ΣΤΗΡΙΞΤΕ ΤΟ ΣΥΣΣΙΤΙΟ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΜΑΣ! ΘΥΜΗΘΕΙΤΕ ΤΟΥΣ ΠΤΩΧΟΥΣ…
¨Ρίχνοντας¨ τ’ όποιο χρηματικό ποσό στο Κυτίο στην είσοδο του Ναού… ή/και…
¨Δίνοντάς¨ το, στους υπευθύνους(1) του ΕΦΤ(Ενορ.Φιλόπτ.Ταμείο)
Προσκομίζοντας ΤΡΟΦΙΜΑ στο Συσσίτιο(3) (ή στο Ναό) προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για την παρασκευή του (ή να διανεμηθούν [σε περίπτωση δυνατότητας] σε όσους τα χρειάζονται)… ή/και…
Αγοράζοντας από καταστήματα τροφίμων ΔΩΡΟΕΠΙΤΑΓΕΣ και προσφέροντας τες στο ΕΦΤ, προκειμένου να δοθούν σ’ όσους τις έχουν ανάγκη… ή/και…
Αναθέτοντας τήν αγορά των ΥΛΙΚΩΝ για το συσσίτιο, στους υπευθύνους(2) του … ή/και…
Αναλαμβάνοντας τα έξοδα (όλου ή μέρους) συγκεκριμένου γεύματος (Όσπρια >200 ευρώ, Μακαρόνια κιμά >230, Κοτόπουλο >330), «Υπέρ Αναπαύσεως» αγαπημένου σας προσώπου, σε συνεννόηση με τους υπευθύνους του (2)… ή/και…
Συμμετέχοντας στους κατά καιρούς περιφερόμενους Δίσκους του Ναού...ή/και
Καταθέτοντας στον Τραπεζικό Λογαριασμό του ΕΦΤ:
Τράπεζα Πειραιώς IBAN: GR 66 0172 0380 0050 3807 5349 683
και επικοινωνώντας έγκαιρα μαζί μας για την έκδοση της νόμιμης απόδειξης.
(1)Υπεύθυνος ΕΦΤ:π.Ιωάννης (τηλ. Ναού 210 9335 460)
(2)Συσσίτιο:κα Μαντώ (τηλ. Συσσιτίου 210 93 50 151,Τρίτη και Πέμπτη πρωί:8.00 με 12.00)
(3)Θέση Συσσιτίου: Θεόγνιδος 10, στο ημιυπόγειο της πολυκατοικίας, πίσω από το Ιερό τού Ναού).
Προσκυνητής: Την ευχή σου, Γέροντα.
Γέροντας: Του Θεού, παιδί μου. Καλωσόρισες στην Καλύβη μας. Πήγαινε μέσα να προσκυνήσεις τον ΄Αγιό μας, να κεραστείς και να ξεκουραστείς. Εγώ θα κατέβω στον κήπο να μαζέψω ό,τι έδωσε ο Θεός. ΄Εχουμε πολλούς προσκυνητές απόψε. Θα σε δω αργότερα, μετά τον Εσπερινό.
Προσκυνητής: Γέροντα, θέλω νά ΄ρθω μαζί σου στον κήπο. Θέλω να σε βοηθήσω. Εγώ είμαι νέος, δεν είμαι κουρασμένος.
Γέροντας: Ευλογημένο νά ΄ναι, έλα.
Προσκυνητής: Γέροντα, θέλω να σε ρωτήσω κάτι.
Γέροντας: Τί, παιδί μου;
Προσκυνητής: ΄Εχω ακούσει ότι εδώ ζει ένας Γέροντας με χάρισμα προορατικό, ένας άγιος άνθρωπος, που γαληνεύει όσους εξομολογούνται σ’ αυτόν. Γι΄ αυτό έχω έλθει. Να εξομολογηθώ σ΄ αυτόν. ΄Εχω αγωνία και φόβο.
Γέροντας: Ναι, έχουμε ένα Γέροντα, εξομολόγο. Δεν ξέρω όμως, αν είναι άγιος, όπως λες. ΄Ενα ξέρω με βεβαιότητα, ότι, ενώ μισεί την αμαρτία, αγαπάει τον αμαρτωλό. Και ξέρω τί θα σου πει πρώτα.
Προσκυνητής: Τί, Γέροντα;
Γέροντας: Θα σου πει να έχεις εμπιστοσύνη στο έλεος του Θεού. και όταν ακόμη - ίσως τότε πιο πολύ - εσύ δεν μπορείς να δεις τον δρόμο της σωτηρίας. Θα σε βεβαιώσει ότι κανείς δε γνωρίζει ποιούς δρόμους παίρνει το “Αρνίον”, “ίνα γνωρίση εις ημάς οδούς ζωής”.
Προσκυνητής: Με κάνεις να ελπίζω, Γέροντα. ΄Ομως, ο δικός μου φόβος είναι πολύ μεγάλος”.
Γέροντας: Δεν υπάρχουν μικροί και μεγάλοι φόβοι για τον Θεό. Μετά τον Εσπερινό, έλα στην απλωταριά. Απόψε έχουμε πανσέληνο. Το φεγγάρι πρώτα θα βγει μέσα από το πέλαγος. Θα φωτίσει πρώτα την κορυφή του ΄Αθωνα, όπου έχουμε χτίσει μια εκκλησούλα, αφιερωμένη στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος. Από κει ψηλά το φως θα αρχίσει να κατεβαίνει και να μεταμορφώνει τα πάντα. Κράτα τα μάτια της ψυχής ανοικτά για να χαρείς το φως. ΄Οταν εγώ άρχισα να βλέπω το φως μέσα στο δικό Του φως, ελευθερώθηκα.
Προσκυνητής: ΄Ωστε, Γέροντα, εσύ είσαι ο εξομολόγος; Τότε δεν έχω να σου πω τίποτα άλλο. Τώρα όλα τα ξέρεις. Με ελευθέρωσες.
Γέροντας: ΄Οχι, δεν τελείωσε η εξομολόγηση. Αύριο, μετά τη Θεία Λειτουργία, μπροστά στην εικόνα του Χριστού θα σου διαβάσω συγχωρητική ευχή. ΄Ομως, θέλω όταν θα ψάλλεται η Δοξολογία να ακούσεις τούτο το ελπιδοφόρο μήνυμα:“Εν τω Φωτί Σου οψόμεθα Φως”.
Από το Αγιορείτικο περιοδικό “Πρωτάτο”
- Γέροντα, γιατί ο Άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων λέει ότι οι Μάρτυρες των εσχάτων χρόνων θα είναι “υπέρ πάντας Μάρτυρας”;
- Γιατί παλιά είχαμε μεγάλα αναστήματα. Στην εποχή μας λείπουν τα παραδείγματα -μιλώ γενικά για την Εκκλησία και τον Μοναχισμό. Τώρα πλήθυναν τα λόγια και τα βιβλία και λιγόστεψαν τα βιώματα.Θαυμάζουμε μόνον τους Αγίους Αθλητές της Εκκλησίας μας, χωρίς να καταλαβαίνουμε το πόσο κοπίασαν, γιατί δεν κοπιάσαμε, για να μπορέσουμε να καταλάβουμε τον κόπο τους, για να τους αγαπήσουμε και να αγωνισθούμε από φιλότιμο να τους μιμηθούμε. Ο Καλός Θεός βέβαια θα λάβη υπ' όψιν Του την εποχή και τις συνθήκες στις οποίες ζούμε και ανάλογα θα ζητήση. Άν λίγο αγωνισθούμε, θα στεφανωθούμε περισσότερα από τους παλαιούς.
Παλιά που υπήρχε το αγωνιστικό πνεύμα και ο καθένας προσπαθούσε να μιμηθή τον άλλο, δεν μπορούσε να σταθή ούτε το κακό ούτε η αμέλεια. Ήταν και το καλό πολύ και αγωνιστικό πνεύμα υπήρχε, γι' αυτό ένας αμελής δεν μπορούσε να σταθή. Τον έπαιρναν σβάρνα οι άλλοι. Θυμάμαι, μια φορά στην Θεσσαλονίκη περιμέναμε τα φανάρια, για να περάσουμε από το ένα πεζοδρόμιο στο άλλο. Σε μια στιγμή αισθάνθηκα ένα κύμα να με σπρώχνη προς τα εμπρός, γιατί όλοι πήγαιναν προς τα εκεί. Μόλις που σήκωνα το πόδι και προχωρούσα. Θέλω να πω δηλαδή ότι, όταν όλοι πάνε προς ένα μέρος, ένας, και να μη θέλη να πάη, δυσκολεύεται να μην πάη, γιατί τον πάνε οι άλλοι. Σήμερα, αν κάποιος θέλη να ζήση τίμια και πνευματικά, δεν χωράει στον κόσμο, δυσκολεύεται. Και αν δεν προσέξη, θα τον πάρη ο κατήφορος, το κοσμικό κανάλι. Παλιότερα, ήταν πολύ το καλό, πολλή η αρετή, πολύ το καλό παράδειγμα, και το κακό πνιγόταν στο πολύ καλό και η λίγη αταξία που υπήρχε στον κόσμο ή στα Μοναστήρια δεν φαινόταν και ούτε έβλαπτε. Τώρα τι γίνεται; Το κακό παράδειγμα είναι πολύ, και το λίγο καλό που υπάρχει, περιφρονείται. Φαίνεται δηλαδή το αντίθετο, πνίγεται το λίγο καλό στο πολύ κακό, και έτσι κυβερνάει το κακό.
Όταν ένας άνθρωπος ή ένα σύνολο ανθρώπων έχη αγωνιστικό πνεύμα, αυτό πολύ βοηθάει. Γιατί, όταν ένας προχωράη πνευματικά, δεν ωφελεί μόνον τον εαυτό του, αλλά βοηθάει και τον άλλον που τον βλέπει. Και ένας που είναι χαλαρός, πάλι το ίδιο, επιδρά και στους άλλους. Όταν ο ένας χαλαρώνη, ο άλλος χαλαρώνη, τελικά, χωρίς να το καταλαβαίνουν, δεν μένει τίποτε. Γι' αυτό το αγωνιστικό πνεύμα πολύ θα βοηθήση μέσα σ' αυτήν την χαλάρωση που υπάρχει. Αυτό θα πρέπη να το προσέξουμε πολύ, γιατί έφθασαν δυστυχώς σε τέτοιο σημείο οι σημερινοί άνθρωποι, που κάνουν και νόμους ακόμη χαλαρούς και τους επιβάλλουν και στους αγωνιζομένους να τους εφαρμόσουν. Γι' αυτό οι αγωνιζόμενοι όχι μόνο δεν πρέπει να επηρεάζονται από το κοσμικό πνεύμα, αλλά και να μη συγκρίνουν τον εαυτό τους με τους κοσμικούς και νομίζουν ότι είναι άγιοι και μετά χαλαρώνουν και γίνονται χειρότεροι και από τους πιο κοσμικούς.
Στην πνευματική ζωή δεν θα βάλη κανείς για πρότυπο τους κοσμικούς αλλά τους Αγίους. Καλά είναι να παίρνη κάθε αρετή και να βρίσκη τον Άγιο που την είχε, να μελετά τον βίο του, και τότε θα βλέπη ότι δεν έχει κάνει τίποτε και να προχωρή με ταπείνωση. Στο στάδιο αυτοί που τρέχουν, δεν κοιτάζουν πίσω να δουν που βρίσκονται οι τελευταίοι, γιατί, αν το κάνουν, θα μείνουν αυτοί τελευταίοι. Όταν προσπαθώ να μιμηθώ τους προχωρημένους, η συνείδηση λεπτύνεται. Όταν όμως βλέπω τους πίσω, δικαιολογώ τον εαυτό μου και λέω ότι δεν είναι σπουδαία τα σφάλματά μου εν συγκρίσει με τα δικά τους. Επαναπαύομαι στον λογισμό μου ότι υπάρχει και ο κατώτερός μου. Έτσι πνίγω την συνείδησή μου ή καλύτερα, καταλήγω να έχω μια καρδιά σοβαντισμένη, αναίσθητη.
(*Από το βιβλίο Λόγοι Α΄)
ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΩΝ ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΩΝ
FRANK SCHAEFFER
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ : "ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΙΣΤΗ ΣΤΟΝ ΑΙΩΝΑ ΤΩΝ ΨΕΥΤΙΚΩΝ ΘΡΗΣΚΕΙΩΝ"
Ἀντιαιρετικὸν Ἐγκόλπιον www.egolpion.com
Όσοι από μας ανατραφήκαμε ως Ευαγγελικοί έχουμε ακούσει ότι, σε αντίθεση με τους Ορθοδόξους και τους ρωμαιοκαθολικούς χριστιανούς, εμείς οι Προτεστάντες λατρεύουμε τον Θεό «εν πνεύματι και αλήθεια». Να γιατί, μας έλεγαν, εμείς δεν χρειαζόμαστε τη Θεία Λειτουργία ή τις «ανούσιες ιεροτελεστίες», για να μας βοηθήσουν να λατρεύσουμε τον Θεό. Εμείς ακόμη δεν χρειαζόμασταν να μελετήσουμε την εκκλησιαστική ιστορία, διότι το μόνο που μάς ενδιέφερε ήταν οι προσωπικές μας ιστορίες για τη σωτηρία.
Δεν χρειαζόμασταν ούτε και αυτήν ακόμη την Ιερά Παράδοση, διότι είχαμε μία κατ' ευθείαν προσωπική σχέση με τον Ιησού. Εφ' όσον αισθανόμασταν πνευματικοί, άρα και ήμασταν. Το τι κάναμε ή το πώς λατρεύαμε τον Θεό δεν είχε καμία σχέση με τη σωτηρία μας, την οποία καταλαβαίναμε ως ένα στιγμιαίο, σχεδόν μαγικό, προκαθορισμένο γεγονός και όχι ως μία πορεία.
Πιστεύαμε στη Βίβλο· όχι όμως στην Εκκλησία. Δεν πιστεύαμε στην ανάγκη να εξομολογηθούμε σε κάποιον ιερέα, να συμμετάσχουμε στην τέλεση της θείας Ευχαριστίας, και πολύ περισσότερο, να ανάψουμε ένα κερί, να προσκυνήσουμε μία εικόνα ή να απαγγείλουμε μία γραπτή προσευχή . Είχαμε διδαχθεί ότι είμαστε ελεύθεροι από όλες αυτές τις «νέο-ειδωλολατρικές προλήψεις». Πώς τώρα άλλοι χριστιανοί ακολουθούσαν κάποιους τρόπους λατρείας για χιλιάδες χρόνια το τι πίστευαν ή πώς έφθασαν να πιστεύουν, δεν μας ενδιέφερε καθόλου.
Δεν χρειαζόμασταν άλλη ερμηνεία από εκείνη, με την οποία εμείς οι ίδιοι αποκρυπτογραφούσαμε το μήνυμα των Γραφών.Κανένας επίσκοπος με αποστολική διαδοχή ή με άλλο τρόπο δεν εθεωρείτο από μας ότι είχε κάποια ειδική αυθεντία, για να μας καθοδηγήσει να βρούμε το αληθινό νόημα των Γραφών.Κανένας πατέρας της Εκκλησίας δεν διέθετε κάποια ειδική εμπειρία, που έπρεπε να ακούσουμε.Στην πραγματικότητα διδαχθήκαμε ότι η χριστιανική μας ζωή ήταν, όπως και η υπόλοιπη ζωή, μέσα στην πλουραλιστική, ελεύθερη - μέχρι ατομικιστική - κοινωνία. Ήταν δηλαδή μία προσωπική επιλογή, ένα ζήτημα ατομικής πρωτοβουλίας.
Ο Χριστιανισμός μας ήταν στ' αλήθεια ό,τι θέλαμε εμείς να είναι, αν και ίσως ποτέ δεν το παραδεχθήκαμε αυτό.Ισχυριζόμασταν πώς ό,τι πιστεύαμε ήταν Βιβλικό. Όμως συχνά ίσχυε το αντίθετο- δηλαδή η Βίβλος έλεγε ό,τι εμείς θέλαμε να πει.Τείναμε να απορρίψουμε την αρχαία Χριστιανική Πίστη ότι το άγιο Πνεύμα καθοδηγεί την Εκκλησία. Ακόμη διακηρύτταμε με αρκετή ευκολία ότι είχαμε την «καθοδήγηση» του αγίου Πνεύματος σ' ένα προσωπικό υποκειμενικό επίπεδο. Κι αυτό το χρησιμοποιούσαμε ως απόδειξη ότι αξιολογούσαμε σωστά τα θεολογικά ζητήματα και «εκτελούσαμε το θέλημα του Κυρίου», όταν αντιμετωπίζαμε ,τα προσωπικά μας θέματα. Εάν διαφωνούσαμε με τη διδασκαλία μιας Ομολογιακής παράταξης ή με κάποιον πάστορα, μπορούσαμε να αλλάξουμε «μαγαζί» πηγαίνοντας σε μια καινούρια «Εκκλησία», έως ότου καταλήγαμε σε αυτή που μας άρεσε.
Κατά τραγική ειρωνεία, παρά τους ισχυρισμούς μας για ανεξαρτησία από την Παράδοση και την αυθεντία της Εκκλησίας, κολλήσαμε πεισματικά στις δικές μας «ελεύθερες» συνήθειες της λατρείας. Η τάξη των δικών μας αυτοσχεδίων εκκλησιαστικών ακολουθιών σπάνια ήταν διαφοροποιημένη μέσα στις υπάρχουσες Ομολογίες.
Προσευχόμασταν πάντοτε κατά τον ίδιο μονότονο τρόπο είτε διαβάζαμε τις προσευχές μας είτε όχι (π.χ. «Αγαπημένε μας ουράνιε Πατέρα, θα θέλαμε αυτό, θα θέλαμε εκείνο...»). Εάν ανήκαμε στους Μεταρρυθμιστές Πρεσβυτεριανούς, θα είχαμε κολλήσει στην καλβινική μας παράδοση, -όπου ως «εκκλησία» νοούνταν τέσσερις γυμνοί τοίχοι και ένα μακροσκελές κήρυγμα.Εκεί η «λατρεία» ήταν τα αισθήματα που δημιουργούσε μέσα μας το καλό κήρυγμα.Εάν ήμασταν Βαπτιστές του Νότου θα βαπτίζαμε μόνον ενήλικες.Εάν συνέβαινε να ανήκουμε σε κάποια από τις λεγόμενες χαρισματικές Ομολογίες, τότε η άτακτη λατρεία, οι γλώσσες, η προφητεία, τα σημεία και τέρατα και τα παρόμοια δημιουργούσαν ένα οργανωμένο χάος.
Στις συνάξεις αυτές η εξωστρέφεια ήταν τόσο μονότονη και τυποποιημένη όσο και η συμπλήρωση των φορολογικών δηλώσεων. Στην πραγματικότητα το φαινόμενο αυτό δεν ήταν μία πρόκληση της προτεσταντικής ελευθερίας κατά της αρχαίας Ιεράς Παραδόσεως, αλλά μάλλον η πρόκληση, για να επιλέξουμε ποια Παράδοση, ποιο τελετουργικό και ποια Λειτουργία θα ακολουθήσουμε .
Κάθε προτεσταντική «Παράδοσις» εξέλαβε τον εαυτό της πολύ σοβαρά. Ακόμη στην πλουραλιστική μας κοινωνία ήταν σπάνιο κάποιος να ισχυρισθεί ότι οι δικές του σχετικά νέες «Παραδόσεις» ήταν καλύτερες ή πιο αληθινές από κάποιες άλλες και μάλιστα κατά ένα απόλυτο τρόπο.Έτσι, ίσως ασυναίσθητα, η πίστη μας στον πλουραλισμό έφθασε να θεωρείται από πολλούς περισσότερο απόλυτη από κάθε μοναδική θρησκευτική Παράδοση.
Ο ισχυρισμός ότι του ενός η «εκκλησία» ήταν καλύτερη ή η λατρεία του πιο αληθινή από τις λατρείες των άλλων τον στιγμάτιζε εκκεντρικό ή και ακόμη ως μη γνήσιο αμερικανό. Σε μία τέτοια ατμόσφαιρα δογματικής ανεκτικότητας, ιδέες σχετικές με την απόλυτη, υπερβατική ή αιώνια και ανεξερεύνητη αλήθεια ήταν σχεδόν αδύνατο να υποστηριχθούν.Αυτό ΙΣΧΥΕ ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΓΙΑ ζητήματα σχετικά με τα ήθη και τη λατρεία. Περιτριγυρισμένοι από τη συγχορδία του πολυδιασπασμένου Προτεσταντισμού, οι αμερικανοί εύρισκαν όλο και πιο δύσκολο να ορίσουν κάποια ιδέα ή τη διδασκαλία μιας θρησκευτικής Ομολογίας, καθόσον αυτή αποδεικνυόταν αληθινή με τον αποκλεισμό των άλλων. Με εξαίρεση τις εκφράσεις, που αφορούσαν κάποιες ιδέες του συρμού για το ρατσισμό και τα παρόμοια, το «Εγώ είμαι σωστός και συ σφάλλεις» ήταν μία έκφραση σχεδόν άγνωστη στις επίσημες μοντέρνες συζητήσεις ηθικού περιεχομένου, για να μη μνημονεύσω τις συζητήσεις γύρω από τη θρησκεία.
Όταν ο πυρετός της αυθεντικότητας του πρώιμου Προτεσταντισμού διαλύθηκε, η ιδέα «Αυτός είναι ο δικός μου τρόπος να ζω και να ενεργώ, αλλά και ο δικός σου επίσης σωστός», τυπικά αντιπροσώπευε το φρόνημα των πιο πολλών Προτεσταντών. Δεν ήταν, όμως, όλοι οι αμερικανοίΙΣΟΙ; Δεν ήταν όλες οι ιδέες εξίσου αξιόλογες; Δεν ήταν η έκφραση της ατομικής ελευθερίας το μέγιστο από όλα τα αγαθά; Πώς τότε μπορούσε μία ομάδα ή μία θρησκευτική παράταξη να ισχυρίζεται ότι είναι σωστή ως προς τη λατρεία, τη διδασκαλία ή τα ήθη σε βάρος εκείνων των δοξασιών που έπρεπε να υποστηρίζει μία άλλη ομάδα;Σίγουρα η ιδιοφυΐα της Αμερικής πέτυχε να καθιερώσει την αρχή ότι όλες οι ομάδες με ειδικά ενδιαφέροντα μπορούσαν να ευδοκιμούν ως ίσες μέσα στον δημοκρατικό μας πολιτισμό!
«... Ο κατακερματισμός, που προκλήθηκε από τον Προτεσταντισμό, ήταν καίριος εκεί οπού ένας ενιαίος... θρησκευτικός πολιτισμός θα είχε προβάλει μεγαλύτερη αντίσταση στην εκκοσμίκευση»
[ Steve Bruce]
Ολοφάνερα ο αμερικανικός ατομικισμός μπορούσε να «δουλέψει» μόνο με την προϋπόθεση ότι όλες οι αντιλήψεις για την αλήθεια θεωρούνταν στη βάση τους σχετικές.
Υπήρχε μία μικρή απόσταση από την ιδέα ότι όλες οι δογματικές Ομολογίες, ακόμη και ολόκληρες θρησκείες, πρέπει να αντιμετωπίζονται με τον ίδιο σεβασμό,μέχρι την πεποίθηση ότι όλες οι θρησκείες είναι εξ ίσου αληθινές.Τελικά η άκαμπτη λογική του πλουραλισμού των δογματικών Ομολογιών οδήγησε στο ένα και μοναδικό συμπέρασμα: Εφ όσον όλες οι θρησκευτικές δοξασίες είναι εξ ίσου αληθινές, ακόμη και όταν έρχονται σε αντίθεση η μία με την άλλη, τότε πρέπει να θεωρούνται εξ ίσου άσχετες για τον δημόσιο βίο και επομένως δεν εξυπηρετούν κανένα σκοπό εκτός από ιδιωτικές ατομικές θεραπευτικές ανάγκες.
Με την ανατολή του εικοστού αιώνα το μόνο απόλυτο πού πραγματικά επιβίωσε στη δημόσια κονίστρα ήταν η εκκοσμικευμένη πολιτική. Μόνο στο πολιτικό σύστημα, πού συμπεριλάμβανε την πανίσχυρη δικαστική εξουσία, η οποία προστάτευε το δικαίωμα της υλιστικής απόλαυσης, μόνον εκεί συνέπιπταν οι αντιλήψεις των αμερικανών.Ο,τι κατανοούνταν ως συνταγματικό, θεωρούνταν πολύ περισσότερο σχετικό με τον δημόσιο βίο από εκείνο που είχε κάποτε πιστευθεί ως ηθικά ορθό ή λανθασμένο. Η θρησκεία υποβιβάστηκε σε απλή υποκειμενική άποψη, σε μία «προσωπική υπόθεση».
Στη δεκαετία του '70, όταν οι Ευαγγελικοί ξύπνησαν από την απειλή που δεχόταν το κατεστημένο τους εξ αιτίας του ογκούμενου κύματος του ηθικού χάους, θα έλεγα και της αναρχίας, στον εκκοσμικευμένο αμερικανικό μας πολιτισμό είχε' απομείνει ακόμη μία μικρή αίσθηση του απόλυτα και αδιαμφισβήτητα ηθικά ορθού και λανθασμένου, στην οποία αυτοί μπορούσαν να προσφύγουν.Στην καλύτερη περίπτωση το μόνο που μπορούσαν να κάνουν οι Προτεστάντες ήταν να χρησιμοποιήσουν απομονωμένα χωρία της Βίβλου ή λαϊκά επιχειρήματα ή τα αποτελέσματα επιστημονικών ερευνών για να υποστηρίξουν τις εκκλήσεις τους για «επιστροφή στις χριστιανικές αξίες».
Είχαν χάσει την ικανότητα να συζητούν για την αναλλοίωτη αλήθεια πέρα από ΤΙΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ αναφορές για το «τι λέγει η Βίβλος για μένα» ή από του να χρησιμοποιούν τα τετριμμένα επιχειρήματα, που άρχιζαν με τη φράση: «Η επιστημονική έρευνα έχει αποδείξει...».
Εφ' όσον προωθήθηκε η εγκατάλειψη της Ιεράς Παραδόσεως, εφ' όσον η έννοια του Φυσικού Νόμου ενσωματώθηκε στην αυθεντία και στην ηθική σοφία, που παραδόθηκε από τους πατέρες της Χριστιανικής Εκκλησίας, και εφ' όσον έγινε αποδεκτό ότι ήταν φυσιολογικό για την «Εκκλησία» να είναι χωρισμένη σε είκοσι τρεις χιλιάδες ανταγωνιζόμενες και πολλές φορές αντικρουόμενες Ομολογίες,τι είδους αναφορά μπορούσε να γίνει από τους Προτεστάντες στην ιστορική κατανόηση της ηθικότητας, πολύ δε περισσότερο στην αδιαπραγμάτευτη αλήθεια; Πώς θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίζει ορισμένες θεμελιώδεις αρχές, όταν το ιστορικό προηγούμενο είχε εγκαταλειφθεί χάριν της αυτόνομης «προόδου»;
«Η αναπόφευκτη αλλά ακούσια συνέπεια της ανάπτυξης του θρησκευτικού πλουραλισμού ήταν η επέκταση του εκκοσμικευμένου κράτους»
Γύρω στα τέλη του εικοστού αιώνα η προτεσταντική κοινωνία είχε χάσει την ικανότητα της να αντιδρά μ' έναν αξιόπιστο τρόπο στην εκκοσμίκευση, πού την απειλούσε. Οι Προτεστάντες μπορούσαν να παίζουν τα δάκτυλα τους από αμηχανία ή να οργανώνονται πολιτικά, όπως κάθε άλλη ομάδα με ειδικά ενδιαφέροντα, όμως είχαν ολοφάνερα χάσει την υψηλή ηθική τους βάση.Αποδεχόμενος ο Προτεσταντισμός τον πλουραλισμό των ποικίλων αντιτιθεμένων δογμάτων ως ισόκυρης έκφρασης του πολυδιάστατου δογματικά Χριστιανισμού, συνέβαλε τόσο πολύ στη δημιουργία του πλουραλιστικού πολιτισμού μας, ώστε έχασε την ικανότητα να προσκαλεί τους ανθρώπους να επιστρέψουν στο υψηλό επίπεδο των απόλυτων ηθικών αληθειών.
Ως θρησκευτική ομάδα οι Προτεστάντες δεν μπορούν καν να συμφωνήσουν για το νόημα των μυστηρίων τους και για τη θρησκευτική ιστορία. Η θεμελιώδης αρχή του Προτεσταντισμού ήταν ότι:
έπρεπε να ξεκοπεί από αυτή τη δική του ιστορία των μυστηρίων. Πώς λοιπόν θα μπορούσαν οι Προτεστάντες να υπαγορεύουν όρους ή έστω να κάνουν προτάσεις στον εκκοσμικευμένο πολιτισμό, πού τους περιβάλλει, στο όνομα της αιώνιας και αναλλοίωτης μυστηριακής αλήθειας;
«Όσο περισσότερο οι Συντηρητικοί θα επιχειρούν να ερμηνεύσουν τον «εκκοσμικευμένο ανθρωπισμό» ως μία συνεκτική ιδεολογία, η οποία απειλεί τη θρησκεία τους, αυτό πού θα προξενεί τη ζημία θα είναι η αντιμετώπιση της θρησκείας μέσα στα πλαίσια της δημοκρατίας, όπως αυτή εκφράζεται στο θαυμάσιο εκείνο τμήμα των αμερικανικών εντύπων, στο οποίο καλείται κάποιος να σημειώσει «τη θρησκεία της αρεσκείας του». Οι Προτεστάντες ποτέ ξανά δεν θα κατορθώσουν να επικρατήσουν πολιτισμικά, επειδή η επιτυχία τους είναι αυτοπεριορισμένη»
Steve Bruce
Ίσως οι πρώτοι προτεστάντες Μεταρρυθμιστές δεν είχαν ιδέα για τον θανάσιμο κίνδυνο, τον όποιο άφησαν ανεξέλεγκτο· κίνδυνο για τα ίδια τα υποστυλώματα του πολιτισμού τους. Ακόμη την περίοδο πού ζούσαν ο Λούθηρος και ο Καλβίνος οι ραγδαία πολλαπλασιαζόμενες Προτεσταντικές Ομολογίες αισθάνθηκαν την ανάγκη να έχουν μία ιστορικά νομιμοποιημένη Παράδοση. Αυτή η ανάγκη προέκυψε, επειδή οι Προτεστάντες άρχισαν να διαπληκτίζονται μεταξύ τους (ακόμη και να σκοτώνουν ο ένας τον άλλο) για τις διαφορετικές ερμηνείες της Γραφής. Επειδή ακριβώς δεν είχαν ενιαία Ιερά Παράδοση, την οποία να επιδοκιμάζουν όλοι, η μόνη πηγή για τις διαιρεμένες Προτεσταντικές Ομολογίες ήταν η ατομική και υποκειμενική προσφυγή στη Γραφή. Το πρόβλημα έγινε ολοφάνερο· η Βιβλική ερμηνεία του ενός συχνά δεν ήταν σύμφωνη με την ερμηνεία των άλλων . Σύντομα οι Προτεστάντες βρέθηκαν παγιδευμένοι, σε ατέλειωτες πολεμικές αντιπαραθέσεις, στις οποίες μέχρι, και σήμερα παραμένουν έρμαιοι. Σήμερα όμως υπάρχει μία σημαντική διαφορά: Στον ευρύτατα εκκοσμικευμένο πολιτισμό μας κανένας πλέον δεν ακούει .
Ο Πλουραλισμός είχε απονευρώσει τους περισσότερους από τους θρησκευτικούς ανθρώπους. Για την αποκαλούμενη «Τάξη των ειδημόνων» μόνο η πολιτική είναι ιερή και απαραβίαστη. Η θρησκεία συχνά στις μέρες μας εκλαμβάνεται ως μια ενοχλητική υποσημείωση στην πολιτική πραγματικότητα.Ο Πολιτισμός έχει παραβλέψει τον Προτεσταντισμό.
Μόνοι με τη Βίβλο τους και τις υποκειμενικές τους ερμηνείες σ' αυτή χωρίς σταθερό και αμετάβλητο ιστορικό ηθικό θεμέλιο για τη νομιμοποίηση των ιδεών και των ισχυρισμών τους οι Προτεστάντες επεξεργάστηκαν οι ίδιοι την καταστροφή τους και επί πλέον υπονόμευσαν ασυναίσθητα την ιδέα του υπερβατικού και μυστηριακού απολύτου.
Οι Προτεσταντικές Ομολογίες έχασαν τη συνάφεια με τον ευρύτερο πολιτισμό.Στην πραγματικότητα έγιναν εξάρτημα αυτού του πολιτισμού.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ :
"ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΙΣΤΗ ΣΤΟΝ ΑΙΩΝΑ ΤΩΝ ΨΕΥΤΙΚΩΝ ΘΡΗΣΚΕΙΩΝ"
Ἀντιαιρετικὸν Ἐγκόλπιον www.egolpion.com
«Όπως ένας τόπος και ένα σπίτι, όπου πραγματοποιούνται αρετές και καλά έργα και κατοικούν άγιοι άνθρωποι,
ο τόπος εκείνος και το σπίτι λέω αγιάζεται και χαριτώνεται και χαίρουν να πλησιάζουν σε αυτό οι άγγελοι,
έτσι και ένας τόπος ή ένα σπίτι, όπου γίνονται αμαρτίες και κακά έργα, ο τόπος εκείνος λέω και το σπίτι μολύνεται, αγριεύει,
κι εκεί παραμονεύουν και ενεργούν οι δαίμονες,
δείχνοντας διάφορα φαντάσματα· διότι κατά κάποιο τρόπο, αφιερώθηκε και έγινε τόπος οικείος των δαιμόνων ο τόπος εκείνος και το σπίτι,
δια της πράξεως των δαιμονικών έργων.
Γι αυτό και η Αγία Γραφή λέει, ότι από τις αμαρτίες των προ του κατακλυσμού ανθρώπων
«εφθάρη (υποβαθμίστηκε, λερώθηκε) η γη εναντίον του Θεού» (Γένεση 6,11).
Έτσι αν κάτι άλλο δεν φοβίζει τους Χριστιανούς για να μην αμαρτάνουν, ούτε η φοβερή κρίση του Θεού, ούτε η αιώνια κόλαση,
τουλάχιστον ας τους φοβίσει αυτό, ότι με τις αμαρτίες τις οποίες κάνουν καθιστούν το σπίτι τους κατοικία του σατανά,
και προχωρούν οι δαίμονες σε αυτό και ενεργούν και δείχνουν διάφορες φαντασίες στους ενοίκους,
ώστε πολλές φορές από την επήρεια των δαιμόνων συμβαίνει να μένουν πολλά σπίτια ακατοίκητα»
(αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Κήπος Χαρίτων, εκδ. Ρηγοπούλου, σελ. 83
στο: Εκκλησία και Αποκρυφισμός, αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ σελ. 181-182)
Ξεκίνησε κάποτε ο αββάς Δανιήλ να επισκεφτεί ένα πνευματικό Γέροντα πολύ βαθειά στην έρημο.
Τον βρήκε η νύχτα στο δρόμο κι επειδή δεν είχε άλλο καταφύγιο, μπήκε σε μία πυραμίδα από κείνες που υψώνονται στην Αιγυπτιακή πεδιάδα.
Διάλεξε ένα κρανίο, από τα πολλά που βρήκε μέσα, το έβαλε προσκεφάλι και ξάπλωσε να κοιμηθεί.
Οι δαίμονες θαύμασαν την τόλμη του και για να τον φοβίσουν άρχισαν να κουβεντιάζουν μεταξύ τους.
- Έλα μαζί μας στο λουτρό, κυρία, φώναζαν, σαν αν μιλούσαν σε γυναίκα.
- Δεν μπορώ, ακούστηκε γυναικεία τάχα φωνή, σαν να έβγαινε από το κρανίο, που είχε για προσκέφαλο ο αββάς. Έχω ξένο από πάνω μου.
Ο όσιος, όχι μόνο δεν φοβήθηκε, αλλά έδωσε ένα γερό χτύπημα στο κρανίο, λέγοντας:
- Αν δεν μπορείς να ησυχάσεις, πήγαινε στο σκότος το εξώτερο.
- Μας νίκησες, μας νίκησες, φώναξαν οι δαίμονες κι έφυγαν ντροπιασμένοι.
(Γεροντικόν Θεοδώρας Χαμπάκη, εκδ. Λυδία σελ. 397)
Ξέρω ότι είναι δύσκολο. Πριν μερικά χρόνια πέθανε o άνδρας σου. Στενοχωριόσουν το ξεπέρασες. Πάντρεψες τον μοναχογιό σου· η χαρά επέστρεψε. Έπειτα σε χαροποιούσε πάρα πολύ το εγγόνι. Όμως εκείνο που αγαπούσες εσύ αγαπούσε και ο Θεός και το πήρε. Μόλις το εγγόνι σου πέταξε στον αόρατο κόσμο, αρρώστησε και η νύφη σου. Τη στέγνωσε η στενοχώρια και η λύπη κι εκείνη ακολούθησε τον γιό.
Τελικά πίσω τ ους έφυγε κι ο μοναχογιός σου. Κι εσύ έμεινες μόνη κι έρημη.
Προσπάθησες μία φορά να δηλητηριαστείς. Έμεινες ζωντανή. Ετοίμασες έπειτα το σχοινί για να κρεμαστείς. Όμως σε ξάφνιασε η κοπέλα από τη γειτονιά. Βλέποντάς σε κάτω από το ετοιμασμένο σχοινί εκείνη σου είπε, πως άκουσε από τους γέρους, ότι η αυτοκτονία είναι αμαρτία χωρίς συγχώρεση και στους δυο κόσμους.
Καλά σου είπε. Τούτη η κοπέλα σού έσωσε την ψυχή. Όντως, εκείνη είναι η μέγιστη ευεργέτριά σου στον κόσμο. Μόνο χάρη εκείνης μπορείς να ελπίζεις να ιδωθείς στον άλλο κόσμο με τον γιό, τη νύφη, το εγγόνι και τον άνδρα σου. Η Εκκλησία τού Χριστού από την αρχή αντιστάθηκε αποφασιστικά ενάντια στην αυτοκτονία ως υπέρβαρο αμάρτημα. Ο δυτικός διδάσκαλος της Εκκλησίας ο Αυγουστίνος είπε: «Όποιος αυτοκτονήσει, τούτος σκότωσε έναν άνθρωπο».
Ο αυτόχειρας μ’ αυτό, λοιπόν, τοποθετείται ίσα με τον δολοφόνο. Αλλά στη δική μας ανατολική Εκκλησία η αυτοκτονία κρίνεται ακόμα πιο αυστηρά. Κατά τον δέκατο τέταρτο κανόνα του πατριάρχη Τιμοθέου ο αυτόχειρας στερείται της νεκρώσιμης ακολουθίας και του εκκλησιαστικού ενταφιασμού.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία όρισε αυστηρή τιμωρία ακόμα και για την προσπά θεια αυτοκτονίας. Σ’ εκείνον ο οποίος προσπαθήσει να αυτοκτονήσει η Εκκλησία επιβάλλει κανόνα δώδεκα χρόνια. Ξέρω πως εσύ θα σκαφθείς ότι αυτό είναι υπερβολικά αυστηρό. Όμως αυτή η αυστηρότητα κατάγεται από το έλεος. Σου λέω την αλήθεια: η Εκκλησία είναι τόσο αυστηρή στο θέμα τής αυτοκτονίας από καθαρό έλεος απέναντι στους ανθρώπους.
Αφού η Εκκλησία έχει στο πνευματικό της θησαυροφυλάκιο την προορατική εμπειρία, ότι οι αυτόχειρες δεν μπαίνουν στο βασίλειο της αθάνατης ζωής και του αιώνιου ελέους. Και με την αυστηρότητά της η Εκκλησία θέλει να προλάβει τους ανθρώπους από την αιώνια καταστροφή. Στην Αγία Γραφή μόνο δυο άνθρωποι αναφέρονται που πήραν τη ζωή τους από τον εαυτό τους. Ο ένας είναι ο Αχιτόφελ, ο προδότης τού βασιλιά Δαβίδ, και ο δεύτερος είναι ο Ιούδας, ο προδότης τού Κυρίου Ιησού Χριστού. Ας είναι μακριά από σένα και μόνο η σκέψη να βρεθείς σ’ αυτήν την παρέα σ’ εκείνη την πλευρά τού τάφου. «Ο δε υπομείνας εις τέλος, ούτος σωθήσεται» (Ματθ. 10, 22), είπε ο Κύριος. Είναι πολυάριθμες και διαφορετικές δυσκολίες που ο Θεός επιτρέπει στους ανθρώπους, αλλά ο σκοπός όλων αυτών είναι ο εξής: με την πίκρα να θεραπεύσει τις ανθρώπινες ψυχές από την αμαρτία και να τις προετοιμάσει έτσι για την αιώνια σωτηρία. Όσο και να είναι καμιά φορά δύσκολο για σένα, θυμήσου δυο πράγματα, πρώτο ότι ο ίδιος ο ουράνιος Πατέρας σου ορίζει το μέτρο των παθών, και το δεύτερο ότι Αυτός γνωρίζει τη δύναμή σου. Εάν ποτέ σου έρθει η σκέψη για αυτοκτονία, διώξε την σαν ψιθύρισμα του σατανά. Το έλεος του Θεού να σε δυναμώσει.
(Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, “Δρόμος δίχως Θεό δεν αντέχεται…”, Ιεραποστολικές Επιστολές Α’, Εκδ. “Εν Πλω”, σ. 181)
Κάποτε, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, με κάλεσαν οι Αμερικανοί φίλοι μου να τους επισκεφτώ από την Αγγλία. Εγώ στο μεταξύ είχα πληροφορηθεί ότι ο επίσκοπος Αχρίδος Νικόλαος Βελιμίροβιτς (1881-1956) ζεί στο Σικάγο και αποφάσισα να τον επισκεφτώ, μολονότι αυτό δεν ήταν ούτε τόσο φθηνό μα ούτε και τόσο απλό.
Τηλεφώνησα στην σερβική Εκκλησία για να μάθω την διεύθυνσή του και μου είπαν ότι ο επίσκοπος έλειπε σε ταξίδι στη Ν. Υόρκη για ένα τριήμερο. Ήταν για μένα δώρο εξ ουρανού.
Συναντηθήκαμε. Εκείνος ήταν γερασμένος και καταβεβλημένος, αλλά το βλέμμα των μαύρων ματιών του διαπερνούσε τον συνομιλητή -όπως τότε στην Σερβία- μέχρι την καρδιά.
Αρχίσαμε να μιλάμε για την πορεία του κόσμου, για την Εκκλησία, τη Ρωσία…
«Σεβασμιώτατε», τον ρώτησα, «άραγε οι κακουχίες και οι στερήσεις στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως στη ναζιστική Γερμανία κατά τον πόλεμο πνευματικά φονεύανε ή ξαναγεννούσαν τον άνθρωπο; Διότι, εγώ για παράδειγμα, γνώρισα ανθρώπους, και μάλιστα πιστούς, οι οποίοι στο στρατόπεδο δεν είχαν τη δύναμη να προσευχηθούν, επειδή όλες τους οι δυνάμεις ήταν συγκεντρωμένες στο ξεροκόμματο, στο κρεμμύδι, στο φλιτζάνι με το ζεστό νερό…»
Μού απάντησε στο στρατόπεδο γινόταν έτσι κάθεσαι σε μία γωνιά και επαναλαμβάνεις μέσα σου -Κύριε, εγώ είμαι γη και σποδός. Κύριε παράλαβε την ψυχή μου! Καί πάλι σε ανεβάζει ο Κύριος… Στην πραγματικότητα, θα έδινα όλη τη ζωή που μου απέμεινε, εάν αυτό ήταν δυνατόν, για μία ώρα παραμονής στο Νταχάου.
Ο επίσκοπος σήκωσε τα μάτια του και με κοίταξε ίσια στα μάτια. Εγώ δεν μπόρεσα να αντέξω εκείνο το βλέμμα. Με κοίταζαν τα μάτια του ανθρώπου που συνάντησε το Θεό πρόσωπο προς πρόσωπο…
Μού έλεγε και το εξής
-Με πλησίαζαν οι δεσμοφύλακες και ειρωνικά με ρωτούσαν
-Πιστεύεις εσύ ότι ο Ιησούς Χριστός είναι Θεός;
-Όχι, τους απαντούσα.
Τότε άρχιζαν να γελούν και να με ξαναρωτούν
-Δηλαδή εσύ δεν πιστεύεις πλέον;
-Δεν πιστεύω πλέον, αλλά γνωρίζω, φώναζα με όλη μου τη δύναμη και κείνοι εξαγριωμένοι έφευγαν αυτοστιγμεί.
Αργότερα ξανάρχιζαν την κουβέντα και ρωτούσαν
-Εκείνος ο Ιησούς σου ήταν γιός μιάς Εβραιοπούλας;
-Όχι, τους απαντούσα.
-Τότε τίνος γιός ήταν;
-Υιός του Θεού, τους απαντούσα και κείνοι δεν είχαν τι να μου πούν.
Ο επίσκοπος Νικόλαος ήταν στύλος της σερβικής Εκκλησίας. Τώρα, μετά την κοίμησή του, βλέπει συνεχώς το Θεό πρόσωπο προς πρόσωπο.
Μίλιτσα Ζέρνωβ
Πηγή: isagiastriados.com
Ο Άγιος Τύχων του Ζάντονσκ είχε φύση εκρηκτική. Θύμωνε συχνά με τους ανθρώπους, μετάνιωνε, και πάλι θύμωνε. Αυτή την αδυναμία του όμως την συναισθανόταν πιο έντονα απ’ ότι οποιοσδήποτε άλλος. Πολύ προσευχόταν στο Θεό, να τον διορθώσει και να τον σώσει ο Θεός από τον τόσο οργίλο χαρακτήρα του. Και πράγματι, κατά την Πρόνοια του Θεού του συνέβη κάτι που θα τιθάσευε για πάντα το θυμό του και θα τον οδηγούσε στην ταπεινοφροσύνη και τη συντριβή. Μετά από μία προσευχή στην οποία ζητούσε απ’ το Θεό μια αρρώστια που να τον θεραπεύσει απ’ το θυμό, κοιμήθηκε, και στο όνειρο του είδε τον εαυτό του μέσα σ’ ένα ναό. Βγαίνει ο ιερέας από το ιερό κρατώντας στα χέρια του ένα μικρό παιδί, σκεπασμένο με διαφανές μαντίλι. Ο Άγιος πλησίασε το παιδί, το κοίταξε, και ρώτησε τον ιερέα «ποιο είναι τ’ όνομα του παιδιού»; Ο ιερέας του απάντησε. «Βασίλειος» (που στα ελληνικά σημαίνει Βασιλιάς). Τότε ο Τύχων κατέβασε το μαντίλι απ’ το παιδί και το φίλησε στο δεξί μάγουλο. Εκείνη τη στιγμή το παιδί τον χτύπησε με το δεξί του χέρι στ’ αριστερό μάγουλο τόσο δυνατά, ώστε φώναξε απ’ τον πόνο και ξύπνησε. Αισθάνθηκε ότι τον πονά ολόκληρη η αριστερή πλευρά από την κορυφή ως τα νύχια. Ευχαρίστησε το Θεό, και από τότε ποτέ πια δε θύμωνε σε κανέναν και για τίποτα.
(Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, "Εμμανουήλ", Εκδόσεις ΧΡΟΕΣ)
"Μέχρι πότε προοδεύουν; Και τι συμβαίνει στο τέλος σ΄ αυτούς και στους απογόνους τους; Αναρωτήθηκες ποτέ;
Να μη σκοντάφτουν οι σκέψεις σου όταν βλέπεις ότι κάποιος καυχιέται με τη δύναμη και ξεχνά το Δωρητή της δύναμης.
Θυμήσου πώς ο υπερήφανος και καυχόμενος Γολιάθ σκοτώθηκε από τη σφεντόνα ενός αγοριού, του Δαβίδ. Να μη συγχύζεται η καρδιά σου όταν βλέπεις πως κάποιος πλουτίζει με άδικο τρόπο.
Θα τρώει και δεν θα χορταίνει, θα αρπάζει και δεν θα του φτάνουν.
Θυμήσου τους πλούσιους πολίτες στα Σόδομα, πώς σε μία στιγμή ρίχτηκε πάνω τους φωτιά και έγιναν στάχτη μ’ όλο τους τον πλούτο.
Εσύ είσαι χριστιανός, και ο χριστιανός παρατηρεί τα γεγονότα στην άλλη γραμμή, στην ολότητα και όχι επί μέρους. Την πρόοδο του αδίκου ο χριστιανός δεν εκτιμά σαν κάποιο τετελεσμένο γεγονός αλλά περιμένει να δει τι ακολουθεί. Αυτός ξέρει πως ο άδικος δεν προοδεύει ούτε με τη δική του δύναμη ούτε με το δικό του μυαλό αλλά μόνο επειδή ο Θεός του επιτρέπει να προοδεύει, μπας και κάποια στιγμή θυμηθεί το Θεό.
Αφού είναι ανείπωτα ελεήμων ο Θεός μας, και επιτρέπει στους αδίκους εκείνο που αυτοί επιθυμούν, μπας και κάποια στιγμή σκεφθούν, ότι αυτό είναι από το Θεό και ντραπούν για την αδικία τους και διορθωθούν. Στο Θεό είναι αγαπητοί οι μετανοούντες, είναι πολύ αγαπητοί σ’ Αυτόν όσοι μετανοούν ταπεινά για τις άδικες πράξεις τους.
Ο Δημιουργός δεν θέλει πάντα να τιμωρήσει αμέσως μόλις κάποιος ξεκινήσει σε λάθος δρόμο. Εκείνος περιμένει τον πλανημένο να γυρίσει μόνος του στον σωστό δρόμο. Εκείνος βλέπει και σιωπά. Περιμένει και δεν αργεί. Είναι θαυμαστός στη σοφία, πανθαύμαστος στο έλεός Του. Γι’ αυτό ο προορατικός Ψαλμωδός ενθουσιασμένα λέει στον Κύριο: «Τα κρίματά σου ωσεί άβυσσος πολλή» (Ψαλμ. 35,7). Ποιος θα ερευνήσει όλο το βάθος της πρόνοιας του Θεού;
Οι ανόητοι θυμώνουν επειδή ο Θεός δεν διοικεί τον κόσμο κατά τη δική τους λογική, και οι λογικοί κοπιάζουν ασταμάτητα να μπουν στη λογική του Θεού. Είναι δύσκολο καμιά φορά και στο λογικότατο να κατανοήσει το γιατί σ’ έναν άνθρωπο συμβαίνει έτσι, ενώ στον άλλον αλλιώς· γιατί ο νέος που επιθυμεί τη ζωή πεθαίνει, ενώ ο γέρος που επιθυμεί τον θάνατο ζει – γιατί ο ευσεβής βασανίζεται, ενώ ο άθεος καλοπερνά.
Και οι αγιότατες ψυχές καμιά φορά βρίσκονται σε αμηχανία μπροστά στο αίνιγμα των γεγονότων. Στην Ιερά παράδοση υπάρχει γραμμένη η εξής περίπτωση: πέθανε κάποιος αμαρτωλός πλούσιος, του οποίου οι αμαρτίες ήταν γνωστές σε όλους, και ο ενταφιασμός του ήταν πανηγυρικός, με τον επίσκοπο και πολλούς Ιερείς. Λίγο μετά απ’ αυτό επιτέθηκε ύαινα σ’ έναν ασκητή στην έρημο και τον κατασπάραξε.
Κάποιος μοναχός, ο οποίος είχε δει εκείνη την πανηγυρική νεκρώσιμη πομπή του αμαρτωλού και τα ματωμένα υπολείμματα του δίκαιου, στη σύγχυση του άρχισε να κλαίει και φώναξε: «Κύριε, πώς έγινε αυτό και γιατί; Πώς εκείνος ο αμαρτωλός είχε και απαλή ζωή και απαλό θάνατο, ενώ αυτός ο δίκαιος πικρή ζωή και πικρό θάνατο;».
Σ’ αυτό του εμφανίστηκε άγγελος του Θεού και εξήγησε: «Εκείνος ο κακός πλούσιος είχε στη ζωή του μόνο μία καλή πράξη, ενώ αυτός ο ασκητής είχε στη ζωή του μόνο μία πιο βαριά αμαρτία. Με την εορταστική και τιμητική νεκρώσιμη πομπή ο Ύψιστος ήθελε στον κακό πλούσιο να ξεπληρώσει εκείνο το καλό έργο, ώστε να μην περιμένει τίποτα άλλο σ’ εκείνον τον κόσμο, ενώ με τον φρικτό θάνατο του ασκητή ήθελε να τον απαλλάξει από εκείνη τη μία αμαρτία, ώστε να του δώσει πλήρες βραβείο στους ουρανούς».
Γι’ αυτό εσύ να σκέπτεσαι περί των κρίσεων του Θεού και τοποθέτησε όλη την ελπίδα στον Δημιουργό σου. «Μη φθονείς την ευτυχία εκείνων που σκέφτονται το πονηρό και μη ζηλεύεις εκείνους που κάνουν το κακό» (Ψαλμ. 36,1).
Έτσι γράφει ο δίκαιος βασιλιάς Δαβίδ, τον οποίον για πολύ καιρό βασάνιζε εκείνο που βασανίζει και σένα, ώσπου ο Κύριος του αποκάλυψε το λόγο για να καταλάβει. Ο ίδιος λέει και αυτή την παρήγορη εμπειρία του: «Ήμουν νέος και τώρα γέρασα και δεν είδα δίκαιο να εγκαταλείπεται από το Θεό, ούτε τα παιδιά του να ζητιανεύουν ψωμί» (Ψαλμ. 36,25).
Διάβαζε συχνά το Ψαλτήρι, και θα καταλάβεις και θα παρηγορηθείς.
Ειρήνη και η ευλογία από τον Κύριο".
"Παράδεισος είναι η αγάπη του Θεού. Μέσα σ’ αυτήν υπάρχει η τρυφή όλων των μακαρισμών. Σ’ αυτόν τον παράδεισο ο μακάριος Παύλος τράφηκε με υπερφυσική τροφή. Και αφού γεύθηκε εκεί το ξύλο της ζωής, έκραξε λέγοντας: «αυτά που μάτι δεν τα είδε, ούτε αυτί τα άκουσε, κι ούτε που τα’ βαλε ο λογισμός του ανθρώπου, όσα ετοίμασε ο Θεός για κείνους που τον αγαπούν» (1 Κορ. 2, 9). Από αυτό το ξύλο της ζωής εμποδίστηκαν ο Αδάμ με τη συμβουλή του διαβόλου.
Το ξύλο της ζωής είναι η αγάπη του Θεού, από την οποία εξέπεσε ο Αδάμ και δεν μπόρεσε πια να χαρεί, παρά δούλευε και έχυνε τον ιδρώτα του στη γη των αγκαθιών.
Όσοι στερήθηκαν την αγάπη του Θεού, δηλ. τον παράδεισο, τρώνε με την εργασία τους, μέσα στ’ αγκάθια, το ψωμί του ιδρώτα, και αν ακόμη βαδίζουν στον ίσιο δρόμο των αρετών. Είναι το ψωμί που επέτρεψε ο Θεός στον πρωτόπλαστο να φάει μετά την έκπτωσή του. Μέχρι να βρούμε λοιπόν την αγάπη, η εργασία μας είναι στη γη των αγκαθιών και μέσα σ’ αυτά σπέρνουμε και θερίζουμε, κι ας είναι ο σπόρος μας σπόρος δικαιοσύνης. Συνέχεια, λοιπόν, μας κεντάνε τα αγκάθια και, όσο και να δικαιωθούμε, ζούμε μέσα σ’ αυτά με τον ιδρώτα του προσώπου μας.
Όταν όμως μέσα στον έμπονο και δίκαιο αγώνα μας, βρούμε την αγάπη του Θεού, τρεφόμαστε με ουράνιο άρτο και δυναμώνουμε, χωρίς να εργαζόμαστε με αγωνία και χωρίς να κουραζόμαστε, όπως οι χωρίς αγάπη άνθρωποι. Ο ουράνιος άρτος είναι ο Χριστός, που ήρθε κάτω σε μας από τον ουρανό και δίνει στον κόσμο την αιώνια ζωή. Και αυτή η ζωή είναι η τροφή των αγγέλων.
Όποιος βρήκε των αγάπη, κάθε μέρα και ώρα τρώγει το Χριστό κι από αυτό γίνεται αθάνατος (Ιω. 6, 58). Διότι «ο τρώγων – λέει – από τον άρτο που εγώ θα του δώσω, ποτέ (“εις τον αιώνα”) δε θα πεθάνει». Μακάριος λοιπόν είναι εκείνος που τρώγει από τον άρτο της αγάπης, που είναι ο Ιησούς. Ότι βέβαια, αυτός που τρώγει από την αγάπη, τρώγει το Χριστό, το Θεό των πάντων, το μαρτυρεί ο απόστολος Ιωάννης, όταν λέει ότι «ο Θεός είναι αγάπη» (1 Ιω. 4, 8). Λοιπόν όποιος ζει στην αγάπη, λαμβάνει από το Θεό ως καρπό τη ζωή, και σ’ αυτό τον κόσμο οσφραίνεται από τώρα εκείνο τον αέρα της ανάστασης, στον οποίο εντρυφούν οι κοιμηθέντες δίκαιοι."