ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ Μ.ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ

ΙΕΡΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ Μ.ΕΒΔΟΜΑΔΑ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ 
ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΚΛΕΙΝΟΥΜΕ ΡΑΝΤΕΒΟΥ (!!!).

ΜΕΓΑΛΗ ΔΕΥΤΕΡΑ

Πρωί 12 - 2 μ.μ. 

Απόγευμα: 5.30 - 7

Βράδυ 8.30 - 10.30

ΜΕΓΑΛΗ ΤΡΙΤΗ

Πρωί 12 - 2 μ.μ.

Απόγευμα: 5.30 - 7

Βράδυ 8.45 - 10.30

ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΤΑΡΤΗ

Πρωί 10 - 1μ.μ.

ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ

Πρωί  10 - 1.30 μ.μ.

Βράδυ 10 - 12

ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

Πρωί  11.30 - 2 μ.μ.

Απόγευμα 5.30 - 7 μ.μ. Βράδυ 10 - 11

ΜΕΓΑΛΟ ΣΑΒΒΑΤΟ  Πρωί 10 - 1 μ.μ.




 

ΜΕΓΑΛΗ ΔΕΥΤΕΡΑ

Πρωί 12 - 2 μ.μ. 

Απόγευμα: 5.30 - 7

Βράδυ 8.30 - 10.30

ΜΕΓΑΛΗ ΤΡΙΤΗ

Πρωί 12 - 2 μ.μ.

Απόγευμα: 5.30 - 7

Βράδυ 8.45 - 10.30

ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΤΑΡΤΗ

Πρωί 10 - 1μ.μ.

ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ

Πρωί 10 - 1.30 μ.μ.

Βράδυ 10 - 12

ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

Πρωί 11.30 - 2 μ.μ.

Απόγευμα 5.30 - 7 μ.μ. Βράδυ 10 - 11

ΜΕΓΑΛΟ ΣΑΒΒΑΤΟ  Πρωί 10 - 1 μ.μ.

E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΚΟΡΙΝΘΟΥ (περίπου 160- 180) Ο Οικουμενικός Διδάσκαλος
Ο Διονύσιος Κορίνθου υπήρξε η μεγαλύτερη φυσιογνωμία της Εκκλησίας μεταξύ των ετών 160 και 175/180, για τα οποία μάλιστα πληροφορίες έχομε σχεδόν μόνον από τις Επιστολές του. Η παρουσία του στη θεολογία του Β' αιώνα εκφράζει την υπέρβαση του απολογητικού πνεύματος, την επανεύρεση του κλίματος του Ιγνατίου και την προετοιμασία της θεολογίας του Ειρηναίου. Η μεγάλη σημασία του Διονυσίου σχετίζεται με την κρίση της εποχής και τη συμβολή του στην αντιμετώπιση της κρίσεως αυτής. Η Εκκλησία των χρόνων του συνταρασσόταν κυριολεκτικά: α) από τις τάσεις των εγκρατιτών κατά του γάμου, β) από το πρόβλημα της συγχωρήσεως ή μη όσων πίπτουν σε αμαρτίες ή αίρεση και γ) από τις προσπάθειες νοθεύσεως του ασχημάτιστου Κανόνα της Κ. Διαθήκης. Η απάντηση του Διονυσίου στα παραπάνω προβλήματα, που υιοθετήθηκε τότε απ’ όλες σχεδόν τις Εκκλησίες και που από τον Γ' αι. έγινε Παράδοση της Εκκλησίας, είναι η εξής: η αγαμία είναι προαιρετική και ο γάμος ιερός· όσοι μετανοούν πρέπει να γίνονται δεκτοί σε οποιεσδήποτε αμαρτίες ή αιρέσεις και αν έπεσαν· ο κανών του Μαρκίωνα είναι ψευδής και οι χριστιανοί πρέπει να γνωρίζουν τον αληθή Κανόνα και τη σημασία του (έτσι στο πρόσωπο του Διον. έχομε τον πρώτο θεολόγο του Κανόνα). Η στάση αυτή, που συνιστούσε προσωρινά τουλάχιστο τη λύση της κρίσεως στους κόλπους της Εκκλησίας, έδωσε στο Διονύσιο εξαιρετικά μεγάλο κύρος, οικουμενική αναγνώριση και ασυνήθη εμπιστοσύνη των Εκκλησιών στο πρόσωπό του. Τούτο αποδεικνύεται (αλλά κι εξηγείται) από το γεγονός ότι πολλές Εκκλησίες, κατά τη μαρτυρία του και τις περιλήψεις Επιστολών του, απευθύνονταν στον επίσκοπο Κορίνθου, ζητώντας απάντηση σε θέματα που τις απασχολούσαν. Αυτά συνέβαιναν κατά τους χρόνους της ρωμαϊκής παντοδυναμίας, η οποία έδινε ασυνήθη δύναμη και κύρος στην Εκκλησία της Ρώμης, που άλλωστε ήταν η «προκαθημένη της αγάπης» (Ιγνατίου, Προς Ρωμ.). Εν τούτοις στους χρόνους της ακμής του Διονυσίου (160-175/80) οι τοπικές Εκκλησίες προσέφευγαν για θέματα αληθείας στον επίσκοπο Κορίνθου, και όχι στον επίσκοπο Ρώμης, στον οποίο προσέφευγαν για αίτηση προστασίας και οικονομικής ενισχύσεως. Ο Διονύσιος δε συμβούλευε απλώς, αλλά κάποιος παράγων του δημιουργούσε αίσθημα γενικής ευθύνης, ώστε να «προστάττη» (Ευσεβίου, Εκκλησ. ιστ. Α'23,6) προς αποδοχή κι εφαρμογή όσων πρέσβευε. Από αυτό δεν εξαιρείται ούτε ο ισχυρός επίσκοπος Ρώμης Σωτήρ, που, ενώ διαφωνούσε με το Διονύσιο, υποχώρησε σιγά-σιγά στις απόψεις του τελευταίου. Η πραγματικότης αυτή και η αίσθηση ηυξημένης ευθύνης του Διονυσίου οδηγούν στη διαπίστωση του πρωτείου αληθείας. Στην Εκκλησία δηλαδή υπήρχε και υπάρχει πράγματι πρωτείο, αλλά τούτο εξαρτάται από την αλήθεια, από το ότι ένας επίσκοπος εκφράζει γνησιότερα και βαθύτερα απ’ όσο οι άλλοι επίσκοποι τη θεία αλήθεια σχετικά με προβλήματα που αφορούν τη σωτηρία, στη ζωή της Εκκλησίας. Το πρωτείο της αληθείας, που είναι θείο μυστήριο, ανευρίσκομε στον Κλήμεντα Ρώμης πρώτα, στον Ιγνάτιο Αντιόχειας έπειτα και στο Διονύσιο Κορίνθου τώρα (βλ. σχετικά Στυλ. Παπαδοπούλου, Διονύσιος Κορίνθου, Αθήνα 1975, σ. 19-21). Το πρωτείο τούτο, που δημιουργεί εσωτερική ευθύνη στον εκφραστή του και του παρέχει το λόγο για να επιμένη και να «προστάττη» τις Εκκλησίες, όχι μόνο δεν έχει καμμία σχέση με το πρωτείο δικαιοδοσίας ή εξουσίας, αλλά και το αναιρεί ουσιαστικά.
ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ
Για το βίο του Διονυσίου τίποτε το ασφαλές δε γνωρίζομε, εκτός του ότι έδρασε στους χρόνους του Ρώμης Σωτήρα (166-175) και ότι μετά το 180 επίσκοπος Κορίνθου ήταν ο Βάκχυλος ή Βακχυλίδης. Οι απηνείς διωγμοί του Μάρκου Αυρηλίου κυρίως, η δράση του γνωστικού αιρετικού Μαρκίωνα και οι εγκρατιτικές τάσεις δημιούργησαν στην Εκκλησία όχι ακόμη σχίσματα, αλλά διχογνωμίες, διαιρέσεις, μεγάλη σύγχυση και αμφιβολία, προς αντιμετώπιση των οποίων ο Διονύσιος έγραψε Eπιστολές, επτά από τις οποίες χαρακτηρίσθηκαν Καθολικές, ένεκα του κύρους της γνήσιας διδασκαλίας τους, αλλά και της γενικής αποδοχής τους. Δυστυχώς οι Επιστολές αυτές απωλέσθηκαν εκτός από τέσσερα σύντομα αποσπάσματα και περιλήψεις οκτώ επιστολών (επτά καθολικών και μιας προσωπικής), που οφείλομε στον Ευσέβιο (Εκκλησ.Ιστ. Δ΄23,1-13). Οι επιστολές απευθύνονταν προς «Αθηναίους», προς «Νικομηδείς», προς την Εκκλησία «Γορτύνης» Κρήτης, προς την «Αμάστριδος» ΙΠόντου, προς «Κνωσσίουςς» Κρήτης, προς «Ρωμαίους» και προς «Χρυσοφόραν». Τα αποσπάσματα (Ευσεβίου,Εκκλησ. ιστ.Δ΄10-12,Β' 25,8) προέρχονται από την «Προς Ρωμαίους» επιστολή. Εκτός των άλλων από τα αποσπάσματα συνάγεται ότι επιχειρήθηκε η νόθευση των Επιστολών και ότι οι Εκκλησίες Ρώμης και Κορίνθου είναι ισόκυρες, υπήρξαν και οι δύο «φυτεία» των αποστόλων Πέτρου και Παύλου και άρα έχουν την αυτή παράδοση και την αυτή αλήθεια. Το τελευταίο αποτελεί απάντηση σε άμεση ή έμμεση αξίωση του επισκόπου Ρώμης για ευρύτερη δικαιοδοσία επί των άλλων Εκκλησιών.
Ο Ευσέβιος (Εκκλησ.ιστ.Δ΄23,6,8,11) πληροφορεί ότι προς το Διονύσιο έγραψαν Επιστολές ο Ρώμης Σωτήρ (166-175), ο Βακχυλίδης με τον Έλπιστο από την Αμάστριδα του Πόντου και ο Κνωσσού Κρήτης Πινυτός. Τα κείμενα αυτά χάθηκαν. Ο Σωτήρ, όσο γνωρίζομε, είναι ο πρώτος Ρωμαίος επίσκοπος μετά τον Κλήμεντα που έγραψε επιστολή. Ένα από τα πρόσωπα, με τα οποία σχετίσθηκε ο Διονύσιος, ήταν και ο επίσκοπος στην Άμαστρη Πάλμας, που έγραψε μάλιστα κι Επιστολή για τον εορτασμό του Πάσχα (Ευσέβιος,Εκκλησ. ιστ.Ε΄23,2). Το κείμενο δε σώζεται.

ΚΥΠΡΙΑΝΟΣ ΚΑΡΘΑΓΕΝΗΣ (+ 258)(Ο θεολόγος της Μίας Εκκλησίας)
ΓΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ
Ο Κυπριανός είναι ο πρώτος κατ’ εξοχήν Πατήρ και Διδάσκαλος που έδωσε η Δυτική Εκκλησία. Αν ο Τερτυλλιανός είναι ο πρώτος μεγάλος θεολόγος της λατινικής Δύσεως, ο Κυπριανός είναι ο πρώτος ορθόδοξος θεολόγος της, ο πρώτος θεολόγος επίσκοπός της και ο πρώτος μάρτυς επίσκοπός της (αφού ο Ειρηναίος και ο Ιππόλυτος έγραψαν ελληνικά και προέρχονταν από την Ανατολή). Σημαντικό δε και περίεργο είναι ακόμα ότι η Β. Αφρική συνεχίζει τα πρωτεία της θεολογίας έναντι της Ρώμης, η οποία σε μεγάλα θεολογικά κι εκκλησιαστικά θέματα (βάπτισμα π.χ.) υποχωρεί τελικά στην ακτινοβολία της βορειοαφρικανικής ορθοδοξίας. Αυτά, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι στη Β. Αφρική έχουμε τις πρώτες συνόδους του δυτικού χριστιανισμού (Καρθαγένη: σύνοδος του έτους 220, 70 επίσκοποι· των ετών 240 και 256, 80 επίσκοποι), δείχνουν ότι στους κόλπους της Eκκλησίας αυτής είχε αναπτυχθή συνείδηση είδους Πατριαρχείου, που κύριο στήριγμά του ήταν η σχετικά με την ισχυρή Ρώμη μεγάλη του θεολογία και όχι απλώς ή μόνο ο βορειοαφρικανικός πολιτικός particularismus, η τάση δηλ. της περιοχής να αυτονομηθή και να αποδεσμευθή από τη Ρώμη. Η συνείδηση αυτή βρήκε ισχυρό στήριγμα στο πρόσωπο του Κυπριανού, διότι με την όλη παρουσία του, την τακτική και τη θεολογία που, έδωσε την ορθόδοξη προοπτική στην πράξη και στη σκέψη της Εκκλησίας, κάτι που πολύ γρήγορα του αναγνωρίσθηκε από την όλη δυτική Εκκλησία.
Ο Κυπριανός έγινε στην Eκκλησία ό,τι έγινε (συγγραφέας, ποιμήν, μάρτυς, Πατήρ και Διδάσκαλος) σε διάστημα μόνο 12 ετών. Προερχόμενος από οικογένεια εθνικών, βαπτίσθηκε μόλις το 246 (ή το 245) και μαρτύρησε το 258. Αξιοθαύμαστο είναι ότι παρά τη μικρή του θητεία στην Εκκλησία ήδη το 250 αποδείχθηκε ο γνησιότερος φορέας της εκκλησιαστικής Παραδόσεως και το εκλεκτό δυναμικό σκεύος, δια του οποίου το άγιο Πνεύμα βοήθησε την Eκκλησία να ξεπεράση τη συγκλονιστική κρίση της εποχής. Στο πρόσωπο του Κυπριανού η θεολογία ξεπερνά τη μονομέρεια του Τερτυλλιανού και συνειδητοποιεί την καθολικότητά της. Εν τούτοις το πνεύμα του Κυπριανού είχε μια όψη, που ανταποκρινόταν στο μεγάλο του δάσκαλο, τον Τερτυλλιανό. Οι σύντομες ηθικές διατριβές των πρώτων χρόνων και το ενθουσιαστικό του στοιχείο φανερώνουν επίδραση του Τερτ. και συγγένεια με αυτόν. Συγχρόνως όμως και μάλιστα από το 250 ο Κυπριανός εκφράζει κατ’ εξοχήν ό,τι λείπει από τον Τερτυλλιανό: παραδοσιακότητα, συνείδηση εκκλησιαστική, σύνεση, τόλμη και πρόοδο στη θεολογική αντιμετώπιση της κρίσεως της εποχής.
Οι προϋποθέσεις της θεολογίας του αγίου Κυπριανού είναι: α) Η εμμονή στην Παράδοση και η σαφής διάκριση αληθείας και εθίμου εκκλησιαστικού (Επιστ. 74,9). β) Η παρουσίαση της σκέψεώς του σαν ερμηνείας της Γραφής και η εξαιρετικά μικρή χρήση της θύραθεν σκέψεως, την οποία παρά ταύτα είχε σπουδάσει και γνώριζε καλά, γ) Η καθοδήγηση και ο φωτισμός του αγ. Πνεύματος (Επιστ. 11,3· 16,4· 36, 1-2, 17- 19· 57 κ.α.). Στο θεολογικό του έργο ο Κυπριανός κυριολεκτικά σύρεται από το πρόβλημα ή τα προβλήματα της εποχής του. Όπως όλοι ανεξαιρέτως οι μεγάλοι Πατέρες και Διδάσκαλοι, ανυψώνει και αυτός το πρακτικό πρόβλημα σε θεολογικό πρόβλημα (ενότης και βάπτισμα της Εκκλησίας). Έτσι προσφέρει την πολυσήμαντη θεολογική του συμβολή. Η διαδικασία αυτή γίνεται στην περίπτωση του Κυπριανού ιδιαίτερα δυσδιάκριτη, διότι ο ιερός άνδρας αποφεύγει να χρησιμοποιή θύραθεν φιλοσοφική και μεταφυσική ορολογία, δεν θεολογεί με τρόπο αφηρημένα θεωρητικό, δεν παρασύρεται σε αφηρημένες διανοητικές επεξεργασίες και πτήσεις, αλλά προσπαθεί να θεμελιώση με τη Γραφή και την Παράδοση, την αλήθεια, στην οποία τον οδήγησε το άγιο Πνεύμα, ζώντας πάντοτε και ολόκληρη την μέχρι τότε Παράδοση. Η κατάσταση αυτή οδήγησε τους ερευνητές στην εσφαλμένη εκτίμηση ότι ο Κυπριανός ασχολήθηκε μόνο με πρακτικά και όχι με θεολογικά θέματα.
Η Εκκλησία στην εποχή του Κυπριανού δοκίμασε στους κόλπους της εξαιρετικά επικίνδυνη κρίση, η οποία κυριολεκτικά απείλησε τη γνησιότητά της και την ενότητά της και η οποία οφειλόταν στα εξής τρία θέματα, που ως τότε δεν αντιμετωπίζονταν με τρόπο ενιαίο: α. Τη συγχώρηση ή μη των Iapsi (των χριστιανών που στη διάρκεια του διωγμού του Δεκίου θυσίασαν στα είδωλα ή και παρουσίασαν πλαστό έγγραφο ότι θυσίασαν για να αποφύγουν το μαρτύριο), β. Της ενότητος της Εκκλησίας. Ιδιαίτερα στη χριστ. λατινική Δύση, όπου η θεολογία δεν είχε αναπτύξει σε μεγάλο βαθμό τη συνείδηση της Παραδόσεως, δημιουργήθηκαν πολλές σχισματικές ομάδες, προερχόμενες από τους κόλπους της Εκκλησίας, με την αξίωση ότι είναι γνήσιες Εκκλησίες. Παράδειγμα στη Ρώμη το σχίσμα του Ιππολύτου (+235) κι έπειτα του Νοουατιανού· στην Καρθαγένη ο μοντανισμός με τον Τερτυλλιανό, τα σχίσματα του Φηλικισσίμου και του Μαξίμου. γ. Της εγκυρότητος ή μη του βαπτίσματος των αιρετικών. Η απάντηση στα παραπάνω προβλήματα συνδεόταν άμεσα με τη γνησιότητα και την ενότητα της Eκκλησίας και άρα με τη σωτηρία των πιστών.
Το μυστήριο της μετανοίας (lapsi).
Οι αυστηροί μοντανίζοντες κύκλοι υποστήριζαν ότι η Eκκλησία δεν πρέπει, αλλά και δε μπορεί να συγχωρήση τους μετανοούντες πεπτωκότες (lapsi)· άλλοι, οι πολύ επιεικείς κληρικοί, τους δέχονταν με μόνη τη δήλωση της επιθυμίας τους για επιστροφή στην Εκκλησία ή (συνήθως) με συγχωρητικό έγγραφο, που έπαιρναν οι ενδιαφερόμενοι lapsi από ομολογητές της πίστεως. Ο Κυπριανός είδε ορθά, με τη βοήθεια και της ανάλογης θεολογίας του Διονυσίου Κορίνθου (Β' αι.),ότι και στις δύο περιπτώσεις καταλύεται το μυστήριο της μετανοίας. Διότι εν προκειμένω η Εκκλησία δεν θα μπορούσε να συγχωρή τους πεπτωκότες ή θα τους δεχόταν χωρίς έμπρακτη μετάνοια για την πτώση τους ή θα μετατοπιζόταν το λειτούργημα της συγχωρήσεως σε μη κληρικούς. Έτσι άλλαζε κυριολεκτικά η εσωτερική δομή και γνησιότης της Εκκλησίας τόσο, ώστε να είναι προβληματική η σωτηρία που προσφέρει. Η θέση λοιπόν του Κυπριανού εξασφάλιζε τη δομή και τη γνησιότητα της Εκκλησίας, διότι δέχθηκε τους πεπτωκότες (άρα η Εκκλησία μπορεί να συγχωρή) υπό τον όρο ότι θα δείξουν έμπρακτη μετάνοια (η αμαρτία αίρεται μόνο με τη μετάνοια), την οποία θα δήλωναν σε κληρικό (μόνο οι κληρικοί έχουν στην Eκκλησία τη χάρη να δέχονται τη μετάνοια). Έτσι γίνεται κατανοητό ότι όλα τα πρακτικά προβλήματα είναι θεολογικά και όλα τα πράγματι θεολογικά προβλήματα είναι πρακτικά. Η θέση του Κυπριανού είναι καθαρά θεολογική αντιμετώπιση και δεν οφείλεται στην ευκαμψία ή την ηπιότητα του χαρακτήρα του.
Το μυστήριο της μοναδικότητος και της ενότητος της Εκκλησίας.
Τα ποικίλα σχίσματα στους κόλπους της Δυτικής Εκκλησίας είχαν δημιουργήσει βαθιά κρίση στους χριστιανούς, οι οποίοι αμφέβαλλαν πλέον για τη μοναδικότητα της Εκκλησίας. Των αναλογιών τηρουμένων ο Κυπριανός αντιμετώπισε το πρόβλημα που πριν από ενάμισι σχεδόν αιώνα απασχόλησε τον Ιγνάτιο. Γι’ αυτό και η θεολογία του Κυπριανού είναι συνέχεια κι επέκταση της ιγνατιανής θεολογίας περί Εκκλησίας και επισκόπου. Το νέο στοιχείο εδώ είναι κυρίως ο τονισμός του ότι ο Κύριος ίδρυσε μόνο μία Eκκλησία και γι’ αυτό η επισκοπή είναι ουσιαστικά μία. Η πλήρης μετοχή στο μοναδικό επισκοπικό αξίωμα (De unit. 5) αποτελεί εγγύηση της γνησιότητος ή της καθολικότητος του συγκεκριμένου επισκόπου. Τη διπλή αυτή μοναδικότητα (Εκκλησίας και επισκοπής-επισκόπου) επιχειρεί να εξηγήση με τους λόγους του Κυρίου προς τον απόστ. Πέτρο:«συ εί Πέτρος και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την Eκκλησίαν» (Ματθ. 16,18). Οι λόγοι αυτοί, στην αρχική σκέψη του αγ. Κυπριανού, είχαν φαίνεται σχέση με κάποιο «πρωτείον» του Πέτρου. Γρήγορα όμως ο ιερός άνδρας έγραψε πάλι το περίφημο κεφ. 4 του De unitate, όπου τα κρίσιμα σχετικά χωρία. Στη νέα σύνταξη του κεφαλαίου δίδει την οριστική θεολογική του ερμηνεία στη μοναδικότητα της εντολής προς τον Πέτρο: Ο Κύριος απευθύνθηκε μόνο στον Πέτρο και είπε ότι θα ίδρυε την Eκκλησία μόνο στον Πέτρο, «για να δείξη έτσι ότι η Εκκλησία του Χριστού είναι Μία» («ut ecclesia Christi una monstretur»). Μιλώντας ακόμη περί του ότι όλοι οι απόστολοι στάλθηκαν στον κόσμο για τον ευαγγελισμό, όλοι έλαβαν το άγιο Πνεύμα και ότι όλοι είχαν την ίδια εξουσία να συγχωρούν (Ιωάν. 20,21-23), επανέρχεται πάλι στην ίδια ερμηνεία: «Για να δ ε ί ξ η όμως (ο Κύριος) την ενότητα, όρισε με την αυθεντία Του τ η ν α ρ χ ή τ η ς ε ν ό τ η τ ο ς αυτής, ώστε να άρχεται από ένα» («tamen, utunitatemmani- festaret...»), μολονότι «οι λοιποί απόστολοι ήσαν επίσης ό,τι και ο Πέτρος, συμμέτοχοι της αυτής(=ίδιας) τιμής και δυνάμεως». Ο Κύριος λοιπόν είπε ότι θα ιδρύση την Εκκλησία σ’ ένα απόστολο, μόνο και μόνο για να δ ε ί ξ ε ι την ενότητά της, για να δείξει ότι αν και οι απόστολοι και οι επίσκοποι είναι πολλοί, αν και έχουμε συγχρόνως πολλές γνήσιες Eκκλησίες, κατά τόπους, το γεγονός Eκκλησία είναι ένα, ενιαίο και αδιαίρετο. Η επιμονή του Κυπριανού στη χρήση των ρημάτων manifestaret και monstretur (δείχνω) σημαίνει ότι στη σκέψη του η διάκριση του Πέτρου είχε συμβολικό χαρακτήρα προς υπογράμμιση της μοναδικότητος και ενότητος της Εκκλησίας. Η αναφορά του Κυρίου στον Πέτρο είναι τρόπος ή σχήμα, μέσω του οποίου υπογραμμίζει την μοναδικότητα και την ενότητα της Εκκλησίας.
Η επισκοπή στο πνεύμα του Κυπριανού είναι η εκάστοτε τοπική Εκκλησία, στην οποία ανήκει ο επίσκοπος. Συγχρόνως όμως αναφέρει τον όρο Eκκλησία, για να δηλώση την Εκκλησία, η οποία είναι πέρα από τις επισκοπές ή τις τοπικές Εκκλησίες, είναι πηγή, από την οποία εκχέονται ακτίνες, δηλ. οι τοπικές Eκκλησίες (π.χ. De unit. 4 και 5). Εν τούτοις ξεπερνά τη νοησιαρχική αυτή ιδέα, όταν διαβεβαιώνη: «εμείς κατέχουμε την κεφαλή και τη ρίζα της μιας Eκκλησίας» (Eπιστολή 73,2). Το «εμείς» είναι η τοπική Eκκλησία της Καρθαγένης ή της βορείου Αφρικής και άρα κάθε τοπική Εκκλησία. Ο Κυπριανός, ξεκινώντας από την κρίση της εποχής του, προσπαθεί να υπογραμμίσει σε μια τόσο πρώιμη εποχή για το θέμα την ενότητα της Eκκλησίας χωρίς να υποτιμήσει την πολλαπλή ύπαρξή της: τη μία Eκκλησία και συγχρόνως τις πολλές τοπικές Eκκλησίες. Πολλές φορές φαίνεται ασαφής και αμφιταλαντευόμενος. Ό,τι όμως έχει τεράστια σημασία και αποτελεί θεολογική προσφορά του Κυπριανού είναι η αναζήτηση της γνησιότητος της τοπικής Eκκλησίας στη σχέση και τη συμφωνία των «ιερέων» της με τους ιερείς της απανταχού Eκκλησίας. Eκκλησία είναι ο «λαός», ο ενωμένος με το Χριστό, αλλά και με τον «ιερέα» (επίσκοπο) (Επιστ. 66,8). Όποιος δεν διατηρεί την ενότητα με τον επίσκοπο δεν βρίσκεται στην Eκκλησία (αυτόθι). (Στη θεολογία περί της σημασίας του επισκόπου και της σχέσεως, την οποία οι πιστοί πρέπει να έχουν με αυτόν, ο Κυπριανός ακολουθεί απόλυτα τον Ιγνάτιο, που ήδη είχε γίνει Παράδοση της Eκκλησίας). Οι τοπικές Eκκλησίες, μολονότι εμφανίζονται πολλές, είναι «η Καθολική και Μία Eκκλησία» που «δεν χωρίζεται ούτε διαιρείται, αλλά είναι απόλυτα ενωμένη» (αυτόθι). Το εξωτερικό κριτήριο της ενότητος αυτής αποτελούν οι ιερείς. Έτσι λοιπόν ο «αμοιβαίος» σύνδεσμος μεταξύ όλων των ιερέων των τοπικών Eκκλησιών συνιστά εγγύηση και κριτήριο γνησιότητος των Eκκλησιών, στις οποίες ανήκουν. Ο αμοιβαίος αυτός σύνδεσμος νοείται ως ενότης και συμφωνία πίστεως. Επομένως, όταν π.χ. ο Νοουατιανός ή ο Φηλικίσσιμος (Ρώμη, Καρθαγένη) διασπούν την ενότητα και τη συμφωνία τους με τους λοιπούς κληρικούς της Eκκλησίας, σημαίνει ότι παύουν να είναι μέλη της Μιας Eκκλησίας, είναι σχισματικοί. Τέλος υπενθυμίζουμε ότι στην Eκκλησία της Ανατολής το θέμα της γνησιότητος μιας Eκκλησίας αντιμετωπίσθηκε κυρίως με την υπογράμμιση της αποστολικής διαδοχής (ή διαδοχών) (ο Ηγήσιππος κι έπειτα ο Ειρηναίος). Η προβολή διαφορετικής όψεως της ίδιας αληθείας οφείλεται στη διαφορά του προβλήματος, το οποίο προκάλεσε τις δύο απαντήσεις: χριστιανικός γνωστικισμός εκεί (Β' αι.), εκκλησιαστικά σχίσματα εδώ (μέσα Γ' αι.).
Στα τελευταία έτη του βίου του ο Κυπριανός αντιμετώπισε το ίδιο πρόβλημα της μοναδικότητος και ενότητος της Εκκλησίας από άλλη πλευρά. Συνεπής προς όσα σχετικά δίδασκε δεν αναγνώριζε το βάπτισμα των αιρετικών, τους όποιους αναβάπτιζε, όταν ήθελαν να εισέλθουν στην Eκκλησία. Στη διατύπωσή της και στο θεολογικό της βάθος η θέση του Κυπριανού είναι ορθή, αλλά ο ίδιος δε μπορούσε να διακρίνη μεταξύ αιρετικών και σχισματικών ή αυτών που άλλοτε ανήκαν στην Eκκλησία. Τη διάκριση αυτή θα κάνη λίγο μετά το θάνατο του Κυπριανού ο Διονύσιος Αλεξανδρείας. Με τη βελτίωση αυτή η θέση του Κυπριανού θα γίνη κανόνας της Eκκλησίας. Ο Στέφανος Ρώμης αντίθετα δεν αναβάπτιζε τους αιρετικούς, θεωρώντας το βάπτισμά τους έγκυρο, κάτι που έθετε σε κίνδυνο την αφετηρία του Κυπριανού: «salus extra ecclesiam non est» ( Eπιστ.73,21). Αθεολόγητος και ισχυρογνώμων ο Στέφανος προχώρησε στην απόσχιση της βορειοαφρικανικής Eκκλησίας και στον αφορισμό του Κυπριανού (ο θάνατος του Στεφάνου εμπόδισε την τυπική επικύρωση του αφορισμού), ο οποίος, πιστεύοντας ότι εκφράζει την αλήθεια, δεν υπέκυψε. Εν τούτοις την ίδια εποχή δε διστάζει να γράφη ότι «πηγή» της ενότητος είναι ο Πέτρος (Eπιστ. 73,7). Τούτο σημαίνει και πάλι ότι στις παρόμοιες αναφορές ο Πέτρος απλώς συμβολίζει την επισκοπή ή την Εκκλησία και ότι κάθε επίσκοπος έχει (ή μπορεί να έχη) με τον Πέτρο τη σχέση που βασικά έχει και ο επίσκοπος Ρώμης.
Πρωτείο αληθείας.
Το γεγονός ότι ο Κυπριανός επιμένει σταθερά στις θέσεις του, ότι αρνείται να υποχωρήση στις αξιώσεις του επισκόπου Ρώμης και ότι σιγά-σιγά οι θέσεις του γίνονται πίστη και Παράδοση της Eκκλησίας (ενώ οι θέσεις του αντιπάλου του επισκόπου Ρώμης Στεφάνου σιγά-σιγά απορρίπτονται), σημαίνει ότι στο πρόσωπό του υπάρχει σαφώς το πρωτείο αληθείας, το μόνο ουσιαστικά πρωτείο που έζησε η Eκκλησία. Ο Κυπριανός δηλαδή εύρισκε την εσωτερική δύναμη αντιστάσεως προς το Στέφανο, διότι εξέφραζε γνήσια την αλήθεια. Και η Εκκλησία του αναγνώρισε τη γνησιότητα αυτή σε αντίθεση με ό,τι έκανε για το Στέφανο. Η αναγνώριση μάλιστα αυτή υπήρξε γενική για τη Δυτική και την Ανατολική Eκκλησία και στα μέσα του Γ΄ αιώνα ο Κυπριανός με το Διονύσιο Αλεξανδρειάς υπήρξαν οι κατ’ εξοχήν γνήσιοι εκφραστές της αλήθειας και της όλης Παραδόσεως και γι’ αυτό οι κατ’ εξοχήν Πατέρες και Διδάσκαλοι ολόκληρης της Eκκλησίας. Όπως όλοι δε οι μεγάλοι Πατέρες και Διδάσκαλοι, ο Κυπριανός κατηγορήθηκε στην εποχή του ότι με τις θεολογικές του θέσεις εξέρχεται της Παραδόσεως και γίνεται «ψευδόχριστος και ψευδαπόστολος» (Στέφανος: Επιστολή 75,25). Τέλος η ορθότης της θεολογίας του Κυπριανού σφραγίσθηκε με το στέφανο του μαρτυρίου της πίστεως, όπως παλαιότερα συνέβη με τον Ιγνάτιο.
ΒΙΟΣ
Ο Θάσκιος Καικίλιος Κυπριανός (Thascius Caecilius Cyprianus) γεννήθηκε μεταξύ 200 και 210 στην Καρθαγένη της Β. Αφρικής από αριστοκρατική οικογένεια ρωμαίων. Σπούδασε με άνεση και ειδικεύθηκε στη ρητορική τέχνη, την οποία έπειτα υπηρέτησε. Είχε πολλά κι εξαιρετικά διανοητικά και φυσικά χαρίσματα, γεγονός που εξηγεί τη γρήγορη κι εντυπωσιακή επαγγελματική του άνοδο. Δυστυχώς για το βίο και τη δράση του Κυπριανού πριν από τη χειροτονία του σε επίσκοπο γνωρίζομε πολύ λίγα. Μερικές νύξεις βρίσκομε στο πρώιμο έργο του Ad Donatum. Σύμφωνα με αυτό έζησε τη νεανική του ζωή με ηθική ελευθεριότητα. Η αιτία και τα περιστατικά της μεταστροφής του παραμένουν άγνωστα. Βέβαιο μόνον είναι ότι γνώρισε τον πρεσβύτερο Καικίλιο, στον οποίο ώφειλε την προτροπή για το χριστιανισμό και την είσοδό του στην Εκκλησία, κάτι που έγινε περί το 246 (και ίσως το 245). Φαίνεται ότι για δύο περίπου χρόνια ο νεοφώτιστος Κυπριανός αποσύρθηκε κάπως από το δημόσιο βίο. Η έρημος τού ήταν αναγκαία. Το 248/9 με την πίεση πολλών πιστών χειροτονήθηκε επίσκοπος της γενέτειράς του Καρθαγένης. Αυτό στενοχώρησε μερικούς πρεσβυτέρους, που αργότερα θα δημιουργήσουν σχίσμα. Γρήγορα όμως κηρύχθηκε ο φοβερός διωγμός του Δεκίου (249-251) και ο επίσκοπος Κυπριανός, που η μεταστροφή και χειροτονία του είχαν προκαλέσει το έντονο μίσος των εθνικών, έκρινε καλό να εγκαταλείψη για 14 σχεδόν μήνες την επισκοπή, να κρυφτή πλησίον της Καρθαγένης και από εκεί να ποιμαίνη τους πιστούς. Πράγματι, με συνδέσμους κληρικούς και με πολλές επιστολές κατηύθυνε ολόκληρη σχεδόν την Εκκλησία της Β. Αφρικής κι έπαιζε αποφασιστικό ρόλο στην αντιμετώπιση προβλημάτων που αφορούσαν την όλη Εκκλησία.
Ο θάνατος του Δεκίου (251) σήμαινε τη λήξη του διωγμού και την επάνοδο του Κυπριανού, που είχε τώρα ν’ αντιμετώπιση την ανασυγκρότηση της Εκκλησίας του και το πρόβλημα των πεπτωκότων (lapsi). Πολλοί χριστιανοί για να αποφύγουν τις φοβερές συνέπειες του διωγμού θυσίαζαν στα είδωλα (sacrificati ή thurificati) ή προσκόμιζαν πλαστά έγγραφα ότι θυσίασαν (libellatici), ώστε να μη διώκονται. Οι περισσότεροι από αυτούς επιθυμούσαν να επανέλθουν στην Εκκλησία. Ήταν αυτό δυνατό; και αν ναι, με ποιο τρόπο, υπό ποιους όρους θα επανέρχονταν στην Εκκλησία; Ο Κυπριανός υποστήριξε ότι η επάνοδος των lapsi πρέπει να γίνεται μετά την εκδήλωση από μέρους τους έμπρακτης μετάνοιας ενώπιον των κληρικών. Οι lapsi επιθυμούσαν απλούστερη και αυτοματική διαδικασία. Προσκόμιζαν συχνά συγχωρητικά (αφέσεις) έγγραφα ομολογητών (ή απλώς δήλωναν την επιθυμία επαναφοράς) και γίνονταν δεκτοί. Συγχρόνως μία μερίδα υπεραυστηρών χριστιανών απέκλειε κάθε δυνατότητα επανόδου των lapsi. Το 251 ο Κυπριανός κάλεσε μεγάλη σύνοδο αφρικανών επισκόπων, οι οποίοι δέχθηκαν τις απόψεις του κι έτσι λύθηκε το πρόβλημα. Στο μεταξύ η στάση αυτή του Κυπριανού είχε ήδη γίνει αφορμή για όσους τη θεωρούσαν αυστηρή να δημιουργηθή σχισματική ομάδα με πρωτοστάτη το διάκονο Φηλικίσσιμο και πέντε χολωμένους πρεσβυτέρους. Το 252 μάλιστα εξέλεξαν και σχισματικό επίσκοπο, το Φορτουνάτο. Αλλά και όσοι κατηγορούσαν τον Κυπριανό για υπερβολική επιείκεια δεν αδράνησαν. Εξέλεξαν επίσκοπο κάποιο Μάξιμο, που είχε μοντανιστικές τάσεις, κι έτσι ο ιερός Κυπριανός βρέθηκε στο μέσον, εκφράζοντας μόνος αυτός την αλήθεια.
Ο θανατηφόρος λοιμός και λιμός των ετών 252-254 που έπληξε το ρωμαϊκό κράτος έγινε αφορμή να δείξη ο Κυπριανός το ενδιαφέρον του για τα κοινωνικά προβλήματα. Οργάνωσε συνεργεία βοήθειας για όλους τους κατοίκους, χριστιανούς και εθνικούς, κάτι που εντυπωσίασε και ανύψωσε τον Κυπριανό στη συνείδηση και αυτών των εθνικών. Το επόμενο έτος όμως συγκλόνισε την Εκκλησία το πρόβλημα του βαπτίσματος των αιρετικών. Ο Κυπριανός, ακολουθώντας και τις μικρασιατικές Εκκλησίες, αναβάπτιζε όσους προσέρχονταν στην Εκκλησία από τις τάξεις των αιρετικών. Αντίθετα ο Ρώμης Στέφανος δεχόταν ως έγκυρο το βάπτισμά τους και δεν τους αναβάπτιζε. Για το θέμα αυτό μίλησε πολύ, έγραψε έργα και κάλεσε και δύο συνόδους (255 και 256), στις όποιες υιοθετήθηκε η άποψή του. Αυτό εξόργισε το Στέφανο, ο οποίος καταδίκασε και αφόρισε τον Κυπριανό, του οποίου όμως η στάση έγινε Παράδοση της Εκκλησίας. Το τέλος πλησιάζει για τον Κυπριανό. Ο Ουαλεριανός κήρυξε διωγμό των χριστιανών το 256, οπότε ο επίσκοπος Καρθαγένης συλλαμβάνεται και εξορίζεται (30 Αυγούστου 257) στην Κούρουβη. Σε λίγο επανήλθε στην έδρα του, αλλά για να συλληφθή εκ νέου και να καταδικασθή (14 Σεπτ. 258) σε θάνατο δι’ αποτομής της κεφαλής, αφού ομολόγησε θαρραλέα και υποδειγματικά την πίστη του. Όταν μάλιστα άκουσε την καταδικαστική απόφαση, είπε ήρεμα: Deo gracias. Η Ανατολική Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη του στις 2 Oκτωβρίου, ενώ η Δυτική στις 16 Σεπτεμβρίου.
Πηγές από τις όποιες αντλούμε πληροφορίες για τον Κυπριανό είναι οι Eπιστολές του, τα Acta proconsularia Cypriani, η Vita Cypriani και το έργο του Ad Donatum.
ΕΡΓΑ
Ο Κυπριανός έγινε πατήρ και Διδ. με μικρό συγγραφικό έργο και μάλιστα με τις σύντομες διατριβές του De ecclesiae catholicae unitate και De lapsis και μερικές επιστολές, όπου εκφράζεται η θεολογία του. Οι περισσότερες από τις λοιπές μικρές διατριβές ή ομιλίες του είναι απάντηση στα καθημερινά προβλήματα των χριστιανών και προδίδουν θεματολογική επίδραση του Τερτυλλιανού. Αλλ’ ενώ μελετούσε τον Τερτυλλιανό, έμενε προσκολλημένος εις το κλασικό και τυποποιημένο ύφος των λατίνων ρητόρων, ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για το κάλλος του λόγου του και δεν επεδίωκε τη δημιουργία νέων εκφραστικών μέσων, όπως έκανε ο Τερτ., που γι’ αυτό έδωσε κείμενα με ζωηρότητα και πλαστικότητα εξαιρετική. Τουναντίον το κείμενο του Κυπριανού είναι κλασικό, φροντισμένο, ήρεμο, ήπιο και μετρημένο.

ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ. Ο απολογητής και μάρτυς († περί το 165)
ΓΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ
Ο ιερός Ιουστίνος, ο ιδρυτής της πρώτης χριστιανικής θεολογικής σχολής, αποτελεί νέα και συγκλονιστική παρουσία στην Εκκλησία. Το μεγαλείο του βρίσκεται όχι τόσο στο αποτέλεσμα της προσπάθειάς του όσο στην πρωτοτυπία. Σκοπός του ήταν να δημιουργήση το νέο και αληθινό τύπο φιλοσόφου, το χριστιανό φιλόσοφο, σαν έκφραση της ενότητος της αληθείας στον κόσμο και άρα της ενότητος του ίδιου του κόσμου. Μολονότι ονομάσθηκε «φιλόσοφος», είναι κάτι τελείως διαφορετικό από ένα στοχαστή ή ένα ερευνητή φιλόσοφο. Είναι και θέλει να είναι πάντοτε κατηχητής ή μάλλον διδάσκαλος της Εκκλησίας. Και σαν γνήσιος διδάσκαλος της Εκκλησίας απαντά, μολονότι γενικά, στην τριπλή πρόκληση της εποχής του: του ιουδαϊσμού, του ελληνισμού και του γνωστικισμού. Το φιλοσοφικό του παρελθόν χρωματίζει βέβαια το έργο του και συχνά ορίζει τη μέθοδό του, αλλά οι προϋποθέσεις της σκέψεώς του είναι η Εκκλησία και η Γραφή της. Συγχρόνως είναι ο πρώτος μεγάλος θεολόγος της Εκκλησίας που αισθάνθηκε την ανάγκη της ελληνικής φιλοσοφίας, την οποία κατάλαβε με τον τρόπο του στωικού Ποσειδωνίου και της οποίας πάντως χρησιμοποιεί λίγα μόνο στοιχεία.
Ακόμη ο Ιουστίνος δεν υπήρξε γνήσιος φιλόσοφος, διότι δεν είχε γνήσιο φιλοσοφικό προβληματισμό, όπως φαίνεται από τα έργα του. Δεν του έλειπε όμως η καλή φιλοσοφική κατάρτιση, την οποία χρησιμοποίησε σαν όργανο και όχι σαν βάση αλήθειας. Έτσι δεν μεταστοιχείωσε την ευαγγελική αλήθεια σε φιλοσοφική ούτε και την παρεξήγησε. Απλώς προσπάθησε να την εκφράση με τη γλώσσα της εποχής του και μάλιστα κάτω από το πλέγμα της προσωπικής του πνευματικής οδοιπορίας, της μεταστροφής του δηλαδή από τον εθνισμό στο χριστιανισμό. Γι’ αυτό σε όλη του σχεδόν τη ζωή αισθάνεται την ανάγκη να απαντά στο γιατί της μεταστροφής του. Είναι λοιπόν βασικά απολογητής της προσωπικής του ζωής, της μεταστροφής του, η οποία στηρίζεται αποκλειστικά στο γεγονός ότι οι προφητείες της ΠΔ επαλήθευσαν στο πρόσωπο του Χριστού, κάτι που επίσης αναπτύσσει συνεχώς. Αλλά και πάλι το έργο του Ιουστίνου δεν θα γίνη θεωρητική φιλοσοφία, θα μένη πάντοτε φιλοσοφία της ζωής. Άλλωστε στα ισχυρά επιχειρήματα υπέρ του χριστιανισμού πρώτη θέση κατέχει η ηθική ζωή των χριστιανών, την οποία δείχνει και αναλύει με πολλούς επαίνους και απέραντο θαυμασμό, ώστε μπορούμε να είπωμε, ότι αν δεν ήταν φιλόσοφος, ήταν ηθικολόγος.
Η σκέψη και η θεολογία του Ιουστίνου, παρά τη γνησιότητά της, βρίσκεται σε γραμμή διαφορετική και αποτελεί κλίμα διαφορετικό από εκείνο, που εκφράζει ο Ιγνάτιος λόγου χάρη και ο Ειρηναίος. Οι τελευταίοι υιοθετήθηκαν περισσότερο από την Eκκλησία, ώστε η θεολογία τους να γίνη Παράδοσή της. Τούτο ισχύει μόνο εν μέρει για τον Ιουστίνο και η εξήγηση δεν είναι δύσκολη: Ο Ιουστίνος δεν προερχόταν από τους κόλπους της εκκλησιαστικής Παραδόσεως, όπως οι άλλοι. Έτσι η προβληματολογία του αφορούσε γενικά στην τριπλή πρόκληση της εποχής προς την Eκκλησία, αλλά ήταν σε μεγάλο βαθμό προσωπική. Συγχρόνως πρέπει να σημειώσωμε ότι το ένα από τα δύο θέματα που απασχόλησαν τον Ιουστίνο, το θέμα της ενότητος της αληθείας (σπερματικός λόγος και Λόγος) και της καταλλαγής του χριστιανισμού με τη φιλοσοφική σκέψη, δε λύθηκε ικανοποιητικά από τον ιερό συγγραφέα μας και η θεολογία του επί του προκειμένου δεν έγινε η θεολογία της Eκκλησίας. Ακόμη δεν είναι άνευ σημασίας ότι ο Ιουστίνος δε μίλησε στο πλαίσιο της λατρείας της Eκκλησίας, αλλά στην ιδιωτική του σχολή, που μορφολογικά έμοιαζε με τις πολλές φιλοσοφικές σχολές. Απευθυνόταν μάλλον εξ ίσου σε πιστούς και άπιστους, στην εποχή μάλιστα που η Εκκλησία δεν είχε βγη από τις κατακόμβες. Η αίσθηση του λειτουργικού μυστηρίου λείπει από το έργο του και τα μοναδικής αξίας κεφάλαιά του περί Βαπτίσματος και Ευχαριστίας είναι πληροφοριακά, μολονότι έχουν τη θέρμη ενός μελλοντικού μάρτυρα της πίστεως.
Oλόκληρο το έργο του Ιουστίνου κινείται γύρω από δύο βασικές θέσεις:
α) Ο ανθρώπινος λόγος [λογική] έχει τη δυνατότητα να προσεγγίσει την αλήθεια έστω και με τρόπο ατελή. Έτσι, κόσμος και ιστορία καταξιώνονται απόλυτα, κάτι που οδηγεί αβίαστα στη συνδιαλλαγή της εκκλησίας με τον πνευματικό κόσμο. Τούτο είναι δυνατό, διότι η αλήθεια, την οποία ολόκληρη έχομε στο πρόσωπο του Χριστού, υπήρχε ανέκαθεν στον κόσμο σε βαθμό σπερματικό η μερικό. Ο Χριστός, επειδή είναι αυτοαλήθεια, δρούσε ως αλήθεια και Λόγος και πριν από την ενανθρώπησή του, γι’ αυτό οι προ Χριστού άνθρωποι και μάλιστα οι φιλόσοφοι με τους άνδρες της ΠΔ δεν ήσαν εκτός Χριστού. Η αλήθεια στον κόσμο είναι άρα ενιαία και ολοκληρώνεται στο Χριστό. Οι περισσότεροι εθνικοί φιλόσοφοι όμως παρερμήνευσαν τη σπερματική αλήθεια κι έτσι κατέληξαν σε λανθασμένα συστήματα, από τα οποία δεν εξαιρείται του Πλάτωνα, στον οποίο μάλιστα ο Ιουστίνος είχε ιδιαίτερη προτίμηση. Φαίνεται όμως ότι ο Ιουστίνος, που δεν του έλειπε ο ρεαλισμός, δεν αναπαύθηκε με την παραπάνω θέση του, η οποία στηρίζεται στην ύπαρξη του σπερματικού λόγου (ή αληθείας). Γι’ αυτό συχνά καταγγέλλει ότι όσα ορθά είπαν οι έλληνες φιλόσοφοι τα έλαβαν από τους προφήτες της ΠΔ κι επομένως είναι «ημών των χριστιανών». Αλλά σε καμιά περίπτωση δε μας εξηγεί το λόγο, για τον οποίο οι έλληνες αναγκάσθηκαν να δανεισθούν από τους προφήτες, παρά το γεγονός ότι η σπερματική αλήθεια υπήρχε πάντοτε και για όλους. Αυτό δείχνει ότι ο φιλόσοφος της Eκκλησίας διαπίστωσε αδιέξοδο, που δεν κατώρθωσε να ξεπεράση. Η Eκκλησία θα ξεπεράση το αδιέξοδο αυτό του Ιουστίνου ειδικά και των απολογητών της γενικά με τη θεολογία περί «ανακεφαλαιώσεως» του Ειρηναίου λίγες δεκαετίες αργότερα.
β) Οι προφητείες της ΠΔ επαλήθευσαν στο πρόσωπο του Χριστού και τούτο αποτελεί το ισχυρότερο επιχείρημα για την ορθότητα και την ολοκληρωμένη αλήθεια του χριστιανισμού. Ο μωσαϊκός νόμος περιέχει αλήθεια, αλλά είναι ατελής και γι’ αυτό καιρικής σημασίας. Η τελική και τελεία αποκάλυψη γίνεται από το Θεό στο ανθρώπινο γένος δια του Χριστού. Η θέση αυτή αποτελεί κάτι περισσότερο από δεύτερο κέντρο, στη σκέψη και τη ζωή του Ιουστίνου. Αποτελεί τη βάση, στην οποία στήριξε τη μεταστροφή του και την αφετηρία για κάθε θεολογική ερμηνεία. Ακόμη και η θεολογία του περί της ενότητος της αληθείας κατανοείται ευχερέστερα σαν συνέπεια αλλά και σαν επιχείρημα της περί προφητείας θέσεώς του. Ο ιερός Ιουστίνος, αναπτύσσοντας τη θέση του αυτή, άρχισε, αυτός πρώτος, στο χώρο της Eκκλησίας, τη βαθύτερη ανάλυση κι ερμηνεία της ΠΔ, χρησιμοποιώντας την αλληγορική και τυπολογική μέθοδο των Ιουδαίων, καθώς και τη ραββινική τεχνική στην εξήγηση. Ακόμη αυτός πρώτος ερευνά τον τίτλο Χριστός.
Γενικά το έργο του Ιουστίνου δεν είναι συστηματικό, αλλά έχει τη διάθεση να δείξει την καθολικότητα του χριστιανισμού, να δείξη ότι είναι το κορύφωμα της ιστορίας και της αληθείας. Η επιστημονική κατανόηση του προσώπου και του έργου του μεγάλου αυτού διδασκάλου και μάρτυρα της Εκκλησίας γίνεται εξαιρετικά δύσκολη, διότι: υπήρξε φύση απλή και θερμή, αλλά με πολλά προβλήματα· διότι συχνά πρωτοτύπησε· διότι θεολόγησε σε κλίμα και σε χώρο που ιστορικά δεν γνωρίζομε καλά (135-165)· διότι δεν ολοκλήρωσε το έργο του· διότι δεν σώθηκαν όλα τα έργα του· διότι μέρος από τη θεολογική του σκέψη δεν έγινε Παράδοση της Εκκλησίας. Η Εκκλησία όμως δε δυσκολεύθηκε να τον κατανοήσει και να τον τιμήση, διότι ο διδάσκαλος Ιουστίνος, που ήταν μόνο λαϊκός, έγινε μάρτυρας της πίστεώς της και διότι πρώτος αυτός, έστω και χωρίς απόλυτη επιτυχία, επιχείρησε σοβαρά, με τόλμη και σύνεση, να αντιπαραβάλη τη χριστιανική αλήθεια στη φιλοσοφική σκέψη και μάλιστα την πλατωνική.
ΒΙΟΣ
Κυρία πηγή βιογραφικών στοιχείων του Ιουστίνου είναι τα έργα του ίδιου. Πληροφορίες όμως αντλούμε και από αρχαίους εκκλησιαστικούς συγγραφείς, όπως από το μαθητή του Τατιανό, τον Ιππόλυτο, τον Τερτυλλιανό και τον Ευσέβιο, οι οποίοι με την ίδια σειρά χαρακτήρισαν τον Ιουστίνο «θαυμασιώτατον», «μάρτυρα», «φιλόσοφον και μάρτυρα» και μάρτυρα «εν φιλοσόφου σχήματι». Γεννήθηκε με την ανατολή του Β' αι. από εθνικούς και μάλλον λατίνους γονείς στη Φλαβία Νεαπόλη (σήμερα Ναπλούς) κοντά στη Σαμάρεια της Παλαιστίνης. Από νεαρή ηλικία έδειξε πολύ ενδιαφέρον για την αλήθεια. Ήταν κατ’ εξοχήν ανήσυχο πνεύμα και σε μικρό διάστημα γνώρισε και άλλαξε διαδοχικά ένα στωικό, ένα περιπατητικό κι’ ένα πυθαγόρειο δάσκαλο της φιλοσοφίας. Τούτο οφείλεται στo ανυπόμονο και το ανικανοποίητο του Ιουστίνου, καθώς και στo αναπτυγμένο αισθητήριό του περί αληθείας. Έπειτα κατέφυγε σε πλατωνικό φιλόσοφο, κοντά στον οποίο βρήκε ικανοποίηση, μάλιστα με τη θεωρία των ιδεών (Διάλογ. 2), η οποία νόμιζε ότι θα τον οδηγήση στo να ίδη το Θεό. Γρήγορα όμως αισθάνθηκε νέα απογοήτευση. Κουρασμένος από τις αναζητήσεις του και ποθώντας ειλικρινά την αλήθεια, περιδιάβαζε μελαγχολικός και στοχαζόμενος σε κάποια παραλία (πιθανόν της Εφέσου), όπου συνάντησε μυστηριώδη σεβάσμιο γέροντα. Αυτός τού τόνισε ότι η φιλοσοφία δεν μπορεί να θεραπεύση την εσώτατη περί Θεού ζήτηση του ανθρώπου και του υπέδειξε τη μοναδική σημασία των προφητών, οι οποίοι «μόνοι το αληθές και είδον και εξείπον ανθρώποις» (Διάλογ. 7).
Έκτοτε ο Ιουστίνος αφοσιώθηκε με ζέση στη μελέτη των προφητών και διαπίστωνε συνεχώς την επαλήθευσή τους στο πρόσωπο του Χριστού, όπως του υπέδειξε ο πολιός γέροντας. Όσα ο Ιουστίνος καταγράφει στα κεφαλ. 1-8 του Διαλόγου του σχετικά με τις πνευματικές του αναζητήσεις και το επεισόδιο στην παραλία, που σήμαινε τη μεταστροφή του στο χριστιανισμό θεωρούνται φιλολογική επένδυση και έκφραση της πνευματικής περιπλανήσεως και οδοιπορίας του συγγραφέα μέχρι την είσοδό του στην Εκκλησία. Τη μεταστροφή του Ιουστίνου, που τοποθετείται μεταξύ 132 και 135, ακλούθησε διήμερη συζήτηση μεταξύ αυτού και του Ιουδαίου νομοδιδασκάλου Τρύφωνα, του οποίου η ταυτότητα παραμένει άγνωστη, παρά τις προταθείσες ταυτίσεις. Αργότερα, φορώντας πάντοτε το φιλοσοφικό του τρίβωνα, ήρθε στη Ρώμη (το 150 η λίγο νωρίτερα), όπου παρέμεινε σε δύο περιόδους και συνέστησε είδος ιδιωτικής κατηχητικής (γενικότερα χριστιανικής) σχολής. Το διάβημα τούτο του Ιουστίνου στο κέντρο της αυτοκρατορίας εγκαινίαζε μια νέα εποχή: Η Εκκλησία των κατακομβών προκαλούσε σχεδόν φανερά τους διανοουμένους της εποχής. Και ο πνευματικός γενικά εθνικός κόσμος αναγκαζόταν να αντιμετωπίση όχι μόνο με ειρωνείες το νέο πνευματικό μέγεθος, την Εκκλησία.
Τη σχολή, που λειτούργησε μάλλον στην οικία κάποιου Μαρτίνου πλησίον του λουτρού Τιμοθίνου, παρακολούθησε σημαντικός αριθμός μαθητών, μεταξύ των οποίων και εθνικοί, κάτι που δείχνει την ευρύτητα σκοπού και προγράμματος του Ιουστίνου, αλλά και την επιτυχία του σαν διδασκάλου. Ποιο το πρόγραμμα και το περιεχόμενο των μαθημάτων του Ιουστίνου στην πρώτη χριστιανική θεολογική σχολή δε γνωρίζομε. Βέβαιο είναι όμως ότι οι Απολογίες και ο Διάλογός του είναι απολύτως ενδεικτικά του περιεχομένου της διδασκαλίας του. Βέβαιο είναι ακόμη ότι ο νεοφερμένος χριστιανός φιλόσοφος στη Ρώμη έγινε γρήγορα γνωστός και δε δίσταζε να ελέγχη τους εθνικούς φιλοσόφους. Αυτά προκάλεσαν το φθόνο κάποιων φιλοσόφων, ένας από τους οποίους μάλιστα, ο Κρίσκης, κατάγγειλε για εκδίκηση τον Ιουστίνο στις Ρωμαϊκές αρχές, με αποτέλεσμα την σύλληψή του και την παρουσίασή, του στον έπαρχο της Ρώμης Ρουστικό (162-167). Αυτός υπήρξε δάσκαλος του φιλοσόφου αυτοκράτορα Μάρκου Αυρηλίου (161-180), του οποίου η φιλοσοφική καλλιέργεια και η καθημερινή αυτοκριτική δεν τον εμπόδισαν να κηρύξη, τους πιο σκληρούς διωγμούς εναντίον των χριστιανών. Eνώπιον του Ρουστικού λοιπόν κατά το έτος 165, σύμφωνα με την παράδοση, ο Ιουστίνος απολογήθηκε, αρνήθηκε να θυσιάση στους θεούς, ομολόγησε την πίστη του, κατηγόρησε τις ρωμαϊκές αρχές για άδικη μεταχείριση των χριστιανών κι έπειτα παραδόθηκε στο μαρτύριο της αποτομής της κεφαλής με άλλους έξι ακόμη μαθητές του.
Η Oρθόδοξη Eκκλησία εορτάζει τη μνήμη του την 1η Ιουνίου και η Ρωμαϊκή στις 14 Απριλίου.
ΕΡΓΑ
Ο Ιουστίνος χωρίς να είναι ταλαντούχος συγγραφέας υπήρξε ο πολυγραφότερος θεολόγος της εποχής του. Δυστυχώς όμως από τα έργα του σώθηκαν μόνο τρία. Ο χαρακτήρας τους είναι απολογητικός με αρνητική, αλλά και αδιαμφισβήτητα θετική διάθεση. Γράφει περισσότερο για να εκθέση και να αποτιμήση τη χριστ. διδασκαλία και λιγότερο για να αρνηθή εξωχριστιανικές ή ψευδοχριστιανικές (Μαρκίων) αντιλήψεις. Ο χαρακτήρας πάντως αυτός καθόρισε τη μορφή των έργων, που δεν είναι επιμελημένη και δεν έχει πάντοτε συνέπεια. Συχνές παρεκβάσεις, έλλειψη βαθειάς αναλύσεως και διεργασίας, επαναλήψεις και αμετρία δεν είναι σπάνια φαινόμενα. Συγχρόνως η πρωτοποριακή θεματολογία, η πρωτοτυπία, η θερμή πίστη, η απλότης, η ευθύτης και η αξιοθαύμαστη σαφήνεια συγκρατούν το ενδιαφέρον του αναγνώστη αμείωτο και δημιουργούν βαθειά εντύπωση.
Και τα τρία έργα που σώθηκαν, δύο Απολογίες και ο Διάλογος προς Τρύφωνα, παραδόθηκαν από ένα και μοναδικό κώδικα, τον Parisin. gr. 450 του έτους 1363. Νεώτερο αθωνικό χειρόγραφο με τα έργα του Ιουστίνου αποτελεί αντίγραφο της πρώτης εκδόσεως των έργων (1551) (βλ. W. Eltester),,
Απολογία Α΄. Πρώτος ο Ευσέβιος αναφέρει δύο Απολογίες του Ιουστίνου, που απευθύνονται η μία προς τον Αντωνίνο (138-161) και η άλλη προς το Μάρκο Αυρήλιο. (Στην πραγματικότητα όμως η Β' Απολογία, όπως τη γνωρίζομε σήμερα, παραλήπτη έχει τη ρωμαϊκή σύγκλητο). Η απολογία του Ιουστίνου είναι το σημαντικότερο και εκτενέστερο απολογητικό κείμενο της αρχαίας Εκκλησίας. Γράφηκε μεταξύ των ετών 150 και 155. Αρχίζει με την έμμεση αποδοχή της φήμης ότι αυτοκράτορας, παλατιανοί και συγκλητικοί, οι αποδέκτες δηλ., είναι «ευσεβείς και φιλόσοφοι, φύλακες δικαιοσύνης και ερασταί παιδείας» (2). Αυτό ακριβώς τους υποχρεώνει να σέβονται την αλήθεια, και να μη καταδικάζουν τους χριστιανούς πριν μάθουν ποια είναι η αλήθεια σχετικά με το φρόνημα και τη ζωή τους. Εάν μάθουν θα διαπιστώσουν ότι όσα λέγονται σε βάρος των χριστιανών είναι συκοφαντίες. Οι χριστιανοί δεν είναι άθεοι, απλώς πιστεύουν στον ένα και αληθινό Θεό. Τούτο τους κάνει ειρηνικούς κι ευπειθείς και όχι ανυπότακτους κι επαναστατικούς πολίτες της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (4-12). Ακολουθούν τα τρία μεγάλα επιχειρήματα για τη δικαίωση των χριστιανών, α) ο ηθικός βίος των χριστιανών, β) Η εξόφθαλμη ηθική κατάπτωση του εθνικού κόσμου γενικά, που προσβάλλει ακόμη και τον κοινό ανθρώπινο νου. γ) Ότι οι προφητείες της ΠΔ έγιναν ιστορικά γεγονότα, επαλήθευσαν, στα χρόνια της ΚΔ και της Εκκλησίας (30-53), είναι ανώτερες από τα φιλοσοφικά, γνωστικά (Μαρκίων) και μυθολογικά στοιχεία και ότι ο Πλάτων δανείσθηκε (44) αλήθειες από το Μωυσή, που είναι ο αρχαιότερος απ’ όλους τους συγγραφείς (54-60 και 44-46). Τα τελευταία κεφάλαια (61-67) και μάλιστα τα 61, 65-67 περιγράφουν τη μυστηριακή και λατρευτική ζωή των χριστιανών. Περιγράφουν δηλαδή με αδρές γραμμές το μυστήριο του Βαπτίσματος και της Θ. Ευχαριστίας, γι’ αυτό και είναι τεράστια η σημασία τους, όχι μόνο η θεολογική, αλλά και η ιστορική, αφού αποτελούν την αρχαιότερη και πληρέστερη περιγραφή της Ευχαριστίας (κυρίως). Η πληρότης μάλιστα αυτή οδήγησε πολλούς στην άρνηση της γνησιότητος των κεφ. 65-67 χωρίς όμως πειστικά επιχειρήματα. Άλλωστε τα κεφάλαια περί της εσωεκκλησιαστικής μυστηριακής ζωής των χριστιανών συνιστούν απόλυτα φυσιολογική απόληξη της πορείας του όλου έργου, στο οποίο δε διαφαίνεται πρόθεση να κρύψη κάτι από τους εθνικούς. Υπάρχει ακόμη το κεφ. 68, όπου έχομε τελική αποστροφή στους άρχοντες, οι οποίοι δεν θ’ αποφύγουν την κρίση του Θεού, αν επιμένουν ν’ αδικούν τους χριστιανούς. Τους υποδεικνύει ότι πρέπει ν' ακολουθούν το παράδειγμα του αυτοκράτορα Αδριανού (117-138), που έδινε μ’ επιστολή του εντολή να μη καταδικάζονται οι χριστιανοί μόνο βάσει φημών. Παρατίθεται μάλιστα η ολιγόστιχη Επιστολή.
Απολογία Β'. Το σύντομο τούτο κείμενο, που αποτελείται μόνο από 15 κεφάλαια, δημιούργησε μεγάλη συζήτηση σχετικά με την αυτοτέλεια και τη γνησιότητά του ακόμα, οι οποίες όμως γενικά δεν κλονίσθηκαν στη συνείδηση των ερευνητών. Η δομή του κειμένου είναι υπέρ της αυτοτελείας του και θέλει συγγραφέα τον ίδιο τον Ιουστίνο, που τώρα επιχειρεί ν’ αξιολογήση θετικά τη φιλοσοφία, αναγνωρίζοντας σ’ αυτή στοιχεία αληθείας. Η άποψη αυτή στηρίζεται στην περίφημη θεωρία περί σπερματικού λόγου (8,13), τον οποίο έδωσε ο Θεός στον κόσμο, ώστε κάθε άνθρωπος να δύναται να συλλογίζεται ορθά. Έτσι εξηγείται γιατί τα διδάγματα του Πλάτωνα δεν είναι «πάντη όμοια», αλλ’ ούτε και «αλλότρια» προς τα διδάγματα των χριστιανών (13). Κατά τα άλλα επαναλαμβάνει τις θέσεις υπέρ των χριστιανών του προηγουμένου έργου του.
Διάλογος προς Τρύφωνα. Σπουδαιότατο θεολογικό έργο της αρχαίας Εκκλησίας και το αρχαιότερο σωζόμενο αντιιουδαϊκό έργο, που παρά ταύτα εξισορροπεί θαυμάσια για πρώτη φορά στο χώρο της Eκκλησίας τα ρεύματα του αντινομισμού και νομισμού, του αντιιουδαϊσμού (Μαρκίων, Γνωστικοί) και φιλοϊουδαϊσμού. Ο πυρήνας του Διαλόγου αναζητείται σε συζήτηση που είχε ο Ιουστίνος με τον Ιουδαίο νομοδιδάσκαλο Τρύφωνα στα έτη 132-135. Η αναζήτηση της ταυτότητος του Τρύφωνα συνεχίζεται άκαρπη. Η μορφή του έργου δείχνει ότι πρόκειται για μεταγενέστερη επεξεργασία προφορικού διαλόγου, χωρίς μάλιστα να απαλειφθούν τελείως τα εγγενή μειονεκτήματα του προφορικού λόγου.
Στην αρχή του έργου, που απευθύνεται σε κάποιο Μάρκο Πομπήιο, έχομε την περίφημη (κεφ. 1-8) καταγραφή της πνευματικής οδοιπορίας του Ιουστίνου, μέχρι να δεχθή το χριστιανισμό με τη βοήθεια του πολιού γέροντα, το πρότυπο του οποίου μάλιστα βρίσκεται στην ελληνική γραμματεία. Η ενότης Π και ΚΔ είναι ο βασικός σκοπός του έργου, το οποίο όμως έχει πολλά μειονεκτήματα δομής και γι' αυτό δύσκολα διαιρείται σε συνεπή τμήματα. Διακρίνομε όμως τα εξής τρία μέρη: Πρώτο μέρος (9-31), στο οποίο τονίζεται ο καιρικός και προπαρασκευαστικός χαρακτήρας του μωσαϊκού νόμου και της όλης ΠΔ. Δεύτερο μέρος (32-110), στο οποίο συνδέονται οι προφητείες με το πρόσωπο και το έργο του Κυρίου, ο οποίος αποδεικνύεται Υιός του Θεού και ο επηγγελμένος Μεσσίας, του οποίου η λατρεία δεν αντιβαίνει στη μονοθεΐα. Τρίτο μέρος (111-141), όπου αναπτύσσεται η άποψη ότι στο Θεό Πατέρα τη θέση του εκλεκτού λαού του Ισραήλ έλαβαν τώρα όσοι εθνικοί πίστεψαν ή θα πιστέψουν στο Χριστό, που είναι η κεφαλή του νέου εκλεκτού γένους, του γένους των χριστιανών. Αυτοί είναι τέκνα Θεού, θεοί (124), σύμφωνα με τις προφητείες. Το κεφ. 142 αποτελεί επίλογο, χωρίς να έχωμε και πρόλογο, που μάλλον ξέπεσε, όπως ξέπεσε και τμήμα του έργου μεταξύ των κεφ. 74,3 και 74,4.

ΚΗΡΙΝΘΟΣ KAI ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΤΕΡΟΙ ΓΝΩΣΤΙΚΟΙ (ΣΙΜΩΝ, ΔΟΣΙΘΕΟΣ, ΜΕΝΑΝΔΡΟΣ)
Στο τέλος του πρώτου χριστιανικού αιώνα έζησε κι έδρασε ο Κήρινθος, πρόσωπο σκοτεινό, που όμως έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη των αιρέσεων, όπως μαρτυρούν οι πολλές αλλά σύντομες αναφορές των μεταγενέστερων εκκλησιαστικών συγγραφέων. Κινήθηκε γενικά στο μεταίχμιο αιρέσεως (ιουδαϊκής κυρίως), γνωστικισμού και ανατολικών θρησκειών. Τα χριστιανικά του στοιχεία δεν ορίζουν, δεν θεμελιώνουν, τη διδασκαλία του, αλλά μάλλον την εμπλουτίζουν. Τη διδασκαλία του, που είναι περίεργο και όχι πάντοτε αρμονικό κράμα, εμπνεύσθηκε στην Αίγυπτο, που σπούδασε, και στη Μικρασία, όπου έδρασε. Και στις δύο χώρες το κλίμα του συγκρητισμού ήταν έντονο. Ερευνητές, όπως η S. Petrement, θεωρούν τον Κήρινθο, καθώς και τους λίγο προγενέστερους γνωστικούς Σίμωνα, Μένανδρο και Δοσίθεο, πολύ στενά συνδεδεμένους με το χριστιανισμό, τον οποίο ο γεννώμενος η συντασσόμενος γνωστικισμός ακολουθούσε βήμα προς βήμα. Ο Κήρινθος εμφανίζεται δέκτης ιωαννείων αντιλήψεων, τις οποίες οδηγεί στα άκρα κι έτσι στο σημείο τούτο έχομε μάλλον κακοδοξία παρά κάτι το όλως διαφορετικό από το χριστιανισμό. Γενικά στο πρόσωπο του Κηρίνθου διαπιστώνομε τις απαρχές του χριστιανίζοντος γνωστικισμού, του γνωστικισμού δηλ. που συνειδητά ή ασυνείδητα πορεύεται παράλληλα προς την Εκκλησία και κάποτε εμφανίζεται ως ο κατ’ εξοχήν χριστιανισμός στους ίδιους τους κόλπους της.
Η παράδοση θέλει τον Κήρινθο συντάκτη χαμένου Ευαγγελίου, το οποίο ήταν απλή διασκευή του κατά Ματθαίον με χαρακτήρα μάλλον ιουδαϊκό παρά γνωστικό (Bardy). Στον Κήρινθο αποδίδονται αντιλήψεις, σύμφωνα με τις οποίες ο Ιησούς ήταν ψιλός (=σκέτος) άνθρωπος, γεννήθηκε φυσιολογικά κι έλαβε με μορφή περιστεράς το Χριστό κατά το βάπτισμα. Ο Ιησούς κήρυξε τον Πατέρα κι έπειτα χωρίσθηκε από το Χριστό για να σταυρωθή και να αναστηθή. Ο Κήρινθος ήταν ηδονιστής, φιλοσώματος και, όσο γνωρίζομε, ο αρχαιότερος από τους συγγραφείς που δέχονταν τη βασιλεία του Χριστού επίγεια (χιλιαστής). Ιδιαίτερη σημασία έχει ότι ο Κήρινθος είναι ο πρώτος η εκ των πρώτων που διέκριναν το δημιουργό Θεό από τον αληθινό Θεό. Πολύ πιθανόν, σύμφωνα με την πληροφορία και του Ιππολύτου, να ήταν εβιωναίος και πιθανώς ηγέτης ομάδας Νικολαϊτών, δηλαδή αντινομιστών, μολονότι ο ίδιος δεν απέρριπτε τελείως την Παλαιά Διαθήκη (Επιφανίου, Πανάριον 28, 5,11. Ειρηναίου, Έλεγχος 3,3,4. Ευσεβίου, Εκκλησ. ιστορία Γ΄ 28,4. Ιππολύτου, Φιλοσοφούμενα Ζ΄ 33-35).
Πριν από τον Κήρινθο έζησαν και δίδαξαν ο Μάγος Σ ί μ ω ν, ο Δ ο σ ί θ ε ο ς και ο Μ έ ν α ν δ ρ ο ς, που θεωρούνται γενάρχες και θεμελιωτές του γνωστικισμού και μάλιστα του χριστιανίζοντος γνωστικισμού.
Το Σ ί μ ω ν α Μάγο γνωρίζομε από τις Πράξεις (8,9-29). Καταγόταν από τη Σαμάρεια (Ιουστίνου, Απολογία Α΄26), ασκούσε το επάγγελμα του μάγου, χαρακτηριζόταν «δύναμις του Θεού η καλουμένη μεγάλη», δίδασκε τις αντιλήψεις του, επιζητούσε την υποκατάσταση της Εκκλησίας, έκανε ταξίδια, θεωρήθηκε στη Ρώμη θεός κι έγραψε το έργο Μεγάλη απόφασις. Τούτο, που εκτιμάται ως θεμελιώδες έργο του γνωστικισμού, σώζεται αποσπασματικά στα Φιλοσοφούμενα του Ιππολύτου (ΣΤ΄9). Επισημαίνεται όμως ότι τα αποσπάσματα αυτά εκπροσωπούν παράφραση του αρχικού έργου. Εν τούτοις παρέχουν γενική εικόνα του συστήματος του Σίμωνα, που ήταν παράδοξο συνονθύλευμα ανατολικοθρησκευτικών, φιλοσοφικών και μάλιστα κοσμολογικών αντιλήψεων. Σύμφωνα με αυτό ο Θεός είναι «πυρ φλεγον» (Δευτερον. 4,24), ουσία νοερά, που από δύναμη μπορεί να γίνη ενέργεια. Έτσι δημιουργείται σειρά ανωτέρων όντων, οι α ι ώ ν ε ς. Σ’ αυτούς παρεμβάλλεται η Σ ι γ ή (αρρενόθυλυ ον), από την οποία προήλθε η Έ ν ν ο ι α ή Ελένη. Η Έννοια και ο κόσμος ολόκληρος είναι δέσμιος των δημιουργών αγγέλων και τυραννούνται από αυτούς. Την απελευθέρωση Έννοιας και κόσμου γενικά μπορεί να πραγματοποιήση μόνον ο Σίμων, διότι μόνον αυτός έχει τη δύναμη που έχει και ο Θεός. Επομένως ο Σίμων είναι ο ίδιος λυτρωτής, είναι Χριστός και όχι μαθητής του Χριστού. Αυτό δείχνει ότι ο Σίμων είχε μόνο έμμεσα σχέση με το Χριστιανισμό, αν και δεν κατανοείται χωρίς αυτόν. Χρησιμοποιεί αυθαίρετη και άμετρη αλληγορική ερμηνεία της ΠΔ, εκφράζει γενικά αντιιουδαϊκό και αντινομικό πνεύμα, που χαρακτηρίζει σχεδόν όλους τους γνωστικούς.
O σαμαρείτης Δ ο σ ί θ ε ο ς υπήρξε μαθητής και σύγχρονος του Σίμωνα, έδρασε πριν και μετά την ανάσταση του Κυρίου, άφησε έργα που χάθηκαν, δίδασκε ότι είναι ο Χριστός, για τον οποίο προφήτευσε ο Μωυσής, και δεν απέρριπτε το μωσαϊκό νόμο. Οι οπαδοί του, δοσιθεανοί, πίστευαν ότι δεν θα πεθάνουν.
Ο τρίτος πρόδρομος του χριστιανίζοντος γνωστικισμού, ο Μ έ ν α ν δ ρ ο ς, από τη Σαμάρεια και αυτός, ήταν μαθητής και συνεργάτης του Σίμωνα κι έδρασε στην Αντιόχεια. Δίδασκε ότι η πρώτη δύναμη παραμένει για όλους άγνωστη, ότι ο ίδιος στάλθηκε για να γίνη σωτήρας του κόσμου, ότι την απαραίτητη για το έργο του μαγεία παρέλαβε από την Έννοια, ότι όσοι βαπτίζονταν στο βάπτισμά του θα γίνουν αθάνατοι και άφθαρτοι. Τη διδασκαλία του συνέχισαν ο Σατουρνείλος και ο Βασιλείδης, που καλλιέργησε συνειδητά το χριστιανίζοντα γνωστικισμό. (Πατρολογία Α σ.165-167)
ΚΑΡΠΟΚΡΑΤΗΣ ΚΑΙ ΕΠΙΦΑΝΗΣ
Η ακμή του γνωστικισμού αρχίζει με την ανατολή του Β' αι. μ.Χ. Στους πρώτους ονομαστούς δασκάλους του καταλέγεται ο Καρποκράτης, που έδρασε στην Αλεξάνδρεια, τη μεγάλη αυτή χοάνη θρησκευτικών και φιλοσοφικών ρευμάτων και δια τούτο κατάλληλο χώρο για να γίνη λίκνο του γνωστικισμού. Η ακμή του Καρποκράτη τοποθετείται στους χρόνους του αυτοκράτορα Αδριανού (117-138). Στην Αλεξάνδρεια ήταν γνωστός ως φιλόσοφος και μάλιστα διδάσκαλος της πλατωνικής φιλοσοφίας, από την οποία επηρεάσθηκε. Νυμφεύθηκε την Αλεξάνδρεια από τη Σάμη της Κεφαλληνίας και απέκτησε υιό, τον Επιφάνη, που έγινε και συνεχιστής του. Πρέπει όμως να υπογραμμίσομε την πρόσφατη υπόθεση του Η. Kraft, σύμφωνα με την οποία δεν υπήρξε γνωστικός με το όνομα Καρποκράτης, αλλά γνωστική σχολή που πήρε το όνομα του αιγυπτιακού Θεού Harpocrate.
Ο Ε π ι φ ά ν η ς είναι από τους αρχαιότερους γνωστικούς συγγραφείς, των οποίων σώθηκαν αποσπάσματα. Μολονότι δε πέθανε σε ηλικία 17 ετών, προσπάθησε να δώση μορφή στη διδασκαλία του πατέρα του. Από τα αποσπάσματα πληροφορούμεθα ότι ο Καρποκράτης θεωρούσε τον Ιησού φυσικό υιό της Μαρίας και του Ιωσήφ, δικαιότερο από τους άλλους ανθρώπους και ελευθερωμένο από την καταδυνάστευση των αγγέλων, που δημιούργησαν τον κόσμο. Οι δύο γνωστικοί ήσαν αυστηροί αντινομιστές και κήρυκες της απελευθερώσεως της ψυχής μέσω της αμαρτίας και των οργίων, εις τα οποία παρέδιδαν το σώμα προς φθορά. Τα όργια και μάλιστα τα σεξουαλικά σε ειδικά οργανωμένα δείπνα, προϋποθέτουν αφ’ ενός μυστηριακό χαρακτήρα των δείπνων αυτών και αφ’ ετέρου αντιλήψεις περί κοινοκτημοσύνης πραγμάτων και γυναικών.
Ο Επιφάνης, που μετά το θάνατό του τιμήθηκε σαν θεός στην Κεφαλληνία, φέρεται ως συντάκτης «συγγραμμάτων», από τα οποία μνημονεύεται μόνο ένα, το Περί δικαιοσύνης (Κλήμης Αλεξ., Στρωματείς Γ΄2).
ΒΑΣΙΛΕΙΔΗΣ
Ο Βασιλείδης είναι ο πρώτος από τους τέσσερες κορυφαίους εκπροσώπους του χριστιανίζοντος γνωστικισμού (οι άλλοι: Ουαλεντίνος, Μαρκίων, Βαρδεσάνης). Έδρασε στην Αλεξάνδρεια (120-145), είχε γνώση της ελληνικής φιλοσοφίας, η οποία τον επηρέασε, και συνέβαλε πολύ στη διάδοση του γνωστικισμού στους κόλπους της νεαρής ακόμη Εκκλησίας. Και μόνο το γεγονός ότι έγραψε Ευαγγέλιον, Eξηγητικά εις αυτό, Ψαλμούς και Ωδές αποδεικνύει τη διάθεσή του να δράση στο χώρο της Eκκλησίας και να την υποκαταστήση με τη γνώση που προσέφερε.
Τα έργα του αυτά, έκτος από αποσπάσματα των Eξηγητικών, χάθηκαν. Έτσι αδυνατούμε να σχηματίσομε ικανοποιητική εικόνα της διδασκαλίας του, την οποία δίδουν βέβαια ο Ειρηναίος (Έλεγχος A΄24) και ο Ιππόλυτος (Φιλοσοφούμενα Ζ΄14 εξ.), αλλά ο καθένας με πολύ διαφορετικό τρόπο. Ο πρώτος αποδίδει, φαίνεται, πιστότερα το Βασιλείδη, ενώ ο δεύτερος καταγράφει μάλλον αντιλήψεις μαθητών του Βασιλείδη και τονίζει την εξάρτησή του από την αριστοτελική φιλοσοφία.
Ο Βασιλείδης ήταν φορέας «αποκρύφου» παραδόσεως του Ματθία και Γλαυκία και τόνιζε τη μεγάλη απόσταση μεταξύ ανώνυμου Θεού, που είναι αγέννητος, και του αισθητού κόσμου. Η θέση αυτή δεν προϋποθέτει δυαλισμό, που μάλιστα συνιστά κοινό τόπο του γνωστικισμού. Η γνώση του τρόπου με τον οποίο προήλθε ο κόσμος και μάλιστα του τρόπου με τον οποίο ο Ιησούς απέφυγε τη σταύρωση αποτελεί αυτοματικά μοναδικό όρο σωτηρίας του ανθρώπου. Κατά τον Ειρηναίο ο ανώνυμος και αγέννητος Πατήρ προβάλλει τον πρωτότοκο Υιόν, από τον οποίο προέρχεται ο Λόγος. Από αυτόν δε η Φρόνησις και από αυτήν η Σοφία και Δύναμις. Από τις τελευταίες προήλθαν οι δυνάμεις, οι αρχές και οι άγγελοι, και από αυτά ο πρώτος ουρανός. Άλλοι άγγελοι πάλι δημιούργησαν σειρά ουρανών, οι οποίοι φθάνουν τους 365, όσες οι ημέρες του έτους. Έτσι έχομε τη συγκρότηση του πληρώματος. Οι άγγελοι που δημιούργησαν τον τελευταίο και ορατό σ’ εμάς ουρανό έχουν και την ευθύνη για τον κόσμο, τον οποίο μοίρασαν μεταξύ τους και κατευθύνουν. Επειδή όμως ο αρχηγός τους θέλησε να υποτάξη όλα τα τμήματα—έθνη, επαναστάτησαν οι λοιποί άγγελοι με αποτέλεσμα την αναστάτωση στον κόσμο. Ο άγγελος μάλιστα με τις κατακτητικές διαθέσεις ταυτιζόταν με το Θεό των εβραίων. Ο κόσμος λοιπόν κινδύνευε να υποταχθή στους εβραίους και η αντίδραση του κόσμου απειλούσε γενική καταστροφή. Για να αποφευχθή το κακό τούτο, ο ανώνυμος Πατήρ στέλνει στον κόσμο το Νου, που ονομάσθηκε Χριστός. Σκοπός του ήταν να ελευθερώση τους ανθρώπους από την κυριαρχία των δημιουργών αγγέλων, κάτι που θα συνέβαινε αν οι άνθρωποι θα πίστευαν σ’ αυτόν. Η πίστη όμως αυτή δεν αρκεί. Θα έπρεπε να γνωρίζουν ακόμη ότι ο Νους εμφανίσθηκε στον κόσμο με μορφή ανθρώπου, δηλ. του Ιησού, ότι δίδαξε, θαυματούργησε, αλλά δεν σταυρώθηκε. Αντί αυτού σταυρώθηκε ο Σίμων Κυρηναίος, που μαγικά πήρε τη μορφή του Ιησού, ο δε Ιησούς του Κυρηναίου, έτσι ώστε να απατηθούν οι Ιουδαίοι. Αυτά συνιστούν τη σωτηριώδη γνώση, η οποία και μόνο έχει αξία. Η διδασκαλία της Eκκλησίας περί μαρτυρίου, περί αμαρτίας, περί αναστάσεως σώματος και ψυχής, περί ειδωλοθύτων και μάλιστα περί Χριστού αντικαθίστανται από τις αντιλήψεις περί Ιησού, περί γνώσεως (η οποία πρέπει να κρατήται μυστική για ελάχιστους εκλεκτούς), περί ανυπαρξίας της αμαρτίας, περί αναστάσεως μόνο της ψυχής, περί της ανυπαρξίας του Χριστού κλπ.
Ο Ιππόλυτος παραδόξως αγνοεί τα παραπάνω στοιχεία. Στη θέση της κοσμολογικής αρχής υπάρχει ο ουκ ων θεός, που «έχει καταβληθέν» «ουκ ον σπέρμα», το οποίο περιέχει παν ό,τι αναπτύσσεται σε κόσμο (Φιλοσοφούμενα Ζ΄21). Ο κόσμος γίνεται πραγματικότης, διότι το σπέρμα τούτο έχει υιότητα τριμερή. Η τριμερής μάλιστα διαίρεση ανταποκρίνεται κατά τον Ιππόλυτο στην αριστοτελική διαίρεση της ουσίας σε γένος, είδος και άτομον.
Ο Αγρίππας Κάστωρ υπήρξε ο αρχαιότερος και σημαντικώτερος χριστιανός θεολόγος που έγραψε κατά του συστήματος του Βασιλείδη. Ο Έλεγχος του Αγρίππα, όπως λεγόταν το έργο του, ήταν πολύ γνωστός στην εποχή του Ευσεβίου (Εκκλησ. ιστ. Δ 7,6-7), αλλά έπειτα χάθηκε. (Πατρολογία Α σ.196-197)
ΟΥΑΛΕΝΤΙΝΟΣ (Βαλεντίνος)
Ο Ουαλεντίνος είναι ο επιφανέστερος διδάσκαλος του γνωστικισμού κατά τον Β' αι. Τούτο οφείλει στη βαθειά του θρησκευτικότητα, στα διανοητικά του χαρίσματα, στη χρήση της ΚΔ και στη γνώση της ελληνικής φιλοσοφίας, από την οποία επηρεάσθηκε και δια της οποίας οργάνωσε τη διδασκαλία του. Κατόρθωσε με το έργο του να δημιουργήση στους κόλπους της Εκκλησίας μία συγκλονιστική κρίση, η οποία ήταν το κορύφωμα της κρίσεως, που από το τέλος του Α' αι. είχε αρχίσει να προκαλή ο γνωστικισμός. Από την κρίση αυτή εξήγαγε οριστικά την Εκκλησία ο Ειρηναίος, εις τον οποίο μάλιστα οφείλομε την πρώτη περιγραφή και την πρώτη αναίρεση του συστήματος του Ουαλεντίνου.
Ο Ουαλεντίνος κατήγετο από την Αίγυπτο, σπούδασε επί Αδριανού (117-138) στην Αλεξάνδρεια, όπου δίδαξε το σύστημά του, και ταξίδευσε στη Ρώμη (135), στην Eκκλησία της οποίας προσπάθησε να σταδιοδρομήση χωρίς επιτυχία. Εκεί δημιούργησε δική του εκκλησία και σχολή, στην οποία δίδαξε μέχρι την εποχή του Ανικήτου (154-165). Άγνωστο πότε, επισκέφθηκε την Κύπρο, όπου συνέστησε ισχυρή ομάδα μαθητών και πέθανε. Στην περίπτωση του Ουαλεντίνου έχομε ενσυνείδητο χριστιανικό γνωστικισμό, που είναι όμως απόκρυφος, διότι ο διδάσκαλός του ισχυριζόταν ότι την ιδιαίτερη χριστιανική του παράδοση έχει από μαθητή του Παύλου, Θεοδά ονόματι, και από αρτιγέννητο παιδί, το «λόγο».
Έργα: Στον Ουαλεντίνο προσγράφονται, Επιστολαί, Ομιλίαι και Ψαλμοί, από τα οποία έχομε μόνον αποσπάσματα. Μεταξύ των γνωστικών έργων, που βρέθηκαν στο Nag-Hammadi της Αίγυπτου το 1945/6, υπάρχει Ευαγγέλιο, που οι περισσότεροι των ειδικών ερευνητών και οι εκδότες του (Malinine-Puech-Quispel) ταυτίζουν με το Ευαγγέλιον της αληθείας, το οποίο, όπως αναφέρει ο Ειρηναίος, θεωρούσαν οι ουαλεντινιανοί σαν πέμπτο Ευαγγέλιο. Το κείμενο τούτο, που θεωρείται σπουδαίο και χαρακτηριστικό έργο, διότι είναι το πρώτο πλήρες έργο γνωστικού διδασκάλου, δεν περιέχει τη δράση και τους λόγους του Κυρίου, ούτε τυχόν οράσεις και διαλόγους με τον Κύριο, μολονότι γνωρίζει τους συνοπτικούς και τον Ιωάννη και χρησιμοποιεί την Αποκάλυψη και επιστολές του Παύλου. Παρουσιάζει μια δ η μ ό σ ι α ομιλία προς τα «τέκνα της γνώσεως της καρδίας» (Hennecke-Schneemelcher, I, σ. 162,164), δηλαδή προς τους π ν ε υ μ α τ ι κ ο ύ ς, που συνιστούσαν την τρίτη και τελεία τάξη των ανθρώπων σύμφωνα με τον Ουαλεντίνο.
Το σύστημα. Ο Ουαλεντίνος με τη βοήθεια της ελληνικής φιλοσοφίας, χριστιανικών στοιχείων και προπαντός παλαιοτέρων γνωστικών συστημάτων (κυρίως των Οφιτών), συγκρότησε προσωπικό σύστημα, σύμφωνα με το οποίο:
Εν αρχή προϋπήρχε ένας Αιών, δηλ. ο Προπάτωρ ή Βυθός, που συνυπήρχε όμως με την Έννοια ή Σιγή. Έτσι έχομε την πρώτη συζυγία, από την οποία προήλθε άλλη συζυγία, ο Νους και η Αλήθεια. Από αυτήν ο Λόγος και η Ζωή. Από εκείνη ο Άνθρωπος και η Εκκλησία. Στη συνέχεια προβάλλονται με απορροή ακόμη δώδεκα αιώνες, οι οποίοι στο σύνολό τους γίνονται τριάντα κι έτσι συγκροτείται το πλήρωμα. Τον Προπάτορα ή Βυθό γνώριζε μόνον ο νους, που είναι πατέρας και αρχή των πάντων. Κάποτε ο τελευταίος αιώνας, η Σοφία, επαναστάτησε από επιθυμία να γνωρίση το Βυθό. Με την επέμβαση του Όρου, φύλακα του πληρώματος, επανήλθε στη θέση της η Σοφία, αλλά είχε γίνει κακή αρχή, που μπορούσε να διαταράξη την όλη τάξη στο πλήρωμα. Για τούτο ο Νους προβάλλει νέα συζυγία, Χριστός-Πνεύμα, η οποία βοηθεί τους αιώνες στην αναγνώριση της συζυγίας τους και την κατανόηση του Προπάτορα. Οι αιώνες έτσι ικανοποιούνται και όλοι μαζί προβάλλουν άζυγο αιώνα, τον Ιησού, που είναι γι’ αυτό το τελειότερο άστρο του πληρώματος. Τον Ιησού ονόμαζαν και Σωτήρα.
Η δημιουργία του κόσμου και των αγγέλων οφείλεται στην κάτω Σοφία (ή Αχαμώθ), η οποία είναι μόρφωμα του Χριστού και της Σοφίας. Η τελευταία δηλαδή είχε σαν κατάλοιπο της παλαιάς της ανταρσίας την Ενθύμησιν, η οποία με την επέμβαση του αιώνα Χριστού και της Σοφίας έγινε κάτω Σοφία, χωρίς να επανέλθη στο πλήρωμα. Το γεγονός αυτό την οδήγησε στη δημιουργία, μορφοποιώντας μόνο τα κατώτερα πάθη της. Έτσι δημιούργησε το Δημιουργό και αυτός με τη σειρά του τους αγγέλους, τον κόσμο και τους ανθρώπους. Επειδή όμως η τραγωδία της Αχαμώθ συνεχιζόταν, δηλαδή δημιουργούσε μορφοποιώντας το πάθος της, έστειλε ο Χριστός τον Ιησού, ο οποίος απήλλαξε την Αχαμώθ από το πάθος και την ικάνωσε να προβάλη και το πνευματικό της στοιχείο, που έδωσε στο δημιουργό και τους ανθρώπους. Οι άνθρωποι, ανάλογα με το βαθμό πνευματικού στοιχείου που παίρνουν, διακρίνονται σε χοϊκούς, ψυχικούς και πνευματικούς. Η τελείωση όμως της σωτηρίας πραγματοποιείται με την αποστολή τρίτου Ιησού Χριστού, ο οποίος γεννάται από τη Μαρία.
Οι δύο σχολές, ιταλιωτική και ανατολική, που συνέχισαν την παράδοση του Ουαλεντίνου, δίδαξαν διαφορετικά για τη φύση του Ιησού Χριστού. Γενικά η πρώτη κήρυττε ότι ο Ιησούς γεννήθηκε ψυχικός κι έλαβε κατά το βάπτισμά του το Πνεύμα. Η δεύτερη δεχόταν τον Ιησού από την αρχή πνευματικό, διότι στη Μαρία είχε κατοικήσει το Πνεύμα πριν να τον γεννήση. Γενικά, σωτηρία σημαίνει για μεν την Αχαμώθ επάνοδο στο πλήρωμα, για δε τους ανθρώπους τη σύνδεσή τους με τους αγγέλους του Σωτήρα (οι άνθρωποι είναι οι νύφες και οι άγγελοι οι σύζυγοι).
Ο Ουαλεντίνος πέτυχε μεγάλη εξάπλωση της σχολής του με τη βοήθεια μάλιστα σπουδαίων μαθητών, οι οποίοι συχνά διαφοροποίησαν σε πολλά σημεία τη διδασκαλία του. Συγχρόνως όμως οι αρχαίες πηγές δεν κάνουν πάντοτε διάκριση μεταξύ των προσωπικών αντιλήψεων του Ουαλεντίνου και των ιδεών των μαθητών του, οι γνωστότεροι από τους οποίους ήσαν: ο Πτολεμαίος, ο Ηρακλέων, ο Φλωρίνος, ο Σεκούνδος, ο Αξιόνικος, ο Αρδησάνης, ο Θεόδοτος, ο Μάρκος. (Πατρολογία Α σ.227-229)
ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ ΚΑΙ ΜΑΡΚΟΣ
Ο Πτολεμαίος υπήρξε μαθητής και συνεχιστής του Ουαλεντίνου, εκπρόσωπος του ουαλεντινισμού, όπως αυτός μορφώθηκε στην Ιταλία (Ιταλιωτική σχολή). Έγραψε μία Eπιστολήν προς Φλώραν, η οποία και σώζεται ολόκληρη, κάτι το μοναδικό για γνωστικό κείμενο, αν φυσικά εξαιρέσωμε τις κοπτικές μεταφράσεις γνωστικών έργων. Στην Επιστολή του ο Πτολεμαίος αξιολογεί την Παλαιά Διαθήκη την οποία διαιρεί σε τρία μέρη: το μέρος που έχει θεία προέλευση, το μέρος που οφείλεται στο Μωϋσή και το μέρος που συνέταξαν οι πρεσβύτεροι. Γενικά η ΠΔ συμπληρώνεται, πνευματοποιείται (το νομικό μέρος), αλλά δεν απορρίπτεται. Τούτο αποδεικνύει την σχεδόν τελεία υποχώρηση του αντινομιστικού ή αντιιουδαϊκού πνεύματος στη σχολή του Ουαλεντίνου, τον οποίο στο σημείο τούτο ξεπέρασαν οι μαθητές του (το κείμενο της επιστολής: Επιφάνιος, Πανάριον ΛΓ΄3,1-7,10·3,1).
Εκπρόσωπος της ανατολικής σχολής του Ουαλεντίνου έγινε και ο γνωστικός Μάρκος, που έδρασε προ του Ειρηναίου και άρα ήταν σύγχρονος του Πτολεμαίου. Τι έγραψε ο Μάρκος δε γνωρίζομε. Ο Ειρηναίος (Έλεγχος A΄ 13,2·21,3-5) όμως εκθέτει τις αντιλήψεις του, που είχαν διαδοθή ακόμη και στη Δύση (Γαλατία). Η αριθμολογία και η μαγεία ήσαν φαίνεται τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του.(Πατρολογία Α σ.248)
ΙΟΥΛΙΟΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ
Ο Ιούλιος Κασσιανός, μαθητής του Ουαλεντίνου, έγινε επιφανής δοκήτης (δοκήται) και ο σημαντικότερος συγγραφέας μεταξύ των εγκρατιτών. Έδρασε περί το 170 μάλλον στην Αίγυπτο, διότι χρησιμοποιεί το κατ' Αιγυπτίους ευαγγέλιον. Ο Αλεξανδρέας Κλήμης, που διασώζει μερικά αποσπάσματα του Ιουλίου, αποδίδει εις αυτόν τα χαμένα έργα Eξηγητικά και Περί εγκρατείας ή Περί ευνουχίας. Ο Ιούλιος καταδικάζει το γάμο και τη σεξουαλική πράξη, ομιλεί περί δερματίνων χιτώνων, τους οποίους ταυτίζει με το σώμα, που έλαβε ο άνθρωπος μετά την πτώση του, και τονίζει την προτεραιότητα του Μωυσή και της εβραϊκής φιλοσοφίας έναντι των ελλήνων (Στρωματείς A΄21, Γ΄13 και 14). Και εις την περίπτωση του Ιουλίου έχομε αντίδραση στον ακραιφνή αντινομισμό των γνωστικών. (Πατρολογία Α σ. 249)
ΒΑΡΔΕΣΑΝΗΣ († 222), ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΚΑΙ ΑΡΜΟΝΙΟΣ ΓΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ
Ο Βαρδεσάνης υπήρξε ιδιόμορφος γνωστικός, που έδρασε στο συριακό χώρο και άσκησε μεγάλη επίδραση στην εποχή του. Όταν στη λατινική Αφρική και τη Ρώμη εμφανιζόταν η χριστιανική θεολογία και οι αλεξανδρινοί θεολόγοι επιχειρούσαν την υπέρβαση του γνωστικισμού, στη Μεσοποταμία πραγματοποιούταν αναζωπύρωση του γνωστικισμού και του δυαλισμού. Αυτό οφείλεται στη διδασκαλία και τη δράση του μορφωμένου και ικανού διαλεκτικού φιλοσόφου Βαρδεσάνη, που ήταν τόσο γνωστικός, όσο και αστρολόγος, τόσο ποιητής όσο και συστηματικός. Γεννήθηκε το 154 στην Έδεσσα, μορφώθηκε από εθνικούς στην αυλή του Αυγάρου, έγινε άριστος τοξότης, ήρθε σ’ επαφή με τις ιρανικές κοσμολογικές και δυαλιστικές αντιλήψεις, σπούδασε την ελληνική φιλοσοφία, γνώρισε τον ιουδαϊσμό και άρχισε τη σταδιοδρομία του ως ουαλεντινιανός, και μάλιστα ως εκπρόσωπος της Ανατολικής λεγομένης σχολής, την οποία γνωρίζομε λίγο. Έδρασε στην Έδεσσα και στην Αρμενία, όπου κατέφυγε το 216, όταν ο Καρακάλλας κατέλαβε την Έδεσσα. Πέθανε στην Έδεσσα το 222. Η Μεσοποταμία στην εποχή του ήταν σπουδαίο πνευματικό κέντρο, στο οποίο συναντήθηκαν ο ελληνισμός, ο βαβυλωνιακός—ιρανικός πολιτισμός και ο ιουδαϊσμός. Και οι τρεις αυτοί παράγοντες επέδρασαν στη διαμόρφωση της διδασκαλίας του Βαρδεσάνη, μολονότι επειδή χάθηκαν τα έργα του δε μπορούμε να σχηματίσομε ικανοποιητική εικόνα της με βάση τα σωθέντα αποσπάσματα. Eνωρίς απέρριψε τη χριστιανίζουσα γνωστική σχολή, στην οποία ανήκε, χωρίς όμως να εισέλθη στην Eκκλησία. Υπάρχει παράδοση, που την επιβεβαιώνει ο Δίδυμος, ότι ο Βαρ. υπήρξε ιερέας (Brock). Είναι όμως δύσκολη η εξήγηση της παραδόσεως αυτής: Ήταν πρεσβύτερος στο χριστιανικό γνωστικισμό του Ουαλεντίνου; Εισήλθε στην Eκκλησία κι έγινε πρεσβύτερος, έστω για λίγο, όταν άφησε τον ουαλεντινισμό; Ήταν ιερέας ειδωλολατρικής θεότητος στην Ιεράπολη; Με τη βοήθεια των πνευματικών παραγόντων που αναφέραμε, το γνωστικισμό, το χριστιανισμό και τα ερμητικά δημιούργησε το σύστημά του, που είναι ιδιόμορφος γνωστικισμός, έχει οντολογία, δυαλισμό (ήπιο), διαλεκτική, πολλές κοσμολογικές αντιλήψεις (ήταν σπουδαίος αστρολόγος) και έντονη την ιδέα της ελευθερίας. Αμφισβητήθηκε ο γνωστικός χαρακτήρας της διδασκαλίας του, αλλά ο δυαλισμός του, έστω και ήπιος, η ιδέα περί Χριστού ως διδασκάλου της γνώσεως και η ιδέα περί λυτρώσεως ως γνώσεως της διαδικασίας, με την οποία προήλθε ο κόσμος, είναι σαφώς γνωστικά στοιχεία. Κατά τον Βαρ. ο θεός έπλασε τον κόσμο με τα διάφορα στοιχεία, που ήσαν χωρισμένα. Όταν όμως αυτά αναμίχθηκαν, έγινε το χάος, που θα υποχωρήση ύστερα από 6.000 χρόνια με την επάνοδο των στοιχείων στην καθορισμένη θέση τους. Οι αστέρες επιδρούν στον άνθρωπο, αλλά μόνο στο σώμα που υπόκειται εις αυτούς. Δεν επιδρούν στο πνεύμα του, διότι αυτό είναι ελεύθερο, κάτι που οφείλεται στην ελευθερία του νομοθέτη Θεού.
ΕΡΓΑ
Ο Βαρδεσάνης υπήρξε δόκιμος συγγραφέας και ταλαντούχος ποιητής. Έτσι κατόρθωσε να διαδώση ευχερέστερα τις αντιλήψεις του και να γίνη δημοφιλής. Έγραψε στην ελληνική και τη συριακή, την οποία ύψωσε σε φιλολογική γλώσσα και την οποία έπειτα χρησιμοποίησαν ο Μάνης (του οποίου οι αντιλήψεις συγχέονται συχνά με τις ιδέες του Βαρδ.) και ο Εφραίμ ο Σύρος. Ο Ευσέβιος αναφέρει ότι έγραψε «πλείστα συγγράμματα» (Eκκλησ. Ιστ. Δ΄30). Από αυτά μνημονεύει: Διάλογον κατά Μαρκίωνος. Έχει χαθή τελείως. Διαλόγους προς αιρετικούς διαφόρους. Έχουν χαθή. Περί ειμαρμένης διάλογος. Το έργο τούτο διασώθηκε στο συριακό πρωτότυπο με τον τίτλο Βιβλίον των νόμων των λαών, αλλά θεωρείται έργο κάποιου Φιλίππου, μαθητή του Βαρδ., που κατέγραψε διάλογο του τελευταίου με τον Αβίδα.
Από ανατολικές πηγές (Ίμπν Αμπί Γιακούμπ) πληροφορούμεθα, ότι ο Βαρ. έγραψε ακόμη: Περί φωτός και σκότους. Περί πνευματικής φύσεως της αλήθειας. Περί κινητού και ακινήτου. Από αυτά δε σώζεται ούτε ίχνος. τουναντίον σώζονται αποσπάσματα του έργου Περί Ινδών.
Περισσότερο απασχόλησε την έρευνα το ποιητικό έργο του Βαρ., που κατά τον Εφραίμ αποτελούσαν Ψαλμοί 150, από τους οποίους σώζονται μόνο πέντε αποσπάσματα. Το έργο τούτο επέδρασε αποφασιστικά στη διαμόρφωση της συρόφωνης συριακής υμνωδίας και όχι της ελληνικής (όπως παλαιότερα γινόταν δεκτό, διότι ελληνική χριστιανική ποίηση και υμνωδία είχαμε ήδη στην ελληνόφωνη εκκλησία). Το παράδειγμα του Βαρδ. ακολούθησε ο γιός του Αρμόνιος, εξαιρετικά ελληνοτραφής, που μελοποιούσε τους ψαλμούς, στους οποίους φυσικά υπήρχε η διδασκαλία των συνθετών, οι οποίοι έτσι αποκτούσαν εύκολα οπαδούς. Τα μέτρα και τη μελωδία των συνθέσεων αυτών χρησιμοποίησε (Σωζομενού, Εκκλησ. Ιστ. Γ΄16) και ο Εφραίμ στην εξαιρετικά σπουδαία και πολύ εκτεταμένη ποίησή του. Δυστυχώς για τον Αρμόνιο και το έργο του δε γνωρίζομε τίποτε άλλο.
Νεώτεροι ερευνητές απέδωσαν χωρίς επιτυχία στον Βαρδ. το ποίημα Ύμνος της ψυχής, που υπάρχει στις Πράξεις Θωμά, και τις Ωδές Σολομώντος. (Πατρολογία Α σ. 332-4)

Προσευχή

Και ο Θεός μας δοκιμάζει καμιά φορά να μας ξυπνήσει, να πούμε. Σου στέλνει έναν πειρασμό ο Θεός, ο Θεός θέλει να σε ξυπνήσει, μην κοιμάσαι· μην κοιμάσαι, λέγε την ευχούλα.
----------
Και ο άνθρωπος, όταν προσεύχεται εις τον Θεό, απορροφά, τρόπον τινά, τις ιδιότητες του Θεού. Ο Θεός, να πούμε, είναι αγαθός, δεν οργίζεται, μακροθυμεί. Και ΄συ μετά την προσευχή, σου ΄ρχεται ένα τέτοιο πράγμα, μακρόθυμος, ό,τι να σου κάνει ο άλφα, ο βήτα, δεν πειράζει, ε, δεν πειράζει αυτό. Επειδή η χάρις σε χαρίτωσε. Θα σε κάνει κατόπιν, πώς να πούμε, πάντα προσευχόμενον. Ναι. Επήρες αυτήν την ιδιότητα, προσευχόμενος εις τον Θεό, την πήρες αυτήν την ιδιότητα του Θεού.
---------
Ό,τι ο Γέροντας μας παρέδωσε, αλλά και οι νηπτικοί Πατέρες στη Φιλοκαλία που γράφουν, και ό,τι η μικρή μας πείρα μας δίδαξε, η καλυτέρα προσευχή γίνεται τη νύχτα.
----------
Όταν ξυπνήσουμε το βράδυ και βολιδοσκοπήσουμε την ψυχή μας ότι ρέπει προς τη λύπη, τότες θα φέρουμε θεωρίες θλιβερές. Εγώ στο κελλάκι μου όταν βρίσκομαι και ξυπνάω, φέρνω μία θεωρία ότι πέθανα, μου έκαναν ανακομιδή οι πατέρες και φέραν ένα καλάθι μπροστά στο τραπέζι. Εκεί είναι τα κόκκαλά μου, εκεί είναι η νεκροκεφαλή, η κάρα που λέμε. Δεν μου λες εσύ, παπά-Εφραίμ, τώρα πού βρίσκεσαι; Βρίσκεσαι στον παράδεισο; Καλώς. Αν βρίσκεσαι στην κόλαση, τότες άρχισε από τώρα και κλαίγε και θρήνησε ότι είσαι ανάξιος της αποστολής σου, να πούμε. Κι από ΄κει έρχονται οι διάφορες έννοιες, θεωρίες και προβιβάζεται η ψυχή, τρόπον τινά, από λίγη κατάνυξη σε μεγαλυτέρα, σε μεγαλυτέρα.
---------
Όταν από την άλλη πλευρά έχει η ψυχή χαρά φέρνουμε θεωρίες χαροποιές. Το κυριότερο, να πούμε, η χαροποιά θεωρία είναι στη σοφία του Θεού. «Εμελέτησα εν πάσι τοις έργοις Σου, εν ποιήμασι των χειρών Σου εμελέτων». (Ψαλμ.142,5). Όταν φέρουμε τη δημιουργία του Θεού, με τι σοφία το έκανε αυτό ο Θεός όλο, δεν μπορεί παρά ο νους προβιβάζεται σε ανωτέρα θεωρία, σε ανωτέρω θεωρία και θαυμάζει και εκπλήττεται τη σοφία του Θεού, την αγάπη, την οποία έχει ο Θεός, ότι εδημιούργησε όλο το σύμπαν και τελευταία έκανε τον άνθρωπο. Αφού τα έκανε όλα, τελευταίον έκανε τον άνθρωπο. Βασιλέα της κτίσεως. Από ‘κει θα ‘ρθουν όλες οι θεωρίες οι χαροποιές.
-------------
Τώρα ο αδερφός λέει στην εκκλησία. Το ίδιο είναι και στην εκκλησία. Αν μεν έχεις κατάσταση, μπορείς να πεις την ευχούλα. Όταν δεν έχεις, τότε θα παρακολουθήσεις τα ψαλσίματα, τα διαβάσματα, τα οποία ακούω εκεί στο αναλόγιο. Καθώς και στη Λειτουργία, έτσι είναι. Και στη Λειτουργία πολλές φορές ο άνθρωπος έρχεται σε έκσταση, δεν ακούει εκείνα τα λόγια, όχι μάλλον δεν ακούει, μεταποιεί, θεοποιεί τα λόγια. «Με τα φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε». Πού πηγαίνεις; Να πάρεις τον Θεό. Τότες χαίρεσαι. Εάν μεν έχει προηγηθεί η χαρά, δεν μπορείς παρά με δάκρυα να προσέλθεις· δάκρυα χαράς, να προσέλθεις να μεταλάβεις. Όταν έχουν προηγηθεί δάκρυα λύπης: «Θεέ μου, συγχώρεσέ μου τας αμαρτίας μου. Εις το έλεός Σου, εις την ευσπλαχνία Σου, στην αγάπη Σου. Μας το είπες ότι ‘’Θεός οικτίρμων και ελεήμων, μακρόθυμος και πολυέλεος’’. (Εξ. 34,6). Μας το είπες. Εκεί στηρίζομαι και προσέρχομαι αναξίως». Ουδείς άξιος, λέει και ο ιερεύς όταν προσεύχεται. Και εκεί περισσότερο στηρίζεσαι και προσέρχεσαι... Να σας πω, πολλοί από τους πατέρας τους Κατουνακιώτας, πολλοί που ερχόντουσαν να μεταλάβουν, δεν άκουες τίποτες, μόνο έβλεπες τα δάκρυα που έτρεχαν και τους μεταλάμβανες. Ε, ο γέρος αυτός, να πούμε, όλη τη Λειτουργία δεν μιλούσε καθόλου, αλλά ήτανε σκυμμένος και τώρα, είτε σε θεωρία ερχότανε, είτε σε βαθυτέρα έννοια της ευσπλαχνίας του Θεού. Διότι δωρεάν βαπτιστήκαμε, δωρεάν μας έδωσε το βάπτισμα, δωρεάν μας έδωσε το Σώμα Του και το Αίμα Του, δωρεάν μας δίδει και τον Παράδεισο. Δεν πληρώνουμε τίποτες. Ο Θεός από μας θέλει καρδίαν καθαράν. Να προσέχουμε μόνο στον Θεό. Ο Θεός δεν θέλει μέσα στην καρδιά μας συντροφιές, θέλει μόνον Αυτός να βασιλεύει. Αν μπορούμε να το πετύχουμε τότες πετυχαίνουμε και εύκολα την καρδιακή προσευχή.
------------
Η χάρις δεν μας εξετάζει εμάς πότε θα ‘ρθει. Λέει ένας από τη συνοδία μου, λέει, σήμερα ήταν της Μεταμορφώσεως, δεν εχάρηκα. Δεν εχάρηκες της Μεταμορφώσεως; Ναι. Μπορεί να χαρείς την άλλη μέρα που είναι καθημερινή. Όχι από το σεβάσμιο της ημέρας, από την κρίση του Θεού εξαρτάται η χάρις. Έχει βέβαια, δεν είναι και καθολικός νόμος αυτός. Αλλά πάντως όμως η κρίσις του Θεού είναι διαφοροτέρα από την κρίση των ανθρώπων. Άλλος χαροποιήθηκε απάνω στο μοτόρ, άλλος απάνω στο αεροπλάνο. Η κρίσις του Θεού είναι διάφορος. Άλλος χαροποιήθηκε πηγαίνοντας στην Αγία Άννα ένα άλεσμα στον μύλο. Εκείνην την ώρα χαροποιήθηκε. Δεν μπορούμε να το κρίνουμε γιατί ο Θεός, τρόπον τινά, δεν μας χαριτώνει μέσα στη Λειτουργία, αλλά μας χαριτώνει εκτός Λειτουργίας. Δεν μπορούμε να το κρίνουμε αυτό. Μπορείς και μέσα στη Λειτουργία να χαριτωθείς, μπορείς στη Λειτουργία να μη χαριτωθείς, να χαριτωθείς απάνω στο εργόχειρο. Αυτό είναι κρίσις Του. Το δικό μας είναι πάντοτε να προσευχώμεθα. Όταν ο Θεός επισκέπτεται την ψυχή μας, θέλει και απαιτεί να τη βρίσκει σε προσευχή. Να μη βρίσκει την ψυχή μας και τη διάνοιά μας μετεωριζομένη. Αυτό λυπεί τον Θεό. Λυπεί τον Θεό. Μπορούμε να ‘χουμε όλη την ημέρα αυτοσυγκέντρωση; Αυτό θα μας βοηθήσει.
---------------
Οι άγιοι Πατέρες, ιδίως ο άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης, το λέει μέσα ότι η ευχή δεν είναι μία για όλους τους ανθρώπους. Αναλόγως της καταστάσεως. Ο άλλος λέει: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Άλλος λέει: «Ιησού Χριστέ μου, ελέησόν με». Άλλος λέει: «Ιησού μου, ελέησόν με». Άλλος: «Ιησού μου». Άλλος τίποτε. Ε, το τίποτα είναι σ’ έναν ανώτερο βαθμό, να πούμε, που δεν μπορείς να μιλήσεις εκείνη την ώρα, μόνο απολαμβάνεις αυτήν τη γλυκύτητα. Όταν υποβιβάζεται αυτή η κατάσταση, τότε βλέπεις μέσα σου και λέει την ευχή η καρδιά σου. Τότες εκείνην την ώρα μπορείς να λύσεις και πολλά προβλήματα. Ενώ προηγουμένως δεν άκουες την ευχή, όταν ήρθες στο τέρμα, στο ζενίθ δεν άκουες τίποτα, μόνο απολάμβανες έτσι. Όταν υποβιβάστηκε, ακούς και η καρδιά σου λέει την ευχή, οπότε μπορείς ν’ αυτοκυριαρχήσεις εκείνη την ώρα. Στο άλλο όμως δεν μπορείς να αυτοκυριαρχήσεις. Όχι ότι δεν μπορείς, αλλά δεν σ’ αφήνει, σε τραβάει. Και τα παρατάς όλα και κάθεσαι σαν ένας άψυχος, να πούμε, και παρακολουθείς. Πόσο θα διαρκέσει αυτό είναι κρίσις Θεού. Πόσο θα διαρκέσει αυτό το πράγμα. Μπορεί να διαρκέσει και μισή ώρα, μπορεί να διαρκέσει και πέντε λεπτά, μπορεί να διαρκέσει και περισσότερο.
------------
Σ’ ένα μοναστήρι του Αγίου Όρους, το γνωρίζετε, ιδιόρρυθμο ήτανε. Είπε ο παπάς στον αγωγιάτη:
-Κύριε Δημήτριε, μου φέρνεις και εμένα πέντε-δέκα φορτία ξύλα να κάψω τον χειμώνα;
- Θα σου φέρω παπά-Εφραίμ. Έφερε.
-Φέρ’τα από δω.
-Όχι από ‘κει. Το ζώο φοβάται, Γέροντα.
-Φέρτα από ‘δω ντε. Μαλώσανε.
-Ασυγχώρητος.
-Και εσύ ακοινώνητος. Έφυγε ο αγωγιάτης πήγε απάνω στο βουνό. Ο παπάς τώρα τι πρέπει να κάνει; Μπορεί να λειτουργήσει, να φέρει σε αδιαφορία, ότι εγώ είχα δίκιο; Όχι. Μπορεί να λειτουργήσει; Όχι. Τι να κάνει. Τώρα μάχονται δύο: «Καλά, αύριο που θα ‘ρθει-γιατί ήταν βραδάκι-, αύριο που θα ‘ρθει ο αγωγιάτης, του λέω ότι να με συγχωρέσει». Ο άλλος λέει: «Καλά, αν δεν έρθει ο αγωγιάτης αύριο κι έλαβε ένα τηλεγράφημα από τη γυναίκα του να πάει ότι το παιδί αρρώστησε, τι θα κάνεις;» Πάτερ, εδώ είναι ο θησαυρός του καλογήρου. Προσευχή.
-Παναγία μου, τι να κάνω; (Το Ιβήρων ήταν το μοναστήρι.)
-Παναγία Πορταΐτισσα, τι να κάνω, βοήθησέ με.
Κεραυνοβόλος έρχεται η πληροφορία, η έμπνευση, να πούμε, η παρουσία της Παναγίας.
Όλοι μας ξέρομε ότι τα μοναστήρια τα Αγιορείτικα, όταν βασιλεύει ο ήλιος κλείνουνε. Έχουν όμως κι ένα πορτάκι μικρό τόσο, που εν καιρώ, σπάνια το ανοίγουν αυτό. Ανάβει λοιπόν ο παπάς το φανάρι του, περνάει από το πορτάκι κι ανεβαίνει απάνω στο βουνό.
-Καλησπέρα σας.
-Καλώς τον παπά.
-Ευλογημένε κύριε Δημήτρη, να με συγχωρέσεις.
-Θεός σχωρέσου. Συγχώρεσέ με κι εσύ.
Συγχωρεθήκανε και κατέβηκε κάτω ο παπάς πάλι και λειτούργησε την άλλη μέρα. Βλέπετε ότι σε κάθε περίπτωση επιβάλλεται η προσευχή. Δεν μπορείς εκείνη την ώρα τι να κάνεις, σαστίζεις δεν ξέρεις τι να κάνεις. «Παναγία μου, τι να κάνω;» Και σε βοηθάει η Παναγία. Δεν μπορείς, πάτερ, να λειτουργήσεις. «Μη τα αμαρτήματά μου κωλύσωσι ενθάδε παραγενέσθαι το Άγιον Σου Πνεύμα». Πάτερ μου, λειτουργάμε, μεταλαμβάνομε, η χάρις κατέρχεται, αλλά «μη εις κρίμα ή εις κατάκριμα», το λέμε και αυτό.

Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης, εκδ. "Το Περιβόλι της Παναγίας", Θεσσαλονίκη 2000

 

 

 

 

Ο Λυτρωτής δίνει την ειρήνη του στους μαθητές του τη στιγμή που πρόκειται να μπει στην περιοχή του Πάθους Του. Έχοντας μπροστά Του την τρομακτική οδύνη του Σταυρού και τον άμεσο θάνατο μιλάει για την ειρήνη Του και μεταγγίζει την ειρήνη Του. Αφού ο Ιησούς, σ' αυτήν ακριβώς τη στιγμή παραμένει ο Κύριος της ειρήνης, η δύναμή της δεν θα εγκαταλείψη το μαθητή στις μικρότερες θύελλες που θ' αντιμετώπιση. «Εγώ δε λέγω μη αντιστήναι τω πονηρώ» (Ματθ. 5, 39). Λόγος σκανδαλώδης και πολύ παράξενος στα μάτια των ανθρώπων — των ανθρώπων γενικά κι όχι μόνο των απίστων. Το αριστερό μάγουλο που πρέπει να στρέψωμε σ' αυτόν που μας ερράπισε το δεξιό. Το ιμάτιο που πρέπει ν' αφήσουμε σ' αυτόν που μας πήρε και το χιτώνα. Τα δύο μίλια που πρέπει να περιπατήσουμε μ' εκείνον που μας αγγάρεψε ένα μίλι. Η ευλογία που πρέπει να δώσουμε στον άλλο που μας καταράσθηκε.

Τι υποδοχή βρίσκουν οι εντολές αυτές μεταξύ εκείνων που θα έπρεπε πρώτοι να τις δεχθούν και να τις καταλάβουν; Η οδός της αγάπης του εχθρού, τόσο στο πεδίο της διεθνούς, όσο και στο επίπεδο της προσωπικής ζωής, έχει άραγε επαρκώς εξερευνηθεί; «Ουκ οίδατε ποίου πνεύματος εστε...» (Λουκ. 9, 55).

Ευαγγελική «μη-αντιστάση». Η εκλογή δεν έγκειται στο να διαλέξουμε μεταξύ του να πολεμήσουμε και να μην πολεμήσουμε. Αλλά μεταξύ του να πολεμήσουμε και του να υποφέρουμε και δια του πόνου να νικήσουμε. Οι μάχες δημιουργούν τις φαινομενικές νίκες, που δεν είναι παρά αυταπάτη και ματαιότης, εφόσον υψίστη πραγματικότης είναι ο Ιησούς. Ο πόνος του μη αντισταμένου αναγγέλλει και τονίζει αυτήν την υπέρτατη πραγματικότητα του Ιησού. Τέτοια είναι η πραγματική νίκη. «Ικανόν εστί» (Λουκ. 22, 38), λέει ο Ιησούς, όταν οι μαθηταί Του, του παρουσιάζουν δύο μάχαιρες.

Οι μαθηταί δεν είχαν καταλάβει το νόημα εκείνης της άλλης φράσεως: «ο μη έχων (βαλάντιον) πωλησάτω το ιμάτιον αυτού και αγορασάτω μάχαιραν» (Λουκ. 22, 36). Ο Ιησούς είχε θελήσει να πη: Υπάρχουν εποχές που πρέπει να θυσιάσουμε ακόμη κι αυτό που φαίνεται τελείως αναγκαίο. Για να μπορέσουμε έτσι να συγκεντρώσουμε την επαγρύπνησή μας στις εφόδους του κακού. Μα τόσο η επίθεση, όσο και η υπεράσπιση ανήκουν στον κόσμο του πνεύματος.

Ο Ιησούς προχωρεί μπροστά προς συνάντηση της σπείρας που ερχόταν να τον συλλάβη «μετά φανών και λαμπάδων και όπλων» (Ίωαν. 18, 3).
Προχωρεί ελεύθερα, αυθόρμητα προς το Πάθος του.

Ο Ιησούς θεραπεύει το δούλο του οποίου ο Πέτρος είχε αποκόψει το ένα αυτί. Όχι μόνο δεν θέλει να τον υπερασπισθούν οι μαθηταί Του χρησιμοποιώντας βία — «εάτε έως τούτου» (Λουκ. 22, 51) λέει — αλλά και θεραπεύει το κακό που είχε προκαλέσει η μάχαιρα του Πέτρου. Είναι το μόνο θαύμα που ενήργησε ο Ιησούς κατά τη διάρκεια του Πάθους του.

Η μη αντιστάση, της οποίας ο Ιησούς δίνει το παράδειγμα, δεν είναι αποδοχή του κακού ή καθαρή παθητικότης. Είναι θετική αντίδραση. Απάντηση την οποία η αγάπη, αυτή η αγάπη που ενσαρκώνει ο Ιησούς, αντιθέτει τις επιθέσεις των κακών. Ως άμεσο αποτέλεσμα φαίνεται η νίκη του κακού. Μα στη μακρά συνέχεια η δύναμη της αγάπης είναι η πιο ισχυρή. Η Ανάσταση ακολούθησε το Πάθος. Η μη- αντιστάση των μαρτύρων έκαμψε και σαγήνευσε τους διώκτες. Το αίμα που χύθηκε εξασφάλισε τη διάδοση του Ευαγγελίου. Ειρηνιστική κίνηση αδύναμη και γεμάτη αοριστία; Όχι! Φλόγα που καίει και νικά. Εάν ο Ιησούς στη Γεσθημανή είχε ζητήσει από τον Πατέρα τη βοήθεια δώδεκα λεγεώνων αγγέλων, δεν θα υπήρχε ούτε Πάσχα ούτε Πεντηκοστή.

(από το βιβλίο: «Ιησούς», Fr Lev Gillet, εκδ. Δόμος, πηγή: «Ι. μονή Τ. Προδρόμου Καρέα»)

ΥΠΟΜΝΗΜΑ -Στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο-

Κεφάλαιο 17

Στίχ. 11-19. Η θεραπεία των δέκα λεπρών.
17.11 Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ πορεύεσθαι εἰς ᾽Ιερουσαλὴμ(1)
καὶ αὐτὸς(2) διήρχετο διὰ μέσου(3) Σαμαρείας καὶ Γαλιλαίας.
11 Πηγαίνοντας ο Ιησούς προς την Ιερουσαλήμ, περνούσε ανάμεσα
από τη Σαμάρεια και τη Γαλιλαία.
(1) Εδώ αρχίζει το τελευταίο μέρος του μεγάλου τμήματος (θ 51-ιθ 28),
το οποίο ως επί το πλείστον είναι αποκλειστικό στον Λουκά,
το οποίο ονομάστηκε η προς Ιερουσαλήμ πορεία.
Για τρίτη φορά (θ 51,52,ιγ 22) ο Λουκάς μας λέει ότι τέρμα
της πορείας αυτής θα ήταν η Ιερουσαλήμ, δεν μπορούμε όμως
να καθορίσουμε, εάν με την τρίτη αυτή αναφορά σημαίνεται
μία τρίτη πορεία, που διακρίνεται από τις άλλες δύο.
Το τελευταίο αυτό μέρος οπωσδήποτε μας φέρνει ακόμη μία φορά (ι 38)
στην Βηθανία και στον χρόνο της θριαμβευτικής εισόδου στην Ιερουσαλήμ (p).
(2) Η σύνταξη είναι εβραϊκή και υπενθυμίζει αυτήν του θ 51.
Το «και αυτός» φαίνεται να έχει εδώ, όπως και εκεί, έναν ιδιάζοντα τόνο.
Ο Ιησούς δεν ακολουθεί μία από τις συνηθισμένες οδούς,
είτε αυτήν μέσω της Σαμάρειας είτε την μέσω Περαίας, μέσω των οποίων
οι Γαλιλαίοι μετέβαιναν στα Ιεροσόλυμα. Προτιμά έναν δικό του δρόμο,
τον οποίο ακολουθεί με δικό του πρόγραμμα (g).
(3) Σύμφωνα με τα αλεξανδρινά χειρόγραφα «δια μέσον»=τη λέξη
μέσον την παίρνουμε με επιρρηματική έννοια (Weiss).
Το δια μέσου ή δια μέσον σημαίνει μ ε τ α ξ ύ της Σαμάρειας
και Γαλιλαίας. Δεν διέσχιζε την Σαμάρεια και την Γαλιλαία.
Εφόσον βάδιζε προς Ιεροσόλυμα, μία τέτοια κατεύθυνση θα τον απομάκρυνε
από το τέρμα του ταξιδιού του. Διερχόταν μεταξύ των ορίων
Σαμάρειας και Γαλιλαίας, δια μέσου της χώρας, όπου οι δύο αυτές
επαρχίες συνορεύουν. Κατευθυνόταν από δυτικά προς ανατολικά,
προς τον Ιορδάνη, τον οποίο θα διέβαινε για να μπει στην Περαία.
Το οποίο συμφωνεί με το Ματθ. ιθ 1,Μάρκ. ι 1 και Ιω. ι 40-42 (g).

Ερμηνεία πατερική & θεολογική του Ευαγγελίου του Λουκά
Το ερμηνευτικό Υπόμνημα του Π.Ν. Τρεμπέλα
μεταφρασμένο στη νεοελληνική γλώσσα

Μετάφραση αρχιμ. Νικόλαος Πουλάδας

Ματθαίου δ' 9
Ο τρίτος πειρασμός του Ιησού ήταν η κοσμική εξουσία.
Η κυριαρχία δια της υλικής δυνάμεως, του χρήματος
και όχι δια της δυνάμεως του Πνεύματος. Η εγκαθίδρυσις πολιτικής
και όχι πνευματικής Βασιλείας.
Ο Ιησούς απέρριψε και αυτόν τον πειρασμόν. Θα ακολουθούσε
την καθοδήγησι του Θεού μέρα με την ημέρα, χωρίς κανένα ίδιο θέλημα.
Για την ίδρυσι της Βασιλείας του θα στηριζόταν στη δύναμι
της ρομφαίας του Πνεύματος (Ψαλμ. 44, 3) και όχι στη δύναμι των όπλων.
Θα προτιμούσε την εξωτερική αδυναμία, την αποδοκιμασία, το πάθος.
Του αρκούσε ότι θα διέθετε το πλήρωμα του Πνεύματος.
Ο Ιησούς απέρριψε τον εύκολο δρόμο για την κατάκτησι του κόσμου
και διάλεξε τον δύσκολο. Αρνήθηκε το ξίφος και διάλεξε το σταυρό.
Και γι’ αυτό η Βασιλεία του δεν καταλύθηκε.
Γιατί στηρίζεται στη δύναμι του Πνεύματος. Αν ήταν κοσμική βασιλεία
θα είχε ίσως καταλυθή, θα την είχαν διαλύσει οι αντίπαλοί της,
αν όχι οι ίδιοι οι Χριστιανοί με την αδυναμία τους,
την ματαιοδοξία τους. Ο Χριστιανισμός άνθεξε στο πέρασμα των καιρών
για τον λόγο, ότι η εξουσία του είναι πνευματική.
Ο ανατολικός Χριστιανισμός, η Ορθοδοξία δεν έκανε ποτέ το μεγάλο
αμάρτημα της Δύσεως. Των Παπών που συμμορφώθηκαν στο τρίτο πειρασμό
και ίδρυσαν κοσμικό κράτος. Ο Μέγας Ιεροξεταστής του Δοστογιέφσκυ
(αδελφοί Καραμάζωφ) είναι η παραμορφωμένη μορφή του Ιησού,
που νικήθηκε απ’ τον τρίτο πειρασμό...

«Η βασιλεία η εμή ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου.
Eι εκ του κόσμου τούτου ήν η βασιλεία η εμή,
οι υπηρέται αν οι εμοί ηγονίζοντο...
νυν δε η βασιλεία η εμή ουκ έστιν εντεύθεν» (Ιωάν. ιη' 36).


Σκέψεις για το πρόσωπο του Ιησού Χριστού Μέρος 1ο
(Επισκόπου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, "Εκείνος" Ο Ιησούς Χριστός,
εκ. Γρηγόρη, σελ.103-104)

Ματθαίου δ' 6
Ο δεύτερος πειρασμός του Ιησού ήταν η αποθέωσις του ανθρώπου.
Ο διάβολος υποβάλλει και στον Ιησού τον δικό του τρόπο θεώσεως,
όπως και στον Αδάμ. Ο τρόπος αυτός στην ουσία του συνίσταται
στην αποθέωσι του ανθρώπου δι’ ιδίων μέσων και πρωτοβουλίας
και όχι δια της υπακοής στον Θεό. Στην προκειμένη περίπτωσι
ο διάβολος υπεδείκνυε στο Ιησού να πέση κάτω από το ύψος
του Ναού στο κενό. Για να τον δουν οι άνθρωποι, ότι δεν θα πάθη
τίποτε κι έτσι να τον αποθεώσουν, πιστεύοντας ότι είναι Θεός.
Ο Ιησούς δεν αποδέχεται την μέθοδο του διαβόλου. Διότι ούτε
οι θεαταί θεαματικών επιδείξεων θα επίστευαν στην αποστολή
του ως Μεσσίου (παρβλ. και Λουκ. ιστ' 31) ούτε η αποστολή του
—η θέωσις του ανθρώπου— θα επιτυγχάνετο δι΄ ιδίων μέσων,
αλλά δια της υπακοής στον Θεό. Η αλαζονεία και η έπαρσις του ανθρώπου
υπήρξε το αμάρτημα, «ο πειρασμός» (Δευτ. στ' 16),
ο οποίος κατέστρεψε τον αρχαίο Ισραήλ στην έρημο. Ο Ιησούς
δεν επρόκειτο να διαλέξη την ίδια μέθοδο. Έζησε και εξεπλήρωσε
την αποστολή του, δείχνωντας ολόκληρη την εμπιστοσύνη του στον Θεό Πατέρα.
Η θέωσις του ανθρώπου θα γινόταν δια του Θεού και όχι δια του ανθρώπου.
Η αποθέωσις του ανθρώπου δι΄ ιδίων μέσων και όχι δια του Θεού
είναι το δεύτερο δαιμονικό στοιχείο της εποχής μας. Είναι η υποταγή
των ανθρώπων στο δεύτερο αυτό πειρασμό του διαβόλου.
Μόνον ο Ιησούς μπορεί να μας γλυτώση απ΄ την καταστροφή, όπως ο μέγας
Μωϋσής έσωσε τον αλαζονικό Ισραήλ...
«Τοιούτον θαυμαστόν σημείον, ως το να πέση τις εκ του πτερυγίου
και να μείνη αβλαβής, θα έπειθε τους αρχιερείς και τον λαόν,
ότι ο ούτω διασωθείς είναι ο Μεσσίας» (ΥΜ. 72).

Σκέψεις για το πρόσωπο του Ιησού Χριστού Μέρος 1ο
(Επισκόπου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, "Εκείνος" Ο Ιησούς Χριστός,
εκ. Γρηγόρη)

ΥΠΟΜΝΗΜΑ -Στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο-

Ερμηνεία πατερική & θεολογική του Ευαγγελίου του Λουκά
Το ερμηνευτικό Υπόμνημα του Π.Ν. Τρεμπέλα
μεταφρασμένο στη νεοελληνική γλώσσα

Μετάφραση αρχιμ. Νικόλαος Πουλάδας

Κεφάλαιο 17

Στίχ. 1-10. Διάφορες διδασκαλίες.
17.10 οὕτω καὶ ὑμεῖς(1), ὅταν ποιήσητε πάντα(2)
τὰ διαταχθέντα ὑμῖν, λέγετε ὅτι Δοῦλοι ἀχρεῖοί(3) ἐσμεν(4),
ότι ὃ ὠφείλομεν ποιῆσαι πεποιήκαμεν(5).
10 Δεν το νομίζω. Έτσι κι εσείς, όταν κάνετε όλα όσα σας προστάζει ο Θεός,
να λέτε: “είμαστε ανάξιοι δούλοι· κάναμε αυτό που οφείλαμε να κάνουμε”».
(1) «Όπως ακριβώς κανείς τον δούλο του που οργώνει και βόσκει και μπήκε
στο σπίτι από τον αγρό, δεν τον αξιώνει τιμής για αυτού του είδους τον κόπο,
αλλά πάλι τον διατάζει και απαιτεί την δουλεία που και επιπλέον
του οφείλει αυτός και ούτε έτσι δεν του χρωστά ευγνωμοσύνη·
με τον ίδιο άρα τρόπο» (Ζ) και εσείς απέναντι στο Θεό· «δεν απονέμετε
χαριστικά σε αυτόν την δουλεία, αλλά καταθέτετε την υποταγή
σαν χρέος που πρέπει στους δούλους» (Κ).
(2) Καθαρά υποθετική περίπτωση (p). Διότι, αλίμονο, σε πολλά βρισκόμαστε
ελλιπείς και ασυνεπείς και ουδέποτε επιτελούμε έργα αξιομισθίας
που περισσεύει. Ίσως κάποιοι δείχνονται θερμότεροι από άλλους
στην υπηρεσία και υπακοή του Κυρίου. Εν τούτοις και αυτοί δεν πράττουν
κάτι περισσότερο από εκείνο, το οποίο είχαν καθήκον και υποχρέωση να πράξουν.
(3) «Αν λοιπόν πέτυχες και έχεις τηρήσει τις θείες εντολές και υπάκουσες
τον Δεσπότη, μην απαιτείς από το Θεό σαν χρέος τις τιμές» (Κ).
«Διότι σύμφωνα με την λογική της δικαιοσύνης, σε όσους, από τη μία,
δεν εκπληρώνουν αυτά που προστάχτηκαν, τους περιμένει κίνδυνος·
σε όσους, από την άλλη, εκπληρώνουν αυτά, δεν τους οφείλεται καμία ευγνωμοσύνη» (Ζ).
Από τα συμφραζόμενα συμπεραίνουμε ότι η έννοια του αχρείοι είναι
ότι εμείς ως δούλοι του Θεού τίποτα άξιο εξαιρετικής αμοιβής δεν πράξαμε (g).
Εδώ δεν τονίζεται κυρίως η αλήθεια, ότι ο Θεός δεν έχει ανάγκη
τις υπηρεσίες του ανθρώπου. Αλλά ούτε και γίνεται λόγος για τις αμοιβές,
τις οποίες ο Θεός παρέχει σε ανταπόδοση για την υποταγή του ανθρώπου σε αυτόν.
Το τονιζόμενο σημείο είναι ότι ο άνθρωπος δεν δικαιούται να διατυπώσει
κάποια αξίωση σαν να επιτέλεσε περισσότερο από εκείνο, το οποίο όφειλε να πράξει (p).
Τίποτα το έκτακτο δεν κατόρθωσε, αλλά τα κοινά και συνηθισμένα στους δούλους (δ).
Άθλιος είναι εκείνος, τον οποίο ο Κύριος αποκαλεί δούλο αχρείο (Ματθ. κε 30)·
μακάριος όμως εκείνος, ο οποίος ομολογεί τον εαυτό του αχρείο (b).
«Και δεν είπε, όταν όλα τα κάνετε, είστε αχρείοι, αλλά εσείς να λέτε
ότι είμαστε αχρείοι. Πες το, μη φοβηθείς, δεν θα αποφασίσω εγώ από τη
δική σου κρίση. Διότι αν εσύ πεις τον εαυτό σου αχρείο, εγώ θα σε στεφανώσω
ως χρήσιμο» (Χ). Παρόλο που αυτοί δεν είναι δούλοι αχρείοι,
όπως αυτός που έκρυψε και έχωσε βαθιά το τάλαντο, όμως ο Χριστός και ο Θεός
τίποτα δεν κερδίζει από τις υπηρεσίες τους και συνεπώς δεν μπορούν αυτοί
με αξιώσεις να επικαλεστούν το Θεό ως οφειλέτη τους. Ο Θεός είναι αυτάρκης
και μακάριος και δεν έχει ανάγκη εμάς, ούτε είναι δυνατόν οι υπηρεσίες μας
να προσθέσουν κάτι στις τελειότητές του. Μας αρμόζει λοιπόν να αποκαλούμε
τους εαυτούς μας αχρείους δούλους, πρέπει όμως τις προς τον Θεόν υπηρεσίες
να αποκαλούμε ωφέλιμες και χρήσιμες υπηρεσίες, διότι αυτές είναι ωφέλιμες
σε εμάς τους ίδιους. Εάν όμως ο Θεός δεν έχει την ανάγκη μας
και είναι μακάριος και χωρίς εμάς, εμείς όμως για κανέναν λόγο δεν μπορούμε
να κάνουμε χωρίς το Θεό.
(4) «Αν όμως και όταν όλες τις εντολές εφαρμόσουμε, ούτε τότε δεν οφείλουμε
να φανταστούμε κάτι μεγάλο για μας, τι θα γίνουμε, όταν ενώ δεν κατορθώνουμε
ούτε το πολλοστό μέρος των εντολών του Θεού, ακόμη υπερηφανευόμαστε» (Θφ).
(5) «Ο Θεός απαιτεί μεν από εμάς την δουλεία, χρησιμοποιώντας την δεσποτεία του.
Επειδή όμως είναι αγαθός και φιλότιμος, υπόσχεται και έπαθλα σε αυτούς
που κοπιάζουν» (Κ), «και προσφέρει στους δούλους σαν να είναι μισθωτοί
και την δουλεία τους την αμείβει με μισθό και την οφειλόμενη λατρεία
την δέχεται ως κατόρθωμα… Διότι νικά η αγαθότητά του την δικαιοσύνη» (Ζ).

katafigioti

lifecoaching