ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
Μ. ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ
π. Νικόλαος
Δευτέρα: 12.15-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.15-2 μ. & 8.45 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.15-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.15 -2 μ.
Σάββατο: 12.15-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.

Κυριακή: 7.30-9 βράδυ
π. Γεώργιος
Τετάρτη απόγευμα & καθημερινές πριν και μετά τις Ιερές Ακολουθίες

 

ΔΕΥΤΕΡΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

Πρόγραμμα Ακολουθιών - 2η Θεία Λειτουργία

Κάθε ΚΥΡΙΑΚΗ τελείται

στον Άγιο Σώστη

και

ΔΕΥΤΕΡΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

ΣΤΙΣ 10.30 - 11.40 Π.Μ.

E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

"Τον επαινεί επειδή προηγουμένως τον κατσάδιασε"
Ο π. Πορφύριος μάλωσε τον Αργύριο, που μας διέσωσε αυτό το περιστατικό,
γιατί καθόταν κλεισμένος τόση ώρα μέσα στο αυτοκίνητό του μελαγχολικός
και "γκρίνιαζε"με το νου του, γιατί δεν ξυπνούσε ο Γέροντας να τον δεχθεί
και να ακούσει το σοβαρό πρόβλημα του. Ο Γέροντας λοιπόν ήρθε ξαφνικά μπροστά του
και τον κατσάδιασε για να τον βγάλει από το ψυχοπλάκωμά του, να ενεργοποιήσει το "θυμό" του,
να ζωντανέψει τα αίματά του και να τον κάνει να δει τα πράγματα από την αισιόδοξη πλευρά.
Αυτό το πέτυχε ο Γέροντας και τον προκάλεσε, με το διακριτικό του τρόπο, να αρπάξει
το τσεκούρι και να κόψει ξύλα για τη σόμπα. Κοιτάξτε τώρα πώς τον επαινεί, για να λειάνει
τη σχέση τους και να του δείξει ότι δεν έπαψε να τον αγαπά. "Και ενώ, λέει ο συγγραφέας,
εξακολουθούσα με μεγάλη ταχύτητα, ένταση και οργή, λόγω της φοβερής προηγηθείσης "κατσάδας",
να ανεβοκατεβάζω το τσεκούρι και ο τεμαχισμός του πεύκου έφθανε προς το τέλος,
ο πατήρ Πορφύριος ικανοποιημένος σφόδρα από τα αποτελέσματα των ενεργειών του,
που ήσαν αιτία να κεντρίσουν τον εγωισμό μου και το φιλότιμό μου και να θέσουν σε λειτουργία
όλους τους μηχανισμούς εκείνους του σώματός μου, που ήταν απαραίτητοι, στη συγκεκριμένη περίπτωση,
για την αντιμετώπιση της τρομερής καταστάσεως, που είχε προκαλέσει η υπαλληλική μετάθεσή μου,σηκώθηκε,
με πλησίασε και είπε: "Βρε εσύ έχεις τρομερές ικανότητες! Μόνο που δε θέλεις να τις χρησιμοποιήσεις,
και αυτό είναι που με στεναχωρεί. Τέτοια ξύλα καθαρισμένα και τόσο ωραία κομμένα δεν έχω ξαναδεί.
Ούτε ο καλύτερος ξυλουργός δεν θα τεμάχιζε έτσι. Είναι ό,τι πρέπει για τη σόμπα μου.
Μωρέ εσύ είσαι ικανός για όλα. Μόνο ό,τι δε θέλεις δεν κάνεις. Γι' αυτό σου μίλησα τόσο άσχημα.
Ήθελα να σε κάνω να επανεύρεις τον παλαιό εαυτό σου. Άλλος τρόπος δεν υπήρχε.
Έτσι με φώτισε ο Θεός, γιατί εσύ είχες καταθέσει τα όπλα. Και μάλιστα άνευ όρων!
Βέβαια, σε στεναχώρησα πολύ. Το ξέρω.
Όμως εγώ πήρα μεγαλύτερη στεναχώρια από εσένα. Και όπως ξέρεις είμαι και πολύ άρρωστος... ".
[Κ 147]


"Ποτέ δεν μου είπαν μπράβο"
Ήμουν κι εγώ -διηγείται ο π. Πορφύριος-υποτακτικός στο Άγιον Όρος σε δύο γεροντάκια.
Ήσαν αυστηροί. Ποτέ δεν μου είπαν μπράβο. Όμως διαισθανόμουν την αγάπη τους.
Ασχολούμην με την ξυλογλυπτική. Αλλά δεν με άφηναν να μάθω ολόκληρη τη δουλειά.
Έως εδώ θα φτιάχνεις, μου έλεγαν, όχι πιο πέρα. Δεν ξέρω γιατί το έκαναν αυτό.
Ίσως, λέω τώρα, ίσως γιατί κάτι άλλοι, μόλις έμαθαν τη δουλειά, έφυγαν.
[Ά 31]

(Ανθολόγιο Συμβουλών, Άγιος Πορφύριος, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σελ.181-182)

Η δραπέτευση του καταδίκου
Τον καιρό που οι Λογγοβάρδοι λυμαίνονταν τις επαρχίες της βόρειας Ιταλίας, συνέβη το εξής: Έπιασαν αιχμάλωτο ένα διάκονο και αποφάσισαν να τον θανατώσουν με βασανιστήρια. Ο Σάγκτουλος, ένας χριστιανός λογγοβάρδος, που οι συμπατριώτες του τον σέβονταν σαν άγιο για την πολλή ευλάβεια και τη μεγάλη αρετή του, έκανε πολλά διαβήματα στους αρχηγούς, για να σώση τη ζωή του αιχμαλώτου. Δεν κατόρθωσε όμως τίποτε άλλο, εκτός από τη χάρη να μείνη αυτός φρουρός κοντά στον μελλοθάνατο την τελευταία νύχτα.
-Μείνε, τον προειδοποίησε ο αρχηγός, αλλ’ αν ξεφύγη, να ξέρης πως θα βασανιστής εσύ στη θέση του. Ο Σάγκτουλος συμφώνησε κι έτσι κάθησε φρουρός. Τα μεσάνυκτα λοιπόν, όταν όλο το στρατόπεδο ήταν βυθισμένο στον ύπνο, ξύπνησε τον διάκονο και του είπε να σηκωθή να φύγη, όσο μπορούσε πιο γρήγορα. Του είχε έτοιμο κι ένα γρήγορο άλογο.
-Αδύνατον, αδελφέ μου, έλεγε ο μελλοθάνατος. Αν εγώ γλυτώσω, εσύ δεν θα σωθής από τα χέρια τους. Πώς λοιπόν να γίνω αιτία να πεθάνης με σκληρό θάνατο;
-Μη σε μέλει για μένα, αποκρινόταν από την άλλη μεριά ο Σάγκτουλος. Ο Θεός θα με σκεπάση.
Έτσι τον έπεισε να φύγη.
Την άλλη μέρα ο Λογγοβάρδοι ζήτησαν τον αιχμάλωτο.
-Έφυγε, τους είπε με ηρεμία ο φρουρός του.
-Κι εσύ θα ξέρης βέβαια πολύ καλά τον τρόπο.
-Ναι, απάντησε θαρρετά ο Σάγκτουλος.
-Επειδή είσαι καλός άνθρωπος, δεν θέλω να σε βασανίσω, είπε ο αρχηγός, που θαύμαζε, χωρίς να το δείχνη, το θάρρος του. Διάλεξε μόνος σου τον τρόπο που προτιμάς να πεθάνης.
-Είμαι στα χέρια του Θεού, αποκρίθηκε ατάραχος ο χριστιανός στρατιώτης. Όποιον θάνατο μου παραχωρήση Εκείνος, θα τον δεχτώ με ευχαρίστηση.
Τελικά αποφάσισαν να τον αποκεφαλίσουν με τσεκούρι! Ανέθεσαν την εκτέλεση σ’ ένα μεγαλόσωμο και χειροδύναμο στρατιώτη.
Ο Σάγκτουλος γονάτισε, είπε την προσευχή του κι έσκυψε καρτερικά το κεφάλι για να δεχτή το χτύπημα. Η ψυχή του αναγάλλιαζε στη σκέψη πως σε λίγο θα βρισκόταν κοντά στον Χριστό.
Ο δήμιος σήκωσε το τσεκούρι και σημάδεψε… Τα χέρια του όμως έμειναν ακίνητα στον αέρα, σαν να τα έσφιγγε μυστηριώδης δύναμη. Ένιωσε πόνους φοβερούς κι άρχισε να μουγγρίζη σαν πληγωμένο θηρίο. Οι άλλοι γύρω τρόμαξαν.
-Τί πάμε να κάνουμε; έλεγαν μεταξύ τους. Να τα βάλουμε με τον άγιο αυτόν άνθρωπο, που έχει τον Θεό μαζί του;
Άρχισαν λοιπόν να παρακαλούν τον Σάγκτουλο να γιατρέψη τον στρατιώτη, που εξακολουθούσε να φωνάζη με τα χέρια κρατημένα ψηλά.
-Δεν μπορώ να ζητήσω τέτοια χάρη από τον Κύριο μου, αν δεν μου υποσχεθή πως δεν θα ξανασηκώση το χέρι του να χτυπήση χριστιανό, είπε ο Σάγκτουλος.
-Υπόσχομαι, φώναξε ο στρατιώτης τρέμοντας από τον φόβο του.
-Κατέβασε λοιπόν τα χέρια, πρόσταξε ο δούλος του Θεού.
Τα χέρια παρευθύς κινήθηκαν για να πετάξουν πρώτα απ’ όλα μακριά το φονικό όργανο.
Κατάπληκτοι οι Λογγοβάρδοι για όσα έγιναν εκείνο το πρωί μπροστά στα μάτια τους, χάρισαν τη ζωή στον Σάγκτουλο, που έγινε από τότε ιεραπόστολος ανάμεσα τους.
( Γεροντικόν)
( Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Γ΄, σελ.101-103)

Οι κακότροπες ασκήτριες
Στα μέσα του 6ου αιώνα ασκήτευαν στα περίχωρα της Ρώμης δύο παρθένες. Προέρχονταν από αρχοντική οικογένεια και έμεναν κοντά στο μοναστήρι του οσίου Βενεδίκτου. Κάποιος ευσεβής χριστιανός φρόντιζε να τις προμηθεύει ό,τι είχαν ανάγκη. Αυτές όμως, με την έπαρση της αριστοκρατικής τους καταγωγής, καθημερινά ειρωνεύονταν, έβριζαν και πρόσβαλλαν τον καλό εκείνο άνθρωπο.
Κάποτε πια δεν άντεξε άλλο τη συμπεριφορά τους, που είχε γίνει πραγματικά αφόρητη, και πήγε να παραπονεθεί στον όσιο Βενέδικτο. Μετά απ’ αυτό ο όσιος κάλεσε τις δύο κόρες και τις μάλωσε αυστηρά:
-Να διορθωθείτε και να περιορίσετε τη γλώσσα σας, γιατί αλλιώς δεν θα σας μεταλάβω.
Μα εκείνες δεν άλλαξαν καθόλου. Και δυστυχώς, μετά από λίγο καιρό πέθαναν και οι δυό.
Τις έθαψαν μέσα στην εκκλησία, όπως συνηθιζόταν τότε. Από τη μέρα της ταφής τους όμως άρχισε να γίνεται κάτι φοβερό: Σε κάθε θεία λειτουργία, τη στιγμή που ο διάκονος καλούσε όσους δεν θα κοινωνούσαν να βγουν από το ναό, μια ευσεβής γυναίκα – είχε υπηρετήσει σαν παραμάνα τους και έφερνε πάντα προσφορές για τις ψυχές τους – έβλεπε τις δύο παρθένες να σηκώνονται από τους τάφους τους και να βγαίνουν έξω!
Όταν έγινε αυτό αρκετές φορές, τρέχει με κλάματα η γυναίκα στον όσιο Βενέδικτο, πέφτει στα πόδια του και του φανερώνει την τρομακτική οπτασία.
Αμέσως ο όσιος της δίνει μια προσφορά και της λέει:
-Πήγαινε την στον ιερέα και παρακάλεσε τον να λειτουργήσει για την ανάπαυση των ψυχών τους. Έτσι θα λυθούν από το επιτίμιο της ακοινωνησίας.
Και πραγματικά, αυτό έγινε! Ο ιερέας τέλεσε για χάρη τους τη θεία λειτουργία με την προσφορά του οσίου Βενεδίκτου, κι από τότε η γυναίκα δεν τις ξαναείδε να βγαίνουν από την εκκλησία.
( Θαύματα και Αποκαλύψεις από τη Θεία Λειτουργία, Ι. Μονή Παρακλήτου, σελ. 124-125)

Θα αισθάνεσαι δίπλα σου όλη την Εκκλησία
Όταν προσεύχεσαι, μη προσεύχεσαι μόνο για τον εαυτό σου. Λέγοντας " Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με ", θα αισθάνεσαι δίπλα σου όλη την αδελφότητά σου, όλη την Εκκλησία εις την κάθε γωνία της γης, στρατευομένη, ζώσα, Ορθόδοξον Εκκλησία μας.
Αλλά και την θριαμβεύουσα και τελειωμένη Εκκλησία μας. Όλοι είμαστε ένα ενώπιον του Θεού. Και όσοι θα ζήσουν μετά από μας, στην συντέλεια των αιώνων.
[Ά 102]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, Άγιος Πορφύριος, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σελ.381)

Αμόλυντος
όπως ο ήλιος δεν μολύνεται
Όπως ακριβώς ο ήλιος, όταν ρίχνει τις ακτίνες
του πάνω σε πολλές βρωμιές, τις συγκεντρώνει μετά πάλι καθαρές.
Έτσι κι εμείς και πολύ περισσότερο.
Συναναστρεφόμαστε με τον κόσμο, αλλά παραμένουμε καθαροί,
αν θέλουμε, αφού διαθέτουμε μεγαλύτερη δύναμη.
Ε.Π.Ε. 18α,114

ο Χριστός, ως ήλιος
Αν ο ήλιος καθόλου δεν λερώνεται
απ’ τη συνάφειά του με τα υλικά πράγματα,
πολύ περισσότερο ο Ήλιος της δικαιοσύνης.
Μπήκε σε καθαρή σάρκα. Όχι μόνο δεν μολύνθηκε,
αλλά και τη σάρκα αυτή την κατέστησε
καθαρότερη και αγιότερη.
Ε.Π.Ε. 35,454

Αμύητος
στα μυστήρια
Γι’ αυτό παρακαλώ, και σεις οι αμύητοι στα μυστήρια,
να είστε προσεκτικοί. Κανένας να μην ασκεί την αρετή
ως μισθωτός και αχάριστος,
ή σαν να είναι κάτι δυσάρεστο και ενοχλητικό.
Ε.Π.Ε. 24,530

Άμφια
της ιερουργίας του Παύλου
Μπορώ να δείξω τα σύμβολα της ιερουργίας μου
και πολλές αποδείξεις της χειροτονίας μου.
Δεν φοράω ποδήρη χιτώνα με κουδούνια,
όπως οι παλαιοί αρχιερείς.
Δεν έχω στο κεφάλι κάποια μίτρα ή κάποιο στέμμα.
Αλλ’ έχω πιο εκπληκτικές ενδείξεις της όλης λειτουργίας μου.
Είναι τα σημεία και τα θαύματα.
Ε.Π.Ε. 17,648

απλά
Ο ελεήμονας κληρικός δεν φοράει εντυπωσιακά άμφια,
ούτε είναι φορτωμένος με στολίδια, ούτε στο κεφάλι έχει στεφάνι.
Φοράει τη στολή της φιλανθρωπίας,
που 'ναι η πιο αγνή Ιερατική στολή. Ε.Π.Ε. 19,526

Αμφιβολίες
γύρω απ’ την πίστη
Έχεις αμφιβολίες για τις αιώνιες εκείνες ελπίδες;
Αμφιβάλλεις, λοιπόν, τόσο πολύ για όλα αυτά;
Τότε πώς θα συγχωρηθείς;
Λες: Και ποιος ήρθε και μας είπε τα ουράνια;
Απ’ τους ανθρώπους βέβαια κανένας.
Όμως ο Θεός, ο πιο αξιόπιστος από όλους, Εκείνος μας τα φανέρωσε.
Αλλ’ επιμένεις: Δεν βλέπω τα εκεί. Όμως ούτε τον Θεό βλέπεις.
Άρα, λοιπόν, θα πεις πως δεν υπάρχει Θεός, επειδή δεν τον βλέπεις;
Το πιστεύω, λέει, και μάλιστα με το παρά πάνω.
Ε.Π.Ε. 19,262

Αναβαθμοί
κλίμακες
Όσοι ανεβαίνουν κυριεύονται από ζάλη.
Γι’ αυτό πρέπει όταν ανεβαίνουν κι όταν φθάσουν στην κορυφή,
να παίρνουν μέτρα ασφαλείας.
Μια δε η ασφάλεια, να μη βλέπουμε πόσο ανεβήκαμε και τα χάσουμε,
αλλά να παρατηρούμε πόσο υπολείπεται
ν’ ανεβούμε και προς τα εκεί ν’ αγωνιζόμαστε.
Ε.Π.Ε. 6,608

καθημερινά ανεβαίνουμε
Βλέπεις πόσο είναι το ύψος του ουρανού;
Ξέρεις πόσο λίγος είναι ο χρόνος της παρούσης ζωής;
Γνωρίζεις ότι είναι άγνωστη η στιγμή του θανάτου μας;
Λοιπόν, να μη χρονοτριβής, να μην αναβάλλεις,
αλλά με μεγάλη φροντίδα και γρήγορα ασχολήσου με την αποδημία σου,
ώστε σε λίγο χρόνο ν’ ανέβεις και δύο και τρία
και δέκα και είκοσι σκαλοπάτια (αρετής).
Ε.Π.Ε. 6,614

προς τα πάνω, όχι προς τα κάτω
Δεν γίνεται συγχρόνως και ν’ άνεβαίνεις τη σκάλα
των αρετών και στη γη να 'σαι προσκολλημένος.
Ε.Π.Ε. 6,614

(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, Τόμος Α΄, σελ. 167-169)

«Δεν μπορώ εγώ να αμφισβητήσω την βασιλεία των ουρανών, όταν μου τηλεφωνεί ο άγιος Πορφύριος!»

…Λίγο πριν το επίγειο τέλος της η Γερόντισσα Γαβριηλία είχε μια θαυμαστή εμπειρία.

Λίγες μέρες πριν αναχωρήσει για τον ουρανό, ο Άγιος Πορφύριος της τηλεφώνησε στην Λέρο, για να την αποχαιρετήσει, λίγο πριν τον Δεκέμβριο του 1991. Το περιστατικό διηγείται η Ν.Μ., αγαπημένο της παιδί και αυτόπτης μάρτυς:

- Σας τηλεφωνώ για να σας αποχαιρετήσω. Φεύγω για τα Καυσοκαλύβια.

Μίλησαν αρκετά. Κάποια στιγμή της είπε:

- Αδελφή γιατί δεν κάθεστε;

Εκείνη λάμποντας από χαρά κάθισε και έδωσαν ραντεβού πρώτα στην προσευχή και μετά στον ουρανό. Είπαν πάρα πολλά και την έβλεπα χαρούμενη και ευτυχισμένη, ενώ εκείνη την περίοδο δεν ήταν πολύ καλά στην υγεία της. Μετά από 3 μήνες αναχώρησε για τους ουρανούς. Την ρώτησα γιατί στεκόταν όρθια, όσο μιλούσε με τον γέροντα Πορφύριο και μου είπε:

- Αισθάνομαι σαν τον χωροφύλακα που του μιλάει ο διοικητής του. Δεν μπορούσα να μιλήσω. Κατ’ αρχήν που βρήκε το τηλέφωνό μου;

Και μετά μου είπε:

- Το απρόβλεπτο καθορίζει το πεπρωμένο. Και ποιο είναι το πεπρωμένο δηλαδή; Ότι θα συναντήσω τον Γέροντα Πορφύριο και είμαι πολύ ευτυχισμένη γι’ αυτό. Το πεπρωμένο μου είναι να τον συναντήσω. Γιατί; Γιατί ερχόμαστε από μια αιωνιότητα, συναντιόμαστε, αγαπιόμαστε και πάμε σε μιαν άλλη, που είναι η βασιλεία των ουρανών. Δεν μπορώ εγώ να αμφισβητήσω την βασιλεία των ουρανών, όταν μου τηλεφωνεί ο άγιος Πορφύριος!

***

Εκείνη την περίοδο είχε μιλήσει και με έναν άλλο αγαπημένο της, τον Μητροπολίτη Κισσάμου και Σελίνου κ. Ειρηναίο Γαλανάκη. Πάλι η Ν.Μ. μας μεταφέρει τα λόγια του:

- Γερόντισσα κρούει ο κώδων.

- Γιατί σας το είπε αυτό; ρώτησε η Ν έκπληκτη.

- Γιατί αναχωρούμε. Εγώ θα φύγω πρώτη, γιατί είμαι μεγαλύτερη και έχω ζητήσει από τον Κύριο, να μη μου χαλάσει το χατήρι, να φύγω πριν από αυτούς που αγαπώ.

Τον άκουσα που της είπε:

- Χαίρε, αρχιαγγέλισσα. Θα συναντηθούμε στους ουρανούς!

(«Η Γερόντισσα της χαράς – ΜΟΝΑΧΗ ΓΑΒΡΙΗΛΙΑ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗ», Συγγραφέας: Μοναχή Φιλοθέη - Ηγουμένη Ι. Ησυχαστηρίου "Παναγία των Βρυούλων")

“Μετανοείτε, διότι πλησίασε η βασιλεία των Ουρανών”
                                                                          (Ματθ. δ΄17)

“Ιδού, λοιπόν, δείξαμε πέντε οδούς μετανοίας,

πρώτη την καταδίκη των αμαρτημάτων μας,

δεύτερη την συγχώρηση των αμαρτιών του πλησίον,

τρίτη εκείνη που προέρχεται από την προσευχή,

τέταρτη εκείνη που προέρχεται από την ελεημοσύνη και

πέμπτη την προερχόμενη από την ταπεινοφροσύνη.

Μη βραδύνεις, λοιπόν, αλλά να βαδίζεις κάθε ημέρα όλες αυτές τις οδούς”.

(Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Προς τους εγκαλούντας , PG, 49, 264)

Γιατί όποιος παρακολουθεί τον εαυτό του, αν συμβεί να διαπιστώσει πώς έχει ακόμη ανάγκη καθαρμού κι αναγνωρίσει πονηρή τη συνείδησή του, γεμάτη από κηλίδες και πληγές πονηρίας, και κατατάσσει τον εαυτό του μεταξύ των οικείων του Θεού, πριν ακόμη καθαρισθεί από τα τόσα και τέτοια κακά, και λέγει: Πατέρα, ο άδικος στον δίκαιο, ο ακάθαρτος στον καθαρό, τα λόγια αυτά θα είναι απροκάλυπτη ύβρις και προσβολή, αν βέβαια έχει αποκαλέσει το Θεό πατέρα της δικής του πονηριάς. Και τούτο γιατί η ονομασία του πατέρα υποδηλώνει την καταγωγή του γεννημένου από εκείνον.
       Συνεπώς ο πονηρός κατά τη συνείδηση, αν λέγει πατέρα του το Θεό, δεν κάνει τίποτε άλλο από το να κατηγορεί το Θεό ως αίτιο κι αρχηγό των δικών του κακών. Αλλά δεν υπάρχει καμιά σχέση ανάμεσα στο φώς και στο σκοτάδι, λέγει ο Απόστολος (Β' Κορ. 6, 14). Αντίθετα μάλιστα. Το φώς βρίσκεται κοντά προς το φώς, το δίκαιο προς το δίκαιο, το καλό προς το καλό και το άφθαρτο προς το άφθαρτο. Αλλά και τα αντίθετα προς αυτά συγγενεύουν οπωσδήποτε προς τα όμοιά τους. Επειδή δεν είναι δυνατό, το καλό δένδρο να παράγει καρπούς πονηρούς. Λοιπόν, αν τύχει κάποιος που είναι αναίσθητος και επιζητεί το ψέμα, καθώς λέγει η Γραφή (Ψαλ. 4,3), να αποτολμήσει να ψελίσει τα λόγια της Προσευχής, αυτός ας έχει υπόψη του πώς δεν απευθύνεται προς τον ουράνιο Πατέρα, το Θεό, αλλά προς τον καταχθόνιο, το διάβολο. Γιατί κι αυτός είναι ψεύστης και γίνεται πατέρας του ψεύδους που πλάθεται μέσα στον καθένα. Εκείνος είναι η αμαρτία και πατέρας της αμαρτίας.
       Για το λόγο αυτό, όσοι έχουν ψυχές κυριευμένες από πάθη, αποκαλούνται από τον Απόστολο παιδιά της οργής (Εφεσ. 2,3). Κι όποιος έχει απομακρυνθεί από τη ζωή, λέγεται παιδί της απώλειας. Κι ο αποχαυνωμένος και θηλυπρεπής αποκαλείται παιδί κοριτσιών που μόνα τους παραδίδονται. Και αντίθετα, όσοι είναι καθαροί κατά τη συνείδηση αποκαλούνται παιδιά του φωτός και της ημέρας. Και όσοι δυναμώνονται από τη θεία δύναμη ονομάζονται παιδιά της δύναμης.
       Όταν, λοιπόν, ο Κύριος μας διδάσκει να αποκαλούμε κατά την προσευχή το Θεό, Πατέρα, νομίζω πως δεν κάμνει τίποτε άλλο από το να καθορίζει με νόμο, τον ανώτερο και ενάρετο βίο. Γιατί η αλήθεια δε μας διδάσκει να λέμε το ψέμα, ώστε να υποστηρίζουμε κάτι που δεν είμαστε και να ονομαζόμαστε αυτό που δεν έχουμε δημιουργηθεί. Αλλά με το να αποκαλούμε Πατέρα μας τον άφθαρτο και δίκαιο και αγαθό, μας διδάσκει να επαληθεύουμε τη συγγένεια με τον τρόπο ζωής.
(Αγ. Γρηγορίου Νύσσης, Λόγοι εις το Πάτερ ημων,εκδ. Αποστολ. Διακονία, σελ. 81-83)

Του Αββά Τι θ ό η
α'. Έλεγαν για τον Αββά Τιθόη, ότι, αν γρήγορα δεν κατέβαζε τα χέρια του όταν στεκόταν σε προσευχή, αρπαζόταν ο νους του στα άνω. Όταν λοιπόν συνέβαινε να συμπροσεύχεται με αδελφούς, φρόντιζε γρήγορα να κατεβάζη τα χέρια, για να μή αρπαγή ο νους του και χρονίση.
β'. Έλεγε ο Αββάς Τιθόης : « Ξενιτεία είναι το να είσαι κύριος του τι λές ».
γ'.  Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Τιθόη: «Πώς να φυλάξω την καρδιά μου ; ». Του λέγει ο γέρων: « Πώς να φυλάξουμε την καρδιά μας, όταν είναι ανοιγμένες η γλώσσα και η κοιλιά μας ; ».
δ'. Έλεγε ο Αββάς Ματόης για τον Αββά Τιθόη, ότι δεν βρίσκει τινάς τίποτε να τον κατηγορήση. Αλλά καθώς το καθαρό χρυσάφι στέκεται στον ζυγό, έτσι και ο Αββάς Τιθόης.
ε'. Μένοντας κάποτε ο Αββάς Τιθόης στο Κλύσμα, λέγει στον μαθητή του, ξέροντας πολύ καλά το γιατί: « Τέκνο μου, άφησε το νερό στις φοινικιές ». Και εκείνος του λέγει: « Στο Κλύσμα είμαστε, Αββά ». Λέγει τότε ο γέρων: « Στο Κλύσμα τί έχω να κάμω ; Πήγαινε με πάλι στο βουνό».
στ'. Ενώ καθόταν κάποτε ο Αββάς Τιθόης, ήταν ένας αδελφός κοντά του. Και μή ξέροντας το, στέναζε. Και δεν κατάλαβε ότι ήταν ένας αδελφός κοντά του. Γιατί βρισκόταν σε έκσταση. Και βάζοντας μετάνοια, έλεγε : « Συγχώρησε με, αδελφέ. Δεν έγινα ακόμη μοναχός, αφού στέναξα μπροστά σου ».
ζ'. Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Τιθόη, λέγοντας: « Ποιά είναι η οδός όπου φέρνει στην ταπείνωση ; ». Λέγει ο γέρων : « Η οδός της ταπεινώσεως αυτή είναι, η εγκράτεια και η προσευχή και το να θέτη τινάς τον εαυτό του κάτω από όλα τα δημιουργήματα.
Του Αββά Τιμοθέου
Συμβουλεύτηκε ο Αββάς Τιμόθεος ο πρεσβύτερος τον Αββά Ποιμένα, λέγοντας: «Είναι μια κοινή γυναίκα στην Αίγυπτο και τα κέρδη της τα δίνει ελεημοσύνη ». Και είπε ο Αββάς Ποιμήν: « Δεν θα μείνη στον ακόλαστο βίο. Γιατί δείχνει καρπό πίστεως ». Συνέβη δε να έλθη η μητέρα του πρεσβυτέρου Τιμοθέου σ’ αυτόν και τη ρώτησε, λέγοντας: « Εκείνη η γυναίκα έμεινε στον ακόλαστο βίο της ; ». Και του λέγει: « Ναι. Και αύξησε τους πελάτες της. Αλλά μένει και στην ελεημοσύνη ». Και το ανεκοίνωσε ο Αββάς Τιμόθεος στον Αββά Ποιμένα. Εκείνος τότε λέγει: « Δεν θα μείνη στον ακόλαστο βίο της ». Ήλθε δε πάλι η μητέρα του Αββά Τιμοθέου. Και του λέγει: « Ξέρεις κάτι ; Εκείνη η κοινή γυναίκα ζήτησε να έλθη μαζί μου, για να προσευχηθής υπέρ αυτής ». Και «αυτός, ακούοντας το, το ανεκοίνωσε στον Αββά Ποιμένα. Και του λέγει ο γέρων: « Καλύτερα είναι, συ να πας και να τη συναντήσης ». Και πήγε ο Αββάς Τιμόθεος και τη συνάντησε. Και εκείνη, βλέποντάς τον και ακούοντας απ’ αυτόν τα λόγια του Θεού, κατανύχθηκε και έκλαψε. Και του είπε: « Εγώ από σήμερα θα προσκολληθώ στον Θεό και θα παύσω να είμαι ακόλαστη ». Και ευθύς μπήκε σε Μονή και ευαρέστησε στον Θεό.
Του Αββά Υπερεχίου
α'. Είπε ο Αββάς Υπερέχιος: « Όπως το λιοντάρι είναι φοβερό στους ονάγρους, έτσι και ο άξιος μοναχός στους λογισμούς της επιθυμίας ».
β'. Είπε πάλι: « Η νηστεία χαλινάρι είναι στον μοναχό εναντίον της αμαρτίας. Όποιος πετάξη αυτό το χαλινάρι, γίνεται σαν τον θηλυμανή ίππο ».
γ'. Είπε πάλι: « Όποιος δεν κυριαρχεί στη γλώσσα του σε ώρα οργής, ούτε και στα πάθη δεν θα κυριάρχηση ».
δ'. Είπε πάλι: « Προτιμότερο είναι να τρώγη τινάς κρέας και να πίνη κρασί, παρά να τρώγη, με την καταλαλιά, τις σάρκες των αδελφών.
ε' . Είπε πάλι: « Ψιθύρισε το φίδι και την Εύα την έβγαλε από τον Παράδεισο. Μ’ εκείνο μοιάζει και όποιος κατακρίνει τον πλησίον του. Γιατί τη ζωή αυτού οπού ακούει τη σπρώχνει στην απώλεια και τη δική του τη φυλάει ».
στ'. Είπε πάλι: « Ο θησαυρός του μοναχού είναι να μη θέλη τίποτε το υλικό δικό του. Θησαύρισε, αδελφέ, στον ουρανό. Γιατί οι αιώνες της αναπαύσεως δεν έχουν τέλος ».
ζ'. Είπε πάλι: « Να έχης πάντα στον νου τη βασιλεία των ουρανών. Και εύκολα θα την κληρονομήσης ».
η'. Είπε πάλι: « Πολύτιμο πράγμα είναι η υπακοή του μοναχού. Όποιος την κατέχει θα εισακουσθή από τον Θεό και με θάρρος θα σταθή ενώπιον του Εσταυρωμένου. Γιατί ο Εσταυρωμένος Κύριος υπήκοος γέγονε μέχρι θανάτου ».
Του Αββά Φωκά
α'. Έλεγε ο Αββάς Φωκάς, οπού ανήκε στο Κοινόβιο του Αββά Θεογνίου του Ιεροσολυμίτη: « Όταν έμενα σε Σκήτη, υπήρχε εκεί κάποιος Αββάς Ιάκωβος, νέος την ηλικία, στα Κελλιά, όπου είχε τον ίδιο πνευματικό και κατά σάρκα πατέρα. Είχαν δέ τα Κελλιά δυο εκκλησίες, μια των ορθοδόξων, οπού και κοινωνούσε, και μια των αιρετικών. Επειδή λοιπόν ο Αββάς Ιάκωβος είχε τη χάρη της ταπεινοφροσύνης, όλοι τον αγαπούσαν, και τα μέλη της Εκκλησίας και οι χωρισμένοι απ’ αυτή. Του έλεγαν λοιπόν οι ορθόδοξοι: « Τον νου σου, Αββά Ιάκωβε, μη σε ξεγελάσουν οι αιρετικοί και σε ελκύσουν στην κοινότητα τους ». Επίσης και οι αιρετικοί του έλεγαν: « Γνώριζε, Αββά Ιάκωβε, ότι, κοινωνώντας με τους διφυσίτες, χάνεις την ψυχή σου. Γιατί είναι Νεστοριανοί και συκοφαντούν τη αλήθεια ». Ο δε Αββάς Ιάκωβος, οπού ήταν ακέραιος και στενοχωρήθηκε με όσα άκουε από τις δυο πλευρές και δεν ήξερε πλέον τί να κάμη, πήγε να παρακαλέση τον Θεό. Απέκρυψε λοιπόν τον εαυτό του σε απόμερο κελί, έξω από τη λαύρα, όπου ντύθηκε τα εντάφια του, σαν να επρόκειτο να πεθάνη. Γιατί συνηθίζουν οι Αιγύπτιοι πατέρες, το πλεχτό ένδυμα, όπου λαμβάνουν το μοναχικό σχήμα, καθώς και το κουκούλι, να τα φυλάνε έως θανάτου και μ’ αυτά να ενταφιάζωνται. Τα φορούν δε μονάχα κάθε Κυριακή, όταν μεταλαμβάνουν, και ευθύς υστέρα τα μαζεύουν. Πηγαίνοντας λοιπόν σ’ εκείνο το κελλί, παρακαλούσε τον Θεό και εξαντλήθηκε από τη νηστεία και έπεσε κατάχαμα και έμεινε εκεί πεσμένος. Και έλεγε ότι πολλά είχε πάθει εκείνες τις μέρες από τους δαίμονες, προ παντός κατά διάνοια. Αφού δε πέρασαν σαράντα μέρες, βλέπει να μπαίνη στο κελλί ένα παιδί χαρωπό και να του λέγη: « Αββά Ιάκωβε; τι κάνεις εδώ ; ». Ευθύς δέ, φωτισμένος και παίρνοντας δύναμη από τη θέα του παιδιού, του είπε: « Κύριε, συ γνωρίζεις τί έχω. Εκείνοι μου λέγουν: Μη αφήσης, την Εκκλησία. Και οι άλλοι μου λέγουν: Σε πλανούν οι διφυσίτες. Και εγώ έχοντας τα χαμένα και μη ξέροντας τί να κάμω, ήλθα εδώ ». Του λέγει ο Κύριος: « Όπου είσαι, καλά είσαι». Και ευθύς, μ’ αυτά τα λόγια, βρέθηκε στο κατώφλι της αγίας εκκλησίας των ορθοδόξων, οπού ακολουθούσαν τη Σύνοδο ».
β'. Είπε πάλι ο Αββάς Φωκάς: « Εγκατεστημένος σε Σκήτη ο Αββάς Ιάκωβος, πολεμήθηκε δυνατά από τον δαίμονα της σαρκικής αμαρτίας. Και φτάνοντας σε κίνδυνο, ήλθε σ’ εμένα και μου ανέφερε τα σχετικά. Και μου λέγει: Σ’ αυτό εκεί το σπήλαιο θα πάω από Δευτέρα. Και σε παρακαλώ, για όνομα του Κυρίου, σε κανέναν να μη το πής ούτε στον πατέρα μου. Αλλά υπολόγισε σαράντα μέρες και όταν συμπληρωθούν, κάμε μου τη χάρη και έλα φέροντας μου τη θεία Κοινωνία. Και αν μεν με βρής νεκρό, θάψε με. Αν όμως ζω ακόμη, μετάλαβέ με. Αυτά λοιπόν ακούοντας εγώ απ’ αυτόν, αφού συμπληρώθηκε η τεσσαρακοστή μέρα, πήρα τη θεία Κοινωνία και άρτο κοινό καθαρό με λίγο κρασί και πήγα να τον βρω. Αλλά μόλις πλησίασα στο σπήλαιο, μου ήλθε πολλή δυσωδία, όπου έβγαινε από το στόμιο του. Και είπα μέσα μου, ότι αναπαύτηκε ο μακάριος. Μπαίνοντας όμως, τον βρήκα μισοπεθαμένο. Και σαν με είδε, κίνησε το δεξί του χέρι λίγο, όσο μπορούσε, κάνοντας μου έτσι νόημα για τη θεία Κοινωνία. Και εγώ του είπα: Σου την έφερα, θέλησα λοιπόν να του ανοίξω το στόμα, αλλά ήταν σαν κλειδωμένο. Και μη ξέροντας τι να κάμω, βγήκα στην έρημο και βρήκα ένα μικρό ξύλο από θάμνο. Και πολύ κοπιάζοντας, μόλις  μπόρεσα να ανοίξω το στόμα του κάπως. Και έρριξα μέσα του από το τίμιο σώμα και αίμα, σε όσο μικρή ποσότητα μπορούσα. Και πήρε δύναμη από τη μετάληψη της θείας Κοινωνίας. Μετά δε από λίγο, έβρεξα λίγα ψιχία από τον κοινό άρτο και του τα πρόσφερα. Και πάλι μετά από λίγο, άλλα, όσο μπορούσε να πάρη. Και έτσι, με τη χάρη του Θεού, ήλθε μαζί μου την άλλη μέρα, πηγαίνοντας στο κελλί του. Και με τη βοήθεια του Θεού απαλλάχθηκε από το ολέθριο πάθος της σαρκικής αμαρτίας ».

(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)

«Ένα πράγμα ξέρω, πως, ενώ ήμουν τυφλός, τώρα βλέπω! (Ιωάν. 9:25)

Ο Μα Γουέι, ένας νεαρός Κινέζος 28 ετών, τυφλώθηκε όταν ήταν μικρό παιδί. Στεναχωριόταν με την κατάστασή του κι ήταν απογοητευμένος, μέχρι που κάποτε κάποιος του διάβασε την ιστορία του εκ γενετής τυφλού από το 9ο κεφάλαιο του κατά Ιωάννη ευαγγελίου. Εκεί χάρηκε που ο Χριστός είπε πως ο τυφλός εκείνος δεν είχε αμαρτήσει, αλλά η αναπηρία του θα έκανε να φανεί η δόξα του Θεού. Και τότε ο Μα Γουέι σκέφτηκε μήπως μέσα από τη ζωή του ο Θεός είχε έτοιμο ένα θαυμαστό έργο να κάνει.
Όταν μεγάλωσε έπιασε δουλειά σ’ ένα χριστιανικό τυπογραφείο που τύπωνε και την Αγία Γραφή στη γραφή των τυφλών. Ο ίδιος πιστεύει πως ο Θεός τον οδήγησε εκεί για να έρθει σε επαφή με το Λόγο Του και να αλλάξει τη ζωή του, καθώς δέχτηκε στην καρδιά του το Χριστό.
«Μπορεί τα φυσικά μάτια μου να μη βλέπουν αλλά μπορεί να δει η καρδιά μου», λέει ο ίδιος στην προσωπική του μαρτυρία.
(Χ.Ι.ΝΤ.)


«Αρνήθηκα να πορευτώ στο δρόμο της ανηθικότητας, για να τηρώ το λόγο σου» (Ψαλμός 119:101 –Ν.Μ.Β.)

Ο Εκού στο Τόγκο της Αφρικής ήταν στη φυλακή για κάποιο αδίκημα για πάνω από 8 μήνες. Πολλές φορές είχε ζητήσει να δει το δικαστή και να συζητήσει την κατάστασή του, αλλά ήταν αδύνατο. Μία μέρα έλαβαν στη φυλακή ένα μαγνητόφωνο με κασέτες όπου ακούγεται η ανάγνωση βιβλίων της Γραφής. Η μέθοδος αυτή συνηθίζεται από τις Βιβλικές Εταιρίες σε χώρες με μεγάλο αναλφαβητισμό. Τη μέρα εκείνη οι κρατούμενοι άκουσαν την περικοπή του 12ου κεφαλαίου της προς Ρωμαίους. Το Πνεύμα του Θεού άγγιξε αμέσως την καρδιά του Εκού και προσευχήθηκε στο Χριστό να συγχωρήσει τις αμαρτίες του. Κάποτε κατάφερε να εξασφαλίσει εκείνη την ακρόαση από το δικαστή. Μπήκε στο γραφείο του με την Καινή Διαθήκη στην τσέπη του. Όταν την είδε ο δικαστής μαλάκωσε και τον άκουσε ευνοϊκά. Τελικά έδωσε εντολή ν’ αποφυλακιστεί το συντομότερο δυνατόν.
«Αυτό που θέλω όταν αποφυλακιστώ», καταλήγει, «είναι να συνδεθώ με μια χριστιανική κοινότητα που να μπορώ ν’ ακούω το Λόγο του Θεού, όπως τον άκουγα εδώ στη φυλακή»
(Χ.Ι.ΝΤ.)

(Εκδόσεις «Ο Λόγος»)

katafigioti

lifecoaching