ΣΤΗΡΙΞΤΕ ΤΟ ΣΥΣΣΙΤΙΟ ΤΟΥ ΝΑΟΥ!

ΣΤΗΡΙΞΤΕ ΤΟ ΣΥΣΣΙΤΙΟ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΜΑΣ!  ΘΥΜΗΘΕΙΤΕ ΤΟΥΣ ΠΤΩΧΟΥΣ…

¨Ρίχνοντας¨ τ’ όποιο χρηματικό ποσό στο Κυτίο στην είσοδο του Ναού… ή/και…
¨Δίνοντάς¨ το, στους υπευθύνους(1) του ΕΦΤ(Ενορ.Φιλόπτ.Ταμείο)
Προσκομίζοντας ΤΡΟΦΙΜΑ στο Συσσίτιο(3) (ή στο Ναό) προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για την παρασκευή του (ή να διανεμηθούν [σε περίπτωση δυνατότητας] σε όσους τα χρειάζονται)… ή/και…
Αγοράζοντας από καταστήματα τροφίμων ΔΩΡΟΕΠΙΤΑΓΕΣ και προσφέροντας τες στο ΕΦΤ, προκειμένου να δοθούν σ’ όσους τις έχουν ανάγκη… ή/και…
Αναθέτοντας τήν αγορά των ΥΛΙΚΩΝ για το συσσίτιο, στους υπευθύνους(2) του … ή/και…
Αναλαμβάνοντας τα έξοδα (όλου ή μέρους) συγκεκριμένου γεύματος (Όσπρια >200 ευρώ, Μακαρόνια κιμά >230, Κοτόπουλο >330), «Υπέρ Αναπαύσεως» αγαπημένου σας προσώπου, σε συνεννόηση με τους υπευθύνους του (2)… ή/και…
Συμμετέχοντας στους κατά καιρούς περιφερόμενους Δίσκους του Ναού...ή/και
Καταθέτοντας στον Τραπεζικό Λογαριασμό του ΕΦΤ:
Τράπεζα Πειραιώς IBANGR 66 0172 0380 0050 3807 5349 683
και επικοινωνώντας έγκαιρα μαζί μας για την έκδοση της νόμιμης απόδειξης.
(1)Υπεύθυνος ΕΦΤ:π.Ιωάννης (τηλ. Ναού 210 9335 460)
(2)Συσσίτιο:κα Μαντώ (τηλ. Συσσιτίου 210 93 50 151,Τρίτη και Πέμπτη πρωί:8.00 με 12.00)
(3)Θέση Συσσιτίου: Θεόγνιδος 10, στο ημιυπόγειο της πολυκατοικίας, πίσω από το Ιερό τού Ναού).

Κείμενα (blog) - Ιερός Ναός Αγίου Σώστη Νέας Σμύρνης

Όταν ζούσε ακόμα στον κόσμο ο άγιος Νήφων, ο επίσκοπος Κωνσταντιανής, και πήγαινε στην εκκλησία για να προσευχηθεί, όταν δε γνώριζε ακόμη τη μεγάλη αγάπη στους ανθρώπους που εκδηλώνεται στη συγχώρηση, «είδε στο δρόμο έναν άνθρωπο, που έκανε μία αμαρτία, και τον κατέκρινε με το λογισμό του και τον μίσησε· και καθώς μπήκε στο ναό, υψώσας τα μάτια του εις την αγίαν εικόνα της Παναγίας, είδε Αυτήν, ότι τον κοίταζε με άγριο βλέμμα, και τον απεστράφη. Και ταραχθείς πολύ για τούτο, ελυπήθη εις άκρον, μην ηξεύρωντας την αιτία για την οποία τον απεστράφη.
Εξετάζοντας τον εαυτό του, γνώρισε, ότι γιατί κατέκρινε με το λογισμό του εκείνον όπου έκανε την αμαρτία, για αυτό τον απεστράφη η Κυρία Θεοτόκος· και παρευθύς πεσών επί την γην και εξομολογησάμενος την αμαρτίαν του, έκλαυσε πικρώς και εδέετο της Υπεραγίας Θεοτόκου, για να του συγχωρήσει την αμαρτία του.
Και προσευξάμενος ώρα πολλή, είδε πάλι την αγία εικόνα, ότι τον κοίταξε με ιλαρό (χαρωπό) πρόσωπο, και ούτω λαβών πολλή παρηγοριά, βγήκε από το ναό. Και από τότε πλέον, όποτε έφταιγε σε κάτι, ελεγχόταν από την Θεοτόκο δια μέσου της αποστροφής, και εξομολογούμενος την αμαρτία του, και παρακαλών μετά δακρύων την Παναγία, ελάμβανε παρηγοριά, δια του ιλαρού βλέμματός της»

(Όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης στο Γεροντικό της Παναγίας, αρχιμ. Θεοφυλάκτου Μαρινάκη σελ. 177-178)

Στόν ζωγράφο Παῦλο Ι., πού ρωτᾶ πῶς μποροῦμε νά ἀναγνωρίσουμε τήν ὀρθόδοξη εἰκόνα τῆς Παναγίας Θεοτόκου.

Μοῦ παρέθεσες μαζί μέ τό γράμμα μία γυναικεία εἰκόνα, πού μέσα στόν λαό διαδίδεται μέ τό ὄνομα τῆς Παναγίας Θεοτόκου.
Ἡ εἰκόνα παρουσιάζει μία νέα, εὔθυμη γυναίκα, μέ ἀφημένα μαλλιά στούς ὤμους, μέ χοντρό πρόσωπο, μέ χείλη δυνατά, μέ παρδαλά φορέματα. Χωρίς παιδί στά χέρια. Καί μόνος κατάλαβες, ὅτι αὐτή δέν εἶναι ἡ ὀρθόδοξη μορφή τῆς Θεομήτορος, ἀλλά ρωτᾶς πῶς μπορεῖ ἕνας ἄνθρωπος εὔκολα νάἀναγνωρίσει τήν ὀρθόδοξη μορφή της;
Ὁ πιό γρήγορος τρόπος ἀναγνώρισης τῆς ὀρθόδοξης εἰκόνας τῆς Θεομήτορος εἶναι τά
τρία ἀστέρια: τό ἕνα ἐπάνω ἀπό τό κούτελο, τό δεύτερο στόν δεξιό ὦμο, καί τό τρίτο
στόν ἀριστερό ὦμο. Αὐτά τά τρία ἀστέριασημειώνουν τήν παρθενία τῆς Παρθένου Μαρίας πρίν τή γέννα, κατά τή γέννα καί μετά τή γέννα.
Καί ὕστερα τά χρώματα τῶν ρούχων. Κατά κανόνα τά ροῦχα τῆς Θεομήτορος ζωγραφίζονται σέ τρία κύρια χρώματα: τό χρυσό, τό κόκκινο καί τό γαλάζιο. Τό κάτω φόρεμα εἶναι γαλάζιο, ἐνῶ τό πανωφόρι κόκκινο, καί τά δυό εἶναι ὑφασμένα καί στολισμένα μέ χρυσό. Τό χρυσό χρῶμα σημειώνει τήνἀθανασία, τό κόκκινο τή δόξα καί τό γαλάζιο τά οὐράνια.
Τό πρόσωπο τῆς Παναγίας Θεοτόκου στίς ὀρθόδοξες εἰκόνες ποτέ δέν εἶναι γεμάτο καί στρογγυλό,ἀλλά μακρύ καί λίγο ἀδύνατο. Τά μάτια μεγάλα καί σκεπτόμενα. Μιά ἥσυχη λύπη, ἕτοιμη γιά τόχαμόγελο παρηγοριᾶς· ἡ λύπη λόγω τῶν ἀθλιοτήτων τοῦ κόσμου καί τό χαμόγελο λόγω τῆς ἐμπιστοσύνης στόν Θεό Παρηγορητή. Ὅμως καί ἡ λύπη καί τό χαμόγελο συγκρατημένα κι ὅλα ὑποταγμένα στό πνεῦμα. Τοῦτο εἶναι τό πρόσωπο τῆς νικήτριας, ἡ ὁποία ἔζησε ὅλες τίς πίκρες τοῦ πόνου καί τοῦ καημοῦ, ὥστε μπορεῖ νά βοηθήσει ἐκείνους πού παλεύουν μέ τόν πόνο καί μέ τόν καημό. Τά μαλλιά της εἶναι πάντα ἐντελῶς κρυμμένα.
Γιά τό πρόσωπο τῆς Θεοτόκου ποτέ δέν λέγεται ὅτι εἶναι φυσικά ὄμορφο. Εἶναι τέτοιο ὥστε νά αἴρει κάθε σκέψη περί τοῦ σωματικοῦ. Εἶναι ὑπερφυσικῆς ὀμορφιᾶς, ἡ ὁποία δέν δείχνει ἀλλιῶς παρά μέσω τῆς ἁγιοσύνης. Στρέφει σκέψεις τοῦ θεατῆ στήν ἀνώτερη πνευματική πραγματικότητα καίτό κάλλος τῆς ψυχῆς.
Τό κεφάλι τῆς Θεομήτορος εἶναι ἁπλά σκυμένο πρός τό Θεῖο Βρέφος, τό ὁποῖο ἐκείνη κρατᾶ στόστῆθος της. Τοῦτο τό ἁπλό σκύψιμο σημειώνει τήν ὑποταγή στή θέληση τοῦ Θεοῦ, πού κάποτε ἐκείνη ἐξέφρασε στόν ἀρχάγγελο Γαβριήλ λέγοντας: «Ἰδού ἡ δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατά τό ῥῆμα σου» (Λουκ. Α΄ : 38). Ἀκόμα σημειώνει τήν ἀναγνώριση ἀπό μέρους Της τοῦ μεγαλείου Ἐκεῖνου πού κρατᾶ στά χέρια Της.
Στίς ὀρθόδοξες εἰκόνες ἡ Θεομήτωρ ἐντελῶς σπάνια ἁγιογραφεῖται χωρίς τό Θεῖο Βρέφος. Καί ὅταν ἁγιογραφεῖται μόνη, ὁ καλλιτέχνης ἁγιογράφος τή φαντάζεται ὡς μητέρα τοῦ πόνου κάτω ἀπό τόν σταυρό, μέτά χέρια σταυρωμένα καί τό κεφάλι γερμένο, καμιά φορά ἀκόμα μέ τά συμβολικά ξίφη κατευθυνόμενα πρόςτήν καρδιά της. Ὅμως ἡ καρδιά ποτέ δέν ἁγιογραφεῖται ἔτσι ὥστε νά φαίνεται.
Ἡ πλέον συχνή εἰκόνα Της ὅμως εἶναι μέ τόν Υἱό στά χέρια Της. Ἐκείνη ἀναγγέλθηκε στόν κόσμο λόγω τοῦ Υἱοῦ. Ἡ ἀποστολή Της στόν κόσμο ἦταν ὁ Υἱός Της. Ὥστε κανένας ποτέ νά μήν βλέπει μέσα Της τή γυναίκα, ἀλλά πάντα καί πάντοτε τήμητέρα. Ἐκείνη παρουσιάζει τήν ἀνώτατη, καθαρότατη καί ἁγιότατη μητρότητα διαχρονικά. Εἶναι ἡ Μητέρατοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀλλά εἶναι καί ἡ δική μας μητέρα, ἡ παρηγορήτρια καί γρήγορη βοηθός.
Ἄς εἶναι καί σέ σένα πάντα παρηγοριά καί βοήθεια.

(Ἀπό τό βιβλίο: “Δρόμος δίχως Θεό δέν ἀντέχεται – Ἱεραποστολικές ἐπιστολές Α΄“, Ἐκδόσεις: “Ἐν πλῷ” σελ. 156-158)

Όταν ο άγιος Ανδρέας ο δια Χριστόν Σαλός (είδε σε όραμα τον Παράδεισο) συλλογίστηκε ότι δεν είχε δει την Παναγία στον ουρανό ένας άγγελος τού είπε:
«Ευχήθηκες να δεις εδώ τη Βασίλισσα η Οποία είναι λαμπρότερη κι απ’ αυτές τις επουράνιες δυνάμεις;
Δεν είναι εδώ·
επισκέπτεται τον επίγειο κόσμο που βρίσκεται σε μεγάλα δεινά, για να βοηθήσει τους ανθρώπους και να ανακουφίσει τη θλίψη τους.
Θα σου έδειχνα την ουράνια κατοικία Της, τώρα όμως δεν έχουμε χρόνο, αφού πρέπει και πάλι να γυρίσεις στη γη»

(π. Σεραφείμ Ρόουζ, Η ψυχή μετά το θάνατο,εκδ. Μυριόβιβλος σελ. 223-224)

Γέροντα, γιατί η Παναγία άλλοτε µου δίνει αµέσως αυτό που της ζητώ και άλλοτε όχι;

– Η Παναγία, όποτε έχουµε ανάγκη, απαντά αµέσως στην προσευχή µας• όποτε δεν έχουµε, µας αφήνει, για να αποκτήσουµε λίγη παλληκαριά.

 

Όταν ήµουν στην Μονή Φιλοθέου, µια φορά, αµέσως µετά την αγρυπνία της Παναγίας µε έστειλε ένας Προιστάµενος να πάω ένα γραµµα στην Μονή Ιβήρων. Ύστερα έπρεπε να πάω κάτω στον αρσανά της µονής και να περιµένω ένα γεροντάκι που θα ερχόταν µε το καραβάκι, για να το συνοδεύσω στο µοναστήρι µας – απόσταση µιαµιση ώρα µε τα πόδια.

Ήµουν από νηστεία και από αγρυπνία. Τότε την νηστεία του Δεκαπενταυγούστου την χώριζα στα δύο• µέχρι της Μεταµορφώσεως δεν έτρωγα τίποτε, την ηµέρα της Μεταµορφώσεως έτρωγα, και µετά µέχρι της Παναγίας πάλι δεν έτρωγα τίποτε.

Έφυγα λοιπόν αµέσως µετά την αγρυπνία και ούτε σκέφθηκα να πάρω µαζί µου λίγο παξιµάδι. Έφθασα στην Μονή Ιβήρων, έδωσα το γραµµα και κατέβηκα στον αρσανά, για να περιµένω το καραβάκι. Θα ερχόταν κατά τις τέσσερις το απόγευµα, αλλά αργούσε να έρθη.

Άρχισα εν τω µεταξύ να ζαλίζοµαι. Πιό πέρα είχε µια στοίβα από κορµούς δένδρων, σαν τηλεγραφόξυλα, και είπα µε τον λογισµο µου: «Ας πάω να καθήσω εκεί που είναι λίγο απόµερα, για να µη µε δη κανείς και αρχίση να µε ρωτάη τι έπαθα». Όταν κάθησα, µου πέρασε ο λογισµος να κάνω κοµποσχοίνι στην Παναγία να µου οικονοµήση κάτι.

Αλλά αµέσως αντέδρασα στον λογισµο και είπα: «Ταλαίπωρε, για τέτοια τιποτένια πραγµατα θα ενοχλής την Παναγία;». Τότε βλέπω µπροστά µου έναν Μοναχό. Κρατούσε ένα στρογγυλό ψωµι, δύο σύκα και ένα µεγάλο τσαµπι σταφύλι. «Πάρε αυτά, µου είπε, εις δόξαν της Κυρίας Θεοτόκου», και χάθηκε. Ε, τότε διαλύθηκα• µε έπιασαν τα κλαµατα, ούτε ήθελα να φάω πιά … Πα, πα! Τι Μάνα είναι Αυτή! Να φροντίζη και για τις µικρότερες λεπτοµέρειες! Ξέρεις τι θα πη αυτό!

 

 

Γέροντος Παισίου«ΛΟΓΟΙ, τόμ. Ϛ´, Περί Προσευχής»

έκδ. Ι. Ησυχαστηρίου «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος», Σουρωτή Θεσσαλονίκης,

Του Οσίου Πατρός ημών Νικοδήμου του Αγιορείτου.

Τω αυτώ μηνί ΙΕ΄, η σεβασμία Μετάστασις της υπερενδόξου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας.

Ου θαύμα θνήσκειν κοσμοσώτειραν Κόρην,
Του Κοσμοπλάστου σαρκικώς τεθνηκότος.
Zή αεί Θεομήτωρ καν δεκάτη θάνε πέμπτη.

Όταν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ηθέλησε να παραλάβη εις τον εαυτόν του την εδικήν του Μητέρα, τότε προτίτερα από τρεις ημέρας, εφανέρωσεν εις αυτήν διά μέσου Αγγέλου (όστις λέγουσιν, ότι ήτον ο Αρχάγγελος Γαβριήλ) την από γης εις Ουρανόν αυτής
Μετάστασιν. Ελθών δε προς αυτήν ο Άγγελος, είπε. Τάδε λέγει ο Υιός σου. καιρός είναι να παραλάβω την Μητέρα μου εις τον εαυτόν μου. Όθεν μη ταραχθής διά τούτο, αλλά με ευφροσύνην δέξαι το μήνυμα, επειδή και μεταβαίνεις εις ζωήν αθάνατον. Τούτο δε μαθούσα η Θεοτόκος, εχάρη χαράν μεγάλην. Και λοιπόν από τον πόθον κινουμένη του να μεταβή προς τον Υιόν της, ανέβη με σπουδήν και προθυμίαν επάνω εις το όρος των Ελαιών διά να προσευχηθή. (Είχε γαρ η Πανύμνητος τοιαύτην συνήθειαν, να αναβαίνη συχνά εις το όρος αυτό.) Τότε δε ηκολούθησεν ένα θαύμα παράδοξον. Διότι όταν ανέβη εκεί η Θεοτόκος, τότε έκλιναν την κορυφήν αυτών τα δένδρα, οπού ήτον εις το όρος φυτευμένα, ωσάν να ήτον έμψυχα και λογικά, και έτζι επροσκύνησαν, και απέδωκαν κατά το πρέπον, σέβας και τιμήν εις την Κυρίαν του κόσμου και Δέσποιναν.

Αφ’ ου δε ικανώς επροσευχήθη η Πανάχραντος, εγύρισεν εις την οικίαν της, και ω του θαύματος! παρευθύς εσείσθη όλη. Έπειτα άναψε πολλά φώτα η Δέσποινα, και ευχαριστήσασα τον Θεόν, εκάλεσε τας συγγενίδας αυτής και γειτόνισσας. Σαρόνοι τον οίκόν της, ευτρεπίζει τον νεκροκράββατον, και ετοιμάζει όλα, όσα ήτον επιτήδεια εις τον ενταφιασμόν της. Φανερόνοι δε και εις τας άλλας γυναίκας τα λόγια, οπού την ελάλησεν ο Άγγελος διά την εις τους Ουρανούς αυτής μετάστασιν. Και εις πληροφορίαν και πίστωσιν των λεγομένων, δείχνει εις αυτάς το χαροποιόν και νικητικόν σημείον, οπού έδωκεν εις αυτήν ο Άγγελος. Τούτο δε ήτον ένας κλάδος της φοινικίας. Η δε καλεσμέναις γυναίκες, το λυπηρόν τούτο ακούσασαι μήνυμα, εθρήνουν, και με δάκρυα το πρόσωπον αυτών έλουον, ελεειναίς φωναίς οδυρόμεναι. Παύσασαι όμως από τους θρήνους, παρεκάλουν την Δέσποιναν να μη τας αφήση ορφανάς. Η δε Θεοτόκος τας εβεβαίονεν, ότι και αφ’ ου μετασταθή εις τους Ουρανούς, έχει να διαφυλάττη, όχι μόνον αυτάς, αλλά και όλον τον κόσμον. Όθεν με τα τοιαύτα παρηγορητικά λόγια, έπαυσε την υπερβολικήν αυτών λύπην.

Έπειτα εδιώρισεν η Πάναγνος διά τα δύο φορέματα οπού είχεν, ότι δηλαδή αι δύω χήραι, οπού ήτον εις αυτήν γνώριμαι και φιλαινάδαι, και οπού ετρέφοντο παρ’ αυτής, αυταί να πάρουν κάθε μία το ένα φόρεμα.

Εις καιρόν δε οπού ταύτα εδιάτασσεν η Πανάμωμος, ω του θαύματος! έγινεν αιφνιδίως ένας ήχος μιάς δυνατής βροντής, και ευθύς ήλθον εκεί πάμπολλα νέφαλα, τα οποία αρπάσαντα από τα πέρατα της οικουμένης τους Αποστόλους, έφεραν αυτούς εις την οικίαν της Θεοτόκου. Μαζί δε με τους Αποστόλους ήλθε και ο Αρεοπαγίτης Διονύσιος, ο Άγιος Ιερόθεος ο διδάσκαλος του Διονυσίου, ο Απόστολος Τιμόθεος, και οι λοιποί θεόσοφοι Ιεράρχαι, επί των νεφελών φερόμενοι. Οι οποίοι καθώς έμαθον την αιτίαν, διά την οποίαν αιφνιδίως και παραδόξως εσυνάχθησαν, ταύτα έλεγον προς την Θεοτόκον. Σε Δέσποινα, βλέποντες ημείς, πως έζης και έμενες εις τον κόσμον, επαρηγορούμεθα, ωσάν να εβλέπομεν τον Υιόν σου και Δεσπότην ημών και Διδάσκαλον. Επειδή δε τώρα με την βουλήν του Υιού και Θεού σου μεταβαίνεις εις τα Ουράνια, διά τούτο θρηνούμεν, ως οράς, και δακρύομεν. Αγκαλά και κατά άλλον τρόπον χαίρομεν, διά τα επί σοί οικονομούμενα πράγματα. Ταύτα δε λέγοντες, έβρεχον το πρόσωπόν τους με δάκρυα.

Τότε η Θεοτόκος προς αυτούς απεκρίθη. Ώ φίλοι και μαθηταί του εμού Υιού και Θεού, μη κάμετε πένθος και λύπην την εδικήν μου χαράν. Αλλά ενταφιάσετε το σώμά μου, καθώς εγώ θέλω το σχηματίσω επάνω εις το νεκροκράββατον. Όταν δε ταύτα τα λόγια ετελειώθησαν, ιδού φθάνει και ο θεσπέσιος Απόστολος Παύλος, το σκεύος της εκλογής, όστις πεσών εις τους πόδας της Θεομήτορος, επροσκύνησεν αυτήν. Και ανοίξας το στόμα του, την εγκωμίασε με πολλά και ουράνια εγκώμια. Χαίρε, λέγων, ω Μήτερ της ζωής, και του εδικού μου κηρύγματος η υπόθεσις: διατί, αγκαλά και εγώ δεν είδον σωματικώς επί της γης τον Υιόν σου, εσένα όμως βλέπωντας, ενόμιζον ότι βλέπω εκείνον τον ίδιον. Μετά ταύτα, αποχαιρετά όλους η Παρθένος. Ανακλίνεται επάνω εις τον νεκροκράββατον. Σχηματίζει το Πανάχραντον αυτής Σώμα, καθώς ηθέλησε. Προσφέρει δεήσεις και ικεσίας εις τον Υιόν της διά την σύστασιν και ειρήνην όλου του κόσμου. Γεμόζει τους Αποστόλους και Ιεράρχας από την ευλογίαν του Υιού της, την διδομένην δι’ αυτής εις τους ανθρώπους. Και έτζι αφίνει εις τας χείρας του Υιού και Θεού της, την ολόφωτον και Παναγίαν ψυχήν της. Τότε ο Κορυφαίος των Αποστόλων Πέτρος, άρχισε πρώτος να λέγη εις την Θεοτόκον εγκώμια επιτάφια, οι δε λοιποί Απόστολοι εσήκωσαν τον νεκροκράββατον. Και άλλοι μεν, επροπορεύοντο έμπροσθεν, βαστάζοντες λαμπάδας και φώτα, και ύμνους ψάλλοντες. Άλλοι δε, ηκολούθουν, παραπέμποντες εις τον τάφον το Θεοδόχον σώμα της Θεομήτορος.

Τότε δή τότε και Άγγελοι ηκούοντο ψάλλοντες από τους Ουρανούς, και αι φωναί των ασωμάτων Δυνάμεων τον αέρα εγέμοζον. Τα οποία όλα μη υποφέροντες να βλέπουν και να ακούουν οι φθονεροί άρχοντες των Ιουδαίων, επαρακίνησαν μερικούς από τον λαόν, και έπεισαν αυτούς να κρημνίσουν εις την γην το ιερόν νεκροκράββατον, επάνω εις το οποίον εφέρετο το ζωαρχικόν Σώμα της Θεοτόκου. Αλλ’ όμως η θεία δίκη επρόφθασε και επαίδευσε τους τούτο τολμήσαντας, τυφλώσασα πάντων τους οφθαλμούς. Ένα δε από αυτούς εστέρησεν όχι μόνον από ομμάτια, αλλά και από χέρια. Επειδή και αυτός θρασύτερον από τους άλλους ώρμησε και επίασε την ιεράν εκείνην κλίνην. Όστις αφήκεν εις την κλίνην κρεμασμένα τα τολμηρά του χέρια, τα οποία το σπαθί της θείας δίκης απέκοψεν. Έμεινε λοιπόν ο τάλας εκείνος ένα ελεεινόν και αξιοδάκρυτον θέαμα. Πιστεύσας όμως ύστερον εξ όλης ψυχής, όχι μόνον αυτός ιατρεύθη και απεκατέστη υγιής ως το πρότερον, αλλά και εις τους άλλους οπού ετυφλώθησαν, έγινεν αίτιος ιατρείας και σωτηρίας. Πέρνωντας γαρ ούτος ολίγον τι μέρος από το ρούχον της Θεοτόκου, και βαλών αυτό επάνω εις τους τυφλωθέντας, ω του θαύματος! ιάτρευσεν αυτούς, και από το πάθος της τυφλότητος, και από το πάθος της απιστίας.

Φθάσαντες δε οι Απόστολοι εις το χωρίον Γεθσημανή, ενταφίασαν το Πάναγνον Σώμα της Θεοτόκου, και τρεις ημέρας προσμένουσιν εκεί, ακούοντες ακαταπαύστως εις όλον αυτό το διάστημα, τους ύμνους και τας φωνάς των Αγίων Αγγέλων. Επειδή δε κατά θείαν οικονομίαν, ως άδεται λόγος, ένας από τους Αποστόλους (ο Θωμάς δηλαδή, καθώς οι πολλοί θέλουσιν) δεν ευρέθη παρών εις την κηδείαν του ζωαρχικού σώματος της Θεομήτορος, αλλ’ ήλθεν εις την τρίτην ημέραν, διά τούτο ελυπείτο πολλά, επειδή δεν ηξιώθη να ιδή και αυτός εκείνα, οπού ηξιώθησαν και είδον οι λοιποί Απόστολοι. Όθεν κοινή ψήφω άπαντες οι Απόστολοι άνοιξαν τον τάφον διά να προσκυνήση το Σώμα της Θεοτόκου, ο υστερήσας Απόστολος. Ανοίξαντες δε τον τάφον, εξέστησαν άπαντες. Εύρον γαρ τον τάφον, εύκερον μεν από σώμα, μόνον δε το σινδόνι έχοντα, το οποίον έμεινε παρηγορία εις τους Αποστόλους, οπού έμελλον να λυπούνται, και μαρτυρία και απόδειξις αψευδής της εκ του τάφου μεταθέσεως της Θεοτόκου. Επειδή και έως τώρα, ο εν τη πέτρα σκαμμένος τάφος αυτής, βλέπεται και προσκυνείται εύκερος από σώμα. Τελείται δε η αυτής Σύναξις και εορτή εν τω σεβασμίω οίκω των Βλαχερνών, πανηγυρίζεται δε και εις όλας τας κατά τόπον Εκκλησίας.


Σχόλιο Αγίου Νικοδήμου για το ότι η Παναγία ανέστη και ανελήφθη στους ουρανούς

Σημειούμεν ενταύθα, ότι η Kυρία ημών Θεοτόκος, μετά την εν τω τάφω τριήμερον αυτής Kοίμησιν, όχι μόνον μετέστη, αλλά και ανέστη από του τάφου, και ανελήφθη εις τους Ουρανούς, ήτοι ενώθη πάλιν η ολόφωτος αυτής ψυχή μετά του θεοδόχου αυτής σώματος, και ούτως ανέστη από του τάφου. Kαι μετά την ανάστασίν της, ευθύς ανελήφθη σύσσωμος εις τους Ουρανούς, μάλλον δε και υπέρ Ουρανούς. Ότι δε ταύτά εστιν αληθή, βεβαιούσι τα πνευματοκίνητα στόματα των ιερών Θεολόγων. Ο μέν γαρ θεσπέσιος Ανδρέας ο Kρήτης, εν ενί των εις την Kοίμησιν τριών εγκωμίων αυτού, ου η αρχή: «Μυστήριον η παρούσα πανήγυρις», ούτω γράφει: «Πώς ουκ αψευδής η μετάθεσις; επεί και τάλλα συνέδραμε. Ψυχής διάστασις από σώματος, συνθέτου λύσις, μερών διάζευξις, ανάλυσις, επίζευξις (ήτοι ένωσις ψυχής μετά σώματος), σύμπηξις (ήτοι ανάστασις) και προς το αφανές υποχώρησις». Ο Δαμασκηνός Ιωάννης εν ενί των εις την Kοίμησιν τριών λόγων αυτού, ου η αρχή: «Έθος εστί τοις ερωτικώς προς τι διακειμένοις», ούτω φησίν: «Έδει καθάπερ χρυσόν αποβαλούσαν το γεώδες και αλαμπές της θνητότητος πάχος, ως εν χωνεύσει τω θανάτω σάρκα (της Θεοτόκου) άφθαρτον και καθαράν τω φέγγει της αφθαρσίας εκλάμπουσαν, εξαναστήναι του μνήματος. Σήμερον αρχήν λαμβάνει (η Θεοτόκος) δευτέρας υπάρξεως (ήτις εστίν η ανάστασις) υπό του δόντος αυτή την αρχήν της προτέρας υπάρξεως». Τούτοις συμμαρτυρεί και ο ιερός Kοσμάς ούτως άδων έν τινί τροπαρίω της πρώτης ωδής του εις την Kοίμησιν Kανόνος αυτού: «Διό θνήσκουσα, σύν τω Υιώ εγείρη διαιωνίζουσα».

Kαθαρώτατα δε και σαφέστατα τούτο παρίστησιν ο της Θεσσαλονίκης θείος Γρηγόριος ο Παλαμάς, εν τω εις την Kοίμησιν λόγω αυτού, ούτω πανηγυρίζων: «Μόνη αύτη νυν μετά του θεοδοξάστου Σώματος σύν τω Υιώ τον ουράνιον έχει χώρον… ει γαρ ψυχή Θεού χάριν ένοικον σχούσα προς Ουρανόν ανέρχεται των ενταύθα λυθείσα… πως άν, το μη μόνον εν εαυτώ λαβόν αυτόν τον προαιώνιον και μονογενή του Θεού Υιόν, την αένναον πηγήν της χάριτος, αλλά και γεννητικόν αναφανέν αυτού σώμα, ουκ από γης προς Ουρανόν ανελήφθη; Διά τούτο, το γεννήσαν εικότως σώμα, συνδοξάζεται τω γεννήματι, δόξη θεοπρεπεί, και συνανίσταται, κατά το προφητικόν άσμα, τω πρότερον αναστάντι τριημέρω Χριστώ, η Kιβωτός του αγιάσματος αυτού. Kαι παράστασις γίνεται τοις μαθηταίς, της εκ νεκρών αυτής αναστάσεως, αι σινδόνες και τα εντάφια μόνα περιλειφθέντα τω τάφω, και μόνα κατ’ αυτόν ευρεθέντα τοις κατά ζήτησιν προσελθούσι, καθάπερ επί του Υιού και Δεσπότου πρότερον. Ουκ ην δε χρεία και ταύτην έτι προσολίγον, καθάπερ ο ταύτης Υιός και Θεός, διατρίψαι τη γη. Διά τούτο προς τον υπερουράνιον ευθύς ανελήφθη χώρον από του τάφου».

Αλλά και ο Θεόδωρος ο Στουδίτης τούτο βεβαιοί εν τω εις την Kοίμησιν λόγω αυτού. Ωσαύτως δε και ο θείος Μάρκος ο Εφέσου εν τοις εις την Kοίμησιν οκτωήχοις Kανόσιν αυτού, ούτω λέγει έν τινι τροπαρίω της ενάτης ωδής του βαρέος ήχου: «Μεγαλυνέσθω ευφήμοις ωδαίς η Πάναγνος, μακαριζέσθω αξίως η Παμμακάριστος, ότι νενέκρωται και εγήγερται πάλιν ως Μήτηρ του Kυρίου, εις πίστωσιν εσχάτης αναστάσεως ην ελπίζομεν». Kαι εν άλλω τροπαρίω της ³΄ ωδής του πλαγίου δ΄ ήχου ούτω φησί: «Nέκρωσιν η της ζωής Μήτηρ δέχεται, και τάφω τεθείσα, μετά τρίτην ημέραν, ευκλεώς εξανίσταται εις αιώνας τω Υιώ συμβασιλεύουσα, και αιτούσα την των πταισμάτων ημίν άφεσιν». Παρίημι λέγειν, ότι και εν τω κοινώ Ωρολογίω γράφεται περί της υψώσεως της Παναγίας, ότι οι μαθηταί τω τάφω προσελθόντες, και μη ευρόντες το Πανάγιον της Θεοτόκου σώμα, επείσθησαν αληθώς, ότι σύσσωμος, ζώσα, και τριήμερος, ως ο Υιός αυτής, εκ νεκρών αναστάσα και μεταστάσα, εις Ουρανούς μεταβέβηκε.

Ει δε και προβάλοι τινάς το Kάθισμα εκείνο το λέγον· «Εις τα Ουράνια, η νοερά σου ψυχή, εις τον Παράδεισον, η ιερά σου Σκηνή». Αποκρινόμεθα: πρώτον, ότι το Kάθισμα αυτό είναι ανωνύμου ποιητού, και ουχί Ιωάννου του Δαμασκηνού, και δεύτερον, ότι το Kάθισμα αυτό εν τοις χειρογράφοις βίβλοις ούτως ευρίσκεται γεγραμμένον: «Εις τον Παράδεισον, η νοερά σου ψυχή, ως θεοπρόστακτον, Μαρία άχραντε, τοις Αποστόλοις εν φωνή, Παναγία παραδέδοται». Εκ δε των αμφιλεγομένων, ουδέν βέβαιον συμπεραίνεται. Άλλως τε δε, και ο Παράδεισος νοητώς εννοείται, και αντί του Ουρανού παραλαμβάνεται, ως λέγει ο ιερός Θεοφύλακτος, ερμηνεύων το, «Σήμερον μετ’ εμού έση εν τω Παραδείσω».

Διατί δε ου δημοσιεύεται επ’ Εκκλησίας η της Θεοτόκου ανάστασις και ανάληψις, αλλά Μετάστασις μόνον αυτής λέγεται; Εις τούτο αποκρίνονται μερικοί. Πρώτον, ότι η της Θεοτόκου ανάστασις και ανάληψις δεν είναι μαρτυρημένη εν ταις θείαις Γραφαίς, καθώς είναι η του Υιού αυτής και Θεού Ανάστασις και Ανάληψις. Δεύτερον, διατί η της Θεοτόκου ανάστασις και ανάληψις, δόγμα εστί μυστικόν, εν μόνοις τοις λόγοις των Πατέρων σημειούμενον, και ουχί κήρυγμα. Όθεν και σιωπάται, επεί κατά τον Μέγαν Βασίλειον, «Τα μεν δόγματα σιωπάται, τα δε κηρύγματα δημοσιεύεται» (καν. ²α΄). Αποκρίνονται δε και τρίτον, ότι η Μετάστασις είναι καθολικωτέρα της αναστάσεως και αναλήψεως. Kαθότι πάν το αναστηθέν ή αναληφθέν, μεθίσταται κατά τόπον. Όθεν η Μετάστασις λεγομένη επί της Θεοτόκου, και την ανάστασιν αυτής συμπεριλαμβάνει και την ανάληψιν. Εκ των ειρημένων λοιπόν έγινε δήλον, ότι οι φρονούντες, ότι η Θεοτόκος ουκ ανέστη, ήτοι δεν ενώθη η αγιωτάτη αυτής ψυχή μετά του αχράντου αυτής σώματος, αλλ’ ουδέ το σώμα αυτής εστί ζωντανόν εν Ουρανοίς, αλλά νεκρόν, ως χωρισμένον της ζωοποιούσης αυτό ψυχής, ουκ ορθώς τούτο φρονούσιν.

(Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Η Παναγία της Τήνου
 
Δεν έχει περάσει παρά ένας χρόνος από την ιστορική ημέρα, που ο επίσκοπος  Πατρών Γερμανός ύψωσε το λάβαρο της επαναστάσεως. Στο μοναστήρι του Κεχροβουνίου, που φαντάζει κάτασπρο πάνω στο νησάκι της Τήνου, η μοναχή Πελαγία, ύστερα από τη βραδινή προσευχή, αποσύρθηκε στο κελί της να ησυχάσει. Ε­νώ είχε αποκοιμηθεί, ένοιωσε ξαφνικά μιαν άρρητη ευωδία, κι αμέσως άκουσε την πόρτα του κελιού ν’ ανοίγει με πάταγο. Μια μεγαλόπρεπη γυναίκα, που άστραφτε σαν Βασίλισσα, μπήκε μέσα και στάθηκε απέναντι από το κρεβάτι της.

- Σήκω γρήγορα, της είπε. Πήγαινε να συναντήσεις τον Σταματέλλο Καγκάδη, και πες του πως στο χωράφι του Αντώνη Δοξαρά είναι χωμένη χρόνια τώρα η ει­κόνα μου. Να φροντίσει να τη βγάλει και να χτίσει το σπίτι μου.

Η γερόντισσα ξύπνησε τρομαγμένη, αλλά από τα­πείνωση δεν υπάκουσε στην εντολή.

Την άλλη εβδομάδα, την ώρα που η μοναχή προ­σευχόταν, δέχτηκε στον ίδιο τόπο για δεύτερη φορά την επίσκεψη της Παναγίας. Τη φορά αυτή η Θεοτόκος συνόδευε τα λόγια της μ’ ένα γλυκό μειδίαμα, σαν να έλεγε: «Γνωρίζω τους λογισμούς και δισταγμούς σου, αλλά μη φοβάσαι. Εσένα διάλεξα για να εκπληρώσεις τη βουλή μου. Λοιπόν, μη διστάζεις».

Αλλά ο δισταγμός κρατούσε ακόμη δέσμια την αγα­θή γερόντισσα. Γ’ αυτό η Θεοτόκος την επισκέπτεται και τρίτη φορά, την 29η Ιουλίου 1822, σε ώρα πάλι προσευχής. Την είδε τότε η μοναχή να στέκεται μπρο­στά της ακίνητη και να εκπέμπει τριγύρω της ένα ουράνιο φως, απαλό και λευκό. Ύστερα κάρφωσε το βλέμ­μα επάνω της και είπε:

- Πελαγία, γιατί δεν υπάκουσες στην εντολή μου; Την επαναλαμβάνω τώρα για τελευταία φορά.

Εκείνη τρομαγμένη επιστράτευσε όλο το θάρρος της και ρώτησε:

- Ποια είσαι, Κυρία, που με διατάζεις τέτοια πράγ­ματα και οργίζεσαι μαζί μου;

Τότε η Κυρία φάνηκε πως ανέκτησε την πρώτη γλυκύτητα, σήκωσε το χέρι σαν να έδειχνε όλο τον κόσμο και είπε χαριτωμένα:

- "Ευαγγελίζου γη χαράν μεγάλην".

- "Αινείτε ουρανοί Θεού την δόξαν", ψέλλισε η μο­ναχή κι έπεσε στα γόνατα.

Η καμπάνα σήμανε για τον όρθρο. Η μοναχή Πελαγία σηκώθηκε, έκανε τον σταυρό της και κατηφόρισε για τον ναό. Όταν διηγήθηκε στην ηγούμενη το δράμα της, εκείνη την άκουσε με προσοχή και δέος. Τέλος της είπε:

- Πελαγία, το όραμά σου είναι θεϊκό και σε μακα­ρίζω. Αύριο το πρωί να ενεργήσεις σύμφωνα με την εν­τολή που έλαβες.

Την επομένη η εκλεκτή της Παναγίας ξεκίνησε για την Καρυά, όπου συνάντησε τον Σταματέλλο Καγκάδη. Κι αυτός συγκινημένος την παρέπεμψε στον επίσκοπο Γαβριήλ.
Ο επίσκοπος παρακολούθησε δακρυσμένος την αφήγηση. Ύστερα με σοβαρή και τρεμάμενη φωνή έ­δωσε την ακόλουθη εξήγηση:

- Το δράμα σου, γερόντισσα, είναι πολύ σημαντικό. Η Παναγία, η υπέρμαχος Στρατηγός, που πάντοτε μας προστατεύει, είδε τα δεινοπαθήματά μας, γι’ αυτό ευαγ­γελίζεται στο δούλο γένος μας την απελευθέρωση του από τον βαρβαρικό ζυγό. Και μας φανερώνει την αγία εικόνα της, για να ενδυναμώσει το έθνος μας στον αγώνα αυτό.

Οι καμπάνες του ιερού ναού των Ταξιαρχών αναστατώνουν τους κατοίκους. Ο δεσπότης με λόγια θερμά συγκλονίζει τον λαό, ο οποίος με θρησκευτική έξαρση αποδύεται στην προσπάθεια για την εύρεση της εικό­νας.
Ζητούν αμέσως άδεια από τη γυναίκα του Δοξαρά, για ν’ αρχίσουν τις ανασκαφές στο κτήμα του. Εκείνη όμως αρνείται, με τη δικαιολογία ότι δεν έχει τέτοια πληρεξουσιότητα από τον σύζυγό της, ο οποίος λείπει στην Κων/πολη. Εξ άλλου το κτήμα είναι καλλιεργη­μένο και δεν πρέπει να καταστραφεί.

Τη νύχτα βλέπει στον ύπνο της φοβερό όνειρο. Έ­νας άγριος φουστανελοφόρος την απειλεί πως, αν δεν δώσει την άδεια, θα την εξοντώσει. Τρομαγμένη εκείνη ξυπνά και τρέχει να βγει από το σπίτι. Στην πα­ραζάλη της όμως, αντί ν’ ανοίξει την πόρτα του δωμα­τίου, άνοιξε της ιματιοθήκης και κλείστηκε μέσα. Το πρωί τη βρήκαν εκεί λιπόθυμη. Μόλις συνήλθε ειδοποίησε τον Επίσκοπο πως όχι μόνο δίνει την άδεια, αλλά προσφέρει  και το ίδιο ακόμη το κτήμα για ανέγερση ναού, αν βρεθεί η εικόνα.

Έτσι λοιπόν αρχίζουν οι ανασκαφές στο κτήμα του Δοξαρά  τον Σεπτέμβριο του 1822. Δουλεύουν εργάτες απ' όλο το νησί, αλλά η εικόνα δεν φανερώνεται. Ο ζήλος μαραίνεται και σε δύο μήνες το σκάψιμο σταματά.

Τότε επεμβαίνει η Μεγαλόχαρη με νέο θαύμα για να υπενθυμίσει στους κατοίκους το χρέος τους. Η σύζυ­γος και η αδελφή του Καγκάδη, τον οποίο η Θεοτόκος υπέδειξε ονομαστικά για την εύρεση της εικόνας: αρρωσταίνουν βαριά. Ο κίνδυνος αυτός τον κάνει να συ­ναισθανθεί την ιερή ευθύνη που είχε επωμιστεί από τη Θεοτόκο. Σπεύδει λοιπόν στον επίσκοπο και τον παρακαλεί να προκαλέσει γενική κινητοποίηση αρχόντων και λαού. Είναι πρόθυμος και χρήματα να δώσει προκειμένου να ξαναρχίσουν οι ανασκαφές.

Πράγματι το σκάψιμο ξαναρχίζει. Οι χωρικοί δου­λεύουν με βάρδιες, αλλά τους τριγυρίζει και πάλι η αποκαρδίωση. Η μεγάλη όμως ημέρα πλησιάζει. Στις 30 Ιανουαρίου 1823 σκάβουν με τη σειρά τους στο χωράφι οι Φαλαταδιανοί. Γύρω στο μεσημέρι η αξίνα του Δημήτρη Βλάσση χτυπά πάνω σε ξύλο. Ρίγησε ο ευλαβής χωρικός από συγκίνηση, και πλημμυρισμένος χαρά πήρε στα χέρια το κομμάτι που βρήκε.

Πράγματι, είχε βρει την εικόνα, αλλά μόνο τη μισή τον Άγγελο. Σε λίγο βρήκαν και την άλλη μισή. Κάποια αξίνα την είχε χωρίσει στα δύο, χωρίς να βλάψει καθόλου τα πρόσωπα. Η τομή από θεία επέμβαση είχε γίνει κάθετα. Η ιερή εικόνα καθαρίστηκε και πρόβαλε η γλυκειά  μορφή της Παρθένου. Παριστάνει τον Ευαγγελισμό και πρόκειται για ένα αριστούργημα τέχνης.

("Εμφανίσεις και θαύματα της Παναγίας", σ. 67, Ιεράς Μονής  Παρακλήτου)

«Διεσκόρπισεν υπερηφάνους διανοία καρδίας αυτών» (Λουκ. α΄ 51).
Η Παρθένος τώρα αναφέρεται σε συγκεκριμένα περιστατικά της ιστορίας που φανερώνουν την παντοδύναμη επέμβαση του Δημιουργού. Πρόκειται για τις περιπτώσεις που ο Θεός επεμβαίνει και ματαιώνει τα υπεροπτικά σχέδια και διαλύει τα ματαιόδοξα έργα των ανθρώπων.
Από την αρχαιότητα ακόμη η υπερηφάνεια, «το υπερφρονείν παρ’ ο δει φρονείν» (Ρωμ. ιβ' 3) εθεωρείτο το μεγαλύτερο αμάρτημα του ανθρώπου. Ήταν η «ύβρις» προς τον Θεό. Ο μικρός, θνητός και φθαρτός άνθρωπος να υψώνει το ανάστημα του μπροστά στον παντοδύναμο και αιώνιο Θεό. Οι αρχαίοι Έλληνες, τόσο οι φιλόσοφοι όσο και οι τραγωδοί, μας κληροδότησαν μοναδικά κείμενα πάνω στο θέμα, αυτό: «Ζευς μεγάλης γλώσσης κόμπους (—κομπορυμοσύνες) υπερεχθαίρει (=μισεί θανάσιμα)» (Σοφ. Αντιγόνη, 127). Και ο Πύργος της Βαβέλ (Γεν. ια' 1-9) θα παραμείνη χαρακτηριστικό δείγμα της αλαζονικής διαστροφής του ανθρώπου, αλλά και μαρτυρία της αμέσου επεμβάσεως του Θεού.
Ο επηρμένος και υπερήφανος νους είναι ότι χρειάζεται για να οδηγήσει τον άνθρωπο σε λανθασμένη κατεύθυνση, σε ύβρη και ασέβεια προς τον Θεό. Γι αυτό και η αντίθεσις του Θεού είναι άμεση: «Θεός υπερηφάνοις αντιτάσσεται» (Παρ. γ' 34) . Η επέμβασις του Θεού στις περιπτώσεις αυτές δεν πρέπει να θεωρείται αρνητικά (σαν τιμωρία) , αλλά θετικά (σαν φιλανθρωπία) . Διότι στην πραγματικότητα εμποδίζει τον άνθρωπο να προχωρήση σε κάτι που θα του προκαλέση μεγαλύτερες συμφορές... Έτσι η επέμβασις του Θεού αποδεικνύε- ται κι εδώ φιλάνθρωπη και ευεργετική.
«Καθείλε δυνάστας από θρόνων και ύψωσε ταπεινούς» (Λουκ. α΄ 52).
Οι καταχρασταί της εξουσίας είναι οι δεύτεροι που δέχονται την άμεση επέμβαση του Θεού. Όσοι αποκτούν δύναμη και τη χρησιμοποιούν για την καταπίεση και τη καταδυνάστευση των λαών• οι ισχυροί γενικά, που εξασφαλίζουν πολιτική, στρατιωτική, κοινωνική και θρησκευτική δύναμη όσοι αναρριχόνται στους θρόνους της ζωής και γίνονται αυθέντες και διαχειρισταί της ελευθερίας των άλλων• αυτοί που συνήθως είναι υπερήφανοι και αλαζόνες — όλοι αυτοί προκαλούν την άμεση επέμβαση του Θεού. Διότι η ζωή, η τιμή και η ελευθερία των ανθρώπων είναι αγαθά που δόθηκαν απ’ τον ίδιο τον Δημιουργό. Και Εκείνος δεν επιτρέπει να καταπατούνται οι αναφαίρετες αυτές δωρεές του προς τα δημιουργήματά του. «Ουκ αφήσει την ράβδον των αμαρτωλών επί τον κλήρον των δικαίων» (Ψαλμ. 124,3).
Η εξουσία, όταν δεν προέρχεται εκ του Θεού, γίνεται «σύντριμμα και ταλαιπωρία» γι’ αυτούς που την κατακτούν, «πατώντας επί των πτωμάτων» των άλλων• Ο θρόνος στον οποίο αναρριχάται κάποιος, ανατρέποντας τον φυσικό του κάτοχο αποδεικνύεται τελικά ασταθής για τον επιβήτορα. Θρόνος ή θέση που κατακτήθηκε με αδικίες, συναλλαγές και εγκλήματα δεν πρόκειται ποτέ να στεριώσει.
Η Παρθένος Μαρία έμελλε να γίνει όργανο αποκαταστάσεως της δικαιοσύνης του Θεού. Ο θεάνθρωπος Υιός της θα ανέτρεπε το «κατεστημένο» της εποχής του, τους ισχυρούς της μέρας, τους Γραμματείς και Φαρισαίους, τους «δοκούντας άρχειν» (Μαρκ. ι΄ 42) και θα ανύψωνε τους «πτωχούς τω πνεύματι» (Ματθ. ε' 3), τους τελώνες και αμαρτωλούς, τους ψαράδες της Γαλιλαίας, την Παρθένο της Ναζαρέτ.
Ο χριστιανός δεν πρέπει ποτέ να καταφεύγη στη συναλλαγή για να αποκτήσει μια θέση, για ν’ αποκτήσει δύναμη και εξουσία. Έστω και αν έχει καλές διαθέσεις για την μετέπειτα καλή διαχείριση της εξουσίας. Επίσης, εκείνος που πιστεύει στον Χριστό δεν πρέπει ποτέ να γίνη «κατεστημένο» καταδυναστεύσεως κατατυραννήσεως των άλλων• «δεσπότης και αυθέντης» των υφισταμένων. Αντίθετα, ο χριστιανός πρέπει να γίνεται όργανο στα χέρια του Θεού, για την αποκατάσταση της ελευθερίας, της δικαιοσύνης και της ισότητος μεταξύ των ανθρώπων της εποχής του.
(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη, σελ.125-127 )

 

Υπάρχει μέσα στα σπίτια μας μια διαθήκη της οποίας πολλές φορές αγνοούμε την ύπαρξη της! Κρύβει μέσα της θησαυρούς που μας κληροδοτούνται αλλά εμείς μπορεί να μην την έχουμε διαβάσει ποτέ. Μερικοί θα τη βρουν σκονισμένη σε κάποιο ράφι βιβλιοθήκης. Αν μπούμε στον κόπο να την ανοίξουμε καταρχάς θα μάθουμε ποιος είναι ο Διαθέτης και στη συνέχεια τα κληροδοτήματα Του προς εμάς. Ο Θεός κληροδοτεί στους ανθρώπους τη Βασιλεία των Ουρανών! Τί άλλο να θελήσει ένας άνθρωπος; Εκεί μέσα θα διαβάσουμε το Λόγο του Θεού, θα συναντήσουμε το Θεό, θα γνωρίσουμε τις διδαχές, τα κηρύγματα και τις εντολές Του. Θα μάθουμε ότι ‘ο Θεός Αγάπη εστί’ και πολλά ακόμα ουράνια και υπερκόσμια!
Οι άνθρωποι πηγαίνουν στα δικαστήρια για να προσβάλουν διαθήκες, ερίζουν για περιουσιακές διαφορές, αδέλφια σκοτώνονται για χρήματα και κτήματα! Τι ειρωνία! Να έχεις στο σπίτι σου μια διαθήκη που σου χαρίζει τον Παράδεισο κι εσύ να τσακώνεσαι για λίγα μέτρα γη! Το άνοιγμα αυτής της διαθήκης σηματοδοτεί την έναρξη της σχέσης μας με το Θεό! Κι όμως εμείς είτε αδιαφορούμε είτε αγνοούμε την ύπαρξη και την αξία της! Οποία τύφλωση πνευματική!
Βέβαια όπως σε κάθε διαθήκη έτσι και σε αυτή απαραίτητη προϋπόθεση για να γίνουμε κληρονόμοι είναι να κάνουμε αποδοχή κληρονομιάς! Μα πώς; Θα πάμε στο ειρηνοδικείο; Θα πληρώσουμε φόρους; Όχι, τίποτα από όλα αυτά! Αυτό που χρειάζεται να κάνουμε είναι να πιστέψουμε στον Αναστημένο Χριστό, να μετανοήσουμε και να απαντήσουμε θετικά στο κάλεσμα του Θεού κοντά Του! Ο Θεός ενανθρώπησε, σταυρώθηκε και αναστήθηκε για να μας ανεβάσει μαζί Του στον Ουρανό! Σέβεται όμως την ελεύθερη βούληση μας και φυσικά δεν μας επιβάλλεται αλλά μας προσκαλεί να ζήσουμε μέσα στην Αγάπη Του αιώνια! Υπάρχει ανώτερο κληροδότημα από αυτό; Οποία τιμή, τι δώρο!
Εμείς ό,τι και να κάνουμε ποτέ δε θα γίνουμε άξιοι μιας τέτοιας κληρονομιάς! Είναι όμως τόσο μεγάλη η Αγάπη και η ευσπλαχνία του Θεού που έχει ετοιμάσει για όλους μας μονές στον Ουρανό, όλους μας θέλει κοντά Του! Εμείς ας Του δείξουμε τουλάχιστον ότι έστω λίγο Τον αγαπάμε, ας χύσουμε ένα δάκρυ μετανοίας! Εξάλλου Εκείνος υπέγραψε με το Αίμα Του αυτή τη διαθήκη… την Καινή Διαθήκη! (Α.Κ.Β)

«Το έλεος αυτού εις γενεάν και γενεάν τοις φοβουμένοις αυτόν» (Λουκ. α΄ 50). 
Η Παρθένος από την προσωπική της εμπειρία ανάγεται τώρα στην κοινή εμπειρία όλων των ανθρώπων. Από το επί μέρους οδηγείται στο γενικό. Όπως σ’ αυτήν εκδηλώθηκε το θείον έλεος, έτσι η ευσπλαχνία του Θεού απλώνεται: και σ’ όλους τους άλλους. Η ευσπλαχνική επέμβασις του Θεού στην προσωπική της ζωή την οδηγεί στην διαπίστωση της αγάπης του Θεού για όλους. Ο ένας πιστός είναι μαρτυρία για τους υπόλοιπους. Ο ένας είναι λεπτομέρεια του συνόλου.
Η Παρθένος έμελλε να γίνη μια ακόμη ζωντανή μαρτυρία για το έλεος του Θεού που εκδηλώθηκε πλούσιο και στις γενεές της Π. Διαθήκης. Αυτή ήταν η συνισταμένη του θείου ελέους. Από την αγάπη που ο Κύριος έδειξε στο πανάγιο πρόσωπό της μπορούμε σαν σε καθρέφτη να δούμε τον πλούτο της ευσπλαχνίας με τον οποίο ο Θεός εκάλυψε όλες τις προχριστιανικές γενεές.
Αλλ’ η Θεοτόκος έγινε η μαρτυρία για το έλεος του Θεού που εκδηλώθηκε και μετά απ' αυτήν, στις χριστιανικές γενεές. Το έλεος που έδειξε ο Θεός στο πρόσωπο της θεομήτορος βλέπομε να έχη απεριόριστες προεκτάσεις μέσα στην ιστορία, από γενεά σε γενεά. Το έλεος του Θεού που άρχισε να πηγάζη με την Ενσάρκωσι αυξάνεται κλιμακωτά και πλημμυρίζει ολοένα και περισσότερους ανθρώπους, από γενεά σε γενεά κι αυτό μέχρις ότου καλύψει πάντα τα έθνη. Το πρόσωπο που συνεκέντρωσε το μεγαλύτερο έλεος του Θεού μέχρι την Ενσάρκωσι ήταν η Θεοτόκος. Και μετά την Ενσάρκωσι, το έλεος του Θεού που δόθηκε σ όλες τις γενεές είχε αφετηρία του το πρόσωπο της Θεοτόκου.
«Εποίησε κράτος εν βραχίονι αυτού» (Λουκ. α΄ 51).
Το θαυμαστό γεγονός της Ενσαρκώσεως του Θεού, στο οποίο εκλήθη η Παρθένος Μαρία να συμμετάσχη προσωπικά, ήταν μια απόδειξης και μαρτυρία για τα θαυμαστά έργα της παντοδυναμίας του Θεού που έγιναν στο παρελθόν και που θα γίνουν στο μέλλον. Το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον ενώνονται μέσα στην παντοδύναμη παρουσία του Θεού. Η ιστορία δεν είναι μια παρέλασις άσχετων γεγονότων. Η ιστορία δεν είναι «το ποτάμι του χρόνου που στο χάος κυλά». Το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον έχουν ένα κοινό συντελεστή: το παντοδύναμο χέρι του Θεού.
Η Παρθένος, ξεκινώντας απ’ το προσωπικό θαυμαστό γεγονός της παντοδυναμίας του Θεού, κάνει φιλοσοφία και θεολογία της ιστορίας. Η ιστορία —λέγει— γράφεται με το παντοδύναμο χέρι του Δημιουργού. Προσωπικά ή ομαδικά περιστατικά ή γεγονότα οφείλονται στον ισχυρό «βραχίωνα» του Κυρίου.
Πολλοί αμφιβάλλουν αν ο «βραχίων του Κυρίου» είναι και σήμερα αρκετά ισχυρός για να ελέγξει τα παρόντα «σεσαλευμένα» στοιχεία της εξελισσομένης ανθρωπότητος: πυρηνική ενέργεια, υπερπληθυσμός, μόλυνσις του φυσικού περιβάλλοντος, αλλοτρίωσις του ανθρώπου κλπ. Όσοι αμφιβάλλουν, ας ακολουθήσουν την μέθοδο της Θεοτόκου. Μια ματιά στο παρελθόν και στο παρόν — προσωπικό και ομαδικό— θα τους πείσει και για το μέλλον• θα τους δείξη ότι «ο βραχίων Κυρίου» δεν έγινε ασθενέστερος, ώστε να μη μπορή να ελέγξει και τα μελλοντικά γεγονότα. Όσοι μαζί με τη Θεοτόκο θα φιλοσοφήσουν και θα θεολογίσουν πάνω στην ιστορία και την πορεία της τελικά θα ομολογήσουν ότι η παντοδύναμη παρουσία του Θεού είναι ο πιο βασικός και θετικός παράγων που επηρεάζει, κατευθύνει και δίνει νόημα στα γεγονότα του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος, στην ιστορία της ανθρωπότητος και του κόσμου.
(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη, σελ.124-125 )

Πάθη. 
Οι συλλογισμοί σου πάνω στα πάθη είναι ολότελα λαθεμένοι. Ο Θεός μας έχει οπλίσει με τη λογική και την ελεύθερη βούληση. Ο νόμος Του, όταν εφαρμόζεται συνετά και αβίαστα, γίνεται η ασπίδα που μας προστατεύει από την επιβουλή του εχθρού. Εμείς οφείλουμε να διατηρούμε τα όπλα μας σε καλή κατάσταση, και να τα χρησιμοποιούμε με γενναιότητα στους δυό ακατάπαυστους πολέμους μας: τον επιθετικό πόλεμο, την προσπάθειά μας δηλαδή να κατανοήσουμε και ν’ ακολουθήσουμε το νόμο Του. και τον αμυντικό πόλεμο, την αποφασιστική άρνησή μας να υποκύψουμε σε οτιδήποτε είναι αντίθετο στο νόμο Του. Και όταν λέω νόμο, δεν εννοώ άλλο από το άγιο θέλημά Του, όπως αποκαλύπτεται μέσ’ από την Αγία Γραφή και την ιερή Παράδοση της Εκκλησίας μας.
Αλλά, αλλοίμονο, δεν προλαβαίνει καλά καλά ο άνθρωπος ν’ αθετήσει το θείο νόμο, και εισπράττει την ολέθρια πνευματική συνέπεια: Εγκαταλείπεται από τη χάρη του Θεού, και αρχίζει να λιώνει και να μαραίνεται μέσα σε μάταιες επιθυμίες, «εν γη αλλοτρία», προσπαθώντας απεγνωσμένα, όλο αυτό το διάστημα, να βρει κάτι που θα ικανοποιεί την ανάγκη του για πληρότητα, αυθεντικότητα, αλήθεια, χαρά. Και ψάχνει γι’ αυτό μέσα σε χίλιους δρόμους. Χίλιους, αλλά όλους εξίσου κακούς. Αυτές οι επιθυμίες και οι επιδιώξεις μετατοπίζουν την προσοχή του μακριά από το αληθινό συμφέρον του και σκοτίζουν το νου του. Και ο σκοτισμένος νους εύκολα οικειοποιείται τους λογισμούς που του υποβάλλουν οι δαίμονες. Έτσι, σύντομα ο άνθρωπος υποκύπτει στους εμπαθείς λογισμούς του ή μάλλον, όπως είπα, στους δαίμονες και σταματάει πια ν’ αντιστέκεται στα δολώματά τους, που τώρα τα βρίσκει πολύ ελκυστικά, πολύ γλυκά... Η γλυκύτητα της ηδονής όμως δεν θ’ αργήσει να μεταβληθεί σε κεντρί τιμωρίας.
Τα πάθη μας είναι στ’ αλήθεια οι πιο ανελέητοι τύραννοί μας. Τόσο ανελέητοι, ώστε ακόμα κι ένας ταπεινωμένος αμαρτωλός, που τα έχει παραδεχτεί με συντριβή, κι έχει αποφασίσει ν’ απελευθερωθεί από την κυριαρχία τους, ακόμα κι αυτός βασανίζεται και κατατυραννείται για πολύ καιρό, για χρόνια ή και δεκαετίες, από το σκοτεινό τούτο γένος. Γιατί τα πάθη, αν χρονίσουν μέσα μας, δυναμώνουν, θεριεύουν, ριζώνουν γερά, γίνονται ένα με την ψυχή, και πολύ δύσκολα μετά ξεριζώνονται, ακόμα κι αν το θέλουμε. Φεύγουμε για να σωθούμε, κι εκείνα μας καταδιώκουν. Μας ζώνουν και μας πολεμούν λυσσαλέα, μη θέλοντας να χάσουν τα δικαιώματα που είχαν στην ψυχή μας.
Με τρία μόνο μέσα μπορούν τότε να νικηθούν: Με τη σταθερή και ανυποχώρητη δική μας αντίσταση — αντίσταση κυριολεκτικά μέχρι θανάτου — στις επανειλημμένες επιθέσεις τους. Με τη βαθιά συντριβή και την τελωνική ταπείνωση. Με τη δακρύρροη και αδιάλειπτη εκζήτηση του ελέους του Θεού και των πρεσβειών των αγίων Του. Επιμένοντας σ’ αυτό τον αγώνα, θα φτάσουμε στο σημείο να εξαλείψουμε κι αυτήν ακόμα τη μνήμη των παθών από την καρδιά μας.
Τελειώνοντας, σου συνιστώ να μελετήσεις το βίο της οσίας Μαρίας της Αιγύπτιας (Απριλίου 1). Και ακόμη να ντυθείς με την πολεμική εξάρτυση κάθε Αγωνιστή Χριστιανού, όπως πολύ παραστατικά μας την περιγράφει ο Απόστολος Παύλος: «Το λοιπόν, αδελφοί μου,... Ενδύσασθε την πανοπλίαν του Θεού προς το δύνασθαι υμάς στήναι προς τας μεθοδείας του διαβόλου... Στήτε ούν περιζωσάμενοι την οσφύν υμών εν αληθεία, και ενδυσάμενοι τον θώρακα της δικαιοσύνης, και υποδησάμενοι τους πόδας εν ετοιμασία του ευαγγελίου της ειρήνης, επί πάσιν αναλαβόντες τον θυρεόν της πίστεως, εν ω δυνήσεσθε πάντα τα βέλη του πονηρού τα πεπυρωμένα σβέσαι, και την περικεφαλαίαν του σωτηρίου δέξασθε, και την μάχαιραν του Πνεύματος, ο έστι ρήμα Θεού, δια πάσης προσευχής και δεήσεως, προσευχόμενοι εν παντί καιρώ εν Πνεύματι» (Εφεσ. 6:10-18).
(Πνευματικές Νουθεσίες, εκδ. Ιερά Μονή Παρακλήτου, σελ.127-130 )

katafigioti

lifecoaching