ΣΤΗΡΙΞΤΕ ΤΟ ΣΥΣΣΙΤΙΟ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΜΑΣ! ΘΥΜΗΘΕΙΤΕ ΤΟΥΣ ΠΤΩΧΟΥΣ…
¨Ρίχνοντας¨ τ’ όποιο χρηματικό ποσό στο Κυτίο στην είσοδο του Ναού… ή/και…
¨Δίνοντάς¨ το, στους υπευθύνους(1) του ΕΦΤ(Ενορ.Φιλόπτ.Ταμείο)
Προσκομίζοντας ΤΡΟΦΙΜΑ στο Συσσίτιο(3) (ή στο Ναό) προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για την παρασκευή του (ή να διανεμηθούν [σε περίπτωση δυνατότητας] σε όσους τα χρειάζονται)… ή/και…
Αγοράζοντας από καταστήματα τροφίμων ΔΩΡΟΕΠΙΤΑΓΕΣ και προσφέροντας τες στο ΕΦΤ, προκειμένου να δοθούν σ’ όσους τις έχουν ανάγκη… ή/και…
Αναθέτοντας τήν αγορά των ΥΛΙΚΩΝ για το συσσίτιο, στους υπευθύνους(2) του … ή/και…
Αναλαμβάνοντας τα έξοδα (όλου ή μέρους) συγκεκριμένου γεύματος (Όσπρια >200 ευρώ, Μακαρόνια κιμά >230, Κοτόπουλο >330), «Υπέρ Αναπαύσεως» αγαπημένου σας προσώπου, σε συνεννόηση με τους υπευθύνους του (2)… ή/και…
Συμμετέχοντας στους κατά καιρούς περιφερόμενους Δίσκους του Ναού...ή/και
Καταθέτοντας στον Τραπεζικό Λογαριασμό του ΕΦΤ:
Τράπεζα Πειραιώς IBAN: GR 66 0172 0380 0050 3807 5349 683
και επικοινωνώντας έγκαιρα μαζί μας για την έκδοση της νόμιμης απόδειξης.
(1)Υπεύθυνος ΕΦΤ:π.Ιωάννης (τηλ. Ναού 210 9335 460)
(2)Συσσίτιο:κα Μαντώ (τηλ. Συσσιτίου 210 93 50 151,Τρίτη και Πέμπτη πρωί:8.00 με 12.00)
(3)Θέση Συσσιτίου: Θεόγνιδος 10, στο ημιυπόγειο της πολυκατοικίας, πίσω από το Ιερό τού Ναού).
«Κατά την περίοδο των πανσέπτων νηστειών της αγίας Τεσσαρακοστής, ο αναφερθείς γνήσιος μαθητής του αγίου, Νικήτας Στηθάτος επιδιδόμενος κατά την συνήθειά του στους ιερούς αγώνες, κατ’ οικονομία της χάριτος σε στιγμή συστολής (της χάρης) προσβάλλεται από πνεύμα πορνείας. Επειδή όμως ο άνθρωπος ήταν εξαιρετικά συνετός και ακολουθούσε βίο αγωνιστικό με ασιτία και κάθε κακοπάθεια ήταν έκπληκτος και απορούσε από μέσα του. Έτσι, αναζητώντας από που και από ποια αίτια του διείσδυσαν μέσα του οι ρυπαροί και ακάθαρτοι λογισμοί τέτοιον καιρό, κατά τον οποίο είχε το σώμα του ξηραμένο από τους αγώνες της νηστείας και σχεδόν απονεκρωμένο από την άκρα ασιτία και αγρυπνία, μη ευρίσκοντας, χτυπιόταν δυνατά από την λύπη και την αθυμία, αφού δεν μπορούσε να πράξη τίποτε για θεραπεία του πάθους. Συνεχόμενος λοιπόν από λύπη επιδίδεται σε θερμή δέηση προς τον Θεό και τον άγιο. Μία λοιπόν ημέρα, ενώ έτσι παρακαλούσε κι εδεόταν στον Θεό και τον άγιο, αφού μετέλαβε εκείνης της πενιχρής τραπέζης και λιτής τροφής, ανακλίνεται με λύπη στο ασκητικό του σπήλαιο, διότι κατοικούσε ακόμη σε υπόγειο και θολωτό μέρος. Μόλις του φάνηκε ότι θα κοιμόταν, πριν ακόμη κλείση τους οφθαλμούς, όπως ήταν ξαπλωμένος ξυπνητός, βλέπει σε όραμα τον άγιο να έρχεται φανερά και να κάθεται κοντά στην κλίνη του, έπειτα να εγγίζη το ιμάτιό του και να τον καλή με το όνομά του. Λέγει δε «δεν γνωρίζεις, τέκνο μου, από που και για ποια αιτία σού διείσδυσαν αυτοί οι εμπαθείς λογισμοί;». Αυτός δε, μόλις είδε ξαφνικά και άκουσε τον άγιο, συμμαζεύτηκε στον εαυτό του με φόβο και αποκρίθηκε· «άγιε του Θεού, ενώ ενήργησα κάθε έρευνα γι’ αυτό, δεν μπόρεσα να εύρω την αίτια αυτής της ενοχλήσεως». Και ο άγιος· «αλλ’ εγώ ήλθα τώρα να σού την φανερώσω, πρόσεχε λοιπόν στα λόγια μου· γνώριζε, τέκνο, ότι βεβαίως αυτή προέρχεται από την υπερηφάνεια και οίησι (φούσκωμα, έπαρση) του λογιστικού μέρους της ψυχής σου· ταπείνωσε το φρόνημά σου, σύγκρινε τον εαυτό σου και τα ιδικά σου προς τις εντολές του Χριστού, και γρήγορα θα σου φύγει». Αφού είπε αυτά, ευθύς κρύφτηκε από την όραση εκείνου. Αυτός δε ήλθε στον εαυτό του και σηκώθηκε γρήγορα από το σπήλαιο, έτρεξε πίσω από τον άγιο και ρωτούσε τον υπηρέτη· «είδες τον άγιο Συμεών να εξέρχεται από εδώ;». Τότε, αφού εξερεύνησε με ακρίβεια το λογιστικό του, ευρήκε σαφώς, όπως του είπε ο άγιος, την αίτια λόγω της οποίας ενέσκηψε στην ψυχή του το πάθος παρά προσδοκία και τέτοιον καιρό. Ταπεινώνοντας γι’ αυτό το φρόνημά του και συγκρίνοντας τα δήθεν κατορθώματά του μ’ ένα από τα παθήματα του Χριστού, τον εμπτυσμό, απαλλάχθηκε ευθύς από την ενόχληση των λογισμών και του πάθους και τον κατέλαβε παρηγοριά του αγίου Πνεύματος δια δακρύων και κατανύξεως. Ευχαρίστησε γι’ αυτό μεγάλως τον θεολόγο πατέρα και ανέπτυξε ακόμη περισσότερο την αφοσίωση και αγάπη του προς αυτόν» (ΕΠΕ ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ,ΤΟΜΟΣ 19Α, σελ. 319-321)
«Ξαναέρριψα πάλι τον εαυτό μου ο άθλιος σε λάκκο και σε λάσπη βόθρου αισχρών εννοιών και πράξεων· και αφού κατέβηκα εκεί, περιέπεσα στους κρυμμένους στο σκότος, από τους οποίους όχι εγώ μόνος μου, αλλ’ ούτε ολόκληρος ο κόσμος συναθροισμένος σ’ ένα δεν θα μπορούσε να με απαλλάξει ανεβάζοντάς με από εκεί και αποσπώντας με από τα χέρια τους. Όμως, ενώ κρατιόμουν εκεί ελεεινώς και αθλίως περισυρόμενος και συμπνιγόμενος και περιπαιζόμενος από αυτούς, εσύ ο εύσπλαχνος και φιλάνθρωπος Δεσπότης, δεν με παρείδες, δεν εμνησικάκησες, δεν αποστράφηκες την αγνώμονα γνώμη μου, δεν με άφησες επί πολύ να τυραννούμαι εθελουσίως από τους ληστάς»(19Α,571)
«Το κακό και φιλήδονο ήθος, το οποίο εξαφανίζεται με την επίμονη εργασία της προσευχής, με τη μελέτη των θείων λογίων και με την τακτική εκτέλεση των αγαθών. Διότι, όπως όταν ανατέλλει σιγά σιγά ο ήλιος υποχωρεί και εξαφανίζεται το σκοτάδι, έτσι και όταν ανατέλλει η αρετή διώκεται η κακία σαν σκοτάδι και αποδεικνύεται ανυπόστατη, και από τότε μένουμε διαπαντός αγαθοί, όπως μέχρι τότε ήμασταν πονηροί. Με λίγη λοιπόν υπομονή και ελάχιστη προαίρεση ή, για να πούμε καλύτερα, με τη βοήθεια του ζώντος Θεού αναπλασσόμαστε και ανανεωνόμαστε, καθαριζόμενοι στην ψυχή και στο σώμα και στη διάνοια» (19Δ, 159-161)
«[Η διάκριση του Συμεών που διέκρινε αν έπρεπε να κάνει υπακοή στον φυσικό πατέρα του ή όχι τη συγκεκριμένη στιγμή] ο πατέρας του τον έβλεπε να βιάζεται και να προετοιμάζει το ταξίδι του (για μοναχός), επειδή δεν κατόρθωσε να τον ανακόψη από τον κατά Θεό σκοπό του (να γίνει μοναχός), αν και κίνησε γι’ αυτό κάθε λίθο, τον παίρνει ιδιαιτέρως και άρχισε να λέγη με δάκρυα τα εξής «Μη με αφήσης, τέκνο, στα γηρατειά μου, παρακαλώ. Όπως βλέπεις άλλωστε, το τέλος των ήμερων μου πλησιάζει και ο καιρός της αποχωρήσεώς μου δεν είναι μακριά. Όταν λοιπόν καλύψης το σώμα μου στον τάφο, τότε πήγαινε όπου θέλεις και πάρε οποίον δρόμο θέλεις. Τώρα όμως μη θελήσης να με λυπήσης τόσο πολύ με τον χωρισμό σου· γι' αυτό και την στέρησί σου την θεωρώ θάνατό μου». Αυτά και αλλά περισσότερα έλεγε ο πατέρας, χύνοντας πηγές δακρύων. Ο δε υιός, αφού είχε ξεπεράσει ήδη τους θεσμούς της φύσεως και είχε προτιμήσει τον ουράνιο Πατέρα αντί του επιγείου, είπε, «μού είναι αδύνατο πλέον, πατέρα, να παραμείνω του λοιπού στον εγκόσμιο βίο, έστω και για λίγο χρόνο, διότι δεν γνωρίζομε τι μπορεί να γεννήσει η αύριο, και το να προτιμήσω κάτι άλλο από την δουλεία στον Κύριο είναι για μένα τουλάχιστο σφαλερό και επικίνδυνο». Αυτά είπε και έπειτα ευθύς αμέσως παραιτήθηκε εγγράφως όλης της πατρογονικής περιουσίας που του ανήκε. Παίρνοντας λοιπόν μαζί του μόνο τα ατομικά του πράγματα, και υπηρέτες και όσα είχε αποκτήσει από άλλες πηγές, ανέβηκε σε ίππο και έφυγε καλπάζοντας, όπως ο Λωτ , χωρίς να γυρίση καθόλου πίσω από τους θρήνους των συγγενών ούτε να φροντίσει για την δημοσία υπηρεσία που του είχε ανατεθή· τόσο δριμύτερος από κάθε άλλο πράγμα, και από αυτήν ακόμη την φυσική στοργή προς τους γονείς ο διακαής έρως του ουρανίου Πατρός· διότι αυτός δεν γνωρίζει να νικάται ποτέ ούτε από κάποια ανάγκη φυσικής σχέσεως ούτε από απειλή ανθρώπινη, αφού το ανώτερο στοιχείο κατανίκησε το κατώτερο και απέσπασε τον κυρίαρχο λογισμό από την εγκόσμια αίσθησι» (ΕΠΕ ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ ΤΟΜΟΣ 19, σελ. 51-53)
«Αυτήν εκίνησε ο πολυμήχανος εχθρός να μεταβεί στην βασιλεύουσα των πόλεων από τον πόθο του υιού. Αφού λοιπόν εισήλθε σ’ αυτήν, μόλις έμαθε την μοναχική διαμονή του υιού, πηγαίνει εκεί επειγόντως και πίπτοντας κάτω κοντά στην πύλη ζητεί με θρήνους να δει τον υιό. Ο πυλωρός λοιπόν μη υποφέροντας την ζωηρότητα της γυναικός την αναγγέλει στον Αρσένιο, προσθέτοντας ότι δηλώνει, «δεν θα σηκωθώ από εδώ, εάν δεν δω τον ποθητό υιό μου». Τι πράττει λοιπόν ο αληθινός μαθητής του αληθινού ποιμένος και διδασκάλου; «Εγώ», λέγει, «αφού ενεκρώθηκα ήδη για τον κόσμο, πώς θα επιστρέψω, αδελφέ, πίσω και θα δω, όπως λέγεις εσύ, εκείνην που με εγέννησε σαρκικώς; Έχω αυτόν που μ’ εγέννησε κατά πνεύμα, από τον οποίο θηλάζω το άδολο γάλα της χάριτος του Θεού, δηλαδή τον κατά Θεό πατέρα μου, ο οποίος είναι και μητέρα μου που μ’ εγέννησε πνευματικώς, όπως είπα, και με περιθάλπει στην αγκαλιά του ως νεογέννητο νήπιο. Δεν θα δεχθώ ποτέ να τον εγκαταλείψω και ν’ αυτομολήσω προς εκείνην, ακόμη και αν ακούσω ότι πέθανε στον πυλώνα». Άκουσε ο θυρωρός και εμήνυσε τα λεχθέντα στην μητέρα του Αρσενίου. Αφού λοιπόν εκείνη παρέμεινε στον πυλώνα με δάκρυα επί τρεις ημέρες, επέστρεψε στην πατρίδα της, χωρίς καν να δει τον Υιό της που δεν νικήθηκε από την φυσική στοργή» (19Α,109)
«Eσύ που φεύγεις τον κόσμο, κύτταξε να μη δώσης από την αρχή την ψυχή σου σε παράκληση να εγκατασταθής σ’ αυτόν, έστω και αν όλοι οι συγγενείς και φίλοι σε αναγκάζουν να το πράξης. Τούτο το υποβάλλουν οι δαίμονες, για να σβήσουν την θέρμη της καρδιάς σου· διότι και αν δεν μπορέσουν να εμποδίσουν τελείως την πρόθεσί σου, οπωσδήποτε θα την καταστήσουν χαυνότερη και ασθενέστερη. Όταν ευρεθής ανδρείος και ασυγκίνητος απέναντι σε όλα τα ευχάριστα του βίου, τότε οι δαίμονες, μεταστρέφοντας δήθεν σε συμπάθεια τους συγγενείς, τους κάνουν να κλαίουν και να θρηνούν για σένα ενώπιόν σου. Θα καταλάβεις ότι τούτο είναι αληθινό, όταν εσύ μεν μείνης αμετάστροφος και σ’ αυτήν την επίθεση, τους δε συγγενείς δεις να εξάπτονται ξαφνικά σε μανία και μίσος εναντίον σου, να σε αποστρέφονται σαν εχθρό και να μη θέλουν να σε βλέπουν. Βλέποντας την θλίψι που δοκιμάζουν για σένα οι γονείς και οι αδελφοί και οι φίλοι, να γελάς για τον δαίμονα που ποικιλοτρόπως υποκινεί να γίνονται αυτά εναντίον σου» (19Α,401)
«Να βλέπεις τα μικρά παιδιά σαν να είναι τέλειοι άντρες και σάμπως να ’ναι επίσημοι να τα υπηρετείς» (19ΣΤ,σελ.193 στιχ.122-123)
"...Ενώ τον Βαραββά τον απαίτησαν ως αντίτυπο του Αντιχρίστου και τον απέλυσαν" (ΕΠΕ,ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ ΤΟΜΟΣ 19Β,σελ. 279)
«Έτσι λοιπόν, πιστεύοντας ολόψυχα και μετανοώντας θερμά, συλλαμβάνουμε… στις καρδιές μας τον Λόγο του Θεού, όπως η Παρθένος, με το να διατηρούμε δηλαδή τις ψυχές μας παρθένες και αγνές. Κι όπως εκείνη, επειδή ήταν υπεράμωμη, δεν την έφλεξε το πυρ της θεότητας, έτσι ούτε εμάς μας καταφλέγει, όταν διατηρούμε αγνές και καθαρές τις καρδιές· αλλά γίνεται δροσιά από τον ουρανό και πηγή ύδατος και αθάνατης ζωής, που ρέει μέσα μας. Το ότι δεχόμαστε κι εμείς παρομοίως το αφόρητο πυρ της θεότητας, άκουσε τον Κύριο που λέγει· «ήλθα να βάλω πυρ πάνω στη γη». Ποιο άλλο είναι, παρά το ομοούσιο της θεότητός του Πνεύμα, με το οποίο συνεισέρχεται και συνθεωρείται και ο ίδιος μαζί με τον Πατέρα και ευρίσκεται μέσα μας;
Αφού όμως ο Λόγος του Θεού σαρκώθηκε μία φορά από την Παρθένο και γεννήθηκε σωματικώς από αυτήν ανεκφράστως και υπέρ λόγον, δεν μπορεί όμως αυτός να σαρκωθεί ή να γεννηθεί σωματικώς και πάλι από τον καθένα μας, τι κάνει; Από εκείνη την άχραντη σάρκα του, την οποία προσέλαβε από τις αγνές λαγόνες της πανάχραντης και Θεοτόκου Μαρίας, δια της οποίας γεννήθηκε σωματικώς, από αυτήν την σάρκα, μας μεταδίδει για βρώση και τρώγοντάς την, έχουμε μέσα μας όλον τον σαρκωμένο Θεό και Κύριό μας Ιησού τον Χριστό, αυτόν τον Υιό του Θεού και υιό της παρθένου και πανάμωμης Μαρίας, τον καθισμένο δεξιά του Θεού και Πατρός, ο καθένας από μας τους πιστούς τρώγοντας αυτή την σάρκα Του, τον έχομε μέσα μας, κατά το λεγόμενο από τον ίδιο· «εκείνος που τρώγει την σάρκα μου και πίνει το αίμα μου μένει μέσα μου κι εγώ μέσα σ’ αυτόν», χωρίς να προέρχεται ή να γεννάται σωματικώς και να χωρίζεται από εμάς. Πράγματι, δεν γνωρίζεται όντας κατά σάρκα σ’ εμάς ως βρέφος αλλά ευρίσκεται ασωμάτως σε σώμα, αναμιγνυόμενος κατά τρόπο ανέκφραστο με τις ουσίες και φύσεις και θεοποιώντας μας ως συσσώμους του και ως όντες σάρκα από την σάρκα του και οστούν από τα οστά του.
Αυτό είναι μέσα μας το θαυμαστό της ανέκφραστης οικονομίας αυτού κι επάνω από λόγο συγκαταβάσεως, αυτό το μυστήριο το γεμάτο από μεγάλη φρίκη, αυτό που ανέβαλλα να το γράψω κι έτρεμα να το επιχειρήσω».
(ΕΠΕ ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, ΤΟΜΟΣ 19Β, σελ. 177-179)
«Ασχολούμενος με το διακόνημα του κελλαρίτη ο Αρσένιος, μία ημέρα έπλυνε σιτάρι με νερό και το άπλωσε στον πρόναο, αφού άφησε ανοικτή μία από τις θύρες για ν’ αερίζεται. Κουρούνες που επέταξαν μέσα, κατέφαγαν, όσο μπορούσαν, το σιτάρι κι’ εφώναζαν από χαρά. Όταν λοιπόν άκουσε τις φωνές ο Αρσένιος, έτρεξε αμέσως και ευρήκε αυτές μεν με τα στόματα γεμάτα σιτάρι, το δε σιτάρι σκορπισμένο εδώ κι εκεί. Καθώς λοιπόν είδε τούτο, έκλεισε την θύρα γεμάτος θυμό εναντίον των πτηνών και τις έρριψε όλες στο έδαφος συντρίβοντάς τις με κοντάρι. Σαν να είχε κάμει μάλιστα μεγάλο κατόρθωμα ανήγγειλε το γεγονός στον μακάριο Συμεών. Αυτός δε, προφασισμένος ότι ενέκρινε την πράξη, λέγει· «ας πάμε, να ιδώ και εγώ πόσο καλά έκανες που τις σκότωσες». Καθώς λοιπόν επήγε ο άγιος και είδε τα πτηνά να είναι στρωμένα στο έδαφος νεκρά, σκυθρώπασε από λύπη για τον παράλογο θυμό τούτου και προσκαλώντας έναν από τους υφισταμένους του πρόσταζε να φέρει σχοινί, να δεθούν όλες οι κουρούνες και να κρεμασθούν στον τράχηλο του Αρσενίου. Καθώς δε το πρόσταγμα εκτελέσθηκε γρηγορότερα από λόγο, διατάσσει να σύρουν τούτον και να τον περιφέρουν στο μοναστήρι, για να θεατρίζεται στο μέσο των μοναχών. Αυτός δε υπέμεινε την αισχύνη της πράξεως με τόσο καταβεβλημένο φρόνημα, ώστε να χύνει ποταμούς δακρύων και ν’ αποκαλεί τον εαυτό του φονέα.» (εκδ. ΕΠΕ τόμος 19Α, σελ. 113-115)
«Κάποτε παρουσιάσθηκαν στον μακαρίτη (όσιο Συμεών) φίλοι του. Eπειδή δε ένας από αυτούς χρειαζόταν να φάγη κρέας λόγω σωματικής νόσου, και μάλιστα κρέας από περιστεράκια, παρήγγειλε ο συμπονετικός και μακάριος Συμεών να ψηθούν τα πτηνά και να προσφερθούν στον έχοντα ανάγκη. Καθώς δε έτρωγε ο ασθενής, ο Αρσένιος που καθόταν κι αυτός στην τράπεζα τον κύτταζε σκυθρωπός. Αντιλήφθηκε λοιπόν ο μακάριος την διάθεσί του αυτή και θέλοντας να τον διδάξη να προσέχει μόνο τον εαυτό του και να μη νομίζη ότι υπάρχουν φαγώσιμα που με την μετάληψή τους μιαίνουν (διότι, λέγει, «όλα είναι καθαρά για τους καθαρούς» και «δεν υπάρχει τίποτε από τα εισερχόμενα που μπορεί να μιάνη την ψυχή»), συγχρόνως δε να δείξη στους συνδαιτημόνες και το ύψος της ταπεινώσεώς του, ώστε να μάθουν ότι υπάρχουν ακόμη τέκνα υπακοής στον Θεό και αληθινοί εργάτες της αρετής, λέγει προς αυτόν· «για ποιόν λόγο, Αρσένιε, δεν προσέχεις μόνο στον εαυτό σου και δεν τρώγεις σκυμμένος κάτω από τον άρτο σου, αλλά προσέχεις αυτόν που λόγω ασθενείας τρώγει κρέας; Κοπιάζεις με τους λογισμούς και νομίζεις ότι υπερβάλλεις εκείνον σ’ ευσέβεια, επειδή τρώγεις λάχανα και σπέρματα της γης και όχι σαν τους αετούς περιστέρια και πέρδικες; Δεν άκουσες τον Χριστό να λέγη ότι δεν είναι τα εισερχόμενα δια του στόματος που μιαίνουν τον άνθρωπο, αλλά τα εξερχόμενα από αυτόν, δηλαδή οι πορνείες, οι μοιχείες, οι φόνοι, οι φθόνοι, οι πλεονεξίες και τα λοιπά; Γιατί δεν είσαι συνετός; γιατί δεν βλέπεις και δεν σκέπτεσαι με γνώσι, αλλά κατέκρινες κατά διάνοια τόσο ασύνετα τον εσθίοντα, λυπούμενος τάχα την σφαγή των ορνίθων, και λησμόνησες αυτόν που είπε, «ο μη εσθίων να μη κρίνη τον εσθίοντα;». Αλλά φάγε και συ από αυτά και μάθε ότι περισσότερη μίανση υπέστης από τον λογισμό παρά από την βρώσι των πτηνών». Και παίρνοντας ένα από τα πτηνά το έρριψε προς αυτόν ο άγιος παραγγέλλοντας να φάγει. Αυτός δε, καθώς ήκουσε τούτο, φοβούμενος το βάρος του επιτιμίου και γνωρίζοντας ότι η παρακοή της κρεοφαγίας είναι χειρότερη, βάλλοντας μετάνοια και ζητώντας το «ευλόγησε», πήρε το πτηνό και άρχισε να το καταμασά και να το τρώγει με δάκρυα. Όταν δε ο άγιος είδε άτι είχε αρκετά εκλεπτύνει με τα δόντια την τροφή και τώρα επρόκειτο να την καταπιεί, λέγει, «αρκεί, πτύσε το τώρα διότι τώρα που άρχισες να τρώγεις και συ, όπως είσαι γαστρίμαργος, ούτε ολόκληρος ο περιστερώνας δεν μπορεί να σε χορτάση και να σου σταματήση την ορμή προς αυτό». Έτσι με το να μη αρνηθή την δοκιμή ο αοίδιμος μαθητής του μεγάλου τούτου πατρός, τήρησε την υπακοή, την οποία υποσχέθηκε ενώπιον του Θεού να φυλάξει μέχρι θανάτου» (19Α, 115-119)
«Προσέφερε (ο Συμεών) πάντοτε την αναίμακτη θυσία στον Θεό, θεωρώντας το Πνεύμα και λαμβάνοντας αγγελοειδή μορφή στο πρόσωπο. Πραγματικά, όσο σταθερός κι αν ήταν στην ψυχή όποιος τον ατένιζε στην ώρα της λειτουργίας του δεν μπορούσε να βλέπει ατενώς την λαμπρότητα του προσώπου του, όταν έδινε στον λαό την ειρήνη, σκοτιζόμενος στα μάτια από τις εκπεμπόμενες απ’ εκεί ακτίνες· όπως δηλαδή όποιος κυττάζει ξαφνικά προς τον δίσκο του ήλιου παθαίνει αμαύρωση του φωτός που έχει, έτσι συστελλόταν προς τον εαυτό του οποίος εκύτταζε το πρόσωπό του. Διότι η χάρις του Πνεύματος, διαδομένη όλη σ’ όλο το σώμα του τον κατέστησε ολόκληρο πυρ κι ήταν σχεδόν απρόσιτος στους ανθρώπινους οφθαλμούς κατά την ώρα της λειτουργίας του. Έλεγε δε και Συμεών ο Εφέσιος, που ήταν και αυτός μαθητής του ανδρός, διηγούμενος σ’ άλλους τις εντυπώσεις του, ότι «συλλειτουργώντας με τον άγιο, ανοίχθηκαν οι νοεροί οφθαλμοί μου και τον είδα εκείνη την ώρα της λειτουργίας του μέσα στο θυσιαστήριο ενδυμένο πατριαρχική στολή με ωμοφόριο και ασχολούμενο με το θεία μυστήρια». Ο δε Μελέτιος, που είχε καρεί μοναχός με τα χέρια του, μ’ εβεβαίωσε ότι «πολλές φορές βλέπαμε φωτεινή νεφέλη να τον καλύπτη ολόκληρο, καθώς στεκόταν στο βήμα την ώρα της αγίας αναφορας». Και ευλόγως διότι όσοι διαπρέπουν με το ύψος των αρετών καταξιώνονται και της ενθέου δόξης» (ΕΠΕ ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ ΤΟΜΟΣ 19Α,σελ.87-9)
«Τι σημαίνει λοιπόν το να προσέχουμε και να επισκεπτόμαστε τον εαυτό μας; Το να προσέχει ο καθένας τον εαυτό του σημαίνει αυτό, το να λέγει μέσα του· ‘Μήπως άραγε με κατέχει το οποιοδήποτε τυχόν πάθος; Διότι, όπως ακούω στις θείες Γραφές, και εκείνος που έχει ένα μόνο πάθος δεν εισέρχεται στη βασιλεία των ουρανών σύμφωνα με αυτό που έχει γραφεί «εάν κάποιος τηρήσει όλον το νόμο, αμαρτήσει όμως σε κάτι, έγινε ένοχος όλων»(Ιακ.2,10). Όμοια λοιπόν και το να έπισκεπτόμαστε τον εαυτό μας σημαίνει αυτό, το να λέμε μέσα μας· ‘Μήπως κάποτε παραμέλησα αυτήν ή την άλλη εντολή, ή άμελω και καταφρονώ αυτήν και δεν την εφαρμόζω;» (ΕΠΕ ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ ΤΟΜΟΣ 19Δ, σελ.439)
«Εάν είναι δυνατό, να μη παύσομε ποτέ να ανακρίνουμε και να εξετάζουμε με κάθε προθυμία τον εαυτό μας κάθε ημέρα και κάθε ώρα, αλλά, όπως είπαμε, διερχόμενοι όλες τις εντολές να εξετάζουμε και να παρατηρούμε στην κάθε μία από αυτές τον εαυτό μας. Και εάν βέβαια διαπιστώσουμε ότι την εκπληρώσαμε, να ευχαριστήσουμε τον Δεσπότη και Θεό και στο εξής να την φυλάξουμε ασφαλώς. Εάν όμως δεν τη θυμηθήκαμε ή δεν την εκτελέσαμε, να τρέξουμε, παρακαλώ, ως που να την πιάσουμε και να την κρατήσουμε για να μη συμβεί, καταφρονώντας την, να ονομασθούμε ελάχιστοι στη βασιλεία των ουρανών» (19Δ,449)
«Να βλέπεις τα μικρά παιδιά
σαν να είναι τέλειοι άντρες
και σάμπως να ’ναι επίσημοι
να τα υπηρετείς»
(ΕΠΕ ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ ΤΟΜΟΣ 19ΣΤ,σελ.193 στιχ.122-123)
«Όλα αυτά τα πιστεύομε πραγματικά μόνο με τον λόγο, ενώ με τα έργα τα άρνούμαστε. Δεν διακηρύσσεται παντού το όνομα του Χριστού, στις πόλεις, στις κωμοπόλεις, στα κοινόβια και στα όρη; Αναζήτησε, εάν θέλεις, και ερεύνησε με προσοχή, εάν τηρούν τις εντολές του. Και μόλις θα μπορέσεις, πράγματι, να βρεις μέσα στις χιλιάδες και μυριάδες έναν να είναι Χριστιανός με έργα και λόγια. Δεν είπε ο Κύριός μας και Θεός με το άγιο Ευαγγέλιο, «οποίος πίστεψε σε εμένα, τα έργα που κάμνω εγώ θα τα κάνει και εκείνος, αλλά και περισσότερα από αυτά θα κάνει»; Ποιος λοιπόν από εμάς τολμά να πει, «Εγώ κάμνω έργα του Χριστού και πιστεύω ορθώς στον Χριστό»; Δεν βλέπετε, αδελφοί, ότι πρόκειται να βρεθούμε άπιστοι κατά την ημέρα της κρίσεως και θα υποστούμε χειρότερη τιμωρία από εκείνη που θα υποστούν εκείνοι που δεν γνώρισαν καθόλου τον Κύριο;»(ΕΠΕ ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ ΤΟΜΟΣ 19Δ, σελ,263-265)
«Σε όλους ομολογώ πως σ’ έχω Θεό μου, αλλά με τα έργα μου σ’ αρνούμαι όλη τη μέρα» (19Ε, 83,στίχ. 73-74)
«Αυτοί (όσοι είδαν το φως) και στο κορύφωμα της δόξας νιώθουν ταπεινοί και μες στη φτώχεια τους είναι όλοι δόξα. Αυτοί έχουν βασιλεία τη φτωχοζωή τους κι ως φτώχεια τη βασιλεία θεωρούν… Αυτοί πρόσωπο ανθρώπου δεν φοβούνται, γιατί το πρόσωπο ατενίζουν του Κυρίου… Τον ασύληπτο έχουν πλούτο αποκτήσει και κοπριά όλα του κόσμου λογαριάζουν» (19Ε,273, στίχ. 87-90,96-7 & 100-101)
«Ποιος δε θα με κλάψει και σφοδρά δε θα πενθήσει, που ενώ απ’ τον κόσμο έφυγα και τα δικά του, τα αισθήματα δεν εγκατέλειψα του κόσμου; Έχω περιβληθεί των μοναχών το σχήμα κι ως κοσμικός τα κοσμικά αγαπώ, δόξα και πλούτο και ηδονές και τέρψεις. Το σταυρό του Χριστού πάνω στους ώμους μου σηκώνω μα να υποφέρω του σταυρού τις ταπεινώσεις αρνιέμαι ολότελα, καθόλου δεν τις θέλω, αλλά με τους επιφανείς θέλω ν’ ανακατεύομαι και να συνδοξαστώ μ’ αυτούς επιθυμώ» (19Ε, 371, στίχ. 344-355)
«Κι αν Χριστιανός στ’ αλήθεια είσαι, να μην αμφιβάλλεις, όπως ο Χριστός μας είναι επουράνιος και συ έτσι, τέτοιος χρεωστείς να γίνεις. Κι αν δεν είσαι επουράνιος Χριστιανό πώς θα σε πούνε; Γιατί, αν όπως ο Κύριος επουράνιος είναι αλήθεια και αν τέτοιοι λέει πώς είναι σ’ αυτόν όσοι έχουν πιστέψει επουράνιοι στ’ αλήθεια, όσοι κοσμικά φρονούνε, όσοι κατά σάρκα ζούνε δεν είναι του Θεού Λόγου που απ’ τον ουρανό κατέβη, μα του χοϊκού ανθρώπου, που απ’ την γην είναι πλασμένοι. Τέτοιο φρόνημα εσύ να ’χεις, έτσι πίστευε, έτσι ζήτα κι εσύ τέτοιος για να γίνεις, επουράνιος καθώς είπε» (19ΣΤ, 251)
«Γιατί όσοι από νήπια το βάφτισμά σου πήραν κι ανάξια ζήσανε γι’ αυτό στο μάκρος της ζωής τους, πιότερη απ’ τους αβάπτιστους κατάκριση θε νά ’χουν, ως είπες, γιατί πρόσβαλαν την άγια τη στολή σου· και τούτο ξέροντας σωστό, Σωτήρα μου, και βέβαιο μας έδωσες για δεύτερη κάθαρση τη μετάνοια, αλλ’ έβαλες σαν όρο της του Πνεύματος τη χάρη, τη χάρη που στο βάπτισμα είχαμε πρωτοπάρει» (19Ε,383, στίχ. 28-35)
«Γιατί είναι τούτο αληθινό σημείο για τους ανθρώπους, ότι έχουν γίνει του Θεού παιδιά και κληρονόμοι· ότι έχουνε λάβει και κρατούν το θείο μου το Πνεύμα και από αυτό και Χριστιανοί στ’ αλήθεια έχουνε γίνει, στ’ αλήθεια και πραγματικά και όχι στ’ όνομα μόνο» (19ΣΤ, 391, στίχ. 160-165)
«(Μιλά ο Χριστός) Όλα καλά ’ναι όσα για μένα πράττει έργα κανένας και η προς τον πλησίον συμπάθεια και η ελεημοσύνη, μα πρώτο να οικτίρει τον εαυτό του, τους λόγους μου πρόθυμα να φυλάξει, τέλος μετάνοια αληθινή να δείξει για όλα τα προηγούμενά του έργα κι ακόμα σ’ αυτά πια να μη γυρίσει, μα στου Κυρίου του, εμέ, τους λόγους να επιμείνει, στις προσταγές και νόμους της αλήθειας κι έτσι απαράβατα όλα να τα πράττει μέχρι θανάτου και παραμικρό ένα λόγο, ούτε στα γραμμένα μια κεραία, να παραδεί· θυσία αυτό για μένα, θυμίαμα αυτό και προσφορά και δώρο· χωρίς αυτά, απ’ τους εθνικούς πιο κάτω» (19ΣΤ, 403-405)
(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)
«Διότι, όπως ακριβώς ο χρυσός που έχει σκουριάσει σε βάθος δεν είναι δυνατό αλλιώς να καθαριστεί καλά και να επανέλθει στην λαμπρότητά του, παρά μόνο εάν ριχτεί στη φωτιά και χτυπηθεί πολλές φορές με τα σφυριά, έτσι και η ψυχή που διαβρώθηκε με τον ιό της αμαρτίας και αχρηστεύθηκε σε βάθος, δεν μπορεί με άλλον τρόπο και να καθαριστεί και να ξαναπάρει το αρχαίο κάλλος της, παρά μόνο εάν παλέψει με πολλούς πειρασμούς και εισέλθει στο χωνευτήρι των θλίψεων» (τ. 19Δ, σελ. 51-53).
(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)
(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)