Καθώς η πορεία μας στη Μεγάλη Τεσσαρακοστή μας οδηγεί από δόξης εις δόξαν, για να φθάσουμε βήμα βήμα να αντικρύσουμε την υπέρτατη δόξα της Εσταυρωμένης Θείας Αγάπης, της θυσιαστικής αγάπης της Αγίας Τριάδος, τιμούμε σήμερα τη μνήμη της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας. [1]
Η Οσία Μαρία η Αιγυπτία ήταν μία αμαρτωλή, μια γυναίκα της οποίας η αμαρτωλότητα ήταν γνωστή σε όλους και όχι μόνο στον Θεό· ίσως τη μικρότερη επίγνωση αυτής της αμαρτωλότητας να την είχε η ίδια, καθώς η αμαρτία ήταν η ζωή της. Και όμως, θέλησε κάποια μέρα να προσκυνήσει την εικόνα της Θεοτόκου σε μία εκκλησία. Το υπέρτατο κάλλος της Μητέρας του Θεού έφθασε στην καρδιά της και την άγγιξε. Όταν όμως έφθασε στην πύλη της εκκλησίας εκείνης, μια δύναμη την εμπόδιζε να διαβεί το κατώφλι. Ο Τελώνης δεν είχε εμποδιστεί να σταθεί εκεί, επειδή η καρδιά του ήταν συντετριμμένη· η Μαρία η Αιγυπτία δεν είχε συντετριμμένη καρδιά και η είσοδος στον Ναό ήταν απαγορευμένη γι’ αυτήν. Στεκόταν λοιπόν εκεί και ένιωθε ότι η κατάστασή της ήταν ασύμβατη με την αγιότητα της Παρουσίας του Θεού και της Θεοτόκου, που είναι ό,τι ιερότερο υπάρχει στη γη και στον ουρανό.
Η εμπειρία αυτή τη συγκλόνισε τόσο βαθιά, ώστε εγκατέλειψε όλα αυτά που ήταν ταυτισμένα με την ύπαρξή της, αποσύρθηκε στη έρημο και με μία άσκηση που τα λειτουργικά μας βιβλία χαρακτηρίζουν ως «ακραία» αγωνίστηκε να νικήσει τη σάρκα της, την ψυχή της, τις αναμνήσεις της – ό,τι ήταν αμαρτία, αλλά και καθετί που θα μπορούσε να την οδηγήσει μακριά από τον Θεό. Και ξέρουμε τώρα πόσο ένδοξη υπήρξε η ζωή της, τι άνθρωπος έγινε.
Τι μάθημα δίνει σ’ εμάς; Πόσες φορές έχει συμβεί να χτυπήσουμε και εμείς την πόρτα του Θεού με τον ίδιο τρόπο που επιχείρησε και η Μαρία να μπει στο χώρο της παρουσίας Του; Πόσες φορές προσπαθήσαμε να προσευχηθούμε, να Τον πλησιάσουμε εν σιωπή; Πόσες φορές λαχταρήσαμε τον Θεό και πόσες φορές νιώσαμε ότι ανάμεσα στην προσευχή μας και σ’ Αυτόν, ανάμεσα στην σιωπή μας και σ’ Αυτόν, ανάμεσα στη λαχτάρα μας και σ’ Αυτόν, υπήρχε ένα εμπόδιο που δεν μπορούσαμε να υπερπηδήσουμε; Φωνάξαμε, προσευχηθήκαμε σ’ έναν άδειο ουρανό, στραφήκαμε προς τις εικόνες, κι αυτές έμειναν σιωπηλές. Το μόνο που συναντούσαμε ήταν η απουσία του Θεού, μια απουσία τόσο τρομακτική, όχι μόνον επειδή δεν μπορούσαμε να Τον πλησιάσουμε, αλλά γιατί συνειδητοποιούσαμε ότι αν δεν Τον πλησιάσουμε, η ψυχή μας κείτεται άχρηστη, μέσα μας βασιλεύει το κενό, ένα κενό που αν συνεχιστεί, αν γίνει μόνιμη κατάστασή μας, θα σημάνει κάτι παραπάνω απ’ τον θάνατο – θα σημάνει τον απόλυτο χωρισμό.
Αλλά και πόσες φορές έχει χτυπήσει ο Θεός την πόρτα της καρδιάς μας! Θυμάστε τη φράση από την Αποκάλυψη: «Ἰδού, ἵσταμαι ἐπὶ τὴν θύραν καὶ κρούω…». Πόσες φορές -με τα λόγια του Ευαγγελίου, με τα γεγονότα της ψυχής μας, μ’ έναν ψίθυρο του Αγίου Πνεύματος, με όλους τους τρόπους που ο Θεός μεταχειρίζεται για να μας πλησιάσει- πόσες άραγε φορές δεν έχει χτυπήσει αυτή τη θύρα και πόσες φορές εμείς δεν εξασφαλίσαμε ότι θα παραμείνει κλειστή! Ή απλώς δεν φροντίσαμε να ανοίξει, διότι ήμασταν απασχολημένοι εκείνη τη στιγμή με πράγματα σημαντικότερα για μας από τη δική Του παρουσία που ερχόταν να μας διακόψει και να μας ενοχλήσει! Και πόσες φορές αρνηθήκαμε να ανοίξουμε αυτή την πόρτα, επειδή ο ερχομός του Κυρίου θα σήμαινε το τέλος κάποιων πραγμάτων που ήταν πολύτιμα και μετρούσαν για μας… Και Εκείνος στεκόταν χτυπώντας και η πόρτα μας ήταν κλειστή στο πρόσωπό Του: ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που όλες οι πόρτες ήταν κλειστές στο πρόσωπο της Μητέρας Του και του Ιωσήφ τη νύχτα της Γεννήσεως…
Πιθανόν να μη το βιώνουμε με την ένταση που θα έπρεπε· και όμως, για τον καθένα μας, η απόδειξη είναι απλώς και μόνο ότι βρισκόμαστε εδώ, και μαζί με εκατομμύρια άλλων ανθρώπων αντιληφθήκαμε κάποια στιγμή την παρουσία του Θεού, ακούσαμε τον χτύπο Του στη θύρα της καρδιάς μας – πιθανόν να ανοίξαμε μία χαραμάδα, να ακούσαμε τι μας έλεγε, να είχαμε μία στιγμή ενθουσιασμού, να ζήσαμε έξαφνα για μία στιγμή, και μετά να κλείσαμε και πάλι την πόρτα. Επιλέξαμε τη μοναξιά μας, επιλέξαμε να είμαστε χωρίς Αυτόν, νομίζοντας ότι έτσι θα είμαστε «ελεύθεροι» απ΄ Αυτόν: ποτέ δεν είμαστε ελεύθεροι· όχι γιατί μας σκλαβώνει, όχι γιατί μας καταδιώκει. Ποτέ δεν είμαστε ελεύθεροι, επειδή Αυτός είναι η υπέρτατη αναζήτηση όλης της ύπαρξής μας, γιατί Αυτός είναι το πλήρωμα της ζωής, η ευφροσύνη την οποία νοσταλγούμε και που ματαίως την ζητούμε δεξιά κι αριστερά.
Η Μαρία η Αιγυπτία, αντιμέτωπη με την απουσία του Θεού, με την άρνησή Του να της επιτρέψει να εισέλθει στον χώρο της Παρουσίας Του, αντιμέτωπη με μία κλειστή πόρτα μέσα της, ένιωσε ότι, αν δεν άνοιγε η πόρτα αυτή, όλα ήταν μάταια. Και αποστράφηκε καθετί που στεκόταν ανάμεσα σ’ αυτήν και στον θεό, ανάμεσα σ’ αυτήν και στη ζωή, στην πληρότητα, στην ευφροσύνη.
Μήπως δεν είναι αυτό ένα παράδειγμα, μια κλίση, μια εικόνα του τι θα μπορούσε να είναι η ζωή του καθενός μας; Μα ίσως πούμε: «Ναι, αυτό ίσχυε για εκείνην, ήταν μία μέλλουσα αγία…». Καθένας από μας έχει προσκληθεί να επικοινωνεί με τον Θεό με τέτοιο τρόπο, ώστε ο Θεός και εμείς να μπορούμε να γινόμαστε ένα, να γινόμαστε κοινωνοί θείας φύσεως, ζωντανά μέλη, αδελφοί, αδελφές, μέλη Χριστού, να γινόμαστε ναοί του Αγίου Πνεύματος, υιοί και θυγατέρες του Ζώντος Θεού! Αυτή είναι η κλήση μας· μπορεί αυτό να επιτευχθεί με μόνες τις δικές μας δυνάμεις; Όχι, δεν μπορεί. Αλλά μπορεί να το κατορθώσει ο Θεός μέσα μας μόνον αν στραφούμε σ’ Αυτόν με όλη μας τη διάνοια, όλη την καρδιά και όλη την προσδοκία μας, αποφασιστικά. Ναι, χρειάζεται αποφασιστικότητα, και λαχτάρα, παθιασμένη, απελπισμένη λαχτάρα… Και τότε… τότε όλα γίνονται δυνατά. Έχω συχνά θυμίσει ότι όταν ο απόστολος Παύλος ζήτησε από τον Θεό δύναμη για να εκπληρώσει την αποστολή του, ο Κύριος του είπε «Ἀρκεῖ σοί ἡ χάρις μου, ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται…» ( Β΄ Κορ. 12, 9). Και στο τέλος της ζωής του, έχοντας εκπληρώσει την αποστολή του, ο Παύλος,εν επιγνώσει της σημασίας των λόγων του είπε: «Πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντί με Χριστῷ»… Όλα λοιπόν είναι δυνατά, επειδή ο Θεός δεν μας καλεί για περισσότερα απ’ όσα μπορεί να επιτύχει με μας και μέσα σ’ εμάς.
Είμαστε τόσο αδύναμοι! Αλλά και πόση ελπίδα και έμπνευση μπορούμε να αντλήσουμε από κάθε Άγιο, στο πρόσωπο του οποίου ξεδιπλώθηκαν και τελειώθηκαν η δόξα, η δύναμη, η νίκη, η ίδια η ζωή!
Ας εμπνευσθούμε λοιπόν για άλλη μία φορά από αυτά που ακούμε, από αυτά που αντλούμε από το Ευαγγέλιο, τη Θεία Κοινωνία, την προσευχή, τη σιωπή και την παρουσία του Θεού. Και ας κάνουμε ένα ακόμη βήμα μπροστά προς τη θέα της αγάπης Του που θα φανερωθεί κατά τη Μεγάλη Εβδομάδα, στα τελευταία βήματα προς τον Γολγοθά, με την τελική νίκη της Σταυρωμένης Αγάπης και της Αναστάσεως. Αμήν.
[1] Ομιλία που εκφωνήθηκε στις 16 Απριλίου του 1989.
(Anthony Bloom, Στο φως της κρίσης του Θεού: Πορεία από το Τριώδιο στην Ανάσταση, 1η έκδοση, εκδ. Εν πλω, Αθήνα, 2009)