ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ Μ.ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ

ΙΕΡΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ Μ.ΕΒΔΟΜΑΔΑ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ 
ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΚΛΕΙΝΟΥΜΕ ΡΑΝΤΕΒΟΥ (!!!).

ΜΕΓΑΛΗ ΔΕΥΤΕΡΑ

Πρωί 12 - 2 μ.μ. 

Απόγευμα: 5.30 - 7

Βράδυ 8.30 - 10.30

ΜΕΓΑΛΗ ΤΡΙΤΗ

Πρωί 12 - 2 μ.μ.

Απόγευμα: 5.30 - 7

Βράδυ 8.45 - 10.30

ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΤΑΡΤΗ

Πρωί 10 - 1μ.μ.

ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ

Πρωί  10 - 1.30 μ.μ.

Βράδυ 10 - 12

ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

Πρωί  11.30 - 2 μ.μ.

Απόγευμα 5.30 - 7 μ.μ. Βράδυ 10 - 11

ΜΕΓΑΛΟ ΣΑΒΒΑΤΟ  Πρωί 10 - 1 μ.μ.




 

ΜΕΓΑΛΗ ΔΕΥΤΕΡΑ

Πρωί 12 - 2 μ.μ. 

Απόγευμα: 5.30 - 7

Βράδυ 8.30 - 10.30

ΜΕΓΑΛΗ ΤΡΙΤΗ

Πρωί 12 - 2 μ.μ.

Απόγευμα: 5.30 - 7

Βράδυ 8.45 - 10.30

ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΤΑΡΤΗ

Πρωί 10 - 1μ.μ.

ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ

Πρωί 10 - 1.30 μ.μ.

Βράδυ 10 - 12

ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

Πρωί 11.30 - 2 μ.μ.

Απόγευμα 5.30 - 7 μ.μ. Βράδυ 10 - 11

ΜΕΓΑΛΟ ΣΑΒΒΑΤΟ  Πρωί 10 - 1 μ.μ.

E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

4. Είναι σωστό το «πίστευε και μη ερεύνα»;
Και ναι και όχι. Και εξηγούμαστε. Τα δόγματα της πίστεως μας τα φανέρωσε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Τα κήρυξε στους Αποστόλους και αυτοί τα παρέδωσαν στην Εκκλησία, η οποία αυθεντικώς τα ερμηνεύει και τα διδάσκει. Οι δογματικές αλήθειες απευθύνονται σε ανθρώπους, οι οποίοι καλούνται να τις ακούσουν και να τις αποδεχθούν. Ληπτικό όργανο των θείων αληθειών είναι πρωταρχικά ο νους του ανθρώπου, ο οποίος αποτελεί τον ουσιώδη πυρήνα της θείας “εικόνος”, η οποία υπάρχει στον άνθρωπο. Ο άνθρωπος, ως λογικά σκεπτόμενο ον, θα ακούσει τα δόγματα και δεν θα τα αποδεχθεί παθητικά, αλλά θα αντιδράσει προς αυτά σύμφωνα με τη νοητική φύση του. Θα τα βάλει στο μυαλό του και θα τα δουλέψει. Θα τα ερευνήσει και θα τα εξετάσει σε όλες τις πτυχές και σε όλες τις σχέσεις τους και τις αναφορές τους. Αυτό το έργο κάνει κυρίως η θεολογία με εργαλείο τον ανθρώπινο λόγο. Το έργο αυτό, η έρευνα δηλαδή, είναι κατά πάντα νόμιμο και εξυπηρετεί την ευχερέστερη κατανόηση των δογμάτων από την πιστεύουσα συνείδηση της Εκκλησίας. Ερωτάται όμως· η έρευνα αυτή, που θα κάνει ο άνθρωπος με το μυαλό του, είναι απροϋπόθετη και απεριόριστη; Ασφαλώς όχι. Τα δόγματα σε οποιαδήποτε μορφή τους είναι αλήθειες υπερβατικές, στις οποίες δεν μπορεί να αναχθεί από μόνος του ο κτιστός ανθρώπινος λόγος. Είναι αλήθειες μεταφυσικές, απρόσιτες στην ανθρώπινη διάνοια. Ο άνθρωπος μπορεί μεν και οφείλει να τις ερευνήσει, όμως μέχρι ενός ορίου, και ανάλογα με τη φυσική αντοχή που διαθέτει. Όταν δε εξαντλήσει τα όρια του, οφείλει να σταματήσει την έρευνα, διότι η περαιτέρω αναζήτηση, και άσκοπη είναι και επικίνδυνη. Στο σημείο ακριβώς αυτό θα παραλάβει τη σκυτάλη η πίστη, η οποία μπορεί έμμεσα να εισχωρήσει στο αδιάγνωστο και απερίληπτο, να λάβει εσωτερική αίσθηση της αλήθειας, στην οποία αδυνατεί να εμβατεύσει γυμνός ο ανθρώπινος λόγος. Η αξίωση να ερευνώνται τα πάντα με τον ανθρώπινο λόγο οδήγησε (και οδηγεί) τους αιρετικούς στη διαστρέβλωση των αληθειών της πίστεως, με κατάληξη την απώλεια της ψυχής τους. Απ’ όσα ειπώθηκαν, βγαίνει αβίαστα το συμπέρασμα ότι τόσο η έρευνα όσο και η μη έρευνα είναι επιτρεπόμενες στη χριστιανική πίστη, όταν φυσικά κάθε μια από αυτές κινείται μέσα στα ενδεδειγμένα και φυσιολογικά της όρια.

(Ανδρέου Θεοδώρου, Απαντήσεις σε Ερωτήματα Δογματικά, Αποστολική Διακονία, σελ. 17-18)

3. Αφού σύμφωνα με το νόμο της αιτιώδους συνάφειας των όντων, καθετί που υπάρχει πρέπει να έχει τον πλάστη του, το Θεό ποιός τον έπλασε;

Το ερώτημα αυτό διατυπώνεται συχνά κυρίως από εκείνους που δεν πιστεύουν, για να δικαιολογήσουν την απιστία τους και συνάμα να πλήξουν την πίστη των άλλων στην ύπαρξη του Θεού. Παρόλον ότι το ερώτημα αυτό εκ πρώτης όψεως μπορεί να αιφνιδιάζει, στη βαθύτερη ουσία του είναι πυροτέχνημα λογικό, λογισμός πλανεμένος, ανούσιος και ανυπόστατος.
Το πρώτο σφάλμα είναι ότι τον καθολικό νόμο της αιτιώδους συνάφειας των όντων, που ισχύει αυστηρά στο κτιστό πεδίο των όντων, στα υλικά και πνευματικά κτίσματα, τον εφαρμόζει με άλματα λογικά ανεπίτρεπτα σε σφαίρες στις οποίες καμία απολύτως θέση δεν μπορεί να έχει, δηλαδή στη σφαίρα του θείου. Ο Θεός δεν είναι κτίσμα και ποίημα, ώστε να έχει δημιουργική αρχή. Αν είχε κτίστη και ποιητή, δεν θα ήταν απλούστατα Θεός. Το ερώτημα συνεπώς φθείρει την έννοια του Θεού, τον κατεβάζει στο επίπεδο των κτιστών όντων και καταστρέφει την υπερβατική ουσία του. Βασικό στοιχείο της έννοιας του Θεού είναι η αυθυπαρξία. Ο Θεός είναι το απόλυτο όν, το αϊδίως και αφ’ εαυτού υπάρχον, από το οποίο προέρχεται κάθε άλλη μορφή υπάρξεως. Είναι το «ον»5. Συνεπώς δεν μπορεί να είναι αιτιατό, στο μέτρο που αιτιατά είναι τα φυσικά κτίσματα, διότι θα εξισωνόταν με αυτά, και θα έπαυε να είναι ότι είναι, ο άναρχος, ο αυθυπόστατος και αϊδίως υπάρχων Θεός.
Κατόπιν το ερώτημα συνιστά το λογικό σφάλμα του «εν αρχή αιτείσθαι». Αν ο Θεός, επί τη βάση της συνάφειας των όντων, είχε ανάγκη από πατέρα δημιουργό, τότε και ο πατέρας του θα είχε την αυτήν ανάγκη, και ο πατέρας του πατέρα του και έτσι θα προβαίναμε στο συλλογισμό μας επ’ άπειρον ρωτώντας για την εκάστοτε ποιητική αρχή. Μια τέτοια όμως διαδικασία δεν θα αποτελούσε ένα ανόητο παιχνίδι λογικό; Θα πρέπει, λοιπόν, κάπου να σταματήσουμε, το ερώτημα μας σε κάποια αρχή αυθύπαρκτη και ακίνητη, που εξ’ ορισμού πλέον θα είναι η πηγή κάθε άλλου κτιστού είναι, κάθε άλλης κινήσεως και κάθε άλλης μορφής υπάρξεως. Αυτή η πηγή και αρχή του όντος είναι ο Θεός.

(Ανδρέου Θεοδώρου, Απαντήσεις σε Ερωτήματα Δογματικά, Αποστολική Διακονία, σελ. 16-17)

2. Υπάρχουν λογικά επιχειρήματα που να αποδεικνύουν την ύπαρξη του Θεού;

Τέτοιου είδους επιχειρήματα δεν υπάρχουν. Την ύπαρξη του Θεού κανένας δεν μπορεί να την αποδείξει λογικά, όπως αποδεικνύει τις φυσικές αλήθειες. Η ουσία του Θεού είναι απολύτως υπερβατική, αθέατη στους σωματικούς μας οφθαλμούς και απρόσιτη στη φυσική μας διάνοια. Έμμεσα μόνο μπορούμε να διακρίνουμε τη θεία ενέργεια, η οποία συνέχει, συγκρατεί τα όντα και είναι διάχυτη στην εξωτερική δημιουργία. Και αυτή πάλι μόνο με τους οφθαλμούς της ψυχής μας μπορούμε να τη συλλάβουμε. Τα φυσικά κτίσματα είναι η εξάγγελοι των τελειοτήτων του Θεού. Ο απόστολος Παύλος μαρτυρεί: “ τα γαρ αόρατα αυτού από κτίσεως κόσμου τοις ποιήμασι νοούμενα καθοράται, η τε αΐδιος αυτού δύναμις και θειότης… “2.
Τις φυσικές αλήθειες ο άνθρωπος αποδεικνύει επιστημονικά, ώστε αυτοί που τις αρνούνται να είναι παράλογοι. Την ύπαρξη όμως του Θεού κανένας δεν μπορεί να την αποδείξει με επιχειρήματα λογικά, ώστε αυτός που την αρνείται να παραλογίζεται. Η αλήθεια του Θεού βρίσκεται πέρα από κάθε αποδεικτική δυνατότητα του πλάσματος. Ο καλοπροαίρετος άνθρωπος θα πιστέψει στην ύπαρξη του Θεού. Και αυτό του αρκεί. Δεν θα προσπαθήσει να την αποδείξει και να την κατοχυρώσει λογικά. Αυτό είναι έξω από την αρετή και το ήθος του, που οικοδομείται αποκλειστικά στη μυστηριακή αλήθεια του Θεού. Το να προσπαθεί κανείς να αποδείξει στον άπιστο ότι υπάρχει Θεός, είναι έργο άχαρο και μάταιο. Ο Θεός υπάρχει στην περιοχή της καρδιάς που την φλογίζει η πίστη, και όχι στο μυαλό που κυριαρχείται από το λόγο και διέπεται από την αυστηρή επιστημονική γνώση. Αν ο Θεός δεν υπάρχει στην καρδιά ως μυστική παρουσία, δεν υπάρχει πουθενά. Γι’ αυτό, όταν ερωτώμαστε από ανθρώπους λογικοκρατούμενους αν υπάρχει Θεός, η απάντηση μας πρέπει να είναι αρνητική. Όχι, δεν υπάρχει Θεός όπως τον θέλεις εσύ, κομμένος και ραμμένος στα μέτρα σου. Ο Θεός που υπάρχει σε υπερβαίνει απόλυτα!
Ο Θεός φυσικά υπάρχει αντικειμενικά. Δεν είναι αφαίρεση, πλάσμα του νού και της φαντασίας του ανθρώπου, όπως υποστηρίζουν πολλοί. Τον αντικειμενικά υπάρχοντα Θεό ο άνθρωπος αποδέχεται με την πίστη και την αγάπη του. Ως λογικά όμως σκεπτόμενο ον, προσπαθεί παράλληλα να δικαιώσει και με επιχειρήματα την πίστη του αυτή. Πρός το σκοπό αυτό διαμόρφωσε από πολύ παλαιά διάφορους λογικούς συλλογισμούς. Στη θεολογία οι συλλογισμοί αυτοί είναι γνωστοί ως «αποδείξεις περί της υπάρξεως του Θεού». Φυσικά δεν πρόκειται περί επιστημονικών αποδείξεων. Κάτι τέτοιο θα αποτελούσε αντίφαση. Πώς μπορείς να αποδείξεις το αναπόδεικτο; Όπως έχουμε πει, ο Θεός βρίσκεται πέρα από τα όντα, δεν είναι μέγεθος φυσικό που να μπορεί να εκτιμηθεί με κριτήρια αισθητά και εμπειρικά. Αν μπορείς να αποδείξεις την ύπαρξη του, τον κατεβάζεις από την υψηλή του περιωπή και τον κατατάσσεις στο επίπεδο των φυσικών κτισμάτων. Σε τελική ανάλυση καταστρέφεις την ίδια την έννοια του. Οι συλλογισμοί για τους οποίους μιλάμε δεν είναι αποδείξεις, αλλά ενδείξεις, επιχειρήματα λογικοφανή, δείκτες που προσανατολίζουν τη σκέψη προς το δυνατό της υπάρξεως του Θεού. Δεν αποδεικνύουν αναγκαίως αυτήν, αλλ’ υπάρχουσα την καθιστούν λογικοφανή, ή τουλάχιστον, όχι παράλογη. Οι κυριότερες από τις ενδείξεις αυτές είναι δύο, η κοσμολογική και η τελολογική. Η κοσμολογική λέγεται έτσι, γιατί ξεκινά από τον κόσμο, στον οποίο κυριαρχεί ο νόμος της αιτιώδους συνάφειας των όντων. Κάθε τί που υπάρχει δεν είναι αυθύπαρκτο, αλλά έχει αιτία από την οποία προέρχεται. Είναι αιτιατό. Θα ήταν παράλογο να σκεφτούμε, λόγου χάρη, ότι ένας άνθρωπος, ένα σπίτι, ένα πλοίο ή οτιδήποτε άλλο βρέθηκε ξαφνικά και τυχαία στον κόσμο, χωρίς γεννήτορα, οικοδόμο, ναυπηγό. Συλλογιζόμαστε λοιπόν· αν όλα ανεξαίρετα τα όντα φέρνουν πίσω τους την αιτία που τα παρήγαγε, ο τεράστιος και θαυμαστός αυτός κόσμος είναι δυνατό να βρέθηκε μόνος του και κατά τύχη στο είναι, χωρίς να έχει πίσω του μία παντοδύναμη ποιητική αρχή; Ασφαλώς όχι. Η παντοδύναμη αυτή αρχή είναι ο Θεός. Ο απόστολος Παύλος λέει χαρακτηριστικά: “ Πας οίκος κατασκευάζεται υπό τινός, ο δε τα πάντα κατασκευάσας Θεός”3.
Η τελολογική δε ένδειξη λέγεται έτσι, γιατί αφορμάται από τον κόσμο ως ένα σκόπιμα και τελολογικά διατεταγμένο όλο. Ο κόσμος κυριαρχείται και λειτουργεί πάνω σε νόμους απαράβατους και σταθερούς. Τα όντα - κυρίως ο άνθρωπος - υπακούουν σε ένα σκοπό, έχουν κάποιο προορισμό, ένα τέλος προς το οποίο σπεύδει η ύπαρξη τους. Η ζωή τους δεν είναι τυχαία και άσκοπη. Όλα δε μαζί είναι συναρθρωμένα κατά τρόπο που τα κάνει ένα παναρμόνιο όλο, μια ομορφιά που προκαλεί δέος και θαυμασμό, ένα αληθινό κόσμημα (εξ’ου και “κόσμος”), ένα αριστουργηματικό κομψοτέχνημα. Και συλλογιζόμαστε, πώς είναι δυνατόν αυτό το όμορφο κομψοτέχνημα, αυτό το έκπαγλο αρχιτεκτόνημα με την πάνσοφη δόμηση και τη σκόπιμη διάταξη του, με την πολυδυναμία και την πολυαρμονία του, να είναι ένα προϊόν τυφλής τέχνης, να βρέθηκε εική και ως έτυχε στο είναι; Ένας τέτοιος ισχυρισμός δεν αποτελεί ωμό παραλογισμό; Ας κάνουμε το πράγμα σαφέστερο με ένα παράδειγμα. Αν κάποιος ισχυριστεί, ότι ένα βιβλίο εμφανίστηκε ξαφνικά σε μία βιβλιοθήκη, χωρίς να το έχει γράψει κανένας και χωρίς κάποιος να επιστατήσει στην εκτύπωση του· ότι κόπηκε μία μέρα από μόνο του το τυπογραφικό χαρτί σε σχήμα σελίδων, τα δε γράμματα της αλφαβήτου κινήθηκαν και ενώθηκαν τυχαία το ένα με το άλλο σε μορφή κεφαλαίων και παραγράφων και κατόπιν τυπώθηκαν οι σελίδες χωρίς την επιστασία ειδικού τεχνητή, ο ισχυρισμός αυτός δεν θα ήταν καθαρός παραλογισμός; Λέμε λοιπόν· αν για τη συγγραφή ενός βιβλίου είναι απαραίτητη η παρουσία συγγραφέα, για την ύπαρξη του φυσικού κόσμου, τον οποίο χαρακτηρίζουν τόση αρμονία και τόση σοφία, τόση ομορφιά και τόση πολυδύναμη αρχιτεκτονική τάξη, δεν πρέπει να υπάρχει μια πάνσοφη και παντοδύναμη ποιητική αρχή; Βεβαίως πρέπει να υπάρχει και αυτή είναι ο Θεός. Ο ιερός ψαλμωδός σε συγκίνηση αναφωνεί: “ως εμεγαλύνθη τα έργα σου Κύριε, πάντα εν σοφία εποίησας”. 4
Συγκεφαλαιώνοντας, τα μαθηματικά αξιώματα και οι φυσικές αλήθειες είναι λογικώς αναγκαίες και καθολικώς αποδεκτές. Οι θείες αλήθειες είναι λογικώς δυνατές. Δεν αποδεικνύονται επιστημονικά. Μπορούν να διευκολύνουν την πίστη στην ύπαρξη του Θεού. Δεν την γεννούν. Φυσικά όποιος πιστεύει αληθινά στην ύπαρξη του Θεού δεν έχει ανάγκη από λογικά επιχειρήματα για να ενισχυθεί στην πίστη του. Όπως και τον άπιστο δύσκολα μπορεί να μετακινήσει από την απιστία του οποιαδήποτε επιχειρηματολογία λογική. Μόνον όσοι έχουν ασθενή και κυμαινόμενη πίστη (κυρίως οι προβληματιζόμενοι νέοι) μπορούν να ωφεληθούν από τις ενδείξεις περί της υπάρξεως του Θεού και να στερεώσουν την πίστη τους. Και αυτό πάντοτε με τη χάρη και το φωτισμό του Θεού.

(Ανδρέου Θεοδώρου, Απαντήσεις σε Ερωτήματα Δογματικά, Αποστολική Διακονία, σελ. 12-15)

Πώς ενώ έχουμε μάθει να ελέγχουμε και την παραμικρή λεπτομέρεια της ζωής μας, να είμαστε σχεδόν υποχόνδριοι και ψυχαναγκαστικοί, να παραδώσουμε τα ηνία σε κάποιον άλλο; Πώς γίνεται ενώ θέλουμε και μας αρέσει να περνάνε όλα από τα χέρια μας, να είμαστε συγκεντρωτικοί και υπεραναλυτικοί και απίστευτα σχολαστικοί να αφεθούμε στα χέρια κάποιου άλλου; Πώς όταν έχουμε μάθει να σκεφτόμαστε και να διαχειριζόμαστε με περισσή δεξιοτεχνία τις υποθέσεις μας και να μην εμπιστευόμαστε κανέναν άλλο γι’ αυτές παρά μόνο τον εαυτό μας να εμπιστευθούμε ξαφνικά… το Χριστό;
Ναι, το Χριστό! Γιατί αυτό μας ζητά Εκείνος… να αφήσουμε απαλά τη ζωή μας στα χέρια Του. Να ακουμπήσουμε τις μέριμνες και το φορτίο μας στα πόδια Του. Να πηγαίνουμε σ’ Εκείνον για να μας αναπαύει. Να μην αγωνιούμε για τις υποθέσεις μας. Γιατί Αυτός είναι πιο μεγάλος από αυτές. Μα πώς θα το κάνουμε αυτό; Πώς θα συντελεστεί αυτή η εσωτερική μεταβολή; Φαντάζει αδύνατο, ουτοπία, σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Ναι, για εμάς σίγουρα! Όχι όμως και για το Χριστό! Για το Χριστό τίποτα δεν είναι αδύνατο ‘ Τα αδύνατα παρά ανθρώποις δυνατά παρά τω Θεώ εστίν’ (Λουκ. ιη΄27). Άρα λοιπόν θα πάμε σ’ Εκείνον και θα Του ζητήσουμε να πάρει αυτός το τιμόνι και να οδηγήσει στην υπόλοιπη διαδρομή γιατί εμείς κουραστήκαμε, χαθήκαμε, μπλεχτήκαμε και απογοητευτήκαμε και χρειαζόμαστε έναν έμπειρο και ικανό οδηγό για να συνεχίσουμε!
Και μπορεί στην αρχή να μας ξενίζει που καθόμαστε στη θέση πλέον του συνοδηγού όμως στη συνέχεια θα διαπιστώσουμε ότι έτσι θα απολαμβάνουμε πιο ήρεμα και ξεκούραστα τη διαδρομή και θα οικτίρουμε τον εαυτό μας για τον κόπο, την ενέργεια, τη φαιά ουσία που καταναλώσαμε και τη φθορά που υποστήκαμε. Πώς όμως θα ξεπιαστούμε από τον εαυτό μας και θα πιαστούμε από το Χριστό; Πώς θα πάψουμε να εμπιστευόμαστε τον εαυτό μας και θα εμπιστευθούμε το Χριστό; Πώς θα αφήσουμε την ασφάλεια του αεροπλάνου μας και θα πηδήξουμε στο κενό χωρίς αλεξίπτωτο με τη βεβαιότητα ότι θα μας πιάσει ο Χριστός; Και πώς θα γίνουμε κάποιοι άλλοι και θα αποχωριστούμε αυτό που ήμασταν τόσα χρόνια;
Η αρχή λένε είναι το ήμισυ του παντός! Το πρώτο που χρειάζεται να γίνει είναι η μεταστροφή μας, η μετάνοια μας, να συνειδητοποιήσουμε δηλαδή ότι τελικά τίποτα δεν είναι κάτω από το δικό μας έλεγχο, ποτέ δεν ήταν… αυτό είναι μια ψευδαίσθηση… Ο Θεός είναι ο Παντοκράτορας και Παντεπόπτης! Οπότε είναι προς το συμφέρον μας να επικαλούμαστε τη βοήθεια Του! Ας δοκιμάσουμε λοιπόν να αναθέσουμε για αρχή κάποιες από τις υποθέσεις μας σε Εκείνον, ας ξεφορτώσουμε λίγο από το βάρος μας! Γιατί ενώ μπορούμε, αν το ζητήσουμε, να έχουμε τον πιο σπουδαίο και δυνατό σύμμαχο, να πολεμάμε μόνοι μας; Δεν είναι κουτό και μάταιο να παλεύουμε με τα θηρία χωρίς το θηριοδαμαστή; Δεν είναι αφελές και επικίνδυνο να αφήνουμε το Χριστό έξω από τη ζωή μας; Εμείς όσο και να προσπαθούμε θα φτάσουμε μέχρι κάποια όρια… για το Χριστό όμως δεν υπάρχουν όρια, ούτε αδιέξοδα, ούτε εμπόδια αφού ούτε ο θάνατος μπόρεσε να τον σταματήσει! Εκείνος γνωρίζει καλύτερα το συμφέρον της ψυχής μας και είναι βέβαιο πως πάντα θα φροντίζει γι’ αυτό. Ο άνθρωπος λέει ‘ δείξε μου και θα Σε εμπιστευθώ’ , ο Χριστός λέει ‘ εμπιστεύσου Με και θα σου δείξω’!(Α.Κ.Β)

Θυμάμαι τον πρώτο καιρό που προσλήφθηκα στην εταιρία που δουλεύω, είχα μεγάλη ανησυχία για να τα καταφέρω, επειδή η εργασία μου ήταν πολύ απαιτητική! Είχα το νου στα λάθη μου και πως θα βελτιωθώ και δεν προλάβαινα να ασχοληθώ με τη δουλειά κάποιου άλλου συναδέλφου εκτός κι αν μου ζητούσε βοήθεια. Τώρα μετά από δυο χρόνια, παρατηρώ ότι είμαι πιο άνετος και αρχίζω να εξετάζω και τη δουλειά των άλλων και να τη σχολιάζω ‘ Αυτός είναι γρήγορος, αυτός είναι απρόσεχτος, αυτός είναι πολυλογάς’. Έτσι ακριβώς κάνω και στην πνευματική μου ζωή. Ενώ στην αρχή ασχολιόμουν μόνο με το Χριστό και τις αμαρτίες μου μετά κοίταγα και τις αμαρτίες των άλλων! Τί δείχνει αυτό; Κατά τη γνώμη μου την κύρια αιτία της κατακρίσεως που είναι η υπερηφάνεια.
Νομίζουμε ότι ‘έχουμε μάθει τη δουλειά’, ότι έχουμε γίνει καλοί χριστιανοί, καλύτεροι από τους άλλους και γι’αυτό κομπάζουμε συγκρινόμενοι μ’ αυτούς, τους μειώνουμε γιατί δεν τα κατάφεραν όπως κι εμείς δυστυχώς και τους έχουμε καταδικασμένους για την κόλαση. Μήπως μας έδωσε όμως κανείς το δικαίωμα να περιεργαζόμαστε τί κάνουν οι αδελφοί μας; Μήπως μας έχει προσλάβει ο Χριστός ως βοηθούς Του για να Τον συμβουλεύουμε ποιος θα πάει στον Παράδεισο και ποιος στην Κόλαση; Ας σκεφτούμε για μια στιγμή ότι είμαστε δίπλα στον Κύριο Ιησού Χριστό τη φρικτή εκείνη ώρα της τελικής Κρίσης που έρχονται οι ψυχές και τα σώματα των ανθρώπων προς το Δημιουργό και Κριτή τους. Να σταθούμε δίπλα στην Αγάπη του Χριστού μας και να μας ρωτήσει ‘ Αυτός τι λες; Θα μπει στον Παράδεισο;’ Νομίζουμε ότι θα μπορέσουμε να αρθρώσουμε λέξη, νιώθοντας πόσο αγαπάει ο Κύριος το κάθε Του πλάσμα;
Αφού λοιπόν δεν μπορούμε να κρίνουμε στον Ουρανό γιατί κρίνουμε στη γη; Επειδή την κατάκριση οι πιο πολλοί την έχουμε ψωμοτύρι νομίζουμε ότι δεν είναι τόσο σημαντική. Κοιτάμε στο περιτύλιγμα της σοκολάτας να δούμε αν έχει ίχνη από γάλα και την ίδια στιγμή λέμε ‘ ο Κώστας τρώει τυρί Παρασκευιάτικα, αν είναι δυνατόν!’ Πόσο μεγάλο λάθος είναι η κατάκριση! Όσο τη συνεχίζουμε μην απορούμε που έχουμε πνευματική ακαρπία. Ο Χριστός την αποστρέφεται την κατάκριση. Μας έδωσε εντολή να αγαπάμε, όχι να κρίνουμε. Αν θέλουμε να είναι μαζί μας και αν Τον αγαπάμε ας κοιτάμε το πλήθος των αναρίθμητων δικών μας λαθών και δε θα πλήξουμε ποτέ!(Κ.Δ.Κ)

Αισθήσεις
στα αισχρά
Το μάτι βλέπει τα σώματα,
τα κάλλη, τα χρήματα, αυτά που είναι από τη γη.
Μ’ αυτά ευχαριστιέται.
Το αυτί ηδονίζεται με το αισθησιακό τραγούδι,
με την κιθάρα και τον αυλό και την αισχρολογία.
Αυτά όλα έχουν σχέση με τη γη.
Ε.Π.Ε. 22,244

γυμνάζονται
Πώς γίνονται εξασκημένα τα αισθητήρια μας;
Με τη συχνή ακρόαση των Γραφών,
με το να ενδιατρίβουμε σ’ αυτές.
Ε.Π.Ε. 24,414

Αισχρολογία
λερώνει
Να αγιάσεις την ψυχή σου,
να αγιάσεις και το σώμα σου,
έχοντας τα λόγια της Γραφής
διαρκώς στην καρδιά σου και στη γλώσσα σου.
Αν η αισχρολογία καταλερώνει και προκαλεί τους δαίμονες,
είναι ολοφάνερο, ότι η πνευματική ανάγνωσις αγιάζει
και προσελκύει τη χάρι του αγίου Πνεύματος.
Διότι οι Γραφές είναι θεία τραγούδια.
Ε.Π.Ε. 13,274

αιτία
όλων των κακών η έλλειψη αγάπης
«Το πάντων αίτιον των κακών, το μη είναι αγάπην, τούτο πάντα διέλυσε».
Ε.Π.Ε. 23,104

η αμαρτία γεννάει όλα τα κακά
Όλων των κακών αιτία είναι τα αμαρτήματα.
Εξ’ αιτίας των αμαρτημάτων δημιουργούνται λύπες.
Εξ’ αιτίας των αμαρτημάτων ταραχές.
Εξ’ αιτίας των αμαρτημάτων πόλεμοι.
Εξ’ αιτίας των αμαρτημάτων γεννιώνται νόσοι
και όλα τα δυσθεράπευτα πάθη, που μας βρίσκουν.
Ε.Π.Ε. 30,266

γιατί ενεργούμε όσα ενεργούμε!
Τιμάμε τους μάρτυρες όχι απλώς επειδή βασανίστηκαν,
αλλ’ επειδή για τον Χριστό βασανίστηκαν.
Ε.Π.Ε. 34,200

των κακών δεν είναι ο Θεός
Όταν δούμε ακαταστασία στη ζωή, αμέσως θεωρούμε το Θεό ως αίτιο!
Αλλά κάτι τέτοιο δεν ανακαλύπτει φάρμακο στα τραύματα,
αλλά προσθέτει τραύμα στο ήδη υπάρχον τραύμα.
Ε.Π.Ε. 34,546

του κακού ο Θεός;
Βρίζεται ο Θεός, που δεν έχει κάνει κάτι κακό.
Για όσους διαπράττουν αυτό το τόλμημα,
η τιμωρία θα είναι μεγάλη.
ΕΠΕ 34,578

Αιφνίδιος
ο θάνατος
Η γυναίκα, ενώ είναι αμέριμνη και γελάει και τίποτε δεν προγραμματίζει,
ξαφνικά την πιάνουν απερίγραπτοι πόνοι τοκετού και σταματούν όλα.
Έτσι κι οι ψυχές εκείνες, σαν έρθει η επιφανής ημέρα.
Ε.Π.Ε. 22,532


(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, Τόμος Α΄, σελ. 121-122)

Το Βάπτισμα
-Γέροντα, οι Βορειοηπειρώτες, όταν πεθάνουν, τί θα γίνουν που δεν είναι βαπτισμένοι;
-Έ, οι περισσότεροι έχουν από τους γονείς τους αεροβάπτισμα.
Υπάρχουν και νοσοκόμες που αεροβαπτίζουν τα παιδάκια.
Μια νοσοκόμα βάπτισε ένα παιδάκι μέσα σε μια λεκάνη με νερό.
Σου λέει αυτό είναι πιο καλό από το αεροβάπτισμα,
αλλά ο Θεός είδε την διάθεσή της... Πόση χάρη έχουν οι νεοφώτιστοι!
Μια φορά είχα γνωρίσει ανάμεσα σε τριακόσια πενήντα άτομα μια γυναίκα που ήταν βαπτισμένη.
Ρώτησα «ποιά είναι αυτή;», και μου είπαν ότι ήταν μια Τουρκάλα που είχε βαπτισθή.
Έλαμπε το πρόσωπό της. Μπροστά της οι άλλοι φαίνονταν βάρβαροι.
-Γέροντα, είναι σωστό στο Βάπτισμα να δίνωνται δύο ονόματα στα παιδιά;
-Αν είναι να μαλώνουν τα ανδρόγυνα και να χωρίζουν, ας δώσουν και τρία!
Αν και τα σωστά ονόματα σήμερα τα έχουν κάνει!... Βίκυ, Πέπη, Μιμή...
-Γέροντα, μια μητέρα έχασε το παιδάκι της στον πέμπτο μήνα της κυοφορίας και στενοχωριέται,
γιατί γεννήθηκε νεκρό και ούτε αεροβάπτισμα δεν μπόρεσαν να κάνουν.
-Αφού δεν έφταιγε η ίδια, ας έχη εμπιστοσύνη στο έλεος του Θεού.
Έχει ο Θεός λογαριασμό για όλα αυτά τα παιδάκια.
-Η μητέρα μου, Γέροντα, μου είπε ότι το αδελφάκι μου πέθανε λίγες ώρες μετά την γέννησή του και δεν πρόλαβε να το βαπτίση.
Της είπα να το πη στον Πνευματικό.
-Αφού ήθελε να το βαπτίση, αλλά δεν πρόλαβε, έχει ελαφρυντικά. Εδώ άλλες κάνουν εκτρώσεις και σκοτώνουν τα παιδιά τους.
Την κρίση του Θεού δεν την ξέρουμε. Βαρύ αμάρτημα θα ήταν, αν από αμέλεια δεν βάπτιζε το παιδί και πέθαινε αβάπτιστο.
Εσύ αντιμετώπισες το θέμα με την λογική. Αυτή είναι η θεολογία του ορθολογισμού.
Είπα κάποτε σε μια συντροφιά ότι ένα παιδάκι στην Βόρειο Ήπειρο το είχαν βαπτίσει τρεις φορές.
Μια φορά η γιαγιά, μια ο παππούς και μια η μάνα, κρυφά ο ένας από τον άλλον, γιατί ο καθένας το θεωρούσε αβάπτιστο.
Πετιέται τότε κάποιος και λέει: «Αυτό είναι αντικανονικό». «Βρέ, του λέω, δογματικά βάφτισαν το παιδί τρεις φορές;
Τρείς φορές ευλογήθηκε αυτό το παιδί!».
-Γέροντα, ο Θεός οικονομάει να βλέπουν στον ύπνο τους οι άνθρωποι κεκοιμημένους συγγενείς τους
και να συνομιλούν μαζί τους, για να βοηθηθούν στην πίστη, στην μετάνοια;
-Ναί, δεν σας έχω πει κι εγώ κάποιο περιστατικό; Ένας μοναχός στο Άγιον Όρος ήταν από ένα χωριό που βρισκόταν στο βουλγαρικό έδαφος
και υπήρχαν εκεί πολλοί αβάπτιστοι. Μου είπε λοιπόν ότι, όταν ήταν λαϊκός και ήταν ακόμη αβάπτιστος, είδε στον ύπνο του το ανηψάκι του,
που είχε πεθάνει πριν από λίγο καιρό, να είναι έξω από ένα πολύ όμορφο περιβόλι και να κλαίη.
Μέσα στο περιβόλι ήταν πολλά παιδάκια που έπαιζαν χαρούμενα. «Γιατί δεν πας κι εσύ μέσα;», το ρώτησε.
«Πώς να πάω μέσα; Εγώ είμαι αβάπτιστο», απάντησε εκείνο.
Μετά από αυτό πήγε αμέσως και βαπτίσθηκε ο ίδιος και ύστερα διηγήθηκε στον παπά το όνειρο που είδε.
Έτσι οικονόμησε ο Θεός, για να καταλάβουν και οι άλλοι τί αξία έχει το Βάπτισμα.
Έπειτα άρχισαν να βαπτίζουν τα παιδιά τους σ’ εκείνο το χωριό.
-Γέροντα, υπάρχουν γονείς που έκαναν πολιτικό γάμο, αλλά θέλουν να βαπτίσουν τα παιδιά τους. Επιτρέπεται;
-Γιατί να μην επιτρέπεται; Αλλωστε τί φταίνε τα καημένα τα παιδάκια;
Το ότι θέλουν να βαπτίσουν τα παιδιά τους δείχνει πώς κάτι έχουν μέσα τους, δεν είναι τελείως αδιάφοροι.
Φαίνεται, κάπου θα μπερδεύτηκαν. Αν θέλη κανείς να τους βοηθήση, πρώτα πρέπει να δη για ποιό λόγο δεν έκαναν θρησκευτικό γάμο
και ύστερα για ποιό λόγο θέλουν να βαπτίσουν τα παιδιά τους.
-Γέροντα, μια μοναχή που είχε βαπτίσει κάποιο παιδάκι, όταν ήταν στον κόσμο, εκτός από την προσευχή που θα κάνη γι’ αυτό,
πρέπει να του στέλνη δώρα, όπως συνηθίζεται;
-Έ, τώρα η μοναχή είναι απαλλαγμένη απ’ αυτά. Οι γονείς της μοναχής, αν θέλουν, μπορούν κάτι να κάνουν. Ο μοναχός με την προσευχή θα βοηθήση.
-Δηλαδή, αν το σκεφθούν οι γονείς μόνοι τους;
-Ναί, να μην τους υποχρεώση η μοναχή. Να κάνη προσευχή να τους φωτίση ο Θεός. Πάντως ο νουνός έχει μεγάλη ευθύνη.
Οι γονείς μου είχαν υποσχεθή σε μια φιλική μας οικογένεια ότι ένα παιδάκι τους θα το βάφτιζε κάποιος από την οικογένειά μας.
Όταν ήρθε εκείνη η ώρα, έλειπαν όλοι οι δικοί μου και μου είπαν να το βαπτίσω εγώ.
Ήμουν τότε δεκαέξι χρονών και δεν ήθελα να το βαπτίσω, γιατί αισθανόμουν την ευθύνη που θα αναλάμβανα.
Βρέθηκα σε δύσκολη θέση. Έκανα λοιπόν προσευχή. «Θεέ μου, είπα, αν είναι να γίνη καλός άνθρωπος, πάρε από εμένα όλα τα χρόνια και δώσ’ τα σ’ αυτό.
Αν όμως είναι να γίνη κακός, πάρ’ το τώρα που είναι αγγελούδι». Το βάφτισα και το ονόμασα Παύλο.
Σε μία εβδομάδα πέθανε. Στον Ουρανό τώρα είναι ασφαλισμένο.

(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ. 122-125)

"Βία του Μωσαϊκού Νόμου ή προσευχή του Αγίου;"

Με απασχολούσε πάντοτε το ακανθώδες πρόβλημα της σχέσεως αγάπης και βίας.
Από τη μία πλευρά η αγάπη, όπως την έζησε και τη δίδαξε ο Χριστός και κάθε αγιασμένος άνθρωπος Του,
κι από την άλλη η πολύμορφη βία, μεταξύ των πολιτών ή των κρατών.
Ρώτησα το Γέροντα ποιά είναι η γνώμη του για το θέμα αυτό. Εκείνος μου απήντησε: "Είναι μπερδεμένα τα πράγματα".
Και συνέχισε τη διήγηση μιας παραβολικής ιστορίας: "Ήταν κάποτε ένα Μοναστήρι στο βουνό,
όπου οι μοναχοί ζούσαν ειρηνικά. Μιά μέρα έκαναν επιδρομή ληστές, μπήκαν μέσα στο Ναό της Μονής
αγριωποί και ο αρχηγός του ζήτησε τον Ηγούμενο. Ένας μοναχός τον ειδοποίησε κι εκείνος, που βρισκόταν μέσα στο Ιερό,
παρεκάλεσε τον αρχιληστή να περιμένει λίγο, ώσπου να τελειώσει μιά εργασία του.
Γονάτισε μπροστά στην Αγία Τράπεζα κι άρχισε μιά θερμή προσευχή στο Χριστό, να τους γλιτώσει απ' αυτό τον κίνδυνο.
Ο αρχιληστής, στο διάστημα αυτό, περιεργαζόταν τις τοιχογραφίες του Ναού.
Άγριος όπως ήταν, τράβηξε την προσοχή του η εικόνα της μελλούσης κρίσεως και ιδιαίτερα του φοβερού δράκοντα που έβγαζε φωτιές
από το ανοιχτό στόμα του και κατάπινε τους κολασμένους. Εκείνη τη στιγμή βγήκε από το Ιερό ο Ηγούμενος.
Ο αρχιληστής, μόλις τον είδε, του είπε απότομα: "Θα μου δώσεις αμέσως όλους τους θησαυρούς του Μοναστηριού,
γιατί αλλιώς θα σας σφάξουμε. Αλλά πρώτα θέλω να μου εξηγήσεις τί παριστάνει η ζωγραφιά".
Ο Ηγούμενος, που εξακολουθούσε να προσεύχεται κρυφά, του εξήγησε, ότι από τη μια πλευρά είναι ο Χριστός,
που παίρνει μαζί του στον Παράδεισο τους δικαίους, κι από την άλλη ο διάβολος-δράκοντας,
που καταπίνει στο καμίνι της κολάσεως τους αμαρτωλούς". "Ποιοί είναι οι αμαρτωλοί;" ξαναρώτησε ο αρχιληστής.
Ο Ηγούμενος του απάντησε: "Είναι αυτοί που σκοτώνουν, που βρίζουν, που ατιμάζουν, αυτοί που κάνουν κάθε κακό".
"Δηλαδή, ρώτησε ανήσυχος, κι εγώ στην κόλαση θα πάω;" "Όπως φαίνεται, του λέει ο Ηγούμενος, για κει προορίζεσαι".
"Και δεν υπάρχει τρόπος να γλιτώσω την κόλαση;" ρώτησε. "Υπάρχει", του απαντά ο Ηγούμενος.
- "Και ποιός είναι αυτός;"
- "Να μετανοιώσεις για όλες τις αμαρτίες σου, να εξομολογηθείς, να κοινωνήσεις και να αγωνισθείς να αποφεύγεις το κακό
και να κάνεις το καλό". - "Πού μπορώ να το κάνω αυτό;" - "Εδώ στο Μοναστήρι".
Τότε ο αρχιληστής στρέφεται ξαφνικά στους ληστές που τον ακολουθούσαν και τους λέει: "Εγώ θα μείνω εδώ".
Έφυγαν οι ληστές, και ο αρχιληστής εξομολογήθηκε στον Ηγούμενο, που τον έκανε δόκιμο μοναχό.
Του έβαλε και κανόνα, να μη κάνει τίποτε χωρίς να ρωτάει το Γέροντα μοναχό, κοντά στον οποίο θα έκανε το διακόνημα του.
Μια μέρα τον έστειλε, μαζί με τον συνοδό μοναχό, να κόψουν ξύλα από το βουνό και να τα φέρουν στο Μοναστήρι για το χειμώνα.
Ξεκίνησαν με το ζώο τους, έφθασαν στο βουνό, έκοψαν και τα φόρτωσαν τα ξύλα, αλλά πριν προλάβουν να ξεκινήσουν,
εμφανίσθηκαν μπροστά στους ληστές, τους πήραν το ζώο με τα ξύλα και τους ξυλοκόπησαν.
Ο αρχιληστής - μοναχός οργίσθηκε, αλλά, πριν κάνει οποιαδήποτε κίνηση, ρώτησε το συνοδό του: "Τί λένε τα βιβλία να κάνουμε τώρα;"
Ο συνοδός του απήντησε: "Τίποτα. Ο νόμος του Χριστού λέει, ότι αν κάποιος σε χαστουκίσει,
εσύ να γυρίσεις και το άλλο μάγουλο". Έφυγαν οι ληστές με τα κλεμμένα, έφυγαν και μοναχοί δαρμένοι και με άδεια χέρια.
Όταν τους είδε ο Ηγούμενος, λυπήθηκε, αλλά δεν είπε τίποτε.
Έπειτα από μερικές μέρες, τους ξανάστειλε στο βουνό για ξύλα με άλλο ζώο, αλλά επαναλήφθηκαν περίπου τα ίδια.
Ο Ηγούμενος ήταν πολύ σκεπτικός, δεν ήξερε τί να κάνει.
Επειδή όμως έκανε πολύ κρύο, με κόπο βρήκε τρίτο ζώο και τους ξανάστειλε στο βουνό.
Τη στιγμή που ετοιμάζονταν να επιστρέψουν με το φορτωμένο ζώο, παρουσιάζονται πάλι οι ίδιοι ληστές,
τους παίρνουν το ζώο κι αρχίζουν πάλι να τους δέρνουν.
Η αγανάκτηση του αρχιληστή -μοναχού κορυφώθηκε, όμως ρώτησε πάλι το συνοδό του: "Βρες γρήγορα τί λένε οι Γραφές να κάνουμε".
Ο συνοδός του είπε πάλι: "Τίποτα. Ο νόμος του Χριστού λέει υπομονή και αγάπη στους εχθρούς".
Ο αρχιληστής - μοναχός δεν ικανοποιήθηκε και του λέει: "Για θυμήσου καλά, δεν υπάρχουν άλλες Γραφές να λένε κάτι άλλο;"
Ο συνοδός του του απαντά: Ε, υπάρχει και η Παλαιά Διαθήκη, με το νόμο του Μωυσή". - "Και τί λέει αυτός ο νόμος;"
"Λέει οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος". "Αυτός είναι καλός νόμος", φώναξε ο αρχιληστής - μοναχός
και δίνει μια γροθιά σ' έναν ληστή και τον ξαπλώνει κάτω. Οι άλλοι ληστές τον κοίταξαν ξαφνιασμένοι.
Τότε αυτός άνοιξε το ράσο του και φάνηκε το δασύτριχο στήθος του. "Ξέρετε ωρέ, ποιός είμαι εγώ;" λέει στους τρομαγμένους ληστές.
"Είμαι ο τάδε ξακουστός αρχιληστής, που έγινα καλόγερος.
Αν δεν θέλετε να σας λιανίσω όλους, αφήστε αυτό το φορτωμένο ζώο και τσακιστείτε να μας φέρετε φορτωμένα
και τα άλλα δύο κλεμμένα". Οι ληστές συμμορφώθηκαν με την εντολή του.
Έτσι, οι δύο μοναχοί επέστρεψαν θριαμβευτικά στο Μοναστήρι, με τρία φορτωμένα ζώα.
Μόλις τους είδε ο Ηγούμενος, σταυροκοπήθηκε απορημένος και δόξασε το Χριστό.
Τότε ο αρχιληστής - μοναχός του λέει: "Μη δοξάζεις το Χριστό, άγιε Ηγούμενε, αλλά δόξαζε το Μωυσή.
Με το νόμο του Μωυσή τα φέραμε πίσω όλα τα κλεμμένα, γιατί αν πηγαίναμε ακόμα με το νόμο του Χριστού
και αδειανοί θα γυρίζαμε και δαρμένοι". Μου έκανε εντύπωση αυτή η ιστορία, που μου τη διηγήθηκε ο Γέροντας
με απαράμιλλη χάρη, και προσπαθούσα να την ερμηνεύσω, όταν άρχισε να μου λέει δεύτερη: "Ήταν ένα Μοναστήρι,
όπου όλοι οι μοναχοί είχαν γεράσει και πεθάνει, εκτός από έναν, που ζούσε εκεί σαν ερημίτης.
Ο μοναχός αυτός ήταν τελείως αγράμματος, αλλά είχε δυνατή και απλή πίστη.
Καθώς έκανε τις ακολουθίες του και τα διακονήματά του, πίστευε ότι ο Χριστός και οι άγιοι είναι ζωντανοί
και τον συντροφεύουν, γι' αυτό και τους μιλούσε τακτικά, όπως μιλά κανείς σε ζωντανούς ανθρώπους.
Μια μέρα που βγήκε από το Μοναστήρι, μπήκαν σ' αυτό ληστές, έκλεψαν ό,τι βρήκαν, τα φόρτωσαν στα ζώα τους κι έφυγαν.
Όταν επέστρεψε ο μοναχός και είδε το γυμνωμένο Μοναστήρι, ταράχθηκε.
Αμέσως έτρεξε στο Ναό, που ήταν αφιερωμένος στον Άγιο Νικόλαο, στάθηκε μπροστά στον Άγιο Νικόλαο,
στάθηκε μπροστά στον προστάτη του Μοναστηριού άγιο και άρχισε να διαμαρτύρεται:
"Άγιε μου Νικόλα, τί έγινε εδώ όταν έλειπα;
Ήρθαν κακοί άνθρωποι και έκλεψαν το Μοναστήρι κι εσύ τους κοιτάζεις και δεν μιλούσες;
Τί έκανες για να εμποδίσεις τους ληστές; Βλέπω ότι δεν έκανες τίποτα.
Αμ τότε δεν σου αξίζει η θέση αυτή που έχεις, αφού δεν προστάτεψες το Μοναστήρι. Θα σε βγάλω απ' εκεί".
Κι αμέσως ξεκολλά την εικόνα του αγίου από το τέμπλο, την βγάζει έξω από το Μοναστήρι, την ακουμπά σ' ένα βράχο,
επιστρέφει και κλείνει την πόρτα. Δεν πέρασε μιά ώρα και ακούει δυνατά χτυπήματα στην εξώπορτα.
Ανοίγει και τί να δεί. Οι ληστές με τα ζώα τους φορτωμένα με όλα τα κλεμμένα και να του λένε:
Εμείς κλέψαμε το Μοναστήρι και, καθώς φεύγαμε, τα ζώα μας περπατούσαν κανονικά, αλλά κάποια στιγμή σταμάτησαν και δεν προχωρούσαν.
Τα χτύπησαμε, τα τραβούσαμε, έμεναν ακίνητα. μόλις όμως γύριζαν πίσω, έτρεχαν.
Είπαμε ότι, όπως φαίνεται, ο Θεός θέλει πίσω τα κλεμμένα και στ' τα φέραμε.
Ο μοναχός πήρε τα πράγματα και καθώς έφευγαν οι ληστές, ευχαρίστησε το Θεό.
Τότε θυμήθηκε την εικόνα του αγίου, πήγε στο βράχο που την είχε ακουμπήσει, την προσκύνησε και είπε:
"Τώρα σε παραδέχομαι, Άγιε Νικόλα. Είσαι ο προστάτης του Μοναστηριού".
Πήρε θριαμβευτικά την εικόνα του Αγίου και την τοποθέτησε στη θέση της".
Συνδυάζοντας στη σκέψη μου τις δύο αυτές ιστορίες, συμπέρανα ότι ο Γέροντας ήθελε να μου πεί ότι η εφαρμογή της αγάπης
και της μη βίας στους εχθρούς, προϋποθέτει αγιότητα, όπως στον Ηγούμενο της πρώτης ιστορίας
και στον απλοϊκό μοναχό της δεύτερης. Ενώ στον αρχιληστή - μοναχό, ο οποίος δεν είχε ακόμη αναπτύξει την αγιότητα,
η προσφυγή στο Μωσαϊκό Νόμο έγινε αναγκαίο κακό.
[Γ 74-80]


(Ανθολόγιο Συμβουλών, Άγιος Πορφύριος, σελ.122-126)

…Αλλά για να μπορέσουμε να πούμε «Άφες ημίν ως και ημείς αφίεμεν», είναι πολύ πιο δύσκολο. Είναι ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της ζωής. Έτσι αν δεν είμαστε προετοιμασμένοι να αφήσουμε πίσω μας κάθε αντιπάθεια που έχουμε, ενάντια σε κείνους που ήταν κυρίαρχοί μας ή σκληρά αφεντικά μας, δεν μπορούμε να περάσουμε αντίπερα. Αν έχουμε τη δύναμη να συγχωρούμε, δηλαδή να εγκαταλείπουμε στη γη της δουλείας όλη τη δουλική νοοτροπία, τη λαιμαργία, την απληστία και την πικρία, τότε μπορούμε να φτάσουμε στην αντίπερα όχθη. Μετά από αυτά θα βρεθούμε στην καφτερή έρημο, γιατί χρειάζεται αρκετός χρόνος για να γίνει ο σκλάβος ελεύθερος «εν Χριστώ» άνθρωπος. Όλα όσα είχαμε, όταν είμαστε σκλάβοι στην Αίγυπτο, τώρα τα στερούμαστε. Δεν έχουμε πια στέγη, ούτε καταφύγιο, ούτε τροφή. Δεν έχουμε τίποτα εκτός από την έρημο και το Θεό. Η γη δεν μπορεί πια να μας θρέψει. Δεν μπορούμε πια να βασιστούμε στη φυσική γήινη τροφή και έτσι του ζητάμε: «Τον άρτον ημών τον επιούσιον». Ο Θεός μας τον δίνει ακόμα και όταν παραστρατούμε, γιατί αν δεν το ’κανε έτσι θα πεθαίναμε, πριν φτάσουμε στα σύνορα της γης της επαγγελίας.

Θεέ μου, κράτησέ μας στη ζωή, δώς μας χρόνο να πλανιόμαστε, να μετανοούμε, να βρίσκουμε τη σωστή πορεία.

("Ζωντανή Προσευχή", αρχιεπ. Antony Bloom, σ. 48)

…Ο Κύριος μας περιμένει πάντοτε για να ενώσουμε τον εαυτό μας μαζί του εν αγάπη, αλλά εμείς αντ’ αυτού απομακρυνόμαστε ολοένα και περισσότερο από κοντά του. Γνωρίζουμε ότι δεν μπορεί να υπάρξει ζωή χωρίς αγάπη. Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει ζωή χωρίς Θεό, διότι ο Θεός είναι αγάπη. Αλλά η αγάπη του δεν είναι σύστοιχη με την αντίληψη αυτού του κόσμου. Η αγάπη που ο κόσμος μας δίνει αποτελείται από οδύνη και υποδούλωση, διότι τα πονηρά πνεύματα ανακατεύονται μαζί της. Μικρό ποσοστό αγάπης υπάρχει. Το μεγαλύτερο μέρος της είναι απλά υποδούλωση. Τα πονηρά πνεύματα προσπαθούν να μας υποδουλώσουν, ώστε να αγκιστρωθούμε σε συγκεκριμένα πρόσωπα και πράγματα, προκειμένου να αποτραπεί η καρδιά μας από το να αναζητήσει τον Θεό, την πηγή της ζωής και της αγάπης. Διότι γνωρίζουν ότι αν η καρδιά μας ενωθεί με Εκείνον, τότε δεν μπορούν πλέον να μας πλησιάσουν. Τον άνθρωπο που έχει αξιωθεί της Χάριτος και έχει ενωθεί με την αγάπη του Θεού, τα πονηρά πνεύματα δεν μπορούν να τον πλησιάσουν, διότι τον προστατεύει η θεία αγάπη.

Η αγάπη είναι το πιο ισχυρό μέσο άμυνας που υπάρχει. Δεν υπάρχουν όπλα και δύναμη που να μπορούν να αναμετρηθούν με την αγάπη. Ενώπιον της αγάπης τα πάντα νικώνται.

("Οι λογισμοί καθορίζουν τη ζωή μας", γέροντα Θαδδαίου, σ. 159)

katafigioti

lifecoaching