[...] Διαπιστώνω ότι εγώ, παρόλο που είμαι ιερέας του Θεού, λησμονώ συχνά ότι υπηρετώ το έργο της σωτηρίας των ανθρώπων και ότι ο Χριστός σταυρώθηκε για μένα και τους αδελφούς μου. Και γι’ αυτό ζω μέσα σε μία ανυπόφορη μοναξιά. Υπάρχουν ωστόσο και άλλες ώρες, όπου τα μάτια της ψυχής μου βλέπουν τον Εσταυρωμένο και όλα μεταβάλλονται. Εμφανίζεται η ανατολή, το φως της, η αισιοδοξία, η όρεξη για δραστηριότητα και μου δημιουργείται η αίσθηση ότι δεν είμαι μόνος, ότι έχω Κάποιον, ο οποίος ενδιαφέρεται για μένα και με προστατεύει.
Προσπαθώ να αυξήσω αυτές τις μυστικές ώρες, για να έχω το Χριστό περισσότερο κοντά μου, για να σταθεροποιείται μέσα μου η ελπίδα της σωτηρίας.
Ο νους μου γυρίζει και στους αδελφούς, οι οποίοι, ενώ έχουν καλή διάθεση και θέλουν να πληροφορούνται σχετικά με τη σωτηρία τους, αγνοούν βασικά στοιχεία της χριστιανικής ζωής. Ελπίζω να μη μείνουν μόνο στην αναζήτηση. Πρέπει να προχωρήσουν. Η ζωή τους δεν πρέπει να βυθίζεται στις βιοτικές μέριμνες, ούτε να θεωρούν μοναδικό τους σκοπό την ικανοποίηση των διαφόρων επιθυμιών που έχουν. Γνωρίζω τη δυσκολία τους στο να κάνουν τα πρώτα σταθερά βήματα προς το Θεό, να πάρουν δηλαδή την οριστική απόφαση ότι στη ζωή τους οδηγός και φάρος θα είναι το Ευαγγέλιο. Πολύ θα τους βοηθήσει σ’ αυτό η επικοινωνία τους με ανθρώπους, οι οποίοι βαδίζουν ανυπόκριτα στο δρόμο του Θεού και έχουν σχετική εμπειρία. Μετά από αυτή την αλλαγή τα πράγματα παίρνουν άλλες διαστάσεις και τα γεγονότα της ζωής τους χρονολογούνται με βάση αυτή τη στροφή τους προς το Θεό, θα λέγαμε. Όπως για τα ιστορικά γεγονότα λέμε ότι άλλα έγιναν τόσα χρόνια προ Χριστού και άλλα τόσα μετά Χριστόν, έτσι και τα γεγονότα της προσωπικής τους ζωής τα προσδιορίζουν χρονικά με βάση την απόφασή τους αυτή.
Το Χριστό τον γνωρίζουμε, ή καλύτερα αρχίζουμε να τον γνωρίζουμε, από τη στιγμή που αποδεχόμαστε τον τρόπο ζωής που μας υποδεικνύει. Η πρωτινή μας γνώση για το Χριστό ήταν μία πληροφόρηση, χωρίς ουσιαστικά αποτελέσματα.
Η γνωριμία του ανθρώπου με το Χριστό πρέπει να εξελιχθεί σε προσωπική σχέση, στην οποία δεν χωράει τρίτο πρόσωπο. Αυτός και ο Χριστός. Οι άλλοι απλώς βοηθούν και καθοδηγούν. Χρειάζεται όμως να επισημάνω το μεγάλο κίνδυνο. Δεν είναι λίγοι οι χριστιανοί, που νομίζουν ότι μπορούν να εξουσιοδοτήσουν κάποιον κληρικό ή και λαϊκό, για να προσεύχεται γι’ αυτούς και αυτό το θεωρούν ως εκπλήρωση των θρησκευτικών τους καθηκόντων. Λένε συνήθως: «Για μένα προσεύχεται ο τάδε άγιος κληρικός ή ο τάδε άγιος γέροντας. Η προσευχή του είναι θεοπειθής». Οι ίδιοι όμως συνεχίζουν να βρίσκονται σε ραθυμία και αδυνατούν να πάρουν κάποια απόφαση. Άλλοι αγιοποιούν τους γέροντές τους και θαρρούν ότι βρίσκονται μπροστά στην είσοδο του παραδείσου, καθώς ζουν με ψευδαισθήσεις. Τους φαντάζονται ως ένσαρκους άγγελους, που στοργικά τους προστατεύουν κάτω από τα φτερά τους. Βλέπουν επίσης με τη φαντασία τους φωτοστέφανο στα κεφάλια τους και ελπίζουν, οι δυστυχείς, ότι λίγο φως θα πάει και σ’ αυτούς... Τα λόγια τους τα απολυτοποιούν και τα δέχονται ως φωνή του Θεού και όχι σπάνια και τα όνειρά τους τα θεωρούν ως αποκαλύψεις του Θεού ή καλύτερα ως πιστοποιήσεις των πράξεων και των λόγων τους από τον ίδιο το Θεό. [...]
Προσοχή, αδελφοί. Προσοχή, αδελφοί, από τους «αδελφούς»! Μπορεί να σας ανοίξουν δυσθεράπευτες πληγές, οι οποίες, όταν θα τις αντιληφθείτε, είναι πιθανό να σας οδηγήσουν μακριά από την Εκκλησία, δηλαδή μακριά από τη σωτηρία.
Πνευματικά Θέματα, Πρεσβ. Διονυσίου Τάτση, Β΄ έκδοση: Ιούνιος 2008