Αυξομείωση μεγέθους γραμμάτων.
Κείμενα (blog) - Ιερός Ναός Αγίου Σώστη Νέας Σμύρνης
E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

    «Πραγματικά, καθώς κάποια νύκτα στεκόταν σε προσευχή και με καθαρό νου ενωνόταν με τον πρώτο καθαρότατο νου, είδε ξαφνικά να λάμπει σ’ αυτόν φως επάνω από τους ουρανούς, λαμπερό και άφθονο, που καταφώτισε το παν και το κατέστησε καθαρό σαν ημέρα. Από αυτό δε φωτιζόμενος και ο ίδιος νόμιζε ότι όλος ο οίκος μαζί με το δωμάτιο οπού στεκόταν είχε αφανισθεί και είχε περάσει αμέσως στο μη ον κι ο ίδιος αισθανόταν ότι είχε αρπαγή στον αέρα και είχε ξεχάσει τελείως το σώμα. Σ’ αυτήν την κατάσταση, όπως έλεγε και έγραφε στους έμπιστους του, γέμισε από μεγάλη χαρά και θερμά δάκρυα· και κατάπληκτος από την παραξενιά του θαύματος, αφού ήταν αμύητος ακόμη των αποκαλύψεων αυτού του είδους, εφώναξε δυνατά ακαταπαύστως το «Κύριε, ελέησον», καθώς αντιλήφθηκε ύστερα, όταν ήλθε στον εαυτό του· διότι εκείνη την ώρα δεν γνώριζε καθόλου ότι ομιλεί με φωνή ή ότι ακούγεται προς τα έξω η λαλιά του. Ενεργούμενος λοιπόν σ’ αυτό το φως είδε ένα είδος φωτεινότατης νεφέλης, άμορφης και ασχημάτιστης και γεμάτης άρρητη δόξα Θεού στο ύψος του ουρανού, από τα δεξιά δε αυτής της νεφέλης έβλεπε να στέκεται ο πνευματικός πατήρ του Συμεών ο Ευλαβής -τι φρικτό όραμα!- με την στολή που συνήθιζε να φορά στην ζωή του, να παρατηρεί σταθερά το θείο εκείνο φως και να το παρακαλεί απερίσπαστα. Ευρισκόμενος λοιπόν πολλή ώρα σ’ αυτήν την έκσταση και βλέποντας τον πατέρα του να παρίσταται δεξιά της δόξας του Θεού, δεν αισθανόταν αν ευρισκόταν τότε μέσα στο σώμα ή έξω από το σώμα, όπως διαβεβαίωνε κι έλεγε ύστερα. Όταν δε επί τέλους κάποτε το φως εκείνο συστάλθηκε για λίγο προς εαυτό, τότε αυτός αντιλήφθηκε πάλι ότι ευρίσκεται στο σώμα και μέσα στο δωμάτιο, και έτσι την μεν καρδιά ευρήκε γεμάτη άφατη χαρά, το δε στόμα να φωνάζει δυνατά το «Κύριε, ελέησον», και τον εαυτό του ολόκληρο καταβρεγμένο με δάκρυα γλυκύτερα από μέλι και κερί. Από την ώρα εκείνη αισθάνθηκε ότι το σώμα του έγινε λεπτό και ελαφρό, σαν πνευματικό, και παρέμεινε πολύν χρόνο σ’ αυτήν την κατάσταση. Τέτοιο και τόσο σπουδαίο είναι το έργο που ενεργεί στους ζηλωτάς η καθαρότης και ο θείος έρως» (ΕΠΕ ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ ΤΌΜΟΣ 19Α, 43-5)
    «Οσάκις ενοχλούνταν (ο Συμεών) από ακηδία, απέρχονταν στους τόπους που υπήρχαν μνήματα και καθήμενος επάνω από αυτά ανιστορούσε νοερώς τους κάτω από την γη νεκρούς, και άλλοτε μεν πενθούσε, άλλοτε δε άφηνε θρηνώδεις φωνές με δάκρυα, επιχειρώντας με όλα αυτά και τα παρόμοια να περιμαζεύσει από την καρδιά του το κάλυμμα της αναισθησίας» (19Α,51)
    «Λέγοντας αυτά άφηνε ρυάκια δακρύων και απαιτούσε από κάθε παρευρισκόμενο να μη επιθυμεί και να μην τρέχει αναξίως προς το υψηλό και για τους αγγέλους ακόμη φοβερό μυστήριο (της ιερωσύνης), προτού δια μέσου πολλών κόπων φθάσει σε τέτοια κατάσταση» (19Α,87)
    «Σε τέτοια αγάπη Θεού επρόκοψε μαζί με τους άλλους μαθητές εκείνου και αυτός ο Ιερόθεος, ώστε, όταν διάβαζε καμιά φορά βιβλίο, σ’ οποίο χωρίο ευρισκόταν γραμμένο το όνομα Θεός ή Χριστός ή Ιησούς, τοποθετούσε πάνω στο θείο όνομα το δεξί του μάτι, έπειτα το άλλο, και έκλαιγε τόσο, έως ότου γέμιζε δάκρυα και το βιβλίο και τον κόλπο του. Τέτοιων αγρών γεωργός ήταν ο τρισμακάριστος και μεγάλος πατήρ μου Συμεών και τέτοιους μαθητές απέκτησε» (19Α, 131)
    «Χωρίς πόνο χύνει αυτομάτως δάκρυα, με τα οποία καθαίρεται και βαπτίζεται δεύτερο βάπτισμα» (19Α,413)
«Του κατά Θεόν πένθους προηγείται ταπείνωσις, έπεται δε χαρά και ανέκφραστη ευφροσύνη, στην κατά Θεόν δε ταπείνωσι περιφύεται η ελπίς της σωτηρίας. Διότι όσο θεωρεί κανείς με την ψυχή του τον εαυτό του ταπεινότερο όλων των ανθρώπων, τόσο η ελπίς συναυξάνεται με την ταπείνωση και βλαστάνει στην καρδιά του, βεβαιώνοντας ότι δι’ αυτής πρόκειται να σωθεί. Όσο κατέρχεται κανείς στο βάθος της ταπεινώσεως και θεωρεί τον εαυτό του ανάξιο να σωθεί, τόσο πενθεί και αφήνει πηγές δακρύων· αναλόγως με αυτά αναβλύζει στην καρδιά η πνευματική χαρά, με αυτήν δε πηγάζει μαζί η ελπίς και συναυξάνεται και καθιστά βεβαιότερη την ασφάλεια της σωτηρίας» (19Α,479)
    «Το πένθος κατά τις ενέργειές του είναι διπλό· ως ύδωρ σβήνει με τα δάκρυα όλη την φλόγα των παθών και καθαρίζει την ψυχή από τον μολυσμό από αυτά· ως πυρ δε δια της παρουσίας του αγίου Πνεύματος ζωοποιεί, αναφλέγει, εκπυρώνει και θερμαίνει την καρδιά και την εξάπτει προς έρωτα και πόθο Θεού» (19Α,481)
    «Όποιος έχει μέσα του το φως του παναγίου Πνεύματος, μην αντέχοντας να το βλέπει, πίπτει στη γη πρηνής, κράζει και βοά μ’ έκπληξη και δυνατό φόβο σαν να είδε και έπαθε κάτι υπέρ φύση, υπέρ λόγο, υπέρ έννοια· και γίνεται όμοιος με άνθρωπο, του οποίου τα σπλάγχνα από κάπου πήραν φωτιά και ο οποίος φλεγόμενος από αυτήν και μη μπορώντας να βαστάση την πύρα της φλόγας, είναι σαν εκστασιασμένος και δεν δύναται να συγκεντρωθεί, αλλά πηγάζοντας συνεχώς άφθονα δάκρυα και δροσιζόμενος από αυτά, εξάπτει δυνατότερη την φωτιά του πόθου. Τότε χύνει περισσότερα δάκρυα και πλυνόμενος με την ροή τους απαστράπτει λαμπρότερα· όταν δε, αφού εκπυρωθεί ολόκληρος, γίνεται σαν φως, τότε εκπληρώνεται το λόγιο, «Θεός ενούμενος με θεούς και γνωριζόμενος», τόσο μάλιστα όσο ενώθηκε ήδη με τους συναφθέντας και αποκαλύφθηκε στους γνωρίσαντας» (19Α,487)
    «Πριν από το πένθος και τα δάκρυα (κανένας να μη μας απατά με κενά λόγια, ούτε να αυταπατώμαστε), δεν υπάρχει για μας μετάνοια ούτε αληθινή μεταμέλεια ούτε φόβος Θεού στις καρδιές μας· δεν αυτοκατακριθήκαμε ούτε έφθασε η ψυχή μας στην συναίσθηση της μελλούσης κρίσεως και των αιωνίων βασάνων. Διότι αν είχε αποκτήσει αυτά και είχε φθάσει σ’ αυτά, ευθύς θα έχυνε και δάκρυα· χωρίς αυτά όμως, δεν μπορεί ποτέ ν’ απαλυνθεί η καρδιά μας ή ν’ αποκτήσει την πνευματική ταπείνωση η ψυχή μας, ούτε θα μπορέσουμε να γίνουμε ταπεινοί» (19Α,487-489)
    «Όπου υπάρχει βαθειά ταπείνωσις, εκεί υπάρχει και άφθονο δάκρυ και όπου είναι αυτά, εκεί υπάρχει και η παρουσία του αγίου και προσκυνητού Πνεύματος»(19Α,493)
    «Στην αγάπη αυτή δεν μπορεί να εγγίσει ποτέ κανένας άνθρωπος, αν δεν καθαρίσει πρωτύτερα την καρδιά του με μετάνοια και άφθονα δάκρυα, και δεν προχωρήσει στο βυθό της ταπεινοφροσύνης και δεν εγκυμονήσει το πανάγιο Πνεύμα»(19Γ,75)
    «Μακάριοι είναι όσοι κλαίουν πάντοτε πικρά για τα αμαρτήματά τους, διότι θα τους καταλάβει το φως και θα μετατρέψει τα πικρά δάκρυα σε γλυκά. Μακάριοι είναι όσοι φωτίζονται από το θείο φως και βλέπουν την ασθένειά τους και καταλαβαίνουν την ασχήμια της ψυχικής τους στολής, διότι αυτοί θα κλαύσουν ασταμάτητα και θα πλυθούν με τα ποτάμια των δακρύων» (19Γ,167)
    «Η προκαλούμενη από το πένθος παρηγοριά είναι αρραβώνας της βασιλείας των ουρανών» (19Γ,325)
«Όπου τέλος υπάρχει αίσθηση πνευματικής πτωχείας, εκεί υπάρχει και το χαρμόσυνο πένθος, εκεί και τα αδιάκοπα χυνόμενα δάκρυα, που καθαρίζουν την ψυχή που τ’ αγαπά και την καθιστούν τελείως φωτεινότατη. Μ’ αυτά λοιπόν ανυψούμενη η ψυχή και αναγνωρίζοντας τον Δεσπότη της, αρχίζει να καρποφορεί με ζήλο τις άλλες αρετές για τον εαυτό της και τον Χριστό… Πράγματι είναι θαύμα ανεκλάλητο, διότι τα δάκρυα που τρέχουν δια μέσου των αισθητών οφθαλμών εκπλύνουν νοερά την ψυχή από τον βόρβορο των αμαρτημάτων και πέφτοντας στη γη φλέγουν και συντρίβουν τους δαίμονες και ελευθερώνουν την ψυχή από τα αόρατα δεσμά της αμαρτίας. Ω δάκρυα, τα οποία αναβλύζετε από την θεία έλλαμψη και διανοίγετε τον ίδιο τον ουρανό και μου προξενείτε θεία παρηγοριά. Διότι πάλι και πάλι, κυριευμένος από ηδονή και πόθο, λέγω τα ίδια. Όπου υπάρχει πλήθος δακρύων, αδελφοί, συνοδευόμενο από γνώση αληθινή, εκεί υπάρχει και απαύγασμα θείου φωτός» (19Γ,327,329)
    «Έγραψε (ο Συμεών ο Ευλαβής, πνευματικός του οσίου Συμεών) και δίδαξε λέγοντας ‘Αδελφέ, ποτέ μη κοινωνήσεις χωρίς δάκρυα’. Αυτό όταν το άκουσαν οι ακροατές (διότι ήταν πολλοί όχι μόνον λαϊκοί, αλλά και μοναχοί από τους ονομαστούς και ξακουστούς για την αρετή) θαύμασαν για τον λόγο και αφού κοιτάχθηκαν μεταξύ τους, όλοι μαζί με μια φωνή είπαν χαμογελώντας ‘Λοιπόν εμείς ποτέ δεν θα κοινωνήσομε, αλλά θα μείνομε όλοι ακοινώνητοι!’ Αυτά όταν τα άκουσα εγώ ο άθλιος και ταλαίπωρος και θυμήθηκα κατ’ ιδίαν αυτούς που τα είπαν αυτά καθώς και τα ίδια τους τα λόγια και κυριεύθηκα από ταραχή, έκλαυσα πικρώς και με πόνο της καρδιάς μου είπα στον εαυτό μου τα εξής ‘Άραγε έτσι στ’ αλήθεια αντιμετωπίζουν το πράγμα αυτό και είπαν αυτά που είπαν επειδή σκέφθηκαν από την ψυχή τους ότι αυτό είναι αδύνατο;’» (19Γ, 367)
    «Χωρίς νερό είναι αδύνατο να πλυθεί το λερωμένο ιμάτιο, και χωρίς δάκρυα είναι πολύ πιο αδύνατο να πλυθεί και να καθαρισθεί από τις κηλίδες και τους μολυσμούς η ψυχή» (19Γ,393)
    «Εάν οι άγιοι πατέρες μας αποφάνθηκαν έτσι, λέγοντας, ‘αυτός που θέλει να κόψει τα πάθη, τα κόπτει με τον κλαυθμό, και αυτός που θέλει ν’ αποκτήσει αρετές τις αποκτά με κλαυθμό’, είναι φανερό ότι αυτός που δεν κλαίει κάθε ημέρα, ούτε τα πάθη κόπτει ούτε τις αρετές κατορθώνει, και αν ακόμη νομίζει, όπως φαντάζεται, ότι όλες τις ασκεί» (19Γ,397)
    «Διότι ούτε δίχως μετάνοια υπάρχει κλαυθμός, ούτε χωρίς κλαυθμό δάκρυα, αλλά τα τρία αυτά συνδέονται μεταξύ τους και δεν είναι δυνατό να φανεί το ένα απ’ αυτά χωρίς το άλλο. Ας μη λέγει λοιπόν κανείς ότι είναι αδύνατο το καθημερινό κλάμα. Διότι αυτός που το λέγει αυτό, είναι αδύνατον λέγει να μετανοεί κανείς καθημερινά, και ανατρέπει όλες τις θείες Γραφές, για να μην πω και αυτήν την ίδια την εντολή του Κυρίου που λέγει «μετανοείτε, έφθασε η βασιλεία των ουρανών» (19Γ,399)
    «Μπορεί να μη έχει (κάποιος) δάκρυα, αλλά οφείλει τότε να τα αποζητά με όλη του τη δύναμη και την ψυχή. Διότι με άλλον τρόπο δεν μπορεί να γίνει αναμάρτητος ούτε αγνός στην καρδιά» (19Γ,405)
    «(Η ψυχή) να πενθεί κάθε ημέρα και να προσελκύει προς τον εαυτό της με την προσευχή το φως του Πνεύματος, τα οποία συνήθως κατορθώνονται με θερμότατη μετάνοια, αφού καθαρισθεί η ψυχή με πολλά δάκρυα, χωρίς τα οποία ούτε ο χιτώνας της μπορεί ποτέ να καθαρισθεί, ούτε είναι δυνατό σε ύψος θεωρίας ν’ ανεβασθεί. ’Όπως δηλαδή ένα ιμάτιο που μολύνθηκε σε βάθος από λάσπη και κοπριά δεν υπάρχει άλλος τρόπος να καθαρισθεί, παρά μόνο με πολύ ύδωρ και πολλές πιέσεις με τα πόδια, έτσι και ο χιτώνας της ψυχής που μολύνθηκε από τον βούρκο και την κοπριά των αμαρτωλών παθών, δεν μπορεί αλλιώς να καθαρισθεί, παρά με πολλά δάκρυα και υπομονή στους πειρασμούς και τις θλίψεις» (19Δ 57-59)
    «Αφού τότε γίνει μαλακή η καρδιά του, οδηγείται σε ταπείνωση, και στη συνέχεια αυτή δημιουργεί λογισμούς που φέρνουν ταπεινοφροσύνη. Καθώς αισθάνεται έτσι αυτά τα πράγματα, μέσω όλων αυτών αμέσως φθάνει σε κατάνυξη και δάκρυα. Φθάνει όμως μέσα από πολλές θλίψεις, και όσο περισσότερο ταπεινώνεται, τόσο περισσότερο κυριεύεται από κατάνυξη. Διότι η ταπείνωση γεννά το πένθος, και το πένθος εκτρέφει αυτήν που το γέννησε και την κάμνει ν’ αυξάνει. Αυτή η εργασία που επιτελείται με την εφαρμογή των εντολών πλύνει -ω του θαύματος!- κάθε ρύπο από την ψυχή, και διώχνει κάθε πάθος και κάθε κακή επιθυμία» (19Δ,123)
    «Εάν είναι δυνατό, κανείς σας να μη παρέλθει χωρίς δάκρυα την ακολουθία και την ανάγνωση. … Διότι, βιάζοντας τον εαυτό σου να μην περνάς χωρίς δάκρυα την κανονισμένη ακολουθία της εκκλησίας, αποκτάς τη συνήθεια αυτού του καλού και η ψυχή σου τρέφεται με την ίδια τη στιχολογία και τα τροπάρια που ψάλλεις, αποδεχόμενη μέσα της τα θεία νοήματά τους, και ο νους σου αναβιβάζεται με τα λεγόμενα προς τα νοητά, και δακρύζοντας γλυκά, διάγεις στην εκκλησία σαν στον ίδιο τον ουρανό μαζί με τις άνω δυνάμεις»(19Δ,317)
    «Όπως έλεγε και ο άγιος πατέρας μας Συμεών ο Στουδιώτης (ο Πνευματικός του οσίου Συμεών), ότι ο άνθρωπος πρέπει μ’ αυτόν τον κλαυθμό και να ζήσει τον παρόντα βίο και να πεθάνει μ’ αυτόν, εάν βέβαια θέλει να σωθεί και να εισέλθει στη μακάρια ζωή, επειδή το δάκρυ της γεννήσεως είναι δηλωτικό των δακρύων της εδώ παρούσας ζωής μας. Όπως δηλαδή η τροφή και η πόση είναι αναγκαία για το σώμα, έτσι και τα δάκρυα είναι αναγκαία για την ψυχή, και επομένως εκείνος που δεν κλαίει καθημερινά (διστάζω να πω κάθε ώρα, για να μη φανώ βαρύς), διαφθείρει την ψυχή του από πείνα και χάνεται. Εφ΄ όσον λοιπόν, όπως αποδείχθηκε, είναι εκ φύσεως συνακόλουθα το κλάμα και μαζί και τα δάκρυα, κανείς να μην απαρνηθεί το αγαθό της φύσεως, κανείς από οκνηρία και ραθυμία να μη στερήσει τον εαυτό του από τέτοιο καλό, κανείς από κακία και πονηριά και ψυχική υπερηφάνεια να μη γίνει αλαζών και οδηγηθεί παρά φύση στη σκληρότητα του λίθου… Αφαίρεσε λοιπόν τα δάκρυα και αφαίρεσες μαζί μ’ αυτά την κάθαρση. Χωρίς κάθαρση κανείς δεν σώζεται, κανείς δεν μακαρίζεται από τον Κύριο, κανείς δεν θα δει τον Θεό» (19Δ,405-407)
    «Εάν γίνουμε από τη μετάνοια ταπεινοί, είναι φανερό ότι δεν θα περάσει για μας ημέρα ή μία νύχτα χωρίς δάκρυα και πένθος και κατάνυξη… Ποιος λοιπόν που πενθεί καθημερινά θα συνεχίσει να ζει οργιζόμενος και δεν θα γίνει πράος; Διότι, όπως ακριβώς η φλόγα της φωτιάς σβήνει από το νερό, έτσι και ο θυμός της ψυχής σβήνει από το πένθος και τα δάκρυα· και σε τόσο μεγάλο βαθμό, ώστε, αν περάσει κανείς πολύ χρόνο σ’ αυτή την κατάσταση, να μετατεθεί το θυμικό της ψυχής του και να περιέλθει σε ακινησία» (19Δ,443)
    «Σαν έρθει σε κατάνυξη ο άνθρωπος και δακρύζει , νερό το φως μου (το άκτιστο φως) λέγεται τότε, γιατί καθαίρει, σαν με τα δάκρυα ενωθεί ξεπλένει κάθε ρύπο» (19Ε,309, στίχ. 180-182)
(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)

    «Να μετανοούμε κάθε ώρα, θα λέγαμε, για όσα σαν άνθρωποι πλημμελούμε, όχι μόνο δια της σαρκός αλλά και δια μέσου του νοός και των αφανών λογισμών της ψυχής» (19Α,87)
    «Σε τέτοια αγάπη Θεού επρόκοψε μαζί με τους άλλους μαθητές εκείνου και αυτός ο Ιερόθεος, ώστε, όταν διάβαζε καμιά φορά βιβλίο, σ’ οποίο χωρίο ευρισκόταν γραμμένο το όνομα Θεός ή Χριστός ή Ιησούς, τοποθετούσε πάνω στο θείο όνομα το δεξί του μάτι, έπειτα το άλλο, και έκλαιγε τόσο, έως ότου γέμιζε δάκρυα και το βιβλίο και τον κόλπο του. Τέτοιων αγρών γεωργός ήταν ο τρισμακάριστος και μεγάλος πατήρ μου Συμεών και τέτοιους μαθητές απέκτησε» (19Α, 131)
«Ούτε στον θεολογούντα αρμόζει μετάνοια ούτε στον μετανοούντα θεολογία· διότι η θεολογία είναι τόσο υψηλότερη από την μετάνοια όσο απέχει η Ανατολή από την Δύσι. Αυτός που είναι στην κατάσταση της μετάνοιας και εκτελεί τα έργα της μετάνοιας ειλικρινώς είναι σαν ο άνθρωπος που ζει μέσα σε αρρώστιες και ασθένειες ή σαν ρακένδυτος πτωχός που ζητεί ελεημοσύνη· εκείνος όμως που θεολογεί είναι όμοιος με εκείνον που διατρίβει στις βασιλικές αυλές με λαμπρή ανακτορική στολή και είναι οικείος στον βασιλέα, του ομιλεί πάντοτε κατά πρόσωπο και κάθε στιγμή ακούει καθαρά τα προστάγματα και θελήματά του» (19Α, 457)
    «Πριν από το πένθος και τα δάκρυα (κανένας να μη μας απατά με κενά λόγια, ούτε να αυταπατώμαστε), δεν υπάρχει για μας μετάνοια ούτε αληθινή μεταμέλεια ούτε φόβος Θεού στις καρδιές μας· δεν αυτοκατακριθήκαμε ούτε έφθασε η ψυχή μας στην συναίσθηση της μελλούσης κρίσεως και των αιωνίων βασάνων. Διότι αν είχε αποκτήσει αυτά και είχε φθάσει σ’ αυτά, ευθύς θα έχυνε και δάκρυα· χωρίς αυτά όμως, δεν μπορεί ποτέ ν’ απαλυνθεί η καρδιά μας ή ν’ αποκτήσει την πνευματική ταπείνωση η ψυχή μας, ούτε θα μπορέσουμε να γίνουμε ταπεινοί» (19Α,487-489)
    «Ερώτηση Και δεν είναι δυνατό να εύρη σωτηρία αυτός που δεν έφθασε σ’ αυτά τα μέτρα; Απάντηση: Αφού ο Κύριος λέγει ότι «πλησίον του Πατρός μου υπάρχουν πολλές διαμονές», είναι ολοφάνερο ότι υπάρχουν και πολλοί δρόμοι σωτηρίας· όλοι δε τελειώνονται σ’ ένα δρόμο, στον της μετανοίας δια της αποχής από το κακό» (19Α,609)
    «Διότι, παρ’ όλο που τα θεία και τα περί των θείων ευρίσκονται γραμμένα και διαβάζονται από όλους και για όλα, όμως αποκαλύπτονται μόνο σ’ εκείνους που μετανόησαν θερμώς και με την ειλικρινή μετάνοια καθαρίσθηκαν καλώς, και μάλιστα τόσο, όση είναι η αναλογία και το μέτρο της μετάνοιας τους μαζί με της καθάρσεως. Σ’ αυτούς φανερώνονται και τα βάθη του Πνεύματος και από αυτά πηγάζει ο λόγος της σοφίας του Θεού και της γνώσεως, ως ποταμός πολύρρους που κατακλύζει τα εμπόδια των εναντίων. Για όλους τους άλλους όμως παραμένουν άγνωστα και κρυμμένα και δεν ξετυλίγονται καθόλου από εκείνον που διανοίγει τον νου των πιστών για να κατανοούν τις Γραφές. Και εύλογα· «διότι το μυστήριό μου», λέγει, «είναι για μένα και για τους δικούς μου». Έτσι λοιπόν αυτοί νομίζουν ότι βλέπουν χωρίς να βλέπουν, ότι ακούουν χωρίς να ακούουν, ότι καταλαβαίνουν όντας ασύνετοι, χωρίς να μπορούν να λάβουν την αίσθηση των αναγινωσκομένων» (19Β, 47)
    «Συμβαίνει λοιπόν ό,τι με ένα βασιλέα, εύσπλαχνο και φιλάνθρωπο. Όταν δει ένα δούλο του, που αιχμαλωτίσθηκε εκουσίως από κάποιον τύραννο και τοποθετήθηκε να δουλεύει στον πηλό, στην πλινθοποιΐα και στον βόρβορο, να κακοπαθαίνει ανελέητα και να υπηρετεί τις ακάθαρτες επιθυμίες εκείνου του πονηρού τυράννου, πηγαίνοντας ο ίδιος τον αρπάζει και τον καθιστά ελεύθερο από εκείνη την αισχρή και μοχθηρή υπηρεσία, και αφού τον οδηγήσει στο ανάκτορο τον αποκαθιστά, χωρίς να τον κατηγορήσει καθόλου για τίποτε. Έτσι, ο δούλος εκείνος, απαλλαγμένος από τόσα και τέτοια ανιαρά πράγματα, με την εύνοια προς τον δεσπότη του, φιλοτιμείται να φανεί σπουδαιότερος στις εντολές του δεσπότη του από τους συνδούλους του που δεν αιχμαλωτίσθηκαν, για να επιδείξει μεγαλύτερη και θερμότερη την αγάπη του προς αυτόν, ενθυμούμενος διαρκώς από πόσα κακά απαλλάχθηκε υπ’ αυτού· έτσι λοιπόν μου φαίνεται ότι συμβαίνει και μ’ εκείνον που απόλαυσε την βοήθεια του Θεού, όπως και λέχθηκε. Και όπως ακριβώς ο βασιλεύς εκείνος βλέποντας τον δούλο εκείνο να εκπληρώνει τα θελήματά του προθύμως και με κάθε ταπείνωση, παρόλο που δεν έχει ανάγκη της υπηρεσίας του, εφ’ όσον έχει αναρίθμητα πλήθη υπηρετών, όμως από ευγνωμοσύνη θα επιδείξει αμέτρητη την αγάπη προς αυτόν, έτσι σκέψου και για τα προαναφερόμενα στο Θεό. Πράγματι, ούτε εκείνος που απήλαυσε την ελευθερία του Πνεύματος από τον Θεό θα σταματήσει ποτέ να πραγματοποιεί το θέλημα του Θεού πάλι και πάλι και όλο περισσότερο, και με θερμότερη προθυμία, ούτε ο αιώνιος βασιλεύς και Θεός θα του στερήσει τα αγαθά της αιώνιας ζωής, αντί να του τα χορηγήσει με απλοχεριά, και τόσο περισσότερο, όσο τον βλέπει να επιτείνει καθημερινά την υπηρεσία του προς αυτόν» (19Β,373-375)
     «Συμβαίνει ό,τι και μ’ έναν φιλόστοργο πατέρα, ο οποίος συντρώγει βέβαια με τους υιούς του, όταν όμως δει να αμελούν για τα μαθήματά τους και να αεροβατούν σε ανώφελα πράγματα, τους διώχνει από το τραπέζι του και προστάζει στους δούλους του να μη τους δώσουν τροφή, μαθαίνοντάς τους να μην είναι καταφρονητές και αμελείς. Τέτοιες λοιπόν διαθέσεις δείχνει και ο καλός μας Δεσπότης και Θεός στους δούλους και κατά φιλανθρωπία και χάρη υιούς του. Προσφέρει τον εαυτό του σ’ αυτούς, «ο άρτος που κατεβαίνει από τον ουρανό και δίδει ζωή στον κόσμο», και τρέφονται αιωνίως χορταστικά από αυτόν και μαζί μ’ αυτόν και προσαρμόζονται με την μέθεξη προς ζωή αιώνια, καθαγιάζοντας ψυχή και σώμα. Όταν όμως παραμελήσουν τις εντολές και θελήσουν να διατεθούν απέναντι στο αυτεξούσιο με ραθυμία και καταφρόνηση και ασχοληθούν με κάτι από τα πράγματα του κόσμου, αποκλίνοντας σε ανώφελα και ανάρμοστα στη θεοσέβεια πράγματα, τότε, ο τροφός του παντός τούς αποστερεί τον εαυτό του. Αλλ’ όμως όταν έλθουν σε συναίσθηση του αγαθού του οποίου στερήθηκαν, επιστρέφουν αμέσως και αφού κατά συνήθεια τον ζητήσουν και δεν τον εύρουν, χτυπιούνται, κλαίουν και οδύρονται, προκαλώντας στους εαυτούς τους κάθε κακοπάθεια και θλίψη, και επιποθώντας κάθε πειρασμό και ατιμία, για να δει ο φιλάνθρωπος Πατέρας τους τις θλίψεις και την εκούσια κάκωσή τους και, αφού τους ελεήσει, να επιστρέψει και αμέσως να τους δοθεί· πράγμα που γίνεται. Έτσι με μεγάλη παρρησία αποκαθίστανται στην προηγούμενη οικειότητα και δόξα και στην απόλαυση των αγαθών «τα οποία οφθαλμός δεν είδε και αυτί δεν άκουσε και σε καρδιά ανθρώπου δεν ανέβηκαν», δείχνοντας περισσότερη ευλάβεια από πριν στον Πατέρα τους και τρέμοντάς τον ως Δεσπότη, ώστε να μη παραπέσουν και πάλι από απροσεξία στα ίδια κακά και απορριφθούν από τον πανάγαθο Πατέρα» (19Β, 377-9)
     «Η αληθινή όμως μετάνοια με την εξομολόγηση και τα δάκρυα, σαν έμπλαστρο και φάρμακο, ξεπλύνει και καθαρίζει το τραύμα της καρδιάς και την ουλή, την οποία άνοιξε σ’ αυτήν το κεντρί του νοητού θανάτου· έπειτα εκβάλλει το σκουλήκι που φωλιάζει μέσα και το θανατώνει, επουλώνει το τραύμα και το αποκαθιστά σε πλήρη υγεία. Αυτό όμως γίνεται αντιληπτό ότι ενεργείται μόνο από εκείνους που έχουν καρδιά, η οποία επιζητεί επιμόνως την υγεία με δάκρυα και μετάνοια. Διότι οι άλλοι ευχαριστιούνται κιόλας από αυτά τα τραύματα· και όχι μόνο αυτό, αλλά μάλλον προσπαθούν να τα ξύνουν και να προσθέτουν και αλλά τραύματα σ’ αυτά, θεωρώντας υγεία την εκπλήρωση του πάθους· γι’ αυτό, όταν διαπράξουν ένα πονηρό ατόπημα αμαρτίας, καυχιούνται και θεωρούν δόξα την αισχύνη τους» (19Γ,101)
     «Ώρα με την ώρα και ημέρα με την ημέρα ας κάνουμε τους εαυτούς μας να ανακαινίζονται με την μετάνοια» (19Γ,361)
«Πληγή που οδηγεί στο θάνατο είναι κάθε αμετανόητη και ανεξομολόγητη αμαρτία και το να πέσει κανείς μέσα στην απόγνωση, πράγμα το οποίο είναι της δικής μας εκλογής και θελήσεως. Διότι εάν εμείς δεν παραδώσουμε τον εαυτό μας στον βόθρο της αμελείας και της απογνώσεως, καμία απολύτως δύναμη δεν έχουν πάνω μας οι δαίμονες. Αλλά και μετά τον τραυματισμό μας, αν θέλουμε, γινόμαστε με τη θερμή μετάνοια πιο ανδρείοι και πιο έμπειροι. Διότι μετά τον τραυματισμό και τον θάνατο, το να σηκώνεται πάλι και να πολεμάει κανείς είναι γνώρισμα των πάρα πολύ γενναίων και υπερβολικά ανδρείων, πράγμα βέβαια που αξίζει πολύ και είναι άξιο μεγάλου θαυμασμού. Διότι το να διατηρούμαστε ατραυμάτιστοι δεν είναι κάτι από αυτά που τα μπορούμε, το να είμαστε όμως αθάνατοι ή θνητοί είναι απ’ αυτά που τα μπορούμε. Διότι, αν δεν απελπισθούμε, δεν θα πεθάνουμε, ο θάνατος δεν θα μας κυριεύσει, αλλά θα είμαστε πάντοτε δυνατοί, προσφεύγοντας με την μετάνοια στον παντοδύναμο και φιλάνθρωπο Θεό» (19Β, 363)
    «Διότι ούτε δίχως μετάνοια υπάρχει κλαυθμός, ούτε χωρίς κλαυθμό δάκρυα, αλλά τα τρία αυτά συνδέονται μεταξύ τους και δεν είναι δυνατό να φανεί το ένα απ’ αυτά χωρίς το άλλο. Ας μη λέγει λοιπόν κανείς ότι είναι αδύνατο το καθημερινό κλάμα. Διότι αυτός που το λέγει αυτό, είναι αδύνατον λέγει να μετανοεί κανείς καθημερινά, και ανατρέπει όλες τις θείες Γραφές, για να μην πω και αυτήν την ίδια την εντολή του Κυρίου που λέγει «μετανοείτε, έφθασε η βασιλεία των ουρανών» (19Γ,399)
    «Είναι καλό πράγμα η μετάνοια και η ωφέλεια που γίνεται απ’ αυτήν. Γνωρίζοντας αυτό και ο Κύριος Ιησούς Χριστός ο Θεός μας, που προγνωρίζει τα πάντα, είπε, «μετανοείτε, διότι έφθασε η βασιλεία των ουρανών». Θέλετε να μάθετε πώς δίχως μετάνοια, και μετάνοια από την ψυχή, και τέτοια που ο Λόγος ζητεί από εμάς, είναι αδύνατο να σωθούμε εμείς; Ακούστε…» (19Γ,415)
    «Έτσι λοιπόν ο καθένας από εμάς τους αμαρτωλούς θα καταδικασθεί από καθέναν από τους αγίους, οι άπιστοι δηλαδή θα καταδικασθούν από τους πιστούς, και εκείνοι που αμάρτησαν, αλλά δεν μετανόησαν, από εκείνους που ίσως αμάρτησαν περισσότερο αλλά μετανόησαν θερμά» (19Γ,481)
    «(η ψυχή) να πενθεί κάθε ημέρα και να προσελκύει προς τον εαυτό της με την προσευχή το φως του Πνεύματος, τα οποία συνήθως κατορθώνονται με θερμότατη μετάνοια, αφού καθαρισθεί η ψυχή με πολλά δάκρυα, χωρίς τα οποία ούτε ο χιτώνας της μπορεί ποτέ να καθαρισθεί, ούτε είναι δυνατό σε ύψος θεωρίας ν’ ανεβασθεί. ’Όπως δηλαδή ένα ιμάτιο που μολύνθηκε σε βάθος από λάσπη και κοπριά δεν υπάρχει άλλος τρόπος να καθαρισθεί, παρά μόνο με πολύ ύδωρ και πολλές πιέσεις με τα πόδια, έτσι και ο χιτώνας της ψυχής που μολύνθηκε από τον βούρκο και την κοπριά των αμαρτωλών παθών, δεν μπορεί αλλιώς να καθαρισθεί, παρά με πολλά δάκρυα και υπομονή στους πειρασμούς και τις θλίψεις» (19Δ 57-59)
    «Η μετάνοια είναι η θύρα που εξάγει από το σκότος και εισάγει στο φως. Eκείνος λοιπόν που δεν εισήλθε στο φως, δεν πέρασε καλώς τη θύρα της μετάνοιας· διότι, εάν την περνούσε, θα εισήρχετο μέσα στο φως» (19Δ,369)
    «Εάν γίνουμε από τη μετάνοια ταπεινοί, είναι φανερό ότι δεν θα περάσει για μας ημέρα ή μία νύχτα χωρίς δάκρυα και πένθος και κατάνυξη» (19Δ,443)
    «Σ’ όλους ομολογώ πως σ’ έχω Θεό μου, αλλά με τα έργα μου σ’ αρνούμαι όλη τη μέρα» (19Ε,83)
«(Μιλά ο Χριστός) Άφησα την πόρνη εκείνη (του Ευαγγελίου) πιο σεμνή κι από παρθένες. Γιατί ξάφνου όλο το νόμο διασκελίζοντας σαν τείχος, ή των αρετών τη σκάλα όλην ανεβαίνοντάς την στο τέλος του νόμου φτάνει, που όνομά του είναι η αγάπη, και την κράτησε ως το τέλος δίχως τραύμα είτε κηλίδα» (19Ε, 211-213)
    «Γιατί όσοι από νήπια το βάφτισμά σου πήραν κι ανάξια ζήσανε γι’ αυτό στο μάκρος της ζωής τους, πιότερη απ’ τους αβάπτιστους κατάκριση θε νά ’χουν, ως είπες, γιατί πρόσβαλαν την άγια τη στολή σου· και τούτο ξέροντας σωστό, Σωτήρα μου, και βέβαιο μας έδωσες για δεύτερη κάθαρση τη μετάνοια, αλλ’ έβαλες σαν όρο της του Πνεύματος τη χάρη, τη χάρη που στο βάπτισμα είχαμε πρωτοπάρει» (19Ε,383, στίχ. 28-35)
    «Αλλά έστω αν λογισμό μικρό δεχτείς μες στην καρδιά σου, ή αντιπάθεια δίκαιη είτε άδικη για κάποιον, ή πεις λόγο έναν πονηρό ή άνομη κάνεις σκέψη, εάν με κλάματα θερμά πικρά δε μετανιώσεις κι αυτά με τη μετάνοιά σου από σένα δεν τα διώξεις, αλλά και κάθε λογισμό πονηρό της καρδιάς σου, δεν παραμένει αυτό ποτέ· γιατί ’ναι Πνεύμα θείο μ’ εμέ και τον Πατέρα μου σαν ομοούσιό μου, μα ξάφνου φεύγει μυστικά, ήλιος που βασιλεύει, κρύφτηκε σε ριπή οφθαλμού και δεν το βλέπει ούτ’ ένας. Και πώς να υπάρξει σε ψυχή που κάθαρση δεν είδε και σε συναίσθηση ποτέ δεν έφτασε μετάνοιας; Και την ακάθεκτη ορμή πώς της φωτιάς ν’ αντέξει ψυχή, απ’ αγκάθια αμαρτιών, μα και παθών γεμάτη;» (τ. 19ΣΤ, σ. 389, στιχ. 120-132).
    «(Μιλά ο Χριστός) Όλα καλά ’ναι όσα για μένα πράττει έργα κανένας και η προς τον πλησίον συμπάθεια και η ελεημοσύνη, μα πρώτο να οικτίρει τον εαυτό του, τους λόγους μου πρόθυμα να φυλάξει, τέλος μετάνοια αληθινή να δείξει για όλα τα προηγούμενά του έργα κι ακόμα σ’ αυτά πια να μη γυρίσει, μα στου Κυρίου του, εμέ, τους λόγους να επιμείνει, στις προσταγές και νόμους της αλήθειας κι έτσι απαράβατα όλα να τα πράττει μέχρι θανάτου και παραμικρό ένα λόγο, ούτε στα γραμμένα μια κεραία, να παραδεί· θυσία αυτό για μένα, θυμίαμα αυτό και προσφορά και δώρο· χωρίς αυτά, απ’ τους εθνικούς πιο κάτω» (19ΣΤ, 403-405)

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ
    «(συμβουλεύει νέο Ηγούμενο) Μαζί με όλα να τηρείς ακρίβεια και κατά την εξέταση των λογισμών του καθενός, για να μάθεις ποιοι από αυτούς χρειάζονται την συμπαράταξη (=ίδια θέση στο ναό την ώρα της Λειτουργίας) με τους προσευχομένους και κοινωνούντας, και ποιοι χρειάζονται αφορισμό και τοποθέτηση μαζί με τους μετανοούντας, έτσι ώστε να μη καταστήσεις, εν γνώσει ή εν άγνοια, την εκκλησία του Θεού αντί ναού αγίου σπήλαιο ληστών ή πορνείο, και να μη κατορθώσεις να εκφύγεις το φοβερό γι' αυτό κρίμα της οργής του Θεού» (19Α, 141)
    «Τους λογισμούς που σπείρονται σε σας από τους δαίμονες, οδηγούμενοι από την πίστη να τους εξομολογείσθε σ’ αυτόν (τον Πνευματικό), επειδή κατά το λόγιο, τραύματα που φανερώνονται δεν θα χειροτερεύσουν. Όπως δηλαδή τα φίδια, έως ότου κρύπτονται μέσα στις φωλιές τους, ζουν και γεννούν πολλά φιδάκια, όταν δε εξέλθουν από τις φωλιές τους έρποντας φανερά αυτά τα ίδια φανερώνονται στους ανθρώπους και φονεύονται από αυτούς, κατά τον ίδιο τρόπο και οι πονηροί λογισμοί, στηλιτευόμενοι από ημάς και φανερούμενοι στους πατέρες μας, φονεύονται με την μάχαιρα του θείου λόγου και δεν γεννούν μέσα μας τα σπέρματα, δια των οποίων η πράξη κατευθύνεται προς τα φαύλα». «Εάν δε εξ’ αιτίας της ραθυμίας μας οι φαύλοι λογισμοί επιτύχουν και νυσταγμένοι πράξουμε κάποια ανθρώπινη αδυναμία, παρακαλώ ούτε τότε να καθυστερήσουμε· ας τρέξουμε γρήγορα να προσπέσουμε στα πόδια του οσίου πατρός μας, να κατηγορήσουμε χωρίς ντροπή το κακό με δάκρυα και, δεχόμενοι με θερμή μετάνοια στυπτικά ή καυτηριαστικά φάρμακα από αυτόν, να εύρουμε γρήγορα την θεραπεία» (19Α,145-147)
    «Όταν ανακληθείς, να υπακούσεις αμέσως· διότι ο Θεός με τίποτα άλλο δεν ευφραίνεται τόσο, όσο με την ταχύτητά μας» (19Α,403)
    «Όποιος πιστεύει ότι η ζωή και ο θάνατός του είναι στο χέρι του ποιμένος του, δεν θα αντείπει ποτέ· η δε άγνοια τούτων γεννά την αντιλογία, που είναι πρόξενος του νοητού και αιωνίου θανάτου. Πριν λάβει την απόφαση ο κατάδικος, του δίδεται ευκαιρία αντιλογίας, να πει στον δικαστή για όσα έπραξε· μετά όμως την απόδειξη των πράξεων και την απόφαση του δικαστού δεν δικαιούται ν’ αντείπει στους βασανιστές τίποτε, ούτε μικρό ούτε μεγάλο. Πριν εισέλθει ο μοναχός σ’ αυτό το δικαστήριο και φανερώσει τα βάθη της καρδιάς του, ίσως του επιτρέπεται και ν’ αντιλέγει, είτε από άγνοια είτε από προσπάθεια να κρύψει τα μυστικά του. Μετά την αποκάλυψη όμως των λογισμών και την ειλικρινή εξομολόγηση δεν επιτρέπεται ν’ αντιλέγει ποτέ μέχρι θανάτου στον δεύτερο μετά τον Θεό δικαστή και εξουσιαστή του. Διότι ο μοναχός, από την στιγμή που εισήλθε σ’ αυτό το δικαστήριο και ξεσκέπασε τα κρυφά της καρδιάς του, έχει πεισθεί εκ των προτέρων, εάν έχει αποκτήσει κάποια γνώσι, ότι είναι άξιος μυρίων θανάτων και πιστεύει ότι δια της υπακοής και ταπεινώσεώς του θα απαλλαγεί από κάθε τιμωρία και κόλαση, αν τουλάχιστο έχει αντιληφθεί πραγματικά την φύσι του μυστηρίου τούτου. Όποιος φυλάσσει αυτές τις σκέψεις ανεξάλειπτες στην διάνοιά του, δεν θα επαναστατήσει ποτέ με την καρδιά του, όταν παιδεύεται ή νουθετείται ή ελέγχεται, επειδή όποιος περιπίπτει σε τέτοια κακά, δηλαδή στην αντιλογία και απιστία προς τον πνευματικό πατέρα του και διδάσκαλο, ζώντας ακόμη κατεβάζεται στην παγίδα και τον βυθό του Άδη ελεεινώς και γίνεται οίκος του Σατανά και όλης της ακάθαρτης δυνάμεως ως υιός της απειθείας και απωλείας» (19Α,423-425)
    «Μετά την μετάνοια και την εξομολόγηση και τα δάκρυα λαμβάνουμε κατ’ αναλογίαν πρώτα την άφεση των αμαρτημάτων και έπειτα τον αγιασμό μαζί με την χάρι από άνω» (19Α,501-503)
    «Αν έλαβες την άφεση όλων των αμαρτημάτων σου, είτε κατόπιν εξομολογήσεως είτε κατόπιν της ενδύσεως του αγίου και αγγελικού σχήματος, πόσης αγάπης και ευχαριστίας και ταπεινώσεως αίτιο θα σου είναι τούτο, διότι, ενώ είσαι άξιος μυρίων τιμωριών, όχι μόνο απαλλάχθηκες από αυτές, αλλ’ αξιώθηκες και υιοθεσίας και δόξας και βασιλείας ουρανών; Αυτά τα πράγματα διαλογιζόμενος και σκεπτόμενος διαπαντός, να είσαι έτοιμος και να προετοιμάζεσαι να μην ατιμάσης αυτόν που σ’ ετίμησε και σου συγχώρησε τα αναρίθμητα πταίσματα, αλλά με όλα τα έργα σου να τον δοξάσεις και να τον τιμήσεις, ώστε κι αυτός να αντιδοξάσει αφθονότερα εσέ, τον οποίο τίμησε υπεράνω όλης της ορωμένης κτίσεως, και να σε ονομάσει γνήσιο φίλο του» (19Α,525)
    «[Τα λόγια αυτά διδάσκουν] την επιθυμία της αφέσεως των χρεών (οπότε ο άνθρωπος αναζητεί γι’ αυτό και μεσίτη (τον Πνευματικό), διότι φυσικά δεν μπορεί να προσέλθει μόνος του αφόβως, όπως είναι φορτωμένος με πολλές αμαρτίες της αισχύνης), έπειτα την επιτυχία του μεσίτη και ποιμένος»(19Α,567)
    «Εάν όμως ομολογείς ότι έχεις αμαρτήσει, δείξε μου την γνήσια εξομολόγηση για τις αμαρτίες, την ειλικρινή πίστη προς τον πνευματικό πατέρα που δέχθηκε τους λογισμούς σου, την υπακοή στα ευτελή έργα, την υπηρεσία στους υποδεέστερους από τους αδελφούς, την διακονία στους ασθενείς, και ακόμη την από ψυχής ταπείνωση, το ασχημάτιστο, το άπλαστο και ανυπόκριτο ήθος» (19Β,45)
    «Μακάριοι είναι όσοι κλαίουν πάντοτε πικρά για τα αμαρτήματά τους, διότι θα τους καταλάβει το φως και θα μετατρέψει τα πικρά δάκρυα σε γλυκά. Μακάριοι είναι όσοι φωτίζονται από το θείο φως και βλέπουν την ασθένειά τους και καταλαβαίνουν την ασχήμια της ψυχικής τους στολής, διότι αυτοί θα κλαύσουν ασταμάτητα και θα πλυθούν με τα ποτάμια των δακρύων» (19Γ,167)
    «Ενώ ο άλλος, που είναι γεμάτος από ακαθαρσία και μαζί και με αλαζονεία και δεν θέλει να ταπεινωθεί μπροστά στο δυνατό χέρι του Θεού και ν’ αποκαλύψει τα όσα έχει η καρδιά του σε πνευματικό πατέρα και να δεθεί μαζί του και να κάνει και να πάθει όλα όσα οδηγούν προς την αρετή και τον Θεό με σύνεση και τελειοποιούν τον άνθρωπο κατά Θεόν, αυτός γίνεται χειρότερος από ό,τι ήταν στον κόσμο» (19Γ,391-393)
    «Να έχουμε καθαρή την καρδιά με την επιμέλεια των τρόπων και τη συνεχή εξομολόγηση των κρυπτών λογισμών της ψυχής. Διότι η εξομολόγηση των λογισμών αυτών που γίνεται από εμάς συνεχώς και κάθε ημέρα, και που κινείται από μεταμέλεια της καρδιάς, προκαλεί σ’ εμάς μετάνοια για όσα πράχθηκαν ή και μελετήθηκαν· η μετάνοια τότε κινεί τα δάκρυα από τα βάθη της ψυχής και τα δάκρυα καθαρίζουν την καρδιά και εξαφανίζουν μεγάλες αμαρτίες. Και ενώ αυτές απαλείφονται με τα δάκρυα, η ψυχή παρηγορείται από το θείο Πνεύμα και ποτίζεται με ύδατα γλυκύτατης κατανύξεως, από τα οποία λιπαίνεται νοερώς κάθε ημέρα και τρέφει τους καρπούς του Πνεύματος» (19Δ,59)
    «Στάσου (στη Θ.Λειτουργία) γεμάτος τρόμο, σαν να βλέπεις τον Υιό του Θεού να θυσιάζεται για σένα. Και εάν είσαι άξιος και πάρεις άδεια γι’ αυτό, πήγαινε με φόβο και χαρά να κοινωνήσεις τα απόρρητα αγαθά» (19Δ, 321)
    «Αλλά και τους λογισμούς της καρδιάς σου να τους εξαγορεύεις, εάν είναι δυνατό, στον πνευματικό σου πατέρα, εάν όμως αυτό δεν είναι δυνατό, να μη περάσεις ποτέ βραδυά έτσι, αγαπητέ, αλλά, ανακρίνοντας τον εαυτό σου, εξαγόρευε σ’ αυτόν μετά τον όρθρο όλα όσα σου συμβαίνουν. Και να έχεις αδίστακτη πίστη προς αυτόν, κι αν ακόμη τον βρίζει και τον διασύρει όλος ο κόσμος, κι αν ακόμη κι εσύ ο ίδιος τον είδες με τα μάτια σου να πορνεύει, να μη σκανδαλισθείς ούτε να ελαττώσεις την πίστη σου προς αυτόν, πειθαρχώντας σ’ εκείνον που είπε, «μη κρίνετε, και δεν θα κριθείτε» (19Δ,333)
    «Eκείνος λοιπόν που έχει τη λυχνία της ψυχής του σε τέτοια κατάσταση (αμέτοχη δηλαδή του θείου πυρός), χρειάζεται μάλλον οδηγό και λυχνία για να φωτίζει και να διακρίνει τις πράξεις του, και με τη βοήθεια αυτού να επανορθώνει με την εξομολόγηση τα σφάλματά του και όσα διαπράττονται από αυτόν κάθε ώρα στραβά» (19Δ,459)
(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)

   «(Συμβουλή σε μοναχούς για νέο Ηγούμενο) Κανείς σας λοιπόν να μη καταφρονεί την νεότητά του, τον άπλαστο λόγο και την άπλαστη διδασκαλία του· και αν ακόμη είναι απαίδευτος στον λόγο, δεν είναι και στην γνώσι της χάριτος. Διότι ο έμπρακτος λόγος, που κατέχει την άνωθεν χάρη, είναι σοφότερος από την μωραμένη σοφία των ανθρώπων, όπως ο ήλιος είναι λαμπρότερος και ανώτερος από τα άστρα» (19Α,143)
   «Τι λοιπόν λέγουν και οι αυτόπτες του λόγου (Απόστολοι) στις Διατάξεις των; Δεν είπαν, 'οποίον σου ομιλεί τον λόγο του Θεού να τον δοξάσεις, να τον μνημονεύεις δε ημέρα και νύκτα, να τον τιμήσεις δε σαν αυτόν που σου έγινε πρόξενος του ευ είναι; Διότι όπου είναι η διδασκαλία του Θεού εκεί παρευρίσκεται και ο Θεός (Διαταγαί Αποστόλων 8 9). Και πάλι· διότι, αν το ιερό λόγιο, λέγει περί των σαρκικών γονέων, τίμα τον πατέρα και την μητέρα σου, για να ευημερήσεις, και όποιος κακολογεί πατέρα ή μητέρα, να τιμωρείται με θάνατο, πόσο περισσότερο θα παραινέσει εμάς περί των πνευματικών γονέων μας ο λόγος να τους τιμούμε και να τους αγαπούμε ως ευεργέτες και πρεσβευτές προς Θεόν; Αυτούς που μας αναγέννησαν δι’ ύδατος, που μας γέμισαν άγιο Πνεύμα, που μας γαλακτοτρόφησαν με τον λόγο, που μας ανέθρεψαν με την διδασκαλία, που μας στήριξαν με τις νουθεσίες, που μας αξίωσαν του σωτηρίου σώματος και του τιμίου αίματος, που μας απάλλαξαν από τις αμαρτίες και μας κατέστησαν κοινωνούς και συγκληρονόμους της επαγγελίας του Θεού; Ευλαβούμενοι αυτούς να τους τιμάτε με παντοειδείς τιμές, διότι αυτοί έχουν λάβει από τον Θεό εξουσία ζωής και θανάτου’(Διαταγαί Αποστόλων 2,33)»(19Α,177-179)
    «Ο Κύριος δεν μακαρίζει τους απλώς διδάσκοντας αλλά εκείνους που προηγουμένως αξιώθηκαν δια της εκτελέσεως των εντολών και είδαν μέσα τους το λαμπρό φως του Πνεύματος ν’ αστράπτει και δι’ αυτού με αληθινή όραση και γνώση και ενέργεια τούτου, έμαθαν όσα πρέπει να πουν και να διδάξουν άλλους. Όπως λοιπόν είπαμε, οι επιχειρoύvτεc να διδάσκουν πρέπει να ανυψωθούν με αυτόν τον τρόπο, για να μη πλανήσουν και απωλέσουν και όσους πείθονται σ’ αυτούς και τους εαυτούς τους, μιλώντας για πράγματα που αγνοούν» (19Α,393-395)
    «Τίποτα άλλο λοιπόν δεν είναι η διαποίμανση, παρά η επιμέλεια των ποιμαινομένων με το λόγο και την διδασκαλία» (19Γ,211)
«Συ λοιπόν είναι δυνατό να ποιμαίνεις τα πρόβατά μου ευρισκόμενος σε οικία και σε δρόμο, σε κλίνη, σε στρώμα και σε τράπεζα· πώς είναι δυνατό αυτό; Διδάσκοντάς τα να διατηρούν αθόλωτη, ειλικρινή και αδίστακτη την προς εμένα πίστη τους, να μ’ αγαπούν δηλαδή με όλη την ψυχή και την διάνοιά τους, όπως τους αγάπησα κι εγώ. Διότι γι’ αυτούς πρόσφερα την ζωή μου και πέθανα. Τοποθέτησε εμπρός τους αντί νομής αλόγου την ζωοποιό τροφή των εντολών μου· δίδαξέ τους με την πραγμάτωση και εκπλήρωση αυτών να μεταλαμβάνουν από αυτές· νουθέτησε και παρακάλεσέ τους να πληρούνται μ’ αυτόν τον τρόπο συνέχεια, ώστε να είναι πάντοτε κορεσμένοι από αυτές και γεμάτοι από τα αγαθά μου» (19Γ, 213)
    «Αδελφοί και πατέρες, θέλω να σας μιλήσω για όσα συμβάλλουν στην ωφέλεια της ψυχής και, μάρτυς μου ο Χριστός η αλήθεια, ντρέπομαι την αγάπη σας, διότι γνωρίζω την αναξιότητά μου. Γι’ αυτό άλλωστε πάντοτε ήθελα να σιωπώ, όπως γνωρίζει ο Κύριος, και να μη σηκώνω καθόλου το βλέμμα μου για να δω πρόσωπο ανθρώπου· διότι έχω μέσα μου την συνείδηση να με κατακρίνει που αναξίως ορίσθηκα εγώ να είμαι προϊστάμενος όλων σας, σαν να γνώριζα την οδό, εγώ που δεν γνωρίζω τι είναι στα πόδια μου, που ούτε πλησίασα ακόμη την οδό που οδηγεί προς τον Θεό. Γι’ αυτό λοιπόν δεν είναι μικρή και ασήμαντη η λύπη που με κατέχει, για το ότι, ενώ προκρίθηκα εγώ ο ταπεινός να οδηγώ σας τους τιμιότατους, τους όποιους έπρεπε μάλλον εγώ να είχα οδηγούς, ως ο τελευταίος όλων σε χρόνο και ηλικία, δεν έχω τον μαρτυρημένο από τις πράξεις του βίου μου λόγο να συμβουλεύω σας και να σας υπενθυμίζω τα σχετικά με τον νόμο και το θέλημα του Θεού, αφού και από αυτά για τα οποία θέλω να σας μιλώ, δεν γνωρίζω να έχω εφαρμόσει ποτέ τίποτε. Γνωρίζω όμως ακριβώς ότι ο Κύριος και Θεός μας δεν μακαρίζει απλώς τον λέγοντα αλλά τον και πράξαντα πριν από τον λόγο διότι, λέγει, «μακάριος είναι αυτός που έπραξε και δίδαξε· αυτός θα ονομασθεί μέγας στη βασιλεία των ουρανών». Διότι, τέτοιον διδάσκαλο ακούοντας και οι μαθητές, γίνονται πρόθυμοι να τον μιμηθούν, και δεν δέχονται τόσο την ωφέλεια από τους λόγους του, όσο διεγείρονται από τις καλές πράξεις του και αναγκάζονται να πράττουν τα ίδια· αυτό το πράγμα εγώ δεν το βλέπω στον εαυτό μου, διότι δεν έχω την συνείδηση ότι υπάρχει μέσα μου κάποιο αγαθό. Αλλά θερμώς σας παρακαλώ όλους, αγαπητοί αδελφοί μου, να μη παρατηρείτε τον απρόσεκτο βίο μου, αλλά τα προστάγματα του Κυρίου και τις διδασκαλίες των αγίων πατέρων μας»(19Γ,301-303)
    «Αδελφοί και πατέρες, χρέος είχα βέβαια να σιωπώ διαπαντός, ώστε να μπορώ να κλαίω τα δικά μου κακά, και να μην επιχειρώ καμία φορά το έργο του διδασκάλου ούτε να κατηχώ την αγάπη σας ή τελείως να μην υποδεικνύω σε άλλους τους δρόμους της σωτηρίας. Όχι διότι αυτό το πράγμα είναι τελείως αντίθετο με την εντολή του Θεού, μάλλον είναι ευπρόσδεκτο απ’ αυτόν, αλλ’ επειδή συμβαίνει να είμαι εγώ ανάξιος για τέτοιο πνευματικό εγχείρημα, γι’ αυτό και φοβήθηκα ο άθλιος, μήπως λεχθεί και για εμένα ευστοχότατα ο Δαβιτικός εκείνος λόγος· «στον αμαρτωλό είπε ο Θεός Γιατί εσύ διηγείσαι τα δικαιώματά μου και πιάνεις στο στόμα σου την διαθήκη μου;» (19Γ,517)
    «Αυτός απορρίπτει στα νώτα του τους λόγους του Θεού και εκτελεί τα δικά του θελήματα, ή καλύτερα του διαβόλου. Αυτά και εγώ ο ταλαίπωρος εφαρμόζω πρώτος και ευρίσκομαι μέσα σε λάκκο βορβόρου, και επειδή έχω συναίσθηση των κακών μου, φωνάζω δυνατά από κάτω και απευθύνομαι προς όλους εκείνους που περνούν απ’ έξω λέγοντας· ‘Μακριά όσο μπορείτε, αδελφοί, απ’ αυτόν τον φοβερότατο λάκκο· βαδίζετε την ευθεία οδό, που είναι ο Χριστός. Και κανένας να μη παρεκκλίνει δεξιά ή αριστερά και πέσει εδώ μαζί με εμένα τον πανάθλιο και δυστυχισμένο και στερηθεί μαζί με τα επίγεια και τα ουράνια αγαθά’»(19Γ, 519)
    «Τώρα όμως που πρόκειται να έλθω στις αποδείξεις των πραγμάτων και που βιάζομαι ο άλογος και αμαθής ν’ αναλάβω τον αγώνα του λόγου, σας παρακαλώ θερμά όλους σας να συμπροσευχηθείτε, ώστε, λάμποντας λαμπρότερα επάνω μου η χάρη του αγίου Πνεύματος, να μου φωτίσει τελείως την διάνοια και τον νου και να μου δώσει να πω κάτι αξίως, όχι εξ’ αιτίας της δικής μου αξίας, αλλά για χάρη της δικής σας ωφέλειας, ψιθυρίζοντας κατά κάποιον τρόπο η ίδια τους λόγους στο αφτί, φέγγοντας με το φως της, υποδεικνύουσα όλα όσα προείπαμε»(19Γ,523)
    «Αδελφοί και πατέρες, θα έπρεπε να μην τολμώ να σας μιλώ καθόλου, ούτε να παίρνω θέση διδασκάλου μπροστά στην αγάπη σας. Αλλ’ επειδή γνωρίζετε ότι, όπως ακριβώς το όργανο, που κατασκευάσθηκε από τον τεχνίτη, ολοκληρώνει τον ήχο και γεμίζει τις ακοές όλων με γλυκύτατη μελωδία, όχι όταν αυτό θέλει, αλλ’ όταν γεμίσουν οι σωλήνες από τον αέρα και όταν παίζεται με τα δάχτυλα του τεχνίτη με ρυθμό, έτσι πρέπει να εννοήσετε ότι συμβαίνει και με εμένα και να μη δυσαρεστείσθε από αυτά που πρόκειται να λεχθούν, αποβλέποντας στην ταπεινότητα του οργάνου»(19Δ,35)
    ««Εφ΄ όσον κάνατε κάτι στον καθένα απ’ αυτούς τους ελάχιστους, σ’ εμένα το κάνατε». Και δεν το είπε αυτό ο Κύριος μόνο για τους φτωχούς, όπως νομίζουν μερικοί, και για όσους στερούνται τη σωματική τροφή, αλλά και για όλους τους άλλους αδελφούς μας, που δεν λειώνουν από έλλειψη άρτου και ύδατος, αλλ’ από αδράνεια και ανυπακοή στις εντολές του Κυρίου (διότι όσο πιο τιμιότερη είναι η ψυχή από το σώμα, τόσο και η πνευματική τροφή γίνεται αναγκαιότερη από τη σωματική) και νομίζω ότι γι’ αυτήν μάλλον λέγει ο Κύριος «πείνασα και δεν μου δώσατε να φάγω, δίψασα και δεν με ποτίσατε» , παρά για τη σωματική τροφή που φθείρεται» (19Δ,37)
    «Να προσέχει λοιπόν ο καθένας στην ανάγνωση. Διότι οι λόγοι των άγιων είναι λόγοι του Θεού και όχι ανθρώπων. Να βάλει αυτούς τους λόγους μέσα στην καρδιά του και να τους τηρεί ασφαλώς, επειδή οι λόγοι του Θεού είναι λόγοι ζωής και αυτός που τους έχει μέσα του και τους φυλάσσει, έχει ζωή αιώνια. Όταν κάθεστε σε πολυτελή τράπεζα συχνά, δεν νομίζω ποτέ κανείς σας από αδιαφορία να νύσταξε τελείως και να μη έλαβε όχι μόνο όσα του αρκούσαν, αλλά πιστεύω ότι απήλθε παίρνοντας με ζήλο τροφές και για την αυριανή ημέρα και ότι προθυμοποιήθηκε να δώσει αυτές σε φίλους ή φτωχούς. Όπου όμως προσφέρονται λόγοι ζωής που κάνουν αθάνατους τους τρεφόμενους από αυτούς, πες μου, επιτρέπεται σε κανένα να κοιμάται και να ραθυμεί ή να νυστάζει και να ροχαλίζει σαν ζωντανός νεκρός; Πω-πω ζημιά! Πω-πω αναισθησία και νωθρότητα! Αυτός που κάθεται σε τράπεζα και δεν έχει όρεξη για τα προσφερόμενα, είναι φανερό ότι στερείται τη φυσική του υγεία. Έτσι και αυτός που ακούει θεία ανάγνωση και δεν εντρυφά με άφατη ευχαρίστηση ψυχικώς και με άυλη όρεξη αΰλως τα άυλα και θεία λόγια, και δεν γεμίζει από τη γλυκύτητά τους νοερώς όλες τις αισθήσεις του, είναι ασθενής στην πίστη και τελείως άγευστος από τις πνευματικές δωρεές, δηλαδή λειώνει από πείνα και δίψα, αν και βρίσκεται μέσα σε πολλά αγαθά. Όπως δηλαδή ο νεκρός, που, ενώ περιβρέχεται με νερό, δεν το αισθάνεται, έτσι και αυτός, ενώ περιλούεται από τα ζωηρά και θεία νάματα του λόγου, δεν τα αισθάνεται» (19Δ,85)
    «Αδελφοί και πατέρες, επειδή εγώ είμαι συνεχώς ασθενής και στην ψυχή και στο σώμα εξαιτίας της πλανεμένης και αδιάφορης προαιρέσεως και διαθέσεως, ήθελα να σιωπώ και να εξετάζω μόνο όσα αφορούν εμένα, μέχρις ότου νικήθηκαν οι κινήσεις του κακού λογισμού και υποτάχθηκαν στον ανώτερο λογισμό και έτσι απόλαυσα πλήρως την ειρήνη του πνεύματος, διότι ελευθερώθηκα από την ενόχληση του χοϊκού και γήινου φρονήματος και εισήλθα στο λιμάνι της μακάριας αναπαύσεώς μας. Αλλ’ επειδή εκλέχθηκα από σας για να είμαι κεφαλή του αγίου σας σώματος, είμαι υποχρεωμένος να οικοδομώ την αγάπη σας· η σωτηρία της αδελφότητάς σας με αναπαύει, διότι, αν και είμαι κι εγώ ασθενής στην ψυχή, εσείς διαζώσεσθε με τις ευχές του πατρός μου και πατρός σας. Λοιπόν τώρα, αν και δεν είμαι σε θέση ούτε το στόμα μου ν’ ανοίξω, με μεγάλη δυσκολία μπόρεσα να γράψω τον λόγο και να διδάξω την αδελφότητά σας, παρακαλώντας με ικεσία πολλή την αγάπη σας, να εύχεσθε, ως αληθινοί δούλοι του Χριστού και φιλάδελφοι, για την αθλιότητά μου, μήπως σωθώ και εγώ ο ίδιος μαζί με εσάς, πορευόμενος την οδό των εντολών του Θεού, και συναυλισθώ με εσάς τους αγαπητούς μου αδελφούς. Σας παρακαλώ και σας ικετεύω στο όνομα του Ιησού Χριστού να προσέχετε τον εαυτό σας και ο καθένας να φρονεί τη σωφροσύνη και να μη φρονεί διαφορετικά από ό,τι πρέπει να φρονεί, ούτε να βλέπει τον δικό μου αφρόντιστο και ανάλαφρο βίο, αλλά ν’ ακολουθείτε τα βήματα του Κυρίου και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού, στον οποίο οφείλουμε ν’ απολογηθούμε, τον δίκαιο και αδέκαστο κριτή. Δώστε μου αυτή την καύχηση, ότι εγώ, που μόνος μου έπεσα εξαιτίας της αμέλειάς μου στο βάραθρο του άδη, εσάς, με τη δυνατή μου φωνή σας άρπαξα από την παγίδα. Αν και έχω πολλούς λόγους να θρηνώ για την αδιαφορία μου, όμως αρκούμαι και μόνο να βλέπω εσάς να πετάτε ψηλά πάνω από τις παγίδες του διαβόλου» (19Δ,89-91)
    «Γι’ αυτό παρακαλώ την αγάπη σας, πατέρες μου άγιοι και δούλοι του Θεού, να μη παρακούσετε τους λόγους εμού του αναξίου πατρός σας, ούτε τα λόγια μου να φανούν μπροστά σας ως φλυαρία. Διότι, αν και είμαι ασθενής και γεμάτος από μύρια αμαρτήματα, όμως προσέξτε και εξετάστε με ακρίβεια, ότι τίποτε δεν σας συμβούλευσα έξω από τις εντολές του Θεού και τις θείες Γραφές. Κάνετε λοιπόν καλή αρχή και δώστε μου μικρή ευκαιρία, για να σηκώσω ψηλά το κεφάλι, αφού ενισχυθώ με τις άγιες ευχές σας, και τρίψω την όψη μου και νίψω τους οφθαλμούς μου και εγερθώ από τον βαθύ ύπνο της αδιαφορίας και έναντι των αγαθών τα οποία προσφέρετε σε εμένα τον τιποτένιο δούλο σας, αν και όχι αξίως, να ανταμείψω την αγάπη σας, κατά τη δύναμή μου, με αγαθούς λόγους, από τους όποιους η χάρη του Θεού δίδει με το άνοιγμα του ακαθάρτου στόματός μου. Ναι, αδελφοί μου, σας θερμοπαρακαλώ, μη παραβλέψετε την παράκλησή μου, αλλά, όπως από ημιθανή και τελείως άλαλο μου επιτρέψατε να μιλώ μπροστά στην τιμιότητά σας, έτσι χαρίστε μου και το θέλημά σας, ώστε να ζήσετε εσείς με την εκκοπή του [του θελήματός τους] την ζωή των μαρτύρων και αθλοφόρων του Χριστού, ενώ εγώ από σήμερα θα προσπαθήσω ακόμη προθυμότερα να προσφέρω για χάρη σας σε εκούσιο θάνατο όλη μου την ψυχή και το σώμα» (19Δ,103-5)
    «(συμβουλή σε Ηγούμενο) Σου είναι αρκετό μία φορά το μήνα να εξέρχεσαι για να εκτελείς τις αναγκαιότερες διακονίες και υποθέσεις της ποίμνης σου, ενώ τις άλλες ας τις κάνουν οι διακονητές, διατηρώντας εσένα απερίσπαστο, ώστε να αφοσιώνεσαι με προσευχή στη διακονία του λόγου και στη φροντίδα των αδελφών» (19Δ,199)
    «Ούτε να λησμονήσεις την καλή συμβουλή που σου έδωσα εγώ ο αμαρτωλός. Δεν τα έπραξα βέβαια εγώ αυτά, ούτε σου τα είπα από πείρα δικής μου πράξεως, αλλά μου τα έδωσε να σου τα πω η χάρη του Θεού για σένα και τη σωτηρία σου» (19Δ,431)
    «Όπως κάποιος φιλάδελφος φτωχός, που ζήτησε και έλαβε νομίσματα από κάποιον φιλόχριστο και ελεήμονα, τρέχει με χαρά προς τους όμοιους με αυτόν φτωχούς και το αναγγέλλει λέγοντας κρυφά προς αυτούς· ‘Τρέξτε με βιασύνη κι εσείς για να πάρετε’, δείχνοντας με το δάχτυλο και υποδεικνύοντάς τους εκείνον που του έδωσε το νόμισμα, και αν δυσπιστούν ανοίγει την παλάμη και το δείχνει, ώστε, αφού πιστέψουν, να βιασθούν να προλάβουν γρήγορα εκείνον τον ελεήμονα άνθρωπο, έτσι λοιπόν κι εγώ ο ταπεινός, ο φτωχός και γυμνός από αγαθό και δούλος της αγιωσύνης όλων σας, έχοντας πείρα από τη φιλανθρωπία και τη μεσιτεία του Θεού, επειδή προσήλθα προς αυτόν με μετάνοια και με μεσιτεία του αγίου Συμεών (του Ευλαβούς), του πατέρα μου και πατέρα σας, και έλαβα τη χάρη εγώ ο ανάξιος κάθε χάριτος, δεν μπορώ τη χάρη αυτή να την κρύψω μόνος στον κόλπο της ψυχής, αλλ’ αναγγέλλω τις δωρεές του Θεού σ’ όλους εσάς τους αδελφούς και πατέρες μου και σας φανερώνω ποιο είναι το τάλαντο που μου δόθηκε, όσο είναι αυτό που έχω, και με το λόγο σαν επάνω στην παλάμη το απογυμνώνω και σας λέγω όχι μυστικά και κρυφά, αλλά φωνάζοντας με μεγάλη φωνή· ‘Τρέξτε, αδελφοί, τρέξτε’· και δεν φωνάζω μόνο, αλλά και δείχνω τον δωρητή Δεσπότη, προβάλλοντάς σας πάλι αντί το δάχτυλο, τον λόγο. … δεν ανέχομαι να μη πω όσα είδα και όσα στην πράξη και με θεία εμπειρία θαυμάσια γνώρισα, αλλά τα διακηρύσσω και σ’ όλους τους υπόλοιπους σα να βρίσκομαι ενώπιον του Θεού, λέγοντας με μεγάλη φωνή· ‘Τρέξτε όλοι προτού κλεισθεί με τον θάνατο η θύρα της μετάνοιας» (19Δ,479, 481)
    «Δώσε τα λόγια μου έργα να τα κάνω, ω δημιουργέ και πλάστη μου και Θεέ μου! Γιατί όσα λέω αν δεν γίνονται έργα, χάλκινο είμαι κύμβαλο που μάταια ηχεί» (19Ε,69,στίχ.30-33)
    «[ο Χριστός στο Συμεών] Την αρετή όποιος δεν ποθεί μήτε την κατορθώνει, κι αθέλητα δεν σώζεται, μην ψάχνεις παραπέρα. Εσύ να σώσεις κοίταξε κι αυτούς οπού σ’ ακούνε, αν τύχει κι εύρεις άνθρωπο στη γη οπού ν’ ακούει, αυτιά να ’χει και προσοχή στα λόγια σου να δίνει.[ο Συμεών] - Έτσι θα κάνω, Κύριε, όπως μου έχεις ορίσει, αλλά και τη βοήθειά σου και τη δική σου χάρη χάρισε στον ανάξιο σου τον δούλο σου, Θεέ μου» (19ΣΤ,231)
(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)

   «Είναι αδύνατο και την σάρκα να γεμίζης με χορταστικά φαγητά και πνευματικά να απολαύσεις της νοεράς και θείας καλωσύνης. Διότι όσο θεραπεύσει κανείς την κοιλιά, τόσο θα στερήση τον εαυτό του εκείνης της καλωσύνης· όσο δε βασανίση το σώμα, άλλο τόσο θα χορτάση πνευματική τροφή και παρηγοριά» (τ. 19Α, σ. 417).

   «Όποιος κυοφορεί τον φόβο του θανάτου βδελύσσεται κάθε βρώση και πόση και ωραίο ένδυμα, και δεν τρώγει άρτο, δεν πίνει ύδωρ ηδονικά· προσφέρει δε στο σώμα τα αναγκαία, όσα μόνο αρκούν για την συντήρηση. Απαρνείται κάθε δικό του θέλημα» (τ. 19Α, σ. 483).

   «Νηστεύουμε; Ασφαλώς για να περιστείλουμε τις κινήσεις της σάρκας και να καταστήσουμε μαλακότερη την καρδιά» (τ. 19Γ, σ. 33).

   «Αυτός που επιθυμεί πολλά και πολυτελή φαγώσιμα είναι γαστρίμαργος, έστω και αν λόγω της πτωχείας τρέφεται μόνο με άρτο και ύδωρ» (τ. 19Γ, σ. 355).

   «Ο πονηρός, που πάντοτε φθονεί τα καλά, εισέρχεται στον κάθε πιστό χωρίς να γίνεται αισθητός, και έτσι, καταδεσμεύοντάς τον αοράτως με τη ραθυμία και αδιαφορία, τον πείθει ν’ απορρίψει από πάνω του με περιφρόνηση τον σωτηριώδη ζυγό της νηστείας και να επανέλθει στην προηγουμένη συνήθεια. Για το λόγο αυτό σήμερα υπενθυμίζω και παρακαλώ την αγάπη σας… να μη υπακούσει καθόλου στον κακοήθη, ούτε ν’ απαχθεί με την πονηρή συνήθεια της αχόρταγης γαστριμαργίας, ούτε να επιστρέψει προς την παλιά και χρόνια εκπλήρωση των πονηρών επιθυμιών, αλλά να τιμήσουμε και τη δεύτερη αυτή εβδομάδα των νηστειών όπως και την πρώτη, και κατά τον ίδιο τρόπο και τις λοιπές… Να μνημονεύει ο καθένας σας την ωφέλεια από τη νηστεία και ποιες δωρεές απόλαυσε από τον Θεό στις λίγες αυτές ημέρες και να γίνεται προθυμότερος στο μέλλον. Διότι αυτή η ιατρός των ψυχών μας έχει τη συνήθεια, σε άλλον να περιορίζει τις πυρώσεις και τις κινήσεις της σάρκας, σε άλλον να μαλακώνει το θυμό, σε άλλον ν’ αποδιώκει τον ύπνο, σε άλλον να ξυπνάει την προθυμία, σε άλλον να καθαρίζει το νου και να τον καθιστά ελεύθερο από πονηρούς λογισμούς, σε άλλον να δαμάζει την αδάμαστη γλώσσα και να την κατευθύνει με το φόβο του Θεού σαν χαλινάρι και να μη την αφήνει καθόλου να προφέρει λόγους αργούς ή κακούς. Σε άλλον σκεπάζει αφανώς και σταματά τους περιπλανώμενους οφθαλμούς και δεν τους αφήνει να περιφέρονται με περιέργεια εδώ και εκεί, αλλ’ ετοιμάζει τον καθένα να παρατηρεί τον εαυτό του και τον διδάσκει να θυμάται τα δικά του αμαρτήματα και ελαττώματα. Η νηστεία σιγά σιγά αραιώνει και διώχνει το νοητό σκότος και κάλυμμα της αμαρτίας που απλώνεται πάνω στην ψυχή, όπως ακριβώς ο ήλιος την ομίχλη. Η νηστεία μας κάνει ικανούς να βλέπουμε νοερώς τον πνευματικό αέρα μέσα μας, όπου δεν ανατέλλει, αλλά μόνιμα λάμπει ο άδυτος ήλιος Χριστός ο Θεός μας. Η νηστεία, λαμβάνοντας συνεργό την αγρυπνία και εισερχόμενη μέσα μας, μαλακώνει τη σκληράδα της καρδιάς και κάμνει να αναβλύζουν πηγές κατανύξεως αντί της μέχρι τότε κραιπάλης, πράγμα το οποίο, παρακαλώ, αδελφοί, να φροντίσουμε ο καθένας μας να γίνει και σε μας… χωρίς νηστεία από κανένα δεν κατέστη ποτέ δυνατό να επιτευχθεί κάτι ούτε απ’ αυτά ούτε από τις άλλες αρετές. Διότι η νηστεία είναι αρχή και θεμέλιο κάθε πνευματικής εργασίας. Όσα λοιπόν οικοδομήσεις πάνω σ’ αυτό το θεμέλιο, γίνονται άπτωτα και ακατάλυτα, επειδή είναι κτισμένα πάνω σε στερεά πέτρα. Εάν όμως σηκώσεις αυτό το θεμέλιο και στη θέση του βάλεις τον κορεσμό της γαστέρας και τις άτοπες επιθυμίες, αυτά παρασύρονται σαν άμμος από τους πονηρούς λογισμούς και το ποτάμι των παθών και καταστρέφεται όλη η οικοδομή των αρετών… τρώγοντας, χωρίς να το καταλάβει, γίνεται τροφή του πονηρού. Διότι η νηστεία είναι νόμος θείος και αυτούς που τολμούν να τον παραβαίνουν ο διάβολος τους παραλαβαίνει και τους μαστιγώνει σαν δήμιος, αν και όχι αμέσως ούτε την ίδια ώρα, επειδή ο Θεός μας δείχνει μακροθυμία και περιμένει τη μετάνοιά μας» (τ. 19Δ, σελ. 77,79,81).

   «Διότι γνωρίζετε ότι, αφού πέρασε η πρώτη εβδομάδα, εκείνοι νομίζουν ότι διήλθε όλη η άγια Τεσσαρακοστή. Και όχι μόνο το πιστεύουν αυτό, αλλά και το λένε φανερά μεταξύ τους και προς όλους. Για εμάς όμως, αδελφοί μου, υπάρχει φόβος, και μάλιστα ο μεγαλύτερος φόβος, μήπως εκλάβομε και εμείς τα πράγματα όπως αυτοί και συμφωνήσουμε μεταξύ μας και φανούμε αρνητές της υποσχέσεώς μας… Παρακαλώ, μη λησμονήσετε την παθοκτόνο νηστεία, την καθαρτική εγκράτεια» (τ. 19Δ,σελ. 93-5,99).

   «(Μιλά ο Πνευματικός του στον όσιο ΣυμεώνΝα γνωρίζεις, τέκνο, ότι ούτε με τη νηστεία, ούτε με την αγρυπνία, ούτε με σωματικό κόπο, ούτε με κάποια άλλη από τις δεξιές πράξεις χαίρεται, και εμφανίζεται ο Θεός, παρά μόνο στην ταπεινή και απερίεργη και αγαθή ψυχή και καρδιά. Όταν λοιπόν εγώ άκουσα αυτά, θαύμασα για το λόγο και την συμβουλή του αγίου, και φλεγόμενος ακόμη περισσότερο και φέροντας στη μνήμη μου όλες τις αμαρτίες με την ταχύτητα του νου σαν σε ριπή, περιελουζόμουν με τα δάκρυα και πέφτοντας στα πόδια του αγίου τα κράτησα και είπα ‘Να εύχεσαι για μένα, άγιε του Θεού, να βρω έλεος μέσω σου, επειδή από όσα είπες αγαθά, τίποτε δεν μου δόθηκε, παρά μόνο πολλές αμαρτίες, τις οποίες γνωρίζεις και εσύ ο ίδιος’»(τ. 19Δ, σελ. 149-151).

   «Ποιο επίσης είναι το όφελος της νηστείας, πες μου, εάν δεν συνοδεύεται από πραότητα;» (τ. 19Δ, σ. 349).

ΠΡΟΣΘΗΚΗ (από άλλα θέματα που σχετίζονται με το παρόν)

«Γι’ αυτό όταν στις αρχές της μοναχικής του ζωής έφθασε η αγία τεσσαρακοστή των νηστειών, ενώ ήταν ακόμη άπειρος της ασκήσεως, παρεκάλεσε τον Συμεών να του επιτρέψει να περάσει ολόκληρη την πρώτη εβδομάδα εντελώς άσιτος. Ο δε άγιος ήταν μεν φυσικά χαρούμενος βλέποντας την θέρμη της προθυμίας του και τον παρακινούσε προς ασκητικούς αγώνες, δεν ήθελε όμως ν’ ακολουθεί ο Αρσένιος (μαθητής του οσίου Συμεών) το ατομικό του θέλημα, αλλά μάλλον με την εκκοπή του θελήματος να κερδίσει τα μεγαλύτερα και τελειότερα. Γι’ αυτό δεν συγκατένευσε στο θέλημά του. Εκείνος όμως ήταν ένθερμος σ’ αυτό και επέμενε ζητώντας να πληρωθεί η αίτησή του και να μη εμποδισθεί από το εγχείρημα. Επειδή δε πολλές φορές του ανέκοψε την ορμή ο μακάριος, αυτός δε άλλες φορές επέμενε να ζητή να γίνη το θέλημά του, λέγει προς αυτόν "Αρσένιε, καλό και πολύ επωφελές θα ήταν να μην ακολουθής το ατομικό σου θέλημα, αλλά μάλλον να πειθαρχής στις εντολές μου· επειδή όμως κατά την κρίσι σου θεώρησες ότι σου είναι ωφέλιμο να εκτελέσης το δικό σου θέλημα, εγώ, αν και αθέλητα, σου επιτρέπω να εκτελέσης την επιθυμία σου. Κύτταξε όμως τι πρόκειται να πάθης και ποιο καρπό θα τρυγήσης από την απείθειά σου". Είπε, και όταν ήλθε η πρώτη εβδομάς ο Αρσένιος επιδόθηκε ακρίτως στους τελειοτέρους αγώνες με θερμή διάθεση, ενώ ήταν ακόμη εισαγωγικός. Όταν δε μετά την ενάτη ώρα όλοι οι άλλοι εισέρχονταν στην τράπεζα για το δείπνο, αυτός έμενε άσιτος βλέποντας το παράδειγμα του Συμεών και θέλοντας να μιμηθεί τούτον. Κατά την αγρυπνία της Τετάρτης, στεκόμενος ανάμεσα στον χορό που έψαλλε πίπτει επί της γης ύπτιος, σαν πτώμα παρακοής και υπόδειγμα στους άλλους φοβερότατο. Όπως δε το είχε προβλέψει ο άγιος και είχε παραγγείλει σ’ έναν από τους μαθητάς να έχη πρόχειρο δοχείο με οίνον και λίγον άρτο, ένευσε να τα φέρη στο μέσο της ακολουθίας του άρθρου· και όταν έγινε αυτό, πρόσταξε να σηκώσουν τον Αρσένιο και να τον θρέψουν με αυτά. Εκείνος δε αφού εγεύθηκε εσηκώθηκε γεμάτος αισχύνη, άκουσε δε από τον μακάριο τους λόγους· "εάν ήσουν σε όλα όμοιος με τους αδελφούς, Αρσένιε, δεν θα πάθαινες τίποτε ανόμοιο από αυτούς στην αγρυπνία· επειδή όμως από οίηση και απείθεια έσπευσες να επιτύχης προώρως το περισσότερο και να εξασφαλίσης το πρωτείο κατά των άλλων, δικαίως αστόχησες και στο μικρότερο". Από τότε καταλαμβάνει τον Αρσένιο όχι τυχαία μεταμέλεια, ώστε από συνείδησι της εντροπής να φθάση στο βάθος της ταπεινώσεως» (τ. 19Α, σελ. 111-113).

   «Κάποτε παρουσιάσθηκαν στον μακαρίτη (όσιο Συμεών) φίλοι του. Επειδή δε ένας από αυτούς χρειαζόταν να φάγη κρέας λόγω σωματικής νόσου, και μάλιστα κρέας από περιστεράκια, παρήγγειλε ο συμπονετικός και μακάριος Συμεών να ψηθούν τα πτηνά και να προσφερθούν στον έχοντα ανάγκη. Καθώς δε έτρωγε ο ασθενής, ο Αρσένιος που καθόταν κι αυτός στην τράπεζα τον κύτταζε σκυθρωπός. Αντιλήφθηκε λοιπόν ο μακάριος την διάθεσί του αυτή και θέλοντας να τον διδάξη να προσέχει μόνο τον εαυτό του και να μη νομίζη ότι υπάρχουν φαγώσιμα που με την μετάληψή τους μιαίνουν (διότι, λέγει, "όλα είναι καθαρά για τους καθαρούς" και "δεν υπάρχει τίποτε από τα εισερχόμενα που μπορεί να μιάνη την ψυχή"), συγχρόνως δε να δείξη στους συνδαιτημόνες και το ύψος της ταπεινώσεώς του, ώστε να μάθουν ότι υπάρχουν ακόμη τέκνα υπακοής στον Θεό και αληθινοί εργάτες της αρετής, λέγει προς αυτόν· "για ποιον λόγο, Αρσένιε, δεν προσέχεις μόνο στον εαυτό σου και δεν τρώγεις σκυμμένος κάτω από τον άρτο σου, αλλά προσέχεις αυτόν που λόγω ασθενείας τρώγει κρέας; Κοπιάζεις με τους λογισμούς και νομίζεις ότι υπερβάλλεις εκείνον σ’ ευσέβεια, επειδή τρώγεις λάχανα και σπέρματα της γης και όχι σαν τους αετούς περιστέρια και πέρδικες; Δεν άκουσες τον Χριστό να λέγη ότι δεν είναι τα εισερχόμενα δια του στόματος που μιαίνουν τον άνθρωπο, αλλά τα εξερχόμενα από αυτόν, δηλαδή οι πορνείες, οι μοιχείες, οι φόνοι, οι φθόνοι, οι πλεονεξίες και τα λοιπά; Γιατί δεν είσαι συνετός; γιατί δεν βλέπεις και δεν σκέπτεσαι με γνώσι, αλλά κατέκρινες κατά διάνοια τόσο ασύνετα τον εσθίοντα, λυπούμενος τάχα την σφαγή των ορνίθων, και λησμόνησες αυτόν που είπε, ‘ο μη εσθίων να μη κρίνη τον εσθίοντα;’. Αλλά φάγε και συ από αυτά και μάθε ότι περισσότερη μίανση υπέστης από τον λογισμό παρά από την βρώσι των πτηνών". Και παίρνοντας ένα από τα πτηνά το έρριψε προς αυτόν ο άγιος παραγγέλλοντας να φάγει. Αυτός δε, καθώς ήκουσε τούτο, φοβούμενος το βάρος του επιτιμίου και γνωρίζοντας ότι η παρακοή της κρεοφαγίας είναι χειρότερη, βάλλοντας μετάνοια και ζητώντας το ‘ευλόγησε’, πήρε το πτηνό και άρχισε να το καταμασά και να το τρώγει με δάκρυα. Όταν δε ο άγιος είδε ότι είχε αρκετά εκλεπτύνει με τα δόντια την τροφή και τώρα επρόκειτο να την καταπιεί, λέγει, "αρκεί, πτύσε το τώρα διότι τώρα που άρχισες να τρώγεις και συ, όπως είσαι γαστρίμαργος, ούτε ολόκληρος ο περιστερώνας δεν μπορεί να σε χορτάση και να σου σταματήση την ορμή προς αυτό". Έτσι με το να μη αρνηθή την δοκιμή ο αοίδιμος μαθητής του μεγάλου τούτου πατρός, τήρησε την υπακοή, την οποία υποσχέθηκε ενώπιον του Θεού να φυλάξει μέχρι θανάτου» (τ. 19Α, σελ. 115-119).

   «Επειδή έφαγα πολύ κι’ εβάρυνε το στομάχι μου και παρακοιμήθηκα, κυρίευσε τον νου μου το πάθος και νικήθηκα· από το άλλο μέρος πάλι, επειδή εγκρατεύθηκα σε υπερβολικό βαθμό, κατέστησα τον νου μου σκοτεινό και δυσκίνητο και έτσι περιέπεσα στο ίδιο πάθος. Μερικές φορές μάλιστα συμβαίνουν αυτά στους αγωνιζομένους και από την κρασί του αέρος, δεν ξεύρω πώς να το πω, και από την αχλυώδη παχύτητα του νοτίου ανέμου» (τ. 19Α, σ. 437).

(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)

(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)

"Είχαν καταφύγει και σε ψυχιάτρους"
Και άλλοι, νέοι περισσότερο, "μπερδεμένοι" με ανατολικές θρησκείες
και διάφορες αιρέσεις, κατέφευγαν στο Γέροντα Πορφύριο
και ζητούσαν τη βοήθειά του. Καθώς ομολογούσαν,
με τις συμβουλές και την ευλογία του (τους "εσταύρωνε"),
γίνονταν καλά, ακόμα και από σωματικές ασθένειές τους,
εκτός από τις ψυχικές. Πολλοί είχαν καταφύγει πρίν και σε ψυχιάτρους,
χωρίς όμως να ιδούν καμιά ωφέλεια και θεραπεία,
πράγμα που βρήκαν στο Γέροντα Πορφύριο.
[Ί 124π.]


(Ανθολόγιο Συμβουλών, Άγιος Πορφύριος, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σελ.220-221)

Μνήμη θανάτου
-Γέροντα, τί πρέπει να σκέφτεται κανείς την ημέρα που γεννήθηκε;
-Να σκέφτεται την ημέρα που θα πεθάνη και να ετοιμάζεται για το μεγάλο ταξίδι.
-Γέροντα, όταν κατά την εκταφή βρεθή άλειωτο το σώμα του νεκρού,
αυτό οφείλεται σε κάποια αμαρτία για την οποία δεν μετάνοιωσε ο άνθρωπος;
-Όχι, δεν είναι πάντα αιτία κάποια αμαρτία.
Μπορεί να οφείλεται και σε φάρμακα που έπαιρνε ή στο χώμα του νεκροταφείου.
Όπως και νάναι όμως, όταν κάποιος βγή άλειωτος, εξιλεώνεται κάπως
με το ρεζίλεμα που παθαίνει μετά τον θάνατό του.
-Γέροντα, γιατί, ενώ ο θάνατος είναι το πιο σίγουρο γεγονός
για τον άνθρωπο, εμείς τον ξεχνούμε;
-Ξέρεις, παλιά στα Κοινόβια υπήρχε ένας μοναχός που είχε ως διακονία
να θυμίζη στους άλλους Πατέρες τον θάνατο. Περνούσε λοιπόν την ώρα
της διακονίας από όλους τους αδελφούς και έλεγε στον καθέναν: «Αδελφέ, θα πεθάνουμε».
Η ζωή είναι τυλιγμένη με την θνητή σάρκα.
Το μεγάλο αυτό μυστικό δεν είναι εύκολο να το καταλάβουν όσοι άνθρωποι
είναι μόνο «σάρκες», γι’ αυτό δεν θέλουν να πεθάνουν,
δεν θέλουν ούτε να ακούσουν για θάνατο. Έτσι ο θάνατος γι’ αυτούς
είναι διπλός θάνατος και διπλή στενοχώρια.
Ευτυχώς όμως ο Καλός Θεός οικονόμησε, ώστε να βοηθιούνται από μερικά πράγματα
τουλάχιστον οι ηλικιωμένοι, που φυσιολογικά είναι πιο κοντά στον θάνατο.
Ασπρίζουν τα μαλλιά, κόβεται το κουράγιο, οι δυνάμεις τους σιγά-σιγά
τους εγκαταλείπουν, αρχίζουν να τρέχουν τα σάλια, οπότε ταπεινώνονται
και αναγκάζονται να φιλοσοφούν πάνω στην ματαιότητα αυτού του κόσμου.
Και να θέλουν να κάνουν καμμιά αταξία, δεν μπορούν, γιατί όλα αυτά τους φρενάρουν.
Ή ακούν ότι κάποιος στην ηλικία τους ή και νεώτερος πέθανε, και θυμούνται τον θάνατο.
Βλέπουμε στα χωριά, όταν χτυπάη η καμπάνα για κηδεία,
οι ηλικιωμένοι που κάθονται στο καφενείο σηκώνονται, κάνουν τον σταυρό τους
και ρωτούν να μάθουν ποιός πέθανε και πότε γεννήθηκε.
«Ώ, τί γίνεται, λένε, φθάνει και η δική μας σειρά• όλοι θα φύγουμε από αυτόν τον κόσμο!».
Καταλαβαίνουν ότι τα χρόνια πέρασαν, ότι το σχοινί της ζωής τους άρχισε
να μαζεύεται και ο Πολυχρόνης πλησιάζει. Έτσι διαρκώς σκέφτονται τον θάνατο.
Πές σε ένα μικρό παιδί «κάνε μνήμη θανάτου», αυτό θα πη «τραλαλά»
και θα συνεχίση να χτυπάη το τόπι του. Γιατί το μικρό παιδί, αν το βοηθούσε
ο Θεός να καταλάβη τον θάνατο, θα απογοητευόταν το κακόμοιρο και θα αχρηστευόταν,
γιατί δεν θα είχε όρεξη για τίποτε. Γι’ αυτό οικονομάει ο Θεός σαν καλός Πατέρας
να μην καταλαβαίνη τον θάνατο και να παίζη ξένοιαστο και χαρούμενο το τόπι του.
Όσο περνάει όμως η ηλικία, σιγά-σιγά καταλαβαίνει και αυτό τον θάνατο.
Βλέπεις, και ένας αρχάριος μοναχός, ιδίως όταν είναι νέος,
δεν μπορεί να έχη μνήμη θανάτου. Σκέφτεται ότι έχει χρόνια μπροστά του
και δεν τον απασχολεί το ζήτημα αυτό. Θυμάστε και ο Απόστολος Πέτρος
που είπε: «Φωνάξτε τους νεανίσκους να πάρουν τον νεκρό Ανανία και την Σαπφείρα»;
Και στα μοναστήρια συνήθως τα νέα καλογέρια θάβουν τους νεκρούς.
Οι μεγάλοι συγκινημένοι ρίχνουν λίγο χώμα επάνω στο σώμα του νεκρού με ευλάβεια
και ποτέ στο κεφάλι. Έχω μια δυσάρεστη εικόνα από ένα μοναστήρι
όπου είχε πεθάνει ένας αδελφός. Την ώρα του ενταφιασμού, όταν έλεγε ο ιερεύς
«γή εί και εις γην απελεύσει», όλοι οι Πατέρες με πολλή ευλάβεια και συστολή
πήραν λίγο χώμα και το έρριξαν επάνω στην σορό του μοναχού,
όπως συνηθίζεται να γίνεται. Ένας νεαρός μοναχός μάζεψε το ζωστικό του,
πήρε το φτυάρι και απρόσεκτα και με ορμή έρριχνε πάνω στον νεκρό οτιδήποτε
εύρισκε μπροστά του, χώμα, πέτρες, ξύλα, πάφ-πάφ..., για να δείξη παλληκαριά!
Βρήκε την ώρα να δείξη την δύναμή του, την εργατικότητά του.
Δεν είναι ότι φύτευαν δένδρα ή γέμιζαν κάποιον λάκκο, για να μπή η καλωσύνη,
η θυσία, και να πή: «Οι άλλοι είναι γεροντάκια. Τί να περιμένω από αυτούς;
Ας δουλέψω εγώ». Οπότε θα κουραζόταν λίγο παραπάνω, για να ξεκουράση τους άλλους.
Εδώ και ένα ζώο να δη κανείς νεκρό, λυπάται, πόσο μάλλον να βλέπη τον αδελφό του
στον τάφο και με το φτυάρι να ρίχνη με μια ορμή και απρόσεκτα
πάνω στον νεκρό χώμα, πέτρες... Αυτό δείχνει ότι δεν είχε καμμιά συναίσθηση του θανάτου.

(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ. 254-255)

ΥΠΟΜΝΗΜΑ -Στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο-

Ερμηνεία πατερική & θεολογική του Ευαγγελίου του Λουκά
Το ερμηνευτικό Υπόμνημα του Π.Ν. Τρεμπέλα μεταφρασμένο στη νεοελληνική γλώσσα

Μετάφραση αρχιμ. Νικόλαος Πουλάδας

Κεφάλαιο 13
Στίχ. 18-21. Η παραβολή του σπόρου του σιναπιού και της ζύμης.
13.18 ῎Ελεγεν δε(1), Τίνι ὁμοία ἐστὶν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ(2), καὶ τίνι ὁμοιώσω αὐτήν(3);
18 Έλεγε ακόμη ο Ιησούς: «Με τι μοιάζει η βασιλεία του Θεού και με τι να την παρομοιάσω;
(1) Υπάρχει και η γραφή έλεγε οὖν. Το οὖν (λοιπόν) των αλεξανδρινών χειρογράφων
σχετίζει τα λόγια αυτά με το γεγονός της υπερφυσικής θεραπείας που συντελέστηκε.
Συμπέρασμα που προκύπτει από το γεγονός αυτό είναι η δύναμη της βασιλείας του Θεού (g).
Το θαύμα αποδεικνύει, ότι η βασιλεία του Θεού άρχισε, αλλά η έκτασή της είναι ακόμη
μικρή και η χαρά που εκδηλώνει το πλήθος δεν παρασύρει σε άκαιρη και υπερβολική
αισιοδοξία Εκείνον, ό οποίος γνωρίζει, ότι για την επικράτησή της πρέπει
να υποστεί πάθος σταυρικό (L). Μπορεί παρ’ όλα αυτά να συνδεθεί η περικοπή
αυτή με τον στίχο 11 και να θεωρηθούν τα σχετικά με το γεγονός της θεραπείας
της συγκύπτουσας, ως διακοπή που παρεμβλήθηκε (p).
(2) Οι παραβολές του σιναπιού και της ζύμης αναφέρονται η μεν πρώτη
και από τους 3 συνοπτικούς (δες Ματθ. ιγ 31,32 και Μάρκ. δ 30-32 και τις εκεί ερμην.
σημειώσεις), ενώ η δεύτερη από τον Λουκά και τον Ματθαίο (ιγ 33).
Και οι 2 παραβολές εκθέτουν τις αφανείς αρχές, την βαθμιαία διάδοση
και την τεράστια ανάπτυξη της βασιλείας του Θεού (=της ορατής εκκλησίας στη γη ή του λόγου
της πίστης), η μία από τα έξω και η άλλη από τα μέσα.
Εξωτερικά η βασιλεία του Θεού θα επεκταθεί τελικά σε όλα τα έθνη·
εσωτερικά όμως θα μεταμορφώσει την όλη ζωή της ανθρωπότητας (p).
(3) Δύο ερωτήσεις και εδώ, όπως και στον Μάρκο, αλλά εδώ αυτές είναι πιο φυσικές
και περισσότερο ζυγισμένες (L).

Έλεγχος
με επιείκεια
Δεν πρέπει να κοροϊδεύουμε ούτε να ελέγχουμε, αλλά να νουθετούμε. Όχι να κατηγορούμε, αλλά να συμβουλεύουμε. Να μην επιτιθέμεθα με ζήλεια και μανία, αλλά να διορθώνουμε με φιλοστοργία. Διότι δεν κάνεις κακό στον άλλον, αλλά τον εαυτό σου παραδίνεις στη χειρότερη τιμωρία, αφού κρίνοντας τον άλλον, δεν τον σπλαχνίζεσαι για τα αμαρτήματά του. Όποιος κρίνει με σπλαχνικότητα και επιείκεια τα σφάλματα και τα αμαρτήματα των άλλων, αποταμιεύει με την κρίσι του αυτή μεγάλη για τον εαυτό του συγγνώμη. Δηλαδή, στον πορνεύοντα να μη του πω, ότι είναι κακό πράγμα η πορνεία, ούτε να διορθώσω αυτόν που κάνει αισχρές πράξεις; Και βέβαια να τον διορθώσης, όχι όμως σαν αντίπαλος, αλλά σαν γιατρός, που παρασκευάζει φάρμακα.
Ε.Π.Ε. 10,68-70
με αγάπη
Οι γιατροί καυτηριάζουν την πληγή και δεν κατηγορούνται γι’ αυτό, μολονότι μερικές φορές δεν πετυχαίνει η επέμβασίς τους. Οι άρρωστοι, έστω και αν πονάνε, που χειρουργούνται, θεωρούν τους γιατρούς ως ευεργέτες τους, κι ας τους προκαλούν πόνο. Πολύ περισσότερο πρέπει να αισθάνεται έτσι όποιος δέχεται έλεγχο για το καλό του. Να δέχεται τις επεμβάσεις του άλλου ως ιατρού και όχι ως εχθρού. Αλλά και όσοι ελέγχουμε, ας το κάνουμε με πολλή αγάπη, με πολλή σύνεσι.
Ε.Π.Ε. 18α,754
μεταξύ σου και αυτού
Όπως παραγγέλλει ο Χριστός, να μη διαπομπεύης με τον έλεγχό σου τον άλλον, αλλά πήγαινε μεταξύ σας να πήτε. Και πάλι όχι για να τον κατηγορήσης ούτε επεμβαίνοντας, αλλά μιλώντας του με πόνο και συμπάθεια για την αμαρτία του. Και συγχρόνως να είσαι και συ έτοιμος να παραδώσης το εαυτό σου σε έλεγχο, όταν διαπράττης κάποιο αμάρτημα.
Ε.Π.Ε. 18α,754
και εγκώμιο
Πλησίασε αυτόν που αμαρτάνει, και πες του κάποιο μικρό εγκώμιο, από τα αλλά, τα καλά που οπωσδήποτε έχει. Ανάμιξε το εγκώμιο με τους ελέγχους.
Ε.Π.Ε. 18α,760-762
προς διόρθωσι
Αν κάποιος είναι θρασύς και βρωμιάρης, δεν πρέπει να τον διορθώσουμε, ούτε να τον ελέγξουμε; Να τον ελέγξης και να τον διορθώσης, όχι όμως για να τον κατακρίνης. Πρόσεχε, μήπως κάνης ό,τι έκανε εκείνος ο Φαρισαίος και πάθης και συ τα ίδια.
Ε.Π.Ε. 18α,768
Προδρόμου
Ήθελε ο Πρόδρομος να διορθώση την κατάστασι δια του Ηρώδη. Γι’ αυτό εκείνον ήλεγξε. Και ούτε και αυτόν αυστηρώς ήλεγξε. Ο λόγος του Προδρόμου ήταν μάλλον διδακτικός, παρά ελεγκτικός· παιδαγωγικός, παρά τιμωρητικός· ρυθμιστικός, παρά ξευτελιστικός· διορθωτικός, παρά παρεμβατικός. Αλλά, όπως έχω πει, εχθρός στον κλέφτη είναι το φως, και ο άγιος είναι ανυπόφορος και μόνο που φαίνεται.
Ε.Π.Ε. 20,94
με τρόπο καλό
Με αυτό τον τρόπο, που μιλάει ο Παύλος, και ο έλεγχος γινόταν ευπρόσδεκτος, αλλά και το εγκώμιο δεν τους έκανε να επαναπαύωνται.
Ε.Π.Ε. 22,102
των δημοσίως αμαρτανόντων
Όπως ακριβώς είναι βλαβερό το να κατακρίνης απλώς, έτσι και το να μη τιμωρής για τα δημόσια αμαρτήματα. Διότι έτσι ανοίγεις δρόμο στους άλλους να επιχειρούν τα ίδια.
Ε.Π.Ε. 23,392
με παραμυθία μαζί
Ο έλεγχος αυτός καθ’ εαυτόν είναι αφόρητος, όταν δεν συνοδεύεται με παρηγοριά. Όπως ακριβώς συμβαίνει με την εγχείρησι. Αν και είναι σωτήρια, αν δεν υπάρχουν τα ανακουφιστικά, επειδή έχει πολλούς πόνους ο άρρωστος, δεν ανέχεται να τεμαχίζεται. Το ίδιο και εδώ.
Ε.Π.Ε. 23,634
ύβρις;
Δεν είναι πάντοτε κακό το να ελέγχης κάποιον· κακό είναι το να βρίζης (να κακολογής) χωρίς λόγο. Γι’ αυτή τη βρι¬σιά και ο Χριστός ώρισε τιμωρία (Ματθ. ζ'1). Διότι, οποίος στην κατάλληλη περίστασι με τον κατάλληλο τρόπο ελέγχει, μοιάζει με το γιατρό, που αποκόπτει στην κατάλληλη περίστασι και αφαιρεί με το νυστέρι τη σαπίλα.
Ε.Π.Ε. 33,372
και παραίνεσις
Συμβαίνει με τα τραύματα και τους γιατρούς το εξής: Τα πιο υποφερτά γιατρεύονται με ηπιώτερα φάρμακα. Τα σάπια όμως και τα ανίατα, που βλάπτουν και το υπόλοιπο σώμα, έχουν ανάγκη χειρουργικής επεμβάσεως και καυτηριάσεως. Κάτι τέτοιο συμβαίνει και με τα αμαρτήματα. Άλλα απαιτούν συνεχή νουθεσία και παράκλησι, αλλά όμως έχουν ανάγκη αυστηρών ελέγχων. Γι’ αυτό ακριβώς και ο απόστολος Παύλος έδωσε εντολή να μη συμβουλεύουμε πάντοτε, αλλά και να ελέγχουμε αυστηρά: «Για το λόγο αυτό, Τίτε, να τους ελέγχης πολύ αυστηρά».
Ε.Π.Ε. 34,158

(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, τόμος Β, σελ. 151-154)

 

421. Η ανεκλάλητος ειρήνη και γλυκύτης της ψυχής, που νοιώθουμε στην εκκλησία, ακούοντας τα μελωδικά άσματά της και τις θεόπνευστες ευχές των λειτουργών της, είναι μία πρόγευσις. Η πρόγευσις της απείρου χαράς που μας περιμένει στη βασιλεία του Θεού και που δεν θα έχει τέλος. Ας αγαπάμε θερμά τη θεία λατρεία, που τελείται στον ναό. Και ας μην ξεχνάμε, ότι επικαλούμενοι τους Αγίους με τα ονόματά τους, τους κινούμε να μεσιτεύουν για μας.

422. Μπαίνοντας στην εκκλησία για να προσευχηθούμε, πρέπει να ξέρουμε και να νοιώθουμε βαθειά, ότι είμαστε παιδιά του Ουρανίου Πατρός και μπαίνουμε στο σπίτι του. Πρέπει λοιπόν, εκεί μέσα, να μας διακατέχη αγάπη και ευγνωμοσύνη, η ευλάβειά μας να έχη για κύριο συστατικό της το υίικό φίλτρο «Ελάβατε Πνεύμα υιοθεσίας, εν ω κράζομεν· αββά ο Πατήρ» (Ρωμ. η’ 15).

(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 181-182)

419. Ο Σταυρός και το σημείο του Σταυρού είναι η δύναμις του Θεού. Ο Θεός βρίσκεται όπου και ο Σταυρός. Κατά όμοιο τρόπο, οι εικόνες του Κυρίου, της Θεοτόκου, των Αγγέλων και των Αγίων έχουν τη δύναμι του Θεού για τους αληθινά πιστούς και μπορούν να κάνουν θαύματα γι’ αυτούς. Γιατί; Γιατί, με τη χάρι του Θεού, ο Κύριος, η Παναγία Παρθένος, οι Άγγελοι, οι Άγιοι είναι, μέσω των εικόνων τους, κοντά μας. Πιο κοντά μας απ’ ό,τι και οι ίδιες οι εικόνες τους. Αλήθεια είναι αυτό. Το μαρτυρεί πολύ συχνά η πείρα.

420. Γιατί, όταν προσευχώμαστε άδολα για τον πλησίον μας, έχει τόσο μεγάλη δύναμι η προσευχή μας πάνω του; Αυτό συμβαίνει γιατί, με την προσευχή της αγάπης, γίνομαι ένα πνεύμα με τον Θεό και ενώνω, μαζί του και μαζί μου, επίσης τον αδελφό μου. Έτσι, το Άγιο Πνεύμα, ενεργώντας σ’ εμένα, ενεργεί συνάμα και στον πλησίον μου. «Εἷς ἄρτος ἕν σῶμα οἱ πολλοί ἐσμεν» (Α’ Κορ. ι’ 17). «Εν σώμα και εν πνεύμα» (Εφεσ. δ’ 4).

(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 181)

Εύρεση

Δημοφιλή Θέματα (Α-Ω)

αγάπη (600) Αγάπη Θεού (340) αγάπη σε Θεό (248) αγάπη σε Χριστό (166) άγγελοι (69) Αγγλικανισμός (1) Αγία Γραφή (230) Αγιασμός (10) Άγιο Πνεύμα (96) Άγιο Φως (1) άγιοι (178) άγιος (197) αγνότητα (42) άγχος (36) αγώνας (106) αγώνας πνευματικός (270) αδικία (6) Αθανασία (7) Αθανάσιος ο Μέγας (4) αθεΐα (127) αιρέσει (1) αιρέσεις (363) αιωνιότητα (14) ακηδία (4) ακτημοσὐνη (14) αλήθεια (112) αμαρτία (343) Αμβρόσιος άγιος (3) άμφια (1) Αμφιλόχιος της Πάτμου (4) Ανάληψη Χριστού (4) Ανάσταση (143) ανασταση νεκρών (31) ανθρώπινες σχέσεις (322) άνθρωπος (304) αντίχριστος (11) Αντώνιος, Μέγας (5) αξιώματα (15) απἀθεια (5) απελπισία (9) απιστία (21) απληστία (5) απλότητα (16) αποκάλυψη (8) απόκρυφα (17) Απολογητικά Θέματα (1) αργολογία (3) αρετή (200) Αρσένιος Όσιος (5) ασθένεια (108) άσκηση (63) αστρολογία (2) Αυγουστίνος άγιος (3) αυταπάρνηση (31) αυτεξούσιο (2) αυτογνωσία (148) αυτοθυσἰα (26) αυτοκτονία (9) αχαριστία (6) Β Παρουσία (10) Β' Παρουσία (11) βάπτιση (17) βάπτισμα (31) Βαρβάρα αγία (1) Βαρσανουφίου Οσίου (31) Βασιλεία Θεού (33) Βασίλειος ο Μέγας (32) Βελιμίροβιτς Νικόλαος Άγιος (32) βία (4) βιβλίο (31) βιοηθική (10) βίος (1) Βουδδισμός (5) γαλήνη (2) γάμος (125) Γένεση (5) Γέννηση Κυρίου (14) Γεροντικόν (195) Γερόντισσα Γαβριηλία (1) Γεώργιος Άγιος (1) γηρατειά (11) γιόγκα (4) γλώσσα (64) γνώση (25) Γνωστικισμός (3) γονείς (134) Γρηγόριος Νεοκαισαρείας άγιος (1) Γρηγόριος Νύσσης Άγιος (2) Γρηγόριος ο Θεολόγος (20) Γρηγόριος ο Παλαμάς όσιος (9) γυναίκα (36) δάκρυα (57) δάσκαλος (24) Δεύτερη Παρουσία (28) Δημήτριος Άγιος (1) Δημιουργία (62) διάβολος (233) Διάδοχος Φωτικής όσιος (13) διαίσθηση (1) διακονία (4) διάκριση (147) διάλογος (5) δικαιο (4) δικαιοσύνη (38) Διονύσιος Αρεοπαγίτης Άγιος (2) Διονύσιος Κορίνθου άγιος (1) Δογματικα Θέματα (205) Δογματική Τρεμπέλα (1) δύναμη (68) Δωρόθεος αββάς (10) εγκράτεια (19) εγωισμός (248) εικόνες (34) Ειρηναίος Λουγδούνου άγιος (4) ειρήνη (54) εκκλησία (236) Εκκλησιαστική Ιστορία (24) Εκκλησιαστική περιουσία (3) έκτρωση (5) έλεγχος (16) ελεημοσύνη (114) ελευθερία (62) Ελλάδα (19) ελπίδα (61) εμπιστοσὐνη (58) εντολές (12) Εξαήμερος (2) εξέλιξης θεωρία (16) Εξομολόγηση (167) εξωγήινοι (13) εξωσωματική γονιμοποίηση (5) Εορτή (3) επάγγελμα (17) επιείκεια (2) επιμονἠ (52) επιστήμη (108) εργασία (80) Ερμηνεία Αγίας Γραφής (184) έρωτας (19) έρωτας θείος (9) εσωστρέφεια (1) Ευαγγέλια (194) Ευαγγέλιο Ιωάννη Ερμηνεία (33) Ευαγγελισμός (2) ευγένεια (15) ευγνωμοσὐνη (42) ευλογία (5) Ευμένιος Όσιος γέροντας (7) ευσπλαχνία (34) ευτυχία (65) ευχαριστία (53) Εφραίμ Κατουνακιώτης Όσιος (26) Εφραίμ ο Σύρος όσιος (6) εχεμύθεια (1) ζήλεια (15) ζώα (46) ζωή (34) ηθική (14) ησυχία (32) θάνατος (299) θάρρος (99) θαύμα (254) θέατρο (5) Θεία Κοινωνία (179) Θεία Λειτουργία (127) θεία Πρόνοια (14) θἐλημα (54) θέληση (38) θεογνωσία (2) Θεόδωρος Στουδίτης όσιος (36) θεολογία (29) Θεός (330) Θεοφάνεια (6) Θεοφάνους Εγκλείστου Αγίου (5) θέωση (6) θλίψεις (280) θρησκείες (43) θυμός (100) Ιάκωβος Αδελφόθεος Άγιος (1) Ιάκωβος Τσαλίκης Όσιος (14) ιατρική (13) Ιγνάτιος Θεοφόρος (9) Ιγνάτιος Μπριαντσανίνωφ Άγιος (6) ιεραποστολή (47) ιερέας (177) ιερωσύνη (16) Ινδουισμός (14) Ιουδαίοι (1) Ιουστίνος άγιος (3) Ιουστίνος Πόποβιτς Άγιος (58) Ιππόλυτος άγιος (1) Ισαάκ ο Σύρος (5) Ισίδωρος Πηλουσιώτης όσιος (36) Ισλάμ (11) Ιστορία Ελληνική (8) Ιστορία Παγκόσμια (14) Ιστορικότης Χριστού (1) Ιωάννης Δαμασκηνός Άγιος (1) Ιωάννης Θεολόγος (3) Ιωάννης Κροστάνδης (330) Ιωάννης Χρυσόστομος (397) Ιωσήφ Ησυχαστής Άγιος (6) Καινή Διαθήκη Ερμηνεία (139) Καινή Διαθήκη κριτικό κείμενο NestleAland (5) Κανόνες Εκκλησίας (4) καρδιά (117) Κασσιανός Όσιος (4) κατάκριση (132) καταναλωτισμός (8) Κατηχητικό (4) καύση νεκρών (1) κενοδοξία (14) κήρυγμα (53) Κίνητρα (3) Κλήμης Αλεξανδρέας (1) Κλήμης Ρώμης άγιος (1) Κλίμακα (6) κλοπή (5) Κοίμησις Θεοτόκου (25) κοινωνία (167) κόλαση (50) Κόντογλου Φώτης (4) Κοσμάς Αιτωλός Άγιος (2) Κουάκεροι (1) ΚράτοςΕκκλησία (1) Κρίσις Μέλλουσα (47) Κυπριανός άγιος (1) Κύριλλος Άγιος (1) Λατρεία Θεία (75) λείψανα (9) λογική (1) λογισμοί (116) λόγος Θεού (21) Λουκάς Κριμαίας Άγιος (12) λύπη (60) μαγεία (19) μακροθυμία (5) Μανιχαϊσμός (1) Μάξιμος Ομολογητής (15) Μαρία Αιγυπτία Αγία (2) Μαρκίων αιρετικός (1) μάρτυρες (24) μεγαλοσὐνη (7) Μεθοδιστές (1) μελέτη (59) μετά θάνατον (44) μετά θάνατον ζωή (101) Μεταμόρφωση (11) μετάνοια (366) Μετάσταση (1) μετάφραση (13) Μετενσάρκωση (8) μητέρα (56) Μητροπολίτης Σουρόζ Αντώνιος (2) μίσος (11) ΜΜΕ (4) μνημόσυνα (9) μοναξιά (21) μοναχισμός (114) Μορμόνοι (1) μόρφωση (20) μουσική (8) Ναός (17) ναρκωτικά (4) Νέα ΕποχήNew Age (1) Νεκτάριος άγιος (27) νέοι (27) νεοπαγανισμός (7) νηστεία (67) νήψη (2) Νικηφόρος ο Λεπρός Άγιος (3) Νικόδημος Αγιορείτης Άγιος (1) Νικόλαος Άγιος (8) Νικόλαος Καβάσιλας Άγιος (2) Νικόλαος Πλανάς Άγιος (1) νους (54) οικονομία (2) Οικουμενισμός (4) ομολογία (3) ομορφιά (17) ομοφυλοφιλία (2) όνειρα (35) οραμα (25) οράματα (32) οργή (2) ορθοδο (1) Ορθοδοξία (292) όρκος (1) πάθη (267) πάθος (38) παιδεία (24) παιδιά (138) Παΐσιος Όσιος (380) Παλαιά Διαθήκη (7) Παλαιά Διαθήκη Ερμηνεία (10) παλαιοημερολογίτες (17) Παναγία (333) Παπαδόπουλος Στυλιανός (3) παράδειγμα (38) Παράδεισος (113) Παράδοση Ιερά (9) Παρασκευή Αγία (1) Παρθένιος ο Χίος Όσιος (2) Πάσχα (22) πατήρ Νικόλαος Πουλάδας (21) πατρίδα (9) Πατρολογία (19) Παύλος Απόστολος (4) πειρασμοί (27) Πεντηκοστή (12) περιέργεια (3) Πέτρος Απόστολος (1) πίστη (540) πλησἰον (69) πλούτος (73) Πνευματικές Νουθεσίες (92) πνευματική ζωή (278) πνευματικός πατέρας (120) πνευματισμός (10) ποίηση (21) πόλεμος (28) πολιτική (25) πολιτισμός (9) Πορφύριος Όσιος (271) πραότητα (7) προθυμἰα (28) Πρόνοια (5) Πρόνοια Θεία (90) προορισμός (16) προσευχή (806) προσοχή (51) προσπἀθεια (139) προτεσταντισμός (29) προφητείες (15) ραθυμία (18) Ρωμαιοκαθολικισμός (36) Σάββας Καλύμνου Άγιος (1) Σαρακοστή (12) σεβασμός (28) Σεραφείμ του Σαρώφ Όσιος (11) Σιλουανός Άγιος (2) σιωπή (14) σοφία (54) Σπυρίδων Άγιος (2) σταθερότητα (2) Σταυρός (84) Σταυροφορίες (4) Σταύρωση (53) συγχώρηση (92) συκοφαντία (2) Συμεών Νέος Θεολόγος όσιος (88) συμπὀνια (23) συναξάρι (2) συνείδηση (25) σχίσμα (34) σώμα (49) σωτηρία (47) Σωφρόνιος του Έσσεξ Άγιος (35) τάματα (2) ταπεινοφροσύνη (270) ταπείνωση (196) Τέλος Κόσμου (4) Τερτυλλιανός (1) Τεσσαρακοστή Μεγάλη (6) τέχνη (1) τιμωρία (19) Τριάδα Αγία (35) τύχη (2) υγεία (8) υλικά αγαθά (43) υπακοή (124) Υπαπαντή (2) υπαρξιακά (73) υπερηφἀνεια (55) υποκρισία (26) υπομονή (222) φανατισμός (5) φαντασία (5) φαντάσματα (3) φιλαργυρἰα (9) φιλαυτἰα (10) φιλία (30) φιλοσοφία (23) Φλωρόφσκυ Γεώργιος (3) φόβος (56) φὀβος Θεοὐ (26) φως (44) Φώτιος άγιος (1) χαρά (123) Χαράλαμπος Άγιος (1) χάρις θεία (119) χαρίσματα (39) Χειρόγραφα Καινής Διαθήκης (1) Χριστιανισμός (21) χριστιανός (101) Χριστός (362) Χριστούγεννα (69) χρόνος (36) ψαλμωδία (7) ψεύδος (22) ψυχαγωγία (10) ψυχή (270) ψυχολογία (25)