ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ-
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.
Κυριακή: 7.20-9 βράδυ
Κάθε ΚΥΡΙΑΚΗ τελείται
στον Άγιο Σώστη
και
ΔΕΥΤΕΡΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
ΣΤΙΣ 10.30 - 11.40 Π.Μ.
Με Χορωδία & σύντομο Κήρυγμα
Πάλι ιπποδρομίες και θέατρα σατανικά και η συγκέντρωσή μας γίνεται μικρότερη. Γι’ αυτό και εγώ, φοβούμενος την αδιαφορία που δημιουργείται από την άνεση και την αφοβία, σας συμβούλευσα από πριν και παρακάλεσα την αγάπη σας ούτε τον πλούτο που συγκεντρώσατε από τη νηστεία να τον διασκορπίσετε, ούτε να προσθέσετε στον εαυτό σας την από τα σατανικά θέατρα καταστροφή, και όπως φαίνεται δεν αποκομίσατε κανένα κέρδος. Γιατί να, μερικοί που άκουσαν τη διδασκαλία μου εκείνη παρασύρθηκαν σήμερα και, αφού εγκατέλειψαν την πνευματική αυτή ακρόαση, έτρεξαν εκεί, απορρίπτοντας μέσα σε μια στιγμή από τη σκέψη τους όλα, την ανάμνηση δηλαδή της αγίας τεσσαρακοστής, τη σωτήρια εορτή της αναστάσιμης ημέρας, την φρικτή και απόρρητη κοινωνία των θείων μυστηρίων, τη συνέχεια της δικής μου διδασκαλίας.
Με ποιά λοιπόν, πες μου, προθυμία να συνεχίσω πια τη συνηθισμένη διδασκαλία, βλέποντας να μη κερδίζετε τίποτε επί πλέον από τα λεγόμενά μου, αλλά όσο περισσότερο παρατείνεται η διδασκαλία μου, τόσο και πιο πολύ αυξάνεται, όπως θα μπορούσα να πω, η αδιαφορία σας, πράγμα που και σε μένα κάμνει μεγαλύτερο τον πόνο και σ’ εκείνους προξενεί μεγαλύτερη κατάκριση; Ή καλύτερα δεν μου προξενεί μόνο πόνο, αλλά και η λύπη μου γίνεται μεγαλύτερη. Γιατί, όπως ακριβώς ο γεωργός όταν δει μετά τους πολλούς κόπους και μόχθους να μη παρέχει η γη τίποτε άξιο των κόπων του, αλλά να είναι άγονη σαν πέτρα, γίνεται στη συνέχεια πιο απρόθυμος για την καλλιέργεια αυτής, βλέποντας τον εαυτό του άδικα και στα χαμένα να κοπιάζει. Κατά τον ίδιο λοιπόν τρόπο και ο δάσκαλος, όταν δει τους μαθητές του μετά τη μεγάλη φροντίδα και τη συνεχή διδασκαλία να δείχνουν την ίδια αδιαφορία, δε θα μπορέσει ποτέ στη συνέχεια με την ίδια προθυμία να συνεχίσει την πνευματική διδασκαλία, αν και βέβαια στην περίπτωση αυτή δεν μειώνεται η αμοιβή για τους κόπους του από την αδιαφορία των ακροατών.
Γιατί στην περίπτωση της πνευματικής διδασκαλίας δεν συμβαίνει το ίδιο με εκείνο που συμβαίνει με τη γη. Στην περίπτωση δηλαδή της γης όταν αυτή διαψεύσει τις ελπίδες ο γεωργός γυρίζει στο σπίτι με άδεια χέρια, μη μπορώντας να βρει καμιά παρηγοριά για τους κόπους του, ενώ εδώ δεν συμβαίνει το ίδιο, αλλά κι αν ακόμη δείχνουν οι μαθητές την ίδια αδιαφορία, κι αν ακόμη δεν ωφελείται κανένας από τα λεγόμενα, όταν ο δάσκαλος δεν παραλείπει τίποτε από εκείνα που πρέπει να κάμνει, και τότε απολαμβάνει πλουσιοπάροχα τις αμοιβές των κόπων του, γιατί ο φιλάνθρωπος Θεός δεν μειώνει τις αμοιβές των κόπων του εξ αιτίας της αδιαφορίας εκείνων, αλλ΄ είτε ακούουν είτε δεν ακούουν, παρέχει πλούσιες τις ανταμοιβές.
Αλλ΄ επειδή δεν σκέπτομαι αυτό μόνο, εάν μας επιφυλάσσονται ακέραια τα των μισθών και των ανταμοιβών, αλλά μ’ ενδιαφέρει πάρα πολύ και το δικό σας κέρδος και η δική σας ωφέλεια, θεωρώντας ζημιά μου τη δική σας αδιαφορία, γι’ αυτό αναλογίζομαι ότι και μειώνεται η δική μου ηδονή και μάλιστα όταν σκεφθώ ότι αυτό ακριβώς θα γίνει αιτία μεγαλύτερης καταδίκης για εκείνους που μετά από τόσες συμβουλές δείχνουν την ίδια αδιαφορία και δεν θέλουν να κερδίσουν τίποτε από τη συνεχή διδασκαλία.
Και αυτό ακριβώς που έλεγε ο Χριστός για τους Ιουδαίους, «αν δεν ερχόμουν και δεν τους μιλούσα, αμαρτία δε θα είχαν, τώρα όμως δεν έχουν δικαιολογία για την αμαρτία», αυτό ταιριάζει και εγώ να πω τώρα για εκείνους που προτίμησαν αντί της εδώ συγκεντρώσεως τις έξω διασκεδάσεις, τις επιβλαβείς συγκεντρώσεις, τις ιπποδρομίες και τα θέατρα του διαβόλου. Αν δεν φρόντιζα από πριν να τους συμβουλεύσω τόσο πολύ, όλο τον καιρό να φωνάζω και να τους παρακαλώ σαν τα μικρά παιδιά, έτσι καθημερινά να τους προτρέπω με τη συνεχή διδασκαλία προς την οδό της αρετής, δείχνοντας της κακίας την καταστροφή, διαγείροντάς τους να διωρθώσουν τα πταίσματα που ήδη διέπραξαν, αν λοιπόν δεν τα είχα κάνει όλα αυτά από πριν, ίσως κάποιος θα μπορούσε να τους συγχωρήσει.(ΕΠΕ, 30,453-457)
Γι’ αυτό άνθιζαν τα δικά μας πράγματα κατά τους καιρούς εκείνους, γιατί έτσι συνδέονταν οι μαθητές με τους διδασκάλους και οι διδάσκαλοι με τους μαθητές. Γιατί βέβαια ο Παύλος δε μιλάει μόνο γι’ αυτούς αλλά και για πολλούς άλλους. Πραγματικά γράφοντας στους Εβραίους, στους Θεσσαλονικείς και στους Γαλάτες, μαρτυρεί μεγάλη επίθεση πειρασμών σε όλους και δείχνει με όσα έγραφε πως και διώκονταν και εξορίζονταν από την πατρίδα τους και έχαναν τις περιουσίες τους και κινδύνευε ακόμη και η ζωή τους. Και όλη τους η ζωή ήταν γεμάτη αγώνες και δε θα απέφευγαν να ακρωτηριασθούν ακόμη και τα ίδια τα μέλη τους για χάρη των διδασκάλων.
Γράφοντας λοιπόν στους Γαλάτες έλεγε «γιατί βεβαιώνω για σας πώς αν ήταν δυνατό θα βγάζατε τα μάτια σας και θα μου τα δίνατε». Και τον Επαφρά επίσης, που βρισκόταν στις Κολοσσές, τον επαινεί πάλι για τα ίδια πράγματα, αφού είπε «αρρώστησε και κινδύνεψε να πεθάνει, αλλά ο Θεός τον ελέησε και όχι μόνο αυτόν, αλλά και εμένα, για να μη μου προστεθεί λύπη επάνω σε άλλη». Και είπε έτσι δείχνοντας πώς δίκαια επρόκειτο να λυπηθεί για το θάνατο του μαθητή του. Και την αρετή του πάλι αποκαλύπτει σε όλους, λέγοντας τα εξής: «πλησίασε να πεθάνει, βάζοντας σε κίνδυνο τη ζωή του, για να αναπληρώσει την έλλειψη της υπηρεσίας σας προς εμένα». Τί μπορεί να υπάρξει πιο μακάριο από εκείνους και τί πιο άθλιο από μας; γιατί εκείνοι πρόσφεραν για τους διδασκάλους τους και το αίμα και τη ζωή τους, ενώ εμείς δεν τολμούμε πολλές φορές ούτε ένα απλό λόγο να πούμε για τους κοινούς πατέρες, αλλά ακούοντας να βλασφημούνται και να κακολογούνται πολύ και από τους δικούς μας και από τους ξένους, δεν αποστομώνουμε εκείνους που τα λέγουν, δεν τους εμποδίζομε, δεν τους ελέγχουμε.
Και μακάρι λοιπόν να μην αρχίζαμε εμείς οι ίδιοι αυτή την κατηγορία. Τώρα όμως μπορεί να δει κανείς να γίνονται στους άρχοντες πειράγματα και προσβολές όχι τόσα από τους απίστους, όσα απ’ αυτούς που φαίνονται ότι είναι πιστοί και βρίσκονται μαζί μας. Ακόμη λοιπόν θα ζητήσουμε να βρούμε από πού έγινε τόσο μεγάλη αδιαφορία και περιφρόνηση της ευλάβειας, όταν συμπεριφερόμαστε με τόση απέχθεια προς τους πατέρες μας; Γιατί δεν υπάρχει, πραγματικά δεν υπάρχει τίποτε που θα μπορούσε να διαλύσει και να καταστρέψει την Εκκλησία, ή καλύτερα δεν είναι δυνατό να γίνει αυτό τόσο εύκολα από αλλού, παρά μόνο όταν δεν είναι δεμένοι με πολλή ακρίβεια οι μαθητές με τους διδασκάλους και τα παιδιά με τους πατέρες και οι πιστοί με τους προϊσταμένους. Έπειτα αν κανείς κακολογήσει τον αδελφό του, εμποδίζεται από την ανάγνωση των θείων Γραφών, γιατί λέγει ο Θεός, «γιατί παίρνεις στο στόμα σου τη διαθήκη μου;», στη συνέχεια όμως αναφέροντας την αιτία πρόσθεσε: «καθόσον και κατηγορούσες τον αδελφό σου». Και όταν κατηγορείς τον πνευματικό πατέρα, θεωρείς τον εαυτό σου άξιο να περάσει τα πρόθυρα του ναού; και πώς μπορεί να έχει δικαιολογία αυτό; Αν λοιπόν αυτοί που κακολογούν τον πατέρα ή τη μητέρα τους καταλήγουν σε θάνατο, ποιά τιμωρία θα αξίζει εκείνος που τολμάει να κακολογεί αυτόν που είναι πολύ πιο αναγκαίος και καλύτερος από τους γονείς εκείνους; Και δε φοβάται μήπως ανοίξει η γη και τον αφανίσει εντελώς ή πέσει κεραυνός από τον ουρανό και κατακάψει τη γλώσσα που κατηγορεί;
Δεν άκουσες τί έπαθε η αδελφή του Μωϋσή όταν κατηγόρησε τον αρχηγό; πώς έγινε ακάθαρτη και έπεσε σε λέπρα και υπέμεινε τη χειρότερη ατιμία και παρ’ όλο που ο αδελφός της παρακαλούσε και εκλιπαρούσε το Θεό δε βρήκε καμιά συγγνώμη, αλλά αν και είχε εκθέσει δίπλα στο ποτάμι τον άγιο εκείνο και συντέλεσε στην ανατροφή του με το να γίνει η μητέρα του τροφός του και βοήθησε από την αρχή να μην τραφεί από ξένο χέρι το παιδί και αργότερα έγινε αρχηγός στις γυναίκες, όπως ακριβώς ο Μωϋσής, και υπέφερε μαζί του όλα τα δεινά και ήταν αδελφή του Μωϋσή, τίποτε όμως απ’ όλα αυτά δεν κέρδισε στο ν’ αποφύγει την οργή του Θεού για την κακολογία της; Αλλά και ο Μωϋσής, που έσωσε τόσο πολύ λαό, μετά την ανέκφραστη εκείνη ασέβεια, ικετεύοντας και ζητώντας ο ίδιος συγγνώμη για χάρη της αδελφής της, δεν μπόρεσε να εξιλεώσει το Θεό, αλλά και δεχόταν αυστηρή επιτίμηση, για να μάθουμε εμείς πόσο κακό είναι το να κακολογεί κανείς τους άρχοντες και να κρίνει τη ζωή των άλλων. Γιατί πραγματικά την ημέρα εκείνη θα μας καταδικάσει οπωσδήποτε ο Θεός όχι μόνο από τις αμαρτίες μας αλλά και από τις κρίσεις μας για τους άλλους και πολλές φορές εκείνο που από τη φύση του είναι ελαφρό αμάρτημα, αυτό γίνεται φοβερό και ασυγχώρητο με την κρίση εκείνου που αμαρτάνει για άλλον.
Ίσως αυτό είναι ασαφές. Θα προσπαθήσω λοιπόν να το κάνω σαφές. Αμάρτησε κάποιος. Άλλον που έκανε την ίδια αμαρτία τον καταδίκασε αυστηρά. Την ημέρα εκείνη δεν επισύρει τόση τιμωρία, όση απαιτεί η φύση της αμαρτίας, αλλά μεγαλύτερη από διπλάσια και τριπλάσια. Γιατί όχι επειδή αμάρτησε, αλλ΄ επειδή τιμώρησε αυστηρά άλλον που διέπραττε τις ίδιες αμαρτίες, θα του επιβάλει την τιμωρία ο Θεός. Και ότι αυτό είναι αληθινό θα σας το κάνω, όπως σας υποσχέθηκα, περισσότερο φανερό απ’ αυτά που έχουν γίνει και έχουν συμβεί. Ο Φαρισαίος, αν και βέβαια ο ίδιος δεν αμάρτησε καθόλου, αλλά έζησε με δικαιοσύνη και μπορούσε να πει πολλά κατορθώματα, επειδή καταδίκασε τον τελώνη, τον άρπαγα και πλεονέκτη και άδικο, καταδικάσθηκε τόσο πολύ, ώστε να τον περιμένει μεγαλύτερη τιμωρία από του τελώνη. Αν όμως αυτός, που δεν αμάρτησε καθόλου ο ίδιος και καταδίκασε με λόγια μόνο άλλον αμαρτωλό που σε όλους ήταν γνωστός για τις παρανομίες του, επέσυρε τόσο μεγάλη τιμωρία, εμείς που, ενώ κάνουμε πολλές αμαρτίες κάθε ημέρα, καταδικάζουμε τη ζωή των άλλων που δεν είναι φανερή σε κανέναν ούτε γνωστή, σκέψου πόση τιμωρία θα υποστούμε, πώς θα χάσουμε κάθε συγγνώμη γιατί λέγει, «με το κριτήριο που κρίνετε, θα κριθείτε και σεις».
Γι’ αυτό λοιπόν σας ικετεύω και σας συμβουλεύω και σας παρακαλώ να εγκαταλείψετε την κακή αυτή συνήθεια. Γιατί τους ιερείς, όταν τους κακολογούμε, δε θα τους βλάψουμε καθόλου, όχι μόνο αν τα λεγόμενα είναι ψεύτικα, αλλά και αν ακόμη είναι αληθινά. Επειδή και ο Φαρισαίος δεν έβλαψε καθόλου τον τελώνη, αλλά και τον ωφέλησε, μολονότι βέβαια έλεγε την αλήθεια γι’ αυτόν. Εμείς όμως θα ρίξουμε τον εαυτό μας στα χειρότερα κακά, επειδή και ο Φαρισαίος έσυρε το ξίφος εναντίον του και έφυγε αφού δέχθηκε καίριο χτύπημα. Για να μην πάθουμε λοιπόν και εμείς τα ίδια, ας εξουσιάζουμε την ακόλαστη γλώσσα. Γιατί, αν εκείνος δεν ξέφυγε, επειδή κακολόγησε τον τελώνη, εμείς που κακολογούμε τους πατέρες μας ποιά απολογία θα έχουμε; Αν η Μαρία τιμωρήθηκε τόσο πολύ επειδή βλασφήμησε μια φορά τον αδελφό της, ποιά ελπίδα σωτηρίας θα έχουμε εμείς, όταν με άπειρες ύβρεις περιλούζουμε καθημερινά τους άρχοντες; Και ας μη μου λέγει κανείς ότι ‘εκείνος ήταν ο Μωϋσής’, γιατί θα μπορέσω και εγώ να πω ότι ‘και εκείνη ήταν η Μαρία’. Άλλωστε, για να το μάθεις και αυτό καλά, ότι δηλαδή και αν ακόμη οι ιερείς είναι ένοχοι για κατηγορίες, ούτε έτσι σου επιτρέπεται να κρίνεις τη ζωή τους; άκουσε τί λέγει ο Χριστός για τους άρχοντες των Ιουδαίων: «στη έδρα του Μωϋσή κάθισαν οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι. Όλα λοιπόν όσα σας λέγουν να κάμνετε, να τα κάμνετε, αλλά να μην ενεργείτε σύμφωνα με τα έργα τους».
Και τί θα μπορούσε να υπάρξει χειρότερο από εκείνους που ο ζήλος τους κατέστρεψε τους μαθητές τους; Αλλ΄ όμως ούτε έτσι τους κατέβασε από το αξίωμα, ούτε τους έκαμε ευκαταφρόνητους στους αρχόμενους. Και πολύ σωστά. Γιατί αν οι αρχόμενοι καταλάβουν αυτή την εξουσία, θα τους δούμε να τους καθαιρούν όλους και να τους κατεβάζουν από το βήμα. Γι’ αυτό και ο Παύλος, όταν έβρισε τον αρχιερέα των Ιουδαίων και είπε, «εσένα θα σε χτυπήσει ο Θεός, τοίχε ασβεστωμένε, και συ κάθεσαι για να με κρίνεις;», επειδή άκουσε κάποιους να τον αποστομώνουν και να λέγουν, «τον αρχιερέα του Θεού βρίζεις;», θέλοντας να δείξει πόσο σεβασμό και τιμή πρέπει να απονέμει κανείς στους άρχοντες, τί λέγει; «Δεν ήξερα ότι ήταν αρχιερέας του Θεού». Γι’ αυτό και ο Δαβίδ, όταν συνέλαβε το Σαούλ να παρανομεί και να έχει φονικές διαθέσεις και να αξίζει για πολύ μεγάλη τιμωρία, όχι μόνο λυπήθηκε τη ζωή του, αλλ΄ ούτε ανέχθηκε να ξεστομίσει σ’ αυτόν λόγο προσβλητικό και αναφέρει την αιτία λέγοντας, «είναι χρισμένος από τον Κύριο».
Και όχι μόνο από εδώ, αλλά και από αλλού μπορεί πάρα πολύ καλά να δει κανείς πώς πρέπει ο πιστός να στέκεται μακριά από το να διορθώνει τη διαγωγή των ιερέων. Όταν λοιπόν κάποτε μεταφερόταν η κιβωτός, κάποιοι από τους λαϊκούς, επειδή στήριξαν την κιβωτό όταν την είδαν να γέρνει και να πέφτει, τιμωρήθηκαν στον ίδιο τον τόπο, αφού χτυπήθηκαν από τον Κύριο και έμειναν νεκροί. Και όμως δεν έκαναν τίποτε το άτοπο. Γιατί δεν ανέτρεπαν την κιβωτό, αλλά ενώ επρόκειτο να ανατραπεί και να πέσει κάτω τη στήριξαν. Αλλά για να μάθεις πολύ καλά το αξίωμα των ιερέων και πώς δεν επιτρέπεται να διορθώνει αυτά τα πράγματα όποιος βρίσκεται κάτω απ’ αυτούς και ανήκει στην τάξη των λαϊκών, τους θανάτωσε μπροστά στο πλήθος, φοβίζοντας πάρα πολύ όλους τους άλλους και πείθοντάς τους να μην πλησιάζουν ποτέ στα άδυτα της ιερωσύνης. Γιατί αν έφθανε ο καθένας, με πρόφαση να διορθώσει τα κακώς γινόμενα, να μπαίνει στο αξίωμα της ιερωσύνης, ούτε πρόφαση για διόρθωση θα λείψει ποτέ, ούτε άρχοντα ούτε λαό θα ξεχωρίζουμε, αφού όλοι θα έχουν αναμιχθεί μεταξύ τους.
Και ας μη νομίσει κανείς πώς τα λέγω αυτά για να κατηγορήσω τους ιερείς (γιατί με τη χάρη του Θεού δείχνουν, όπως και σεις γνωρίζετε, καλωσύνη σε όλους και σε κανένα δεν έχουν δώσει ποτέ καμιά αφορμή), αλλά για να μάθετε εσείς ότι, και αν ακόμη είχατε κακούς πατέρες και αφόρητους διδασκάλους, ούτε έτσι ήταν ακίνδυνο για σας ούτε ασφαλές να τους βλασφημείτε και να τους βρίζετε. Αν λοιπόν για τους σωματικούς γονείς κάποιος σοφός λέγει, «και αν ακόμη εξασθενήσει η σύνεσή του να είσαι επιεικής απέναντί του» (γιατί τί ανάλογο θα τους αποδώσεις με εκείνο που σου έδωσαν αυτοί;), πολύ περισσότερο για τους πνευματικούς πρέπει να τηρεί κανείς αυτό το νόμο και ο καθένας μόνος του να εξετάζει και να προσέχει τη δική του ζωή, για να μην ακούσουμε την ημέρα εκείνη, «υποκριτή, γιατί βλέπεις το σκουπιδάκι που είναι στο μάτι του αδελφού σου, και δε νιώθεις το δοκάρι που είναι στο μάτι σου;». Γιατί πραγματικά έργο των υποκριτών είναι το να φιλούν δημόσια και όταν τους βλέπουν όλοι τα χέρια των ιερέων και να αγγίζουν τα γόνατά τους και να τους παρακαλούν να προσεύχονται για χάρη τους και να τρέχουν στις πόρτες τους όταν χρειάζονται βάπτισμα, ενώ στο σπίτι και στις αγορές αυτούς που μας είναι αίτιοι και υπηρέτες σε τόσα αγαθά τους περιλούζουν με άπειρες ύβρεις ή όταν άλλοι τους βρίζουν το ανέχονται.
Γιατί, αν πραγματικά είναι κακός ο πατέρας, πώς νομίζεις ότι είναι αξιόπιστος υπηρέτης της μυσταγωγίας των φρικτών μυστηρίων; Αν όμως σου φαίνεται πώς είναι αξιόπιστος υπηρέτης αυτών των μυστηρίων, για ποιό λόγο ανέχεσαι να τον κακολογούν άλλοι και δεν τους κλείνεις το στόμα ούτε αγανακτείς ούτε δυσανασχετείς, για να πάρεις μεγάλο μισθό από το Θεό και τον έπαινο από τους ίδιους τους κατηγόρους; Γιατί και αν ακόμη είναι χίλιες φορές υβριστές, οπωσδήποτε θα σε επαινέσουν και θα δεχθούν τη φροντίδα σου για τους πατέρες, όπως πάλι, αν δεν το κάμνουμε αυτό, όλοι θα μας κατηγορήσουν, ακόμη και αυτοί που κακολογούν. Και όχι μόνο αυτό είναι το φοβερό, αλλά και το ότι και εκεί θα τιμωρηθούμε με τη χειρότερη τιμωρία. Γιατί τίποτε δεν καταστρέφει τόσο τις Εκκλησίες, όσο αυτή η αρρώστια. Και όπως ένα σώμα που δεν είναι με ακρίβεια συνδεμένο με τη σύνδεση των νεύρων γεννάει πολλές αρρώστιες και κάνει τη ζωή αφόρητη, έτσι και μία Εκκλησία που δεν είναι περιζωσμένη με την ισχυρή και στερεή αλυσίδα της αγάπης γεννάει άπειρους πολέμους, αυξάνει την οργή του Θεού και γίνεται αιτία πολλών πειρασμών. (ΕΠΕ 27,77-89)
Μια ημέρα έμεινα μακριά σας και σαν να σας αποχωρίσθηκα ένα ολόκληρο χρόνο έτσι στενοχωριόμουν και αδημονούσα. Και ότι είναι αλήθεια αυτά, το γνωρίζετε από αυτά που πάθατε και σεις. Γιατί, όπως το παιδί που θηλάζει, όταν απομακρυνθεί από τη μητρική θηλή, οπουδήποτε και αν μεταφερθεί, στριφογυρίζει συνέχεια αναζητώντας τη μητέρα του, έτσι ακριβώς και εγώ που απομακρύνθηκα από τις μητρικές αγκάλες συχνά παρατηρούσα γύρω μου επιζητώντας παντού την αγία σας σύναξη.
Αλλ΄ όμως είχα αρκετή γι’ αυτά παρηγοριά το ότι πάθαινα αυτά υπακούοντας στο φιλόστοργο πατέρα (τον τοπικό επίσκοπο), και ο μισθός της υπακοής απομάκρυνε την αμεριμνησία που συνέβηκε από το χωρισμό αυτόν. Γιατί αυτό μου είναι πιο λαμπρό από κάθε διάδημα και πιο ένδοξο από κάθε στεφάνι, το να περιφέρομαι δηλαδή παντού μαζί με τον πατέρα μου. Αυτό μου είναι και κόσμημα και ασφάλεια. Κόσμημα, γιατί τόσο τον κατέκτησα και απέσπασα την αγάπη του για μένα, ώστε πουθενά ποτέ να μην ανέχεται να παρουσιάζεται χωρίς το παιδί του, και ασφάλεια, γιατί μένοντας κοντά του και βλέποντας αυτόν ν’ αγωνίζεται οπωσδήποτε θα μου δώσει και τη βοήθεια από τις προσευχές του. Και όπως ένα πλοίο το οδηγούν με ασφάλεια στο λιμάνι τα χέρια των κυβερνητών και το τιμόνι και το φύσημα του ζέφυρου, έτσι ακριβώς και η δική του εύνοια και η αγάπη και η βοήθεια των προσευχών του θα κατευθύνει το λόγο μου καλύτερα από το ζέφυρο και από τον κυβερνήτη και το τιμόνι.
Κοντά σ’ αυτά εμένα με παρηγορούσε και εκείνο, το ότι δηλαδή εσείς απολαύσατε τότε πλούσιο τραπέζι και είχατε οικοδεσπότη γενναιόδωρο και πολυέξοδο (κάποιον άλλον ομιλητή). Και το έμαθα αυτό όχι μόνο από πληροφορίες αλλά και από την ίδια την πείρα μου. Γιατί πραγματικά βρεθήκαν εκείνοι που μετέφεραν σε μένα όσα είχαν λεχθεί και από τα υπολείμματα έβγαλα το συμπέρασμα για ολόκληρη την πνευματική ευωχία. Επαίνεσα λοιπόν εκείνον που σας πρόσφερε το πνευματικό τραπέζι και θαύμασα την πολυτέλεια και τον πλούτο, αλλά μακάρισα και σας για τη διάθεση και την επιμέλειά σας, γιατί με τόση προσοχή κατέχετε τα όσα λέχθηκαν ώστε να τα μεταφέρετε και σε άλλον.
Γι’ αυτό και εγώ με προθυμία μιλώ στην αγάπη σας. Γιατί αυτός που ρίχνει εδώ τα σπέρματα, δεν τα ρίχνει στο δρόμο, ούτε τα σκορπίζει στα αγκάθια, ούτε τα σπέρνει στην πέτρα. Τόσο γόνιμη και εύφορη είναι η δική σας γη και δεχόμενη όλα τα σπέρματα στους κόλπους της τα πολλαπλασιάζει. Αλλ’ αν κάποτε μου δείξατε προθυμία και μεγάλο ενδιαφέρον για την ακρόαση, όπως βέβαια και πάντοτε την έχετε δείξει, αυτή τη χάρη ζητώ και σήμερα να μου δώσετε. Γιατί ο λόγος μας δεν είναι για τυχαία πράγματα, αλλά για μεγάλα. Γι’ αυτό ακριβώς ζητώ μάτια να βλέπουν από παντού καλά, νου προσεκτικό, φρόνημα υψηλό, σκέψη συγκεντρωμένη, ψυχή άγρυπνη και ξύπνια. (ΕΠΕ,27,515-517)
… τότε λοιπόν, τότε εδείξατε την άσβεστον δίψαν της ακροάσεως. Διότι επειδή ο λόγος επεξετάθη εις μήκος πολύ μεγάλο, όσον ουδέποτε, πολλοί εφοβούντο μήπως εκλείψη η προθυμία σας εξ αίτιας του πλήθους των λεγομένων, συνέβαινε όμως το αντίθετον, διότι περισσότερον εθερμαίνετο η καρδία σας και περισσότερον ηύξανεν ο πόθος. Από πού εφάνη αυτό; Τα κατά το τέλος της ομιλίας χειροκροτήματα ήσαν δυνατώτερα και εντονώτεραι αι φωναί σας και συνέβαινε το ίδιον που συμβαίνει με τας καμίνους. Όπως δηλαδή εκεί κατά την αρχήν δεν είναι πολύ φωτεινή η λάμψις της φωτιάς όταν όμως απλωθή εις όλα τα ξύλα που είναι μαζεμένα στη φωτιά, η λάμψις υψώνεται εις μέγα ύψος, έτσι ακριβώς συνέβη και τότε κατά την ημέραν εκείνην.
Εις την αρχήν μου εφαίνετο ότι η συνάθροισις αυτή δεν είχε συγκινηθή πολύ, όταν όμως ο λόγος παρετάθη και ανεφέρθη εις όλα τα θέματα και έγινε η διδασκαλία εκτενεστέρα, τότε λοιπόν, τότε άρχισε να αυξάνη η επιθυμία της ακροάσεως και εγίνοντο τα χειροκροτήματα δυνατώτερα. Δια τούτο, καίτοι είχα προετοιμασθή να ειπώ ολιγώτερα απ’ όσα ανέπτυξα, τότε υπερέβην το μέτρον, μάλλον δε εγώ ουδέποτε υπερέβην το μέτρον. Διότι συνηθίζω να μετρώ την ποσότητα της διδασκαλίας όχι από το πλήθος των λόγων, αλλά από την διάθεσιν των ακροατών.
Όταν κανείς έχη ακροατάς κατεχομένους από ναυτίαν, και αν ακόμα περιορίση την διδασκαλίαν φαίνεται ενοχλητικός, εκείνος όμως που απευθύνεται σε ακροατάς ενθέρμους και που έχει διεγερθή το ενδιαφέρον τους και είναι προσηλωμένοι εις τον ομιλητήν, και αν ακόμη παρατείνη την ομιλίαν ούτε τότε χορταίνει την επιθυμίαν των.
Επειδή όμως συμβαίνει μέσα εις τόσον πλήθος να είναι και μερικοί αδύνατοι, που δεν ημπορούν να παρακολουθούν τον μεγάλον αυτόν λόγον, θέλω να τους συμβουλεύσω το εξής, αφού ακούσουν όσα είναι εις θέσιν να δεχθούν και λάβουν αυτά που δι΄ αυτούς είναι αρκετά να αποχωρήσουν. Κανείς δεν τους εμποδίζει ούτε τους υποχρεώνει κανείς να παραμένουν πέραν της αντοχής των και ας μη μας αναγκάζουν να τελειώνωμεν τον λόγον πριν από την κατάλληλον στιγμήν και τον απαιτούμενον χρόνον. Συ εχόρτασες αλλά ο αδελφός σου πεινά ακόμη. Και συ μεν εμέθυσες από το πλήθος της διδασκαλίας, ο αδελφός σου όμως διψά ακόμη. Ούτε εκείνος να καταπιέζη την αδυναμίαν σου με το να σε αναγκάζη να ακούς περισσότερα από όσα ημπορείς, ούτε συ να επηρεάζης την επιθυμίαν εκείνου, εμποδίζων αυτόν να λάβη όλα όσα ημπορεί να δεχθή.
Το ίδιον συμβαίνει και με τα κοσμικά συμπόσια. Άλλοι χορταίνουν ενωρίτερον και άλλοι αργότερον και ούτε αυτοί κατηγορούν εκείνους ούτε εκείνοι καταδικάζουν τους άλλους, αλλά εις την περίπτωσιν των συμποσίων είναι επαινετόν να αποσυρθή κανείς το ταχύτερον, εις την περίπτωσίν μας όμως το να αποσυρθή κανείς το ταχύτερον δεν είναι επαινετόν αλλά άξιον συγγνώμης. Εκεί το να αποσυρθή κανείς αργότερον επισύρει κατηγορίαν και μομφήν, εδώ το να αποχωρήση κανείς βραδύτερον αποσπά τον έπαινον και την μεγίστην επιδοκιμασίαν. Διατί αυτό; Διότι εκεί μεν η βραδύτης προέρχεται εκ πολυφαγίας, ενώ εδώ η παραμονή και η καρτερία πηγάζει από πνευματικήν επιθυμίαν και θείαν όρεξιν. (ΕΠΕ,31,31-35)
Νομίζω ότι αρκετά σας επροσβάλαμεν προηγουμένως και σας εκάμαμεν βαθυτέραν την πληγήν, δι΄ αυτό λοιπόν είναι ανάγκη σήμερον να την θεραπεύσωμεν και να επιθέσωμεν απαλώτερα τα φάρμακα.
Διότι αυτός είναι ο άριστος τρόπος της θεραπείας, όχι μόνον να κόπτη, αλλά και να επιδένη τας πληγάς. Ομοίως αποτελεσματικός και αξιοθαύμαστος κανόνας διδασκαλίας είναι όχι μόνον το να επιπλήξωμεν κάποιον, αλλά και το να παρηγορήσωμεν και να συμβουλεύσωμεν.
Αυτό διέταξε και ο Παύλος: «έλεγξε, επίπληξε, παρηγόρησε και ενίσχυσε με κάθε κατάλληλον διδασκαλίαν».
Εάν παρηγορή κανείς μόνον, κάμνει τους ακροατάς του αμελεστέρους.
Εάν τους επιπλήττη μόνον, τους κάμει πιο σκληρούς, διότι επειδή δεν ημπορούν να φέρουν το φορτίον των συνεχών ελέγχων, αποσκιρτούν αμέσως.
Δια τούτο πρέπει ο τρόπος της διδασκαλίας να είναι ποικίλος. Επειδή λοιπόν κατά την προηγουμένην ομιλίαν πολύ περισσότερον ελύπησεν ο λόγος την ψυχήν του καθενός, δια τούτο πρέπει να κάμωμεν σήμερον γλυκυτέραν την διδασκαλίαν και τους πόνους που εδημιουργήθησαν από τους ελέγχους, είναι απαραίτητον να στάξωμεν επάνω εις αυτούς την γλυκύτητα του λόγου, ωσάν να είναι λάδι, αφού προηγουμένως σας υπενθυμίσωμεν τους ελέγχους. (ΕΠΕ, 31,135)
εχθρός και πολέμιος
Δεν είναι ευχάριστος ο λόγος για το διάβολο. Είναι όμως πνευματική ασφάλεια η σωστή διδασκαλία περί του διαβόλου. Διότι είναι μεγάλος εχθρός και πολέμιος. Αποτελεί δε μεγάλη ασφάλεια το να ξέρη κανείς καλά τα των εχθρών.
Ε.Π.Ε. 31,76
πώς καλείται;
Ονομάζεται και πονηρός, ονομάζεται και αποστάτης. Μολονότι πολλοί άνθρωποι είναι πονηροί, εν τούτοις κατ’ εξοχήν πονηρός εκείνος είναι και λέγεται.
Ε.Π.Ε. 31,82
δήμιος, θηρίο
Ας αποσπάσουμε τον άνθρωπο από το φάρυγγα του θηρίου. Άλλωστε ο απόστολος (Παύλος) παρουσίασε το διάβολο ως δήμιο.
Ε.Π.Ε. 31,88
ανώτερός του ο Χριστός
Μη φοβάσαι το διάβολο, έστω κι αν είναι ασώματος. Βρίσκεται υπό περιορισμό. Και τίποτε δεν είναι πιο αδύνατο απ’ αυτόν που διατελεί υπό περιορισμούς, κι αν ακόμα δεν έχη σωματική υπόστασι.
Ε.Π.Ε. 31,90
εχθρός και πολέμιος
Ο διάβολος είναι πονηρός, το παραδέχομαι κι εγώ. Αλλά για τον εαυτό του είναι πονηρός, όχι για μας, αν βέβαια προσέχουμε και γρηγορούμε.
Ε.Π.Ε. 31,98
ποιους πολεμάει περισσότερο;
Ο Διάβολος κυρίως επιτίθεται σ’ αυτούς, που έχουν σχέσι στενή με πνευματικές καταστάσεις. Προς τα εκεί εντοπίζονται οι επιθέσεις του, όπου υπάρχει αρετή. Εκείνον φθονεί περισσότερο, αυτόν που κάνει ελεημοσύνη.
Ε.Π.Ε. 31,616
και... θεϊκά λόγια
Επειδή ο Διάβολος χρησιμοποίησε τις Γραφές, γι’ αυτό αγιάστηκε το στόμα του; Φυσικά όχι. Διάβολος παρέμεινε.
Ε.Π.Ε. 34,320
διαβάλλει τον Θεό
Ο Διάβολος παρασκευάζει θανατηφόρα δηλητήρια, ώστε όλοι οι άνθρωποι να σχηματίσουν πονηρή γνώμη για τον Θεό, όπως τότε στην Εδέμ έκανε με τον Αδάμ, όπου διέβαλε τον Θεό ως φθονερό και ζηλιάρη.
Ε.Π.Ε. 34,560
(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, τόμος Β, σελ.35-36)
1503. ΣΤΟΝ ΘΕΟ ΚΑΘΕ ΔΟΞΑ. Μια νεαρή πριγκίπισσα περπατούσε μονάχη της σε ένα κτήμα του πατέρα της. Σε μια στιγμή την πλησίασε ένας νεοφερμένος επιστάτης που δεν την ήξερε ακόμα και την ρώτησε: «Ποιά είσαι εσύ;» και κείνη με απλότητα και γλυκύτητα, του απάντησε: «Εγώ δεν είμαι τίποτα! Ο πατέρας μου όμως είναι ο Βασιλιάς». Έτσι και ο κάθε χριστιανός μπορεί να πει: «Εγώ δεν είμαι τίποτα, αλλά ο πατέρας μου είναι ο Θεός». Από το Θεό λοιπόν αντλούμε τη δόξα και το μεγαλείο μας.
1508. Ο ΛΑΚΟΡΤΑΙΡ ΚΑΙ Ο ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ ΤΟΥ ΑΡΣ. Ο διάσημος ιεροκήρυξ Λακορταίρ κήρυττε στο Άρς και ήταν τόσο συνωστισμός, ώστε ο κόσμος ανέβηκε και στο εξομολογητήριο για να τον ακούσει. Στο τέλος του κηρύγματος ο εφημέριος του Άρς Ιωάννης Βιαννέ του είπε με τον απλό χαρακτηριστικό του τρόπο: - Βλέπεις πόσο τρέχει ο κόσμος στα κηρύγματά σου. Σήμερα ο κόσμος ανέβηκε και στο εξομολογητήριο επάνω. Ο Λακορταίρ απάντησε: - Όταν κηρύττω εγώ ο κόσμος ανεβαίνει επάνω στο εξομολογητήριο, ενώ όταν κηρύττης εσύ ο κόσμος μπαίνει μέσα στο εξομολογητήριο.
(Θησαυρός Γνώσεων και ευσεβείας, Υακίνθου Γρατιανουπόλεως, σελ.674-675)
1496. ΣΠΟΥΔΑΙΟΤΕΡΟ ΤΟ ΧΑΡΤΙ ΑΠΟ ΤΑ ΓΡΑΦΟΜΕΝΑ. Ρώτησαν το Σωκράτη: «Διατί ού συγγράφεις;». αυτός που ήταν ο «ανδρών απάντων σοφώτατος», απάντησε: - «Ότι ορώ τα χαρτιά πολύ των γραφησομένων τιμιώτερα». Φοβούμαι μήπως το χαρτί έχει περισσότερη αξία από τα γραφόμενα.
1501. ΝΑ, ΤΙ ΤΗΣ ΕΛΕΙΠΕ. Ζούσε στην Ρώμη μια μοναχή που όλοι τη νόμιζαν αγία. Ο Πάπας έστειλε τότε τον άγιο Φίλιππο Νέρι, να πληροφορηθεί γι’ αυτήν και να του αναφέρει. Μόλις πήγε ο άγιος στο μοναστήρι, ζήτησε να δει την φημισμένη καλόγρια. Είχε βρέξει όμως και οι μπότες του αγίου ήσαν όλο λάσπες. Έρχεται λοιπόν η καλόγρια στο εντευκτήριο και ρωτά τον άγιο σε τι μπορούσε να του φανεί χρήσιμη. - Πρώτα απ΄όλα, θα σας παρακαλούσα να μου καθαρίσετε τις μπότες. Η μοναχή, θυμωμένη με την απαίτηση του ξένου, ξέσπασε σε ύβρεις και απειλές. Χωρίς να πει λέξη, ο άγιος ξαναφόρεσε τις λασπωμένες μπότες του και έφυγε. - Άγιε Πάτερ, η μοναχή εκείνη δεν μπορεί να είναι αγία, γιατί της λείπει η ταπεινοφροσύνη και η υπομονή.
(Θησαυρός Γνώσεων και ευσεβείας, Υακίνθου Γρατιανουπόλεως, σελ.672-673)
Σας οφείλω πολλάς ευχαριστίας, διότι μετά προθυμίας ηκούσατε τας ομιλίας περί προσευχής, και διότι με εκάματε ευτυχή, διότι «είναι ευτυχής εκείνος που ομιλεί εις ώτα ακουόντων». Δεν επείσθην δε μόνον από τα χειροκροτήματα και τους επαίνους, αλλά και από όσα είδα να πράττετε.
Διότι όταν σας συμβούλευα να μη προσεύχεσθε εναντίον των εχθρών, και σας έλεγα ότι παροργίζομεν τον Θεόν πράττοντες τούτο, και νομοθετούμεν αντίθετα προς το θέλημα αυτού (διότι ο Θεάς είπε να προσεύχεσθε δια τους εχθρούς σας, εμείς όμως όταν προσευχώμεθα κατά των εχθρών μας αξιούμεν από αυτόν να καταργήση τον νόμον του), όταν λοιπόν σας έλεγα αυτά ή τέτοια πράγματα, είδα πολλούς από εσάς να κτυπούν τα πρόσωπά των και τα στήθη, να αναστενάζουν με θλίψιν, να υψώνουν τα χέρια προς τον ουρανόν και να ζητούν συγγνώμην δια τας τοιούτου είδους προσευχάς των.
Τότε λοιπόν και εγώ αφού ύψωσα τους οφθαλμούς μου προς τον ουρανόν ευχαρίστησα τον Θεόν, διότι τόσον γρήγορα εκαρποφόρησεν ο λόγος της διδασκαλίας.
Διότι τέτοιος είναι ο σπόρος ο πνευματικός δεν έχει ανάγκην ούτε μεγάλων χρονικών περιόδων, ούτε χρόνων, ούτε ημερών, αλλ΄ αν εισέλθη εις ψυχήν αγαθήν εμφανίζει αμέσως τον στάχυν ώριμον και πλήρη.
Αυτό δε έγινε χθες εις εσάς. Έρριψα εις τας καρδίας σας λόγους που διεγείρουν την ψυχήν, και εβλάστησεν επιθυμία και αναστεναγμός εξομολογήσεως, αναστεναγμός τέτοιος που είχε πολύν πλούτον αγαθών. (ΕΠΕ 31,287-289)
...να μη αδιαφορής δια την σωτηρίαν του, αλλά πήγαινε να τον επαναφέρης και να τον πείσης να μη ξαναπέση πλέον εις τα ίδια αμαρτήματα και τότε θα έχωμεν ικανοποιητικήν απολογίαν. Εάν όμως δεν ανέχεται ούτε εμένα να τον συμβουλεύσω, ούτε εσάς να τον νουθετήτε, θα χρησιμοποιήσω λοιπόν την εξουσίαν που μου έδωκεν ο Θεός, όχι βέβαια δια να σας βλάπτω, αλλά δια να σας οικοδομώ.
Δι΄ αυτό σας το προλέγω και το φωνάζω με φωνήν δυνατήν, ότι, αν κανείς μετά την παραίνεσιν αυτήν και την διδασκαλίαν στραφή οικειοθελώς προς την παράνομον φθοράν που προκαλούν τα θέατρα, δεν θα τον δεχθώ εις το εξής εις τον ναόν αυτόν, δεν θα του μεταδώσω τα άγια μυστήρια, δεν θα τον επιτρέψω να εγγίση την ιεράν τράπεζαν, αλλά όπως οι βοσκοί απομακρύνουν από τα υπόλοιπα πρόβατα όσα έχουν προσβληθή από ψώραν, δια να μη μεταδοθή και εις τα άλλα η ασθένεια, έτσι θα ενεργήσω και εγώ εις την προκειμένην περίπτωσιν. Διότι, αν παλαιότερα ο λεπρός ήτο ηναγκασμένος να κάθεται έξω από το στρατόπεδον, ακόμη και αν ήτο βασιλεύς, απεμακρύνετο με το βασιλικόν στέμμα, πολύ περισσότερον ημείς θα εκδιώξωμεν από τον ιερόν αυτόν τόπον, αυτόν που η ψυχή του πάσχει από λέπραν.
Διότι όπως εις την αρχήν εχρησιμοποίησα την παραίνεσιν και την συμβουλήν, έτσι και τώρα ύστερα από τόσην παραίνεσιν και διδασκαλίαν είναι ανάγκη πλέον να επιφέρω και την αποκοπήν. Καθ’ όσον έχω ένα χρόνον που εξελέγην αρχιεπίσκοπος της πόλεώς σας και δεν έπαυσα πολλάς φοράς να σας δίδω αυτάς τας συμβουλάς. Επειδή όμως μερικοί εξακολουθούν να παραμένουν εις την σαπίλαν, ελάτε λοιπόν τώρα να πραγματοποιήσωμεν την εγχείρησιν αυτήν. Βέβαια δεν έχω μαχαίρι, αλλά έχω τον λόγον που είναι πιο κοπτερός και από το μαχαίρι και αν δεν κρατώ φωτιάν, έχω την διδασκαλίαν που είναι θερμοτέρα και από την φωτιάν και ημπορεί να καυτηριάζη πιο αποτελεσματικά από αυτήν. Λοιπόν μη περιφρονής την απόφασίν μας. Διότι αν εγώ είμαι ασήμαντος και ελάχιστος, όμως έχω λάβει από την χάριν του Θεού την αξίαν που ημπορεί να πραγματοποιήση αυτό. Ας απομακρυνθούν λοιπόν από την εκκλησίαν οι αμετανόητοι, δια να γίνουν πιο υγιείς οι υγιείς και να ημπορέσουν οι ασθενείς να αποκτήσουν εκ νέου την υγείαν των απαλλασσόμενοι από την νόσον. Αν όμως εδοκιμάσατε φρίκην, όταν ηκούσατε αυτήν την απομάκρυνσιν (διότι βλέπω ότι όλοι δυσφορείτε και αντιδράτε εντός σας), ας αλλάξουν διαγωγήν και τότε δεν ισχύει η απόφασις. Διότι όπως έχω λάβει την δύναμιν να δεσμεύω, έτσι έχω και την δικαιοδοσίαν να λύω και να επαναφέρω πάλιν εις την εκκλησίαν.
Δεν θέλω να απομακρύνω βέβαια τους αδελφούς από την εκκλησίαν, αλλά να διαφυλάξω την εκκλησίαν από την εντροπήν. Τώρα και οι ειδωλολάτραι θα μας περιγελάσουν και οι Ιουδαίοι θα μας διακωμωδήσουν, όταν αδιαφορούμεν κατ’ αυτόν τον τρόπον κάθε φοράν που αμαρτάνομεν. Αν όμως εκδιώξωμεν τους αμετανοήτους τότε και αυτοί θα μας επαινέσουν και θα θαυμάσουν την εκκλησίαν, επειδή θα εντραπούν τους νόμους που ισχύουν εις ημάς.
Κανείς λοιπόν από αυτούς που επιμένουν εις αυτήν την πορνείαν να μη εισέρχεται εις τον ναόν, αλλά και από σας να δέχεται επιπλήξεις και να θεωρήται κοινός εχθρός μας. Διότι λέγει «αν κανείς δεν υπακούη εις τον λόγον μας, που σας γράφομεν με την επιστολήν αυτήν, σημαδεύτε τούτον και μη τον συναναστρέφεσθε με οικειότητα». Να κάμετε δηλαδή το εξής, ούτε να του ομιλήτε, ούτε να τον δέχεσθε εις τα σπίτια σας, ούτε να συντρώγετε με αυτόν, ούτε να έχετε δοσοληψίας με αυτόν, ούτε εις την αγοράν να επικοινωνήτε με αυτόν και έτσι ευκολότερα θα τους επαναποκτήσωμεν. Και όπως ακριβώς οι κυνηγοί τα θηρία που δύσκολα συλλαμβάνονται όχι μόνον από ένα τόπον, αλλά από παντού τα καταδιώκουν και τα κατευθύνουν προς την παγίδα, έτσι και ημείς αυτούς που έχουν εξαγριωθή ως θηρία, ας τους παρωθήσωμεν ημείς από εδώ και σεις από εκεί και γρήγορα θα τους ρίψωμεν εις τα δίκτυα της σωτηρίας.
Και δια να γίνη αυτό αγανακτήσατε και σεις μαζί μου, ή μάλλον να αισθανθήτε λύπην δια τους νόμους του Θεού που παραβαίνονται, και να αποστραφήτε δι΄ ολίγον χρόνον εκείνους από τους αδελφούς που πάσχουν από την ασθένειαν αυτού του είδους και δεν υπακούουν εις τας θείας εντολάς, δια να τους κερδίσετε παντοτινά. Εξ άλλου δεν θα έχετε μικράν ευθύνην, όταν δείξετε αδιαφορίαν δια την απώλειαν αυτήν των αδελφών, αλλ΄ αντιθέτως θα υποστήτε μεγάλην τιμωρίαν. Αφού, αν εις τα σπίτια των ανθρώπων συλληφθή κάποιος από τους υπηρέτας να κλέπτη κάτι χρυσόν ή ασημένιον αντικείμενον, δεν τιμωρείται μόνον ο κλέπτης, αλλά και όσοι τον εγνώριζαν και δεν τον κατήγγειλαν, πολύ περισσότερον ισχύει αυτό δια την εκκλησίαν. Διότι θα σου ειπή αυτά περίπου ο Θεός: όταν έβλεπες ότι από τον οίκον μου εκλάπη όχι αργυρούν ή χρυσούν αντικείμενον, αλλά η σωφροσύνη, και ότι ο κοινωνών του Τιμίου Σώματος και μετέχων εις την ανάλογον θυσίαν εσύχναζεν εις τους χώρους του διαβόλου και διέπραττε τόσον μεγάλην παρανομίαν, διατί δεν ωμίλησες; Διατί το ηνέχθης; Διατί δεν το κατήγγειλες εις τον ιερέα; Και βέβαια δεν θα σου ζητηθούν δι΄ αυτό ασήμαντοι ευθύναι.
Δι΄ αυτό λοιπόν και εγώ, αν και πρόκειται να σας κάμω να λυπηθήτε, δεν θα αποφύγω τίποτε απ’ όσα σας στενοχωρούν περισσότερον. Είναι πολύ καλύτερα να σας στενοχωρώ εδώ εις την γην και να σας λυτρώσω με τον τρόπον αυτόν από την μελλοντικήν καταδίκην, παρά να σας ευχαριστήσω με τα λόγια μου και να τιμωρηθώ τότε μαζί με εσάς. Διότι δεν είναι καλόν δι’ εμέ, ούτε ακίνδυνον, το να ανέχωμαι αυτά χωρίς διαμαρτυρίαν, καθ’ όσον ο καθένας σας θα λογοδοτήση μόνον δια τον εαυτόν του, ενώ εγώ είμαι υπεύθυνος δια την σωτηρίαν όλων σας.
Δια τούτο λοιπόν δεν θα παύσω να κάμω και να λέγω το κάθε τι, είτε πρέπει να σας λυπήσω, είτε πρέπει να καταστώ βαρετός και φορτικός, ώστε να ημπορέσω να σταθώ εις το φοβερόν εκείνο βήμα, χωρίς να έχω σπίλον ή ρυτίδα ή κάτι από τα παρόμοια ελαττώματα. Μακάρι δε με τας ευχάς των αγίων να επιστρέψουν γρήγορα εις την εκκλησίαν όσοι έχουν διαφθαρή και όσοι έμειναν αγνοί να προοδεύσουν περισσότερον εις την κοσμιότητα και την σωφροσύνην, ώστε και σεις να εξασφαλίζετε την σωτηρίαν και εγώ να ευχαριστούμαι και ο Θεός να δοξάζεται τώρα και πάντοτε και εις τους ατελευτήτους αιώνας των αιώνων. Αμήν.(ΕΠΕ 31,325,331)