(π. Ανδρέας Κονάνος).
ΑΝ ΔΕΝ ΞΕΡΕΙΣ ΑΠΟ ΕΡΩΤΑ, ΑΣΤΟ ΚΑΛΥΤΕΡΑ…
Και τι να λέω, πάτερ, όταν προσεύχομαι;
Τίποτε, καλή μου!
Κοίτα Τον, όπως κοίταζες τον πρώτο σου έρωτα στα μάτια
τις πρώτες μέρες της αγάπης σας.
Απλά κοίταζες.
Και χόρταινες, και έλιωνες, και μούδιαζες.
Μα δεν έχω ερωτευτεί, πάτερ.
Εμ, αυτό είναι το πρόβλημά σου.
Δεν νιώθεις έναν έρωτα με το Χριστό;
Τότε είναι αναμενόμενο
να Τον πλησιάζεις έτσι στεγνά και τυπικά.
Τι είναι για σένα ο Χριστός;..
Δεν Τον αγαπάς βιωματικά.
Και δεν έχεις ούτε μια προσλαμβάνουσα παράσταση,
έστω εκ του κόσμου τούτου.
Την προσευχή, την νιώθουν και την κάνουν καλά,
βασικά,
οι ερωτευμένοι.
Αν δεν ξέρεις από έρωτα,
άστο καλύτερα.
Θα μείνεις μόνο στα απ’ έξω.
Η αγωνία σου θα είναι,
¨πώς να τα πω σωστά,
να διαβάσω όλες τις φράσεις,
να μην παραλείψω αυτό ή το άλλο¨.
Όλα επιδερμικά και τυπικά.
Χωρίς πάθος και μεράκι, χωρίς καημό και κάψα.
Όταν προσεύχεσαι, τα μάγουλά σου,
κανονικά, πρέπει να ανάβουν.
Το κορμί σου όλο να καίει,
και η ψυχή να δροσίζεται.
Τα μάτια να κλείνουν,
η καρδιά να φωτίζεται,
και να λιώνει σα βούτυρο πάνω σ’ αναμμένο μάτι.
Οι σφυγμοί άλλοτε τρελοί,
κι άλλοτε αργοί και ήσυχοι,
σα μωρού παιδιού,που κοιμάται βαθιά,
με ανάσα ήρεμη.
Ένα μούδιασμα είναι αυτή η πράξη.
Και μια διαύγεια του νου απίστευτη.
Και μια οξύτητα κι αντίληψη των πάντων.
Και πόθος και πάθος, χωρίς πάθος.
Και δόσιμο.
Και ταξίδι. Και στάση.
Και χαμάμ χαλάρωσης, κι ορειβασία περιπετειώδης,
και εξερεύνεση του Ειρηνικού ωκεανού ταυτόχρονα.
Και μεγάλη κατανόηση.
Κι ενότητα με όλους και όλα.
Και κατάργηση όλων των ¨γιατί¨,
αφού βλέπεις το ¨διότι¨ μιας άλλης τάξης πραγμάτων.
Και αισθάνεσαι μια αλήθεια ανείπωτη,
τέτοια που δεν θες να μιλήσεις ή να πείσεις κανέναν.
Διότι κείνη την ώρα γίνεσαι κι εσύ αλήθεια.
Και ξέρεις ότι αυτό αρκεί.
Διότι ακτινοβολεί μυστικά.
Και δεν σε νοιάζει τίποτε,
διότι νιώθεις ότι όλα είναι λυμένα
και ότι δεν υπάρχει πρόβλημα,
αφού είσαι πλέον μπροστά στο θεϊκό πεδίο
που όλα είναι διάφανα, ξεκάθαρα και σαφή.
Για όλα αυτά, δεν υπάρχει καλούπι,
κανόνας,
κάτι σίγουρο και σταθερό.
(Π.Ν. Τρεμπέλα, Υπόμνημα ερμηνευτικο στο κατά Ιωάννην, Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους).
Ιωάννου 3,1 Ἦν δὲ(1) ἄνθρωπος ἐκ τῶν Φαρισαίων(2), Νικόδημος(3) ὄνομα αὐτῷ(4), ἄρχων τῶν Ἰουδαίων(5).
Ιωάννου 3,1 Υπήρχε δε εκεί εις την Ιερουσαλήμ, κάποιον άνθρωπος από την τάξιν των Φαρισαίων, ονόματι Νικόδημος, άρχων των Ιουδαίων, διότι ήτο μέλλος του συνεδρίου (Κολιτσάρα Ι) κκ.
Έντεκα διάλογοι του Ιησού αναφέρονται με κάθε λεπτομέρεια από τον Ιωάννη. Ο πρώτος από αυτούς αρχίζει τώρα (b). Αυτός αποτελεί ένα από τα σπουδαιότερα τεμάχια της Κ.Δ. Η πνευματικότητα του Χριστιανισμού και η ανάγκη της αναγέννησης ως απαραίτητος όρος για απόλαυση των προνομίων και αμοιβών του, εκτίθενται χωρίς περιστροφές και με δύναμη. Ο Κύριός μας εμφανίζει τον εαυτό του με την ευκαιρία αυτή μέγα ηθικό διδάσκαλο, που στάλθηκε στον κόσμο, για να φωτίσει αυτόν και να αποκαλύψεις τις οδούς του Θεού στους ανθρώπους (ο).
Ζήτημα τέθηκε, από πού ο Ιωάννης πληροφορήθηκε αυτήν τη συνομιλία. Το ότι ο Κύριος ανακοίνωσε αυτήν, θεωρήθηκε ως όχι αρκετά πιθανό. Δεν είναι όμως απίθανο ο Ιωάννης να ήταν παρών κατά τη νύχτα εκείνη και να άκουσε το διάλογο (g). Επιπλέον όμως και στον ίδιο τον Νικόδημο, παρόλο που την εποχή που ο Ιησούς συνομίλησε με αυτόν, δεν κατανοούσε αυτός επαρκώς ούτε ήταν σε θέση να συγκρατήσει τα λεγόμενα, μετά την Πεντηκοστή ο Παράκλητος υπενθύμισε αυτά (Ιω. ιδ 26).
(1) Μεταβατικός σύνδεσμος. Η όλη φράση υπαινίσσεται πιθανώς, ότι ο Νικόδημος ανήκε στα αναφερόμενα πρόσωπα στο β 23.
«Ο Νικόδημος είναι πιο έτοιμος στο να πιστέψει» (Κ), «και τώρα είχε ευνοϊκή διάθεση προς τον Ιησού» αν και «όχι όπως έπρεπε, ούτε με την αρμόζουσα λογική, αλλά ακόμα ήταν κυριευμένος από την ιουδαϊκή ασθένεια» (Χ).
(2) Οι οποίοι ήταν οι φανατικότεροι εκπρόσωποι των σχετικά με το Μεσσία εθνικιστικών προκαταλήψεων του Ισραήλ (g). Οι Φαρισαίοι ανήκαν στους φανατικούς εχθρούς του Κυρίου και αντιτίθονταν σφοδρά εναντίον του νέου πνεύματος της διδασκαλίας του. Όμως και μεταξύ τους υπήρξαν κάποιοι, στους οποίους έγιναν δεκτές οι μεγάλες αλήθειες του Κυρίου και οι οποίοι οδηγήθηκαν σε υπακοή σε αυτές. Η χάρη του Χριστού μπορεί να υπερνικήσει και τη μεγαλύτερη αντίσταση.
(3) Αν και ελληνικό το όνομα, δεν ήταν ασυνήθιστο και στους Ιουδαίους. Αναφέρεται 3 φορές στο δ΄ ευαγγέλιο (δες και ζ 50,ιθ 39), πουθενά όμως στους συνοπτικούς (β). Είναι από αλλού άγνωστος, αν και το Ταλμούδ συχνά αναφέρει ως ακόλουθο του Ιησού κάποιο πρόσωπο που είχε αυτό το όνομα και ζούσε ακόμα κατά τα χρόνια της καταστροφής των Ιεροσολύμων (μ).
(4) Για τη φράση δες α 6.
(5) Όπως υποδηλώνεται και στο ζ 50, ήταν μέλος του συνεδρίου. Σύμφωνα με το Λουκ. κγ 13 ονομάζονταν έτσι τα λαϊκά μέλη του συνεδρίου για διάκριση από τους αρχιερείς που συμμετείχαν σε αυτό (g).
Ιω. 3,2 οὗτος ἦλθε πρὸς αὐτὸν νυκτὸς(1) καὶ εἶπεν αὐτῷ· ῥαββί(2), οἴδαμεν(3) ὅτι ἀπὸ Θεοῦ(4) ἐλήλυθας διδάσκαλος(5)· οὐδεὶς γὰρ ταῦτα τὰ σημεῖα δύναται ποιεῖν ἃ σὺ ποιεῖς, ἐὰν μὴ ᾖ ὁ Θεὸς μετ᾿ αὐτοῦ(6).
Ιω. 3,2 Αυτός ήλθε νύκτα προς τον Ιησούν και του είπε• “Διδάσκαλε, γνωρίζομεν ότι συ ήλθες από τον Θεόν ως ο μοναδικός διδάσκαλος των πλέον υψηλών αληθειών. Διότι κανένας δεν ημπορεί να κάνη τα καταπληκτικά αυτά θαύματα, τα οποία κάμνεις συ, εάν ο Θεός δεν είναι μαζή του.
(1) «Επειδή φοβόταν να το κάνει αυτό κατά τη διάρκεια της ημέρας» (Χ), «διότι τον νικούσε η όχι καλή ντροπή και επειδή συγχρόνως δεν παρέβλεπε την ανθρώπινη δόξα» (Κ).
«Φοβόταν δηλαδή να έλθει φανερά εξαιτίας της υποψίας των Ιουδαίων, οι οποίοι αποστρέφονταν όσους πλησίαζαν τον Ιησού» (Ζ). Είναι αξιοσημείωτο όμως, ότι ουδέποτε υπάρχει καιρός, κατά τον οποίο ο Χριστός δεν δέχεται αυτούς που έρχονται σε αυτόν (b). Δεν πρέπει όμως και να λησμονείται, ότι οι διανοούμενοι από τους Ιουδαίους είχαν τη συνήθεια να συζητούν σε νυχτερινές ώρες, θεωρώντας τη νύχτα ως ειδικά κατάλληλη για τη σπουδή του νόμου. Δεν είναι λοιπόν παράλογη και η υπόθεση, ότι ο Νικόδημος επιδίωξε τη συνάντηση με τον Ιησού τη νύχτα, έτσι ώστε με ησυχία και μόνωση να συζητήσει μαζί του για τα σπουδαία αυτά ζητήματα. Πάντως όμως το σκοτάδι και η νύχτα είναι στο τέταρτο ευαγγέλιο λέξεις που εκφράζουν έννοια κακή. Δες θ 4,ια 9-10,ιγ 30 (χ).
(2) Ονομάζει αυτόν ειλικρινά διδάσκαλο, διότι, όπως αμέσως εξηγεί, «θεωρούσε, ότι είναι προφήτης που στάλθηκε από το Θεό για να τους διδάσκει» (Ζ). Εννοείται ότι αποδίδοντας τον τίτλο αυτό στον Ιησού δεν συνυπονοούσε, ότι αναγνώριζε αυτόν και ως Μεσσία και πολύ λιγότερο και ως Θεό, αλλά «ακόμα έχει ανθρώπινη ιδέα για αυτόν και συζητά σαν να πρόκειται για προφήτη, χωρίς να φαντάζεται τίποτα το εξαιρετικό από τα θαύματα» (Χ).
«Νόμιζε ότι ο Ιησούς είναι διδάσκαλος που έχει το Θεό μαζί του, αλλά όχι ότι είναι Θεός, όπως φανερώνουν τα λόγια του με το να πει ότι, Από το Θεό έχεις έλθει διδάσκαλος» (Ω).
Από το Θεό ως τον πατέρα των οικτιρμών, που ελεεί τον κόσμο που πλανιέται στο σκοτάδι· από το Θεό ως τον πατέρα των φώτων και ως την πηγή της αλήθειας.
(3) Ο πληθυντικός υποδηλώνει ότι ο Νικόδημος εξέφραζε και την ιδέα άλλων συναδέλφων του (g).
(4) Μπαίνει μπροστά η λέξη για αντίθεση με το συνηθισμένο διδασκαλικό αξίωμα (g). Όχι άνθρωπος, αλλά ο Θεός σε έστειλε διδάσκαλο.
(5) «Γιατί λοιπόν έρχεσαι νύχτα και κρυφά προς αυτόν που λέει τα λόγια του Θεού;… Αλλά ούτε αυτό είπε ο Ιησούς, ούτε τον έλεγξε. Διότι λέει ο ψαλμός: Καλάμι ραγισμένο δεν θα το σπάσει» (Χ).
(6) Ο Νικόδημος δεν είχε προχωρήσει μέχρι το βαθμό της πίστης του Ναθαναήλ. «Επειδή τον θεωρούσε προφήτη, κατά συνέπεια νόμιζε ότι δεν κάνει αυτά με τη δική του δύναμη, αλλά με αυτήν του Θεού» (Ζ).
Τα θαύματα του Κυρίου ήταν τα πιστοποιητικά του. Η τάξη της φύσης δεν μπορούσε να μεταβληθεί παρά μόνο με τη δύναμη του Θεού, του Δημιουργού και Κυρίου της φύσης, ο οποίος πιστεύουμε ότι είναι Θεός της αλήθειας και αγαθότητας και δεν είναι ποτέ δυνατόν να θέσει τη σφραγίδα του κάτω από το ψεύδος ή την αγυρτεία.
Ιω. 3,3 ἀπεκρίθη Ἰησοῦς(1) καὶ εἶπεν αὐτῷ(2)· ἀμὴν ἀμὴν(3) λέγω σοι, ἐὰν μή τις γεννηθῇ ἄνωθεν(4), οὐ δύναται ἰδεῖν(5) τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ(5).
Ιω. 3,3 Απήντησε ο Ιησούς και είπε• “σε διαβεβαιώνω, ότι εάν δεν γεννηθή κανείς από τον ουρανόν, δεν ημπορεί να ίδη και να απολαύση την βασιλείαν του Θεού”.
(1) «Δες πόσο υπερβολική συγκατάβαση» (Χ). «Δεν τον ελέγχει επιπλήττοντάς τον, ούτε λέει· Γιατί λοιπόν έρχεσαι νύχτα σε διδάσκαλο που στάλθηκε από το Θεό; Γιατί δεν δείχνεις θάρρος;» (Θφ).
Ούτε «είπε ότι, δεν χρειάζομαι καθόλου τη βοήθεια των άλλων, αλλά όλα τα κάνω με εξουσία διότι είμαι γνήσιος Υιός του Θεού και έχω την ίδια δύναμη με αυτόν που με γέννησε» (Χ), «αλλά με απαλό τρόπο μιλά σε αυτόν για τα θεία και υψηλά» (Θφ).
(2) Απαντά στη σκέψη μάλλον παρά στα λόγια του Νικοδήμου.
Ή, «νόμισε ο Νικόδημος ότι ξέρει τον Ιησού και ότι φρονεί ορθά για αυτόν· δείχνοντας όμως ο Χριστός, ότι περιπλανιέται μακριά από την αλήθεια, λέει» (Ζ)· «η πίστη, Νικόδημε, δεν πετυχαίνεται με αυτά που νόμισες» (Κ).
Ή, πιο σωστά, έχει υπ’ όψη ο Κύριος τις σχετικά με το Μεσσία και τη βασιλεία του παχυλές αντιλήψεις του Νικοδήμου και αποκλείοντας το επίγειο αυτής της βασιλείας, τονίζει την αναγκαιότητα της εσωτερικής αναγέννησης για μετοχή σε αυτήν (ο).
Είναι ολοφάνερο, ότι ο Νικόδημος ανέμενε την προσεχή εμφάνιση της βασιλείας των ουρανών ή της βασιλείας του Μεσσία. Και σύμφωνα με τις παχυλές ελπίδες των Ιουδαίων περίμενε να εμφανιστεί αυτή με εξωτερική πομπή και δύναμη. Δεν αμφιβάλλει, ότι ο Ιησούς, ο οποίος κάνει τέτοια θαύματα, είναι ο ίδιος ο Μεσσίας ή ο προφήτης του και για αυτό ζητά να εξασφαλίσει στον εαυτό του κάποιο μερίδιο από τα πλεονεκτήματα της βασιλείας που έρχεται μετά από λίγο.
(3) Δες α 52. Προϋποθέτει αμφιβολία στο πνεύμα του ακροατή, και εδώ προέρχεται αυτή από τις παχυλές προκαταλήψεις του Νικοδήμου για τη βασιλεία του Μεσσία (g).
(4) «Η λέξη «άνωθεν» άλλοτε μεν σημαίνει, από τα πάνω και από το ύψος… άλλοτε όμως σημαίνει, ξανά πάλι» (Ω).
«Εδώ άλλοι μεν ερμηνεύουν, από τον ουρανό, ενώ άλλοι, από την αρχή» (Χ). Σύμφωνα με τη δεύτερη εκδοχή, έχει έννοια χρονική όπως στα Λουκ. α 3 και Γαλ. δ 9. Σύμφωνα με την πρώτη, έχει έννοια τοπική όπως στα Ιω. γ 31, ιθ 11 (C).
Και οι δύο εκδοχές στο ίδιο καταλήγουν= «Λέγοντας «άνωθεν», εννοεί την αναγέννηση μέσω του Πνεύματος» (Κ). Η συνέχεια όμως του διαλόγου δείχνει, ότι πρόκειται όχι για κάποια δεύτερη γέννηση, αλλά για γέννηση από τον ουρανό, από το Πνεύμα (σ. 5), από το Θεό (Ιω. α 12,13,Α Ιω. β 29,γ 9,δ 7, ε 18)(χ).
Το να γεννηθούμε άνωθεν σημαίνει να ζούμε νέα ζωή. Η γέννηση είναι η αρχή της ζωής. Πρέπει να αποκτήσουμε φύση νέα, αρχές νέες, συναισθήματα νέα, σκοπούς νέους. Από την πρώτη μας γέννηση είμαστε διεφθαρμένοι, παίρνοντας το σχήμα της αμαρτίας και αδικίας. Πρέπει για αυτό να υποβληθούμε σε νέα γέννηση, με την οποία οι ψυχές μας θα αποκτήσουν νέα μορφή και ζωή. Η νέα αυτή γέννηση έχει την προέλευσή της από τον ουρανό και οι τάσεις και ροπές της είναι ουράνιες. Σε αυτήν γεννιέται κάποιος σε νέα ζωή, σε θεία και ουράνια ζωή, σε ζωή κοινωνίας με το Θεό και τον ουράνιο κόσμο, και μαζί με αυτό γίνεται μέσω αυτής και κοινωνός θείας φύσης και έχει την εικόνα του ουρανίου.
(5) Η φράση ισοδυναμεί με το να μετέχει κάποιος στη βασιλεία του Θεού, να λαμβάνει πείρα αυτής, όπως στις φράσεις: βλέπω διαφθορά (Πράξ. β 27), βλέπω θάνατο (Λουκ. β 26,Ιω. η 51) κλπ. (β). Ίσως προτιμήθηκε εδώ σε σχέση με το γεννιέμαι· επειδή νέα όψη υποθέτει νέα ζωή (g).
Δεν μπορούμε να δούμε βασιλεία του Θεού, δηλαδή δεν μπορούμε ούτε να κατανοήσουμε τη φύση της, ούτε να δοκιμάσουμε τις ανέσεις της. Είναι τέτοια η φύση εκείνων, τα οποία ανήκουν στη βασιλεία του Θεού, ώστε για κατανόησή τους πρέπει η ψυχή να αναχωνευθεί και να αναμορφωθεί. Ο φυσικός άνθρωπος πρέπει να γίνει πνευματικός, για να μπορεί να καταλάβει αυτά (Α΄Κορ. β 14). Αλλά και για να δοκιμάσουμε τα αγαθά αυτής της βασιλείας, πρέπει να αναγεννηθούμε. Διότι είναι αδύνατον να γίνουμε ευτυχείς, εάν δεν γίνουμε άγιοι.
(6) Οι εσχατολογικές ελπίδες που περιλαμβάνονται σε αυτή τη φράση, εκτίθενται στα ε 28,29,στ 39,40,44,54 (g). Αυτός που βλέπει το Χριστό, βλέπει αυτήν τη βασιλεία (b).
Για αυτό και ο Χ. ερμηνεύει: «(λέει) την βασιλεία του Θεού σημαίνοντας εδώ τον εαυτό του και δηλώνοντας ότι… χρειαζόμαστε άλλα μάτια, ώστε να δούμε το Χριστό. Εάν δεν μετάσχεις στο Πνεύμα μέσω του λουτρού της αναγέννησης (=βάπτισμα) δεν μπορείς να αποκτήσεις την αρμόζουσα γνώμη για μένα» (Χ).
Ιω. 3,4 λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ Νικόδημος· πῶς δύναται(1) ἄνθρωπος γεννηθῆναι γέρων ὤν; μὴ δύναται εἰς τὴν κοιλίαν τῆς μητρὸς αὐτοῦ δεύτερον(2) εἰσελθεῖν καὶ γεννηθῆναι(3);
Ιω. 3,4 Λεγει προς αυτόν ο Νικόδημος• “πως είναι δυνατόν να γεννηθή πάλιν ο άνθρωπος, και μάλιστα όταν είναι γέρων; Μηπως ημπορεί να εισέλθη δια δευτέραν φοράν εις την κοιλίαν της μητρός του και να γεννηθή πάλιν;”
(1) Ή, ο Νικόδημος παρανόησε χονδροειδώς και «ακούγοντας για την ουράνια και πνευματική γέννηση, φαντάζεται ακόμα τη σωματική κοιλιά, η οποία επανέρχεται πάλι σε γέννηση αυτών που είναι ήδη γεννημένοι» (Κ).
«Δεν μπόρεσε να καταλάβει αυτήν, και θεωρεί ότι είναι σαρκική· και εύλογα απορεί και ζητά τον τρόπο» (Ζ).
Ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία, ο Νικόδημος δεν αγνοεί την έννοια της πνευματικής αναγέννησης, αφού στους Ιουδαίους οι προσήλυτοι από τα έθνη θεωρούνταν ως καινούργια κτίση και ως ξανά γεννημένοι. Για αυτό, μη θεωρώντας ως αναγκαία την πνευματική αυτή επανάσταση, η οποία ζητιέται από κάθε εθνικό, και για οποιονδήποτε ορθόδοξο Ιουδαίο, στον οποίο η από τον Αβραάμ καταγωγή παρείχε το δικαίωμα της συμμετοχής στη βασιλεία του Μεσσία, εκφράζει την έκπληξή του. Απαντώντας λοιπόν με κάποια δόση ειρωνείας χαρακτηρίζει αυτήν την αξίωση ως το ίδιο παράλογη, όσο και το να ζητηθεί από κάποιο γέροντα το να γεννηθεί και πάλι σωματικά (β,ο,F).
«Ακούγοντας ο Νικόδημος διδασκαλία πάνω από τα ανθρώπινα μέτρα, εκπλήσσεται και παθαίνοντας ανθρώπινο πάθος, ρωτά, Πώς μπορεί;» (Θφ),
«και αναφέρει στο διδάσκαλο τη λέξη που προκαλεί πολλές συγχύσεις. Διότι αυτό το «πώς», είναι απορία αυτών που δεν πιστεύουν πάρα πολύ» (Χ).
«Διότι όπου δεν υπάρχει πίστη, εκεί υπάρχει το «πώς αυτό» και «γιατί αυτό;»» (Θφ).
(2) «Νόμισε ότι το «άνωθεν» έχει την έννοια του «από την αρχή», «για δεύτερη φορά»· επομένως ο λόγος θα σήμαινε το εξής· Εάν κάποιος δεν γεννηθεί από την αρχή και για δεύτερη φορά» (Θφ).
(3) Είναι αλήθεια, ότι «και οι δύο γεννήσεις γίνονται μία φορά η κάθε μία από τις δύο. Δεν είναι δυνατόν καμία από τις δύο να επαναληφθεί» (Αυ).
«Όταν κάποιος εμπιστευτεί στους δικούς του λογισμούς τα πνευματικά, λέει γελοία πράγματα και φαίνεται ότι φλυαρεί και μεθάει, όταν, παρά τη θέληση του Θεού, ερευνά με περιέργεια τα λεγόμενα και δεν δέχεται τη συμφωνία της πίστης. Άκουσε γέννηση πνευματική και κατέβασε το λεγόμενο στην ταπεινότητα της σάρκας. Για αυτό επινοεί λοιπόν φλυαρίες και απορίες γελοίες» (Χ).
Ιω. 3,5 ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· ἀμὴν ἀμὴν λέγω σοι(1), ἐὰν μή τις γεννηθῇ(2) ἐξ ὕδατος καὶ Πνεύματος(3), οὐ δύναται εἰσελθεῖν(4) εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ(5).
Ιω. 3,5 Απήντησεν ο Ιησούς• “αληθώς σου λέγω, ότι εάν δεν αναγενηθή κανείς πνευματικώς από το νερό του βαπτίσματος και από την χάριν του Αγίου Πνεύματος, δεν ημπορεί να εισέλθη εις την βασιλείαν του Θεού.
(1) «Αποκαλύπτει σε αυτόν με πιο σαφή τρόπο, τον τρόπο της πνευματικής γέννησης» (Θφ).
(2) «Άλλη γέννηση εννοώ, Νικόδημε, λέει,… Αυτός ο τοκετός είναι ανώτερος από αυτούς τους πόνους (της φύσης) και δεν έχει τίποτα κοινό με εσάς· διότι λέγεται μεν και αυτή γέννηση, αλλά είναι κοινή στο όνομα, στο πράγμα όμως διαφέρει» (Χ).
(3) Από το «Πνεύμα που είναι παρόν στο νερό… Όπως ακριβώς στην αρχή (της δημιουργίας) το πρώτο υποκείμενο στοιχείο ήταν το χώμα, αλλά το παν ήταν έργο του δημιουργού, έτσι και τώρα, το μεν νερό είναι το υποκείμενο στοιχείο, το παν όμως είναι έργο της χάριτος του Πνεύματος» (Χ).
«Το μεν (νερό) λαμβάνεται ως σύμβολο και λόγω κάποιας ανάγκης, ενώ το Πνεύμα το επικαλούμαστε επειδή ενεργεί μαζί με τον Πατέρα και τον Υιό… όπως ακριβώς στη φυσική γέννηση η κοιλιά είναι το φυσικό εργαστήριο, στο οποίο αυτό που γεννιέται ολοκληρώνεται με θεία δύναμη ή διαπλάθεια αυτό σύμφωνα ,ε τον όρο…» (Θμ).
«Ήλθα να φέρω νέο τρόπο δημιουργίας. Έπλασα από χώμα και νερό. Δεν έγινε χρήσιμο το πλάσμα, αλλά διαστράφηκε το σκεύος. Δεν θέλω λοιπόν πλέον να πλάσσω από χώμα και νερό, αλλά από νερό και Πνεύμα. Εάν όμως κάποιος ρωτά: Πώς από νερό; Και εγώ ρωτώ: Πώς από χώμα; Πώς δηλαδή ο πηλός μοιράστηκε σε διάφορα μέρη; Πώς το μεν υποκείμενο ήταν ενός μόνο είδους (ήταν δηλαδή μόνο χώμα), όσα όμως προήλθαν από αυτό είναι διάφορα και κάθε είδους; Από πού έγιναν οστά, νεύρα, αρτηρίες και φλέβες; Από πού μεμβράνες, οργανικά αγγεία, χόνδροι, συκώτι, σπλήνα και καρδιά;… Είναι αδύνατον μεν να το βρω με το συλλογισμό, αλλά το δέχομαι μόνο με την πίστη» (Χ).
Δεν συντελείται η γέννηση αυτή από δική μας σοφία ή δύναμη, αλλά με τη δύναμη του Πνεύματος της χάρης. Είναι αυτή αγιασμός Πνεύματος (Α΄Πέτρ. α 2) και ανακαίνιση Πνεύματος Αγίου (Τίτ. γ 5).
«Γιατί τα δύο, και όχι μόνο το Πνεύμα δεν θεωρήθηκε αρκετό για την ολοκλήρωση του βαπτίσματος; Είναι σύνθετος ο άνθρωπος, και όχι απλός… και για αυτό στη διπλή αυτή σύνδεση ορίστηκαν για τη θεραπεία του τα συγγενή και όμοια φάρμακα· για το σώμα μεν που είναι ορατό, το αισθητό νερό, και για την αόρατη ψυχή το αφανές Πνεύμα, που το καλούμε με πίστη και έρχεται με τρόπο ανέκφραστο» (Γν).
«Διότι με το μεν Πνεύμα αγιάζεται το πνεύμα του ανθρώπου, ενώ με το αγιασμένο νερό πάλι, αγιάζεται το σώμα» (Κ).
(4) Σημαίνει «ή το να γνωρίσει κάποιος την αξία και μεγαλειότητα του Θεού ή το να τύχει της θείας απόλαυσης» (Ζ). Κατέχει εδώ η λέξη τη θέση, την οποία το ἰδεῖν στο σ. 3. Πρέπει κάποιος να μπει σε κάποιο σπίτι, για να δει εξ’ ολοκλήρου το εσωτερικό του (b).
(5) Υπάρχει και η γραφή: εις την βασιλείαν των ουρανών.
«Εσύ, λέει, εννοείς σαρκική γέννηση, όταν λες «Μήπως μπορεί για δεύτερη φορά να μπει στην κοιλιά της μητέρας του και να γεννηθεί;». Η γέννηση για τη βασιλεία του Θεού πρέπει να γίνεται από νερό και Πνεύμα. Εάν κάποιος πρόκειται να γεννηθεί για πρόσκαιρη κληρονομία κάποιου ανθρώπινου πατέρα, πρέπει να γεννηθεί από την κοιλιά κάποιας σαρκικής μητέρας· αλλά εάν πρόκειται να γεννηθεί για αιώνια κληρονομιά του Θεού ως Πατέρα του, πρέπει να γεννηθεί από την κοιλιά της Εκκλησίας» (Αυ).
«Διότι η μεν γήινη γέννηση, η σαρκική, είναι από το χώμα, για αυτό και έχει αποκλειστεί από τα ουράνια. Διότι τι κοινό έχει η γη με τον ουρανό; Εκείνη όμως η γέννηση που είναι από το Πνεύμα, εύκολα μας ανοίγει τις ουράνιες αψίδες. Δεν είναι δυνατόν εκείνος που δεν γεννήθηκε από νερό και Πνεύμα να μπει στη βασιλεία των ουρανών, διότι φορά το ένδυμα του θανάτου, της φθοράς… είναι περιπλανώμενος και ξένος και δεν έχει το βασιλικό σημάδι» (Χ).
Ιω. 3,6 (1)τὸ γεγεννημένον(2) ἐκ τῆς σαρκὸς(3) σάρξ(4) ἐστι, καὶ τὸ γεγεννημένον ἐκ τοῦ Πνεύματος(5) πνεῦμά(6) ἐστι.
Ιω. 3,6 Καθε τι που έχει γεννηθή κατά τρόπον φυσικόν από την σάρκα, είναι και αυτό σαρκικόν, δηλαδή γεμάτο ατελείας και αδυναμίας. Και εκείνο που έχει γεννηθή από το Αγιον Πνεύμα, είναι πνευματική ύπαρξις, που θα απολαύση την βασιλείαν του Θεού.
(1) Η σύνδεση με τα παραπάνω: Ή, «με άλλο πάλι συλλογισμό, πείθει τον Νικόδημο να ανεβεί σε υψηλότερη σκέψη» (Κ), τονίζοντας ότι «δεν είναι σαρκική η γέννηση, αλλά πνευματική… Επομένως λοιπόν, η μεν σαρκική γέννηση είναι αισθητή· ενώ η πνευματική νοητή, και δεν πρέπει αισθητά να εξετάζουμε το νοητό, ούτε ανθρώπινα το θείο πράγμα» (Ζ).
Ή, την μετάβαση αποτελεί η εξής υπονοούμενη ιδέα: Η βασιλεία του Θεού είναι πνευματική όπως ο ίδιος ο Θεός. Για να μπει λοιπόν κάποιος σε αυτήν, πρέπει να μην είναι σάρκα, αλλά πνεύμα (g).
(2) Προτιμήθηκε το ουδέτερο από το αρσενικό, για να δηλωθεί η φύση του προϊόντος της γέννησης και να τονιστεί έτσι καλύτερα η γενικότητα του νόμου (g). «Γέννηση εδώ δεν εννοεί την ουσιαστική, αλλά την τιμητική και χαρισματική. Εάν λοιπόν και ο Υιός έχει γεννηθεί με τον ίδιο τρόπο, σε τι θα πλεονεκτεί από τους άλλους ανθρώπους, που γεννήθηκαν έτσι; Και πώς είναι Μονογενής; Διότι και εγώ έχω γεννηθεί από το Θεό, αλλά όχι από την ουσία του» (Χ).
(3) Σάρκα, παρόλο που από μόνη της η λέξη δεν συνυπονοεί αναγκαστικά την έννοια της αμαρτίας, επειδή όμως αναφέρεται στην ανθρωπότητα με την παρούσα σύστασή της, σημαίνει και την κατάσταση του ανθρώπου, κατά την οποία η σάρκα κυριαρχεί στο πνεύμα, τη φύση την ανθρώπινη με τις ασθένειές της και την κλίση της προς την αμαρτία. Η κατάσταση αυτή μεταδίδεται με τη φυσική γέννηση από γενιά σε γενιά ανεξαίρετα σε όλους. Κάθε απόγονος του Αδάμ είναι από τη φύση του «σαρκικός, πουλημένος στην αμαρτία» (Ρωμ. ζ 14). Για αυτό είναι αναγκαία η αναγέννηση (g,ο).
Γινόμαστε σάρκα με τη γέννηση. Η διαφθορά λοιπόν έχει συνυφανθεί με τη φύση μας και έχει εισχωρήσει μέχρι τα ίδια τα οστά μας. Πρέπει λοιπόν η φύση μας να αλλάξει ριζικά. Δεν είναι αρκετό να φορέσουμε νέο ρούχο ή να αποκτήσουμε νέο πρόσωπο. Είναι ανάγκη να γίνουμε νέοι άνθρωποι, νέα δημιουργία και κτίση.
(4) Δηλώνει την κατάσταση εντονότερα από το επίθετο σαρκικός (g).=Η φυσική γέννηση του ανθρώπου ακολουθείται γενικά από σαρκική πορεία και συμπεριφορά (ο). Η ψυχή παραμένει ουσία πνευματική, αλλά είναι τόσο συνυφασμένη με το σώμα, τόσο αιχμαλωτισμένη από το θέλημα της σάρκας, τόσο προσκολλημένη στις ηδονές της σάρκας, τόσο δούλη για υπηρεσία της σάρκας, ώστε δίκαια αποκαλείται και αυτή σάρκα. Ποιά όμως κοινωνία και σχέση μπορεί να υπάρχει μεταξύ του Θεού, ο οποίος είναι Πνεύμα και μιας ψυχής που βρίσκεται κάτω από τέτοιες συνθήκες;
(5) «Βλέπεις την αξία του Πνεύματος; Διότι φαίνεται ότι κάνει το έργο του Θεού. Παραπάνω μεν λοιπόν έλεγε, ότι από το Θεό γεννήθηκαν (α 13), εδώ όμως λέει ότι το Πνεύμα γεννά αυτούς» (Χ).
(6) «Αυτό που λέει σημαίνει το εξής· αυτός που έχει γεννηθεί από το Πνεύμα, είναι πνευματικός» (Χ)· «διότι το «πνεύμα», οφείλεις να το εννοήσεις με την έννοια του πνευματικός. Αυτός βεβαίως που βαπτίστηκε δεν γίνεται θείο Πνεύμα, αλλά παίρνοντας την υιοθεσία του Πνεύματος και χάρη και τιμή, καταξιώνεται να είναι πνευματικός» (Θφ).
Ιω. 3,7 μὴ θαυμάσῃς(1) ὅτι εἶπόν σοι, δεῖ(2) ὑμᾶς γεννηθῆναι ἄνωθεν.
Ιω. 3,7 Μη απορείς, διότι σου είπα ότι πρέπει όλοι σας να αναγεννηθήτε από την χάριν του Αγίου Πνεύματος, που κατεβαίνει εκ των άνω.
(1) Δες ε 28,Α΄Ιω. γ 13. Σημαίνει θαυμασμό που προέρχεται από απορία λόγω και της μη κατανόησης αυτού που προκαλεί το θαυμασμό (β). Δεν πρέπει να απορούμε. Διότι όταν λάβουμε υπ’ όψη την αγιότητα του Θεού, του οποίου γινόμαστε παιδιά, όπως και το μέγα σχέδιο της απολύτρωσης από τη μία και την διαφθορά της φύσης μας από την άλλη, δεν θα βρούμε παράδοξη την ανάγκη του να αναγεννηθούμε.
(2) Όπως και στο σ. 14 εκφράζει ανάγκη που έχει επιβληθεί από το Θεό (β). Εσείς λέει ο Ιησούς· όχι εμείς (b). Εξαιρεί ο Κύριος τον εαυτό του, διότι δεν είχε ανάγκη αναγέννησης. Περιλαμβάνει στο «εσείς» όλους γενικά τους ανθρώπους (ο). Εσείς όλοι· όχι μόνο ο κοινός λαός πρέπει να αναγεννηθεί, αλλά και οι διδάσκαλοι του Ισραήλ.
Ιω. 3,8 τὸ πνεῦμα(1) ὅπου θέλει(2) πνεῖ(3), καὶ τὴν φωνὴν(4) αὐτοῦ ἀκούεις, ἀλλ᾿ οὐκ οἶδας πόθεν ἔρχεται καὶ ποῦ ὑπάγει(5)· οὕτως ἐστὶ(6) πᾶς ὁ γεγεννημένος(7) ἐκ τοῦ Πνεύματος.
Ιω. 3,8 Ο αέρας όπου θέλει φύσα και ακούεις την βοήν του, αλλά δεν γνωρίζεις από που έρχεται και που θα καταλήξη. Ετσι γίνεται και με κάθε ένα, ο οποίος αναγεννάται από το Αγιον Πνεύμα. Ο τρόπος αυτής της αναγεννήσεως είναι ακατάληπτος το αποτέλεσμα όμως φανερόν”.
(1) Πουθενά στην Κ.Δ. δεν βρίσκεται με την έννοια του ανέμου. Για αυτό και οι Ω, Αυ και b, παίρνουν και εδώ τη λέξη με την έννοια του Αγίου Πνεύματος (Το Πνεύμα με την κύρια έννοια· διότι αυτό και όχι ο άνεμος έχει θέληση και φωνή… και όπου, πάνω από τη σάρκα, τη γη και τη φύση θέλει, πνέει με το λόγο και τον ήχο του Ευαγγελίου b).
Με αυτήν όμως την εκδοχή η σύγκριση που ακολουθεί (έτσι είναι καθένας που έχει γεννηθεί…) αποβαίνει χωρίς κάποια έννοια. Πιο εύστοχη λοιπόν είναι η ερμηνεία, σύμφωνα με την οποία «πνεύμα τώρα λέει τον άνεμο» (Ζ), όπως συχνά βρίσκεται στους Ο΄(μετάφραση των 70 της Π.Δ.), οπότε και η σύγκριση παρουσιάζεται σοβαρά σημαντική. Διότι «επειδή τον είδε πάλι να θορυβείται, φέρνει το λόγο σε αισθητό παράδειγμα… και δεν τον φέρνει ούτε στην υλικότητα των σωμάτων, ούτε μιλά για τα καθαρά ασώματα… αλλά αφού βρήκε κάτι μεταξύ σωματικού και ασωμάτου, δηλαδή το φύσημα του ανέμου» (Χ).
Ο Νικόδημος δεν έπρεπε να εκπλήσσεται από το ακατανόητο της πνευματικής αναγέννησης, διότι και στο φυσικό κόσμο υπάρχουν πολλά ακατανόητα, τα οποία μόνο από το αποτέλεσμα γνωρίζουμε. Πόσο έξυπνο γίνεται το παράδειγμα που λαμβάνεται από τη λέξη πνεύμα, η οποία έχει διπλή έννοια, είναι προφανές (ο).
Η αναλογία είναι τόσο πιο πολύ αξιοσημείωτη, διότι η ίδια λέξη και στην ελληνική και στην εβραϊκή σημαίνει και τον άνεμο και το Πνεύμα (χ).
Το Πνεύμα ήλθε στους αποστόλους «σαν να φυσούσε δυνατός άνεμος» (Πράξ. β 2). Οι ισχυρές του ενέργειες πάνω στις αμαρτωλές καρδιές συγκρίνονται με πνοή ανέμου (Ιεζ. λζ 9) και οι γλυκές του και παρηγορητικές επιδράσεις πάνω στις άγιες ψυχές με ανέμους βορρά και νότου (Άσμα δ 16).
(2) «Δεν το λέει αυτό σαν να έχει ο άνεμος κάποια προτίμηση, αλλά για να επισημάνει την ανεμπόδιστη φυσική ορμή… την ορμητικότητα… και ότι διαχέεται παντού και κανείς δεν μπορεί να τον σταματήσει (τον άνεμο) να πηγαίνει εδώ και εκεί» (Χ).
«Δηλαδή όπου κινηθεί· διότι θέληση του ανέμου είναι η κίνηση» (Ζ).
Αυτοί που δέχονται ότι το Πνεύμα=το Άγιο Πνεύμα, ερμηνεύουν ως ακολούθως: «Ο Κύριος στο λόγο προς τον Νικόδημο κάνει φανερή την αυτεξούσια δύναμη και ενέργειά του, λέγοντας ότι Το Πνεύμα όπου θέλει πνέει» (Γν).
«Διότι δεν είναι (το Πνεύμα), όπως κάποιοι νομίζουν, ενέργεια Θεού, που δεν έχει σύμφωνα με αυτούς δική του ξεχωριστή ύπαρξη. Και ο απόστολος όμως λέει… Αυτά λοιπόν τα ενεργεί το ένα και το αυτό πνεύμα, διαιρώντας τα χαρίσματα στον καθένα ξεχωριστά, όπως θέλει. Εάν όμως θέλει και ενεργεί και διαιρεί, είναι βεβαίως ουσία ενεργητική, αλλά όχι ενέργεια» (Ω).
(3) Πέντε φορές συναντιέται στην Κ.Δ. παντού με την έννοια της πνοής του ανέμου, όπως και στο Ιω. στ 18 (β).
(4) Κυρίως εννοείται με τη λέξη ο έναρθρος λόγος, συχνά όμως σημαίνει: ο ήχος (β). «Τον ήχο και τον πάταγό του» (Ζ). Ο Tholuck έκανε την εικασία, ότι ο Κύριος πήρε αφορμή στην εκλογή αυτού του παραδείγματος και από τον άνεμο που τη στιγμή εκείνη φυσούσε και ακουγόταν στους δρόμους των Ιεροσολύμων (g).
(5) Είναι αδύνατον να καθορίσει κάποιος ακριβώς το σημείο, όπου το ρεύμα του ανέμου σχηματίστηκε και όπου τελικά θα καταλήξει (g).
(6) «Έτσι θα είναι… ακατανόητος δηλαδή όσον αφορά αυτού του είδους τη γέννηση» (Ζ). Πιο ομαλά θα εκφραζόταν, εάν έλεγε: Έτσι γίνεται και σε καθέναν που έχει γεννηθεί.
Η έννοια: «Όπως ακριβώς ο άνεμος δεν φαίνεται, αν και αφήνει βεβαίως ήχο, έτσι ούτε η γέννηση του πνευματικού φαίνεται με τα μάτια του σώματος», αλλά «πολύ περισσότερο την ενέργεια του Πνεύματος δεν θα μπορέσουν να την κρατήσουν νόμοι της φύσης, ούτε όροι σωματικής γέννησης, ούτε τίποτα άλλο από αυτά» (Χ).
«Εάν τον άνεμο, αυτό το πνεύμα που γίνεται αντιληπτό από τις αισθήσεις, τον αγνοείς, πώς και πού φυσάει, πώς εξετάζεις με περιέργεια την αναγέννηση από το θείο Πνεύμα;» (Θφ).
Ο άνθρωπος που αναγεννιέται αισθάνεται την πάνω στον εαυτό του επίδραση και την εργασία, η οποία τον αναγεννά, χωρίς να βλέπει από πού πηγάζουν οι νέες σκέψεις και τα νέα συναισθήματα, τα οποία γεννιούνται σε αυτόν, και πού οδηγούν αυτόν αυτά (g).
(7) Η μετοχή του παρακειμένου δηλώνει το αποτέλεσμα που έχει συντελεστεί. «Τίποτα δεν διέκρινε το μάτι· τίποτα δεν άκουσε το αυτί· και να, άνθρωπος αναγεννημένος, που μπήκε στη βασιλεία των ουρανών! Το παν συντελέστηκε και τίποτα δεν εμφανίστηκε! Τι αντίθεση με την θορυβώδη και πομπώδη εμφάνιση της θείας βασιλείας κατά το φαρισαϊκό πρόγραμμα!»(g).
Ιω. 3,9 ἀπεκρίθη Νικόδημος καὶ εἶπεν αὐτῷ· πῶς δύναται ταῦτα γενέσθαι(1);
Ιω. 3,9 Απήντησεν ο Νικόδημος και του είπε• “πως είναι δυνατόν να γίνουν αυτά;”
(1) Η ερώτηση αυτή δεν είναι η ίδια με αυτήν του σ. 4. Εκεί ο Νικόδημος δεν είχε καταλάβει, ότι επρόκειτο για πνευματική αναγέννηση. Τώρα που αντιλήφθηκε αυτό, εκφράζει απορία, πώς είναι δυνατόν να γίνει μία τέτοια ριζική μεταβολή και μάλιστα τόσο αφανώς. Τα λόγια του αυτά εκδηλώνουν όχι αμφιβολία ως προς την πραγματικότητα του γεγονότος, για το οποίο διαβεβαιώνει ο Ιησούς, αλλά έκπληξη (ο).
Αλήθειες που ξεπερνούν την κατανόηση, είναι φυσικό να παρουσιάζονται στη θεία αποκάλυψη, με την οποία διδασκόμαστε για πράγματα πάνω από την αίσθηση και ταυτόχρονα ουράνια. Αυτές όμως αποδεικνύουν και εάν η πίστη μας είναι πραγματική. Είναι αυτές πέτρες σκανδάλου για πτώση των υπερήφανων, και των καρδιών που δεν ταπεινώνονται. Όσοι πιστεύουν, δεν πέφτουν ούτε σκανδαλίζονται. Οι αληθινοί και γνήσιοι μαθητές παραμένουν στέρεοι, διότι με τις αλήθειες αυτές αισθάνονται να λύνονται τα προβλήματα, τα οποία αναφέρονται στα αιώνια συμφέροντά τους και βρίσκουν ικανοποιητική απάντηση στο ερώτημα που τους απασχολεί: Από πού έρχομαι και πού πηγαίνω; Ό,τι λοιπόν άλλοτε είπε ο Πέτρος προς τον Κύριο, αισθάνονται ότι και για αυτούς ισχύει εξ’ ολοκλήρου: Σε ποιόν να πάμε, εάν φύγουμε μακριά από το Χριστό; Ω Κύριε, «έχεις λόγια αιώνιας ζωής».
Ιω. 3,10 ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ· σὺ εἶ ὁ διδάσκαλος τοῦ(1) Ἰσραὴλ καὶ ταῦτα(2) οὐ γινώσκεις(3);
Ιω. 3,10 Απεκρίθη δε εις αυτόν ο Ιησούς• “συ είσαι ο επίσημος διδάσκαλος του Ισραήλ και δεν γνωρίζεις αυτά, δια τα οποία ομιλούν αι Γραφαί;
(1) Και τα δύο άρθρα έχουν τη σημασία τους=ο αναγνωρισμένος διδάσκαλος του ευλογημένου Ισραήλ του Θεού (β). Το άρθρο στο διδάσκαλος εξυψώνει τον Νικόδημο όχι ατομικά αυτόν πάνω από τους άλλους διδασκάλους στο Ισραήλ, αλλά μάλλον ότι αντιπροσωπεύει την τάξη, στην οποία ανήκε· ως μέλος του συνεδρίου, το οποίο ήταν ο οδηγός και κριτής του Ισραήλ (ο).
«Από έναν ο Χριστός τους ελέγχει όλους, οι οποίοι ήταν βέβαια στολισμένοι με το διδασκαλικό όνομα, και ντυμένοι με τη γυμνή υπόληψη της νομομάθειας, έχοντας όμως το νου τους γεμάτο από απαιδευσία» (Κ).
(2) Αυτά τα οποία κάνουν τον Ισραήλ πράγματι θείο (b).
(3) «Δεν κατηγορεί καθόλου τον άνδρα για πονηρία, αλλά μάλλον για αφέλεια και άγνοια» (Χ).
«Διότι έπρεπε αυτός, αφού ήταν διδάσκαλος, να τα ξέρει αυτά από τις Γραφές» (Ζ).
«Και αυτά που είχαν ειπωθεί από τους προφήτες, υπαινίσσονται αυτόν τον τρόπο της γέννησης» (Χ). Δες Ιερεμ. λη 33,Ιεζ. λστ 26-28,Ψαλμ. ρμβ 10.
Το ερώτημα αυτό του Κυρίου δεν κρύβει ούτε πικρία ούτε ειρωνεία. Απλώς και μόνο ο Κύριος εφιστά την προσοχή του Νικοδήμου στην άγνοιά του, υποδεικνύοντας σε αυτόν, ποια στάση έπρεπε αυτός να λάβει απέναντι στο μεγάλο Διδάσκαλο. Παρά το επίσημο αξίωμά του, ο Νικόδημος έπρεπε να λάβει τη θέση του μαθητή ενώπιον του Κυρίου (ο).
Ιω. 3,11 (1)ἀμὴν ἀμὴν λέγω σοι ὅτι ὃ οἴδαμεν λαλοῦμεν(2) καὶ ὃ ἑωράκαμεν(3) μαρτυροῦμεν(4), καὶ(5) τὴν μαρτυρίαν(6) ἡμῶν οὐ λαμβάνετε(7).
Ιω. 3,11 Αληθώς σου λέγω, ότι εκείνο που γνωρίζομεν καλά, λέγομεν• και αυτό που είδαμεν μαρτυρούμεν. Καθε τι που λέγομεν είναι η απόλυτος και καθαρά αλήθεια. Και όμως σεις δεν δέχεσθε την μαρτυρίαν μας.
(1) Από το σ. αυτόν αρχίζει το δεύτερο μέρος του διαλόγου, κατά το οποίο ο Νικόδημος σιγά ακούγοντας τον Κύριο με ταπείνωση. Στο πρώτο μέρος ο Κύριος ανατρέπει τις προκαταλήψεις του Νικοδήμου για τη Μεσσιακή βασιλεία. Τώρα έρχεται να μιλήσει για το έκτακτο και ανήκουστο και υπερφυσικό συμβάν, από το οποίο θα προέλθει η Μεσσιακή απολύτρωση.
(2) Στο ευαγγέλιο του Ιωάννη συναντιέται αυτό το ρήμα 60 φορές. Διαφέρει γενικώς από το «λέγω» στο ότι, το μεν «λέγω» αναφέρεται μάλλον στο περιεχόμενο και την ουσία, ενώ το «λαλώ» στο γεγονός και τον τρόπο της ομιλίας. Όμως στον Ιωάννη δεν τηρείται πάντοτε αυτή η διαφορά (β).
(3) Κάποιοι ερμήνευσαν αυτό ότι αναφέρεται στην αιώνια προΰπαρξη του Ιησού=Γνώρισε τις βουλές του Θεού πριν τη σάρκωση, στην ουράνια κατάσταση δίπλα στο Θεό. Δες γ 32 (G).
Πιο σωστά: «Λέει το ίδιο πράγμα για να το βεβαιώσει, ότι δηλαδή και αυτό που ξέρουμε μαρτυρούμε. Διότι δεν θα εννοήσεις ότι αναφέρεται σε αισθητή όραση» (Ζ).
«Επειδή και σε εμάς η όραση είναι πιο αξιόπιστη από τις άλλες αισθήσεις… για αυτό και ο Χριστός μιλά προς αυτόν με πιο ανθρώπινο τρόπο και από εκεί επιβεβαιώνει τον λόγο… και λέει αυτό για την ακριβή γνώση, στην οποία δεν μπορεί να συμβεί αλλιώς» (Χ).
(4) Κλιμακωτό σχήμα. Το εωράκαμεν είναι πιο έντονο από το οίδαμεν και το μαρτυρούμεν από το λαλούμεν. Γνωρίζουμε και γνωρίζουμε τόσο σαφώς, όπως εκείνος ο οποίος είδε. Μιλάμε και η ομιλία μας παίρνει τον επίσημο χαρακτήρα της μαρτυρίας. Ο πληθυντικός ερμηνεύτηκε με διάφορους τρόπους:
Ή, «επειδή ο Σωτήρας είχε στον εαυτό του από τη φύση του τον Πατέρα και το Πνεύμα, επέκτεινε τον αριθμό των προσώπων που μαρτυρούν σε πληθυντικό αριθμό» (Κ).
Ή, μιλά για τον εαυτό του και το Πνεύμα. Δες σ 34 (b).
Ή, «ή για τον εαυτό του και τον Πατέρα είπε, ή μόνο για τον εαυτό του» (Χ), οπότε σύμφωνα με την τελευταία και πιθανότερη ερμηνεία, ο πληθυντικός είναι πληθυντικός της μεγαλοπρέπειας. Αξιόλογη και η επόμενη: Ο βαπτιστής είχε δει και είχε μιλήσει και μαρτυρήσει για τη δύναμη του Πνεύματος του Θεού (Ιω. α 7,32). Ο Ησαΐας είχε μιλήσει, διότι είχε δει (Ιω. ιβ 41), ομοίως είδε και ο Αβραάμ (Ιω. η 56). Έδωσε μαρτυρία επίσης και ο Μωϋσής (Ιω. ε 46). Ιστορικά οι μαρτυρίες αυτές προηγήθηκαν του Ιησού και τώρα προστίθεται στις προφητικές αυτές μαρτυρίες και αυτή του Κυρίου (χ).
(5) Αντιθετικός σύνδεσμος=Και όμως.
(6) Εδώ ο όρος είναι για τη μαρτυρία του Χριστού για τα θεία πράγματα, τα οποία αυτός μόνος γνώριζε (G).
(7) «Ο λόγος τώρα δεν φανερώνει κάποιον που είναι δυσαρεστημένος, αλλά κάποιον που αναγγέλλει το γεγονός. Διότι δεν είπε· Τι μπορεί να γίνει περισσότερο αναίσθητο από εσάς, οι οποίοι δεν θέλετε να δεχτείτε τις τόσο ακριβείς αναγγελίες μας; Αλλά επειδή ήθελε να δείξει και με τα λόγια και με τα έργα κάθε επιείκεια, από αυτά μεν δεν είπε τίποτα, αλλά με πραότητα και ηρεμία προανήγγειλε αυτό που θα συμβεί» (Χ).
Ιω. 3,12 εἰ τὰ ἐπίγεια(1) εἶπον ὑμῖν καὶ οὐ πιστεύετε, πῶς ἐὰν εἴπω ὑμῖν τὰ ἐπουράνια(2) πιστεύσετε(3);
Ιω. 3,12 Εάν σας είπα διδασκαλίας θείας, αι οποίαι σχετίζονται με όσα συμβαίνουν εις την γην και είναι επομένως εύκολον να τας εννοήσετε και όμως δεν τας πιστεύετε, πως, εάν σας είπω υψηλάς αληθείας, που αναφέρονται στον επουράνιον κόσμον, θα τας παραδεχθήτε και θα τας πιστέψετε;
(1) Όπως τα συμφραζόμενα δείχνουν, επίγεια αποκαλεί ό,τι ο Χριστός είπε αναφορικά με την αναγέννηση ως όρο της κληρονομίας της βασιλείας των ουρανών (C).
«Αξίζει βεβαίως να αναζητήσουμε πώς ο Σωτήρας είπε ότι ανέφερε επίγεια πράγματα όταν δίδαξε για τη βασιλεία του Θεού και την γέννηση από ψηλά και για το Άγιο Πνεύμα και την γέννηση από αυτό. Διότι τίποτα από αυτά δεν είναι επίγειο αλλά το καθένα είναι ουράνιο. Θα μπορούσε να ειπωθεί ως προς αυτό, ότι δεν είπε ο Ιησούς· Αν είπα σε εσάς τα γήινα, αλλά είπε, τα επίγεια· αποκαλώντας επίγεια αυτά που μπορούν να υπάρξουν και να κατανοηθούν σε ανθρώπους που ζουν ακόμα στη γη. Διότι δεν είναι από τη δική τους φύση επίγεια, αλλά ενώ είναι επουράνια, έχουν δοθεί ως δωρεά Θεού στους ανθρώπους…» (Ω).
Η έννοια του όλου σ. Εάν δεν πιστεύετε σε ό,τι γίνεται αντικείμενο της πείρας σας στην επίγεια ζωή σας, πώς θα πιστέψετε στις υψηλότερες αλήθειες, οι οποίες ανήκουν στην ουράνια ζωή; (τ).
(2) Τα επουράνια που αντιτίθενται στα επίγεια, περιλαμβάνουν τα μυστήρια που ανήκουν καθαρά στην επουράνια σφαίρα, όπως η αιώνια ύπαρξη του Λόγου κλπ. «Για αυτά που φθάνουν στην τελειότητα στον μέλλοντα αιώνα, όταν θα καταργηθεί το μερικό αφού θα έλθει το τέλειο, πολύ σωστά ειπώθηκε· Πώς εάν πω τα επουράνια θα πιστέψετε;» (Ω).
«Ονομάζει εδώ το βάπτισμα επίγειο… ή, επειδή τελείται στη γη, ή συγκρινόμενο με τη δική του γέννηση… το αποκαλεί έτσι. Διότι αν και είναι επουράνια αυτή η γέννηση (η μέσω του βαπτίσματος), αλλά εάν συγκριθεί με εκείνην, αυτήν δηλαδή… που είναι από την ουσία του Πατέρα, είναι επίγεια» (Χ).
Μαθαίνουμε από εδώ το ύψος και βάθος της διδασκαλίας του Χριστού. Είναι μέγα το μυστήριο της θεότητας. Αυτά που περιέχονται στο ευαγγέλιο είναι ουράνια, που υπερβαίνουν πολλές φορές την κατανόηση του ανθρώπου και ανεξερεύνητα από τις ασθενείς δυνάμεις του ανθρώπινου νου.
(3) «Σωστά δεν είπε, Δεν καταλαβαίνετε, αλλά, δεν πιστεύετε. Διότι όταν κάποιος μεν δυσκολεύεται να καταλάβει εκείνα, που μπορεί να συλλάβει με τη λογική και δεν τα παραδέχεται εύκολα, δίκαια θα κατηγορούνταν ως ανόητος. Όταν όμως δεν παραδέχεται αυτά, τα οποία δεν μπορεί να συλλάβει με τη λογική, αλλά μόνο με την πίστη, τότε δεν είναι πλέον ένοχος ανοησίας, αλλά απιστίας» (Χ).
Ιω. 3,13 καὶ(1) οὐδεὶς ἀναβέβηκεν εἰς τὸν οὐρανὸν(2) εἰ μὴ ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς(3), ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου(4) ὁ ὢν ἐν τῷ οὐρανῷ(5).
Ιω. 3,13 Κανείς δε δεν ανέβηκε στον ουρανόν, δια να μάθη εκεί και διδάξη εις σας αυτάς τας αληθείας, παρά μόνον αυτός που κατέβηκε από τον ουρανόν και έγινε δια της ενανθρωπήσεως υιός του ανθρώπου και ο όποιος εξακολουθεί, καθ' ον χρόνον ζη εις την γην, να είναι και στον ουρανόν ως Θεός.
(1) Μάλλον αντιθετικός σύνδεσμος=Και όμως. Η σύνδεση με τα προηγούμενα: Η γνώση των ουρανίων, για τα οποία μίλησα, δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς αποκάλυψη από ψηλά. Για αυτό πρέπει να πιστέψετε στη μαρτυρία μου.
(2) Στο Παροιμ. κδ 27,λ 4 τίθεται η ερώτηση: «Ποιός ανέβηκε στον ουρανό και κατέβηκε;» Η απάντηση που υπονοείται: Μόνος ο Θεός (Δες και Δευτ. λ 12). Ομοίως και ένα Ταλμουδικό λόγιο διακηρύττει ξεκάθαρα ότι «Εάν κάποιος άνθρωπος σου πει, ανεβαίνω στον ουρανό, δεν θα αποδείξει αυτό» (Jer. Taanith II,1). Λέγοντας αυτά ο Κύριος δεν αναφέρεται στη μελλοντική ανάληψή του, αλλά όπως φαίνεται και από το «κανείς» (=κανείς άνθρωπος), ο λόγος εκφέρεται γενικά για αυτά που συμβαίνουν και ισχύουν στους ανθρώπους (β).
Θα ερμηνεύσουμε το όλο χωρίο: Κανείς από τους ανθρώπους δεν έχει ανέβει στον ουρανό εκτός από εκείνον, ο οποίος χωρίς να ανεβεί από τη γη, κατέβηκε από τον ουρανό και εξακολουθεί να είναι και τώρα εκεί (Meyer).
«Κανείς από τους προφήτες δεν ανέβηκε στον ουρανό, παρά μόνο εγώ πρόκειται μόνος να ανέβω, όπως και κατέβηκα» (Θφ).
«Μη νομίσεις ότι είμαι τέτοιος διδάσκαλος όπως οι πολλοί από τους προφήτες που είναι από τη γη. Διότι έρχομαι τώρα από τον ουρανό. Διότι κανείς μεν από τους προφήτες δεν έχει ανεβεί εκεί. Εγώ όμως εκεί κατοικώ» (Χ).
Ο Παρακείμενος «έχει ανέβει» σημαίνει ότι: και αφού έχει μείνει εκεί, γνωρίζει τα εκεί, τα θεία πράγματα (δ). Μόνος ο Χριστός μπορεί να αποκαλύψει σε εμάς με πληρότητα το σωτηριώδες θέλημα του Θεού. Ο Νικόδημος απευθύνθηκε προς το Χριστό σαν σε προφήτη. Θα έπρεπε όμως να γνωρίζει, ότι ο Χριστός είναι μεγαλύτερος από όλους τους προφήτες της Π.Δ., διότι κανείς από αυτούς δεν είχε κατέβει από τους ουρανούς. Έγραψαν με θεία έμπνευση, αλλά όχι από άμεση αντίληψη και από δική τους γνώση.
(3) Η κατάβαση για την οποία γίνεται λόγος αναφέρεται στην ενανθρώπηση του Λόγου. Είπε ο Κύριος προηγουμένως: πώς εάν σας πω τα επουράνια θα πιστέψετε; Τώρα παρέχει παράδειγμα αυτών των επουράνιων, όταν λέει στον Νικόδημο για εκείνον, ο οποίος μολονότι κατέβηκε από τους ουρανούς, είναι παρ’ όλα αυτά ο υιός του ανθρώπου. Είναι ο Υιός του ανθρώπου και όμως είναι στον ουρανό. Εάν η αναγέννηση του ανθρώπου είναι μυστήριο, τι μυστήριο είναι η ενανθρώπηση του Υιού του Θεού; Σημείωσε ακόμα, ότι η σχέση και επικοινωνία, που εγκαθιδρύθηκε μεταξύ Θεού και ανθρώπων, άρχισε από ψηλά, από θεία πρωτοβουλία και συγκατάβαση. Η πρώτη κίνηση προς αυτήν δεν ανέβηκε από τη γη, αλλά κατέβηκε από τον ουρανό. Αγαπάμε αυτόν, όχι διότι εμείς πρώτοι αγαπήσαμε αυτόν, αλλά αυτός πρώτος αγάπησε εμάς.
(4) «Ενώ κατέβηκε ο Λόγος του Θεού από τον ουρανό, λέει ότι κατέβηκε ο Υιός του ανθρώπου, αρνούμενος να διασπαστεί μετά την ενανθρώπηση σε δύο πρόσωπα και μην επιτρέποντας σε κάποιους να λένε αυτό» (Κ).
«Υιό του ανθρώπου εδώ δεν αποκάλεσε τη σάρκα, αλλά ονόμασε τώρα όλο τον εαυτό του από την κατώτερη ουσία του· διότι πράγματι υπάρχει αυτή η συνήθεια σε αυτόν, το να αποκαλεί δηλαδή το όλο, άλλοτε μεν από τη θεία και άλλοτε από την ανθρώπινη φύση» (Χ).
«Επειδή δηλαδή ήταν μία η υπόσταση, δηλαδή ένα πρόσωπο ήταν ο Χριστός, σύνθετος από δύο φύσεις, τα ανθρώπινα ονόματα αποδίδονται στο Λόγο και πάλι τα του Λόγου προστίθενται στον άνθρωπο» (Θφ).
Για να μας διδάξει και να μας αποκαλύψει τα επουράνια, έγινε από αγάπη ένας από εμάς και ως άνθρωπος όμοιος με εμάς, μίλησε σε εμάς (ο). Ο Χριστός ονομάζοντας τον εαυτό του τον υιό του ανθρώπου, δείχνει, ότι είναι ο δεύτερος Αδάμ. Και από όλους τους τίτλους του Μεσσία στην Π.Δ., με ιδιαίτερη προτίμηση χρησιμοποίησε αυτόν, διότι κατεξοχήν εξέφραζε την ταπείνωσή του και του ήταν κατ’ εξοχήν ευχάριστος στην παρούσα κατάσταση της ταπείνωσής του.
(5) Αποσιωπάται η φράση από κάποιους μεγαλογράμματους κώδικες. Όχι: ο οποίος ήταν στον ουρανό (b), αλλά ο οποίος είναι. Έχει την ίδια σημασία με το «αυτός που είναι στον κόλπο του πατέρα».
«Διότι και όταν ήταν στον ουρανό δεν εγκατέλειπε τη γη· και όταν κατέβηκε από τον ουρανό δεν απομακρύνθηκε από τον ουρανό, αλλά ήταν παντού· διότι δεν περιγράφεται η θεότητα» (Ζ).
«Μη δηλαδή επειδή άκουσες ότι κατέβηκα, νομίσεις ότι δεν είμαι και εκεί· αλλά και εδώ είμαι παρών σωματικά, και εκεί κάθομαι μαζί με τον Πατέρα θεϊκά» (Θφ).
Ο υιός του ανθρώπου ως τέτοιος δεν υπήρξε στον ουρανό πριν γίνει η ανάληψή του. Αλλά εκείνος, ο οποίος έγινε ο υιός του ανθρώπου, με τη θεία του φύση υπήρξε πανταχού παρών, ιδιαίτερα μάλιστα στον ουρανό. Έτσι ο Κύριος της δόξας ως τέτοιος, δεν ήταν δυνατόν να σταυρωθεί, ούτε ο Θεός ως τέτοιος μπορούσε να χύσει το αίμα του. Το πρόσωπο όμως, το οποίο υπήρξε ο Κύριος της δόξας, σταυρώθηκε (Α΄Κορ. β 8) και ο Θεός εξαγόρασε και έκανε δική του την εκκλησία με το δικό του αίμα (Πράξ. κ 28). Τόσο στενή είναι η ένωση των δύο φύσεων στο ένα και το ίδιο πρόσωπο, ώστε γίνεται ανταλλαγή των ιδιωμάτων (της κάθε φύσης).
Ιω. 3,14 καὶ(1) καθὼς Μωϋσῆς ὕψωσε τὸν ὄφιν ἐν τῇ ἐρήμῳ(2), οὕτως(3) ὑψωθῆναι(4) δεῖ(5) τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου(6),
Ιω. 3,14 Οπως δε ο Μωϋσής εκρέμεσε υψηλά το χάλκινι φίδι εις την έρημον, δια να το αντικρύζουν με πίστιν οι Ισραηλίται και να σώζωνται από το θανατηφόρον δηλητήριον των φιδιών της ερήμου, έτσι, σύμφωνα με το πάνσοφον σχέδιον του Θεού, πρέπει να κρεμασθή και ο υιός του ανθρώπου επάνω στον σταυρόν.
(1) Ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία, συνδέει με αυτό ο Κύριος μία από τις ουράνιες αλήθειες, την οποία και αποκαλύπτει αμέσως. Σύμφωνε με την εκδοχή αυτή, το και=Μπορώ να αποκαλύψω και ορίστε… (Lucke).
Ή, πιο σωστά, προσθέτει δεύτερο θείο μυστήριο στο πρώτο (g).
«Αφού είπε προηγουμένως για την αναγέννηση μέσω του βαπτίσματος, λέει λοιπόν και για την ευεργεσία που έγινε σε εμάς από το σταυρό» (Θφ).
«Αφού ανέφερε την μέγιστη ευεργεσία που έγινε στους ανθρώπους μέσω του βαπτίσματος, προσθέτει και την αιτία αυτής, δηλαδή την ευεργεσία με το σταυρό που δεν είναι κατώτερη από εκείνην» (Χ).
(2) Δες Αριθμ. κα 9. Ήδη στο Σοφ. Σολ. ιστ 6,7 το χάλκινο φίδι λέγεται σύμβολο σωτηρίας (F). Υπονοείται η ολέθρια και θανατηφόρα φύση της αμαρτίας. Η ενοχή της αμαρτίας μοιάζει με οδυνηρό δάγκωμα δηλητηριώδους φιδιού. Η δύναμη της διαφθοράς της είναι όμοια με δηλητήριο θανατηφόρο, το οποίο χύνεται από αυτήν και μεταδίδει τον θάνατο στον όλο άνθρωπο. Ο σατανάς είναι το φίδι το αρχαίο, του οποίοι οι έφοδοι είναι τρομακτικές και οι νίκες του ολέθριες.
(3) Άριστα ο Χρυσόστομος εκθέτει την ομοιότητα και ανταπόκριση του τύπου προς το αντίτυπο. «Εκεί διέφυγαν το θάνατο οι Ιουδαίοι, αλλά τον πρόσκαιρο, εδώ τον αιώνιο όσοι πιστεύουν· εκεί το κρεμασμένο φίδι θεράπευε δαγκώματα φιδιών, εδώ ο σταυρωμένος Ιησούς θεράπευσε τις πληγές του νοητού δράκοντα· εκεί θεραπευόταν αυτός που έβλεπε με τούτα τα σωματικά μάτια, εδώ αυτός που βλέπει με τα μάτια της διάνοιας αποβάλλει όλα τα αμαρτήματα… Φίδι δάγκωνε εκεί και φίδι θεράπευε, έτσι και εδώ θάνατος κατέστρεψε και θάνατος έσωσε. Αλλά το μεν φίδι που φόνευε, είχε δηλητήριο, αυτός όμως που έσωζε ήταν καθαρός από δηλητήριο· και εδώ πάλι το ίδιο συνέβη· δηλαδή ο μεν θάνατος που αφάνιζε είχε αμαρτία, όπως το φίδι είχε δηλητήριο, ο θάνατος όμως του δεσπότη ήταν απαλλαγμένος από κάθε αμαρτία, όπως ακριβώς λοιπόν το χάλκινο φίδι από το δηλητήριο».
«Έτσι και εδώ άνθρωπος ήταν ο Κύριος, αλλά ήλθε ελεύθερος από το δηλητήριο της αμαρτίας, έχοντας μόνο ομοίωμα σάρκας αμαρτωλής… αλλά δεν είχε πραγματικά σάρκα αμαρτίας» (Θφ).
Ο τύπος αυτός της ύψωσης του φιδιού στην έρημο, σήμαινε 1) ότι η αμαρτία θα παρουσιαζόταν δημόσια ως ηττημένη και νεκρή όπως ήταν το χάλκινο ομοίωμα του φιδιού, το νεκρό και χωρίς ζωή. 2) Η παρουσίαση αυτή θα γινόταν μέσω κάποιου προσώπου όχι πραγματικά αμαρτωλού, αλλά αγίου που θα είχε το ομοίωμα της αμαρτίας. 3) Θα σώζονταν μόνο αυτοί που θα συμμετείχαν μέσω της πίστης (g).
(4) Η έννοια του υψώνομαι, όπως φαίνεται και από την έννοια, την οποία το ρήμα έχει στον Ιωάννη (η 28,ιβ 32), δεν είναι αυτή του «δοξάζομαι», αλλά του σταυρώνομαι, του κρεμιέμαι πάνω στο σταυρό. «Όταν ακούς να υψωθεί, να εννοήσεις: να κρεμαστεί» (Θφ). Το υψώνομαι φανερώνει το κρεμιέμαι πάνω σε ξύλο τόσο περισσότερο όσο με αυτήν την έννοια γίνεται η σύγκριση και είναι εντελώς αδύνατο να υπάρξει σύγκριση, εάν το ρήμα αυτό το πάρουμε με την έννοια του δοξάζομαι (δ).
Ήδη από τις πρώτες χριστιανικές γενιές έτσι ερμηνεύτηκε αυτό (Βαρνάβα § 12, Ιουστίνου προς Τρύφωνα 94, Κυπριανός Test. ΙΙ 20, Ωριγένης εις μαρτύριον Προτρ. 50). «Δεν είπε πρέπει να κρεμασθεί, αλλά να υψωθεί, δηλαδή χρησιμοποίησε αυτή την έκφραση που φαινόταν πιο ήπια» (Χ).
«Κρεμάστηκε σε ύψος, για να αγιάσει και τον αέρα αυτός που αγίασε τη γη με το να περπατήσει πάνω της» (Θφ).
Ο Κύριλλος συνδυάζει και τις δύο ερμηνείες: «Το ότι βέβαια ανύψωσε το φίδι και το έθεσε σε υψηλή στήλη, δηλώνει οπωσδήποτε ότι ο Χριστός θα ανεβεί σε δόξα και επισημότητα, ώστε να μην αγνοηθεί από κανέναν, ή ότι θα υψωθεί από τη γη, όπως λέει κάπου και ο ίδιος για το σταυρικό του πάθος».
Η ύψωση του Σταυρού είναι το πρώτο και κύριο σκαλί για ανάβαση στο θρόνο (μ). Υψώθηκε ο Κύριος στη σταύρωσή του. Υψώθηκε στο σταυρό ως θέαμα, ως σημάδι, υψώθηκε μεταξύ ουρανού και γης, σαν να ήταν ανάξιος και για τα δύο και σαν να εγκαταλείφθηκε και από τα δύο. Υψώθηκε και στην ανάληψή του, για να καθίσει στα δεξιά του Πατέρα και για να δώσει μετάνοια και άφεση αμαρτιών. Υψώθηκε πάνω στο σταυρό, ώστε μετέπειτα να υψωθεί πάνω στο θρόνο.
(5) Το «πρέπει» φανερώνει την σύμφωνα με την καθορισμένη βουλή και πρόγνωση του Θεού (Πράξ. β 23) απόλυτη ανάγκη της σταύρωσης για σωτηρία του κόσμου. Δες Ματθ. ιστ 21,Μάρκ. η 31,Λουκ. θ 22,κδ 26 (δ).
Όπως και οι συνοπτικοί και ο Παύλος, έτσι και ο Ιωάννης εκφράζουν με αυτό την πίστη, ότι όχι κάποια τύχη αλλά η θεία πρόνοια κυβερνά τον κόσμο και ότι ο Θεός προγινώσκει κάθε γεγονός, διότι έχει προκαθορίσει αυτό και πρέπει αυτό να συμβεί κατά το θέλημά του (β).
(6) Εξεπίτηδες προτιμάται εδώ η ονομασία αυτή, για να τονιστεί και η ιδέα της αντιπροσώπευσης και αντικατάστασης. Το ότι έχει κοινή φύση με εμάς, εξηγεί, πώς ο υιός του ανθρώπου έπαθε ως αντιπρόσωπός μας.
Ιω. 3,15 ἵνα(1) πᾶς(2) ὁ πιστεύων(3) εἰς αὐτὸν(4) μὴ ἀπόληται(5), ἀλλ᾿ ἔχῃ(6) ζωὴν αἰώνιον(7).
Ιω. 3,15 Και τούτο, δια να μη καταδικασθή εις την αιωνίαν απώλειαν κανένας από εκείνους, που θα πιστεύσουν εις αυτόν, αλλά να κερδήση και να έχη την αιώνιον ζωήν.
(1) Ο στίχος αυτός συμπληρώνει την εφαρμογή του τύπου (g). Όπως καθένας που θα έβλεπε προς το χάλκινο φίδι θεραπευόταν, έτσι και καθένας που πιστεύει στο Χριστό σώζεται. Η έννοια αυτή αντιστοιχεί με τη φράση του πρώτου όρου της σύγκρισης που παραλείπεται αλλά υπονοείται (ο). Δηλαδή όπως ο Μωϋσής «ύψωσε το φίδι στην έρημο, έτσι ώστε αυτοί που ατενίζουν σε αυτό να έχουν ζωή» (Ζ), έτσι πρέπει να υψωθεί ο υιός του ανθρώπου, έτσι ώστε καθένας που πιστεύει σε αυτόν…
(2) Επεκτείνει σε ολόκληρη την ανθρωπότητα την εφαρμογή του ιουδαϊκού τύπου, την ώρα που με την έναρθρη μετοχή «ο πιστεύων», εξατομικεύει έντονα την πράξη της πίστης (g). Η από τον Υιό του ανθρώπου προσφερόμενη σωτηρία είναι γενική, ώστε καθένας που πιστεύει, χωρίς κάποια εξαίρεση, επωφελείται από αυτήν.
(3) Η πίστη στην περίπτωση εκείνων, οι οποίοι έχουν ανάγκη της σωτηρίας, είναι ό,τι υπήρξε το βλέμμα προς το υψωμένο φίδι στην περίπτωση των Ισραηλιτών που είχαν ανάγκη θεραπείας (b). Στο βλέμμα του θανατηφόρα δαγκωμένου Ισραηλίτη, αντιστοιχεί η πίστη του αμαρτωλού στον Εσταυρωμένο.
«Αυτοί που ατενίζουν σε αυτόν (τον Ιησού) με πιο έντονη και διαρκή πίστη» (Κ).
(4) Ως υψωμένο. Ο σταυρός είναι σκάλα προς τον ουρανό (b).
(5) Το «μη απόληται» αποσιωπάται από τους κώδικες σιναϊτ., βατικανό και κάποιους άλλους.
(6) «Ο σταυρός λοιπόν είναι πηγή αιώνιας ζωής» (Ζ). Το αποτέλεσμα της πίστης δηλώνεται με διπλή μορφή, αρνητική (να μην χαθεί) και θετική (να έχει ζωή αιώνια). Παλαιότερη γραφή: ο πιστεύων εν αυτω έχη ζωήν. Η προσφερόμενη σωτηρία είναι πλήρης. Ο πιστός δεν θα χαθεί από τα τραύματα των αμαρτιών του, αλλά θα πετύχει τη γη της επαγγελίας απολαμβάνοντας σε αυτήν ζωή αιώνια. Ο Ιησούς Χριστός ήλθε να μας σώσει συγχωρώντας μας. Ο στίχος αυτός αποτελεί αναμφίβολα ευαγγέλιο, χαρμόσυνο μήνυμα, το πλέον χαρμόσυνο από όσα ήλθαν ποτέ από τον ουρανό στη γη. Σε αυτό σε λίγες λέξεις περιλαμβάνεται το παν· ο λόγος της συμφιλίωσης σε μικρογραφία.
(7) Φράση που συναντιέται 17 φορές στο ευαγγέλιο του Ιωάννη και 6 στην Α΄ Ιω., συχνά όμως και στους συνοπτικούς και στον Παύλο με την έννοια της μετά θάνατον μέλλουσας ζωής. Στον Ιωάννη όμως η ζωή αυτή μπορεί να είναι και ένα παρόν κτήμα και επίτευγμα αυτού που πιστεύει (γ 36,ε 24,στ 47,Α΄Ιω. ε 13), που συνεχίζεται και μετά θάνατον αιώνια (στ 54). Έχει ζωή αιώνια σημαίνει περισσότερο από το ζει αιώνια, αφού ο τόνος υπάρχει κυρίως όχι στη διάρκεια, αλλά στην ποιότητα της ζωής. Έχει ζωή αιώνια σημαίνει συμμετέχει στη ζωή του Θεού (ε 26) και του Χριστού (α 4), η οποία ζωή είναι πάνω από την επίδραση και τις συνθήκες του χρόνου. Όπως όμως η αιώνια ζωή σημαίνει την αιώνια μακαριότητα, έτσι ο αιώνιος θάνατος σημαίνει την αιώνια δυστυχία (b).
«Υπάρχει λοιπόν αυτή η διαφορά μεταξύ της συμβολικής εικόνας και τους πραγματικού αντίτυπου. Η εικόνα παρείχε πρόσκαιρη ζωή, η πραγματικότητα, της οποίας υπήρξε εκείνη εικόνα, παρέχει ζωή αιώνια» (Αυ).
Η εντύπωση που από τα λόγια αυτά του Κυρίου προκλήθηκε στο Νικόδημο, εξηγεί τη συμπεριφορά του κατά την ημέρα του πάθους. Βλέποντας τον Ιησού υψωμένο στο σταυρό θυμήθηκε τα λόγια αυτά και αντί να σκανδαλιστεί και να πτοηθεί όπως οι υπόλοιποι μαθητές αισθάνθηκε την πίστη του να ενισχύεται (g).
Ιω. 3,16 (1)οὕτω(2) γὰρ(3) ἠγάπησεν(4) ὁ Θεὸς τὸν κόσμον(5), ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ(6) ἔδωκεν(7), ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ᾿ ἔχῃ ζωὴν(8) αἰώνιον(9).
Ιω. 3,16 Διότι τόσον πολύ ηγάπησεν ο Θεός τον βυθισμένον εις τας αμαρτίας κόσμον, ώστε παρέδωκεν εις σταυρικόν θάνατον τον μονογενή του Υιόν• δια να μη καταδικασθή εις την αιωνίαν απώλειαν κάθε ένας που θα πιστεύη εις αυτόν, αλλά να έχη ζωήν αιώνιον.
(1) Πολλοί από τους νεώτερους ερμηνευτές θεώρησαν ότι ο διάλογος του Ιησού με τον Νικόδημο σταματά στον προηγούμενο σ., και αρχίζει τώρα υπομνηματισμός και εξήγηση αυτού από τον Ιωάννη. Είναι όμως προφανές, ότι η σύνδεση των λόγων αυτών με τα προηγούμενα είναι στενότατη και η σκέψη παρουσιάζεται να συνεχίζεται, όπως άλλωστε φαίνεται και από το «γαρ», με το οποίο τα λόγια του παρόντος στίχου έρχονται ως αιτιολογία, άρα λοιπόν και ως συνέχεια των προηγούμενων. Άλλωστε η διακοπή του διαλόγου στο στίχο 15 θα ερχόταν πολύ απότομα και θα παρέμενε αυτός, παρά την τόση σπουδαιότητά του, ατελής (g,ο,F). Αφού στους δύο προηγούμενους στίχους ανέφερε το σκοπό της έλευσης του Σωτήρα στη γη και του έργου του, έρχεται στον παρόντα να εκθέσει την ποιητική αιτία της έλευσης και σταύρωσής του (δ).
(2) Μπαίνει μπροστά με έμφαση και προσδίδει ιδιαίτερο τόνο στην έννοια.
(3) Αιτιολογεί το «πρέπει να υψωθεί».
«Αυτό που λέει σημαίνει το εξής· Μη θαυμάσεις ότι εγώ πρόκειται να υψωθώ, για να σωθείτε εσείς. Διότι και στον Πατέρα φάνηκε καλό αυτό και αυτός τόσο πολύ σας αγάπησε, ώστε…» (Χ).
(4) Στους συνοπτικούς το ρήμα λέγεται για την αγάπη του ανθρώπου προς τον πλησίον και προς τον Θεό. Ομοίως και στον Ιωάννη (ιγ 34,ιε 12,17,η 42, ιδ 15,21,23,κα 15). Σε αυτόν όμως συχνά λέγεται για την αγάπη του Ιησού προς τον άνθρωπο (ια 5,ιγ 1,23,34,ιδ 21,ιε 9,12,κα 7,20) και για την αγάπη του Θεού προς τον άνθρωπο (γ 16,ιδ 23,ιζ 23,Α΄Ιω. γ 1,δ 10) όπως και για την αμοιβαία αγάπη του Θεού και του Χριστού (γ 35,ι 17,ιε 9,ιζ 23-26,ιδ 31)(β).
(5) Η λέξη αυτή στον Ιωάννη έχει δύο έννοιες. Ή, το όλο γένος των ανθρώπων που βρίσκεται κάτω από την αμαρτία και είναι απεγνωσμένο, αλλά αγαπήθηκε από το Θεό, όπως εδώ· ή, το τμήμα της ανθρωπότητας που απιστεί ως αυτό που αντιτίθεται στο άλλο τμήμα της που πίστεψε και απαρνήθηκε τις αμαρτίες του, όπως συχνά χρησιμοποιείται στον τελευταίο διάλογο του Κυρίου με τους μαθητές του (ο).
Στον Ιωάννη η λέξη συναντιέται 78 φορές, ενώ στους συνοπτικούς μόνο 15 (F). «Με το να πει «Τόσο πολύ αγάπησε»» και με το ««ο Θεός τον κόσμο», δείχνει πολλή μεγάλη την ένταση της αγάπης. Διότι ήταν πολύ μεγάλη και άπειρη η απόσταση μεταξύ τους. Διότι ο αθάνατος, ο άναρχος, η απέραντη μεγαλοσύνη, αυτούς αγάπησε, δηλαδή αυτούς που είναι από χώμα και στάχτη, τους γεμάτους από αμέτρητα αμαρτήματα» (Χ).
Η αγάπη του Θεού αγκαλιάζει ολόκληρο τον κόσμο, όχι μόνο τους πιστούς εκλεκτούς, αν και ο ακόλουθος στίχος περιορίζει σε μόνους αυτούς την δωρεά της σωτηρίας (μ). Ο Χριστιανισμός δεν είναι μία από τις πολλές θρησκείες, οι οποίες αποσκοπούν στην ατομική λύτρωση. Είναι η μία και μόνη θρησκεία που αποβλέπει στην απολύτρωση ολόκληρου του κόσμου. Αναμφίβολα περιλαμβάνει και οδό ατομικής σωτηρίας, όπως τα συμφραζόμενα εδώ δείχνουν. Ο σκοπός της όμως είναι ευρύτερος· τόσο ευρύς όσο ευρεία είναι και η αγάπη του Θεού. Ο Χριστός ήλθε να σηκώσει την αμαρτία του κόσμου. Δες Ιω. α 29 (τ).
Δες και θαύμασε την αγάπη του Θεού. Ο μέγας και άπειρος Θεός αγαπά τέτοιο ανάξιο και εξευτελισμένο κόσμο! Ο άγιος Θεός αγαπά έναν διεφθαρμένο κόσμο με αγάπη τέτοιας ευαρέστησης, την ώρα που δεν παρουσίαζε ο κόσμος τίποτα το άξιο της αρεσκείας του.
(6) «Και αυτά πάλι έχουν ομοίως έμφαση… Όχι δούλο, όχι άγγελο, όχι αρχάγγελο» (Χ), αλλά «Υιό από την ουσία του Πατέρα, ο οποίος είναι δηλαδή ομοούσιος με αυτόν που τον γέννησε και Θεός όντως και αληθινά» (Κ).
«Αν έχοντας πολλούς γιους, έδινε έναν, και αυτό θα ήταν σε υπερβολικό βαθμό μεγάλο· τώρα όμως έδωσε τον Μονογενή» (Θφ).
Προσθέτει νέο γνώρισμα στο «υιόν του ανθρώπου» που προηγήθηκε. Ζητά λοιπόν κυρίως με αυτό να τονίσει το άπειρο της αγάπης του Πατέρα.
«Το αξιοθαύμαστο της αγάπης φαίνεται από το γεγονός ότι παρέδωσε για μας τον Υιό του, και μάλιστα τον Μονογενή. Κατά συνέπεια για να μένει και να διασώζεται η μεγάλη αγάπη του Θεού και Πατέρα, να πιστεύεται ότι είναι Υιός, και όχι δημιούργημα» (Κ).
Η φράση υπενθυμίζει αυτό που ειπώθηκε για τον Αβραάμ σε σχέση με τον Ισαάκ στο Γεν. κβ 16 (F,β).
(7) «Με τρόπο συγκαλυμμένο υπαινίχτηκε το πάθος» (Σχ). «Τον παρέδωσε σε θάνατο» (Ζ). Το «έδωκεν» εδώ με την έννοια του: παρέδωσε και εγκατέλειψε για να πάθει. Καταλήγει στην ίδια έννοια, στην οποία και το «να υψωθεί» που προηγήθηκε. Δες και Ρωμ. η 32.
«Πρόσεξε όμως, σε παρακαλώ, ότι όπως ακριβώς παραπάνω είπε, ότι ο Υιός του ανθρώπου κατέβηκε από τον ουρανό, αν και δεν κατέβηκε η σάρκα από τον ουρανό, αλλά όμως επειδή ο Χριστός είναι ένα πρόσωπο και έχει μία υπόσταση, πρόσθεσε τα του Θεού στην ανθρώπινη φύση του· έτσι και εδώ το ανάποδο, προσθέτει τα της ανθρώπινης φύσης στο Θεό Λόγο. Διότι, έδωσε, λέει, ο Θεός τον Υιό του σε θάνατο· παρόλο που ο Θεός είναι απαθής» (Θφ).
(8) Με την όλη φράση ἵνα… , τονίζεται η καθολικότητα της σωτηρίας (καθένας), η ευκολία του μέσου (που πιστεύει), το μέγεθος του κακού που προλαμβάνεται (να μην χαθεί), η διάρκεια και το εξαιρετικό του αγαθού που επιτυγχάνεται (ζωή αιώνια)(g).
Αποτελεί επανάληψη της φράσης του σ. 15. Αυτή η επανάληψη είναι χαρακτηριστική του ύφους του Ιωάννη ( γ 3,5,δ 23,24,στ 35,41,48,51,στ 39,40,η 24,ι 8-15,ιε 1-5,ιστ 14,15)(β). Δίκαια αυτός ο στίχος χαρακτηρίστηκε από τον Λούθηρο ως «η Βίβλος σε μικρογραφία» (ο).
(9) «Ζωή βεβαίως αιώνια, δεν είναι η συνηθισμένη, η οποία υπάρχει και στα άλλα ζώα, αλλά γίνεται από την πίστη και την υπόλοιπη αρετή» (Ω).
Ιω. 3,17 οὐ γὰρ(1) ἀπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ εἰς τὸν κόσμον ἵνα κρίνῃ(2) τὸν κόσμον, ἀλλ᾿ ἵνα σωθῇ(3) ὁ κόσμος δι᾿ αὐτοῦ.
Ιω. 3,17 Διότι δεν έστειλεν ο Θεός τον Υιόν του στον κόσμον δια να κρίνη και καταδικάση τον κόσμον, αλλά δια να σωθή ο κόσμος με την θυσίαν αυτού.
(1) Αιτιολογεί το «να μην χαθεί αλλά να έχει ζωή αιώνια» του προηγ. σ. Ο Κύριος αναιρεί τώρα την εσφαλμένη ιδέα των Ιουδαίων, οι οποίοι φρονούσαν, ότι ο Μεσσίας όταν έλθει, θα γινόταν αποκλειστικός τους βασιλιάς και σωτήρας την ίδια ώρα που θα έκρινε και θα τιμωρούσε τον κόσμο των εθνών. Η λέξη κόσμος επαναλαμβάνεται 3 φορές με έμφαση, για να τονιστεί ιδιαίτερα, ότι η θεία ευδοκία περιλαμβάνει την όλη ανθρωπότητα. Η καθολικότητα του ευαγγελίου του Παύλου υπάρχει σπερματικά και στους στίχους 16 και 17 αυτού του κεφαλαίου (g).
(2) Εκφράζει πρώτα αρνητικά το σκοπό της αποστολής του Κυρίου. Το «κρίνει» ή με την έννοια του δικάζει, του επιτελεί τα έργα του κριτή (g), ή με την έννοια του δικάζει ταυτόχρονα και καταδικάζει, οπότε το «για να κρίνει» μπήκε εδώ αντί για το «να χαθεί» του προηγούμενου στίχου, και αυτή είναι η έννοια του «κρίνει» σε ολόκληρο αυτό το χωρίο (ο).
«Δεν έχω έλθει για να καταδικάσω» (Κ). Η λέξη κρίνω και το παράγωγο κρίση, σημαίνουν πρώτα την πράξη του χωρισμού ή του ξεχωρίσματος, και έπειτα την, σαν συνέπεια αυτής, ακόλουθη πράξη της ανακοίνωσης απόφασης για εκείνα, τα οποία χωρίστηκαν. Το ξεχώρισμα μεταξύ εκείνων, οι οποίοι πιστεύουν και εκείνων οι οποίοι δεν πιστεύουν, συνυπονοεί τόσο τη σωτηρία, όσο και την καταδίκη (χ).
Η αλήθεια που τονίζεται εδώ δεν αποκλείει το ότι στο μέλλον ο Κύριος θα έλθει ως Κριτής, όπως άλλωστε και ο ίδιος ο Ιωάννης σαφώς διδάσκει στο ε 27,28.
«Διότι δύο είναι οι παρουσίες του Χριστού, αυτή που ήδη έγινε, και η μελλοντική, αλλά δεν έχουν την ίδια αιτία και οι δύο, αλλά η μεν πρώτη έγινε, όχι για να εξετάσει τα όσα πράξαμε, αλλά για να τα συγχωρήσει, ενώ η δεύτερη θα γίνει όχι για να συγχωρήσει, αλλά για να εξετάσει» (Χ).
Το έργο του Κυρίου ως κριτή στη δεύτερη παρουσία, είναι επακόλουθο του έργου του στην πρώτη παρουσία. Προσφέρει πρώτα τη σωτηρία σε όλους και εξετάζει έπειτα ακριβώς τον τρόπο, με τον οποίο η προσφορά του έγινε αποδεκτή από τους ανθρώπους (ο).
(3) Εκφράζει το σκοπό της αποστολής του Κυρίου και θετικά. Ο Χριστός ήλθε για καταδίκη του κόσμου τόσο λίγο, όσο και ο ήλιος έρχεται να επισκιάσει ορισμένα τμήματα του κόσμου που φωτίζεται από αυτόν. Η καταδίκη όμως έρχεται, όπως ακριβώς και η σκιά από το φως του ηλίου, ως φυσική συνέπεια της σύστασης και των περιστάσεων, κάτω από τις οποίες βρίσκεται ο κόσμος (μ).
Ιω. 3,18 ὁ πιστεύων(1) εἰς αὐτὸν οὐ κρίνεται, ὁ δὲ μὴ πιστεύων(1) ἤδη κέκριται(2), ὅτι(3) μὴ πεπίστευκεν(4) εἰς τὸ ὄνομα(5) τοῦ μονογενοῦς υἱοῦ τοῦ Θεοῦ(6).
Ιω. 3,18 Καθε ένας που πιστεύει εις αυτόν, εις οποιοδήποτε έθνος και αν ανήκη, δεν καταδικάζεται. Οποιος όμως δεν πιστεύει, έχει καταδικασθή από τώρα, ακριβώς διότι δεν επίστεψε στο όνομα του μονογενούς Υιού του Θεού, και με την απιστίαν του απέκλεισεν αυτός μόνος τον εαυτόν του από την σωτηρίαν.
(1) Με τον ενεστώτα της μετοχής δηλώνεται η έμμονη και διαρκής διάθεση της ψυχής προς το Χριστό (κ).
«Αυτός που πιστεύει, όχι αυτός που ερευνά με περιέργεια· αυτός που πιστεύει, όχι αυτός που πολυπραγμονεί. Τι λοιπόν, αν έχει ακάθαρτη ζωή και πράξεις όχι καλές; Αυτού του είδους οι άνθρωποι κατεξοχήν, λέει ο Παύλος ότι δεν είναι γνήσιοι πιστοί· διότι ομολογούν ότι γνωρίζουν το Θεό, με τα έργα όμως τον αρνούνται (Τίτου α 16)» (Χ).
(2) Η έννοια την οποία εκφράζει εδώ ο Ιωάννης είναι, ότι όπως η αιώνια ζωή αρχίζει από την παρούσα ζωή σύμφωνα με το σ. 15 (να έχει ζωή αιώνια), έτσι και η καταδίκη (β).
«Λέει ότι έχει καταδικαστεί ήδη αυτός που δεν πιστεύει, γιατί ήδη ο ίδιος έχει ορίσει την απόφαση του ότι πρέπει να κολάζεται, με το ότι αποφάσισε να απαρνηθεί αυτόν που του χορηγεί τη δυνατότητα να μην καταδικαστεί» (Κ).
«Μη νομίσεις ότι η αναβολή (της τιμωρίας) ωφελεί σε κάτι αυτόν που είναι ήδη υπαίτιος, εάν δεν μεταβάλλεται· διότι αυτός που δεν πιστεύει δεν θα έχει καλύτερη τύχη από αυτούς που ήδη καταδικάστηκαν και κολάζονται» (Χ).
Η οριστική καταδίκη θα απαγγελθεί βεβαίως κατά τη μέλλουσα κρίση (ιβ 48). Αλλά «όπως ακριβώς τον πιστό η πίστη τον απάλλαξε από την κρίση πριν από την κρίση, έτσι και αυτόν εδώ η απιστία τον καταδίκασε πριν την καταδίκη. Διότι και ο φονιάς και καθένας που διέπραξε σφάλμα, ως προς τη φύση μεν του αμαρτήματος έχει αμέσως καταδικαστεί· ως προς την απόφαση όμως του άρχοντα, θα καταδικαστεί ύστερα» (Ζ).
Άλλωστε «και η ίδια η απιστία είναι καταδίκη. Διότι το να είναι κάποιος έξω από το φως, αυτό από μόνο του είναι μέγιστη τιμωρία» (Θφ).
Και «όπως συμβαίνει ως προς τον γιατρό, ήλθε (ο Κύριος) για να θεραπεύσει τον ασθενή. Αλλά εάν αυτός δεν τηρήσει τις διαταγές του γιατρού καταστρέφει τον εαυτό του… Εάν δεν θελήσεις να σωθείς από αυτόν, θα κριθείς από τον ίδιο σου τον εαυτό» (Αυ).
Πόσο μεγάλη είναι η αθλιότητα του άπιστου! Έχει ήδη καταδικαστεί. Είναι τόσο βέβαιη η καταδίκη του, ώστε παρουσιάζεται ως παρούσα, παρόλο που πλήρως θα σημειωθεί στο μέλλον. Αλλά και από τώρα η οργή του Θεού βαραίνει πάνω του, και η καρδιά του κατακρίνει αυτόν.
(3) Ο λόγος και η αιτία της καταδίκης.
(4) Το «μη» προτιμάται αντί για το «ου», διότι το γεγονός της απιστίας δεν εκφέρεται εδώ αντικειμενικά, αλλά υποκειμενικά, ως κρίση του Κριτή που εκφέρει την καταδίκη. Ο παρακείμενος δηλώνει όχι την πράξη, αλλά την κατάσταση που προέρχεται από την πράξη (g).
(5) Δες α 12= «Με την έννοια του: σε αυτόν» (Ζ). Πιστεύει στην αποκάλυψη σχετικά με την ουσία του.
(6) «Και παρουσιάζει φοβερό και μεγάλο το έγκλημα της απιστίας, επειδή ακριβώς είναι ο Υιός και Μονογενής» (Κ). Δες σε πόσο μεγάλη αμαρτία παρασύρονται αυτοί που απιστούν. Γίνεται αυτή βαρύτερη από την αξία του Προσώπου, το οποίο παραθεωρούν. Δεν πιστεύουν στο όνομα του Μονογενούς Υιού του Θεού, ο οποίος είναι απείρως αληθινός και άξιος να πιστεύεται από εμάς, αλλά και άπειρα αγαθός και άξιος να εγκολπωθεί από εμάς. Ο Θεός έστειλε, για να μας σώσει, εκείνον, ο οποίος ήταν ο περισσότερο από καθετί αγαπητότατος σε αυτόν. Και δεν πρέπει λοιπόν αυτός που στάλθηκε να γίνει και σε εμάς αγαπητότατος; Δεν πρέπει να πιστέψουμε στο όνομά του, το οποίο είναι όνομα πάνω από καθετί;
Ιω. 3,19 αὕτη δέ ἐστιν ἡ κρίσις(1), ὅτι τὸ φῶς(2) ἐλήλυθεν εἰς τὸν κόσμον, καὶ ἠγάπησαν οἱ ἄνθρωποι μᾶλλον τὸ σκότος ἢ τὸ φῶς(3)· ἦν γὰρ πονηρὰ(4) αὐτῶν τὰ ἔργα(5).
Ιω. 3,19 Αυτή δε είναι και η αιτία της καταδίκης των απίστων• ότι δηλαδή το φως, ο Υιός του Θεού, ήλθεν στον κόσμον, αλλά οι άνθρωποι ηγάπησαν και έδωσαν μάλλον την καρδιά τους στο σκοτάδι και όχι στο φως. Και τούτο, διότι τα έργα των ήσαν πονηρά.
(1) Η αιτία της κρίσης (b). «Αυτή είναι η καταδίκη αυτών που δεν πιστεύουν· για αυτό καταδικάζονται» (Ζ). «Για αυτό τιμωρούνται» (Χ). «Δείχνει εδώ ότι είναι στερημένοι από κάθε απολογία αυτοί που δεν πίστεψαν» (Θφ).
«Διότι, λέει, αν μεν είχα έλθει για να τους τιμωρήσω και να ζητήσω ευθύνες των πράξεών τους, θα μπορούσαν να πουν ότι για αυτό απομακρυνθήκαμε· τώρα όμως ήλθα να απαλλάξω από το σκοτάδι και να οδηγήσω προς το φως» (Χ).
(2) Μετά την αναφορά της ζωής ακολουθεί η αναφορά του φωτός όπως στο κεφ. α (b). «Το φως της γνώσης και την αλήθειας» (Ζ). Ο Ιησούς Χριστός ως αυτός που αποκαλύπτει το Θεό και τις οδούς του στον άνθρωπο, και ως η φανέρωση του αγαθού και της αγιότητας (ο,g). Μεγαλύτερη δωρεά από αυτήν δεν ήταν δυνατόν να προσφερθεί στους ανθρώπους. Και όμως πολλοί απέρριψαν αυτήν (τ).
(3) «Δεν πρέπει να ακούμε με συγκριτική έννοια το ότι αυτοί αγάπησαν περισσότερο το σκοτάδι παρά το φως· διότι καθόλου δεν το αγάπησαν (το φως), αφού το μίσησαν. Δηλαδή για αυτό το λόγο λέει ότι αγάπησαν το σκοτάδι περισσότερο από το φως, επειδή πράττοντας πονηρά, μισούν το φως. Εάν όμως μισούν αυτό, δεν αγαπούν το σκοτάδι συγκριτικά με το φως» (Ω).
Η αιτία λοιπόν της καταδίκης τους είναι «ότι δεν θέλησαν να αφήσουν το σκοτάδι και να τρέξουν στο φως» (Χ).
«Διότι αυτοί που έπρεπε να φωτίζονται καλά, εφόσον προτίμησαν να βρίσκονται στο σκοτάδι, πώς δεν είναι εύλογα αυτοί οι ίδιοι που όρισαν τα δεινά εναντίον του εαυτού τους;» (Κ).
«Διότι δεν έκαναν μόνο αυτήν την αμαρτία, ότι δηλαδή δεν ζήτησαν οι ίδιοι το φως, αλλά το χειρότερο είναι το εξής, ότι εκείνο ήλθε προς αυτούς, και όμως δεν το αποδέχτηκαν· για αυτό και είναι καταδικασμένοι» (Θφ).
«Διότι αυτός μεν που κάθεται στο σκοτάδι επειδή απουσιάζει το φως, θα μπορούσε να έχει κάποια συγγνώμη· εκείνος όμως που μετά την παρουσία του φωτός εξακολουθεί να κάθεται στο σκοτάδι, φέρνει εναντίον του την απόδειξη ότι είναι διεστραμμένος και ισχυρογνώμων» (Χ).
Η έλευση του Κυρίου ανάγκασε τους ανθρώπους να τάξουν τους εαυτούς τους είτε στη μία είτε στην άλλη μερίδα. Προηγουμένως οι άνθρωποι αμάρταναν από άγνοια. Τώρα όμως προτιμούν το κακό με ελεύθερη εκλογή (μ).
(4) «Αναφέρει και την αιτία, για την οποία οι άνθρωποι ήλθαν προς το σκοτάδι» (Θφ). «Για αυτό απέφυγαν το φως» (Ζ). «Φοβήθηκαν να μετακινηθούν» προς το φως, «επειδή δεν θέλουν να επιδείξουν ορθή ζωή» (Χ).
«Διότι δεν έχουν πονηρά έργα εξαιτίας του ότι υπάρχει το σκοτάδι· αλλά επειδή έχουν πονηρά έργα, αγαπούν το σκοτάδι» (Ω).
Ο παρατατικός «ήταν» σημαίνει τη ζωή του κόσμου στο κακό σαν να υφίσταται από παλιά, πολύ πριν ακόμα εμφανιστεί το φως. Η απόρριψη του Ιησού από αυτούς που απίστησαν σε αυτόν δεν υπήρξε συνέπεια ούτε άγνοιας, ούτε ατυχίας, ούτε λόγω έλλειψης κάποιας ειδικής και μυστικής ικανότητας. Οι άνθρωποι απορρίπτουν τον Ιησού, διότι τα έργα τους είναι πονηρά (χ). Όλη η αντίσταση την οποία το ευαγγέλιο του Ιησού συνάντησε στον κόσμο, προέρχεται από τις φαύλες καρδιές, πάνω στις οποίες κυριαρχεί η πονηρία. Ο Χριστός μισείται, διότι αγαπιέται η αμαρτία.
«Επειδή δηλαδή ο Χριστιανισμός απαιτεί και ορθότητα δογμάτων και υγιή τρόπο ζωής, φοβούνται, λέει, να μετακινηθούν προς εμάς, επειδή δεν θέλουν να επιδείξουν ορθό βίο. Διότι εκείνον μεν που ζει στον Ελληνισμό (=ειδωλολατρεία), δεν θα μπορέσει να τον ελέγξει κανείς. Διότι αυτός που έχει τέτοιους θεούς και έχει γιορτές όμοιες με τους θεούς αισχρές και γελοίες, επιδεικνύει τα έργα αντάξια των δογμάτων» (Χ).
(5) Κάθε ηθική εκδήλωση δηλαδή εσωτερική κλίση και εξωτερικές πράξεις (g).
Ιω. 3,20 πᾶς(1) γὰρ ὁ φαῦλα πράσσων(2) μισεῖ(3) τὸ φῶς καὶ οὐκ ἔρχεται(4) πρὸς τὸ φῶς, ἵνα μὴ ἐλεγχθῇ(5) τὰ ἔργα αὐτοῦ·
Ιω. 3,20 Διότι κάθε ένας που αμετανοήτως πράττει έργα κακά και διεστραμμένα, αντιπαθεί και αποστρέφεται το φως και δεν έρχεται στο φως, δια να μη φανερωθούν τα φαύλα έργα του.
(1) Είτε εθνικός είτε Ιουδαίος (ο). Γενικό αξίωμα, του οποίου την αλήθεια η καθημερινή πείρα μαρτυρεί (δ).
(2) «Δεν είπε αυτός που έπραξε φαύλα… αλλά αυτός που πράττει συνεχώς, δηλαδή εκείνος που θέλει να κυλιέται συνεχώς στο βούρκο της αμαρτίας» (Χ). «Διότι είναι δυνατόν και αυτός που έκανε κάποια στιγμή το κακό να απομακρυνθεί μεν από την κακία και να δει προς το καλό, και αυτός που υποσχέθηκε να ακολουθεί με χαρά την αλήθεια, να στραφεί κάποτε προς το χειρότερο. Για αυτό είπε το «πράττει» και το «κάνει»» (Θμ).
Τόσο εδώ, όσο και στο ε 29 βάζει το ρήμα πράττω για το φαύλα. Ενώ για τα αγαθά ή για την αλήθεια βάζει όχι το πράττω αλλά το ποιω. Το πράσσω σημαίνει απλώς την εργασία και προτιμάται εδώ προκειμένου για έργα μάταια. Το ποιώ υπονοεί έργο ολοκληρωμένο και αποτέλεσμα που παραμένει (g,β).
(3) Εδώ καθορίζει την προτίμηση του προηγ. στίχου εντονότερα και θετικότερα ως μίσος (ο). Η αιτία της απιστίας σύμφωνα με αυτά δεν είναι διανοητική αλλά ηθική (g).
(4) Δηλώνει εσκεμμένη απόφαση (g). Ο σιναϊτικός κώδικας και κάποιοι άλλοι αποσιωπούν το «και ουκ έρχεται προς το φως» προφανώς από σύγχυση κατά την αντιγραφή της άλλης λέξης «φως», που προηγήθηκε.
(5) Για να μη φανερωθεί η πλανεμένη ή κακή φύση του έργου ή της σκέψης (g). «Επειδή αγαπά να μένει σε άγνοια αυτού που πρέπει, για να μη βασανίζεται διαπράττοντας τα πλημμελήματα, δεχόμενος πικρότερους πλέον τους ελέγχους της συνείδησης» (Κ). Το φως της αλήθειας αποκαλύπτει τον απεχθή χαρακτήρα των πράξεων του ανθρώπου και εκθέτει αυτόν στην αποδοκιμασία του θείου νόμου και της συνείδησής του (ο).
Ιω. 3,21 ὁ δὲ ποιῶν τὴν ἀλήθειαν(1) ἔρχεται πρὸς τὸ φῶς(2), ἵνα φανερωθῇ(3) αὐτοῦ τὰ ἔργα, ὅτι(4) ἐν Θεῷ(5) ἐστιν εἰργασμένα.
Ιω. 3,21 Καθένας δε που ζη και πράττει σύμφωνα με την αλήθειαν του Θεού, έρχεται στο φως, πλησιάζει με εμπιστοσύνην στον Κυριον Ιησούν, δια να φανερωθή η ποιότης και η αξία των έργων του, να πληροφορηθή δε και ο ίδιος ότι πράγματι αυτά έχουν γίνει σύμφωνα με το θέλημα του Θεού”.
(1) Ο λόγος είναι γενικός, αναφερόμενος και στους ανθρώπους πριν την εμφάνιση του Χριστού, για τους οποίους μιλά και ο Παύλος στο Ρωμ. β 7 (g, β). «Αυτός που αγαπά και πράττει τα έργα της αλήθειας» (Κ). «Αυτός που πράττει το ευθές, αυτός που ζει σωστά» (Ζ). Ή, αλήθεια λέγεται εδώ το θέλημα του Θεού, διότι όπως ο Θεός είναι αλήθεια, έτσι και ο λόγος του, το θέλημά του το αγαθό είναι αλήθεια (δ).
Ο χαρακτήρας του ενάρετου άνδρα είναι χαρακτήρας ανθρώπου, που πράττει την αλήθεια. Ενεργεί αυτός αληθινά και ειλικρινά σε όλες τις πράξεις του. Παρόλο που μερικές φορές παρεκκλίνει από ανθρώπινη ασθένεια από το αγαθό, όμως πράττει την αλήθεια. Έχει πάντοτε τίμιες προθέσεις, και παρ’ όλες τις αδυναμίες του, ποθεί την ακεραιότητα και πάντοτε τείνει προς αυτήν. Είναι επίσης ο χαρακτήρας του χαρακτήρας ανθρώπου που έρχεται προς το φως. Είναι πάντοτε πρόθυμος να δεχτεί την αλήθεια και να εγκολπωθεί την αποκάλυψή της. Επιθυμεί να μάθει την αλήθεια και με ευγνωμοσύνη ακούει αυτούς που διδάσκουν αυτήν σε αυτόν.
(2) «Το να έρχεται και να μην έρχεται κάποιος προς το φως, δεν πρέπει να το πάρουμε τοπικά αλλά ενεργητικά, ότι δηλαδή έρχεται προς αυτό καθένας που πράττει σύμφωνα με την αρετή» (Ω).
Αλληγορική έκφραση= Πλησιάζει προς τον Ιησού, ακούει υπάκουα και παραδίδεται σε αυτόν με εμπιστοσύνη. Κάθε άνθρωπος που πράττει την αλήθεια άρχισε ήδη να έλκεται προς το Χριστό. Εφόσον πράττει την αλήθεια, αρχίζει αυτός να αισθάνεται τη δύναμη και ωραιότητα του Χριστού. Διότι ο Χριστός είναι η ίδια η αλήθεια και επόμενο είναι αυτός ολοένα και περισσότερο να εξαρτά τον εαυτό του από το Χριστό και να βρίσκει σε καθετί το Χριστό. Ο άνθρωπος αυτός έχει κάποιο βαθμό φωτός και βρίσκεται υπό την επίδραση του φωτός. Το φως ελκύει αυτόν. Και φυσικό είναι ολοένα να βαδίζει προς την πηγή του φωτός και ολοένα να πλησιάζει προς αυτήν. Δεν είναι φως, αλλά έρχεται προς το φως. Κάθε ημέρα βρίσκεται σε μεγαλύτερη εγγύτητα με τον Ιησού, σε σταθερότερη κοινωνία μαζί του. Και ο Ιησούς γίνεται το κέντρο γύρω από τον οποίο κινείται συνεχώς σε ολοένα στενότερο κύκλο, ερχόμενος προς το φως. Και η συγγένεια μεταξύ αυτού και του Χριστού γίνεται ολοένα ισχυρότερη.
(3) Όχι από ματαιοδοξία και αγάπη για επίδειξη, αλλά από «τη δίψα να φωτίζεται» (Κ). Η φανέρωση αυτή της αγαθής ποιότητας των έργων γίνεται όχι ενώπιον του κόσμου, αλλά στη συνείδηση του εργάτη τους (δ)
(4) Μάλλον ειδικός σύνδεσμος=να φανερωθούν, ότι… «Δεν αποφεύγει δηλαδή το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, καθοδηγούμενος μάλιστα από αυτό χωρίς να συναρπάζεται στο να μπορεί να κατανοεί, εάν δεν παραβίασε την εντολή του Θεού» (Κ).
(5) «Εάν όλα έχουν διαπραχθεί σύμφωνα με το νόμο του Θεού» (Κ). «Ότι είναι αρεστά στο Θεό» (Ζ). Λέει εν Θεώ και όχι εν Χριστώ, διότι εδώ πρόκειται για τα έργα κάθε ευθύ ανθρώπου πριν ακόμα βρει το Χριστό (g).
(Π.Ν. Τρεμπέλα, Υπόμνημα ερμηνευτικο στο κατά Ιωάννην, Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους)
(Υπόμνημα στο κατά Ιωάννην, Π.Ν.Τρεμπέλα σελ. 104-122 εκδόσεις «ο Σωτήρ» μεταφρασμένο & μεταγλωττισμένο στη δημοτική γλώσσα!Τα αποσπάσματα μεταφράστηκαν και μεταγλωττίστηκαν στη δημοτική γλώσσα από τον π. Νικόλαο Πουλάδα. )
ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
(Πατέρες της Εκκλησίας & Εκκλησιαστικοί συγγραφείς)
Α = Αθανάσιος ο Μέγας, Θφ = Θεοφύλακτος
Αμ = Αμμώνιος, Ι = Ισιδωρος πρεσβύτερος
Αυ = Αυγουστίνος, Κ = Κύριλλος Αλεξανδρείας
Β = Βασίλειος ο Μέγας, Κλ = Κλήμης Αλεξανδρεύς
Γ = Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Σβ = Σευήρος Αντιοχείας
Γν = Γρηγοριος Νύσσης, Σχ. = Σχολιαστής ανώνυμος
Ε = Ευσέβιος Καισαρειας, Χ = Χρυσόστομος Ιωάννης
Ζ = Ζιγαβηνός, Ω = Ωριγένης
Θη = Θεόδωρος Ηρακλείας
Θμ = Θεόδωρος Μοψουεστίας
(Σύγχρονοι θεολόγοι ερμηνευτές)
b = Bengel κ = Κομνηνός Π.,
β = Bernard. J.H, Edinburg 1928 χ = Hoskyns Edwyn Gl. London 1947
C = Cremer μ. = Macgregor G.H. London 1928
DB = Dict. Of the Bible,Hastings τ = Temple William, London 1945
F = Fillion L. Cl. Paris 1928 σ. = στίχος
G = Crimm
g = Godet F. 1885
o = Owen John, New York 1861
δ = Δαμαλάς Ν, Αθήναι 1940
Μια πρωτότυπη βιβλιοθήκη.
Ο μαρκήσιος Μιραμπώ είχε μια πλούσια βιβλιοθήκη, που περιελάμβανε δύο αίθουσες.
Στη μία αίθουσα υπήρχαν τα βιβλία όλων των μεγάλων φιλοσόφων και λογοτεχνών και στην πόρτα της ήταν τοποθετημένη μια επιγραφή με την λατινική λέξη
«admiro», που σημαίνει «θαυμάζω».
Στην άλλη αίθουσα υπήρχαν όλο θρησκευτικά βιβλία — φυσικά εξαιρετικού περιεχομένου — και στην πόρτα της μια επιγραφή με τη λατινική λέξη
«amo», που σημαίνει «Αγαπώ».
(Ψιχία από της τραπέζης, Συλλογή Κ. Κούρκουλα, Αθήνα 1973 Νο966)
Ο πίνακας και το σπίτι.
Ένας πλούσιος παράγγειλε στο Λεονάρντο ντα Βίντσι κάποιον πίνακα.
Αφού του έδωσε την παραγγελία, τον κάλεσε κατόπιν στο σπίτι του για να του δείξη το δωμάτιο όπου θα κρεμούσε το κάδρο.
— Βλέποντας το περιβάλλον εκεί μέσα, του είπε, θα κανονίσετε τί χρώματα θα βάλετε στον πίνακα, ώστε να είναι ταιριαστός σ' αυτό.
Κι ο Λεονάρτο ντα Βίντσι του αποκρίθηκε:
— Κατάλαβα... Αλλά μάλλον κάτι άλλο πρέπει να γίνη. Άφησέ με να φτιάξω τον πίνακα και κατόπιν χτίσε γύρω του εσύ ένα σπίτι που να του ταιριάζη.
Πόσοι και πόσοι, αλλοίμονο, δεν έχουν το χριστιανισμό σαν στόλισμα προσαρμοσμένο στη ζωή τους, ενώ θάπρεπε να προσαρμόσουν τη ζωή τους σ’ αυτόν!
(Ψιχία από της τραπέζης, Συλλογή Κ. Κούρκουλα, Αθήνα 1973, Νο184)
Το άγαλμα τον Λυσίππου.
Στην πύλη μιας αρχαίας Ελληνικής πόλεως υπήρχε άγαλμα που παρίστανε την ευκαιρία.
Το άγαλμα είχε την εξής επιγραφή, που είναι αλληγορικός διάλογος αγάλματος και διαβάτου:
— Πώς ονομάζεσαι, ω άγαλμα;
— Ευκαιρία.
— Ποιός σε κατεσκεύασε;
— Ο Λύσιππος.
— Γιατί έχεις πτερά και στέκεσαι σηκωμένη στα δάκτυλα των ποδιών σου;
— Για να δείξω ότι δεν μένω παρά λίγες στιγμές...
— Γιατί τα μαλλιά σου είναι μπροστά μακριά;
— Για να μπορούν οι άνθρωποι να με πιάνουν όταν περνώ δίπλα των.
— Γιατί πίσω έχεις φαλάκρα;
— Διότι αφού περάσω μια φορά, δεν συλλαμβάνομαι πλέον! Ευκαιρίες, που δεν επανέρχονται, είναι και οι Θεόσδοτοι πόθοι των καλών αποφάσεων.
Εάν, φίλε αναγνώστα, έχης τον πόθο μιας καλής αποφάσεως, μην αναβάλης να την εκτελέσης τώρα. Η αναβολή σημαίνει ματαίωση της ευκαιρίας, και η ευκαιρία δεν επανέρχεται ποτέ...
(Ψιχία από της τραπέζης, Συλλογή Κ. Κούρκουλα, Αθήνα 1973, Νο176)
Έτσι μας χαρίζει την υγείαν.
Ο εφευρέτης της πανικιλλίνης δόκτωρ Φλέμμιγκ είχε κληθή κάποτε να επισκεφθή μια πλούσια κυρία.
Αυτή καθόταν πάντα ακίνητη στην πολυθρόνα της, νομίζοντας ότι ήταν παράλυτη.
Ο Φλέμμιγκ, διέταξε να του φέρουν λάδι και μόλις του τόφεραν τόχυσε πάνω σ’ ένα πολύτιμο περσικό χαλί, που βρισκόταν μπροστά στην παράλυτη γυναίκα.
— Ω τι κάνατε; γιατρέ! φώναξε εκείνη τρομαγμένη.
Moυ καταστρέψατε το χαλί μου, που κοστίζει ολόκληρη περιουσία!
Αλλά, λέγοντας αυτά, είχε σηκωθή στα πόδια της θεραπευμένη από την αυθυποβολή της.
Το ίδιο κάνει και σ’ εμάς ο Θεός.
Μας παίρνει τα υλικά, μας καταστρέφει το πολύτιμο χαλί, για να μας δώση την ανεκτίμητη υγεία της ψυχής μας.
(Ψιχία από της τραπέζης, Συλλογή Κ. Κούρκουλα, Αθήνα 1973, Νο696)
(Π.Ν. Τρεμπέλα, Υπόμνημα ερμηνευτικο στο κατά Ιωάννην, Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους).
Ιωάννου 2,13 καὶ ἐγγὺς ἦν τὸ πάσχα τῶν Ἰουδαίων(1), καὶ ἀνέβη(2) εἰς Ἱεροσόλυμα(3) ὁ Ἰησοῦς.
Ιω. 2,13 Επλησίαζε δε το Πασχα των Ιουδαίων και ανέβηκε ο Ιησούς εις τα Ιεροσόλυμα.(μετάφραση Ι. Κολιτσάρα)
(1) Δεν υπονοεί, ότι είχε ήδη καθιερωθεί και το πάσχα των Χριστιανών, από το οποίο διαχωρίζει ο ευαγγελιστής το πάσχα των Ιουδαίων, αλλά μόνο, ότι ο Ιωάννης κυκλοφόρησε το ευαγγέλιό του προς Έλληνες (β), και επιπλέον υποδηλώνεται, ότι ο ευαγγελιστής συνενώνοντας τον εαυτό του με τους εθνικούς αναγνώστες του στο όνομα της χριστιανικής κοινωνίας (g), αποξενώθηκε θρησκευτικά από τους Ιουδαίους λόγω της απιστίας τους (δ).
Υπάρχει όμως και κάποια αντίθεση ανάμεσα στην ιουδαϊκή θυσία κατά το πάσχα και στη θυσία του αμνού του Θεού, με την οποία ο τύπος του ιουδαϊκού Πάσχα εκπληρώθηκε. Το δικό μας Πάσχα για χάρη μας θυσιάστηκε ο Χριστός (χ).
«Με το να πει λοιπόν ο ευαγγελιστής, ότι «ήταν κοντά το Πάσχα», δείχνει, ότι βαπτίστηκε όχι πολλές ημέρες πριν το Πάσχα» (Θφ).
(2) Το ταξίδι στα Ιεροσόλυμα ήταν ανάβαση, διότι η Καπερναούμ βρισκόταν σε πολύ χαμηλότερο επίπεδο.
(3) Το δ΄ ευαγγέλιο αναφέρει περισσότερες αναβάσεις του Ιησού στα Ιεροσόλυμα που σημειώθηκαν κατά τη δημόσια δράση του (β 13, ε 1, ιβ 12), ενώ οι συνοπτικοί αναφέρουν μία μόνο ανάβαση, αυτήν κατά το τελευταίο Πάσχα, στην οποία ακολούθησε το πάθος.
Ιω. 2,14 καὶ εὗρεν ἐν τῷ ἱερῷ(1) τοὺς πωλοῦντας βόας καὶ πρόβατα καὶ περιστεράς(2), καὶ τοὺς κερματιστὰς(3) καθημένους.
Ιω. 2,14 Και ευρήκε στο ιερόν, δηλαδή μέσα εις τας αυλάς του ναού, αυτούς που επωλούσαν βώδια και πρόβατα και περιστέρια, όπως επίσης και τους αργυραμοιβούς, που εκάθηντο κοντά εις τα τραπέζια των.
(1) Πρέπει να κάνουμε διάκριση ανάμεσα στο ιερό και το ναό. Ιερό εδώ, όπως συμπεραίνουμε από τα συμφραζόμενα, ήταν η αυλή των εθνών, δηλαδή ο εξωτερικός περίβολος, ο οποίος κύκλωνε όχι μόνο τον κυρίως ναό, αλλά και τις εσωτερικές αυλές των ανδρών και των γυναικών, και στον οποίο επιτρεπόταν να μπαίνουν και οι προσήλυτοι από τα έθνη. Στον περίβολο αυτό με τη σιωπηρή συμφωνία των αρχών του ναού είχε εγκατασταθεί αγορά των ζώων που προορίζονταν για θυσία και υπήρχαν σημεία ανταλλαγής νομισμάτων (β). Γενικότερα ο όρος ιερό στην Κ.Δ. χρησιμοποιείται για να δηλώσει είτε όλο το ναό (Ματθ. ιβ 6,κδ 1,Μάρκ. ιγ 3,Λουκ. κα 5,κβ 52,Πράξ. δ 1 κλπ) είτε κάποια από τα μέρη του, δηλαδή για «τις αυλές», όπου αναφέρεται ότι ο Ιησούς ή οι απόστολοι ανέβηκαν και μπήκαν και δίδαξαν ή συζήτησαν με τους διαφωνούντες ή έπραξαν άλλα. Έτσι και στο Ιω. ε 14,ζ 14,28,η 20,ιη 20· γίνεται λόγος για «τις αυλές και τα άγια» (Ματθ. ιβ 5), «για την αυλή των εθνών» (Ιω. β 14), «για την αυλή των γυναικών» (Λουκ. β 37) για κάποια στοά ή θάλαμο (Λουκ. β 46,Ιω. ι 23)(G).
(2) Τους Ιουδαίους της διασποράς που από την αλλοδαπή έφταναν στα Ιεροσόλυμα, όπως και τους εγκατεστημένους στα Ιεροσόλυμα, διευκόλυνε πολύ να αγοράζουν επί τόπου τα σύμφωνα με το Λευϊτικό (ε 7, ιε 14,29,ιζ 3 κλπ) μοσχάρια και πρόβατα και περιστέρια για θυσία ή που προσφέρονταν ως προσφορά καθαρισμού (β). Κατά τη γιορτή του Πάσχα υπήρχε μέγιστος αριθμός προβάτων ιδίως. Σύμφωνα με τον Ιώσηπο (Ιουδ. Πολ. 7,27) για ένα Πάσχα χρησιμοποιήθηκαν 256.500 αρνιά (δ).
(3) Δηλαδή τους «ανταλλάκτες νομισμάτων» (Κ).
«Κερματιστές ήταν αυτοί που αντάλλασσαν τα νομίσματα» (Ζ), οι γνωστοί σαράφηδες. Η ανταλλαγή κερμάτων παρουσιαζόταν αναγκαία, διότι από τη μία μεν αυτοί που έρχονταν «για επίσκεψη» του ναού όφειλαν να πληρώνουν τον φόρο σύμφωνα με το Εξόδ. λ 13, μισό δίδραχμο, από την άλλη επίσης δεν θεωρούνταν επιτρεπόμενο η πληρωμή αυτή να γίνεται στο θησαυροφυλάκιο του ναού σε ξένο νόμισμα. Οπότε οι ερχόμενοι από τη διασπορά, οι οποίοι είχαν μαζί τους κυρίως Ρωμαϊκά νομίσματα, έπρεπε να βρουν με ανταλλαγή νόμισμα ιουδαϊκό (β).
Ιω. 2,15 καὶ ποιήσας φραγέλλιον(1) ἐκ σχοινίων(2) πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ(3), τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας(4), καὶ τῶν κολλυβιστῶν(5) ἐξέχεε τὸ κέρμα(6) καὶ τὰς τραπέζας ἀνέστρεψε(7),
Ιω. 2,15 Και αφού έκαμε φραγγέλλιον από σχοινιά, έβγαλε έξω από την αυλήν όλους και τα πρόβατα και τα βόδια, των δε αργυραμοιβών εσκόρπισε κάτω τα νομίσματα και αναποδογύρισε τα τραπέζια των.
(1) «Το φραγγέλιο είναι ένα είδος μαστιγίου· ήταν επίσης πλεχτό» (Ζ). Το μαστίγιο αυτό το πήρε ο Ιησούς μάλλον ως έμβλημα και σημάδι εξουσίας και κρίσης παρά ως όργανο τιμωρητικό. Δεν αναφέρεται ότι έδωσε έστω και ένα απλό χτύπημα εναντίον των ανθρώπων. Έφερε σε πέρας τον σκοπό του με το φόβο, τον οποίο ενέπνευσε (b).
«Διότι τους έλεγχε η συνείδησή τους» (Ζ). Η συνείδηση αυτών που βεβήλωναν το ιερό, ότι ήταν ένοχοι, έκανε αυτούς δειλούς μπροστά στη μεγαλοπρεπή εμφάνιση του Κυρίου, στην όψη του οποίου έλαμπαν κάποιες ακτίνες του θείου μεγαλείου του.
(2) Πιθανώς από τα τεμάχια, τα οποία ρίχνονταν επί τόπου από εκείνα, τα οποία χρησιμοποιούνταν, για να δένονται τα βόδια και τα πρόβατα (β).
(3) «Κάνει πράξη γεμάτη από πολλή αυθεντία· διότι έβγαλε έξω τους εμπόρους εκείνους, τους τραπεζίτες, αυτούς που πουλούσαν τα περιστέρια και τα βόδια και τα πρόβατα και οι οποίοι για αυτό το λόγο έμεναν εκεί» (Χ).
«Πρέπει όμως να γνωρίζουμε, ότι φτιάχνοντας το μαστίγιο δεν χτύπησε τους ανθρώπους, αλλά αυτούς μεν τους φόβισε και τους έδιωξε, ενώ τα πρόβατα και τα βόδια τα χτύπησε και τα έβγαλε έξω» (Ζ).
Φοβερή σκηνή. Ο Κύριος κυριαρχεί πάνω στο πλήθος εκείνο με τη δίκαιη ενέργειά του και με την ενέργεια της δικαιοσύνης του (τ).
(4) Δεν αποτελεί επεξήγηση του «όλους τους έβγαλε», αλλά εννοεί, ότι μαζί με όλους, το οποίο αναφέρεται στους πωλητές, έβγαλε μαζί και τα πρόβατα και τα βόδια, δηλώνοντας έτσι τη βιασύνη και τον πάταγο, με τα οποία άνθρωποι και κτήνη εκκένωσαν τον ιερό χώρο (g).
«Φαινόταν λοιπόν ο Χριστός διώχνοντας τους εμπόρους που ήταν στο ιερό… ότι καταργεί όχι μόνο το εμπόριο, αλλά και το έθιμο των θυσιών, επειδή ακριβώς λόγω εκείνων πούλαγαν οι πωλητές και τα βόδια και τα περιστέρια» (Θμ).
(5) Από το «κόλλυβος= ο οβολός» (Ζ). Έχει την ίδια σημασία με το κερματιστής που προηγήθηκε. «Κολλυβιστές είναι αυτοί που πωλούν τα λεπτά νομίσματα… Διότι κόλλυβος λέγεται το λεπτό νόμισμα στους Έλληνες» (Θφ).
(6) Ο ενικός με έννοια αθροιστική. Αυθεντική γραφή: κέρματα.
(7) Υπάρχει και η λιγότερο αυθεντ. Γραφή: ανέστρεψε. Ο σιναϊτικός γράφει: κατέστρεψε. Ανατρέπω το τραπέζι είναι κλασσική φράση για το τραπέζι του ανταλλάκτη νομισμάτων. Δες Δημοσθ. 403,7 (β). Η έλευση του Κυρίου αποσκοπεί σε καθαρισμό. Αυτό ισχύει πάντοτε, εξίσου και ως προς τους ρύπους των καρδιών μας. Τόπος, τον οποίο καλούμαστε με ευλάβεια πολλή να ετοιμάσουμε, για να κατοικήσει σε αυτόν ο Θεός, είναι οι καρδιές μας. Και είναι αυτές γεμάτες με κοσμικές φιλοδοξίες, με αγωνιώδεις φροντίδες και μέριμνες (τ).
Ιω. 2,16 καὶ τοῖς τὰς περιστερὰς πωλοῦσιν εἶπεν(1)· ἄρατε ταῦτα ἐντεῦθεν· μὴ ποιεῖτε τὸν οἶκον τοῦ πατρός(2) μου(3) οἶκον ἐμπορίου(4).
Ιω. 2,16 Εις εκείνους δε που επωλούσαν τα περιστέρια είπε• “πάρετέ τα από εδώ και μη κάμνετε τον οίκον του Πατρός μου, οίκον εμπορίου”.
(1) Δεν βγάζει αυτούς έξω, διότι αυτό δεν ήταν δυνατόν, εφόσον τα περιστέρια ήταν κλεισμένα σε κλουβιά. Αλλά ούτε και ανατρέπει τα κλουβιά, όπως ανέτρεψε τα τραπέζια των κολλυβιστών. Απλώς διατάζει τους πωλητές να σηκώσουν τα κλουβιά από εκεί. Αυτό αποδεικνύει με σαφήνεια, ότι ο Ιησούς κυριαρχούσε στον εαυτό του και δεν βρισκόταν σε κατάσταση εκτός εαυτού. Εμμέσως αποδεικνύει, ότι το φραγγέλιο δεν χρησιμοποιήθηκε από αυτόν για τους ανθρώπους. Διότι, εάν είχε χρησιμοποιήσει αυτό σε αυτούς που πωλούσαν τα βόδια και τα πρόβατα, γιατί τώρα θα λυπόταν αυτούς που πωλούσαν τα περιστέρια; (g).
Τα περιστέρια, αν και καταλάμβαναν λιγότερο χώρο και προξενούσαν μικρότερη ενόχληση από όσο τα βόδια και τα πρόβατα, δεν επιτράπηκε από τον Κύριο να παραμείνουν εκεί. Τα σπουργίτια και τα τρυγόνια γίνονται δεκτά στο ναό του Κυρίου (Ψαλμ. πγ 4), διότι αυτά εξαρτιούνται άμεσα από την πρόνοια του Θεού. Τα περιστέρια όμως διώχνονται, διότι εισήχθηκαν εκεί για κερδοσκοπία από τους ανθρώπους. Αλλά δες και τη σύνεση του Χριστού στο ζήλο του. Όταν έβγαλε από το ιερό τα πρόβατα και τα βόδια, οι κάτοχοί τους θα ακολούθησαν αυτά. Όταν ανέτρεψε τα τραπέζια των κολλυβιστών, αυτοί θα μπορούσαν να περισυλλέξουν πάλι το χρήμα που διασκορπίστηκε. Αλλά εάν κατέστρεφε τα κλουβιά των περιστεριών, ίσως αυτά θα έφευγαν χωρίς να γυρίσουν και θα έχαναν αυτά οι κάτοχοί τους. Για αυτό είπε σε αυτούς Σηκώστε τα από εδώ. Η διάκριση πρέπει πάντοτε να κυριαρχεί στο ζήλο μας, ώστε να μην ενεργούμε κάτι απρεπές για τους εαυτούς μας και επιβλαβές στους άλλους.
(2) Η φράση «σηκώστε αυτά από εδώ» απευθύνθηκε σε αυτούς που πωλούσαν τα περιστέρια. Το «μην κάνετε τον οίκο…» όμως απευθύνεται σε όλους τους εμπόρους, και προς τους πωλητές δηλαδή των βοδιών και των προβάτων και προς τους κολλυβιστές. Με την τελευταία αυτή φράση ο Ιησούς δικαιολογεί την πράξη του αυτή, με την οποία διώχτηκαν αυτοί από το ιερό.
«Δεν είπε τον οίκο τον άγιο, αλλά τον οίκο του Πατέρα μου» (Χ).
Βρίσκεται στον οίκο του Πατέρα του «και εξουσιάζει ως Υιός όλα όσα είναι του Πατέρα» (Θφ) και υπερασπίζεται την τιμή του πατρικού οίκου (g).
(3) «Πρέπει να σημειώσουμε ότι πάλι ονομάζει το Θεό δικό του μόνο Πατέρα» (Κ). Δεν λέει του Πατέρα μας αλλά του Πατέρα μου, δείχνοντας ειδική σχέση υιότητας μεταξύ αυτού και του Θεού, την οποία κανείς άλλος δεν θα μπορούσε υπέρ του εαυτού του να διεκδικήσει (β). Ο Ιησούς ενεργεί ήδη ως Μεσσίας, με πλήρη συνείδηση του ότι έφτασε ήδη η στιγμή να ασκήσει τα νέα του καθήκοντα και δικαιώματα. Προηγουμένως ερχόμενος στο ναό ως απλός Ιουδαίος, ζώντας ακόμα την ιδιωτική του ζωή, δεν θεωρούσε επιβεβλημένο σε αυτόν να κρίνει τη συμπεριφορά των αρχόντων και να αντικαταστήσει αυτούς. Τώρα όμως εάν σιγούσε και δεν ενεργούσε, θα ισοδυναμούσε με το να αρνηθεί ευθύς εξ’ αρχής το αξίωμά του και τη θέση του ως Μεσσία (g).
«Και άλλος μεν ευαγγελιστής λέει, ότι αφού τους έβγαλε έλεγε· μην κάνετε τον οίκο του Πατέρα μου σπήλαιο ληστών (Ματθ. κα 13), ενώ αυτός λέει, οίκο εμπορίου, χωρίς να λένε αντίθετα μεταξύ τους, αλλά δείχνοντας ότι για δεύτερη φορά έκανε αυτό και ότι δεν έγιναν και τα δύο περιστατικά κατά τον ίδιο καιρό, αλλά κάνει αυτό τώρα μεν στις αρχές και έπειτα όταν ήλθε προς το πάθος του» (Χ).
Η περίπτωση που αναφέρεται από τους συνοπτικούς (Ματθ. κα, Λουκ. ιθ, Μάρκ. ια) είναι διαφορετική από την παρούσα, όπως φαίνεται όχι μόνο από τον διαφορετικό χρόνο, στον οποίο τοποθετείται η κάθε μία από τις δύο, αλλά και από τα διαφορετικά λόγια, τα οποία στην καθεμία λέχθηκαν από τον Ιησού και από κάποιες άλλες λεπτομέρειες.
Ποιοι άλλοι μεταβάλλουν τον οίκο του Θεού σε οίκο εμπορίου; Εκείνοι, των οποίων οι διάνοιες είναι γεμάτες από μέριμνες για τα βιοτικά τους έργα και σε αυτές ακόμα τις στιγμές της επιτέλεσης της θρησκευτικής λατρείας. Ομοίως και εκείνοι, οι οποίοι τελούν τις θρησκευτικές τελετές αποβλέποντας σε χρηματικά οφέλη και σε αγοραπωλησία της αόρατης χάρης. Μη λησμονούμε, ότι μπροστά στα μάτια του Θεού η εσωτερική ζωή της σκέψης και των διαλογισμών είναι το ίδιο πραγματική με την εξωτερική ζωή της ενέργειας και των πράξεων. Οι σκέψεις στο ναό του Θεού λοιπόν είναι το ίδιο πραγματικοί μπροστά στον ουράνιο Πατέρα μας όπως και οποιαδήποτε εξωτερική μας πράξη. Εάν λοιπόν μέσα στον ιερό ναό απασχολείται ο νους μας και η καρδιά μας με κοσμικές φροντίδες και επιχειρήσεις, προκαλούμε την αποδοκιμασία του Θεού, το οποίου το μάτι που βλέπει τα πάντα βλέπει εμάς σαν βέβηλους, που μεταβάλλουμε τον οίκο του σε οίκο εμπορίου.
Ιω. 2,17 ἐμνήσθησαν δὲ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ(1) ὅτι γεγραμμένον ἐστίν(2), ὁ ζῆλος τοῦ οἴκου σου(3) καταφάγεταί με(4).
Ιω. 2,17 Εθυμήθηκαν δε τότε οι μαθηταί του αυτό, που είχε γραφή στους ψαλμούς• “ο ζήλος, πάτερ μου, δια την δόξαν του οίκου σου, ως άλλη φωτιά θα με καταφάγη”.
(1) Εξεπλάγησαν στην αρχή βλέποντας εκείνον, ο οποίος τους συστήθηκε από τον Ιωάννη ως ο αμνός του Θεού, να εκδηλώνει τέτοια αγανάκτηση. Αλλά θυμήθηκαν το γραμμένο, το οποίο δίδαξε αυτούς να συμβιβάσουν την ενέργεια αυτή του Κυρίου τόσο με την πραότητα του αμνού, όσο και με την μεγαλειότητα του βασιλιά του Ισραήλ.
(2) Στον ψαλμό ξη 9. Ο ψαλμός αυτός τυχαίνει να παρατίθεται συχνότατα στην Κ.Δ. (δες και Ρωμ. ια 9,10,ιε 3,Ιω. ιε 25,ιθ 28,Πράξ. α 20). Από αυτό συμπεραίνουμε, ότι ήδη στις ημέρες του Χριστού θεωρούνταν ως Μεσσιακός ψαλμός και για αυτό οι μαθητές, πριν ακόμα μαθητεύσουν στον Ιησού, θυμήθηκαν το χωρίο αυτό, του οποίου την πραγματοποίηση διέκριναν στην προκειμένη περίπτωση (β).
Ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία, ο ψαλμός αυτός, όπως φαίνεται από το σ. 5, δεν είναι στην κυριολεξία μεσσιακός, αλλά αναφέρεται σε κάθε δίκαιο άνθρωπο στην θεοκρατία, ο οποίος πάσχει για το Θεό. Πάντως όμως, επειδή ο Μεσσίας υπήρξε ο κατεξοχήν δίκαιος, στο πρόσωπό του ο ψαλμός αυτός βρήκε την ιδανικότερη επαλήθευση και πραγματοποίηση (g).
(3) Ο ζήλος, τον οποίο έχω για τη δόξα του οίκου σου και η από αυτόν προερχόμενη αγανάκτηση, όταν βλέπω αυτόν τον οίκο να βεβηλώνεται (ο). «Ζήλο λοιπόν λέει τώρα τη δίκαιη αγανάκτηση» (Ζ).
(4) Μέλλοντας αντί για τον αόριστο «κατέφαγέ με», ο οποίος υπάρχει στους Ο΄ και ο οποίος είναι σύμφωνος με το εβραϊκό κείμενο. Υπάρχει και η γραφή Κατέφαγέ με. Οι μαθητές μεταφέρονται στο χρόνο κατά τον οποίο λέχθηκαν από τον ψαλμωδό τα λόγια αυτά, και με το χρόνο μέλλοντα εκφράζουν την πραγματοποίησή τους στο απώτερο μέλλον, της οποίας ήδη είναι αυτόπτες μάρτυρες (g).
Ή, ο μέλλοντας αναφέρεται στο πάθος: Οι εχθροί του μετά από αυτά φόνευσαν τον Ιησού εξαιτίας του ζήλου του για τον οίκο του Πατέρα του (b). Με άλλα λόγια το θα με καταφάγει=θα με καταστρέψει, θα με εξοντώσει, θα με εξαφανίσει. Αλλά οι μαθητές τη στιγμή αυτή δεν μπορούν να έχουν υπ’ όψη το θάνατο του Ιησού, τον οποίο δεν υποπτεύονταν καν.
Πιο σωστή η ερμηνεία «το θα με καταφάει το λέει με την έννοια του: θα με κυριεύσει πάρα πολύ, θα με κατακάψει» (Ζ). Θα κυριεύσει σαν άλλη φωτιά ολόκληρο το εσωτερικό μου και θα με κάνει ζωντανό ολοκαύτωμα. Ο ζήλος είναι ένα από τα στοιχειώδη χαρακτηριστικά του πραγματικά θρησκευόμενου ανθρώπου. Για να είναι κάποιος αρεστός στο Θεό πρέπει να υπακούει σε αυτόν πρόθυμα, δραστήρια, με ανιδιοτελή αφοσίωση και αυταπάρνηση αδιαφορώντας για τις συνέπειες, τις οποίες ενδέχεται να αντιμετωπίσει εκ μέρους ανθρώπων που δεν σέβονται το Θεό. Με άλλα λόγια πρέπει να είναι ζηλωτής. Αλλά ο ζήλος είναι ατελής αρετή και καταντά «όχι με επίγνωση ζήλος», όταν δεν διαπνέεται και δεν ρυθμίζεται από το πνεύμα της αγάπης από τη μία και από την πίστη με επίγνωση από την άλλη. Η φωτισμένη πίστη κατευθύνει τις ενέργειές μας σε πραγματικά θεάρεστους σκοπούς, για πραγματοποίηση των οποίων μας καθοδηγεί να χρησιμοποιούμε μέσα εξ’ ολοκλήρου άψογα, δίκαια και ορθά. Αλλιώς ο ζήλος μας γίνεται εγωιστικός και τείνει να υπηρετήσει το Θεό όχι όπως αυτός θέλει, αλλά όπως θέλουμε εμείς επιβάλλοντας το δικό μας θέλημα. Υπομονή, ανεξικακία, και απάρνηση των θελημάτων μας, για να κυριαρχεί πάντοτε σε εμάς το θέλημα του Θεού είναι τα απαραίτητα στοιχεία και γνωρίσματα του με επίγνωση ζήλου.
Ιω. 2,18 ἀπεκρίθησαν(1) οὖν(2) οἱ Ἰουδαῖοι(3) καὶ εἶπον αὐτῷ· τί σημεῖον(4) δεικνύεις ἡμῖν ὅτι ταῦτα ποιεῖς(5);
Ιω. 2,18 Του ωμίλησαν τότε οι Ιουδαίοι και του είπαν• “ποίον σημείον συ μας δείχνεις και ποίαν απόδειξιν μας παρουσιάζεις, ότι έχεις την εξουσίαν να κάμνης αυτά;”
(1) Το αποκρίνομαι εδώ=παίρνω το λόγο. Δες Ησ. δ 10,Ζαχ. α 10 κλπ. Γίνεται δηλαδή αυτό εξαιτίας κάποιας αφορμής στην οποία ο λόγος είναι απάντηση (δ).
(2) Το οὖν συνδέει με το στίχο 16, αφού ο στίχος 17 θεωρείται ως παρένθεση (g).
(3) Εννοεί τις αρχές των Ιουδαίων στο ναό με κάποιον υπαινιγμό για την εχθρότητα εναντίον του Ιησού, την οποία υπονοεί η λέξη στο δ΄ ευαγγέλιο (g).
(4) «Ω, τι έσχατη τρέλα! Χρειαζόταν σημάδι ώστε να σταματήσουν τα κακώς γινόμενα και να απαλλάξει τον οίκο του Θεού από τέτοια ντροπή;… Διότι ενώ έπρεπε να επιδοκιμάσουν την προθυμία και το ζήλο του… αυτοί όμως κατηγορούν, λέγοντας ότι επιτρέπεται να εμπορεύονται και ότι δεν είναι στην εξουσία του να απαγορεύει σε αυτούς το εμπόριο, αν δεν τους δείξει κάποιο σημάδι» (Χ).
(5) Ή, «επειδή κάνεις αυτά, επειδή δηλαδή δείχνεις αυθεντία, τι σημάδι δείχνεις σε εμάς για αυτήν την αυθεντία;» (Ζ).
Ή, τι σημάδι δείχνεις σε εμάς αναφορικά με το ότι κάνεις αυτά, δηλαδή τι θαύμα μπορείς να επιτελέσεις για απόδειξη, ότι δικαιούσαι να πράττεις αυτά (κ).
«Δεν μπορούν μεν να τον ελέγξουν, ότι δεν είναι άριστα αυτά που λέει, προστάζοντας να μην μεταβάλλουν το ναό του Θεού σε οίκο εμπορίου, αλλά μεταθέτουν πάλι τη συζήτηση στην απομάκρυνση των εμπόρων» (Κ).
Ιω. 2,19 ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτοῖς· λύσατε τὸν ναὸν τοῦτον, καὶ ἐν τρισὶν ἡμέραις ἐγερῶ αὐτόν(1).
Ιω. 2,19 Απήντησεν ο Ιησούς και τους είπε• “κρημνίσατε τον ναόν τούτον και εγώ εις τρεις ημέρας θα τον ανοικοδομήσω”.
(1) Ο στίχος αυτός προκάλεσε δυσκολίες στους ερμηνευτές. Η ερμηνεία του σύμφωνα με τους πατέρες:
«Ναό λέει το σώμα του· διότι αυτό είναι ναός και οίκος, όχι μόνο της ψυχής αλλά και της θεότητας. Είπε όμως «γκρεμίστε», όχι προτρέποντας αυτούς στο να τον φονεύσουν, αλλά αυτό ακριβώς που ήξερε ότι θα πράξουν, το είπε με ευπρεπή τρόπο με τέτοιο σχήμα λόγου. Λύστε λοιπόν, δηλαδή ρίξτε στη γη, χωρίστε από την ψυχή, λύστε τον σύνδεσμο (ψυχής και σώματος)» (Ζ).
Σύμφωνα με την ερμηνεία αυτή αναμφίβολα ο Ιησούς αναπλήρωσε ό,τι ο ευαγγελιστής προσθέτει στο σ. 21 με τη χρησιμοποίηση νεύματος ή χειρονομίας, που δεν παρατηρήθηκε από τους Ιουδαίους (b), με την οποία λέγοντας το «αυτόν», έδειχνε το σώμα του.
«Δεν έλυσε όμως το αίνιγμα και» δεν είπε «ότι δεν λέω για αυτόν το ναό, αλλά για τη σάρκα μου», διότι «δεν θα δεχόντουσαν το λόγο» (Χ). Και εκφράζεται «τώρα πιο αινιγματικά… λόγω της τέλειας αναισθησίας τους· διότι αυτός που προλάβαινε και έδινε θαύματα σε εκείνους που δεν ζητούσαν, δεν θα απέκρουε το αίτημά τους, εάν δεν έβλεπε ότι η σκέψη τους ήταν πονηρή και δόλια» (Χ).
Άλλη ερμηνεία (σύμφωνα με τους g. και β) που συνδυάζει την ερμηνεία των Πατέρων με αυτές των νεωτέρων και βασίζεται και στα Ματθ. κστ 61 και Μάρκ. ιδ 58, είναι η παρακάτω: Σύμφωνα με τα λόγια του Κυρίου στο Μάρκ. ιδ 58 («θα γκρεμίσω αυτόν το ναό τον χειροποίητο και μέσα σε τρεις ημέρες θα οικοδομήσω άλλο αχειροποίητο») αντιτίθεται ο ναός των Ιεροσολύμων με τον πνευματικό και αχειροποίητο ναό (δες Πράξ. ζ 48,ιζ 24,Εβρ. θ 11,Α΄Πέτρ. β 5). Σύμφωνα με αυτά, λέγοντας εδώ ο Ιησούς «γκρεμίστε αυτόν το ναό» δείχνει τον από τον Ηρώδη χτισμένο χειροποίητο ναό, του οποίου η καταστροφή θα ερχόταν με την εμμονή των Ιουδαίων στην απιστία. Το γκρεμίστε λοιπόν δεν είναι υποθετικό (=εάν γκρεμίσετε), αλλά είναι ανάλογο με τη φράση «αυτό που κάνεις, κάντο γρήγορα» (Ιω. ιγ 27) ή με το «ολοκληρώστε το μέτρο των πατέρων σας» (Ματθ. κγ 32).
«Δεν τους προτρέπει βέβαια σε δολοφονίες, λέγοντας «γκρεμίστε το ναό αυτόν», αλλά επειδή γνώριζε ότι θα το κάνουν αυτό οπωσδήποτε, υπαινίσσεται αυτό που θα συμβεί στο μέλλον με τρόπο ευπρεπή» (Κ).
Όταν ο ναός των Ιεροσολύμων θα γκρεμιζόταν ως άμεση τιμωρητική ποινή και συνέπεια της θανάτωσης του Μεσσία θα έφευγε μαζί κατά φυσική συνέπεια και ο Ιουδαϊσμός ολόκληρος, για να δώσει τη θέση του σε νέα κατάσταση πραγμάτων, η οποία θα ερχόταν ως συνέπεια και καρπός της ανάστασης του Χριστού. Έτσι ο μεν θάνατος του Ιησού θα έφερνε μαζί και την καταστροφή του ναού των Ιεροσολύμων, ενώ η ανάστασή του θα έφερνε μαζί την ανέγερση του αληθινού και πνευματικού και αχειροποίητου ναού. Ο Ιησούς Χριστός ως άνθρωπος είναι ο ζωντανός και αληθινός άγιος ναός του Θεού και η ανάστασή του ισοδυναμεί με την ανέγερση του ναού του νέου, ο οποίος θα αντικαταστήσει τον παλαιό που καταργήθηκε. Πράγματι στον πνευματικό ναό, για τον οποίο μιλά ο θείος Πέτρος, οι πιστοί χτίζονται σαν λίθοι ζωντανοί που έρχονται στον Ιησού Χριστό «που είναι λίθος ζωντανός, εκλεκτός για το Θεό, έντιμος» (Α΄Πέτρ. β 4), κεφαλή του σώματος της Εκκλησίας. Έτσι το «σε τρεις μέρες θα τον ανεγείρω» αναφέρεται στην ανάσταση του Ιησού κατά την τρίτη ημέρα από το σταυρικό θάνατο.
«Αφού αναστηθώ θα κάνω γνωστό τον εαυτό μου σε όλους ποιος είμαι. Και έτσι, αυτά μεν τα παλαιά θα καταργηθούν και θα έρθει ένας καινούργιος τρόπος ζωής, αφού μετά την ανάσταση θα ευαγγελίζεται μια νέα ζωή» (Θμ).
Οι Ιουδαίοι άρα καλά μεν κατάλαβαν, ότι το «γκρεμίστε αυτόν το ναό» αναφέρεται στην καταστροφή του ναού των Ιεροσολύμων (δες και Πράξ. στ 14, όπου αναφέρεται το κήρυγμα του Στεφάνου πάνω στην ίδια υπόθεση), παρανόησαν όμως αυτόν θεωρώντας, όπως φαίνεται από την ακόλουθη απάντηση, ότι σε 3 μέρες θα έχτιζε πάλι αυτόν, διότι, όπως εξηγεί ο Ιωάννης, το «θα τον ανεγείρω» αναφέρεται στο ναό του σώματός του. Σύμφωνα με την ερμηνεία αυτή ο Κύριος σε αυτούς που του ζήτησαν σημάδι, απαντά όπως και σε άλλες παρόμοιες περιπτώσεις που εξιστορούνται από τους συνοπτικούς (Ματθ. ιβ 38-40,ιστ 4) παραπέμποντας αυτούς στο «σημάδι του Ιωνά».
«Σημάδι της αυθεντίας του δίνει σε αυτούς, την τριήμερη ανάστασή του» (Ζ). «Διότι αυτό κατεξοχήν ήταν που έδειχνε ότι δεν είναι απλός άνθρωπος, το ότι δηλαδή μπόρεσε να στήσει τρόπαιο εναντίον του θανάτου» (Χ).
«Εγώ θα ανεγείρω, χρησιμοποιώντας τη δική μου δύναμη και δεν χρειάζομαι άλλη δύναμη από έξω» (Θφ).
Ιω. 2,20 εἶπον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι· τεσσαράκοντα καὶ ἓξ ἔτεσιν(1) ᾠκοδομήθη(2) ὁ ναὸς οὗτος, καὶ σὺ(3) ἐν τρισὶν ἡμέραις(4) ἐγερεῖς αὐτόν;
Ιω. 2,20 Είπαν λοιπόν, οι Ιουδαίοι• “σαράντα εξ χρόνια εχρειάσθησαν, δια να κτισθή ο ναός αυτός και συ λέγεις, ότι θα τον ανοικοδομήσης έντος τριών ημερών;”
(1) Από τον Ηρώδη τον μεγάλο και έπειτα (b). Σύμφωνα με τον Ιώσηπο (Ιουδ. Αρχ. XV,11,1) η ανοικοδόμηση του ναού άρχισε μεν το 18ο έτος της βασιλείας του Ηρώδη δηλαδή το 717-718 από κτίσεως Ρώμης ή το 20-19 π. Χ., τελείωσε όμως γύρω στο 780 από κτίσεως Ρώμης ή το 27 μ.Χ. Σύμφωνα με αυτά το Πάσχα για το οποίο γίνεται λόγος εδώ, είναι πιθανότατα του έτους 781 ή 28 μ.Χ.(g).
(2) Οι εργασίες της ανοικοδόμησης διήρκεσαν και μετά από αυτά πολλά έτη, μέχρι το 64 μ.Χ., οπότε επί Αγρίππα Β΄ τελείωσαν. Αλλά τώρα ο ναός, ως σύνολο θεωρούμενος, παρουσιαζόταν χτισμένος (g).
(3) Οι περισσότεροι φαίνονται ότι πήραν τα λόγια του Ιησού κατά γράμμα, διότι άλλωστε ονομαζόταν εργάτης στο Μάρκ. στ 3 (δεν είναι αυτός ο μαραγκός;)(b). «Ειρωνεύονται το θαύμα, μη αντιλαμβανόμενοι το βάθος του μυστηρίου» (Κ).
(4) Όχι μετά από τρεις, αλλά μέσα σε τρεις ημέρες (β). Εάν γνώριζαν, ότι αυτός έχτισε τα πάντα σε 6 ημέρες, δεν θα εκπλήσσονταν ούτε θα θεωρούσαν ως παράλογο το ότι σε 3 μέρες θα έχτιζε έναν οποιοδήποτε ναό.
Ιω. 2,21 ἐκεῖνος(1) δὲ(2) ἔλεγε περὶ τοῦ ναοῦ τοῦ σώματος αὐτοῦ(3).
Ιω. 2,21 Εκείνος όμως έλεγε δια τον ναόν του σώματός του.
(1) Με έμφαση.
(2) Αντιθετικός σύνδεσμος. Αντιθέτει την αληθινή έννοια των λόγων του Ιησού με την παρεξήγηση αυτών από τους Ιουδαίους.
«Για ποιο λόγο λοιπόν δεν έλυσε το αίνιγμα και δεν είπε, Δεν λέω για αυτό το ναό, αλλά για τη σάρκα μου;… Διότι δεν θα δέχονταν το λόγο. Διότι αν ούτε οι μαθητές δεν ήταν κάπως ικανοί να καταλάβουν το λεγόμενο, πολύ περισσότερο οι όχλοι» (Χ)
(3) Το σώμα του ήταν ναός ασύγκριτα λαμπρότερος και αγιότερος από αυτόν των Ιεροσολύμων. Δες Ματθ. ιβ 6 (β), διότι «ήταν Θεός αυτός που κατοικούσε μέσα» (Χ). Ο Παύλος συχνά συγκρίνει το ανθρώπινο σώμα με ναό. Στο Β΄Κορ. ε 1 μιλά για το σώμα σαν για «επίγεια οικία του σώματος», ενώ στο Α΄Κορ. στ 19 υπενθυμίζει στους Χριστιανούς, ότι τα σώματά τους «είναι ναός του Αγίου Πνεύματος». Οπότε εκείνος, στον οποίο «όλο το πλήρωμα της θεότητας κατοικεί σωματικά» (Κολ. β 9) δικαιούται να βεβαιώσει για τον εαυτό του, ότι είναι ο αληθινός και πραγματικός ναός του Θεού (μ).
Το σώμα του Χριστού είναι ο αληθινός ναός, του οποίου ο ναός στα Ιεροσόλυμα ήταν απλός τύπος. Κτίστηκε από την άμεση ενέργεια του Θεού: «μου έφτιαξες σώμα». Υπήρξε οίκος άγιος, στον οποίο κατοίκησε η δόξα του Θεού και ονομάστηκε για αυτό Εμμανουήλ, το οποίο σημαίνει: ο Θεός είναι μαζί μας. Ο ναός υπήρξε ο τόπος και το μέσο της επικοινωνίας του Ισραήλ με το Θεό. Εκεί ο Θεός αποκάλυπτε τον εαυτό του στους ανθρώπους και εκεί αυτοί πρόσφεραν τη λατρεία τους προς αυτόν. Έτσι και τώρα ο Θεός μιλά σε εμάς μέσω του Χριστού και μέσω αυτού και εμείς μιλούμε προς αυτόν.
Ιω. 2,22 ὅτε οὖν ἠγέρθη ἐκ νεκρῶν(1), ἐμνήσθησαν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ὅτι τοῦτο ἔλεγε, καὶ ἐπίστευσαν τῇ γραφῇ(2) καὶ τῷ λόγῳ(3) ᾧ(4) εἶπεν ὁ Ἰησοῦς.
Ιω. 2,22 Οταν δε ανεστήθη εκ νεκρών, εθυμήθηκαν οι μαθηταί του ότι τούτο ακριβώς, το θαυμαστόν γεγονός ενοούσε τότε και επίστευσαν εις την Αγίαν Γραφήν, που είχε προφητεύσει την ανάστασιν, και στον λόγον, τον οποίον είχε πει κατά την περίστασιν εκείνην ο Ιησούς.
(1) Προηγουμένως δεν κατανόησαν σωστά τα λόγια αυτά ως προφητικά.
«Διότι κάθε προφητεία πριν την έκβασή της είναι αίνιγμα» (Ειρηναίος). Όταν όμως αναστήθηκε, ο προφητικός λόγος με την έκβαση διασαφηνίστηκε. Παρόμοια περίπτωση και στο Ιω. ιβ 16, δες και Ιω ιγ 19 και ιδ 29 (β). Είναι καλό να ακούει κάποιος για αυτά «που έρχονται»(Ησ. μβ 23). Οι νεώτεροι κατά την ηλικία και τη μάθηση θα έπρεπε να αποθησαυρίζουν τις αλήθειες εκείνες, των οποίων προς το παρόν δεν κατανοούν τη χρησιμότητα ή την έννοια, διότι αυτές αργότερα θα αποδειχτούν σε αυτούς ωφελιμότατες και εξόχως φωτιστικές.
(2) Συνήθως στον Ιωάννη η χρήση του ενικού «η γραφή», αναφέρεται σε ορισμένο χωρίο της Γραφής (δες Ιω. ι 35,ιγ 18,ιθ 24,28,36,37). Δεν λείπουν όμως και χωρία, στα οποία ο ενικός βρίσκεται περιληπτικά όπως ο πληθυντικός «οι γραφές». Εδώ εάν θεωρήσουμε, ότι ο Ευαγγελιστής αναφέρεται σε ορισμένο χωρίο, αυτό, όπως φαίνεται από το Πράξ. β 31 και ιγ 35, είναι το ψαλμ. ιε 10 (β).
(3) Με τον οποίο ο Ιησούς προφήτευσε για την ανάστασή του. Ο ευαγγελιστής θέλει να πει, ότι το γεγονός της ανάστασης πρωτίστως διαφώτισε τους μαθητές πάνω στις προφητείες της Γραφής, και διαμέσου αυτών των προφητειών που τώρα κατανοήθηκαν, ήλθαν στο νου τους και τα λόγια του Κυρίου που λέχθηκαν εδώ (g).
(4) Αλεξανδρινή γραφή: ον.
(Π.Ν. Τρεμπέλα, Υπόμνημα ερμηνευτικο στο κατά Ιωάννην, Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους)
(Υπόμνημα στο κατά Ιωάννην, Π.Ν.Τρεμπέλα σελ. 95-102 εκδόσεις «ο Σωτήρ» μεταφρασμένο & μεταγλωττισμένο στη δημοτική γλώσσα!Τα αποσπάσματα μεταφράστηκαν και μεταγλωττίστηκαν στη δημοτική γλώσσα από τον π. Νικόλαο Πουλάδα. )
ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
(Πατέρες της Εκκλησίας & Εκκλησιαστικοί συγγραφείς)
Α = Αθανάσιος ο Μέγας, Θφ = Θεοφύλακτος
Αμ = Αμμώνιος, Ι = Ισιδωρος πρεσβύτερος
Αυ = Αυγουστίνος, Κ = Κύριλλος Αλεξανδρείας
Β = Βασίλειος ο Μέγας, Κλ = Κλήμης Αλεξανδρεύς
Γ = Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Σβ = Σευήρος Αντιοχείας
Γν = Γρηγοριος Νύσσης, Σχ. = Σχολιαστής ανώνυμος
Ε = Ευσέβιος Καισαρειας, Χ = Χρυσόστομος Ιωάννης
Ζ = Ζιγαβηνός, Ω = Ωριγένης
Θη = Θεόδωρος Ηρακλείας
Θμ = Θεόδωρος Μοψουεστίας
(Σύγχρονοι θεολόγοι ερμηνευτές)
b = Bengel κ = Κομνηνός Π.,
β = Bernard. J.H, Edinburg 1928 χ = Hoskyns Edwyn Gl. London 1947
C = Cremer μ. = Macgregor G.H. London 1928
DB = Dict. Of the Bible,Hastings τ = Temple William, London 1945
F = Fillion L. Cl. Paris 1928 σ. = στίχος
G = Crimm
g = Godet F. 1885
o = Owen John, New York 1861
δ = Δαμαλάς Ν, Αθήναι 1940
Ο Γέρων Πορφύριος υπήρξε ο συμπαθέστερος άνθρωπος, που έχω γνωρίσει.
Εκείνος το θέλησε να είμαι ο γιατρός του. Όταν τον Αύγουστο του 1978, δεκατέσσερα σχεδόν χρόνια πριν την κοίμησή του, υπέστη έμφραγμα του μυοκαρδίου και νοσηλεύθηκε στην Αθήνα, με κάλεσε κάποιος συνάδελφος, Καθηγητής της Ιατρικής, πνευματικό τέκνο του, να πάω να τον δω. Είχα ακούσει γι’ αυτόν, αλλά δεν τον είχα γνωρίσει μέχρι τότε. Πήγα, λοιπόν, στο σπίτι, στο οποίο τον φιλοξενούσαν κι εκεί τον γνώρισα πρώτη φορά. Ήταν κοντόσωμος, μ’ ένα γλυκύτατο πρόσωπο, γαλανά μάτια και πλούσια γενειάδα.
Όταν τελείωσα την εξέταση, μου είπε:
— Εμείς οι δύο, Γιωργάκη μου, θα τα πάμε καλά. Όταν ετοιμαζόμουν να φύγω, είπε στα πνευματικά του παιδιά να με πληρώσουν. Διαμαρτυρήθηκα: «Τι λέτε, Γέροντα; Από εσάς να πάρω χρήματα; Ποτέ». «Τότε», λέει ο Γέροντας, «θα σε πληρώσουμε αλλιώς, θα σε πληρώσουμε καλογερικά. Αφού δεν θέλεις χρήματα, θα σου πούμε ιστορίες». Και προέτρεψε το πνευματικό του τέκνο, στο σπίτι του οποίου έμενε, να μου πει πως είχαν γνωριστεί. Και τότε εκείνος άρχισε να μου διηγείται την ακόλουθη ιστορία:
Στο χωριό του είχε ένα χωράφι ένα άλλο πνευματικό παιδί του Γέροντα. Το χωράφι εκείνο δεν είχε νερό. Αυτός ο άνθρωπος γνώριζε την ικανότητα του Γέροντος Πορφυρίου να βρίσκει τα νερά κάτω από τη γη. Έτσι τον παρακάλεσε να πάει και στο δικό του χωράφι να του βρει νερό. Ο Γέροντας δέχθηκε, αλλά ζήτησε απ’ αυτόν, που ήταν, όπως είπαμε, πνευματικό παιδί του, να πάει μόνος του στο χωράφι και να μην πάρει κανένα άλλο μαζί του.
Αυτός, όμως, δεν υπάκουσε και πήρε μαζί του κι ένα ξάδελφό του, διότι έκανε τη σκέψη ότι, αν ο Γέροντας δεν έβρισκε νερό στο δικό του χωράφι, θα μπορούσε να βρει στο χωράφι του ξαδέλφου του, που ήταν δίπλα στο δικό του και να το μοιραστούν.
Όταν, όμως, εκείνος ο ξάδελφος είδε στο χωράφι το Γέροντα Πορφύριο, θύμωσε πολύ, εξαγριώθηκε κι άρχισε να του μιλά με πολύ ανοίκειο τρόπο και με υβριστικές εκφράσεις. Δεν πίστευε ο άνθρωπος εκείνος και νόμιζε ότι ο Γέρων Πορφύριος πήγαινε να ξεγελάσει τον ξάδελφό του και μάλιστα να χρηματιστεί απ’ αυτήν την υπόθεση
Στο σημείο αυτό της αφήγησης της ιστορίας πήρε το λόγο ο Γέρων Πορφύριος, για να συνεχίσει ο ίδιος την ιστορία:
«Όπως φώναζε και με ύβριζε και με κατηγορούσε για χίλια δύο πράγματα, του είπα: ‘Σήκωσε τη φανέλα σου να δούμε τις δύο εγχειρήσεις, που έκανες. Διότι, όπως ξέρω ότι εσύ έκανες δύο εγχειρήσεις, έτσι ξέρω κι αν σ’ αυτό το χωράφι, έχει η δεν έχει νερό’.
Μόλις το άκουσε αυτό εκείνος, περισσότερο θύμωσε και περισσότερο με ύβριζε, ότι δήθεν έλεγα ψέματα κι ότι ποτέ δεν έκανε έστω και μία εγχείρηση. Επεκαλείτο μάλιστα και τη μαρτυρία του ξαδέλφου του, του πνευματικού μου παιδιού δηλαδή, ο οποίος όντως συμφωνούσε ότι δεν είχε κάνει ποτέ εγχείρηση ο ξάδελφός του. Δεν δεχόταν, όμως, να σηκώσει τη φανέλα του. Ορμώ τότε επάνω του με μία δύναμη και του ανασηκώνω τη φανέλα. Βλέπουμε τότε μία τομή από εγχείρηση, η οποία ήταν λοξή από το στέρνο προς τα κάτω και μία άλλη τομή, επίσης από εγχείρηση, λοξή κι αυτή, στην κοιλιά, κάτω χαμηλά.
Τι είχε γίνει; Εκείνος ο άνθρωπος, ένα χρόνο πριν, είχε πάει να εργαστεί στην Αμερική. Εκεί έπαθε διάτρηση του στομάχου, τρύπησε το στομάχι του και βγήκαν τροφές στο περιτόναιο. Τον μετέφεραν επειγόντως στο νοσοκομείο, του έκαναν εγχείρηση και του έραψαν τη διάτρηση, για να μη φεύγει το περιεχόμενο του στομάχου. Αυτή ήταν η πρώτη τομή, που είχε. Ύστερα, όμως από λίγες μέρες δημιουργήθηκε περιτονίτιδα, λόγω της εξόδου του περιεχομένου του στομάχου στο περιτόναιο, στην κοιλιακή κοιλότητα δηλαδή, οπότε του έκαναν δεύτερη εγχείρηση κι έτσι δημιουργήθηκε η δεύτερη τομή.
Αυτός, όμως, επιστρέφοντας από την Αμερική στο χωριό του, δεν είπε σε κανένα τίποτε γι’ αυτές τις δύο εγχειρήσεις που είχε κάνει, διότι ορισμένες φορές στα χωριά μας οι κοπέλες δεν παντρεύονται άντρες, που έχουν κάνει εγχείρηση. Κι επειδή ήταν ανύπαντρος, το απέκρυψε».
Και συνέχισε ο Γέρων Πορφύριος:
«Άκου τώρα να σου πω τι έκανε μόλις του σήκωσα τη φανέλα και φάνηκαν οι δύο τομές. Γονάτισε μπροστά μου, άρχισε να κλαίει, ν’ αγκαλιάζει τα πόδια μου και να φωνάζει: ‘Πες μου ποιός άγιος είσαι, γιατί εσύ δεν είσαι άνθρωπος, είσαι άγιος’. Και κλαίοντας έφυγε τρεχτός για το χωριό.
Μείναμε στο χωράφι το πνευματικό μου παιδί κι εγώ. Πράγματι βρήκα νερό στο χωράφι, αλλά δεν ήταν καλό. Ήταν νερό αλμυρό, λύσσα, της θάλασσας. Μάλιστα, το μέτρησα, ήταν εικοσιεπτά οργιές βάθος.
Σε λίγο βλέπουμε να φτάνει στο χωράφι, που είμαστε, ολόκληρο το χωριό, με τα εξαπτέρυγα μπροστά, μαζί με τον ιερέα και το δάσκαλο να προπορεύονται. Τι είχε συμβεί; Εκείνος ο εξαγριωμένος άνθρωπος μετεστράφη από τη μία στιγμή στην άλλη, πήγε κλαμένος στο χωριό, κτύπησε τις καμπάνες, πήγε στα καφενεία, μάζεψε τους κατοίκους και τους είπε να πάνε όλοι μαζί να δουν ένα άγιο, ο οποίος βρισκόταν λίγο έξω από το χωριό τους. Τους διηγόταν τι είχε συμβεί και τους έδειχνε τις τομές του από τις δύο εγχειρήσεις, που είχε κάνει. Με πήραν, λοιπόν, στο χωριό και κάθησα εκεί μία εβδομάδα κι εξομολόγησα ολόκληρο το χωριό».
Παρμένο από το βιβλίο Γεροντικόν του εικοστού αιώνος του Κλείτου Ιωαννίδη
Μόνο με τα μάτια.
Κάποτε ένας πλούσιος άνθρωπος κάλεσε στο μέγαρό του τον μεγάλο φιλόσοφο της αρχαίας Κίνας Λάο-Τσε και του έδειξε τη συλλογή των πανάκριβων κοσμημάτων που είχε.
— Ευχαριστώ, του είπε κατόπιν ο φιλόσοφος, που είχες την καλωσύνη να μοιραστής μαζί μου τα πολύτιμα αυτά αντικείμενα.
-Πώς; αναφώνησε ο πλούσιος. Αλλά εγώ δεν είπα ότι τα μοιράζομαι μαζί σου.
-Μα δεν μου επιτρέψατε να τα δω, αποκρίθηκε ο Λάο-Τσε. Και συ, φίλε μου, αυτό μονάχα δεν κάνεις;
(Ψιχία από της τραπέζης, Συλλογή Κ. Κούρκουλα, Αθήνα 1973 Νο322)
Μεταθανάτιοι ματαιότητες
Ο Διογένης έλεγεν εις ερωτώντας «Που θέλης να σε θάψωμεν» να με πετάξετε εις τον δρόμον.
— Μα θα σε φάνε τα σκυλιά.
—Τότε βάλτε μου ένα ραβδί στο πλάϊ, δια να τα διώχνω.
—Αλλ’ αφού θα είσαι νεκρός και δεν θα αισθάνεσαι πως θα τα διώχνης;
Αλλά αφού δεν θα αισθάνομαι, ω βέλτιστοι, τι σημασίαν θα έχη αν θα με θάψετε εις μεγαλοπρεπές μνημείον ή με πετάξετε στους δρόμους;
(Ψιχία από της τραπέζης, Συλλογή Κ. Κούρκουλα, Αθήνα 1973, Νο919)
(Π.Ν. Τρεμπέλα, Υπόμνημα ερμηνευτικο στο κατά Ιωάννην, Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους)
Ιωάννου 6,1 Μετὰ ταῦτα(1) ἀπῆλθεν(2) ὁ Ἰησοῦς πέραν τῆς θαλάσσης τῆς Γαλιλαίας(3) τῆς Τιβεριάδος·
Ιω. 6,1 Επειτα από αυτά ανεχώρησεν ο Ιησούς εις τα μέρη της Γαλιλαίας και επέρασε μαζή με τους μαθητάς του στο απέναντι μέρος της θαλάσσης της Γαλιλαίας, η οποία ονομάζεται και θάλασσα της Τιβεριάδος (μετάφραση Ι. Κολιτσάρα).
(1) Γενική έκφραση μετάβασης, η οποία δεν παρέχει ορισμένη χρονολογία. Ο Ιωάννης υπαινίσσεται ότι εδώ πρέπει να αναζητηθεί η ιστορία πολλών μηνών από τους άλλους ευαγγελιστές (b).
(2) Φαίνεται να υποδηλώνεται μία ανάγκη απομόνωσης και ησυχίας. Όντως σύμφωνα με το Μάρκο (στ 30) και το Λουκά (θ 10) οι απόστολοι μόλις προ ολίγου συναντήθηκαν με τον διδάσκαλό τους γυρίζοντας από την περιοδεία, στην οποία είχαν σταλθεί από αυτόν, και ο Κύριος ήθελε να δώσε σε αυτούς κάποια ξεκούραση περνώντας κάποιες ώρες απομόνωσης μαζί τους. Αυτό μάλιστα γινόταν περισσότερο αναγκαίο, αφού είχε αναγγελθεί πριν λίγο και ο αποκεφαλισμός του Βαπτιστή (g).
(3) Ο Λουκάς καθορίζει τον τόπο ως «έρημο πόλης που ονομάζεται Βηθσαϊδά» (Λουκ. θ 10)(g). Θάλασσα της Γαλιλαίας, έτσι ονομάζεται στο Ματθαίο και το Μάρκο η σύμφωνα με το Λουκά (ε 1) λίμνη Γεννησαρέτ και σύμφωνα με τον Ιωάννη (κα 1) θάλασσα της Τιβεριάδας. Η Τιβεριάς ήταν πόλη νέα που χτίστηκε στη δυτική όχθη της λίμνης το 22 μ.Χ. από τον Ηρώδη τον Αντίπα και ονομάστηκε έτσι προς τιμήν του Τιβερίου (β).
Εάν ο Ιωάννης έγραφε στην Παλαιστίνη, θα αρκούνταν στη συνηθισμένη ονομασία της λίμνης «θάλασσα της Γαλιλαίας». Εφόσον όμως έγραφε έξω από την Παλαιστίνη και μάλιστα απευθυνόμενος προς Έλληνες, πρόσθεσε και το «της Τιβεριάδος» για διασαφήνιση (g). Η θάλασσα της Γαλιλαίας ονομαζόταν και θάλασσα της Τιβεριάδος. Δες Ιωσήπου Ιουδ. Πολ. ΙΙΙ 57,ΙV 456, και Παυσανίου V Μ,3 (χ) από τον οποίο ονομάζεται Τιβερίς. Πουθενά όμως στους συνοπτικούς δεν ονομάζεται έτσι.
«Τη θάλασσα της Γαλιλαίας, δηλαδή της Τιβεριάδος. Διότι θάλασσα της Γαλιλαίας ονομάζει τη λίμνη της Τιβεριάδος» (Ζ). «Αδιαφορεί επίσης πολλές φορές και ο λόγος των εκτός της πίστεως, ώστε να μην αποφεύγουν κάποιοι να ονομάζουν πολλές φορές λίμνη τη θάλασσα» (Κ).
Ιω. 6,2 καὶ ἠκολούθει(1) αὐτῷ ὄχλος πολύς, ὅτι(2) ἑώρων αὐτοῦ τὰ σημεῖα(3) ἃ ἐποίει ἐπὶ τῶν ἀσθενούντων(4).
Ιω. 6,2 Και τον ακολουθούσε πολύς λαός, διότι έβλεπαν τα θαύματα που έκαμνε δια την θεραπείαν των ασθενών.
(1) Δες και Ματθ. ιδ 13,Λουκ. θ 11,Μάρκ. στ 33. Ο Παρατατικός δηλώνει, ότι αυτή η ακολούθηση δεν άρχισε εκείνη τη στιγμή, αλλά πριν και συνεχιζόταν τώρα. Άρχισε να τον ακολουθεί πριν ακόμη διασχίσει τη λίμνη (β).
(2) Ο λόγος για τον οποίο τον ακολουθούσαν. Και κατά τη διήγηση των συνοπτικών (Μάρκ. α 29-40, β 1,γ 1,στ 5,Ματθ. ιδ 14,Λουκ. θ 11) είχε επιτελέσει θεραπείες ο Ιησούς, τις οποίες ο Ιωάννης εδώ δεν αναφέρει λεπτομερώς, αρκούμενος μόνο να σημειώσει την περιληπτική αυτή φράση «τα θαύματα που έκανε πάνω στους αρρώστους» (β).
(3) «Τον ακολουθούσαν όχι από πολύ σταθερό φρόνημα· διότι αν και απόλαυσαν τόση πολλή διδασκαλία, ελκύονταν από τα θαύματα περισσότερο, πράγμα το οποίο φανέρωνε πιο παχυλή σκέψη» (Χ).
(4) Ο Κύριος εφόσον ήλθε για να ευεργετεί, ζούσε συνεχώς ανάμεσα στον όχλο, ο οποίος του παρείχε ενόχληση μάλλον παρά τιμή. Αγαθοί και ευεργετικοί άνδρες δεν παραπονιούνται για το φόρτο του μόχθου και της εργασίας, εφόσον με αυτά υπηρετούν το Θεό και τη γενιά τους. Θα υπάρξει και για αυτούς αρκετός χρόνος για απόλαυση και ανάπαυση, όταν θα έλθουν στον άλλο κόσμο, όπου θα απολαμβάνουν το Θεό και θα αναπαύονται στο Θεό.
Ιω. 6,3 ἀνῆλθε δὲ εἰς τὸ ὄρος(1) ὁ Ἰησοῦς καὶ ἐκεῖ ἐκάθητο(2) μετὰ τῶν μαθητῶν(3) αὐτοῦ.
Ιω. 6,3 Ανέβηκε δε στο όρος ο Ιησούς και εκεί εκάθισε μαζή με τους μαθητάς του.
(1) Μπαίνει και το άρθρο όχι για να δηλώσει κάποιο όρος γνωστό ήδη από την προηγούμενη αφήγηση του Ιωάννη, αλλά για διάκριση της ορεινής περιοχής από την πεδιάδα που εκτεινόταν εκεί=το όρος που υψωνόταν στη μικρή πεδιάδα κοντά στην ακτή (g).
(2) Σε τόπο ήσυχο συζητώντας με τους μαθητές του.
«Είναι κατάλληλη για φιλοσοφία η ερημιά. Πολλές φορές λοιπόν και αυτός μόνος του πηγαίνει στο βουνό και διανυκτερεύει και προσεύχεται διδάσκοντάς μας, ότι αυτός που κατεξοχήν πλησιάζει προς το Θεό πρέπει να απαλλαχτεί από κάθε ταραχή και να επιζητά και καιρό και τόπο καθαρό από θόρυβο» (Χ).
Η εδώ φρασεολογία του Ιωάννη συμπίπτει σε πολλά με αυτήν στο Ματθ. ιε 29 (g). Υπάρχει και η γραφή: εκαθέζετο.
(3) Σύμφωνα με την αφήγηση των συνοπτικών (Μάρκ. στ 30,Λουκ. θ 10) μαθητές ήταν οι 12 απόστολοι. Αυτό μπορούμε να συμπεράνουμε και από την αφήγηση του Ιωάννη, διότι ο αριθμός των κοφινιών (12) υποδηλώνει, ότι 12 ήταν και οι μαθητές που τα κουβάλησαν (β).
Ιω. 6,4 ἦν δὲ ἐγγὺς τὸ πάσχα(1), ἡ ἑορτὴ τῶν Ἰουδαίων(2).
Ιω. 6,4 Επλησίαζε δε το πάσχα, η μεγάλη αυτή εορτή των Ιουδαίων.
(1) Είναι το προτελευταίο πάσχα της ζωής του Κυρίου. Μετά ένα χρόνο ακριβώς συνέπεσε το πάθημά του. Όπως φαίνεται και από το ζ 1, ο Κύριος λόγω της προς αυτόν εχθρότητας των Ιουδαίων των Ιεροσολύμων, απέφυγε να ανεβεί στα Ιεροσόλυμα κατά το πάσχα αυτό. Προκλήθηκε ζήτημα για ποιο λόγο ο Ιωάννης εισάγει την πληροφορία αυτή εδώ. Διάφορες εξηγήσεις. Σύμφωνα με τους μεν, για να εξηγηθεί η παρουσία του πολλού όχλου: Υπήρχε μεγάλη συρροή ανθρώπων κατά την εποχή αυτή του έτους (b). Αντιπαρατηρήθηκε όμως, ότι το μέρος όπου τώρα ο Κύριος βρίσκεται, είναι από απόμακρο και απέχει πολύ από την οδό, η οποία οδηγούσε στα Ιεροσόλυμα και ήταν τελείως απίθανο ότι οι προσκυνητές που πήγαιναν στα Ιεροσόλυμα θα απομακρύνονταν τόσο πολύ από το δρόμο τους. Μάλλον πρέπει να αποδώσουμε την εισαγωγή αυτής της πληροφορίας σε συνήθεια του Ιωάννη να παρεμβάλλει τέτοιους χρονολογικούς καθορισμούς στην αφήγησή του (δες β 13,ζ 2,ια 55)(β). Αξιόλογη όμως και η παρατήρηση.
«Ενώ όλοι βιάζονται να πάνε στα Ιεροσόλυμα, αυτός έρχεται στη Γαλιλαία, και όχι αυτός μόνος αλλά οδηγώντας και τους μαθητές. Λίγο λίγο λοιπόν καταργούσε το νόμο παίρνοντας αφορμή από την ιουδαϊκή πονηρία» (Χ), «που τον καταδίωκε και δείχνει σε αυτούς που προσέχουν, ότι έχει παύσει ο τύπος από τη στιγμή που ήλθε η αλήθεια» (Θφ).
Η έννοια δηλαδή της εισαγωγής της πληροφορίας αυτής θα εκφραζόταν με άλλα λόγια από τον Κύριο ως εξής: Τι θέλουμε να πάμε για εορτασμό του Πάσχα στα Ιεροσόλυμα; Να εδώ με το πλήθος αυτό μπορούμε να γιορτάσουμε το Πάσχα μας (g). Τα ακόλουθα λόγια του Κυρίου για το σώμα και το αίμα του, τα οποία υπενθυμίζουν την τυπική θυσία του πασχάλιου αμνού, παρουσιάζονται να συμφωνούν με αυτήν την εκδοχή.
(2) Η κατεξοχήν γιορτή των Ιουδαίων. Δίνει ο ευαγγελιστής εξήγηση της λέξης Πάσχα για τους Έλληνες αναγνώστες του.
Ιω. 6,5 ἐπάρας οὖν ὁ Ἰησοῦς τοὺς ὀφθαλμοὺς(1) καὶ θεασάμενος ὅτι πολὺς ὄχλος ἔρχεται(2) πρὸς αὐτόν, λέγει πρὸς τὸν Φίλιππον(3)· πόθεν(4) ἀγοράσωμεν ἄρτους ἵνα φάγωσιν οὗτοι;
Ιω. 6,5 Και καθώς εσήκωσε ο Ιησούς τα μάτια και είδεν ότι πολύς λαός έρχεται προς αυτόν, είπε προς τον Φιλιππον• “από που και με τι χρήματα θα αγοράσωμεν ψωμιά, δια να φάγουν αυτοί οι άνθρωποι;”.
(1) Για τη φράση δες δ 35, όπου επίσης ακολουθεί το θεάσθαι (β).
«Εδώ δείχνει ότι… καθόταν μαζί με τους μαθητές… για να τους μιλήσει με μεγαλύτερη ακρίβεια και να τους διδάξει… Διότι κάθονταν μαζί με αυτόν βλέποντας ίσως ο ένας τον άλλον» (Χ).
Ενώ δηλαδή ήταν απασχολημένος με τη συνομιλία με τους μαθητές, η προσοχή του ξαφνικά αποσπάστηκε από το πλήθος που ερχόταν (ο).
(2) Ο λαός ερχόταν ανά ομάδες πεζή για συνάντηση του Ιησού. Μέρος από το πλήθος αυτό προερχόταν από την απέναντι όχθη της λίμνης, όπου μέχρι τότε βρισκόταν μαζί με τον Ιησού, και διέτρεξε τον γύρο της δυτικής όχθης της λίμνης. Άλλοι κατέφθαναν από τα γειτονικά χωριά. Σύμφωνα με την αφήγηση των συνοπτικών ο όχλος ερχόταν από το πρωί και η ημέρα διατέθηκε για διδασκαλία και θεραπεία των ασθενών που έφεραν. Η βαθμιαία προσέλευση του πλήθους προϋποτίθεται από την αφήγηση του Μάρκου (στ 33). Κάποιο τμήμα από αυτό θα ήλθε ίσως και γύρω στο απόγευμα, οπότε το πλήθος εξογκώθηκε υπερβολικά, και τότε και οι μαθητές ήλθαν στον Ιησού για να τον προτρέψουν να απολύσει τους όχλους (g).
(3) «Οι μεν άλλοι ευαγγελιστές λοιπόν λένε ότι οι μαθητές ήλθαν να ρωτήσουν και να παρακαλέσουν, ώστε να μην τους διώξει νηστικούς, ενώ αυτός εισάγει στη διήγηση τον Φίλιππο να ρωτιέται από το Χριστό. Και μου φαίνεται ότι και τα δύο είναι αληθινά, αλλά δεν έγιναν στον ίδιο καιρό… ώστε άλλα μεν είναι εκείνα και άλλα αυτά» (Χ).
«Είναι λογικό δηλαδή να έγιναν και τα δύο, και αφού πρώτα οι μαθητές υπενθύμισαν στον Κύριο να απολύσει τους όχλους, ο Φίλιππος ρωτήθηκε από τον Κύριο από πού θα διατραφούν» (Θφ).
«Για ποιο λόγο λοιπόν ρωτά το Φίλιππο; Γνώριζε ποιοι από τους μαθητές χρειάζονταν κατεξοχήν περισσότερη διδασκαλία» (Χ).
«Ο Φίλιππος λοιπόν ήταν άνθρωπος που αναζητούσε και φιλομαθής, αλλά δεν ήταν πολύ γρήγορος στο να μπορεί να καταλαβαίνει με θερμότητα αυτά που πρέπουν περισσότερο στο Θεό» (Κ).
«Αυτός λοιπόν (ο Φίλιππος) είναι που μετά από αυτά λέει: Δείξε μας τον Πατέρα και μας αρκεί» (Χ).
Ή, πιο πιθανή εκδοχή, ο Φίλιππος καταγόταν από τα γειτονικά στην τοποθεσία αυτή μέρη (Ιω. ιβ 21) και θα περίμενε ο καθένας, ότι αυτός γνωρίζοντας καλά την περιφέρεια αυτή θα ήταν σε θέση να πληροφορήσει πού θα μπορούσαν να βρουν τροφές (μ).
(4) Υποτίθεται ότι και τα αναγκαία για αυτό χρήματα δεν υπήρχαν στο φτωχό ταμείο του Ιησού και των μαθητών του, αλλά και ο τόπος ήταν έρημος από χωριά και πόλεις (δες Ματθ. ιδ 15) ώστε να αγοράσουν αυτοί τροφές (κ).
Ο καθένας θα νόμιζε, ότι ο Χριστός, αφού, όπως φαίνεται από την παράλληλη αφήγηση των συνοπτικών, είχε διδάξει τα πλήθη εκεί και θεράπευσε τους ασθενείς τους, είχε πλέον επιτελέσει ό,τι επιβαλλόταν σε αυτόν και ότι μάλλον τα πλήθη θα έπρεπε να φροντίσουν για την ανάπαυση και διατροφή του Ιησού και των μαθητών του. Όμως ο Κύριος λαμβάνει φροντίδα και για τη σωματική διατροφή του πλήθους. Εκείνοι, οι οποίοι θα λάβουν τα πνευματικά χαρίσματα του Χριστού, αντί να πληρώσουν για αυτά, θα πληρωθούν για το ότι δέχτηκαν αυτά με διάθεση αγαθή. Ο Χριστός εδώ αφού έθρεψε τις ψυχές τους με τη διδασκαλία του, τρέφει και τα σώματά τους με τροφή κατάλληλη και δείχνει έτσι ότι, και το «σώμα μας ανήκει στον Κύριο, και ο Κύριος στο σώμα» και μας ενθαρρύνει να απευθυνόμαστε σε αυτόν και να ζητάμε από αυτόν τον καθημερινό μας άρτο.
Ιω. 6,6 τοῦτο δὲ ἔλεγε πειράζων(1) αὐτόν· αὐτὸς γὰρ ᾔδει τί ἔμελλε ποιεῖν(2).
Ιω. 6,6 Ελεγε δε τούτο ο Κυριος, δια να δοκιμάση την πίστιν του Φιλίππου. Διότι αυτός εγνώριζε πολύ καλά τι επρόκειτο με την παντοδυναμίαν του να κάμη έντος ολίγου.
(1) «Γυμνάζοντας στην πίστη τον μαθητή (Κ). «Τον βάζει σε απορία, έτσι ώστε, αφού ομολογήσει την απορία του, να καταλάβει ακριβέστερα το μέγεθος του θαύματος που πρόκειται να γίνει. Διότι αν γινόταν έτσι απλά, δεν θα φαινόταν τόσο μεγάλο» (Ζ).
«Θέλει επίσης να κάνει αυτός γνωστό πόση πίστη έχει» (Θφ). Δοκίμαζε τον Φίλιππο ζητώντας να δει, αν θα έδινε απάντηση που θα πρόδιδε την πίστη του ή θα εκδήλωνε δισταγμό και αμφιβολίες για το δυνατό της διατροφής τόσου πλήθους (g).
(2) Ο Κύριος είχε ήδη λάβει τις αποφάσεις του. Και «γνώριζε ακριβώς» (Χ) τι επρόκειτο να πράξει για διατροφή εκείνου του πλήθους.
Ιω. 6,7 ἀπεκρίθη αὐτῷ Φίλιππος(1)· διακοσίων δηναρίων(2) ἄρτοι οὐκ ἀρκοῦσιν αὐτοῖς ἵνα ἕκαστος αὐτῶν βραχύ τι λάβῃ.
Ιω. 6,7 Απήντησεν εις αυτούς ο Φιλιππος• “ούτε διακοσίων δηναρίων ψωμιά δεν αρκούν εις αυτούς, όχι να χορτάσουν, αλλά δια να πάρη ο κάθε ένας ένα μικρό κόμματι”.
(1) «Δες την ασθένεια της διάνοιας του Φιλίππου, που δεν μπόρεσε να καταλάβει τη δύναμη της θεότητας» (Ζ).
«Ακούγοντας το «από πού θα αγοράσουμε», το οποίο ειπώθηκε για να τον δοκιμάσει, συναρπάζεται αμέσως και βλέπει μόνο το δρόμο μέσω χρημάτων» (Κ). Ο Φίλιππος λησμονεί το θαύμα της Κανά, στο οποίο ήταν παρών και υπολογίζει με βάση καθαρά ανθρώπινα μέσα (κ).
(2) Το δηνάριο ήταν ρωμαϊκό νόμισμα που ισοδυναμούσε με περίπου 0,85 χρυσά λεπτά. Διακόσια δηνάρια λοιπόν= 170 δραχμές χρυσές, ποσό το οποίο ήταν αδύνατον να έχουν μαζί τους οι μαθητές (g), δεδομένου ότι σύμφωνα με το Ματθ. κ 2 το ημερομίσθιο τότε πληρωνόταν για ένα δηνάριο (β).
Επομένως «όσον αφορά την αφιλοχρηματία των μαθητών, και το ότι δεν είχαν τίποτα, και την ίδια τη σκέψη του Φιλίππου, η οποία δεν απέβλεπε ακόμα τελείως προς το εξαίρετο αξίωμα του Σωτήρα μας, μετατρέπεται πλέον κατά κάποιο τρόπο σε αδυναμία» η διατροφή των όχλων (Κ).
Ιω. 6,8 λέγει αὐτῷ εἷς ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, Ἀνδρέας(1) ὁ ἀδελφὸς Σίμωνος Πέτρου(2).
Ιω. 6,8 Λεγει εις αυτόν ένας από τους μαθητάς του, ο Ανδρέας, ο αδελφός του Σιμωνος Πετρου•
(1) Και στο ιβ 20-22 παρουσιάζονται οι Φίλιππος και Ανδρέας με απορία να αντιμετωπίζουν και οι δύο το πρακτέο. Φαίνεται, ότι ήταν στενά συνδεδεμένοι, αφού άλλωστε κατάγονταν από την ίδια πόλη, την Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας.
(2) Ο Πέτρος κατά το χρόνο και στον τόπο τον οποίο έγραφε ο Ιωάννης, ήταν γνωστότερος του Ανδρέα (b). Επιπλέον το πρόσωπο του Ανδρέα δεν μπορούσε να νοηθεί στο πνεύμα του Ιωάννη, χωρίς αυτός να θυμηθεί και τον Πέτρο, τον κορυφαίο των αποστόλων (g).
Ιω. 6,9 ἔστι(1) παιδάριον(2) ἓν ὧδε, ὃς ἔχει πέντε ἄρτους κριθίνους(3) καὶ δύο ὀψάρια(4)· ἀλλὰ ταῦτα τί ἐστιν εἰς τοσούτους;
Ιω. 6,9 “είναι εδώ κάποιος νέος, που έχει πέντε κρίθινα ψωμιά και δύο ψάρια• αλλά τι είναι αυτά εμπρός εις τόσο πλήθος ανθρώπων;”
(1) Ή, «σκέφτεται και φρονεί όμοια με το Φίλιππο… Μην κατανοώντας δηλαδή τη δύναμή του, και μη έχοντας διδαχτεί από την μεγαλουργία εκείνων που είχαν προηγηθεί, ότι μπορούσε να κάνει τα πάντα ο Ιησούς… αναγγέλλει βέβαια αυτά που είχε το παιδί, ωστόσο φαίνεται να έχει ατονήσει ως προς την πίστη» (Κ). «Αυτά όμως τα είπε, για να μη δώσει την εντύπωση ότι αποκρύπτει κάτι από τα υπάρχοντα λόγω προσωπικής ανάγκης. Διότι το ότι αυτό δεν ήταν τίποτα μπροστά σε τόσο πλήθος, και ο ίδιος το είπε και το πράγμα δεν γινόταν αλλιώς» (Θμ).
Ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία. «Ο Ανδρέας έχει υψηλότερο μεν φρόνημα από τον Φίλιππο, αλλά δεν έφθασε το παν… Ανέβηκε μεν σε κάποιο ύψος, αλλά δεν μπόρεσε να φτάσει στην ίδια την κορυφή» (Χ).
«Διότι νόμισε ότι θα αυξήσει μεν ίσως τους άρτους ο Κύριος, αλλά εάν ήταν περισσότεροι, θα γινόταν μεγαλύτερη και η αύξηση, κρίνοντας οπωσδήποτε εσφαλμένα» (Θφ).
(2) Από αυτά που λέγονται μία φορά στην Κ.Δ.. Κυριολεκτικά σημαίνει μικρό παιδί. Μάλλον όμως είναι νεαρός υπηρέτης. Είναι αξιοσημείωτο ότι η ίδια λέξη χρησιμοποιείται για τον υπηρέτη του Ελισσαίου στο Δ Βασ. δ 38,41, όπου γίνεται πάλι λόγος για θαύμα πολλαπλασιασμού άρτων (β).
Για αυτό και ο Χ. παρατηρεί: «Νομίζω ότι ο Ανδρέας δεν το είπε αυτό τυχαία, αλλά έχοντας ακούσει τα θαύματα των προφητών και πώς ο Ελισσαίος έκανε το θαύμα με τους άρτους».
(3) Ήταν φτηνότεροι από τους άρτους από σιτάρι, και για αυτό ο κρίθινος άρτος ήταν συνηθισμένος άρτος των φτωχών (β).
(4) Οψάριον είναι υποκοριστικό του όψον=η μαγειρευμένη τροφή, η οποία τρωγόταν μαζί με το ψωμί. Κατάντησε να σημαίνει το ψάρι, επειδή αυτή ήταν ευκολότερη και συνηθέστερη τροφή. Ίσως πρόκειται εδώ για ψάρια παστά. Από το ότι το οψάριον είναι υποκείμενο δεν μπορούμε να συμπεράνουμε κάτι για το μέγεθος των ψαριών, διότι το υποκοριστικό αναφέρεται στο είδος και όχι στο ποσό της τροφής (β,ο). Οι ανάγκες του κόσμου δεν είναι τόσο μεγάλες σε σχέση με τα μέσα, με τα οποία θα εξυπηρετηθούν αυτές, όταν ο Κύριος είναι παρών και διευθύνει αυτός τη διάθεση και διανομή τους (τ).
Ιω. 6,10 εἶπε δὲ ὁ Ἰησοῦς(1)· ποιήσατε(2) τοὺς ἀνθρώπους ἀναπεσεῖν(3)· ἦν δὲ χόρτος πολὺς ἐν τῷ τόπῳ(4). ἀνέπεσον οὖν(5) οἱ ἄνδρες(6) τὸν ἀριθμὸν ὡσεὶ πεντακισχίλιοι(7).
Ιω. 6,10 Ο Ιησούς όμως τους είπε• “Βαλτε τους ανθρώπους να καθίσουν”. Υπήρχε δε πολύ χορτάρι στον τόπον, διότι ήτο άνοιξις. Εκάθισαν, λοιπόν, πρώτον οι άνδρες των οποίων ο αριθμός έφθανε περίπου τας πέντε χιλιάδας.
(1) «Όταν λοιπόν έπαυσαν να ελπίζουν και οι δύο μαθητές, τότε θαυματουργεί. Διότι έτσι κέρδισαν περισσότερο, με το να ομολογήσουν πρώτα την δυσκολία του πράγματος, έτσι ώστε, όταν γίνει, να μάθουν τη δύναμη του Θεού» (Χ).
(2) Μπαίνει τώρα σε δοκιμασία η πίστη των μαθητών κυρίως, έπειτα όμως και του όχλου. Η διαταγή αυτή του Κυρίου «έχει πολλή έμφαση» (Κ).
«Διότι λες και ήταν έτοιμο και προετοιμασμένο το τραπέζι, τους διέταξε να κάτσουν αμέσως» (Χ). Βάλτε τους να καθίσουν, παρόλο που δεν έχετε τίποτα να τους παραθέσετε. Για αυτό όμως εμπιστευτείτε εμένα.
(3) Παρόμοιο με το ρήμα ανακλίνω=κάθομαι κάτω, ξαπλώνω. Δες Ιω. ιγ 12, κα 20 (β).
(4) «Ήταν καιρός της πόας, αφού ήταν λοιπόν άνοιξη· διότι ήταν κοντά, λέει, το Πάσχα» (Σχ). Ο σιναϊτικός γράφει τόπος αντί χόρτος. «Επισημαίνει… δείχνοντας ότι ήταν κατάλληλος ο χώρος στο να μπορέσουν να καθίσουν οι άνδρες» (Κ).
(5) «Αμέσως υπάκουσαν οι μαθητές και δεν θορυβήθηκαν, ούτε είπαν· τι είναι αυτό τέλος πάντων; Πώς διατάζεις να κάτσουν αφού δεν φαίνεται τίποτα στη μέση; Έτσι και πριν δουν το θαύμα, άρχισαν να πιστεύουν» (Χ).
(6) Προηγουμένως είπε «τους ανθρώπους», διότι με αυτό δήλωνε και τα γυναικόπαιδα. Τώρα λέει «οι άνδρες», όχι διότι τα γυναικόπαιδα δεν κάθισαν, αλλά εκτός του ότι οι άνδρες έπιασαν τις πιο εξέχουσες εκτάσεις, από την άλλη όμως μόνο οι άνδρες αριθμούνται (περίπου 5000), και για αυτό αναφέρει τώρα μόνο αυτούς (ο,β).
«Αν και το πλήθος των τρεφομένων ήταν ανάμικτο, δηλαδή ήταν παρούσες γυναίκες μαζί με παιδιά, απαρίθμησε μόνο τους άνδρες, ακολουθώντας, όπως νομίζω, τις σύμφωνα με το νόμο συνήθειες. Γιατί διατάσσοντας ο Θεός… τον Μωϋσή… ο προφήτης συνέταξε μακρό κατάλογο ονομάτων, όμως φαίνεται να μην έχει υπολογίσει καθόλου τις γυναίκες και τους ανηλίκους, αλλά καταγράφει μόνο το πλήθος που είχε συμπληρώσει την εφηβική ηλικία» (Κ).
(7) Ο σιναϊτικός γράφει τρισχίλιοι.
Ιω. 6,11 ἔλαβε δὲ τοὺς ἄρτους ὁ Ἰησοῦς καὶ εὐχαριστήσας(1) διέδωκε τοῖς μαθηταῖς, οἱ δὲ μαθηταὶ(2) τοῖς ἀνακειμένοις· ὁμοίως καὶ ἐκ τῶν ὀψαρίων(3) ὅσον ἤθελον(4).
Ιω. 6,11 Επήρε δε ο Ιησούς εις τα χέρια του τα ψωμιά και αφού ευχαρίστησε τον πατέρα, εμοίρασε στους μαθητάς, οι δε μαθηταί εμοίρασαν στους καθισμένους εκεί ανθρώπους. Το ίδιο έκαμαν και με τα ψάρια και έδιδαν στον καθένα όσο ήθελε, δια να χορτάση.
(1) Από τους συνοπτικούς χρησιμοποιείται στο παράλληλο χωρίο το «ευλογώ» (Μάρκ. στ 41,Ματθ. ιδ 19,Λουκ. θ 16), προκειμένου όμως για το άλλο θαύμα της διατροφής των 4.000 ο Ματθαίος (ιε 36) και ο Μάρκος (η 6) χρησιμοποιούν το «ευχαριστώ», όπως εδώ. Μπορούμε να πάρουμε και το ευλογώ με την έννοια του δοξολογώ, οπότε καταλήγει να σημαίνει σχεδόν ό,τι και το ευχαριστώ. Και θα έχουμε έτσι την προσευχή της ευχαριστίας, η οποία απευθυνόταν πάντοτε πριν το φαγητό στο Θεό από κάθε ευσεβή Ιουδαίο (β).
Έτσι με την ευχαριστία δείχνει «ότι αυτοί που αρχίζουν το φαγητό, πρέπει να ευχαριστούν το Θεό» (Χ).
Και «ευχαριστεί προς υποτύπωση της δικής μας ευχαριστίας και προς υπόδειγμα της ευλάβειας που πρέπει να υπάρχει σε εμάς, και ως άνθρωπος αναθέτει πάλι στη θεία φύση τη δύναμη για το παράδοξο… Πρέπει όμως να σημειώσουμε ότι αντί για το ευχαρίστησε ο Ματθαίος είπε το ευλόγησε. Γιατί ο Παύλος αποδεικνύει ότι και τα δύο σημαίνουν το ίδιο, λέγοντας: «διότι κάθε τροφή… αγιάζεται με το λόγο του Θεού και την προσευχή» (Κ).
Είτε η τροφή μας είναι άφθονη, είτε είναι πενιχρή οφείλουμε να ευχαριστούμε το Θεό για αυτό που έχουμε και ουδέποτε να είμαστε μεμψίμοιροι.
(2) Υπάρχει και η γραφή: ευχαριστήσας διέδωκε τοις ανακειμένοις. Η φράση «τοῖς μαθηταῖς, οἱ δὲ μαθηταὶ» πιθανώς αποτελεί παρεμβολή από το ευαγγέλιο του Ματθαίου (g). Οι προμήθειες διαμοιράστηκαν από το χέρι του Χριστού διαμέσου των χεριών των αποστόλων. Όλες οι ανέσεις και τα μέσα της συντήρησής μας έρχονται σε εμάς από το χέρι του Χριστού. Οποιοσδήποτε και αν μας τα φέρει, ο Χριστός μας στέλνει αυτά και αυτός τα διανέμει σε εκείνους, οι οποίοι μας τα μοιράζουν. «Ανοίγεις εσύ το χέρι σου και γεμίζεις καθετί που ζει με ευδοκία».
(3) Εκφράζεται άριστα ο τρόπος της διανομής=σαν από κάποια πηγή έκοβαν τεμάχια από τα ψάρια (ο).
(4) Αυτό αντιτίθεται με αυτό που είπε ο Ανδρέας: «αλλά τι είναι αυτά μπροστά σε τόσους;».
«Ασφαλώς η κυβέρνηση του κόσμου ολόκληρου, είναι μεγαλύτερο θαύμα από ότι ο χορτασμός των πέντε χιλιάδων ανθρώπων με πέντε άρτους και όμως κανείς δεν θαυμάζει το πρώτο, αλλά το δεύτερο θαυμάζουν όχι διότι είναι μεγαλύτερο, αλλά διότι είναι σπάνιο. Διότι ποιος τρέφει τώρα ολόκληρο τον κόσμο, αν όχι αυτός που δημιουργεί τον αγρό για θερισμό από λίγα σπέρματα; Διότι από όπου πολλαπλασιάζει την παραγωγή των αγρών από λίγα σπέρματα, από την ίδια πηγή πολλαπλασίασε στα χέρια του τους πέντε άρτους. Η δύναμη όντως ήταν στα χέρια του Χριστού, αλλά οι πέντε εκείνοι άρτοι υπήρξαν ως σπέρματα που δεν εμπιστεύθηκαν πραγματικά στη γη, αλλά πολλαπλασιάστηκαν από αυτόν που δημιούργησε τη γη» (Αυ).
Ιω. 6,12 ὡς δέ ἐνεπλήσθησαν, λέγει τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· συναγάγετε τὰ περισσεύσαντα κλάσματα, ἵνα μή τι ἀπόληται(1).
Ιω. 6,12 Αφού δε εχόρτασαν όλοι, είπεν ο Ιησούς στους μαθητάς του• “μαζέψτε τα κομμάτια που επερίσσεψαν, δια να μη χαθή τίποτε”.
(1) Ο Κύριος εύκολα πληθύνει. Αλλά όμως δεν θέλει τα πράγματα, τα οποία έκανε, να χάνονται χωρίς λόγο (b). Μάθημα οικονομίας.
Και «θα μπορούσε να θεωρήσει κάποιος ότι από φειδώ προς τα περισσεύματα διέταξε ο Χριστός τους μαθητές του να τα μαζέψουν» (Κ).
Όταν χορταίνουμε, πρέπει να θυμόμαστε, ότι υπάρχουν άλλοι, οι οποίοι στερούνται και πεινούν, και ενδέχεται και εμείς να περιέλθουμε στην ίδια ανάγκη. Εάν άφηναν τα περισσεύματα στη χλόη, θα μαζεύονταν αυτά από τα θηρία του αγρού και από τα πετεινά του ουρανού. Αλλά ό,τι είναι χρήσιμο και αναγκαίο για τη συντήρηση των ανθρώπων, χάνεται όταν αντί να δίνεται στους πεινασμένους ομοίους μας, ρίχνεται για διατροφή σκυλιών και αλόγων πλασμάτων. Αξιοσημείωτη και η ερμηνεία που πρόκριναν οι Πατέρες: Η περισυλλογή τόσων πολλών περισσευμάτων «κάνει το θαύμα ολοφάνερο… γιατί υπάρχει μια τόσο μεγάλη ενέργεια εξουσίας που ταιριάζει στο Θεό στο πράγμα αυτό, ώστε όχι μόνο… να χορτάσει τόσος πολύς λαός, αλλά μαζί με αυτό, να συγκεντρωθούν επιπλέον περισσεύματα δώδεκα κοφινιών» (Κ).
Επιπλέον όμως και «για να μη φανεί ότι είναι κάποια φαντασία αυτό που έγινε» (Ζ) αλλά «ώστε να πιστέψουν ότι οπωσδήποτε και πραγματικά χόρτασαν με την τροφή» (Κ) «και να φανεί σε όλους, ότι πράγματι τόσο πολύ χόρτασαν, ώστε και να περισσεύσουν τόσα πολλά» (Θφ).
Ιω. 6,13 συνήγαγον οὖν καὶ ἐγέμισαν δώδεκα κοφίνους(1) κλασμάτων ἐκ τῶν πέντε ἄρτων τῶν κριθίνων(2) ἃ ἐπερίσσευσε τοῖς βεβρωκόσιν(3).
Ιω. 6,13 Τα εμάζεψαν, λοιπόν, και εγέμισαν δώδεκα κοφίνια από τα κομμάτια των πέντε κριθίνων άρτων, τα οποία επερίσσεψαν εις εκείνους που είχαν φάγει.
(1) «Γεμίζουν δώδεκα κοφίνια για τον καθένα μαθητή χωριστά, όπως ήταν λογικό· διότι τόσοι ήταν και αυτοί» (Κ).
«Ώστε όλοι να κουβαλήσουν και ούτε και ο Ιούδας να μη μείνει αμέτοχος αυτού… και να ωφεληθεί έστω και από αυτό… Διότι δεν πρόσταξε μάταια τους αποστόλους να βαστήξουν τα κοφίνια, αλλά για να θυμούνται πάντα το θαύμα» (Θφ).
Φαίνεται, ότι πρόκειται για ταξιδιωτικά κοφίνια, τα οποία συνήθιζαν να κουβαλούν μαζί τους οι Ιουδαίοι ταξιδευτές (Κριτ. στ 19, δες και Juvenalius, Sat. III 14). Ενδέχεται όμως και να δανείστηκαν αυτά οι απόστολοι από αυτούς που ήταν συμπαρόντες (g).
(2) Τα περισσεύματα ήταν ακριβώς τα ίδια με την αρχική πηγή, από την οποία προήλθαν· ήταν κομμάτια των αρχικών άρτων (g). Ο Μάρκος (στ 43) μιλά και για περισσεύματα από τα ψάρια. «Επέτρεψε να περισσέψουν τόσα πολλά κομμάτια… ώστε να μη νομιστεί ότι το πράγμα ήταν φαντασία» (Θμ).
(3) Από αυτά που λέγονται μοναδική φορά. Δες πόσο γενναιόδωρη φαίνεται προς εμάς η θεία αγαθότητα. Δεν αρκείται στο να γεμίσει το ποτήρι, αλλά και ξεχειλίζει αυτό. Στην οικία του Πατέρα περισσεύουν από ψωμιά.
Ιω. 6,14 Οἱ οὖν(1) ἄνθρωποι, ἰδόντες ὃ ἐποίησε σημεῖον(2) ὁ Ἰησοῦς, ἔλεγον ὅτι οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ προφήτης(3) ὁ ἐρχόμενος εἰς τὸν κόσμον.
Ιω. 6,14 Οι άνθρωποι, λοιπόν, όταν είδαν αυτό το καταπληκτικό θαύμα, που έκαμεν ο Ιησούς, έλεγαν ότι αυτός πράγματι είναι ο προφήτης εκείνος, που σύμφωνα με την προφητείαν του Μωϋσέως έρχεται στον κόσμον.
(1) Φανερώνει την κατάπληξη του λαού και την ομολογία πίστης στον Ιησού που επακολούθησαν ως συνέπεια του θαύματος.
(2) «Ω υπερβολή γαστριμαργίας! Έκανε αμέτρητα πιο θαυμαστά από αυτό και πουθενά δεν ομολόγησαν αυτό, αλλά όταν χόρτασαν» (Χ). Ότι η πίστη τους ήταν τόσο παχυλή και επιπόλαιη, αποδεικνύεται από τον σκανδαλισμό, τον οποίο πολλοί από αυτούς εκδήλωσαν την επόμενη ημέρα στην Καπερναούμ με αφορμή τα λόγια του Κυρίου για τη σάρκα του. Υπήρξαν πολλοί, οι οποίοι πείστηκαν, ότι ο Ιησούς ήταν ο προφήτης, ο οποίος θα ερχόταν στον κόσμο. Όμως δεν έκαναν δική τους τη διδασκαλία του, ούτε έμειναν σταθεροί στην ακρόασή της. Τέτοια αξιοκατάκριτη ασυμφωνία και αστάθεια υπάρχει μεταξύ των δυνάμεων της ψυχής που είναι διεφθαρμένη και όχι ακόμη αγιασμένη, ώστε είναι δυνατόν στους ανθρώπους να αναγνωρίζουν ότι ο Χριστός είναι ο Προφήτης και όμως να αποστρέφουν τα αυτιά από αυτόν.
(3) «Αυτός που προσδοκούσαν από την υπόσχεση του Μωϋσή» (Ζ), στο Δευτ. ιη 18. Κάποιοι τον προφήτη αυτόν τον διέκριναν από τον Μεσσία (δες Ιω. α 21,25). Άλλοι όμως ταύτιζαν αυτόν με τον Μεσσία (g).
«Δεν τους νοιάζει πλέον η παράβαση του Σαββάτου, δεν έχουν πλέον ζήλο χάριν του Θεού, αλλά όλα τα απέρριψαν αφού γέμισαν την κοιλιά τους» (Χ).
Ιω. 6,15 Ἰησοῦς οὖν γνοὺς(1) ὅτι μέλλουσιν ἔρχεσθαι καὶ ἁρπάζειν(2) αὐτὸν ἵνα ποιήσωσιν αὐτὸν βασιλέα(3), ἀνεχώρησε(4) πάλιν εἰς τὸ ὄρος(5) αὐτὸς μόνος(6).
Ιω. 6,15 Ο Ιησούς, λοιπόν, επειδή αντελήφθη καθαρώτατα, ότι οι άνθρωποι εκείνοι επάνω στον ενθουσιασμόν των, επρόκειτο να έλθουν να τον αρπάξουν, δια να τον ανακηρύξουν βασιλέα, έφυγε πάλιν μόνος του στο όρος.
(1) Μπορούσε να αντιληφθεί αυτό είτε από τη στάση του πλήθους και ορισμένες κινήσεις του, είτε από συνομιλία με κάποιους από τους εκεί παρόντες. Δεν αποκλείεται όμως να έμαθε αυτό και υπερφυσικά, όπου του αποκαλύφθηκε από τη θεία φύση που κατοικούσε μέσα του (g).
(2) Το πάσχα ήταν κοντά. Πλήθος πολύ κατέκλυζε τα Ιεροσόλυμα, και ανάμεσά του πολυάριθμες τολμηρές καρδιές, που ποθούσαν την απελευθέρωση του Ισραήλ, θα βρίσκονταν να ριψοκινδυνεύσουν το παν αμέσως μόλις θα φαινόταν επικεφαλής του πλήθους που εξόρμησε από τη Γαλιλαία, ο βασιλιάς που επρόκειτο να στεφθεί με τη βία και με επανάσταση. Η ευκαιρία λοιπόν παρουσιαζόταν κατάλληλη (ο). «Πόσο εύκολη είναι η γνώμη τους! Διότι αφού γέμισε η κοιλιά τους, ήταν όλα για αυτούς, και προφήτης και άξιος βασιλείας» (Ζ).
(3) Ο σιναϊτικός γράφει: αναδεικνύναι βασιλέα.
«Πώς λοιπόν; Δεν ήταν βασιλιάς, ώστε να φοβηθεί μήπως γίνει βασιλιάς; Ήταν βεβαίως, αλλά όχι τέτοιος όπως αυτοί που γίνονται από τους ανθρώπους, αλλά τέτοιος ο οποίος θα παρείχε βασίλειο στους ανθρώπους. Διότι είχε έλθει όχι να βασιλεύσει άμεσα αλλά με την έννοια με την οποία προσευχόμαστε: Ας έλθει η βασιλεία σου… Η βασιλεία του θα είναι βασιλεία Χριστιανών, οι οποίοι ήδη μαζεύονται και ετοιμάζονται και εξαγοράζονται με το αίμα του Χριστού. Η βασιλεία του θα φανερωθεί όταν η δόξα των αγίων του θα αποκαλυφθεί μετά την κρίση από Αυτόν» (Αυ).
Ο ζήλος που εκδηλώθηκε από το λαό ήταν ιδιοτελής και όχι με επίγνωση. Βασιζόταν πρωτίστως σε πλανεμένη αντίληψη για τη φύση της βασιλείας του Χριστού, σαν αυτή να ήταν από τον κόσμο αυτόν και έπρεπε να εμφανιστεί με εξωτερική μεγαλοπρέπεια, με στέμμα στο κεφάλι και στράτευμα στα πόδια αυτού που κάθεται στο θρόνο της. Από την άλλη πήγαζε ο ζήλος αυτός από σαρκική αγάπη. Θα ανακήρυτταν βασιλιά εκείνον, ο οποίος μπορούσε να τρέφει αυτούς άφθονα χωρίς να κοπιάσουν και να απαλλάξει αυτούς από την κατάρα του να τρώνε με τον ιδρώτα του προσώπου τους τον άρτο τους. Απέβλεπε επίσης και στην πραγμάτωση κοσμικού σκοπού. Ήλπιζαν ότι παρουσιαζόταν κατάλληλη ευκαιρία να αποτινάξουν τον ρωμαϊκό ζυγό που τους πίεζε.
(4) Έτσι λοιπόν «ο Χριστός εμφανίζεται σε εμάς υπόδειγμα έλλειψης φιλοδοξίας… και αρνούμενος τη βασιλεία που είναι ανώτατη σε εμάς… δίνει σε αυτούς που αποβλέπουν στη ελπίδα της μελλοντικής ζωής να σκεφτούν, ότι είναι μικρό για αυτούς, εκείνο που φαίνεται μεγάλο για τον κόσμο» (Κ).
(5) «Υπονοείται από αυτό ότι ο Κύριος, όταν κάθισε στο βουνό με τους μαθητές του και είδε τους όχλους να έρχονται προς αυτόν, είχε κατέβει από το βουνό… στα κατώτερα μέρη του» (Αυ).
(6) Οι συνοπτικοί αναφέρουν ότι ο Ιησούς «ανάγκασε τους μαθητές του να μπουν στο πλοίο και να τον προλάβουν στην αντίπερα όχθη» (Ματθ. ιδ 22, δες Μάρκ. στ 45), χωρία να αναφέρουν το λόγο αυτής της εσπευσμένης ενέργειας του Κυρίου. Αυτός εξηγείται τώρα από τον Ιωάννη. Ο Ιησούς μπροστά στον κίνδυνο της έκρηξης ενός τέτοιου κινήματος, που απέβλεπε στην ανακήρυξή του ως βασιλιά, σπεύδει να απομακρύνει τους μαθητές, μη τυχόν και αυτοί παρασυρθούν από το πλήθος (g).
Μένοντας λοιπόν έτσι μόνος με το πλήθος προσπάθησε να καθησυχάσει αυτό, και φαίνεται ότι πέτυχε τουλάχιστον μέρος από αυτό να διαλυθεί («και αφού απέλυσε τους όχλους» Ματθ. ιδ 23), έως ότου βρήκε την ευκαιρία να διαφύγει μόνος στο βουνό, αφήνοντας ίσως τους ζωηρότερους να συζητούν τα σχετικά με το παράτολμο σχέδιό τους (β).
(Υπόμνημα στο κατά Ιωάννην, Π.Ν.Τρεμπέλα σελ. 206-212 εκδόσεις «ο Σωτήρ» μεταφρασμένο & μεταγλωττισμένο στη δημοτική γλώσσα!Τα αποσπάσματα μεταφράστηκαν και μεταγλωττίστηκαν στη δημοτική γλώσσα από τον π. Νικόλαο Πουλάδα. )
ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
(Πατέρες της Εκκλησίας & Εκκλησιαστικοί συγγραφείς)
Α = Αθανάσιος ο Μέγας, Θφ = Θεοφύλακτος
Αμ = Αμμώνιος, Ι = Ισιδωρος πρεσβύτερος
Αυ = Αυγουστίνος, Κ = Κύριλλος Αλεξανδρείας
Β = Βασίλειος ο Μέγας, Κλ = Κλήμης Αλεξανδρεύς
Γ = Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Σβ = Σευήρος Αντιοχείας
Γν = Γρηγοριος Νύσσης, Σχ. = Σχολιαστής ανώνυμος
Ε = Ευσέβιος Καισαρειας, Χ = Χρυσόστομος Ιωάννης
Ζ = Ζιγαβηνός, Ω = Ωριγένης
Θη = Θεόδωρος Ηρακλείας
Θμ = Θεόδωρος Μοψουεστίας
(Σύγχρονοι θεολόγοι ερμηνευτές)
b = Bengel κ = Κομνηνός Π.,
β = Bernard. J.H, Edinburg 1928 χ = Hoskyns Edwyn Gl. London 1947
C = Cremer μ. = Macgregor G.H. London 1928
DB = Dict. Of the Bible,Hastings τ = Temple William, London 1945
F = Fillion L. Cl. Paris 1928 σ. = στίχος
G = Crimm
g = Godet F. 1885
o = Owen John, New York 1861
δ = Δαμαλάς Ν, Αθήναι 1940