E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Η θεραπευτική ενός οσίου
Στα Φάρασα, όπως και σε όλη την περιφέρειά τους, δεν υπήρχε άλλος γιατρός εκτός από τον όσιο Αρσένιο τον Καππαδόκη. Ήταν δάσκαλος και γιατρός, ψυχών και σωμάτων.
Όπου περνούσε και του έφερναν αρρώστους, ποτέ δεν εξέταζε αν ήσαν χριστιανοί ή τούρκοι. Εξέταζε μόνο ποια αρρώστια τους βασάνιζε, για να διαβάση την ανάλογη ευχή. Με τις θεραπείες του οι τούρκοι καταλάβαιναν την αξία της Ορθοδοξίας μας και εκδήλωναν τον σεβασμό τους σ’ αυτήν.
Δεν έδινε στους αρρώστους συνταγές, αλλά τους διάβαζε την ανάλογη ευχή της Εκκλησίας και έτσι τους θεράπευε. Όσοι είχαν άρρωστο και δεν μπορούσαν να τον μεταφέρουν στο κελλί του, είτε επειδή ήταν πολύ βαριά είτε επειδή βρισκόταν μακριά, έστελναν στον όσιο Αρσένιο ένα ρούχο από τον άρρωστο να το διαβάση. Εκείνος το διάβαζε και το επέστρεφε. Ο άρρωστος το φορούσε με ευλάβεια και πίστι, και θεραπευόταν. Πολλές φορές, για να τους αναπαύση και τον λογισμό, τους έστελνε και γραμμένη την ευχή σ’ ένα χαρτί, που το φορούσαν στον άρρωστο διπλωμένο σαν φυλαχτό.
Επειδή οι περιπτώσεις των ασθενειών ήσαν πολλές και δεν εύρισκε στο Ευχολόγιο την ανάλογη ευχή, είχε πάρει ωρισμένους ψαλμούς από το Ψαλτήρι και χρησιμοποιούσε αυτούς. Το Ευαγγέλιο συνήθως το διάβαζε μόνο για πολύ σοβαρές περιπτώσεις, όπως στους τυφλούς, βωβούς, παραλύτους και δαιμονισμένους. Όταν έβλεπε κανέναν ότι ήταν και πνευματικά άρρωστος δεν τον θεράπευε αμέσως, αλλά σιγά-σιγά. Του έλεγε δηλαδή να έρχεται και να ξαναέρχεται, μέχρι που τον θεράπευε στην ψυχή. Μετά τον θεράπευε και στο σώμα.
( Αρσένιος ο Καππαδόκης)
( Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Α΄, σελ. 178-179)

Του Αββά Ιωάννη του Θηβαίου
Έλεγαν για τον μικρό Ιωάννη τον Θηβαίο, τον μαθητή του Αββά Αμμώη, ότι δώδεκα έτη έκαμε υπηρετώντας τον γέροντα όταν ασθενούσε. Και μαζί του ήταν, καθήμενος στο στρωσίδι. Και ο γέρων αδιαφορούσε γι’ αυτόν. Και ενώ εκείνος κόπιασε πολύ μαζί του, ποτέ δεν τον άκουσε να του πη: «Είθε να σωθής». Και όταν έμελλε να τελευτήση και κάθονταν οι γέροντες γύρω του, του έπιασε το χέρι και του λέγει τρεις φορές: «Είθε να σωθής». Και τον παρέδωσε στους γέροντες, λέγοντας: «Αυτός Άγγελος είναι και όχι άνθρωπος».
                                                Του Αββά Ιωάννη, μαθητή Του Αββά Παύλου
Έλεγαν για το Αββά Ιωάννη, τον μαθητή του Αββά Παύλου, ότι είχε μεγάλη υπακοή. Ήταν δε σ’ ένα τόπο μνήματα και μια ύαινα κατοικούσε εκεί. Είδε λοιπόν ο γέρων γύρω εκεί σβουνιές βοδιών. Και λέγει στον Ιωάννη να πάη και να του τις φέρη. Και εκείνος του είπε: «Και τί να κάμω, Αββά, με την ύαινα;». Ο δε γέρων, αστειευόμενος, είπε: Αν έλθη κατεπάνω σου, δέσε τη και φέρε την εδώ». Πήγε λοιπόν ο αδελφός εκεί, καθώς έπεφτε το βράδι. Και να, ήλθε η ύαινα κατεπάνω του.  Αλλά αυτός, σύμφωνα με τα λόγια του γέροντος, ώρμησε να την πιάση. Και έφυγε η ύαινα. Και κυνηγώντας την, έλεγε: «Μείνε, ο Αββάς μου είπε να σε δέσω». Και την έπιασε και την έδεσε, θλιβόταν δε ο γέρων και καθόταν περιμένοντάς τον. Και νάτος, έρχεται, έχοντας την ύαινα δεμένη. Βλέποντας ο γέρων, θαύμασε.  Αλλά θέλοντας να τον ταπείνωση, τον χτύπησε, λέγοντας: Ανόητε, σκυλί ανόητο μου έφερες εδώ;». Την έλυσε δε ευθύς ο γέρων και την άφησε να φύγη.
                                                    Του Αββά Ισαάκ του Θηβαίου
α΄. Πήγε κάποτε ο Αββάς Ισαάκ ο Θηβαίος σε Κοινόβιο και είδε κάποιον αδελφό οπού είχε πέσει σε σφάλμα και τον κατέκρινε. Αλλά μόλις βγήκε στην έρημο, ήλθε ο Άγγελος Κυρίου και στάθηκε μπροστά στη θύρα του κελλιού του, λέγοντας: «Δεν σου επιτρέπω να εισέλθης». Εκείνος δε παρακαλούσε, λέγοντας: «Τί σημαίνει αυτό;». Και αποκρίνεται ο ’Άγγελος και του λέγει: «Ο θεός με έστειλε, λέγοντας: Πες του, που προστάζεις να βάλω τον σφαλμένο αδελφό, όπου έκρινες;». Και ευθύς μετενόησε, λέγοντας: «Αμάρτησα, συγχώρησέ με». Και είπε ο ’Άγγελος: «Σήκω, σε συγχώρησε ο θεός. Και φυλάξου από εδώ και πέρα, να μη κρίνης κανέναν πριν ο Θεός τον κρίνη».
β΄. Έλεγαν για τον Αββά Απολλώ, ότι είχε ένα μαθητή, ονόματι Ισαάκ, καταρτισμένο σε κάθε έργο αγαθό. Και απόχτησε την ησυχία, οπού πηγάζει από τη θεία Ευχαριστία. Και όταν πήγαινε στην εκκλησία, δεν άφηνε να έλθη κανείς κοντά του. Γιατί έλεγε, ότι όλα είναι καλά στον καιρό τους, καιρός τω παντί πράγματι. Και όταν γινόταν απόλυση, έτρεχε να πάη στο κελλί του, σαν να τον έπαιρναν από πίσω φλόγες. Πολλές φορές δε, δινόταν στους αδελφούς παξιμάδι και ένα ποτήρι κρασί, μετά την τέλεση της λατρείας. Αυτός όμως δεν το έπαιρνε. Όχι γιατί αποποιόταν την ευλογία των αδελφών, αλλά για να κρατά την ειρήνη, οπού του χάριζε η λατρεία. Συνέβη δε κάποτε να πέση άρρωστος. Και μαθαίνοντάς το οι αδελφοί, ήλθαν να τον επισκεφθούν. Καθισμένοι λοιπόν, τον ρώτησαν οι αδελφοί, λέγοντας: «Αββά Ισαάκ, γιατί μετά τη σύναξη αποφεύγεις τους αδελφούς;». Και τους είπε: Τους αδελφούς δεν αποφεύγω, αλλά των δαιμόνων την κακοτεχνία. Αν τινάς κρατά κερί αναμμένο και μείνη για πολύ μέσα στον αέρα, αυτός του το σβήνει. Έτσι και εμείς, παίρνοντας το φως από τη θεία Λειτουργία, αν καθυστερήσουμε έξω από το κελλί, ο νους μας σκοτεινιάζει». Αυτή ήταν η συμπεριφορά του οσίου Αββά Ισαάκ.
                                                    Του Αββά Ιωσήφ του Θηβαίου
Είπε ο Αββάς Ιωσήφ ο Θηβαίος: «Τρία πράγματα αξίζουν πολύ ενώπιον του Κυρίου. Πρώτον, όταν τινάς ασθενή και του προσθέτωνται πειρασμοί και με ευχαριστία τους δέχεται. Δεύτερον, όταν τινάς κάνη όλα τα έργα του καθαρά ενώπιον του Θεού, χωρίς να έχουν τίποτε το ανθρώπινο. Και τρίτον, όταν τινάς ζη με υποταγή στον πνευματικό του πατέρα, απαρνούμενος κάθε δικό του θέλημα. Έχει δε αυτός ένα στέφανο επί πλέον. "Όσο για μένα, την ασθένεια διάλεξα".
                                                    Του Αββά Ιλαρίωνος
Πήγε ο Αββάς Ιλαρίων από την Παλαιστίνη στο όρος, στον Αββά Αντώνιο. Και του λέγει ο Αββάς Αντώνιος: «Καλώς ήλθες, ο αυγερινός οπού το πρωί ανατέλλει». Και είπε ο Αββάς Ιλαρίων: «Ειρήνη σε σένα, ο στύλος του φωτός οπού την οικουμένη φωτίζει».
                                                     Του Αββά Ισχυρίωνος
Οι άγιοι πατέρες της Σκήτης προφήτευσαν για την εσχάτη γενεά. «Τί εργασθήκαμε εμείς;», λέγει. Και αποκρίθηκε ένας απ’ αυτούς μέγας, ο Αββάς Ισχυρίων, και είπε: Εμείς τις εντολές του Θεού κάμαμε». Και του αποκρίθηκαν και του είπαν: «Και οι υστέρα από μας, άρα τί κάνουν;». Και είπε: «Μέλλουν να έλθουν στα μισά του δικού μας έργου». Και είπαν: «Οι δε μετ’ αυτούς, τί;». Είπε: «Οι της γενεάς εκείνης δεν έχουν καθόλου έργο. Μέλλει δε να έλθη σ’ αυτούς πειρασμός. Και όσοι αποδειχθούν εκείνο τον καιρό δόκιμοι, θα αποβούν μεγαλύτεροι και από μας και από τους πατέρες μας».

(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)

Του Αββά Ιωάννη του Πέρση
α'. Διηγήθηκε κάποιος από τους πατέρες για τον Αββά Ιωάννη τον Πέρση, ότι ήταν τόσο χαριτωμένος από τον Θεό, ώστε έφθασε σε πολύ μεγάλη ακακία. Και αυτός έμενε στην Αραβία της Αιγύπτου. Δανείστηκε κάποτε από αδελφό ένα χρυσό νόμισμα και αγόρασε λινάρια για να εργασθή. Και έρχεται ένας αδελφός, παρακαλώντας τον και λέγοντας: «Χάρισέ μου, Αββά, λίγα λινάρια, να πλέξω ρούχο για τον εαυτό μου». Και του έδωσε μετά χαράς. Πάλι, άλλος έρχεται, παρακαλώντας και αυτός: «Δός μου λίγα λινάρια, να φτιάξω ποδιά για τον εαυτό μου». Και του έδωσε και αυτού όμοια. Αλλά και άλλοι του ζήτησαν και τους έδινε πρόθυμα και μετά χαράς. Ύστερα έρχεται ο κύριος του νομίσματος, θέλοντάς το. Του λέγει ο γέρων: «Πηγαίνω να σου το φέρω». Και μη έχοντας από που να επιστρέψη το δάνειο, σηκώθηκε να πάη στον Αββά Ιάκωβο της διακονίας, για να τον παρακαλέση να του δώση το νόμισμα και να το επιστρέψη στον αδελφό. Πηγαίνοντας δε, βρήκε χρυσό νόμισμα κατά γης, αλλά δεν το άγγιξε. Και κάνοντας προσευχή, γύρισε στο κελλί του. Και ήλθε ο αδελφός πάλι, ενοχλώντας τον για το νόμισμα. Και του λέγει ο γέρων: «Εγώ πάντως φροντίζω». Και φεύγοντας πάλι, βρήκε το νόμισμα κατά γης, εκεί οπού ήταν και την άλλη φορά. Και κάνοντας πάλι προσευχή, γύρισε στο κελλί του. Και να, έρχεται και τώρα ο αδελφός, οπού τον ενωχλούσε. Και του λέγει ο γέρων:  Αυτή τη φορά, θα σου το φέρω». Σηκώνεται λοιπόν πάλι και περνά από εκείνο τον τόπο, οπού βρήκε ξανά το φλουρί, στη θέση του. Κάνοντας δε προσευχή, το πήρε. Και ήλθε στον Αββά Ιάκωβο και του λέγει: «Αββά, καθώς ερχόμουν εδώ, βρήκα στον δρόμο αυτό το νόμισμα. Κάμε μου λοιπόν τη χάρη και κήρυξε στην περιοχή, μήπως τινάς το έχασε. Και αν βρεθή ο κάτοχός του, δος το του». Πήγε λοιπόν ο γέρων και επί τρεις μέρες κήρυξε. Και κάνεις δεν βρέθηκε οπού να είχε το νόμισμα. Τότε λέγει ο γέρων στον Αββά Ιάκωβο: «Αφού λοιπόν κανείς δεν το έχασε, δος το σ’ εκείνον τον αδελφό. Γιατί του χρωστώ. Και καθώς ερχόμουν να πάρω από σένα αγάπη, το βρήκα». Και θαύμασε ο γέρων, πώς, ενώ χρωστούσε και το βρήκε, δεν το πήρε ευθύς να το δώση.  Αλλά και τούτο ήταν σ’ αυτόν το θαυμαστό, ότι, αν ερχόταν κανείς να του δανειστή τίποτε, δεν το έδινε από μόνος του, αλλά έλεγε στον αδελφό: «Πήγαινε, σήκωσε μόνος σου ό,τι χρειάζεσαι». Και αν του έφερνε το δάνειο, του έλεγε: Άσε το πάλι στη θέση του». Και αν δεν του το γύριζε πίσω, τίποτε δεν του έλεγε.
β Έλεγαν για τον Αββά Ιωάννη τον Πέρση, ότι, σαν εμφανίσθηκαν στο κελλί του μερικοί κακοποιοί, έφερε μπροστά τους λεκάνη και τους ζητούσε επίμονα να τους πλύνη τα πόδια. Και εκείνοι, νοιώθοντας ντροπή, άρχισαν να μετανοούν.
γ'. Είπε κάποιος στον Αββά Ιωάννη τον Πέρση: «Τόσο κόπο κάμαμε για τη βασιλεία των ουρανών. Άρα πρόκειται να την κληρονομήσουμε;». Και είπε ο γέρων: Εγώ πιστεύω ότι θα κληρονομήσω την άνω Ιερουσαλήμ, την απογραμμένη στους ουρανούς. Γιατί αξιόπιστος είναι Αυτός οπού υποσχέθηκε. Και γιατί να απιστήσω; Φιλόξενος σαν τον Αβραάμ έγινα, πράος σαν τον Μωυσή, άγιος σαν τον Ααρών, υπομονετικός σαν τον Ιώβ, ταπεινόφρων σαν τον Δαυίδ, ερημίτης σαν τον Τίμιο Πρόδρομο, πενθικός σαν τον Ιερεμία, διδάσκαλος σαν τον Παύλο, πιστός σαν τον Πέτρο , σοφός σαν τον Σολομώντα. Και πιστεύω σαν τον ληστή, ότι Εκείνος οπού μου τα χάρισε αυτά από τη δική του αγαθότητα, και τη βασιλεία θα μου παράσχη».

(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)

Ο γότθος Τζαλλάς 

Υπήρχε κάποιος γότθος ονομαζόμενος Τζαλλάς, που ανήκε στην άθεη κακοδοξία των Αρειανών. Αυτός ο άνθρωπος, στα χρόνια του βασιλιά των γότθων Τοτίλα έπνεε μένεα κατά των σπουδαίων ανδρών της Εκκλησίας. Έτσι, όταν τύχαινε και συναντούσε κάποιον κληρικό ή μοναχό, ευθύς έπεφτε πάνω του και τον σκότωνε με το σπαθί του.
Μια μέρα συνάντησε κάποιο χωρικό κι άρχισε να τον βασανίζη σκληρά. Ο φτωχός άνθρωπος, μη υποφέροντας τα βασανιστήρια κι ενώ ο βάρβαρος και ωμότατος Τζαλλάς του ζητούσε χρήματα για να τον αφήση, του είπε, πως τα είχε εμπιστευθή στον όσιο Βενέδικτο.
Τότε ο Τζαλλάς σταμάτησε να τον βασανίζη, του έδεσε με λουριά σφιχτά τα χέρια στα πλευρά κι άρχισε, έχοντας τον μπροστά στο άλογο του, να τον σπρώχνη για να τον πάη στον άγιο.
Έτσι, με δεμένα χέρια, ο χωρικός ωδήγησε τον αλαζόνα Τζαλλά στο μοναστήρι του οσίου. Εκεί βρήκαν τον μακάριο καθισμένο μπροστά στο κελλί του να διαβάζη. Γύρισε λοιπόν ο χωρικός στον Τζαλλά που ακολουθούσε, και του λέει:
- Αυτός είναι ο Βενέδικτος, που σου είπα.
Ο γότθος κοίταξε με άγριο μάτι τον άγιο και πιστεύοντας πως μόνο με το παρουσιαστικό του θα τον φόβιζε, του φώναξε:
- Σήκω αμέσως και δώσε πίσω τα χρήματα αυτού του χωριάτη.
Τότε εκείνος σήκωσε τα μάτια από το διάβασμα και κοίταξε μια τον άγριο γότθο και μια τον χωρικό που στεκόταν μπροστά του δεμένος. Και ω του θαύματος! Μόλις έπεσε η θεοφώτιστη ματιά του στον τελευταίο, ευθύς τα λουριά λύθηκαν.
Βλέποντας ο Τζαλλάς λυμένο τον χωρικό έτσι ξαφνικά, τον έπιασε τρόμος και φόβος, έπεσε κατάχαμα και σκύβοντας τον υπερήφανο τράχηλο του στα τίμια πόδια του οσίου ζήτησε την ευχή του.
Ο άγιος δεν σηκώθηκε καθόλου από το διάβασμα, αλλά κάλεσε τους αδελφούς και τους πρόσταξε να τον ωδηγήσουν μέσα και να του βάλουν να φάη. Κι εκείνος, έχοντας ανανήψει, δέχθηκε τη νουθεσία του οσίου και έφυγε από το μοναστήρι, χωρίς πλέον να ζητήση τίποτε από τον χωρικό, που ο άνθρωπος του Θεού όχι με τα χέρια, αλλά με τη ματιά του μόνο έλυσε.

(Βίος οσίου Βενεδίκτου)

(Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Β΄, σ.126-128)

1,17. «και αυτός έστι προ πάντων, και τα πάντα εν αυτώ συνέστηκε». 

Αυτός είναι: «έλεγον ουν αυτώ· συ τις ει; και είπεν αυτοίς ο Ιησούς· την αρχήν ό,τι και λαλώ υμίν» (Ιω. 8,25) ή καλύτερα, Αυτός είναι η αρχή σε κάθε αρχή και ο Ίδιος η Άναρχος Αρχή. Γι’ αυτό και είναι ο «πρωτότοκος πάσης κτίσεως».
Η αρχή, η προαρχή, η πρώτη αρχή κάθε δημιουργήματος είναι σε Αυτόν και από Αυτόν. «και το παν» είναι σε Αυτόν και υπάρχει διαμέσου Αυτού. Ότι ζει και υπάρχει, ζει και υπάρχει με τις δικές του ζωοδοτικές δυνάμεις και το κάθε τι περιβάλλεται απ’ Αυτόν!
Όμως το κάθε τι έξω από Αυτόν είναι «μη ον». Αυτή η λογική πανενότητα δύσκολα μπορεί να γίνει αισθητή στον άνθρωπο, που η ψυχή του είναι διαρρηγμένη από την αμαρτία. Γι’ αυτό και ο Θεός Λόγος «καθίσταται» άνθρωπος, για να απελευθερώσει τον άνθρωπο, από την - διαρρηγνύουσα τα πάντα - αμαρτία και να τον ικανώσει να κατανοήσει βιωματικά αυτή την πανενότητα.
«Ένεκα τούτου» ίδρυσε και την Εκκλησία, που είναι το σώμα του το Θεανθρώπινο.
Και οι άνθρωποι (πιστοί), μέλη στο δικό του Θεανθρώπινο σώμα, αισθάνονται και διαβιώνουν την έλλογη πανενότητα των δημιουργημάτων, κατά το μέτρο της αγιότητάς τους και της ενχριστοποίησής τους. Αυτό οι πιο άγιοι το αισθάνονται πιο δυνατά και πιο άγια και συνειδητά το διαβιώνουν.

(Προς Κολασσαείς Επιστολή Αποστόλου Παύλου, Αγ. Ιουστίνου Πόποβιτς, σ. 37-38)

«Να μη γίνεσθε υψηλόφρονες αλλά να συναναστρέφεστε τους ταπεινούς». 

                                                                                       (Ρωμ. ιβ' 16)

 

«Πραγματικά, τίποτα δεν είναι ισχυρότερο από την ταπεινοφροσύνη,

τίποτα δεν την νικάει. Και αν συμβή στον ταπεινό άνθρωπο κάτι λυπηρό,

αμέσως τα βάζει με τον εαυτό του, αμέσως κατακρίνει τον εαυτό του,

δηλαδή ότι του αξίζουν όσα συμβαίνουν. Δεν ανέχεται να κατακρίνει κανέναν,

δεν ανέχεται να φορτώνει σε άλλον την αιτία· κι έτσι ξεπερνάει τα λυπηρά

χωρίς να ταραχθεί, χωρίς να θλιβεί και αναπαύεται τέλεια».

 

(Αγίου Δωροθέου, Ασκητικά, Λόγος Β', Περί ταπεινοφροσύνης, σ. 117)

10. Ποιά είναι η σχέση των πηγών της θείας αποκαλύψεως προς την αυθεντία της Εκκλησίας;

     Όπως είπαμε στα προηγούμενα, το περιεχόμενο της θείας αποκαλύψεως έχει αποθησαυρισθεί στις δύο πήγες της, την αγία Γραφή και την ιερά Παράδοση. Όμως, για να μπορέσει η θεία αλήθεια να επιτελέσει το σωτήριο προορισμό της πρέπει να υπάρχει κάποιο μέσο δια του οποίου θα φθάσει στις ψυχές των ανθρώπων αθόλωτη και διαυγής, όπως πρωτοβγήκε από το στόμα του Κυρίου και των Αποστόλων. Το μέσο αυτό πρέπει να είναι αυθεντικό και αλάθητο και αυτό φυσικά δεν είναι οι άνθρωποι «οι πλανώντες και πλανώμενοι». Κατά την ορθόδοξη πίστη, προς την οποία συμφωνεί και η Ρωμαιοκαθολική, το κριτήριο αυτό είναι η Εκκλησία, στην οποία διαιωνίζεται ιστορικά ο Χριστός και το Πνεύμα του Θεού τη διακρατεί και την εμψυχώνει, οδηγώντας την «εις πάσαν την αλήθειαν».
Η Γραφή και η Παράδοση, λαμβανόμενες καθ’ εαυτές, είναι σχήματα ασαφή και αόριστα, ασπόνδυλα, θα λέγαμε, και χωρίς εξωτερικό συνεκτικό δεσμό. Έτσι η μεν ερμηνεία της Γραφής δεν μπορεί να επιχειρηθεί απ’ ευθείας χωρίς αυθεντική εκκλησιαστική χειραγώγηση, δεδομένης της ασάφειας που παρατηρείται σε ορισμένα σημεία της διδασκαλίας της. Στην απροϋπόθετη αυτή ερμηνεία οφείλονται, οι τόσες παρερμηνείες της και οι κακοδοξίες όλων των αιρέσεων, οι οποίες, χωρίς εξαίρεση στηρίζουν τα διδάγματά τους στην αγία Γραφή. Αλλά και η Παράδοση έχει ανάγκη αυθεντικού κριτηρίου για τη γνησιότητά της, αν λάβουμε υπόψη ότι οι όποιες διδασκαλίες και γνώμες των ανθρώπων δεν μπορούν από μόνες τους να διατηρηθούν αλώβητες στην ανέλιξη του χρόνου και της ιστορίας.
     Το αυθεντικό κριτικό αυτό έργο ενασκεί η Εκκλησία είτε δια των ιεραρχών της στις κατά τόπους Εκκλησίες διδάσκουσα τη σωτηριώδη αλήθεια, είτε δια του συνόλου των αρχιερέων της σε συνόδους οικουμενικές διατυπώνουσα επίσημα και πανηγυρικά τη θεία αλήθεια, κυρίως σε όσες περιπτώσεις απειλούν αυτήν η κακοδοξία και η πλάνη. Το έργο αυτό της Εκκλησίας φαίνεται κατεξοχήν στην αυθεντική διατύπωση του δόγματος του ομοουσίου στη σύνοδο της Νίκαιας (325) και των δύο φύσεων του Χριστού σε μια υπόσταση στη σύνοδο της Χαλκηδόνος (451), δόγματα υπάρχοντα φυσικά συνεπτυγμένως στη θεία Γραφή και την ιερά Παράδοση. Στην οικουμενική σύνοδο η ομοφωνία των ιεραρχών δεν είναι μαθηματική, αλλ΄ ηθική. Όταν ορισμένοι επιφανείς Ιεράρχες αποφαίνονται για κάποιο ζήτημα δογματικό, οι δε λοιποί δεν αντιλέγουν, αυτό σημαίνει ότι η διατυπούμενη διδασκαλία είναι αυθεντική και αλάθητη. Η διδασκαλία αυτή καταχωρίζεται στους όρους των οικουμενικών συνόδων, ενώ η υπόλοιπη, που δεν κυρώθηκε από συνόδους οικουμενικές, είναι απαθησαυρισμένη στα πολυειδή γραπτά μνημεία της ιεράς Παραδόσεως.
     Κάτω από το πνεύμα αυτό η Εκκλησία νοείται ως μία ευρύτερη παράδοση, στην οποία εμπεριέχονται η αγία Γραφή και η Ιερά παράδοση με τη στενή της έννοια. Τα δυο αυτά η Εκκλησία περιβάλλει και καθορίζει με την αυθεντία και το κύρος της, προστατεύοντάς τα από κάθε κακόβουλη παράσταση και επιβουλή. Μόνο με την παρουσία της εκκλησιαστικής αυθεντίας διακρατείται ολόκληρο το οικοδόμημα του Χριστιανισμού, διασφαλίζεται η ενότητα του εκκλησιαστικού σώματος και πετυχαίνεται η υψηλή αποστολή του χριστιανισμού, ως λυτρωτικής εξ αποκαλύψεως θείας θρησκείας.

(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 20-22)

5. Ποια είναι η σχέση της Παλαιάς προς την Καινή Διαθήκη;

     Στην Παλαιά Διαθήκη καταγράφτηκε η φανέρωση του Θεού στο μεταπτωτικό άνθρωπο με επίκεντρο το Ισραήλ, τον περιούσιο λαό του Θεού. Σ’ αυτήν υπάρχει αποθησαυρισμένη η αλήθεια του Θεού στο Νόμο, το προφητικό κήρυγμα και την άλλη παιδαγωγία του Θεού, προσαρμοσμένη βέβαια στην πνευματική και ηθική κατάσταση των ανθρώπων της εποχής, όπου απουσίαζε στο πλήρωμά της η λυτρωτική χάρη που θα λειτουργούσε τέλεια στον κόσμο δια της ενανθρωπήσεως του Λόγου του Θεού.
     Είναι φανερό οτι η Π. Διαθήκη, ως τύπος και προέκθεση της αλήθειας και ως στάδιο προπαρασκευής της πλήρους αποκαλύψεως εν Χριστώ Ιησού, πρέπει να μελετάται και να κρίνεται πάντοτε με κέντρο και στάθμη την Καινή Διαθήκη. Από την άποψη αυτή όχι μόνο συμβάλλει στην ορθή κατανόηση της Κ. Διαθήκης, αλλ΄ αποβαίνει και εικόνα πιστή των παιδαγωγικών του Θεού βουλών, ο τύπος και η προέκθεση των αιώνιων αγαθών.


6. Ποια έννοια έχει η διάκριση των βιβλίων της αγίας Γραφής σε κανονικά και αναγιγνωσκόμενα;

     Κανονικά βιβλία της αγίας Γραφής είναι εκείνα που γράφτηκαν με την επιστασία του Αγίου Πνεύματος. Είναι βιβλία θεόπνευστα, στα οποία έχει καταχωρηθεί αλαθήτως ο λυτρωτικός λόγος του Θεού. Όπως είπαμε, τα βιβλία αυτά αποτελούν το πρώτο σκέλος των πηγών της θείας αποκαλύψεως, η ανάγνωση των οποίων είναι απαραίτητη για την πνευματική πρόοδο των πιστών και τη σωτηρία τους. Είναι δε αυτά τα γνωστά 49 βιβλία της Π. Διαθήκης και τα 27 της Καινής, δηλαδή συνολικά 76, τα οποία απαρτίζουν τον επίσημο Κανόνα της αγίας Γραφής.
Αναγινωσκόμενα είναι σειρά βιβλίων των οποίων η κανονικότητα αμφισβητείται. Είναι δε αυτά δεκα: ‘Εσδρας Α', Τωβίτ, ’Ιουδίθ, Σοφία Σολομώντος, Σοφία Σειράχ, Βαρούχ, ’Επιστολή Ίερεμίου, και τα τρία βιβλία των Μακκαβαίων. Στη Δυτική Εκκλησία η κανονικότητα των βιβλίων αυτών γίνεται αποδεκτή, αντίθετα δε απορρίπτεται από τους Διαμαρτυρομένους. Στην ’Ορθόδοξη Εκκλησία, ελλειπούσης αυθεντικής συνοδικής κυρώσεως, παρατηρείται διακύμανση απόψεων, άλλων δεχομένων την κανονικότητα αυτών και άλλων όχι. Ο Μέγας Αθανάσιος τα χαρακτηρίζει ως αναγινωσκόμενα και τα διαστέλλει από τα κανονικά. Οι δε τοπικές σύνοδοι εν Ιερουσαλήμ, Ιασίω και Κωνσταντινουπόλει, αναγνωρίζουν την κανονικότητά τους, ελέγχοντας μάλιστα τον Κύριλλο Λούκαρι ο οποίος δεν τα περιέλαβε στα κανονικά. Αντίθετα η σύνοδος της Κων/πολεως (1672) παρατηρεί ότι τα βιβλία αυτά είναι «καλά και ενάρετα», ενώ ο Κριτόπουλος στην απολογία του λέγει περί αυτών: «Πολλά ηθικά πλείστου επαίνου άξια εμπεριέχεται τούτοις· ως κανονικά δε και αυθεντικά ουδέποτε απεδέξατο η του Χριστού Εκκλησία, ως μαρτυρούσι πολλοί μεν και άλλοι, μάλιστα δε ο τε Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο άγιος Άμφιλόχιος και τελευταίος ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός». Η αυτή, τέλος, διακύμανση και διαφωνία παρατηρείται και μεταξύ ορθοδόξων θεολόγων.

 

(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 14-16)

3. Ποιά είναι η έννοια της θεοπνευστίας της αγίας Γραφής;

     Γενικά, ότι τα ιερά βιβλία της γράφτηκαν κατ’ έμπνευση του Αγίου Πνεύματος. Οι ιεροί συγγραφείς είναι όργανα κινούμενα από το Πνεύμα του Θεού εις αποκάλυψη θείων πραγμάτων. Η άποψη των αρχαίων Μοντανιστών, ότι οι συγγραφείς κατά την ώρα της εμπνεύσεως πέφτουν σε έκσταση, μένοντας άβουλα όργανα στα χέρια του Θεού, αποδοκιμάστηκε από τους αρχαίους θεολόγους της Εκκλησίας. Ούτε είναι σωστή η θεωρία η αναπτυχθείσα από τους χρόνους της μεταρρυθμίσεως, ότι η θεοπνευστία είναι η «κατά λέξιν έμπνευσις» των θείων αληθειών. Αν ήταν έτσι, δεν εξηγούνται ορισμένα πράγματα, συγκεκριμένα ο προσωπικός περί την έκθεση χαρακτήρας των ιερών συγγραφέων, ο οποίος δεν είναι ομοιόμορφος, η διαφορά στην έκθεση των αυτών πραγμάτων, αλλ΄ ούτε και οι μεταφράσεις της αγίας Γραφής, οι οποίες δεν θα έπρεπε να γίνονται ως βεβηλώσεις του ιερού λόγου. Αλλά και η άλλη θεωρία κατά την οποία η θεοπνευστία περιορίζεται μόνο στη δογματική και ηθική διδασκαλία, σε ό,τι δηλαδή αφορά στη σωτηρία, ενώ στα υπόλοιπα ιστορικά μέρη της Γραφής υπάρχει απλή μόνο επιστασία του Αγίου Πνεύματος, είναι άκρως επισφαλής, δεδομένου ότι ελλείπει το κριτήριο διακρίσεως και καθορισμού της καθαυτό θεοπνευστίας από της απλής επιστασίας, ελλοχεύει δε πάντοτε ο κίνδυνος ορθολογιστικής εκδοχής της αγίας Γραφής.
     Το καλύτερο είναι να περιοριστούμε στη γενικότητα, ότι το Πνεύμα του Θεού είναι το λαλούν στις άγιες Γραφές και ότι δεν υπάρχουν σ’ αυτές αντιφάσεις και πλάνες. Θα μου πείτε: Δεν υπάρχουν αντιφάσεις στην αγία Γραφή; Διαφορές περί την έκθεση βεβαίως υπάρχουν, όχι όμως και αντιφάσεις. Αν δε κάπου παρατηρούνται διαφωνίες, αυτές δεν είναι ουσιαστικές αλλ΄ επιφανειακές, οφειλόμενες σε σφάλματα αντιγραφής των χειρογράφων, στις μεταφράσεις και στη δική μας περιορισμένη νοητική αντίληψη.


4. Η αγία Γραφή είναι αυτάρκης κώδικας της θείας αλήθειας;

     Όχι, δεν είναι. Παρότι είναι ο γραπτός λόγος του Θεού, όμως δεν περιλαμβάνει στο πλήρωμά της την αποκαλυφθείσα θεία αλήθεια. Πρωτίστως δεν ήταν τέτοιος ο σκοπός της. Στις σελίδες της δεν καταγράφτηκε σκόπιμα και συστηματικά ολόκληρη η δογματική αλήθεια της πίστεως. Γράφτηκε περιστασιακά, για να καλύψει τις κηρυκτικές ανάγκες των Αποστόλων και άλλων κηρύκων του λόγου του Θεού και ν’ αντιμετωπίσει διάφορα διδακτικά και ποιμαντικά προβλήματα των πρώτων χριστιανικών κοινοτήτων, την επίλυση των οποίων, λόγω των αποστάσεων, δεν μπορούσαν ευχερώς να πραγματοποιήσουν δια ζώσης οι κήρυκες του λόγου. Άλλωστε πολλές αλήθειες της πίστεως (ο αριθμός επτά των μυστηρίων, ο νηπιοβαπτισμός, το δόγμα περί των αγίων και των ιερών εικόνων και λειψάνων κ.ά.) δεν απαντούν στην αγία Γραφή και για να τα δούμε πρέπει ν’ ανατρέξουμε στην ιερά Παράδοση της Εκκλησίας. Εκτός τούτων η διδασκαλία της Γραφής δεν ήταν πάντοτε διαυγής και ευκρινής, αλλ΄ εκφέρεται ενίοτε αινιγματικά και συνεσκιασμένα, ώστε για να την ερμηνεύσουμε ορθώς πρέπει να καταφύγουμε στην ερμηνευτική παράδοση της Εκκλησίας.
Εντούτοις αυτά κατά τίποτε δε μειώνουν το κύρος και τη θεοπνευστία της αγίας Γραφής, η οποία ως αυθεντική έκφραση του λόγου του Θεού σε καμιά περίπτωση δεν παύει να είναι η κύρια πηγή της πίστεως και της σωτηρίας μας.


(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 14-16)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ A

ΟΙ ΠΗΓΕΣ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ

1. Τί είναι η θεία αποκάλυψη;

Λέγοντας αποκάλυψη δε πρέπει να πηγαίνει το μυαλό μας στην Αποκάλυψη, το προφητικό βιβλίο της Κ. Διαθήκης που έγραψε ο ευαγγελιστής Ιωάννης στην Πάτμο, στο οποίο καταγράφονται όσα του αποκάλυψε ο Θεός για τη μελλοντική εξέλιξη της Εκκλησίας και την ιστορία γενικότερα του κόσμου.
Λέγοντας εδώ αποκάλυψη εννοούμε όσα φανέρωσε ο Θεός στον κόσμο στο πρόσωπο του ενανθρωπήσαντος Υιού και Λόγου του, με σκοπό να οδηγήσει τον άνθρωπο στην αληθινή θεογνωσία, να του φανερώσει την αλήθεια και το πραγματικό νόημα της ζωής και της ευτυχίας του κοντά στο δημιουργό του. Η θεία αποκάλυψη στο πρόσωπο του Χριστού ήταν μια βαθιά ανάγκη και από μέρους του Θεού και από μέρους του ανθρώπου, την οποία προκάλεσε η αταξία του πρώτου ανθρώπου, που ελεύθερα απομακρύνθηκε από τον πλάστη του, έπεσε στη φθορά της αμαρτίας και τη δυνάστευση του διαβόλου και κινδύνευε να χαθεί μέσα στην άβυσσο της κακοδαιμονίας και της αλογιστίας του, βαδίζοντας τυφλά στα σκοτάδια της ειδωλικής πλάνης του. Ο Θεός «όφειλε» να σώσει το πλάσμα του, το δε πλάσμα έπρεπε να λυτρωθεί από την αθλιότητα του υπαρξιακού του δράματος. Την επιτακτική αυτή ανάγκη, το χάσμα που έσταζε πίκρα στην ψυχή του παραβάτη, κάλυψε ο ίδιος ο Θεός δια της ενανθρωπήσεώς του, φανερώνοντας στον πεσμένο άνθρωπο το μέγεθος της αποστασίας του, αυτό που έχασε με την παρακοή του, οδηγώντας τον πίσω στην αλήθεια και τη χαρά της υπάρξεώς του.


2. Ποιες είναι οι πηγές της θείας αποκαλύψεως;

Η αγία Γραφή και η ιερά παράδοση. Η αγία Γραφή είναι ο γραπτός λόγος του Θεού. Διακρίνεται στην Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. Η Παλαιά αποτελείται από 49 βιβλία και η Καινή από 27. Τα βιβλία της αγίας Γραφής είναι θεόπνευστα, δηλαδή, σ’ αυτά πνέει η αλήθεια του Θεού. Η αγία Γραφή σε κανένα βιβλίο της δεν ψεύδεται. Είναι αλάθητη, στο μέτρο που αλάθητο είναι το Πνεύμα του Θεού, το οποίο πνέει μέσα από τις σελίδες της. Δεν είναι σαν τα βιβλία των ανθρώπων, στα οποία η αλήθεια είναι ανακατεμένη με το ψέμα. Το κύρος της αγίας Γραφής είναι αιώνιο και ακατάλυτο. Η ανάγνωσή της είναι αναγκαία προς σωτηρία.

 

(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 13-14)

katafigioti

lifecoaching