ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
Μ. ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ
π. Νικόλαος
Δευτέρα: 12.15-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.15-2 μ. & 8.45 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.15-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.15 -2 μ.
Σάββατο: 12.15-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.

Κυριακή: 7.30-9 βράδυ
π. Γεώργιος
Τετάρτη απόγευμα & καθημερινές πριν και μετά τις Ιερές Ακολουθίες

 

ΔΕΥΤΕΡΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

Πρόγραμμα Ακολουθιών - 2η Θεία Λειτουργία

Κάθε ΚΥΡΙΑΚΗ τελείται

στον Άγιο Σώστη

και

ΔΕΥΤΕΡΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

ΣΤΙΣ 10.30 - 11.40 Π.Μ.

E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΙΣΤΗ

Στο δρόμο που το σώμα μου βαδίζει,

μια σκέψη το μυαλό μου βασανίζει.

Η αμφιβολία που το Είναι μου αγγίζει

Πόσα αργύρια η Πίστη μου αξίζει;

Του Ιούδα έμαθα πως ήτανε τριάντα

Σφιχτή θηλιά όμως τον έπνιξε για πάντα

Μια πίστη κρεμασμένη από ιμάντα

Εικόνας τραγικής, λεζάντα.

Του Άννα, η ύβρις κι η απληστία

Μιας πίστης λύκου με προβάτου ενδυμασία

Το είδωλο της επαινεί μ’ αλαζονεία

Ντυμένη με ιερή και φαύλη υποκρισία.

Του νεανίσκου που ερωτά, τι αγαθόν ποιήσει

Τον πλούτο και τα κτήματα πως δύναται ν’ αφήσει

Μια πίστη που στον ουρανό είναι αδυνάτου φύση

Πως σκέφτηκες φιλάργυρε εκεί να σ’ οδηγήσει;

Του εκ δεξιών Σου στο Σταυρό το δάκρυ που κυλάει

Μια πίστη μέσα σε λυγμούς, συγχώρεση ζητάει

Η ευσπλαχνία ενός Θεού που ξέρει ν’ αγαπάει

Και θέση στον Παράδεισο για το ληστή φυλάει.

Πόσα αργύρια η Πίστη μου αξίζει;

Η λόγχη που Σε κέντησε τώρα κι εμένα αγγίζει

Ο θάνατος κι ας πέθανε ακόμα με βασανίζει

Μα έχω πνεύμα αθάνατο και προς Εσέ βαδίζει.

 

Βαγγέλης Γεροντάκης

Μεγάλου Βασιλείου, επιστολή 93 προς την πατρίκιαν Καισαρίαν περί Κοινωνίας

(γράφτηκε γύρω στο 372 μ.Χ.. Είναι πολύ ενδιαφέρον το αντικείμενο της επιστολής, η οποία προσφέρει χρήσιμες πληροφορίες για την σχετική με τη θεία μετάληψη πράξη της εποχής εκείνης)

Κείμενο:

«Βεβαίως και το να κοινωνεί κανείς και να μεταλαμβάνει του αγίου σώματος και αίματος του Χριστού καθημερινά είναι καλό και επωφελές, διότι αυτός ο ίδιος λέει σαφώς, «αυτός που τρώει την σάρκα μου και πίνει το αίμα μου έχει ζωή αιώνια» (Ιω.6,54). Ποιός λοιπόν αμφιβάλλει ότι το να μετέχει κανείς συνεχώς της ζωής δεν είναι τίποτα άλλο παρά να ζει πολλαπλά;

Εμείς πάντως κοινωνούμε τέσσερις φορές την εβδομάδα, Κυριακή, Τετάρτη, Παρασκευή και Σάββατο, αλλά επίσης και σε άλλες μέρες, όταν υπάρχει μνήμη κάποιου Αγίου.

Το ότι δε κατά τους καιρούς του διωγμού αναγκάζεται κάποιος, εν απουσία ιερέως ή λειτουργού (=διακόνου), να λαμβάνει με τα δικά του χέρια την κοινωνία, είναι περιττό να αποδείξω ότι δεν είναι καθόλου αξιόμεμπτο, αφού άλλωστε την πρακτική αυτή έχει κατοχυρώσει μακρά συνήθεια από τα ίδια τα πράγματα.

Πράγματι όλοι οι μονάζοντες στην έρημο, όπου δεν υπάρχει ιερέας, μεταλαμβάνουν μόνοι τους από κοινωνία που διατηρούν στο σπίτι τους. Στην Αλεξάνδρεια επίσης και όλη την Αίγυπτο και κάθε λαϊκός ακόμη έχει συνήθως κοινωνία στο σπίτι του και μεταλαμβάνει μόνος του οποτεδήποτε θέλει.

Άπαξ τελειώσει και δώσει την θυσία ο ιερέας, αυτός που την λαμβάνει ως σύνολο, μεταλαμβάνοντας από αυτήν καθημερινά, οφείλει να πιστεύει ότι μεταλαμβάνει και δέχεται αυτήν από αυτόν που την έδωσε.
Άλλωστε και στην εκκλησία ο ιερέας επιδίδει την μερίδα και αυτός που την δέχεται, την κρατά με όλη την εξουσία και έτσι την φέρνει στο στόμα με το χέρι του. Το ίδιο λοιπόν είναι κατ ουσίαν, είτε μία μερίδα δεχτεί κανείς από τον ιερέα είτε πολλές μερίδες μαζί*»
 

* πρόκειται περί των προηγιασμένων δώρων, τα οποία εκείνη την εποχή σε πολλά μέρη μπορούσαν όλοι να διατηρήσουν κατ οίκον. Προφανώς κάθε μερίδα συνίστατο σε άρτο εμποτισμένο σε οίνο. Ο καθένας μπορούσε να καταναλώσει τμήμα της μερίδας και να διατηρήσει το υπόλοιπο.

(έκδοση ΕΠΕ, η μετάφραση βασίστηκε σε αυτήν των εκδόσεων ΕΠΕ τομ. 3 Μ. Βασιλείου σελ. 503 και τα σχόλια του Παν. Χρήστου)

(αποσπάσματα από την Εκκλησιαστική Ιστορία B. Στεφανίδη)

Η θεία ευχαριστία,η οποία προηγουμένως ετελείτο την εσπέραν της Κυριακής μετά των κοινών εστιάσεων, εχωρίσθη αυτών και μετετέθη είς την πρωίαν της ιδίας ημέρας, συνδεθείσαν μετά της πρωινής θείας λατρείας. Τούτο προήλθεν εκ των επομένων τριών αιτιών.

Κατά τας κοινάς εστιάσεις ενωρίς είχον εισχωρήσει άτοπα. «’Έκαστος το ίδιον δείπνον προλαμβάνει εν τω φαγείν και ός μέν πεινά,ός δε μεθύει».(Α΄ πρός Κορινθίους,11,21).Τα άτοπα ταύτα επολεμήθησαν μέν υπό του Αποστόλου Παύλου, αλλ΄ ίσως δεν εξέλιπον, ή ανεφάνησαν πάλιν. Σχετικήν μαρτυρίαν δεν έχομεν.

Έπειτα η αύξησις των χριστιανών εκάστης κοινόνητος επέφερε κατάτμησιν των κοινών εστιάσεων εις πολλάς τοιαύτας εν διαφόροις οικήμασιν,εθεωρήθη δε καλόν να επέλθη αντίδρασις κατά της αναλόγου κατατμήσεως της τελέσεως της θείας ευχαριστίας. Η αντίδρασις παρουσιάσθη ήδη εν τη Α΄ επιστολή του Ρώμης Κλήμεντος και εν ταίς επιστολαίς του Ιγνατίου, εξηκολούθησε δέ και μετά ταύτα, καταλήξασα είς την μετάθεσιν. Η μετάθεσις της θείας ευχαριστίας είς την πρωίαν της Κυριακής δεν έσωσεν αυτήν της κατατμήσεως (Μαρτύριον Ιουστίνου,περί το 166,κεφ. III. 58 κανών Λαοδικείας,μέσα δ΄ εκ/ρίδος.

Τελευταίον αίτιον της μεταθέσεως η κατ΄ απομίμησιν της εβραϊκής συναγωγής προηγηθείσα μετάθεσις της προσευχής και του κηρύγματος από της εσπέρας είς την πρωίαν της Κυριακής είλξε και την θείαν ευχαριστίαν.

Η θεία ευχαριστία κεχωρισμένη των κοινών εστιάσεων απαντά παρ΄ Ιουστίνω (περί το 150) και Κλήμεντι τω Αλεξανδρεί (150-200).

Μετά τήν απόσπασιν της θείας ευχαριστίας, η κοινή εστίαση διετήρησεν ομοίωμα της θείας ευχαριστίας, ήτοι κλάσιν άρτου και ευλογίαν ποτηρίου, χωρίς βεβαίως να θεωρώνται ώς θεία ευχαριστία. Η κοινή εστίασις ετελείτο την εσπέρα τής Κυριακής εν τω ναώ ή εν ιδιωτική οικία, προίστατο δέ αυτής ο επίσκοπος ή άλλος τις κληρικός. Ούτος ελάμβανεν είς χείρας ολόκληρον τόν άρτον, έλεγεν επ΄ αυτού ευχήν, έκοπτεν αυτόν και διένεμεν είς τούς συνδαιτυμόνας. Ωνομάζετο «ευλογία».Έκαστος πρό αυτού είχε ποτήριον οίνου, επί του οποίου έκαστος έλεγεν ευχήν. Αμφότεραι αι πράξεις αύται ετελούντο αλλού μέν πρό του δείπνου, αλλά δέ μετ΄ αυτό.

Όπως πρό των μέσων της β΄ εκ/ρίδος απεσπάσθη η θεία ευχαριστία και απετέλεσεν ιδιαιτέραν τελετήν, ούτω μετά την ζ΄ εκ/ρίδα απεσπάσθη της κοινής εστιάσεως και το ομοίωμα της θείας ευχαριστίας, και απετέλεσε επίσης ιδιαίτερη τελετή. Αυτή, διατηρήσασα μέχρι σήμερον τον αρχαϊκό τρόπο της τελέσεως της θειας ευχαριστίας, διετήρησε και το αρχαϊκόν όνομα αυτής, «κλάσις του άρτου» («αρτοκλασία»). Έπαυσεν η διανομή του οίνου, η δέ εν τω ναώ κοινή εστίασης περιορίσθη είς την υφ΄ εκάστου κατανάλωσιν του τεμαχίου του άρτου. Είς την παρατιθεμένην μικράν πλέον ποσότητα του οίνου προσετέθη βραδύτερον παράθεσις αναλόγου ποσότητος ελαίου και σίτου. Ταύτα δέν υπάρχουσιν είς τα αρχαιότερα ευχολόγια (ίδε Ευχολόγιον,εκδ. Goar).

 

O Ιουστίνος περιγράφει τήν τέλεσιν τής πρωινής λατρείας της Κυριακής.

«Τή ηλίου ημέρα πάντων κατά πόλεις η αγρούς μενόντων επί το αυτό συνέλευσις γίνεται,και τα απομνημονεύματα των αποστόλων ή τα συγγράμματα των προφητών αναγινώσκεται,μέχρις εγχωρεί.Είτα παυσαμένου του αναγινώσκοντος ο προεστώς διά λόγου τήν νουθεσίαν και πρόκλησιν τής των καλών τολυτων μιμήσεως ποιείται.Έπειτα ανιστάμεθα κοινή πάντες και ευχάς πέμπομεν και ώς προέφημεν,παυσαμένων ημών της ευχής,άρτος προσφέρεται και οίνος και ύδωρ και ο προεστώς ευχάς ομοίως και ευχαριστίας,όση δύναμις αυτώ,αναπέμπει,και ο λαός επευφημεί λέγων το αμήν,και η διάδοσις και η μετάληψις από των ευχαριστηθέντων εκάστω γίνεται,και τοίς ού παρούσι διά των διακόνων πέμπεται» (Απολογία Α΄,67,3-5).

Έν ταίς ιουδαικαίς συναγωγαίς υπήρχε διπλούν ανάγνωσμα,εκ του νόμου και εκ των προφητών, παρά τοίς χριστιανοίς εισήχθη επίσης διπλούν ανάγνωσμα, εκ των προφητών και των «απομνημονευμάτων των αποστόλων», ήτοι των ευαγγελίων (αυτ. 66,3). Κατ΄ αρχάς ώς γενική τάσις υπήρχεν η αύξησις του αριθμού των αναγνωσμάτων. Αί Αποστολικαί Διαταγαί, ομιλούσαι περί της λειτουργίας κατά τήν χειροτονίαν του επισκόπου, αναφέρουσι πέντε αναγνώσματα, «ανάγνωσιν του Νόμου και των Προφητών,τών τε Επιστολών και των Πράξεων και των Ευαγγελίων» (8,5,11 πρβλ. 2,57,5 και εξής). Αι Αποστολικαί Διαταγαί, εγράφησαν μέν εν Συρία τέλη της δ΄ εκ/ρίδος, περιέχουσιν  όμως αρχαιότερον υλικόν, εν τοίς έξ μέν πρώτοις βιβλίοις πολλαχού .όπου συμπίπτουσι με την Αποστολικήν Διδασκαλίαν, γραφείσαν την γ΄ εκ/ρίδα, εν τοίς επιλοίποις δε βιβλίοις ενιαχού,όπυ υπάρχει άλλη εξωτερική ένδειξις.

Έπειτα εκράτησε τάσις ελαττώσεως των αναγνωσμάτων και των εκ της Καινής Διαθήκης αλλά κυρίως των εκ της Παλαιάς Διαθήκης. Η λειτουργία της Κωνσταντινουπόλεως, ώς φαίνεται εκ πολλών χωρίων Ιωάννου του Χρυσοστόμου (προερχομένου εκ Συρίας,τέλη της δ΄ εκ/ρίδος),και η της Ρώμης, ώς φαίνεται εκ τινός χειρογράφου περικοπών (της γερμανικής Βυρτζβούργης), είχον ένα ανάγνωσμα εκ τής Παλαιάς Διαθήκης και δύο εκ της Καινής Διαθήκης. Ταύτα διετηρήθησαν μέχρι της ζ εκ/ρίδος. Αργότερα εγκατελείφθη ολοτελώς το εκ της Παλαιάς Διαθηκης ανάγνωσμα.

Ότε εισήχθη η επ΄ εκκλησίας ανάγνωσις βιβλίων της Αγίας Γραφής, κατ΄ αρχάς εγίνετο κατ΄ ελευθέραν εκλογήν του αναγινώσκοντος, αλλ΄ έπειτα περιορίσθη η ελευθερία, ο καθορισμός τής σχετικής περικοπής εξηρτάτο εκτάκτως ή τακτικώς εκ τής γνώμης του επισκόπου, ήρχισε δέ και η συνήθεια να αναγινώσκωσιν ωρισμένα βιβλία τής Αγίας Γραφής κατά συνέχειαν (ή μία περικοπή συνέχεια της άλλης) και μάλιστα τακτικώς εις ωρισμένας εποχάς του έτους.

Ούτω, την Μεγάλην Τεσσαρακοστήν ανεγινώσκετο ή Γένεσις, τήν Μεγάλην Εβδομάδα, ο Ιώβ, την Μεγάλην Πέμπτην ή Μεγ.Παρασκευήν, ο Ιωνάς (Αμβροσίου,Επιστολή πρός Μάρκελλον,20,25.W. Caspari,εν Ηerzog-Hauck,Realencyklopadie,15,135,στίχος 23 κ.εξ), μεταξύ του Πάσχα και της Πεντηκοστής, το Ευαγγέλιον του Ιωάννου και αί Πράξεις τών Αποστόλων.

Οί χριστιανοί ανέπεμπον χριστιανικούς ύμνους, οι οποίοι επολλαπλασιάσθησανκατά την εποχή ταύτην. Έξ αυτής έχομεν την αρχαιοτέραν μαρτυρίαν περί ύμνων, αναφερομένων είς τους μάρτυρας («Cantatur et exitus martyrum»,Τερτυλλιανού,Scorpiace,7).

Eκ διαφόρων πληροφοριών εξάγεται, ότι το εκκλησιαστικόν άσμα ήτο απλούν, μη διαφέρον πολύ του τρόπου,διά του οποίου σήμερον ψαλμωδούνται αί ευχαί (πχ. Αί του ευχελαίου) και τα αναγνώσματα (ο εξάψαλμος, ο απόστολος και το ευαγγέλιον, λεγόμενα υπό των ιερέων),τα οποία τότε απλώς ανεγινώσκοντο.

Απαντώσι δύο είδη «αντιφωνίας».

Κατά το πρώτον είδος, ένας έψαλλεν, οι δε λοιποί (ο χορός ή η κοινότης) έψαλλον τα ακροστίχια ή ακροτελεύτια, ήτοι τας τελευταίας λέξεις. Ο τρόπος ούτος ήτο συνήθης παρά τοίς Ιουδαίοις, εισήχθη δέ και παρά τοίς χριστιανοίς, ονομαζόμενος «υποψάλλειν», «υπηχείν» και «υπακούειν».

Κατά το δεύτερον είδος (την κυρίως «αντιφωνίαν»),ο ψάλτης και ο χορός (ή η κοινότης) ή δύο χοροί, ή τα δύο τμήματα του χορού έψαλλον εναλλάξ. Ο τρόπος ούτος ήτο επίσης γνωστός είς τους Ιουδαίους (Α΄ Παραλειπομένων,6,31 κ.εξ.). Η γνώμη, ότι την αντιφωνίαν ταύτην εισήγαγεν είς τους χριστιανούς ήδη ο Αντιοχείας Ιγνάτιος (+ περι το 112. Σωκράτους,Εκκλ. Ιστορία,6,8,11), δεν είναι ορθή. Δύναται τις ίσως να δεχθή, ότι ο Ιγνάτιος εισήγαγε το «υποψάλλειν». Η αντιφωνία δεν εισήχθη κατά την εποχήν ταύτην. Πουθενά δεν συναντιέται σε χρήση πριν τα μέσα της δ εκ/ρίδος. Οι Αποστολικές Διαταγές, γραφείσαι τέλη της εκ/ρίδος ταύτης, γνωρίζουν μόνο το «υποψάλλειν» (2,57,6 πρβλ. Και 15 κανόνα Λαοδικείας, περί το 360). Κατά τον Μοψουεστίας Θεόδωρον,(+ 428),δύο Αντιοχείς μοναχοί, ο Φλαβιανός (ο μετά ταύτα Αντιοχείας υπό τον οποίον Ιωάννης ο Χρυσόστομος διετέλεσε πρεσβύτερος) και ο Διόδωρος (ο μετά ταύτα Ταρσού,διδάσκαλος του Μοψουεστίας και του Χρυσοστόμου), εισήγαγον την αντιφωνίαν εκ της χρησιμοποιούσης την συριακήν γλώσσαν συριακής Εκκλησίας εις την χρησιμοποιούσαν την ελληνικήν γλώσσαν συριακήν Εκκλησίαν (περί το 360.Νικήτα Χωνιάτου,ιβ΄ εκ/ρίδος,Θησαυρός ορθοδόξου πίστεως,5,30 πρβλ.Θεοδωρήτου,Εκκλ΄.Ιστορίαν,2,24,,8 κ.εξ. Σωζομένου,Εκκλ. Ίστορίαν,3,20,10. Φιλοστοργίου,Εκκλ. Ιστορίαν,3,13).

H αντιφωνία εισήχθη είς την Καισάρειαν υπό του Μεγάλου Βασιλείου (+378,Επιστολή 207,πρός τους κληρικούς της Νεοκαισαρείας, όπου ο γράφων δικαιολογείται και δια τούτο), εις τα Ιεροσόλυμα εισήχθη κατά την ιδίαν εποχήν (Peregrinatio Aetheriae,24,1,γραφείσα περί το 380), εις το Μεδιόλανον (=Μιλάνο) εισήχθη υπό του Αμβροσίου (περί το 380. Αυγουστίνου,Εξομολογήσεις,9,7), εις την Κωνσταντινούπολιν εισήχθη πρώτον μεν υπό των Αρειανών, πρός καταπολέμησιν δέ αυτών υπό του Ιωάννου του Χρυσοστόμου (Σωκράτους,Εκκλ. Ιστορία,6,8. Σωζομένου,Εκκλ. Ιστορία,8,8).

Εφ΄ όσον η θεία ευχαριστία συνεδέετο μετά των κοινών εστιάσεων, οι χριστιανοί εκάθηντο περί τάς τραπέζας (κατά γής;), ο δέ ηγιασμένος άρτος («σώμα Χριστού») εκόπτετο και διενέμετο είς αυτούς, τα δέ τεμάχια ήσαν ακόμη σχετικώς μεγάλα, όχι όμως πλέον ως τα της σημερινής αρτοκλασίας, η οποία ιδρύθη ώς ομοίωμα της αρχαιοτάτης θείας ευχαριστίας.

Οι τόποι των θρησκευτικών συναθροίσεων, άρα, εν πολλοίς διέφερον των σημερινών. Μετά την απόσπασιν της θείας ευχαριστίας από των κοινών εστιάσεων, οι χριστιανοί δεν εκάθηντο πλέον πέριξ τραπεζών, τα δε μέλλοντα να διανεμηθώσι τεμάχια του ηγιασμένου άρτου δέν μετεφέροντο πρός τους χριστιανούς , αλλ΄ οι χριστιανοί ήρχοντο πρός αυτά. Είς εκάστην τέλεσιν της θείας ευχαριστίας όλοι οι παρόντες χριστιανοί προσήρχοντο πρό του ιερουργούντος πρεσβυτέρου, ίνα λάβωσι τα υλικά αυτής, τα οποία βαθμηδόν ακόμη περισσότερον ωλιγόστευσαν. Λαβίς δεν υπήρχεν ακόμη.

Ο πρεσβύτερος προσέφερε τον άρτον είς την δεξιάν παλάμην αυτών, τεθειμένην επί της αριστεράς, ο δέ διάκονος προσέφερε τον οίνον διά του αγίου ποτηρίου (Μαρτύριον Περπετούης, κεφ.4. Κυρίλλου Ιεροσολύμων,Κατήχησις,18,21. Μεγάλου Βασιλείου, Επιστολή 93,πρός την Καισαρίαν. Ιωάννου Χρυσοστόμου, Ομιλία είς τα Χριστούγεννα,7. Άμβρόσιος Μεδιολάνων,εν Θεοδωρήτου, Εκκλ. Ιστορία,5,18. Αυγουστίνου,Contra litteras Petilani Donatistae,2,25. Tρούλλου κανών 101).

Είς τους απόντας η θεία ευχαριστία εστέλλετο διά των διακόνων υπό την μορφήν μόνον τεμαχίου καθηγιασμένου άρτου, ή υπό την μορφήν τοιούτου τεμαχίου, αλλ΄ επί του οποίου είχεν επισταχθή καθηγιασμένος οίνος……

….Εν τοίς κοιμητηρίοις τον πέριξ του τάφου εκάστου μάρτυρος χώρον περιέβαλλον και εστέγαζον δι΄ οικοδομής, η οποία κατά τάς τρείς αυτής πλευράς είχεν αψίδας. Αι οικοδομαί αύται ωνομάσθησαν Μαρτύρια, έκαστον δέ αυτών έφερε το όνομα του οικείου μάρτυρος (Μαρτύριον του τάδε μάρτυρος).

Εκεί επί του τάφου του μάρτυρος ετελείτο η θεία ευχαριστία κατά τάς μνήμας μαρτύρων και καθ΄ οιανδήποτε άλλην περίστασιν.

Εκ των Μαρτυρίων τούτων προέκυψε γενετικώς ο θεμελιώδης τύπος των χριστιανικών ναών (C.M. Kaufmann,Handbuck der christl.Archaologie, 1905,σελ.147 και εξής). Εντεύθεν εξηγούνται τρία τινά.

Πρώτον ,η συνήθεια, υπό την αγίαν τράπεζαν να τίθενται λείψανα μαρτύρων (επέκρατησε μέσα της δ εκ/ρίδος), πρώτος δέ ο Αλεξανδρείας Κύριλλος (+444) πρός τοιαύτην χρήσιν ηρκέσθη είς λείψανα αγίου, αλλά μη μάρτυρος (Φωτίου,Αμφιλόχια,εκδ. Αθηνών,σελ 187,περί ενθρονισμού).

Δεύτερον, οτι έκαστος ναός φέρει το όνομα μάρτυρος ή αγίου.

Κατ΄ αρχάς βεβαίως έφερε το όνομα εκείνου, του οποίου τα οστά ευρίσκοντο υπό την αγίαν τράπεζαν, αλλ΄ έπειτα το όνομα του ναού κατέστη ανεξάρτητον τούτου.

Τρίτον, ότι οι ναοί εχρησιμοποιούντο ως τόποι ταφής.

Ο μέγας Θεοδόσιος απηγόρευσε την ταφήν εν τοίς Μαρτυρίοις (30 Ιουλ.381. Κοdex Theodosianus,ΙΧ.17,6),αλλ΄ άνευ αποτελέσματος.

Όπως οι εθνικοί και οι Ιουδαίοι, ούτω και οι χριστιανοί κατά τάς μεγάλας εορτάς ετέλουν αφ΄ εσπέρας αγρυπνίας και παννυχίδας. Αρχαιoτέρα είναι η του πάσχα, μεταγενεστέρα η  της παραμονής των Επιφανίων. Όμοιαι εγίνοντο και κατά τάς μνήμας των μαρτύρων είς τα Μαρτύρια των κοιμητηρίων. Αί παννυχίδες ανεπτύχθησαν κατά την επομένην εποχήν, γινόμεναι πολλάκις εν ενί και μόνω ναώ (ωνομάζετο  «σύναξις») και παρατεινόμεναι μέχρι της πρωίας («της ημέρας υπολαμπούσης» Μ. Βασίλειος,Μigne,32,764).

(Εκκλησιαστική Ιστορία Στεφανίδου,σελ.101-105 & 121, οι υπογραμμίσεις δικές μας)

(απόσπασμα από την Εκκλησιαστική Ιστορία, Βλασίου Φειδά,
οι υπογραμμίσεις δικές μας και κάποια ελαφρά απόδοση στα νέα ελληνικά)

Οι Πράξεις των Αποστόλων (2,46) υπονοούν καθημερινή «κλάσιν του άρτου», αλλά πρέπει να θεωρηθή βέβαιο ότι αυτή ετελείτο οπωσδήποτε τουλάχιστον κατά τη νύκτα του Σαββάτου προς την Κυριακή (Πραξ. 20,7), ως ανάμνηση του μεσσιανικού δείπνου του Κυρίου. Ταυτιζόταν με το μυστήριο της θ. ευχαριστίας, είχε σαφή λειτουργική έννοια και περιλάμβανε διδαχή, προσευχή, ευλογία, κοινωνία και δείπνο.

Τα σχετικά με την κλάση του άρτου χωρία της Κ. Διαθήκης (Ματθ. 26,26-29. Μάρκ.14,22-25. Λουκά 22,14-20. Ιω.6,48-51. Πράξ. 2,41-42,46-47. 20,7-11. Α΄ Κορινθ. 11,20-29 κ.α) παρουσιάζουν βεβαίως ορισμένη ασάφεια.

Κατά τον H. Lietzmann (Messe und Herrenmahl,Bonn1926,238-263) πρέπει να γίνη διάκριση του κυριακού δείπνου σε δύο τύπους, εκ των οποίων ο ένας δείπνος ήταν δείπνος συναδελφώσεως και ενότητας των χριστιανών μεταξύ τους και προς τον Κύριο (Πράξ.2,41-42,46-47.20,7-11),ο δε άλλος ήταν μυστηριακός δείπνος σε ανάμνηση της θυσίας του Κυρίου. Ο πρώτος δείπνος συνδέεται, κατά τον Lietzmann, προς τη συνεστίαση του Κυρίου με τους μαθητές του και ετελείτο από την πρώτη χριστιανική κοινότητα της Παλαιστίνης, ενώ ο δεύτερος δείπνος συνδέεται προς την τέλεση υπό του Κυρίου του μυστικού δείπνου και ετελείτο από τις χριστιανικές κοινότητες των ελληνιστών.

Βεβαίως, δεν δυνάμεθα να αποκλείσουμε τις συνεστιάσεις και τη σύναξη για την «κλάσιν του άρτου», αλλά δεν είναι δυνατόν να ταυτίσουμε την απλή συνεστίαση προς την «κλάσιν του άρτου» των μαρτυριών των Πράξεων. Δεν είναι δυνατόν επίσης να γίνη δεκτή και η άλλη υπόθεση του H. Lietzmann (KG.,I,1932,124), κατά την οποία ο απόστολος Παύλος προσπάθησε να ενισχύση αυθαιρέτως τον μυστηριακό χαρακτήρα της θ. ευχαριστίας (Β. Στεφανίδου, Εκκλ. Ιστορία.Αθήναι 1954,51,υποσημ.8). Είναι ευνόητο ότι μία τέτοια καινοτομία θα μνημονευόταν από τον απόστολο Παύλο ή τουλάχιστον θα υπήρχε μαρτυρία περί αυτής στις Πράξεις Αποστόλων, αφού ο Λουκάς προέβαλε κυρίως την δραστηριότητα των ελληνιστών χριστιανών.

Η σιγή του Λουκά στις Πράξεις ερμηνεύεται μόνο με την κοινή συνείδηση της αποστολικής εκκλησίας, ότι ο μυστηριακός χαρακτήρας της «κλάσεως του άρτου» έπρεπε να θεωρείται αυτονόητος. Ο όρος «κλάσις του άρτου» δήλωνε το σύνολο του κυριακού δείπνου, δηλαδή τόσο την απλή συνεστίαση, όσο και τη μυστηριακή κλάση του άρτου.

Ώς προς το διαμφισβητούμενο ζήτημα, εάν δηλαδή η συνεστίαση λάμβανε χώρα προ της μυστηριακής κλάσεως του άρτου ή ακολουθούσε μετά από αυτήν, δεν υπάρχουν σαφείς ειδήσεις. Οπωσδήποτε όμως επικράτησε η πρόταξη της κλάσεως του άρτου, κατά την οποία προηγείτο η ευλογία του ποτηρίου.

Η απλή συνεστίαση, η οποία γινόταν μετά την «κλάσιν»  του άρτου δεν πρέπει βεβαίως να ταυτίζεται πάντοτε προς τις «αγάπες», οι οποίες μαρτυρούνται κυρίως κατά τον Β΄ αιώνα. Ο πυρήνας αυτός εξελίχθηκε, όπως θα δούμε, προοδευτικώς σε νέες λειτουργικές μορφές, χωρίς όμως να αλλοιωθή ο θεμελιώδης χαρακτήρας της θυσίας και το κύριο περιεχόμενο του….

 

… Αμέσως μετά το βάπτισμα και το χρίσμα ακολουθούσε η θεία ευχαριστία, η οποία ετελείτο, όπως είδαμε, πρό της κοινής εστιάσεως, συμμετείχαν δέ σε αυτή μόνο όσοι ήσαν βαπτισμένοι: «Περί δέ της ευχαριστίας, ούτως ευχαριστήσατε... μηδείς δέ φαγέτω, μηδέ πιέτω από της ευχαριστίας υμών, αλλ’ οι βαπτισθέντες είς όνομα Κυρίου...» (Διδαχή Αποστόλων,ΙΧ,1-5).

Η θεία ευχαριστία ετελείτο συνήθως σε ιδιωτικές κατοικίες, τις «κατ΄ οίκον» εκκλησίες, όπως εχαρακτηρίζοντο (Πράξ. 1212,17.21,18. Ρωμ. 16,5,23. Α΄ Κορινθ. 16,19. Κολ. 4,15 κ.α.).Στη θεία ευχαριστία συμμετείχαν όλοι οι πιστοί της τοπικής εκκλησίας, αλλά ορισμένες ιουδαιοχριστιανικές κοινότητες, ιδιαίτερα στη Μ.Ασία, δεν τελούσαν τη θεία ευχαριστία μαζί με τις τοπικές κοινότητες των εξ΄ εθνών χριστιανών. Πολλές από τις ιουδαιοχριστιανικές αυτές κοινότητες τελικώς εξελίχθηκαν σε ζηλωτικές αιρετικές ομάδες (Ναζωραίοι,Εβιωνίτες,Ελκεσαϊτες),ιδιαίτερα μετά την καταστροφή των Ιεροσολύμων (70 μ.Χ.)….

…. Η θεία Ευχαριστία αποτελούσε το κέντρο τής όλης λατρευτικής ζωής των χριστιανών, με αυτή δε συνεδέοντο όλες οι λατρευτικές και οι πνευματικές εκδηλώσεις τής τοπικής εκκλησίας. Κατά την αποστολική εποχή η θεία Ευχαριστία ετελείτο προφανώς κάθε ημέρα την εσπέρα και συνδεόταν με κοινή συνεστίαση των πιστών («αγάπαι»), αλλά ήδη από τόν Α΄ αιώνα διακρινόταν η θ. ευχαριστία, η οποία ετελείτο κατά την ημέρα τής Κυριακής.

Η θ. ευχαριστία περιείχε, εκτός από την κλάση τού άρτου, την ευλογία τού ποτηρίου και τού κυριακού δείπνου, διδαχή, προσευχή, ύμνους, αναγνώσματα, γλωσσολαλιές, προφητείες κ.α., χωρίσθηκε δε πρό των μέσων τού Β΄ αιώνα από τις κοινές εστιάσεις («αγάπες»), ένεκα κυρίως των παρατηρουμένων καταχρήσεων.

Παραλλήλως προς την εσπερινή ευχαριστιακή σύναξη κατά την εσπέρα τής Κυριακής, υπήρχε και εωθινή (=πρωινή) σύναξη κατά την οποία δεν ετελείτο μεν η θ. ευχαριστία, αλλά αυτή περιελάμβανε μόνο διδαχή, προσευχή και υμνωδία.

O Πλίνιος ο Νεώτερος παρέχει πληροφορίες περί των συνάξεων κατά την Κυριακή (stato die). Aπό αυτές, η μεν μία ελάμβανε χώρα πρό τής ανατολής τού ηλίου (ante lucem convenire), η δε άλλη κατά την εσπέρα. Κατά την πρώτη σύναξη οι χριστιανοί ανέπεμπαν ύμνους προς τον Χριστό ως Θεό (carmenque quasi Deo dicere), κατά δε τη δεύτερη τελούσαν τη θ. ευχαριστία και την κοινή εστίαση («αγάπη»).Η θεώρηση της Εκκλησίας από τον Πλίνιο ως απαγορευμένης «εταιρείας» ερμηνεύθηκε συνήθως ως η κύρια αιτία για τη μετάθεση τής τελέσεως τού μυστηρίου τής θ. ευχαριστίας κατά την πρωία τής Κυριακής. Η μετάθεση αυτή η οποία είναι γενική περί τα μέσα τού Β΄ αιώνα, δεν δύναται βεβαίως να εξηγηθή μόνο από τον τοπικό διωγμό τού Πλινίου στη Βιθυνία, ή τουλάχιστον δεν δύναται να θεμελιωθή ιστορικώς μόνο στην επιστολή του.

Η δήλωση των χριστιανών ότι δεν μετείχαν πλέον στις ευχαριστιακές συνάξεις, τις οποίες απαγόρευε το διάταγμα τού Πλινίου (quod ipsum facere decisse post edictum meum), δεν συνδέεται βεβαίως προς κάποια απόφασή τους να μην τελούν εφεξής τη θ. ευχαριστία κατά την εσπέρα, επειδή μετέθεσαν την τέλεση τής την πρωία. Αναφέρεται προφανώς στη δήλωση ορισμένων χριστιανών για οριστική ρήξη των δεσμών τους προς τις χριστιανικές συνάξεις, ήτοι σήμαινε την άρνηση τής χριστιανικής τους ιδιότητας. Άλλωστε, απλή μετάθεση τής θ. ευχαριστίας από την εσπέρα στην πρωία τής Κυριακής όχι μόνο δεν ικανοποιούσε τη ρωμαϊκή εξουσία, η οποία εδίωκε κυρίως την ιδιότητα του χριστιανού, αλλά και δεν απάλλασσε τους χριστιανούς από τις υποψίες, αφού συνέχισαν να τελούν τις συνεστιάσεις τους («αγάπες») κατά την εσπέρα. Η διάκριση της θ. ευχαριστίας και της κοινής συνεστιάσεως («αγάπης») για τον ρωμαίο έπαρχο ήταν δυσχερής ή και αδιάφορη.

Συνεπώς, η μετάθεση της θ. ευχαριστίας από την εσπέρα στην πρωία της Κυριακής δεν πρέπει να συνδεθεί προς την απαγόρευση των μυστικών εταιρειών από τον Πλίνιο, αλλά μάλλον προς την προτίμηση των χριστιανών για την εωθινή (=πρωινή) σύναξη, για να μη παρατείνεται μέχρι της εσπερινής συνάξεως η ολοτελής νηστεία από κάθε φαγητό (statio). Οπωσδήποτε όμως κατά τα μέσα του Β΄ αιώνα η μετάθεση αυτή είχε ήδη συντελεσθή.

Ο απολογητής Ιουστίνος (110-165 μ.Χ, γράφει περί το 150 και 155 κατά τον Στυλιανό Παπαδόπουλο,Πατρολογία Α) περιγράφει την πρωινή ευχαριστιακή σύναξη ώς ακολούθως:

«Καί τη του ηλίου λεγομένη ημέρα (=Κυριακή) πάντων, κατά πόλεις η αγρούς μενόντων, επί το αυτό συνέλευσις γίνεται και τα απομνημονεύματα τών αποστόλων ή τα συγγράμματα των προφητών αναγινώσκεται μέχρις εγχωρεί. Είτα, παυσαμένου του αναγινώσκοντος, ο προεστώς διά λόγου την νουθεσίαν καί πρόκλησιν της των καλών τούτων μιμήσεως ποιείται. Είτα ανιστάμεθα κοινή πάντες και ευχάς πέμπομεν και, ώς προέφημεν, παυσαμένων ημών τής ευχής, άρτος προσφέρεται και οίνος και ύδωρ και ο προεστώς ευχάς ομοίως και ευχαριστίας, όση δύναμις αυτώ, αναπέμπει και ο λαός επευφημεί λέγων αμήν και η διάδοσις και η μετάληψις απο των ευχαριστηθέντων εκάστω γίνεται και τοίς  ού παρούσι διά των διακόνων πέμπεται» (Α΄ Απολογία,67,3-5).

{«Και κατά την λεγόμενη ημέρα του ηλίου –Κυριακή- γίνεται συγκέντρωση όλων, όσοι κατοικούν στις πόλεις ή τους αγρούς, και διαβάζονται τα απομνημονεύματα των αποστόλων ή τα συγγράμματα των προφητών, μέχρις ότου είναι δυνατό. Έπειτα, όταν σταματήσει εκείνος που διαβάζει, ο προϊστάμενος με ομιλία απευθύνει την νουθεσία και την πρόσκληση για την μίμηση τούτων των καλών. Έπειτα σηκωνόμαστε όλοι μαζί και απευθύνουμε προσευχές και όπως προαναφέραμε όταν σταματήσουμε την προσευχή, προσφέρεται ψωμί και κρασί με νερό και ο προϊστάμενος ομοίως απευθύνει προσευχές και ευχαριστίες με όση δύναμη έχει, και ο λαός συμμετέχει λέγοντας το Αμήν και γίνεται στον καθένα η διάδοση και η μετάληψη αυτών για τα οποία ευχαριστήσαμε και σε αυτούς που δεν ήταν παρόντες στέλνονται μέσω των διακόνων»}
    

Ο μυστηριακός χαρακτήρας της θ. ευχαριστίας παρέμεινε αναλλοίωτος στην εκκλησιαστική συνείδηση και πράξη. Ο άρτος και ο οίνος με την ευλογία τους κατά την τέλεση του μυστηρίου της θ. ευχαριστίας μετεβάλλοντο σε σώμα και αίμα του Κυρίου. Όσοι δε μετελάμβαναν από αυτά ελάμβαναν «φάρμακον αθανασίας, αντίδοτον του μή αποθανείν, αλλά ζήν εν Χριστώ Ιησού διά παντός» (Ιγνατίου, Φιλαδ., IV,1 κεξ.).

Ο Ιγνάτιος (+ γυρω στο 115 μ.Χ) ομολογεί «την ευχαριστίαν σάρκα είναι του σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, την υπέρ των αμαρτιών παθούσαν, ην τη χρηστότητι ο Πατήρ ήγειρε» (Σμυρν.,VII,1), προτιμά δε από την τροφή της φθοράς και των ηδονών του βίου τον «άρτον Θεού, ο εστί σάρξ Ιησού Χριστού... και το αίμα αυτού, ο εστίν αγάπη άφθαρτος» (Ρωμ. VII,3).

Εκτενέστερα εκφράζει τη συνείδηση αυτή της εκκλησίας για τη θ. ευχαριστία ο Ιουστίνος (110-165): «Και η τροφή αυτή καλείται παρ΄ ημίν ευχαριστία... ού γάρ ώς κοινόν άρτον, ουδέ κοινόν πόμα ταύτα λαμβάνομεν... αλλ΄ όν τρόπον διά λόγου θεού σαρκοποιηθείς Ιησούς Χριστός, ο σωτήρ ημών και σάρκα και αίμα υπέρ σωτηρίας ημών έσχεν, ούτως και την δι΄ ευχής λόγου του παρ’ αυτού ευχαριστηθείσαν τροφήν, εξ ης αίμα και σάρκες κατά μεταβολήν τρέφονται ημών, εκείνου του σαρκοποιηθέντος Ιησού και σάρκα και αίμα εδιδάχθημεν είναι»

{Και η τροφή αυτή ονομάζεται σε εμάς ευχαριστία…Διότι δεν λαμβάνουμε αυτά ως κοινό άρτο και ως κοινό ποτό, αλλά με τον τρόπο με τον οποίο ο Ιησούς Χριστός ο Σωτήρας μας αφού σαρκώθηκε με το λόγο του Θεού πήρε και σάρκα και αίμα για τη σωτηρία μας, με τον ίδιο τρόπο διδαχτήκαμε ότι, και η τροφή η οποία αγιάστηκε με την ευχή του λόγου που προέρχεται από αυτόν, από την οποία το αίμα και οι σάρκες μας τρέφονται κατά μετουσίωση (μεταβολή), είναι σάρκα και αίμα αυτού του Ιησού που σαρκώθηκε}.  (Α΄ Απολογία, 66).

Ο Ειρηναίος (130/140-202 μ.Χ) συμπληρώνει την ευχαριστιακή αυτή θεολογία με τον χαρακτηριστικό παραλληλισμό: «ώς γάρ ο από της γής άρτος, προσλαβόμενος την επίκλησιν του Θεού, ουκέτι κοινός άρτος εστίν, αλλ΄ ευχαριστία εκ δύο πραγμάτων συνεστηκυία, επιγείου τε και ουρανίου, ούτως και τα σώματα ημών, μεταλαμβάνοντα της ευχαριστίας, μηκέτι είναι φθαρτά, την ελπίδα της εις αιώνα αναστάσεως έχοντα» (Κατά αιρέσεων,ΙV,18 γράφτηκε περί το 185 κατά τον Στυλιανό Παπαδόπουλο ο.π.).

{Όπως δηλαδή ο άρτος από τη γη, αφού δεχτεί την επίκληση του Θεού, δεν είναι πλέον κοινός (συνηθισμένος) άρτος, αλλά ευχαριστία που περιλαμβάνει δύο πράγματα, το επίγειο και το ουράνιο, έτσι και τα σώματά μας, αφού μεταλάβουν την ευχαριστία, δεν είναι πλέον φθαρτά, αφού έχουν την ελπίδα της αιώνιας ανάστασης}

Ο Τερτυλλιανός [(150/60-225/240 έγραψε μεταξύ 196-212,Πατρολογία Στυλιανού Παπαδοπούλου)] χρησιμοποιεί την ασαφή φράση ότι ο άρτος της ευχαριστίας «παριστά (repraesentant) το ίδιον το σώμα» του Χριστού (Adv. Marcionem,I,14) για να δηλώσει την πραγματική παρουσία του Χριστού στο μυστήριο.

Κλήμης ο Αλεξανδρεύς (150-215 μ.Χ) τονίζει με την ίδια σαφήνεια την κοινή αυτή συνείδηση της εκκλησίας: «τουτ΄ εστι πιείν το αίμα του Ιησού, της Κυριακής μεταλαβείν αφθαρσίας...»

{δηλαδή το να πιει το αίμα του Ιησού, το να μεταλάβει της αφθαρσίας του Κυρίου} (Παιδαγ.,II,2).

Υπό την έννοια αυτή ο Κλήμης παρατηρεί ότι όποιος γεύεται τον άρτο της ευχαριστίας ουδέποτε «πείραν θανάτου λαμβάνει», αφού λαμβάνει «πόμα...αθανασίας» (Τίς ο σωζόμενος πλούσιος,ΒΕΠ,8,363). Πράγματι, «η αμφοιν αύθις κράσις ποτού τε και λόγου ευχαριστία κέκληται, χάρις επαινουμένη και καλή, ης οι κατά πίστιν μεταλαμβάνοντες αγιάζονται και σώμα και ψυχήν» (Παιδαγ.,II,2).

H θ. ευχαριστία ήταν λοιπόν το κέντρο όχι μόνο τής λατρευτικής, αλλά και της καθ΄ όλου πνευματικής ζωής των πιστών. Παρά τη σπουδαιότητα όμως της θ. ευχαριστίας, ελάχιστες πληροφορίες διασώθηκαν για το τρόπο τελέσεως της. Πράγματι, είναι δυσχερέστατη, αν όχι αδύνατη, η πλήρης και βέβαιη αναπαράσταση του ακριβούς τρόπου τελέσεως της θ. Λειτουργίας. Πέρα των γνωστών ειδήσεων των ευαγγελίων, ήτοι

α) για τη σύσταση του μυστηρίου της θ. ευχαριστίας από τον Κύριο κατά τον Μυστικό Δείπνο (Ματθ.26,26-29.Μάρκ. 14, 22-25. Λουκ. 22, 15-20),

β) των σποραδικών μαρτυρίων των Πράξεων (1,12-14. 2, 1, 42, 46-47. 3,1,5,12,42. 6,1-7.10,10. 20,7-11),και

γ) των επιστολών του απ. Παύλου (Α΄ Κορ.10,16. 11.18 κεξ. 14,16-19,23-24 κ.α. Εφεσ. 5,19. Α΄ Τιμ. 2,1 κεξ), δεν έχουμε άλλες λεπτομερείς ειδήσεις περί των μεταβολών η προσθηκών, οι οποίες επήλθαν στην τέλεση του μυστηρίου της θ. ευχαριστίας κατά τη μεταποστολική εποχή. Αναμφιβόλως ο πυρήνας της αποστολικής ευχαριστιακής τελετουργίας δεν πρέπει να υπέστη μετά ταύτα ουσιώδεις διαφοροποιήσεις, αφού κέντρο της παρέμειναν πάντοτε οι ιδρυτικοί λόγοι του Κυρίου, η επίκληση του αγ. Πνεύματος, η διδαχή, τα αναγνώσματα, οι ύμνοι και η εκδήλωση των ελευθέρων χαρισμάτων (γλωσσολαλία, προφητεία κ.α). Προσθήκες ή τροποποιήσεις πρέπει ίσως να επήλθαν στη διάταξη των στοιχείων, στην προσθήκη νέων ευχών ή ύμνων και στον σταδιακό περιορισμό των εκδηλώσεων των ελευθέρων χαρισμάτων κατά την ευχαριστιακή σύναξη.

Τούτο υπαινίσσονται οι διασωθείσες μαρτυρίες μέχρι τα μέσα του Β΄ αιώνα, οι οποίες διαφυλάσσουν και την παράδοση της μεταποστολικής εποχής, όπως λ.χ η Α΄ Κλήμεντος προς την εκκλησία της Κορίνθου (34, 40-41. 59-61), η Διδαχή (9-10, 14), οι επιστολές του Ιγνατίου Αντιοχείας (Σμυρν.,7-8.Φιλαδ.,4. Εφεσ.,1,5,20.Ρωμ.,7.Μαγν.,6,9), τα έργα των λοιπών αποστολικών Πατέρων και ιδιαίτερα oι ειδήσεις του απολογητή Ιουστίνου (Α΄ Απολογία,13. 61, 65-67.Διάλογος πρός Τρύφωνα,40-41), του Ειρηναίου (Κατά αιρέσεων,I,13. IV, 18. V,2), του Τερτυλλιανού (De praescr. Hacreticorum,36. De oration,6. 19. 28. De idololatria,7 κ.α.), του Ιππολύτου (Τraditio Apostolica και κανόνες). Από τις ειδήσεις αυτές δεν δυνάμεθα βεβαίως να αποκαταστήσουμε την πλήρη διάταξη της θ. Λειτουργίας αφ΄ ενός μεν γιατί οι ειδήσεις αυτές αναφέρονται μόνο στα κυριότερα λειτουργικά στοιχεία, αφ΄ ετέρου δε γιατί η διάταξη της θ. Λειτουργίας εποίκιλλε κατά τόπους και δεν αναπτύχθηκε παντού ομοιόμορφα.

Άλλωστε, η «απορρήτου πειθαρχία» (disciplina arcani) περιέβαλλε με πέπλο μυστικότητας και σιγής τα κύρια μυστηριακά στοιχεία τόσο της θ. ευχαριστίας, όσο και των άλλων μυστηρίων της εκκλησίας, γι΄ αυτό και οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς απέφευγαν να εκθέτουν λεπτομερώς το μυστηριακό μέρος της θ. Λειτουργίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι και αυτοί ακόμη οι κατηχούμενοι έπρεπε να αποχωρήσουν από τον ναό μετά το πέρας του διδακτικού μέρους της θ. Λειτουργίας.

Η διάκριση του διδακτικού και του μυστηριακού μέρους της θ. Λειτουργίας τονίσθηκε κυρίως κατά το δεύτερο ήμισυ του Β΄ αιώνα, οπότε παρατάθηκε η καθιερωμένη κατήχηση και αυξήθηκε αισθητά σε αριθμό η τάξη των κατηχουμένων. Γενικότερα όμως επικράτησε από τις αρχές του Γ΄ αιώνα. Τα κύρια στοιχεία του πρώτου, ήτοι του διδακτικού μέρους της θ. Λειτουργίας, ήσαν τα αναγνώσματα από την Παλαιά και την Καινή διαθήκη, το κήρυγμα του προεστώτος της ευχαριστιακής συνάξεως και οι κοινές ευχές κλήρου και λαού.

α) Τα αναγνώσματα, ως επαγωγικό στοιχείο στη λατρευτική εκδήλωση, παρατείνοντο κατ΄ αρχάς μέχρι της προσελεύσεως όλων των πιστών και προήρχοντο αφ΄ ενός μεν από τα προφητικά βιβλία της Π. Διαθήκης ή τους Ψαλμούς ή και από τη Γένεση, αφ΄ ετέρου δε από τα βιβλία της Καινής Διαθήκης. Οι περικοπές επιλέγοντο από τον επίσκοπο ή και από άλλο πρόσωπο, το οποίο υποδείκνυε ο επίσκοπος. Προοδευτικώς η έκταση και ο αριθμός των αναγνωσμάτων περιορίσθηκε σε ένα ή δύο από την Παλαιά και σε δύο από την Καινή Διαθήκη.

β) Το Κήρυγμα του προεστώτος κατ΄ αρχάς έπρεπε να διακρίνεται για τον εποικοδομητικό χαρακτήρα του (όπως το περιεχόμενο της λεγόμενης Β΄ επιστολής Κλήμεντος, του αρχαιότερου ίσως διασωθέντος κηρύγματος), αργότερα δε, και μάλιστα από τα μέσα του Β΄ αιώνα, προσέλαβε πολλές φορές και δογματικό χαρακτήρα για την απόκρουση των κινδύνων της κοινότητας από τη δράση των γνωστικών και των άλλων αιρετικών.

γ) Οι Ευχές, το περιεχόμενο και ο αριθμός των οποίων δεν προσδιορίζεται από τον Ιουστίνο. Ο προεστώς όμως της ευχαριστιακής συνάξεως είχε τη διακριτική ευχέρεια («όση δύναμις αυτώ») να καθορίζη το περιεχόμενο και τον αριθμό των ευχών, γι΄ αυτό και ποίκιλλαν κατά τόπους και κατά εποχές. Δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα, αν στο διδακτικό μέρος της θ. Λειτουργίας εψάλλοντο ψαλμοί και ύμνοι, αλλά δεν δυνάμεθα και να το αποκλείσουμε (Τερτυλλιανού,De anima,9).

Kατά τον Ιππόλυτο (170-235 μ.Χ), οι κατηχούμενοι μετέβαιναν ενωρίτερα στον χώρο της συνάξεως, δηλαδή προ της αφίξεως των πιστών και προ της ενάρξεως των αναγνωσμάτων από τους αναγνώστες, εδιδάσκοντο δε την κατήχηση από τους «Διδασκάλους».

Σαφέστερα περιγράφει το πρώτο μέρος της θ. Λειτουργίας ο Τερτυλλιανός, ο οποίος αναφέρει ότι ο αναγνώστης, ιστάμενος σε υψηλότερο βήμα (in loco altiori),αναγίνωσκε περικοπές εκ του Νόμου, των προφητών, των ευαγγελίων και των επιστολών των αποστόλων. Μετά το καθιερωμένο κήρυγμα (allocutio) ακολουθούσε μακρά κοινή ευχή κλήρου και πιστών, οι οποίοι απήγγελλαν την ευχή εστραμμένοι προς ανατολάς (ad orientis regionem) και με «ανατεταμένας τάς χείρας» (De monogamia,12. De praescr. haereticorum,38,51 κ.α).

Ο Κυπριανός [μεταξύ 200/210 – 258 μ.Χ., Πατρολογια Στυλιανού Παπαδοπούλου] αναφέρει μόνο τα αναγνώσματα εκ της Καινής Διαθήκης (Εpist.,29,38,39), το απλό και χωρίς ρητορική επιτήδευση κήρυγμα (Epist.,1) και τις εκκλησιαστικές ευχές.

Τα κύρια στοιχεία του δευτέρου, ήτοι του μυστηριακού μέρους της θ. Λειτουργίας, ήσαν, κατά τον Ιουστίνο (110-165 μ.Χ), ο ασπασμός της ειρήνης, η προσφορά των τιμίων δώρων, η υπό του προεστώτος απαγγελλόμενη ευχαριστήρια και τελεστική ευχή του μυστηρίου , η οποία επισφραγιζόταν με το «Αμήν» του λαού, η κοινωνία, η εμμελής ψαλμωδία και υμνωδία («αίνος και δόξα»), ως και λογία (=έρανος) υπέρ των πτωχών. Κατά τον Ιουστίνο και τον Ιππόλυτο, μετά το πέρας του διδακτικού μέρους της θ. Λειτουργίας, οι διάκονοι έφεραν άρτο και ποτήριο οίνου, «κεκραμένου μεθ΄ ύδατος (αναμιγμένου με νερό)», στον προεστώτα της ευχαριστιακής συνάξεως επίσκοπο ή πρεσβύτερο.

Ο Ιππόλυτος (170-235 μ.Χ), αναφέρει και τον αρχαιότατο εισαγωγικό διάλογο μεταξύ του τελετουργού και των πιστών, ο οποίος ελάμβανε χώρα μετά τον ασπασμό:

«Ο Κύριος μεθ΄ υμών». – «Και μετά του πνεύματος σου». – «Άνω τάς καρδίας». – «΄Εχομεν πρός τον Κύριον». – «Έυχαριστήσωμεν τω Κυρίω». – «Άξιον και δίκαιον».

Παραθέτει επίσης και τη σπουδαιότατη ευχαριστήρια ευχή του προεστώτος, η οποία περιέχει την «Ανάμνηση», την «Επίκληση» του αγ. Πνεύματος, τη «Δοξολογία», την «Κοινωνία» από τα καθαγιασθέντα δώρα κ.α.

Η κοινωνία των καθαγιασμένων δώρων, του άρτου και του οίνου (σώμα και αίμα Χριστού), από τους πιστούς γινόταν πριν ακόμη αναμιχθούν τα στοιχεία. Ο τελετουργός επίσκοπος ή πρεσβύτερος προσέφερε στο δεξί χέρι των πιστών τον άρτο (σώμα) και ο διάκονος προσέφερε τον οίνο (αίμα) με το άγιο ποτήριο (Τερτυλλιανού,De corona,3.Mαρτύριον Περπετούης,4,).

Ο Τερτυλλιανός κατακρίνει τους ζηλωτές χριστιανούς, οι οποίοι δεν διέκοπταν τη νηστεία για να λάβουν την ευχαριστία και τους συνιστά να λαμβάνουν στα χέρια τους το σώμα του Κυρίου και να το τρώγουν μετά το πέρας της νηστείας (Ad uxorem,II,5). Μπορούσαν δηλαδή οι πιστοί να φυλάσσουν το σώμα του Χριστού, όπως μπορούσαν να το λαμβάνουν και οι μη δυνάμενοι να παραστούν στην ευχαριστιακή σύναξη.

Ο Ιουστίνος αναφέρει ότι «ευχαριστήσαντος του προεστώτος και επευφημήσαντος παντός τού λαού, οι καλούμενοι παρ΄ ημίν διάκονοι, εκάστω των παρόντων μεταλαβείν απο του ευχαριστηθέντος άρτου και οίνου και ύδατος, και τοίς ου παρούσιν αποφέρουσιν» (Α΄ Απολογία,66).

Η κράση (=ανάμιξη) του οίνου με ύδωρ αναφέρεται και από τον Κλημέντα τον Αλεξανδρέα (150-215 μ.Χ): «αναλόγως...κίρναται ο μέν οίνος τω ύδατι» (Παιδαγωγός,II,20). Στους απόντες για εύλογες αιτίες κληρικούς ή και λαϊκούς ή θ. ευχαριστία αποστελλόταν υπό τη μορφή τεμαχίου καθαγιασμένου άρτου, στο οποίο είχε επισταχθή καθαγιασμένος οίνος. Κατά τη μετάδοση των τιμίων δώρων ο ιερουργός, ο οποίος τα προσέφερε στους πιστούς, χρησιμοποιούσε προφανώς τις φράσεις «Σώμα Χριστού», «Αίμα Χριστού», ενώ ο πιστός απαντούσε «Αμήν» (Τερτυλλιανού, De spectaculis,25. Αποστολικαί Διαταγαί,XIII).

Oι πιστοί ελάμβαναν με ευλάβεια τον άγιο άρτο της ευχαριστίας και πρόσεχαν να μη πέσουν ψυχία (=ψίχουλα) από τα χέρια τους για να μην βεβηλωθούν (De corona,3).

H ψαλμωδία ήταν απλή και εμμελής ανάγνωση, ως μια αντιφωνία μεταξύ του τελετουργού και των μελών της κοινότητας ή και ως μια απλή «υπακοή» των μετεχόντων στη σύναξη των πιστών, οι οποίοι απήγγελλαν συνήθως με ρυθμό τις τελευταίες λέξεις (ακροστίχια ή ακροτελεύτια) των απαγγελόμενων ύμνων ή ψαλμών (υποψάλλειν,υπηχείν,υπακούειν) από τον τελετουργό. Η αντιφωνία δύο χορών επικράτησε αργότερα.

Από τα θεμελιώδη αυτά στοιχεία της θ. Λειτουργίας διαμορφώθηκαν προοδευτικώς με ορισμένες τροποποιήσεις ή και προσθήκες διάφοροι κύκλοι λειτουργικών τύπων (συριακός, αιγυπτιακός. παλαιστινιακός, ρωμαϊκός, αφρικανικός κ.α), χωρίς όμως να διαφοροποιηθή και ο βασικός πυρήνας της θ. Ευχαριστίας.

Οι κοινές εστιάσεις («αγάπαι») σταδιακά αποχωρίσθηκαν από τη θ. λειτουργία, διατήρησαν όμως μόνο ορισμένα εξωτερικά στοιχεία της θ. λειτουργίας (κλάση του άρτου και ευλογία του ποτηρίου).Ετελούντο συνήθως κατά την εσπέρα της Κυριακής ή και σε άλλες ημέρες της εβδομάδας στον ναό ή σε ιδιωτική οικία, παρόντος κατά κανόνα του επισκόπου ή άλλου κληρικού, ο οποίος ευλογούσε τον άρτο και τον οίνο. Ο Τερτυλλιανός αναφέρεται λεπτομερώς στις «αγάπες»,οι οποίες ετελούντο στη Β. Αφρική και τις εξυμνεί αφ΄ ενός μεν για την τόνωση της ευσέβειας αυτών που συμμετείχαν, αφ΄ ετέρου δε γιατί με αυτές ενισχύοντο οι πτωχοί. Η συνεστίαση άρχιζε με την κοινή προσευχή, η δέ συμμετοχή στα προσφερόμενα εδέσματα ήταν μεμετρημένη, αφού οι συνδαιτημόνες πιστοί είχαν την έντονη αίσθηση της παρουσίας του Θεού.Προ της λήξης της συνεστίασης κάθε συνδαιτημόνας απήγγειλε κάποιον ύμνο από την αγία Γραφή ή και δικής του συνθέσεως, η δ αγάπη τελείωνε μ κοινή προσευχή (Apologeticum,39).

Όμως η πνευματική αυτή ατμόσφαιρα δεν επικρατούσε παντού, όπου γίνονταν «αγάπες». Πράγματι Κλήμης ο Αλεξανδρευς παρουσιάζει εντελώς αντίθετη εικόνα των «αγαπών» από εκείνη την οποία αναφέρει ο Τερτυλλιανός. Σημειώνει ότι οι «αγάπες» στην Αλεξάνδρεια είχαν εκφυλιστεί σε «δειπνάρια τινα κνίσσης και ζωμών αποπνέοντα, το καλόν και σωτήριον έργον του Λόγου, την αγάπην την ηγιασμένην κυθιδρίοις και ζωμού ρύσει καθυβρίζοντα» (Παιδαγωγός,ΙΙ 1).

Όπου οι «αγάπες» συνδέθηκαν με την οργανωμένη μέριμνα της κοινότητας υπέρ των πτωχών και γενικότερα με τη φιλανθρωπία, επιβίωσαν ως υγιής εκκλησιαστική εκδήλωση, ενώ, όπου κατέληξαν σε αυτοσκοπό, έχασαν την αυστηρή πνευματική βάση τους και με την πάροδο του χρόνου καταργήθηκαν.

Στην Εκκλησία μέχρι σήμερα οι «αγάπες» επιβίωσαν μερικώς στην «Αρτοκλασία».

(Βλασίου Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία τομος Α σελ. 36-37,51…,264-270, οι υπογραμμίσεις δικές μας και οι μεταφράσεις επίσης των αρχαίων κειμένων)

1. ΔΙΔΑΧΗ ΤΩΝ ΔΩΔΕΚΑ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ(απόσπασμα)

(Ο συγγραφέας του έργου δεν είναι εύκολο να προσδιοριστεί. Κατά τη γνώμη των ειδικών δεν μπορεί να ήταν απόστολος, αλλά δεν αποκλείεται να ήταν μαθητής αποστόλου. Είναι επίσης πιθανόν να πρόκειται για περισσότερους από έναν συγγραφείς, γιατί το έργο παρουσιάζει εσωτερικές παραλλαγές, επαναλήψεις και προσθήκες στο αρχικό κείμενο. Ως τόπος συγγραφής του αναφέρεται η Αίγυπτος,η Μ.Ασία και η Ελλάδα, αλλά φαίνεται ότι μάλλον γράφτηκε στη Συρία. Και για το χρόνο συγγραφείς του οι κριτικοί δεν είναι σύμφωνοι. Το τοποθετούν από το 50 ως το 230 μ.Χ. Το πιθανότερο είναι ότι το έργο περιέχει αρχαιότατα στοιχεία της εκκλησιαστικής ζωής, τα οποία συμπληρώθηκαν στις αρχές του 2ου αιώνα με νεώτερα. (Π.Χρήστου,Ελληνική Πατρολογία,τομ Β σελ. 33)

(«…ενώ η τελική σύνταξη του έργου έγινε μάλλον μεταξύ των ετών 90-110, η πηγή του ως προς τις «οδηγίες» περί ευταξίας εκκλησιαστικής είναι παλαιότερη,ίσως των ετών 60-70.» (Στυλιανού Παπαδοπούλου,Πατρολογία Α σελ. 172)
 
Το Κείμενο:

Θ' παράγραφος

1. «Οσο για την ευχαριστία, να ευχαριστείτε ως εξής:

2. Πρώτα για το ποτήριο, Σε ευχαριστούμε, Πατέρα μας, για το άγιο αμπέλι του υιού σου Δαβίδ, που μας το έκανες γνωστό μέσω του Υιού σου Ιησού. Σε σένα ανήκει η δόξα αιώνια.

3. Και για το κομμάτι του άρτου να λέτε: Σε ευχαριστούμε, Πατέρα μας, για τη ζωή και τη γνώση που μας έδωσες, μέσω του Υιού σου Ιησού. Σε σένα ανήκει η δόξα αιώνια.

4. Όπως αυτό το κομμάτι του άρτου ήταν σκορπισμένο πάνω στα βουνά και αφού συγκεντρώθηκε έγινε ένα, έτσι να συγκεντρωθεί η Εκκλησία σου από τα πέρατα της γης στη βασιλεία σου, γιατί σε σένα ανήκει η δόξα και η δύναμη, μέσω του Ιησού Χριστού, αιώνια.

5. Όμως κανένας να μην τρώει ούτε να πίνει από τα ευχαριστιακά είδη, παρά μόνο όσοι έχουν βαπτιστεί στο όνομα του Κυρίου. Γιατί για αυτό έχει πει ο Κύριος «μη δίνετε το άγιο στα σκυλιά» (Ματθ. 7,6)

ΙΔ' παράγραφος

1. Την Κυριακή του Κυρίου αφού συγκεντρωθείτε να προσφέρετε άρτο και να εκπέμπετε ευχαριστήριες ευχές, αφού προηγουμένως εξομολογηθείτε τα παραπτώματά σας, για να είναι η προσφορά σας καθαρή.

 

2. όποιος όμως έχει διαφορές με το φίλο του να μη συμμετέχει στη συνάθροιση μαζί σας, μέχρι να συμφιλιωθούν, για να μη βεβηλωθεί η θυσία σας.

3. Γιατί αυτή είναι η θυσία για την οποία λέχθηκε από τον Κύριο «σε κάθε τόπο και χρόνο να μου προσφέρετε θυσία καθαρή, επειδή είμαι μεγάλος βασιλιάς, λέει ο Κύριος, και το όνομά μου θαυμάζεται μεταξύ των εθνών» (Μαλαχίας 1,11)

ΙΣΤ΄ παράγραφος
2. Να συναθροίζεστε συχνά επιζητώντας αυτά που ανήκουν στις ψυχές σας.
 
(εκδόσεις ΕΠΕ, κείμενο και μετάφραση, οι υπογραμμίσεις δικές μας)
 

2. ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ Ο ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ & ΜΑΡΤΥΣ & ΑΠΟΛΟΓΗΤΗΣ (110-165 μ.Χ.)

(γράφτηκε το 147 μ.Χ. ή γύρω στο 150 μ.Χ. Τόπος συγγραφής η Ρώμη κατά τον Π. Χρήστου, μεταξύ των ετών 150 και 155 κατά τον Στυλιανό Παπαδόπουλο)
 
Το κείμενο:

Απολογία Α (απόσπασμα), παράγραφοι

65. Εμείς λοιπόν, αφού βαπτίσουμε με αυτόν τον τρόπο εκείνον ο οποίος έχει πειστεί και συμφωνήσει, τον οδηγούμε στους λεγομένους αδελφούς, όπου είναι συναθροισμένοι, για να απευθύνουμε με δύναμη κοινές ευχές για τους εαυτούς μας, για αυτόν που φωτίστηκε και για όλους τους άλλους παντού, για να καταξιωθούμε, αφού μάθαμε τα αληθινά, να βρεθούμε με τα έργα καλοί πολίτες και φύλακες των εντολών, για να σωθούμε με την αιώνια σωτηρία.

Όταν τελειώσουμε τις ευχές ασπαζόμαστε μεταξύ μας με φίλημα.

Έπειτα προσφέρεται στον προεστώτα (τον επίσκοπο ή ιερέα που προεξάρχει) των αδελφών άρτος και ποτήριο νερού και κράματος κρασιού, και αυτός αφού τα πάρει αναπέμπει αίνο και δόξα στον Πατέρα του σύμπαντος με το όνομα του Υιού και του αγίου Πνεύματος και για πολλή ώρα προσφέρει ευχαριστία για να αξιωθούμε να λάβουμε αυτά από αυτόν.

Όταν λοιπόν αυτός τελειώσει τις ευχές και την ευχαριστία, όλος ο παρών λαός επευφημεί λέγοντας, «αμήν». Το αμήν στην εβραϊκή γλώσσα σημαίνει «γένοιτο» (=μακάρι να γίνει έτσι). Αφού ο προεστώς αναπέμψει την ευχαριστήρια ευχή και όλος ο λαός επευφημήσει, οι ονομαζόμενοι σε εμάς διάκονοι δίνουν στον καθένα από τους παρόντες να μεταλάβει από τον αγιασμένο άρτο και κρασί και νερό και μεταφέρουν επίσης στους απόντες.

(Αυτή η ευχαριστία είναι η συνδεδεμένη με την τελετή του βαπτίσματος. Πιο κάτω περιγράφεται η κατά Κυριακήν αυτοτελώς τελούμενη ευχαριστία).

66. Η τροφή αυτή ονομάζεται σε εμάς ευχαριστία, στην οποία δεν επιτρέπεται να μετέχει κανείς άλλος εκτός από αυτόν που πιστεύει ότι τα διδάγματά μας είναι αληθινά, και λούστηκε με το υπέρ αφέσεως αμαρτιών και αναγέννησης λουτρό (=βάπτισμα) και ζει έτσι όπως δίδαξε ο Χριστός.

Διότι δεν λαμβάνουμε αυτά ως κοινό άρτο και ως κοινό ποτό, αλλά με τον τρόπο με τον οποίο ο Ιησούς Χριστός ο Σωτήρας μας αφού σαρκώθηκε με το λόγο του Θεού πήρε και σάρκα και αίμα για τη σωτηρία μας, με τον ίδιο τρόπο διδαχτήκαμε ότι, και η τροφή η οποία αγιάστηκε με την ευχή του λόγου που προέρχεται από αυτόν, από την οποία το αίμα και οι σάρκες μας τρέφονται κατά μετουσίωση, είναι σάρκα και αίμα αυτού του Ιησού που σαρκώθηκε.

Διότι οι Απόστολοι στα γραμμένα από αυτούς απομνημονεύματα, τα οποία ονομάζονται ευαγγέλια, παρέδωσαν ότι έτσι διατάχτηκε σε αυτούς. Ο Ιησούς αφού πήρε άρτο και ευχαρίστησε, είπε, «αυτό να κάνετε στην ανάμνησή μου, αυτό είναι το σώμα μου, ομοίως αφού πήρε το ποτήρι και ευχαρίστησε είπε, αυτό είναι το αίμα μου». Και μόνο σε αυτούς μετέδωσε. Μιμούμενοι αυτό οι πονηροί δαίμονες δίδαξαν να γίνεται και στα μυστήρια του Μίθρα. Πράγματι γνωρίζετε ή μπορείτε να μάθετε ότι στις τελετές αυτού που μυείται τοποθετείται άρτος και ποτήριο νερού.

67. Εμείς μετά από αυτά υπενθυμίζουμε πάντα ο ένας στον άλλο αυτά τα πράγματα. Και αυτοί που έχουν (οι εύποροι) βοηθούμε όλους αυτούς που στερούνται και είμαστε πάντοτε μαζί. Για όλα όσα δεχόμαστε ευλογούμε τον ποιητή του σύμπαντος μέσω του Υιού του Ιησού Χριστού και μέσω του αγίου Πνεύματος.

Και κατά την ημέρα που λέγεται «του ηλίου»(=Κυριακή) γίνεται συνάθροιση στο ίδιο μέρος όλων των πιστών, που κατοικούν είτε σε πόλεις είτε στην ύπαιθρο, και διαβάζονται τα απομνημονεύματα των αποστόλων ή τα συγγράμματα των προφητών, όσο επιτρέπει ο χρόνος.

Έπειτα, αφού παύσει ο αναγνώστης, ο προεστώς νουθετεί με λόγο και προσκαλεί σε μίμηση αυτών των καλών. Έπειτα σηκωνόμαστε όλοι μαζί και απευθύνουμε ευχές (=προσευχές).

Και, όπως είπαμε προηγουμένως, αφού παύσουμε εμείς την ευχή προσφέρεται άρτος και οίνος και νερό, ενώ ο προεστώς αναπέμπει, ανάλογα με τη δύναμή του, ομοίως ευχές και ευχαριστίες και ο λαός επευφημεί λέγοντας το «αμήν», και γίνεται στον καθένα η διάδοση και η μετάληψη αυτών για τα οποία ευχαριστήσαμε (των καθαγιασμένων), και στέλνονται στους απόντες.

Όσοι επίσης είναι εύποροι και θέλουν δίνουν ο καθένας κατά την προαίρεσή του ό,τι θέλουν και αυτά που μαζεύτηκαν κατατίθενται στον προεστώτα, και αυτός βοηθά ορφανά και χήρες, αυτούς που στερούνται οικονομικά μέσα λόγω ασθένειας ή άλλης αιτίας, αυτούς που βρίσκονται στις φυλακές και τους παρεπιδημούντες ξένους, και γίνεται κηδεμόνας γενικώς όλων όσων βρίσκονται σε ανάγκη.

Πραγματοποιούμε τη συγκέντρωση όλοι μαζί την ημέρα «του ηλίου», για τον λόγο ότι αυτή είναι η πρώτη ημέρα κατά την οποία ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο μετατρέποντας το σκοτάδι και την ύλη, και ο Ιησούς Χριστός, ο Σωτήρας μας, αναστήθηκε από τους νεκρούς κατά την ίδια ημέρα…»

(εκδόσεις ΕΠΕ, η μετάφραση βασίστηκε σε αυτήν των εκδόσεων ΕΠΕ), Σημείωση: οι υπογραμμίσεις δικές μας που φανερώνουν τα  αναλλοίωτα και διαχρονικά βασικά στοιχεία και μέρη της Θείας Λειτουργίας τότε και σήμερα στην Εκκλησία μας!)

Οι υπόδικοι νεκροί

-Γέροντα, όταν πεθάνη ο άνθρωπος, συναισθάνεται αμέσως σε τι κατάσταση βρίσκεται;

Ναι, συνέρχεται και λέει «τι έκανα;», αλλα «φαϊντά γιόκ[1]», δηλαδή δεν οφελεί αυτό. Όπως ένας μεθυσμένος, αν σκοτώση λ.χ. την μάνα του, γελάει, τραγουδάει, επειδή δεν καταλαβαί­νει τι έκανε, και, όταν ξεμεθύση, κλαίει και οδύρεται και λέει «τι έκανα;», έτσι και όσοι σ' αυτήν την ζωή κάνουν αταξίες είναι σαν μεθυσμένοι. Δεν καταλα­βαίνουν τι κάνουν, δεν αισθάνονται την ενοχή τους. Όταν όμως πεθάνουν, τότε φεύγει αυτή η μέθη και συ­νέρχονται. Ανοίγουν τα μάτια της ψυχής τους και συ- ναισθάνονται την ενοχή τους, γιατί η ψυχή, όταν βγη από το σώμα, κινείται, βλέπει, αντιλαμβάνεται με μια ασύλληπτη ταχύτητα.

Μερικοί ρωτούν πότε θα γίνη η Δευτέρα Παρου­σία. Για τον άνθρωπο όμως που πεθαίνει γίνεται κατά κάποιον τρόπο η Δευτέρα Παρουσία, γιατί κρίνεται ανάλογα με την κατάσταση στην οποία τον βρίσκει ο θάνατος.

- Γέροντα, πως είναι οι κολασμένοι;

- Είναι υπόδικοι, φυλακισμένοι, που βασανίζονται ανάλογα με τις αμαρτίες που έκαναν και περιμένουν να γίνη η τελική δίκη, η μέλλουσα κρίση. Υπάρχουν βαρυποινίτες, υπάρχουν και υπόδικοι με ελαφρότερες ποινές.

- Και οι Άγιοι και ο ληστής[2];

- Οι Άγιοι και ο ληστής είναι στον Παράδεισο, άλλα δεν έχουν λάβει την τέλεια δόξα, όπως και οι υπόδικοι είναι στην κόλαση, άλλα δεν έχουν λάβει την τέλεια καταδίκη. Ο Θεός, ενώ έχει πει εδώ και τόσους αιώνες το «μετανοείτε ήγγικε γαρ η βασιλεία των ουρανών[3]», παρατείνει-παρατείνει τον χρόνο, επειδή περιμένει εμάς[4] να διορθωθούμε. Αλλά εμείς παραμένοντας στις κακομοιριές μας αδικούμε τους Αγίους, γιατί δεν μπορούν να λάβουν την τέλεια δόξα, την οποία θα λά­βουν μετά την μέλλουσα Κρίση.

Η προσευχή και τα μνημόσυνα για τους κεκοιμημένους[5]

- Γέροντα, οι υπόδικοι νεκροί μπορούν να προσεύ­χονται;

- Έρχονται σε συναίσθηση και ζητούν βοήθεια, αλλά δεν μπορούν να βοηθήσουν τον εαυτό τους. Όσοι βρί­σκονται στον Άδη μόνον ένα πράγμα θα ήθελαν από τον Χριστό: να ζήσουν πέντε λεπτά, για να μετανοή­σουν. Εμείς που ζούμε, έχουμε περιθώρια μετανοίας, ενώ οι καημένοι οι κεκοιμημένοι δεν μπορούν πια μό­νοι τους να καλυτερεύσουν την θέση τους, αλλά περι­μένουν από μας βοήθεια. Γι' αυτό έχουμε χρέος να τους βοηθούμε με την προσευχή μας.
Μου λέει ο λογισμός ότι μόνον το δέκα τοις εκατό από τους υπόδικους νεκρούς βρίσκονται σε δαιμονική κατάσταση και, εκεί που είναι, βρίζουν τον Θεό, όπως οι δαίμονες. Δεν ζητούν βοήθεια, αλλά και δεν δέχονται βοήθεια. Γιατί, τί να τους κάνη ο Θεός; Σαν ένα παιδί που απομακρύνεται από τον πατέρα του, σπαταλάει όλη την περιουσία του και από πάνω βρίζει τον πατέ­ρα του. Ε, τι να το κάνη αυτό ο πατέρας του; Οι άλλοι όμως υπόδικοι, που έχουν λίγο φιλότιμο, αισθάνονται την ενοχή τους, μετανοούν και υποφέρουν για τις αμαρτίες τους. Ζητούν να βοηθηθούν και βοηθιούνται θετικά με τις προσευχές των πιστών. Τους δίνει δηλα­δή ο Θεός μια ευκαιρία, τώρα που είναι υπόδικοι, να βοηθηθούν μέχρι να γίνη η Δευτέρα Παρουσία. Και όπως σ' αυτήν την ζωή, αν κάποιος είναι φίλος με τον βασιλιά, μπορεί να μεσολαβήση και να βοηθήση έναν υπόδικο, έτσι και αν είναι κανείς «φίλος» με τον Θεό, μπορεί να μεσολαβήση στον Θεό με την προσευχή του και να μεταφέρη τους υπόδικους νεκρούς από την μια «φυλακή» σε άλλη καλύτερη, από το ένα «κρατητήριο» σε ένα άλλο καλύτερο. Η ακόμη μπορεί να τους μετα­φέρη και σε «δωμάτιο» η σε «διαμέρισμα».

Όπως ανακουφίζουμε τους φυλακισμένους με αναψυκτικά κ.λπ. που τους πηγαίνουμε, έτσι και τους νεκρούς τους ανακουφίζουμε με τις προσευχές και τις ελεημοσύνες που κάνουμε για την ψυχή τους. Οι προ­σευχές των ζώντων για τους κεκοιμημένους και τα μνη­μόσυνα είναι η τελευταία ευκαιρία που δίνει ο Θεός στους κεκοιμημένους να βοηθηθούν, μέχρι να γίνη η τε­λική Κρίση. Μετά την δίκη δεν θα υπάρχη πλέον δυνα­τότητα να βοηθηθούν.

Η μέλλουσα ζωή

- Γέροντα, έφερα γλυκά να κεράσετε.

- Δες πως χαίρονται! Στην άλλη ζωή θα λέμε: «Με τι χαζά χαιρόμασταν! Τι μας συγκινούσαν τότε!». Ενώ τώρα σκιρτάει η καρδιά γι' αυτά.

- Γέροντα, πως θα το καταλάβουμε αυτό από τώρα;

- Άμα το καταλάβετε αυτό από τώρα, δεν θα το πήτε μεθαύριο στην άλλη ζωή. Πάντως, όσοι βρίσκονται εκεί επάνω, καλά περνούν. Ξέρεις τι εργόχειρο κάνουν εκεί στον Ουρανό; Συνέχεια δοξολογούν τον Θεό.

- Γέροντα, γιατί το σώμα Του νεκρού λέγεται «λεί­ψανο»;

- Γιατί είναι ό,τι μένει εδώ στην γη από τον άνθρωπο μετά τον θάνατο. Ο κυρίως άνθρωπος, που είναι η ψυχή, φεύγει στον Ουρανό. Στην μέλλουσα Κρίση θα αναστήση ο Θεός και το σώμα, για να κριθή με αυτό ο άνθρωπος, γιατί με αυτό έζησε και αμάρτησε. Στην άλλη ζωή όλοι θα έχουν το ίδιο σώμα - πνευματικό σώμα-, το ίδιο ανάστημα, και οι κοντοί και οι ψη­λοί, την ίδια ηλικία, και οι νέοι και οι γέροι και τα μωρά, αφού η ψυχή είναι ίδια. Θα υπάρχη δηλαδή μια αγγελική ηλικία.

- Γέροντα, στην άλλη ζωή όσοι θα είναι στην Κόλα­ση θα βλέπουν αυτούς που θα είναι στον Παράδεισο;

- Κοίταξε, όπως αυτοί που είναι την νύχτα έξω στο σκοτάδι βλέπουν όσους είναι μέσα σε ένα δωμάτιο φωτισμένο, έτσι και όσοι θα βρίσκονται στην κόλα­ση θα βλέπουν όσους θα είναι στον Παράδεισο. Και αυτό θα είναι μεγαλύτερη κόλαση. Όπως πάλι όσοι την νύχτα είναι στο φως, δεν βλέπουν αυτούς που είναι έξω στο σκοτάδι, έτσι και αυτοί που θα βρίσκονται στον Παράδεισο δεν θα βλέπουν αυτούς που θα είναι στην κόλαση. Γιατί, αν έβλεπαν τους κολασμένους, θα πονούσαν, θα θλίβονταν για την ταλαιπωρία τους, και δεν θα απολάμβαναν τον Παράδεισο, αλλά εκεί «ουκ εστί πόνος...»[12]. Και όχι μόνο δεν θα τους βλέπουν, αλλά ούτε θα θυμούνται αν είχαν αδελφό η πατέρα η μητέρα, αν δεν είναι και εκείνοι στον Παράδεισο. «Εν εκείνη τη ημέρα απολούνται πάντες οι διαλογισμοί αυτού»[13]λέει ο Ψαλμωδός. Γιατί, άμα τους θυμούνται, πως θα είναι Παράδεισος; Αύτος μάλιστα που θα είναι στον Παράδεισο, θα νομίζουν ότι δεν θα υπάρχουν άλλοι άνθρωποι, ούτε θα θυμούνται τις αμαρτίες που είχαν κάνει. Γιατί, αν θυμούνται τις αμαρτίες τους, δεν θα αντέχουν από φιλότιμο στην σκέψη ότι λύπησαν τον Θεό.

Η ποσότητα πάλι της χαράς του καθενός στον Παρά­δεισο θα είναι διαφορετική. Άλλος θα έχη μια δαχτυλήθρα χαρά, άλλος ένα ποτήρι, άλλος μια ολόκληρη δεξα­μενή. Όλοι όμως θα αισθάνονται πλήρεις και κανένας δεν θα ξέρη το μέγεθος της χαράς, της αγαλλιάσεως, του άλλου. Τα κανόνισε έτσι ο Καλός Θεός, γιατί, αν γνώριζε ο ένας ότι ο άλλος έχει περισσότερη χαρά, δεν θα ήταν τότε Παράδεισος, επειδή θα υπήρχε το «γιατί εκείνος να έχη περισσότερη χαρά και εγώ λιγότερη; ». Δηλαδή καθένας θα βλέπη στον Παράδεισο την δόξα του Θεού ανάλογα με την καθαρότητα των οφθαλμών της ψυχής του. Η ορατότητα όμως δεν θα καθορισθή από τον Θεό, άλλα θα εξαρτηθή από την δική του κα­θαρότητα.

- Γέροντα, μερικοί δεν πιστεύουν ότι υπάρχει κόλα­ση και Παράδεισος.

- Δεν πιστεύουν ότι υπάρχει κόλαση και Παρά­δεισος; Πως είναι δυνατόν οι νεκροί να μείνουν στην ανυπαρξία, αφού είναι ψυχές; Ο Θεός είναι αθάνατος και ο άνθρωπος είναι κατά χάριν αθάνατος. Επομένως αθάνατος θα είναι και στην κόλαση. Ύστερα τον Πα­ράδεισο και την κόλαση τα ζη η ψυχή μας σε έναν βαθμό και από αυτήν την ζωή, ανάλογα με την κατάσταση στην οποία βρίσκεται. Όταν κάποιος έχη τύψεις συνειδήσεως και νιώθη φόβο, ταραχή, άγχος, απελπισία, η είναι κυριευμένος από μίσος, από φθόνο κ.λπ., τότε ζη την κόλαση. Ενώ, όταν μέσα του υπάρχη αγάπη, χαρά, ειρήνη, πραότητα, καλοσύνη κ.λπ., τότε ζη τον Παρά­δεισο. Όλη η βάση είναι η ψυχή, γιατί αυτή είναι που αισθάνεται και την χαρά και τον πόνο. Να, πήγαινε σε έναν πεθαμένο και πες του τα πιο ευχάριστα πράγμα­τα, λ.χ. «ήρθε ο αδελφός σου από την Αμερική» κ.λπ., δεν θα καταλάβη τίποτε. Αν Του σπάσης τα χέρια, τα πόδια, πάλι δεν θα καταλάβη. Επομένως η ψυχή είναι που αισθάνεται. Αυτά όλα δεν τους προβληματίζουν; Η, ας υποθέσουμε, βλέπεις ένα ωραίο, ένα ευχάριστο όνειρο, χαίρεσαι, χτυπάει γλυκά η καρδιά σου και, δεν θέλεις να τελείωση. Ξυπνάς και στενοχωριέσαι, γιατί ξύπνησες. Η βλέπεις ένα άσχημο όνειρο, ότι έπεσες λ.χ. και έσπασες τα πόδια σου, και υποφέρεις, κλαις. Από την αγωνία σου ξυπνάς με δάκρυα στα μάτια, βλέπεις ότι δεν έπαθες τίποτε και λες: «Ευτυχώς όνειρο ήταν!». Δηλαδή συμμετέχει η ψυχή. Από ένα άσχημο όνειρο υποφέρει κανείς περισσότερο από ό,τι στην πραγμα­τικότητα, όπως και ο άρρωστος υποφέρει πιο πολύ την νύχτα απ' ό,τι την ημέρα. Έτσι και όταν πεθάνη ο άνθρωπος, αν πάη στην κόλαση, θα είναι πιο οδυνηρό. Σκεφθήτε να ζη κανείς ένα αιώνιο εφιαλτικό όνειρο και να βασανίζεται αιώνια! 'Εδώ δεν μπορείς να αντέξης για λίγα λεπτά ένα άσχημο όνειρο, άντε τώρα αιώνια -Θεός φυλάξοι- να είσαι μέσα στην θλίψη. Γι' αυτό κα­λύτερα να μην πάμε στην κόλαση. 'Εσείς τι λέτε;

- Τόσον καιρό, Γέροντα, κάνουμε αγώνα να μην πάμε στην κόλαση λέτε, εκεί να καταλήξουμε;

- Αν δεν έχουμε μυαλό, εκεί θα πάμε. Εγώ εύχομαι η όλοι στον Παράδεισο η κανένας στην κόλαση... Κα­λά δεν λέω; Είναι πολύ βαρύ, μετά από όσα έκανε ο Θεός για μας τους ανθρώπους, να πάμε στην κόλαση και να Τον λυπήσουμε. Ο Θεός να φυλάξη, όχι μόνον άνθρωπος, αλλά ούτε πουλί να μην πάη στην κόλαση.

Ο Καλός Θεός ας μας δώση καλή μετάνοια, για να μας βρη ο θάνατος σε καλή πνευματική κατάσταση και, να απόκατασταθούμε στην Ουράνια Βασιλεία Του. Αμήν.


[1] Έκφραση της τουρκικής γλωςσας που σημαινει «δεν υπάρχει οφελος, δεν υπάρχει χαΐρι».

[2] Λουκ. 23, 32-33 και 39-43

[3] Ματθ. 3,2 και 4, 17· βλ. και Ματθ. 10, 7· Μάρκ. 1,15-

[4] Με το «εμάς» ο Γέροντας εννοεί την σύνολη ανθρωπότητα.

[5] Ο Άγιος Νεκτάριος στο έργο του «Μελέτη περί της αθανασίας της ψυχής κει περί των ιερών μνημοσύνων», εκδ. Βασ. Ρηγοπούλου, Θεσ­σαλονίκη 1973, σ.202, γράφει ως συμπέρασμα των όσων ανέπτυξε βά­σει των σχετικών μαρτυριών των Αγίων Πατέρων:«Εξ όλων δη τούτων δήλον γίνεται, ότι η ψυχή μετά θάνατον αδυνατεί να κάμη τι έργον σωτηριώδες και να απαλλαγή των τον Άδου αλύτων δεσμών, και οτι μόνον αι θείαι λειτουργίαι, αι προσευχαί των οικείων, των δικαίων, αι υπέρ αυτών γινόμενοι και αι ελεημοσύναι γίνονται πρόξενοι σωτηρίας κει ελευθερίας από των δεσμών του Άδου».17 Α. Κορ. 15.42

[7] Πρβλ. Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, Περί των εν πίστει κεκοιμημένων, όπως αι περί αυτών γινόμεναι λειτουργίαι και ευποιίαι τούτους ονίνησιν, PG 95, 248.

[8] Γέροντος Παϊσίου Άγιορείτου, Επιστολές, Ιερόν Ησυχαστήριον «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος», εκδ. 6η, Σουρωτή Θεσσαλονίκης 2002, σ. 49.

[9] Βλ. Ευχολόγιον το Μεγα, Ακολουθία Νεκρώσιμος, σ. 411.

[10] Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός γράφει: «Μη γαρ οίεσθω τις, οτι ουκ άναγνωρισμος εκάστου προς έκαστον επί τής φοβέρας εκείνης συναγωγής γενήσεται. Ναι, όντως έκαστος άναγνωριεί τον πλησί­ον αυτού, ου τω του σώματος σχήματι, αλλά τω διορατικώ της ψυχής όμματι». PG 95, 276Α.

[11] Ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος γράφει: «Και απλώς πας άνθρωπος αμαρτωλός εν τη φοβερά ημέρα της κρίσεως απεναντίας αυτού εις την αιωνίαν ζωήν και εις το ανεκλάλητον εκείνο φως όψεται τον όμοιον αυτού και κριθήσεται παρ' αυτου», Περί μετανοίας, Λογος Ε', Sources Chretiennes 96, 434.

[12] Βλ. Ευχολόγιον το Μέγα, Ακολουθία Νεκρώσιμος, σ. 411.

[13] Ψαλμ. 145, 4.


Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου
Η μετά θάνατον ζωή

Αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα: Πατερική Θεολογία

 

Πηγή: Ανθολόγιο Συμβουλών Γέροντος Πορφυρίου, σελ. 71, 72-75, δ΄ έκδ. 2003.  

Δεν ανησυχώ
Μια μέρα τον ρώτησα στο κελί του:
“Γέροντα, πολύς λόγος γίνεται τελευταία για το 666, για την έλευση του αντιχρίστου, που πλησιάζει -μερικά μάλιστα ισχυρίζονται ότι ήδη ήλθε, για το ηλεκτρονικό χάραγμα του δεξιού χεριού ή του μετώπου, για τη σύγκρουση Χριστού και αντίχριστου και τη συντριβή του τελευταίου, για τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου. Εσείς τι λέτε γι’ αυτά;”.
Ο Γέροντας απάντησε:
“Τι να πω; Εγώ δεν λέω ότι είδα την Παναγία, ότι θα γίνει πόλεμος και άλλα τέτοια. Ξέρω ότι θα έρθει ο αντίχριστος, ότι θα γίνει η Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου, αλλά πότε δεν ξέρω. Αύριο; μετά χίλια χρόνια; δεν ξέρω. Όμως δεν ανησυχώ γι’ αυτό. Διότι ξέρω ότι η ώρα του θανάτου είναι για τον καθένα η Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου. Και η ώρα αυτή είναι πολύ κοντά”. [Γ 290π.]
 
Το 666 και ο αντίχριστος
Μου είχε πει:
“Πατέρα Αθανάσιε (με πήρε από το χέρι έτσι σφικτά), εγώ είμαι τυφλός τώρα, τα μάτια μου τα σωματικά δεν λειτουργούν, γιατί έχω καρκίνο στην υπόφυση, έχω όμως τα πνευματικά μάτια και βλέπω. Πριν φύγεις, θέλω να μου πεις. Τι είπε ο Γέροντας Αιμιλιανός για το 666 και τον αντίχριστο;” .
Ήταν εκείνες τις μέρες μετά το Τσερνομπίλ. Ο κόσμος ήταν αναστατωμένος και πήγαινε κατά δεκάδες κάθε μέρα, ιδιαιτέρως στον πατέρα Πορφύριο που ήταν κοντά στην Αθήνα, και αναστατωμένοι τον ρωτούσαν:
“Τι θα γίνει; Θα έρθει ο αντίχριστος να μας σφραγίσει με το 666;”.
Και με ρώτησε:
“Για πες μου, παιδί μου, τι λέει ο Γέροντας Αιμιλιανός για το 666 και τον αντίχριστο;”.
Του λέω: “Γέροντα, μας είπε σε μια σύναξη προχθές να μην ανησυχούμε. Εμείς να ενδιαφερόμαστε να έχουμε μια ζωντανή σχέση με τον Χριστό και του αντιχρίστου να μην του δίνουμε πολλή σημασία, γιατί εκείνος θα γίνει το κέντρο της ζωής μας και όχι ο Χριστός”.
Αμέσως χτύπησε τα χεράκια του στο κρεβάτι και είπε:
“Τι λες παιδί μου, τι λες παιδί μου, δόξα σοι ο Θεός που βρήκα κι έναν πνευματικό να συμφωνεί μαζί μου. Ρε παιδί μου, αυτοί οι πνευματικοί, εδώ στον κόσμο, τι έχουν κάνει! Έχουν αναστατώσει τις ψυχές, δημιούργησαν ένα σωρό προβλήματα, οικογενειακά και ψυχολογικά με το 666. Δεν μπορεί ο κόσμος να κοιμηθεί και άρχισαν να παίρνουν ψυχοφάρμακα και υπνωτικά χαπάκια για να μπορούν να κοιμηθούν. Τι είναι αυτό το πράγμα; Δεν τα θέλει αυτά τα πράγματα ο Χριστός, παιδί μου. Και να σου πω κάτι;”.
Του λέω: “Γέροντα, τι;” Μου λέει:
 
“Για μας τους χριστιανούς, για μας όταν βιώνουμε το Χριστό δεν υπάρχει αντίχριστος. Δε μου λες; Εδώ που κάθομαι στο κρεβάτι μπορείς να καθίσεις εσύ;” . Του λέω: “Όχι, Γέροντα” . Μου λέει: “Γιατί;”. Του απάντησα: “Διότι, εάν καθίσω πάνω σας, θα σας πλακώσω”. Μου λέει: “Πότε μπορείς να καθίσεις;”. Του λέω: “Όταν φύγετε εσείς, Γέροντα, μπορώ να καθίσω εγώ”.
Μου λέει: “Ακριβώς, παιδί μου, έτσι συμβαίνει και με την ψυχή μας. Όταν έχουμε μέσα μας τον Χριστό μας, μπορεί να έρθει ο αντίχριστος; Μπορεί να μπει καμιά άλλη αντίθετη ύπαρξη μέσα στην ψυχή μας; Γι’ αυτό σήμερα, παιδί μου, δεν έχουμε τον Χριστό μέσα μας και γι’ αυτό ανησυχούμε για τον αντίχριστο. Όταν βάλουμε τον Χριστό μέσα μας, τα πάντα γίνονται Παράδεισος. Ο Χριστός είναι το παν κι έτσι πάντοτε, παιδί μου, να λες στους ανθρώπους, και τον αντίθετο δεν τον φοβόμαστε. [ ...]
 
Γιατί, παιδί μου, τους πρώτους μάρτυρες τους είχαν βάλει στα θηρία κι έκαναν τον σταυρό τους και τα θηρία γινόντουσαν αρνάκια. Τους είχαν στη θάλασσα, έκαναν το σταυρό τους και η θάλασσα γινόταν γη και περπατούσαν. Τους είχαν μέσα στη φωτιά, έκαναν το σταυρό τους και η φωτιά γινόταν δροσιά. Ευλογημένο μου παιδί, τι είμαστε σήμερα εμείς; Πιστεύουμε στον Χριστό; Το σταυρό μας; Μα γιατί κατέβηκε ο Χριστός; Δεν κατέβηκε για να δυναμώσει την ασθένειά μας; Έτσι παιδί μου, να πεις και στον Γέροντα. Και συ να πεις στους ανθρώπους να μη φοβούνται τον αντίχριστο. Είμαστε παιδιά του Χριστού, είμαστε παιδιά της Εκκλησίας” .
Αυτό το πράγμα μου έκανε πάρα πολλή εντύπωση. Και μου πρόσθεσε: “Να σου πω κάτι;”. Λέω: “Γέροντα, παρακαλώ”. “Ο Πατριάρχης Δημήτριος πώς ήρθε στην Αθήνα;”. Του λέω: “με το αεροπλάνο”. “Ε, καλά, ξέρω πως ήρθε με το αεροπλάνο. Κολυμπώντας ήρθε ο άνθρωπος; Με τι ντοκουμέντα ήρθε;”. Του λέω: “Με διαβατήριο, Γέροντα”. -”Ελληνικό ή τουρκικό;”. Του λέω: “Δεν ξέρω”. -”Ε, μου κάνεις και τον σοφό. Με τουρκικό ήρθε. Και ποιο είναι το εθνόσημο της Τουρκίας, ξέρεις;”. Του λέω: “Δεν ξέρω, Γέροντα”. -”Ε, τότε το παράκανες, δεν ξέρεις το εθνόσημο της Τουρκίας; Είναι η ημισέληνος. Και ξέρεις πώς ονομάζεται η ημισέληνος από τους Πατέρες της Εκκλησίας μας, μετά που εμφανίστηκε ο Μωάμεθ;” Του λέω: “Όχι, Γέροντα”. -”Ε, να πάρω το πτυχίο σου και να το σχίσω. Τι θεολόγος είσαι εσύ;” [...]
“Η ημισέληνος είναι σημείο του αντιχρίστου. Εάν είναι σημείο του αντιχρίστου η ημισέληνος και ο Πατριάρχης μας έχει στο διαβατήριό του το σημείο του αντίχριστου (και στις σφραγίδες τους, πόσες σφραγίδες βάζουν μέσα έξω;), πάει να πει ότι ο Πατριάρχης μας είναι αντίχριστος; Όχι, ρε παιδί μου, όχι ρε παιδί μου! Μην περιορίζουμε τόσο πολύ το Ευαγγελικό μήνυμα! Δεν είναι ο Χριστός τόσο στενόμυαλος όσο είμαστε εμείς οι άνθρωποι που θέλουμε να υπερασπιζόμαστε τα δικαιώματα. Έτσι να πεις στον Γέροντα και έτσι να λες στους ανθρωπους: ούτε τον αντίχριστο να φοβόμαστε ούτε το 666″.  

"Η ζωή της καρδιάς είναι η αγάπη, ενώ η κακία απέναντι του αδελφού μας είναι ο θάνατος της καρδιάς.
Ο Κύριος μας κρατεί ακόμη πάνω στη γη, ώσπου η αγάπη προς τον Θεό και τον πλησίον να διαποτίσει όλη την καρδιά μας.
Αυτό είναι που περιμένει από όλους εμάς.
Αλλο προορισμό δεν έχουμε"
(άγιος Ιωάννης της Κροστάνδης, Η εν Χριστώ ζωή μου,εκδόσεις Παπαδημητρίου σελ. 101)
 
 Η αρχή του ημερολογίου!
"Το να αμαρτάνουμε κάθε ημέρα και κάθε ημέρα να μετανοούμε,
αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ως πρόοδος,
αλλά ως βάδισμα σημειωτόν αντί του βαδίσματος προς τα εμπρός.
Εν όσω η αμαρτία δεν μειωθεί και εν όσω δεν υπερισχύσει η μετάνοια,
οι ημέρες μας θα πληρούνται από την ανέγερση και την κατεδάφιση του ίδιου πύργου.
Πρέπει λοιπόν, να φροντίσεις, ωστε κάποτε
να μπορέσεις από τη χθεσινή ανέγερση να δείξεις κάτι μη κατεδαφισμένο.
Αυτό θα είναι η πρώτη ημέρα του ημερολογίου της ζωής σου"
(άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς)
 
"Τον καιρό που διανύσαμε στη μοναχική ζωή, τον μετρούμε,
επειδή όμως αγνοούμε την αμέλεια που δείξαμε στη διάρκειά του, υπερηφανευόμαστε.
Για έναν άνθρωπο δεν είναι έπαινος μονάχα τα χρόνια, αλλά η προκοπή.
Και προκοπή δεν είναι τα άσπρα μαλλιά, αλλά το να αποκτήσει κανείς ενάρετη ζωή"
(Οσίου Εφραίμ του Σύρου έργα, τόμος Α σελ. 238)
 
"Πώς δεν θυμόμαστε το ρητό του γέροντος εκείνου που είπε ότι
"εάν χάσει κανείς χρυσό ή άργυρο, μπορεί να βρει άλλον αντι για αυτόν,
αυτός όμως που χάνει καιρό, δεν μπορεί να βρει άλλον";
Πραγματικά θα αναζητησουμε μία ώρα από αυτόν τον καιρό και δεν θα βρούμε"
(αββάς Δωρόθεος,ΕΠΕ σελ. 473)
 
"Δίνω όλα τα υπάρχοντά μου, για μία στιγμή ακόμα"
(τελευταία λόγια βασίλισσας Ελισάβετ 1533-1603)
 
"Νυν ουκ έστιν υμέτερος ο καιρός" (=τώρα δεν είναι δικός σας ο καιρός, Ιωαννου Χρυσοστόμου)
 
όσοι τον καιρό ξοδεύουν, και το μέλλον δεν μετρούν,
στα χαμένα τον γυρεύουν, σαν και πρώτα να τον βρουν.
Επειδής φτερά βαστάει, φεύγει, τρέχει σαν νερό,
κι όποιος δεν τον κυνηγάει, χάνει πάντα έναν μισθό!
(Βηλαράς)
 
"Είναι αδύνατον να σκοτώσεις το χρόνο, χωρίς να πληγώσεις την αιωνιότητα"!
 
Εχασα μία ημέρα...
Διηγούνται, πως ο αυτοκράτορας Τίτος, κατά τη διάρκεια κάποιου επίσημου γεύματος,
θυμήθηκε πως εκείνη την ημέρα δεν είχε κάνει καλό σε κανέναν άνθρωπο.
Διέκοψε το φαγητό του ανατινάχτηκε από τη θέση του αφήνοντας μια φωνή:
Diem perdidi, δηλαδή
έχασα μία ημέρα!
 
Η παράδοση αναφέρει πως ο Αλέξανδρος διδάχτηκε από τον Αριστοτέλη να θεωρεί χαμένη την ημέρα,
κατά την οποία δεν του είχε δοθεί η ευκαιρία να ευεργετήσει κάποιον από τους υπηκόους του.
Οταν η ημέρα περνούσε χωρις ευεργεσία, συνήθιζε να λεει:
"Σήμερον ουκ εβασίλευσα. Ουδένα γαρ ευ εποίησα"
(=σήμερα δεν βασίλεψα, διότι δεν ευεργέτησα κανέναν)
(Ιστορικά ανέκδοτα,Βαγγέλη Μιλλεούνη σελ. 49)
 
Δώσε αξία στο κάθε λεπτό!
Για να αντιληφθείς την αξία ενός χρόνου:
Ρώτα ένα σπουδαστή που απέτυχε στις τελικές εξετάσεις.
Για να εκτιμήσεις την αξία ενός μηνός:
Ρώτα μια μητέρα που γέννησε ένα πρόωρο μωρό.
Για να εκτιμήσεις την αξία μιας εβδομάδας:
Ρώτα τον εκδότη μιας εβδομαδιαίας εφημερίδας.
Για να αντιληφθείς την αξία μιας ώρας:
Ρώτα τους ερωτευμένους οι οποίοι περιμένουν να συναντηθούν.
Για να αντιληφθείς την αξία ενός λεπτού:
Ρώτα κάποιον που έχασε το τραίνο, το λεωφορείο ή το αεροπλάνο.
Για να αντιληφθείς την αξία ενός δευτερολέπτου:
Ρώτα αυτόν που επέζησε από ένα δυστύχημα.
Για να αντιληφθείς την αξία ενός χιλιοστού του δευτερολέπτου:
Ρώτα αυτόν που κέρδισε ασημένιο μετάλλιο στους Ολυμπιακούς.

(Αποσπάσματα από τα ερμηνευτικά Υπομνήματα στα Ευαγγέλια του Π.Ν. Τρεμπέλα.
Τα αποσπάσματα μεταφράστηκαν και μεταγλωττίστηκαν στη δημοτική γλώσσα από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)
 
Α.  Η ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΟΥ ΜΑΤΘΑΙΟΥ  γ 13-17
(Υπόμνημα στο κατά Ματθαίον, Π.Ν.Τρεμπέλα σελ. 63-66 μεταφρασμένο & μεταγλωττισμένο στη δημοτική γλώσσα!
Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους)
 
ΣΤΙΧΟΣ 13.
Τότε(1) παραγίνεται ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας ἐπὶ τὸν Ἰορδάνην πρὸς τὸν Ἰωάννην τοῦ(2) βαπτισθῆναι(3) ὑπ᾿ αὐτοῦ.
(Τότε ήλθε ο Ιησούς από την Γαλιλαία στον Ιορδάνη προς τον Ιωάννη για να βαπτιστεί από αυτόν)
 
(1) Τότε.  Με έννοια πολύ αόριστη όπως στο στίχο 5 (M.J Lagrange Paris 1923).= Την ώρα που ο Βαπτιστής κήρυττε και βάπτιζε (Alf. Plummer London 1911).
(2) τοῦ  Το «του» μαζί με απαρέμφατο δηλώνει τον σκοπό (W. Allen,1922).
(3) βαπτισθῆναι  «έρχεται ο Δεσπότης μαζί με τους δούλους, ο δικαστής μαζί με τους υπόδικους, για να βαπτιστεί… Διότι αυτός που καταδέχτηκε να κυοφορηθεί σε παρθενικά σπλάχνα επί τόσο χρόνο και να γεννηθεί από αυτά μαζί με τη δική μας ανθρώπινη φύση, να ραπιστεί, να σταυρωθεί, να πάθει όλα όσα έπαθε. Γιατί θαυμάζεις λοιπόν, επειδή καταδέχτηκε και να βαπτιστεί και να έλθει μαζί με τους άλλους προς τον δούλο του; Το εκπληκτικό ήταν εκείνο, να θελήσει να γίνει άνθρωπος, ενώ είναι Θεός. Τα άλλα όλα ακολουθούν κατά λογική ακολουθία» (Χρυσόστομος). Αν και είναι αναμάρτητος και δεν έχει ανάγκη το βάπτισμα που συμβολίζει την προσωπική διόρθωση και κάθαρση, όμως εφ’ όσον πήρε τη φύση μας και έγινε αμαρτία για μας, συγκατέβη να τηρήσει όλες τις τελετές και τους τύπους, που επιβάλλονταν από το νόμο σε εκείνους τους οποίους ήλθε να σώσει (I. Owen,NewYork 1864).
 
ΣΤΙΧΟΣ 14.
ὁ δὲ Ἰωάννης(1) διεκώλυεν(2) αὐτὸν λέγων· ἐγὼ χρείαν ἔχω ὑπὸ σοῦ βαπτισθῆναι(3), καὶ σὺ ἔρχῃ πρός με(4);
(Ο Ιωάννης όμως τον εμπόδιζε ζωηρά και έλεγε. Εγώ έχω ανάγκη να βαπτιστώ από εσένα τον αναμάρτητο, και συ έρχεσαι προς εμένα για να βαπτισθείς;)
 
(1) ὁ δὲ Ἰωάννης  Αυθεντική γραφή «ο δε διεκώλυεν». Ο Ιωάννης δεν βάπτιζε κανέναν, χωρίς προηγουμένως να συζητήσει μαζί του, και η συζήτηση αυτή στρεφόταν γύρω από την εξομολόγηση αυτού που βαπτιζόταν, η οποία ήταν δείγμα μετάνοιας. Αλλά η συζήτηση με τον συγγενή του από τη Ναζαρέτ έπεισε τον Ιωάννη, ότι βρισκόταν μπροστά σε έναν αναμάρτητο, ο οποίος για αυτό ήταν ηθικά ασύγκριτα πιο ανώτερος από αυτόν (Alf. Plummer London 1911). Ο Βαπτιστής άλλωστε, ο οποίος περίμενε τον Μεσσία κάθε μέρα προσηλώνοντας εξεταστικά τα βλέμματά του σε όλους όσους πλησίαζαν να βαπτιστούν, αμέσως μόλις είδε τον Σωτήρα προαισθάνθηκε με τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος ότι αυτός ήταν εκείνος που του προανήγγειλε ο Θεός (Ν. Δαμαλά,Αθήναι 1892). «Κατάλαβε ποιός ήταν με τη βοήθεια του θείου Πνεύματος που κατοικούσε μέσα του» (Ζιγαβηνός Ευθύμιος).
(2) διεκώλυεν  Η λέξη αυτή λέγεται μοναδική φορά στην Καινή Διαθήκη. Η πρόθεση «δια» επιτείνει την έννοια= ζωηρά τον εμπόδιζε (Ν. Δαμαλά,Αθήναι 1892).
(3) βαπτισθῆναι «Εγώ ο υπεύθυνος για αμαρτίες από (σένα) τον αναμάρτητο, εγώ που βαπτίζω με απλό νερό από σένα που βαπτίζεις με Πνεύμα άγιο και φωτιά» (Ζιγαβηνός). «Επειδή δηλαδή καταγόταν από τον Αδάμ (ο Πρόδρομος) και αυτός κουβαλούσε τη μόλυνση από την παρακοή. Ο Χριστός όμως αφού σαρκώθηκε, τους καθάρισε όλους» (Θεοφύλακτος).
(4) πρός με  Δηλαδή ζητώντας να βαπτιστείς (J.A. Bengel). «Δεν είπε: Και συ βαπτίζεσαι από εμένα; Διότι και αυτό φοβήθηκε να το πει. Αλλά τι είπε; Και συ έρχεσαι σε μένα;» (Χρυσόστομος). Οι στίχοι 14-15 είναι χαρακτηριστικοί στον Ματθαίο και μπαίνουν στη διήγηση για να εξηγήσουν πώς ο Ιησούς, ο οποίος ήταν αναμάρτητος, ήταν δυνατόν να έλθει στον Ιωάννη για να βαπτιστεί. Η ερώτηση μπορεί να αποδοθεί διαφορετικά ως εξής: Πώς είναι δυνατόν αυτός που συλλήφθηκε από το Αγιο Πνεύμα και είναι προορισμένος ως Μεσσίας να βαπτίζει με Πνεύμα άγιο και φωτιά, να έχει ανάγκη να βαπτιστεί; Η απάντηση δίνεται στο στίχο 15 (Prof W.F. Slater, Edirburgh 1922).
 
ΣΤΙΧΟΣ 15.
ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπε πρὸς αὐτόν· ἄφες(1) ἄρτι(2)· οὕτω(3) γὰρ πρέπον(4) ἐστὶν ἡμῖν(5) πληρῶσαι πᾶσαν δικαιοσύνην(6)· τότε ἀφίησιν(7) αὐτόν·
(Αποκριθείς ο Ιησούς είπε προς αυτόν. Αφησε τώρα τις αντιρρήσεις και μη φέρνεις δυσκολίες να βαπτιστώ. Διότι με αυτόν τον τρόπο της ταπεινώσεως πρέπει να εκπληρώσω κάθε εντολή του Θεού, ο οποίος σου ανέθεσε ως καθήκον να βαπτίζεις. Τότε ο Ιωάννης άφησε αυτόν να βαπτιστεί)
 
(1) ἄφες «Υποχώρησε για την ώρα, χωρίς να προβάλλεις για άρνηση τα σχετικά με την αναμαρτησία και τη θεότητά μου. Διότι τώρα δεν είναι καιρός για αυτά, αλλά από συγκατάβαση βαπτίζομαι από εσένα» (Ζιγαβηνός). Το «άφησε» είναι ελλειπτικό του «να βαπτιστώ» και σημαίνει μη με εμποδίζεις να βαπτιστώ (Ν. Δαμαλά,Αθήναι 1892).
(2) ἄρτι «Δεν είπε απλώς «άφησε», αλλά πρόσθεσε το «τώρα». Διότι αυτό δεν θα διαρκέσει για πάντα, λέει, αλλά θα με δεις στην κατάσταση που επιθυμείς. Τώρα όμως να δεχτείς αυτό» (Χρυσόστομος).
(3) οὕτω = Με αυτόν τον τρόπο, τον οποίο εσύ θαυμάζεις της άκρας ταπείνωσης και κένωσης (Ν. Δαμαλά,Αθήναι 1892).
(4) πρέπον ό,τι δεν φαινόταν πρέπον στον Ιωάννη, στην πραγματικότητα ήταν τέτοιο, γιατί ήταν δίκαιο (J.A. Bengel).
(5) ἡμῖν «έτσι αρμόζει σε μένα, να εκπληρώσω κάθε εντολή του Θεού» (Ζιγαβηνός Ευθύμιος). Το «σε μας» εδώ για τον εαυτό του μόνο το λέει ο Σωτήρας (Ν. Δαμαλά,Αθήναι 1892).
(6) πᾶσαν δικαιοσύνην «Έπειτα δείχνει πώς είναι αυτό πρέπον. Πώς λοιπόν είναι πρέπον; Διότι εκπληρώνουμε όλο το νόμο» (Χρυσόστομος). «Διότι δικαιοσύνη τώρα λέει την εντολή του Θεού. Όλες τις εντολές, λέει, τις εκπλήρωσα, όσες ο νόμος διατάζει και αυτή μόνη έμεινε, η εντολή για να βαπτιστώ… Και ήταν εντολή Θεού και το βάπτισμα του Ιωάννη. Διότι είπε αυτός (ο Ιωάννης), ότι «αυτός που με έστειλε να βαπτίζω… και τα υπόλοιπα» (Ζιγαβηνός). Ήταν του Θεού θέλημα ο Ισραήλ να βαπτιστεί και να μπει στη βασιλεία των ουρανών. Και ο Υιός του Θεού λοιπόν, ο οποίος δεν είχε την αξίωση να εξαιρεθεί από το φόρο για το Ναό (Ματθ. ιζ 25,26), δεν ζητά να εξαιρεθεί και σε αυτήν την περίπτωση. Στο τέλος της δημόσιας δράσης του, επρόκειτο να βαπτιστεί το βάπτισμα του παθήματος (Λουκά. ιβ 50,Μάρκος. ι 38) και να βαστάσει τις αμαρτίες των άλλων ως αναμάρτητο θύμα πάνω στο ξύλο (Α Πέτρου. β 24). Δεν έπρεπε λοιπόν στην αρχή της δημόσιας δράσης του να εκφράσει τη συμπάθειά του προς εκείνους, οι οποίοι στέναζαν κάτω από την αμαρτία, αν και αυτός δεν είχε κάποια αμαρτία, με το να υποβληθεί, όπως εκείνοι, στο βάπτισμα του Ιωάννου;
(7) ἀφίησιν Ανταποκρίνεται στο «άφησε» που είναι στην αρχή του στίχου (J.A. Bengel). «Αμέσως υπάκουσε» (Χρυσόστομος). Το αφίησιν είναι ιστορικός ενεστώτας, όπως φαίνεται από το «τότε».
 
ΣΤΙΧΟΣ 16.
καὶ βαπτισθεὶς ὁ Ἰησοῦς ἀνέβη εὐθὺς(1) ἀπὸ τοῦ ὕδατος· καὶ ἰδοὺ(2) ἀνεῴχθησαν(3) αὐτῷ(4) οἱ οὐρανοί, καὶ εἶδε τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καταβαῖνον ὡσεὶ(5) περιστερὰν(6) καὶ ἐρχόμενον ἐπ᾿ αὐτόν(7)·
(Και όταν βαπτίστηκε ο Ιησούς ανέβηκε από το νερό του Ιορδάνη αμέσως. Και ιδού άνοιξαν σε αυτόν οι ουρανοί και είδε το Πνεύμα του Θεού να κατεβαίνει και να έρχεται επάνω του)
 
(1) εὐθὺς Αναμφίβολα κάποιοι παρέτειναν το βάπτισμα, για να εξομολογηθούν κατά τη διάρκειά του τις αμαρτίες τους (M.J. Lagrange Paris 1923). «Ο Χριστός όμως επειδή δεν είχε αμαρτία, δεν άργησε μέσα στο νερό» (Ζιγαβηνός).
(2) ἰδοὺ Κάτι νέο και μεγάλο συνέβη (J.A. Bengel).
(3) ἀνεῴχθησαν Ο Μάρκος με πιο ζωηρό τρόπο χρησιμοποιεί το ρήμα «σχιζομένους» (Prof W.F. Slater, Edirburgh 1922). Ο Ματθαίος και ο Λουκάς χρησιμοποιούν το ανοίγω, λέξη πολύ φυσική στην περίπτωση αυτή. Δες Ιωάννου. α 52, Πράξεις. ι 11, Αποκάλυψη. ιθ 11 (M.J Lagrange Paris 1923). Το άνοιγμα των ουρανών δεν πρέπει να θεωρηθεί με υλική και πραγματική σημασία, αλλά με πνευματική υπερφυσικού ανοίγματος του εσωτερικού καλύμματος το οποίο αποκλείει τη θέαση των πνευματικών πραγμάτων, όπως ο υλικός εξωτερικός ουρανός, το στερέωμα, φαίνεται να μας εμποδίζει από τη θέαση των πιο πέρα από αυτόν (Ν. Δαμαλά,Αθήναι 1892).
(4) αὐτῷ Η λέξη δεν μαρτυρείται από όλους τους κώδικες. Αναφέρεται προφανώς στο Σωτήρα (Ν. Δαμαλά,Αθήναι 1892). Ο Ιησούς είδε τους ουρανούς ανοιγμένους, όχι όμως αναγκαστικά και οι άλλοι (Prof W.F. Slater, Edirburgh 1922). Αλλά όταν το Πνεύμα κατέβαινε σαν περιστέρι, πήρε αυτό μορφή αισθητή, ορατή και στους άλλους (M.J Lagrange Paris 1923). Έτσι ο Ιωάννης το είδε (το Πνεύμα).
(5) ὡσεὶ «Το Πνεύμα δεν πήρε τη φύση περιστεριού. Για αυτό και ο ευαγγελιστής δεν είπε «με τη φύση περιστεριού» αλλά «με τη μορφή περιστεριού». Ούτε έπειτα από το γεγονός αυτό εμφανίστηκε με αυτήν τη μορφή, αλλά μόνο τότε» (Χρυσόστομος). Η μορφή η εξωτερική, το σωματικό είδος, το οποίο το Αγιο Πνεύμα διάλεξε, για να εμφανιστεί κατά τη βάπτιση, ήταν  ό μ ο ι ο  με αυτό του περιστεριού. Διότι αυτό δηλώνει ο ομοιωματικός σύνδεσμος ωσεί (Ν. Δαμαλά,Αθήναι 1892).
(6) περιστερὰν «Είναι ήμερο το ζώο και καθαρό. Επειδή λοιπόν και το Πνεύμα είναι πραότητας πνεύμα, για αυτό φαίνεται με αυτή τη μορφή» (Χρυσόστομος). «Το ζώο αυτό αγαπά τους ανθρώπους από τη φύση του και είναι ανεξίκακο. Διότι όταν του στερήσουν τα μικρά του (πουλάκια) το υπομένει και πλησιάζει με τον ίδιο τρόπο αυτούς που του τα στέρησαν. Και είναι πάρα πολύ καθαρό» (Ζιγαβηνός). Και ο Μεσσίας είναι πράος και ταπεινός στην καρδιά (Ματθαίου. ια 29,κα 5) και την πραότητα συνιστά στους διακόνους του (Ματθαίος. ι 16) και για τους πράους επιφυλάσσει ως κληρονομία τη γη (Ματθ. ε 5) (Alf. Plummer London 1911). Ή  το πολύ κοντινό παράλληλο με την εδώ χρήση των ευαγγελίων του είδους του περιστεριού βρίσκεται στον Φίλωνα, ο οποίος δέχεται το περιστέρι ως σύμβολο της θείας σοφίας. Είναι επίσης πιθανόν ότι ο συνδυασμός του περιστεριού με τη θεία Σοφία ήταν οικείος στη γενιά του Φίλωνα (Prof W.F. Slater, Edirburgh 1922). Αξιόλογη και η αλληγορία «ταυτόχρονα, αυτού του περιστεριού ήταν τύπος εκείνο που ευαγγελίστηκε στο Νώε το τέλος του κατακλυσμού. Διότι όπως ακριβώς τότε έγινε κατακλυσμός από νερό, έτσι και τώρα από την αμαρτία. Και όπως ακριβώς εκείνο το περιστέρι ευαγγελίστηκε την κατάπαυση εκείνου του κατακλυσμού, έτσι και αυτό (το Πνεύμα) του τωρινού» (Ζιγαβηνός). Ο αναμάρτητος Υιός του ανθρώπου είναι ο τόπος, όπου το περιστέρι μπορεί να βρει ανάπαυση (Γένεση η 9) και να μείνει σε αυτόν (Ησαϊα μβ 1).
(7) ἐπ᾿ αὐτόν « Επειδή δηλαδή η φωνή που έλεγε «αυτός είναι ο γιος μου ο αγαπητός» φαινόταν στο πλήθος ότι περισσότερο άρμοζε στον Ιωάννη  και επειδή καθένας από τους ακροατές σχημάτισε την ιδέα ότι για τον βαπτιστή μάλλον παρά για τον βαπτιζόμενο… ήλθε το Πνεύμα… ελκύοντας τη φωνή πάνω από τον Ιησού και έκανε φανερό σε όλους ότι το «αυτός» δεν είχε λεχθεί για τον Ιωάννη που βάπτιζε αλλά για τον Ιησού που βαπτιζόταν» (Χρυσόστομος). Το «ερχόμενον» αποτελεί νέα ένδειξη ότι η εμφάνιση ήταν αισθητή (M.J Lagrange Paris 1923). Δεν πρέπει για κανένα λόγο να θεωρήσουμε, ότι αυτός συλλήφθηκε από το Αγιο Πνεύμα στερούνταν το Πνεύμα μέχρι τη βάπτισή του. Ούτε ότι το χάρισμα του Πνεύματος, που δόθηκε με το βάπτισμα, επέφερε κάποια μεταβολή στη φύση του. Για αυτόν το Πνεύμα σημείωσε την αρχή της δημόσιας δράσης του ως Μεσσία, ως χρισμένου βασιλιά (Alf. Plummer London 1911). Η θεία χάρη, που υπήρχε από την αρχή στο Σωτήρα ως άνθρωπο, μετέδιδε σε αυτόν εσωτερικά τα πλούσια δώρα του Πνεύματος ανάλογα με την δύναμη που κάθε φορά χωρούσε η ανθρώπινη φύση (Λουκά. β 40). Η κάθοδος λοιπόν του αγίου Πνεύματος πάνω σε αυτόν δεν ήταν μετάδοση ξένης δωρεάς από τα έξω, όπως αυτή που δόθηκε στους αποστόλους κατά την Πεντηκοστή, αλλά φανέρωση στον Ιωάννη και στο λαό της συντελεσμένης ήδη εσωτερικής χρίσης και εξωτερική χρίση, δηλαδή ανάδειξη αυτού ως Μεσσία και Σωτήρα του κόσμου (Ν. Δαμαλά,Αθήναι 1892).

 

ΣΤΙΧΟΣ 17.
καὶ ἰδοὺ(1) φωνὴ(2) ἐκ τῶν οὐρανῶν λέγουσα· οὗτός(3) ἐστιν ὁ υἱός μου(4) ὁ ἀγαπητός(5), ἐν ᾧ εὐδόκησα(6).
(Και ιδού φωνή ακούστηκε από τους ουρανούς που έλεγε. Αυτός είναι ο υιός μου, ο αγαπημένος, στον οποίο ευαρεστήθηκα. Τον εγέννησα αϊδίως και είναι ως Θεός μονάκριβός μου Υιός, ως άνθρωπος δε απολύτως αναμάρτητος πάντοτε έκανε το αρεστό ενώπιόν μου)
 
(1) καὶ ἰδοὺ Επαναλαμβάνει το δεικτικό επίρρημα, για να ελκύσει την προσοχή του αναγνώστη στο δεύτερο γεγονός της ανακήρυξης (Ν. Δαμαλά,Αθήναι 1892).
(2) φωνὴ έγινε ή ακούστηκε (Ν. Δαμαλά,Αθήναι 1892).
(3) οὗτός Στον Μάρκο φαίνεται ότι η φωνή ακούστηκε από μόνο τον Ιησού («Εσύ είσαι ο υιός μου…»). Ο Ματθαίος μεταβάλλει το Εσύ είσαι σε Αυτός είναι, για να κάνει φανερό, ότι η διακήρυξη υπήρξε δημόσια (W. Allen,1922), και ακούστηκε και από τους άλλους, «ώστε σε εκείνους περισσότερο, οι οποίοι άκουγαν, να δειχτεί ότι ήταν υιός του Θεού… Δεν δηλωνόταν λοιπόν στο Χριστό ό,τι γνώριζε, αλλά για εκείνους που παρόντες άκουγαν, έγινε αυτή η φωνή» (Αυγουστίνος De cons,ev.ΙΙ 14).
(4) ὁ υἱός μου Το όλο χωρίο παρουσιάζεται να συμφωνεί με το Ησαϊου μβ 1 όπως παρατίθεται από τον Ματθαίο (ιβ 18-21): Να, το παιδί μου, το οποίο διάλεξα. Ο αγαπητός μου, στον οποίο ευαρεστήθηκε η ψυχή μου. Θα βάλω το Πνεύμα μου πάνω του (W. Allen,1922).
(5) ἀγαπητός Ο «αγαπητός» δεν είναι προσδιορισμός του «ο υιός μου» αλλά ανεξάρτητος τίτλος = ο αγαπημένος = ο Μεσσίας (W. Allen,1922).
(6) εὐδόκησα «Στον οποίο αναπαύομαι, στον οποίο αρέσκομαι» (Θεοφύλακτος). Στον οποίο ευαρεστήθηκα. Και δείχνει εδώ την ευαρέσκεια, την οποία από την αρχή προ των αιώνων έχει ο Πατέρας στην απαράλλακτή του εικόνα. Και για αυτό μπαίνει ο αόριστος χρόνος για να δηλώσει το από την αρχή, το πριν τους αιώνες (Ν. Δαμαλά,Αθήναι 1892). Άλλη ερμηνεία λιγότερο πιθανή: «ευδοκία είναι η αγαθή θέληση. Και αγαθή θέληση ήταν, το να σωθούν οι άνθρωποι. Τώρα είπε, ότι αυτός είναι, αυτός για τον οποίο θέλησα τα αγαθά, δηλαδή από τον οποίο θα έλθει η σωτηρία των ανθρώπων» (Ζιγαβηνός). «Ευαρεστήθηκε δηλαδή ο Θεός και Πατέρας να αναμορφώσει τα πάντα και τα ξαναφέρει στην κατάσταση που ήταν από την αρχή» (Κύριλλος Αλεξανδρείας)
 
Β.  Η ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΟΥ ΜΑΡΚΟΥ  α  9-11
(Υπόμνημα στο κατά Μάρκον, Π.Ν.Τρεμπέλα σελ. 30-32 μεταφρασμένο & μεταγλωττισμένο στη δημοτική γλωσσα!
Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους.
 
ΣΤΙΧΟΣ 9
Καὶ(1) ἐγένετο(2) ἐν ἐκείναις ταῖς ἡμέραις(3) ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ Ναζαρὲτ τῆς Γαλιλαίας(4) καὶ ἐβαπτίσθη(5) ὑπὸ Ἰωάννου εἰς τὸν Ἰορδάνην.
Και κατά τας ημέρας εκείνας ήλθε ο Ιησούς από την Ναζαρέτ της Γαλιλαίας και εβαπτίσθη από τον Ιωάννην στον Ιορδάνην.
 
(1) Καὶ Δες Ματθαίου. γ 13. Παρά τη συντομία της, η αφήγηση του Μάρκου για το βάπτισμα είναι ζωηρή και λεπτομερής (S.D.F. Salmond,Edinburgh 1922).
(2) ἐγένετο «Η φράση «και συνέβη» είναι συνηθισμένη φράση στους Εβραίους. Έπειτα αρχίζει να λέει τι συνέβη» (Ζιγαβηνός).
(3) ἐκείναις ταῖς ἡμέραις «Ημέρες λέει τώρα, αυτές στις οποίες κήρυττε το βάπτισμα της μετανοίας ο Ιωάννης» (Ζιγαβηνός). Αξιοσημείωτη και η επόμενη ερμηνεία: Σε εκείνες τις ημέρες, στο χρόνο που προκαθορίστηκε από τον Πατέρα, ώστε σε αυτόν να γίνει η αρχή του ευαγγελίου. Όταν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, όπως πολλές φορές σημαίνεται στην Π.Δ. με τη φράση «Στις ημέρες εκείνες». Ήδη οι έσχατες του Δανιήλ εβδομάδες άρχισαν ή μάλλον το τελευταίο μισό της έσχατης εβδομάδας, όταν «θα συνάψει και θα καταστήσει ισχυρή μια διαθήκη σε πολλούς» ο Μεσσίας (Δανιήλ θ 27).
(4) Γαλιλαίας «Ο Ματθαίος μεν είπε απλώς από τη Γαλιλαία, ενώ ο Μάρκος πρόσθεσε ειδικότερα και την πόλη στην οποία έμενε» (Ζιγαβηνός). Αυτό αποτελεί ένδειξη, ότι το ευαγγέλιο γράφτηκε για αναγνώστες εθνικούς που αγνοούσαν την Παλαιστίνη (Ezra P. Gould, Edinburgh 1921).
(5) ἐβαπτίσθη Δες πόσο ταπεινά υποτάσσεται στο Θεό ερχόμενος να βαπτιστεί από τον Ιωάννη. Έτσι πήρε πάνω του το ομοίωμα της αμαρτωλής σάρκας, ώστε, αν και αυτός ήταν καθαρός και άμεμπτος, δέχεται βάπτισμα μετανοίας σαν να ήταν μολυσμένος. Εξίσου όμως αληθινή και η επόμενη ερμηνεία: «Δεν βαπτίστηκε για αμαρτίες (του). Διότι αυτός ήταν αυτός που σηκώνει την αμαρτία του κόσμου, ο οποίος δεν έκανε αμαρτία ούτε βρέθηκε δόλος και τα υπόλοιπα που λέει το χωρίο. Ούτε (βαπτίστηκε) επειδή είχε ανάγκη να χορηγηθεί σε αυτόν το Πνεύμα. Διότι εκείνο το βάπτισμα (του Ιωάννη) ήταν έρημο και από τα δύο αυτά… Αλλά βαπτίστηκε (ο Κύριος) για να γίνει γνωστός στους πολλούς και να πιστέψουν… Και για αυτό λοιπόν γίνεται τότε η κάθοδος του Πνεύματος, όχι επειδή για πρώτη φορά τότε επιφοίτησε σε αυτόν (διότι δεν ήταν έρημος αυτού) αλλά για να δείξει αυτόν που ανακηρυσσόταν, κάνοντάς τον με το πέταγμά του γνωστό σε όλους σαν ακριβώς με κάποιο δάκτυλο. Και για να εκπληρώσει κάθε δικαιοσύνη βαπτίζεται, η οποία είναι η εκπλήρωση των εντολών. Και είναι εντολή και το να υπακούσει κανείς σε προφήτη που βαπτίζει… Αν όμως πεις ότι βαπτίστηκε και για να αγιάσει σε μας τα νερά, και αυτό να πεις δεν κάνεις λάθος» (Βίκτωρ Αντιοχείας)
 
ΣΤΙΧΟΙ  10,11
καὶ(1) εὐθέως(2) ἀναβαίνων ἀπὸ τοῦ ὕδατος εἶδε σχιζομένους(3) τοὺς οὐρανοὺς καὶ τὸ Πνεῦμα ὡς περιστερὰν(4) καταβαῖνον(5) ἐπ᾿ αὐτόν·
Και αμέσως όταν εβγήκε από το νερό, είδε να σχίζωνται οι ουρανοί και το Πνεύμα του Θεού, ωσάν περιστερά, να κατεβαίνη εις αυτόν.
καὶ φωνὴ(6) ἐγένετο ἐκ τῶν οὐρανῶν· σὺ εἶ ὁ υἱός μου(7) ὁ ἀγαπητός, ἐν σοὶ ηὐδόκησα(8).
(1) καὶ Δες Ματθαίου. γ 16.
(2) εὐθέως Δηλώνει το ταυτόχρονο της οπτασίας= αμέσως μόλις ανέβαινε είδε (Ν.Δαμαλά Αθήνα 1892).
(3) σχιζομένους «Ο Ματθαίος μεν και ο Λουκάς λένε ότι άνοιξαν οι ουρανοί, ενώ αυτός λέει σχίστηκαν» (Ζυγαβηνός Ευθύμιος). Πιο έντονο το σχίστηκαν. Το σχίζεται λέγεται για εκείνο, το οποίο στο παρελθόν δεν είχε ανοιχτεί. Ο Χριστός πρώτος άνοιξε τον ουρανό (J.A. Bengel).
(4) ὡς περιστερὰν Η όμοια με περιστέρι μορφή, που συμβολίζει εδώ το άγιο Πνεύμα, συνδέεται άριστα με το περιστέρι που επέστρεψε στο Νώε με μήνυμα ειρήνης και ελπίδας για τη νέα τάξη, που αναδυόταν από τα νερά, στα οποία είχε ταφεί ο παλαιός κόσμος με όλες τις πονηρές του πράξεις (S.D.F. Salmond,Edinburgh 1922). «Για αυτό έμοιασε με περιστέρι το άγιο Πνεύμα, για να δειχτεί, ότι ένας είναι ο Θεός της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης και για να υπενθυμίσει τον κατακλυσμό του Νώε. Διότι τότε την λήξη του κατακλυσμού περιστέρι την ανήγγειλε, που κουβαλούσε στο στόμα κλαδί ελιάς. Και εδώ πάλι, εμφανιζόμενο με μορφή περιστεριού το άγιο Πνεύμα δηλώνει την απαλλαγή από τα αμαρτήματα» (Θεοφύλακτος). «Και τώρα με μορφή περιστεριού, όχι με σώμα έρχεται το Πνεύμα, αναγγέλλοντας στην οικουμένη το έλεος του Θεού, και δηλώνοντας ταυτόχρονα, ότι ο πνευματικός άνθρωπος πρέπει να είναι απονήρευτος και πράος, απλός και άδολος» (Βίκτωρ Αντιοχείας). Δεν κατεβαίνει με μορφή αετού, ο οποίος, αν και είναι βασιλιάς τω πτηνών, είναι όμως πτηνό σαρκοφάγο, αλλά με μορφή περιστεριού, του οποίου κανένα άλλο πτηνό δεν είναι περισσότερο άκακο και αβλαβές. Το περιστέρι ήταν το μόνο από τα πτηνά, που προσφερόταν ως θυσία (Λευϊτικό α 14) και ο Χριστός μέσω του Πνεύματος, του αιωνίου Πνεύματος, πρόσφερε τον εαυτό του θυσία άμεμπτη στο Θεό. Οι ειδήσεις για την κατάπαυση του κατακλυσμού με περιστέρι μεταφέρθηκαν στο Νώε. Πολύ κατάλληλα λοιπόν και οι χαρμόσυνες ειδήσεις της ειρήνευσής μας με το Θεό μεταφέρονται σε εμάς τώρα από το Πνεύμα με μορφή περιστεριού. Μιλά αυτό για την ευαρέσκεια του Θεού προς τους ανθρώπους. Το ότι ο Θεός είναι μέσα στο Χριστό συμφιλιώνοντας τον κόσμο με τον εαυτό του, είναι χαρμόσυνο μήνυμα, που μεταφέρεται σε εμάς πάνω σε φτερά, πάνω στα φτερά περιστεριού. Περιστεριού «που είναι άδολο, πραότατο, και γεννά πολλά παιδιά» (Γρηγόριος Νύσσης). Το περιστέρι ήταν το έμβλημα της καθαρότητας. Και η εμφάνισή του εδώ συμφωνεί με την γλυκύτητα και το ειρηνικό της βασιλείας του Χριστού (Ezra P. Gould, Edinburgh 1921).
(5) καταβαῖνον Η κατάβαση του Πνεύματος ήταν πραγματικό γεγονός. Δεν ήταν απλό σύμβολο, που μαρτυρούσε, ότι το πρόσωπο του Κυρίου είχε μέσα του το άγιο Πνεύμα. Χωρίς να αποκλείεται, ότι ο Κύριος είχε μέσα στον εαυτό του και προηγουμένως το Πνεύμα, παρεχόταν τώρα σε Αυτόν κατά την ανθρώπινη φύση του και ειδική ενίσχυση που ετοίμαζε αυτόν στο μεσσιακό του έργο, το οποίο επρόκειτο ήδη να αρχίσει. Παράλληλη με την κάθοδο αυτή είναι η κάθοδος του αγίου Πνεύματος κατά την Πεντηκοστή, η οποία ετοίμασε τους μαθητές για το νέο τους αποστολικό έργο, στο οποίο επρόκειτο να επιδοθούν. Επιπλέον η κάθοδος αυτή ήταν ενδεικτική της σημασίας και της σπουδαιότητας του βαπτίσματος, το οποίο ο Κύριος θα έδινε σε εμάς (Ezra P. Gould, Edinburgh 1921).
(6) φωνὴ «Διατύπωσε ο Θεός φωνή στο σώμα του αέρα για να την καταλάβουν αυτοί που άκουγαν και αυτή η φωνή έγινε σύμφωνα με την επικρατούσα συνήθεια αυτών που μιλάνε. Έτσι ο Θεός, ο οποίος θέλει όλοι να σωθούν και να έλθουν σε επίγνωση της αλήθειας, για τον σκοπό της σωτηρίας των ανθρώπων άρθρωσε τον λόγο στον αέρα, όπως λέει και προς του Ιουδαίους ο Κύριος που νόμιζαν ότι έγινε βροντή, επειδή ο ήχος δημιουργήθηκε στον αέρα, ότι «δεν έγινε για μένα αυτή η φωνή, αλλά για εσάς» (Γρηγόριος Νύσσης).
(7) σὺ εἶ ὁ υἱός μου «Αν ο Χριστός είναι άλλος μέσα σε άλλον, σύμφωνα με τα λόγια του Νεστορίου (αιρετικού), θα έπρεπε να πει: Μέσα σε σένα είναι ο γιος μου ο αγαπητός» (Βίκτωρ Αντιοχείας).
(8) ἐν σοὶ ηὐδόκησα «Στο κατά Ματθαίον μεν έχει γραφτεί: αυτός είναι ο υιός μου. Ο Μάρκος όμως και ο Λουκάς γράφουν Εσύ είσαι ο υιός μου. Τι λοιπόν θα πούμε για αυτό;… Οι ευαγγελιστές άλλοτε μεν απομνημονεύουν ακέραια αυτά τα ρητά. Άλλοτε όμως την μεν έννοια του ρητού την διασώζουν ολόκληρη, αλλά κάποιες λέξεις τις αλλάζουν ελαφρώς χωρίς να γίνεται αισθητό, όταν αυτό δεν πρόκειται να βλάψει καθόλου τον λόγο, αφού η λέξη που αντικατέστησε την άλλη σημαίνει ακριβώς το ίδιο» (Ζιγαβηνός). Έως τότε ο Κύριος περνούσε τη ζωή του με αφάνεια ως τέκτων στη Ναζαρέτ. Τώρα δημόσια ανακηρύσσεται από τον Πατέρα ως Υιός του αγαπητός. Πόσες αξίες είναι κρυμμένες κάτω από τη σκιά της ασημότητας, της αφάνειας ή και της περιφρόνησης του κόσμου και δεν είναι δυνατόν να γίνουν γνωστές ή και δεν θέλουν να γίνουν γνωστές καλυπτόμενες από το πέπλο της ταπεινοφροσύνης τους! Αλλά γρήγορα ή αργά θα καταστούν γνωστές, όπως και ο Χριστός έγινε γνωστός αφού μαρτυρήθηκε από τον Πατέρα στον κατάλληλο χρόνο. Δες ποιά είναι η σχέση του Κυρίου Ιησού με το Θεό. Εσύ είσαι ο Υιός μου. Ο Ιησούς Χριστός είναι ο Υιός του Θεού από προαιώνια γέννηση, που γεννήθηκε ως πρωτότοκος από τον Πατέρα πριν από κάθε κτίση (Κολασσαείς α 15, Εβραίους α 3). Αλλά είναι υιός του Θεού και ως άνθρωπος αφού γεννήθηκε με υπερφυσική σύλληψη από το άγιο Πνεύμα (Λουκά α 35) και επιπλέον προορίστηκε με ειδική απόφαση και ανάδειξη από τον πατέρα στο έργο και το αξίωμα του Λυτρωτή του κόσμου. Αυτόν ο Πατέρας σφράγισε και αγίασε ο Θεός. Ο αγαπητός Υιός μου. Είναι ο υιός της αγάπης του Πατέρα (Κολασσαείς α 13), ο οποίος είναι μέσα στους κόλπους του πατέρα αιωνίως (Ιωάννου α 18), η ευφροσύνη του Πατέρα πάντοτε μεν, ιδιαίτερα όμως στο έργο της σωτηρίας των ανθρώπων, ως μεσίτης ανάμεσα σε μας και τον Πατέρα. Για αυτό ο Πατέρας αυτόν «αγαπά, επειδή αυτός θυσιάζει την ζωή του, για να την πάρει πάλι» (Ιωάννου ι 17). Δείτε και θαυμάστε, ποια αγάπη έδειξε σε εμάς ο Θεός, αφού παρέδωσε τον Υιό της αγάπης του να πάθει και να πεθάνει για εκείνους, που ήταν γενεά οργής. Σε σένα ευαρεστήθηκα. Ευαρεστείται με αυτόν, αλλά και με κάθετί που είναι σε αυτόν. Και με όλους λοιπόν που είναι ενωμένοι με αυτόν. Μέσω αυτού οι πνευματικές μας θυσίες γίνονται ευπρόσδεκτες στο Θεό (Α Πέτρου β 5). Έξω από τον Χριστό ο Θεός είναι φωτιά που κατακαίει. Αλλά με το Χριστό είναι Πατέρας συμφιλιωμένος με εμάς. Αποτελεί η φωνή αυτή του Πατέρα περίληψη του όλου ευαγγελίου. Είναι λόγος αξιόπιστος και κάθε αποδοχής άξιος, ότι ο Θεός διακήρυξε τον Ιησού Χριστό αγαπητό του Υιό, στον οποίο ευαρεστήθηκε και μαζί με αυτήν τη φωνή του Πατέρα πρέπει να εναρμονιστούν και οι δικές μας φωνές, διαλαλώντας με πίστη, ότι αυτός είναι ο αγαπητός Σωτήρας μας, μέσω του οποίου ευαρεστούμε και εμείς στον Πατέρα.
 
Γ.  Η ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΟΥ ΛΟΥΚΑ  γ  21-22
(Υπόμνημα στο κατά Λουκάν, Π.Ν.Τρεμπέλα σελ. 63-66 μεταγλωττισμένο στη δημοτική γλώσσα!
Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους)
 
ΣΤΙΧΟΣ 21
Ἐγένετο δὲ ἐν τῷ βαπτισθῆναι(1) ἅπαντα(2) τὸν λαὸν καὶ Ἰησοῦ βαπτισθέντος καὶ προσευχομένου(3) ἀνεῳχθῆναι τὸν οὐρανὸν(4)
Πριν όμως φυλακισθή ο Ιωάννης και αφού εβαπτίσθη όλος ο λαός, που είχεν έλθει στον Ιορδάνην, και όταν ο Ιησούς εβαπτίσθη και προσηύχετο, ηνοίχθη ο ουρανός
 
(1) ἐν τῷ βαπτισθῆναι = την ώρα που όλος ο λαός βαπτίστηκε. Ο αόριστος
λέγεται αντί για υπερσυντέλικο = είχε βαπτιστεί (Ν.Δαμαλά.1892). Εάν ο Λουκάς είχε γράψει «την ώρα που βαπτιζόταν», τότε θα υπονοούσε ότι ήταν παρόντες πολλοί την ώρα που ο Κύριος βαπτίστηκε και ακολούθησαν τα σημεία, τα οποία ο Λουκάς αφηγείται στη συνέχεια. Μάλλον φαίνεται πιθανό ότι ο Ιησούς περίμενε μέχρις ότου θα ήταν μόνος με τον Ιωάννη (A. Plummer,1928, F. Godet,1888). Ο πολύς λαός ήταν ήδη βαπτισμένος και ο Σωτήρας ήλθε στο τέλος (Ν.Δαμαλά.1892).
(2) ἅπαντα Λαϊκή υπερβολική έκφραση αντί να πει, πλήθος λαού (Ν.Δαμαλά.1892). Η΄, ο λαός που παρευρισκόταν εκείνη την ώρα εκεί. Ο Ιησούς περίμενε να βαπτιστούν πρώτα όλοι οι άλλοι και τελευταίος από όλους αυτός. Έτσι ταπείνωσε τον εαυτό του και απέφυγε κάθε διαφήμιση για τον εαυτό του, εμφανιζόμενος προς τον Ιωάννη σαν ένας από τους τελευταίους, σαν ο έσχατος των εσχάτων.
(3) προσευχομένου «Αφού βαπτίστηκε προσευχόταν διδάσκοντας ότι πρέπει αυτοί που βαπτίστηκαν να προσεύχονται» (Ζιγαβηνός). Ο Λουκάς συχνά αναφέρει τις προσευχές του Ιησού, και μάλιστα κατά τα πιο σπουδαία γεγονότα της ζωής του. Δες Λουκά στ 12, θ 18,29, κβ 32,41, κγ 46 (J.A. Bengel). Ο Λουκάς στο ευαγγέλιό του τονίζει το καθήκον της προσευχής (A. Plummer,1928). Εδώ η προσευχή του Ιησού παρουσιάζεται ιδιαιτέρως αποτελεσματική. Οι ουρανοί κατά τη διάρκειά της ανοίγουν (M.J. Lagrange,1921). Δεν εξομολογείται αμαρτίες, όπως όταν βαπτίζονταν εξομολογούνταν οι άλλοι. Διότι αυτός ήταν αναμάρτητος. Προσεύχεται μόνο. Προσεύχεται όπως οι άλλοι, διότι η προσευχή είναι μέσο με το οποίο διατηρεί κάποιος κοινωνία και σχέση με τον Πατέρα. Έτσι τίμησε ο Κύριος την προσευχή, μας συνέδεσε με αυτήν και μας ενθάρρυνε προς αυτήν.
(4) ἀνεῳχθῆναι τὸν οὐρανὸν «Είπε ο ευαγγελιστής ότι άνοιξε ο ουρανός γιατί ήταν από παλιά κλεισμένος… Επειδή δηλαδή τώρα φανερώθηκε μία ποίμνη και η πάνω (ουράνια) και η κάτω (επίγεια), και αναδείχτηκε ένας για όλους αρχιποιμένας, άνοιξε μεν ο ουρανός, και ενώθηκε μαζί με τους αγίους αγγέλους ο επίγειος άνθρωπος. Και επιφοίτησε και το Πνεύμα πάλι, σαν σε δεύτερη απαρχή του γένους μας. Και σαν σε πρώτο τον Χριστό, ο οποίος το δέχεται κατά συγκατάβαση όχι τόσο για τον εαυτό του, αλλά για μας. Διότι σε όλα με αυτόν και μέσω αυτού πλουτίσαμε. Με πάρα πολλή συγκατάβαση λοιπόν υπομένει μαζί μας τα ανθρώπινα» (Κύριλλος Αλεξανδρείας). Άλλοτε με την προσευχή διαχωρίστηκαν τα νερά, για να διανοιχτεί μέσω αυτών οδός προς την Χαναάν. Τώρα απομακρύνθηκε ο αέρας, άλλο ρευστό στοιχείο, για να διανοιχτεί επικοινωνία με την ουράνια Χαναάν. Έτσι ανοίχτηκε τότε στο Χριστό και μέσω αυτού ήδη και σε εμάς οδός νέα, πρόσφατη και ζωντανή που μας εισάγει στα αληθινά άγια. Η αμαρτία είχε κλείσει τον ουρανό. Αλλά η προσευχή του Χριστού άνοιξε και πάλι αυτόν. Η προσευχή είναι θεσμός που ανοίγει τους ουρανούς. Χτυπάτε και θα σας ανοιχτεί.
 
ΣΤΙΧΟΣ 22
καὶ(1) καταβῆναι τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον σωματικῷ εἴδει(2) ὡσεὶ(3) περιστερὰν(4) ἐπ᾿ αὐτόν(5), καὶ φωνὴν ἐξ οὐρανοῦ γενέσθαι λέγουσαν· σὺ(6) εἶ ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν σοὶ εὐδόκησα.
και κατέβηκε το Πνεύμα το Αγιον με μορφήν εξωτερικήν και σωματικήν που εμοιαζε προς περιστεράν και ήλθε φωνή από τον ουρανόν, που έλεγε· “συ είσαι ο υιός μου ο αγαπητός, εις σε έχω ευαρεστηθή, διότι και ως άνθρωπος ετήρησες όλα όσα είναι αρεστά εις εμέ”.
 
(1) καὶ Και συνέβη να κατέβει.
(2) σωματικῷ εἴδει Δηλαδή με μορφή, με σχήμα σωματικό, πήρε δηλαδή μόνο το εξωτερικό σχήμα και τη μορφή του σώματος, όχι όμως σώμα πραγματικό (Ν.Δαμαλά.1892). «Με σωματική μορφή κατέβηκε, για να γίνει ορατό από τα σωματικά μάτια των ανθρώπων» (Ζιγαβηνός). Εάν ο Λουκάς επέμεινε περισσότερο από τον Μάρκο στη σωματική μορφή, έπραξε αυτό αναμφίβολα, για να τονίσει την πραγματικότητα της εμφάνισης, ίσως δε και για να τονίσει την ιδιαίτερη υπόσταση και προσωπικότητα του Πνεύματος (M.J. Lagrange,1921). Το Πνεύμα κατεβαίνει με σωματική μορφή, για να αποκαλυφθεί έτσι ότι είναι προσωπική υπόσταση και όχι απλώς ενέργεια της θεότητας. Έτσι λοιπόν έγινε πλήρης, εμφανής και αισθητή φανέρωση της Τριάδας σε αυτήν την αρχή του ευαγγελίου. Και πάρα πολύ κατάλληλα έγινε αυτή κατά το βάπτισμα του Χριστού, ο οποίος επρόκειτο να καταστήσει το μυστήριο του βαπτίσματος διακριτικό γνώρισμα της ομολογίας της πίστης στο δόγμα της Τριάδας, του Πατέρα και του Υιού και του αγίου Πνεύματος, στο όνομα της οποίας και τελειώνεται το βάπτισμα.
(3) ὡσεὶ Επεξήγηση του «με σωματική μορφή» που δείχνει σε τι συνίστατο αυτή η μορφή (Ν.Δαμαλά.1892). Το ωσεί υποδηλώνει ότι επρόκειτο για απλή ομοιότητα.
(4) περιστερὰν Ζήτησαν οι διάφοροι ερμηνευτές την αναλογία και ομοιότητα του συμβόλου του περιστεριού με το άγιο Πνεύμα είτε στο χαρακτήρα του περιστεριού, είτε στον τρόπο που πετάει. Σύμφωνα με την πρώτη εκδοχή αναφέρονται στα λόγια του Κυρίου στο Ματθαίου ι 16 και προβάλλουν ότι το περιστέρι είναι «το ζώο της απλότητας και της αθωότητας» Τερτυλλιανός (F. Godet,1888). Εμφανίστηκε το Πνεύμα με μορφή περιστεριού «επειδή είναι πράο και ακέραιο, ώστε και εμείς να μιμηθούμε το πράο και ακέραιο του περιστεριού» (Ωριγένης) «για να μάθουμε ότι πρέπει να είμαστε πράοι και καθαροί» (Θεοφύλακτος). Το περιστέρι διακρίνεται για την ειρηνική του απλότητα, την απαλλαγμένη από κάθε κακία (Hofmann) και είναι το έμβλημα της γλυκύτητας και της αγνότητας (Keil). Σύμφωνα με την δεύτερη εκδοχή τονίζεται ο γλυκύς χαρακτήρας των κινήσεών του και αντιθέτουν το πέταγμα του περιστεριού με αυτό του αετού ή με τη ταχύτητα της αστραπής ή τη βία της θύελλας (F. Godet,1888). Αξιοσημείωτη και η επόμενη που συνδυάζει περισσότερες από μία εκδοχές. «Το Πνεύμα κατεβαίνει με μορφή περιστεριού. Διότι όπου υπάρχει συμφιλίωση Θεού, εκεί είναι και περιστέρι. Διότι και στην κιβωτό του Νώε φέρνοντας κλαδί ελιάς ήλθε το περιστέρι, σύμβολο της φιλανθρωπίας του Θεού και της απαλλαγής από την κακοκαιρία. Και τώρα με μορφή περιστεριού, όχι με σώμα, έρχεται το Πνεύμα, αναγγέλλοντας στην οικουμένη το έλεος του Θεού, και φανερώνοντας ταυτόχρονα, ότι πρέπει ο πνευματικός άνδρας να είναι απονήρευτος και απλός και άκακος» (Χρυσόστομος). Ο,τιδήποτε και αν είναι, το ουσιώδες χαρακτηριστικό εδώ είναι η οργανική μορφή, με την οποία εμφανίζεται το Πνεύμα. Με τη μορφή αυτή παρουσιάζεται ως αδιαίρετη ολότητα. Κατά την Πεντηκοστή φάνηκαν διαμοιραζόμενες γλώσσες, σύμβολο των διαφόρων χαρισμάτων που κατανέμονται μεταξύ των πιστών. Στον Ιησού όμως κατεβαίνει ως ολότητα (F. Godet,1888).
(5) ἐπ᾿ αὐτόν «Δεν αγιάζεται ως Θεός που είναι, παίρνοντας το Πνεύμα. Διότι αυτός είναι που αγιάζει. Αλλά (αγιάζεται) ως άνθρωπος που έγινε» (Κύριλλος Αλεξανδρείας).
(6) σὺ Απάντηση στην προσευχή του Ιησού (J.A. Bengel). Ο Μάρκος επίσης έχει σε δεύτερο πρόσωπο την φωνή του Πατέρα. Ο Ματθαίος σαν να λεγόταν για το Χριστό σε ένα τρίτο πρόσωπο. «Η ποικιλία των εκφράσεων μέχρι τώρα είναι ωφέλιμη, έτσι ώστε να μην γίνεται λιγότερο κατανοητό αυτό που εκφράζεται με ένα τρόπο» (Αυγουστίνος). Η εκφορά σε δεύτερο πρόσωπο εκφράζει την πληροφορία που δόθηκε από τη φωνή του Πατέρα στη συνείδηση του Κυρίου. Ενώ η εκφορά σε τρίτο πρόσωπο εκφράζει την βεβαίωση που δόθηκε στον Βαπτιστή.

katafigioti

lifecoaching