Οι Προτεστάντες, ως άνθρωποι λογικοκρατούμενοι, απορρίπτουν ορισμένες πτυχές του θεομητορικού δόγματος. Και ενώ δέχονται την παρθενική σύλληψη του Χριστού, περί της οποίας ομιλεί σαφώς η Γραφή, αρνούνται την παρθενική γέννησή του, γιατί μια γέννηση καταστρέφει φυσιολογικά την παρθενία της όποιας μητέρας. Αυτό βέβαια είναι αληθινό στη φυσική τάξη των πραγμάτων. Κάθε μάνα που γεννά δεν μπορεί να παραμένει παρθένος. Πέρα από τα στεγανά όρια της φύσεως και της λογικής οι άνθρωποι δεν έχουν αίσθηση της μυστηριακής πραγματικότητας, η οποία νικά «φύσεως τάξιν». Κατ’ αυτούς ο τρόπος γεννήσεως του Χριστού δεν έχει μεγάλη σημασία. Δεν προσδίδει μεγάλο αξίωμα στη Μητέρα. Δεν μπορούν να την εντοπίσουν στην υπερφυσική διάσταση του μυστηρίου της. Δεν μπορούν να δουν την καινότητα του τόκου του Υιού του Θεού, που γίνεται η άφθαρτη απαρχή μιας νέας πνευματικής ανακαίνισης και αναγέννησης των ανθρώπων. Μιας αναγέννησης που σπάει τα δεσμά της φθοράς που απορρέουν από την παλαιότητα της φύσεως του Αδάμ. Μένουν ασάλευτα δεμένοι με τη φύση. Η υπερφύση δεν τους ακουμπά.
Πολύ λιγότερο δεν μπορούν να δεχτούν το «αειπάρθενον» της Θεοτόκου. Κατά τους Προτεστάντες μετά τη γέννηση του Ιησού, η Μαρία ήλθε σε γαμική σχέση με τον Ιωσήφ, από την οποία απέκτησε τέκνα ,τους φερομένους ως αδελφούς του Χριστού⁸⁷. Τις αντιλήψεις τους αυτές, προσπαθούν να τις στηρίξουν στην αγία Γραφή. Έτσι προσάγουν τα χωρία, εις τα οποία μνημονεύονται οι αδελφοί του Κυρίου και το Ματθ.1,25: «ουκ εγίνωσκεν αυτήν έως ου έτεκε τον υιόν αυτής τον πρωτότοκον». Κακώς όμως, γιατί αδελφοί του Ιησού μπορούν να είναι στενοί συγγενείς του είτε από την πλευρά του Ιωσήφ (φυσικά τέκνα του από πρότερο γάμο) είτε από την πλευρά της Θεοτόκου. Την έννοια του αδελφού σημαίνοντος τον εξάδελφον ή ανεψιό, απαντούμε σε πολλά χωρία της Γραφής:Γεν.12,5. 13,8 .29,15.Η φράση «έως ου (έως ότου)» στην οποία στηρίζουν οι Διαμαρτυρόμενοι τη γνώμη τους, ότι δηλαδή ο Ιωσήφ δεν είχε σαρκική σχέση με τη Μαρία μέχρις ότου γέννησε τον Υιό της και μετά ταύτα ήλθε σε γαμική συνένωση με τη Μαρία, δεν μπορεί αναγκαίως να στηρίξει τις απόψεις τους.
Ο χρονικός προσδιορισμός αναφέρεται σε ένα ορισμένο χρονικό σημείο για το οποίο ενδιαφέρεται ο ομιλών, αφήνοντας τη χρονική συνέχεια ακαθόριστη. Στο Γεν. 8,7 γίνεται λόγος περί του κόρακος που βγήκε από την κιβωτό του Νώε, ο οποίος δεν επέστρεψε σ΄ αυτήν «έως του ξηρανθήναι το ύδωρ». Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι ο κόραξ γύρισε πίσω μετά την αποξήρανση των υδάτων (βλ.Ψαλμ.122,2). Ομοίως και η λέξη «πρωτότοκος» δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην τον πρώτο μεταξύ πολλών αδελφών, αλλά τον πρώτο γεννηθέντα (βλ.Εξοδ.34,19εξ.), άσχετα αν ακολουθούν ή όχι άλλοι αδελφοί.
Άλλωστε δεν θα ήταν σοβαρό να πιστέψουμε, ότι η Θεοτόκος μετά την πείρα της ως Μητέρας του Θεού και την αίγλη του θαύματος στο οποίο τόσο επάξια λειτούργησε, θα είχε σκέψη και επιθυμία να έλθει σε γαμική σχέση με άντρα («Πώς δηλαδή θα καταδεχόταν την συνένωση με άνδρα ενώ γέννησε το Θεό και γνώρισε το θαύμα με την πείρα των σημείων που έχουν ακολουθήσει. Μη βλασφημείς· όχι μόνο δεν είναι γνώρισμα συνετής σκέψης να σκέφτεται τέτοια, πόσο μάλλον και να τα κάνει» Ιωάννης Δαμασκηνός. Χρ. Ανδρούτσου, Δογματική σελ. 173). Ο Ιωσήφ ήταν απλώς «μνήστωρ» (αρραβωνιαστικός της Θεοτόκου) και όχι σύζυγός της.
(Ανδρέου Θεοδώρου, Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά, Αποστολική Διακονία, 2006 σελ. 115-117)