«Εκεί (στην Κων/πολη), όπως τρέχει στις πηγές των υδάτων ένα διψασμένο ελάφι, έτσι και αυτός έτρεξε γρήγορα προς τον θείο εκείνον γέροντα (Πνευματικό του), ερρίφθηκε εμπρός του σαν στον ίδιον τον δεσπότη Χριστό, και έβαλε όλα τα υπάρχοντά του δίπλα στα πόδια του. Ο δε φιλόστοργος εκείνος πραγματικά πατέρας, βλέποντας την βαθιά ταπείνωσι και πίστι του, ελευθέρωσε τον μαθητή από την φροντίδα για εκείνα, διασκορπίζοντάς τα στους πτωχούς» (τ. 19Α, σ. 55). «Θέλοντας δε να του προκαλέσει περισσοτέρους στεφάνους ο γυμναστής πατέρας, του παρήγγειλλε να εκτελεί τις ευτελέστατες υπηρεσίες στο κελλί του· εκείνος δε, αφού είχε τεθή στην υπηρεσία του…