ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ Μ.ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ

ΙΕΡΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ Μ.ΕΒΔΟΜΑΔΑ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ 
ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΚΛΕΙΝΟΥΜΕ ΡΑΝΤΕΒΟΥ (!!!).

ΜΕΓΑΛΗ ΔΕΥΤΕΡΑ

Πρωί 12 - 2 μ.μ. 

Απόγευμα: 5.30 - 7

Βράδυ 8.30 - 10.30

ΜΕΓΑΛΗ ΤΡΙΤΗ

Πρωί 12 - 2 μ.μ.

Απόγευμα: 5.30 - 7

Βράδυ 8.45 - 10.30

ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΤΑΡΤΗ

Πρωί 10 - 1μ.μ.

ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ

Πρωί  10 - 1.30 μ.μ.

Βράδυ 10 - 12

ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

Πρωί  11.30 - 2 μ.μ.

Απόγευμα 5.30 - 7 μ.μ. Βράδυ 10 - 11

ΜΕΓΑΛΟ ΣΑΒΒΑΤΟ  Πρωί 10 - 1 μ.μ.




 

ΜΕΓΑΛΗ ΔΕΥΤΕΡΑ

Πρωί 12 - 2 μ.μ. 

Απόγευμα: 5.30 - 7

Βράδυ 8.30 - 10.30

ΜΕΓΑΛΗ ΤΡΙΤΗ

Πρωί 12 - 2 μ.μ.

Απόγευμα: 5.30 - 7

Βράδυ 8.45 - 10.30

ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΤΑΡΤΗ

Πρωί 10 - 1μ.μ.

ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ

Πρωί 10 - 1.30 μ.μ.

Βράδυ 10 - 12

ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

Πρωί 11.30 - 2 μ.μ.

Απόγευμα 5.30 - 7 μ.μ. Βράδυ 10 - 11

ΜΕΓΑΛΟ ΣΑΒΒΑΤΟ  Πρωί 10 - 1 μ.μ.

E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

«Το τμήμα αυτό της θείας λειτουργίας ονομάζεται «προσκομιδή» ή «μεγάλη είσοδος». Προσκομιδή, γιατί εδώ γινόταν αρχικά η προετοιμασία των δώρων, η γνωστή ακολουθία της προθέσεως, η οποία για λόγους πρακτικούς, για να υπάρχει δηλαδή μεγαλύτερη άνεση προκειμένου να μεταφερθούν τα δώρα στο θυσιαστήριο, μετατέθηκε πριν από τη θεία λειτουργία.

Μεγάλη είσοδος δε, σ' αντίθεση με τη μικρή λεγόμενη είσοδο μετά του Ευαγγελίου, για την οποία ήδη μιλήσαμε. Η είσοδος εδώ δεν είναι τίποτε άλλο παρά η μεταφορά των δώρων από την πρόθεση στο θυσιαστήριο, την Αγία Τράπεζα. Η πράξη αυτή αρχικά ήταν απλή. Γινόταν μόνο από τους διακόνους, τους οποίους περίμενε στο θυσιαστήριο ο επίσκοπος. Από τον 6ο αιώνα η μεταφορά έγινε επισημότερη και μεγαλοπρεπέστερη, αφού συμμετείχαν οι ιερείς ακόμη και ο αυτοκράτορας. Η επισημότητα αυτή έδωσε το χαρακτηρισμό «μεγάλη», σ' αντίθεση με την «μικρή», που όπως είχαμε πει στο αντίστοιχο σχόλιο έχασε σιγά σιγά το αρχικό της νόημα. Από τον 14ο μάλιστα αιώνα φαίνεται για πρώτη φορά σε γραπτά κείμενα αυτή η διάκριση.

Σήμερα βλέπουμε να πλαισιώνουν τη «μεγάλη είσοδο» ορισμένα χαρακτηριστικά λειτουργικά στοιχεία. Ο χερουβικός ύμνος, η ευχή του χερουβικού, η λιτανευτική πομπή με τελική κατάληξη την απόθεση των δώρων στην αγία Τράπεζα. Ακολουθούν τα πληρωτικά και η ευχή της προσκομιδής. Ας τα δούμε όμως σύντομα ένα-ένα. Ο χερουβικός ύμνος μπήκε στη θεία λειτουργία τον 6ο αιώνα (573-4), για να καλύψει το χρόνο προετοιμασίας του ιερέα για την είσοδο (την ώρα της ψαλμωδίας του διαβάζεται η ευχή, γίνεται η θυμίαση, η νίψη των χεριών που είναι σύμβολο καθαρότητας, και γίνεται η αίτηση συγχώρησης από το λαό). Ο ύμνος αρχικά ψαλλόταν τρεις φορές και είναι εμπνευσμένος από τον 23ο ψαλμό «Του Κυρίου η γη και το πλήρωμα αυτής...), στον οποίο υπάρχει ο στίχος «Άρατε πύλας, οι άρχοντες υμών, και επάρθητε, πύλαι αιώνιοι, και εισελεύσεται ο βασιλεύς της δόξης» (στιχ. 7). Ο ψαλμός αυτός είναι το πιο παλιό χερουβικό. Ψαλλόταν αντιφωνικά την ώρα της μεγάλης εισόδου, σε εποχή που αυτή απέκτησε μεγαλοπρεπέστερο χαρακτήρα.

Ο χερουβικός ύμνος πέρα από την πρακτική του σημασία μας προετοιμάζει και για την υποδοχή του βασιλιά της δόξας. Η μεταφορά των δώρων από την αγία πρόθεση «και η τούτων προς το θυσιαστήριον είσοδος, κατά τον χερουβικόν, την από Βηθανίας προς την Ιερουσαλήμ δηλοί του Κυρίου εισέλευσιν», λέει ο Θεόδωρος Ανδίδων. Και ο Σωφρόνιος Ιεροσολύμων υπογραμμίζει πώς «τα άγια από της προθέσεως έως του θυσιαστηρίου προέρχονται, εις τύπον της του κόσμου διαγωγής του Χριστού έως της ταφής αυτού». Οι συμβολισμοί βέβαια είναι μεταγενέστεροι της πράξης, αλλά τονίζουν την ιδιαιτερότητα και την ιερότητα της συγκεκριμένης λειτουργικής στιγμής.

Η μεγάλη είσοδος είναι τύπος, σύμβολο της πορείας του Χριστού προς το πάθος. Επομένως και η δική μας στάση πρέπει να είναι ανάλογη. Εισέρχεται ο βασιλιάς της δόξας. Ο Χριστός έρχεται για να θυσιαστεί, συνοδευόμενος από τα αγγελικά τάγματα. Κι εμείς εικονίζουμε τους αγγέλους και πρέπει να αφήσουμε «εδώ και τώρα» κάθε βιοτική μέριμνα για να τον υποδεχτούμε.

Η ευχή «Ουδείς άξιος...» είναι κι αυτή μεταγενέστερη στη βυζαντινή λειτουργία. Αφορά μόνο τον ιερέα (γι' αυτό λέγεται και μυστικά) και τον προετοιμάζει για το μυστήριο της ευχαριστίας. Απευθύνεται στο Χριστό και όχι στο Θεό Πατέρα, όπως συμβαίνει με τις πιο πολλές ευχές της λειτουργίας. Προήλθε από την αλεξανδρινή λειτουργία του Αγίου Γρηγορίου (γύρω στον 8ο αιώνα.). Η θέση της εκεί ήταν μετά την απόθεση των τιμίων δώρων στην αγία Τράπεζα. Χαρακτηριστική σε νόημα είναι η εκφώνησή της, «Σύ γαρ εί ο προσφέρων και προσφερόμενος...». Σ' αυτή «κλείνεται όλη η θεολογία για την ιερωσύνη του Χριστού, που είναι η ιερωσύνη της Εκκλησίας. Ο Ιησούς Χριστός στη θεία λειτουργία είναι και ο ιερέας που λειτουργεί και ο αμνός που προσφέρεται»(46).

Στη λιτανευτική πομπή που γίνεται στο «ως τον βασιλέα των όλων υποδεξόμενοι...», κατά την ψαλμωδία δηλαδή του χερουβικού ύμνου, οι λειτουργοί κρατούν τα δώρα κατά τον εξής τρόπο, ο διάκονος το δίσκο με τον αμνό στο ύψος της κεφαλής του και ο ιερέας το άγιο ποτήριο με τον οίνο σε κανονικό ύψος.

Η πομπή παλιά γινόταν σιωπηλά. Αργότερα οι λειτουργοί έλεγαν διάφορα τροπάρια και ψαλμούς (τον 50ο και τον 23ο) και από τον 12ο αιώνα μπήκε η φράση που ακούγεται και σήμερα «Πάντων υμών μνησθείη Κύριος ο Θεός...». Λεγόταν μεγαλόφωνα από τον ιερέα και από τον διάκονο και μάλιστα πολλές φορές και όχι μία. Η πομπή, αφού περάσει ανάμεσα από τον λαό καταλήγει στην αγία Τράπεζα, χωρίς να γίνει καμία μνημόνευση ονομάτων στην ωραία πύλη. Τα δώρα σκεπάζονται με το κάλυμμα που λέγεται «αέρας».

Η απόθεση των αγίων στην αγία Τράπεζα αποτελεί μίμηση τη στιγμή εκείνη του στρωμένου ανωγείου, μετά από λίγο και της υψώσεως πάνω στο σταυρό, και στο τέλος εικονίζει την ταφή και την ανάσταση και την ανάληψη του Κυρίου.(48)

Ο χερουβικός ύμνος τελειώνει με το «ταις αγγελικαίς αοράτως δορυφορούμενον τάξεσιν». Μετά τη μεγάλη είσοδο συνηθιζόταν παλιά το κλείσιμο της ωραίας πύλης (καταπέτασμα). Είναι η πράξη που συμβολίζει το σφράγισμα του τάφου του Χριστού. Στο Άγιον Όρος κλείνει μέχρι το «Μετά φόβου...». Στις ενορίες δεν κλείνει παρά μόνο στο κοινωνικό, για να μπορούν οι πιστοί να συμμετέχουν καλύτερα, βλέποντας τι γίνεται την ώρα αυτή στη θεία λειτουργία».
Παραπομπές
(46) Διονυσίου Λ. Ψαριανού. Μητρ. Σερβίων και Κοζάνης, Η Θεία Λειτουργια…, σελ. 263
(47) Ι.Μ. Φουντούλη. Απαντήσεις εις λειτουργικάς απορίας. τ. Γ σελ. 99-102
(48) Θεοδώρου Ανδίδων, προθεωρία… PG 140, 441C

(Η Θεία Λειτουργία, Ιωάννη Κογκούλη, Χρήστου Οικονόμου, Παναγιώτης Σκαλτσή , εκδ. Ο.Χ.Α «Λυδία» σλ. 155-159)

Άγγελοι και άνθρωποι συμμίγνυνται

«Μέχρι τον έβδομο αιώνα η θεία Λειτουργία άρχιζε με την Είσοδο του Ευαγγελίου. Ο λειτουργός ντυνόταν τα άμφιά του στο Σκευοφυλάκιο του Ναού, έπαιρνε από εκεί το ιερό Ευαγγέλιο και μαζί με τους πιστούς εισερχόταν στον κυρίως Ναό (140). Στην περίπτωση που λειτουργούσε ο Επίσκοπος, αυτή τη στιγμή εισερχόταν στο ναό, ντυνόταν μπροστά στους πιστούς και έμπαινε στο άγιο Βήμα.

Η μικρά Είσοδος, κατά τον άγιο Γερμανό, φανερώνει «την παρουσία του Υιού του Θεού και την είσοδό Του σε αυτόν τον κόσμο, όπως λέει ο Απόστολος· όταν θα εισάγει, δηλαδή ο Θεός και Πατέρας, τον Πρωτότοκο στην οικουμένη, λέει· και ας προσκυνήσουν αυτόν όλοι οι άγγελοί του» (141). Αυτή την παρουσία του Χριστού στον κόσμο εικονίζει, κατά τον άγιο Μάξιμο, και η είσοδος του αρχιερέα μέσα στο Ναό. Η πρώτη, λέει, αυτή «κατά την ιερή σύναξη, είσοδος του αρχιερέως στην αγία Εκκλησία, είναι εικόνα και τύπος της πρώτης δια της σαρκός παρουσίας στον κόσμο αυτό του Υιού του Θεού και Σωτήρος μας Ιησού Χριστού. Με την παρουσία Του αυτή ο Χριστός ελευθέρωσε και λύτρωσε τη φύση των ανθρώπων που είχε υποδουλωθεί στη φθορά… και την ξαναέφερε στην αρχική χάρη της Βασιλείας» (142).
Και τώρα ο Χριστός, με τη θεία Λειτουργία, καλεί τον κάθε άνθρωπο να γίνει ομοτράπεζός του στη Βασιλεία, να ενδυθεί το ένδυμα της μετανοίας και να παρακαθίσει στο δείπνο των γάμων.

Η είσοδος των πιστών μέσα στο Ναό, που γινόταν στους πρώτους αιώνες την ώρα αυτή αμέσως πριν από την είσοδο του Αρχιερέως, σημαίνει –κατά τον άγιο Μάξιμο- τη μετάθεσή τους από την κακία και την αγνωσία στην αρετή και τη γνώση (143). Ο άνθρωπος αλλάζει δρόμο και προσανατολισμό. Κέντρο της ζωής του παύει να είναι ο παρερχόμενος κόσμος και γίνεται το θυσιαστήριο. Έτσι η είσοδος του πιστού στο Ναό για την ιερή Σύναξη δεν είναι ένα σύμβολο αλλά μία πράξη: η είσοδος στη ζωή του Χριστού. Είναι η κοινωνία του ανθρώπου στη ζωή του Θεανθρώπου.

Σύμφωνα με την σημερινή τάξη της Λειτουργίας ο ιερεύς (όταν δεν υπάρχει διάκονος) παίρνει από την αγία Τράπεζα το ιερό Ευαγγέλιο, την εικόνα του Χριστού. Το κρατά στο ύψος του προσώπου του, έτσι που το πρόσωπό του καλύπτεται από τον ερχόμενο Χριστό. Προηγείται η λαμπάδα, το σύμβολο του Προδρόμου του Χριστού. Ο τίμιος Πρόδρομος είναι ο «λύχνος που καίγεται και φαίνεται». Καθώς ο Χριστός έρχεται στον κόσμο μας, ο Βαπτιστής Τον δείχνει: «Να ο Αμνός του Θεού». Και ο ιερέας –σαν τον άγγελο που ανήγγειλε τη γέννηση του Χριστού στους ποιμένες- αναφωνεί:
Σοφία. Ορθοί. Και είναι σαν να αναγγέλλει: «Να, ευαγγελίζομαι σε σας χαρά μεγάλη, η οποία θα είναι για όλο τον λαό». Οι πιστοί ζούνε το θαύμα της αγγελικής φανερώσεως: «Ξαφνικά έγινε μαζί με τον άγγελο πλήθος στρατιάς ουρανίου που αινούσαν το Θεό» (144).
Όπως στη Βηθλεέμ έτσι και στη θεία λειτουργία «άγγελοι και άνθρωποι συμμίγνυνται (=συνενώνονται)· διότι όπου παρουσιάζεται ο Βασιλιάς έρχονται και οι φρουροί (ακόλουθοί του)»(145). Αυτό το μυστήριο της αγγελικής παρουσίας και συλλειτουργίας παρακαλεί ο λειτουργός –στην ευχή της εισόδου- να ζήσουμε οι πιστοί. Να το ζήσουμε όπως το έζησαν οι θεοφόροι άγιοι Πατέρες μας.

Ο ιερός Χρυσόστομος μάς λέει ότι άκουσε από κάποιον να διηγείται, «ότι του έλεγε ένας θαυμάσιος γέροντας, που έβλεπε συχνά αποκαλύψεις, ότι κάποτε αξιώθηκε να δει τέτοιο θέαμα: Κατά την τέλεση των αγίων μυστηρίων είδε ξαφνικά, όπως του ήταν δυνατόν να δει, πλήθος αγγέλων με στολές λαμπρές που περικύκλωναν το άγιο θυσιαστήριο και έστρεφαν τα πρόσωπα προς τα κάτω, όπως βλέπουμε να στέκονται οι στρατιώτες μπροστά στον βασιλέα». Αναφέρεται επίσης για τον άγιο Σπυρίδωνα, ότι «όταν λειτουργούσε παραστέκονταν άγιοι Άγγελοι, οι οποίοι συλλειτουργώντας μαζί του, όταν αυτός έλεγε «Ειρήνη πάσι», εκείνοι από έξω αποκρίνονταν με μέλος «Και τω πνεύματί σου». Ομοίως αποκρίνονταν και τα υπόλοιπα συνηθισμένα (λόγια)» (146).

Παραπομπές
(140) Σαφής ένδειξη ότι τη στιγμή αυτή μαζί με τον λειτουργό εισέρχονταν στο ναό και οι πιστοί, υπάρχει στην ευχή της Εισόδου, η οποία σώζεται στο αρχαιότερο ευχολόγιο (8ος αιώνας): «Ευεργέτα και της κτίσεως όλης Δημιουργέ, δέξου την εκκλησία που έρχεται προς Εσένα…». Η ευχή της Εισόδου διαβαζόταν μπροστά στην πύλη του Ναού και στη συνέχεια ο λειτουργός ευλογούσε την πύλη, δηλαδή την είσοδο των αγίων: Ευλογημένη η είσοδος των αγίων σου».
(141) Μ 98, 405C- Εβραίους 1,6
(142) Μυσταγωγία, σελ. 174-6
(143) ο.π. σελ. 179
(144) Ιωάννης 5, 35 και 1,29 – Λουκάς 2, 10-13
(145) Λιτή Θεοφανείων.
(146) Μ 48,681 – όσιος Νικόδημος, Συναξαριστής 12 Δεκεμβρίου

(Ιερομονάχου Γρηγορίου, Η Θεία Λειτουργία Σχόλια, Εκδ. Δόμος, σελ. 177-179 [υπογραμμίσεις δικές μας και μετάφραση των αρχαίων κειμένων])

«Μετά την ψαλμωδία των τριών αντιφώνων και συγκεκριμένα προς το τέλος του τρίτου αντιφώνου γίνεται η λεγόμενη «μικρά είσοδος».

Η «πρώτη είσοδος της αγίας συνάξεως», όπως χαρακτηρίζει ο άγιος Μάξιμος ο ομολογητής την αρχική είσοδο του κλήρου και του λαού στο ναό10.
Οι ιερείς, ντυμένοι τα άμφιά τους, μαζί με το λαό ξεκινούσαν από το αίθριο και έμπαιναν στον κυρίως ναό για ν' αρχίσει η θεία λειτουργία. Κι επειδή επρόκειτο να διαβαστεί το ευαγγελικό ανάγνωσμα μετέφεραν και το Ευαγγέλιο από το σκευοφυλάκιο, που βρισκόταν έξω από τον κυρίως ναό στο αίθριο και το τοποθετούσαν στον άμβωνα, απ΄όπου γινόταν η ανάγνωση.

Στην είσοδο του ναού διαβαζόταν και η ευχή της εισόδου. Αν λειτουργούσε επίσκοπος, έμπαινε στο ναό αυτήν ακριβώς τη στιγμή, αφού φορούσε τα άμφιά του μπροστά στο λαό. Και σήμερα παρατηρούμε πως στο ιερό βήμα μπαίνει την ώρα της μικρής εισόδου κι όχι από την αρχή. Αυτό είναι στοιχείο της παλιάς τάξης και πράξης. Με τη διαφορά πως είναι ήδη ντυμένος πριν από την θεία λειτουργία.
Σήμερα τα πράγματα έχουν αλλάξει. Το αρχικό νόημα και η πρακτική σημασία αυτής της εισόδου έχει χαθεί.

Όπως ήδη έχουμε αναφέρει με τη μεταφορά των ειρηνικών πρίν από τα αναγνώσματα και την από τον 8ο αιώνα προσθήκη των δύο πρώτων αντιφώνων άλλαξε η μορφή και η διάταξη του πρώτου αυτού τμήματος της θείας λειτουργίας. Η είσοδος που γίνεται είναι η είσοδος στο ιερό βήμα και όχι η είσοδος του κλήρου και του λαού στο ναό11. Ο λαός είναι ήδη στο ναό και οι ιερείς στο βήμα. Από εκεί ξεκινά και η πομπή, η λιτανεία της εισόδου με τη σημερινή μορφή. Ο ιερέας ή ο διάκονος, αν υπάρχει, παίρνει από την αγία Τράπεζα το Ευαγγέλιο και γίνεται η πομπή, ενώ προπορεύεται αναμμένη λαμπάδα, που συμβολίζει το «θείο φώς», κατά τον Σωφρόνιο Ιεροσολύμων12.

Η λιτανεία σταματά στο κέντρο του ναού, όπου διαβάζεται η ευχή της εισόδου, «Δέσποτα Κύριε ο Θεός ημών...», έτσι ώστε να ακούγεται από το λαό. Μέχρι τον ΙΒ' αιώνα λεγόταν εις επήκοον του λαού. Η ευχή αυτή κάνει λόγο για συλλειτουργία με τους αγγέλους και αναφέρεται στην είσοδο στο ιερό βήμα και όχι στο ναό. Πρόκειται δηλαδή για ευχή μεταγενέστερη και προϋποθέτει τη μορφή της λειτουργίας, όπως εξελίχθηκε μετά τον 7ο αιώνα. Στη συνέχεια γίνεται η ευλογία της εισόδου, και γίνεται η ύψωση του Ευαγγελίου που συνοδεύεται με τις λέξεις· «Σοφία· ορθοί», για να τελειώσει η πομπή με την είσοδο στο ιερό βήμα. Οι δύο παραπάνω λέξεις που εμφανίζονται στη λειτουργία από τον 7ο αιώνα, δεν είναι παρά παραγγέλματα προσοχής. Και στην συγκεκριμένη περίπτωση ειδοποιούν το λαό να σηκωθεί για να υποδεχθεί τον επίσκοπο και τους αναγνώστες για να ψάλλουν το στίχο της εισόδου «Δεύτε προσκυνήσωμεν...»13.

Θα πρέπει βέβαια εδώ να τονίσουμε δύο πράγματα:
Πρώτον, οι όροι «μικρά» και «μεγάλη» είσοδος εμφανίζονται από τον 14ο αιώνα, γιατί η μεν πρώτη είσοδος του κλήρου και του λαού στο ναό έχασε σιγά-σιγά την αρχική λαμπρότητα της και το πρακτικό της νόημα και εξελίχθηκε σε απλή είσοδο του Ευαγγελίου, σ' αντίθεση με την είσοδο των δώρων που ξεκίνησε με μια απλοϊκή μορφή, όπως θα δούμε στο συγκεκριμένο σχόλιο και στη συνέχεια απόκτησε τη μεγαλοπρέπεια και λαμπρότητα που έχει σήμερα.
Δεύτερον, δόθηκαν αρκετοί συμβολισμοί πέρα από την πρακτική έννοια και ιστορική σημασία της «μικράς εισόδου», αλλά είναι οπωσδήποτε μεταγενέστεροι. Αναφέροντας μερικούς απ' αυτούς επισημαίνουμε αυτόν του Γερμανού Κωνσταντινουπόλεως, για τον οποίο «η είσοδος του Ευαγγελίου φανερώνει την παρουσία και την είσοδο του Υιού του Θεού σ' αυτόν τον κόσμο»14. Για τον άγιο Μάξιμο η είσοδος των πιστών μέσα στο ναό σημαίνει τη μετάθεση τους από την κακία και την αγνωσία στην αρετή και τη γνώση15. Και κατά τον Καβάσιλα με το Ευαγγέλιο δηλώνεται ο Χριστός16

Παραπομπές
10. Μαξίμου του ομολογητού, Μυσταγωγία εισαγωγή – σχόλια πρωτ/ρος Δημ. Στανιλοάε, μετάφ. Ιγνάτιος Σακαλής, έκδ. «Αποστολικής Διακονίας», Αθήναι 1973 σελ. 213
11. Ι. Μ. Φουντούλη, Απαντήσεις εις λειτουργικάς απορίας, τ. Β', Θεσσαλονίκη 1975 σ. 134-138 Βλ. και π. Ι. Ματέος, Η μικρά είσοδος της θείας λειτουργίας, «Γρηγόριος ο Παλαμάς» τ. 56 (1973), σ. 365-381
12. Σωφρονίου Ιεροσολύμων, Λόγος περιέχων την εκκλησιαστικήν άπασαν ιστορίαν και λεπτομερή αφήγησιν πάντων των εν τη θεία λειτουργία τελουμένων, PG 873, 3993C
13. π. Ι. Ματέος, Η μικρά είσοδος..., σ. 375
14. Γερμανού Κωνσταντινουπόλεως, Ιστορία εκκλησιαστική και μυστική θεωρία, PG 98, 405C
15. Μαξίμου του ομολογητού, Μυσταγωγία..., οπ.π., σ. 179
16. Νικολάου Καβάσιλα, Εις την θείαν λειτουργίαν..., οπ.π. σ. 115
(Η Θεία Λειτουργία, Ιωάννη Κογκούλη, Χρήστου Οικονόμου, Παναγιώτης Σκαλτσή , εκδ. Ο.Χ.Α «Λυδία» σλ. 137-140)

Υπό Π.Ν Τρεμπέλα
(1) Έναρξη
Αποτελείται από τρεις «συναπτές» και τα «αντίφωνα» που παρεμβάλλονται ανάμεσα σ’ αυτές. Το σύνολο όλων αυτών αποτελεί «λιτή» (λιτανεία), όπως φαίνεται και από την πυκνή επανάληψη του «Κύριε, ελέησον». Γι’ αυτό, όταν μετά την ακολουθία του Όρθρου ακολουθούσε παλαιότερα λιτανεία με περιφορά έξω από το ναό, κατά την επάνοδο στο ναό συνεχιζόταν η θεία Λειτουργία από την Μικρή Είσοδο. Υπάρχει χειρόγραφο σύμφωνα με το οποίο η λιτή αυτή ψαλλόταν, ενώ οι λειτουργοί στέκονταν έξω από το ιερό Βήμα. Μετά το τέλος της λιτής έμπαιναν μέσα, αφού προηγουμένως ύψωναν, όπως και σήμερα, το ιερό Ευαγγέλιο, το οποίο μετέφεραν από το Σκευοφυλάκιο, όπου φυλασσόταν Και μέχρι σήμερα, όταν γίνετε αρχιερατική λειτουργία, ο επίσκοπος που ιερουργεί στέκεται έξω από τον ιερό Βήμα κατά τη διάρκεια της Ενάρξεως και εισέρχεται σ’ αυτό κατά τη Μικρή Είσοδο.
Εφόσον μάλιστα με την τέλεση της θείας Ευχαριστίας διακηρύττουμε τον θάνατο, την Ανάσταση και την Ανάληψη του Κυρίου στους ουρανούς, το πρώτο μέρος της θείας Λειτουργίας, που συνήθως ονομάζετε Λειτουργία των κατηχουμένων, προσέλαβε αργότερα και αλληγορική σημασία, και συμβολίζει σύμφωνα με τον άγιο Νικόλαο Καβάσιλα τα γεγονότα «που προηγήθηκαν από τον θάνατο του Κυρίου», δηλαδή «την παρουσία, την ανάδειξη και την τέλεια φανέρωσή του». Δεδομένου μάλιστα ότι τα αντίφωνα άλλοτε ήταν ολόκληροι ψαλμοί, παρατηρείται (στο λόγο που φέρει το όνομα του Σωφρονίου Ιεροσολύμων) ότι μετά την πρώτη αίτηση ψάλλονται τα προφητικά και επειδή προανακηρύττουν τον αναφανέντα Κύριο και συγχρόνως επειδή προηγήθηκε η Παλαιά Διαθήκη.
Έτσι κατά την Έναρξη ο Κύριος προβάλλεται προκηρυττόμενος και προαναγγελλόμενος, και με την ύψωση του Ευαγγελίου φανερούμενος. Διότι το ιερό Ευαγγέλιο συμβολίζει τον ίδιο τον Κύριο που μιλάει μέσα σ’ αυτό και μέσα απ’ αυτό. Και εμφανίζεται ο Κύριος να κηρύττεται από τους Αποστόλους με το αποστολικό ανάγνωσμα, αλλά να μιλάει και ο Ίδιος άμεσα πρός τα πρόβατά του με το ευαγγελικό ανάγνωσμα.
(2) «Αμήν»
Με το «Αμήν», που λέγεται στο τέλος από το λαό, ολόκληρο το εκκλησιαστικό πλήρωμα επιβεβαιώνει και αποδέχεται ως δική του φωνή τα όσα εκφώνησε ο λειτουργός.
(3) «Κύριε, ελέησον»
Και τη μικρή αυτή επίκληση, που έχει όμως μεγάλη σημασία και εμπνέει διάθεση συντριβής και ταπεινώσεως, την αναφωνούσε όλος μαζί ο λαός τα παλαιότερα χρόνια.
(4) «Αντίφωνα»
Μετά τις αιτήσεις του διακόνου, οι οποίες ονομάζονται «ειρηνικά» επειδή στις τρείς πρώτες αιτήσεις επαναλαμβάνεται η λέξη «ειρήνη», ο ιερεύς απαγγέλει την ευχή του α’ αντιφώνου. Παλαιότερα και αυτή και οι άλλες ευχές της θείας Λειτουργίας απαγγέλλονταν με έντονη φωνή, για να τις παρακολουθεί και το εκκλησίασμα.
Τα «αντίφωνα» ονομάζονται έτσι διότι ψάλλονται διαδοχικά από δυο χορούς, καθώς ο ένας ανταποκρίνεται στον άλλο και επαναλαμβάνει με μορφή επωδού το ίδιο εφύμνιο, το οποίο για το πρώτο αντίφωνο είναι το «Ταίς πρεσβείαις της Θεοτόκου...». Στα παλαιότερα χρόνια το αντίφωνο ήταν ολόκληρος ψαλμός. Ο αναγνώστης απο τον άμβωνα απήγγειλε ένα-ένα στίχο και μαζί μ’ αυτόν όλος ο λαός επαναλάμβανε ως επωδό το εφύμνιο ή την «υπακοή», η οποία ήταν κάποιος ψαλμικός στίχος.
(5) Μικρή Είσοδος
Όπως είπαμε και προηγουμένως, πρίν από τον 5ο αιώνα η έναρξη της θείας Λειτουργίας γινόταν με τη Μικρή Είσοδο. Τότε ο λειτουργός, ντυμένος με τα άμφια του και κρατώντας το ιερό Ευαγγέλιο, ξεκινούσε από το Σκευοφυλάκιο, το οποίο στις Εκκλησίες της Συρίας αποτελούσε ανεξάρτητο κτίσμα κοντά στο ναό, και κατευθυνόταν πρός το ιερό Βήμα, όπου εισερχόταν για πρώτη φορά μετά την Έναρξη. Γι’ αυτό ο λειτουργός εύχεται ώστε μαζί με την είσοδό του σ’ αυτό να γίνει και είσοδος αγίων Αγγέλων. Και ο διάκονος, όταν φθάσουν μπροστά από τις πύλες του Βήματος, λέει στον ιερέα: «Ευλόγησον, δέσποτα, την αγίαν είσοδον», ενώ ο ιερέας ευλογώντας λέει: «Ευλογημένη η είσοδος των αγίων σου πάντοτε, νύν και αεί και είς τους αιώνας των αιώνων».
Αυτά τα λόγια τα κατανοούμε καλύτερα, όταν έχουμε υπόψη ότι ορίσθηκαν να λέγονται σε εποχή που κατά τη Μικρή Είσοδο οι λειτουργοί για πρώτη φορά εισέρχονταν στο ιερό Βήμα, το οποίο ονομαζόταν «άγια» και «άγια αγίων» κατά μίμηση του Ναού της Ιερουσαλήμ στα χρόνια της Παλαιάς Διαθήκης.
(6) Ύψωση Ευαγγελίου
Ο άγιος Νικόλαος Καβάσιλας ερμηνεύει αλληγορικά την ύψωση αυτή του Ευαγγελίου λέγοντας ότι «ο ιερεύς στέκεται στην μέση του ναού μπροστά από το θυσιαστήριο και υψώνει το Ευαγγέλιο, συμβολίζοντας την ανάδειξη του Κυρίου, όταν άρχισε να παρουσιάζεται στον κόσμο».
(7) Εισοδικό
Ονομάζεται έτσι , διότι ψαλλόταν, ιδιαιτέρως στη Δύση και στην Αίγυπτο, την ώρα που ο λειτουργός, ντυμένος τα άμφια του, ξεκινούσε από το Σκευοφυλάκιο και προχωρώντας εισόδευε στο ιερό Βήμα.
(8) Τρισάγιος ύμνος
Ο ύμνος αυτός ονομάζεται Τρισάγιος εξαιτίας της τριπλής επαναλήψεως της λέξεως «άγιος», η οποία αναφέρεται πρός τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος. Στα τρία αυτά πρόσωπα αναφέρονται και τα Σεραφείμ που στέκονται δίπλα στον ουράνιο θρόνο του Θεού και αναβοούν ασίγητα «άγιος, άγιος Κύριος Σαβαώθ» (Ησ. ς ‘ 2-3). Ο ύμνος αυτός εισήχθη στη λειτουργία με αφορμή κάποιον ισχυρό σεισμό στα χρόνια που αυτοκράτωρ ήταν ο Θεοδόσιος ο Μικρός (408-450) και πατριάρχης ο Πρόκλος (434).
Ο Τρισάγιος ύμνος αντικαθίσταται με τον ύμνο «Όσοι είς Χριστόν εβαπτίθητε...» στις εορτές των Χριστουγέννων, των Θεοφανίων, του Σαββάτου του Λαζάρου, του Μεγάλου Σαββάτου και του Πάσχα, διότι παλαιότερα κατά τις εορτές αυτές βαπτίζονταν ομαδικά πολλοί Κατηχούμενοι. Παρόμοια, στις εορτές της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού και της Σταυροπροσκυνήσεως ψάλλεται για ευνόητους λόγους το «Τον Σταυρόν σου προσκυνούμεν, Δέσποτα, και την Αγίαν σου Ανάστασιν δοξάζομεν».
(9) Προκείμενο
Μόνο δύο στίχοι απέμειναν πλέον από αυτό. Παλαιότερα όμως αποτελούνταν από ολόκληρο ψαλμό. Ο αναγνώστης απήγγειλε από τον άμβωνα εμμελώς ανά ένα στίχο, μετά από τον οποίο ο λαός επαναλάμβανε ως επωδό τον στίχο που μέχρι και σήμερα απαγγέλλεται πρώτος από τον αναγνώστη. Λέγετε «προκείμενον», ως ο ψαλμός που προτάσσεται από το κείμενο της περικοπής του Αποστόλου.
(10) Αλληλουάριο
Αυτό αποτελείται πλέον μόνο από το «Αλληλούια», που ψάλλλεται τρείς φορές από τον ψάλτη. Παλαιότερα ήταν κι αυτό ολόκληρος ψαλμός, που μετά απο κάθε στίχο του επαναλαμβανόταν από το λαό ώς επωδός το Αλληλούια. Τότε, κατά τη διάρκεια του Αλληλουαρίου, θυμίαζε ο διάκονος, ενώ ο ιερέας διάβαζε την ευχή του Ευαγγελίου. Αυτά τώρα γίνονται κατά τη διάρκεια του αποστολικού αναγνώσματος. Το θυμίαμα μάλιστα που προσφέρεται τη στιγμή αυτή θεωρήθηκε σύμβολο ευλαβείας που αναφέρεται στην ευωδία που εξαγγέλλει το Ευαγγέλιο, την ευωδία της γνώσεως του Ιησού Χριστού. Αυτή την ευωδία καλούμαστε και μείς να φανερώνουμε με ζωή ευωδιαστή και ευαγγελική ( Β΄Κορ. β’ 14-15)
(11) «Δόξα σοι, Κύριε, δόξα σοι»
Οφείλουμε να δοξολογούμε και να ευχαριστούμε τον Κύριο, ο οποίος ετοιμάζει για μάς δύο τράπεζες που τρέφουν υπερφυσικά τις ψυχές μας: την τράπεζα της θείας Ευχαριστίας, στην οποία προτίθεται το Σώμα και το Αίμα Του ως μυστηριώδης τροφή, αλλά και ως ατίμητος θυσία. Και την τράπεζα του λόγου Του και των ρημάτων, τα οποία όπως ο Ίδιος μας βεβαίωσε, «πνεύμα εστί και ζωή εστί» (Ιωάν. ς΄ 63). Σχετικά με το θέμα αυτό παρατηρεί πολύ σωστά ο ιερός Αυγουστίνος: Όποιες προφυλάξεις παίρνουμε κατά τη θεία μετάληψη προκειμένου να μην πέσει ποτέ από τα χείλη μας κάποιος μαργαρίτης, έστω και ελάχιστος, από το άχραντο Σώμα του Κυρίου, τέτοια προσοχή πρέπει να δείχνουμε ώστε να μην εκπέσει από τις καρδιές μας ούτε μια «κεραία» από τα θεία ρήματα.
(12) Εκτενής ικεσία
Λέγεται «εκτενής», διότι παρά το γεγονός ότι σήμερα παραλείπεται εντελώς από πολλούς λειτουργούς, κάποτε ήταν πραγματικά πολύ μεγάλη και εκτεταμένη. Διότι την ώρα αυτή απευθύνονταν πολλές ικεσίες: «υπέρ πασών των αγίων του Θεού Εκκλησιών, υπέρ του επισκόπου και παντός του κλήρου», υπέρ όλων των εκκλησιαστικών και κοινωνικών τάξεων, «υπέρ ζώντων και τεθνεώτων, υπέρ ασθενούντων και ενεργουμένων (=κατεχομένων υπό του διαβόλου), υπέρ των κατηχουμένων» ιδιαιτέρως, και ξεχωριστά «υπέρ των μετανοούντων». Μετά από κάθε αίτηση ο λαός «και προ πάντων τα παιδία» έλεγαν το «Κύριε, ελέησον».
Αυτό συνέβαινε κυρίως μετά την αποχώρηση όσων δεν ήταν άξιοι να προσέλθουν στην θεία Κοινωνία. Τότε οι πιστοί που είχαν απομείνει, καθώς προετοιμάζονταν για τη θεία μετάληψη -γονατιστοί μάλιστα, επειδή συναισθάνονταν ότι ήταν ένοχοι και ανάξιοι να κοινωνήσουν- οι ίδιοι σιωπούσαν, και αντί γι’ αυτούς η Εκκλησία έβαζε μπροστά τα «παιδία τα άμωμα του δήμου», για να παρακαλούν τον Θεό και να ζητούν το έλεος Του. (Χρυσόστομος)
(13) «’Οσοι πιστοί...»
Αποχώρησαν πλέον οι κατηχούμενοι κι έπειτα και οι φωτιζόμενοι (όσοι δηλαδή βρίσκονταν λίγο πριν το Βάπτισμα) και όλοι γενικά οι αμύητοι. Οι ευχές για τους κατηχουμένους συνήθως λέγονται ανελλιπώς μόνο στη λειτουργία των Προηγιασμένων.
Σε κάποιο λειτουργικό κείμενο, που έχει την επιγραφή «Διαθήκη του Κυρίου Ιησού Χριστού», είναι αξιοσημείωτη και η πρόσκληση του διακόνου στο σημείο αυτό, που έχει ως εξής: «Οι κατηχούμενοι απελθέτωσαν. Οράτε, μη τις ακάθαρτος. Άνω τα όμματα των καρδιών ημών. Άγγελοι επισκοπούσιν. Οράτε. Ει τις ούκ έχει παρρησίαν απελθέτω.. ομονοούση διανοία δεηθώμεν. Μη τις μοιχός. Μη τις παρωργισμένος. Ει τις της αμαρτίας δούλος απελθέτω. Ως υιοί φωτός δεηθώμεν».
(14) Μεγάλη Είσοδος
Παλαιότερα στο σημείο αυτό της θείας Λειτουργίας, όταν πλέον είχαν αποχωρήσει οι κατηχούμενοι και οι μετανοούντες, οι οποίοι δεν δικαιούνταν να προσάγουν προσφορές για την τέλεση της θείας Ευχαριστίας, προσφέρονταν από τους πιστούς προσφορές άρτου και οίνου. Από αυτές οι διάκονοι ξεχώριζαν τις αναγκαίες ποσότητες για την κοινωνία των πιστών, και αφού τις προσκόμιζαν στο άγιο Θυσιαστήριο, τις απέθεταν πάνω σ’ αυτό.
Έτσι διαμορφώθηκε πολύ νωρίς η Μεγάλη Είσοδος, η οποία συνίσταται στη μεταφορά με πομπή και ευλάβεια των τιμίων δώρων από το Σκευοφυλάκιο στην αγία Τράπεζα και συμβολίζει «τη συντελεσμένη αναπαράσταση του σταυρικού πάθους του Κυρίου, έτσι ώστε να μπορούμε να αντιληφθούμε τον Κύριο σαν να κείτεται μέσα στον τάφο μετά από το πάθος Του. Γι αυτό και οι λειτουργοί που απλώνουν τα ιερά υφάσματα πάνω στο Θυσιαστήριο αναπαριστούν συμβολικά την σινδόνα της ταφής του Κυρίου» (Θεόδωρος Μοψουεστίας).
Είναι φανερό ότι από τη Μεγάλη Είσοδο αρχίζει το κυριότερο και σπουδαιότερο τμήμα της λατρείας. Επειδή μάλιστα μ’ αυτήν αναπέμπουμε και μείς από τη γη την ίδια λατρεία που προσφέρουν και οι άγγελοι στον ουρανό, ενωνόμαστε μαζί τους σε κοινή δοξολογία και ευχαριστία και προσκύνηση του Υψίστου Θεού. Γι’ αυτό ο ύμνος που ψάλλεται πρίν τη Μεγάλη Είσοδο λέγετε «Χερουβικός», καθώς αναπέμπεται από τους πιστούς που βρίσκονται στη γη, οι οποίοι εικονίζουν τα Χερουβίμ και συμψάλουν μαζί τους τον Τρισάγιο ύμνο.
(15) Ευχή της προσκομιδής
Λέγεται έτσι, διότι τα τίμια δώρα προσκομίσθηκαν και αποτέθηκαν στο άγιο Θυσιαστήριο. Ξεχωρίσθηκαν πλέον από κάθε κοινή χρήση και αφιερώθηκαν ειδικότερα τώρα στο Θεό.
(16) Ασπασμός
Στο σημείο αυτό στην αρχαία Εκκλησία και μάλιστα στις Εκκλησίες της Ανατολής και Αιγύπτου δινόταν μεταξύ των Χριστιανών το φίλημα της ειρήνης. Οι κληρικοί ασπάζονταν τον επίσκοπο και τους συλλειτουργούς τους, και από τους λαϊκούς οι άνδρες τους άνδρες και οι γυναίκες τις γυναίκες. Σήμερα ο ασπασμός γίνεται μεταξύ των συλλειτουργούντων ιερέων και με τον επίσκοπο, εάν συμβεί να συλλειτουργεί μαζί τους. Από τον τρόπο μάλιστα που γίνεται ο ασπασμός αυτός βγάζουμε το συμπέρασμα ότι στην αρχαία Εκκλησία καθένας από τους άνδρες ασπαζόταν όλους τους άνδρες του εκκλησιάσματος, και καθεμιά γυναίκα όλες τις γυναίκες.
(17) «Τας θύρας, τας θύρας...»
Η προτροπή αυτή του διακόνου απευθύνεται πρωτίστως στους υποδιακόνους ή πυλωρούς που στέκονται δίπλα στις θύρες του ναού, και τους εφιστά την προσοχή ώστε να μην επιτρέψουν την είσοδο σε κάποιον αβάπτιστο και αμύητο. Κι αυτό προκειμένου να απαγγελθεί το «Σύμβολο της πίστεως», το οποίο κρατούνταν μυστικό για αρκετό χρόνο ακόμη και από τους κατηχούμενους. Και έπειτα να ακολουθήσει η τέλεση της αγίας Αναφοράς, δηλαδή του υψίστου των μυστηρίων.
Το «εν σοφία πρόσχωμεν» συνδέεται άραγε άμεσα με το «τάς θύρας, τας θύρας» ή με το Σύμβολο της πίστεως που ακολουθεί; Απευθύνεται δηλαδή στους υποδιακόνους ή σε όλους τους πιστούς, για να διεγερθεί η προσοχή τους ώστε να προσέξουν την ομολογία του Συμβόλου που ακολουθεί; Ο κώδικας του Πυρομάλη συνηγορεί υπέρ του δευτέρου, διότι γράφει τα εξής: «Ο διάκονος. Τας θύρας, τας θύρας. Και κατακλείονται αι θύραι. Ο διάκονος. Πρόσχωμεν. και το σύμβολον ψάλλωμεν». Άλλοτε το Σύμβολο απαγγελλόταν εμμελώς από όλο το λαό.
(18) Αγία Αναφορά
Πρόκειται να αρχίσει η αγία Αναφορά. Δηλαδή η θυσία που αναπέμπεται από το επίγειο Θυσιαστήριο στο νοερό και υπερουράνιο Θυσιαστήριο. Ο Κύριος είχε πει ότι καθένας που προσφέρει κάποιο δώρο στο Θυσιαστήριο οφείλει προηγουμένως να συνδιαλλάσσεται με κάθε αδερφό του, ο οποίος έχει κάτι εναντίον του (Ματθ. ε΄23-24). Σύμφωνα λοιπόν με τα λόγια αυτά του Κυρίου, ο διάκονος μας προτρέπει να προσέξουμε ώστε να προσφέρουμε την αγία Αναφορά έχοντας ειρήνη με όλους. Ακριβώς γι’ αυτό και λίγο πριν γινόταν παλαιότερα ο ασπασμός της ειρήνης.
(19) «Άνω σχώμεν τάς καρδίας»
Λέει ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων: «Αληθινά, εκείνη την πιο φρικτή ώρα πρέπει να έχουμε στραμμένη προς τα άνω την καρδιά μας, προς τον Θεό, και όχι κάτω προς τη γη και τα γήινα πράγματα». Οφείλουμε όλοι «να αφήσουμε τις βιοτικές φροντίδες και οικογενειακές μέριμνες και να έχουμε την καρδιά μας στον ουρανό, στο φιλάνθρωπο Θεό».
(20) Ο Επινίκιος Ύμνος
Ο Επινίκιος Ύμνος είναι συνέχεια της ευχής της Αναφοράς, η οποία διακόπτεται για λίγο, ώστε ο λειτουργός και ο λαός με μια ψυχή να αναπέμψουν τον ύμνο αυτό. Ο θείος Χρυσόστομος σημειώνει τα εξής: «Προσπάθησε να καταλάβεις μαζί με ποιούς στέκεσαι την ώρα των μυστηρίων. Μαζί με τα Χερουβείμ, μαζί με τα Σεραφείμ. Πως λοιπόν θα μπορέσεις και συ μαζί μ’ εκείνους τους αγγέλους να λές Άγιος, άγιος, άγιος;» «Επάνω στον ουρανό οι στρατιές των αγγέλων δοξολογούν. Κάτω στις εκκλησίες χοροστατούν άνθρωποι και μιμούνται την ίδια μ ‘ εκείνους δοξολογία. Άνω τα Σεραφείμ αναβοούν τον τρισάγιο ύμνο, κάτω τα πλήθη των ανθρώπων αναπέμπουν τον ίδιο ύμνο». Και ο Θεόδωρος Μοψουεστίας μαρτυρεί ότι, προκειμένου να ψαλλεί ο επινίκιος ύμνος, ενώ οι πιστοί στρέφουν ταπεινά τα βλέμματά τους προς τα κάτω, ο διάκονος εκφωνεί: «Στώμεν πάντες μετά μεγάλου φόβου και τρόμου».
(21) Οι λόγοι της συστάσεως
Αναφέρονται τα λόγια που είπε ο Κύριος όταν συνέστησε το μυστήριο και παρέδωσε το Σώμα του πρώτα και το Αίμα του έπειτα στους Αποστόλους για να τα κοινωνήσουν. Και πρέπει να ακούγονται τα λόγια αυτά, ώστε να συνδέεται αυτό που σήμερα τελεσιουργείται από μας με εκείνο που συστάθηκε και παραδόθηκε τότε από τον Κύριο. Ό,τι δηλαδή τελούμε εμείς προσφέροντας τη θεία Ευχαριστία είναι ακριβώς το ίδιο που συνέστησε ο Κύριος το απόγευμα της Μεγάλης Πέμπτης.
(22) Ανάμνηση
Το μικρό αυτό τμήμα της Αναφοράς ονομάζεται «Ανάμνησις», διότι είναι συντεταγμένο σύμφωνα με τα λόγια που είπε ο Κύριος στους μαθητές αμέσως μόλις παρέδωσε το μυστήριο: «Τούτο ποιείτε είς την εμήν ανάμνησιν» (Λουκ. κβ’ 19, Α΄ Κορ. ια’ 24-25). Με την «Ανάμνηση» λοιπόν δηλώνεται και διακηρύττεται ότι το μυστήριο που τελείται από μας γίνεται με εντολή του Κυρίου, προκειμένου να έχουμε την ανάμνησή του, και ταυτίζεται ακριβώς με το μυστήριο «τούτο» που παρέδωσε ο Κύριος στους Αποστόλους προσθέτοντας και την εντολή αυτή.
(23) «Τα σα εκ των σών»
Το «σοί προσφέρομεν κατά πάντα» μάλλον αναφέρεται στα Θυσιαστήρια που βρίσκονται σ’ όλα τα μέρη του κόσμου, στα οποία προσφέρεται από τους πιστούς η θεία Ευχαριστία, σε αντίθεση με τις θυσίες της Παλαιάς Διαθήκης, οι οποίες μόνο σ’ έναν τόπο, το Ναό των Ιεροσολύμων, προσφέρονταν. Στην Καινή Διαθήκη η θυσία της θείας Ευχαριστίας προσφέρεται σε κάθε («κατά πάντα») τόπο. Παρά το γεγονός αυτό όμως, η θυσία αυτή παραμένει πάντοτε μία και η ίδια. Διότι απο τα οσαδήποτε Θυσιαστήρια στα οποία τελείται, αναφέρεται στη μια θυσία, την οποία προσφέρει στο υπερουράνιο Θυσιαστήριο ο μέγας αρχιερεύς Ιησούς Χριστός, ο οποίος δέεται θερμά για μας. Έτσι η θυσία της θείας Ευχαριστίας που τελείται στη γη συνενώνεται μ’ αυτή που προσφέρει ο Χριστός στο υπερουράνιο Θυσιαστήριο, καθώς ταυτίζεται πλήρως με αυτήν.
(24) «Σε υμνούμεν...»
Ο πολύ παλαιός αυτός ύμνος αποτελεί συνέχεια της Αναφοράς. Αυτό το αντιλαμβάνεται κανείς ευκολότερα, όταν λάβει υπόψη του ότι στην εκφώνηση που προηγήθηκε τα παλαιά χειρόγραφα έχουν «Τα σα εκ των σών σοί προσφέροντες...». Έτσι η απόδοση και το κύριο ρήμα βρίσκονται στον ύμνο που ψάλλεται από το λαό. Παρεμβαίνει λοιπόν και στο κρίσιμο αυτό σημείο ο λαός. Και αυτό εξηγείται, όταν έχει κανείς υπόψη του ότι η θυσία προσφέρεται απ’ όλη την Εκκλησία, όπως φαίνεται και από το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο του ρήματος, το οποίο ακολουθεί: «Έτι προσφέρομέν σοι...». Ο ιερεύς είναι απαραίτητος για τον καθαγιασμό, ο οποίος δεν είναι δυνατόν να συντελεσθεί χωρίς αυτόν. Από τη στιγμή όμως που θα καθαγιασθούν τα δώρα, αποτελούν κτήμα όλης της Εκκλησίας και προσφέρονται θυσία στο Θεό από όλους τους πιστούς, οι οποίοι έχουν επικεφαλής τους τον ιερέα.
(25) Επίκληση – Καθαγιασμός
Ο λειτουργός παρακαλεί τον Θεό και Πατέρα να μεταβάλλει τον άρτο σε Σώμα Χριστού. Διότι τα μυστήρια τα τελεσιουργεί αοράτως ο μέγας αρχιερεύς Χριστός, ενώ ο λειτουργός είναι το απαραίτητο όργανό του για την τελεσιουργία αυτή, που δανείζει σ’ Αυτόν το χέρι του και τη γλώσσα του. Γι’ αυτό ακριβώς, οσοδήποτε ανάξιος κι αν είναι ο λειτουργός, η τελείωση του μυστηρίου δεν βλάπτεται σε τίποτε, αφού πραγματικός λειτουργός του είναι ο Κύριος.
(26) Ικετευτικές μνημονεύσεις
Αρχίζουν ήδη οι ικετευτικές δεήσεις και η ανάγνωση των Διπτύχων, στα οποία αναγράφονται ονόματα κεκοιμημένων. Η θυσία που έχει ήδη συντελεσθεί προσφέρεται «υπέρ των κεκοιμημένων αγίων Πατέρων και επισκόπων και πάντων των εν ημίν προκεκοιμημένων» και πιστεύουμε ότι «μεγίστη όνησις» και ωφέλεια θα επέλθει στις ψυχές, «για τις οποίες αναπέμπεται η δέηση της αγίας και πιο φρικτής θυσίας που έχουμε μπροστά μας». Διότι «τον Χριστό προσφέρουμε σφαγιασμένο και ζητούμε από τον φιλάνθρωπο Θεό τη δική τους εξιλέωση και τη δική μας» (Κύριλλος Ιεροσολύμων).
Διότι όταν στέκεται «ολόκληρος ο λαός ανυψώνοντας τα χέρια του, το ιερατικό πλήρωμα, και τελείται μπροστά μας η φρικτή θυσία, πώς δεν θα ελκύσουμε το έλεος του Θεού παρακαλώντας τον για τους κεκοιμημένους;» (Χρυσόστομος).
(27) Ικετευτικές δεήσεις – Δίπτυχα
Άριστα ο θείος Χρυσόστομος αποσαφηνίζει με ποιό πνεύμα μνημονεύουμε τους αγίους και τους μάρτυρες στη θεία Λειτουργία και πόσο διαφορετικά τους υπόλοιπους κεκοιμημένους, «μάλιστα αν αυτοί ήταν αμαρτωλοί». Λέει λοιπόν τα εξής: «Κι αν είναι μάρτυρες, είναι μεγάλη τιμή να αναφέρουμε τα ονόματα τους τώρα που είναι παρών ο Δεσπότης». Αυτό συμβαίνει «όπως όταν γιορτάζονται τα επινίκια των βασιλέων. Τότε επευφημούνται και όσοι πήραν μέρος στη νίκη, ενώ όσοι είναι φυλακισμένοι ελευθερώνονται λόγω της εορτής». Μνημονεύουμε λοιπόν τους αγίους θριαμβευτικά και η Εκκλησία τους προβάλλει στο Θεό ως νικηφόρα στρατιά, αποδεικνύοντας έτσι ότι ο Υιός του Θεού δεν θυσίασε μάταια τον εαυτό του. Ενώ τους υπόλοιπους και μάλιστα τους αμαρτωλούς η Εκκλησία τους μνημονεύει ικετευτικά, εκζητώντας γι’ αυτούς το θείο έλεος.
(28) «Και ων έκαστος κατά διάνοιαν έχει...»
Παρόλο που ο ιερεύς μνημονεύει μπροστά στο Θυσιαστήριο γενικώς «πάντας τους κεκοιμημένους επ’ ελπίδα αναστάσεως ζωής αιωνίου» και «πάντας τους εν πίστει οικούντας εν πάση πόλει», ο διάκονος με την προσφώνηση του αυτή αναφέρεται και σε όσους ονομαστικά έχει στη σκέψη του καθένας από τους εκκλησιαζομένους. Η επίκληση λοιπόν του θείου ελέους τη στιγμή αυτή από κάθε πιστό που παρευρίσκεται στη θεία Λειτουργία για τους προσφιλείς του ζωντανούς και κεκοιμημένους ισοδυναμεί με το να μνημονεύονται τα ονόματά τους μπροστά στο Θυσιαστήριο και απο τον διάκονο.
(29) «Και έσται τα ελέη»
Με τον ασπασμό αυτόν επισφραγίζεται η μεγάλη ευχή της Αναφοράς, που τελειώνει εδώ. Αυτή άρχισε με ασπασμό: «Η χάρις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού...» και με ασπασμό τελειώνει. Το τμήμα που ακολουθεί μέχρι την εκφώνηση «τα άγια τοις αγίοις» αποτελεί προπαρασκευαστική δέηση για την άξια μετάληψη του θείου μυστηρίου.
(30) Υπερουράνιο θυσιαστήριο
Στην Αποκάλυψη του Ιωάννη (η’ 3-4) παρουσιάζεται ένας άγγελος Κυρίου που στέκεται στο υπερουράνιο Θυσιαστήριο και κρατά χρυσό θυμιατήριο. Σε αυτόν δόθηκαν θυμιάματα πολλά για να τα προσφέρει στο χρυσό Θυσιαστήριο, που είναι μπροστά στον ουράνιο θρόνο του Θεού. Και όπως εξηγεί ο θείος Ιωάννης, τα θυμιάματα αυτά είναι οι προσευχές και οι πρεσβείες της θριαμβεύουσας Εκκλησίας του ουρανού, με τις οποίες ενώνονται και οι προσευχές των πιστών που αγωνίζονται στη γη, ώστε ενισχυμένες να προσφερθούν στον Θεό. Γι΄αυτό ακριβώς εδώ λέγετε ότι τη θυσία της Ευχαριστίας, από την οποία δεν υπάρχει άλλη πιο ευώδης και θεάρεστη, τη δέχθηκε ο φιλάνθρωπος Θεός στο υπερουράνιο του Θυσιαστήριο.
Εμείς βέβαια την προσφέρουμε στη γη, αλλά, όπως είπαμε και πιο πριν, ενώνεται αυτή με τη θυσία που προσφέρει στους ουρανούς ο μέγας Αρχιερεύς Χριστός. Και συνεπώς από το επίγειο Θυσιαστήριο ανεβαίνει αυτή συγχρόνως και στο υπερουράνιο.
(31) Η Κυριακή προσευχή
Η Κυριακή προσευχή θεωρήθηκε από πολύ παλαιά ότι μας προετοιμάζει για την άξια μετάληψη, για δύο λόγους:
Πρώτον για το αίτημα που περιέχει «τον άρτον ημων τον επισούσιον δος ημίν σήμερον», το οποίο ερμηνεύθηκε ότι αναφέρεται στον άρτο που είναι αναγκαίος για τη συντήρηση της ουσίας μας. Και όπως λέει ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων, ο άρτος αυτός «αναφέρεται στην ουσία της ψυχής μας». Κύρια ουσία μας δηλαδή πολύ σωστά θεωρήθηκε η ψυχή μας. Γι΄αυτό ιδιαιτέρως οι Αφρικανοί Πατέρες θεώρησαν ως «άρτο επιούσιο» τη θεία Ευχαριστία. Το ότι μάλιστα ζητούμε τον άρτο αυτό να μας δίνεται κάθε μέρα –και γι αυτό ονομάζεται και άρτος καθημερινός– δίνει αφορμή στο θείο Αμβρόσιο να θέσει το ερώτημα: «Αν ο άρτος αυτός είναι καθημερινός, γιατί εσύ τον μεταλαμβάνεις μετά από ένα ολόκληρο έτος; Οφείλεις να ζεις έτσι, ώστε να είσαι άξιος κάθε μέρα να κοινωνείς».
Επιπλέον, η Κυριακή προσευχή ορίσθηκε να λέγεται τη στιγμή αυτή και για το άλλο αίτημά της: «άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών». Διότι έτσι δίνουμε με τα λόγια αυτά τη βεβαίωση ότι συγχωρούμε όσους μας έφταιξαν με οποιονδήποτε τρόπο. Ο Λεόντιος Νεαπόλεως στο βίο του αγίου Ιωάννου του Ελεήμονος εξιστορεί γι’ αυτόν ότι κάποτε που λειτουργούσε, όταν με τον διάκονο που συλλειτουργούσε απήγγειλαν την Κυριακή προσευχή και έφθασαν στο αίτημα αυτό, ο άγιος τού ζήτησε να σταματήσει και επανέλαβε μόνος πάλι το αίτημα, προσθέτοντας με ήρεμη φωνή: «Κοίτα σε τι φοβερή ώρα λες στο Θεό.. όπως εγώ συγχωρώ, έτσι και συ συγχώρεσε με».
(32) «τολμάν επικαλείσθαι σε...»
Για τον άνθρωπο, που είναι ένα σκουλήκι και μολύνει τα χείλη του και τη γλώσσα του πάρα πολύ συχνά με αργολογίες και ρυπαρά και πολλαπλώς εφάμαρτα λόγια, αποτελεί πραγματικά απερίγραπτη τόλμη να πλησιάζει τον άπειρο Θεό όπως ένα παιδί τον πατέρα του, και με ακάθαρτο το στόμα του να τον ονομάζει «Πατέρα».
(33) «Τα άγια τοις αγίοις» (Ύψωση)
Είναι αξιοσημείωτα τα όσα παρατηρεί ο θείος Χρυσόστομος: «Ο ιερεύς με τη φωνή του αυτή εμποδίζει τα τραυματισμένα και παραμορφωμένα πρόβατα να προσέλθουν στο μυστήριο. Και με φρικτή βοή, όπως κραυγάζει ο κήρυκας σηκώνοντας το χέρι του ψηλά, μέσα σ’ εκείνη τη φρικτή ησυχία κραυγάζει δυνατά: Όποιος δεν είναι άγιος να μην προσέλθει». Η ύψωση του αγίου άρτου συμβολίζει σύμφωνα με τον ιερό Δαμασκηνό την ύψωση του Κυρίου επί του Σταυρού.
(34) Κλάση
Ο μελισμός του αγίου άρτου γίνεται κατά μίμησην του τεμαχισμού που έκανε ο Κύριος όταν παρέδιδε το μυστήριο, κόβοντας τον έναν άρτο και διανέμοντάς τον στους μαθητές. Ο μελισμός λοιπόν αυτός του αγίου άρτου είχε αρχικά ως κύριο σκοπό τον τεμαχισμό του σε κομμάτια για τη μετάδοση από αυτά στους πιστούς. Παράλληλα υπενθύμιζε σε όλους όσους κοινωνούσαν «ότι εις άρτος, εν σώμα οι πολλοί έσμεν, οι γαρ πάντες εκ του ενός άρτου μετέχομεν». (Α’ Κορ. ι’ 17). Αργότερα όμως ο τεμαχισμός αυτός του άρτου έγινε σύμβολο της κακώσεως που υπέστη το σώμα του Χριστού κατά το πάθος του επάνω στο σταυρό.
(35) Ένωση
Η ένωση αυτή του τιμίου Σώματος με το άχραντο Αίμα γίνεται, έτσι ώστε, όπως παρατηρεί ο Θεόδωρος Μοψουεστίας, «να καταδεικνύεται ότι αυτά είναι αχώριστα και ενιαία, και μια δύναμη και χάρη προσφέρουν σ’ αυτούς που τα μεταλαμβάνουν». Μεταγενέστερα η ένωση αυτή θεωρήθηκε σύμβολο της Αναστάσεως του Κυρίου. Κι αυτό διότι ο χωρισμός του τιμίου αίματος από την αγία σάρκα του Κυρίου συμβολίζει σαφώς τη σφαγή και τη θυσία Του. Η ένωσή τους λοιπόν και πάλι υπενθυμίζει την εκ νεκρών Ανάσταση.
(36) Κοινωνικό
Το «Κοινωνικό» άλλοτε παρατεινόταν μέχρι το τέλος της θείας κοινωνίας και από τους λαϊκούς. Γι’ αυτό λέγεται και Κοινωνικό, διότι όταν ψαλλόταν αυτό, διεξαγόταν η θεία κοινωνία και του κλήρου και του λαού. Αποτελούνταν λοιπόν παλαιότερα όχι μόνον από ένα στίχο, αλλά από ολόκληρο ψαλμό. Τέτοιοι ψαλμοί ήταν συνήθως ο 22ος («Κύριος ποιμαίνει με...»), ο 33ος («Ευλογήσω τον Κύριον εν παντί καιρώ...»), ο 144ος («Υψώσω σε, ο Θεός μου, ο βασιλεύς μου...») και ο 116ος («Αινείται τον Κύριον πάντα τα έθνη...»).
(37) «Υψώθητι επί τους ουρανούς, ο Θεός ...»
Η προσφώνηση αυτή που λέγεται σιωπηλά από τον ιερέα, εισήχθη αργότερα. Η τοποθέτησή της στο σημείο αυτό εξηγείται, όταν ληφθεί υπόψη ότι την ώρα της «Ανάμνησης» της αγίας Αναφοράς προσφέρουμε τη θεία Ευχαριστία «μεμνημένοι» όχι μόνο «του σταυρού, του τάφου», αλλά και «της τριημέρου αναστάσεως» και της «εις ουρανούς αναβάσεως», δηλαδή της Αναλήψεως και της «εκ της δεξιών καθέδρας».
(εγκόλπιο: Η Θεία Λειτουργία Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, εκδόσεις Ο Σωτήρ)

«Κεφάλαιο 10: Για την υπεροχή του τέλειου ανθρώπου, που μεταφορικά ονομάζεται αμφοτεροδέξιος.

Οι τέλειοι είναι εκείνοι που η Αγία Γραφή τους ονομάζει «αμφοτεροδέξιους». Έτσι μας περιγράφεται στο βιβλίο των Κριτών πως  ήταν ο ξακουστός Εούδ, «ο οποίος μπορούσε να χρησιμοποιεί το αριστερό του χέρι τόσο καλά όσο και το δεξιό» (Κριτ.3,15) .

Έτσι θα αξιωθούμε κι εμείς να γίνουμε και να λεγόμαστε αμφοτεροδέξιοι -με την πνευματική βέβαια έννοια του όρου- αν δηλαδή  κάνουμε καλή χρήση της ευημερίας, την οποία ονομάζουμε συμβολικά «δεξί χέρι», και της θλίψης, την οποία παριστάνουμε ως «αριστερό χέρι». Αν, μ’ άλλα λόγια, θεωρήσουμε τα πάντα, ό,τι κι αν μας συμβαίνει, πως είναι καλά, θετικά και χρήσιμα.

Να μας γίνεται καθετί, όπως λέει ο Απόστολος, «όπλο δικαιοσύνης» (Β΄Κορ.6,7). Ο εσωτερικός μας άνθρωπος, πράγματι, το βλέπουμε ξεκάθαρα, αποτελείται από δυο ουσιώδη μέρη. Ή να το πούμε κι αλλιώς , «ο έσω άνθρωπος» έχει στην πραγματικότητα δύο χέρια. Δεν υπάρχει δίκαιος που να μην έχει στη ζωή του θλίψεις, να μην έχει δηλαδή αριστερό χέρι. Αλλά η τέλεια αρετή αναγνωρίζεται από το εξής σημάδι:

Και το ένα και το άλλο χέρι, χαρές και θλίψεις, λειτουργούν σαν το δεξιό, με τη θετική τους δηλαδή μορφή και ενέργεια. Γιατί, όταν φτάσει κανείς σ’ αυτό το ύψος αρετής, τότε ξέρει πλέον να κάνει ορθή χρήση και των δύο καταστάσεων, και των ευχάριστων και των θλιβερών.

Ας προσπαθήσουμε να γίνουμε πιο σαφείς. Ο δίκαιος έχει το δεξί του χέρι, που είναι η πνευματική του προκοπή. Μέσα στη θερμή της ψυχής του επιβάλλεται να ελέγχει εξουσιαστικά, σαν κυρίαρχος, όλα τα πάθη και τις επιθυμίες του. Απαλλαγμένος λοιπόν από τον δαίμονα, αποφεύγει ή περικόπτει χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία τα πάθη της σάρκας. Πετάει τόσο ψηλά, ξεπερνά τόσο όλα τα γήινα, ώστε τα παρόντα και εφήμερα τού φαίνονται σαν ανυπόστατος καπνός. Τα θεωρεί όλα σαν μάταιη σκιά, που ο παροδικός χαρακτήρας τους δεν του εμπνέει παρά την περιφρόνηση. Η ψυχή του χαρούμενη στρέφεται με πόθο και θέρμη προς τα μέλλοντα αγαθά, τα οποία ατενίζει μέσα σε φωτεινή προοπτική. Η θεωρία αυτή τον τρέφει θετικά. Τα ουράνια μυστικά αποκαλύπτονται καθαρότερα στον ορίζοντά του. Οι προσευχές του ανεβαίνουν προς τον Θεό πιο αγνές και πιο θερμές. Μια μεγάλη φλόγα τον καίει εσωτερικά και, με όλο τον ενθουσιώδη ζήλο της ψυχής του, μεταφέρεται προς τα αόρατα και αιώνια αγαθά σε τέτοιο σημείο, που να του δίνεται η εντύπωση ότι δεν κατοικεί πλέον  μέσα στη θνητή σάρκα.

Ο ίδιος όμως έχει και το «αριστερό του χέρι». Η δίνη των πειρασμών τον αρπάζει. Οι φλόγες της αισχρής επιθυμίας πυρώνουν τη σάρκα του. Τα πάθη τον ρίχνουν στον άκρατο θυμό. Η υπερηφάνεια και η κενοδοξία φουσκώνουν και τον ταράζουν. Η θλίψη που φτάνει  ως τα όρια του θανάτου τον εξουθενώνει. Η ακηδία τού επιτίθεται με όλες τις πολεμικές τεχνικές της και τον κλονίζει. Αφού πλέον όλος του ο ζήλος αποσύρεται, καταπέφτει σ’ ένα είδος χλιαρότητας και σε μια αδικαιολόγητη καταπόνηση. Δεν του γεννιούνται πλέον ενάρετοι και φλογεροί λογισμοί. Τι λέω; Κι αυτή η ψαλμωδία, η προσευχή, η ανάγνωση , η μοναχικότητα του κελλιού , τού γίνονται ξαφνικά αντικείμενα φρίκης και όλα τα μέσα για την απόκτηση της αρετής τού εμπνέουν μια σκοτεινή και ανυπόφορη απέχθεια.

Όταν ο μοναχός αισθάνεται χτυπημένος από τέτοια κύματα, ας είναι βέβαιος ότι η επίθεση προέρχεται από «αριστερά» .

Ας πάρουμε τώρα έναν άνθρωπο που, μέσα στις συγκυρίες που τις ονομάζουμε «της δεξιάς», δεν φουσκώνει καθόλου από το δηλητήριο της κενοδοξίας. Μέσα, επίσης, στις αντίστοιχες καταστάσεις της «αριστεράς», μάχεται με τόση ανδρεία, ώστε όχι μόνο δεν πέφτει σε απελπισία, αλλά, αντίθετα, με την υπομονή του φτιάχνει από τις αντίξοες αυτές συνθήκες ένα αποτελεσματικό όπλο, για να ασκηθεί στην αρετή. Αυτός ο άνθρωπος χρησιμοποιεί και τα δυο χεριά, σαν να ήταν «δεξιά». Θριαμβεύοντας και στη μία και στην άλλη μάχη, συλλέγει τελικά και από τα δεξιά και από τα αριστερά το βραβείο της νίκης…

«Αμφοτεροδέξιοι» είμαστε κι εμείς, όταν η αφθονία ή η στέρηση των παρόντων αγαθών δεν καταφέρνει να αλλοιώσει τις διαθέσεις της ψυχής μας. Όταν δηλαδή ούτε η ευημερία δεν καταφέρνει να μας ρίξει στη χλιαρότητα και στις ηδονές, αλλά ούτε και η θλίψη πετυχαίνει να μας κατακρημνίσει στο βάραθρο της απελπισίας και στο γογγυσμό. Όταν επίσης αποδίδουμε στο Θεό την ίδια ευχαριστία  και στον καιρό της ευτυχίας και όταν μας δέρνουν οι πειρασμοί. Αν έτσι κάνουμε, τότε ασφαλώς, θα έχουμε το ίδιο κέρδος και από τη μία και από την άλλη κατάσταση.

Έτσι αμφοτεροδέξιος ήταν, πράγματι, και ο Απόστολος των Εθνών, ο όποιος λέει: «Διότι εγώ έμαθα να είμαι ευχαριστημένος σε ό,τι έχω. Γνωρίζω να ζω με στέρηση, γνωρίζω να ζω και με αφθονία. Σε κάθε τι που συμβαίνει και σε όλες τις καταστάσεις έχω μάθει το μυστικό του να είμαι και χορτασμένος και πεινασμένος· να έχω αφθονία, αλλά και να στερούμαι. Τα πάντα μπορώ να τα κατορθώνω με τη δύναμη που μου δίνει ο Χριστός» (Φιλιπ. 4,11-13)»

(Αγίου Κασσιανού, Συνομιλίες… τόμος Α, σελ. 483-484 & 487, εκδόσεις Ετοιμασία)

(Προσευχή στην Αγία Τριάδα)

Έλα, Φως, στο σκοτάδι μου,
Φως Πατέρα, Φως Χριστέ μου, Φως Άγιο Πνεύμα.
Έλα, Φως, στο θολό ποτάμι του χρόνου
που καταπίνουν οι μέριμνες.
Φως, πιο δυνατό από το σκοτασμό των παθών
που αλλοιώνουν τις Εικόνες των αδελφών μέσα μου,
και σκληραίνουν τη φτωχή μου ψυχή.
Φως, Εσύ, που σκορπίζεις τους δαιμονικούς ψιθυρισμούς
και στην ακοή καθαρά εκφωνείς τον Λόγο.

Έλα, Φως, στο σκοτάδι μου,
να δω την αλήθεια μου – κι άλλο, κι άλλο,
κι ας μου είναι δύσκολο – μη με λυπάσαι Φως, Φως μη με ξεχνάς,
κάθε γωνιά μαζί σου να εξαγνίζεται των κρυμμένων βασάνων μου.

Έλα και ζέστανε την καρδιά μου,
μοιράσου στα μέλη μου και φώτισέ τα.
Κάνε τα
μέλη αγάπης μέχρι τον πόνο που έχει η αγάπη,
μέλη χαράς μέχρι την άφατη ιερή κατανόηση.
Έλα και χώρεσέ με στην Ενότητα που ποθώ,
Κράτησέ με κοντά Σου,
βάπτισέ με, Φως, στο «ἕν ἐσμεν»*

Ελένη Κ.

*«ἕν ἐσμεν (=είμαστε ένα)»: Από την Αρχιερατική προσευχή του Ιησού:
«ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς ἕν ἐσμεν», Ευαγγέλιο Ιωάννου κεφ.17, στίχος 22.

Στην προσπάθεια του αγίου Αυγουστίνου να εξηγήσει με τον ανθρώπινο, πεπερασμένο και φτωχό νου τα πάνω από τη νόηση Θεολογικά μυστήρια και ιδιαιτέρως το περί Αγίας Τριάδος, στηρίζεται και ο γνωστός θρύλος με το παιδάκι δίπλα στη θάλασσα.

Περπατούσε δηλαδή ως επίσκοπος Ιππώνος ο Αυγουστίνος μία ημέρα στην ακρογιαλιά απορροφημένος από τα μεγάλα θεολογικά του προβλήματα. Εκεί παρατήρησε ένα μικρό παιδάκι, που έπαιζε.

Το αθώο παιδί είχε ανοίξει μικρό λάκκο και μετέφερε με το δοχείο του νερό από τη θάλασσα στο λάκκο. Παραξενεύτηκε ο Επίσκοπος με το παιχνίδι του μικρού και κουρασμένος από τους βαθείς του στοχασμούς διέκοψε προς στιγμήν τον περίπατο και το ρώτησε τι προσπαθεί να κάνει.
«Θα αδειάσω, απάντησε εκείνο, τη θάλασσα σε αυτόν εδώ τον λάκκο».

Η αφέλεια του παιδιού φάνηκε αστεία στον Επίσκοπο. Για αυτό με το χαμόγελο της καλοσύνης του και με τη σύνεση του ωρίμου το βεβαίωσε:
«Παιδάκι μου, αυτό είναι αδύνατον να γίνει. Μην κουράζεσαι. Δεν μπορεί ποτέ η μεγάλη θάλασσα να χωρέσει στον μικρό αυτόν λάκκο σου».

Και ο μικρός, με τη σύνεση πλέον σοφού, απάντησε στον φιλόσοφο Επίσκοπο:
«Εάν η θάλασσα είναι αδύνατον να χωρέσει στον μικρό αυτόν λάκκο, πώς εσύ προσπαθείς να χωρέσεις στο μικρό ανθρώπινο μυαλό σου τον απέραντο ωκεανό των Μυστηρίων του Θεού;».

Και πήρε τότε ο ιερός Πατήρ την απάντηση, που του χρειαζόταν, από τον μικρό διδάσκαλο, που δεν ήταν άλλος, παρά Άγγελος απεσταλμένος του Θεού.
(αρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη, Ο υιός των δακρύων, σελ. 185, εκδ. ο Σωτήρ)

Ένας παλαιός λαϊκός μύθος διηγείται, πως τα χελιδόνια στις παμπάλαιες εποχές δεν ήξεραν να αποδημούν στα πιο ζεστά μέρη πριν το χειμώνα. Και όταν έπεφτε το χιόνι και έσφυζε η παγωνιά, αυτά υπέφεραν σκληρά και πέθαιναν.

Βλέποντας αυτό κάποιος ελεήμων άνθρωπος τα λυπήθηκε πολύ, και άρχισε να προσπαθεί με ό,τι ήξερε και όπως μπορούσε να κατευθύνει τα χελιδόνια προς το νότο πριν το χειμώνα, στις πιο ζεστές χώρες.

Έδινε σημάδια, τα οποία τα χελιδόνια δεν καταλάβαιναν, τα δελέαζε με την τροφή προς το νότο, αλλά μάταια· τα φόβιζε και τα έδιωχνε, αλλά τίποτα.

Τίποτα δεν κατάφερε. Τότε αυτός προσευχήθηκε στο Θεό να τον μεταμορφώσει σε χελιδόνι.

Και ο Θεός έκανε κατά τη θέλησή του, και τον μεταμόρφωσε σε χελιδόνι, το οποίο μπορούσε να σκέφτεται και να αισθάνεται όπως και ο άνθρωπος.

Τότε ο άνθρωπος-χελιδόνι εύκολα συνεννοήθηκε με τα υπόλοιπα χελιδόνια, και πριν το χειμώνα τα οδήγησε σε πιο ζεστούς τόπους.

Και από τότε όλα τα χελιδόνια συνήθισαν να αποδημούν.

Βέβαια, αυτό είναι μόνο μια ποιητική ιστορία. Όμως, θα σε βοηθήσει, ώστε τουλάχιστον μέχρι κάποιου σημείου να καταλάβεις, πώς η αιώνια Σοφία, γεννημένη από την αιώνια Αγάπη εμφανίστηκε σαν άνθρωπος ανάμεσα στους ανθρώπους, ώστε τους ανθρώπους, παγωμένους από τις γήινες πίκρες, να οδηγήσει σε καινούργιο δρόμο, στη ζεστή χώρα, στο Βασίλειο του Θεού «όπου δεν υπάρχει πόνος, ούτε λύπη, ούτε αναστεναγμοί».

Ενώ και στο μικρό ανθρώπινο σώμα ο μεγάλος Κύριός μας ήταν και παρέμεινε η Ουσία, ο Ίδιος, ο Αιώνιος. Πάντα τέτοιος όπως είναι από πάντα στο άπειρο του πνευματικού βασιλείου Του και της ανείπωτης δόξας Του»


(αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Δρόμος δίχως Θεό… σελ. 240-241 εκδ. Εν πλω)

«Η υπομονή μιας πιστής γυναίκας». Αγίου Κασσιανού
"Θα ήθελα να σας δώσω γι’ αυτή την υπομονή δύο ακόμα παραδείγματα.
Το πρώτο είναι το παράδειγμα μιάς αφιερωμένης στον Θεό γυναίκας. Αυτή εργαζόταν με τόση συνέπεια την αρετή της υπομονής,ώστε όχι μόνο δεν απέφευγε τις επιθέσεις των πειρασμών, αλλά φρόντιζε η ίδια να προκαλεί τον πειρασμό, ώστε έτσι να ασκείται και να υπομένει, όσο συχνά κι αν οι πειρασμοί της επετίθεντο. Αυτή η γυναίκα ήταν απόγονος επιφανούς οικογένειας,κατοικούσε στην Αλεξάνδρεια και υπηρετούσε ευλαβικά τον Κύριο, παραμένοντας στο σπίτι που της είχαν αφήσει κληρονομιά οι γονείς της. Πήγε λοιπόν αυτή κάποτε και βρήκε τον μακαριστό επίσκοπο Αθανάσιο, παρακαλώντας τον να της αναθέσει τη μέριμνα μιας «χήρας», από εκείνες που φρόντιζε η Εκκλησία.
«Δώστε μου», είπε, «κάποια απο τις χήρες αδελφές, για να τη φροντίζω».
Βλέποντας την τόσο πρόθυμη στα φιλανθρωπικά έργα, ο Επίσκοπος επαίνεσε το σκοπό της γυναίκας. Έδωσε λοιπόν εντολή να επιλέξουν μια χήρα που να ξεχωρίζει ανάμεσα απ’ όλες τις άλλες γαι την τιμιότητα της, για την σοβαρότητά της και για όλο γενικά το ήθος της. Έτσι δεν θα υπήρχε φόβος να ζημιωθεί η γυναίκα που έκανε την προσφορά, από τα πάθη και τον κακό χαρακτήρα της χήρας που θα προστάτευε. Δεν θα κινδύνευε δηλαδή η γυναίκα – η οποία περίμενε την ανταμοιβή απο τον Θεό – να αγανακτήσει από τους κακούς τρόπους της χήρας και έτσι να ζημιωθεί η ψυχή της.
Η γυναίκα πήρε τη χήρα στο σπίτι της και άρχισε να τη διακονεί και να καλύπτει όλες τις ανάγκες της.
Η φιλοξενούμενη χήρα ήταν γεμάτη ευγνωμοσύνη και εκφραζόταν με πολλή μετριοφροσύνη και πραότητα. Δεν έχανε ευκαιρία να εκφράζει στη γυναίκα της ευχαριστίες της για την φιλανθρωπία που της έδειχνε. Περνούσαν οι ημέρες και νά, η γυναίκα ξαναπάει στον Επίσκοπο και του λέει:
«Σας παρακάλεσα να μου δώσετε μια χήρα που να μπορώ να τη φροντίζω και να την υπηρετώ υπάκουα σε όλες τις ανάγκες της».
Εκείνος δεν κατάλαβε στην αρχή τη σκέψη της, ούτε τον πόθο που αυτή η γυναίκα έκρυβε στην καρδιά της. «Ο διακονητής που ανέλαβε την υπόθεση», σκέφθηκε ο Επίσκοπος, «θα αμέλησε, δίχως άλλο, να εκτελέσει αυτή την εντολή μου». Άρχισε τότε να ρωτάει, ενοχλημένος κάπως απο τη νομιζόμενη αμέλεια του διακονητή, και να ζητάει να μάθει, για ποιό λόγο αυτός είχε καθυστερήσει την τακτοποίηση της υπόθεσης.
Αυτός τον πληροφόρησε ότι είχαν διαλέξει γι’ αυτή την κυρία την πιο αξιοσέβαστη χήρα που είχε η Εκκλησία. Τότε ο Επίσκοπος κατανόησε την επιθυμία της γυναίκας και έδωσε κρυφά εντολή να στείλουν στο σπίτι της γυναίκας την πιο δύστροπη απ’ όλες τις χήρες, την πιο θυμώδη, την πιο φιλόνικη και την πιο φλύαρη. Βρήκαν βέβαια πολύ πιο εύκολα από την πρώτη φορά μια χήρα με τέτοιο χαρακτήρα και της την παρέδωσαν.
Η γυναίκα πήρε τη χήρα στο σπίτι της και άρχισε να την υπηρετεί με την ίδια προθυμία και με ακόμη μεγαλύτερο ζήλο από όσο είχε δείξει με την προηγούμενη. Αλλά παρά τις τόσες καλές υπηρεσίες που η γυναίκα προσέφερε, αντί για ευχαριστίες, άρχισε να εισπράττει ασταμάτητα προσβολές, βρισιές και κατηγορίες. Η χήρα τής έκανε άγριες επιθέσεις με τα χειρότερα λόγια, κατηγορώντας την ότι τη ζήτησε απο τον Επίσκοπο, όχι για να την ανακουφίσει, αλλά για να την τυραννήσει και για να τη βάλει σε μπελάδες. Της έλεγε ότι αντί να την αναπαύσει από τον κόπο, αυτή έκανε μάλλον το αντίθετο. Από λόγο σε λόγο, η κακόβουλη αυτή χήρα έφθασε μέχρι το σημείο να σηκώσει χέρι επάνω της και να την κτυπήσει.
Η γυναίκα τότε διπλασίασε τις περιποιήσεις και την ταπεινή διακονία της. Προσπαθούσε να ασκεί τον εαυτό της, ώστε να μπορεί να υπερβαίνει τη συμπεριφορά της μανιακής αυτής γυναίκας, χωρίς να αντιστέκεται. Έδειχνε εξαιρετική κατανόηση και αντιμετώπιζε τη συμπεριφορά της με υποχωρητικότητα και περισσότερο ταπείνωση. Όσο αυτή βομβαρδιζόταν από τις προσβολές, τόσο προσπαθούσε να καταπραύνει την αγνώμονα γυναίκα, με την επιείκια και την καλοσύνη της.
Έφθασε μάλιστα η ευσεβής αυτή γυναίκα –καθώς ένιωθε τον εαυτό της ενισχυμένο και δυναμωμένο απ’ αυτή την άσκηση που την οδήγησε στην τελειότητα της υπομονής, την οποία τόσο επιθυμούσε- να ξαναγυρίσει στον Επίσκοπο και να τον ευχαριστήσει για τη σοφή επιλογή του και για την ωφέλεια που είχε αποκομίσει απο τη διακονία της σ’ αυτή τη γυναίκα.
‘Ελεγε πως της είχε δώσει ο Επίσκοπος, κατά την επιθυμία της, μια άγια δασκάλα για να της διδάξει την υπομονή, αφού οι βρισιές και οι προσβολές της τη δυνάμωναν καθημερινά. Οι ταλαιπωρίες επιδρούσαν στην ψυχή της όπως το λάδι που αλείφονται πρίν απο τον αγώνα οι παλαιστές. Γιατί η κακοπάθεια την ασκούσε μέχρι που να την οδηγήσει στην κατάκτηση της αληθινής υπομονής.
«Επιτέλους», είπε στον Επίσκοπο, «μου δώσατε μια χήρα, την οποία να μπορώ πραγματικά να βοηθήσω. Όσο για την πρώτη, εκείνη μάλλον με τιμούσε και με παρηγορούσε με την καλοσύνη της»".

(Αγίου Κασσιανού, Συνομιλίες... τόμος Β, σελ. 95-97 εκδ. Ετοιμασία)

 

«Τί μας δίδαξε ο ίδιος Αββάς για την κατάκριση.

Ο ίδιος αυτός Γέροντας, καθώς μας δίδασκε να μην κρίνουμε κανένα, ομολόγησε ότι του είχε συμβεί τρεις φορές να κατακρίνει ή να μεμφθεί αδελφούς:
Μια για το ότι μερικοί είχαν επιτρέψει να τους χειρουργήσουν.
Μια άλλη για το ότι μερικοί είχαν βαρύ σκέπασμα για την ανάπαυσή τους.
Και μια τρίτη φορά για το ότι κάποιοι (μοναχοί) ευλογούσαν το λάδι πριν το δώσουν στους λαϊκούς που το ζητούσαν.

Ομολόγησε λοιπόν ο Γέροντας ότι, κατά παραχώρηση Θεού, είχε πέσει κι αυτός αργότερα, στα τρία αυτά σφάλματα. Πραγματικά, λέει, προσβλήθηκα από βαριά αμυγδαλίτιδα και ο πόνος που μου προκάλεσε με εξάντλησε τόσο, ώστε, αναγκασμένος από την ένταση του πόνου και τη συμβουλή όλων των Γερόντων, επέτρεψα να με χειρουργήσουν.

Αυτή η ασθένεια με ανάγκασε επίσης να έχω ένα χοντρό σκέπασμα στο κελί μου.

Όσο για την ευλόγηση του ελαίου και το μοίρασμά του στους φτωχούς –πράγμα που απεχθανόμουν περισσότερο απ΄όλα, γιατί το θεωρούσα ότι προερχόταν από μεγάλη έπαρση της καρδιάς των μοναχών που ενεργούσαν κατ’ αυτόν τον τρόπο– μια μέρα που με περικύκλωσαν κάποιοι φτωχοί άνθρωποι, με πίεσαν τόσο πολύ, ώστε δεν μπόρεσα να τους ξεφύγω διαφορετικά.

Έτσι αναγκάστηκα να υποχωρήσω και να σχηματίσω με το χέρι μου το Σημείο του Σταυρού πάνω σ’ ένα δοχείο με λάδι που μου είχαν φέρει και τότε εκείνοι με άφησαν ήσυχο. Γιατί, καθώς πίστευαν, μ’ αυτό τον τρόπο είχαν αποκτήσει ευλογημένο και αγιασμένο λάδι.

Αυτό με δίδαξε ότι ο μοναχός είναι δούλος των ίδιων αμαρτημάτων, για τα οποία τολμάει να κρίνει τους άλλους. Κάθε ένας πρέπει να κρίνει μόνο τον εαυτό του και να τον παρακολουθεί συνεχώς με μεγάλη προσοχή και να μην ασχολείται με τη ζωή και τη συμπεριφορά των άλλων…».

(Αγίου Κασσιανού, Συνομιλίες… τόμος Β, εκδ. Ετοιμασία, σελ. 416)

katafigioti

lifecoaching