E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

«Άλλο σύστημα ερμηνείας του πρώτου κεφαλαίου της Γένεσης είναι το ιστορικοθεολογικό, κατά το οποίο ο ιερός συγγραφέας του κεφαλαίου αυτού, χωρίς να ενδιαφέρεται για καθαρά επιστημονικούς σκοπούς και για την εξακρίβωση δευτερευουσών αιτιών, για τις οποίες ασχολείται η σύγχρονη επιστήμη, ζητά με μορφή καθαρά δημώδη (=λαϊκή), ώστε να καθίσταται αντιληπτός στους αναγνώστες του, να παρουσιάσει σε αυτούς την Πρώτη αιτία του παντός για σκοπούς καθαρά θρησκευτικούς, μη εκτρεπόμενος σε συλλήψεις της φαντασίας, αλλά εκθέτοντας γεγονότα της δημιουργίας πραγματικά και μη πλέκοντας μαζί με την έκθεση αυτών οποιουσδήποτε μύθους.

Ο συγγραφέας της Γενέσεως ποιεί έργο, όπως παρατηρούν οι Guibert και Chinchole, όχι επιστήμονα συγχρόνου, που συγγράφει Γεωλογία ή Αστρονομία και εκθέτει υπό το πρίσμα των επιστημών αυτών Κοσμογονία, αλλά το πολύ φιλοσόφου που αναζητά την πρώτη Αιτία του παντός, προ παντός όμως και μάλιστα έργο οικοδομητικό θεολόγου, που σπουδάζει να μας καταστήσει γνωστό, τι ο Θεός, ο αίτιος του παντός, είναι για μας, και τι οφείλουμε να είμαστε για Αυτόν. Μας παρουσιάζει τον Θεό Δημιουργό παντός ό,τι υπάρχει. Επειδή δε στην σύντομη και βραχεία έκθεση της Κοσμογονίας του δεν ήταν δυνατόν να απαριθμήσει όλα όσα δημιουργήθηκαν από αυτόν, εκλέγει μεταξύ τούτων τα σπουδαιότερα και θαυμαστότερα, όσα προκαλούσαν την βαθύτερη εντύπωση σε αυτόν και στους συγχρόνους του και τα οποία περισσότερο από τα υπόλοιπα εμφάνιζαν την παντοδυναμία, την πανσοφία και την άπειρη αγαθότητα του Δημιουργού τους.

Προ παντός η προτίμησή του δείχνεται σε εκείνα τα δημιουργήματα, τα οποία είχαν θεοποιηθεί από διάφορους λαούς, όπως το φως, ο ήλιος, η σελήνη, τα άστρα κλπ., και των οποίων τα είδωλα λατρεύονταν αντί του αληθινού Θεού. Η τάξη, την οποία ακολουθεί στην κατάταξη των επί μέρους έργων της δημιουργίας, είναι λογικότατη για τον ιερό συγγραφέα και τους συγχρόνους του, ενώ οι εκφράσεις, τις οποίες μεταχειρίζεται, και εν γένει η γλώσσα και το ύφος του έχει προσαρμοστεί εξ’ ολοκλήρου προς την γλώσσα και τις γνώσεις της εποχής, έτσι ώστε έχουμε ενώπιόν μας κείμενο θεόπνευστο μεν γενικώς, αλλά δημώδες (=λαϊκό), προσαρμοσμένο προς τις τότε περί φύσεως γνώσεις του λαού και συντεταγμένο έτσι, ώστε να κατανοείται κατά το δυνατόν από όλους.

2. Έτσι βεβαιώνοντας, ότι ο Θεός κατά την πρώτη ημέρα δημιούργησε τον ουρανό και τη γη, θέτει, όπως σωστά παρατηρούν οι δύο μνημονευθέντες συγγραφείς (30), το θεμέλιο κάθε αληθινής θρησκείας, αποδοκιμάζοντας και απαρνούμενος τους μύθους και τις φαντασιώδεις συλλήψεις του εθνικού κόσμου. Παρουσίαζει παρόλ’ αυτά τον Δημιουργό να εργάζεται όπως οι άνθρωποι και τον όρο «ημέρα» εκλαμβάνει με την συνηθισμένη έννοια, είτε με τη σημασία της φυσικής ημέρας, δηλαδή του χρόνου του φωτός σε αντίθεση με το διαδεχόμενο αυτό σκοτάδι, είτε με τη σημασία της πολιτικής ημέρας, δηλαδή του κύκλου των 24 ωρών, που περιλαμβάνει μαζί με την ημέρα και τη νύχτα και εκτείνεται από το ένα πρωί μέχρι τις αρχές του άλλου πρωινού.

Η αναφορά της εσπέρας και του πρωινού («και εγένετο εσπέρα και εγένετο πρωΐ ημέρα μία…») γίνεται, διότι ο συγγραφέας θέλει να εξάρει τον αριθμό των ημερών έξι, στην οποίες ολοκληρώνεται το έργο της δημιουργίας, η όλη δε περιγραφή αποσκοπεί στην διάκριση της εβδόμης ημέρας, ως ημέρας που ευλογήθηκε από το Θεό και ημέρας που καθαγιάστηκε από αυτόν για ανάπαυση και λατρεία του (31). Επακολουθεί δημιουργία του φωτός με την θεία προσταγή Γενηθήτω φως, και το επιφανέν ευθύς μεγαλοπρεπές και λαμπρό έργο, που διασκόρπισε το πάνω στο αρχέγονο χάος απλωμένο πυκνό σκοτάδι, δείχνει με τις δύο λέξεις «και εγένετο φως» την παντοδυναμία του Δημιουργού.

Κατ’ επανάληψιν σχεδόν μετά το πέρας του δημιουργικού έργου κάθε μέρας επαναλαμβάνεται σαν κάποια επωδός «Και είδεν ο Θεός ότι καλόν», και με αυτό κατακρίνεται η πλάνη που επικρατούσε σε κάποιους από τους εθνικούς για ύπαρξη δύο αρχών που ανταγωνίζονται μεταξύ τους, του αγαθού δηλαδή Θεού και του κακού δημιουργού. Για τον Μωϋσή δεν υπάρχει παρά ένας και μόνος δημιουργός και όλα όσα έκανε, είναι καλά λίαν.

3. Κάνει έπειτα λόγο για την κατά την δεύτερη ημέρα δημιουργία του στερεώματος. Χρησιμοποιεί και πάλι την γλώσσα αυτών που φαίνονται και των παρομοιώσεων. Όπως λοιπόν αλλού στον ρβ ψαλμό παρουσιάζεται ο Θεός «εκτείνων τον ουρανόν ωσεί δέρριν», δηλαδή σαν δερμάτινη σκηνή, έτσι και εδώ το υπεράνω ημων εκτεινόμενο διάστημα, όπου κινούνται ο ήλιος, η σελήνη και τα υπόλοιπα ουράνια σώματα, φαίνεται με κάποια οπτική πλάνη, ως ένας τεράστιος και απειρομεγέθης θόλος, πάνω στον οποίο φαίνονται σαν καρφωμένα τα άστρα. Έτσι κάπως φαντάζονταν οι σύγχρονοι του ιερού συγγραφέα τον ουρανό και με τις ατελείς τους αστρονομικές γνώσεις συμμορφούμενος και την οικεία με την ακίνδυνη αυτή άγνοια γλώσσα χρησιμοποιώντας ο ιερός συγγραφέας της βιβλικής κοσμογονίας μιλά για στερέωμα. Πώς αλλιώς θα γινόταν καταληπτός από αυτούς; Και εδώ πάλι ήθελε να πει σε αυτούς, ότι ο Θεός είναι ο δημιουργός του μεγαλοπρεπούς αυτού θεάματος, το οποίο εκτείνεται από πάνω μας. Άφηνε δε στους επιστήμονες του μέλλοντος την φροντίδα να ανακαλύψουν την πραγματικότητα του ενάστρου διαστήματος και να διακρίνουν αυτήν από την φαινομενική και επιπόλαιη εικόνα του.

4. Την τρίτη ημέρα της δημιουργίας έχουμε την συγκέντρωση των υδάτων σε θάλασσες και ωκεανούς και την εμφάνιση των ηπείρων. Ενδεικνυόταν ο ιερός συγγραφέας να παρουσιάσει τον μέγα Δημιουργό ποιητή και κύριο των δύο αυτών στοιχείων και τμημάτων του πλανήτη μας, εφόσον ο εθνικός κόσμος είχε θεοποιήσει την γη και τον ωκεανό και οι θεογονίες τόσο οι ασσυροβαβυλωνιακές, όσο και οι της Φοινίκης και αυτών των Ελλήνων, ακόμη και των Ορφικών, από αυτά θεωρούσαν ότι προήλθαν και γενεαλογούνταν οι θεοί τους. Τονίζει ακόμη ο ιερός συγγραφέας, ότι κατά το πρόσταγμα του Θεού η γη εξήγαγε βοτάνη χόρτου και δένδρον κάρπιμον, και κατά το ίδιο θείο πρόσταγμα τα διάφορα αυτά είδη της ποώδους και ξυλώδους βλάστησης παρήγαγαν το καθένα σπέρμα καθ’ ομοιότητα που είχε μέσα του την μυστηριώδη αυτή δύναμη της αναπαραγωγής και αναβλάστησης. Εάν στα διάφορα ειδωλολατρικά μυστήρια θεοποιήθηκε η αναπαραγωγική αυτή δύναμη, που κατά την άνοιξη αφύπνιζε σαν από κάποιο λήθαργο την κατά τον χειμώνα σε πλήρη μαρασμό περιελθούσα φυτική ζωή, και παρουσιάστηκε σαν θεότητα που συνήλθε από κάποιο πάθημα και θριάμβευσε, ο ιερός συγγραφέας παρουσιάζει με περισσή απλότητα, σαφήνεια και ζωηρότητα τον Θεό αίτιο και δημιουργό αυτής. Εάν η φυτική ζωή, και έπειτα και τα πλήθη των ιχθύων και των ερπετών και των πτηνών και των ζώων υφίστανται και διαρκώς ανανεώνονται, αυτό γίνεται, διότι ο Θεός το θέλησε και διότι το παντοδύναμο πρόσταγμα του Θεού διατηρεί ακατάβλητη και ανεξάντλητη την ισχύ του.

5. Έτσι κατά το πρώτο τριήμερο της δημιουργίας ο Θεός προχωρεί σε διαχωρισμούς, οι οποίοι καταλήγουν στη σύσταση μεγάλων τμημάτων του κόσμου, όπως λέει ο Hauret (32)· δηλαδή στο διαχωρισμό του φωτός από το σκότος, από τον οποίο προήλθε η διαδοχή της ημέρας και της νύχτας (Γενεσ. α 3-5), τον μέσω του στερεώματος διαχωρισμό των δύο ωκεανών, των υδάτων δηλαδή των υπεράνω της ατμόσφαιρας και των κάτωθεν αυτής (Γενεσ. α 6-8)· και τον τρίτο διαχωρισμό, χάρις στον οποίο τα ύδατα τα υποκάτω του ουρανού αφού μαζεύτηκαν απετέλεσαν τις θάλασσες, και εμφανίστηκε στη συνέχεια η ξηρά (Γενεσ. α 9-10).

Επακολουθεί ήδη το δεύτερο τριήμερο.

Η τέταρτη λοιπόν ημέρα είναι αντίστοιχη και παράλληλη με την πρώτη. Όπως λοιπόν σε εκείνην δημιούργησε ο Θεός το φως, έτσι και στην παράλληλη με αυτήν τοποθετεί ο Θεός στο στερέωμα τους φωστήρες του ουρανού, τον ήλιο εις εξουσία της ημέρας και την σελήνην εις εξουσίαν της νυκτός (Γενεσ. α 14-19).

Ομοίως και η πέμπτη ημέρα είναι στο δεύτερο τριήμερο της δημιουργίας παράλληλη με την δεύτερη ημέρα του πρώτου τριημέρου. Στα ύδατα της δεύτερης ημέρας και στο στερέωμα αυτής αντιστοιχούν τα ερπετά ψυχών ζωσών και τα κήτη τα μεγάλα και τα πετεινά του ουρανού της πέμπτης ημέρας (Γενεσ. α 20-23).

Τέλος η έκτη ημέρα, κατά την οποία συμπληρώνεται και η δημιουργία των στην ξηρά έμβιων όντων (Γενεσ. Α 24-31), είναι παράλληλη με την τρίτη ημέρα, κατά την οποία προετοιμάστηκαν οι κατάλληλοι όροι για διαβίωση και εύκολη συντήρηση των υπάρξεων που ζουν στην ξηρά.

Η κατάταξη αυτή, παρατηρεί ο Hauret, μαρτυρεί, ότι ο ιερός συγγραφέας διακρινόταν και ως πνεύμα μεθοδικό, ειθισμένο στο να καθορίζει, να διακρίνει και να κατατάσσει. Επιπλέον κάποιες περίεργες συμπτώσεις δηλώνουν προτίμηση στον συμβολισμό των αριθμών. Ο αριθμός ιδιαίτερα τρία επανέρχεται επιμόνως· 3 είδη φυτών (στίχοι 11-12) τρία είδη φωστήρων (στιχ. 16) τρία έργα καθορισμένα για τα άστρα (στιχ. 14-18) τρεις όμιλοι ζώντων όντων που δημιουργήθηκαν την πέμπτη ημέρα (στιχ 21) τρεις κλάσεις ζώων γήινων (στιχ. 24) τρεις ευλογίες (α 22, β 3).

6. Και κατά την πέμπτη και έκτη ημέρα, όπως είπαμε, το ίδιο πρόσταγμα του Δημιουργού δίνει την ύπαρξη στα κήτη τα μεγάλα και στους όφεις και στα κτήνη και στα θηρία. Έτσι η ζωολατρεία των Αιγυπτίων της οποίας οι Ιουδαίοι υπήρξαν μάρτυρες, και η προς τους όφεις θρησκευτική ευλάβεια άλλων ανατολικών λαών, που συναντάται μέχρι σήμερα σποραδικά, αποκηρύττεται ως ανόητη και μωρά ενώ διακηρύττεται, ότι όλων αυτών και των ζώων και των ερπετών και των πετεινών δημιουργός και κύριος υπήρξε και υπάρχει ο ένας και μόνος αληθινός Θεός.

Ως επισφράγιση όμως της δημιουργίας και ως το αριστούργημα αυτής, εικόνα όντως του δημιουργού, προικισμένος με εξαιρετικά πνευματικά προσόντα, που τον καθιστούν ικανό στο να επιγινώσκει μεν τον Δημιουργόν του και τα θαυμαστά έργα του, να άρχει επίσης ως αντιπρόσωπος αυτού σε όλη την ορατή κτίση και σε ολόκληρο το πλήρωμα της οικουμένης, θα δημιουργόνταν ο άνθρωπος.

7. Τονίζοντας ο ιερός συγγραφέας της Γένεσης την υπεροχή του ανθρώπου σε σχέση με τα άλλα δημιουργήματα παρουσιάζει τον Θεό βουλευόμενον και με συμβούλιο να αποφασίζει όχι μόνο το να δημιουργήσει τον άνθρωπο, αλλά και πως θα δημιουργούσε αυτόν. «Ποιήσωμεν άνθρωπον κατ’ εικόναν ημετέραν και καθ’ ομοίωσιν». Ο Θεός όντας λογικός και ελέυθερος σε άπειρο και απολύτως τέλειο βαθμό θα προίκιζε και τον πεπερασμένο άνθρωπο με σχετική λογικότητα και ελευθερία. Ο Θεός γνωρίζει τον εαυτό του. Και ο άνθρωπος ο κατ εικόνα Θεού δημιουργούμενος θα γνώριζε τον εαυτό του. Ο Θεός είναι το ύψιστο αγαθό και το απολύτως Ωραίον και η άκρα μακαριότητα και ο απεριόριστος ωκεανός και η αστείρευτη πηγή της αγάπης. Και ο άνθρωπος προικιζόμενος με καρδιά ικανή να αγαπά και να φλέγεται από τον πόθο του αγαθού, του ωραίου και της ευτυχίας θα έλκεται, εφόσον δεν θα είναι διεστραμμένος από Εκείνον, ο Οποίος και μόνος μπορεί να εκπληρώσει τους πόθους του….

8. Όλα ατά έγιναν σε έξι και μόνο ημέρες. Επακολουθεί η εβδόμη ημέρα, την οποία ο Θεός ευλογεί, διότι σε αυτήν κατέπαυσε από όλα τα δημιουργικά του έργα. Η εβδομαδιαία ανάπαυση, παρατηρούν οι Guibert και Chinchole (33), ανάγεται στην αρχή του κόσμου. Για να εξάρει την σπουδαιότητα αυτής ο Μωϋσής δεν μπορούσε να πράξει κάτι καλύτερο παρά να δείξει τον Θεό τον ίδιο εργαζόμενο έξι ημέρες και αναπαυόμενο την εβδόμη. Χρησιμοποιεί προφανώς ανθρωπομορφισμό, αλλά καθιστά έτσι το περί Σαββάτου παράγγελμα σαφές και ανάγλυφο. Αυτό, εξακολουθούν οι αναφερθέντες συγγραφείς, μάς εξηγεί την διαίρεση της δημιουργίας σε έξι ημέρες.

Ο Μωϋσής δεν εννοεί διόλου, ότι ο Θεός διέθεσε έξι ημέρες 24ωρες για να δημιουργήσει τον κόσμο, αλλά μόνο, ότι δημιούργησε τα πάντα Αυτός και ότι είναι η Πρώτη αιτία των πάντων. Εάν λοιπόν κατένειμε το όλο δημιουργικό έργο σε 6 ημέρες, αποσκοπούσε να εντυπώσει ευκολότερα τη διδασκαλία αυτή στο πνεύμα των συγχρόνων του, καθιερώνοντας συγχρόνως ως ιερό και τον θεσμό του Σαββάτου.

9. «Εν ολίγοις το πρώτο κεφάλαιο της Γενέσεως εμπεριέχει δημώδη ιστορική αφήγηση της δημιουργίας, σελίδα θεολογίας που εμπνεύστηκε από το Θεό, που αποσκοπεί να μας καταστήσει γνωστό τον Θεό, τη φύση του, τα ιδιώματά του, τις σχέσεις του και με τον κόσμο, τον οποίο δημιούργησε, και με τον άνθρωπο, τον οποίο έπλασε βασιλιά της δημιουργίας, καθώς και τα καθήκοντα του ανθρώπου προς τον Θεό. Τα πάντα εκτίθενται με μορφή κατανοητή για τους αναγνώστες κάθε εποχής, σε γλώσσα σύμμορφη προς τα φαινόμενα, προσαρμοσμένα στις αντιλήψεις και τις γνώσεις της εποχής, στο πλαίσιο των έξι ημερών της εβδομάδας, εν όψει της αναπαύσεως του σαββάτου, προορισμένου για τη θεία λατρεία…

Έτσι έχει η ερμηνεία του πρώτου κεφαλαίου της Γενέσεως σύμφωνα με το ιστορικοθεολογικό συστημα και μορφή δημώδη κατά προσαρμογή προς τις σύγχρονες τότε αντιλήψεις για σκοπούς καθαρά οικοδομητικούς, το οποίο σύστημα ενσωματώνει ανμφίβολα πλείστα στοιχεία αλήθειας, όπως εκθέτουν αυτό άριστα οι  Guibert και Chinchole.

 

(Π.Ν. Τρεμπέλα, Απολογητικαί Μελέται τόμος Β σελ. 26-33 εκδ. ο Σωτήρ. Έγινε μικρή αλλαγή της γλώσσας προς τα νέα Ελληνικά, υπογραμμίσεις δικές μας)

(Του Hans Kung Ομότιμου καθηγητού Οικουμενικής Θεολογίας Πανεπιστημίου Τυβίγγης)

«Διαφορετική είναι η συμπεριφορά μας με «εξω-κοσμικές» εικοτολογίες (=πιθανολογίες), οι οποίες χωρίς κάποια εμπειρικά δεδομένα αξιώνουν να δεχτούμε τελείως χωρισμένες από το δικό μας σύμπαν χωροχρονικές δομές, επομένως άλλα «σύμπαντα», μάλιστα ένα «πολυσύμπαν».

Στην εικοτολογούσα φαντασία οι θεωρίες για τους πολλούς κόσμους δεν θέτουν όρια και έτσι έχει κανείς το βάσανο της εκλογής ή την εκλογή του βασάνου:

-        Πρέπει άραγε κανείς, μαζί με τους Adrej Linde και Alexander Vilenkin, να δεχτεί μία απεριόριστη φάση επέκτασης, μέσα στην οποία αναπτύσσονται πολλά σύμπαντα από χωριστές αρχικές εκρήξεις;

-        Ή πρέπει κανείς, μαζί με τους Alan Guth,Edward Harrison και Lee Smolin, να υποθέσει ότι σε μια μαύρη τρύπα μπορεί να γεννηθεί ένα νέο σύμπαν, που εκτείνεται σε μια νέα περιοχή χρόνου και χώρου και δεν είναι σε μας προσιτό;

-        Ή πρέπει κανείς μαζί με τους Liza Randell & Raman Sandrum, να υποθέσει ότι είναι δυνατόν να υπάρχουν άλλα σύμπαντα χωρισμένα από μας σε διαστάσεις εκτός του χώρου και να επιδρούν το ένα πάνω στο άλλο με τη βαρύτητα ή και όχι;…

Είναι αυτονόητο πως δεν θα πρέπει να είναι πάνω από 10% περίπου οι φυσικοί, που εκπροσωπούν τη θεωρία περί πολλών κόσμων. Και ένας τόσο επιφανής φυσικός όπως ο Steven Weinberg κατέστησε γνωστό ότι είναι

«πολύ απασχολημένος και επομένως δεν έχει χρόνο για ασήμαντα πράγματα όπως η διδασκαλία περί πολλών κόσμων»(27).

Φιλικότερα, αλλά όχι λιγότερο απερίφραστα, ο φυσικός της Γοττίγγης Hubert Goenner γράφει για τη «γνωσιοθεωρητικά ύποπτη έρευνα για το πολυσύμπαν»:

«Η διαδικασία της πυρηνοποίησης επιμέρους «κόσμων» σύμφωνα με μια θεωρητική άποψη πρέπει να συνεχίζεται διαρκώς. «Γονείς»-κόσμοι σχηματίζουν «μωρά-σύμπαντα [Baby-Universen]». Βεβαίως δεν θα ήταν δυνατόν να αφήσουν ένα σινιάλο. Φυσικά τέτοια σενάρια είναι δυνατά και γεμάτα από φαντασία· αλλά όταν καταρχήν δεν μπορούν να εξετάζονται με μετρήσεις, δεν ανήκουν στην φυσικοεπιστημονική κοσμολογία» (28)….

Με όλα αυτά διερωτάται κανείς, μήπως δεν θα ήταν κάπως απλούστερο και πλέον αξιόπιστο, αντί της ουτοπίας των «συμπάντων, που αναπαράγουν τον εαυτό τους», να δεχτούμε την άποψη του Fred Hoyle, για να αφήσουμε να προκαλούμεθα από την πανάρχαια αντίληψη περί ενός ακριβώς σύμπαντος, που δεν δημιουργεί το ίδιο τον εαυτό του; (32)…

Κατά ευχάριστο τρόπο έρχεται ο Martin Rees να μιλήσει για το θεμελιώδες ζήτημα και απορρίπτει την «τύχη» ως εξήγηση της «Φυσικής», που όμοια με τη θεία πρόνοια έχει οδηγήσει στους γαλαξίες, στ’ αστέρια, στους πλανήτες και στα 92 χημικά στοιχεία του περιοδικού πίνακα».

Ο ίδιος προσθέτει ότι

«το σύμπαν μας αναπτύχθηκε από μία απλή αρχή –μία πρωταρχική έκρηξη-, για την οποία υπήρξε αποφασιστική μία κατάλληλη σύντομη συνταγή. Αλλά αυτή η συνταγή φαίνεται ότι ήταν πολύ ειδική» (33) –αυτό με λίγα λόγια αφήνει ο Rees να εννοηθεί ως εξήγηση για τη «δημιουργία». Παρά ταύτα δυστυχώς: Αντί αυτός να συζητήσει επιστημονικά για τη μοντέρνα κατανόηση της δημιουργίας, ξεπερνά τη σκέψη περί δημιουργίας χωρίς συζήτηση, για να χαρίσει όλη του την προσοχή στην υπόθεση ενός «ειδικού σύμπαντος, που ανήκει σε ένα σύνολο είτε πολυσύμπαν» (34). Πρόκειται για μια νέα περίπτωση της «ενστικτώδους αντίθεσης»….

Ο Frank Tipler, καθηγητής της Μαθηματικής Φυσικής στη Νέα Ορλεάνη και συγγραφέας του μπεστ σέλερ Μία Φυσική της αθανασίας, στα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του 1960 ως σπουδαστής είχε παρακολουθήσει δύο σεμινάρια στον καθηγητή Steven Weinberg στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Μασσαχουσέτης (ΜΙΤ). Μετά την ανακάλυψη της «ακτινοβολίας του υποβάθρου» των μικροκυμάτων τα κοσμολογικά μοντέλα βρέθηκαν στο κέντρο της συζήτησης. Κατά τον Tipler ο Weinberg πρέπει να έχει πει στους φοιτητές του:

«Εκ των δύο κοσμολογικών μοντέλων –της θεωρίας της πρωταρχικής έκρηξης και της θεωρίας της σταθερής κατάστασης- προτιμώ την τελευταία, διότι αυτή μοιάζει ελάχιστα προς τη διήγηση [του βιβλίου] της Γενέσεως. Είναι λυπηρό ότι αυτή η θεωρία αντικρούεται με την ανακάλυψη της κοσμικής ακτινοβολίας του υποβάθρου» (36). Προφανώς πρόκειται για μια περίπτωση «ενστικτώδους αντίθεσης».

Ακόμη και 30 χρόνια αργοτερα ο Tipler εκφράζει την έκπληξή του, διότι ένας φυσικός και αργότερα κάτοχος του βραβείου Νόμπελ, όπως ο Weinberg, ήταν έτοιμος τότε να αμφισβητήσει την ισχύ της καθιερωμένης Πυρηνικής Φυσικής, της Γενικής Θεωρίας της σχετικότητας και της Κβαντομηχανικής, μόνο και μόνο για να μην είναι υποχρεωμένος ως δεδηλωμένος αθεϊστής να δεχτεί τη διήγηση της Γενέσεως για την αρχή του «ουρανού και της γης». Μπορεί βέβαια η ενστικτώδης αντίθεση του Weinberg μπροστά στις διηγήσεις της Γενέσεως να μην έχει να κάνει μόνο με προκατειλημμένη κριτική της Θρησκείας, με προσωπικά βιώματα ή με την ιουδαϊκή του ιδιοτυπία, αλλά περισσότερο ίσως με μια βιαστική χρησιμοποίηση της θεωρίας της πρωταρχικής έκρηξης ως οργάνου από φονταμενταλιστές χριστιανούς στις ΗΠΑ για να αποδείξουν ότι «η Βίβλος έχει δίκιο»……

Εν πάση περιπτώσει είναι αξιοθαύμαστο, πώς κοσμολόγοι, για το ζήτημα των προϋποθέσεων της αρχής του κόσμου, με πολύπλοκες μαθηματικές εργασίες προσπαθούν να άρουν στοιχειώδεις φιλοσοφικές διατυπώσεις, όπως λ.χ. «Ex nihilo nihil fit- Εκ του μηδενός τίποτα δεν γίνεται». Εντούτοις μερικοί προσπαθούν με κάθε σοβαρότητα να παρακάμψουν με κυκλοτερή κίνηση το πρόβλημα της γένεσης του κόσμου κατασκευάζοντας ένα σύμπαν, το οποίο λειτουργεί ως η μητέρα του! Πρόκειται για την αυτοπαραγωγή του σύμπαντος:

«it created itself (=δημιούργησε αυτό το ίδιο τον εαυτό του)(Richard Gott-Li-Xin Li)(44). Θα μπορούσε κανείς εδώ να αναφωνήσει: «Τι ωραία!».

Μπροστά στην αυτοπεποίθηση με την οποία προβάλλονται τέτοιες θεωρίες, θυμάμαι τα λόγια, που πρέπει να έχει πει ο Ρώσος κάτοχος του βραβείου Νόμπελ για τη Φυσική Λεβ Λαντάου (1908-1968):

«Οι κοσμολόγοι πλανώνται συχνά, αλλά ποτέ δεν αμφιβάλλουν».

Ένα επιφανές μέλος της ήδη αναφερθείσας επιστημονικής συζήτησης φυσικών και θεολόγων, που οργανώθηκε από μένα στο Πανεπιστήμιο της Τυβίγγης, ο θεωρητικός φυσικός Herbert Pfister, την 14η Φεβρουαρίου 2001 έκλεισε το αποχαιρετιστήριο μάθημά του στο Πανεπιστήμιο Τυβίγγης με τη θέση:

«Η Θεωρητική Φυσική πάσχει τώρα από μια υπέρμετρη χρήση μαθηματικών-θεωρητικών δομών και από έλλειψη καινοτόμων πειραμάτων της σκέψης… Σήμερα αντιθέτως ολόκληρες στρατιές λεγομένων φυσικών ασχολούνται ήδη περισσότερο από 10 χρόνια π.χ. με τις θεωρίες των υπερχορδών, που προβάλλουν 11 ή και ακόμη περισσότερες διαστάσεις, με τις θεωρίες Μ ή με τις ομάδες Ε 8 χΕ8 και SO (32) κλπ., χωρίς να έχουν παραγάγει έως τώρα ένα μοναδικό καταρχήν δοκιμαστέο, για να μην πούμε επιτυχώς δοκιμασθέν, δεδομένο» (45)…

Στην αρχή της τρίτης χιλιετίας δεν είναι εκπληκτικό, ότι ο ήδη μνημονευθείς κάτοχος του βραβείου Νόμπελ για τη Φυσική Steven Weinberg ακριβώς αναφέρεται στην Έδδα (αρχαιογερμανικοί μύθοι) αντί στη Βίβλο. Ήθελε, όπως ακούσαμε, σε κάθε περίπτωση να αποφεύγει την πρόκληση των βιβλικών διηγήσεων περί δημιουργίας στο βιβλίο της Γενέσεως.

«Μερικοί κοσμολόγοι από φιλοσοφικές αιτίες βρίσκουν αυτό το μοντέλο ενός ταλαντευόμενου σύμπαντος ελκυστικό, προπάντων φυσικά, επειδή αυτό –όπως το μοντέλο της διαρκούς κατάστασης- αποφεύγει επιδέξια το πρόβλημα της Γένεσης»» (29)

(Hans Kung, Η αρχή των πάντων, αποσπάσματα από σελίδες 136-144 & 216, εκδ. Ουρανός όπου και οι πηγές των παραπομπών, μετάφραση και σχόλια Ευαγγέλου Θεοδώρου, Ομοτίμου καθηγητού Θεολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών, επιλογή αποσπασμάτων και υπογραμμίσεις π. Νικόλαος Πουλάδας)

«Είναι δυνατόν ένα βιβλίο τόσο μεγαλειώδες και τόσο απλό, συνάμα, να είναι έργο ανθρώπων;

Είναι δυνατόν εκείνος του οποίου η ιστορία διαλαμβάνεται σε αυτό να μην είναι τίποτα περισσότερο παρά άνθρωπος;…

Οποία ευγένεια και αγνότητα στις πράξεις του, οποία συγκινητική χάρις στην διδασκαλία του!

Πόσο υψηλοί είναι οι λόγοι του, πόσο βαθύτατα σοφές οι ομιλίες του,

πόσο δίκαιες και διακριτικές οι απαντήσεις του!

Ποιος άνθρωπος, ποιος σοφός δύναται να ζήσει, να υποφέρει και να πεθάνει χωρίς να εκδηλώσει αδυναμίες ή να κάνει επίδειξη;…

Αν η ζωή και ο θάνατος του Σωκράτη υπήρξαν η ζωή και ο θάνατος ενός φιλοσόφου,

η ζωή και ο θάνατος του Χριστού υπήρξαν η ζωή και ο θάνατος ενός Θεού»

(Ζαν Ζακ Ρουσσω (1712-1778) στο έργο του «Αιμίλιος» 271-72 στο: Παγκόσμιος Ιστορία του Πολιτισμού Will Durant τομος Ι1 σελ. 263)

Το θαύμα αυτό το διηγήθηκε ο αρχιεπίσκοπος Vologda Νίκων.

Μας δείχνει, πόσο κοντά μας είναι οι άγιοι και πόσο λάθος κάνουν, όσοι αυτό δεν το πιστεύουν.

"Σε ένα χωριό, κοντά στο Vologda, ζούσε ένας καλός Χριστιανός. Πήγαινε τακτικά στην Εκκλησία. Όπου και αν τύχαινε να είναι, ακούγοντας την καμπάνα έπαιρνε τα παιδιά του και πήγαινε, όσο πιο νωρίς μπορούσε. Και συμβούλευε τη γυναίκα του να μην αργεί, να μην αφήνει να την απορροφούν οι δουλειές του σπιτιού.

Έτσι έτυχε μια μέρα και εκείνη βγαίνοντας βιαστική, για να μην αργήσει, ξέχασε να κλείσει την πόρτα του σπιτιού πίσω της.

Ήταν η μνήμη του αγίου Νικολάου, και το είχε και δική της φιλοτιμία, να πάει έγκαιρα.

Σε λίγο όμως, πέρασε έξω από το σπίτι της ένας κλέφτης. Είδε την πόρτα ανοιχτή. Και μπήκε κι άρχισε να μαζεύει τα τιμαλφή, τα πράγματα με αξία. Και αφού πήρε ό,τι ήθελε, τα έκανε κόμπο, δέμα, τα σήκωσε και ετοιμάστηκε να βγει!

Αλλά δεν πρόφθασε! Είδε ένα όραμα τρομακτικό.

Εκείνη τη στιγμή, από την πόρτα την οποία είχε φροντίσει και την είχε κλείσει πίσω του, είδε να μπαίνει στο σπίτι ο άγιος Νικόλαος, ντυμένος με ολόκληρη την αρχιερατική του στολή! Και ρίχνοντας ένα βλέμμα άγριο στον κλέπτη, του είπε:

- Ώστε έτσι! Οι άνθρωποι που αγαπούν το Θεό, στην Εκκλησία! Και στο σπίτι τους εσύ, για να τους κλέψεις; Αμ, δεν θα σου περάσει!

Και με τα λόγια αυτά ο άγιος άστραψε ένα δυνατό χαστούκι στον κλέπτη, που αυτοστιγμεί τυφλώθηκε. Κι ο άγιος εξαφανίστηκε.

Ο κλέπτης άρχισε να ψάχνει να βρει την πόρτα να φύγει. Αλλά δεν το κατόρθωσε. Και γύρισε ο Ιβάν από την Εκκλησία και τον βρήκε μέσα. Έτσι ο κλέφτης συνελήφθη, παραπέμφθηκε σε δίκη, δικάστηκε και καταδικάστηκε σε εκτόπιση στη Σιβηρία.

Αλλά όλο αυτό το διάστημα, η συνείδησή του δούλευε μέσα του. Κατάλαβε, ότι το λάθος δεν ήταν δικό του. Αυτός καλά και έξυπνα την έκανε τη δουλειά του. Κατάλαβε, ότι για το «πάθημά» του «έφταιγε» ο άγιος Νικόλαος· ότι η εμφάνισή του δεν ήταν φαντασία. Και θυμήθηκε, ότι οι άγιοι δεν είναι μισάνθρωποι. Και ζήτησε να του επιτρέψουν, να πάει στο χωριό του να προσκυνήσει τον άγιο και να του ζητήσει έλεος και συγγνώμη.

Και τον πήγαν. Και γονάτισε μπροστά στην εικόνα του. Και με δάκρυα του ζήτησε συγχώρηση για την αμαρτία του. Προσευχήθηκε ώρα πολλή, με το κεφάλι στη γη. Κι ευχαρίστησε τον άγιο, που του έκλεισε τα μάτια του σώματος και του άνοιξε τα μάτια της ψυχής. Και σηκώθηκε και ασπάστηκε την ιερή εικόνα του αγίου. Και φιλώντας την άνοιξαν και τα μάτια του σώματός του".

(πηγή: "Αγιολογία", αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ, σελ. 234-236)

Αναφέρει ο π. Παΐσιος:

«Όταν μόναζα στην Ι. Μονή Γενεθλίων της Θεοτόκου στην Κόνιτσα, κάθε Σάββατο ώρα Εσπερινού επισκεπτόταν το μοναστήρι ένας αγροφύλακας κοντινού χωριού ο μπαρμπα- Ανδρέας, που είχε δώδεκα παιδιά, και με παρακαλούσε να του επιτρέψω να ανάψει τα καντήλια του Καθολικού· του το επέτρεπα, αν και γέμιζε τον τόπο λάδια. Μόλις ξεπόρτιζε, κάθε φορά φεύγοντας από το μοναστήρι, έριχνε μια τουφεκιά. Τούτο με παραξένεψε και για αυτό μια μέρα τον παρακολούθησα κρυφά.

Αφού άναψε τα καντήλια, άλειψε την κάνη της καραμπίνας του με λάδι από την καντήλα της Παναγίας και γονατίζοντας δεήθηκε.

«Παναγία μου, λίγο κρέας για τα δώδεκα παιδιά μου».

Βγαίνοντας από το μοναστήρι τον περίμενε με σκυμμένο το κεφάλι ένα αγριοκάτσικο, πολύ σπάνιο κυνήγι.

Έτσι εξηγήθηκε η τουφεκιά που έριχνε κάθε φορά κατά την οποία έφευγε από το μοναστήρι. Με αυτόν τον τρόπο η Παναγία, εισακούοντας την απλή προσευχή του τού χάριζε το πιο νόστιμο κρέας για την πολύτεκνη οικογένειά του»

(αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ, Τα θαυμάσια του Θεού, σελ. 54-55 όπου και η πηγή)

[Ο άγιος Γέρων παπα-Χαράλαμπος Διονυσιάτης (1910-2001) διηγείται…]

Μια μέρα είχαμε παγκοινιά (=κοινή εργασία όλων των μοναχών της μονής) και δουλέψαμε σκληρά όλη η συνοδεία σε οικοδομικές εργασίες. Μόλις τελειώσαμε και ήταν ώρα για την καθιερωμένη ανάπαυση, ξαφνικά ακούγεται ένα παρατεταμένο κορνάρισμα καϊκιού, από τον αρσανά. Μόλις το άκουσε ο Γέροντας, τον είδαμε να σκυθρωπάζει στο πρόσωπο.

- Τι συμβαίνει, Γέροντα;

- Βρε τον ευλογημένο, πέτυχε την ώρα. Είναι ο Γ. και μας έφερε ένα βαρέλι λάδι.

Οι πατέρες ήταν τόσο κουρασμένοι που ο Γέροντας δεν τολμούσε να προστάξει κανέναν. Η μόνη λύση αν υπήρχε κανένας εθελοντής. Δεν ξέρω πώς φωτίστηκα και μπήκα στο λογισμό του Γέροντά μου. Τον ρωτώ:

- Γέροντα, έχει ευλογία να πάω εγώ να φέρω το βαρέλι;

- Αφού το θέλεις με την ψυχή σου, πήγαινε και η ευχή μου θα σε βοηθήσει παιδί μου.

Τρέχω αμέσως κάτω μαζί με ένα σκοινί. Φθάνω στον αρσανά. Γονατίζω και δένω το βαρέλι στην πλάτη με το σκοινί. Όταν προσπάθησα να σηκωθώ τα γόνατα πήγαιναν να λυγίσουν. Δοκιμάζω να περπατήσω, σχεδόν αδύνατον, τα πόδια δε βαστάνε. Παρόλ’ αυτά δεν το βάζω και κάτω.

«Αφού, λέω, μ’ έστειλε ο Γέροντας, δεν το παρατάω, ώσπου να πέσω κάτω. Τότε μόνο είμαι ανεύθυνος».

Με πολλή δυσκολία σαν χελώνα προχώρησα λίγα μέτρα. Βάζω τον σταυρό μου και λέω: «Παναγία μου, δι’ ευχών του Γέροντά μου, βοήθησέ με».

Μετά από αυτήν την μικρή προσευχή αισθάνθηκα ότι το βαρέλι στην πλάτη ξαλάφρωσε λιγάκι. Προχωρώ ακόμη· αισθάνομαι ακόμη πιο ελαφρά. Αρχίζω πια να περπατώ κανονικά. Όμως σε λίγο αισθάνομαι ότι έφυγε όλο το βάρος. Μόλις δε άρχισα να ανεβαίνω τα απότομα σκαλιά πίστεψέ με, αισθανόμουν σαν κάποιος από πίσω να μ’ έσπρωχνε. Τότε ανέβαινα σχεδόν τρεχάτος τα σκαλιά λέγοντας συγχρόνως συνέχεια και την ευχή: «Κύριε, Ιησού Χριστέ…». Στην απόσταση από τον αρσανά μέχρι τα καλυβάκια μας, ένα φορτωμένο μουλάρι θέλει περίπου δύο ώρες. Σε διαβεβαιώ, λιγότερο από μία ώρα ανέβηκα φορτωμένος πενήντα οκάδες λάδι στην πλάτη.

Μόλις έφθασα συνάντησα μπροστά μου τον Γέροντα. Λέω:

- Γέροντα, θαύμα μέγα· το και το…

Και πάλι δεν συγκρατήθηκε ο Γέροντας. Αφού με έσφιξε στην αγκαλιά του μου λέει:

- Αυτό παιδί μου, είναι καρπός της τελείας υπακοής. Θέλεις όμως να σου πω κι εγώ; Από την ώρα που κατέβηκες μέχρι και τώρα, με ασταμάτητα δάκρυα σου τραβούσα κομποσχοίνι».

(Παπα-Χαράλαμπος Διουσυσιάτης, Ιωσήφ Μ.Δ., σελ. 85-87)

Προς το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, κάπου στο Ρωσικό μέτωπο, μια μικρή ομάδα από έξι ή οκτώ στρατιώτες κατόρθωσε να διασπάσει τις γραμμές του εχθρού, που τους είχε περικυκλώσει, και να αναζητήσει το δρόμο της επιστροφής στα χωριά τους.

Κατευθύνονταν ανατολικά, πότε μέσα από έρημους δρόμους, πότε διασχίζοντας δάση και χωράφια για να αποφύγουν τη σύλληψη από τους Γερμανούς.

Ένα βράδυ εξαντλημένοι και ταλαίπωροι, βουτηγμένοι ως τα γόνατα στο χιόνι, βρέθηκαν εκτεθειμένοι στην άκρη ενός αγρού.

«Εδώ θαρρώ πως ήρθε το τέλος μας…», μουρμούρισε ένας από αυτούς.

Εκείνη τη στιγμή διέκριναν ένα φως, όχι πολύ μακριά τους.

Προχώρησαν προς τα εκεί, ώσπου βρέθηκαν μπροστά σε μια μοναχική καλύβα, στημένη πάνω σε μια κορφούλα στη μέση του αγρού. Ένας από όλους χτύπησε και μπήκε μέσα, όπου βρήκε ένα γέρο καθισμένο να μερεμετίζει τα σανδάλια του από φελλό. Δεν χρειάστηκε να του ζητήσουν καταφύγιο. Ο γέροντας τους κάλεσε να μπουν και να διανυκτερεύσουν κοντά του.

Η καλύβα ήταν ζεστή. Σωριάστηκαν στο πάτωμα και, κατάκοποι όπως ήταν, τους πήρε αμέσως ο ύπνος.

Όταν ξύπνησαν, είχε ήδη φέξει.

Τότε διαπίστωσαν πως ήταν κουλουριασμένοι ο ένας δίπλα στον άλλο, όχι στο πάτωμα μιας καλύβας, αλλά έξω στο χωράφι, πασπαλισμένοι με νιφάδες χιονιού. Δεν υπήρχε στέγη πάνω από τα κεφάλια τους, μόνο ο ανοικτός ουρανός.

Στην πρωινή σιωπή, μπόρεσαν να ακούσουν την μακρινή καμπάνα μίας εκκλησίας. Όλα αυτά έγιναν στη Δυτική Ουκρανία. Οι στρατιώτες πετάχτηκαν όρθιοι, κι ακολουθώντας τους ήχους της καμπάνας, βρήκαν την εκκλησία.

Μπαίνοντας μέσα, ένας από αυτούς πρόσεξε την εικόνα του αγίου Νικολάου.

«Να», φώναξε, «αυτός ήταν ο γέρος που μας φιλοξένησε».

(αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ, "Τα θαυμάσια του Θεού", σελ. 189-190)

Κάποτε στην Κωνσταντινούπολή ένας άνδρας είχε κανονίσει μια συνάντηση  με τον  αγίο Ιωάννη τον Χρυσοστόμο. Ο γραμματέας του αγίου, όταν πήγε να αναγγείλει την άφιξη του,  τον βρήκε απασχολημένο  με κάποιον άλλον άνδρα, ο οποίο ήταν σκυμένος κοντά στο αυτί του αγίου και του υπαγόρευε κάτι, ενώ  ο άγιος έγραφε σε χαρτί αυτά που άκουγε. Ο γραμματέας δεν θέλησε να τους ενοχλήσει και είπε στον επισκέπτη να περιμένει. Κάθε φορά  που πήγαινε,  τους έβλεπε σε αυτή την εργασία. Στο τέλος ο επισκέπτης αγανάκτησε και έφυγε. Όταν βρήκε   τον άγιο μόνο, του ανέφερε για τον επισκέπτη που  έφυγε. Ο   άγιος Ιωάννης τότε τον ρώτησε γιατί  δεν τόν πέρασε αμέσως στο γραφείο και αυτός δικαιολογήθηκε  ότι δεν ήθελε να τον ενοχλήσει στην εργασία που είχε με τον άλλον άνδρα. Ο Χρυσοστόμος του αποκρίθηκε ότι  δεν υπήρχε  κανένας άλλος   μέσα στο γραφείο του όλη αυτή  την ώρα και ότι ήταν μόνος.

Λέγεται ότι ο άνδρας αυτός ήταν ο Απόστολος Παύλος που  εκείνη των ώρα υπαγόρευε στο άγιον Ιωάννη τον  Χρυστοστομο την ερμηνεία των επιστολών του. Γι'αυτό το λόγο, σε ένδειξη σημείου και   θαύματος αυτού του γεγονότος, το αυτί του αγίου Ιωάννου είναι μέχρι σήμερα άφθαρτο και βρίσκεται στην Ιερά Μονή Βατοπεδίου του Αγίου Όρους.

Το δεξί χέρι του Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου το οποίο έχει σχήμα ευλογίας και παραμένει και εκείνο άφθορο(διακρίνονται το δέρμα και τα νεύρα) ευρίσκεται στη Ιερά Μονή Φιλόθεου του Αγίου Όρους και η κνήμη του Αγίου στην Ιερά Μονή Παντοκράτορος του Αγίου Όρους.

Πηγή: http://talantoblog.blogspot.gr/2011/11/blog-post_3042.html

Πηγή: http://o-nekros.blogspot.gr/2010/11/blog-post_4513.html

Θεόδωρος Ι. Ρηγινιώτης
Θεολόγος        

Αρκετή αναστάτωση προκάλεσε στη διεθνή διανόηση (φιλοσοφική και θεολογική) η πρόσφατη δήλωση του διάσημου αστροφυσικού St. Hawking ότι, κατά τη γνώμη του, το σύμπαν θα μπορούσε να έχει δημιουργηθεί χωρίς την παρέμβαση κάποιου δημιουργικού Νου.
Βέβαια, οι ορθόδοξοι χριστιανοί δεν πιστεύουμε στο Θεό για να μπορέσουμε να ερμηνεύσουμε την προέλευση του σύμπαντος, αλλά ερμηνεύουμε το σύμπαν ως δημιούργημα ενός Θεού επειδή ο Θεός αποκαλύπτει τον εαυτό Του σε πάρα πολλούς ανθρώπους όλων των εποχών, στους ανθρώπους που βαδίζουν το δρόμο της κάθαρσης της καρδιάς, του φωτισμού του νου και της θέωσης (αγιότητας). Αυτοί συχνά είναι κοινοί άνθρωποι, έκπληκτοι και οι ίδιοι για τις αποκαλύψεις της θείας παρουσίας στη ζωή τους, και όχι κάποια «θεσμικά πρόσωπα», μέλη ενός ιερατείου, που «διαχειρίζονται» τις θρησκευτικές πεποιθήσεις των λαών. Ωστόσο, με αφορμή τις πρόσφατες συζητήσεις, μπορούμε να σχολιάσουμε κάπως το θέμα…

Επιστήμη και ορθόδοξη πνευματικότητα

Η διάκριση επιστήμης και πίστης στον ορθόδοξο κόσμο.

Στην αρχαία χριστιανική παράδοση, δηλαδή τη σκέψη των αγίων των πρώτων χιλίων χρόνων και στη συνέχεια της ορθόδοξης Εκκλησίας, η Αγία Γραφή δεν αντιμετωπίστηκε ως πηγή πληροφόρησης για τη δημιουργία του κόσμου. Η γνώση σ’ αυτόν τον τομέα θεωρήθηκε πάντα αντικείμενο της φιλοσοφικής –δηλαδή της επιστημονικής– έρευνας.
Καθώς γίνονται χριστιανοί, οι λόγιοι του ελληνορωμαϊκού κόσμου –από τους οποίους προέρχονται το 2ο αι. μ.Χ. οι Απολογητές και, ήδη από τότε, οι Πατέρες της Εκκλησίας– αντιμετωπίζουν επιλεκτικά την αρχαία φιλοσοφία (1). Για την ακρίβεια, αποδέχονται σε μεγάλο βαθμό το τμήμα της που αφορά στην ανθρώπινη ηθική (2) και εξολοκλήρου ό,τι αφορά στη γνώση του κόσμου (της, κατά τους χριστιανούς, κτίσεως). Αντικαθιστούν όμως τα μεταφυσικά δόγματα (δηλ. απόψεις) των αρχαίων φιλοσόφων με την εμπειρική γνώση για το Θεό και τα συναφή θέματα που προκύπτει από την κάθαρση της καρδιάς, το φωτισμό και τη θέωση και επαληθεύεται με την επιστήμη της διάκρισης των πνευμάτων.


Αγία Ερμιόνη, γιατρός του 1ου αιώνα μ.Χ. Όπως όλοι οι άγιοι γιατροί, εικονίζεται να κρατάει και να προσφέρει φάρμακα. Βιογραφία εδώ. Φωτο από εδώ.


Ήδη στην κλασική και ελληνιστική αρχαιότητα οι φιλόσοφοι και οι σχολές που προέκυπταν απ’ αυτούς απέρριπταν διδασκαλίες άλλων φιλοσόφων ή «αντίπαλων» σχολών: ο Ηράκλειτος τον Πυθαγόρα, ο Ξενοφάνης τον Εμπεδοκλή, ο Αριστοτέλης τον Πλάτωνα και τους κυνικούς, ο στωικός Διότιμος, ο σκεπτικός (πυρρωνιστής) Τίμων αλλά και ο Πλούταρχος τον Επίκουρο, ο Επίκουρος σχεδόν όλους τους άλλους κ.ο.κ. Συχνά μάλιστα οι κρίσεις του ενός για τον άλλο ήταν σκληρότατες, μερικές φορές και υβριστικές.
Η απόρριψη λοιπόν από τους χριστιανούς φιλοσόφους δογμάτων άλλων φιλοσοφικών σχολών (από μερικούς και της φιλοσοφίας εν γένει, πράγμα ακραίο που δεν επικράτησε ως κυρίαρχη θέση στην πατερική παράδοση), εκτός από εύλογη (ακόμη και σήμερα μεταξύ των επιστημόνων υπάρχουν «αντίπαλες» τάσεις), ήταν και κάτι σύνηθες στον ελληνικό κόσμο. Υπάρχει βέβαια μια διαφορά: τα μεταφυσικά δόγματα των εθνικών φιλοσόφων προέρχονταν από στοχασμό και ήταν αυθαίρετα (γι’ αυτό και ποίκιλλαν), ενώ των χριστιανών από την εμπειρία της θέωσης, ήταν δηλαδή γνώση προερχόμενη από την εμπειρία και στη συνέχεια επεξεργασμένη και εκφρασμένη με τα εργαλεία του ανθρώπινου νου, όπως αντίστοιχα η γνώση του κόσμου.
Γι’ αυτό και το Συνοδικό της Ορθοδοξίας (9ος αι. μ.Χ.), αναφερόμενο κυρίως στις νεοπλατωνικές ιδέες του Ιωάννη Ιταλού, απορρίπτει ως αιρετικούς εκείνους που σπουδάζουν την ελληνική φιλοσοφία πιστεύοντας τα μεταφυσικά της δόγματα, ενώ αποδέχεται ως χριστιανούς εκείνους που τη σπουδάζουν «διὰ παίδευσιν», δηλαδή ως μέρος της φιλοσοφικής κατάρτισής τους («τοῖς τὰ ῾Ελληνικὰ δεξιοῦσι μαθήματα, καὶ μὴ διὰ παίδευσιν μόνον ταῦτα παιδευομένοις, ἀλλὰ καὶ ταῖς δόξαις αὐτῶν ταῖς ματαίαις ἑπομένοις») (3).
Έτσι, οι Πατέρες της Εκκλησίας απέρριψαν αρχαίες φιλοσοφικές ιδέες που η θεοπτική εμπειρία των αγίων αποδεικνύει εσφαλμένες, όπως η αιωνιότητα του κόσμου, ο ρόλος του δημιουργού Θεού ως απλού διακοσμητή (και όχι δημιουργού εκ του μηδενός), ο απρόσωπος χαρακτήρας του θείου (ως δυνάμεως), η μετεμψύχωση, η προΰπαρξη των ψυχών, ο πλατωνικός κόσμος των ιδεών κ.λ.π. Αντίθετα, στον τομέα της γνώσης του κόσμου συνεχίζουν σαφώς τους προγενέστερους φιλοσόφους, ακολουθώντας, όπως και εκείνοι, τη μέθοδο της παρατήρησης και του στοχασμού. Αρχίζοντας, ούτως ειπείν, από το χριστιανό Γαληνό, το «διάδοχο του Ιπποκράτη», βρισκόμαστε σε μια εξαιρετικά σοβαρή παράδοση φιλοσοφικών (κοσμολογικών και ανθρωπολογικών) έργων που αποτελεί μέρος της πατερικής γραμματείας. «Τὸ μὲν ἐξεταστικόν τε καὶ θεωρητικὸν ἐδεξάμεθα, ὅσον δὲ εἰς δαίμονας φέρει καὶ πλάνην καὶ ἀπωλείας βυθὸν διεπτύσαμεν» τονίζει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος (Επιτάφιος εις τον Μέγαν Βασίλειον, 11, P.G. 36, 508-509). [Πολλά στοιχεία για την επιστήμη στο Βυζάντιο δες εδώ]
Αυτή είναι η διάκριση φιλοσοφίας και θεολογίας στον πατερικό χώρο, η διάκριση μεταξύ γνώσης του κόσμου και γνώσης του Θεού. Απορρίφθηκε η παρέμβαση του ενός χώρου στον άλλο, δηλαδή η απόπειρα κατοχής του Θεού με τα εργαλεία της φιλοσοφίας, ενώ η προσπάθεια της θεσμικής Εκκλησίας να ποδηγετήσει την επιστημονική έρευνα ήταν κάτι άγνωστο στον πατερικό χώρο. Συνέβη μόνο στη διαστρεβλωμένη χριστιανοσύνη του ευρωπαϊκού μεσαίωνα, στην οποία, σημειωτέον, η αρχαία πατερική παράδοση αγνοήθηκε, γι’ αυτό αγνοήθηκε και κατά την επιστημονική επανάσταση των νεώτερων χρόνων, με συνέπεια να απορριφθεί ο χριστιανισμός ως συνώνυμο της πνευματικής τρομοκρατίας και του σκοταδισμού.
 
 
imageoneΕικόνες αρχαίων φιλοσόφων στην ιστορική μονή Bachkovo της Βουλγαρίας (φωτο & άρθρο εδώ - δες ΚΙ ΑΛΛΕΣ εδώ)


Στο θέμα της δημιουργίας του κόσμου, ο Μέγας Βασίλειος (Εις την Εξαήμερον, Ομιλία Β΄, 3, P.G. 29, 33 [ολόκληρο εδώ]) θεωρεί ότι η Γένεση όχι μόνον δεν περιγράφει λεπτομερώς τη δημιουργία, αλλά και λειτουργεί ως προτροπή για επιστημονική (κατά την εποχή του, φιλοσοφική) έρευνα:
«Ειπών, Εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γην, πολλά απεσιώπησεν, ύδωρ, αέρα, πυρ, τα εκ τούτων απογεννώμενα πάθη× … παρέλιπε δε η ιστορία, τον ημέτερον νουν γυμνάζουσα προς εντρέχειαν, εξ ολίγων αφορμών παρεχομένη επιλογίζεσθαι τα λειπόμενα» (γράφοντας “Στην αρχή ο Θεός δημιούργησε τον ουρανό και τη γη”, πολλά αποσιώπησε, το νερό, τον αέρα, τη φωτιά [τα στοιχεία της φύσεως κατά τους αρχαίους] και τις ενώσεις που προέρχονται απ’ αυτά…· τα παρέλειψε δε η διήγηση, για να γυμνάσει το δικό μας νου, κάνοντάς μας από μικρές αφορμές να ανακαλύψουμε τα υπόλοιπα).
Το βιβλίο λοιπόν της Γένεσης δεν είναι βιβλίο κοσμολογίας ούτε βιολογίας. Δε θέλει να δώσει γνώση του πώς δημιουργήθηκε ο κόσμος, αλλά να θέσει κάποιες θεολογικές αρχές, με βάση τις οποίες προτείνει την κατανόηση του κόσμου, του ανθρώπου και της σχέσης ανθρώπου-κόσμου και ανθρώπου-Θεού. Τέτοιες αρχές είναι π.χ. ότι δεν υπάρχουν πολλοί θεοί, αλλά ένας, ότι τα άστρα, η γη, τα ζώα, τα δέντρα κ.τ.λ. δεν είναι θεοί, αλλά δημιουργήματα, ότι ο άνθρωπος δημιουργήθηκε κατ’ εικόνα Θεού, ως κωρωνίδα της κτίσεως, ότι ξεκίνησε από μια ζωή γνώσης του Θεού και σχέσης μ’ Αυτόν, αλλά κατόπιν Τον αποστράφηκε με ολέθριες συνέπειες, κ.τ.λ.
Εδώ ίσως είναι το κατάλληλο σημείο για να επισημάνουμε την τεράστια διαφορά των ανθρωπολογικών ιδεών της Βίβλου, τις οποίες προαναφέραμε, με τις αντίστοιχες των αρχαίων ανθρωπογονικών μύθων. Κατά τη βαβυλωνιακή μυθολογία π.χ., όπως εκφράζεται στο έπος Ενούμα Ελίς, ο Μαρδούκ έπλασε τους ανθρώπους από το κομμένο κεφάλι του Έα, για να υπηρετούν τους θεούς, και τους έκανε αδύναμους και προπαντός θνητούς, για να μη μπορούν να τους απειλήσουν• κατά την ελληνική μυθολογία, όπου ούτως ή άλλως οι θεοί δεν αγαπούν τους ανθρώπους, εκτός από τους ευνοούμενούς τους, ο Δίας τους αποκλείει ζηλότυπα από τη φωτιά και τιμωρεί τον Προμηθέα –το μόνο αληθινό φίλο, και κατά μία εκδοχή δημιουργό, των ανθρώπων– με τη γνωστή σαδιστική ποινή.
Αντίθετα, κατά τη Βίβλο, ο άνθρωπος πλάστηκε κατ’ εικόνα του Θεού, προορισμένος όχι για να υπηρετεί το Θεό (που είναι ανενδεής, αντίθετα από τους θεούς του πολυθεϊσμού), αλλά για την αθανασία, την οποία έχασε από δική του ευθύνη, ενώ κατά τη χριστιανική ερμηνεία της βιβλικής αφήγησης, ο Θεός όχι μόνο δεν τιμώρησε τον άνθρωπο, αλλά έγινε ο Ίδιος άνθρωπος και αφέθηκε να γευτεί το ποτήρι της κακίας του πλάσματός Του για να το σώσει (πρβ. κατά Ιωάννην 3, 14-17, Γαλάτας 4, 1-7, Φιλιππησίους 2, 6-8, Α΄ Ιωάννου 4, 7-11, κ.λ.π. [Για τις παραπομπές στην Καινή Διαθήκη μπες εδώ]). Όλες οι εντολές του Θεού προς τον άνθρωπο και ο αγώνας του ανθρώπου για την τήρησή τους αποσκοπεί όχι σε κάποια «υπηρεσία προς το Θεό», αλλά στην κάθαρση της καρδιάς του ανθρώπου από τα πάθη και στην ύψιστη τιμή της ένωσής του με το Θεό, αφού ο Χριστός ήδη ανύψωσε την ανθρώπινη φύση με την ανάληψή Του και «την κάθισε στα δεξιά του Θεού».

Χριστιανικές ιδέες περί ανθρώπου

Κατά το σύγχρονο άγιο Ιουστίνο Πόποβιτς:
«είναι ευαγγέλιο, παναληθινό ευαγγέλιο –όχι δικό μου, αλλά των αγίων του Θεού– ότι ο άνθρωπος είναι ένα μεγάλο μυστήριο, ιερό μυστήριο του Θεού. Τόσο μεγάλο και τόσο ιερό, ώστε ο ίδιος ο Θεός έγινε άνθρωπος για να μας ερμηνεύσει όλο το βάθος του ανθρώπινου μυστηρίου. Η αλήθεια του ευαγγελίου, η παναλήθεια, είναι ότι ο Θεός έγινε άνθρωπος για να κάμει τον άνθρωπο θεό κατά χάριν. […] Κατ’ ουσίαν, ο αγώνας για το Θεάνθρωπο είναι αγώνας για τον άνθρωπο».
Η ιδέα αυτή συναντά την άποψη του π. Νικολάου Λουδοβίκου, που, μελετώντας τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή και τους λοιπούς αγίους Πατέρες, αναφέρει ότι μόνο στα έσχατα θα δούμε τι είδους ον είναι πραγματικά ο άνθρωπος. Και προσθέτει:
«Ο Θεός δηλαδή δημιουργεί ακριβώς αυτό που φαίνεται αδιανόητο και αδύνατο: μια πρόθεση απίστευτα και απόλυτα ανεξάρτητα από τη δική Του. Αυτό σημαίνει ότι δεν δημιουργεί έναν αναίσθητο κόσμο αλλά μια απολύτως θεοειδή εικόνα της δικής του ελευθερίας, έναν ίσο εταίρο για μια αιώνια, “επικίνδυνη” συζήτηση. […] (Οι λόγοι των όντων) είναι η θέληση του Θεού ως Λόγου να θέσει τον εαυτό Του σ’ έναν εσχατολογικό διάλογο μ’ έναν πραγματικά θεοειδή συνομιλητή. Όχι να εκπληρώσει την αϊδίως εκπληρωμένη (μέσα στην ενδο-Τριαδική κοινωνία) ουσία Του, αλλά να υπερβεί την ίδια Του την υπερβατικότητα, σε μια διπλή υπέρβαση η οποία Τον καθιστά πιθανώς ανύπαρκτο μέσα στην ελευθερία του Άλλου: αυτό είναι που ονομάζουμε θεία αγάπη» (4).
Ο άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς έχει γράψει γι’ αυτό το περίεργο ον, τον άνθρωπο:
«Κοιτάζοντας από τον ουρανό, τι είναι εκείνο που διακρίνουμε περισσότερο πάνω στη γη; Όχι τα βουνά ούτε οι θάλασσες ούτε οι πόλεις ούτε οι ουρανοξύστες. Είναι ο άνθρωπος. Διότι η θεοειδής ψυχή του ανθρώπου είναι ένας ήλιος επί της γης. Όσοι είναι οι άνθρωποι, τόσοι είναι οι ήλιοι επί της γης. Και καθένας απ’ αυτούς τους ήλιους είναι ορατός από τον ουρανό.  Αγαπημένο θαύμα του Θεού! Η μικρούτσικη γη, ένα αστεράκι από τα πιο μικρά, να χωράει δισεκατομμύρια ήλιους! Μέσα από το χωματένιο σώμα του ανθρώπου λάμπει ο ήλιος! Ο άνθρωπος! Ένας μικρός θεός μέσα στη λάσπη».
Ταξιδεύοντας στη χριστιανική αρχαιότητα αξίζει να σταθούμε σ’ ένα ανθρωπολογικό κρεσέντο του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου:
«[Ο Θεός] δημιουργεί τον άνθρωπο ως πλάσμα από δύο στοιχεία, δηλαδή από ορατή φύση και αόρατη. Και, ενώ πήρε το σώμα του από την ύλη που υπήρχε ήδη, έβαλε μέσα πνοή από τον εαυτό του (που η Αγία Γραφή το ξέρει ως «νοερά ψυχή» και «εικόνα Θεού»). Έτσι τον τοποθέτησε στη γη ως άλλον κόσμο [=άλλο από όλο το υπόλοιπο σύμπαν], μικρό και, μέσα στο μικρό, μεγάλο, άλλον άγγελο, προσκυνητή μικτό, επόπτη της ορατής κτίσης και μύστη της νοερής [=δηλ. γνώστη, μέτοχο της νοερής, της αγιότητας, των αγγέλων κ.τ.λ.], βασιλιά της γης, αλλά με βασιλιά δικό του από πάνω, επίγειο και ουράνιο, πρόσκαιρο και αθάνατο, ορατό και νοερό, ανάμεσα στο μεγαλείο και την ταπεινότητα, τον ίδιο πνεύμα και σάρκα… Πλάσμα που τελειοποιείται εδώ και μεταφέρεται αλλού και –τέρμα του μυστηρίου– θεοποιούμενο με το να στρέφεται προς το Θεό» (5).

Η Βίβλος ως πηγή πληροφοριών προς τον αρχαίο άνθρωπο

Αν και η Γένεση είναι βιβλίο θεολογικού και όχι επιστημονικού ενδιαφέροντος, είναι η πιο κοντινή στη δική μας σκέψη κοσμογονία που μας έρχεται από τον αρχαίο κόσμο. Κατ’ αρχάς θεωρεί τον ουρανό, τη γη και όσα περιέχονται σ’ αυτά –ουράνια σώματα, όρη, θάλασσες και όλα τα όντα– ως απλά μέρη του σύμπαντος και όχι ως θεούς• αυτό και μόνο συνιστά ένα κολοσσιαίο άλμα για τον ανθρώπινο πολιτισμό. Τα θεωρεί βέβαια δημιουργήματα του Θεού κι όχι προϊόντα χαοτικών συμπτώσεων, αλλά αυτό δεν είναι συνετό να μας κάνει να την απορρίψουμε εκ των προτέρων. Μάλλον το λογικό θα ήταν να θέσουμε το ερώτημα: πώς κατέληξε στο συμπέρασμα ο συγγραφέας ότι υπάρχει Θεός;
Όπως κι αν κατέληξε σ’ αυτό το συμπέρασμα, ακόμη κι αν μας είναι αδιάφορο αν έχει δίκιο ή όχι, είναι βέβαιο πως η Γένεση δε γράφτηκε στο γόνατο.
 
imagetwoΟ άγιος και δίκαιος προφήτης Μωυσής -συγγραφέας της Γένεσης- προκαλεί το μίσος των εθνικιστών, που δεν ανέχονται να τιμά η Εκκλησία "Εβραίους προφήτες" κι όχι μόνο Έλληνες! Από την άλλη, κάποιοι κατηγορούν την Εκκλησία για "εθνικισμό" (ο οποίος έχει χαρακτηριστεί αίρεση από τη Σύνοδο του 1872). Ας αποφασίσουν επιτέλους οι αδελφοί... τι είμαστε!

Επιπλέον, μιλάει όχι για μάχες ή ενώσεις μεταξύ ανθρωπόμορφων θεών, που προκάλεσαν κοσμικές ανακατατάξεις, αλλά για έναν αόρατο, υπερβατικό Θεό, κοσμικών διαστάσεων, που με άυλα μέσα, με το λόγο Του, δημιουργεί κλιμακωτά το σύμπαν, τη γη και τελικά τον άνθρωπο. Κλιμακωτά• η πρώτη διατύπωση της θεωρίας της εξέλιξης βρίσκεται στη Βίβλο.
Έτσι, σε μας η Γένεση δεν έχει προφανώς να προσφέρει γνώση για τα γεγονότα της κοσμογονίας, στο κοινό όμως, στο οποίο αρχικά απευθύνθηκε, είχε να προσφέρει και τέτοια γνώση. Για να γίνει κατανοητή η διαφορά, ας θυμηθούμε ότι, στον ίδιο ιστορικό χώρο με τον ποιμενικό πολιτισμό της Βίβλου, η απείρως πλουσιότερη και ισχυρότερη αυτοκρατορία της Βαβυλώνας είχε ένα σύνθετο εξωτικό πολυθεϊσμό και μια τυπική μυθική κοσμογονία, με αποκορύφωμα το διαμελισμό της Τιαμάτ από το Μαρδούκ και το σχηματισμό του ουρανού και της γης από τα κομμάτια της.
Όμως, παραδόξως, οι αναφορές της Γένεσης στα ίδια τα γεγονότα της κοσμογονίας έχουν αναλογίες με τις προτάσεις τις σύγχρονης επιστήμης για το πώς έγιναν τα πράγματα. Οι αναλογίες αυτές είναι δευτερεύουσες και μπορεί να παραπλανήσουν κάποιους, κάνοντάς τους να νομίσουν πως αυτές είναι που πρέπει να τονιστούν, ενώ το ζητούμενο είναι η πρόσκληση του ανθρώπου για την αγιότητα. Έχουν ωστόσο σημασία, γιατί χτυπούν ένα καμπανάκι που λέει ότι θα ήταν καλό να προσέξουμε τη Γένεση.
Το αποκορύφωμα της αναλογίας ανάμεσα στη Γένεση και τη σημερινή επιστήμη είναι η περιγραφή της δημιουργίας των γήινων όντων (κεφ. 1), που ακολουθεί μια σειρά σχηματική βέβαια, αλλά επιστημονικά σωστή:
α) φυτά (χόρτα και δέντρα), β) από το νερό «βγαίνουν» τα ερπετά, τα κήτη και τα πουλιά, γ) από τη γη «βγαίνουν» θηλαστικά και ερπετά (ξανά, γιατί τα πρώτα ερπετά, οι δεινόσαυροι, έχουν χαθεί), δ) δημιουργείται ο άνθρωπος.
Υπάρχει βέβαια μια τερατώδης ανακρίβεια: ο ήλιος, η σελήνη και τα άλλα ουράνια σώματα φαίνεται να δημιουργούνται την τέταρτη μέρα κι όχι την πρώτη, όπως θα περίμενε ο αναγνώστης! Ο Μέγας Βασίλειος δίνει μια θεολογική εξήγηση: ο ήλιος δημιουργείται στο μέσον του δημιουργικού χρόνου, για να μη θεωρηθεί πρωταρχική πηγή του φωτός και δημιουργός της ζωής, δηλαδή θεός (ό.π., Ὁμιλία Στ΄, 2, P.G. 29, 120)..
Μια επιπλέον εξήγηση είναι ότι ο συγγραφέας της Γένεσης, ο Μωυσής, κατά την παράδοση, γράφει σαν παρατηρητής, που βλέπει να γίνονται «ο ουρανός, η Γη και πάντα τα εν αυτή». Ο ίδιος βλέπει τα ουράνια σώματα την τέταρτη μέρα, όταν ξεκαθαρίζει ο ουρανός από τα πυκνά νέφη της εξάτμισης των υδάτων. Γνωρίζει όμως ότι ημέρα και νύχτα υπάρχουν από την πρώτη μέρα (εννοείται ότι οι επτά «ημέρες» δεν είναι 24ωρα: «είτε ημέρα πεις, είτε αιώνας, το ίδιο πράγμα είναι», Μ. Βασίλειος).
Επίσης, η Γένεση και η χριστιανική παράδοση που την ακολουθεί γνωρίζει τη βιολογική συγγένεια του ανθρώπου με τα ζώα: τόσο ο άνθρωπος όσο και τα ζώα δημιουργήθηκαν «ἐκ τῆς γῆς» (από το χώμα, τα υλικά της γης), Γεν. 2, 19. «[Χωρίς το Άγιο Πνεύμα] προὔχει τῶν θηρίων ὁ ἄνθρωπος κατὰ τὴν ἔναρθρον φωνὴν μόνον, τὰ δὲ λοιπὰ τῆς αὐτῆς ἐκείνοις διαίτης ἐστίν, οὐκ ὢν ὁμοίωσις τοῦ Θεοῦ» (Τατιανός ο Σύρος, 2ος αι. μ.Χ.). «Δύο τινῶν κατὰ τὸ ἀκρότατον πρὸς ἄλληλα διεστηκότων, μέσόν ἐστι τὸ ἀνθρώπινον, τῆς τε θείας καὶ ἀσωμάτου φύσεως καὶ τῆς ἀλόγου καὶ κτηνώδους ζωῆς» (άγ. Γρηγόριος Νύσσης). Η διαφορά είναι ότι, κατά τη Γένεση και τους χριστιανούς, ο άνθρωπος δημιουργήθηκε κατ’ εικόνα (πνευματική) και καθ’ ομοίωσιν του Θεού.

Η διαμάχη επιστήμης και πίστης

Η διαμάχη επιστημόνων και θεολόγων ή εκπροσώπων της θεσμικής Εκκλησίας για την προέλευση του σύμπαντος και της γήινης ζωής ταλαιπώρησε την ευρωπαϊκή διανόηση σε όλο το διάστημα των νεώτερων χρόνων. Ήταν μια διαμάχη για την εξουσία της «πίστης» ή του «ορθού λόγου», που ξεκίνησε το μεσαίωνα με τη διεκδίκηση των επιστημόνων να ερευνούν χωρίς το φόβητρο της Ιεράς Εξέτασης.
Τα πρώτα βήματα στην κήρυξη του πολέμου είχαν γίνει από τη Καθολική (παπική) Εκκλησία, με την καταδίκη των προσπαθειών των πρωτοπόρων της νεώτερης αστρονομίας (απαγόρευση από τον πάπα του Περί των περιφορών των ουρανίων σφαιρών του Κοπέρνικου το 1593, καταδίκη του Γαλιλαίου το 1632), ενώ η επιστήμη εκδικήθηκε, αρχικά με τους διαφωτιστές, που συχνά στρατεύθηκαν με ένταση κατά της Εκκλησίας (όπως ο Βολταίρος), και, το 19ο αιώνα, με τη θεωρία του Δαρβίνου, που χρησιμοποιήθηκε ως όπλο στον αγώνα κατά της εκκλησιαστικής αυθεντίας.
Περιττεύει να επισημάνω ότι η «Εκκλησία», ενάντια στην οποία αγωνίστηκαν οι παραπάνω, από ορθόδοξη άποψη είναι μια αιρετική χριστιανική κοινότητα, που διεκδικεί τον τίτλο της Εκκλησίας απλώς λόγω της οικονομικής και πολιτικής ισχύος της και του πλήθους των λαών, στους οποίους απλώνεται η εξουσία της. Ο παπισμός δεν είναι Εκκλησία, πολύ δε περισσότερο δεν είναι η Εκκλησία.
Ωστόσο η θεωρία της Μεγάλης Έκρηξης (Big Bang) για την προέλευση του σύμπαντος ήταν μια έκπληξη: θυμίζει τόσο πολύ την Αγία Γραφή (δημιουργία του κόσμου από το μηδέν), ώστε το 1951 ο πάπας τη χαιρέτισε με ενθουσιασμό! Οι επιστήμονες που την πρότειναν κατηγορήθηκαν ότι την επινόησαν για να «αποκαταστήσουν το χριστιανισμό», που η διεθνής επιστημονική κοινότητα καμάρωνε για την κατάργησή του στα μυαλά των «λογικών ανθρώπων» (6).
 
imagethree
Η θεωρία της εξέλιξης των ειδών θεωρήθηκε βόμβα πολλών μεγατόνων στα θεμέλια του δογματισμού και της δεισιδαιμονίας των χριστιανών, που «επέμεναν ότι ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο σε έξη μέρες», ότι τα πλάσματα της γης εμφανίστηκαν αυτόματα μ’ ένα πανηγυρικό θεϊκό θαύμα και φυσικά ότι «ο Θεός έπλασε από χώμα» ένα πρώτο ζευγάρι ανθρώπων, από το οποίο προέκυψαν όλοι οι υπόλοιποι.
Φυσικά, δέσμιοι των ιστορικών συνθηκών, οι νεώτεροι στοχαστές δεν υποπτεύονταν καν ότι, κατά την άποψη των αρχαίων χριστιανών διδασκάλων, τα ανθρωπομορφικά χαρακτηριστικά του Θεού στη βιβλική αφήγηση πρέπει να νοηθούν αλληγορικά. Όσα ανθρωπομορφικά χαρακτηριστικά αποδίδονται στο Θεό «συμβολικῶς ἐστι λεγεγμένα» (άγ. Ιωάννης ο Δαμασκηνός) και η Βίβλος εκφράζεται έτσι «δι’ ἡμᾶς καὶ τὸ ἀσθενὲς τὸ ἡμέτερον», ώστε «ταύτης ἀξιωθέντες τῆς συγκαταβάσεως, ἀνελθεῖν πρὸς τὸ ὕψος ἐκεῖνο ἰσχύσωμεν» (άγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος) (7). Τι είπα; Δεν υποπτεύονταν καν ότι υπήρχε στο χριστιανισμό η παράδοση αυτή – πολλώ μάλλον, αφού δεν υπήρχαν ίχνη της ούτε στην ακαδημαϊκή θεολογία του καιρού μας, πλην εξαιρέσεων.
Αυτονόητα και η ιστορία του προπατορικού αμαρτήματος θεωρήθηκε μύθος, που μάλιστα βύθισε την ανθρωπότητα σ’ έναν ωκεανό ανυπόστατων ενοχών. Η αλήθεια, όπως την ανακάλυψε η επιστήμη, είναι πολύ πιο απλή: ο άνθρωπος δεν είναι παρά η φυσική και «τυχαία» εξέλιξη ενός έμβιου όντος• ένα είδος του ζωικού βασιλείου, στο οποίο ο εγκέφαλος, εντελώς τυχαία, αναπτύχθηκε υπερβολικά, αυτό είναι όλο.
Βέβαια, αφού ο Θεός είναι «η αρχή του κόσμου» κι εμείς βρήκαμε πώς άρχισε ο κόσμος, «αποδείξαμε» ότι δεν υπάρχει Θεός. «Είμαστε απόγονοι των πιθήκων» στη σκέψη του δυτικού ανθρώπου ισοδυναμεί με το «δεν είμαστε κατ’ εικόνα Θεού» και, σε πιο ακραία περίπτωση, «δεν υπάρχει Θεός ή, κι αν υπάρχει, αποκλείεται να είναι ο χριστιανικός Θεός». Φυσικά, η ιδέα ότι η Μεγάλη Έκρηξη, ο σχηματισμός των γαλαξιών, η εμφάνιση και η εξέλιξη της ζωής έγιναν τυχαία και όχι με το σχεδιασμό ενός ανώτατου Νου, δεν είναι «επιστημονικό πόρισμα» αλλά μεταφυσική ερμηνεία, την οποία διδάσκουν αβασάνιστα πολλοί επιστήμονες επειδή στη σκέψη τους κυριαρχεί μια συγκεκριμένη φιλοσοφία.
Στην πραγματικότητα, η θεωρία της εξέλιξης δεν ήταν πλήγμα κατά του χριστιανισμού, αλλά εξελήφθη ως τέτοιο επειδή ο δυτικός επιστημονικός κόσμος, φέροντας τις αγιάτρευτες πληγές του μεσαίωνα, ένιωθε την ανάγκη να τη δει έτσι. Κατά την εύστοχη παρατήρηση του Μπέρναρντ Σω, «Ο Δαρβίνος είχε την τύχη να ικανοποιήσει κάθε ένα που ήθελε να εξυπηρετήσει τους ιδιοτελείς σκοπούς του» (8).
Από ορθόδοξη σκοπιά, το πρόβλημα έχει λυθεί ήδη από τον 4ο αιώνα μ.Χ., όταν ο μέγας Βασίλειος, ερμηνεύοντας την αρχή της Γένεσης στις περίφημες Ομιλίες εις την Εξαήμερον, με τη βοήθεια όλων των επιστημονικών γνώσεων της εποχής του, είπε:
«Ου γαρ ελαττούται η επί τοις μεγίστοις έκπληξις επειδάν ο τρόπος καθ’ ον γίνεται τι των παραδόξων εξευρεθή»,
ήτοι δεν ελαττώνεται ο θαυμασμός μας για τα μεγαλεία της δημιουργίας όταν ανακαλυφθεί ο τρόπος με τον οποίο έγινε κάποιο από αυτά (Εις την Εξαήμερον, Ομιλία Α΄, 10, P.G. 29, 25).
Συνεπώς, ο Βασίλειος, γιατρός, μαθηματικός και φιλόσοφος ο ίδιος, ανέμενε την εξεύρεση της φυσικής αιτίας όλων των «παραδόξων» της δημιουργίας, δηλαδή την επιστημονική εξέλιξη όπως την ξέρουμε σήμερα• δεν ανησυχούσε, γιατί η θεολογία και η φιλοσοφία στα χρόνια του –και σε όλους τους ορθόδοξους αγίους όλων των εποχών– ήταν δύο επιστήμες με διαφορετική μεθοδολογία, ενώ η νεώτερη δυτική θεολογία, που μεταφέρθηκε και στην Ελλάδα από το 19ο αιώνα και μετά, είναι στην πραγματικότητα φιλοσοφία θρησκευτικού ενδιαφέροντος, η δε προτεσταντική θεολογία δεν είναι παρά ένας κλάδος της φιλολογίας.
["Νεκρός": Για μια ορθόδοξη θεώρηση της επιστημονικής θεωρίας της εξέλιξης προτείνω το site Εξελικτική Δημιουργία].

Θεός και κβαντική φυσική
 
Αν οι ανακαλύψεις της κλασικής περιόδου της επιστημονικής αφύπνισης δεν καταρρίπτουν το χριστιανισμό, οι σύγχρονες εξελίξεις μάλλον τον ενισχύουν. Και τούτο, εκτός των άλλων, γιατί πρώτη φορά ο επιστημονικός κόσμος συνειδητοποιεί ότι υπάρχει μια πλευρά της πραγματικότητας –η πιο θεμελιώδης– απρόσιτη στην ανθρώπινη κατανόηση, καθότι εντελώς διαφορετική από την καθημερινή μας εμπειρία• το σύμπαν, τα δομικά στοιχεία της ύλης και οι νόμοι που τα διέπουν ανακαλύπτονται αλλά δεν κατανοούνται: «αν νομίζεις ότι κατανοείς την κβαντική φυσική» λέει κάποιος φυσικός, «τότε δεν την κατανοείς».


Ο άγιος Λουκάς ο Ιατρός, πρωτοπόρος Ρώσος χειρουργός, καθηγητής του παν/μίο της Τασκένδης, εξορισμένος από τον κομουνισμό. Blog γι' αυτόν εδώ. Άρθρο του περί επιστήμης και θρησκείας εδώ.


Αυτό κάνει τους επιστήμονες πιο ταπεινούς, ώστε τους βλέπουμε έκπληκτοι να πλησιάζουν την ταπείνωση των αγίων, οι οποίοι ποτέ δεν ισχυρίστηκαν ότι κατέχουν ή κατανοούν ή μπορούν να εκφράσουν την ουσία του Θεού. Το σύμπαν λοιπόν δεν είναι ορθολογικό και η πραγματικότητα χωράει πλέον ως ενδεχόμενα τα πάντα, όπως καμπύλες διαστάσεις και παράλληλα σύμπαντα.
Ίσως δεν είναι χωρίς σημασία ότι, υπό το πρίσμα της σύγχρονης επιστήμης, τα θαύματα (ακόμη και η ανάσταση των νεκρών, σε ό,τι αφορά στα σώματα) δεν αποτελούν αναίρεση των φυσικών νόμων, αλλά συνέπεια των δυνατοτήτων ενός Όντος με πλήρη έλεγχο της ύλης, την οποία Εκείνο έχει δημιουργήσει. Είναι το «ἡγεμονικὸν ἐπὶ τῆς κτίσεως», που, κατά τους αγίους Πατέρες, εκτός από ιδιότητα του Θεού, αποτελεί και αρχέγονη ιδιότητα του ανθρώπου απολεσθείσα λόγω του προπατορικού αμαρτήματος, που όμως αποκαθίσταται καθώς προοδεύει στην αγιότητα, δηλαδή προσεγγίζει τον Τριατικό Θεό εν Χριστώ.
Είναι αστείο ότι κάτι παρόμοιο με το Μ. Βασίλειο είπε ο Ρίτσαρντ Φέινμαν, Νόμπελ Φυσικής 1965: «Οι ποιητές λένε πως η επιστήμη διώχνει την ομορφιά των άστρων. […] Η αίσθηση του μυστηρίου δε μειώνεται όταν γνωρίζουμε κάτι περισσότερο• η αλήθεια είναι πολύ πιο όμορφη απ’ όσο τη φαντάζεται οποιοσδήποτε καλλιτέχνης» (9).

Δαρβίνος και Εκκλησία

Ως θεολόγος γνωρίζω κάτι που δε γνωρίζουν οι προκατειλημμένοι κατά του χριστιανισμού συνάνθρωποί μου, είτε είναι «μορφωμένοι» είτε όχι: ότι στα Θρησκευτικά της Β΄ Λυκείου (σελ. 91 του σχολικού βιβλίου) προβάλλεται η θεωρία της εξέλιξης των ειδών ως η τελευταία λέξη της επιστήμης στο ζήτημα της προέλευσης της ζωής. Αν λοιπόν το ελληνικό κράτος, μέχρι το 2010, δεν τη διδάσκει στο μάθημα της Βιολογίας, δε φταίμε εμείς οι θεολόγοι, διότι (πολύ απλά) οι ίδιοι τη διδάσκουμε.
Δεν είναι αλήθεια ότι η Εκκλησία ήταν ή είναι εναντίον της θεωρίας του Δαρβίνου (ή, πιο σωστά πλέον, της θεωρίας για την εξέλιξη των ειδών). Η αλήθεια, όσο παράξενο κι αν φανεί, είναι ακριβώς το αντίθετο: μεγάλο μέρος της επιστημονικής κοινότητας επιτέθηκε στην Εκκλησία, χρησιμοποιώντας τη θεωρία του Δαρβίνου ως σκληρό ιδεολογικό όπλο.
Υποτίθεται ότι, με την επιβεβαίωση της καταγωγής του ανθρώπου από τα πρωτεύοντα θηλαστικά (πιθήκους) και γενικά του ενός είδους ζωής από το άλλο, αυτόματα «αποδεικνυόταν» ότι η Βίβλος λέει ανοησίες για τη Δημιουργία του κόσμου και, ακόμη παραπέρα, ότι «δεν υπάρχει Θεός».
Ήταν επόμενο η Εκκλησία να απαντήσει (μιλάμε βέβαια για τους ρωμαιοκαθολικούς και τους προτεστάντες, ενώ εμείς οι ορθόδοξοι μπήκαμε στο «παιχνίδι» αργότερα, όταν η ιδεολογική διαμάχη ήρθε στη Ρωσία και την Ελλάδα), δεδομένου ότι, όταν δημοσιεύτηκε, η δαρβινική άποψη δεν ήταν παρά μια εύλογη θεωρία, γεμάτη ασάφειες και υποθέσεις. Είναι αλήθεια ότι ήταν περισσότερο ιδεολόγημα παρά επιστημονικά τεκμηριωμένη άποψη – αυτό φάνηκε και από την υποχρεωτική επιβολή της στην αθεϊστική Σοβιετική Ένωση ως μόνης θεωρίας αποδεκτής από το καθεστώς!

Η πρώτη «μάχη»

Ως γνωστόν, από το 18ο αιώνα, ανάμεσα στους διανοούμενους από τις χώρες της δυτικής Ευρώπης αναπτύχθηκαν διάφορες μορφές αθεϊσμού. Για τις αιτίες που τον παρήγαγαν μιλήσαμε στο πρώτο δοκίμιο αυτού του τόμου. Όπως ήταν φυσικό, τον αθεϊσμό, ιδίως τις πιο επιθετικές εκδοχές του, ακολούθησε μια έξαρση της χριστιανικής απολογητικής.
Στη Μεγάλη Βρετανία, διάσημος χριστιανός απολογητής έγινε ο αγγλικανός Ουίλλιαμ Πάλει (1743-1805), που τα βιβλία του Μία άποψη για τη βασιμότητα του χριστιανισμού και Φυσική Θεολογία άσκησαν εξαιρετικά μεγάλη επίδραση το 19ο αιώνα και έγιναν αποδεκτά ακόμη και από τους καθηγητές Φυσικής του Πανεπιστημίου του Καίμπριτζ. Επιστρατεύοντας ένα τεράστιο όγκο παρατηρήσεων, ο Πάλει προσπάθησε να αποδείξει ότι η φύση είναι ένας τέλειος μηχανισμός, προσεχτικά σχεδιασμένος, όπου όλα τα τμήματα εξυπηρετούν κάποιο σκοπό. Αυτό «αποδείκνυε» ότι η φύση έχει δημιουργό, γιατί ένας μηχανισμός δε μπορεί να κατασκευάστηκε «από μόνος του».
Ο Κάρολος Δαρβίνος (1809-1882) ως σπουδαστής είχε γοητευτεί από τη θεολογία του Πάλει. Όμως, κατά τις θρυλικές έρευνές του στις Νότιες Θάλασσες παρατήρησε κάποια στοιχεία, που τον οδήγησαν σε αντίθετους προβληματισμούς: τέτοια στοιχεία ήταν π.χ. η άνιση κατανομή των ειδών στα διάφορα μέρη του κόσμου, καθώς και ότι, όπως έδειχναν τα απολιθώματα, κάποια είδη ζωής είχαν εξαφανιστεί. Επίσης, οι «υποτυπώδεις δομές», όπως οι θηλές των αρσενικών θηλαστικών, έδειχναν ότι ο κόσμος δεν είχε δημιουργηθεί σχεδιασμένος με τόσο προσεχτική λεπτομέρεια όσο ισχυρίζονταν ο Πάλει και οι υποστηρικτές του.
Επομένως, ο κόσμος δεν είναι μια «μηχανή», ούτε και δημιουργήθηκε ακριβώς όπως είναι τώρα. Η διδασκαλία του Πάλει κατέρρεε και, μαζί μ’ αυτήν, η πίστη που προσπαθούσε να υποστηρίξει. Αυτή είναι η μόνη πραγματική αντιπαράθεση του δαρβινισμού με κάποια μορφή χριστιανισμού. Στη συνέχεια, διάφοροι μαχητικοί αθεϊστές επιστήμονες και (προτεστάντες κυρίως) χριστιανοί πήραν τη σκυτάλη υψώνοντας τους τόνους και φτάνοντας σε απίθανα έκτροπα, ιδίως στις ΗΠΑ (10).
Δεν πρέπει να ξεχνάμε πάντως ότι ήδη από το 19ο αι. υπήρξαν χριστιανοί που απέρριψαν τη διαμάχη και όχι μόνο είδαν ευνοϊκά τη θεωρία της εξέλιξης, από επιστημονική σκοπιά, αλλά και την αναγνώρισαν ως συμβατή με τη χριστιανική διδασκαλία για τη δημιουργία. Τέτοιοι άνθρωποι ήταν, για παράδειγμα, ο Φρέντερικ Τεμπλ (1884), μετέπειτα αρχιεπίσκοπος του Καντέρμπουρυ, ή ο διακεκριμένος Αμερικανός βοτανολόγος Άσα Γκρε, 1810-1888 (11). Αυτό όμως αποσιωπάται –τυχαία;– από τους υπέρμαχους του αθεϊσμού. Γιατί; Δεν είναι Εκκλησία εκείνοι που αποδέχονται τη θεωρία της εξέλιξης, αλλά μόνο εκείνοι που την απορρίπτουν;
Σημειωτέον ότι δεν υπάρχει εκκλησιαστική σύνοδος (πολύ περισσότερο, ορθόδοξη σύνοδος), που να έχει αποφανθεί «θεσμικά» για την εξελικτική θεωρία, πράγμα που θα μας επέτρεπε να θεωρήσουμε ότι «η Εκκλησία» την απορρίπτει, ενώ από τους χριστιανούς που εκφράζονται ιδιωτικά, όπως θα δούμε παρακάτω για τον ορθόδοξο χώρο, εκείνοι που την αποδέχονται δεν είναι λίγοι.

Σήμερα;

Σήμερα η θεωρία της εξέλιξης έχει μάλλον τεκμηριωθεί επαρκώς, αν και εξακολουθεί να εμφανίζει κενά, όπως η απότομη έκρηξη της εξέλιξης σε ορισμένες χρονικές περιόδους και η απουσία απολιθωμάτων από πολλά ενδιάμεσα είδη ζωής. Τα κενά αυτά, καθώς φαίνεται, δεν επηρεάζουν την εγκυρότητά της και κάποια στιγμή θα καλυφθούν.
Δυστυχώς όμως πλήθος επιστημόνων διεθνώς συνεχίζει να νομίζει ότι η θεωρία αυτή αποδεικνύει κάτι σχετικά με την ύπαρξη ή την ανυπαρξία του Θεού. Η επαλήθευση των επιστημονικών θεωριών, κατά τους επιστήμονες, αποτελεί νίκη κατά της θρησκείας, ιδιαίτερα μάλιστα της χριστιανικής.
Από μια άποψη, οι επιστήμονες αυτοί είναι «δικαιολογημένοι», γιατί αγνοούν εντελώς την αρχαία και την ορθόδοξη χριστιανική παράδοση για τη γνώση του κόσμου, τη γνώση του Θεού και τη σχέση μεταξύ «των δύο αυτών γνώσεων». Από την άλλη όμως, είναι απορίας άξιο που δεν βλέπουν τις εξόφθαλμες επιστημονικά σωστές πληροφορίες για τον κόσμο που είναι ενσωματωμένες στη Γένεση, αλλά απολυτοποιούν το συμβολικό στοιχείο και αυτό που οι ίδιοι θεωρούν λάθος χωρίς να ξέρουν πώς ερμηνεύεται και χωρίς να αναρωτιούνται γιατί είναι γραμμένο έτσι ή αλλιώς – στην απώτατη αρχαιότητα, στην οποία γράφτηκε η Γένεση.
Οι επιστήμονες αυτοί (πολλοί είναι σπουδαίοι στον τομέα τους) έχουν πέσει σε δυο μεγάλες πλάνες, που επιβλήθηκαν στη δυτική ανθρωπότητα τους τελευταίους αιώνες, από το Διαφωτισμό και μετά:
Α) ότι το πιο σημαντικό πράγμα είναι η κατάκτηση όσο το δυνατόν πληρέστερης γνώσης για το σύμπαν – επομένως αγνοούν ή αδιαφορούν για τη γνώση του Θεού, και φυσικά και για την απόκτηση της χάρης του Αγίου Πνεύματος (που νομίζουν ότι δεν υπάρχει),
Β) ότι οι μέθοδοι των δυτικών επιστημών είναι οι μόνες κατάλληλες για να αποκτήσουμε γνώσεις σε όλους τους τομείς – έτσι οι «επιστήμες του ανθρώπου», π.χ. η κοινωνιολογία, η ψυχολογία, η κοινωνική ανθρωπολογία, πάσχισαν με κόπο να αναγνωριστούν ως επιστήμες σε ένα επιστημονικό κατεστημένο που θεωρούσε επιστήμες μόνο τις θετικές επιστήμες.
Οι σχολαστικοί, οι φιλόσοφοι της δυτικής χριστιανοσύνης που έφεραν τον τίτλο του «θεολόγου» (ο οποίος με αυτούς πήρε ακαδημαϊκό περιεχόμενο αντί να σημαίνει τον άγιο), υποστήριξαν ότι η γνώση για το Θεό κατακτάται με τη φιλοσοφία. Εξαιτίας αυτού του σφάλματος, οι δυτικοί επιστήμονες και οι μαθητές τους αγνοούν την αρχαία και την ορθόδοξη χριστιανική διδασκαλία, στην οποία αναφερθήκαμε και αλλού, ότι η γνώση του Θεού αποκτάται με την κάθαρση της καρδιάς από τα πάθη και την εγκατάσταση σ’ αυτήν της ανιδιοτελούς αγάπης για όλους και για όλα τα όντα. Αυτή η κάθαρση της καρδιάς είναι το πρώτο στάδιο σε μια πορεία, που συνεχίζεται με στάδια όπως ο φωτισμός του νου (από το Άγιο Πνεύμα) και τελικά η θέωση (αγιότητα), η οποία συμβαίνει εδώ και τώρα (όχι μετά το θάνατο), διαρκεί αιώνια και ταυτίζεται με τον παράδεισο. Η τριπλή αυτή πορεία γνώσης του Θεού είναι δοκιμασμένη και επιβεβαιωμένη χιλιάδες φορές στο χώρο του αρχαίου και του ορθόδοξου χριστιανισμού, όσο και οι επιστημονικές απόψεις στους ακαδημαϊκούς κύκλους.
Στην Ορθόδοξη Εκκλησία η θεωρία της εξέλιξης στο παρελθόν αντιμετωπίστηκε ως ιδεολόγημα από σοβαρούς ερευνητές, όπως ο άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς, ο οποίος την απέρριψε λόγω της επιβολής της από τα αθεϊστικά καθεστώτα της ανατολικής Ευρώπης, οι πατέρες Σεραφείμ Ρόουζ και Ιωάννης Κωστώφ και ο Νικόλαος Βασιλειάδης, οι οποίοι της άσκησαν κριτική σε καθαρά επιστημονική βάση, με τα δεδομένα των δεκαετιών του 1970 και 80. Ας μην ξεχνάμε όμως τα λόγια του π. Σ. Ρόουζ: "οφείλω να δηλώσω μια βασική αλήθεια: η μοντέρνα επιστήμη, όταν ασχολείται με επιστημονικά δεδομένα, όντως γνωρίζει περισσότερα από τους αγίους Πατέρες, και οι άγιοι Πατέρες θα μπορούσαν εύκολα να κάνουν λάθος πάνω σε επιστημονικά δεδομένα" [από εδώ].
Και τότε ακόμη όμως, πολύ περισσότερο σήμερα, συναντάμε πολλούς ορθόδοξους ερευνητές, ενίοτε και επισκόπους, που απορρίπτουν κάθε αντιπαλότητα ανάμεσα στη θεωρία της εξέλιξης και τη χριστιανική διδασκαλία για τη δημιουργία. Ανάμεσά τους ο επίσκοπος Περγάμου Ιωάννης Ζηζιούλας, ο επίσκοπος Αλέξανδρος (Mileant) του Μπουένος Άιρες και Νοτίου Αμερικής (ROCOR), ο δρ Ιωάννης Boojamra, ο Kevin Basil Fritts, ο Fr. Gregory Hallam, ο δρ Αλέξανδρος Καλόμοιρος, ο π. Ανδρέας Kuraev, ο π. Γεώργιος Nicozisin, οι Γεώργιος και Elizabeth Theokritoff κ.π.ά. (12), ενώ μια εξαντλητική μελέτη του θέματος, όπως ήδη είπαμε, θεωρώ πως περιέχεται στην αρθρογραφία που δημοσιεύεται στον ιστότοπο http://exeldim.site40.net/.

Επίλογος: ένας παπάς μιλάει

imagefourΟ π. Ιωάννης Ρωμανίδης, καθηγητής των παν/μίων Θεσσαλονίκης και Μπαλαμάντ, θέτει σε σωστές βάσεις το θέμα της "σχέσης" επιστήμης και ορθόδοξης πνευματικότητας. Ας τον ακούσουμε [από εδώ, κεφ. Δ΄ 2]:

Ο θεόπτης γνωρίζει τον Θεόν. Ο φιλόσοφος ή ο επιστήμων ερευνά τα κτίσματα. Ούτε ο φιλόσοφος, ούτε ο επιστήμων δύναται να έχη την περί Θεού γνώσιν του θεόπτου προφήτου, αποστόλου και αγίου, εφ' όσον ο Θεός δεν ομοιάζει με τίποτε από αυτά πού ερευνά μέσω της επιστημονικής του μεθόδου ή της φιλοσοφικής του φαντασίας. Αντιθέτως ο θεόπτης δύναται να είναι ή να γίνη επιστήμων, αλλά όχι όμως μέσω της θεοπτίας.
Ο θεόπης γνωρίζει πως να ετοιμάση τους ανθρώπους δια την θεοπτίαν. Ο επιστήμων γνωρίζει πώς να διδάξη την επιστημονικήν του μέθοδον εις τους μαθητάς του. Ο θεόπτης δύναται να γνωρίζη τον τρόπον ερεύνης των φυσικών φαινομένων, όχι όμως από την θεοπτίαν, αλλά από τον επιστήμονα. Και ο επιστήμων δύναται να γίνη θεόπτης, αλλά όχι μέσω της επιστήμης του, αλλά μόνον μέσω του θεόπτου. Ο θεόπτης δύναται να είναι κατά κόσμον εγγράμματος η αγράμματος. Ο επιστήμων δύναται να είναι κατά Θεόν εγγράμματος η αγράμματος.
Ο θεόπτης είναι θεόπνευστος και ομιλεί απλανώς περί Θεού και οδηγεί αλαθήτως προς τον Θεόν, αλλά δεν είναι αλάθητος εις τα αφορώντα τας θετικάς και αλλάς επιστήμας θέματα, περί των οποίων δύναται να γνωρίζη μόνον όσα γνωρίζουν οι σύγχρονοι του επιστήμονες. Ο επιστήμων όμως ημπορεί να συγχέη τα περί της φύσεως του κόσμου πορίσματά του με τας περί Θεού απόψεις του και να λέγη ανεύθυνα πράγματα, αλλά μόνον φιλοσοφών, εφ' όσον εκφεύγει της αυστηράς του επιστημονικής μεθόδου.
Παρομοίως και ο «θεολόγος» δύναται να ισχυρίζεται επιστημονικάς ανοησίας, αλλά μόνον φιλοσοφών, εφ' όσον εκφεύγει της αυστηράς θεολογικής μεθόδου των θεοπτών.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας είχον την ιδίαν περίπου περιφρόνησιν προς την φιλοσοφίαν, ήτις παρατηρείται σήμερον εις τας θετικάς επιστήμας. Ακριβώς, επειδή εγνώριζον ότι μεταξύ Θεού και κόσμου δεν υπάρχει καμμία ομοιότης, παρεδέχοντο ως την μόνην απλανή γέφυραν εις την περί Θεού γνώσιν τον θεόπτην προφήτην, απόστολον και άγιον, ουδέποτε την φαντασίαν του φιλοσόφου. Δηλαδή η θεολογία της Ρωμαιοσύνης βασίζεται αποκλειστικώς εις την εμπειρίαν της θεώσεως ή της θεοπτίας των θεουμένων. Εις τούτο ακριβώς συνίσταται η καταπληκτική ενότης και ταυτότης εις την θεολογίαν των Πατέρων της Ρωμαιοσύνης. Οι έχοντες την ιδίαν περί Θεού εμπειρίαν έχουν την ιδίαν θεολογίαν μη συγχέοντες αυτήν με τας φαντασιώσεις των φιλοσόφων και με τας περί της φύσεως του κόσμου γνώσεις.
Ούτως η Ρωμαιοσύνη ουδόλως θίγεται από την σύγχρονον επιστημονικήν πρόοδον, αλλά απεναντίας ενισχύεται, αφού αι σταθεραί ιστορικαί απόψεις της περί της ανυπαρξίας των φιλοσοφικών μεταφυσικών συστημάτων απεδείχθησαν πλέον ορθαί.
[...] Το τραγικόν είναι ότι οι μη γνωρίζοντες πλέον την Ρωμαιοσύνην και συγχέοντες την Ορθοδοξίαν με τας θρησκευτικάς παραδόσεις των Ευρωπαίων νομίζουν ότι, ό,τι ισχύει κατά ή υπέρ του ευρωπαϊκού Χριστιανισμού, ισχύει και κατά ή υπέρ της Ορθοδοξίας.
Παραπομπές

(1) Για μια συνολική αποτίμηση των σχέσεων του χριστιανισμού με τη φιλοσοφική, αλλά και τη θρησκευτική πραγματικότητα του ελληνορωμαϊκού κόσμου, βλ., μεταξύ πολλών άλλων, Jean Pépin, «Ελληνισμός και Χριστιανισμός», στο Francois Châtelet (επιμ.), Η Φιλοσοφία, τόμ. Α΄, Από τον Πλάτωνα ώς τον Θωμά Ακινάτη, μτφρ. Κωστής Παπαγιώργης, Γνώση, Αθήνα 1999, και Γ. Ζωγραφίδη, «Βυζαντινή Φιλοσοφία» στο Κ. Ιεροδιακόνου-Σ. Βιρβιδάκης (επιμ.), Ελληνική Φιλοσοφία, Αθήνα, Ανοικτό Πανεπιστήμιο, 1999.
(2) Ως τεκμηρίωση του παρόντος αρκεί μια ανάγνωση των δύο Απολογιών του αγίου Ιουστίνου του Φιλοσόφου (P.G. τ. 6) και του λόγου (στην πραγματικότητα, επιστολής) του Μ. Βασιλείου Πρὸς τοὺς νέους, ὅπως ἂν ἐξ Ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων (P.G. 31, 564 εξ.). Ο Χρυσόστομος προβάλλει ως ηθικά παραδείγματα τον Πλάτωνα και το Σωκράτη, τον Αριστείδη, το Διογένη και τον Επαμεινώνδα (Πρὸς ἄπιστον πατέρα, P.G. 47, 332-348) και άλλοι άλλα.
(3) Βλ. σχετικά Αρχιμανδρίτου Ιεροθέου Σ. Βλάχου, Εκκλησία και εκκλησιαστικό φρόνημα, έκδ. Ι. Μονής Γενεθλίου της Θεοτόκου (Πελαγίας), Λεβαδειά 1990, σελ. 249-279.
(4) π. Νικ. Λουδοβίκου, Θεοποιΐα – Η μετανεωτερική θεολογική απορία, Αρμός 2007, σελ. 14-15. 17.
(5) Λόγος ΜΕ΄, Εἰς τὸ ἅγιον Πάσχα, 7 (P.G. 36, 632). Βλ. και αγ. Γρηγορίου Νύσσης Περὶ κατασκευῆς του ἀνθρώπου και Εἰς τὰ τῆς Γραφῆς ρήματα• Ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ ὁμοίωσιν, Λόγοι Α΄ και Β΄ (P.G. 44, 125-256 και 257-297). Από τη φράση «οἷόν τινα κόσμον δεύτερον, ἐν μικρῷ μέγαν» (βλ. και P.G. 37, 689) πιθανόν έχει εμπνευστεί ο Οδυσσέας Ελύτης τη γνωστή επωδό «Αυτός ο κόσμος ο μικρός ο μέγας».
(6) Simon Singh, Big Bang, εκδ. Τραυλός 2005, σελ. 414-419.
(7) Αγ. Ιωάννη του Δαμασκηνού, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, αγ. Ιωάννη του Χρυσοστόμου, P.G. 53, 102-105. Τα παραθέματα από το επισκόπου Ιερόθεου Βλάχου Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία, Ιερά Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου (Πελαγίας), 82004, σελ. 96, όπου και ενδιαφέροντα σχόλια.
(8) Το παράθεμα από το Νικ. Π. Βασιλειάδη Ο Δαρβίνος και η θεωρία της εξελίξεως, εκδ. Σωτήρ, Αθήνα, κεφ. 12, όπου αναλυτική παρουσίαση της ιδεολογικής χρησιμοποίησης της θεωρίας του Δαρβίνου κατά το 19ο και τον 20ό αιώνα. ["Νεκρός": Δες για το θέμα και εδώ].
(9) Jim Al-Khalili, Quantικά Παράδοξα, Τραυλός 2005, εισαγωγή, σελ. 6-7.
(10) Αναλυτική παρουσίαση βλ. στην εξαίρετη μελέτη του Άλιστερ ΜακΓκραθ, καθηγητή στην Οξφόρδη, Το λυκόφως του Αθεϊσμού, εκδ. «Ουρανός» (σειρά των εκδ. «Ψυχογιός») 2008, κεφ. 4, σελ. 116-157 [απόσπασμα εδώ].
(11) Άλιστερ ΜακΓκραθ, στο ίδιο, σελ. 150-151.
(12) Βλ. http://orthodoxwiki.org/Evolution.

Πηγή: http://o-nekros.blogspot.gr/2010/11/blog-post_4513.html

Ο  Γέροντα Αμβρόσιος είχε την ευλογία να δει και να συνομιλήσει πολλές φορές,- ο Θεός ξέρει πόσες- με τον Άγιο Νεκτάριο. Δυο φορές από όσο ξέρω εγώ τον γλύτωσε από το χειρουργείο. Πάντα τον έκανε καλά την παραμονή της εγχειρίσεως,  κι αφού τον είχε αφήσει να αγωνιστεί, σε αφόρητους πόνους, με υπομονή, και χωρίς να διαμαρτύρεται καθόλου. Μόνο προσευχόταν και δόξαζε τον θεό,συνέχεια. Την πρώτη φορά, έγινε στην Ελβετία όταν τον πήγε ο εκεί Επίσκοπος για καλύτερη θεραπεία. Η εξέταση έδειξε πέτρα σε μέγεθος καρυδιού, που μόνο με εγχείρηση τότε μπορούσε να βγει. Διηγιέται ο γέροντας:΅Την παραμονή, του χειρουργείου, το βράδυ, και ενώ ήμουν μόνος στο δωμάτιο του νοσοκομείου εμφανίστηκε ένας μοναχός.Ο Άγιος Νεκτάριος. Μου είπε: Μπορείς να βγεις έξω να μιλήσουμε;  Βγήκαμε, λοιπόν, στο διάδρομο και καθίσαμε. Κάπου 15 λεπτά μιλούσαμε, για διάφορα, και του είπα και για το χειρουργείο και για την πέτρα στο νεφρό. Αφού με ενθάρρυνε με ευλόγησε και έφυγε΅.

Φεύγοντας ο Άγιος Νεκτάριος του ήρθε διάθεση ούρησης και ούρησε σε ένα μικρό λεκανάκι, με τρομερούς πόνους. Τότε βγήκε μαζί με τα ούρα και πέτρα σε μέγεθος καρυδιού.(Την έχω δει). Με  μία χαρτοπετσέτα την πήρε και την έβαλε στο συρτάρι του κομοδίνου.

Την επομένη θα γινόταν ή εγχείριση. Έρχεται ο Ελβετός γιατρός και του λέει: Ετοιμάσου για το χειρουργείο. Εκείνος του απάντησε ότι δεν χρειάζεται  χειρουργείο. Και όπως χαρακτηριστικά είπε: Άνοιξα το συρτάρι και του έδειξα την πέτρα΅. Όταν την είδε, είπε ο γιατρός.
Εσείς οι Ορθόδοξοι έχετε ζωντανή πίστη, εμείς την νοθεύσαμε. Το χειρουργείο δεν έγινε, και ή πέτρα παραμένει στο μοναστήρι του Δαδιού μέχρι και σήμερα...

Την δεύτερη φορά που ο Άγιος Νεκτάριος έκανε το θαύμα του, ήταν στον Ευαγγελισμό, από ειλεό.(Στρίψη εντέρου) Θυμάμαι πως το κρεβάτι του ήταν σε μεγάλο θάλαμο απέναντι από την τουαλέτα, και δίπλα στην πόρτα, που έκαναν ακόμα πιο δύσκολη την κατάσταση μια και ησυχία δεν υπήρχε στιγμή.Αρνήθηκε επίμονα  όμως να μεταφερθεί σε άλλο δωμάτιο  ,που πνευματικά του παιδιά με πολύ αγάπη  ήθελαν να πληρώσουν και να του το προσφέρουν.Επισκεπτόμουν καθημερινά τον Γέροντα, πηγαίνοντας την Γερόντισσα Παρθενία στο νοσοκομείο για να του κάνει παρέα. Η υπομονή του ήταν κάτι το εξωπραγματικό. Νηφάλιος και ήρεμος με κόμπους ιδρώτα στο πρόσωπό του, όταν τον έπιαναν οι πόνοι, δεν διαμαρτυρήθηκε ούτε λεπτό, μόνο δόξαζε το θεό.Απαντούσε σε ότι τον ρωτούσαν οι επισκέπτες σαν να μην είχε κανένα δικό του πόνο. Την ημέρα της εγχειρήσεως πήγαμε πρωί, και τον είδαμε  περιχαρή να μας διηγιέται   πώς πήγε ο Άγιος Νεκτάριος το βράδυ, και έβλεπε το έντερο του που το έβγαλε έξω, και με τα χέρια του, το ξεδίπλωσε, και το έβαλε μέσα, στο σώμα του....
Βέβαια καμιά εγχείρηση δεν έγινε, τον πήραμε στο σπίτι, δοξάζοντας τον Θεό, γεμάτοι χαρά και ευγνωμοσύνη...

katafigioti

lifecoaching