ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ Μ.ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ

ΙΕΡΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ Μ.ΕΒΔΟΜΑΔΑ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ 
ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΚΛΕΙΝΟΥΜΕ ΡΑΝΤΕΒΟΥ (!!!).

ΜΕΓΑΛΗ ΔΕΥΤΕΡΑ

Πρωί 12 - 2 μ.μ. 

Απόγευμα: 5.30 - 7

Βράδυ 8.30 - 10.30

ΜΕΓΑΛΗ ΤΡΙΤΗ

Πρωί 12 - 2 μ.μ.

Απόγευμα: 5.30 - 7

Βράδυ 8.45 - 10.30

ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΤΑΡΤΗ

Πρωί 10 - 1μ.μ.

ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ

Πρωί  10 - 1.30 μ.μ.

Βράδυ 10 - 12

ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

Πρωί  11.30 - 2 μ.μ.

Απόγευμα 5.30 - 7 μ.μ. Βράδυ 10 - 11

ΜΕΓΑΛΟ ΣΑΒΒΑΤΟ  Πρωί 10 - 1 μ.μ.




 

ΜΕΓΑΛΗ ΔΕΥΤΕΡΑ

Πρωί 12 - 2 μ.μ. 

Απόγευμα: 5.30 - 7

Βράδυ 8.30 - 10.30

ΜΕΓΑΛΗ ΤΡΙΤΗ

Πρωί 12 - 2 μ.μ.

Απόγευμα: 5.30 - 7

Βράδυ 8.45 - 10.30

ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΤΑΡΤΗ

Πρωί 10 - 1μ.μ.

ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ

Πρωί 10 - 1.30 μ.μ.

Βράδυ 10 - 12

ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

Πρωί 11.30 - 2 μ.μ.

Απόγευμα 5.30 - 7 μ.μ. Βράδυ 10 - 11

ΜΕΓΑΛΟ ΣΑΒΒΑΤΟ  Πρωί 10 - 1 μ.μ.

E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Η πνευματική ζωή των συζύγων
-Γέροντα, όταν ο άνδρας δεν ζη πνευματικά, η γυναίκα τί πρέπει να κάνη;
-Να τον αναθέση στον Χριστό και να προσεύχεται να μαλακώση λίγο την καρδιά του.
Σιγά-σιγά θα κάνη αποβίβαση ο Χριστός στην καρδιά του και θα αρχίση να προβληματίζεται.
Μόλις μαλακώση λίγο η καρδιά του, τότε μπορεί να του πη να την πάη λ.χ. με το αυτοκίνητο στην εκκλησία.
Δεν θα του πή: «έλα κι εσύ στην εκκλησία», αλλά θα του πή: «Μπορείς, σε παρακαλώ, να με πάς μέχρι την εκκλησία;».
Αν την πάη μέχρις εκεί, μπορεί να πή: «Αφού ήρθα ώς εδώ, ας μπώ κι εγώ λίγο μέσα να ανάψω ένα κερί».
Και έτσι σιγά-σιγά ίσως προχωρήση και παραπέρα.
-Μπορεί, Γέροντα, ο Πνευματικός της γυναίκας να βοηθήση με κάποιον τρόπο και τον άνδρα;
-Μερικές φορές, για να βοηθηθή ο άνδρας, ο Πνευματικός πρέπει να κάνη πνευματική εργασία στην γυναίκα.
Από την γυναίκα θα μεταδοθή το καλό στον άνδρα καί, αν έχη αγαθή καρδιά, ο Θεός θα τον βοηθήση να αλλάξη.
Η γυναίκα έχει στην φύση της την ευλάβεια.
Αλλά, όταν ο άνδρας, ενώ είναι λίγο αδιάφορος προς την Εκκλησία, πάρη μια στροφή πνευματική,
μετά προχωράει σταθερά πνευματικά και η γυναίκα δεν τον φθάνει.
Μπορεί μάλιστα να αρχίση να τον ζηλεύη, επειδή δεν προχωράει αυτή. Γι’ αυτό, στις περιπτώσεις αυτές,
λέω στους άνδρες να προσέχουν. Γιατί τί γίνεται; Όσο προχωράει ο άνδρας πνευματικά,
η γυναίκα, αν δεν ζη κι εκείνη πνευματικά, τόσο του πάει κόντρα.
Αν πη ο άνδρας: «πέρασε η ώρα, σήκω να πάμε στην εκκλησία», του λέει: «Αντε, τράβα μόνος σου!
Δεν με καταλαβαίνεις, έχω ένα σωρό δουλειές...». Ή, αν της πη ο άνδρας: «καλά, σβηστό έχεις το καντήλι;»
ή αν πάη να το ανάψη εκείνος, πληγώνει τον εγωισμό της και βάζει τις φωνές: «Τί, παπάς θα γίνης; καλόγερος είσαι;».
Μπορεί ακόμη και να του πή: «Τί το καίμε το καντήλι; Καλύτερα να δώσουμε το λάδι σε κανέναν φτωχό».
Μέχρις εκεί μπορεί να φθάση, σε προτεσταντικές θεωρίες. Φυσικά, ύστερα στενοχωριέται για τις δικαιολογίες που είπε,
αλλά στενοχωριέται και για την πρόοδο που βλέπει στον άνδρα της.
Χίλιες φορές σ’ αυτές τις περιπτώσεις να μείνη σβηστό το καντήλι, παρά να πάη ο άνδρας να το ανάψη.
Για να γλιτώσω λοιπόν τις οικογένειες από την διάλυση, λέω στους άνδρες: «Να πής στην γυναίκα σου,
όταν την βρής σε καλή ώρα: "Αν πηγαίνω στην εκκλησία και κάνω λίγη προσευχή και καμμιά μετάνοια ή διαβάζω
κανένα βιβλίο πνευματικό, δεν τα κάνω αυτά από πολλή ευλάβεια, αλλά γιατί αυτά με φρενάρουν, με συγκρατούν,
ώστε να μην παρασυρθώ από αυτήν την ελεεινή κοινωνία και πάω στα μπουζούκια με παρέες κ.λπ."».
Όταν ο άνδρας χειρισθή έτσι το θέμα, τότε η γυναίκα χαίρεται και μπορεί να αλλάξη και να τον ξεπεράση στα πνευματικά.
Αν δεν το χειρισθή όμως έτσι, της σπάζει τα κόκκαλα. Μπορεί να φθάσουν σε χωρισμό.
Αν θέλη ο άνδρας να βοηθήση την γυναίκα πνευματικά, ας προσπαθήση να την συνδέση με κάποια οικογένεια
που ζη πνευματικά και η μητέρα έχει ευλάβεια, ώστε να παρακινηθή να την μιμηθή.

(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ. 157-159)

Η επέμβασις του αρχαγγέλου

Το πρωί της Κυριακής, 20 Οκτωβρίου 1945, μια ενδεκαμελής ομάδα εφίππων ανταρτών κυνηγούσε τον ονομαστό για την ευλάβεια του παπα – Δημήτρη Γκαγκαστάθη, που κατευθυνόταν στο χωριό Βασιλική Τρικάλων.

«Με κυνηγούσαν, έβριζαν και έριχναν με τα Στεν, διηγείται ο ίδιος. Δεν μπορούσαν όμως να με φονεύσουν! Οι σφαίρες τρύπαγαν τα ράσα, δεν με τσίμπαγε όμως καμμιά!

Με πλησίασαν και με περικύκλωσαν στα πενήντα μέτρα γύρω – γύρω. Εγώ, καθώς βρισκόμουν στον κίνδυνο, σήκωσα τα χέρια πάνω, προς τον ουρανό, και φώναξα από το βάθος της ψυχής μου:

- Μιχαήλ, αρχάγγελε, σώσε με, κινδυνεύω.

Ω του θαύματος! Σαν αστραπή παρουσιάστηκε ο αρχάγγελος στον αρχηγό των ανταρτών. Είδε ένα νέο με σπαθί, που του έκοψε τα σχοινιά από τη σέλλα του αλόγου, τον έριξε κάτω και του έσπασε τη σπονδυλική στήλη. Οι υπόλοιποι δέκα αντάρτες έμειναν ακίνητοι, σαν να τους χτυπούσε ηλεκτρικό ρεύμα! Οι ενορίτες της Βασιλικής (που άκουγαν τους πυροβολισμούς) έφυγαν από την εκκλησία και βγήκαν έξω, πάνω στο βουνό, να παρακολουθήσουν τι θα γίνω.

Ακούω τότε μια φωνή – ήταν του αρχηγού των ανταρτών – να λέη:

- Να μας συγχωρήσης, παπά μου, και να πηγαίνης στο καλό. Έχεις όριο ζωής. Έχεις υψηλούς προστάτες!

- Ευχαριστώ, απάντησα.

Τους συγχώρησα και τους ευχήθηκα ο Θεός να τους φωτίση, να μετανοήσουν και να γίνουν καλοί άνθρωποι».

(Παπα –Δημήτρης Γκαγκαστάθης)

("Χαρίσματα και Χαρισματούχοι", Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Β΄, σ. 174-175)

Η απλότητα της Αγ. Γραφής!

Για το κορυφαίο βιβλίο "Μετά τα Φυσικά" του Αριστοτέλη, ο μεγάλος Άραβας φιλόσοφος Αβικέννας ομολογεί ότι είχε διαβάσει αυτό 40 φορές, χωρίς να το κατανοήσει!

Ο μεγάλος Φιλόσοφος Έγελος (Hegel) έλεγε: "Μόνο ένας άνθρωπος με κατάλαβε, και αυτός δεν με κατάλαβε!"

Για το βιβλίο "Το Ον και το Μηδέν" του σύγχρονου αθέου φιλοσόφου Σαρτρ, είπε κάποιος: "αρκούν τα δάχτυλα του ενός χεριού για καταμέτρηση εκείνων, οι οποίοι είχαν την υπομονή να διαβάσουν γραμμή προς γραμμή το έργο αυτό και πολύ λιγότερα για να υπολογιστούν εκείνοι, οι οποίοι μπορούν να βεβαιώσουν με κάθε εντιμότητα, ότι το κατάλαβαν πλήρως"!

Πόσο διαφορετικό το ύψιστο Βιβλίο, η Αγία Γραφή. Τα μεγαλύτερα μυστήρια, γραμμένα με τον πιο απλό, σαφή, κατανοητό τρόπο και για τον πιο αμόρφωτο άνθρωπο. Η ύψιστη ΤΕΛΕΙΟΤΗΤΑ με τη μέγιστη ΑΠΛΟΤΗΤΑ και σαφήνεια, για να αποκτήσουμε την ευτυχία και τη γνώση των πάντων! (π.Ν.)

"Δεν σε φοβούμεθα, διάβολε· όχι, δεν σε φοβούμεθα.

Δεν δειλιάζομεν πλέον τας επιβουλάς σου. Δεν βάνομεν

εις τον νουν μας τους λυπηρούς λογισμούς οπού μας προσβάλλεις.

Καταφρονούμεν ως βέλη νηπίων τα βέλη και τα τόξα σου.

Έχομεν γαρ, έχομεν βοηθούς και άγρυπνους ημών φύλακας

τους δύο μέγιστους Αρχαγγέλους.

Έχομεν τον ηλιόμορφο Μιχαήλ, ο οποίος σε κατεκρήμνισεν από

τους ουρανούς εις τα καταχθόνια·

έχομεν τον ιεροπρεπέστατον Γαβριήλ, ο οποίος με της χαράς του

τα ευαγγέλια διέλυσεν ως αράχνην την πρώτη λύπην και κατάρα

όπου προξένησες εις το γένος μας".

Aγ. Νικοδήμου του Αγιορείτη

(πηγή: περιοδικό «ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ», Ιεράς Μονής Ξηροποτάμου,
τ. 8-9, 147)

V΄.  Ήταν ένας μεγάλος ησυχαστής στο όρος της Αθλίβεως. Και ήλθαν κατεπάνω του ληστές. Και φώναξε ο γέρων. Και ακούοντας οι γείτονές του, έπιασαν τους ληστές, τους έστειλαν στον ηγεμόνα και τους έβαλε στη φυλακή. Και λυπήθηκαν οι αδελφοί, λέγοντας: «Εξ αιτίας μας το έπαθαν». Σηκώθηκαν λοιπόν, πήγαν στον Αββά Ποιμένα και του ανέφεραν το γεγονός. Και εκείνος έγραψε στον γέροντα, λέγοντας: «Κατάλαβε από πού έγινε η πρώτη προδοσία και τότε θα δής τη δεύτερη. Γιατί αν δεν είχες πριν προδοθή από μέσα, δεν θα έκανες τη δεύτερη προδοσία». Άκουσε λοιπόν τί του έγραφε ο Αββάς Ποιμήν —ήταν δε ονομαστός σε όλη τη χώρα και δεν έβγαινε από το κελλί του — οπότε σηκώνεται, πηγαίνει στην πόλη και βγάζει τους κακοποιούς από τη φυλακή, ελευθερώνοντάς τους μπροστά σε όλους.
Vα΄. Είπε ο Αββάς Ποιμήν: «Δεν υπάρχει μοναχός μεμψίμοιρος. Δεν υπάρχει μοναχός εκδικητικός. Δεν υπάρχει μοναχός οργίλος».
Vβ’. Πήγαν μερικοί γέροντες στον Αββά Ποιμένα και του είπαν: «Εγκρίνεις, αν δούμε μοναχούς να νυστάζουν στη σύναξη, να τους ξυπνάμε σκουντώντας τους, ώστε να γρηγορούν στην αγρυπνία;». Και εκείνος τους λέγει: «Εγώ θα έκανα το αντίθετο. Αν έβλεπα αδελφό να νυστάζη, θα έβαζα το κεφάλι του πάνω στα γόνατά μου, για να τον αναπαύσω».
Vγ’. Έλεγαν για κάποιον αδελφό, ότι τον παρακινούσαν οι λογισμοί σε βλασφημία και ντρεπόταν να το πη. Και όπου άκουε μεγάλους γέροντες, πήγαινε σ΄ αυτούς, να τους το φανερώση.  Αλλά μόλις έφθανε, ντρεπόταν να το ομολογήση. Πολλές φορές λοιπόν πήγε και στον Αββά Ποιμένα. Και τον έβλεπε ο γέρων να έχη λογισμούς και λυπόταν οπού ο αδελφός δεν το φανέρωνε. Μια μέρα λοιπόν, προπέμποντάς τον, του έλεγε: «Να, τόσο καιρό έρχεσαι εδώ έχοντας λογισμούς να μου φανερώσης και όταν έρχεσαι, δεν θέλεις να τους πής, αλλά κάθε φορά φεύγεις με θλίψη, έχοντάς τους. Πες μου λοιπόν, τέκνο μου, τί είναι αυτό όπου έχεις;». Και εκείνος του είπε ότι σε βλασφημία τον παρακινούσε ο δαίμων και ότι ντρεπόταν να το πη. Και αφού του εξιστόρησε τί του συνέβαινε, ευθύς ξαλάφρωσε. Και του είπε ο γέρων: «Μη θλίβεσαι, τέκνο μου. Αλλα όταν έρχεται αυτός ο λογισμός, λέγε: Είμαι αδιάφορος γι΄ αυτό. Η βλασφημία σου, επάνω σου, σατανά. Γιατί αυτό δεν το θέλει η ψυχή μου. Και κάθε τί όπου δεν το θέλει η ψυχή, λιγόχρονο είναι». Και θεραπευμένος ο αδελφός, έφυγε.
Vδ’. Συμβουλεύθηκε ένας αδελφός τον Αββά Ποιμένα, λέγοντας: «Βλέπω, ότι, όπου και αν πάω, δεν με αφήνει η πρόνοια του Θεού». Του λέγει ο γέρων: «Και αυτοί όπου κρατούν σπαθί στο χέρι, έχουν τον Θεό να τους ελεή στον παρόντα καιρό. Αν λοιπόν είμαστε ανδρείοι, δεν μας αφήνει το έλεός του».
Vε’. Είπε ο Αββάς Ποιμήν: «Αν τινάς μεμφθή τον εαυτό του, παντού δείχνει καρτερία».
Vστ’. Είπε πάλι: «Ο Αββάς Αμμωνάς έλεγε, ότι υπάρχει άνθρωπος όπου κάνει εκατό χρόνια σε κελλί και δεν μαθαίνει πώς πρέπει να μένη στο κελλί».
Vζ΄. Είπε ο Αββάς Ποιμήν, ότι, αν φθάση τινάς στο ρητό του Αποστόλου, το «πάντα καθαρά τοις καθαροίς», βλέπει τον εαυτό του κατώτερον όλης της κτίσεως. Του λέγει ο αδελφός: «Πώς μπορώ να λογαριάζω τον εαυτό μου κατώτερον από τον φονιά;». Του λέγει ο γέρων: «Αν φθάση τινάς σ΄ αυτό το ρητό και δη άνθρωπο να φονεύη, λέγει ότι μόνη αύτη την αμαρτία έκαμε αυτός, ενώ εγώ φονεύω κάθε μέρα».   
Vη’. Έκαμε ο αδελφός την ίδια ερώτηση στον Αββά Ανούβ, αναφέροντας και τί του είπε ο Αββάς Ποιμήν. Και του λέγει ο Αββάς Ανούβ: «Αν φθάση τινάς σ΄ αυτό το ρητό και δη τις ελλείψεις του αδελφού του, κάνει ώστε να τις καταπιή η δικαιοσύνη του». Του λέγει ο αδελφός: «Ποιά είναι η δικαιοσύνη του;». Αποκρίθηκε ο γέρων: «Το να καταμέμφεται πάντοτε τον εαυτό του».
Vθ’.. Ένας αδελφός είπε στον Αββά Ποιμένα: «Αν γλιστρήσω σε αξιοθρήνητο παράπτωμα, με κατατρώγει ο λογισμός μου, κατηγορώντας με: Γιατί να γλιστρήσης;». Του αποκρίνεται ο γέρων: «Την ώρα οπού γλιστρά τινάς σε αμαρτία και πη ήμαρτον, ευθύς η αμαρτία παύει».
ρ’. Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Ποιμένα, λέγοντας: «Γιατί πείθουν την ψυχή μου οι δαίμονες να είμαι με τον ανώτερό μου και με κάνουν να εξουδενώσω τον κατώτερό μου;». Του λέγει ο γέρων: «Γι αυτό είπε ο Απόστολος, ότι σε μεγάλο σπίτι δεν υπάρχουν μόνο σκεύη χρυσά και αργυρά, αλλά και ξύλινα και οστράκινα. Αν λοιπόν καθαρίση τινάς τον εαυτό του από όλα αυτά, θα είναι σκεύος σε τιμή, εύχρηστο στον Κύριο, ετοιμασμένο σε κάθε έργο αγαθό».
ρα’. Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Ποιμένα, λέγοντας: «Πώς δεν αφήνομαι ελεύθερος να ανακοινώνω στους γέροντες τους λογισμούς μου;». Του λέγει ο γέρων: «Είπε ο Αββάς Ιωάννης ο Κολοβός, ότι ο εχθρός με τίποτε άλλο δεν χαίρει όσο μ αυτούς οπού δεν φανερώνουν τους λογισμούς τους».
ρβ’. Ένας αδελφός είπε στον Αββά Ποιμένα: «Η καρδιά μου παραλύει με τον παραμικρό κόπο οπού θα μου τύχη». Του λέγει ο γέρων: «Δεν θαυμάζουμε τον Ιωσήφ, οπού ήταν παλικαράκι δεκαεφτά χρόνων, πώς υπέμεινε τον πειρασμό έως το τέλος; Και ο θεός τον δόξασε. Δεν βλέπουμε και τον Ιώβ πώς δεν υπεχώρησε έως το τέλος από την υπομονή; Και δεν μπόρεσαν οι πειρασμοί να τον κλονίσουν από την ελπίδα του Θεού».

(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)

ξζ’. Ρώτησε ο Αβραάμ του Αββά Αγάθωνος τον Αββά Ποιμένα, λέγοντας: «Πώς οι δαίμονες με πολεμούν;». Και του είπε ο Αββάς Ποιμήν: Εσένα πολεμούν οι δαίμονες; Δεν πολεμούν μαζί μας, εφ΄ όσον τα θελήματά μας κάνουμε. Γιατί τα θελήματά μας δαίμονες έχουν γίνη. Και αυτοί είναι οπού μας θλίβουν, για να τα πραγματοποιήσουμε. Και αν θέλης να δής με ποιούς πολέμησαν οι δαίμονες, με τον Μωϋσή και τους ομοίους του».
ξη’. Είπε ο Αββάς Ποιμήν, ότι αυτόν τον τρόπο ζωής ώρισε ο θεός στον Ισραήλ, το να απέχουν από κάθε τι όπου δεν είναι φυσικό. Ήγουν από την οργή και τον θυμό και τον ζήλο και το μίσος και την καταλαλιά εναντίον του αδελφού. Και τα λοιπά του παλαιού ανθρώπου.
ξθ’. Ζήτησε ένας αδελφός από τον Αββά Ποιμένα να του πη κάτι. Και του λέγει: «Οι πατέρες έβαλαν σαν αφετηρία το πένθος». Λέγει πάλι ο αδελφός: «Πες μου κάτι άλλο». Αποκρίνεται ο γέρων: «Όσο μπορείς, ας δουλεύης στο εργόχειρο, για να κάνης από το κέρδος έλεος. Γιατί είναι γραμμένο, ότι η ελεημοσύνη και η πίστη καθαρίζουν αμαρτίες». Λέγει ο αδελφός: «Τί είναι πίστη;». Απαντά ο γέρων: «Πίστη είναι το να ζη τινάς με ταπεινοφροσύνη και να κάνη έλεος».
ο’. Ένας αδελφός συμβουλεύθηκε τον Αββά Ποιμένα, λέγοντας: «Αν δω έναν αδελφό, όπου άκουσα ότι έφταιξε, δεν θέλω να τον μπάσω στο κελλί μου. Και αν δω κάποιον ενάρετο, νοιώθω χαρά μαζί του». Του λέγει ο γέρων: «Αν προσφέρης στον ενάρετο αδελφό λίγο καλό, διπλό κάμε το στον άλλον. Γιατί αυτός είναι ο αδύνατος. Υπήρχε σ΄ ένα Κοινόβιο κάποιος αναχωρητής, ονόματι Τιμόθεος. Και άκουσε ο ηγούμενος φήμη για πειρασμό ενός αδελφού. Και ρώτησε τον Τιμόθεο γι΄ αυτόν. Και εκείνος τον συμβούλευσε να διώξη τον αδελφό. Όταν λοιπόν τον έδιωξε, ήλθε ο πειρασμός του αδελφού εναντίον του Τιμόθεου, έως ότου αυτός κινδύνευσε. Και άκουσε φωνή να του λέγη: Τιμόθεε, μη νομίσης ότι σου τα έκαμα αυτά για άλλο λόγο, έκτος από το ότι δεν λογάριασες τον αδελφό σου στον καιρό του πειρασμού του».
οα’. Είπε ο Αββάς Ποιμήν, ότι για τούτο βρισκόμαστε σε τόσους πειρασμούς, για το ότι τα ονόματά μας και την τάξη δεν φυλάμε. Καθώς και η Γραφή λέγει. Δεν βλέπουμε τη γυναίκα τη Χαναναία όπου αποδέχθηκε το όνομά της και την ανέπαυσε ο Σωτήρ; Πάλι την Αβιγαία, όπου είπε στον Δαυίδ, ότι σ΄ εμένα είναι η αμαρτία και την άκουσε και την αγάπησε; Η Αβιγαία εκπροσωπεί την ψυχή και ο Δαυίδ τη θεότητα. Αν λοιπόν η ψυχή μεμφθή τον εαυτό της ενώπιον του Κυρίου, την αγαπά ο Κύριος.
οβ’. Διάβαινε κάποτε ο Αββάς Ποιμήν με τον Αββά Ανούβ, στα μέρη του Διόλκου. Και φτάνοντας κοντά στα μνήματα, βλέπουν μια γυναίκα να ολοφύρεται και να κλαίη πικρά. Σταμάτησαν λοιπόν και την κοίταζαν. Ύστερα, προχωρώντας λίγο, συνάντησαν κάποιον και τον ρώτησε ο Αββάς Ποιμήν: «Τί έχει αυτή η γυναίκα και κλαίει έτσι πικρά;». Και εκείνος του λέγει: «Πέθαναν ο άνδρας της, ο γυιός της και ο αδελφός της». Αποκρίνεται τότε ο Αββάς Ποιμήν και λέγει στον Αββά Ανούβ: «Σου λέγω ότι, αν ο άνθρωπος δεν νεκρώση όλα τα θελήματα της σαρκός και αποχτήση αυτό το πένθος, δεν μπορεί να γίνη μοναχός. Γιατί όλη η ζωή και όλος ο νους της στο πένθος είναι».
ογ’. Είπε ο Αββάς Ποιμήν: «Μη έχεις υψηλή ιδέα για τον εαυτό σου, αλλά προσκολλήσου σε άνθρωπο οπού κάνει καλή συντροφιά».
οδ’. Είπε πάλι: Αν πήγαινε κάποιος αδελφός στον Αββά Ιωάννη τον Κολοβό, αυτός του παρέδιδε την αγάπη, όπως τη διδάσκει ο Απόστολος: «Η αγάπη μακροθυμεί, χρηστεύεται».
οε’. Είπε πάλι, ότι ο Αββάς Αντώνιος έλεγε για τον Αββά Παμβώ: «Με τον φόβο οπού είχε στον Θεό, έκαμε να κατοική μέσα του το Πνεύμα του Θεού».
οστ’. Διηγήθηκε ένας από τους πατέρες για τον Αββά Ποιμένα και τους αδελφούς του, ότι έμεναν στην Αίγυπτο. Και επιθυμώντας η μητέρα τους να τους δη, δεν μπορούσε. Τους παρεφύλαξε λοιπόν καθώς πήγαιναν στην εκκλησία και τους συνάντησε.  Αλλά αυτοί, βλέποντας την, επέστρεψαν και της έκλεισαν κατά πρόσωπο τη θύρα. Και εκείνη, μπροστά στη θύρα, φώναξε κλαίοντας σπαραχτικά και λέγοντας: «Ας σας δώ, παιδιά μου αγαπημένα». Ακούοντάς τη δε ο Αββάς Ανούβ, μπήκε στο κελλί Του Αββά Ποιμένος και του  λέγει: «Τί να κάμουμε με την ηλικιωμένη αυτή γυναίκα οπού κλαίει μπροστά στη θύρα;». Και καθώς στεκόταν από μέσα, την άκουσε να κλαίη σπαραχτικά. Και της είπε: «Τί φωνάζεις έτσι, κυρούλα;». Και εκείνη, ακούοντας τη φωνή του, φώναζε τώρα πιο δυνατά, κλαίοντας και λέγοντας: «θέλω να σας δώ, παιδιά μου. Τί κακό είναι να σας δώ; Μη δεν είμαι η μητέρα σας; Εγώ δεν σας θήλασα; Με πήραν τα βαρειά γηρατειά. Άκουσα τη φωνή σου και αναστατώθηκα». Της λέγει ο γέρων: «Εδώ θέλεις να μας δής ή στον άλλο κόσμο;». Του λέγει: «Αν δεν σας δώ εδώ, θα σας δώ στον άλλο κόσμο;». Της αποκρίνεται: «Αν επιβληθής στον εαυτό σου να μη μας δής εδώ, θα μας δής εκεί». Έφυγε λοιπόν χαίροντας και λέγοντας: «Αν είναι να μη σας δώ εκεί όσο θέλω, δεν με γνοιάζει να μη σας δώ εδώ».
οζ΄. Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Ποιμένα, λέγοντας: «Τα υψηλά τί είναι;». Του λέγει ο γέρων: «Οι θείες εντολές».
οη’. Ήλθαν κάποτε μερικοί αιρετικοί στον Αββά Ποιμένα και άρχισαν να κατηγορούν τον Αρχιεπίσκοπο Αλεξανδρείας ότι από πρεσβυτέρους χειροτονήθηκε. Ο δε γέρων, μη απαντώντας τους, φώναξε τον αδελφό του και είπε: «Στρώσε τους τραπέζι, βάλε τους να φάνε και στείλε τους στο καλό».
οθ’. Είπε ο Αββάς Ποιμήν, ότι ένας αδελφός οπού συνοικούσε με αδελφούς, ρώτησε τον Αββά Βησσαρίωνα: «Τί να κάμω;». Και ο γέρων του είπε: «Να σιωπάς και να μη λογαριάζης τον εαυτό σου».
π’. Είπε πάλι: «Γι’ αυτόν οπού η καρδιά σου δεν σε πληροφορεί, μη έχεις προσοχή μέσα της».
πα’. Είπε πάλι: «Αν τον εαυτό σου εξουθενώσης, θα έχης ανάπαυση, όπου και αν βρίσκεσαι».
πβ’. Είπε πάλι: «Έλεγε ο Αββάς Σισώης: Υπάρχει αισχύνη, οπού έχει αφοβίας αμαρτία».
πγ’. Είπε πάλι: «Το θέλημα και η ανάπαυση και το να συνηθίζη τινάς σ΄ αυτά, καταβάλλουν τον άνθρωπο».
πδ΄. Είπε πάλι: «Αν είσαι σιωπητικός, θα έχης ανάπαυση σε οποίον τόπο και αν κατοίκησης».
πε΄. Είπε πάλι για τον Αββά Πίωρ, ότι κάθε μέρα έβαζε αρχή στην αρετή.
πστ΄. Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Ποιμένα, λέγοντας: «Εάν προληφθή άνθρωπος εν τίνι παραπτώματι και επιστρέψη, συγχωρείται από τον Θεό;». Του είπε ο γέρων: «Αλλά ο Θεός οπού πρόσταξε τους ανθρώπους να το κάνουν αυτό, πιο πολύ δεν θα το κάμη ο ίδιος; Γιατί πρόσταξε τον Πέτρο, λέγοντας: Έως εβδομηκοντάκις επτά άφες τω αδελφώ σου».
πζ΄. Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Ποιμένα, λέγοντας: «Είναι καλό πράγμα το να προσεύχεται τινάς;». Του λέγει λοιπόν ο γέρων ότι είπε ο Αββάς Αντώνιος: «Από τον ίδιο τον Κύριο προήλθε η φωνή οπού έλεγε: Παρακαλείτε τον λαόν μου, λέγει Κύριος, παρακαλείτε».
πη’. Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Ποιμένα, λέγοντας: «Μπορεί ο άνθρωπος να κρατήση όλους τους λογισμούς και κανέναν τους να μη δίνη στον εχθρό;». Και είπε ο γέρων: «Είναι άνθρωπος οπού παίρνει δέκα και δίνει ένα».

(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)

78. Ποιες ήταν οι επιδράσεις της αρχαίας ελληνικής σκέψεως (της φιλοσοφίας) πάνω στη θεολογική σκέψη της αρχαίας Εκκλησίας;

Ήταν και θετικές και αρνητικές, ανάλογα με το πνεύμα, τους σκοπούς και τις επιδιώξεις εκείνων που έκαναν χρήση αυτής.

Θετικές ήταν, όταν οι θεολόγοι της Εκκλησίας έκαναν χρήση της ελληνικής σκέψεως για να ερμηνεύσουν τις δογματικές αλήθειες της πίστεως, οι οποίες από τη φύση τους είναι σκοτεινές και δυσερμήνευτες και να τις κάνουν ευκολότερα αποδέκτες στο εκκλησιαστικό πλήρωμα και το πνευματικό περιβάλλον της εποχής. Κυρίως έπαιρναν φιλοσοφικούς όρους για ν’ αναπτύξουν μορφολογικά τα δόγματα, όπως ήταν οι όροι: ουσία, υπόσταση, πρόσωπο, ομοούσιο, ενυπόστατο κ.ά. Δεν είναι τυχαίο ότι η Α' εν Νικαία Οικουμενική Σύνοδος (325) χρησιμοποίησε τον όρο «ομοούσιος», για να διασαφήσει τη σχέση του Χριστού με το Θεό Πατέρα. Το έργο αυτό είναι κατά πάντα νόμιμο και χρήσιμο στην ιστορική ανέλιξη του δόγματος, το οποίο κατά την ουσία και τον εσώτερο πυρήνα του είναι αιώνιο και αμετάβλητο, δύναται όμως να εξελίσσεται μορφολογικά με τα εκάστοτε επιστημονικά μέσα της εποχής, για να γίνεται ευκολότερα καταληπτό από τους πιστούς.

Αρνητικές ήταν, όσες φορές η ελληνική φιλοσοφία δεν χρησιμοποιούνταν μόνο για τη μορφολογική ερμηνεία των δογμάτων, αλλά προχωρούσε βαθύτερα, μεταφέροντας φιλοσοφικές ιδέες και έννοιες στις δογματικές αλήθειες της Εκκλησίας. Με τον τρόπο αυτό η φιλοσοφία γινόταν όργανο διαστροφής και καταλύσεως των χριστιανικών δογμάτων. Κατά τον διαβόητο Harnack, προτεστάντη θεολόγο, τα χριστιανικά δόγματα δεν είναι τίποτε άλλο παρά η μεταφύτευση της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας στο θεολογικό χώρο της πρώτης Εκκλησίας. Η μομφή αυτή είναι φυσικά άδικη και αναληθής, καταλύουσα την αλήθεια του περιεχομένου της θείας αποκαλύψεως.

(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 109)

77. Που οφείλουν την ονομασία τους οι Αφθαρτοδοκήτες;

Από τη λέξη αφθαρσία, την οποία νόμιζαν ότι είχε η ανθρώπινη φύση του Χριστού, όταν αυτός ζούσε στη γη.

Και αυτή η αίρεση ανήκε στο ιδιαίτερο θεολογικό κλίμα της Αλεξανδρινής Σχολής. Ενώ οι Δοκήτες αρνούνταν, όπως είδαμε, την πραγματικότητα της ανθρώπινης φύσεως του Χριστού, ο Απολλινάριος αφαιρούσε απ’ αυτήν το λογικό στοιχείο της και οι Μονοφυσίτες την ήθελαν να απορροφάται και να αναλύεται στη θεία φύση, οι Άφθαρτοδοκήτες, θέλοντας να την εξωραΐσουν, αρνούνταν απ’ αυτήν τις φυσικές ανάγκες και τα αδιάβλητα πάθη της. Αρχηγός της αιρέσεως ήταν ο Ιούλιος Αλικαρνασσεύς. Αυτός δίδασκε ότι το σώμα του Χριστού ήδη από τη σύλληψη και τη γέννησή του ήταν υπεράνω των φυσικών αναγκών, πείνα, δίψα, κάματο κ.λπ., τα γνωστά ως αδιάβλητα πάθη της φύσεως. Αδιάβλητα δε, γιατί η ικανοποίησή τους δεν είναι αμαρτία. Αν δε στη Γραφή ο Χριστός φέρεται να τρώγει, να πίνει, να συγκινείται κ.τ.ο., αυτό δεν σημαίνει ότι είχε πραγματικές ανάγκες τις οποίες έπρεπε να ικανοποιήσει, αλλ΄ ήταν σκόπιμες και φαινομενικές κινήσεις της φύσεως, τις οποίες επέτρεπε ο Λόγος του Θεού για τους σκοπούς της θείας λυτρωτικής οικονομίας του. Δηλαδή πεινούσε, όταν ήθελε ο Θεός να πεινάσει κ.ο.κ.

Μια μερίδα αυτών με αρχηγό τον Αμμώνιο πήγαιναν μακρύτερα, λέγοντας ότι το σώμα του Χριστού δεν ήταν απλώς άκτιστο, αλλά μαζί και άυλο. Γιαυτό κι ονομάζονταν «Ακτιστίται». Ήταν ακρότατοι μονοφυσίτες. Όπως αντιλαμβανόμαστε, κύριος στόχος όλων των Μονοφυσιτών ήταν η απάμβλυνση και η πλήρης απομάκρυνση της αισθητής φύσεως από το Θεό, η οποία, σύμφωνα με τις διαρχικές αντιλήψεις της εποχής, θεωρούνταν ανάξια της θείας φύσεως.

(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 108)

«Έμαθα να αρκούμαι σ’ αυτά που έχω» (Φιλιπ. 4:11)

Ένας χριστιανός ρώτησε ένα φίλο του πώς είναι. Κι εκείνος με θλιμμένο ύφος απάντησε: «Κάτω από τις περιστάσεις που ζω, είμαι καλά». «Λυπάμαι πολύ γι’ αυτό» απάντησε ο χριστιανός φίλος του «που ζεις κάτω από τις περιστάσεις. Ο Θεός θέλει να ζούμε πάνω από τις περιστάσεις, εκεί που κι Αυτός βρίσκεται, για να μπορεί να ικανοποιεί τις καρδιές μας και να καλύπτει κάθε ανάγκη μας, καθημερινά και για την αιωνιότητα.
Πόσο αλήθεια είναι πως ο άνθρωπος που δεν εμπιστεύεται στο Θεό βρίσκεται πάντα κάτω από τις περιστάσεις που τον τριγυρίζουν! Μοιάζει με βάρκα στο ανοιχτό πέλαγος χωρίς τιμόνι και κουπιά. Αν υπάρχει κάτι που του εξασφαλίζει η σωτηρία του Χριστού, δεν είναι μόνο η συγχώρηση των αμαρτιών του και η συμφιλίωσή του με το Θεό, αλλά και η νίκη εναντίον των δυσκολιών και των ανώμαλων περιστάσεων της ζωής. Για μικρά και για μεγάλα, για όλα, ο χριστιανός αποβλέπει στον Ιησού και Τον πειραματίζεται ως τη μόνη ασφαλή οδό της επιτυχίας και της νίκης.


«Και βέβαια, όσα γράφτηκαν στο παρελθόν, γράφτηκαν με σκοπό να διδαχτούμε εμείς, έτσι ώστε με την υπομονή και την εμψύχωση που μεταδίδουν οι Γραφές, να διατηρούμε την ελπίδα» (Ρωμ. 15:4)

Η βασίλισσα Ελισάβετ, όταν ήταν αιχμάλωτη, κατά τη βασιλεία της σκληρής αδελφής της, έγραψε πάνω στην Καινή Διαθήκη της: «Κάνω έναν περίπατο μέσα στα ευχάριστα λιβάδια των Αγίων Γραφών, κόβω δροσερούς βλαστούς, διαβάζοντας τους ωραίους στίχους των κεφαλαίων της, τους οποίους κρατώ σαν μπουκέτο στη μνήμη μου, και τους απολαμβάνω. Τρώω δροσερούς καρπούς από τα καρποφόρα δέντρα των συγγραφέων της, κι όταν γευτώ τη γλύκα τους, αισθάνομαι λιγότερο την πίκρα της δυστυχίας μου».
Ακόμα και η περίφημη Αικατερίνη των Μεδίκων, της οποίας η ιστορία είναι παράδειγμα ηθικής εξαχρείωσης και ασέβειας, στράφηκε προς τις Γραφές, σε εποχή αντιξοοτήτων και θλίψεων, ώστε να γίνει αφορμή να πιστέψουν οι Γάλλοι μεταρρυθμιστές, ότι η χάρη του Θεού την επισκέφτηκε και μαλάκωσε την καρδιά της.
Που αλλού, στ’ αλήθεια, μπορεί να στραφεί ο άνθρωπος μέσα στη θλίψη και στη δυστυχία του; «Κύριε, καταφύγιό μας έγινες εσύ από γενιά σε γενιά» (Ψαλ. 90:1). «Στραφείτε σε μένα για να σωθείτε, όλα τα πέρατα της γης» (Ησ 45:22).


(Εκδόσεις «Ο Λόγος»)

249. Τι πρέπει να αναλογίζεσαι όταν κοινωνής τα Άγια Μυστήρια; «Τὰ ἄνω ζητεῖτε, οὗ ὁ Χριστός ἐστιν ἐν δεξιᾷ τοῦ Θεοῦ καθήμενος» (Κολ. γ’ 1). Και να μη λογαριάζης τα γήινα, γιατί ο Χριστός ήλθε στη γη για να μας υψώση στον ουρανό. «Έν τή οικία τού πατρός μου μοναί πολλαί είσιν … Πορεύομαι ἑτοιμάσαι τόπον ὑμῖν» (Ιω. ιδ’ 2). «ἡμῶν τὸ πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει» (Φιλιππ. γ’ 20). «Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, ότι αυτών έστιν η βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. ε’ 20). «ἄφετε τὰ παιδία ἔρχεσθαι πρός με … τῶν γὰρ τοιούτων ἐστὶν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ» (Λουκ. ιη’ 16). Βλέπεις λοιπόν για ποιο σκοπό ήλθε ο Χριστός στη γη, για ποιο σκοπό μας δίνει τα Άγια Μυστήριά του, το Σώμα του και το Αίμα του; Ο σκοπός αυτός είναι το να εισέλθουμε στη βασιλεία των ουρανών. Ας αγωνισθούμε με πόθο για να την κερδίσουμε.

250. Τα εμπόδια και οι αντιξοότητες που σου δημιουργεί ο Διάβολος, όταν εργάζεσαι για τον Θεό, μη σε πτοούν και μη σε καταθλίβουν. Να χαίρης και να ευχαριστής τον Κύριο. Γιατί το κακοποιό Πνεύμα σου ετοιμάζει, χωρίς να το καταλαβαίνη, τους πιο λαμπρούς στεφάνους στον ουρανό. Αμήν. Πρέπει να περιφρονούμε απόλυτα τον Διάβολο.

(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 111-112)

katafigioti

lifecoaching