ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.

Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ

 

E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

(Θεατρικό σκετς   ΜΟΝΟΠΡΑΚΤΟ)

Συγγραφέας Ελένη Π. Κονδύλη (Φιλόλογος, Εκπαιδεύτρια Ενηλίκων στο Σ.Δ.Ε. Περιστερίου)

(Το μονόπρακτο αυτό δημιουργήθηκε για τους ενήλικες μαθητές των Φυλακών Κορυδαλλού. Παίχθηκε από εκπαιδευόμενους του Σχολείου Δεύτερης Ευκαιρίας (Σ.Δ.Ε) Περιστερίου το οποίο συμμετείχε στη Χριστουγεννιάτικη Εκδήλωση του Σ.Δ.Ε. Φυλακών Κορυδαλλού στις 21-12-2012)

Πρόσωπα: Άγγελος

Βοσκός

(Ο Άγγελος και ο Βοσκός περπατούν προς αντίθετες κατευθύνσεις, σαν δυο περαστικοί  στον ίδιο δρόμο. Δεν έχουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στο ντύσιμό τους. Ο Βοσκός περπατά προς το κέντρο της αίθουσας και ο Άγγελος προς τη σκάλα και την έξοδο. Ο  Βοσκός είναι βιαστικός και κοιτάζει κάτω και ο Άγγελος κοιτάζει επάνω και είναι αφηρημένος. Πέφτουν ο ένας πάνω στον άλλο και τότε κοιτιούνται).

ΑΓΓΕΛΟΣ: Συγγνώμη, καλέ μου άνθρωπε!

ΒΟΣΚΟΣ: Με συγχωρείτε, έπεσα πάνω σας…   Ξέρετε πάω να βρω ένα νέο βασιλιά που γεννιέται… και βιάζομαι να προλάβω!

Α: Συγγνώμη, μήπως είστε … (ψάχνει να βρει τη λέξη) βοσκός; Γιατί εσάς έψαχνα!

Β: Ναι, «βοσκούσα τα πρόβατα εδώ επαραπέρα» … και ξαφνικά… το έμαθα!  

Α: Δεν είναι από κει ο νέος βασιλιάς, από την άλλη είναι…

Β: Τι λες άνθρωπέ μου; Η πολιτεία είναι εκεί που πάω εγώ. Από την άλλη έχει μόνο χαμόσπιτα, χωράφια και σπηλιές…

Α: Σε μια σπηλιά θα γεννηθεί!

Β: Τι;;; Πλάκα μου κάνεις; Τι σόι βασιλιάς είναι αυτός; Με κορόιδεψαν…

Α: Είναι ο βασιλιάς των φτωχών, των κατατρεγμένων, των πονεμένων, των αδικημένων…

Β: (εξυπνακίστικα)Ναι, αλλά δεν είναι αδικία να γεννιέται ολόκληρος βασιλιάς σε μια σπηλιά;

Α: Δεν Του άνοιξαν άλλη πόρτα. Δεν Τον πειράζει. Ήρθε ακριβώς για να μοιραστεί τα προβλήματά σας, τη ζωή σας, τη σάρκα σας.

Β: Ναι, αλλά,….(σταματάει) Για στάσου! Άκουσα καλά; «Τη σάρκα σας»; «ΣΑΣ;;;» Γιατί, εσύ τι είσαι, παιδάκι μου;

Α: (με φυσικότητα) Εγώ είμαι ένας Άγγελος.

Β: Όπα!  (μιλάει στο κοινό) Αυτός ή τρελός  είναι ή φάντασμα! Φάντασμα!  (Τρομάζει. Γυρίζει στον Άγγελο και προσπαθεί να τον αγγίξει) Μμμμ. Είσαι πεθαμένος;

Α: Ζωντανός! Ολοζώντανος! Ήρθα να σου πω για το Χριστό, το Σωτήρα, που θα γεννηθεί!

Β: Τι να τον κάνω εγώ το φτωχό βασιλιά; Εγώ θέλω πλούτη… Αυτά ονειρεύομαι στο χειμαδιό με τους άλλους τσοπάνους…

Α: Τα πλούτη χάνονται, φέρνουν έγνοιες, μίση και δυστυχία.  Ο Χριστός φέρνει πλούτη, αλλά πλούτη στην καρδιά μας: αγάπη…

Β: Αγάπη; Τι είναι αυτό; Τρώγεται;  Βλέπεις εδώ τους απλήρωτους λογαριασμούς; (τινάζει κάτι χαρτιά που κρατάει) Αυτούς πήγαινα στο βασιλιά, μήπως και κάνει καμιά εξυπηρέτηση… Κάποιον θα ξέρει τέλος πάντων. Ολόκληρος βασιλιάς… (κοιτάζει τα χαρτιά που κρατάει ο Άγγελος) Και… σύ …λογαριασμούς;

Α: Ψαλμοί είναι, για τη χορωδία των Αγγέλων. Κάνουμε πρόβες.

Β: (Στον εαυτό του) «Αγάπη» σου λέει ο άλλος! Αχ, καλή ήταν η Μάρθα όταν την παντρεύτηκα… Αλλά τώρα έχει βγάλει μια γκρίνια, μια μουρμούρα…

Α: (ήρεμα, σα να γνωρίζει όλη τη ζωή του βοσκού) Τσακώνεσαι μαζί της. Την έχεις αφήσει μόνη της με όλα τα οικογενειακά βάρη, το ξέρεις; Δε συζητάτε πια. Ο Χριστός έρχεται για να σε μάθει την αγάπη της θυσίας και της κατανόησης. Αυτή η αγάπη δε φθείρεται…

Β:  Και τα παιδιά μου μού «τη σπάνε». Όλο τρέλες και απαιτήσεις! …

Α: Να τους δίνεις εσύ το καλό παράδειγμα. Λίγα δώρα, εννοώ λιγότερα δώρα! Αλλά και λίγη υπομονή και ευγένεια στα παιδιά σου δεν κάνει κακό. Τους κάνει καλούς ανθρώπους. Και όχι καλούς καταναλωτές.

Β: Δηλαδή, στον «καλό άνθρωπο» που λες η… μοιχεία απαγορεύεται;

Α: ( ο Άγγελος σκύβει το κεφάλι και φαίνεται λυπημένος. Αρχίζει να απομακρύνεται αργά)

Β:  (επιτακτικά) Πού πας; Γύρνα πίσω!

Α:  Στο Θεό της αγάπης, της ειρήνης…

Β: Καλέ ποιας ειρήνης; Δε βλέπεις τι γίνεται στον κόσμο; Οι Ρωμαίοι μας έχουν κατακτήσει και μας πίνουν το αίμα με το μπουρί.

Α: Η ειρήνη δεν είναι στα χαρτιά. Η περίφημη ΡΩΜΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ…

Β: (σαν να μην ακούει καλά) Ποια; Η Ευρωπαϊκή Ένωση;;;

Α: Η Ρωμαϊκή Ένωση. Η «ΠΑΞ ΡΟΜΑΝΑ» των Ρωμαίων…

Β: (σαν να μην ακούει καλά) Ποιών; Των Ευρωπαίων;;;

Α: Των Ρωμαίων. Η Ρωμαϊκή Ένωση, λοιπόν, έφερε ειρήνη ή εκμετάλλευση; Η πραγματική ειρήνη, να ξέρεις, αρχίζει από τις δικές μας καρδιές και μεταδίδεται στους άλλους. Συνήθως οι άνθρωποι τα κάνετε ανάποδα και δε βρίσκετε άκρη.

Β: Κάτσε, βασικά, εγώ άλλο έλεγα και με μπέρδεψες… Η Μαγδαληνή… μου αρέσει… Πειράζει;

Α: (ήρεμα, συμβουλευτικά) Νέο κορίτσι, για τα λεφτά σου σε θέλει. Η γυναίκα σου σε νοιάζεται, τα παιδιά σου σε χρειάζονται!

Β: Για να πούμε την αλήθεια, τα παιδιά μου μού «τη δίνουν», αλλά τα αγαπάω… Και η καημένη η Μάρθα,… είναι  βράχος, δε λέω… Αλλά… τα γλέντια μ’ αρέσουν! Πειράζει;

Α: (ήρεμα) Η χαρά δεν είναι κακό, ο Θεός τη δίνει. Αλλά όχι να καταστρέφεις τον εαυτό σου. Με «ουσίες και  οινοπνεύματα»…

Β: (στο κοινό) Πω, πω! Ξενέρωτος τύπος αυτός ο Άγγελος! …(σκέφτεται κάτι άλλο) Και ο φίλος μου ο τελώνης –πρώτο παιδί – ετοιμάζει μια δουλίτσα μούρλια! Θα τσεπώσουμε πολλά. Πειράζει;

Α: (ήρεμα) Παράνομα! … Αδικία. Κινδυνεύεις να δυστυχήσεις χειρότερα. Κι έτσι η αδικία γίνεται περισσότερη στη γη…

Β: Άσ’ τα αυτά τώρα! Άλλοι αδικούν περισσότερο. Οι μεγάλοι!

Α: Σύμφωνοι. Αλλά πάρε και συ τις ευθύνες σου: θα μπεις και θα συνεχίσεις τον κύκλο της αδικίας;

Β: (κοροϊδευτικά) Ναι, καλά τώρα!…  (Ξανασκέφτεται και πιάνει τον ΄Αγγελο από το μανίκι) Στάσου! Έχω κάτι σημαντικό να σε ρωτήσω: Αν πιστέψουμε σ’ αυτό το Θεό… « της αγάπης και της ειρήνης», που μας λες, θα λυθούν όλα τα προβλήματά μας με τη μία;

Α: Όχι, αντιθέτως. Όσοι Τον πιστέψουν θα αγωνίζονται συνέχεια για το καλό στο δύσκολο αυτόν κόσμο.

Β: Μ’ αρέσει όμως αυτό… ΤΟ ΚΑΛΟ...  Αυτό ήθελα όταν ήμουν μικρός… Μ΄ αυτά που λες με κάνεις να νιώθω πάλι σαν… σαν παιδί (α, στην ευχή, πώς μου ήρθε αυτό, τώρα;!)

Α: Η Βασιλεία των ουρανών είναι για αυτούς που θα μοιάσουν με τα παιδιά. Όχι στο μυαλό, αλλά στην καρδιά.

Β: Ναι, αλλά εγώ έχω κάνει… Θέλω να πω, όχι εγώ, δε με νοιάζει εμένα! Ε, ένας φίλος μου βοσκός, που ενδιαφέρεται να γνωρίσει το μικρό βασιλιά, έχει κάνει πολλά στραβά στη ζωή του. Με τι πρόσωπο να πάει να τον δει;

Α:  Άκουσε κάτι: εσείς οι άνθρωποι δυσκολεύεστε αφάνταστα να συγχωρήσετε. Ο Θεός συγχωρεί και αγκαλιάζει πάντα όποιον μετανιώνει και αλλάζει πραγματικά. Αυτό ισχύει και για το φίλο σου το βοσκό και για σένα.

(σιωπή)

Α: Λοιπόν προχωράω. Θα ’ρθεις μαζί μου;

Β: Α, μπα!  Άστο, καλά είμαι έτσι…

(Κοιτάνε και οι δύο το κοινό αμήχανα)

Α: (ο Άγγελος τον κοιτάζει τρυφερά και με αργές κινήσεις τον ακουμπάει στον ώμο παρηγορητικά. Μετά, πάντα με αργές κινήσεις, ανεβαίνει τη σκάλα και φεύγει από την έξοδο. Δεν τον βλέπουμε πια).

Β: (ξαφνικά αρχίζει να κυνηγάει τον Άγγελο ανεβαίνοντας τη σκάλα και φωνάζοντας θυμωμένα) Κοίτα, δε θα μου πεις εσύ, το ξέρω ότι το καλό το έχω μέσα μου…. Ό, τι …βλακείες και να κάνω, ξέρω τι είναι καλό. Και το θέλω το καλό!…

(Σταματάει απότομα. Έχει φτάσει στην πόρτα.  Ξαφνιασμένος, βλέπει κάτι στο βάθος απ’ όπου έφυγε ο Άγγελος, που εμείς δε το βλέπουμε)

Β: Όπα, τι έγινε παιδιά; Εσύ έβγαλες φτερά, ρε φίλε! Και  κει κάτω η σπηλιά λάμπει! Θε μου, τι φως είναι αυτό!

Α: (μιλάει γλυκά, χαμογελαστά, δεν τον βλέπουμε) Ναι, αλλά μην εντυπωσιάζεσαι. Αυτά δεν είναι τίποτα μπροστά στη δόξα του Θεού.  Ένα μικρό «σπρώξιμο» είναι, μήπως καταλάβεις… Όμως, αν έρθεις, στο ξαναλέω: σ’ αυτό τον κόσμο, Η ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΖΩΗ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΧΟΛΛΥΓΟΥΝΤ, από τον καναπέ. Είναι αγώνας για το καλό και θυσία! Θα ’ρθεις;  (περιμένει λίγο).

Έλα καλέ μου φίλε…Σε περιμένω.

Β: ΝΑ ΠΑΩ;;;  (στο κοινό)

ΘΑ ΠΑΩ! ΕΛΑΤΕ ΚΑΙ ΕΣΕΙΣ! (Κοιτάζει γελώντας το κοινό. Κάνει ένα νεύμα και στους άλλους να έρθουν και φεύγει τρέχοντας προς τα εκεί που πήγε ο Άγγελος).

ΤΕΛΟΣ

Από το βιβλίο: Ἡ ζωὴ ἑνὸς Μεγάλου: Βασίλειος Καισαρείας Στυλιανοῦ Γ. Παπαδόπουλου

«Μεγαλειότατε νικηθήκαμε» Ὁ Βασίλειος εἶναι Μέγας

Ἡ ὀρθοδοξία τῆς Καππαδοκίας ἔμοιαζε λίγο πολὺ μὲ νησίδα στὴν Ἀνατολή. Ὁ Οὐάλης ἀπέλυσε τοὺς ἀσκοὺς τῆς αἱρέσεως παντοῦ. Συνδυασμένες ἡ βία καὶ ἡ πονηρία τοῦ ἔδωσαν ἀποτελέσματα μεθυστικά. Σάρωσε τὴν Ὀρθοδοξία καὶ ἔσφιγγε τώρα σὰν τανάλια τὴν Καισάρεια. Εἶναι ἀλήθεια πὼς οἱ Καππαδόκες δὲν εἶχαν γνωρίσει καλὰ τὴ βάναυση σκληρότητα τοῦ Οὐάλη. Ἄκουγαν ὅ,τι συνέβαινε ἀλλοῦ. Τοὺς κοβόταν τὸ αἷμα.

Τὰ διάφορα κέντρα τῆς αὐτοκρατορίας ὑποτάχθηκαν πράγματι στὴν πολιτικὴ τοῦ ἀρειανόφρονα. Μὰ τοῦτο ἔγινε γιατί διώχθηκαν οἱ ὀρθόδοξοι, δημεύθηκαν οἱ περιουσίες τους, ἐξαναγκάσθηκαν, πιέσθηκαν μὲ βίαια μέσα. Καὶ ὅσοι ἀντιστέκονταν ἀντικαταστάθηκαν.

Ἡ θηριωδία καὶ τὸ μίσος δὲν εἶχαν ὅρια. Ἔφθασαν στὸ σημεῖο νὰ κάψουν… στὴν Νικομήδεια ὀρθόδοξους πρεσβυτέρους μέσα σὲ πλοῖο. Ὅσο πλησίαζαν μάλιστα στὴν Καισάρεια τόσο πιὸ ἄγρια γινόταν ἡ θηριωδία τους. Ὄργανα τοῦ αὐτοκράτορα βεβήλωναν ναούς. Σὲ κάποια πόλη μπῆκαν στὸν ναό, ἀνέβηκαν στὴν ἁγία Τράπεζα καὶ χόρευαν πάνω σ’ αὐτήν. Σὲ ἄλλο ναό, ποὺ ὁ ὀρθόδοξος ἱερέας προσπάθησε νὰ ἐμποδίσει τοὺς βέβηλους, σκότωσαν καὶ ἔχυσαν ἀνθρώπινο αἷμα ἐπάνω στὴν ἴδια τὴν ἁγία Τράπεζα. Θῦμα ὁ ἱερέας. Τὰ φοβερὰ τοῦτα σφυροκοποῦσαν κάθε μέρα τ’ αὐτιὰ τῆς ὀρθόδοξης Καισάρειας…

Πρέπει νὰ ἦταν Νοέμβριος- Δεκέμβριος. Οἱ πιέσεις στὸ Βασίλειο διαδέχονταν ἡ μία τὴν ἄλλη. Σήμερα τὸν προσέβαλαν. Αὔριο τοῦ ὑπόσχονταν πολλά.

Πρὶν ἀποφασίσει ὁ Οὐάλης τὴν ὥρα τῆς τελικῆς ἑφόδου δοκίμασε πολλοὺς τρόπους γιὰ νὰ φέρει στὰ νερὰ του τὸ Βασίλειο. Ἔνοιωθε μάλιστα ὅτι καὶ μόνο τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Βασίλειος παραμένει ὀρθόδοξος Μητροπολίτης Καισαρείας ἀποτελεῖ γι’ αὐτὸν ἀποτυχία τῆς πολιτικῆς του, γελοιοποίηση τοῦ Βασιλικοῦ του κύρους… Σημαντικὸ ρόλο στὶς πιέσεις ἔπαιζαν οἱ δικαστικοί, ποὺ εἶχαν κιόλας γίνει πέρα γιὰ πέρα ὄργανα τοῦ αὐτοκράτορα. Δὲν ὑστέρησαν ὅμως καὶ οἱ στρατιωτικοί…

αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα: Πατερική Θεολογία

Το σπουδαίο είναι να μπούμε στην Εκκλησία. Να ενωθούμε με τους συνανθρώπους μας, με τις χαρές και τις λύπες όλων. Να τους νιώθουμε δικούς μας, να προσευχόμαστε για όλους, να πονάμε για την σωτηρία τους, να ξεχνάμε τους εαυτούς μας. Να κάνομε το παν γι’ αυτούς, όπως ο Χριστός για μας. Μέσα στην Εκκλησία γινόμαστε ένα με κάθε δυστυχισμένο και πονεμένο κι αμαρτωλό. Κανείς δεν πρέπει να θέλει να σωθεί μόνος του, χωρίς να σωθούν και οι άλλοι. Είναι λάθος να προσεύχεται κανείς για τον εαυτό του, για να σωθεί ο ίδιος. Τους άλλους πρέπει να αγαπάμε και να προσευχόμαστε να μη χαθεί κανείς· να μπούν όλοι στην Εκκλησία. Αυτό έχει αξία. Και μ’ αυτή την επιθυμία πρέπει να φύγει κανείς απ’ τον κόσμο, για να πάει στο μοναστήρι η στην έρημο.

Μέσα στην Εκκλησία, που έχει τα μυστήρια που σώζουν, δεν υπάρχει απελπισία. Μπορεί να είμαστε πολύ αμαρτωλοί. Εξομολογούμαστε, όμως μας διαβάζει ο παπάς κι έτσι συγχωρούμαστε και προχωρούμε προς την αθανασία, χωρίς καθόλου άγχος, χωρίς καθόλου φόβο.

Όποιος ζει τον Χριστό, γίνεται ένα μαζί Του, με την Εκκλησία Του. Ζει μια τρέλα! Η ζωή αυτή είναι διαφορετική απ’ τη ζωή των ανθρώπων. Είναι χαρά, είναι φως, είναι αγαλλίαση, είναι ανάταση. Αυτή είναι η ζωή της Εκκλησίας, η ζωή του Ευαγγελίου, η Βασιλεία του Θεού. «Η Βασιλεία του Θεού εντός ημών εστίν» (Λουκ. 17,21). Έρχεται μέσα μας ο Χριστός κι εμείς είμαστε μέσα Του. Και συμβαίνει όπως μ’ ένα κομμάτι σίδηρο που τοποθετημένο μές στη φωτιά γίνεται φωτιά και φως· έξω απ’ τη φωτιά, πάλι σίδηρος σκοτεινός, σκοτάδι.

Όσοι κατηγορούν την Εκκλησία για τα λάθη των εκπροσώπων της, με σκοπό δήθεν να βοηθήσουν για την διόρθωση, κάνουν μεγάλο λάθος. Αυτοί δεν αγαπούν την Εκκλησία. Ούτε, βέβαια τον Χριστό. Τότε αγαπάμε την Εκκλησία, όταν με την προσευχή μας αγκαλιάζουμε κάθε μέλος της και κάνομε ό,τι κάνει ο Χριστός. Θυσιαζόμαστε, αγρυπνούμε, κάνομε το παν, όπως εκείνος, ο οποίος «τις λοιδορίες δεν τις ανταπέδιδε, και όταν έπασχε δεν απειλούσε» (Α΄ Πετρ. 2,23).

Να προσέχουμε και το τυπικό μέρος. Να ζούμε τα μυστήρια, ιδιαίτερα το μυστήριο της Θείας Κοινωνίας. Σ’ αυτά βρίσκεται η Ορθοδοξία. Προσφέρεται ο Χριστός στην Εκκλησία με τα μυστήρια και κυρίως με την Θεία Κοινωνία.

Για πολλούς, όμως, η θρησκεία είναι ένας αγώνας, μια αγωνία κι ένα άγχος. Γι’ αυτό πολλούς απ’ τους «θρήσκους» τους θεωρούνε δυστυχισμένους, γιατί βλέπουνε σε τι χάλια βρίσκονται. Και πράγματι. Γιατί αν δεν καταλάβει κανείς το βάθος της θρησκείας και δεν την ζήσει, η θρησκεία καταντάει αρρώστεια και μάλιστα φοβερή. Τόσο φοβερή, που ο άνθρωπος χάνει τον έλεγχο των πράξεών του, γίνεται άβουλος κι ανίσχυρος, έχει αγωνία κι άγχος και φέρεται υπό κακού πνεύματος (δηλ. δαιμονικής ενέργειας). Κάνει μετάνοιες, κλαίει, φωνάζει, ταπεινώνεται τάχα, κι όλη αυτή η ταπείνωση είμαι μια σατανική ενέργεια. Ορισμένοι τέτοιοι άνθρωποι ζούνε τη θρησκεία σαν ένα είδος κολάσεως. Μέσα στην εκκλησία κάνουν μετάνοιες, σταυρούς, λένε, «είμαστε αμαρτωλοί, ανάξιοι», και μόλις βγούνε έξω, αρχίζουν να βλασφημάνε τα θεία, όταν κάποιος λίγο τους ενοχλήσει. Φαίνεται καθαρά ότι υπάρχει στο μέσον δαιμόνιο.

Στην πραγματικότητα, η χριστιανική θρησκεία μεταβάλλει τον άνθρωπο και τον θεραπεύει. Η κυριότερη, όμως, προϋπόθεση, για να αντιληφθεί και να διακρίνει ο άνθρωπος την αλήθεια, είναι η ταπείνωση. Ο εγωισμός σκοτίζει το νού του ανθρώπου, τον μπερδεύει, τον οδηγεί στην πλάνη, στην αίρεση. Είναι σπουδαίο να κατανοήσει ο άνθρωπος την αλήθεια.

Στις αιρέσεις πάνε όλοι οι μπερδεμένοι. Μπερδεμένα παιδιά μπερδεμένων γονέων.

Πολλές φορές ούτε ο κόπος, ούτε οι μετάνοιες, ούτε οι σταυροί προσελκύουν τη χάρη. Υπάρχουν μυστικά. Το ουσιαστικότερο είναι να φύγεις απ’ τον τύπο και να πηγαίνεις στην ουσία. Ό,τι γίνεται, να γίνεται από αγάπη.

Όταν δεν ζείς με τον Χριστό, ζείς μές στη μελαγχολία, στη θλίψη, στο άγχος, στη στενοχώρια. δεν ζείς σωστά. Τότε παρουσιάζονται πολλές ανωμαλίες και στον οργανισμό. Επηρεάζεται το σώμα, οι ενδοκρινείς αδένες, το συκώτι, η χολή, το πάγκρεας, το στομάχι. Σου λένε: «Για να είσαι υγιής, πάρε το πρωί το γάλα σου, το αυγουλάκι σου, το βουτυράκι σου με δύο-τρία παξιμάδια». Κι όμως, αν ζείς σωστά, αν αγαπήσεις τον Χριστό, μ’ ένα πορτοκάλι κι ένα μήλο είσαι εντάξει. Το μεγάλο φάρμακο είναι να επιδοθεί κανείς στην λατρεία του Χριστού. Όλα θεραπεύονται. Όλα λειτουργούν κανονικά. Η αγάπη του Θεού όλα τα μεταβάλλει, τα μεταποιεί, τα αγιάζει, τα διορθώνει, τα αλλάζει, τα μεταστοιχειώνει.

Ο έρωτας προς τον Χριστό είναι κάτι άλλο. Δεν έχει τέλος, δεν έχει χορτασμό. Δίνει ζωή, δίνει σθένος, δίνει υγεία, δίνει, δίνει, δίνει… Κι όσο δίνει, τόσο πιο πολύ ο άνθρωπος θέλει να ερωτεύεται. Ενώ ο ανθρώπινος έρωτας μπορεί να φθείρει τον άνθρωπο, να τον τρελάνει. Όταν αγαπήσομε τον Χριστό, όλες οι άλλες αγάπες υποχωρούν. Οι άλλες αγάπες έχουν κορεσμό.. Η αγάπη του Χριστού δεν έχει κορεσμό. Η σαρκική αγάπη έχει κορεσμό. Μετά μπορεί ν’ αρχίσει η ζήλια, η γκρίνια, μέχρι κι ο φόνος. Μπορεί να μεταβληθεί σε μίσος. Η εν Χριστώ αγάπη δεν αλλοιώνεται. Η κοσμική αγάπη λίγο διατηρείται και σιγά σιγά σβήνει, ενώ η θεία αγάπη ολοένα μεγαλώνει και βαθαίνει. Κάθε άλλος έρωτας μπορεί να φέρει τον άνθρωπο σε απελπισία. Ο θείος έρως, όμως, μας ανεβάζει στη σφαίρα του Θεού, μας χαρίζει γαλήνη, χαρά, πληρότητα. Οι άλλες ηδονές κουράζουν, ενώ αυτή διαρκώς δεν χορταίνεται. Είναι μία ηδονή ακόρεστος, που δεν την βαριέται κανείς ποτέ. Είναι το άκρον αγαθόν.

Όταν αγαπάς τον Χριστό, παρόλες τις αδυναμίες και τη συναίσθηση που έχεις γι’ αυτές έχεις τη βεβαιότητα ότι ξεπέρασες τον θάνατο, γιατί βρίσκεσαι στην κοινωνία της αγάπης του Χριστού.
Τον Χριστό να τον αισθανόμαστε σαν φίλο μας. Είναι φίλος μας. Το βεβαιώνει ο ίδιος, όταν λέει: «Εσείς είστε φίλοι μου…» (Ιω. 15,14). Σαν φίλο να τον ατενίζομε και να τον πλησιάζομε. Πέφτομε; Αμαρτάνομε; Με οικειότητα, με αγάπη κι εμπιστοσύνη να τρέχομε κοντά του· όχι με φόβο ότι θα μας τιμωρήσει αλλά με θάρρος, που θα μας το δίδει η αίσθηση του φίλου. Να του πούμε: «Κύριε, το έκανα, έπεσα, συγχώρεσέ με». Αλλά συγχρόνως να αισθανόμαστε ότι μας αγαπάει, ότι μας δέχεται τρυφερά, με αγάπη και μας συγχωρεί. Να μη μας χωρίζει απ’ τον Χριστό η αμαρτία. Όταν πιστεύουμε ότι μας αγαπάει και τον αγαπάμε, δεν θα αισθανόμαστε ξένοι και χωρισμένοι απ’ Αυτόν, ούτε όταν αμαρτάνουμε. Έχουμε εξασφαλίσει την αγάπη Του κι όπως και να φερθούμε, ξέρομε ότι μας αγαπάει.

Το Ευαγγέλιο, βέβαια, λέει με συμβολικές λέξεις για τον άδικο ότι θα βρεθεί εκεί, όπου υπάρχει «ο τριγμός και ο βρυγμός των οδόντων», διότι μακράν του Θεού έτσι είναι. Και από τους νηπτικούς Πατέρες της Εκκλησίας πολλοί ομιλούν για φόβο θανάτου και κολάσεως. Λένε: «Έχε μνήμη θανάτου πάντοτε». Αυτές οι λέξεις, αν τις εξετάσομε βαθιά, δημιουργούν τον φόβο της κολάσεως. Ο άνθρωπος προσπαθώντας ν’ αποφύγει την αμαρτία, κάνει αυτές τις σκέψεις, για να κυριευθεί η ψυχή του απ’ το φόβο του θανάτου, της κολάσεως και του διαβόλου. ...

Όλα έχουν τη σημασία τους, το χρόνο και την περίστασή τους. Η έννοια του φόβου είναι καλή για τα πρώτα στάδια. Είναι για τους αρχάριους, γι’ αυτούς που ζει μέσα τους ο παλαιός άνθρωπος. Ο άνθρωπος ο αρχάριος, που δεν έχει ακόμη λεπτυνθεί, συγκρατείται απ’ το κακό με το φόβο. Και ο φόβος είναι απαραίτητος, εφόσον είμαστε υλικοί και χαμερπείς. Αλλ’ αυτό είναι ένα στάδιο, ένας χαμηλός βαθμός σχέσεως με το θείον. Το πάμε στη συναλλαγή, προκειμένου να κερδίσομε τον Παράδεισο η να γλιτώσομε την κόλαση. Αυτό, αν το καλοεξετάσομε, δείχνει κάποια ιδιοτέλεια, κάποιο συμφέρον. Εμένα δε μου αρέσει αυτός ο τρόπος. Όταν ο άνθρωπος προχωρήσει και μπεί στην αγάπη του Θεού, τι του χρειάζεται ο φόβος; Ό,τι κάνει, το κάνει από αγάπη κι έχει πολύ μεγαλύτερη αξία αυτό. Το να γίνει καλός κάποιος από φόβο στον Θεό κι όχι από αγάπη δεν έχει τόση αξία.

Όποιος θέλει να γίνει χριστιανός, πρέπει πρώτα να γίνει ποιητής. Αν στραπατσαρισθεί η ψυχή και γίνει ανάξια της αγάπης του Χριστού, διακόπτει ο Χριστός τις σχέσεις, διότι ο Χριστός «χοντρές» ψυχές δεν θέλει κοντά Του.

Κανείς να μη σάς βλέπει, κανείς να μην καταλαβαίνει τις κινήσεις της λατρείας σας προς το θείον. Όλ’ αυτά κρυφά, μυστικά, σαν τους ασκητές. Θυμάστε που σάς έχω πεί για τ’ αηδονάκι; Μές στο δάσος κελαϊδάει. Στη σιγή. Να πεί πως κάποιος τ’ ακούει, πως κάποιος το επαινεί; Πόσο ωραίο κελάηδημα στην ερημιά! Έχετε δεί πως φουσκώνει ο λάρυγγάς του; Έτσι γίνεται και μ’ αυτόν που ερωτεύεται τον Χριστό. Άμα αγαπάει, «φουσκώνει ο λάρυγγας, παθαίνει, μαλλιάζει η γλώσσα». Πιάνει μια σπηλιά, ένα λαγκάδι και ζει τον Θεό μυστικά, «στεναγμοίς αλαλήτοις».

Περιφρονήστε τα πάθη, μην ασχολείσθε με τον διάβολο. Στραφείτε στον Χριστό.

Η θεία χάρις μας διδάσκει το δικό μας χρέος. Για να την προσελκύσουμε, θέλει αγάπη, λαχτάρα. Η χάρις του Θεού θέλει θείο έρωτα. Η αγάπη αρκεί, για να μας φέρει σε κατάλληλη «φόρμα» για προσευχή. Μόνος Του θα έλθει ο Χριστός και θα εγκύψει στην ψυχή μας, αρκεί να βρει ορισμένα πραγματάκια που να Τον ευχαριστούν· αγαθή προαίρεση, ταπείνωση και αγάπη. Χωρίς αυτά δεν μπορούμε να πούμε «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με»

Ο παραμικρός γογγυσμός κατά του πλησίον επηρεάζει την ψυχή σας και δεν μπορείτε να προσευχηθείτε. Το Πνεύμα το Άγιον, όταν βρίσκει έτσι την ψυχή, δεν τολμάει να πλησιάσει.

Να ζητάμε να γίνει το θέλημα του Θεού· αυτό είναι το πιο συμφέρον, το πιο ασφαλές για μας και για όσους προσευχόμαστε. Ο Χριστός θα μας τα δώσει όλα πλούσια. Όταν υπάρχει έστω και λίγος εγωισμός, δεν γίνεται τίποτα.

Όταν ο Θεός δεν μας δίδει κάτι που επίμονα ζητάμε, έχει το λόγο Του. Έχει κι ο Θεός τα «μυστικά» Του.

Αν δεν κάνετε υπακοή (σε ιερέα-πνευματικό) και δεν έχετε ταπείνωση, η ευχή (δηλ. το Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με) δεν έρχεται και υπάρχει και φόβος πλάνης.

Να μην γίνεται η ευχή (το Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με) αγγαρεία. Η πίεση μπορεί να φέρει μία αντίδραση μέσα μας, να κάνει κακό. Έχουν αρρωστήσει πολλοί με την ευχή, γιατί την έκαναν με πίεση. Και γίνεται, βέβαια, κι όταν το κάνεις αγγαρεία· αλλά δεν είναι υγιές.

Δεν είναι ανάγκη να συγκεντρωθείτε ιδιαίτερα για να πείτε την ευχή. Δεν χρειάζεται καμιά προσπάθεια όταν έχεις θείο έρωτα. Όπου βρίσκεσθε, σε σκαμνί, σε καρέκλα, σε αυτοκίνητο, παντού, στον δρόμο, στο σχολείο, στο γραφείο, στη δουλειά μπορείτε να λέτε την ευχή, το «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με», απαλά, χωρίς πίεση, χωρίς σφίξιμο.

Σημασία στην προσευχή έχει όχι η χρονική διάρκεια αλλά η ένταση. Να προσεύχεσθε έστω και πέντε λεπτά, αλλά δοσμένα στο Θεό με αγάπη και λαχτάρα. Μπορεί ένας μία ολόκληρη νύχτα να προσεύχεται κι αυτή η προσευχή των πέντε λεπτών να είναι ανώτερη. Μυστήριο είναι αυτό βέβαια, αλλά έτσι είναι.

Ο άνθρωπος του Χριστού όλα τα κάνει προσευχή. Και τη δυσκολία και τη θλίψη, τις κάνει προσευχή. Ό,τι και να του τύχει αμέσως αρχίζει: «Κύριε Ιησού Χριστέ…». Η προσευχή ωφελεί σε όλα, και στα πιο απλά. Για παράδειγμα, πάσχεις από αυπνία· να μη σκέπτεσαι τον ύπνο. Να σηκώνεσαι, να βγαίνεις έξω και να έρχεσαι πάλι μέσα στο δωμάτιο, να πέφτεις στο κρεβάτι σαν για πρώτη φορά, χωρίς να σκέπτεσαι αν θα κοιμηθείς η όχι. Να συγκεντρώνεσαι, να λες τη δοξολογία και μετά τρεις φορές το «Κύριε Ιησού Χριστέ…» κι έτσι θα έρχεται ο ύπνος.

Όλα είναι μέσα μας, και τα ένστικτα και τα πάντα, και ζητούν ικανοποίηση. Αν δεν τα ικανοποιήσομε, κάποτε θα εκδικηθούν, εκτός και τα διοχετεύσομε αλλού, στο ανώτερο, στον Θεό.

Δεν γίνεσθε άγιοι κυνηγώντας το κακό. Αφήστε το κακό. Να κοιτάζετε προς τον Χριστό κι Αυτός θα σάς σώσει. Αντί να στέκεσθε έξω από την πόρτα και να διώχνετε τον εχθρό, περιφρονήστε τον. Έρχεται από δώ το κακό; Δοθείτε μά τρόπο απαλό από εκεί. Δηλαδή έρχεται να σάς προσβάλει το κακό, δώστε εσείς την εσωτερική σας δύναμη στο καλό, στον Χριστό. Παρακαλέστε: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Ξέρει εκείνος πως να σάς ελεήσει, με τι τρόπο. Κι όταν γεμίζετε απ’ το καλό, δεν στρέφεσθε πια προς το κακό. Γίνεσθε μόνοι σας, με τη χάρη του Θεού, καλοί. Που να βρει τόπο τότε το κακό; Εξαφανίζεται!

Σάς πιάνει φοβία κι απογοήτευση; Στραφείτε στον Χριστό. Αγαπήστε τον απλά, ταπεινά, χωρίς απαίτηση και θα σάς απαλλάξει ο Ίδιος.

Να μη διαλέγετε αρνητικούς τρόπους για τη διόρθωσή σας. Δεν χρειάζεται ούτε τον διάβολο να φοβάσθε, ούτε την κόλαση, ούτε τίποτα. Δημιουργούν αντίδραση. Έχω κι εγώ μία μικρή πείρα σ’ αυτά. Ο σκοπός δεν είναι να κάθεσθε, να πλήττετε και να σφίγγεσθε, για να βελτιωθείτε. Ο σκοπός είναι να ζείτε, να μελετάτε, να προσεύχεσθε, να προχωράτε στην αγάπη, στην αγάπη του Χριστού, στην αγάπη της Εκκλησίας.

Τις αδυναμίες αφήστε τις όλες, για να μην παίρνει είδηση το αντίθετο πνεύμα (δηλ. ο διάβολος) και σάς βουτάει και σάς καθηλώνει και σάς βάζει στη στενοχώρια. Να μην κάνετε καμιά προσπάθεια ν’ απαλλαγείτε από αυτές. Ν’ αγωνίζεσθε με απαλότητα και απλότητα, χωρίς σφίξιμο και άγχος. Μη λέτε: «Τώρα θα σφιχτώ, θα κάνω προσευχή ν’ αποκτήσω αγάπη, να γίνω καλός κ.λπ.». Δεν είναι καλό να σφίγγεσαι και να πλήττεις, για να γίνεις καλός. Έτσι θ’ αντιδράσετε χειρότερα. Όλα να γίνονται με απαλό τρόπο, αβίαστα και ελεύθερα. Ούτε να λέτε: «Θεέ μου, απάλλαξέ με απ’ αυτό», παραδείγματος χάριν, τον θυμό, την λύπη. Δεν είναι καλό να προσευχόμαστε η και να σκεπτόμαστε το συγκεκριμένο πάθος. κάτι γίνεται στην ψυχή μας και μπλεκόμαστε ακόμη περισσότερο. Ρίξου με ορμή, για να νικήσεις το πάθος και θα δείς τότε πως θα σ’ αγκαλιάσει, θα σε σφίξει και δεν θα μπορέσεις να κάνεις τίποτα.

Η ελευθερία δεν κερδίζεται, αν δεν ελευθερώσομε το εσωτερικό μας απ’ τα μπερδέματα και τα πάθη.

Αυτό είναι η Εκκλησία μας, αυτή είναι η χαρά μας, αυτό είναι το παν για μας. Και ο άνθρωπος σήμερα αυτό ζητάει. Και παίρνει τα δηλητήρια και τα ναρκωτικά, για να έλθει σε κόσμους χαράς. αλλά ψεύτικης χαράς. Κάτι αισθάνεται εκείνη τη στιγμή και αύριο είναι τσακισμένος. Το ένα τον τρίβει, τον τρώει, τον τσακίζει, τον ψήνει. Ενώ το άλλο, δηλαδή το δόσιμο στον Χριστό, τον ζωογονεί, του δίνει χαρά, τον κάνει να χαίρεται τη ζωή, να νιώθει δύναμη, μεγαλείο.

Είναι μεγάλη τέχνη να τα καταφέρετε να αγιασθεί η ψυχή σας. Παντού μπορεί ν’ αγιάσει κανείς. Και στην Ομόνοια μπορεί ν’ αγιάσει, αν το θέλει. Στην εργασία σας, όποια και να είναι, μπορείτε να γίνετε άγιοι. Με την πραότητα, την υπομονή, την αγάπη. Να βάζετε κάθε μέρα νέα σειρά, νέα διάθεση, με ενθουσιασμό και αγάπη, προσευχή και σιωπή. Όχι να έχετε άγχος και να σάς πονάει το στήθος.

Να εργάζεσθε με εγρήγορση, απλά, απαλά, χωρίς αγωνία, με χαρά κι αγαλλίαση, με αγαθή διάθεση. Τότε έρχεται η θεία χάρις.

Όλα τα δυσάρεστα, που μένουν μέσα στην ψυχή σας και φέρνουν άγχος, μπορούν να γίνουν αφορμή για τη λατρεία του Θεού και να παύσουν να σάς καταπονούν. Να έχετε εμπιστοσύνη στον Θεό.

Δεν είναι ανάγκη να προσπαθείτε και να σφίγγεσθε. Όλη σας η προσπάθεια να είναι ν’ ατενίσετε το φως, να κατακτήσετε το φως. Έτσι, αντί να δίδεσθε στη στενοχώρια, που δεν είναι του Πνεύματος του Θεού, να δίδεσθε στη δοξολογία του Θεού.
Η στενοχώρια δείχνει ότι δεν εμπιστευόμαστε τη ζωή μας στον Χριστό.

Η επικοινωνία με τον Χριστό, όταν γίνεται απλά, απαλά, χωρίς πίεση, κάνει τον διάβολο να φεύγει. Ο σατανάς δεν φεύγει με πίεση, με σφίξιμο. Απομακρύνεται με την πραότητα και την προσευχή. Υποχωρεί, όταν δεί την ψυχή να τον περιφρονεί και να στρέφεται με αγάπη προς τον Χριστό. Την περιφρόνηση δεν μπορεί να τη υποφέρει, διότι είναι υπερόπτης. Όταν, όμως, πιέζεσθε, το κακό πνεύμα σάς παίρνει είδηση και σάς πολεμάει. Μην ασχολείσθε με τον διάβολο, ούτε να παρακαλείτε να φύγει. Όσο παρακαλείτε να φύγει, τόσο σάς αγκαλιάζει. Τον διάβολο να τον περιφρονείτε. Να μην τον πολεμάτε κατά μέτωπον. Όταν πολεμάς με πείσμα κατά του διαβόλου, επιτίθεται κι εκείνος σαν τίγρης, σαν αγριόγατα. Όταν του ρίχνεις σφαίρες, αυτός σου ρίχνει χειροβομβίδα. Όταν του ρίχνεις βόμβα, σου ρίχνει πύραυλο. Μη κοιτάζετε το κακό. Να κοιτάζετε την αγκαλιά του Θεού και να πέφτετε στην αγκαλιά Του και να προχωρείτε.

Ο ταπεινός έχει συνείδηση της εσωτερικής του καταστάσεως και, όσο κι αν είναι άσχημη, δεν χάνει την προσωπικότητά του. Δεν χάνει την ισορροπία του. Το αντίθετο συμβάνει με τον εγωιστή, τον έχοντα αισθήματα κατωτερότητος. Στην αρχή μοιάζει με τον ταπεινό. Λίγο, όμως, αν τον πειράξει κανείς, αμέσως χάνει την ειρήνη του, εκνευρίζεται, ταράζεται.

Όταν ο άνθρωπος ζει χωρίς Θεό, χωρίς γαλήνη, χωρίς εμπιστοσύνη, αλλά με άγχος, αγωνία, κατάθλιψη, απελπισία, αποκτάει ασθένειες σωματικές και ψυχικές. Η ψυχασθένεια, η νευρασθένεια, ο διχασμός είναι δαιμονικές καταστάσεις. Δαιμόνιο είναι επίσης και η ταπεινολογία. Το λένε αίσθημα κατωτερότητος. Η αληθινή ταπείνωση δεν μιλάει, δεν λέει ταπεινολογίες, δηλαδή, «είμαι αμαρτωλός, ανάξιος, ελάχιστος πάντων…». Φοβάται ο ταπεινός μήπως με τις ταπεινολογίες πέσει στην κενοδοξία. Η χάρις του Θεού δεν πλησιάζει εδώ. Αντίθετα, η χάρις του Θεού βρίσκεται εκεί όπου υπάρχει αληθινή ταπείνωση, η θεία ταπείνωση, η τέλεια εμπιστοσύνη στον Θεό. Η εξάρτηση από Εκείνον.

Ο κενόδοξος την ψυχή του την αποξενώνει απ’ την αιώνια ζωή. Τελικά ο εγωισμός είναι σκέτη κουταμάρα! Η κενοδοξία μας κάνει κούφιους. Όταν κάνομε κάτι για να επιδειχθούμε, καταντούμε άδειοι ψυχικά. Ό,τι κάνομε, να το κάνομε για να ευχαριστήσομε τον Θεό· ανιδιοτελώς, χωρίς κενοδοξία, χωρίς υπηρηφάνεια, χωρίς εγωισμό, χωρίς, χωρίς…

Δεν πρέπει η ψυχή μας ν’ αντιστέκεται και να λέει, «γιατί το έκανε αυτό ο Θεός, γιατί το άλλο αλλιώς, δεν μπορούσε να το κάνει διαφορετικά;». Όλ’ αυτά δείχνουν μία εσωτερική μικροψυχία και αντίδραση. Δείχνουν την μεγάλα ιδέα που έχομε για τον εαυτό μας, την υπερηφάνειά μας και τον μεγάλο εγωισμό μας. Αυτά τα «γιατί» πολύ βασανίζουν τον άνθρωπο, δημιουργούν αυτό που λέει ο κόσμος «κόμπλεξ». παραδείγματος χάριν, «γιατί να είμαι πολύ ψηλός» η – το αντίθετο – «πολύ κοντός;». Αυτό δεν φεύγει από μέσα. Και προσεύχεται κανείς και αγρυπνεί, αλλά γίνεται το αντίθετο. Και υποφέρει και αγανακτεί χωρίς αποτέλεσμα. Ενώ με τον Χριστό, με την χάρη φεύγουν όλα. Υπάρχει αυτό το «κάτι» στο βάθος, δηλαδή το «γιατί», αλλ’ η χάρις του Θεού επισκιάζει τον άνθρωπο κι ενώ η ρίζα είναι το κόμπλεξ, εκεί πάνω φυτρώνει τριανταφυλλιά με ωραία τριαντάφυλλα κι όσο ποτίζεται με την πίστη, με την αγάπη, με την υπομονή, με την ταπείνωση, τόσο παύει να έχει δύναμη το κακό και παύει να υπάρχει· δηλαδή δεν εξαφανίζεται, αλλά μαραίνεται. Όσο δεν ποτίζεται η τριανταφυλλιά, τόσο μαραίνεται, ξηραίνεται, χάνεται και αμέσως ξεπετάγεται αγκάθι.

Εκπειράζουμε τον Θεό, όταν ζητούμε κάτι από Εκείνον, αλλά η ζωή μας είναι μακράν του Θεού. Τον εκπειράζομε, όταν ζητούμε κάτι, αλλά η ζωή μας δεν είναι σύμφωνη με το θέλημά Του-πράγματα, δηλαδή, ενάντια στον Θεό. άγχος, αγωνία, απ’ το ένα μέρος, κι απ’ το άλλο παρακαλούμε.

Μπορεί να σου πεί ο πνευματικός: «Πως θα ήθελα να ήμασταν σε ένα ήσυχο μέρος, να μην είχα ασχολίες και να μου έλεγες τη ζωή σου από την αρχή, από τότε που αισθάνθηκες τον εαυτό σου· όλα τα γεγονότα που θυμάσαι και ποια ήταν η αντιμετώπισή τους από σένα, όχι μόνο τα δυσάρεστα αλλά και τα ευχάριστα, όχι μόνο τις αμαρτίες αλλά και τα καλά. Και τις επιτυχίες και τις αποτυχίες. Όλα. Όλα όσα απαρτίζουν την ζωή σου».

Πολλές φορές έχω μεταχειρισθεί αυτή τη γενική εξομολόγηση και είδα θαύματα πάνω σ’ αυτό. Την ώρα που λες στον εξομολόγο, έρχεται η θεία χάρις και σε απαλλάσσει από όλα τα άσχημα βιώματα και τις πληγές και τα ψυχικά τραύματα και τις ενοχές· διότι, την ώρα που τα λες ο εξομολόγος εύχεται θερμά για την απαλλαγή σου.

Ας μη γυρίζουμε πίσω στις αμαρτίες που έχουμε εξομολογηθεί. Η ανάμνηση των αμαρτιών κάνει κακό. Ζητήσαμε συγγνώμη; Τελείωσε. Ο Θεός όλα τα συγχωρεί με την εξομολόγηση. Κι εγώ σκέπτομαι ότι αμαρτάνω. Δεν βαδίζω καλά. Ό,τι όμως με στενοχωρεί, το κάνω προσευχή, δεν το κλείνω μέσα μου, πάω στο πνευματικό, το εξομολογούμαι, τελείωσε! Να μη γυρίζομε πίσω και να λέμε τι δεν κάναμε. Σημασία έχει τι θα κάνομε τώρα, απ’ αυτή τη στιγμή και έπειτα.

Η απελπισία και η απογοήτευση είναι το χειρότερο πράγμα. Είναι παγίδα του σατανά, για να κάνει τον άνθρωπο να χάσει την προθυμία του στα πνευματικά και να τον φέρει σε απελπισία.
Όλες σχεδόν οι αρρώστιες προέρχονται από έλλειψη εμπιστοσύνης στον Θεό και αυτό δημιουργεί άγχος. Το άγχος το δημιουργεί η κατάργηση του θρησκευτικού αισθήματος. Αν δεν έχετε έρωτα για τον Χριστό, αν δεν ασχολείσθε με άγια πράγματα, σίγουρα θα γεμίσετε με μελαγχολία και κακό.

Ένα πράγμα που μπορεί να βοηθήσει τον καταθλιπτικό είναι και η εργασία, το ενδιαφέρον για τη ζωή. Ο κήπος, τα φυτά, τα λουλούδια, τα δέντρα, η εξοχή, ο περίπατος στην ύπαιθρο, η πορεία, όλ’ αυτά βγάζουν τον άνθρωπο απ’ την αδράνεια και του δημιουργούν άλλα ενδιαφέροντα. Επιδρούν σαν φάρμακα. Η ασχολία με την τέχνη, τη μουσική κ.λπ. κάνει πολύ καλό. Σ’ εκείνο, όμως, που δίδω τη μεγαλύτερη σημασία είναι το ενδιαφέρον για την Εκκλησία, για τη μελέτη της Αγίας Γραφής, για τις ακολουθίες. Μελετώντας τα λόγια του Θεού, θεραπεύεται κανείς χωρίς να το καταλάβει.

Να μην αποθαρρυνόμαστε, ούτε να βιαζόμαστε, ούτε να κρίνομε από πράγματα επιφανειακά και εξωτερικά. Αν, για παράδειγμα, βλέπετε μια γυναίκα γυμνή η άσεμνα ντυμένη, να μη μένετε στο εξωτερικό, αλλά να μπαίνετε, στο βάθος, στην ψυχή της. Ίσως να είναι πολύ καλή ψυχή κι έχει υπαρξιακές αναζητήσεις, που τις εκδηλώνει με την έξαλλη εμφάνιση. Έχει μέσα της δυναμισμό, έχει τη δύναμη της προβολής, θέλει να εκλύσει τα βλέμματα των άλλων. Από άγνοια, όμως, έχει διαστρέψει τα πράγματα. Σκεφθείτε να γνωρίσει αυτή τον Χριστό. Θα πιστέψει, κι όλη αυτή την ορμή θα τη στρέψει στον Χριστό. Θα κάνει το παν, για να ελκύσει τη χάρη του Θεού. Θα γίνει αγία.

Πολλές φορές με την αγωνία μας και τους φόβους μας και την άσχημη ψυχική μας κατάσταση, χωρίς να το θέλομε και χωρίς να το καταλαβαίνομε, κάνομε κακό στον άλλον, έστω κι αν τον αγαπάμε πάρα πολύ, όπως, για παραδείγματος χάριν, η μάνα το παιδί της. Η μάνα μεταδίδει στο παιδί όλο το άγχος της για τη ζωή του, για την υγεία του, για την πρόοδό του, έστω κι αν δεν του μιλάει, έστω κι αν δεν εκδηλώνει αυτό που έχει μέσα της. Αυτή η αγάπη, η φυσική αγάπη, μπορεί κάποτε να βλάψει. Δεν συμβαίνει, όμως, το ίδιο με την αγάπη του Χριστού, που συνδυάζεται με την προσευχή και με την αγιότητα του βίου. Η αγάπη αυτή κάνει άγιο τον άνθρωπο, τον ειρηνεύει, διότι αγάπη είναι ο Θεός.
Βίος και Λόγοι, έκδ. Ιεράς Μονή Χρυσοπηγής Χανίων.
2003
Γέρων Πορφύριος

αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα Πατερική Θεολογία

Σημείωσις: Οἱ προφητεῖες αὐτούσιες καὶ τὰ σχόλια στὶς παρενθέσεις ἐλήφθησαν ἀπὸ τὸ βιβλίο «ΚΟΣΜΑΣ Ο ΑΙΤΩΛΟΣ» τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης κ. Αὐγουστίνου Καντιώτου.
 

1. «Αὐτὸ μιὰ μέρα θὰ γίνη Ρωμαίϊκο καὶ καλότυχος ὅποιος ζήση σὲ ἐκεῖνο τὸ βασίλειο».

(Συνήθιζε νὰ λέγη εἰς διάφορα μέρη τῆς ὑποδούλου Ἑλλάδος, τὰ ὁποῖα μετὰ ταῦτα ἀπηλευθηρώθησαν).

2. Ὦ εὐλογημένο βουνό, πόσες ψυχὲς γυναικόπαιδα θὰ σώσης ὅταν ἔλθουν τὰ χαλεπὰ χρόνια!».

(Εἶπε τὴν προφητεία αὐτὴν ἐν Σιατίστῃ καὶ ἀλλαχοῦ ἀντικρύζων τὰ βουνά, τὰ ὁποῖα κατὰ τοὺς χρόνους τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως ἔγιναν κρησφύγετα τῶν γυναικοπαίδων).

3. «Καλότυχοι σεῖς, οἱ ὁποῖοι εὑρέθητε ἐδῶ πάνω εἰς τὰ ψηλὰ βουνά, διότι αὐτὰ θὰ σᾶς φυλάξουν ἀπὸ πολλὰ δεινά. Θὰ ἀκοῦτε καὶ δὲν θὰ βλέπετε τὸν κίνδυνο. Τρεῖς ὦρες ἢ τρεῖς μέρες θὰ ὑποφέρετε».

(Ἐλέχθη εἰς τὴν περιφέρειαν Σιατίστης).

4. «Τὸ ποθούμενο θὰ γίνη στὴν τρίτη γενεά. Θὰ τὸ ἰδοῦν τὰ ἐγγόνια σας».

(Ἐλέχθη ἐν Χειμάρρᾳ).

5. «Θἄρθη καιρὸς νὰ σᾶς πάρουν οἱ ἐχθροὶ σας καὶ τὴ στάχτη ἀπὸ τὴ φωτιά, ἀλλὰ σεῖς νὰ μὴν ἀλλάξετε τὴν πίστιν σας, ὅπως θὰ κάμουν οἱ ἄλλοι».

(Ἐλέχθη ἐν Σιατίστῃ).

6. «Σᾶς λυπᾶμαι γιὰ τὴν περηφάνεια, ὁποὺ ἔχετε. Τὸ ποδάρι μου ἐδῶ δὲν θὰ ξαναπατήση. Καὶ ἐὰν δὲν ἀφήσετε αὐτὰ τὰ πράγματα ποὺ κάνετε, τὴν αὐθαιρεσία καὶ ληστεία, θὰ καταστραφῆτε. Σὲ κεῖνο τὸ κλαρί, ποὺ κρεμᾶτε τὰ σπαθιὰ σας, θαρθῆ μιὰ μέρα ποὺ θὰ κρεμάσουν οἱ γύφτοι τὰ ὄργανά τους».

(Ἐλέχθη εἰς χωρίον Ἅγιος Δονάτος Σουλίου).

7. «Θἄρθουν οἱ κόκκινοι σκοῦφοι κι᾿ ὕστερα οἱ Ἄγγλοι ἐπὶ 54 χρόνια, καὶ κατόπιν θὰ γίνη Ρωμαίϊκο».

(Ἐλέχθη ἐν Κεφαλληνίᾳ περὶ τῆς ἀπελευθερώσεως τῆς Ἑπτανήσου).

8. «Τὰ ὅρια τοῦ Ρωμαίϊκου θἆνε ἡ Βωβοῦσα (ὁ ποταμὸς Ἀῶος)».

(Ἐλέχθη ἐν Παλαιᾷ Ἄρτη).

9. «Ἐκεῖθε θἄρθη τὸ Ῥωμαίϊκο».

(Τὴν προφητεία ταύτην εἶπεν ὁ Ἅγιος ἐν Πρεβέζῃ δεικνύων τὸ μέρος τῆς Στερεᾶς, ἀπὸ τὸ ὁποῖον θὰ προήρχετο ὁ στρατὸς τῆς ἐλευθερίας. Ἡ προφητεία ἐπραγματοποιήθη τῷ 1912).

10. «Τὰ βάσανα εἶνε ἀκόμη πολλά. Θυμηθῆτε τὰ λόγιά μου· προσεύχεσθε, ἐνεργεῖτε καὶ ὑπομένετε στερεά. Ἕως ὅτου νὰ κλείσῃ αὐτὴ ἡ πληγὴ τοῦ πλατάνου, τὸ χωριό σας θἆνε σκλαβωμένο καὶ δυστυχισμένο».

(Ἐλέχθη εἰς Τσαραπλανά, τὸ σημερινὸν Βασιλικὸν τῆς Ἠπείρου. Ἡ πληγὴ τοῦ πλατάνου ἔκλεισε τῷ 1912, ἔτος ἀπελευθερώσεως τῆς Ἠπείρου).

11. «Πότε θαρθῆ τὸ ποθούμενον;», ἠρώτησαν τὸν Ἅγιον εἰς Τσαραπλανὰ τῆς Ἠπείρου. «Ὅταν σμίξουν αὐτά», ἀπήντησεν ὁ Ἅγιος δεικνύων δυὸ δενδρύλια.

(Τὰ δενδρύλια ἐμεγάλωσαν, ἐπάχυναν καὶ ἔσμιξαν τῷ 1912).

12. «Τὸ ποθούμενον θὰ ἔρθη ὅταν θαρθοῦν δυὸ πασχαλιὲς μαζί».

(Πράγματι τῷ 1912 αἱ ἑορταὶ Εὐαγγελισμοῦ καὶ Πάσχα συνέπεσαν).

13. «Ἅμα κλείση τὸ δένδρον καὶ κλεισθῆ μέσα τὸ παλούκι, τότε θὰ ἔλθη τὸ ποθούμενον. Θὰ γίνη κάποιο σημάδι καὶ νὰ μὴ φοβηθῆτε. Νὰ πηγαίνετε βασίλεμα ἡλιοῦ σ᾿ ἐκεῖνα τὰ βουνὰ (τῆς Ὁμάλιας καὶ τῆς Μερόπης), ὅπου θὰ γλυτώσουν πολλὲς ψυχές. Μαζί σας μὴ πάρετε τίποτε, μόνον τὶς ψυχές σας νὰ γλυτώσετε. Καὶ δὲν θὰ βαστάξη τὸ κακὸ περισσότερο ἀπὸ 24 ὦρες».

14. «Τὰ χωριὰ τοῦ κάμπου θὰ πάθουν χαλάστρα, ἐνῶ στὶς ποδιὲς τοῦ Κισσάβου θὰ κοιμηθοῦν σκλάβοι καὶ θὰ ξυπνήσουν ἐλεύθεροι».

(Ἐλέχθη ἐν Λαρίσῃ).

15. «Ἂν τὸ κυπαρίσσι αὐτὸ ξεραθῆ ἀπὸ τὴν κορυφή, ἡ Ἑλλὰς θὰ ἐλευθερωθῆ· ἂν ξεραθῆ ἀπὸ κάτω, δὲν θὰ ἐλευθερωθῆ».

(Ἐλέχθη ἐν Ζελενίτσᾳ (Πρασιά) τῆς Εὐρυτανίας).

16. «Μὲ δυσκολία θἄρθη».

(Ἐννοεῖται τὸ ποθούμενον).

17. «Ὅταν θὰ ἰδῆτε τὸ χιλιάρμενο στὴν Ἄσπρη θάλλασα, θἄρθη τὸ ποθούμενον».

18. «Ὅταν θὰ ἰδῆτε τὸ χιλιάρμενο στὰ ἑλληνικὰ νερά, τότε θἄρθη».

(Πρβλ. προηγουμένην).

19. «Ὅταν θὰ ἰδῆτε τὸ χιλιάρμενον στὰ ἑλληνικὰ ὕδατα, τότε θὰ λυθῆ τὸ ζήτημα τῆς Πόλης».

20. «Θἄρθη ξαφνικά. Νὰ ἔχετε ἕνα σακκούλι σιτάρι κρεμασμένο στὴ θύρα. Αὐτὸ θὰ σᾶς ἐμποδίση φεύγοντας. Μὴ τὸ ἀφήσετε. Νὰ τὸ πάρετε μαζὶ σας, γιὰ νὰ φᾶνε τὰ παιδιά σας».

21. «Στὴν Αὐλώνα θὰ γίνη χαλασμός. Θὰ ἔλθουν στρατεύματα νὰ ἐλευθερώσουν τὸν τόπο».

22. «Στὸ Μπουκορμὲ θὰ χυθῆ πολὺ αἷμα».

23. «Ὅταν ἀκούετε ὅτι ὁ πόλεμος ἄρχισε, τότε κοντὰ εἶνε».

24. «Ὅσα χωριὰ εἶνε κοντὰ σὲ δρόμο πολλὰ θὰ τραβήξουν».

25. «Ἡ Δρόπολις θὰ πάθη, διότι ὁ τόπος εἶνε γυμνός».

26. «Ἡ Δρόπολις θὰ εἶνε γεμάτη στρατεύματα».

27. «Θὰ χαθῆ ἡ σοδιὰ τῆς χρονιᾶς ἀπὸ τὴν εὔφορη Δρόπολι καὶ - μάνα μου! - αἷμα πολὺ ποὺ ἔχει νὰ χυθῆ».

28. «Λάκκοι καὶ βράχοι στὴ Δρόπολι θὰ εἶνε γεμάτοι φεύγοντας».

29. «Εἰς τὰ χωρία Πεπελη σεῖς ἄδικα θὰ φοβάσθε· τίποτε δὲν θὰ πάθετε. Μόνον τὰ παιδιά σας ποὺ θὰ εἶνε στοὺς δρόμους θὰ κλαῖτε».

30. «Οἱ ἀντίχριστοι θὰ φύγουν, ἀλλὰ θἄρθουν πάλι· ἔπειτα θὰ τοὺς κυνηγήσετε ἕως τὴν Κόκκινη Μηλιά».  ...

Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ
 
(αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα της Ιεράς Μητροπόλεως Νέας Σμύρνης imns)

«...καὶ ἐπιτελεῖται τὸ πάντων καινῶν καινότατον,
τὸ μόνον καινὸν ὑπὸ τὸν ἥλιον,
δι᾿ οὗ ἡ ἄπειρος τοῦ Θεοῦ ἐμφανίζεται δύναμις.
Τί γὰρ μεῖζον τοῦ γενέσθαι τὸν Θεὸν ἄνθρωπον;»
 
 
Επειδη, λοιπόν, ἐξαιτίας τῆς προσβολῆς τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς κακίας δαίμονα, ἐξαπατήθηκε ὁ ἄνθρωπος καί δέν φύλαξε τήν ἐντολή τοῦ Δημιουργοῦ, ἀπογυμνώθηκε ἀπό τή χάρη καί τήν παρρησία πού εἶχε ἀπό τόν Θεό καί σκέπασε τή γύμνια του μέ τή σκληρότητα τῆς ἄθλιας ζωῆς του - διότι αὐτό σημαίνουν τά φύλλα τῆς συκιᾶς· περιτυλίχθηκε τή νεκρότητα,δηλαδή τή θνητότητα καί τήν ὑλοφρο­σύνη τῆς σάρκας - διότι αὐτό δείχνει ἡ ἔνδυση τῶν δερ­μάτινων χιτώνων· ἐξορίστηκε ἀπό τόν παράδεισο σύμφωνα μέ τή δίκαιη κρίση τοῦ Θεοῦ· καταδικάστηκε σέ θάνατο καί ὑποδουλώ­θηκε στή φθορά.
Παρ' ὅλα αὐτά, ὁ εὔσπλαχνος Θεός, πού μᾶς ἔπλασε καί μᾶς ἔδωσε τή χάρη του, δέν ἔμεινε ἀδιάφορος, ἀλλά ἀφοῦ πρῶτα μέ πολλούς τρόπους μᾶς παιδαγώγησε καί μᾶς κάλεσε νά μετανοήσουμε μέ στεναγμούς καί τρόμους, μέ τόν κατακλυσμό καί τήν παρ' ὀλίγο ἐξολόθρευση ὅλου τοῦ ἀνθρώπινου γένους, μέ τή σύγ­χυση καί διαίρεση τῶν γλωσσῶν, μέ ἐμφανίσεις ἀγγέλων, μέ ἐμπρη­­σμό τῶν πόλεων, μέ εἰκονικές φανερώσεις τοῦ Θεοῦ,
μέ πολέμους, μέ νίκες, μέ ἧττες, μέ θαυμαστά σημεῖα καί πολλά θαύ­ματα, μέ τό Νόμο, μέ τούς προφῆτες, πού τό κήρυγμά τους εἶχε σκοπό τήν κα­τάργηση τῆς ἁμαρτίας, ἡ ὁποία μέ πολλές διακλαδώσεις ἁπλώ­θηκε καί ὑποδούλωσε τόν ἄνθρωπο καί συσσώρευσε στή ζωή του κάθε εἶδος κακίας· μέ τό κήρυγμα τῶν προφη­τῶν πού εἶχε σκοπό ἐπίσης τήν ἐπάνοδο τοῦ ἀνθρώπου στή θεία ζωή.
Ἐπειδή, δηλαδή, ὁ θάνατος εἰσῆλθε στόν κόσμο ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτίας καί κατατρώει τήν ἀνθρώπινη ζωή σάν κάποιο ἄγριο καί ἀνήμερο θηρίο, ἔπρεπε αὐτός πού ἐπρόκειτο νά τή λυτρώσει νά εἶναι ἀναμάρτητος καί ὄχι ὑπόλογος στό θάνατο ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτίας· ἔπρεπε ἀκόμη ἡ ἀνθρώπινη φύση νά ἐνισχυθεῖ καί νά ἀνανεωθεῖ, νά παιδαγωγηθεῖ μέ πράξεις καί νά διδαχθεῖ τό δρόμο τῆς ἀρετῆς πού δέν ὁδηγεῖ στήν καταστροφή, ἀλλά στήν αἰώ­νια ζωή.

Τέλος, ὁ Θεός φανερώνει τό μεγάλο πέλαγος τῆς ἀγά­πης του γιά τόν ἄνθρωπο. Διότι ὁ ἴδιος ὁ Δημιουργός καί Κύριος παίρνει πάνω του τόν ἀγώνα γιά τό ἀγαπημένο του πλάσμα καί γίνεται στήν πράξη δάσκαλος. Καί ἐπειδή ὁ ἐχθρός μέ τήν ἐλπίδα τῆς ἰσο­θεΐας ξεγέλασε τόν ἄνθρωπο, τώρα ὁ ἴδιος ξεγελιέται ἀπό τό προκάλυμμα τῆς σάρκας. Ταυτόχρονα ἀποδείχνεται ἡ ἀγαθότη­τα, ἡ σοφία, ἡ δικαιοσύνη καί ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ.

Ἡ ἀγαθότητά του, διότι δέν ἀδιαφόρησε γιά τήν ἀδυναμία τοῦ πλάσματός του, ἀλλά τό σπλαχνίστηκε, ὅταν ἔπεσε, καί τοῦ ἅπλωσε τό χέρι. Ἡ δικαιοσύνη του, διότι ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος νικήθηκε, δέν φέρνει ἄλλον νά νικήσει τόν δυνάστη (διάβολο) οὔτε μέ βία γλιτώνει τόν ἄνθρωπο ἀπό τό θάνατο, ἀλλά τόν ἴδιο τόν ἄνθρω­πο, πού ὁ θάνατος λόγω τῆς ἁμαρτίας ὑπέταξε, αὐτόν ὁ ἀγαθός καί δίκαιος (Θεός) τόν ἀναδείχνει πάλι νικητή καί σώζει τό ὅμοιο μέ τό ὅμοιο, πράγμα πού ἦταν ἀδύνατο· ἡ σοφία του φαίνεται, διότι βρῆκε ἀξιοπρεπή λύση γιά κάτι ἀδύνατο.
Διότι, μέ τήν καλή θέληση τοῦ Θεοῦ Πατέρα, ὁ μονογενής του Υἱός καί Θεός Λόγος, πού εἶναι στήν ἀγκαλιά τοῦ Θεοῦ Πατέρα καί εἶναι ὁμοούσιος μέ τόν Πατέρα καί τό Ἅγιο Πνεῦμα,
ὁ προαιώνιος καί ἄναρχος, ὄντας ἐξαρχῆς μέ τόν Θεό Πατέρα καί Θεός ὁ ἴδιος, ἔχοντας τή θεϊκή φύση, ἔκλινε τούς οὐρανούς καί κατέβηκε κάτω στή γῆ·
ταπείνωσε, δηλαδή, τό ἀταπείνωτο ὕψος του χωρίς νά χάσει τή δόξα του καί συγκαταβαίνει μέ ἀνέκφραστη καί ἀκα­τάληπτη συγκατάβαση στούς δούλους του - διότι αὐτό δείχνει ἡ κατάβασή του·
ὄντας τέλειος Θεός γίνεται τέλειος ἄνθρωπος καί πραγματοποιεῖ τό πιό πρωτάκουστο ἀπ' ὅλα τά καινοφανή, τό μοναδικό καινούργιο κάτω ἀπό τόν ἥλιο,
μέ τό ὁποῖο φανερώνεται ἡ ἄπειρη δύναμη τοῦ Θεοῦ.
Διότι, τί μεγαλύτερο ὑπάρχει ἀπό τό νά γίνει ὁ Θεός ἄνθρωπος;

Καί ὁ Λόγος, χωρίς νά μεταβληθεῖ ἡ θεία φύση του, σαρκώθηκε ἀπό Ἅγιο Πνεῦμα καί τή Μαρία, τήν ἁγία καί ἀειπάρθενο Θεοτόκο· ὁ μόνος φιλάνθρωπος γίνεται μεσίτης μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπων. Συλλήφθηκε μέσα στήν ἄχραντη μήτρα τῆς Παρθένου ὄχι μέ τό θέλημα, τήν ἐπιθυμία, τή σχέση μέ ἄνδρα καί τή γέννηση πού εἶναι καρπός ἡδονῆς, ἀλλά ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα καί μέ τόν τρόπο τῆς ἀρχικῆς δημιουργίας τοῦ Ἀδάμ. Κάνει ὑπακοή στόν Πατέρα θεραπεύοντας τή δική μας παρακοή μέ τό ἀνθρώπι­νο σῶμα πού πῆρε ἀπό μᾶς, μέ τό νά γίνει σέ μᾶς τύπος ὑπακοῆς, χωρίς τήν ὁποία δέν εἶναι δυνατόν νά ἐπιτύχουμε τή σωτηρία.

Β. Γιά τόν τρόπο της συλλήψεως του Θεού Λόγου καί τή θεία σάρκωση

Αγγελος Κυριου στάλθηκε στήν ἁγία Παρθένο, ἡ ὁποία καταγόταν ἀπό τή γενιά τοῦ Δαβίδ. Ὅπως τό εἶπε ὁ θεῖος Ἀπόστολος: «Εἶναι φανερό ὅτι ὁ Κύριός μας προῆλθε ἀπό τή φυλή τοῦ Ἰούδα, ἀπό τήν ὁποία κανείς δέν εἶχε πλησιάσει στό θυσιαστήριο»· γι' αὐτό θά μιλήσουμε στή συνέχεια μέ λεπτομέρειες. Σ' αὐτήν ὁ ἄγγελος ἔφερε τή χαρμόσυνη εἴδηση λέγοντας: «Νά χαίρεσαι ἐσύ πού εἶσαι ἡ πιό χαριτωμένη· ὁ Κύριος εἶναι μαζί σου». Ἐκείνη ὅμως τρόμαξε στά λόγια του, καί τῆς εἶπε ὁ ἄγγελος: «Μή φοβᾶσαι, Μαρία· διότι ὁ Θεός σέ χαρίτωσε καί θά γεννήσεις παιδί πού θά τό ὀνομάσεις Ἰησοῦ. Διότι αὐτός θά σώσει τό λαό του ἀπό τίς ἁμαρτίες τους». Γι' αὐτό, τό ὄνομα «Ἰησοῦς» σημαίνει σωτήρας.

Καί ἐνῶ ἐκείνη ἀποροῦσε, «πῶς θά γίνει αὐτό, ἀφοῦ δέν εἶμαι παντρεμένη», τῆς εἶπε πάλι ὁ ἄγγελος: «Θά σέ ἐπισκεφθεῖ τό Ἅγιο Πνεῦμα καί ἡ δύναμη τοῦ ὕψιστου Θεοῦ θά σ' ἐπισκιάσει. Γι' αὐτό καί τό παιδί πού θά γεννηθεῖ ἀπό σένα θά εἶναι ἐξαγιασμένο, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ». Τότε ἐκείνη συγκατατέθηκε: «Νά, εἶμαι πρόθυμη δούλη τοῦ Κυρίου· ἄς γίνει σύμφωνα μέ τήν ἐντολή σου».
Μετά τή συγκατάθεση τῆς ἁγίας Παρθένου, τό Ἅγιο Πνεῦμα

ἦλθε σ' αὐτή, σύμφωνα μέ τήν ὑπόσχεση τοῦ Κυρίου πού μετέφερε ὁ ἄγγελος· τήν καθάρισε καί τήν ἐνίσχυσε μέ δύναμη ὥστε νά δεχθεῖ καί νά γεννήσει τόν Θεό Λόγο. Τότε ἔπεσε πάνω της σάν σκιά ἡ ἐνυπόστατη σοφία καί ἡ δύναμη τοῦ Ὕψιστου Θεοῦ, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ὁμοούσιος μέ τόν Πατέρα· ἔπεσε θεῖος σπόρος, καί δημιούργησε γιά τόν ἑαυτό του ἀπό τό ἁγνό καί καθαρό σῶμα της σάρκα μέ ψυχή λογική καί νοερή· πῆρε ὅ,τι πιό ἐκλεκτό ἀπό τή δική μας ἀνθρώπινη φύτρα, ὄχι μέ σπέρμα ἀλλά μέ δημιουργία ἀπό τήν ἐπενέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· δέν σχημάτισε τό σῶμα λίγο λίγο μέ τμηματικές προσθῆκες, ἀλλά ὁλοκλη­ρωμένο μέ τή μιά, ἐπειδή ὁ ἴδιος ὁ Θεός Λόγος ἀποτελεῖ τήν ὑπό­σταση καί τῆς σάρκας.
Ὁ Θεός Λόγος, δηλαδή, δέν ἑνώθηκε μέ μία σάρκα ἡ ὁποία ἔγινε πρῶτα ξεχωριστή ὑπόσταση, ἀλλά, ἀφοῦ ἐνοίκησε στή γαστέρα τῆς ἁγίας Παρθένου, μέ ἀπερίγραπτο τρόπο σχημάτισε μέ­σα στή δική του ὑπόσταση, ἀπό τό ἁγνό σῶμα τῆς Παρθένου, σῶ­μα μέ ψυχή λογική καί νοερή. Ἔτσι, ὁ ἴδιος ὁ Λόγος παίρνοντας ὅ,τι πιό ἐκλεκτό ἀπό τό δικό μας ἀνθρώπινο φύραμα, ἔγινε ὑπό­σταση μέ σάρκα. Ἑπομένως, εἶναι ταυτόχρονα καί ἀνθρώπινη σάρ­κα καί σάρκα τοῦ Θεοῦ Λόγου· συγχρόνως καί ἀνθρώπινη ἔμψυ­χη λογική καί νοερή σάρκα καί σάρκα ἔμψυχη λογική καί νοερή τοῦ Θεοῦ Λόγου. Γι' αὐτό καί δέν λέμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔγι­νε Θεός, ἀλλά ὅτι ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος· ὄντας στή φύση του τέλειος Θεός, ἔγινε ὁ ἴδιος τέλειος ἄνθρωπος στή φύση, χωρίς ν' ἀλλάξει στή φύση του, καί χωρίς νά μείνει ὡς φαντασία τό σχέδιο τῆς θείας οἰκονομίας. Ἀλλά ἑνώθηκε ὑποστατικά χωρίς σύγχυση, χωρίς ἀλ­λοίωση καί χωρίς διαίρεση, μέ τή σάρκα πού πῆρε ἀπό τήν ἁγία Παρθένο καί ἡ ὁποία ἔχει λογική καί νοερή ψυχή· δέν μετέβαλε τή φύση τῆς θεότητάς του σέ φύση τῆς σάρκας του οὔτε τή φύση τῆς σάρκας του σέ θεία φύση, καί χωρίς ἡ θεία του φύση καί ἡ ἀνθρώπινη φύση, τήν ὁποία προσέλαβε, ν' ἀποτελέσουν μία σύν­θετη φύση.

αναδημοσίευση από τον Zoiforos.GR

Αξέχαστα Χριστούγεννα
Γραπτή μαρτυρία από το βιβλίο «Στην Εποποιία του 1940 – 41 με πίστη»,
της Μερόπης Ν. Σπυροπούλου,
Εκδόσεις Αρχονταρίκι, σειρά διδαχή, Αθήνα 2009
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΕΛΕΚΑΣ
Υπαξιωματικός Τ.Τ 724
Αναφέρεται στον Τόμο των Κώστα Ν. Χατζηπατέρα - Μαρίας Φαφαλιού
«ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ 40-41», 4η Έκδοση, ΚΕΔΡΟΣ 2005.

«Και του χρόνου με τη νίκη.
...Αλησμόνητη θα μας μείνη σ' όλη ίσως την ζωή, η ψυχική μας ανάταση κατά τα Χριστούγεννα. Καθισμένοι σκυφτοί μέσα σ' έναν αχυρώνα σκοτεινό, ενώ έξω το σκοτάδι με την χιονοθύελλα αγριεύουν περισσότερο την νύχτα - μια σκέψη κυριαρχεί στις χριστουγεννιάτικες αναμνήσεις μας. «Αχ! νάχαμε ένα Ευαγγέλιο, μια Συνέκδημο σήμερα». Ξάφνου ένας συνάδελφος μπαίνει με μια "Νεολαία" στα χέρια πού στο εξώφυλλο της έχει την εικόνα της Θεομήτορος. Για πότε δημιουργήθηκε το εικόνισμα του αχυρώνα μας σε μια γωνιά του!
Μπροστά στην εικόνα ένα καντήλι - από άδειο κουτί κονσέρβας με λίγο λάδι και με φιτίλι από βαμπάκι ατομικού επιδέσμου - σκορπά το απλό φως του στο σκοτεινό αχυρώνα μας και ημερεύει το περιβάλλον του. Γαλήνεψε και η ψυχή μας και μια βαθειά ικανοποίησις ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο μας πού είναι πάντα στραμμένο προς το εικόνισμα για την επιτυχία μας - η ψυχή βρήκε στην κατάλληλη στιγμή εκείνα πού ποθούσε - την θρησκευτική ανάταση - από το σύμβολο. Με μιας άρχισαν τα χείλη μας να ψάλλουν τους γνωστούς μας θρησκευτικούς ύμνους γύρω στην Γέννηση του Σωτήρος και μείναμε σύμφωνοι όλοι να σηκωθούμε να τους ξαναψάλλουμε κατά τις 3 μετά τα μεσάνυχτα.
«Αι! παιδιά, ώρα είναι!», ακούστηκε μέσα στον ύπνο μας μια φωνή, πού μας έκανε να πεταχτούμε αμέσως επάνω. Ρίχνομε στην πλάτη την χλαίνη και αμέσως μπροστά στο εικόνισμα - το ωραιότερο του κόσμου - κάτω από το φως του καντηλιού αφήναμε τις ψυχές μας να ψάλλουν την Γέννηση του Χρίστου.
Ουδέποτε στη ζωή μας νοιώσαμε τέτοια θρησκευτική κατάνυξι, όση κείνη τη βραδυά μέσα στον αχυρώνα, τέτοια ψυχική αγαλλίασι. - Το «δόξα εν υψίστοις...», το «επεσκεψάτο ημάς...», έβγαιναν από ψυχές πού διψούσαν από τέτοιες στιγμές ιερές. Με μια χειραψία και με μια ευχή στα χείλη «και του χρόνου με τη νίκη, παιδιά, στα σπίτια μας», τελειώσαμε την προσευχή μας. Βωβοί μέσα στην κουβέρτα ενώ κυλούσε από τα μάτια ένα δάκρυ αναμνήσεων ορκιζόμαστε ακόμη μια φορά να θυσιαστούμε για την πίστι του Χριστού και για την τιμή της Πατρίδας μας. «Τι ωραία πού ήταν η χθεσινή βραδυά. Αξέχαστη θα μας μείνη», ήταν τα πρωινά λόγια πού ανταλλάζαμε. Αλήθεια, αξέχαστα θα μείνουν τα Χριστούγεννα του 1940».
Εφ. Εκκλησία, Αρ. 3, 1941
***

ΝΙΚΟΣ ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ
ΕΝΑ ΛΕΥΚΟ ΠΟΔΑΡΑΚΙ ΚΟΥΝΕΛΙΟΥ...
(Σελίδες Πολεμικού Ημερολογίου).
Περιοδικό «ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ», Τεύχος 1ης Νοεμβρίου, 1949 (28 Οκτωβρίου 1940).
«ΔΕΚΕΜΒΡΗΣ 1940.

...Σήμερα το χιόνι είναι αραιό. Οι νιφάδες στροβιλίζουν στον αέρα ήρεμα, σαν λευκές στιγμές του χρόνου. Χιλιάδες χιλιάδες πέφτουν απαλά πάνω στην παγωμένη γη και στα πρόσωπα μας. Μέσα στη σιγαλιά μου φαίνεται πώς ακούω το τραγούδι τους. Πρώτη φορά ακούω τέτοιο τραγούδι. Υφαίνω το βλέμμα μου στον μολυβένιο ουρανό και αφουγκράζομαι. Και δεν είναι ψέματα. Οι νιφάδες χορεύουν και τραγουδούν, τραγουδούν και χορεύουν...
Όταν είμουνα μικρός, άκουγα για κάτι χερουβείμ τ' ουρανού πού τα στέλνει ο Θεός στους ανθρώπους. Ίσως να είναι αυτά πού τραγουδούν κι οι νιφάδες είναι τα μηνύματα του Χριστού... Σκέπτομαι: αλήθεια, σε λίγες μέρες γεννιέται ο Χριστός. Σε λίγες μέρες θα ψάλλουμε το "Χριστός γεννάται σήμερα"... Κι αύριο, μεθαύριο, κάποτε θα ψάλλουμε τη γέννηση της νίκης. Θυμάμαι τα λόγια της γυναίκας μου:
- Εσύ θα πολεμάς στην Αλβανία κι εγώ θα προσεύχομαι για τη νίκη, έτσι: Παναγιά μου, χάρισε τη νίκη στην πατρίδα μας...».

(φυλλάδιο ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ)

Χριστός γεννάται, δοξάσατε...» Η ορθόδοξη υμνολογία των Χριστουγέννων αναγγέλλει θριαμβευτικά, αλλά και τοποθετεί θεολογικά, το μέγα μυστήριο της θείας ενανθρωπήσεως.
Αφ’ ότου οι προπάτορές μας, ο Αδάμ και η Εύα, παρήκουσαν την εντολή του Θεού και εκδιώχθηκαν από τον παράδεισο, «η αμαρτία ηγέρθη ως μεσότοιχον έχθρας μεταξύ Θεού και ανθρώπου», όπως γράφει στην Ιερά Κατήχησί του ο άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως, με αποτέλεσμα την ολέθρια αποδέσμευσι του ανθρώπου από τον φιλάνθρωπο Θεό και την αναπόφευκτη υποταγή του στον μισόκαλο διάβολο, στην αμαρτία και τον θάνατο. Έτσι, «προ της Χριστού παρουσίας - λέει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος - εβασιλεύετο ημών η φύσις υπό του διαβόλου, υπό της αμαρτίας, υπό του θανάτου... Και ο μεν διάβολος ηπάτα, η δε αμαρτία έσφαζεν, ο δε θάνατος έθαπτεν».
Για τη λύτρωσι του ανθρώπου από την τυραννία της ψυχοκτόνου αυτής τριάδος (διάβολος, αμαρτία, θάνατος), δεν απέμενε άλλη ελπίδα από την άφατη θεία φιλανθρωπία.
Έτσι «ο πανάγιος του Πατρός Υιός, εικών ων του Πατρός, παρεγένετο επί τους ημετέρους τόπους, ίνα τον κατ’ αυτόν πεποιημένον άνθρωπον ανακαίνιση» (Μ. Αθανάσιος).
Γι’ αυτό λοιπόν χαίρει η οικουμένη. γι’ αυτό πανηγυρίζει η Εκκλησία. γι’ αυτό του Χρυσορρήμονος η γλώσσα αποκαλεί την εορτή των Χριστουγέννων «μητρόπολιν πασών των εορτών». γι’ αυτό όλοι οι άνθρωποι σκιρτούμε τώρα με ελπίδα: «ότι Θεός εν σαρκί εφάνη, σωτήρ των ψυχών ημών».

Η ομιλία του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου «Εις το γενέθλιον του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού», της οποίας το μεγαλύτερο μέρος ακολουθεί σε ελεύθερη νεοελληνική απόδοσι, εκφωνήθηκε στην Αντιόχεια, κάποια Χριστούγεννα της προτελευταίας δεκαετίας του 4ου αι.
Θέμα της είναι το μυστήριο της σαρκώσεως του Λόγου του Θεού και η ερμηνεία του μεγαλειώδους σχεδίου της θείας οικονομίας. Συγκρίνοντας ο άγιος πατήρ τα γεγονότα Παλαιάς Διαθήκης και Καινής, διαπιστώνει την προαγγελία της ενανθρωπήσεως του Κυρίου, την οποία, αν και γνώριζαν οι Ιουδαίοι, δεν αποδέχθηκαν. Έτσι, τόσο αυτοί όσο, κατ’ επέκτασι, και όλοι οι ανά τους αιώνες άπιστοι και αμφισβητίες ελέγχονται για την αγνωμοσύνη τους προς τον ευεργέτη μας Κύριο.
Ο λόγος του ιερού Χρυσοστόμου με το ενθουσιώδες πανηγυρικό ύφος, τη συστηματική αγιογραφική κατοχύρωσι, τον πλούτο των επιχειρημάτων και τη θεολογική σαφήνεια, τέρπει, πείθει, ενθουσιάζει, συναρπάζει...
Με συνοδοιπόρο λοιπόν τον ιερό πατέρα και τα χρυσά του λόγια, ας πορευθούμε μέχρι το «θεοδέγμον σπήλαιον», κι ας προσκυνήσουμε τον «σπαργάνοις ειλημένον» για τη σωτηρία μας Θεάνθρωπο Κύριο.

Χριστός γεννάται

Μυστήριο παράξενο και παράδοξο αντικρύζω. Φωνές ποιμένων φθάνουν μέχρι τ’ αυτιά μου.
Δεν παίζουν σήμερα με τις φλογέρες τους κάποιο τυχαίο σκοπό. Τα χείλη τους ψάλλουν ύμνο ουράνιο.
Οι άγγελοι υμνολογούν, οι αρχάγγελοι ανυμνούν, ψάλλουν τα χερουβείμ και δοξολογούν τα σεραφείμ.
Πανηγυρίζουν όλοι βλέποντας τον Θεό στη γη και τον άνθρωπο στους ουρανούς.
Σήμερα η Βηθλεέμ μιμήθηκε τον ουρανό: αντί για αστέρια δέχθηκε τους αγγέλους. αντί για ήλιο, δέχθηκε τον ήλιο της δικαιοσύνης. Μη ζητάς να μάθης πώς.
«Όπου γαρ βούλεται Θεός, νικάται φύσεως τάξις».
Εκείνος λοιπόν το θέλησε. Και το έκανε. Κατέβηκε στη γη και έσωσε τον άνθρωπο. Όλα συνεργάστηκαν μαζί του γι’ αυτό τον σκοπό.
Σήμερα γεννιέται αυτός που υπάρχει αιώνια, και γίνεται αυτό που ποτέ δεν υπήρξε. Είναι Θεός και γίνεται άνθρωπος. Γίνεται άνθρωπος, και πάλι Θεός μένει.
Όταν γεννήθηκε, οι Ιουδαίοι δεν δέχονταν την παράδοξη γέννησί του: Από τη μια οι Φαρισαίοι παρερμήνευαν τα ιερά βιβλία. κι από την άλλη οι γραμματείς δίδασκαν άλλα αντί άλλων.
Ο Ηρώδης πάλι ζητούσε να βρη το νεογέννητο βρέφος όχι για να το τιμήση, μα για να το σκοτώση.
Ε, λοιπόν, όλοι αυτοί σήμερα τρίβουν τα μάτια τους, βλέποντας τον βασιλιά τ’ ουρανού να βρίσκεται στη γη, μ’ ανθρώπινη σάρκα, γεννημένος από παρθενική μήτρα.

Και ήρθαν οι βασιλείς να προσκυνήσουν τον επουράνιο βασιλιά της δόξης.
Ήρθαν οι στρατιώτες να υπηρετήσουν τον αρχιστράτηγο των ουρανίων δυνάμεων.
Ήρθαν οι γυναίκες να προσκυνήσουν εκείνον που μετέβαλε τις λύπες της γυναίκας σε χαρά.
Ήρθαν οι παρθένες να προσκυνήσουν εκείνον που δημιούργησε τους μαστούς και το γάλα, και τώρα θηλάζει από μητέρα παρθένο.
Ήρθαν τα νήπια να προσκυνήσουν εκείνον που έγινε νήπιο, για να συνθέση δοξολογικό ύμνο «εκ στόματος νηπίων και θηλαζόντων».
Ήρθαν τα παιδιά να προσκυνήσουν εκείνον που η μανία του Ηρώδη τα ανέδειξε σε πρωτομάρτυρες.
Ήρθαν οι άνδρες να προσκυνήσουν εκείνον που έγινε άνθρωπος για ν’ απαλλάξη τους ανθρώπους από τα δεινά τους.
Ήρθαν οι ποιμένες να προσκυνήσουν τον καλό ποιμένα, που θυσίασε τη ζωή του για χάρι των προβάτων.
Ήρθαν οι ιερείς να προσκυνήσουν εκείνον που έγινε αρχιερεύς «κατά την τάξιν Μελχισεδέκ».
Ήρθαν οι δούλοι να προσκυνήσουν εκείνον που πήρε δούλου μορφή, για να μετατρέψη τη δουλεία μας σ’ ελευθερία.
Ήρθαν οι ψαράδες να προσκυνήσουν εκείνον που τους μετέβαλε σε «αλιείς ανθρώπων».
Ήρθαν οι τελώνες να προσκυνήσουν εκείνον που από τους τελώνες ανέδειξε ευαγγελιστή.
Ήρθαν οι πόρνες να προσκυνήσουν εκείνον που παρέδωσε τα πόδια του στα δάκρυα μιας πόρνης.
Κοντολογής, ήρθαν όλοι οι αμαρτωλοί να δουν τον Αμνό του Θεού, που σηκώνει στους ώμους του την αμαρτία του κόσμου:
Οι μάγοι για να τον προσκυνήσουν.
οι ποιμένες για να τον δοξολογήσουν.
οι τελώνες για να τον κηρύξουν.
οι πόρνες για να του προσφέρουν μύρα.
η Σαμαρείτις για να ξεδιψάση.
η Χαναναία για να ευεργετηθή.

Αφού λοιπόν όλοι σκιρτούν από χαρά, θέλω κι εγώ να σκιρτήσω, θέλω να χορέψω, θέλω να πανηγυρίσω. Χωρίς κιθάρα, χωρίς αυλό, χωρίς λαμπάδες αναμμένες στα χέρια μου.
Πανηγυρίζω κρατώντας, αντί γι’ αυτά, τα σπάργανα του Χριστού. Αυτά είναι η ελπίδα μου, αυτά η ζωή μου, αυτά η σωτηρία μου, αυτά ο αυλός μου, αυτά η κιθάρα μου.
Γι’ αυτό τα 'χω μαζί μου: για να πάρω από τη δύναμί τους δύναμι, για να φωνάξω μαζί με τους αγγέλους «δόξα εν υψίστοις Θεώ», και με τους ποιμένες «και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία» (Λουκ. 2, 14).
Και ξέρετε γιατί; Γιατί εκείνος που προαιώνια γεννήθηκε από τον Πατέρα ανεξήγητα, γεννιέται σήμερα από παρθένο υπερφυσικά. Το πώς, το γνωρίζει η χάρις του Αγίου Πνεύματος. Εμείς μόνο τούτο μπορούμε να πούμε: ότι αληθινή είναι και η ουράνια γέννησίς του, αδιάψευστη είναι και η επίγεια. Αλήθεια είναι ότι γεννήθηκε Θεός από Θεό, αλήθεια είναι και ότι γεννήθηκε άνθρωπος από παρθένο. Στον ουρανό είναι ο μόνος που γεννήθηκε από τον Πατέρα μόνο, Υιός του μονογενής. Και στη γη είναι ο μόνος που γεννήθηκε από την Παρθένο μόνο. Υιός της μονογενής. Όπως στην περίπτωσιν της ουράνιας γεννήσεώς του είναι ασέβεια να σκεφθούμε μητέρα, έτσι και στην περίπτωσι της επίγειας γεννήσεώς του είναι βλασφημία να υποθέσουμε πατέρα. Ο Θεός τον εγέννησε με τρόπο θεϊκό. Η Παρθένος τον εγέννησε με τρόπο υπερφυσικό. Έτσι, ούτε η ουράνια γέννησίς του μπορεί να εξηγηθή, ούτε η ενανθρώπησίς του μπορεί να ερευνηθή. Το ότι τον εγέννησε η Παρθένος σήμερα το γνωρίζω. Το ότι τον εγέννησε ο Θεός προαιώνια το πιστεύω. Κι έχω μάθει να τιμώ σιωπηλά τη γέννησί του, χωρίς φιλοπερίεργες έρευνες κι ανώφελες συζητήσεις. Γιατί, σ’ ό,τι αφορά τον Θεό, δεν πρέπει να στέκεται κανείς στη φυσική εξέλιξι των πραγμάτων, αλλά να πιστεύη στη δύναμι εκείνου που κατευθύνει τα πάντα.
Τί φυσικώτερο απ’ το να γεννήση μια παντρεμένη γυναίκα; Αλλά και τί πιο παράδοξο απ’ το να γέννηση παιδί μια παρθένος, χωρίς άνδρα, και πάλι παρθένος να μείνη;
Γι’ αυτό λοιπόν, μπορούμε να ερευνούμε ό,τι γίνεται σύμφωνα με τους φυσικούς νόμους. Ό,τι όμως συμβαίνει με τρόπο υπερφυσικό, να το σεβόμαστε σιωπηλά. Όχι γιατί είναι επικίνδυνο, αλλ’ επειδή είναι ανερμήνευτο.
Φόβο νιώθω μπροστά στο θείο μυστήριο.
«Τί είπω ή τί λαλήσω;»
Βλέπω εκείνη που γέννησε. Βλέπω κι εκείνον που γεννήθηκε. Αλλά τον τρόπο της γεννήσεως δεν μπορώ να τον καταλάβω. Όπου θέλει, βλέπετε, ο Θεός, νικώνται οι φυσικοί νόμοι.
Έτσι έγινε κι εδώ: η φυσική τάξις παραμερίσθηκε, και ενήργησε η θεία θέλησις.
Πόσο ανέκφραστη είναι η ευσπλαχνία του Θεού!
Ο προαιώνιος Υιός του Θεού, ο άφθαρτος και αόρατος και ασώματος, κατοίκησε μέσα στο φθαρτό και ορατό σώμα μας. Για ποιο λόγο; Να, όπως ξέρετε, εμείς οι άνθρωποι πιστεύουμε περισσότερο σ’ ό,τι βλέπουμε παρά σ’ ό,τι ακούμε.
Στα ορατά πιστεύουμε. Στα αόρατα απιστούμε. Έτσι, δεν πιστεύαμε στον αόρατο αληθινό Θεό, αλλά λατρεύαμε ορατά είδωλα με μορφή ανθρώπων.
Δέχθηκε λοιπόν ο Θεός να παρουσιαστή μπροστά μας με ορατή μορφή ανθρώπου, για να διαλύση μ’ αυτό τον τρόπο κάθε αμφιβολία για την ύπαρξί του.
Κι ύστερα, αφού μας διδάξη με την αισθητή και αναμφισβήτητη παρουσία του, να μας οδηγήση εύκολα στην αληθινή πίστι, στα αόρατα και υπερφυσικά.
Κατάπληξι με γεμίζει το θαύμα!
Παιδί βλέπω τον παλαιό των ημερών!
Σε φάτνη αναπαύεται, αυτός που έχει θρόνο τον ουρανό!
Χέρια ανθρώπινα αγγίζουν τον απρόσιτο κι ασώματο!
Με σπάργανα είναι σφιχτοδεμένος, αυτός που σπάει τα δεσμά της αμαρτίας!
Όμως... αυτό είναι το θέλημά του: την ατιμία να μεταβάλη σε τιμή. με δόξα να ντύση την ευτέλεια. και την προσβολή σε αρετή να μεταπλάση.
Πήρε το σώμα μου. Μου προσφέρει το Πνεύμα του. Μου χαρίζει τον θησαυρό της αιώνιας ζωής παίρνοντας αλλά και δίνοντάς μου: παίρνει τη σάρκα μου για να με αγιάση. μου δίνει το Πνεύμα του για να με σώση.
«Ιδού η παρθένος εν γαστρί έξει» (Ησ. 7, 14).

Τα λόγια είναι της συναγωγής, μα το απόκτημα της Εκκλησίας.
Η συναγωγή βρήκε τα κείμενα που ήτανε γραμμένο. η Εκκλησία ανεκάλυψε τον θησαυρό που ήταν μέσα τους κρυμμένος.
Η συναγωγή έβαψε το νήμα. η Εκκλησία φόρεσε τη βασιλική στολή.
Η Ιουδαία τον εγέννησε. η οικουμένη τον υποδέχθηκε.
Η συναγωγή τον εθήλασε και τον έθρεψε. η Εκκλησία τον παρέλαβε και ωφελήθηκε.
Στη συναγωγή βλάστησε το κλήμα. εμείς όμως απολαμβάνουμε τα σταφύλια της αλήθειας.
Η συναγωγή τρύγησε τα σταφύλια. οι ειδωλολάτρες όμως πίνουν το μυστικό πιοτό.
Εκείνη έσπειρε στην Ιουδαία τον σπόρο. οι ειδωλολάτρες όμως θέρισαν το στάχυ με το δρεπάνι της πίστεως. Αυτοί έκοψαν με σεβασμό το ρόδο, και στους Ιουδαίους έμεινε το αγκάθι της απιστίας.
Το πουλάκι πέταξε, κι αυτοί οι ανόητοι κάθονται και φυλάνε ακόμη τη φωλιά.
Οι Ιουδαίοι πασχίζουν να ερμηνεύσουν το βιβλίο του γράμματος, και οι ειδωλολάτρες τρυγούν τον καρπό του Πνεύματος.
«Ιδού η παρθένος εν γαστρί έξει».
Πες μου Ιουδαίε, πες μου λοιπόν, ποιον εγέννησε;
Δείξε, σε παρακαλώ, θάρρος, έστω και σαν εκείνο που έδειξες μπροστά στον Ηρώδη. Αλλά δεν έχεις θάρρος. Και ξέρω γιατί: εξ αιτίας της επιβουλής σου.
Στον Ηρώδη, μίλησες για να τον εξολόθρευση. σε μένα όμως δεν μιλάς για να μην τον προσκυνήσω.
Ποιον λοιπόν εγέννησε; Ποιον;
Τον δημιουργό της κτίσεως. Κι αν εσύ σωπαίνεις, η φύσις το βροντοφωνάζει. Τον εγέννησε λοιπόν με τον τρόπο που ο ίδιος θέλησε να γεννηθή.
Στη φύσι δεν υπήρχε η δυνατότητα μιας τέτοιας γεννήσεως. Εκείνος όμως, σαν κύριος της φύσεως, επενόησε τρόπο γεννήσεως παράδοξο.
Κι έδειξε έτσι ότι, και άνθρωπος που έγινε, δεν γεννήθηκε σαν άνθρωπος, μα όπως μόνο σε Θεό ταιριάζει.
Εκείνος που έπλασε τον Αδάμ από παρθένα γη, εκείνος που από τον Αδάμ κατόπιν έκαμε γυναίκα,
γεννήθηκε σήμερα από παρθένο κόρη που νίκησε τη φύσι, ξεπερνώντας τον νόμο του γάμου.
Ο Αδάμ, τότε, χωρίς να έχη γυναίκα, γυναίκα απέκτησε.
Η Παρθένος τώρα, χωρίς να έχη άνδρα, άνδρα γέννησε.
Και γιατί έγινε αυτό; Να γιατί:
Οι γυναίκες είχαν ένα παλιό χρέος προς τους άνδρες, αφού από τον Αδάμ είχε βλαστήσει γυναίκα χωρίς τη μεσολάβησι άλλης γυναίκας.
Γι’ αυτό η Παρθένος σήμερα, ξεπληρώνοντας στους άνδρες το χρέος της Εύας, γέννησε χωρίς άνδρα, δείχνοντας έτσι την ισοτιμία της φύσεως.
Σώος έμεινε ο Αδάμ μετά την αφαίρεσι της πλευράς του.
Αδιάφθορη έμεινε κι η Παρθένος μετά τη γέννησι του βρέφους.
Αλλά πρόσεξε και κάτι ακόμη:
Δεν έπλασε ο Κύριος κάποιο άλλο σώμα για να εμφανισθή στη γη. Προσέλαβε το σώμα του ανθρώπου για να μη φανή ότι περιφρονεί την ύλη από την οποία δημιουργήθηκε ο Αδάμ.
Ήρθαν έτσι, Θεός και άνθρωπος, σε μυστική ένωσι. Κι ο διάβολος, που είχε υποδουλώσει τον άνθρωπο, τράπηκε σε φυγή.
Ο Θεός γίνεται άνθρωπος, αλλά γεννιέται σαν Θεός. Αν προερχόταν, όπως εγώ, από ένα κοινό γάμο, πολλοί θα θεωρούσαν απάτη τη γέννησί του.
Γι’ αυτό γεννιέται από παρθένο. γι’ αυτό διατηρεί τη μήτρα της άθικτη. γι’ αυτό διαφυλάττει την παρθενία της ακεραία: για να γίνη ο παράξενος τρόπος της γεννήσεως αιτία ακλόνητης πίστεως.
Σ’ αυτόν λοιπόν που θα αμφισβητήση την άσπορη γέννησι του Λόγου του Θεού, θα επικαλεσθώ σαν μάρτυρα την αμόλυντη σφραγίδα της παρθενίας.
Πες μου λοιπόν, Ιουδαίε, γέννησε η Παρθένος ή όχι; Κι αν μεν εγέννησε, γιατί δεν ομολογείς την υπερφυσική γέννησι; Αν πάλι δεν εγέννησε, γιατί εξαπάτησες τον Ηρώδη; Όταν εκείνος ζητούσε να μάθη «που ο Χριστός γεννάται», εσύ δεν είπες «εν Βηθλεέμ της Ιουδαίας;» (Ματθ. 2, 4). Μήπως εγώ γνώριζα την πόλι ή τον τόπο; Μήπως εγώ γνώριζα την αξία του βρέφους που ήρθε στον κόσμο; Ο Ησαΐας και οι προφήτες σας δεν μίλησαν γι’ αυτό; Κι εσείς, οι αγνώμονες εχθροί, δεν εξηγήσατε την αλήθεια; Εσείς, οι γραμματείς κι οι Φαρισαίοι, οι ακριβείς φύλακες του νόμου, δεν μας διδάξατε για τον Χριστό; Εσείς δεν ερμηνεύσατε τις Γραφές; Μήπως εμείς γνωρίζαμε τη γλώσσα σας; Και όταν εγέννησε η Παρθένος, εσείς δεν παρουσιάσατε στον Ηρώδη τη μαρτυρία του προφήτη Μιχαία: «Και συ Βηθλεέμ, οίκος του Εφραθά, ουδαμώς ελαχίστη ει εν τοις ηγεμόσιν Ιούδα. εκ σου γαρ εξελεύσεται ηγούμενος, όστις ποιμανεί τον λαόν μου τον Ισραήλ»; (Ματθ. 2, 6).
Πολύ καλά είπε ο προφήτης «εκ σου». Από σας προήλθε και παρουσιάσθηκε σ’ ολόκληρο τον κόσμο.
Παρουσιάσθηκε σαν άνθρωπος για να καθοδηγήση τους ανθρώπους. Παρουσιάσθηκε σαν Θεός για να σώση την οικουμένη.
Μα τί ωφέλιμοι εχθροί είστε εσείς! Τί φιλάνθρωποι κατήγοροι!
Εσείς κατά λάθος δείξατε πως το νεογέννητο της Βηθλεέμ είναι Θεός. Εσείς τον κηρύξατε χωρίς να το θέλετε. Εσείς τον φανερώσατε πασχίζοντας να τον κρύψετε. Εσείς τον ευεργετήσατε επιθυμώντας να τον βλάψετε.
Τί αστοιχείωτοι δάσκαλοι είστε, αλήθεια; Εσείς πεινάτε, και τρέφετε άλλους. Εσείς διψάτε, και ποτίζετε άλλους. Πάμπτωχοι είστε και πλουτίζετε άλλους.

Ελάτε λοιπόν να γιορτάσουμε. Ελάτε να πανηγυρίσουμε. Είναι παράξενος ο τρόπος της γιορτής - όσο παράξενος είναι κι ο λόγος της γεννήσεως του Χριστού.
Σήμερα λύθηκαν τα μακροχρόνια δεσμά.
Ο διάβολος καταντροπιάσθηκε.
Οι δαίμονες δραπέτευσαν.
Ο θάνατος καταργήθηκε.
Ο παράδεισος ανοίχθηκε.
Η κατάρα εξαφανίσθηκε.
Η αμαρτία διώχθηκε.
Η πλάνη απομακρύνθηκε.
Η αλήθεια αποκαλύφθηκε.
Το κήρυγμα της ευσεβείας ξεχύθηκε και διαδόθηκε παντού.
Η βασιλεία των ουρανών μεταφυτεύθηκε στη γη.
Οι άγγελοι συνομιλούν με τους ανθρώπους.
Όλα έγιναν ένα.
Γιατί;
Γιατί κατέβηκε ο Θεός στη γη κι ο άνθρωπος ανέβηκε στους ουρανούς. Κατέβηκε ο Θεός στη γη και πάλι βρίσκεται στον ουρανό. Ολόκληρος είναι στον ουρανό κι ολόκληρος στη γη.
Έγινε άνθρωπος κι είναι Θεός. Είναι Θεός κι έλαβε σάρκα. Κρατιέται σε παρθενική αγκαλιά, και στα χέρια του κρατεί την οικουμένη.
Τρέχουν κοντά του οι μάγοι. Τρέχουμε κι εμείς. Τρέχει και τ’ αστέρι για να φανερώση τον Κύριο του ουρανού. Μα... κι εκείνος τρέχει. Τρέχει προς την Αίγυπτο.
Και φαίνεται βέβαια πως πηγαίνει εκεί για ν’ αποφύγη την επιβουλή του Ηρώδη. Όμως τούτο γίνεται για να εκπληρωθούν τα προφητικά λόγια:
«Έσται εν τη ημέρα εκείνη Ισραήλ τρίτος εν τοις Ασσυρίοις, και εν τοις Αιγυπτίοις ευλογημένος έσται ο λαός μου εν τη γη ην ευλόγησε Κύριος Σαβαώθ» (πρβλ. Ησ. 19, 24).
Τί λες, Ιουδαίε; Εσύ που ήσουν πρώτος έγινες τρίτος; Οι Αιγύπτιοι και οι Ασσύριοι μπήκαν μπροστά, και ο πρωτότοκος Ισραήλ πήγε πίσω;
Ναι. Έτσι είναι. Οι Ασσύριοι θα γίνουν πρώτοι, επειδή αυτοί πρώτοι με τους μάγους τους προσκύνησαν τον Κύριο. Πίσω τους οι Αιγύπτιοι, που τον δέχθηκαν όταν κατέφυγε στα μέρη τους για ν’ αποφύγη την επιβουλή του Ηρώδη.
Τρίτος και τελευταίος ο Ισραηλιτικός λαός, που γνώρισε τον Κύριο από τους αποστόλους, μετά τη βάπτισί του στον Ιορδάνη.
Τί άλλο μένει να πω;
Δημιουργό και φάτνη βλέπω... Βρέφος και σπάργανα... Λεχώνα παρθένο, περιφρονημένη. Φτώχεια πολλή... Ανέχεια πολλή...

Είδες όμως τί πλούτος μέσα στη μεγάλη φτώχεια;
Ο πλούσιος πτώχευσε για χάρι μας.
Δεν έχει ούτε κρεββάτι ούτε στρώμα. Μέσα σε φάτνη ταπεινή τον έχουν αποθέσει...
Ω φτώχεια, πλούτου πηγή!
Ω πλούτε αμέτρητε, κρυμμένε μες στη φτώχεια!
Μέσα στη φάτνη κείτεσαι, και την οικουμένη σαλεύεις.
Μέσα σε σπάργανα τυλίγεσαι, και σπας τα δεσμά της αμαρτίας.
Λέξι ακόμη δεν άρθρωσες, και δίδαξες τους μάγους τη θεογνωσία.

«Τί είπω ή τί λαλήσω;»
Να βρέφος σπαργανωμένο.
Να η Μαρία, μητέρα και παρθένος μαζί.
Να ο Ιωσήφ, πατέρας τάχα του παιδιού.
Εκείνη η γυναίκα, αυτός ο άνδρας. Νόμιμες οι ονομασίες, αλλά χωρίς περιεχόμενο.
Ο Ιωσήφ μνηστεύθηκε μόνο την Μαρία, και το Άγιο Πνεύμα την επεσκίασε. Έτσι, γεμάτος απορία, δεν ήξερε τι να υποθέση για το βρέφος:
Να πη πως ήταν καρπός μοιχείας δεν τολμούσε. Να προφέρη λόγο βλάσφημο κατά της Παρθένου δεν μπορούσε. Ούτε πάλι δεχόταν το παιδί σαν δικό του, γιατί του ήταν άγνωστο το πώς και από ποιον γεννήθηκε.
Αλλά να που πάνω στη σύγχυσί του παίρνει απάντησι από τον ουρανό, με τη φωνή του αγγέλου: «Μη φοβού, Ιωσήφ. το γαρ γεννώμενον εξ αυτής εκ Πνεύματός εστιν αγίου» (Ματθ. 1, 20).
Και φανέρωσε έτσι σ’ εκείνον και σε μας ότι το Άγιο Πνεύμα επεσκίασε την Παρθένο.
Γιατί όμως ο Χριστός θέλησε να γεννηθή από παρθένο αφήνοντας αβλαβή την παρθενία της;
Να γιατί:
Κάποτε ο διάβολος εξαπάτησε την παρθένο Εύα.
Τώρα ο άγγελος έφερε το λυτρωτικό μήνυμα στην παρθένο Μαριάμ.
Κάποτε η Εύα ξεστόμισε λόγο που έγινε αιτία θανάτου. Τώρα η Μαρία γέννησε τον Λόγο που έγινε αιτία αιώνιας ζωής.
Ο λόγος της Εύας έδειξε το δέντρο που έβγαλε τον Αδάμ από τον παράδεισο.
Ο Λόγος της Μαρίας έδειξε τον Σταυρό που έβαλε τον Αδάμ πάλι στον παράδεισο.

Σ’ αυτόν λοιπόν τον Λόγο του Θεού και Υιό της Παρθένου, που άνοιξε δρόμο μέσα σε τόπο αδιάβατο, ας αναπέμψουμε δοξολογία «συν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι, νυν και αεί, και εις τους αιώνας των αιώνων Αμήν».


ΠΗΓΗ:
Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ
“ΧΡΙΣΤΟΣ ΓΕΝΝΑΤΑΙ”
Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ
ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ 2000

(Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου)

Ο Χριστός γεννάται, ας τον δοξάσετε·

ο Χριστός έρχεται από τους ουρανούς, προϋπαντήστε τον·

ο Χριστός βρίσκεται στη γη,υψωθείτε.

«Δοξολογήστε τον Κύριο, όλη η γη· και, για να τα πω και τα δύο με μία λέξη, ας ευφρανθούν οι ουρανοί και ας νιώσει αγαλλίαση η γη για τον ουράνιο ο οποίος έγινε επίγειος.

Ο Χριστός σαρκώθηκε, νιώστε αγαλλίαση από χαρά και τρόμο. Από τρόμο εξαιτίας της αμαρτίας· από χαρά εξαιτίας της ελπίδας.

Ο Χριστός γεννήθηκε από την Παρθένο. Γυναίκες·, παραμένετε παρθένοι για να γίνετε μητέρες του Χριστού. Ποιός δεν αποδίδει λατρεία σ’ εκείνον που υπήρχε απ’ την αρχή; Ποιός δεν δοξολογεί εκείνον που εμφανίστηκε τώρα τελευταία;

Πάλι διαλύεται το σκοτάδι, πάλι εμφανίζεται το φως. Πάλι η Αίγυπτος τιμωρείται με σκοτάδι, πάλι ο ισραηλιτικός λαός φωτίζεται με στηλη πυρός. Ο λαός, ο οποίος κάθεται στο σκοτάδι ας δει το λαμπρό φως της κατανοήσεως των θείων μυστηρίων. «Τα παλαιά έχουν περάσει· όλα έχουν γίνει νέα». Το γράμμα υποχωρεί ενώ το πνεύμα αναδεικνύεται. Οι σκιές απομακρύνονται και έρχεται στη θέση τους η αλήθεια. Ο τύπος του Μελχισεδέκ εκπληρώνεται.

 Ο αμήτωρ γίνεται απάτωρ. Ήταν αμήτωρ προηγουμένως και τώρα γίνεται απάτωρ. Οι φυσικοί νόμοι καταλύονται. Ο ουράνιος κόσμος πρέπει να συμπληρωθεί.

Ο Χριστός διατάζει, ας μην αντιστεκόμαστε. «Όλοι οι λαοί χειροκροτείστε» επειδή γεννήθηκε σε μας παιδί, μας δόθηκε υιός, στους ώμους του οποίου βρίσκεται η εξουσία (διότι εξυψώνεται μαζί με το σταυρό) και ονομάζεται «αγγελιαφόρος μεγάλης θελήσεως» (της θελήσεως του Πατέρα). Ο Ιωάννης θα βροντοφωνήσει: «ετοιμάστε το δρόμο του Κυρίου»!

Και εγώ θα διαλαλήσω τη σημασία της ημέρας:

Ο άσαρκος παίρνει σάρκα.

Ο Λόγος ενώνεται με την ύλη.

Ο αόρατος γίνεται ορατός.

Εκείνος τον οποίον δεν μπορούσε να αγγίσει κανείς, μπορεί να ψηλαφηθεί.

Ο άχρονος αποκτά αρχή.

Ο Υιός του Θεού γίνεται Υιός ανθρώπου, «ο Ιησούς Χριστός, ο οποίος ήταν χθες, είναι σήμερα και θα παραμείνει ο ίδιος στους αιώνες».

Οι Ιουδαίοι ας σκανδαλίζονται. Οι Ελληνες ας ειρωνεύονται και οι αιρετικοί ας κουραζονται με τις φλυαρίες τους. Θα τον πιστέψουν, όταν θα τον δουν να ανέρχεται στον ουρανό. Και αν όχι τοτε, οπωσδήποτε όταν θα τον δουν να έρχεται από τους ουρανους και να κάθεται ως κριτής.

Αυτά όμως αργότερα. Σήμερα η πανήγυρις είναι τα Θεοφάνια, δηλαδή η Γέννηση. Διότι λέγονται και τα δύο, επειδή για ένα και το αυτό πράγμα υπάρχουν δύο ονόματα. Διότι ο Θεός φανερώθηκε στους ανθρώπους με τη γέννηση.

Και υπήρχε μεν πριν, και υπήρχε πάντοτε, προερχόμενος από αυτόν που πάντοτε υπήρχε, πάνω από κάθε αιτία και λογική (επειδή δεν υπήρχε λόγος ανώτερος από το Λόγο), αλλά μετά πήρε σώμα για χάρη μας, για να μας χαρίσει την ευτυχισμένη ύπαρξη, εκείνος ο οποίος μας έδωσε την ύπαρξη, ή, καλύτερα, για να μας επαναφέρει με τη σάρκωσή του στην ευτυχισμένη ύπαρξη από την οποίαν είχαμε απομακρυνθεί εξαιτίας της κακίας μας. Και στην μεν εμφάνιση δίνεται το όνομα Θεοφάνια, στη γέννηση, Γενέθλια.

Αυτό είναι για μας το νόημα της πανηγύρεως και αυτό εορτάζουμε σήμερα: Τον ερχομό του Θεού στους ανθρώπους, για να έλθουμε να μείνουμε κοντά στο Θεό, ή για να επανέλθουμε (διότι έτσι νομίζω ότι είναι σωστότερο να λεχθεί), για να ενδυθούμε τον νέον άνθρωπο, αφού εγκαταλείψουμε τον παλαιό. Και όπως έχουμε πεθάνει μαζί με τον Αδάμ, έτσι ας ζήσουμε μαζί με τον Χριστό.

Ας γεννηθούμε μαζί του, ας συσταυρωθούμε και ας ταφούμε μαζί του, για ν’ αναστηθούμε με την ανάστασή του. Διότι πρέπει να υπομείνω την αντίστροφη πορεία, η οποία οδηγεί στο αγαθό. Και όπως από τα πιο ευχάριστα ήλθαν τα δυσάρεστα, έτσι και από τα δυσάρεστα να επανέλθουν τα πιο ευχάριστα. «Διότι εκεί που αυξήθηκε σημαντικά η αμαρτία, εκεί δόθηκε πλουσιοπάροχα και η χάρη». Και αν η γεύση έφερε την καταδίκη, δεν δικαίωσε, περισσότερο το πάθος του Χριστού;

Ας εορτάσουμε επομένως όχι με δημόσιες πανηγύρεις, αλλά με τρόπο θεϊκό. Όχι με τρόπο κοσμικό, αλλά με τρόπο υπερκόσμιο.

Όχι τα δικά μας, αλλά περισσότερο τα του Κυρίου. Όχι τα σχετικά με την ασθένεια, αλλά τα σχετικά με τη θεραπεία. Όχι τα της δημιουργίας, αλλά τα της αναδημιουργίας.

Αλλά πώς θα γίνει αυτό; Μη στολίσουμε τα προπύλαια, μη δημιουργήσουμε χορούς, μη στολίσουμε τους δρόμους, μη χορτάσουμε τα μάτια μας, μη τέρψουμε την ακοη μας με μελωδίες, μην κάνουμε θηλυπρεπή την όσφρησή μας, μη διαφθείρουμε τη γεύση μας, μην επιτρέψουμε στην αφή να ευχαριστηθεί, στις εύκολες αυτές εισόδους της αμαρτίας, ας μην δείξουμε αδυναμία σε ένδυμα μαλακό και πλούσιο, του οποίου το κυριότερο χαρακτηριστικό είναι ότι είναι αχρηστο, ας μη φορτωθούμε με πολυτιμους λίθους και με αστραφτερό χρυσάφι, ας μη μεταχειριστουμε βαψίματα, τα οποια κάνουν ψεύτικο το φυσικό κάλλος και τα οποία έχουν εφευρεθεί για να καταστρέψουν την εικόνα. ...

ΠΤΩΧΕΙΑ

Ο Αδάμ ήταν γυμνός στην Εδέμ. Η πτωχεία συνεπώς είναι παραδείσια κατάσταση. Ο Αδάμ ήταν τόσο φτωχός όσο φτωχικά είναι τα ζώα – ήταν φτωχός σαν τον Άγιο Φραγκίσκο και σαν τον Χριστό.

Μετά την πτώση ο άνθρωπος δεν μπορούσε να είναι πλέον γυμνός, αλλά το μοναχικό ένδυμα είναι το πλησιέστερο στην παραδείσια γυμνότητα.

Η πτωχεία είναι επίσης αλήθεια, ενώ τα πλούτη μασκάρεμα. Φοράμε ρούχα για να καλύψουμε τον εαυτό μας και να κρύψουμε την εσώτερη γυμνότητά μας. Ο πλούτος και η ψευτιά είναι πράγματα συνώνυμα.

Τα πλούτη παραποιούν τα πράγματα. Ένα πλούσιο φόρεμα, ένα πλούσιο σπίτι νοθεύουν την πρωτογενή αυθεντικότητα των υλικών· αποκρύπτουν τη φυσική γυμνότητα των πραγμάτων, εξαπατούν.

Υπάρχει όμως ένα μεγαλείο στα φτωχά πράγματα, το μεγαλείο αυτού που είναι αληθινό. Κάτι πλούσιο είναι πάντοτε λιγότερο αληθινό από κάτι φτωχό. Αυτός είναι και ο λόγος που ο Thoreau έχει πει πως είναι σημαντικό για κάποιον να είναι ικανός να βγαίνει έξω φορώντας μπαλωμένο παντελόνι. Το μεγαλείο των φτωχών πραγμάτων από πηλό και άχυρο, οι ξύλινες χειροτεχνίες ή το κοινό ξύλο, το άγριο, το τραχύ, το ακατέργαστο, αυτή είναι η γυμνότητα της ύλης. Είναι σαν το μεγαλείο του γυμνού κορμιού. Αυτού του είδους τα πράγματα έχουν το ίδιο απλό μεγαλείο που έχουν και τα έργα τέχνης, την υφή και το χρώμα.

Αν ο άνθρωπος δεν είχε χάσει την αθωότητά του, θα μπορούσε να βγαίνει στον δρόμο γυμνός. Η μόνη περιούσια του Αγίου Φραγκίσκου ήταν ένα ζευγάρι σανδάλια, μια τσάντα και ένα ζωνάρι (και κάποιες φορές παρατούσε ακόμη κι αυτά).

Η απατηλότητα του πλούτου έγκειται στη σύγχυση μεταξύ αυτού που έχουμε και αυτού που είμαστε. Νομίζουμε ότι είμαστε κάτι παραπάνω επειδή έχουμε κάτι παραπάνω. Αγοράζουμε ένα αμάξι και νομίζουμε πως αυτό το αμάξι έγινε τμήμα του εαυτού μας, σαν ένα επιπρόσθετο άκρο του κορμιού μας. Γι’αυτό και ο Άγιος Αυγουστίνος έχει πει πως το να χάνει κανείς τα πλούτη του είναι σαν να χάνει ένα μέλος του σώματός του. Και αν κάποιος θαυμάζει το αυτοκίνητό μας, εμείς νιώθουμε ότι θαυμάζει εμάς. Σκεφτόμαστε τα πράγματα που κατέχουμε ως μέρος του εαυτού μας, σαν ένα ασπόνδυλο με ένα κέλυφος που δεν του ανήκει. Γι’αυτό η ιδιοκτησία είναι μια νόθευση του εαυτού μας.

Ο πλούσιος άνθρωπος νομίζει πως είναι ό,τι έχει. Επιδεικνύει τα αποκτήματά του προκειμένου να γίνει ο ίδιος αντικείμενο θαυμασμού, σαν αυτά να ήταν αυτός. Θέλει να αξιολογείται με βάση αυτά που έχει και όχι με βάση αυτό που είναι. Ο Λατίνος ποιητής Προπέρτιος είδε την αληθινή αξία της πτωχείας, όταν καυχήθηκε ότι κέρδισε ένα κορίτσι με τα ποιήματά του και όχι με την περιουσία του.

Τα πλούτη είναι μια απάτη. Όποιος πιστεύει ότι κατέχει με συμβολαιογραφική πράξη ένα μεράδι αυτού του πλανήτη, είναι τόσο τρελός, όσο και εκείνοι οι Αμερικάνοι που προβάλλουν αξιώσεις εποίκησης της σελήνης, επειδή κάποιοι επιτήδειοι τους πούλησαν τίτλους ιδιοκτησίας. Ένα δάσος ή ένα λιβάδι δεν ανήκει σ’αυτόν  που έχει τίτλο ιδιοκτησίας του, αλλά στα πουλιά και τα ζώα που το χαίρονται, στο ζευγάρι εκείνο των ερωτευμένων που κάνει εκεί τον περίπατό του, ή στον ερημίτη που το κατοικεί. Αυτός που έχει τίτλο ιδιοκτησίας κατέχει μόνο ένα επίσημο χάρτινο ξέφτι, παραμορφωμένο από τις αποκρουστικές νομικές διατυπώσεις που κουβαλά.

Είμαστε κάτοχοι όλης της φύσης και όλης της γης και όλων των χωρών και του έναστρου ουρανού. Όμως τα χάνουμε όλα αυτά, αν περιορίσουμε την αίσθηση ιδιοκτησίας μας σε έναν αριθμό στρεμμάτων γης. Μπορούμε να κατέχουμε το σύμπαν ολόκληρο μόνο με το να είμαστε φτωχοί, όπως τα πουλιά που, μολονότι είναι φτωχά, έχουν στην κατοχή τους τον ουρανό, και όπως τα ψάρια που, μολονότι φτωχά και αυτά, έχουν στην κατοχή τους τη θάλασσα, και όπως ο Άγιος Φραγκίσκος που ήταν κάτοχος όλων των πραγμάτων. Αυτός είναι και ο λόγος που ο Άγιος αυτός αποκαλούσε την πτωχεία «μεγάλο θησαυρό» («δεν είμαστε άξιοι ενός τόσο μεγάλου θησαυρού»!). Έλεγε πως η μεγαλύτερη πολυτέλεια είναι να κάθεσαι πάνω σε μια πέτρα και να τρως μια μπουκιά ψωμί, δίπλα στο ρυάκι και κάτω από τον γαλανό ουρανό. Οι φτωχοί πλούσιοι έχουν μόνο μία τραπεζαρία: τον τόπο όπου κάθονται να φάνε.

Είμαστε παιδιά του Θεού κι Εκείνος είναι Κύριος των πάντων. Ως παιδιά Του, είμαστε κι εμείς κύριοι όλου του πλούτου αυτού του κόσμου. Μας περιτριγυρίζουν πλούτη αμύθητα, και το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να απλώσουμε τα χέρια μας και να τα φτάσουμε. Μια χούφτα καθαρού νερού που δραπετεύει από τις χαραμάδες της παλάμης μου, δεν είναι μικρότερης αξίας από μια χούφτα διαμάντια. Του δίνουμε μικρότερη αξία μόνο επειδή υπάρχει σε αφθονία μέσα στη φύση. Ένα χρυσόψαρο στη λίμνη, ένα σμαραγδένιο βατραχάκι, ένα γυαλιστερό βότσαλο, ένα ξερόκλαδο που επιπλέει στο νερό – όλα αυτά είναι θησαυροί, έστω κι αν δεν πρόκειται ποτέ να επινοήσει κανείς γι’αυτά χρηματικό κοστολόγιο.

Όποιος αγοράζει έναν αγρό και βάζει ολόγυρά του φράχτη, χάνει την υπόλοιπη φύση και καθετί άλλο. Η πτωχεία των χριστιανών δεν σημαίνει ιδιοκτησία λίγων πραγμάτων, αλλά μηδενική ιδιοκτησία, ολοκληρωτική πενία, προκειμένου να κερδηθούν τα πάντα. Δεν περιορίζουμε τον εαυτό μας στη νόμιμη ιδιοκτησία κάποιων πραγμάτων, που κατοχυρώνεται από ένα χάρτινο ξέφτι. Διότι, τί είναι περισσότερο δικό μας από τον αέρα, τον ήλιο, τη γη, τον ουρανό και τη θάλασσα;

Και η πτωχεία είναι επίσης μια αρετή της Τριάδας, επειδή η ζωή του Θεού είναι κοινοτική, και καθένα από τα τρία θεία Πρόσωπα δίνει ολοκληρωτικά τον εαυτό Του στους άλλους. Στην Τριάδα δεν υπάρχει «δικό μου» και «δικό σου», παρότι υπάρχει «Εγώ» και «Εσύ».

Τα πλούτη είναι απατηλά και για έναν ακόμη λόγο: διότι σε κάνουν να πιστεύεις πως τα υλικά πράγματα μπορούν να εγκολπωθούν από μια πνευματική οντότητα σαν τη ψυχή. Στη Νικαράγουα είχαμε έναν δικτάτορα που δεν μπορούσε να χορτάσει τη βουλιμία του για γη. Άρπαζε ολοένα και περισσότερη γη, μα δεν ικανοποιούνταν ποτέ, επειδή, παρότι κράδαινε τίτλους ιδιοκτησίας, η γη δεν γινόταν δική του· κι όσο περισσότερα στρέμματα άρπαζε, τόσο παρέμενε φτωχός όπως πριν – κι έτσι συνέχιζε να θέλει κι άλλα, κι άλλα. Τα καταπράσινα λιβάδια με τις αγελάδες, τα δέντρα και τα ρυάκια που φιδογλιστρούσαν στα σπλάχνα τους, παρέμεναν το ίδιο ελεύθερα με πριν. Είχε τους τίτλους ιδιοκτησίας της γης, αλλά η γη δεν ήταν δική του. Οποιοσδήποτε βάδιζε πάνω της και απολάμβανε τη θέα, ή ψάρευε στο ποταμάκι κι ύστερα έφευγε χωρίς να αξιώνει τίποτα άλλο, ήτανε κάτοχος της γης, έστω κι αν ήταν ένας άνθρωπος δίχως τίτλους ιδιοκτησίας στα χέρια του.

Μόνο όταν δεν αξιώνουμε τίποτα, μόνο όταν παραιτούμαστε από τα πάντα, μπορούμε να τα κατέχουμε όλα. Γι’αυτό και ο απόστολος Παύλος λέει όποιος έχει κάτι πρέπει να συμπεριφέρεται σαν να μην έχει τίποτα, και όποιος αγοράζει κάτι πρέπει να φέρεται σαν να μην αγόρασε τίποτα, και όποιος παντρεύεται πρέπει να συμπεριφέρεται σαν να μην κατέχει κανέναν.

(από το βιβλίο, Αγάπη χαραμάδα της αιωνιότητας, του Ερνέστο Καρντενάλ)

«Κάθε πραγματική προσευχή είναι μάχη με τον θάνατο και άρνηση του θανάτου.

Και κάθε πραγματική προσευχή είναι μάχη για τη ζωή και κατοχύρωση της ζωής.
Ποια είναι η πραγματική προσευχή;
Εκείνη που σε κάνει πιο δυνατό από τον θάνατο,
με την οποία φέρνεις τη νίκη επάνω στον φόβο και την ανατριχίλα του θανάτου.
Όταν σηκώνεσαι από την προσευχή και κοιτάζοντας τον εαυτό σου αισθανθείς τον ίδιο φόβο από τον θάνατο όπως και πριν,
τότε να ξέρεις, ότι η προσευχή σου δεν ήταν πραγματική.

Ενώ όταν σηκώνεσαι από την προσευχή και κοιτάζοντας τον εαυτό σου αισθανθείς την αδιαφορία για τον θάνατο,
τότε να ξέρεις ότι η προσευχή σου ήταν πραγματική.

Πριν από τη σταύρωσή του, ο Χριστός είχε ήδη μια φορά νικήσει τον θάνατο.
Τούτο έγινε στην προσευχή στον κήπο της Γεθσημανή.
Η προσευχή της Γεθσημανή είναι το μοναδικό δείγμα τέλειας μαχητικής και νικηφόρας προσευχής,
που Εκείνος το έχει δείξει στην ανθρωπότητα και μας το άφησε ενέχυρο».

Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Στοχασμοί περί καλού και κακού,
Μετάφραση από τα Σερβικά: Σβετλάνα Πέτσιν, Ηλίας Σαραγούδας, Νεφέλη Σαραγούδα Πέτσιν,
Εκδόσεις Εν πλω, Αθήνα 2007, Β΄έκδοση, σ. 192-193.

katafigioti

lifecoaching