύχτα αυτή ο Ιησούς έθεσε ενώπιον του Θεού το έργο του και η εκλογή των 12 υπήρξε ο καρπός της μακράς του αυτής προσευχής (g). Και μας διδάσκει έτσι «όταν πρόκειται να τοποθετήσουμε κάποιον σε διακονία πνευματική, με προσευχή να γίνεται η επιλογή και να οδηγούμαστε από το Θεό και από εκείνον να ζητούμε να μας αποκαλυφθεί ο ικανός» (Θφ).

6.13 καὶ ὅτε ἐγένετο ἡμέρα(1), προσεφώνησε(2) τοὺς μαθητὰς(3) αὐτοῦ, καὶ ἐκλεξάμενος(4) ἀπ᾽ αὐτῶν δώδεκα, οὓς καὶ(5) ἀποστόλους ὠνόμασε(6),
13 Όταν ξημέρωσε, φώναξε κοντά του τους μαθητές του κι απ’ αυτούς διάλεξε δώδεκα, τους οποίους ονόμασε αποστόλους:
(1) Πολύ πρωί (b). «Αφού ο Κύριός μας διανυκτέρευσε στην προσευχή και αφού συνομίλησε με τον ουράνιο Θεό και Πατέρα, με τρόπο ανέκφραστο και ακατανόητο για μας και όπως αυτός μόνος ξέρει, και αφού παρέδωσε σε μας τον εαυτό του παράδειγμα σωτήριου πράγματος (διότι μας δίδαξε με ποιο τρόπο σωστά και ανένοχα πρέπει να κάνουμε τις προσευχές), κατεβαίνει από το όρος και αναδεικνύει αυτούς που θα μυήσουν την οικουμένη» (Κ). Ο Κύριος κατά την επικοινωνία του με τον Πατέρα ανέφερε τους μαθητές ατομικά, ώστε και ο ίδιος ο Πατέρας να δηλώσει τους άξιους να καταστούν θεματοφύλακες της σωτηρίας του κόσμου. Όταν λοιπόν τελικά το πρωί με κάθε σαφήνεια η ανθρώπινη φύση του πληροφορήθηκε για αυτούς που και ο Πατέρας είχε διαλέξει, κάλεσε τους μαθητές (g). Αφού αγρύπνησε όλη τη νύχτα προσευχόμενος, θα ανέμενε κάποιος, ότι το πρωί θα αποσυρόταν λίγο, για να κοιμηθεί. Αλλά όχι. Απασχολήθηκε αμέσως με την εκλογή των 12. Στην υπηρεσία του Θεού η μεγάλη μας φροντίδα πρέπει να είναι να μην χάνουμε καιρό, αλλά να κάνουμε το τέλος του ενός καθήκοντος, αρχή του άλλου.
(2) Κάλεσε προς τον εαυτό του. Αυτή είναι πιο σωστή έννοια, με την οποία εδώ χρησιμοποιείται η λέξη. Αλλού στην Κ.Δ. σημαίνει χαιρετίζω, απευθύνομαι, και με εξαίρεση το Ματθ. ια 16, συναντιέται μόνο στον Λουκά (ζ 32,ιγ 12,κγ 20,Πράξ. κα 40,κβ 2) (p).
(3) Τον ευρύτερο κύκλο, από τον οποίο διάλεξε τους 12 (p).
(4) Με σημασία μέσης φωνής=διάλεξε για τον εαυτό του. Είναι ο όρος, ο οποίος συχνότατα χρησιμοποιείται για δήλωση εκλογής για έργο θείο (L). Η πρόταση μένει χωρίς απόδοση μέχρι το σ. 17, όπου το ρήμα έστη συμπληρώνει αυτήν (b).
(5) Το «και» φανερώνει ότι η ονομασία υπήρξε πράξη ξεχωριστή από την εκλογή (p).
(6) Ο αόριστος ωνόμασεν δεν υπονοεί αναγκαία, ότι ο Κύριος έδωσε σε αυτούς τον τίτλο την ίδια τη στιγμή της εκλογής τους. Σύγκρινε το ωνόμασεν σε σχέση με τον Πέτρο. Είναι όμως φυσικό να υποθέσει κάποιος, ότι ο τίτλος αυτός δόθηκε σε αυτούς, τη στιγμή που ο Κύριος διαχώρισε και διέκρινε αυτούς από τους υπόλοιπους μαθητές (g). Η σοβαρή σκέψη με την οποία η εκλογή αυτή των 12 έγινε από τον Κύριο και η μακρά προσευχή που προηγήθηκε από αυτήν, θα έπρεπε να χρησιμεύει ως μάθημα σε όλους τους διακόνους και άρχοντες της εκκλησίας, που τους διδάσκει τις βαριές τους ευθύνες στην εκλογή των υποψηφίων διακόνων, οι οποίοι θα τους διαδεχτούν και την ανάγκη του να επικαλούνται την θεία ευλογία και καθοδήγηση στην εκτέλεση αυτού του καθήκοντός τους (ο).

6.14 Σίμωνα, ὃν καὶ ὠνόμασε Πέτρον(1), καὶ ᾽Ανδρέαν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, ᾽Ιάκωβον καὶ ᾽Ιωάννην, Φίλιππον καὶ Βαρθολομαῖον
14 Το Σίμωνα, που του έδωσε το όνομα Πέτρος, και τον αδερφό του τον Ανδρέα· τον Ιάκωβο, τον Ιωάννη, το Φίλιππο, το Βαρθολομαίο·
6.15 Ματθαῖον καὶ Θωμᾶν,᾽Ιάκωβον τον του ῾Αλφαίου καὶ Σίμωνα τὸν καλούμενον Ζηλωτὴν
15 το Ματθαίο, το Θωμά, τον Ιάκωβο, γιο του Αλφαίου, το Σίμωνα, που λεγόταν Ζηλωτής·
6.16 ᾽Ιούδαν ᾽Ιακώβου καὶ ᾽Ιούδαν ᾽Ισκαριώτην, ὃς και ἐγένετο προδότης(2).
16 τον Ιούδα, γιο του Ιακώβου, και τον Ιούδα τον Ισκαριώτη, αυτόν που έγινε προδότης.
(1) Δεν έχουμε καμία ένδειξη από το κείμενο ότι το επώνυμο Πέτρος δόθηκε στον Σίμωνα κατά τη στιγμή αυτή. Ο αόριστος ωνόμασε δείχνει καθαρά την πράξη χωρίς αναφορά στο χρόνο (g). Θα έπρεπε όμως να σημειωθεί, ότι από τη στιγμή αυτή και εξής ο Λουκάς πάντοτε μιλά για αυτόν ως Πέτρο (η 45,51,θ 20,28,32,33,ιβ 41 κλπ) και όχι ως Σίμωνα. Στα κβ 31 και κδ 34, όπου χρησιμοποιείται το όνομα Σίμων, ο Λουκάς παραθέτει τα λόγια άλλων. Μέχρι τώρα ονόμαζε αυτόν Σίμωνα (δ 38,ε 3,4,5,10) και μία φορά Σίμωνα Πέτρο (ε 8) αλλά ουδέποτε Πέτρο. Στις Πράξεις ουδέποτε ονομάζει αυτόν Σίμωνα χωρίς και την προσθήκη του Πέτρος (p).
(2) Πώς ο Ιησούς διάλεξε ως απόστολό του άνθρωπο τέτοιου χαρακτήρα; Είχε συμπεριληφθεί αυτοπροαίρετα στον ευρύτερο κύκλο των μαθητών. Υπήρχαν λοιπόν και στον Ιούδα κάποιες αρχές πίστης και ίσως κάποιος ζήλος θερμός υπέρ του Ιησού. Αλλά ο ζήλος αυτός εμπνεόταν όπως και σε τόσους άλλους από ελατήρια περισσότερο ή λιγότερο εγωιστικά και από φιλόδοξους πόθους, οι οποίοι ήταν σχεδόν αχώριστοι από την μορφή την οποία είχε πάρει η σχετικά με τον Μεσσία προσδοκία και ελπίδα πριν ακόμη ο Κύριος την καθαρίσει. Το πρόβλημα λοιπόν που ετίθετο ήταν, ποια από τις αντιπαλευόμενες αυτές αρχές θα επικρατούσε τελικά στην καρδιά του Ιούδα· θα νικούσε η πίστη και μέσω αυτής η αρετή και αυταπάρνηση που αγιάζει, ή θα κυριαρχούσε η φιλοδοξία και η ιδιοτέλεια, η οποία θα ωθούσε τελικά τον Ιούδα στην οριστική καταστροφή; Ήταν αυτό πρόβλημα, του οποίου η λύση εξαρτιόταν πλήρως από την ηθική ελευθερία του Ιούδα. Μπορεί κάποιος να υποθέσει, ότι κατά τη νύχτα της μακράς προσευχής, η οποία προηγήθηκε της εκλογής των 12, το πρόβλημα αυτό απασχόλησε σοβαρά τον Κύριο και μολονότι προαισθανόταν ποιο βαρύ σταυρό αναδεχόταν με την εκλογή αυτή, δέχτηκε τον άνθρωπο αυτόν στον κύκλο των 12, όταν η σχετικά με αυτόν θέληση του Πατέρα του εκδηλώθηκε υπέρ της πρόσληψης και αυτού. Παρ’ όλα αυτά και ο Ιούδας εκπλήρωσε το αποστολικό του έργο! Η φωνή της απόγνωσής του: Αμάρτησα παραδίνοντας αίμα αθώο, αποτελεί μαρτυρία που αντηχεί διαμέσου των αιώνων τόσο ζωηρά, όσο και το κατά την Πεντηκοστή κήρυγμα του Πέτρου ή η φωνή του αίματος του Ιακώβου και του Στεφάνου, των πρώτων μαρτύρων (g).

Στίχ. 17-26. Η επί του Όρους ομιλία. Μακαρισμοί και προειδοποιήσεις.
6.17 Καὶ καταβὰς μετ᾽ αὐτῶν(1) ἔστη ἐπὶ τόπου πεδινοῦ(2), καὶ ὄχλος μαθητῶν αὐτοῦ, καὶ πλῆθος πολὺ τοῦ λαοῦ ἀπὸ πάσης τῆς ᾽Ιουδαίας καὶ ᾽Ιερουσαλὴμ καὶ τῆς παραλίου Τύρου καὶ Σιδῶνος(3), οἳ ἦλθον ἀκοῦσαι αὐτοῦ καὶ ἰαθῆναι ἀπὸ τῶν νόσων αὐτῶν(4)·
17 Ο Ιησούς με τους μαθητές του κατέβηκε από το βουνό και στάθηκε σε μια πεδιάδα. Ένα μεγάλο πλήθος μαθητών του, καθώς και πολύς λαός απ’ όλη την Ιουδαία, από την Ιερουσαλήμ και τις παραλιακές πόλεις της Τύρου και της Σιδώνας που είχαν πάει εκεί για να τον ακούσουν και για να θεραπευτούν από τις αρρώστιες τους.
(1) Περιστοιχιζόμενος από τους 12 και από τον κύκλο των μαθητών από τον οποίο είχε εκλέξει τους 12, ο Ιησούς κατέβηκε από την κορυφή του όρους (g).
(2) Αυτό μπορεί να σημαίνει κάποιο οροπέδιο κάτω από την κορυφή του όρους. Σε συνδυασμό όμως με το «καταβάς» οδηγούμαστε να δεχτούμε ότι πρόκειται μάλλον για κάποια πεδιάδα στους πρόποδες του όρους. Εκεί παρουσιάζεται πιθανότερο ότι μαζεύτηκαν τα πλήθη, για τα οποία γίνεται εδώ λόγος και έφεραν τους ασθενείς τους, το οποίο θα ήταν δυσκολότερο να πραγματοποιηθεί, εάν επρόκειτο για οροπέδιο που βρισκόταν στο ύψος του όρους (p). Και στους πρόποδες του όρους ήταν δυνατόν να υπάρχει κάποιο ψηλότερο μέρος, στο οποίο ο Σωτήρας στάθηκε στην αρχή και τέλεσε θαύματα και μετά κάθισε και άρχισε την ομιλία του (p). Το «έστη» λοιπόν δεν αποτελεί απόδειξη, ότι στεκόμενος όρθιος δίδαξε ο Κύριος, διότι στο μεταξύ παρεμβλήθηκαν οι θεραπείες (p).
(3) Τρεις τάξεις προσώπων περιστοιχίζουν ήδη τον Κύριο· οι ακροατές οι οποίοι έτρεξαν από όλη την περίχωρο· ο ευρύς κύκλος των μαθητών και οι Απόστολοι. Οι πρώτοι εκπροσωπούν το λαό ως καλεσμένο στη βασιλεία του Θεού· οι δεύτεροι το σύνολο των πιστών, την εκκλησία, και οι τρίτοι τον κλήρο που διακονεί στην εκκλησία (g). Παρόλο που η Ιερουσαλήμ βρισκόταν σε αρκετή απόσταση από τον τόπο αυτόν· παρόλο που στην Ιερουσαλήμ υπήρχαν πολλοί περίφημοι ραββίνοι, παρ’ όλα αυτά ήλθαν από τα Ιεροσόλυμα να ακούσουν τον Ιησού. Ήλθαν επίσης από τα παράλια Τύρου και Σιδώνος· παρόλο που αυτοί που έμεναν στη χώρα αυτή ήταν άνθρωποι του εμπορίου και των επιχειρήσεων και γειτόνευαν με τους Χαναναίους, όμως πολλοί από αυτούς είχαν προσελκυστεί από την διδασκαλία του Ιησού. Παντού ο Κύριος έχει τους δικούς του, οι οποίοι είναι διασκορπισμένοι εδώ και εκεί, για να χρησιμεύσουν ως σωτήρια ζύμη σε κάθε περιβάλλον. «Πρόσεξε όμως, σε παρακαλώ, τον τρόπο της χειροτονίας (εκλογής των 12)· διότι ο ίδιος ο σοφότατος ευαγγελιστής λέει ότι συντελέστηκε όχι σε κάποια γωνιά και κρυφά, αλλά μάλλον είχαν μαζευτεί πολλοί μαθητές και όχλος από όλη τη χώρα των Ιουδαίων και από τα παράλια Τύρου και Σιδώνος. Αυτοί… «κούτσαιναν και στα δύο πόδια» και τιμούσαν, από τη μία, σε κάποιο βαθμό τα έθιμα των Ιουδαίων, αλλά, από την άλλη, δεν είχαν απομακρυνθεί πλήρως από την κατηγορία για ειδωλολατρία. Έγινε λοιπόν η χειροτονία ενώ ήταν όλοι αυτοί παρόντες και τοποθετήθηκαν διδάσκαλοι σε όλη τη γη. Το οποίο βεβαίως και έκαναν, καλώντας, από τη μία, τους Ιουδαίους από την λατρεία του μωσαϊκού νόμου, ενώ, από την άλλη, τους λάτρεις των δαιμόνων από την ελληνική πλάνη, στην επίγνωση της αλήθειας» (Κ). Της παράλιας εξυπακούεται χώρας (g).
(4) «Ήλθαν να τον ακούσουν, αυτό είναι η ψυχική θεραπεία, και να θεραπευτούν από τις ασθένειές τους, αυτό είναι η σωματική» (Θφ). Εκείνοι οι οποίοι δεν έχουν κοντά τους κήρυγμα καλό, ενδείκνυται να οδοιπορήσουν ή να ταξιδέψουν μακριά, για να βρουν τέτοιο, παρά να στερηθούν αυτό. Αξίζει να βαδίσει κάποιος μακρά οδό για να ακούσει τον λόγο του Θεού και να παραμερίσει άλλες εργασίες για αυτόν.

6.18 καὶ οἱ οχλούμενοι(1) ἀπὸ πνευμάτων ἀκαθάρτων και(2) ἐθεραπεύοντο·
18 Ήρθαν ακόμα και όσοι υπέφεραν από ακάθαρτα πνεύματα· όλοι αυτοί θεραπεύτηκαν.
(1) Και αυτό όπως και όλα τα προηγούμενα (όχλος μαθητών και το πλήθος του λαού) αποδίδεται συντακτικά στο έστη=στάθηκε ο Ιησούς και όχλος μαθητών και πλήθος πολύ και όσοι ενοχλούνταν… (δ). Υπάρχει και η γραφή: και οι ενοχλούμενοι υπό πνευμάτων ακαθάρτων εθεραπεύοντο.
(2) Ο σύνδεσμος «και» είναι αναγκαίος εδώ. Διότι αν παραλειφθεί αυτός, παρουσιάζονται μόνο οι δαιμονισμένοι ότι θεραπεύονταν, ενώ σύμφωνα με τον επόμενο στίχο θεραπεύονταν όλοι (δ).

6.19 καὶ πᾶς ὁ ὄχλος ἐζήτει ἅπτεσθαι αὐτοῦ, ὅτι(1) δύναμις παρ᾽ αὐτοῦ ἐξήρχετο(2) καὶ ἰᾶτο(3) πάντας(4).
19 Όλος ο κόσμος προσπαθούσε να τον αγγίξει, γιατί μια δύναμη έβγαινε από πάνω του και θεράπευε τους πάντες.
(1) Αιτιολογεί το γιατί όλος ο όχλος ζητούσε να τον αγγίξει.
(2) «Διότι οι μεν προφήτες και οι άλλοι άγιοι, δεν είχαν δύναμη να βγαίνει από αυτούς· διότι δεν ήταν οι ίδιοι πηγές δυνάμεων. Ο Κύριος όμως είχε δύναμη να βγαίνει από τον ίδιο. Διότι αυτός ο ίδιος ήταν η πηγή της δύναμης. Αφού βεβαίως οι προφήτες και οι άγιοι δέχονταν μάλλον δύναμη από ψηλά» (Θφ). «Δεν δανειζόταν δηλαδή δύναμη από άλλον ο Χριστός, αλλά επειδή ο ίδιος ήταν από τη φύση του Θεός, έστω και αν έγινε σάρκα, στέλνοντας προς τους αρρώστους την δύναμη, τους θεράπευε όλους» (Κ).
(3) Υποκείμενο του ἰᾶτο είναι όχι ο Ιησούς, αλλά η δύναμη (g). Υπάρχει το σύνολο της χάρης στο Χριστό και δύναμη θεραπευτική σε αυτόν, και ξεχύνονται από αυτόν άφθονα και πλούσια, ώστε να επαρκούν και για όλους τους ανθρώπους και για τον καθένα τους χωριστά.
(4) Το μάτι της θεότητας που ήταν μέσα του, το οποίο βλέπει τα πάντα, παρακολουθούσε όλους όσους τον άγγιζαν. Έτσι ώστε η θεραπευτική του αυτή δύναμη και ενέργεια, εκδηλωνόταν σε κάθε περίπτωση σύμφωνα με την υπερφυσική γνώση και θέλησή του (ο).

6.20 Καὶ αὐτὸς(1) ἐπάρας τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ(2) εἰς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ(3) ἔλεγεν(4), Μακάριοι οἱ πτωχοί(5), ὅτι ὑμετέρα ἐστὶν(6) ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ.
20 Τότε ο Ιησούς στράφηκε προς τους μαθητές του και τους είπε:«Μακάριοι εσείς οι φτωχοί,
γιατί δική σας είναι η βασιλεία του Θεού.
(1) Η ακόλουθη ομιλία ονομάστηκε ομιλία της πεδιάδας, όχι εξ’ ολοκλήρου δικαιολογημένα, διότι δεν είναι βέβαιο, ότι ο τόπος ο πεδινός υπήρξε πεδιάδα στους πρόποδες του όρους. Ποια είναι η σχέση της με την επί του όρους ομιλία; Παραθέτουμε στη συνέχεια τις κύριες υποθέσεις, οι οποίες διατυπώθηκαν για εξήγηση των ομοιοτήτων και διαφορών, οι οποίες παρατηρούνταν ανάμεσα στις δύο αυτές ομιλίες. α) Οι δύο αυτοί λόγοι εκφωνήθηκαν σε διαφορετικούς τόπους και χρόνους και πρέπει να διακρίνονται μεταξύ τους. β) Είναι δύο λόγοι, που εκφωνήθηκαν όμως την ίδια ημέρα και ο μεν Ματθαίος διέσωσε σε μας την προς τους μαθητές ιδιαίτερη ομιλία, που έγινε στο όρος, ενώ ο Λουκάς αυτήν που έγινε στα πλήθη μετά από κάποιες ώρες. Την γνώμη αυτή εισηγήθηκε πρώτος ο Αυγουστίνος. γ) Είναι δύο διαφορετικές περιλήψεις με παρεμβολές και αποσιωπήσεις, ενός και του ίδιου λόγου (Schleirmacher). δ) Είναι αναθεωρήσεις μίας και της ίδιας περίληψης, στην οποία ο μεν Ματθαίος πρόσθεσε και άλλο υλικό από άλλες πηγές, ενώ ο Λουκάς ίσως αποσιωπά από αυτήν κάποια τμήματα. ε) Ο Ματθαίος παρέχει συστηματική έκθεση λόγων του Κυρίου που λέχθηκαν σε διάφορες περιστάσεις και ο Λουκάς αναφέρει τα λόγια μερικών από αυτές τις περιστάσεις. Πλήθος άλλο ερμηνευτών, ανάμεσα στους οποίους και οι Χ., Ω., b., Λούθηρος κλπ υποστήριξαν, ότι τα κύρια τμήματα των δύο αυτών ομιλιών που εκθέτουν οι Ματθαίος και Λουκάς, προέρχονται από μία και την ίδια ομιλία (p).
(2) Το «αφού σήκωσε τα μάτια» πρέπει να συνδεθεί με το «στους μαθητές του». «Σήκωσε τα μάτια προς αυτούς και πριν το λόγο με το γλυκό βλέμμα, τούς ελκύει στην ακρόαση» (Ε).
(3) Κυρίως προς τους μαθητές απευθύνει τα λόγια του, αν και βαθμιαία ο ορίζοντας του λόγου διευρύνεται, χωρίς ο Λουκάς να φροντίζει στο μεταξύ, να δηλώσει πότε γίνεται αυτό. Φυσικό είναι να θεωρήσουμε ότι η διεύρυνση αυτή γίνεται στο σ. 24, όπου με τα «ουαί (αλίμονο)» περιλαμβάνονται και άλλα πρόσωπα (L). Οπωσδήποτε οι μακαρισμοί του Λουκά δεν θα ήταν αληθινοί εάν απευθύνονταν στο μικτό πλήθος. Για τους πιστούς και αφοσιωμένους Χριστιανούς η φτώχια, η πείνα, η λύπη και οι διωγμοί είναι πραγματικές ευλογίες. Για τους άλλους μπορεί να είναι απλώς στείρα και άκαρπα παθήματα (p). «Μετά την εκλογή των μαθητών, ρυθμίζει αυτούς και με τους μακαρισμούς και με τη διδασκαλία σε πιο πνευματική κατάσταση» (Θφ).
(4) Το σύνολο των μακαρισμών όπως και πιο κάτω των απειλών του Λουκά, δείχνει ότι είναι οι ίδιοι μακαρισμοί του Κυρίου, τους οποίους ο Ματθαίος αναφέρει, που κατανοήθηκαν πιο σωματικά από τους Γαλιλαίους μαθητές, των οποίων την παράδοση ο Λουκάς ακολούθησε. Είναι όμως και αυτοί αληθινοί, στο ότι είναι η εξωτερική μορφή της εσωτερικής κατάστασης, την οποία οι μακαρισμοί στον Ματθαίο προϋποθέτουν (δ). Όταν λάβουμε υπ’ όψη ότι και ο Ματθαίος και ο Λουκάς διέσωσαν σε μας δικές τους περιλήψεις της ομιλίας του Κυρίου, εξηγούνται οι διαφορές αυτές πλήρως και δεν υπάρχει ανάγκη να υποθέσουμε, ότι «είναι διαφορετικοί οι μακαρισμοί αυτοί από αυτούς που είναι γραμμένοι στο κατά Ματθαίον» (Ζ). Αλλά «μιλούν έτσι οι ευαγγελιστές, όχι ερχόμενοι σε αντίθεση μεταξύ τους, αλλά μοιράζουν πολλές φορές τις διηγήσεις· και άλλοτε μεν βαδίζουν με τα ίδια κεφάλαια, άλλοτε πάλι αυτό που παρέλειψε κάποιος, το βάζει άλλος στα δικά του συγγράμματα· έτσι ώστε να μην μπορέσει να ξεφύγει της προσοχής κανένα από τα αναγκαία σε αυτούς που πιστεύουν στο Χριστό» (Κ).
(5) «Φαίνεται ότι ονομάζει εδώ φτωχούς, αυτούς που είναι υπεράνω της αγάπης για το κέρδος και οι οποίοι είναι αφιλάργυροι» (Κ)· «αυτούς που δεν είναι φίλοι του πλούτου, τους θεληματικά φτωχούς» (Ζ). «Θα μπορούσαν λοιπόν να είναι αυτοί, όσοι αδιαφόρησαν για όλα τα πολύτιμα της παρούσας ζωής, αυτοί που είναι φτωχοί με την μετριοφροσύνη, αυτοί που έφτασαν στο έπακρο της ακτημοσύνης για την κατά Θεόν φιλοσοφία… Τέτοιους έκανε αυτούς τους πρώτους που έγιναν μαθητές του· για αυτό και μπροστά τους έλεγε: «δική σας είναι η βασιλεία του Θεού». Διότι το «δική σας» λεγόταν δεικτικά προς παρόντες» (Ε). «Διότι έπρεπε, έπρεπε, εφόσον αυτοί επρόκειτο να διαγγείλουν παντού το σωτήριο και ευαγγελικό κήρυγμα, να έχουν φρόνημα αφιλόπλουτο και χωρίς απασχολήσεις την επιθυμία για τα ανώτερα» (Κ). Είστε φτωχοί. Αφήσατε τα πάντα για να με ακολουθήσετε. Αρκείστε να ζείτε μαζί μου με ελεημοσύνες και εισφορές. Από το ότι υπηρετείτε εμένα, δεν περιμένετε να τύχετε κοσμικών προτιμήσεων και διακρίσεων. Αντιθέτως πρέπει να εργάζεστε σκληρά και να αντιμετωπίζετε στερήσεις, όπως όλοι οι φτωχοί. Αλλά για όλα αυτά είστε μακάριοι. Είστε πανευτυχείς μέσα στη φτώχια σας. Διότι κάθε ζημιά και απώλεια υλική, την οποία θα υποστείτε, θα ανταμειφθεί γενναία. Όλες οι παρηγοριές και χάριτες της βασιλείας στη ζωή αυτή και όλες οι δόξες και χαρές της βασιλείας στη μέλλουσα ζωή θα είναι δικές σας. Εξίσου σοβαρή ερμηνεία: Για σας τους μαθητές μου η φτώχια είναι πραγματική ευλογία, διότι σας διατηρεί σε άμεση εξάρτηση από το Θεό και σας υποβοηθά να είστε αληθινά υπήκοοί του. Δες Ψαλμ. οα 12,13 (p). Όχι διότι η φτώχια και οι θλίψεις είναι από μόνες τους τίτλος που δίνει δικαιώματα στη θεία ευλογία, αλλά διότι διαθέτουν την ψυχή σε συναισθήματα ταπεινά, τα οποία κάνουν αυτήν κατάλληλη για να δεχτεί αυτήν. Όπως από την άλλη, η ευτυχία και τα πλούτη διαθέτουν την καρδιά σε συναισθήματα αγερωχίας και σκληρά. Στο γεγονός αυτό της πείρας, βασίζονται πάρα πολλά χωρία της Π.Δ., στα οποία οι φτωχοί και πιεζόμενοι παρουσιάζονται να προτιμώνται από το Θεό (g).
(6) Είναι ήδη δική σας. Αλλά η βασιλεία του Θεού δεν είναι ακόμη δική τους στην πληρότητά της, αλλά εν μέρει μόνο. Για εκείνα όμως τα στοιχεία, τα οποία δεν βρίσκονται ακόμη υπό την κατοχή τους, δίνεται υπόσχεση στους ακόλουθους μακαρισμούς (p).

6.21 μακάριοι οἱ πεινῶντες(1) νῦν, ὅτι χορτασθήσεσθε(2). μακάριοι οἱ κλαίοντες(3) νῦν, ὅτι γελάσετε.
21 Μακάριοι εσείς που τώρα πεινάτε, γιατί θα σας χορτάσει ο Θεός. Μακάριοι εσείς που τώρα κλαίτε, γιατί θα χαρείτε.
(1) Στον Ματθαίο «μακάρισε αυτούς που πεινούν και διψούν την δικαιοσύνη… ενώ εδώ αυτούς που απλώς πεινούν, δηλαδή αυτούς που πεινούν επειδή με τη θέλησή τους είναι φτωχοί και υπομένουν» (Ζ). «Αυτούς που πεινούν, λόγω της ευσέβειας σε αυτόν» (Κ)· τους μαθητές, στους οποίους η πείνα και η στέρηση είναι απόδειξη δικαιοσύνης, διότι δεν θέλησαν να κερδίσουν ό,τι ανήκει σε άλλους, αλλά μάλιστα βοήθησαν αυτούς και για αυτό στερούνται σήμερα αυτοί (δ). Εξίσου σοβαρή ερμηνεία και η επόμενη: Πεινασμένους εννοεί εκείνους, τους οποίους η φτώχια καταδικάζει σε ζωή μόχθου και στερήσεων. Όπως και κλαίοντας εννοεί εκείνους, οι οποίοι βρίσκονται κάτω από το βάρος των δοκιμασιών της ζωής (g). Εννοείται, ότι οι μακαρισμοί απευθύνονται σε μαθητές του Χριστού και συνεπώς σε ανθρώπους που δέχονται τις στερήσεις και τις θλίψεις με διάθεση υποταγής στο θείο θέλημα.
(2) Αυτοί «θα χορτάσουν με απόλαυση αιώνια» (Ζ) «δηλαδή θα απολαύσουν τα αγαθά που θα τους δοθούν, νοητά βεβαίως, εννοείται, και πνευματικά» (Κ). Και στις τέσσερεις περιπτώσεις, στις οποίες αναφέρονται οι μακαρισμοί, παρόλο που οι θλίψεις που υπομένονται είναι εξωτερικές και σωματικές, όμως οι αμοιβές με τις οποίες βραβεύονται είναι πνευματικές (p).
(3) Ο Ματθαίος γράφει πενθούντες, αλλά το κλαίοντες υπονοεί εξωτερικό ξέσπασμα της λύπης, όπως και το «θα γελάσετε» αναφέρεται σε εξωτερική εκδήλωση της χαράς. Παρόλο που στους Ο΄ το γελάω είναι συνηθισμένο, στην Κ.Δ. το βρίσκουμε μόνο εδώ και στο σ. 25 (p). «Ισχυριζόμαστε βεβαίως, ότι αυτοί που κλαίνε, δεν είναι αυτοί που τα μάτια τους βγάζουν δάκρυα· διότι αυτό είναι συνηθισμένο και συμβαίνει σε όλους, σε πιστούς και άπιστους, όταν βεβαίως γίνει κάτι από αυτά που συνηθίζουν να προκαλούν λύπη. Αλλά είναι εκείνοι μάλλον, οι οποίοι αποφεύγουν τον διασκεδαστικό και διεφθαρμένο και με σαρκικές απολαύσεις τρόπο ζωής… Αυτούς που αρνούνται την τρυφή και την αφοσίωση στα σαρκικά και σχεδόν κλαίνε λόγω τους μίσους των κοσμικών πραγμάτων, αυτούς λέει ο Σωτήρας ότι είναι μακάριοι» (Κ).

6.22 μακάριοί ἐστε(1) ὅταν μισήσωσιν ὑμᾶς οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὅταν ἀφορίσωσιν(2) ὑμᾶς καὶ ὀνειδίσωσιν(3) καὶ ἐκβάλωσιν(4) τὸ ὄνομα ὑμῶν(5) ὡς πονηρὸν ἕνεκα τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου(6)·
22 Μακάριοι είστε, άμα σας μισήσουν οι άνθρωποι και σας διώξουν απ’ τις συναγωγές και σας χλευάσουν και δυσφημίσουν το όνομά σας εξαιτίας του Υιού του Ανθρώπου.
(1) Ο τέταρτος αυτός μακαρισμός του Λουκά, ο οποίος ανταποκρίνεται στον ένατο του Ματθαίου, αναφέρεται ειδικότερα στους μαθητές (L). «Επειδή επρόκειτο αυτοί, λόγω του νέου κηρύγματος, να διώκονται και να πολεμούνται από όλους, τους ασφάλιζε από πριν και τους προανήγγειλε όσα θα γίνονταν και τους αξίωνε μακαρισμών» (Ε). «Έτσι ώστε όταν έλθει ο καιρός, κατά τον οποίο επρόκειτο να γίνουν αυτά από κάποιους, να μην πέσουν σε ανόητη αμέλεια, για αυτό προαναγγέλλει χρήσιμα ότι και η έφοδος των λυπηρών, θα έχει μισθό και θα τους είναι ωφέλιμη» (Κ). Σχηματίζεται εδώ έντονο κλιμακωτό σχήμα με τα ρήματα μισήσωσιν, αφορίσωσιν, ονειδίσωσιν, εκβάλωσι το όνομά υμων (ο).
(2) Το αφορίζω χρησιμοποιείται και με καλή έννοια (Πράξ. ιγ 2,Ρωμ. α 1,Γαλ. α 15) και με κακή, όπως εδώ (p). Πρέπει να το πάρουμε εδώ με πολύ γενική έννοια (L). «Θα σας αφορίσουν από τους εαυτούς τους, δηλαδή από την φιλία και τη σχέση με τους εαυτούς τους» (Κ). Εφόσον η θρησκεία και το έθνος αποτελούσαν ένα, έχαναν οι αφοριζόμενοι συγχρόνως και τα δύο. Στους Ιουδαίους, που αποτελούσαν θρησκευτική κοινότητα στο ρωμαϊκό κράτος, ο αφορισμός δεν συνεπαγόταν και την εξορία μακριά από τα όρια του κράτους. Αλλά και στους εθνικούς μπορούσε κάποιος να είναι αποκηρυγμένος, χωρίς να είναι και εξορισμένος (L). Στους Ιουδαίους ο αφορισμός από τη συναγωγή συνεπαγόταν αμέσως και την διακοπή κάθε κοινωνικής σχέσης (g).
(3) «Θα σας βρίσουν ως πλάνους και απατεώνες» (Κ). Πρέπει να περιμένετε από τους κακούς ανθρώπους να σας μισούν, διότι η διδασκαλία σας και η ζωή σας είναι έλεγχος και καταδίκη για αυτούς. Και όσοι μεν από αυτούς έχουν στα χέρια τους εξουσία, και μάλιστα εκκλησιαστική, θα σας αφορίσουν· θα σας εξαναγκάσουν να χωριστείτε από αυτούς και θα ρίξουν εναντίον σας τις πιο ατιμωτικές κατηγορίες, ώστε να σας αναθεματίσουν, ως σκανδαλώδεις και αδιόρθωτους παραβάτες και εγκληματίες. Θα πράξουν μάλιστα αυτό το τελευταίο με κάθε επισημότητα και με επικλήσεις του ουρανού, ώστε να καταστήσουν πιστευτό στον κόσμο και σχεδόν πιστευτό και σε σας τους ίδιους, ότι ο ουρανός επικύρωσε τον αναθεματισμό σας. Αυτή φαίνεται αν είναι η ειδικότερη έννοια της φράσης «θα σας αφορίσουν». Από την άλλη όσοι δεν έχουν τέτοια εξουσία, δεν θα παραλείψουν να δείξουν την κακία τους όσο περισσότερο τους είναι δυνατόν. Διότι θα σας βρίσουν, θα σας αποδώσουν τα βρωμερότερα εγκλήματα, παρά την αθωότητά σας· θα διαβάλουν το όνομά σας και θα σας συκοφαντήσουν. Και θα πράξουν το παν για να σας καταστήσουν μισητούς.
(4) Εκβάλλω το όνομα είναι όπως και στη συνήθεια μέση φράση, που σημαίνει, βγάζω στην κοινωνία το μέχρι τότε άγνωστο όνομα κάποιου για καλό ή κακό. Εδώ που προστίθεται το «ως πονηρό»= θα σας κατασυκοφαντήσουν και προς τους άλλους, για να σχηματίσουν κακή γνώμη για σας (δ). «Έβαλε πολύ τον μισθό, όχι μόνο για διωγμούς, ούτε μόνο για πληγές, ούτε για φυλακίσεις και φόνους και σφαγή, αλλά και μόνο για βρισιά και για λόγια κοροϊδευτικά» (Χ).
(5) Ή, το όνομά σας σημαίνει το όνομα, με το οποίο είστε γνωστοί ως μαθητές μου, ως Χριστιανοί· Χριστιανός ή ναζαρηνός ήταν όνομα κακής φήμης (p). Ή, το όνομα φανερώνει εδώ το πρόσωπο, του οποίου σύμβολο είναι το όνομα (δ). Εννοεί το ατομικό όνομα κάθε πιστού, διότι αν δεχτούμε ως όνομα το συλλογικό όνομα του Χριστιανού, τότε οι ακόλουθες λέξεις: λόγω του υιού του ανθρώπου, θα ήταν ταυτολογία (g).
(6) «Όταν σας κάνουν αυτά που λέχθηκαν, όχι για κάποια κακία δική σας, αλλά λόγω εμού, επειδή είστε δικοί μου» (Ζ). «Θα παρουσιάζουν άψογη ζωή ώστε ούτε στους εχθρούς, που κυνηγούν αφορμές συκοφαντίας, να μην παρέχουν δικαιώματα εναντίον τους· όμως επρόκειτο να διώκονται και να πολεμιούνται για μόνη την ομολογία σε αυτόν και λόγω των εντολών του, και θα δυσφημούνται και θα υπομένουν κάθε κοροϊδία και βρισιές και εξευτελισμούς, όχι για δικά τους αμαρτήματα, αλλά για τον ενάρετο και τέλειο και γεμάτο δικαιοσύνη τρόπο ζωής τους» (Ε), αυτοί θα είναι μακάριοι.

6.23 χάρητε ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ καὶ σκιρτήσατε(1), ἰδοὺ(2) γὰρ ὁ μισθὸς ὑμῶν πολὺς ἐν τῷ οὐρανῷ· κατὰ τὰ αὐτὰ(3) γὰρ ἐποίουν τοῖς προφήταις(4) οἱ πατέρες(5) αὐτῶν(6).
23 Χαρείτε όταν συμβεί αυτό, κι από χαρά σκιρτήστε· γιατί ο Θεός θα σας ανταμείψει με το παραπάνω στον ουρανό. Τα ίδια έκαναν και οι πρόγονοί τους στους προφήτες.
(1) Χαρείτε και από τη χαρά σκιρτήστε. Αυτό δείχνει τον μεγάλο βαθμό της χαράς, τον οποίο οφείλουν να έχουν (δ).
(2) Η λέξη διεγείρει την προσοχή (δ).
(3) Υπάρχει και η γραφή κατά ταύτα= «Σύμφωνα με αυτά που λέχθηκαν, δηλαδή το μίσος, ο αφορισμός, που σημαίνει ο χωρισμός από τους εαυτούς τους και τα υπόλοιπα» (Ζ). Κατά τα αυτά= με τον ίδιο τρόπο· τα ίδια (g). Η φράση είναι αποκλειστική του Λουκά. Δες στ 26,ιζ 30, Πράξ. ιδ 1 (το αυτό=το ίδιο) (L). Σας κακομεταχειρίζονται όπως ακριβώς και τους προφήτες. Αυτό όμως αποτελεί απόδειξη για σας, ότι περπατάτε στο ίδιο πνεύμα και στα ίδια ίχνη των προφητών, για αυτό και έχετε στους ανθρώπους την ίδια τύχη με εκείνους. Αλλά οι ζημιές και οι απώλειές σας για το Χριστό δεν θα διαρκέσουν μέχρι τέλους. Θα ανταμειφθείτε πλούσια για αυτές στη βασιλεία των ουρανών. Όχι μόνο οι υπηρεσίες τις οποίες προσφέρατε στο Χριστό, αλλά πολύ περισσότερο και τα παθήματά σας για τη δόξα του, θα λογαριαστούν στο ενεργητικό σας από τον αγωνοθέτη Θεό.
(4) «Πρόσταζε τους γνωστούς του να έχουν θάρρος, θυμίζοντας τους την κατάλληλη ώρα, όσα έπαθαν οι προφήτες του Θεού· έτσι ώστε, με την σύγκριση με εκείνους και αυτοί να έχουν τις ίδιες ελπίδες με εκείνους» (Ε). Διότι οι προφήτες «πριν από αυτούς όταν μετέφεραν τα θεία και ουράνια λόγια στους Ισραηλίτες, διώχτηκαν, πριονίστηκαν, πέθαναν με φόνο μαχαιριού και υπέμεναν εξευτελισμούς που γίνονταν άδικα εις βάρος τους. Επομένως τους δίνει να καταλάβουν το εξής, ότι αυτών των οποίων θα γίνονταν μιμητές, αυτών θα γίνονταν και συμμέτοχοι· και δεν θα στερηθούν τα προφητικά στεφάνια αν βαδίσουν τον πατημένο από εκείνους δρόμο» (Κ). Πρέπει να χαρείτε όχι μόνο από την άποψη ότι θα έχετε τις ίδιες αμοιβές με τους προφήτες, αλλά και διότι θα έχετε συντροφιά τόσο εκλεκτά πρόσωπα, οι οποίοι προηγήθηκαν από σας και μαζί με τους οποίους πρόκειται να συγκαταριθμηθείτε (ο).
(5) Μιλά για τους Ισραηλίτες ως μέλη της ανθρωπότητας. Και όταν λέει οι πατέρες τους, εννοεί τους πατέρες των Ισραηλιτών που εκπροσωπούν αυτούς από τους ανθρώπους που κάθε εποχή γενικώς διώκουν τους ανθρώπους του Θεού.
(6) Η αντωνυμία αυτών, έχει μέσα της την ιδέα, ότι οι διωκόμενοι μαθητές ανήκουν ήδη σε άλλη τάξη πραγμάτων, ξένη με τους διώκτες. Το «αυτών» ακόμη αποτελεί την μετάβαση στα «ουαί» που ακολουθούν εναντίον των αρχηγών της παρούσας τάξης (g).

6.24 Πλὴν(1) οὐαὶ ὑμῖν(2) τοῖς πλουσίοις(3), ὅτι ἀπέχετε(4) τὴν παράκλησιν(5) ὑμῶν.
24 Αλίμονο όμως σ’ εσάς τους πλουσίους, γιατί την αμοιβή σας την έχετε πάρει ήδη σ’ αυτό τον κόσμο.
(1) Πρέπει να μεταφραστεί με το «αλλά», και με αυτό εξαιρεί από τους προηγούμενους μακαρισμούς τα στη συνέχεια σημειούμενα πρόσωπα (g). Τίποτα δεν μας παρέχει το δικαίωμα να βεβαιώσουμε ότι δεν ήταν παρόντα εκεί και πρόσωπα, στα οποία είχαν πλήρη εφαρμογή αυτά τα «ουαί». Είναι δυνατόν κάποιοι κατάσκοποι και αντίπαλοι από την Ιουδαία να είχαν εισχωρήσει στο ακροατήριο. Αλλά και αν δεν ήταν παρόντα τέτοια πρόσωπα, είναι δυνατόν τα «ουαί» αυτά να λέχθηκαν ως προειδοποίηση τόσο για εκείνους, οι οποίοι τα άκουγαν, όσο και για τους άλλους, στους οποίους αυτοί που άκουσαν θα τα ανακοίνωναν (p). Άλλωστε «αφού προανήγγειλε ότι η κατά Θεόν φτώχια είναι αίτια κάθε αγαθού και αφού είπε, ότι το να πεινούν και να κλαίνε, δεν θα μείνει χωρίς μισθό στους αγίους, μεταφέρει τον λόγο στα αντίθετα από αυτά, και δείχνει ξεκάθαρα ότι αυτά προκαλούν κόλαση και τιμωρία, έτσι ώστε, με την επιθυμία των στεφανιών και με τον πόθο του μακαρισμού, από τη μία, να ελκύονται προς τους κόπους… ενώ από τον φόβο της κόλασης που επικρέμαται, από την άλλη, να αποφεύγουν τον πλούτο και το να βρίσκονται σε απολαύσεις και γέλια, δηλαδή σε τέρψεις κοσμικές» (Κ).
(2) =Τι κακά και τι όλεθρος σας αναμένει (δ). «Δες πώς με τα «ουαί» μάς έδειξε τι μεγάλη τιμωρία θα περιμένει αυτού του είδους τους ανθρώπους. Διότι αυτό το «ουαί», είναι θρηνητικό επιφώνημα» (Χ).
(3) Πλούσιους λέει αυτούς που στηρίζονται στα πλούτη τα οποία έχουν σε αφθονία και αντί με αυτά να υπηρετούν το Θεό και τον πλησίον, υπηρετούν τις δικές τους επιθυμίες. «Πλουσίους ονομάζει τώρα, αυτούς που δεν δίνουν τίποτα, αυτούς που λιώνουν για τον πλούτο, αυτούς που πλουτίζουν για κακό» (Ζ). Είναι γεγονός ότι αυτοί που αντιτάχθηκαν στο Χριστό προέρχονταν κυρίως από την τάξη των πλουσίων, όπως και αυτοί που καταπίεσαν τους πρώτους Χριστιανούς. Δες Ιακ. ε 1-6. Αλλά οι περιπτώσεις του Ιωσήφ και του Νικοδήμου δείχνουν, ότι οι πλούσιοι από μόνοι τους δεν αποκλείονται από την βασιλεία (p).
(4) Πήρατε στο ακέραιο· απολαύσατε πλήρως, ώστε δεν απομένει πλέον τίποτα να έχετε.
(5) Την φτωχή παρηγοριά, που προέρχεται από τα πλούτη, στα οποία στήριξαν την ελπίδα και πεποίθησή τους. Αυτήν μόνο έχουν και στερούνται κάθε θησαυρού στους ουρανούς (p). «Μπορούμε λοιπόν να δούμε αυτό, να απεικονίζεται καλά σαν σε πίνακα, στην παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου. Διότι πήρες πλήρως, λέει προς τον πλούσιο, τα αγαθά σου στη ζωή σου και ο Λάζαρος τα κακά· τώρα λοιπόν αυτός εδώ παρηγοριέται, ενώ εσύ νιώθεις οδύνη… Και βεβαίως ο Σωτήρας σε αυτούς που έχουν τον επίγειο πλούτο, υπέδειξε οδό σωτηρίας λέγοντας· Κάνετε φίλους σας από τον άδικο μαμωνά, για να σας υποδεχτούν στις αιώνιες κατοικίες τους (Λουκ. 16,9)» (Κ). Η ανοησία των ανθρώπων του κόσμου συνίσταται στο να θεωρούν την απόλαυση των υλικών αγαθών σαν την μόνη παρηγοριά τους και να στηρίζουν την ευτυχία τους σε αυτά, θεωρώντας αυτά σαν το ύψιστο αγαθό, καυχώμενοι για αυτά και τοποθετώντας τον ουρανό και τον παράδεισό τους πάνω στη γη, παραμερίζοντας ως δευτερεύουσας αξίας την παρηγοριά του Θεού και μη υπολογίζοντας διόλου τα πνευματικά και ουράνια αγαθά. Όταν θα φύγουν από τον παρόντα κόσμο, θα στερηθούν από την παρηγοριά τους αυτή, θα μπει τέρμα στις ανέσεις τους και τίποτα άλλο δεν θα απομείνει σε αυτούς παρά μόνο η αιώνια αθλιότητα και ο βασανισμός.

6.25 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἐμπεπλησμένοι(1), ὅτι πεινάσετε(2). οὐαί ὑμῖν οἱ γελῶντες νῦν(3), ὅτι πενθήσετε καὶ κλαύσετε(4).
25 Αλίμονο σ’ εσάς που τώρα είστε χορτάτοι γιατί θα πεινάσετε. Αλίμονο σ’ εσάς που τώρα γελάτε, γιατί θα θρηνήσετε και θα κλάψετε.
(1) «Οι χορτάτοι στην παρούσα ζωή» (Ζ). Οι γεμάτοι από τα αγαθά της παρούσας ζωής, των οποίων το γέμισμα δεν αξίζει το όνομα του χορτασμού (b). Είστε γεμάτοι, αλλά όχι και χορτασμένοι. Ο Γρότιος φέρνει ως παράδειγμα εκείνον, στον οποίο ανήκε η επιτάφια επιγραφή «Τόσο έχω όσο έπινα και «.
(2) Αυτό βρήκε μερική και κατά γράμμα επαλήθευση στην πολιορκία της Ιερουσαλήμ. Αλλά αναφέρεται μάλλον στη στέρηση της πνευματικής τροφής της ουράνιας βασιλείας (p). «Θα πεινάσετε στον μέλλοντα αιώνα, αφού εκεί δεν θα απολαύσετε καμία παρηγοριά» (Ζ). Είναι αυτοί γεμάτοι από τον εαυτό τους, χωρίς το Θεό και τον Χριστό. Αλίμονο όμως σε αυτούς, διότι θα πεινάσουν. Μετά από λίγο θα αδειάσουν από όλα αυτά τα αγαθά, για τα οποία τώρα τόσο πολύ καυχιούνται. Και όταν θα αφήσουν πίσω τους στον κόσμο αυτόν όλα αυτά, από τα οποία τώρα είναι γεμάτοι, θα πάρουν μαζί τους τέτοιες ορέξεις και επιθυμίες, των οποίων δεν θα βρουν ποτέ την ικανοποίηση στον κόσμο στον οποίο μετά θάνατον θα μεταβούν. Διότι όλες οι απολαύσεις των αισθήσεων, από τις οποίες τώρα είναι αυτοί γεμάτοι, στον άδη θα τους λείψουν ολοτελώς και στον ουρανό θα παραμεριστούν και θα καταργηθούν.
(3) =όσοι χαίρονται με κοσμική και σαρκική χαρά, επειδή απολαμβάνουν τα επίγεια αγαθά στα οποία μόνα είναι προσκολλημένοι (δ). «Αυτοί που τώρα γελάτε ακόλαστα» (Ζ) για την τωρινή σας επίγεια ευδαιμονία. Αυτοί που δεν γνωρίζουν άλλη χαρά παρά μόνο την σαρκική, την χαρά των αισθήσεων· αυτοί που δεν γνωρίζουν άλλη χρήση των αγαθών αυτού του κόσμου παρά μόνο αυτήν που εξασφαλίζει και αυξάνει την σαρκική αυτή χαρά, η οποία διώχνει από τις καρδιές τους κάθε λύπη, και αυτό ακόμη το κατά Θεόν πένθος, την καλή λύπη την οποία μας προκαλεί η αληθινή μετάνοια.
(4) «Θα κλάψετε τότε που θα κολάζεστε. Ο κλαυθμός είναι πιο έντονο από το πένθος· ή, πένθος μεν είναι ο ήσυχος θρήνος, ενώ κλαυθμός ο θρήνος με φωνές» (Ζ). Η αμαρτία δεν συνίσταται στο γέλιο από μόνο του, αλλά στους κοσμικούς σκοπούς και απολαύσεις, τα οποία στεφόμενα από επιτυχία διασκορπίζουν τις σοβαρές σκέψεις και γεμίζουν τη διάνοια με ματαιότητα και διάχυση.

6.26 οὐαὶ ὅταν καλῶς ὑμᾶς εἴπωσι πάντες οἱ ἄνθρωποι(1), κατὰ τὰ αὐτὰ(2) γὰρ ἐποίουν τοῖς ψευδοπροφήταις(3) οἱ πατέρες αὐτῶν(4).
26 Αλίμονο αν όλοι οι άνθρωποι σας επαινούν, γιατί το ίδιο έκαναν κι οι πρόγονοί τους στους ψευδοπροφήτες».
(1) «Ενώ είστε κακοί· Αλίμονο σε σας, λέει, όταν σας καλολογούν επειδή θα είστε αρεστοί σε αυτούς και όχι στο Θεό. Διότι όπως ακριβώς είναι μακάριος αυτός που άδικα βρίζεται, έτσι πάλι είναι άθλιος αυτός που άδικα δοξάζεται» (Ζ). «Και δες την ακρίβεια του ρητού. Δεν είπε απλώς οι άνθρωποι, αλλά, Όλοι οι άνθρωποι. Διότι δεν είναι δυνατόν ο ενάρετος, ο οποίος βαδίζει τη στενή και γεμάτη δυσκολίες οδό και ακολουθεί τις εντολές του Χριστού, να επαινείται και να θαυμάζεται από όλους… Διότι η δόξα από όλους, θα ήταν μέγιστη απόδειξη ότι δεν υπάρχει μεγάλη φροντίδα για την αρετή. Διότι πώς θα επαινούνταν από όλους ο ενάρετος, αν θα ήθελε να αρπάξει αυτούς που αδικούνται από αυτούς που τους αδικούν, και αυτούς που βλάπτονται από αυτούς που θέλουν να τους βλάψουν;» (Χ). Και πώς είναι δυνατόν ο διεφθαρμένος που δεν γνωρίζει την αξία της αρετής, να επαινέσει τον ενάρετο; «Διότι αν σε κάθε τέχνη πρέπει να ζητάς ως κριτές τους δημιουργούς, πώς την εξέταση της αρετής την αφήνεις στους πολλούς;» (Χ). Συνήθως οι πλούσιοι (ή και όσοι έχουν οποιαδήποτε επιρροή) θαυμάζονται και επαινούνται από όλους τους ιδιοτελείς και σαρκικούς ανθρώπους, οι οποίοι ελπίζουν να κερδίσουν από την εύνοιά τους. Ο έπαινος από τους ανθρώπους του κόσμου δεν αποτελεί εγγύηση για την αξία του επαινουμένου. Μάλλον δείχνει ότι αυτοί που πέτυχαν τον έπαινο αυτόν δεν έχουν εξυψωθεί πάνω από το επίπεδο και τα χαμηλά ιδανικά του κόσμου. Δες Ιω. ιε 19,Ιακ. δ 4 (p). «Μην προσπαθούμε λοιπόν αυτό, το να μην ακούμε δηλαδή κακά λόγια, (Διότι αυτό είναι αδύνατον· και διακήρυξη υπάρχει του Χριστού που λέει: Αλίμονό σας, όταν σας λένε καλά όλοι οι άνθρωποι), αλλά να προσπαθούμε να μην δίνουμε εμείς λαβές» (Χ).
(2) Υπάρχει και η γραφή: κατά ταύτα= «Δηλαδή ομοίως τους δόξαζαν, επειδή προφήτευαν αυτά που τους άρεσαν» (Ζ).
(3) Ιδιαίτερα ο Κύριος υπονοεί τους γραμματείς και Φαρισαίους, ως αυτούς που συνεχίζουν το έργο των ψευδοπροφητών (g). Οι ψευδοπροφήτες κολάκευαν τους προγόνους σας, μολονότι δεν ζούσαν αυτοί σωστά, και έλεγαν όσα άρεσαν σε αυτούς, για αυτό και δοξάζονταν από αυτούς. Εάν λοιπόν και εσείς δοξάζεστε από όλους, γεννιέται η υπόνοια, ότι δεν λέτε την αλήθεια, αλλά συμμορφώνεστε με τα φρονήματα του κόσμου και προδίδετε τελείως το καθήκον και την αποστολή σας. Θα έπρεπε να επιθυμούμε την επιδοκιμασία των όντως σοφών και αγαθών και να μην είμαστε αδιάφοροι με τις κρίσεις αυτών για μας. Και όπως θα έπρεπε να μην λαμβάνουμε υπ’ όψη τις μομφές και τις επικρίσεις των ανόητων και ασύνετων, έτσι θα έπρεπε να μην υπολογίζουμε ούτε τους επαίνους τους.
(4) Όταν οι άνθρωποι μάς επαινούν, μη λησμονούμε, ότι πιθανότερο είναι οι κρίσεις τους να σφάλλουν ή να είναι υπερβολικές, αν όχι και ψεύτικες τελείως και μερικές φορές υποκριτικές στις εκδηλώσεις τους. Ανεξάρτητα όμως από αυτό, οι πρακτικές συνέπειες των επαίνων από χριστιανικής άποψης μπορεί να είναι ολέθριες. Πρωτίστως αυτοί υπάρχει κίνδυνος να μας αφαιρέσουν την ταπεινοφροσύνη. Πώς είναι δυνατόν εκείνος, τον οποίο επαινούν όλοι οι άνθρωποι, να γνωρίζει τι είναι η αληθινή ταπεινοφροσύνη; Αν φυγαδευτεί όμως από εμάς η ταπεινοφροσύνη επέρχεται και η απώλεια της εγρήγορσης και της άγρυπνης προσοχής. Εάν δεν συναισθανόμαστε την ασθένεια και ενοχή μας, πώς είναι δυνατόν να αγρυπνούμε; Επιπλέον οι έπαινοι εξασθενίζουν την ψυχή μας, αφαιρώντας την δύναμή της και τον ανδρισμό της. Ο έπαινος προκαλεί αυταρέσκεια και ανάπαυση, τα οποία χαλαρώνουν κάθε προσπάθειά μας που απαιτεί κόπο και βία για την κατόρθωση της αρετής. Αποτέλεσμα επίσης των επαίνων είναι η ψυχή μας να ζει πλέον για αυτούς. Κάνουμε αυτούς ασυναίσθητα κύριο σκοπό των πράξεων και ενεργειών μας και προσκολλόμαστε πλέον στη γη ζώντας για να αρέσουμε στους ανθρώπους και όχι στο Θεό.

Στίχ. 27-38. Συνέχεια της επί του Όρους ομιλίας. Αγάπη προς τους εχθρούς. Όχι κατάκριση.
6.27 (1)᾽Αλλὰ(2) ὑμῖν λέγω τοῖς ἀκούουσιν(3), ἀγαπᾶτε(4) τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν, καλῶς ποιεῖτε τοῖς μισοῦσιν ὑμᾶς(5),
27 «Σ’ εσάς όμως που μ’ ακούτε λέω: Αγαπάτε τους εχθρούς σας, ευεργετείτε όσους σας μισούν·
(1) Για τους σ. 24-36 δες Ματθ. ε 44,40,42 και ζ 12 και ε 46,45 και τις εκεί ερμην. σημαιώσεις.
(2) Ο σύνδεσμος «αλλά» μπήκε εδώ σε αντίθεση με αυτούς που ελεεινολογούνται= αυτούς μεν που έχουν τις προαναφερόμενες κακίες, τους ελεεινολόγησα, σε σας όμως λέω… (δ). Ή, σύμφωνα με άλλους ερμηνευτές: Παρόλο που εγώ ελεεινολόγησα αυτούς, εσείς όμως δεν πρέπει να μισείτε αυτούς, αλλά οφείλετε να τους αγαπάτε.
(3) Ή, απευθύνει τον παρακάτω λόγο σε όλους, και συνεπώς οι ακροατές εδώ είναι οι όχλοι, που σύμφωνα με τον σ. 17 ήλθαν να τον ακούσουν (δ). Ή, απευθύνεται σε αυτούς που ακούνε και «πιστεύουν σε μένα» (Ζ), είτε τουλάχιστον σε αυτούς που ακούνε με προσοχή (Schanz).
(4) Για πρώτη φορά τώρα ο Λουκάς χρησιμοποιεί τη λέξη αγαπώ. Δεν πρέπει ποτέ να λησμονείται, ότι «αγάπη» είναι λέξη που γεννήθηκε στον κόλπο της θρησκείας που αποκαλύφθηκε [τον ιουδαϊσμό & χριστιανισμό]. Συναντιέται και στους Ο΄, δεν βρίσκεται όμως πουθενά στις συγγραφές του εθνικού κόσμου (Trench). Το αγαπάν όμως και αγαπάζειν είναι συνηθισμένα στους κλασικούς συγγραφείς. Ο Χριστιανισμός όμως εξευγένισε την έννοια και του αγαπώ και του φιλώ και των παραγώγων από αυτά. Το ρήμα εράω από την άλλη, δεν συναντιέται πουθενά στην Κ.Δ. (p).
(5) Εάν ακροατές θεωρήσουμε τους μαθητές, που με ενδιαφέρον ακούνε και υπακούνε τα λόγια του Κυρίου, τότε είναι αξιοσημείωτα και τα επόμενα: «Επειδή ακριβώς οι Απόστολοι επρόκειτο να σταλούν στο κήρυγμα και τους περίμεναν λόγω αυτού πολλοί διώκτες και εχθροί» (Θφ)· «αν συνέβαινε λόγω αυτών των θλίψεων να στενοχωρηθούν οι μαθητές, και έπειτα να θελήσουν να αμυνθούν απέναντι σε αυτούς που τους λύπησαν, δεν θα τους μιλούσαν και θα τους προσπερνούσαν, χωρίς να παρουσιάσουν πλέον σε αυτούς το θείο κήρυγμα και δεν θα τους καλούσαν σε επίγνωση της αλήθειας» (Κ). Έτσι όμως «θα έσβηνε ο ήλιος του ευαγγελίου. Για αυτό λοιπόν ο Κύριος προλαβαίνοντας, συμβουλεύει τους αποστόλους να μην προχωρούν σε αγώνα εναντίον των εχθρών, αλλά όλα όσα συμβαίνουν να τα υπομένουν γενναία» (Θφ). Οπωσδήποτε όμως η προς τους εχθρούς αγάπη είναι εντολή γενική που επιβάλλεται σε κάθε Χριστιανό.

6.28 εὐλογεῖτε(1) τοὺς καταρωμένους ὑμᾶς(2), προσεύχεσθε υπέρ τῶν ἐπηρεαζόντων(3) ὑμᾶς.
28 δίνετε ευχές σ’ όσους σας δίνουν κατάρες, προσεύχεστε γι’ αυτούς που σας κακομεταχειρίζονται.
(1) Στους Ο΄ και στην Κ.Δ. έχει την έννοια του επικαλούμαι ευλογίες για κάποιον. Δες Γεν. ιδ 19,κβ 17,μη 9,Ρωμ. ιβ 14,Πράξ. γ 26 (p).
(2) Συνηθέστερη γραφή που υποστηρίζεται και από τα αλεξανδρινά χειρόγραφα είναι η: υμάς. Στους κλασικούς όμως το καταριέμαι συντάσσεται με δοτική.
(3) Επηρεάζω=μεταχειρίζομαι κάποιον με πείσμα και κακεντρέχεια (p). Πολύ αξιόλογη η επόμενη παρατήρηση. Στους στίχους 27-28 η πρόταση έχει 4 μέρη. Το πρώτο είναι γενικό, που αντιθέτει την αγάπη με την έχθρα. Έρχονται στη συνέχεια το μίσος όπως στο σ 22, η κατάρα, η οποία υπενθυμίζει τον αφορισμό του σ. 22, η συκοφαντία, η οποία υπενθυμίζει το «βγάζω το όνομα ως πονηρό» του ίδιου στίχου. Ο παραλληλισμός λοιπόν με τον σ. 22 αποτελεί ίσως λόγο να μεταφράσουμε το επηρεάζω με το δυσφημώ. Δες και Ά Πέτρ. γ 16 όπου το επηρεάζω βρίσκεται συνδυασμένο με το «θα σας καταλαλούν ως κακοποιούς» (L).

6.29 τῷ(1) τύπτοντί(2) σε ἐπὶ τὴν σιαγόνα πάρεχε καὶ τὴν ἄλλην, καὶ ἀπὸ τοῦ αἴροντός(3) σου τὸ ἱμάτιον καὶ τὸν χιτῶνα(4) μὴ κωλύσῃς.
29 »Σ’ όποιον σε χαστουκίζει στο ένα μάγουλο, γύριζε και το άλλο· κι αν κάποιος σου πάρει το πανωφόρι, μην τον εμποδίσεις να πάρει και το πουκάμισο.
(1) Ενώ στους σ. 27,28 αναφέρεται ο Κύριος στην ενεργό εκδήλωση της αγάπης, στους σ. 29,30 αναφέρεται μάλλον στην παθητική εκδήλωσή της, δηλαδή την μακροθυμία, η οποία ουδέποτε εκδικείται και ανταποδίδει (p). Σκιαγραφεί παρ’ όλα αυτά την εικόνα μιας αγάπης, η οποία θυσιάζει όλα τα δικαιώματα αυτού που αγαπά, και τον ωθεί στο να μην γνωρίζει κάποιο όριο στην παραχώρηση των δικών του. Τα παραγγέλματα αυτά σύμφωνα με τον Αυγουστίνο αποβλέπουν προπαντός στην προπαρασκευή της καρδιάς. Ό,τι λοιπόν κυρίως θέλει να τονίσει ο Κύριος είναι αυτό, ότι η αγάπη δεν πρέπει να γνωρίζει περιορισμούς και όρια στην αυταπάρνησή της. Εάν υπάρχει όριο σε αυτήν, προέρχεται αυτό όχι από τα έξω, από την ιδέα του δικαιώματος δηλαδή, αλλά από τα μέσα. Εκείνα μόνα τα όρια γνωρίζει, τα οποία επιβάλλει αυτή στον εαυτό της. Από αγάπη ο μαθητής του Ιησού υποχωρεί όταν υποχωρεί και από αγάπη αντιστέκεται όταν αντιστέκεται (g). Έτσι προκειμένου για αυτόν που μας χτύπησε στο σαγόνι, η εσωτερική μας διάθεση πρέπει να είναι να δώσουμε σε αυτόν και το άλλο, χωρίς να ξεσηκώνεται μέσα μας κάποια διάθεση αντεκδίκησης (p).
(2) Μπαίνει εδώ το γενικό ρήμα τύπτω αντί για το ειδικό ραπίζω, το οποίο χρησιμοποιεί ο Ματθαίος (δ). Αλλά και το σιαγόνα που ακολουθεί, δεν σημαίνει απλώς το μάγουλο, αλλά το σαγόνι. Οπότε το χτύπημα δεν είναι απλό χαστούκι στο μάγουλο, αλλά γροθιά στο σαγόνι (g).
(3) Πρόκειται εδώ όχι για απλή διεκδίκηση ενώπιον του δικαστηρίου, όπως στο Ματθαίο, αλλά για πράξη βίας, για αρπαγή και βίαιη απόσπαση του ιματίου (g).
(4) Ο Ματθαίος μιλώντας για δίκη σε δικαστήριο, παρουσιάζει αυτόν που αδικεί να διεκδικεί τον χιτώνα ή το εσωτερικό ένδυμα, το οποίο κοστίζει λιγότερο, εφόσον όμως το τίμημα από την εκποίηση του χιτώνα δεν είναι αρκετό, στρέφει τις απαιτήσεις του και στο ιμάτιο (g). Ενώ αυτός που με τη βία αποσπά από κάποιον ρούχο, φυσικό είναι να αρπάξει το ακριβότερο, το οποίο επειδή φοριέται και πάνω από τα άλλα, είναι και πιο εύκολο να αρπαχτεί.

6.30 παντὶ δε τω αἰτοῦντί σε δίδου(1), καὶ ἀπὸ τοῦ αἴροντος(2) τὰ σὰ μὴ ἀπαίτει.
30 Σ’ όποιον σου ζητάει κάτι δίνε το, κι αν κάποιος σου πάρει αυτό που σου ανήκει, μη ζητάς να σου το επιστρέψει.
(1) Το παράγγελμα είναι το ίδιο με το Ματθ. ε 42 με μόνη τη διαφορά του «παντί» το οποίο πρόσθεσε ο Λουκάς για να δηλώσει το καθολικό και χωρίς εξαίρεση κύρος της εντολής (δ). Οφείλει κανείς να δίνει σε όλους αδιακρίτως, χωρίς να συμβουλεύεται την προσωπική του συμπάθεια ή αντιπάθεια (L). Πάρα πολύ αξιόλογη και η επόμενη: «Δίνε σε κάθε έναν που ζητά, όχι όμως όλα όσα ζητά, ώστε να δίνεις αυτό, το οποίο μπορείς δίκαια και έντιμα να δίνεις» (Αυγουστίνος).
(2) Το δίδου και αίροντος και απαίτει είναι σε ενεστώτα, ο οποίος σημαίνει αυτό που γίνεται συνεχώς και κατ’ επανάληψη (p).

6.31 καὶ(1) καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, και υμείς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως(2).
31 Όπως θέλετε να σας συμπεριφέρονται οι άνθρωποι, έτσι ακριβώς να συμπεριφέρεστε κι εσείς σ’ αυτούς.
(1) Το «και» μπορεί εδώ να μεταφραστεί: Και με λίγα λόγια (g).
(2) «Αυτό που θες εσύ για τον εαυτό σου, αυτό δείξε και στους άλλους» (Θφ). «Ήταν λογικό να θεωρήσουν οι άγιοι απόστολοι, ότι ίσως αυτά εδώ τα παραγγέλματα είναι κάπως δυσκολοκατόρθωτα. Αυτός λοιπόν που γνωρίζει τα πάντα, δέχεται τον νόμο της φιλαυτίας που υπάρχει μέσα μας ως συνήγορο, για όσα θα ήθελε κάποιος να του κάνει ο άλλος. Γίνε τέτοιος, λέει, στους άλλους εσύ ο ίδιος, όπως θέλεις να είναι αυτοί σε σένα. Αν μεν τους θέλεις να είναι σκληροί και ασυμπαθείς, θρασείς και οργίλοι, μνησίκακοι και πονηροί, να είσαι και εσύ τέτοιος· αν όμως αντιθέτως θες να είναι καλοί και αμνησίκακοι, να μην θεωρείς ότι είναι αφόρητο το να είσαι τέτοιος» (Κ). «Βλέπεις νόμο έμφυτο που είναι γραμμένος στις καρδιές μας;» (Θφ).

6.32 καὶ(1) εἰ ἀγαπᾶτε τοὺς ἀγαπῶντας ὑμᾶς, ποία ὑμῖν χάρις(2) ἐστίν; καὶ γὰρ οἱ ἁμαρτωλοὶ(3) τοὺς ἀγαπῶντας αὐτοὺς ἀγαπῶσιν.
32 Γιατί, αν αγαπάτε αυτούς που σας αγαπούν, ποια εύνοια περιμένετε από το Θεό; Αφού και οι αμαρτωλοί αγαπούν αυτούς που τους αγαπούν.
(1) Ιδιοτελής αγάπη είναι χωρίς πολλή αξία. Η χριστιανική αγάπη είναι ανιδιοτελής. Ανόμοια με την αγάπη των πολλών ανθρώπων, αγκαλιάζει τους πάντες και αυτούς ακόμα του αποκρουστικούς και οι οποίοι την πικραίνουν. Αυτή είναι η στους σ. 32-35 αναπτυσσόμενη ιδέα (p).
(2) Ποιου είδους εύνοια σας οφείλεται; Αυτό μπορεί να εννοηθεί, είτε για την ευγνωμοσύνη και τις ευχαριστίες εκ μέρους των προσώπων που αγαπιούνται είτε για την εύνοια την εκ μέρους του Θεού. Η τελευταία εκδοχή είναι η καλύτερη και εκφράζεται σαφέστερα με την παράλληλη φράση του Ματθαίου (ε 46): ποιον μισθό έχετε; (p). Η έννοια της ερώτησης: Όταν κάποιος αγαπά μόνο εκείνους που τον αγαπούν, δεν πράττει τίποτα για το Θεό (L) και άξιο των αμοιβών του.
(3) Λέει ο Λουκάς «αμαρτωλοί» αναφερόμενος απλώς στην ηθική ποιότητα αυτών που όλοι ομολογούν ως κακούς και φαύλους. Είναι οι στον Ματθαίο εθνικοί και τελώνες (δ).

6.33 καὶ ἐὰν(1) ἀγαθοποιῆτε(2) τοὺς ἀγαθοποιοῦντας ὑμᾶς, ποία ὑμῖν χάρις ἐστίν; καὶ γαρ οἱ ἁμαρτωλοὶ τὸ αὐτὸ ποιοῦσιν.
33 Κι αν κάνετε καλό σ’ αυτούς που σας κάνουν καλό, ποια εύνοια περιμένετε από το Θεό; Και οι αμαρτωλοί το ίδιο κάνουν.
(1) Αντί για τον ασπασμό των αδελφών μόνο, που αναφέρει ο Ματθαίος στο ε 47, ο Λουκάς φέρνει άλλες δύο περιπτώσεις, αυτών που αγαθοποιούν και δανείζουν εκείνους μόνο, από τους οποίους παίρνουν τα ίσα (δ). Οι ασπασμοί (χαιρετισμοί) ενδιέφεραν πολύ τους Ιουδαίους. Δες Μάρκ. β 38. Ήταν εκδήλωση ιδιαίτερης αγάπης. Από αυτήν όμως την εκδήλωση ο Λουκάς προτιμά την αγαθοποιΐα γενικώς (L).
(2) Το αγαθοποιώ είναι λέξη αλεξανδρινή που χρησιμοποιείται στους Ο΄ και στην Κ.Δ., όπου λέγεται και αμετάβατα (=κάνουν το αγαθό. Δες Α΄Πέτρ. β 15,20,γ 6,17 και Γ Ιω. 11)· οι κλασικοί συγγραφείς χρησιμοποιούν με αυτήν την έννοια το αγαθουργώ (=αγαθοεργώ) (δ).

6.34 καὶ ἐὰν δανείζητε(1) παρ᾽ ὧν ἐλπίζετε απολαβεῖν(2), ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καὶ γαρ ἁμαρτωλοὶ ἁμαρτωλοῖς δανείζουσιν ἵνα ἀπολάβωσι τὰ ἴσα(3).
34 Αν δανείζετε σ’ όσους ελπίζετε να σας τα επιστρέψουν, ποια εύνοια περιμένετε από το Θεό; Και οι αμαρτωλοί δανείζουν στους ομοίους τους για να τα πάρουν πίσω.
(1) Το ρήμα σημαίνει παρέχω δάνειο με τόκο. Το φιλικό και χωρίς τόκο δάνειο, εκφράζεται με το ρήμα κίχρημι. Ο Ματθαίος δεν έχει παράλληλο του τρίτου αυτού παραδείγματος. Δες όμως το Ματθ. ε 42 (p).
(2) =να πάρετε πάλι αυτά που δανείσατε και οφείλονται, ή ίσως να πάρετε στο ακέραιο (p). Πρόκειται κυρίως για τον πλούσιο, που δανείζει λίγο χρήμα στον φτωχό για ανακούφιση των πιο επειγουσών αναγκών του, δηλαδή για αγορά του καθημερινού ψωμιού του, που είναι αναγκαίο σε αυτόν και την οικογένειά του, ή για αποφυλάκισή του. Σε τέτοιες περιπτώσεις πρέπει να δανείζουμε, με την απόφαση να μην ζητήσουμε τόκο ή κάποιο άλλο πλεονέκτημα από το δανεισμό μας αυτόν. Επιπλέον όμως πρέπει να δανείζουμε και εάν ακόμη σε τέτοιες περιπτώσεις μάς μπαίνει η υπόνοια ότι ενδέχεται να μη μας επιστραφεί το δάνειο. Δάνειζε αυτούς που βρίσκονται σε τέτοια φτώχια ώστε να στερούνται και αυτόν τον επιούσιο άρτο· δάνειζέ τους, έστω και αν είναι πιθανόν, ότι θα χάσεις αυτά που παρέχεις ως δάνειο σε αυτούς. Το παράγγελμα αυτό διασαφηνίζεται άριστα με εκείνη την μωσαϊκή διάταξη η οποία υποχρέωνε τους Ισραηλίτες να δανείζουν τους φτωχούς αδελφούς τους στις επείγουσες ανάγκες τους, μολονότι πλησίαζε το έτος της άφεσης, κατά το οποίο όλα τα χρέη εξαλείφονταν (Δευτ. ιε 7-10).
(3) Η φράση «παίρνουν πίσω τα ίσα» μπορεί να σημαίνει ή παίρνουν πάλι ακέραιο το ποσό που δάνεισαν, ή, παίρνουν κάποια ημέρα την ίδια εξυπηρέτηση (g), ίσα οφέλη, δάνεια δηλαδή σε καιρό ανάγκης, που χορηγούνται από αυτούς που άλλοτε δάνεισαν (δ).

6.35 πλὴν(1) ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν καὶ ἀγαθοποιεῖτε καὶ δανείζετε μηδὲν ἀπελπίζοντες(2)· καὶ ἔσται ὁ μισθὸς(3) ὑμῶν πολύς, καὶ ἔσεσθε(4) υἱοὶ ὑψίστου(5), ὅτι αὐτὸς(6) χρηστός ἐστιν ἐπὶ τοὺς ἀχαρίστους(7) καὶ πονηρούς(8).
35 »Αντίθετα, εσείς ν’ αγαπάτε τους εχθρούς σας, να κάνετε το καλό και να δανείζετε, χωρίς να περιμένετε να πάρετε πίσω τίποτα. Έτσι, ο Θεός, που είναι καλός ακόμα και με τους αχάριστους και τους κακούς, θα σας ανταμείψει με το παραπάνω και θα σας κάνει παιδιά του.
(1) Εναντιωματικό=Εσείς όμως (δ).
(2) Υπάρχει και η γραφή: μηδένα απελπίζοντες, που προήλθε από κακή ανάγνωση μεγαλογράμματων κωδίκων. Για την έννοια του ρήματος επικρατεί ασυμφωνία στους ερμηνευτές. Ή έχει την έννοια του να μην απελπίζεστε για τίποτα· ποτέ μην απελπίζεστε για το χρήμα σας, αλλά να ελπίζετε ότι θα σας επιστραφεί μία ημέρα (p). Ή, καθόλου να μην απελπίζετε αυτούς, μην τους οδηγείτε σε απελπισία, αρνούμενοι σε αυτούς το δάνειο (δ). Με την έννοια αυτή συμφωνεί η λανθασμένη γραφή του σιναϊτικού κώδικα και της συριακής μετάφρασης που λένε μηδένα απελπίζοντες. Ή, «να μην ελπίζετε ότι θα πάρετε τίποτα από αυτούς» (Ζ). Οι δύο τελευταίες ερμηνείες είναι πιο σοβαρές. Ο Γαληνός συχνά χρησιμοποιεί τη λέξη για απελπιστικές περιπτώσεις στην ιατρική (Hobart).
(3) Ο μισθός όπως στο στίχο 23, αλλά δεν προστίθεται εδώ το «στον ουρανό» επειδή εύκολα εννοείται (L).
(4) Δεν εξαρτάται από το «και έσται», αλλά είναι πρόταση κατά παράταξη που συνδέεται με εκείνην με το «και» (L).
(5) Μιμούμενοι την αγαθότητά του (L). Η ηθική λοιπόν ομοιότητα αποδεικνύει την συγγένεια. Για το «Υψίστου» δες α 32,35,76 (p). Η υιοθεσία δίνεται μεν σε όλους τους πιστούς στο βάπτισμα αλλά απαιτείται και η συνεργασία του πιστού μετά το βάπτισμα, που προσπαθεί να αποδειχτεί άξιος του ονόματος, γνήσιος και τέλειος υιός· τελειοποιείται όμως αυτή στη μέλλουσα ζωή (δ).
(6) Για αυτό θα γίνετε παιδιά του Θεού στη μέλλουσα ζωή, διότι προσπαθήσατε να γίνετε όμοιοι με αυτόν, ο οποίος είναι αγαθός και ευεργετικός προς όλους.
(7) Οι οποίοι δεν δείχνουν καμία ευγνωμοσύνη για τις πολλές του Θεού ευεργεσίες (δ).
(8) =ανθρώπους κακής διάθεσης και κακών έργων (δ). Είναι δόξα του Θεού το ότι δείχνεται αγαθός στους αχάριστους και τους πονηρούς. Παρέχει τις δωρεές της κοινής Πρόνοιάς του και στους χειρότερους των ανθρώπων, οι οποίοι κάθε μέρα τον προκαλούν και αποστατούν από αυτόν χρησιμοποιώντας αυτές τις ίδιες τις δωρεές του για να βλασφημούν και να ατιμάζουν το όνομά του. Εκείνοι λοιπόν οι οποίοι μιμούνται σε αυτό τον Θεό, με το να δείχνονται ευεργετικοί και προς αυτούς που τους προκαλούν και αδικούν, είναι τέλειοι, όπως και ο Θεός είναι τέλειος. Η αγάπη ονομάζεται σύνδεσμος της τελειότητας (Κολοσ. γ 14). Και εφόσον η κύρια και θεμελιώδης εντολή του Χριστού σε μας είναι να αγαπάμε ο ένας τον άλλον, οφείλουμε μιμούμενοι την αγάπη του Θεού σε μας τους αχάριστους και πονηρούς απέναντί του, να γίνουμε τέλειοι.

6.36 Γίνεσθε ουν οἰκτίρμονες(1) καθὼς καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν οἰκτίρμων(2) ἐστίν.
36 Να είστε λοιπόν σπλαχνικοί, όπως σπλαχνικός είναι κι ο Θεός Πατέρας σας».
(1) Να γίνεστε σπλαχνικοί. Τα λόγια αυτά λέχθηκαν σε εποχή, κατά την οποία ο οίκτος και η ευσπλαχνία ήταν σε πολύ μικρή εκτίμηση. Μεταξύ των αρχαίων Ρωμαίων οι αρετές του ελέους και του οίκτου κατείχαν ασήμαντη θέση. Και οι θεοί των αρχαίων ήταν σκληροί και ανηλεείς. Νοσοκομεία, άσυλα ανιάτων, γηροκομεία κλπ. ήταν τελείως άγνωστα και ούτε καν είχε ονειρευτεί κανείς την ίδρυσή τους. Ήταν η εποχή της δουλείας. Κανείς δεν μπορεί να ρίξει το βλέμμα του στην ιστορία της ρωμαϊκής δουλείας, χωρίς να αισθανθεί πόσο ανεκτίμητο καλό δημιούργησαν στους ανθρώπους τα λόγια αυτά του Χριστού.
(2) Εάν οι αχάριστοι και πονηροί είναι το αντικείμενο της θείας αγαθότητας και αγάπης, οφείλεται αυτό στο ότι η αγάπη του Θεού είναι συμπαθητική και σπλαχνίζεται. Ο Θεός βλέπει στον πονηρό και αχάριστο τον δυστυχή και οικτρό άνθρωπο, ενώ η φυσική σκληρότητά μας αναζητά πάντοτε το κακό και πονηρό στο πρόσωπο του δυστυχισμένου (g). «Αυτό είναι με το οποίο μπορούμε κάπως να εξισωθούμε με τον Θεό, το να ελεούμε και να σπλαχνιζόμαστε… Δεν είπε, εάν νηστεύετε θα είστε όμοιοι με τον πατέρα σας, δεν είπε, εάν παρθενεύετε, ούτε είπε, εάν προσεύχεστε, θα είστε όμοιοι με τον πατέρα σας… Αλλά τι; Να γίνεστε σπλαχνικοί» (Χ). Η συμπάθεια και ευσπλαχνία μας προς τους αχάριστους και πονηρούς «μας εξομοιώνει με το Θεό και δημιουργεί μέσα στις ψυχές μας κατά κάποιο τρόπο, κάποια χαρακτηριστικά της ανώτατης φύσης του Θεού» (Κ). Να γίνεστε οικτίρμονες όπως ο πατέρας σας. «Έλεγε αυτό, όχι για να γίνουμε όπως ο Πατέρας· διότι είναι αδύνατον να γίνουμε όπως ο Πατέρας, αφού είμαστε κτίσματα και ήλθαμε από την ανυπαρξία στην ύπαρξη… αλλά έτσι ώστε, βλέποντας τις ευεργεσίες εκείνου, τα καλά που κάνουμε, να μην τα κάνουμε για τους ανθρώπους, αλλά για αυτόν, ώστε από αυτόν να έχουμε τον μισθό και όχι από τους ανθρώπους» (Α). Λέγεται το «να γίνεστε όπως ο Πατέρας σας» «όχι με την έννοια ότι αυτοί θα εξισωθούν ακριβώς· διότι δεν είναι δυνατόν να γίνει σε αυτούς αυτό σε τέτοιο βαθμό, αλλά όσο είναι δυνατόν σε ανθρώπους» (Χ). Πράγματι, δεν μπορούμε «να γίνουμε όμοιοι με την ουσία του Θεού. Όμως όταν βελτιωνόμαστε με την αρετή, μιμούμαστε τον Θεό». Ότι βεβαίως δεν μπορούμε στην ουσία να γίνουμε όμοιοι με το Θεό, το κατανοεί κάποιος έχοντας υπ’ όψη, ότι «όλα όσα δημιουργήθηκαν είναι τρεπτά (αλλάζουν), αφού οι μεν άγγελοι έκαναν παράβαση, ο δε Αδάμ παράκουσε και όλοι χρειάζονται την χάρη του Λόγου. Ένα τρεπτό όμως δημιούργημα, δεν θα μπορούσε να γίνει όμοιο με το Θεό που είναι άτρεπτος (αμετάβλητος), όπως ακριβώς ούτε το κτίσμα με τον κτίστη» (Α).

6.37 Καὶ(1) μὴ κρίνετε(2), καὶ οὐ μὴ κριθῆτε(3)· μὴ καταδικάζετε(4), καὶ οὐ μὴ καταδικασθῆτε. ἀπολύετε(5), καὶ ἀπολυθήσεσθε·
37 «Μην κρίνετε τους συνανθρώπους σας, για να μη σας κρίνει κι εσάς ο Θεός. Μην τους καταδικάζετε, για να μη σας καταδικάσει κι εσάς ο Θεός. Συγχωρείτε, για να σας συγχωρήσει κι εσάς ο Θεός.
(1) Δες Ματθ. ζ 1 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις. Ο «και» δείχνει την μετάβαση σε άλλο σχετικό θέμα (g). Αναπτύσσει περαιτέρω την αρχή της χριστιανικής αγάπης. Αφού είπε στους μαθητές του ότι δεν πρέπει να υποθάλπουν καμία προσωπική εχθρότητα εναντίον εκείνων, οι οποίοι τους βλάπτουν, αποτρέπει τώρα αυτούς από το να κρίνουν τους άλλους για κάποια κακή συμπεριφορά τους (p).
(2) Το κρίνω δεν έχει την ίδια έννοια με το καταδικάζω. Σημαίνει γενικώς να γίνεται κάποιος τιμητής της ηθικής αξίας του άλλου. Αλλά εφόσον εκεί, όπου επικρατεί αυτή η διάθεση, η κρίση γίνεται με πνεύμα ελάχιστα θετικό, η λέξη αυτή εδώ χρησιμοποιείται με έννοια αρνητική. Ενισχύεται επίσης αυτή και από την έννοια του ακόλουθου ρήματος καταδικάζω=κατακρίνω άσπλαχνα και χωρίς επιείκεια (g). «Κόβει ένα κάκιστο πάθος των διανοιών μας, το οποίο είναι η αρχή και η γένεση της υπεροψίας. Παρόλο δηλαδή που πρέπει κάποιοι να εξετάζουν τους εαυτούς τους και να ζουν όπως θέλει ο Θεός, αυτό μεν δεν το κάνουν, αλλά πολυεξετάζουν τα των άλλων. Και αν δουν κάποιους να είναι ασθενείς, σαν να έρχονται σε λησμοσύνη των δικών τους ασθενειών, κάνουν το πράγμα αυτό υπόθεση φιλοκατηγορίας και αφορμή κατάκρισης· διότι καταδικάζουν αυτούς, χωρίς να ξέρουν, ότι κατακρίνουν τον εαυτό τους στον ίδιο βαθμό με εκείνους τους οποίους κατηγορούν… Παρόλο που έπρεπε μάλλον να ελεούν τους αδύναμους… και να προσεύχονται για αυτούς και να τους παρακαλούν και να τους ξυπνούν μέσα τους την εγρήγορση» (Κ). Οφείλουμε να κρίνουμε τους εαυτούς μας και όχι τους άλλους. Οφείλουμε να κρίνουμε τις δικές μας πράξεις και να μην οικειοποιούμαστε αυθεντικά εξουσία πάνω στους άλλους, την οποία δεν επιτρέπουμε σε αυτούς πάνω στον εαυτό μας. Δεν πρέπει να κρίνουμε άσπλαχνα και χωρίς αγάπη, με πνεύμα εκδίκησης ή για να ρεζιλέψουμε τον αδελφό μας. Δεν πρέπει να κρίνουμε για την γενική κατάσταση του άλλου από μία και μόνη πράξη του, ούτε από την προς εμάς συμπεριφορά του να βγάζουμε συμπεράσματα για το ποιος είναι ως χαρακτήρας, διότι επόμενο είναι η κρίση μας να είναι μεροληπτική και άδικη. Δεν πρέπει να κρίνουμε τις καρδιές των άλλων, ούτε τις προθέσεις τους, διότι είναι προνόμιο του Χριστού να εξετάζει καρδιές και νεφρούς και εμείς δεν έχουμε κανένα δικαίωμα να σφετεριζόμαστε τον θρόνο του. Ποιοι είμαστε εμείς, που κρίνουμε ξένο δούλο; Ας συμβουλεύσουμε αυτόν, ας βοηθήσουμε αυτόν, αλλά ας μην κρίνουμε αυτόν. Ας επιδείξουμε σε αυτόν την αγάπη, η οποία «δεν σκέφτεται το κακό», αλλά «όλα τα σκεπάζει, σε όλα δείχνει εμπιστοσύνη, σε όλα ελπίζει».
(3) «Ο κριτής της ψυχής που αμαρτάνει, πρέπει να είναι ψηλά· εσύ όμως αφού δεν είσαι τέτοιος, γιατί κρίνεις τον πλησίον;… Αν όμως τολμάς να κατακρίνεις, παρόλο που δεν έχεις εξουσία για αυτό, μάλλον θα κατακριθείς ο ίδιος, αφού ο νόμος δεν επιτρέπει να κρίνεις άλλους» (Κ). Αν είμαστε συμπαθείς και γεμάτοι αγάπη στις κρίσεις μας για τους άλλους και αποφεύγουμε να κατακρίνουμε αυτούς, περιοριζόμενοι στο να κατακρίνουμε τους εαυτούς μας, δεν θα κριθούμε από τον Κύριο. Όπως ο Θεός συγχωρεί εκείνους, οι οποίοι συγχωρούν τους αδελφούς τους, έτσι δεν θα κρίνει εκείνους, οι οποίοι δεν κρίνουν τους αδελφούς τους. Ο ελεήμων θα βρει έλεος. Δείχνει αυτός ταπείνωση, αγάπη και εξάρτηση από το Θεό, και οπωσδήποτε θα ανταμειφθεί για αυτά.
(4) Ο Χριστιανισμός δεν απαγορεύει το να διακρίνουμε τις αμαρτίες των άλλων. Αντίθετα μας υποχρεώνει να ελέγχουμε την αμαρτία, αλλά πάντοτε με πνεύμα στοργής και αγάπης και ως άνθρωποι που συναισθανόμαστε, ότι και εμείς οι ίδιοι κουβαλάμε μέσα μας το κακό. Αλλά ο Χριστιανισμός λέει επίσης: Εάν ευχαριστιέσαι στο να καταδικάζεις τους άλλους με πνεύμα σκληρότητας και εγωισμού, λάβε υπ’ όψη σου τις συνέπειες, οι οποίες θα επέλθουν από αυτό σε σένα. Υπαγορεύεις στο Θεό την μέθοδο, με την οποία θα σε μεταχειριστεί κατά την μεγάλη ημέρα της κρίσης. Εάν κατακρίνεις τους άλλους χωρίς ευσπλαχνία, θα δικαστείς και εσύ από το Θεό, χωρίς να επιδειχτεί σε σένα έλεος και ευσπλαχνία.
(5) Το απολύω δεν αναφέρεται στη συγχώρηση αδικίας ή βλάβης προσωπικής, την οποία αυτός που ελευθερώνεται έπραξε εναντίον αυτού που τον ελευθέρωσε, αλλά στην βιασύνη της αγάπης να βρει τον πλησίον αθώο μάλλον παρά ένοχο, να δικαιολογήσει αυτόν μάλλον παρά να τον καταδικάσει (g). Απολύετε λοιπόν=να προθυμοποιείστε να τους κηρύξετε αθώους κρίνοντας αυτούς επιεικώς.

6.38 (1)δίδοτε(2), καὶ δοθήσεται(3) ὑμῖν· μέτρον καλὸν πεπιεσμένον και σεσαλευμένον και ὑπερεκχυννόμενον(4) δώσουσιν(5) εἰς τὸν κόλπον(6) ὑμῶν· τω γὰρ αυτώ μέτρῳ(7) ᾧ μετρεῖτε, ἀντιμετρηθήσεται ὑμῖν.
38 Δίνετε, για να σας δώσει κι εσάς ο Θεός. Η δωρεά του θα είναι πλούσια, άφθονη, τέλεια και ξέχειλη· γιατί, ό,τι μέτρο χρησιμοποιείτε για τους άλλους, το ίδιο θα χρησιμοποιήσει και για σας ο Θεός».
(1) Δες Ματθ. ζ 2.
(2) Με την διάθεση να ελευθερώσουμε τους κατηγορουμένους, συνδέεται στενά η διάθεση του να δίνουμε, δηλαδή να εξυπηρετούμε τους πάντες, και αυτούς τους αμαρτωλότερους (g). «Φέρνει τον λόγο σχετικά με την ελεημοσύνη σαν γειτονικό ακριβώς με την επιείκεια που αναφέρθηκε· διότι είναι άριστο αυτό το πράγμα και πάρα πολύ ευχάριστο στο Θεό και πρέπει κατεξοχήν σε όσιες ψυχές. Διότι να γίνεστε, λέει, σπλαχνικοί, όπως ο πατέρας σας» (Κ).
(3) «Θα πάρουμε την ανταπόδοση από πιο πλούσιο χέρι, από τον Θεό που όλα τα μοιράζει πλούσια σε αυτούς που τον αγαπούν» (Κ).
(4) «Είναι μεταφορικός ο λόγος. Διότι συνηθίζουν αυτοί που μετρούν σωστά το σιτάρι, αφού βάλλουν τα χέρια στο δοχείο, πιέζουν το στάρι προς τα κάτω και κλωτσώντας, το κουνάνε για να πέσει κάτω και βάζουν επιπλέον έως ότου ξεχειλίσει» (Ζ).
(5) Ποιοι; Ή «αυτοί που ευεργετήθηκαν. Διότι μιας και ο Θεός ξεπληρώνει για χάρη τους, φαίνονται ότι αυτοί ξεπληρώνουν» (Ζ). Ή, πιο σωστά, τα όργανα της θείας αγαθότητας, οποιαδήποτε και αν είναι αυτά (g). Ο Θεός συχνά χρησιμοποιεί ανθρώπους ως όργανά του, όχι μόνο ως όργανα εκδίκησης, αλλά και ως όργανα ανταπόδοσης αμοιβών. Όταν με δικαιοσύνη και αγάπη δίνουμε στους άλλους στις ανάγκες τους, ο Θεός θα εμπνεύσει διαθέσεις και κλίση και στις καρδιές των άλλων να μας δώσουν στις ανάγκες μας γενναιόδωρα, μέτρο καλό, πιεσμένο και κουνημένο, μολονότι τις πλήρεις ανταμοιβές του ο Θεός τις επιφυλάσσει σε κάποιον άλλο κόσμο. Παρ’ όλα αυτά και στον κόσμο αυτόν τηρεί μία επαρκή αναλογία με σκοπό να μας προλάβει από πράξεις αυστηρότητας και να μας ενθαρρύνει σε πράξεις αγάπης και αγαθοεργίας.
(6) Αναφέρεται στο σχήμα του ανατολικού ενδύματος, το οποίο επιτρέπει να συσφίγγει κάποιος τα αντικείμενα μέσα στην ευρεία πτυχή που σχηματίζεται σαν θύλακας πάνω από τη ζώνη. Δες Ρουθ γ 15 (g). Δες επίσης και Εξοδ. δ 6,Παροιμ. στ 27 και ειδικ. Ψαλμ. οη 12,Ησ. ξε 6,Ιερ. λθ 18 (p).
(7) «Με το ίδιο μέτρο της ευεργεσίας, με το οποίο μετράτε, δανείζοντας σε αυτούς που έχουν ανάγκη» (Ζ). Το μέτρο εδώ αναφέρεται στην φιλάνθρωπη και ελεήμονα διάθεση και όχι στο ποσό· διότι μόνο σε αυτό εξισώνεται η θεία αμοιβή με την ανθρώπινη, στην ποιότητα της διάθεσης, όχι όμως και στην ποσότητα της δωρεάς (δ). «Δεν είπε «με τόσο μέτρο θα αντιμετρηθεί σε σας», αλλά είπε «με το ίδιο». Διότι αν μεν έλεγε «με τόσο μέτρο», τότε θα είχε δυσκολία και αντίθεση ο λόγος. Τώρα όμως λέγοντας «με το ίδιο», διώχνει την αντίθεση. Διότι μπορεί κάποιος να δίνει με το ίδιο μέτρο, όχι όμως την ίδια ποσότητα» (Θφ). Ή, το πνεύμα της αγάπης δεν γνωρίζει μέτρο στις υπηρεσίες και ευεργεσίες της. Και ο Θεός δεν γνωρίζει μέτρο στην ανταπόδοση και τις δωρεές του. Αλλά αυτός που τσιγγούνικα σπέρνει, με τσιγγουνιά και θα θερίσει (p).

Στίχ. 39-45. Συνέχεια της επί του Όρους ομιλίας. Ο δάσκαλος και ο μαθητής.
6.39 Εἶπε δὲ(1) παραβολὴν αὐτοῖς· Μή τι δύναται τυφλὸς(2) τυφλὸν ὁδηγεῖν(3); οὐχὶ ἀμφότεροι εἰς βόθυνον(4) πεσοῦνται;
39 Επίσης τους είπε ο Ιησούς και μια παρομοίωση: «Μπορεί ένας τυφλός να οδηγήσει έναν άλλον τυφλό; Δεν θα πέσουν κι οι δυο στο χαντάκι;
(1) Ή, το δεύτερο μισό του λόγου αρχίζει εδώ και σημειώνεται αυτό με επανάληψη του εισαγωγικού Είπεν (p). Ή, το «είπε δε» ή «είπε δε και», μακριά από το να δείχνει την αρχή κάποιου νέου πράγματος, συνδέει στενά τα επόμενα με τα προηγούμενα, εισάγοντας κάποια σκέψη γενική, κατάλληλη να αποσαφηνίσει τα πριν από λίγο λεχθέντα. Δες και στ 5 (g). Η δεύτερη ερμηνεία πιο σοβαρή.
(2) Η σύνδεση με τα παραπάνω είναι ίσως η εξής. Πριν κρίνουμε τους άλλους, πρέπει να κρίνουμε τους εαυτούς μας. Αλλιώς θα είμαστε τυφλοί οδηγοί τυφλών (p). Η αξίωση του να διορθώνουμε τον πλησίον, χωρίς να διορθώνουμε τους εαυτούς μας, είναι το κύριο χαρακτηριστικό του πνεύματος της κατάκρισης (g). Ο άστοργος και σκληρός στις κρίσεις του για τους άλλους, δεν είναι κατάλληλος οδηγός ή διδάσκαλος των άλλων, και πρόκειται να είναι ολέθριο το τέλος και των δύο, και του τέτοιου διδασκάλου και αυτού που τον έχει ως οδηγό του (ο). Ο ίδιος λόγος με άλλη σχέση συναντιέται και στο Ματθ. ιε 14. Είναι πιθανόν να λέχθηκε πολλές φορές και με διάφορες εφαρμογές (p).
(3) Συναντά κανείς και σήμερα τυφλούς, οι οποίοι βαδίζουν ανά δύο, σαν να ενθαρρύνονται αμοιβαία και με το ραβδί τους ψηλαφούν τον δρόμο ο καθένας στην πλευρά του (L). «Εδώ λέει γενικά για όλους που έχουν σκοτιστεί τα μάτια της ψυχής τους και επιχειρούν να διδάσκουν αυτούς που είναι σε όμοια με αυτούς κατάσταση. Διότι πρέπει πρώτα να δουν και έπειτα να οδηγούν» (Ζ). Έχουν παχυλή άγνοια για τα θεία και είναι τελείως ξένοι με την πνευματική φύση και το πνεύμα του νόμου του Θεού. Και όμως είναι τόσο πολύ αλαζόνες και υπερήφανοι, ώστε νομίζουν, ότι βλέπουν καλύτερα από κάθε άλλον και αξιώνουν να είναι αρχηγοί και οδηγοί των άλλων, για να δείχνουν σε αυτούς την προς τους ουρανούς οδό, την ώρα που οι ίδιοι ούτε βάδισαν ποτέ σε αυτήν ούτε γνωρίζουν έστω και κάποια σπιθαμή αυτής.
(4) Συχνά στην Παλαιστίνη στους δρόμους των αγρών και σχεδόν πάνω στους δρόμους υπάρχουν στόμια δεξαμενών ή φρεατίων. Θα είναι θαύμα το να μην πέσει κάποιος μέσα τους αν βαδίζει νύχτα. Τι λοιπόν να πει κάποιος για δύο τυφλούς; (L). Και εκείνοι, οι οποίοι οδηγούνται από την κοινή γνώμη και συνήθεια και συμπεριφορά αυτού του κόσμου, του ξένου με το Θεό, είναι και αυτοί τυφλοί και οδηγούνται από τυφλούς και οπωσδήποτε θα χαθούν μαζί με τον κόσμο ο οποίος κάθεται στο σκοτάδι. Εκείνοι οι οποίοι είναι σε άγνοια ακολουθούν τυχαία τα πλήθη και παρασύρονται από αυτά στο να πράττουν το κακό, ακολουθούν τους τυφλούς στον πλατύ δρόμο, που οδηγεί τους πολλούς στην απώλεια.

6.40 οὐκ ἔστιν μαθητὴς ὑπὲρ τὸν διδάσκαλον αὐτοῦ (1), κατηρτισμένος δὲ πᾶς ἔσται ὡς ὁ διδάσκαλος αὐτοῦ(2).
40 Ένας μαθητής δεν μπορεί να είναι πάνω από το δάσκαλό του· όποιος όμως καταρτιστεί τέλεια, μπορεί να φτάσει το δάσκαλό του.
(1) Το οδηγώ συνενώνει τις δύο έννοιες του διορθώνω και του διδάσκω. Ο μαθητής Φαρισαίου δασκάλου δεν θα είναι δυνατόν παρά να πέσει μαζί του στην ίδια υποκρισία. Διότι κατά την ευνοϊκότερη περίπτωση ο μαθητής, εφόσον παραμένει μαθητής, δεν θα μπορέσει παρά μόνο να εξισωθεί, ουδέποτε όμως να ξεπεράσει και να γίνει πιο ανώτερος από τον διδάσκαλό του (g). Εάν λοιπόν ο διδάσκαλος έχει σφάλματα, και ο μαθητής επόμενο είναι να μιμηθεί αυτά και να παρασυρθεί σε αυτά (p). Ας μην σπεύδει λοιπόν ο καθένας να γίνει οδηγός και διδάσκαλος των άλλων πριν ακόμη τελειοποιηθεί, διότι επόμενο είναι και τους μαθητές του να τους κάνει όμοιους με αυτόν (L). Το χωρίο συναντιέται και στο Ματθ. ι 24 σε σχέση με διάφορα συμφραζόμενα.
(2) Η φράση μπορεί να μεταφραστεί με διάφορους τρόπους: Ή, κάθε καλά διδαγμένος μαθητής θα είναι όπως ο διδάσκαλός του. Ή, κάθε μαθητής θα διδαχτεί και θα καταρτιστεί τόσο καλά όπως ο διδάσκαλός του. Πάντως η έννοια είναι ότι κάτω από τις καλύτερες συνθήκες ο μαθητής θα εξισωθεί με τον διδάσκαλό του. Η λέξη καταρτίζω, κάνω κάποιον άρτιο, είναι χειρουργική λέξη που χρησιμοποιείται σε ανάταξη οστού ή άρθρωσης (p).

6.41 (1)Τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου(2), τὴν δὲ δοκὸν τὴν ἐν τῷ ἰδίῳ ὀφθαλμῷ οὐ κατανοεῖς(3);
41 »Γιατί βλέπεις το σκουπιδάκι στο μάτι του αδερφού σου και δε νιώθεις ολόκληρο δοκάρι που είναι στο δικό σου μάτι;
(1) Δες Ματθ. ζ 3-5 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις.
(2) Για να μην αποβεί κάποιος τυφλός διδάσκαλος, του οποίου οι μαθητές δεν θα είναι καλύτεροι από αυτόν, πρέπει πριν ακόμη επιχειρήσει να διορθώσει τους άλλους, να διορθώσει τον εαυτό του. Αυτογνωσία και αυτοδιόρθωση είναι η αναγκαία προετοιμασία αυτού που επιχειρεί να διορθώσει τους άλλους (p). «Μας πείθει με αναντίρρητους συλλογισμούς, για το να απέχουμε από το να θέλουμε να κρίνουμε άλλους, αλλά μάλλον να εξετάζουμε τις δικές μας καρδιές και να ζητούμε να απαλλασσόμαστε από τα πάθη που βρίσκονται μέσα τους… Διότι γιατί, ενώ ο ίδιος είσαι άρρωστος με τα ακόμη μεγαλύτερα και χειρότερα από αυτά που είναι στους άλλους, αφήνοντας τα δικά σου, μαλώνεις εκείνους; Επομένως, η εντολή είναι αναγκαία σε ωφέλεια σε όλους μεν που θέλουν να είναι ευσεβείς, κατεξοχήν όμως σε αυτούς που ανέλαβαν το να διδάσκουν άλλους» (Κ).
(3) Κατανοείς=προσηλώνεις την διάνοιά σου σε κάτι. Εκφράζει παρατεταμένη προσοχή και παρατήρηση (p). «Ο ένοχος σε μεγάλες αμαρτίες -διότι αυτό σημαίνει το δοκάρι- πώς κατακρίνεις αυτόν που έχει αμαρτήσει λίγο ή καμιά φορά και καθόλου;» (Κ). Εκείνοι οι οποίοι αναλαμβάνουν να ελέγξουν και να διορθώσουν τους άλλους, πρέπει να προσέχουν προπαντός σε αυτό: Είναι αυτοί άμεμπτοι και άψογοι και ανένοχοι από δικά τους πάθη και ελαττώματα; Είναι γεγονός ότι εκείνοι κρίνουν αυστηρά και άσπλαχνα τους άλλους, οι οποίοι δεν απασχολούνται από τα δικά τους σφάλματα. Είναι όμως εξόχως παράλογο να αξιώνει κάποιος, ότι είναι τόσο οξυδερκής, ώστε να διακρίνει και τα μικρά σφάλματα των άλλων, την ώρα που δεν βλέπει το δοκάρι που υπάρχει στο μάτι του. Εκείνοι οι οποίοι δεν άρχισαν να διορθώνουν τους εαυτούς τους, είναι εξολοκλήρου ακατάλληλοι να διορθώσουν τους άλλους. Πώς είναι δυνατόν να προσφέρεις ευεργετικές υπηρεσίες στον αδελφό σου, προκειμένου να βγει το μικρό καρφάκι από το μάτι του, έργο για το οποίο χρειάζεται και οξύ μάτι και επιδέξιο χέρι, την ώρα που εσύ έχεις ολόκληρο δοκάρι στο μάτι σου και δεν αισθάνεσαι αυτό; Εκείνοι μόνοι μπορούν ωφέλιμα να βοηθήσουν τις ψυχές των άλλων, οι οποίοι πρωτίστως φρόντισαν για τις δικές τους ψυχές. Είναι βεβαίως καλό να βοηθήσουμε τον αδελφό μας να βγάλει από το μάτι του το ξυλαράκι που υπάρχει σε αυτό. Για να γίνουμε όμως κατάλληλοι για να παράσχουμε αυτήν την βοήθεια, πρέπει να αρχίσουμε το έργο αυτό από τον εαυτό μας. Η διόρθωση λοιπόν του εαυτού μας μπορεί να επιδράσει και ως καλό παράδειγμα για διόρθωση των άλλων.

6.42 ή πῶς δύνασαι(1) λέγειν τῷ ἀδελφῷ σου, ᾽Αδελφέ(2), ἄφες ἐκβάλω τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ σου, αὐτὸς τὴν ἐν τῷ ὀφθαλμῷ σοῦ δοκὸν οὐ βλέπων; ὑποκριτά(3), ἔκβαλε πρῶτον τὴν δοκὸν ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ, καὶ τότε διαβλέψεις(4) ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου(5).
42 Πώς μπορείς να λες στον αδερφό σου, “αδερφέ, άφησε να βγάλω το σκουπιδάκι από το μάτι σου”, όταν εσύ ο ίδιος δε βλέπεις ολόκληρο δοκάρι στο μάτι σου; Υποκριτή! Βγάλε πρώτα από το μάτι σου το δοκάρι και τότε θα δεις καθαρά και θα μπορέσεις να βγάλεις το σκουπιδάκι από το μάτι του αδερφού σου».
(1) Με ποιο θάρρος μπορείς…; Με τι πρόσωπο θα μπορέσεις να πεις…;
(2) Με αυτό εκφράζεται προσποιητό ενδιαφέρον για υπηρεσία αδελφική. Στην κλητική αυτή αντιτίθεται η άλλη κλητική: Υποκριτή (b). Έχει μέσα του τον τόνο τρυφερής φροντίδας (g).
(3) Εάν πράγματι το μίσος κατά της αμαρτίας ή του ελαττώματος ενέπνεε αυτόν τον κριτή και διδάσκαλο, δεν θα είχε αρχίσει να εκδηλώνει το μίσος αυτό στην αυστηρή επίκριση του εαυτού του; (g). «Ο Κύριος ονομάζει αυτούς υποκριτές, διότι άλλο μεν φαίνονται, από το ότι τιμωρούν τα αμαρτήματα των άλλων, φαίνονται δηλαδή δίκαιοι, αλλά είναι άλλο, από το ότι και αυτοί αμαρτάνουν χειρότερα» (Θφ).
(4) Το διαβλέπω συναντιέται μόνο εδώ και στο παράλληλο χωρίο του Ματθ. και πουθενά αλλού στην Κ.Δ.=βλέπω με διαύγεια (g). Όταν η αυτοδιόρθωση συντελεστεί σε κάποιον, τότε θα γίνει δυνατόν σε αυτόν να δει πώς θα διορθώσει τους άλλους (p).
(5) «Δηλαδή δείξε τον εαυτό σου καθαρό στα μεγάλα αμαρτήματα, και τότε θα είσαι σύμβουλος σε αυτόν που φταίει στα μικρά» (Κ).

6.43 Οὐ(1) γάρ(2) ἐστιν δένδρον καλὸν ποιοῦν καρπὸν σαπρόν(3), οὐδὲ δένδρον σαπρὸν ποιοῦν καρπὸν καλόν(4).
43 «Ένα καλό δέντρο δεν κάνει άχρηστο καρπό, ούτε πάλι ένα άχρηστο δέντρο μπορεί να κάνει καλό καρπό.
(1) Δες Ματθ. ζ 16-20 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις. «Εκεί όμως τα έλεγε αυτά για τους πλάνους· ενώ εδώ για αυτούς που είναι καθαροί και καθαρίζουν άλλους, και για τους ακάθαρτους και που επιχειρούν να καθαρίσουν άλλους» (Ζ). Τα λόγια και οι πράξεις των ανθρώπων θα είναι σύμφωνα με την εσωτερική ποιότητα του καθενός. Όποιες είναι οι καρδιές τους και όποιες είναι οι αρχές τους, τέτοιες θα είναι οι πράξεις τους και τα λόγια τους. Η καρδιά είναι το δέντρο, τα λόγια και οι πράξεις είναι οι καρποί, οι οποίοι είναι ανάλογοι με την φύση και ποιότητα του δέντρου. Εάν ένας άνθρωπος είναι πράγματι καλός, εάν έχει στοιχεία χάριτος στην καρδιά του και η κλίση που κυριαρχεί σε αυτόν τον ωθεί προς τον Θεό και τον ουρανό, ενδέχεται μεν να μην έχει άφθονους καρπούς ή και μερικοί από τους καρπούς του να σαπίζουν, ουδέποτε όμως παράγει καρπούς σαπρούς και βλαβερούς. Και εάν υποτεθεί ότι δεν μπορεί να διορθώσει τα κακά ήθη, ασφαλώς όμως είναι αδύνατον να διαφθείρει τα καλά ήθη.
(2) Η σύνδεση με τα παραπάνω: Ή «θα μπορούσε να πει κάποιος, πώς άραγε θα καταλάβουμε αυτόν που έχει μεν στο μάτι το δοκάρι και μαλώνει αυτούς που έχουν ξυλαράκι στο μάτι και είναι ασθενείς σε κάτι; Αυτό δεν είναι καθόλου δύσκολο, λέει· διότι σε αυτούς που θέλουν, είναι μπροστά τους εύκολο να δουν. Επομένως η ζωή του καθενός θα αποδεικνύει τους τρόπους του» (Κ). Ή, πιο σωστά, «όπως ακριβώς δεν υπάρχει δέντρο κακό, που να κάνει καρπό καλό, έτσι και αυτός που επιχειρεί να σωφρονίζει και να διορθώνει τους άλλους και να τους κάνει καλύτερους, δεν θα μπορούσε να είναι πονηρός. Αν όμως θα ήταν πονηρός, δεν θα έκανε τους άλλους καλύτερους» (Θφ). Καλός Χριστιανός δεν είναι δυνατόν παρά να έχει καλά αποτελέσματα στο έργο της επιστροφής των άλλων, και κακός Χριστιανός δεν είναι δυνατόν παρά να παράγει αποτελέσματα κακά (p). Αυτός που έχει στο μάτι του το δοκάρι και αποσκοπεί να βγάλει από το μάτι του άλλου το ξυλαράκι, είναι όμοιος με δέντρο κακό που φιλοδοξεί να παράγει καρπό καλό (b).
(3) Σαπρό=σάπιο, αλλά και άχρηστο, ανωφελές. Με την δεύτερη έννοια. Διότι το σάπιο δέντρο κανένα καρπό δεν παράγει (p).
(4) Αυτούς που διορθώνουν τους άλλους «με παραβολικό τρόπο τους ονόμασε δέντρα, ενώ καρπούς τις πράξεις τους» (Κ).

6.44 ἕκαστον γὰρ(1) δένδρον ἐκ τοῦ ἰδίου καρποῦ γινώσκεται· οὐ γὰρ ἐξ ἀκανθῶν συλλέγουσιν σῦκα, οὐδὲ ἐκ βάτου σταφυλὴν(2) τρυγῶσιν.
44 Κάθε δέντρο αναγνωρίζεται από τον καρπό που παράγει. Δε μαζεύουμε σύκα απ’ τ’ αγκάθια ούτε τρυγάμε σταφύλια από τα βάτα.
(1) Η σύνδεση του σ. 43 με τον σ. 44 είναι αυτή: Το γεγονός αυτό είναι τόσο αληθινό, ώστε ο καθένας συμπεραίνει χωρίς δισταγμό για το είδος κάποιου δέντρου, από τον καρπό του (g). Εάν ο καρπός τον οποίο ένας άνθρωπος παράγει, είναι σάπιος, εάν η συμπεριφορά του είναι ελαττωματική και η συναναστροφή του γεμάτη από απρέπειες, εάν είναι μέθυσος ή πόρνος, εάν είναι επίορκος και ψεύτης, οι καρποί του είναι σάπιοι και μπορείτε να είστε βέβαιος, ότι δεν είναι δέντρο καλό. Εάν ο καρπός είναι καλός, μπορείτε ασφαλώς να συμπεράνετε από αυτό ότι και το δέντρο είναι καλό. Εάν η συμπεριφορά κάποιου ανθρώπου είναι άγια, παρόλο που δεν μπορείτε αλάνθαστα να γνωρίζετε την καρδιά του, μπορείτε παρ’ όλα αυτά να ελπίζετε, ότι ο άνθρωπος αυτός βρίσκεται σε τάξη με το Θεό.
(2) «Όπως ακριβώς δείχνει αμάθεια, το να ζητά κάποιος στα αγκάθια εξαίρετους ώριμους καρπούς, εννοώ σταφύλι και σύκο, έτσι είναι άξιο για γέλια να θεωρεί κάποιος ότι μπορεί να βρει σε υποκριτές και βέβηλους κάτι από τα θαυμαστά, δηλαδή ευγένεια αρετής… Σε αυτούς δεν υπάρχει μεν τίποτα γλυκό, αλλά όλα είναι πικρά και άσχημα· διότι δεν φυτρώνει στα αγκάθια σύκο, ούτε από βάτο γεννιέται σταφύλι» (Κ). Μπορείτε βέβαια να καρφώσετε πάνω στα αγκάθια σύκα και να κρεμάσετε στις βάτους σταφύλια. Αλλά οι καρποί αυτοί δεν είναι το φυσικό προϊόν αυτών των δέντρων. Επιπλέον επίσης εντός ολίγου θα μαραθούν και θα γίνει ολοφάνερο, ότι δεν ανήκουν στα φυτά αυτά. Έτσι ακριβώς και από εκείνους, οι οποίοι έχουν κακό χαρακτήρα δεν μπορείτε να περιμένετε αγαθή συμπεριφορά και διαγωγή, και εάν πάλι κάποτε υποκριτικά επιδείξουν κάποιο τρόπο καλής συμπεριφοράς, γρήγορα αυτός θα αποδειχτεί ξένος με αυτούς.

6.45 ὁ ἀγαθὸς(1) ἄνθρωπος ἐκ τοῦ ἀγαθοῦ θησαυροῦ τῆς καρδίας αὐτοῦ προφέρει τὸ ἀγαθόν, καὶ ὁ πονηρὸς ἄνθρωπος ἐκ τοῦ πονηροῦ θησαυροῦ προφέρει τὸ πονηρόν· ἐκ γὰρ του περισσεύματος της καρδίας λαλεῖ τὸ στόμα αὐτοῦ.
45 Ο καλός άνθρωπος βγάζει το καλό από το αγαθό απόθεμα της καρδιάς του, κι ο κακός από το κακό απόθεμα της καρδιάς του βγάζει το κακό. Γιατί, το στόμα του ανθρώπου μιλάει από το περίσσευμα της καρδιάς».
(1) Δες και Ματθ. ιβ 33-35 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις. Ο στίχος περιλαμβάνει την γενική αρχή, πάνω στην οποία στηρίζονται όλα τα προηγούμενα. Ο λόγος που βγαίνει από το στόμα, είναι η αμεσότερη εκδήλωση της εσωτερικής υπόστασης και κατάστασής μας (g). «Διότι η καρδιά του καθενός είναι θησαυροφυλάκιο, και αν μεν έχει αγαθά, τότε και ο άνθρωπος είναι αγαθός και λέει αγαθά· εάν όμως η καρδιά είναι γεμάτη από πονηρά, τότε και ο άνθρωπος είναι πονηρός και μιλά πονηρά» (Θφ). Ο άνθρωπος λοιπόν που θέλει να διορθώσει τους άλλους με τον λόγο του, ας διορθώσει πρώτα το εσωτερικό του (g). Διότι διαφορετικά «αυτός που τον νου του τον έχει κυριεύσει η κακία και η πονηρία, θα βγάλει οπωσδήποτε τα κρυμμένα στο βάθος του· διότι αυτά που είναι στο νου και την καρδιά, ξεπηδούν μέσω του λόγου που τρέχει προς τα πάνω» (Κ). Η καρδιά είναι θησαυροφυλάκιο. Εάν κυριαρχεί σε αυτήν η προς τον Θεό και προς τον Χριστό αγάπη, είναι γεμάτη με αγαθό θησαυρό. Η αγάπη αυτή πλουτίζει τον άνθρωπο και προμηθεύει σε αυτόν αγαθό απόθεμα και παρακαταθήκη ώστε από αυτό να διαθέτει και για ευεργεσία των άλλων. Αλλά εάν επικρατεί σε αυτήν η αγάπη του κόσμου και της σάρκας, τότε υπάρχει πονηρός θησαυρός στην καρδιά αυτή, και από αυτήν συνεχώς ο πονηρός άνθρωπος θα βγάζει το πονηρό. Δεν είναι βέβαια αδύνατον αγαθός άνθρωπος να πει κάποτε και λόγο πονηρό, όπως και πονηρός άνθρωπος να χρησιμοποιήσει κάποτε και λόγο αγαθό. Αυτό όμως που συνήθως και φυσικά εκδηλώνεται στις περισσότερες των περιπτώσεων σε όλους, είναι αυτό: η καρδιά είναι όμοια με τους λόγους μας. Μάταιοι λόγοι προδίδουν καρδιά ελαφριά. Σπουδαίοι όμως λόγοι μαρτυρούν και καρδιά σοβαρή. «Μπορείς βεβαίως όλα αυτά να θεωρήσεις ότι λέγονται και για τους Φαρισαίους… Πώς, λέει, εσείς… που είστε δέντρα σάπια, θα μπορέσετε να βγάλετε καρπούς αγαθούς; Διότι σε σας και ο λόγος είναι σάπιος, όπως και η ζωή, διότι από το περίσσευμα της καρδιάς μιλάτε. Πώς λοιπόν θα διορθώσετε άλλους;» (Θφ).

Στίχ. 46-49. Συνέχεια της επί του Όρους ομιλίας. Η εφαρμογή των λόγων του Θεού.
6.46 (1)Τί δέ με καλεῖτε, Κύριε Κύριε(2), καὶ οὐ ποιεῖτε ἃ λέγω(3);
46 «Γιατί με προσφωνείτε “Κύριε, Κύριε” και δεν εφαρμόζετε αυτά που σας λέω;
(1) Δες Ματθ. ζ 21 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις. Τα από τον σ. αυτόν μέχρι και τον 49 θα μπορούσαν να θεωρηθούν κατά κάποιο τρόπο ο επίλογος (g). Με μόνη τη διαφορά ότι δεν αποτελούν την περίληψη των προηγούμενων, αλλά εκθέτουν τις συνέπειες οι οποίες θα επακολουθήσουν από την εφαρμογή ή όχι όσων λέχθηκαν (p).
(2) Η λέξη Κύριε και όχι απλώς διδάσκαλε, δείχνει ότι ο Ιησούς προβάλλει την διδασκαλία του ως κάποιος που έχει εξουσία και δικαιούται να δίνει εντολές και παραγγέλματα (L). Αποδεικνύει επίσης η επίκληση αυτή, ότι ήταν ήδη αναγνωρισμένος ως Κύριος από αρκετή μερίδα από το πλήθος εκείνο. Ήθελε όμως στους περισσότερους από εκείνους οι οποίοι απευθύνονταν προς αυτόν με τον τίτλο αυτόν, μεγαλύτερη υπακοή στο νόμο της αγάπης, τον οποίο δίδασκε (g).
(3) «Διότι αν είμαι Κύριος, λέει, οπωσδήποτε εσείς έπρεπε να κάνετε αυτό που πρέπει σε δούλους. Έργο λοιπόν των δούλων είναι, να πράττουν αυτά που ο Κύριος διατάζει» (Θφ). Ισοδυναμεί με το να εμπαίζουμε το Χριστό, όταν επικαλούμαστε μεν αυτόν ως Κύριο, δεν συμμορφωνόμαστε όμως με τα παραγγέλματά του. Πράττουμε κάτι συγγενικό και ανάλογο με εκείνο, το οποίο έπρατταν οι σταυρωτές του, όταν ειρωνευόμενοι αυτόν τον χαιρετούσαν λέγοντας· Χαίρε ο βασιλιάς των Ιουδαίων.

6.47 πᾶς(1) ὁ ἐρχόμενος πρός με καὶ ἀκούων μου τῶν λόγων καὶ ποιῶν αὐτούς(2), ὑποδείξω ὑμῖν τίνι ἐστὶν ὅμοιος(3)·
47 Όποιος έρχεται σ’ εμένα κι ακούει τα λόγια μου και τα εφαρμόζει, θα σας δείξω με ποιον μοιάζει:
(1) Για τους σ. 47-49 δες Ματθ. ζ 24-27 και τις εκεί ερμην σημειώσεις.
(2) Ο Χριστός μιλά και τώρα από τους ουρανούς μέσω της χάρης του Πνεύματός του, μέσω της εκκλησίας του και των λειτουργών του σε αυτήν, μέσω των περιστάσεων, τις οποίες οικονομεί για τον καθένα μας η Πρόνοιά του. Αποτελεί λοιπόν μεγάλη ευεργεσία και χάρη του Θεού προς εμάς, ότι μας αξίωσε να ακούμε τα λόγια του. Αλλά εάν δεν εφαρμόζουμε τα λόγια αυτά στη ζωή μας, δεχόμαστε την χάρη μάταια. Το να πράττουμε και να εφαρμόζουμε τα λόγια του Χριστού σημαίνει να απέχουμε από τις αμαρτίες, τις οποίες ο Χριστός μας απαγορεύει, και να εκτελούμε τα καθήκοντα τα οποία από μας ζητά. Τα λόγια του Χριστού είναι φως όχι μόνο για τα μάτια μας, αλλά και για τα πόδια μας. Και αποβλέπουν όχι μόνο στο να διαφωτίζουν τις σκέψεις και κρίσεις μας, αλλά και στο να εμπνέουν και τις καρδιές μας και στο να ρυθμίζουν και τη ζωή μας. Ούτε είναι δυνατόν με αλήθεια να βεβαιώσουμε, ότι πιστεύουμε στα λόγια αυτά, εάν δεν τηρούμε αυτά στη ζωή μας.
(3) «Ποια λοιπόν είναι η ωφέλεια από το να θέλει κάποιος να τηρεί τα προστάγματα και ποια θα μπορούσε να είναι η βλάβη από το να μην θέλει να υποταχτεί, το δίδαξε ο ίδιος ο Σωτήρας λέγοντας· Καθένας που έρχεται σε μένα…» (Κ).

6.48 ὅμοιός ἐστιν ἀνθρώπῳ οἰκοδομοῦντι οἰκίαν ὃς και ἔσκαψεν καὶ ἐβάθυνεν(1) καὶ ἔθηκεν θεμέλιον ἐπὶ τὴν πέτραν(2)· πλημμύρας(3) δὲ γενομένης προσέρρηξεν ὁ ποταμὸς τῇ οἰκίᾳ ἐκείνῃ, καὶ οὐκ ἴσχυσεν σαλεῦσαι αὐτὴν· τεθεμελίωτο γαρ επί την πέτραν(4).
48 Μοιάζει με έναν που για να χτίσει το σπίτι του, έσκαψε βαθιά, κι έβαλε τα θεμέλια πάνω σ’ ένα βράχο. Έτσι όταν έγινε πλημμύρα κι έπεσαν ποτάμι τα νερά πάνω στο σπίτι, δεν μπόρεσαν να το σαλέψουν, γιατί είχε θεμελιωθεί πάνω στο βράχο.
(1) «Ο οποίος έσκαψε και πήγε σε βάθος, τα οποία προηγούνται από τη θεμελίωση. Τα έβαλε αυτά στη διήγηση, μόνο για να δώσει έμφαση στην ακριβή θεμελίωση» (Ζ). Το σύνολο της γραφικής αυτής περιγραφής είναι αποκλειστικό μόνο στον Λουκά. Ο Ρόβινσων μιλά για κάποιο νέο σπίτι στη Ναζαρέτ, ο ιδιοκτήτης του οποίου έσκαψε σε βάθος 30 ποδιών, προκειμένου να οικοδομήσει πάνω στο βράχο (p).
(2) Υπάρχει λοιπόν για μας πέτρα, πάνω στην οποία μπορούμε να χτίζουμε στερεά το σπίτι μας «και η πέτρα αυτή είναι ο Χριστός». Είναι το θεμέλιο και κανείς δεν μπορεί να βάλει άλλο θεμέλιο εκτός από αυτό που είναι τοποθετημένο (Α΄Κορ. γ 11). Είναι ο λίθος για τον οποίο είπε ο Θεός: «Να εγώ θα βάλω στα θεμέλια της Σιών λίθο πολυτελή, εκλεκτό, ακρογωνιαίο, τίμιο» (Ησ. κη 16). Η εκκλησία έχει οικοδομηθεί πάνω σε αυτόν και μαζί της κάθε αληθινός πιστός πάνω σε αυτόν είναι θεμελιωμένος. Είναι ο Ιησούς ισχυρός και αμετακίνητος ως βράχος. Και όποιος στηρίζει τις ελπίδες του σε αυτόν, δεν διατρέχει κανένα κίνδυνο να δει αυτές να διαψεύδονται. Αυτός είναι η μόνη και η πραγματική ελπίδα όλων μας (Α Τιμ. α 1). Μπορούμε με κάθε εμπιστοσύνη να στηρίξουμε τις σχετικά με τον ουρανό ελπίδες μας στην αξιομισθία του Χριστού και από αυτήν με βεβαιότητα να περιμένουμε την άφεση των αμαρτιών μας, την δικαίωσή μας, τον εξαγιασμό μας και την κατάκτηση του ουρανού. Το οικοδόμημα αυτό, το στηριγμένο σε αυτόν, θα παραμείνει αμετακίνητο στους αιώνες.
(3) Πλημμύρες είτε από ποτάμι είτε από θάλασσα (p) είτε από τα νερά που συρρέουν από την κορυφή βουνού, τα οποία σχηματίζουν σφοδρούς χειμάρρους που συμπαρασύρουν το γήινο στρώμα ή την άμμο (g). Αξιοσημείωτη και η επόμενη εκδοχή: Ο Λουκάς αντί για τους χειμάρρους, υποθέτει την πλημμύρα τακτικού ποταμού που βγαίνει από την κοίτη του και πέφτει πάνω στο σπίτι. Κάτι παρόμοιο πρέπει να συνέβη συχνά στην Αντιόχεια, από όπου καταγόταν ο Λουκάς, στις όχθες του Ορόντου (L).
(4) Η μεταφορά της εικόνας: «Αυτός που εύκολα υπακούει και διδάσκεται και έγινε όχι ακροατής του νόμου μάλλον, αλλά πράττει έργα, θα έχει πάρα πολύ σταθερή τη στάση του, σε κάθε πράγμα· καλό και κακό. Και θα μοιάζει με σπίτι που έχει στηριχτεί καλά και έχει αδιάσειστο θεμέλιο· ώστε και αν ακόμη, σαν άλλοι χείμαρροι, δηλαδή πλημμύρες νερών, επιτεθούν οι πειρασμοί και η αγριότητα των παθών που έχουμε μέσα μας, δεν θα πάθει τίποτα από όσα απευχόμαστε» (Κ). «Πλημμύρα του ποταμού είναι το πλήθος και η σφοδρότητα των πειρασμών» (Ζ). Οι θεμελιωμένοι στο Χριστό, κατά τις ώρες του πειρασμού θα διατηρήσουν την ακεραιότητά τους και όταν οι άλλοι θα πέφτουν και θα παρασύρονται από το κύμα της δοκιμασίας, αυτοί θα μένουν στέρεοι πάνω στην πέτρα. Θα διατηρήσουν ακόμη την ειρήνη και ηρεμία τους, την ελπίδα και χαρά τους μέσα στις μεγαλύτερες στενοχώριες. Η πλημμύρα και το ρεύμα του πειρασμού δεν θα τους κουνήσει, διότι τα πόδια τους είναι στηριγμένα πάνω στο βράχο, που υψώνεται πάνω από τα κύματα. Τέλος είναι εξασφαλισμένη και η αιώνια ευδαιμονία τους. Διότι είτε στη ζωή είτε στο θάνατο είναι ενωμένοι με τον Κύριο, την αιώνια και ακατάλυτη πέτρα της σωτηρίας.

6.49 ὁ δὲ ἀκούσας καὶ μὴ ποιήσας ὅμοιός ἐστιν ἀνθρώπῳ οἰκοδομήσαντι οἰκίαν ἐπὶ τὴν γῆν χωρὶς θεμελίου(1), ᾗ προσέρρηξεν ὁ ποταμός(2), καὶ εὐθὺς συνέπεσεν(3), καὶ ἐγένετο τὸ ῥῆγμα(4) τῆς οἰκίας ἐκείνης μέγα(5).
49 Αντίθετα, αυτός που ακούει τα λόγια μου και δεν τα εφαρμόζει, μοιάζει με έναν, που έχτισε το σπίτι του πάνω στο χώμα, χωρίς θεμέλια. Μόλις έπεσαν ποτάμι τα νερά πάνω στο σπίτι, γκρεμίστηκε και η ζημιά που έπαθε ήταν μεγάλη».
(1) «Αυτός όμως που μόνο ακούει αυτά που λέει ο Χριστός, αλλά δεν κρατά τίποτα στο νου του, ούτε όμως κατόρθωσε και κάτι από τα προστάγματα, θα μοιάζει πάλι με σπίτι που είναι πανέτοιμο για πτώση· διότι θα γκρεμιστεί σε αυτά που δεν επιτρέπονται, αφού θα ερεθίζει η ηδονή και θα τον οδηγήσει στους βόθρους της αμαρτίας» (Κ).
(2) Ο Λουκάς ως κύρια αιτία της πτώσης αναφέρει τον ποταμό, ενώ ο Ματθαίος, πιο περιγραφικός, αναφέρει και τους ανέμους (p). Στην Παλαιστίνη λοιπόν οι ισχυρές βροχές, από τις οποίες δημιουργούνται σφοδροί χείμαρροι, συνοδεύονται πάντοτε και από ισχυρούς ανέμους (L).
(3) Υπάρχει και η γραφή: συνέπεσεν, που είναι πιο εκφραστική από το απλό έπεσε= έπεσε όλο σε σωρό (p).
(4) «Ρήγμα είναι το γκρέμισμα, η διάλυση» (Ζ). Ο Hobart αντιθέτει τα βροχή, προσέκοψεν, έπεσε και πτώσις του Ματθαίου με το πλημμύρα, προσέρρηξε, συνέπεσε και ρήγμα του Λουκά, ισχυριζόμενος ότι οι τελευταίες 4 λέξεις ανήκουν στην ιατρική φρασεολογία (p).
(5) «Διότι είναι θεαματική και η πτώση αυτών που διδάχτηκαν μεγάλα πράγματα, όταν πέφτουν από τα μεγάλα. Κάνει λοιπόν τους ανθρώπους άθλιους η ολιγωρία στους κόπους και το σαθρό και αβέβαιο της κρίσης. Αυτοί είναι που έμοιασαν με τους ανόητους, οι οποίοι πάνω στην άμμο, την αβεβαιότητα δηλαδή της γνώμης, έβαλαν το θεμέλιο της πνευματικής οικοδομής, το οποίο, όταν λίγα ψεκάσματα πειρασμών και μικρός χείμαρρος των κουνημάτων του πονηρού τράβηξε από κάτω το θεμέλιο, την διέλυσε και την διασκόρπισε αφού ούτε λίγο δεν άντεξε την βροχή και τους ανέμους» (Κ)

 

αντρών και γυναικών

Την εποχή των αποστόλων μαζί ήσαν και άντρες και γυναίκες. Διότι και οι άντρες ήσαν άντρες, και οι γυναίκες ήσαν γυναίκες. Τώρα όμως όλα έγιναν άνω-κάτω. Οι μεν γυναίκες γλίστρησαν στα ήθη των πορνών, οι δε άντρες σε τίποτε δεν διαφέρουν από μαινόμενα άλογα.

Ε.Π.Ε. 11,802

η κακία ονομάζεται αρετή

Θλίβομαι, διότι η κακία θεωρείται αρετή και νομίζεται ως λαμπρό και σεμνό πράγμα το υπερήφανο και καταφρονητικό ύφος. Κάτι που είναι μεγάλη παγίδα του διαβόλου, περιβάλλοντα με δόξα την κακία. Γι’ αυτό και κάτι τέτοιο δύσκολα εξαλείφεται.

Ε.Π.Ε. 17,618

της αλήθειας

Ο απόστολος Παύλος ήταν ποικίλος στο λόγο του, αλλά πάντοτε σαφής και κατανοητός. Οι εχθροί του διέστρεφαν τα λόγια ανάλογα με τις πλανεμένες σκέψεις τους.

Ε.Π.Ε. 19,548

και των θαυμάτων

Έβλεπαν τον Χριστό να βγάζη δαιμόνια, και όμως τον αποκαλούσαν δαιμονισμένο. Φυσικά η κατηγορία αυτή δεν αναφερόταν σ’ Εκείνον, που έβγαζε τα δαιμόνια, αλλά σ’ εκείνους, που είχαν πωρωμένη διάνοια.

Ε.Π.Ε. 19,550

 

γραφικών χωρίων

Πολλοί μιλάνε συνεχώς καιγια άλλα χωρία της Γραφής, αλλά διαβάζοντας τα, τα παραποιούν. Δεν θα έπρεπε να αφήσουμε τη σωστή ανάγνωσι της Γραφής και να διαστρέφουμε τα νοήματά της με δικά μας λόγια.

Ε.Π.Ε. 8α,480

του Ευαγγελίου

Ποιους ο απόστολος Παύλος ονομάζει σκυλιά; Εδώ μιλάει για μερικούς, που σ’ όλες τις Επιστολές του υπαινίσσεται. Ήσαν Ιουδαίοι απαίσιοι και βδελυροί, αισχροκερδείς και φίλαρχοι, που για να παραπλανήσουν πολλούς πιστούς, κήρυτταν και τον Χριστιανισμό και τον Ιουδαϊσμό, διαστρεβλώνοντας το κήρυγμα του Ευαγγελίου.

Ε.Π.Ε. 21,626

 

γνώμης

Μερικοί όχι μόνο απιστούσαν στην αλήθεια, αλλά και την κατηγορούσαν... Όταν π.χ. τους μιλάμε για το βάπτισμα και για την άφεσι δι’ αυτού των αμαρτημάτων, λένε: Πώς είναι άξια του Θεού, να συγχωρούνται οι αμαρτίες εκείνου, που έπραξε μύρια κακά;

Ε.Π.Ε. 23,180

προ Χριστού

Τίποτε χειρότερο δεν υπήρχε από την ανθρώπινη εκείνη θηριωδία, όπως εκδηλωνόταν προ της παρουσίας του Ιησού Χριστού. Σαν εχθροί και αντίπαλοι συμπεριφέρονταν μεταξύ τους. Πατέρες έσφαζαν τα παιδιά τους. Μητέρες ερωτεύονταν τα παιδιά τους. Τίποτε όρθιο, ούτε φυσικός ούτε γραπτός νόμος. Όλα είχαν ανατραπή.

Ε.Π.Ε. 24,106

 

η αίρεσις

Εδώ εννοεί τις φιλονικίες με αιρετικούς, για να μη κουραζώμαστε στα χαμένα. Δεν βγαίνει κέρδος, αφού το τέλος τους είναι το τίποτε. Όταν κάποιος είναι διεστραμμένος, είναι σαν να σπέρνης πάνω σε πέτρες.

Ε.Π.Ε. 24,120

σεξουαλική

Ω σεις που αναποδογυρίσατε τα πάντα! Έρχεστε σε μίξι με τους άντρες σαν να είναι γυναίκες, και βγάζετε τις γυναίκες, σαν να είναι άντρες, στον πόλεμο. Αυτό είναι έργο του διαβόλου, το να συγχέη και να διαστρέφη τα πάντα.

Ε.Π.Ε. 24,112

 

(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, τόμος Β, σελ. 49-51)

Του Αββά Κρονίου
α’. Ένας αδελφός είπε στον Αββά Κρόνιο: «Πες μου κάτι ωφέλιμο». Και του λέγει, ότι, σαν ήλθε ο ’Ελισαίος στη Σωμανίτιδα, τη βρήκε να μη συνδέεται με κανέναν. Συνέλαβε λοιπόν και γέννησε μόνο με την παρουσία του Ελισαίου. Και του λέγει ο αδελφός: «Τί νόημα έχει αυτό;». Και του αποκρίνεται ο γέρων: «Η ψυχή, αν ανανήψη και μαζευθή στον εαυτό της από τον περισπασμό και παρατήση το δικό της θέλημα, τότε δέχεται την επίσκεψη του Πνεύματος του Θεού. Μπορεί λοιπόν, έτσι, να γέννηση, επειδή στείρα είναι».
β'. Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Χρόνιο: «Τί να κάμω με τη λήθη, οπού αιχμαλωτίζει τον νου μου και δεν με αφήνει να αισθάνωμαι, ωσότου με φέρη στην ίδια την αμαρτία;». Και λέγει ο γέρων: Όταν οι αλλόφυλοι κυρίευσαν την κιβωτό εξ αιτίας της κακής πράξεως των παιδιών του Ηλί, την έσυραν ώσπου την έφεραν στον ναό του θεού τους Δαγών». Και τότε έπεσε με το πρόσωπο στη γη. Και λέγει ο αδελφός: «Τί σημαίνει αυτό;». Ο δε γέρων είπε: «Ότι, αν φθάση ο άνθρωπος στο να αιχμαλωτίση τον νου μες από τις ίδιες του τις αφορμές, έτσι τον σέρνουν κατάχαμα, έως ότου τον φέρουν πάνω από το αόρατο πάθος. Σ’ εκείνο λοιπόν τον τόπο, αν στραφή ο νους και ζητήση τον Θεό και αναλογισθή την αιώνια κρίση, ευθύς το πάθος πέφτει και άφαντο γίνεται. Γιατί, καθώς είναι γραμμένο, όταν αποστραφής και στενάξης, τότε θα σωθής και θα γνωρίσης που βρισκόσουν».
γ’. Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Κρόνιο: «Με ποιό τρόπο φθάνει ο άνθρωπος στην ταπεινοφροσύνη;». Του απαντά ο γέρων: «Με τον φόβο του Θεού». Του λέγει ο αδελφός: «Και πώς φθάνει στον φόβο του Θεού;». Του λέγει ο γέρων: «Κατά τη γνώμη μου, αν συμμαζεύση τον εαυτό του από το κάθε τί και παραδοχή σε κόπο σωματικό και αναλογισθή με όλη τη δύναμή του την έξοδο από το σώμα και την κρίση του Θεού».
δ'. Είπε ο Αββάς Κρόνιος, ότι, αν δεν έφερνε ο Μωυσής τα πρόβατα κάτω από το όρος Σινά, δεν θα έβλεπε τη φωτιά στη βάτο. Ρώτησε ο αδελφός τον γέροντα: «Τί νόημα έχει η βάτος;». Και του λέγει: «Η βάτος αναφέρεται στη σωματική πράξη. Γιατί είναι γραμμένο, ότι ομοιάζει η βασιλεία των ουρανών με θησαυρό κρυμμένο σε αγρό». Λέγει ο αδελφός στον γέροντα: «Λοιπόν, χωρίς σωματικό κάματο, δεν αξιώνεται ο άνθρωπος κάποια τιμή;». Του λέγει ο γέρων: «Λέγει η Γραφή: Αφορώντες εις τον της πίστεως αρχηγόν και τελειωτήν Ιησούν, ος αντί της προκειμένης αυτώ χαράς υπέμεινε σταυρόν. Και πάλι ο Δαυίδ λέγει: Ει δώσω ύπνον τοίς οφθαλμοίς μου και τοίς βλεφάροις μου νυσταγμόν, και τα εξής».
ε’. Είπε ο Αββάς Κρόνιος, ότι μας διηγήθηκε ο Αββάς Ιωσήφ του Πηλουσίου: «Ενώ έμενα στο Σινά, ήταν εκεί ένας αδελφός καλός και ασκητής, αλλά και κατά το σώμα ευπαρουσίαστος. Και ερχόταν στην εκκλησία, κατά τη σύναξη, φορώντας ρούχο χιλιομπαλωμένο και μικρό μαφόρι παλιό. Και βλέποντάς τον έτσι να έρχεται πάντα στη σύναξη, του λέγω: Αδελφέ, δεν βλέπεις τους άλλους μοναχούς, πώς είναι σαν ’Άγγελοι, κατά τη λατρεία, στην εκκλησία; Πώς συ έρχεσαι πάντα εδώ φορώντας παλιά; Και εκείνος αποκρίθηκε: Συγχώρησέ με, Αββά, αλλά δεν έχω αλλά. Τον πήρα λοιπόν στο κελλί μου και του έδωσα ράσο και ό,τι άλλο χρειαζόταν. Από εκεί και πέρα λοιπόν η περιβολή του ήταν σαν και των λοιπών αδελφών και τον έβλεπες και έλεγες ότι ήταν Άγγελος. Κάποτε δε, χρειάστηκε στους πατέρες να στείλουν δέκα αδελφούς στον βασιλέα για κάποια ανάγκη. Και διάλεξαν και αυτόν μαζί μ’ εκείνους όπου θα πήγαιναν.  Αλλά μόλις το άκουσε, έβαλε μετάνοια στους πατέρες, λέγοντας: Για όνομα του Κυρίου, συγχωρήστε με, είμαι δούλος ενός από τους εκεί άρχοντες. Και αν με αναγνωρίση, θα με αποσχηματίση και θα με ξανακάμη δούλο του. Αφού λοιπόν έπεισε τους πατέρες και τον άφησαν, έμαθα ύστερα, από κάποιον όπου τον γνώριζε πολύ καλά, ότι, όταν ήταν στον κόσμο, είχε μεγάλο πολιτικό αξίωμα. Και για να μη αναγνωρισθή και τον ενοχλήσουν οι άνθρωποι, τούτο προφασίστηκε. Τόσο μεγάλη φροντίδα είχαν οι πατέρες να αποφεύγουν τη δόξα και τις ανέσεις Του κόσμου τούτου».

(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)

Του Αββά Κασσιανού
α'. Διηγήθηκε ο Αββάς Κασσιανός: «Πήγαμε κάποτε εγώ και ο άγιος Γερμανός στην Αίγυπτο, σ’ ένα γέροντα. Μας φιλοξένησε και τον ρωτήσαμε: Για ποιο λόγο, τον καιρό της υποδοχής των ξένων αδελφών, τον κανόνα της νηστείας μας, όπως τον παρελάβαμε στην Παλαιστίνη, δεν τον τηρείτε; Και αποκρίθηκε, λέγοντας: Η νηστεία πάντα μαζί μου είναι. Ενώ σάς, να κρατώ πάντα μαζί μου, δεν μπορώ. Και η μεν νηστεία είναι και χρήσιμο πράγμα και αναγκαίο, αλλά εξαρτάται από τη δική μας προαίρεση. Την εκπλήρωση όμως της αγάπης την απαιτεί αναγκαστικά ο νόμος του Θεού. Δεχόμενος λοιπόν, στα πρόσωπά σας, τον Χριστό, οφείλω να υπηρετήσω με κάθε φροντίδα. Όταν όμως σας ξεπροβοδίσω, μπορώ να ξαναπάρω τον κανόνα της νηστείας. Γιατί δεν μπορούν — καθώς λέγει η Γραφή,— οι υιοί του νυμφώνος να νηστεύουν, όσον καιρό ο νυμφίος είναι μαζί τους. Όταν όμως λείψη ο νυμφίος, τότε νόμιμα θα νηστεύσουν».
β’. Ο ίδιος είπε, ότι ήταν κάποιος γέρων και τον υπηρετούσε άγια παρθένος. Και οι άνθρωποι έλεγαν: «Δεν είναι καθαροί». Και το άκουσε ο γέρων. Όταν δε βρισκόταν στα στερνά του, είπε στους πατέρες: Όταν τελευτήσω, φυτέψετε το ραβδί μου σε τάφο. Και αν βλαστήση και κάμη καρπό, μάθετε ότι καθαρός είμαι απέναντί της. Και αν δεν βλαστήση, θα γνωρίζετε ότι έπεσα μαζί της». Και φυτεύτηκε το ραβδί και την τρίτη μέρα βλάστησε και έκαμε καρπό. Και όλοι δόξασαν τον Θεό.
γ'. Είπε πάλι: «Πήγαμε σε κάποιον άλλο γέροντα. Και μας έβαλε να φάμε. Ενώ δε είχαμε χορτάσει, μας προέτρεπε να φάμε και άλλο. Εγώ του είπα ότι δεν μπορούσα πλέον και μου αποκρίθηκε: Εγώ, έξη φορές αφού ήλθαν αδελφοί, έβαλα τραπέζι και προτρέποντας τον καθένα, έτρωγα και εγώ μαζί και ακόμη πεινώ. Και συ, μια φορά αφού έφαγες, τόσο χόρτασες, ώστε να μη μπορής να φας παραπάνω;».
δ'. Διηγήθηκε πάλι ο ίδιος, ότι πήγε ο Αββάς Ιωάννης, άνθρωπος όπου ηγουμένευε σε μεγάλο Κοινόβιο, στον Αββά Παΐσιο, όπου ζούσε σε πολύ μακρυνή έρημο σαράντα χρόνια. Και έχοντας του πολλή αγάπη και άρα και θάρρος, του είπε: «Τι κατώρθωσες με το να είσαι τέτοιος αναχωρητής τόσο καιρό και να μη σε ενοχλή εύκολα άνθρωπος;». Και εκείνος αποκρίθηκε: «Αφ’ ότου εμόνασα, ποτέ δεν με είδε ο ήλιος να τρώγω». Είπε δε και ο Αββάς Ιωίννης: «Ούτε εμένα να οργίζωμαι».
ε'. Ενώ ο ίδιος ο Αββάς Ιωάννης τελείωνε τον επίγειο βίο του και εκδημούσε πρόθυμα και ιλαρώς στον Θεό, τον κύκλωσαν οι αδελφοί, ζητώντας του επίμονα κάποιο λόγο σύντομο και σωτήριο να τους αφήση σαν παρακαταθήκη, με τον όποιο θα μπορούσαν να κατορθώσουν την εν Χριστό τελειότητα. Και εκείνος, στενάζοντας, είπε: «Ποτέ δεν έκαμα το δικό μου θέλημα. Και ούτε δίδαξα κανέναν κάτι οπού πριν δεν το έκαμα».
στ'. Διηγήθηκε πάλι για άλλο γέροντα, οπού έμενε στην έρημο. Ότι ζήτησε από τον Θεό το χάρισμα, ποτέ να μη νυστάξη σαν γινόταν ομιλία πνευματική. Αν δε τινάς προσθέση λόγια καταλαλιάς η αργολογία, ευθύς να τον παίρνη ο ύπνος, για να μη γεύεται τέτοιο φαρμάκι η ακοή του. Και ο ίδιος έλεγε ότι ο διάβολος φροντίζει πολύ για την αργολογία, ενώ εχυρεύεται κάθε διδασκαλία πνευματική. Χρησιμοποίησε δε το έξης παράδειγμα: «Κάποτε — λέγει — μιλούσα για ωφέλεια σε μερικούς αδελφούς και σε τόσο βαθύ ύπνο έπεσαν, ώστε να μη μπορούν να κινήσουν ούτε τα βλέφαρά τους. Εγώ λοιπόν, θέλοντας να δείξω την ενέργεια του δαίμονος, έκαμα να παρεισφρύση η αργολογία. Τότε, χάρηκαν και ευθύς ξύπνησαν. Στέναξα λοιπόν και τους είπα: Έως τώρα, για ουράνια πράγματα μιλούσαμε και όλων σας τα μάτια έκλειναν από τον ύπνο. Μόλις όμως μπήκε στη μέση λόγος αργός, όλοι με προθυμία σηκωθήκατε. Έτσι, αδελφοί, σας παρακαλώ, λάβετε επίγνωση της ενεργείας του πονηρού δαίμονος και προσέχετε τον εαυτό σας, φυλάγοντάς τον από τον νυσταγμό, όταν κάνετε η ακούτε κάτι το πνευματικό».
ζ'. Είπε πάλι: Ένας συγκλητικός έκαμε αποταγή και μοιράζοντας στους φτωχούς τα υπάρχοντά του, κράτησε μερικά για τον εαυτό του, μη θέλοντας να δεχθή την ταπεινοφροσύνη, οπού πηγάζει από την τελεία αποταγή, ούτε να ακολουθήση τη γνησία υποταγή, οπού ορίζει ο κοινοβιακός κανών. Σ’ αυτόν, ο άγιος Βασίλειος είπε τα έξης: Και τον συγκλητικό έχασες και μοναχό δεν έκαμες».
η'. Είπε πάλι, ότι υπήρχε κάποιος μοναχός οπού κατοικούσε σε σπήλαιο, στην έρημο. Και τον πληροφόρησαν οι κατά σάρκα συγγενείς του ότι ο πατέρας του είναι βαρειά άρρωστος, πρόκειται να τελευτήση και θα έπρεπε να γυρίση στο σπίτι για να τον κληρονομήση. Αλλά αυτός τους αποκρίθηκε: «Εγώ πριν από εκείνον πέθανα για τον κόσμο. Νεκρός ζωντανόν δεν κληρονομεί».

(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)

12. Επιτρέπονται η ανάγνωση και η μετάφραση τον αρχέτυπου κειμένου της αγίας Γραφής;

     Σε αντίθεση με το στενό κληρικοκρατικό πνευμα της Λατινικής Εκκλησίας στην ιστορία της οποίας μπορεί να ανιχνεύσει κανείς απαγορεύσεις τόσο στην ελεύθερη ανάγνωση της Γραφής από το λαό, όσο και στη μετάφραση του επίσημου λατινικού κειμένου της, στην Ορθόδοξη Εκκλησία στην οποία εναρμονίζεται η ελεύθερη θεολογική έρευνα προς το πνεύμα πειθαρχίας στην εκκλησιαστική αυθεντία, πράγμα σαφώς δημοκρατικό και βρισκόμενο στο μέσο μεταξύ της απολυταρχικής αυθεντίας της Εκκλησίας της Ρώμης και της ασυδοσίας του προτεσταντικού φιλελευθερισμού, η ανάγνωση των Γραφών και η μετάφρασή τους όχι μόνο δεν απαγορεύονται, αλλά και πολυειδώς επιτρέπονται και ενθαρρύνονται.

     Το πράγμα δεν μπορούσε να είναι διαφορετικό. Η Γραφή, όπως ήδη σημειώσαμε, είναι ο θεόπνευστος λόγος του Θεού («πάσα γραφή θεόπνευστος», Β' Τιμ. 3,16). Ο δε Κύριος, η πηγή της θείας αλήθειας, συστήνει την έρευνα των Γραφών, στην οποία υπάρχει ζωή πνευματική: «Ερευνάτε τας γραφάς, ότι υμείς δοκείτε εν αύταίς ζωήν αιώνιον έχειν» (’Ιωάν. 5,39). Ο ορθόδοξος πιστός έχει πρωταρχικό χρέος να μελετά την Γραφή με σεβασμό και αγάπη, για να μαθαίνει τη θεία αλήθεια, να καλλιεργείται πνευματικά και να ετοιμάζεται για την αιώνια ζωή. Ένα τόσο σημαντικό έργο δεν μπορεί να το απαγορεύσει η Εκκλησία, γιατί έτσι έρχεται σε αντίφαση προς την πνευματικότητα και την αποστολή της. Με μία όμως επιφύλαξη: Η ανάγνωση της Γραφής, επειδή οι αλήθειες και τα νοήματά της δεν είναι πάντοτε διαυγή, πρέπει να γίνεται μέσα στο παραδοσιακό πνεύμα της Εκκλησίας, η οποία είναι ο πιστός φύλακας και ο αλάθητος ερμηνευτής της. Η μελέτη της Γραφής πρέπει να γίνεται με τη χειραγωγία της Εκκλησίας (ερμηνευτικά υπομνήματα, σχολιασμοί, εξηγήσεις κ.ά.), γιατί σε εναντία περίπτωση υπάρχει κίνδυνος παρεκδοχής των ιερών νοημάτων και δημιουργίας αιρέσεων, όπως αυτό συμβαίνει στα πλαίσια του φιλελευθέρου Προτεσταντισμού. Μέσα στο πνεύμα αυτό πρέπει να γίνει νοητή και η θέση της ‘Ομολογίας του Δοσιθέου, ότι η Εκκλησία δεν θεωρεί πάντοτε θεμιτή την ανάγνωση της θείας Γραφής.

     Το ίδιο ισχύει και για τη μετάφραση της αγίας Γραφής. Και ως προς τη μετάφραση των Έβδομήκοντα (Ο') αυτή απολαμβάνει μεγάλου κύρους στην ’Ορθόδοξη Εκκλησία, στην οποία η μετάφραση βρίσκεται σε λειτουργική χρήση, ως έργο της θείας πρόνοιας για την προετοιμασία των εθνών να δεχτούν τη χριστιανική αλήθεια. Αυτό φυσικά δε σημαίνει ότι η μετάφραση αυτή είναι και θεόπνευστη, γιατί θεοπνευστία σε μετάφραση δεν έχει νόημα. Ως προς τις άλλες μεταφράσεις της αγίας Γραφής, το φιλελεύθερο πνεύμα της Ανατολικής Εκκλησίας ανενδοίαστα τις επιτρέπει, οι δε μη έλληνόφωνες ορθόδοξες Εκκλησίες έχουν η κάθε μία μετάφραση της Γραφής στη δική της εθνική γλώσσα. Τέλος, ως προς τη μετάφραση της Γραφής στο ελληνικό γλωσσικό Ιδίωμα, είναι περιττό να σημειώσουμε ότι πρέπει να γίνεται με σεβασμό προς την ιεροπρέπεια του κειμένου, αποφευγομένων όλων των λεκτικών εκκεντρικοτήτων και της φραστικής χυδαιότητας, που μπορούν να βλάψουν το κύρος των Γραφών και να ζημιώσουν τη σωτήρια επίδρασή τους. ’Εννοούμε μεταφράσεις απλές και ζωντανές που μπορούν να μιλήσουν ευεργετικά στη συνείδηση του πληρώματος της Εκκλησίας.

(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 25-26)

11. Τί φρονούν περί εκκλησιαστικού κριτηρίου οι Διαμαρτυρόμενοι;

     Τίποτε δε φρονούν, απλούστατα γιατί τέτοιο κριτήριο δεν έχουν. Αυτό συμφωνεί προς τη βασική τους αρχή να απορρίπτουν τον ιστορικό χαρακτήρα της ορατής Εκκλησίας, αποδεχόμενοι μόνο πνευματική και αόρατη Εκκλησία. Είναι φανερό ότι μια τέτοια αόριστη και ομιχλώδης Εκκλησία δεν μπορεί να έχει εξωτερικό αυθεντικό κριτήριο και σε πολλά μεν αλλά ζητήματα, αλλά κυρίως στον καθορισμό του κανόνος της αγίας Γραφής, τον οποίο εντούτοις παρέλαβαν από την Παράδοση της Εκκλησίας (!).

     Κατά τη βασική τους αρχή η Γραφή είναι αυτάρκης και σαφής για όλα τα ζητήματα τα αφορώντα στη σωτηρία και συνεπώς δεν έχει ανάγκη άλλου εξωτερικού αυθεντικού βεβαιωτικού κριτηρίου. Στο ζήτημα όμως του καθορισμού του κανόνος της αγίας Γραφής, δηλαδή στη διακρίβωση ποιά είναι τα γνήσια και κανονικά της βιβλία, εμπλέκονται σε μεγάλη δυσκολία, απλούστατα γιατί η ίδια η Γραφή δεν μπορεί ν’ αποφανθεί για κάτι το οποίο διαμορφώθηκε χρονικά ύστερα από τη συγγραφή των Ιερών βιβλίων της. Η αμηχανία των Διαμαρτυρομένων είναι εν προκειμένω εμφανής. Για να οικονομήσουν δε τα πράγματα διατυπώνουν περίεργες θεωρίες· ότι περί του κανόνος της Γραφής μαρτυρεί εσωτερικά το Πνεύμα του Θεού (το ίδιο Πνεύμα δημιουργεί και την πνευματική Εκκλησία) και ότι κανονικά βιβλία είναι όσα δια της ιστορικής κριτικής έρευνας αποδεικνύονται ως συνταχθέντα υπό των Αποστόλων και των Προφητών, στα οποία δεν περιέχονται αλλόκοτα και παράλογα πράγματα.

     Οι αντιλήψεις αυτές δεν είναι σωστές. Η μαρτυρία του Αγίου Πνεύματος στις καρδιές των πιστών δεν είναι κάτι το σταθερό και συγκεκριμένο, ώστε ν’ αποτελέσει κριτήριο της γνησιότητας των πηγών της πίστεως. Είναι κάτι το υποκειμενικό που δεν μπορεί σαφώς να καθορίσει τα πράγματα, αλλά αντίθετα μπορεί να διαμορφώσει πολλές και ποικίλλουσες αντιλήψεις, κάτι που μπορεί να άρει το αυθεντικό κύρος της Γραφής και να οδηγήσει σε ορθολογιστική εκτίμηση του ιερού κανόνα της. Παράλληλα η δια της ιστορικής έρευνας προσέγγιση του ζητήματος είναι πολύ επισφαλής, καθόσον ανοίγει ελεύθερο πεδίο στην έρευνα, με κίνδυνο ν’ αμφισβητηθεί η γνησιότητα βιβλίων της αγίας Γραφής.

     Ως προς την ερμηνεία της Γραφής, βασική προτεσταντική αρχή είναι ότι αυτή ερμηνεύεται δι’ εαυτής, χωρίς να έχει ανάγκη άλλου αυθεντικού εξωτερικού ερμηνευτικού κριτηρίου («Sancta Scriptura est sui ipsius legitimus interpres», δηλ. η αγία Γραφή είναι ο νόμιμος ερμηνευτής του εαυτού της). Τα σκοτεινά και ασαφή χωρία πρέπει να ερμηνεύονται κατά την αναλογία της πίστεως, δηλαδή μέσα στο σύνολο της δογματικής διδασκαλίας που συνάγεται από τα εναργή χωρία. Κατά την ίδια αντίληψη στην ορθή κατανόηση της Γραφής συμβάλλεται σημαντικά και το Πνεύμα του Θεού, φωτίζοντας τη φύση του ανθρώπου και εισάγοντας στο αληθές νόημα της Γραφής, το οποίο δεν μπορεί να κάνει κάθε άλλη γραμματική και ιστορική μέθοδος ερμηνείας. Βέβαια καμιά αμφιβολία δεν υπάρχει ότι ο φωτισμός του Αγίου Πνεύματος είναι απαραίτητος, ώστε ο ερμηνευτής να φθάσει στα ορθά ερμηνευτικά συμπεράσματα και αυτό ορθώς διδάσκεται από τους Διαμαρτυρομένους.

     Παρά ταύτα σε αρκετές περιπτώσεις, όπως σε συγκρούσεις ερμηνευτικές (έριδες Λουθήρου και Ζβιγγλίου), η απουσία αυθεντικού ερμηνευτικού κριτηρίου της Γραφής γίνεται εξόχως αισθητή. Έτσι προς κατοχύρωση των απόψεων τους άλλοι προσφεύγουν στα συμβολικά ομολογιακά μνημεία της Διαμαρτυρήσεως, πράγμα όμως άχαρο, δεδομένου ότι τα κείμενα αυτά στον Προτεσταντισμό δεν θεωρούνται αυθεντικά ενώ άλλοι καταφεύγουν στη γνώμη ευσεβών κριτικών ως αυθεντική (πράγμα ομοίως άχαρο) και άλλοι ομιλούν περί δώρου ερμηνείας (interpretationis), ο δε Καλβίνος έφθασε σε σημείο να ποθεί την ανασύσταση των οικουμενικών Συνόδων, οι οποίες αποφαίνονται εν Αγίω Πνεύματι(!).

     Δεν είναι περίεργο γιατί σε μια τέτοια δίνη ερμηνευτικών αρχών ο Προτεσταντισμός είναι δυνατό να καταλήξει είτε στη φασμαγωγία των Κουακέρων, κατά την οποία η μόρφωση και η γλωσσική σπουδή είναι κάτι το περιττό και ένας ολιγογράμματος μπορεί να έρμηνευσει τη Γραφή καλύτερα από τους μορφωμένους, διότι αυτό που έχει πρωταρχική σημασία είναι ο εσωτερικός φωτισμός και η μαρτυρία του 'Αγίου Πνεύματος είτε στην ορθολογιστική μεταχείριση της Γραφής από τους Σωκινιανούς και Άρμινιανούς οι οποίοι, αν και δέχονται τη θεοπνευστία της Γραφής, εντούτοις την υποτάσσουν στον ορθό λόγο, υποστηρίζοντας ότι τα ερμηνευτικά πορίσματα δεν πρέπει να περιέχουν πράγματα Αντίθετα προς τα διδάγματα του ορθού λόγου.


(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 22-25)

Πόσες φορές δεν έχουμε πληγώσει ή δεν έχουμε πληγωθεί από κάποιον; Κι αφού περνάει η πρώτη αντάρα το επόμενο στάδιο συνήθως είναι το αίτημα συγνώμης. Βέβαια όχι πάντα δυστυχώς! Χρειάζεται πολλή αγάπη και ταπείνωση για να συγχωρήσεις αυτόν που σε έβλαψε, σε πόνεσε, σε αδίκησε ή σε πρόδωσε. Χρειάζεται ευσπλαχνία για να νιώσεις ότι αυτός που προκαλεί τον πόνο είναι σε πιο δύσκολη θέση από σένα γιατί τον χειραγωγεί ο διάβολος. Χρειάζεται κατανόηση και συμπάθεια αυτός ο άνθρωπος και όχι την οργή μας και την αδιαλλαξία μας. Και σίγουρα χρειάζεται τη συγχώρεση μας. Αυτό όμως που περισσότερο έχει ανάγκη είναι η δική του μετάνοια!
Ένας άνθρωπος που πληγώνει είναι ένας άνθρωπος πληγωμένος. Και τις δικές του πληγές μόνο ο Χριστός μπορεί να τις θεραπεύσει. Αληθινή μετάνοια χωρίς Χριστό δε νοείται. Μια ειλικρινής και από καρδιάς εξομολόγηση είναι το σωτήριο φάρμακο του ιατρού Χριστού. Έτσι όταν ο άνθρωπος αυτός έρθει εις εαυτόν θα αγωνίζεται στο εξής να συμπεριφέρεται κατά Χριστόν και αυτή η αλλαγή της συμπεριφοράς του θα αποτελεί για τους άλλους την καλύτερη συγνώμη. Πολλές φορές οι άνθρωποι ζητάμε συγνώμη αλλά δεν είναι παρά μια ξερή λέξη. Σε λίγο καιρό θα έρθουμε αντιμέτωποι με τις ίδιες εκφάνσεις του εαυτού μας ή των άλλων για τις οποίες είχε ζητηθεί η συγνώμη. Μπορεί και να μη φταίμε… να την εννοούμε εκείνη την ώρα που τη λέμε. Αλλά δεν έχει τη δύναμη, δεν έχει τα όπλα να παλέψει αυτή η συγνώμη για να γίνει ρεαλιστική. Κι αυτό γιατί απουσιάζει η θεία Χάρη! Κι έτσι ο διάβολος μας ξαναρίχνει και απογοητευόμαστε.
Μόνο όταν αγαπάμε, μετανοούμε, συγχωρούμε εν Χριστώ έχουμε και τις πιθανότητες να μείνουμε πιστοί στις υποσχέσεις μας γιατί Τον βάλαμε εγγυητή και θεματοφύλακα της ζωής μας. Χωρίς Εκείνον καμία μάχη δεν μπορούμε να κερδίσουμε με κυριότερη αυτή με τον εαυτό μας! Αν θέλουμε λοιπόν να μας συγχωρέσουν οι άλλοι και να μας ξαναβάλουν στη ζωή τους με την καρδιά τους ας αλλάξουμε συμπεριφορά. Και το πρώτο βήμα γι’ αυτό είναι να καλωσορίσουμε επιτέλους το Χριστό στη ζωή μας. Γιατί Αυτός είναι η Αγάπη, η Χαρά, η Ειρήνη, η Ταπείνωση και φυσικά η Συγχώρεση! Είναι ο μόνος που μπορεί να μας βοηθήσει να συγχωρήσουμε τον εαυτό μας, τους άλλους αλλά και να συγχωρεθούμε από αυτούς… γιατί τελικά η καλύτερη συγνώμη είναι η βαθιά μετάνοια και η αλλαγή συμπεριφοράς! (Α.Κ.Β)

183. Γιατί σε όλη την κτίσι και στο κάθε κομμάτι της όλα είναι τόσο σοφά τακτοποιημένα και κινούνται με τόσο θαυμάσια αρμονία; Αυτό συμβαίνει γιατί ο ίδιος ο Δημιουργός τα διευθύνει και τα κυβερνά. Και γιατί στον άνθρωπο –την κορωνίδα της κτίσεως- υπάρχει τόση αταξία και δυσαρμονία; Γιατί η ζωή του είναι έτσι ακανόνιστος και παραμορφωμένη; Γιατί ο άνθρωπος εννοεί να διευθύνη και να κυβερνά ο ίδιος τον εαυτό του, εναντίον της θελήσεως και της σοφίας του Δημιουργού του. Ώ αμαρτωλέ άνθρωπε! Πρόσφερε όλο τον εαυτό σου στον Κύριο και Θεό σου. Και τότε όλη σου η ζωή θα γίνη αρμονική, ωραία, όπως υπήρξε και η ζωή των Αγίων. Γιατί αυτοί το ίδιο έκαμαν. Πρόσφεραν τον εαυτό τους ολοκληρωτικά στον Χριστό. Και, έτσι, η Εκκλησία, καθημερινά, μας προβάλλει το παράδειγμά τους, προς μίμησι.

184. Η Κυρία Θεοτόκος είναι ο ωραιότατος ναός της Αγίας Τριάδος. Είναι, μετά Θεόν, ο θησαυρός όλων των αγαθών, της αγνότητος, της αγιότητος, της αληθινής σοφίας, η πηγή της πνευματικής δυνάμεως.


(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 90-91)

Εύρεση

Δημοφιλή Θέματα (Α-Ω)

αγάπη (600) Αγάπη Θεού (340) αγάπη σε Θεό (248) αγάπη σε Χριστό (166) άγγελοι (69) Αγγλικανισμός (1) Αγία Γραφή (229) Αγιασμός (10) Άγιο Πνεύμα (96) Άγιο Φως (1) άγιοι (178) άγιος (197) αγνότητα (42) άγχος (36) αγώνας (106) αγώνας πνευματικός (270) αδικία (6) Αθανασία (7) Αθανάσιος ο Μέγας (4) αθεΐα (127) αιρέσει (1) αιρέσεις (363) αιωνιότητα (14) ακηδία (4) ακτημοσὐνη (14) αλήθεια (112) αμαρτία (342) Αμβρόσιος άγιος (3) άμφια (1) Αμφιλόχιος της Πάτμου (4) Ανάληψη Χριστού (4) Ανάσταση (143) ανασταση νεκρών (31) ανθρώπινες σχέσεις (322) άνθρωπος (303) αντίχριστος (11) Αντώνιος, Μέγας (5) αξιώματα (15) απἀθεια (5) απελπισία (9) απιστία (21) απληστία (5) απλότητα (16) αποκάλυψη (8) απόκρυφα (17) Απολογητικά Θέματα (1) αργολογία (3) αρετή (200) Αρσένιος Όσιος (5) ασθένεια (108) άσκηση (63) αστρολογία (2) Αυγουστίνος άγιος (3) αυταπάρνηση (31) αυτεξούσιο (2) αυτογνωσία (148) αυτοθυσἰα (26) αυτοκτονία (9) αχαριστία (6) Β Παρουσία (10) Β' Παρουσία (11) βάπτιση (17) βάπτισμα (31) Βαρβάρα αγία (1) Βαρσανουφίου Οσίου (31) Βασιλεία Θεού (33) Βασίλειος ο Μέγας (32) Βελιμίροβιτς Νικόλαος Άγιος (32) βία (4) βιβλίο (31) βιοηθική (10) βίος (1) Βουδδισμός (5) γαλήνη (2) γάμος (125) Γένεση (5) Γέννηση Κυρίου (14) Γεροντικόν (195) Γερόντισσα Γαβριηλία (1) Γεώργιος Άγιος (1) γηρατειά (11) γιόγκα (4) γλώσσα (64) γνώση (25) Γνωστικισμός (3) γονείς (134) Γρηγόριος Νεοκαισαρείας άγιος (1) Γρηγόριος Νύσσης Άγιος (2) Γρηγόριος ο Θεολόγος (20) Γρηγόριος ο Παλαμάς όσιος (9) γυναίκα (36) δάκρυα (57) δάσκαλος (24) Δεύτερη Παρουσία (27) Δημήτριος Άγιος (1) Δημιουργία (62) διάβολος (233) Διάδοχος Φωτικής όσιος (13) διαίσθηση (1) διακονία (4) διάκριση (147) διάλογος (5) δικαιο (4) δικαιοσύνη (38) Διονύσιος Αρεοπαγίτης Άγιος (2) Διονύσιος Κορίνθου άγιος (1) Δογματικα Θέματα (205) Δογματική Τρεμπέλα (1) δύναμη (68) Δωρόθεος αββάς (10) εγκράτεια (19) εγωισμός (248) εικόνες (34) Ειρηναίος Λουγδούνου άγιος (4) ειρήνη (54) εκκλησία (236) Εκκλησιαστική Ιστορία (24) Εκκλησιαστική περιουσία (3) έκτρωση (5) έλεγχος (16) ελεημοσύνη (114) ελευθερία (62) Ελλάδα (19) ελπίδα (61) εμπιστοσὐνη (58) εντολές (12) Εξαήμερος (2) εξέλιξης θεωρία (16) Εξομολόγηση (167) εξωγήινοι (13) εξωσωματική γονιμοποίηση (5) Εορτή (3) επάγγελμα (17) επιείκεια (2) επιμονἠ (52) επιστήμη (108) εργασία (80) Ερμηνεία Αγίας Γραφής (183) έρωτας (19) έρωτας θείος (9) εσωστρέφεια (1) Ευαγγέλια (193) Ευαγγέλιο Ιωάννη Ερμηνεία (33) Ευαγγελισμός (2) ευγένεια (15) ευγνωμοσὐνη (42) ευλογία (5) Ευμένιος Όσιος γέροντας (7) ευσπλαχνία (34) ευτυχία (65) ευχαριστία (53) Εφραίμ Κατουνακιώτης Όσιος (26) Εφραίμ ο Σύρος όσιος (6) εχεμύθεια (1) ζήλεια (15) ζώα (46) ζωή (34) ηθική (14) ησυχία (32) θάνατος (299) θάρρος (99) θαύμα (254) θέατρο (5) Θεία Κοινωνία (179) Θεία Λειτουργία (127) θεία Πρόνοια (14) θἐλημα (54) θέληση (38) θεογνωσία (2) Θεόδωρος Στουδίτης όσιος (36) θεολογία (29) Θεός (330) Θεοφάνεια (6) Θεοφάνους Εγκλείστου Αγίου (5) θέωση (6) θλίψεις (280) θρησκείες (43) θυμός (100) Ιάκωβος Αδελφόθεος Άγιος (1) Ιάκωβος Τσαλίκης Όσιος (14) ιατρική (13) Ιγνάτιος Θεοφόρος (9) Ιγνάτιος Μπριαντσανίνωφ Άγιος (6) ιεραποστολή (47) ιερέας (177) ιερωσύνη (16) Ινδουισμός (14) Ιουδαίοι (1) Ιουστίνος άγιος (3) Ιουστίνος Πόποβιτς Άγιος (58) Ιππόλυτος άγιος (1) Ισαάκ ο Σύρος (5) Ισίδωρος Πηλουσιώτης όσιος (36) Ισλάμ (11) Ιστορία Ελληνική (8) Ιστορία Παγκόσμια (14) Ιστορικότης Χριστού (1) Ιωάννης Δαμασκηνός Άγιος (1) Ιωάννης Θεολόγος (3) Ιωάννης Κροστάνδης (330) Ιωάννης Χρυσόστομος (397) Ιωσήφ Ησυχαστής Άγιος (6) Καινή Διαθήκη Ερμηνεία (138) Καινή Διαθήκη κριτικό κείμενο NestleAland (5) Κανόνες Εκκλησίας (4) καρδιά (117) Κασσιανός Όσιος (4) κατάκριση (132) καταναλωτισμός (8) Κατηχητικό (4) καύση νεκρών (1) κενοδοξία (14) κήρυγμα (53) Κίνητρα (3) Κλήμης Αλεξανδρέας (1) Κλήμης Ρώμης άγιος (1) Κλίμακα (6) κλοπή (5) Κοίμησις Θεοτόκου (25) κοινωνία (167) κόλαση (50) Κόντογλου Φώτης (4) Κοσμάς Αιτωλός Άγιος (2) Κουάκεροι (1) ΚράτοςΕκκλησία (1) Κρίσις Μέλλουσα (47) Κυπριανός άγιος (1) Κύριλλος Άγιος (1) Λατρεία Θεία (75) λείψανα (9) λογική (1) λογισμοί (116) λόγος Θεού (21) Λουκάς Κριμαίας Άγιος (12) λύπη (60) μαγεία (19) μακροθυμία (5) Μανιχαϊσμός (1) Μάξιμος Ομολογητής (15) Μαρία Αιγυπτία Αγία (2) Μαρκίων αιρετικός (1) μάρτυρες (24) μεγαλοσὐνη (7) Μεθοδιστές (1) μελέτη (59) μετά θάνατον (44) μετά θάνατον ζωή (101) Μεταμόρφωση (11) μετάνοια (365) Μετάσταση (1) μετάφραση (13) Μετενσάρκωση (8) μητέρα (56) Μητροπολίτης Σουρόζ Αντώνιος (2) μίσος (11) ΜΜΕ (4) μνημόσυνα (9) μοναξιά (21) μοναχισμός (114) Μορμόνοι (1) μόρφωση (20) μουσική (8) Ναός (17) ναρκωτικά (4) Νέα ΕποχήNew Age (1) Νεκτάριος άγιος (27) νέοι (27) νεοπαγανισμός (7) νηστεία (67) νήψη (2) Νικηφόρος ο Λεπρός Άγιος (3) Νικόδημος Αγιορείτης Άγιος (1) Νικόλαος Άγιος (8) Νικόλαος Καβάσιλας Άγιος (2) Νικόλαος Πλανάς Άγιος (1) νους (54) οικονομία (2) Οικουμενισμός (4) ομολογία (3) ομορφιά (17) ομοφυλοφιλία (2) όνειρα (35) οραμα (25) οράματα (32) οργή (2) ορθοδο (1) Ορθοδοξία (292) όρκος (1) πάθη (267) πάθος (38) παιδεία (24) παιδιά (138) Παΐσιος Όσιος (380) Παλαιά Διαθήκη (7) Παλαιά Διαθήκη Ερμηνεία (10) παλαιοημερολογίτες (17) Παναγία (333) Παπαδόπουλος Στυλιανός (3) παράδειγμα (38) Παράδεισος (113) Παράδοση Ιερά (9) Παρασκευή Αγία (1) Παρθένιος ο Χίος Όσιος (2) Πάσχα (22) πατήρ Νικόλαος Πουλάδας (21) πατρίδα (9) Πατρολογία (19) Παύλος Απόστολος (4) πειρασμοί (27) Πεντηκοστή (12) περιέργεια (3) Πέτρος Απόστολος (1) πίστη (540) πλησἰον (69) πλούτος (73) Πνευματικές Νουθεσίες (92) πνευματική ζωή (278) πνευματικός πατέρας (120) πνευματισμός (10) ποίηση (21) πόλεμος (28) πολιτική (25) πολιτισμός (9) Πορφύριος Όσιος (271) πραότητα (7) προθυμἰα (28) Πρόνοια (5) Πρόνοια Θεία (90) προορισμός (16) προσευχή (806) προσοχή (51) προσπἀθεια (139) προτεσταντισμός (29) προφητείες (15) ραθυμία (18) Ρωμαιοκαθολικισμός (36) Σάββας Καλύμνου Άγιος (1) Σαρακοστή (12) σεβασμός (28) Σεραφείμ του Σαρώφ Όσιος (11) Σιλουανός Άγιος (2) σιωπή (14) σοφία (54) Σπυρίδων Άγιος (2) σταθερότητα (2) Σταυρός (84) Σταυροφορίες (4) Σταύρωση (53) συγχώρηση (92) συκοφαντία (2) Συμεών Νέος Θεολόγος όσιος (88) συμπὀνια (23) συναξάρι (2) συνείδηση (25) σχίσμα (34) σώμα (49) σωτηρία (47) Σωφρόνιος του Έσσεξ Άγιος (35) τάματα (2) ταπεινοφροσύνη (270) ταπείνωση (196) Τέλος Κόσμου (4) Τερτυλλιανός (1) Τεσσαρακοστή Μεγάλη (6) τέχνη (1) τιμωρία (19) Τριάδα Αγία (35) τύχη (2) υγεία (8) υλικά αγαθά (43) υπακοή (124) Υπαπαντή (2) υπαρξιακά (73) υπερηφἀνεια (55) υποκρισία (26) υπομονή (222) φανατισμός (5) φαντασία (5) φαντάσματα (3) φιλαργυρἰα (9) φιλαυτἰα (10) φιλία (30) φιλοσοφία (23) Φλωρόφσκυ Γεώργιος (3) φόβος (56) φὀβος Θεοὐ (26) φως (44) Φώτιος άγιος (1) χαρά (123) Χαράλαμπος Άγιος (1) χάρις θεία (119) χαρίσματα (39) Χειρόγραφα Καινής Διαθήκης (1) Χριστιανισμός (21) χριστιανός (101) Χριστός (362) Χριστούγεννα (69) χρόνος (36) ψαλμωδία (7) ψεύδος (22) ψυχαγωγία (10) ψυχή (270) ψυχολογία (25)