Αυξομείωση μεγέθους γραμμάτων.
Κείμενα (blog) - Ιερός Ναός Αγίου Σώστη Νέας Σμύρνης
E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Η εναέρια προσευχή

Η πριγκίπισσα Ε. Σ. είχε έναν ανηψιό που υπόφερε από τέτοια αδυναμία, ώστε δεν μπορούσε να περπατήση μόνος του. Τον έφερε λοιπόν με φορείο στο Σάρωφ και τον ωδήγησε στον όσιο Σεραφείμ.

Ο στάρετς εκείνη την ώρα στεκόταν στην πόρτα του κελλιού του, σαν να περίμενε τον άρρωστο. Αφού μπήκαν μέσα, του είπε:

- Θα προσευχηθούμε και οι δύο, χαρά μου, κι εσύ κι εγώ. Πρόσεξε όμως! Θα μείνης ξαπλωμένος όπως είσαι και δεν θα γυρίσης από το άλλο πλευρό.

Ο νέος έμεινε πολλή ώρα σ’ αυτή τη θέσι, μέχρι που εξαντλήθηκε η υπομονή του και θέλησε από περιέργεια να δη τι κάνη ο όσιος. Γυρίζει λοιπόν και βλέπει τον άγιο να προσεύχεται μετέωρος, στον αέρα! Ήταν τόσο ξαφνικό και ασυνήθιστο θέαμα, που έβαλε τις φωνές.

Ο στάρετς τελείωσε την προσευχή, πλησίασε τον άρρωστο και του είπε:

- Τώρα λοιπόν θα πης σε όλους ότι ο Σεραφείμ είναι ένας άγιος και προσεύχεται στον αέρα… Πρόσεξε! Μέχρι να πεθάνω, μην πης σε κανέναν αυτό που είδες, διαφορετικά θ’ αρρωστήσης πάλι.

Ο νέος σηκώθηκε από το κρεββάτι. Στηριζόταν βέβαια σε άλλους, αλλά βγήκε από το κελλί περπατώντας. Στον ξενώνα τον πολιόρκησαν με ερωτήσεις:

- Τι σου έκανε, τι σου είπε ο π. Σεραφείμ;

Προς γενική όμως κατάπληξι δεν τους είπε ούτε λέξι. Στην Πετρούπολι έφθασε τελείως υγιής! Μετά από καιρό, αφού πληροφορήθηκε ότι ο όσιος εκοιμήθη, φανέρωσε την εναέρια προσευχή του αγίου.

(Όσιος Σεραφείμ του Σάρωφ)

("Χαρίσματα και Χαρισματούχοι", Ι. Μονή Παρακλήτου, τ. Β΄, σ. 153-154)

Ο μυστικός Άγιος Διονύσιος Αρεοπαγίτης και οι μαθητές του Ρούστικος και Ελευθέριος

Ο άγιος Διονύσιος ζούσε στην Αθήνα την εποχή των Αποστόλων. Καταγόταν από οικογένεια πλούσια και αρχοντική και είχε αποκτήσει τόση σοφία και τόση αρετή με τα μέσα που του παρείχαν οι επιστήμες των αρχαίων Ελλήνων, ώστε είχε εκλεγεί μέλος του εννεαμελούς Αρείου Πάγου που αποτελούσε το ανώτατο δικαστήριο και τη διοικητική συνέλευση του δήμου των Αθηναίων.

Όταν ο μέγας Απόστολος Παύλος, καθοδηγούμενος από το Άγιο Πνεύμα, ήλθε να κηρύξει το Ευαγγέλιο της σωτηρίας στην Αθήνα, ο Διονύσιος τον κάλεσε να λάβει τον λόγο στον Άρειο Πάγο. Από το ύψος του βράχου αυτού που προεξέχει πάνω από την πόλη των Αθηνών, ο πτωχός σκηνοποιός διέλυσε τις σοφιστείες των φιλοσόφων και έδειξε καθαρότατα στους Αθηναίους ότι ο «άγνωστος θεός» — για τον οποίο η φυσική λογική τους, τους είχε δώσει μία ασαφή υπόνοια — είναι ο Θεός ο ποιήσας τον κόσμον και πάντα τα εν αυτώ, και ότι ούτος ουρανού και γης Κύριος υπάρχων ουκ εν χειροποιήτοις ναοίς κατοικεί, ουδέ υπό χειρών ανθρώπων θεραπεύεται προσδεόμενός τινος, αυτός διδούς πάσι ζωήν και πνοήν και τα πάντα (Πράξεις 17, 23-25). Τους εδίδαξε επίσης ότι ο άνθρωπος επλάσθη κατ' εικόνα Θεού και εκλήθη να γίνει κοινωνός της ζωής του Θεού εν Χριστώ Ιησού, τω Υιώ αυτού, τω σαρκωθέντι δι' ημάς και αναστάντι εκ νεκρών, και τω πάλιν ερχομένω κρίναι τους ανθρώπους.

Ακούοντάς τον να ομιλεί για ανάσταση νεκρών, η πλειονότητα των ακροατών, με τη διάνοιά τους εσκοτισμένη από τις προκαταλήψεις της ανθρώπινης σοφίας, χλεύασε τον Απόστολο Παύλο. Ωστόσο, τα λόγια αυτά περί ζωής αιωνίου άγγιξαν την καρδιά κάποιων από το ακροατήριο, οι οποίοι ασπάσθηκαν την πίστη του Χριστού. Μεταξύ αυτών ήταν ο άγιος Ιερόθεος και ο άγιος Διονύσιος. Ακούοντας την αφήγηση των θείων Παθών του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού και τα σημεία που συνέβησαν μετά τον θάνατό του, ο σοφός Διονύσιος θυμήθηκε ότι μερικά χρόνια πριν, όταν βρισκόταν στην Ηλιουπόλη της Αιγύπτου μαζί με άλλους σοφούς, παρακολούθησε μία έκλειψη ηλίου η οποία κατέλυε όλους τους νόμους της αστρονομίας <1>. Είχε ανακράξει τότε: «Ή ο Θεός πάσχει, ή ήλθε το τέλος του κόσμου!» Προετοιμασμένοι κατ' αυτό τον τρόπο να αναγνωρίσουν Εκείνον, τη βουλήσει του οποίου ηττώνται οι νόμοι της φύσεως, ο Διονύσιος και ο διδάσκαλός του Ιερόθεος άκουσαν με προθυμία τη διδασκαλία του αγίου Αποστόλου και του ζήτησαν να βαπτισθούν.

Μετά από καιρό, ο Παύλος έφυγε σε νέες περιοδείες κι άφησε τον άγιο Ιερόθεο επίσκοπο Αθηνών. Ωσάν αετός που μπορεί να κοιτάζει κατάματα τη λάμψη του ηλίου, ο Ιερόθεος διείσδυε στα θεία μυστήρια, ελάχιστα όμως αποτύπωσε γραπτώς, προτιμώντας να μυεί προφορικά και κρυφίως τον μαθητή του Διονύσιο στις άρρητες θεωρίες που του χάριζε ο Θεός. Μετά τον θάνατο του Ιεροθέου, ο Διονύσιος έγινε με τη σειρά του επίσκοπος Αθηνών και έλαβε εκ Θεού το χάρισμα να αποκαλύπτει γραπτώς την υψηλή διδαχή των διδασκάλων του σχετικά με την άφατο απειρία της θείας φύσεως - στην οποία ταιριάζουν μόνον αρνητικές και αντινομικές εκφράσεις (η λεγόμενη αποφατική θεολογία) — και τον ανεξάντλητο πλούτο της θείας αποκαλύψεως μέσω των θείων ονομάτων και ενεργειών (καταφατική θεολογία).

Περιέγραψε πώς ο αισθητός και ο νοητός κόσμος ενώνονται εν τω Θεώ σε μία μεγαλειώδη ιεραρχημένη διάταξη. Εξήγησε πώς η ιεραρχία της Εκκλησίας - από τον επίσκοπο έως τον μοναχό — αντικατοπτρίζει επί γης τις εννέα τάξεις των αγγελικών ταγμάτων και διανέμει το θείο φως σύμφωνα με τον βαθμό καθαρότητος εκάστου πιστού. Ορισμένοι τον κατηγόρησαν ότι ήταν ένας νεοπλατωνικός φιλόσοφος με χριστιανικό ένδυμα, η Ορθόδοξη όμως Εκκλησία, φωτισμένη από τις φωτεινές ακτίνες της διδασκαλίας του, πιστεύει ότι ο «θείος Διονύσιος» οπωσδήποτε δανείσθηκε και χρησιμοποίησε τη φιλοσοφική γλώσσα της εποχής του, ανατρέποντας όμως τελείως τις θεμελιώδεις θέσεις της ελληνικής φιλοσοφίας.

Χρησιμοποιώντας αυτό το τέχνασμα, για να καταδείξει ότι η μωρία τον Σταυρόν εμώρανε την σοφίαν του κόσμου (Α' Κορ. 1), σε όλα τα έργα του διακηρύττει ότι Εκείνος ο οποίος είναι πέραν παντός ονόματος και πάσης ουσίας, ο κατοικών απαθώς εις τον υπέρφωτον γνόφον, εφανερώθη εν σαρκί δια να μας καταστήσει κοινωνούς του απροσίτου φωτός του.

Ο Διονύσιος έφθασε σε τόσον υψηλό βαθμό θεωρίας, ώστε αξιώθηκε να συναριθμηθεί μετά των Αποστόλων και μυστηριακώς μετεφέρθη όπως εκείνοι στα Ιεροσόλυμα για να κηδεύσουν το σώμα της Υπεραγίας Θεοτόκου <2>. Επέστρεψε κατόπιν στην Αθήνα και έμεινε εκεί αρκετό καιρό, προσηλυτίζοντας τους εθνικούς και καθοδηγώντας με σύνεση το πνευματικό του ποίμνιο.

Προς το τέλος της βασιλείας του Νέρωνος (περί το 68), λέγεται ότι ο Διονύσιος μετέβη στη Ρώμη για να κάνει έναν απολογισμό των αποστολών του στον Απόστολο Παύλο. Παρευρέθη στο μαρτύριο του μεγάλου Αποστόλου, και κατόπιν επανέκαμψε στην Ελλάδα. Επέστρεψε ξανά στη Ρώμη την εποχή που Πάπας ήταν ο άγιος Κλήμης [24 Νοεμ.] και κατόπιν εντολής του ξεκίνησε με τους μαθητές του, τον πρεσβύτερο Ρούστικο και τον διάκονο Ελευθέριο, για να κηρύξει τον λόγο του Θεού στη Γαλατία <3>. Και αφού εκήρυξε τον λόγο της αληθείας σε διάφορα μέρη, ο άγιος Διονύσιος εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, που την εποχή εκείνη δεν ήταν παρά μία μικρή κωμόπολη βυθισμένη στο σκότος της άγνοιας και της ειδωλολατρίας. Έκτισε μια εκκλησία, όπου τελούσε τα θεία Μυστήρια και εκήρυττε τα μεγαλεία του Θεού. Εκεί έκανε πολλά θαύματα, και οι μαθητές του πολλαπλασιάσθηκαν και ξεκίνησαν να διαδώσουν το Ευαγγέλιο της σωτηρίας στη Μεγάλη Βρεταννία και στην Ισπανία.

Η φήμη του αγίου Διονυσίου κίνησε τον φθόνο του δαίμονα, που έβαλε την σκέψη στον αυτοκράτορα Δομητιανό (περί το 96) ότι εκείνος ο Έλληνας επίσκοπος, που κήρυττε τον νέο Θεό, επιθυμούσε να δημιουργήσει αναταραχή και επεδίωκε να υποκινήσει τον λαό σε εξέγερση εναντίον του αυτοκράτορα. Ματαίως προσπάθησαν να πείσουν τον Διονύσιο και τους συντρόφους του ν' απαρνηθούν τον Θεό για τον οποίο ζούσαν και επιθυμούσαν να πεθάνουν. Με μεγάλη, λοιπόν, χαρά, έμαθαν ότι καταδικάσθηκαν σε αποκεφαλισμό. Ο Θεός δεν αρκέσθηκε να δώσει στον άγιο μάρτυρα το χάρισμα της θεογνωσίας και της διδασκαλίας, θέλησε επίσης να δείξει μέσω του μάρτυρος ότι δια της πίστεως, οι χριστιανοί νικούν τον θάνατο. Αμέσως μετά τον αποκεφαλισμό του, ο άγιος Διονύσιος σηκώθηκε όρθιος προς κατάπληξη όλων των παρευρισκομένων, πήρε το κεφάλι στα χέρια του και περπάτησε περίπου δύο μίλια ώσπου συνάντησε μια γυναίκα ενάρετη ονόματι Κατούλα, στα χέρια της οποίας απέθεσε το πολύτιμο και τίμιο λείψανο. Η τιμία κάρα του αγίου Διονυσίου φυλάσσεται σήμερα στην Ιερά Μονή Δοχειαρίου στο Άγιον Όρος, στην οποία τη δώρησε ο αυτοκράτορας Αλέξιος Κομνηνός (11ος αιώνας).

Σημειώσεις
1. Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Επ. 7, 2, PG 3, 1081.
2. Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί θείων ονομάτων Γ', 2, PG 3, 681.
3. Η διήγηση του μαρτυρίου του αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου ταυτίζεται στην πραγματικότητα με εκείνη του μαρτυρίου του αγίου Διονυσίου των Παρισίων [9 Οκτ.]. Τα δύο πρόσωπα αποτέλεσαν αντικείμενο σύγχυσης, πιθανώς με την άφιξη στη Γαλλία ενός χειρογράφου με έργα που αποδίδονται στον άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, το οποίο προσέφερε μια αποστολή βυζαντινών πρέσβεων στην αυλή του Λουδοβίκου του Ευσεβούς (827). Την παράδοση αυτή πήρε και διασκεύασε ένας ανώνυμος συγγραφέας Βίων αγίων και η διασκευή αποτέλεσε πρότυπο του εγκωμίου που συνέθεσε ο άγιος Μιχαήλ ο Σύγγελος [18 Δεκεμ.], ο οποίος μετέφερε τη χρονολογία του μαρτυρίου από τα χρόνια της βασιλείας του Δομητιανού σ' εκείνα της βασιλείας του Τραϊανού, και η διήγηση στη συνέχεια ενσωματώθηκε από τον άγιο Συμεών τον Μεταφραστή στο Μηνολόγιο του.

("Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας", υπό ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου, εκδ. Ίνδικτος, τόμος δεύτερος - Οκτώβριος, σ. 37-40)

«Ποια από τα αγαθά είναι δικά σου, πες μου; Δεν βγήκες γυμνός από την κοιλιά;

Δε θα επιστρέψεις πάλι γυμνός στη γη; Και αυτά που έχεις από που προέρχονται;

Διότι, αν πεις από την τύχη, είσαι άθεος, αφού δεν αναγνωρίζεις τον Κτίστη,

ούτε ευχαριστείς Αυτόν που σου τα έδωσε. Εάν πάλι ομολογείς ότι προέρχονται από τον Θεό,

πες μου τον λόγο για τον οποίο τα πήρες.

Μήπως είναι άδικος ο Θεός, ο οποίος μας μοιράζει άνισα τα απαραίτητα για τη ζωή;

Γιατί εσύ είσαι πλούσιος και εκείνος στερείται;

Για να δεχθείς εσύ μισθό αγαθότητας και αξιόπιστης διαχειρήσεως,

και εκείνος να τιμηθεί με τα μεγάλα έπαθλα της υπομονής».

 

(Μεγάλου Βασιλείου, Εις το «καθελώ μου τας αποθήκας», P.G. 31, 276B-C)

72. Τι δίδασκαν οι Δοκήτες;

Επηρεαζόμενοι από τα πλατωνικά διαρχικά διδάγματα περί αντιθέσεως πνευματικού και υλικού, το οποίο (υλικό) θεωρούσαν εστία και έδρα του κακού, καθώς και από το θεωρητικό κλίμα της Αλεξανδρινής Σχολής, η οποία —όπως είδαμε— τόνιζε το θείο στοιχείο στο Χριστό εις βάρος του ανθρώπινου, δίδασκαν ότι ο Χριστός δεν είχε σώμα υλικό. Εξωτερικά φαινόταν σαν άνθρωπος, στην πραγματικότητα όμως δεν ήταν. Ήταν άνθρωπος «κατά δόκησιν και φαντασίαν», και όχι στην πραγματικότητα αληθινός άνθρωπος. Το σώμα του είχε το εξωτερικό περίγραμμα της φύσεως, δεν ήταν όμως σώμα αληθινό όπως το έχουν όλοι οι άλλοι άνθρωποι. Ήταν ένα φάντασμα, μια οπτασία, μια ανυπόστατη εξωτερική περιγραφή.

Είναι εύκολο να καταλάβει κανείς γιατί δίδασκαν αυτά τα πράγματα οι Δοκήτες. Αρνούνταν το πραγματικό σώμα του Χριστού, γιατί ως υλικό το θεωρούσαν από τη φύση του κακό. Πώς μπορούσε να έχει ένα τέτοιο σώμα ο Χριστός; Ο Δοκητισμός μείωνε το Χριστό, από τον οποίο αφαιρούσε την αλήθεια της ανθρώπινης φύσεώς του.

(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 101)

71. Τί δίδασκε ο Δυναμικός Μοναρχιανισμός ή Υίοθετισμός;

Ήταν αρχαία χριστολογική και τριαδολογική αίρεση, οι οπαδοί της οποίας αρνούνταν τις τριαδικές υποστάσεις στη θεότητα (δυνάμεις) και στο Χριστό δέχονταν ενοίκηση του Λόγου, που δεν ήταν αληθινός Θεός αλλά δύναμη του Θεού.

Εκπρόσωποι της αιρέσεως ήταν: Θεόδωρος ο Σκυτεύς, Θεόδωρος ο Τραπεζίτης, ο Αρτέμων ή Αρτεμάς, με σημαντικότερο όλων Παύλο τον Σαμοσατέα, ο οποιος συστηματοποίησε τη διδασκαλία της αίρεσεως και υπήρξε πρόδρομος του Αρειανισμού και του Νεστοριανισμού.

Ο Παύλος ο Σαμοσατέας ήταν ανήρ υψηλόφρων και κοσμικός. Για λίγο διάστημα διετέλεσε επίσκοπος Αντιόχειας (260) και «δουκηνάριος» (ανώτερος οικονομικός υπάλληλος) της βασίλισσας της Παλμύρας Ζηνοβίας.

Ήταν θεολόγος μοναρχιανός, αρνούμένος τη διακριση των προσωπικών υποστάσεων στο Θεό. Κατ’ αυτόν ο Θεός είναι ένας και μόνος (ο Πατήρ). Ο Υιός και το Πνεύμα δεν έχουν δική τους υπόσταση και θεότητα. Ο Πατήρ είναι άγονος Υιού, ο δε Λόγος άκαρπος Θεού. Επομένως ο Πατήρ και ο Λόγος είναι ένα πρόσωπο, όπως ένα πρόσωπο συνιστούν ο άνθρωπος και ο υπάρχον σ’ αυτόν φυσικός λόγος. Ο Πατήρ βέβαια προφέρει προαιωνίως τον Λόγο του, τον γεννά, ώστε να ονομάζεται Υιός. Εντούτοις ο Λόγος δεν παύει να είναι απρόσωπος, όπως απρόσωπος είναι και ο λόγος του ανθρώπου.

Περί ενανθρωπήσεως του Λόγου δεν μπορεί να γίνει λόγος στο θεολογικό σύστημα Παύλου του Σαμοσατέα. Ο Λόγος ενοίκησε απλώς στο Χριστό «ως εν ναώ». Ο Λόγος όμως δεν ήταν προσωπικός και ενυπόστατος, αλλά απρόσωπη δύναμη της Σοφίας του Πατρός. Ο Χριστός ήταν ίδιο υποκείμενο, στο οποίο ενοικούσε απλώς η Σοφία του Θεού, η οποία αποτελούσε το περιεχόμενο της ζωής και της δραστηριότητάς του.

Η υπόσταση του Ιησού Χριστού ήταν καθαρά ανθρώπινη. Η φύση του ήταν η κοινή φύση των ανθρώπων. Ήταν άνθρωπος ψιλός (απλός), γεννηθείς από την Παρθένο με τη συνέργεια του άγιου Πνεύματος. Ήταν εκ των κάτω (επίγειος) «και εν αυτώ ενέπνευσεν άνωθεν ο Λόγος». Με την έμπνευση αυτή ο Λόγος ενώθηκε με το Χριστό. Η ένωση όμως αυτή δεν ήταν φυσική, αλλ΄ ηθική. Ήταν απλή «συνέλευσις». στην οποία άλλος ήταν ο Χριστός και άλλος ο συνελθών Λόγος. Ήταν ένωση «κατά μάθησιν και μετουσίαν», ένωση θελήσεως και αγάπης. Δια της χρίσεώς του από το Άγιο Πνεύμα ο Χριστός κατέστη όν μοναδικό και εξαίρετο. Έγινε άγιος και δίκαιος, υπερβάς την αμαρτία του Αδάμ. 'Ως ανταμοιβή της αγιότητάς του έλαβε τη δύναμη να κάνει θαύματα και να πετύχει την ηθική του αποθέωση.

Τα διδάγματα αυτά του Παύλου του Σαμοσατέα οδήγησαν στα διδάγματα τόσο του Σαβελλίου όσο και του Νεστορίου.

 

(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 99-101)

70. Σε τι συνίσταται το χριστολογικό πρόβλημα;

Στην κατανόηση της σύνθεσης του θεανδρικού προσώπου του Χριστού, στο οποίο ενώνονται δύο διαφορετικές φύσεις, χωρίς η μία να βλάψει την άλλη.

Το μυστήριο είναι μέγα. Δεν μπορούμε να κατανοήσουμε πώς στο Χριστό, αν και υπήρχαν δυο πλήρεις και ακέραιες φύσεις, υπήρχε μόνο ένα πρόσωπο, που ήταν ο κοινός φορέας των θεανδρικών του ενεργειών. Δεν μπορούμε να συλλάβουμε πώς μία φύση, πλήρης και ακέραιη, είναι συγχρόνως και απρόσωπη και πώς λαμβάνει υπόσταση στο πρόσωπο μιας άλλης φύσεως («ενυπόστατον»).

Αυτές είναι αντινομίες τις οποίες δεν μπορεί να συμβιβάσει η πενιχρή μας λογική. Καμία σοφία ανθρώπινη δεν μπορεί να διαφωτίσει και να διαλευκάνει το σκοτεινό χριστολογικό μυστήριο. Πολλοί προσπαθούν να διασχίσουν το μυστηριώδη πέπλο του λίγοι όμως βγαίνουν φέροντας τη φωταύγεια της χάριτος. Οι περισσότεροι παραμένουν στη σκοτεινιά της διάνοιας, ασθμαίνοντας στην απειρία του υπέρλογου θαύματος. Όπως είπε ο θεοδόχος Συμεών, ο Χριστός «κείται εις πτώσιν και ανάστασιν πολλών». Είναι το μεγάλο σκάνδαλο, που άλλους μεν εξυψώνει και λαμπρύνει στη φωτεινότητα της θείας βασιλείας και άλλους εξακοντίζει στη ζοφερότητα της πνευματικής απώλειας!

(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 98)

69. Πώς κατέληγαν στις κακοδοξίες τους οι αιρετικοί;

Κατέληγαν στην προσπάθειά τους να κατανοήσουν και να ερμηνεύσουν δια του λόγου τα ακατανόητα και ανερμήνευτα. Δεν μπορεί να κατανοήσει κανείς τα δόγματα της πίστεως, γιατί αυτά είναι αλήθειες μυστηριακές, που υπερβαίνουν την ανθρώπινη κατάληψη. Ο άνθρωπος με μόνο το μυαλό του αδυνατεί να τις προσεγγίσει. Μόνο με την πίστη φωτιζόμενη από το Πνεύμα του Θεού, μπορεί να έχει κάποια πρόσβαση στο μυστήριο του Θεού. Χωρίς αυτήν επιχειρεί το ακατόρθωτο. Προσπαθεί να χωρέσει στο μυαλό του το άπειρο και απερίληπτο.

Αυτό πάθαιναν οι αιρετικοί. Εμπιστευόμενοι τις ανθρώπινες δυνάμεις τους, προσπαθούσαν να κατανοήσουν την υπερβατική αλήθεια του Θεού. Το εγχείρημά τους ήταν άνισο, όπως άνιση είναι η σχέση κτιστού και άκτιστου, πεπερασμένου και απείρου. Με την έλλειψη αισθήσεως των δυσαναλογιών και με πνεύμα φίλαυτο και εγωιστικό, αντί να ερμηνεύσουν τα δόγματα τα παραμόρφωναν και τα διέλυαν. Με το όχημα του φυσικού λόγου τους δεν έφθαναν ποτέ στο τέρμα του δρόμου τους, λοξοδρομούσαν και χάνονταν. Εγωπαθείς δε και εριστικοί, δημιουργούσαν κόμματα στην Εκκλησία, τη ζωή της οποίας έβλαπταν αφάνταστα. Κατέλυαν την αγάπη, την ενότητα και την ειρηνική συμβίωση του σώματος του Χριστού. Οι αιρέσεις είναι ο χειρότερος εχθρός της Εκκλησίας, τα ζιζανια που σπείρει ο εχθρός στη φυτεία της θείας βασιλείας.

(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 98)


68. Ποιά ήταν η επίδραση των αρχαίων θεολογικών σχολών Αλεξανδρείας και Αντιοχείας στη διαμόρφωση των χριστολογικών αιρεσεων;

Ως γνωστόν, η αρχαία Αλεξανδρινή Σχολή είχε ιδιαίτερες θεωρητικές τάσεις και προκαταλήψεις. Οι θεολόγοι της τόνιζαν πιο πολύ το θείο στοιχείο στο Χριστό, αφήνοντας στη σκιά το ανθρώπινο. Ομοίως εξηγούσαν αλληγορικά τις Γραφές (έβλεπαν συμβολική έννοια σε πολλές από τις διηγήσεις της) και έμεναν αδιάφοροι στην ιστορική γραμματική ερμηνεία του κειμένου της. Από τους κόλπους της προήλθαν αιρετικοί, οι οποίοι είτε αρνούνταν την πραγματικότητα, είτε την ολοκληρία της ανθρώπινης φύσεως του Χριστού. (Δοκήτες, Απολλινάριος, Μονοφυσίτες, Άφθαρτοδοκήτες).

Στο αντίθετο άκρο βρισκόταν η Αντιοχειανή Σχολή, της οποίας οι θεολόγοι είχαν πρακτικότερες τάσεις. Τόνιζαν πιο πολύ το ανθρώπινο στοιχείο στο Χριστό, και άφηναν στο περιθώριο το θείο. Οι Αντιοχείς θεολόγοι ερμήνευαν τις Γραφές χρησιμοποιώντας την ιστορικογραμματική μεθοδο και αποστρεφόμενοι την αλληγορία. Από τις τάσεις της Σχολής προήλθε ο Νεστοριανισμός.

 

(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 97-98)

67. Ποιά είναι η έννοια της θεώσεως της ανθρώπινης φύσεως του Χριστού;

Είναι προϊόν της υποστατικής ενώσεως των φύσεων, συγκεκριμένα της αντιδόσεως των ιδιωμάτων στο πρόσωπο του Λόγου του Θεού. Η ανθρώπινη φύση του Χριστού δέχεται όλα τα αυχήματα της θεότητας, γίνεται θείας φύσεως κοινωνός, θεοποιείται. Στη βάση της θεώσεως αυτής θεοποιούνται εν δυνάμει και όλοι οι άνθρωποι που πιστεύουν στο Χριστό και είναι μυστικά ενσωματωμένοι στην ανθρώπινη φύση του δια του βαπτίσματος. Σαν παράδειγμα της θεώσεως αυτής φέρεται ο πυρακτωμένος σίδηρος. Φωτιά και σίδηρος δεν χάνουν μεν τη φυσική τους ποιότητα, όμως είναι δεμένα τόσο βαθιά μεταξύ τους, ώστε να μη ξεχωρίζονται το ένα από το άλλο. Έτσι και η φύση του ανθρώπου διαπεράται από τη φωτιά της θείας ενέργειας, χωρίς να μπορεί να αποχωρισθεί απ’ αυτήν. Η φύση του ανθρώπου βέβαια δεν χάνεται, ούτε απορροφάται ούτε και αναλύεται πανθεϊστικά στη θεότητα, όπως θα διδάξουν ορισμένοι αιρετικοί (Μονοφυσίτες).

(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 97)

ΧΡΙΣΤΟΛΟΓΙΑ

66. Ποιά είναι στον πυρήνα της η ορθόδοξη χριστολογία;

Το δόγμα περί Χρίστου είναι εξ ίσου σημαντικό, όσο και το δόγμα περί 'Αγίας Τριάδος. Είναι δόγμα πίστεως κορυφαίο, στο οποίο ανακλάται η οικονομική Τριάδα. Λέγοντας αυτό εννοούμε τον Τριαδικό Θεό στις εξωτερικές του ενέργειες, στη δημιουργία του κόσμου και την απολύτρωση. Ο Λόγος του Θεού που στη μεταφυσική Τριάδα (στο Θεό καθ' εαυτόν) σχετίζεται με την ουσία και τις άλλες δύο Τριαδικές υποστάσεις της θεότητας, αφήνει τους ουρανούς —χωρίς να χάσει το θεοπρεπες του αξίωμα— και κατεβαίνει στη γη, γίνεται άνθρωπος ιστορικός για να σώσει τον πεσμένο άνθρωπο από την αμαρτία. Η είσοδος αυτή στο πεδίο της ζωής και η ανάληψη της κακοπάθειας της ιστορικής στιγμής είναι γνωστή ως «κένωσις» του Λόγου. Ο Λόγος γίνεται άνθρωπος για να λυτρώσει τον άνθρωπο από το ζυγό της αμαρτίας και την οδύνη του πνευματικού θανάτου.

Στο Χριστό υπάρχουν δύο φύσεις, η θεία και η ανθρώπινη, και ένα πρόσωπο, του αιδίου Λόγου. Η ανθρώπινη φύση του δεν είχε δικό της πρόσωπο, ήταν ανυπόστατη.
Η θεία φύση του Χριστού ήταν η τέλεια φύση της θεότητας. Επίσης τέλεια ήταν και η ανθρώπινη φύση του, στην οποία υπήρχε ψυχή νοερά και λογική, ενωμένη με σώμα υλικό και αληθινό. Η ένωση των φύσεων έγινε στη μήτρα της Παρθένου «εξ άκρας συλλήψεως». Μόλις δηλαδή η Μαρία δέχτηκε τον ασπασμό του αγγέλου, το Πνεύμα του Θεού εμόρφωσε στην παρθενική μήτρα της το έμβρυο Χριστό, με το οποίο ενώθηκε αμέσως ο Λόγος του Θεού, χωρίς το ενωθέν (η ανθρώπινη φύση) να προφθάσει να ζήσει έστω και μία χρονική στιγμή έξω από την ένωση, ως πρόσωπο ξεχωριστό και ίδιο. Συνεπώς ως άνθρωπος ο Χριστός δεν είχε δικό του ξεχωριστό πρόσωπο, αλλά φερόταν στο αΐδιο πρόσωπο του Λόγου.

Η σύλληψη και η γέννηση του Χριστού ήταν υπερφυσικές. Σ’ αυτές δεν λειτούργησαν οι συνήθεις νόμοι της φύσεως. Η Μαρία δεν συνέλαβε με τη γνωστή σύμπραξη ανδρός και γυναικός, αλλά με τη δημιουργική ενέργεια του παναγίου Πνεύματος. Ο Χριστός ήταν «απάτωρ εκ μητρός», δεν είχε δηλαδή πατέρα σύζυγο της μητέρας του. Αφού δε δεν συνέπραξε άνδρας, η Μαρία συνέλαβε το Χριστό χωρίς να χάσει την παρθενία της. Στο αυτό μέτρο παρθενική και υπερφυσική ήταν και η γέννηση του Κυρίου, γέννηση ανώδυνη και αλόχευτη (χωρίς τα φυσικά λόχια). Η γέννηση του Σωτήρος δεν ακολούθησε τους ρυθμούς της φυσικής ανθρώπινης γεννήσεως. Γι’ αυτό και γεννήθηκε χωρίς το προπατορικό αμάρτημα, με το οποίο έρχονται στον κόσμο όλοι οι άλλοι άνθρωποι. Στο Χριστό έσπασε η συνέχεια της αμαρτωλής φύσεως του Αδάμ, η οποία κληροδοτεί το προπατορικό αμάρτημα σε όσους εκφύονται απ’ αυτήν. Ο Χριστός είναι ο καινός Αδάμ της χάριτος, η νέα πνευματική ρίζα της ανθρωπότητος, η οποία κληροδοτεί την πνευματική αναγέννηση και τη σωτηρία στους πιστεύοντες.

Η ένωση των φύσεων στο Χριστό είναι υποστατική, ασύγχυτη και αδιαίρετη. Λέγοντας υποστατική ένωση εννοούμε ότι αυτή έγινε στην υπόσταση (εξ ου και το όνομα) ή το πρόσωπο του Λόγου. Επαναλαμβάνουμε και πάλι ότι η ανθρώπινη φύση του Χριστού ήταν ανυπόστατη, δηλαδή δεν έζησε ποτέ από μόνη της έξω Ααπό το πρόσωπο του Χριστού. Αυτό έχει μεγάλη σημασία. Στην ένωση οι φύσεις δεν επηρέασαν η μία την άλλη, δεν μετατράπηκες η μία στη φυσική ποιότητα της άλλης, αλλά παρέμειναν κάθε μια στη φυσική της ποιότητα και πληρότητα, χωρίς στο εξής ν’ αποχωρίζονται η μία από την άλλη. 'Ενώθηκαν «ατρέπτως, ασυγχύτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως».

Ο Χριστός είχε δύο φυσικά θελήματα και δύο ενέργειες. Ήθελε και ενεργούσε ενιαία και ως άνθρωπος και ως Θεός. Το ανθρώπινό του θέλημα, αν και ελεύθερο, υποτασσόταν στο θείο του θέλημα, χωρίς να αντιπαλαίει και ν’ αντιπίπτει προς αυτό. Δεν είχε θέλημα γνωμικό. Δεν ήθελε ξεχωριστά ως άνθρωπος, πράγμα που προϋποθέτει την ύπαρξη ανθρώπινου προσώπου και άφηνε ανοικτή τη δυνατότητα να υποπέσει ο Κύριος στην αμαρτία. Το ίδιο συμβαίνει και με τις ενέργειες του Χριστού. Ο Χριστός ενεργούσε ενιαία και τα θεία και τα ανθρώπινα, χωρίς η μία του ενέργεια να αντιφέρεται προς την άλλη.
Από τη σύνθεση του θεανδρικού προσώπου του Χριστού έχουμε τις εξής ακολουθίες:

1) Την αντίδοση των ιδιωμάτων των δύο φύσεων στο ένα πρόσωπο του Χριστού. Η μία φύση αντιδίδει τα ιδιώματά της στην άλλη. Τα ιδιώματα δεν αντιδίδονται απ’ ευθείας στις φύσεις, δηλαδή καθ’ εαυτές, γιατί κάτι τέτοιο θα τις συνέχεε και θα οδηγούσε στο Μονοφυσιτισμό, αλλά αυστηρώς στο ένα του θεανδρικό πρόσωπο. Έτσι δεν λέμε ότι η θεότητα έπαθε ή ότι η ανθρωπότητα ήταν στους ουρανούς πριν δημιουργηθεί ο κόσμος, αλλ΄ ότι ο Χριστός, ως πρόσωπο ενιαίο και αδιαχώριστο, έπαθε ως Θεός (στη σάρκα του φυσικά: «σαρκί») και βρισκόταν ως άνθρωπος στους ουρανούς. Στην αντίδοση των ιδιωμάτων η θεία (ρύση αντιδίδει κυρίως τα δικά της στην ανθρώπινη και όχι το αντίθετο. Η πτυχή αυτή του δόγματος είναι πολύ σημαντική, γιατί αποτελεί τη λυδία λίθο αναγνωρίσεως και σταθμίσεως των χριστολογικών κακοδοξιών και αιρέσεων.

2) Τον όρο «Θεοτόκος» που αποδίδεται στη Μητέρα τον Χριστού. Η Μαρία γέννησε το Χριστό. Όχι βέβαια τη θεία φύση του καθ' εαυτήν, γιατί ο Θεός, ως το απειροτέλειο όν, δεν μπορεί να υπαχθεί στους φυσικούς νόμους, να γεννηθεί δηλαδή με τον ίδιο τρόπο που γεννιούνται οι άνθρωποι. Η Μαρία γέννησε το Θεό «σαρκί». Αυτό που γεννήθηκε, ήταν ο Χριστός, στον οποίο ο τέλειος Θεός ήταν ενωμένος «εξ άκρας συλλήψεως» με τον υιό του ανθρώπου στη θεοχώρητη μήτρα της πάναγνης Κόρης. Ο όρος «Θεοτόκος» αποτελεί συνοπτική εκφορά του χριστολογικού δόγματος, πάνω στον οποίο σαν σε κυματοθραύστη, προσέκρουσε και διαλύθηκε η νεστοριανή λαίλαπα.

3) Τη μια υιότητα και λατρεία τον Χριστού. Ο Χριστός είχε διπλή γέννηση, μία ως Υιός του Θεού και μία ως Υιός της Παρθένου. Η πρώτη ήταν η αΐδια γέννηση εκ του Πατρός (το υποστατικό ιδίωμα του Λόγου), η δεύτερη ήταν η έγχρονη εκ της Παρθένου δια της δυνάμεως του παναγίου Πνεύματος. Οι δύο αυτές γεννήσεις ήταν σαφείς και ξεχωριστές η μία από την άλλη. Δεν είχε όμως και δύο υίότητες. Δεν ήταν Υιός Θεού και Υιός της Παρθένου ξεχωριστά. Αυτό θα σήμαινε ότι είχε δύο πρόσωπα, ένα ως Θεός και ένα ως άνθρωπος. Αυτό δεν συνέβαινε. Ο Χριστός, όπως είπαμε, είχε ένα πρόσωπο, ήταν ένας και όχι πολλοί. Ως ένας είχε μία υίότητα, ως Θεός και ως άνθρωπος ο αυτός. Δεν υπήρχαν σ’ αυτόν δύο υιοί ξεχωριστοί, όπως έλεγε ο Νεστόριος. Στη μία υιότητα του Χριστού αναλογεί και μία λατρεία και προσκύνηση.

4) Την απόλυτη αναμαρτησία του Χριστού. Ο Χριστός όχι απλά δεν αμάρτησε κατά τη διάρκεια της επίγειας ζωής του, αλλά δεν μπορούσε καν να αμαρτήσει (non potuit peccare). Αυτό απαιτεί η σύνθεση του προσώπου του. Δεν μπορούσε ν’ άμαρτήσει, γιατί δεν ήταν απλός άνθρωπος, αλλά Θεάνθρωπος. Η ιδέα ότι μπορούσε ν’ άμαρτήσει ο Κύριος, διχάζει το ένα του πρόσωπο σε δύο φυσικά πρόσωπα, κάτι που καταλύει το χριστολογικό μυστήριο. Η ιδέα είναι αλλόκοτη. Αν υποτεθεί ότι ο Χριστός μπορούσε ν’ αμαρτήσει σαν άνθρωπος, μπορούσε ν’ αμαρτήσει μαζί του κι ο Θεός, ιδέα ασεβής και βλάσφημη.

 

(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 91-96)

Εύρεση

Δημοφιλή Θέματα (Α-Ω)

αγάπη (600) Αγάπη Θεού (340) αγάπη σε Θεό (248) αγάπη σε Χριστό (166) άγγελοι (69) Αγγλικανισμός (1) Αγία Γραφή (230) Αγιασμός (10) Άγιο Πνεύμα (96) Άγιο Φως (1) άγιοι (178) άγιος (197) αγνότητα (42) άγχος (36) αγώνας (106) αγώνας πνευματικός (270) αδικία (6) Αθανασία (7) Αθανάσιος ο Μέγας (4) αθεΐα (127) αιρέσει (1) αιρέσεις (363) αιωνιότητα (14) ακηδία (4) ακτημοσὐνη (14) αλήθεια (112) αμαρτία (343) Αμβρόσιος άγιος (3) άμφια (1) Αμφιλόχιος της Πάτμου (4) Ανάληψη Χριστού (4) Ανάσταση (144) ανασταση νεκρών (31) ανθρώπινες σχέσεις (322) άνθρωπος (304) αντίχριστος (11) Αντώνιος, Μέγας (5) αξιώματα (15) απἀθεια (5) απελπισία (9) απιστία (21) απληστία (5) απλότητα (16) αποκάλυψη (8) απόκρυφα (17) Απολογητικά Θέματα (1) αργολογία (3) αρετή (200) Αρσένιος Όσιος (5) ασθένεια (108) άσκηση (63) αστρολογία (2) Αυγουστίνος άγιος (3) αυταπάρνηση (31) αυτεξούσιο (2) αυτογνωσία (148) αυτοθυσἰα (26) αυτοκτονία (9) αχαριστία (6) Β Παρουσία (10) Β' Παρουσία (11) βάπτιση (17) βάπτισμα (31) Βαρβάρα αγία (1) Βαρσανουφίου Οσίου (31) Βασιλεία Θεού (33) Βασίλειος ο Μέγας (32) Βελιμίροβιτς Νικόλαος Άγιος (32) βία (4) βιβλίο (31) βιοηθική (10) βίος (1) Βουδδισμός (5) γαλήνη (2) γάμος (125) Γένεση (5) Γέννηση Κυρίου (14) Γεροντικόν (195) Γερόντισσα Γαβριηλία (1) Γεώργιος Άγιος (1) γηρατειά (11) γιόγκα (4) γλώσσα (64) γνώση (25) Γνωστικισμός (3) γονείς (134) Γρηγόριος Νεοκαισαρείας άγιος (1) Γρηγόριος Νύσσης Άγιος (2) Γρηγόριος ο Θεολόγος (20) Γρηγόριος ο Παλαμάς όσιος (9) γυναίκα (36) δάκρυα (57) δάσκαλος (24) Δεύτερη Παρουσία (28) Δημήτριος Άγιος (1) Δημιουργία (62) διάβολος (233) Διάδοχος Φωτικής όσιος (13) διαίσθηση (1) διακονία (4) διάκριση (147) διάλογος (5) δικαιο (4) δικαιοσύνη (38) Διονύσιος Αρεοπαγίτης Άγιος (2) Διονύσιος Κορίνθου άγιος (1) Δογματικα Θέματα (205) Δογματική Τρεμπέλα (1) δύναμη (68) Δωρόθεος αββάς (10) εγκράτεια (19) εγωισμός (248) εικόνες (34) Ειρηναίος Λουγδούνου άγιος (4) ειρήνη (54) εκκλησία (236) Εκκλησιαστική Ιστορία (24) Εκκλησιαστική περιουσία (3) έκτρωση (5) έλεγχος (16) ελεημοσύνη (114) ελευθερία (62) Ελλάδα (19) ελπίδα (61) εμπιστοσὐνη (58) εντολές (12) Εξαήμερος (2) εξέλιξης θεωρία (16) Εξομολόγηση (167) εξωγήινοι (13) εξωσωματική γονιμοποίηση (5) Εορτή (3) επάγγελμα (17) επιείκεια (2) επιμονἠ (52) επιστήμη (108) εργασία (80) Ερμηνεία Αγίας Γραφής (184) έρωτας (19) έρωτας θείος (9) εσωστρέφεια (1) Ευαγγέλια (194) Ευαγγέλιο Ιωάννη Ερμηνεία (33) Ευαγγελισμός (2) ευγένεια (15) ευγνωμοσὐνη (42) ευλογία (5) Ευμένιος Όσιος γέροντας (7) ευσπλαχνία (34) ευτυχία (65) ευχαριστία (53) Εφραίμ Κατουνακιώτης Όσιος (26) Εφραίμ ο Σύρος όσιος (6) εχεμύθεια (1) ζήλεια (15) ζώα (46) ζωή (34) ηθική (14) ησυχία (32) θάνατος (300) θάρρος (99) θαύμα (254) θέατρο (5) Θεία Κοινωνία (179) Θεία Λειτουργία (127) θεία Πρόνοια (14) θἐλημα (54) θέληση (38) θεογνωσία (2) Θεόδωρος Στουδίτης όσιος (36) θεολογία (29) Θεός (330) Θεοφάνεια (6) Θεοφάνους Εγκλείστου Αγίου (5) θέωση (6) θλίψεις (280) θρησκείες (43) θυμός (100) Ιάκωβος Αδελφόθεος Άγιος (1) Ιάκωβος Τσαλίκης Όσιος (14) ιατρική (13) Ιγνάτιος Θεοφόρος (9) Ιγνάτιος Μπριαντσανίνωφ Άγιος (6) ιεραποστολή (47) ιερέας (177) ιερωσύνη (16) Ινδουισμός (14) Ιουδαίοι (1) Ιουστίνος άγιος (3) Ιουστίνος Πόποβιτς Άγιος (58) Ιππόλυτος άγιος (1) Ισαάκ ο Σύρος (5) Ισίδωρος Πηλουσιώτης όσιος (36) Ισλάμ (11) Ιστορία Ελληνική (8) Ιστορία Παγκόσμια (14) Ιστορικότης Χριστού (1) Ιωάννης Δαμασκηνός Άγιος (1) Ιωάννης Θεολόγος (3) Ιωάννης Κροστάνδης (330) Ιωάννης Χρυσόστομος (397) Ιωσήφ Ησυχαστής Άγιος (6) Καινή Διαθήκη Ερμηνεία (139) Καινή Διαθήκη κριτικό κείμενο NestleAland (5) Κανόνες Εκκλησίας (4) καρδιά (117) Κασσιανός Όσιος (4) κατάκριση (132) καταναλωτισμός (8) Κατηχητικό (4) καύση νεκρών (1) κενοδοξία (14) κήρυγμα (53) Κίνητρα (3) Κλήμης Αλεξανδρέας (1) Κλήμης Ρώμης άγιος (1) Κλίμακα (6) κλοπή (5) Κοίμησις Θεοτόκου (25) κοινωνία (167) κόλαση (50) Κόντογλου Φώτης (4) Κοσμάς Αιτωλός Άγιος (2) Κουάκεροι (1) ΚράτοςΕκκλησία (1) Κρίσις Μέλλουσα (48) Κυπριανός άγιος (1) Κύριλλος Άγιος (1) Λατρεία Θεία (75) λείψανα (9) λογική (1) λογισμοί (116) λόγος Θεού (21) Λουκάς Κριμαίας Άγιος (12) λύπη (60) μαγεία (19) μακροθυμία (5) Μανιχαϊσμός (1) Μάξιμος Ομολογητής (15) Μαρία Αιγυπτία Αγία (2) Μαρκίων αιρετικός (1) μάρτυρες (24) μεγαλοσὐνη (7) Μεθοδιστές (1) μελέτη (59) μετά θάνατον (44) μετά θάνατον ζωή (101) Μεταμόρφωση (11) μετάνοια (366) Μετάσταση (1) μετάφραση (13) Μετενσάρκωση (8) μητέρα (56) Μητροπολίτης Σουρόζ Αντώνιος (2) μίσος (11) ΜΜΕ (4) μνημόσυνα (9) μοναξιά (21) μοναχισμός (114) Μορμόνοι (1) μόρφωση (20) μουσική (8) Ναός (17) ναρκωτικά (4) Νέα ΕποχήNew Age (1) Νεκτάριος άγιος (27) νέοι (27) νεοπαγανισμός (7) νηστεία (67) νήψη (2) Νικηφόρος ο Λεπρός Άγιος (3) Νικόδημος Αγιορείτης Άγιος (1) Νικόλαος Άγιος (8) Νικόλαος Καβάσιλας Άγιος (2) Νικόλαος Πλανάς Άγιος (1) νους (54) οικονομία (2) Οικουμενισμός (4) ομολογία (3) ομορφιά (17) ομοφυλοφιλία (2) όνειρα (35) οραμα (25) οράματα (32) οργή (2) ορθοδο (1) Ορθοδοξία (292) όρκος (1) πάθη (267) πάθος (38) παιδεία (24) παιδιά (138) Παΐσιος Όσιος (380) Παλαιά Διαθήκη (7) Παλαιά Διαθήκη Ερμηνεία (10) παλαιοημερολογίτες (17) Παναγία (333) Παπαδόπουλος Στυλιανός (3) παράδειγμα (38) Παράδεισος (113) Παράδοση Ιερά (9) Παρασκευή Αγία (1) Παρθένιος ο Χίος Όσιος (2) Πάσχα (23) πατήρ Νικόλαος Πουλάδας (21) πατρίδα (9) Πατρολογία (19) Παύλος Απόστολος (4) πειρασμοί (27) Πεντηκοστή (12) περιέργεια (3) Πέτρος Απόστολος (1) πίστη (540) πλησἰον (69) πλούτος (73) Πνευματικές Νουθεσίες (92) πνευματική ζωή (278) πνευματικός πατέρας (120) πνευματισμός (10) ποίηση (21) πόλεμος (28) πολιτική (25) πολιτισμός (9) Πορφύριος Όσιος (271) πραότητα (7) προθυμἰα (28) Πρόνοια (5) Πρόνοια Θεία (90) προορισμός (16) προσευχή (806) προσοχή (51) προσπἀθεια (139) προτεσταντισμός (29) προφητείες (15) ραθυμία (18) Ρωμαιοκαθολικισμός (36) Σάββας Καλύμνου Άγιος (1) Σαρακοστή (12) σεβασμός (28) Σεραφείμ του Σαρώφ Όσιος (11) Σιλουανός Άγιος (2) σιωπή (14) σοφία (54) Σπυρίδων Άγιος (2) σταθερότητα (2) Σταυρός (84) Σταυροφορίες (4) Σταύρωση (53) συγχώρηση (92) συκοφαντία (2) Συμεών Νέος Θεολόγος όσιος (88) συμπὀνια (23) συναξάρι (2) συνείδηση (25) σχίσμα (34) σώμα (49) σωτηρία (48) Σωφρόνιος του Έσσεξ Άγιος (35) τάματα (2) ταπεινοφροσύνη (270) ταπείνωση (196) Τέλος Κόσμου (4) Τερτυλλιανός (1) Τεσσαρακοστή Μεγάλη (6) τέχνη (1) τιμωρία (19) Τριάδα Αγία (35) τύχη (2) υγεία (8) υλικά αγαθά (43) υπακοή (124) Υπαπαντή (2) υπαρξιακά (73) υπερηφἀνεια (55) υποκρισία (26) υπομονή (222) φανατισμός (5) φαντασία (5) φαντάσματα (3) φιλαργυρἰα (9) φιλαυτἰα (10) φιλία (30) φιλοσοφία (23) Φλωρόφσκυ Γεώργιος (3) φόβος (56) φὀβος Θεοὐ (26) φως (44) Φώτιος άγιος (1) χαρά (123) Χαράλαμπος Άγιος (1) χάρις θεία (119) χαρίσματα (39) Χειρόγραφα Καινής Διαθήκης (1) Χριστιανισμός (21) χριστιανός (101) Χριστός (362) Χριστούγεννα (69) χρόνος (36) ψαλμωδία (7) ψεύδος (22) ψυχαγωγία (10) ψυχή (270) ψυχολογία (25)