E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

99. «Διεσκόρπισεν υπερηφάνους διανοία καρδίας αυτών» (Λουκ. α΄ 51).

Η Παρθένος τώρα αναφέρεται σε συγκεκριμένα περιστατικά της ιστορίας που φανερώνουν την παντοδύναμη επέμβαση του Δημιουργού. Πρόκειται για τις περιπτώσεις που ο Θεός επεμβαίνει και ματαιώνει τα υπεροπτικά σχέδια και διαλύει τα ματαιόδοξα έργα των ανθρώπων.
Από την αρχαιότητα ακόμη η υπερηφάνεια, «το υπερφρονείν παρ’ ο δει φρονείν» (Ρωμ. ιβ' 3) εθεωρείτο το μεγαλύτερο αμάρτημα του ανθρώπου. Ήταν η «ύβρις» προς τον Θεό. Ο μικρός, θνητός και φθαρτός άνθρωπος να υψώνει το ανάστημα του μπροστά στον παντοδύναμο και αιώνιο Θεό. Οι αρχαίοι Έλληνες, τόσο οι φιλόσοφοι όσο και οι τραγωδοί, μας κληροδότησαν μοναδικά κείμενα πάνω στο θέμα, αυτό: «Ζευς μεγάλης γλώσσης κόμπους (—κομπορυμοσύνες) υπερεχθαίρει (=μισεί θανάσιμα)» (Σοφ. Αντιγόνη, 127). Και ο Πύργος της Βαβέλ (Γεν. ια' 1-9) θα παραμείνη χαρακτηριστικό δείγμα της αλαζονικής διαστροφής του ανθρώπου, αλλά και μαρτυρία της αμέσου επεμβάσεως του Θεού.
Ο επηρμένος και υπερήφανος νους είναι ότι χρειάζεται για να οδηγήσει τον άνθρωπο σε λανθασμένη κατεύθυνση, σε ύβρη και ασέβεια προς τον Θεό. Γι αυτό και η αντίθεσις του Θεού είναι άμεση: «Θεός υπερηφάνοις αντιτάσσεται» (Παρ. γ' 34) . Η επέμβασις του Θεού στις περιπτώσεις αυτές δεν πρέπει να θεωρείται αρνητικά (σαν τιμωρία) , αλλά θετικά (σαν φιλανθρωπία) . Διότι στην πραγματικότητα εμποδίζει τον άνθρωπο να προχωρήση σε κάτι που θα του προκαλέση μεγαλύτερες συμφορές... Έτσι η επέμβασις του Θεού αποδεικνύεται κι εδώ φιλάνθρωπη και ευεργετική.


100. «Καθείλε δυνάστας από θρόνων και ύψωσε ταπεινούς» (Λουκ. α΄ 52).

Οι καταχρασταί της εξουσίας είναι οι δεύτεροι που δέχονται την άμεση επέμβαση του Θεού. Όσοι αποκτούν δύναμη και τη χρησιμοποιούν για την καταπίεση και τη καταδυνάστευση των λαών· οι ισχυροί γενικά, που εξασφαλίζουν πολιτική, στρατιωτική, κοινωνική και θρησκευτική δύναμη όσοι αναρριχόνται στους θρόνους της ζωής και γίνονται αυθέντες και διαχειρισταί της ελευθερίας των άλλων· αυτοί που συνήθως είναι υπερήφανοι και αλαζόνες — όλοι αυτοί προκαλούν την άμεση επέμβαση του Θεού. Διότι η ζωή, η τιμή και η ελευθερία των ανθρώπων είναι αγαθά που δόθηκαν απ’ τον ίδιο τον Δημιουργό. Και Εκείνος δεν επιτρέπει να καταπατούνται οι αναφαίρετες αυτές δωρεές του προς τα δημιουργήματά του. «Ουκ αφήσει την ράβδον των αμαρτωλών επί τον κλήρον των δικαίων» (Ψαλμ. 124,3) .
Η εξουσία, όταν δεν προέρχεται εκ του Θεού, γίνεται «σύντριμμα και ταλαιπωρία» γι’ αυτούς που την κατακτούν, «πατώντας επί των πτωμάτων» των άλλων· Ο θρόνος στον οποίο αναρριχάται κάποιος, ανατρέποντας τον φυσικό του κάτοχο αποδεικνύεται τελικά ασταθής για τον επιβήτορα. Θρόνος ή θέση που κατακτήθηκε με αδικίες, συναλλαγές και εγκλήματα δεν πρόκειται ποτέ να στεριώσει.
Η Παρθένος Μαρία έμελλε να γίνει όργανο αποκαταστάσεως της δικαιοσύνης του Θεού. Ο θεάνθρωπος Υιός της θα ανέτρεπε το «κατεστημένο» της εποχής του, τους ισχυρούς της μέρας, τους Γραμματείς και Φαρισαίους, τους «δοκούντας άρχειν» (Μαρκ. ι΄ 42) και θα ανύψωνε τους «πτωχούς τω πνεύματι» (Ματθ. ε' 3), τους τελώνες και αμαρτωλούς, τους ψαράδες της Γαλιλαίας, την Παρθένο της Ναζαρέτ.
Ο χριστιανός δεν πρέπει ποτέ να καταφεύγη στη συναλλαγή για να αποκτήσει μια θέση, για ν’ αποκτήσει δύναμη και εξουσία. Έστω και αν έχει καλές διαθέσεις για την μετέπειτα καλή διαχείριση της εξουσίας. Επίσης, εκείνος που πιστεύει στον Χριστό δεν πρέπει ποτέ να γίνη «κατεστημένο» καταδυναστεύσεως κατατυραννήσεως των άλλων· «δεσπότης και αυθέντης» των υφισταμένων. Αντίθετα, ο χριστιανός πρέπει να γίνεται όργανο στα χέρια του Θεού, για την αποκατάσταση της ελευθερίας, της δικαιοσύνης και της ισότητος μεταξύ των ανθρώπων της εποχής του.

(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη, σελ.125-126 )

ΈΝΑΣ αρχάριος μοναχός ρώτησε κάποιο Γέροντα πώς σε μερικούς ανθρώπους έχει δοθεί το χάρισμα να βλέπουν αποκαλύψεις και να μαθαίνουν ουράνια μυστήρια.

- Μην μακαρίζεις μόνο αυτούς, παιδί μου, αποκρίθηκε ο σοφός Γέροντας, μα πιο πολύ εκείνους που βλέπουν διαρκώς τις αμαρτίες τους, ανακαλύπτουν τις αδυναμίες τους και γνωρίζουν καλά τον εαυτό τους.

- Πριν λίγες ημέρες, Αββά, είπε πάλι ο αδελφός, είδα ένα μοναχό να βγάζει δαιμόνιο από κάποιον άρρωστο και τον θαύμασα.

- Εγώ δεν επιθύμησα ποτέ, αποκρίθηκε ο Γέροντας, να διώχνω δαιμόνια και να γιατρεύω αρρώστιες. Παρακαλώ μόνο τον Θεό να μην γίνω ο ίδιος περίγελως του σατανά κι αγωνίζομαι να καθαρίσω το μυαλό μου από πονηρές σκέψεις. Αν το κατορθώσω, τότε θα είμαι άξιος θαυμασμού. Όποιος πετύχει να καθαρίσει την ψυχή του από αμαρτίες κι αγαπά τον Θεό και τον πλησίον του, θα κληρονομήσει την αιώνιο ζωή μαζί με τους θαυματουργούς Πατέρες.

 

ΈΝΑΣ ΕΥΛΑΒΗΣ Χριστιανός άφησε τον κόσμο, πήρε τον μικρό του γιό και πήγε στην έρημο. Πέρασαν χρόνια. Ο πατέρας, που είχε προοδεύσει πολύ στην αρετή, έφερε με την προσευχή του στα λογικά του κάποιο δαιμονισμένο. Τότε ο γιός πήγε σ’ έναν μεγάλο Γέροντα και του παραπονέθηκε:

- Ο πατέρας μου, Αββά, πρόκοψε πιο πολύ από μένα και διώχνει δαιμόνια.

- Δεν είναι μόνο αυτό σημάδι προκοπής, αποκρίθηκε ο Γέροντας. Δεν είναι του ανθρώπου, αλλά του Θεού η δύναμη που κάνει θαύματα, καθώς κι η πίστη του αρρώστου ή των συγγενών του. Πολλοί που δεν το κατάλαβαν αυτό, έπεσαν σε υπερηφάνεια και ζημιώθηκε η ψυχή τους. Η πιο μεγάλη προκοπή για τον άνθρωπο είναι η ταπεινοσύνη της καρδιάς. Όποιος αξιωθεί να την αποκτήσει, δεν έχει φόβο να παρασυρθεί ποτέ από το κακό και την αμαρτία.

 

(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ. 161)

ΈΝΑΣ αρχάριος μοναχός ρώτησε κάποιο Γέροντα πώς σε μερικούς ανθρώπους έχει δοθεί το χάρισμα να βλέπουν αποκαλύψεις και να μαθαίνουν ουράνια μυστήρια.

- Μην μακαρίζεις μόνο αυτούς, παιδί μου, αποκρίθηκε ο σοφός Γέροντας, μα πιο πολύ εκείνους που βλέπουν διαρκώς τις αμαρτίες τους, ανακαλύπτουν τις αδυναμίες τους και γνωρίζουν καλά τον εαυτό τους.

- Πριν λίγες ημέρες, Αββά, είπε πάλι ο αδελφός, είδα ένα μοναχό να βγάζει δαιμόνιο από κάποιον άρρωστο και τον θαύμασα.

- Εγώ δεν επιθύμησα ποτέ, αποκρίθηκε ο Γέροντας, να διώχνω δαιμόνια και να γιατρεύω αρρώστιες. Παρακαλώ μόνο τον Θεό να μην γίνω ο ίδιος περίγελως του σατανά κι αγωνίζομαι να καθαρίσω το μυαλό μου από πονηρές σκέψεις. Αν το κατορθώσω, τότε θα είμαι άξιος θαυμασμού. Όποιος πετύχει να καθαρίσει την ψυχή του από αμαρτίες κι αγαπά τον Θεό και τον πλησίον του, θα κληρονομήσει την αιώνιο ζωή μαζί με τους θαυματουργούς Πατέρες.

 

 

ΈΝΑΣ ΕΥΛΑΒΗΣ Χριστιανός άφησε τον κόσμο, πήρε τον μικρό του γιό και πήγε στην έρημο. Πέρασαν χρόνια. Ο πατέρας, που είχε προοδεύσει πολύ στην αρετή, έφερε με την προσευχή του στα λογικά του κάποιο δαιμονισμένο. Τότε ο γιός πήγε σ’ έναν μεγάλο Γέροντα και του παραπονέθηκε:

- Ο πατέρας μου, Αββά, πρόκοψε πιο πολύ από μένα και διώχνει δαιμόνια.

- Δεν είναι μόνο αυτό σημάδι προκοπής, αποκρίθηκε ο Γέροντας. Δεν είναι του ανθρώπου, αλλά του Θεού η δύναμη που κάνει θαύματα, καθώς κι η πίστη του αρρώστου ή των συγγενών του. Πολλοί που δεν το κατάλαβαν αυτό, έπεσαν σε υπερηφάνεια και ζημιώθηκε η ψυχή τους. Η πιο μεγάλη προκοπή για τον άνθρωπο είναι η ταπεινοσύνη της καρδιάς. Όποιος αξιωθεί να την αποκτήσει, δεν έχει φόβο να παρασυρθεί ποτέ από το κακό και την αμαρτία.

 

Από μικρό παιδί μου έλειψε η αγάπη! Και όσο την ποθούσα τόσο πιο πολύ μου έλειπε. Μέσα από την απουσία της όμως την αγάπησα τόσο πολύ και είχα καταλάβει ότι αυτή είναι το ύψιστο αγαθό για τους ανθρώπους. Είχα πειστεί ότι κανείς δεν με αγαπούσε, ούτε καν ο Χριστός. Όμως σκέφτηκα ‘ ωραία, ας τους αγαπάω εγώ λοιπόν… και πρώτα απ’ όλα ας αγαπήσω τον εαυτό μου’. Έψαχνα για την αγάπη και μέσα μου και μέσα από τα βιβλία. Η βιβλιοθήκη μου τότε είχε μόνο βιβλία που μιλούσαν για την αγάπη… ψυχολόγων, συμπεριφοριστών και όλων των θρησκειών. Προσπάθησα να κάνω όλα αυτά που λέγανε, δηλαδή να μην έχω ενοχές, ότι εγώ είμαι το κλειδί της ευτυχίας μου, να μην αυτομαστιγώνομαι, κι όλα αυτά τα ‘εσύ είσαι…’. Πήρα λίγο τα πάνω μου αλλά ύστερα βυθίστηκα στη μελαγχολία και την απόγνωση. Μάλλον η αγάπη δεν υπήρχε…
Ένα βιβλίο μόνο δεν είχα ανοίξει! Μια φωνή μέσα μου μού έλεγε ‘ άστο για το τέλος αυτό’. Κι όταν έφτασε το τέλος κάθε ελπίδας μου και κάθε εμπιστοσύνης στον εαυτό μου πήγα στο Χριστό. Πήγα και εξομολογήθηκα στον πνευματικό μου πρώτη φορά σε ηλικία 40 χρονών. Όταν μου διάβαζε τη συγχωρητική ευχή κατάλαβα για πρώτη φορά τί ήταν η Αγάπη, ποιος είναι η Αγάπη… ο Χριστός μου, αυτός που με αγκάλιασε, με συγχώρησε και μου έδωσε τη Χάρη Του. Τώρα πια ήξερα! Και Του είπα ‘ Δεν είμαι εγώ… Εσύ είσαι’. Το πρώτο πράγμα που έκανα όταν πήγα σπίτι ήταν να ανοίξω αυτό το τελευταίο κλειστό βιβλίο της βιβλιοθήκης μου, την Καινή Διαθήκη. Πρώτα διάβασα το κατά Ιωάννην και ο Χριστός ήταν μαζί μου και μου εξηγούσε ό,τι έπρεπε να ξέρω. ‘Μεγαλύτερη αγάπη από αυτήν δεν υπάρχει, να δώσει κάποιος τη ζωή του για χάρη των φίλων του.’( Ιω. ιε΄,13) Η καρδιά μου πλημμύρισε από την Αγάπη Του! Ήθελα κι εγώ να δώσω τη ζωή μου γι’ Αυτόν που είναι ο Κύριος μου και Θεός μου, ο Παντοκράτωρ που έγινε φίλος με εμένα που νόμιζα ότι δεν είχα καμία αξία. Τότε κατάλαβα ότι αγάπη σημαίνει θυσία! Και ότι αυτός που αγαπάει τον εαυτό του είναι αυτός που δίνει τον εαυτό του.
Έτσι κι εγώ έδωσα τον εαυτό μου στο Χριστό, ολόκληρο, όπως είναι με τα πολλά χάλια του και τα λίγα καλά. Του είπα ‘πάρε τα όλα και φτιάξε τα’. Και ο Κύριος από τότε με έχει στα χέρια Του και νιώθω ότι με ανακαινίζει στο μυαλό, στην καρδιά, στην ψυχή, στη γλώσσα μου… σε όλα! Με έμαθε να εμπιστεύομαι τον εαυτό μου σ’ Αυτόν και στους Πατέρες της Εκκλησίας μας και στον πνευματικό μου και σε όποιον αγαπάει αληθινά το Χριστό. Δεν με αγαπάει αυτός που μου λέει καλά λόγια του τύπου ‘ μην αυτομαστιγώνεσαι – οι άλλοι φταίνε- είσαι πολύ σπουδαίος κλπ’. Δεν με αγαπάνε οι καλοί άνθρωποι που με βοηθάνε στα δύσκολα, δεν με αγαπάνε οι συγγενείς μου. Με αγαπάνε αυτοί που αγαπούν ορθά το Χριστό! Ας είναι και στην άλλη άκρη του κόσμου κι ας μην έχουμε μιλήσει ποτέ! Αν αγαπάνε το Χριστό, αγαπάνε κι εμένα.
Πού λοιπόν θα εμπιστευθούμε τον αγαπημένο μας εαυτό; Στη ‘σοφία’ αυτού του κόσμου με την ψεύτικη αγάπη του ή στην εσταυρωμένη Αγάπη;(Κ.Δ.Κ)

245. Όταν βλέπουμε ένα ωραίο ανθρώπινο πλάσμα, ας υψώνουμε ευθύς τον νου στην υπέρτατη Ωραιότητα, τον Ποιητή κάθε επιγείου και ουρανίου ωραιότητος, δηλαδή στον Θεό. Ας τον δοξάζουμε, που έβγαλε μες από τον πηλό τόση ωραιότητα. Ας θαυμάσουμε στον άνθρωπο την ωραιότητα της θείας εικόνος. Ας συλλογισθούμε την καλλονή των Αγίων του μέσα στη βασιλεία των ουρανών και ότι και εμείς θα είμαστε εκεί μια παρομοία ωραιότης, αν αξιωθούμε είσοδο εκεί. Αυτή την ομορφιά να σκέπτεσαι και να μην παρασύρεσαι από την χοϊκή αγάπη, το σαρκικό φρόνημα. Οι σαρκικές επιθυμίες είναι γλυκιές, αλλά αμαρτωλές, εξαχρειωτικές, βδελυκτές από τον Θεό. Μην πέφτεις σ’ αυτές, αλλά να ελκύεσαι μόνον από τον Θεό, που δημιούργησε κάθε ωραιότητα. Λέγε, με τον Προφητάνακτα: «Ἐμοί δέ τό προσκολλᾶσθαι τῷ Θεῷ ἀγαθόν ἐστι» (ψαλμ. οβ’ 28), στον Θεό μόνο και όχι στη σαρκική ωραιότητα, που έρχεται και παρέρχεται.

246. Στην προσευχή και σε κάθε έργο της ζωής σου, μην παραδίνεσαι στην αμφιβολία, στον σκεπτικισμό και στις διαβολικές φαντασιώσεις. Ας είναι ο πνευματικός σου οφθαλμός φωτεινός, ώστε και όλο το σώμα της προσευχής σου, των έργων σου και της ζωής σου να είναι φωτεινό.

(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 110)

243. Η καρδιά μου ανήκει μονάχα στον θεό. «Εμοί δε το προσκολλάσθαι τω Θεώ αγαθόν έστι» (Ψαλμ. οβ’ 28). Αλλά τι τυφλότης και διαστροφή! Την ελκύουν οι γήινες χαρές. Ό,τι θέλγει τα μάτια, ό,τι ικανοποιεί τη σάρκα. Τι παράδοξο πράγμα! Εγώ, ένας χριστιανός, ένας ουράνιος άνθρωπος, να απασχολούμαι με τα υλικά και να παραμελώ τα πνευματικά! Ο Χριστός μου άνοιξε τις πύλες των ουρανών, αλλά εγώ έχω πρσκολλημένη την καρδιά μου στη γη. Δεν με καίει ο πόθος των ουρανών, αλλά προτιμώ να μένω στη γη, δέσμιος των γήινων θελγήτρων, διψασμένος, αχόρταγος γι’ αυτά. Βλέπω ότι κάθε τι το γήινο είναι φθαρτό, αβέβαιο, πρόσκαιρο. Καταλαβαίνω ότι τίποτε το γήινο δεν μπορεί να ικανοποιήση την ψυχή μου, να αναπαύση και να χαροποιήση την καρδιά μου, που τόσο την αναστατώνουν και την ταλαιπωρούν οι γήινες ματαιότητες. Για πόσο ακόμη λοιπόν, εγώ ο ουράνιος άνθρωπος, θα μένω γήινος; Έως πότε εγώ, το παιδί του Θεού, θα είμαι σάρκα, μη νοιώθοντας ότι με το άγιο βάπτισμα, «οὐκ ἐξ αἱμάτων, οὐδὲ ἐκ θελήματος σαρκὸς, ἀλλ' ἐκ Θεοῦ ἐγεννήθησαν;» (Ιω. α’ 13). Για πόσο ακόμη θα μένω έτσι, πριν δοθώ ολόκληρος στον Θεό; Κύριε, ύψωσε την καρδιά μου σ’ εσένα με το Άγιο σου Πνεύμα. Κύριε, απόσπασε την καρδιά μου από τις γήινες ματαιότητες. Χωρίς εσένα, τίποτε δεν μπορώ να κάμω.

244. Αγαπάμε ό,τι λάμπει εδώ στη γη: το χρυσάφι, το ασήμι, τα πολύτιμα πετράδια, τις αστραφτερές στολές. Γιατί όμως δεν αγαπάμε τη μέλλουσα δόξα, όπου ο Κύριος μας καλεί; Γιατί δεν ποθούμε να λάμψουμε σαν τον ήλιο; «Τότε οἱ δίκαιοι ἐκλάμψουσιν ὡς ὁ ἥλιος ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ πατρὸς αὐτῶν» (Ματθ. ιγ’ 43). Αυτό συμβαίνει γιατί διεστρέψαμε την ψυχή μας με την αμαρτία και , έτσι, ανταλλάξαμε τον ουρανό με τη γη, τα άφθαρτα με τα φθαρτά. Η ψυχή μας δημιουργήθηκε για το ουράνιο φως και, αρχικά, ήταν όλη φως, όλη ακτινοβολία. Ώ, ας στραφή, επιτέλους, σ’ εκείνο το φως, το ουράνιο φως της!

 

(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 108-110)

«Χάρη στην πίστη κατανοούμε ότι με το Λόγο του Θεού έχουν διαμορφωθεί μέσα στους αιώνες όλα όσα αποτελούν τη δημιουργία, έτσι που από τα αόρατα να έχουν δημιουργηθεί τα ορατά) - Εβραίους 11:3

«Όσα καλύτερα παρατηρούμε την πολυπλοκότητα της σύστασης του ατόμου, τη φύση της ζωής ή την πορεία των γαλαξιών, τόσο περισσότερο βρίσκουμε λόγους να στεκόμαστε με θαυμασμό μπροστά στα θαυμάσια της θείας δημιουργίας. Ο άνθρωπος έχει ανάγκη από πίστη, όπως έχει ανάγκη από ψωμί και νερό ή από αέρα» (Βέρνερ φον Μπράουν, πατέρας της αστροναυτικής).

Ο ερευνητής αντιλαμβάνεται εύκολα ότι η επιστήμη, παρόλες τις λαμπρές προόδους της και τις έξοχες ανακαλύψεις της δεν έχει δώσει στοιχειώδη απάντηση στα μεγάλα ερωτήματα που θέτει ο συλλογισμός από τότε που εμφανίστηκε ο άνθρωπος» (Λουί-Λεμπρένς-Ρενγκέ, φυσικός επιστήμων).
Πραγματικά αυτά τα μεγάλα ερωτήματα δεν μπορεί η επιστήμη να τα απαντήσει. Μόνο ο Λόγος του Θεού είναι εκείνος που δίνει τις θαυμαστές του απαντήσεις.
(Ξ.Π.)

 

«Τα ουράνια φανερώνουνε το μεγαλείο του Θεού και το στερέωμα δείχνει τα έργα που έχει φτιάξει» - Ψαλ. 19:2

Κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης είχε αποφασιστεί να καταργηθεί κάθε θρησκεία και οτιδήποτε θύμιζε στον κόσμο το Θεό.
Κάποιος το ανέφερε αυτό σ’ ένα γεωργό: «Όλα θα καταργηθούν», του είπε. «Και οι εκκλησίες και οι Αγίες Γραφές και οι ιεροκήρυκες. Θα εξαφανίσουμε καθετί που θυμίζει θρησκεία».
Ο γεωργός γέλασε.
«Γιατί γελάς;», ρώτησε ο άθεος.
Δείχνοντας πάνω ψηλά τ’ αστέρια, καθώς ήταν βράδυ όταν γινόταν η συζήτηση, ο γεωργός απάντησε: «Απορώ, απλώς, πώς θα μπορέσετε να εξαφανίσετε κι εκείνα εκεί τα αστέρια!».


Πόσο δίκιο είχε ο Δαβίδ, όταν έγραφε σ’ έναν ψαλμό του: «Είπε ο άφρονας μέσα στην καρδιά του δεν υπάρχει Θεός».

 

(Εκδόσεις «Ο Λόγος»)

76. Τι δίδασκε ο Μονοφυσιτισμός;

Ο Μονοφυσιτισμός που βρισκόταν στον αντίποδα του Νεστοριανισμού, επηρεαζόταν αισθητά από τις διαρχικές αντιλήψεις (πνεύμα-ύλη) του Νεοπλατωνισμού και από τις ιδιαίτερες χριστολογικές τάσεις της αρχαίας Αλεξανδρινής Σχολής. Οι ιδέες του είχαν συγγένεια προς τα διδάγματα του Απολλιναρισμού.

Βασικό πρόβλημα της αρχαίας ελληνικής σκέψεως στο χώρο της φιλοσοφίας ήταν ο καθορισμός της σχέσεως μεταξύ πνεύματος και ύλης, μεταξύ του απολύτου (absolutum) και του κόσμου. Δύο δε τρόποι καθορισμού ήσαν δυνατοί: ο μονιστικός, κατά τον οποίο το πεπερασμένο εκλαμβάνεται πανθεϊστικά ως εκδήλωση του άπειρου και αιώνιου, και ο δυιστικός, ο οποίος εκλαμβάνει το αισθητό ως προϊόν πτώσεως, το οποίο πρέπει ν’ απορροφηθεί και ν’ αναλυθεί στο θείο. Οι τελευταίες αυτές ιδέες, ορφικής κυρίως προελεύσεως, υιοθετήθηκαν από τον Πλατωνισμό και τον Νεοπλατωνισμό και επηρέασαν αισθητά τη θεολογική σκέψη του Μονοφυσιτισμού.

Αρχηγέτης της αιρέσεως ήταν ο Ευτυχής, αρχιμανδρίτης της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως. Ο Ευτυχής απέρριπτε την ασύγχυτη και άτρεπτη ένωση των φύσεων στο Χριστό, όπως περί αυτού είχε αποφανθεί η Γ' εν Εφέσω Οικουμενική Σύνοδος. Κατ’ αυτόν το σώμα του Κυρίου ήταν μεν ανθρώπινο, όχι όμως και ομοούσιο με το δικό μας, κάτι που θεωρούσε ανάρμοστο στη θεότητα του Λόγου. Αποδεχόταν όμως τη θέωση της ανθρώπινης φύσεως του Χριστού, την οποία απέφευγε να προσδιορίσει: «φυσιολογείν εμαυτώ ουκ επέτρεπον». Τον ισχυρισμό ότι δεχόταν ουράνιο το σώμα του Χριστού, εχαρακτήριζε ως συκοφαντία.

Ο Ευτυχής, όπως και όλοι οι ομόφρονές του, δέχονταν μία φύση στο Χριστό μετά την ένωση: «ομολογώ εκ δύο φύσεων γεγενήσθαι τον Κύριον ημών προ της ενώσεως, μετά δε την ένωσιν μίαν φύσιν ομολογώ». Κατά τον Θεοδώρητο Κύρου, ο αιρεσιάρχης μιλούσε ρητώς περί καταπόσεως της ανθρώπινης φύσεως του Χριστού από τη θεία φύση. Δεν πρόκειται βέβαια περί αφανισμού, αλλά περί μεταποιήσεώς της στην ουσία της θεότητας. Ως παράδειγμα έφερε τη σταγόνα του όξους, η οποία ρίπτεται στη θάλασσα. Όπως δηλαδή το όξος (το ξύδι) που ρίπτεται στα θαλάσσια νερά αναλύεται στη φύση τους, χωρίς ωστόσο να χάνεται, έτσι και η ανθρώπινη φύση του Χριστού αναλύθηκε στην απειρία της θεότητας.

Η συγγένεια του Μονοφυσιτισμού με τον Απολλιναρισμό είναι εμφανής. Ο μεν Απολλινάριος προσέβαλλε την ακεραιότητα της ανθρώπινης φύσεως, ενώ ο Ευτυχής δεχόταν την καταποσή της, από τη θεία φύση του Χριστού.
Οι Σεβηριανοί αντίθετα ήταν μετριοπαθείς. Μιλούσαν μεν για μία φύση μετά την ένωση, όμως δέχονταν το άτρεπτο και ασύγχυτο των φύσεων στο Χριστό.


(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 106-108)

 

75. Ποιο ήταν το χαρακτηριστικό γνώρισμα της χριστολογίας του Θεοδώρου Μοψουεστίας;

Ο Θεόδωρος ήταν ο διαπρεπέστερος εκπρόσωπος της θεολογίας της Αντιοχειανής Σχολής και διδάσκαλος του Νεστορίου. Από την πλούσια διδασκαλία του (όμοια της διδασκαλίας του Νεστορίου) θα ανασύρουμε μια μόνο πτυχή που χαρακτηρίζει ειδικότερα τα χριστολογικά του διδάγματα.

Ως αντιοχειανός θεολόγος ο Θεόδωρος δίδασκε την πραγματικότητα των δύο φύσεων του Χριστού, στις οποίες αντιστοιχούν δύο ξεχωριστά φυσικά πρόσωπα, αν και δεχόταν την ύπαρξη και τρίτου προσώπου, του ηθικού προσώπου της ενώσεως.
Ποιά όμως ήταν η σχέση του ανθρώπου Χριστού προς τον άπειρο Λόγο του Πατρός; Το ερώτημα αυτό απασχολούσε έντονα τη θεολογική σκέψη του Θεοδώρου Μοψουεστίας. Σύμφωνα με το όλο χριστολογικό πνεύμα του ο Θεόδωρος δεν μπορούσε να συλλάβει αυτήν παρά ως σχέση σαφώς ηθική. Εμπειρικός στη σκέψη του, έβλεπε καθαρά τα πράγματα. Το ανθρώπινο πρόσωπο του Χριστού, πλήρες και τέλειο, καμιά δεν υπέστη μείωση στην ένωση των φύσεων. Ήταν πρόσωπο προικισμένο με ελευθέρα βούληση, η οποία σε καμιά περίπτωση δεν εξαφανίστηκε η υπέστη μείωση κατά τη διάρκεια της επίγειας ζωής του Κυρίου. Η ελευθερία της βουλήσεώς του εκδηλωνόταν πρωτίστως στους αγώνες του εναντίον των “ψυχικών παθών, από τα οποία ως άνθρωπος πραγματικός «ωχλείτο», και τα οποία εδάμαζε «κρείττονι λογισμώ». Στους πειρασμούς του ιδιαίτερα στην έρημο «έδειξεν εαυτόν ηδονής κρατούντα». Ενώ ο Χριστός μπορούσε να αμαρτήσει, όμως δεν αμάρτησε, μαχόμενος κατά των παθών με τις δικές του φυσικές δυνάμεις. επικουρούμενες όμως από το Λόγο του 0εού.

Η ελευθέρα βούληση του Κυρίου ήταν -κατά τον Θεόδωρο- η βάση της εν αυτώ ενοικήσεως του Λόγου, ο οποίος προγνωρίζοντας την αρετή του Ιησού του χορηγούσε «μείζονα χάριν». Ο Χριστός αποδείχτηκε από τη δική του γνώμη άξιος της ενώσεως με το Λόγο του Θεού, από τον οποίο έπαιρνε βοήθεια να πράττει το αγαθό και την αρετή. Πρώτος αυτός αξιώθηκε της ενοικήσεως του Αγίου Πνεύματος σε βαθμό ασύγκριτα ανώτερο από όσο σε όλους τους άλλους ανθρώπους. Η αρετή του ήταν μεγαλύτερη από την αρετή του Ιωάννη του Βαπτιστή. Είναι το πλήρες και τέλειο πρόσωπο αρετής και χάριτος, απ’ αυτόν δε, ως από πηγή, μετοχετεύεται η χάρις προς τους άλλους ανθρώπους.

Τα διδάγματα αυτά του Θεοδώρου άσκησαν τεράστια ροπή στη θεολογική σκέψη όλων των αιώνων. Όμως η αντίθεσή τους προς τη διδασκαλία της επίσημης Εκκλησίας αμαύρωσε το όνομά του, το οποίο καταχωρήθηκε με μελανά χρώματα στη χορεία των χριστολογικών αιρέσεων.

(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 105-106)

74. Ποια ήταν η αίρεση τον Νεστορίου;

Ο Νεστόριος, μοναχός κατ’ άρχάς, έγινε κατόπιν Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, διακριθείς για την πλούσια συγγραφική του δράση και τη ρητορική του δεινότητα.

Κληρονόμος του θεολογικού κλίματος της Αντιοχειανής Σχολής, τόνιζε την ανθρώπινη φύση του Χριστού. Αναιρώντας τις κακοδοξίες του Απολλιναρίου και των Δοκητών, δεχόταν την πραγματικότητα των δύο φύσεων του Κυρίου. Ο Χριστός ήταν αληθής κατά φύσιν Θεός και αληθής κατά φύσιν άνθρωπος. Οι φύσεις του στην ένωση ήταν ασύγχυτες και απαράτρεπτες. Απ’ αυτό το πνεύμα εμφορούμενος, δεν μπορούσε να κατανοήσει την πραγματική έννοια της θείας ενανθρωπήσεως, πώς δηλαδή ο Θεός μπορεί να γίνει άνθρωπος. Η ενανθρώπηση γι’ αυτόν σήμαινε μεταβολή των φύσεων σε μια σύνθετη φύση, όπου η θεότητα μπαίνει σε ένα νέο τρόπο υπάρξεως, γίνεται φθαρτή και παθητή, ο δε Λόγος χάνει το ομοούσιό του προς τον Πατέρα. Κατά το Νεστόριο η Μαρία δεν μπορούσε να γεννήσει το Θεό. Θα το έκανε μόνο αν κι αυτή ήταν θεά, γιατί μόνο το όμοιο γεννάται από το όμοιο. Κακώς λοιπόν ονομάζεται «Θεοτόκος». Ο πραγματικός τίτλος της είναι «Χριστοτόκος». Γέννησε δηλαδή τον άνθρωπο Χριστό με τον οποίο αργότερα ενώθηκε ο Λόγος.

Επηρεαζόμενος από την αριστοτελική φιλοσοφία κατά την οποία δεν μπορεί να υπάρξει φύση απρόσωπη, ο Νεστόριος δεν μπορούσε να εννοήσει την περί ενότητος του προσώπου τον Χριστού διδασκαλία της Εκκλησίας.

Εφόσον υπάρχουν στο Χριστό δυο πλήρεις και τέλειες φύσεις. πρέπει κατ' ανάγκην να υπάρχουν και δύο πλήρη και τέλεια πρόσωπα, ανεξάρτητα το ένα από το άλλο. Την ιδέα αυτή τη δίδαξε. Διασπούσε το ένα θεανδρικό πρόσωπο του Χριστού σε δύο ξεχωριστά και ιδιοπερίστατα φυσικά πρόσωπα. Αυτό του κόστισε τη μομφή της αιρέσεως, που για να την αποσείσει αναγκάστηκε να δεχθεί και ένα πρόσωπο στο Χριστό, το οποίο αποκαλούσε ηθικό πρόσωπο της ενώσεως. Αυτό φυσικά δεν ήταν τίποτε άλλο από προσπάθεια συμβιβασμού των ασυμβίβαστων. Έτσι ο Νεστόριος δεχόταν τρία πρόσωπα στο Χριστό: ένα του Θεού Λόγου, ένα του ανθρώπου Χριστού και ένα της ενώσεως των φύσεων.

Σύμφωνα προς τις αντιλήψεις αυτές ήταν και τα υπόλοιπα χριστολογικά διδάγματα του Νεστορίου. Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως απέρριπτε την περί φυσικής ενώσεως διδασκαλία του Κυρίλλου Αλεξανδρείας. Η ένωση κατ’ αυτόν δεν ήταν ένωση πραγματική, αλλά απλή συνάφεια, ένας εξωτερικός πλησιασμός, μια ενοίκηση του Λόγου στον άνθρωπο ως «εν ναώ». Την ένωση αυτή χαρακτήριζε και με πολλές άλλες ονομασίες. Επίσης απέρριπτε τον όρο «Θεός Λόγος σεσαρκωμένος» (Κύριλλος Αλεξανδρείας). Κατ’ αυτόν ο Χριστός ήταν «θεοφόρος άνθρωπος».

Τέλος, ο Νεστόριος προέβαινε και στο διχασμό της μίας υιότητας του Χριστού σε δυο φυσικές υιότητες ξεχωριστές, την υιότητα του Λόγου και την υιότητα του ανθρώπου. Στις υιότητες αυτές απένειμε αντίστοιχα και δύο ξεχωριστές προσκυνήσεις και λατρείες. Περί πραγματικής αντιδόσεως των ιδιωμάτων των φύσεων στο ένα πρόσωπο του Χριστού δεν μπορεί να γίνει λόγος στο χριστολογικό σύστημα του Νεστορίου.

Με τα διδάγματά του αυτά ο Νεστόριος διατύπωσε μια δεινή αίρεση στους κόλπους της Εκκλησίας, τη ζωή της οποίας συνετάραξε επί μακράν. Την αίρεση αυτή καταπολέμησε επιτυχώς ο διαπρεπής θεολόγος της αρχαίας Εκκλησίας, άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας.

(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 103-105)

73. Τί δίδασκε ο Απολλινάριος;

Ο Απολλινάριος, επίσκοπος Λαοδικείας της Συρίας, ήταν διαπρεπής θεολόγος και ο πρώτος που προσπάθησε να δώσει ικανοποιητική λύση στο χριστολογικό πρόβλημα.

Το κύριο μέλημα της χριστολογίας του ήταν η διακρίβωση της ποιότητας της ανθρώπινης φύσεως του Χριστού. Κατ' αυτόν ο Χριστός ήταν μεν τέλειος Θεός, όχι όμως και τέλειος άνθρωπος. Αν η ανθρώπινη φύση του Κυρίου ήταν πλήρης και τέλεια, θα είχε δική της ελεύθερη πνευματική ζωή, ο Χριστός δεν θα ήταν «άτρεπτος νους», αλλα όν τρεπόμενο και μεταβαλλόμενο, που θα μπορούσε ελεύθερα να αμαρτήσει, θέτοντας σε κίνδυνο το λυτρωτικό έργο του. Η περί δύο φύσεων και προσώπων διδασκαλία των αντιοχέων θεολόγων του ήταν αποκρουστική και αντιφατική: «αδύνατον γαρ δύο νοερά και θελητικά εν τω άμα κατοικείν, ινα μη το έτερον κατά του ετέρου αντιστρατεύηται δια της οικείας θελήσεως και ενεργείας» (ιδέα αριστοτελική).

Κατά τον Απολλινάριον η σάρκα του Κυρίου, μη έχοντας δική της αυτοτελή ενέργεια και ζωή, ήταν παθητικό όργανο της θεότητας. Κατ’ ουσίαν η ενέργεια του Θεανθρώπου ήταν μία, η θεία, η οποία έθετε σε κίνηση το όργανό της, τη σάρκα.

Ο Απολλινάριος για να λύσει το μυστήριο του Χριστού προέβαινε σε ποιοτική μείωση της ανθρώπινης φύσεως του Χριστού. Αφαιρούσε απ’ αυτή το λογικό μέρος της ψυχής. Η σάρκα του Κυρίου ήταν άνους». Την απουσία όμως του νου σ’ αυτήν αναπλήρωνε η παρουσία του Λόγου του Θεού. Στη διατύπωση των διδαγμάτων αυτών βοήθησε τον Απολλινάριο η τριχοτομική περί συνθέσεως του ανθρώπου θεωρία της πλατωνικής φιλοσοφίας: Στο Χριστό υπάρχει μεν ψυχή, απουσιάζουν όμως απ’ αυτήν ο νους και ο λόγος.

Η ένωση των φύσεων, κατά τον Απολλινάριο, ήταν ένωση φυσική, μίξη του θείου και του ανθρώπινου. Η φύση του Χριστού ήταν μία «σύγκρατος». Όπως έλεγε: «μία φύσις του Λόγου σεσαρκωμένη». Δεν υπήρχε βέβαια σύγχυση και τροπή των φύσεων. Στο ένα πρόσωπο του Λόγου εγένετο η αντίδοση των ιδιωμάτων των δυο φύσεων.

Με δύο φύσεις στο Χριστό (η ανθρώπινη μειωμένη και ελλιπής) και με ένα νου (το πρόσωπο του Λόγου) ο Απολλινάριος προσπάθησε να λύσει το χριστολογικό πρόβλημα, διατυπώσας μια πραγματικά έξυπνη θεωρία, η οποία θα ήταν ορθόδοξη αν δεν εμείωνε επικίνδυνα την ανθρωπότητα του Σωτήρος, πράγμα που την οδήγησε στην αίρεση.

(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 101-103)