ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ-
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.

Κυριακή: 7.20-9 βράδυ

 

ΔΕΥΤΕΡΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

Πρόγραμμα Ακολουθιών - 2η Θεία Λειτουργία

Κάθε ΚΥΡΙΑΚΗ τελείται

στον Άγιο Σώστη

και

ΔΕΥΤΕΡΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

ΣΤΙΣ 10.30 - 11.40 Π.Μ.

Με Χορωδία & σύντομο Κήρυγμα

                                                           

E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Του Αββά Παύλου
Διηγήθηκε κάποιος από τους πατέρες για έναν Αββά Παύλο, ότι ήταν από τα κάτω μέρη της Αιγύπτου, κατοικούσε δε στη Θηβαΐδα. Ότι αυτός κρατούσε στα χέρια του τα κερασφόρα ερπετά και τους σκορπιούς και τα φίδια και τα έσχιζε καταμεσίς. Και του έβαλαν οι αδελφοί μετάνοια, λέγοντας: «Πες μας, τί έργο έκαμες και έλαβες αυτό το χάρισμα;». Και τους αποκρίθηκε: «Συγχωρήστε με, πατέρες. Αν τινάς αποχτήση καθαρή ψυχή, όλα υποτάσσονται σ’ αυτόν, όπως στον Αδάμ, όταν ήταν στον παράδεισο, πριν παραβή την εντολή».
Του Αββά Παύλου του σαρωτή
α’ . Ο Αββάς Παύλος οπού είχε το διακόνημα να σαρώνη τη Μονή, καθόταν μαζί με τον αδελφό του Τιμόθεο στη Σκήτη. Και τους συνέβαινε συχνά να μαλώνουν. Λέγει ο Αββάς Παύλος: «Έως πότε θα μένουμε σ’ αυτή την κατάσταση;». Του λέγει ο Αββάς Τιμόθεος:
«Κάμε μου τη χάρη. Όταν έρχωμαι εναντίον σου, υπόμεινέ με. Και όταν συ έρχεσαι εναντίον μου, θα σε υπομένω εγώ». Και έτσι κάνοντας, πέρασαν ειρηνικά τις υπόλοιπες μέρες τους.
β’ . Ο ίδιος Αββάς Παύλος και ο Τιμόθεος είχαν διακόνημα στη Σκήτη να σαρώνουν και τους ενωχλούσαν οι αδελφοί. Και λέγει ο Τιμόθεος στον αδελφό του: «Τί το θέλουμε αυτό το διακόνημα; Όλη τη μέρα δεν μας αφήνει να ησυχάσουμε». Του αποκρίνεται ο Αββάς Παύλος και του λέγει: «Μας αρκεί η ησυχία της νύχτας, αν νήφη η διάνοιά μας».
Του Αββά Παύλου του μεγάλου
α’ . Είπε ο Αββάς Παύλος ο μεγάλος, ο Γαλάτης: «Μοναχός οπού έχει λίγες ανάγκες στο κελλί του και βγαίνει για να φροντίση, τον ξεγελούν οι δαίμονες. Και γω ο ίδιος το έπαθα αυτό».
β’ .  Είπε ο Αββάς Παύλος: «Σε βόρβορο καταποντίζομαι έως τον λαιμό και κλαίω ενώπιον του Θεού, λέγοντας: Ελέησέ με .».
γ’ . Έλεγαν για τον Αββά Παύλο, ότι πέρασε την Τεσσαρακοστή με λιγοστές φακές και ένα λαγήνι νερό. Και, επίσης, με ένα μικρό ζεμπίλι, οπού το έπλεκε και το ξέπλεκε, κλεισμένος έως την εορτή.
Του Αββά Παύλου του απλού
O μακάριος Αββάς Παύλος ο απλός, ο μαθητής του αγίου Αντωνίου, διηγήθηκε στους πατέρες τα παρά κάτω. Ότι πήγε κάποτε σ’ ένα Μοναστήρι για να προσκύνηση και να αποκομίση ωφέλεια για τους αδελφούς. Και αφού συνωμίλησαν γύρω από τα συνηθισμένα, εισήλθαν στην αγία του Θεού εκκλησία, για να κάμουν την ταχτική λατρεία. Ο δε μακάριος Παύλος, —λέγει,— πρόσεχε τον καθένα οπού έμπαινε στην εκκλησία, για να δη με τί άρα ψυχή έμπαιναν στη σύναξη. Γιατί του ήταν δοσμένο και αυτό το χάρισμα από τον Κύριο, να βλέπη τον καθένα όπως ήταν στην ψυχή, καθώς εμείς βλέπουμε ο ένας του άλλου το πρόσωπο. Έμπαιναν λοιπόν όλοι με λαμπρή την όψη και αστραφτερό το πρόσωπο και ο καθένας είχε τον Άγγελό του χαρωπό κοντά του.  Αλλά, — λέγει, — βλέπει και έναν μαύρο και ζοφερό σε όλο το σώμα και γύρω του συνωστισμένοι να τον τραβούν από παντού δαίμονες και να του βάζουν καπίστρι, ενώ ο άγιος Άγγελός του ακολουθούσε από μακριά, σκυθρωπός και όλο κατήφεια. Ο δε Παύλος, δακρύζοντας και χτυπώντας με το χέρι το στήθος του, καθόταν μπροστά από την εκκλησία, κλαίοντας πικρά αυτόν οπού είδε σε τέτοιο κατάντημα. Οι άλλοι τότε μοναχοί, βλέποντας το παράδοξο φέρσιμο του Αββά Παύλου, το πώς άλλαξε απότομα και έπεσε σε δάκρια και πένθος, τον ρωτούσαν και τον παρακαλούσαν να τους πη γιατί έκλαιε, θαρώντας ότι το έκανε έχοντας κάτι εναντίον όλων τους. Και του ζητούσαν να εισέλθη μαζί τους στην εκκλησία.  Αλλά ο Παύλος, αποτινάζοντάς τους, καθόταν έξω, θρηνώντας με όλη του την ψυχή εκείνον οπού είχε δη έτσι. Ύστερα δε από λίγο, αφού η ακολουθία τελείωσε και όλοι έβγαιναν, πάλι κοίταζε ο Παύλος τον καθένα, θέλοντας να μάθη πώς βγαίνουν. Και βλέπει εκείνον τον άνθρωπο, οπού πριν είχε όλο το σώμα του μαύρο και ζοφερό, να βγαίνη από την εκκλησία με λαμπρό πρόσωπο, με λευκό το σώμα και οι δαίμονες να τον ακολουθούν από πολύ μακριά, ενώ ο άγιος Άγγελος, σιμά του, τον συνώδευε, Ιλαρός και πρόθυμος και χαίροντας γι’ αυτόν πολύ. Τότε ο Παύλος ανεπήδησε με χαρά και φώναζε, ευλογώντας τον Θεό και λέγοντας: «Ω ανείπωτη φιλανθρωπία και αγαθότης του Θεού !». Και ύστερα έτρεξε, ανέβηκε σ’ ένα ψηλό σκαλοπάτι και έλεγε με δυνατή φωνή: Ελάτε να δήτε τα έργα του Θεού, τί φοβερά και άξια κάθε καταπλήξεως είναι. Ελάτε να δήτε Αυτόν οπού θέλει πάντας ανθρώπους σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν. Δεύτε προσκυνήσωμεν και προσπέσωμεν αυτώ και ας πούμε: Συ μόνος μπορεί να αφαιρής αμαρτίες». Συνέρρεαν δε όλοι με προθυμία, θέλοντας να ακούσουν τα λεγάμενα. Και αφού συνάχθηκαν όλοι, ιστορούσε ο Παύλος τί είχε δη πριν εισέλθουν στην εκκλησία και τί ακολούθησε με την έξοδό τους. Και ζήτησε επίμονα από εκείνον τον άνθρωπο να πη πως ο Θεός του χάρισε τέτοια ξαφνική μεταβολή. Και αυτός, έχοντας ελεγχθή από τον Παύλο, μπροστά σε όλους, χωρίς να ντρέπεται, ιστορούσε τα σχετικά με τον εαυτό του, λέγοντας: «Εγώ είμαι άνθρωπος αμαρτωλός και πολύν καιρό τώρα ζούσα με σαρκικές αμαρτίες. Μπαίνοντας δε σήμερα στην αγία του Θεού εκκλησία, άκουσα τον προφήτη Ησαΐα, οπού μια περικοπή του αναγνώσθηκε, ή μάλλον τον ίδιο τον Θεό να μιλά με το στόμα εκείνου: Λούσασθε, καθαροί γένεσθε, αφέλετε τας πονηρίας υμών από των καρδιών υμών, απέναντι των οφθαλμών μου, μάθετε καλόν ποιείν˙ και εάν ώσιν αι αμαρτίαι υμών ως φοινικούν, ως χιόνα λευκανώ˙ και εάν θέλητε και εισακούσητέ μου, τα αγαθά της γης φάγεσθε. Και εγώ τότε — λέγει —, ο σαρκολάτρης, από τον λόγο του προφήτη κατανύχθηκα στην ψυχή και στέναξα μέσα μου και είπα στον Θεό: Συ είσαι ο Θεός, ο ελθών εις τον κόσμον αμαρτωλούς σώσαι. Αυτά οπού τώρα με τον προφήτη υποσχέθηκες, εκπλήρωσέ τα και σ’ εμένα τον αμαρτωλό και ανάξιο. Γιατί, να, από τώρα σου δίνω τον λόγο μου, έρχομαι δε μαζί σου και από την καρδιά μου σου εξομολογούμαι, ότι πλέον δεν θα πράξω τίποτε το κακό.  Αλλά αποτάσσομαι κάθε παρανομία και θα σε υπηρετώ από εδώ και πέρα με καθαρή συνείδηση. Σήμερα, Κύριε, και από την ώρα αυτή, δέξου με μετανοημένο, πεσμένον στα πόδια σου, με την απόφαση να απέχω πλέον από κάθε αμαρτία. Γιατί, με αυτή την απόφαση — λέγει — βγήκα από την εκκλησία, έχοντας οριστικά στρέψει την ψυχή μου, ώστε τίποτε το φαύλο πλέον να μη πράξω απέναντι του Θεού». Και, ακούοντάς τον, φώναξαν όλοι μαζί στον Θεό: «Ως εμεγαλύνθη τα έργα σου, Κύριε, πάντα εν σοφία εποίησας !». Γνωρίζοντας λοιπόν, ω  χριστιανοί, από τις θείες Γραφές και τις άγιες αποκαλύψεις, πόση αγαθότητα έχει ο Θεός σ’ αυτούς οπού γνήσια του καταφεύγουν και με τη μετάνοια διορθώνουν τον προηγούμενο ένοχο βίο τους και ότι αποδίδει πάλι τα αγαθά οπού υποσχέθηκε, μη τιμωρώντας τις προηγούμενες αμαρτίες, ας μην απελπισθούμε για τη σωτηρία μας. Γιατί, όπως με τον προφήτη Ησαΐα υποσχέθηκε, ότι τους βορβορωμένους στις αμαρτίες θα ξεπλύνη και σαν μαλλί και σαν χιόνι θα τους λευκάνη και θα τους αξιώση να απολαύσουν τα αγαθά της άνω Ιερουσαλήμ, έτσι πάλι με τον άγιο προφήτη Ιεζεκιήλ βεβαιώνει αναντίρρητα, ότι δεν θα μας αφήση να χαθούμε. Ζω γαρ, λέγει Κύριος, ότι ου βούλομαι τον θάνατον του αμαρτωλού, ως το επιστρέψαι και ζην αυτόν.  
Του Αββά Πέτρου του Διού
Ο Πέτρος, ο πρεσβύτερος της Μονής του Δίου, όταν συνέβαινε να προσεύχεται με άλλους, επειδή, λόγω του ιερατικού του αξιώματος, τον ανάγκαζαν να στέκεται μπροστά, από ταπεινοφροσύνη πήγαινε πίσω να σταθή, εξομολογούμενος, όπως στον βίο του Αββά Αντωνίου είναι γραμμένο. Αυτό το έκανε, μη λυπώντας κανέναν.

(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)

Υπάρχουν στιγμές που όσο κι αν παλεύουμε η καρδιά μας βαραίνει και θλίβεται. Έτσι κι εγώ χτες σκεφτόμουν διάφορα πράγματα και αναστέναζα κοιτώντας την εικόνα του Χριστού μας. Μέχρι που σφηνώθηκε στην καρδιά μου αυτή η φράση απ’ το Ευαγγέλιο του Ιωάννη: « Εις τα ίδια ήλθε και οι ίδιοι αυτόν ου παρέλαβον» δηλαδή « Ήλθε στους δικούς Του αλλά αυτοί δεν Τον δέχθηκαν» ( α΄,11). Όλο το βράδυ σκεφτόμουν αυτή τη φράση, σκεφτόμουν το Χριστό που δημιούργησε τον κόσμο και τους ανθρώπους με τόση Αγάπη και όταν ήρθε στη γη εμείς δεν Τον δεχθήκαμε! Σκεφτόμουν την Παναγία Μητέρα Του κυοφορούσα να διώχνεται από όλα τα πανδοχεία και τα σπίτια. Δεν χωρούσε να μπει εκεί ο Χριστός… ήταν πλήρη. Όπως είμαστε κι εμείς πλήρεις εγωισμού και παθών. Μπήκα στη θέση Του και ξέχασα τα δικά μου γιατί ήταν πολύ μικρά κι ασήμαντα σε σχέση μ’ αυτά που πέρασε ο Θεάνθρωπος! Απ’ τη στενοχώρια μου ράγισε η καρδιά μου αλλά ο Κύριος με συμπόνεσε και μου έδωσε καινούρια καρδιά, χωρίς λύπη αλλά με χαρά, ελπίδα και ευγνωμοσύνη.
Σκέφτηκα πως δεν πρέπει να ανησυχούμε γιατί ο Θεός μας είναι ενεργός και μας αγαπάει τόσο πολύ! Ξέρει τι σημαίνει ‘κεκλεισμένων των θυρών’. Ξέρει τί σημαίνει απόρριψη, μοναξιά, αδικία και χλευασμός. Και τα ξέρει γιατί πρώτος Αυτός μπήκε στη θέση μας! Αυτό σημαίνει τελεία αγάπη… να μπαίνεις στη θέση του άλλου. Άραγε μπορούμε να διανοηθούμε ότι ο ίδιος ο Θεός έγινε άνθρωπος, πήρε τη φύση μας και τη φόρεσε για να μας νιώσει και να μας σώσει; Εκούσια έγινε για μας άνθρωπος για να γίνουμε εμείς Θεοί! Το μυστήριο της Θείας Οικονομίας εκεί βασίστηκε… στο ότι πήρε τη θέση μας, και στη Φάτνη και στο Σταυρό. Εμείς; Θα Του μοιάσουμε; Θα έρθουμε ποτέ στη δική Του θέση; Στη θέση της Θεοτόκου; Την έχουμε σπλαχνιστεί ποτέ ως Μητέρα που έβλεπε το μονάκριβο Υιό της να σταυρώνεται ή μόνο να της ζητάμε ξέρουμε; Έχουμε μπει στη θέση των Αγίων όταν υπέφεραν;
Όποιος σκέφτεται και συναισθάνεται τα Πάθη του Χριστού μας, τον πόνο της Παναγίας και των Αγίων, αυτός τους έχει αδελφούς του και λαμβάνει μεγάλες δωρεές από το Θεό. ( Φυσικά να νιώσει στο ελάχιστο μέτρο που χωρά η καρδιά του). Άραγε έχουμε μπει στη θέση των αδελφών μας να δούμε πώς σκέφτονται; Πώς βιώνουν την κάθε κατάσταση; Τους συναισθανόμαστε με όλη την καρδιά μας; Ακόμα και στη θέση των εχθρών του Χριστού μας πρέπει να μπούμε! Αν ησυχάσουμε, έξω μας και μέσα μας, και ρωτήσουμε τον Κύριο ‘τί να κάνω για να Σε ευαρεστήσω;’ ίσως ακούσουμε στην καρδιά μας τη γλυκύτατη φωνή Του να μας λέει ‘ Να μπαίνεις στη θέση του άλλου’. Κι αν το κάνουμε αυτό όλα θα γίνουν καινά! Αντί να κατακρίνουμε, θα κατανοούμε, η αγάπη από βουνό θα γίνει μια εύφορη πεδιάδα, θα μάθουμε να διακρίνουμε και όχι να τσουβαλιάζουμε, θα ελεούμε τον άλλο όχι με αυτό που μας περισσεύει αλλά με αυτό που του χρειάζεται. Η προσευχή από αγγαρεία θα γίνει αντανακλαστική κίνηση της ψυχής… Όλα θα αλλάξουν! Αν μπούμε στη θέση του άλλου, όλα θα πάνε καλά! Και θα έχουμε καλά Χριστούγεννα… μέσα μας!(Κ.Δ.Κ)

Ο άνθρωπος δεν είναι μόνο σώμα… είναι και ψυχή! Αυτό το τελευταίο όμως φαίνεται πως το έχουμε ξεχάσει. Φροντίζουμε να ταΐζουμε το σώμα μας αλλά όχι και την ψυχή μας. Καταναλώνουμε ώρες ολόκληρες και την ενέργεια μας για να φτιάχνουμε περίτεχνες, νόστιμες και ιδιαίτερες σπεσιαλιτέ για να γεμίσουμε το στομάχι μας και να τέρψουμε τον ουρανίσκο μας και την ίδια ώρα η ψυχή μας λιμοκτονεί. Η τηλεόραση είναι γεμάτη με εκπομπές μαγειρικής που μας καθοδηγούν πώς να φτιάχνουμε συνταγές φαγητών και γλυκών έτσι ώστε να καταπλήξουμε τους δικούς μας. Συμπεριφερόμαστε σαν να είμαστε μόνο ύλη!
Αυτή η περιφρόνηση της ψυχής είναι σκανδαλώδης… συνιστά αμαρτία! Αδιαφορούμε για την ψυχή μας για την οποία ενανθρώπησε ο Θεός, για την οποία έπαθε, για τη σωτηρία της οποίας σταυρώθηκε και αναστήθηκε και της χάρισε την αθανασία! Κι εμείς ενεργούμε σαν να μην υπάρχει, ακυρώνοντας για εμάς έτσι το σωτηριώδες σχέδιο Του για τον άνθρωπο. Ναι, γιατί η ψυχή μας και πεινάει και διψάει! Πεινάει και διψάει για το Θεό! Η πνευματική ζωή και η αγάπη μας σ’ Αυτόν θα προσφέρουν στην ψυχή μας την ικανοποίηση και την πληρότητα που της έλειπε. Και αν ικανοποιήσουμε αυτή της την ανάγκη θα είναι χαρούμενη και έτσι κι εμείς θα είμαστε αληθινά ευτυχισμένοι γιατί θα βιώνουμε την παρουσία του Θεού μέσα μας!
Ο Κύριος μάς το είπε: « Ουκ επ’ άρτω μόνο ζήσεται άνθρωπος, αλλ’ επί παντί ρήματι εκπορευομένω διά στόματος Θεού». Δηλαδή « Δε θα διατηρηθεί στη ζωή ο άνθρωπος μόνο με τον άρτο, αλλά με κάθε προσταγή που θα εξέλθει από το στόμα του Θεού. Όταν το πει ο Θεός, και χωρίς τροφή ακόμα θα ζήσει ο άνθρωπος».( Ματθ. δ΄,4) Ας θυμηθούμε λοιπόν ότι είμαστε πλάσματα με ψυχή και σώμα και ας εστιάσουμε στη φροντίδα της παραμελημένης και ατροφικής μας ψυχής και τότε σίγουρα θα πάψουμε να έχουμε εκείνο το κενό που νιώθουμε ακόμα κι όταν έχουμε καταναλώσει όλες τις λιχουδιές που βρίσκονται πάνω στο τραπέζι γιατί θα καταλάβουμε επιτέλους ότι αυτό το κενό καλύπτεται μόνο από το Θεό!(Α.Κ.Β)

Είπε γέρων ‘ σε όλη μου τη ζωή πάλεψα για να σώσω τον εαυτό μου από τον εαυτό μου’. Αν το καλοσκεφτούμε θα δούμε τελικά πως ο μόνος μας εχθρός, ο μόνος που μπορεί να μας βλάψει είναι ο ίδιος μας ο εαυτός. Τι ειρωνία! Όσο νωρίτερα όμως το αντιληφθούμε αυτό τόσο το καλύτερο γιατί έτσι θα γλιτώσουμε πολύ πόνο και ταλαιπωρία. Στην ουσία τα πάθη μας είναι αυτά που μας βασανίζουν και μας απομακρύνουν από την ειρήνη και την ευτυχία. Και ο αγώνας με τα πάθη μας μπορεί να κρατήσει και ολόκληρη τη ζωή μας. Και είναι ένας αγώνας που δεν μπορούμε να φέρουμε εις πέρας μόνοι μας… χρειαζόμαστε βοηθό και οδηγό. Και αυτός είναι ο Χριστός!
Αν τσακωθώ με τον άντρα μου γιατί μου έκανε μια παρατήρηση δε μου φταίει μόνο αυτός… και η υπερηφάνεια μου φταίει που δεν μπορώ να ακούσω κάτι αρνητικό για μένα. Αν τα πράγματα δε γίνουν στην ώρα που θέλω και μου χαλάσει η διάθεση, δεν μου φταίνε μόνο οι άλλοι αλλά και η τελειομανία μου και η ανυπομονησία μου. Αν δε γίνει το δικό μου και στενοχωρηθώ, ας μην τα βάλω με τους άλλους αλλά με τον εγωισμό μου που δεν μπορεί να δεχτεί ότι μερικές φορές χρειάζεται και η υποχώρηση και ο συμβιβασμός. Αν μου σπάνε τα νεύρα στη δουλειά ας μη το ρίχνω μόνο στους δύστροπους συναδέλφους αλλά και στο θυμό που έχει φωλιάσει στην καρδιά μου. Κι αν νιώθω να βράζω μέσα μου που ο γείτονας πήρε καινούριο αυτοκίνητο ας κοιτάξω να θεραπεύσω τη ζήλεια που κυβερνά τη ζωή μου.
Αν εξετάζουμε λίγο προσεκτικά τους λόγους των αντιδράσεων μας κάθε φορά σίγουρα θα ανακαλύπτουμε κάποιο πάθος κρυμμένο πίσω από αυτές. Δεν είναι εύκολο να αποβάλλουμε τα πάθη μας. Μπορούμε όμως με τη Χάρη του Θεού να τα λειάνουμε, να στρογγυλέψουμε τις γωνίες μας. Ο Απόστολος Παύλος έλεγε χαρακτηριστικά « Δεν πράττω το αγαθό που η θέληση μου ασπάζεται αλλά το κακό που δε θέλω, αυτό πράττω. Εάν εγώ πράττω το κακό, το οποίο δε θέλω, δεν είμαι πλέον κύριος του εαυτού μου αλλά η αμαρτία που κατοικεί μέσα μου και με κρατεί αιχμάλωτο της». (Προς Ρωμαίους, ζ΄, 19-20) Αγώνα λοιπόν κατά της αμαρτίας πρέπει να αναλάβουμε, αγώνα δηλαδή πνευματικό γιατί μόνο έτσι με σύμμαχο τον μόνο Αναμάρτητο έχουμε κι εμείς ελπίδες να καθαρισθούμε και να αποβάλουμε από μέσα μας τον παλαιό της αμαρτίας και των παθών άνθρωπο και να ενδυθούμε το νέο της αρετής και της πίστης άνθρωπο που θα μας οδηγήσει μια μέρα μπροστά από την πόρτα της Βασιλείας των Ουρανών. Και είναι ο μόνος αγώνας που αξίζει να δώσουμε στη ζωή μας και ακόμα και τη ζωή μας γιατί το τρόπαιο είναι η σωτηρία της ψυχής μας!(Α.Κ.Β)

" Ο Παππούλης μου σφίγγει το κεφάλι και προσεύχεται "
Κάθε φορά που τον έβλεπα, χρησιμοποιούσα ένα ξεχωριστό τρόπο μαζί του. Έβαζα το κεφάλι μου πάνω στα γόνατά του και χωρίς να του μιλάω στην αρχή καθόλου, προσευχόμουνα νοερά γι' αυτόν, για τους δικούς μου, για όλους μας γενικά, και παρέμενα σ' αυτή τη στάση για αρκετά λεπτά της ώρας. Αυτός με τη σειρά του, με τα δυό του χέρια και με το πετραχήλι σ' αυτά, μου τύλιγε το κεφάλι μου, μου το έσφιγγε και προσευχόταν για αρκετά λεπτά της ώρας μαζί μου.
Πολλές φορές αισθανόμουν την αναπνοή του πολύ έντονα, καθώς και τους κτύπους της καρδιάς του. Αν καμιά φορά είχα και πονοκεφάλους ή κάτι άλλο, όλα μου έφευγαν και όταν τελείωνα και την εξομολόγησή μου μαζί του και έφευγα, νόμιζα ότι είχα πάρει τη μεγαλύτερη ευλογία. Όπως γεμίζει μιά μπαταρία με ρεύμα, μου φαινόταν πώς ήμουν φορτωμένος από ευλογία καθώς οδηγούσα επιστρέφοντας στο σπίτι μου.
Μία φορά ρώτησα τον Παππούλη και του είπα :
-Γιατί Παππούλη, μου πιάνεις έτσι το κεφάλι μου με τα χέρια σου ; Μου είπε τότε το εξής : -Να! παιδί μου, όπως προσεύχεσαι εσύ, προσεύχομαι κι εγώ, και παίρνω την ψυχή σου κρατώντας το κεφάλι σου, και την παρουσιάζω στο Χριστό μας και του ζητώ να σε ελεήσει, να σε βοηθήσει, να σε φωτίσει και να σου δώσει ό,τι άλλο έχεις ανάγκη, και σε σένα και στην οικογένειά σου.
[Τζ 131]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σελ.369-370)

" Οι φοβίες της μάνας επηρέασαν το έμβρυο "
Ο μοναχός Νικόδημος αφηγήθηκε ένα καταπληκτικό περιστατικό, το οποίο μάλιστα σ' εσάς αφηγούμαι για πρώτη φορά, γνωρίζοντας ότι θα λάβει δημοσιότητα.
- Όταν ο Γέρων Πορφύριος υπηρετούσε ως ιερέας στην Πολυκλινική των Αθηνών, αρκετοί ιατροί εκεί, οι οποίοι είχαν αντιληφθεί ότι διέθετε κάποια σπουδαία χαρίσματα από το Θεό, τον σέβονταν ιδιαίτερα και συχνά του ζητούσαν να προσευχηθεί για μία δύσκολη εγχείρηση ή τον ερωτούσαν όταν επρόκειτο για δύσκολες διαγνώσεις.
Έτσι, μία μέρα ιατροί της Πολυκλινικής κάλεσαν τον μακαριστό Γέροντα να τους πει τη γνώμη του για ένα ασυνήθιστο περιστατικό που αντιμετώπιζαν. Μία κοπέλα γέννησε στην Πολυκλινική ένα παιδί παραμορφωμένο, το οποίο είχε μελανοειδή επιμήκυνση της παρειάς, που ήταν όπως η μελιτζάνα. Ήθελαν ν' ακούσουν τη δική του ερμηνεία για τη γέννηση ενός τέτοιου παιδιού. Ο Γέρων Πορφύριος ζήτησε να δει την κοπέλα και, συζητώντας μαζί της, έμαθε ότι εκεί στη γειτονιά της, στην Ομόνοια δηλαδή, κυκλοφόρησε ένας νεαρός, ο οποίος είχε ακριβώς το ίδιο παραμορφωμένο πρόσωπο, όπως το μωρό, που είχε γεννηθεί στην Πολυκλινική. Η κοπέλα συναντούσε συχνά εκείνο το νέο, μια και ήταν γείτονάς της και, φυσικά, τον λυπόταν. Όταν όμως παντρεύτηκε και έμεινε έγκυος, η θέα εκείνου το νέου άρχισε να της γίνεται εφιάλτης. Καθώς τον έβλεπε, σκεφτόταν : " Τί τρομερό που είναι για τη μητέρα του, να έχει ένα τέτοιο παιδί ! Αν ήμουν εγώ στη θέση της, πώς θα υπέφερα, πώς θα το άντεχα ; "
Και, ακριβώς, η εφιαλτική αυτή σκέψη επέδρασε στην περίοδο αυτή της εγκυμοσύνης της κοπέλας, ώστε να διαμορφωθεί το έμβρυο ανάλογα, και τελικά να γεννηθεί αυτό το παιδάκι με τερατώδες πρόσωπο, παρόμοιο με του νεαρού γείτονα της μητέρας. Αυτή την ερμηνεία έδωσε ο Γέρων Πορφύριος, με την οποία συμφώνησαν οι ιατροί της Πολυκλινικής, αλλά και η ίδια η μητέρα του μωρού.
[Ί 109]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σελ.293-294)

Ο όσιος Γεράσιμος και το λιοντάρι

Ο όσιος Γεράσιμος ο Ιορδανίτης συνήντησε κάποτε σε μία όχθη του ποταμού Ιορδάνου ένα λιοντάρι. Εκείνο, μόλις τον αντίκρυσε, άρχισε να βρυχιέται και να ωρύεται. Ένα αιχμηρό καλάμι είχε μπη στο πόδι του και του προξενούσε αφόρητους πόνους. Ο άγιος κατάλαβε τι του συνέβαινε και συμπάθησε το θηρίο. Πλησίασε, είδε ότι το πόδι του άρχισε να πρήζεται και με πολλή προσοχή και επιμέλεια έβγαλε το κοφτερό καλάμι. Το λιοντάρι τότε μετέβαλε την φυσική του αγριότητα και, παρά τον πόνο που δεν σταμάτησε τελείως, ακολούθησε σαν πρόβατο τον όσιο! Το εκπληκτικό γεγονός είχε και εκπληκτικώτερη συνέχεια.
Η λαύρα του οσίου Γερασίμου είναι κοντά στον Ιορδάνη. Γι’ αυτό και οι λαυριώτες έπαιρναν νερό από κει. Χρησιμοποιούσαν για την μεταφορά ένα γαϊδουράκι. Όταν είδαν ότι το λιοντάρι ακολουθούσε ήρεμα τον όσιο, του ανέθεσαν να φυλάη και να προστατεύη το γαϊδουράκι, που τους έφερνε μέσα στην ερημιά το νερό. Έτσι επί πολύ καιρό το λιοντάρι πηγαινοερχόταν στο ποτάμι σαν ένας πιστός σκύλος. Κάποτε όμως αποκοιμήθηκε και ήρθαν άραβες έμποροι με καμήλες και έκλεψαν το γαϊδουράκι, που είχε απομακρυνθή πολύ βόσκοντας. Όταν ξύπνησε, το ανεζήτησε, αλλά δεν το βρήκε. Γύρισε σκυθρωπό στην λαύρα με κατεβασμένο το κεφάλι. Ο όσιος Γεράσιμος, βλέποντάς το μόνο, υπωπτεύθηκε ότι κατεσπάραξε το γαϊδουράκι. Του είπε λοιπόν:
-Τι συμβαίνει και ήρθες μόνο σου; Φαίνεται ότι κυριάρχησε η φύσις πάνω στην θέλησί σου να ημερέψης και να υπηρετής την μονή μας. Φαίνεται ότι θυμήθηκες την αγριότητα σου, την αλαζονεία σου και την υπεροχή σου στα άλλα ζώα. Γι’ αυτό, εάν θέλης να μείνης μαζί μας, θα ταπεινωθής! Θα μας φέρνης εσύ το νερό.
Έτσι το λιοντάρι άρχισε να κουβαλάη το νερό των πατέρων. Κάθε τόσο το φόρτωναν με τα κατάλληλα αγγεία, τα έδεναν καλά πάνω του και το έστελναν στο ποτάμι. Εκεί του τα γέμιζαν και το έστελναν πίσω. Το λιοντάρι, αφού έκανε το έργο του πιστού σκύλου, έκανε τώρα και το έργο του νεροκουβαλητού. Έπειτα από αρκετό καιρό, οι άραβες έμποροι που έκλεψαν το γαϊδουράκι, ξαναπέρασαν από την περιοχή της λαύρας του οσίου Γερασίμου, έχοντάς το μαζί με τις καμήλες τους. Το λιοντάρι το είδε, το ανεγνώρισε και πήδηξε από την χαρά του. Μ’ ένα τρομακτικό βρυχηθμό ώρμησε εναντίον του καραβανιού και το σκόρπισε αστραπιαία. Άρπαξε μετά το σχοινί που ήταν δεμένο το γαϊδουράκι και το ωδήγησε στην λαύρα. Φαινόταν σαν ένας στρατιώτης γενναίος που γύριζε από ένα θρίαμβο, γεμάτος τρόπαια της νίκης.
Οι πατέρες χάρηκαν και ο όσιος απήλλαξε το λιοντάρι από το διακόνημα του νεροκουβαλητού. Του ανέθεσε πάλι το διακόνημα του φύλακος. Πέρασαν από τότε τρία χρόνια και ο όσιος Γεράσιμος ο Ιορδανίτης εκοιμήθη. Το λιοντάρι δεν τον έβλεπε πλέον. Άρχισε τότε ν’ ανησυχή, να τριγυρίζη νευρικά και να βρυχιέται. Οι λαυριώτες αδελφοί προσπαθούσαν να το ηρεμήσουν. Το χάϊδευαν στην χαίτη και στην ράχη και το παρώτρυναν να φάη. Εκείνο όμως, όσο δεν έβλεπε τον ευεργέτη του, τόσο σκυθρώπαζε και δεν έτρωγε τίποτε. Οι μέρες περνούσαν και η κατάστασις χειροτέρευε. Μέχρις ότου ο αββάς Σαββάτιος ωδήγησε το λιοντάρι στον τάφο του οσίου και του είπε:
-Ο γέροντας μας εκοιμήθη και μας άφησε όλους ορφανούς. Μην τον ζητάς πλέον. Να, εδώ τον θάψαμε. Εδώ είναι ο τάφος του.
Λέγοντας αυτά ο αββάς έβαλε μετάνοια στον τάφο του οσίου. Ακούοντας αυτά το λιοντάρι έγειρε το κεφάλι στη γη και έπεσε νεκρό.

(Συναξαριστής Γ΄)

(Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Α΄, σελ. 253-255)

Δύο ασφαλείς οδηγοί
Ο όσιος ερημίτης Συμεώνης ο Παλαιός έλαβε σαν μισθό της ασκήσεως του και αυτό το θείο χάρισμα, να διατάζη και τα αγριώτερα και φοβερώτερα θηρία. Έγινε φανερό το χάρισμα τούτο όχι μόνο στους χριστιανούς, αλλά και σε απίστους ιουδαίους. Διότι κάποτε μια ανάγκη τούς έκανε να ξεκινήσουν για κάποιο φρούριο, που βρισκόταν μακριά. Ξέσπασε όμως ραγδαία βροχή και σφοδρή καταιγίδα. Έχασαν λοιπόν τον δρόμο. Αδυνατώντας να δουν μπροστά τους περιπλανήθηκαν στην έρημο χωρίς να βρίσκουν κανένα χωριό, κανένα σπήλαιο, κανένα διαβάτη.
Παραδέρνοντας έτσι στην ξηρά σαν τους ναυτικούς μέσα σε φουρτούνα, φθάνουν σαν σε λιμάνι στο σπήλαιο του θείου Συμεώνη. Βλέπουν εκεί άνθρωπο σκελετωμένο, που φορούσε μια προβιά. Μόλις τους είδε, τους χαιρέτησε και τους ρώτησε γιατί ήρθαν. Όταν του είπαν τι τους συνέβη και τον παρεκάλεσαν να τους δείξη τον δρόμο για το φρούριο, τους λέει:
-Περιμένετε και γρήγορα θα σας δώσω οδηγούς, που θα σας δείξουν τον δρόμο που επιθυμείτε.
Εκείνοι υπήκουσαν και ησύχασαν. Καθώς όμως περίμεναν, ήρθαν δύο λιοντάρια, χωρίς αγριωπό βλέμμα, κουνώντας την ουρά τους, σαν να βρίσκονταν ενώπιον του κυρίου τους, και δείχνοντας διάθεσι υπακοής. Ο όσιος τα διέταξε με νοήματα να οδηγήσουν τους επισκέπτες και να τους επαναφέρουν στον δρόμο που έχασαν.
( Φιλόθεος ιστορία Α΄)
( Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Α΄,σελ.243)

Τα κουταλάκια και η λαβίδα
Υπάρχουν χριστιανοί που φοβούνται να μεταλάβουν για να μην κολλήσουν μικρόβια! Αν ήταν έτσι, δεν θα ζούσε κανένας από τους ιερείς, επειδή στο τέλος καταλύουν το περιεχόμενο του αγίου ποτηρίου, από το οποίο κοινωνούν συχνά εκατοντάδες πιστοί με ποικίλες αρρώστιες. Κι όμως, κανένας ιερέας δεν έπαθε ποτέ τίποτα. Το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου είναι «πυρ καταναλίσκον».
Ένα από τα πολλά περιστατικά που αποδεικνύουν περίτρανα την αλήθεια αυτή είναι και το ακόλουθο:
Όταν ο μητροπολίτης Χίου Παντελεήμων Φωστίνης (+1962) ήταν ιεροκήρυκας Αττικής, πήγε κάποτε να λειτουργήσει στο φθισιατρείο της «Σωτηρίας». Εκεί του έφεραν οι νοσοκόμοι μια μεγάλη πιατέλα με πολλά κουταλάκια.
-Τί τα φέρατε αυτά; τους ρώτησε.
-Μας είπαν οι γιατροί να κοινωνήσετε μ’ αυτά τους ασθενείς, αρχίζοντας από τους πιο ελαφρά και προχωρώντας στους πιο βαριά.
-Δεν χρειάζονται αυτά, απάντησε με πίστη ο ιερέας. Έχω την αγία λαβίδα.
Πραγματικά, στη θεία λειτουργία κοινώνησε κανονικά τους ασθενείς και ύστερα πλησίασε στην ωραία πύλη για να καταλύσει. Το έκανε αυτό για να τον βλέπουν όλοι, και να μάθουν οι γιατροί ότι η θεία Κοινωνία είναι φωτιά που καίει τα πάντα.
( Θαύματα και Αποκαλύψεις από τη Θεία Λειτουργία, Ι. Μονή Παρακλήτου, σελ.149-150)

Η θεία Κοινωνία θαυματουργεί
Στη διάρκεια της μεγάλης σαρακοστής του 1958, κάποιος ιερέας επισκέφθηκε χαράματα στο κελλί του τον μακαριστό π. Χαράλαμπο Βασιλόπουλο ( +1982).
-Πάμε σε παρακαλώ, του λέει, στην κλινική « Άγιος Παύλος», για να εξομολογήσεις και να κοινωνήσεις κάποιον άρρωστο. Θέλω να γίνει καλά για τους συγγενείς του, που ζουν μακριά από την Εκκλησία. Ο νους τους είναι στα λεφτά. Κανείς δεν ενδιαφέρεται. Μόνο η μνηστή του αρρώστου είναι ευσεβής, και θέλει να μη φύγει απροετοίμαστος.
Πήγαν μαζί στην κλινική, τέλεσαν το μυστήριο του Ευχελαίου κι ύστερα ο π. Χαράλαμπος προσπάθησε να τον εξομολογήσει. Δυστυχώς πάθαινε διαλήψεις. Έγινε ωστόσο με δυσκολία κάποια υποτυπώδης εξομολόγηση. Ύστερα τον κοινώνησε.
Ε, λοιπόν, έγινε καλά! Η θεία Κοινωνία έκανε το θαύμα της. Και την Κυριακή του Θωμά τέλεσε το γάμο του.

Το 1959, κάλεσαν ένα βραδάκι τον π. Χαράλαμπο να επισκεφθεί μιαν ευγενέστατη γερόντισσα, καρδιοπαθή, που έμενε κάτω απ’ το Λυκαβηττό. Αυτή είχε ζήσει στη Ρωσία και ύστερα στη Μασσαλία, όπου από παπική έγινε ορθόδοξη. Τώρα ήταν 85 χρόνων, αλλά δεν ήθελε να κοινωνήσει. Ο π. Χαράλαμπος όμως πήρε μαζί του και τα άχραντα Μυστήρια, μήπως την καταφέρει. Ο γιατρός, καθώς του μήνυσαν οι δικοί της, είπε ότι θα πέθαινε σίγουρα το ίδιο βράδυ.
Όταν μπήκε στο σπίτι και τον είδε, του λέει:
-Φεύγω…
-Δεν θα πας πουθενά, της απαντάει. Σου έφερα το φάρμακο. Έχεις τίποτα να μου πεις;
Αμέσως εξομολογήθηκε πρόθυμα και κοινώνησε. Μετά τη θεία Κοινωνία πήγε προς το καλύτερο. Το πρωί ειδοποίησαν το γιατρό. ‘‘ Μα δεν πέθανε;’’ απόρησε εκείνος. Όταν την επισκέφθηκε, θαύμασε. Διαπίστωσε πως τα φάρμακα και η επιστήμη του αποδείχθηκαν άχρηστα μπροστά στη δύναμη της θείας Κοινωνίας.
Τελικά η γερόντισσα θεραπεύθηκε κι έζησε ακόμα πέντε χρόνια.
(Θαύματα και Αποκαλύψεις από τη Θεία Λειτουργία, Ι. Μονή Παρακλήτου, σελ.151-152)

katafigioti

lifecoaching