ΣΤΗΡΙΞΤΕ ΤΟ ΣΥΣΣΙΤΙΟ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΜΑΣ! ΘΥΜΗΘΕΙΤΕ ΤΟΥΣ ΠΤΩΧΟΥΣ…
¨Ρίχνοντας¨ τ’ όποιο χρηματικό ποσό στο Κυτίο στην είσοδο του Ναού… ή/και…
¨Δίνοντάς¨ το, στους υπευθύνους(1) του ΕΦΤ(Ενορ.Φιλόπτ.Ταμείο)
Προσκομίζοντας ΤΡΟΦΙΜΑ στο Συσσίτιο(3) (ή στο Ναό) προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για την παρασκευή του (ή να διανεμηθούν [σε περίπτωση δυνατότητας] σε όσους τα χρειάζονται)… ή/και…
Αγοράζοντας από καταστήματα τροφίμων ΔΩΡΟΕΠΙΤΑΓΕΣ και προσφέροντας τες στο ΕΦΤ, προκειμένου να δοθούν σ’ όσους τις έχουν ανάγκη… ή/και…
Αναθέτοντας τήν αγορά των ΥΛΙΚΩΝ για το συσσίτιο, στους υπευθύνους(2) του … ή/και…
Αναλαμβάνοντας τα έξοδα (όλου ή μέρους) συγκεκριμένου γεύματος (Όσπρια >200 ευρώ, Μακαρόνια κιμά >230, Κοτόπουλο >330), «Υπέρ Αναπαύσεως» αγαπημένου σας προσώπου, σε συνεννόηση με τους υπευθύνους του (2)… ή/και…
Συμμετέχοντας στους κατά καιρούς περιφερόμενους Δίσκους του Ναού...ή/και
Καταθέτοντας στον Τραπεζικό Λογαριασμό του ΕΦΤ:
Τράπεζα Πειραιώς IBAN: GR 66 0172 0380 0050 3807 5349 683
και επικοινωνώντας έγκαιρα μαζί μας για την έκδοση της νόμιμης απόδειξης.
(1)Υπεύθυνος ΕΦΤ:π.Ιωάννης (τηλ. Ναού 210 9335 460)
(2)Συσσίτιο:κα Μαντώ (τηλ. Συσσιτίου 210 93 50 151,Τρίτη και Πέμπτη πρωί:8.00 με 12.00)
(3)Θέση Συσσιτίου: Θεόγνιδος 10, στο ημιυπόγειο της πολυκατοικίας, πίσω από το Ιερό τού Ναού).
Η Κυρία Θεοτόκος κατά τον έξω χαρακτήρα και ήθος του σώματος ήτο σεμνή και σεβάσμια κατά πάντα, ολίγα και απαραίτητα λαλούσα, ήτο ογλήγορος εις το υπακούειν και ευπροσήγορος, ετίμα όλους και επροσκύνει, είχε το μέγεθος του σώματος μέσον και σύμμετρον, δεν επαρουσιάζετο εις κάθε άνθρωπον, ήτο μακράν από τόν γέλωτα και έξω από κάθε ταραχήν και θυμόν.
Το χρώμα του θεοδόχου Της σώματος ήτο όμοιο με το χρώμα του σιταριού.
Είχε ξανθάς τάς τρίχας της κεφαλής, είχεν οφθαλμούς πολλά ωραίους, χρωματισμένους με θείαν σεμνότητα, ωραισμένους με κόρας οξείς και όμοιας με τήν ελαίαν και καλλυνομένας με βλεφαρίδας φαιδροπρεπείς.
Είχε τα οφρύδια μαύρα, κυκλικώς σχηματισμένα. Είχε τήν μύτην ομαλήν και ευθείαν.
Τα πανάμωμα χείλη Της ήτον ανθηρά, λάμποντα κοσμίως με ερυθρόν χρώμα και γέμοντα από την των λόγων γλυκύτητα. Είχε το ιεροπρεπές πρόσωπον ολίγον μακρύ, είχε τάς θεοδόχους χείρας Της μακράς και τούς δακτύλους των χειρών μακρούς με λεπτότητα.
Ήτο ανυπερήφανος και είχε ταπείνωσιν υπερβάλλουσαν, εφόρει ρούχα φυσικώς χρωματισμένα, καθώς δηλούται από το άγιον μαφόριον, αυτόχροον υπάρχον.
Και δια να ειπούμεν καθολικώς, η Κυρία Θεοτόκος ήτο κατά τα εξωτερικά μέλη του σώματος γεμάτη τόση θείαν χάριν και σεβασμιότητα, ώστε όπου όστις έβλεπεν Αυτήν, ελάμβανε εις την ψυχήν του κάποιον φόβον και ευλάβειαν και χωρίς να Τήν ηξεύρη προτύτερα, εγνώριζεν από μόνον τόν εξωτερικόν χαρακτήρα Της ότι Αύτη αληθώς εστί Μήτηρ Θεού.
Και ο Αρεοπαγίτης θείος Διονύσιος, από την πολλήν αγάπην που είχε πρός τόν Χριστόν, ακούσας ότι έζη σωματικώς η πανάμωμος Μήτηρ Αυτού, επήγε να Την ιδεί, και λοιπόν βλέπων τήν θείαν θεωρίαν και τήν θαυμάσιαν και βασιλικήν ωραιότητά Της, ίδών δε και τούς Αγγέλους ισταμένους τριγύρω Αυτής και Τήν εδορυφόρουν ως βασίλισσαν, ακούσας δε και τα ουράνια λόγια εκ του αγίου στόματός Της, εξέστη ομολογήσας ότι και μόνος ο σωματικός Αυτής χαρακτήρ και το είδος Της Τήν εμαρτύρουν ως εστί Μήτηρ Θεού κατ' άλήθειαν.
Μεγαλείον και εξαίρετον ήτο εις μόνην τήν Θεοτόκον, διότι θεόθεν ήτο δεδωρημένον, ίνα γεννηθή εν τη Παλαιά Διαθήκη Παιδίον θήλυ κατ' επαγγελίαν, και μάλιστα εκ της στείρας, της θεοπρομήτορος Άννης.
Γνωστόν όμως έστω ότι η Κυρία Θεοτόκος, δια τα μεγαλεία ως Της έδωκεν ό Θεός, εσυνερίζετο τρόπον τινά και εφιλοτιμείτο να αγωνίζεται και Αυτή μετά τήν Ανάληψιν του Υιού Της με προσευχάς, με γονυκλισίας και με κάθε είδος ασκήσεως.
Όθεν λέγεται λόγος ότι, από τάς συχνάς γονυκλισίας, όπου η Θεοτόκος εποίει, εβαθούλωσαν αι πλάκαι, επάνω εις τας οποίας τα γόνατα έκλινεν.
(αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Κήπος χαρίτων,Θεσσαλονίκη 1979 σελ. 203-204, σημ. 1)
Η Χάρη Της
Ο Πατέρας βρήκε τον καθρέφτη
για το πρόσωπο του Υιού Του
στην ομορφιά της Παρθένου.
Άνοιξε το ατλάζι τ’ ουρανού
να μας δείξει την Κεχαριτωμένη
και η χάρη Της θάμπωσε τον ήλιο.
Παρέστη Βασίλισσα εκ δεξιών Του
η θυγατέρα του Βασιλέως
Η Κοίμησή Σου
Βασίλισσά μας, των αγγέλων η Κυρία,
τους εφιάλτες μας η κοίμησή Σου
σε εικόνες μεταβάλλει Παραδείσου.
Τώρα κοιμόμαστε σχεδόν αγγελικά
τις νύχτες μας στη γη με όνειρα γλυκά.
Μεσίτριά μας, στην Εδέμ πραγματικά
αξίωσέ μας να τα ζήσουμε μαζί Σου.
(Ελευθέριος Μάινας, Τα Ποιήματα, εκδ. Ακρίτας σελ. 15, 31)
Θέματα: Παναγία, ποίηση, ομορφιά
Ἀπὸ τὴ χορεία τῶν ρώσων ἁγίων, ξεχωριστὴ ἀγάπη στὴν Παναγία ἔτρεφε ὁ ὅσιος Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ. Ἀλλὰ καὶ ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ τὸν περιέβαλλε μὲ ἰδιαίτερη εὔνοια, ὅπως ἀποδεικνύουν οἱ πολλές της ἐμφανίσεις σ᾿ αὐτόν.
Τὸ ἀκόλουθο ὅραμα τοῦ ὁσίου εἶναι τὸ πιὸ ἐντυπωσιακό. Τὸ διηγεῖται ἡ μοναχὴ τοῦ Ντιβέγιεβο Εὐπραξία, γιατὶ ἀξιώθηκε κι αὐτὴ νὰ τὸ ἀπολαύσει μαζὶ μὲ τὸν ἅγιο:
Νωρὶς τὸ πρωὶ τῆς 25ης Μαρτίου 1831 ἀκούστηκε μία δυνατὴ βοὴ καὶ ἀκολούθησε ἕνας ἁρμονικὸς ὕμνος. Ἡ πόρτα τοῦ δωματίου ἄνοιξε μόνη της κι ἁπλώθηκε παντοῦ φῶς κι εὔωδια. Ὁ στάρετς Σεραφεὶμ ἦταν γονατιστὸς μὲ τὰ χέρια ὑψωμένα. Ἐγὼ ἔτρεμα.
Ξαφνικὰ σηκώνεται καὶ μοῦ λέει:
- Μὴ φοβᾶσαι, παιδί μου. Νά, ἡ Δέσποινά μας, ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος ἔρχεται κοντά μας!
Πράγματι, μπροστὰ πήγαιναν δυὸ ἄγγελοι κρατώντας ἀνθισμένα κλαδιά. Ἀκολουθοῦσαν ὁ Τίμιος Πρόδρομος καὶ ὁ Θεολόγος ἅγιος Ἰωάννης, ἐνῶ πίσω τοὺς ἔκανε τὴν ἐμφάνισή της ἡ Παναγία μὲ δώδεκα παρθενομάρτυρες.
Ἡ Θεοτόκος, φορώντας ἕνα λαμπρὸ μανδύα κι ἕνα ὑπέροχο στέμμα, μὲ πλησίασε, ἐνῶ ἤμουν πεσμένη κάτω. Μὲ ἄγγιξε καὶ εὐδόκησε νὰ μοῦ πεῖ:
- Σήκω, ἀδελφή, καὶ μὴ φοβᾶσαι. Μαζί μου ἔχουν ἔρθει παρθένες σὰν κι ἐσένα.
Δὲν κατάλαβα πὼς σηκώθηκα. Ἡ βασίλισσα ἐπανέλαβε:
- Μὴ φοβᾶσαι. Ἤρθαμε νὰ σᾶς ἐπισκεφθοῦμε.
Ὁ π. Σεραφείμ, ὄρθιος μπροστὰ στὴν Παναγία, μιλοῦσε μαζί της μὲ πολλὴ οἰκειότητα. Ἡ Θεοτόκος τοῦ εἶπε πολλά. Ἂν καὶ συμμετεῖχα στὸ ὅραμα, δὲν μπόρεσα ν᾿ ἀκούσω τί ἔλεγαν. Ἄκουσα μόνο τὸ ἑξῆς:
- Μὴν ἀφήνεις τὶς παρθένες μου τοῦ Ντιβέγιεβο.
- Ὢ Δέσποινα! Τὶς συγκεντρώνω, ἀλλὰ δὲν μπορῶ νὰ τὶς κατευθύνω μόνος μου.
- Θὰ σὲ βοηθήσω σὲ ὅλα ἐγώ. Θὰ τὶς διδάξεις τὴν ὑπακοή. Ἂν τὴν κρατήσουν, θὰ εἶναι μαζί σου καὶ κοντά μου. Διαφορετικά, θὰ χάσουν τὴ θέση ποὺ τοὺς ἑτοιμάζω ἀνάμεσα σ᾿ αὐτὲς ἐδῶ τὶς παρθένες. Οὔτε τέτοια θέση οὔτε τέτοιο στεφάνι θ᾿ ἀπολαύσουν. Ὁποιοσδήποτε τὶς προσβάλει, θὰ τιμωρηθεῖ ἀπὸ μένα. Κι ὅποιος τὶς διακονήσει γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, θὰ βρεῖ ἔλεος ἐνώπιόν Του. Κατόπιν ἡ Παναγία στράφηκε σ᾿ ἐμένα.
- Κοίταξε, μοῦ εἶπε, αὐτὲς τὶς παρθένες καὶ τὰ στεφάνια τους. Μερικὲς ἄφησαν ἐπίγεια βασίλεια καὶ πλούτη γιὰ τὴν οὐράνια Βασιλεία. Ὅλες ἀγάπησαν τὴν ἑκούσια πτωχεία, ἀγάπησαν μόνο τὸν Κύριο, καὶ γι᾿ αὐτὸ βλέπεις πόση δόξα καὶ τιμὴ ἀξιώθηκαν. Ὅπως ὑπέφεραν οἱ ἀρχαῖες μάρτυρες, ἔτσι ὑποφέρουν καὶ οἱ σημερινές. Μόνο ποὺ ἐκεῖνες ὑπέφεραν φανερά, ἐνῶ σήμερα ὑποφέρουν μυστικά, μὲ θλίψη καρδίας. Ὁ μισθός τους ὅμως θὰ εἶναι ὁ ἴδιος.
Γυρίζοντας ὕστερα ἡ Θεοτόκος στὸν Στάρετς, τὸν εὐλόγησε καὶ τοῦ εἶπε:
- Σύντομα, ἀγαπητέ μου, θὰ εἶσαι μαζί μας!
Κατόπιν ὁ ὅσιος ἀντάλλαξε μαζί της χαιρετισμό, καθὼς καὶ μὲ ὅλους τοὺς ἁγίους. Κάποιος ἀπ᾿ ὅλους γύρισε καὶ μοῦ εἶπε:
- Ἀξιώθηκες αὐτὸ τὸ ὅραμα χάρη στὶς προσευχὲς τῶν πατέρων Σεραφείμ, Μάρκου, Ναζαρίου καὶ Παχωμίου.
Ξαφνικὰ ὅλα χάθηκαν. Τὸ ὅραμα, ποὺ εἶχε διαρκέσει λιγότερο ἀπὸ μία ὥρα, τελείωσε. Ἦταν τὸ δωδέκατο ποὺ ἀξιώθηκε ν᾿ ἀπολαύσει ὁ ὅσιος Σεραφεὶμ στὴν ἐπίγεια ζωή του».
(Εμφανίσεις και θαύματα της Παναγίας, εκδ. Ιερά μονή Παρακλήτου, σελ 138-140)
Το έτος 1780 ό Πρόχορος ασθένησε βαρειά. Πρήσθηκε όλο του το σώμα, ώστε υπέφερε φρικτούς πόνους και έμεινε ακίνητος επάνω στο σκληρό του κρεβάτι. Ιατρός δεν υπήρχε και κανένα φάρμακο δεν τον βοηθούσε. Κατά τα φαινόμενα έπασχε από υδρωπικία πού κράτησε τρία χρόνια, από τα όποια το ένάμισυ το πέρασε κατάκοιτος. Όλο αυτό το διάστημα δεν βγήκε από το στόμα του ούτε μία λέξι γογγυσμού· ολόκληρος, με την ψυχή και το σώμα, είχε παραδοθή στον Κύριο και προσευχόταν αδιάλειπτα, ποτίζοντας την κοίτη του με τα δάκρυα του.
Όσο ήταν άρρωστος, ό πνευματικός του πατέρας και οδηγός π. Ιωσήφ τον υπηρετούσε σαν κοινός υποτακτικός· ό ηγούμενος π. Παχώμιος δεν απομακρύνθηκε από κοντά του· ό π. Ησαΐας και άλλοι γέροντες και αδελφοί τον φρόντιζαν επίσης πολύ.
Τελικά, φοβούμενος για την ίδια την ζωή τού άρρωστου, ό ηγούμενος π. Παχώμιος πρότεινε αποφασιστικά στον ασθενή να καλέσουν ιατρό, αλλά ό μακάριος ακόμη αποφασιστικότερα αρνήθηκε την ιατρική βοήθεια. «Πατερά άγιε, τού είπε, εγώ αφιερώθηκα στον Κυριών ημών Ιησού Χριστό και την Άχραντη Μητέρα του· και αν ή αγάπη σας εύαρεστήται, έφοδιάστε με το ουράνιο φάρμακο, την θεία Κοινωνία». Ό π. Ιωσήφ κατόπιν τής παρακλήσεως τού άρρωστου και επειδή και ό ίδιος πολύ το επιθυμούσε, έκανε ολονύκτια αγρυπνία και λειτουργία, οπού συγκεντρώθηκαν οι αδελφοί και προσευχήθηκαν για τον πάσχοντα. Μετά την θ. λειτουργία ό Πρόχορος, όπως ήταν κατάκοιτος, εξομολογήθηκε και κοινώνησε των Άχραντων τού Χρίστου Μυστηρίων.
Και να, μετά την θεία Μετάληψη τού εμφανίσθηκε ή Ύπεραγία Θεοτόκος μέσα σε άρρητο φως, συνοδευομένη από τους αγίους αποστόλους Ιωάννη τον Θεολόγο και Πέτρο. Στρέφοντας το θείο πρόσωπο Της προς τον Ιωάννη έδειξε τον Πρόχορο και είπε:
«αυτός είναι από το γένος μας».
Κατόπιν ακούμπησε το δεξί Της χέρι στο κεφάλι τού Προχόρου και αυτοστιγμεί το υγρό, το οποίο είχε γεμίσει το σώμα του, άρχισε να ρέει ποταμηδόν από ένα άνοιγμα πού δημιουργήθηκε στον δεξιό του μηρό. Ό Πρόχορος σύντομα θεραπεύθηκε εντελώς, και μόνον το σημάδι τής πληγής, από τήν οποία έτρεξε τό υγρό, έμεινε στό σώμα του γιά πάντα.
Μετά τό περιστατικό αυτό, στό σημείο οπού είχε εμφανισθεί ή Θεοτόκος κτίσθηκε διώροφος ναός, καί παραπλεύρως, στην θέση οπού υπήρχε τό κελί τού Προχόρου, κτίσθηκε νοσοκομείο.
Μια μέρα ο όσιος Σέργιος του Ραντονέζ προσευχόταν, κατά τη συνήθειά του, μπροστά στην εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου. Αφού προσευχήθηκε θερμά και έψαλλε τον Ακάθιστο Ύμνο, κάθισε για λίγο να αναπαυτεί, οπότε λέει ξαφνικά στο μαθητή του Μιχαία:
- Παιδί μου, μείνε άγρυπνος και νηφάλιος, γιατί πρόκειται να δεχτούμε μια θαυμάσια και φοβερή επίσκεψη.
Κι ενώ ακόμη μιλούσε, ακούστηκε μια φωνή:
- Η Υπεραγία Θεοτόκος έρχεται!
Μόλις το άκουσε αυτό ο Όσιος, έσπευσε προς την είσοδο του κελλιού του και ξαφνικά τον κάλυψε μια εκτυφλωτική ακτινοβολία, λαμπρότερη κι από τον ήλιο και είδε την Υπεραγία Θεοτόκο μαζί με δύο Αποστόλους, τον Πέτρο και τον Ιωάννη, να ακτινοβολούν με ένα ανέκφραστο φως. Μη μπορώντας να αντέξει σε ένα τόσο καταπληκτικό όραμα, ο Όσιος έπεσε στο έδαφος. Η Υπεραγία Θεοτόκος τότε τον έπιασε από το χέρι και είπε:
- Μη φοβάσαι, εκλεκτέ μου! Ήρθα να σε επισκεφτώ. Οι προσευχές σου για τους μαθητές και το μοναστήρι σου εισακούστηκαν. Μη στενοχωρείσαι, από τώρα και εμπρός θα ανθίσει! Και όχι μόνο όσο καιρό ζεις εσύ, αλλά και μετά την εκδημία σου στον Κύριο, εγώ θα είμαι κοντά στο μοναστήρι σου, θα καλύπτω πλούσια τις ανάγκες του, θα παρέχω τα απαραίτητα και θα το προστατεύω.
Και λέγοντας αυτά έγινε άφαντη. Εκστατικός ο Όσιος απ’ το φοβερό όραμα, παράμεινε για λίγο έμφοβος και έτρεμε. Αφού συνήλθε, σήκωσε τον τρομοκρατημένο μαθητή του, αυτός όμως έπεσε συγκλονισμένος στα πόδια του Οσίου λέγοντας:
- Για χάρη του Θεού, πατέρα μου, πες μου, τι θαυμάσιο όραμα ήταν αυτό;
Ο Όσιος που ήταν τόσο πλημμυρισμένος από χαρά ώστε το πρόσωπό του έλαμπε ολόκληρο, δεν μπορούσε να πει περισσότερα απ’ αυτά τα λόγια:
- Περίμενε λίγο παιδί μου· και η δική μου ψυχή δονείται απ’ το θαυμάσιο αυτό όραμα.
Στάθηκε για λίγο συνεπαρμένος ακόμη απ’ το όραμα και τελικά είπε:
- Παιδί μου, φώναξέ μου τον Ισαάκιο και τον Σίμωνα.
Κι όταν ο Ισαάκιος και ο Σίμων ήρθαν, τους διηγήθηκε καταλεπτώς όλα όσα συνέβησαν, πώς είδε την Υπεραγία Θεοτόκο μαζί με τους Αποστόλους και τις θαυμάσιες υποσχέσεις που τους έδωσε. Εκείνοι μόλις άκουσαν όλα αυτά πλημμύρισαν από χαρά και όλοι μαζί έψαλλαν μια Παράκληση στην Υπεραγία Θεοτόκο και δόξασαν το Θεό. Ο Όσιος παρέμεινε όλη νύχτα άγρυπνος, αναπολώντας το εξαίσιο όραμα. (Το γεγονός αυτό έλαβε χώρα το 1388, τέσσερα χρόνια πριν την κοίμηση του Οσίου).
(Η Θηβαΐδα του Βορρά, Πέτρου Μπότση, εκδ. 1985 σελ. 56-58)
Η μητέρα της αγίας Θηρεσίας του Λιζιέ, αναφέρει μια χαριτωμένη ιστοριούλα για την κόρη της.
Μια μέρα η μικρή Θηρεσία με ρώτησε αν θα πήγαινε στον Παράδεισο.
- Εάν είσαι καλή και φρόνιμη, ναι, της απάντησα εγώ.
- Αχ! Μανούλα -είπε πάλι η μικρή- αν λοιπόν δεν είμαι ούτε καλή, ούτε φρόνιμη, θα πάω στην κόλαση; Τότε ξέρω καλά τι θα κάνω.
Θα πετάξω μαζί σου, ενώ εσύ θα πηγαίνεις στον ουρανό και ασφαλώς θα με κρατήσεις στην αγκαλιά σου. Πώς θα μπορέσει τότε ο καλός Θεός να με απομακρύνει;
- Από το βλέμμα της κατάλαβα ότι η κορούλα μου ήταν πεπεισμένη πως ο Θεός δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτα εναντίον της, εάν βρισκόταν στην αγκαλιά της Μάνας
(π. Rosario Scognamiglio, Στοχασμοί και Αποφθέγματα, εκδ. Κ.Ε.Ο σελ. 249)
Ο άγιος Πέτρος Κελεστίνος διηγείται ότι υπήρξε ένας στρατιώτης, που παρόλη την κακή διαγωγή του συνέχισε να έχει ευλάβεια προς την Παναγία. Μια φορά έτυχε να περιπλανηθεί σε ένα δάσος και πείνασε. Εκεί του παρουσιάστηκε μία Παρθένος προσφέροντάς του εκλεκτό φαγητό μέσα σε ένα πολύ ρυπαρό δοχείο. Ο στρατιώτης δεν θέλησε να το αγγίξει.
- Είμαι, του λέει, η Παρθένος, η Μητέρα του Θεού, που ήλθα να ανακουφίσω την πείνα σου.
- Ναι, Δέσποινά μου, πώς να φάω σε ένα τόσο ρυπαρό δοχείο;
- Αλλά και εσύ, του απαντά η Παρθένος, θέλεις να δεχτώ τις προσευχές σου που βγαίνουν από τόσο βρώμικη καρδιά, και εξαφανίστηκε.
Το όραμα αυτό έγινε αφορμή να μετανοήσει ο στρατιώτης και να αλλάξει διαγωγή.
(Θησαυρός γνώσεων και ευσεβείας, Υακίνθου, επισκόπου Γρατιανουπόλεως, σ. 455)
«Όταν κάποτε ήρθε ο αββάς Ποιμήν να κατοικήσει στην Αίγυπτο, συνέβη να μένει κοντά σε αυτόν ένας αδελφός που είχε γυναίκα. Και ποτέ δεν τον έλεγξε. Κάποια νύχτα η γυναίκα γέννησε. Ο Γέροντας το αντιλήφθηκε και κάλεσε το μικρότερο αδελφό του:
«Πάρε -του είπε- μια κανάτα κρασί και δώσε το στο γείτονα, γιατί θα του χρειαστεί σήμερα».
Οι αδελφοί του δεν γνώριζαν βέβαια την υπόθεση, αλλά αυτός έκανε ό,τι του όρισε ο Γέροντας.
Και ο αδελφός ο γείτονας ωφελήθηκε και ήλθε σε κατάνυξη. Μετά από λίγες μέρες, αφού εφοδίασε τη γυναίκα με ό,τι είχε ανάγκη, την άφησε να φύγει. Είπε κατόπιν στο Γέροντα:
«Εγώ από σήμερα μετανοώ».
Και έχτισε κοντά του ένα κελί για τον εαυτό του. Έτσι πήγαινε συχνά στο Γέροντα και ο Γέροντας του έδειχνε τον φωτεινό δρόμο του Θεού και τον κέρδισε.
(Το Μέγα Γεροντικόν, τόμος Β, εκδ. Ι.Ησυχ. «Το Γενέσιον της Θεοτόκου» σελ.491 παράγρ. 30)
«Ο ίδιος όσιος στάρετς Αμβρόσιος της Όπτινα μάς δείχνει έμπρακτα τι είναι αγάπη.
Κάποια νέα που έμεινε έγκυος και διώχτηκε από την οικογένειά της, ζήτησε καταφύγιο κοντά του. Εκείνος τη δέχτηκε γεμάτος καλοσύνη και την ανέλαβε υπό την προστασία του. Την τακτοποίησε σε μερικούς γνωστούς του, σε μια γειτονική πόλη και φρόντιζε συνέχεια για αυτήν όσο και για το παιδί που απέκτησε, ωσότου επήλθε τελικά η συμφιλίωση με τους δικούς της. Το πρόβατο το απολωλός είχε σωθεί. Αλήθεια πόσο συμμεριζόταν ο στάρετς τις θλίψεις των ανθρώπων! Νόμιζες πως συνταυτιζόταν μαζί τους…»
(Γεροντικό του Βορρά, τομος Α, Πέτρου Μπότση, σελ. 115)
«Η οσία Αθανασία ζούσε μόνη της στην έρημο. Φόβος όμως ποτέ δεν μπήκε στην καρδιά της. Πώς γίνεται αυτό; Να τι διαβάζουμε στο βίο της:
Κάποτε που η οσία επισκέφτηκε τη μητέρα Σεραφίμα, την ηγουμένη ενός μοναστηριού, εκείνη τη ρώτησε:
- Πώς δεν φοβάσαι να μένεις μόνη σου σε μια τόσο ερημική τοποθεσία;
Η Αναστασία (αυτό ήταν το κοσμικό της όνομα, προτού γίνει μοναχή) απάντησε:
- Τι έχω να φοβηθώ;
- Δε φοβάσαι τα άγρια θηρία, τους κακούς ανθρώπους, τους δαίμονες;
- Και τι μπορούν να μου κάνουν; Είναι πιο δυνατοί από τον Κύριό μου Ιησού Χριστό και την Παναγία, τη μητέρα μας; Ούτε που το σκέφτομαι καθόλου αυτό. Φόβος δεν μπαίνει στην καρδιά μου».
(Γεροντικό του Βορρά, τόμος Α, Πέτρου Μπότση, σελ. 94)
«Ανέβηκε κάποτε ο αββάς Μακάριος από Σκήτη στο Τερενούθι. Και εισήλθε στο ιερό για να κοιμηθεί. Ήταν δε εκεί σκελετοί παλαιοί, από νεκρούς ειδωλολάτρες. Και, παίρνοντας ένα, τον έβαλε κάτω από το κεφάλι του για μαξιλάρι. Οι δαίμονες λοιπόν, βλέποντας το θάρρος του, φθόνησαν. Και θέλοντας να τον τρομάξουν, φώναζαν τάχα σε μια γυναίκα, λέγοντας:
«Καλή μας, έλα μαζί μας στο λουτρό». Και αποκρίθηκε άλλος δαίμων, από κάτω του, σαν από τους νεκρούς, λέγοντας:
«Ξένο έχω επάνω μου και δεν μπορώ να έλθω».
Αλλά ο γέρων δεν πτοήθηκε και με θάρρος χτυπούσε τον σκελετό, λέγοντας:
«Σήκω, πήγαινε στο σκοτάδι, αν μπορείς».
Και ακούοντάς το οι δαίμονες, φώναξαν δυνατά: «Μας νίκησες!». Και έφυγαν καταντροπιασμένοι».
(Γεροντικόν, εκδ. Αστήρ, αββά Μακαρίου του Αυγυπτίου ιγ)
Ιωάννης 14,28 ἠκούσατε ὅτι ἐγὼ εἶπον ὑμῖν, ὑπάγω καὶ ἔρχομαι πρὸς ὑμᾶς· εἰ ἠγαπᾶτέ με, ἐχάρητε ἂν ὅτι εἶπον, πορεύομαι πρὸς τὸν πατέρα· ὅτι ὁ πατήρ μου μείζων μού(7) ἐστι·
Ηκούσατε ότι σας είπα, πηγαίνω προς τον Πατέρα και πάλιν έρχομαι κοντά σας. Εάν είχατε πλουσίαν και σταθεράν αγάπην προς εμέ, θα εδοκιμάζατε μεγάλην χαράν, διότι σας είπα· Πηγαίνω προς τον Πατέρα. Διότι ο Πατήρ μου είναι μεγαλύτερος από εμέ.
«Οι εχθροί του Κυρίου (Αρειανοί, Μάρτυρες του Ιεχωβά κ.α.) προσφεύγουν στο χωρίο αυτό για να πλήξουν τη θεότητα του Λόγου και να αποδείξουν ότι, αφού ο Πατήρ είναι μείζων (μεγαλύτερος) του Υιού, πάει να πει ότι ο Χριστός κατώτερος ων, δεν είναι ομοούσιος προς τον Πατέρα, είναι κτίσμα του Πατρός.
Κατά την ορθόδοξη δογματική το «μείζον» που έχει ο Πατήρ έναντι του Υιού δεν αναφέρεται στην ουσία, τη δύναμη και το αξίωμα του Λόγου που έχει στην αγία Τριάδα. Ο Υιός είναι «ομοούσιος τω Πατρί» και επομένως δεν μπορεί να είναι άλλης ουσίας (ετερούσιος), ή να είναι υποτεταγμένος στον Πατέρα ή να έχει μειωμένη την τριαδική ενέργεια. Αυτά αποτελούν σαφείς αιρετικές αποκλίσεις.
Η απάντηση στο ερώτημα πρέπει να δοθεί από δύο πλευρές· από την πλευρά της θεότητος και από την πλευρά της ανθρωπότητος του Ιησού Χριστού.
Από την πλευρά της θεότητος ο Χριστός είναι «έλασσων» του Πατρός όχι κατά τα στοιχεία τα οποία αναφέραμε πιο πάνω (θεία ουσία, θεία ενέργεια, τιμή, δόξα), αλλά κατά τον τρόπο της αϊδίου (=αιωνίου) προελεύσεώς του. Ο Πατήρ είναι άναρχος και αγέννητος. Είναι η πηγαία θεότης στην Αγία Τριάδα. Από αυτόν προέρχεται δια της γεννήσεως ο Υιός και δια της εκπορεύσεως το Άγιο Πνεύμα. Επομένως το «μείζον» δεν αναφέρεται στη θεότητα καθ’ εαυτήν του Πατρός και του Υιού (τούτο αποκλείεται παντελώς), αλλά στο γεγονός ότι ο Πατήρ παρέχει τη θεότητά του, αϊδίως γεννών εκ της ουσίας του τον Υιό, δηλαδή κατά τον «αιτίας λόγον». «Είναι μεγαλύτερος μεν, αλλά όχι στη δύναμη, αλλά μόνο όσον αφορά το αίτιο· διότι είναι αίτιος του υιού με τη γέννηση· διότι από τον πατέρα προέρχεται ο υιός» (Ζιγαβηνός Ευθύμιος)(Υπόμνημα Τρεμπέλα). Η αιτιότητα αυτή στην Τριάδα δε διαφοροποιεί φύσεις.
Από την ανθρώπινη πλευρά ο Πατήρ είναι μείζων του Χριστού, δια την «του δούλου μορφήν» την οποία ανέλαβε ο Υιός, «με το να αδειάσει τον εαυτό του και να γίνει άνθρωπος». Κατά τον άγιο Κύριλλο Αλεξανδρείας «Είναι μεγαλύτερος ο Πατέρας επειδή ο Υιός είναι ακόμη δούλος και στη δική μας κατάσταση, αφού εξάλλου ονομάζει τον Πατέρα και Θεό δικό του, και αυτό το αποδίδει στην ανθρώπινη μορφή. Διότι εάν πιστεύουμε ότι άδειασε και ταπείνωσε τον εαυτό του, πώς δεν θα είναι ολοφάνερο σε όλους, ότι κατέβηκε από κάποια υπεροχή σε ελάττωση, ή καλύτερα από ισότητα προς τον Πατέρα σε κατάσταση διαφορετική από αυτήν; Τίποτα από αυτά όμως δεν υπέμεινε ο Πατέρας· αλλά έμεινε και είναι σε αυτά που ήταν από την αρχή. Είναι άρα μεγαλύτερος από αυτόν που από συγκατάβαση διάλεξε την ελάττωση»(Υπόμνημα Τρεμπέλα).
Είναι φανερό ότι η κένωση γενικά, η ταπείνωση και η κακοπάθεια της επίγειας ζωής, τα οποία ανέλαβε ο Λόγος γενόμενος άνθρωπος, είναι το στοιχείο επί του οποίου συγκρινόμενος ο μη έχων αυτά Πατήρ θεωρείται μείζων του Υιού. Ομοίως μέσα στη σκέψη αυτή δεν θα ήταν παράλογο να πούμε, ότι όχι μόνο ο Πατήρ αλλά και το Πνεύμα το Άγιο είναι «μείζον» του ενανθρωπήσαντος Λόγου, ακόμα δε και ο ίδιος ο Χριστός, ως αληθινός Θεός, είναι «μείζων εαυτού» (έναντι δηλαδή της προσληφθείσης σαρκός).
Οι τοποθετήσεις αυτές, τοποθετήσεις βιβλικές και πατερικές, έχουν μεγάλη σημασία στην αντιμετώπιση της αρειανικής κακοδοξίας, την οποία αναμασούν αηδώς σήμερα οι Μάρτυρες του Ιεχωβά».
(Ανδρέα Θεοδώρου, Απαντήσεις σε ερωτήματα Δογματικά, εκδ. Αποστολική Διακονία σελ. 97-98, οι μεταφράσεις των δύο χωρίων από το Υπόμνημα Τρεμπέλα από π. Νικόλαο Πουλάδα)