E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.


Οι δυο ταξιδιώτες
Λένε οι ιστορίες των παλιών πως μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας γεωργός. Μια μέρα κίνησε να πάει στο χωράφι του, παρέα με το βόδι του. Φτάνει στο χωράφι, ζεύει το βόδι στο αλέτρι κι αρχίζει να οργώνει το χώμα. Πήγαινε κι ερχότανε, πήγαινε κι ερχότανε πίσω από το αλέτρι, που η μύτη του έσκιζε στα δυο τη γης κι ανακάτευε για τα καλά το χώμα. Κι όλο πήγαινε, κι όλο ερχόταν και ζύμωνε τούτος ο άνθρωπος τη γη με τον ίδρο του και την πότιζε με το αίμα του.
Την ώρα που όργωνε το χωράφι του, φάνηκε να έρχεται από μακριά ένας ταξιδιώτης. Είχε λένε αυτός ένα δισάκι στον ώμο και μια σκούφια φορεμένη στο κεφάλι, τα παπούτσια του ήταν πνιγμένα στο χώμα του δρόμου και το κεφάλι κοίταζε τη γης. Σιμώνει αυτός καμιά φορά το χωράφι του γεωργού και στάθηκε να τον χαιρετίσει. Ο γεωργός πάλι, άλλο που δεν ήθελε να πάρει μιαν ανάσα, αφήνει στην άκρη το αλέτρι, και τεντώνει το κορμί του, για να ξεπιαστεί κομματάκι από τη δουλειά.
Ο ταξιδιώτης τότε γυρίζει και του λέει:

«Καλημέρα, πατριώτη. Πηγαίνω κατά την πολιτεία που είναι πίσω απ' τα βουνά. Μήπως ξέρεις του λόγου σου, μήπως έχεις ακούσει τι λογής άνθρωποι μένουν εκεί πέρα;»

Ο γεωργός άκουσε τα λόγια του ταξιδιώτη και τον ρωτάει:

«Για πες μου, εσύ, αδελφέ, τι λογής ανθρώπους είχε ο τόπος που άφησες πίσω σου; Μήπως ξέρεις;»

Ο ταξιδιώτης παίρνει μιαν ανάσα και αποκρίνεται.

«Πού να στα λέω, πατριώτη! Ανοιχτή πληγή, ήτανε σου λέω! Από κακία άλλο τίποτα! Όλο σε καβγάδες έμπλεκαν κι από δουλειά ούτε κουβέντα. Ήταν γεμάτοι εγωισμό και μονάχα να γκρινιάζουν ήξεραν. Για όλα είχανε να πουν την κουβέντα την κακή, κι έναν καλό λόγο δεν είχαν για κανένα… Σαν και αυτούς άλλος στον κόσμο δεν ξαναπέρασε. Δεν μπορείς να φανταστείς τι χαρά που έχω που έφυγα από κείνον τον τόπο και δε θα ξαναδώ τα μούτρα τους!»

Ο γεωργός τον ακούει και αποκρίνεται:

«Ώστε έτσι ε; Τότε φοβάμαι, πως θα συναντήσεις τέτοιους ανθρώπους και στην πολιτεία που είναι πίσω απ' τα βουνά…»
Ο ταξιδιώτης στράβωσε τα μούτρα του, μουρμούρισε δυο βρισιές κι έσυρε τα πόδια του πάνω στον σκονισμένο δρόμο, τραβώντας προς τα κει που ήτανε, λέει, η πολιτεία. Σε λίγο χάθηκε μέσα στον ορίζοντα η σκιά του.
Κάμποσες ώρες αργότερα, έτυχε να περνάει από τον ίδιο τόπο ένας άλλος ταξιδιώτης. Ερχότανε του λόγου του από τον ίδιο δρόμο, και είχε ένα χαμόγελο στα χείλη. Βλέπει από μακριά τον γεωργό, τον σιμώνει, τον χαιρετάει και του λέει:

«Αδερφέ, για πες μου, εσύ που ξέρεις τούτον τον τόπο, μήπως έχεις ακούσει τι άνθρωποι ζούνε πέρα απ' τα βουνά, στην πολιτεία;»

Ο γεωργός που ήθελε να πιάσει την κουβέντα, γυρίζει και του αποκρίνεται:

«Για πες μου, πατριώτη, τι ανθρώπους έχει η πολιτεία που άφησες πίσω στον τόπο σου;»

Ο ταξιδιώτης τότε του απαντάει:

«Αχ! Αυτή η πολιτεία! Μη μου ξύνεις τέτοια ώρα τις πληγές! Πού να στα λέω! Τέτοιους ανθρώπους δεν βρίσκεις εύκολα, πατριώτη! Ήταν αυτοί άνθρωποι της δουλειάς, ποτέ δεν κορόιδεψαν κανέναν. Ήταν τίμιοι, και με την καρδιά τους ανοιχτή σαν περιβόλι. Με έναν καλό λόγο για τον καθένα. Στο τραπέζι τους μια καρέκλα πάντα για τον περαστικό, η πόρτα του σπιτιού τους ανοιχτή για τον ξένο, πάντα να σε ακούσουν και να σε στηρίξουν. Δε μπορείς να φανταστείς πόσο στενοχωρήθηκα που αναγκάστηκα να τους αφήσω.
Ο γεωργός τότε, του λέει:

«Μη φοβάσαι, αδερφέ. Θα συναντήσεις τέτοιους ανθρώπους, τους, ίδιους, και στην πολιτεία που θα βρεις μπροστά σου. Καλό σου ταξίδι».

(Πνευματικός Λειμών, Ιωάννου Μόσχου, εκδ. ΕΠΕ,Φιλοκαλία τόμος 2, σελ. 319). 

Υπάρχει στη Θηβαΐδα μια πόλη που τη λένε Λυκώ. Σ’ αυτήν υπάρχει ένα βουνό έξι μίλια μακριά. Σ' αυτό το βουνό μένουν μοναχοί, άλλοι σε σπήλαια και άλλοι σε κελλιά.

Πηγαίνοντας εμείς εκεί επισκεφθήκαμε τον αββά Ισαάκ, Θηβαίο κατά το γένος. Μας διηγήθηκε ο γέροντας.
Πριν πενήντα δύο χρόνια, καθώς έκαμνα το εργόχειρό μου (έκαμνα μια κουνουπιέρα μεγάλη), έκανα λάθος και στενοχωριόμουν, γιατί δεν έβρισκα το λάθος μου. Πέρασα όλη την ήμερα μονολογώντας ανόητα και δεν ήξερα τι να κάνω. Και καθώς ήμουν στενοχωρημένος, να από το πορτάκι μπαίνει κάποιος νεανίσκος και μου λέει.
- Έκανες λάθος, αλλά δος το σε μένα να το διορθώσω.
Του λέγω.
- Φύγε συ από δω και ας μη γίνει ποτέ.
Μου αποκρίθηκε τότε αυτός
- Όμως θα ζημιώσεις τον εαυτό σου, αν δεν το κάνεις σωστά.
Του λέγω.
- Για αυτό μην σε ενδιαφέρει.
Πάλι μου λέει.
- Αλλά σε λυπάμαι, γιατί θα πάει στα χαμένα ο κόπος σου.
Τότε του είπα.
- Κακώς ήρθες εδώ μαζί μ’ αυτούς που σε έφεραν.
Τότε μου λέει.
- Στ’ αλήθεια, εσύ με ανάγκασες να έρθω, γιατί είσαι δικός μου.
Τού λέγω.
- Πώς το εννοείς αυτό;
Αυτός μου είπε.
- Έχεις τρεις Κυριακές που κοινωνάς, ενώ είσαι ψυχραμένος με το γείτονά σου.
Και εγώ τού είπα.
- Ψέματα μου λες.
Και αυτός.
- Δεν του κρατάς κακία για το «μάττιν» (αιγυπτιακή μονάδα χωρητικότητας) της φακής; Εγώ είμαι ο ειδικός για τη μνησικακία, και από τώρα είσαι δικός μου.
Μόλις άκουσα αυτά, άφησα το κελλί μου και πήγα στον αδελφό και έβαλα μετάνοια, και αφού συμφιλιωθήκαμε, επέστρεψα και βρήκα πώς έκαψε την κουνουπιέρα και την ψάθα που έκαμνα τις μετάνοιες, γιατί με φθόνησε για την δικιά μας αγάπη.

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σ' έναν τόπο ένας άρχοντας. Ήταν που λέτε, αυτός πολύ πλούσιος κι είχε σπίτια, κτήματα και ζώα που τα έχανες στο μέτρημα. Είχε ανθρώπους πολλούς στη δούλεψή του μα είχε και μια στενοχώρια ακόμα μεγαλύτερη. Λένε πως είχε ένα γιο μονάκριβο, που ήταν αυτός μεγάλος τεμπέλης κι αχαΐρευτος και έγνοια άλλη δεν είχε στο μυαλό του παρά μονάχα πώς να πηγαίνει από γλέντι σε γλέντι και να σκορπάει τα λεφτά του. Πού τον έχανες πού τον έβρισκες, πότε στα καπηλειά και στις ταβέρνες να τρώει και να πίνει, και στα ξενύχτια και σε γιορτές να ξοδεύει τον κόπο αλλωνών. Κι ήταν αυτός κεφάλι αγύριστο, που δεν έπαιρνε μήτε από λόγια μήτε από συμβουλές. Το κατάλαβε ο πατέρας του πως σαν πεθάνει, ο γιος του δεν θα αφήσει ούτε λεφτά ούτε κτήματα που να μην τους βάλει χέρι, και θα γίνουν όλα καπνός και θα χαθούν. Κάθισε και σκέφτηκε τι να κάνει, για να μην βρεθεί στο δρόμο και πεινάσει το παιδί του και πάρει το βιος του ο αέρας.
Μια μέρα ο άρχοντας φωνάζει τον γιο του. Είχε πια γεράσει για τα καλά κι ο χρόνος θόλωσε τα μάτια του και βάρυναν τα χρόνια πάνω στο κορμί του. Κατάλαβε πως ήταν η ώρα του να φύγει. Παίρνουν την άμαξα και πηγαίνουν σ' ένα απ' τα πολλά σπίτια που είχε ο άρχοντας. Μα αυτό δεν ήταν σαν τα άλλα. Φαίνονταν άδειο κι ερημωμένο, με τα πατώματα να τρίζουν και τους τοίχους έτοιμους να πέσουν. Κατέβηκαν από την άμαξα και μπήκαν μέσα στο σπίτι. Πήγαν σε μια κάμαρα που απ' το ταβάνι της κρεμόταν μια κρικέλα. Ο πατέρας τότε μίλησε και λέει: «Γιε μου, εγώ σε λίγο καιρό θα πεθάνω, γέρασα πια, τα 'φαγά τα ψωμιά μου. Με τα μυαλά όμως που κουβαλάς, το βλέπω πως πολύ γρήγορα δεν θα σου μείνει δεκάρα τσακιστή. Όταν θα τα 'χεις χάσει όλα, περιουσία κι ελπίδα, όταν θα πιάσεις πάτο στο κατήφορο και δεν θα σου έχει απομείνει τίποτα άλλο, να έρθεις σ' αυτό το σπίτι. Άκου καλά! Να περάσεις ένα σκοινί απ' την κρικέλα που βλέπεις στο ταβάνι και να κρεμαστείς, για να γλιτώσεις εσύ απ' τα βάσανα κι ο κόσμος απ' τα κρίματα που κουβαλάς!». Ο γιος του, λένε, δεν έδωσε σημασία, γιατί είχε το νου του να πάει να βρει τις παρέες του να γλεντήσει.
Πέρασαν λίγες βδομάδες κι ο άρχοντας σφάλισε τα μάτια του για πάντα. Ο γιος του από την ίδια κιόλας μέρα άρχισε να ροκανίζει όλα αυτά που απόμειναν δικά του. Απόχτησε πιότερους φίλους, κι οι παρέες του, λένε, έρχονταν στο αρχοντικό και έτρωγαν κι έπιναν και γλεντούσαν. Τώρα τα ξενύχτια κυλούσαν το ένα μετά το άλλο. Κουβαλήθηκαν κι άλλοι φίλοι, καινούργιες βδέλλες, που μυρίστηκαν παράδες. Τον καλόπιαναν με κολακείες και του έπαιρναν λεφτά με τις ψευτιές. Τραπέζια ολοένα στρώνονταν γιομάτα μ' όλων των ειδών τα καλά, και να οι μουσικές κι οι χοροί. Περνούσε ο καιρός και οι σπατάλες άδειασαν τα σεντούκια. Ύστερα το άδειασμα των σεντουκιών ακολούθησε κι εκείνο των αποθηκών με τα γεννήματα, και λίγο μετά ήρθε το ξεπούλημα των κτημάτων και των κοπαδιών. Πούλησε αυτός τα χωράφια και τα περιβόλια που έφερναν σοδειές και όταν τέλεψαν κι αυτά, άρχισε να πουλάει τα σπίτια που του άφησε ο πατέρας του. Στο τέλος βρέθηκε να πουλάει και το μεγάλο αρχοντικό κι απόμεινε στο δρόμο με όλα κι όλα τρία γρόσια στο χέρι.
Οι φίλοι κι οι παρέες είχαν αρχίσει να αραιώνουν από καιρό και στο τέλος τον άφησαν ολομόναχο να γυρνάει στους δρόμους εδώ κι εκεί. Όταν δεν του απόμεινε παρά μόνο η απελπισιά, έφερε στο νου του κείνο το παλιό σπίτι, που τον είχε πάει ο πατέρας του. «Εκεί θα περάσω τη νύχτα μου...» μουρμούρισε και πήγε. Στο δρόμο αγόρασε με τα τελευταία λεφτά λίγο ψωμί και χαλούμι. Φτάνει καμιά φορά στο σπίτι που με δυσκολία στεκόταν όρθιο. Μπαίνει στην καμάρα και κοιτάζει το ταβάνι με την κρικέλα. «Αύριο θα κρεμαστώ να μη βασανίζομαι άλλο» είπε και έφερε στο νου του τα λόγια του πατέρα του. Τη νύχτα, την ώρα που αυτός κοιμόταν σε μια γωνιά, βγήκαν τα ποντίκια και του έφαγαν το ψωμί και το τυρί και δεν έμεινε μήτε ψίχουλο.
Το πρωί ξυπνάει και βλέπει τι έγινε. Αντί να κρεμαστεί όμως, πηγαίνει στους παλιούς του φίλους να τους ζητήσει να του δώσουν να φάει κατιτί, μην φύγει απ' αυτόν τον κόσμο πεινασμένος. Τους βρήκε στον καφενέ να περνάνε την ώρα τους. Τους είπε τι έγινε τη νύχτα στο παλιό σπίτι με τα ποντίκια και τους ζήτησε να του δώσουν να φάει. Εκείνοι ξέχασαν πολύ γρήγορα τα τραπέζια που τους έκανε τον παλιό καλό καιρό και γέλασαν μαζί του. Του είπαν πως τα ποντίκια δεν τρώνε ψωμί και τυρί και πως τους λέει ψέματα. Γυρίζει τότε εκείνος στο παλιόσπιτο. Ρίχνει ένα σκοινί, το περνάει απ' την κρικέλα και το δένει στο λαιμό του. Την ώρα που το τράβηξε να κρεμαστεί, «γκραπ!» κάνει μια και γκρεμίζεται το ταβάνι και πέφτει μια στάμνα γιομάτη με λίρες και λαμποκόπησε όλη η κάμαρα απ’ το χρυσάφι. Τα μάτια του αστράψανε. «Σίγουρα τούτη είναι δουλειά του πατέρα μου. Κατάλαβε τι θα πάθω με το μυαλό που κουβαλάω και φρόντισε για μένα μπας και καταλάβω το λάθος μου». Ύστερα για κάμποσο απόμεινε σκεφτικός.
Από κείνη τη μέρα έγινε άλλος άνθρωπος. Δούλεψε σκληρά και λένε πως κατάφερε τα πάρει ένα χωράφι κι ένα περιβόλι πίσω. Η σοδειά τους και η δική του φροντίδα τού έφερε σιγά σιγά το βιος του και πάλι. Αγόρασε περισσότερα χτήματα που του έδωσαν πιο πολλά γεννήματα. Οι φίλοι του άρχισαν να έρχονται ξανά κοντά του γιατί θυμούνταν τα παλιά τα γλέντια και την καλοπέραση που είχαν μαζί του. Αλλά τώρα αυτός είχε το νου του γιατί κατάλαβε...
Μια μέρα πήγαν να τον χαιρετίσουν τάχα και να αρχίσουν τα καλοπιάσματα και τις κολακείες, μα τον βρήκαν μαραζωμένο και σε μεγάλη στενοχώρια. «Τι έχεις, άρχοντα, καλέ μας φίλε;» τον ρώτησαν, τάχα μου όλο νοιάξιμο. Εκείνος τότε τους αποκρίθηκε: «Αφήστε, πού να σας τα λέω! Είχα αγοράσει κρικέλες, καρφιά και κλειδαριές για τις πόρτες του σπιτιού μου, μα τη νύχτα βγήκαν τα ποντίκια και μου τα φάγανε». Οι παλιοί φίλοι στην αρχή παραξενεύτηκαν: «Μα τι λες, άρχοντα, τι μας ξεστομίζεις; Τρώνε τα ποντίκια σίντερο;» τον ρώτησαν, αλλά σε λίγη ώρα άλλαξαν τις κουβέντες τους αφού κοιτάχτηκαν με νόημα μεταξύ τους: «Μα βέβαια, κι οι ποντικοί τρώνε σίντερο, έχεις δίκιο άρχοντα!» του αποκρίθηκαν. Τότε ο άρχοντας θυμήθηκε το πάθημα του, θυμώνει και τους λέει: «Όταν ήμουνα φτωχός και κουρελής, σας είπα πως οι ποντικοί μού φάγανε το ψωμί και το χαλούμι, μα εσείς κάνατε τάχα πως δεν με πιστεύατε και με κοροϊδέψατε. Τώρα που ξανάγινα πλούσιος και δυνατός, σας λέω πως οι ποντικοί μού φάγανε τα σίδερα, και για να με κολακέψετε πιστεύετε τις κουβέντες μου! Φύγετε από μπροστά μου παλιάνθρωποι, δεν σας θέλω για φίλους!».
Γι' αυτό λένε στην Κύπρο: «Πιστεύουνε τον άρχοντα και ψέματα αν λαλεί και περιπαίζουν τον φτωχό αλήθεια άμα πει...»

(Παραμύθια λαϊκά ενάντια σε δύσκολους καιρούς, Δημήτρης Β. Προυσάλης, εκδ. Εύμαρος

Τι είπε ο άγιος Φώτιος για τα λάθη των αγίων Πατέρων. Γιατί δεν είναι αλάθητοι, και πότε;

πηγή: oode

Έχουμε κατ' επανάληψιν μιλήσει για την έννοια της Θείας Αποκάλυψης και της Θεοπνευστίας στην Εκκλησία του Κυρίου σε αυτή την ιστοσελίδα. Έχουμε επίσης πει ότι άλλο πράγμα είναι το "αλάθητο", και άλλο πράγμα η Θεοπνευστία. Και ότι ακόμα και οι άγιοι Πατέρες, έχουν κάποια όρια, στο τι απ' όσα δίδαξαν, αποτελεί Θεία Αποκάλυψη, και στο τι αποτελεί προσωπική τους γνώμη. Καιρός όμως, να δούμε τι λέει γι' αυτό το θέμα, ένας από τους ίδιους τους αγίους Πατέρες, ο άγιος Φώτιος!

Ψυχολογικές ανάγκες

Η χρησιμότητα του παρόντος άρθρου, πέρα από το ότι μας βοηθάει να έχουμε ένα Ορθόδοξο κριτήριο ανάγνωσης και αποδοχής των γραμμένων σε κείμενα αγίων Πατέρων, διορθώνει την εσφαλμένη (και συχνά στενόμυαλη) στάση ορισμένων Χριστιανών, που προσκολλούνται σε κείμενα αγίων Πατέρων, με μία Ορθοδοξίζουσας μορφής Προτεσταντική νοοτροπία. Όπως δηλαδή οι Προτεστάντες μένουν κολλημένοι "στο γράμμα" της Αγίας Γραφής, χάνοντας το Πνεύμα, έτσι και μερικοί αδελφοί μας, από υπερβολική αγάπη και σεβασμό προς τους αγίου Πατέρες, εκλαμβάνουν οτιδήποτε δουν γραμμένο από αυτούς, ως κατ' ανάγκην "Θεία Αποκάλυψη", και επειδή το είπε κάποιος άγιος, ακόμα και λάθος αν είναι, αρνούνται πεισματικά να εξετάσουν με ανοιχτή διάνοια και μια διαφορετική θέση.

Είναι λογικό και ψυχολογικά χρήσιμο, να επιζητούμε κάποιο "σταθερό" σημείο αναφοράς, μια αμετακίνητη και ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΗ βάση, πάνω στην οποία να στηρίξουμε την πίστη μας. Όμως αυτό δεν σημαίνει, ότι οι ψυχολογικές μας ανάγκες για κάτι τέτοιο, πρέπει να μας οδηγήσουν σε μία ουτοπική θεώρηση ορισμένων πραγμάτων, όπως είναι για παράδειγμα τα Ιερά Κείμενα. Η Θεία Αποκάλυψη, δεν δόθηκε για να μας στερήσει την ελευθερία και την κριτική σκέψη, και να μας κάνει άγνωμους αποδέκτες προ-κατασκευασμένων "δογματικών πακέτων". Δόθηκε ΑΝΤΙΘΕΤΩΣ, για να μας ΑΣΚΗΣΕΙ την ελευθερία και την κριτική σκέψη. Το δόγμα δόθηκε για να μας οδηγήσει ΕΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ και ΠΛΗΡΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ στη βίωση της εν Χριστώ ζωής, ώστε να μπορούμε κι εμείς να βιώσουμε όλα όσα κατέγραψαν πριν από εμάς οι άγιοι Πατέρες, που βίωναν την εν Χριστώ ζωή. Γιατί τελικά τα όσα μας παρέδωσαν, δεν είναι παρά εκφράσεις της εν Χριστώ εμπειρίας τους, με στόχο να μας οδηγήσουν στη βίωση αυτής της ίδιας αγιοποιού εμπειρίας. Το να αγκιστρώνεται κάποιος τυφλά σε κείμενα, αρνούμενος να αξιοποιήσει το θεόδοτο δώρο της ΥΠΕΥΘΥΝΗΣ αναζήτησης της κατά Θεόν ζωής, όχι μόνο δεν αποτελεί ευκταίο Χριστιανικό χαρακτηριστικό, αλλά αντιθέτως, αποτελεί προσπάθεια αποποίησης ευθυνών, και φυγοπονία! Ζητάει καταφύγιο βεβαιοτήτων, στρουθοκαμηλίζοντας, αντί να ασκήσει κρίση και κόπο εξιχνίασης των βαθέων του Θεού.

Ο παραδεδομένος από τον Θεό λόγος, είναι "λυχνάρι που φέγγει σε σκοτεινό τόπο, ώσπου να ανατείλει ο Φωσφόρος στις καρδιές μας" (Β΄ Πέτρου 1/α: 19). Προσέξτε! Δεν μιλάει για προσκόλληση στον προφητικό λόγο. Μιλάει για μια προσωρινή σχέση, ΩΣΠΟΥ να αρχίσει να διδάσκεται πλέον ο Χριστιανός από τον Θεό άμεσα, και να βιώνει την εν Αγίω Πνεύματι ζωή. Τα κείμενα των αγίων, είναι βοηθητικά και προσωρινά. Η ΣΧΕΣΗ με τον Θεό είναι αιώνια!

Τι είπε ο άγιος Φώτιος

Ενώ λοιπόν τα κείμενα των αγίων Πατέρων, στην συντριπτική τους πλειονότητα, είναι πλήρη Πνεύματος Αγίου, και μας δίνουν πληθώρα Θείων Αποκαλύψεων, υπάρχουν και ορισμένα σημεία, ή ορισμένες τους θέσεις, (ΣΠΑΝΙΟΤΑΤΑ βέβαια), που και αυτά περιέχουν ορισμένα λάθη, ή προσωπικές τους απόψεις, που θα ήταν λάθος κάποιος να τα εκλάβει ως Αποκάλυψη Θεού, μόνο και μόνο επειδή τα έγραψε κάποιος άγιος.

Όταν για παράδειγμα, ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, υπολογίζει σε κείμενό του την ημερομηνία γέννησης του Κυρίου Ιησού, και λέει ότι ο πατέρας του αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή ήταν "αρχιερέας", και μπερδεύει τα δύο θυσιαστήρια του ναού, πρόκειται για σαφέστατο λάθος. Ή όταν ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης μιλάει για την σωτηρία και των ασεβών, κι εδώ είναι κάτι που η Εκκλησία το έχει χαρακτηρίσει λάθος Συνοδικά! Και όταν ο άγιος Αυγουστίνος ερμηνεύει την εν Χριστώ Σωτηρία δικανικά, και πάλι είναι λάθος, μια και συγκρούεται ευθέως με την πίστη των άλλων αγίων πατέρων. Μάλιστα θέσεις του αγίου Αυγουστίνου, αποτέλεσαν (και αποτελούν) αφορμές ρήξης με τη Δυτική εκκλησία, καθώς εκεί εμμένουν σε κάποιες από τις εσφαλμένες θέσεις του, μόνο και μόνο επειδή ήταν άγιος!

Τι θα κάνουμε λοιπόν; Θα κοιτάμε τα κείμενα τών αγίων πατέρων με καχυποψία και με υψηλοφροσύνη ενώπιόν τους; Θα τα διαβάζουμε άραγε με πνεύμα αντιλογίας και αναζητώντας σε αυτά σφάλματα;

Όχι βέβαια! Τα κείμενα των αγίων Πατέρων, είναι πηγή σοφίας, γνώσεως και Αγιοπνευματικής ζωής. Είναι διαμάντια Θείας Αποκάλυψης και πηγή Αποστολικών Παραδόσεων, και ξεχειλίζουν από τη Χάρη του Θεού. Τα κείμενα των Αγίων Πατέρων, είναι φως και ζωή. Αυτό όμως, δεν σημαίνει ότι είναι αλάθητα! Αυτό δεν σημαίνει, ότι επειδή γράφτηκε κάτι από κάποιον άγιο, είναι ΚΑΤ' ΑΝΑΓΚΗΝ σωστό, και ότι πρέπει να το υποστηρίζουμε με φανατισμό, έστω και αν κάποιος μας επιδεικνύει ντοκουμέντα για κάτι διαφορετικό. Όλοι οι άνθρωποι, ακόμα και οι άγιοι, έχουν κάνει λάθη στη ζωή τους! Και ο σκοπός αυτού του άρθρου, είναι να βοηθήσει να αποφεύγονται ΟΙ ΑΚΡΟΤΗΤΕΣ, και οι αδικαιολόγητες προσκολλήσεις σε κάτι σπάνιο, που βεβαίως θα μπορούσε να είναι λάθος, σε αυτά τα κείμενα.

Τι κριτήρια μπορούμε λοιπόν να αναζητήσουμε, για το πότε είναι δυνατόν κάποιος άγιος Πατέρας να έχει κάνει κάπου λάθος;

Ας δούμε τι γράφει γι' αυτό ακριβώς το θέμα, ένας απ' αυτούς, δηλαδή από τους ίδιους τους αγίους Πατέρες, ο άγιος Φώτιος:

«…Πόσαι δε περιστάσεις πραγμάτων πολλούς (=πατέρες) εξεβιάζοντο, τα μεν παραφθέγξασθαι, τα δε προς οικονομίαν ειπείν, τα δε και των απειθούντων επαναστάντων, τα δε και αγνοία, οία δη περιολισθήσαι ανθρώπινον... Ει δε παρεφθέξαντο μεν ή διά τινα αιτίαν νυν αγνοουμένην ημίν της ευθύτητος εξετράπησαν, ουδεμία δε ζήτησις αυτοις προσενήνεκται, ουδ’ εις μάθησιν της αληθείας ουδείς αυτούς παρακάλεσε, πατέρας μεν ουδέν ελλάτον αυτούς, ει και μη τούτο είπον, επιγραφόμεθα... τοις λόγοις τούτων, εν οις παρηνέχθησαν, ουχ εψόμεθα…» (Φωτίου, Επιστολή Ε΄, Προς τον Ακυλουΐας Ιωάννην ι΄, εις Ι. Βαλέττα, Φωτίου Επιστολαί, Λονδίνο 1864, σ. 196).

Ας δούμε τι σημαίνουν τα λόγια αυτά σε απλή σημερινή γλώσσα:

«...Ακόμη, πόσες δυσκολίες των καταστάσεων ανάγκαζαν πολλούς Πατέρες άλλα να τα παραποιούν, άλλα να τα λεν με πνεύμα συγκατάβασης, άλλα να λεν όταν ξεσηκώνονταν οι απείθαρχοι, άλλα να τα λεν από άγνοια, καθώς βέβαια είναι ανθρώπινο να σφάλει κανείς. Και αν παραποίησαν κάτι ή, για κάποιο λόγο που εμείς τώρα αγνοούμε, παρεξέκλιναν από την ορθή πορεία, τη στιγμή μάλιστα που δεν τους ζητήθηκε να εκφέρουν άποψη ούτε κανείς τους παρακάλεσε να του διδάξουν την αλήθεια, τους αναγνωρίζουμε το ίδιο ως Πατέρες, όπως θα τους αναγνωρίζαμε και αν δεν εξέφραζαν αυτή την άποψη... τη διδασκαλία τους στην οποία πλανήθηκαν δε θα την ακολουθήσουμε...» (Μετάφραση από το φιλόλογο Παύλο Χατζηπαππά, την οποία μεταφέραμε σε μονοτονικό).

Για το ίδιο κείμενο, ο θεολόγος Μιχαήλ Μπερκουτάκης, κάνει τα εξής σχόλια, τα οποία παραθέτουμε αυτούσια για να κατανοήσουμε τα λεγόμενα του αγίου Φωτίου σε βάθος:

«...Ακόμα, πόσες φορές οι δύσκολες περιστάσεις της ζωής δεν ανάγκασαν πολλούς από τους Πατέρες και Διδασκάλους της Εκκλησίας, άλλα πράγματα να τα παραποιήσουν, επειδή δεν μπόρεσαν ούτε και οι ίδιοι, να τα κατανόησαν σωστά, άλλα πράγματα να τα πουν με πνεύμα οικονομίας και συγκατάβασης, γιατί οι άνθρωποι δεν είχαν τη δύναμη, να εννοήσουν το πραγματικό τους νόημα, άλλα πράγματα να τα πουν με αυστηρό και ελεγκτικό τρόπο, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τους απειθείς αιρετικούς, που εξεγείρονταν εναντίον της Εκκλησίας, ενώ, τέλος, άλλα πράγματα να τα πουν λανθασμένα από άγνοια, γιατί, φυσικά, είναι ανθρώπινο, το να σφάλλει κανείς. Ακόμη, όμως, και αν οι Πατέρες της Εκκλησίας παραποίησαν κάτι ή παρεξέκλιναν από την ορθή πίστη, είτε γιατί θεολόγησαν για ζητήματα, για τα οποία δεν υπήρχε σωτηριολογική σημασία, είτε γιατί δεν τους παρακάλεσε ο λαός του Θεού, να του αποκαλύψουν την αλήθεια, που είναι αναγκαία για τη σωτηρία του, είτε για οποιονδήποτε άλλο λόγο, τον οποίο εμείς σήμερα αγνοούμε, αυτό δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση, ότι έχουμε το δικαίωμα, να τους αναγνωρίζουμε ως Πατέρες λιγότερο, από όσο θα τους αναγνωρίζαμε, αν δεν είχαν υποπέσει σε σφάλματα... αρκεί, φυσικά, να μην ακολουθούμε τη διδασκαλία τους στα σημεία εκείνα, που έκαναν λάθη...». (Παράφραση του κειμένου από το θεολόγο Μπερκουτάκη Μιχαήλ).

Τα λόγια του αγίου Φωτίου, είναι χαρακτηριστικά: Ένας άγιος Πατέρας, μας λέει σαφώς, ότι ΠΡΑΓΜΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ να συναντήσουμε λάθη στα κείμενα των αγίων Πατέρων. Γι' αυτό και είναι αδικαιολόγητοι, όσοι εμμένουν σε φράσεις αγίων Πατέρων, για να υποστηρίξουν με φανατισμό ζητήματα που "δεν ήταν ζητούμενα" στην εποχή που γράφτηκαν, αλλά που σε μια μετέπειτα εποχή, διορθώθηκαν και διατυπώθηκαν σωστά, είτε από άλλους αγίους Πατέρες, είτε από επιστημονικά ντοκουμέντα, αν ήταν επιστημονικά ζητήματα, είτε όταν έφθασε πλέον ο καιρός να δοθεί γι' αυτά μια πληρέστερη θεώρηση από την Εκκλησία του Κυρίου.

Η Εκκλησία, είναι Εκκλησία αληθείας. Και είναι πάντα ενωμένη με τον Ζώντα Χριστό. Δεν εξαρτάται από κείμενα. Δεν προσκολλάται σε κείμενα και προσωπικές θέσεις, όταν τα στοιχεία δείχνουν κάτι διαφορετικό, ούτε έχει πρόβλημα να πει ότι όλα τα μέλη της είναι δυνατόν (ως άνθρωποι) να κάνουν λάθη. Και αυτό το ξεκαθαρίζει στο ανωτέρω κείμενο ένας άγιος Πατέρας, ο άγιος Φώτιος. Το ότι οι άγιοι Πατέρες έκαναν και λάθη, είναι Πατερική διδασκαλία!

Εάν λοιπόν κάποιος επιμένει, να αναζητάει μεταξύ των αγίων της Εκκλησίας το "αλάθητο", τότε κατ' ανάγκην πρέπει να δεχθεί ότι κάνει λάθος ένας άγιος της Εκκλησίας, ο άγιος Φώτιος!

Γ. Κ.

Από τον Μικρό Ευργετινό. Του αββά Ησαΐα:

Όποιος έχει ταπεινοφροσύνη, γλώσσα δεν έχει για να ελέγξει τον έναν που είναι αμελής η τον άλλον που είναι ασεβής·

ούτε μάτια έχει, για να παρατηρεί τα ελαττώματα άλλου·

ούτε αυτιά έχει, για να ακούει όσα δεν ωφελούν την ψυχή του·

και δεν έχει να μιλήσει σε κανέναν για τίποτε άλλο, παρά μόνο για τις αμαρτίες του·

αλλά και με όλους τους ανθρώπους έχει ειρηνικές σχέσεις όχι για κάποια φιλία, αλλά για χάρη της εντολής του Θεού (Μάρκ. 9:50).

Αν κανείς δεν βαδίζει τον δρόμο τούτο (της ταπεινοφροσύνης), ακόμα κι αν νηστεύει (αυστηρά, τρώγοντας κάθε) έξι μέρες η επιδοθεί σε (οποιουσδήποτε) μεγάλους αγώνες,

χαμένοι πηγαίνουν όλοι του οι κόποι.

Δουλεύοντας σε διάφορα νηπιαγωγεία είχα πολλές ευκαιρίες να δω ότι ο άνθρωπος έχει γεννηθεί με έμφυτη αγάπη στο Θεό.

Όσα καταπληκτικά παραμύθια κι αν έχω διαβάσει στα παιδιά, με φαντασία και ήρωες ελκυστικούς το κλίμα που δημιουργείται στην τάξη όταν αναφέρω το Χριστό, την Παναγία ή κάποιο Άγιο είναι πάντα μοναδικό. Το ενδιαφέρον τους είναι πάντα μεγαλύτερο, είναι πιο προσεκτικοί, υπάρχει απόλυτη μυστηριακή ησυχία και βέβαια υπάρχουν κι απορίες. Αυτές τις «μοναδικές» για μένα αλλά και για τα παιδιά στιγμές δεν χρειάζεται να καταφύγω σε κόλπα για να διατηρήσω την προσοχή τους. Γίνεται από μόνο του και εγώ δεν έχω κάνει τίποτα. Λες και είναι προγραμματισμένα να είναι στο μήκος της Αγάπης του Θεού.
Κάτι άλλο που με εντυπωσιάζει είναι πως τα πιο πιστά παιδιά είναι τα παιδιά των άθεων γονιών, παιδιά που αποζητούν πιο έντονα το Θεό γιατί τους λείπει ή γιατί είναι ο τρόπος του Θεού να τραβήξει και τους γονείς κοντά Του.
Ένα περιστατικό που θα θυμάμαι πάντα είναι όταν στην προσπάθειά μου να τους εξηγήσω ότι στους Χαιρετισμούς πηγαίνουμε στο σπίτι του Χριστούλη και της Παναγίτσας για να χαιρετήσουμε με όμορφα λόγια την Παναγία, η αντίδραση ενός μικρού κοριτσιού. Παρακάλεσε τον πατέρα της να την πάει να χαιρετήσει την Παναγία. Ο πατέρας της το έκανε κι όπως μου είπε χαρακτηριστικά: «Αχ βρε Ιωάννα τι μας έκανες; Περιμέναμε και λέγαμε τώρα θα βαρεθεί αλλά η Δανάη τίποτα. Κάθησε μέχρι το τέλος».
Δεύτερο περιστατικό που με συντάραξε συνέβη κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψής μας στην εκκλησία. Είχα εντολή από μια μητέρα να μην κοινωνήσει το παιδί της. Όταν έφτασε η ώρα της Θείας Ευχαριστίας το παιδάκι έκλαιγε κι έλεγε: «Θέλω κι εγώ το σώμα και το αίμα του Χριστού». Σπάραζε τόσο πολύ που αναγκάστηκα να τηλεφωνήσω στη μητέρα της. Και τότε φώναζε «Δε θέλω μόνο το ψωμάκι –εννοώντας το αντίδωρο- αλλά και το αίμα του Χριστού». Στο τέλος κάμφθηκε η αντίδραση της μητέρας και το παιδάκι κοινώνησε.
Ένα άλλο περιστατικό που θυμάμαι είναι από το πολύ μικρό αδερφάκι μιας μαθήτριάς μου. Η γιαγιά των παιδιών θέλοντας να μου κοροϊδέψει το πιο μικρό εγγονάκι της μου είπε ότι θέλει να γίνει παπάς. Το εντυπωσιακό είναι ότι το παιδάκι αυτό ήταν μόλις 1,5 έτους. Για του λόγου του αληθές το ρώτησα κι εγώ το παιδάκι και μου έδωσε την ίδια απάντηση. Η γιαγιά του μου είπε ότι μένουν απέναντι από την εκκλησία αλλά δεν έχουν καθόλου σχέσεις μ’ αυτή. Το παιδάκι όμως στέκεται στο μπαλκόνι, κοιτάει πότε θα δει τον παπά και του φωνάζει καθημερινά. Μάλιστα η γιαγιά μου είπε ότι δεν καταλαβαίνει πως προήλθε αυτό κι ελπίζει να μην γίνει.
Τι να πρωτοθυμηθώ από τα παιδικά ματάκια που με τόση σοβαρότητα και αγάπη προσεγγίζουν το Θεό. Πολλές φορές έχω σκεφτεί, αυτό το παιδάκι έχει τη σοβαρότητα μοναχού-μοναχής. Πόσες φορές τα παιδιά αποζητούν να κάνουμε προσευχή αν την έχουν χάσει για κάποιο λόγο. Και τα παιδιά που το κάνουν πιο έντονα είναι τα παιδιά των ανθρώπων που αμφισβητούν το Θεό. Πόσες άλλες φορές μου λένε: «Κυρία δεν μας πάνε οι γονείς μας στην εκκλησία, και τους το λέμε συνέχεια». Καταλήγοντας πάντα λέω στα παιδιά ότι δεν είμαι μόνο εγώ δασκάλα τους αλλά κι ότι κι αυτά είναι οι δικοί μου δάσκαλοι. Και τους δείχνω την εικόνα του Χριστού που αγκαλιάζει τα παιδιά. Τους λέω ότι αυτά μου μαθαίνουν πώς να είμαι πάλι κι εγώ παιδί γιατί ο Χριστός αγαπάει τις παιδικές ψυχές πιο πολύ!
Με εκτίμηση  Ιωάννα Κ. (μία νηπιαγωγός της Συνάντησης Νέων του Αγίου Σώστη)


Δεν χρειάζεται ούτε τον διάβολο να φοβάσθε, ούτε την κόλαση, ούτε τίποτα. Δημιουργούν αντίδραση. Έχω κι εγώ μια μικρή πείρα σ’ αυτά.

Ο σκοπός δεν είναι να κάθεσθε, να πλήττετε και να σφίγγεσθε, για να βελτιωθείτε. Ο σκοπός είναι να ζείτε, να μελετάτε, να προσεύχεσθε, να προχωράτε στην αγάπη, στην αγάπη του Χριστού, στην αγάπη της Εκκλησίας.

Τις αδυναμίες αφήστε τις όλες, για να μην παίρνει είδηση το αντίθετο πνεύμα (δηλ. ο διάβολος) και σας βουτάει και σας καθηλώνει και σας βάζει στη στενοχώρια. Να μην κάνετε καμιά προσπάθεια ν’ απαλλαγείτε από αυτές. Ν’ αγωνίζεσθε με απαλότητα και απλότητα, χωρίς σφίξιμο και άγχος.
Μη λέτε: «Τώρα θα σφιχτώ, θα κάνω προσευχή ν’ αποκτήσω αγάπη, να γίνω καλός κ.λπ.». Δεν είναι καλό να σφίγγεσαι και να πλήττεις, για να γίνεις καλός. Έτσι θ’ αντιδράσετε χειρότερα.

Όλα να γίνονται με απαλό τρόπο, αβίαστα και ελεύθερα. Ούτε να λέτε: «Θεέ μου, απάλλαξέ με απ’ αυτό», παραδείγματος χάριν, τον θυμό, την λύπη. Δεν είναι καλό να προσευχόμαστε ή και να σκεπτόμαστε το συγκεκριμένο πάθος. κάτι γίνεται στην ψυχή μας και μπλεκόμαστε ακόμη περισσότερο. Ρίξου με ορμή, για να νικήσεις το πάθος και θα δεις τότε πως θα σ’ αγκαλιάσει, θα σε σφίξει και δεν θα μπορέσεις να κάνεις τίποτα.

Η ελευθερία δεν κερδίζεται, αν δεν ελευθερώσουμε το εσωτερικό μας απ’ τα μπερδέματα και τα πάθη.

Άγιος Πορφύριος

«Όταν αναζητήται η αιωνία αλήθεια, είναι εσφαλμένη η ερώτησις:

τι είναι Αλήθεια;

Τό ερώτημα πρέπει να τεθή ώς εξής:

Ποιός είναι η Αλήθεια;

Διότι η αλήθεια δύναται νά είναι μόνον πρόσωπον καί μάλιστα Θείον Πρόσωπον, και όχι πράγμα·

μόνον ο Δημιουργός Θεός και όχι δημιούργημα.

Ο Θεάνθρωπος απαντά: «Έγώ ειμί η Αλήθεια» (Ίωάνν.14,6),

αλλά μόνον είς εκείνον ο οποίος με όλην τήν καρδίαν, μέ όλην τήν ψυχήν, μέ όλον τό είναι του, διά προσευχής καί δακρύων, διά νηστείας καί αγρυπνίας, διά αναστεναγμών καί οδυρμών, ερωτά: ποιός είναι η Αλήθεια;

Μόνον οί ηγιασμένοι διά τής αιωνίου Αλήθειας είναι οί αληθώς φωτισμένοι, διότι η Αλήθεια διά Ιησού Χριστού εγένετο (’Ιωάν. 1, 17).

Άνευ Αυτού καί εκτός Αυτού δέν υπάρχει Αλήθεια καί ούτε δύναται νά υπάρχη.

Επ’ αυτού θέλετε ένα σχήμα; ’Ιδού: Χριστός - Αλήθεια - Αγιασμός= Φωτισμός.

Η Αλήθεια δημιουργεί είς την ψυχήν τήν αγίαν διάθεσιν, καί από τήν αγίαν ψυχήν πηγάζουν διαρκώς άγιαι σκέψεις, άγιαι επιθυμίαι, άγια αισθήματα, άγιαι πράξεις.

(οσίου Ιουστίνου Πόποβιτς, Άνθρωπος και Θεάνθρωπος, εκδ. Παπαδημητρίου σελ.67)


Ο π. ΕΠΙΦΑΝΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ
Νόστιμο φαγητό με λίγο … υδροκυάνιο!

- Γέροντα, ο Καζαντζάκης εκτός από τα τόσα στραβά που λέει, έχει και κάποια καλά. Γιατί τον πετάμε εξ ολο­κλήρου και δεν τον αξιολογούμε, να πούμε αυτό είναι καλό, εκείνο κακό;

– Αν κάποιος φτιάξη ένα ωραίο φαγητό με ακριβά υλικά και πολλή τέχνη και το κάνη πεντανόστιμο, αλλ’ ύστερα ρίξη καμμιά δεκαπενταριά σταγόνες υδροκυανί­ου, θα φάη κανείς αυτό το φαγητό; Σάς ερωτώ. Μα είναι νόστιμο, μα έχει καλά υλικά, μα… Ναι, αλλά έπεσε δηλη­τήριο επάνω. Ποιος θα τολμήση, έστω να δοκιμάση, ένα φαγητό, που έχει μέσα υδροκυάνιο, που όχι άνθρωπο, αλλά ελέφαντα σκοτώνει;

Αυτό έχει κάνει και ο Καζαντζάκης. Κι αν κάπου – κά­που έχη και κάποια σελίδα της προκοπής, λίγο πιο πέρα, στην άλλη, ρίχνει υδροκυάνιο μέσα. Γιατί να συστήσου­με να τον διαβάσουν οι νέοι μας; Θα οικοδομηθούν, θα ωφεληθούν; Τι να πάρουν από τον Καζαντζάκη, που κά­θε λίγο και λιγάκι λέγει αθλιότητες και αισχρότητες; Δεν ξέρεις σε ποια σελίδα θα σου πη κάτι καλό και σε ποια σελίδα θα σου πη τις αχρειότητές του.

Και επί τέλους γιατί είναι τόσο αναγκαίο να διαβάσω τον Καζαντζάκη; Χάθηκαν οι άλλοι λογοτέχνες; Ή μή­πως πρόκειται για αναντικατάστατα επιστημονικά συγ­γράμματα; Αν κάποιος μεγάλος εφευρέτης, ένας επι­στήμονας (δεν τα κάνουν αυτά οι εφευρέτες) σ’ ένα βι­βλίο επιστημονικό γράφη και μερικές σελίδες τέτοιες, θα πη κανείς, τι να κάνω, πρέπει να το διαβάσω, διότι έχει μέσα π.χ. ιατρικά θέματα και πρέπει να τα μάθω. Στη λογοτεχνία όμως δεν ισχύει αυτό. Γιατί, λοιπόν να διαβάσω τον Καζαντζάκη; Για να αντιμετωπίζω σε κάθε σελίδα την κόπρο που προσφέρει;

Στο «Φτωχούλη του Θεού» λέει ο Καζαντζάκης, ότι το καλλίτερο κήρυγμα περί Θεού το βρήκε στην άνθησι της αμυγδαλιάς. Και μέσα στο ίδιο βιβλίο έχει σελίδες παν­άθλιες και υβριστικές. Και μετά απ’ όλα αυτά δεν έχει «την των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν», όπως έλεγαν για την αρχαία ελληνική τραγωδία.

Καζαντζάκης και Μέγας Βασίλειος

- Γέροντα, κάτι ανάλογο δεν μπορούμε να πούμε για τον Καζαντζάκη, όπως ο Μ. Βασίλειος για τους αρχαίους συγγραφείς; Δηλαδή να παίρνουμε το τριαντάφυλ­λο και να παραμερίζουμε τα αγκάθια;

- Υπάρχει μεγάλη διαφορά. Ο Μέγας Βασίλειος δεν παρότρυνε στη μελέτη των ειδωλολατρών συγγραφέων. Τι έκανε; Έγραψε την πραγματεία «Προς τους νέους όπως αν εξ ελληνικών ωφελοίντο λόγων» για τους ανεψι­ούς του, οι οποίοι θα ήρχοντο στην Αθήνα να σπουδά­σουν την αρχαία ελληνική φιλοσοφία. Και τους λέγει: «Προσέξτε, οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι έχουν και με­ρικά σημεία σωστά, αλλά έχουν και πολλά στραβά κι ανάποδα. Ό,τι, λοιπόν, κάνετε με το τριαντάφυλλο που κό­βετε το λουλούδι και αφήνετε τα αγκάθια να μη σάς κεν­τήσουν, μη σάς τρυπήσουν και σάς ματώσουν, έτσι να κά­νετε και με τους αρχαίους. Ό,τι καλό βρήτε στους αρχαί­ους, πάρτε το, προσέξτε, όμως, μη παρασυρθήτε από τα κακά».

Άλλο είναι να πης σ’ ένα νέο, που πάει να σπουδάση ελληνική φιλοσοφία, «Κοίτα, παιδί μου, μη παρασυρθής από τα στραβά και τ’ ανάποδα, αλλά να δεχθής τα ωφέ­λιμα», και άλλο να του λες, «Παιδί μου, θα ωφεληθής πολύ, πάρα πολύ, είναι απαραίτητο να διαβάσης την αρχαία ελληνική φιλοσοφία». Δεν είπε τέτοια πράγματα ο Μέγας Βασίλειος.

Και όχι μόνο δεν είπε κάτι τέτοιο, αλλά σε επιστολή του προς τον Ευστάθιον Σεβαστείας εξομολογούμενος λέγει: «Εγώ πολύν χρόνον προσαναλώσας τη ματαιότητι και πάσαν σχεδόν την εμαυτού νεότητα εναφανήσας τη ματαιοπονία, ην είχον προσδιατρίβων τη αναλήψει των μαθημάτων της παρά Θεού μωρανθείσης σοφίας, εξ ύπνου βαθέος διαναστάς, απέβλεψα μεν προς το θαυμαστόν φως της αλήθειας του Ευαγγελίου, κατείδον δε το άχρηστον της σοφίας των αρχόντων του αιώνος τούτου των καταργουμένων. Πολλά την ελεεινήν μου ζωήν αποκλαύσας, ηυχόμην δοθήναί μοι χειραγωγίαν προς την εισαγωγήν των δογμάτων της ευσεβείας. Και προ γε πάν­των επιμελές ην μοι διόρθωσίν τινα του ήθους ποιήσασθαι πολύν χρόνον εν ταις προς τους φαύλους ομιλίαις διαστραφέντος»[1].

Δηλαδή: Σπατάλησα την ζωή μου στη ματαιότητα (ονομάζει ματαιοπονία τον κόπο, που διέθε­σε για την μελέτη της ελληνικής φιλοσοφίας). Όταν ξύ­πνησα, σαν από βαθύ ύπνο, και απέβλεψα προς το θαυ­μαστό φως της σοφίας του Ευαγγελίου, ευχόμουν, ζήτη­σα από τον Θεό, να μου δώση κάποιον που θα με χειραγωγήση «εις την εισαγωγήν των δογμάτων της ευσεβείας», στη χριστιανική διδασκαλία. Και πριν από όλα ήθε­λα να κάνω κάποια διόρθωσι του ήθους μου, διότι και αυτό είχε διαστραφή, είχε χαλάσει κάπως ο χαρακτήρας μου, από την πολλή επαφή που είχα με τους φαύλους.

Δεν είχε πορνεύσει ο Μέγας Βασίλειος, δεν είχε μοιχεύσει, δεν είχε ψευδορκήσει, δεν είχε πλαστογραφήσει. τους αρχαίους Έλληνες διάβαζε, και αποκλαίει την ζωή του και την ονομάζει ελεεινή· τόσο πολύ οικτείρει τον εαυτό του διότι έχασε χρόνο πολύτιμο μελετώντας την ελληνική φιλοσοφία. Σκεφθήτε, τι θα πούμε εμείς τώρα για τους νέους μας; Να τους παραπέμψουμε να διαβά­σουν ένα «χριστιανό» βαπτισμένο (τον Καζαντζάκη), που καθυβρίζει καπηλικώτατα τον Κύριο; Πόσο θα βλαβή το ήθος τους από την σχέσι μ’ αυτό τον άνθρωπο;

Παλαιά τα φαρμακεία δεν είχαν όλα τα φάρμακα έτοι­μα, όπως τα έχουν τώρα. Είχαν γουδί, και κατασκεύαζαν το φάρμακο. Τότε, λοιπόν, είχαν και μερικά μπουκαλάκια, που έγραφαν απ’ έξω poison, δηλαδή δηλητήριο. Αυτό κάνει ο Μ. Βασίλειος με το παραπάνω έργο του. Λέει poison, παιδιά μου! Προσέξτε. υπάρχει και δηλητή­ριο στην ελληνική φιλοσοφία, μην το πάρετε. Ο Πλάτων μιλάει για κοινοκτημοσύνη γυναικών, ο Αριστοτέλης λέγει, ότι οι άνθρωποι διακρίνονται εκ φύσεως σε δού­λους και ελευθέρους κ.λπ. (δεν τα αναπτύσσει αυτά ο Μ. Βασίλειος εγώ τα προσθέτω). μη πάρετε τέτοια πράγμα­τα. Μακριά! Μερικά άλλα που είναι καλά, αυτά πάρτε τα. Εφιστά την προσοχή να μη βλαβούν μια και τα διά­βαζαν. Δεν τους προτρέπει.

Τι σχέσι έχουν αυτά με τον Καζαντζάκη, ο οποίος αξιώθηκε να γνωρίση το Ευαγγέλιο, να γεννηθή στην Ορ­θόδοξη Εκκλησία, ν’ ακούση την διδασκαλία την χρι­στιανική, και μετά όχι απλώς την απέπτυσε, αλλά και την κύλησε στο βόρβορο;

«Θρησκεύον ον»

Λένε μερικοί: «Θρησκεύον ον ο Καζαντζάκης. Είχε πνευματικές ανησυχίες και αναζητήσεις».

Και τι μ’ αυτό; Που κατέληξε; Ξέρετε τι ζήτησε ο ίδιος να γραφή στον τάφο του; «Δεν ελπίζω τίποτα· δε φο­βούμαι τίποτα· είμαι ελεύθερος». Και εγράφη βεβαίως. Πηγαίνετε στα κοιμητήρια να διαβάσετε επιγραφές πά­νω στους τάφους πιστών ανθρώπων. «Προσδοκώ ανάστασιν νεκρών» ή «Αναστήσονται οι νεκροί και εγερθήσονται οι εν τοις μνημείοις»ή «Χριστός εγήγερται εκ νεκρών, απαρχή των κεκοιμημένων» και άλλα.


Του Κωνσταντίνου Χολέβα*

Ιούλιος 1903. Οι οπαδοί της Μεγάλης Βουλγαρίας και του ρωσόφιλου Πανσλαβισμού έχουν δημιουργήσει την σχισματική Εξαρχία, δηλαδή μία εκκλησιαστική οντότητα την οποία δεν αναγνωρίζει το Οικουμενικό Πατριαρχείο, και τον πολιτικό της βραχίονα, το ΒΜΡΟ. Στα ελληνικά μεταφράζεται ΕΜΕΟ και σημαίνει Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση. Επεδίωκαν να πείσουν δια της βίας- και με τις ένοπλες ομάδες των κομιτατζήδων- τους Ελληνικούς πληθυσμούς της Μακεδονίας ώστε να δηλώσουν Βούλγαροι και Εξαρχικοί. Προκαλούν επεισόδια κατά των Οθωμανών, οι οποίοι ακόμη κατέχουν τη Μακεδονία. Στις 20 Ιουλίου, την ημέρα του Προφήτη Ηλία (Ίλι-ντεν στα βουλγαρικά), ξηλώνουν μερικές σιδηροδρομικές γραμμές και λίγους τηλεγραφικούς στύλους. Οι Οθωμανοί στρατιώτες για αντίποινα καίνε τρεις κωμοπόλεις με Βλαχόφωνο ελληνικό πληθυσμό: Το Κρούσοβο, το Νυμφαίο και την Κλεισούρα.

Οι Πρόξενοι των Μεγάλων Δυνάμεων από τη Θεσσαλονίκη μεταδίδουν τα γεγονότα στις πρωτεύουσές τους. Τα κείμενα υπάρχουν. Μιλούν για μία διαμάχη Ελλήνων και Βουλγάρων σε τουρκοκρατούμενη περιοχή. Πουθενά δεν γίνεται αναφορά σε «μακεδονικό» έθνος.

Ας διαβάσουμε και τις Οθωμανικές απογραφές για τον πληθυσμό της Μακεδονίας, όπως π.χ. αυτή του Χιλμί Πασά το 1904. Καταγράφει Τούρκους, Έλληνες, Εβραίους, Βουλγάρους, λίγους Ρουμανίζοντες, αλλά πουθενά δεν βρίσκει ξεχωριστό «μακεδονικό» έθνος.

1918. Μετά την ήττα της Οθωμανικής και της Αυστριακής αυτοκρατορίας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο δημιουργείται ένα νέο κράτος στα Βαλκάνια, η γνωστή μας Γιουγκοσλαβία με τον αρχικό τίτλο: Βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων. Πουθενά δεν γίνεται αναφορά σε «Μακεδόνες» ως έθνος. Η περιοχή Σκοπίων αποκαλείται Νότια Σερβία και αργότερα Βάρνταρσκα Μπανοβίνα, δηλαδή επαρχία του ποταμού Αξιού.


Δεκαετίες του 1920 και του 1930. Υπό την πίεση του Βουλγαρικού Κομμουνιστικού Κόμματος, που επεδίωκε τον βουλγαρικό έλεγχο στη Μακεδονία, η Κομμουνιστική Διεθνής επιβάλλει σε όλα τα κομμουνιστικά κόμματα των Βαλκανίων να αναγνωρίσουν «μακεδονικό» έθνος και να ζητήσουν την απόσχιση της Μακεδονίας και της Θράκης από την Ελλάδα. Η ηγεσία του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος ακολούθησε τότε αυτήν την αυτοκαταστροφική γραμμή. Μετά το 1949 πολλοί αυτοαποκαλούμενοι «Σλαβομακεδόνες» αντάρτες του ΔΣΕ βρέθηκαν ως πολιτικοί πρόσφυγες στα Σκόπια.

Αύγουστος 1944. Στο μοναστήρι του Προχόρ Πιτσίνσκι ο ηγέτης των αριστερών Παρτιζάνων (αντιστασιακών) της Γιουγκοσλαβίας, ο Κροάτης Τίτο, αποφασίζει την ίδρυση της Λαϊκής (μετέπειτα Σοσιαλιστικής) Δημοκρατίας της «Μακεδονίας» μέσα στα όρια της νέας κομμουνιστικής Γιουγκοσλαβίας. Σκέφθηκε πονηρά ότι με αυτό το όνομα θα διεκδικεί εδάφη και «μειονότητες» από την Ελλάδα και τη Βουλγαρία. Η επίσημη γραμμή του Τίτο είναι ότι η «Μακεδονία» του Βαρδάρη με έδρα τα Σκόπια, πρέπει να απελευθερώσει τη Μακεδονία του Αιγαίου από την Ελλάδα και τη Μακεδονία του Πιρίν από τη Βουλγαρία.

Με την εγκαθίδρυση του μονοκομματικού καταπιεστικού καθεστώτος του Τίτο αρχίζει η βιαία μακεδονοποίηση του πληθυσμού. Οι κάτοικοι της περιοχής Σκοπίων μέχρι τότε δήλωναν Βούλγαροι,, Έλληνες, Σέρβοι και Αλβανοί. Τούς Αλβανούς (ίσως λόγω μουσουλμανικής θρησκείας) δεν επέτυχαν να τούς εντάξουν στο τεχνητό έθνος. Όμως οι Χριστιανικές εθνότητες υπέστησαν πλύση εγκεφάλου, φυλακίσεις, απειλές και βασανιστήρια και τελικά αναγκάσθηκαν να υπογράψουν ότι είναι «Μακεδόνες». Πολλοί εξαναγκάσθηκαν μάλιστα να αλλάξουν και τα επώνυμά τους προσθέτοντας την κατάληξη –σκι για να αποκηρύξουν την ελληνική ή βουλγαρική τους ταυτότητα. Π.χ. ο Ναούμοφ έγινε Ναουμόφσκι, ο Αποστόλου έγινε Αποστολόφσκι κλπ. Χιλιάδες Ελλήνων Σαρακατσάνων φυλακίσθηκαν ή εκδιώχθηκαν και τα κοπάδια τους δημεύθηκαν.

Το ολοκληρωτικό καθεστώς έβαλε σε κίνηση την προπαγανδιστική μηχανή και μέσα σε μία γενιά αλλοιώθηκαν οι συνειδήσεις. Με εντολή του Τίτο κατασκευάσθηκε «Μακεδονική» Ακαδημία Επιστημών, «Μακεδονική» γλώσσα με ανάμιξη βουλγαρικών και σερβικών στοιχείων, «Μακεδονική» Ιστορία για να κατακλυσθούν οι βιβλιοθήκες ανά τον κόσμο και… «Μακεδονική» Εκκλησία. Μάλιστα! Πρώτη φορά στην ιστορία είδαμε ένα άθεο κομμουνιστή να ιδρύει …Εκκλησία.
Το 1958 ο Τίτο υποχρέωσε τρεις Ορθοδόξους Επισκόπους από την περιοχή Σκοπίων να αποσχισθούν αντικανονικώς από το Πατριαρχείο Σερβίας. Το 1967 πάλι ο Τίτο τούς ώθησε να ανακηρύξουν την Αυτοκεφαλία τους με τον τίτλο «Μακεδονική Ορθόδοξη Εκκλησία». Ούτε το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ούτε η Εκκλησία της Ελλάδος, ούτε οποιαδήποτε άλλη Ορθόδοξη Εκκλησία τούς ανεγνώρισε. Προ μιάς δεκαετίας μία ομάδα μετριοπαθών Σκοπιανών επανήλθε υπό το Πατριαρχείο Σερβίας και ακολουθεί σήμερα τον Αρχιεπίσκοπο Αχρίδος και Μητροπολίτη Σκοπίων Ιωάννη. Όσοι Επίσκοποι παραμένουν δέσμιοι του «μακεδονισμού» και στηρίζονται από το κράτος αποφάσισαν τον Νοέμβριο του 2017 να ζητήσουν προστασία από τη Βουλγαρική Ορθόδοξη Εκκλησία.

Το 1991, με τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, το τεχνητό έθνος επεδίωξε τη διεθνή καθιέρωση και αναγνώριση μέσω του ονόματος του νέου κράτους. Ο Ελληνισμός ορθώς αντέδρασε και συνεχίζει να αντιδρά. Ήδη σήμερα το ψευδομακεδονικό ιδεολόγημα παρουσιάζει ρωγμές. Ο πρώην Πρωθυπουργός των Σκοπίων Λιούπτσο Γκεοργκίεφσκι έχει δηλώσει ότι αισθάνεται Βούλγαρος. Δεκάδες χιλιάδες Σκοπιανών πολιτών έχουν αποκτήσει βουλγαρική υπηκοότητα. Αν γίνει αντικειμενική απογραφή υπό την αιγίδα του ΟΗΕ ή της Ευρ. Ενώσεως θα ανακαλύψουμε και αρκετούς Έλληνες (κυρίως βλαχόφωνους), οι οποίοι ζουν ακόμη καταπιεσμένοι και φοβούνται να εκδηλωθούν. Ο πρώην Πρόεδρος των Σκοπίων Κίρο Γκλιγκόροφ το 1993 έκανε λόγο για 100.000 Έλληνες στο κράτος του επί συνολικού πληθυσμού 2.200.000. Και ας μην λησμονούμε ότι το 25% – 30% του πληθυσμού είναι Αλβανοί, οι οποίοι διεκδικούν καθεστώς ισότιμης και συγκυβερνώσης εθνότητας. Στο πίσω μέρος του μυαλού τους ίσως έχουν την ιδέα της απόσχισης ή της μετατροπής του κράτους σε Ομοσπονδιακό με καντόνια.

Δεν πρέπει σήμερα, όταν έχουν πλέον καταρρεύσει τα κομμουνιστικά καθεστώτα, να νομιμοποιήσουμε με την υπογραφή μας το τεχνητό «μακεδονικό» έθνος που κατασκεύασε ο Τίτο. Γι’ αυτό θα πρέπει με κάθε τρόπο να αποφύγουμε την παραχώρηση του όρου Μακεδονία στην ονομασία του γειτονικού μας κράτους.

* Ο κ. Κωνσταντίνος Χολέβας είναι Πολιτικός Επιστήμων.