Αυξομείωση μεγέθους γραμμάτων.
Κείμενα (blog) - Ιερός Ναός Αγίου Σώστη Νέας Σμύρνης
E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

134. «Παρέλαβε το παιδίον και την μητέρα αυτού νυκτός και ανεχώρησεν εις Αίγυπτον» (Ματθ. β΄ 14).

Στην Αγία Οικογένεια ξέσπασε η πρώτη θύελλα. Ο Άγγελος προειδοποιεί νύχτα «κατ’ όναρ» τον Ιωσήφ (στχ. 13) για τον επερχόμενο κίνδυνο σφαγής του θείου Βρέφους. Έτσι ήλθε πάλι η ώρα του Ιωσήφ να παίξη τον ρόλο του προστάτου του Παιδιού και της Θεοτόκου. Ο Ιωσήφ ενήργησε αστραπιαία. Ξύπνησε αμέσως την Μαριάμ. Εκείνη τύλιξε όσο πιο καλά μπορούσε το Βρέφος, το πήρε στην αγκαλιά της και έφυγαν... Το πέπλο της νύχτας τους σκέπαζε, ώσπου χάθηκαν μέσα στο σκοτάδι...
Ύστερ’ από δέκα μέρες οδοιπορία, η Αγία Οικογένεια πέρασε τα σύνορα της Αίγυπτου. Νοιώθοντας εκεί ασφαλείς, έμειναν «έως της τελευτής Ηρώδου» (στιχ. 15). Τρεις μήνες περίπου (ΥΜ, 52). Από τη μια μεριά το χρυσάφι που τους δώρησαν οι Μάγοι, από την άλλη το καθημερινό μεροκάματο του Ιωσήφ βοήθησαν για τη διαμονή και τη συντήρησι της Οικογένειας στον τόπο της προσφυγιάς.
Η Αγία Οικογένεια, χωρίς να το γνωρίζη, ανταπέδωσε την επίσκεψι των Μάγων. Οι Μάγοι είχαν επισκεφθή τον Ιησού, εκ μέρους όλων των ειδωλολατρικών λαών (εθνικών) του κόσμου. Τώρα ο Ιησούς, με την κάθοδό Του στην Αίγυπτο, ανταποδίδει την επίσκεψι τους. Εκείνοι του δώρησαν ό,τι είχαν: «Χρυσόν, λίβανον και σμύρναν» (στιχ. 11). Αυτός τους προσφέρει ό,τι ήταν: την Αλήθεια! Διότι, όπως σημειώνει ο υμνογράφος: «Λάμψας εν τη Αιγύπτω φωτισμόν αλήθειας, εδίωξας του ψεύδους το σκότος· τα γαρ είδωλα ταύτης Σωτήρ, μη ενέγκαντά σου την ισχύν, πέπτωκεν...» (Ω). Τη χριστιανική Ιεραποστολή εις «πάντα τα έθνη» (Ματθ. κη' 19) την εγκαινίασε ο ίδιος ο Κύριος!
Πολλά γεγονότα της ζωής μας τα νομίζομε άσχετα και χωρίς κανένα νόημα. Αν όμως εμβαθύνωμε, θα δούμε, ότι έχουν μιαν εσωτερική ενότητα και αλληλουχία. Μερικές φορές μάλιστα, τα γεγονότα της ζωής μας διαβάζονται «από την ανάποδη», από την αντίθετη δηλαδή οπτική γωνία. Είναι σαν το παιγνίδι της «μαγικής εικόνας» που πρέπει να την αναποδογυρίσης για ν’ ανακαλύψης το κρυμμένο πρόσωπο. Ας μάθωμε να διαβάζωμε τη ζωή μας... και από την ανάποδη!

(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη)

ΥΠΟΜΝΗΜΑ -Στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο-

Ερμηνεία πατερική & θεολογική του Ευαγγελίου του Λουκά
Το ερμηνευτικό Υπόμνημα του Π.Ν. Τρεμπέλα μεταφρασμένο στη νεοελληνική γλώσσα

Μετάφραση αρχιμ. Νικόλαος Πουλάδας

Κεφάλαιο 13
Η θεραπεία της συγκύπτουσας γυναίκας.
13.10 Ἦν δὲ διδάσκων(1) ἐν μιᾷ τῶν συναγωγῶν(2) ἐν τοῖς σάββασιν(3).
10 Ένα Σάββατο δίδασκε ο Ιησούς σε μια συναγωγή.
(1) Καθ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού προς Ιεροσόλυμα, όπως και σε όλη τη
δημόσια δράση του ο Κύριος σύχναζε στις συναγωγές κάθε Σάββατο (g).
Είναι δυνατόν ο Λουκάς στην παρουσίαση της παρούσας αφήγησης να ακολουθεί
τη χρονολογική σειρά (L). Μπορεί όμως να οδηγήθηκε στην παρουσίαση αυτή
και από την αντίθεση μεταξύ του Ισραήλ, ο οποίος ήδη κατά το τέλος της δημόσιας
δράσης του Κυρίου, φαινόταν καθαρά πλέον ότι βαίνει προς την καταστροφή του
και μεταξύ της εκκλησίας, η οποία σιγά σιγά αύξανε.
Ένα γεγονός λαμπρό επιδρά ισχυρά πάνω στο πλήθος (σ. 10-17) και ο Ιησούς
οδηγείται έτσι να περιγράψει σε δύο παραβολές τη δύναμη της βασιλείας του Θεού (σ. 18-21) (g).
(2) Ο τόπος που ήταν η συναγωγή, παραμένει άγνωστος.
Το κήρυγμα στη συναγωγή υπενθυμίζει τη διδασκαλία στη Γαλιλαία (Μάρκ. α 21 κλπ).
Αλλά γιατί ο Ιησούς δεν θα κήρυττε και στην Περαία; (L).
Αυτή είναι η τελευταία αναφορά για διδασκαλία του σε συναγωγή και η μόνη περίπτωση,
κατά την οποία στο τελευταίο του ταξίδι προς Ιεροσόλυμα δίδαξε σε συναγωγή (p).
(3) Όχι σε σειρά σαββάτων, αφού άλλωστε τα συμφραζόμενα δείχνουν,
ότι σε συγκεκριμένο Σάββατο συντελέστηκε το θαύμα που εξιστορείται.
Ο πληθυντικός σάββατα χρησιμοποιείται συνήθως για να δηλώσει ένα και μόνο Σάββατο.
Δες Λουκ. δ 31 και Μάρκ. α 21 κλπ. (L).

13.11 καὶ ἰδοὺ γυνὴ(1) πνεῦμα ἔχουσα ἀσθενείας(2) ἔτη δέκα και ὀκτώ, καὶ ἦν συγκύπτουσα(3)
καὶ μὴ δυναμένη ἀνακύψαι εἰς τὸ παντελές(4).
11 Εκεί βρισκόταν και μια γυναίκα, δεκαοχτώ χρόνια άρρωστη από δαιμονικό πνεύμα.
Ήταν κυρτωμένη και δεν μπορούσε καθόλου να ισιώσει το σώμα της.
(1) «Φαίνεται να ήταν ευσεβής γυναίκα, διότι διαφορετικά ο Κύριος θεραπεύοντάς την
θα της έλεγε «Σου συγχωρούνται οι αμαρτίες», ενώ τώρα την αποκάλεσε κόρη του Αβραάμ (b).
Άλλωστε συμπεραίνουμε αυτό και από το ότι παρόλο που είχε ασθένεια παραμορφωτική,
που έκανε σε αυτήν δύσκολη και επίπονη και αυτήν την μετακίνηση,
παρ’ όλα αυτά δεν εμποδίστηκε από αυτήν να έλθει στη συναγωγή το σάββατο.
Έγινε έτσι παράδειγμα και σε μας που μας διδάσκει, ότι και αν ακόμη πάσχουμε από αδιαθεσίες
και ασθένειες που δεν μας δεσμεύουν στο κρεβάτι, οφείλουμε να προθυμοποιούμαστε
να συμμετέχουμε στη δημόσια λατρεία τις Κυριακές, διότι ο Θεός μπορεί να μας βοηθήσει
και πέρα από τις προσδοκίες μας.
(2) Ή, είχε πνεύμα, το οποίο προκαλούσε την ασθένεια. Παρόμοια το δαιμόνιο που προκαλούσε
κώφωση ονομάζεται πνεύμα κωφόν. Λουκ. ια 14,Μάρκ. θ 17,25 (p)
και συνεπώς ο δαίμονας είχε κυριεύσει τον οργανισμό της γυναίκας αυτής,
όπως και στους υπόλοιπους δαιμονισμένους. Ή, με επήρεια σατανική (=πνεύμα) ασθένησε αυτή (L).
Έτσι ή αλλιώς, είχε «δαιμόνιο αρρώστιας, που δεν την άφηνε να είναι υγιής» (Ζ).
«Και η συγκύπτουσα γυναίκα λέγεται ότι το έπαθε αυτό από αγριότητα διαβολική…
Διότι ο αλιτήριος σατανάς έγινε αίτιος να νοσούν τα ανθρώπινα σώματα, αφού από αυτόν,
ισχυριζόμαστε ότι, ετοιμάστηκε έντεχνα η παράβαση του Αδάμ, μέσω της οποίας τα σώματα
των ανθρώπων οδηγήθηκαν στην ασθένεια και τη φθορά». «Αλλά ο Θεός που τα βλέπει όλα,
με πάρα πολύ σοφό σχέδιο, του δίνει περιθώριο σχετικά με αυτό,
έτσι ώστε οι άνθρωποι φορτωμένοι πλήρως από το βάρος της ταλαιπωρίας, να προτιμήσουν να
μεταβληθούν προς το καλύτερο» (Κ), αυτοί που κολάζονται από αυτόν.
(3) Το μεν συγκύπτω πρέπει να το εννοήσουμε για τον κορμό (L)= είχε κυρτό το σώμα (δ)·
ενώ το ανακύπτω, για το κεφάλι (L)=να σηκώσει το κεφάλι πάνω.
(4) Μπορεί να συνδεθεί η λέξη ή, και με το «δεν μπορούσε»=Δεν μπορούσε καθόλου· ή,
πιο φυσική ερμηνεία, με το ανακύψαι=Δεν μπορούσε να σηκώσει πάνω το κεφάλι όλως διόλου (L).
Εις το παντελές=παντελώς, ολοτελώς. Δες Εβρ. ζ 25 (δ).
Για 18 χρόνια η γυναίκα αυτή ήταν ασθενής. Ο Θεός ανέβαλλε για τόσο χρόνο τη θεραπεία της.
Κάνει αυτό πολλές φορές ο Θεός για να αναπτύξει σε μας την προς αυτόν πίστη μέσω της δοκιμασίας,
έτσι ώστε η υπομονή μας να έχει τέλειο έργο και να ετοιμαστούμε για την επίσκεψή του.

Μη νομίζεις ότι, όταν θα πεθάνουμε,
θα πάμε εκεί να χαρούμε, να νιώσουμε την ευδαιμονία του Θεού.
Από εδώ πρέπει να τη νιώσουμε. Αν δεν ενωθούμε από 'δώ,
και δε σταυρωθούμε με το Χριστό, ούτε εκεί θα είμαστε μαζί Του.
Δεν είναι ο Παράδεισος ωραία δένδρα, καρποφόρα άνθη κ.λ.π.
Είναι μυστική ευδαιμονία, που νιώθει η ψυχή εν τω Θεώ.[Ά 89]
Κάποια μέρα μου είπε: "Όταν φύγω, θα είμαι πιο κοντά σας.
Μετά θάνατον καταργούνται οι αποστάσεις".[Ί 225]

(Ανθολόγιο Συμβουλών, Άγιος Πορφύριος, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σελ.203)

Η σωστή τοποθέτηση των γονέων για την αναπηρία των παιδιών τους
Υπάρχουν μητέρες πού, αν διαπιστωθή κατά την εγκυμοσύνη ότι το παιδάκι
που θα γεννήσουν θα είναι ανάπηρο ή διανοητικά καθυστερημένο,
κάνουν έκτρωση και το σκοτώνουν. Δεν σκέφτονται ότι και αυτό έχει ψυχή.
Πόσοι πατέρες έρχονται και μου λένε: «Το δικό μου το παιδί να είναι σπαστικό;
Γιατί να το κάνη έτσι ο Θεός; Δεν μπορώ να το αντέξω».
Πόση αναίδεια προς τον Θεό έχει αυτή η αντιμετώπιση, πόσο πείσμα, πόσο εγωισμό.
Αυτοί, αν τους βοηθήση ο Θεός, θα γίνουν χειρότεροι.
Κάποτε ήρθε στο Καλύβι με τον πατέρα του ένας φοιτητής που είχε πάθει το μυαλό
του από λογισμούς και του είχαν κάνει ηλεκτροσόκ. Το καημένο είχε στριμωχθεί πολύ
από το σπίτι του. Είχε και μια ευλάβεια! Έκανε μετάνοιες και χτυπούσε το κεφάλι
του κάτω στο χώμα. «Μήπως λυπηθή το χώμα ο Θεός, έλεγε, και λυπηθή
και εμένα που το χτύπησα». Δηλαδή μήπως λυπηθή ο Θεός το χώμα που πόνεσε
από το δικό του χτύπημα και λυπηθή κι εκείνον. Μου έκανε εντύπωση!
Αισθανόταν τον εαυτό του ανάξιο. Όποτε ζοριζόταν, ερχόταν στο Όρος.
Του τακτοποιούσα τους λογισμούς, περνούσε έναν-δυό μήνες καλά και ύστερα πάλι τα ίδια.
Ο πατέρας του δεν ήθελε να βλέπουν οι γνωστοί τους το παιδί, γιατί θιγόταν η υπόληψή του.
Υπέφερε από τον εγωισμό του. «Εκτίθεμαι στον κόσμο με τον γιό μου», μου είπε.
Μόλις το ακούει το παιδί, του λέει: «Βρέ, να ταπεινωθής.
Εγώ είμαι τρελλός και κινούμαι άνετα. Θα με βάλης σε καλούπια;
Να ξέρης ότι έχεις ένα τρελλό παιδί και να κινήσαι άνετα.
Ο μόνος είσαι που έχεις τρελλό παιδί;». Σκέφθηκα: «Ποιός είναι τώρα από τους δυο τρελλός;».
Βλέπετε που οδηγεί πολλές φορές ο εγωισμός; Να θέλη ο πατέρας ακόμη
και την καταστροφή του παιδιού του! Και στον κόσμο όταν ήμουν,
γνώριζα έναν καθυστερημένο διανοητικά, που οι συγγενείς του, όταν πήγαιναν κάπου
με καμμιά συντροφιά, δεν τον έπαιρναν μαζί τους, για να μη ντροπιασθούν!
Και εμένα με κοροΐδευαν, επειδή καταδεχόμουν να συζητάω μαζί του.
Εγώ όμως τον είχα σε καλύτερη θέση στην καρδιά μου από ό,τι εκείνους.

(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ. 241-242)

«Κάθε δοκησίσοφος λόγω της μαθηματικής πολυμαθείας του, δεν θ’ αξιωθεί ποτέ να κοιτάξει και να δει τα μυστήρια του Θεού, έως ότου θελήσει πρώτα να ταπεινωθεί και να γίνει μωρός, αποβάλλοντας και την γνώση που κατέχει μαζί με την οίηση. Διότι αυτός που πράττει τούτο και ακολουθεί με αδίστακτη πίστη τους σοφούς στα θεία, χειραγωγούμενος από αυτούς, εισέρχεται μαζί με αυτούς στην πόλη του ζώντος Θεού και οδηγούμενος και φωτιζόμενος από το θείο Πνεύμα, βλέπει και διδάσκεται όσα κανείς από τους άλλους ανθρώπους δεν είδε και δεν μπορεί ποτέ να δει ή να μάθει, και τότε γίνεται μαθητής του Θεού» (τ. 19Α, σ. 527).

«Και ήμουν σαν ένας άθεος αγνοώντας το Θεό μου» (τ. 19ΣΤ, σ. 21, στιχ. 34).

(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)

(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)

«Το να μη επιθυμούμε κάποιο από τα τερπνά και ηδονικά του κόσμου δεν ισούται με το να ποθούμε τα αιώνια και αόρατα αγαθά· άλλο είναι τούτο και άλλο εκείνο. Τα πρώτα λοιπόν καταφρόνησαν πολλοί, τα δεύτερα όμως λίγοι άνθρωποι φρόντισαν. Το να αποστρέφεται κανείς και να μη ζητεί την δόξα των ανθρώπων δεν είναι το ίδιο με το να συνάπτεται στην δόξα του Θεού, αλλ’ υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ τους· διότι την πρώτη πολλοί απώθησαν, αν και κυριεύθηκαν από αλλά πάθη, την δεύτερη όμως πολύ ολίγοι αξιώθηκαν να λάβουν με πολύν κόπο και πόνο» (τ. 19Α, σ. 449).

«Δεν είναι το ίδιο το να ενθυμείται κανείς τον Θεό και το ν’ αγαπά τον Θεό· ούτε το ίδιο το να φοβήται αυτόν και το να τηρεί τις εντολές του· διότι άλλο είναι αυτά και άλλο εκείνα, και τα δύο όμως αρμόζουν στους τελείους και απαθείς» (τ. 19Α, σ. 451).

«Όταν κατόπιν πολλών κόπων και ιδρώτων φθάσεις επάνω από την μικρότητα του σώματος και απαλλαγής από τις ανάγκες του, το περιφέρεις ελαφρό και σαν πνευματικό, μη αισθανόμενο ούτε κόπο ούτε πείνα ούτε δίψα, οπότε βλέπεις τον υπεράνω του νου καλύτερα από καθρέπτη και με ανοιγμένους τους οφθαλμούς από τα δάκρυα βλέπεις αυτόν που κανείς δεν έχει ιδεί ποτέ και καθώς η ψυχή σου δαγκώνεται από τον έρωτα εκείνου, τονίζεις θρήνο ανάμικτο με δάκρυα· τότε να μνημονεύεις και να υπερεύχεσαι και για εμένα τον ταπεινό, διότι έχεις αποκτήσει συνάφεια με τον Θεό και παρρησία ακαταίσχυντη προς αυτόν» (τ. 19Α, σ. 455).

«Eπειδή έκρινες να μη σωζόμαστε με βία αλλά με αυτοπροαίρετη γνώμη, επέτρεψες να τιμηθώ και εγώ με το αυτεξούσιο και να επιδεικνύω αυτοπροαίρετη την προς εσέ αγάπη μου από την φύλαξη των εντολών σου, εγώ δε ο αγνώμων και καταφρονητής, σαν ίππος που απολύθηκε από τα δεσμά, τόσο υπολόγισα την αξία της αυτεξουσιότητος, ώστε αποσκιρτώντας από την κυριαρχία ερρίφθηκα στον κρημνό» (τ. 19Α, σ. 569).

«Συμβαίνει λοιπόν ό,τι με ένα βασιλέα, εύσπλαχνο και φιλάνθρωπο. Όταν δει ένα δούλο του, που αιχμαλωτίσθηκε εκουσίως από κάποιον τύραννο και τοποθετήθηκε να δουλεύει στον πηλό, στην πλινθοποιΐα και στον βόρβορο, να κακοπαθαίνει ανελέητα και να υπηρετεί τις ακάθαρτες επιθυμίες εκείνου του πονηρού τυράννου, πηγαίνοντας ο ίδιος τον αρπάζει και τον καθιστά ελεύθερο από εκείνη την αισχρή και μοχθηρή υπηρεσία, και αφού τον οδηγήσει στο ανάκτορο τον αποκαθιστά, χωρίς να τον κατηγορήσει καθόλου για τίποτε. Έτσι, ο δούλος εκείνος, απαλλαγμένος από τόσα και τέτοια ανιαρά πράγματα, με την εύνοια προς τον δεσπότη του, φιλοτιμείται να φανεί σπουδαιότερος στις εντολές του δεσπότη του από τους συνδούλους του που δεν αιχμαλωτίσθηκαν, για να επιδείξει μεγαλύτερη και θερμότερη την αγάπη του προς αυτόν, ενθυμούμενος διαρκώς από πόσα κακά απαλλάχθηκε υπ’ αυτού· έτσι λοιπόν μου φαίνεται ότι συμβαίνει και μ’ εκείνον που απόλαυσε την βοήθεια του Θεού, όπως και λέχθηκε. Και όπως ακριβώς ο βασιλεύς εκείνος βλέποντας τον δούλο εκείνο να εκπληρώνει τα θελήματά του προθύμως και με κάθε ταπείνωση, παρόλο που δεν έχει ανάγκη της υπηρεσίας του, εφ’ όσον έχει αναρίθμητα πλήθη υπηρετών, όμως από ευγνωμοσύνη θα επιδείξει αμέτρητη την αγάπη προς αυτόν, έτσι σκέψου και για τα προαναφερόμενα στο Θεό. Πράγματι, ούτε εκείνος που απήλαυσε την ελευθερία του Πνεύματος από τον Θεό θα σταματήσει ποτέ να πραγματοποιεί το θέλημα του Θεού πάλι και πάλι και όλο περισσότερο, και με θερμότερη προθυμία, ούτε ο αιώνιος βασιλεύς και Θεός θα του στερήσει τα αγαθά της αιώνιας ζωής, αντί να του τα χορηγήσει με απλοχεριά, και τόσο περισσότερο, όσο τον βλέπει να επιτείνει καθημερινά την υπηρεσία του προς αυτόν» (τ. 19Β, σελ. 373-375).

«Ας φροντίσουμε να εύρομε αυτόν, τον παντού παρόντα, και, αφού τον εύρομε, να τον κρατήσουμε, πέφτοντας στα πόδια του, και να τα ασπασθούμε με θέρμη ψυχής. Ναι, παρακαλώ, ας φροντίσουμε όσο ζούμε ακόμη να τον ιδούμε και να τον θεωρήσομε. Διότι, αν αξιωθούμε να τον ιδούμε εδώ αισθητώς, δεν θα πεθάνουμε, δεν θα μας κυριεύσει θάνατος. Μη περιμένουμε δηλαδή να τον ιδούμε στο μέλλον, αλλά ν’ αγωνισθούμε να τον ιδούμε τώρα» (τ. 19Γ, σ. 339).

«Τι θα μπορέσουμε τέλος πάντων ν’ απολογηθούμε; Ότι εγκαταλείψαμε τον κόσμο και τα πράγματα του κόσμου; Αλλ’ αυτά δεν τα μισήσαμε με όλη την ψυχή μας. Διότι αυτό είναι η αληθινή αναχώρηση από τον κόσμο και από τα πράγματα του κόσμου, το να μισήσεις δηλαδή μετά την φυγή σου από τον κόσμο και ν’ αποστραφείς τα του κόσμου» (τ. 19Γ, σ. 465).

«Η αγάπη του ζητουμένου (Χριστού) τον οδήγησε (τον νεαρό Συμεών) έξω από τον κόσμο και τη φύση και από όλα τα πράγματα, και τον κατεργάσθηκε όλον του Πνεύματος και φως. Και όλα αυτά αν και κατοικούσε μέσα στην πόλη και διαχειριζόταν οίκο και φρόντιζε για ελεύθερους και δούλους και έκαμνε και ενεργούσε όλα όσα αρμόζουν στον βίο» (τ. 19Δ, σ. 259).

«Για τούτο με πληγώνει η αγάπη εκείνου· και να τον δω αφού αδυνατώ μέσα η ψυχή μου λιώνει, φλόγες το νου και την καρδιά μου πυρπολούν, στενάζω. Τη φλόγα μου εδώ κι εκεί την πάω αναζητώντας, μα της ψυχής μου πουθενά τον εραστή δεν βρίσκω, και πάντα βλέπω ολόγυρα να δω τον ποθητό μου, μ’ αυτόν ως είναι αόρατος καθόλου δεν τον βλέπω, κι όταν χωρίς ελπίδα πια το θρήνο μου αρχινίσω, ο που τα πάντα καθορά με βλέπει και τον βλέπω. Θάμασμα και κατάπληξη από την ομορφιά του με πιάνει όπως ανοίγοντας τα ουράνια ο κτίστης σκύβει σ’ εμένα, την ανέκφραστη δόξα σου δείχνοντας μου·… Σκέφτομαι εγώ κι εκείνος είναι εντός μου, στη δόλια μου καρδιά αστραποβολώντας, με φως του τυλίγοντάς με μ’ αίγλη αθάνατη· με τις ακτίνες του όλα μου φωτίζονται τα μέλη, όλος, περιπλεγμένος πάνω μου με πνίγει στα φιλιά του και στον ανάξιο εμένα ακέριος παραδίνεται· στην ομορφιά και στην αγάπη του βυθίζομαι και πλημμυρίζω από ηδονή και θεία γλυκύτητα. Το φως του κοινωνώ, τη δόξα του μετέχω, ίδια το πρόσωπό μου λάμπει με του ποθητού μου και φως όλα τα μέλη μου ακτινοβολούνε. Και να ’με εγώ και γίνομαι πιο ωραίος απ’ τους ωραίους, πιο πλούσιος απ’ τους πλούσιους κι από τους δυνατούς είμαι απ’ όλους δυνατότερος, κι από τους βασιλιάδες τρανότερος, κι απ’ όσα βλέπονται πιο απ’ όλα τιμημένος, όχι απ’ τη γη μονάχα και τα γήινα παρά και τ’ ουρανού κι όλα τα ουράνια, όπως κρατώ τον πλάστη όλων» (τ.19Ε, σ. 165-7).

   «Σ’ όλους ομολογώ πως σ’ έχω Θεό μου, αλλά με τα έργα μου σ’ αρνούμαι όλη τη μέρα» (19Ε,83)

«Δεν αγαπώ όσο θέλω, και λογιάζω πως καθόλου έρωτα Θεού δεν έχω» (τ.19ΣΤ, σ. 55,στιχ. 322-324).

   «Ότι σ’ αγαπώ το ξέρεις και σ’ αναζητώ απ’ τα βάθη της ψυχής μου. Δείξου, ως είπες, και σ’ εμένα φανερώσου. Σαν αληθινό σε ξέρω και το ψέμα δε γνωρίζεις, όσους σ’ αγαπούν, σαν φίλους αγαπάς κι έχεις μαζί σου» (τ.19ΣΤ, σ. 351, στι.24-31).

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ (από άλλα θέματα που σχετίζονται με το παρόν)

    «Ο πατέρας του τον έβλεπε να βιάζεται και να προετοιμάζει το ταξίδι του (για μοναχός), επειδή δεν κατόρθωσε να τον ανακόψη από τον κατά Θεό σκοπό του (να γίνει μοναχός), αν και κίνησε γι’ αυτό κάθε λίθο, τον παίρνει ιδιαιτέρως και άρχισε να λέγη με δάκρυα τα εξής· "Μη με αφήσης, τέκνο, στα γηρατειά μου, παρακαλώ. Όπως βλέπεις άλλωστε, το τέλος των ημερών μου πλησιάζει και ο καιρός της αποχωρήσεώς μου δεν είναι μακριά. Όταν λοιπόν καλύψης το σώμα μου στον τάφο, τότε πήγαινε όπου θέλεις και πάρε οποίον δρόμο θέλεις. Τώρα όμως μη θελήσης να με λυπήσης τόσο πολύ με τον χωρισμό σου· γι' αυτό και την στέρησί σου την θεωρώ θάνατό μου". Αυτά και άλλα περισσότερα έλεγε ο πατέρας, χύνοντας πηγές δακρύων. Ο δε υιός, αφού είχε ξεπεράσει ήδη τους θεσμούς της φύσεως και είχε προτιμήσει τον ουράνιο Πατέρα αντί του επιγείου, είπε, "μου είναι αδύνατο πλέον, πατέρα, να παραμείνω του λοιπού στον εγκόσμιο βίο, έστω και για λίγο χρόνο, διότι δεν γνωρίζομε τι μπορεί να γεννήσει ή αύριο, και το να προτιμήσω κάτι άλλο από την δουλεία στον Κύριο είναι για μένα τουλάχιστο σφαλερό και επικίνδυνο". Αυτά είπε και έπειτα ευθύς αμέσως παραιτήθηκε εγγράφως όλης της πατρογονικής περιουσίας που του ανήκε. Παίρνοντας λοιπόν μαζί του μόνο τα ατομικά του πράγματα, και υπηρέτες και όσα είχε αποκτήσει από άλλες πηγές, ανέβηκε σε ίππο και έφυγε καλπάζοντας, όπως ο Λωτ , χωρίς να γυρίση καθόλου πίσω από τους θρήνους των συγγενών ούτε να φροντίσει για την δημοσία υπηρεσία που του είχε ανατεθή· τόσο δριμύτερος από κάθε άλλο πράγμα, και από αυτήν ακόμη την φυσική στοργή προς τους γονείς ο διακαής έρως του ουρανίου Πατρός· διότι αυτός δεν γνωρίζει να νικάται ποτέ ούτε από κάποια ανάγκη φυσικής σχέσεως ούτε από απειλή ανθρώπινη, αφού το ανώτερο στοιχείο κατανίκησε το κατώτερο και απέσπασε τον κυρίαρχο λογισμό από την εγκόσμια αίσθησι» (τ. 19, σ. 51-53).

   «Σε τέτοια αγάπη Θεού επρόκοψε μαζί με τους άλλους μαθητές εκείνου και αυτός ο Ιερόθεος, ώστε, όταν διάβαζε καμιά φορά βιβλίο, σ’ όποιο χωρίο ευρισκόταν γραμμένο το όνομα Θεός ή Χριστός ή Ιησούς, τοποθετούσε πάνω στο θείο όνομα το δεξί του μάτι, έπειτα το άλλο, και έκλαιγε τόσο, έως ότου γέμιζε δάκρυα και το βιβλίο και τον κόλπο του. Τέτοιων αγρών γεωργός ήταν ο τρισμακάριστος και μεγάλος πατήρ μου Συμεών και τέτοιους μαθητές απέκτησε» (τ. 19Α, σ. 131).

   «Η κατανοητώς και αντιληπτώς γινομένη ενοίκησις της τρισυπόστατης θεότητος στους τελείους δεν είναι πλήρωσις πόθου, αλλά μάλλον αρχή και αιτία σφοδροτέρου και μεγαλυτέρου πόθου. Διότι έκτοτε δεν αφήνει τον υποδεξάμενο αυτήν να ηρεμεί, αλλά τον ωθεί, σαν να καίγεται πάντοτε από φωτιά και να πυρώνεται, προς την φλόγα θειοτέρου πόθου. Διότι ο νους, μη μπορώντας να εύρη όρια και τέλος του ποθουμένου, δεν μπορεί να δώση ούτε μέτρα στον πόθο και την αγάπη αλλά βιαζόμενος να φθάση στο ατελείωτο τέλος και να το πιάση, περιφέρει μέσα του διαπαντός τον πόθο ατελείωτο και την αγάπη απλήρωτη. Όποιος έφθασε σ’ αυτό το σημείο δεν νομίζει ότι έχει εύρει μέσα του αρχή πόθου ή αγάπης του Θεού, αλλά φέρεται σαν να μη αγαπά τον Θεό, αφού δεν κατόρθωσε να καταλάβη το πλήρωμα της αγάπης. Για τούτο, θεωρώντας τον εαυτό του ως τον τελευταίο από τους φοβουμένους τον Θεό, θεωρεί εαυτόν από όλην του την ψυχή ανάξιο της σωτηρίας μαζί με τους πιστούς»(τ. 19Α, σελ. 395-7).

   «Τότε μ’ έφερες έξω του κόσμου (νομίζω ότι μπορώ να ειπώ και του σώματος, αλλά δεν μου επέτρεψες να το γνωρίσω ακριβώς τούτο), με υπεραύγασες λοιπόν και κατά τα φαινόμενα μου εμφανίσθηκες όλος σε όλον, ενώ έβλεπα καλά. Όταν δε είπα, "ω Δέσποτα, ποιος είσαι λοιπόν;", τότε για πρώτη φορά με αξίωσες φωνής τον άσωτο και μου μίλησες έτσι γλυκά, καθώς σηκωνόμουν θαμβωμένος και έντρομος και προσπαθούσα κάπως να καταλάβω λέγοντας "Τι θέλει άραγε αυτή η δόξα και το μεγαλείο αυτής της λαμπρότητος; Πώς δε ή από που αξιώθηκα εγώ τέτοιων αγαθών;". "Εγώ, λέγει, είμαι ο Θεός που έγινα άνθρωπος για σένα κι’ επειδή με επεζήτησες με όλη σου την ψυχή, ιδού από τώρα θα είσαι αδελφός μου και συγκληρονόμος μου και φίλος μου". Κατάπληκτος λοιπόν εγώ από αυτά, με φοβισμένη την ψυχή και παραλυμένη την δύναμι, ανταπήντησα, "και ποιος είμαι εγώ ή τι έπραξα ο άθλιος, Δέσποτα, και ταλαίπωρος, για να με καταστήσης τέτοιων αγαθών άξιο και να με κάνεις τέτοιας δόξης συμμέτοχο και συγκληρονόμο;". Ενώ δε σκεπτόμουν ότι η δόξα αυτή και χαρά είναι υπεράνω του νου, εσύ ο Δεσπότης πάλι, που διαλέγεσαι σαν φίλος με φίλο δια του μέσα μου λαλούντος Πνεύματος, μου είπες "Αυτά σου τα δώρισα για μόνη την πρόθεση και προαίρεση και πίστη σου και ακόμη θα σου δωρίσω. Διότι τι άλλο έχεις ή είχες ποτέ δικό σου, αφού δημιουργήθηκες γυμνός από εμέ, ώστε παίρνοντας εκείνο να σου δώσω για εκείνα αυτά; Eάν δεν λυθής από την σάρκα δεν θα δεις το τέλειο ούτε θα μπορέσεις να το απολαύσεις ολόκληρο καλώς". Eνώ δε εγώ είπα, "Και τι είναι μεγαλύτερο ή λαμπρότερο από αυτό; Σ’ εμένα πλέον αρκεί να είμαι έτσι και μετά θάνατον", απάντησες, "πόσο μικρόψυχος είσαι που αρκείσαι σ’ αυτά τα λίγα! Πραγματικά αυτά, συγκρινόμενα με τα μέλλοντα, είναι σαν ουρανός ζωγραφισμένος σε χάρτη και κρατούμενος στο χέρι· διότι όσο απέχει αυτός από τον αληθινό ουρανό, τόσο ασυγκρίτως ανώτερη από την σήμερα βλεπομένη θα σου αποκαλυφθεί η μέλλουσα δόξα". Αφού είπες αυτά, σιώπησες και λίγο λίγο κρύφθηκες από τα μάτια μου, ο γλυκύς και καλός Δεσπότης, είτε διότι εγώ απομακρύνθηκα από εσέ είτε διότι έφυγες εσύ από εμέ, δεν γνωρίζω. Τότε λοιπόν επέστρεψα πάλι εντελώς στον εαυτό μου, νομίζοντας ότι από κάπου ήλθα, και εισήλθα στο προηγούμενο σκήνωμά μου. Έτσι, ενθυμούμενος το κάλλος της δόξης και των λόγων σου, περιπατώντας, καθήμενος, τρώγοντας, πίνοντας και προσευχόμενος, έκλαιγα και περνούσα με ανέκφραστη χαρά, αφού γνώρισα εσέ, τον ποιητή των όλων. Πώς να μη χαιρόμουν δε; Εν τούτοις πάλι λυπούμενος και ποθώντας πάλι να σε δω έτσι, όταν επήγα κάποτε ν’ ασπασθώ την άχραντη εικόνα της Μητρός σου και προσκύνησα σ’ αυτήν, εσύ, προτού σηκωθώ, μου εμφανίσθηκες μέσα στην ταλαίπωρη καρδιά μου, σαν να την κατέστησες φως, και τότε γνώρισα ότι σε έχω μέσα μου συνειδητώς. Από τότε λοιπόν δεν σε αγαπούσα από την ενθύμησή σου και των ιδικών σου, αλλά πίστευσα ότι έχω αληθινά μέσα μου εσέ, την ενυπόστατη αγάπη. Διότι η πραγματική αγάπη είσαι εσύ, ο Θεός» (τ. 19Α, σελ. 583-7).

   «Έτσι λοιπόν, πιστεύοντας ολόψυχα και μετανοώντας θερμά, συλλαμβάνουμε, όπως ειπώθηκε, στις καρδιές μας τον Λόγο του Θεού, όπως η Παρθένος, με το να διατηρούμε δηλαδή τις ψυχές μας παρθένες και αγνές. Κι όπως εκείνη, επειδή ήταν υπεράμωμη, δεν την έφλεξε το πυρ της θεότητας, έτσι ούτε εμάς μας καταφλέγει, όταν διατηρούμε αγνές και καθαρές τις καρδιές αλλά γίνεται δροσιά από τον ουρανό και πηγή ύδατος και αθάνατης ζωής, που ρέει μέσα μας» (τ. 19Β, σ. 177).

   «Στην αγάπη αυτή δεν μπορεί να εγγίσει ποτέ κανένας άνθρωπος, αν δεν καθαρίσει πρωτύτερα την καρδιά του με μετάνοια και άφθονα δάκρυα, και δεν προχωρήσει στο βυθό της ταπεινοφροσύνης και δεν εγκυμονήσει το πανάγιο Πνεύμα» (τ. 19Γ, σ. 75).

   «Όσοι ομολογούν ότι ο Χριστός είναι Θεός, αλλά δεν φυλάσσουν τις εντολές του, δεν θα θεωρηθούν μόνο ως αρνητές, αλλά και ως ατιμαστές του κι’ όχι μόνον αυτό, αλλά και θα κατακριθούν με δίκη περισσότερο από εκείνους που περιτέμνουν τα σώματά τους, ως ακρωτηριάζοντες τις εντολές του Θεού. Διότι εκείνος που ατιμάζει τον πατέρα, πώς θα θεωρηθεί υιός; Eκείνος που χωρίζεται από το φως, πώς θα διαμείνει σ’ αυτό σαν σε ημέρα; Με κανένα τρόπο, αδελφοί. Αν όμως λέγει κάποιος ότι "Κανείς δεν μπορεί να τηρήσει όλες τις εντολές", να γνωρίζει ότι διαβάλλει τον Θεό και τον κατακρίνει ότι μας διέταξε πράγματα αδύνατα. Αυτός δεν θ’ αποφύγει το αναπόφευκτο της δίκης, αλλά θα κατακριθεί…» (τ. 19Γ, σ. 127).

    «Αυτός που αγανακτεί για την συνήθη σύναξη και στενοχωρείται και παραλύουν τα μέλη του για το μάκρος των ψαλλομένων ύμνων, αυτός στ’ αλήθεια δεν γνώρισε πόσο γλυκά είναι τα λόγια του Θεού στον λάρυγγα αυτών που τον αγαπούν, και ανώτερα από μελισσόκερο στο στόμα αυτών που τον αναγνωρίζουν. Αλλ’ επειδή είναι όλος σάρκα και έχει σαρκικό φρόνημα και ακόμη πιο σάρκινη την αίσθηση, δεν μπορεί κατά πνευματικό τρόπο να γεύεται αυτά που για δική μας ευεργεσία μας δόθηκαν από τον Θεό, αλλ’ όλα όσα είναι σύμφωνα με το θέλημα του Θεού του φαίνονται πικρά και δεν γνωρίζει το, "γευθείτε και δείτε ότι είναι αγαθός ο Κύριος"» (τ.19Γ, σελ. 341-3).

   «Να προσέχει λοιπόν ο καθένας στην ανάγνωση. Διότι οι λόγοι των αγίων είναι λόγοι του Θεού και όχι ανθρώπων. Να βάλει αυτούς τους λόγους μέσα στην καρδιά του και να τους τηρεί ασφαλώς, επειδή οι λόγοι του Θεού είναι λόγοι ζωής και αυτός που τους έχει μέσα του και τους φυλάσσει, έχει ζωή αιώνια. Όταν κάθεστε σε πολυτελή τράπεζα συχνά, δεν νομίζω ποτέ κανείς σας από αδιαφορία να νύσταξε τελείως και να μη έλαβε όχι μόνο όσα του αρκούσαν, αλλά πιστεύω ότι απήλθε παίρνοντας με ζήλο τροφές και για την αυριανή ημέρα και ότι προθυμοποιήθηκε να δώσει αυτές σε φίλους ή φτωχούς. Όπου όμως προσφέρονται λόγοι ζωής που κάνουν αθάνατους τους τρεφόμενους από αυτούς, πες μου, επιτρέπεται σε κανένα να κοιμάται και να ραθυμεί ή να νυστάζει και να ροχαλίζει σαν ζωντανός νεκρός; Πω-πω ζημιά! Πω-πω αναισθησία και νωθρότητα! Αυτός που κάθεται σε τράπεζα και δεν έχει όρεξη για τα προσφερόμενα, είναι φανερό ότι στερείται τη φυσική του υγεία. Έτσι και αυτός που ακούει θεία ανάγνωση και δεν εντρυφά με άφατη ευχαρίστηση ψυχικώς και με άυλη όρεξη αΰλως τα άυλα και θεία λόγια, και δεν γεμίζει από τη γλυκύτητά τους νοερώς όλες τις αισθήσεις του, είναι ασθενής στην πίστη και τελείως άγευστος από τις πνευματικές δωρεές, δηλαδή λειώνει από πείνα και δίψα, αν και βρίσκεται μέσα σε πολλά αγαθά. Όπως δηλαδή ο νεκρός, που, ενώ περιβρέχεται με νερό, δεν το αισθάνεται, έτσι και αυτός, ενώ περιλούεται από τα ζωηρά και θεία νάματα του λόγου, δεν τα αισθάνεται» (τ. 19Δ, σ. 85).

   «Αφού λοιπόν πληγώθηκε με την αγάπη αυτού και την επιθυμία, ζητούσε με ελπίδα το πρώτο και μη φαινόμενο κάλλος… Όταν λοιπόν η συνείδηση του έλεγε, "Κάνε οπωσδήποτε και άλλες μετάνοιες και πρόσθεσε και άλλους ψαλμούς, και λέγε περισσότερο το ‘Κύριε, ελέησον’, διότι μπορείς", υπάκουε σ’ αυτήν με προθυμία και χωρίς δισταγμό, σαν να λεγόταν αυτό από τον ίδιο τον Θεό· έτσι τα έκαμνε όλα. Και από τότε δεν κοιμήθηκε ποτέ με τη συνείδηση να τον ελέγχει και να του λέγει ‘Γιατί δεν το έκανες αυτό;’ Ακολουθώντας λοιπόν αυτήν χωρίς παράλειψη και ενώ εκείνη ημέρα με την ημέρα πρόσθετε και αλλά λόγια, σε λίγες ημέρες αυξήθηκε πολύ η εσπερινή ακολουθία. Την ημέρα βέβαια φρόντιζε την οικία κάποιου πατρικίου και μετέβαινε καθημερινά στο παλάτι, μεριμνώντας για όσα αρμόζουν στον βίο, και για το λόγο αυτό δεν γίνονταν φανερά τα πραττόμενα σε κανένα άνθρωπο. Γι’ αυτό κάθε εσπέρα χύνονταν δάκρυα από τα μάτια του και έκαμνε συχνότερα γονυκλισίες πέφτοντας με το πρόσωπο στη γη, έχοντας κολλημένα και αμετακίνητα τα πόδια του μεταξύ τους σε στάση, και διάβαζε ευχές προς την Θεοτόκο με πόνο, με δάκρυα και στεναγμούς και, σαν να ήταν παρών ο Κύριος σωματικώς, έτσι έπεφτε στα άχραντα πόδια του και ζητούσε ως τυφλός να ελεηθεί και ν’ αναβλέψει ψυχικά. Και ενώ η προσευχή αυξανόταν κάθε εσπέρα, διαρκούσε μέχρι το μεσονύκτιο, χωρίς καθόλου να κυριεύεται από χαύνωση ή αδιαφορία κατά την ώρα της προσευχής» (τ. 19Δ, σ. 253).

    «Όλα αυτά τα πιστεύομε πραγματικά μόνο με τον λόγο, ενώ με τα έργα τα αρνούμαστε. Δεν διακηρύσσεται παντού το όνομα του Χριστού, στις πόλεις, στις κωμοπόλεις, στα κοινόβια και στα όρη; Αναζήτησε, εάν θέλεις, και ερεύνησε με προσοχή, εάν τηρούν τις εντολές του. Και μόλις θα μπορέσεις, πράγματι, να βρεις μέσα στις χιλιάδες και μυριάδες έναν να είναι Χριστιανός με έργα και λόγια. Δεν είπε ο Κύριός μας και Θεός με το άγιο Ευαγγέλιο, "όποιος πίστεψε σε εμένα, τα έργα που κάμνω εγώ θα τα κάνει και εκείνος, αλλά και περισσότερα από αυτά θα κάνει"; Ποιος λοιπόν από εμάς τολμά να πει, "Εγώ κάμνω έργα του Χριστού και πιστεύω ορθώς στον Χριστό"; Δεν βλέπετε, αδελφοί, ότι πρόκειται να βρεθούμε άπιστοι κατά την ημέρα της κρίσεως και θα υποστούμε χειρότερη τιμωρία από εκείνη που θα υποστούν εκείνοι που δεν γνώρισαν καθόλου τον Κύριο;» (τ. 19Δ, σελ. 263-265).

    «Κλεισμένο μέσα στο κελλί μου αφήστε με μονάχο, με το μόνο φιλάνθρωπο Θεόν αφήσετέ με, κάνετε πέρα, μακριά, μονάχο αφήσετέ με, για να πεθάνω εμπρός στο Θεό που μ’ έχει πλαστουργήσει. Την πόρτα ας μη χτυπήσει μου κανείς, ας μη φωνάξει, κανείς να μη μ’ επισκεφτεί από συγγενείς ή φίλους, κανείς το νου μου ελκύοντας ας μην τον αποσπάσει απ’ του Δεσπότη του καλού κι ωραίου τη θεωρία, ας μη μου φέρει φαγητό μήτε νερό κανένας! Μου φτάνει εμένα ο θάνατος με το Θεό κοντά μου, Θεό που είναι ελεήμονας και φίλος των ανθρώπων, οπού κατέβηκε στη γη αμαρτωλούς να σώσει και στη ζωή τη θεϊκή μαζί του να τους πάρει. Δε θέλω πια άλλο να θωρώ το φως αυτού του κόσμου, ούτε τον ήλιο ακόμα αυτόν μα κι όσα είναι του κόσμου, γιατί τον Κύριό μου θωρώ, το βασιλιά μου βλέπω» (τ. 19ΣΤ, σ. 19, στιχ. 1-16).

(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)

(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)

Εκκλησιασμός
γέλια και ασέβεια
Γέμισε η Εκκλησία από γέλια. Αν ο τάδε πη κάποιο αστείο, αμέσως προκαλούνται γέλια σ’ εκείνους που κάθονται. Και το παράξενο είναι, ότι πολλοί δεν σταματάνε να παίζουν και να γελάνε ακόμα και κατά την ώρα της προσευχής (στο ναό). Παντού χορεύει ο Διάβολος. Όλους τους επηρεάζει. Όλους τους εξουσιάζει. Ο Χριστός ατιμάζεται, περιφρονείται. Πουθενά δεν υπάρχει εκκλησία!
Ε.Π.Ε. 24,578
όχι με ασέβεια
Στέκει ο ιερεύς και αναπέμπει την ευχή για όλους, και συ γελάς, χωρίς να φοβάσαι τίποτε; Εκείνος τρέμει λέγοντας τις ευχές, και συ καταφρονείς; Δεν ακούς τι λέει η Αγία Γραφή; «Αλλοίμονο στους καταφρονητές». Δεν τρέμεις; Δεν ντρέπεσαι καθόλου;... Μπήκες στην εκκλησία για να μετανοήσης και να εξομολογηθής τα αμαρτήματά σου, να προσπέσης στο Θεό, να παρακαλέσης και να ικετεύσης για όλα τα πλημμελήματά σου, και συ όλα αυτά τα κάνεις γελώντας; Πώς λοιπόν θα μπορέσης να εξιλεωθής;
Ε.Π.Ε. 24,580
πιο δυνατή η προσευχή
Γνωρίζει, ότι μεγάλη δύναμις προέρχεται από τη σύναξι της εκκλησίας και τη συνάντησι των πιστών. Γι’ αυτό κι ο Κύριος λέει: Όπου είναι συναγμένοι δυο ή τρεις στο όνομά μου, εκεί είμαι και εγώ ανάμεσά τους (Ματθ. ιη' 20)... Και όχι μόνο γι’ αυτό, αλλά και διότι στη σύναξι αυξάνεται η αγάπη... Όπως το ένα σίδερο ακονίζει το άλλο σίδερο, έτσι κι η συναναστροφή αυξάνει την αγάπη. Όταν τρίβεται μια πέτρα με την άλλη, παράγεται φωτιά. Πόσο μάλλον η ψυχή που συνδέεται με άλλη ψυχή!
Ε.Π.Ε. 25,68
θέατρο και εκκλησιασμός
Χαίρομαι, αλλά συγχρόνως και θλίβομαι. Χαίρομαι για σας, τους παρόντες. Πονάω για τους απόντες. Τα θέατρα καλούν κάθε μέρα, και πρόφασι κανένας δεν προβάλλει. Όλοι τρέχουν. Όταν όμως πρόκηται για την εκκλησία, έρχεται κάποιος με νωθρότητα και ακεφιά. Και υπερηφανεύεται κιόλας, σαν να έκανε κάποιο χατήρι στο Θεό (που ήρθε στο ναό)!
Ε.Π.Ε. 26,202-204
δυο ώρες
Εγώ σου λέω να μου δανείσης δυο ώρες τη μέρα. Για να το πω καλύτερα, να μη δανείσης σε μένα τις δυο ώρες. Στον εαυτό σου να τις δανείσης, για να αναχώρησης γεμάτος ευλογίες, να φυγής ασφαλής, να πάρης όπλα πνευματικά, να καταστής ακαταμάχητος, απόρθητος απ’ το Διάβολο.
Ε.Π.Ε. 26,208
λουτρό πνευματικό
Όπως τα σώματα, που δεν επισκέπτονται συχνά τα λουτρά, είναι γεμάτα βρωμιά και ακαθαρσία, έτσι και η ψυχή εκείνη, που δεν απολαμβάνει πνευματική διδασκαλία, καλύπτεται από πολλές κηλίδες αμαρτημάτων. Διότι η εκκλησία είναι λουτρό, που με τη θερμότητα του Αγίου Πνεύματος καθαρίζει κάθε μολυσμό.
Ε.Π.Ε. 26,450
παραμυθία για τους αμαρτωλούς
Ο πιστός μπαίνει στην εκκλησία και ακούει, ότι πολλοί από τους αγίους ήσαν αμαρτωλοί και αναστήθηκαν. Επανήλθαν στην πρότερη δόξα. Έτσι, χωρίς να το καταλάβη, βγαίνει από την εκκλησία ενισχυμένος.
Ε.Π.Ε. 30,160
μια ώρα στις 168 της εβδομάδας
Έχει 168 ώρες η εβδομάδα. Μια ώρα ξεχώρισε για τον εαυτό Του ο Θεός. Συ και αυτή την ώρα (της Κυριακής) την ξοδεύεις σε κοσμικά και γελοία;
Ε.Π.Ε. 30,104
πώς να στεκώμαστε;
Να στεκώμαστε με φόβο και με τρόμο, κοιτώντας προς τα κάτω, ενώ η ψυχή ανεβαίνει προς τα πάνω. Με στεναγμούς ιερούς, μυστικούς, και με αλαλαγμό καρδίας... Μπαίνοντας στην εκκλησία, πρέπει να μπαίνουμε σαν να μας υποδέχεται ο Θεός, χωρίς να έχουμε μνησικακία στην ψυχή μας.
Ε.Π.Ε. 30,316
από την απαλή ηλικία
Να οδηγής το παιδί από μικρό στην εκκλησία. Με σπουδή και φροντίδα να το φέρνης. Θα το δης να χοροπηδά από τη χαρά του, αφού τόσα που άλλοι τα αγνοούν, αυτό τα ξέρει. Προτού ακόμα λεχθούν τα λόγια στην εκκλησία, τα ξέρει και τα κατανοεί και κερδίζει έτσι πολλά.
Ε.Π.Ε. 30,662
από μικρά τα παιδιά
Αν στην απαλή ψυχή του παιδιού εντυπωθούν καλά τα διδάγματα του Θεού, κανένας δεν θα μπορέση να τα αφαιρέση, όπως ακριβώς συμβαίνει με το κερί.
Ε.Π.Ε. 30,662
ωφέλεια μεταξύ των πιστών
Αν κάποιος δη όλους να συντρέχουν και να συναγωνίζωνται, η προθυμία των άλλων γίνεται αφορμή για παρακίνησι και γι’ αυτόν ακόμα, που είναι πολύ νωθρός. Όταν η μια πέτρα τρίβεται πάνω στην άλλη, παράγει πολλές φορές σπινθήρες. Πολύ περισσότερο συμβαίνει αυτό στις ψυχές, όταν η μια πλησιάζη την άλλη και θερμαίνωνται μαζί από τη φωτιά του Αγίου Πνεύματος.
Ε.Π.Ε. 35,374
τι κερδίζεις
Να μην αμελής την παρουσία σου εδώ στην εκκλησία. Διότι, αν σε ενοχλή κάποια λύπη, φεύγει μέσα εδώ. Αν σε ενοχλούν κοσμικές φροντίδες, δραπετεύουν. Αν σε πειράζουν πάθη, σβήνουν.
Ε.Π.Ε. 37,38
ευωδία
Δεν είναι τόσο ωραία και χαριτωμένη η νύφη που διαμένει στο νυφικό θάλαμο, όσο θαυμαστή και ένδοξη είναι η ψυχή που συχνάζει στην εκκλησία. Ευωδιάζει με μύρα πνευματικά.
Ε.Π.Ε. 37,40
και Γραφή
Όποιος συχνάζει με πίστι και ζήλο στην εκκλησία, όλα θα τα υπομείνη εύκολα, γιατί θα πάρη από την ακρόασι των θείων Γραφών μεγάλη δύναμι για υπομονή και ευσέβεια.
Ε.Π.Ε. 37,40
Εκκλησιολογία
με την Εκκλησία, έστω κι αν σφάλη!
Και αν ακόμα σε κάποιο θέμα θα έκανε λάθος, δεν μπορεί να συγκριθή ο αγώνας για την ακρίβεια γύρω από ημερομηνίες, με το έγκλημα, που λέγεται διαίρεσις και σχίσμα στην Εκκλησία.
Ε.Π.Ε. 34,188
σύμφωνα με την Εκκλησία
Επειδή θέλεις να κάνης τις δικές σου νηστείες, δεν απολαμβάνης ούτε το λόγο των Γραφών ούτε τις λατρευτικές συνάξεις ούτε την ευλογία ούτε τις κοινές προσευχές, αλλά περνάς τη ζωή σου σαν να έχης πονηρή συνείδησι, τρέμοντας, σαν να είσαι ξένος και αλλόφυλος. Όλα πρέπει να τα κάνης με παρρησία, με ευχαρίστησι, με αγαλλίασι, με ελευθερία, και φυσικά, μαζί και μέσα στην Εκκλησία.
Ε.Π.Ε. 34,188

(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, τόμος Β, σελ. 142-144)

 

Εκκλησιασμός
φεύγει το μυαλό στο κακό
Αν μέσα στο ναό, όπου ακούγονται ψαλμοί και προσευχές και λέγονται θεία λόγια και επικρατεί φόβος Θεού και πολλή ευλάβεια, πολλές φορές σαν κακούργος ληστής εισχωρεί η κακή επιθυμία, πως όσοι κάθονται στο θέατρο και ούτε ακούνε ούτε βλέπουν κάτι καλό, αλλά γεμίζουν το μυαλό τους με αισχρότητα πολλή και ανοησίες και πολιορκούνται τα αυτιά τους και τα μάτια τους με το κακό, πώς μπορούν να ξεφύγουν την πονηρή επιθυμία; Και αν δεν μπορούν να ξεφύγουν την κακή επιθυμία, πώς θα καταφέρουν ν’ αποφύγουν τα εγκλήματα της μοιχείας;
Ε.Π.Ε. 8α, 234
για τη Γραφή η σύναξις
Στις Γραφές να προσέχουμε και να μη θεωρούμε πάρεργο την ασχολία μαζί τους. Αν κάποιος έρχεται στη σύναξι και παρακολουθή με προσοχή, έστω κι αν δεν διαβάζη στο σπίτι, εφ’ όσον προσέχει όσα λέγονται εδώ, αρκεί ένας χρόνος για ν’ αποκτήση εμπειρία. Δυστυχώς οι περισσότεροι είναι τόσο άθλιοι, ώστε και υστέρα από τόση ανάγνωσι της Γραφής δεν γνωρίζουν ούτε τα ονόματα των βιβλίων της. Και δεν ντρέπονται και δεν φρίττουν, όταν με τόση αδιαφορία μπαίνουν εδώ μέσα.
Ε.Π.Ε. 14,82
αλλού προσέχουμε, εδώ χασμώμεθα
Αν μεν παίζη κάποιος μουσικός κιθάρα ή χορεύη κάποιος ή μας καλέση κάποιος στο θέατρο, με πολλή σπουδή τρέχουν όλοι, και σπαταλάμε περίπου τη μισή μέρα. Και όταν ο Θεός μας καλή και μας μιλάη δια των προφητών και των αποστόλων, τότε χασμουριόμαστε και ξυνόμαστε και ζαλιζόμαστε.
Ε.Π.Ε. 14,82
φρούριο ψυχής
Φρούριο κατασκεύασε ο Θεός εναντίον του Διαβόλου. Αυτό είναι η εκκλησία. Από εκεί ας παίρνουν δύναμι τα χέρια για εργασία. Πρώτα ας ανυψώνωνται για προσευχή, και υστέρα ας πηγαίνουν στην εργασία.
Ε.Π.Ε. 15,534
προφάσεις και εμπόδια!
Όταν χάνης το χρόνο σου σε θέατρα με χορευτές και μίμους και σπαταλάς τη ζωή σου σε βρώμικα θεάματα, δεν προβάλλεις κάποια ανάγκη. Όταν εμείς σε καλούμε στην εκκλησία, τότε προβάλλεις όλες τις δικαιολογίες και μύρια εμπόδια.
Ε.Π.Ε. 18,144
αραιός και άτακτος
Πρόσεχε τη μεγάλη ανωμαλία. Από όσους ανήκουν σ' αυτή την εκκλησία, άλλοι μεν ποτέ, ή μια φορά το χρόνο εκκλησιάζονται, αλλά και τότε όπως τύχη. Άλλοι δε εκκλησιάζονται μεν τακτικώτερα, αλλά και αυτοί όπως τύχη. Αταχτούν στην εκκλησία, μιλάνε, αστειεύονται, με το τίποτε.
Ε.Π.Ε. 20,714
με προσοχή πολλή
Εκεί που ο μίμος παίζει κωμωδίες και η πόρνη ασχημονεί, κάθονται τόσοι πολλοί θεατές, προσέχουν με τεταμένη την προσοχή τα λεγόμενα, και μάλιστα χωρίς να επιβάλη σιωπή. Εδώ όμως, στο ναό, όπου ο Θεός από τον ουρανό μιλάει για φριχτά μυστήρια, συμπεριφερόμαστε με αναισχυντία μεγαλύτερη από τα σκυλιά. Δεν σεβόμαστε τον Θεό ούτε καν όσο σεβόμαστε τις διεφθαρμένες και τους διεφθαρμένους.
Ε.Π.Ε. 20,714
όχι για τους ανθρώπους, για το Θεό
Νομίζει ο άλλος, ότι κάνει χάρι σε μας και στο λαό, πιθανόν και στο Θεό, Επειδή μπήκε στον οίκο του Θεού. Αυτός, που πάσχει από τέτοιο φλεγμωνώδη εγωισμό, πώς θα μπορέση κάποτε να γιατρευτή; Νομίζουν επίσης μερικοί, πως έρχονται στην εκκλησία για μας ή προς εμάς. Νομίζουν, ότι όσα ακούνε είναι δικά μας. Δεν προσέχουν, ότι προσέρχονται στη θεία λατρεία για το Θεό και προς το Θεό, ότι Εκείνος συνομιλεί μαζί τους!
Ε.Π.Ε. 23,60
με την πρέπουσα ευλάβεια
Αν συνωμιλούσαν μερικοί χριστιανοί με άρχοντες επίγειους, δεν θα μπορούσαν να προσέχουν έξω. Πολύ περισσότερο τώρα, που συνομιλούν με τον Θεό. Εμείς, αγαπητοί, οι ιερείς είμαστε απλώς υπηρέτες. Δεν μεταφέρουμε δικά μας, αλλά τα λόγια του Θεού. Καθημερινά στην Εκκλησία διαβάζονται επιστολές του ουρανού. Είναι επιστολές, που τις έστειλε ο Θεός. Ας μπαίνουμε, λοιπόν, στην Εκκλησία με τη δέουσα τιμή και ευλάβεια και ας ακούμε με προσοχή τα λεγόμενα.
Ε.Π.Ε. 23,62

(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, τόμος Β, σελ. 140-142)

 

«Όταν χειροτονούνταν ιερεύς από τον αρχιερέα ο σοφώτατος Συμεών, και εκείνος μεν ανέπεμπε την ευχή επάνω σ’ αυτόν, αυτός δε είχε υποκλίνει στο μυστήριο το γόνατο και την κεφαλή, είδε όραμα· το άγιο Πνεύμα σαν άπειρο φως απλό και ανείδεο (=χωρίς μορφή) κατερχόμενο κάλυψε την πανίερη κεφαλή του, και αυτό έβλεπε λειτουργώντας κατά τα σαράντα οκτώ έτη της ιερατείας του στην από αυτόν αναφερομένη θυσία στον Θεό, καθώς έλεγε αυτός προς κάποιον, σαν για κάποιον άλλον, υποκρύβοντας τον εαυτό του και όπως είναι γραμμένο στα αποφθέγματά του» (τ. 19Α, σ. 85).

«Όταν παρίσταται (ο ιερέας) στην ιερά τράπεζα, οφείλει να βλέπει νοερώς μεν την θεότητα, αισθητώς δε τα προκείμενα δώρα και να κατέχει ενσυνειδήτως στην καρδιά του αυτόν που είναι αοράτως παρών στα δώρα, για να μπορεί να προσφέρει με παρρησία τις ευχές» (τ. 19Α, σ. 85).

«Προσέφερε πάντοτε την αναίμακτη θυσία στον Θεό, θεωρώντας το Πνεύμα και λαμβάνοντας αγγελοειδή μορφή στο πρόσωπο. Πραγματικά, όσο σταθερός κι αν ήταν στην ψυχή όποιος τον ατένιζε στην ώρα της λειτουργίας του δεν μπορούσε να βλέπει ατενώς την λαμπρότητα του προσώπου του, όταν έδινε στον λαό την ειρήνη, σκοτιζόμενος στα μάτια από τις εκπεμπόμενες απ’ εκεί ακτίνες· όπως δηλαδή όποιος κυττάζει ξαφνικά προς τον δίσκο του ήλιου παθαίνει αμαύρωση του φωτός που έχει, έτσι συστελλόταν προς τον εαυτό του όποιος εκύτταζε το πρόσωπό του. Διότι η χάρις του Πνεύματος, διαδομένη όλη σ’ όλο το σώμα του τον κατέστησε ολόκληρο πυρ κι ήταν σχεδόν απρόσιτος στους ανθρώπινους οφθαλμούς κατά την ώρα της λειτουργίας του. Έλεγε δε και Συμεών ο Εφέσιος, που ήταν και αυτός μαθητής του ανδρός, διηγούμενος σ’ άλλους τις εντυπώσεις του, ότι "συλλειτουργώντας με τον άγιο, ανοίχθηκαν οι νοεροί οφθαλμοί μου και τον είδα εκείνη την ώρα της λειτουργίας του μέσα στο θυσιαστήριο ενδυμένο πατριαρχική στολή με ωμοφόριο και ασχολούμενο με τα θεία μυστήρια". Ο δε Μελέτιος, που είχε καρεί μοναχός με τα χέρια του, μ’ εβεβαίωσε ότι "πολλές φορές βλέπαμε φωτεινή νεφέλη να τον καλύπτη ολόκληρο, καθώς στεκόταν στο βήμα την ώρα της αγίας αναφορας". Και ευλόγως διότι όσοι διαπρέπουν με το ύψος των αρετών καταξιώνονται και της ενθέου δόξης» (τ. 19Α, σελ. 87-9)

«(Συμβουλή σε ΗγούμενοΜαζί με όλα να τηρείς ακρίβεια και κατά την εξέταση των λογισμών του καθενός, για να μάθης ποιοι από αυτούς χρειάζονται την συμπαράταξη (ίδια θέση στο ναό) με τους προσευχομένους και κοινωνούντας, και ποιοι χρειάζονται αφορισμό και τοποθέτηση μαζί με τους μετανοούντας (ειδική θέση), έτσι ώστε να μη καταστήσης, εν γνώσει ή εν άγνοια, την εκκλησία του Θεού αντί ναού αγίου, σπήλαιο ληστών ή πορνείο, και να μη κατορθώσης να εκφύγης το φοβερό γι' αυτό κρίμα της οργής του Θεού… Να τους διδάξης να ευλαβούνται τους ιερούς τόπους του Θεού μαζί με τα σκεύη της λατρείας του. Διότι πρέπει να γνωρίζης ότι το δικαίωμα να εγγίζουν αυτά έχει δοθή από τους αποστόλους μόνο στους ιερωμένους ευλαβεστάτους μοναχούς, οι οποίοι μετέχουν και στα μυστήρια. Γι’ αυτό δεν θα επιτρέψεις σε όλους τους επιθυμούντας την είσοδο στο ιερό βήμα, παρά μόνο, όπως λέχθηκε, στους ιερωμένους και αγιασμένους αδελφούς» (τ. 19Α, σ. 141).

    «…το χερουβικό κατά την τέλεση της λειτουργίας των φρικτών μυστηρίων του Χριστού, κατά την οποία έβλεπε καθαρά να κατέρχεται το άγιο Πνεύμα και να αγιάζει αυτόν και τα δώρα» (τ. 19Α, σ. 287).

    «Ούτε ο άνθρωπος αυτός, που γνωρίζει καλώς πώς να εορτάζει, έχει καθόλου τον νου ή την αίσθησή του στα τελούμενα, διότι αυτό είναι γνώρισμα εκείνων που δεν σκέπτονται τίποτε περισσότερα από τα ορατά, αλλά με σοφό νου στα τελούμενα βλέπει τα μέλλοντα ως παρόντα και ευφραίνεται η καρδιά του γι’ αυτά και φαντάζεται ότι ολόκληρος ευρίσκεται μέσα σ’ εκείνα και μαζί με τους εορτάζοντες στους ουρανούς εν αγίω Πνεύματι. Δεν βλέπει προς τα φώτα, ούτε προς το πλήθος του λαού, ή προς την φιλική συγκέντρωση, αλλά σκέπτεται πάντοτε τα μετέπειτα, ότι δηλαδή τα πράγματα του κόσμου θα σβησθούν, και οι άνθρωποι θ’ αποχωρήσουν ο καθένας στα δικά του και μόνος αυτός θα εγκαταλειφθεί μέσα στο σκοτάδι. Μη μου αριθμείς λοιπόν χρόνους και μήνες και περιόδους καιρών, ούτε να μου λέγεις, ‘Να, εόρτασα την γέννηση του Χριστού, την Υπαπαντή, τα Θεοφάνεια, την Ανάσταση, την Ανάληψη, την κάθοδο του Πνεύματος’. Μη μου λέγεις αυτά ούτε ν’ αριθμείς όλες τις εορτές, αλλ’ ούτε να φαντάζεσαι ότι σου αρκούν αυτές για την σωτηρία της ψυχής· ούτε να νομίζεις ότι για σένα η εορτή περιορίζεται στα λαμπρά ενδύματα, τους αγέρωχους ίππους, τα πολύτιμα μύρα, στα κεριά, τους λύχνους και τα πλήθη λαού. Διότι αυτά δεν κάνουν την εορτή λαμπρή ούτε αυτό είναι αληθινή εορτή, αλλά σύμβολα εορτής. Πράγματι, ποιο θα είναι το όφελός μου, αγαπητέ, να μη ειπώ ότι άναψα στον ναό και στην εκκλησία των πιστών πολλά κεριά και λύχνους, αλλά, αν μπορέσω, να τους αποκτήσω τέτοιους, σαν τον ήλιο που λάμπει από τον ουρανό, και αντί πολλών λύχνων να συγκεντρώσω στην οροφή του ναού τα άστρα και να την κάνω καινό ουρανό και παράξενο πράγμα επάνω στην γη, και επί πλέον, να νοιώσω αγαλλίαση μέσα στο φως αυτών, να θαυμασθώ και να επαινεθώ από τους συγκεντρωμένους, κι’ έπειτα από λίγο, αφού σβησθούν όλα αυτά, εγώ ο ίδιος να εγκαταλειφθώ σε σκότος; Eάν σήμερα ευωδίαζα τον εαυτό μου και αυτούς που συγκεντρώθηκαν με μύρα, και αύριο γεμίσω δυσωδία από την σάρκα μου και τον ρύπο της, τι θα με ωφελήσει, πες μου, εσύ που καυχιέσαι για λαμπρές εορτές και, εάν υπάρχει σε σένα σύνεση, με σύνεση, κατά τον Σοφό, αποκρίσου. Πράγματι σε τίποτε, έστω κι αν σιωπάς, πιεζόμενος από τον λόγο. Διότι, εάν σήμερα φωτισθώ και αύριο σκοτισθώ, ή σήμερα ευφρανθώ και αύριο λυπηθώ, ή την ημέρα αυτή έχω υγεία και την επομένη ασθενήσω, ποιο το κέρδος μου; Πες. Ποια είναι η απόλαυση από τα όσα λέχθηκαν; Δεν διάλεξα αυτές τις εορτές, λέγει ο Κύριος. Διότι λέγει «ποιος τα ζήτησε αυτά από τα χέρια σας;» . Δεν νομοθέτησε ο Χριστός να εορτάζουμε έτσι. Αλλά πώς; Άκουε προσεκτικά. Πρώτα θα παραθέσω στο λόγο τις αντιρρήσεις εκείνων που αντιδιατίθενται και λέγουν το εξής ‘Τι λοιπόν; Δεν θα ανάψουμε κεριά και λύχνους; Ούτε θα προσφέρουμε μύρα και θυμίαμα; Δεν θα προσκαλέσουμε λαό για να ψάλλει, ούτε θα συγκεντρώσουμε γνωστούς και φίλους και άρχοντες; Αυτά λέγεις; έτσι’, λέγει, ‘προστάζεις;’. Δεν εννοώ αυτό· μακριά μια τέτοια σκέψη αλλά σε συμβουλεύω και συμφωνώ να τα πραγματοποιείς με μεγάλη αφθονία. Αλλ’ όμως θέλω να γνωρίσεις τον τρόπο και θα σου υποδείξω το ίδιο το μυστήριο της εορτής των πιστών…
     Οι λαμπάδες δηλαδή σού υποδεικνύουν συμβολικώς το νοητό φως. Διότι, όπως ο ναός, αυτός ο περικαλλής οίκος, καταλάμπεται από τις πολλές λαμπάδες, έτσι και ο οίκος της ψυχής σου, ο τιμιότερος αυτού του ναού, οφείλει να φωτίζεται και να λάμπεται νοητώς, να καίγονται δηλαδή μέσα σου δια του θείου πυρός και να φέγγουν όλες οι πνευματικές αρετές, ώστε να μην απομείνει κανένας τόπος σ’ αυτόν άμοιρος φωτός. Τους φωτοειδείς πάλι λογισμούς, τους υπογράφει μέσα σου το πλήθος των καιομένων από το ορατό πυρ λύχνων, ώστε, όπως αυτοί, να λάμπει ο καθένας τους και να μη εναπομείνει σκοτεινός λογισμός στην οικία της ψυχής σου, αλλά να λάμπουν εξ’ ολοκλήρου όλοι καιόμενοι πάντοτε με το πυρ του Πνεύματος, για να μη διακόπτεται ο στεφανοειδής ορμαθός της διακρίσεως των λογισμών σου…
     Τα πλήθη, που συγκεντρώνονται μαζί με σένα και υμνούν μεγαλοφώνως τον Θεό, σου δηλώνουν τα ουράνια τάγματα και τις αναρίθμητες αγγελικές δυνάμεις που ανυμνούν για την σωτηρία σου τον ουράνιο Δεσπότη. Ο αίνος και ο ύμνος, ο μελωδούμενος απ’ αυτά, υπαινίσσεται τον μυστικό εκείνον ύμνο, τον οποίο αναπέμπουν ασιγήτως οι άγιοι άγγελοι, ώστε και συ ο ίδιος να γίνεις έτσι και ως επίγειος άγγελος ν’ ανυμνείς ακατάπαυστα με το άυλο στόμα της καρδιάς σου τον Θεό που σ’ εδημιούργησε μυστικώς. Οι φίλοι πάλι και οι γνωστοί και οι συνοδοί των Αρχόντων με την παρουσία τους σε διδάσκουν ότι πρέπει να γίνεις με την εκτέλεση όλων των εντολών και με τον πλούτο των αρετών συναρίθμιος και ομοδίαιτος με τους Αποστόλους, τους προφήτες, τους μάρτυρες και όλους τους όσιους. Εάν σκέπτεσαι ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο εορτάζεις και έγινες τέτοιος, όπως περιέγραψε ο λόγος, με όσα κάνεις εορτάζοντας, εορτάζεις εορτή πνευματική και συνεορτάζεις με τις άνω αγγελικές δυνάμεις. Εάν όμως δεν συμβαίνει αυτό, ούτε τον εαυτό σου τον έκανες τέτοιον με την εργασία των εντολών, ποιο θα είναι το όφελος για σένα που εορτάζεις; Υπάρχει φόβος μήπως και συ, όπως παλαιά οι Ιουδαίοι, ακούσεις «θα μετατρέψω», λέγει, «τις εορτές σου σε πένθος και θα μεταβάλω την χαρά σου σε λύπη…
     Ας είναι εορτή για σένα, που εορτάζεις με σύνεση και ευσέβεια, όχι το φως των λαμπάδων που σε λίγο σβήνει, αλλά καθαρώς η ίδια η λαμπάδα της ψυχής σου, η οποία συμβολίζει την γνώση των θείων και ουρανίων πραγμάτων, και η οποία χορηγείται από το άγιο Πνεύμα σ’ εκείνον που σκέπτεται όπως ο Ισραήλ. Αυτή ας σου είναι τέτοια, ώστε να λάμπει σ’ όλη σου τη ζωή, να φέγγει για όλους όσους ευρίσκονται στην παγκόσμια οικία πάνω από τις ακτίνες του ήλιου, καθαρό φως του λόγου αρτυμένο με το αλάτι του Πνεύματος , σύμφωνα με την εντολή που λέγει «ας λάμψει το φως σας εμπρός στους ανθρώπους, για να δουν τα καλά σας έργα και να δοξάσουν τον Πατέρα σας που ευρίσκεται στους ουρανούς». Αντί για πολλούς λύχνους ας σου είναι οι φωτοειδείς έννοιες, με τις όποιες υφαίνεται όλος ο κόσμος των αρετών και υποδεικνύεται λαμπρώς, γι’ αυτούς που βλέπουν σωστά, η ποικιλία του πνευματικού ναού και του κάλλους του. Αντί για μύρα και αρώματα, ας σε ευωδιάζει η νοητή ευωδία του αγίου Πνεύματος, της οποίας η οσμή είναι ανέκφραστη και η αναθυμίαση της οσφρήσεως φωτοειδής. Αντί για πλήθος λαού, ας παραστούν μαζί σου τα τάγματα των αγγέλων, ώστε να δοξάζουν για σένα τον Θεό και να χαίρονται πάντοτε για την σωτηρία, την ανάβαση και την προκοπή σου. Άντι φίλων και αρχόντων και βασιλέων, ας συνεορτάζουν και ας επικοινωνούν μαζί σου, ως φίλοι, όλοι οι άγιοι που προσκυνούνται και τιμούνται από αυτούς. Αυτούς να αγαπάς και αυτούς να προτιμάς από όλους, ώστε όταν πεθάνεις να σε υποδεχθούν στις αιώνιες σκηνές τους, όπως ο Αβραάμ υποδέχθηκε στους κόπους του τον Λάζαρο... Αντί πλούσιας από αφθονία εδεσμάτων τράπεζας, ας είναι για σένα μόνον ο ζών άρτος, όχι μόνον ο αισθητός και ορατός, αλλ’ αυτός που είναι στον αισθητό και δι’ αυτού ως αισθητός γίνεται και δίνεται σε σένα, ο ίδιος ο άρτος που κατεβαίνει από τον ουρανό και δίνει ζωή στον κόσμο , τον οποίο όσοι τον τρώγουν όχι μόνο τρέφονται, αλλά και ζωοποιούνται και ζώντας ανασταίνονται ως εκ νεκρών. Αυτό ας είναι για σένα απόλαυση και τρυφή ακόρεστη και αδάπανη. Οίνος πάλι ας είναι, όχι αυτός που βλέπεται, αλλ’ εκείνος βέβαια που φαίνεται ως οίνος, αλλά νοείται ως αίμα Θεού, ανέκφραστο φως, ανείπωτος γλυκασμός, αιώνια ευφροσύνη· αυτόν εάν τον πίνεις αξίως, δεν θα διψάσεις στον αιώνα, αρκεί μόνο να γίνεται με αίσθηση της ψυχής, με ετοιμασία ειρήνης των δυνάμεών της. Και πρόσεχε, παρακαλώ, από εδώ την έννοια των λόγων. Εάν συμμετέχεις σ’ αυτά αισθητικώς και γνωστικώς, τότε συμμετέχεις αξίως· εάν όχι, τρώγεις και πίνεις αναξίως. Εάν μετέλαβες με καθαρή θεωρία εκείνο που μετέλαβες, να λοιπόν έγινες άξιος αυτής της τράπεζας· εάν δεν γίνεις άξιος, δεν θα προσκολληθείς, καθόλου δεν θα ενωθείς με τον Θεό. …
     Εάν λοιπόν εορτάζεις έτσι και έτσι μεταλαμβάνεις τα θεία μυστήρια, όλη σου η ζωή θα είναι μία εορτή, και ούτε εορτή, αλλά αφορμή εορτής και ένα Πάσχα, η μετάβαση και αναχώρηση από τα ορατά προς τα νοητά, όπου κάθε σκιά και κάθε τύπος και τα τωρινά σύμβολα θα καταργηθούν και καθαροί θ’ απολαύσουμε αιωνίως και καθαρώς το καθαρότατο θύμα, μέσα στον Θεό Πατέρα και στο ομοούσιο Πνεύμα, βλέποντας πάντοτε τον Χριστό και βλεπόμενοι από αυτόν, συνυπάρχοντας με τον Χριστό, συμβασιλεύοντας με τον Χριστό, του οποίου τίποτε δεν υπάρχει μεγαλύτερο στην βασιλεία των ουρανών» (ΕΠΕ Φιλοκαλία τόμος 19Γ, σελ.267-271,273-275,277-279,283)

«Αυτός που αγανακτεί για την συνήθη σύναξη και στενοχωρείται και παραλύουν τα μέλη του για το μάκρος των ψαλλομένων ύμνων, αυτός στ’ αλήθεια δεν γνώρισε πόσο γλυκά είναι τα λόγια του Θεού στον λάρυγγα αυτών που τον αγαπούν, και ανώτερα από μελισσόκερο στο στόμα αυτών που τον αναγνωρίζουν. Αλλ’ επειδή είναι όλος σάρκα και έχει σαρκικό φρόνημα και ακόμη πιο σάρκινη την αίσθηση, δεν μπορεί κατά πνευματικό τρόπο να γεύεται αυτά που για δική μας ευεργεσία μας δόθηκαν από τον Θεό, αλλ’ όλα όσα είναι σύμφωνα με το θέλημα του Θεού του φαίνονται πικρά και δεν γνωρίζει το, "γευθείτε και δείτε ότι είναι αγαθός ο Κύριος"» (τ. 19Γ, σελ. 341-3).

«Και περνάει έκτοτε ο καθένας από αυτούς σε κάθε σύναξη με ραθυμία και αμέλεια, και σ’ όσους τον πλησιάζουν και ανέχονται να τον ακούν διηγείται συνεχώς μάταια και γεροντίστικα παραμύθια. Και έτσι χωρίς να αισθάνεται, ή καλύτερα να ειπώ, εισερχόμενος με αδιαφορία στις θείες συνάξεις μαζί με τους θεοσεβείς και πνευματικούς άνδρες, αναχωρεί από εκεί χωρίς ωφέλεια, χωρίς να αισθάνεται να γίνεται σ’ αυτόν καμμία τελείως αλλαγή προς το καλύτερο, αλλαγή που δίδεται από τον Θεό με την κατάνυξη σ’ όσους αγωνίζονται, θεωρώντας αυτό μόνο ότι του είναι αρκετό, το να μην απουσιάζει από τις καθορισμένες συνάξεις (εννοώ τον όρθρο, τον εσπερινό και τις ψαλλόμενες ώρες) και αντιμετωπίζοντας με τέτοια αδιαφορία την κατόρθωση των αρετών και την τελειοποίηση ως προς την αύξηση της κατά Χριστόν ηλικίας» (τ. 19Γ, σ. 379).

«Εάν είναι δυνατό, κανείς σας να μη παρέλθει χωρίς δάκρυα την ακολουθία και την ανάγνωση. …Διότι, βιάζοντας τον εαυτό σου να μην περνάς χωρίς δάκρυα την κανονισμένη ακολουθία της εκκλησίας, αποκτάς τη συνήθεια αυτού του καλού και η ψυχή σου τρέφεται με την ίδια τη στιχολογία και τα τροπάρια που ψάλλεις, αποδεχόμενη μέσα της τα θεία νοήματά τους, και ο νους σου αναβιβάζεται με τα λεγόμενα προς τα νοητά, και δακρύζοντας γλυκά, διάγεις στην εκκλησία σαν στον ίδιο τον ουρανό μαζί με τις άνω δυνάμεις» (τ. 19Δ, σ. 317).

«Στάσου (στη Θ. Λειτουργία) γεμάτος τρόμο, σαν να βλέπεις τον Υιό του Θεού να θυσιάζεται για σένα. Και εάν είσαι άξιος και πάρεις άδεια γι’ αυτό, πήγαινε με φόβο και χαρά να κοινωνήσεις τα απόρρητα αγαθά» (τ.19Δ, σ.321).

«Βγαίνοντας από την εκκλησία να μη αρχίσετε να ονειροπολείτε σε μάταια και ανωφελή πράγματα, για να μη συμβεί, ερχόμενος ο διάβολος και βρίσκοντάς σας απασχολημένους με αυτά, όπως ακριβώς κάποια κορώνη αρπάζει τον κόκκο του σιταριού από το χωράφι προτού αυτός καλυφθεί κάτω από το χώμα και πετάει, να αρπάξει έτσι κι αυτός από την καρδιά σας τη μνήμη αυτών των λόγων της κατηχήσεως και μείνετε πάλι άδειοι και κενοί από τη σωτήρια διδασκαλία» (τ. 19Δ, σ. 415).

«Ως που να χτυπήσει το σήμαντρο. Τότε μαζί με όλους πήγαινε στη σύναξη και στάσου στον ναό γεμάτος τρόμο, σαν να βρίσκεσαι στον ουρανό μαζί με τους αγγέλους, θεωρώντας τον εαυτό σου ανάξιο να παραβρίσκεται ακόμα κι εκεί μαζί με τους αδελφούς. Κι ενώ στέκεσαι, πρόσεχε τον εαυτό σου, ώστε να μη κοιτάζεις εδώ κι εκεί και περιεργάζεσαι τους αδελφούς, πώς δηλαδή στέκεται ο καθένας ή πώς ψάλλει, αλλά πρόσεχε μόνον τον εαυτό σου, την ψαλμωδία και τις αμαρτίες σου. Να θυμάσαι επίσης και την προσευχή μέσα στο κελί, μη σκεφθείς μέσα στη σύναξη απολύτως κανένα αργό λόγο και μη βγεις από εκεί πριν από την τελευταία προσευχή» (τ.19Δ, σ. 427).

(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)

(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)

Η ΙΕΡΑ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΟΥ ΕΣΠΕΡΙΝΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΟΡΘΡΟΥ ΤΗΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ

ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ Η ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΣΤΑ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ.Μετάφραση: αρχιμ. Νικόλαος Πουλάδας

Επιπροσθέτως:

Η μετάφραση των Καταβασιών του Όρθρου από τον Σεβ. Μητροπολίτη Νέας Σμύρνης κ. Συμεών

Η μετάφραση των αναγνωσμάτων της Παλαιάς Διαθήκης σε μετάφραση του Ι. Κολιτσάρα

Η μετάφραση του Ευαγγελίου του Όρθρου από την Ελληνική Βιβλική Εταιρία

ΕΝ ΤΩ ΜΕΓΑΛΩ ΕΣΠΕΡΙΝΩ

Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν, πάντοτε, νῦν, καὶ ἀεί, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Δεῦτε, προσκυνήσωμεν καὶ προσπέσωμεν τῷ βασιλεῖ ἡμῶν Θεῷ.

Δεῦτε, προσκυνήσωμεν καὶ προσπέσωμεν Χριστῷ, τῷ βασιλεῖ ἡμῶν Θεῷ.

Δεῦτε, προσκυνήσωμεν καὶ προσπέσωμεν αὐτῷ Χριστῷ, τῷ βασιλεῖ καὶ Θεῷ ἡμῶν.

Ψαλμὸς 103

   Εὐλόγει, ἡ ψυχή μου, τὸν Κύριον. Κύριε ὁ Θεός μου, ἐμεγαλύνθης σφόδρα, ἐξομολόγησιν καὶ μεγαλοπρέπειαν ἐνεδύσω

ἀναβαλλόμενος φῶς ὡς ἱμάτιον, ἐκτείνων τὸν οὐρανὸν ὡσεὶ δέρριν·

ὁ στεγάζων ἐν ὕδασι τὰ ὑπερῷα αὐτοῦ, ὁ τιθεὶς νέφη τὴν ἐπίβασιν αὐτοῦ, ὁ περιπατῶν ἐπὶ πτερύγων ἀνέμων·

ὁ ποιῶν τοὺς ἀγγέλους αὐτοῦ πνεύματα καὶ τοὺς λειτουργοὺς αὐτοῦ πυρὸς φλόγα.

ὁ θεμελιῶν τὴν γῆν ἐπὶ τὴν ἀσφάλειαν αὐτῆς, οὐ κλιθήσεται εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος.

ἄβυσσος ὡς ἱμάτιον τὸ περιβόλαιον αὐτοῦ, ἐπὶ τῶν ὀρέων στήσονται ὕδατα·

ἀπὸ ἐπιτιμήσεώς σου φεύξονται, ἀπὸ φωνῆς βροντῆς σου δειλιάσουσιν.

ἀναβαίνουσιν ὄρη καὶ καταβαίνουσι πεδία εἰς τὸν τόπον ὃν ἐθεμελίωσας αὐτά·

ὅριον ἔθου, ὃ οὐ παρελεύσονται, οὐδὲ ἐπιστρέψουσι καλύψαι τὴν γῆν.

ὁ ἐξαποστέλλων πηγὰς ἐν φάραγξιν, ἀνὰ μέσον τῶν ὀρέων διελεύσονται ὕδατα·

ποτιοῦσι πάντα τὰ θηρία τοῦ ἀγροῦ, προσδέξονται ὄναγροι εἰς δίψαν αὐτῶν·

ἐπ᾿ αὐτὰ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατασκηνώσει, ἐκ μέσου τῶν πετρῶν δώσουσι φωνήν.

ποτίζων ὄρη ἐκ τῶν ὑπερῴων αὐτοῦ, ἀπὸ καρποῦ τῶν ἔργων σου χορτασθήσεται ἡ γῆ.

ὁ ἐξανατέλλων χόρτον τοῖς κτήνεσι καὶ χλόην τῇ δουλείᾳ τῶν ἀνθρώπων τοῦ ἐξαγαγεῖν ἄρτον ἐκ τῆς γῆς·

καὶ οἶνος εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου τοῦ ἱλαρῦναι πρόσωπον ἐν ἐλαίῳ, καὶ ἄρτος καρδίαν ἀνθρώπου στηρίζει.

χορτασθήσονται τὰ ξύλα τοῦ πεδίου, αἱ κέδροι τοῦ Λιβάνου, ἃς ἐφύτευσας.

ἐκεῖ στρουθία ἐννοσσεύσουσι, τοῦ ἐρωδιοῦ ἡ οἰκία ἡγεῖται αὐτῶν.

ὄρη τὰ ὑψηλὰ ταῖς ἐλάφοις, πέτρα καταφυγὴ τοῖς λαγωοῖς.

ἐποίησε σελήνην εἰς καιρούς, ὁ ἥλιος ἔγνω τὴν δύσιν αὐτοῦ.

ἔθου σκότος, καὶ ἐγένετο νύξ· ἐν αὐτῇ διελεύσονται πάντα τὰ θηρία τοῦ δρυμοῦ.

σκύμνοι ὠρυόμενοι τοῦ ἁρπάσαι καὶ ζητῆσαι παρὰ τῷ Θεῷ βρῶσιν αὐτοῖς.

ἀνέτειλεν ὁ ἥλιος, καὶ συνήχθησαν καὶ εἰς τὰς μάνδρας αὐτῶν κοιτασθήσονται.

ἐξελεύσεται ἄνθρωπος ἐπὶ τὸ ἔργον αὐτοῦ καὶ ἐπὶ τὴν ἐργασίαν αὐτοῦ ἕως ἑσπέρας.

ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα σου, Κύριε· πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας, ἐπληρώθη ἡ γῆ τῆς κτίσεώς σου.

αὕτη ἡ θάλασσα ἡ μεγάλη καὶ εὐρύχωρος, ἐκεῖ ἑρπετά, ὧν οὐκ ἔστιν ἀριθμός, ζῷα μικρὰ μετὰ μεγάλων·

ἐκεῖ πλοῖα διαπορεύονται, δράκων οὗτος, ὃν ἔπλασας ἐμπαίζειν αὐτῇ.

πάντα πρὸς σὲ προσδοκῶσι, δοῦναι τὴν τροφὴν αὐτῶν εἰς εὔκαιρον.

δόντος σου αὐτοῖς συλλέξουσιν,

Ψάλλονται τα ΑΝΟΙΞΑΝΤΑΡΙΑ

   Ανοίξαντός σου την χείρα, τα σύμπαντα πλησθήσονται χρηστότητας, αποστρέψαντος δε σου το πρόσωπον ταραχθήσονται. (Δόξα Σοι ο Θεός Αλληλούια)

   Αντανελείς το πνεύμα αυτών και εκλείψουσι, και εις τον χουν αυτών έπιστρέψουσιν (Δόξα Σοι ο Θεός Αλληλούια)

   Εξαποστελείς το πνεύμα σου και κτισθήσονται, καί ανακαινιείς το πρόσωπον της γης (Δόξα Σοι Πάτερ, Δόξα Σοι Υιέ, Δόξα Σοι το Πνεύμα το Άγιον Δόξα Σοι ο Θεός Αλληλούια)

   Ήτω η δόξα Κυρίου εις τους αιώνας· ευφρανθήσεται Κύριος επί τοις έργοις αυτού (Δόξα Σοι Άγιε, Δόξα Σοι Κύριε, Δόξα Σοι Βασιλεύ Ουράνιε, Δόξα Σοι ο Θεός Αλληλούια)

   Ο επιβλέπων επί την γην και ποιών αυτήν τρέμειν, ο απτόμενος των ορέων και καπνίζονται (Δόξα Σοι Άγιε, Δόξα Σοι Κύριε, Δόξα Σοι Βασιλεύ Ουράνιε, Δόξα Σοι το Πνεύμα το Άγιον, Δόξα Σοι ο Θεός Αλληλούια )

   Άσω τω Κυρίω εν τη ζωή μου, ψαλώ τω Θεώ μου έως υπάρχω (Δόξα Σοι Τρισυπόστατε Θεότης, Πάτερ, Υιέ και Πνεύμα, Σε προσκυνούμεν και δοξάζομεν, Δόξα Σοι ο Θεός Αλληλούια).

   Ηδυνθείη αυτώ η διαλογή μου, εγώ δε ευφρανθήσομαι επί τω Κυρίω (Δόξα Σοι Πάτερ άναρχε, Δόξα Σοι Υιέ συνάναρχε, Δόξα Σοι το Πνεύμα το Άγιον, το ομοούσιον και ομόθρονον, Τριάς Αγία Δόξα Σοι, Δόξα Σοι ο Θεός Αλληλούια).

   Εκλείποιεν αμαρτωλοί από της γης και άνομοι, ώστε μη υπάρχειν αυτούς (Δόξα Σοι Πάτερ, Δόξα Σοι Υιέ, Δόξα Σοι το Πνεύμα το Άγιον, Τριάς Αγία Δόξα Σοι, Δόξα Σοι ο Θεός Αλληλούια).

   Ευλόγει, η ψυχή μου, τον Κύριον ο ήλιος έγνω την δύσιν αυτού, έθου σκότος και εγένετο νυξ (Δόξα Σοι Βασιλεύ επουράνιε, Δόξα Σοι Παντοκράτωρ συν Υιώ και Πνεύματι, Δόξα σοι ο Θεός Αλληλούια)

   Ως εμεγαλύνθη τα έργα Σου Κύριε, πάντα εν σοφία εποίησας (Δόξα Σοι Πάτερ αγέννητε, Δόξα Σοι Υιέ γεννητέ, Δόξα Σοι το Πνεύμα το Άγιον, το εκ του Πατρός εκπορευόμενον και εν Υιώ αναπαυόμενον, Τριάς Αγία Δόξα Σοι, Δόξα Σοι ο Θεός Αλληλούια )

Δόξα Πατρί και Υιώ και Αγίω Πνεύματι. Kαι νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων αμήν

   Αλληλούια, Αλληλούια, Αλληλούια, Δόξα Σοι ο Θεός αλληλούια (δις)

Αλληλούια, Αλληλούια, Αλληλούια, Δόξα Σοι ο Θεός ημών ΔΟΞΑ ΣΟΙ.

Ο Διάκονος τις αιτήσεις… και ο ιερέας την εκφώνηση… Έπειτα ψάλλουμε σε ήχο Δ΄ :

     Κύριε ἐκέκραξα πρὸς σέ, εἰσάκουσόν μου, εἰσάκουσόν μου, Κύριε. Κύριε, ἐκέκραξα πρὸς σέ, εἰσάκουσόν μου πρόσχες τῇ φωνῇ τῆς δεήσεώς μου, ἐν τῷ κεκραγέναι με πρὸς σὲ εἰσάκουσόν μου, Κύριε.

   Κύριε, φώναξα δυνατά προς Εσένα, άκουσέ με καλά, άκουσέ με Κύριε. Κύριε, φώναξα δυνατά προς Εσένα, άκουσέ με. Πρόσεξε στη φωνή της δέησής μου, την ώρα που κραυγάζω προς Εσένα, άκουσέ με Κύριε.

     Κατευθυνθήτω ἡ προσευχή μου, ὡς θυμίαμα ἐνώπιόν σου, ἔπαρσις τῶν χειρῶν μου θυσία ἑσπερινὴ εἰσάκουσόν μου, Κύριε.

   Ας κατευθυνθεί η προσευχή μου μπροστά Σου σαν θυμίαμα. Η ανύψωση των χεριών μου (ας γίνει δεκτή) σαν εσπερινή θυσία. Άκουσέ με, Κύριε.

Στίχ. Ἐὰν ἀνομίας παρατηρήσῃς, Κύριε, Κύριε τίς ὑποστήσεται; ὅτι παρὰ σοὶ ὁ ἱλασμός ἐστιν.

Κύριε, Κύριε, εάν εξετάσεις αμαρτίες, ποιος μπορεί να σταθεί; (παίρνω όμως το θάρρος) γιατί σε σένα υπάρχει η συγχώρεση.

Ἦχος δ' Κοσμᾶ Μοναχοῦ

   Πρὸ τοῦ σοῦ Σταυροῦ Κύριε, ὄρος οὐρανὸν ἐμιμεῖτο, νεφέλη ὡς σκηνὴ ἐφηπλοῦτο. Σοῦ μεταμορφουμένου, ὑπὸ Πατρὸς δὲ μαρτυρουμένου, παρῆν ὁ Πέτρος σὺν Ἰακώβῳ καὶ Ἰωάννῃ, ὡς μέλλοντες συνεῖναί σοι, καὶ ἐν τῷ καιρῷ τῆς παραδόσεώς σου, ἵνα θεωρήσαντες τὰ θαυμάσιά σου, μὴ δειλιάσωσι τὰ παθήματά σου, ἃ προσκυνῆσαι ἡμᾶς, ἐν εἰρήνῃ καταξίωσον, διὰ τὸ μέγα σου ἔλεος.

   Πριν το Σταυρό σου Κύριε, το βουνό μιμούνταν τον ουρανό, το σύννεφο απλωνόταν σαν σκηνή. Όταν εσύ μεταμορφωνόσουν και έδινε για σένα μαρτυρία ο Πατέρας, ήταν παρόντες ο Πέτρος μαζί με τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, επειδή επρόκειτο να είναι μαζί σου και στον καιρό της παράδοσής σου, έτσι ώστε, αφού δουν τα θαυμάσιά σου, να μην δειλιάσουν στα παθήματά σου, τα οποία καταξίωσέ μας να προσκυνήσουμε με ειρήνη, εξαιτίας του μεγάλου σου ελέους.

Στίχ. Ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός σου ὑπέμεινά σε, Κύριε, ὑπέμεινεν ἡ ψυχή μου εἰς τὸν λόγον σου, ἤλπισεν ἡ ψυχή μου ἐπὶ τὸν Κύριον.

Για το όνομά σου, σε περιμένω, Κύριε. Περιμένει η ψυχή μου την υπόσχεσή σου. Στήριξε η ψυχή μου την ελπίδα στον Κύριο.

Το ίδιο…

Στίχ. Ἀπὸ φυλακῆς πρωΐας μέχρι νυκτός, ἀπὸ φυλακῆς πρωΐας ἐλπισάτω Ἰσραὴλ ἐπὶ τὸν Κύριον.

Από τα χαράματα μέχρι το βράδυ, από τα χαράματα, ας ελπίζει στον Κύριο ο Ισραηλιτικός λαός

   Πρὸ τοῦ Σταυροῦ σου Κύριε, παραλαβὼν τοὺς Μαθητὰς εἰς ὄρος ὑψηλόν, μετεμορφώθης ἔμπροσθεν αὐτῶν, ἀκτῖσι δυνάμεως καταυγάζων αὐτούς, ἔνθεν φιλανθρωπίᾳ, ἐκεῖθεν ἐξουσίᾳ, δεῖξαι βουλόμενος τῆς Ἀναστάσεως τὴν λαμπρότητα, ἧς καὶ ἡμᾶς ὁ Θεός, ἐν εἰρήνῃ καταξίωσον, ὡς ἐλεήμων καὶ φιλάνθρωπος.

   Πριν το Σταυρό σου Κύριε, αφού πήρες μαζί σου τους μαθητές σε βουνό ψηλό, μεταμορφώθηκες μπροστά τους, φωτίζοντάς τους με τις ακτίνες της δύναμής σου, φανερώνοντας από εδώ φιλανθρωπία, από εκεί εξουσία, θέλοντας να δείξεις τη λαμπρότητα της Ανάστασης, της οποίας αξίωσε και εμάς, Θεέ μας, με ειρήνη, σαν εύσπλαχνος και φιλάνθρωπος που είσαι.

Στίχ. Ὅτι παρὰ τῷ Κυρίῳ τὸ ἔλεος, καὶ πολλὴ παρ' αὐτῷ, λύτρωσις καὶ αὐτὸς λυτρώσεται τὸν Ἰσραὴλ ἐκ πασῶν τῶν ἀνομιῶν αὐτοῦ.

Διότι στον Κύριο υπάρχει το έλεος και πολλή σε αυτόν λύτρωση· και αυτός θα λυτρώσει τον Ισραήλ από όλες τις ανομίες του.

Το ίδιο….

Στίχ. Αἰνεῖτε τὸν Κύριον πάντα τὰ ἔθνη, ἐπαινέσατε αὐτόν, πάντες οἱ λαοί.

Δοξολογείτε τον Κύριο όλα τα έθνη, επαινέστε Τον όλοι οι λαοί.

     Εἰς ὄρος ὑψηλὸν μεταμορφωθεὶς ὁ Σωτήρ, τοὺς κορυφαίους ἔχων τῶν Μαθητῶν, ἐνδόξως ἐξέλαμψας, δηλῶν, ὅτι οἱ τῷ ὕψει τῶν ἀρετῶν διαπρέψαντες, καὶ τῆς ἐνθέου δόξης ἀξιωθήσονται. Συλλαλοῦντες δὲ τῷ Χριστῷ, Μωϋσῆς καὶ Ἠλίας ἐδείκνυον, ὅτι ζώντων καὶ νεκρῶν κυριεύει, καὶ ὁ πάλαι διὰ νόμου, καὶ Προφητῶν λαλήσας ὑπῆρχε Θεός, ᾧ καὶ φωνὴ τοῦ Πατρός, ἐκ νεφέλης φωτεινῆς, ἐμαρτύρει λέγουσα· Αὐτοῦ ἀκούετε, τοῦ διὰ Σταυροῦ τόν, Ἅδην σκυλεύσαντος, καὶ νεκροῖς δωρουμένου, ζωήν τὴν αἰώνιον.

   Όταν μεταμορφώθηκες σε βουνό ψηλό, Σωτήρα μας, έχοντας τους κορυφαίους των μαθητών, έλαμψες με δόξα, φανερώνοντας, ότι αυτοί που διέπρεψαν στο ύψος των αρετών, θα αξιωθούν να πάρουν και τη θεϊκή δόξα. Συζητώντας επίσης με το Χριστό, ο Μωϋσής και ο Ηλίας έδειχναν, ότι κυριεύει σε ζωντανούς και νεκρούς και ότι αυτός ήταν ο Θεός που παλαιότερα μίλησε μέσω του νόμου και των Προφητών, για τον οποίο και η φωνή του Πατέρα, από σύννεφο φωτεινό, έδινε μαρτυρία λέγοντας· Αυτόν να ακούτε, ο οποίος μέσω του Σταυρού αιχμαλώτισε τον Άδη και δίνει ως δώρο στους νεκρούς την αιώνια ζωή.

Στίχ. Ὅτι ἐκραταιώθη τὸ ἔλεος αὐτοῦ ἐφ' ἡμᾶς, καὶ ἡ ἀλήθεια τοῦ Κυρίου μένει εἰς τὸν αἰῶνα.

Διότι δείχτηκε δυνατό το έλεός του σε εμάς και η αλήθεια του Κυρίου μένει αιώνια

   Ὄρος τὸ ποτὲ ζοφῶδες καὶ καπνῶδες, νῦν τίμιον καὶ ἅγιόν ἐστιν, ἐν ᾧ οἱ πόδες σου ἔστησαν Κύριε· πρὸ αἰώνων γὰρ κεκαλυμμένον μυστήριον, ἐπ' ἐσχάτων ἐφανέρωσεν ἡ φρικτή σου Μεταμόρφωσις, Πέτρῳ Ἰωάννῃ καὶ Ἰακώβῳ, οἵτινες τὴν ἀκτῖνα τοῦ προσώπου σου μὴ φέροντες, καὶ τὴν λαμπρότητα τῶν χιτώνων σου, ἐπὶ πρόσωπον, εἰς γῆν κατεβαρύνοντο, οἳ καὶ τῇ ἐκστάσει συνεχόμενοι, ἐθαύμαζον βλέποντες, Μωϋσῆν καὶ Ἠλίαν συλλαλοῦντάς σοι τὰ μέλλοντα συμβαίνειν σοι, καὶ φωνὴ ἐκ τοῦ Πατρός, ἐμαρτύρει λέγουσα· Οὗτός ἐστιν ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησᾳ, αὐτοῦ ἀκούετε, ὃς τις καὶ δωρεῖται τῷ κόσμῳ τὸ μέγα ἔλεος.

   Το βουνό (Σινά) που άλλοτε (στην παράδοση των 10 εντολών) ήταν σκοτεινό και καπνισμένο, τώρα είναι τίμιο και άγιο, στο οποίο στάθηκαν τα πόδια σου Κύριε· διότι το προαιώνιο καλυμμένο μυστήριο, στους τελευταίος καιρούς το φανέρωσε η φρικτή σου Μεταμόρφωση, στον Πέτρο, τον Ιωάννη και τον Ιάκωβο, που μη μπορώντας να αντέξουν την ακτίνα του προσώπου σου και την λαμπρότητα των χιτώνων σου, έπεφταν με το πρόσωπο στη γη, οι οποίοι και κυριευμένοι από την έκσταση, θαύμαζαν βλέποντας τον Μωϋσή και τον Ηλία να συζητούν με σένα για όσα επρόκειτο να σου συμβούν· και φωνή από τον Πατέρα έδινε μαρτυρία λέγοντας· Αυτός είναι ο γιος μου ο αγαπητός στον οποίο ευαρεστήθηκα, αυτόν να ακούτε, ο οποίος και δίνει στον κόσμο το μέγα έλεος.

Δόξα... Καὶ νῦν... Ἦχος πλ. β' Ἀνατολίου

   Προτυπῶν τὴν Ἀνάστασιν τὴν σήν, Χριστὲ ὁ Θεός, τότε παραλαμβάνεις τοὺς τρεῖς σου μαθητάς, Πέτρον καὶ Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην, ἐν τῷ Θαβὼρ ἀνελθών. Σοῦ δὲ Σωτήρ μεταμορφουμένου, τὸ Θαβώριον ὄρος φωτὶ ἐσκέπετο. Οἱ Μαθηταί σου Λόγε, ἔρριψαν ἑαυτοὺς ἐν τῷ ἐδάφει τῆς γῆς, μὴ φέροντες ὁρᾶν, τὴν ἀθέατον μορφήν, Ἄγγελοι διηκόνουν φόβῳ καὶ τρόμῳ, οὐρανοὶ ἔφριξαν, γῆ ἐτρόμαξεν, ὁρῶντες ἐπὶ γῆς, τῆς δόξης τὸν Κύριον.

   Προτυπώνοντας την Ανάστασή σου, Χριστέ ο Θεός μας, τότε παίρνεις μαζί σου τους τρεις σου μαθητές, τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, όταν ανέβηκες στο Θαβώρ. Καθώς λοιπόν μεταμορφωνόσουν, Σωτήρα, το όρος Θαβώρ σκεπαζόταν από φως. Οι Μαθητές σου, Λόγε, έριξαν τους εαυτούς τους στο έδαφος της γης, μη μπορώντας να βλέπουν την αθέατη μορφή· Άγγελοι υπηρετούσαν με φόβο και τρόμο, οι ουρανοί έφριξαν, η γη τρόμαξε, βλέποντας πάνω στη γη, τον Κύριο της δόξας.

     Εἴσοδος, Σοφία Ὀρθοί ! (Ο Χριστός) είναι Σοφία. (Σηκωθείτε) όρθιοι.

   Φῶς ἱλαρὸν ἁγίας δόξης, ἀθανάτου Πατρός, οὐρανίου, ἁγίου, μάκαρος, Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλθόντες ἐπὶ τὴν ἡλίου δύσιν, ἰδόντες φῶς ἑσπερινόν, ὑμνοῦμεν Πατέρα, Υἱόν, καὶ ἅγιον Πνεῦμα Θεόν. Ἄξιόν σε ἐν πᾶσι καιροῖς, ὑμνεῖσθαι φωναῖς αἰσίαις, Υἱὲ Θεοῦ, ζωὴν ὁ διδούς, Διὸ ὁ κόσμος σὲ δοξάζει.

   Ιησού Χριστέ το γλυκό φως της αγίας δόξας του αθάνατου Πατέρα, του ουρανίου, του αγίου, του μακαριστού, αφού ήλθαμε με τη δύση του ηλίου και είδαμε το φως του δειλινού, υμνούμε τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, τον (τριαδικό) Θεό. Σου αξίζει σε κάθε καιρό να υμνείσαι με χαρούμενες φωνές Υιέ του Θεού. Γι΄αυτό ο κόσμος σε δοξάζει.

Προκείμενον ἡμέρας, καὶ τὰ Ἀναγνώσματα.

Τῆς Ἐξόδου τὸ Ἀνάγνωσμα

   Εἶπε Κύριος πρὸς Μωϋσῆν· Ἀνάβηθι πρὸς με εἰς τὸ ὄρος, καὶ στῆθι ἐκεῖ, καὶ δώσω σοι τὰ πυξία τὰ λίθινα, τὸν νόμον καὶ τὰς ἐντολάς, ἃς ἔγραψα νομοθετῆσαι αὐτοῖς. Καὶ ἀναστὰς Μωϋσῆς, καὶ Ἰησοῦς ὁ παρεστηκὼς αὐτῷ, ἀνέβησαν ἐπὶ τὸ ὄρος τοῦ Θεοῦ. Καὶ τοῖς πρεσβυτέροις εἶπεν· Ἡσυχάσατε αὐτοῦ, ἕως ἂν ἐπιστρέψωμεν πρὸς ὑμᾶς· καὶ ἰδοὺ Ἀαρὼν καὶ Ὤρ μεθ' ὑμῶν, ἐὰν τινι συμβῇ κρίσις, προσπορευέσθωσαν αὐτοῖς.

   Καὶ ἀνέβη Μωϋσῆς εἰς τὸ ὄρος· καὶ ἐκάλυψεν ἡ νεφέλη τὸ ὄρος, καὶ κατέβη ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τὸ ὄρος τὸ Σινᾶ, καὶ ἐκάλυψεν αὐτὸ ἡ νεφέλη ἓξ ἡμέρας, καὶ ἐκάλεσε Κύριος τὸν Μωϋσῆν τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ ἐκ μέσου τῆς νεφέλης. Τὸ εἶδος τῆς δόξης τοῦ Κυρίου, ὡσεὶ πῦρ φλέγον ἐπὶ τῆς κορυφῆς τοῦ ὄρους, ἐναντίον τῶν υἱῶν Ἰσραήλ. Καὶ εἰσῆλθε Μωϋσῆς εἰς τὸ μέσον τῆς νεφέλης, καὶ ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος, καὶ ἦν ἐν τῷ ὄρει τεσσαράκοντα ἡμέρας καὶ τεσσαράκοντα νύκτας.

   Είπε ο Κυριος προς τον Μωϋσήν· “ανέβα προς εμέ στο υψηλότερον μέρος του όρους και μείνε εκεί. Θα σου δώσω τας λιθίνας πλάκας, εις τας οποίας είναι γραμμένος ο νόμος και αι εντολαί μου, τας οποίας έγραψα ως νομοθεσίαν δια τους Ισραηλίτας”. Ηγέρθη ο Μωϋσής και ο ακόλουθος αυτού Ιησούς του Ναυή και ανέβησαν στο υψηλότερον μέρος του όρους του Θεού. Εις δε τους πρεσβυτέρους είπαν· “μείνατε ήσυχοι στο μέρος αυτό, έως ότου επιστρέψωμεν προς σας. Ο Ααρών και ο Ωρ ιδού είναι μαζή σας. Εάν συμβή καμμιά διαφορά, κανένα ζήτημα εις Ισραηλίτην, ας πορευθούν αυτοί προς εκείνους δια να εξομαλύνουν την διαφοράν”.

Ο Μωϋσής και ο Ιησούς του Ναυή ανέβησαν στο όρος και η νεφέλη εσκέπασεν αυτό. Κατέβη ως λάμψις η δόξα του Θεού στο όρος Σινά και εσκέπασεν αυτό η νεφέλη επί εξ ημέρας. Την εβδόμην ημέραν ο Κυριος μέσα από την νεφέλην εκάλεσε τον Μωϋσήν. Το είδος της δόξης του Κυρίου ήτο σαν πυρ που εκπέμπει συνεχώς φλόγας επάνω εις την κορυφήν του όρους, ορατόν από όλους τους Ισραηλίτας. Ο Μωϋσής, κατόπιν της προσκλήσεως του Θεού, εισήλθε μέσα εις την νεφέλην, ανέβη στο υψηλότερον σημείον του όρους και ήτο εκεί τεσσαράκοντα ημερονύκτια.

Τῆς Ἐξόδου τὸ Ἀνάγνωσμα

   Ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωϋσῆν ἐνώπιος ἐνωπίῳ, ὡς εἴ τις λαλήσει πρὸς τὸν ἑαυτοῦ φίλον, καὶ ἀπελύετο εἰς τὴν παρεμβολήν, ὁ δὲ θεράπων Ἰησοῦς υἱὸς Ναυῆ νέος, οὐκ ἐξεπορεύετο ἐκ τῆς σκηνῆς. Καὶ εἶπε Μωϋσῆς πρὸς Κύριον· ἰδοὺ σὺ μοι λέγεις. Ἀνάγαγε τὸν λαὸν τοῦτον, σὺ δὲ οὐκ ἐδήλωσάς μοι, ὃν συναποστελεῖς μέτ' ἐμοῦ, σὺ δὲ μοι εἶπας· Οἶδάς σε παρὰ πάντας, καὶ χάριν ἔχεις παρ' ἐμοί. Εἰ οὖν εὕρηκα χάριν ἐναντίον σου, ἐμφάνισόν μοι σεαυτόν, ἵνα γνωστῶς ἴδω σε, ὅπως ἂν ὦ εὑρηκὼς χάριν ἐνώπιόν σου, καί, ἵνα γνῶ, ὅτι λαός σου τὸ ἔθνος τὸ μέγα τοῦτο. Καὶ λέγει αὐτῷ Κύριος· Ἐγὼ αὐτὸς προπορεύσομαί σου, καὶ καταπαύσω σε. Καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν· Εἰμὴ σὺ αὐτὸς συμπορεύῃ μεθ' ἡμῶν, μὴ μὲ ἀναγάγῃς ἐντεῦθεν. Καὶ πῶς γνωστὸν ἔσται ἀληθῶς, ὅτι εὕρηκα χάριν παρὰ σοὶ ἐγώ τε καὶ ὁ λαός σου, ἀλλ' ἢ συμπορευομένου σου μεθ' ἡμῶν; καὶ ἐνδοξασθησόμεθα ἐγώ τε καὶ ὁ λαός σου παρὰ πάντα τὰ Ἔθνη, ὅσα ἂν ἐπὶ τῆς γῆς ἐστιν. Εἶπε δὲ Κύριος πρὸς Μωϋσῆν· Καὶ τοῦτόν σοι τὸν λόγον, ὃν εἴρηκας, ποιήσω· εὕρηκας γὰρ χάριν ἐνώπιον ἐμοῦ, καὶ οἶδά σε παρὰ πάντας. Καὶ λέγει Μωϋσῆς· Δεῖξόν μοι τὴν σεαυτοῦ δόξαν. Καὶ εἶπεν· Ἐγὼ παρελεύσομαι πρότερός σου τῇ δόξῃ μου, καὶ καλέσω τῷ ὀνόματί μου, Κύριος ἐναντίον σου, καὶ ἐλεήσω, ὃν ἂν ἐλεῶ, καὶ οἰκτιρήσω ὃν ἂν οἰκτίρω. Καὶ εἶπεν· Οὐ δυνήσῃ ἰδεῖν τὸ πρόσωπόν μου· οὐ γὰρ μὴ ἴδῃ ἄνθρωπος τὸ πρόσωπόν μου καὶ ζήσεται.

Καὶ εἶπε Κύριος· Ἰδοὺ τόπος παρ' ἐμοί, καὶ στῆθι ἐπὶ τῆς πέτρας. Ἡνίκα δ' ἂν παρέλθῃ ἡ δόξα μου, καὶ θήσω σε εἰς ὀπὴν τῆς πέτρας, καὶ σκεπάσω τῇ χειρί μου ἐπὶ σέ, ἕως ἂν παρέλθω, καὶ ἀφελῶ τὴν χεῖρά μου, καὶ τότε ὄψει τὰ ὀπίσω μου, τὸ δὲ πρόσωπόν μου οὐκ ὀφθήσεταί σοι. Καὶ ὀρθρίσας Μωϋσῆς τὸ πρωΐ, ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος τὸ Σινᾶ, καθὰ συνέταξεν αὐτῷ Κύριος. Καὶ κατέβη Κύριος ἐν νεφέλῃ καὶ παρέστη αὐτῷ ἐκεῖ, καὶ ἐκάλεσε τῷ ὀνόματι Κυρίου, καὶ παρῆλθε Κύριος πρὸ προσώπου αὐτοῦ καὶ ἐκάλεσε· Κύριος ὁ Θεὸς οἰκτίρμων καὶ ἐλεήμων μακρόθυμος, καὶ πολυέλεος, καὶ ἀληθινος. Καὶ σπεύσας Μωϋσῆς, κύψας ἐπὶ τὴν γῆν, προσεκύνησε τῷ Κυρίῳ.

   Μίλησεν ο Κυριος προς τον Μωϋσήν κατά τρόπον προσωπικόν και οικείον, όπως ομιλεί κανείς προς τον φίλον του. Οταν ο Μωϋσής, αναχωρών από την σκηνήν του, επεσκέπτετο το στρατόπεδον, ο Ιησούς, ο υιός του Ναυή, νέος που τον υπηρέτει, δεν εξήρχετο από την σκηνήν, αλλά έμενε μέσα εις αυτήν. Είπε δε ο Μωϋσής προς τον Κυριον· “ιδού, συ μου λέγεις· Οδήγησε τον λαόν αυτόν. Αλλά συ δεν μου εφανέρωσες, ποίος είναι εκείνος, τον οποίον θα αποστείλης μαζή μου. Συ μου είπες· Γνωρίζω ότι συ είσαι από όλους τους ανθρώπους ο πλέον εκλεκτός και δι' αυτό έχεις την αγάπην μου και την εύνοιάν μου. Εάν λοιπόν ευρήκα χάριν ενώπιόν σου, φανέρωσε εις εμέ τον εαυτόν σου κατά ένα τρόπον αισθητόν, δια να σε ίδω με τα ίδια μου τα μάτια και έτσι να πεισθώ ότι έχω εύρει χάριν ενώπιόν σου και ότι το μέγα τούτο έθνος είναι λαός ιδικός σου”. Ο Κυριος του απήντησεν· “εγώ θα προπορευθώ ως οδηγός, θα σε οδηγήσω και θα σε αναπαύσω εις την γην της επαγγελίας”. Είπεν ο Μωϋσής προς τον Θεόν· “εάν συ ο ίδιος δεν συμπορευθής μαζή μου, μη με μετακινήσης από εδώ. Πως δε θα μάθω και θα πεισθώ απολύτως ότι εγώ και ο λαός σου έχομεν εύρει χάριν ενώπιόν σου, παρά μόνον όταν συ συμπορεύεσαι μαζή μας; Τοτε θα δοξασθώ εγώ και ο λαός σου περισσότερον από όλα τα έθνη, που υπάρχουν επί της γης”. Είπεν ο Κυριος προς τον Μωϋσήν· “και αυτό το αίτημά σου, το οποίον μου είπες, θα το πραγματοποιήσω. Θα συμπορευθώ μαζή σας, διότι έχεις εύρει χάριν ενώπιόν μου και σε γνωρίζω ως εκλεκτόν και άξιον της αγάπης μου περισσότερον από κάθε άλλον”. Τοτε ο Μωϋσής του είπε· “δείξε εις εμέ τον εαυτόν σου”. Ο Κυριος απήντησεν· “εγώ θα διέλθω και θα προχωρήσω εμπρός από σε με την θείαν δόξαν μου, θα αναγγείλω και θα ακούσης το όνομά μου “Κυριος είναι ενώπιόν σου”. Εγώ ελεώ εκείνον τον οποίον θέλω να ελεήσω, λυπούμαι και συμπαθώ εκείνον που θέλω να συμπαθήσω, χωρίς κανείς να με υποχρεώνη προς τούτο”. Και ο Θεός εξηκολούθησε· “δεν θα ημπορέσης να ίδης το πρόσωπόν μου· διότι κανείς άνθρωπος δεν ημπορεί να με αντικρύση εις όλην μου την δόξαν και να ζήση”.

Και συνέχισεν ο Κυριος· “ιδού τόπος εδώ πλησίον. Στάσου όρθιος επάνω εις αυτόν τον βράχον. Οταν διέρχεται η θεία μου δόξα, θα σε θέσω εις την οπήν του βράχου, θα σκεπάσω με το χέρι μου το πρόσωπόν σου, έως ότου περάσω. Θα αφαιρέσω το χέρι μου από το πρόσωπόν σου και θα με ίδης εκ των όπισθεν, αλλά το πρόσωπόν μου δεν θα το ίδης”. και εγερθείς λίαν πρωϊ ανέβη στο όρος Σινά, όπως τον είχε διατάξει ο Κυριος. ο Κυριος κατέβη τότε δια νεφέλης στο όρος. Ο Μωϋσής εστάθη όρθιος πλησίον του και επεκαλέσθη το όνομα του Κυρίου. Ο Κυριος επέρασεν εμπρός από τον Μωϋσέα και ηκούσθησαν τα λόγια· “Κυριος ο Θεός είναι οικτίρμων και ελεήμων, μακρόθυμος και πολυέλεος και αληθινός. Εσπευσεν ο Μωϋσής και κύψας προς την γην προσεκύνησε τον Θεόν,

Βασιλειῶν τρίτης τὸ ἀνάγνωσμα

   Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, ἔρχεται Ἠλιοὺ εἰς Βηρσαβεέ, ἣ ἐστι τοῦ Ἰούδα, καὶ ἀφῆκε τὸ παιδάριον αὐτοῦ ἐκεῖ. Καὶ αὐτὸς ἐπορεύθη ἐν τῇ ἐρήμῳ ὁδὸν ἡμέρας, καὶ ἦλθε καὶ ἐκάθισεν ὑποκάτω ἀρκεύθου, καὶ ἐκοιμήθη, καὶ ὕπνωσεν ἐκεῖ ὑπὸ τὸ φυτόν. Καὶ ἰδοὺ τις ἥψατο αὐτοῦ, καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ἀνάστηθι, φάγε, καὶ πίε. Καὶ ἐπέβλεψεν Ἠλιού, καὶ ἰδοὺ πρὸς κεφαλῆς αὐτοῦ ἐγκρυφίας ὀλυρίτης καὶ καμψάκης ὕδατος. Καὶ ἀνέστη, καὶ ἔφαγε, καὶ ἔπιε, καὶ ἐπιστρέψας ἐκοιμήθη. Καὶ ἐπέστρεψεν ὁ Ἄγγελος Κυρίου ἐκ δευτέρου, καὶ ἥψατο αὐτοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ἀνάστηθι, καὶ φάγε, καὶ πίε, ὅτι πολλὴ ἀπὸ σοῦ ἡ ὁδός. Καὶ ἀνέστη, καὶ ἔφαγε, καὶ ἔπιε, καὶ ἐπορεύθη ἐν τῇ ἰσχὺϊ τῆς βρώσεως ἐκείνης τεσσαράκοντα ἡμέρας καὶ τεσσαράκοντα νύκτας, ἕως ὄρους Χωρήβ.

   Καὶ εἰσῆλθεν ἐκεῖ εἰς τὸ σπήλαιον, καὶ κατέλυσεν ἐκεῖ, καὶ ἰδοὺ ῥήμά Κυρίου πρὸς αὐτόν, καὶ εἶπεν αὐτῷ Κύριος· Ἐξελεύσῃ, καὶ στήσῃ ἐν τῷ ὄρει ἐνώπιον Κυρίου, καὶ ἰδοὺ Κύριος παρελεύσεται, καὶ πνεῦμα μέγα κραταιὸν διαλῦον ὄρη, καὶ συντρίβον πέτρας ἐνώπιον Κυρίου, οὐκ ἐν τῷ πνεύματι Κύριος, καὶ μετὰ τὸ πνεῦμα συσσεισμός, οὐκ ἐν τῷ συσσεισμῶ Κύριος, καὶ μετὰ τὸν συσσεισμὸν πῦρ, οὐκ ἐν τῷ πυρὶ Κύριος, καὶ μετὰ τὸ πῦρ φωνὴ αὔρας λεπτῆς, καὶ ἐκεῖ Κύριος. Καὶ ἐγένετο ὡς ἤκουσεν Ἠλιού, ἐπεκάλυψε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ἐν τῇ μηλωτῇ αὐτοῦ, καὶ ἐξῆλθε καὶ ἔστη παρὰ τὸ σπήλαιον. Καὶ εἶπε Κύριος πρὸς αὐτόν· Πορεύου, καὶ ἀνάστρεφε εἰς τὴν ὁδόν σου, καὶ ἥξεις εἰς ὁδὸν ἐρήμου Δαμασκοῦ, καὶ χρίσεις τὸν Ἐλισσαιὲ υἱὸν Σαφάτ, ἀντὶ σοῦ εἰς Προφήτην.

   Τις ημέρες εκείνες έρχεται ο Ηλίας εις την Βηρσαβεέ, πόλιν της φυλής του Ιούδα. Εκεί δε αφήκε τον υπηρέτην του. Ο Ηλίας επροχώρησεν στο εσωτερικόν της ερήμου, δρόμον μιας ημέρας, ήλθε και εκάθισεν υποκάτω από ένα φυτόν, που ωνομάζετο Ραθμέν (αρκευθος), και έπεσε και εκοιμήθη εκεί κάτω από το δένδρον. Αίφνης κάποιος τον ήγγισεν και του είπε· “σήκω και φάγε”. Ο Ηλίας εξύπνησεν, ήνοιξε τα μάτια του και είδεν προς το μέρος, που ανεπαύετο η κεφαλή του, ψημένην κριθίνην λαγάναν και δοχείον με νερό. Εσηκώθη, έφαγε, έπιε και εκοιμήθη πάλιν.

Ο άγγελος επανήλθε δια δευτέραν φοράν, ήγγισεν αυτόν και του είπε· “σήκω και φάγε, διότι είναι πολύς ακόμη ο δρόμος, που θα κάμης”. Ο Ηλίας εσηκώθη, έφαγε και έπιε. Με την δύναμιν δε της τροφής εκείνης εβάδισεν επί τεσσαράκοντα ημέρας και τεσσαράκοντα νύκτας, έως ότου έφθασεν στο όρος Χωρήβ. Εισήλθεν εις ένα εκεί σπήλαιον, όπου και έμεινε. Και ιδού, ο Κυριος ωμίλησε προς αυτόν και είπε προς αυτόν ο Θεός· “αύριον να εξέλθης από το σπήλαιον και να σταθής ενώπιον του Κυρίου στο όρος· και ιδού, θα περάση εκεί ο Κυριος”. Ετσι και έγινε.

Αίφνης ισχυρότατος άνεμος έπνευσε, που διέλυε όρη και συνέτριβε πέτρας, αλλά δεν υπήρχεν ο Κυριος μέσα στον σφοδρόν άνεμον. Επειτα από τον άνεμον έγινε σεισμός μεγάλος, αλλά ούτε μέσα στον σεισμόν υπήρχεν ο Κυριος. Επειτα από τον σεισμόν ήλθε πυρ. Ούτε μέσα στο πυρ υπήρχεν ο Κυριος. Επειτα από το πυρ ηκούσθη φωνή αύρας λεπτής και δροσεράς. Εκεί υπήρχεν ο Κυριος.

Οταν ο Ηλίας ήκουσε και είδεν αυτό, εκάλυψεν από σεβασμόν και φόβον τα πρόσωπόν του με την μηλωτήν. Εξήλθε και εστάθη κάτω από το σπήλαιον. Είπε τότε ο Κυριος προς αυτόν· “πήγαινε, ξαναγύρισε στον δρόμον σου και θα έλθης στον δρόμον της ερήμου της Δαμασκού. Οταν φθάσης εκεί, θα χρίσης τον Ελισαιέ, τον υιόν Σαφάτ, θα τον χρίσης ως προφήτην αντί σου.

Ακολουθούν οι διακονικές και οι ιερατικές ευχές… Έπειτα η περιφορά της Εικόνας κατά την οποία ψάλλεται το εξής τροπάριο

Ἦχος β'

   Ὁ φωτί σου ἅπασαν τὴν οἰκουμένην ἁγιάσας, εἰς ὄρος ὑψηλὸν μετεμορφώθης ἀγαθέ, δείξας τοῖς Μαθηταῖς σου τὴν δυναστείαν σου, ὅτι κόσμον λυτροῦσαι ἐκ παραβάσεως· διὸ βοῶμέν σοι· Εὔσπλαγχνε Κύριε, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

   Εσύ που με το φως σου αγίασες όλη την οικουμένη, μεταμορφώθηκες σε βουνό ψηλό, αγαθέ, δείχνοντας στους Μαθητές σου τη δυναστεία (εξουσία) σου, διότι λυτρώνεις τον κόσμο από την παράβαση· για αυτό σού φωνάζουμε· Εύσπλαχνε Κύριε, σώσε τις ψυχές μας.

Ακολουθεί η ακολουθία της Αρτοκλασίας και έπειτα… Εἰς τὸν Στίχον, ψάλλομεν τὰ Ἰδιόμελα ταῦτα. Ἦχος α'

   Ὁ πάλαι τῷ Μωσεῖ συλλαλήσας, ἐπὶ τοῦ ὄρους Σινᾶ διὰ συμβόλων. Ἐγὼ εἰμι, λέγων ὁ Ὤν, σήμερον ἐπ' ὄρος Θαβώρ, μεταμορφωθεὶς ἐπὶ τῶν μαθητῶν, ἔδειξε τὸ ἀρχέτυπον κάλλος τῆς εἰκόνος, ἐν ἑαυτῷ τὴν ἀνθρωπίνην, ἀναλαβοῦσαν οὐσίαν, καὶ τῆς τοιαύτης χάριτος, μάρτυρας παραστησάμενος Μωϋσῆν καὶ Ἠλίαν, κοινωνοὺς ἐποιεῖτο τῆς εὐφροσύνης, προμηνύοντας τὴν ἔνδοξον διὰ Σταυροῦ, καὶ σωτήριον Ἀνάστασιν.

   Αυτός που παλαιότερα συνομίλησε με τον Μωϋσή, πάνω στο όρος Σινά με σύμβολα, λέγοντας, «Εγώ είμαι Αυτός που υπάρχει», σήμερα πάνω στο όρος Θαβώρ, αφού μεταμορφώθηκε μπροστά στους μαθητές, έδειξε την πρωτότυπη ομορφιά της ανθρώπινης εικόνας, αφού πήρε πάνω του την ανθρώπινη ουσία, και αφού παρουσίασε μάρτυρες αυτής της χάρης τον Μωϋσή και τον Ηλία, τούς έκανε συμμέτοχους στην ευφροσύνη, οι οποίοι προμήνυαν την ένδοξη, μέσα από το Σταυρό, και σωτήρια Ανάσταση.

Στίχ. Σοὶ εἰσιν οἱ οὐρανοί, καὶ σὴ ἐστιν ἡ γῆ.

Δικοί σου είναι οι ουρανοί, και δική σου είναι η γη

   Τὴν σὴν τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ προορώμενος, ἐν Πνεύματι διὰ σαρκός, πρὸς ἀνθρώπους ἐπιδημίαν, ὁ θεοπάτωρ Δαυΐδ, πόρρωθεν πρὸς εὐφροσύνην συγκαλεῖται τὴν κτίσιν, καὶ προφητικῶς ἀνακράζει· Θαβὼρ καὶ Ἑρμὼν ἐν τῷ ὀνόματί σου ἀγαλλιάσονται. Ἐν τούτῳ γὰρ ἐπιβὰς τῷ ὄρει Σωτὴρ μετὰ τῶν μαθητῶν σου, τὴν ἀμαυρωθεῖσαν ἐν Ἀδάμ φύσιν, μεταμορφωθείς, ἀπαστράψαι πάλιν πεποίηκας, μεταστοιχειώσας αὐτήν, εἰς τὴν σὴν τῆς Θεότητος δόξαν τε καὶ λαμπρότητα· διὸ βοῶμέν σοι· Δημιουργὲ τοῦ παντός, Κύριε δόξα σοι.

   Ο πρόγονος του Θεανθρώπου Δαυΐδ, προβλέποντας τον δικό σου, του μονογενούς Υιού, ερχομό στους ανθρώπους με σάρκα μέσω του Πνεύματος, από μακριά προσκαλεί όλη μαζί την κτίση σε ευφροσύνη και κραυγάζει προφητικά· «το όρος Θαβώρ και το όρος Ερμών στο όνομά σου (Θεέ) θα νιώσουν αγαλλίαση». Διότι αφού ανέβηκες σε αυτό το βουνό, Σωτήρα μας, μαζί με τους μαθητές σου, την ανθρώπινη φύση που αμαυρώθηκε στο πρόσωπο του Αδάμ, όταν μεταμορφώθηκες, την έκανες πάλι να αστράψει, αφού την μεταστοιχείωσες στη δική σου, της Θεότητάς σου, δόξα και λαμπρότητα· για αυτό σου φωνάζουμε· Δημιουργέ του παντός, Κύριε δόξα σε σένα.

Στίχ. Θαβὼρ καὶ Ἑρμὼν ἐν τῷ ὀνόματί σου ἀγαλλιάσονται (Ψαλμ. 88,13).

Το όρος Θαβώρ και το όρος Ερμών στο όνομά σου (Θεέ) θα νιώσουν αγαλλίαση

   Τὸ ἄσχετον τῆς σῆς φωτοχυσίας, καὶ ἀπρόσιτον τῆς Θεότητος, θεασάμενοι τῶν Ἀποστόλων οἱ πρόκριτοι, ἐπὶ τοῦ ὄρους τῆς Μεταμορφώσεως, ἄναρχε Χριστέ, τὴν θείαν ἠλλοιώθησαν ἔκστασιν, καὶ νεφέλῃ περιλαμφθέντες φωτεινῇ, φωνῆς ἤκουον Πατρικῆς, βεβαιούσης τὸ μυστήριον τῆς σῆς ἐνανθρωπήσεως, ὅτι εἷς ὑπάρχεις καὶ μετὰ σάρκωσιν, Υἱὸς μονογενὴς καὶ Σωτὴρ τοῦ κόσμου.

   Το ασυγκράτητο της φωτοχυσίας σου και το απλησίαστο της Θεότητάς σου, βλέποντας οι επίλεκτοι των Αποστόλων, πάνω στο όρος της Μεταμόρφωσης, άναρχε Χριστέ, αλλοιώθηκαν με τη θεϊκή έκσταση, και αφού φωτίστηκαν ολόγυρα από φωτεινό σύννεφο, άκουγαν φωνή Πατρική που βεβαίωνε το μυστήριο της δικής σου ενανθρώπησης, ότι δηλαδή ένας υπάρχεις και μετά την σάρκωση, Υιός μονογενής και Σωτήρας του κόσμου.

Δόξα... Καὶ νῦν... Ἦχος πλ. β'

   Πέτρῳ καὶ Ἰακώβῳ καί, Ἰωάννῃ, τοῖς προκρίτοις μαθηταῖς σου Κύριε, σήμερον ὑπέδειξας ἐν τῷ ὄρει τῷ Θαβώρ, τὴν δόξαν τῆς θεϊκῆς σου μορφῆς· ἔβλεπον γὰρ τὰ ἱμάτιά σου, ἀστράψαντα ὡς τὸ φῶς καὶ τὸ πρόσωπόν σου ὑπὲρ τὸν ἥλιον καὶ μὴ φέροντες ὁρᾶν τὸ ἄστεκτον τῆς σῆς ἐλλάμψεως, εἰς γῆν κατέπιπτον, μηδόλως ἀτενίσαι ἰσχύοντες. Φωνῆς γὰρ ἤκουον μαρτυρούσης ἄνωθεν· Οὗτός ἐστιν ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ὁ ἐλθὼν εἰς τὸν κόσμον σῶσαι τὸν ἄνθρωπον.

   Στον Πέτρο και τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, τους επίλεκτους μαθητές σου Κύριε, σήμερα έδειξες στο όρος το Θαβώρ, τη δόξα της θεϊκής σου μορφής· διότι έβλεπαν τα ρούχα σου να αστράφτουν σαν το φως και το πρόσωπό σου πάνω από τον ήλιο και μην αντέχοντας να βλέπουν το αφόρητο της λάμψης σου, έπεφταν στη γη, μη μπορώντας καθόλου να ατενίσουν. Διότι άκουγαν φωνή που έδινε μαρτυρία από ψηλά· Αυτός είναι ο Υιός μου ο αγαπητός, που ήλθε στον κόσμο να σώσει τον άνθρωπο.

Ο ιερέας

   Νῦν ἀπολύεις τον δοῦλόν σου, Δέσποτα, κατὰ τὸ ῥῆμά σου, ἐν εἰρήνῃ, ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν σου, ὃ ἡτοίμασας κατὰ πρόσωπον πάντων τῶν λαῶν, φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν, καὶ δόξαν λαοῦ σου Ἰσραήλ.

   Τώρα, Κύριε, μπορείς ν’ αφήσεις το δούλο σου να πεθάνει ειρηνικά, όπως του υποσχέθηκες, γιατί τα μάτια μου είδαν το σωτήρα που ετοίμασες για όλους τους λαούς, φως που θα φωτίσει τα έθνη και θα δοξάσει το λαό σου τον Ισραήλ.

Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος Ἰσχυρός, Ἅγιος Ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς. (ἐκ γ') Δόξα... Καὶ νῦν...

Παναγία Τριάς, ἐλέησον ἡμᾶς. Κύριε, ἱλάσθητι ταῖς ἁμαρτίαις ἡμῶν, Δέσποτα, συγχώρησον τὰς ἀνομίας ἡμῖν. Ἅγιε, ἐπίσκεψαι καὶ ἴασαι τὰς ἀσθενείας ἡμῶν, ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός σου.

Κύριε, ἐλέησον, (ἐκ γ') Δόξα... Καὶ νῦν...

Πάτερ ἡμῶν.. Ὅτι σοῦ ἐστὶν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα….

Ἀπολυτίκιον Ἦχος βαρὺς

   Μετεμορφώθης ἐν τῷ ὄρει Χριστὲ ὁ Θεός, δείξας τοῖς Μαθηταῖς σου τὴν δόξαν σου, καθὼς ἠδυναντο. Λάμψον καὶ ἡμῖν τοῖς ἁμαρτωλοῖς, τὸ φῶς σου τὸ ἀΐδιον, πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου, φωτοδότα δόξα σοι. (τρις)

   Μεταμορφώθηκες στο βουνό Χριστέ ο Θεός μας, αφού έδειξες στους Μαθητές σου την δόξα σου, όπως μπορούσαν. Λάμψε και σε μας τους αμαρτωλούς το φως σου το αιώνιο, με τις πρεσβείες της Θεοτόκου, εσύ που δίνεις το φως ας είσαι δοξασμένος.

Καὶ η Ἀπόλυσις

ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΡΘΡΟΝ

Μετὰ τὸν Ἑξάψαλμον,   Συναπτὴ μεγάλη, μεθ᾿ ἣν ἐκφώνησις· Ὅτι πρέπει σοι πᾶσα δόξα... Έπειτα ψάλλουμε:

Θεὸς Κύριος, καὶ ἐπέφανεν ἡμῖν· εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.

Στίχ. α´. Ἐξομολογεῖσθε τῷ Κυρίῳ, ὅτι ἀγαθός, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ.

Θεὸς Κύριος, καὶ ἐπέφανεν ἡμῖν...

Στίχ. β´. Πάντα τὰ ἔθνη ἐκύκλωσάν με, καὶ τῷ ὀνόματι Κυρίου ἠμυνάμην αὐτούς.

Θεὸς Κύριος, καὶ ἐπέφανεν ἡμῖν...

Στίχ. γ´. Παρὰ Κυρίου ἐγένετο αὕτη, καί ἐστι θαυμαστὴ ἐν ὀφθαλμοῖς ἡμῶν.

Θεὸς Κύριος, καὶ ἐπέφανεν ἡμῖν...

   Μετεμορφώθης ἐν τῷ ὄρει Χριστὲ ὁ Θεός, δείξας τοῖς Μαθηταῖς σου τὴν δόξαν σου, καθὼς ἠδυναντο. Λάμψον καὶ ἡμῖν τοῖς ἁμαρτωλοῖς, τὸ φῶς σου τὸ ἀΐδιον, πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου, φωτοδότα δόξα σοι. (τρις)

   Μεταμορφώθηκες στο βουνό Χριστέ ο Θεός μας, αφού έδειξες στους Μαθητές σου την δόξα σου, όπως μπορούσαν. Λάμψε και σε μας τους αμαρτωλούς το φως σου το αιώνιο, με τις πρεσβείες της Θεοτόκου, εσύ που δίνεις το φως ας είσαι δοξασμένος.

Συναπτὴ μικρά, μεθ᾿ ἣν ἐκφώνησις· Ὅτι σὸν τὸ κράτος... Μετά το

Κάθισμα Ἦχος δ' Κατεπλάγη, Ἰωσὴφ

   Τὴν τῶν βροτῶν ἐναλλαγήν, τὴν μετὰ δόξης σου Σωτήρ, ἐν τῇ δευτέρᾳ καὶ φρικτῇ, τῆς σῆς ἐλεύσεως δεικνύς, ἐπὶ τοῦ ὄρους Θαβὼρ μετεμορφώθης, Ἠλίας καὶ Μωσῆς συνελάλουν σοι, τοὺς τρεῖς τῶν Μαθητῶν συνεκάλεσας, οἳ κατιδόντες Δέσποτα τὴν δόξαν σου, τῇ ἀστραπῇ σου ἐξέστησαν, ὁ τότε τούτοις, τὸ φῶς σου λάμψας, φώτισον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

   Δείχνοντας την αλλαγή των ανθρώπων που θα συμβεί στη δεύτερη και φρικτή έλευσή σου με δόξα, Σωτήρα μας, μεταμορφώθηκες πάνω στο όρος Θαβώρ· ο Ηλίας και ο Μωϋσής συζητούσαν με σένα· κάλεσες μαζί τους τρεις από τους Μαθητές, οι οποίοι όταν είδαν, Δέσποτα, τη δόξα σου, από την αστραπή σου ένιωσαν κατάπληξη· εσύ που τότε έλαμψες σε αυτούς το φως σου, φώτισε τις ψυχές μας.

Δόξα... Καὶ νῦν... Τὸ αὐτὸ

   Ἐπὶ τὸ ὄρος τὸ Θαβώρ, μετεμορφώθης, Ἰησοῦ, καὶ νεφέλη φωτεινή, ἐφηπλωμένη ὡς σκηνή, τοὺς Ἀποστόλους τῆς δόξης σου κατεκάλυψεν· ὅθεν καὶ εἰς γῆν ἐναπέβλεπον, μὴ φέροντες ὁρᾶν τὴν λαμπρότητα, τῆς ἀπροσίτου δόξης τοῦ προσώπου σου, ἄναρχε Σῶτερ Χριστὲ ὁ Θεός, ὁ τότε τούτοις, τὸ φῶς σου λάμψας, φώτισον τὰς ψυχάς ἡμῶν.

   Πάνω στο όρος Θαβώρ μεταμορφώθηκες Ιησού και σύννεφο φωτεινό, απλωμένο σαν σκηνή, κάλυψε πλήρως τους Αποστόλους με τη δόξα σου· για αυτό και έριξαν το βλέμμα στη γη, μην αντέχοντας να βλέπουν την λαμπρότητα της απρόσιτης δόξας του προσώπου σου, άναρχε Σωτήρα Χριστέ, Θεέ μας· εσύ που τότε έλαμψες σε αυτούς το φως σου, φώτισε τις ψυχές μας.

Δόξα... Καὶ νῦν... Τὸ αὐτὸ

Κάθισμα Ἦχος δ' Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ

   Ὁ ἀνελθὼν σὺν Μαθηταῖς ἐν τῷ ὄρει, καὶ ἐν τῇ δόξῃ τοῦ Πατρὸς ἀπαστράψας, σὺν Μωϋσῇ Ἠλίας σοι παρίστανται· Νόμος καὶ Προφῆται γὰρ ὡς Θεῷ λειτουργοῦσιν, ᾧ καὶ τὴν Υἱότητα τὴν φυσικὴν ὁ Γεννήτωρ, ὁμολογῶν ἐκάλεσεν Υἱόν, ὃν ἀνυμνοῦμεν σὺν σοὶ καὶ τῷ Πνεύματι.

   Εσύ που ανέβηκες μαζί με τους μαθητές στο όρος και άστραψες με τη δόξα του Πατέρα, ο Ηλίας μαζί με τον Μωϋσή στέκονται κοντά σου· διότι ο Νόμος και οι Προφήτες σε υπηρετούν ως Θεό, εσένα τον οποίο Αυτός που σε γέννησε, ομολογώντας την φυσική υιότητα, σε ονόμασε Υιό, τον οποίο υμνούμε μαζί με σένα και το Πνεύμα.

Δόξα... Καὶ νῦν... Τὸ αὐτὸ

Οἱ Ἀναβαθμοί, τὸ α’ Ἀντίφωνον τοῦ δ’ Ἤχου.

   Ἐκ νεότητός μου πολλὰ πολεμεῖ με πάθη, ἀλλ᾿ αὐτὸς ἀντιλαβοῦ, καὶ σῶσον Σωτήρ μου. (δίς)

   Από τη νεότητά μου, με πολεμούν πολλά πάθη, αλλά Εσύ ο ίδιος βοήθησε και σώσε με Σωτήρα μου.

   Οἱ μισοῦντες Σιών, αἰσχύνθητε ἀπὸ τοῦ Κυρίου· ὡς χόρτος γάρ, πυρὶ ἔσεσθε ἀπεξηραμμένοι. (δίς)

   Όσοι μισείτε Την Σιών, ντροπιαστείτε από τον Κύριο. Διότι θα ξεραθείτε όπως το χορτάρι στη φωτιά.

Δόξα...

   Ἁγίῳ Πνεύματι πᾶσα ψυχὴ ζωοῦται, καὶ καθάρσει ὑψοῦται λαμπρύνεται, τῇ τριαδικῇ Μονάδι ἱεροκρυφίως.

   Με το Άγιο Πνεύμα, ζωοποιείται κάθε ψυχή και με τον καθαρισμό της υψώνεται, φωτίζεται από την Αγία Τριάδα με ιερό μυστικό τρόπο.

Καὶ νῦν...

   Ἁγίῳ Πνεύματι, ἀναβλύζει τὰ τῆς χάριτος ῥεῖθρα, ἀρδεύοντα ἅπασαν τὴν κτίσιν, πρὸς ζωογονίαν.

   Με το Άγιο Πνεύμα αναβλύζουν τα νερά της χάριτος, που ποτίζουν όλη την κτίση για να την ζωογονήσουν

Προκείμενον Ἦχος δ'

   Θαβὼρ καὶ Ἑρμὼν ἐν τῷ ὀνόματί σου ἀγαλλιάσονται.(το όρος Θαβώρ και το όρος Ερμών στο όνομά σου (Θεέ) θα νιώσουν αγαλλίαση)

Στίχ. Σοὶ εἰσιν οἱ οὐρανοί, καὶ σὴ ἐστιν ἡ γῆ. (Δικοί σου είναι οι ουρανοί και δική σου είναι η γη)

Σοφία, ορθοί,… Εὐαγγέλιον Ἐκ τοῦ κατὰ Λουκᾶν.

   Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ο Ιησούς παραλαμβάνει τὸν Πέτρον καὶ ᾿Ιωάννην καὶ ᾿Ιάκωβον ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος προσεύξασθαι. καὶ ἐγένετο ἐν τῷ προσεύχεσθαι αὐτὸν τὸ εἶδος τοῦ προσώπου αὐτοῦ ἕτερον καὶ ὁ ἱματισμὸς αὐτοῦ λευκὸς ἐξαστράπτων. καὶ ἰδοὺ ἄνδρες δύο συνελάλουν αὐτῷ, οἵτινες ἦσαν Μωῡσῆς καὶ ᾿Ηλίας, οἳ ὀφθέντες ἐν δόξῃ ἔλεγον τὴν ἔξοδον αὐτοῦ ἣν ἔμελλε πληροῦν ἐν ῾Ιερουσαλήμ. ὁ δὲ Πέτρος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ ἦσαν βεβαρημένοι ὕπνῳ· διαγρηγορήσαντες δὲ εἶδον τὴν δόξαν αὐτοῦ καὶ τοὺς δύο ἄνδρας τοὺς συνεστῶτας αὐτῷ. καὶ ἐγένετο ἐν τῷ διαχωρίζεσθαι αὐτοὺς ἀπ᾿ αὐτοῦ εἶπεν ὸ Πέτρος πρὸς τὸν ᾿Ιησοῦν· ἐπιστάτα, καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι· καὶ ποιήσωμεν σκηνὰς τρεῖς, μίαν σοὶ καὶ μίαν Μωῡσεῖ καὶ μίαν ᾿Ηλίᾳ, μὴ εἰδὼς ὃ λέγει ταῦτα δὲ αὐτοῦ λέγοντος ἐγένετο νεφέλη καὶ ἐπεσκίασεν αὐτούς· ἐφοβήθησαν δὲ ἐν τῷ εἰσελθεῖν ἐκείνους εἰς τὴν νεφέλην· καὶ φωνὴ ἐγένετο ἐκ τῆς νεφέλης λέγουσα· οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός· αὐτοῦ ἀκούετε· καὶ ἐν τῷ γενέσθαι τὴν φωνὴν εὑρέθη ὁ ᾿Ιησοῦς μόνος. καὶ αὐτοὶ ἐσίγησαν καὶ οὐδενὶ ἀπήγγειλαν ἐν ἐκείναις ταῖς ἡμέραις οὐδὲν ὧν ἑωράκασιν.

   Εκείνο τον καιρό ο Ιησούς πήρε τον Πέτρο, τον Ιωάννη και τον Ιάκωβο κι ανέβηκε στο βουνό να προσευχηθεί. Την ώρα που προσευχόταν, η όψη του προσώπου του έγινε διαφορετική και τα ρούχα του άσπρα κι αστραφτερά. Ξαφνικά δυο άντρες άρχισαν να μιλούν μαζί του: ήταν ο Μωυσής κι ο Ηλίας, οι οποίοι παρουσιάστηκαν με λαμπρότητα και μιλούσαν για το θάνατό του στην Ιερουσαλήμ, με τον οποίο θα εκπλήρωνε την αποστολή του. Ο Πέτρος και οι σύντροφοί του είχαν πέσει σε ύπνο βαρύ. Όταν ξύπνησαν, είδαν τη λαμπρότητά του και τους δυο άντρες που στέκονταν δίπλα του. Την ώρα που αυτοί αποχωρίζονταν από τον Ιησού, ο Πέτρος του είπε: «Διδάσκαλε, ωραία είναι να μείνουμε εδώ· να φτιάξουμε τρεις σκηνές: μία για σένα, μία για το Μωυσή και μία για τον Ηλία» –δεν ήξερε τι έλεγε. Ενώ τα έλεγε αυτά ήρθε ένα σύννεφο και τους σκέπασε. Οι μαθητές καθώς βρέθηκαν μέσα στο σύννεφο, φοβήθηκαν. Μέσα απ’ το σύννεφο ακούστηκε μια φωνή που έλεγε: «Αυτός είναι ο Υιός μου ο αγαπητός· αυτόν ν’ ακούτε». Αφού ακούστηκε η φωνή αυτή, βρέθηκε ο Ιησούς μόνος. Αυτοί δεν μίλησαν καθόλου και τις μέρες εκείνες δεν είπαν σε κανέναν τίποτε γι’ αυτά που είδαν.

Ο Ν’ Ψαλμός χύμα.

   Ἐλέησόν με, ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου καὶ κατὰ τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου ἐξάλειψον τὸ ἀνόμημά μου· ἐπὶπλεῖον πλῦνόν με ἀπὸ τῆς ἀνομίας μου καὶ ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας μου καθάρισόν με. Ὅτι τὴν ἀνομίαν μου ἐγὼ γινώσκω,καὶ ἡ ἁμαρτία μου ἐνώπιόν μού ἐστι διαπαντός. Σοὶ μόνῳ ἥμαρτον καὶ τὸ πονηρὸν ἐνώπιόν σου ἐποίησα, ὅπως ἂν δικαιωθῇς ἐν τοῖς λόγοις σου, καὶ νικήσῃς ἐν τῷ κρίνεσθαί σε. Ἰδοὺ γὰρ ἐν ἀνομίαις συνελήφθην, καὶ ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησέ με ἡ μήτηρ μου. Ἰδοὺ γὰρ ἀλήθειαν ἠγάπησας, τὰ ἄδηλα καὶ τὰ κρύφια τῆς σοφίας σου ἐδήλωσάς μοι.Ῥαντιεῖς με ὑσσώπῳ, καὶ καθαρισθήσομαι, πλυνεῖς με, καὶ ὑπὲρ χιόνα λευκανθήσομαι. Ἀκουτιεῖς μοι ἀγαλλίασιν καὶεὐφροσύνην, ἀγαλλιάσονται ὀστέα τεταπεινωμένα. Ἀπόστρεψον τὸ πρόσωπόν σου ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν μου καὶ πάσαςτὰς ἀνομίας μου ἐξάλειψον. Καρδίαν καθαρὰν κτίσον ἐν ἐμοί, ὁ Θεός, καὶ πνεῦμα εὐθὲς ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοιςμου. Μὴ ἀποῤῥίψῃς με ἀπὸ τοῦ προσώπου σου καὶ τὸ πνεῦμά σου τὸ ἅγιον μὴ ἀντανέλῃς ἀπ᾿ ἐμοῦ. Ἀπόδος μοι τὴν ἀγαλλίασιν τοῦ σωτηρίου σου καὶ πνεύματι ἡγεμονικῷ στήριξόν με. Διδάξω ἀνόμους τὰς ὁδούς σου, καὶ ἀσεβεῖς ἐπὶ σὲἐπιστρέψουσι. Ῥῦσαί με ἐξ αἱμάτων, ὁ Θεὸς ὁ Θεὸς τῆς σωτηρίας μου· ἀγαλλιάσεται ἡ γλῶσσά μου τὴν δικαιοσύνηνσου. Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου. Ὅτι εἰ ἠθέλησας θυσίαν, ἔδωκα ἄν·ὁλοκαυτώματα οὐκ εὐδοκήσεις. Θυσία τῷ Θεῷ πνεῦμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένηνὁ Θεὸς οὐκ ἐξουδενώσει. Ἀγάθυνον, Κύριε, ἐν τῇ εὐδοκίᾳ σου τὴν Σιών, καὶ οἰκοδομηθήτω τὰ τείχη Ἱερουσαλήμ· τότεεὐδοκήσεις θυσίαν δικαιοσύνης, ἀναφορὰν καὶ ὁλοκαυτώματα· τότε ἀνοίσουσιν ἐπὶ τὸ θυσιαστήριόν σου μόσχους.

Δόξα... Ἦχος β'

Ταῖς τῶν Ἀποστόλων, πρεσβείαις Ἐλεῆμον, ἐξάλειψον τὰ πλήθη, τῶν ἐμῶν ἐγκλημάτων.

Καὶ νῦν... Ἦχος ὁ αὐτὸς

Ταῖς τῆς Θεοτόκου, πρεσβείαις Ἐλεῆμον, ἐξάλειψον τὰ πλήθη, τῶν ἐμῶν ἐγκλημάτων.

Ἐλέησόν με ὁ Θεὸς κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου καὶ κατὰ τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου ἐξάλειψον τὸ ἀνόμημά μου

Στιχηρὸν Ἰδιόμελον Ἦχος β'

   Ὁ φωτί σου ἅπασαν τὴν οἰκουμένην ἁγιάσας, εἰς ὄρος ὑψηλὸν μετεμορφώθης ἀγαθέ, δείξας τοῖς Μαθηταῖς σου τὴν δυναστείαν σου, ὅτι κόσμον λυτροῦσαι ἐκ παραβάσεως· διὸ βοῶμέν σοι· Εὔσπλαγχνε Κύριε, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

   Εσύ που με το φως σου αγίασες όλη την οικουμένη, μεταμορφώθηκες σε βουνό ψηλό, αγαθέ, δείχνοντας στους Μαθητές σου τη δυναστεία (εξουσία) σου, διότι λυτρώνεις τον κόσμο από την παράβαση· για αυτό σού φωνάζουμε· Εύσπλαχνε Κύριε, σώσε τις ψυχές μας.

Σῶσον, ὁ Θεός, τὸν λαόν Σου... Κύριε, ἐλέησον (ιβ´). Ἐλέει καὶ οἰκτιρμοῖς... Ἀμήν.

Πρῶτος Κανών. Ποίημα Κοσμᾶ Μοναχοῦ.

Ὠδὴ α' Ἦχος δ' Ὁ Εἱρμὸς

   Χοροὶ Ἰσραήλ, ἀνίκμοις ποσί, πόντον ἐρυθρόν, καὶ ὑγρὸν βυθὸν διελάσαντες, ἀναβάτας τριστάτας, δυσμενεῖς ὁρῶντες ἐν αὐτῷ ὑποβρυχίους, ἐν ἀγαλλιάσει ἔμελπον· Ἄσωμεν τῷ Θεῷ ἡμῶν, ὅτι δεδόξασται».

   Τα πλήθη του Ισραήλ πέρασαν την Ερυθρά θάλασσα και τον υγρό βυθό χωρίς να βραχούν τα πόδια τους. Και βλέποντας τους εχθρούς τους, τους ιππείς και τους άνδρες των αρμάτων, βυθισμένους στη θάλασσα, αναφωνούσαν από αγαλλίαση: Ας ψάλλουμε στο Θεό μας γιατί ΄ναι δοξασμένος

   Ῥήματα ζωῆς τοῖς φίλοις Χριστός, καὶ περὶ τῆς θείας δημηγορῶν βασιλείας ἔφη· Ἐν ἐμοὶ τὸν Πατέρα ἐπιγνώσεσθε, φωτὶ ὡς ἐξαστράψω ἀπροσίτῳ, ἐν ἀγαλλιάσει μέλποντες· Ἄσωμεν τῷ Θεῷ ἡμῶν, ὅτι δεδόξασται.

   Κηρύττοντας λόγια ζωής στους φίλους ο Χριστός και σχετικά με τη θεία βασιλεία, είπε· Μέσα από εμένα θα κατανοήσετε τον Πατέρα, όταν θα αστράψω με φως απλησίαστο, και θα ψάλλετε με αγαλλίαση· Ας ψάλλουμε στο Θεό μας γιατί ΄ναι δοξασμένος

   Ἰσχὺν τῶν ἐθνῶν κατέδεσθε, φίλοι Μαθηταί, θαυμασθήσεσθε δὲ τῷ πλούτῳ αὐτῶν, ὅτι δόξης πληροῦσθε, ὡς ὀφθήσομαι, λαμπρότερος ἡλίου ἐξαστράπτων, ἐν ἀγαλλιάσει μέλποντες· Ἄσωμεν τῷ Θεῷ ἡμῶν, ὅτι δεδόξασται.

   Την δύναμη των εθνών θα την καταστρέψετε, αγαπημένοι μου Μαθητές, και μέσα στον πλούτο τους θα σας θαυμάσουν, διότι θα γεμίσετε με δόξα μόλις φανώ να αστράπτω λαμπρότερος από τον ήλιο, και θα ψάλλετε με αγαλλίαση· Ας ψάλλουμε στο Θεό μας γιατί ΄ναι δοξασμένος.

   Σήμερον Χριστὸς ἐν ὄρει Θαβώρ, λάμψας ἀμυδρῶς, θεϊκῆς αὐγῆς ὡς ὑπέσχετο, Μαθηταῖς παρεγύμνου χαρακτῆρα· σελασφόρου δὲ πλησθέντες θείας αἴγλης, ἐν ἀγαλλιάσει ἔμελπον· Ἄσωμεν τῷ Θεῷ ἡμῶν, ὅτι δεδόξασται.

   Σήμερα ο Χριστός στο όρος Θαβώρ αφού έλαμψε, ξεγύμνωσε στους μαθητές αμυδρά, όπως υποσχέθηκε, τη μορφή της θεϊκής λάμψης· αφού λοιπόν γέμισαν από τη φεγγοβόλο θεία αίγλη, έψελναν με αγαλλίαση· Ας ψάλλουμε στο Θεό μας γιατί ΄ναι δοξασμένος.

Δεύτερος Κανών. Ποίημα Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ

Ὠδὴ α' Ἦχος πλ. δ' Ὑγρὰν διοδεύσας

   Μωσῆς ἐν θαλάσσῃ προφητικῶς, ἰδὼν ἐν νεφέλῃ καὶ ἐν στύλῳ πάλαι πυρός, τὴν δόξαν Κυρίου ἀνεβόα· τῷ Λυτρωτῇ καὶ Θεῷ ἡμῶν ᾄσωμεν.

   Ο Μωϋσής στη θάλασσα προφητικά, βλέποντας παλιά στο σύννεφο και στο στύλο της φωτιάς την δόξα του Κυρίου, φώναζε· στο Λυτρωτή και Θεό μας ας ψάλλουμε.

   Ὡς πέτρα τῷ σώματι σκεπασθείς, τῷ τεθεωμένῳ, τὸν ἀόρατον καθορῶν, Μωσῆς ὁ θεόπτης ἀνεβόα· τῷ Λυτρωτῇ καὶ Θεῷ ἡμῶν ᾄσωμεν.

   Αφού σκεπάστηκε με το θεωμένο του σώμα σαν με πέτρα, βλέποντας τον αόρατο, ο Μωϋσής που είδε το Θεό, φώναζε· στο Λυτρωτή και Θεό μας ας ψάλλουμε.

   Σὺ ἐπὶ τοῦ ὄρους τοῦ νομικοῦ, καὶ ἐν Θαβωρίῳ, καθωράθης τῷ Μωϋσῆ, ἐν γνόφῳ τὸ πάλαι, ἐν φωτὶ δέ, νῦν ἀπροσίτῳ τῆς Θεότητος.

   Εσύ, Χριστέ, πάνω στο όρος που δόθηκε ο νόμος, και στο Θαβώρ, έγινες ορατός στον Μωϋσή, με σκοτάδι παλιά, ενώ τώρα με φως απλησίαστο της Θεότητας.

Συναπτὴ μικρά, μεθ᾿ ἣν ἐκφώνησις·   Ὅτι σὺ εἶ ὁ Θεὸς ἡμῶν...

Κάθισμα Ἦχος δ' Κατεπλάγη Ἰωσὴφ

   Ἐπὶ τὸ ὄρος τὸ Θαβώρ, μετεμορφώθης ὁ Θεός, ἀναμέσον Ἠλιού, καὶ Μωϋσέως τῶν σοφῶν, σὺν Ἰακώβῳ καὶ Πέτρῳ καὶ Ἰωάννῃ, ὁ Πέτρος δὲ συνών, ταῦτά σοι ἔλεγε· Καλόν ὧδέ ἐστι, ποιῆσαι τρεῖς σκηνάς, μίαν Μωσεῖ, καὶ μίαν Ἠλίᾳ, καὶ μίαν σοὶ τῷ Δεσπότῃ Χριστῷ, ὁ τότε τούτοις, τὸ φῶς σου λάμψας, φώτισον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

   Πάνω στο όρος το Θαβώρ μεταμορφώθηκες Θεέ μας, ανάμεσα στον Ηλία και τον Μωϋσή τους σοφούς, μαζί με τον Ιάκωβο, τον Πέτρο και τον Ιωάννη· και ο Πέτρος που ήταν μαζί, σού έλεγε τα εξής· Είναι καλό εδώ να κάνουμε τρεις σκηνές, μία για τον Μωϋσή και μία για τον Ηλία και μία για σένα τον Δεσπότη Χριστό· εσύ που τότε έλαμψες σε αυτούς το φως σου, φώτισε τις ψυχές μας.

Δόξα... Καὶ νῦν... Τὸ αὐτὸ

     Συναπτὴ μικρά, μεθ᾿ ἣν ἐκφώνησις· Σὺ γὰρ εἶ ὁ βασιλεὺς τῆς εἰρήνης...

Κοντάκιον Αὐτόμελον Ἦχος βαρὺς

   Ἐπὶ τοῦ ὄρους μετεμορφώθης, καὶ ὡς ἐχώρουν οἱ Μαθηταί σου τὴν δόξαν σου, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐθεάσαντο, ἵνα ὅταν σε ἴδωσι σταυρούμενον, τὸ μὲν πάθος νοήσωσιν ἑκούσιον, τῷ δὲ κόσμῳ κηρύξωσιν, ὅτι σὺ ὑπάρχεις ἀληθῶς, τοῦ Πατρὸς τὸ ἀπαύγασμα.

   Πάνω στο όρος μεταμορφώθηκες και όσο μπορούσαν οι μαθητές σου είδαν τη δόξα σου Χριστέ ο Θεός μας, έτσι ώστε όταν σε δουν να σταυρώνεσαι, το μεν πάθος να καταλάβουν ότι είναι εκούσιο, στον δε κόσμο να κηρύξουν, ότι εσύ είσαι αληθινά του Πατέρα η ακτινοβολία.

Ὁ Οἶκος

   Ἐγέρθητε οἱ νωθεῖς, μὴ πάντοτε χαμερπεῖς, οἱ συγκάμπτοντες εἰς γῆν τὴν ψυχήν μου λογισμοί, ἐπάρθητε καὶ ἄρθητε εἰς ὕψος θείας ἀναβάσεως, προσδράμωμεν Πέτρῳ καὶ τοῖς Ζεβεδαίου, καὶ ἅμα ἐκείνοις τὸ Θαβώριον ὄρος προφθάσωμεν, ἵνα ἴδωμεν σὺν αὐτοῖς τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, φωνῆς δὲ ἀκούσωμεν, ἧς περ ἄνωθεν ἤκουσαν, καὶ ἐκήρυξαν, τοῦ Πατρὸς τὸ ἀπαύγασμα.

   Σηκωθείτε εσείς οι νωθροί λογισμοί μου, μην είστε πάντοτε ποταποί και κάνετε την ψυχή μου να σκύβει στη γη, υψωθείτε και ανεβείτε στο ύψος της θείας ανάβασης· ας τρέξουμε μαζί με τον Πέτρο και τους γιους του Ζεβεδαίου και μαζί με εκείνους να προφθάσουμε το όρος Θαβώρ για να δούμε μαζί τους τη δόξα του Θεού μας και να ακούσουμε τη φωνή την οποία από ψηλά άκουσαν και κήρυξαν τον Χριστό που είναι η ακτινοβολία του Πατέρα.

Συναξάριον

Τῇ ΣΤ' τοῦ αὐτοῦ μηνός, Ἀνάμνησις τῆς θείας Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Στίχοι

   Θαβὼρ ὑπὲρ πᾶν γῆς ἐδοξάσθη μέρος, Ἰδὸν Θεοῦ λάμψασαν ἐν δόξῃ φύσιν. Μορφὴν ἀνδρουμένην κατὰ ἕκτην Χριστὸς ἀμεῖψε. Αὐτῷ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.

   Ω Θαβώρ! Δοξάστηκες περισσότερο από κάθε μέρος της γης, αφού είδες τη φύση του Θεού που έλαμψε με δόξα. Την έκτη αυτή ημέρα ο Χριστός άλλαξε την ανδρική του μορφή. Σε αυτόν ανήκει η δόξα και η εξουσία αιώνια. Αμην.

ΨΑΛΛΟΝΤΑΙ ΟΙ ΚΑΤΑΒΑΣΙΕΣ

(μετάφραση μητροπολίτου Νέας Σμύρνης κ. Συμεών)

   Σταυρὸν χαράξας Μωσῆς, ἐπ᾿ εὐθείας ῥάβδῳ, τὴν Ἐρυθρὰν διέτεμε, τῷ Ἰσραὴλ πεζεύσαντι, τὴν δὲ ἐπιστρεπτικῶς, Φαραὼ τοῖς ἅρμασι κροτήσας ἥνωσεν· ἐπ᾿εὔρους διαγράψας, τὸ ἀήττητον ὅπλον· διὸ Χριστῷ ᾄσωμεν, τῷ Θεῷ ἡμῶν, ὅτι δεδόξασται.

   Ο Μωϋσής προεικονίζοντας το Σταυρό χτύπησε με το ραβδί του κάθετα και χώρισε την Ερυθρά θάλασσα για χάρη του Ισραηλιτικού λαού που την πέρασε πεζός. Με το ίδιο ραβδί χτύπησε και πάλι τη θάλασσα οριζόντια και την ένωσε, για να καταποντιστούν τα στρατεύματα και τ’ άρματα του Φαραώ. Έτσι σχημάτισε πάνω στην επιφάνεια της θάλασσας το σταυρό, το ανίκητο όπλο. Γι’ αυτό κι εμείς ας ψάλλουμε στον Χριστό και Θεό μας γιατί ΄ναι δοξασμένος.

Ὠδὴ γ’ Ὁ Εἱρμὸς.

   Ῥάβδος εἰς τύπον τοῦ μυστηρίου παραλαμβάνεται· τῷ βλαστῷ γὰρ προκρίνει τὸν ἱερέα, τῇ στειρευούσῃ δὲ πρώην, Ἐκκλησία νῦν ἐξήνθησε, ξύλον Σταυροῦ, εἰς κράτος καὶ στερέωμα.

   Το ραβδί του Ααρών παρελήφθη για να προτυπώσει το μυστήριο του σταυρού. Διότι με τη θαυμαστή βλάστησή του προκρίθηκε ως ιερεύς. Αλλά και στην εξ’ Εθνών Εκκλησία, που ήταν προηγουμένως στείρα, βλάστησε το ξύλο του σταυρού για να αποτελεί τη δύναμη και το στήριγμά της.

Ὠδὴ δ’ Ὁ Εἱρμὸς.

   Εἰσακήκοα Κύριε, τῆς οἰκονομίας σου τὸ μυστήριον, κατενόησα τὰ ἔργα σου, καὶ ἐδόξασά σου τὴν Θεότητα.

   Κύριε, άκουσα μέσα μου για το μυστήριο της ένσαρκης Οικονομίας Σου. Και καθώς κατανόησα τα θαυμαστά έργα Σου, δοξολόγησα τη Θεότητά Σου

Ὠδὴ ε’ Ὁ Εἱρμὸς.

   Ὦ τρισμακάριστον ξύλον, ἐν ᾧ ἐτάθη Χριστός, ὁ Βασιλεὺς καὶ Κύριος· δι᾿ οὗ πέπτωκεν ὁ ξύλῳ ἀπατήσας, τῷ ἐν σοὶ δελεασθείς, Θεῷ τῷ προσπαγέντι σαρκί, τῷ παρέχοντι, τὴν εἰρήνην ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν».

   Τρισευλογημένο ξύλο του σταυρού! πάνω σου απλώθηκε ο Χριστός, ο βασιλιάς και Κύριος των όλων. Με τη δύναμή σου έπεσε νικημένος ο διάβολος, που εξαπάτησε τους πρωτοπλάστους με τον καρπό του δένδρου, αφού δελεάστηκε από τον Θεό, που καρφώθηκε επάνω σου σωματικά και ο οποίος παρέχει στις ψυχές μας την ειρήνη.

Ὠδὴ ς’ Ὁ Εἱρμὸς.

   Νοτίου θηρὸς ἐν σπλάγχνοις, παλάμας Ἰωνᾶς, σταυροειδῶς διεκπετάσας, τὸ σωτήριον πάθος προδιετύπου σαφῶς· ὅθεν τριήμερος ἐκδύς, τὴν ὑπερκόσμιον Ἀνάστασιν ὑπεζωγράφησε, τοῦ σαρκὶ προσπαγέντος, Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, καὶ τριημέρῳ ἐγέρσει, τὸν κόσμον φωτίσαντος».

   Όταν ο Ιωνάς άπλωσε σε σχήμα σταυρού τα χέρια του μές στην κοιλιά του θαλασσίου κήτους προεικόνισε καθαρά το σωτήριο για τους ανθρώπους πάθος του Χριστού. Και όταν ύστερα από τρεις μέρες βγήκε έξω ζωντανός, προεικόνισε την υπερκόσμια Ανάσταση του Χριστού και Θεού που καρφώθηκε στο σταυρό σωματικά και με την τριήμερη έγερσή Του φώτισε τον κόσμο.

Ὠδὴ ζ’ Ὁ Εἱρμὸς.

   Ἔκνοον πρόσταγμα τυράννου δυσσεβοῦς, λαοὺς ἐκλόνησε, πνέον ἀπειλῆς καὶ δυσφημίας θεοστυγοῦς· ὅμως τρεῖς Παῖδας οὐκ ἐδειμάτωσε, θυμὸς θηριώδης, οὐ πῦρ βρόμιον· ἀλλ᾿ ἀντηχοῦντι δροσοβόλῳ πνεύματι, πυρὶ συνόντες ἔψαλλον· ὁ ὑπερύμνητος, τῶν Πατέρων καὶ ἡμῶν, Θεὸς εὐλογητὸς εἶ».

   Η ανόητη προσταγή του ασεβούς τυράννου, που ήταν γεμάτη από απειλή και θεομίσητη βλασφημία, συντάραξε από φόβο τα πλήθη. Όμως δεν φόβισε τους τρεις νέους ούτε ο άγριος θυμός του Ναβουχοδονόσορος ούτε η βοή της φωτιάς. Αντίθετα, όντας μες στο καμίνι μαζί με τον αέρα που δρόσιζε κι αντιστεκόταν στον άγριο ήχο της φωτιάς, έψαλλαν: Ο Θεός των πατέρων και δικός μας, που αξίζει να υμνείσαι απεριόριστα, είσαι δοξασμένος.

Ὠδὴ η’ Ὁ Εἱρμὸς.

   Εὐλογεῖτε Παῖδες, τῆς Τριάδος ἰσάριθμοι, δημιουργὸν Πατέρα Θεόν· ὑμνεῖτε τὸν συγκαταβάντα Λόγον, καὶ τὸ πῦρ εἰς δρόσον μεταποιήσαντα· καὶ ὑπερυψοῦτε, τὸ πᾶσι ζωὴν παρέχον, Πνεῦμα πανάγιον εἰς τοὺς αἰῶνας».

   Οι νέοι, οι ισάριθμοι με την Αγία Τριάδα, να δοξάζετε τον Θεό Πατέρα, το δημιουργό των πάντων. Ακόμη να υμνείτε τον θείο Λόγο που κατέβηκε μαζί σας στο καμίνι και μετέβαλε τη φωτιά σε δροσιά. Και να υπερυψώνετε στους αιώνες το πανάγιο Πνεύμα, που δίνει ζωή σε όλα.

Ὁ διάκονος· Τὴν Θεοτόκον… ἐν ὕμνοις μεγαλύνομεν.

Ὠδὴ θ’ Ὁ Εἱρμὸς.

   Μυστικῶς εἶ Θεοτόκε Παράδεισος, ἀγεωργήτως βλαστήσασα Xριστόν, ὑφ' οὗ τὸ τοῦ Σταυροῦ, ζωηφόρον ἐν γῇ, πεφυτούργηται δένδρον· δι᾿ οὗ νῦν ὑψουμένου, προσκυνοῦντες αὐτὸν σὲ μεγαλύνομεν.

   Παναγία Θεοτόκε, είσαι το μυστικό περιβόλι, διότι, χωρίς να δεχτείς μέσα σου ανδρικό σπέρμα, γέννησες τον Χριστό, ο οποίος φύτεψε στη γη το δένδρο του Σταυρού που καρποφορεί την αιώνια ζωή. Προσκυνώντας, λοιπόν, τον Χριστό, μέσω του Σταυρού που σήμερα υψώνεται, μεγαλύνουμε κι εσένα που Τον γέννησες.

Ὠδὴ θ' Ὁ Εἱρμὸς

   Ὁ τόκος σου ἄφθορος ἐδείχθη, Θεὸς ἐκ λαγόνων σου προῆλθε, σαρκοφόρος, ὃς ὤφθη ἐπὶ γῆς, καὶ τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη, σὲ Θεοτόκε· διὸ πάντες μεγαλύνομεν.

   Ο τοκετός σου αποδείχθηκε χωρίς φθορά! Από τη μήτρα σου γεννήθηκε ο Θεός περιβλημένος σάρκα, ο οποίος εμφανίστηκε πάνω στη γη και συναναστράφηκε με τους ανθρώπους. Γι’ αυτό, Θεοτόκε, όλοι σε μεγαλύνουμε!

   Σύντρομοι καινῇ φωτοχυσίᾳ, ἀθρόως οἱ Μαθηταὶ ἐλλαμφθέντες, πρὸς ἀλλήλους ἑώρων, καὶ πρηνεῖς εἰς γῆν καταπεσόντες, σοὶ τῷ Δεσπότῃ τῶν ἁπάντων προσεκύνησαν.

   Όταν φωτίστηκαν ταυτόχρονα οι μαθητές, έντρομοι από την καινούργια φωτοχυσία, βλέπονταν μεταξύ τους και πέφτοντας μπρούμυτα στη γη, προσκύνησαν εσένα τον Δεσπότη των όλων.

   Ἦχος ἐκ νεφέλης ἀνεπέμπετο, θεόκτυπος βεβαιῶν τὸ θαῦμα· ὁ Πατὴρ γὰρ τῶν φώτων. Οὗτός ἐστιν Υἱὸς ὁ ἀγαπητός μου, τοῖς Ἀποστόλοις ἀνεβόα, οὗ ἀκούετε.

   Ήχος από το σύννεφο στελνόταν, με κτύπους του Θεού, βεβαιώνοντας το θαύμα· διότι ο Πατέρας των φώτων, φώναζε στους αποστόλους: Αυτός είναι ο Υιός ο αγαπητός μου, τον οποίο να ακούτε.

   Καινὰ κατιδόντες καὶ παράδοξα, φωνῆς πατρικῆς ἐνωτισθέντες, ἐν Θαβὼρ οἱ τοῦ Λόγου ὑπηρέται, ἐκμαγεῖον τοῦ ἀρχετύπου. Οὗτος ὑπάρχει ἀνεβόων ὁ Σωτὴρ ἡμῶν.

   Βλέποντας πράγματα καινούργια και παράδοξα, ακούγοντας φωνή πατρική στο Θαβώρ οι υπηρέτες του Λόγου, φώναζαν: Αυτός είναι το αποτύπωμα του πρωτοτύπου (Πατρός), ο Σωτήρας μας.

   Εἰκὼν ἀπαράλλακτε τοῦ Ὄντος, ἀκίνητε σφραγὶς ἀναλλοίωτε, Υἱὲ Λόγε σοφία καὶ βραχίων, δεξιὰ Ὑψίστου σθένος, σὲ ἀνυμνοῦμεν, σὺν Πατρί τε καὶ τῷ Πνεύματι.

   Εικόνα απαράλλακτη Αυτού που είναι ο Υπάρχων, ακίνητη σφραγίδα αναλλοίωτη, Υιέ Λόγε, σοφία και χέρι δεξί του Υψίστου και δύναμη, σε ανυμνούμε μαζί με τον Πατέρα και το Πνεύμα

Ἕτερος Κανὼν Ὁ Εἱρμὸς

   Ἔφριξε πᾶσα ἀκοή, τὴν ἀπόρρητον Θεοῦ συγκατάβασιν, ὅπως ὁ Ὕψιστος, ἑκὼν κατῆλθε μέχρι καὶ σώματος, Παρθενικῆς ἀπὸ γαστρός, γενόμενος ἄνθρωπος· διὸ τήν Ἄχραντον, Θεοτόκον οἱ πιστοὶ μεγαλύνομεν.

   Έφριξε κάθε αφτί ακούγοντας την απόρρητη του Θεού συγκατάβαση, πώς δηλαδή ο Ύψιστος με τη θέλησή του κατέβηκε μέχρι και σώμα να πάρει από Παρθενική κοιλιά, γενόμενος άνθρωπος· για αυτό την άχραντη Θεοτόκο μεγαλύνουμε οι πιστοί.

   Ἵνα σου δείξῃς ἐμφανῶς, τὴν ἀπόρρητον δευτέραν κατάβασιν, ὅπως ὁ Ὑψιστος Θεός, ὀφθήσῃ ἑστὼς ἐν μέσῳ θεῶν, τοῖς Ἀποστόλοις ἐν Θαβώρ, Μωσεῖ σὺν Ἠλίᾳ τε, ἀρρήτως ἔλαμψας· διὸ πάντες σε Χριστὲ μεγαλύνομεν.

   Για να δείξεις ολοκάθαρα την μυστική δεύτερη κατάβασή σου, το πώς δηλαδή ο Ύψιστος Θεός, θα φανείς τότε να στέκεσαι ανάμεσα σε θεούς, για αυτό στους αποστόλους στο Θαβώρ, στον Μωϋσή και τον Ηλία, έλαμψες ανέκφραστα· για αυτό όλοι Χριστέ σε μεγαλύνουμε.

   Δεῦτέ μοι πείθεσθε λαοί, ἀναβάντες εἰς τὸ ὄρος τὸ Ἅγιον, τὸ ἐπουράνιον ἀΰλως στῶμεν ἐν πόλει ζῶντος Θεοῦ, καὶ ἐποπτεύσωμεν νοῒ Θεότητα ἄϋλον, Πατρὸς καὶ Πνεύματος, ἐν Υἱῷ μονογενεῖ ἀπαστράπτουσαν.

   Ελάτε, σας παρακαλώ, ακούστε με λαοί, αφού ανέβουμε στο όρος το άγιο, το ουράνιο, με τρόπο άυλο ας σταθούμε στην πόλη του ζωντανού Θεού, και ας δούμε με το νου την άυλη Θεότητα, του Πατέρα και του Πνεύματος, η οποία αστράφτει μέσα από τον μονογενή Υιό.

   Ἔθελξας πόθῳ με Χριστέ, καὶ ἠλλοίωσας τῷ θείῳ σου ἔρωτι, ἀλλὰ κατάφλεξον, πυρὶ ἀΰλω τὰς ἁμαρτίας μου, καὶ εμπλησθῆναι τῆς ἐν σοὶ τρυφῆς καταξίωσον, ἵνα τὰς δύο σκιρτῶν, μεγαλύνω ἀγαθὲ παρουσίας σου.

   Με έχεις ελκύσει με πόθο Χριστέ και με αλλοίωσες με τον θείο σου έρωτα· αλλά κατάκαψε με την άυλη φωτιά τις αμαρτίες μου και αξίωσέ με να γεμίσω από τη δική σου απόλαυση, έτσι ώστε σκιρτώντας από χαρά, να δοξολογώ, Αγαθέ, τις δύο παρουσίες σου.

Καταβασία

   Μυστικὸς εἶ Θεοτόκε Παράδεισος, ἀγεωργήτως βλαστήσασα Χριστόν, ὑφ' οὗ τὸ τοῦ Σταυροῦ ζωηφόρον ἐν γῇ, πεφυτούργηται δένδρον. Διὸ νῦν ὑψουμένου προσκυνοῦντες αὐτόν, σὲ μεγαλύνομεν.

   Ὁ διὰ βρώσεως τοῦ ξύλου, τῷ γένει προσγενόμενος θάνατος, διὰ Σταυροῦ κατήργηται σήμερον· τῆς γὰρ προμήτορος ἡ παγγενὴς κατάρα διαλέλυται, τῷ βλαστῷ τῆς Ἁγνῆς Θεομήτορος, ἣν πᾶσαι αἱ δυνάμεις τῶν οὐρανῶν μεγαλύνουσιν.

   Ο θάνατος που επήλθε στο ανθρώπινο γένος με τη βρώση του καρπού του απαγορευμένου δένδρου, καταργήθηκε σήμερα με τη δύναμη του Σταυρού. Διότι η κατάρα της Εύας, της πρώτης μητέρας των ανθρώπων, η οποία εξαπλώθηκε σ’ όλο το ανθρώπινο γένος, λύθηκε από τον Κύριο που γεννήθηκε από την αγνή Μητέρα του Θεού. Αυτήν μεγαλύνουν όλες οι ουράνιες Δυνάμεις.

Συναπτὴ μικρά, μεθ᾿ ἣν ἐκφώνησις· Ὅτι σὲ αἰνοῦσι…

Ἐξαποστειλάριον αὐτόμελον (Ἐκ γ' )

   Φῶς ἀναλλοίωτον Λόγε, φωτὸς Πατρὸς ἀγεννήτου, ἐν τῷ φανέντι φωτί σου, σήμερον ἐν Θαβωρίῳ, φῶς εἴδομεν τόν, Πατέρα, φῶς καὶ τὸ Πνεῦμα, φωταγωγοῦν πᾶσαν Κτίσιν.

   Εσύ Λόγε που είσαι φως αναλλοίωτο που προήλθες από το φως, τον αγέννητο Πατέρα, μέσα από το φως σου που φάνηκε σήμερα στο Θαβώρ, είδαμε φως τον Πατέρα, φως και το Πνεύμα, το οποίο φωταγωγεί όλη την κτίση.

ΑΙΝΟΙ Ἦχος δ´.

   Πᾶσα πνοὴ αἰνεσάτω τὸν Κύριον. Αἰνεῖτε τὸν Κύριον ἐκ τῶν οὐρανῶν, αἰνεῖτε αὐτὸν ἐν τοῖς ὑψίστοις. Σοὶ πρέπει ὕμνος τῷ Θεῷ.

   Κάθε τι που αναπνέει ας δοξολογήσει τον Κύριο. Δοξολογείτε τον Κύριο από τους ουρανούς. Δοξολογείτε Τον από τα υψηλότατα μέρη του ορίζοντα. Σε Σένα ανήκει ύμνος, Θεέ.

     Αἰνεῖτε αὐτόν, πάντες οἱ ἄγγελοι αὐτοῦ· αἰνεῖτε αὐτόν, πᾶσαι αἱ δυνάμεις αὐτοῦ. Σοὶ πρέπει ὕμνος τῷ Θεῷ.

   Δοξολογείτε τον Κύριο όλοι οι άγγελοί Του· δοξολογείτε αυτόν όλες οι (αγγελικές) δυνάμεις Του. Σε Σένα ανήκει ύμνος, Θεέ.

Στίχος: Αἰνεῖτε αὐτὸν ἐπὶ ταῖς δυναστείαις αὐτοῦ, αἰνεῖτε αὐτὸν κατὰ τὸ πλῆθος τῆς μεγαλωσύνης αὐτοῦ.

Ἦχος δ' Ὁ ἐξ ὑψίστου κληθεὶς

   Πρὸ τοῦ τιμίου Σταυροῦ σου καὶ τοῦ πάθους, λαβὼν οὓς προέκρινας τῶν Ἱερῶν Μαθητῶν, πρὸς τὸ Θαβώριον Δέσποτα, ἀνῆλθες ὄρος, δεῖξαι θελήσας τούτοις τὴν δόξαν σου, οἳ καὶ κατιδόντες σε μεταμορφούμενον, καὶ ὑπὲρ ἥλιον λάμψαντα, πρηνεῖς πεσόντες, τὴν δυναστείαν σου κατεπλάγησαν, ἀναβοῶντες· Σὺ τὸ ἄχρονον, φῶς ὑπάρχεις Χριστὲ καὶ ἀπαύγασμα, τοῦ Πατρός, εἰ καὶ θέλων, σάρξ ὡράθης ἀναλλοίωτος.

   Πριν τον τίμιο Σταυρό σου και το Πάθος, παίρνοντας αυτούς που διάλεξες από τους ιερούς μαθητές, ανέβηκες Δέσποτα στο όρος Θαβώρ, θέλοντας να τους δείξεις την δόξα σου· οι οποίοι και όταν σε είδαν να μεταμορφώνεσαι και να λάμπεις πάνω από τον ήλιο, αφού έπεσαν μπρούμυτα, ένιωσαν κατάπληξη για την εξουσία σου και φώναζαν· Εσύ είσαι Χριστέ το άχρονο φως και η ακτινοβολία του Πατέρα, έστω και αν με τη θέλησή σου φάνηκες με σάρκα χωρίς να αλλοωθείς.

Στίχος: Αἰνεῖτε αὐτὸν ἐν ἤχῳ σάλπιγγος, αἰνεῖτε αὐτὸν ἐν ψαλτηρίῳ καὶ κιθάρᾳ.

Το ίδιο…

Στίχος: Αἰνεῖτε αὐτὸν ἐν τυμπάνῳ καὶ χορῷ, αἰνεῖτε αὐτὸν ἐν χορδαῖς καὶ ὀργάνῳ .

   Ὁ πρὸ αἰώνων ὑπάρχων Θεὸς Λόγος ὁ φῶς ὡς ἱμάτιον περιβαλλόμενος, μεταμορφούμενος ἔμπροσθεν, τῶν μαθητῶν σου, ὑπὲρ τὸν ἥλιον Λόγε ἔλαμψας, Μωσῆς καὶ Ἠλίας δέ, σοὶ παρειστήκεισαν, νεκρῶν καὶ ζώντων σε Κύριον, δηλοποιοῦντες, καὶ σοῦ δοξάζοντες τὴν ἀπόρρητον, οἰκονομίαν καὶ τὸ ἔλεος, καὶ τὴν πολλὴν συγκατάβασιν, δι' ἧς ἔσωσας κόσμον, ἁμαρτίαις ἀπολλύμενον.

   Εσύ που πριν τους αιώνες είσαι Θεός Λόγος, εσύ που ντύνεσαι το φως σαν ρούχο, όταν μεταμορφωνόσουν μπροστά στους μαθητές σου, έλαμψες Λόγε πάνω από τον ήλιο· ο Μωϋσής και ο Ηλίας στέκονταν δίπλα σου, φανερώνοντάς σε ότι είσαι Κύριος των νεκρών και των ζωντανών και δόξαζαν την απόρρητη οικονομία σου και το έλεος και την πολλή συγκατάβαση, με την οποία έσωσες τον κόσμο που χανόταν μέσα στις αμαρτίες.

Στίχος: Αἰνεῖτε αὐτὸν ἐν κυμβάλοις εὐήχοις, αἰνεῖτε αὐτὸν ἐν κυμβάλοις ἀλλαλαγμοῦ, Πᾶσα πνοὴ αἰνεσάτω τὸν Κύριον.

   Παρθενικῆς ἐκ νεφέλης σε τεχθέντα, καὶ σάρκα γενόμενον, καὶ πρὸς τὸ ὄρος Θαβώρ, μεταμορφούμενον Κύριε, καὶ τῇ νεφέλῃ, τῇ φωτεινῇ σε περικυκλούμενον, φωνὴ τοῦ Γεννήτορος, ἀγαπητὸν σὲ Υἱόν, τῶν μαθητῶν συμπαρόντων σοι, σαφῶς ἐδήλου, ὡς ὁμοούσιον καὶ ὁμόθρονον· ὅθεν ὁ Πέτρος ἐκπληττόμενος, Καλὸν ὧδέ ἐστιν εἶναι ἔλεγε, μὴ εἰδὼς ὃ ἐλάλει, Εὐεργέτα πολυέλεε.

   Εσένα που γεννήθηκες από παρθενικό σύννεφο (την Θεοτόκο) και έγινες άνθρωπος με σάρκα, και μεταμορφωνόσουν Κύριε στο όρος Θαβώρ και περικυκλωνόσουν από το φωτεινό σύννεφο, Εσένα, η φωνή αυτού που σε γέννησε, όταν ήταν μαζί σου παρόντες οι μαθητές, με σαφήνεια σε φανέρωνε ότι είσαι αγαπητός Υιός αφού έχεις την ίδια ουσία και τον ίδιο θρόνο· για αυτό ο Πέτρος με έκπληξη έλεγε: «Είναι καλό να μείνουμε εδώ», χωρίς να καταλαβαίνει αυτό που λέει, Ευεργέτη μας πολυέλεε.

Δόξα... Καὶ νῦν... Ἦχος πλ. δ' Βύζαντος

   Παρέλαβεν ὁ Χριστός, τὸν Πέτρον καὶ Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην, εἰς ὄρος ὑψηλὸν κατ' ἰδίαν, καὶ μετεμορφώθη ἔμπροσθεν αὐτῶν, καὶ ἔλαμψε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡς ὁ Ἥλιος, τὰ δὲ ἱμάτια αὐτοῦ, ἐγένετο λευκὰ ὡς τὸ φῶς. Καὶ ὤφθησαν Μωϋσῆς καὶ Ἠλίας μετ' αὐτοῦ συλλαλοῦντες, καὶ νεφέλη φωτεινὴ ἐπεσκίασεν αὐτούς, καὶ ἰδοὺ φωνὴ ἐκ τῆς νεφέλης λέγουσα· Οὗτός ἐστιν ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ ηὐδόκησᾳ, αὐτοῦ ἀκούετε.

   Πήρε μαζί του ο Χριστός τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη σε βουνό ψηλό, ιδιαιτέρως αυτούς μόνους· και μεταμορφώθηκε μπροστά τους και έλαμψε το πρόσωπό του όπως ο ήλιος, ενώ τα ρούχα του έγιναν λευκά σαν το φως. Και εμφανίστηκαν ο Μωϋσής και ο Ηλίας οι οποίοι συνομιλούσαν μαζί του· και σύννεφο φωτεινό τούς σκέπασε, και ξαφνικά ακούστηκε φωνή από το σύννεφο που έλεγε· Αυτός είναι ο Υιός μου ο αγαπητός στον οποίο ευαρεστήθηκα, αυτόν να ακούτε.

Δοξολογία μεγάλη και το απολυτίκιο Μετεμορφώθης…

Στη Θεία Λειτουργία

Ἀντίφωνον Α': Στίχος α'. Μέγας Κύριος καὶ αἰνετὸς σφόδρα ἐν πόλει τοῦ Θεοῦ ἡμῶν. Στίχος β'. Ἑτοιμάζων ὄρη ἐν τῇ ἰσχὺϊ αὐτοῦ. Στίχος γ'. Ὁ ἀναβαλλόμενος φῶς ὡς ἱμάτιον. Στίχος δ'. Τὰ ὄρη ἀγαλλιάσονται ἀπὸ προσώπου Κυρίου.

Ἀντίφωνον Β': Στίχος α'. Οἱ θεμέλιοι αὐτοῦ ἐν τοῖς ὄρεσι τοῖς ἁγίοις.

Σῶσον ἡμᾶς Υἱὲ Θεοῦ, ὁ ἐν τῷ ὄρει τῷ Θαβὼρ μεταμορφωθείς, ψάλλοντάς σοι Ἀλληλούϊα.

Στίχος β'. Ἀγαπᾷ Κύριος τὰς πύλας Σιών, ὑπὲρ πάντα τὰ σκηνώματα, Ἰακώβ. Στίχος γ'. Δεδοξασμένα ἐλαλήθη περὶ σοῦ, ἡ πόλις τοῦ Θεοῦ. Στίχος δ'. Μήτηρ Σιών, ἐρεῖ ἄνθρωπος. καὶ ἄνθρωπος ἐγεννήθη ἐν αὐτῇ.

Ἀντίφωνον Γ': Στίχος α'. Τὰ ἔλέη σου, Κύριε, εἰς τὸν αἰῶνα ᾄσομαι. Το Απολυτίκιο Μετεμορφώθης…

Εἰσοδικὸν: Θαβὼρ καὶ Ἑρμὼν ἐν τῷ ὀνόματί σου ἀγαλλιάσονται. Σῶσον ἡμᾶς Υἱὲ Θεοῦ, ὁ ἐν τῷ ὄρει τῷ Θαβὼρ μεταμορφωθείς, ψάλλοντάς σοι Ἀλληλούϊα.

Εἰς τό, Ἐξαιρέτως Ἦχος πλ. δ'

Νῦν τὰ ἀνήκουστα ἠκούσθη· ὁ ἀπάτωρ γὰρ Υἱὸς ἐκ τῆς Παρθένου, τῇ πατρῴᾳ φωνῇ, ἐνδόξως μαρτυρεῖται, οἷα Θεὸς καὶ ἄνθρωπος, ὁ αὐτὸς εἰς τοὺς αἰῶνας.

Τώρα τα ανήκουστα ακούστηκαν· διότι ο Υιός που από την Παρθένο είναι χωρίς πατέρα, από την πατρική φωνή μαρτυρείται με τρόπο ένδοξο ως Θεός και άνθρωπος, ο ίδιος αιωνίως.

Κοινωνικὸν: Ἐν τῷ φωτὶ τῆς δόξης τοῦ προσώπου σου, Κύριε, πορευσόμεθα εἰς τὸν αἰῶνα. Ἀλληλούϊα.

Εύρεση

Δημοφιλή Θέματα (Α-Ω)

αγάπη (600) Αγάπη Θεού (340) αγάπη σε Θεό (248) αγάπη σε Χριστό (166) άγγελοι (68) Αγγλικανισμός (1) Αγία Γραφή (228) Αγιασμός (10) Άγιο Πνεύμα (96) Άγιο Φως (1) άγιοι (178) άγιος (197) αγνότητα (42) άγχος (36) αγώνας (106) αγώνας πνευματικός (268) αδικία (6) Αθανασία (7) Αθανάσιος ο Μέγας (4) αθεΐα (127) αιρέσει (1) αιρέσεις (362) αιωνιότητα (14) ακηδία (4) ακτημοσὐνη (14) αλήθεια (111) αμαρτία (339) Αμβρόσιος άγιος (3) άμφια (1) Αμφιλόχιος της Πάτμου (4) Ανάληψη Χριστού (4) Ανάσταση (142) ανασταση νεκρών (31) ανθρώπινες σχέσεις (322) άνθρωπος (303) αντίχριστος (11) Αντώνιος, Μέγας (5) αξιώματα (15) απἀθεια (5) απελπισία (9) απιστία (21) απληστία (5) απλότητα (16) αποκάλυψη (8) απόκρυφα (17) Απολογητικά Θέματα (1) αργολογία (3) αρετή (199) Αρσένιος Όσιος (5) ασθένεια (108) άσκηση (63) αστρολογία (2) Αυγουστίνος άγιος (3) αυταπάρνηση (31) αυτεξούσιο (2) αυτογνωσία (147) αυτοθυσἰα (26) αυτοκτονία (9) αχαριστία (6) Β Παρουσία (10) Β' Παρουσία (11) βάπτιση (17) βάπτισμα (31) Βαρβάρα αγία (1) Βαρσανουφίου Οσίου (31) Βασιλεία Θεού (33) Βασίλειος ο Μέγας (30) Βελιμίροβιτς Νικόλαος Άγιος (32) βία (4) βιβλίο (31) βιοηθική (10) βίος (1) Βουδδισμός (5) γαλήνη (1) γάμος (125) Γένεση (5) Γέννηση Κυρίου (14) Γεροντικόν (195) Γερόντισσα Γαβριηλία (1) Γεώργιος Άγιος (1) γηρατειά (11) γιόγκα (4) γλώσσα (64) γνώση (25) Γνωστικισμός (3) γονείς (134) Γρηγόριος Νεοκαισαρείας άγιος (1) Γρηγόριος Νύσσης Άγιος (2) Γρηγόριος ο Θεολόγος (20) Γρηγόριος ο Παλαμάς όσιος (9) γυναίκα (36) δάκρυα (57) δάσκαλος (24) Δεύτερη Παρουσία (26) Δημήτριος Άγιος (1) Δημιουργία (62) διάβολος (233) Διάδοχος Φωτικής όσιος (13) διαίσθηση (1) διακονία (4) διάκριση (147) διάλογος (5) δικαιο (4) δικαιοσύνη (38) Διονύσιος Αρεοπαγίτης Άγιος (2) Διονύσιος Κορίνθου άγιος (1) Δογματικα Θέματα (205) Δογματική Τρεμπέλα (1) δύναμη (68) Δωρόθεος αββάς (10) εγκράτεια (19) εγωισμός (248) εικόνες (34) Ειρηναίος Λουγδούνου άγιος (4) ειρήνη (54) εκκλησία (235) Εκκλησιαστική Ιστορία (24) Εκκλησιαστική περιουσία (3) έκτρωση (5) έλεγχος (16) ελεημοσύνη (114) ελευθερία (62) Ελλάδα (19) ελπίδα (61) εμπιστοσὐνη (58) εντολές (12) Εξαήμερος (2) εξέλιξης θεωρία (16) Εξομολόγηση (167) εξωγήινοι (13) εξωσωματική γονιμοποίηση (5) Εορτή (3) επάγγελμα (17) επιείκεια (2) επιμονἠ (52) επιστήμη (108) εργασία (79) Ερμηνεία Αγίας Γραφής (182) έρωτας (19) έρωτας θείος (9) εσωστρέφεια (1) Ευαγγέλια (191) Ευαγγέλιο Ιωάννη Ερμηνεία (33) Ευαγγελισμός (2) ευγένεια (15) ευγνωμοσὐνη (42) ευλογία (5) Ευμένιος Όσιος γέροντας (7) ευσπλαχνία (34) ευτυχία (65) ευχαριστία (53) Εφραίμ Κατουνακιώτης Όσιος (25) Εφραίμ ο Σύρος όσιος (6) εχεμύθεια (1) ζήλεια (15) ζώα (46) ζωή (34) ηθική (14) ησυχία (32) θάνατος (299) θάρρος (99) θαύμα (253) θέατρο (5) Θεία Κοινωνία (179) Θεία Λειτουργία (127) θεία Πρόνοια (14) θἐλημα (54) θέληση (38) θεογνωσία (2) Θεόδωρος Στουδίτης όσιος (36) θεολογία (29) Θεός (330) Θεοφάνεια (6) Θεοφάνους Εγκλείστου Αγίου (5) θέωση (6) θλίψεις (280) θρησκείες (43) θυμός (100) Ιάκωβος Αδελφόθεος Άγιος (1) Ιάκωβος Τσαλίκης Όσιος (14) ιατρική (13) Ιγνάτιος Θεοφόρος (9) Ιγνάτιος Μπριαντσανίνωφ Άγιος (6) ιεραποστολή (47) ιερέας (177) ιερωσύνη (16) Ινδουισμός (14) Ιουδαίοι (1) Ιουστίνος άγιος (3) Ιουστίνος Πόποβιτς Άγιος (58) Ιππόλυτος άγιος (1) Ισαάκ ο Σύρος (5) Ισίδωρος Πηλουσιώτης όσιος (36) Ισλάμ (11) Ιστορία Ελληνική (8) Ιστορία Παγκόσμια (14) Ιστορικότης Χριστού (1) Ιωάννης Δαμασκηνός Άγιος (1) Ιωάννης Θεολόγος (3) Ιωάννης Κροστάνδης (329) Ιωάννης Χρυσόστομος (397) Ιωσήφ Ησυχαστής Άγιος (6) Καινή Διαθήκη Ερμηνεία (137) Καινή Διαθήκη κριτικό κείμενο NestleAland (5) Κανόνες Εκκλησίας (4) καρδιά (116) Κασσιανός Όσιος (4) κατάκριση (132) καταναλωτισμός (8) Κατηχητικό (4) καύση νεκρών (1) κενοδοξία (14) κήρυγμα (53) Κίνητρα (3) Κλήμης Αλεξανδρέας (1) Κλήμης Ρώμης άγιος (1) Κλίμακα (6) κλοπή (5) Κοίμησις Θεοτόκου (25) κοινωνία (167) κόλαση (50) Κόντογλου Φώτης (4) Κοσμάς Αιτωλός Άγιος (2) Κουάκεροι (1) ΚράτοςΕκκλησία (1) Κρίσις Μέλλουσα (47) Κυπριανός άγιος (1) Κύριλλος Άγιος (1) Λατρεία Θεία (75) λείψανα (9) λογική (1) λογισμοί (115) λόγος Θεού (21) Λουκάς Κριμαίας Άγιος (12) λύπη (60) μαγεία (19) μακροθυμία (5) Μανιχαϊσμός (1) Μάξιμος Ομολογητής (15) Μαρία Αιγυπτία Αγία (1) Μαρκίων αιρετικός (1) μάρτυρες (24) μεγαλοσὐνη (7) Μεθοδιστές (1) μελέτη (59) μετά θάνατον (44) μετά θάνατον ζωή (101) Μεταμόρφωση (11) μετάνοια (364) Μετάσταση (1) μετάφραση (13) Μετενσάρκωση (8) μητέρα (56) Μητροπολίτης Σουρόζ Αντώνιος (2) μίσος (11) ΜΜΕ (4) μνημόσυνα (9) μοναξιά (21) μοναχισμός (114) Μορμόνοι (1) μόρφωση (20) μουσική (8) Ναός (17) ναρκωτικά (4) Νέα ΕποχήNew Age (1) Νεκτάριος άγιος (27) νέοι (27) νεοπαγανισμός (7) νηστεία (67) νήψη (2) Νικηφόρος ο Λεπρός Άγιος (3) Νικόδημος Αγιορείτης Άγιος (1) Νικόλαος Άγιος (8) Νικόλαος Καβάσιλας Άγιος (2) Νικόλαος Πλανάς Άγιος (1) νους (54) οικονομία (2) Οικουμενισμός (4) ομολογία (3) ομορφιά (17) ομοφυλοφιλία (2) όνειρα (35) οραμα (25) οράματα (32) οργή (2) ορθοδο (1) Ορθοδοξία (292) όρκος (1) πάθη (266) πάθος (38) παιδεία (24) παιδιά (138) Παΐσιος Όσιος (380) Παλαιά Διαθήκη (7) Παλαιά Διαθήκη Ερμηνεία (10) παλαιοημερολογίτες (17) Παναγία (333) Παπαδόπουλος Στυλιανός (3) παράδειγμα (38) Παράδεισος (113) Παράδοση Ιερά (9) Παρασκευή Αγία (1) Παρθένιος ο Χίος Όσιος (2) Πάσχα (22) πατήρ Νικόλαος Πουλάδας (21) πατρίδα (9) Πατρολογία (19) Παύλος Απόστολος (4) πειρασμοί (27) Πεντηκοστή (12) περιέργεια (3) Πέτρος Απόστολος (1) πίστη (539) πλησἰον (69) πλούτος (73) Πνευματικές Νουθεσίες (92) πνευματική ζωή (278) πνευματικός πατέρας (120) πνευματισμός (10) ποίηση (21) πόλεμος (28) πολιτική (25) πολιτισμός (9) Πορφύριος Όσιος (271) πραότητα (7) προθυμἰα (28) Πρόνοια (5) Πρόνοια Θεία (90) προορισμός (15) προσευχή (805) προσοχή (51) προσπἀθεια (139) προτεσταντισμός (29) προφητείες (15) ραθυμία (18) Ρωμαιοκαθολικισμός (36) Σάββας Καλύμνου Άγιος (1) Σαρακοστή (12) σεβασμός (28) Σεραφείμ του Σαρώφ Όσιος (11) Σιλουανός Άγιος (2) σιωπή (14) σοφία (54) Σπυρίδων Άγιος (2) σταθερότητα (2) Σταυρός (84) Σταυροφορίες (4) Σταύρωση (52) συγχώρηση (92) συκοφαντία (2) Συμεών Νέος Θεολόγος όσιος (88) συμπὀνια (23) συναξάρι (2) συνείδηση (25) σχίσμα (34) σώμα (49) σωτηρία (47) Σωφρόνιος του Έσσεξ Άγιος (35) τάματα (2) ταπεινοφροσύνη (270) ταπείνωση (195) Τέλος Κόσμου (4) Τερτυλλιανός (1) Τεσσαρακοστή Μεγάλη (6) τέχνη (1) τιμωρία (19) Τριάδα Αγία (35) τύχη (2) υγεία (8) υλικά αγαθά (43) υπακοή (124) Υπαπαντή (2) υπαρξιακά (73) υπερηφἀνεια (55) υποκρισία (25) υπομονή (222) φανατισμός (5) φαντασία (5) φαντάσματα (3) φιλαργυρἰα (9) φιλαυτἰα (10) φιλία (30) φιλοσοφία (23) Φλωρόφσκυ Γεώργιος (3) φόβος (56) φὀβος Θεοὐ (26) φως (44) Φώτιος άγιος (1) χαρά (123) Χαράλαμπος Άγιος (1) χάρις θεία (119) χαρίσματα (39) Χειρόγραφα Καινής Διαθήκης (1) Χριστιανισμός (21) χριστιανός (101) Χριστός (361) Χριστούγεννα (69) χρόνος (36) ψαλμωδία (7) ψεύδος (22) ψυχαγωγία (10) ψυχή (270) ψυχολογία (25)