ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ-
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.

Κυριακή: 7.20-9 βράδυ

 

ΔΕΥΤΕΡΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

Πρόγραμμα Ακολουθιών - 2η Θεία Λειτουργία

Κάθε ΚΥΡΙΑΚΗ τελείται

στον Άγιο Σώστη

και

ΔΕΥΤΕΡΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

ΣΤΙΣ 10.30 - 11.40 Π.Μ.

Με Χορωδία & σύντομο Κήρυγμα

                                                           

E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΚΑΠΟΙΟΣ Γέροντας αρρώστησε βαριά και του κόπηκε η όρεξη. Ο υποτακτικός του, για να τον ευχαριστήσει, τον παρακάλεσε να του επιτρέψει να του φτιάξει μια μικρή πίτα. Μπροστά στην επιμονή του νέου, υποχώρησε ο Γέροντας και τον άφησε. Από την βιασύνη του ο υποτακτικός έκανε λάθος κι αντί για μέλι έριξε στην πίτα λινέλαιο, που μεταχειρίζονταν στο εργόχειρό τους.

Μόλις έβαλε λίγο στο στόμα του ο Γέροντας, κατάλαβε το λάθος του υποτακτικού, αλλά για να μην τον λυπήσει, δεν είπε τίποτε. Βίασε τον εαυτό του να φάει, αλλά ήταν αδύνατον. Το λινέλαιο έχει αηδιαστική γεύση. Βλεποντάς τον ανόρεκτο ο νέος, τον πίεζε να φάει. Για να τον πείσει, έβαλε κι αυτός λίγο στο στόμα του, λέγοντας:

- Είναι πολύ ωραίο. Να, τρώω κι εγώ.

Μα αμέσως κατάλαβε το λάθος που είχε κάνει κι έβαλε τις φωνές:

- Αλίμονο, σε θανάτωσα, Αββά. Και δεν μου έλεγες τίποτε τόση ώρα;

- Μην στενοχωριέσαι, παιδί μου, του είπε με καλοσύνη ο Όσιος. Αν ήθελε ο Θεός να φάω πίτα, θα είχες βάλει μέσα μέλι.

 

ΈΝΑΣ Γέροντας δίνει τον ακόλουθο κανόνα ευπρεπείας:

- Όταν καθίσεις να φας, αδελφέ, πρόσεξε μην νικηθείς από τον δαίμονα της λαιμαργίας, που σε αναγκάζει να τρως άτακτα και με βιασύνη και να επιθυμείς να γεύεσαι πολλά είδη φαγητών μαζί. Μάθε να τρως με σεμνότητα και να διατηρείς το μέτρο της εγκράτειας.

 

ΜΑΣ διηγείται ο βιογράφος του Οσίου Σάββα του Ηγιασμένου πως πολύ νέος, αμούστακο σχεδόν παιδί, πήγε σ’ ένα μοναστήρι κι έγινε μοναχός. Ο Ηγούμενος τον έστειλε να βοηθά τον κηπουρό. Μια μέρα, που βρέθηκε μόνος στον κήπο ο μικρός Σάββας, είδε ένα κατακόκκινο μήλο πάνω στην μηλιά. Λαχτάρησε να το γευτεί, καθώς ήταν πεινασμένος. Άπλωσε το χέρι να το κόψει. Μα αμέσως το κατέβασε τρομαγμένος. Μια φωνή, που ερχόταν βαθιά από μέσα του, του έλεγε:

- Ένα τέτοιο μήλο έδιωξε τον Αδάμ από τον Παράδεισο. Θέλεις να πάθεις κι εσύ το ίδιο, Σάββα;

Κι όχι μόνο δεν έκοψε εκείνο για να το φάει, μα τιμώρησε τον εαυτό του για την επιθυμία, που τον έσπρωχνε στην κακή πράξη, κι από τότε σ’ όλη του την ζωή δεν έβαλε μήλο στο στόμα του.

Με κάτι τέτοια απόκτησαν δυνατό χαρακτήρα οι Άγιοι.

 

(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ. 94 ) 

ΚΑΠΟΙΟΣ Γέροντας αρρώστησε βαριά και του κόπηκε η όρεξη. Ο υποτακτικός του, για να τον ευχαριστήσει, τον παρακάλεσε να του επιτρέψει να του φτιάξει μια μικρή πίτα. Μπροστά στην επιμονή του νέου, υποχώρησε ο Γέροντας και τον άφησε. Από την βιασύνη του ο υποτακτικός έκανε λάθος κι αντί για μέλι έριξε στην πίτα λινέλαιο, που μεταχειρίζονταν στο εργόχειρό τους.

Μόλις έβαλε λίγο στο στόμα του ο Γέροντας, κατάλαβε το λάθος του υποτακτικού, αλλά για να μην τον λυπήσει, δεν είπε τίποτε. Βίασε τον εαυτό του να φάει, αλλά ήταν αδύνατον. Το λινέλαιο έχει αηδιαστική γεύση. Βλεποντάς τον ανόρεκτο ο νέος, τον πίεζε να φάει. Για να τον πείσει, έβαλε κι αυτός λίγο στο στόμα του, λέγοντας:

- Είναι πολύ ωραίο. Να, τρώω κι εγώ.

Μα αμέσως κατάλαβε το λάθος που είχε κάνει κι έβαλε τις φωνές:

- Αλίμονο, σε θανάτωσα, Αββά. Και δεν μου έλεγες τίποτε τόση ώρα;

- Μην στενοχωριέσαι, παιδί μου, του είπε με καλοσύνη ο Όσιος. Αν ήθελε ο Θεός να φάω πίτα, θα είχες βάλει μέσα μέλι.

 

 

ΈΝΑΣ Γέροντας δίνει τον ακόλουθο κανόνα ευπρεπείας:

- Όταν καθίσεις να φας, αδελφέ, πρόσεξε μην νικηθείς από τον δαίμονα της λαιμαργίας, που σε αναγκάζει να τρως άτακτα και με βιασύνη και να επιθυμείς να γεύεσαι πολλά είδη φαγητών μαζί. Μάθε να τρως με σεμνότητα και να διατηρείς το μέτρο της εγκράτειας.

 

    «Να υπακούτε και να υποτάσσεσθε στους προϊσταμένους, γιατί αυτοί αγρυπνούν για τη σωτηρία των ψυχών σας, σαν άνθρωποι που θα δώσουν λόγο γι' αυτές, ώστε να εκτελούν το έργο τους αυτό με χαρά και χωρίς στεναγμούς˙ διότι δεν σας συμφέρει το να στενάζουν αυτοί».
1. Η αναρχία παντού είναι κακό και αίτια πολλών συμφορών και αρχή της αταξίας και της συγχύσεως, κυρίως όμως στην Εκκλησία είναι πάρα πολύ επικίνδυνη, διότι και η εξουσία της Εκκλησίας είναι μεγαλύτερη και υψηλότερη. Όπως δηλαδή αν σκοτώσης τον αρχηγό του χορού θα διαλυθή ο χορός και ως προς τα μέλη του και ως προς την τάξι, κι' αν αρπάξης τον στρατηγό από τη στρατιωτική φάλαγγα, δεν θα υπάρχη ευρυθμία και τάξις στην παράταξι, και επίσης αν αφαιρέσης τον κυβερνήτη από το πλοίο, θα καταβυθίσης το σκάφος, έτσι και εάν απομακρύνης τον ποιμένα από το ποίμνιο, όλα θα τα ανατρέψης και θα τα καταστρέψης. Είναι λοιπόν μεγάλο κακό η αναρχία και αιτία καταστροφής, αλλά όχι μικρότερο κακό είναι και η ανυπακοή των υπηκόων˙ το ίδιο λοιπόν συμβαίνει και εδώ. Διότι ο λαός που δεν υπακούει στον άρχοντά του μοιάζει μ’ εκείνον που δεν έχει άρχοντα, και ίσως χειρότερα˙ καθόσον εκεί και συγχωρούνται για την αταξία τους, ενώ εδώ όχι μόνο δεν συγχωρούνται, αλλά και τιμωρούνται. Ίσως όμως μας πη κάποιος, ότι υπάρχει και τρίτο κακό, το να είναι ο αρχηγός κακός. Το ξέρω κι’ εγώ, κι’ όχι μόνο δεν είναι μικρό το κακό αυτό, αλλ’ είναι πολύ χειρότερο και από την αναρχία˙ και είναι προτιμότερο να μη διοικήσαι από κανέναν, παρά να διοικήσαι από κακόν άρχοντα. Διότι αυτός πολλές φορές σώθηκε, αλλά πολλές φορές και κινδύνευσε, ενώ ο άλλος οπωσδήποτε θα κινδυνεύση, οδηγούμενος στα βάραθρα.
     Πώς λοιπόν ο Παύλος λέγει, «να υπακούτε και να υποτάσσεσθε στους προϊσταμένους σας»; Αφού είπε προηγουμένως, «να αναλογίζεσθε την όλη πορεία της ζωής τους και να μιμήσθε την πίστι τους», κατόπιν πρόσθεσε, «να υπακούτε και να υποτάσσεσθε στους προϊσταμένους σας». Τι λοιπόν θα συμβή, λέγει, όταν είναι κακός και δεν τον υπακούμε; Κακός, πώς το εννοείς; εάν είναι τέτοιος εξ αίτιας της πίστεως, απόφευγέ τον και απομακρύνσου απ’ αυτόν, όχι μόνο αν είναι άνθρωπος, αλλά κι’ αν ακόμη είναι άγγελος που κατέβηκε από τον ουρανό˙ εάν όμως είναι κακός ως προς την ιδιωτική του ζωή, μην ασχολήσαι μ’ αυτήν. Κι’ αυτό δεν το λέγω εγώ, αλλά το παίρνω από τη θεία Γραφή. Άκουσε τι λέγει ο Χριστός˙ «στην έδρα του Μωυσή κάθισαν οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι». Αφού προηγουμένως τους καταδίκασε, κατόπιν πρόσθεσε˙ «στην έδρα του Μωυσή κάθισαν. Όλα λοιπόν, όσα σας λένε να κάνετε, να τα κάνετε˙ να μην ενεργήτε όμως σύμφωνα με τα έργα τους». Έχουν, λέγει, το αξίωμα του διδασκάλου, αλλ’ η ζωή τους είναι ακάθαρτη. Εσείς όμως μη προσέχετε τη συμπεριφορά τους, αλλά τα λόγια τους˙ διότι τα ήθη τους δεν θα βλάψουν κανέναν. Γιατί; Και διότι είναι γνωστά σε όλους, αλλά ούτε και ο ίδιος, κι’ αν ακόμα είναι μύριες φορές κακός, θα διδάξη ποτέ το κακό. Αν όμως είναι κακός ως προς τα θέματα πίστεως, ούτε γίνεται σε όλους φανερό, και ο κακός δεν θα διστάση να διδάσκη το κακό˙ αφού και το, «μη κρίνετε, για να μη κριθήτε», αναφέρεται στον τρόπο ζωής, κι’ όχι στην πίστι˙ διότι αυτό που προσθέτει αυτό δείχνει. «Γιατί βλέπεις», λέγει, «το άχυρο που υπάρχει στο μάτι του αδελφού σου, και δεν αντιλαμβάνεσαι το δοκάρι που υπάρχει στο δικό σου μάτι;».
    «Όλα λοιπόν, όσα σας λένε», λέγει, «να κάνετε, να τα κάνετε (και το «να τα κάνετε» αναφέρεται στα έργα, όχι στην πίστι)˙ να μην κάνετε όμως αυτά που κάνουν αυτοί». Βλέπεις ότι ο λόγος δεν γίνεται για δόγματα, αλλά για τρόπο ζωής και πράξεως; Αλλ’ ο Παύλος πρώτα τους έδωσε συστάσεις και κατόπιν πρόσθεσε˙ «να υπακούτε και να υποτάσσεσθε στους προϊσταμένους σας, διότι αυτοί αγρυπνούν για τη σωτηρία των ψυχών σας, επειδή θα λογοδοτήσουν γι’ αυτές». Ας τα ακούσουν αυτά και οι άρχοντες και όχι μόνο οι υπήκοοι, διότι όπως ακριβώς οφείλουν να είναι πειθαρχικοί οι υπήκοοι, έτσι και οι άρχοντες πρέπει να είναι άγρυπνοι και συνετοί. Τι λες; Αγρυπνεί ο άρχοντας, κίνδυνοι απειλούν αυτόν τον ίδιο, υπόκειται σε τιμωρίες για τα αμαρτήματα σου, και είναι υπεύθυνος από τόσο φόβο εξ αιτίας σου, κι’ εσύ ραθυμείς και αδιαφορείς και είσαι βάναυσος και δεν θέλεις να τον υπακούς; Γι’ αυτό προσθέτει λέγοντας˙ «για να εκτελούν με χαρά το έργο τους αυτό και όχι με στεναγμούς˙ διότι το να στενάζουν δεν σας συμφέρει».
    Βλέπεις ότι ο άρχοντας, όταν τον καταφρονούν, δεν πρέπει να εκδικήται, αλλά η μεγάλη άμυνά του είναι τα δάκρυα και οι αναστεναγμοί; Σωστά˙ αφού και ο γιατρός δεν πρέπει να εκδικήται όταν καταφρονήται από τον ασθενή, αλλά να κλαίη και να θρηνή. Άρα, εάν αναστενάξη ο άρχοντας, θα σε εκδικηθή ο Θεός. Διότι, εάν προσελκύουμε τον Θεό όταν αναστενάζουμε για τα λάθη μας, δεν θα τον προσελκύσουμε ακόμη περισσότερο όταν αναστενάζουμε εξ αιτίας του φόβου και της περιφρονήσεως των άλλων; Βλέπεις ότι δεν αφήνει τον άρχοντα να παρασύρεται σε έργα αυθάδη; βλέπεις πόση είναι η φιλοσοφία του πράγματος; Οφείλει ν’ αρκήται στον αναστεναγμό αυτός που περιφρονείται, που καταπατείται, που καταφρονείται. Μη πάρης θάρρος, επειδή δεν σε εκδικείται˙ καθόσον ο αναστεναγμός είναι η πιο φοβερή εκδίκησις. Διότι αυτός, όταν δεν μπορή να σε βοηθήση με τους στεναγμούς του, καλεί τον Δεσπότη˙ και όπως στην περίπτωσι του διδασκάλου και του παιδαγωγού, όταν το παιδί δεν τον ακούη, καλείται εκείνος που είναι αυστηρότερος, έτσι κι εδώ. Πω, πω, πόσο μεγάλος είναι ο κίνδυνος! Τι θα μπορούσε να πη κανείς προς τους άθλιους εκείνους που σπρώχνουν τον εαυτό τους σε τόση μεγάλη άβυσσο τιμωριών; Για όλους αυτούς που εξουσιάζεις, γυναίκες, άνδρες και παιδιά, συ είσαι υπόλογος˙ κάτω από τόση μεγάλη φωτιά βάζεις το κεφάλι σου.
    Αναρωτιέμαι, αν είναι δυνατό να σωθή ποτέ κάποιος από τους άρχοντες, και πώς, παρά την τόσο μεγάλη απειλή και την ραθυμία που υπάρχει, βλέπω ακόμη να τρέχουν μερικοί και να ρίχνωνται στον τόσο μεγάλο όγκο της εξουσίας˙ διότι, εάν αυτοί, που με τη βία ανέβηκαν στην εξουσία, δεν συγχωρούνται και είναι αδικαιολόγητοι όταν δεν κυβερνούν σωστά και παραμελούν το καθήκον τους (καθόσον και ο Ααρών που αναγκαστικά ανέλαβε την εξουσία κινδύνευσε, και ο Μωυσής κινδύνευσε, αν και πολλές φορές ζήτησε από τον Θεό να τον συγχωρήση για την άρνησί του ν’ αναλάβη το έργο που του ανέθετε, και ο Σαούλ, στον οποίο ο Θεός εμπιστεύθηκε την εξουσία, παρά την άρνησί του, κινδύνευσε, επειδή δεν έπραξε σωστά το καθήκον του), πόσο μάλλον θα τιμωρηθούν όσοι με μανία την αναζητούν και μόνοι τους την επιδιώκουν; Διότι ένας τέτοιος στερεί τον εαυτό του από κάθε ελπίδα συγγνώμης. Πράγματι, πρέπει να φοβώμαστε και να τρέμουμε, και εξ αίτιας της συνειδήσεώς μας και εξ αίτιας του βάρους της εξουσίας, και ούτε να την εγκαταλείπουμε, εάν κάποτε μας ανατεθή, ούτε εάν δεν μας ανατεθή, να την επιδιώκουμε, αλλά και να την αποφεύγουμε, σκεπτόμενοι το μέγεθος του αξιώματος, εάν όμως την αναλάβουμε, πρέπει να δείχνουμε όλη την ευλάβεια. Ας μην γίνεται τίποτε πέρα από εκείνο που πρέπει, όλα ας γίνονται με τάξι. Εάν το προαισθανθής, πριν γίνης άρχοντας, φύγε, αν πείσθηκες ότι είσαι ανάξιος γι’ αυτό το έργο αν πάλι έχεις συλληφθή, να είσαι εξ ίσου προσεκτικός, δείχνοντας παντού την ευγνωμοσύνη. (ΕΠΕ 25,371-377)

   Δε γίνεται σε μια σχέση τη μια μέρα να είμαστε παρόντες και την άλλη να μην είμαστε… να εξαφανιζόμαστε. Δε γίνεται να μπαινοβγαίνουμε … είναι θέμα χρόνου αυτή η σχέση να πάψει εντελώς να υφίσταται. Φαντάσου δηλαδή να έχουμε ένα δεσμό και για δύο τρεις μέρες να μιλάμε , να βγαίνουμε και τις επόμενες μέρες να μην του/της απαντάμε καν στα μηνύματα. Αυτό κάνουμε δυστυχώς πολλές φορές με το Χριστό! Εκεί που Του μιλάμε, εκεί που Τον ακούμε, εκεί και απομακρυνόμαστε με ελαφριά καρδιά, σιωπούμε και κωφεύουμε. Και μετά από λίγο καιρό μπορεί να επιστρέψουμε πάλι για λίγο μέχρι να ξαναφύγουμε… όχι πολύ αργά. Θα μας άρεσε να μας το κάνουν εμάς αυτό;
    Γνωρίζουμε ότι μας συγχωρεί, μας ανέχεται, ότι είναι υπομονετικός και επιεικής όμως δεν πρέπει να εκμεταλλευόμαστε την αδυναμία που μας έχει γιατί ο Θεός δεν εμπαίζεται και ούτε θα μας περιμένει πάντα με ανοιχτές αγκάλες… άνευ όρων! Η σταθερότητα λοιπόν στην πνευματική ζωή είναι θεμέλιος λίθος της. Σταθερότητα σε όλα… στην παρουσία, στην πίστη, στην αγάπη, στο ζήλο, στην αγωνιστικότητα, στην υπομονή, στο θάρρος και κυρίως στο βλέμμα. Το βλέμμα μας πρέπει να είναι σταθερά προσηλωμένο πάνω στο Χριστό. Όταν ο Πέτρος τράβηξε το βλέμμα του από το Χριστό βυθίστηκε στη θάλασσα.
    Ο Χριστός είναι σταθερά παρών αν Του το ζητήσουμε. Για να είναι αυτή η σχέση λειτουργική, εποικοδομητική και καρποφόρα για εμάς πρέπει να είμαστε κι εμείς σταθερά παρόντες. Όχι γιατί ο Κύριος δεν μπορεί να κάνει χωρίς εμάς αλλά γιατί εμείς δεν μπορούμε να κάνουμε χωρίς Εκείνον. Και έτσι παραμένοντας σταθερά κοντά Του, μέρα με τη μέρα, αυτή η σχέση θα γίνεται ολοένα και πιο ισχυρή και η πίστη μας πιο σθεναρή και υπερκόσμιες αλήθειες θα μας αποκαλύπτονται και γεύση Παραδείσου θα προγευόμαστε. Γιατί ο Κύριος αυτά τα δώρα τα δίνει μόνο σε αυτούς που μένουν σταθερά κοντά Του και όχι στους περαστικούς και στους φευγάτους!(Α.Κ.Β)

    Διότι ακούσας (ο τοπικός επίσκοπος) «ότι ο ποιμήν ο καλός θυσιάζει και την ζωήν του ακόμα δια να προφυλάξη τα πρόβατα από κάθε κίνδυνον» ανεχώρησε δια να θυσιάση την ψυχήν του υπέρ όλων ημών, καίτοι ήσαν πολλά τα εμπόδια που δεν τον επέτρεπαν να απομακρυνθή από εδώ και τον ηνάγκαζον να παραμείνη εδώ˙ και πρώτον η ηλικία του που έχει φθάσει εις βαθύ γήρας, έπειτα η ασθένεια του σώματός του, η ακατάλληλος εποχή του έτους και η ανάγκη να είναι μαζί μας κατά την αγίαν εορτήν˙, επί πλέον δε η μόνη του αδελφή, η οποία και ήτο ετοιμοθάνατος. Παρά ταύτα όμως παρέβλεψε και την συγγένειαν, και το γήρας, και την ασθένειαν και την δυσκολίαν της εποχής και την ταλαιπωρίαν του ταξιδιού, και προτιμήσας εξ όλων σας και την σωτηρίαν σας, έσπασεν όλα αυτά τα δεσμά˙ και όπως ο νέος, βαδίζει ο γέρων τον δρόμον, γενόμενος τώρα, εξ αιτίας της προθυμίας του, ελαφρότερος εις το βάδισμα.
    Διότι εάν ο Χριστός, λέγει, εθυσιάσθη υπέρ ημών, ποίας απολογίας και συγγνώμης άξιοι θα είμεθα ημείς που μας έχει αναθέσει ο Θεός την προστασίαν τόσου λαού, αν δεν είμεθα πρόθυμοι να κάμωμεν τα πάντα και να πάθωμεν τα πάντα χάριν της ασφαλείας του εμπιστευθέντος εις ημάς λαού; Διότι, λέγει, εάν ο πατριάρχης Ιακώβ, αν και προΐστατο κτηνών και έβοσκε πρόβατα, και επρόκειτο να λογοδοτήση εις άνθρωπον, εν τούτοις επερνούσε νύκτας χωρίς ύπνον, και υπέφερε ζέστην και κρύο, και κάθε είδους ανωμαλίαν καιρικήν, ώστε να μη χαθή κανένα από τα πρόβατα εκείνα, πολύ περισσότερον ημείς, που δεν είμεθα επιστάται εις άλογα, αλλά εις πνευματικά πρόβατα, και που θα λογοδοτήσωμεν δια την επιστασίαν αυτήν όχι εις άνθρωπον αλλά εις τον Θεόν, δεν πρέπει να διστάζωμεν από τίποτε και να μετερχώμεθα κάθε μέσον που ημπορεί να ωφελήση το ποίμνιον. Και όσον καλυτέρα είναι η ποίμνη αυτή από την ποίμνην εκείνην, και οι άνθρωποι από τα ζώα, και όσον ανώτερος ο Θεός από τους ανθρώπους, τόσον μεγαλυτέραν και περισσοτέραν φροντίδα και προθυμίαν πρέπει να επιδεικνύωμεν ημείς. (ΕΠΕ,32,9-11)

    Όλα λοιπόν αυτά σκεπτόμενος ωδήγησε ακόμα και δια της βίας όλους γρήγορα εις την τήρησιν της εντολής αυτής. Και μη μου λέγης ότι ολίγον κατ’ ολίγον θα την εφαρμόσης, και ούτε να την αναβάλλης δια την επομένην˙ διότι η επομένη δεν έχει τέλος. Τεσσαράκοντα λοιπόν ημέραι παρήλθον αφ’ ότου ήρχισα να σας ομιλώ˙ αν λοιπόν περάση το ιερόν Πάσχα, κανένα πλέον δεν θα συγχωρήσω, ούτε θα αρκεσθώ εις συμβουλήν, αλλά θα μεταχειρισθώ τρόπον επιτακτικόν και αυστηρόν˙ διότι ούτε αυτή η δικαιολογία της συνήθειας που προβάλλετε είναι ισχυρά.
    Διατί αυτός που κλέπτει δεν προβάλλει ως δικαιολογίαν την συνήθειαν ώστε ν’ απαλλαγή από την τιμωρίαν; Διατί αυτός που φονεύει και μοιχεύει; Εις όλους σας το λέγω και το γνωστοποιώ ότι αν κατά την συναναστροφήν μου με σας, κατά την οποίαν θα δοκιμάσω αν είσθε εντάξει, (οπωσδήποτε δε θα πιάσω κάποιον που δεν θα είναι εντάξει) εύρω μερικούς που δεν θα έχουν διορθώσει το ελάττωμα αυτό, θα τους επιβάλλω ως τιμωρίαν να μη συμμετέχουν εις τα ιερά μυστήρια, όχι δια να μένουν διαρκώς έξω, αλλά αφού διορθωθούν τότε να έλθουν, και με καθαράν συνείδησιν να απολαύσουν την ιεράν τράπεζαν˙ διότι έτσι πρέπει κάθε ένας να συμμετέχη εις την θείαν Κοινωνίαν.(ΕΠΕ 32,663)

Αυτόν το νόμο τηρήστε μου, σας παρακαλώ, και σας πιάνω τα γόνατά σας, αν όχι με τα χέρια, αλλά με τη διάθεσή μου, και χύνω δάκρυα.
Αυτόν το νόμο τηρήστε μου, και κανένας δε σας βλάπτει. Μη μακαρίζετε ποτέ πλούσιο, μην ταλανίζετε ποτέ κανένα, παρά μόνο αυτόν που ζει μέσα στην αμαρτία. …
Εγώ όμως δεν είμαι τέτοιος˙ αλλ’, αν και επιβουλευόμουν απ’ αυτόν, έγινα προστάτης του. Έπαθα άπειρα κακά και δεν τα ανταπέδωσα.
Γιατί μιμούμαι το δικό μου Κύριο, ο οποίος επάνω στο σταυρό έλεγε, «συγχώρησέ τους, γιατί δεν ξέρουν τι κάνουν» . Και τα λέγω αυτά για να μη διαφθείρεστε από την υποψία των πονηρών.
Πόσες μεταβολές έχουν γίνει από τότε που έγινα επίσκοπος της πόλης, και κανείς δε σωφρονίζεται;
Και όταν λέγω κανείς, δεν κατηγορώ όλους -μακριά μια τέτοια σκέψη.
Γιατί δεν είναι δυνατό η γη αυτή η γόνιμη, που δέχθηκε σπέρματα, να μη βγάλει στάχυα.
Εγώ όμως είμαι αχόρταγος, δε θέλω να σωθούν λίγοι, αλλ’ όλοι.
Και αν ακόμη ένας απομείνει χαμένος, εγώ χάνομαι, και θεωρώ σωστό να μιμούμαι τον ποιμένα εκείνον, που είχε ενενήντα εννέα πρόβατα και έτρεξε στο ένα το πλανημένο. (ΕΠΕ,33,119-121)

    ...είτε πορνεύσεις, είτε μοιχεύσεις, είτε αρπάζεις, είτε είσαι πλεονέκτης, έλα στην εκκλησία, για να μάθεις να μην κάνεις πια τέτοια. Όλους τους τραβώ και τους προσελκύω, και άπλωσα παντού τα δίχτυα του λόγου επιθυμώντας να ψαρέψω εδώ όχι τους υγιείς αλλά τους αρρώστους.
    Αυτά τα λέγω κάθε ημέρα. Έλα και θεραπεύσου μαζί με μένα, γιατί και εγώ που θεραπεύω έχω ανάγκη από φάρμακα, αφού είμαι άνθρωπος και υπόκειμαι στα ίδια με σένα πάθη και έχω ανάγκη από τα λόγια εκείνα που χαλιναγωγούν τον άτακτο δεσμό. Ούτε περνώ μια ζωή χωρίς φροντίδες και ήσυχη και ατάραχη, αλλά έχω και εγώ θορύβους επιθυμίας και ταραχές κυμάτων. Και γιατί πρέπει να μιλώ για μένα και για τον τάδε, όταν και ο Παύλος που άγγιξε τους ουρανούς είχε ανάγκη και αυτός από πολλή θεραπεία; Και αυτό ακριβώς μας το έκαμε φανερό, ότι δηλαδή είχε ανάγκη, και ούτε αυτός περνούσε μια ζωή χωρίς φροντίδες, αλλ’ είχε πολλούς αγώνες. Γι’ αυτό και έλεγε «σκληραγωγώ το σώμα μου και το μεταχειρίζομαι σαν δούλο μήπως, ενώ κήρυξα σ’ άλλους, εγώ ο ίδιος γίνω ανάξιος». Σκληραγωγούσε αυτό που ήθελε να επαναστατήσει και υποδούλωνε αυτό που ήθελε να παρεκτραπεί. Γι’ αυτό και συμβουλεύοντας άλλους έλεγε˙ «όποιος νομίζει πώς στέκεται, ας προσέχει μήπως πέσει» . Αν όμως ο Παύλος δεν απολάμβανε γαλήνη, αλλά σαν αυτούς που ταξιδεύουν στο πέλαγος έβλεπε από παντού να σηκώνονται πολλά κύματα, ποιός θα τολμήσει να πει, ότι δεν έχει ανάγκη από διόρθωση και θεραπεία και παντοτινή εγρήγορση;
    Έλα λοιπόν για να θεραπευθείς μαζί με μένα το διδάσκαλο. Και αν είσαι υγιής, και γι’ αυτό να έρχεσαι, για να γίνεις υγιέστερος. Γιατί ο λόγος και αυτούς που έχουν νοσήματα τους θεραπεύει από την αρρώστια, και αυτούς που δεν έχουν τους καθιστά ασφαλέστερους, επειδή διορθώνει όσα έγιναν και προφυλάγει απ’ όσα δε συνέβηκαν ακόμη. Και αν δεν έχεις αυτό το αμάρτημα, έχεις όμως άλλο. «Ποιος μπορεί να καυχηθεί πως έχει αγνή την καρδιά του; ή ποιος μπορεί να πει με θάρρος πώς είναι καθαρός από αμαρτία;». Μην ντραπείς λοιπόν να έρθεις, γιατί αμάρτησες, αλλά γι’ αυτό ακριβώς να έρθεις. Γιατί κανείς δε λέγει, 'επειδή έχω πληγή, δε αναζητώ τον ιατρό, και ούτε δέχομαι φάρμακο’, αλλά γι’ αυτό ακριβώς πιο πολύ είναι αναγκαίο να αναζητάει τους ιατρούς και τη δύναμη των φαρμάκων.
      Γνωρίζουμε βέβαια και μείς να συγχωρούμε, επειδή και οι ίδιοι είμαστε υπεύθυνοι για άλλα αμαρτήματα. Γι’ αυτό λοιπόν και ο Θεός δε μας έδωσε διδασκάλους τους αγγέλους, ούτε τον Γαβριήλ τον κατέβασε από τον ουρανό και τον όρισε να προστατεύει τα πρόβατά του, αλλ’ από το ίδιο το ποίμνιο παίρνει και κάνει ποιμένες, από τα ίδια τα πρόβατα κάνει τον ποιμενάρχη, για να είναι συγχωρητικός στους αρχομένους και κατανοώντας την αδυναμία του να μην υπερηφανεύεται σ’ αυτούς που ποιμένει, αλλά να έχει χαλινάρι και αφορμή για ταπεινοφροσύνη την αγάπη της δικής του συνείδησης. Και ότι δεν είναι σκέψεις αυτά τα λόγια, άκουσε τον Παύλο που γράφει και φιλοσοφεί αυτά. Γράφοντας λοιπόν στους Εβραίους έλεγε αυτά˙ «Γιατί κάθε αρχιερέας λαμβάνεται από ανθρώπους και παίρνει το αξίωμα του για τους ανθρώπους, για να προσφέρει δώρα και θυσίες, γιατί έχει τη δύναμη να είναι υπομονητικός σ’ εκείνους που βρίσκονται σε άγνοια και πλάνη, αφού και αυτός περιβάλλεται από αδυναμία˙ και εξ αίτιας αυτής είναι υποχρεωμένος να προσφέρει θυσίες για αμαρτίες και για τον εαυτό του, όπως κάνει για το λαό».
     Είδες πως μας είπε πολύ καλά την αιτία, για την οποία ούτε άγγελοι ούτε αρχάγγελοι, αλλά άνθρωποι ορίσθηκαν προϊστάμενοι στις εκκλησίες, για να μπορούν να συμπονούν με τους συνανθρώπους τους, έχοντας τη συνείδηση των δικών τους αμαρτημάτων μέγιστη διδασκαλία ταπεινοφροσύνης; Γιατί πραγματικά και αυτός περιβάλλεται, λέγει, από αδυναμία και εξ αιτίας της είναι υποχρεωμένος να προσφέρει θυσίες για αμαρτίες και για τον εαυτό του, όπως για το λαό. Αυτό λοιπόν και τώρα γίνεται, γιατί στεκόμαστε κοντά στην ιερή αυτή τράπεζα και προσφέρουμε τη φοβερή θυσία και όπως για τα αμαρτήματα του λαού ζητούμε να συγχωρηθούν, έτσι και για τα δικά μας παρακαλούμε και προσευχόμαστε και ικετεύουμε και για όλους προσφέρουμε τη θυσία.(ΕΠΕ 33,197-201)

    Είσαι πλούσιος; Δε σε εμποδίζω. Είσαι άρπαγας; Σε κατηγορώ. Έχεις τα δικά σου; Απολάμβανέ τα. Παίρνεις τα ξένα; Δε σιωπώ. Θέλεις να με λιθοβολήσεις; Είμαι έτοιμος να χύσω το αίμα μου, μόνο την αμαρτία σου εμποδίζω. Εμένα δε μ’ ενδιαφέρει το μίσος, δε μ’ ενδιαφέρει η έχθρα˙ ένα πράγμα μόνο μ’ ενδιαφέρει, η προκοπή των ακροατών μου.
    Και οι πλούσιοι είναι δικά μου παιδιά, και οι φτωχοί δικά μου παιδιά˙ η ίδια κοιλιά πονούσε και για τους δύο, οι ίδιοι πόνοι τους γέννησαν και τους δύο. Αν λοιπόν ενοχλείς το φτωχό, σε κατηγορώ. Εξάλλου δεν είναι τόσο μεγάλη η ζημία του φτωχού όσο του πλουσίου. Γιατί ο φτωχός δεν παθαίνει καμιά μεγάλη ζημία, αφού ζημιώνεται σε χρήματα, εσύ όμως ζημιώνεσαι στην ψυχή.
    Όποιος θέλει ας με αποκεφαλίσει, όποιος θέλει ας με λιθοβολήσει, όποιος θέλει ας με μισήσει, γιατί οι επιβουλές είναι για μένα εγγυήσεις για στεφάνια και τα τραύματα πλήθος βραβείων.
    Δε φοβάμαι λοιπόν την επιβουλή, ένα μόνο φοβάμαι, την αμαρτία. Ας μη με κατηγορήσει κανείς για αμαρτία, και ας με πολεμάει η οικουμένη ολόκληρη. Γιατί ο πόλεμος αυτός με κάνει περισσότερο λαμπρό. Έτσι θέλω ν’ ασκήσω και σας. Μη φοβηθείτε την επιβουλή του άρχοντα, αλλά φοβηθείτε τη δύναμη της αμαρτίας. (ΕΠΕ,33,117)

αετοί
για τη θ. Κοινωνία
Η θυσία απαιτεί να προσερχόμαστε με ομόνοια και θερμή αγάπη.
Ως αετοί του πνεύματος να πετάμε σε ουράνιο χώρο.
Μάλλον δε και πάνω από τον ουρανό.
Διότι η Τράπεζα αυτή είναι για τους αετούς,
όχι για τις καρακάξες.
Ε.Π.Ε. 18α,96

αθανασία
και πρόσκαιρα
Παρακαλώ, να επιζητάμε εκείνα, που μένουν αιώνια και δεν επιδέχονται καμμιά μεταβολή. Ε
.Π.Ε. 5,610

του κακού
Ο Αδάμ αμάρτησε, διότι είχε θνητό σώμα; Καθόλου.
Αν πραγματικά ήταν θνητό το σώμα του, δεν θα ετιμωρείτο με θάνατο.
Καθόλου το θνητό σώμα δεν εμποδίζει την αρετή.
Αντίθετα συντελεί στη σωφροσύνη και βοηθεί πάρα πολύ.
Ε.Π.Ε. 18,488

και ανάστασις
Κι αν η ψυχή μυριάδες φορές είναι αθάνατη, όπως ασφαλώς και είναι,
δεν θ’ απολαύση χωρίς το σώμα τα απερίγραπτα εκείνα αγαθά,
όπως φυσικά και δεν θα κολαστή χωρίς το σώμα.
«Όλα, λέει ο Παύλος, πρέπει να φανερωθούν μπροστά στο βήμα του Χριστού,
για να λάβη καθένας ό,τι του αρμόζει για όσα έπραξε με το σώμα του,
είτε αγαθά, είτε κακά».
Τα έλεγε αυτά ο Παύλος, για να τους στηρίζη στην αλήθεια της αναστάσεως των σωμάτων,
αλλά και για να τους πείθη για την αθάνατη ζωή,
για να μη νομίζουν, ότι τα ανθρώπινα τελειώνουν όλα στην παρούσα ζωή.
Ε.Π.Ε. 18α,598-600

και στους ειδωλολάτρες
Επειδή ο θάνατος φανερώνει τη θνητή φύση του ανθρώπου,
ο διάβολος προβάλλει άλλο δρόμο (για τη θεοποίηση ανθρώπων) την αθανασία της ψυχής.
Μ’ αυτήν ανακατεύει την υπερβολική κολακεία και πολλούς τους εκτρέπει σε ασέβεια.
Και βέβαια, όταν εμείς οι χριστιανοί μιλάμε για την αθανασία της ψυχής,
όπως πρέπει, κοντράρει το λόγο. Όταν όμως εκείνος θέλει πάνω σ’ αυτήν να στεριώση τους ψεύτικους θεούς του,
τότε με πολλή μαεστρία στηρίζει την αθανασία.
Ε.Π.Ε. 20,48

η ζωή του Χριστού
«Ζωήν λέγει την αθάνατον. Τούτο γαρ έστιν, «ίνα Θεώ ζήσω».
Ε.Π.Ε. 20,274

και στην κόλαση και στον παράδεισο
Όλα τα αγαθά και τα κακά τούτης της ζωής τελειώνουν και μάλιστα γρήγορα.
Στην άλλη ζωή και τα δυο είναι αθάνατα. Επεκτείνονται στους ατέλειωτους αιώνες.
Ως προς δε την ποιότητα, διαφέρουν τόσο πολύ τα εδώ με τα εκεί,
όσο κανένας δεν μπορεί να περιγράψει.
Ε.Π.Ε. 28, 786

αθάνατος θάνατος
«Τον αθάνατον θάνατον διαφεύγομεν»
Ε.Π.Ε. 12, 556

ο θάνατος εξ αιτίας της αμαρτίας
Ας αποφύγουμε την τόσο οδυνηρή ζωή της αμαρτίας,
διότι και μετά την οδύνη αυτή θ’ ακολουθήσει θάνατος,
θάνατος αθάνατος.
Ε.Π.Ε. 12, 556

ο θάνατος
Αν η μέρα του θανάτου μας πιάση να κοιμόμαστε (ν’ αδιαφορούμε),
θ’ ακολουθήσει θάνατος αθάνατος.
Ε.Π.Ε. 17,536

πλάστηκε ο Αδάμ
Απ’ την αρχή ήθελε να σε κάνη ο Θεός αθάνατον, αλλά συ δεν θέλησες.
Πραγματικά, ενδείξεις αθανασίας ήσαν: η συνοίκησις με το Θεό, η απουσία ταλαιπωριών απ’ τη ζωή,
η απαλλαγή από λύπη και φροντίδες και κόπους και όλα τα αλλά θνητά στοιχεία.
Ε.Π.Ε. 18,486


(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, Τόμος Α΄, σελ. 107-108)

Ένα χειμωνιάτικο πρωινό ο περίφημος ρουμάνος ασκητής Κλεόπας Ιλίε βρισκόταν στο ιερό ενός μοναστηριακού ναού και διάβαζε γονατιστός την ακολουθία της θείας μεταλήψεως. Μετά από λίγη ώρα μπήκε στην εκκλησία για να προσευχηθή μια γυναίκα που είχε έρθει στο μοναστήρι από το βράδυ.
« Προσκυνούσε όλες τις εικόνες και έκανε παντού μετάνοιες, διηγείται ο π. Κλεόπας. Δεν γνώριζε ότι κάποιος ήταν μέσα στην εκκλησία. Την παρατηρούσα συνεχώς από την Ωραία Πύλη. Εκείνη, αφού προσκύνησε τις εικόνες, γονάτισε στο μέσον της εκκλησίας, ύψωσε τα χέρια της και έλεγε από την καρδιά της αυτά τα λόγια:
-Κύριε, μη με εγκαταλείπης! Κύριε, μη με εγκαταλείπης!
Είδα τότε ένα λαμπρό κίτρινο φως γύρω της και τρόμαξα! Η γυναίκα έπεσε με το πρόσωπο στη γη και προσευχόταν σιωπηλά. Η φωτεινή νεφέλη που την περιέλουζε, μεγάλωσε περισσότερο και μετά σιγά- σιγά εξαφανίστηκε. Αφού έσβησε το θείο φως, σηκώθηκε στα πόδια της και βγήκε έξω από την εκκλησία. Ήταν μια απλή γυναίκα από τα γειτονικά χωριά μας.
Ιδού λοιπόν, ποιος έχει το δώρο της προσευχής! Να που οι λαϊκοί ξεπερνούν καμμιά φορά τους μοναχούς! Εγώ έκανα μετά προσκομιδή και από την μεγάλη μου συγκίνηση άρχισα να κλαίω και έτρεμα με τα χαρτιά της μνημονεύσεως στο χέρι. Μόνον ο Θεός γνωρίζει πόσοι υπάρχουν εκλεκτοί σ’ αυτόν τον κόσμο!»

( Διάλογοι με ρουμάνους πατέρες)

( Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Γ΄, σελ.217-218)

katafigioti

lifecoaching